Με τον όρο Φραγκοκρατία (ή Λατινοκρατία) χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος (363 ετών) κατά την οποία κυριάρχησαν στο Βυζάντιο οι δυτικοευρωπαίοι, τους οποίους οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Φράγκους και Λατίνους, χαρακτηρίζοντας έτσι αδιακρίτως όλους τους μη σλάβους κάτοικους της Ευρώπης που ζούσαν δυτικά και βόρεια των Βαλκανίων.
Έναρξη της Λατινοκρατίας θεωρείται το 1204 μ.Χ., όταν οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι σύμμαχοί τους κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και τέλος της το 1566 μ.Χ., όταν κυριάρχησαν παντού στην περιοχή οι Τούρκοι και καταλύθηκαν τα ενετικά φεουδαλικά κράτη, που είχαν συσταθεί στον ελληνικό χώρο. Ο όρος Λατινοκρατία, ως χαρακτηρισμός γεγονότων της Υστεροβυζαντινής Περιόδου, δεν πρέπει να συγχέεται με τον όρο Ενετοκρατία που χαρακτηρίζει τη νεότερη περίοδο της κυριαρχίας των ελληνικών χωρών από τους λαούς της Δύσης, μετά την πτώση του Βυζαντίου.
Η Λατινοκρατία άρχισε στα Ιόνια νησιά ήδη από το 1185, με την ίδρυση της Παλατινής Κομητείας, αλλά επίσημη πράξη εγκαθιδρύσεως της θεωρείται η Διανομή των Εδαφών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας (Partitio Terrarum Imperii Romaniae) που συμφώνησαν οι συμμετέχοντες στην Δ' Σταυροφορία την επομένη της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1204, με την οποία η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμελίσθηκε και τα εδάφη της μοιράστηκαν μεταξύ των νικητών. Την μερίδα του λέοντος πήραν οι Ενετοί, ενώ το υπόλοιπο έλαβαν οι Λομβαρδοί και οι Γάλλοι («Φράγκοι»). Την ίδια περίοδο σχηματίστηκαν σε διάφορες περιοχές και ελληνικά κράτη, με στόχο την ανατροπή και εκδίωξη των Φράγκων και των Ενετών, αλλά και για την άμυνα εναντίον άλλων εχθρών, όπως των τουρκικών φυλών.
Τον Μάρτιο του 1204, ένα μήνα περίπου πριν την κατάληψη της Πόλης Ενετοί και Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας είχαν ήδη συμφωνήσει στη μοιρασιά λείας, προνομίων, τίτλων και εδαφών της αυτοκρατορίας που ετοιμάζονταν να καταλύσουν. H επίσημη πράξη διαμελισμού, ("Partitio Imperii Romanae") αρχίζει με την φράση "Εν ονόματι του Χριστού πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την Πόλι" και προχωρεί στό ότι αμέσως μετά την κατάληψη τα λάφυρα θα μοιραστούν σύμφωνα με προγενέστερη συμφωνία και θα συσταθεί μια 6μελης επιτροπή (3 Ενετοί και 3 Γάλλοι) η οποία "θα εκλέξει ως νέο Αυτοκράτορα μεταξύ των Λατίνων εκείνον που θα υπηρετεί πιο καλά τη χώρα, προς δόξα του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας".
Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης με πυρετώδεις ρυθμούς αρπαγών κράτησε 3 μέρες. Έπρεπε να μοιραστούν πολύ πιο τυπικά και επίσημα τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Σύντομα διαπίστωσαν ότι πολλές περιοχές δεν ανήκαν πλέον αδιαφιλονίκητα στο Βυζάντιο, ενώ όσες ανήκαν θα χρειάζονταν να κατακτηθούν με μάχες, γεγονός που οδήγησε πολλούς ηγέτες της Σταυροφορίας να συμμαχήσουν μεταξύ τους ή να χαρίσουν δικές τους γαίες σε άλλους Σταυροφόρους και "ευγενείς", με αντάλλαγμα την παροχή στρατού. Το Βυζάντιο κατακερματίστηκε σε δουκάτα, βαρωνίες και άλλα κρατίδα υποτελή, συχνά υπό τη διοίκηση τοπικών βυζαντινών αρχόντων («κεφαλάδες»), από τα οποία ορισμένα δόθηκαν στο Λατίνο αυτοκράτορα, άλλα στους Ενετούς και άλλα σε Φράγκους που είχαν πάρει τίτλους ευγενείας επειδή είχαν διαθέσει στρατιώτες και άλογα για την κατάληψη χωριών και κωμοπόλεων.
Οι Ενετοί πήραν τα περισσότερα εδάφη ενός χάρτη εμπορικών οδών και ναυσιπλοϊας, κατακερματισμένα σε όλη την αυτοκρατορία,. Κράτησαν όχι μόνο νησιά, αλλά τμήματα λιμανιών σε όλο το Βυζάντιο, ακόμα και σε φραγκικές πλέον περιοχές, οπότε έλεγχαν ουσιαστικά την οικονομική και έμμεσα την πολιτική ζωή όλου του τόπου σε όλη τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, και αργότερα, όταν αυτή καταλύθηκε. Το κριτήριο διακυβέρνησης των Ενετών ήταν ξεκάθαρα το οικονομικό κέρδος και αυτό οδήγησε σε ακόμα περισσότερες κατατμήσεις, "δανεισμούς" εδαφών, "δωρεές" πόλεων σε συγγενείς με διάφορα ανταλλάγματα.
Η αρχική μοιρασιά προέβλεπε οι Ενετοί θα έπαιρναν περίπου τα 3/8 της επικράτειας των Βυζαντινών (τα οποία παρέμειναν σταθερά στα χέρια τους και επαυξήθηκαν) ενώ οι ηγέτες της Σταυροφορίας θα μοιράζονταν τα υπόλοιπα 5/8. Ετσι η πρώτη διανομή δημιούργησε τη Λατινική Αυτοκρατορία των Φράγκων και ένα μεγάλο και σχετικά ενιαίο ναυτικό κράτος των Ενετών σε νησιά, λιμάνια και παράλια. Η Αυτοκρατορία όμως για λόγους πολιτικών ισορροπιών μεταξύ των δυσαρεστημένων ηγετών της Δ΄Σταυροφορίας αν και περιλάμβανε την Έλλάδα, τελικά αποκόπηκε από αυτήν. Ο λόγος ήταν πως η Ελλάδα αποφασίστηκε να ανήκει στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, ηγέτης του οποίου ορίστηκε ο δυσαρεστημένος Βονιφάτιος που επέμεινε να μην τον λένε μαρκήσιο αλλά βασιλιά. Και καθώς οι πολιτικές ισορροπίες αλλά και οι πολιτικές ανάγκες πίεζαν τους νέους ηγέτες, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, κατατμήθηκε ακόμα περισσότερο και ουσιαστικά αποσυνδέθηκε από τη νεοσύστατη λατινική αυτοκρατορία.
Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης (ή Ρωμανία) ήταν το κράτος που δημιουργήθηκε από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και διατηρήθηκε μέχρι το 1261, οπότε η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Προοριζόταν να γίνει νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Δυτικούς. Θα ακολουθούσαν το τυπικό των Βυζαντινών αυτοκρατόρων ώστε να δείξουν στους ντόπιους ότι τίποτα δεν άλλαζε. Στον περίπου μισό αιώνα της ζωής της, η επίσημη ονομασία που της έδιναν οι υπερασπιστές της ήταν Imperium Romaniae.
Πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας εκλέχτηκε ο Φράγκος Βαλδουίνος Θ της Φλάνδρας, που προτιμήθηκε στη θέση αυτή από τον γηραιότατο δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο, παρότι ήταν μόλις 32 ετών. Στόχος των Ενετών ήταν να έχουν αυτοκράτορα, στη πραγματικότητα «Αρμοστή». Εξαρχής αποδείχτηκε ότι επέλεξαν σωστά, αφού η "Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας" πήρε στην ουσία το μικρότερο μερίδιο και ο αυτοκράτοράς της έπρεπε να πεισθεί ότι αυτά ήταν εκείνα που του αναλογούσαν και να φανεί διαλλακτικός. Στην αυτοκρατορία του ορίστηκε να ανήκει η σημερινή Ευρωπαϊκή Τουρκία, ορισμένες περιοχές της βόρειας Μικράς Ασίας που όμως ήταν πολύ δύσκολο να ελέγξει καθώς εκεί ορθωνόταν η μεγαλύτερη αντίσταση των Βυζαντινών και τα νησιά Σαμοθράκη, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Λήμνος και Κως. Νέα κράτη υποτελή στον Λατίνο αυτοκράτορα δημιουργούνταν, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Δουκάτο των Αθηνών και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτάχθηκε στην εξουσία του Πάπα της Ρώμης και ένας Λατίνος Πατριάρχης εκλέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το νέο κρατικό μόρφωμα θα διευκόλυνε τις επιχειρήσεις των σταυροφόρων και δεν θα ακολουθούσε πολιτική που θα πήγαινε ενάντια στα συμφέροντα των Δυτικών, όπως είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Ο Βαλδουίνος σκοτώθηκε ένα χρόνο αργότερα το 1207 πολεμώντας τους Βουλγάρους. Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν, αποδείχθηκαν μάταιες πολύ σύντομα. Τα εδάφη της αυτοκρατορίας για να μοιρασθούν έπρεπε να κατακτηθούν πρώτα. Η αντίδραση των ντόπιων ήταν περιορισμένη αλλά όχι ανύπαρκτη. Η σύγκρουση με τη Βουλγαρία και τα κράτη που ίδρυσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αυτοκρατορία της Νίκαιας), η έλλειψη πόρων και ενισχύσεων, η περιστασιακή και πολλές φορές ανύπαρκτη υποστήριξη από τη Δύση ήταν οι αιτίες που οδήγησαν στην κατάλυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας το 1261 με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Λατίνοι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης ήταν οι εξής:
- 1204-1205 Βαλδουίνος Α' της Φλάνδρας
- 1206-1216 Ερρίκος της Φλάνδρας
- 1217 Πέτρος του Κουρτεναί σύζυγος της Γιολάντας της Φλάνδρας
- 1217-1219 Γιολάντα της Φλάνδρας αντιβασίλισσα κατά της ενλικίωση του υιού της
- 1221-1228 Ροβέρτος του Κουρτεναί
- 1228-1261 Βαλδουίνος Β' του Κουρτεναί, υπό την επιτροπεία του Ιωάννη Βρυεννίου το διάστημα 1229-1237.
Μετά την κατάλυση της Αυτοκρατορίας το 1261, ο τίτλος συνέχισε να υφίσταται "στην εξορία" και να διεκδικείται από μια σειρά τιτουλάριων αυτοκρατόρων:
- 1261-1273 Βαλδουίνος Β΄
- 1273-1283 Φίλιππος Α΄
- 1283-1308 Αικατερίνη Α΄, μαζί με τον σύζυγό της Κάρολο Βαλουά από το 1301
- 1308-1346 Αικατερίνη Β΄, μαζί με τον σύζυγό της, Φίλιππο του Τάραντα (Φίλιππος Β΄) το διάστημα 1313-1332
- 1346-1364 Ροβέρτος Β΄
- 1364-1373 Φίλιππος Γ΄
- 1373-1383 Ιάκωβος των Μπω
Ο Ιάκωβος κληροδότησε τους τίτλους του στον δούκα Λουδοβίκο Α΄ του Ανζού, αλλά ο Λουδοβίκος και οι απόγονοί του δεν τους χρησιμοποίησαν ποτέ.
Το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης δόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό που νόμιζε ότι ως ηγέτης της Σταυροφορίας θα γινόταν αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Όταν έφτασε η ώρα να ορίσουν αυτοκράτορα, οι Βενετοί είχαν αντιρρήσεις, διότι πίστευαν ότι θα ήταν αρκετά δύσκολο να τον ελέγξουν. Ο δόγης της Βενετίας δεν θέλησε να τον στηρίξει ως υποψήφιο αυτοκράτορα, ίσως επειδή τον έβρισκε πολύ δυναμικό. Επίσημη δικαιολογία των Ενετών ήταν πως είχε συγγενικούς δεσμούς με τους εκδιωχθέντες Βυζαντινούς (στενός συγγενής του είχε παντρευτεί μέλος της οικογένειας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκ ΙΙ Αγγέλου) και επομένως δεν ήταν σώφρον να αποτελεί εκείνος τη διάδοχη κατάσταση. Πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης ανακηρύχθηκε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Ο Βονιφάτιος συνέχισε την εκστρατεία για την κατάληψη και των επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και, αργότερα το 1204, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και ίδρυσε τη δική του ηγεμονία, σε ένα τμήμα της αυτοκρατορίας, δηλαδή τη σημερινή Ελλάδα. Δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος, αλλά υποτελές στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Επίσημα, ο Βονιφάτιος δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον τίτλο του βασιλιά. Ομως και τη Θεσσαλονίκη ουσιαστικά δεν του τη χάρισαν, αφού χρειάστηκε να πολεμήσει για να την κατακτήσει, κάτι που κατάφερε πάντως γρήγορα. Παρά λίγο μάλιστα να γίνει και εμφύλιος γιατί ήγειρε αξιώσεις στη Θεσσαλονίκη και ο αυτοκράτορας. Με τη μεσολάβηση των Βενετών και ανταλλάγματα σε λωρίδες γης, ο Βαλδουΐνος αποδέχτηκε τα σχεδόν αποκλειστικά δικαιώματα του Βονιφάτιου στη Θεσσαλονίκη.
Τον επόμενο χρόνο ο Βονιφάτιος έφτασε μέχρι την Πελοπόννησο ιδρύοντας υποτελείς ηγεμονίες στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Δουκάτο των Αθηνών, το Πριγκηπάτο της Αχαΐας και τις τριαρχίες της Εύβοιας. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά για το καινούριο κράτος. Τα εδάφη του είχαν κατακτηθεί σχετικά εύκολα και υπήρχε ειρήνη, τόσο με τους Βουλγάρους, όσο και με τον Μιχαήλ Δούκα που με έδρα την Άρτα επεξέτεινε την εξουσία του στην Ήπειρο και στην Αλβανία. Η ειρήνη δεν κράτησε πολύ. Το 1207 ο Βονιφάτιος σκοτώθηκε σε ενέδρα του τσάρου των Βουλγάρων, Καλογιάννη. Η επιθετικότητα του Δεσποτάτου της Ηπείρου αυξήθηκε και έγινε η κύρια απειλή για την επιβίωση του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Μέχρι το 1224 μόνο η πόλη της Θεσσαλονίκης είχε μείνει στο Βασίλειο. Εναντίον του βασιλείου της Θεσσαλονίκης πολέμησε και ο Λέων Σγουρός, μια ενδιαφέρουσα αλλά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που ηγείτο του Ναυπλίου, της Κορίνθου και του Άργους. Ό,τι όμως δεν κατάφερε ο Σγουρός το πέτυχε ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος. Αυτός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1224. Την κράτησε μέχρι το 1246, οπότε αυτή ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και μετά το 1261 στην σχετικά αναγεννημένη βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη Θεσσαλονίκη υπαγόταν και η Κρήτη, αλλά ο Βονιφάτιος την είχε ήδη πουλήσει από το 1205 στους Ενετούς (πιθανόν και να την εκχώρησε δωρεάν), με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους σε ζητήματα αυτονομίας προς τον Λατίνο αυτοκράτορα ή άλλα εδαφικά ζητήματα που αντιμετώπιζε. Στο βασίλειο του Βονιφάτιου ανήκαν και εδάφη που δεν μπόρεσαν να πάρουν οι Ελληνες. Ανάμεσά τους ήταν:
- η "Βαρωνία των Σαλώνων" (με έδρα την Άμφισσα),
- η "Μαρκιωνία της Βοδονίτσης" (κωμόπολη κοντά στις Θερμοπύλες)
- το "Δουκάτο της Ανατολικής Ελλάδος" ή "Δουκάτο των Αθηνών"
Το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης είχε ζωή μόνον είκοσι χρόνων. Στην μεγαλύτερη έκτασή του απλωνόταν από την Μοσυνόπολη, στη Θράκη, μέχρι τις Θερμοπύλες κατά μήκος των ακτών, αλλά ποτέ δεν απέκτησε ισχυρό έλεγχο στην ενδοχώρα, καθώς απειλούνταν συνεχώς από τα βόρεια και τα δυτικά, δηλαδή σε όλο σχεδόν το μήκος των χερσαίων συνόρων του
Βασιλείς του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης ήταν οι:
- 1204-1207 Βονιφάτιος ο Μομφερατικός
- 1207-1224 Δημήτριος του Μομφερά. Αντιβασιλείς του ανήλικου Δημητρίου ήταν οι 1207-1209 Ομπέρτο Β΄ του Μπιετράντε, 1209-1217 Εουστάβιος της Φλάνδρας, Βερθόλδος Β΄ του Κατζενελεμπόγκεν και 1221-1224 Γκουίντο Παλαβιτσίνι.
Ο οίκος του Μονφερρά συνέχισε να έχει διεκδικήσεις στη Θεσσαλονίκη και μέλη του έφεραν τον τίτλο του Βασιλιά της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1284. Τιτουλάριοι Βασιλείς του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης ήταν οι:
- 1224-1230 Δημήτριος του Μομφερά
- 1230-1239 Φρειδερίκος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
- 1239-1253 Βονιφάτιος Β΄ του Μομφερά
- 1253-1284 Γουλιέλμος Ζ΄ του Μομφερά
- 1266-1271 Ούγος Δ΄ της Βουργουνδίας
- 1273-1305 Ροβέρτος Β΄ της Βουργουνδίας
- 1305-1313 Ούγος Ε΄ της Βουργουνδίας
- 1313-1316 Λουδοβίκος της Βουργουνδίας
- 1316-1320 Εύδης Δ΄ της Βουργουνδίας
- 1320 Λουδοβίκος Α΄ των Βουρβόνων
Το Δουκάτο των Αθηνών ήταν κρατίδιο με έδρα την Αθήνα το οποίο δημιουργήθηκε το 1205 από τους Σταυροφόρους μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ΄ Σταυροφορία (1204) και διατηρήθηκε ως την κατάληψη των Αθηνών από τους Οθωμανούς, το 1456 μετά από 251 έτη. Το δουκάτο των Αθηνών αρχικά υπαγόταν στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης αλλά, όταν αυτό κατλύθηκε το 1224, "μεταφέρθηκε" στη δικαιοδοσία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Το Δουκάτο περιλάμβανε αρχικά την Αθήνα και τη Θήβα, πιθανόν και το Άργος.
Στα τέλη του 1204 ο Φράγκος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ο Μονφερατικός κατέλαβε την Αθήνα και οι Φράγκοι επιδόθηκαν στη λεηλασία της πόλης. Ο ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας στον Παρθενώνα συλήθηκε και καταστράφηκε η μητροπολιτική βιβλιοθήκη με τα πολύτιμα χειρόγραφα που είχε δημιουργήσει ο λόγιος μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης. Ο ίδιος, όπως και πολλοί από τους Αθηναίους, εγκατέλειψε την πόλη. Ο Βονιφάτιος έπρεπε να δίνει μάχες για να κυριεύσει, τις γύρω περιοχές, όπως η Εύβοια και η Πελοπόννησος. Για κάθε σπιθαμή γης που έπαιρνε στα χέρια του, ακόμα και αμαχητί, έπρεπε να ανταμείβει εκείνους που τον είχαν συνδράμει στρατιωτικά. Επειδή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τον είχε βοηθήσει ο επιφανής Φράγκος σταυροφόρος από την Βουργουνδία Όθων ντε Λα Ρος, ως ανταμοιβή του έδωσε την Αθήνα, τα Μέγαρα και τη Θήβα, καθώς και τον τίτλο του δούκα ή του λόρδου. Ο Όθων προσαγορεύτηκε «Κύριος των Αθηνών» (Dominus Athenarum, Sire d'Athenes). Τον διαδέχτηκε ο ανεψιός του Γκυ ντε λα Ρος. Ο Γκυ αναγνωρίστηκε το 1260 από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ΄ ως δούκας των Αθηνών. Ο οίκος των Ντε λα Ρος ηγεμόνευσε μέχρι το 1308, οπότε πέθανε άκληρος ο Γκυ Β΄. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Γκωτιέ της Βρυέννης (de Brienne), κόμης του Λέτσε της Απουλίας.
Μετά τη Μάχη της Κωπαΐδας το 1311, όπου οι Φράγκοι νικήθηκαν από Καταλανούς μισθοφόρους και όπου σκοτώθηκε ο δούκας της Αθήνας, το δουκάτο πέρασε στην κυριαρχία των Καταλανών που πρόσφεραν την ηγεμονία στο στέμμα των βασιλέων της Αραγωνίας. Η κυριαρχία των Καταλανών καταλύθηκε το 1388 με την κατάληψη της Ακρόπολης από τον Φλωρεντινό τραπεζίτη και τυχοδιώκτη Νέριο Ατσαϊόλι (Acciaiuoli), που από το 1385 είχε καταλάβει την πόλη της Αθήνας. Με εξαίρεση μια βραχύχρονη βενετική κατοχή (1395-1403) ο οίκος των Ατσαγιόλι ηγεμόνευσε μέχρι το 1458, όταν οι Τούρκοι, που από το 1456 είχαν καταλάβει την Αθήνα έγιναν κύριοι και της Ακρόπολης.
Σε όλη αυτή την περίοδο, η Αθήνα αποτελούσε το καύχημα των δυτικών κυριάρχων. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας και δούκας της Αθήνας Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας το 1380 είχε χαρακτηρίσει την Ακρόπολη ως «το πιο πολύτιμο στολίδι που υπάρχει στον κόσμο», ενώ οι Φλωρεντινοί δούκες με τη φιλορθόδοξη πολιτική και την ελληνότροπη συμπεριφορά τους προπαρασκεύαζαν τον εξελληνισμό του δουκάτου και θεωρούσαν μέγιστο αγαθό τη διαβίωσή τους στην πόλη αυτή.
Ο κατάλογος των Δουκών των Αθηνών έχει ως εξής:
(α) Φράγκοι Δούκες, Οίκος ντε Λα Ρος
- 1205-1225 : Όθων ντε Λα Ρος
- 1225-1263 : Γκυ Α΄ ντε Λα Ρος
- 1263-1280 : Ιωάννης ντε Λα Ρος
- 1280-1287 : Γουλιέλμος ντε Λα Ρος
- 1287- ;;;; : Ελένη ντε Λα Ρος Δούκαινα Κομνηνή
- 1287-1308 : Γκυ Β΄ ντε Λα Ρος
- 1308-1311 : Γκωτιέ Ε΄ ντε Μπριέν
(β) Καταλανοί Δούκες
- 1311-1312 : Ροζέ Ντελόρ (Ruggero Deslaur) (τον όρισαν οι Καταλανοί νικητές της Μάχης του Κηφισού)
- 1312-1317 : Μανφρέδος της Αραγωνίας (Manfredi d'Aragona) (παιδί του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου Γ΄ της Αραγωνίας, το οποίο ονομάστηκε σε ηλικία έξη ετών Δούκας των Αθηνών. Πέθανε σε ηλικία 11 ετών όταν έπεσε από το άλογό του, χωρίς να έχει επισκεφθεί την Αθήνα)
- 1317-1338 : Γουλιέλμος της Αραγωνίας (Guglielmo II d'Aragona)
- 1338-1348 : Ιωάννης της Αραγωνίας (Giovanni II d'Aragona)
- 1348-1355 : Φρειδερίκος Α΄ των Αθηνών (Federico I di Atene)
- 1355-1377 : Φρειδερίκος Γ΄ ο απλός
- 1377-1388 : Μαρία της Σικελίας (Maria di Sicilia)
- 1381-1388 : Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας
(γ) Φλωρεντιανοί Δούκες, Οικογένεια Ατσαγιόλι
- 1388-1394 : Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι (Nerio I Acciaioli)
- 1394-1395 : Αντώνιος Α΄ Ατσαγιόλι (Antonio I Acciaioli)
- Έλεγχος από την Βενετία (1395-1402)
- 1402-1435 : Αντώνιος Α΄ Ατσαγιόλι (Antonio I Acciaioli)
- 1435-1439 : Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι (Nerio II Acciaioli)
- 1439-1441 : Αντώνιος Β΄ Ατσαγιόλι (Antonio II Acciaioli)
- 1441-1451 : Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι
- 1451-1451 : Κιάρα Ζόρζι (Clara Zorzi)
- 1453-1454 : Βαρθολομαίος Κονταρίνι (Bartolomeo Contarini)
- 1451-1454 : Φραγκίσκος Α´ Ατσαγιόλι (Francesco I Acciaioli)
- 1455-1458 : Φραγκίσκος Β΄ Ατσαγιόλι (Francesco II Acciaioli)
Η Καταλανική Εταιρεία (ή Μεγάλη Καταλανική Κομπανία, Companyia Catalana d'Orient) ήταν ένα μισθοφορικό σώμα Καταλανών που έδρασε τον 14ο αιώνα στη Σικελία, στις μικρασιατικές και ευρωπαϊκές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στις φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας. Η Κομπανία δημιουργήθηκε από τον Ροζέ ντε Φλορ (Roger de Flor, Rutger von Blum) γιο Γερμανού στρατιώτη και Ιταλίδας από το Μπρίντεζι Ο Ροζέ ντε Φλορ αρχικά ήταν μέλος του τάγματος των Ναϊτών αλλά κατηγορήθηκε από αυτούς για υπεξαίρεση και, αφού διέφυγε, δημιούργησε μισθοφορικό σώμα από Καταλανούς και Αραγωνέζους (Αλμογάβαρους), προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκο Β'. Όμως , μετά την ειρήνη της Καλταμπελότα (31 Αυγούστου 1302), ο Ροζέ και οι μισθοφόροι του έμειναν χωρίς αντικείμενο, ενώ οι Ναΐτες συνέχιζαν να τον καταζητούν. Έτσι ήρθε σε συννενόηση με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο που υπέφερε από έλλειψη αποτελεσματικού στρατού για την αντιμετώπιση της ολοένα διογκούμενης απειλής των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα μετά την ήττα των Βυζαντινών στη Μάχη του Βαφαίου (το 1301). Έτσι, παρ' όλο που το θησαυροφυλάκιο της αυτοκρατορίας δεν διέθετε τους πόρους για την πληρωμή των μισθοφόρων Καταλανών, η απελπιστική θέση του Ανδρόνικου Β τον ανάγκασε να έρθει σε συμφωνία μαζί τους. Ο στρατός τους αποτελούντανν από Καταλανούς, Αραγωνέζους, νότιους Ιταλούς και Σικελούς. Τον Σεπτέμβριο του 1303 κατέπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη.
Ακολούθως οι Καταλανοί πέρασαν στη μικρασιατική όχθη, στρατοπεδεύοντας στην Κύζικο. Το 1304 σημείωσαν ορισμένες επιτυχίες εναντίον των Τούρκων και ο Ροζέ ντε Φλόρ άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία δικού του πριγκηπάτου στη Μικρά Ασία, στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όμως ταυτόχρονα οι Καταλανοί προέβησαν σε λεηλασίες και βιαιότητες σε βάρος των υπηκόων της αυτοκρατορίας, καθώς ο Ανδρόνικος αδυνατούσε να εκπληρώσει τους οικονομικούς όρους της συμφωνίας με την Εταιρεία. Κατά τον ίδιο χρόνο, αυξήθηκαν οι υποψίες των Γενοβέζων της συνοικίας του Πέραν, μέσω των οποίων επηρεάστηκε και η αυτοκρατορική αυλή, για πιθανή συμμετοχή των Καταλανών σε σχεδιαζόμενη εκστρατεία ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον Φρειδερίκο Γ' της Σικελίας.
Το 1305, οι Καταλανοί εισέβαλαν στην περιοχή της Καλλίπολης όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί, προκειμένου να αναγκάσουν τον Ανδρόνικο Β να καταβάλει τους μισθούς που τους όφειλε. Ο Ανδρόνικος απένειμε στον Ροζέ ντε Φλορ τον τίτλο του Καίσαρα ο οποίος μάλιστα παντρεύτηκε Ελληνίδα, τη Μαρία. Στις 30 Απριλίου 1305, ο Ροζέ ντε Φλορ δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο του Μιχαήλ Θ', από Αλανούς μισθοφόρους του Ανδρόνικου. Μετά από αυτό, οι Καταλανοί άρχισαν τη λεγόμενη «καταλανική εκδίκηση», με επιδρομές στη Θράκη (Μακεδονία και Θεσσαλία). Με τη Θράκη ερημωμένη, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Θεσσαλονίκη αλλά απέτυχαν. Την Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν ο Βυζαντινός δούκας και στρατηγός Χανδρηνός που απομάκρυνε τους Καταλανούς από τα εδάφη της Μακεδονίας.
Ο Δούκας των Αθηνών, Γκωτιέ Ε΄ ντε Μπριέν, απέστειλε τον Ροζέ Ντελόρ, Καταλανό ιππότη στην υπηρεσία του, ζητώντας να τους προσλάβει στην υπηρεσία του με σκοπό την καθυπόταξη της Θεσσαλίας. Πράγματι, οι Καταλανοί μπήκαν στην υπηρεσία του και κατέλαβαν ορισμένα φρούρια αλλά ανέκυψαν χρηματικές διαφορές που κατέληξαν σε σύγκρουση, στη Μάχη του Αλμυρού το 1311, κατά την οποία εξολοθρεύτηκε ο στρατός του Δούκα. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, οι Καταλανοί κατέλαβαν και το Δουκάτο Νέων Πατρών (Neopatria, δηλαδή τα θεσσαλικά εδάφη που άφησε πεθαίνοντας ο Δούκας της Θεσσαλίας, δίχως να αφήσει απογόνους). Η Εταιρεία ζήτησε τελικά να υπαχθεί στην επικυριαρχία του Βασιλείου της Αραγωνίας.
Η αρχή του τέλους για το καταλανικό δουκάτο ήρθε το 1379-1380, όταν η Εταιρεία των Ναβαρέζων μισθοφόρων κατέλαβε τη Θήβα και τη Λιβαδειά. Το δουκάτο καταλύθηκε οριστικά το 1388, όταν πέρασε στα χέρια του Ιταλού Νέριο Ατσαγιόλι. Η επικυριαρχία του Στέμματος της Αραγωνίας στα εδάφη αυτά κράτησε μέχρι το 1391.
Η ανάμνηση της έλευσης και της παραμονής των Καταλανών στην Ελλάδα άφησε τα ίχνη της. Ακόμα και σήμερα μπορεί να διακρίνει κανείς σε τραγούδια και τοπικές εκφράσεις την εντύπωση που έκανε στους κατακτημένους η αγριότητα των κατακτητών, σε συνδυασμός με τη βρωμιά και την ασέβειά τους. Το όνομα Καταλάνος κατέληξε να δηλώνει «τον πονηρόν και σκληρόν και τον προς τα κακουργήματα ρέποντα".
Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ήταν ένα κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κατά την Δ' Σταυροφορία (1205-1210) στα εδάφη της Πελοποννήσου (Μοριάς <αμόριος, αμορία <ανόρειος {ή ανόριος} = χωρίς βουνά {η βορειοδυτική Πελοπόννησος είναι πεδινή), τα οποία μοιράστηκαν σε φέουδα μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων. Ήταν ένα δυνατό κρατίδιο, αρχικά υπό την εξουσία του Γουλιέλμο Σαμπλίτη και στη συνέχεια από τους Βιλλεαρδουίνους. Η κατάσταση του πριγκιπάτου άλλαξε πολλές φορές, μέχρι το 1452, οπότε και επανήλθε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, για να περάσει μετά από λίγο στους Οθωμανούς Τούρκους Η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου ήταν η Ανδραβίδα. Κύριο λιμάνι του ήταν η Γλαρέντζα (ή Clarence, στη θέση Παλαιόκαστρο, δυτικά της σημερινής Κυλλήνης) και ένα σημαντικό κάστρο ήταν το Χλεμούτσι (ή Clermont) λίγο πιο νότια.
Όταν ο Φράγκος στυαροφόρος Βονιφάτιος ο Μομφερατικός κατέκτησε το 1204 τη Θεσσαλονίκη, κινήθηκε νότια προς τον Ισθμό της Κορίνθου κατακτώντας συνεχώς νέα εδάφη. Στην Πελοπόννησο την ίδια εποχή βρισκόταν ο Γοδεφρείδος Α' Βιλλεαρδουίνος που είχε βγει στην ακτή λόγω θαλασσοταραχής. Ενώ οι άλλοι ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας παρέκκλιναν της πορείας τους και τελικά κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο Γοδεφρείδος αποβιβάστηκε στην Παλαιστίνη. Κατά την επιστροφή του όμως το 1204, το πλοίο του λόγω καταιγίδας βρήκε καταφύγιο στη Μεθώνη. Εκεί βρήκε τους κατοίκους της περιοχής σε πλήρη αναρχία και τους άρχοντες του τόπου να ανταγωνίζονται για την κατάληψη της εξουσίας. Τότε έλαβε πρόσκληση από τον άρχοντα της Κορώνης, Ιωάννη Καντακουζηνό, με τον οποίο και ήλθε σε συμφωνία να συνεργαστούν για την κατάκτηση όλης της Πελοποννήσου. Έτσι ο Γοδεφρείδος κατέστη κύριος των παραλίων της Μεσσηνίας, της Ηλείας και των Πατρών.
Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός το 1205 άρχισε να πολιορκεί το Άργος, ο Βιλλεαρδουίνος έτρεξε προς βοήθεια του, και εκεί πρότεινε στον Γουλιέλμο Σαμπλίτη, συμπολεμιστή του Βονιφάτιου, να κατακτήσουν μαζί την Πελοπόννησο, πρόταση με την οποία συμφώνησε και ο Βονιφάτιος, δίνοντάς τους όσα εδάφη θα μπορούσαν να κατακτήσουν, εφόσον ήταν υποτελείς του. Ο Βιλλεαρδουίνος είχε ήδη κατακτήση την Πάτρα και την Ανδραβίδα. Μέσω Πάτρας προχώρησαν στην Ηλεία κι έπειτα στη Μεσσηνία, βρίσκοντας αντίσταση μόνο στην Αρκαδία. Φτάνοντας κοντά στη Μεθώνη, στον "Ελαιώνα του Κούντουρα" συνάντησαν τον βυζαντινό στρατό σε μια τελευταία προσπάθεια του διοικητή του Θέματος της Πελοποννήσου, Μιχαήλ Δούκα, να προβάλει αντίσταση. Στη μάχη που έγινε γνωστή ως Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα, οι Φράγκοι πέτυχαν συντριπτική νίκη κατά των Βυζαντινών, και από τότε ο Σαμπλίτης ονομάστηκε πρίγκιπας της Αχαΐας. Συνεχίζοντας οι δύο ιππότες κατέκτησαν όλη την Πελοπόννησο βρίσκοντας μικρή αντίσταση στην Καρύταινα και στο Νύκλι (πόλη-κάστρο στην Αρκαδία), και στα Σκόρτα, όπου ο Δοξαπατρής Βουτσαράς αντέταξε σθεναρή αντίσταση. Τα μοναδικά εδάφη που έμειναν εκτός της φράγκικης επικράτειας ήταν οι βενετικές πλέον Μεθώνη και Κορώνη και η Μονεμβασιά, η οποία κατακτήθηκε όμως αργότερα μετά από πολύχρονη πολιορκία. Το 1209 ο Σαμπλίτης έμαθε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Λουδοβίκος πέθανε άτεκνος και έπρεπε να επιστρέψει στη Γαλλία για να πάρει τα δικαιώματά του. Φεύγοντας άφησε στη θέση του ως βάιλο τον ανιψιό του Ούγο Σαμπλίτη, επειδή ο γιος του ήταν ανήλικος. Επιπλέον άφησε μία επιτροπή για να μοιράσει το πριγκιπάτο στους πιστούς του ιππότες (να τους δοθούν ως βαρωνίες) αλλά και στους ντόπιους που δέχτηκαν την υποτέλεια στους Φράγκους. Στη διαδρομή όμως προς τη Γαλλία πέθανε στην Απουλία της Ιταλίας. Λίγο αργότερα πέθανε και ο ανιψιός του Ούγος, οπότε το πριγκιπάτο πέρασε στα χέρια του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος πήρε τη θέση του Ούγου ως βάιλος μέχρι να εμφανιστεί ο κληρονόμος του Γουλιέλμου, Ροβέρτος Σαμπλίτης. Με μηχανορραφία του Γοδεφρείδου όμως, ο Ροβέρτος καθυστέρησε και οι άλλοι ευγενείς αναγνώρισαν αυτόν ως πρίγκιπα της Αχαΐας.
