Όπως προαναφέρθηκε η Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (330-610) αντιστοιχεί στη φάση του «Εκχριστιανισμένου Ελληνορωμαϊκού κράτους της Ανατολής», το οποίο, ως διοικητική επικράτεια και πολιτική οντότητα, ήταν το ίδιο με αυτό που υπήρχε και κατά την προηγούμενη ρωμαϊκή περίοδο, του οποίου όμως πρωτεύουσα δεν ήταν πλέον η Ρώμη, αλλά, ήδη από το 285, η Νικομήδεια της Βιθυνίας και από το 330 η Κωνσταντινούπολη. Η μεταφορά του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας στην καρδιά του σώματος των ελληνόφωνων λαοτήτων της ανατολής, που ταυτιζόταν με την εστία των πληθυσμών που είχαν ήδη ασπαστεί το Χριστιανισμό, είχε καταλυτική επίδραση στις πολιτικές, διοικητικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές και κοινωνικές εξελίξεις και οδήγησε σε διαφοροποίηση ουσιωδών χαρακτηριστικών του κράτους αυτού, με πρώτη τη γλώσσα και τη θρησκεία, που την ακολούθησε η διαίρεση του κράτους σε ανατολικό και δυτικό και η ελληνοποίηση του ανατολικού τμήματος. Η περίοδος αυτή είναι μεταβατική, ανάμεσα στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα και χαρακτηρίζεται ιδεολογικά, αλλά και στην πράξη, από την διαμάχη του πολιτισμού και της θρησκείας της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας με τον χριστιανισμό, που στερέωσε την ισχύ του αποκρυσταλλώνοντας σταδιακά την δογματική του. Ως συνέχεια της ρωμαϊκής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο και η προσπάθεια για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.
Κοσμοϊστορικής σημασίας φαινόμενο της περιόδου ήταν επίσης οι μετακινήσεις Τευτονικών /Γερμανικών πληθυσμών της ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας, από την αρχική τους κοιτίδα, που βρισκόταν στην περιοχή της Σκανδιναβίας και της σημερινής βόρειας Γερμανίας, σε όλο το χώρο της Δυτικής Ευρώπης, όπου αναμίχθηκαν με τους προϋπάρχοντες Κέλτες,αλλά και ανατολικότερα μέχρι τα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας και Ρουμανίας καθώς και στη βόρεια Αφρική, ενώ οι εισβολές τους στον ελληνικό χώρο δεν άφησαν ίχνη μόνιμης εγκατάστασης. Από τις αρχές του 6ου αιώνα χρονολογούνται επίσης οι μετακινήσεις των Σλάβων, μιας άλλης ομάδας εθνών με κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή, οι οποίοι, μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν στην ανατολική Ευρώπη μέχρι το βόρειο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου. Οι μετακινήσεις αυτές προκάλεσαν σοβαρές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η οριστική κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους και παράλληλα η έναρξη της διαδικασίας σχηματισμού των εθνών που δημιούργησαν τη βάση για την ίδρυση των νεότερων ευρωπαϊκών κρατών.
Η πρώτη δυναστεία των ηγεμόνων που είχαν έδρα την Κωνσταντινούπολη, ιδρύθηκε από τον 57ο αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κωνσταντίνο Α΄ (αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 312 έως το 324 και μονοκράτορας από το 324 έως το 337), γιο του Ρωμαίου Καίσαρα Κωνστάντιου Χλωρού, που καταγόταν από τη Ναϊσσό της Δαρδανίας (σημερινή Νις της Σερβίας) και ήταν ελληνικής καταγωγής από τη μητέρα του Ελένη, που γεννήθηκε στη Βιθυνία της Μ.Ασίας, και ο οποίος συμβατικά θεωρείται 1ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Μετά τον θάνατό το 337 τον διαδέχτηκε μια σειρά αυτοκρατόρων που αποτελούν μέλη της λεγόμενης Κωνσταντίνειας Δυναστείας. Σημειωτέον ότι τα ονόματα Κώνστας >Κωνστάντιος >Κωνσταντίνος >Κωνσταντινούπολη είναι ελληνικά και ετυμολογούνται από τα συνθετικά «κων- [=μαζί, ταυτόσημο του "συν" {<κοινός} >λατ. con] + στας [μετοχή αορίστου του "ίστημι" {=στέκομαι, αντέχω} = αυτός που στάθηκε μαζί, συμπαραστάτης».
Ο Κωνσταντίνος Β ( Flavius Claudius Constantinus Augustus 316-340) ήταν ο 60ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 ως το 340 (ουσιαστικά όμως όχι και Βυζαντινός αυτοκράτορας). Μοιράστηκε το θρόνο με τα αδέρφια του και παιδιά του Μ.Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο Β΄ και Κώνστα αλλά η σύντομη διακυβέρνησή του τελείωσε μετά από μια αποτυχημένη εισβολή στην Ιταλία το 340. Ήταν ο μεγαλύτερος και μάλλον νόθος γιος του Μ.Κωνσταντίνου και γεννήθηκε στην Αρλ της σημερινής Γαλλίας το Φεβρουάριο του 317. Μεγάλωσε ως Χριστιανός και την 1η Μαρτίου του 317, έγινε Καίσαρας και σε ηλικία μόλις 7 χρόνων το 323 πήρε μέρος στην εκστρατεία του πατέρα του ενάντια στους Σαρμάτες. Στα δέκα του έγινε διοικητής Γαλατίας μετά το θάνατο του Κρίσπου. Μια επιγραφή του 330 τον αναφέρει ως «Αλαμανικός», συνεπώς θεωρείται πιθανό οι στρατηγοί του να είχαν σημειώσει κάποια νίκη εναντίον των Αλαμανών. Η στρατιωτική του καριέρα συνεχίστηκε όταν ο πατέρας του τον διόρισε διοικητή της στρατιάς κατά των Γότθων το 332.
Μετά το θάνατο του Μ.Κωνσταντίνου το 337, ο Κωνσταντίνος Β έγινε αυτοκράτορας μαζί με τους αδερφούς του Κωνστάντιο Β΄ και Κώνστα, αφού η αυτοκρατορία διαιρέθηκε μεταξύ αυτών και των ξαδελφών τους Δαλμάτιο και Αννιβαλιάνο. Ο διακανονισμός αυτός κρατήθηκε μετά βίας ως το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς οι γιοί του οργάνωσαν τη σφαγή των περισσότερων μελών της οικογένειάς τους. Οι τρεις τους συγκεντρώθηκαν στην Παννονία στις 9 Σεπτεμβρίου του 337 και μοίρασαν την αυτοκρατορία μεταξύ τους. Ο Κωνσταντίνος Β΄ ανακηρύχθηκε Αύγουστος από τα στρατεύματά του και ανέλαβε τη Γαλατία, τη Βρετανία και την Ισπανία, ενώ ο μικρότερος αδελφός Κώνστας κατείχε την Ιταλία, την Αφρική και την Ιλλυρία.
Σύντομα ενεπλάκη στη διαμάχη μεταξύ των διαφόρων ερμηνειών της Χριστιανικής θρησκείας που υπονόμευε την ενότητα της εκκλησίας. Το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας που επηρεαζόταν από τους πάπες της Ρώμης έτεινε προς τον Καθολικισμό και κατά του Αρειανισμού. Με τη μεσολάβηση των παπών, οι δυτικοί κατάφεραν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Β΄ να ελευθερώσει τον Αθανάσιο ώστε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Η πράξη αυτή εξόργισε τον Κωνστάντιο Β΄ που ήταν θερμός οπαδός του Αρειανισμού. Στην αρχή, ο Κωνσταντίνος ήταν προστάτης του μικρότερου αδελφού Κώνστα. Ωστόσο, άρχισε να παραπονιέται πως το μερίδιό του ήταν λιγότερο από αυτό που του αναλογούσε, με την αιτιολογία πως ήταν ο πρεσβύτερος αδερφός. Ενοχλημένος που ο Κώνστας ανέλαβε τη Θράκη και τη Μακεδονία μετά το θάνατο του Δαλμάτιου, ο Κωνσταντίνος απαίτησε την παράδοση της Αφρικής σε αυτόν και, για να διατηρήσει τις ισορροπίες, ο Κώνστας συμφώνησε. Εντούτοις, η διαμάχη συνεχίστηκε για τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας.
Στην πορεία προέκυψαν επιπλέον τριβές όταν ο Κώνστας ενηλικιώθηκε και ο Κωνσταντίνος Β, που είχε συνηθίσει να διαφεντεύει τον αδερφό του, αρνήθηκε να παραιτηθεί από την κηδεμονία του. Το 340, πορεύτηκε προς την Ιταλία επικεφαλής του στρατού. Ο Κώνστας, που βρισκόταν στη Δακία, έστειλε μια επίλεκτη και σκληραγωγημένη μονάδα στρατού από την Ιλλυρία, λέγοντας πως ο ίδιος θα τους ακολουθούσε σύντομα. Ο Κωνσταντίνος Β εγκλωβίστηκε σε κάποια μάχη κοντά στην Ακουιλήια και σκοτώθηκε μετά από ενέδρα. Το βασίλειο του Κωνσταντίνου Β΄ ανέλαβε ο Κώνστας.
Ο Κώνστας Α (Flavius Julius Constans Augustus, 320 - 18 Ιανουαρίου 350) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 έως το 350. Επικράτησε του αδερφού του Κωνσταντίνου Β’ το 340, αλλά ο στρατός του ήταν οργισμένος με την προσωπική του ζωή και την προτίμησή του σε βαρβάρους σωματοφύλακες. Δολοφονήθηκε από τον στρατηγό Μαγνέντιο το 350. Ο Κώνστας Α΄ ήταν ο τρίτος και μικρότερος γιος του Μ.Κωνσταντίνου και της δεύτερης γυναίκας του Φαύστας. Εκπαιδεύτηκε στα ανάκτορα του πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη υπό τη διδασκαλία του ποιητή Αιμίλιου Μάγνου Αρβόριου. Στις 25 Δεκεμβρίου του 333, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α του απένειμε τον τίτλο του Καίσαρα. Πριν το 337, ο Κώνστας αρραβωνιάστηκε την Ολυμπιάδα, κόρη του Πραιτοριανού Αβλάβιου, αλλά ο γάμος τους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Α το 337, ο Κώνστας μοίρασε την αυτοκρατορία με τους αδερφούς του Κωνσταντίνο Β΄ και Κωνστάντιο Β΄, αφού πρώτα εκκαθάρισαν όλους τους συγγενείς του πατέρα τους που θα μπορούσαν να αξιώσουν το θρόνο. Ο στρατός τους ανακήρυξε Αυγούστους στις 9 Σεπτεμβρίου του 337. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Κώνστας αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ενάντια στου Σαρμάτες που είχαν εισβάλει στη Ρωμαϊκή επικράτεια, τελικά νικώντας τους κατά κράτος.
Αρχικά, ο Κώνστας ήταν υπό την κηδεμονία του Κωνσταντίνου Β’ και η συμφωνία μεταξύ των αδερφών προέβλεπε ότι θα κυβερνούσε τις επαρχίες της Ιταλίας και της Αφρικής. Ο Κώνστας δεν ήταν ευτυχής με αυτόν το διακανονισμό και έτσι, το 338, οι τρεις τους συναντήθηκαν στο Βιμινάκιο για να σχεδιάσουν τα σύνορα εκ νέου. Ο Κώνστας κατάφερε να αποσπάσει τις επαρχίες Θράκης και Ιλλυρίας, που στην αρχή ανήκαν στον Δαλμάτιο, σύμφωνα με τη διαθήκη του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος Β΄ σύντομα άρχισε να παραπονιέται πως το μερίδιό του ήταν μικρότερο του οφειλόμενου δεδομένης της θέσης του ως πρεσβύτερου των άλλων δύο. Ενοχλημένος με την επιπλέον προσθήκη της Μακεδονίας στο βασίλειο του Κώνστα μετά το θάνατο του Δαλμάτιου, ο Κωνσταντίνος Β΄ απαίτησε από τον αδερφό του την παραχώρηση σ’ αυτόν της επαρχίας της Αφρικής, πράγμα που ο Κώνστας δέχτηκε για χάρη της ειρήνης. Παρόλα αυτά, η διαμάχη συνεχίστηκε με αφορμή τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας, αλλά και το γεγονός της ενηλικίωσης του Κώνστα, καθώς ο Κωνσταντίνος Β΄ αρνήθηκε να αποχωριστεί την κηδεμονία του πρώτου. Στο τέλος, ο Κωνσταντίνος Β΄ αποφάσισε να εισβάλει στην Ιταλία και ο Κώνστας (που βρισκόταν στη Δακία) απέστειλε στρατεύματα για να τον αντιμετωπίσουν. Ο Κωνσταντίνος Β΄ σκοτώθηκε έπειτα από μια ενέδρα στη Ακουϊληία και έτσι ο Κώνστας κληρονόμησε τις επαρχίες του αδερφού του στην Ισπανία, τη Βρετανία και τη Γαλατία.
Ο Κώνστας ξεκίνησε τη βασιλεία του δυναμικά. Τα έτη 341-342 οδήγησε επιτυχώς τα στρατεύματά του εναντίον των Φράγκων και στις αρχές του 343 επισκέφτηκε τη Βρετανία. Το γεγονός ότι ο Κώνστας διέσχισε τα στενά τους επικίνδυνους μήνες του χειμώνα δείχνει πως ο αυτοκράτορας μάλλον αντέδρασε σε στρατιωτικές προκλήσεις των Πικτών (ή Σκότων).
Στα θρησκευτικά ζητήματα, ο Κώνστας υπήρξε ανεκτικός με τον Ιουδαϊσμό, αλλά δημοσίευσε νόμους που απαγόρευαν τις θυσίες των απανταχού παγανιστών. Κατεδίωξε τους Δονατιστές στην Αφρική και υποστήριξε το «Σύμβολο της Πίστεως» που εδραιώθηκε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, αντιστεκόμενος στον Αρειανισμό που είχε ενστερνιστεί ο αδερφός του Κωνσταντίνος Β΄. Για να ξεκαθαρίσει την αντιπαράθεση με τον Αρειανισμό, ο Κώνστας συγκάλεσε, το 343, την τοπική Σύνοδο της Σαρδικής (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας), η οποία όμως απέτυχε παταγωδώς. Ως αποτέλεσμα, το 346, οι δυο εναπομείναντες συναυτοκράτορες βρίσκονταν σε σχεδόν μόνιμη σύγκρουση, την οποία προσπάθησαν να μετριάσουν επιτρέποντας ο καθένας τη δική του θρησκευτική ερμηνεία εντός του βασιλείου του.
Στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Κώνστας απέκτησε τη φήμη σκληρού και κακού κυβερνήτη. Οι λεγεώνες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, καθώς ο Κώνστας στηριζόταν στους απόλυτα έμπιστούς του, ήταν ομοφυλόφιλος (γεγονός που εκείνοι το θεωρούσαν προσβλητικό) και προτιμούσε σωματοφύλακες που αυτοί δεν αποδέχονταν. Το 350, ο στρατηγός Μαγνέντιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τη στρατιά του Ρήνου και αργότερα από τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο Κώνστας πληροφορήθηκε τα νέα από κάποια κοντινή περιοχή στην οποία αναπαυόταν. Καθώς δεν διέθετε ιδιαίτερες δυνάμεις που θα μπορούσαν να του συμπαρασταθούν εκτός του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, αναγκάστηκε να διαφύγει για να σώσει τη ζωή του. Στο δρόμο του προς την Ιταλία ή την Ισπανία, προσπάθησε να βρει άσυλο σε κάποιο ναό κοντά σε οχυρό στα Πυρηναία (στη Γαλατία), όταν άνθρωποι του Μαγνέντιου τον δολοφόνησαν.
Ο Κωνστάντιος Β' ήταν 61ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και ταυτόχρονα ο 2ος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου), δευτερότοκος γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου από τη δεύτερη σύζυγό του Φαύστα. Στον θρόνο ανήλθε 21 ετών το 337, έχοντας ήδη το 324 τιτλοφορηθεί από τον πατέρα του ως Καίσαρας. Ο Κωνστάντιος Β ήταν ο πρώτος γιος που ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη πρόλαβε να αποδώσει τιμές στο νεκρό σώμα του πατέρα του, καθώς μετά ακολούθησε άγρια σφαγή των αρρένων συγγενών του προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαδοχή από τους γιους του Κωνσταντίνου Α' με τη Φαύστα. Μόνο δύο μικρά ξαδέλφια του, οι Γάλλος και Ιουλιανός (παιδιά του Ιουλίου Κωνστάντιου, αδελφού του Κωνσταντίνου του Μεγάλου) κατάφεραν να σωθούν. Έτσι, το καλοκαίρι του 338 ο Κωνστάντιος και οι αδελφοί του συνήλθαν στην Παννονία και διαμοίρασαν τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο μεγαλύτερος γιος Κωνσταντίνος Β', διατήρησε τη Γαλατία, την Ισπανία και την Αγγλία όπου κυβερνούσε ως Καίσαρ, ο νεώτερος ο Κώνστας τη Ρώμη, Ιταλία, το Ιλλυρικό, την Παννονία και τις δυτικές αφρικανικές επαρχίες, ενώ ο Κωνστάντιος Β' έμεινε κάτοχος της Ανατολής και των υπόλοιπων Βαλκανίων πλην του Ιλλυρικού. Αργότερα ο Κωνσταντίνος Β', υπαναχωρώντας στη συμφωνία, εισέβαλε στην Ιταλία, όπου και σκοτώθηκε σε συμπλοκή, αφήνοντας τον αδελφό του Κώνστα μόνο κύριο σε όλη τη Δύση (340).
α. Η περίοδος της μονοκρατορίας
Το 350 ένας αξιωματικός, ο Μάγνος Μαγνέντιος, ανακήρυξε αιφνίδια τον εαυτό του Αυτοκράτορα της Γαλατίας και καταδιώκοντας τον Κώνστα τον φόνευσε. Ο Μάγνος, βοηθούμενος και από τον στρατηγό Βετράνιο, με πρεσβεία ζήτησαν από τον Κωνστάντιο την αναγνώρισή τους ως συνάρχοντες. Για τον σκοπό αυτό ο Μάγνος ζήτησε ως σύζυγο την αδελφή του Κωνστάντιου, την Κωνσταντία, προσφέροντας τη δική του αδελφή στον Κωνστάντιο. Ο Κωνστάντιος έκλεισε τους πρέσβεις στη φυλακή και εκστράτευσε κατά των σφετεριστών. Προκαλώντας συνάντηση για δήθεν αναγνώριση του Βετράνιου κοντά στον Δούναβη, παρουσία του στρατού, με ρητορικό λόγο καταφέρθηκε κατά των προδοτών με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του στρατού του Βετράνιου να τον εγκαταλείψει. Ο Βετράνιος αμαχητί απόθεσε τα σύμβολα της αρχής και ζήτησε συγγνώμη. Στη συνέχεια ο Κωνστάντιος Β με 80.000 στρατό βάδισε κατά του Μαγνέντιου, του οποίου ο στρατός (30.000 άνδρες) κατατροπώθηκε.
Και ενώ είχε αναθέσει στον ξάδελφό του Γάλλο με τον τίλο του Καίσαρος τη φύλαξη των ασιατικών συνόρων με έδρα την Αντιόχεια (351) δίνοντάς του και την αδελφή του Κωνσταντία ως σύζυγο, η τυραννική διαγωγή του Γάλλου τον φόβισε ότι μπορεί να εξελιχθεί σε νέο Μαγνέτιο, οπότε τον κάλεσε στη Νόλα της Ίστριας (354) και τον αποκεφάλισε (εκεί που ο πατέρας του είχε σκοτώσει τον αδελφό του Κρίσπο). Μετά τα γεγονότα αυτά ο Κωνστάντιος, έρμαιος των ευνούχων, γινόταν μέρα με τη μέρα πιο ωμός. Οι επιδρομές βαρβάρων και Περσών άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Με παρέμβαση της συζύγου του Ευσεβίας ανακήρυξε Καίσαρα τον μόνο ξάδελφό του Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό και του εμπιστεύτηκε την Γαλατία. Σε μια πολύχρονη εκστρατεία κατά των Περσών δεν κατάφερε τίποτε. Το 348 υπέστη δεινή ήττα από το βασιλιά των Περσών Σαπώρη Β'. Δέκα χρόνια μετά, ο Σαπώρης κάλεσε τον Κωνστάντιο Β να εγκαταλείψει την Αρμενία και τη Μεσοποταμία.
Όταν ο Κωνστάντιος αναγκάσθηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Ιουλιανού να σπεύσει κατά των Περσών με τα γαλατικά στρατεύματα, αυτά εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό αυτοκράτορα με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα ξαδέλφια. Ο Κωνστάντιος σπεύδοντας προς συνάντηση με τον Ιουλιανό έπεσε καθοδόν και ασθένησε κοντά στην πόλη Μοψουκρήνη της Κιλικίας. Βλέποντας το τέλος του ζήτησε να βαπτιστεί και απεβίωσε στις 3 Νοεμβρίου του 361, χωρίς ούτε οι οπαδοί της Νίκαιας ούτε οι ειδωλολάτρες να πενθήσουν ειλικρινά τον αυτοκράτορά τους. Οι ειδωλολάτρες μάλιστα χάρηκαν με τον θάνατό του, γιατί ο θρόνος θα περνούσε στα χέρια του Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υποστήριζε την ειδωλολατρία. Το σώμα του Κωνστάντιου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η κηδεία του έγινε παρουσία του νέου Αυτοκράτορα Ιουλιανού, στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κωνστάντιο ανάμεσα στους θεούς.
β. Οι σφετεριστές Βετράνιος και Μαγνέντιος
Ο Βετράνιος και ο Μαγνέντιος ήταν στρατηγοί στις δυτικές επαρχίες, οι οποίοι, μετά την εξόντωση του μικρότερου αδελφού Κώνστα, διεκδίκησαν από τον Κωνστάντιο Β το δικαίωμα να θεωρούνται συμβασιλείς.
Ο Βετράνιος που γεννήθηκε στην επαρχία της Μοισίας στη σημερινή Σερβία (πέθανε περ. 356) ήταν έμπειρος στρατιωτικός που αυτοανακηρύχθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας με τη συμβουλή της Κωνσταντίνας, αδερφής του Κωνστάντιου Β΄, την 1η Μαρτίου του 350, αφού προηγουμένως οι δυνάμεις του σφετεριστή Μαγνέντιου σκότωσαν τον, αδερφό των Κωνστάντιου και Κωνσταντίνας, Κώνστα. ενώ τα δύο αδέρφια στήριξαν τον Βετράνιο ως αντίπαλον δέος του τελευταίου. Ο Βετράνιος αποδέχθηκε το στέμμα και προς τιμήν του κόπηκαν νομίσματα που φέρουν τον τίτλο «Αύγουστος» (αντί για «Καίσαρας»). Ο Κωνστάντιος αρχικά τον βοήθησε χρηματικά ώστε να συγκεντρώσει στρατό. Μετά την ανταρσία του Μαγνέντιου, ο Κωνστάντιος επέστρεψε από την ανατολή και συνάντησε τον Βετράνιο, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε από το θρόνο στις 25 Δεκεμβρίου του 350. Συνταξιοδοτήθηκε και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως ιδιώτης.
Ο Μαγνέντιος (Flavius Magnus Magnentius, 303 – 10 Αυγούστου 353) γεννήθηκε στη Σαμαρομπρίβα (σημερινή Αμιένη της Γαλλίας) και σύμφωνα με κάποιες πηγές ο πατέρας του ήταν Βρετανός και η μητέρα του Φράγκα. Έγινε ύπατος της Ρώμης και υπήρξε διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς των Ιωβιανών και Χερκουλιανών. Όταν η δυσαρέσκεια του στρατού για τον αυτοκράτορα Κώνστα φούντωσε, οι λεγεώνες ανακήρυξαν διάδοχό του τον Μαγνέντιο, στην πόλη Οτούν, στις 18 Ιανουαρίου 350. Ο Κώνστας εγκαταλείφθηκε από όλους εκτός λίγους συμβούλων του και τελικά δολοφονήθηκε από μια μονάδα του ιππικού κοντά στα Πυρηναία. Ο Μαγνέντιος πέτυχε γρήγορα την αφοσίωση των επαρχιών Βρετανίας, Γαλατίας και Ισπανίας στο πρόσωπό του. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν το γεγονός ότι υπήρξε πολύ πιο ανεκτικός έναντι τόσο των Χριστιανών όσο και των Παγανιστών. Έλεγξε επίσης τις επαρχίες της Ιταλίας και της Αφρικής μέσω της εκλογής ανθρώπων της εμπιστοσύνης του στα κορυφαία αξιώματα. Όμως, η σύντομη ανταρσία του Νεποτιανού που ήταν μέλος της Δυναστείας του Κωνσταντίνου, απέδειξε στο Μαγνέντιο ότι η νομιμότητά του ήταν αμφιλεγόμενη στα μάτια των μελών της δυναστείας. Ο αυτοαποκαλούμενος ηγέτης προσπάθησε να ενισχύσει τον έλεγχο των πρώην επαρχιών του Κώνστα κινούμενος προς το Δούναβη. Εν τω μεταξύ, ο Βετράνιος που ήταν διοικητής της στρατιάς Παννονίας είχε επίσης ανακηρυχθεί από το στρατό «Αύγουστος» στη Μούρσα, την 1η Μαρτίου. Η στάση αυτή είχε τη στήριξη της δυναστείας καθώς η Κωνσταντίνα (κόρη του Μ. Κωνσταντίνου) και ο Κωνστάντιος Β΄ τον αναγνώρισαν στέλνοντάς του το αυτοκρατορικό στέμμα.
Ο Κωνστάντιος Β΄ άφησε τα μέτωπα κατά των Συρίων και των Περσών και στράφηκε δυτικά. Παρά τις προσπάθειες του Μαγνέντιου να προσεταιριστεί τον Βετράνιο, ο έμπειρος στρατηγός πλησίασε τη στρατιά του Κωνστάντιου και απεμπόλησε το στέμμα. Ο Μαγνέντιος διόρισε Καίσαρα τον Μάγνο Δεκέντιο (πιθανώς αδερφό ή γιό του) και συγκέντρωσε όσες περισσότερες δυνάμεις μπορούσε. Συνάντησε τον Κωνστάντιο στη Μάχη της Μούρσας το 351. Την ημέρα των εχθροπραξιών, ο Μαγνέντιος ηγήθηκε των στρατιωτών του, ενώ ο Κωνστάντιος προτίμησε να προσευχηθεί για την έκβαση της σύρραξης σε κοντινή εκκλησία. Παρά τον ηρωισμό του Μαγνέντιου, ο ίδιος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στη Γαλατία. Ως αποτέλεσμα της έκβασης της μάχης, η Ιταλία αποτίναξε τη φρουρά του και επανενώθηκε με τον νόμιμο αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Ο Μαγνέντιος έκανε την τελευταία του επίθεση το 353 στη Μάχη του Μονς Σέλευκους και, όταν ηττήθηκε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του. Ο Κωνστάντιος διέταξε αμέσως έρευνα για να αποκαλύψει τους υποστηρικτές του νεκρού πλέον Μαγνέντιου. Ένας από τους πριμικήριους που ανέλαβαν την υπόθεση αυτή ήταν ο διάσημος για τη σκληρότητά του Παύλος Κατένα.
γ. Η πολιτική του Κωνστάντιου Β
Ο Κωνστάντιος Β’ υποστήριξε εμφανώς τον χριστιανισμό, μη ακολουθώντας όμως τη μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική του πατέρα του Κωνσταντίνου. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του αρειανισμού και, έχοντας κοντά του τον Ευσέβιο Νικομήδειας, πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σε νέα Σύνοδο που συγκάλεσε σε Ρίμινι και Αριμίνο (δίδυμη, 359) ανακήρυξε τον αρειανισμό επίσημο θρησκευτικό δόγμα της Αυτοκρατορίας. Πολύκροτο ζήτημα υπήρξε επί της εποχής του η υπόθεση του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Κατά την εποχή της βασιλείας του ισχυροί επίσκοποι, που συνδέονταν περισσότερο με τους Ομοίους (αμιγής αρειανισμός) συνδέθηκαν στενά με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της Αυλής, αποτελώντας μία ακόμα προνομιούχο και ευνοημένη κοινωνική ομάδα. Ο Κωνστάντιος Β προώθησε ενεργητικά τον αρειανισμό θεωρώντας τον ως το πιο αποδεκτό φιλοσοφικά και συμβατό με τον νεοπλατωνισμό χριστιανικό δόγμα, βλέποντάς τον σαν θρησκεία "των μορφωμένων χριστιανών Απολογητών μιας προηγούμενης γενιάς, ενάντια στη νέα ύποπτη ευλάβεια του Αθανασίου που βασιζόταν στον αυξανόμενο ενθουσιασμό των Αιγυπτίων μοναχών". Η ριζοσπαστική, απροκατάληπτη άρχουσα τάξη που είχε καταλάβει τη δημόσια διοίκηση επί Ιλλυριών Αυτοκρατόρων και είχε αποκτήσει αυλικό προφίλ επί Κωνσταντίνου Α’, τώρα έθεσε ως σκοπό τον προσεταιρισμό της Χριστιανικής Εκκλησίας ως όργανο εξυπηρέτησης των φιλοδοξιών της. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στις δυτικές επαρχίες, αλλά σε μικρότερο βαθμό καθώς ο χριστιανισμός δεν είχε τόση διάδοση στη ρωμαϊκή Δύση.
Ο Κωνστάντιος Β εξέδωσε διατάγματα τα οποία υποβάθμιζαν την ελληνορωμαϊκή αστική λατρεία, απομακρύνοντάς την από την κρατική εξάρτηση και πρόταση. Χαρακτηριστικό είναι το διάταγμα το οποίο ανέφερε πως έπρεπε «Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών», ενώ σταδιακά απέσυρε την κρατική χρηματοδότηση από τις επίσημες τελετουργίες της, αν και ουδέποτε τις διέκοψε. Με διάταγμά του επίσης αποφάσισε το κλείσιμο όλων των ναών, πλην των χριστιανικών, στην υπαρχία της Ανατολής, αλλά και την απαγόρευση επί ποινή θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, σε όποιον πρόσφερε θυσίες σε θεούς. Εν τούτοις τα μέτρα αυτά φαίνεται πως είτε δεν είχαν γενικό χαρακτήρα, είτε δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, αφού υπήρχαν στην Ανατολή επί εποχής Ιουλιανού, τόσο εθνικοί ναοί, όσο και ιερατείο. Παρόλα αυτά ο ίδιος επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων Παρθένων (ιερειών της θεάς Εστίας), δεν διέλυσε το σώμα των ιερέων της αστικής ελληνορωμαϊκής λατρείας, απένειμε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους πολίτες, όρισε με διάταγμα την εκλογή ιερέα για τις αφρικανικές επαρχίες, χορήγησε οικονομικές ενισχύσεις στους ναούς ενώ ουδέποτε απαρνήθηκε τον ρόλο και τον τίτλο του Pontifex Maximus, του οποίου επικύρωσε τα δικαιώματα για τους ιερούς θεσμούς. Κατά γενική ομολογία «η ειδωλολατρία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έχανε έδαφος ενώ αντιθέτως ο χριστιανισμός, όπως τον δίδασκαν οι οπαδοί του Αρείου προόδευε».
Τελικά αυτές οι εξελίξεις αποτέλεσαν πλήγμα για την αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία, που ήδη βρισκόταν σε υποχώρηση μετά την κρίση της ρωμαϊκής κοινωνίας κατά τον 3ο αιώνα. Ωστόσο ο χριστιανισμός, αν και φανερά ευνοούμενος πλέον από το ρωμαϊκό κράτος, δεν είχε επικρατήσει ακόμα απόλυτα και βρισκόταν σε μία ευαίσθητη ισορροπία με το παλαιότερο θρησκευτικό καθεστώς, αφού παρά την πρότασή του η σειρά των διαταγμάτων σχετικά με την εθνική θρησκεία έδειχναν πως «ο εθνισμός εξηκολούθει να είναι επίσημος θρησκεία του κράτους». Την εποχή άλλωστε αυτή οι πληθυσμοί των μεγάλων ρωμαϊκών πόλεων ήταν στην πλειονότητά τους θρησκευτικά μεικτοί, ενώ στα χωριά της υπαίθρου ο χριστιανισμός ακόμα δεν είχε μπορέσει να διαταράξει μία παράδοση αιώνων.
Η συμπάθεια που εξαρχής επέδειξε ο Κωνστάντιος στους Ομοίους (μία από τις τρεις αρειανιστικές ομάδες) οδήγησε τους χριστιανούς αντιπάλους του να τον αποκαλέσουν «εχθρό της ορθοδοξίας», αφού ως «μονοκράτωρ...εθεώρησεν εύκολον την επιβολήν των αρειανικών απόψεων καθολικώς» όχι μόνο στέλνοντας στην εξορία ορθοδόξους επισκόπους, αλλά επιβάλλοντας και γενικότερο «συστηματικό διωγμό εναντίον των οπαδών του Συμβόλου της Νικαίας». Για το ζήτημα των διώξεων επί Κωνσταντίου, ο παγανιστής Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο οποίος τον διαδέχθηκε, έγραφε σε επιστολή του: «είχα τη γνώμη ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα είχαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ' εμένα παρά στον προκάτοχο μου στη διοίκηση, γιατί επί βασιλείας του έτυχε πολλοί απ' αυτούς να εξοριστούν, να καταδιωχθούν και να φυλακιστούν και μάλιστα πολλές φορές να σφαγεί μεγάλος αριθμός απ' αυτούς τους λεγόμενους αιρετικούς, όπως στα Σαμόσατα, στην Κύζικο, στην Παφλαγονία, στη Βιθυνία, στη Γαλατία και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ολόκληρες κωμοπόλεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν».
Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο περίπου (μέσα του 4ου αιώνα), «ήταν η εποχή που η φιλυποψία του Κωνστάντιου άρχισε να αποκτά διαστάσεις μανίας καταδιώξεως. Οι αμέτρητοι μυστικοί αστυνομικοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος επωφελήθηκαν από αυτή την κατάσταση για να καταστρέψουν τη σταδιοδρομία κάθε ταλαντούχου στρατηγού και πολιτικού, που δεν ανήκε στην παράταξή τους». Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρει τον τρόμο που «ένιωθε ο Κωνστάντιος Β΄, όταν σκεπτόταν ότι μπορεί να υπήρχαν άνθρωποι που ζητούσαν χρησμούς σχετικά με τη ζωή και τον θάνατό του. Τον τρόμο αυτό φρόντιζαν να καλλιεργούν κόλακες οι οποίοι του υπέβαλλαν την ιδέα ότι πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του, ζητώντας χρησμούς από τα μαντεία για το μέλλον του, και ότι η μοίρα του εξόντωνε όλους όσους προσπαθούσαν να την επηρεάσουν». Επρόκειτο, για μια γενικευμένη κατάσταση της εποχής. «Ο φόβος της μαγείας δεν περιοριζόταν στους αδαείς. Άνθρωποι υψηλής παιδείας όπως ο Πλωτίνος και ο Λιβάνιος πίστευαν σοβαρά ότι είχαν δεχθεί μαγική επίθεση...Έτσι εξηγείται η ανελέητη εφαρμογή των νόμων του Κωνστάντιου Β΄...κατά της μαγείας [που] τώρα πια έγινε αιτία θανατικής ποινής».
Ο Κωνστάντιος Β δεν υπήρξε τόσο ευτυχής οικογενειάρχης, αφού πέθανε άτεκνος, καθώς ούτε από την πρώτη σύζυγο (ξαδέλφη του) κόρη του θείου του Ιουλίου Κωνστάντιου, ούτε από τη δεύτερη την Ευσεβία από τη Θεσσαλονίκη που νυμφεύθηκε στο Μεδιολάνο το 353 απέκτησε παιδί, ενώ από την τρίτη που νυμφεύθηκε στην Αντιόχεια το 361, την Φαυστίνα, απέκτησε ένα κορίτσι, το οποίο όμως γεννήθηκε μετά τον θάνατό του. Στα επίσημα έγγραφα υπέγραφε με την φράση «mea aeternitas» (η εμού αιωνιότης). Υπήρξε πολύ βαθύς τυπολάτρης. Απέφευγε και την παραμικρή χειρονομία για να μη μειωθεί το μεγαλείο του αξιώματός του. Για να επιδεικνύει την μεγαλοπρέπειά του αναζητούσε ευκαιρίες εορτών. Γιόρτασε την 10ετηρίδα και 20ετηρίδα από την ανάρρησή του στο θρόνο (22 Μαΐου 357) στη Ρώμη με 30ήμερες εορτές και αγώνες. Στο στολισμό της Κωνσταντινούπολης συνέβαλε με το στήσιμο του οβελίσκου που σήμερα δεσπόζει του Λατερανού. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των ιστορικών της εποχής του ότι ο Κωνστάντιος διερχόμενος με το άρμα κάτω από αψίδες έσκυβε ελαφρά φοβούμενος μήπως ακουμπήσει το κεφάλι του σε αυτές. Δύο όμως μεγάλα γεγονότα θεωρούσε ως θεία τιμωρία για τους φόνους των συγγενών του που καθόλου δεν εμπόδισε: Τον ατέλειωτο Περσικό πόλεμο και την ατεκνία του.
Ο Ιουλιανός (Flavius Claudius Julianus, 331 — 26 Ιουνίου 363, < Ιούλιος <ιουλώ {<ίκω, ικνέομαι [= φέρνω] + ούλος [=εριώδης, δεμάτι θερισμένου σίτου] = η φέρουσα δεμάτια σίτου, επίθετο της Δήμητρα}), γνωστός ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αλλά και Ιουλιανός ο Μέγας, ήταν ο 63ος αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και ο 3ος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου) και αξιοσημείωτος φιλόσοφος και συγγραφέας στην ελληνική γλώσσα. Πατέρας του ήταν ο Ιούλιος Κωνστάντιος, μητέρα του η Βασιλίνα και σύζυγός του η Ελένη. Συμβασίλευσε, ως Καίσαρας, με τον Κωνστάντιο Β' από το 355 ως το 360 και μόνος του, ως Αύγουστος, από το 361 ως το 363. Ο Ιουλιανός ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντίνειας δυναστείας και ο μοναδικός παγανιστής μετά τον Μ.Κωνσταντίνο. Ήταν μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, εξάδελφος του Κωνστάντιου Β΄ και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 331. Η παιδική ηλικία του σημαδεύτηκε από εξαιρετικά βίαια γεγονότα που ίσως σημάδεψαν ανεξίτηλα τον χαρακτήρα του. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου το 337, ο στρατός λυντσάρισε τους ετεροθαλείς αδελφούς του Ιούλιο (πατέρα του Ιουλιανού και του Γάλλου) και Δαλμάτιο, τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιουλιανού και άλλους συγγενείς και υποστηρικτές τους. Κατά την επίσημη εκδοχή, ο στρατός έδρασε αυθόρμητα, δίνοντας βάση στη φήμη ότι τα αδέλφια του Μ. Κωνσταντίνου δηλητηρίασαν τον αυτοκράτορα. Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος Β' ενορχήστρωσε τη μαζική δολοφονία των συγγενών του και σ' αυτή την εκδοχή συνηγορεί η μετέπειτα, εκδικητική καθώς φαίνεται, εκτέλεση πολλών αυλικών του Κωνστάντιου από τον Ιουλιανό, με την ίδια πρόφαση ότι το είχε ζητήσει ο στρατός.
Μετά τη σφαγή του πατέρα τους, ο Κωνστάντιος παρέδωσε τα αδέλφια Ιουλιανό και Γάλλο στον επίσκοπο Ευσέβιο Νικομήδειας ο οποίος εμπιστεύτηκε τη μόρφωση του Ιουλιανού στον Μαρδόνιο, έναν μορφωμένο Γότθο ευνούχο, για 4 χρόνια. Η ανάγνωση του Ομήρου υπό τη διδαχή του Μαρδονίου ήταν, σύμφωνα με τα ίδια τα γραπτά του Ιουλιανού, η χρυσή εποχή της παιδικής του ηλικίας. Σε ηλικία 11 ετών, ανέθεσαν τη μόρφωση του Ιουλιανού και του Γάλλου στον επίσκοπο Γεώργιο Καππαδοκίας. Αργότερα ο Ιουλιανός θυμόταν με φρίκη τα χρόνια αυτά κοντά στον ραδιούργο επίσκοπο. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι υπερέβαλλε κάπως στην κρίση του αυτή καθώς, μαζί με τις δυσάρεστες χριστιανικές σπουδές, μπορούσε να διαβάσει ποικιλία μη χριστιανικών κειμένων από την πλούσια βιβλιοθήκη του Γεωργίου, τα οποία και θυμόταν αργότερα.
Ο Ιουλιανός είχε κλίση προς τη μόρφωση και έλαβε ευρύτατη κλασσική παιδεία. Έτσι, το 348 που του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μαθήτευσε στον εθνικό δάσκαλο Νικοκλή και τον χριστιανό Εκηβόλιο με τους οποίους διατήρησε επαφή και στη συνέχεια. Επίσης παρακολούθησε μαθήματα του εθνικού Θεμιστίου. Το 350-51 πήγε στην Πέργαμο όπου μαθήτευσε κοντά στον φιλόσοφο Αιδέσιο, ο οποίος ήταν κάποτε μαθητής του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Ιάμβλιχου και ανήκε στον κύκλο των νεοπλατωνικών που πίστευαν στην άμεση επαφή με το θείο (θεουργία). Εκεί γνωρίστηκε με τον επίσης νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο με τον οποίο διατήρησε στενή φιλία στην υπόλοιπη ζωή του. Μέσω του Μάξιμου, ο Ιουλιανός μεταστράφηκε οριστικά από τον Χριστιανισμό στις νεοπλατωνικές παγανιστικές αντιλήψεις, αν και κράτησε για καιρό κρυφή αυτή τη μεταστροφή.
Εν τω μεταξύ, ο αδελφός του Γάλλος, ο οποίος δεν του έμοιαζε καθόλου στο χαρακτήρα γιατί ήταν βάναυσος και στενών αντιλήψεων, είχε αναγορευτεί, από τον Κωνστάντιο, Καίσαρας και είχε σταλεί στην Αντιόχεια, ως επικεφαλής των ανατολικών επαρχιών. Η κακοδιοίκησή του όμως ανάγκασε τον Κωνστάντιο να τον καθαιρέσει και να τον εκτελέσει το 354. Ο ίδιος ο Ιουλιανός τέθηκε σε απομόνωση στο Μεδιολάνο (Μιλάνο) για έξι μήνες, καθώς φοβόταν συνεχώς ότι θα τον εκτελέσουν. Τελικά, χάρη στην γυναίκα του Κωνστάντιου, αυτοκράτειρα Ευσεβία, σώθηκε και στάλθηκε στην Αθήνα όπου παρακολούθησε τις διαλέξεις του χριστιανού ρήτορα Προαιρεσίου και του νεοπλατωνικού Πρίσκου. Επίσης μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια. Στη συνέχεια έπεσε πάλι σε δυσμένεια αλλά, και πάλι χάρη στην Ευσεβία, απελευθερώθηκε και αναγορεύτηκε Καίσαρας από τον Κωνστάντιο σε ηλικία 24 ετών (6 Νοεμβρίου 355).
α. Καίσαρας (355-360)
Ο Κωνστάντιος έστειλε τον Ιουλιανό με μικρή στρατιωτική συνοδεία, με τη θεωρητική αποστολή να ηγηθεί του ρωμαϊκού στρατού στα δυτικά σύνορα και να αποκρούσει τις Γερμανικές φυλές που διέσχιζαν τον Ρήνο και λεηλατούσαν τις δυτικές επαρχίες. Επειδή όμως δεν εμπιστευόταν τις ικανότητες και την αφοσίωση του νεαρού εξαδέλφου του, ο Κωνστάντιος του έδωσε ως συνεργάτες δικούς του αφοσιωμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει ότι αυτοί έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους για να δυσκολέψουν το έργο του Ιουλιανού καθώς ο Κωνστάντιος φοβόταν την άνοδο της αίγλης του εξαδέλφου του. Όμως το πιο πιθανό είναι ότι αυτοί οι αξιωματούχοι στάθηκαν πολύτιμοι συμβουλάτορες του άπειρου ως τότε Καίσαρα.
Παρά τη στρατιωτική και πολιτική απειρία του όμως, ο Ιουλιανός διεξήγαγε αποτελεσματικές επιχειρήσεις απόκρουσης και εκκαθάρισης των βαρβαρικών εισβολών και απέκτησε την εμπιστοσύνη των στρατιωτών του. Αν και στην αρχή δεν συνεργάστηκε καλά με τους εκεί Ρωμαίους στρατηγούς, πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Αλαμανών στη Μάχη του Στρασβούργου (357). Αυτή η νίκη έπεισε τον Κωνστάντιο για τις ικανότητες του Ιουλιανού. Το έργο του πάντως δεν ήταν μόνο στρατιωτικό, καθώς ενδιαφέρθηκε για την αποτροπή της αύξησης της ήδη υπέρμετρης φορολόγησης των υπηκόων του, με αποτέλεσμα την ακύρωση σχετικής απόφασης του έπαρχου του Φλωρέντιου. Στη συνέχεια, ανέλαβε ο ίδιος την πλήρη διαχείριση των οικονομικών μιας επαρχίας (της Βελγικής Β'), με σκοπό να δείξει ότι η φορολογική ελάφρυνση των υπηκόων μπορούσε να οδηγήσει σε επιτυχέστερη συλλογή φόρων. Ταυτόχρονα όμως, η επιλογή του να διαμένει σε μια απομακρυσμένη επαρχία μακριά από το αυτοκρατορικό κέντρο στην πόλη Τρέβηροι (Τρίερ) και να ενισχύσει τους δεσμούς του με την τοπική αριστοκρατία, είναι ένδειξη ότι από τότε σχεδίαζε εξέγερση.
Τα επόμενα δύο χρόνια, η θέση του Ιουλιανού ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο, με νίκες εναντίον των Φράγκων και των Αλαμανών. Η ισχυροποίηση της εικόνας του στο στρατό άρχισε πια να ανησυχεί τον Κωνστάντιο, ο οποίος έστειλε στον Ιουλιανό νέους συμβούλους, στην πραγματικότητα έμπιστους πράκτορές του, διαβόητους για τη σκληρότητα και τις ραδιουργίες τους, για να διερευνήσουν τις προθέσεις του Ιουλιανού.
β. Αύγουστος (360-363)
Το 360 κλήθηκε από τον Κωνστάντιο να στείλει μέρος του στρατού του στην Ανατολή, για να συμμετάσχει σε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Στο άκουσμα αυτής της είδησης ή, κατά τους περισσότερους ιστορικούς, έπειτα από προσεκτικά ενορχηστρωμένη υποκίνηση του ίδιου του Ιουλιανού, το στράτευμα επαναστάτησε εναντίον του Κωνσταντίου και ανακήρυξε τον Ιουλιανό Αύγουστο στο Παρίσι, τον Φεβρουάριο του 360. Αρχικά, ο Ιουλιανός έστειλε γράμματα στον Κωνστάντιο ζητώντας του αναγνώριση του νέου τίτλου του. Ο Κωνστάντιος δεν δέχτηκε αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί εναντίον του, καθώς ο πόλεμος με τους Πέρσες συνεχιζόταν. Έτσι όλο το έτος 360 ο Ιουλιανός περιορίστηκε να πραγματοποιεί επιχειρήσεις εναντίον των Φράγκων και των Αλαμανών και να προετοιμάζεται για εισβολή στην επικράτεια του Κωνστάντιου. Τέλος, την άνοιξη του 361 πέρασε αιφνιδιαστικά στην παραδουνάβια περιοχή και κατέλαβε το Σίρμιο, ήδη όμως ο Κωνστάντιος βάδιζε εναντίον του για την τελική σύγκρουση αλλά δεν πρόλαβε γιατί πέθανε στην Ταρσό της Κιλικίας στις 3 Νοεμβρίου 361. Μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, ονόμασε τον Ιουλιανό διάδοχό του και έτσι αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος.
Με σκοπό την προετοιμασία του στρατού για την επερχόμενη εκστρατεία εναντίον των Περσών, ο Ιουλιανός πέρασε τον χειμώνα του 361-362 στην Αντιόχεια, όπου συνάντησε σοβαρά προβλήματα. Όταν προσπάθησε να αναβιώσει τη λατρεία τη σχετική με την αρχαία μαντική πηγή της Κασταλίας στο ναό του Απόλλωνα στο προάστιο Δάφνη, οι ιερείς γνωμοδότησαν ότι τα λείψανα του χριστιανού μάρτυρα Βαβύλα απέτρεπαν την εμφάνιση του θεού. Τότε ο Ιουλιανός διέπραξε το σφάλμα να διατάξει την απομάκρυνση των λειψάνων από το χώρο του ιερού, με αποτέλεσμα αυτή να συνοδευτεί από μεγάλη πομπή πιστών Χριστιανών. Λίγο αργότερα, ο ναός του Απόλλωνα καταστράφηκε από φωτιά και ο Ιουλιανός, επιρρίπτοντας την ευθύνη στους Χριστιανούς, διέταξε ανακρίσεις. Επίσης, έκλεισε τη μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, πριν οι ανακρίσεις αποδείξουν ότι η πυρκαγιά ήταν προϊόν ατυχήματος.
Οι σχέσεις του με τους Αντιοχείς χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο μετά από μια σοβαρή έλλειψη τροφίμων. Ο Ιουλιανός προσπάθησε να σταθεροποιήσει την τιμή του σιταριού και να εισαγάγει από την Αίγυπτο. Τότε οι παραγωγοί αρνήθηκαν να πουλήσουν το δικό τους, υποστηρίζοντας ότι η συγκομιδή ήταν κακή και πως ήταν δίκαιο να αποζημιωθούν με υψηλότερες τιμές για το προϊόν τους. Ο Ιουλιανός τους κατηγόρησε για πρακτικές ανύψωσης τιμών και τους εξανάγκασε να πουλήσουν. Τμήματα των επιστολών του Λιβάνιου υποδεικνύουν ότι και οι δύο πλευρές είχαν εν μέρει δίκιο, ενώ ο Αμμιανός Μαρκελλίνος κατηγορεί τον Ιουλιανό για απλή δίψα για δημοσιότητα.
Το 363, ο Ιουλιανός εισέβαλε στο περσικό κράτος, στο οποίο βασίλευε ο Σαπώρης Β΄, επικεφαλής ισχυρότατου εκστρατευτικού σώματος, ενώ έστειλε τον συγγενή του Προκόπιο επικεφαλής στρατού για να εισβάλλει κυκλωτικά από τα βόρεια. Η εκστρατεία αυτή έχει δεχτεί έντονη κριτική από τους σύγχρονους ιστορικούς, όχι μόνο γιατί θα μπορούσε να αποφευχθεί ο πόλεμος (αφού ο Ιουλιανός απέπεμψε δημόσια την ειρηνευτική πρεσβεία των Περσών) αλλά και γιατί από την αρχή φαινόταν υπερβολικά φιλόδοξη και επικίνδυνη. Πράγματι, παρά τις αρχικές επιτυχίες, το επιχείρημα αποδείχθηκε καταστροφικό για τον ρωμαϊκό στρατό που αντιμετώπισε μεγάλα επισιτιστικά προβλήματα και τη συνεχή παρενόχληση των περσικών δυνάμεων. Η στρατιά του Προκοπίου δεν εμφανίστηκε ποτέ στο εχθρικό έδαφος. Καθώς ο στρατός του Ιουλιανού εισχωρούσε όλο και περισσότερο στο εσωτερικό της περσικής Μεσοποταμίας, οι Πέρσες άνοιξαν τα αρδευτικά φράγματα πλημμυρίζοντας τη χώρα. Φτάνοντας εμπρός στην περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα, ο Ιουλιανός διαπίστωσε πως δεν διέθετε τον εξοπλισμό για την πολιορκία της πόλης. Τότε πήρε την απόφαση της επιστροφής και, καθώς η διαδρομή πίσω του ήταν πλημμυρισμένη, αναγκάστηκε να ακολούθησε πορεία προς βόρεια, κατά μήκος του ποταμού Τίγρη. Η πορεία αυτή, μέσα στην εχθρική χώρα, κάτω από ανυπόφορο καύσωνα και υπό τη συνεχή παρενόχληση του εχθρού που απέφευγε την κατά μέτωπο σύγκρουση, ήταν εξαιρετικά προβληματική και όλα έδειχναν ότι ο ρωμαϊκός στρατός είχε εγκλωβιστεί σε θανάσιμη παγίδα. Οι Πέρσες γνώριζαν πως όχι μόνο ήταν επικίνδυνο να ριψοκινδυνεύσουν μια κατά μέτωπο σύγκρουση αλλά και ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο, καθώς το μόνο που χρειαζόταν ήταν να επιβραδύνουν την υποχώρηση των Ρωμαίων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στις 26 Ιουνίου 363, σε αψιμαχία με τους Πέρσες κοντά στη σημερινή Σαμάρρα (Ιράκ), ο Ιουλιανός χτυπήθηκε πισώπλατα από δόρυ και πέθανε μετά από λίγες ώρες, στη σκηνή του. Μολονότι σε κείμενο του αρειανιστή χριστιανού ιστορικού Φιλοστόργιου (368- ;) αναφέρεται η γνωμάτευση του γιατρού του Ιουλιανού Ορειβάσιου, ο οποίος, εξετάζοντας τη θανάσιμη πληγή, είχε διαπιστώσει πως προήλθε από ακόντιο που χρησιμοποιούσαν οι Άραβες σύμμαχοι των Περσών, η εκδοχή της δολοφονίας από δικό του στρατιώτη, με στόχο την εξόντωση ενός μισητού εχθρού του Χριστιανισμού, εξακολουθεί, από λογική άποψη, να είναι πιθανή.
Ο διάδοχός του Ιοβιανός, για να περισώσει το εκστρατευτικό σώμα από τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν, συνθηκολόγησε με τους Πέρσες παραχωρώντας τους πέντε εξαιρετικά σημαντικές, από στρατιωτικής άποψης, συνοριακές επαρχίες καθώς και ισχυρά φρούρια της Μεσοποταμίας όπως η Νίσιβις και τα Σίνγκαρα. Η συνθήκη δεν ήταν απλώς μια επαναφορά στην προ Διοκλητιανού εποχή, αλλά δημιούργησε το εφαλτήριο για τις μετέπειτα εισβολές των Περσών στο ρωμαϊκό έδαφος.
γ. Η πολιτική του Ιουλιανού
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τον Ιουλιανό ως ένα από τους ικανότερους αυτοκράτορες σε όλη την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που ουσιαστικά την κυβέρνησε επί μόλις δύο χρόνια. Η πρώτη πολιτική πράξη του, μετά την επίσημη ανάρρησή του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ήταν η παρουσία του στην κηδεία του Κωνστάντιου. Χωρίς τα αυτοκρατορικά του διάσημα, συνόδευσε τον νεκρό θείο του από το λιμάνι στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Η πράξη του αυτή ήταν υπολογισμένη, ώστε να τονίσει τη νομιμότητα της βασιλείας του, αλλά και να καλλιεργήσει την υποστήριξη στις τάξεις των στρατιωτικών και πολιτών της Ανατολής:, δείχνοντας ότι ο Ιουλιανός δεν ερχόταν στην πόλη, που τόσο πολύ συνδέθηκε με την Κωνσταντίνεια δυναστεία, ως κατακτητής και σφετεριστής.
Στη συνέχεια, ο Ιουλιανός απέλυσε μεγάλο αριθμό αυλικών και αξιωματούχων, με σκοπό να απλουστεύσει τον αυτοκρατορικό τρόπο ζωής και να τον κάνει πιο προσβάσιμο. Η κίνησή του αυτή ταίριαζε στις συμβάσεις των πανηγυρικών του Λιβάνιου και του Κλαύδιου Μαμερτίνου, οι οποίοι έσπευσαν να χαιρετήσουν τον Ιουλιανό ως πρώτο μεταξύ ίσων. O Ιουλιανός ήθελε να δείξει πως στόχευε στην επιστροφή στις ημέρες των πρώτων αυτοκρατόρων, οι οποίοι είχαν καλλιεργήσει την εικόνα τους ως απλών πολιτών που σέβονταν τα προνόμια της Συγκλήτου και άκουγαν τις επιθυμίες των άλλων πολιτών.
Ωστόσο, η εκκαθάριση της αυτοκρατορικής αυλής είχε και άλλους σκοπούς. Συνδεόταν με τον ευρύτερο στόχο της αναίρεσης της πολιτικής του Μ. Κωνσταντίνου και την επιστροφή στην κατάσταση της παλαιότερης εποχής της αυτοκρατορίας, όπου ο ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου ήταν ένα σώμα ευημερούντων και εύνομων πόλεων οι οποίες τιμούσαν τη μεγάλη τους πολιτιστική κληρονομιά και τους θεούς τους. Κάτω από αυτό το πνεύμα, η απόλυση των αυλικών ήταν συμπλήρωμα της προσπάθειας να απαλλαγούν οι πόλεις από τα οικονομικά βάρη και να αναζωογονηθούν οι θεσμοί τους, σε αντίθεση με την, μέχρι τον Ιουλιανό, τάση ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας η οποία συνδυαζόταν με όλο και πιο εκτεταμένες απαλλαγές των ισχυρών από τις βουλευτικές υποχρεώσεις.
Ωστόσο, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του 4ου αι. απαιτούσε διαφορετική συμπεριφορά από τους άρχοντές της και γι’ αυτό όχι μόνο ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός (380-449), αλλά και ο φιλικά διακείμενος Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-391) επέκριναν τους τρόπους του Ιουλιανού. Ο τελευταίος μάλιστα, αναφέρει πως κάποτε ο Ιουλιανός έτρεξε να προϋπαντήσει με θέρμη τον φιλόσοφο και δάσκαλό του Μάξιμο, που είχε έρθει από την Έφεσο, με τρόπο που ήταν αναξιοπρεπής και επιδεικτικά συναισθηματικός. Σε μια άλλη περίπτωση, όπου ο Ιουλιανός συνόδευσε πεζός ανάμεσα στο πλήθος, τους νεο-αναγορευθέντες υπάτους του έτους 362, ο Αμμιανός αναφέρει πως οι αντιδράσεις ήταν μικτές, αφού άλλοι επικρότησαν και άλλοι χαρακτήρισαν τη συμπεριφορά του ως «φτηνή επιτήδευση».
Γενικά, ο ασκητικός τρόπος ζωής του Ιουλιανού και η εμφάνισή του δεν ήταν αγαπητά στους υπηκόους του, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στην ιδέα του παντοδύναμου αυταρχικού μονάρχη που έπρεπε να στέκεται πολύ ψηλότερα από τους κοινούς θνητούς. Ούτε βοήθησε τη δημοτικότητά του η προσωπική συμμετοχή σε αιματηρές θυσίες.
δ. H θρησκευτική πολιτική του Ιουλιανού
Ο Ιουλιανός ήταν πολύ επηρεασμένος από την κλασική παιδεία, και τον ενοχλούσε η ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού, τον οποίο θεωρούσε ασύμβατο με την ελληνική φιλοσοφία και εν γένει τον ελληνικό πολιτισμό ("Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία, υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. Αύτη εστίν η σοφία υμών"). Από θρησκευτική άποψη, επιθυμούσε την επιστροφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Εθνική θρησκεία (την οποία οι Χριστιανοί θεωρούσαν ειδωλολατρία, γι αυτό και προσέδωσαν στον Ιουλιανό επίθετα όπως «Παραβάτης», «Ειδωλιανός», «Αδωναίος», «Καυσίταυρος», «Αποστάτης» και «Πισαίος»).
Η πολιτική που ακολούθησε ο Ιουλιανός χαρακτηρίζεται ως μια προσπάθεια αναβίωσης της εθνικής θρησκείας και εξουδετέρωσης της επιρροής που ασκούσε ο Χριστιανισμός στα κοινωνικά στρώματα της αυτοκρατορίας. Ο Αμμιανός, ο οποίος παρουσιάζει με αρκετές λεπτομέρειες τις βλέψεις του Ιουλιανού, αναφέρει πως τα σχέδια του Ιουλιανού δεν περιορίσθηκαν σε μια απλή νομοθετική ανανέωση των προνομίων της εθνικής θρησκείας, αλλά στόχευαν σε μια βαθύτερη εσωτερική μεταρρύθμισή της. Η προσπάθεια αυτή της αναδιοργάνωσης έγινε στα πρότυπα της χριστιανικής οργάνωσης και λειτουργίας της Εκκλησίας, παράλληλα διενεργώντας και μια προσπάθεια εξοβελισμού της χριστιανικής πίστης τόσο με έμμεσους, όσο και άμεσους τρόπους. Η επίσημη αποκατάσταση της εθνικής θρησκείας συντελέστηκε το 362 και εκφράστηκε με μια σειρά από μέτρα, όπως η απαγόρευση στους Χριστιανούς γραμματικούς να διδάσκουν τα έργα της κλασικής Παιδείας, καθώς γι' αυτόν αυτή η ίδια η έννοια «Παιδεία» ταυτίζεται με την ελληνορωμαϊκή παράδοση, η οποία αποτελεί ένα θεόθεν δώρο που ποτέ δεν έπαψε να εποπτεύεται στην ιστορική του εξέλιξη από τον «Ελλάδος κοινόν ηγεμόνα και νομοθέτη και βασιλέα» θεό Απόλλωνα – Ήλιο. Άλλο μέτρο στην ίδια κατεύθυνση ήταν και η ανάκληση αρειανιστών, αλλά και άλλων εξορισμένων κληρικών με σκοπό την αύξηση των εσωτερικών ερίδων στην Εκκλησία.
Στην ίδια λογική θα πρέπει να ερμηνευτεί και η πολεμική πραγματεία του Ιουλιανού Κατά Γαλιλαίων, μέσω της οποίας διαφαινόταν, με την επιλεκτικά στοχευμένη κριτική που ασκούσε, η γνώση του επί της χριστιανικής διδασκαλίας και ιδίως των εσωτερικών προβλημάτων της Εκκλησίας. Η προσπάθεια που κατέβαλε σε αυτή τη γενικότερη ανανέωση που επιχείρησε, αποτελούνταν από μια ιδιότυπη ενοθεϊστική σύνθεση χριστιανικής οργάνωσης, με Μιθραϊκό θεό, νεοπλατωνική θεολογία και παγανιστική λατρεία με θεουργικές τελετές. Ο ενθουσιασμός που έδειξε ο Ιουλιανός για την επιτυχία του εγχειρήματος κρίνεται μάλλον ανεδαφικός, αφού η υπάρχουσα κατάσταση ήταν κατά τα φαινόμενα αδύνατον να αναστραφεί. Αυτό καταδείχθηκε με εμφατικό τρόπο στο επεισόδιο με τα λείψανα του μάρτυρα Βαβύλα. Η Αντιόχεια, εν τέλει, αντί να γίνει εφαλτήριο της αναγέννησης της εθνικής θρησκείας, αποτέλεσε την «ταφόπλακα» των σχεδίων του βασιλιά, ο οποίος πλέον αντιλαμβανόταν πως η πολιτική αυτή, με βάση τα δεδομένα της εποχής του, δεν πρόσφερε τίποτα περισσότερο από κώλυμα στο δημόσιο βίο και την οργάνωση του κράτους, αν και μέχρι τέλους της ζωής του δεν έπαψε να την υπερασπίζεται με κάθε τρόπο. Χαρακτηριστικό δε, του γεγονότος της προσγείωσης αυτής ήταν η άρνηση του επιστήθιου φίλου του και στενού συνεργάτη, έπαρχου Σαλλούστιου, να αναλάβει το θρόνο της αυτοκρατορίας, μετά τον θάνατό του.
Τον 4ο αι. μ.Χ., ο αρειανιστής Χριστιανός ιστορικός Φιλοστόργιος παρέθεσε την εξής θρυλούμενη (αν και αμφισβητούμενης γνησιότητας) απάντηση της Πυθίας του Μαντείου των Δελφών, προς τον απεσταλμένο του Ιουλιανού, γιατρό του και κοιαίστορα (quaestor) Ορειβάσιο: «Είπατε τω βασιλεἰ, χαμαί πἐσε δαίδαλος αυλά·/ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην/ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ». Η φράση αυτή΄έχει χαρακτηριστεί ως «ένα από τα λίγα κείμενα, που υπάρχουν στην παγκόσμια φιλολογία, που ηχούν τόσο σπαρακτικά και σαν πένθιμο σήμαντρο σημαίνουν το τέλος ενός κόσμου».
ε. Αποτίμηση του έργου του Ιουλιανού
Για μια τόσο σημαντική μορφή όπως ο Ιουλιανός, αναπόφευκτα υπάρχει ποικιλία απόψεων στους ιστορικούς της Βυζαντινής εποχής αλλά και στη νεότερη ιστοριογραφία. Η Εργογραφία του, που τον αναδεικνύει σε "εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του τετάρτου αιώνα", περιλαμβάνει:
Εγκώμιον εις τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον
Ευσεβίας της βασιλίδος το εγκώμιον
Περί του αυτοκράτορος πράξεων ή περί βασιλεἰας
Παραμυθητικός εις εαυτόν, επί τη εξόδω του αγαθωτάτου Σαλλουστίου
Περί των τριών σχημάτων
Τα Μηχανικά
Λόγος εις τους απαιδεύτους κύνας
Προς Ηράκλειον κυνικόν (Περί του πως κυνιστέον και ει πρέπει τω κυνί μύθους πλάττειν)
Συμπόσιον ή Κρόνια
Αντιοχικός ή Μισοπώγων (αυτοσάτιρα)
Εις τον βασιλέα Ήλιον
Εις την μητέρα των Θεών
Κατά Γαλιλαίων, σε τρία βιβλία που γράφτηκαν κατά την διάρκεια της περσικής εκστρατείας. Καταστράφηκε με διαταγή του Θεοδοσίου Β΄.
Επιστολαί και δύο επιγράμματα του Ιουλιανού σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία ( ΙΧ 365 & 368).
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ευσυνείδητος όπως πάντα, πλέκει το εγκώμιο του ανθρώπου που θα μπορούσε να αναδειχθεί "ενάμιλλος ενός Ξενοφώντος ή Αγησιλάου" και ο οποίος, επειδή γεννήθηκε σε λάθος εποχή, έπραξε έτσι που σαφώς η ιστορία δεν θα τον χαρακτηρίσει μέγα, αφού δεν ωφέλησε το έθνος του η την ανθρωπότητα- ο οποίος όμως "μοχθηρός άνθρωπος, όπως παρεστάθη υπό των Χριστιανών, βεβαίως δεν ήτο". Ως αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός χαρακτηρίζεται σήμερα ως μία από τις πιο προικισμένες, ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας. Η δεκαεξάμηνη βασιλεία του ήταν θετική ως προς την πολιτική υπέρ της ανάπτυξης των πόλεων, ως προς το μεταρρυθμιστικό του έργο και τις αλλαγές που αφορούσαν στο στράτευμα, τη δικαιοσύνη, την οικονομική πρακτική και τη βελτίωση της διοίκησης του κράτους. Ως άνθρωπος ήταν υπερευαίσθητος και ασταθής, ευγενικός και προσηνής, αγαπητός στο περιβάλλον του και τον απλό κόσμο, φιλομαθής και με λαμπρή παιδεία. Η θρησκευτική του πολιτική, μολονότι αποδείχτηκε ρομαντική και ανεδαφική, χαρακτηρίζεται από βαθιά και ειλικρινή λατρεία για τον ελληνικό πολιτισμό, και από την άποψη αυτή, μέσα στην τραγικότητά της αποτυχίας της, είναι αξιοθαύμαστη.
Ο Ιοβιανός (Iovianus Flavius Claudius, 331 - 17 Φεβρουαρίου 364, <ιός [=βέλος {<είμι, ίω, ιέναι = έρχομαι}] + βαίνω = γρήγορος σαν βέλος) ήταν 64ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και ταυτόχρονα ο 4ος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, 363-364). Μετά το θάνατο του Ιουλιανού το 363, και ενώ ο Ιοβιανός βρισκόταν σε εκστρατεία, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από το στρατό. Γεννήθηκε το 331 στην Άνω Μοισία, στην περιοχή που βρίσκεται το σημερινό Βελιγράδι. Ο πατέρας του, Βαρρωνιανός, ήταν διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς του Κωνστάντιου Β΄. Παντρεύτηκε την κόρη του Λουκιλλιανού, αρχηγού του στρατού, που ονομαζόταν Χαριτώ. Με την ιδιότητα του διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς ακολούθησε τον Ιουλιανό το 363 στην εκστρατεία του εναντίον του Πέρση βασιλιά Σαπώρη Β' στη Μεσοποταμία. Μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Σαλούστιος αρνήθηκε την πρόταση να τον διαδεχτεί κι έτσι ανέβηκε στο θρόνο ο Ιοβιανός.