Κατά την εξουσία των Βιλλεαρδουίνων το πριγκιπάτο γνώρισε μεγάλη ακμή. Οι Βιλλεαρδουίνοι έστησαν νομισματοκοπείο στη Γλαρέντζα κι έκοβαν δικό τους νόμισμα. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος αναλαμβάνοντας πρίγκιπας συγκρούστηκε με την Καθολική Εκκλησία δημεύοντας την περιουσία της στην περιοχή και με αυτή έκτισε το κάστρο Χλεμούτσι. Ο Γοδεφρείδος απέκτησε από τους ντόπιους φεουδάρχες, τους επονομαζόμενους κεφαλάδες, αλλά και από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, την κυριότητα της Αχαΐας, της Ηλείας και της Μεσσηνίας, ένα μέρος της Αρκαδίας, και τον τίτλο του πρίγκηπα της Αχαΐας. Παρόλα αυτά, στους κεφαλάδες αναγνωρίστηκαν τα παλαιά τους προνόμια (η γη και οι δουλοπάροικοι) και αφού ανέβηκαν στην τάξη των ιπποτών, είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στις συνελεύσεις της Ανδραβίδας μαζί με τους Φράγκους άρχοντες.
Το 1255 ο τότε πρίγκηπας Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος προσπάθησε να καταλάβει την Εύβοια, αλλά ξεκίνησε εμφύλιο πόλεμο με τους υποτελείς του τριτημόριους βαρώνους του νησιού και του Δουκάτου των Αθηνών. Το 1259, μετά τη Μάχη της Πελαγονίας, οι Φράγκοι του Πριγκιπάτου νικήθηκαν από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο και αναγκάστηκαν να του παραχωρήσουν κάστρα στη Λακωνία για να ελευθερωθεί ο Βιλλεαρδουίνος. Από τότε το Πριγκιπάτο, δίνοντας πάτημα στους Βυζαντινούς στην Πελοπόννησο, άρχισε μόνιμο πόλεμο εναντίον τους που τελείωσε μόνο το 1430 με την πτώση του.
α. Η διοίκηση της Πελοποννήσου
Οι καινούριοι κατακτητές της Πελοποννήσου χρησιμοποίησαν ως κανόνα και βάση του δικαίου τους, τις αρχές που είχαν διατυπωθεί πριν από έναν αιώνα στα περίφημα Συνήθεια της Ιερουσαλήμ (Αssises of Jerusalem). Αφού συγκάλεσαν συγκέντρωση όλων των βαρώνων στην πρωτεύουσα Ανδραβίδα, συνέταξαν τον Καταστατικό Χάρτη της Αχαΐας (ή ριτζίστρο), με τον οποίο μοίραζαν την Πελοπόννησο σε 12 βαρωνείες, όπου οι βαρώνοι με τους υποτελείς τους (λήζιους) σχημάτιζαν τη Μεγάλην Κούρτην (ή Βουλή), που συμβούλευε τον ηγεμόνα αλλά και έκρινε φεουδαλικά ζητήματα μεταξύ των αρχόντων. Ο κάθε ένας από αυτούς τους βαρώνους άρχιζε να κτίζει οχυρά κάστρα στην τοποθεσία του για να μπορεί να ελέγχει τους χωρικούς του αλλά και να αμύνεται ενάντια στις επιβουλές. Εκτός από τους 12 ισότιμους βαρώνους υπήρχαν και 7 εκκλησιαστικοί βαρώνοι που οι θέσεις τους καθορίστηκαν σύμφωνα με την προϋπάρχουσα ελληνική εκκλησιαστική τάξη, ανάμεσα στους οποίους ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Πάτρας και έξαρχος της Αχαΐας ήταν ο προκαθήμενος. Ο αρχιεπίσκοπος πήρε 8 ιπποτικά τιμάρια, οι επίσκοποι από 4 ο καθένας και από 4 πήραν και τα 3 στρατιωτικά τάγματα που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή (το τάγμα των Τευτόνων ιπποτών, του Αγίου Ιωάννη και των Ναϊτών). Όταν έναν αιώνα αργότερα οι Ναΐτες διαλύθηκαν, οι γαίες τους κατέληξαν στους Ιωαννίτες ιππότες. Οι ιππότες και οι ακόλουθοι των ηγεμόνων πήραν από 1 τιμάριο και οι δουλοπάροικοι που ζούσαν εκεί παραχωρήθηκαν στους καινούριους αφέντες τους.
Μετά τη διανομή των φέουδων καθορίστηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες που αυτοί θα πρόσφεραν. Όλοι οι υποτελείς (βασσάλοι) όφειλαν να στρατεύονται για υπηρεσία στο στρατόπεδο και να μένουν εκεί 4 μήνες, υπηρεσία στη φρουρά άλλους 4 μήνες και τους τελευταίους 4 μήνες να παραμένουν στα σπίτια τους, πάντοτε έτοιμοι όμως για διαταγές από τον άρχοντά τους. Εκτός από τη Μεγάλη Κούρτη υπήρχε και μια δεύτερη, η Κούρτη των Αστών (Burgesses), με πρόεδρο οριζόμενο από τον ηγεμόνα, που είχε τον τίτλο του υποκόμητα. Αυτή η κούρτη ασχολιόταν με τη συζήτηση και επίλυση αστικών διαφορών, με δύο δικαστήρια στη Γλαρέντζα και την Ανδρούσα. Αλλά και κάθε βαρώνος είχε από μια κούρτη που μαζί με τους γέροντες της βαρωνείας του εκδίκαζαν τοπικές υποθέσεις.
Από τον κώδικα των «Ασσιζών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» προκύπτουν πληροφορίες για τη διαίρεση της κοινωνίας. Ανώτατος άρχων ήταν ο ηγεμόνας, μετά οι 12 βαρώνοι, μετά οι μεγάλοι και μικροί υποτελείς ή λίζιοι, οι ελεύθεροι υπήκοοι και οι δουλοπάροικοι. Οι βάϊλοι ήταν οι επίτροποι του Πρίγκιπα όταν αυτός απουσίαζε από το Πριγκιπάτο. Μετά το 1278, όταν ο Πρίγκιπας δεν έμενε στο πριγκιπάτο, ήταν μόνιμοι. Στην οργάνωση αυτή υπήρχε ενός είδος δημοκρατίας για τους ανώτερους της κοινωνίας, αφού ο ηγεμόνας δεν ήταν "ελέω Θεού" αφέντης αλλά η εξουσία του περιοριζόταν από αυτή των βαρώνων κα των λήζιων, οι οποίοι μπορούσαν να ελέγχουν την εξουσία αλλά και να ελέγχονται από αυτή. Οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να κληρονομούν τις γαίες του θανόντος συζύγου τους αλλά και να τους διαδέχονται στο θρόνο, πράγμα που ήταν αντίθετο από τον πατροπάραδοτο Σάλιο Νόμο (το αρχαίο δίκαιο των Σάλιων Φράγκων, μιας από τις έξι φυλές των Φράγκων, εγκατεστημένη στον κάτω Ρήνο).
Οι ελεύθεροι πολίτες είχαν το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης των υπαρχόντων τους ή των προϊόντων τους μέσα ή έξω από τη χώρα, αλλά κανένας τιμαριούχος δεν μπορούσε να διαθέσει το τιμάριό του σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς την άδεια του ηγεμόνα. Ελεύθεροι ήταν και οι Έλληνες άρχοντες της προϋπάρχουσας ηγετικής βυζαντινής τάξης που ήρθαν σε επαφή και επικοινωνία με τους Φράγκους και κατάφεραν να κρατήσουν τις κτήσεις τους και τα προνόμιά τους αφού δήλωσαν υποταγή στον καινούριο ηγεμόνα. Η κατώτερη τάξη της φεουδαλικής κοινωνίας ήταν αποκλειστικά συγκροτημένη από Έλληνες. Οι δουλοπάροικοι δεν μπορούσαν να παντρευτούν ή να δώσουν την κόρη τους σε γάμο χωρίς τη συγκατάθεση του αφέντη τους. Αν ένας δουλοπάροικος πέθαινε άκληρος όλα τα υπάρχοντά του μεταβιβάζονταν στον αφέντη του. Επιπλέον, τα υπάρχοντά του μπορούσε να τα κατάσχει ο αφέντης του όποτε ήθελε και το μόνο που μπορούσε να υπερασπιστεί ήταν το σώμα του εναντίον δολοφονικών επιθέσεων. Γιατί αν ένας αφέντης σκότωνε κατά λάθος το δουλοπάροικο κάποιου άλλου αφέντη, είχε μοναδική υποχρέωση να του δώσει έναν δικό του. Μπορούσε να δώσει τους δουλοπάροικους σε όποιον ήθελε, όποτε ήθελε. Αν μια γυναίκα υποτελής παντρευόταν έναν δουλοπάροικο αμέσως ξέπεφτε σε αυτή την κοινωνική τάξη και αυτή και τα παιδιά της. Ο δουλοπάροικος μπορούσε να γίνει ελεύθερος μόνο με πράξη του αφέντη του ή αν ήταν γυναίκα με το γάμο της με έναν ελεύθερο. Στη φεουδαλική Αχαΐα ο δουλοπάροικος είχε το προνόμιο να κόβει βελανίδια ή ξύλα από τα δάση ελεύθερα, μπορούσε να πουλήσει για λογαριασμό του τα ζώα του και ο αφέντης του δεν μπορούσε να τον φυλακίσει για κάποιο παράπτωμα παραπάνω από μια νύχτα. Στην πράξη οι ηγεμόνες δεν ενοχλούσαν τους δουλοπάροικους, αφού δούλευαν όπως έγραφε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ χωρίς πληρωμή και χωρίς δαπάνες.
β. Η παρακμή
Με το θάνατο του Γουλιέλμου Β', στην αρχηγία του πριγκιπάτου βρέθηκε ο Οίκος των Ανζού, οπότε και η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου παντρεύτηκε τον Φίλιππο Α' της Σαβοΐας, τον οποίο ο Κάρολος Β' της Νάπολης κατηγόρησε για ατιμία επειδή δεν τον βοήθησε στην εκστρατεία κατά του Δεσποτάτου της Ηπείρου, και εφόσον η Ισαβέλλα δεν είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της για να παντρευτεί τον Φίλιππο, ο Κάρολος τους απάλλαξε από το πριγκιπάτο τους και το παρέδωσε στον Φίλιππο Α' του Τάραντα στις 5 Μαΐου του 1306. Οι δυναστικές έριδες και οι διεκδικητές του θρόνου του Πριγκιπάτου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του, με χρήση μάλιστα και μισθοφορικών στρατών όπως οι Ναβαραίοι. Ο ένας από τους αρχηγούς αυτών των μισθοφόρων έφτασε να γίνει και ο ίδιος πρίγκιπας, και συγκεκριμένα ο Πέτρος του Μπορντώ. Τον 13ο αιώνα χάθηκε και πέρασε στους Βυζαντινούς η Βαρωνία των Καλαβρύτων, ενώ η Βαρωνία της Πάτρας τον 14ο αιώνα έγινε ανεξάρτητο κράτος, άμεσα υποτελές στον πάπα.
Η τελευταία ηγεμονική οικογένεια του Πριγκηπάτου ήταν οι Ζακαρία. Ο Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, ως τελευταίος πρίγκιπας, δεν μπόρεσε να προβάλει σοβαρή αντίσταση στους Βυζαντινούς, χάνοντας σταδιακά όλα τα εδάφη του Πριγκιπάτου. Το 1430 παρέδωσε το κάστρο και τη Βαρωνία της Χαλανδρίτσας, την τελευταία που του είχε μείνει, στον Θωμά Παλαιολόγο. Στη συμφωνία που έκανε κράτησε για τον εαυτό του τη Βαρωνία της Αρκαδίας και του έδωσε την κόρη του Αικατερίνη και τον γιο του Ιωάννη ως αιχμάλωτο. Ο Ιωάννης, τιτουλάριος Πρίγκιπας της Αχαΐας, επαναστάτησε κατά του Θωμά και άρχισε πόλεμο με τους Βυζαντινούς για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών, χωρίς επιτυχία. Με τον θάνατό του ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει το Πριγκιπάτο και ο τίτλος του Πρίγκιπα.
γ. Κατάλογος των Πριγκίπων της Αχαΐας
1205-1209 Γουλιέλμος Α΄ Σαμπλίτης
1209-1218 Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος
1218-1246 Γοδεφρείδος Β΄ Βιλλεαρδουίνος
1246-1278 Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος
1278-1285 Κάρολος των Ανζού, βασιλιάς της Σικελίας
1285-1289 Κάρολος Β΄ της Νάπολης
1289-1307 Ισαβέλλα Α΄ της Αχαΐας(Βιλλεαρδουίνου) (Isabella de Villehardouin, γνωστή ως Ιζαμπώ, ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Άγγελου Τερζάκη-1945), μεταξύ 1289 και 1297 με τον δεύτερο σύζυγό της Κόμη Φλωρέντιο του Αινώ, μεταξύ 1301 και 1307 με τον τρίτο σύζυγό της Κόμη Φίλιππο της Σαβοΐας
Πρίγκηπες από το Βασίλειο της Νάπολης
1307-1313 Φίλιππος Α΄ του Τάραντος
1307-1313 Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνου
1313-1318 Ματθίλδη του Αινώ και ο σύζυγός της Λουδοβίκος της Βουργουνδίας
1313-1315 Ισαβέλλα του Σαμπράν, κόρη της Μαργαρίτας Βιλλεαρδουίνου και ο σύζυγός της Φερδινάρδος της Μαγιόρκας
1318 Εύδης Δ΄ της Βουργουνδίας, (αδελφός του Λουδοβίκου της Βουργουνδίας)
1315-1316 Ιάκωβος Γ΄ της Μαγιόρκας και ο πατέρας του Φερδινάρδος της Μαγιόρκας
1318 Λουδοβίκος Α΄ των Βουρβόνων (αγόρασε τα δικαιώματα από τον Εύδη Δ' της Βουργουνδίας)
1316-1333 Ιάκωβος Γ΄ της Μαγιόρκας
1318-1333 Ιωάννης της Γκραβίνα ή του Δυρραχίου, (μέσω της συζύγου του Ματθίλδης του Αινώ)
1333-1346 Κατερίνα των Βαλουά, σύζυγος του Φιλίππου του Τάραντος, και μητέρα του Ροβέρτου του Τάραντος
1340-1349 Ιάκωβος Γ' της Μαγιόρκας
1346-1373 Φίλιππος Β΄ του Τάραντος
1349-1375 Ιάκωβος Β' της Αχαΐας
1373-1381 Ιωάννα Α΄ της Νάπολης
Το 1373, Ο Ιάκωβος της Μαγιόρκας έδωσε το Πριγκιπάτο στη γυναίκα του Ιωάννα Α' της Νάπολης, ενώνοντας τις δυο οικογένειες που είχαν απαίτηση στο θρόνο του Πριγκιπάτου
1381-1383 Ιάκωβος των Μπω, ανιψιός του Φιλίππου του Τάραντος. Εκμεταλλευόμενος της φυλάκισης της Ιωάννας Α΄ της Νάπολης, ανέλαβε το Πριγκιπάτο.
1383-1396 Κάρολος Γ΄ της Νάπολης των Ανζού-Δυρραχίου, Βασιλιάς της Νάπολης
1386-1396 Λαντισλάς Α΄ της Νάπολης των Ανζού-Δυρραχίου, Βασιλιάς της Νάπολης
1396-1402 Πέτρος του Σαν Σουπεράνο, Ιταλός τυχοδιώκτης
1402-1404 Μαρία Β΄ Ζαχαρία
1404-1430 Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας
Το 1430, Ο Θωμάς Παλαιολόγος κατέλυσε το Πριγκιπάτο για λογαριασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Δεσποτάτο του Μυστρά (ή Δεσποτάτο του Μορέως), ήταν μία ημιαυτόνομη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο που διέγραψε τη δική της πορεία από το 1262 ως το 1460 όταν καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β΄. Το 1249 ο Φράγκος ηγεμόνας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος, κατασκεύασε ένα κάστρο σε μία βουνοκορφή του Ταϋγέτου, τον Μυστρά (<Μυζηθράς <μυζήθρα <μυζώ [=στραγγίζω] + τυρός = στραγγιστό τυρί), με σκοπό την υποταγή των Μηλιγγών. Η φιλοδοξία του Γουλιέλμου δεν περιοριζόταν στην Πελοπόννησο αλλά είχε βλέψεις και πιο μακριά. Το 1259 συμμάχησε με τον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, και με τον Μανφρέδο της Σικελίας με σκοπό να περιορίσουν την Αυτοκρατορία της Νίκαιας που μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν η ισχυρότερη δύναμη στη βόρεια Ελλάδα και είχε επικίνδυνες βλέψεις στην Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο χρόνο στην Μάχη της Πελαγονίας ο συνασπισμός αυτός συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου αλλά οι σύμμαχοι ηττήθηκαν. Οι στρατιώτες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ανακάλυψαν τον Γουλιέλμο λίγο μετά την μάχη να κρύβεται σε μία θημωνιά και τον αιχμαλώτισαν.
Το 1262 όταν οι Νικαιάτες είχαν ήδη ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη ο Γουλιέλμος Β Βιλλεαρδουίνος έκανε συμφωνία με τον Μιχαήλ Η για την απελευθέρωσή του. Θα έμενε ελεύθερος αν του παρέδιδε τρία κάστρα στη νότια Πελοποννήσου, τα κάστρα του Μυστρά, της Μονεμβασιάς,και της Μεγάλης Μάνης. Αυτός ήταν και ο πυρήνας του Δεσποτάτου του Μυστρά. Στο Δεσποτάτο συμπεριλαμβανόταν και ο οικισμός Λυκοβουνό με το περίφημο μοναστήρι του Αι-Γιώργη που αναφέρεται σε Χρυσόβουλο του 1292 απο τον αυτοκρατορα Ανδρονικο Κομνηνό Παλαιολόγο.
α. Η περίοδος της ανάπτυξης
Τα κάστρα όντως παραδόθηκαν αλλά αμέσως μετά ξέσπασε νέος πόλεμος μεταξύ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1263 οι Βυζαντινοί προσέλαβαν 1.500 Τούρκους μισθοφόρους από την Μικρά Ασία και τους έστειλαν στην Πελοπόννησο για τον πόλεμο με τους Φράγκους. Τον ίδιο χρόνο οι Βυζαντινοί κατάφεραν να καταλάβουν τη γειτονική κωμόπολη Λακεδαιμονία (στη θέση της αρχαίας Σπάρτης) και τη Βαρωνία του Γερακίου μαζί με την περιοχή της Τσακωνιάς. Άρχισαν επιδρομές στην υπόλοιπη Πελοπόννησο αλλά το 1264 οι Τούρκοι μισθοφόροι αυτομόλησαν στους Φράγκους και στην Μάχη του Μακρυπλαγίου οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν. Καθώς ο καιρός περνούσε, ολόκληρη η Πελοπόννησος μετατρεπόταν σε ένα μεγάλο πεδίο μαχών. Το 1275 οι Βυζαντινοί νίκησανν τους Φράγκους στην Μάχη της Μεγάλης Αράχωβας. Παρά τη Φραγκική αντίδραση, οι Βυζαντινοί μέχρι το 1320, περίπου, κατόρθωσαν να καταλάβουν τα κάστρα της Άκοβας, της Καρύταινας, του Πολύφεγγου και του Αγίου Γεωργίου στα Σκόρτα και το 1330 περίπου κατέλαβαν τα Καλάβρυτα.
Παράλληλα, υπήρξε φροντίδα για την εσωτερική οργάνωση της περιοχής. Από το 1262 το κάστρο του Μυστρά έγινε έδρα ενός διοικητή με ετήσια θητεία (κεφαλή), ενώ από το 1308 η θητεία των διοικητών επεκτάθηκε και πολλοί από αυτούς ήταν μόνιμοι (επίτροποι). Το 1289 η έδρα του διοικητή της επαρχίας που μέχρι τότε ήταν στην Μονεμβασιά μεταφέρθηκε στον Μυστρά. Εν τω μεταξύ γύρω από τον Μυστρά συγκεντρώνονταν πολλοί κάτοικοι από τη γύρω περιοχή για περισσότερη ασφάλεια και σύντομα χτίστηκαν και νέα τείχη για να συμπεριλάβουν τα καινούρια σπίτια του Μυστρά. Ειδικά οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαιμονίας είχαν μετακινηθεί για περισσότερη ασφάλεια στον Μυστρά και η Λακεδαιμονία μέχρι το 1265 είχε ερημώσει.
β. Η Πελοπόννησος την εποχή της Φραγκοκρατίας
Το 1349 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός έστειλε το δευτερότοκο γιο του, Μανουήλ στην Πελοπόννησο. Αυτός ήταν ο πρώτος δεσπότης του Μυστρά (1348-1380). Στην εποχή του παρουσιάστηκε για πρώτη φορά άνθηση στις τέχνες, καθώς το έργο του Μανουήλ στον Μυστρά έφερε έναν αέρα ανανέωσης στην περιοχή. Όταν πέθανε το 1380 τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Ματθαίος και έπειτα ο Δημήτριος (1383-1384). Στη συνέχεια όλοι οι δεσπότες ανήκαν στην οικογένεια των Παλαιολόγων, με πρώτο τον Θεόδωρο Α΄ (1384-1407), αδελφό του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και μετά από αυτόν τον Θεόδωρο Β΄ (1407-1443), δευτερότοκο γιο του Μανουήλ Β΄. Μέχρι το 1395, οι δυνάμεις του Θεόδωρου Α κατέλαβαν μέρος της Μεσσηνίας, την Αργολίδα και την Κορινθία. Το 1388 το Άργος έπεσε στα χέρια του Θεόδωρου Α, αλλά αμέσως μετά το κατέλαβαν οι Βενετοί. Παράλληλα, οι Τούρκοι πλησίασαν την Πελοπόννησο και άρχισαν και προς τα εκεί επιδρομές από το 1387. Η ένταση ανάμεσα στη Βενετία και το δεσποτάτο εκτονώθηκε λόγω της κοινής απειλής των Οθωμανών και το 1394 έφτασαν σε συμφωνία για στρατιωτική συνεργασία κατά των Οθωμανών. Το 1395 περίπου δέκα χιλιάδες Αλβανοί, μαζί με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους έφτασαν στην Κορινθία και πήραν άδεια από τον δεσπότη να εγκατασταθούν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου όπου ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί. Το 1397 πραγματοποιήθηκε μία φοβερή επιδρομή των Τούρκων στην Πελοπόννησο υπό τον Εβρενός Μπέη. Το Άργος καταστράφηκε ολοκληρωτικά και ερημώθηκε, ενώ οι 30.000 κάτοικοί του που κατάφεραν να επιζήσουν σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Λίγες μέρες αργότερα ο στρατός του Θεόδωρου Α΄ ηττήθηκε κοντά στο Λεοντάρι. Το 1400 η Κόρινθος πωλήθηκε από τον Θεόδωρο Α στους Ιωαννίτες Ιππότες, οι οποίοι παρέμειναν εκεί μέχρι το 1404, οπότε και ο κίνδυνος από τις επιδρομές των Οθωμανών είχε προσωρινά απομακρυνθεί. Επίσης το 1400 ο Γεώργιος Γεμιστός (ή Πλήθων), ένας υπέρμαχος του πλατωνισμού και οραματιστής του νέου ελληνισμού, ίδρυσε στον Μυστρά φιλοσοφική σχολή. Ο Πλήθων στα επόμενα χρόνια βλέποντας την κρίση στην οποία περιερχόταν το δεσποτάτο πρότεινε ριζοσπαστικά μέτρα, όπως τη δημιουργία μόνιμου στρατού από Έλληνες και όχι από μισθοφόρους, το χωρισμό των κατοίκων σε στρατιώτες (και μη φορολογούμενους) και σε φορολογούμενους χωρίς την υποχρέωση στράτευσης, τη διαμόρφωση ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, να γίνει κοινή περιουσία όλη η καλλιεργήσιμη γη και όποιος ήθελε να καλλιεργεί χέρσα γη να το κάνει ελεύθερα, με το 1/3 της παραγωγής να πηγαίνει σε κοινό ταμείο. Οι προτάσεις του όμως αυτές αγνοήθηκαν.
Αυτήν την εποχή το δεσποτάτο εξουσίαζε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο. Τον Θεόδωρο Β΄ διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος (1443-1449) και αυτόν οι αδελφοί του Θωμάς και Δημήτριος μέχρι το 1460. Το 1415 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ κατάφερε να ανακατασκευάσει το Εξαμίλιον τείχος κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου μέσα σε σαράντα ημέρες για καλύτερη προστασία της Πελοποννήσου από τις τουρκικές επιδρομές. Για να το καταφέρει αυτό αναγκάστηκε να επιβάλει ειδικούς φόρους στους Πελοποννησίους, πράγμα που οδήγησε πολλούς άρχοντες σε επανάσταση η οποία συνετρίβη από τον Μανουήλ Β σε μάχη κοντά στην Καλαμάτα. Η κατασκευή του Εξαμιλίου όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τον Τουραχάν (ή Τουρχάν) Μπέη να εισβάλει στην Πελοπόννησο πάλι το 1423.
Το 1417-18 οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Το 1427 ο Βυζαντινός στόλος κατάφερε να νικήσει σε ναυμαχία στα νησάκια Εχινάδες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, τον Παλατινό Κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο και λίγο αργότερα οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τη Γλαρέντζα στην Ηλεία. Το 1429 0 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κατέλαβε και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος που ήταν στα χέρια των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος ήταν στα χέρια των Ελλήνων με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα. Ο Κωνσταντίνος έφυγε από την Πελοπόννησο το 1437 αλλά ξαναγύρισε το 1443 ως δεσπότης του Μυστρά στη θέση του αδερφού του Θεόδωρου Β΄, και έχτισε πάλι το Εξαμίλλιον που είχε καταστραφεί πάλι το 1423.
Το 1444 ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς εισέβαλαν στη Στερεά Ελλάδα, και κυρίευσαν την Αθήνα και τη Βοιωτία αναγκάζοντας το δούκα της Αθήνας, Νέριο Β΄ Ατσαϊόλι, να τους καταβάλλει ετήσιο φόρο. Ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του στη σύνοδο Φλωρεντίας-Φεράρα, προχώρησε πιο βόρεια γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους σταυροφόρους στη Βάρνα, πέρασε τα Άγραφα, ενώθηκε με τους Βλάχους της Πίνδου και εισέβαλε στη Θεσσαλία. Στη συνέχεια στράφηκε στη Φωκίδα και κατέλαβε το Γαλαξείδι, το Λιδωρίκι και τη Βυτρινίτσα.
Το 1444 οι σταυροφόροι ηττήθηκαν ολοκληρωτικά στην Μάχη της Βάρνας, και αργότερα βενετικά πλοία μετέφεραν επί πληρωμή 60.000 Τούρκους στρατιώτες από την Μικρά Ασία στην Ευρώπη χωρίς καν να προσπαθήσει ο Βυζαντινός στόλος από την Κωνσταντινούπολη να τους εμποδίσει. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε το 1446 να υποχωρήσει στο Εξαμίλιον τείχος αλλά δεν κατάφερε μαζί με το Θωμά να τους εμποδίσει και οι Τούρκοι εισέβαλαν εκ νέου και λεηλάτησαν την Πελοπόννησο. Ο σουλτάνος έφτασε ως την Πάτρα, ενώ ο Τουρχάν κατευθύνθηκε στο Μυστρά. Το δεσποτάτο αναγκάστηκε να γίνει φόρου υποτελές στους Τούρκους και όλες οι προσωρινές κατακτήσεις του Κωνσταντίνου εγκαταλείφθηκαν. Αυτές ήταν οι τελευταίες βυζαντινές νίκες.
γ. Το τέλος του Δεσποτάτου
Το 1449 ο Κωνσταντίνος ΙΑ στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου στο Μυστρά στη θέση του αποθανόντος αδελφού του, Ιωάννη Η, και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Στη θέση του έμεινε ο αδελφός του ο Δημήτριος,ο οποίος δεν κατάφερε ποτέ να ομονοήσει με τον άλλο τους αδελφό, Θωμά, που είχε υπό την εξουσία του τη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Ο Θωμάς ήταν δυτικόφιλος, ενώ ο Δημήτριος τουρκόφιλος. Οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν αμείωτες τα επόμενα χρόνια καθώς ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήθελε να εμποδίσει αυτούς τους δύο να στείλουν βοήθεια στην αποκλεισμένη Κωνσταντινούπολη.
Όμως ήταν και οι δύο απασχολημένοι με τις μεταξύ τους έριδες και δεν επρόκειτο να ομονοήσουν. Με αφορμή μία μεγάλη τουρκική επιδρομή ξέσπασε εξέγερση Ελλήνων και Αλβανών υπό τον Μανουήλ Κατακουζηνό, η οποία έληξε άδοξα με την επέμβαση του Τουρχάν Μπέη. Ο Τουρχάν Μπέης μάλιστα πριν φύγει από την Πελοπόννησο συμβούλευσε τα δύο αδέλφια να ειρηνεύσουν. Μετά την Άλωση και ενώ τα δύο αδέλφια συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πάτρα το 1458 και το 1460 ο Δημήτριος παρέδωσε αμαχητί τον Μυστρά στον Μωάμεθ θέτοντας τέλος στο δεσποτάτο. Ο Θωμάς έφυγε στην Ιταλία με την κάρα του Αγίου Ανδρέα, ενώ ο Δημήτριος ακολούθησε τον Μωάμεθ υπό περιορισμό για το υπόλοιπο της ζωής του. Η τελευταία αντίσταση έμελλε να δοθεί από άσημους τοπάρχες, όπως ο Κωνσταντίνος Γραίτζας Παλαιολόγος που άντεξε στο Σαλμένικο, κοντά στην Πάτρα ως το 1461, ο Κροκόδειλος Κλαδάς που συνέχισε να πολεμά τους Τούρκους στην Μάνη και στην Ήπειρο ως το θάνατό του το 1491, και ο Θεόδωρος Μπούας.
Το δεσποτάτο του Μυστρά ήταν ένα έδαφος για την τελευταία αναλαμπή του μεσαιωνικού ελληνισμού και την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννησή του. Σήμερα πολλές εκκλησίες και μοναστήρια σώζονται από εκείνη την περίοδο στον Μυστρά, όπως και το παλάτι των δεσποτών του οποίου η αναστήλωση έχει αρχίσει εδώ και αρκετό καιρό.
δ. Κατάλογος των ηγεμόνων του Δεσποτάτου
Επίτροποι:
- 1308-1316 Μιχαήλ Καντακουζηνός
- 1316-1322 Ανδρόνικος Παλαιολόγος Ασάν
Δεσπότες:
- 1348-1380 Μανουήλ Καντακουζηνός
- 1380-1383 Ματθαίος Καντακουζηνός
- 1383-1384 Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός
- 1383-1407 Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος
- 1407-1443 Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος
- 1443-1449 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
- 1449-1460 Δημήτριος Β΄ Παλαιολόγος
- 1428-1460 Θωμάς Παλαιολόγος
Το Μοναστικό Κράτος των Ιπποτών της Ρόδου υπήρξε εδαφική περιοχή που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ιωαννιτών Ιπποτών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί της Ρόδου, όπου και παρέμειναν για διάστημα 217 ετών (1305-1522). Προέρχονταν από την Παλαιστίνη και την Κύπρο, και εξαρτιόνταν από τον Πάπα. Ο πρώτος Μέγας Μάγιστρος ήταν ο Γάλλος Φουλκ ντε Βιλαρέ (1305-1319). Ο Βιλαρέ ερχόταν συχνά σε αντιπαράθεση με τον Βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Β΄, καθώς ο τελευταίος δεν προχωρούσε στην παραχώρηση ειδικών προνομίων στους Ιππότες. Έτσι ελήφθη η απόφαση μεταφοράς της έδρας του Τάγματος στην, ευρισκόμενη σε κοντινή απόσταση, νήσο της Ρόδου, η οποία τελούσε υπό την τυπική κυριαρχία του Βυζαντινός Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Ο Βιλαρέ πήγε, διαδοχικά, στην Αβινιόν και το Παρίσι, για να ζητήσει βοήθεια, αλλά και άδεια εισβολής από τον Πάπα Κλήμη Ε΄ και τον βασιλιά Φίλιππο Δ΄ της Γαλλίας. Ο Πάπας ενέκρινε το σχέδιο και, χωρίς να αποκαλύψει τον σκοπό της εκστρατείας, έκανε έκκληση για αποστολή νέων Σταυροφόρων. Τον Σεπτέμβριο του 1308, ένας στόλος, αποτελούμενος από γενοβέζικα και ναπολιτάνικα πλοία, απέπλευσε από το Μπρίντιζι. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας είχε, προηγουμένως, απορρίψει το αίτημα βασαλοποίησης που του είχε υποβάλει ο Βιλαρέ και έστειλε στρατεύματα για την ενίσχυση της άμυνας του νησιού. Οι Ιππότες πραγματοποίησαν επίθεση και, στις 15 Αυγούστου 1309, κυρίευσαν την Ρόδο καθώς και τα γειτονικά νησιά, αποτελώντας με αυτό τον τρόπο το μοναδικό ευρωπαϊκό τείχος άμυνας απέναντι στους Μουσουλμάνους.
Ο διάδοχος του Βιλαρέ, Ελιόν ντε Βιλνέβ (1319-1346), κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου διακυβέρνησής του, προχώρησε στην κατασκευή ισχυρών τειχών και νέων κτιρίων. Πολλοί ήταν οι Χριστιανοί που εντάχθηκαν στο Τάγμα και η Ρόδος έγινε έτσι ένα Εκκλησιαστικό Κράτος, με σημαντική φήμη και εμπορική αξία. Δημιουργήθηκε ένα νομισματοκοπείο όπου, από το 1319 ως το 1461, κόβονταν νομίσματα φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσός και ασήμι στην διάρκεια των περιόδων διακυβέρνησης των Βιλαρέ, Πιέρ ντε Κορνεϊγιάν, Ροζέ ντε Πεν, Ραϊμόν Μπερενγκέρ, Αντόνιο Φλουβιάν ντε Ριβιέρ, Ζαν ντε Λαστίκ και Ζακ ντε Μιγί.
Στις 25 Μαΐου 1480, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Μεγάλου Μάγιστρου Πιέρ ντ'Ωμπυσόν (1476-1503), οι Ροδίτες χρειάστηκε να αντέξουν μια πρώτη σκληρή και μακρά σε διάρκεια πολιορκία από έναν στόλο και ένα στράτευμα που είχε σταλεί από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Μετά από διάστημα τριών μηνών, ωστόσο, οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση. Στους Ιππότες οφείλεται, μεταξύ άλλων, η κατασκευή κάστρων και εντυπωσιακών κτιρίων εντός του φρουρίου της Ρόδου το οποίο ήταν περιτειχισμένο και διέθετε πύλες (όπως αυτή του Αρσενάλε), καθώς και ισχυρούς προμαχώνες. Η συνοικία του «collachium» συγκέντρωνε τα κτίρια που χρησιμοποιούνταν από το Τάγμα: Το παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου, το οποίο ήταν χτισμένο κατά τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της Αβινιόν (έδρα δική του και του κυβερνώντος σώματός του), ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ιωάννη (όπου βρίσκονταν θαμμένοι οι Μεγάλοι Μάγιστροι), οι Ξενώνες (ή κοιτώνες) των συνολικά επτά «Γλωσσών» (στρατευμάτων), το Νοσοκομείο και η μεσαιωνική οδός των Ιπποτών. Ο Μέγας Μάγιστρος εκλεγόταν μεταξύ των μελών του Τάγματος και η θητεία του ήταν ισόβια.
Το 1522, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) επιχείρησε να θέσει υπό τον έλεγχό του την Ρόδο, η οποία ήταν ισχυρά οχυρωμένη, με ένα εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από 100.000 στρατιώτες και στόλο 300 πλοίων. Οι Οθωμανοί πέτυχαν να εισχωρήσουν στο φρούριο μέσω του προμαχώνα τον οποίο υπερασπιζόταν η «γλώσσα» της Καστίλης, έπειτα από προδοσία του ιππότη ντ'Αμαράλ, ο οποίος είχε απογοητευτεί από την εκλογή, στην θέση του, στο αξίωμα του Μέγα Μάγιστρου, του Φιλίπ ντε Βιλιέ ντε Λ'Ιλ-Αντάμ, ο οποίος, τελικά, ήταν και ο τελευταίος Μέγας Μάγιστρος της Ρόδου και ο πρώτος της Μάλτας. Η σκληρή αυτή πολιορκία έλαβε χώρα από τις 28 Ιουλίου έως τις 22 Δεκεμβρίου 1522. Οι επτά χιλιάδες, τότε, κάτοικοι του νησιού πολέμησαν με σθένος στο πλευρό των πεντακοσίων συνολικά ιπποτών. Το φρούριο, ωστόσο, τελικά καταλήφθηκε, όμως επιτράπηκε στον Βιλιέ και τους τριακόσιους επιζήσαντες ιππότες να φορτώσουν σε πλοία την κινητή περιουσία του Τάγματος, και να αναχωρήσουν την 1η Ιανουαρίου του 1523 με προορισμό την Μάλτα από την οποία θα αποχωρούσαν μόνο σε περίπτωση ανακατάληψης της Ρόδου, πράγμα που τελικά, δεν συνέβη.
Όταν καταλύθηκε το βυζαντινό κράτος, τοπικοί μεγαλογαιοκτήμονες και βυζαντινοί αξιωματούχοι, μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας διατήρησαν την εξουσία σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, συνεργαζόμενοι με τους Φράγκους κατακτητές. Μεγάλες ελληνικές οικογένειες που ασκούσαν τοπική εξουσία ήταν:
(α) Η οικογένεια των Πετραλείφα στα Άγραφα. Ήταν οικογένεια Νορμανδών από τη γαλλική Προβηγκία που ήρθαν στην Ελλάδα με τον Ροβέρτο Γυσκάρδο, κατά την επιδρομή που έκανε στο Δυρράχιο το 1081. Ο Πέτρος d'Alps αυτομόλησε στου βυζαντινούς και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αλέξιο Α' Κομνηνό. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, η οικογένεια εξελληνίστηκε πλήρως, άλλαξε το θρήσκευμά της σε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και πήραν μεγάλες εκτάσεις γης στο Διδυμότειχο. Όταν ένα μέλος της οικογένειας ο Ιωάννης Πετραλείφας, πατέρας της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας, διορίστηκε διοικητής Μακεδονίας και Θεσσαλίας, και πήρε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα, τους αποδόθηκαν από τον βασιλιά και άλλες γαίες στην περιοχή της Ηπείρου.
(β) Ο αφέντης Άργους-Ναυπλίας-Κορίνθου, Λέων Σγουρός.
(γ) Η οικογένεια Δοξαπατρή στο Αράκλοβο.
(δ) Η οικογένεια των Καντακουζηνών στη Μεθώνη.
(ε) Ο Αφέντης της Λακωνίας Λέων Χαμάρετος (που στη λογοτεχνία τον απαθανάτισε ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στο μυθιστόρημά του "Ο αυθέντης του Μορέως", 1850)
(ζ) Οι οικογένειες των Μαμωνάδων, των Σοφιανών, και των Δαιμονογιάννηδων.
(η) Η οικογένεια των Βρανάδων στη Μεσσηνία.
(θ) Ο Λέων Γαβαλάς στη Ρόδο και στην Κάρπαθο.
Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη αντιμετώπισε δύο μεγάλες συμφορέ. Το πρώτο μεγάλο πλήγμα δόθηκε από την επιδημία πανώλης που με ταχύτατη εξάπλωση προκάλεσε το θάνατο μεγάλου μέρους του πληθυσμού και επονομάστηκε "Μαύρος θάνατος". Επιπρόσθετα, οι κινήσεις φυγής από τις μολυσμένες περιοχές και η εξόντωση του πληθυσμού, προκάλεσαν ερημοποίηση των αγροτικών περιοχών και άφησαν πολλές εκτάσεις ακαλλιέργητες με αποτέλεσμα την εμφάνιση έλλειψης τροφίμων. Ο λιμός που προκλήθηκε δημιούργησε επιπλέον θύματα ο ίδιος, αλλά και ενίσχυσε την εξάπλωση της πανώλης στον αδύναμο και πεινασμένο πληθυσμό. Από τη συμφορά της πανώλης ελάχιστες περιοχές έμειναν αλώβητες. Σε κάποιες ο θάνατος έπληξε το ένα τρίτο ή ένα τέταρτο του πληθυσμού. Έπληξαν επίσης τις αγροτικές περιοχές οι πολεμικές συγκρούσεις πολυάριθμων επαγγελματικών στρατών με κυριότερη τον Εκατονταετή Πόλεμο (1339-1453) ανάμεσα στην Γαλλία και την Αγγλία, κατά τον οποίο αναμετρήθηκαν οι δυναστείες των Πλανταγενετών και των Βαλουά με τίμημα την βορειοδυτική Γαλλία. Οι απλήρωτοι στρατιώτες μετατρέπονταν σε συμμορίες που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Οι συμφορές αυτές προκάλεσαν μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο στις πόλεις όπου υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Ειδικά στις πόλεις που ήταν σταυροδρόμια εμπορικών οδών, οι νέοι κάτοικοι είχαν μεγαλύτερες επαγγελματικές δυνατότητες. Η ανασφάλεια που προκάλεσαν οι συμφορές, προκάλεσαν άνοδο τόσο του θρησκευτικού αισθήματος όσο και του μυστικισμού. Η πίστη στη μαγεία, στα θαύματα και τη σημασία των ιερών λειψάνων αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο μετά το 12ο αιώνα. Το άγχος που προκαλούσε η διαφορετικότητα, οδήγησε στη συστηματική καταδίκη των Εβραίων, των λεπρών και άλλων περιθωριακών ομάδων.
Η Καθολική Εκκλησία διατήρησε την σύνδεση με τη λατινική γλώσσα, την τέχνη της γραφής και είχε μια κεντρική διοίκηση που παρακολουθούσε ένα δίκτυο επίσκοπων. Κάποιες περιοχές που κατοικούνταν από Καθολικούς κατακτήθηκαν από Άρειες φυλές και αυτό δημιούργησε προστριβές έντονες μεταξύ Άρειων αρχηγών και Καθολικού κλήρου. Ο Κλόβις ο πρώτoς βασιλιάς των Φράγκων (481-511) αποτελεί ένα ευρέως γνωστό παράδειγμα βαρβάρου βασιλιά που επέλεξε τον καθολικισμό αντί του αρειανισμού. Η επιλογή αυτή ήταν ένα καθοριστικό σημείο για τις Φράγκικες φυλές της Γαλατίας. Το κύρος που απολάμβανε η Εκκλησία στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα, εμφάνισε καθοδική πορεία από την αρχή του 14ου αιώνα. Η «αιχμαλωσία» του Πάπα στην Αβινιόν (1309-1376), η χειραγώγησή του από τον Γάλλο βασιλιά και το Μεγάλο Σχίσμα της Καθολικής Εκκλησίας (1378-1420) που έλαβε πολιτικές διαστάσεις, αποδυνάμωσαν το θεσμό έναντι των μοναρχικών κρατών. Έτσι, οι εθνικές μοναρχίες σταδιακά χαλάρωσαν τους δεσμούς τους με τον Πάπα και ανάλαβαν οι ίδιες τον έλεγχο του κλήρου, και την επιβολή φορολογίας σε αυτόν. Γενικότερα, η κακή στάση του κλήρου έναντι του ποιμνίου του, το απομάκρυνε από το λειτουργικό τυπικό και διευκόλυνε την άσκηση κριτικής κατά του Πάπα και της εκκλησίας και την εμφάνιση νέων δογμάτων και αιρέσεων.
Κάποιες πόλεις άκμασαν ιδιαίτερα, όπως η Φλάνδρα κέντρο της βιοτεχνίας και του μεγάλου διεθνούς εμπορίου. Η Γένοβα και περισσότερο η Βενετία διέπρεψαν στο θαλάσσιο εμπόριο, και άλλες ιταλικές πόλεις ανάπτυξαν βιομηχανία. Μια από τις αιτίες που έφεραν ευημερία στη Φλωρεντία ήταν οι τραπεζικές δραστηριότητες. Η εμπορική δραστηριότητα έφερε κοντά ομάδες ανθρώπων με κοινά συμφέροντα αλλά και πόλεις ολόκληρες. Έτσι δίπλα στους συνεταιρισμούς εμπόρων, αναπτύχθηκαν συνασπισμοί πόλεων όπως η Χανσεατική Ένωση στη Βαλτική. Πάντως υπήρχαν στην Ευρώπη πολλοί λαοί που δεν είχαν κανένα δεσμό ούτε με τη Ρωμαϊκή κληρονομιά ούτε με τον χριστιανισμό. Πολεμικές φυλές όπως οι Άβαροι ή οι Βίκινγκ μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στις κοινωνίες της Ευρώπης που τώρα αναπτύσσονταν.
Η πολιτική κατάσταση στις τρεις ισχυρότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία) εξετάζεται στις επόμενες παραγράφους.
ε. Λουδοβίκος ΣΤ' ο Παχύς (1108-1137)
Ο Λουδοβίκος ΣΤ΄ (Louis VI de France, 1 Δεκεμβρίου 1081 - 1 Αυγούστου 1137, <Clovis <Κλεόβιος), ο επονομαζόμενος Παχύς, ήταν βασιλιάς των Φράγκων από το 1108 έως το θάνατό του (1137). Γιος και διάδοχος του βασιλιά Φιλίππου Α΄, από την πρώτη σύζυγό του Μπέρθα της Ολλανδίας. Όλη την περίοδο της βασιλείας του ασχολήθηκε με την καταπολέμηση των ληστών βαρώνων, που λυμαίνονταν την περιοχή του Παρισιού, και των Νορμανδών ηγεμόνων της Αγγλίας που ήθελαν να κατέχουν τμήματα της Ηπειρωτικής Γαλλίας. Υποστήριξε τον Άγγλο πρίγκηπα Γουλιέλμο Κλίτο, γιο του δούκα της Νορμανδίας Ροβέρτου, αργότερα κόμη της Φλάνδρας στους αγώνες που έκανε εναντίον του θείου του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Α΄. Κατάφερε να δαμάσει τη δύναμη των βαρώνων και έγινε ο πρώτος ισχυρός βασιλιάς της Γαλλίας από την εποχή του Καρλομάγνου. Όταν εξεγέρθηκαν στην πόλη της Αμιένης επίσκοπος και λαός (1115) εναντίον του Ενγκεράνδου Α΄ του Κουσί, ενός τυχοδιώκτη κόμη που αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον καταστατικό χάρτη των λαϊκών προνομίων, ο κόμης οχυρώθηκε στο φρούριο Καστιγιόν, που ήταν στην κυριολεξία απόρθητο, οπότε έφτασε και ο Λουδοβίκος και άρχισε να το πολιορκεί. Το φρούριο έπεσε μετά από δύο χρόνια.
Την περίοδο της βασιλείας του έδρασε και ο περίπου συνομήλικος του μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος Αβελάρδος. Ο Λουδοβίκος πέθανε σε ηλικία 55 ετών, από δυσεντερία που προκλήθηκε από την παχυσαρκία του. Από την πρώτη σύζυγό του Λυσιέν ντε Ροσφόρ δεν είχε παιδιά. Από τον γάμο του με τη δεύτερη σύζυγό του Αδελαΐδα του Μωριέν απέκτησε έξι παιδιά (Φίλιππος της Γαλλίας [βασιλιάς], Λουδοβίκος Ζ´ της Γαλλίας [βασιλιάς], Ερρίκος της Ρεμς, Ροβέρτος Α΄ του Ντρε, Κωνσταντία της Γαλλίας, Φίλιππος της Γαλλίας [αρχιδιάκονος των Παρισίων], Πέτρος της Γαλλίας)
στ. Λουδοβίκος Ζ´ ο Νέος (1137-1180)
Ο Λουδοβίκος Ζ΄ (Louis VII de France, 1120 - 18 Σεπτεμβρίου 1180), επονομαζόμενος και Νέος, ήταν βασιλιάς των Φράγκων, γιος και διάδοχος του Λουδοβίκου ΣΤ΄ της Γαλλίας και της Αδελαΐδας του Μωριέν. Ορίστηκε διάδοχος το 1131, μετά από τον θάνατο λόγω ατυχήματος του μεγαλύτερου αδελφού του Φιλίππου. Ευλαβής ηγεμόνας, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του περισσότερο ως ιερέας παρά ως βασιλιάς. Σύζυγοί του διαδοχικά ήταν οι Ελεονώρα της Ακουιτανίας (1137-1152), Κωνσταντία της Καστίλης (1154-1160) και Αδέλα της Καμπανίας (1160-1180) και παιδιά του οι Μαρία, κόμισσα της Καμπανίας, Αλίκη, κόμισσα του Μπλουά, Μαργαρίτα, βασίλισσα της Ουγγαρίας, Αδελαΐδα, κόμισσα του Βεξίν, Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας, Αγνή της Γαλλίας. Ήταν από τη φύση του μαχητικός και εύρωστος με μεγάλες ικανότητες στις μάχες, αλλά η τεράστια ευσέβειά του τον εμπόδισε να αποκτήσει φήμη θρυλικού μονάρχη. Η άνοδός του στον θρόνο έγινε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, με εξαίρεση τους κατοίκους της Ορλεάνης και του Πουατιέ που αντέδρασαν. Σύντομα ήρθε σε διαμάχη με τον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄, αφού ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Βουργουνδίας ήταν κενός και ο Λουδοβίκος υποστήριζε τον καρδινάλιο Καντούρκ, ενώ ο Πάπας ήθελε τον Πέτρο του Σατρ. Ορκίστηκε μάλιστα ότι δεν θα πατήσει ποτέ στην Βουργουνδία όσο ζούσε ο εκλεκτός του Πάπα Πέτρος.
Ο Λουδοβίκος Ζ περιπλέχθηκε σε πόλεμο με τον Θεόβαλδο Β΄ της Καμπανίας, επιτρέποντας στον Ραούλ Α΄ του Βερμαντουά να αρνηθεί τη σύζυγό του και ανεψιά του Θεοβάλδου Β΄, προκειμένου να παντρευτεί την Πετρονίλλα, αδελφή της συζύγου του Ελεονώρας. Η Καμπανία πήρε το μέρος του Πάπα στη σύγκρουσή του με τον βασιλιά Λουδοβίκο. Ο Λουδοβίκος είχε προσωπική ανάμειξη στην άλωση και την πυρπόληση της πόλης του Βιτρύ, με εκατοντάδες κατοίκους καμένους στην εκκλησία που είχαν καταφύγει. Αυτό έκανε τον ευσεβή βασιλιά να αισθανθεί ντροπή και ενοχή. Από τύψεις εγκατέλειψε την Καμπανία αφήνοντας τον Θεόβαλδο να κυβερνήσει ελεύθερα.
Για να απαλύνει τις τύψεις που τον κατέτρεχαν, θέλησε να συμμετάσχει του στην Β Σταυροφορία (1147-1149) για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων. Το 1144 ο Γοδεφρείδος Ε΄ του Ανζού (ή Ανδεγαυία) συμπλήρωσε την κατάκτηση της Νορμανδίας. Ο Λουδοβίκος ήρθε σε συμφωνία μαζί του, τον αναγνώρισε ως δούκα και σαν αντάλλαγμα του παραχωρήθηκε η περιοχή Bεξίν. Τον Ιούνιο 1147 ο Λουδοβίκος αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Ελεονόρα. Έξω από τη Λαοδικεία, δέχθηκε επίθεση από Τούρκους που του είχαν στήσει παγίδα με βομβαρδισμό από κοτρόνες και βέλη. Κατά μαρτυρία του ιστορικού Ότο ντε Ντέιγ, ισχυρός και θαρραλέος κατάφερε να διαφύγει στις απόκρημνες περιοχές, και σώθηκε με τις ασπίδες από τα Τουρκικά βέλη. Έφθασαν τελικά το 1148 στους Αγίους Τόπους, όπου η σύζυγός του Ελεονόρα του ζήτησε να προστατέψει τον θείο της Ραϋμόνδο της Αντιόχειας, που πολεμούσε ενάντια στην Αλέππο. Αυτός επιζητούσε την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων, γι' αυτό και διέφυγε από την υπηρεσία του Ραϋμόνδου, συναντήθηκε με τον Κονράδο Γ΄ της Γερμανίας τον Βαλδουίνο Γ΄ των Ιεροσολύμων, τον Τιερί της Αλσατίας και άρχισαν να πολιορκούν την Δαμασκό. Η προσπάθεια απέτυχε και ο Λουδοβίκος τελικά επέστρεψε στην Γαλλία το 1149, παρά την επιμονή της Ελεονώρας να παραμείνει για να βοηθήσει τον θείο της. Σε λίγο, με δικαιολογία το συγκεκριμένο γεγονός, διέλυσαν το γάμο τους, αλλά αυτό ήταν μόνο η πρόφαση. Η αληθινή αιτία ήταν η δυσαρέσκεια του ενός προς τον άλλον, καθώς ο μεν Λουδοβίκος δεν απέκτησε γιο από την Ελεονώρα, η δε Ελεονώρα δεν μπορούσε να υπομείνει τον καλογερίστικο τρόπο ζωής του Λουδοβίκου. Η Ελεονώρα στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Ερρίκο του Ανζού (ή Ανδεγαυία) (μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Β΄ της Αγγλίας) και τον όρισε κόμη της Ακουιτανίας. Αυτό έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του επίσημου συζύγου της Λουδοβίκου, πράγμα που τον εξόργισε. Εκστράτευσε εναντίον του Ερρίκου, αλλά συνετρίβη και επέστρεψε άρρωστος στη Γαλλία.
Νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο (1154) την Κωνσταντία της Καστίλης, (κόρη του βασιλιά Αλφόνσου Ζ΄), με την οποία έκανε άλλες δύο κόρες. Πιστεύοντας ότι είναι καταδικασμένος να μην κάνει γιο, ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας του έστειλε μέσω του αντιπροσώπου του επισκόπου Τόμας Μπέκετ πρόταση για γάμο του μεγαλύτερου γιου του Ερρίκου Β με την κόρη του Λουδοβίκου Ζ, Μαργαρίτα. Η πρόταση έγινε αποδεκτή και ακολούθησε ο αρραβώνας (1158). Η Κωνσταντία πέθανε ξαφνικά το 1160 και τον ίδιο χρόνο ο Λουδοβίκος Ζ΄ πραγματοποίησε τον τρίτο του γάμο με την Αδέλα της Καμπανίας. Αντιλήφθηκε τον κίνδυνο από την μεγάλη άνοδο του Ανδεγαυικού οίκου μέσω του Ερρίκου Β, αλλά απέτυχε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά. Εξέφραζε όμως πάντα την δυσφορία του απέναντι στον συγκεκριμένο βασιλιά. Πήρε έντονα το μέρος του επισκόπου Θωμά Μπέκετ στις διαμάχες του με τον βασιλιά, ενώ υποστήριξε και τους επαναστατημένους γιους του Ερρίκου Β΄ ενάντια στον πατέρα τους. Ο ανταγωνισμός όμως των γιων μεταξύ τους και η ίδια η αναποφασιστικότητα του Λουδοβίκου έσπασαν την συμμαχία. Σε μεγάλη ηλικία έκανε τελικά γιο, τον μετέπειτα βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο Β΄, τον οποίο έστεψε συμβασιλέα λίγο πριν το θάνατό του (1179). Δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην τελετή λόγω της παραλυσίας από την οποία υπέφερε. Η κόρη του από τον τρίτο γάμο Αγνή της Γαλλίας, ήταν να παντρευτεί τον Αλέξιο Β΄ Κομνηνό, αλλά τελικά παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Α΄ και τον Θεόδωρο Βρανά.
ζ. Φίλιππος Β΄ Αύγουστος (1180-1223)
Ο Φίλιππος Β΄, γνωστός και ως Φίλιππος Αύγουστος, (Philippe II, 21 Αυγούστου 1165 - 14 Ιουλίου 1223) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας από το 1180 έως το 1223 και ο πρώτος στον οποίο δόθηκε και ο τίτλος Αύγουστος. Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά Λουδοβίκου Ζ΄ από την τρίτη σύζυγό του, Αδέλα της Καμπανίας. Σύζυγοί του διαδοχικά ήταν οι Ισαβέλλα του Αινώ (1180-1190), Ίνγκεμπορντ της Δανίας (1193, 1201-1223) και Αγνή της Μερανίας (1196-1201) και παιδιά του οι Λουδοβίκος Η΄ της Γαλλίας, Μαρία της Γαλλίας, Ιωάννης Τριστάνος της Γαλλίας, Φίλιππος, κόμης του Κλερμόν και Πέτρος Σαρλό. Παντρεύτηκε αμέσως μετά την άνοδο του στον θρόνο την πριγκίπισσα Ισαβέλλα του Αινώ, κληρονομώντας και το Αρτουά. Μόλις πέθανε η Ισαβέλλα, ο μεγάλος τους γιος Λουδοβίκος έγινε κόμης του Αρτουά. Έδιωξε όλους τους Ιουδαίους από τη χώρα και δήμευσε την περιουσία τους. Ξεκίνησε πόλεμο με τον Φίλιππο της Αλσατίας (1181), κόμη της Φλάνδρας, και τον Ιούλιο του 1185, με τη συνθήκη του Μποβ, περιήλθαν υπό την κατοχή του οι περιοχές του Αρτουά και της Αμιένης. Ξεκίνησε και ο ίδιος τον πόλεμο με τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β΄, όπως είχε κάνει στο παρελθόν και ο πατέρας του. Προσέγγισε και ο ίδιος τους επαναστατημένους γιους του, αλλά ο θάνατος του Ερρίκου Β το 1189 και η πτώση των Ιεροσολύμων στον Σαλαντίν άλλαξαν τα σχέδιά του. Το 1190 ξεκίνησε την Γ΄ Σταυροφορία μαζί με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσσα και τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Α΄ τον Λεοντόκαρδο. Αρχικά ξεκίνησαν μαζί με τον Ριχάρδο, αλλά χώρισαν στην Λυών, διότι ο μεν Ριχάρδος ήθελε να συνεχίσουν μέσω πλοίων, ο δε Φίλιππος Αύγουστος μέσω των Άλπεων. Συναντήθηκαν στη Μεσσήνη, όπου πέρασαν μαζί τον χειμώνα. Τον Μάρτιο του 1191, ο Φίλιππος εξέπλευσε, έφθασε στα Ιεροσόλυμα και άρχισε τις εφόδους πριν την άφιξη του Ριχάρδου. Αλλά τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου προσβλήθηκε από δυσεντερία και μόλις γλύτωσε το θάνατο, επιστρέφοντας ταχύτατα στη Γαλλία και εγκαταλείποντας την πολιορκία. Άφησε στα Ιεροσόλυμα μικρή Γαλλική στρατιωτική δύναμη υπό τον δούκα της Βουργουνδίας Ούγο Γ΄. Εξοργισμένος ο Ριχάρδος για την πράξη αυτή του Φιλίππου, μίλησε έντονα εναντίον του, λέγοντας ότι καθήκον του ήταν να κάτσει και να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Περίμενε πόλεμο με τον Ριχάρδο με την επιστροφή του τελευταίου από τους Αγίους Τόπους.
Η πρώτη σύζυγός του Ισαβέλλα πέθανε σε μια γέννα της (1190) και ο Φίλιππος πραγματοποίησε δεύτερο γάμο με την Ίνγκεμπορντ, (1175 - 1236), κόρη του βασιλιά Βάλντεμαρ Α΄ της Δανίας, μετονομάζοντάς την σε Ίζαμπουρ, που περιγράφεται από πολλές μαρτυρίες ως ωραία, νέα και σοφή. Ήρθε όμως σε σύγκρουση μαζί της, αρνήθηκε να την αναγνωρίσει σύζυγό του και αυτή κατέφυγε στον Πάπα Κελεστίνο Γ΄ για να του εκθέσει τις διαμαρτυρίες της. Στο μεταξύ ο Φίλιππος, χωρίς καν να βγει το διαζύγιο, πραγματοποίησε τρίτο γάμο με την Αγνή της Μερανίας, με την οποία έκανε δύο παιδιά: την Μαρία της Γαλλίας (1198–1224) και τον Φίλιππο, κόμη του Κλερμόν (1200 - 1234). Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ κήρυξε άκυρο τον γάμο του με την τρίτη σύζυγό του, Αγνή, αλλά ο Φίλιππος - Αύγουστος αρνιόταν επίμονα να δεχτεί πίσω την κόρη του Βάλντεμαρ, μέχρι που άλλαξε γνώμη (1213) μετά τις προσπάθειες του Πάπα και του αδελφού της, Βάλντεμαρ Β΄ της Δανίας (1202 - 1241). Η καχυποψία με την οποία έβλεπε τον Πάπα ύστερα από αυτό τον οδήγησε σε άρνηση να προσφέρει βοήθεια σε διάφορες παπικές εκστρατείες, όπως αυτή κατά των Καθαρών (1208).
Με τον νέο βασιλιά της Αγγλίας Ιωάννη τον Ακτήμονα έκλεισε αρχικά την Συνθήκη του Λε Γκουλέ. Αναγνώρισε τον Ιωάννη επίσημα βασιλιά της Αγγλίας μετά την άνοδο του στον θρόνο (1196), αφαιρώντας τα δικαιώματα από τον άλλο διεκδικητή του Αγγλικού θρόνου, Αρθούρο Α΄, κόμη της Βρετάνης (ανιψιό του Ιωάννη). Ο Ιωάννης σε αντάλλαγμα αναγνώρισε τον Φίλιππο - Αύγουστο κυρίαρχο της Φλάνδρας, της Βουλώνης και των ηπειρωτικών κτήσεων της Ανδεγαυίας. Ο Ιωάννης ήταν τυπικά κυρίαρχος σε Ανζού (ή Ανδεγαυία) και Βρετάνη, αφού κατέβαλε το ποσό των 20.000 χρυσών στερλινών. Ως εξασφάλιση της συναλλαγής αυτής, συμφωνήθηκε ο γάμος του διαδόχου του Γαλλικού θρόνου, Λουδοβίκου, με την ανιψιά του Ιωάννη, πριγκίπισσα Λευκή της Καστίλης. Το 1202 όμως, βαρώνοι δυσαρεστημένοι από τη συμπεριφορά του Ιωάννη έκαναν αίτημα στον βασιλιά Φίλιππο - Αύγουστο. Ο Φίλιππος ζήτησε από τον Ιωάννη να απαντήσει στα αιτήματα των βαρώνων, αυτός δεν το έκανε και τότε κυρίευσε όλες τις κτήσεις της ηπειρωτικής Αγγλίας, εκδιώκοντας τον Ιωάννη από Βρετάνη και Ακουιτανία.
Από τους ισχυρότερους μεσαιωνικούς μονάρχες της Ευρώπης, νικώντας τον ισχυρό συνασπισμό της συμμαχίας των Ανδεγαυών, κατόρθωσε να κατατροπώσει και τους ευγενείς φέρνοντας την εξουσία στην μεσαία τάξη. Έκτισε νέο εμπορικό κέντρο στο Παρίσι και συνέχισε την οικοδόμηση της μεγάλης εκκλησίας της Παναγίας των Παρισίων που είχε αρχίσει, το 1163, ο πατέρας του. Είναι ιδρυτής του πρώτου Πανεπιστημίου των Παρισίων, και του Λούβρου με αρχική χρήση ως κάστρου. Το Παρίσι ήταν το πιο γνωστό θεολογικό κέντρο εκείνη την εποχή με το πανεπιστήμιο του Παρισιού που είχε ξεκινήσει σαν σχολή του καθεδρικού της Νοτρ Νταμ. Το Παρίσι δεν ήταν μόνον η πρωτεύουσα, αλλά και η μεγαλύτερη πόλη της βόρειας Γαλλίας, με έναν πληθυσμό που έφτανε τις 50.000 στα 1200. Εκείνη την εποχή υπολογίζεται πως υπήρχαν περίπου 5.000 δάσκαλοι και μαθητές στο Παρίσι, το 10% δηλαδή του πληθυσμού, που ζούσαν γύρω από την Παναγία των Παρισίων στο Ιλ ντε λα Σιτέ και γύρω από τα μοναστήρια Geneveve και St Victor. Τους προσέλκυσε ένας γαλαξίας από διανοούμενους της εποχής, που μελετούσαν τα έργα του Πέτρου Αβελάρδου και του Ουγκώ του Σαιν Βικτόρ (κυρίως Λογική, είτε για να συνεχίσουν στη Θεολογία με αφετηρία τη Λογική). Οι πάπες παραχώρησαν διατάγματα που αναγνώριζαν τα δικαιώματα της επαγγελματικής ένωσης (συντεχνίας) των Παριζιάνων δασκάλων, ενώ ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος εξέδωσε το 1200 καταστατικό χάρτη που υποχρέωνε τον Δεσμοφύλακα του Παρισιού, τον ανώτατο αξιωματούχο της εκτελεστικής εξουσία στην πόλη, να ορκίζεται ότι θα σέβεται τα προνόμια των σπουδαστών. Εν τέλει, και με την δράση τους, οι σχολές του Παρισιού αναγνωρίζονταν σαν ένα αυτόνομα σώμα μέσα στο πλαίσιο της ζωής της πόλης. Μπορούσαν να κατέχουν και να μεταβιβάζουν οικοδομήματα και γη, να εκλέγουν τις αρχές τους, να ενάγουν στα δικαστήρια και να ενάγονται, να νομοθετούν (εσωτερικά) για την διαχείριση των δικών τους ζητημάτων.
η. Λουδοβίκος Η΄ ο Λέων (1223-1226)
Ο Λουδοβίκος Η΄ ο Λέων (Louis VIII de France, 5 Σεπτεμβρίου 1187 - 8 Νοεμβρίου 1226) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας από το 1223 έως το 1226. Γιος και διάδοχος του βασιλιά Φιλίππου Αυγούστου Β΄ και της Ισαβέλλας του Αινώ. Με το θάνατο της μητέρας του, το 1190 έγινε κόμης του Αρτουά. Ο πατέρας του τον πάντρεψε σε ηλικία 12 ετών με την Λευκή της Καστίλης, ανιψιά του Άγγλου μονάρχη (1200). Τον Μάιο του 1216, οι Άγγλοι ευγενείς εξεγέρθηκαν κατά του βασιλιά τους, Ιωάννη Ακτήμονα, προσφέροντας το στέμμα στον ίδιο τον Λουδοβίκο Η. Δέχθηκε τον τίτλο με μεγάλη επισημότητα, αλλά δεν κατόρθωσε να στεφθεί και εγκατέλειψε την προσπάθεια τον επόμενο χρόνο. Το στέμμα επιστράφηκε στον Ιωάννη με την Συνθήκη του Λάμπεθ (1217). Το Νοέμβριο του 1223, αμέσως μετά την ενθρόνισή του, με διάταξη απαγόρευσε στους λειτουργούς του να καταγράφουν Εβραϊκά χρέη, αντέστρεφοντας την αντιεβραϊκή τακτική του πατέρα του.
Εικοσιέξι βαρόνοι δέχθηκαν αυτή τη μεταρρύθμιση, όχι όμως και ο ισχυρότατος Θεοβάλδος Α΄ της Ναβάρρας, κόμης της Καμπανίας, μέχρις ότου του εγγυήθηκαν πρόσθετα έσοδα μέσω φορολογίας. Ο Θεοβάλδος έγινε ισχυρή εστία αντίστασης ενάντια στην μοναρχία των Καπετιδών, και η εχθρότητα του κατά του Λουδοβίκου του Λέοντα φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην πολιορκία της Αβινιόν. Το 1225, το Συμβούλιο της Βουργουνδίας αφόρισε τον κόμη της Τουλούζης Ραϋμόνδο Ζ΄, κηρύσσοντας Σταυροφορία κατά των νότιων Γαλλικών επαρχιών. Ο Λουδοβίκος συνέχισε τις συγκρούσεις απέναντι στους βαρώνους, για να ενδυναμώσει την θέση του. Ο Ρογήρος Βερνάρδος Β΄ του ζήτησε ειρήνη και συμμαχία, αλλά ο βασιλιάς την απέρριψε, στράφηκε εναντίον του και τον συνέτριψε. Πέθανε προσβεβλημένος από δυσεντερία, ενώ φήμες έλεγαν ότι δηλητηριάστηκε από τον μεγάλο του εχθρό Θεοβάλδο της Καμπανίας, βασιλιά της Ναβάρας.
θ. Λουδοβίκος Θ΄ο Άγιος (1226-1270)
Ο Λουδοβίκος Θ΄ ο Άγιος (25 Απριλίου 1214 - 25 Αυγούστου 1270) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1226-1270), μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Η΄ του Λέοντος και της Λευκής της Καστίλης. Στέφθηκε σε ηλικία 12 ετών βασιλιάς στον Καθεδρικό ναό της Ρεμς και αρχικά κυβέρνησε υπό την αντιβασιλεία της μητέρας του, Λευκής της Καστίλης (1234). Η δυναμική μητέρα του συνέχισε να είναι από τους καλύτερους συμβούλους του ως τον θάνατό της (1252). Το 1234 νυμφεύτηκε τη Μαργαρίτα της Προβηγκίας (1221 - 1295), αδελφή της Ελεονώρας, συζύγου του βασιλιά της Αγγλίας, Ερρίκου Γ΄. Παισιά τους ήταν οι Λευκή της Γαλλίας, Ισαβέλλα της Γαλλίας, Λουδοβίκος της Γαλλίας, Φίλιππος Γ΄ της Γαλλίας, Ιωάννης της Γαλλίας, Ιωάννης Τριστάνος της Γαλλίας, Πέτρος Α' του Αλανσόν, Μαργαρίτα της Γαλλίας, Ροβέρτος του Κλερμόν, Αγνή της Γαλλίας και Λευκή της Γαλλίας, Ινφάντα της Καστίλης. Τιτλοφόρησε τον μικρότερο αδελφό του Κάρολο κόμη του Ανζού (ή Ανδεγαυία), ο οποίος αργότερα κατέλαβε τη Σικελία και ίδρυσε την Β΄ Ανδεγαυική Δυναστεία. Η τυχοδιωκτική δράση του Καρόλου και των απογόνων του αργότερα στην Ιταλία δεν στάθηκε εμπόδιο στις προσπάθειες για αγιοποίηση του Λουδοβίκου Θ.
Έδωσε τέλος στην Αλβιγενική Σταυροφορία υπογράφοντας χαρτί το 1229, όπου παραδεχόταν ότι ο πατέρας του έσφαλε. Η βασιλεία και η ζωή του Λουδοβίκου υμνήθηκαν από όλους τους συγγραφείς και ποιητές. Πήρε σοβαρά τον ρόλο του ως «απεσταλμένος του Θεού στη γη» και οργάνωσε δύο Σταυροφορίες, την Ζ΄ Σταυροφορία (1248) και την Η΄ Σταυροφορία (1270), οι οποίες τελικά απέτυχαν και οι δύο. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει οικονομικά στα έξοδα της Ζ Σταυροφορίας, διέταξε την απέλαση των Εβραίων που ευθύνονταν για τοκογλυφία και δήμευση των περιουσιών τους. Από τα χρήματα που συγκέντρωσε, κατόρθωσε να μαζέψει τα απαιτούμενα χρήματα ώστε να αντεπεξέλθει οικονομικά στα έξοδα της Σταυροφορίας. Δεν εξάλειψε ούτε και τα χριστιανικά χρέη. Παράλληλα πρόσταξε με την ενθρόνιση του Πάπα Γρηγόριου του Θ΄ το κάψιμο 12.000 αντιτύπων του Ταλμούδ που βρίσκονταν στο Παρίσι. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την καταπολέμηση των αιρέσεων, όπως οι Καθαροί στην Νότια Γαλλία, δημεύοντας την περιουσία τους. Οι διώξεις έφτασαν στο μεγαλύτερο σημείο τους μόλις πριν την κήρυξη της Ζ Σταυροφορίας (1248), και επιβραδύνθηκαν στη συνέχεια.