Το χαρακτηριστικότερο σημείο της παρουσίας του ως αυτοκράτορα είναι ότι αναίρεσε άμεσα όλα τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του και επέτρεψε να επιστρέψουν από την εξορία οι επιφανείς επίσκοποι Ρώμης Λιβέριος, Αλεξανδρείας Αθανάσιος και Αντιοχείας Μελέτιος.
Πέθανε κατά την επιστροφή του από την Συρία προς την Κωνσταντινούπολη στις 17 Φεβρουαρίου 364, στα Δαδάστανα της Βιθυνίας, χωρίς να προλάβει να ασκήσει ουσιαστική διοίκηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο, πιθανότερες αιτίες του θανάτου του ήταν δηλητηρίαση από μανιτάρια, αναθυμιάσεις ξυλάνθρακα ή δηλητηρίαση από εχθρούς του. Σε διαφορά βιβλία αναφέρεται ότι τον σκότωσε ο Λουκιλλιανός με την κόρη του. Οι διάδοχοί του αδελφοί Βαλεντινιανός Α (που εκλέχτηκε από τον στρατό) και Βάλης (που διορίστηκε από τον αδελφό του), συγκυβέρνησαν σε μία άτυπη διαίρεση του κράτους σε Δύση και Ανατολή αντίστοιχα.
Ο Βαλεντινιανός Α΄ ή Ουαλεντινιανός (321 - 17 Νοεμβρίου 375, <βάλλω [=καταβάλλω] + ίω [=έρχομαι = αυτός που ήλθε για να καταβάλει, δυνατός, λατ. valens), ήταν ο 65ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 364 μέχρι το 375 (δεν υπολογίζεται όμως ως αυτοκράτορας του Βυζαντίου). Ο Βαλεντινιανός, δέκα μέρες μετά το θάνατο του προκατόχου του Ιοβιανού, εκλέχτηκε Αυτοκράτορας από τον Στρατό ως Βαλεντινιανός Α΄. Ήταν αγράμματος, χριστιανός και ταπεινής καταγωγής, ικανός στρατιωτικός, με επιβλητικό παράστημα αλλά και ευέξαπτο χαρακτήρα. Πατέρας του ήταν ο Γρατιανός ο Πρεσβύτερος και σύζυγοί του η Μαρίνα Σεβήρα και η Ιουστίνη. Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, όρισε συναύγουστο τον νεώτερο αδελφό του Βάλη (ή Βάλεντα, αιτιατική του Βάλης, 328 – 378). Στον αδελφό του ο Βαλεντινιανός ανέθεσε τη διοίκηση των ανατολικών επαρχιών. Τα επόμενα χρόνια τα δύο αδέλφια πολέμησαν, στη Γαλατία εναντίον βαρβαρικών φυλών, στα βόρεια εναντίον των Γότθων και ανατολικά εναντίον των Περσών. Το 375 ο Βαλεντινιανός πέθανε από αποπληξία. Απολογιστικά το έργο του ήταν θετικό για την αυτοκρατορία. Ήταν ικανός και ανεκτικός ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των υπηκόων του, αλλά η αυστηρότητά του τον είχε καταστήσει ελάχιστα δημοφιλή. Πριν πεθάνει, όρισε ως διάδοχο τον γιο του Γρατιανό και αργότερα τον γιο του από άλλο γάμο, επίσης Βαλεντινιανό (μετέπειτα αυτοκράτορας Βαλεντινιανός Β΄). Ο Βάλης κυβέρνησε από κοινού με τον Γρατιανό, μέχρι το θάνατό του σε μάχη κατά των Γότθων στην Αδριανούπολη, το 378.
Ο Βάλης ή Βάλλης ή Ουάλης (Flavius Iulius Valens, 328 – 9 Αυγούστου 378, <Βάλλιος <βάλλω [=πλήττω, καταβάλλω] + ίω =έρχομαι] = αυτός που ήλθε για να καταβάλει τους αντιπάλους, δυνατός {>λατ. Valens, χημεία valence=σθένος}) ήταν ο 66ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 364 έως το 378, αφότου ο αδελφός του Βαλεντινιανός Α΄ του παραχώρησε την υπαρχία της Ανατολής, την επικράτεια της κατοπινής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και επομένως θεωρείται ο 5ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου). Πατέρας του ήταν ο Γρατιανός ο πρεσβύτερος και γεννήθηκε κοντά στο Σίρμιο της Παννονίας (σημερινή Κροατία)
Αφού αντιμετώπισε επιτυχώς, μέχρι το 366 με τη Μάχη στα Θυάτειρα της Λυδίας, την εξέγερση του σφετεριστή αξιωματικού Προκόπιου (326-366), εξαδέλφου του νεκρού Ιουλιανού και σύμφωνα με τις φήμες επιθυμητού διαδόχου του τελευταίου, προχώρησε στη ρύθμιση των θεμάτων τα οποία βασάνιζαν την επικράτειά του. Σε μία εποχή σφοδρών θρησκευτικών συγκρούσεων στον μεσογειακό κόσμο, αν και αρειανιστής χριστιανός, παρείχε θρησκευτική ελευθερία και ανεξιθρησκία στους υπηκόους του, παρόλο που ανέχθηκε ορισμένες βεβηλώσεις παγανιστικών ιερών. Αρχικά, αντιμετώπισε με επιτυχία τις συνοριακές στρατιωτικές προκλήσεις.
Ο Βάλης ενεπλάκη σε μία νέα σύρραξη με τους Πέρσες του Σαπώρη Β’, ο οποίος ήθελε να εκμεταλλευτεί περαιτέρω τη νίκη του 363 (όπου ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιοβιανός είχε παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις και προνόμια στην Περσία) ανατρέποντας το ρωμαιόφιλο χριστιανικό καθεστώς της ανεξάρτητης Αρμενίας και εισβάλλοντας στην Καυκάσια Ιβηρία (σημερινή Γεωργία). Ο Βάλης, σε μία προσπάθεια να αποτρέψει αυτές τις δυσάρεστες για την αυτοκρατορία εξελίξεις, αλλά και να αντισταθμίσει την ταπεινωτική συνθηκολόγηση του Ιοβιανού, αναμείχθηκε στις εσωτερικές υποθέσεις της Αρμενίας. Παραβίασε τους όρους της συνθήκης του 363, τοποθετώντας στον θρόνο του κράτους ως ρωμαϊκό ανδρείκελο τον Παπ έναν εκπρόσωπο της Αρμενικής δυναστείας των Αρσακιδών γιό του προηγούμενου βασιλιά της Αρμενίας Αρσάκη Β' που είχε αυτοκτονήσει στις φυλακές του Σαπώρη (370). Συγκρούστηκε στρατιωτικά με τους Πέρσες (371) για να υπερασπίσει την επιλογή αυτή, ο Σαπώρης αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή λόγω των κουσανικών επιδρομών στις ανατολικές περσικές επαρχίες αλλά το 376 ο πόλεμος μεταξύ των δύο Μεγάλων Δυνάμεων φαινόταν πια αναπότρεπτος.
Ωστόσο τα σχέδια του Βάλη ανατράπηκαν από μία εξέγερση των Τανούκ, εκχριστιανισμένων ομόσπονδων αραβικών φύλων τα οποία περιπολούσαν τα σύνορα με την έρημο της Συρίας για λογαριασμό της Ρώμης. Η εξέγερση ήταν θρησκευτικά υποκινούμενη καθώς οι Τανούκ επί καιρό ζητούσαν μάταια από την Κωνσταντινούπολη ορθόδοξο επίσκοπο στην περιοχή τους αντί για αρειανιστή, και υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Μαβίας, επικεφαλής τους υπό φοιδερατικό καθεστώς, ξεκίνησαν έναν επιτυχή ανταρτοπόλεμο φθοράς κατά των ρωμαϊκών φρουρών της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Συρίας. Μάλιστα οι αραβικές δυνάμεις, έχοντας πολεμήσει ως σύμμαχοι με τους Ρωμαίους επί έναν αιώνα, αποδείχθηκαν ικανοί ακόμα και σε τακτικές μάχες.
Την ίδια στιγμή μία ελεγχόμενη εγκατάσταση φοιδεράτων Γότθων στη Μοισία και στη Θράκη κατέληξε σε στάση, περαιτέρω γερμανική εισβολή και λεηλασίες στα Βαλκάνια. Ο Βάλης παραμέρισε τις βλέψεις του στην Αρμενία, σύναψε αμέσως ειρήνη με την Μαβία ικανοποιώντας τα αιτήματά της και μάλιστα ζήτησε τη βοήθειά της για τη συγκράτηση της γοτθικής απειλής. Όμως η εκστρατεία του στη Θράκη κατέληξε σε καταστροφή, αφού οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν στη Μάχη της Αδριανούπολης (9 Αυγούστου 378) και στο τέλος της μέρας τα δύο τρίτα των στρατιωτών τους κείτονταν νεκρά, μαζί με τον ίδιο τον Βάλη. Επρόκειτο για τη χειρότερη ήττα της ρωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής από την εποχή της μάχης του Τευτοβούργιου Δρυμού και έδειξε σε όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές ότι το, θεωρούμενο ως τότε σχεδόν ανίκητο, ρωμαϊκό πεζικό δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τον συνδυασμό ισχυρών πεζών και έφιππων βαρβαρικών δυνάμεων. Ακόμη σπουδαιότερο ήταν το δυσαναπλήρωτο κενό από έμπειρους στρατιώτες το οποίο άφησε αυτή η δεινή ήττα. Αυτό το κενό ανάγκασε τον διάδοχο του Βάλη Θεοδόσιο Α΄ να προχωρήσει σε εκτεταμένη στρατολόγηση γερμανικών φύλων, με αντίστοιχη παραχώρηση σε αυτά ολόκληρων περιοχών της αυτοκρατορίας.
Ο Γρατιανός (Flavius Gratianus Augustus 359-383) υπήρξε ο 66ος αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος, πριν από την οριστικοποίηση της διαίρεσης του ρωμαϊκού κράτους, που κυβέρνησε από το 375 μέχρι το 383. Ήταν γιος του Βαλεντινιανού Α΄ και της Μαρίνας Σεβήρας και γεννήθηκε στο Σίρμιο, σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα, Σερβία. Το 379, μπροστά στο φάσμα της γοτθικής απειλής, κάλεσε τον στρατηγό Θεοδόσιο να τους αντιμετωπίσει. Την ίδια χρονιά ο Θεοδόσιος στέφτηκε συναυτοκράτορας. Μέχρι τις αρχές του 381 πέτυχε ειρήνη με τους Γότθους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο ως υπήκοοι της Αυτοκρατορίας. Το 383, συγκέντρωσε στρατό για να αντιμετωπίσει τη συνωμοσία ενός αξιωματούχου που ονομαζόταν Μάξιμος. Το ίδιο έτος δολοφονήθηκε με ύπουλο τρόπο από μισθοφόρους του συνωμότη. Το έργο του δεν θεωρείται εξέχον, αν και ο ίδιος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος. Η διοίκησή του επισκιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία του Θεοδοσίου Α΄. Στη Δύση τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Βαλεντινιανός Β΄.
Ο Βαλεντινιανός Β΄ (ή Ουαλεντινιανός Β΄, <βάλλω [=καταβάλλω] + ίω [=έρχομαι = αυτός που ήλθε για να καταβάλει, δυνατός, λατ. valens) ήταν ο 67ος αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος, πριν από την οριστικοποίηση της διαίρεσης του ρωμαϊκού κράτους, γιος του Βαλεντινιανού Α΄ και ετεροθαλής αδελφός του Γρατιανού. Γεννήθηκε το 371 και έμεινε στο θρόνο από το 375 έως το 392. Τον καιρό του πραξικοπήματος του Μαξίμου, κατά την αντιμετώπιση του οποίου σκοτώθηκε το 383 ο συναυτοκράτορας Γρατιανός, ο Βαλεντινιανός Β΄ ήταν 12 ετών. Κινήθηκε αμέσως για να ξεφύγει από τους σφετεριστές, υπό την επιρροή και τις συμβουλές της μητέρας του Ιουστίνας και του επισκόπου Αμβρόσιου. Ενώ όμως επιχειρούσε να κερδίσει χρόνο, όλες οι δυτικές επαρχίες πλην της Ιταλίας και του συναυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄ στην Ανατολή είχαν ήδη αναγνωρίσει το Μάξιμο. Αφού με τον Θεοδόσιο Α΄ τακτοποίησε κάποιες εκκρεμότητες ως προς την Περσική απειλή, ξεκίνησαν μαζί το 388 επιχείρηση εναντίον του Μάξιμου, τον οποίο εξουδετέρωσαν μετά από μάχη. Πέρασε μαζί με τον Θεοδόσιο το χειμώνα του ίδιου έτους στο Μιλάνο, και διόρισαν τον Φράγκο στρατηγό Αρβογάστη προσωρινό διοικητή των δυτικών περιοχών. Το 389 εισήλθαν μαζί στη Ρώμη. Το 391, σε ηλικία 20 ετών, ζήτησε την παράδοση της εξουσίας από το Φράγκο στρατηγό, ο οποίος όμως αρνήθηκε να του τη μεταβιβάσει. Αντίθετα, συνωμότησε και δολοφόνησε τον νεαρό αυτοκράτορα στις 15 Μαΐου του 392 στη Βιέννη, αφήνοντας μόνο νόμιμο αυτοκράτορα το Θεοδόσιο Α΄.
Μετά τον θάνατο του Βάλη αυτοκράτορας στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αναδείχτηκε ο καταγόμενος από την Ισπανία Ρωμαίος στρατηγός Θεοδόσιος, ο οποίος έγινε ιδρυτής νέας Δυναστείας που βασίλευσε στο Βυζάντιο μέχρι το 457. Το 395 ο Θεοδόσιος Α', επισημοποιώντας μια αναγκαιότητα που είχε επιβληθεί εκ των πραγμάτων τουλάχιστον 3 φορές μέχρι τότε, από την εποχή του Διοκλητιανού, διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία, σε ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού (που δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο) και δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας (που δόθηκε στον 11χρονο γιο του Ονώριο). Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού. Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Ο Θεοδόσιος Α' (Flavius Theodosius Augustus, 11 Ιανουαρίου 347 – 17 Ιανουαρίου 395, <θεός + δόσις [<δίδω] = αυτός πού έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό), γνωστός και ως Μέγας Θεοδόσιος, ήταν ο 67ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 379 έως το 395 (και ταυτόχρονα ο 6ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου). Βασίλευσε ως συναυτοκράτορας αρχικά με το Γρατιανό και Βαλεντινιανό Β΄ μέχρι το 383, στη συνέχεια μόνο με τον Βαλεντινιανό Β' και από το 392 και μετά με συναυτοκράτορα τον γιο του Αρκάδιο. Πατέρας του ήταν Φλάβιος Θεοδόσιος και μητέρα του η Θερμαντία και γεννήθηκε στην Κόκα της Ισπανίας. Υπήρξε ικανότατος στρατιωτικός αλλά ουσιαστικά άσκησε τη διοίκηση της αυτοκρατορίας όσο ο Βαλεντινιανός Β' ήταν ανήλικος. Παντρεύτηκε αρχικά την Αελία Φλασίλλα με την οποία απέκτησε τον Αρκάδιο, τον Ονώριο και την Πουλχερία και αργότερα την αδερφή του Βαλεντινιανού Α Γάλλα, κόρη της Ιουστίνας, από την οποία απέκτησε την Γάλλα Πλακιδία. Άλλα παιδιά του ήταν ο Γρατιανός και ο Ιωάννης.
α. Η διακυβέρνησή του Θεοδόσιου
Ο Θεοδόσιος αντιμετώπισε επιτυχώς τις βαρβαρικές εισβολές, την διείσδυση Γότθων, που απειλούσαν ήδη την αυτοκρατορία με διάλυση (κάτι που για το δυτικό τμήμα του κράτους έγινε πραγματικότητα εκατό περίπου χρόνια μετά), και στερέωσε την αυτοκρατορία παραδίδοντας στους απογόνους του κράτος στα όρια αυτού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με στρατιωτική και οικονομική ισχύ και, ακόμη περισσότερο, ενιαία και ισχυρή πολιτειακή ιδεολογία.
Κατά την απουσία του Θεοδόσιου στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και κατά την παραμονή του εκεί για επιβολή της ειρήνης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης στασίασε και σκότωσε τους στρατηγούς και τους μισθοφόρους Γότθους του αυτοκράτορα με τους οποίους ο Θεοδόσιος είχε κάνει συμφωνία για να σταματήσει τις επιθέσεις τους. Ο λαός έδεσε τα κορμιά τους στα άλογα και τους έσυρε στην πόλη για να τους εξευτελίσει, τότε ο Θεοδόσιος αγανάκτησε και ενώ μέγα πλήθος παρακολουθούσε τις Ιπποδρομίες διέταξε τους μισθοφόρους να σφάξουν τον άμαχο πληθυσμό. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα τραγικότερα σημεία της Βυζαντινής ιστορίας. Η επίθεση του Θεοδόσιου χαρακτηρίζεται πολιτική, αφού είχε έρθει σε συμφωνία με τους Γότθους για να σταματήσουν οι καταστροφικές επιδρομές τους στην Ελλάδα και δεν είχε θρησκευτικά ελατήρια, αφού η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο του Χριστιανισμού στην βόρεια Ελλάδα έπειτα από την πρώτη αποστολή του Παύλου εκεί το 54 μ.Χ. Γι’ αυτό και στην αρχή ο Μ.Κωνσταντίνος θέλησε να κάνει πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, στην οποία μάλιστα αποπεράτωσε και μερικά έργα οχύρωσης, μέχρι να επιλέξει εν τέλει το Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 ο Θεοδόσιος αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες. Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών» με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία. Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων εθνικών (που χαρακτηρίζονταν «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς.
Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα Εθνικών Ιερών και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε Εθνικούς Ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους». Ως συνέπεια της διογκούμενης έλλειψης ανεκτικότητας, το 392 καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σέραπι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις στα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών.
Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου του 394 εξουδετέρωσε τα στρατεύματα υπό τους Βίριο Νικόμαχο Φλαβιανό και Αρβογάστη, τα οποία είχαν την υποστήριξη της παγανιστικής πλειοψηφίας της ρωμαϊκής Συγκλήτου, νικώντας τον στρατό τους στην φονική Μάχη του Φρίγδου και εξοντώνοντας μετά όλους τους πρωτεργάτες της ανταρσίας. Τα χριστιανικά στρατεύματα θεώρησαν αυτή τη νίκη ως σημείο στροφής καθώς ο Θεός είχε εκδηλώσει την οργή του κατά των παγανιστών.
Η βασιλεία του Θεοδοσίου δεν παρουσιάζει συνταρακτικές επιτυχίες, ωστόσο ήλθε σε εποχή εξαιρετικά δύσκολη για την Αυτοκρατορία, και συνετέλεσε αποφασιστικά στη σταθεροποίησή της. Ήταν ικανός στρατηλάτης και διπλωμάτης και σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του πολεμούσε συνεχώς με επιτυχία εναντίον εξωτερικών εχθρών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ακολούθησε αδιάλλακτη θρησκευτική πολιτική στη διάρκεια της οποίας έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Η αρχαία θρησκεία επέζησε βέβαια τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού.
Έως σήμερα είναι διαδεδομένη η άποψη ότι ο Θεοδόσιος Α απαγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, με την αιτιολογία ότι είχαν πάρει πλέον καθαρά ωφελιμιστική κατεύθυνση, με επιδείξεις μονομάχων, θεάματα τσίρκων και εκτεταμένο επαγγελματισμό, θεάματα που ήταν ασύμβατα με την νοοτροπία του Χριστιανισμού. Στην πραγματικότητα όμως ο Θεοδόσιος, δεν απαγόρευσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά μόνο τις θυσίες κατά την διάρκειά τους. Μάλιστα, οι Αγώνες συνεχίστηκαν για περίπου 30 χρόνια ακόμη και ο λόγος που έσβησαν ήταν η έλλειψη χρημάτων (από χορηγίες) και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως η πυρκαγιά στον ναό της Ολυμπίας.
Πεθαίνοντας ο Θεοδόσιος τον Ιανουάριο του 395, σε ηλικία 50 ετών, κληροδότησε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο, το ανατολικό τμήμα (οι περιοχές από την Ιλλυρία και το Δούναβη ως την Αρμενία τη Συρία και την Αίγυπτο) και στον Ονώριο το δυτικό (οι περιοχές από τη Βρετανία και την Ισπανία μέχρι το Ρήνο, την Ιλλυρία, την Μεγάλη Σύρτη και το Μαγκρέμπ). Από τότε τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, γι’ αυτό πολλοί ιστορικοί θεωρούν το έτος 395 απαρχή της βυζαντινής ιστορίας. Αυτός ήταν και ο τελευταίος διαχωρισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
β. Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου
Ο Θεοδόσιος στα πρώτα της διακυβέρνησής του, εφάρμοσε μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική, κυρίως λόγω της παρουσίας πληθυσμού, που εξακολουθούσε ακόμα να έχει ως πίστη την «εθνική» θρησκεία. Σε κάθε περίπτωση, ενίσχυσε περαιτέρω την χριστιανική πίστη, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά με κάποια διάταξη το περιεχόμενο της πολιτικής αντιμετώπισης της «εθνικής» θρησκείας, με εξαίρεση το 383 όταν απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση περιουσίας όποιον τελούσε προσφορές θυσιών. Λίγο νωρίτερα, το 380 σε συνεννόηση με τον Γρατιανό, ο οποίος κατείχε την εξουσία στο Δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας, είχε απαγορεύσει όλες τις θρησκείες πλην της χριστιανικής, που όμως λόγω της μετριοπαθούς πολιτικής του, δεν τις καταδίωξε. H μεγαλύτερη σπουδή του Θεοδοσίου αφορούσε κατά κύριο λόγο την αντιμετώπιση των αιρετικών ομάδων, δηλαδή όσων διαφωνούσαν με τις αποφάσεις της Ά Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι θέλοντας να εξουδετερώσει την εσωτερική διάσπαση του χριστιανισμού, συγκάλεσε, όπως και ο Κωνσταντίνος, στην Κωνσταντινούπολη τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο το 381 για την καταπολέμηση των Αρειανών –που δεν είχαν εκλείψει– η οποία συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστης. Ο διορισμός ως έπαρχου της Ανατολής, του Ματέρνου Κυνηγίου το 384, φαίνεται πως αποτέλεσε την αφετηρία πιέσεων στους εναπομείναντες «εθνικούς» και ειδωλολάτρες. Την ίδια εποχή κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, καταστραφήκαν πολλοί ναοί των εθνικών και ειδωλολατρών, κυρίως στην Αίγυπτο και τη Συρία, ενώ πολλοί άλλοι μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Ο Θεοδόσιος αντιλαμβανόμενος ότι αυτή η πολιτική οδηγούσε σε αδιέξοδο, φρόντισε, μετά το θάνατο του Κυνηγίου το 388, να τον διαδεχθεί ο Ευτόλμιος Τατιανός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μετριοπαθής σε θρησκευτικά ζητήματα και ο οποίος με την άνοδό του στο επαρχιακό αξίωμα, έπαυσε πλήρως τους διωγμούς, ενώ με διατάγματα στο όνομα του Θεοδοσίου, απαγόρευε τις καταστροφές ναών.
Η πολιτική του Θεοδοσίου όμως οξύνθηκε μετά το 392 όταν στη Δύση ο Φλάβιος Ευγένιος και πολλοί αριστοκράτες εθνικοί, με προεξάρχοντα τον στρατηγό Αρβογάστη, στήριξαν στην υποψηφιότητα για τον αυτοκρατορικό θρόνο, τον πρώην έμπιστο του Θεοδοσίου και εθνικό Νικόμαχο Φλαβιανό. Ο ίδιος μάλιστα αγωνίστηκε με πάθος για την αναβίωση της παλαιάς θρησκείας, φτάνοντας σε σημείο να υποσχεθεί, πως σε περίπτωση εκλογής του, θα μετέτρεπε σε στάβλους το χριστιανικό ναό του Αμβροσίου. Η αντιπαράθεση αυτή έφτασε σε πολεμική σύρραξη στον ποταμό Φρίγδο της Ακουϊληίας, με αποτέλσμα τη συντριβή των δυνάμεων του Αρβογάστη και του Νικόμαχου, οι οποίοι αυτοκτόνησαν. Ο Θεοδόσιος συνέδεσε άρρηκτα τη νίκη αυτή με τον έναν Θεό των Χριστιανών. Παρόλα αυτά με το πέρας της νίκης δεν έδειξε εκδικητικές διαθέσεις, αλλά με νέα διατάγματα ενίσχυσε επιπρόσθετα τη θέση του Χριστιανισμού στην αυτοκρατορία, όντας πανίσχυρος, μεταξύ 392 και 394. Σήμερα πιστεύεται ότι δεν εξέδωσε διάταγμα επί των ημερών του, για παύση των Ολυμπιακών αγώνων, όπως πολλοί του αποδίδουν. Τελικά ο Θεοδόσιος με τη θρησκευτική πολιτική του, καθόρισε την εξαιρετική θέση της εκκλησίας στις δομές της λειτουργίας της αυτοκρατορίας, επιβάλλοντας το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.
Ο Αρκάδιος (377-408, <Αρκαδία <άρκτος [= αρκούδα <άρσις + κτας {<κτείνω} επειδή σκοτώνει όρθια τα θύματά της] = ο σχετιζόμενος με την Αρκαδία) ήταν ο 7ος αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γιος του Θεοδοσίου Α και της Αελίας Φλασίλας, μέλος της δυναστείας που δημιούργησε ο πατέρας του. Βασίλευσε από το 395 ως το 408. Αυτοκράτορας στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας στο ίδιο διάστημα ήταν ο αδελφός του Ονώριος, του οποίου το έργο, όπως και των διαδόχων του ηγεμόνων του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, μετά και την θεσμικά επισημοποιημένη διαίρεση του κράτους, εξετάζεται σε επόμενο ξεχωριστό κεφάλαιο του παρόντος έργου.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αρκάδιος, ήταν δεκαοκτώ χρονών και υπήρξε ασθενικός και αδρανής. Τη διοίκηση του κράτους ασκούσε ο σύμβουλος Ρουφίνος και, μετά τη δολοφονία του Ρουφίνου, ο διεφθαρμένος επίτροπος Ευτρόπιος και η αυτοκράτειρα Ευδοξία, σύζυγος του Αρκάδιου. Ενώ οι Ούννοι έκαναν εισβολές στη Μικρά Ασία και ο Γότθος Αλάριχος λεηλατούσε σχεδόν όλη την Ελλάδα, ο Ρουφίνος και ο στρατηγός του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους Στηλίχων βρίσκονταν σε διαμάχη. Τελικά, ο Στηλίχων κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αλάριχο στην Ιταλία το 402, ενώ ο Ευτρόπιος απώθησε τους Ούννους.
Ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Χρυσόστομος (πατρ. 398-404) καυτηρίαζε δημόσια τη διαφθορά της αυλής κι αυτό έγινε αιτία σύγκρουσης μεταξύ αυτού και της αντίπαλης του αριστοκρατίας, με την οποία συμμάχησαν και οι αντίπαλοί του κληρικοί. Ο Αρκάδιος πέθανε αφού βασίλεψε για 13 χρόνια.
Ο Θεοδόσιος Β΄ (10 Απριλίου 401 - 28 Ιουλίου 450), γνωστός και Θεοδόσιος ο Καλλιγράφος, ήταν ο 8ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 408 έως το 450. Ήταν εγγονός του Θεοδοσίου Α΄ και γιος του Αρκάδιου και της Ευδοξίας. Με μυθιστορηματικό τρόπο και με ανάμιξη της δυναμικής αδελφής του Πουλχερίας, νυμφεύθηκε την Αθηναΐδα, κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου του καθηγητή της ρητορικής στην φιλοσοφική σχολή των Αθηνών Λεόντιου, η οποία ήταν αρχικά εθνική (ειδωλολάτρις) και βαπτίστηκε χριστιανή με το όνομα Ευδοκία. Καταγόμενη από την Αθήνα ήταν εξαιρετικά μορφωμένη και παντρεύτηκε το έτος 421 τον εικοσαετή Θεοδόσιο, με τον οποίο απέκτησαν μία κόρη, την Ευδοξία, η οποία, το 437, έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα της Δύσης Βαλεντινιανού Γ, με το όνομα Λικινία Ευδοξία.
α. Η ανάρρηση του στον θρόνο και η επιτροπεία
Ο Θεοδόσιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας σε ηλικία επτά μόλις ετών. Ως επίτροποί του ορίστηκαν, σύμφωνα με την διαθήκη του πατέρα του, ο ύπατος Ανθέμιος, η αδελφή του και μετέπειτα αυτοκράτειρα Πουλχερία (<πολύ + χειρ = ικανή στα χέρια) και ο βασιλιάς των Περσών Ισδιγέρδης, ο οποίος όμως δεν είχε αρμοδιότητες αντιβασιλέα, ώστε να διεκπεραιώνει κρατικές υποθέσεις του ρωμαϊκού -βυζαντινού κράτους, αλλά ήταν συνυπεύθυνος για την περιφρούρηση της ζωής του μικρού παιδιού και για την φροντίδα παραμονής του στον θρόνο. Αρχικά τη διοίκηση της αυτοκρατορίας ασκούσε ο συνετός ύπατος (έπαρχος) Ανθέμιος, αλλά προοδευτικά περιήλθε στα χέρια της Πουλχερίας, η οποία το 414 ουσιαστικά απομάκρυνε τον Ανθέμιο και αναγορεύτηκε Αυγούστα. Η Πουλχερία ήταν μορφωμένη, και είχε πολιτικές ικανότητες. Επειδή ο κατά δύο χρόνια μικρότερος αδελφός της ήταν άβουλος και ασθενούς χαρακτήρα, άσκησε, σε όλη την διάρκεια της μακράς του βασιλείας, σημαντική επιρροή στις αποφάσεις του. Σημαντική επιρροή στις αποφάσεις του Θεοδοσίου άσκησαν επίσης ο ευνούχος Χρυσάφιος καθώς και η σύζυγός του Ευδοκία.
Οι σύμβουλοι του Θεοδοσίου έστρεψαν το ενδιαφέρον του μακριά από διοικητικά, στρατιωτικά ή οικονομικά θέματα, σε πράγματα που δεν είχαν σχέση με την εκπαίδευση ενός αυτοκράτορα. Εκμεταλλευόμενοι και τη φυσική του νωθρότητα, φρόντισαν απλώς να του δώσουν πνευματική και θρησκευτική ανατροφή. Έτσι, ο Θεοδόσιος φρόντιζε μεν να είναι καλός χριστιανός, να εκκλησιάζεται και να νηστεύει, να μελετά και να αντιγράφει εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά δεν αναμειγνυόταν σχεδόν καθόλου στα διοικητικά της αυτοκρατορίας. Δεν μάθαινε για τα εκτός της αυλής γινόμενα, εκτός από αυτά που ήθελαν οι σύμβουλοί του και με τον τρόπο που τους συνέφερε, και υπέγραφε χωρίς να εξετάζει τα θεσπίσματα και διατάγματα που του υπέβαλαν οι σύμβουλοί του.
β. Εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα
Στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου προέκυψαν σημαντικά προβλήματα, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Στο εσωτερικό ο λαός βρισκόταν σε κατάσταση εξαιρετικής φτώχειας, ενώ οι μικρογαιοκτήμονες ήταν καταχρεωμένοι. Ακόμη υπήρχαν οι θρησκευτικές έριδες, οι οποίες ταλάνισαν την Εκκλησία αλλά και την κοινωνία, αφού ο λαός διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου υπήρξε ασταθής και ανακόλουθη. Πρόσφερε προστασία σε αιρεσιάρχες όπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, ο οποίος είχε καταδικασθεί από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431) και ο Ευτυχής, ο οποίος είχε καταδικασθεί από ενδημούσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (448). Η έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση που δημιουργήθηκε κληροδοτήθηκε στον διάδοχο του πατριαρχικού θρόνου Φλαβιανό (πατρ. 446-449).
Στην εξωτερική πολιτική η βυζαντινοπερσική σύγκρουση έληξε με νίκη των Βυζαντινών και τη συνομολόγηση ειρήνης, που εξασφάλισε προσωρινή ηρεμία στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι επιδρομές των Βανδάλων αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με την στρατιωτική επέμβαση των αυτοκρατορικών δυνάμεων στην Βόρεια Αφρική. Ο Ουννικός κίνδυνος αντιμετωπίστηκε, όχι όμως οριστικά, με την εξαγορά ειρήνης και της παροχής δώρων, ενώ αργότερα ο αρχηγός των Ούννων Αττίλας στράφηκε προς τη Δύση. Γενικά, η αυτοκρατορία απέφυγε να εμπλακεί σε μεγάλες περιπέτειες, ενώ έδειξε έτοιμη είτε διά της διπλωματίας είτε διά των όπλων να εξουδετερώσει κάθε εχθρική απειλή.
γ. Τα έργα
Κατά την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου κατασκευάστηκαν τα περίφημα Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως σε τρεις φάσεις: (επί των επάρχων Ανθεμίου το 413, Κύρου το 439 και Κωνσταντίνου το 447). Τμήμα των τειχών αυτών σώζεται μέχρι σήμερα. Ακόμη, με ενέργειες του έπαρχου Ανθεμίου καθιερώθηκαν ναυτικές περιπολίες στον Δούναβη, για την παρεμπόδιση του διάπλου του ποταμού από τους βαρβάρους που κατοικούσαν πέραν αυτού.
Ο Θεοδόσιος, επηρεασμένος και από την σύζυγό του, υποστήριξε τα ελληνικά γράμματα και εμφύσησε στο Βυζάντιο ελληνική νοοτροπία.
Θετικό έργο επί της βασιλείας του συντελέσθηκε στους τομείς της παιδείας και της νομοθεσίας. Υπό την επιρροή της Ευδοκίας αναδιοργανώθηκε η παιδεία, ιδρύθηκε το Πανδιδακτήριο (πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως και ευνοήθηκε έναντι της λατινικής η ελληνική γλώσσα, γεγονός που συντέλεσε στον βαθμιαίο εξελληνισμό της αυτοκρατορίας. Η απονομή της δικαιοσύνης επιταχύνθηκε μετά την σύνταξη του Θεοδοσιανού Κώδικα, μιας νομοθετικής συλλογής που περιείχε όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα από το 312 μ.Χ. μέχρι το 438 μ.Χ. η οποία περατώθηκε το 438, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέλιξη του δικαίου.
Παρά τον αδύναμο και άβουλο χαρακτήρα του, εξαιτίας του οποίου κατηγορήθηκε για έλλειψη πρωτοβουλίας, ο Θεοδόσιος Β΄ είχε θετική συμβολή στους τομείς της παιδείας και της νομοθεσίας, και έθεσε τις βάσεις για τον πλήρη εξελληνισμό της αυτοκρατορίας που ακολούθησε. Μετά τον θάνατό του το 450 μ.Χ. άφησε διάδοχό του την αδελφή του, Πουλχερία η οποία κυβέρνησε το κράτος μαζί με τον σύζυγό της Μαρκιανό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 29 Ιουλίου.
Ο Μαρκιανός (392-457, <Μάρκος <μαρκάς < μάκκαρ < μακρός {αντιμετάθεση}) ήταν ο 9ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (450-457), μέλος της Θεοδοσιανής δυναστείας, και διάδοχος του Θεοδοσίου Β', μέσω του γάμου του με την αδελφή του Πουλχερία. Γεννήθηκε το 392 στη Θράκη από γονείς άσημους και έγινε αξιωματικός υφιστάμενος του παντοδύναμου στρατηγού Άσπαρ. Ο τελευταίος τον επέλεξε ως διάδοχο του Θεοδοσίου, όταν απευθύνθηκε σ' αυτόν η αδελφή του Θεοδοσίου Πουλχερία. Η ανάρρησή του στο θρόνο έγινε όταν ήταν σε ηλικία περίπου 58 ετών. Υπήρξε ο πρώτος που στέφτηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.
α. Μεταρρυθμίσεις και αντίκτυπος
Η επί επτά ετών βασιλεία του Μαρκιανού, εξασφάλισε πολιτική και θρησκευτική σταθερότητα στο Βυζάντιο, ένα κράτος το οποίο μέχρι τότε ταλανιζόταν από πολιτειακή και κοινωνική κρίση. Ο Μαρκιανός πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές σε διάφορους τομείς και διασφάλισε τη συνοχή της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης. Ως αυτοκράτορας, αρνήθηκε να καταβάλει τον βαρύτατο ετήσιο φόρο στον ηγεμόνα των Ούννων Αττίλα, ο οποίος τότε στράφηκε εναντίον της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια τακτοποίησε τις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, περιορίζοντας την τότε παντοδυναμία των ευνούχων, τις καταχρήσεις των διοικητών και αρχόντων κι επέβαλε σωστή διοίκηση. Αν και χάρισε πολλούς φόρους, άφησε μεγάλα περισσεύματα στο δημόσιο ταμείο.
Το ευτύχημα για τον Μαρκιανό ήταν ότι οι Ούννοι στράφηκαν στη δύση και το κράτος δεν ήταν πλέον αναγκασμένο να πληρώνει φόρους υποτέλειας σε βαρβαρικά φύλα, όπως συνέβαινε με προκατόχους του Μαρκιανού. Αυτή η κίνηση του Αττίλα, επέτρεψε στην Κωνσταντινούπολη να αναπτυχθεί οικονομικά με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι ο Μαρκιανός προχώρησε σε φοροαπαλλαγές και μειώσεις φόρων, μέτρα που ευνόησαν ιδιαίτερα τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Επίσης το Βυζάντιο γνώρισε δραστικές αλλαγές και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση και την απονομή δικαιοσύνης. Ο Μαρκιανός φρόντιζε πάντα να διατηρεί, από στρατιωτική άποψη, ουδέτερη στάση σε συγκρούσεις που ξεσπούσαν στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ειρήνη και εδαφική ακεραιότητα στην επικράτειά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ήταν η αδράνεια που επέδειξε η Κωνσταντινούπολη όταν οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν την Ρώμη το 455 (επακόλουθο της δολοφονίας του Βαλεντινιανού Γ΄). Επί της βασιλείας του ακόμη, στην Κωνσταντινούπολη διεκπεραιώθηκαν πολλά δημόσια έργα που άλλαξαν την εικόνα της πόλης.
β. Η Δ Σύνοδος της Χαλκηδόνας (451)
Ο Μαρκιανός ασχολήθηκε επίσης με θρησκευτικά και εκκλησιαστικά θέματα. Επί Μαρκιανού επικρατούσε έντονη διαμάχη ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες. Οι μεν Ορθόδοξοι υποστήριζαν ότι ο Χριστός διέθετε δύο φύσεις, την θεϊκή και την ανθρώπινη, οι δε Μονοφυσίτες πίστευαν πως ο Χριστός είχε μόνο μία φύση, την θεϊκή. Το 451 συγκλήθηκε από τον Μαρκιανό η Δ Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα, όπου ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε ως αίρεση. Ταυτόχρονα, η Σύνοδος της Χαλκηδώνος έβαζε τέλος στις βίαιες συγκρούσεις Μονοφυσιτών της Αλεξάνδρειας και Ορθοδόξων της Αντιόχειας, αλλά στάθηκε αφορμή για την αρχή ενός μακρόβιου θρησκευτικού πολέμου, περιορίζοντας ταυτόχρονα την τότε αναπτυσσόμενη παντοδυναμία του μοναχικού κλήρου και την ανάμιξή του στα ζητήματα της Εκκλησίας και της πολιτικής του Κράτους.
Λαβωμένοι από την σύνοδο βγήκαν και οι παπικοί, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τον "Κανόνα 28" που έλεγε ότι η επισκοπή της Κωνσταντινούπολης, η οποία πλέον θα ονομαζόταν "πατριαρχείο", είχε σχεδόν ίσα δικαιώματα με την αντίστοιχη της Ρώμης. Αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην επισκοπή της Ρώμης, η οποία τους επόμενους αιώνες προσπάθησε ποικιλοτρόπως να εντάξει το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως στην ακτίνα επιρροής της, πολλές φορές με δόλιες μεθόδους. Απόρροια των παραπάνω ήταν να δημιουργηθεί μία άτυπη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο επισκοπές, που θα συνεχίστηκε κλιμακούμενη και κατέληξε στο οριστικό σχίσμα των εκκλησιών το 1056.
γ. Διαδοχή
Ο Μαρκιανός απεβίωσε άτεκνος το 457, τέσσερα έτη μετά το θάνατο της συζύγου του Πουλχερίας, με την οποία είχαν δώσει κοινή υπόσχεση λευκού γάμου. Τόπος ταφής του ήταν ο Ναός των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Μαρκιανού και της Πουλχερίας στις 17 Φεβρουαρίου. Αν και ο Μαρκιανός είχε υιοθετήσει τον στρατηλάτη του Ιλλυρικού και μετέπειτα αυτοκράτορα της Δύσης Ανθέμιο, ο πανίσχυρος Άσπαρ προτίμησε και πάλι έναν δικό του (και εξίσου άγνωστο όπως ο Μαρκιανός) υφιστάμενο, τον αξιωματικό Φλάβιο Βαλέριο Λέοντα, ο οποίος προσπάθησε να διαλύσει την πανίσχυρη τευτονική φατρία, που ήταν κράτος εν κράτει. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, στο κράτος υπήρχε μία άστατη πολιτική κατάσταση και αρκετές θρησκευτικές διαμάχες που έλαβαν μεγαλύτερες διαστάσεις. Μέχρι να έρθει ο "Χρυσούς Αιών" του Ιουστινιανού, δεν βρέθηκε κάποιος άξιος ηγέτης που να μπορεί να αποκαταστήσει την ισορροπία στην αυτοκρατορία.
Μετά τον θάνατο του άτεκνου Μαρκιανού, ο διάδοχός του Λέων Α΄, καταγόμενος από την Αυρηλιανή Δακία, που βρισκόταν στην περιοχή περί την σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας, έγινε ιδρυτής της 3ης κατά σειρά Θρακικής Δυναστείας του Βυζαντίου, η οποία κυβέρνησε μέχρι το 518, με την ακόλουθη σειρά αυτοκρατόρων.
Ο Λέων Α΄ (401 - 18 Ιανουαρίου 474, <ρέων [γεν. λέοντος {ρέοντος, ρ>λ} <ρέω], διότι αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα όταν εφορμά στο θύμα του [βλ. ρώομαι = κινούμαι με ταχύτητα ή ορμή], όνομα βασιλέων της αρχαίας Σπάρτης) ήταν ο 10ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 457 έως το 474. Λόγω της καταγωγής του από τη Θράκη ήταν γνωστός και ως Λέων Α' ὁ Θρᾷξ. Σύζυγός του ήταν η Βερίνη (<Φερίνη <φέρει + νοεί =αυτή που με νοήμονες και δίκαιους λόγους φέρνει αγαθά) και κόρη του η Αριάδνη (<αρι [=πολύ, δυνατά] + αγνή [=άσπιλος} = πολύ καθαρή στην ψυχή, αρχαιότατο ελληνικό όνομα, που δείχνει τη βαθιά σχέση του Βυζαντίου με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ήδη από τα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια). Αποδείχθηκε ικανός κυβερνήτης διοικώντας τη Βυζαντινή αυτοκρατορία επί 18 χρόνια,.
Μετά τον θάνατο του Μαρκιανού ο θρόνος του Βυζαντίου έμεινε κενός, διότι ο αποθανών αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχο. Ο παντοδύναμος αρχηγός του Βυζαντινού μισθοφορικού στρατού, ο Aλανός Άσπαρ, μη μπορώντας ο ίδιος να γίνει αυτοκράτορας επειδή ήταν «βάρβαρος» και είχε ασπασθεί τον Αρειανισμό, ανέβασε στον θρόνο τον Λέοντα, ο οποίος ήταν έμπιστος χιλίαρχός του, καταγόταν από την Θράκη και ήταν Ορθόδοξος. Έλπιζε έτσι, ότι έχοντάς τον υποχείριο, θα κυβερνούσε στην ουσία ο ίδιος. Η στέψη του Λέοντα Α΄ έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο το 457. Ήταν άνθρωπος συνετός και δραστήριος και για τον λόγο αυτό δεν μπόρεσε να ανεχθεί την επιβολή των απόψεων του Άσπαρ.
Θέλοντας να εξασφαλιστεί απέναντι στην παντοδυναμία των μισθοφόρων, αποφάσισε να οργανώσει στρατό από αυτόχθονες δυνάμεις. Έτσι ο Λέων στράφηκε προς τους Ίσαυρους, φυλή που ζούσε στην ορεινή περιοχή του Ταύρου της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ήταν φιλοπόλεμοι και σκληροτράχηλοι. Προσέλαβε τον Τρασκαλισαίο, που μετονόμασε σε Ζήνωνα και του ανέθεσε την συγκρότηση στρατιωτικής μοίρας από ομογενείς του, τιμώντας τον με το αξίωμα του πατρικίου και δίνοντάς του για σύζυγο την κόρη του Αριάδνη το 459. Η πρώτη αυτή απόπειρα δημιουργίας ιθαγενούς στρατεύματος, με την πάροδο του χρόνου οδήγησε στη δημιουργία αξιόλογου εθνικού στρατού και συνετέλεσε στο να μην καταλυθεί το ανατολικό κράτος, όπως συνέβη στο δυτικό, από τις βαρβαρικές φυλές που είχαν διεισδύσει και τελικά επικρατήσει μέσα σε αυτό. Εν τω μεταξύ οι Βάνδαλοι, ορμώμενοι από την Αφρική, έκαμαν επιδρομές στα παράλια της Ιταλίας και της Ελλάδας υπό την αρχηγία του βασιλιά τους Γιζέριχου, με αποκορύφωμα την επιδρομή τους κατά της Ζακύνθου, όπου συνέλαβαν πεντακόσιους από τους κατοίκους της, τους οποίους κατάσφαξαν και στην συνέχεια πέταξαν τα σώματά τους στην Αδριατική. Έτσι το 463 ο Λέων εξαπέστειλε εναντίον τους στρατό που κατέλαβε την Τρίπολη και άλλες Αφρικανικές πόλεις, εξαναγκάζοντας τον Γιζέριχο να υπογράψει ειρήνη. Επειδή όμως οι Βάνδαλοι επανέλαβαν τις επιδρομές τους, ο Λέων αποφάσισε να διαλύσει το κράτος τους, στέλνοντας το 468 εκατό χιλιάδες στρατιώτες με στόλο από 1.113 πλοία υπό την αρχηγία του Βασιλίσκου, αδελφού της αυτοκράτειρας Βερίνης και με σύμβουλό του τον Άσπαρ. Η εκστρατεία αυτή απέτυχε οικτρά λόγω της ατολμίας του Βασιλίσκου και της ύποπτης στάσης του Άσπαρ, η οποία οδήγησε στην θανάτωσή του από τον αυτοκράτορα το 471.
Ο Λέων πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 474, αφού προηγουμένως όρισε για διάδοχό του τον εγγονό του Λέοντα Β΄.
Ο Λέων Β΄ (467 - 17 Νοεμβρίου 474) ήταν ο 11ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 474, σε παιδική ηλικία και για λιγότερο από ένα χρόνο. Ήταν γιος του Ζήνωνα και της Αριάδνης και εγγονός του Λέοντα Α' και της Βερίνης. Ο Λέων Α΄ πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 474. Δύο μήνες πριν, όρισε σαν διάδοχο τον ανήλικο εγγονό του, Λέοντα Β΄, που ήταν γιος της κόρης του Αριάδνης και του Ίσαυρου στην καταγωγή, Ζήνωνα. Την ημέρα της στέψης του Λέοντα Β΄ στον ιππόδρομο στις 9 Φεβρουαρίου 474 και την στιγμή που έφθασε ο πατέρας του για να τον προσκυνήσει σαν Αυτοκράτορα, ο μικρός, δασκαλεμένος από την μητέρα του Αριάδνη, τοποθέτησε το βασιλικό στεφάνι στο κεφάλι του Ζήνωνα, ο οποίος με την συναίνεση της Συγκλήτου και την αποδοχή του Δήμου ανακηρύχτηκε συναυτοκράτορας του γιου του.
Ο Λέων Β΄ πέθανε δέκα μήνες αργότερα στις 17 Νοεμβρίου 474, από άγνωστη ασθένεια. Υπήρξαν έντονες φήμες ότι τον δηλητηρίασε η μητέρα του Αριάδνη για να καταστήσει τον σύζυγό της Ζήνωνα μόνο κυρίαρχο του θρόνου, όπως και έγινε. Ο θάνατός του όμως έδωσε αφορμή στην γιαγιά του Βερίνη, χήρα του Λέοντα Α΄ να συνωμοτήσει κατά του Ζήνωνα και να πετύχει την απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιανουαρίου 475, οπότε και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας ο αδελφός της Βασιλίσκος.
Ο Ζήνων (περ. 425 - 9 Απριλίου 491, <Ζευς {γεν. Διός και Ζηνός}> Ζην + ων [μετοχή του ειμί] = αυτός που υπάρχει [ζει] σύμφωνα με τη βούληση του Δία) ήταν ο 12ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (474-475 και δεύτερη φορά 476-491). Ονομαζόταν Καίσαρ Φλάβιος Ζήνων Αύγουστος, αλλά το αρχικό του όνομα ήταν Ταρασικοδίσσας ή Τρασκαλισσαίος και καταγόταν από την Ισαυρία της Μ.Ασίας. Κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Α' στην Κωνσταντινούπολη για να δημιουργήσει στρατό από πολεμιστές της Ισαυρίας, ώστε ν' απαλλαγεί το κράτος από τους Γότθους από τους οποίους εξαρτιόταν στρατιωτικά. Νυμφεύτηκε την κόρη του Λέοντα και της Βερίνης Αριάδνη και το 474, πριν πεθάνει, ο Λέων Α΄ όρισε ως διάδοχό του τον εξαετή γιο του Ζήνωνα. Ο Ζήνωνας ανακηρύχτηκε συμβασιλέας και μετά τον (πιθανώς μεθοδευμένο) θάνατο του γιου του έγινε απόλυτος μονάρχης. Όμως η πεθερά του, Βερίνη, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το θρόνο και να φύγει στην Ισαυρία. Τότε στο θρόνο ανέβηκε ο αδελφός της Βερίνης Βασιλίσκος. Στην Ισαυρία ο Ζήνων ετοίμασε στρατό και, με τη βοήθεια του στρατηγού Αρμάτου, τον οποίο έστειλαν εναντίον του, έδιωξε τη Βερίνη και τον Βασιλίσκο και ξαναπήρε τον θρόνο.
Στη βασιλεία του αντιμετώπισε και άλλες εσωτερικές επαναστάσεις, τις οποίες κατέπνιξε. Πολέμησε με τον αρχηγό των Οστρογότθων Θεοδώριχο, με τον οποίο υπέγραψε ειρήνη, επιτρέποντάς του να κατέχει τις επαρχίες της Δακίας και της Μυσίας. Αργότερα του υπέδειξε να καταλάβει την Ιταλία και έτσι απαλλάχτηκε απ' αυτόν. Το 478, όταν βρέθηκε στην Κύπρο το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, ο Ζήνων επιβεβαίωσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου το οποίο είχε ψηφιστεί το 431 στη Σύνοδο της Εφέσου. Επιπρόσθετα, παραχώρησε τρία προνόμια στον Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου: Να υπογράφει με κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι), να φορά πορφυρό ράσο, και να βαστά βασιλικό σκήπτρο αντί το κανονικό επισκοπικό.
Ο Ζήνων απέφευγε να συναριθμεί τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους και τελικά παραμέρισε με διάταγμα την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία πλέον δεν μνημονευόταν ως υποχρεωτική. Έτσι, προσπάθησε να ενώσει τους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες με διάταγμα, το γνωστό ως Ενωτικό. Ο Πάπας Φήλιξ όμως δε δέχτηκε και έτσι άρχισαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο Εκκλησίες. Ο Ζήνων απεβίωσε στις 9 Απριλίου 491 χωρίς να αφήσει διάδοχο.
Ο Βασιλίσκος (Flavius Basiliscus, <βασιλεύς [<βάσις + λεώς {=λαός}} + κατάληξη υποκοριστικού -ίσκος = μικρός βασιλιάς) ήταν ο 12ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 475 μέχρι το 476. Με καταγωγή από τη χερσόνησο του Αίμου, ο Βασιλίσκος ήταν αδερφός της Βερίνης, συζύγου του Λέοντα Α' και σύζυγος της Ζηνωνίδας με την οποία είχε ένα γιο, τον Μάρκο. Η στρατιωτική καριέρα του άρχισε την εποχή του Λέοντα Α', που τον τιτλοφόρησε δούκα της Θράκης. Το 463, νίκησε τους Βούλγαρους, το 464 έγινε μάγιστρος του στρατού της Θράκης, ενώ το 466 σημείωσε επιτυχίες κατά των Γότθων και τους Ούννων. Χάρη στην υποστήριξη της αδερφής του, ο Βασιλίσκος έλαβε τον τίτλο του πατρικίου, το 465. Ωστόσο, η άνοδος του διακόπηκε εξαιτίας μιας σοβαρής αποτυχίας κατά των Βανδάλων.
α. Η καταστροφική εκστρατεία κατά των Βάνδαλων
Το 468, ο Λέων Α επέλεξε τον Βασιλίσκο ως αρχηγό της εκστρατείας κατά της Καρχηδόνας. Η εισβολή στο βασίλειο των Βάνδαλων ήταν μια συνδυασμένη αμφίβια επιχείρηση με 10.000 πλοία και 100.000 στρατιώτες. Σκοπός της επιχείρησης ήταν να τιμωρηθεί ο βασιλιάς των Βανδάλων, Γιζέριχος, για τη λεηλασία της Ρώμης το 455, κατά τη διάρκεια της οποίας αιχμαλωτίστηκε η αυτοκράτειρα Λικινία Ευδοξία (χήρα του Αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ', κόρη του Θεοδόσιου Β και της Αθηναΐδας-Ευδοκίας) και οι κόρες της. Το σχέδιο είχε καταρτιστεί σε συνεννόηση μεταξύ των αυτοκρατόρων Λέοντα της Ανατολής, Ανθέμιου της Δύσης και του στρατηγού Μαρκελλίνου, ο οποίος ήταν ημιανεξάρτητος στο Ιλλυρικό. Ο Βασιλίσκος έλαβε διαταγή να πλεύσει κατευθείαν στην Καρχηδόνα, ενώ ο Μαρκελλίνος καταλάμβανε τη Σαρδηνία και μια τρίτη στρατιά, υπό τη διοίκηση του Ηράκλειου, αποβιβαζόταν στην ακτή της Καρχηδόνας. Αυτές οι τρεις στρατιές συναντήθηκαν στη Σικελία. Με τον πιο συντηρητικό υπολογισμό, τα έξοδα για την αποστολή έφθασαν τις 64.000 λίβρες χρυσού, ποσό που ξεπερνούσε τα κρατικά έσοδα μιας ολόκληρης χρονιάς.
Η Σαρδηνία και η Λιβύη καταλήφθηκαν από τον Μαρκελλίνο και τον Ηράκλειο, ενώ ο Βασιλίσκος κατέλαβε το Ακρωτήριο Μερκούριον (σημ. Καπ Μπόν), απέναντι από τη Σικελία, 40 μίλια από την Καρχηδόνα. Ο βασιλιάς των Βάνδαλων ζήτησε 5 μέρες για να σκεφθεί τους όρους της ειρήνης. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο βασιλιάς των Βανδάλων συγκέντρωσε τον στόλο του και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα στον ανύποπτο βυζαντινό στόλο, στέλνοντας πάνω του πυρπολικά πλοία γεμισμένα με εύφλεκτες ύλες. Οι Βυζαντινοί διοικητές προσπάθησαν να σώσουν κάποια πλοία από την καταστροφή, αλλά οι Βάνδαλοι απέτρεψαν τη διαφυγή τους. Ο Βασιλίσκος τράπηκε σε φυγή. Ο μισός βυζαντινός στόλος καταστράφηκε ενώ ο υπόλοιπος στόλος ακολούθησε τον Βασιλίσκο. Η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς. Ο Ηράκλειος υποχώρησε στην Τριπολίτιδα, ενώ ο Μαρκελλίνος έφθασε στη Σικελία, όπου συνάντησε τον Βασιλίσκο, αλλά δολοφονήθηκε, ίσως από πρωτοβουλία του πατρικίου Ριχομέρη ή των διοικητών του. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ο Βασιλίσκος κατέφυγε στην Αγία Σοφία για να γλιτώσει την οργή του αυτοκράτορα. Όμως η Βερίνη μεσολάβησε, ώστε ο Βασιλίσκος να λάβει αυτοκρατορική χάρη και έτσι εξορίστηκε στην Ηράκλεια Σιντική της Θράκης.
β. Άνοδος στην εξουσία
Το 471 και το 472, ο Βασιλίσκος βοήθησε τον Λέοντα Α' να απαλλαγεί από την επίδραση των Γερμανών στην αυλή του, βοηθώντας στη δολοφονία του Φλάβιου Άσπαρ. Ο θάνατος του Άσπαρ προκάλεσε εξέγερση στη Θράκη, από τους Οστρογότθους του Θεοδώριχου Στράβωνα, και ο Βασιλίσκος στάλθηκε για να καταστείλει την εξέγερση, πράγμα που διεκπεραίωσε με επιτυχία, χάρη στη βοήθεια του ανιψιού του, Αρμάτιου. Το 474 έλαβε τον βαθμό του πρώτου μεταξύ των συγκλητικών. Με τον θάνατο του Λέοντα, ο Ζήνων, γαμπρός του Λέοντα, έγινε αυτοκράτορας, μετά τη μικρή χρονική περίοδο εξουσίας του γιου του Λέοντα Β' (474). Η καταγωγή του Ζήνωνα από την θεωρούμενη βαρβαρική Ισαυρία δεν άρεσε στους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, οι ισχυρές γοτθικές δυνάμεις, με αρχηγό τον Στράβωνα, αντιπαθούσαν τους Ισαύρους που έφερε ο Λέων Α' για να μειώσει την εξάρτηση του από τους Οστρογότθους. Τελικά, ο Ζήνων προδόθηκε από τον, επίσης Ίσαυρο, στρατηγό Ιλλού, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον Βασιλίσκο. Πίσω από αυτή την επιχείρηση ήταν η Βερίνη, η οποία οργάνωσε εξέγερση κατά του Αυτοκράτορα. Η εξέγερση, υπό την ηγεσία του Θεοδώριχου Στράβωνα, του Ιλλού και του Αρμάτιου, ήταν επιτυχής, και η Βερίνη ανάγκασε τον αυτοκράτορα να φύγει από την πόλη. Ο Ζήνων, με κάποιους διοικητές του, μετέφεραν λίγους από τους αυτοκρατορικούς θησαυρούς στην πατρίδα τους. Στις 9 Ιανουαρίου 475, ο Βασιλίσκος έλαβε τον τίτλο του Αυγούστου στο ανάκτορο Έβδομον, με τους υπουργούς του και τη Σύγκλητο. Οι εχθροί του Ζήνωνα εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και σκότωσαν αρκετούς Ίσαυρους της πόλης.
γ. Διοίκηση
Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά για τον νέο Αυτοκράτορα, ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει νέα δυναστεία δίνοντας τον τίτλο της Αυγούστας στη σύζυγό του Ζηνωνίδα και του καίσαρα στον γιό του Μάρκο (και μετέπειτα του Αυγούστου). Το πιο επείγον πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν η έλλειψη πόρων στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Ο Βασιλίσκος, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αύξησε τη φορολογία προκαλώντας ταραχές στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης απέσπασε χρήματα από την Εκκλησία. Στις αρχές της βασιλείας του, ξέσπασε πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατέστρεψε σπίτια, εκκλησίες και αποτέφρωσε εντελώς τη βιβλιοθήκη που είχε χτίσει ο αυτοκράτορας Ιουλιανός.
Ο Βασιλίσκος βασιζόταν σε σημαντικά πρόσωπα της αυτοκρατορικής αυλής, καθώς πίστευε πως αυτά θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να μείνει στην εξουσία. Ωστόσο, γρήγορα έχασε τους πιο πολλούς από αυτούς. Πρώτα, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη της Βερίνης, αφού εκτέλεσε τον μάγιστρο Πατρίκιο, που ήταν ο εραστής της, και σχεδίαζε να τον ανεβάσει στο αυτοκρατορικό αξίωμα και να τον παντρευτεί. Η επανάσταση κατά του Ζήνωνα είχε ως στόχο να κάνει τον Πατρίκιο και όχι τον Βασιλίσκο αυτοκράτορα, αλλά η Σύγκλητος διάλεξε τον Βασιλίσκο για την ηγεσία της αυτοκρατορίας. Αργότερα, ο Βασιλίσκος διέταξε τον θάνατο του Πατρίκιου, και η πράξη αυτή είχε ως συνέπεια να στραφεί η Βερίνη εναντίον του Βασιλίσκου.
Στη συνέχεια ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη του Θεοδώριχου Στράβωνα, ο οποίος, λόγω της αντιπάθειάς του για τους Ίσαυρους, είχε υποστηρίξει τον Βασιλίσκο στην εξέγερση κατά του Ζήνωνα. Ο Βασιλίσκος έχασε και την υποστήριξη του Αρμάτιου, ο οποίος φαίνεται πως ήταν εραστής της συζύγου του Βασιλίσκου Ζηνωνίδας. Επίσης ήταν αβέβαιη η υποστήριξη του Ιλλού, λόγω της σφαγής των συμπατριωτών του στρατιωτών Ισαύρων, την οποία επέτρεψε ο Βασιλίσκος.
δ. Θρησκευτικές διαμάχες
Εκείνη την εποχή, υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του Μονοφυσιτισμού και του Χαλκηδονικού Χριστιανισμού. Ο Μονοφυσιτισμός υποστήριζε ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση (συγκερασμό της θεϊκής με την ανθρώπινη), ενώ οι Χαλκηδονικοί ως ορθόδοξοι, πίστευαν πώς κατείχε και τις δύο φύσεις. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, η οποία διεξήχθη μετά από προτροπή του Αυτοκράτορα Μαρκιανού, το 451, καταδίκασε τον Μονοφυσιτισμό και οι πατριάρχες Τιμόθεος Β' της Αλεξανδρείας και Πέτρος Β' της Αντιοχείας καθαιρέθηκαν. Από την αρχή της εξουσίας του, ο Βασιλίσκος ήταν υποστηρικτής του Μονοφυσιτισμού. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ζαχαρίας Σχολαστικός από τη Μυτιλήνη (465-536) καταγράφει πως μια ομάδα από Αιγύπτιους μοναχούς, πιστούς στον Μονοφυσιτισμό, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, μετά τον θάνατο του Λέοντα Α'. Ο μάγιστρος Θεόκτιστος, γιατρός του Βασιλίσκου βοήθησε ώστε οι Αιγύπτιοι μοναχοί να γίνουν δεκτοί από τον Βασιλίσκο και τον έπεισαν να διατάξει την επιστροφή των εξορισμένων Μονοφυσιτών πατριαρχών. Ο Βασιλίσκος επέστρεψε στους εξορισμένους Τιμόθεο της Αλεξανδρείας (γνωστό και ως Τιμόθεο Αίλουρο) και Πέτρο της Αντιοχείας (γνωστό και ως Πέτρο Γναφέα) τις έδρες τους, και έστειλε επιστολή στους επισκόπους (γνωστή ως Εγκύκλιο) πιέζοντάς τους να θεωρήσουν έγκυρες τις πρώτες τρεις Οικουμενικές Συνόδους και άκυρη τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Όλοι οι επίσκοποι υπέγραψαν το έγγραφο, εκτός από τον πατριάρχη Ακάκιο, που φανέρωσε έτσι καθαρά την εχθρότητα της Κωνσταντινούπολης προς τον Βασιλίσκο. Αργότερα ο Βασιλίσκος, βλέποντας την αντίδραση του Ακακίου και μη έχοντας διαθέσιμο στρατό, αναίρεσε την προηγούμενη εγκύκλιο εκδίδοντας την Αντεγκύκλιο.
ε. Πτώση και θάνατος
Λίγο μετά την ανάρρησή του, ο Βασιλίσκος κατάφερε να κάνει τον Ιλλού και τον αδερφό του, Τροκούνδο, εχθρούς του Ζήνωνα, ο οποίος, εξόριστος, είχε επανέλθει στην προηγούμενη ιδιότητά του ως Ίσαυρος φύλαρχος. Ο Βασιλίσκος, ωστόσο, δεν τήρησε τις υποσχέσεις που έδωσε στους δύο στρατηγούς. Επιπλέον, αυτοί είχαν λάβει επιστολές από τους βασικούς υπουργούς στην αυτοκρατορική αυλή, οι οποίοι τους ζητούσαν να εξασφαλίσουν την επιστροφή του Ζήνωνα, γιατί τώρα η πόλη προτιμούσε έναν Ίσαυρο από έναν αυτοκράτορα που η αντιδημοτικότητά του αυξανόταν λόγω της αρπακτικότητας των οικονομικών του επιτελών. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του στην Ισαυρία, ο Ιλλούς φυλάκισε τον αδερφό του Ζήνωνα, Λογγίνο. Το καλοκαίρι του 476, ο Ιλλούς και ο Ζήνωνας επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Βασιλίσκος έμαθε το νέο, αναίρεσε την Εγκύκλιο και προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τον πατριάρχη και τον λαό αλλά ήταν πια αργά. Ο Αρμάτιος στάλθηκε στη Μικρά Ασία για να σταματήσει τον Ζήνωνα, αλλά ο τελευταίος του υποσχέθηκε τον τίτλο του μάγιστρου στον στρατό και τον τίτλο του καίσαρα για τον γιο του. Η προδοσία του Αρμάτιου καθόρισε την τύχη του Βασιλίσκου. Τον Αύγουστο του 476, ο Ζήνων πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Η Σύγκλητος άνοιξε της πύλες της πόλης στον Ζήνωνα. Ο Βασιλίσκος ζήτησε άσυλο σε εκκλησία, αλλά προδόθηκε από τον Ακάκιο. Τότε παραδόθηκε με την οικογένειά του, καθώς ο Ζήνων υποσχέθηκε να μην χύσει αίμα. Όταν όμως ο Βασιλίσκος και η οικογένεια του οδηγήθηκαν σε φρούριο της Καππαδοκίας, ο Ζήνων έδωσε εντολή να τους αφήσουν χωρίς νερό, για να πεθάνουν από δίψα.
Ο Βασιλίσκος βασίλεψε για 20 μήνες. Οι πηγές τον περιγράφουν ως επιτυχημένο στρατηγό, αλλά αργής αντίληψης και ευαπάτητο. Οι διαμάχες μεταξύ του Βασιλίσκου και του Ζήνωνα δεν επέτρεψαν στο Βυζάντιο να σώσει τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την τελική πτώση, η οποία συνέβη τον Σεπτέμβριο του 476. Τότε ο αρχηγός των Ερούλων του ρωμαϊκού στρατού, Οδόακρος, κατέβασε από τον θρόνο τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, τελευταίο αυτοκράτορα της Δύσης. Ο Ζήνων κράτησε το αξίωμα για τον εαυτό του και έδωσε στον Οδόακρο τον τίτλο του δούκα της Ιταλίας, επιτρέποντας την οριστική κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Αναστάσιος Α΄ (Φλάβιος Αναστάσιος 430-518, <ανάσταση = αυτός που φέρνει αναστάσιμη χαρά) ήταν ο 13ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 491 έως το 518. Γεννήθηκε περί το 430 στο Δυρράχιο από γονείς ταπεινής καταγωγής και είχε το σπάνιο φυσικό χαρακτηριστικό, ότι οι κόρες των ματιών του είχαν διαφορετικό χρώμα, αφού το ένα μάτι φαινόταν μαύρο ενώ το άλλο γαλανό, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν Δίκορο. Πολύ νέος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός στην υπηρεσία των ανακτόρων. Με την πάροδο του χρόνου, προάχθηκε σε δευτερεύουσα θέση αυλικού, αυτή του Σιλεντιάριου. Απέκτησε όμως φήμη για τις διοικητικές του ικανότητες και εξασφάλισε την εύνοια της κόρης του αυτοκράτορα Λέοντα Α’, Αριάδνης. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα πλέον αυτοκράτειρα, Αριάδνη, προώθησε και ανέβασε στο θρόνο, στις 11 Απριλίου 491, τον εκλεκτό της αυλικό Αναστάσιο (που τότε ήταν 61 ετών) και σαράντα μέρες μετά την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα, τον παντρεύτηκε, εξακολουθώντας έτσι να αναμειγνύεται στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Ο Αναστάσιος πρέσβευε το δόγμα της αίρεσης του Ευτυχούς, ήταν δηλαδή μονοφυσίτης. Για το λόγο αυτό, ο Πατριάρχης Ευφήμιος προέβαλλε αντιρρήσεις για την άνοδό του στο θρόνο. Η διένεξη όμως αυτή διευθετήθηκε με την έγγραφη ομολογία πίστης του Αναστασίου στο Ορθόδοξο δόγμα.
α. Στρατιωτική δραστηριότητα και πόλεμοι
Από τις πρώτες πράξεις του ως αυτοκράτορα ήταν ο περιορισμός της δύναμης των Ισαύρων. Έτσι κατέστειλε τη στάση του Λογγίνου, αδελφού του αποθανόντος αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο οποίος ήταν Ίσαυρος στην καταγωγή και προσπάθησε να σφετεριστεί το θρόνο ως διάδοχος του Ζήνωνα. Στη συνέχεια, υποχρέωσε τους Ίσαυρους να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη, περιορίζοντας και τις υπέρογκες αμοιβές που τους είχε παραχωρήσει ο Ζήνων. Οι Ίσαυροι εξοργισμένοι στασίασαν και, με ορμητήριο την Ισαυρία, κατέστρεφαν τις γύρω περιοχές της Φρυγίας. Τελικά το 496, ύστερα από εξαετή πόλεμο, ο στρατός τους διαλύθηκε και έχασαν όλα τους τα προνόμια. Το 502, οι Σασσανίδες Πέρσες κατέλαβαν την πόλη Άμιδα (σημ. Ντιγιάρμπακιρ) στη Μεσοποταμία και τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ). Αναγκάστηκαν όμως να επιστρέψουν τις κατακτημένες περιοχές και συνομολόγησαν ειρήνη το 505. Για την εξασφάλιση των συνόρων ο Αναστάσιος έκτισε το οχυρό Δάρας, το οποίο αναπτύχθηκε σε πόλη που ονομάστηκε Αναστασιούπολη.
β. Οικονομική πολιτική και δημόσια έργα
Από τις πρώτες ενέργειες του Αναστασίου ήταν η κατάργηση του μισητού στους Βυζαντινούς κεφαλικού-επαγγελματικού φόρου του χρυσάργυρου. Το 498 αναμόρφωσε το νομισματικό σύστημα, εκδίδοντας νέα χρυσά σολδία καθώς και υποδιαιρέσεις σε μισά και τρίτα καθώς και σε μικρότερης αξίας χάλκινα νομίσματα. Κατάργησε το παλιό σύστημα συλλογής των φόρων, δημιουργώντας μία κεντρική υπηρεσία φοροσυλλογής. Ήταν από τους ελάχιστους αυτοκράτορες που άφησε γεμάτα τα δημόσια ταμεία, εφόσον μετά τον θάνατό του υπήρχαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο 350.000 λίτρες χρυσού. Από τα μεγαλύτερα δημόσια έργα του ήταν η κατασκευή νέου τείχους γύρω από την πρωτεύουσα, το οποίο περιέλαβε όλα τα κτίσματα που είχαν κτισθεί πέρα από το Θεοδοσιανό τείχος. Έτσι έκτισε το Αναστασιανό τείχος της Κωνσταντινούπολης, ενισχυμένο με πύργους που επικοινωνούσαν με εσωτερικούς διαδρόμους. Φρόντισε επίσης να οχυρώσει πολλές πόλεις της περιφέρειας, άνοιξε τη διώρυγα που ένωσε την λίμνη Βοάνη κοντά στη Νικομήδεια με τον Αστακινό κόλπο, έκτισε υδραγωγεία και δημόσια λουτρά.
γ. Θρησκευτικές διαμάχες
Την εποχή του Αναστασίου, το Βυζάντιο σπαρασσόταν από θρησκευτικές διαμάχες ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες της αίρεσης του Ευτυχούς. Ο αυτοκράτορας, αν και μονοφυσιτικών τάσεων, δήλωσε επίσημα την αποδοχή του Ορθόδοξου (Χαλκηδονικού) δόγματος και προσπάθησε να ακολουθήσει ήπια πολιτική ανάμεσα στις αντιμαχόμενες μερίδες εφαρμόζοντας το Ενωτικό διάταγμα του Ζήνωνα. Η διαμάχη όμως είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις με τους πληθυσμούς της Αιγύπτου, Συρίας και Παλαιστίνης να ασπάζονται τον μονοφυσιτισμό ενώ στην πρωτεύουσα και τις ευρωπαϊκές κτήσεις επικρατούσε το Χαλκηδονικό δόγμα. Φανατικοί και από τις δύο πλευρές ξεσήκωναν τον πληθυσμό και ταραχές ξεσπούσαν στην Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη. Το 495 ο Αναστάσιος αναγκάστηκε να καθαιρέσει τον Πατριάρχη Ευφήμιο (πατρ. 489-495), ο οποίος αντιπολιτεύονταν τον αυτοκράτορα ερχόμενος σε κρυφές συνεννοήσεις με τον Πάπα της Ρώμης. Στην θέση του τοποθέτησε τον Μακεδόνιο Β (πατρ. 495-511), ο οποίος, ενώ στην αρχή έδειξε κάποια διαλλακτικότητα, στη συνέχεια αντιτάχθηκε και αυτός στον Αναστάσιο, κατηγορώντας τον ότι προστατεύει τους αιρετικούς. Το 511 καθαιρέθηκε και ο Μακεδόνιος και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Τιμόθεος Α (πατρ. 511-518), ο οποίος διοίκησε την Εκκλησία με μετριοπάθεια.
δ. Στάση του Βιταλιανού
Μετά την καθαίρεση του Πατριάρχη Μακεδόνιου, οι φανατικοί Ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης υποκίνησαν σοβαρή στάση στην πρωτεύουσα, η οποία όμως κατεστάλη. Στη συνέχεια όμως εκδηλώθηκε κίνημα στη Θράκη υπό την ηγεσία του Βιταλιανού που ήταν εγγονός του Άσπαρος. Ο Βιταλιανός, κόμης των φοιδεράτων, δηλαδή αρχηγός των Γότθων, Αλανών και άλλων βαρβάρων μισθοφόρων του Βυζαντινού στρατού, κατευθύνθηκε προς τις βορειότερες επαρχίες του κράτους όπου συγκέντρωσε στρατό από Βουλγάρους και Ούννους. Στη συνέχεια ναυπήγησε στόλο και εμφανίστηκε μπροστά στην πρωτεύουσα, απειλώντας να την κυριεύσει, ζητώντας την επαναφορά του Μακεδόνιου και το διορισμό του ίδιου ως γενικού διοικητή της Θράκης. Η επανάστασή του όμως απέτυχε. Σύμφωνα με τον ιστορικό Μαλάλα, ο στόλος του καταστράφηκε από εύφλεκτη ουσία κατασκευασμένη με βάση το θειάφι. Αυτό ήταν το περίφημο ελληνικόν πυρ (υγρό πυρ), που επινόησε ο Αθηναίος φιλόσοφος, φυσικός και χημικός Πρόκλος, το οποίο εκτοξευόταν πάνω στα ξύλινα καράβια και άναβε με μόνη τη θερμότητα του ήλιου, κατακαίγοντας το στόλο των πολιορκητών.
ε. Θάνατος και διαδοχή
Ο Αναστάσιος πέθανε το 518, σε ηλικία 88 ετών, μετά από 27 χρόνια βασιλείας, χωρίς να αφήσει απογόνους. Είχε βέβαια τρεις ανεψιούς, από τους οποίους όμως δεν εξέλεξε κανένα για διάδοχό του. Πολλοί σύγχρονοί του τον επαίνεσαν για την προσφορά του στην αυτοκρατορία, ενώ άλλοι τον πολέμησαν, επικρίνοντας τη στάση του απέναντι στην Εκκλησία. Σε δύσκολα χρόνια πέτυχε πράγματι να σταθεροποιήσει το κράτος, αντιμετωπίζοντας πολλούς εξωτερικούς κινδύνους, να ανακουφίσει τις λαϊκές μάζες, και να προαγάγει την τεχνολογία, την οικονομία και τη δικαιοσύνη. Ήταν ο τελευταίος Ρωμαίος-Βυζαντινός Αυτοκράτορας που θεοποιήθηκε. Νέος αυτοκράτορας αναγορεύτηκε ο αρχηγός των βασιλικών σωματοφυλάκων Ιουστίνος, που έγινε ιδρυτής νέας δυναστείας αυτοκρατόρων.
Μετά τον θάνατο του άτεκνου Αναστάσιου Α, ο διάδοχός του Ιουστίνος Α΄, καταγόμενος από την Ναϊσσό της Δαρδανίας, που βρισκόταν στην περιοχή περί την σημερινή πόλη Νις της Σερβίας, έγινε ιδρυτής της 4ης κατά σειρά Ιουστινιάνειας Δυναστείας του Βυζαντίου, η οποία κυβέρνησε μέχρι το 610, με την ακόλουθη σειρά αυτοκρατόρων.
Ο Ιουστίνος Α΄ (Φλάβιος Ιουστίνος Αύγουστος,2 Φεβρουαρίου 450 - 1 Αυγούστου 527, <ιούστος <ίω [=έρχομαι] + ωθώ [= ανοίγω δρόμο {>ώσις, ώστης, ωστικός}] = αυτός που πρωτοστατεί, δίκαιος {>αγγλ. Just, Justice}) ήταν ο 14ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 518 έως το 527, ιδρυτής της Ιουστινιάνειας Δυναστείας. Ανελίχθηκε μέσα από τους βαθμούς του Βυζαντινού στρατού για να γίνει αυτοκράτορας σε ηλικία 68 ετών, παρά το γεγονός ότι ήταν αναλφάβητος. Ο Ιουστίνος δέχτηκε το χρίσμα του διαδόχου από τον προηγούμενο αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄, στου οποίου την φρουρά υπηρετούσε. Ορισμένες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι η επιλογή του είχε γίνει με βάση διάφορες προλήψεις του γηραιού Αναστάσιου. Ήταν ταπεινής καταγωγής από τη Θράκη. Αν και αμόρφωτος, ήταν άξιος και ικανός στρατιωτικός. Φαίνεται πώς ήταν επίσης αρκετά πονηρός και ευέλικτος στην πολιτική, και σίγουρα φιλόδοξος, όπως απέδειξε από τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα της ανάληψης της εξουσίας. Επί των ημερών του συντάχτηκαν νόμοι που περιόριζαν την επιρροή της παλαιάς τάξης των Βυζαντινών ευγενών. Μαζί του είχε πάντα τον ανεψιό του Ιουστινιανό, ο οποίος αποτελούσε τον βασικό του σύμβουλο. Υπό τις οδηγίες του ανιψιού του, επούλωσε το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, που είχε προκύψει με το αμοιβαίο ανάθεμα επί Αναστασίου. Σύζυγός του ήταν η Ευφημία. Πέθανε το 527 από καρκίνο, μετά από εννιάχρονη βασιλεία, έχοντας ήδη ορίσει διάδοχο τον αγαπημένο του ανεψιό.
Ο Ιουστινιανός Α' (πραγματικό όνομα: Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος, 11 Μαΐου 482 - 14 Νοεμβρίου 565, <Σάββατον <σεβάζω>σαβάζω <σε {αιτ. της προσωπ. αντων. συ} + βάσις {> σέ-βασις} = αποθέτω προσφορές για σένα (εννοείται τον θεό}, γνωστός και ως Μέγας Ιουστινιανός, ήταν ο 15ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από το 527 έως το 565. Ως Πέτρος Σαββάτιος, θρακικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ταυρέσιο της Ιλλυρίας και ήταν ανεψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας του θείου του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτορας, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός. Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασσική μόρφωση. Η σύζυγός του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής από την Κύπρο, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α' τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του Ευφημία, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι βέβαιο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό, ως Αυτοκράτειρα, μεταμορφώθηκε σε ιδανική σύντροφο, στυλοβάτη του συζύγου της..
Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η βελτίωση των οικονομικών, μέσω είσπραξης των φόρων, εργασία που ανέθεσε στον ικανό αλλά αντιπαθή στο λαό Ιωάννη Καππαδόκη. Επίσης, αναθέτει τον ίδιο καιρό στον Τριβωνιανό την επανακωδικοποίηση των νόμων του Θεοδοσίου, απαλείφοντας αντικρουόμενες διατάξεις και μειώνοντας δραστικά το μέγεθος και την έκταση των ισχυουσών διατάξεων. Αντιμετώπισε τους Σασσανίδες Πέρσες ήδη από το 532, οπότε και υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με το βασιλιά Χοσρόη Α΄, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί απερίσπαστος με το μεγάλο του όνειρο, την ανακατάκτηση της Δύσης.
α. Η Στάση του Νίκα (532)
Το Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη σε θάνατο κάποιων Πράσινων και Βένετων (οπαδών ομάδων στις αρματοδρομίες) για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά του στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορα, που φαινόταν ως εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανεψιό του Αναστασίου Α΄. Η κατάσταση ξέφυγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος στα πρόθυρα της εγκατάλειψης του θρόνου για διαφυγή, μεταπείστηκε από τη Θεοδώρα και τον στρατηγό Βελισάριο και παρέμεινε στη θέση του για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο βυζαντινός στρατός αιματοκύλισε την πρωτεύουσα, σφαγιάζοντας στον Ιππόδρομο (με εγκληματική αγριότητα που προξενεί κατάπληξη και αποτροπιασμό σε ένα σημερινό άνθρωπο) 30.000 περίπου (άοπλους) στασιαστές, δίνοντας έτσι τέλος στην περίφημη "Στάση του Νίκα", η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.
Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος άρχισαν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώθηκαν το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να δαπανήσει χρήματα και ανθρώπινη εργασία, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.
β. Η Επανάκτηση της Δύσης
Μετά τη Στάση του Νίκα, ο Ιουστινιανός καταπιάστηκε με έναν από τους βασικούς του στόχους: την ανακατάληψη των δυτικών επαρχιών. Ο Βελισάριος, επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού (magister militum), εκστράτευσε κατά του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, κατάκτησε την Καρχηδόνα το 533, και προετοιμάστηκε για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο. Με το θάνατο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου (ή Θευδέριχου) το 526, τη διακυβέρνηση ανέλαβε η φιλόδοξη γυναίκα του Αμαλασούνθα, κηδεμόνας του διαδόχου Αταλάριχου την οποία όμως εκθρόνισε και θανάτωσε ο Θευδάτος. Αυτή είναι και η αφορμή που αναζητούσε η Ανατολική Αυτοκρατορία για να επιτεθεί. Άμεσα ο Βελισάριος κατέλαβε τη Νεάπολη και τη Ρώμη. Ο αρχηγός των Γότθων Ουίτιγις υποχώρησε στη Ραβέννα, αλλά σύντομα επέστρεψε για να πολιορκήσει τη Ρώμη. Ο Βελισάριος, ενισχυμένος από την πρωτεύουσα κατέλαβε τη γύρω περιοχή και υποχρέωσε τους Γότθους σε τελική υποχώρηση το 538, σε μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, στην ίδια περίπου θέση όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Μαξέντιο. Μετά από μια σειρά ασυνεννοησιών και αμφισβήτησης της πρωτοστρατηγίας του Βελισάριου από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, Ναρσή και Ιωάννη, οι Γότθοι ανακατέλαβαν το Μιλάνο, εξοντώνοντας τους 300.000 κατοίκους του. Την ίδια στιγμή περίπου, η αυτοκρατορία δέχτηκε και την επίθεση του Χοσρόη και των Περσών στα ανατολικά. Ενώ λοιπόν ο Ιουστινιανός ήταν έτοιμος να ανακαλέσει το Βελισάριο για ενίσχυση στα ανατολικά, ο ιδιοφυής αυτός στρατηγός με δόλιο τέχνασμα κατέλαβε τη Ραβέννα, και συνέλαβε τον Ουίτιγι και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας φαινομενικά για λογαριασμό του Ιουστινιανού την ανακατάληψη της Ιταλίας.
Μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα το 539, ο Βελισάριος έφυγε σύντομα για να συναντήσει το Χοσρόη. Μετά από δύο χρόνια μαχών (και υπό το ψυχολογικό βάρος των απιστιών της γυναίκας του Αντωνίνας), ο Βελισάριος με τέχνασμα και πάλι εξουδετέρωσε τον Χοσρόη. Το 542 ξέσπασε επιδημία βουβωνικής πανώλης, η οποία έπληξε και τον Αυτοκράτορα. Ο Βελισάριος επέστρεψε στην Ιταλία, η οποία λόγω της ανικανότητας των ορισμένων από τον Ιουστινιανό διοικητών της είχε περιέλθει εκ νέου στους Γότθους. Δυστυχώς, υπό την πίεση της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός πείστηκε ότι ο Βελισάριος είχε τάσεις σφετερισμού, και έτσι τον εξόπλισε δυσανάλογα φτωχά σε σχέση με τη φιλόδοξη αποστολή που του είχε αναθέσει.
Στην αντιπαράθεσή τους με τον ικανό Γότθο βασιλιά, Τωτίλα, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν. Ο Γότθος αρχηγός κατέλαβε την Ρώμη το 546. Μετά από 5 χρόνια ατελέσφορων μαχών και διπλωματικών προσπαθειών, ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην Πόλη το 549, χωρίς να έχει επιτύχει την επανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου, έχοντας όμως αναχαιτίσει του Γότθους σε βαθμό που δε μπόρεσαν πια να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, ο Ναρσής, που τον αντικατάστησε, κατόρθωσε το 551, με πολλαπλάσιο μάλιστα εξοπλισμό και μέσα, να ολοκληρώσει το έργο του Βελισάριου. Η επιστροφή του στρατηγού στην πρωτεύουσα το 549 συνέπεσε χρονικά με το θάνατο της Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε τη συμφιλίωσή του με τον αυτοκράτορα. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ναρσής επικράτησε των αντιπάλων Γότθων, καταφέρνοντας δύο συντριπτικές νίκες στην Μάχη των Βουσταγαλλώρων και στη Μάχη του Βεζουβίου, σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας την οστρογοτθική αντίσταση.
Το 551-555, ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τις διαταγές του 80χρονου συγκλητικού Λιβέριου, στάλθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο, για να υποστηρίξει τον Αθανάγιλδο, που είχε εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά των Βησιγότθων Αγίλα. Το εκστρατευτικό σώμα σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, καταλαμβάνοντας εύκολα τις παραλιακές πόλεις και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ισπανίας, και με τη βοήθειά του, ο Αθανάγιλδος στέφτηκε βασιλιάς των Βησιγότθων το 554. Παρότι ο νέος βασιλιάς απαίτησε την επιστροφή των ρωμαιοκρατούμενων εδαφών, αναγκάστηκε να προβεί σε συμβιβασμό, μέσω του οποίου το νότιο τέταρτο της Ισπανίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ το βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.
γ. Οι Περσικοί Πόλεμοι
Ο Ιουστινιανός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ανειλημμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις στα ανατολικά σύνορα. Με αφορμή την επέμβαση των Περσών υπό τον Καβάδη Α΄ στην Λαζική και στην Καυκάσια Ιβηρία, οι δύο αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε αναμετρήσεις στην ρωμαιοπερσική μεθόριο. Το 529 ο στρατηγός Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο συνοριακό οχυρό Δάρας, αλλά την επόμενη χρονιά μπροστά στο ίδιο οχυρό συνέτριψε διπλάσιες περσικές δυνάμεις κατά την περίφημη Μάχη του Δάρας. Αμφίβολο αποτέλεσμα είχε η σύγκρουση στο Καλλίνικο της Συρίας το 531 με συνέπεια και οι δύο αντίπαλοι να αποσυρθούν, αν και οι Πέρσες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Η σύρραξη φάνηκε να κλιμακώνεται, αλλά ο θάνατος του Σασσανίδη μονάρχη, το 531, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α΄ συνομολόγησαν την Απέραντο Ειρήνη το 532 με βαριές χρηματικές αποζημιώσεις εις βάρος των Βυζαντινών.
Η επέμβαση των Βυζαντινών στα εσωτερικά της Αρμενίας (540) έδωσε στον Χοσρόη την αφορμή να αρχίσει νέο κύκλο επιδρομών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος και από Οστρογότθους πρέσβεις εισέβαλε το 540 στην Συρία. Οι Βυζαντινοί, που ήταν απασχολημένοι στη Ιταλία με τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, προέβαλαν ασθενική αντίσταση με συνέπεια το ίδιο έτος οι Πέρσες να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τις πλούσιες πόλεις Βέροια (Χαλέπι) και Αντιόχεια (Ιούνιος 540). Η καταστροφή της Αντιόχειας, που ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους αμυνόμενους. Ακολούθως, ο Χοσρόης βάδισε προς το μικρό, περιφερειακό αλλά στρατηγικά σπουδαίο βασίλειο της Λαζικής απαιτώντας λύτρα από τις πόλεις που συναντούσε καθ’ οδόν.
Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για την αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία (541) και στάλθηκε στην περιοχή για να οργανώσει την αντίδραση των Βυζαντινών. Σε σύντομο διάστημα ανακλήθηκε εκ νέου χωρίς να έχει σημειώσει κάποια μεγάλη επιτυχία. Μια επιδημία πανώλης, που ξέσπασε το επόμενο έτος, καταπόνησε και τους δύο αντιπάλους αλλά οι περσικές επιδρομές συνεχίστηκαν, κυρίως στις περιοχές της Έδεσσας και της Θεοδοσιούπολης (σημερινό Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας). Η καλύτερα οργανωμένη αντεπίθεση των Βυζαντινών κατά τα επόμενα χρόνια, όπως και η σθεναρή αντίσταση της Έδεσσας στην επίμονη πολιορκία των Περσών, οδήγησαν σε συμφωνία πενταετούς ανακωχής το 545. Καθώς όμως οι όροι της ανακωχής δεν διευθετούσαν την κατάσταση της Λαζικής, ο πόλεμος ουσιαστικά μεταφέρθηκε στη χώρα αυτή. Ωστόσο οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες. Επιπλέον, ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του. Το 551 και το 557 ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 και το 562 υπογράφτηκε 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.
δ. Θρησκευτική πολιτική
Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο Αυτοκράτορα, και έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του Χαλκηδονικού Χριστιανισμού (σύμφωνα με την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.
Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, είχε πολλές φάσεις. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του Ιουστινιανού κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Μετά τον θάνατό της όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων. Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, αφού έστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς.
Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασαν μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίστηκε από τον Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός όμως βρέθηκε πάλι σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην ρωμαϊκή ιεραρχία, που τον έφερε σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, αλλά τελικά αποκαταστάθηκε.
ε. Ιουστινιάνειος Κώδικας
Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (Codex Iustinianus) ήταν σύνθεση αυτοκρατορικών νόμων από την εποχή του Αδριανού έως και του Ιουστινιανού, καθώς και μια αναθεώρηση παλαιότερων νομικών συγγραμμάτων, που είχαν εκδοθεί από Ρωμαίους αυτοκράτορες. Στόχος ήταν η θέσπιση ενός ενιαίου νομικού πλαισίου, που θα ήταν δυνατό να μελετηθεί και να εφαρμοστεί, αφού μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού η οργάνωση του Ρωμαϊκού Δικαίου βρισκόταν σε χαώδη κατάσταση. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας ήταν το πρώτο μέρος του συνολικού κώδικα, ο οποίος ονομάστηκε κατά τον 16ο αιώνα Corpus Iuris Civilis. Εμπνευστής του έργου αυτού ήταν ο στενός συνεργάτης του Ιουστινιανού, Τριβωνιανός, ο οποίος ανέλαβε τη σύνθεση του εγχειρήματος, που ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 529 έχοντας καταλήξει σε δέκα βιβλία που αποτελούσαν πλέον τον αυθεντικό Κώδικα Νόμων της Αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά έγινε μια συστηματοποίηση του υλικού παλαιότερων κωδίκων και νόμων, αφαιρώντας τις αντιφάσεις που υπήρχαν, χωρίς όμως τελικά να εξαλειφθούν πλήρως. Μετά από τρία χρόνια ο νέος Κώδικας δημοσιεύθηκε και ονομάστηκε Digestum ή Πανδέκτης και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς της αυτοκρατορίας. Το 534 έγινε νέα έκδοση, που της αποδόθηκε η ονομασία Νεαραί (Novellae) και αποτέλεσε συμπλήρωμα της αρχικής προσπάθειας. Αυτό συνέβη λόγω των νομικών μεταρρυθμίσεων που εν τω μεταξύ επέφερε ο Ιουστινιανός. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα λατινικά) γράφτηκαν απευθείας στα ελληνικά.
Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλοποίησης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι εξασφάλισε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, η οποία ουσιαστικά ήταν η καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου. Στα κείμενα καθίσταται εμφανές πως η ορθή και προσήκουσα άσκηση της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τον κοινό σεβασμό του θείου νόμου. Επίσης στις ίδιες διατάξεις πλήθος νόμων που εφαρμόζονταν στη ζωή της Εκκλησίας εμφανίζονται ενταγμένοι στους νόμους του κράτους, με ιδιαίτερη έμφαση στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι θα εφαρμόζονταν ως «τάξις νόμων». Η καταστατική αυτή βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, προέκυψε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιανός κώδικας έγινε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή. Σε πολιτειακό επίπεδο ο κώδικας ανάδειξε τη θέση του αυτοκράτορα ως απόλυτου μονάρχη με απεριόριστη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.
στ. Οικονομία και διοίκηση επί Ιουστινιανού
Όπως συνέβαινε και με τους προκατόχους του Ιουστινιανού, η οικονομική υγεία της αυτοκρατορίας στηριζόταν κυρίως στη γεωργία. Επιπλέον, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων άνθισε αρκετά, φτάνοντας ως το μακρινό Βορρά μέχρι την Κορνουάλλη, όπου ο κασσίτερος ανταλλάχθηκε με ρωμαϊκό σιτάρι. Στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, μεγάλες συνοδείες έπλεαν από την Αλεξάνδρεια προς την Κωνσταντινούπολη με το σιτάρι και τα δημητριακά. Ο Ιουστινιανός με την οικοδόμηση μιας μεγάλης σιταποθήκης στο νησί της Τενέδου εξασφάλισε την τροφοδοσία δημητριακών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε επίσης να βρει νέες διαδρομές για το ανατολικό εμπόριο, το οποίο υπέφερε, λόγω των πολέμων με τους Πέρσες.
Ένα σημαντικό προϊόν πολυτελείας ήταν το μετάξι, το οποίο είχε εισαχθεί και στη συνέχεια μεταποιούνταν στην Αυτοκρατορία. Προκειμένου να προστατευθεί η παραγωγή του μεταξιού, ο Ιουστινιανός χορήγησε το μονοπώλιο στα αυτοκρατορικά εργοστάσια το 541. Προκειμένου να παρακάμψει το περσικό εμπάργκο, ο Ιουστινιανός δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Αβησσυνούς, τους οποίους ήθελε να ενεργούν ως διαμεσολαβητές του εμπορίου με τη μεταφορά Ινδικού μεταξιού στην αυτοκρατορία. Οι Αβησσυνοί, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Πέρσες εμπόρους στην Ινδία. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 550, δύο μοναχοί κατάφεραν να κλέψουν μέσα στα μπαστούνια τους, αυγά μεταξοσκώληκα από την Κεντρική Ασία και τα έφεραν πίσω στην Κωνσταντινούπολη, και το μετάξι έγινε μονοπώλιο των ανακτόρων.
Κατά την έναρξη της βασιλείας του ο Ιουστινιανός Α' είχε κληρονομήσει ένα πλεόνασμα 28.800.000 σόλιδων (£400.000 χρυσού) στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από τους Αναστάσιο Α' και Ιουστίνο Α'. Σύμφωνα με τον κανόνα του Ιουστινιανού, ελήφθησαν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις επαρχίες για να συλλέγεται πιο αποτελεσματικά η φορολογία. Δόθηκε μεγαλύτερη διοικητική εξουσία στους επιτηρητές των νομών στις επαρχίες, και περιορίστηκε η εξουσία μακριά από τις αντιπροσωπείες των μητροπόλεων, αφού η γενική τάση ήταν η απλοποίηση της διοικητικής υποδομής, γεγονός που αποδυνάμωσε την αυτονομία των δημοτικών συμβουλίων στης Ελληνικές πόλεις. Έχει υπολογιστεί ότι πριν από τις κατακτήσεις του Ιουστινιανού Α '(το 530) το κράτος είχε ετήσια έσοδα 5.000.000 σόλιδους, αλλά μετά τις κατακτήσεις του (το 550), τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 6.000.000 σόλιδους.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι πόλεις και τα χωριά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ευημερούσαν, αν και οι Αντιόχεια χτυπήθηκε από δύο σεισμούς (526, 528) και αλώθηκε και εκκενώθηκε από τους Πέρσες (540). Ο Ιουστινιανός ανακατασκεύασε την πόλη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Παρόλα αυτά, η αυτοκρατορία είχε αρκετές ατυχίες κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η πρώτη ήταν η πανούκλα, η οποία διήρκεσε 541 έως 543 και, κατά των Προκόπιο αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και το 40% των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι αποδεκατίστηκε, και κατά συνέπεια προέκυψε έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση των μισθών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των "βαρβάρων" στα βυζαντινά στρατεύματα, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 540. Ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ιταλία και οι πόλεμοι με τους Πέρσες, ήταν ένα βαρύ φορτίο για τους πόρους της αυτοκρατορίας, ενώ ο Ιουστινιανός επικρίθηκε από πολλούς για τη σπατάλη του παλατιού και για την άσωτη ζωή που έκανε το αυτοκρατορικό ζεύγος.
ζ. Η μεταφορά του μεταξιού από την Κίνα
Εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης που είχε το μετάξι από την ανατολή, και το εμπάργκο που έκαναν οι Πέρσες κατά τη διάρκεια των βυζαντινοπερσικών πόλεμων, το 544, ο Ιουστινιανός έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, ειδικά για το μετάξι, το οποίο εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό (το χρησιμοποιούσε ακόμα και η εκκλησία) και ήταν συγχρόνως πανάκριβο. Οι μοναχοί, έχοντας τυπικά εντολή του Ιουστινιανού για μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας, περιηγήθηκαν την Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού. Φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή του, και στο τέλος της περιοδείας τους το 544 μετέφεραν το μετάξι στην Κωνσταντινούπολη, και από τότε η σηροτροφία άρχισε να καλλιεργείται στο Βυζάντιο. Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Σιγά σιγά όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς (παρετυμολογικά εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς, ενώ η ορθή ετυμολογία είναι: <αμόριος, αμορία <ανόρειος {ή ανόριος} = χωρίς βουνά {διότι η βορειοδυτική Πελοπόννησος είναι πεδινή}). Το Βυζάντιο ήταν ο μοναδικός εξαγωγέας του περίφημου μεταξιού του σε όλη την Ευρώπη για περίπου 3 αιώνες.
η. Ανθέμιος ο Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος
Ο Ανθέμιος ο Τραλλιανός (περ. 474 – πριν το 558) ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας και μαθηματικός, καθηγητής της Γεωμετρίας στην Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε στην πόλη Τράλλεις της Λυδίας, και συνεργάσθηκε με τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο για την κατασκευή του Ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη (532 μ.Χ.), μετά από ανάθεση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, καθώς ο προηγούμενος ναός είχε καταστραφεί στη Στάση του Νίκα. Ο Ανθέμιος προερχόταν από μορφωμένη οικογένεια. Είχε 4 αδελφούς και ο πατέρας τους, Στέφανος ο Τραλλιανός, ήταν γιατρός. Από τους αδελφούς του, ο Διόσκουρος ακολούθησε το πατρικό επάγγελμα στις Τράλλεις, ο Αλέξανδρος το ίδιο αλλά στη Ρώμη, όπου έγινε ένας από τους πιο φημισμένους γιατρούς της εποχής του, ο Ολύμπιος ήταν βαθύς γνώστης του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ ο Μητρόδωρος έγινε διακεκριμένος λόγιος στην Κωνσταντινούπολη.
Τα σχέδια που κατέστρωσε ο Ανθέμιος για τον ναό της Αγίας Σοφίας ήταν τολμηρά, δείχνοντας γνώση της οικοδομικής τέχνης, αλλά και ανάληψη κινδύνου αποτυχίας. Το κορυφαίο σχεδιαστικό του επίτευγμα ήταν ο τρούλος του ναού, που φαίνεται σαν να αιωρείται στον αιθέρα, πάνω από τα γήινα. Οι δεξιότητές του ως πολιτικού μηχανικού διαφάνηκαν και στην επισκευή των αντιπλημμυρικών έργων του Δάρας. Λέγεται γι’ αυτόν ότι, μετά από μία διαμάχη με τον γείτονά του Ζήνωνα, προσομοίωσε σεισμούς, αστραπές και βροντές στο δώμα, όπου εκείνος φιλοξενούσε τους καλεσμένους του, χρησιμοποιώντας καμπύλους καθρέφτες και ατμό που διοχέτευσε με δερμάτινους σωλήνες κάτω από το δάπεδο. Ο Ανθέμιος ήταν εξίσου ικανός ως μαθηματικός. Ως συγγραφέας εκπόνησε σπουδαία έργα μηχανικής, από τα οποία σώζονται μόνο αποσπάσματα. Περιέγραψε την κατασκευή της ελλείψεως με νήμα, και συνέγραψε πραγματεία για τις κωνικές τομές, που ήταν μία θαυμάσια προετοιμασία για τον σχεδιασμό του τρούλου της Αγίας Σοφίας. Ένα τμήμα πραγματείας του εκδόθηκε με τον τίτλο Περί παραδόξων μηχανημάτων στο οποίο ο Ανθέμιος γράφει για την «ελαστική δύναμη» του υδρατμού και κάνει μία επισκόπηση για τα είδη και τις διατάξεις των κατόπτρων.
O Ισίδωρος ο Μιλήσιος (~ 6ος αι.), Έλληνας μαθηματικός, μηχανικός και αρχιτέκτονας, ως βοηθός του Ανθέμιου από τις Τράλλεις, συμμετείχε στην ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη συμβολή στην εκπόνηση και υλοποίηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Πιθανότατα συμμετείχε επίσης στην κατασκευή άλλων έργων επί της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού Α', όπως και στην επίβλεψη αντιπλημμυρικών και οχυρωματικών έργων. Σημαντική ήταν η συμβολή του στα μαθηματικά, κυρίως με τη διάδοση κειμένων του Ευκλείδη και του Αρχιμήδη. Σε αυτόν οφείλεται η συλλογή και η διάδοση των σχολίων του Ευτύχιου σχετικά με τα έργα του Αρχιμήδη και του Απολλώνιου. Δημιούργησε μια αξιόλογη συλλογή με έργα του Αρχιμήδη, η οποία ολοκληρώθηκε κατά τον 9ο αι. από τον Λέοντα ΣΤ τον Σοφό. Συνέθεσε επίσης σύγγραμμα που διαπραγματευόταν το έργο του Ήρωνα Περί καμαρικών. Ο ίδιος ήταν δάσκαλος των μαθηματικών, αλλά και ιδρυτής σχολής μηχανικών. Σύμφωνα με τον Ευτύχιο, ο Ισίδωρος ήταν εφευρέτης οργάνου, σε μορφή διαβήτη, για τη χάραξη παραβολών.
θ. Βελισάριος
Ο Βελισάριος (Φλάβιος Βελισάριος, Γερμανίκεια Θράκης, 500 - Κωνσταντινούπολη, 565, <οβελίας [=σούβλα {<οβολός}} + -άριος [κατάληξη δηλωτική επαγγέλματος λ.χ. αποθηκάριος] >οβελισάριος = κατασκευαστής οβελιών) γεννήθηκε το 500 μ.Χ. στη μικρή πόλη Γερμανίκεια ή Γερμανία της βορειοδυτικής Θράκης κοντά στα σύνορα με την επαρχία του Ιλλυρικού (στη σημερινή Βουλγαρία). Ανήκε σε εκρωμαϊσμένη οικογένεια γαιοκτημόνων, πιθανώς θρακικής καταγωγής. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του Ιουστίνου Α΄. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Ιουστινιανό, ο οποίος τον διόρισε στην προσωπική του φρουρά, όπου υπηρέτησε ως «δορυφόρος» (βουκελάριος). Ως βουκελάριος ανέλαβε μαζί με τον επίσης νεαρό στρατηγό Σίττα την ηγεσία μιας σειράς τολμηρών έφιππων καταδρομών στην περσική Αρμενία (Περσαρμενία) αποκομίζοντας πλούσια λεία και πολλούς αιχμαλώτους. Το 526 διορίστηκε από τον Ιουστίνο δούκας της Μεσοποταμίας και επανέλαβε τις επιδρομές. Αυτή τη φορά όμως συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Αρμένιο ευγενή Ναρσή, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα δέχτηκε να περάσει στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας.
(θ1) Συγκρούσεις με τους Πέρσες
Στην Μέση Ανατολή οι συγκρούσεις με το καλά οργανωμένο νεοπερσικό κράτος των Σασσανιδών ήταν σχεδόν συνεχείς. Το 528 ο Πέρσης βασιλιάς Καβάδης Α’ κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία του και έστρεψε την προσοχή του προς Δυσμάς. Με αφορμή την επιρροή των δύο αντιπάλων επί των μικρών περιφερειακών κρατών της Λαζικής και της Καυκάσιας Ιβηρίας, ξέσπασε το ίδιο έτος ο Ιβηρικός πόλεμος. Το 529 ο Βελισάριος αναδείχθηκε σε στρατηλάτη της Ανατολής (magister militum per Orientem), βαθμός που του έδιδε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Διατήρησε τον τίτλο αυτό μέχρι το 542, αν και κατά την περίοδο αυτή απασχολήθηκε και σε άλλα μέτωπα.
Στην πρώτη μεγάλη μάχη με τους Πέρσες ο Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο οχυρό του Δάρας (529). Οι αντίπαλοί του όμως δεν κατάφεραν να κατακτήσουν το ισχυρό οχυρό, που ήταν ο κύριος στόχος τους, αλλά ούτε και την Αντιόχεια, όπου είχαν επιτεθεί οι σύμμαχοι των Περσών Λαχμίδες Άραβες. Το επόμενο έτος μια περσική στρατιά 40.000 ανδρών υπό τον φημισμένο στρατηγό Φιρούζ (Περόζης στα βυζαντινά κείμενα) βάδισε ξανά κατά του ισχυρού οχυρού Δάρας. Ο Βελισάριος παρά το ότι διέθετε 25.000 άνδρες, περίμενε τους εχθρούς του έξω από την πόλη έχοντας ετοιμάσει το έδαφος με τρόπο ώστε να εξουδετερώνεται η αριθμητική υπεροχή των Περσών. Λίγο πριν την μάχη ο Περόζης έλαβε ενισχύσεις 10.000 στρατιωτών, ενώ απέρριψε τις ειρηνευτικές προτάσεις του Βελισάριου. Η μάχη που ακολούθησε κατέληξε σε περιφανή νίκη του νεαρού στρατηγού με βαριές απώλειες για τους Πέρσες. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη που απέσπασε το Βυζάντιο από τους Σασσανίδες μετά από πολλά χρόνια.
Ωστόσο ο Καβάδης δεν αποθαρρύνθηκε. Την επόμενη χρονιά (531) απέστειλε στην βυζαντινή Συρία μια δύναμη 15.000 ανδρών που ενώθηκε με πολυπληθείς Άραβες συμμάχους. Ο Βελισάριος έσπευσε στην περιοχή με 8.000 στρατιώτες λαμβάνοντας με τη σειρά του σημαντική ενίσχυση από φιλοβυζαντινούς Άραβες. Με επιδέξιους και περίπλοκους ελιγμούς ανάγκασε τους Πέρσες σε υποχώρηση. Ο βυζαντινός στρατηγός είχε πρόθεση να αφήσει τους Πέρσες να φύγουν στη χώρα τους, αφού μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, δηλαδή την εκδίωξη των εχθρών από τη βυζαντινή επικράτεια, χωρίς ο ίδιος να υποστεί απώλειες. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι στρατιώτες του δεν συμμερίζονταν την άποψή του και επιθυμούσαν διακαώς μία μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Καλλίνικο επί του ποταμού Ευφράτη, όπου δόθηκε άγρια και πεισματώδης μάχη με αμφίβολο αποτέλεσμα. Ο στρατός του Βελισάριου βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί για να μην συντριβεί. Αλλά και οι Πέρσες είχαν μεγάλες απώλειες, γι’ αυτό μετά την υποχώρηση των εχθρών τους, αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης αρκούμενοι στα πλούσια λάφυρά τους.
Μετά την μάχη του Καλλίνικου ο Ιουστινιανός αφαίρεσε την διοίκηση των ανατολικών στρατευμάτων από τον Βελισάριο και τον ανακάλεσε στην Κωνσταντινούπολη (φθινόπωρο του 531). Η συνέχιση των εχθροπραξιών ανατέθηκε στους πιο έμπειρους στρατηγούς Μούνδο και Σίττα.
(θ2) Στάση του Νίκα
Η άφιξη του Βελισάριου στην Κωνσταντινούπολη βρήκε την πρωτεύουσα σε αναβρασμό λόγω των ταραχών που επικρατούσαν μεταξύ των φατριών του ιπποδρόμου, κυρίως των Βένετων και των Πράσινων. Ο Ιουστινιανός προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τις διαφορές των ομάδων αυτών και να τις εντάξει στα πολιτικά του σχέδια, κατάφερε μόνον να εκτραχύνει την κατάσταση που κατάληξε στην περίφημη Στάση του Νίκα (αρχές του 532). Σύσσωμοι οι οπαδοί και των δύο παρατάξεων παραμερίζοντας τις διαφορές τους, εξεγέρθηκαν κατά του αυτοκράτορα.
Ο Βελισάριος επέδειξε μεγάλο ζήλο για την καταστολή της εξέγερσης. Οι αρχικές προσπάθειές του όμως δεν τελεσφόρησαν λόγω της απόφασης πολλών στρατιωτών της ανακτορικής φρουράς να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτήν την εσωτερική σύγκρουση. Ο θρόνος του Ιουστινιανού σώθηκε την τελευταία στιγμή από την αγέρωχη παρότρυνση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Τελικά οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος (ο τελευταίος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν τυχαία στην Κωνσταντινούπολη επιστρέφοντας στην διοίκηση του Ιλλυρικού μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στην ανατολή) συντόνισαν τις ενέργειές τους και περικύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον ιππόδρομο, όπου ακολούθησε μεγάλη σφαγή. Η συμβολή του Βελισάριου στην καταστολή της στάσης και η αμέριστη υποστήριξη που παρείχε στον κλονιζόμενο Ιουστινιανό, έκανε τον στρατηγό έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα ήταν η ανάθεση της εκστρατείας εναντίον των Βανδάλων, που ο Ιουστινιανός ήδη σχεδίαζε.
(θ3) Εναντίον των Βανδάλων
Η αφορμή είχε ήδη δοθεί όταν το 530 ο φιλοβυζαντινός βασιλιάς Χιλδέριχος ανατράπηκε και φυλακίστηκε από τον Γελίμερο, ο οποίος αξίωνε από τον Ιουστινιανό να μην εμπλέκεται στα εσωτερικά του κράτους του. Επικεφαλής ορίστηκε ο Βελισάριος με τον τίτλο του στρατηγού-αυτοκράτορα, δηλαδή αρχιστρατήγου με αυξημένες εξουσίες.. Η δύναμη που συγκεντρώθηκε (10.000 πεζοί, 5.000 ιππείς και 3.000 μισθοφόροι) δεν ήταν επαρκής για ένα τέτοιο εγχείρημα. Αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η δυσπιστία με την οποία πολλοί αξιωματούχοι αντιμετώπιζαν την εκστρατεία, ιδίως υπό το βάρος της τελευταίας προσπάθειας επί Λέοντος Α΄ (457-474), που είχε καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία (468). Ωστόσο δόθηκε στον Βελισάριο ισχυρός στόλος 500 μεταγωγικών και 92 πολεμικών πλοίων και παρά τα αρχικά προβλήματα που ανέκυψαν (απειθαρχία στρατιωτών, χαλασμένες προμήθειες κ.λπ.), η εκστρατευτική δύναμη κινήθηκε με ταχύτητα και μυστικότητα.
Ο βυζαντινός στόλος απέπλευσε στις 21 Ιουνίου 533 κι έφθασε στη Σικελία στα μέσα του Αυγούστου, όπου ο Βελισάριος σταμάτησε για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Βάνδαλοι ήταν ανίδεοι και πλήρως απροετοίμαστοι για την βυζαντινή εκστρατεία εναντίον τους, Επιπλέον ένα τμήμα της δύναμής τους έλειπε σε επιχειρήσεις εναντίον της επαναστατημένης Σαρδηνίας, πράγμα για το οποίο είχε φροντίσει ο Ιουστινιανός.
Με τις πληροφορίες αυτές οι Βυζαντινοί αναθάρρησαν και έπλευσαν με ακόμη μεγαλύτερες προφυλάξεις για την Αφρική. Αποβιβάστηκαν σε μια απόμερη και υπήνεμη ακτή, περί τα 200 χλμ από την Καρχηδόνα, καθώς ο Βελισάριος έκρινε ότι μια απόβαση κοντά στη βανδαλική πρωτεύουσα ήταν πολύ επικίνδυνη. Πράγματι, η βυζαντινή δύναμη ανασυντάχθηκε, κατασκεύασε στρατόπεδο, ξεκουράστηκε λίγες μέρες και ξεκίνησε για την Καρχηδόνα ανενόχλητη βαδίζοντας κοντά στην ακτή, συνοδευόμενη από τον παραπλέοντα στόλο. Ο Βάνδαλος βασιλιάς Γελίμερος αιφνιδιάστηκε από την είδηση της εισβολής. Πρώτη ενέργειά του ήταν να εκτελέσει τον Χιλδέριχο και τους οπαδούς του, που κρατούνταν φυλακισμένοι. Έπειτα ανακάλεσε το στόλο του από τη Σαρδηνία και έσπευσε να αντιμετωπίσει το μικρό στρατό του Βελισάριου με τις δυνάμεις που διέθετε εκείνη τη στιγμή (30.000-40.000 άνδρες). Το σχέδιό του ήταν να επιτεθεί στους Βυζαντινούς στην τοποθεσία Δέκιμον, μία στενή κοιλάδα περί τα 15 χλμ νοτίως της Καρχηδόνας. Τα πράγματα όμως δεν λειτούργησαν όπως σκόπευε ο Βάνδαλος ηγεμόνας. Παρόλο που έφερε σε δύσκολη θέση τους Βυζαντινούς, η έλλειψη συντονισμού των στρατιωτών του σε συνδυασμό με την ψυχραιμία και ετοιμότητα του Βυζαντινού στρατηγού χάρισε στον τελευταίο μια συντριπτική νίκη (Μάχη στο Δέκιμον, 13 Σεπτεμβρίου 533).[14]
Ο Γελίμερος με τα υπολείμματα του στρατού του τράπηκε σε φυγή προς τα δυτικά (Νουμιδία), ενώ ο Βελισάριος εισήλθε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα δύο μέρες αργότερα. Αμέσως άρχισε να οργανώνει την άμυνα της πόλης και να ενισχύει τα παραμελημένα τείχη της. Επίσης, ήδη από τη στιγμή της απόβασης, είχε δώσει αυστηρές εντολές στους στρατιώτες του να σεβαστούν τις ζωές και τις περιουσίες των κατοίκων της περιοχής, ώστε να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους. Από την άλλη, ο Γελίμερος ενισχύθηκε με την άφιξη των δυνάμεων από την Σαρδηνία και στρατολόγησε αρκετές ντόπιες φυλές. Όταν θεώρησε ότι ήταν αρκετά δυνατός, βάδισε κατά της Καρχηδόνας. Αλλά και ο Βελισάριος επεδίωξε μια ανοιχτή μάχη, καθώς μια μακρά πολιορκία θα κλόνιζε την πίστη πολλών μισθοφόρων του (κυρίως των Ούννων), οι οποίοι μάλιστα είχαν ήδη επαφές με πράκτορες του Γελίμερου. Έτσι βγήκε από την πόλη και περίμενε το στρατό των Βανδάλων στο Τρικάμαρον, 30 χλμ δυτικά της Καρχηδόνας. Η μάχη που δόθηκε στη θέση αυτή (15 Δεκ. 533), σφράγισε τη μοίρα της βανδαλικής Αφρικής. Οι συνασπισμένοι Βάνδαλοι και Βέρβεροι ηττήθηκαν ολοσχερώς. Πλήθος αιχμαλώτων και πλούσια λάφυρα περιήλθαν στην κατοχή των νικητών. Ο Γελίμερος διέφυγε κακήν κακώς προς στα βουνά της ενδοχώρας, αλλά παραδόθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού έλαβε εγγυήσεις από τον Βελισάριο για τη ζωή του.
Η κεραυνοβόλα και, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ολοκληρωτική επιτυχία του Βελισάριου ξύπνησε τον φθόνο πολλών αυλικών και αξιωματούχων στην Κωνσταντινούπολη, που καταφέρθηκαν με συκοφαντίες κατά του στρατηγού στον Ιουστινιανό, υποστηρίζοντας ότι ο κατακτητής της Αφρικής σκόπευε να κρατήσει για τον εαυτό του τις μόλις καταληφθείσες περιοχές και να δημιουργήσει εκεί μια αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, για να εξακριβώσει τις προθέσεις του Βελισάριου, τού πρότεινε να διαλέξει αν ήθελε να μείνει στην Αφρική ως αρχιστράτηγος ή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Έχοντας πληροφορηθεί τις συκοφαντίες, ο Βελισάριος επέλεξε το δεύτερο κι έτσι το καλοκαίρι του 534 απέπλευσε για την πρωτεύουσα. Ο Ιουστινιανός του έδωσε την άδεια να τελέσει θρίαμβο, στον οποίο τον ένδοξο στρατηγό ακολουθούσαν ο Γελίμερος και πλήθος αιχμαλώτων και λαφύρων. Στα λάφυρα συμπεριλαμβάνονταν οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από τη Ρώμη το 455.
(θ4) Εναντίον των Οστρογότθων
Η ταχεία και απροσδόκητα εύκολη κατάλυση του βανδαλικού βασιλείου συνέβαλε προς την απόφαση του Ιουστινιανού να επιδιώξει με στρατιωτικά μέσα την προσάρτηση της Ιταλίας. Στις αρχές του 535 η φιλοβυζαντινή βασίλισσα των Οστρογότθων Αμαλασούνθα, συνελήφθη, φυλακίστηκε και τον Απρίλιο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε με την ανοχή του νέου συζύγου της, Θευδάτου. Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία έδωσε στον Ιουστινιανό το πρόσχημα που ζητούσε για να κινηθεί εναντίον των Οστρογότθων. Την υλοποίηση των σχεδίων του αυτοκράτορα ανέλαβαν οι στρατηγοί Βελισάριος, που κινήθηκε με στόλο εναντίον της Σικελίας με 12.000 άνδρες, και ο Μούνδος, που προέλασε προς τη γοτθική Δαλματία με 4.000 άνδρες. Η Σικελία ήταν σχεδόν αφύλαχτη από γοτθικές φρουρές, με συνέπεια μέσα σε επτά μήνες να αποτελεί τμήμα της ανατολικής αυτοκρατορίας. Μόνον η Πάνορμος (σημ. Παλέρμο) πρόβαλε αντίσταση, χωρίς αποτέλεσμα.
Η απώλεια ενός τόσο μεγάλου τμήματος της επικράτειάς του, πανικόβαλε τον Θευδάτο. Ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Ιουστινιανό, αλλά πολύ σύντομα άλλαξε γνώμη. Αιτία ήταν η εσπευσμένη αναχώρηση του Βελισάριου για την Αφρική, όπου είχε εκδηλωθεί μεγάλη στάση μεταξύ των απλήρωτων στρατιωτών, και ο θάνατος του στρατηγού Μούνδου στη Δαλματία. Όμως ο Βελισάριος κατάφερε σε ελάχιστο χρόνο να επαναφέρει την πειθαρχεία στις ρωμαϊκές δυνάμεις της Αφρικής και να επιστρέψει στην Ιταλία. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της Καλαβρίας (αρχές καλοκαιριού του 536) και προέλασε ταχύτατα προς Βορρά. Οι ελληνόφωνοι κατά κύριο λόγο πληθυσμοί υποδέχονταν τους Βυζαντινούς σαν ελευθερωτές. Ακόμη και οι γοτθικές δυνάμεις της περιοχής, υπό την ηγεσία του γαμβρού τού Θευδάτου, παραδόθηκαν στον Βελισάριο χωρίς καν να προβάλουν αντίσταση. Η προέλαση διακόπηκε κάτω από τα τείχη της Νεάπολης. Η πόλη αυτή διέθετε ισχυρή γοτθική φρουρά, ίση με τη δύναμη του Βελισάριου. Επίσης η οχυρή θέση της ενθάρρυνε τους κατοίκους της να αντισταθούν στους Βυζαντινούς. Πράγματι, η πόλη αντιστάθηκε επιτυχώς για έναν μήνα περίπου, σε σημείο που ο Βελισάριος ετοιμάστηκε να άρει την πολιορκία για να μην χρονοτριβήσει περαιτέρω. Τότε όμως, κάποιοι στρατιώτες του βρήκαν τυχαία μία δίοδο προς το εσωτερικό των τειχών μέσα από το υδραγωγείο της πόλης. Ένα απόσπασμα 400 επίλεκτων ανδρών εισήλθε στην πόλη και άνοιξε τις πύλες για τον υπόλοιπο στρατό.
Η πτώση της Νεάπολης (536) συγκλόνισε τους Οστρογότθους. Υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Θευδάτος που δεν είχε πράξει κάτι σημαντικό στον στρατιωτικό τομέα για την αναχαίτιση του Βελισάριου. Ο ηγεμόνας των Γότθων εκθρονίστηκε και λίγο αργότερα εκτελέστηκε, ενώ τη θέση του κατέλαβε ένας γηραιός στρατηγός τού Θευδέριχου, ο Ουίτιγις, ο οποίος άφησε ισχυρή φρουρά στη Ρώμη και έφυγε για τη Ραβέννα, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των γοτθικών στρατευμάτων. Επιπλέον αντιμετώπιζε μια φραγκική εισβολή στη βόρειο Ιταλία, για την οποία, όπως και στην περίπτωση της επαναστατημένης εναντίον του Γελίμερου Σαρδηνίας, ευθυνόταν οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ιουστινιανού.
Ο Ουΐτιγις εξαγόρασε την αποχώρηση των Φράγκων από την Ιταλία με χρυσό και εδαφικές παραχωρήσεις και σύντομα ήταν έτοιμος να αντεπιτεθεί στους Βυζαντινούς. Ενόσω βρισκόταν στην Ραβέννα, παντρεύτηκε την κόρη της Αμαλασούνθας, Ματασούνθα για να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Εν τω μεταξύ ο Βελισάριος είχε γίνει κύριος της Αιώνιας Πόλης αναίμακτα. Η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις, την ίδια ώρα που η γοτθική φρουρά εγκατέλειπε την πόλη (9 Δεκ. 536). Για τον Ιουστινιανό η ανάκτηση της Ιταλίας είχε επιτευχθεί το ίδιο εύκολα και γρήγορα όπως η βανδαλική Αφρική. Όμως ο Βελισάριος άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς για μακρά πολιορκία, καθώς γνώριζε ότι οι Γότθοι θα έκαναν το παν για να ανακτήσουν τη Ρώμη όπως και όλες τις απολεσθείσες περιοχές. Για την υπεράσπιση της Ρώμης ήταν διαθέσιμοι μόνο 5.000 άνδρες, αφού οι υπόλοιποι επάνδρωναν φρουρές στη Σικελία και την νότιο Ιταλία.
Οι Γότθοι έφθασαν κάτω από τα τείχη της Ρώμης τον Μάρτιο του 537 με στρατό 150.000 θωρακισμένων ιππέων. Οι Βυζαντινοί είχαν προλάβει να προετοιμαστούν αρκετά καλά, αλλά ο Βελισάριος, όπως συνήθιζε, δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Κάθε τόσο καταπονούσε τους πολιορκητές του με γρήγορες και ξαφνικές εξόδους. Με αυτό τον τρόπο δεν άφηνε ποτέ τους εχθρούς του να αναπαυτούν, καταφέρνοντας επιπλέον να διατηρήσει ανοικτές τις θαλάσσιες επικοινωνίες του για μεγάλο διάστημα. Από την άλλη πλευρά των τειχών, οι Γότθοι ταλαιπωρούνταν και από επιδημίες. Συνέχιζαν όμως να στενεύουν τον κλοιό, και όταν κατάφεραν να αποκλείσουν τη Ρώμη και από θαλάσσης, οι πολιορκημένοι βρέθηκαν σε απόγνωση. Η δυσφορία των κατοίκων εκφράστηκε κυρίως από τους συγκλητικούς και την αριστοκρατία, αρκετοί από τους οποίους συνελήφθησαν από τον Βελισάριο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο πάπας Σιλβέριος. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Βελισάριου λόγω του αξιώματος τού Σιλβέριου, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην Ανατολή, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος συνεργασίας με τους Γότθους.
Οι πολυπόθητες ενισχύσεις, περί τις 5.000, έφτασαν τον Νοέμβριο του επόμενου έτους, οπότε ο Βελισάριος είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει τολμηρότερες ενέργειες. Με όλο και αυξανόμενες επιδρομές στα μετόπισθεν των Γότθων, έπληττε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους, καταλαμβάνοντας μάλιστα κάποιες πόλεις και οχυρά σε καίρια σημεία. Έτσι οι Γότθοι μετατράπηκαν από πολιορκητές σε πολιορκημένους και τον Μάρτιο του 538, μετά από ένα χρόνο και εννέα ημέρες, έλυσαν την πολιορκία. Κατευθύνθηκαν βόρεια, ενώ οι Βυζαντινοί, με ευκίνητες δυνάμεις ιππικού, ενεργούσαν σε μεγάλη ακτίνα, τόσο απασχολώντας τους εχθρούς τους όσο και καταλαμβάνοντας διάφορες πόλεις. Τον Ιούνιο του 538 αφίχθηκαν στην Ιταλία νέες ενισχύσεις (7.000) υπό τον Ναρσή, οι οποίες όμως δεν είχαν τα αποτελέσματα που ανέμενε ο Ιουστινιανός. Ο Ναρσής δεν έδειχνε διάθεση να αναγνωρίσει την αρχιστρατηγία του Βελισάριου. Ο Ναρσής, έχοντας την εύνοια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έβρισκε προσχήματα για να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Βελισάριου. Αποτέλεσμα των διαφωνιών των δύο στρατηγών ήταν η πτώση της μεγάλης και εύρωστης πόλης των Μεδιολάνων (σημ. Μιλάνο, στις αρχές του 539) στους συνασπισμένους Γότθους και Βουργουνδούς. Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια με αποτέλεσμα να καταστραφεί τελείως, ο ανδρικός πληθυσμός σφαγιάστηκε και τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν ως δούλοι στους Βουργουνδούς.
Ο Ιουστινιανός δεν επέρριψε ευθύνες σε κάποιον, ωστόσο ανακάλεσε τον Ναρσή, αφήνοντας τον Βελισάριο μοναδικό αρχηγό των δυνάμεων στην Ιταλία. Η κατάσταση στη χερσόνησο είχε γίνει ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη. Επιπλέον οι Φράγκοι εισέβαλαν ξανά στη βόρειο Ιταλία καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Μάλιστα λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, Γότθοι και Βυζαντινοί σκέπτονταν σοβαρά το ενδεχόμενο σύμπραξης εναντίον των Φράγκων. Τελικά οι Φράγκοι, αφού ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις της βορειοϊταλικής υπαίθρου, υπέκυψαν στον λιμό που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει και αποσύρθηκαν πέρα από τις Άλπεις.
Ως εκ τούτου, οι εχθροπραξίες μεταξύ Γότθων και Βυζαντινών ξανάρχισαν. Τώρα όμως οι Βυζαντινοί διέθεταν ενιαία ηγεσία και σύντομα περιόρισαν τον Ουΐτιγι στη Ραβέννα. Αλλά και αυτός δεν έμεινε άπραγος. Ενώ είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα γινόταν για πολιορκία, έστειλε πρέσβεις στην Περσία με την ελπίδα ότι μια αναζωπύρωση του ανατολικού μετώπου της αυτοκρατορίας, θα μείωνε την πίεση των Βυζαντινών εναντίον του. Όταν μαθεύτηκαν οι διπλωματικές κινήσεις των Γότθων, ο Ιουστινιανός ειδοποίησε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την Ιταλία και να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει νέου πολέμου με τους Πέρσες. Αλλά ο Βελισάριος δεν ήθελε να αφήσει την πολύμηνη πολιορκία να πάει χαμένη. Επέσπευσε τις προσπάθειές του, με αποτέλεσμα η Ραβέννα να παραδοθεί κατόπιν τεχνάσματος (Μάιος του 540). Αρκετοί ευγενείς (Γότθοι και Ρωμαίοι) είχαν προτείνει στον Βελισάριο το στέμμα της Ιταλίας. Ακόμη και ο Ουίτιγις είχε έρθει σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Βυζαντινό στρατηγό με ανάλογες προτάσεις. Ο Βελισάριος συμφώνησε με όλες τις πλευρές και όταν εισήλθε στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του Ιουστινιανού. Ακολούθως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με αιχμαλώτους τον Ουΐτιγι, την Ματασούνθα και άλλους επιφανείς Γότθους, καθώς φυσικά και με πολλά λάφυρα, μεταξύ αυτών και τους βασιλικούς θησαυρούς.
(θ5) Στο Ανατολικό Μέτωπο
Η επιστροφή του Βελισάριου στην Κωνσταντινούπολη δεν είχε την υποδοχή που τού είχε επιφυλαχθεί μετά την κατάλυση του βανδαλικού κράτους. Βασικοί λόγοι για την ψυχρή αντιμετώπιση, ήταν η εισβολή των Περσών στην βυζαντινή Συρία, αλλά και η καχυποψία του Ιουστινιανού προς το πρόσωπο του Βελισάριου, για τον οποίο, μετά από τις προτάσεις που του έκαναν οι Γότθοι, διατηρούσε αμφιβολίες. Ωστόσο οι ταχείες και οδυνηρές εξελίξεις στην Ανατολή απαιτούσαν άμεσες ενέργειες. Ο διάδοχος του Καβάδη Α΄, Χοσρόης Α’, προήλαυνε ανενόχλητος καταλαμβάνοντας πόλεις και φρούρια της μεθορίου. Όταν είδε ότι δεν υπήρχε ουσιαστικός αντίπαλος έγινε πιο τολμηρός και επιτέθηκε κατά της Αντιόχειας, που εκείνη την εποχή ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Η πλούσια συριακή μεγαλούπολη έπεσε ανέλπιστα εύκολα και ακολούθησε τη μοίρα των Μεδιολάνων. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της σφαγιάστηκε, ενώ οι επιζώντες μεταφέρθηκαν στη Περσία, όπου εγκαταστάθηκαν σε μια πόλη με το όνομα Αντιόχεια του Χοσρόη, πλησίον της Κτησιφώντος. Το 541 ο Πέρσης μονάρχης προωθήθηκε στη Λαζική και κατέλαβε το ισχυρό βυζαντινό φρούριο της Πέτρας.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε στο ανατολικό μέτωπο και ο Βελισάριος. Τόσο αυτός όμως, όσο και άλλοι ικανοί στρατηγοί του Ιουστινιανού δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους Πέρσες. Ο Βελισάριος ηγήθηκε μίας γενικά άτολμη επιχείρησης αντιπερισπασμού εισβάλλοντας στα περσικά εδάφη. Μπρος στον κίνδυνο που διέτρεχαν τα ίδια τα εδάφη του, ο Χοσρόης εγκατέλειψε τη Λαζική, αλλά και οι Βυζαντινοί αποτραβήχτηκαν στην επικράτειά τους. Ο Βελισάριος αντιμετώπιζε πάλι προβλήματα ανυπακοής των κατωτέρων του, που σε συνδυασμό με μια επιδημία στο στράτευμά του και την έκκληση κάποιων πόλεων της μεθορίου για προστασία εναντίον των Αράβων συμμάχων του Χοσρόη, ανάγκασε τους Βυζαντινούς να αναδιπλωθούν. Τότε ήρθε διαταγή ανάκλησης του Βελισάριου στην Κωνσταντινούπολη (χειμώνας 541-542), πιθανώς λόγω μίας εισβολής των Βουλγάρων Ούννων (Κουτριγούρων) στα Βαλκάνια.
Την άνοιξη του 542 ο Χοσρόης επέδραμε εναντίον της Ιερουσαλήμ, την πλουσιότερη πόλη της ρωμαϊκής ανατολής, μετά την καταστροφή της Αντιόχειας. Ο Ιουστινιανός έστειλε ξανά τον Βελισάριο εναντίον των Περσών. Ο Βυζαντινός στρατηγός συγκέντρωσε τις λίγες αλλά ευκίνητες διαθέσιμες δυνάμεις και μαντεύοντας την πορεία της τεράστιας περσικής στρατιάς, περίμενε τους πολεμίους του στο πιο ευαίσθητο γι’ αυτούς σημείο, στο Κάσερμιχ του Άνω Ευφράτη. Όταν έφτασαν εκεί οι Πέρσες, ο Χοσρόης κατάλαβε ότι βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Απέστειλε αντιπροσωπεία στον Βελισάριο, η οποία είχε ως πραγματικό σκοπό να εξακριβώσει το πραγματικό μέγεθος και τη σύνθεση του βυζαντινού στρατεύματος. Από τη μεριά του ο Βελισάριος αντελήφθη τις προθέσεις των Περσών. Για το λόγο αυτό έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να απλωθούν σε όση έκταση είχαν στη διάθεσή τους και να κινούνται αδιάκοπα, ώστε να δημιουργούν την εικόνα ότι είναι πολλοί περισσότεροι απ’ ότι στην πραγματικότητα. Επιπλέον, το άγημα που υποδέχτηκε την περσική αντιπροσωπεία, αποτελείτο από τους πλέον εύρωστους και μεγαλόσωμους στρατιώτες (κυρίως Γότθους, Βανδάλους και άλλους πρώην αιχμαλώτους από τη Δύση, που είχαν στρατολογηθεί από τους Βυζαντινούς), οι οποίοι όπως και ο στρατηγός τους έδειχναν ιδιαίτερα ευδιάθετοι και προσηνείς, αποπνέοντας μία σιγουριά και αισιοδοξία που προβλημάτισε ιδιαίτερα τους Πέρσες. Με την επιστροφή των απεσταλμένων του, ο Χοσρόης αποφάσισε να μην διακινδυνεύσει μια εισβολή με μια τόσο «ισχυρή» δύναμη στα νώτα του. Μα και ο Βελισάριος δεν αρκέστηκε μόνον σ’ αυτό το τέχνασμα. Με μια σειρά περίπλοκων ελιγμών κατά μήκος του Ευφράτη, επέφερε μεγαλύτερη σύγχυση στους αντιπάλους του, οι οποίοι αποφάσισαν τελικά να αποσυρθούν στη χώρα τους.
Αμέσως μετά από αυτήν την εντυπωσιακή και αναίμακτη νίκη, ο Βελισάριος ανακλήθηκε για πολλοστή φορά στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Την ίδια χρονιά ξέσπασε λοιμός, πιθανότατα βουβωνική πανώλη, που απλώθηκε ταχύτατα από την Αίγυπτο σε όλο τον μεσογειακό κόσμο και την Εγγύς Ανατολή. Ακόμη και οι ισχυρότεροι μονάρχες του τότε γνωστού κόσμου, Ιουστινιανός και Χοσρόης, προσβλήθηκαν από την νόσο, χωρίς όμως να υποκύψουν. Ωστόσο για κάποιο διάστημα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας φάνηκε πως δεν θα ξεπερνούσε την ασθένεια, με συνέπεια να γίνεται λόγος περί διαδοχής στο στενό του περιβάλλον. Ανάμεσα στα ονόματα των πιθανών διαδόχων ακούστηκε και το όνομα του Βελισάριου. Ο δαφνοστεφής στρατηγός είχε πράγματι την υποστήριξη των στρατιωτών του και μέρος της πολιτικής ηγεσίας, αλλά ουδέποτε εξέφρασε ο ίδιος κάποια τέτοια επιθυμία, ή έστω κάποια γνώμη επί του θέματος. Ακόμη κι έτσι, η θορυβημένη Θεοδώρα αντέδρασε ακαριαία, καθαιρώντας τον Βελισάριο από το αξίωμά του. Επίσης δήμευσε την τεράστια περιουσία του, την οποία απέδωσε σε οικονομικές ατασθαλίες και διέλυσε την προσωπική του φρουρά. Ο πρώην αρχιστράτηγος του Ιουστινιανού ζούσε πλέον φοβούμενος για τη ζωή του. Η φιλία της γυναίκας του με την αυτοκράτειρα τον έσωσε προς στιγμήν, και όταν λίγο αργότερα ο Ιουστινιανός ανάρρωσε, επέστρεψε την περιουσία και τα αξιώματα στον Βελισάριο, μη δίνοντας σημασία στις φήμες. Η κρίσιμη κατάσταση του ιταλικού μετώπου, έκανε τον Βελισάριο ακόμη μία φορά κάτι παραπάνω από απαραίτητο.