Στην Ζ΄ Σταυροφορία (1248), αν και είχε αρχικά πολλές επιτυχίες, συνάντησε σημαντική αντίσταση από τον Αιγυπτιακό στρατό και λαό. Τελικά συνελήφθη τον Απρίλιο του 1250 αιχμάλωτος στην Αλ Μανσούρα από τους Αιγυπτίους και ελευθερώθηκε από τον Γαλλικό στρατό. Μετά την απελευθέρωσή του παρέμεινε άλλα τέσσερα χρόνια στα Σταυροφορικά βασίλεια της Μέσης Ανατολής (Άκρα, Καισάρεια, Γιάφα), για να τα βοηθήσει να οργανωθούν. Στήριξε τους Σταυροφόρους, βοήθησε στην κατασκευή των αμυντικών τους θέσεων και παράλληλα εξάσκησε διπλωματία με όλα τα γειτονικά μουσουλμανικά τους κράτη. Τελικά αναχώρησε για τη Γαλλία, αφήνοντας ένα στρατηγό αντικαταστάτη του, για την υπεράσπιση των κρατιδίων των Σταυροφόρων από τους Μουσουλμάνους. Μετέτρεψε την Αθήνα σε δουκάτο απονέμοντας τον τίτλο του δούκα στον Γκυ Α΄ ντε λα Ρος, διάδοχο του πρώτου Κύρη των Αθηνών Όθωνα ντε λα Ρος (1259). Έκτοτε η περιοχή της Αττικής, της Βοιωτίας και της Μεγαρίδας ονομάσθηκε Δουκάτο των Αθηνών.
Την Η΄ Σταυροφορία αρχικά σχεδίαζε να την πραγματοποιήσει κατά των Ιεροσολύμων, αλλά με την επίδραση της γνώμης του μικρού του αδελφού, Καρόλου, που συμμετείχε σε αυτήν άλλαξε τα σχέδια του και στράφηκε κατά της Τύνιδας. Κατά τη διάρκεια της Η Σταυροφορίας, πέθανε στις 25 Αυγούστου 1270 από επιδημία πανώλης, ενώ τοπική Ισλαμική παράδοση αναφέρει ότι επέζησε και προσηλυτίστηκε στο μουσουλμανισμό.
Πιστός καθολικός χριστιανός, πήρε την πρωτοβουλία για την οικοδόμηση του Αγίου Παρεκκλησίου στα βασιλικά ανάκτορα (τώρα Μέγαρο Δικαιοσύνης) στο κέντρο του Παρισιού. Ήταν υπόδειγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής και κτίσθηκε ως λατρευτικό ιερό με το ακάνθινο στεφάνι, τμήμα του Τίμιου Σταυρού και σημαντικά αντικείμενα της ζωής του Ιησού. Τα αντικείμενα αυτά τα αγόρασε ο Λουδοβίκος Θ (1239 - 1241) από τον μακρινό ξάδελφό του, εξόριστο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνο Β΄ ντε Κουρτεναί με το αστρονομικό ποσό των 135.000 λιβρών, ενώ η ανέγερση ολόκληρου του ναού στοίχισε 60.000 λίβρες. Η αγορά έγινε για να εδραιώσει τη φήμη του Παρισιού ως ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα στον κόσμο, που του έδωσε μεγάλη αξία την εποχή εκείνη.
Ο Λουδοβίκος Θ βασίλεψε στην Γαλλία εξολοκλήρου τον 13ο αιώνα, ο οποίος αποκλήθηκε και «Χρυσός αιώνας του Αγίου Λουδοβίκου». Ήταν ο σημαντικότερος Ευρωπαίος ηγεμόνας της εποχής του, με το πιο ισχυρό και εύρωστο βασίλειο, με τον ισχυρότερο στρατό, προστάτης παράλληλα των γραμμάτων και των τεχνών. Στην εποχή του άρχισε να αναπτύσσεται ο γαλλικός πολιτισμός, ενώ ήταν ο πρώτος που οργάνωσε στην αυλή του ειδικό δικαστικό σώμα, ειδικό οικονομικό σώμα και το ελεγκτικό συμβούλιο.
ι. Φίλιππος Γ΄ ο Τολμηρός (1270 – 1285)
Ο Φίλιππος ο Γ΄ ο Τολμηρός (1 Μαΐου 1245 - 1285) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1270 - 1285), πρώτος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ΄ του Άγιου και της Μαργαρίτας της Προβηγκίας. Νυμφεύτηκε το 1262 την Ισαβέλλα της Αραγωνίας, κόρη του Ιακώβου Α΄ και της Γιολάντας της Ουγγαρίας, (κόρης του βασιλιά Ανδρέα Β΄). Παιδιά τους ήταν οι Λουδοβίκος, Φίλιππος Δ΄, Ροβέρτος, Κάρολος του Βαλουά. Μετά τον θάνατο της Ισαβέλλας, παντρεύτηκε (1274) τη Μαρία της Βραβάντης, κόρη του Ερρίκου Γ΄ της Βραβάντης και της Αδελαΐδας της Βουργουνδίας. Παιδιά τους ήταν οι Λουδοβίκος (1276 – 1319), κόμης του Εβρέ, Λευκή (1278 – 1305), που παντρεύτηκε (1300) τον Ροδόλφο Α΄ της Βοημίας, Μαργαρίτα (1282 – 1317), που παντρεύτηκε τον Εδουάρδο Α΄ της Αγγλίας.
Δειλός, άτολμος και αναποφάσιστος ως χαρακτήρας, επηρεαζόταν εύκολα από τις αποφάσεις των συγγενικών του προσώπων, ιδιαίτερα του θείου του Καρόλου του Ανζού (ή Ανδεγαυία) και του συμβούλου του Πέτρου του Μπρος. Πριν διαδεχθεί τον πατέρα του, κατείχε τον τίτλο του κόμητος της Ορλεάνης, ενώ τον συνόδευσε στην Η΄ Σταυροφορία στην Τυνησία (1270). Εκεί ο πατέρας του πέθανε και ο Φίλιππος Γ ανακηρύχθηκε βασιλιάς σε ηλικία 25 ετών. Το 1271 ο θείος του Αλφόνσος, κόμης του Πουατιέ και της Τουλούζης πέθανε χωρίς διαδόχους επιστρέφοντας από την Η Σταυροφορία. Ο Φίλιππος κληρονόμησε τα εδάφη του και τα ένωσε υπό το Γαλλικό στέμμα, εκτός από την περιοχή του Κομτάτ Βενεσίν γύρω από την πόλη της Αβινιόν, η οποία δόθηκε στον Πάπα Γρηγόριο τον Ι΄ (1274). Κληρονόμησε επίσης τις περιοχές Περς και Αλενσόν από τον αδελφό του Πέτρο.
Υποστήριξε τον θείο του Κάρολο του Ανζού (ή Ανδεγαυία) σε όλες τις βλέψεις του στην Ιταλία, αλλά όταν ο βασιλιάς της Καστίλης κατέλαβε το βασίλειο της Νεάπολης, ο Πάπας αφόρισε τον κατακτητή. Απέδωσε την Αραγωνία στον Κάρολο, κόμη του Βαλουά και γιο του Φιλίππου. Ο Φίλιππος επενέβη στην διαδοχή του βασιλείου της Ναβάρρας, νυμφεύοντας τον γιο του Φίλιππο, με τη διάδοχο του θρόνου της Ναβάρρας, Ιωάννα της Ναβάρρας. Το 1284 ο Φίλιππος και οι γιοί του έμπαιναν στο Ρουσιγιόν επικεφαλής της μεγάλης Αραγωνικής Σταυροφορίας. Οχυρώθηκαν πίσω από τη Γκερόνα με σκοπό να την κυριεύσουν. Η αντίσταση ήταν σκληρή αλλά τελικά η πόλη καταλήφθηκε. Σύντομα όμως υπέστησαν σκληρή δοκιμασία, αφού όλο το στρατόπεδο επλήγη από επιδημία δυσεντερίας, από την οποία πέθανε και ο ίδιος ο Φίλιππος.
ια. Φίλιππος Δ΄ ο Ωραίος (1285 – 1314)
Ο Φίλιππος Δ΄ ο Ωραίος (1268 - 29 Νοεμβρίου 1314) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1285-1314), μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππου Γ΄ του Τολμηρού και της Ισαβέλλας της Αραγωνίας. Με τον γάμο του με την Ιωάννα της Ναβάρρας έγινε κόμης της Καμπανίας και βασιλιάς της Ναβάρρας (1284 - 1308). Με την σύζυγο του Ιωάννα της Ναβάρρας (1271 - 1305) απέκτησαν τα εξής τέκνα: Λουδοβίκος Ι΄ της Γαλλίας, Φίλιππος Ε΄ της Γαλλίας, Ισαβέλλα της Γαλλίας και Κάρολος Δ΄ της Γαλλίας. Τον τίτλο «Ωραίος» τον κέρδισε όχι τόσο λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης, όσο λόγω του αλύγιστου χαρακτήρα του. Η αγριότητά του τον έφερε σε διαμάχη με τον Βερνάρδο Σαισέτ, επίσκοπο του Παμιέ, ο οποίος δήλωσε αναφερόμενος στον Φίλιππο ότι «δεν είναι ούτε άνθρωπος ούτε θηρίο, αλλά ένα άγαλμα».
Η εκπαίδευσή του καθοδηγήθηκε από τον Γουλιέλμο του Ερκί, ελεονόμο του πατέρα του. Πριν το θάνατο του πατέρα του, διαπραγματεύθηκε το ασφαλές πέρασμα ολόκληρης της βασιλικής οικογένειας από την Αραγωνία μετά από την αποτυχημένη εκστρατεία. Ως βασιλιάς προσπάθησε με κάθε κόστος να ισχυροποιήσει τη θέση του, δημιουργώντας ένα νομικό σύστημα επαγγελματιών γραφειοκρατών. Ο ίδιος, απόμακρος από το λαό, ανέθεσε την επικοινωνία σε υπουργούς κάνοντας την βασιλεία του μισητή. Με τον τρόπο αυτό εγκαινίασε το δρόμο για τη μετάβαση από τη μοναρχία μιας σειράς άξιων βασιλέων σε μια αναποτελεσματική και γραφειοκρατική μοναρχία.
Με τον γάμο του με την Ιωάννα της Ναβάρρας το 1284, ο Φίλιππος Δ κληρονόμησε τις περιοχές της Καμπανίας και του Μπρι και επεκτείνοντας σημαντικά τα εδάφη της Γαλλικής μοναρχίας. Ως το 1328 που βρίσκονταν στον Γαλλικό θρόνο οι νόμιμοι γιοί του Φίλιππου και της Ιωάννας, τα εδάφη βρίσκονταν δικαιωματικά υπό το Γαλλικό στέμμα. Τα πράγματα δυσκόλεψαν με την άνοδο του Φιλίππου ΣΤ΄, (1328) που δεν ήταν απόγονος της Ιωάννας. Αυτός τα μεταβίβασε παράνομα στο Γαλλικό στέμμα, δίνοντας στη νόμιμη διάδοχο, Ιωάννα Β΄ της Ναβάρρας, εκτάσεις στην Δυτική Νορμανδία ως αποζημίωση.
Το ξέσπασμα των εχθροπραξιών με την Αγγλία (1294) ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα χρόνιων εδαφικών διεκδικήσεωνΑφορμή δόθηκε από μια μυστική Γαλλο-Σκωτική συμφωνία κατά του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Α΄ που είχε παντρευτεί την Μαργαρίτα, αδελφή του Γάλλου βασιλιά. Οι πρώτες μάχες έγιναν την περίοδο 1294 - 1303 για τον έλεγχο της Γασκώνης στην Ν.Δ. Γαλλία. Οικονομικές δυσκολίες για τη συντήρηση του στρατού, αφού δεν μπορούσε να βρει πόρους για να καλύψει τα έξοδα, ανάγκασαν τον Φίλιππο Δ΄ να επιζητήσει ειρήνη. Η ειρήνη κλείστηκε με την «Συνθήκη των Παρισίων» (1303) και επισφραγίστηκε με το γάμο της κόρης του Φιλίππου, Ισαβέλλας, με το διάδοχο της Αγγλίας Εδουάρδο (μέλλοντα Εδουάρδο Β΄). Η τελετή (1308), ήταν μια ένδειξη ότι θα ακολουθήσει ειρήνη, αλλά αντίθετα επακολούθησε ο Εκατονταετής πόλεμος.
Ο Φίλιππος Δ, για να καλύψει τα πολεμικά του έξοδα, στράφηκε πρώτα ενάντια στους Εβραίους, που τους εξόρισε το 1306 και δήμευσε τις τεράστιες περιουσίες τους. Κατακρίθηκε από τους εχθρούς του στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για το σπάταλο τρόπο ζωής του. Όταν αποφάσισε αυθαίρετα να υψώσει περισσότερο τις τιμές στον ετήσιο φόρο των εκκλησιαστικών κτημάτων, ξέσπασε μεγάλη δυσαρέσκεια στους κόλπους της Καθολικής εκκλησίας και του Πάπα. Ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ κλήθηκε να κάνει διπλωματικό πόλεμο εναντίον του για να εγγυηθεί για τα εκκλησιαστικά κτήματα που βρίσκονταν υπό το Γαλλικό στέμμα. Ο Φίλιππος συγκάλεσε γραφειοκρατικό συμβούλιο ευγενών, επισκόπων και υπουργών του για να καταδικάσει τη στάση του Πάπα. Ο ισχυρογνώμων Φίλιππος προσπάθησε με κάθε μέσο να εξουδετερώσει όλους τους πάπες μέχρι την τοποθέτηση πάπα της αρεσκείας του, που δεν θα πήγαινε ενάντια στα σχέδια του. Έστειλε εναντίον του πάπα Βονιφάτιου Η' τον Γουλιέλμο Νογκαρέτ, που τον κακοποίησε και πέθανε λίγο αργότερα. Στην συνέχεια νέος Πάπας εξελέγη ο Πάπας Βενέδικτος ΙΑ΄, που πήγαινε επίσης αντίθετα στα συμφέροντα του Φιλίππου Δ, και δηλητηριάστηκε ύστερα από ραδιουργίες του. Τελικά κατάφερε να ανεβάσει στον παπικό θρόνο πάπα της αρεσκείας του, τον αρχιεπίσκοπο του Μπορντώ που εξελέγη με το όνομα Κλήμης Ε΄. Μετέφερε την παπική έδρα στην Αβινιόν, δημιουργώντας ένα ρήγμα που κράτησε 68 χρόνια στην Καθολική Εκκλησία με την ύπαρξη δύο Παπών, έναν στην Ρώμη και έναν στην Αβινιόν.
Στη συνέχεια έστειλε στρατό 2.500 ευγενών και 4.000 ιππέων για να καταπνίξει επανάσταση που ξέσπασε στη Φλάνδρα, αλλά ο στρατός ηττήθηκε (1302) από τους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής. Ο ίδιος εκδικήθηκε τους Φλαμανδούς δύο χρόνια αργότερα συντρίβοντάς τους (1305) και αναγκάζοντας τους να κλείσουν ειρήνη με δυσμενείς οικονομικούς όρους. Επρόκειτο για μια περιοχή με πλούσιες πόλεις, που θα του έδιναν μεγάλη οικονομική δύναμη και παραχωρήθηκαν στην κόμισσα του Αρτουά Μαώ, τις δύο κόρες της οποίας παντρεύτηκαν οι γιοί του Φιλίππου. Το Φεβρουάριο του 1307, χιλιάδες Ναΐτες ιππότες συνελήφθησαν και αργότερα εκτελέστηκαν. Ο Φίλιππος Δ΄ χρησιμοποίησε την επιρροή του απέναντι στον Πάπα Κλήμεντα Ε΄, για να αποκηρύξει τους Ναΐτες, να δημεύσει τις πλούσιες περιουσίες τους και να τις χρησιμοποιήσει στα δικά του υπέρογκα στρατιωτικά έσοδα. Έτσι ο Φίλιππος Δ΄ κατόρθωσε να διαλύσει το περίφημο τάγμα των Ναΐτών ιπποτών που βρισκόταν σε πλήρη ισχύ για περισσότερα από 200 χρόνια. Ο πάπας τους αποκήρυξε ως αιρετικούς και χιλιάδες από αυτούς πέθαναν από τα βασανιστήρια της Ιεράς Εξέτασης. Μερικοί κατάφεραν να σωθούν και να διαφύγουν στη Σκωτία, Γερμανία και Πορτογαλία. Ο πάπας και ο Φίλιππος Δ πρότειναν στους ηγέτες των χωρών αυτών να δείξουν την ίδια μεταχείριση στους Ναΐτες, αλλά δεν εισακούσθηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς σώθηκαν. Στην Αγγλία, ο βασιλιάς Εδουάρδος Β΄ έδειξε απέναντι τους επιεική μεταχείριση, ενώ στην Γερμανία διασώθηκαν ως Τεύτονες. Ο τελευταίος μεγάλος αρχηγός τους, μάγιστρος Ζακ ντε Μολέ, κάηκε στις φλόγες το 1314. Σύμφωνα με τον θρύλο, καιόμενος ο Ναΐτης αρχηγός, καταράστηκε τον Κλήμεντα και τον Φίλιππο και τον οίκο του να πεθάνουν μέσα σε έναν χρόνο, κάτι που πραγματικά έγινε. Ο Φίλιππος, περιχαρής μετά την εξουδετέρωση των Ναΐτών, πήγε να αρπάξει τον τεράστιο θησαυρό τους αλλά προς κακή του έκπληξη βρήκε τα θησαυροφυλάκια τους άδεια.
Ο Φίλιππος κατά την διάρκεια ενός κυνηγιού κατασπαράχτηκε από έναν αγριόχοιρο και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λουδοβίκος Ι΄. Τις ίδιες μέρες πέθανε και ο πάπας Κλήμης Ε΄. Μερικοί θεωρούν ότι η κατάρα του μάγιστρου ήταν η αιτία που όλοι οι γιοί του πέθαναν πολύ νέοι και άκληροι από διάδοχο.
ιβ. Λουδοβίκος Ι΄ ο Ισχυρογνώμων (1314 – 1316)
Ο Λουδοβίκος Ι΄ ο Ισχυρογνώμων (4 Οκτωβρίου 1289 - 5 Ιουνίου 1316) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1314-1316), μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Φιλίππου Δ΄ του Ωραίου, και της Ιωάννας της Ναβάρρας. Γεννήθηκε στο Παρίσι και παντρεύτηκε το 1305 την Μαργαρίτα της Βουργουνδίας, με την οποία έκανε μια κόρη, την Ιωάννα (1312 - 1349) και αμέσως μετά (1313) κατηγόρησε τη σύζυγό του για μοιχεία, τη συνέλαβε και τη φυλάκισε. Σύντομα εκείνη πέθανε στη φυλακή και ο ίδιος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Κλημεντία του Ανζού (ή Ανδεγαυία), κόρη του ξαδέλφου του πρίγκηπα Καρόλου Μαρτέλου, και αδελφή του βασιλιά της Ουγγαρίας Καρόλου Α΄. Πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 27 ετών, ύστερα από κάποιο παιχνίδι με ρακέτες, ενώ η δεύτερη σύζυγός του ήταν ήδη έγκυος. Κλήθηκε ο αδελφός του Φίλιππος - μετέπειτα βασιλιάς Φίλιππος Ε΄ να είναι Αντιβασιλέας ως τη γέννηση του βρέφους και στη συνέχεια να παραδώσει το θρόνο στο βρέφος, αν ήταν γιος. Το βρέφος γεννήθηκε, ονομάστηκε Ιωάννης Α΄ της Γαλλίας, και έζησε και βασίλευσε μόνο πέντε μέρες, οπότε ο Φίλιππος Ε κατέλαβε επίσημα και οριστικά τον θρόνο.
ιγ. Ιωάννης Α΄ (1316)
Ο Ιωάννης Α΄ (14 Νοεμβρίου 1316 - 19 Νοεμβρίου 1316) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας, σε βρεφική ηλικία, υστερότοκος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ι΄ από τη δεύτερη σύζυγό του, Κλημεντία του Ανζού (ή Ανδεγαυία). Γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του, έζησε και βασίλευσε μόνο 5 μέρες και τον διαδέχθηκε ο θείος του Φίλιππος Ε΄.
ιδ. Φίλιππος Ε΄ ο Μακρός (1316 – 1322)
Ο Φίλιππος Ε΄ ο Ψηλός (Philippe V le Long, 1293 - 3 Ιανουαρίου 1322) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1316 - 1322), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Δ΄ του Ωραίου και της Ιωάννας της Ναβάρρας. Διαδέχθηκε τον πρόωρα θανόντα αδελφό του Λουδοβίκο Ι΄ τον Ισχυρογνώμονα, ενώ ανέμενε και τον θάνατο του διαδόχου - βρέφους από την νύφη του Κλημεντία του Ανζού (ή Ανδεγαυία), που βασίλευσε ως βρέφος για μόλις πέντε μέρες από τη γέννησή του ως Ιωάννης Α΄ της Γαλλίας. Μερικοί εικάζουν, χωρίς αποδείξεις, ότι ο Φίλιππος δηλητηρίασε το βρέφος. Παντρεύτηκε το 1307 την Ιωάννα, κόμισσα της Βουργουνδίας, με την οποία δεν έκανε γιο, παρά μόνο τις εξής κόρες :Ιωάννα (1308 - 1349), σύζυγος του Εύδη Δ΄, Δούκα της Βουργουνδίας, Μαργαρίτα (1340 - 1382), σύζυγος του Λουδοβίκου Α΄ της Φλάνδρας, Ισαβέλλα (1311 - 1345), σύζυγος του Γκύ Η΄, δελφίνου της Βιέννης. Ακολούθησε την τακτική του πατέρα του, ενώ όπως και ο αδελφός του ήταν επηρεασμένος από τον θείο τους, Κάρολο του Βαλουά. Ο ίδιος επανέφερε τους αξιωματούχους και συνεργάτες του πατέρα του που είχαν αποπεμφθεί από τον μεγάλο του αδελφό. Πέθανε επίσης πρόωρα χωρίς γιο και τον διαδέχθηκε ο μικρός του αδελφός Κάρολος.
ιε. Κάρολος Δ΄ ο Ωραίος (1322 – 1328)
Ο Κάρολος Δ΄ (Charles IV de France, 18 Ιουνίου 1294 - 1 Φεβρουαρίου 1328) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας κατά την περίοδο 1322-1328. Υπήρξε ο μικρότερος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Δ΄ του Ωραίου και της Ιωάννας της Ναβάρρας και μικρότερος αδελφός των βασιλέων της Γαλλίας Λουδοβίκου Ι΄ του Ισχυρογνώμονα και Φιλίππου Ε΄ του Ψηλού, τον οποίο διαδέχθηκε αφού πέθανε πρόωρα χωρίς να αφήσει γιο. Το 1325 άρχισε να προκαλεί σε πόλεμο τους Άγγλους κυριεύοντας Αγγλικές κτήσεις στη Γαλλία. Ο βασιλιάς της Αγγλίας και γαμπρός του Καρόλου, Εδουάρδος Β΄, έστειλε για διαπραγματεύσεις στον Γάλλο βασιλιά τη σύζυγό του, Ισαβέλλα, αδελφή του Καρόλου Δ΄. Αντί να διαπραγματευτούν, η Ισαβέλλα κι ο Κάρολος συνωμότησαν σχεδιάζοντας τη δολοφονία του Άγγλου βασιλιά. Ως αντιβασιλιάς του ανήλικου διάδοχου Εδουάρδου Γ΄ επελέγη ο ισχυρός ευνοούμενος της Ισαβέλλας, ευγενής Ρογήρος Μόρτιμερ.
Κατά τη διάρκεια της εξάχρονης βασιλείας του, ο Κάρολος αύξησε τους φόρους και κατάσχεσε αυθαίρετα τις περιουσίες των εχθρών του ή όσων δεν συμπαθούσε. Το 1323, εκδίωξε τους Εβραίους από τη Γαλλία, χρησιμοποιώντας σαν δικαιολογία τη διαδεδομένη φήμη πως οι Εβραίοι είχαν συνωμοτήσει με λεπρούς και Ισλαμιστές ηγέτες (μεταξύ άλλων το βασιλιά της Βαβυλώνας) για να δηλητηριάσουν τα πηγάδια και να σκοτώσουν όλους τους χριστιανούς της χώρας.
Ο Κάρολος πέθανε πρόωρα, όπως και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του, και χωρίς γιο, ενώ η τρίτη σύζυγος του Ιωάννα του Εβρέ (1310 - 1371) ήταν έγκυος σε μια τελευταία προσπάθεια αναμονής του πολυπόθητου γιου που θα συνέχιζε τον οίκο των Καπέτων. Αντιβασιλέας, και κηδεμόνας του βρέφους σε περίπτωση που ήταν αγόρι, ορίστηκε ο ξάδελφος του βασιλιά, Φίλιππος Βαλουά. Η Ιωάννα γέννησε τελικά κόρη, και από τη στιγμή που στην βασιλική οικογένεια δεν υπήρχαν πια αρσενικοί γόνοι, ο Φίλιππος στέφθηκε βασιλιάς ως Φίλιππος ΣΤ΄ της Γαλλίας. Ο Κάρολος Δ΄ ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Γαλλίας από τον Οίκο των Καπέτων. Ο διάδοχός του Φίλιππος ΣΤ΄ ήταν μέλος του Οίκου των Βαλουά, που ήταν παρακλάδι του Οίκου των Καπέτων, και εγγονός του βασιλιά Φιλίππου Γ΄ του Τολμηρού.
Η Δυναστεία των Βαλουά (1328 – 1589), που προέκυψε από έναν παράπλευρο κλάδο της οικογένειας του Φίλιππου Δ΄, αντιμετώπισε στην αρχή σοβαρές δυσκολίες από τις αξιώσεις που προέβαλε ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας για την διαδοχή του Γαλλικού θρόνου. Στον 100ετή πόλεμο που ξέσπασε (1339 – 1453) οι Γάλλοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση μετά από τρεις διαδοχικές ήττες στο Κρεσύ το 1346, στο Πουατιέ το 1356 και στο Αζινκούρ το 1415. Με τη ειρήνη της Τρουά (Troyes) του 1420 σχεδόν η μισή Γαλλία βρισκόταν στην κατοχή των Άγγλων και η υπόλοιπη μισή είχε παραχωρηθεί σε Άγγλους πρίγκιπες με υπόσχεση γάμου. Έξοδος από την κρίσιμη αυτή θέση έγινε δυνατή την εποχή που βασιλιάς της Γαλλίας ήταν ο Κάρολος Ζ΄ ο Νικηφόρος (1422 – 1461), χάρη στην Ιωάννα ντ’ Αρκ (1412 – 1431), η οποία, αφού έλυσε την πολιορκία της Ορλεάνης, σύντριψε το γόητρο των Άγγλων και τόνωσε τον πατριωτισμό των Γάλλων, σε βαθμό που κατάφεραν τελικά μέχρι το 1453 να διώξουν εντελώς τους Άγγλους από την Γαλλία (πλην του Καλαί).
α. Φίλιππος ΣΤ΄ (1328-1350)
Ο Φίλιππος ο ΣΤ΄ (1293 - 1350) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1328 - 1350), γιος του Καρόλου Βαλουά, ιδρυτή του οίκου των Βαλουά, και της πρώτης συζύγου του Μαργαρίτας του Ανζού (ή Ανδεγαυία), εγγονός του βασιλιά Φιλίππου Γ΄ του Τολμηρού. Το 1328 ο ξάδελφος του Κάρολος Δ πέθανε χωρίς διάδοχο, με τη γυναίκα του έγκυο. Υπήρχε και άλλος διεκδικητής του γαλλικού ο θρόνου, ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Γ΄, που είχε δικαιώματα λόγω της μητέρας του. Τελικά επεκράτησε ο Φίλιππος ΣΤ εξαιτίας του Σαλικού νόμου που ίσχυε στη Γαλλία και απαγόρευε την άνοδο στον θρόνο βασιλιάδων που δεν κατάγονταν απευθείας από την αρρενογονική γραμμή του Ούγου Καπέτου. Η σύζυγος του Κάρολου Δ τελικά γέννησε κόρη και ο Φίλιππος των Βαλουά ανέβηκε στον θρόνο ως Φίλιππος ΣΤ΄ και στέφθηκε το 1328 στον Καθεδρικό ναό της Ρεμς. Θέλησε να προσαρτήσει στο Γαλλικό στέμμα το βασίλειο της Ναβάρρας, αλλά δεν μπορούσε γιατί δεν είχε καμιά σχέση με τη διαδοχή της Ιωάννας της Ναβάρρας. Το έκανε με τον γραφειοκρατικό διοικητικό μηχανισμό του, αφού η Ναβάρα ήταν οικονομικά εξαρτημένη από τη Γαλλία. Έδωσε επίσημα το θρόνο της Ναβάρρας στην Ιωάννα, κόρη του βασιλιά Λουδοβίκου Ι΄, και στη συνέχεια το αντάλλαξε μαζί της παραχωρώντας της εκτάσεις στην Νορμανδία. Τον Ιούλιο του 1313 παντρεύτηκε την Ιωάννα, κόρη του Ροβέρτου Β΄, δούκα της Βουργουνδίας, και της πριγκίπισσας Αγνής της Γαλλίας (νεότερης κόρης του Λουδοβίκου Θ΄ του Άγιου). Παιδιά τους ήταν οι Ιωάννης Β΄ της Γαλλίας, Φίλιππος Βαλουά (1336 - 1375) δούκας της Ορλεάνης. Η Ιωάννα, πολύ δυναμική στις μακρόχρονες εκστρατείες του συζύγου της, ήταν ο αληθινός κυβερνήτης της Γαλλίας. Μετά τον θάνατο της Ιωάννας το 1348, ο Φίλιππος πραγματοποίησε δεύτερο γάμο με την Λευκή του Εβρέ, πριγκίπισσα της Ναβάρας και έκαναν μια κόρη, την Ιωάννα (1351 - 1371).
Η πρώτη επιτυχημένη εκστρατεία του ήταν στη Φλάνδρα, τον Αύγουστο του 1328, όπου επιτέθηκε για να αποκαταστήσει τον Λουδοβίκο Α΄ της Φλάνδρας που είχε ανατραπεί από επαναστάτες. Με το βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Γ΄ οι σχέσεις ήταν αρχικά φιλικές, σχεδίαζαν μάλιστα να κάνουν μαζί Σταυροφορία (1332), που τελικά δεν έγινε. Προσφέροντας καταφύγιο στο βασιλιά της Σκωτίας Δαυίδ Β΄ το 1334 και αναγγέλλοντας εκστρατεία αποκατάστασής του, εξόργισε τον Εδουάρδο. Ο πόλεμος μεταξύ τους άρχισε το 1336. Ο Φίλιππος τακτοποίησε τα θέματα μεταξύ του Πάπα στην Αβινιόν και του Γερμανού αυτοκράτορα Λουδοβίκου Δ΄, ώστε ο Λουδοβίκος να διακόψει την συμμαχία του με τον Εδουάρδο (1337). Ο Εδουάρδος απάντησε προσφέροντας καταφύγιο στον πρώην έμπιστο σύμβουλο του Φιλίππου Ροβέρτο Γ΄, κόμη του Αρτουά, τον οποίο καταδίωκε ο βασιλιάς του για θέματα πλαστογραφίας. Τότε ο Φίλιππος κήρυξε έκπτωτο τον Εδουάρδο από την περιοχή της Ακουιτανίας (1337).
Ο Εκατονταετής Πόλεμος (1339-1453) ξεκίνησε πλέον επίσημα, με τη Γαλλία να έχει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα, γιατί εκείνη την εποχή ήταν κράτος ισχυρότερο και πλουσιότερο σε σχέση με την Αγγλία. Άγγλοι και Γάλλοι πειρατές έκαναν σποραδικές επιδρομές για αντίποινα, ιδιαίτερα οι Γάλλοι ρήμαζαν τις πόλεις της Νότιας Αγγλίας. Συγκέντρωσαν στόλο στο Σλόις, αλλά στη Ναυμαχία του Σλόις το 1340, οι Άγγλοι επιτέθηκαν στο λιμάνι και κατέστρεψαν τα πλοία. Στην ξηρά ο Εδουάρδος συγκεντρώθηκε στις Κάτω Χώρες, που είχαν γίνει σύμμαχοί του με διπλωματία. Μια επιδρομή στην Πικαρδία (1339) τελείωσε άδοξα και ο Εδουάρδος, χωρίς να δώσει μάχη, δραπέτευσε στην Αγγλία μέσω της Φλάνδρας. Τον Ιούλιο 1340, ο Εδουάρδος επέστρεψε και άρχισε την πολιορκία του Τουρναί. Ο Φίλιππος έφερε στρατό κατά των πολιορκητών και ο Εδουάρδος χωρίς να δώσει μάχη επέστρεψε ξανά στην Αγγλία. Σε γενικές γραμμές οι Γάλλοι ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τα χτυπημένα από την πανώλη Αγγλικά στρατεύματα. Το 1343 ο Εδουάρδος, μέσω του Πάπα, έκανε πρόταση ειρήνης με αντάλλαγμα να αναλάβει εξολοκλήρου αυτός το δουκάτο της Ακουιτανίας, πράγμα που ο Φίλιππος αμέσως αρνήθηκε. H επόμενη επίθεση ήρθε το 1345, όταν ο Ερρίκος, δούκας του Λάνκαστερ, επέλασε και κατέλαβε την Ανγκουλέμ, ενώ δυνάμεις στη Βρετάνη υπό τον σερ Τόμας Ντάγκουορθ είχαν επιτυχίες. Οι Γάλλοι απάντησαν την άνοιξη του 1346 με μια οργανωμένη εκστρατεία κατά της Ακουιτανίας, όπου στρατός υπό τον Ιωάννη, δούκα της Νορμανδίας, πολιόρκησε τον Ερρίκο στο Εγκιγιόν. Μετά από προτροπή του εξόριστου Γάλλου ευγενή Γοδεφρείδου Χαρκούρ, ο Εδουάρδος επιτέθηκε στη Νορμανδία αντί της Ακουιτανίας. Οι Νορμανδοί ήταν ανέτοιμοι για πόλεμο, ενώ η κύρια μαχητική δύναμη των Γάλλων βρισκόταν στο Εγκιγιόν, φτάνοντας ως το Πουασσύ. Ο Φίλιππος επέστρεψε βιαστικά στο Παρίσι, ενώ ο Εδουάρδος προετοιμάστηκε για Μάχη στο Κρεσύ (1346).
Ο Φίλιππος αναγνώρισε τις θέσεις των Άγγλων την παραμονή της μάχης και αποφάσισε επίθεση την επόμενη μέρα. Ανέλπιστα ο Γαλλικός στρατός συντρίφτηκε, και ο Φίλιππος μόλις διέφυγε από την αιχμαλωσία. Αναβλήθηκε η πολιορκία της Εγκιγιόν και ο Νορμανδικός στρατός οπισθοχώρησε προς τα βόρεια. Ο Αγγλικός στρατός αποσύρθηκε από το Κρεσύ και άρχισε να πολιορκεί το Καλαί. Οι κάτοικοι αντιστάθηκαν πεισματικά και ο Εδουάρδος περιόρισε την πολιορκία κατά μήκος της διώρυγας. Με την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και την λεηλασία των Νορμανδικών περιοχών μπόρεσε να κρατήσει την πολιορκία, και έτσι η πόλη παραδόθηκε το 1347. Μετά την ήττα του Κρεσί και την απώλεια του Καλαί, η κατάσταση ήταν απελπιστικά εναντίον του Φίλιππου, που δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει χρήματα για νέες εκστρατείες. Το τελικό χτύπημα το έδωσε ο Μαύρος Θάνατος το 1348, η θανατηφόρα ασθένεια που έπληξε την Γαλλία και σκότωσε το ⅓ του Γαλλικού πληθυσμού, ανάμεσα στους οποίους και την βασίλισσα Ιωάννα.