(θ6) Ιταλία και Βαλκάνια
Στην Ιταλία, σχεδόν αμέσως μετά την αποχώρηση του Βελισάριου, η κατάσταση αναστράφηκε. Οι Γότθοι επέλεξαν ως βασιλιά τους τον ικανό φύλαρχο Τωτίλα, ο οποίος με εύστοχες στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες πέτυχε να περιορίσει τους Βυζαντινούς σε λίγες μεγάλες πόλεις. Όταν ο Βελισάριος επέστρεψε στην Ιταλία (καλοκαίρι 544), οι Βυζαντινοί κατείχαν μόνον τις πόλεις Φλωρεντία, Ραβέννα και Ρώμη. Ακόμη μια φορά ο Βελισάριος διέθετε ελάχιστες δυνάμεις, μερικές χιλιάδες νεοσύλλεκτους άνδρες που ο ίδιος περιέγραφε ως ένα μικρό αξιοθρήνητο και ανεκπαίδευτο συνονθύλευμα (Υπέρ των πολέμων λόγοι 7.12.4), και έτσι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να εισέλθει κρυφά στη Ρώμη, όπου άρχισε να προετοιμάζεται για την επερχόμενη πολιορκία. Οι Γότθοι είχαν βαριές απώλειες στις προσπάθειές τους να παραβιάσουν τα τείχη. Μια ξαφνική αντεπίθεση των Βυζαντινών, τους έτρεψε σε άτακτη φυγή και υποχώρησαν στο Τίβολι.
Με ανεπαρκείς δυνάμεις, ο Βελισάριος δεν μπορούσε να αναλάβει σοβαρές επιθετικές πρωτοβουλίες. Έτσι επί επτά χρόνια αναλώθηκε σε μικρές επιχειρήσεις από το ένα φρούριο στο άλλο και από τη μια πόλη στην άλλη, προσπαθώντας να ενισχύσει όποιο μέρος πιεζόταν περισσότερο. Η Ρώμη άλλαξε πολλές φορές χέρια και γενικότερα η Ιταλική χερσόνησος είχε περιέλθει σε διαρκή αστάθεια και αναταραχή. Απογοητευμένος από τη συνεχή άρνηση του αυτοκράτορα να στείλει σημαντικές ενισχύσεις στην Ιταλία, ο Βελισάριος ζήτησε την ανάκλησή του και επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 549.
Στην πρωτεύουσα ο μεσόκοπος πλέον στρατηγός έτυχε τιμητικής υποδοχής, αλλά το άστρο του έδυσε προσωρινά. Κουρασμένος και πικραμένος από τις δολοπλοκίες και τις διαβολές των αντιπάλων του, αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο και για μερικά χρόνια ιδιώτευσε. Όμως σε ανύποπτο χρόνο ο Ιουστινιανός χρειάστηκε εκ νέου τις υπηρεσίες του έμπειρου στρατηλάτη και ο Βελισάριος ανταποκρίθηκε με το πλέον εντυπωσιακό και αποτελεσματικό τρόπο.
Το 559 η Βαλκανική χερσόνησος συγκλονίστηκε από μία μαζική επιδρομή των Βουλγάρων Κουτριγούρων (ή Βουλγάρων Ούννων ή Κουτριγούρων Ούννων), ενός επιγονικού φύλου των Ούννων. Έχοντας εισβάλει κι άλλες φορές στη Βαλκανική είχαν μάθει τις αδυναμίες της αυτοκρατορίας. Παρά τα πολλά οχυρωματικά έργα που κτίστηκαν επί Ιουστινιανού κατά μήκος του Δούναβη, η απασχόληση των ρωμαϊκών στρατευμάτων σε ανατολή και δύση, άφηνε τα βόρεια σύνορα εκτεθειμένα στις επιδρομές των νομάδων. Το έτος αυτό παρουσιάστηκε μια πολύ καλή ευκαιρία για τους Κουτρίγουρους, οι οποίοι διάβηκαν τον παγωμένο Δούναβη μαζί με πλήθος Σλάβων υποτακτικών. Χωρίστηκαν σε τρία μέρη και μια από τις τρεις ομάδες κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη.
Έντρομος ο Ιουστινιανός ανακάλεσε τον Βελισάριο και του ανέθεσε την αναχαίτιση των επιδρομέων. Καθώς δεν υπήρχαν υπολογίσιμες δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, ο Βελισάριος στρατολόγησε ένα ετερόκλητο πλήθος από μέλη των δήμων της πρωτεύουσας και χωρικούς από τη Θράκη που είχαν καταφύγει στην Πόλη εν όψει του κουτριγουρικού κινδύνου. Τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν 300 παλαίμαχοι στρατιώτες του Βελισάριου. Ο έμπειρος στρατηγός κατατρόπωσε τους νομάδες με τέχνασμα. Αναμένοντας την επίθεση μιας δύναμης 2.000 ιππέων, έκρυψε 200 από τους παλαίμαχούς του και έδωσε εντολή στους πολυάριθμους απειροπόλεμους που είχε μαζί του να κραυγάζουν όσο το δυνατόν δυνατότερα κατά την επίθεση. Πράγματι, όταν εμφανίστηκαν οι εχθροί, ο Βελισάριος και ο στρατός του κάλπασαν με ιαχές εναντίον του, ενώ παράλληλα η ενεδρεύουσα δύναμη πλαγιοκόπησε τους εισβολείς. Εμβρόντητοι οι τελευταίοι, πίστεψαν ότι δέχονται επίθεση από κατά πολύ υπεράριθμους αντιπάλους και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Σύμφωνα με τον Αγαθία, οι Κουτρίγουροι έχασαν περί τους 400 άνδρες ενώ οι απώλειες των Βυζαντινών ανέρχονταν σε μερικούς τραυματίες. Με αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο αποσοβήθηκε η άμεση απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης, ενώ την οριστική εξάλειψη του κινδύνου ανέλαβε η διπλωματία του Ιουστινιανού, στρέφοντας εναντίον των Κουτριγούρων τους συγγενείς τους, Ουτίγουρους.
(θ7) Προσωπική ζωή και υστεροφημία του Βελισάριου
Ο Βελισάριος νυμφεύτηκε την Αντωνίνα, στενή φίλη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, με την οποία μοιράζονταν παρόμοιο παρελθόν. Ο ίδιος την υπεραγαπούσε, ωστόσο η σχέση τους φαίνεται ότι κάθε άλλο παρά ιδανική υπήρξε. Ο Προκόπιος της καταλογίζει συνεχείς απιστίες εις βάρος του Βελισάριου, και πολλές φορές αναφέρεται στον αδίστακτο χαρακτήρα της. Πάντως ο δυναμισμός της Αντωνίνας και η στενή σχέση της με τα ανάκτορα έδωσαν ώθηση στην καριέρα του συζύγου της, ενώ με τον άστατο βίο της δημιουργούσε πολλά προβλήματα στον Βελισάριο. Από την άλλη, τον ακολουθούσε στις περισσότερες εκστρατείες του και μετά το θάνατό του, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε σεμνή χηρεία. Ο Βελισάριος και η Αντωνίνα απέκτησαν μία κόρη, την Ιωαννίνα, η οποία αρραβωνιάστηκε με τον εγγονό της Θεοδώρας, Αναστάσιο. Η Αντωνίνα ουδέποτε ήθελε αυτό το συνοικέσιο, έτσι μετά τον θάνατο της Θεοδώρας διέλυσε τον αρραβώνα.
Η απόκρουση της εισβολής των Κουτριγούρων ήταν η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Βελισάριου. Έπειτα αποσύρθηκε οριστικά από τον ενεργό δημόσιο βίο και πέθανε το Μάρτιο του 565, λίγους μήνες πριν το θάνατο του Ιουστινιανού, όχι όμως χωρίς ενοχλήσεις από την Αυλή. Το 561 κατηγορήθηκε ακόμη μία φορά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα με συνέπεια τη δήμευση της περιουσίας του και τον κατ’ οίκον περιορισμό. Έξι μήνες αργότερα, ο Ιουστινιανός αποκατέστησε τον γηραιό πλέον στρατηγό.
Ο Βελισάριος ήταν από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών. Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια). Εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του βυζαντινού στρατού της εποχής, καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού, στην προσπάθειά του να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν έντονες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως. Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι την νεότερη εποχή, καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα.
ι. Ναρσής (478 – 573)
Ο Ναρσής ( 478- 573) ήταν μετά τον Βελισάριο ο σπουδαιότερος στρατηγός του Ιουστινιανού. Πιθανόν αρμενικής καταγωγής πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του ως ευνούχος, μέσα στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης. Χάρη στην ευφυΐα του αναδείχτηκε, το 528, σε ηλικία 50 ετών, αρχιθαλαμηπόλος του αυτοκράτορα και ευνοούμενος της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Ο πρώτος πολιτικός ρόλος του ήταν οι διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε με επιτυχία με τους επαναστάτες της ομάδας των Βένετων, των οποίων εξαγόρασε τους αρχηγούς, κατά τη Στάση του Νίκα, το 532. Έχοντας αποκτήσει, μετά από αυτό, την εμπιστοσύνη του Ιουστινιανού, στάλθηκε στην Ιταλία για να υποστηρίξει, αλλά και για να επιβλέπει τον Βελισάριο, για τον οποίο ο αυτοκράτορας, διατηρούσε υπόνοιες στασιασμού. Οι δύο στρατηγοί είχαν κακή συνεργασία, δίνοντας αλληλοσυγκρουόμενες εντολές στους υφιστάμενους αξιωματικούς, που δημιούργησαν σύγχυση. Το 539, μετά την κατάληψη της πόλης του Μεδιολάνου (Μιλάνο) από τους Οστρογότθους, ο Ιουστινιανός ανακάλεσε τον Ναρσή στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτός ο ημι-ατιμωτικός υποβιβασμός κράτησε μέχρι το 552, όταν ο Ναρσής, σε ηλικία 74 ετών, επιφορτίσθηκε τη διοίκηση των βυζαντινών στρατευμάτων (τα οποία συχνά περιλάμβαναν και στοιχεία βαρβαρικά και περσικά) στην Ιταλία. Με απελευθερωμένες τις ικανότητές του κατόρθωσε μέσα σε τρία χρόνια (552-555) να καταστρέψει την ισχύ των Οστρογότθων. Ο βασιλιάς Τωτίλας σκοτώθηκε το 552, βόρεια της Ρώμης, στη Μάχη των Ταγινών, και ο διάδοχός του Τεΐας, στους πρόποδες του Βεζούβιου, στη Μάχη του όρους Λακτάριου. Ένας τελευταίος βαρβαρικός στρατός (Φράγκων και Αλαμανών) εξουθενώθηκε στη Μάχη του Κασιλίνου στο Βολτούρνο το 555. Ο Ναρσής ονομάστηκε τότε Κυβερνήτης της Ιταλίας, όπου άσκησε εξουσία ανθύπατου ως Έξαρχος. Κατά τη διάρκεια 13 ετών, προστάτευσε την Ιταλία από επιδρομές και έδωσε άσυλο στον Γονδοβάλδο, φυσικό μη αναγνωρισμένο γιο του Χλωδοβίκου Α. Αλλά ο αυστηρός τρόπος διοίκησης και η οικονομική καταπίεση των μαζών, τον έκαναν αντιπαθή στους κατοίκους. Το 565 ο θάνατος του Ιουστινιανού σηματοδότησε το τέλος της καθυστερημένα λαμπρής σταδιοδρομίας. Η Σοφία, σύζυγος του νέου αυτοκράτορα Ιουστίνου Β τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη θέση του με τρόπο απαξιωτικό. Παρέμεινε όμως στην Ιταλία, κοντά στη Νεάπολη και είναι μάλιστα πιθανό (αλλά όχι εξακριβωμένο) να ήταν εκείνος που άνοιξε τα ιταλικά σύνορα για την εισβολή των Λομβαρδών (Λογγοβάρδων) το 568. Πέθανε το 573, υπέργηρος (σε ηλικία 95 ετών, αν αληθεύουν οι χρονολογίες που δίνονται για τη ζωή του), ενώ εισερχόταν στη Ρώμη, ανταποκρινόμενος στην παράκληση του Πάπα Ιωάννη Γ, να συμβάλει στην υπεράσπιση της πόλης από τον κίνδυνο, που φαίνεται πως προκάλεσε ο ίδιος.
ια. Αποτίμηση του έργου του Ιουστινιανού
Ο Ιουστινιανός πέθανε στις 14 Νοεμβρίου 565 στην Κωνσταντινούπολη, 16 χρόνια μετά το θάνατο της Θεοδώρας. Τοποθεσία ταφής του ήταν ο Ναός των Αγίων Αποστόλων. Στα χρόνια η αυτοκρατορία επέκτεινε τα σύνορά της από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας και της Αρμενίας, έως τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), και έγινε η κυρίαρχη δύναμη στον Μεσογειακό χώρο. Ο Ιουστινιανός κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη. Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοι σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
Πέρα από το μεγαλόπνοο σχέδιο της επανάκτησης της Δυτικής Αυτοκρατορίας, για το οποίο χρειάστηκαν περίπου 25 χρόνια, και τις συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών, η 38χρονη περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού σημαδεύτηκε και από άλλες σημαντικές εξελίξεις. Η κωδικοποίηση των νόμων, η κατασκευή οχυρωματικών έργων σε όλη την επικράτεια (ορατών ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου), η ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα το διαχρονικό μεγαλειώδες μνημείο της Αγίας Σοφίας, η ενίσχυση του εμπορίου και η δόλια εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, η ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών είναι από τα σημαντικότερα σημεία της διακυβέρνησής του.
Ταυτόχρονα όμως αυτή η έντονη δραστηριότητα, και ειδικά η ανάγκη χρηματοδότησης των πολέμων και των συνθηκών με τους Πέρσες, εξάντλησε τα οικονομικά του κράτους, ενώ η ανάγκη υπεράσπισης των νέων συνόρων, σε συνδυασμό με την μείωση του στρατού και τις συνεχείς επιδημίες εξασθένισαν την άμυνά του. Η δε θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού, ιδίως μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, αποξένωσε πολλούς από τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της Συρίας και της Αιγύπτου. Μετά τον θάνατό του, η Αυτοκρατορία, βρέθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπίσει, αποδυναμωμένη όμως, νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που αναίρεσαν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Ο Ιουστίνος Β' (Flavius Justinus Junior Augustus 520-578) ήταν ο 16ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που βασίλεψε από το 565 μέχρι το θάνατό του το 578. Δεδομένου ότι ο Ιουστινιανός ήταν άτεκνος, ο ανεψιός του Ιουστίνος, σύζυγος της Σοφίας, ανιψιάς της Θεοδώρας, είχε οριστεί διάδοχος πριν το θάνατό του, γεγονός που προκάλεσε την εχθρότητα των μελών της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν συνωμοσίες. Κέρδισε την εύνοια του λαού με μεγάλες οικονομικές παροχές, που επιδείνωσαν τα οικονομικά του κράτους Λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιουστίνο, εισέβαλαν και κατέλαβαν την Ιταλική χερσόνησο οι Λογγοβάρδοι (ή Λομβαρδοί, το 568). Παρά την αποστολή του στρατηγού Τιβέριου και τον τριετή πόλεμο που ακολούθησε, οι Βυζαντινοί δεν κατόρθωσαν να επικρατήσουν και αναγκάστηκαν να συνάψουν ειρήνη, με ετήσια καταβολή ενός σημαντικού ποσού. Το 572 ιδρύθηκε Λογγοβαρδικό βασίλειο στην Ιταλία που διατηρήθηκε μέχρι το 774. Το 569 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ευρωπαϊκή ιστορία τουρκικά φύλα, οι Άβαροι, οι οποία επιτέθηκαν και κατέλαβαν ένα σημαντικό λιμένα στην Κριμαία και άρχισαν να πολιορκούν το Σίρμιο (στη σημερινή Σερβία). Την ίδια περίοδο το Βυζάντιο απώλεσε κτήσεις στην Αφρική και την Ισπανία. Ο Ιουστίνος, αν και εμφανίστηκε αρχικά υπεροπτικός απέναντι στους πολυπληθείς βαρβάρους εχθρούς του που είχαν εμφανιστεί σε όλα τα μέτωπα, αναγκάστηκε σύντομα να επιστρέψει στις διπλωματικές τακτικές της εξαγοράς, που ήταν τόσο προσφιλείς στον θείο του Ιουστινιανό. Στην αλαζονεία του αυτή οφείλεται και η άρνησή του να καταβάλει τον συμφωνημένο ετήσιο φόρο στους Πέρσες, που οδήγησε σε νέα και μακρόχρονη βυζαντινοπερσική σύρραξη το 572. Στο εσωτερικό μέτωπο, εξαπέλυσε διωγμούς κατά των μονοφυσιτών, προκαλώντας αντιπάθεια στις ανατολικές επαρχίες. Τα τελευταία του χρόνια, έδειξε σαφή σημάδια τρέλας. Το 574, υπό την επιρροή της Αυγούστας Σοφίας, η οποία από το 573 είχε οριστεί αντιβασίλισσα, όρισε ως διάδοχό του το στρατηγό Τιβέριο, ονομάζοντάς τον Καίσαρα. Από τότε και μέχρι το θάνατό του, η διακυβέρνηση του κράτους βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια του Τιβέριου και της αυτοκράτειρας.
Ο Τιβέριος Β´ (Flavius Tiberius Constantinus Augustus, 520 - 14 Αυγούστου 582, <τι + φέρω [φ>β] = αυτός που φέρνει αγαθά) ήταν ο 17ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που κυβέρνησε από το 574 μέχρι το 582. Θραξ την καταγωγή, ήταν αξιωματικός και είχε πολεμήσει εναντίον των Λομβαρδών στην Ιταλική Χερσόνησο. Ανήλθε στο αξίωμα του κόμη των εξκουβιτόρων και το 574 ορίστηκε διάδοχος από τον Ιουστίνο Β' ο οποίος είχε αρρωστήσει ψυχικά. Για τέσσερα χρόνια κυβέρνησε ως αντιβασιλέας από κοινού με τη σύζυγο του Ιουστίνου Β' (και ανιψιά της συζύγου του Ιουστινιανού Θεοδώρας) Σοφία, η οποία σχεδίαζε να τον παντρευτεί, μετά τον θάνατο του συζύγου της, μη γνωρίζοντας ότι ήταν ήδη νυμφευμένος με την (σύζυγός του ήταν η Ινώ Αναστασία). Μετά τον θάνατο του προκατόχου του στέφθηκε και επίσημα Αύγουστος και πρώτη του κίνηση ήταν να αποκλείσει την Σοφία από οποιαδήποτε άλλη ανάμιξη στα δημόσια ζητήματα.
Αν και ήταν κυβερνήτης με ορθή κρίση, φρόνηση και ενδιαφέρον για τους υπηκόους του, απέτυχε στη διαχείριση των οικονομικών, όχι όμως και στις εξωτερικές υποθέσεις, όπου είχε αρκετές επιτυχίες. Έλαβε μέτρα εκδημοκρατισμού απέναντι σε αυταρχικά μέτρα του Ιουστίνου. Επανέφερε εξουσίες και προνόμια των Δήμων (Πράσινων και Βένετων) που είχαν αφαιρεθεί μετά τις ταραχές της Στάσης του Νίκα το 532 από τον Ιουστινιανό Α'. Έλαβε σημαντικά μέτρα ενίσχυσης του ρωμαϊκού στρατού, και πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Περσών στην Ανατολή, καθώς ο μεθοριακός πόλεμος μαζί τους μαινόταν από το 572 στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία. Ο στρατηγός Ιουστινιανός σημείωσε σημαντική νίκη εναντίον του Χοσρόη Β το 575 στη Μελιτηνή, ενώ και ο αντικαταστάτης του μάγιστρος (και κατόπιν διάδοχός του) Μαυρίκιος είχε ανάλογες επιτυχίες, με αποκορύφωμα τη νίκη του κοντά στην Κωνσταντίνη το 582. Στο βαλκανικό μέτωπο κατόρθωσε να περιορίσει τη δράση των Σκλαβηνών (Σλάβων) επιδρομέων, αλλά απέτυχε να λύσει την πολιορκία του Σιρμίου (στη σημερινή Σερβία) από τους Αβαροσλάβους, το οποίο καταλήφθηκε το 582. Κατά τη σύντομη περίοδο που πρόλαβε να κυβερνήσει ο Τιβέριος Β' έδειξε σημάδια ικανού, ευέλικτου και αποφασισμένου αυτοκράτορα. Απεβίωσε το 582, σε ηλικία 52 ετών, κατά μία εκδοχή δηλητηριασμένος από τη Σοφία, έχοντας ορίσει διάδοχό του τον Μαυρίκιο, τον οποίο πρόλαβε, λίγο πριν πεθάνει, να παντρέψει με την κόρη του Κωνσταντίνα.
Ο Μαυρίκιος (Flavius Mauricius Tiberius Augustus, (539 - Νοέμβριος 602), γεννημένος στην Αραβισσό της Καππαδοκίας, ήταν ο 18ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου και ηγεμόνευσε από το 582 έως το 602. Ήταν ήδη διακεκριμένος στρατηγός και, σε ηλικία 43 ετών, χρίστηκε διάδοχος του Τιβέριου μια εβδομάδα πριν τον θάνατο του τελευταίου, νυμφευόμενος ταυτόχρονα την κόρη του Κωνσταντίνα.
Ο Μαυρίκιος, ικανός ηγέτης και διπλωμάτης, γρήγορα αντιλήφθηκε την ανάγκη για ειρήνη με τους Πέρσες ύστερα από σχεδόν δύο δεκαετίες εξαντλητικού πολέμου στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία. Ανέθεσε σε άξιους στρατηγούς τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων (Φιλιππικός, Ηράκλειος ο πρεσβύτερος, Πρίσκος, Ναρσής και Γερμανός). Με τον θάνατο του Χοσρόη Α' το 579, τον διαδέχτηκε ο γιος του Ορμίσδας, ο οποίος συνέχισε ανεπιτυχώς τον πόλεμο κατά των Βυζαντινών και απέρριψε προτάσεις της Κωνσταντινούπολης για ειρήνη. Ο Ορμίσδας ανατράπηκε τελικά το 590 και ο γιος του, Χοσρόης Β', κατέφυγε στο Βυζάντιο για να ζητήσει βοήθεια, εναντίον του στασιαστή Βαράμη. Ο Μαυρίκιος, παρά τις αντιρρήσεις της Συγκλήτου, έδωσε βοήθεια και μετά από σημαντική νίκη των Βυζαντινών εις βάρος των στρατευμάτων του στασιαστή στη θέση Γκαντζάκ της Περσαρμενίας (σημερινό Αζερμπαϊτζάν) το 591, επανέφερε τον Χοσρόη Β' στον θρόνο, για να λάβει ως ανταμοιβή το μεγαλύτερο μέρος της περσικής Αρμενίας και το δυτικό τμήμα της Καυκάσιας Ιβηρίας, ολοκληρώνοντας έτσι επιτυχώς τον πόλεμο που μαινόταν από το 572.
Επί των ημερών του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ιωάννης Δ, ο επονομαζόμενος Νηστευτής (πατρ. 582-595). Αυτός για πρώτη φορά στην ιστορία θα υιοθετήσει τον τίτλο "Οικουμενικός", γεγονός που θα πυροδοτήσει το μένος του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου. Ο Ιωάννης όμως, υποστηριζόμενος από τον αυτοκράτορα, δεν υποχωρούσε μπροστά στις αντιδράσεις του Πάπα, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να προχωρήσει ένα σημαντικό βήμα προς το Σχίσμα που έμελλε να οριστικοποιηθεί το 1054.
Ο Μαυρίκιος διεξήγαγε επιτυχείς αγώνες κατά των Αβάρων και των συμμάχων τους Σλάβων (Σκλαβηνών) και Γέπιδων στα δυτικά. Τις επιχειρήσεις διεξήγαγε ο στρατηγός Πρίσκος. Το 595 οι Άβαροι και οι σύμμαχοί τους πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς επιτυχία. Το 600 το Βυζάντιο και οι Άβαροι συμφώνησαν να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και ο Δούναβης να αποτελέσει το βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας. Ο Πρίσκος εκκαθάρισε γρήγορα το σύνορο του Δούναβη, αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία στη χερσόνησο του Αίμου, αλλά αντικαταστάθηκε από τον αδελφό του αυτοκράτορα Πέτρο. Για την αντιμετώπιση των Λομβαρδών που εισέβαλαν στην Ιταλία ο Μαυρίκιος πραγματοποίησε διοικητικές μεταρρυθμίσεις, με βασική αυτήν της δημιουργίας των εξαρχάτων της Ιταλίας, με έδρα τη Ραβέννα, και της Αφρικής, με έδρα την Καρχηδόνα, αντί για τις παλαιότερες διοικητικές περιφέρειες των ομώνυμων επαρχιών (καταγόμενες από την εποχή του Διοκλητιανού και επανιδρυμένες από τον Ιουστινιανό). Μπόρεσε με αυτόν τον τρόπο να διατηρήσει τον έλεγχο της χερσονήσου, έως έναν βαθμό, ενόσω αυτή κατακλυζόταν από τους Λομβαρδούς. Λέγεται ότι σκόπευε να επαναφέρει το σύστημα της Τετραρχίας προκειμένου η Αυτοκρατορία να ανταποκρίνεται καλύτερα στις προκλήσεις των καιρών.
Σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να εξοικονομήσει χρήματα από το δημόσιο ταμείο καθώς, σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα λόγω του μακρόχρονου πολέμου. Έτσι έλαβε σειρά αντιλαϊκών μέτρων όπως η μείωση του μισθού των στρατιωτών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός κατά το οποίο αρνήθηκε την εξαγορά με λύτρα 12.000 αιχμαλώτων βυζαντινών στρατιωτών από τους Αβάρους, με αποτέλεσμα τη θανάτωσή τους. Το 602 διέταξε τα στρατεύματά του να παραμείνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα φυλάκιά τους βόρεια του Δούναβη, προκειμένου να εξοικονομήσει τα έξοδα της επιστροφής τους στην Κωνσταντινούπολη. Η αδυναμία του νέου στρατηγού Πέτρου να ελέγξει το στράτευμα είχε ως αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει ανταρσία στις τάξεις του στρατεύματος υπό την ηγεσία ενός χαμηλόβαθμου αξιωματικού (εκατόνταρχου) ονόματι Φωκά. Ο Φωκάς βάδισε κατά της πρωτεύουσας, όπου κατάφερε να συλλάβει τον Μαυρίκιο (που τότε είχε ηλικία 63 ετών) και τα άρρενα τέκνα του (και αργότερα τη σύζυγο και τις θυγατέρες του) και να τους θανατώσει.
Θαρραλέος, προνοητικός, μετριοπαθής, αλλά και μετριόφρων, γνωρίζοντας άριστα τη στρατιωτική τέχνη και τις ανάγκες της διοίκησης, όπως αποδεικνύει η δημιουργία του θεσμού των εξαρχάτων, πρόδρομου του θεσμού των θεμάτων, ο Μαυρίκιος χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους του ως «Μουσών εραστής», εξαιτίας της αγάπης του για την ποίηση και την ιστοριογραφία, και είναι επίσης γνωστός για τη συγγραφή ενός εξαιρετικού εγχειριδίου στρατιωτικής τακτικής, του Στρατηγικού, που αποτέλεσε τη βάση της βυζαντινής στρατιωτικής μηχανής μέχρι και τον 11ο αιώνα.
Ο Φωκάς (;-610, <φως+καίω {> focus=εστία φωτός} = λαμπρός) ήταν ο 19ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 602 έως το 610. Σύζυγός του ήταν η Λεοντία. Χαμηλόβαθμος αξιωματικός του βυζαντινού στρατού (εκατόνταρχος) κατέλαβε την εξουσία μετά από ανταρσία στις τάξεις του στρατεύματος, όταν ο έως τότε Αυτοκράτορας Μαυρίκιος τους διέταξε να παραμείνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα φυλάκιά τους στα βόρεια του Δούναβη. Η δυσαρέσκεια των στρατιωτών που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους για το χειμώνα ήταν αρκετή για να ακολουθήσουν τον Φωκά στις παραινέσεις του για ανταρσία. Υπό την ηγεσία του, τα στρατεύματα βάδισαν κατά της πρωτεύουσας, όπου με λαϊκή ανοχή κατάφερε να συλλάβει τον Μαυρίκιο και τα άρρενα τέκνα του (αργότερα και τη σύζυγο και τις θυγατέρες του) και να τους θανατώσει.
Ως σφετεριστής του θρόνου Φωκάς δεν άργησε να αποκαλύψει τον ειδεχθή του χαρακτήρα, αφήνοντας το λαό να αναρωτιέται αν έπραξε σωστά με την επιλογή του αυτή. Άσχημος στην όψη, ήταν πολύ χειρότερος στη διοίκηση. Σκληρός και αδίστακτος, με τη χρήση βίας μοναδικό τρόπο επιβολής του, εισήγαγε και εφάρμοσε μεθόδους βασανιστηρίων και τιμωρίας, όπως η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός, που έμελλε να καταστούν παράδοση στο Βυζάντιο. Από τους χειρότερους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, επέτρεψε σε εχθρούς να διεισδύσουν και μεταχειρίστηκε με βαναυσότητα όσους διαφωνούσαν με τις πολιτικές του ή αμφισβητούσαν τα δικαιώματά του στο θρόνο. Μέθυσος ο ίδιος έδωσε αφορμή για σκωπτικά σχόλια εναντίον του, όπως το περίφημο «Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας (πάλι ήπιες το ποτηράκι σου πάλι το νου σου έχασες)», με το οποίο τον υποδέχτηκε ο λαός στον Ιππόδρομο, όταν είχε καθυστερήσει να προσέλθει στο θέαμα. Το δίστιχο τραγουδήθηκε από τους Πράσινους και λέγεται ότι ο αυτοκράτορας οργίστηκε τόσο ώστε να διατάξει τη σφαγή 3.000 θεατών.
Την εκτέλεση του Μαυρίκιου και των γιων του, ακολούθησε ο απηνής πολιτικός διωγμός των αντιπάλων του. Δυστυχώς, μεταξύ των ανθρώπων που θεώρησε ο Φωκάς επικίνδυνους, ήταν και οι δύο ικανότεροι αρχιστράτηγοί του. Με το θάνατο σε μάχη και του τρίτου, ο Βυζαντινός στρατός βρέθηκε ουσιαστικά ακέφαλος, υπό την τυπική διοίκηση του ανίκανου ανιψιού του Φωκά, Δομέντζιολου. Βλέποντας τη δεινή κατάσταση της άμυνας της αυτοκρατορίας, οι πολυπληθείς εχθροί της άδραξαν την ευκαιρία. Πέρσες στα ανατολικά, υπό τον Χοσρόη Β' που παρουσιάστηκε ως τιμωρός και εκδικητή του ευεργέτη του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, εισέβαλαν στα βυζαντινά εδάφη και κατέλαβαν τη Μεσοποταμία, την Αρμενία και την Καππαδοκία και έκαναν επιδρομές στη Συρία, φτάνοντας μέχρι τη Χαλκηδόνα (609). Παρά τις χορηγίες που τους δόθηκαν, Άβαροι και Σλάβοι από τα δυτικά, δεν περιορίστηκαν πέρα από τον Δούναβη, αλλά προέλασαν ανενόχλητοι ως τις παρυφές της πρωτεύουσας. Ταυτόχρονα, ξέσπασαν και μεγάλες ταραχές στο εσωτερικό, λόγω μιας εκστρατείας διωγμών κατά των Εβραίων.
Μόνο στην Ιταλία ο Φωκάς είχε συμπάθειες, αφού είχε αναγνωρίσει το πρωτείο του πάπα της Ρώμης, αποσκοπώντας στην αποκατάσταση εξαίρετων σχέσεων με τη Ρωμαϊκή εκκλησία. Μέχρι σήμερα σώζεται στο Forum Romanorum μαρμάρινη στήλη, χαραγμένη το 608 από τον έξαρχο Ιταλίας Σμάραγδο, που αναφέρεται στην ευσέβεια και τη γενναιοδωρία του αυτοκράτορα και την εσωτερική ειρήνη που εξασφάλισε για την Ιταλία.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η γενική κατακραυγή για την τυραννική συμπεριφορά του, θύματα της οποίας υπήρξαν επιφανείς συγκλητικοί και στρατιωτικοί και η πραγματοποίηση σειράς πραξικοπημάτων από ισχυρούς άνδρες της εποχής, χωρίς όμως επιτυχή κατάληξη. Οι συγκλητικοί ζήτησαν τελικά την βοήθεια του έξαρχου της Καρχηδόνας Ηράκλειος, πατέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Ηράκλειου, ο οποίος έστειλε ισχυρή ναυτική δύναμη στην Κωνσταντινούπολη, υπό τη διοίκησή του ίδιου του γιου του το 609. Ο Ηράκλειος έφτασε στη Βασιλεύουσα το 610, όπου, έχοντας τη συμπαράσταση όλων, εισήλθε θριαμβευτής χωρίς μάχη. Ο Φωκάς συνελήφθη και εκτελέστηκε το ίδιο έτος από τον Ηράκλειο που τον αποκεφάλισε ο ίδιος. Με τον θάνατο του Φωκά και την έναρξη της βασιλείας του Ηράκλειου, θεωρείται συμβατικά ότι λήγει η Πρωτοβυζαντινή και αρχίζει η Μεσοβυζαντινή Περίοδος που εξετάζεται στο επόμενο κεφάλαιο.
Όπως προαναφέρθηκε η διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, που προέκυψε μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α το 395, δεν είχε παροδικό χαρακτήρα, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις (Διοκλητιανός – Μαξιμιανός 285, Γαλέριος – Κωνστάντιος 305, Λικίνιος – Κωνσταντίνος 312, Κωνστάντιος Β – Κωνσταντίνος Β –Κώνστας Α 337, Βαλεντινιανός Α – Βάλης 364), αλλά αποδείχτηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν ενώθηκαν ποτέ πια σε ένα κράτος. Μετά την πρώτη σειρά των αυτοκρατόρων που κυβέρνησαν το Δυτικό Κράτος, άμεσων διαδόχων του Κωνσταντίνου Α, για τους οποίους έχει γίνει λόγος σε προηγούμενες παραγράφους (Κωνσταντίνος Β 337-340, Κώνστας 340-350, Κωνστάντιος Β 350-361, Ιουλιανός 361-363, Ιοβιανός 363-364, Βαλεντινιανός Α 364-376, Γρατιανός 380-383, Κλήμης Μάξιμος 383-387, Βαλεντινιανός Β 387-392 και Ευγένιος 392-394), επόμενοι αυτοκράτορες ήταν οι εξής:
Ο Ονώριος (Flavius Honorius Augustus, 9 Σεπτεμβρίου 384 - 423) ήταν αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γιος του Θεοδοσίου Α΄, αδελφός του αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας Αρκάδιου. Ήταν ένας από τους νεότερους σε ηλικία αυτοκράτορες, καθώς ανέβηκε στο θρόνο μόλις στα 11 χρόνια του. Ως εκ τούτου μέχρι την ενηλικίωση του εποπτεύονταν από έναν αξιωματούχο, τον Στηλίχωνα, ο οποίος, το 390, είχε συντρίψει τους Αλανούς και τους Γότθους στο Δούναβη Σημαντικό γεγονός της βασιλείας του ήταν όταν ο Ονώριος, το 402, μετέφερε την πρωτεύουσα της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το Μιλάνο στη Ραβέννα.
Εκείνη την περίοδο, οι Βησιγότθοι γίνονταν ολοένα και πιο επικίνδυνοι για την Αυτοκρατορία. Σημαντική ήταν η νίκη του Στηλίχωνα το 397 στη Φολόη της Ηλείας, κατά Γότθων του Αλάριχου οι οποίοι διέφυγαν στην Ήπειρο, όπου συνέχισαν τις καταστροφές μέχρι το 407. Μετά από αυτό ο Στηλίχων υπαγόρευσε στον Ονώριο συμβιβαστική πολιτική. Ο Ονώριος όμως άρχισε να υποπτεύεται τον Στηλίχωνα ότι με αυτή του την πολιτική ευνοούσε επίτηδες τους Βησιγότθους και τον αρχηγό τους, Αλάριχο, και έτσι τον εξόντωσε το 408. Αυτό στάθηκε αφορμή για την επίθεση του Αλάριχου στην Ιταλία και στη Ρώμη, την όποια κατέκτησε και λεηλάτησε το 410. Εν τω μεταξύ, το 401, στη Βρετανία προκλήθηκε επανάσταση από τον Καμένδιο. Μετά από μάχη το 412 η επανάσταση σταμάτησε καθώς ο στρατός του Ονώριου με στρατηγό τον Κίδιο νίκησε τον Καμένδιο, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Το 410 πέθανε ο Αλάριχος, βασιλιάς των Βησιγότθων από το 396, και τον διαδέχτηκε ο Ατάουλφος, διάδοχος του οποίου, όταν πέθανε το 415 ήταν ο Βάλλιας. Το 418 ιδρύθηκε Βησιγοτθικό βασίλειο υπό τον Βάλλια στη νοτιοδυτική Γαλατία. Το 421 ο Ονώριος όρισε ως συναυτοκράτορά του τον Κωνστάντιο Γ΄, σύζυγο της ετεροθαλούς αδελφής του Γάλλας Πλακιδίας και πατέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ, ο οποίος παρέμεινε συμβασιλέας για επτά μήνες μέχρι το θάνατό του.
Μετά από δύο χρόνια (423) πέθανε και ο ίδιος επίσης από φυσικά αίτια. Τον διαδέχθηκε ως σφετεριστής του θρόνου ο Ιωάννης και ως νόμιμος διάδοχος ο Βαλεντινιανός Γ΄.
Ο Βαλεντινιανός Γ΄ ή Ουαλεντινιανός Γ΄ (Flavius Placidius Valentinianus Augustus, 419 – 455, <βάλλω [=καταβάλλω] + ίω [=έρχομαι = αυτός που ήλθε για να καταβάλει, δυνατός, λατ. valens), ήταν αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στη Ραβέννα, πρωτεύουσα από το 402 του δυτικού κράτους, και ήταν μοναδικό παιδί του Κωνστάντιου Γ΄ και της Γάλλας Πλακιδίας. Η μητέρα του ήταν ετεροθαλής αδελφή του επίσης αυτοκράτορα Ονώριου, ενώ ο πατέρας του την εποχή της γέννησης του ήταν σημαίνων στέλεχος της αυτοκρατορίας και ένα βήμα πριν από την ανάρρηση του στο θρόνο τον οποίο και κατέκτησε για μικρό χρονικό διάστημα το 421, όταν, για επτά μήνες μέχρι τον θάνατό του, ορίστηκε συμβασιλέας του Ονώριου. Κατά το διάστημα μεταξύ 421 και 423 ο Βαλεντινιανός Γ πήρε τον τίτλο του Νωβελίσιμου από τον αυτοκράτορα Ονώριο, αλλά η πράξη αυτή δεν αναγνωρίστηκε από δικαστήριο του αυτοκράτορα της ανατολής Θεοδοσίου Β΄. Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Βαλεντινιανός ακολούθησε τη μητέρα του και την αδερφή του στην Κωνσταντινούπολη όπου έζησε στην «αυλή» του Θεοδόσιου Β.
Το 423 ο Ονώριος πέθανε και ο σφετεριστής του θρόνου Ιωάννης πήρε την εξουσία στη Ρώμη. Ο Θεοδόσιος Β, για να υποστηρίξει τη θέση του Βαλεντινιανού και τη νομιμότητά του, στις 23 Οκτωβρίου του 423, αναγνώρισε άμεσα τον Κωνστάντιο Γ ως Αύγουστο (για τους 7 μήνες που συμβασίλευσε το 421 με τον Ονώριο) και τον γιο του Βαλεντινιανό ως Καίσαρα. Όταν ο σφετεριστής Ιωάννης ηττήθηκε κατά κράτος, ο Βαλεντινιανός Γ χρίστηκε τυπικά αυτοκράτορας σε ηλικία έξι ετών με τις ευλογίες της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Ως ανήλικος Βαλεντινιανός Γ επιτροπευόταν από τη μητέρα του και ευτύχησε να έχει ως στρατηγό τον Αέτιο ο οποίος είχε σημαντικές επιτυχίες απέναντι στα βαρβαρικά φύλα με πρώτες τις νίκες επί των Βησιγότθων στη Γαλατία (426, 429 και 436). Το 434 ο Αέτιος ανακηρύχθηκε πατρίκιος και κυβερνούσε ουσιαστικά αυτός, αντί του Βαλεντινιανού. Το 437 ενήλικος πλέον, ο Βαλεντινιανός Γ νυμφεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη τη Λικινία Ευδοξία, κόρη του Θεοδοσίου Β και της Αθηναΐδας-Ευδοκίας, ενώνοντας έτσι τους δύο κλάδους της Θεοδοσιανής δυναστείας. Με την επιστροφή του στη Ρώμη είχε την πλήρη νομιμοποίηση του θρόνου της Δύσης, τα ηνία όμως της αυτοκρατορίας επί της ουσίας τα είχε ο στρατηγός του Αέτιος ο οποίος συνέχισε τη νικηφόρα πορεία του και νίκησε τους Ούννους του Αττίλα στα Καταλαυνικά Πεδία (κοντά στη σημερινή πόλη της Γαλλίας Τρουά) στη μάχη που έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Εθνών (451). Αφορμή για τη μάχη με τους Ούννους ήταν η πρόταση του Αττίλα να παντρευτεί την Ονώρια (ετεροθαλή αδελφή του αυτοκράτορα) και ως προίκα να αποκτήσει ένα σημαντικό μέρος της αυτοκρατορίας. Είχε προηγηθεί επιστολή της ίδια της Ονώριας μέσω ενός υπηρέτη της, που ονομαζόταν Υάκινθος, ζητώντας από τον Αττίλα να την απαλλάξει από τον ανυπόφορο γάμο της. Φυσικά η απάντηση του Βαλεντινιανού ήταν αρνητική και ο Αττίλας άρχισε την εισβολή στα ρωμαϊκά εδάφη. Αν και οι νίκες του σημαντικού στρατηγού Αέτιου ενδυνάμωσαν τη θέση της καταρρέουσας αυτοκρατορίας και ενίσχυσαν το κύρος της, δεν αντιστάθμισαν την εξίσου σημαντική απώλεια όλης της Βόρειας Αφρικής από τον Γιζέριχο και τους Βανδάλους, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί βασίλειο από το 429 μέχρι το 534. Εν τω μεταξύ ο Κλωδίων (428-448) και στη συνέχεια ο Μεροβαίος (448-458) ίδρυσαν το Φραγκικό βασίλειο στη Γαλατία και από το 442 άρχισαν οι γοτθικής καταγωγής Σάξονες άρχισαν την κατάκτηση της Βρετανίας, που μέχρι τότε είχε κατοίκους Κέλτες.
Μοιραίο λάθος του Βαλεντινιανού Γ ήταν η δολοφονία του Αέτιου, που συκοφαντήθηκε του από τους εχθρούς του, το 454, γεγονός που είχε ως συνέπεια και τη δική του δολοφονία ως αντεκδίκηση, πιθανότατα με εντολή του διαδόχου του Πετρώνιου Μάξιμου (455). Κατά μία άλλη εκδοχή δολοφονήθηκε από τον Πετρόνιο Μάξιμο επειδή προσέβαλλε τη γυναίκα του. Βασίλεψε για τριάντα χρόνια, διάστημα μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής του.
Ο Πετρώνιος Μάξιμος (Flavius Anicius Petronius Maximus Augustus, περίπου 396 - 455), ήταν βραχύβιος αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 455. Ήταν αξιωματικός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Ονώριου από το 411 μέχρι το 423, οπότε ανέβηκε γρήγορα την ιεραρχία. Το 455 δολοφόνησε τον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Γ κατά τη διάρκεια τοξοβολίας στο Πεδίον του Άρεως στη Ρώμη, χρησιμοποιώντας δύο Ούννους υπηρέτες με αφορμή την προσβολή της συζύγου του Λουκίνας. Μετά από αυτό ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με τη βοήθεια του στρατού.
Μέσα στη γενικότερη παρακμή του βασιλείου του δεν επέδειξε ηγετικά προσόντα. Όταν πέθανε η σύζυγος του Λουκίνα, νυμφεύτηκε τη χήρα του Βαλεντινιανού Γ Λικινία Ευδοξία. Η Λικινία, η οποία πιθανώς τον παντρεύτηκε για να εκδικηθεί το θάνατο του πρώτου της συζύγου, δεν άργησε να προσεταιριστεί τον πανίσχυρο τότε βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχο και να του ζητήσει βοήθεια, ώστε να απαλλαγεί από τον σύζυγο της. Ο Γιζέριχος αποβιβάστηκε στην Ιταλία κι αφού κατέλαβε τη Ρώμη το 455 εκθρόνισε τον Πετρώνιο, ο οποίος δολοφονήθηκε λιθοβολούμενος από τον όχλο της Ρώμης. Το σώμα του πετάχτηκε ακρωτηριασμένο στον Τίβερη ποταμό. Ο γιος του από τον πρώτο του γάμο Παλλάδιος ο οποίος υπήρξε καίσαρας στο ίδιο διάστημα και είχε παντρευτεί τη μεγαλύτερη κόρη του Βαλεντινιανού Γ, πιθανότατα δολοφονήθηκε επίσης από τον όχλο. Εντωμεταξύ ο αρχηγός των Βανδάλων Γιζέριχος λεηλάτησε την πόλη, απέσπασε λάφυρα, συνέλαβε αιχμαλώτους και πήρε την Λικινία Ευδοξία και τις δύο κόρες της μαζί του.
Ο Πετρώνιος Μάξιμος θεωρείται ως ο αυτοκράτορας που σηματοδότησε την έναρξη του οριστικού τέλους της δυτικής αυτοκρατορίας. Διάδοχος του ήταν ο Άβιτος.
Ο Άβιτος ή Άβιτος Επάρχιος (Marcus Maecilius Flavius Eparchius Avitus Augustus, περίπου 395 - 457), ήταν βραχύβιος αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τις 9 Ιουλίου 455 μέχρι τις 17 Οκτωβρίου του 456. Γεννήθηκε στο Κλερμόν-Φεράν της σημερινής Γαλλίας και ήταν απόγονος επιφανούς οικογένειας συγκλητικών από την Ωβέρνη. Η επιρροή του στηριζόταν στις στενές σχέσεις που απέκτησε με τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχο Β, ως έπαρχος της Γαλατίας. Σε μία κρίσιμη στιγμή για την αυτοκρατορία, η οποία αντιμετώπιζε εχθρούς από παντού, κατάφερε να κλείσει ένα μέτωπο, συνάπτοντας ειρήνη με τους Βησιγότθους. Με αυτόν τον τρόπο βοήθησε στη συγκρότηση μετώπου απέναντι στον βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχο στην περίφημη Μάχη των Εθνών το 451, που διεξήγαγε με επιτυχία ο στρατηγός Αέτιος επί αυτοκρατορίας Βαλεντινιανού Γ. Ο Άβιτος διορίστηκε ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της αυτοκρατορίας από τον Πετρώνιο, και αμέσως μετά τη δολοφονία του Πετρώνιου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους Βησιγότθους στην Τουλούζη στις 9 Ιουλίου του 455.
Τη στέψη του αναγνώρισαν αμέσως οι Ρωμαιογαλάτες και σημαντικό μέρος του βασιλείου, στην Ιταλία και την Παννονία. Όμως ο αυτοκράτορας της ανατολής Μαρκιανός δεν επικύρωσε τη στέψη του, γεγονός που αποτελούσε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στη μακροημέρευση της βασιλείας του. Ωστόσο στη γενικότερη παρακμή που χαρακτήριζε τις τελευταίες στιγμές του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας τις αποφάσεις τις έπαιρναν παρασκηνιακά επιφανείς στρατηγοί, όπως στην περίπτωση αυτή, ο Γερμανός στρατηγός Ρικίμερος, ηγέτης των Σουηβών, και ο Μαϊοριανός, οι οποίοι κατάφεραν να αποσπάσουν τη συναίνεση ορισμένων συγκλητικών και να τον αποπέμψουν από το θρόνο στις 17 Οκτωβρίου του 456. Ο Άβιτος κατανοώντας το τέλος που τον περίμενε, αναγνώρισε αμέσως την εκθρόνιση του αποδεχόμενος τη θέση του επισκόπου της Πλακεντίας. Όμως ο Ρικίμερος τον καταδίωξε και στην Πλακεντία, και ενώ ο Άβιτος προσπάθησε να διαφύγει στην πατρίδα του (Ωβέρνη), πέθανε ανοίγοντας τον δρόμο στον επόμενο αυτοκράτορα Μαϊοριανό.
Ο Μαϊοριανός (Flavius Julius Valerius Majorianus Augustus, περίπου 420 - 461) ήταν αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 456 έως το 461. Με την πτώση του Άβιτου, ο Μαϊοριανός ενίσχυσε τη θέση του, ως πιθανός μελλοντικός αυτοκράτορας, προβάλλοντας την αντίθεσή του με τον προηγούμενο αυτοκράτορα. Έτσι η υποστήριξη του από τον αυτοκράτορα του ανατολικού και πολύ πιο σθεναρού τμήματος της αυτοκρατορίας Λέοντα Α΄ ήταν ισχυρή, λόγω της διαμάχης του ανατολικού τμήματος με τον Άβιτο, σχετικά με το θρόνο. Ωστόσο η ανάρρηση του στο θρόνο εξασφαλίστηκε χάρη στην υποστήριξη του ισχυρού Γερμανού στρατηγού Ρικίμερου, ηγέτη των Σουηβών, ο οποίος είχε αναδειχθεί, την εποχή της οριστικής παρακμής του δυτικού τμήματος, σε ρυθμιστή και τοποτηρητή του θρόνου. Τελικά παρά τις αντιρρήσεις των Βησιγότθων, περιστασιακών συμμάχων της αυτοκρατορίας με φιλοδοξίες για την επόπτευση του θρόνου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Απρίλιο του 457.
Ο Μαϊοριανός από την πρώτη στιγμή επιχείρησε και κατάφερε την ενδυνάμωση των περιοχών της Ιταλίας. Με διαδοχικές εκστρατείες εισέβαλε στη Γαλατία, ανακατέλαβε την Αρελάτη και εκ των πραγμάτων ανάγκασε τον βασιλιά των Βανδάλων Θεοδώριχο Β να ζητήσει τη σύναψη ειρήνης. Οι εκστρατείες του είχαν και τη συναίνεση των λαών της Γαλατίας οι οποίοι απέρριπταν τη θρησκευτική αίρεση του Αρειανισμού η οποία ήταν το κεντρικό χριστιανικό δόγμα των Βησιγότθων. Ωστόσο η εξουδετέρωση του κινδύνου των Βανδάλων, που ήταν εκείνη την εποχή βασικός στόχος των περισσότερων αυτοκρατόρων δεν είχε ευτυχή κατάληξη, με αποκορύφωμα την αιχμαλώτιση του ρωμαϊκού στόλου στην Αλικάντη. Ο Ρικίμερος βλέποντας ότι οι στόχοι του Μαϊοριανού, έρχονταν σε σύγκρουση με τα δικά του σχέδια διέταξε τη δολοφονία του στην Τορτόνα. Ο Μαϊοριανός εκτός των στρατιωτικών του επιχειρήσεων, επέδειξε ζήλο για την αναμόρφωση της νομοθεσίας κατά τα πρότυπα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Διάδοχος του στον θρόνο ήταν ο Λίβιος Σεβήρος.
Ο Λίβιος Σεβήρος (Latin: Flavius Libius Severus Serpentius Augustus, 420 – 15 Αυγούστου 465) ήταν αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Νοέμβριο του 461 μέχρι τον θάνατό του το 465. Ρωμαίος συγκλητικός, ευσεβής και θρησκευόμενος. Την εποχή εκείνη ο πανίσχυρος βασιλιάς των Βανδάλων Γιζέριχος είχε αιχμάλωτες την σύζυγο και τις κόρες του πρώην αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ, Λικινία Ευδοξία, Πλακιδία και Ευδοκία. Από αυτές η Ευδοκία είχε παντρευτεί τον Χουνέριχο, γιο του Γιζέριχου, και η Πλακιδία είχε παντρευτεί τον Ολύβριο, τον οποίο ο Γιζέριχος προόριζε για το θρόνο του δυτικού κράτους. Για το σκοπό αυτό εξαπέλυσε επιδρομές στις ακτές της Ιταλίας και της Σικελίας. Όμως ο Γερμανός στρατηγός Ρικίμερος αγνόησε την πίεση του Γιζέριχου και αναγόρευσε το 461 αυτοκράτορα τον Λίβιο Σεβήρο, για να κολακεύσει και την ιταλική αριστοκρατία, στην οποία ανήκε ο Σεβήρος.
Την εποχή εκείνη η Βρετανία είχε εγκαταλειφθεί, η Αφρική είχε καταληφθεί από τους Βανδάλους και η Ισπανία κατεχόταν από τους Βησιγότθους, ενώ και οι διοικητές της Γαλατίας και Ιλλυρίας (Αιγίδιος και Μαρκελλίνος) ήταν ημι-αυτόνομοι και δεν αναγνώριζαν την εκλογή του Σεβήρου, καθώς μάλιστα η Ιλλυρία όλο και περισσότερο βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Κωνσταντινούπολης. Για την εξουδετέρωση του Αιγίδιου στη Γαλατία και του υποστηρικτή του βασιλιά των Φράγκων Χιλδερίχου Α, ζητήθηκε η συνδρομή των Βησιγότθων, οι οποίοι, σε αντάλλαγμα το 462 πήραν την πόλη της Ναρβόννης, αποκτώντας πρόσβαση στη Μεσόγειο. Στο μεταξύ οι Βάνδαλοι συνέχιζαν τις επιδρομές τους, καταστρέφοντας την ιταλική οικονομία και αρνούμενοι τις προτάσεις ειρήνευσης που τους έγιναν.
Ο Λίβιος Σεβήρος πέθανε, όπως φαίνεται από φυσικά αίτια, έχοντας βασιλεύσει 4 χρόνια υπό την αυστηρή καθοδήγηση του Ρικίμερου, που διατήρησε ο ίδιος άτυπα την εξουσία στο διάστημα 465-467, μέχρι να ανεβάσει στο θρόνο τον Ανθέμιο.
Ο Ανθέμιος (Anthemius) ήταν αυτοκράτορας της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην περίοδο της παρακμής της, από το 467 μέχρι το 472. Διαδέχθηκε τον Λίβιο Σεβήρο, ενώ μετά τη δολοφονία του, τον διαδέχθηκε ο Ολύβριος και μετά ο Γλυκέριος. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με τη βοήθεια του Ρωμαίου στρατηγού με γερμανική καταγωγή Ρικίμερου (ηγέτη των Σουηβών) και την υποστήριξη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Α´
Ο Ανθέμιος είχε ισχυρή οικογενειακή παρακαταθήκη όντας απόγονος του αρχαίου ρωμαϊκού γένους των Προκόπιων, εγγονός του σημαντικού βυζαντινού αξιωματούχου Ανθέμιου και γαμπρός του αυτοκράτορα Μαρκιανού. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περίπου το 420. Πήγε στην Αλεξάνδρεια για να σπουδάσει στο σχολείο του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Πρόκλου. Ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν ο Μαρκελίνος (κυβερνήτης της Ιλλυρίας), ο Φλάβιος Ιλλούστριος (νεοπλατωνικός φιλόσοφος) και ο Παμπρέπιος, φιλόσοφος ποιητής και ψευδομάντης.
Η στέψη του ήταν αποτέλεσμα ενεργειών του Ρικίμερου ο οποίος είχε αποκτήσει εκ των πραγμάτων την εξουσία να τοποθετεί και να καθαιρεί στην ουσία εγκάθετους υποτακτικούς του αυτοκράτορες. Επιπροσθέτως ο Ανθέμιος για να αποκτήσει εύνοια στη βασιλεία του, πάντρεψε την κόρη του Αλυπία με τον Ρικίμερο με λαμπρές τελετές και γιορτές στη Ρώμη, με συμμετοχή από όλες τις κοινωνικές τάξεις και με υπονοούμενα από συγγραφείς της εποχής ότι η νύφη δεν επιθυμούσε ιδιαίτερα το γάμο με έναν βάρβαρο. Η βασιλεία του Ανθέμιου χαρακτηρίστηκε από καλές διπλωματικές σχέσεις με την ανατολική αυτοκρατορία. Ως αποτέλεσμα είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της δύσης που καταγράφεται από το δίκαιο της ανατολής. Συμμετείχε, σε συνεργασία με το ανατολικό κράτος, σε δύο τουλάχιστον εκστρατείες κατά των Βανδάλων, που παρέμεναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την αυτοκρατορία, στη βόρεια Αφρική. Το αποτέλεσμα της δεύτερης εκστρατείας, το 468, υπό την ηγεσία του Βασιλίσκου, αδελφού της αυτοκράτειρας Βερίνης και μετέπειτα βραχύβιου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ήταν ολέθριο για τους Ρωμαίους, με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό (αφού καταστράφηκε ο μισός ρωμαϊκός στόλος).
Όσο ο Ανθέμιος δεν κινούνταν ενάντια στον τοποτηρητή του Ρικίμερο, διατηρούσε την έστω περιορισμένη και παρηκμασμένη εξουσία του. Η σύγκρουσή του με τον Ρικίμερο, δρομολόγησε το τέλος του, όταν ο Γερμανός στρατηγός απέστειλε άμεσα στρατό για να τον εκθρονίσει. Ο Ανθέμιος προσπάθησε να δραπετεύσει και κρύφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (σύμφωνα με άλλες πηγές στη Σάντα Μαρία στο Τραστεβέρε), αλλά συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε είτε από τον Gundobad ή από τον ίδιο τον Ρικίμερο στις 11 Ιουλίου του 472.
Ο Ολύβριος ( Anicius Olybrius) ήταν βραχύβιος αυτοκράτορας της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για λίγους μήνες το 472. Ο Ολύβριος γεννήθηκε στη Ρώμη και ανήκε σε παλιά και ισχυρή οικογένεια. Είχε θείο τον βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχο. Νυμφεύτηκε την Πλακιδία, η οποία ήταν κόρη του Βαλεντινιανού Γ´ και της Λικινίας Ευδοξίας κόρης του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β´ και της Αθηναΐδας-Ευδοκίας. Διαδέχθηκε τον Ανθέμιο, αφού ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον Ρωμαίο στρατηγό με γερμανική καταγωγή Ρικίμερο, και λειτούργησε περισσότερο ως ανδρείκελό του, και έτσι δεν είχε την αναγνώριση από τον αυτοκράτορα της ανατολικής Αυτοκρατορίας Λέοντα Α΄.
Η βασίλεια του Ολύβριου ήταν σύντομη και χωρίς σημαντικά γεγονότα. Στις 9 ή 19 Αυγούστου πέθανε ο προστάτης του Ρικίμερος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Γουνδοβάδος (Gundobad), ο οποίος περιγράφεται ως ευσεβής άνθρωπος που απεικονιζόταν στα νομίσματα της εποχής χωρίς πηδάλιο και δόρυ, συνηθισμένα σύμβολα στα νομίσματα των προκατόχων του, γεγονός που δείχνει το μικρό του ενδιαφέρον για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ο Ολύβριος πέθανε από φυσικά αίτια (οίδημα) το 472. Μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε ο Γλυκέριος.
Ο Γλυκέριος (Flavius Glycerius) ήταν αυτοκράτορας της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 473 μέχρι το 474. Διαδέχθηκε τον Ολύβριο, όταν ο τελευταίος πέθανε από φυσικά αίτια, αλλά δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως νόμιμος διάδοχος, από τον αυτοκράτορα της ανατολικής Αυτοκρατορίας Λέοντα Α΄.
Με την ανάρρηση του στο θρόνο απαγόρευσε τη συναλλαγή στα εκκλησιαστικά αξιώματα, πρακτική που είχε κλονίσει την αξιοπιστία της εκκλησίας εκείνη την εποχή. Δέχθηκε επίθεση από τους Οστρογότθους τους οποίους απώθησε προσφέροντας τους δώρα και με αυτό τον τρόπο στρέφοντας τους σε φραγκικές περιοχές. Κατόπιν συνελήφθη από τον Ιούλιο Νέπωτα, τον οποίο είχε στείλει ο Λέων Α΄. Παραιτήθηκε από τον θρόνου και αντάλλαξε τη βασίλεια του με μία επισκοπή στη Δαλματία. Αντικαταστάθηκε από τον Ιούλιο Νέπωτα.
Ο Ιούλιος Νέπως (Flavius Julius Nepos) ήταν αυτοκράτορας της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 474 έως το 475. Διαδέχθηκε τον Γλυκέριο και η καταγωγή του ήταν από τη Δαλματία. Είχε ισχυρή υποστήριξη του βυζαντινού αυτοκράτορα Ζήνωνα τον Ίσαυρο, με σκοπό να εκθρονίσει τον Γλυκέριο, πράγμα που κατάφερε, στα πλαίσια της οριστικής παρακμής και κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια σταθεροποίησης της παραπαίουσας βασιλείας του, σύναψε ειρήνη με τους Γότθους παραχωρώντας τους την περιοχή της Ωβέρνης. Το 475 νικήθηκε από τον καταγόμενο από την Παννονία Φλάβιο Ορέστη και εγκατέλειψε την Ιταλία καταφεύγοντας στη Δαλματία. Εκεί συνέχισε να κατέχει τυπικά τον τίτλο του αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος με την υποστήριξη του Ζήνωνα μέχρι το 480, όταν και δολοφονήθηκε από τους στρατιώτες του. Ο Φλάβιος Ορέστη ενθρόνισε ως αυτοκράτορα τον γιο του Ρωμύλο Αυγουστύλο, ο οποίος δεν είχε την υποστήριξη του Ζήνωνα και ως εκ τούτου ούτε την τυπική εξουσία.
Ο Ρωμύλος Αυγουστύλος (Flavius Romulus Augustus, 461 – μετά το 511) θεωρείται ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (31 Οκτωβρίου 475 - 4 Σεπτεμβρίου 476), γιατί μετά την καθαίρεσή του από τον Τεύτονα / Γερμανό στρατηγό Οδόακρο δεν ορίστηκε κανένας νέος αυτοκράτορας. Παρότι είναι ευρύτερα γνωστός με το ειρωνικό ψευδώνυμο «Ρωμύλος Αυγουστύλος» (που σημαίνει «Μικρός Αύγουστος», αφού η λατινική κατάληξη -ulus είναι υποκοριστική), βασίλευσε επίσημα ως «Ρωμύλος Αύγουστος».
Λίγες ιστορικές πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του Ρωμύλου. Τον ανέβασε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο πατέρας του Ορέστης, που είχε το αξίωμα του magister militum («κύριος των στρατιωτών») του ρωμαϊκού στρατού, αφού προηγουμένως εκθρόνισε τον προηγούμενο αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα. Ο Ρωμύλος, που ήταν τότε 14 ετών, κυβερνούσε για λογαριασμό του πατέρα του. Μετά από δέκα μήνες στον θρόνο, ο Ρωμύλος καθαιρέθηκε από τον αρχηγό των γερμανικών φύλων Οδόακρο και στάλθηκε να ζήσει στο Castellum Lucullanum, στη Μεγαρίδα του Κόλπου της Νάπολης, το σημερινό Καστέλο ντ' Όβο. Η μετέπειτα ζωή του Ρωμύλου παραμένει άγνωστη. Η εκθρόνισή του από τον Οδόακρο παραδοσιακά θεωρείται πως σηματοδότησε το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την «πτώση της Αρχαίας Ρώμης» και την έναρξη του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Οδόακρος (Φλάβιος Οδόακρος, 433 - 15 Μαρτίου 493) ήταν ο πρώτος μη-Ρωμαίος βασιλιάς της Ιταλίας τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. Ήταν γιος ενός Σκίρου (καταγόμενου από τευτονική/γερμανική φυλή) φύλαρχου που ονομαζόταν Εδήκος, υποτελή των Ούννων στα χρόνια του Αττίλα, Το 470, ο Οδόακρος διορίστηκε ηγέτης των Φοιδεράτων (ομόσπονδων στρατιωτικών). Την εποχή εκείνη υπήρχαν τουλάχιστον 30.000 φοιδεράτοι με τις οικογένειές τους, που είχαν ζήσει στην Ιταλική χερσόνησο για πολλά χρόνια. Παρόλα αυτά, τους είχε παραχωρηθεί γη σε άγονες περιοχές γύρω από τα Απέννινα Όρη. Όταν ο Φλάβιος Ορέστης διορίστηκε στρατηγός και πατρίκιος από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα το 475, ο Οδόακρος έγινε αρχηγός των γερμανικών (Σκίριων και Έρουλων) φοιδεράτων της Ιταλίας. Για να κερδίσει την υποστήριξή τους για την ανατροπή της αυτοκρατορίας, ο Ορέστης τους πρότεινε το ένα τρίτο της χερσονήσου υπό τον όρο να τον βοηθήσουν στην επικείμενη ανταρσία. Οι φοιδεράτοι αποδέχθηκαν τη συμφωνία και ηγήθηκαν της επανάστασης όπως αυτή είχε σχεδιαστεί. Στις 28 Αυγούστου του 475 νίκησαν τον Ιούλιο Νέπωτα, ο οποίος διέφυγε στη Δαλματία. Ο Ορέστης τότε προώθησε τον γιό του Ρωμύλο στη θέση του αυτοκράτορα, με τον επίσημο τίτλο Ρωμύλος Αύγουστος. Κατόπιν αυτού, ο Ορέστης αισθάνθηκε ασφαλής και επιχείρησε να καταπατήσει τη συμφωνία του με τους φοιδεράτους. Οι τελευταίοι αντέδρασαν υπό την ηγεσία του Οδόακρου και αφού νίκησαν τον Ορέστη, τον φυλάκισαν και τελικά τον εκτέλεσαν. Τόσο οι Έρουλοι όσο και οι Σκίριοι μαζί με μεγάλο τμήμα του ρωμαϊκού στρατού ανακήρυξαν αμέσως τον Οδόακρο βασιλιά της Ιταλίας (rex Italiae). Τελικά, το 476 ο Οδόακρος προχώρησε προς τη Ραβέννα και κατέλαβε την πόλη αναγκάζοντας το Ρωμύλο να διαφύγει (σώος κι αβλαβής) στις 4 Σεπτεμβρίου του 476.
Ο Οδόακρος απαρνήθηκε τον τίτλο του αυτοκράτορα που ήταν ούτως ή άλλως χωρίς ουσία και έτσι απέφυγε μια πιθανή σύρραξη με την Κωνσταντινούπολη. Έστειλε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Ζήνωνα και αυτοανακηρύχθηκε πατρίκιος της δυτικής αυτοκρατορίας, που αποτελούνταν πια μόνο από την Ιταλία, τη Δαλματία και έναν μικρό θύλακα της κεντρικής Γαλατίας. Ο νόμιμος δυτικός αυτοκράτορας Ιούλιος Νέπως διοίκησε ατύπως από τη Δαλματία ως το θάνατό του το 480. Ο Οδόακρος αναγνώρισε τον Νέπωτα και έκοψε νομίσματα προς τιμήν του.
Η ανακήρυξη του Οδόακρου σε πρώτο Τεύτονα/Γερμανό βασιλιά της Ιταλίας το 476 σημάδεψε την απαρχή μιας νέας εποχής. Ο ίδιος ήταν αρειανιστής χριστιανός και λέγεται πως ήταν αγράμματος. Μετά τη νίκη του, οι μισθοφόροι φοιδεράτοι και οι οικογένειές τους απέκτησαν εδάφη στη Ιταλία και τους αποδόθηκαν ειδικά φορολογικά προνόμια. Ο Οδόακρος διατήρησε τη ρωμαϊκή διοίκηση, τη Σύγκλητο καθώς και το νομοθετικό και φορολογικό καθεστώς της Ιταλίας, ενώ ο λαός και η Σύγκλητος τον στήριξαν ως βασιλιά με σθένος.
Στα πολεμικά πεδία, ο Οδόακρος συγκέντρωσε γερμανοιταλικό στρατό με τον οποίον νίκησε τους Βάνδαλους στη Σικελία και τελικά κατέκτησε ολόκληρο το νησί το 477. Μετά το θάνατο (ενδεχομένως δολοφονία) του Ιούλιου Νέπωτα το 480, ο ίδιος στρατός προσάρτησε επιτυχώς τη Δαλματία, πράγμα που επέτρεψε στον Οδόακρο να διορίσει το δικό του διοικητικό συμβούλιο και να προχωρήσει στην κοπή των δικών του νομισμάτων. Σύναψε επίσης συμφωνίες με τους Βησιγότθους και τους Φράγκους και συμμάχησε μαζί τους ενάντια στους Βουργουνδούς, τους Αλαμανούς και τους Σάξονες.
Καθώς επέκτεινε το βασίλειό του, η δημοτικότητα του Οδόακρου εντός Ιταλίας εκτινάχθηκε, ενώ η συμφωνία με Βησιγότθους και Φράγκους αύξησε την επιρροή του σημαντικά. Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν να ανησυχούν τον Ζήνωνα, που σταδιακά άρχισε να βλέπει τον Οδόακρο ως αντίπαλο. Το 487 ο Οδόακρος οδήγησε τα στρατεύματά του σε νίκη κατά των Ρούγιων στο Νωρικό, αλλά απέφυγε να προσαρτήσει τα εδάφη αυτά στο βασίλειό του. Οι εναπομείναντες Ρούγιοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο στους Οστρογότθους, ενώ τα πρώην εδάφη τους παρέμειναν ακατοίκητα και εποικίστηκαν από τους Λομβαρδούς το 493. Το 488 ο Ζήνων ξεκίνησε εκστρατεία δυσφήμησης ενάντια στον Οδόακρου, κυρίως με λεκτικές προσβολές, κατηγορώντας τον ότι συνεισέφερε στην ανταρσία του Ιλλού το 484. Ο Ζήνων έπεισε τους υποτελείς του Οστρογότθους ότι ο Οδόακρος ήταν εχθρός τους, που έπρεπε να απομακρυνθεί. Ο Ζήνων υποσχέθηκε στον ηγέτη των Οστρογότθων Θεοδώριχο ολόκληρη την Ιταλία αν νικούσαν τον Οδόακρο. Την ίδια χρονιά, το 488, ο Θεοδώριχος οδήγησε τους Οστρογότθους κατά της Ιταλίας, διασχίζοντας τις Ιούλιες Άλπεις. Με την προδοσία αυτή, οι Βυζαντινοί πέτυχαν μονομιάς δυο στόχους. Πρώτον, απαλλάχθηκαν από τους Οστρογότθους στα Βαλκάνια και δεύτερον εξαφάνισαν από σκηνής τον δραστήριο Οδόακρο.
Ο Θεοδώριχος και οι Οστρογότθοι κατατρόπωσαν τον Οδόακρο διαδοχικά στην Ακουϊληία (488), στη Βερόνα (489) και στον ποταμό Άδδα (490). Την ίδια χρονιά, ο Θεοδώριχος ξεκίνησε την πολιορκία της Ραβέννας. Η πολιορκία κράτησε τρία χρόνια και σημαδεύτηκε από πολλαπλές επιθέσεις και από τις δύο πλευρές. Επειδή καμία πλευρά δεν μπορούσε να κερδίσει ξεκάθαρα, στις 25 Φεβρουαρίου 493, ο επίσκοπος της Ραβέννας, Ιωάννης, διαπραγματεύτηκε μία συμφωνία μεταξύ των δύο μερών σύμφωνα με την οποία ο Οδόακρος και ο Θεοδώριχος θα μοιραζόντουσαν τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Οι δυο τους γιόρταζαν το γεγονός σε ένα συμπόσιο όταν, μετά την πρόποσή του, ο Θεοδώριχος δολοφόνησε τον Οδόακρο με τα ίδια του τα χέρια.
Νέος βασιλιάς της Ιταλίας ανακηρύχθηκε ο Θεοδώριχος, που ήταν και ο ιδρυτής της Οστρογοτθικής Δυναστείας της χερσονήσου. Οι εναπομείναντες φοιδεράτοι του Οδόακρου παρέμειναν στην Ιταλία και συνεργάστηκαν με τους Οστρογότθους. Εξάλλου, πολλοί από τους μισθοφόρους αυτούς όπως και οι πατέρες τους είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Οστρογότθων ήδη από το 454, στη Μάχη της Νεδάβας.
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το νεοπερσικό κράτος δημιουργήθηκε, όταν ανατράπηκε η δυναστεία των Αρσακιδών ύστερα από 471 χρόνια βασιλείας στην Παρθία και την Περσία γενικότερα (247 π.Χ. – 224 μ.Χ.) και βασιλιάς έγινε ο Αρδασίρ Α' (με το εξελληνισμένο όνομα Σισρόης Α) ιδρυτής της Δυναστείας των Σασσανιδών, η οποία κυβέρνησε την Περσία για 427 επιπλέον χρόνια (224-651 μ.Χ.). Οι Σασσανίδες εγκατέλειψαν πλήρως τον φιλελληνισμό των Πάρθων, επιδιώκοντας να επαναφέρουν την Περσία στην αρχαία δόξα της εποχής των Αχαιμενιδών. Η σειρά των Σασσανιδών βασιλιάδων στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων: Σισρόης Α (Ardashir I, 224- 241), Σαπώρης Α (Shapur I, 241–272), Ορμίσδας (Hormizd I, 272–273), Βαράμης Α (Bahram I, 273–276), Βαράμης Β (Bahram II, 276–293), Ναρσής (Narseh, 293–302), Ορμίσδας Β (Hormizd II, 302–310) και Σαπώρης Β (Shapur II, 310–379), για τους οποίους έχει γίνει ήδη λόγος, συνεχίστηκε με τους εξής βασιλείς των Βυζαντινών χρόνων:
α. Σαπώρης Β (309-379, βασ. 325-379)
Ο Σαπώρης Β (Shapur ΙI, με το εξελληνισμένο όνομα Σαπώρης Β) επικαλούμενος και Μέγας, γιος του βασιλιά της Περσίας Ορμίσδα Β' από μία ερωμένη του, ήταν ο 10ος βασιλιάς της δυναστείας των Σασσανιδών της Περσίας (325 - 379). Όταν πέθανε ο πατέρας του, ήταν ακόμα αγέννητος, και οι Πέρσες ευγενείς σκότωσαν, τύφλωσαν και φυλάκισαν αντίστοιχα τους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του, οπότε η διοίκηση της χώρας δόθηκε στην μητέρα του και τους ευγενείς. Όταν ενηλικιώθηκε σε ηλικία 16 ετών ανέλαβε απευθείας τη βασιλεία, και παρά το γεγονός ότι ήταν νόθος αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους, αλλά και σκληρότερους βασιλείς της Περσίας. Ήταν ο μοναδικός που επέβαλε με τη βία τον Ζωροαστρισμό στην Περσία εκτελώντας τους οπαδούς άλλων θρησκειών και ιδιαίτερα τους χριστιανούς την ίδια εποχή που έγινε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επίσημη θρησκεία με τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο. Οι λόγοι για τους οποίους συμπεριφέρθηκε έτσι στους χριστιανούς φαίνονται περισσότερο πολιτικοί, αφού την εποχή που θεωρούσε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως τον μοναδικό μεγάλο κίνδυνο για την χώρα του, η καθιέρωση του χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο του φάνηκε ως μεγάλη πρόκληση.
Την εποχή που ζούσε ακόμα ο Μ.Κωνσταντίνος δεν τόλμησε να επιτεθεί στρατιωτικά στο Βυζάντιο. Με την άνοδο στον θρόνο του γιου του Κωνστάντιου (337 - 361) ξεκίνησε τις επιδρομές στις περιοχές του Τίγρη και του Ευφράτη. Με την άνοδο στον Ρωμαϊκό θρόνο του Ιουλιανού (361 - 363), ο Σαπώρης πρότεινε ειρήνη, αλλά ο φιλόδοξος αυτοκράτορας, όχι μόνο απέρριψε τις προτάσεις, αλλά ξεκίνησε τις προετοιμασίες για εκστρατεία κατά της Περσίας με μεγάλο στρατό που έφτανε τους 65.000 άνδρες. Τελικό αποτέλεσμα ήταν ο πρόωρος θάνατός του, αφού στην πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα, ενώ αρχικά φαινόταν ότι η κατάκτηση της Περσίας θα ήταν εύκολη υπόθεση ένα βέλος τον τραυμάτισε θανάσιμα (363). Ο στρατός του Ιουλιανού ακέφαλος μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο διάδοχος του Ιουλιανού αυτοκράτορας Ιοβιανός (363 - 364) αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη διάρκειας τριάντα ετών πολύ συμφέρουσα για τους Πέρσες παίρνοντας πίσω την Αρμενία και τις παλιές περσικές επαρχίες. Μετά από αυτό το ενδιαφέρον του Σαπώρη στράφηκε στην Αρμενία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία).
Ο Σαπώρη επιτέθηκε στην Αρμενία καταλαμβάνοντας την μισή περίπου χώρα, αλλά χάρη στην σκληρή αντίσταση του στρατηγού Μαμικόνιαν απέτυχε να την καταλάβει ολόκληρη. Συνέλαβε αιχμάλωτο τον βασιλιά Αρσάκη Β', υποτελή των Βυζαντινών, τον φυλάκισε και τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει (370). Στη συνέχεια προσπάθησε να επιβάλλει με τη βία τον Ζωροαστρισμό στην Αρμενία, η οποία είχε δεχτεί τον χριστιανισμό από την εποχή του Τιριδάτη του Μέγα. Ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων Βάλης έσπευσε σε βοήθεια των Αρμενίων εναντίον του Σαπώρη, και κατόρθωσε να τοποθετήσει στον θρόνο της Αρμενίας τον Παπ (370 - 374) γιό του Αρσάκη Β' (370). Ωστόσο ο Βάλης σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τον Παπ για εκκλησιαστικά θέματα λόγω της δηλητηρίασης του Καθολικού (επισκόπου Αρμενίας) Ναρσή από τον Παπ, που ήταν η αιτία για τη δολοφονία του Παπ (374). Ο πόλεμος του Σαπώρη με τον Βάλη φαινόταν στη συνέχεια αναπότρεπτος, αλλά η εισβολή των Βησιγότθων στα Βαλκάνια άλλαξε τα σχέδια του Βάλη. Στη Μάχη της Αδριανούπολης (9/8/378) οι Βυζαντινοί υπέστησαν συντριπτική ήττα, κατά την οποία σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Βάλης. Τον Σαπώρη Β' τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρδασίρ Β.
β. Αρδασίρ Β΄ (βασ. 379-383)
Ο Αρδασίρ Β΄ (Ardashir II, με το εξελληνισμένο όνομα Σισρόης Β) ήταν ο 11ος βασιλιάς της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών, από το 379 ως το 383. Ο μεγάλος αδελφός του Σαπώρης Β τον διόρισε κυβερνήτη της Αδιαβένης και λίγο πριν τον θάνατο του το 379 διάδοχο του θρόνου με αποτέλεσμα πολλοί ιστορικοί να τον θεωρούν γιο του. Ως κυβερνήτης της Αδιαβένης έδειξε μεγάλη σκληρότητα με διωγμούς εναντίον των χριστιανών, αλλά ως βασιλιάς έδειξε αντίθετο χαρακτήρα, ήταν ευγενής και φιλάνθρωπος γι’ αυτό οι Άραβες του έδωσαν το προσωνύμιο «ενάρετος». Συμμετείχε στις μάχες του Σαπώρη Β΄ εναντίον του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού, και ως βασιλιάς παράγγειλε την κατασκευή γιγαντιαίου πέτρινου ανάγλυφου με παράσταση του ίδιου του βασιλιά μαζί με τον Αχούρα Μάσδα και τον Μίθρα. Τον Αρδασίρ Β΄ θα διαδεχτεί ο γιος του Σαπώρης Γ΄
γ. Σαπώρης Γ΄ (βασ. 383-388)
Ο Σαπώρης Γ’ (Shapur III) ήταν ο 12ος βασιλιάς της Περσίας μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών, μεταξύ 383 και 388, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Αρδασίρ Β’. Η αδελφή του παντρεύτηκε τον βασιλιά της Αρμενίας Χοσρόη Δ’. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Περσών και των Αρμενίων οι οποίες ξεκίνησαν την εποχή του πατέρα του Αρδασίρ Β’ είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή ειρηνικής συνθήκης αμοιβαίας φιλίας το 384 μεταξύ του ίδιου του Σαπώρη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα Θεοδόσιου. Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ της Ρώμης και της Περσίας διατηρήθηκαν τα επόμενα 36 χρόνια. Η Αρμενία μοιράστηκε σύμφωνα με την συνθήκη αυτή στα δύο μεταξύ των Ρωμαίων και των Περσών, το μικρότερο δυτικό τμήμα δόθηκε στο Βυζάντιο υπό την διοίκηση του υποτελή βασιλιά Αρσάκη Β’ γιου του Παπ. Το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Αρμενίας δόθηκε στην Περσία, ο Σαπώρης Γ’ τοποθέτησε υποτελή βασιλιά έναν χριστιανό τον Χοσρόη Δ’. Ο Σαπώρης Γ’ σύμφωνα με μια φήμη πέθανε όταν καταπλακώθηκε από την σκηνή του κατά την διάρκεια μιας ισχυρής καταιγίδας, σύμφωνα με άλλες φήμες δολοφονήθηκε από συνωμοσία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαράμης Δ'.
δ. Βαράμης Δ΄ (βασ. 388-399)
Ο Βαράμης Δ΄ (Bahram IV) ήταν ο 13ος βασιλιάς της Περσίας μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών μεταξύ 388 και 399, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Σαπώρη Γ’, που τον είχε τοποθετήσει κυβερνήτη του Κερμάν. Η Αρμενία είχε τότε διαιρεθεί σε δύο τμήματα: Το μικρότερο τμήμα της, το δυτικό, βρισκόταν υπό την διοίκηση του Βυζαντίου, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της, το Ανατολικό, υπό την διοίκηση των Περσών. Οι Αρμένιοι του Βυζαντίου, μετά την διαίρεση του κράτους τους, άρχισαν να μεταναστεύουν κατά μεγάλα κύματα στο ανατολικό κράτος επειδή αισθάνονταν μεγαλύτερη ασφάλεια με τους Πέρσες. Ύστερα από εκκλήσεις των Αρμένιων ευγενών να τοποθετήσει υποτελή βασιλιά ένα δικό τους άνθρωπο από την δυναστεία των Αρσακιδών ο Σαπώρης τοποθέτησε τον Χοσρόη Δ’ γιο του βασιλιά Βαρασδάτη. Το 389 έναν χρόνο μετά την άνοδο του Βαράμη Δ στον θρόνο, ο Χοσρόης Δ’ καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε από τον Πέρση βασιλιά, επειδή κρίθηκε ύποπτος για μυστικές συνεννοήσεις με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Θεοδόσιο, και στην θέση του τοποθετήθηκε ο αδελφός του Βραχμσαπώρ. Ο Χοσρόης Δ’ κάλεσε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου για βοήθεια εναντίον του Βαράμη, αλλά ο Θεοδόσιος αρνήθηκε να παραβιάσει την ειρηνική συνθήκη, που είχε συνάψει το 384 με τον βασιλιά των Περσών Σαπώρη Γ πατέρα του Βαράμη Δ. Ο Βαράμης στο τέλος της βασιλείας του έγινε βίαιος και αυταρχικός, η συμπεριφορά του έγινε αφόρητη, παραμέλησε τα καθήκοντα του και το αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθεί από τον στρατό του.
ε. Ισδιγέρδης Α΄ (βασ. 399-421)
Ο Ισδιγέρδης Α΄ (Yazdegerd I) ήταν ο 13ος βασιλιάς της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών μεταξύ 399 και 421. Ήταν γιος και διάδοχος πιθανότατα του βασιλιά της Περσίας Βαράμη Δ', ενώ σύμφωνα με μερικούς ήταν ο μικρότερος γιος του βασιλιά Σαπώρη Γ'. Διαδέχθηκε τον Βαράμη μετά τη δολοφονία του (399) και κυβέρνησε 21 χρόνια. Κράτησε σταθερές αποστάσεις ανάμεσα στον χριστιανισμό και τον Ζωροαστρισμό, δεν καταδίωξε ποτέ τους χριστιανούς για τη θρησκεία τους παρά μόνο για πολιτικούς λόγους. Την εποχή που ανέλαβε, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν υπερβολικά εξασθενημένη τόσο στο δυτικό τμήμα της όσο και στο ανατολικό Βυζαντινό, που ταράσσονταν από επαναστάσεις, αλλά ο Ισδιγέρδης αρνήθηκε να εισβάλει και να κατακτήσει τις περιοχές, αν και όπως φαίνεται η δουλειά του θα ήταν πολύ εύκολη, γι’ αυτό του έδωσαν το επίθετο «ήσυχος». Στάθηκε πιστός στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αρκάδιο (395 - 409), ο οποίος, γι’ αυτό, του ανέθεσε την φροντίδα ανατροφής του ανήλικου διαδόχου του Θεοδοσίου Β. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος είχε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον Ισδιγέρδη ώστε τον προτίμησε ακόμα και από τον μικρότερο αδελφό του Ονώριο. Ο Ισδιγέρδης έστειλε τον ευνούχο Αντίοχο ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε από την Πουλχερία, μεγαλύτερη αδελφή του μικρού Θεοδόσιου αλλά ο Πέρσης βασιλιάς εξακολούθησε να βοηθάει με όλα τα μέσα τον νεαρό αυτοκράτορα. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν τόσο φιλικός με τους Χριστιανούς, ώστε κατηγορήθηκε από τους Ζωροάστρες ότι έγινε και ο ίδιος χριστιανός. Είχε προσωπικά φιλικές σχέσεις με δύο χριστιανούς επισκόπους, τον Μαρούθα επίσκοπο της Μεσοποταμίας, και τον Άβδα επίσκοπο της Κτησιφώντας. Η μισαλλοδοξία του επισκόπου Άβδα τον οδήγησε να κάψει τον Ζωροαστρικό ναό της φωτιάς στην Κτησιφώντα (420), και αρνήθηκε να τον αποκαταστήσει. Οι Ζωροάστρες ιερείς εξοργίστηκαν με αποτέλεσμα ο Ισδιγέρδης να υποχρεωθεί να επιτρέψει τους διωγμούς των χριστιανών από τους Ζωροάστρες ιερείς. Την επόμενη πενταετία ακολούθησαν σκληροί διωγμοί των χριστιανών, κατά τους οποίους χιλιάδες χριστιανοί σφαγιάστηκαν από Ζωροάστρες.
Στο θέμα της Αρμενίας, μετά τον θάνατο του υποτελή βασιλιά Βραχμσαπώρ (417), ο γιος και διάδοχος του Αρταξέρξης ήταν πολύ μικρός μόλις 12 ετών, γι’ αυτό ο Ισδιγέρδης επέτρεψε στον αδελφό του Βραχμσαπώρ Χοσρόη Δ' να επιστρέψει στον θρόνο της Αρμενίας ύστερα από 28 χρόνια αιχμαλωσίας. Ο Χοσρόης Δ' πέθανε την επόμενη χρονιά και έτσι ο Ισδιγέρδης έστειλε τον ίδιο τον γιό του, Χοσρόη, ως βασιλιά της Αρμενίας. Ο Χοσρόης προσπάθησε να μεταστρέψει τους Αρμένιους στον Ζωροαστρισμό χωρίς αποτέλεσμα. Την επόμενη χρονιά (419) ο Ισδιγέρδης επλήγη από θανατηφόρα ασθένεια, ο Χοσρόης επέστρεψε στην Κτησιφώντα για να διεκδικήσει την διαδοχή στον θρόνο του πατέρα του και ακολούθησαν σκληρές εμφύλιες συγκρούσεις. Τελικά διάδοχος ήταν ο άλλος του γιος Βαράμης Ε΄.
στ. Βαράμης Ε΄ (βασ. 421-438)
Ο Βαράμης Ε΄ (Bahram V) ήταν ο 14ος βασιλιάς της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών, στα χρόνια 421 - 438, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Ισδιγέρδη Α'. Κέρδισε την μάχη της διαδοχής και άρχισε σκληρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών, πράγμα που τον έφερε σε σύγκρουση με το ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος. Οι πόλεμοι έληξαν (422) χωρίς κανένα αποτέλεσμα και για τους δύο. Το πρόβλημα της έλλειψης βασιλιά στην Αρμενία ήταν έντονο, ο ίδιος ο Βαράμης είχε τη γνώμη ότι θα έπρεπε το στέμμα να δοθεί στην τοπική δυναστεία των Αρσακιδών, γι’ αυτό έστεψε βασιλιά τον νεαρό Αρταξέρξη Δ' (422) γιο του Βραχμσαπώρ. Οι ευγενείς της Αρμενίας έντονα δυσαρεστημένοι με την ανικανότητα του, κάλεσαν τον ίδιο τον Βαράμη να ενσωματώσει την Αρμενία στην Περσική αυτοκρατορία. Ο Βαράμης Ε΄ ανταποκρίθηκε θετικά (428) παρά την έντονη αντίδραση του χριστιανού Καθολικού επισκόπου της Αρμενίας Ισαάκ, ο οποίος δεν ήθελε η χώρα του να βρίσκεται υπό την διοίκηση αλλόθρησκων βλέποντας μπροστά του τον μεγάλο κίνδυνο για την χριστιανική θρησκεία της Αρμενίας. Ένα μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε κατά την δεύτερη δεκαετία της βασιλείας του Βαράμη Ε' ήταν η επίθεση των Εφθαλιτών Ούννων από τον βορρά. Προσποιήθηκε ότι συνθηκολόγησε αλλά σε λίγο τους έπιασε απροετοίμαστους και τους έσφαξε όλους. Η συντριβή των Ούννων ήταν η αιτία να υμνηθεί ο Βαράμης Ε σε πολλά λογοτεχνικά Περσικά κείμενα της εποχής του ως ήρωας πολλών ηρωικών πράξεων. Ο ίδιος ο Βαράμης ήταν λάτρης της Περσικής λογοτεχνίας και ποίησης. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ισδιγέρδης Β΄.
στ. Ισδιγέρδης Β΄ (βασ. 438-457)
Ο Ισδιγέρδης Β΄ (Yazdegerd II) ήταν ο 15ος βασιλιάς της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών μεταξύ 438 και 457, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Βαράμη Ε΄. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο μετακίνησε την πρωτεύουσα του στο Χουρασάν για να αντιμετωπίσει τους Ούννους. Αυτό τον βοήθησε να κερδίσει τον έλεγχο στη Βακτρία και τα ανατολικά εδάφη του, κτίζοντας πολλές νέες οχυρώσεις. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Β' (408 - 450) αναζητούσε επίμονα να τον συναντήσει, τελικά στην συνάντηση που έγινε μεταξύ τους συμφωνήθηκε να μην κτίσουν νέες οχυρώσεις στις συνοριακές περιοχές. Στην συνέχεια μετά από πολλές μάχες ως το 450 νίκησε και έδιωξε τους Κιδαρίτες. Ύστερα από υποψίες για προδοσία στο στράτευμα από τους χριστιανούς άρχισε πολλές καταδιώξεις κατά των θρησκευτικών μειονοτήτων ιδιαίτερα των χριστιανών ενώ ήταν πιο ελαστικός στους Ιουδαίους. Στη Μάχη του Βαρτανάντζ (451) κατέπνιξε εξέγερση χριστιανών Αρμενίων υπό τον περίφημο στρατηγό Βάρδα Μαμικονιάν άγιο και εθνικό ήρωα των Αρμενίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όλοι οι ικανοί Αρμένιοι στρατιωτικοί να καταφύγουν στον Βυζαντινό στρατό. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Ισδιγέρδης Β' ασχολήθηκε πάλι με τους Κεδαρίτες. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ορμίσδας Γ' ο οποίος ανατράπηκε την ίδια χρονιά από τον άλλο γιο του Περόζη Α.
ζ. Περόζης Α΄ (βασ. 457-484)
Ο Περόζης Α΄ (Peroz I) ήταν ο 17ος βασιλιάς της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών, μεταξύ 457 και 484, μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Περσίας Ισδιγέρδη Β'. Όταν πέθανε ο πατέρας του το 457, σφετερίστηκε τον θρόνο, ο μικρότερος αδελφός του Ορμίσδας Γ. Ο Περόζης τον ανέτρεψε την ίδια χρονιά με την βοήθεια των Εφθαλίτών Ούννων. Οπαδός του Νεστοριανισμού, αποδείχτηκε ικανός βασιλιάς και πήρε το προσωνύμιο «ισχυρός». Ο εμφύλιος πόλεμος με τον αδελφό του είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση του βασιλείου. Μια επαρχία, η Ιβηρική Αλβανία, μετά από εξέγερση ανεξαρτητοποιήθηκε, αλλά ο Περόζης κατέπνιξε την εξέγερση (457) και στην συνέχεια χάλασαν οι σχέσεις του με τους Εφθαλίτες Ούννους. Την περίοδο (464 - 471) υπήρχε στην Περσία πείνα, μετά από καταστροφή όλων των καλλιεργειών, που προκάλεσε τον θάνατο μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Ο Περόζης Α´ αντιμετώπισε το δράμα με ψυχραιμία που είχε ως αποτέλεσμα να κατορθώσει μετά το τέλος της καταστρεπτικής επταετίας ταχεία ανάπτυξη. Στη συνέχεια με αφορμή μια προσβολή, κήρυξε τον πόλεμο στους πρώην συμμάχους του Εφθαλίτες, αλλά τελικά ηττήθηκε και αναγκάστηκε να δώσει όμηρο τον γιό και διάδοχο του Καβάδη Α' που απελευθερώθηκε, όταν κατέβαλε τα λίτρα. Στη συνέχεια αντιμετώπισε συνεχείς επαναστάσεις. Η Καυκάσια Ιβηρία και η Αρμενία κήρυξαν και οι δύο την ανεξαρτησία τους, αλλά ο Περόζης κατέπνιξε τις επαναστάσεις με επιτυχία. Στο τέλος της ζωής του αποφάσισε να αντιμετωπίσει οριστικά το πρόβλημα των Εφθαλιτών. Συγκεντρώνοντας στρατό 50.000 - 100.000 ανδρών, επιτέθηκε στους Εφθαλίτες Ούννους απορρίπτοντας όλες τις προτάσεις ειρήνης του αρχηγού τους Χουσού – Νεβάζ, αλλά στη Μάχη του Χεράτ (484) υπέστη μεγάλη ήττα, ο ίδιος σκοτώθηκε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Βαλάσης.
η. Βαλάσης (βασ. 484-488)
Ο Βαλάσης (Balash, νεότερη μορφή του ονόματος Βολογάσης [Vologases]) ήταν ο 18ος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Σασσανιδών μεταξύ 484 και 488 αδελφός και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Περόζη Α΄. Αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη με τους Ούννους πληρώνοντας βαριά πολεμική αποζημίωση, στη συνέχεια έκλεισε συνθήκη ειρήνης με τους Αρμένιους με όρους συμφέροντες για την αρμενική χριστιανική εκκλησία. Σύμφωνα με τους όρους ειρήνης με την Αρμενία όλοι οι Ζωροαστρικοί ναοί της φωτιάς στην περιοχή θα έπρεπε να καταστραφούν, οι χριστιανοί της Αρμενίας αποκτούσαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, αφού ο προσηλυτισμός στον Ζωροαστρισμό απαγορεύτηκε. Αντιμετώπισε εξέγερση του ανεψιού του Ζαρέχ, γιου του Περόζη Α΄, αλλά την κατέστειλε με τη βοήθεια των Αρμενίων και τον σκότωσε. Νέα εξέγερση στη συνέχεια με αρχηγό έναν άλλον ανεψιό του τον Καβάδη, επίσης γιό του Περόζη Α' με την βοήθεια των Εφθαλιτών Ούννων, είχε αυτή την φορά μεγαλύτερη επιτυχία αφού πέτυχε να τον ανατρέψει από τον θρόνο, μετά από μάχη με τους Εφθαλίτες Ούννους, στην οποία ο Βαλάσης σκοτώθηκε. Έμεινε στην ιστορία ως μονάρχης γενναιόδωρος στον χριστιανισμό, αφού νομιμοποίησε σε όλη την Περσία τον Νεστοριανισμό.
θ. Καβάδης Α΄ (βασ. 488 – 496 και 498 - 531)
Ο Καβάδης Α' (Kavadh I, 473 - 531) ήταν γιος του βασιλιά Περόζη Α' (457 - 484), 18ος βασιλιάς της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών από το 488 έως το 531. Διαδέχθηκε τον θείο του βασιλιά Βαλάση, ο οποίος ανατράπηκε και τυφλώθηκε από τους ευγενείς. Αμέσως μετά την άνοδο του στον θρόνο υποστήριξε τους οπαδούς του Μαζδάκ, ενός θεωρητικού Πέρση φιλοσόφου της εποχής του που προσπάθησε να δώσει ένα νέο ρεύμα στην θρησκεία του Ζωροαστρισμού. Οι Μαζδακινοί θεωρούνται προπάτορες του κοινοκρατικού κομμουνισμού, αφού δόγμα τους ήταν η ίση διανομή των αγαθών, ώστε οι πλούσιοι να χαρίζουν τα περισσεύματα τους στους άπορους. Το Μαζδακικό δόγμα ασπάστηκε ο ίδιος ο βασιλιάς Καβάδης, αλλά οι ευγενείς αντέδρασαν έντονα τον ανέτρεψαν και τον φυλάκισαν ανεβάζοντας στον Περσικό θρόνο για δύο χρόνια τον αδελφό του Τζαμάσπ (496 - 498). Ο Καβάδης δραπέτευσε καταφεύγοντας στον Αραβικό λαό των Εφθαλιτών από τους οποίους ζήτησε βοήθεια και συνεργασία για την επαναφορά του στον θρόνο.
Με την βοήθεια στρατού 30.000 ανδρών που του παραχώρησαν οι Εφθαλίτες επανήλθε στον Περσικό θρόνο τιμωρώντας τους συνωμότες. Στους Εφθαλίτες έδωσε τον φόρο που τους υποσχέθηκε, και επόμενη κίνηση του ήταν να τιμωρήσει Βυζάντιο, επειδή είχε υποστηρίξει τους συνωμότες που τον ανέτρεψαν. Η έναρξη του πολέμου του Καβάδη με τον αυτοκράτορα Αναστάσιο τον Δίκορο ήταν η αρχή μακροχρόνιων πολέμων μεταξύ Βυζαντινών και Περσών, που διάρκεσαν πάνω από ένα αιώνα καταλήγοντας στην καταστροφή του Περσικού κράτους από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, 130 χρόνια αργότερα όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο δισέγγονος του Καβάδη Χοσρόης Β'. Συμμαχώντας με τους Εφθαλίτες κατέλαβε τη Θεοδοσιούπολη (σημερινό Ερζερούμ στην Αρμενία) το 502 και την Αμίδα στην περιοχή του Τίγρη το 503. Δύο χρόνια αργότερα νίκησε τον Βυζαντινό στρατό αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Αναστάσιο να υπογράψει ειρήνη (505). Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν από τον Καβάδη με την άνοδο του Ιουστίνου Α' (518 - 527) στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου. Ο Ιουστίνος έστειλε εναντίον του τον στρατηγό Βελισάριο, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης Δάρα στα σύνορα της Μεσοποταμίας με την Αρμενία χρησιμοποιώντας την ως στρατηγείο του. Το 527 ο Καβάδης πραγματοποίησε νέα επίθεση στη Λαζική (αρχαία Κολχίδα) και στην Αρμενία με σκοπό να καταλάβει ολόκληρη την Μικρά Ασία για να ανοίξει διαδρόμους στο Αιγαίο και την Μεσόγειο. Το 530 πολιόρκησε τη Δάρα έδρα του στρατηγού Βελισάριου, όπου ηττήθηκε, ενώ την επόμενη χρονιά γνώρισε νέα μεγάλη ήττα από τους Βυζαντινούς του Βελισάριο στην Μάχη του Καλλίνικου (531). Λίγο αργότερα ο ηλικιωμένος Καβάδης πέθανε σε ηλικία 58 ετών ταπεινωμένος από τις ήττες τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, που αμαύρωσαν όλες τις προηγούμενες επιτυχίες του. Ο γιος και διάδοχος του βασιλιάς Χοσρόης Α, που θεωρείται ο σπουδαιότερος Πέρσης βασιλιάς, αναγκάστηκε, όταν ανέβηκε στον θρόνο, να κλείσει την ταπεινωτική για τους Πέρσες "απέραντη ειρήνη".
ι. Χοσρόης Α΄ (βασ. 531 – 579)
Ο Χοσρόης Α΄ (Khosrau I) ήταν ευνοούμενος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Καβάδη Α΄, ο 20ος βασιλιάς της Περσίας μέλος της Δυναστείας των Σασσανιδών, θεωρούμενος κορυφαίος Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας του, ο οποίος βασίλευσε μεταξύ 531 και 579. Ονομάστηκε από τους υπηκόους του «Ανουσιρβάν» δηλαδή «αθάνατη ψυχή» και από τους φιλοσόφους «φιλόσοφος βασιλιάς».
Οι πόλεμοι του Χοσρόη με τους Βυζαντινούς, τους οποίους κληρονόμησε από τον πατέρα του Καβάδη, ήταν πολυάριθμοι σε όλη την διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του. Μετά τη συντριβή του πατέρα του από τον στρατηγό Βελισάριο στην πόλη της Μεσοποταμίας Δάρα (531) την πρώτη χρονιά της βασιλείας του αναγκάστηκε να υπογράψει με τον Ιουστινιανό την «απέραντη ειρήνη» (532). Σύμφωνα με τη συνθήκη οι δύο αντίπαλοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν πίσω τα εδάφη που είχαν καταλάβει στη διάρκεια του πολέμου,· ο Ιουστινιανός ήταν υποχρεωμένος να δίνει φόρο στον Χοσρόη, αλλά κράτησε τη Λαζική (αρχαία Κολχίδα στα εδάφη της σημερινής Γεωργίας).
Η «απέραντος ειρήνη» υπογράφηκε για να ισχύσει μόνιμα, αλλά δεν κράτησε τελικά ούτε μία δεκαετία. Το 540 ο Χοσρόης την παραβίασε εισβάλλοντας στη Συρία και καταστρέφοντας την Αντιόχεια και πολλές άλλες πόλεις. Ο νέος πόλεμος κράτησε μια πενταετία (540 - 545) και έληξε με νέα προσωρινή συνθήκη ειρήνης (545), που κράτησε άλλα τέσσερα χρόνια (545 - 549). Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν το 549 με τον τρίτο μεγάλο πόλεμο μεταξύ των Περσών του Χοσρόη και των Βυζαντινών του Ιουστινιανού, ο οποίος κράτησε 13 χρόνια (549 - 562). Ο Χοσρόης κατέλαβε όλες τις περιοχές μεταξύ Μεσοποταμίας και Ευξείνου Πόντου·και οι νίκες του ήταν σαρωτικές, αναγκάζοντας τον Ιουστινιανό σε μεγάλη ηλικία να υπογράψει νέα ταπεινωτική συμφωνία ειρήνης για 50 χρόνια. Το Βυζάντιο ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει μεγάλο ετήσιο φόρο στους Πέρσες, αλλά εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του την Λαζική.
Τον Ιουστινιανό διαδέχθηκε στον θρόνο ο ανίκανος ανιψιός του Ιουστίνος Β´ (565), γεγονός που έδωσε στον Χοσρόη την ευκαιρία να αρχίσει πάλι τις εχθροπραξίες παραβιάζοντας την 50ετή ειρήνη. Ο Ιουστίνος έστειλε εναντίον τους τον έμπειρο στρατηγό Ιουστινιανό, αλλά οι Πέρσες κατέλαβαν το οχυρό Δάρας στην Μεσοποταμία (572), γεγονός που προκάλεσε στον Ιουστίνο Β΄ νευρική κρίση. Αργότερα ο στρατηγός Ιουστινιανός αφού συνέτριψε τους Πέρσες στην Μάχη της Μελιτηνής (575) πήρε θάρρος θέλοντας να τους κατατροπώσει τελείως και εισέβαλε στα εδάφη του σημερινού Αζερμπαϊτζάν. Εκεί, απροετοίμαστος λόγω του ορεινού εδάφους της περιοχής, με πολλές παγίδες που ήξεραν μόνο οι Πέρσες, υπέστη συντριπτική ήττα το 577. Στο μεταξύ πέθανε ο Ιουστίνος Β΄ και τον διαδέχθηκε στο Βυζαντινό θρόνο ο ικανότατος στρατηγός Τιβέριος Β΄ ο Θραξ (578 - 582). Οι νέοι ικανοί στρατηγοί του Τιβέριου, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Μαυρίκιος, και ο Ηράκλειος,-μετέπειτα έξαρχος της Καρχηδόνας, κατάφεραν σημαντικές νίκες εναντίον των Περσών την τελευταία χρονιά της βασιλείας του Χοσρόη.
Προστάτης των γραμμάτων των τεχνών και των επιστημών, δέχθηκε στην αυτοκρατορία του τους αρχαιοελληνιστές φιλοσόφους που είχε διώξει ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ενώ φρόντισε ο ίδιος προσωπικά για την μετάφραση Ινδικών επιστημονικών κειμένων στην Περσική γλώσσα. Έκτισε πλήθος νέων πόλεων, και δημιούργησε νέους εμπορικούς δρόμους με την Κίνα και τη Δύση, κατασκευάζοντας πολλές νέες γέφυρες και φράγματα. Τον διαδέχθηκε ομαλά ο μεγαλύτερος γιος του Ορμίσδας Δ'.
ια. Ορμίσδας Δ΄ (βασ. 579 – 590)
Ο Ορμίσδας Δ' (Hormizd IV, 540 - 590) ήταν ο 21ος βασιλιάς της αυτοκρατορίας της Σασσανιδών από το 579 έως το 590[1]. Ήταν γιος και διάδοχος του κορυφαίου Σασσανίδη βασιλιά Χοσρόη Α' γνωστού για τους μακροχρόνιους πολέμους του με την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Κληρονόμησε από τον πατέρα του τους πολέμους αυτούς, και τους συνέχισε με ακόμα μεγαλύτερη επιμονή. Είχε απορρίψει τη συνθήκη ειρήνης που σχεδίαζε να υπογράψει ο ηλικιωμένος Χοσρόης Α' πριν τον θάνατο του, αλλά συνάντησε έντονη αντίσταση γνωρίζοντας απανωτές ήττες από τον ικανό βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο. Σε αντίθεση με την αδιαλλαξία του, απέναντι στο Βυζάντιο, στην εσωτερική θρησκευτική του πολιτική στάθηκε αρκετά ανεκτικός με τους οπαδούς των άλλων θρησκειών εκτός του Ζωροαστρισμού, ειδικά με τους χριστιανούς. Το 590 ο ένδοξος Πέρσης στρατηγός Μπαχράμ Τσουμπίν ανέτρεψε τον Ορμίσδα αναλαμβάνοντας ο ίδιος την βασιλική εξουσία ως Βαράμης ΣΤ'. Ο ίδιος ο Ορμίσδας δολοφονήθηκε από τον Μπαχράμ Τσουμπίν, ή, σύμφωνα με άλλες εκδοχές, αργότερα από τον γιο του Χοσρόη, μαζί με τους υπόλοιπους γιους του. Μετά το πραξικόπημα ο μεγαλύτερος γιος και νόμιμος διάδοχος του Περσικού θρόνου Χοσρόης Β' κατέφυγε στον προαιώνιο εχθρό των Περσών στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο ο οποίος τον βοήθησε να αποκατασταθεί στον θρόνο του.
ιβ. Χοσρόης Β΄ (βασ. 590 – 628)
Ο Χοσρόης Β΄ (Khosrau II) ήταν ο 22ος βασιλιάς της Περσίας, ο τελευταίος μεγάλος βασιλιάς από την δυναστεία των Σασσανιδών. Βασίλευσε μεταξύ 590 και 628 και ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Ορμίσδα Δ' και εγγονός του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Α'. Είναι διάσημος για τους σκληρούς θρησκευτικούς πολέμους του με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο. Το 590 δολοφονήθηκε ο πατέρας του ενώ ο ίδιος ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου όταν σφετερίστηκε ο θρόνος του με πραξικόπημα από τον διάσημο στρατηγό Μπαχράμ Τσουμπίν που πήρε το όνομα Βαράμης ΣΤ'. Ο Χοσρόης κατέφυγε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο για να ζητήσει βοήθεια, υποσχόμενος να του δώσει την Αρμενία με τα φρούρια της Δάρας και της Μαρτυρόπολης. Ο Μαυρίκιος του έδωσε 2.000.000 χρυσά νομίσματα και 100.000 ιππείς με επικεφαλής τον αρμένιο στρατηγό Ναρσή, και με αυτά κατόρθωσε να ανατρέψει τον στρατηγό Μπαχράμ Τσουμπίν νικώντας τον στο Αζερμπαϊτζάν το 590, κατορθώνοντας με αυτό τον τρόπο να κερδίσει τον θρόνο του. Αισθανόμενος απέραντη ευγνωμοσύνη στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο του έδωσε ότι του υποσχέθηκε παίρνοντας σύζυγο την αδελφή του Μαρία. Οι σχέσεις του βασιλείου της Περσίας με το Βυζάντιο ήταν άριστες τα πρώτα 12 χρόνια μέχρι την ανατροπή και τον φόνο του Μαυρικίου από τον σφετεριστή αυτοκράτορα τύραννο Φωκά (602 - 610). Στη συνέχεια, με αιτιολογία τον φόνο του ευεργέτη του, κήρυξε τον πόλεμο στο Βυζάντιο κατέλαβε τη Μεσοποταμία, την Αρμενία και την Καππαδοκία, και προχώρησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του Φωκά ακόμα περισσότερο στην Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία. Το 690 έφτασε μέχρι την Χαλκηδόνα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη έτοιμος να καταλάβει την βασιλεύουσα. Οι Βυζαντινοί τρομοκρατημένοι κάλεσαν τον ευγενή Ηράκλειο, καταγόμενο από την Καππαδοκία, γιο του ομώνυμου έξαρχου της Καρχηδόνας Ηρακλείου, μεγάλου στρατηγού του αυτοκράτορα Μαυρικίου. Ο Ηράκλειος ο νεότερος ήταν επικεφαλής του στρατού ο οποίος ανέτρεψε και δολοφόνησε με βασανιστήρια τον τύραννο Φωκά (610). Στη συνέχεια έγινε ο ίδιος αυτοκράτορας (610 - 641) ιδρύοντας την δική του δυναστεία.
Ο Χοσρόης Β' δεν ικανοποιήθηκε ούτε με την ανατροπή του Φωκά και με πρόσχημα πάντοτε την ανατροπή του Μαυρίκιου συνέχισε έντονα τις λεηλασίες. Το 614 ο Πέρσης στρατηγός του Σαρ-Μπαράζ κατέλαβε ολόκληρη την Παλαιστίνη σφάζοντας 90.000 χριστιανούς και παίρνοντας σαν λάφυρο το θρησκευτικό κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού από τον ναό του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Το Βυζάντιο βρέθηκε σε δεινή κατάσταση, ο Ηράκλειος μετά από σκληρή δωδεκάχρονη προετοιμασία, αφού πούλησε πρώτα όλα τα αυτοκρατορικά σκεύη για να αποκτήσει στρατό και δύναμη, ξεκίνησε το 622 εκστρατεία κατά των Περσών και του βασιλιά Χοσρόη Β' για την ανάκτηση των εδαφών του και προπαντός του Τιμίου Σταυρού. Μετά από συνεχείς θριάμβους στους οποίους ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ήταν επικεφαλής του στρατού του οι Βυζαντινοί, υπερβάλλοντας κατά πολύ τις δυνάμεις τους, κατάφεραν να συντρίψουν τον Περσικό στρατό που βρισκόταν υπό τη διοίκηση του Σαρ-Μπαράζ για μια περίπου εξαετία ως το 628. Οι νίκες του Βυζαντινού στρατού είχαν την προσωπική σφραγίδα του ίδιου του αυτοκράτορα Ηράκλειου οδηγώντας τον σε κλονισμό της υγείας του από την έντονη υπερκόπωση. Ο Ηράκλειος αναγκάστηκε δύο φορές να εγκαταλείψει τη μάχη με τους Πέρσες για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να λύσει την πολιορκία της από τους Άβαρους που είχαν έρθει σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Χοσρόη, για να δυσκολέψουν το έργο του Ηρακλείου. Αλλά την τελευταία φορά (626) ο Ηράκλειος δεν έπεσε στην παγίδα. Άφησε την άμυνα της πόλης στον πρωθυπουργό Βώκο και τον πατριάρχη Σέργιο, οι οποίοι απέκρουσαν με μεγάλη επιτυχία τους Αβάρους. Ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας έμεινε στην ανατολή για να αποτελειώσει τον Περσικό στρατό. Στη Νινευί ο Ηράκλειος έδωσε την τελευταία μεγάλη μάχη (627), που κατέληξε σε λαμπρή νίκη του και μπήκε στην πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα παίρνοντας πλούσια λάφυρα μαζί με αυτά και τον Τίμιο Σταυρό που είχε κλαπεί από τα Ιεροσόλυμα. Η αρχαία Περσική αυτοκρατορία είχε πλέον πάρει οριστικά το δρόμο της πτώσης.
Ο Χοσρόης Β' χαρακτηρίστηκε μικρός. Σε αντίθεση με τον σπουδαίο παππού του Χοσρόη Α' ήταν βίαιος, αλαζόνας, είχε 3.000 συζύγους, με τις οποίες ζούσε σε απίστευτη χλιδή, αλλά το τέλος του ήταν εξίσου σκληρό από τον ίδιο τον γιο του. Ο στρατός του είχε συντριβεί από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο, και το κράτος του είχε αποδεκατιστεί. Οι μάχες έληξαν οριστικά το 628 που ο 53χρονος Ηράκλειος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να τελέσει μεγαλοπρεπή τελετή την επόμενη χρονιά, όταν με μεγάλη συνοδεία μετέφερε τον Τίμιο Σταυρό στα Ιεροσόλυμα. Οι Πέρσες εξοργισμένοι από τις ήττες και τις ταλαιπωρίες τον ανέτρεψαν την ίδια χρονιά με συνωμοσία υπό την αρχηγία του ίδιου του μεγαλύτερου γιου του Σιρόη. Ο Σιρόης σε ακραίο βαθμό βίαιος σκότωσε 18 αδελφούς του, γιους του Χοσρόη μπροστά του και στην συνέχεια έσφαξε τον ίδιο τον πατέρα του. Βασιλιάς των Περσών αναγορεύτηκε στην συνέχεια ο Σιρόης ως Καβάδης Β' αλλά πέθανε την ίδια χρονιά (628). Η διαλυμένη Περσία έπεσε αμέσως μετά στην νέα ανερχόμενη δύναμη των μουσουλμάνων Αράβων και έγινε επαρχία τους.
ιγ. Καβάδης Β΄ (βασ. 628)
Ο Καβάδης Β΄ (με αρχικό όνομα Σιρόης) ήταν o 23ος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Σασσανιδών για λίγους μήνες το 628. Ήταν γιος του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Β’ και της Μαρίας, κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρικίου, μεγάλου συμμάχου του Χοσρόη. Η σύζυγος του πατέρα του Σιρίν κατάφερε να πείσει τον βασιλιά Χοσρόη Β’ να κηρύξει διάδοχο του περσικού θρόνου τον δικό της γιο Μαρδανσάχ αντί του Σιρόη, πράγμα που τον έκανε να εξοργιστεί. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος, αφού συνέτριψε το 628 τις Περσικές δυνάμεις στην μάχη της Νινευί, ήταν έτοιμος να καταλάβει την πρωτεύουσα του βασιλείου Κτησιφώντα. Ο Χοσρόης Β’ ήταν έτοιμος να δραπετεύσει από την εξοχική του κατοικία κοντά στην Βαγδάτη όταν ο Σιρόης συνωμότησε εναντίον του έκοψε τις γέφυρες εμποδίζοντας τον πατέρα του να δραπετεύσει, οπότε οι επαναστάτες τον συνέλαβαν αιχμάλωτο. Ο Σιρόης ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περσίας με το όνομα Καβάδης Β’, ενώ την ίδια εποχή ο Βυζαντινός στρατός, με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη με τον Τίμιο Σταυρό. Ο Καβάδης Β’ σκληρός και αδίστακτος σκότωσε τους 18 αδελφούς του μπροστά στον πατέρα του και στην συνέχεια σκότωσε τον ίδιο τον πατέρα του. Πέθανε σε λίγους μήνες την ίδια χρονιά από επιδημία πανώλης, και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αρδασίρ Γ΄.
ιδ. Αρδασίρ Γ΄ (βασ. 628-629)
Ο Αρδασίρ Γ΄ (Ardashir III, με το εξελληνισμένο όνομα Σισρόης Γ) ήταν ο 24ος και ένας από τους τελευταίους Σασσανίδες βασιλείς της Περσίας για λίγους μόνο μήνες από τον Σεπτέμβριο του 628 ως τον Απρίλιο του 629, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Καβάδη Β’ με Βυζαντινή μητέρα, εγγονός του Χοσρόη Β’. Έγινε βασιλιάς της Περσίας μετά τον θάνατο του πατέρα του την ίδια χρονιά που ανέτρεψε τον παππού του σε ηλικία μόλις 7 ετών. Ανατράπηκε και δολοφονήθηκε από τον Πέρση στρατηγό Σαρβαραζά, γνωστό από τις μάχες των Περσών με τους Βυζαντινούς του Ηρακλείου, που σφετερίστηκε τον θρόνο.
ιε. Σαρβαραζάς (βασ. 629)
O Σαρβαραζάς (ή Φαρουχάν) ήταν ο 25ος βασιλιάς της Περσίας από τις 27 Απριλίου 629 έως τον Ιούνιο του 629. Ο Φαρουχάν ήταν ο σπουδαιότερος στρατηγός των Περσών σε όλες τις μάχες του βασιλιά Χοσρόη Β’ εναντίον των Βυζαντινών την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Οι πόλεμοι ανάμεσα στους Σασσανίδες και το Βυζάντιο άρχισαν το 602 μετά την ανατροπή και την εκτέλεση του αυτοκράτορα Μαυρικίου πεθερού και συμμάχου του Χοσρόη Β’ από τον σφετεριστή αυτοκράτορα Φωκά. Τα πρώτα χρόνια οι κατακτήσεις του Φαρούχαν ήταν σαρωτικές, αφού κατέλαβε την Αρμενία, την Καυκάσια Ιβηρία και την Μεσοποταμία, και έφερε το Βυζάντιο σε τραγική θέση, με αποτέλεσμα την ανατροπή και θανάτωση του Φωκά από τον ισχυρότατο στρατηγό Ηράκλειο. Τα πρώτα χρόνια του Ηρακλείου οι μεγάλες νίκες εναντίον των Βυζαντινών συνεχίστηκαν, τους συνέτριψε στην Αντιόχεια το 613, λίγο αργότερα νίκησε και πάλι τον Ηράκλειο και τον αδελφό του Θεόδωρο στην Συρία με πολυάριθμους βυζαντινούς αιχμαλώτους. Το αποκορύφωμα ήταν η κατάκτηση της ιερής πόλης των Ιεροσολύμων από τον Φαρούχαν και η αρπαγή του Τίμιου Σταυρού το 614, αλλά οι κατακτήσεις του συνεχίστηκαν με την κατάληψη της Αιγύπτου το 618.
Ο Ηράκλειος ύστερα από σκληρή δεκαετή προετοιμασία ξεκίνησε το 622 εκστρατεία από την Κωνσταντινούπολη με μεγάλη αποφασιστικότητα εναντίον των Περσών, της οποίας επικεφαλής ήταν ο ίδιος. Στην πρώτη σύγκρουση στην Ισσό μεταξύ του Ηρακλείου και των Περσών το 622 οι Βυζαντινοί βγήκαν νικητές. Ο Ηράκλειος στην συνέχεια αποφάσισε να βαδίσει στην Περσία μέσω Αρμενίας αλλά βρήκε όλους τους δρόμους αποκλεισμένους από τους Πέρσες γι’ αυτό αποφάσισε να τους ξεγελάσει. Προχώρησε βορειότερα προς τον Εύξεινο Πόντο παριστάνοντας ότι οπισθοχωρεί, με ελιγμό στην συνέχεια επέστρεψε βόρεια της Αρμενίας κατευθυνόμενος προς τα Σάταλα όπου έγινε η τελική μάχη. Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν ο Χοσρόης Β’ διέταξε τον Σαρβαραζά να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο στην Καισάρεια αλλά ο Σαρβαραζάς δίσταζε, και προσπάθησε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς με νυχτερινή επίθεση αλλά απέτυχε. Ο Ηράκλειος τελικά με πανέξυπνο σχέδιο, χρησιμοποιώντας δικούς του κατασκόπους στον Περσικό στρατό, κατάφερε να μάθει όλα τα σχέδια του Σαρβαραζά. Επιτέθηκε νύχτα τον Φεβρουάριο του 625 αιφνιδιάζοντας τον Περσικό στρατό στα Σάταλα, η συντριβή των Περσών ήταν ολοκληρωτική, σφαγιάστηκαν σχεδόν όλοι οι Πέρσες στρατιώτες ο ίδιος ο Σαρβαραζάς κατόρθωσε μόνο να δραπετεύσει γυμνός την τελευταία στιγμή. Ο Ηράκλειος ζητούσε συνεχώς από τον Χοσρόη Β’ ειρήνη με επιστροφή του Τιμίου Σταυρού στους Βυζαντινούς, αλλά συναντούσε πάντοτε επίμονα την άρνηση του εγωιστή Πέρση βασιλιά. Ο Ηράκλειος αιφνιδίασε για άλλη μια φορά, όταν, ενώ οι Πέρσες περίμεναν να ανακαταλάβει τις περιοχές της Μικράς Ασίας, ο ίδιος έκανε επίθεση σε εδάφη της ίδιας της Περσίας. Κυρίευσε πολλές Περσικές πόλεις, στην Ταυρίδα της Μηδίας κατέστρεψε τον περίφημο ναό του Ζωροάστρη σαν αντίποινο για την καταστροφή του Ναού του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα.
Τον Ιούνιο του 626 οι Άβαροι δυσαρεστημένοι από τους Βυζαντινούς ξεκίνησαν την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αλλά ο Ηράκλειος αρνήθηκε να επιστρέψει στην Πόλη χωρίς να ολοκληρώσει τις επιτυχίες του με τους Πέρσες. Ο μάγιστρος Βώκος και ο πατριάρχης Σέργιος εμψύχωναν συνεχώς με την εικόνα της Παναγίας τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης συμμετέχοντας ομαδικά στην άμυνα της πόλης. Την ώρα που οι Άβαροι περίμεναν σήμα από τον Σαρβαραζά για συντονισμένη ομαδική επίθεση, ο μάγιστρος Βώκος κατάφερε να τους ξεγελάσει στέλνοντας δικό του ψεύτικο σήμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλος ο στόλος των Αβάρων μαζί με τους Πέρσες που είχαν στην κατοχή τους βυθίστηκε στον Κεράτιο κόλπο, και ο Σαρβαραζάς επέστρεψε απογοητευμένος στην Περσία. Ο Χοσρόης Β’ εξοργισμένος από την νέα μεγάλη αποτυχία έστειλε επιστολή στον Καρδαριγάν ζητώντας του να σκοτώσει τον Σαρβαραζά. Η επιστολή έφτασε στα χέρια των Βυζαντινών, παραδόθηκε στον αυτοκράτορα Ηράκλειο που την έδειξε ο ίδιος στον Σαρβαραζά, και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να κάνει τον σπουδαίο Πέρση στρατηγό σύμμαχο του αποδυναμώνοντας πλήρως τους αντιπάλους του. Η καταδίωξη του Χοσρόη από τον Ηράκλειο συνεχίστηκε στην πρωτεύουσα του Κτησιφώντα, αλλά ο Πέρσης βασιλιάς αρνήθηκε επίμονα μέχρι την τελευταία στιγμή όλες τις προτάσεις του Ηρακλείου για παράδοση και ειρήνη.
Ο πόλεμος έληξε τελικά με την ανατροπή και την θανάτωση του Χοσρόη Β’ από τον γιο του Καβάδη Β’, ο οποίος δέχθηκε αμέσως να κλείσει ειρήνη με τον Ηράκλειο που επέστρεψε με τον Τίμιο Σταυρό στην Κωνσταντινούπολη το 628. Ο Σαρβαραζάς έγινε βασιλιάς της Περσίας στις 27 Απριλίου 630 ανατρέποντας τον νόμιμο ανήλικο βασιλιά Αρταξία Γ’, γιο του Καβάδη Β’ και εγγονό του Χοσρόη Β’. Στον Περσικό θρόνο δεν κατάφερε να μείνει ούτε δύο μήνες, καθώς τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς Πέρσες ευγενείς οπαδοί της νόμιμης δυναστείας των Σασσανιδών τον ανέτρεψαν και τον δολοφόνησαν. Στον Περσικό θρόνο τον Σαρβαραζά διαδέχθηκε η Φουραντόχη, κόρη του Χοσρόη Β’, θεία του Αρταξία Γ’.
ιε. Φουραντόχη (βασ.629 - 630)
Η Φουραντόχη ή Φοράν (Purandokht ή Boran) ήταν 26η στη σειρά των βασιλέων της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών, για έναν ακριβώς χρόνο ανάμεσα στον Ιούνιο του 629 και τον Ιούνιο του 630. Κόρη του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Β’, αδελφή του βασιλιά Καβάδη Β’ και θεία του βασιλιά Αρδασίρ Γ΄ ήταν μια από τις δύο γυναίκες από την δυναστεία των Σασσανιδών που κάθισαν στον Περσικό θρόνο. Τοποθετήθηκε βασίλισσα από τους ευγενείς της Περσίας, φίλους της οικογένειας των Σασσανιδών που σκότωσαν τον προηγούμενο σφετεριστή βασιλιά τον στρατηγό Φαρουχάν, ύστερα από δύο μήνες βασιλείας. Προσπάθησε με όλα τα μέσα να επαναφέρει την αυτοκρατορία των Σασσανιδών στην προηγούμενη ισχύ, ευημερία και σταθερότητα. Μείωσε τους φόρους, έκλεισε ειρήνη με το Βυζάντιο αλλά τελικά πέθανε ύστερα από έναν χρόνο βασιλείας, αφού όλες της οι προσπάθειες απέτυχαν. Την διαδέχτηκε η αδελφή της Αζαρμιντόχη.
ιστ. Αζαρμιντόχη (βασ. 630)
Η Αζαρμιντόχη ήταν 27η στη σειρά των βασιλέων της Περσίας, μέλος της δυναστείας των Σασσανιδών, για λίγους μήνες το 630. Ήταν η δεύτερη και τελευταία από τις γυναίκες της δυναστείας των Σασσανιδών που κάθισαν στον θρόνο της Περσίας. Κόρη του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Β’, διαδέχθηκε την αδελφή της Φουραντόχη. Στην εποχή της συνεχίστηκε η μεγάλη αστάθεια που υπήρχε στην Περσία από την εποχή του πολέμου με τους Βυζαντινούς του Ηρακλείου. Παντρεύτηκε τον στρατηγό Φαρρόκι Ορμίσδα, αλλά τον σκότωσε. Ο γιος του Ροστάμ Φαρροκάζ στην συνέχεια εκδικήθηκε τυφλώνοντας και σκοτώνοντας την βασίλισσα. Ο Ροστάμ Φαρροκάζ διετέλεσε αρχιστράτηγος του Περσικού στρατού την εποχή του Ισδιγέρδη Γ’. Την Αζαρμιντόχη διαδέχθηκε ο ανιψιός της Ορμίσδας Ε’.
ιζ. Ορμίσδας Ε΄ (βασ. 630-632)
Ο Ορμίσδας Ε΄ (Hormizd VI) ήταν ο 28ος και προτελευταίος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Σασσανιδών. Βασίλευσε μεταξύ 630 και 632 και ήταν ένας από τους εγγονούς του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Β΄. Διαδέχθηκε την θεία του Αζαρμιντόχη. Τον ίδιο τον διαδέχθηκε ο ξάδελφος του Ισδιγέρδης Γ’ ο τελευταίος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Σασσανιδών.
ιη. Ισδιγέρδης Γ΄ (βασ. 632-642)
Ο Ισδιγέρδης Γ’ (Yazdegerd III) ήταν ο 29ος και τελευταίος βασιλιάς της Περσίας, μέλος του βασιλικού οίκου των Σασσανιδών από το 632 ως την οριστική κατάληψη της αυτοκρατορίας από τους Άραβες το 642. Γιος του Σασσανίδη πρίγκιπα Σαιριά, ενός από τους γιους του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β’, διαδέχθηκε τον ξάδελφο του Ορμίσδα Ε’, όταν ανέβηκε στον Περσικό θρόνο σε ηλικία μόλις 8 ετών. Η κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες ξεκίνησε από τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του. Ο Ισδιγέρδης Γ’ στόχευε σε συμμαχία εναντίον τους, σε συνεργασία με τον παλιό μεγάλο εχθρό του παππού του, τον Ηράκλειο, αλλά δεν τα κατάφερε, επειδή ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν πλέον γέρος και εξαντλημένος. Το 636 ο Ισδιγέρδης Γ’ διέταξε τον Πέρση στρατηγό Ροστάμ Φαρροκάζ να αναμετρηθεί με τους Άραβες, αλλά εκείνος ηττήθηκε και σκοτώθηκε το 637 στην Μάχη της Καδεσίας. Οι Άραβες στην συνέχεια άρχισαν την πολιορκία της ίδιας της Περσικής πρωτεύουσας Κτησιφώντας, την οποία κατέλαβαν λεηλατώντας αμύθητους θησαυρούς. Ο Ισδιγέρδης Γ’ ως το τέλος της ζωής του δεν εγκατέλειψε ποτέ την μάχη εναντίον των Αράβων ως την οριστική συντριβή των Περσών στην Μάχη του Νιχαβάντ το 642, οπότε ολόκληρη η Περσία έπεσε στα χέρια των Αράβων. Στην συνέχεια κατέφυγε στο Εστακίρ, αν και εκθρονισμένος. και προσπάθησε να οργανώσει την αντεπίθεση του, αλλά η αντίστασή του τελείωσε με την δολοφονία του το 651. Το σώμα του ρίχθηκε στον ποταμό Μαρβ, από όπου ανασύρθηκε από τον χριστιανό επίσκοπο της πόλης, ο οποίος το έθαψε. Ο γιος του Περόζης Γ’ δραπέτευσε στην Κίνα, και, σύμφωνα με μια Σιίτικη παράδοση μια από τις κόρες του, παντρεύτηκε τον Χουσείν ιμπν Αλί.
Οι περισσότεροι από τους γειτονικούς λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που κατοικούσαν στην Βορειοδυτική Ευρώπη ήταν τευτονικοί/γερμανικοί και οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν "βαρβάρους", λέξη που είχαν πρωτο-χρησιμοποιήσει οι Έλληνες, που αποκαλούσαν έτσι όλους τους μη-Έλληνες, από τους ακατανόητους, ήχους των γλωσσών τους, που έμοιαζαν με "βαρ-βαρ". Οι βάρβαροι είχαν συγκροτήσει τις δικές τους κοινωνίες και ήταν καλοί τεχνίτες, αλλά οι Ρωμαίοι, επειδή ο τρόπος ζωής τους διέφερε ριζικά, τους θεωρούσαν αγρίους και απολίτιστους. Σε καιρούς ειρήνης, υπήρχε επαφή και εμπόριο ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους γειτονικούς τους λαούς.
Οι Ευρωπαϊκοί λαοί σχηματίστηκαν από μετακινήσεις πληθυσμιακών ρευμάτων, που μπορούν σε γενικές γραμμές να ενταχθούν σε τρεις ομάδες, τους Πρωτοευρωπαίους (πριν από το 2000 π.Χ.), τους Κέλτες (από το 2000 π.Χ.) και τους Τεύτονες (από το 100 π.Χ.), ως εξής.
α. Πρωτοευρωπαίοι (πριν από το 2500 π.Χ.)
Το Κεντρικό Οροπέδιο ήταν το πρώτο τμήμα της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλίας και Γερμανίας), που σχηματίστηκε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στην διάρκεια της Λιθανθρακοφόρου περιόδου της Παλαιοζωικής Εποχής (περίπου 300 εκατομμύρια χρόνια π.Χ.). Τα όρη του Ιούρα σχηματίστηκαν κατά την Ιουράσια Περίοδο της Μεσοζωικής Εποχής (200 – 146.000.000 π.Χ.) στην οποία έδωσαν το όνομά τους. Σταδιακή άνοδος και της υπόλοιπης στεριάς άρχισε να πραγματοποιείται στα πλαίσια της ορογένεσης των Άλπεων κατά την διάρκεια της Ηώκαινης Περιόδου (από το 65.000.000 μέχρι το 36.000.000 π.Χ.)
Η Γαλλία και η Γερμανία κατοικήθηκαν από τα πρώτα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου της Παλαιολιθικής εποχής ήδη από το 1.000.000 π.Χ. από ανθρώπους που ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Οι περίοδοι της Παλαιολιθικής Εποχής Μουστέρια, Μαγδαλήνια, Ωρινάκια, Λα Σαπέλ και Κρο-Μανιόν ονομάστηκαν έτσι από τις ομώνυμες Γαλλικές περιοχές όπου βρέθηκαν λείψανα προϊστορικών ανθρώπων. Απ’ αυτές η Μουστέρια αντιστοιχεί στην ανάπτυξη του δεύτερου ανθρώπινου είδους τύπου «Νεάντερταλ» από το 220.000 μέχρι το 75.000 π.Χ.),, που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη κοιλάδα κοντά στο Ντΰσελντορφ όπου ανακαλύφθηκαν τα πρώτα σχετικά ανθρωπολογικά ευρήματα, ενώ οι υπόλοιπες έχουν σχέση με την εμφάνιση του τρίτου ανθρώπινου είδους του τύπου «Άνθρωπος Έμφρων» (Homo Sapiens, μετά το 75.000 π.Χ.). Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), χρονολογούνται από την εποχή που έλιωσαν οι τελευταίοι παγετώνες το 10.000 π.Χ.
Οι πρώτοι κάτοικοι των Νεολιθικών οικισμών ήταν Ίβηρες που απλώθηκαν στα σημερινά Γαλλικά εδάφη από την Ισπανία, καθώς και, που κατοικούσαν στην περιοχή περί τη σημερινή πόλη Λυόν, και ανήκαν στην Καυκάσια Φυλή, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης, οι Λίβυοι και οι Πρωτοέλληνες.
β. Κέλτες (2500 – 52 π.Χ.)
Οι πρώτοι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί, της Γερμανικής υποδιαίρεσης, άρχισαν να εισέρχονται στα εδάφη της Γερμανίας περίπου από την έναρξη της εποχής του Χαλκού, το 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τους τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν στην Ινδία, Περσία, Μικρά Ασία, Γερμανία, Ιταλία, Ιλλυρία και Ελλάδα. Οι λαοί αυτοί αργότερα ονομάστηκαν Κέλτες, από το όνομα «Κελτοί» (<κέλης [= ίππος κυνηγετικός {<κελεύω και κέλλω, διότι ο ίππος παροτρύνεται από τον αναβάτη του}] + έχω [>έτης] = άνθρωποι με άλογα) που χρησιμοποίησε πρώτος ο Έλληνας ιστορικός Εκαταίος το 517 π.Χ. και η πολιτιστική εξέλιξή τους ακολούθησε διάφορες φάσεις.
Η πρώτη εξελικτική περίοδος, γνωστή ως Πολιτισμός των Μπήκερ (Beaker Culture, Glockenbecherkultur 2800 – 1900 π.Χ.) τοποθετείται στο τέλος της Νεολιθικής εποχής εκτεινόμενη μέχρι τα πρώτα χρόνια της εποχής του Χαλκού, και χαρακτηρίζεται από την χρήση κυπέλλων (beaker) με κωδωνοειδές σχήμα. Ο Πολιτισμός Γιούνετις που ακολούθησε (Unetice, Aunjetitz 2300 – 1600 π.Χ., από την ομώνυμη περιοχή δυτικά της Πράγας) χαρακτηρίζεται από την χρήση μεταλλικών εργαλείων και μικροαντικειμένων, ενώ κύριο γνώρισμα του επόμενου Πολιτισμού των Τύμβων (Tumulus 1600 – 1200 π.Χ.) είναι η ταφή των νεκρών σε λοφίσκους (tumulus σημαίνει τύμβος). Τελευταίος σταθμός της Εποχής του Χαλκού είναι ο Πολιτισμός Ούρνφιλντ (Urnfield 1300 – 750 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται από το κάψιμο των νεκρών και την αποθήκευση της στάχτης τους σε υδρίες που φυτεύονταν σε χωράφια.