β. Ιωάννης Β’ ο Αγαθός (1350 – 1364)
Ο Ιωάννης Β' ο Αγαθός (26 Απριλίου 1319 - 8 Απριλίου 1364) ήταν κόμης του Ανζού (ή Ανδεγαυία), κόμης του Μαιν, δούκας της Νορμανδίας (1332), κόμης του Πουατιέ (1344), δούκας της Ακουιτανίας (1345), δούκας της Βουργουνδίας (1361 - 1363) και βασιλιάς της Γαλλίας (1350 - 1364). Με τον γάμο του με την Ιωάννα Α' της Ωβέρνης, έγινε κόμης της Ωβέρνης και της Βουλώνης. Ήταν μέλος του οίκου των Βαλουά, γιος του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου ΣΤ' και της Ιωάννας της Βουργουνδίας. Αδιαφόρησε για τις διοικητικές ευθύνες του βασιλείου του και προτιμούσε να απολαμβάνει την πολυτελή βασιλική ζωή. Το 1354, ο γαμπρός του, Κάρολος Β' της Ναβάρρας, μπλέχτηκε στην δολοφονία του Γάλλου αξιωματούχου Κάρολου ντε λα Κέρντα. Αλλά, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμαχία στον αγώνα του κατά της Αγγλίας υπέγραψε με τον Κάρολο τον ίδιο χρόνο την συνθήκη της Μάντης. Δεν κράτησε πολύ και ο Ιωάννης εξασφάλισε συμμαχία με τον Ερρίκο, δούκα του Λάνκαστερ. Την επόμενη χρονιά υπέγραψε την Συνθήκη της Βαλόνης (1355) με τον Κάρολο, αφού ο Εκατονταετής Πόλεμος αναζωπυρώθηκε.
Στην Μάχη του Πουατιέ (1356) ενάντια στον πρίγκηπα Εδουάρδο τον Μαύρο (μεγαλύτερο γιο του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ'), υπέστη ταπεινωτική ήττα και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Αγγλία. Ως αιχμάλωτος του Άγγλου βασιλιά είχε πολλά προνόμια και του επιτράπηκε να ταξιδεύει και να απολαμβάνει βασιλική ζωή. Το 1360, κατάφερε να εξαγοράσει τελικά την ελευθερία του, αφήνοντας αντικαταστάτη στην ομηρία τον γιο του Λουδοβίκο του Ανζού (ή Ανδεγαυία), και του επιτράπηκε να επανέλθει στον θρόνο του στην Γαλλία. Ενώ ο Ιωάννης προσπαθούσε να βρει χρήματα για να πληρώσει το τεράστιο ποσό της εξαγοράς της ελευθερίας του, ο γιος του, Λουδοβίκος, που απολάμβανε τα ίδια βασιλικά προνόμια, δραπέτευσε εύκολα. Ο Ιωάννης παραδόθηκε πάλι στους Άγγλους, δηλώνοντας αδυναμία να εξαγοράσει την ελευθερία του. Τα κίνητρα του Ιωάννη παραμένουν σκοτεινά. Πέθανε στο Λονδίνο και το σώμα του μεταφέρθηκε στην Γαλλία. Με την πρώτη σύζυγό του, Μπόννη της Βοημίας, παιδιά του ήταν οι Κάρολος Ε' της Γαλλίας, Λουδοβίκος Α' του Ανζού (ή Ανδεγαυία), Ιωάννης του Μπερί, Φίλιππος Β' της Βουργουνδίας, Ιωάννα των Βαλουά, (1343 - 1373) που παντρεύτηκε τον Κάρολο Β' της Ναβάρας, Ισαβέλλα των Βαλουά, (1348 - 1372) που παντρεύτηκε τον Τζιαν Γκαλεάτζο Βισκόντι, δούκα του Μιλάνου.
γ. Κάρολος Ε΄ ο Σοφός (1364 – 1380)
Ο Κάρολος Ε΄ (Charles V, 21 Ιανουαρίου 1338 - 16 Σεπτεμβρίου 1380), αποκαλούμενος Σοφός, ήταν μονάρχης του οίκου των Βαλουά που κυβέρνησε ως βασιλιάς τη Γαλλία από το 1364 έως το θάνατό του, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Γαλλίας Ιωάννη Β΄ του Καλού και της Μπόννης του Λουξεμβούργου. Σύζυγός του ήταν η Ιωάννα των Βουρβόνων και παιδιά τους οι Ιωάννα της Γαλλίας, Ιωάννης της Γαλλίας, Βόννη της Γαλλίας, Ιωάννης, δελφίνος της Γαλλίας, Κάρολος ΣΤ΄ της Γαλλίας, Μαρία της Γαλλίας, Λουδοβίκος Α΄ της Ορλεάνης, Ισαβέλλα της Γαλλίας, και Αικατερίνη της Γαλλίας. Το 1349, ως νεαρός πρίγκιπας, ο Κάρολος Ε έλαβε από τον παππού του, βασιλιά Φίλιππο ΣΤ' της Γαλλίας, την επαρχία του Δελφινάτου για να τη διοικήσει.
Η βασιλεία του σημείωσε επιτυχία στον Εκατονταετή Πόλεμο, επαναφέροντας τις περισσότερες από τις χαμένες περιοχές από την Αγγλία με τη Συνθήκη του Μπρετινί. Με την άνοδο του πατέρα του στον θρόνο έγινε Δελφίνος της Γαλλίας, και είναι ο πρώτος πρίγκηπας που χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο τίτλο. Ο Κάρολος ήταν ικανός και έξυπνος κυβερνήτης αλλά αδύναμος στο σώμα του, ωχρός και συνεχώς άρρωστος σε πλήρη αντίθεση με τον εύρωστο και υγιέστατο πατέρα του σε βαθμό που κουτσομπολιά έλεγαν ότι δεν ήταν γιος του. Μετά την καταστροφική Μάχη του Πουατιέ (1356), στην οποία ο βασιλιάς Ιωάννης Β συνελήφθη αιχμάλωτος, οι ευγενείς και η κοινή γνώμη συσπειρώθηκαν ενάντια στον βασιλιά Ιωάννη που γνώρισε μεγάλη κατακραυγή. Από την κατακραυγή όμως γλύτωσαν τα παιδιά του, και έτσι ο Κάρολος Ε με τους αδελφούς του έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί στο Παρίσι. Ο δελφίνος προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα για την άμυνα της χώρας του, αλλά οι δυσαρεστημένοι οργανώθηκαν υπό τον Ετιέν Μαρσέλ, επόπτη των εμπόρων. Ο Μαρσέλ ζήτησε την απόλυση επτά βασιλικών υπουργών, και την απελευθέρωση του ευγενούς Καρόλου Β΄ της Ναβάρρας, που είχε φυλακιστεί από τον Ιωάννη Β΄, κατηγορούμενος για φόνο. Ως δελφίνος Κάρολος Ε απέρριψε τα αιτήματα τους και εγκατέλειψε το Παρίσι.
Σε μια προσπάθεια να μαζέψει φόρους, ο δελφίνος αποφάσισε να υποτιμήσει το νόμισμα. Ο Μαρσέλ τον προειδοποίησε ότι αυτό θα φέρει πολλές αντιδράσεις και έτσι αναγκάστηκε να ακυρώσει τα σχέδια του και να ξανακαλέσει Συνέλευση (1357), που του παρουσίασε ένα καταστατικό 61 άρθρων, με όλους τους μελλοντικούς φόρους, και εξέλεξαν 36μελές συμβούλιο της αρεσκείας τους με 12 μέλη ανά κάθε κρατίδιο. Ο Κάρολος εγγυήθηκε την θεσμική διάταξη, αλλά οι δυσαρεστημένοι ευγενείς πήραν μήνυμα του αιχμάλωτου στην Αγγλία βασιλιά Ιωάννη Β που τους υπενθύμιζε τη δική του θεσμική διάταξη. Ο Κάρολος έκανε σημαντικές προόδους στην επαρχία, κερδίζοντας την υποστήριξη τους. Αντίδραση προέβαλε μόνο ο Κάρολος της Ναβάρας, που ζήτησε τα ανύπαρκτα δικαιώματα του στον Γαλλικό θρόνο. Ο Μαρσέλ προφασίστηκε τον φόνο ενός πολίτη σε έναν ναό για να κάνει επίθεση στα ανάκτορα επικεφαλής 3.000 ανδρών σκοτώνοντας δυο τελετάρχες του Καρόλου μπροστά στα μάτια του. Ο Κάρολος προς στιγμή ειρήνευσε τα πλήθη, αλλά έστειλε την οικογένεια του ασφαλέστερα μακρυά από την πρωτεύουσα. Μετά την δολοφονία του Μαρσέλ από τον όχλο (1358), ο Κάρολος μπορούσε ασφαλέστερα με την οικογένεια του να επανέλθει στο Παρίσι και να συνεχίσει το έργο του. Έδωσε αμνηστία σε όλους εκτός από τους στενούς συνεργάτες του Μαρσέλ.
O Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας ζήτησε συνθήκη προκειμένου να απελευθερώσει τον πατέρα του Ιωάννη, (1359), απαιτώντας να του αποδοθούν όλες οι επαρχίες της Δυτικής Γαλλίας, και το ιλιγγιώδες ποσό των 4.000.000 γαλλικών εκιού ως λύτρα. Ο Κάρολος απέρριψε την πρόταση και ο Εδουάρδος Γ΄ βρήκε αφορμή να επιτεθεί ξανά στην Γαλλία. Ο Κάρολος είχε εμπιστοσύνη στην άμυνα που είχε οργανώσει και απαγόρευσε στους στρατιώτες του τις απευθείας συγκρούσεις με Άγγλους. Ο Εδουάρδος έφτασε τον Μάρτιο στο Παρίσι. Ο Κάρολος περιτείχισε το Παρίσι ανεγείροντας το τεράστιο αμυντικό συγκρότημα της Βαστίλλης. Ο Εδουάρδος κυρίευε και κατέστρεφε της επαρχίες της χώρας αποφεύγοντας να έρθει σε απευθείας σύγκρουση με τον Κάρολο, θέλοντας να τον εξαναγκάσει να παραδοθεί. Η Συνθήκη του Μπρετινί έφερε το 1/3 της Δυτικής Γαλλίας (με την Ακουιτανία) στα χέρια των Άγγλων, ενώ έριξε το ποσό των λύτρων στα 3.000.000 γαλλικά εκιού. Ο Ιωάννης απελευθερώθηκε δίνοντας ως εγγύηση στους Άγγλους τον δεύτερο γιο του, Λουδοβίκο Α΄ του Ανζού (ή Ανδεγαυία).
Ενώ ο πατέρας του κέρδισε την ελευθερία του, ο Κάρολος ζούσε μια προσωπική τραγωδία, αφού η τρίχρονη κόρη του, Ιωάννα, και η κόρη του Μπόννη πέθαναν μέσα σε δύο βδομάδες. Ο ίδιος δήλωσε «δυστυχής όσο ποτέ», ενώ τα μαλλιά του και τα νύχια του έπεσαν. Μερικοί υποθέτουν ότι δηλητηριάστηκε από αρσενικό. Μετά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία, ο Ιωάννης ήταν ανίκανος και αναποτελεσματικός σε σχέση με πρωτύτερα. Ο γιος του, Λουδοβίκος, δραπέτευσε και ο Ιωάννης αποφάσισε να επιστρέψει στην αιχμαλωσία. Έφθασε τον Ιανουάριο του 1364 στο Λονδίνο, αρρώστησε και σε τρεις μήνες πέθανε.
Ο νέος βασιλιάς Κάρολος Ε ήταν πολύ έξυπνος αλλά ταυτόχρονα αμίλητος και μυστικοπαθής. Είχε οξύ βλέμμα, μεγάλη μύτη, και ένα ωχρό, θανατερό παρουσιαστικό. Υπέφερε από ουρική αρθρίτιδα στο δεξί χέρι και απόστημα στον αριστερό του βραχίονα, ίσως λόγω της προσπάθειας δηλητηριασμού του το 1359. Οι γιατροί τού έδιναν περιθώριο λίγες μέρες ζωής, αλλά αυτός κατάφερε να ζήσει άλλα 16 χρόνια συνεχώς περιμένοντας τον θάνατό του. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τη λύπη του στο θάνατο της συζύγου του, Ιωάννας των Βουρβόνων, και των πέντε από τα παιδιά του, που πέθαναν νωρίτερα από αυτόν. Οι στόχοι του όταν ανέβηκε στον θρόνο ήταν να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη από την Αγγλία και να απαλλάξει τη γη του από φιλοχρήματες ομάδες που λεηλατούσαν τον τόπο. Προσέγγισε έναν ευγενή από την Βρετάννη, τον Βερτράνδο του Γκεσλίν, μοναδικό στις πολεμικές ικανότητες. Ο Γκεσλίν νίκησε τον Κάρολο Β΄ της Ναβάρας και απαλλάχτηκε από την επανάσταση ευγενών στο Παρίσι.
Ο Κάρολος αιχμαλωτίστηκε, αλλά σε λίγο ελευθερώθηκε. Προσέλαβε μισθοφόρους σε μια σταυροφορία στην Ουγγαρία, αλλά αυτοί είχαν στο μυαλό τους την λεηλασία και οι κάτοικοι του Στρασβούργου δεν τους επέτρεψαν να διασχίσουν τον Ρήνο. Ο Κάρολος έστειλε μισθοφορικές ομάδες υπό τον Γκεσλίν στον εμφύλιο πόλεμο στην Καστίλη μεταξύ του Πέτρου της Καστίλης και του αδελφού του, Ερρίκου. Ο Πέτρος υποστηρίχθηκε από την Αγγλία, ενώ ο Ερρίκος από την Γαλλία. Ο Γκεσλίν και οι άντρες του οδήγησαν το 1365 τον Πέτρο έξω από την Καστίλλη. Τότε επενέβη ο πρίγκηπας Εδουάρδος ο Μαύρος και στη μάχη του Ναβαρέτου (1367) οι Άγγλοι κατατρόπωσαν τον Γκεσλίν. Παρά την ήττα, η καταστροφή πολλών μισθοφόρων απάλλαξε προσωρινά τους Γάλλους από τις λεηλασίες τους.
Ο πρίγκηπας Εδουάρδος ο Μαύρος γινόταν στην Γασκώνη όλο και περισσότερο αυταρχικός, και οι ευγενείς προσέτρεξαν στον Κάρολο για βοήθεια. Όταν ο Μαύρος αρνήθηκε να απαντήσει στα αιτήματά τους, ο Κάρολος που δεν ζήτησε ποτέ για λογαριασμό του την Γασκώνη, αν και την δικαιούταν, τον κήρυξε έκπτωτο κηρύσσοντας πόλεμο εναντίον του (1369). Ο Κάρολος επέλεξε στρατηγική φθοράς του αντιπάλου του. Οι Γάλλοι βοηθήθηκαν από τον Γκεσλίν και τις μονάδες της Καστίλης, καθώς και από την κακή υγεία του Μαύρου που είχε καταληφθεί από υδροψία. Ο Βερτράνδος του Γκεσλίν διορίστηκε (1370) αρχιστράτηγος του Γαλλικού κράτους και προσπάθησε με επιδρομές και δωροδοκίες να αποσπάσει τις Γαλλικές πόλεις από την Αγγλική επιρροή. Οι Άγγλοι ήταν εξασθενημένοι από την απώλεια του αρχηγού τους και ο Κάρολος μπόρεσε να έχει επιρροή σε όλη την Γαλλία εκτός από το Καλαί και την Ακουιτανία, καταργώντας την Συνθήκη του Μπρετινί.
To 1376 o Πάπας Γρηγόριος ΙΑ΄ αποφάσισε να μετακινήσει την έδρα του στη Ρώμη μετά από 70 χρόνια που είχε παραμείνει στην Αβινιόν. Ο Κάρολος, για να περιορίσει τα αρνητικά σχόλια εναντίον του, προσπάθησε να πείσει τον Πάπα να παραμείνει στη Γαλλία. Ο Πάπας πέθανε τον Μάρτιο του 1378, και οι καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν για να εκλέξουν διάδοχο. Εξέλεξαν έναν κοινό θνητό, τον Βαρθολομαίο Πρίγκαμο, αρχιεπίσκοπο του Μπάρι, ως πάπα Ουρβανό ΣΤ. Ο νέος Πάπας γρήγορα αποξένωσε τους καρδιναλίους του, κατακρίνοντας την φαυλότητα τους, και περιορίζοντας τις περιοχές από τις οποίες δέχονταν εισοδήματα. Οι καρδινάλιοι εξέλεξαν ως πάπα τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου τον Ροβέρτο της Γένοβας ως Κλήμεντα Ζ΄. Οι Γάλλοι καρδινάλιοι κινήθηκαν γρήγορα να λάβουν την υποστήριξη του Καρόλου. Θεολογικό λάθος στο οποίο είχε υποπέσει το Πανεπιστήμιο των Παρισίων υποχρέωσε τον Κάρολο να αναγνωρίσει τον Κλήμεντα ως πάπα και να ξεχάσει την υποστήριξη του στον Ουρβανό. Η υποστήριξη του Καρόλου στον Κλήμεντα δημιούργησε νέο παπικό σχίσμα που μοίρασε την Ευρώπη στα δύο για 40 χρόνια.
Ο Κάρολος ξόδεψε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εδραιώνοντας την εξουσία του στην Νορμανδία. Οι αυξημένοι φόροι για να καλυφθούν τα έξοδα που έφεραν οι πόλεμοι του με την Αγγλία έφεραν μεγάλη δυσαρέσκεια στον λαό. Τον Σεπτέμβριο του 1380, το απόστημα που είχε στο αριστερό χέρι χειροτέρευσε και κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του. Λίγο πριν τον θάνατό του, φοβούμενος την απώλεια της ψυχής του, εισηγήθηκε την κατάργηση των υψηλών φόρων και την δημιουργία νέας οικονομικής πολιτικής. Ο βασιλιάς πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1380 και τον διαδέχθηκε ο 12χρονος γιος του, Κάρολος ΣΤ.
δ. Κάρολος ΣΤ΄ ο Πολυφίλητος (1380 – 1422)
Ο Κάρολος ΣΤ΄ ο Πολυφίλητος (Charles VI de France, 3 Δεκεμβρίου 1368 - 21 Οκτωβρίου 1422) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1380-1422). Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Καρόλος Ε΄ και η Ιωάννα των Βουρβόνων. Σε ηλικία 12 ετών στέφθηκε (1380) βασιλιάς της Γαλλίας στον καθεδρικό ναό της Ρεμς. Νυμφεύτηκε το 1385 την Ισαβέλλα της Βαυαρίας και παιδιά τους ήταν οι Ισαβέλλα (1389 - 1409), που παντρεύτηκε τον Ριχάρδο Β' βασιλιά της Αγγλίας, Ιωάννα της Γαλλίας (1391–1433), Μαρία (1393 -1438), Μιχαέλα του Βαλουά, Λουδοβίκος (1397 - 1415), Ιωάννης (1398 - 1417), Κατερίνα Βαλουά και Κάρολος Ζ΄ ο Νικητής. Μέχρι την ηλικία που ανέλαβε την βασιλεία, η Γαλλία ήταν υπό τον θείο του Φίλιππο τον Ισχυρό. O Κάρολος Δ΄ έγινε γνωστός ως Κάρολος ο Αγαπητός (Πολυφίλητος), αλλά και ως Κάρολος ο Παράφρων, κατά την διάρκεια της αρρώστιάς του με συμπτώματα ψύχωσης. Τα συμπτώματα των ασθενειών του, τα οποία κατά ιατρικές διαγνώσεις ήταν σχιζοφρένεια, τον συνόδευαν σε όλη του την ζωή. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά το 1392, όταν ο φίλος και σύμβουλος του, Ολιβιέ ντε Κλισόν, υπήρξε το θύμα σε μια αποτυχημένη απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ο Κλισόν διασώθηκε, αλλά ο Κάρολος ΣΤ ήθελε να τιμωρήσει τον υποψήφιο δολοφόνο, Πιέρ ντε Κραόν, που κατέφυγε στην Βρεττάνη. Σύγχρονοι του λένε ότι λίγο πριν την εκστρατεία ο Κάρολος παρουσίασε συμπτώματα υψηλού πυρετού και δυσκολίας στην ομιλία. Η πρόοδος του στρατού του Κάρολου ήταν πολύ αργή και αυτό τον οδήγησε σε μια μανία ανυπομονησίας.. Ενώ διέσχιζε το δάσος, ένας ρακένδυτος, ανυπόδητος άντρας όρμηξε στο βασιλικό άρμα παρακαλώντας τον βασιλιά με κραυγές να μην προχωρήσει, να επιστρέψει πίσω λόγω του ότι προδόθηκε. Οι συνοδοί του βασιλιά χτύπησαν τον ζητιάνο, αλλά δεν τον απομάκρυναν και συνέχιζε τις κραυγές για μισή ώρα ακόμα. Τότε έπιασε τον βασιλιά κρίση τρέλας: Ορυώμενος έβγαλε το ξίφος του και επιτέθηκε κατά των ίδιων των στρατιωτών του. Μέσα σε αυτό το ντελίριο σκότωσε ο ίδιος πολλούς ευγενείς του.
Ο θείος του Καρόλου ΣΤ, Φίλιππος ο Ισχυρός, προσπάθησε στην συνέχεια να δυσφημίσει τους συμβούλους του. Ήταν η έναρξη μιας βεντέτας ανάμεσα στο βασίλειο της Γαλλίας και στο δουκάτο της Βουργουνδίας που κράτησε 85 χρόνια. Μετά από μια νέα κρίση το 1393, ξέχασε την ταυτότητα και το όνομα του. Η γυναίκα του τρομοκρατήθηκε, γιατί δεν αναγνώριζε αυτήν και τα παιδιά τους. Περιπλανήθηκε στα ανάκτορα και αρνήθηκε για μήνες να πλυθεί. Τον Ιανουάριο του 1393, η βασίλισσα Ισαβέλλα της Βαυαρίας οργάνωσε γιορτή για τους γάμους μιας από τις ευγενείς. Ο βασιλιάς με πέντε ακόμα άρχοντες ντύθηκαν σαν άγριοι άντρες και άρχισαν να χορεύουν δεμένοι μεταξύ τους. Τα ενδύματα τους ήταν καλυμμένα με κερί και πίσσα, ώστε να δίνουν την εντύπωση μαλλιαρών αντρών. Σε πρόβλεψη του επερχόμενου κινδύνου πυρκαγιάς, αφού υπήρχαν στο δωμάτιο πολλά αναμμένα κεριά, ο αδελφός του βασιλιά, Λουδοβίκος δούκας της Ορλεάνης, έτρεξε μέσα να προλάβει με ένα αναμμένο κερί. Ένας χορευτής έπιασε φωτιά, επικράτησε πανικός και η δούκισσα του Μπερί που αναγνώρισε τον Κάρολο έτρεξε να τον καλύψει με τα ενδύματα της και να γλυτώσει την ζωή του. Τέσσερις από τους υπόλοιπους άντρες βρήκαν τραγικό θάνατο και το περιστατικό έμεινε γνωστό σαν «ο χορός των καιόμενων αντρών». Ο Λουδοβίκος δολοφονήθηκε (1407) από τον πολιτικό του αντίπαλο Ιωάννη τον Ισχυρό.
Η στέψη του βασιλιά Καρόλου ΣΤ΄ ήταν η απαρχή ενός σκληρού πολέμου με την Αγγλία και η συνέχιση του περίφημου Εκατονταετούς Πολέμου σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Μία προσπάθεια ειρήνης έγινε το 1396, όταν η κόρη του Καρόλου, η επτάχρονη Ισαβέλλα του Βαλουά, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Β΄, αλλά η ειρήνη δεν κράτησε πολύ. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Ε΄ εκμεταλλευόμενος την εξασθένηση της Γαλλίας λόγω του εμφύλιου πολέμου μεταξύ της βασιλικής οικογένειας και του δουκάτου της Βουργουνδίας, επιτέθηκε στην Γαλλία που ηττήθηκε στην Μάχη του Αζινκούρ το 1415. Ο βασιλιάς Κάρολος ΣΤ΄, σε μια νέα κρίση τρέλας ανακήρυξε σαν διάδοχο του στον γαλλικό θρόνο τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Ε΄, που τον αρραβώνιασε με την κόρη του, Αικατερίνη του Βαλουά. Ταυτόχρονα με την Συνθήκη του Τρουά αποκλήρωσε τον γιο του και τον κήρυξε νόθο (1420). Όλος ο λαός πλέον καθώς και η Ιωάννα της Λωρραίνης πίστεψαν πλέον ότι η βασιλεία του ήταν πολύ επικίνδυνη για την χώρα λόγω της παρατεταμένης ασθένειας του. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Κάρολος Ζ΄.
ε. Κάρολος Ζ΄ ο Νικηφόρος (1422 – 1461)
Ο Κάρολος Ζ΄ ο Νικηφόρος (Charles VII de France, 22 Φεβρουαρίου 1403 - 22 Ιουλίου 1461) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας από το 1422 έως το θάνατό του το 1461, αν και η νομιμότητά του αμφισβητήθηκε από τον Ερρίκο ΣΤ' της Αγγλίας. Ήταν πέμπτος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου ΣΤ΄ του Παράφρονα, και της Ισαβέλλας της Βαυαρίας μέλος του οίκου των Βαλουά. Η διαδοχή του αμφισβητήθηκε από τους Άγγλους που κατείχαν τότε την βόρεια Γαλλία. Σύζυγός του ήταν η Μαρία του Ανζού (ή Ανδεγαυία) και παιδιά τους οι Λουδοβίκος ΙΑ΄ της Γαλλίας, Γιολάντα του Βαλουά, Μαγδαληνή του Βαλουά, Κάρολος του Βαλουά, δούκας του Μπερί, Ιωάννα του Βαλουά, δούκισσα των Βουρβόνων, Αικατερίνη του Βαλουά και Κάρολος Η της Γαλλίας. Στέφθηκε βασιλιάς στη Ρενς το 1429, εν μέσω των απεγνωσμένων προσπαθειών της Ζαν ντ' Αρκ να απελευθερώσει την Γαλλία από τους Άγγλους. Οι τέσσερις μεγαλύτεροι αδελφοί του πέθαναν πρόωρα πριν από τον πατέρα τους και άτεκνοι.
Με την άνοδο του στον τίτλο του δελφίνου τράπηκε σε φυγή στο Παρίσι (1418) αφού οι στρατιώτες του Ιωάννη του ισχυρού επιχειρούσαν να καταλάβουν την πόλη. Ο δελφίνος πανικόβλητος προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τον Ιωάννη, προτείνοντάς του να συναντηθούν στην γέφυρα του ποταμού Πουιγί κοντά στο Μελίν για να κηρύξουν ειρήνη μεταξύ τους. Η συνάντηση δεν έφερε ικανοποιητικά αποτελέσματα και ο δελφίνος ζήτησε νέα συνάντηση στις 10 Σεπτεμβρίου 1419 στη γέφυρα του Μοντερώ. Εκεί ο Ιωάννης δολοφονήθηκε από τους άντρες του δελφίνου. Οι προθέσεις του Καρόλου απέναντι στην οικογένεια του δούκα είναι αμφιλεγόμενες. Τελικά αργότερα συμφιλιώθηκε με τον γιο του Φίλιππο τον Καλό, πληρώνοντας αποζημίωση για τον φόνο.
Στα εφηβικά του χρόνια φημιζόταν για την μεγάλη του γενναιότητα, ανδρεία, και τις ηγετικές του ικανότητες. Οδήγησε στρατό κατά της Αγγλίας ντυμένος στα κόκκινα, μπλε και άσπρα, τα εθνικά χρώματα της Γαλλίας. Το έμβλημα του ήταν μια σφιχτή γροθιά που αγκάλιαζε ένα γυμνό σπαθί. Όμως δυο γεγονότα του 1421 κλόνισαν την αυτοπεποίθησή του: Σε μάχη με τον Ερρίκο Ε΄ της Αγγλίας αναγκάστηκε να υποχωρήσει, και κατόπιν οι γονείς του τον αποκήρυξαν από την διαδοχή του θρόνου, ισχυριζόμενοι ότι ήταν καρπός μιας από τις περιβόητες εξωσυζυγικές σχέσεις της μητέρας του. Ντροπιασμένος και φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε στην Αραγωνία, στη Νότια Γαλλία, όπου τέθηκε υπό την προστασία της βασίλισσας Γιολάντας, που τον πάντρεψε με την κόρη της, Μαρία του Ανζού (ή Ανδεγαυία).
Με τον θάνατο του πατέρα του, βασιλιά Καρόλου ΣΤ΄, η διαδοχή ήταν αμφίβολη αφού υπήρχαν τρεις διεκδικητές του θρόνου: Ο ίδιος, ως μεγαλύτερος επιζών γιος του πατέρα του. Ο δούκας της Ορλεάνης, που ήταν αιχμάλωτος των Άγγλων. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος ΣΤ΄, που ήταν γιος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ε΄, και της Αικατερίνης Βαλουά, κόρης του Καρόλου ΣΤ΄. Ο ίδιος ο πατέρας του σε μια στιγμή παραφροσύνης τον όρισε διάδοχο του θρόνου του. Οι Άγγλοι, που εκείνη την εποχή είχαν υπό τον πλήρη έλεγχο τους ολόκληρη τη βόρεια Γαλλία, οπότε απαιτούσαν να έχουν και βασιλικά δικαιώματα, εγκατέστησαν στη Νορμανδία μια τοπική αντιβασιλεία. Ο Κάρολος παρόλα αυτά αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον Άγγλο ανεψιό του ως βασιλιά, ζητώντας δικαιολογημένα τον τίτλο για τον εαυτό του. Αλλά παρέμεινε στην Νότια Γαλλία και από φόβο δεν πραγματοποίησε καμιά εκστρατεία εναντίον των Άγγλων. Προσπάθησε να συγκεντρώσει δυνάμεις διοικώντας μια αυλή περιπλανώμενη στην κοιλάδα του Λίγηρα. Επέτρεπε έτσι στην Αγγλία με την απουσία του να ισχυροποιήσει την δύναμη της στην βόρεια Γαλλία. Το 1429 όμως τα πράγματα άλλαξαν, με την Ορλεάνη να βρίσκεται υπό πολιορκία από τους Άγγλους από τον Οκτώβριο του 1428.
Ο Άγγλος αντιβασιλιάς δούκας του Μπέντφορντ (θείος του Ερρίκου ΣΤ΄), προωθήθηκε προς το δουκάτο του Μπαρ που το κυβερνούσε ο Ρενέ, γαμπρός του Καρόλου, με τους στρατιώτες του Καρόλου για άλλη μια φορά να τρομοκρατούνται. Τότε σε ένα μικρό χωριό, το Ντομρεμύ, στα σύνορα μεταξύ Λωρραίνης και Καμπανίας, μια έφηβη κοπέλα, η Ζαν ντ' Αρκ (Ιωάννα της Λωρραίνης) διακήρυξε ότι ήταν απεσταλμένη του θεού ζητώντας από τον Ρενέ στρατό και ενισχύσεις για τον δελφίνο Κάρολο. Εφοδιάστηκε από τον δούκα με ένα γράμμα και πέντε βετεράνους στρατιώτες, και κατευθύνθηκε στο Σινόν, τον τόπο διαμονής του Καρόλου, όπου έφτασε στις 10 Μαρτίου 1429. Ο Κάρολος αμφέβαλλε αρχικά για την αξιοπιστία της κοπέλας που δεν είχε ξαναδεί. Για να την δοκιμάσει πήγε να την υποδεχτεί με τα ρούχα ενός απλού αυλικού. Παρόλα αυτά η Ζαν τον αναγνώρισε αμέσως, λέγοντας του: "να έχεις γλυκιά ζωή αφέντη βασιλιά μου". Έκπληκτος και γεμάτος εμπιστοσύνη για την κοπέλα, την έστειλε να βοηθήσει την κατάσταση στην Ορλεάνη, της οποίας την πολιορκία η Ιωάννα κατάφερε να άρει σε εννέα μόλις ημέρες. Έτσι ο Κάρολος άρχισε τις προετοιμασίες για να πάρει πίσω τους βασιλικούς τίτλους που του ανήκαν. Σημαντική βοήθεια του παρείχε η ισχυρότατη οικογένεια της συζύγου του Μαρίας του Ανζού (1404 - 1463) και η πεθερά του Γιολάντα της Αραγωνίας. Μετά τη νίκη των Γάλλων στην Μάχη του Παταί ο Κάρολος στέφθηκε στη Ρεμς (17 Ιουλίου 1429) βασιλιάς της Γαλλίας, ως Κάρολος Ζ΄. Μέσα σε δύο δεκαετίες ανακατέλαβε ολόκληρη τη Γαλλία από τους Άγγλους, εκτός από το βορειότερο σημείο, το ακρωτήρι του Καλαί.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της τεράστιας εχθρότητάς του με τον γιο και διάδοχό του, Λουδοβίκο ΙΑ΄. Ο δελφίνος ζητούσε περισσότερες δυνάμεις στα χέρια του και πραγματική εξουσία, που ο Κάρολος του αρνήθηκε. Τότε ο Λουδοβίκος σχεδίασε σκευωρία για να εκθρονίσει τον πατέρα του, ενώ πρόσβαλλε έντονα την ερωμένη του Καρόλου Αγνή Σορέλ, φέρνοντας την με την απειλή ενός σπαθιού μπροστά στο κρεβάτι του πατέρα του. Το 1446 με τη γέννηση του τελευταίου του γιου Καρόλου, ο Κάρολος Ζ΄ εξόρισε τον Λουδοβίκο χωρίς να τον ξαναδεί ποτέ στην ζωή του.
Το 1458 ο Κάρολος αρρώστησε αφού μια πληγή στο γόνατο (από διαβήτη ή σύφιλη) δεν έκλεινε, προκαλώντας του υψηλό πυρετό. Ο Κάρολος νόμιζε ότι πλησίαζε το τέλος του και κάλεσε τον γιο του Λουδοβίκο να έρθει από την εξορία και να αναλάβει την εξουσία αφού πρώτα συμφιλιωθούν. Ο Λουδοβίκος αρνήθηκε έντονα και κάλεσε τους διασημότερους αστρολόγους να προβλέψουν πότε θα πεθάνει ο πατέρας του ώστε να επιστρέψει στην Γαλλία μετά το θάνατό του. Οι αστρολόγοι του απάντησαν ότι ο πατέρας του θα πέθαινε σε δυόμισι χρόνια. Πραγματικά για δυόμισι χρόνια η κατάσταση της υγείας του βασιλιά χειροτέρευε αλλά δεν πέθαινε, μένοντας ωστόσο κατάκοιτος. Μετά από δυόμισι χρόνια ένα νέο απόστημα που άρχισε ολοένα να μεγαλώνει εμφανίστηκε στο στόμα του. Τότε ο Κάρολος κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του και έκανε νέα έκκληση στον γιο του να έρθει. Ο ισχυρογνώμων και κακόβουλος προς τον πατέρα του διάδοχος για άλλη μια φορά αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα επιστρέψει μόνο μετά τον θάνατό του. Τελικά το απόστημα μεγάλωσε τόσο πολύ που ο Κάρολος δεν μπορούσε ούτε καν να μιλήσει και να φάει. Έτσι, στις 22 Ιουλίου 1461, πέθανε από ασιτία.
δ. Ερρίκος Ε΄ (1106 – 1125)
Ο Ερρίκος Ε΄ (γερμανικά Heinrich V, 11 Αυγούστου 1086 – 23 Μαΐου 1125) γεννήθηκε στην ιστορική πόλη Γκόσλαρ, της ορεινής περιοχής Χαρζ της Κάτω Σαξονίας, και το 1106, έγινε βασιλιάς των Γερμανών και από το 1111 αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι το θάνατό του το 1125. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ και υπήρξε ο τέταρτος και τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Σάλιων Φράγκων.
Η βασιλεία του Ερρίκου Ε΄ συνέπεσε με την τελική φάση της μεγάλης διαμάχης και της αμφισβήτησης του παπισμού, που είχαν προκαλέσει τις εντάσεις του Πάπα εναντίον του αυτοκράτορα. Με τη διευθέτηση του Κονκορδάτου της Βορμς, ο Ερρίκος Ε παραδόθηκε στις απαιτήσεις της δεύτερης γενιάς των Γρηγοριανών μεταρρυθμιστών. Έχοντας εισέλθει στη Ρώμη και ορκιστεί με τους συνήθεις όρκους, ο βασιλιάς Ερρίκος Ε΄ παρουσιάστηκε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στις 12 Φεβρουαρίου του 1111, για τη στέψη του και την επικύρωση της συνθήκης, και στη συνέχεια, ο Πάπας Πασχάλης Β΄ τον έστεψε αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις 13 Απριλίου του ιδίου έτους. Το 1124, ηγήθηκε της εκστρατείας εναντίον του Λουδοβίκου ΣΤ΄ της Γαλλίας, και έστρεψε τα όπλα του εναντίον των πολιτών της Βορμς. Την 23η Μαΐου του 1125 ο Ερρίκος πέθανε σε χώρο ελλιμενισμού στην Ουτρέχτη, και θάφτηκε στον Καθεδρικό Ναό του Σπάιερ. Η καρδιά και τα σπλάγχνα του είναι θαμμένα στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μαρτίνου, στην Ουτρέχτη. Αφού δεν απέκτησε νόμιμα τέκνα, άφησε τα υπάρχοντά του στον ανεψιό του, Φρειδερίκο Β΄ της Σουηβίας, έτσι με το θάνατό του, εξαφανίστηκαν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Σάλιων Φράγκων.