Η έναρξη της Εποχής του Σιδήρου ολοκληρώθηκε κατά την δεύτερη περίοδο (800 – 600 π.Χ.) με τις εισβολές των πρώτων Κελτικών φυλών του Πολιτισμού Χάλστατ (Hallstatt 1200-500 π.Χ. από το ομώνυμο χωριό της Αυστρίας) προερχόμενων από τα εδάφη της σημερινής Κεντρικής Γερμανίας και διαδόθηκε σε όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και στην Βρετανία, οφειλόμενη σε σημαντικό βαθμό στις σχέσεις των λαών αυτών με τους Έλληνες. Οι Κέλτες Χάλσατ ζούσαν σε μεγάλα αγροκτήματα ή ανοιχτά χωριά και έχτιζαν φρούρια σε κορυφές λόφων με τάφρο και προμαχώνες για καταφύγιο. Περί το 400 π.Χ. ακολούθησε και δεύτερη εισβολή Κελτικών φυλών της δυναστείας Λα Τεν (La Tene 450 – 50 π.Χ. από ομώνυμη περιοχή της Ελβετίας), οι οποίες, χάρη στην επαφή τους με τους Μεσογειακούς λαούς της εποχής, εξελίχθηκαν μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Χάλστατ, χρησιμοποιώντας τον σίδηρο για κατασκευή εργαλείων και όπλων.
Με τον τρόπο αυτό ήδη από το 350 π.Χ. είχε διαμορφωθεί στην Δυτική Ευρώπη, ένα μίγμα Κελτικών πληθυσμών με τους προγενέστερους από αυτούς Ίβηρες, που περιγράφει στα βιβλία του ο Έλληνας γεωγράφος και εξερευνητής Πυθέας ο Μασσαλιώτης (332-320 π.Χ.) και έγινε γνωστό και στους Ρωμαίους με το όνομα Γαλάτες (από το κέλης+έχω >Κελέται > Γαλάται, κ>γ, ε>α) = άνθρωποι με άλογα], ενώ και η αντίστοιχη περιοχή ονομάστηκε Γαλατία (Gallia), με όρια ασαφή που εκτός από την σημερινή Γαλλία περιελάμβαναν και το Βέλγιο και μέρος της Γερμανίας.
Οι Γαλάτες κατοικούσαν σε κυκλικές κατοικίες κατασκευασμένες από ξύλο ή αργιλώδη μίγματα με στέγες από άχυρο. Ήταν μονογαμικοί και ζούσαν από την γεωργία και την κτηνοτροφία. Δεν ήξεραν το λάδι και αρχικά έπιναν ένα είδος μπύρας, καθώς το κρασί τους έγινε γνωστό αργότερα από Ιταλούς οινεμπόρους. Φορούσαν βράκες φτιαγμένες από μάλλινα υφάσματα, χιτώνες με μανίκια και μανδύες. Συνηθισμένο κόσμημά τους ήταν περιδέραια με μορφή αλυσίδας και καλλιτεχνικά επεξεργασμένες πόρπες. Η θρησκεία τους ήταν ειδωλολατρική και παρουσίαζε κάποια αντιστοιχία με την αρχαία ελληνική, ενώ οι ιερείς τους (που ονομάζονταν Δρυίδες), μαζί με τους μάντεις τους αποτελούσαν την τάξη των εκλεκτών.
Ο Ιούλιος Καίσαρας υπέταξε ολόκληρη την Γαλατία από το 57 μέχρι το 52 π.Χ. και από τότε άρχισε ο βαθμιαίος εκλατινισμός του πληθυσμού. Οι Γαλάτες υιοθέτησαν την θρησκεία, τα ήθη, τα έθιμα και την γλώσσα των Ρωμαίων και κατασκευάσθηκαν μεγάλα έργα οδοποιίας, ύδρευσης και στρατιωτικής οχύρωσης. Η γεωργία και το εμπόριο αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό και ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και νέες Ρωμαϊκές πόλεις.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Δυτική Ευρώπη από τον 2ο μ.Χ. και είχε ταχύτατη διάδοση αφού ήδη από τον 4ο αιώνα η χώρα είχε πολλούς επισκόπους, με επιφανέστερους τους επισκόπους του Μπορντό, της Ρουέν, της Ρεν και της Κολωνίας.
γ. Τεύτονες / Γερμανοί (100 π.Χ. – 476 μ.Χ.)
Ήδη από το 100 π.Χ. και μέχρι το 300 μ.Χ., πραγματοποιήθηκαν μαζικές μετατοπίσεις Ινδοευρωπαϊκών πληθυσμών του Τευτονικού Κορμού της Ινδοευρωπαϊκής Ομοφυλίας, από την Σκανδιναβία και ιδιαίτερα από την χερσόνησο της Γιουτλάνδης και την σημερινή βόρεια Γερμανία, στα εδάφη της Δυτικής Ευρώπης. Ως Τεύτονες (<Θεοδώνοες >Θευδόνοες >Τεύδονες < θεός + δω {υποτακτ. αορίστου του δίδωμι} + νόες {<νους-νοός-νόες} = αυτοί που τους έδωσε μυαλό ο θεός, μυαλωμένοι από τον θεό) χαρακτηρίζονται (οι λεγόμενοι και Γερμανικοί, <εγείρω [=σηκώνω, εξεγείρω] >έγερμα [=ανύψωση] >εγερμανός >γερμανός {= εξεγερμένοι, επειδή προκαλούσαν διαρκώς ταραχές}) πληθυσμοί που περιλαμβάνουν διάφορους φυλετικούς κλάδους που μετακινήθηκαν την εποχή αυτή, όπως Γότθοι (Βάνδαλοι, Βησιγότθοι και Οστρογότθοι), Φράγκοι, Σουηβοί, Λογγοβάρδοι, Σάξονες, Άγγλοι, Ιούτοι και Νορμανδοί ή Βίκινγκς).
Οι πληθυσμοί αυτοί αναμίχθηκαν με τους προηγηθέντες Ίβηρες και Κέλτες, και με την διεργασία αυτή έγιναν πρόγονοι πολλών λαών της σύγχρονης Ευρώπης, όπως Γάλλοι (<Βησιγότθοι, Φράγκοι και Νορμανδοί), Γερμανοί και Αυστριακοί (<Σουηβοί), Άγγλοι (<Άγγλοι, Σάξονες, Ιούτοι και Νορμανδοί), Νορβηγοί, Σουηδοί και Δανοί Ισλανδοί, Ολλανδοί, Φλαμανδοί (<Βίκινγκς), καθώς και Ιταλοί (<Οστρογότθοι και Λογγοβάρδοι, μετά από επιμιξία με Λατίνους και Έλληνες της Μ.Ιταλίας) και Ισπανοί (<Βησιγότθοι, μετά από επιμιξία με Ίβηρες και Άραβες). Πολλοί Κέλτες αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν στις Βρετανικές νήσους, όπου απόγονοί τους ζουν κυρίως στην Σκοτία, την Ουαλία και την Ιρλανδία.
Σημειωτέον ότι ο όρος «Γερμανοί» και «Γερμανικοί», που χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για τον χαρακτηρισμό των «Τευτονικών» λαών, δεν πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονο Γερμανικό έθνος, που, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, είναι απλώς ένας από τους πολλούς απογόνους τους.
Η πρώτη επαφή των Ρωμαίων με τευτονικό/γερμανικό λαό έγινε από τον Μάριο το 107 π.Χ., όταν νίκησε τους Τεύτονες και τους Κίμβρους στη νότια Γαλλία. Το 58 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρ κατεδίωξε τους Σουηβούς, που κατείχαν ένα μέρος της Γαλατίας πέρα από το Ρήνο και μέχρι το 51 π.Χ. υπέταξε ολόκληρη την Γαλατία, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα σημερινά Γερμανικά εδάφη μέχρι τον Ρήνο και η Αυστρία. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος (30 π.Χ.-14 μ.Χ.) προσπάθησε να επεκτείνει τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γερμανία, σχέδιο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει, καθώς από το 9 μέχρι το 15 μ.Χ. ο Γερμανός αρχηγός Αρμίνιος μετά από μια ιστορική μάχη στο Δάσος του Τεύτομπουργκ (Teutoburg), που διατηρήθηκε στις γερμανικές παραδόσεις και τις ενέπνευσε μέχρι την εποχή του Μαρτίνου Λούθηρου, συνέτριψε τις ρωμαϊκές λεγεώνες και ματαίωσε την προσπάθεια των Ρωμαίων να επεκταθούν μέχρι τον Έλβα. Αυτό ανάγκασε τους Ρωμαίους να φτιάξουν μία σταθερή συνοριακή γραμμή από οχυρά κατά μήκος του Ρήνου και να μην επιχειρήσουν ποτέ να επιτεθούν ξανά στην κυρίως Γερμανία. Παρόμοιες συνοριακές γραμμές δημιουργήθηκαν στο Δούναβη και στον Ευφράτη.
Στο διάστημα από το 25 μέχρι το 300 μ.Χ. οι Τευτονικοί λαοί εξελίχθηκαν σε μία κοινωνία βασισμένη κυρίως στην γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Στο μεταξύ η ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να αποδυναμώνεται ήδη από το 200 μ.Χ. και μαζί της αποδυναμώθηκαν και τα σύνορά της. Από το 250 μ.Χ. οι μετακινήσεις των Τευτονικών Ινδοευρωπαϊκών φυλών, γνωστών ως Βάνδαλων, Φράγκων, Οστρογότθων, Βησιγότθων και Φράγκων, καθώς και των επίσης Ινδοευρωπαίων Σλάβων, από τα μέρη της σημερινής Σουηδίας, Δανίας και Γερμανίας σε άλλες περιοχές της Δυτικής, Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης μέχρι την Αφρική, έγιναν εντονότερες και πυκνότερες, οδηγώντας σε σταδιακή ανάμιξη του κελτο – ρωμαϊκού στοιχείου με τους νέους Τευτονικούς λαούς. Οι Γότθοι έκαναν επιδρομές ως το Αιγαίο μέχρι το 269 μ.Χ. όταν ηττήθηκαν σε μάχη κοντά στη Ναϊσσό της σημερινής Σερβίας, αλλά δεν εξουδετερώθηκαν, αφού τους επόμενους δύο αιώνες συνέχισαν να επιτίθενται με σφοδρότητα. Οι Φράγκοι έφτασαν μέχρι τις ακτές της Ισπανίας. Σε μία από τις επιδρομές το 406 μ.Χ. οι Βάνδαλοι υπό την καθοδήγηση του Γουνδέριχου, λεηλάτησαν τα εδάφη της Γαλλίας και πέρασαν στην Ισπανία και από εκεί στην Αφρική όπου το 428 ίδρυσαν κράτος. Το 378, ο αυτοκράτορας Βάλης σκοτώθηκε στη Μάχη της Αδριανούπολης μεταξύ Ρωμαίων και Βησιγότθων. Το 407 οι Γότθοι πέρασαν τον παγωμένο Ρήνο και κατέκλυσαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όχι μόνο στο Δυτικό τμήμα αλλά και στο Ανατολικό, μόλις 12 χρόνια μετά την διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας. Το 395, αρχηγός των Βησιγότθων έγινε ένας πρώην αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, ο Αλάριχος, που τελικά το 410 τους οδήγησε στη Ρώμη, την οποία κατέλαβαν και στη συνέχεια λεηλάτησαν για έξι ημέρες, προτού κατευθυνθούν στη νότια Γαλλία και την Ισπανία. Το 410 ήταν η χρονιά που οι ρωμαϊκές λεγεώνες αποχώρησαν από τη Βρετανία και την άφησαν στο έλεος των Σαξόνων, των Άγγλων και των Ιούτων από τα ανατολικά, και των Ιρλανδών Κελτών από τα δυτικά.
Λίγο αργότερα οι Βησιγότθοι υπό τον Ατάουλφο (γιο του Αλάριχου) κατέλαβαν την Γαλατία το 412 μ.Χ. και εγκαταστάθηκαν τελικά το 418 στην Ακουιτανία όπου ίδρυσαν μεγάλο κράτος με πρωτεύουσα την Τολόσα (σημερινή Τουλούζη). Το κράτος αυτό των Βησιγότθων διαλύθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα από τους Άραβες. Το 455 μ.Χ. οι Βάνδαλοι με αρχηγό το Γιζέριχο κατέλαβαν και λεηλάτησαν πάλι τη Ρώμη. Το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έχανε ταχύτατα την μία μετά την άλλη τις επαρχίες του (Φράγκοι στη βόρεια Γαλλία, Βησιγότθοι στη νότια Γαλλία και στην Ισπανία, Οστρογότθοι στην Ιλλυρία, Βάνδαλοι στην Αφρική, Άγγλοι, Σάξονες και Ιούτοι στη Βρετανία), και καταλύθηκε τελικά το 476 μ.Χ. από τον Οδόακρο, αρχηγό των βαρβάρων μισθοφόρων των Ρωμαίων. Το 488 μ.Χ. ο αρχηγός των Οστρογότθων, Θεοδώριχος ο Μέγας, νίκησε τον Οδόακρο και κατάκτησε την Ιταλία, δημιουργώντας εκεί το κράτος των Οστρογότθων. Όταν τελικά οι Γότθοι επιβλήθηκαν στην Ραβέννα το 476 απευθύνθηκαν στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης για νομιμοποίηση της εξουσίας τους.
Για τα κράτη που δημιουργήθηκαν κατά την Πρωτοβυζαντινή Περίοδο στη Δυτική Ευρώπη, τα οποία ήταν οι πρώτοι πρόδρομοι των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών, μπορούν ειδικότερα να αναφερθούν τα εκτιθέμενα στις επόμενες παραγράφους. Ιδιαίτερα άξια παρατήρησης είναι τα ελληνικής προέλευσης ονόματα πολλών Γότθων / Τευτόνων βασιλέων, που δείχνει τον μεγάλο βαθμό επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στις ονομαζόμενες «βαρβαρικές» δυτικοευρωπαϊκές φυλές, από τα πρώτα βήματα της ιστορικής παρουσίας τους. Σημειωτέον ότι η κατάληξη –ριχος (-reich, -ric, -rich, -rigo) σε ονόματα όπως Αθανάριχος, Θεοδώριχος, Ροδερίκος κλπ προέρχεται από την ελληνική λέξη «ρηξ-ρηγός-ρήγα» (=βασιλεύς, εξού και το πασίγνωστο όνομα Ρήγας). Η κατάληξη αυτή έχει διατηρηθεί και σε σύγχρονα ευρωπαϊκά ονόματα όπως Ερρίκος (Heinrich, Henri, Henry <Εν-ρήγας), Ριχάρδος (Richard <Ρηγόκραδος), Φρειδερίκος, Φρειδερίκη (Friedrich, Frederic <συνετός ρήγας), Rodrigo – Rodriguez (ρόδινος ρήγας), μέχρι και το Thierry (<Θεοδώριχος, γνωστό ιδιαίτερα από τον ποδοσφαιριστή Thierry Henry).
Αυτή την εποχή έκανε την εμφάνισή του από την ανατολή στα μέρη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ένας νέος λαός, οι Ούννοι. Οι Ούννοι ανήκαν στον Τουρκοταταρικό κορμό, της Ουραλταϊκής ομοφυλίας της Μογγολοειδούς φυλετικής διαίρεσης, και ήταν πρόγονοι των σημερινών Τούρκων και συγγενείς με τους Μογγόλους. Κατάφεραν να διασχίσουν τις στέπες και να νικήσουν Κινέζους, Πέρσες και πολλούς βαρβαρικούς λαούς. Το 375 διάβηκαν τον Βόλγα και επιτέθηκαν στο Οστρογοτθικό κράτος της Ουκρανίας. Το 379 μαζί με Γότθους και Αλανούς εισέβαλαν στη Βαλκανική. Το 395 εισόρμησαν στη Μ.Ασία μέχρι την Αντιόχεια. Δημιούργησαν ένα τεράστιο κράτος από το Ρήνο μέχρι τις στέπες της Ρωσίας, επίκεντρο τη σημερινή Ουγγαρία, και υπέταξαν πολλούς λαούς.
Την περίοδο 434-453 αρχηγός του ς έγινε ο Αττίλας, διάδοχος του Ρουγίλα.. Με τον Αττίλα, οι Ούννοι έφτασαν στο απόγειο της δύναμής τους. Η ανατολική και η δυτική αυτοκρατορία του πλήρωναν τεράστια ποσά για την ασφάλειά τους και όλοι οι γύρω λαοί τον έτρεμαν. Το 435 υπογράφτηκε συνθήκη των βυζαντινών, στα χρόνια του Θεοδόσιου Β, με τους Ούννους για ετήσια καταβολή 700 λίτρων χρυσού. Την περίοδο 441-447 πραγματοποιήθηκαν αλλεπάλληλες εισβολές Ούννων στο ανατολικό κράτος, που κατέληξαν σε καταστροφές των πόλεων Μάργου, Ναϊσσού, Σερδικής (σημερινή Σόφια). Το 443 υπογράφτηκε νέα συνθήκη των βυζαντινών με τους Ούννους για καταβολή φόρου 2100 λίτρων χρυσού ετησίως. Το 451, στα χρόνια του Βαλεντινιανού Γ (423-455), ο Αττίλας εισέβαλε στη Γαλατία, όπου ένας συνασπισμός Ρωμαίων και Βησιγότθων και άλλων Γερμανών, υπό το στρατηγό του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους Αέτιο Φλάβιο, κατάφερε να τον αναχαιτίσει στα Καταλαυνικά πεδία. Όμως, τον επόμενο χρόνο, ο Αττίλας εισέβαλε στην Ιταλία και, χωρίς κανείς να μπορεί να τον σταματήσει, κατευθύνθηκε προς τη Ρώμη. Όλα έδειχναν ότι η αιώνια πόλη θα καταστρεφόταν, αλλά μετά από μία συνάντηση με τον πάπα και ίσως επειδή τα στρατεύματά του είχαν προσβληθεί από επιδημίες, ή και γιατί δεν ήθελε να αποκλειστεί στην Ιταλία, ο Αττίλας αποφάσισε να επιστρέψει στο στρατόπεδό του στην Ουγγαρία χωρίς να φτάσει στη Ρώμη. Το 453 μ.Χ. πέθανε και η αυτοκρατορία των Ούννων διαλύθηκε, μετά από 78 χρόνια ιστορικής παρουσίας, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε γίνει το φόβητρο όλων των λαών της εποχής της.
Οι Οστρογότθοι ήταν αρχαίος τευτονικός/γερμανικός λαός, ένας από τους δύο κλάδους του παλαιού ισχυρού λαού των Γότθων (<Γεώθοοι <γέοθεν [<γη, γαία, γέα {από τη γη}]+ θόοι [θέω = τρέχω] = γρήγοροι σε χερσαίες πορείες, Geat, Gaut, Gauti, Gaute, Guti και Gothus στις γερμανικές γλώσσες), που διαιρέθηκαν κατά τον 3ο αιώνα σε Βησιγότθους (<Δυσιγότθοι <Δύσις + Γότθοι {<Γεωθόοι} = δυτικοί Γότθοι) και Οστρογότθους (<Αυστρία {<αυγή + ρηγία >Όστρια = ανατολικό βασίλειο} + Γότθοι {<Γεωθόοι} = ανατολικοί Γότθοι). Αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στα παράλια της Βαλτικής και αργότερα μετακινήθηκαν στις περιοχές της Αζοφικής θάλασσας. Περί το 370 δέχτηκαν τις επιθέσεις των Ούννων και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους και να εγκατασταθούν στην Παννονία (σημερινή Ουγγαρία και Σερβία). Μετά το θάνατο του αρχηγού των Ούννων Αττίλα (453 μ.Χ.), απερίσπαστοι, εισέβαλαν στην Ιταλία και με αρχηγό το Θεοδώριχο, την κατέλαβαν, αναγνωρίζοντας τη Βυζαντινή επικυριαρχία. Όταν, όμως, άρχισαν να γίνονται απειλητικοί για τις κτήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Ιουστινιανός έστειλε αρχικά το στρατηγό Βελισάριο και αργότερα το στρατηγό Ναρσή, ο οποίος τους συνέτριψε, σφραγίζοντας έτσι την κατάλυση του κράτους τους.
Το Βασίλειο των Οστρογότθων δημιουργήθηκε αρχικά στην περιοχή της Παννονίας (σημερινή Σερβία και Ουγγαρία) μετά την αποτίναξη της κυριαρχίας των Ούννων που κράτησε περίπου έναν αιώνα. Πρώτοι βασιλείς στην Παννονία ήταν ο Βαλάμιρος (447-465, <βάλλω [=ρίπτω, βάζω, πλήττω] + μοίρα = αυτός η μοίρα όρισε να χτυπάει ζώα, κυνηγός) και ο Θεοδέμιρος (470-475, <θεός + δέος + μοίρα = αυτός που η μοίρα του όρισε να σέβεται το θεό). Ο τρίτος βασιλιάς Θεοδώριχος, ο επιλεγόμενος Μέγας, επέκτεινε το κράτος του καταλαμβάνοντας και την Ιταλία, και δημιουργώντας έτσι ένα κράτος που διατηρήθηκε μέχρι την κατάκτηση από τον Ιουστινιανό το 553. Για τους βασιλείς των Οστρογότθων την περίοδο αυτή μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Θεοδώριχος ο Μέγας (454-526, βασ. 475-526)
Ο Θεοδώριχος ο Μέγας (ή Θευδέριχος, λατ. Flavius Theodericus, 12 Μαΐου 454 – 30 Αυγούστου 526) ήταν βασιλιάς των Οστρογότθων την περίοδο 475-526, <Θεόδωρος [<θεός + δώρο] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς που έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό >Θεοδώριχος > γαλλ. Thierry), άρχοντας της Ιταλίας (493-526), αντιβασιλέας των Βησιγότθων (511-526) και βασιλικός αντιπρόσωπος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Υπήρξε θρυλικός ήρωας της Γερμανικής ιστορίας. Γεννήθηκε κοντά στη Λίμνη του Νοϊζίντλ της σημερινής Αυστρίας το 454, ένα χρόνο μετά την αποτίναξη της κατοχής των Οστρογότθων από τους Ούννους που διήρκεσε έναν αιώνα, και ήταν γιος του βασιλιά Θεoδώμιρου και της γυναίκας του Ερελίευας. Ο Θεοδώριχος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όταν ήταν ακόμα παιδί ως αιχμάλωτος, για να πειστούν οι Οστρογότθοι να τιμήσουν τη συνθήκη ειρήνης του Θεοδώμιρου με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Έζησε στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης για πολλά χρόνια και εξοικειώθηκε με τις διοικητικές και πολεμικές πρακτικές των Βυζαντινών, πράγμα που τον βοήθησε, όταν αργότερα ανέλαβε την ηγεσία του ανομοιογενούς αλλά σχετικά ρωμαιοποιημένου «βαρβαρικού λαού» του. Ο Λέων Α' και ο Ζήνων (βασίλεψαν στα χρόνια 457-474 και 476-491 αντίστοιχα) τον κράτησαν υπό την προστασία τους και τον διόρισαν στρατηγό (483) και αργότερα ύπατο της αυτοκρατορίας. Ο Θεοδώριχος επέστρεψε για να ζήσει ανάμεσα στους ομοεθνείς του όταν ήταν 31 χρονών και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Γότθων το 488.
Την εποχή εκείνη, οι Οστρογότθοι κατοικούσαν σε Βυζαντινό έδαφος ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, αλλά παρέμεναν άτακτοι και ο Ζήνων δυσκολευόταν να διαχειριστεί τη σχέση του μαζί τους. Λίγο μετά την άνοδο του Θευδέριχου στο θρόνο, οι δύο ηγεμόνες προσπάθησαν να συμβιβάσουν την κατάσταση προς όφελος και των δύο λαών. Ενώ οι Οστρογότθοι χρειάζονταν ζωτικό χώρο, ο Ζήνων είχε προβλήματα με τον βασιλιά της Ιταλίας Οδόακρο που είχε προηγουμένως καταλύσει τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αν και επισήμως αντιπρόσωπος του Βυζαντίου στην Ιταλία, ο Οδόακρος απειλούσε διαρκώς τις Βυζαντινές κτήσεις και είχε ελάχιστο σεβασμό για τα δικαιώματα των Ρωμαίων κατοίκων της Ιταλίας παρά τις υποσχέσεις του. Ως αποτέλεσμα, με την ενθάρρυνση του Ζήνωνα, ο Θεοδώριχος εισέβαλε στο βασίλειο του Οδόακρου το 488 και κέρδισε απανωτές μάχες στο Σόντιο και τη Βερόνα το 489, και στον Άδδα το 490. Στις 25 Φεβρουαρίου 493, ο επίσκοπος της Ραβέννας, Ιωάννης, διαπραγματεύτηκε μία συμφωνία μεταξύ του Οδόακρου και του Θευδέριχου, σύμφωνα με την οποία οι δύο άντρες θα μοιραζόντουσαν τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Για να γιορτάσουν το γεγονός, οι δυο πλευρές οργάνωσαν συμπόσιο κατά τη διάρκεια του οποίου ο Θεοδώριχος δολοφόνησε τον Οδόακρο με τα ίδια του τα χέρια.
Όπως και ο προκάτοχός του, ο Θεοδώριχος ήταν φαινομενικά βασιλικός αντιπρόσωπος της Κωνσταντινούπολης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Βυζαντινοί δεν είχαν κανένα τρόπο να τον ελέγξουν και οι κάθε λογής διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών γίνονταν ως ίσος προς ίσο. Ο Θεοδώριχος, παρόλα αυτά, σεβάστηκε την επιθυμία του Ζήνωνα και επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες να συνεχίζουν να υπάγονται στο ρωμαϊκό δίκαιο παρά το γεγονός ότι οι Γότθοι κάτοικοι του βορρά ζούσαν με τους δικούς τους νόμους. Επιπλέον, όταν το 519 ένας εξαγριωμένος όχλος κατέστρεψε τη συναγωγή της Ραβέννας, ο βασιλιάς απαίτησε να την ξαναχτίσουν με δική τους χρηματική επιβάρυνση.
Ο Θεοδώριχος επεδίωξε τη συμμαχία ή την υποταγή όλων των άλλων γερμανικών λαών της Δύσης. Συμμάχησε με τους Φράγκους μέσω του γάμου του με την Αυδοφλέδα, αδερφή του Κλόβη Α΄, και πάντρεψε τις δικές του συγγενείς γυναίκες με πρίγκιπες και βασιλιάδες των Βησιγότθων, των Βανδάλων και των Βουργουνδών. Προσπάθησε να σταματήσει τις επιδρομές των Βανδάλων απειλώντας τον αδύναμο βασιλιά τους τον Θρασαμούνδο με πόλεμο και όταν τελικά τον πάντρεψε με την αδερφή του την Αμαλαφρίδα το 500, έστειλε μαζί της φρουρά 5.000 στρατιωτών για να τον ελέγχει. Κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της εξουσίας του, ο Θεοδώριχος υπήρξε εκ των πραγμάτων ηγέτης και των Βησιγότθων, αφού ήταν συμβασιλέας του ανήλικου ανεψιού του, Βησιγότθου διαδόχου Αμαλάριχου (βασ. 511-531), καθώς ο προηγούμενος βασιλιάς Αλάριχος ο Β΄ (484-507) είχε σκοτωθεί πρόωρα από τους Φράγκους του Κλόβη το 507. Αν και οι Φράγκοι κατάφεραν τελικά να του αποσπάσουν τον έλεγχο της Ακουιτανίας, ο Θεοδώριχος υπερασπίστηκε τα υπόλοιπα Βησιγοτθικά εδάφη με ευκολία.
Το 520 μάγιστρος των οφφικίων (πρωθυπουργός) του Θευδέριχου έγινε ο φιλόσοφος Βοήθιος, ένας άνθρωπος των επιστημών και μεγάλος Ελληνιστής που είχε αφοσιωθεί στη μετάφραση όλων των έργων του Αριστοτέλη στα λατινικά, παράλληλα με την αξιοποίηση των έργων του Πλάτωνα. Ο Βοήθιος έχασε την εύνοια του βασιλιά πιθανώς διότι θεωρήθηκε ύποπτος λόγω της συμπάθειάς του για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο (ο Θεοδώριχος,όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί, ήταν Αρειανιστής και ελάχιστα συμπαθής στους ως επί το πλείστων Χαλκηδόνιους χριστιανούς Ρωμαίους) και τελικά εκτελέστηκε κατ’ εντολή του Θευδέριχου το 525.
Τον Βοήθιο είχε διαδεχθεί, στο ενδιάμεσο, ο ιστορικός Κασσιόδωρος το 523. Ενώ άλλες διάσημες μορφές της εποχής του ακολούθησαν την τύχη του Βοήθιου, ο ιστορικός, χάρη στην ευελιξία του, έγινε φίλος και έμπιστος του βασιλιά. Επί των ημερών του Κασσιόδωρου, το ενυπάρχον χάσμα μεταξύ των παλαιών Ρωμαίων συγκλητικών που ήταν συγκεντρωμένοι στη Ρώμη και των Γερμανών στη βόρεια Ιταλία διογκώθηκε.
Μολονότι ο Θεοδώριχος ξεκίνησε τη βασιλεία του δείχνοντας ανεκτικότητα απέναντι στις διάφορες θρησκείες της εποχής του, προς το τέλος του φαίνεται πως ετοίμαζε διώξεις ενάντια στους Χαλκηδόνιους της Ιταλίας ως απάντηση στις διώξεις των Αρειανών της Ανατολής. Η διαμάχη μεταξύ του Θευδέριχου και του Ιουστίνου για το ζήτημα των Αρειανών προκάλεσε σημαντικές τριβές με το Βυζάντιο αλλά οι προσωπικές ικανότητές του απέτρεψαν τη στρατιωτική παρέμβαση της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όταν ο Θεοδώριχος πέθανε, οι αναστολές των Βυζαντινών εξαλείφθηκαν σύντομα.
Ο Θεοδώριχος παρέμεινε πολιτικά και στρατιωτικά ενεργός μέχρι το θάνατό του. Παρά το γεγονός ότι είχε παντρέψει την κόρη του Αμαλασούνθα με τον Βησιγότθο Ευθάριχο, ο τελευταίος πέθανε το 522 και έτσι έπαψε να υπάρχει συνέχεια στη δυναστεία Οστρογότθων και Βησιγότθων που είχε καθιερώσει ο Θεοδώριχος. Το 552, ο καθολικός βασιλιάς των Βουργουνδών Σιγισμούνδος σκότωσε το γιό του τον Σεργέρικο που ήταν και εγγονός του Θευδέριχου. Ο Θεοδώριχος αντέδρασε άμεσα εισβάλλοντας στην αντίπαλη επικράτεια και προσάρτησε το νότιο κομμάτι της το 523. Το υπόλοιπο συνέχισε να κυβερνιέται από τον αδερφό του Σιγισμούνδου, τον αρειανιστή Γοδόμαρο ο οποίος βρισκόταν υπό την προστασία των Γότθων και ενάντια στους Φράγκους που είχαν αιχμαλωτίσει τον Σιγισμούνδο. Το γεγονός αυτό σήμανε το απόγειο της βασιλείας του Θευδέριχου, αλλά το 523 ή το 524, ο νέος καθολικός βασιλιάς των Βανδάλων Χιλδέριχος (523-530) φυλάκισε την Αμαλφρίδα και εξουδετέρωσε τη Γοτθική φρουρά του Θευδέριχου. Ο Θεοδώριχος ετοίμαζε την εκδίκησή του κατά των Βανδάλων όταν, τελικά, πέθανε το 526.
Ο Θεοδώριχος νυμφεύτηκε μόνο μια φορά, αλλά απέκτησε απογόνους και με μια παλλακίδα, με την οποία είχε σχέσεις στη Μοισία με την τελευταία έκανε δύο κόρες: Τη Θεοδεγόθα (περ. 473 – άγνωστο), η οποία το 494 παντρεύτηκε τον Αλάριχο Β΄ βάσει των σχεδίων του πατέρα της για συμφιλίωση με τους Βησιγότθους, και την Οστρογότθα ή Αρεβαγνή (περ. 475 – άγνωστο) η οποία παντρεύτηκε τον Σιγισμούνδο της Βουργουνδίας (494 ή 496) ώστε να εξασφαλίσει την ειρήνη με τους Βουργουνδούς. Με την επίσημη σύζυγό του Αυδοφλέδα, με την οποία συζεύχτηκε το 493, απέκτησε μία ακόμα κόρη, την Αμαλασούνθα, μετέπειτα βασίλισσα των Γότθων. Η Αμαλασούνθα παντρεύτηκε τον Ευθάριχο και είχε δύο παιδιά: τον Αταλάριχο και τη Ματασούνθα (η τελευταία παντρεύτηκε τον Ουίτιγι και μετά το θάνατό του Ουίτιγι, τον Γερμανό, εξάδερφο του Ιουστινιανού). Η Ματασούνθα και ο Γερμανός είχαν ένα γιο, που ονομάστηκε επίσης Γερμανός και γεννήθηκε μετά το θάνατο το πατέρα του το 550. Μετά το θάνατό του στη Ραβέννα, τον Θεοδώριχο διαδέχθηκε ο εγγονός του ο Αταλάριχος, ο οποίος, λόγω της μικρής ηλικίας του, εκπροσωπήθηκε αρχικά από τη μητέρα του Αμαλασούνθα, που ήταν βασίλισσα από το 526 ως το 534.
β. Αταλάριχος (516-534, βασ. 526-534)
Ο Αταλάριχος (516 – 2 Οκτωβρίου 534, <Αθανάριχος < <αθάνατος + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = αθάνατος βασιλιάς) ήταν βασιλιάς των Οστρογότθων στην Ιταλία. Ήταν γιος του Ευθάριχου και της Αμαλασούνθας και εγγονός από την πλευρά της μητέρας του Θεοδώριχου. Κληρονόμησε το θρόνο από τον παππού του το 526. Επειδή ο Αταλάριχος ήταν μόλις δέκα χρονών, η βασιλεία περιήλθε στα χέρια της Αμαλασούνθας. Η μητέρα του επεδίωξε για αυτόν εκπαίδευση στα πρότυπα της Ρωμαϊκής παράδοσης, αλλά οι Γότθοι ευγενείς την πίεσαν να τους παραχωρήσει την ανατροφή του όπως θα επέλεγαν αυτοί. Ως αποτέλεσμα, ο Αταλάριχος έπινε υπερβολικά και επιδόθηκε σε άσωτη ζωή που κατέστρεψε τις προοπτικές του και, τελικά, τον οδήγησε στο θάνατο.
γ. Θεόδοτος (480-536, βασ. 524-536)
Ο Θεόδοτος (ή Θευδάτος, 480 στο Ταυρήσιο – Δεκέμβριος 536, <θεός + δοτός [δοσμένος<δίδωμι] = = αυτός πού έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό) ήταν βασιλιάς των Οστρογότθων από το 534 έως το 536 και ανιψιός του Θεοδώριχου από την αδελφή του. Φαίνεται πως έφτασε στην Ιταλία με τον Θεοδώριχο και όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία. Συνέλαβε την εξαδέλφη του Αμαλασούνθα, που ήταν βασίλισσα των Οστρογότθων μεταξύ 526 και 534, ως επιμελήτρια του γιου της Αταλάριχου, και τηn φυλάκισε σε ένα νησί της Λίμνης Μπολσένα. Τον δολοφόνησε και τον διαδέχθηκε ο Ουίτιγις το 536.
δ. Ουίτιγις (;-540, βασ. 536-540)
Ο Ουίτιγις (Witiges, θαν. 540 <βιοτή [=τα προς το ζην] + γειος [<γάιος, γαία] = αυτός που αντλεί ζωή από τη γη) ήταν βασιλιάς των Οστρογότθων της Ιταλίας στα χρόνια 536-540. Ανέβηκε στο θρόνο στην Ιταλία στις αρχές των Γοτθικών πολέμων, καθώς ο Βελισάριος είχε ήδη καταλάβει τη Σικελία και μετέβαινε ταχύτατα προς τη Νότια Ιταλία ως επικεφαλής των δυνάμεων του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Ο Ουίτιγις ήταν σύζυγος του μοναδικού εν ζωή παιδιού της Αμαλασούνθας, της Ματασούνθας, και ο γάμος τους είχε σκοπό τη στήριξή του στην κούρσα της διαδοχής. Ο πανηγυρικός την ημέρα της ενθρόνισής του, το 536, απαγγέλθηκε από τον Κασσιόδωρο και διασώζεται μέχρι σήμερα ως δείγμα επιδαψίλευσης κολακειών στους Γότθους ως συνεχιστές της αρχαίας Ρώμης.
Ο Ουίτιγις δολοφόνησε τον προκάτοχό του Θεόδοτο αμέσως μετά, καθώς ο τελευταίος είχε προκαλέσει την οργή των Γότθων μετά την αποτυχία του να στείλει βοήθεια στη Νεάπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τον Βελισάριο. Ο στρατηγός του Ιουστινιανού συνέλαβε τόσο τον Ουΐτιγι όσο και τη γυναίκα του και τους μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο πρώτος πέθανε χωρίς να αφήσει διαδόχους. Η Ματασούνθα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον πατρίκιο Γερμανό (εξάδελφο του Ιουστινιανού).
ε. Ιλδίβαδος (;-541, βασ. 540-541)
Ο Ιλδίβαδος (πεθ. 541, <Χιλδίβαδος <γη + λίθος + βάδος [=βήμα, οδός] = αυτός που ανοίγει δρόμους στα βράχια) ήταν βασιλιάς των Οστρογότθων στην Ιταλία στα χρόνια 540-541. Κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Ουίτιγι που είχε εγκαταλείψει τη Ραβέννα και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον στρατηγό του Βυζαντίου Βελισάριο. Ο Ιλδίβαδος βασίλεψε μόνο για ένα χρόνο καθώς δολοφονήθηκε από έναν Γέπιδο κατά τη διάρκεια παλατιανού συμποσίου. Τον διαδέχτηκε προσωρινά ο Εράριχος και κατόπιν στο θρόνο ανέβηκε ο Τωτίλας. Η καταγωγή του Ιλδίβαδου ήταν Βησιγοτθική, αφού ήταν ανεψιός Βησιγότθου βασιλιά της Ισπανίας.
στ. Εράριχος (;-541, βασ. 541)
Ο Εράριχος (πεθ. 541, <ερι- [=πολύ, δυνατός] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = δυνατός βασιλιάς {προδρομική μορφή του Εριρίκος >Ερρίκος, γερμ. Heinrich, γαλλ. Henri, αγγλ. Henry}) ήταν, για λίγο χρόνο, βασιλιάς των Οστρογότθων στην Ιταλία το 541. Ήλθε ως διάδοχος του δολοφονημένου Ιλδίβαδου αλλά οι Γότθοι ευγενείς αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν (αφού προερχόταν από κάποιον άλλο συμμαχικό λαό των Γότθων) και τον εκτέλεσαν τον Οκτώβριο του 541 για χάρη του Τωτίλα, ανεψιού του Ιλδίβαδου. Ο Εράριχος είχε προσπαθήσει να έρθει σε επικοινωνία με τον Ιουστινιανό για να τερματίσει τους Γοτθικούς πολέμους, παραχωρώντας στο Βυζάντιο γενναία ανταλλάγματα.
ζ. Τωτίλας (;-552, βασ. 541-552)
Ο Τωτίλας (πέθανε το 552, <Ταυτίλαος <ταυτί (=ταύτα] + λαός = ταυτιζόμενος με τον λαό) ήταν ο προτελευταίος βασιλιάς των Οστρογότθων, στο διάστημα 541 - 552. Σωματοφύλακας του Θεοδώριχου και βασιλιάς των Βησιγότθων, εκλέχτηκε βασιλιάς από τους Οστρογότθους ευγενείς το φθινόπωρο του 541, όταν ο Ουίτιγις μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Ικανός στρατιωτικός και πολιτικός, ο Τωτίλας κέρδισε την υποστήριξη των χαμηλών τάξεων ελευθερώνοντας σκλάβους και διανέμοντας γη στους αγρότες.
Μετά από μια επιτυχημένη άμυνα στη Βερόνα, ανέστρεψε τη ροή του Γοτθικού Πολέμου, ανακαταλαμβάνοντας μέχρι το 543 σχεδόν όλα τα εδάφη, που είχε κατακτήσει το 540 το Βυζάντιο. Στη συνέχεια, το 546, κατέλαβε τη Ρώμη και αποδεκάτισε τους κατοίκους της. Όταν όμως έφυγε για να πολεμήσει τους Βυζαντινούς στη Λουκανία, νότια της Νεάπολης, ο Βελισάριος ανακατέλαβε την Ρώμη και ξαναέχτισε τα τείχη της. Όταν ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 549, ο Τωτίλας κατέλαβε και πάλι τη Ρώμη και συνέχισε κατακτώντας, μέχρι το 550, όλη την Ιταλία και τη Σικελία, εκτός από την περιοχή γύρω από τη Ραβέννα. Το 551 ο στρατηγός του Ιουστινιανού Ναρσής στάλθηκε στην Ιταλία με πολυάριθμο στρατό και αντιμετώπισε τους Οστρογότθους στη Μάχη των Ταγινών το 552 (στα Απέννινα, κοντά στη σημερινή πόλη Fabriano), όπου ο γοτθικός στρατός ηττήθηκε, ο Τωτίλας σκοτώθηκε και τον διαδέχτηκε ο συγγενής του Τεΐας.
η. Τεΐας (;-553, βασ. 552-553)
Ο Τεΐας (πεθ. το553, <Τεγίας <τέγος [=στέγη] = αυτός που εξασφαλίζει στέγη, προστάτης) ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Οστρογότθων στην Ιταλία. Ήταν μάλλον στρατηγός που υπηρέτησε υπό τον Τωτίλα, τον οποίο διαδέχθηκε μετά την σφαγή του τελευταίου στη Μάχη των Ταγινών (ή Βουσταγαλλώρων), τον Ιούλιο του 552. Κατά την επιστροφή του προς τα νότια της Ιταλίας, ο Τεΐας συγκέντρωσε την υποστήριξη αρκετών στρατιωτικών του Τωτίλα όπως ο Σκιπουάρος, ο Ινδούλφος, ο Γίβαλος και Ραγνάρης και προσπάθησε να αντισταθεί για τελευταία φορά στους Βυζαντινούς (υπό τον Ναρσή), στη Μάχη του όρους Λακτάριους, κοντά στη σημερινή Νάπολι. Η μάχη διεξήχθη τον Οκτώβριο του 552 ή στις αρχές του 553 και οι Οστρογότθοι νικήθηκαν ξανά. Ο Τεΐας σκοτώθηκε ενώ ο αδερφός του Αλιγέρνος παραδόθηκε. Φαίνεται πως νεκροί έπεσαν και οι Σκιπουάρος και Γίβαλος, ενώ ο Ινδούλφος και ο Ραγνάρης διέφυγαν. Ο τελευταίος τραυματίστηκε θανάσιμα μετά από μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από πράκτορες του Ναρσή.
Μετά την ήττα τους, η αντίσταση των Οστρογότθων έπαψε να είναι οργανωμένη. Εστίες αντίστασης, υποβοηθούμενες από τους Φράγκους και τους Αλαμανούς, που εισέβαλαν στην Ιταλία το 553, συνεχίστηκαν μέχρι το 562, όταν οι Βυζαντινοί είχαν τον έλεγχο όλης της χώρας Η τελευταία επιβεβαιωμένη ανταρσία τους ήταν στη βόρεια Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 550 από τον ευγενή Γουιδίνο, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε το 562. Από το 568 μέχρι το 572 οι Λογγοβάρδοι κατέκλυσαν την Ιταλία, απορρόφησαν τους Οστρογοτθικούς πληθυσμούς, και το 572 ίδρυσαν εκεί δικό τους βασίλειο, που διατηρήθηκε μέχρι το 774, οπότε καταλύθηκε από τον Καρλομάγνο.
Οι Βησιγότθοι (<Δυσιγότθοι <Δύσις + Γότθοι {<Γεωθόοι} = δυτικοί Γότθοι) υπήρξαν μαζί με τους Οστρογότθους (<Αυστρία {<αυγή + ρηγία >Όστρια = ανατολικό βασίλειο} + Γότθοι {<Γεωθόοι} = ανατολικοί Γότθοι), οι δύο κύριοι κλάδοι του τευτονικού/γερμανικού φύλου των Γότθων (<Γεώθοοι <γέοθεν [<γη, γαία, γέα {από τη γη}]+ θόοι [θέω = τρέχω] = γρήγοροι σε χερσαίες πορείες). Με λεηλασίες και μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών δημιουργούσαν προβλήματα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά την τελευταία περίοδο της ιστορικής πορείας της, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων». Οι Βησιγότθοι αναδείχθηκαν ως ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., αρχικά στην Βαλκανική, όπου συμμετείχαν σε πολλές εκστρατείες κατά της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Βησιγοτθικός στρατός υπό την ηγεσία του Αλάριχου Α΄ εκστράτευσε επιτυχημένα και κυρίευσε ακόμη και την ίδια τη Ρώμη, το 410. Τελικά, μετά τον θάνατο του Αλάριχου Α΄ εγκαταστάθηκαν στην νότια Γαλατία και χρησιμοποιήθηκαν ως μισθοφόροι από τους Ρωμαίους. Σύντομα όμως επαναστάτησαν και δημιούργησαν το δικό τους βασίλειο με πρωτεύουσα την Τουλούζη. Σταδιακά επεκτάθηκαν στην Ιβηρική χερσόνησο εκτοπίζοντας τους Βάνδαλους και τους Αλανούς. Ταυτόχρονα όμως η κυριαρχία τους στην νότια Γαλατία τερματίστηκε το 507, καθώς εκδιώχθηκαν από τους Φράγκους, υπό τον Χλωδοβίκο Α΄. Έτσι το Βησιγοτθικό βασίλειο περιορίστηκε στην Ιβηρική, την σημερινή Ισπανία και Πορτογαλία, με εξαίρεση το Σουηβικό βασίλειο της Γαλικίας και την βυζαντινή επαρχία της Ιβηρικής, στα νότια. Το 711 και 712 οι Βησιγότθοι ηττήθηκαν από τους προελαύνοντες Άραβες και Βέρβερους και ολόκληρη η περιοχή που έλεγχαν τέθηκε σύντομα υπό τον έλεγχό τους. Απομεινάρια των Βησιγότθων σήμερα αποτελούν αρκετές εκκλησίες και αρχαιολογικά ευρήματα στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Για τους βασιλείς των Βησιγότθων την περίοδο αυτή μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Αθανάριχος (; - 381)
Ο Αθανάριχος (Athanaric ή Atanaric, πέθ 381, <Αθανάσιος + ρήγας = αθάνατος βασιλιάς) ήταν βασιλιάς διαφόρων κλάδων των Θηροβίγγιων Γότθων (γνωστών και ως Βησιγότθων) που ζούσαν στη Δακία (σημερινή Ρουμανία) τον 4ο αιώνα. Το 369 ενεπλάκη σε πόλεμο κατά του βυζαντινού αυτοκράτορα Βάλη, που κατέληξε σε διαπραγματεύσεις ειρήνευσης. Στα χρόνια του, παρά την αντίθεσή του, πολλοί Γότθοι ασπάστηκαν τον Αρειανισμό. Κατά τη δεκαετία 370-380 άρχισε εμφύλιο πόλεμο με τον ανταγωνιστή του Φριτίγερνο (Fritigern), αλλά αργότερα ηττήθηκε από τους εισβάλλοντες Ούννους και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε θερμά δεκτός από τον Θεοδόσιο Α το 381, με τον οποίο διαπραγματεύτηκε όρους ειρήνης, που συμφωνήθηκε μετά τον θάνατό του, τον ίδιο χρόνο) και διάρκεσε μέχρι το 395..
β. Αλάριχος Α΄ (395- 410)
Ο Αλάριχος Α΄ (Alarik, Alaricus, περ. 370-410, <αλς-αλός [=θάλασσα] = ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς της θάλασσας), υπήρξε βασιλιάς των Βησιγότθων (395-410) γεννήθηκε το 370 και ανήκε σε οικογένεια ευγενών της φυλής των Βάλτων. Αρχικά υπηρετούσε υπό τις διαταγές διαφόρων Ρωμαίων στρατηγών. Ήταν Χριστιανός και ανήκε στην αίρεση του Αρείου. Το 395 ανέλαβε ηγέτης των Βησιγότθων και ξεκίνησε σειρά λεηλασιών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. στην Βαλκανική χερσόνησο. Βάδισε προς την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά, ευρισκόμενος σε αδυναμία να προβεί σε πολιορκία, ανασχεδίασε τα βήματά του προς τα δυτικά και, στη συνέχεια, βάδισε νότια μέσω της Θεσσαλίας και του αφύλακτου περάσματος των Θερμοπυλών στην Ελλάδα. Οι στρατοί της ανατολικής αυτοκρατορίας ασχολούνταν με επιδρομές των Ούννων στη Μικρά Ασία και τη Συρία. Από την άλλη, ο Ρουφίνος προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τον Αλάριχο επί προσωπικού, το οποίο ήγειρε υποψίες στην Κωνσταντινούπολη ότι ο Ρουφίνος ήταν σε συνεννόηση με τους Γότθους. Ο στρατηγός του δυτικού κράτους Στηλίχων βάδισε ανατολικά εναντίον του Αλάριχου. Ο Στηλίχων ήταν σε θέση να καταστρέψει τους Γότθους, όταν διατάχτηκε από τον Αρκάδιο να φύγει από το Ιλλυρικό. Η εξουσία στην Κωνσταντινούπολη πλέον πέρασε στον ευνούχο Ευτρόπιο. Ο θάνατος του Ρουφίνου και η αναχώρηση του Στηλίχωνος έδωσε απόλυτη ελευθερία στις κινήσεις για τον Αλάριχο• λεηλάτησε την Αττική αλλά απέφυγε την Αθήνα, η οποία συνθηκολόγησε αμέσως με τον κατακτητή. Το 396, εξάλειψε τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων στην Ελευσίνα Αττικής, θέτοντας τέλος σε μια παράδοση των απόκρυφων θρησκευτικών τελετών που διήρκεσε από την Εποχή του Χαλκού. Στη συνέχεια εισέβαλε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε τις πιο διάσημες πόλεις-Κόρινθο, Άργος, και Σπάρτη-πουλώντας πολλούς από τους κατοίκους τους ως σκλάβους. Εδώ, όμως, η νικηφόρα πορεία του υπέστη σοβαρό πλήγμα. Το 397 ο Στηλίχων διέσχισε τη θάλασσα προς την Ελλάδα και πέτυχε την παγίδευση των Γότθων στα βουνά της Φολόης, στα σύνορα της Ηλείας και Αρκαδίας στη χερσόνησο. Από εκεί ο Αλάριχος δραπέτευσε με δυσκολία, και όχι χωρίς κάποια υποψία για ανοχή από τον Στηλίχωνα, που φάνηκε ότι είχε λάβει διαταγές και πάλι να αναχωρήσει. Ο Αλάριχος στη συνέχεια διέσχισε τον κόλπο της Κορίνθου και βάδισε βόρεια μέχρι την Ήπειρο λεηλατώντας τις ελληνικές περιοχές στο δρόμο του. Εδώ η κτηνωδία του συνεχίστηκε μέχρι που το ανατολικό Κράτος τον διόρισε Μάγιστρο του στρατού στο Ιλλυρικό, δίνοντάς του τη ρωμαϊκή διοίκηση που είχε επιθυμήσει, καθώς και την εξουσία για ανεφοδιάσει τους άντρες του από τα αυτοκρατορικά οπλοστάσια.
Στη συνέχεια στράφηκε κατά της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εισέβαλε στην Ιταλία και την λεηλάτησε αλλά τελικά νικήθηκε και απωθήθηκε από τον Στηλίχωνα. Ο Αλάριχος έχοντας στρατοπεδεύσει πέρα από τα ανατολικά σύνορα της Ιταλίας, άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Στηλίχωνα, για να του παρέχει στρατιωτικές υπηρεσίες για λογαριασμό της Ρώμης. Όμως το 408 ο Στηλίχων σκοτώθηκε και οι μεταξύ τους συζητήσεις διακόπηκαν. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Αλάριχος να συνεχίσει την προέλαση στην Ιταλική χερσόνησο και αφού προσπέρασε την Ραβέννα όπου είχε καταφύγει ο Ονώριος, έφτασε τον Δεκέμβριο στη Ρώμη. Αρχικά εγκατέστησε στρατόπεδα σε κάθε μια από τις δώδεκα πύλες της πόλης και έλεγχε τους δρόμους και τον Τίβερη. Πρεσβεία που οργανώθηκε και στάλθηκε από τη Σύγκλητο για να συζητήσει με τον Αλάριχο διαπίστωσε πόσο ανυποχώρητος ήταν στα αιτήματά του. Ζητούσε όλο το χρυσάφι και όλα τα πολύτιμα μέταλλα που βρίσκονταν στην πόλη και την απελευθέρωση όλων των βάρβαρων δούλων. Στις συζητήσεις που επαναλήφτηκαν μετριάστηκαν τα αιτήματά του σε 5000 λίβρες χρυσάφι, 30.000 ασήμι, 3000 πιπέρι (χρήσιμο για τη συντήρηση των φαγητών), 3.000 κομμάτια πορφύρα και 4.000 μεταξωτές ενδυμασίες. Την ίδια στιγμή ο στρατός του Αλάριχου ενισχύθηκε από γαμπρό του Ατάουλφο. Τότε αντιπροσωπεία της Συγκλήτου κατέφυγε στη Ραβέννα και συζήτησε με τον Ονώριο τα αιτήματα του Αλάριχου να γίνει αρχηγός του αυτοκρατορικού στρατού με αμοιβή, ετήσιο χρηματικό δώρο και τρόφιμα στους ανθρώπους του, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη του Νωρικού, της Δαλματίας και της Βενετίας, κι όλα αυτά με αντάλλαγμα να παρέχει στρατιωτικές υπηρεσίες στη Ρώμη.
Η αφορμή για την επίθεση δεν άργησε να έλθει: καθώς οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί του ήταν δυσαρεστημένοι από την μακρόχρονη αναμονή. Μια ξαφνική επίθεση από Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατιωτικό απόσπασμα κατά μιας γοτθικής φάλαγγας και ο σφαγιασμός της ξεχείλισε το ποτήρι. Στις 24 Αυγούστου του 410 οι Βησιγότθοι εισέβαλαν στη Ρώμη. Μετά από τρεις μέρες λεηλασιών ο Αλάριχος έφυγε για την Καλαβρία και σχεδίαζε να περάσει στη Σικελία και στη Λιβύη, σιτοβολώνα της Ιταλίας. Τελικά πέθανε μετά από υψηλό πυρετό, στην προσπάθειά του να οργανώσει στόλο για να κατακτήσει και τις απέναντι αφρικανικές ακτές.
γ. Ατάουλφος (410- 415)
Ο Ατάουλφος (Ataulf ή Athavulf ή Atawulf ή Athaulf, εκλατινισμένο ως Ataulphus) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων από το 410 μέχρι το 415. Στα χρόνια του το κράτος των Βησιγότθων αναδείχτηκε σε σημαντική πολιτική δύναμη της Δύσης. Εκλέχτηκε ομόφωνα διάδοχος του επ’ αδελφή γαμπρού του Αλάριχου και διέκοψε αμέσως την κάθοδο των Βησιγότθων προς νότο. Το 411 ο αυτοκράτορας του δυτικού κράτους Ονώριος, με τη συνδρομή Γότθων υπό τον Ουλφίλα, μετά από πολιορκία της πόλης Αρλ, κατέπνιξε στάση του σφετεριστή Κωνσταντίνου Γ. Το 412 ο στρατηγός του Ονώριου Κωνστάντιος εκδίωξε από την Ιταλία τους Βησιγότθους, οι οποίοι κινήθηκαν προς την Γαλατία λεηλατώντας της και κουβαλώντας μαζί τους ως υψηλή αιχμάλωτη την αδελφή του Ονώριου Γάλλα Πλακιδία. Το 413 ο Ατάουλφος συμμετείχε στην εξουδετέρωση στη Γαλατία των νέων σφετεριστών Ιοβίνου και Σεβαστιανού και μετά από αυτό νυμφεύτηκε με λαμπρές τελετές την Γάλλα Πλακιδία, με στόχο να συσφίξει τις σχέσεις του με τον Ονώριο, αλλά το παιδί τους πέθανε σε βρεφική ηλικία. Το 414 ο Ατάουλφος πιεζόμενος από τον στρατηγό Κωνστάντιο, υποχώρησε στην βόρεια Ισπανία. Εκεί στα ανάκτορα της Βαρκελώνης δολοφονήθηκε από ένα οπαδό του Σάρου, παλιού ανταγωνιστή του, του οποίου ο αδελφός Σιγέριχος ανακηρύχθηκε στη συνέχεια, βασιλιάς των Βησιγότθων. Η Γάλλα Πλακιδία επέστρεψε στην Ραβέννα όπου παντρεύτηκε τον στρατηγό Κωνστάντιο, αδυσώπητο εχθρό των Γότθων, ο οποίος το 421 ορίστηκε συναυτοκράτορας του Ονώριου, ως Κωνστάντιος Γ.
δ. Σιγέριχος (415)
Ο Σιγέριχος (Sigeric, <σιγή + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς που εμπνέει σιγή σεβασμού) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων για επτά μέρες το 415. Προωθήθηκε στο θρόνο από τους οπαδούς του αδελφού του Σάρου, τον οποίο ο προηγούμενος βασιλιάς Ατάουλφος είχε σκοτώσει ως ανταγωνιστή του. Η πρώτη του πράξη ήταν η θανάτωση έξι παιδιών του Ατάουλφου, ενώ μεταχειρίστηκε με σκληρό τρόπο και την σύζυγό του Γάλλα Πλακιδία, υποχρεώνοντάς την (έφιππος ο ίδιος) να τον ακολουθήσει πεζή επί 15 χιλιόμετρα, μαζί με άλλους αιχμαλώτους του. Αυτό όμως φαίνεται πως ήταν μια από τις αιτίες για τη δολοφονία του από αντιπάλους του, που τον αντικατέστησαν στο θρόνο με τον Βάλλια, συγγενή του Ατάουλφου.
ε. Βάλλιας (415 - 419)
Ο Βάλλιας (Wallia ή Valia, <βάλλω [=ρίπτω, βάζω, πλήττω] + ίω [=έρχομαι, υποτ. του είμι] = αυτός που ήλθε για να χτυπήσει ζώα, κυνηγός {το όνομα στα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε σε Walter [βάλλω + θηρ [=άγριο ζώο]}) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων της λεγόμενης Βαλτικής Δυναστείας, που εγκαινιάστηκε από τον Αλάριχο, από το 415- μέχρι το 419. Σύναψε συνθήκη ειρήνης με τον αυτοκράτορα Ονώριο και άφησε ελεύθερη την αδελφή του Γάλλα Πλακιδία και σε αντάλλαγμα πήρε το 417 την Ακουϊτανία (στη σημερινή νοτιοδυτική Γαλλία, ως περιοχή στην οποία οι Βησιγότθοι θα διέμεναν ως ομόσπονδοι σύμμαχοι (φοιδεράτοι). Εγκατέστησε την αυλή του στην Τουλούζη, που έγινε πρωτεύουσα των Βησιγότθων στα επόμενα χρόνια. Το 418 εισέβαλε στην Ισπανία, όπου απώθησε τους Βανδάλους και τους Αλανούς που αποδέχονταν ως βασιλιά τον Γουνδέριχο. Διάδοχός του ήταν ο Θεοδώριχος Α, γιος λη γαμπρός του Αλάριχου. Η κόρη του παντρεύτηκε τον βασιλιά των Σουηβών και έγινε μητέρα του Ρικίμερου, που υπήρξε στρατηγός και αυτοκράτορας του δυτικού κράτους (465-467), τις τύχες του οποίου εξουσίαζε για πολλά χρόνια, με τους αυτοκράτορες-ανδρείκελα που διόριζε.
στ. Θεοδώριχος Α΄ (419 - 451)
Ο Θεοδώριχος Α΄ (γοτθικά Þiudareiks I, γερμανικά Theodorid ή Theodorich, λατ.: Theodericus Ι, πέθανε το 451, <Θεόδωρος [<θεός + δώρο] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς που έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό >Θευδέριχος > γαλλ. Thierry), ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων από το 418 έως το 451. Γιος ή γαμπρός του Αλάριχου Α, γεννήθηκε στη Δοβρουτσά της σημερινής Βουλγαρίας και διαδέχθηκε τον Βάλλια. Αν και οι Βησιγότθοι βρίσκονταν υπό την εποπτεία του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ο Θεοδώριχος φιλόδοξος και δυναμικός, διεκδικούσε σε κάθε ευκαιρία την επέκταση και ανεξαρτητοποίηση του βασιλείου του. Η Ακουϊτανία του είχε δοθεί στα πλαίσια ειδικής συνθήκης με τους Ρωμαίους, ωστόσο επεδίωξε να κατακτήσει την Αρελάτη, και τη Ναρβόννη χωρίς επιτυχία, γεγονός που διατάραξε τις σχέσεις του με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τελικά κατάφερε να επανακτήσει την Τουλούζη, γεγονός που ενδυνάμωσε και πάλι τη θέση του στα πλαίσια της παραπαίουσας τότε αυτοκρατορίας. Ο Θεοδώριχος άσκησε πολιτική επέκτασης με κάθε τρόπο και προς πάσα κατεύθυνση. Οι γάμοι των θυγατέρων του με τους ηγεμόνες των Βανδάλων και των Σουηβών εντάσσονταν στα πλαίσια διαφόρων συνασπισμών και στρατηγικών επιδιώξεων. Το 451 συμμετείχε σε ευκαιριακό συνασπισμό Ρωμαίων και άλλων φυλών εναντίον του Αττίλα στη Μάχη των Εθνών στην οποία και φονεύθηκε. Τόπος ταφής του ήταν η Μαρν της σημερινής Γαλλίας. Τη θέση του πήρε ο γιος του Θορισμούνδος, που είχε 5 ακόμη αδελφούς (Θεοδώριχος Β, Frederic, Euric, Retimer, Himnerith).
ζ. Θορισμούνδος (451 - 453)
Ο Θορισμούνδος (Thorismund, γοτθικά Þaurismoþs, ή Thorismod ή Thorismud <θάρρος + μόθος [=μάχη] = θαρραλέος στις μάχες), γιος του Θεοδώριχου Α, έγινε βασιλιάς των Βησιγότθων μετά τον θάνατο του πατέρα του, στη μάχη εναντίον των Ούννων το 451, στην οποία και ο ίδιος είχε αποφασιστική συμμετοχή, αφού μετά την κατάληξη της κορυφής ενός λόφου στην αρχή της μάχης, επέπεσε με τις δυνάμεις του εναντίον των εχθρών, που εκείνη τη στιγμή είχαν επικρατήσει επί των Αλανών και των Οστρογότθων, που τους αντιμετώπιζαν και κατόρθωσε να αναστρέψει το αποτέλεσμα της μάχης. Δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Θεοδώριχο Α που τον διαδέχτηκε.
η. Θεοδώριχος Β΄ (453 - 466)
Ο Θεοδώριχος Β΄ (γερμανικά Theodorich, λατ.: Theodericus ΙΙ, πέθανε το 466), ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων από το 453 έως το 466. Ήταν γιος του Θεοδώριχου Α΄ και διαδέχθηκε τον αδερφό του Θορισμούνδο, τον οποίο δολοφόνησε ο ίδιος, με την αιτιολογία ότι δεν τηρούσε τους όρους της συμμαχίας με την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. όταν ο τελευταίος δολοφονήθηκε. Ο Θεοδώριχος ήταν καλλιεργημένος και φίλος των γραμμάτων. Η φιλία του με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Άβιτο, η οποία θεμελιώθηκε στη βοήθεια που του προσέφερε ώστε να αναρριχηθεί στον θρόνο, συνέτεινε στον ιδιαίτερο θαυμασμό του για τη λατινική γραμματεία. Το 458 ηττήθηκε από τον αυτοκράτορα Μαϊοριανό στη Μάχη της Αρελάτης και προσωρινά αποτραβήχτηκε στην Ακουϊτανία, εγκαταλείποντας την Ισπανία. Μετά τη δολοφονία του Μαϊοριανού το 461, ο Θεοδώριχος εισέβαλε και πάλι στην Ισπανία. Η βασιλεία του, μετά από αυτό, χαρακτηρίστηκε από την επέκταση του κράτους του στη Γαλατία και την Ισπανία που κατοχυρώθηκε με τη νίκη του απέναντι στους Σουηβούς οι οποίοι είχαν ηγέτη τον Ρεκιέρο. Διατηρούσε καλές σχέσεις με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά υπέστη καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία του όταν έχασε στην Ορλεάνη από τον Αιγίδιο. Το 466 δολοφονήθηκε από τον νεότερο αδελφό του Εύριχο που τον διαδέχτηκε.
η. Εύριχος (466 - 484)
Ο Εύριχος (Euric ή Evaric ή Eurico 440 – 484, <ευ [=καλός] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = καλός βασιλιάς), γιος του Θεοδώριχου Α, έγινε βασιλιάς των Βησιγότθων, αφού σκότωσε τοβ αδελφό του Θεοδώριχο Β. Αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο αντιμετώπισε με επιτυχία άλλους ανταγωνιστές του αρχηγούς των Βησιγότθων, και εξασφάλισε την ενότητα του έθνους του. Επωφελούμενος από την αδυναμία της δυτικής αυτοκρατορίας επεκτάθηκε στην Ισπανία, απωθώντας τους Σουηβούς στο βορειοδυτικό άκρο της Ιβηρίας. Με την πτώση του δυτικού κράτους το 476 οι Βησιγότθοι κατείχαν ουσιαστικά όλη την Ιβηρική χερσόνησο. Έχοντας καταλάβει το 475 το Κλερμόν Φεράν, μετά από μακρόχρονη πολιορκία, μοιράστηκε το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος με τον Οδόακρο. Ο Εύριχος ήταν από τους πλέον καλλιεργημένους Βησιγότθους βασιλείς. Ήταν ο πρώτος Γερμανός που κωδικοποίησε τους νόμους του λαού του, που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο στην προφορικής παράδοση και ήταν αποταμιευμένοι στη μνήμη μόνο εξειδικευμένων νομικών. Με το θάνατο του Εύριχου το 484 το βασίλειο των Βησιγότθων περιλάμβανε όλη την Ιβηρία, πλην της Γαλικίας που κατείχαν οι Σουηβοί, και το ένα τρίτο της σημερινής Γαλλίας.
θ. Αλάριχος Β΄ (484 - 507)
Ο Αλάριχος Β (Alaric II ή Alarik, Alarich, Alarico και λατ. Alaricus, πέθ. 507) διαδέχτηκε τον πατέρα του Εύριχο, ως βασιλιάς των Βησιγότθων στην Τουλούζη, το 484. Μετέφερε την πρωτεύουσά του στην πόλη Aire-sur-l'Adour (Vicus Julii) στην Ακουϊτανία. Αρχικά πρόσφερε άσυλο στον Συάγριο, Ρωμαίο ηγεμόνα της Σουασόν, στη σημερινή βορειοδυτική Γαλλία, μετά την ήττα του από τον βασιλιά των Φράγκων Χλωδοβίκο Α, αλλά τον παρέδωσε το 486. Το 490 βοήθησε τον βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο τον Μέγα, να καταλάβει την Ιταλία. Το 502 ο βασιλιάς της Βουργουνδίας Γουνδοβάδος του παραχώρησε την Αβινιόν, ως αντάλλαγμα της βοήθειας που του πρόσφερε εναντίον των Φράγκων. Το 502 συναντήθηκε με τον Χλωδοβίκο Α στον ποταμό Λίγηρα και υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης. Το 507 όμως ο Χλωδοβίκος παραβίασε τη συνθήκη και εισέβαλε στα εδάφη των Βησιγότθων, αντιμετωπίζοντας τον Αλάριχο Β στη Μάχη της Βουϊγέ (Vouillé), κοντά στο Πουατιέ, όπου οι Γότθοι ηττήθηκαν και ο Αλάριχος σκοτώθηκε. Παρόλο που ήταν Αρειανιστής, όπως οι περισσότεροι Βησιγότθοι ευγενείς, τήρησε μετριοπαθή πολιτική απέναντι στους καθολικούς, με τους επισκόπους των οποίων διατήρησε συγκρατημένα καλές σχέσεις. Φρόντισε επίσης για την κωδικοποίηση των ρωμαϊκών νόμων, για την ορθή διοίκηση των Ρωμαίων υπηκόων του.
ι. Γεσάλιχος (507-511)
Ο Γεσάλιχος (Gesalic, γοτθικά Gaisalaiks, ισπανικά Gesaleico) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στα χρόνια από 507 μέχρι 511, και πέθανε το 513. Νόθος γιος του Αλάριχου Β εκλέχτηκε βασιλιάς μετά το θάνατο του πατέρα του, διότι ο νόμιμος γιος του Αμαλάριχος ήταν ανήλικος. Αρχικά είχε την υποστήριξη του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου του Μεγάλου, αλλά μεταξύ 508 και 511 οι Βουργουνδοί, υπό τον βασιλιά τους Γουνδοβάδο, κατέλαβαν τη Ναρβόννη (νότια Γαλλία, στα παράλια της Μεσογείου) και ο Γεσάλιχος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Βαρκελώνη, μέχρι να τον εκθρονίσει ο Θεοδώριχος, ο οποίος ανέλαβε την διακυβέρνηση των Βησιγότθων για 15 χρόνια, στο όνομα του Αμαλάριχου. Έκπτωτος ο Γεσέλιχος προσπάθησε χωρίς επιτυχία, να προσεταιρισθεί τον βασιλιά των Βανδάλων Θρασαμούνδο και κατέφυγε στην Ακουϊτανία και μετά πάλι στην Ισπανία, όπου το 513 ηττήθηκε σε μάχη από τον στρατηγό του Θεοδώριχου Ίββα έξω από την Βαρκελώνη, και, παρόλο που διέφυγε ζωντανός από τη μάχη, συνελήφθη και θανατώθηκε λίγο αργότερα.
ια. Αμαλάριχος (511/526-531)
Ο Αμαλάριχος (Amalaric, γοτθικά Amalareiks, ισπανικά Amalarico, – 531, <άμα [=ταυτόχρονα] + αλς-αλός [=θάλασσα]+ ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = και αυτός βασιλιάς της θάλασσας {όπως ο πατέρας του Αλάριχος}) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων τυπικά από το 511, ουσιαστικά όμως από το 526 μέχρι το 531. Νόμιμος γιος του βασιλιά Αλάριχου Β, στο διάστημα 511-526 εκπροσωπήθηκε από τον θείο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο τον Μεγάλο, ο οποίος εκθρόνισε και στη συνέχεια σκότωσε τον ετεροθαλή αδελφό του Αμαλάριχου Γεσάλιχο, και κατάφερε να ανακατακτήσει για λογαριασμό των Βησιγότθων την Ακουϊτανία και την Τουλούζη. Μετά τον θάνατο του βασιλιά των Φράγκων Χλωδοβίκου Α, σύναψε ειρήνη με τους διαδόχους του, εξασφαλίζοντας τα εδάφη του Βησιγοτθικού βασιλείου στη Γαλλία και την Ισπανία. Μετά τον θάνατο του Θεοδώριχου του Μεγάλου ο Αμαλάριχος ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά του και νυμφεύτηκε την κόρη του Χλωδοβίκου Α Χρωτίλδη, πιέζοντάς την, με βίαιο τρόπο, να ασπασθεί τον Αρειανισμό. Ο αδελφός της Χρωτίλδης Χιλδεβέρτος Α νίκησε τους Βησιγότθους και κατέλαβε την Ναρβόννη, οπότε ο Αμαλάριχος κατέφυγε στην Βαρκελώνη, όπου δολοφονήθηκε από τους άνδρες του, ένας από τους οποίους ήταν ο διάδοχός του Θεύδης. Η Χρωτίλδη πέθανε στο δρόμο της επιστροφής στο Παρίσι, που ήταν από τότε πρωτεύουσα του βασιλείου των Φράγκων.
ιβ. Θεύδης (531-548)
Ο Θεύδης (Theudis, γοτθικά Þiudeis, ισπανικά Teudis, <θεοδεής <θεός + δέος [=φόβος] = αυτός που σέβεται το θεό, θεοφοβούμενος) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στην Ισπανία στα χρόνια 531 - 548. Ήταν αντιπρόσωπος του Θεοδώριχου του Μέγάλου στα χρόνια (511-526) που κυβέρνησε τους Βησιγότθους, ως επίτροπος του ανεψιού του Αμαλάριχου. Παντρεύτηκε μια πλούσια Ισπανίδα ευγενή και δημιούργησε προσωπικό στρατό 2000 ανδρών, χάρη στον οποίο ανεξαρτητοποιήθηκε από τον Θεοδώριχο. Εκλέχτηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του Αμαλάριχου, εξαιτίας και της συγγένειάς του με τους βασιλείς Ιλδίβαδο και Τωτίλα των Οστρογότθων. Το 541 αντιμετώπισε τους Φράγκους υπό τους Κλοθάριο Α και Χιλδεβέρτο Α, που εισέβαλαν στην Ισπανία μέχρι τη Σαραγόσα, την οποία όμως δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν, παρά την μακρόχρονη πολιορκία της, χάρη και στην αποτελεσματική αντίσταση του Θευδιγίσελου, στρατηγού τότε του Θεύδη και μετέπειτα βασιλιά των Βησιγότθων. Το 533, όταν οι Βυζαντινοί διέλυσαν το βασίλειο των Βανδάλων στην Αφρική, ο Θεύδης απέφυγε να τους υποστηρίξει και μάλιστα επωφελήθηκε για να καταλάβει κάποια εδάφη στην Αφρική, απέναντι από την Ισπανία. Αν και Αρειανιστής διατήρησε καλές σχέσεις με τους καθολικούς επισκόπους του κράτους του και μέχρι το 546 συμπλήρωσε την κωδικοποίηση των γοτθικών νόμων. Το 548 δολοφονήθηκε στο παλάτι του, από άγνωστο άνδρα.
ιγ. Θευδιγίσελος (548-549)
Ο Θευδιγίσελος (Theudigisel, λατ. Theudigiselus, ισπαν. Teudigiselo, <Θεύδης + Γίσελος < {θεός + δέος} + {γη + έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω]} = θεοφοβούμενος εκλεκτός της γης) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στην Ισπανία και Σεπτιμανία (νοτιοδυτική Γαλλία) στο διετία 548–549. Ήταν στρατηγός του Θεύδη και τον διαδέχτηκε μετά την δολοφονία του. Απώθησε τους Φράγκους που είχαν εισβάλει στην Ισπανία το 541, αλλά δωροδοκήθηκε και τους επέτρεψε να επιστρέψουν στα εδάφη τους. Δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια συμποσίου από μια ομάδα συνωμοτών, με την αιτιολογία ότι μόλυνε τους γάμους πολλών ευγενών, προωθώντας τη δημόσια πορνεία.
ιδ. Αγίλας Α (549-554)
Ο Αγίλας Α (Agila I ή Achila, Akhila, Aquila, Agil, γοτθικά Agila, <άγω [=οδηγώ} + λαός = αρχηγός του λαού {αντίστοιχο με το Αχιλλεύς, από το οποίο πιθανώς προέρχεται) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στο διάστημα 549–554. Ανήλθε στο θρόνο μετά την δολοφονία του Θευδιγίσελου και συνάντησε αρκετές αντιδράσεις εναντίον της εξουσίας του. Αρχικά αντιμετώπισε εξέγερση των καθολικών στην Κόρδοβα, που αντιδρούσαν στο αρειανιστικό θρήσκευμά του. Στη συνέχεια βρέθηκε αντιμέτωπος με εξεγέρσεις διαφόρων τοπικών ηγεμόνων, όπως ο Ασπίδιος και ιδιαίτερα ο Αθανάγιλδος, από τους οποίους ηττήθηκε διαδοχικά. Το 552 στις διενέξεις παρενέβησαν και οι Βυζαντινοί, οπότε ο Αγίλας δολοφονήθηκε το 554 από τους υπηκόους του, που φοβήθηκαν ότι οι Βυζαντινοί θα επιχειρούσαν εισβολή στην Ισπανία με το πρόσχημα της παροχής βοήθειας στον Αγίλα.
ιε. Αθανάγιλδος (554-567)
Ο Αθανάγιλδος (Athanagild, γοτθικά Aþanagilds; πέθ. 567. <αθάνατος + γη + λίθος = αθάνατος βράχος τη γης) έγινε βασιλιάς των Βησιγότθων μετά από εξέγερση κατά του προηγούμενου βασιλιά Αγίλα, που ηττήθηκε στη σύγκρουση που επακολούθησε και δολοφονήθηκε από τους υπηκόους του το 554. Στη σύγκρουση παρενέβησαν και οι Βυζαντινοί του Ιουστινιανού, υποστηρίζοντας τον Αγίλα εναντίον του σφετεριστή. Ο Αθανάγιλδος κατόρθωσε να ανακτήσει μερικές πόλεις, αλλά οι Βυζαντινοί τις κατακτήσεις τους στην Ισπανία, δημιουργώντας μια επαρχία, που περιλάμβανε την Νέα Καρχηδόνα, την Κόρδοβα, τη Μάλγα και την Μεδίνα Σιθωνία ανατολικά και δυτικά των στενών της Γάδης (Cadix, Γιβραλτάρ). Ο Αθανάγιλδος πέθανε από φυσικές αιτίες στο Τολέδο και τον διαδέχτηκε ο Λιούβας Α. Ο ίδιος είχε μόνο τρεις κόρες, από τις οποίες η Βρουνχίλδα έγινε βασίλισσα των Φράγκων, σύζυγος του Σιγιβέρτου της Αυστρασίας, ενώ η Γοϊσβίνθα (Goiswinth) έγινε βασίλισσα των Βησιγότθων, σύζυγος του Λεοβίγιλδου.
ιστ. Λιούβας Α (567-573)
Ο Λιούβας Α (Liuva I, γοτθικά Liuba, πέθ. 572, <ιλεόβιος <ίλλεως, ίλεος [=αγαθός, πράος] + βίος = αυτός που συνυπάρχει ειρηνικά {Liuva, γοτθικά Liuba, αγγλ. liuve >love}) έγινε βασιλιάς των Βησιγότθων στην Ναρβόννη (νότια Γαλλία, στα παράλια της Μεσογείου) μετά τον θάνατο του Αθανάγιλδου, σε εποχή που το βασίλειό του δεχόταν πίεση από τους Φράγκους. Αυτό ανάγκασε τον Λιούβα να ορίσει τον αδελφό του Λεοβίγιλδο συμβασιλέα στο δυτικό τμήμα της Ισπανίας. Για τον ίδιο λόγο πρόσφερε προστασία στον καθολικό επίσκοπο Φρονίμιο, ο οποίος αργότερα επέστρεψε στη Γαλλία στην αυλή του Χιλδεβέρτου, που τον διόρισε επίσκοπο της Ρεν. Ο Λιούβας πέθανε μετά από 3 χρόνια διακυβέρνησης από άγνωστη αιτία.
ιστ. Λεοβίγιλδος (568-586)
Ο Λεοβίγιλδος (Liuvigild, Leuvigild, Leovigild, γοτθικά Liubagilds, ισπανικά Leovigildo, 525-586, <ίλλεως, ίλεος [=αγαθός, πράος] + βίος + γη + λίθος = αγαθός και δυνατός σαν βράχος) ήταν αδελφός του Λιούβα Α και έγινε βασιλιάς των Βησιγότθων μετά τον θάνατό του, από το 568 μέχρι το 586. Το βασίλειό του περιλάμβανε σχεδόν όλη την σημερινή Ισπανία μέχρι το Τολέδο. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Θεοδοσία και μετά τον θάνατό της η κόρη του Αθανάγιλδου Γοϊσβίνθα (Goiswintha). Στα χρόνια της συμβασιλείας με τον αδελφό του Λιούβα (568-573), ο Λεοβίγιλδος είχε μια σειρά επιτυχιών, κατακτώντας από τους Βυζαντινούς τις πόλεις Μάλαγα, Μεδίνα Σιθωνία και Κόρδοβα. Ως μόνο βασιλιάς, κατέλαβε το 573 την Σαβαρία, το 574 την Κανταβρία, το 576 την Γαλικία νικώντας τον Ασπίδιο και το 577 την Ορεσπέδα στην νοτιοανατολική Ισπανία, εξακολουθώντας όμως να αναγνωρίζει την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα.
Ο Λεοβίγιλδος αναθεώρησε τον νομικό κώδικα του Εύριχου, που καθόριζε τον τρόπο διοίκησης των Γότθων και απαγόρευσε τους γάμους μεταξύ Βησιγότθων και Ιβηρο-Ρωμαίων. Κατένειμε επίσης διοικητικές αρμοδιότητες στους δύο γιους του, Ερμενέγιλδο και Ρεκάρεδο. Το 582 ο Ερμενέγιλδος ασπάστηκε τον ορθόδοξο χριστιανισμό και το 583, αντιδρώντας στην πίεση του πατέρα του να ορίζει αρειανιστές επισκόπους στην περιοχή ευθύνης του, επαναστάτησε. Όταν οι Βυζαντινοί απέτυχαν να υποβοηθήσουν την εξέγερση, ο Λεοβίγιλδος κατέλαβε την Σεβίλλη, θανάτωσε τον γιο του και απαίτησε οι Ρωμαίοι υπήκοοί του να ασπασθούν τον αρειανισμό. Το 584, επωφελούμενος από τις διενέξεις μεταξύ διαφόρων ομάδων Σουηβών, επιτέθηκε και νίκησε τον Σουηβό βασιλιά στη Μάχη της Βράγας, υποτάσσοντας το βασίλειό του. Πεθαίνοντας, μετά από 18 χρόνια βασιλείας, από φυσικά αίτια το 586 στην πρωτεύουσά του, που ήταν από τότε το Τολέδο, άφησε στους διαδόχους ένα κράτος εύρωστο, που εκτεινόταν σχεδόν στο σύνολο της Ιβηρικής χερσονήσου, το οποίο οι Βησιγότθοι θεωρούσαν ότι αποτελούσε συνέχεια του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. Στην εποχή του άρχισε να επικρατεί το σύστημα διοίκησης, που βασιζόταν σε περιφερειακούς ηγεμόνες στρατιωτικούς διοικητές, που ονομάζονταν δούκες (duces, <δους [μτχ, αορίστ. του δίδωμι, έδωκα] = αυτός που έδωσε λόγο υποταγής) και υποδεέστερους τοπικούς άρχοντες που ονομάζονταν κόμητες (comes, <κομώ [= φροντίζω] = φροντιστής, επιμελητής).
ιζ. Ρεκκάρεδος Α (586-601)
Ο Ρεκκάρεδος Α (Reccared ή Recared I, 559–601, βασιλιάς 586–601, <Ρηγόκαρδος < ρήγας [ρηξ-ρηγός=βασιλιάς] + καρδιά = αυτό που έχει βασιλικό φρόνημα { >αγγλ. Richard, ισπαν. Ricardo, Ριχάρδος}), γιος του Λεοβίγιλδου και της πρώτης συζύγου του Θεοδοσίας, ήταν ο πρώτος Βησιγότθος βασιλιάς που (το 587) ασπάσθηκε τον καθολικισμό (εις βάρος του μέχρι τότε επικρατούντος αρειανισμού) εξασφαλίζοντας πολιτική και θρησκευτική ενότητα στο κράτος των Βησιγότθων. Όπως ο πατέρας του, είχε πρωτεύουσα το Τολέδο. Σημαντική συμβολή στην μεταστροφή του Ρεκκάρεδου είχε ο καθολικός επίσκοπος της Σεβίλλης Λέανδρος, που είχε υποστηρίξει στα προηγούμενα χρόνια και το αποτυχημένο κίνημα του αδελφού του Ερμενέγιλδου. Οι περισσότεροι Βησιγότθοι αρειανιστές ευγενείς και εκκλησιαστικοί ακολούθησαν το παράδειγμα του Ρεκκάρεδου, αλλά συνέβησαν και εξεγέρσεις, ιδιαίτερα στην Σεπτιμανία (νοτιοδυτική Γαλλία) πέρα από τα Πυρηναία, όπου ηγέτης της αντίδρασης ήταν ο αρειανιστής επίσκοπος Αθάλοχος. Η επανάσταση καταπνίγηκε από τον Ρεκκάρεδο, αλλά σε λίγο εκδηλώθηκε νέο κίνημα στην Λουζιτανία, η οποία καταπνίγηκε άμεσα. Ένα τρίτο κίνημα ανακαλύφθηκε έγκαιρα το 588 και οι πρωταίτιοι, στους οποίους περιλαμβανόταν και η χήρα του Λεοβίγιλδου Γοϊσβίνθα, εξουδετερώθηκαν. Η Γ Σύνοδος του Τολέδου που οργανώθηκε από τον επίσκοπο Λέναδρο, καθόρισε το εκκλησιαστικό δόγμα του νέου καθολικού βασιλείου, που επισημοποιήθηκε με δημόσια ομολογία πίστεως του βασιλιά. Η διακυβέρνηση του Ρεκκάρεδου επαινέθηκε από όλους κατά τα λοιπά, ως μετριοπαθής και φιλειρηνική. Πέθανε από φυσικά αίτια στο Τολέδο και τον διαδέχτηκε ο γιος του Λιούβας Β.
ιη. Λιούβας Β (601-603)
Ο Λιούβας Β (Liuva II, <λέων + βίος = αυτός που έχει ζωή [ζωτικότητα] λιονταριού), διαδέχτηκε τον πατέρα του Ρεκκάρεδο Α, όταν ήταν 18 ετών. Το 602 ο Γότθος Βιττέριχος, ένας από τους συνωμότες που επιδίωξαν να αποκαταστήσουν τον αρειανισμό το 589, ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση για να απωθήσει τους Βυζαντινούς. Αντί γι’ αυτό όμως, βασιζόμενος την υποστήριξη ευγενών που δεν είχαν καλές σχέσεις με την βασιλική δυναστεία, στράφηκε εναντίον του βασιλιά και το 603 εισέβαλε στο παλάτι, όπου αφού πρώτα του έκοψε το δεξί χέρι, τελικά τον σκότωσε
ιθ. Βιττέριχος (603-610)
Ο Βιττέριχος (Witteric, ισπαν. Witerico, <βιοτή [=τα προς το ζην] + τηρώ + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς που εξασφαλίζει τα αγαθά της ζωής) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων από το 603 μέχρι το 610. Το 589 συνωμότησε ανεπιτυχώς για την αποκατάσταση του αρειανισμού στην Ισπανία. Το 602 ορίστηκε διοικητής του στρατού για την εκδίωξη των Βυζαντινών, αντ’ αυτού όμως στράφηκε κατά του βασιλιά Λιούβα Β, τον οποίο δολοφόνησε το 603. Μετά από μερικές ασήμαντες αψιμαχίες με τους Βυζαντινούς, μετά τις οποίες κατέλαβε την πόλη της Νέας Καρχηδόνας, ο βασιλιάς της Βουργουνδίας Θεοδώριχος Β ζήτησε, το 606, το χέρι της κόρης του Ερμενβέργης. Μολονότι ο γάμος έγινε με τιμές, μετά από παρεμβάσεις της γιαγιάς του Βρουνχίλδας και της αδελφής του Θευδίλας, ο Θεοδώριχος έστειλε πίσω την Ερμενβέργη χωρίς την προίκα της. Αντιδρώντας ο Βιττέριχος σύναψε συμμαχίες με τους βασιλείς της Αυστρασίας, της Νευστρίας και των Λογγοβάρδων, αλλά δεν πέτυχε τίποτε εναντίον του Θεοδώριχου Β. Το 610 μια φατρία ευγενών τον δολοφόνησε κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου και ανακήρυξαν βασιλιά τον δούκα της Ναρβόννης (νότια Γαλλία, στα παράλια της Μεσογείου) Γκούντεμαρ..
κ. Γκούντεμαρ (610-612)
Ο Γκούντεμαρ (Gundemar), ως βασιλιάς των Βησιγότθων στα χρόνια (610–612).συνέχισε την πολιτική φιλίας με τους βασιλείς της Νευστρίας Κλοθάριο Β και της Αυστρασίας Θεοδόβερτο Β, στέλνοντας και χρηματικά ποσά για να τους υποστηρίξει εναντίον του Θεοδώριχου Β της Αυστρασίας. Εκστράτευσε εναντίον των Βάσκων και πολιόρκησε τους Βυζαντινούς. Πέθανε από φυσικά αίτια στο Τολέδο το 612.
κα. Σίσεμπουτ (612-621)
Ο Σίσεμπουτ (Sisebut ή Sisebuth, Sisebuto, Sisebod ή Sigebut, 565 – 621, <σιγή + βυθός = βασιλιάς που εμπνέει σιγή σεβασμού) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στο διάστημα 612-621. Εκστράτευσε με επιτυχία εναντίον των υπολειμμάτων της βυζαντινής ισχύος στην Ισπανία, ενίσχυσε τον έλεγχο των Βησιγότθων επί των Βάσκων και Κανταβριανών και ανάπτυξε φιλικές σχέσεις με τους Λογγοβάρδους της Ιταλίας. Το 616 διέταξε την μαστίγωση των Εβραίων που αρνούνταν να προσηλυτισθούν στον χριστιανισμό και έγινε στενός φίλος του λόγιου και εγκυκλοπαιδιστή επίσκοπου Ισίδωρου της Σεβίλλης. Είχε μία κόρη που λεγόταν Θεοδώρα και έναν γιο που τον διαδέχτηκε ως Ρεκκάρεδος Β.
κβ. Ρεκκάρεδος Β (621)
Ο Ρεκκάρεδος Β (Reccared II, ισπαν. Recaredo, <Ρηγόκαρδος < ρήγας [ρηξ-ρηγός=βασιλιάς] + καρδιά = αυτό που έχει βασιλικό φρόνημα { >αγγλ. Richard, ισπαν. Ricardo, Ριχάρδος}) βασίλευσε στους Βησιγότθους για σύντομο χρονικό διάστημα το 621. Ήταν γιος του Σίσεμπουτ και μιας παράνομης κόρης του Ρεκκάρεδου Α. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν ακόμη παιδί και αντιμετώπισε την αντίδραση των ευγενών. Ο πρόωρος θάνατός του επέτρεψε στον θείο του (από τη μεριά της μητέρας του) στρατηγό Σουϊνθίλα να γίνει βασιλιάς.
κγ. Σουϊνθίλας (621-631)
Ο Σουϊνθίλας (Suintila, γοτθικά Swinþila, ή Swinthila, Svinthila; 588 – 633/635, <σου + ινδός [=δυνατός {<ις-ινός=δύναμη] + λαός = δυνατός από τον λαό μας) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στο διάστημα 621-631. Ήταν γιος του Ρεκκάρεδου Α και της συζύγου του Βαδώς. Νυμφεύτηκε την Θεοδώρα, κόρη του γαμβρού του βασιλιά Σίσεμπουτ. Ως βασιλιάς κατόρθωσε να αποσπάσει τα τελευταία εδάφη που κατείχαν οι Βυζαντινοί στην Ισπανία, καθιερώνοντας το όνομα “Spania” για την περιοχή που κατέχει και η σημερινή Ισπανία (και όχι για το σύνολο της Ιβηρικής Χερσονήσου). Θεωρήθηκε τύραννος εξαιτίας της σκληρής πολιτικής του και της συσσώρευσης πλούτου εις βάρος των οικονομικά υποδεέστερων και εκθρονίστηκε από τον Σισενάνδο.
κδ. Σισενάνδος (631-636)
Ο Σισενάνδος (Sisenand ή Sisinand, γοτθικά Sisinanþs, ισπαν. Sisenando,. 605 – 636, <σιγή + ανδαίω [=ανάβω] = βασιλιάς που εμπνέει σιγή σεβασμού), ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στα χρόνια (631–636). Εκθρόνισε τον Σουϊνθίλα, κηρύσσοντάς τον τύραννο, με τη βοήθεια του βασιλιά των Φράγκων Δαγοβέρτου Α, στον οποίο δόθηκε δώρο το χρυσό πιάτο που χάρισε ο Αέτιος στον Θορισμούνδο το 451. Συγκάλεσε την Δ Σύνοδο του Τολέδο, που καθόρισε αστικούς και εκκλησιαστικούς νόμους, ενισχύοντας τη δύναμη του βασιλιά και αναιρώντας όλους τους φόρους από τον κλήρο. Δεν αναγνωρίστηκε όμως κληρονομικό δικαίωμα στον βασιλιά, που εξακολουθούσε να εκλέγεται από τους επισκόπους και τους πλουτοκράτες. Το 632-633 αντιμετώπισε την εξέγερση κάποιου Ιουδίλα και το 636 πέθανε στο Τολέδο.
κε. Κινθίλας (636-640)
Ο Κινθίλας (Chintila, γοτθικά Kinþila; πέθ. 640) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων από το 636 μέχρι το 640, σε μια περίοδο αδυναμίας του κράτους. Εκλέχτηκε από τους επισκόπους και τους ευγενείς, σύμφωνα με τους κανόνες της Δ Συνόδου του Τολέδο. Παραχώρησε μεγαλύτερη στους επισκόπους και συνάντησε δυσκολίες εξαιτίας ταραχών από τοπικές εξεγέρσεις στην Ισπανία. Συγκάλεσε δύο ακόμη Συνόδους, την Ε και ΣΤ του Τολέδο και έθεσε εκτός νόμου τους μη καθολικούς, υποχρεώνοντας πολλούς υπηκόους του να αλλάξουν θρήσκευμα. Πέθανε από φυσικά αίτια το 640 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Τούλγας.
κστ. Τούλγας (640-642)
Ο Τούλγας (Tulga ή Tulca) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων για δύο χρόνια (640 – 642), διαδεχόμενος τον πατέρα του σε μια αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας δυναστείας. Το 642 ο Κινδασουΐνθος, στρατηγός στα σύνορα με τους Βάσκους, σε ηλικία 79 ετών, κήρυξε επανάσταση, καθαίρεσε τον Τούλγα, τον οποίο έκλεισε σε μοναστήρι και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς, χωρίς έγκριση από την Εκκλησία. Πριν γίνει μοναχός ήταν νυμφευμένος και είχε δύο γιους.
κζ. Κινδασουΐνθος (642-653)
Ο Κινδασουΐνθος (Chindasuinth, γοτθικά Kinþaswinþs; 563 – 653, <κίνδυν [<κίνδυνος] + σου + ινδός [=δυνατός {<ις-ινός=δύναμη] = δυνατός στους κινδύνους σου), παλιός στρατηγός του λεοβίγιλδου, διαδέχτηκε τον Τούλγα εκθρονίζοντάς τον και αναγνωρίστηκε επίσημα βασιλιάς των Βησιγότθων από τους ευγενείς και τον κλήρο, το 642, παρά το γεγονός ότι ήταν τότε 79 ετών. Για να σταθεροποιήσει την εξουσία του, εκτέλεσε χωρίς λόγο, 700 ευγενείς δημεύοντας ταυτόχρονα τις περιουσίες τους. Η Ζ Σύνοδος του Τολέδο επικύρωσε τις πράξεις του και εξασφάλισε έτσι με τη βία στο κράτος τάξη και γαλήνη, άγνωστη μέχρι τότε. Από το 649 όρισε συμβασιλέα τον γιο του Ρεκκεσουΐνθο, ο οποίος ήταν ουσιαστικά βασιλιάς μέχρι τον θάνατο του πατέρα του το 653 και συνολικά από το 649 μέχρι το 672. Ως βασιλιάς ο Κινδασουΐνθος θεωρείται ευεργέτης της εκκλησίας, στην οποία παραχώρησε εκτάσεις γης και προνόμια, ενώ βελτίωσε και το φορολογικό σύστημα. Στο νομοθετικό τομέα σύνταξε έναν ενιαίο νομικό κώδικα για όλη την επικράτειά του, που κάλυπτε τα θέματα τόσο του γοτθικού όσο και του ισπανο-ρωμαϊκού πληθυσμού. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επιδόθηκε σε ελεημοσύνες για να εξασφαλίσει την σωτηρία της ψυχής του και έχτισε ένα μοναστήρι, όπου βρίσκεται και ο τάφος του.
κη. Ρεκκεσουΐνθος (649-672)
Ο Ρεκκεσουΐνθος (Recceswinth, γοτθικά Raikaswinþs, ή Reccesuinth, Recceswint, Reccaswinth, ισπανικά Recesvinto, λατινικά Recesvindus, <ρήγας + σου + ινδός [=δυνατός {<ις-ινός=δύναμη] = ο δυνατός βασιλιάς σου); ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων μαζί με τον πατέρα του από το 649 μέχρι το 653 και μόνος του μέχρι το 672. Στα 19 χρόνια της βασιλείας του επικράτησε ειρήνη, με εξαίρεση μια σύντομη εξέγερση των Βάσκων, που κατάπνιξε ο στρατός του. Σύνταξε νέο κώδικα νόμων που δημοσιεύτηκε το 654, με τον οποίο έδινε υπεροχή στο βησιγοτθικό έναντι του γοτθικού και ισπανο-ρωμαϊκού στοιχείου και κήρυττε παράνομες ορισμένες πρακτικές των Εβραίων, περιλαμβανομένης και της περιτομής και του εορτασμού του εβραϊκού Πάσχα. Επιπλέον έδινε μεγαλύτερη ακόμη ισχύ στα εκκλησιαστικά συμβούλια και στους επισκόπους, που έγιναν το κύριο στήριγμα της μοναρχίας. Πέθανε το 672, λίγο πριν από την πρώτη εισβολή των Αράβων στην Ισπανία.
κθ. Βάμβας (672-680)
Ο Βάμβας (Wamba, πέθ. 687, <βάμμα [<βάφω, μμ>μβ] = βαμμένος, πιθανώς παρώνυμο) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων για 8 χρόνια, πιθανώς γιος του πρώην βασιλιά Τούλγα, σε ένα κράτος που περιελάμβανε όλη την Ισπανία και την Σεπτιμανία (νοτιοδυτική Γαλλία). Με την άνοδό του στο θρόνο αντιμετώπισε εξέγερση του Χιλδερίχου, κυβερνήτη της Νιμ, με τον οποίο ενώθηκε και ο δούκας Παύλος, τον οποίο ο Βάμβας έστειλε εναντίον του, καταλαμβάνοντας τις Γαλλικές περιοχές του κράτους. Ο Βάμβας τότε επιτέθηκε στους στασιαστές και τους νίκησε στην Ναρβόννη και στη Νιμ, εξουδετερώνοντάς τους. Ακολούθησε περίοδος ειρήνης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Βάμβας ενίσχυσε τις οχυρώσεις του Τολέδο και άλλων πόλεων και υπέταξε τους Αστούρες και τους Ρουκόνες, που, μέχρι τότε, δεν αποδέχονταν την βησιγοτθική εξουσία. Σε λίγο όμως εκδηλώθηκαν οι πρώτες εισβολές Σαρακηνών στην Ισπανία, που προκαλούσαν καταστροφές στα παράλια. Το 675 έγινε η Γ Σύνοδος της Βράγας και τον ίδιο χρόνο η ΙΑ Σύνοδος του Τολέδο. Το 680 ο Βάμβας ασθένησε και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το θρόνο και να γίνει μοναχός.
λ. Ερβίγιος (680-687)
Ο Ερβίγιος (Erwig, λατινικά Flavius Ervigius, 642 – 687, <ερι- [=πολύ] + βίος + γείος [γάιος <γαία] = αυτός που αντλεί δύναμη ζωής από τη γη, δυνατός στις μάχες), βησιγοτθικής, αλλά και ελληνικής και ισπανορωμαϊκής καταγωγής, ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων για 7 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν ανδρείκελο των επισκόπων και των ευγενών του παλατιού. Ήταν γιος του Αρδάβαστου, που ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη στην Ισπανία στα χρόνια του Κινδασουΐνθου και νυμφεύτηκε την ανεψιά του Γόδα. Διαδέχτηκε τον Βάμβα μετά από πραξικόπημα που προετοίμασαν οι αυλικοί ευγενείς. Το 683 και το 684 συγκάλεσε την ΙΓ και ΙΔ Σύνοδο του Τολέδου, που επικύρωσαν την ανάρρησή του στο θρόνο και προέβλεπαν μέτρα για την προστασία του. Το 681 εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο ζητούσε από τους Εβραίους να γίνουν χριστιανοί ή να εγκαταλείψουν την Ισπανία, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις εμπορικές δραστηριότητές τους. Μετά ασθένεια ο Ερβίγιος παραιτήθηκε από τον θρόνο το 687 και όρισε διάδοχό του τον γαμπρό του Εργίκα, σύζυγο της κόρης του, ενώ ο ίδιος αποτραβήχτηκε σε μοναστήρι.
λα. Εργίκας (687-702)
Ο Εργίκας (Ergica, Egica ή Egicca (610 –703, <έργια <[έργο] + κοέω [=ακούω, κατανοώ] = αυτός που εκτιμά τα έργα των ανθρώπων) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων για 15 χρόνια., γιος του Αριβέργα και επ’ αδελφή γαμβρός του Βάμβα. Νυμφεύτηκε την Κιξίλα, κόρη του προηγούμενου βασιλιά Ερβίγιου, που τον ονόμασε βασιλιά, όταν παραιτήθηκε από τον θρόνο. Το 687 έδιωξε τη σύζυγό του, αφού απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ουίτιγι. Το 688 συγκάλεσε την ΙΕ Σύνοδο του Τολέδο, όπου ζήτησε απαλλαγή από τον όρκο να προστατεύει τα παιδιά του Ερβίγιου, γιατί αυτό ήταν αντίθετο με τα συμφέροντα του λαού, αλλά συνάντησε την αντίδραση του επισκόπου Ιουλιανού του Τολέδο. Με άλλη περιφερειακή Σύνοδο πέτυχε να κλείσει την χήρα του Ερβίγιου σε μοναστήρι. Το 693 αντιμετώπισε εξέγερση που υποκινήθηκε από τον μητροπολίτη του Τολέδο, αλλά η στάση απέτυχε και οι υπαίτιοι αφορίστηκαν. Το 694 ο Εργίκας, επικαλούμενος και την ΙΖ Σύνοδο του Τολέδο, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο υποχρέωνε όλους του Εβραίους να είναι δούλοι χριστιανών και τα παιδιά τους πάνω από 7 ετών, να ανατραφούν ως χριστιανοί σε ξένα σπίτια, ενώ δούλοι που ανήκαν σε Εβραίους μπορούσαν να πάρουν την περιουσία τους και να πληρώνουν φόρους γι’ αυτούς. Το διάταγμα δεν εφαρμόστηκε τελικά σε πόλεις όπου οι Εβραίοι είχαν σημαντική οικονομική δραστηριότητα. Λίγο πριν πεθάνει, ο Εργίκας εξέδωσε ένα νόμο, που όριζε ότι οι κατηγορούμενοι για κλοπή έπρεπε να υφίστανται δοκιμή αθωότητας με βραστό νερό, ενώ επέτρεπε στους ιδιοκτήτες δούλων να τους τιμωρούν με ακρωτηριασμό. Το 694 όρισε συμβασιλέα τον ανήλικο ακόμη γιο του Ουίτιγι. Πέθανε στο κρεβάτι του το 702, αφήνοντας άλλους δύο γιους, που συνεργάστηκαν στα επόμενα χρόνια με τους Σαρακηνούς εναντίον του Ροδερίκου.
λβ. Ουίτιγις (702-710)
Ο Ουίτιγις (Wittiza, Witiza, Witica, Witicha, Vitiza, ή Witiges; 687 –710, <βιοτή [=τα προς το ζην] + γειος [<γάιος, γαία] = αυτός που αντλεί ζωή από τη γη ) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων για 8 χρόνια, συμβασιλεύοντας με τον πατέρα του Εργίκα από το 694, όταν ήταν ακόμη παιδί. Η άνοδός τους στο θρόνο συμπίπτει με την εξέγερση του Σουνιφρέδου, της οποίας πιθανώς υπήρξε αιτία. Το 697 στρατός Βυζαντινών λεηλάτησε τα παράλια της Ισπανίας, υπό τον Λεόντιο, στα πλαίσια της απελευθέρωσης της Καρχηδόνας. Το 701 εκδηλώθηκε επιδημία πανώλης στην Ισπανία, που μεταδόθηκε από την Κωνσταντινούπολη. Το 702 συγκάλεσε την ΙΗ Σύνοδο του Τολέδου, στην οποία, μετά από δική του πίεση, επιτράπηκε ο γάμος των καθολικών ιερέων, στα πλαίσια του περιορισμού της διαφθοράς στους κόλπους της εκκλησίας. Στη συνέχεια επέτρεψε την επιστροφή εξορισμένων ευγενών, στους οποίους επέστρεψε τις δημευθείσες περιουσίες αποκαθιστώντας (κατά την κρίση του) πολιτικά σφάλματα του πατέρα του και αναθεωρώντας ορισμένους νόμους, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ευγενών και του κλήρου. Παράλληλα μετρίασε την καταπίεση εναντίον των Εβραίων της Ισπανίας. Το 710 δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια πραξικοπήματος, που οργανώθηκε από τον Ροδερίκο, με την στήριξη μιας φατρίας ευγενών. Μετά τον θάνατό του η Ισπανία διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, το νότιο υπό τον Ροδερίκο και το βόρειο υπό τον Αγίλα Β. Οι απόψεις των συγχρόνων του για την βασιλεία του διίστανται, αφού άλλοι τον επικρίνουν για την άσωτη ζωή του, με τις πολλές συζύγους και ερωμένες, και άλλοι υποστηρίζουν ότι εξασφάλισε την ευημερία του λαού. Είχε τρεις γιους, που πιθανώς συνεργάστηκαν με τους Σαρακηνούς για την υποταγή της Ισπανίας. Η δυσμενής γι’ αυτόν υστεροφημία οφείλεται και στην εναντίωσή του με την πολιτική της εκκλησίας, ιδιαίτερα στο θέμα του γάμου των ιερέων και της μετριοπάθειας απέναντι στους Εβραίους.
λγ. Ροδερίκος (710-712)
Ο Ροδερίκος (Roderic, Roderik, Roderich, ή Roderick; ισπανικά Rodrigo, πέθ. 712, <ρόδον [>ρόδινο χρώμα >ροζ] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς με κόκκινα χρώματα) ήταν ο τελευταίος Βησιγότθος βασιλιάς που κυβέρνησε την Ισπανία για δύο χρόνια. Ήταν γιος του Θεοδωφρέδου (Theodefred), γιου του βασιλιά Κινδασουΐνθου και πρέπει να γεννήθηκε μετά την ανάρρηση του Εργίκα στο θρόνο το 687, όταν ο πατέρας τους εξορίστηκε στην Κόρδοβα. Το πραξικόπημα που επέτρεψε την άνοδό του στο θρόνο οργανώθηκε από ομάδα αριστοκρατών και επισκόπων και το αποτέλεσμα του ήταν η διαίρεση του κράτους σε δύο τμήματα: Το νότιο τμήμα (Λουζιτανία και Καρχηδόνα περί την πρωτεύουσα Τολέδο) ήταν υπό την διοίκηση του Ροδερίκου, ενώ στο βόρειο τμήμα (Ναρβόννη, Σαραγόσα και Ταρρακωνία) ηγεμόνας ήταν ο Αγίλας Β. Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Ροδερίκος αφοσιώθηκε στην αντιμετώπιση των Αράβων και Μαυριτανών που εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο από το νότο, υπό την ηγεσία των στρατηγών Ταρίκ ιμπν Ζιγιάντ και Μούσα ιμπν Νοσεΰρ. Επιχείρησε αρκετές εκστρατείες εναντίον τους, αλλά τελικά εγκαταλείφθηκε από τα στρατεύματά του και σκοτώθηκε σε μάχη το 712, ενώ την ίδια χρονιά το Τολέδο καταλήφθηκε από τους Άραβες. Η χήρα του Εγιλώνα υποχρεώθηκε να παντρευτεί έναν από τους κατακτητές αρχηγούς, τον Αμπντ αλ Αζλιζ ιμπν Μουσά.
λδ. Αγίλας Β (711-714)
Ο Αγίλας Β (Achila II ή Agila, Aquila, Akhila; πέθ. 714, <άγω [=οδηγώ} + λαός = αρχηγός του λαού {αντίστοιχο με το Αχιλλεύς, από το οποίο πιθανώς προέρχεται) ήταν βασιλιάς των Βησιγότθων στο βόρειο τμήμα του διαιρεμένου κράτους μέχρι το 714. Φαίνεται ότι οι ηγεμόνες των δύο τμημάτων Αγίλας και Ροδερίκος δεν είχαν μεταξύ τους πολεμικές συγκρούσεις, πιθανώς διότι ο Ροδερίκος ήταν απασχολημένος με την απόκρουση των Αράβων εισβολέων στο νότο. Κάποιος εκκλησιαστικός ονομαζόμενος Όππας, ανακηρύχτηκε βασιλιάς από κοινούς αντιπάλους του Ροδερίκου και του Αγίλα, πριν από την κατάληψη του Τολέδου από τους Άραβες τι 712. Στα επόμενα δύο χρόνια, σχεδόν όλη η Ισπανία, εκτός από την Γαλικία, την χώρα των Βάσκων και την κοιλάδα του Έβρου, καταλήφθηκε από τους Άραβες. Το 713 οι Άραβες και οι Βέρβεροι σύμμαχοί τους κατέλαβαν και τη Σαραγόσα στην κοιλάδα του Έβρου, μετά από επιχειρήσεις στις οποίες, όπως φαίνεται σκοτώθηκε ο Αγίλας το 714. Το διαδέχτηκε ο Αρδάβαστος, που βασίλευσε μόνο στη Ναρβόννη βόρεια των Πυρηναίων.
λε. Αρδάβαστος (714-721)
Ο Αρδάβαστος (Ardo ή Ardonus, Ardabastus, Ardabast, πέθ. 721, <άρδην [=παντελώς, συλλήβδην, εκ θεμελίων] + βαστώ [=στηρίζω, σηκώνω] = υπερασπιστής όλων) ήταν ο τελευταίος όλων των Βησιγότθων ηγεμόνων της Ισπανίας. Όταν ανήλθε στο θρόνο, ως διάδοχος του Αγίλα Β, το βασίλειο είχε ήδη συρρικνωθεί, εξαιτίας των κατακτήσεων των Αράβων, στο βόρειο τμήμα του, που περιλάμβανε μόνο τις περιοχές της Σεπτιμανίας και της σημερινής Καταλανίας. Το 716 οι Άραβες πέρασαν τα Πυρηναία και εισέβαλαν στην περιοχή της Ναρβόννης (νότια Γαλλία, στα παράλια της Μεσογείου), ο Αρδάβαστος προσπάθησε να υπερασπιστεί τα υπολείμματα του βασιλείου του, αλλά τελικά σκοτώθηκε στις μάχες το 521 και το βασίλειο των Βησιγότθων καταλύθηκε ολοκληρωτικά από τους Άραβες.
Βάνδαλοι ονομάστηκαν στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους διάφορες τευτονικές/ γερμανικές φυλές και ιδιαίτερα οι Χάστιγκς (Χασδίγκι, Hasdingi)και οι Σίλιγκς (Σιλίγκι, Silingi). Κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. οι Βάνδαλοι μετανάστευσαν από τη νότια Σκανδιναβία στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα και γύρω στο 120 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Σιλεσία της νότιας Πολωνίας. Στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. οι Βάνδαλοι μαζί με τους Αλανούς, μία νομαδική φυλή ιρανικής καταγωγής, ανέβηκαν τον ποταμό Δούναβη μέχρι τις πηγές του και τελικά ξεχύθηκαν στη Γαλατία και την λεηλάτησαν. Κατόπιν πέρασαν στην Ιβηρική χερσόνησο και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ανδαλουσίας, αφού μοίρασαν τη χώρα σε ομόσπονδες συμμαχίες: Στην Ισπανία τους χτύπησαν οι Βησιγότθοι με εντολή των Ρωμαίων, που έβλεπαν ότι άρχισαν να μειώνονται οι κτήσεις τους. Έτσι οι Βάνδαλοι με αρχηγό τον Γιζέριχο αναγκάστηκαν να περάσουν στην Αφρική.
Το 439 μ.Χ., μετά από πολλούς αγώνες, κατέλαβαν την Καρχηδόνα και την έκαναν πρωτεύουσά τους. Δημιούργησαν στόλο και άρχισαν πειρατικές επιδρομές που έφτασαν έως και την Ελλάδα, όπου και προσπάθησαν να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, αλλά ηττήθηκαν στην μάχη της Κενίπολης από τους Μανιάτες και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους. Το Βυζάντιο έστειλε εναντίον τους τον στρατηγό Άσπαρ με στρατό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Γιζέριχος, το 455, με ισχυρό πειρατικό στόλο, ήρθε στην Ιταλία και κατέλαβε τη Ρώμη. Οι στρατιώτες του λεηλάτησαν την πόλη επί δύο εβδομάδες και κατέστρεψαν με αγριότητα όλα τα έργα τέχνης: οικοδομήματα, αγάλματα και κομψοτεχνήματα. Η πράξη τους αυτή έμεινε στην ιστορία με το όνομα «βανδαλισμός» και από τότε έτσι ονομάζεται κάθε καταστροφή μνημείων πολιτισμού. Αρκετοί ασπάστηκαν τον Αρειανισμό.
Τελικά οι Βάνδαλοι νικήθηκαν από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανό. Ο στρατηγός του Βελισάριος αποβιβάστηκε κοντά στην Καρχηδόνα δύο φορές, οπότε ο αρχηγός τους Γελίμερος αναγκάστηκε να παραδοθεί το 534 μ.Χ. Τα υπολείμματα των Βανδάλων ανακατεύτηκαν με άλλες φυλές της Βόρειας Αφρικής (Βέρβερους κ.ά.) και σιγά - σιγά εξαφανίστηκαν. Αρκετοί από τους αιχμαλώτους του Βελισάριου κατατάχθηκαν στον αυτοκρατορικό στρατό και αφομοιώθηκαν μέσα στην πολυεθνική Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Για τους βασιλείς των βανδάλων μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Βισιμάρος (πέθανε το 335)
Ο Βισιμάρος (Wisimar ή Visimar, Βίζιμαρ ;-335) ήταν βασιλιάς των Βανδάλων από τη φυλή των Χασδίγκι (Hasdingi) κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα στην Ευρώπη. Το κράτος του περιελάμβανε εδάφη της σημερινής Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία, της Τίσζας στην Ουκρανία και μέρος της τότε ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας (στη Ρουμανία). Πέθανε το 335 κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων εναντίον των γειτονικών Βησιγότθων.
β. Γοδιγίσελος (359-406)
Ο Γοδιγίσελος (Godigisel, Γκοντιγκίζελ 359–406, όνομα αντίστοιχο του Θευδιγίσελος, από το οποίο προέρχεται { = θεοφοβούμενος εκλεκτός της γης) ήταν βασιλιάς των Βανδάλων της φυλής Χασδίγκι (Hasdingi) μέχρι το 406, όταν σκοτώθηκε σε μάχη, λίγο πριν διαβεί τον Ρήνο ο λαός του για να εισβάλει στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Γουνδέριχος, που οδήγησε τους Βανδάλους στην Γαλατία και μετά στην Ισπανία, αλλά είναι πιο γνωστός ως πατέρας του Γιζέριχου που διαδέχτηκε τον Γουνδέριχο και βασίλεψε για 49 χρόνια, ιδρύοντας βασίλειο στην Βόρεια Αφρική.
β. Γουνδέριχος (407-428)
Ο Γουνδέριχος (Gunderic, Γκουντέρικ, 379–428, <Γοδέριχος <μετεξέλιξη του Θευδέριχος <θεού + δέος + ρήγας = θεοφοβούμενος βασιλιάς {το ¨θεουδ" έγινε "γκουδ", 'γκουντ" και στα αγγλικά "god = θεός" και “good=αγαθό”}) ήταν βασιλιάς των Βανδάλων της φυλής Χασδίγκι (Hasdingi, 407-418) και στη συνέχεια βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (418-428). Οδήγησε τον λαό του, που αρχικά διέμενε στην περιοχή του ποταμού Όντερ (Oder), στην εισβολή που επιχειρήθηκε από τις τευτονικές/γερμανικές φυλές τον 5ο αιώνα στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του Γοδιγίδελος σκοτώθηκε το 406 σε μάχη με τους Φράγκους, που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Γαλατία, ως σύμμαχοι των Ρωμαίων, και προσπαθούσαν να αποκρούσουν άλλους εισβολείς. Τελικά ο Γουνδέριχος πέρασε με τον λαό του τα Πυρηναία και ίδρυσε κράτος των Χασδίγκι Βανδάλων στη ρωμαϊκή επαρχία της Γαλικίας στην βορειοδυτική Ισπανία. Προστριβές με του Σουηβούς τον ανάγκασαν να καταφύγει στην Βαέτικα (σύγχρονη Ανδαλουσία) στην νότια Ισπανία, όπου ενώθηκε με τους Βάνδαλους της φυλής Σιλίγκι (Silingi). Αργότερα εκδιώχθηκαν από εκεί από τους Βησιγότθους και αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ισπανία. Το 418 ο βασιλιάς Αττάκης (Attaces) των Αλανών, σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Βησιγότθων στην Ισπανία και μετά από αίτημα των επιζώντων Αλανών ο Γουνδέριχος έγινε βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών. Προς το τέλος της βασιλείας του οι συγκρούσεις με τους πολυαριθμότερους Βησιγότθους πύκνωσαν και ο Γουνδέριχος πέθανε το 428, αφήνοντας διάδοχο τον αδελφό του Γιζέριχο, που οδήγησε τους Βανδάλους στην Αφρική.
γ. Γιζέριχος (428-477)
Ο Γιζέριχος (Genseric, Gaiseric ή Geiseric, 389 –477, <γενηίς [ή γένυς = πέλεκυς] + ρηξ-ρηγός [βασιλιάς] = βασιλιάς με πελέκι, τιμωρός), ήταν βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428–477), που θεμελίωσε το κράτος τους και πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις του δυτικού κόσμου τον 5ο αιώνα. Γιος του Γοδιγίσελου, γεννήθηκε το 389 στη σημερινή Ουγγαρία. Το 428 διαδέχτηκε τον αδελφό του Γουνδέριχο και, αφού απέκρουσε επίθεση των Σουηβών στην Βαέτικα (σημερινή Ανδαλουσία της Ισπανίας, πέρασε με περίπου 50.000 ομοεθνείς του στη βόρεια Αφρική, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στην πορεία του. Το 430 νίκησε τον τοπικό Ρωμαίο διοικητή Βονιφάκιο και στη συνέχεια τις ενωμένες δυνάμεις του ανατολικού και δυτικού ρωμαϊκού κράτους, που στάλθηκαν εναντίον του. Το 435 υπέγραψε συνθήκη με την οποία έπαιρνε ο φοιδεράτους (ομόσπονδος σύμμαχος) την Μαυριτανία και την Νουμιδία (σημερινό Μαρόκο και Αλγερία), στέλνοντας ταυτόχρονα τον γιο του Χουνέριχο ως όμηρο στη Ρώμη. Το 439 κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Καρχηδόνα και σύντομα ο στόλος απέκτησε τον έλεγχο της δυτικής Μεσογείου, προσαρτώντας τις Βαλεαρίδες. Νήσους, την Σαρδηνία, την Κορσική, την Μάλτα και την Σικελία. Μολονότι δέχτηκε την ανεξιθρησκία στην περιοχή ευθύνης του, υποχρέωσε τους ευγενείς να ασπαστούν τον αρειανισμό. Ελάφρυνε τους φόρους του απλού λαού, αλλά τους αύξησε σημαντικά για τους πλούσιους Ρωμαίους ευγενείς και τους καθολικούς κληρικούς του κράτους του, του οποίου πρωτεύουσα ορίστηκε η Καρχηδόνα. Το 442 οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αναγνώρισαν την απόλυτη ανεξαρτησία του βασιλείου των Βανδάλων, οι οποίοι στα επόμενα 30 χρόνια εξελίχθηκαν σε διάσημους πειρατές και επιδρομείς της Μεσογείου. Η πιο διάσημη επιχείρησή του Γιζέριχου ήταν η κατάληψη και λεηλασία της Ρώμης το 455, η οποία προκλήθηκε από την δολοφονία του Βαλεντινιανού Γ και την ανάληψη του δυτικού θρόνου από τον Μάξιμο Πετρώνιο. Ο Πάπας Λέων Α τον παρακάλεσε να μην καταστρέψει την πόλη, που άνοιξε τις πύλες της για να τον δεχτεί μαζί με τον στρατό του. Στα λάφυρα που πήραν από την Ρώμη περιλαμβάνονταν κυρίως χρυσαφικά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, καθώς και πολλούς ομήρους, μεταξύ των οποίων τη χήρα του Βαλεντινιανού Γ (Λικινία Ευδοξία, κόρη του Θεοδόσιου Β και της Αθηναΐδας Ευδοκίας) και τις κόρες του Ευδοκία και Πλακιδία. Η Ευδοκία παντρεύτηκε τον γιο του Γιζέριχου Χουνέριχο, τον οποίο είχε αρραβωνιαστεί από το 442, ως επισφράγιση της συνθήκης του έτους εκείνου. Το 460 ο Γιζέριχος απέκρουσε τον δυτικό αυτοκράτορα Μαϊοριανό και το 468 τον βυζαντινό στρατηγό Βασιλίσκο σε Μάχη στο Ακρωτήριο Μερκούριον (σημ. Καπ Μπόν), απέναντι από τη Σικελία, στην οποία η καταστροφή των Βυζαντινών ήταν ολοσχερής Μετά από αυτό οι Βάνδαλοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, αλλά αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες από τους Μανιάτες στην Κενίπολη. Ως αντίποινα οι Βάνδαλοι πήραν 500 όμηρους από τη Ζάκυνθο, διαμέλισαν τα σώματά τους και πέταξαν τα κομμάτια τους στη θάλασσα επιστρέφοντας στην Καρχηδόνα. Το 474 οι Βάνδαλοι σύναψαν ειρήνη με το Βυζάντιο, την εποχή που αυτοκράτορας εκεί ήταν ο Ζήνων ο Ίσαυρος. Ο Γιζέριχος πέθανε το 477 σε ηλικία 88 ετών, μετά από βασιλεία 49 ετών κατά τα οποία μία σχετικά ασήμαντη τευτονική/γερμανική φυλή αναδείχτηκε σε μεγάλη δύναμη της Μεσογείου. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Χουνέριχος, αλλά το κράτος των Βανδάλων οδηγήθηκε σε ταχεία παρακμή και πτώση.
δ. Χουνέριχος (477-484)
Ο Χουνέριχος (Huneric ή Honeric, Χουνέρικ πέθ. 484, <χούνη [<χοάνη = φαράγγι] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς των φαραγγιών), μεγαλύτερος γιος του Γιζέριχου, ήταν βασιλιάς των Βανδάλων (477–484). Εγκατέλειψε την αυτοκρατορική πολιτική του πατέρα του και αφοσιώθηκε σε εσωτερικά θέματα του κράτους του. Νυμφεύτηκε την Ευδοκία, κόρη του δυτικού αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ (419-455), αλλά την εγκατέλειψε το 472, έχοντας αποκτήσει μαζί της ένα γιο, τον Χιλδέριχο. Μολονότι ήταν αρειανιστής, αποκατέστησε τις περιουσίες των Ρωμαίων εμπόρων της Καρχηδόνας που είχε κατάσχει ο πατέρας τους και χαλάρωσε τους διωγμούς των καθολικών, επιτρέποντάς τους να εκλέξουν, μετά από 24 χρόνια, νέο επίσκοπο τον Ευγένιο. Αργότερα όμως άλλαξε πολιτική και εξόρισε αρκετούς καθολικούς σε μακρινές επαρχίες. Σκότωσε αρκετά μέλη της δυναστείας των Χασδίνγκι και αρκετούς μανιχαϊστές. Προς το τέλος της βασιλείας του οι Μαυριτανοί στα εδάφη της σημερινής Αλγερίας εξεγέρθηκαν και αυτονομήθηκαν. Τον διαδέχτηκε ο ανεψιός του Γουνδαμούνδος.
ε. Γουνδαμούνδος (484-496)
Ο Γουνδαμούνδος (Gunthamund, Γκούνδαμουντ, 450-496, <μετεξέλιξη του Θευδομόδος <θεού + δέος + μόθος [>μόδος>μόνδος =μάχη] = μαχητής με τη βοήθεια του θεού{το ¨θεουδ" έγινε "γκουδ", 'γκουντ" και στα αγγλικά "god = θεός"}), ήταν βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (484-496), διάδοχος του αντιδημοτικού θείου του Χουνέριχου. Ήταν δευτερότοκος γιος του Γκέντο, τέταρτου γιου του βασιλιά Γιζέριχου, ιδρυτή του βασιλείου των Βανδάλων στην Αφρική. Οι μεγαλύτεροι αδελφοί του δολοφονήθηκαν από τον Χουνέριχο, του οποίου, όταν πέθανε το 484, ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία συγγενής και έτσι νόμιμα ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Στο διάστημα της βασιλείας του επωφελήθηκε από το γεγονός ότι οι κυριότεροι αντίπαλοι των βανδάλων, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι και Βυζαντινοί, ήταν μπλεγμένοι σε πολέμους και διατήρησε την ειρήνη για τον λαό του. Παράλληλα μετρίασε τους διωγμούς των καθολικών που είχαν αρχίσει επί Χουνέριχου, σταθεροποιώντας τη γαλήνη και ενισχύοντας την οικονομική δραστηριότητα που είχε φτάσει στα όρια της κατάρρευσης στα χρόνια του Χουνέριχου.
στ. Θρασαμούνδος (496-523)
Ο Θρασαμούνδος (Thrasamund, Θράσαμουντ, 450–523, <θράσος [=θάρρος] + μόθος [=μάχη] = θαρραλέος στις μάχες, μετεξέλιξη του Θρασύμαχος), ήταν ο μακροβιότερος βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών μετά τον προπάππο του Γιζέριχο (496–523). Ήταν ο τρίτος γιος του τέταρτου γιου του Γιζέριχου Γκέντο, και έγινε βασιλιάς το 496, όταν όλοι οι γιοι του Γιζέριχου και οι δικός του αδελφός βασιλιάς Γουνδαμούνδος, ήταν ήδη πεθαμένοι. Νυμφεύτηκε την χήρα αδελφή του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου του Μέγα (474-526), παίρνοντας προίκα ένα ακρωτήριο στη Σικελία και 1000 επίλεκτους στρατιώτες με 5000 ακόλουθους, αλλά δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον Θεοδώριχο, όταν το Βυζαντινό ναυτικό λεηλατούσε τα παράλια της Ιταλίας, εμποδίζοντάς τον να σπεύσει σε βοήθεια του βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχου, ο οποίος, μετά από αυτό ηττήθηκε το 507 στη Μάχη του Βουϊγέ από τους Φράγκους, υπό τον Χλωδοβίκο Α. Μετά από συγκρούσεις με τους Βέρβερους οι Βάνδαλοι απώλεσαν την παράλια πόλη Λέπτις Μάγκνα στη βόρεια Αφρική. Ο Θρασαμούνδος έδωσε τέλος στους διωγμούς των καθολικών, που είχαν αρχίσει επί Χουνέριχου, βελτιώνοντας τις σχέσεις του με τους Βυζαντινούς, όπου τότε βασίλευε ο αυτοκράτορας Αναστάσιος, με τον οποίο ο Θρασαμούνδος ήταν στενός φίλος. Ο Θρασαμούνδος πέθανε το 523 και τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του Χουνέριχου Χιλδερίκος.
ζ. Χιλδερίχος (523-530)
Ο Χιλδερίχος (Hilderic, Χιλντέρικ 460s – 533, <γη + λίθος + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς δυνατός σαν βράχος) ήταν βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (523–530). Ήταν εγγονός του Γιζέριχου, γιος του Χουνέριχου και της Ευδοκίας, κόρης του δυτικού αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ και της βυζαντινής πριγκίπισσας Λικινίας Ευδοξίας. Αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, σε ηλικία κοντά στα 60 χρόνια, φυλάκισε τη χήρα του προκατόχου του Αμαλαφρίδα. Ήταν φίλος του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουστινιανού, και διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μολονότι οι Βάνδαλοι ήταν αρειανιστές, ο Χιλδερίκος ευνόησε τον καθολικισμό, ως θρησκεία της μητέρας του. Επέτρεψε την εκλογή νέου επισκόπου στην Καρχηδόνα και πολλοί Βάνδαλοι μεταστράφηκαν στον καθολικισμό. Μετά από 7 χρόνια βασιλείας, έπεσε θύμα συνωμοσίας, που οργάνωσε το 530 ο εξάδελφός του Γελίμερος, ο οποίος τον εκθρόνισε και επανέφερε τον αρειανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο Χιλδερίκος αρχικά φυλακίστηκε, χωρίς να θανατωθεί, αλλά, όταν ο Ιουστινιανός, μετά από αρκετά διαβήματα για την απελευθέρωσή του, έστειλε στρατό στην Αφρική, ο Γελίμερος τον σκότωσε μαζί με τον αδελφό του Ευάγη και άλλους υποστηρικτές του το 533.
η. Γελίμερος (523-530)
Ο Γελίμερος (Gelimer, αρχική μορφή ενδεχομένως Geilamir [Γεϊλαμίρ], 480-553, <γαία-γεία + λεία + μοίρώ [=μοιράζω >μοίρα] = αυτός που διανέμει τα λάφυρα {=πλούτη} της γης) ήταν ο τελευταίος Γερμανικής καταγωγής βασιλιάς του βορειοαφρικανικού βασιλείου των Βανδάλων, πριν αυτό καταλυθεί με την εκστρατεία του βυζαντινού στρατηγού Βελισαρίου, επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Πήρε την εξουσία τον Ιούνιο του 530 αφού εκθρόνισε τον τρίτο ξάδελφο του Χιλδέριχο, ο οποίος είχε εξοργίσει με τη μεταστροφή του στον Καθολικισμό, την αριστοκρατία των Βανδάλων το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ήταν φανατικοί Αρειανιστές. Ο Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ιουστινιανός, ο οποίος είχε υποστηρίξει τον Χιλδέριχο, κήρυξε πόλεμο στους Βανδάλους, φαινομενικά για τον αποκαταστήσει. Τον Ιούνιο το 533 ο Ιουστινιανός έστειλε εκστρατευτικό σώμα υπό τον Βελισάριο, το οποίο έφτασε στην Αφρική στις αρχές Σεπτεμβρίου. Εν τω μεταξύ στην Σαρδηνία η οποία αποτελούσε μέρος του Βασιλείου των Βανδάλων, ο κυβερνήτης Γώδας (Godas), ένας Βησιγότθος, επαναστάτησε εναντίον του Γελίμερου και άρχισε να συνδιαλέγεται με τον Ιουστινιανό σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. Ο Γελίμερος αγνοώντας ή περιφρονώντας τα σχέδια του Ιουστινιανού, έστειλε μεγάλο στρατό, συγκροτημένο από τις περισσότερες δυνάμεις του στην Αφρική για να καταστείλει την επανάσταση υπό τον αδελφό του Τζάζωνα (Tzazo), με αποτέλεσμα η απόβαση του Βελισάριου να μην συναντήσει αντίσταση. Ο Βελισάριος βάδισε τότε κατευθείαν στην Καρχηδόνα και αντιμετώπισε τον Γελίμερο στην Μάχη του Δέκιμου (Decimum), 16 χιλιόμετρα από την Καρχηδόνα. Παρά τη διαφορά στην δύναμη (11.000 έναντι 17.000), οι Βάνδαλοι πολέμησαν επί ίσοις όροις μέχρι που σκοτώθηκε ο αδελφός του Γελίμερου Αμμάτας, οπότε αποκαρδιωμένος ο Γελίμερος υποχώρησε. Στις 14 Σεπτεμβρίου 533 ο Βελισάριος μπήκε στην Καρχηδόνα και έφαγε το γεύμα που είχε προετοιμαστεί για τον Γελίμερο στο παλάτι του. Αλλά είχε αργήσει για να σώσει τη ζωή του Χιλδέριχου, ο οποίος είχε δολοφονηθεί με εντολές του Γελίμερου αμέσως μόλις είχαν φτάσει τα νέα τις αποβίβασης του αυτοκρατορικού στρατού. Όμως, ο Γελίμερος ξέφυγε από την καταδίωξη των Βυζαντινών, και με την επιστροφή του Τζάζωνα από τη Σαρδηνία ο ενωμένος Βανδαλικός στρατός αντιμετώπισε τον Βελισάριο σε νέα μάχη, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Τρικάμαρο (Tricamarum), περίπου 32 χιλιόμετρα από την Καρχηδόνα, το Δεκέμβριο του 533. Η μάχη διεξάχθηκε πιο πεισματικά από εκείνη στο Δέκιμον, αλλά τελείωσε με συντριβή των Βανδάλων και νέα φυγή του Γελίμερου, ο οποίος υποχώρησε στο Όρος Παππούα, στα σύνορα με την Νουμιδία, όπου σύντομα βρέθηκε να πολιορκείται από Βυζαντινές δυνάμεις υπό τον Φάρα. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, όταν οι Φάρας έστειλε να ζητήσουν από τον Γελίμερο να παραδοθεί, εκείνος ζήτησε από τον Φάρα να του στείλει ένα καρβέλι ψωμί, ένα σφουγγάρι και μία λύρα, για να κάνει πιο υποφερτούς τους χειμώνες στην Παππούα. Τέλος, το Μάρτιο του 534, καθώς η συνοδεία του και τα παιδιά τους λιμοκτονούσαν, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ανακτήσει το βασίλειό του, ο Γελίμερος παραδόθηκε στον Βελισάριο και δέχτηκε την προσφορά των Βυζαντινών για τεράστιες εκτάσεις στην Γαλατία, όπου έζησε ως τα γηρατειά του.
Οι Φράγκοι ήταν τευτονικό/γερμανικό φύλο, προερχόμενο από την περιοχή της Βαλτικής, το οποίο μεταξύ 2ου και 6ου αιώνα μ.Χ. προωθήθηκε προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη και κατέκτησαν τη Ρωμαϊκή Γαλατία. Εμφανίστηκαν την εποχή του Γαλλιηνού (259-268), ο οποίος τους απώθησε στην δεξιά όχθη του Ρήνου. Αποτελούσαν ένα νεοσύστατο στρατιωτικό συνασπισμό, που προέκυψε από την συνένωση των υπολειμμάτων αρχαιοτέρων γερμανικών φυλών. Σύντομα ξεχώρισαν δύο μεγάλα σύνολα, οι Σάλιοι Φράγκοι και οι Ριπουάριοι Φράγκοι. Ορισμένοι Φράγκοι κατατάσσονταν ατομικά ως βοηθητικοί στον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ριπουάριοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στη σημερινή Φλάνδρα. Οι Φράγκοι ήταν υψηλόσωμοι, είχαν ανοιχτό χρώμα δέρματος και ξανθά μαλλιά. Φορούσαν βράκες από λινό ύφασμα ή δέρμα ζώου και άφηναν συχνά ακάλυπτο το πάνω μέρος του σώματός τους. Ήταν «βάρβαροι», διέθεταν πολύ πρωτόγονα μέσα για την καλλιέργεια της γης, και θεωρούσαν πολύ φυσιολογικό να προβαίνουν σε λεηλασίες για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Όντας υποχρεωμένοι να κατασκευάζουν και να επισκευάζουν τα όπλα τους, οι Φράγκοι είχαν εξελιχθεί σε πολύ επιδέξιους τεχνίτες, ιδιαίτερα στα έργα χρυσοχοΐας, τα οποία ήταν φιλοτεχνημένα στα πρότυπα της τέχνης των στεπών.
Οι Σάλιοι Φράγκοι είδαν ν' αναγνωρίζεται απ' τον Ιουλιανό η εγκατάστασή τους στην Τοξανδρία το 358 μ.Χ. Κατά τον 4ο αιώνα, μερικοί απ' αυτούς αναρριχήθηκαν σε ανώτατα αξιώματα. Το Φραγκικό Δίκαιο είναι γνωστό από τον Σάλιο Νόμο, που συντάχθηκε γύρω στο 500 μ.Χ., και τον Ριπουάριο Νόμο, που συντάχθηκε γύρω στο 540 μ.Χ.. Σε αυτούς τους νόμους υπάρχουν κανόνες ποινικής δικονομίας και προπαντός τα περιβόητα "βέργκελτ", οι προβλεπόμενες από το νόμο αποζημιώσεις που όφειλε να καταβάλει ο θύτης στην οικογένεια του θύματός του.
Ο βασιλιάς τους Γκενοπότ αναγνώρισε τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Την εποχή που άρχισε η εξασθένηση του Ρωμαϊκού κράτους, οι Φράγκοι κατόρθωσαν να προχωρήσουν δυτικότερα και να εγκατασταθούν στις περιοχές της Νορμανδίας και της Καμπανίας. Την εποχή των μεγάλων επιδρομών, απωθημένοι από τον Αέτιο, αναγκάστηκαν να περιμένουν το θάνατό του για να εγκατασταθούν στην κοιλάδα του Μοζέλα. Την ίδια περίπου εποχή (ήδη από το 375 μ.Χ.) παρουσιάστηκε ο κίνδυνος των Ούννων για την τελική απόκρουση των οποίων το 451 μ.Χ. στα Καταλαυνικά Πεδία ο Ρωμαίος πατρίκιος Αέτιος συνεργάστηκε τόσο με τους Γαλλο – Ρωμαίους όσο και με τους Βησιγότθους και με τους Φράγκους, οι οποίοι τότε είχαν επικεφαλής τον βασιλιά Μεροβαίο (446 – 457 μ.Χ.), ιδρυτή της Μεροβίγγειας Δυναστείας που βασίλεψε από το 446 μέχρι το 751 μ.Χ. Ένας από τους απογόνους του Μεροβαίου, ο Χιλδερίχος Α΄ (458-481) βασιλιάς των Σαλίων, εξακολούθησε να παραμένει υποτακτικός του Ρωμαίου Αιγίδιου, ο οποίος κατείχε την καρδιά της λεκάνης του Παρισιού. Ο βασιλιάς των Φράγκων Χλωδοβίκος Α΄ (Clovis 481-511), γιος του Χιλδέριχου, νίκησε και σκότωσε το Ρωμαίο ηγεμόνα Συάγριο, γιο και διάδοχο του Αιγίδιου, απαιτώντας έτσι πλήρη ανεξαρτησία και ήταν ουσιαστικά ο πρώτος αναγνωρισμένος μονάρχης του μόνιμα πλέον εγκατεστημένου στην Γαλατία βασιλείου των Φράγκων. Αξιοσημείωτο γεγονός στην διάρκεια της διακυβέρνησης του κράτους από την Μεροβίγγεια Δυναστεία ήταν η απόκρουση των Αράβων στο Πουατιέ από τον μεγάλο αυλάρχη (μαγιορδόμο) των Φράγκων Κάρολο Μαρτέλλο το 732 μ.Χ. που κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλασή τους προς την Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, μετά την κατάκτηση της Ισπανίας το 711 – 714 μ.Χ.