ε. Λοθάριος Β΄ (1125 – 1137)
Ο Λοθάριος Β (Lothair II ή Lothair III(1075 – 1137, <Κλεοθάριος <κλέος [=δόξα] + θάρρος = ένδοξος για το θάρρος του {το όνομα εξελίχθηκε στα γαλλικά σε gloire [= δόξα, αγγλ. glory]}), καταγόμενος από τον οίκο των Supplinburg, ήταν δούκας της Σαξονίας και βασιλιάς της Γερμανίας (1125-1137), γιος του κόμη Γκέμπχαρντ των Σούπλινμπουργκ. Μητέρα του ήταν η Χέντγουϊκ του Φόρμαχ, σύζυγός του η Ριτσέντσα του Νόρχαϊμ και κόρη του η Γερτρούδη του Σουπλίγκενμπουργκ. Η άνοδό του στο θρόνο, σε ηλικία 50 ετών, υποστηρίχτηκε από τον αυτοκρατορικό καγκελλάριο Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς, παρά το γεγονός ότι δεν είχε άρρενες απογόνους. Η βασιλεία του άρχισε με μία ανεπιτυχή εκστρατεία κατά της Βοημίας και στη συνέχεια αντιμώπισε ταραχές από τις συνεχείς ραδιουργίες του δούκα Φρειδερίκου Β της Σουηβίας, από την ανερχόμενη οικογένεια των Χοενστάουφεν (Hohenstaufen) και του δούκα Κονράδου της Φραγκονίας. Στις σχέσεις του με τον πάπα τήρησε υποχωρητική στάση, παραγνωρίζοντας την εμφανή παπική ανάμιξη σε θέματα πολιτικής εξουσίας. Πέθανε επιστρέφοντας από μία επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον του Νορμανδικού βασιλείου της Σικελίας. Ο θάνατός του σηματοδότησε την ανάληψη της εξουσίας από την Δυναστεία των Χοενστάουφεν.
Η Δυναστεία των Χοενστάουφεν (Hohenstaufen 1137 – 1254) ουσιαστικά άρχισε με την βασιλεία του Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσα (1152 – 1190), ενός από τους αξιολογότερους Γερμανούς μονάρχες του Μεσαίωνα, ο οποίος ανάλωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του σε αμφιλεγόμενες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και στην εξουδετέρωση του ισχυρού δούκα της Σαξονίας Ερρίκου του Λέοντα, με τελικό αποτέλεσμα την πρόσκαιρη ενδυνάμωση της αυτοκρατορικής ισχύος. Η πολιτική αστάθεια όμως έγινε και πάλι φανερή μετά τον θάνατο του Ερρίκου ΣΤ΄ (1190 – 1197) όταν ο αυτοκρατορικός τίτλος διεκδικήθηκε ταυτόχρονα από τον Φίλιππο της Σουηβίας και τον Όθωνα του Μπράουνσβαϊχ, για να καταλήξει τελικά, με υποστήριξη του Πάπα, στον εγγονό του Μπαρμπαρόσα Φρειδερίκο Β΄ (1215 – 1250), ο οποίος προσπάθησε να κυριαρχήσει ταυτόχρονα στην Σικελία, την Ιταλία και την Γερμανία, αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραχωρήσει περισσότερα προνόμια στον κλήρο και τους ευγενείς, διαιρώντας ταυτόχρονα την Αυστρία σε δύο δουκάτα (Αυστρία και Στύρια).
α. Κονράδος Γ΄ (1137 – 1152)
Ο Κονράδος Γ΄ (γερμ. Konrad III der Staufer, 1093 – 15 Φεβρουαρίου 1152) ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Γερμανίας από τη δυναστεία των Χοενστάουφεν, γιος του Φρειδερίκου Α΄ δούκα της Σουηβίας και της Αγνής, κόρης του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄. Το 1115 ο Κονράδος Γ ορίστηκε δούκας της Φραγκονίας από τον θείο του Ερρίκο Ε΄. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε αντιβασιλιάς της Γερμανίας μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φρειδερίκο Β΄ της Σουηβίας. Με τον θάνατο του Ερρίκου, το 1125, ο Κονράδος Γ προσπάθησε ανεπιτυχώς να βοηθήσει τον μεγάλο του αδελφό να γίνει βασιλιάς της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα. Αργότερα τον Δεκέμβριο του 1127 με την υποστήριξη της Σουηβίας και του δουκάτου της Αυστρίας εκλέχτηκε αντιβασιλιάς στην Νυρεμβέργη. Ο Κονράδος Γ πέρασε τις Άλπεις για να στεφθεί βασιλιάς της Ιταλίας από τον Άνσελμο Ε΄ αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου. Τα δύο επόμενα χρόνια δεν έκανε τίποτε σημαντικό στην Ιταλία και επέστρεψε στη Γερμανία (1130). Αυτός και ο αδελφός του προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσουν τον Λοθάριο Β και τελικά, το 1135, δήλωσαν την υποταγή τους και ο Λοθάριος Β επέστρεψε τα παλιά τους εδάφη.
Μετά τον θάνατο του Λοθάριου Β, εκλέχτηκε βασιλιάς της Γερμανίας στις 7 Μαρτίου 1138 και στέφθηκε στο Άαχεν 6 μέρες αργότερα. Παρέδωσε το δουκάτο της Σαξονίας στον Αλβέρτο τον Γενειοφόρο και της Βαυαρίας στον Λεοπόλδο Γ΄, μαγράβο της Αυστρίας κρατώντας ο ίδιος την ψιλή κυριαρχία. Ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των οικογενειών των Γουέλφων και Γιβελίνων αργότερα επεκτάθηκε νοτιότερα στην Ιταλία. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου (1139) ο πόλεμος συνεχίστηκε με τον γιο του, Ερρίκο τον Λέοντα, και αργότερα τον αδελφό του, Ουέλφο ΣΤ΄. Τελικά ο Ουέλφος ΣΤ ηττήθηκε εξαναγκαζόμενος τον Μάιο του 1142 να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον Κονράδο Γ στη Φραγκφούρτη. Την ίδια χρονιά ο Κονράδος Γ εισήλθε στη Βοημία τοποθετώντας πρίγκηπα τον γαμπρό του Βλαδισλάβο Γ΄. Το 1146, ενώθηκε με τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄ και τον Τιερί της Αλσατίας, κόμη της Φλάνδρας, για να συμμετάσχει στη Β΄ Σταυροφορία, αφήνοντας βασιλιά τον γιο του, Ερρίκο Βερεγκάριο. Με 20.000 στρατό πέρασαν από την Ουγγαρία και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1146.
Αντί να ακολουθήσει στη συνέχεια τα χριστιανοκρατούμενα παράλια της Ανατολίας, επέλεξε να περάσει από την ενδοχώρα της Ανατολίας. Ως αποτέλεσμα, στις 25 Οκτωβρίου 1147 συνετρίβη από τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μάχη του Δορυλαίου, όπου οι περισσότεροι στρατιώτες του σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ δραπέτευσε μόνο αυτός και οι ευγενείς του. Οι 2.000 Γερμανοί που σώθηκαν κατέφυγαν στη Νίκαια, όπου πολλοί από αυτούς αποστάτησαν και προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Γερμανία. Ο Κονράδος, με συνοδεία Γάλλων, ενώθηκε με τον κύριο στρατό του Λουδοβίκου Ζ στο Λοπάδιο. Λίγο αργότερα αρρώστησε στην Έφεσο και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να αναρρώσει, στην αυλή του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, ο οποίος του παρέσχε ιατρική φροντίδα αυτοπροσώπως. Μετά την ανάρρωσή του, μέσω της Άκρας έφτασε στα Ιεροσόλυμα.
Συμμετείχε στην αποτυχημένη πολιορκία της Δαμασκού και μετά την τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια του να καταλάβει την Ασκαλώνα επέστρεψε οριστικά στη Γερμανία. Το 1150, ο Κονράδος Γ και ο γιος του Ερρίκος Βερεγκάριος νίκησαν τον Ουέλφο ΣΤ΄ και τον γιο του Ουέλφο Ζ΄, αλλά την ίδια χρονιά πέθανε ο Ερρίκος Βερεγκάριος και οι Ουέλφοι με τους Χοενστάουφεν έκλεισαν ειρήνη (1152). Ο Κονράδος Γ δεν στέφθηκε ποτέ αυτοκράτορας και μέχρι το θάνατό του χρησιμοποιούσε μόνο τον τίτλο του βασιλέα των Ρωμαίων. Όντας ετοιμοθάνατος και με μοναδικούς μάρτυρες τον ανεψιό του Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα και τον Επίσκοπο Βαμβέργης, όρισε ως διάδοχό του τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, αντί του εξάχρονου γιου του Φρειδερίκου.
β. Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσα (1152 – 1190)
Ο Φρειδερίκος Α΄, o επιλεγόμενος Βαρβαρόσα, που σημαίνει Κοκκινογένης (Friedrich I Barbarossa, 1122 - 10 Ιουνίου 1190, <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = γενναίος βασιλιάς), ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1155-1190). Ήταν γιος του δούκα της Σουηβίας Φρειδερίκου Β΄ του οίκου των Χοενστάουφεν (Hohenstaufen ή Staufer) και της Ιουδήθ, κόρης του Ερρίκου Θ΄ δούκα της Βαυαρίας του οίκου των Γουέλφων (Welfen). Με την σύζυγο του Βεατρίκη της Βουργουνδίας παιδιά του ήταν οι Σοφία (1161 - 1187) που παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο ΣΤ΄ τον Μομφερρατικό, Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κονράδος (1167 - 1191) δούκας της Σουηβίας, Όθων Α΄ της Βουργουνδίας, Κονράδος Β΄ (1172 που δολοφονήθηκε το 1196) δούκας της Σουηβίας, Φίλιππος της Σουηβίας. Διαδέχτηκε τον πατέρα του στο δουκάτο της Σουηβίας ως Φρειδερίκος Γ΄ στις αρχές του 1147, και τον Μάιο του ίδιου χρόνου ακολούθησε τον θείο του αυτοκράτορα Κονράδο Γ΄ στην αποτυχημένη Β Σταυροφορία. Το 1152 ο Κονράδος πέθανε έχοντας ορίσει τον Φρειδερίκο διάδοχό του. Δεδομένου ότι οι γονείς του ήταν γόνοι των αντιμαχόμενων παρατάξεων των Χόενστάουφεν και των Γουέλφων, η άνοδός του στον θρόνο υποσχόταν την συμφιλίωση των δύο οίκων και την λήξη της εμφύλιας διαμάχης. Έτσι οι εκλέκτορες τον δέχτηκαν ομόφωνα και τον Μάρτιο του 1152 στέφθηκε στο Άαχεν βασιλιάς της Γερμανίας ως Φρειδερίκος Α΄.
Ο Φρειδερίκος Α συμφιλιώθηκε πράγματι με τον εξάδελφό του Ερρίκο τον Λέοντα και του παραχώρησε τα δουκάτα της Σαξονίας και της Βαυαρίας, αφήνοντάς του ελεύθερο το πεδίο δράσης στην βόρεια Γερμανία και παρέχοντάς του την δυνατότητα επέκτασης προς ανατολάς. Ο ίδιος είχε την άμεση κυριαρχία της Φραγκονίας, Σουηβίας και βόρειας Βουργουνδίας, πεδίο δράσης την νότια Γερμανία και την προσοχή του στραμμένη στην Ιταλία. Ο Φρειδερίκος Α είχε κοσμοκρατορικές απόψεις για το αξίωμα του. Θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του έργου όχι μόνο του Όθωνα Α΄ και του Καρλομάγνου, αλλά και του Ιουστινιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Επεδίωξε να επιβάλει τις απόψεις του προς κάθε κατεύθυνση. Οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας καθώς και ο Μανουήλ Α Κομνηνός δεν αποδέχτηκαν την ηγετική του θέση, αλλά και ο Φρειδερίκος λίγα πράγματα μπορούσε να κάνει εναντίον τους.
Ενεργητικότερη υπήρξε η παρέμβασή του στα πράγματα της Ιταλίας στην οποία έκανε έξι εκστρατείες. Το 1153 ο Φρειδερίκος και εκπρόσωποι του πάπα υπέγραψαν το Σύμφωνο της Κωνσταντίας με το οποίο ο Φρειδερίκος αναλάμβανε την υποχρέωση να προστατέψει τον πάπα από τις επιθέσεις του αντιπαπικού και αντιαυτοκρατορικού κινήματος του μοναχού Αρνόλδου της Βρεσκίας, καθώς και από τους Νορμανδούς της νότιας Ιταλίας και Σικελίας, οι οποίοι απειλούσαν τα παπικά εδάφη. Συμφώνησαν επίσης να μη προβούν σε καμιά παραχώρηση στον «βασιλέα των Ελλήνων». Εν όψει αυτών του των προβλημάτων ο νέος πάπας Αδριανός Δ΄ κάλεσε τον Φρειδερίκο Α στην Ρώμη. Στην βόρεια Ιταλία είχαν δημιουργηθεί ισχυρές πόλεις - κράτη, ύστερα από την κατάργηση της εξουσίας των εκκλησιαστικών και την ανάδειξη τοπικών αρχόντων. Όλες υπάγονταν τυπικά στην γερμανική αυτοκρατορία αλλά πολλές από τις πόλεις αυτές αρνούνταν την υποταγή τους στην αυτοκρατορική εξουσία. Σπουδαιότερη από τις τελευταίες ήταν το Μιλάνο, το οποίο κατηγορούνταν για καταπίεση από γειτονικές του πόλεις. Ο Φρειδερίκος έφτασε στην Ιταλία το φθινόπωρο του 1154 έχοντας μαζί του και τον Ερρίκο τον Λέοντα. Δεν επιτέθηκε στο Μιλάνο, κατέλαβε όμως και κατέστρεψε την Τορτόνα, δέχθηκε την υποταγή των πόλεων που αναγνώριζαν την εξουσία του και στέφθηκε στην Παβία βασιλιάς της Ιταλίας. Ύστερα προχώρησε στην Ρώμη.
Η πρώτη συνάντηση του Φρειδερίκου με τον Πάπα υπενθύμισε την σύγκρουση των κοσμοκρατορικών απόψεων του Ερρίκου Δ΄ και του Γρηγορίου Ζ΄. Ο Αδριανός Δ΄ αξίωσε από τον Φρειδερίκο να εκτελέσει χρέη ιπποκόμου, να του κρατήσει το χαλινάρι δηλαδή και να τον βοηθήσει να κατεβεί από το άλογο. Ο Φρειδερίκος αρνήθηκε αρχικά αλλά τελικά υποχώρησε από «σεβασμό στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο». Σκοπός της εκστρατείας του Φρειδερίκου ήταν η στέψη του από τον Πάπα. Προ αυτής, αντιπροσωπεία του λαϊκού κινήματος του Αρνόλδου της Βρεσκίας του προσέφερε το αυτοκρατορικό στέμμα έναντι πέντε χιλιάδων λιτρών χρυσού και της αναγνώρισης δικαιωμάτων και προνομίων. Ο Φρειδερίκος αρνήθηκε έντονα λέγοντας ότι είναι ο νόμιμος κυρίαρχος της πόλης, και οι Ρωμαίοι εξοργίστηκαν. Στις 18 Ιουνίου 1155 ο Πάπας έστεψε στον Άγιο Πέτρο τον Φρειδερίκο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ταραχές ξέσπασαν αμέσως στην Ρώμη, τις οποίες κατέστειλε βίαια ο Ερρίκος ο Λέων. Ο Αρνόλδος συνελήφθη από τους Γερμανούς, παραδόθηκε στους ανθρώπους του πάπα και απαγχονίστηκε. Ύστερα ο Φρειδερίκος επέστρεψε στην Γερμανία. Ο δεύτερος όρος του Συμφώνου της Κωνσταντίας, η προστασία του πάπα από τους Νορμανδούς, δηλ. εκστρατεία εναντίον τους, έμεινε ανεκπλήρωτος.
Το 1156 ο Φρειδερίκος νυμφεύτηκε την Βεατρίκη της Βουργουνδίας, κληρονόμο της κομητείας, επεκτείνοντας έτσι τη γερμανική κυριαρχία στη βόρεια Βουργουνδία και Προβηγκία. Μια άλλη κοσμοκρατορική αντίληψη με την οποία ήρθαν σε σύγκρουση οι ιδέες του Φρειδερίκου, ήταν αυτή των Βυζαντινών. Ο Φρειδερίκος αρνήθηκε να ανανεώσει την συμφωνία συνεργασίας κατά των Νορμανδών και να προβεί σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις, και έγραψε στον Μανουήλ Α Κομνηνό ότι Ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν μόνο ο ίδιος, ενώ ο Μανουήλ ήταν απλώς ηγεμόνας του «Ελληνικού Βασιλείου». Εν τω μεταξύ οι σχέσεις του Φρειδερίκου με τον πάπα οξύνθηκαν. Επειδή ο Φρειδερίκος δεν εκστράτευσε εναντίον των Νορμανδών της Σικελίας, ο πάπας στράφηκε προς αυτούς και υπέγραψε μαζί τους την συνθήκη Ειρήνης του Μπενεβέντο (1156). Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, ο πάπας μεσολάβησε ώστε να υπογραφεί συνθήκη ειρήνης μεταξύ Νορμανδών και Μανουήλ, στρατεύματα του οποίου βρίσκονταν στην Ιταλία και είχαν ανακαταλάβει αρκετά εδάφη. Τα πράγματα χειροτέρεψαν στην δίαιτα (συνέλευση) της Μπεζανσόν, που συνεκάλεσε ο Φρειδερίκος το φθινόπωρο του 1157. Ο παπικός απεσταλμένος καρδινάλιος Ρολάντο Μπαντινέλλι διάβασε μήνυμα του πάπα, στο οποίο γινόταν λόγος για «beneficia» του πάπα προς τον αυτοκράτορα. Ο αρχιγραμματέας του Φρειδερίκου Ραϊνάλδος του Ντάσσελ απέδωσε στα Γερμανικά το beneficia ως «τιμάριο» και όχι ως «ευεργετήματα», πράγμα που σήμαινε φεουδαλική εξάρτηση του αυτοκράτορα από τον πάπα, δηλαδή υποτέλεια. Οι παριστάμενοι διαμαρτυρήθηκαν αλλά ο Μπαντινέλλι επέμεινε ότι το αυτοκρατορικό αξίωμα του Φρειδερίκου δόθηκε από τον πάπα. Οι απεσταλμένοι απελάθηκαν, οι σχέσεις διακόπηκαν, και μόνο το επόμενο έτος ο πάπας Αδριανός επανόρθωσε με επιστολή του.[7]
Ευκολότερα ήταν τα πράγματα στον βορειοευρωπαϊκό χώρο. Ο Φρειδερίκος εισέβαλε στην Πολωνία και την κατέστησε και πάλι φόρου υποτελή, ενώ σύναψε σύμφωνο φιλίας με τον δούκα της Βοημίας Λαδίσλαο, ο οποίος προάχθηκε σε βασιλιά, αναλαμβάνοντας στρατιωτικές υποχρεώσεις υποτελούς έναντι του αυτοκράτορα. Επενέβη τέλος και στην Δανία, υποχρεώνοντας τον Βάλντεμαρ Α΄ να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του. Πριν ακόμη λάβει την «επανορθωτική» επιστολή του πάπα Αδριανού, ο Φρειδερίκος έστειλε εγκύκλιο σε όλη την επικράτειά του, επιχειρώντας να θεμελιώσει θεολογικά τις απόψεις του για το αυτοκρατορικό αξίωμα και αποδεχόμενος ότι υπήρχαν δύο εξουσίες, του πάπα και του αυτοκράτορα. Στο σκεπτικό του θεωρούσε ότι ο αυτοκράτορας χρωστούσε το βασίλειό του στον Θεό και τους Γερμανούς εκλέκτορες, και ήταν κι αυτός «κεχρισμένος του Κυρίου» όπως και οι αρχιερείς και όποιος ισχυριζόταν ότι το αυτοκρατορικό στέμμα οφειλόταν στον πάπα, ερχόταν σε αντίθεση με των απόστολο Πέτρο, που είπε : «τον Θεό φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε». Το 1157 τελικά εισάχθηκε ο χαρακτηρισμός της αυτοκρατορίας ως «αγίας» (sacrum imperium).
Τον Ιούνιο του 1158 ο Φρειδερίκος πραγματοποίησε τη δεύτερη εκστρατεία του στην Ιταλία επί κεφαλής ισχυρού στρατού. Οι περισσότερες πόλεις δήλωσαν υποταγή αλλά το Μιλάνο αρνήθηκε. Ο Φρειδερίκος το πολιόρκησε και τελικά η πόλη παραδόθηκε. Όλοι οι κάτοικοι από 17 έως 70 ετών υποχρεώθηκαν να δώσουν όρκο πίστεως. Επιβλήθηκε βαρύ πρόστιμο και αφαίρεση πολλών δικαιωμάτων. Στο τέλος του 1158 ο Φρειδερίκος συγκάλεσε στη Ρονκάλια (Roncaglia) συνέλευση στην οποία συμμετείχαν εξέχοντες νομομαθείς του πανεπιστημίου της Μπολόνια. Αυτοί του ενίσχυσαν τις απόψεις του για το απεριόριστο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι πόλεις έχασαν τα αυτοδιοικητικά τους δικαιώματα και κυβερνούνταν πλέον από αυτοκρατορικούς επιτρόπους. Σε πολλές πόλεις η δυσαρέσκεια ήταν έντονη. Ο πάπας Αδριανός, που κατάλαβε ότι ερχόταν η σειρά του, ζήτησε από τον Φρειδερίκο να αναγνωρίσει την παπική εξουσία στα εδάφη της Αγίας Έδρας. Αυτός όμως απάντησε ότι ως Ρωμαίος αυτοκράτωρ έχει όλα τα δικαιώματα πάνω στην Ρώμη και τότε ο πάπας συγκρότησε μέτωπο εναντίον του που περιλάμβανε τους Νορμανδούς και το επαναστατημένο Μιλάνο. Αλλά το 1159 ο πάπας Αδριανός Δ΄ πέθανε. Το Κολλέγιο των καρδιναλίων διασπάστηκε. Οι αντιαυτοκρατορικοί εξέλεξαν τον καρδινάλιο Μπαντινέλλι, τον παπικό εκπρόσωπο στην δίαιτα της Μπεζανσόν, ως Αλέξανδρο Γ΄. Οι οπαδοί του Φρειδερίκου εξέλεξαν τον Βίκτωρα Δ΄. Ο Φρειδερίκος, σε μιαν επίδειξη ουδετερότητας συγκάλεσε σύνοδο στην Παβία, ως προστάτης της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, για την επίλυση του θέματος αλλά ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να παραστεί γιατί «ο πάπας δεν κρίνεται από κανένα». Η σύνοδος αναγνώρισε τον Βίκτωρα και αφόρισε τον Αλέξανδρο. Αυτός με την σειρά του αφόρισε τον Βίκτωρα καθώς και τον Φρειδερίκο, και αποδέσμευσε τους υπηκόους και υποτελείς του από τον όρκο πίστεως. Το νέο αυτό σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας συσπείρωσε τους αντιπάλους του Φρειδερίκου. Όλα σχεδόν τα κράτη αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο και μόνο η υποταγμένη στον αυτοκράτορα Ιταλία, η Γερμανία, η Πολωνία και η Δανία αναγνώρισαν τον Βίκτωρα. Ακόμη και στην ίδια την Γερμανία ορισμένοι επίσκοποι και ηγούμενοι συντάχτηκαν με τον Αλέξανδρο. Για να εξουδετερώσει την κυριότερη εστία αντιστάσεως εναντίον του, ο Φρειδερίκος πολιόρκησε το Μιλάνο και το 1162 το κατέλαβε. Η πόλη ισοπεδώθηκε ύστερα από απαίτηση των εχθρικών προς το Μιλάνο πόλεων, και οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να φύγουν.
Το φθινόπωρο του 1163 ο Φρειδερίκος κατέβηκε πάλι στην Ιταλία, ενώ λίγο πριν είχε πεθάνει ο αντίπαπας Βίκτωρ Δ΄. Ο αρχιγραμματέας Ραϊνάλδος του Ντάσσελ, τοποτηρητής του αυτοκράτορα στην Ιταλία, έσπευσε να επιβάλει νέο αντίπαπα, τον Πασχάλη Γ΄, ο οποίος είχε ακόμη μικρότερη αποδοχή. Την ηγεσία του αντιαυτοκρατορικού κινήματος των πόλεων της βόρειας Ιταλίας ανέλαβε τώρα η Βενετία και δημιουργήθηκε ο Σύνδεσμος της Βερόνας (Lega Veronese). Ο Φρειδερίκος θεώρησε φρονιμότερο να επιστρέψει στην Γερμανία. Το 1165 ο Φρειδερίκος, επωφελούμενος από τις εις βάρος της Εκκλησίας διατάξεις του Κλάρεντον που θέσπισε ο Ερρίκος Β΄της Αγγλίας, σύναψε συμμαχία μαζί του. Στην αυτοκρατορική σύνοδο του Βύρτσμπουργκ, στην οποία συμμετείχε και αγγλική αντιπροσωπεία, όλοι ορκίστηκαν ότι δεν θ’ αναγνώριζαν ποτέ τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄. Ο τελευταίος κλονίστηκε προς στιγμήν, αλλά τα οφέλη του Φρειδερίκου δεν ήταν σημαντικά. Το 1170 μάλιστα ο Ερρίκος Β΄, μετά την κατακραυγή που προκάλεσε η δολοφονία του Τόμας Μπέκετ, ζήτησε συγγνώμη από τον Αλέξανδρο και ανακάλεσε τις αποφάσεις του Κλάρεντον.
To 1166 ο Φρειδερίκος κατέβηκε για τέταρτη φορά στην Ιταλία, για να εξουδετερώσει την εναντίον του συμμαχία, στα πλαίσια της οποίας ο Μανουήλ Α Κομνηνός έδειχνε τώρα έντονη δραστηριότητα. Ο στρατός του περιλάμβανε 10.000 ιππότες και πολλούς μισθοφόρους, και χωρίστηκε στα δύο. Το ένα τμήμα με επί κεφαλής τον ίδιο βάδισε κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής και κατέλαβε την σύμμαχο των Βυζαντινών Ανκόνα. Το άλλο, με αρχηγό τον Ραϊνάλδο του Ντάσσελ, βάδισε κατ’ ευθείαν προς την Ρώμη σημειώνοντας σημαντικές επιτυχίες. Τα δύο τμήματα ενώθηκαν μπροστά στην Ρώμη και την κατέλαβαν ύστερα από σφοδρές συγκρούσεις. Ο Αλέξανδρος Γ΄ διέφυγε στους Νορμανδούς του Μπενεβέντο και ο Φρειδερίκος μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη και εγκατέστησε πανηγυρικά τον Πασχάλη Γ΄ στον παπικό θρόνο. Ο θρίαμβος αυτός διάρκεσε μόνο λίγες μέρες γιατί εκδηλώθηκε θανατηφόρα επιδημία. Δύο χιλιάδες ιππότες πέθαναν και πολλοί αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ο Ραϊνάλδος του Ντάσσελ, ο σπουδαιότερος σύμβουλος του αυτοκράτορα, αυτός που του ενέπνεε την άτεγκτη πολιτική του. Ο Φρειδερίκος αρρώστησε επίσης και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Παβία.
Οι αντίπαλοι του Φρειδερίκου δραστηριοποιήθηκαν. Η Lega Veronese διευρύνθηκε και αποτέλεσε τον Λομβαρδικό Σύνδεσμο (Lega Lombarda) που περιλάμβανε και πόλεις πιστές μέχρι τότε στον Φρειδερίκο. Σκοπός της Lega Lombarda ήταν η επαναφορά στο προ της συνέλευσης της Roncaglia καθεστώς και πρώτη της ενέργεια ήταν η εκδίωξη των αυτοκρατορικών τοποτηρητών από τις πόλεις. Το Μιλάνο ανοικοδομήθηκε και χτίστηκε μια νέα οχυρή πόλη στην Λομβαρδία, η Αλεξάνδρεια (Alessandria), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πάπα. Ύστερα απ’ αυτήν την τροπή των πραγμάτων, ο Φρειδερίκος υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Γερμανία.
Επί έξι χρόνια παρέμεινε ο Φρειδερίκος στην Γερμανία διευθετώντας τα πράγματα της χώρας, ειδικά στην Σαξονία όπου ο Ερρίκος ο Λέων είχε προβλήματα με τοπικούς άρχοντες. Το 1169 ο γιος του Φρειδερίκου Ερρίκος ΣΤ στέφθηκε στο Άαχεν βασιλιάς. Το 1168 πέθανε ο αντίπαπας Πασχάλης Γ΄ και οι προσκείμενοι στον αυτοκράτορα καρδινάλιοι εξέλεξαν τον Κάλλιστο Γ΄ τον οποίο ο Φρειδερίκος δεν αναγνώρισε. Ήρθε μάλιστα σε διαπραγματεύσεις τόσο με τον πάπα Αλέξανδρο όσο και με τον Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας και τον Μανουήλ Κομνηνό, χωρίς όμως άμεσα αποτελέσματα. Το 1174 ο Φρειδερίκος εκστράτευσε για πέμπτη φορά στην Ιταλία. Ο Ερρίκος ο Λέων και αρκετοί ηγεμόνες της Γερμανίας δεν συμμετείχαν. Η δυτική Λομβαρδία καταλήφθηκε εύκολα αλλά στην Αλεσσάντρια ο Φρειδερίκος προσέκρουσε στην αντίσταση της Lega Lombarda και δεν μπόρεσε να την καταλάβει. Επιχείρησε πάλι διαπραγματεύσεις αλλά η Lega αξίωσε να περιληφθούν στην συνθήκη ο Αλέξανδρος Γ΄ και η πόλη της Αλεσσάντρια, την οποία ο αυτοκράτορας, θεωρώντας την σύμβολο του εναντίον του αγώνα, ήθελε να κατεδαφίσει. Οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν και ο Φρειδερίκος απευθύνθηκε στον Ερρίκο τον Λέοντα για βοήθεια. Ο Λέων ζήτησε υπέρογκα ανταλλάγματα, ο Φρειδερίκος αρνήθηκε και επήλθε διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών η οποία οδήγησε τελικά σε ρήξη. Με κάποιες ενισχύσεις που πήρε τελικά από την Γερμανία, ο Φρειδερίκος αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα κατά του Μιλάνου αλλά στις 29 Μαΐου 1176 υπέστη δεινή ήττα στο Λενιάνο (Legnano, ΒΔ του Μιλάνου). Ο ίδιος θεωρούνταν νεκρός για πολλές μέρες. Τελικά κλείστηκε στα τείχη της πιστής του Παβίας. Ξανάρχισε τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες τώρα -παραδόξως- απέδωσαν καρπούς. Αναγνώρισε ως πάπα τον Αλέξανδρο -παρά τους όρκους του Βύρτσμπουργκ- και υποσχέθηκε την ικανοποίηση των εδαφικών του διεκδικήσεων. Ο πάπας από την πλευρά του αναίρεσε τον αφορισμό, και αναγνώρισε τον Φρειδερίκο ως αυτοκράτορα και τον γιο του Ερρίκο ΣΤ βασιλιά της Γερμανίας. Η συνθήκη υπογράφηκε στη Βενετία το 1177. Με την Lega Lombarda συνομολογήθηκε μόνο εξαετής ανακωχή και με τους Νορμανδούς δεκαπενταετής. Πάπας και αυτοκράτορας συναντήθηκαν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου για την τελετουργική επικύρωση της συνθήκης. Και πάλι ο Φρειδερίκος εκτέλεσε χρέη ιπποκόμου του πάπα, βοηθώντας τον να ιππεύσει και οδηγώντας το άλογό του. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε θριαμβευτικά στην Ρώμη, όπου πέθανε το 1181. Αλλά ο Φρειδερίκος κέρδιζε χρόνο, οι Λομβαρδικές πόλεις απομονώθηκαν και η εκκλησιαστική ειρήνη στην Γερμανία αποκαταστάθηκε. Επέστρεψε στην Γερμανία μέσω Αρλ (Arles). Εκεί δέχθηκε το στέμμα του τρίτου βασιλείου του, της Αρελάτης (Regnum Arelatense), διακηρύσσοντας έτσι την αξίωση κυριαρχίας του σε ολόκληρη την Βουργουνδία.
Οι ηγεμονικές τάσεις του Ερρίκου του Λέοντα τον είχαν φέρει σε σφοδρή αντιπαράθεση με τους φεουδάρχες της Σαξονίας. Ο Φρειδερίκος επενέβαινε κατευναστικά, μετά την άρνηση όμως του Ερρίκου να τον βοηθήσει κατά την πέμπτη ιταλική εκστρατεία του, η στάση του άλλαξε. Το 1177 οι Σάξονες φεουδάρχες εγκάλεσαν τον Ερρίκο ενώπιον της αυτοκρατορικής συνέλευσης. Ο Φρειδερίκος διέταξε τον εξάδελφό του δούκα να εμφανιστεί στο βασιλικό δικαστήριο της Βορμς, αλλά ο Ερρίκος δεν υπάκουσε. Η δίκη του κράτησε τρία χρόνια (1178-1181) και καταδικάστηκε ερήμην για προσβολή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε έκπτωση από το δουκικό αξίωμα και τριετή εξορία. Το 1182 έφυγε στον πεθερό του Ερρίκο Β΄ της Αγγλίας. Η εκδίωξη του Ερρίκου Λέοντα είχε σαν συνέπεια την ανακοπή της γερμανικής επέκτασης προς την σλαυϊκή ανατολική Ευρώπη. Μια άλλη σοβαρή συνέπεια της ανατροπής του Ερρίκου Λέοντα ήταν ότι, ενώ φαινομενικά ενισχύθηκε η αυτοκρατορική εξουσία, τελικά ωφελημένοι ήταν οι μικροί Γερμανοί φεουδάρχες, οι οποίοι απέβησαν λίγο ή πολύ ανεξάρτητοι μέχρι το 1806.
Το 1183, μετά την εκπνοή της πενταετούς ανακωχής, υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης της Κωνσταντίας μεταξύ της Lega Lombarda και του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με την συνθήκη αυτή ο Φρειδερίκος αναγνώρισε την Lega και παραχώρησε στις ιταλικές πόλεις το δικαίωμα να διατηρήσουν τους κοινοτικούς τους νόμους και να εκλέγουν τους άρχοντές τους. Η εκλογή όμως αυτή έπρεπε να εγκρίνεται από τον αυτοκράτορα και να ανανεώνεται η έγκριση αυτή κάθε πέντε χρόνια. Επί πλέον οι ιταλικές πόλεις αναγνώρισαν την επικυριαρχία του και έδωσαν όρκο πίστεως. Τέλος δέχτηκαν να μετονομασθεί η Αλεσσάντρια σε Καισάρεια (Caesarea, πόλη του αυτοκράτορα). Ο Φρειδερίκος γιόρτασε τις επιτυχίες του αυτές στο Μάιντς, όταν χρίστηκαν ιππότες οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του (1184).