Οι Φράγκοι δημιούργησαν ένα ισχυρό χριστιανικό κράτος, υιοθετώντας τον πολιτισμό της χριστιανικής Δύσης από τον 8ο αιώνα. Μετά τους Μεροβίγγειους το κράτος των Φράγκων κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Καρολιδών (741-987) και ακολούθησε η δυναστεία των Καπετιδών (987-1328), επί της οποίας το κράτος των Φράγκων μετεξελίχθηκε στην σημερινή Γαλλία, της οποίας το όνομα (France) είναι μετεξελιγμένη απόδοση της ονομασίας των Φράγκων. Ο Φίλιππος Β΄ (1180-1223), αντί του μέχρι τότε Rex Francorum (βασιλιάς των Φράγκων), άρχισε να ονομάζεται Rex Franciæ, βασιλιάς της (κατά τους Έλληνες) Γαλλίας. Η Γαλλία κυβερνήθηκε στη συνέχεια από τη δυναστεία των Βαλουά (1328-1589) και ύστερα από τη δυναστεία των Βουρβόνων (1589-1792). Ακολούθησε η εποχή της Δημοκρατίας, η οποία με ενδιάμεσες διακοπές (1804-1815 Α Αυτοκρατορία, 1815-1848 Παλινόρθωση των Βαλουά, 1852-1870 Β Αυτοκρατορία) και διάφορες μορφές διαρκεί μέχρι τις μέρες μας.
Βασιλείς της Μεροβίγγειας Δυναστείας ήταν οι εξής:
Merovech (446-457)
Childeric I (457–481) ·
Clovis I (481–511) ·
Childebert I (511–558) ·
Chlodomer (511–524) ·
Theuderic I (511–533) ·
Theudebert I (533–548) ·
Theudebald (548–555) ·
Chlothar I the Old (511–561) ·
Charibert I (561–567) ·
Guntram (561–592) ·
Sigebert I (561–575) ·
Childebert II (575–595) ·
Theudebert II (595–612) ·
Theuderic II (612–613) ·
Sigebert II (613) ·
Chilperic I (561–584) ·
Chlothar II the Great (584–623) ·
Dagobert I (623–634) ·
Charibert II (629–632) ·
Chilperic (632) ·
Sigebert III (634–656) ·
Childebert the Adopted (656–661) ·
Clovis II (639–657) ·
Chlothar III (657–673) ·
Childeric II (662–675) ·
Theuderic III (675–691) ·
Dagobert II (675–679) ·
Clovis IV (691–695) ·
Childebert III the Just (695–711) ·
Dagobert III (711–715) ·
Chilperic II (715–721) ·
Chlothar IV (717–720) ·
Theuderic IV (721–737) ·
Childeric III (743–751)
α. Μεροβαίος (446-457)
Ο Μεροβαίος (Merovech, λατινικά Meroveus ή Merovius, πέθ. 457, < Μερόβιος ή Μεροβίγιος <μ-ερι-{<ερι- [=πολύ] με πρόταξη ενός "μ" από την αιτιατική} + βίος + γείος [γάιος <γαία] = αντλών δύναμη ζωής από τη γη, δυνατός στις μάχες) ήταν ο θρυλικός ιδρυτής της Μεροβίγγειας Δυναστείας (από το όνομα Μεροβίγιος) των Σάλιων Φράγκων, που αργότερα επικράτησαν και έγιναν η κυρίαρχη φυλή των Φράγκων. Στους θρύλους πριν από αυτόν ως βασιλιάς των Φράγκων αναφέρεται ο Κλωδίων (Chlodio 428-446), που πιθανώς ήταν πατέρας ή συγγενής του και υπήρξε ο αρχικός ιδρυτής του κράτους. Ήταν ένας από τους τεύτονες/γερμανούς ηγεμόνες, που συνεργάστηκαν με τον Ρωμαίο στρατηγό Αέτιο, για την απόκρουση των Ούννων του Αττίλα στα Καταλαυνικά πεδία της Γαλατίας το 451. Οι «Μεροβίγγειοι» απόγονοί του κυβέρνησαν τους Φράγκους επί τρεις αιώνες, μέχρι το 751.
β. Χιλδερίχος Α (457-481)
Ο Χιλδερίχος Α (Childeric I 440 – 481, <γη + λίθος + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς δυνατός σαν βράχος) διαδέχτηκε τον πατέρα του Μεροβαίο, ως βασιλιάς των Σάλιων Φράγκων. Στα χρόνια του το κράτος του εκτεινόταν στην περιοχή της κοιλάδας των πόλεων Τουρναί και Λυς (Tournai, Lys). Αναφέρεται ότι εξορίστηκε από τους Φράγκους για 8 χρόνια, εξαιτίας της ιδιωτικής ζωής του. Το 463 συνεργάστηκε με τον Ρωμαίο στρατηγό Αιγίδιο, στρατιωτικό διοικητή της βόρειας Γαλατίας, με έδρα την πόλη Σουασόν (Soissons) στη νίκη του εναντίον των Βησιγότθων, προσδοκώντας στην επέκταση του κράτους του προς τον ποταμό Λίγηρα. Μετά τον θάνατο του Αιγίδιου, το 469, βοήθησε τον κόμη Παύλο της Ανγέρης (Angers) στη νίκη του εναντίον των Σαξόνων Γότθων, οι οποίοι, υπό τον Οδόακρο είχαν καταλάβει την περιοχή. Το 476-481 συζητούσε με τον Οδόακρο την πιθανότητα συνεργασίας εναντίον των Αλαμανών, που απειλούσαν να εισβάλουν στην Ιταλία. Στον ιδιωτικό βίο φαίνεται ότι η συμπεριφορά προκάλεσε την αντίδραση των Σάλιων Φράγκων, των οποίων τις συζύγους αποπλανούσε. Για το λόγο αυτό εξορίστηκε στη Θουριγγία επί 8 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αποπλάνησε την σύζυγο του τοπικού βασιλιά Βασίνα και επέστρεψε μαζί της στην Τουρναί. Από τον γάμο του μαζί της απέκτησε 4 παιδιά.Clovis I (466 – 511),.Audofleda (467 – 511), βασίλισσα των Οστρογότθων, σύζυγος του Θεοδώριχου του Μεγάλου, Lanthilde (468 – ;;;;) και Aboflede (470 – ;;;;). Πέθανε το 481 στην Τουρναί και τον διαδέχτηκε ο γιος του Χλωδοβίκος Α (ή Κλόβης Α).
γ. Χλωδοβίκος Α (481-511)
Ο Χλωδοβίκος Α΄ (ή Κλόβης Α, γαλλ. Clovis I, <κλεοδαίος {<κλέος [=δόξα] + δάϊος [=τρομερός] = φημισμένος από τον τρόμο που προκαλεί] + βίγιος [<βίος + γείος [γάιος <γαία] = αυτός που αντλεί δύναμη ζωής από τη γη] = δυνατός στις μάχες {>Chlodwig > γερμανικό Ludwig, > Chlovis γαλλικό Louis, Λουδοβίκος}), γιος του Χιλδερίχου Α΄ και εγγονός του Μεροβαίου ήταν Φράγκος βασιλιάς από το 481 έως το 511 μ.Χ.. Είναι αυτός που ένωσε τους Φράγκους και προσχώρησε στον τριαδικό χριστιανισμό, σε αντίθεση με τους περισσότερους γερμανικούς λαούς που εκείνη την περίοδο ακολουθούσαν τον Αρειανισμό. Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε τη συμπάθεια των Γαλλο-Ρωμαίων υπηκόων του. Το 481 μ.Χ. διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του, Χιλδερίχο Α΄. Το 486 ο στρατός του Χλωδοβίκου νίκησε σε μάχη τους Ρωμαίους υπό τον Συάγριο, τον τελευταίο Ρωμαίο διοικητή στις γαλατικές περιοχές και διέκοψε την παρουσία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 493 παντρεύτηκε την πριγκίπισσα της Βουργουνδίας Χροδεχίλδη, η οποία ήταν χριστιανή. Το 498 βαφτίστηκε ο ίδιος χριστιανός από τον επίσκοπο της Ρεν και, έχοντας την υποστήριξη της Ρώμης, έθεσε τη βασική προϋπόθεση για ανάδειξη του φράγκικου κράτους σε ευρωπαϊκή δύναμη. Αρχικά το 496 και οριστικά το 506 νίκησε τους Αλαμανούς και το 507 τους Βησιγότθους και ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών τους. Παράλληλα παραμέρισε διάφορα μικρά φράγκικα βασίλεια και πριγκιπάτα, αλλά απέφυγε να έρθει σε σύγκρουση με τον βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο, που ήταν Αρειανιστής. Το 508 ο Χλωδοβίκος αναγνωρίστηκε τυπικά από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄ και το 509 ως πρωτεύουσα του κράτους ορίστηκε το Παρίσι.
Ο Χλωδοβίκος δημιούργησε κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα μια κεντρική διοίκηση, διατήρησε όμως ταυτόχρονα το παραδοσιακό δίκαιο των γερμανικών φύλων, το οποίο κωδικοποίησε στον Σάλιο Νόμο (LexSalica), αντιμετώπισε ισότιμα όλες τις φυλές που απάρτιζαν το λαό του βασιλείου του, παράλληλα όμως εξόντωνε αδιάκριτα όλους του πραγματικούς και πιθανούς αντιπάλους του. Με τη Σύνοδο της Ορλεάνης το 512 ο Χριστιανισμός ορίστηκε ως επίσημη θρησκεία του φράγκικου κράτους. Ο Χλωδοβίκος έχει στην ιστορία της Δυτικής Ευρώπης θέση αντίστοιχη με εκείνη του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Ανατολική. Δημιούργησε τις οργανωτικές και διοικητικές προϋποθέσεις για την ανάδειξη, περίπου 300 χρόνια αργότερα, του φράγκικου κράτους του Κάρολου του Μεγάλου. Από το όνομα Chlodwig προέρχεται το γερμανικό Ludwig και από το Clovis το γαλλικό Louis (Λουδοβίκος), που, και τα δύο, ήταν συνηθισμένα ονόματα για βασιλιάδες και ηγεμόνες στη Γερμανία και Γαλλία. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 45 ετών και το κράτος του διαμοιράστηκε στους τέσσερις γιους του σύμφωνα με την φράγκικη παράδοση, κατά την ονομαζόμενη Α΄ Διανομή (511 – 561) ως εξής: Λουτέτια (Leutetia που περιλάμβανε και το Παρίσι - Parigi), Σουασόν (Soissons), Ορλεάνη (Orleans) και Αυστρασία (Metz, Reims).
δ. Χιλδεβέρτος Α (511-558)
Ο Χιλδεβέρτος Α (Childebert I, 496 –558, <γη + λίθος + φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = δυνατός σαν βράχος), ο τρίτος από τους τέσσερις γιους του Χλωδοβίκου Α και της Αγίας Κλοτίλδης, γεννημένος στη Ρεν, ήταν βασιλιάς των Φράγκων, μετά την Α Διανομή του κράτους, στο τμήμα της Λουτέτιας, με πρωτεύουσα το Παρίσι από το 511 μέχρι το 558 και στο τμήμα της Ορλεάνης, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη από το 524 μέχρι το 558. Οι υπόλοιποι αδελφοί του βασίλεψαν ταυτόχρονα με αυτόν ως εξής: Ο Θευδέριχος Α στο Μετς, ο Χλωδόμερος στην Ορλεάνη και ο Κλοθάριος Α στη Σουασόν. Το 523 ο Χιλδεβέρτος συμμετείχε μαζί με τους αδελφούς του, σε πόλεμο εναντίον του Γοδόμαρου της Βουργουνδίας. Το 524 ο Χλωδόμερος σκοτώθηκε στη Μάχη της Βεζερόνς (Vézeronce) και ο Χιλδεβέρτος συνωμότησε με τον Κλοθάριο, πέτυχε να εξουδετερώσει τους τρεις γιους του Χλωδόμερου (δύο δολοφονήθηκαν και ο τρίτος κλείστηκε σε μοναστήρι), και προσάρτησε τις πόλεις Σαρτρ και Ορλεάνη, όπου κανονικά θα έπρεπε να βασιλέψουν οι ανεψιοί του. Το 532 πραγματοποίησε νέα εκστρατεία κατά της Βουργουνδίας και το 534, αφού κατέλαβε την περιοχή, μαζί με τον Κλοθάριο και τον Θευδεβέρτο (γιο του Θευδέριχου Α), πήρε ως μερίδιο των λαφύρων της νίκης τις πόλεις Μακόν (Mâcon), Γενεύη (Geneva ) και Λυόν (Lyons). Όταν ο βασιλιάς των Οστρογότθων Ουίτιγις παραχώρησε την Προβηγκία στους Φράγκους, ο Χιλδεβέρτος, με τη σύμφωνη γνώμη των συμβασιλέων του, πήρε την Αρλ (Arles) και την Μασσαλία (Marseilles). Το 531 νίκησε και σκότωσε τον αρειανιστή βασιλιά των Βησιγότθων Αμαλάριχο, ο οποίος κακομεταχειριζόταν την σύζυγό του Χροτίλδα, αδελφή του Χιλδεβέρτου, η οποία όμως πέθανε στο δρόμο της επιστροφής στο Παρίσι από άγνωστη αιτία. Το 542 επιχείρησε νέα ανεπιτυχή εκστρατεία κατά των Βησιγότθων, η οποία κατέληξε στην ίδρυση του περίφημου μοναστηριού Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε (St-Germain-des-Prés) στην είσοδο του Παρισιού. Πέθανε το 558 αφήνοντας πίσω δύο κόρες από τη σύζυγό του Ουλτραγόθα.
ε. Χλωδόμερος Α (511-524)
Ο Χλωδόμερος Α (Chlodomer ή Clodomir ή Clodomer, γεν. 495, <κλεοδαίος {<κλέος [=δόξα] + μοιρώ [=μοιράζω >μοίρα] = αυτός που πήρε από τη μοίρα δόξα) ήταν ο δεύτερος από τους τέσσερις γιους του Χλωδοβίκου Α, που μοιράστηκαν το βασίλειο των Φράγκων κατά την Α Διανομή. Ο ίδιος πήρε το τμήμα της Ορλεάνης (άλλες πόλεις η Τουρ και το Πουατιέ), που αφαιρέθηκε από το πρώην κράτος του Συάγριου, τελευταίου Ρωμαίου διοικητή της Γαλατίας. Νυμφεύτηκε την Γουνθεούκ και μαζί της απόκτησε τρεις γιους (Θεόβαλδος, Γουνθάριος και Χλωδοάλδος). Το 523 μετέσχε, μαζί με τους αδελφούς του, σε πολεμική επιχείρηση εναντίον του Σιγισμούνδου της Βουργουνδίας, τον οποίο νίκησε και σκότωσε, όπως και τους δύο γιους του. Το 524 επιχείρησε νέα επίθεση στη Βουργουνδία, αλλά αυτή τη φορά σκοτώθηκε στη Μάχη της Βεζερόνς (Vézeronce). Η σύζυγός παντρεύτηκε τον αδελφό του Κλοθάριο Α, που όμως σκότωσε δύο γιους του Χλωδόμερου και ανάγκασε τον τρίτο να γίνει ηγούμενος σε μοναστήρι, οπότε το βασίλειό τους δόθηκε στον θείο τους Χιλδεβέρτο Α.
στ. Θευδέριχος Α (511-533)
Ο Θευδέριχος Α (Theuderic I, 485 – 533, <Θεοδώριχος <Θεόδωρος [<θεός + δώρο] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς που έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό >Θευδέριχος > γαλλ. Thierry), γιος του Χλωδοβίκου Α και μίας παλλακίδας του, ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς της Αυστρασία (Metz, Rheims) μετά την Α Διανομή του βασιλείου των Φράγκων από το 511 μέχρι το 533. Στην αρχή της βασιλείας του έστειλε τον γιο του Θευδεβέρτο να σκοτώσει τον Σκανδιναβό (Δανό) βασιλιά Χλωχιλάικο (Chlochilaich) που είχε εισβάλει στο βασίλειό του. Αναμίχτηκε στον πόλεμο μεταξύ του βασιλιά της Θουριγγίας Χέρμανφριντ και του αδελφού του Μπάντερικ, που ηττήθηκε, χωρίς εδαφικό όφελος για τον Θευδέριχο. Μετά από αυτό οι τέσσερις γιοι του Χλωδοβίκου Α άρχισαν πόλεμο με τους βασιλείς της Βουργουνδίας Σιγισμούνδο και Γοδόμαρο, που αρχικά νικήθηκαν, αλλά ο Γοδόμαρος επανήλθε και στη Μάχη της Βεζερόνς (Vézeronce) σκότωσε τον Χλωδόμερο. Ο Θευδέριχος Α νυμφεύτηκε την κόρη του Σιγισμούνδου Σουαβεγόθα, και μαζί με τον αδελφό του Κλοθάριο επετέθησαν κατά του Χέρμανφριντ και κατέλαβαν την Θουριγγία, οπότε ο Κλοθάριος πήρε ως σύζυγο την ανεψιά του Χέρμανφριντ Ράντεγκουντ. Αφού σύναψε συνθήκη ειρήνης με τον αδελφό του Χιλδεβέρτο, ο Θευδέριχος Α πέθανε το 533 και στο θρόνο της Αυστρασίας, μετά από διαμάχη με τους θείους του, ανέβηκε ο γιος του ως Θευδεβέρτος Α, ενώ η κόρη του από την Σουαβεγόθα έγινε ηγουμένη σε μοναστήρι.
ζ. Θευδεβέρτος Α (533-548)
Ο Θευδεβέρτος Α (Theudebert I, γαλλικά Thibert ή Théodebert, 500 –548, <Θεοδοβέρτος <θεός + δέος + φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος {>αγγλ. better, best}] = γενναίος και θεοσεβής), γιος του Θευδέριχου Α, ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς της Αυστρασίας από το 5533 μέχρι το 548. Πριν γίνει βασιλιάς διακρίθηκε στη νικητήρια μάχη κατά του Δανού βασιλιά Χλωχιλάικου (Chlochilaich), που είχε εισβάλει στη βόρεια Γαλατία, καθώς και σε επιχειρήσεις εναντίον των Βησιγότθων στη Σεπτιμανία (σημερινή νοτιοδυτική Γαλλία). Για την άνοδο του στο θρόνο υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει την αντίδραση των θείων του Χιλδεβέρτου και Κλοθάριου. Όταν οι σχέσεις των τριών Φράγκων βασιλιάδων διευθετήθηκαν, ο Θευδεβέρτος ενεπλάκη στον Γοτθικό Πόλεμο, όταν ο Ιουστινιανός Α προσπάθησε να υποτάξει τους Οστρογότθους στην Ιταλία. Αρχικά παρουσιάστηκε ως σύμμαχος των Βυζαντινών, αλλά τελικά, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε οι Φράγκοι έδειχναν σεβασμός στον βυζαντινό αυτοκράτορα, στράφηκε εναντίον τους, προσδοκώντας εδαφικά οφέλη στην Ιταλία. Νυμφεύτηκε αρκετές συζύγους, πολλές φορές και από πολιτική σκοπιμότητα (Βισιγάρδη, κόρη του βασιλιά των Λομβαρδών Βάχου, Δευτερία, γαλλο-ρωμαία πριγκίπισσα κ.ά.). Επαινέθηκε από τους συγχρόνους του για την προστασία της Γαλλικής Εκκλησίας. Πέθανε μετά από 14 έτη βασιλείας και τον διαδέχτηκε ειρηνικά ο γιος του από την Δευτερία Θευδεβάλδος.
η. Θευδεβάλδος (548-555)
Ο Θευδεβάλδος (Theudebald ή Theodebald, γαλλικά Thibaud ή Théodebald, γερμανικά Theudowald, 535–555, <Θεοδοβάλδος <θεός + δέος + βαλλω + οδός = θεοσεβής που ανοίγει δρόμους, θεοσεβής οδηγός), γιος του Θευδεβέρτου Α και της Δευτερίας, ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας Metz, Rheims) από το 548 μέχρι το 555. Ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 13 ετών και ήταν ασθενικής κράσης. Με στόχο να ενισχύσει τους δεσμούς με το βασίλειο της Λομβαρδίας, νυμφεύτηκε την Βαλδράδα, κόρη του βασιλιά των Λομβαρδών Βάχου, που ήταν ταυτόχρονα και θετή θεία του (αδελφή της δεύτερης συζύγου του πατέρα του). Δεν μπόρεσε όμως να διατηρήσει τις κτήσεις του στη βόρεια Ιταλία, όταν ο Ιουστινιανός Α έστειλε στρατό υπό τον Ναρσή το 552, τον οποίο ο Θευδεβάλδος απέφυγε να αντιμετωπίσει. Πέθανε μετά από μακρόχρονη ασθένεια το 555 και το βασίλειό του ενοποιήθηκε με τις κτήσεις του προ-θείου του Κλοθάριου Α, που έγινε έτσι βασιλιάς όλων των Φράγκων.
θ. Κλοθάριος Α (511-561)
Ο Κλοθάριος Α (Chlothar I, 497 –561 <Κλεοθάριος <κλέος [=δόξα] + θάρρος = ένδοξος για το θάρρος του {Chlothar, Clotaire, το όνομα εξελίχθηκε στα γαλλικά σε gloire [= δόξα, αγγλ. glory]}), επονομαζόμενος και Γηραιός (le Vieux), ένας από τους τέσσερις γιους του Χλωδοβίκου Α και της Αγίας Κλοτίλδης, ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς του κράτους της Σουασόν (Soissons), το οποίο, μετά την Α Διανομή του βασιλείου σε τέσσερα μέρη, περιλάμβανε και τις πόλεις Λαόν (Laon), Νογιόν (Noyon), Καμπραί (Cambrai), Αμιέν (Amiens), Αράς (Arras) και Μάαστριχτ (Maastricht). Οι υπόλοιποι τρεις αδελφοί του κυβέρνησαν την ίδια εποχή στην Αυστρασία (Θευδέριχος Α), Παρίσι (Χιλδεβέρτος) και Ορλεάνη (Χλωδόμερος). Το 523 οι αδελφοί, Κλοθάριος, Χιλδεβέρτος και Χλωδόμερος, παρακινούμενοι από τη μητέρα τους Κλοτίλδη, επιτέθηκαν στη Βουργουνδία, νίκησαν τον τοπικό βασιλιά Σιγισμούνδο, που ακολουθούσε αντιαρειανιστική πολιτική, και τον σκότωσαν. Το 524 επιχείρησαν νέα εκστρατεία κατά του Γοδόμαρου, διάδοχου του Σιγισμούνδου, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκαν στη Μάχη της Βεζερόνς (Vézeronce) στην οποία σκοτώθηκε ο Χλωδόμερος, ενώ ο Γοδόμαρος έμεινε στο θρόνο της Βουργουνδίας μέχρι το 534. Ο Κλοθάριος νυμφεύτηκε τότε την χήρα του αδελφού του Γκουνθέουκ (Guntheuc), αποκτώντας την περιουσία της, χωρίς να κάνει παιδιά μαζί της, είχε όμως και άλλες συζύγους όπως η Ίνγκουντ (Ingund, η κυριότερη γυναίκα του, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά) και η αδελφή της Άρενγκουντ (Aregund) την οποία νυμφεύτηκε ο ίδιος και απέκτησε μαζί της ένα γιο, ενώ με την τελευταία σύζυγό του Chunsina απέκτησε ένα γιο (τον στασιαστή Χραμ). Το 531 ο Χέρμανφριντ (Hermanafrid), βασιλιάς της Θουριγγίας, υποσχέθηκε στον Θευδέριχο μέρος του βασιλείου του, αν τον βοηθούσε να απαλλαγεί από τον ανταγωνιστή αδελφό του Μπάντερικ (Baderic). Ο Θευδέριχος δέχτηκε, αλλά τραυματίστηκε και κάλεσε τον Κλοθάριο να συνεχίσει τον πόλεμο. Μετά το θάνατο του Χέρμανφριντ, με τη βοήθεια του ανεψιού του Θευδεβέρτου Α, κατέλαβε την Θουριγγία. Ένα από τα λάφυρα που πήρε ήταν η πριγκίπισσα Ράντεγουντ (Radegund), που έγινε μία ακόμη σύζυγός του το 538, με στόχο τη διασφάλιση της κατοχής της Θουριγγίας, με την οποία όμως οι σχέσεις του παρέμειναν πλατωνικές, καθώς η ίδια έγινε μοναχή, ίδρυσε μάλιστα το πρώτο γυναικείο ευρωπαϊκό μοναστήρι στο Πουατιέ και αργότερα ανακηρύχθηκε άγια.
Για να διασφαλίσει την κατοχή του βασιλείου της Ορλεάνης, που περιήλθε σ’ αυτόν το 524, μετά τον θάνατο του αδελφού του Χλωδόμερου, σε συνεργασία με τον άλλο αδελφό του Χιλδεβέρτο, σκότωσαν δύο παιδιά του Χλωδόμερου (τον Θευδεβάλδο και τον Γκουνθάρ), ενώ το τρίτο (ο Χλωδοάλντος) γλύτωσε και έγινε μοναχός. Το 534 επωφελούμενος από τον θάνατο του Αταλάριχου, βασιλιά των Οστρογότθων, που υποστήριζε τους Βουργουνδούς, ο Κλοθάριος με τους δύο άλλους Φράγκους βασιλείς (Θευδεβέρτο και Χιλδεβέρτο) εισέβαλαν για δεύτερη φορά στην Βουργουνδία και αυτή τη φορά την κατέλαβαν, μοιράζοντάς την μεταξύ τους (οπότε ο Κλοθάριος πήρε την περιοχή της Γκρενόμπλ). Ο μεγαλύτερος γιος του Θευδεβέρτος ηγήθηκε επίθεσης κατά των Βησιγότθων και ανακατέλαβε εδάφη των Φράγκων που είχαν κατακτήσει παλιότερα οι Βησιγότθοι. Με τον θάνατο του αδελφού του Θευδέριχου, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος για την διαδοχή στο βασίλειό του, το οποίο περιήλθε τελικά στον γιο του Θευδέριχου Θευδεβέρτο. Στη συνέχεια ο Θευδεβέρτος και ο Χιλδεβέρτος στράφηκαν κατά του Κλοθάριου και τον πολιόρκησαν, αλλά τελικά εκείνος τους ανάγκασε να αποχωρήσουν και να συμφωνήσουν ειρήνη μαζί του. Το 537 ο βασιλιάς των Οστρογότθων Ουίτιγις, παραχώρησε στους Φράγκους την Προβηγκία, για να εξασφαλίσει την ουδετερότητά τους στη διαμάχη που είχε με το Βυζάντιο. Το 542 ο Κλοθάριος με τον Χιλδεβέρτο εισέβαλαν στη Ισπανία και κέρδισαν αρκετά εδάφη πέρα από τα Πυρηναία. Το 548 πέθανε η μητέρα του Αγία Κλοτίλδη, σύζυγος του Χλωδοβίκου Α, και θάφτηκε με τιμές στην πόλη Τουρ. Το 555 με τον θάνατο του μικρανεψιού του Θευδεβάλδου, εγγονού του αδελφού του Θευδέριχου, ο Κλοθάριος προσάρτησε το βασίλειο της Αυστρασίας, που ανήκε σ’ αυτόν, επιχειρώντας να νυμφευτεί και την χήρα του, την οποία όμως υποχρεώθηκε να χωρίσει μετά από παρέμβαση των επισκόπων, που θεωρούσαν τον δεσμό ανίερο. Το 555 επιτέθηκε στους Σάξονες που επαναστάτησαν στην ακτή της Βόρειας Θάλασσας, τους υπέταξε και τους υποχρέωσε να πληρώνουν φόρο. Το 556 οι Σάξονες επαναστάτησαν πάλι και αυτή τη φορά συμφώνησαν ειρήνη με τους Φράγκους μετά από αιματηρή μάχη. Τα χρόνια 556-560 σημαδεύτηκαν από ταραχές, στις οποίες πρωτοστάτησε ο γιος του Κλοθάριου Χραμ (Chram) που στράφηκε εναντίον του. Ακολουθώντας τον στην Βρετανία, όπου κατέφυγαν οι στασιαστές, ο Κλοθάριος τον έκλεισε σε μια εξοχική κατοικία, μαζί με την σύζυγο και τα παιδιά του και τους έκαψε. Το 558 πέθανε ο αδελφός του Χιλδεβέρτος Α και ο Κλοθάριος προσάρτησε το βασίλειο της Λουτετίας (Παρίσι), που του ανήκε, και έτσι ενοποίησε πάλι το βασίλειο των Φράγκων υπό την εξουσία του.
Στο τέλος της βασιλείας του το κράτος βρισκόταν στο απόγειο της εδαφικής έκτασής του, καλύπτοντας όλη τη Γαλατία (εκτός από τη Σεπτιμανία, σημερινή νοτιοδυτική Γαλλία) και μέρος της σημερινής Γερμανίας. Πέθανε από πνευμονία το 561 σε ηλικία 60 ετών, αφήνοντας το βασίλειό του στους τέσσερις γιους του, στη λεγόμενη Β Διανομή (561-584), κατά την οποία ο Σιγιβέρτος πήρε την Αυστρασία (Austrasia, Reims, Metz), ο Χαριβέρτος την Νευστρία (Παρίσι, Ακουϊτανία, Προβηγκία), ο Γκουντράμ την Βουργουνδία (Borgogna, Ορλεάνη) και ο Χιλπέριχος τη Σουασόν..
η. Χαριβέρτος Α (561-567)
Ο Χαριβέρτος Α (Charibert I, 517 – 567, <χάρις [=ωραιότητα, δόξα] + <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = ένδοξος και γενναίος), δεύτερος γιος του Κλοθάριου Α και της Ίνγκουντ, ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς της Νευστρίας (με πρωτεύουσα το Παρίσι), καθώς ο μεγαλύτερος αδελφός του Γκουνθάρ είχε πεθάνει πριν από τον θάνατο του πατέρα τους. Το βασίλειό του, εκτός από το Παρίσι, περιλάμβανε τις πόλεις Ρουέν, Τουρ, Πουατιέ, Λιμόζ, Μπορντώ, Τουλούζ. Με τη σύζυγό του Ινγκομπέργκα, απέκτησε μια κόρη, αλλά είχε και αρκετές ερωμένες, με τις οποίες επίσης απέκτησε παιδιά, αλλά ο μοναδικός γιος του πέθανε σε παιδική ηλικία. Η κόρη του Βέρθα παντρεύτηκε τον βασιλιά του Κεντ Αιθελβέρτο (Æthelberht) και είχε σημαντική επίδραση στη διάδοση του χριστιανισμού εκεί. Ο Χαριβέρτος πέθανε το 567 εξαιτίας και των καταχρήσεων της άσωτης ζωής του, για την οποία αφορίστηκε. Το βασίλειό του μοιράστηκε στους τρεις αδελφούς του και η χήρα του Θευδεγίλδη (μία από τις τέσσερις συζύγους του) κλείστηκε σε μοναστήρι, παρά τη θέλησή της.
θ. Γκούντραμ (561-592)
Ο Γκούντραμ (Guntram, 532 – 592, γνωστός και ως Gontram, Gontran, Gunthram, ή Gunthchramn, όνομα που σημαίνει «πολεμικό κοράκι»), τρίτος γιος του Κλοθάριου Α και της Ίνγκουντ, ήταν βασιλιάς της Βουργουνδίας, με πρωτεύουσα την Ορλεάνη. Από την ερωμένη του Βενεράνδα απέκτησε το Γκουντομπαντ, από την σύζυγό του Μαρκατρούδη απόκτησε γιο που πέθανε πρόωρα, ενώ από την δεύτερη σύζυγό του Αουστερτσίλντ απόκτησε δύο γιους, τον Κλοθάριο και τον Χλωδόμερο. Το 567 πέθανε ο αδελφός του Χαριβέρτος και το βασίλειό του μοιράστηκε στους τρεις ζώντες αδελφούς του (Γκουντράμ, Σιγιβέρτο Α και Χιλπέριχο Α. Το 573 άρχισε εμφύλιο πόλεμο με τον αδελφό του Σιγιβέρτο, αλλά αργότερα συμμάχησε μαζί του, και, όταν εκείνος πέθανε, στράφηκε κατά του άλλου αδελφού του Χιλπέριχου, αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί από την Αυστρασία στην οποία είχε εισβάλει. Το 577, όταν πέθαναν και οι δύο φυσικοί γιοι του, υιοθέτησε τον ανεψιό του Χιλδεβέρτο Β, γιο του Σιγιβέρτου. Το 581 ο Χιλπέριχος κατέλαβε αρκετές πόλεις του Γκούντραμ και το 583 συμμάχησε με τον Χιλδεβέρτο Β και επιτέθηκε εναντίον του, τελικά όμως αποκαταστάθηκε η ειρήνη. Το 585 αντιμετώπισε με επιτυχία μια εξέγερση στη νότια Γαλατία και το 587 σύναψε συνθήκη ειρήνης με τον Χιλδεβέρτο και τους συμμάχους του. Το 589-590 συγκρούστηκε με τους Βρετόνους, που όμως διατήρησαν την αυτονομία τους. Την ίδια χρονιά εισέβαλε στη Σεπτιμανία, χωρίς εδαφικά οφέλη. Πέθανε το 592 και το βασίλειό του περιήλθε στον ανεψιό του Χιλδεβέρτο Β. Αμέσως μετά τον θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος της καθολικής εκκλησίας από τους υπηκόους του, για την φιλολαϊκή και φιλάνθρωπη διακυβέρνησή του, και η μνήμη του εορτάζεται στις 28 Μαρτίου.
ι. Σιγιβέρτος Α (561-575)
Ο Σιγιβέρτος Α (Sigebert I, 535 – c. 575, <σιγή + <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = εμπνέει σιγή σεβασμού λόγω γενναιότητας, μετεξελίχθηκε στα γερμ. σε Siegfried), τρίτος γιος του Κλοθάριου Α και την Ίνγκουντ, ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς της Αυστρασίας μετά τη Β Διανομή του Φραγκικού κράτους. Επιδρομές των Αβάρων, μιας πολεμικής νομαδικής φυλής συγγενικής με τους Ούννους, τον ανάγκασαν να μεταθέσει την πρωτεύουσά του από την Rheims στο Metz. Απόκρουσε τις επιθέσεις τους δύο φορές το 562 και το 568. Το 567 νυμφεύτηκε την Βρουνχίλδα, κόρη του βασιλιά των Βησιγότθων Αθανάγιλδου. Τότε ο αδελφός του Χιλπέριχος νυμφεύτηκε μια άλλη κόρη του Αθανάγιλδου, την Γκαλσουΐνθα, την οποία όμως σύντομα βαρέθηκε και δολοφόνησε για να νυμφευτεί την ερωμένη του Φρεδεγκούντα. Αυτό ήταν αιτία για το ξέσπασμα μακρόχρονης διαμάχης των δύο αδελφών. Το 573 ο Σιγιβέρτος κατέκτησε το Πουατιέ και την Τουραίν, διώχνοντας τον Χιλπέριχο στην Τουρναί, αλλά δολοφονήθηκε αιφνίδια το 575 από δύο συνωμότες, που ενεργούσαν για λογαριασμό της Φρεδεγκούντας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Χιλδεβέρτος, υπό την εποπτεία της μητέρας του Βρουνχίλδας, που ζήτησε την προστασία του Γκούντραμ, ο οποίος υιοθέτησε τον Χιλδεβέρτο.
ια. Χιλδεβέρτος Β (575-595)
Ο Χιλδεβέρτος Β (Childebert II, 570–95, <γη + λίθος + φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = δυνατός σαν βράχος), γιος του Σιγιβέρτου Α, ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς της Αυστρασίας από το 575 μέχρι το 595 και της Βουργουνδίας, από το 592 ως διάδοχος του θείου του Γκούντραμ. Ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 5 ετών και αρχικά εποπτευόταν από την μητέρα του Βρουνχίλδα. Υιοθετήθηκε διαδοχικά και από τους δύο θείους του Χιλπέριχο και Γκούντραμ, οι οποίοι τον ενέπλεξαν στη διαμάχη τους για την Προβηγκία. Μετά τη δολοφονία το Χιλπέριχου το 584, ο Χιλδεβέρτος στράφηκε οριστικά στον Γκούντραμ και το 587 αναγνωρίστηκε κληρονόμος του, αντιμετωπίζοντας πολλές απόπειρες κατά της ζωής του που οργάνωνε η χήρα του Χιλπέριχου Φρεδεγκούντα, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την κληρονομιά του Γκούντραμ για τον γιο της Κλοθάριο Β. Όταν πέθανε ο Γκούντραμ το 592, ο Χιλδεβέρτος προσάρτησε την Βουργουνδία, διατηρώντας παράλληλα καλές σχέσεις με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο, τον οποίο βοήθησε εναντίον των Λογγοβάρδων με περιορισμένη επιτυχία. Πέθανε το 595 αφήνοντας δύο γιους, από τους οποίους ο Θευδεβέρτος Β βασίλεψε στην Αυστρασία με πρωτεύουσα το Μετς και ο Θευδέριχος Β βασίλεψε στη Βουργουνδία με πρωτεύουσα την Ορλεάνη.
ιβ. Θευδεβέρτος Β (595-612)
Ο Θευδεβέρτος Β (Theudebert II, γαλλικά Thibert ή Théodebert, 586–612, <Θεοδοβέρτος <θεός + δέος + φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος ] = γενναίος και θεοσεβής), γιος του Χιλδεβέρτου Β, ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας (595–612), στην οποία περιλαμβάνονταν και οι πόλεις Πουατιέ, Τουρ, Μπορντώ, καθώς και η Καμπανία, η Ωβέρνη και η Τρανσιουρασική Γερμανία. Το 599 ο Θευδεβέρτος και ο αδελφός του Θευδέριχος Β βρισκόταν σε πολεμική διαμάχη, αλλά τελικά συμμάχησαν και στράφηκαν κατά του εξάδελφού τους Κλοθάριου Β, τον οποίο νίκησαν και προσάρτησαν μεγάλο μέρος της Νευστρίας. (600–604). Τότε οι δύο αδελφοί άρχισαν πάλι τις προστριβές και ο Θευδεβέρτος αρνήθηκε να βοηθήσει τον αδελφό του, όταν ο Κλοθάριος Β εισέβαλε στο βασίλειό του το 605. Το 610 απέσπασε την Αλσατία από τον αδελφό του, αλλά ηττήθηκε το 612 και με εντολή της γιαγιάς του Βρουνχίλδας, κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου δολοφονήθηκε μαζί με τον γιο του Μεροβαίο. Η κόρη του Έμμα παντρεύτηκε στον Εαντμπαλντ στου Κεντ.
ιγ. Θευδέριχος Β (595-613)
Ο Θευδέριχος Β (Theuderic II ή Theuderich, Theoderic, ή Theodoric, στα γαλλικά Thierry, 587–613, <Θεόδωρος [<θεός + δώρο] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς που έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό), βασιλιάς της Βουργουνδίας (595–613) και της Αυστρασίας (612–613), ήταν ο δεύτερος γιος του Χιλδεβέρτου Β. Το 595, όταν πέθανε ο πατέρας του, πήρε το βασίλειο της Βουργουνδίας από τον Γκούντραμ, με πρωτεύουσα την Ορλεάνη, ενώ ο αδελφός του Θευδεβέρτος Β πήρε την Αυστρασία, με πρωτεύουσα το Μετς. Στο βασίλειό του προσαρτήθηκαν επίσης οι πόλεις Τουλούζ, Ναντ, Ανζέ, Σαρτρ και Λε Μαν. Το 596 ο βασιλιάς της Νευστρίας Κλοθάριος Β, και η μητέρα του Φρεδεγκούντα, που τον κηδεμόνευε, κατέλαβαν το Παρίσι, νικώντας τους δύο αδελφούς, Θευδεβέρτο και Θευδέριχο.. Όσο ήταν ανήλικος κηδεμονευόταν από την γιαγιά του Βρουνχίλδα, που το 599 είχε εκδιωχθεί από την Αυστρασία από τον αδελφό του Θευδεβέρτο Β. Σύντομα οι δύο αδελφοί βρέθηκαν σε πόλεμο μεταξύ τους, προς στιγμήν όμως συμμάχησαν εναντίον του Κλοθάριου Β, τον οποίο νίκησαν το 600 στο Μοντερώ, καταλαμβάνοντας την περιοχή μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα, Ουάζ και Λίγηρα (Λουάρ). Τότε άρχισαν πάλι τις μεταξύ τους πολεμικές διαμάχες, στις οποίες ο Θευδεβέρτος ηττήθηκε. Το 604 ο Κλοθάριος Β εισέβαλε και πάλι αλλά απωθήθηκε. Το 606 νυμφεύτηκε την Ερμενβέργα, κόρη του βασιλιά των Βησιγότθων Βιττέριχου, την οποία όμως το 607 έδιωξε με ατιμωτικό τρόπο, προκαλώντας τριπλή συμμαχία εναντίον του, από το Βιττέριχο, τον Κλοθάριο και τον Θευδεβέρτο. Το 610 ο αδελφός του Θευδεβέρτος Β κατέλαβε την Αλσατία, αλλά ηττήθηκε στην Τουλ το 611 και στην Τολμπιάκ το 612 και τελικά συνελήφθη και κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου δολοφονήθηκε, από ανθρώπους της Βρουνχίλδας, που επεδίωκε να εξασφαλίσει για τον Θευδέριχο τους δύο θρόνους. Το 613 ο Θευδέριχος πέθανε στο Μετς, ενώ ετοιμαζόταν για νέα εκστρατεία κατά του Κλοθάριου Β. Τον διαδέχτηκε ο γιος του από άγνωστη ερωμένη Σιγιβέρτος Β (601–613).
ιγ. Σιγιβέρτος Β (613-613)
Ο Σιγιβέρτος Β (Sigebert II, ή Sigisbert II,, 602–613, <σιγή + <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = εμπνέει σιγή σεβασμού λόγω γενναιότητας) ήταν νόθος γιος του Θευδέριχου Β από άγνωστη ερωμένη, από τον οποίο κληρονόμησε τα βασίλεια της Βουργουνδία και Αυστρασίας το 613. Ως ανήλικος κηδεμονευόταν από την προγιαγιά του Βρουνχίλδα, η οποία τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον Κλοθάριο Β της Νευστρίας, αλλά και οι δύο εγκαταλείφθηκαν από τον στρατό τους και δολοφονήθηκαν από ανθρώπους του Κλοθάριου Β, που έγινε έτσι βασιλιάς σε ολόκληρο το βασίλειο των Φράγκων.
ιδ. Χιλπέριχος Α (561-584)
Ο Χιλπέριχος Α (Chilperic I, 539 – 584, <γη + λίθος + φέρω + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς βοηθός δυνατός σαν βράχος), γιος του βασιλιά Κλοθάριου Α και της Αρεγκούντ, ήταν βασιλιάς της Νευστρίας (Σουασόν, Αμιέν, Αρράς, Καμπραί, Τουρναί και Βουλώνη) από το 561 μέχρι το 584. Ο αδελφός του Χαριβέρτος βασίλεψε στο Παρίσι, ο Γκουντράμ στη Βουργουνδία (Ορλεάνη) και ο Σιγιβέρτος στην Αυστρασία (Ρεμς). Όταν πέθανε ο Χαριβέρτος το 576, το Παρίσι μοιράστηκε στους τρεις απομένοντες αδελφούς. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ενεπλάκη σε πόλεμο με τον αδελφό του Σιγιβέρτο, ο οποίος τον νίκησε και αιχμαλώτισε τον γιο του Θευδεβέρτο. Το 573 ο Χιλπέριχος συμμάχησε με τον Γκούντραμ εναντίον του Σιγιβέρτου, αλλά ο Γκουντράμ άλλαξε στρατόπεδο και ο Χιλπέριχος ηττήθηκε πάλι. Όταν ο Σιγιβέρτος νυμφεύτηκε την Βρουνχίλδα, κόρη του βασιλιά των Βησιγότθων Αθανάγιλδου, ο Χιλπέριχος νυμφεύτηκε την αδελφή της Γκαλσουΐνθα, την οποία όμως αργότερα στραγγάλισε και νυμφεύτηκε την ερωμένη του Φρεδεγκούντα. Αυτό, με την παρακίνηση της Βρουνχίλδας, ήταν αιτία μακρόχρονου πολέμου μεταξύ Χιλπέριχου και Σιγιβέρτου. Το 575 ο Σιγιβέρτος δολοφονήθηκε από την Φρεδεγκούντα. Τότε ο Χιλπέριχος άρχισε πόλεμο με τον προστάτη της συζύγου και του γιου του Σιγιβέρτου Γκούντραμ, καταλαμβάνοντας από την Αυστρασία την Τουρ, το Πουατιέ και μέρος της Ακουϊτανίας..Το 578 ο Χιλπέριχος έστειλε στρατό εναντίον του Σάξονα βασιλιά των Βρετόνων Βάροχ Β (Waroch II), ο οποίος ηττήθηκε και συμφώνησε να πληρώνει ετήσιο φόρο, διατηρώντας την αυτονομία του. Ο Χιλπέριχος εισήγαγε στη δύση την βυζαντινή ποινή της τύφλωσης, αλλά ήταν καλλιεργημένος, ερασιτέχνης της μουσικής και της ποίησης, ενώ προσπάθησε να βελτιώσει κάποιες διατάξεις της Σάλιας νομοθεσίας που αδικούσαν τις γυναίκες. Το 584 δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια κυνηγετικής επιχείρησης, από άγνωστους συνωμότες. Τον διαδέχτηκε, ως βασιλιάς της Νευστρίας, ο γιος του από την Φρεδεγκούντα Κλοθάριος Β, που αργότερα έγινε βασιλιάς όλων των Φράγκων.
ιε. Κλοθάριος Β (584-629)
Ο Κλοθάριος Β (Chlothar II ή Chlotar, Clothar, Clotaire, Chlotochar, ή Hlothar; 584–629, <Κλεοθάριος <κλέος [=δόξα] + θάρρος = ένδοξος για το θάρρος του {το όνομα εξελίχθηκε στα γαλλικά σε gloire [= δόξα, αγγλ. glory]}), επονομαζόμενος Μέγας ή Νέος, ήταν βασιλιάς αρχικά της Νευστρίας και αργότερα όλων των Φράγκων. Το βασίλειο του προέκυψε από την Α Διανομή το 511, μετά το θάνατο του Χλωδοβίκου Α (Ρεμς, Σουασόν, Παρίσι, Ορλεάνη), και στη συνέχεια από τη Β Διανομή το 561, μετά το θάνατο του Κλοθάριου Α (Ρεμς, Σουασόν, Παρίσι και Ορλεάνη). Στο μεταξύ οι πρωτεύουσες μετατέθηκαν από τη Ρεμς στο Μετς και από την Ορλεάνη στο Σαλόν, ενώ, το 567, η χώρα κατανεμήθηκε στους 3 απομένοντες βασιλείς (Μετς, Παρίσι και Σουασόν), ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά και τα ονόματα Αυστρασία (Μετς) και Νευστρία (Παρίσι) για τα δύο πρώτα βασίλεια αντίστοιχα. Οι σύζυγοι Βρουνχίλδα και Φρεδεγκούντα των δύο βασιλέων, γιων του Κλοθάριου Α, Σιγιβέρτου και Χιλπέριχου, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις μέχρι τα χρόνια του Κλοθάριου Β, καθώς οι έριδες ανάμεσά τους διάρκεσαν μέχρι το 613, αφού εν τω μεταξύ ο Σιγιβέρτος δολοφονήθηκε το 575 και ο Χιλπέριχος το 584.
Όταν γεννήθηκε ο Κλοθάριος Β, το 584, η μητέρα του Φρεδεγκούντα ζήτησε την προστασία του ανδράδελφου της βασιλιά της Βουργουνδίας Γκουντράμ, ο οποίος τον υιοθέτησε και κυβέρνησε στη Νευστρία μέχρι το 587, αποκρούοντας εισβολές από την Αυστρασία που καθοδηγούσε η Βρουνχίλδα και κατακτώντας τις πόλεις Ανζέ και Ναντ (587). Στο διάστημα 587-592 η Φρεδεγκούντα, απαλλάχτηκε από τους περιορισμούς που της είχαν επιβληθεί, βρέθηκε πάλι σε θέση ισχύος και συγκρούστηκε με τον Γκουντράμ, ο οποίος προσεταιρίστηκε την Βρουνχίλδα και τον γιο της Χιλδεβέρτο Β, που έγινε βασιλιάς της Αυστρασίας και Βουργουνδίας όταν πέθανε ο Γκούντραμ το 592. Ο Χιλδεβέρτος Β όμως πέθανε το 595 και οι γιοι του Θευδεβέρτος Β και Θευδέριχος Β, υπό την επιρροή της γιαγιάς τους Βρουνχίλδας, διαίρεσαν και πάλι το βασίλειό τους σε Αυστρασία και Βουργουνδία, παραμένοντας σύμμαχοι, εναντίον του Κλοθάριου Β, τον οποίο νίκησαν το 599, στη Μάχη του Μοντερώ, αλλά αμέσως μετά στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Στο μεταξύ η Φρεδεγκούντα πέθανε το 597 και ο Κλοθάριος Β, σε ηλικία 13 ετών έμεινε μόνος βασιλιάς της Νευστρίας. Το 604 νικήθηκε από τον Θευδέριχο Β στη Μάχη της Ετάμπ (Etampes) και ο αιχμαλωτισμένος γιος του δολοφονήθηκε από ανθρώπους της Βρουνχίλδας σε ηλικία 4 ετών. Το 607 συμφώνησε να γίνει νονός του γιου του Θευδέριχου Β, που ονομάστηκε Μεροβαίος. Την ίδια εποχή σχηματίστηκε μια τριπλή συμμαχία Κλοθάριου Βιττέριχου (των Βησιγότθων),και Αγιλούλφου (των Λογγοβάρδων) εναντίον του Θευδέριχου χωρίς αποτέλεσμα. Το 610 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Θευδεβέρτου και Θευδέριχου, ο οποίος συμμάχησε με τον Κλοθάριο Β και το 612 συνέτριψαν τον Θευδεβέρτο στις Μάχες της Τουλ και Τολμπιάκ κοντά την Κολωνία. Το 613 ο Θευδέριχος πέθανε και η Βρουνχίλδα τοποθέτησε τον δισέγγονό της Σιγιβέρτο Β στο θρόνο της Αυστρασίας, όμως, στα πρόθυρα σύγκρουσης με δυνάμεις του Κλοθάριου, εγκαταλείφθηκαν από τον στρατό τους, συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν και οι δύο με εντολή του Κλοθάριου. Η Βρουνχίλδα μάλιστα κατηγορήθηκε για δολοφονία 10 μελών της βασιλικής οικογένειας των Φράγκων, δικάστηκε και εκτελέστηκε με μαρτυρικό τρόπο, συρόμενη στο έδαφος από ένα άλογο.
Μετά από αυτά, στο διάστημα 613-629, ο Κλοθάριος ήταν μοναδικός βασιλιάς όλων των Φράγκων, με πρωτεύουσα το Παρίσι. Στα χρόνια αυτά μεγάλη ισχύ απέκτησε το αξίωμα του Μάγιστρου του Παλατιού (Mayor of the Palace), που είχε θέση ανάλογη με του σημερινού πρωθυπουργού, το οποίο από το 617 έγινε ισόβιο, στερώντας από τον βασιλιά το δικαίωμα να ελέγχει απόλυτα την έκδοση νόμων. Το 614 ο Κλοθάριος εξέδωσε Διάταγμα, που αντιστοιχούσε με Καταστατικό Χάρτη (Magna Charta) των Φράγκων, επιφυλάσσοντας πολλά δικαιώματα για τους ευγενείς και τους επισκόπους και αποκλείοντας τους Εβραίους από δημόσιες θέσεις. Το 623 διόρισε τον γιο του Δαγοβέρτο Α βασιλιά της Αυστρασίας, σε μία πολιτική κίνηση για την ανεπίσημη αναγνώριση της υποστήριξης που του προσέφερε η τοπική αριστοκρατία. Το 617 ανανέωσε τη συμφωνία φιλίας με τους Λογγοβάρδους και εν γένει κυβέρνησε με τρόπο που διατήρησε καλές τις σχέσεις του με την Εκκλησία. Πέθανε το 629 σε ηλικία 45 ετών, μετά από μακρά βασιλεία, ισόχρονη περίπου με αυτή του παππού του Κλοθάριου Α. Πεθαίνοντας άφησε τη θέση του βασιλιά εξασθενημένη και αντίθετα ενισχυμένη τη θέση των αριστοκρατών, που κυβερνούσαν μέσω των Μάγιστρων που προέρχονταν από την τάξη τους. Οι διάδοχοι γιοι του Δαγοβέρτος και Χαριβέρτος διαίρεσαν και πάλι το κράτος σε δύο μέρη Νευστρία-Αυστρασία-Βουργουνδία και Ακουϊτανία, όπου βασίλεψαν αντίστοιχα.
Η πρώτη ονομασία που είχε δοθεί από τους Έλληνες στην Βρετανία ήταν Κασσιτερίδες Νήσοι, από τα κοιτάσματα κασσιτέρου που αφθονούσαν εκεί, ιδιαίτερα στα νότια του νησιού. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική γραφή Β βρέθηκαν στις ανασκαφές του Stonehenge (κούπες, ποτήρια, κανάτες, βραχιόλια), γεγονός που καθιστά φανερό ότι οι Αχαιοί περνούσαν από το Γιβραλτάρ με καράβια, παράπλεαν τις ακτές της Δυτ. Ευρώπης και έφθαναν εκεί για να πάρουν κασσίτερο και χαλκό, πουλώντας κυρίως υφάσματα και είδη χρυσοχοϊκής. Η αρχαιότερη ιστορική αναφορά σχετικά με τις Βρετανικές Νήσους προέρχεται από το λεγόμενο «Μασσαλιώτικο Περίπλου», που γράφηκε τον 6ο αιώνα π.Χ., και μερικά αποσπάσματά του διασώθηκαν στο μεταγενέστερο έργο του Αβιηνού Ora Maritima. Εκεί η περιοχή αναφέρεται με τον όρο «Αλβιών» (Albionum, <άλβος, εκ του αλφός (φ,β>π), {αλφός = υπόλευκος}), ενώ γίνεται αναφορά και για το γένος των «Hiernorum» (Ιερνών), πρόγονων των Ιρλανδών (<Ιέρνη < ιερή + νοεί = χώρα ανθρώπων με ευσεβείς διαθέσεις). Ο όρος «Γηραιά Αλβιών», χρησιμοποιείται και σήμερα ως εναλλακτικό όνομα για τη Μεγάλη Βρετανία. Πριν από την εμφάνιση του Ora Maritima υπάρχουν αναφορές για τα νησιά Αλβιών και Ιέρνη από τον 4ο αιώνα π.Χ. Στο ταξίδι του Πυθέα του Μασσαλιώτη (332-320 π.Χ.), που περιγράφεται στο έργο του «Περί Ωκεανού», τα νησιά αναφέρονται με τον όρο «Πρυτανικές Νήσοι», από το όνομα μίας ομάδας Γαλατών, των Pritani (Πρυτανοί, <πρυτανεία <πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη), με τους οποίους ο Πυθέας θεώρησε πως οι κάτοικοι του νησιού είχαν συγγενικές σχέσεις. Αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, η Βρετανία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, που άλλαξαν ελαφρά το όνομα με το οποίο περιέγραψε τα νησιά ο Πυθέας σε «Britannia» και ονόμασαν τους κατοίκους «Britons». Σημειωτέον ότι και το όνομα Σκοτία είναι ελληνικής προέλευσης (<σκότος = χώρα του σκότους), όπως και το Ουαλία (<Ουαλλός <βάλλω [=πλήττω, καταβάλλω] = αυτός που μπορεί να καταβάλλει [να νικάει], δυνατός).
Οι Βρετανικές Νήσοι κατοικήθηκαν από τα πρώτα χρόνια της Παλαιολιθικής εποχής (περίπου 35.000 π.Χ.) από ολιγάριθμους ανθρώπους της τροφοσυλλεκτικής περιόδου που εισέρχονταν στα εδάφη των νήσων από την Κεντρική Ευρώπη περπατώντας, καθώς η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλή, και τα στενά της Μάγχης μέχρι το 15.000 π.Χ. ήταν στεριά (ισθμός). Το πλήθος τους δεν ξεπέρασε επί πολλές χιλιετίες τις μερικές εκατοντάδες άτομα, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες.
Μετά την ανύψωση των υδάτων και την δημιουργία του στενού του Ντόβερ συνεχίστηκε, από την θάλασσα πλέον με χρήση κανό και πρωτόγονων πλοίων, η είσοδος νομαδικών ολιγάριθμων πληθυσμών από την Ευρώπη. Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που συνδυάστηκαν με την έναρξη της γεωργικής παραγωγής κυρίως καλαμποκιού, χρονολογούνται από το 3500 π.Χ.
Στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν κατά την πρώτη Νεολιθική περίοδο οι οποίοι είναι γνωστοί από τα κεραμικά προϊόντα τους και τα ξύλινα θρησκευτικά μνημεία τους (όπως του Woodhenge) δόθηκε το όνομα «Λαοί του Πήτερμπόροου και του Ρίνυο-Κλάκτον» (Peterborough and Rinyo-Clacton).
Ο «Λαός Μπέικερ» (Beaker Folk) που έζησε στο Νότιο μέρος της Βρετανίας περίπου από το 2000 μέχρι το 1400 π. Χ. εγκαινίασε την Χαλκολιθική Περίοδο καθώς χρησιμοποιούσε μερικά μπρούτζινα όπλα. Σ’ αυτούς οφείλονται τα μεγαλιθικά μνημεία του Avebury και του Stonehenge.
Περί το 1400 π.Χ. νέοι εισβολείς, που εγκαινίασαν την Ορειχάλκινη Περίοδο, και στους οποίους δόθηκε το όνομα «Λαός του Ουέσεξ» (Wessex Folk), εισήλθαν στα νότια Βρετανικά εδάφη και επέβαλαν στους «Μπέικερ» την στρατοκρατική αριστοκρατία τους. Ήταν γνωστοί στους Φοίνικες εμπόρους και πιθανόν στους Αχαιούς της Μυκηναϊκής περιόδου, στους οποίους προμήθευαν μέταλλα.
Νέο κύμα εισβολών σημειώθηκε περί το 1000 π.Χ. από ομάδα μέτοικων που ονομάστηκαν «Λαός του Ντέβερελ – Ρίμπουρυ» (Deverel – Rimbury Folk), οι οποίοι εισήγαγαν στην γεωργική καλλιέργεια την χρήση άροτρων.
Η έναρξη της Εποχής του Σιδήρου (και συγκεκριμένα η ονομαζόμενη Εποχή του Σιδήρου Α) ολοκληρώθηκε στην Βρετανία περί το 500 π.Χ. με τις εισβολές των πρώτων Κελτικών φυλών της δυναστείας Χάλστατ (Hallstatt), προερχόμενων από τα εδάφη της σημερινής Κεντρικής Γερμανία, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία σε μεγάλα αγροκτήματα ή ανοιχτά χωριά και έχτιζαν φρούρια σε κορυφές λόφων με τάφρο και προμαχώνες για καταφύγιο.
Περί το 300 π.Χ. ακολούθησε και δεύτερη εισβολή Κελτικών φυλών της δυναστείας Λα Τεν (La Tene, γνωστή και ως Εποχή του Σιδήρου Β), οι οποίες, χάρη στην επαφή τους με τους Μεσογειακούς λαούς της εποχής, είχαν εξελιχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Χάλστατ. Οι εισβολείς αυτοί εξαπλώθηκαν στην νοτιοανατολική και νοτιοδυτική Βρετανία και δημιούργησαν τον χαρακτηριστικά Βρετανικό «Πολιτισμό του Γκλαστονμπέρυ» (Glastonbury).
Τέλος περί το 100 π.Χ. σημειώθηκε η τρίτη εισβολή Κελτικών φυλών (γνωστή και ως Εποχή του Σιδήρου Γ) αποτελούμενη από Βέλγους μέτοικους, οι οποίοι εισήγαγαν την χρήση ενισχυμένου αρότρου για την καλλιέργεια σκληρών εδαφών, καθώς και μια προοδευμένη πολιτική οργάνωση βασισμένη σε βασίλεια και όχι σε φυλές. Την εποχή αυτή το Ρωμαϊκό εμπόριο εισέδυσε βαθιά στην ζωή των Βρετανών.
Μετά την ανεπιτυχή απόπειρα του Ιούλιου Καίσαρα το 55 π.Χ. η Βρετανία υποτάχθηκε στους Ρωμαίους μετά από εννεαετείς πολέμους, την εποχή του αυτοκράτορα Κλαύδιου (Claudius 10 – 54 μ.Χ. αυτοκράτορας από το 41 μ.Χ.), του οποίου οι λεγεώνες αποβιβάστηκαν στο Κεντ το 43 μ.Χ. υπό την ηγεσία του Άουλου Πλαύτιου (Aulus Plautius), με αρχικό στόχο την συντριβή ενός από τους τότε βασιλιάδες, του Κάραντοκ (Caradoc). Πλήρης έλεγχος όλης της περιοχής που αντιστοιχεί στην σημερινή Αγγλία επιτεύχθηκε το 70 μ.Χ., αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν από τους επόμενους Ρωμαίους διοικητές της Βρετανίας, ονομαστότερος από τους οποίους ήταν ο Αγκρίκολα (Agricola, διοικητής από το 78 μέχρι το 84 μ.Χ.).
Κατά τη συνηθισμένη πρακτική τους, οι Ρωμαίοι εργάστηκαν για τον εκπολιτισμό της περιοχής ιδρύοντας πόλεις και κάνοντας σημαντικά δημόσια έργα οδοποιίας, ύδρευσης και στρατιωτικής οχύρωσης. Μεταξύ αυτών κατασκευάστηκαν δύο μεγάλα οχυρωματικά έργα, το τείχος του Αδριανού που επισκέφτηκε την Βρετανία το 121 μ.Χ. στο ύψος περίπου των σημερινών συνόρων μεταξύ Αγγλίας και Σκοτίας και το τείχος του Αντωνίνου που χτίστηκε το 139 βορειότερα χωρίζοντας την νότια από την βόρεια σημερινή Σκοτία (την οποία οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Καληδονία).
Οι πόλεις (colonia) που ίδρυσαν οι Ρωμαίοι, όπως το Λονδίνο (Londinium), που ήταν από τότε πρωτεύουσα της Επαρχίας, το Κόλτσεστερ (Colchester), το Υόρκ (York), το Ντόρτσεστερ (Dorchester), το Γκλώστερ (Gloucester) και το Λίνκολν (Lincoln), είχαν σκοπό την εξασφάλιση διαμονής για τους παλαίμαχους στρατιώτες. Υπήρχαν όμως και πόλεις (civitas) που ήταν έδρες των αρχαίων Ρωμαϊκών φυλών, όπως το Έξετερ (Exeter) και το Τσίτσεστερ (Chichester), αλλά και πόλεις με απλούς Ρωμαίους πολίτες (municipia), όπως το Σαιντ Άλμπανς (St Albans), που είχαν πλήρη Ρωμαϊκή διοίκηση με σύγκλητο και δήμαρχο.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στις Βρετανικές νήσους από τον 4ο αλλά κυρίως τον 5ο αιώνα. Ήδη όμως από το 300 μ.Χ. άρχισαν εισβολές Σαξόνων (της Τευτονικής φυλετικής οικογένειας) από τα μέρη της σημερινής Βόρειας Γερμανίας, ενώ το 367 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε μια συνδυασμένη επίθεση από Σάξονες και ταυτόχρονα από τις Κελτικές φυλές που είχαν αποσυρθεί στην Βόρεια Σκοτία (ονομαζόταν ήδη Πίκτες επειδή έβαφαν τα πρόσωπά τους και Σκότοι ή Καλυδώνιοι όπως τους έλεγαν οι Ρωμαίοι). Η Ρώμη αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Βρετανία το 409 μ.Χ. την εποχή του αυτοκράτορα Ονώριου (Honorius Flavius 384 – 423, αυτοκράτορας από το 395).
Μετά την αποχώρηση του Ρωμαϊκού στρατού, και μέχρι το 600 μ.Χ. οι επιδρομές των βόρειων Κελτών (Πίκτες και Σκότοι) και οι εισβολές Τευτονικών πληθυσμών (Ιούτες, Σάξονες και Άγγλοι) πύκνωσαν σε βαθμό που ανάγκασε πολλούς Βρετανούς (πού ήταν επίσης Κέλτες στο μεγαλύτερο ποσοστό) να εγκαταλείψουν το νησί, βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στην σημερινή Βρετάνη της Βόρειας Γαλλίας, ή να αποσυρθούν στα ορεινά και άγονα μέρη της Σκοτίας και της Ουαλίας. Συγκεκριμένα:
- Οι Ιούτες, τευτονικός λαός της σαξονικής φυλής, προερχόμενοι από την Γιουτλάνδη της Δανίας, ίδρυσαν το Βασίλειο του Κεντ (Kent).
- Οι Σάξονες, τευτονικός λαός της σαξονικής φυλής, προερχόμενοι από την Βόρεια Γερμανία στα σύνορα με την Δανία (σημερινή Σαξονία), ίδρυσαν τα Βασίλεια του Σάσεξ (Sussex με έδρα το Chichesterστην Νότια Αγγλία), Ουέσεξ (Wessex με επίκεντρο το σημερινό Wiltshire στην νοτιοδυτική Αγγλία) και Έσεξ (Essex με έδρα το Λονδίνο).
- Οι Άγγλοι, τευτονικός λαός προερχόμενοι από την σημερινή Δανία, ίδρυσαν τα Βασίλεια της Ανατολικής Αγγλίας (Ostageln, σημερινές περιοχές Suffolk, Norfolk), της Νορθούμπρια (Northumbria, σημερινό York και Durham) και της Μέρκια (Mercia με έδρα το σημερινό Chester στα σύνορα με την Ουαλία).
Το 787 μ.Χ. σημειώθηκαν στην Βρετανία οι πρώτες επιδρομές Βόρειων Λαών (Βίκινγκς - Vikings) από την σημερινή Δανία και Νορβηγία. Οι Βίκινγκς, λαός που ανήκε επίσης στην Τευτονική ομοφυλία, είχαν εγκατασταθεί στις Σκανδιναβικές χώρες τον 1ο μ.Χ. αιώνα και είχαν αναπτύξει μια αγροτική κοινωνία με έντονη κλίση προς το εμπόριο συνδυαζόμενο με την πειρατεία, χάρη στην μεγάλη ναυτική ικανότητά τους και στην πολεμοχαρή φύση τους, που εμπνεόταν από τις ηρωικές παραδόσεις τους.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ., όλα τα αγγλοσαξονικά κράτη ενώθηκαν και αποτέλεσαν ένα βασίλειο, με το όνομα Αγγλία (<άνω + Γαλ-λία [νγ>γγ]). Οι βασιλείς της Αγγλίας, αφού στηρίχτηκαν σε διάφορους ιππότες, αύξησαν την επιρροή τους και κατάφεραν να ενισχύσουν την εξουσία τους απέναντι στους τοπικούς φεουδάρχες. Στο διάστημα μέχρι τον 11ο αιώνα η Αγγλία κατέλαβε ένα μέρος από τη Γαλλία. Το 1066 ο δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος ο Κατακτητής, επικεφαλής Νορμανδών από την βόρεια Γαλλία, εισέβαλε στο νησί και μετά τη νικηφόρα Μάχη του Χάστινγκς, οι Νορμανδοί υπέταξαν τους Αγγλοσάξονες, με τους οποίους στα επόμενα χρόνια αναμίχθηκαν (ενσωματώνοντας και τα απομένοντα κελτικά στοιχεία) και δημιούργησαν το σύγχρονο αγγλικό έθνος.