Αλλά τα προβλήματα δεν έλειπαν. Ο Φρειδερίκος ζήτησε από τον διάδοχο του πάπα Αλέξανδρου Λούκιο Γ΄ να στέψει αυτοκράτορα και τον γιο του Ερρίκο. Ο Λούκιος αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο αυτοκράτορες, στην πραγματικότητα όμως ήταν μια υπεκφυγή. Ο φόβος ήταν μήπως το αυτοκρατορικό στέμμα καταστεί κληρονομικό. Ο Φρειδερίκος τότε κατέβηκε για έκτη και τελευταία φορά στην Ιταλία. Συναντήθηκε στην Βερόνα με τον Λούκιο αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Και τότε (1186) ο Φρειδερίκος πάντρεψε τον γιο του Ερρίκο με την Κωνσταντία, κόρη του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β΄. Ο πάπας θα βρισκόταν περικυκλωμένος από την αυτοκρατορία αν το στέμμα της Σικελίας περιερχόταν στους Χοενστάουφεν (πράγμα που έγινε σε οκτώ χρόνια). Ο Λούκιος συμμάχησε τότε με τους αντιπάλους του Φρειδερίκου στην Γερμανία, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει για να αντιμετωπίσει την νέα απειλή. Αλλά τότε η προσοχή της Χριστιανοσύνης στράφηκε αλλού.
Το 1187 ο σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλαντίν ανακατέλαβε για τους Μουσουλμάνους, μετά από 88 χρόνια, την Ιερουσαλήμ. Ο χριστιανικός κόσμος συνταράχθηκε κι αποφασίστηκε η Γ Σταυροφορία. Ο Φρειδερίκος, παρά τα εβδομήντα του χρόνια, φόρεσε τον σταυρό στην αυτοκρατορική συνέλευση του Μάιντς και τέθηκε επί κεφαλής. Συμμετείχαν στην σταυροφορία οι βασιλείς Φίλιππος Β΄ Αύγουστος της Γαλλίας και Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος της Αγγλίας. Ο Φρειδερίκος προετοίμασε προσεκτικά την εκστρατεία του, αποκλείοντας ιερωμένους και άτακτο όχλο που δυσχέραιναν τις κινήσεις του στρατού. Ξεκίνησε το 1189 και στο Βυζάντιο έγινε δεκτός με πολλήν επιφυλακτικότητα. Επήλθε τελικά συμφωνία και ο Φρειδερίκος προχώρησε στην Μικρά Ασία. Αλλά στις 10 Ιουνίου του 1190 ο Φρειδερίκος πνίγηκε στον μικρό ποταμό Σάλεφ (Καλύκαδνο) της Κιλικίας. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του επέστρεψε στην Γερμανία, ενώ ένα τμήμα του ενώθηκε με τους Γάλλους και τους Άγγλους κατά το υπόλοιπο διάστημα της σταυροφορίας, η οποία τελικά απέτυχε.
Μετά τον Καρλομάγνο καμιά άλλη γερμανική ηγετική μορφή του Μεσαίωνα δεν απασχόλησε και ενέπνευσε όσο ο Φρειδερίκος. Θεωρήθηκε ο οραματιστής της γερμανικής παγκόσμιας κυριαρχίας και η ενσάρκωση του ιπποτικού ιδεώδους. Από την άλλη μεριά, κατηγορήθηκε για βάρβαρες συμπεριφορές και για αθέτηση των συμφωνιών που σύναπτε. Σύνθημά του πάντως ήταν το pax et iusticia (ειρήνη και δικαιοσύνη) γραμμένο πάνω από την κεντρική πύλη των ανακτόρων του. Οι νόμοι του για την «ειρήνη του κράτους» (Landfriede) ήταν καθοριστικοί για την νομοθεσία. Ο θάνατός του τον ανύψωσε σε ιδανική μορφή και όχι μόνο για τους υπηκόους και τους συμμάχους του. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Νικήτας Χωνιάτης γράφει : «τῷ τοῦ Χριστοῦ πόθῳ...πατρίδα καὶ χλιδὴν βασίλειον ...παρωσάμενος εἵλετο συγκακουχεῖσθαι...ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ».
γ. Ερρίκος ΣΤ΄ (1190 – 1197)
Ο Ερρίκος ΣΤ΄ (Heinrich VI., Νοέμβριος 1165 - 28 Σεπτεμβρίου 1197) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (1190-1197), αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1191-1197) και βασιλιάς της Σικελίας (1194-1197). Σε ηλικία τεσσάρων ετών στέφθηκε από τον πατέρα του βασιλιάς των Ρωμαίων γιος και διάδοχος του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα και της Βεατρίκης της Βουργουνδίας. Νυμφεύτηκε στις 27 Ιανουαρίου 1186 την Κωνσταντία της Σικελίας, διάδοχο του πατέρα της, Γουλιέλμου Β΄ της Σικελίας, προσθέτοντας τη Σικελία στην αυτοκρατορία του μετά τον θάνατο του πεθερού του (1189). Τον Απρίλιο του 1191 στην Ρώμη, ο Ερρίκος και η Κωνσταντία στέφθηκαν αυτοκράτορες από τον Πάπα Κελεστίνο Γ΄, αλλά στην Νότια Ιταλία οι βαρόνοι κατάφεραν να εκλέξουν ως βασιλιά τους τον Τανκρέδο, έναν εγγονό του Ρογήρου Β΄. Ο Ερρίκος ΣΤ ετοιμάστηκε να εκστρατεύσει για να κατακτήσει τη Νεάπολη, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στη Γερμανία για να αντιμετωπίσει την ανταρσία του Ερρίκου του Λέοντος.
Ο Ερρίκος ΣΤ είχε μεγάλη τύχη, όταν ο δούκας Λεοπόλδος Ε΄ της Αυστρίας του παρέδωσε τον σπουδαίο αιχμάλωτο του, βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Τον απελευθέρωσε με το αστρονομικό για την εποχή του ποσό των 150.000 μάρκων, και έτσι μπόρεσε να συγκεντρώσει στρατό για να κατακτήσει τη Νότια Ιταλία. Τον Φεβρουάριο 1194 ο Τανκρέδος πέθανε αφήνοντας πίσω του ένα ανήλικο παιδί, δίνοντας στον Ερρίκο τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα σχέδια του. Χωρίς μεγάλη αντίσταση κυρίευσε το Παλέρμο στις 20 Νοεμβρίου και στέφθηκε βασιλιάς της Σικελίας στις 25 Δεκεμβρίου. Ο μικρός Γουλιέλμος τυφλώθηκε και ευνουχίστηκε, ενώ οι περισσότεροι ευγενείς που πρόβαλαν αντίσταση κάηκαν ζωντανοί.
Ο Ερρίκος ΣΤ ήταν πλέον ο ισχυρότερος ηγεμόνας της εποχής του σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ενώ ετοιμαζόταν για Σταυροφορία, πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1197 από ελονοσία. Τον διαδέχτηκε αρχικά ο αδελφός του Φίλιππος της Σουηβίας (1198-1208) με ανταγωνιστή βασιλιά τον Όθωνα Δ (1198-1215) και στη συνέχεια ο γιος του Φρειδερίκος Β΄ (1215-1259)..
δ. Όθων Δ΄ (1198–1215) και Φίλιππος της Σουηβίας (1198-1208)
Ο Όθων Δ (Otto IV (1175 – 1218) ήταν ο ένας από τους δύο ανταγωνιζόμενου βασιλείς της Γερμανίας μετά το 1198 και μοναδικός βασιλιάς από το 1208 μέχρι το 1215. Ήταν γιος του Ερρίκου του Λέοντος, δούκα της Βαυαρίας και της Ματίλδης Πλανταγενέτη. Μεγάλωσε στην Αγγλία με την φροντίδα του παππού του βασιλιά Ερρίκου Β της Αγγλίας και συμμετείχε στον πόλεμο του Ριχάρδου Λεοντόκαρδου εναντίον της Γαλλίας. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου ΣΤ η πλειοψηφία των αριστοκρατών της Γερμανίας εξέλεξε βασιλιά τον Φίλιππο, δούκα της Σουηβίας (1198-1208), μέλος της βασιλικής οικογένειας των Στάουφεν, που τους δωροδόκησε για να πετύχει το σκοπό του. Ο Όθων Δ όμως, μέλος της βασιλικής οικογένειας των Ουέλφων, υποστηρίχτηκε ως ανταγωνιστής του Φίλιππου, από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο και εκλέχτηκε και αυτός βασιλιάς το 1198, αναλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα του βασιλείου. Η εκλογή του έμπλεξε τη Γερμανία στον ανταγωνισμό της Γαλλίας με την Αγγλία, καθώς ο Φίλιππος υποστηριζόταν από τον Φίλιππο Γ της Γαλλίας. Στη διαμάχη που ακολούθησε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ υποστήριξε τον Όθωνα Δ με αντάλλαγμα την παροχή βοήθειας υπέρ των παπικών συμφερόντων στην Ιταλία. Ο Όθων κέρδισε επίσης την υποστήριξη των βασιλέων της Βοημίας και της Δανίας, αλλά ο Φίλιππος είχε επιτυχία στις συνακόλουθες πολεμικές συγκρούσεις και στέφθηκε για δεύτερη φορά βασιλιάς το 1204. Στη συνέχεια η θέση του Όθωνα επιδεινώθηκε, όταν ηττήθηκε από τον Φίλιππο στη Μάχη του Βασενμπεργκ, το 1206, αλλά το 1208 ο Φίλιππος δολοφονήθηκε και ο Όθων, που νυμφεύτηκε αμέσως μετά την κόρη του Φίλιππου Βεατρίκη, απόμεινε μόνος βασιλιάς, παίρνοντας το 1209 και τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ.
Ως μοναδικός βασιλιάς ο Όθων επιδίωξε να ισχυροποιήσει την αυτοκρατορική εξουσία στην Ιταλία, προσπάθεια που τον έφερε αντιμέτωπο με τον πάπα Ιννοκέντιο Γ, ο οποίος τον αφόρισε το 1209. Παράλληλα οι φειυδάρχες της βόρειας Γερμανίας, δυσαρεστημένοι με το ενδιαφερον του Όθωνα για την Ιταλία, και ενώπιον του κινδύνου που αντιμετώπιζαν οι βόρειες επαρχίες από τον βασιλιά της Δανίας Βαλντεμάρ Β, με σύμφωνη γνώμη του πάπα, όρισαν το 1211 βασιλιά τον Φρειδερίκο Β, γιο του Ερρίκου ΣΤ. Ο Όθων επέστρεψε στη Γερμανία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, αλλά οι πρώην υποστηρικτές του φεουδάρχες τον είχαν πλέον εγκαταλείψει. Ο Φρειδερίκος επιβεβαίωσε το 1212 την εκλογή του και έχοντας την υποστήριξη και του Φιλίππου Β της Γαλλίας, ανάγκασε τον Ιωάννη τον Ακτήμονα της Αγγλίας να επέμβει υπέρ του ανεψιού του Όθωνα Δ, πρώτα με την καταστροφή του γαλλικού στόλου από τον αγγλικό το 1213 και έπειτα επιχειρώντας το 1214 εισβολή στη Γαλλία, στην οποία θα μετείχε και ο Όθων Δ, για να εξουδετερώσει τον κύριο υποστηρικτή του αντιπάλου του. Η εισβολή αποκρούστηκε στη Μάχη του Μπουβίν (Bouvines), οπότε ο Φρειδερίκος Β πέτυχε να καταλάβει το Άαχεν και την Κολωνία, ενώ ο Όθων περιορίστηκε στο Μπρουνσβάιχ και υποχρεώθηκε να καταθέσει το βασιλικό στέμμα το 1215. Πέθανε άτεκνος το 1218 από ασθένεια σε ηλικία 43 ετών.
ε. Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν (1215-1250)
O Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν (Friedrich II Hohenstaufen, 26 Δεκεμβρίου 1194 - 13 Δεκεμβρίου 1250) ήταν βασιλιάς της Σικελίας (1198-1250), αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1220-1250) και τιτλούχος Βασιλέας της Θεσσαλονίκης. Υιός και διάδοχος του Γερμανού Αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ΄ και της Κωνσταντίας της Σικελίας (κόρης του βασιλιά Ρογήρου Β΄). Σύζυγοί του ήταν οι Κωνσταντία της Αραγωνίας, Γιολάντα της Ιερουσαλήμ, Ισαβέλλα της Αγγλίας και Μπιάνκα Λάντσια και παιδιά του οι Ερρίκος Ζ΄ της Γερμανίας, Κονράδος Δ΄ της Γερμανίας, Μαργαρίτα της Σικελίας, Άννα Χοενστάουφεν, Μανφρέδος της Σικελίας, και από παράνομη σχέση η Κωνστάνς (Άννα). Από τους πλέον φωτισμένους μονάρχες του Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη, αντιτάχτηκε σκληρά στο θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του και αφορίστηκε πολλαπλώς από δύο συνεχόμενους Πάπες. Μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, άνθρωπος ,ε πλούσια παιδεία, μιλούσε έξι γλώσσες (Λατινικά, Σικελικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ελληνικά και Αραβικά) και χαρακτηρίστηκε stupor mundi (που σημαίνει θαύμα του κόσμου). Μεγαλύτερη είναι η προσφορά του στο νομοθετικό τομέα με αποκορύφωμα την έκδοση των Liber Augustalis (1231) που αποτελούσαν την βάση της Σικελικής νομοθεσίας ως το 1819. Στο «Έδικτο του Σαλέρνο» εμφανίζεται ως ο πρώτος ηγεμόνας που κάνει επίσημο διαχωρισμό ανάμεσα στην ιατρική και τη φαρμακευτική επιστήμη, ώστε να μην μπορεί ο γιατρός να επιτελέσει την εργασία εμπορίας φαρμάκων όπως συνέβαινε έως τότε. Αγαπούσε τα εξωτικά ζώα, ιδιαίτερα τα πουλιά, είχε μεγάλη αγάπη στα γεράκια και ήταν κάτοχος κινητού ζωολογικού κήπου.
Εκλέχτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων το 1220 με την υπόσχεση να πραγματοποιήσει Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Οι καθυστερήσεις λόγω εσωτερικών προβλημάτων ως το 1225 έφεραν την οργή του Πάπα. Τότε νυμφεύτηκε την κόρη του έκπτωτου βασιλιά Ιωάννη Βρυέννιου, Γιολάντα, και απέκτησε δικαιώματα στο θρόνο των Ιεροσολύμων, αφού ο έκπτωτος πεθερός του μετέφερε τα δικαιώματά του στη Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Νέες καθυστερήσεις ως το 1227, πιθανώς λόγω φονικής επιδημίας, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, στο στόλο του, έγιναν αιτία για αφορισμό από τον Πάπα. Ο ίδιος εκστράτευσε την επόμενη χρονιά (1228) και με την βοήθεια του Άραβα σουλτάνου της Αιγύπτου Αλ Καμίλ (Al – Kamil) κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και τον θρόνο. Στην στέψη του στις 18 Μαρτίου 1229 δεν παραβρέθηκε κανένας επίσημος αντιπρόσωπος της Καθολικής Εκκλησίας, ούτε καν ο Λατίνος Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης λόρδος Γεράλδος της Λωζάνης. Αμέσως συνάντησε αντίσταση από τους βαρόνους, ενώ τα Ιεροσόλυμα έπεσαν σε Αραβικά χέρια οριστικά το 1244.
Η εχθρότητα του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ απέναντί του ήταν έντονη, αλλά βελτιώθηκε προσωρινά το 1230. Ο ίδιος επέστρεψε στη Σικελία το 1231 και μετά από καταστολή της επανάστασης των Λομβαρδών το 1237, συνάντησε νέα έντονη εχθρότητα από τον Πάπα και άρχισε δυναμικά να καταλαμβάνει όλες τις Ιταλικές πόλεις, με στόχο να καταλάβει τη Ρώμη και να τον ανατρέψει. Την περίοδο αυτή κτίστηκαν με εντολή του πολλά κάστρα σε διάφορες ιταλικές πόλεις, όπως το Μέλφι. Ενώ μετά από ασταμάτητους θριάμβους ήταν έτοιμος να ανατρέψει τον Πάπα Γρηγόριο, ο τελευταίος πέθανε το 1240 και ο ίδιος ματαίωσε τα σχέδια του. Οι σχέσεις του με τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ΄ ήταν αρχικά καλές, με συγκατάθεση του ίδιου του αυτοκράτορα. Ο Ιννοκέντιος του ζήτησε να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους επισκόπους και να επανέλθει στον δρόμο της εκκλησίας και δέχτηκε. Αργότερα, λόγω τοπικής εξέγερσης του ανισόρροπου Ρανιέρι των Καπότσο, επισκόπου του Βιτέρμπο, αντιστράφηκε το καλό κλίμα και ο Φρειδερίκος αρνήθηκε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους και να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Ο Ιννοκέντιος Δ΄, τον Ιούλιο 1245, ενώ είχε αποπλεύσει στη Γαλλία φοβούμενος τον ισχυρό αυτοκρατορικό στρατό, κατέφθασε στη Λυών. Εκεί, ύστερα από συμβούλιο ενός μηνός, αφόρισε τον Φρειδερίκο Β΄ με τις χειρότερες κατάρες, καλώντας τον Ερρίκο Ράσπε, άρχοντα από την Θουριγγία, να καταλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο Ερρίκος Ράσπε στάθηκε ανίκανος να καταπολεμήσει τον Κονράδο Δ, γιο του Φρειδερίκου, στη Γερμανία και πέθανε το 1247. Νέος υποψήφιος αυτοκρατορικός μνηστήρας έγινε ο Γουλιέλμος Β΄, κόμης της Ολλανδίας. Ενώ όλα πήγαιναν καλά για τον Φρειδερίκο, μια εξέγερση της Λομβαρδικής Πάρμας έφερε το οριστικό του τέλος. Οι επαναστάτες, εκμεταλλευόμενοι μια απουσία του (Δεκέμβριος 1248), επιτέθηκαν και έσφαξαν το στρατόπεδο του, ρημάζοντας όλους τους αυτοκρατορικούς θησαυρούς. Ο ίδιος, άρρωστος και απογοητευμένος, πέθανε μετά από δύο χρόνια (Δεκέμβριος 1250) από δυσεντερία. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Κονράδος Δ, τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Χοενστάουφεν.
στ. Κονράδος Δ (1250-1254)
Ο Κονράδος Δ (Conrad IV, 1228 –1254) της οικογένειας των Χοεστάουφεν, ήταν δούκας της Σουηβίας (1235–1246), βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1228–1254), βασιλιάς της Γερμανίας (1237/1250–1254), και βασιλιάς της Σικελίας (1250–1254). Ήταν ο μοναδικός επιζών γιος του Φρειδερίκου Β και της Ισαβέλλας Β (Γιολάντας) της Ιερουσαλήμ, η οποία πέθανε όταν τον γέννησε. Μεγάλωσε στη νότια Ιταλία και άρχισε να αναμιγνύεται στα πολιτικά ζητήματα της Γερμανίας από το 1240. Το 1246 ηττήθηκε από τον ανταγωνιστή του Ερρίκο Ράσπε, ο οποίος όμως πέθανε το 1247, αφήνοντας στη θέση του ως ανταγωνιστή βασιλέα τον Γουλιέλμο Β, κόμη της Ολλανδίας. Το 1246 ο Κονράδος νυμφεύτηκε την Ελισάβετ της Βαυαρίας και, το 1252, απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Κονραδίνο (Conradin). Το 1250 νίκησε τον Γουλιέλμο της Ολλανδίας και φάνηκε να ελέγχει προσωρινά την κατάσταση στη Γερμανία. Μετά την ήττα του όμως το 1251 από τον Γουλιέλμο, εισέβαλε στην Ιταλία με στόχο να αποκαταστήσει το βασίλειο του πατέρα του, και κατέλαβε την Νεάπολη το 1253. Δεν μπόρεσε όμως να υποτάξει τους υποστηρικτές του πάπα, ο οποίος τον αφόρισε και το 1254 ο Κονράδος πέθανε από ελονοσία σε ηλικία 26 ετών. Η χήρα του Ελισάβετ παντρεύτηκε τον κόμη του Τιρόλου και ο γιος τους Κονραδίνος συνέχισε χωρίς επιτυχία τον αγώνα εναντίον του πάπα.
Μετά την αιφνίδια ανακοπή της δυναστείας των Χοενστάουφεν ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής αστάθειας. Στην περίοδο της Μεσοβασιλείας (1250 – 1273) επικράτησε πλήρες χάος, κατά την διάρκεια του οποίου οι κληρικοί, οι ευγενείς και οι πολιτείες βρίσκονταν σε συνεχείς διαμάχες μεταξύ τους, δημιουργώντας την εντύπωση μιας αναρχούμενης χώρας, που κινδύνευε να οδηγηθεί σε ολοσχερή αποσύνθεση. Τότε πρωτοπαρουσιάστηκαν στην πολιτική σκηνή οι οικογένειες των Αψβούργων και των Λουξεμβούργων, μεγάλων γαιοκτητών στην Ελβετία και Αλσατία, των οποίων το όνομα και η περιουσία σχετίστηκε με την Αυστρία στα επόμενα χρόνια, που χαρακτηρίζονται ως Περίοδος Εξελίξεων (1273-1438), με την έννοια ότι κατά τη διάρκειά τους η διαδοχή των βασιλέων δεν γινόταν με δυναστική ακουλουθία από πατέρα σε γιο. Ο Ροδόλφος του Αμβούργου (1273 – 1308) και ο Ερρίκος Ζ΄ του Λουξεμβούργου (1308 – 1313) που εκλέχτηκαν αυτοκράτορες, προσπάθησαν να περισώσουν την κατάσταση επιδιώκοντας όχι τόσο την ισχυροποίηση της εξουσίας τους, όσο την απόκτηση μεγάλων εκτάσεων γης, όπως το δουκάτο της Αυστρίας και το βασίλειο της Βοημίας, για την οικογένειά τους. Ο Κάρολος Δ΄ (1346 – 1378) επιδίωξε να βάλει τάξη στην διαδικασία εκλογής των αυτοκρατόρων, αναθέτοντας το καθήκον αυτό σε επτά εκλέκτορες φεουδάρχες, σε μια εποχή όμως κατά την οποία το αυτοκρατορικό αξίωμα έμοιαζε να έχει χάσει την αξία του, καθώς η ιστορία της Γερμανίας έδειχνε να ταυτίζεται με την ιστορία συγκεκριμένων οικογενειών χωρίς ενοποιητικό κέντρο.
α. Η Μεσοβασιλεία (1254-1273)
Με τον θάνατο του Κονράδου Δ το 1254 άρχισε η 19ετής περίοδος της Μεσοβασιλείας (1254-1273), κατά τη διάρκεια της οποίας κανένας ηγεμόνας δεν είχε αδιαμφισβήτητη κατοχή του ελέγχου της Γερμανίας. Η περίοδος αυτή έληξε με την άνοδο στο θρόνο του Ροδόλφου των Αψβούργων το 1273.
β. Ροδόλφος Α των Αψβούργων (1273 – 1291)
Ο Ροδόλφος Α΄ των Αψβούργων (αγγλικά: Rudolph I ή Rudolph of Habsburg, γερμανικά: Rudolf von Habsburg, λατινιικά: Rudolphus, Λίμπουργκ, 1 Μαΐου 1218 – Σπάιερ, 15 Ιουλίου 1291) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1273 μέχρι το θάνατό του. Ήταν γιος του Κόμη Αλβέρτου Δ΄ των Αψβούργων και της Χεδβίγης (Hedwig), κόρης του Κόμη Ούλριχ του Οίκου των Κύμπουργκ, και γεννήθηκε στο κάστρο Λίμπουργκ της περιοχής Μπράισγκαου. Με το θάνατο του πατέρα του το 1239, κληρονόμησε από αυτόν μεγάλα κτηματική περιουσία γύρω από την προγονική έδρα του κάστρου των Αψβούργων στην περιοχή Άργκαου της σημερινής Ελβετίας, καθώς και στην Αλσατία. Το 1245 ο Ροδόλφος παντρεύτηκε την Γετρούδη, κόρη του Κόμη Μπάρκχαρντ Γ΄ της οικογένειας Χόχενμπεργκ από το πρώην αλεμανικό-γερμανικό δουκάτο της Σουηβίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενδυνάμωση της δυναστείας των Αψβούργων κρατώντας ηγετική θέση μεταξύ των αυτοκρατορικών φεουδαρχικών δυναστειών. Αρχικά, ως Κόμης της Σουηβίας, ήταν ο πρώτος των Αψβούργων που απόκτησε τα δουκάτα της Αυστρίας και Στυρίας, περιοχές που παρέμειναν υπό την δικαιοδοσία των Αψβούργων για περισσότερα από 600 χρόνια και δημιούργησαν τον πυρήνα της Μοναρχίας των Αψβούργων, καθώς και της σημερινής χώρας της Αυστρίας. Ο Ροδόλφος πέθανε στο Σπάιερ στις 15 Ιουλίου 1291 και θάφτηκε στον Καθεδρικό Ναό του Σπάιερ. Αν και είχε μεγάλη οικογένεια, αυτή συνεχίστηκε μόνο από έναν γιο του, τον μετέπειτα βασιλιά Αλβέρτο Α της Γερμανίας. Οι περισσότερες από τις κόρες του άφησαν διαδόχους, εκτός από την Καταρίνα η οποία πέθανε το 1282 κατά τη διάρκεια του τοκετού και την Hedwig που πέθανε το 1285/1286. Η βασιλεία του Ροδόλφου έμεινε γνωστή για την εδραίωση του Οίκου των Αψβούργων ως μίας ισχυρής δυναστείας στις νοτιοανατολικές περιοχές του βασιλείου. Στις άλλες περιοχές, συνεχίστηκε η μακραίωνη πτώση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την εποχή της αμφισβήτησης, και οι άρχοντες των περιοχών αυτών είχαν σε μεγάλο βαθμό αφεθεί στην τύχη τους
γ. Αδόλφος Α του Νασάου (1292 – 1298)
Ο Αδόλφος του Νασάου (Adolf 1255 –1298), γιος του Βαλράμ, κόμητα του Νασάου και της Αδελχάιντ του Κατσενελμπόγκεν, ήταν κόμης του Νασάου από το 1276 και εκλέχτηκε βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημο όνομα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους) από το 1292 μέχρι την εκθρόνισή του το 1298. Νυμφεύτηκε την Ιματζίνα του Ίσεμπουργκ-Λίμπουργκ και είχαν οκτώ παιδιά. Το 1292 ο αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας, εκπροσωπώντας όλους τους εκλέκτορες φεουδάρχες-πρίγκηπες της Γερμανίας, που έδειξαν προτίμηση σε έναν αδύναμο ηγεμόνα, τον έστεψε βασιλιά της Γερμανίας στο Άαχεν. Σύντομα όμως ο Αδόλφος έδειξε τάσεις χειραφέτησης από τους εκλέκτορες, αναγνωρίζοντας δικαιώματα στους αντιπάλους τους και χρησιμοποιώντας το φεουδαρχικό σύστημα ως κύριο εργαλείο της ισχύος του. Το 1294, με σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα, σύναψε συμμαχία με τον βασιλιά Εδουάρδο Α της Αγγλίας, εναντίον του Φίλιππου Δ της Γαλλίας, που απειλούσε να καταλάβει τη Φλάνδρα και τη Βουργουνδία. Λίγο αργόετρα αναμίχθηκε στις διαμάχες των φεουδαρχών της Θουριγγίας, με σκοπό να αποκτήσει μια ισχυρή βάση για τη δυναστεία του, αναγκάζοντας τον αρχιεπίσκοπο του Μαιντς να δηλώσει ότι η Θουριγία δεν ήταν φέουδο του βασιλιά. Ο Αδόλφος όμως εξασφάλισε τις κτήσεις του με διπλωματικό τρόπο και το 1296 ανακοίνωσε επίσημα την αύξηση των κτήσεων του αυτοκράτορα. Αυτό όμως ήταν αιτία για τοι συνασπισμό εναντίον του πολλών φεουδαρχών – εκλεκτόρων, που αποφάσισαν την εκθρόνισή του, με ταυτόχρονη εκλογή του Αλβέρτου Α των Αψβούργων για τη θέση του βασιλιά, το 1298. Ο Αδόλφος δεν δέχτηκε την απόφαση και η υπόθεση οδηγήθηκε, το 1298, σε πολεμική σύγκρουση στη Μάχη του Γκόλχαϊμ (Göllheim), στην οποία ο Αδόλφος σκοτώθηκε.
δ. Αλβέρτος Α των Αψβούργων (1298 – 1308)
Ο Αλβέρτος Α΄ των Αψβούργων (αγγλικά: Albert I, γερμανικά: Albrecht I., Ιούλιος 1255 – 1 Μαΐου 1308) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημο όνομα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους) και δούκας της Αυστρίας, ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Γερμανίας Ροδόλφου Α΄ και της πρώτης του συζύγου Γετρούδης, κόρης του Κόμη Μπάρκχαρντ Γ΄ του Χόχενμπεργκ της Σουηβίας. Γεννήθηκε στην αυτοκρατορική πόλη του Ράινφενλντεν (Rheinfelden) της Σουηβίας τον Ιούλιου του 1255. Το 1282 ο πατέρας του, ο πρώτος Γερμανός μονάρχης από τον Οίκο των Αψβούργων, παραχώρησε σε αυτόν και τον νεότερο αδελφό του Ροδόλφο Β΄ τα δουκάτα της Αυστρίας και της Στυρίας, τα οποία είχε κατασχέσει από τον τελευταίο τους βασιλιά Όττοκαρ Β΄ της Βοημίας. Επίσης ο πατέρας του με τη Συνθήκη του Rheinfelden, το 1283, ανάδειξε τον Αλβέρτο ως τον μοναδικό κυβερνήτη τους, ενώ ο Ροδόλφος Β΄ αποζημιώθηκε με τα περαιτέρω εδάφη της Αυστρίας που ήταν στη δικαιοδοσία του Οίκου των Αψβούργων. Στις 27 Ιουλίου 1298, ο Αλβέρτος Α΄ εκλέχθηκε βασιλιάς της Γερμανίας και στέφθηκε στις 24 Αυγούστου του ιδίου έτους, στον καθεδρικό ναό του Άαχεν. Την 1η Μαΐου του 1308, ο Αλβέρτος ετοιμαζόταν για να καταστείλει μια εξέγερση στην Σουηβία, όταν δολοφονήθηκε στην περιοχή Βίντις (Windisch) κοντά στον ποταμό Ρέυς (Reuss), από τον ανεψιό του, δούκα Ιωάννη, που ονομάστηκε «πατροκτόνος» (John Parricida), από τον οποίο είχε αποσπάσει την κληρονομιά του.
ε. Ερρίκος Ζ΄ των Λουξεμβούργων (1308 – 1313)
Ο Ερρίκος Ζ΄ των Λουξεμβούργων (γερμανικά: Heinrich VII., 1275 - 24 Αυγούστου 1313) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους) από το 1308, ο πρώτος αυτοκράτορας του Οίκου των Λουξεμβούργων. Νυμφεύτηκε στο Τερβούρεν στις 9 Ιουλίου 1292 τη Μαργαρίτα του Μπραμπάντ, κόρη του Ιωάννη Α΄, δούκα του Μπραμπάντ και παιδιά τους ήταν οι Ιωάννης τον τυφλό (10 Αυγούστου, 1296 – 26 Αυγούστου, 1346), που εκλέχτηκε βασιλιάς της Βοημίας το 1310, Μαρία (1304–26 Μαρτίου 1324), που παντρεύτηκε στο Παρίσι στις 21 Σεπτεμβρίου του 1322 με τον Κάρολο Δ΄ της Γαλλίας, Βεατρίκη (1305–11 Νοεμβρίου 1319), που παντρεύτηκε το 1318 με τον Κάρολο Α΄ της Ουγγαρίας. Κατά τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του αναζωογόνησε την αυτοκρατορική επιρροή στην Ιταλία και απέσπασε τον έπαινό του Ντίνο Κομπάνι και του Δάντη Αλιγκέρι. Γεννήθηκε στις Βαλενσιένες και ήταν γιος του κόμη Ερρίκου ΣΤ΄ του Λουξεμβούργου και της Βεατρίκης του Οίκου των Αβέσνων. Στις 15 Αυγούστου 1309, ο Ερρίκος Ζ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μεταβεί στη Ρώμη και ζήτησε από τα στρατεύματά του να είναι έτοιμα μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1310. Ταξίδεψε στη Ρώμη για να στεφθεί αυτοκράτορας, θέση η οποία χήρευε από το θάνατο του Φρειδερίκου Β΄. Η ενθρόνισή του έγινε στις 29 Ιουνίου 1312. Ως αυτοκράτορας θέλησε να αποκαταστήσει την εξουσία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και πράγματι επανέφερε υπό την αυτοκρατορική εξουσία τμήματα της βόρειας Ιταλίας, αντιμαχόμενος την αντιαυτοκρατορική κοινότητα της Φλωρεντίας. Ωστόσο, ήρθε σε διαμάχη με τους Γουέλφους και τους Γιβελίνους, ιδιαίτερα στις ελεύθερες πόλεις στην Τοσκάνη, ενώ και ο βασιλιάς Ροβέρτος της Νάπολης και ο Πάπας Κλήμης Ε΄ ανησυχούσαν για τις επεκτατικές του πολιτικές. Ο Ερρίκος Ζ θέλησε να τιμωρήσει τον Ροβέρτο για την απιστία του, αφού ο Ροβέροτς ως κόμης της Προβηγκίας ήταν υποτελής στον Ερρίκο Ζ, αλλά πέθανε στις 24 Αυγούστου 1313 στο Μπουονκονβέντο κοντά στη Σιένα. Ο Ερρίκος Ζ είναι ο περίφημος άλτο Αρίγκο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στην οποία ο ποιητής περιγράφει τις τιμές που περιμένουν τον Ερρίκο στον παράδεισο. Ο Δάντης αναφέρεται σε αυτόν πολλές φορές και στο «Καθαρτήριο» παρουσιάζοντας τον σαν σωτήρα που θα φέρει την αυτοκρατορική κυριαρχία στην Ιταλία και θα δώσει τέλος στην ακατάλληλη εκκλησιαστική εξουσία. Ωστόσο, οι επιτυχίες του Ερρίκου Ζ στην Ιταλία δε διάρκεσαν, και μετά το θάνατό του οι αντιαυτοκρατορικές δυνάμεις ξαναπήραν την εξουσία. Μετά το θάνατό του Ερρίκου Ζ, δύο αντίπαλοι, ο Λουδοβίκος Δ΄ της Βαυαρίας του Οίκου των Βίτελσμπαχ και ο Φρειδερίκος Α΄ της Αυστρίας του Οίκου των Αψβούργων, διεκδίκησαν τον θρόνο. Η διαμάχη τους έλαβε τέλος στις 28 Σεπτεμβρίου 1322 με τη Μάχη του Μουλντόρφ, στην οποία ηττήθηκε ο Φρειδερίκος.
στ. Λουδοβίκος Δ΄ των Βίτελσμπαχ (1314 – 1346)
Ο Λουδοβίκος Δ΄ των Βίτελσμπαχ (γερμανικά: Ludwig IV, αγγλικά: Louis IV, 1 Απριλίου 1282 – 11 Οκτωβρίου 1347), ο ονομαζόμενος και Λουδοβίκος ο Βαυαρός, του Οίκου των Βίτελσμπαχ, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) από το 1314, και βασιλιάς της Ιταλίας από το 1327. Ο Λουδοβίκος Δ΄ ήταν δούκας της Άνω Βαυαρίας από το 1294/1301 μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ροδόλφο Α΄, υπηρέτησε ως Μάρκος του Βραδεμβούργου μέχρι το 1323 και ως Εκλέκτορας Κόμης του Ρήνου μέχρι το 1329, έγινε επίσης, δούκας της Κάτω Βαυαρίας το 1340 και Κόμης της Αινώ, της Ολλανδίας, της Ζηλανδίας και του Φρίσλαντ το 1345. Ο Λουδοβίκος Δ γεννήθηκε την 1 Απριλίου του 1282 στο Μόναχο της Γερμανίας, ήταν γιος του Λουδοβίκου Β΄, δούκα της Άνω Βαυαρίας και Εκλέκτορα Κόμη του Ρήνου. Μητέρα του ήταν η Ματίλδη, κόρη του Βασιλιά της Γερμανίας Ροδόλφου Α΄.Ο Λουδοβίκος Δ΄ ήταν ο προστάτης των Τευτόνων Ιπποτών. Το 1337 φέρεται να κατοχύρωσε για το Τευτονικό Τάγμα το προνόμιο να κατακτήσει τη Λιθουανία και τη Ρωσία, ενώ το Τάγμα είχε υποβάλει αίτημα μόλις για τρεις μικρές περιοχές τους. Αργότερα, κατά τις εδαφικές διαμάχες τους με τους ξένους ηγέτες, απαγόρεψε να δικαστεί το Τάγμα ενώπιον αλλοδαπών δικαστηρίων. Ο Λουδοβίκος Δ πέθανε τον Οκτώβριο του 1347, στο Puch κοντά στο Fürstenfeldbruck, από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη κατά τη διάρκεια κυνηγιού αρκούδας. Ο τάφος του βρίσκεται στο Frauenkirche του Μονάχου.
ζ. Κάρολος Δ΄ των Λουξεμβούργων (1346 – 1378)
Ο Κάρολος Δ΄ των Λουξεμβούργων (αγγλικά: Charles IV, γερμανικά: Karl IV, τσέχικα: Karel IV., Πράγα, 14 Μαΐου 1316 – Πράγα, 29 Νοεμβρίου 1378, <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + λαός = αρχηγός, επικεφαλής του λαού (κοίρανος >τύραννος), γεννήθηκε με το όνομα Wenceslaus (Václav), ήταν ο δεύτερος βασιλιάς της Βοημίας από τον Οίκο των Λουξεμβούργων και ο πρώτος βασιλιάς της Βοημίας που επίσης έγινε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γεμανικού Έθνους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Ιωάννη της Βοημίας, ο οποίος πέθανε στη μάχη του Κρεσύ (Crécy) στις 26 Αυγούστου 1346. Ο Κάρολος κληρονόμησε την Κομητεία του Λουξεμβούργου και το Βασίλειο της Βοημίας από τον πατέρα του. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1347, ο Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς της Βοημίας.Στις 11 Ιουλίου 1346 οι Πρίγκηπες-Εκλέκτορες τον εξέλεξαν Βασιλιά της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, αντί του Λουδοβίκου Δ΄. Ο Κάρολος στέφθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1346 στη Βόννη. Μετά τον θάνατο του αντιπάλου του, επανεξελέγη στις 17 Ιουνίου 1349 και στέφθηκε ξανά βασιλιάς στις 25 Ιουλίου του ιδίου έτους. Στις 6 Ιανουαρίου 1355 στέφθηκε βασιλιάς της Ιταλίας και στις 5 Απριλίου έγινε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η στέψη του ως βασιλιάς της Βουργουνδίας καθυστέρησε μέχρι τις 4 Ιουνίου του 1365, οπότε και έγινε ο προσωπικός ηγεμόνας όλων των βασιλείων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επιδίωξε να βάλει τάξη στην διαδικασία εκλογής των αυτοκρατόρων, αναθέτοντας το καθήκον αυτό σε επτά εκλέκτορες φεουδάρχες, σε μια εποχή όμως κατά την οποία το αυτοκρατορικό αξίωμα έμοιαζε να έχει χάσει την αξία του, καθώς η ιστορία της Γερμανίας έδειχνε να ταυτίζεται με την ιστορία συγκεκριμένων οικογενειών χωρίς ενοποιητικό κέντρο.Απεβίωσε στην Πράγα στις 29 Νοεμβρίου 1378.
η. Βενσίσλαος ο Οκνηρός των Λουξεμβούργων (1378 – 1400)
Ο Βενσίσλαος (Wenceslaus ή Wenceslas, τσέχικα Václav, γερμανικά Wenzel, 1361-1419) επονομαζόμενος Οκνηρός, γιος του προηγούμενου βασιλιά Καρόλου Δ, από την τρίτη σύζυγό του Άννα του Σβάιντνιτς, ήταν από κληρονομιά βασιλιάς της Βοημίας (ως Βενσίσλαος Δ) και μετά από εκλογή, βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους) τυπικά από το 1376, όσο ζούσε ακόμα ο πατέρας του Κάρολος Δ (πρακτικά μετά τον θάνατό του από το 1378) μέχρι το 1400. Ήταν ο 3ος Γερμανός βασιλιάς από την οικογένεια των Λοξεμβούργων. Είχε διαδοχικά δύο συζύγους, αλλά δεν απέκτησε απογόνους από καμία. Το 1387 βρέθηκε αντιμέτωπος με διαμάχες των τοπικών φεουδαρχών της Βαυαρίας και της Σουηβίας, στις οποίες επικράτησε ο Έμπερχαρντ Β, κόμης του Βούτερμπεργκ, μετά από μάχη στο Ντόφιγκεν το 1388. Αντιδρώντας, ο Βενσίσλαος απαγόρευσε τις συμμαχίες μεταξύ των πόλεων, εξασφαλίζοντας κάποιο βαθμό σταθερότητας για τις επόμενες δεκαετίες, εις βάρος όμως της ισχύος της βασιλικής εξουσίας. Στη διάρκεια της βασιλείας του βρισκόταν σε συνεχή ρήξη με τους αριστοκράτες της Βοημίας και ιδιαίτερα με την οικογένεια των Ρόζενμπεργκ. Καθαιρέθηκε από το θρόνο της Γερμανίας το 1400, αλλά παρέμεινε βασιλιάς της Βοημίας μέχρι το 1419, όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια κυνηγετικής επιχείρησης. Ως άνθρωπος ήταν υψηλής παιδείας, αλλά η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από αδράνεια, σκληρότητα στη λήψη μέτρων και ευνοιοκρατία, ενώ, όπως φαίνεται, έπασχε από αλκοολισμό.
θ. Ροβέρτος των Βίτελσμπαχ (1400-1410)
Ο Ροβέρτος των Βίτελσμπαχ, γνωστός και ως Ροβέρτος του Παλατινάτου (Rupert of the Palatinate, γερμανικά Ruprecht von der Pfalz; 1352 –1410, <ροδοφερτός <ρόδον [>ρόδινο χρώμα >ροζ] + φερτός [-φερόμενος] = αυτός που φέρεται στα κόκκινα, πορφυρογέννητος), μέλος της οικογένειας των Βίτελσμπαχ (Wittelsbach), γιος του Ροβέρτου Β, εκλέκτορα του Παλατινάτου και της Βεατρίκης της Αραγωνίας, ήταν εκλέκτορας του Παλατινάτου από το 1398 (ως Ροβέρτος Γ) και βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους) από το 1400 μέχρι το θάνατό του. Σύζυγός του ήατν η Ελισάβετ των Ηοεντσόλερν και είχαν τέσσερις γιους και μία κόρη. Μεγάλωσε μαζί με τη γιαγιά του, που ήταν ηγουμένη σε μοναστήρι. Εκλέχτηκε βασιλιάς αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βενσίσλαου το 1400. Στο Σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας υποστήριξε τον πάπα Βονιφάτιο Θ και το 1401 επιχείρησε αποτυχημένη εκστρατεία στην Ιταλία, που τον ανάγκασε, επιστρέφοντας στη Γερμανία, να λάβει μέτρα για τη διατήρηση της ειρήνης εκεί. Παράλληλα ενίσχυσε τις σχέσεις με την Αγγλία, νυμφεύοντας τον γιο του Λουδοβίκο με την κόρη του βασιλιά Ερρίκου Δ. Δεν μπόρεσε όμως να εξουδετερώσει πλήρως τις αντιδράσεις των τοπικών φεουδαρχών της Γερμανίας. Πέθανε το 1410 σε ηλικία 58 ετών, έχοντας μεριμνήσει για τη διανομή του κράτους στους 4 γιους του. Η συνέλευση εκλεκτόρων όμως εξέλεξε βασιλιά τον Γιομπστ (Jobst) ηγεμόνα της Μοραβίας, από την οικογένεια των Λουξεμβούργων.
ι. Σιγισμόνδος των Λουξεμβούργων (1411-1437)
Ο Σιγισμόνδος των Λουξεμβούργων (αγγλικά: Sigismund of Luxemburg, ουγγρικά: Zsigmond, κροατικά: Žigmund, τσέχικα: Zikmund, Νυρεμβέργη, 15 Φεβρουαρίου 1368 – Ζνόζμο, 9 Δεκεμβρίου 1437, <σιγή + <μόθος {[=μάχη] >μόδος >μόνδος} = βασιλιάς που κατασιγάζει τις μάχες νικώντας τους εχθρούς) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας από το 1411, της Ιταλίας από το 1431, της Ουγγαρίας και Κροατίας από το 1387, της Βοημίας από το 1419, και έφερε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για μια τετραετία από το 1433 έως το 1437, ο τελευταίος αυτοκράτορας από τον Οίκο των Λουξεμβούργων. Γεννήθηκε στην Νυρεμβέργη, ο Σιγισμούνδος και ήταν γιος του αυτοκράτορα Καρόλου Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και της τέταρτης συζύγου του, Ελισάβετ της Πομερανίας, που ήταν εγγονή του Gediminas Μεγάλου Δούκα της Λιθουανίας και του βασιλιά Κασιμίρ Γ΄ της Πολωνίας. Πήρε το όνομά του από τον Άγιο Σιγισμόνδο της Βουργουνδίας, που ήταν ο αγαπημένος άγιος του πατέρα του Σιγισμόνδου. Κατά την παιδική του ηλικία στα εδάφη του Στέμματος της Βοημίας, ο Σιγισμούνδος είχε το παρατσούκλι «Τζίντζερ αλεπού» (κροατικά: Liška ryšavá, αγγλικά: Ginger fox), λόγω του χρώματος των μαλλιών του. O Σιγισμούνδος ήταν μία από τις κινητήριες δυνάμεις που βρίσκονταν πίσω από το Συμβούλιο της Κωνσταντίας που έθεσε τέρμα στο Παπικό Σχίσμα, αλλά τελικά οδήγησε στους πολέμους των Χουσσιτών, που κυριάρχησαν στη μεταγενέστερη περίοδο της ζωή του Σιγισμούνδου. Πέθανε στις 9 Δεκεμβρίου 1437 στο Ζνόζμο της Μοραβίας (σήμερα στη Δημοκρατία της Τσεχίας) και όπως δήλωσε όσο ζούσε, θάφτηκε στο Nagyvárad του βασιλείου της Ουγγαρίας, (σημερινό Οράντεα της Ρουμανίας) δίπλα στον τάφο του Αγίου βασιλιά Λαδισλάου Α΄ της Ουγγαρίας, ο οποίος είχε, για εκείνη την εποχή, τα ιδανικά χαρακτηριστικά ενός τέλειου Μονάρχη, Πολεμιστή και Χριστιανού και κατά βάθος λατρευόταν από τον Σιγισμόνδο. Με τη δεύτερη σύζυγό του, Μπάρμπαρα του Τσέλιε, άφησε μια μοναχοκόρη, την Ελίζαμπεθ του Λουξεμβούργου, η οποία ήταν παντρεμένη με τον δούκα της Αυστρίας Αλβέρτο Ε΄ (αργότερα βασιλιάς Αλβέρτος Β΄ της Γερμανίας), τους οποίους ο Σιγισμούνδος ονόμασε διαδόχους του. Ο ίδιος δεν άφησε κανένα γιο οπότε η διαδοχή του στον οίκο των Λουξεμβούργων εξαφανίστηκε με το θάνατό του.
Στο πνεύμα των εξελίξεων αυτών, από το 1438 μέχρι το 1806, το αυτοκρατορικό αξίωμα, μολονότι θεωρητικά ήταν αιρετό, πέρασε στα χέρια της οικογένειας των Αψβούργων (Habsburgs) που κυβέρνησαν την Γερμανία επί 368 έτη, καθιστώντας την Αυστρία κέντρο των δραστηριοτήτων τους, με έδρα την Βιέννη. Από αυτούς ο Μαξιμιλιανός Α΄ (1493 – 1519) έκανε σοβαρή προσπάθεια να τονώσει την αυτοκρατορική εξουσία, οργανώνοντας τις εσωτερικές σχέσεις του κράτους και συνενώνοντας υπό το σκήπτρο του όλες τις κτήσεις των Αψβούργων, στις οποίες με διάφορους τρόπους πρόσθεσε και καινούργιες, όπως το Τιρόλο, το Τρεντίνο, η Ουγγαρία και η Βοημία και ήρθε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τους τοπικούς πρίγκιπες που επιδίωκαν περαιτέρω ενίσχυση της θέσης τους. Το έργο του όμως ανακόπηκε από την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου (1483 – 1546), η οποία, κρινόμενη με πολιτικούς όρους, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Γερμανίας, από την οποία η χώρα συνήλθε μόνο μετά από τρεις και πλέον αιώνες.
α. Αλβέρτος Β ο Μεγαλόψυχος (1438-
Ο Αλβέρτος Β ο Μεγαλόψυχος (Albert the Magnanimous, 1397 – 1439), γιος του Αλβέρτου Δ δούκα της Αυστρίας και της Ιωάννας Σοφίας της Βαυαρίας, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (1438-1439), της Ουγγαρίας και Κροατίας (1437-1439) και της Βοημίας, καθώς και αρχιδούκας της Αυστρίας από το 1404 μέχρι το θάνατό του. Η επκράτησή του στο δουκάτος της Αυστρίας έγινε μετά διαμάχες με τους θείους του Γουλιέλμου, Λεοπόλδου και Ερνέστου και σταθεροποιήθηκε μετά τον θάνατο του Λεοπόλδου το 1411. Το 1422 νυμφεύτηκε την Ελισάβετ του Λουξεμβούργου, κόρη του προηγούμενου βασιλιά της Γερμανίας Σιγισμόνδου, καταγόμενη από βασιλικές οικογένειες της Ουγγαρίας, Πομερανίας, Βοσνίας, Σερβίας και Πολωνίας και έτσι ο Αλβέρτος απέκτησε δικαιώματα σε εδάφη Σλαβικών βασιλείων της εποχής του. Μαζί της απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες, από τους οποίους ο Λαδίσλαος έγιναν βασιλιάς της Ουγγαρίας και Βοημίας. Συμπαραστάθηκε στον πεθερό του Σιγισμόνδο του Λουξεμβούργου στους αγώνες του εναντίον των Χουσιτών, κατά τη διάρκεια των οποίων τα εδάφη της Αυστρίας καταστράφηκαν αρκετές φορές μέχρι τη Μάχη του Ντομαζλίσε το 1431, όταν τα αυτοκρατικά στρατεύματα υπέστησαν δεινή ήττα. Με το θάνατο του Σιγισμόνδου το 1438 στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας και το 1438 εκλέχτηκε βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους), χωρίς να στεφθεί ποτέ αυτοκράτορας. Υπερασπιζόμενος την Ουγγαρία απέναντι στις επιθέσεις των Τούρκων, πέθανε τον Οκτώβριο του 1439.
β. Φρειδερίκος Γ΄ ο Ειρηνοποιός (1440 – 1493)
Ο Φρειδερίκος Γ΄ ο Ειρηνοποιός (Ίνσμπρουκ, 21 Σεπτεμβρίου 1415 – Λιντς, 19 Αυγούστου 1493), ήταν εκλεγμένος βασιλιάς της Γερμανίας από το 1440, Αρχιδούκας της Αυστρίας (ως Φρειδερίκος Ε΄) από το 1424 και έφερε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1452 μέχρι το θάνατό του το 1493. Γεννήθηκε στην πόλη Ίνσμπρουκ, γιος του δούκα Ερνέστου του Σιδηρού της Λεοπολδιανής γενιάς της οικογενείας των Αψβούργων, και κυβερνήτη του εσωτερικού της Αυστρίας, δηλαδή στα δουκάτα Στυρίας, Καρινθίας και Καρνιόλας, και της συζύγου του Ερνέστου (Cymburgis of Masovia). Έγινε δούκας της εσωτερικής Αυστρίας ως Φρειδερίκος Ε΄ μετά το θάνατο του πατέρα του στις 23 Νοεμβρίου 1424. Στις 2 Φεβρουαρίου 1440 εξελέγη Βασιλιάς των Γερμανών, και στέφθηκε στις 17 Ιουνίου 1442, ενώ στις 19 Μαρτίου 1452 στέφθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως Φρειδερίκος Γ΄, από τον Πάπα Νικόλαο Ε΄. Το 1452 επίσης, σε ηλικία 37 ετών, παντρεύτηκε την 18-χρονη Ινφάντα Ελεονώρα, κόρη του βασιλιά Εδουάρδου της Πορτογαλίας, της οποίας η προίκα τον βοήθησε να ανακουφίσει τα χρέη του και να εδραιώσει την εξουσία του. Το 1442, κατά τον πόλεμο της Παλαιάς Ζυρίχης (Alter Zürichkrieg), ο ίδιος ο Φρειδερίκος συμμάχησε με τον ηγεμόνα της Ζυρίχης, Rudolf Stüssi, εναντίον της Παλαιάς ελβετικής συνομοσπονδίας. Το 1448, μπήκε στο Κονκορδάτο της Βιέννης με την Αγία Έδρα, συμφωνία η οποία παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1806 και ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των Αψβούργων και της Αγίας Έδρας. Ο Φρειδερίκος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που στέφθηκε στη Ρώμη. Εκείνη την εποχή αντιτάχθηκε στη μεταρρύθμιση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ήταν μόλις και μετά βίας σε θέση να αποτρέψει τους εκλογείς να μην εκλέξουν άλλο βασιλιά. Σε ηλικία 77 ετών, Φρειδερίκος Γ΄ πέθανε στο Λιντς, όταν ο ακρωτηριασμός του αριστερού ποδιού του, τον ανάγκασε να αιμορραγεί μέχρι θανάτου. Ο τάφος του, που χτίστηκε από τον Nikolaus von Leyden Gerhaert, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη, είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της γλυπτικής τέχνης στα τέλη του Μεσαίωνα. Το ακρωτηριασμένο πόδι του θάφτηκε μαζί του. Το 1493, τον διαδέχτηκε ο γιος του Μαξιμιλιανός Α΄ μετά από δέκα χρόνια κοινής διακυβέρνησης.
γ. Μαξιμιλιανός Α΄(1493 – 1519)
Ο Μαξιμιλιανός Α΄ (Maximilian I, Νεάπολη Βιέννης, 22 Μαρτίου 1459 – Βελς, 12 Ιανουαρίου 1519, <μάκος [δωρική μορφή του "μήκος"] >μακρός >μάκιστος [υπερθετικός βαθμός] >μάξιμος = μακρύς, υψηλός, μεγάλος), γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ελεονώρας της Πορτογαλίας, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας, τυπικά από το 1486 και ουσιαστικά από το 1493 μετά τον θάνατο του πατέρα του (και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1493) μέχρι το θάνατό του, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν στέφθηκε από τον Πάπα, διότι το ταξίδι στη Ρώμη ήταν πάντα πολύ επικίνδυνο. Από το 1483 περίπου, κυβερνούσε από κοινού με τον πατέρα του (για τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου της βασιλείας του πατέρα του). Επέκτεινε την επιρροή του Οίκου των Αψβούργων μέσω του πολέμου και του γάμου του, το 1477 με την Μαρία της Βουργουνδίας, κληρονόμο του δουκάτου της Βουργουνδίας, αλλά επίσης έχασε από την Ελβετική συνομοσπονδία τα αυστριακά εδάφη στη σημερινή Ελβετία. Νυμφεύοντας τον γιο του Φίλιππο Α΄ της Καστίλλης με τη μελλοντική βασίλισσα Ιωάννα Α΄ της Καστίλλης το 1498, ο Μαξιμιλιανός κατάφερε να ιδρύσει την δυναστεία των Αψβούργων στην Ισπανία και το γεγονός αυτό επέτρεψε στον εγγονό του Κάρολο Ε΄ να κρατήσει το θρόνο και των δύο στεμμάτων Λεόν–Καστίλλης και Αραγονίας, καθιστώντας τον πρώτο Γερμανό βασιλιά της Ισπανίας. Ο Καρόλος Ε (έχοντας επιβιώσει μετά τον πατέρα του Φίλιππο) διαδέχτηκε τον Μαξιμιλιανό στο θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1519, και κατά συνέπεια, κυβερνούσε ταυτόχρονα τόσο την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και την Ισπανική αυτοκρατορία.
α. Γουλιέλμος Α΄ ο Κατακτητής (1066-1087)
Ο Γουλιέλμος Α΄ ο Κατακτητής (William the Conqueror 1028 – 9 Σεπτεμβρίου 1087, <βουλή + έλμος [<έλμα <φέρμα [<φέρω] > φέλμα >χέλμα = φερόμενος, ισχυρός] = αυτός που έχει ισχυρή θέληση, αποφασιστικός [γερμ. Wilhelm]) ήταν δούκας της Νορμανδίας από το 1035 έως το 1087) ως Γουλιέλμος Β΄, και βασιλιάς της Αγγλίας από το 1066 έως το 1087. Ήταν νόθος γιος του Ροβέρτου Β΄, δούκα της Νορμανδίας, και της Ερλέβας, που απέκτησε αργότερα άλλα δύο παιδιά με άλλον σύζυγο. Ήταν μικρανεψιός της Έμμας της Νορμανδίας, συζύγου των βασιλέων Έθελρεντ και Κανούτου του Μεγάλου. Ήταν γεροδεμένος, ευφυής, μαχητικός με πολύ καλή υγεία, αλλά παχύσαρκος. Η παχυσαρκία του αυξανόταν συνέχεια όσο μεγάλωνε σε ηλικία, τόσο που ο βασιλιάς Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας τον χλεύαζε λέγοντας ότι μοιάζει με έγκυο γυναίκα. Από τη μητέρα του επίσης είχε κληρονομήσει εκ γενετής δυσοσμία του δέρματος. Σύμφωνα με τις επιθυμίες του πατέρα του, τον διαδέχθηκε το 1035 σε ηλικία επτά ετών ως Γουλιέλμος Β΄ της Νορμανδίας, ενώ συνάντησε αμέσως αντιδράσεις από βαρόνους χωρίς αποτέλεσμα, αφού είχε την υποστήριξη του βασιλιά Ερρίκου Α΄ της Γαλλίας. Στέφθηκε από τον Ερρίκο δούκας σε ηλικία 15 ετών, ενώ στα 19 του χρόνια συνάντησε πάλι ισχυρές αντιδράσεις από επαναστατημένους βαρόνους. Με τη βοήθεια ξανά του Ερρίκου Α΄ της Γαλλίας υπέταξε οριστικά την Νορμανδία στην Μάχη του Βαλ-ες-ντιν, αλλά ακόμα ήταν πολιτικά ανίσχυρος. Παρά τις αντιδράσεις του πάπα Λέοντα Θ΄, παντρεύτηκε σε ηλικία 26 ετών την 22χρονη ξαδέλφη του, Ματθίλδη της Φλάνδρας. Παρά τις αντίθετες προβλέψεις, στάθηκε πιστός σύζυγος απέναντι της και απέκτησαν τέσσερις γιους και έξι κόρες. Ο Ερρίκος Α΄ της Γαλλίας ενοχλήθηκε από την συνεχώς αυξανόμενη δύναμη του νεαρού δούκα, άλλαξε τακτική και επιτέθηκε δύο φορές για να κατακτήσει την Νορμανδία το 1054 και το 1057, αλλά αποκρούστηκε.
Ο Γουλιέλμος πίστευε ότι ήταν ο νόμιμος διάδοχος του άτεκνου βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Εξομολογητή λόγω της γιαγιάς του Έμμας, ενώ ο Εδουάρδος που ήταν ξάδελφος του πατέρα του τού είχε υποσχεθεί τον θρόνο, σε μια επίσκεψη του στο Λονδίνο το 1052. Είναι γνωστό επίσης ότι το 1064 ο ισχυρός κόμης του Ουέσσεξ Χάρολντ Γκοντουίνσον, ένας καθαρόαιμος Αγγλοσάξονας και ένας από τους ισχυρότερους άντρες στην Αγγλία στην εποχή του και διεκδικητής του θρόνου, του δήλωσε την συμπαράσταση του. Ο Γουλιέλμος είχε απελευθερώσει τον Χάρολντ και είχαν νικήσει μαζί τον κόμη Κόναν Β΄ της Βρεττάνης. Μετά τον θάνατο του Εδουάρδου του Εξομολογητή, κατέλαβε τον Αγγλικό θρόνο ως Χάρολντ Β΄ τον Ιανουάριο του 1066, ισχυριζόμενος ότι ο Εδουάρδος τον είχε ορίσει διάδοχο. Αμέσως ετοίμασε στρατό προκειμένου να επιτεθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ο αδελφός του, Τόστιγκ Γκόντουινσον, ηττήθηκε από τον Έντουιν, κόμητα της Μερκίας. Ο Γουλιέλμος εξέθεσε τα δικαιώματα του στον Αγγλικό θρόνο στον πάπα Αλέξανδρο Β΄ και άρχισε να ετοιμάζει στόλο για να επιτεθεί στην Αγγλία. Κέρδισε την υποστήριξη των περισσότερων Γάλλων ευγενών, καθώς τους υποσχέθηκε πολλές εκτάσεις εδαφών και φεουδαρχικά αξιώματα. Τελικά κατόρθωσε να συγκεντρώσει τεράστιο στρατό με 600 πλοία και 7.000 άντρες. Όταν ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Χάρολντ Β αποσύρθηκε στην ενδοχώρα αφήνοντας αφύλακτες τις ακτές. Τότε ήρθε και ο βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας, που συμμάχησε με τον Τόστιγκ αναγκάζοντας τον Χάρολντ Β με τον στρατό του να μετακινηθούν βόρεια. Ηττήθηκαν όμως στις 25 Σεπτεμβρίου από τον Χάρολντ στην Μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ. Στις 28 Σεπτεμβρίου με το άκουσμα ότι ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας έφτασε με τεράστιο στόλο στις Αγγλικές ακτές, ο Χάρολντ Β μετακινήθηκε στο Χάστινγκς, όπου έκτισε ξύλινο φρούριο για να το χρησιμοποιήσει ως βάση των επιχειρήσεων του.
Στις 13 Οκτωβρίου έφθασαν νέα στον Γουλιέλμο ότι ο εξασθενημένος στρατός του Χάρολντ είχε εγκαταλείψει το Λονδίνο και είχε καταφύγει στο Χάστινγκς, αφού ενώθηκε με πολλούς άλλους Άγγλους στρατιώτες που συνάντησε στον δρόμο του. Οι στρατοί ήταν ισάριθμοι, αλλά ο στρατός του Γουλιέλμου ήταν εξασθενημένος και η νίκη για τον Χάρολντ φαινόταν αρχικά εύκολη. Οι υπερόπτες Αγγλοσάξονες στρατιώτες, όμως, προκειμένου να καταδιώξουν τους Νορμανδούς, έσπασαν άτακτα τις γραμμές τους, πράγμα που κατάλαβαν οι Νορμανδοί ευγενείς που ανασυντάχθηκαν και επανήλθαν στο πεδίο της μάχης. Με μια καταιγίδα από βέλη αντιστράφηκε η τύχη για τους Νορμανδούς και ακολούθησε η συντριβή των Αγγλοσαξόνων. Ο Χάρολντ Β με δύο από τους αδελφούς του σκοτώθηκαν και τα υπολείμματα των Αγγλοσαξόνων στρατιωτών οδηγήθηκαν στην πυρά.
Ο επόμενος στόχος του Γουλιέλμου ήταν το Λονδίνο, όπου ο νεαρός ευγενής Έντγκαρ Έθελινγκ ήθελε να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς. Προσέγγισε το Λονδίνο μέσω του Κεντ εμπνέοντας τρόμο στις Αγγλικές περιοχές, αλλά δέχτηκε πλήγμα στη γέφυρα του Λονδίνου και αποφάσισε να κυριεύσει την πόλη από τα βορειοδυτικά. Αφού δέχθηκε πολλές ενισχύσεις, διέσχισε τον Τάμεση και ο αρχιεπίσκοπος Στίγκαντ, ένας από τους κυριότερους υποστηρικτές του Έντγκαρ, παραδόθηκε, ενώ ο Έντγκαρ εγκατέλειψε την πόλη αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον Γουλιέλμο. Ο Γουλιέλμος στέφθηκε επίσημα βασιλιάς της Αγγλίας ως Γουλιέλμος Α΄ τα Χριστούγεννα του 1066.
Ενώ ο Νότος υποτάχθηκε πλήρως στον Γουλιέλμο, ο βορράς συνέχισε για έξι χρόνια ακόμα ως το 1072 να προβάλλει σοβαρή αντίσταση. Το 1068 οι νόθοι γιοί του Χάρολντ Β επιχείρησαν ανεπιτυχή κατάληψη της ΝΔ Αγγλικής χερσονήσου, ενώ την ίδια χρονιά με την υποστήριξη του Έθελινγκ η Μερκία και η Νορθουμβρία επαναστάτησαν. Ο Έθελινγκ πραγματοποίησε συμμαχία με τον βασιλιά Μάλκολμ Γ΄ της Σκωτίας, που παντρεύτηκε την αδελφή του Μαργαρίτα και κυρίευσε την Υόρκη. Ο Έθελινγκ απευθύνθηκε στους Δανούς, που αποβιβάστηκαν με μεγάλο στόλο στην Νορθουμβρία, απαιτώντας το Αγγλικό στέμμα για λογαριασμό του βασιλιά τους, Σβεν Β΄ της Δανίας. Ο Γουλιέλμος, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες, πέτυχε αποφασιστική νίκη στη Μάχη του ποταμού Άιρ, ενώ οι Δανοί είχαν ήδη αποχωρήσει. Τότε ο Γουλιέλμος κατέστρεψε τη Νορθουμβρία, που έχασε οριστικά την αυτονομία που είχε, ενώ ο Δανός βασιλιάς αποφάσισε για άλλη μια φορά να εκστρατεύσει εναντίον του. Ο Γουλιέλμος κατάφερε να τον συγκρατήσει προσφέροντας του χρυσάφι, επιτέθηκε στην Σκωτία νικώντας τον Μάλκολμ το 1072 και εξουδετερώνοντας κάθε εστία αντίστασης εναντίον του, ενώ ο Έθελινγκ υποτάχθηκε οριστικά το 1074. Ο Πάπας επενέβη για να προστατέψει τους επαναστάτες από τις ωμότητες των νικητών Νορμανδών.
Όπως όλοι οι Νορμανδοί ηγεμόνες, πέρασε τον περισσότερο χρόνο (11 χρόνια) της βασιλείας του στην πατρίδα του την Νορμανδία, παρά στην Αγγλία. Ουσιαστικά ήταν ηγεμόνας της Νορμανδίας, υποτελής του βασιλιά της Γαλλίας, ενώ η Αγγλία φαινόταν απλώς σαν επαρχία του συγκεκριμένου δουκάτου. Κλήθηκε ως δούκας της Νορμανδίας από τον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο Α΄ να κατακτήσει την Βρετάνη. Επιτέθηκε στον δούκα της Άλαν Δ΄ της Βρετάνης, αλλά έκλεισε ειρήνη μαζί του, αφού αρραβωνιάστηκε με την κόρη του, Κωνσταντία, που δηλητηριάστηκε σύντομα απ' αυτόν. Ακολούθησαν μερικές προστριβές με τον μεγαλύτερο γιο του, Ροβέρτο, αφού οι αδελφοί του Γουλιέλμος και Ερρίκος που τον μισούσαν έκαναν κακόγουστο αστείο εναντίον του, λούζοντάς τον με βρώμικο νερό. Ο Ροβέρτος στρατοπέδευσε στην Φλάνδρα και ο Γουλιέλμος μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον γιο του μόνο χάρη στη βοήθεια του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου. Στην μάχη που ακολούθησε το 1079, ο Ροβέρτος αναγνώρισε την τελευταία στιγμή τον πατέρα του και του χάρισε την ζωή. Απογοητευμένος ο Γουλιέλμος Α΄ αποχώρησε από την μάχη, ενώ αργότερα με την επέμβαση της συζύγου του Ματθίλδης το 1080 συμφιλιώθηκε με τον γιο του και τον κήρυξε διάδοχο του στην Νορμανδία. Το 1083 πέθανε η Ματθίλδη και ο Γουλιέλμος έγινε περισσότερο αυταρχικός από ποτέ.
Ο Γουλιέλμος Α΄ έκανε μεγάλες αλλαγές στην τοπική αγγλική κοινωνία, αντικαθιστώντας την παλιά αριστοκρατία των Αγγλοσαξώνων με αριστοκράτες που προέρχονταν από την πατρίδα του, τη Νορμανδία. Οι αδικημένοι Αγγλοσάξονες που εξέπεσαν από την εξουσία που είχαν πρωτύτερα κατέφυγαν στην Φλάνδρα και την Σκωτία. Το 1086, έστειλε τους απεσταλμένους του να πραγματοποιήσουν λεπτομερή απογραφή του Αγγλικού πληθυσμού, που δεν διέφερε σε τίποτα σε σχέση με τις σύγχρονες. Χώρισε την Αγγλία σε περιφέρειες και πραγματοποίησε ισχυρές οχυρές κατασκευές, μεταξύ των οποίων και ο Πύργος του Λονδίνου, για να προστατεύσει το στέμμα του από τους επαναστάτες. Ο Αγγλικός λαός δεν μπορούσε να αποβάλλει τις Αγγλοσαξονικές συνήθειες και έτσι δημιουργήθηκε ένα πολιτισμικό κράμα από Αγγλοσαξονικά και Νορμανδικά έθιμα. Ο τρόπος διακυβέρνησης του, που εξασφάλιζε ότι κάθε ευγενής που θα ερχόταν σε αντιπαράθεση μαζί του θα έχανε τα εδάφη του, ήταν αιτία ώστε να αυξήσει την προσωπική του εξουσία.
Άλλαξε τις συνήθειες, τα έθιμα, και τη γλώσσα των Άγγλοσαξόνων κατοίκων της Αγγλίας, μεταφέροντας στα Βρετανικά Νησιά τον πολιτισμό της ηπειρωτικής Ευρώπης. Εισήγαγε την Αγγλία το φεουδαρχικό σύστημα που πέρασε σε όλα τα ευρωπαϊκά βασίλεια. Σε ένα κυνήγι σε ηλικία 59 ετών έπεσε από το άλογο του και πέθανε λόγω των τραυμάτων του. Πριν ξεψυχήσει πρόλαβε να μοιράσει τα εδάφη του ανάμεσα στους γιους του. Θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο Αββαείο των Ανδρών (Abbaye-aux-Hommes) στην Καν, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Παιδιά του από το γάμο του με τη Ματθίλδη της Φλάνδρας ήταν οι Ροβέρτος Γ΄ της Νορμανδίας, Σεσίλ (1056 – 1126) μοναχή, Γουλιέλμος Β΄ της Αγγλίας, Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας, Κωνσταντία της Νορμανδίας (1099 – 1090) που παντρεύτηκε τον Άλαν Δ΄ της Βρεττάνης, και δηλητηριάστηκε απ' αυτόν, Αδέλα της Νορμανδίας (1067 – 1137) που παντρεύτηκε τον Στέφανο Β΄ του Μπλουά.
β. Γουλιέλμος Β ο Πυρόθριξ (1087-1100)
Ο Γουλιέλμος Β΄ ο Πυρόθριξ (William Rufous, 1056 - 1100) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1087 - 1100) με επιρροές στην Σκωτία και τη Νορμανδία. Δεύτερος επιζήσας γιος του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου Α΄ του Κατακτητή και της Ματθίλδης της Φλάνδρας, ονομαζόταν και Πυρόθριξ ή Ρούφος λόγω του κοκκινωπόυ παρουσιαστικού του. Περιγράφεται ως βίαιος κυβερνήτης, ενώ σύμφωνα με τα Αγγλοσαξονικά χρονικά ήταν μισητός από το σύνολο του λαού του. Περιφρόνησε την Αγγλία και τον πολιτισμό της, καθώς και τη θρησκεία. Αναφέρεται ως επιδεικτικός χαρακτήρας, με έντονα πολεμικά αισθήματα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε απέκτησε παιδιά, ενώ είναι αναρίθμητες οι αναφορές για τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις του. Κατά τη νεανική του ηλικία, βρισκόταν υπό την επίβλεψη του αρχιεπίσκοπου του Καντέρμπουρι Λανφράν και ήταν ο ευνοούμενος γιος του πατέρα του, ενώ βρισκόταν σε μεγάλη εχθρότητα με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Ροβέρτο, από την παιδική τους ηλικία. Συμφιλιώθηκαν το 1091 μετά το αποτυχημένο κίνημα του μικρότερου αδελφού τους Ερρίκου. Η διαίρεση των εδαφών του βασιλείου του πατέρα του έφερε σε αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του Ροβέρτο, που κληρονόμησε την Νορμανδία, ένα μεγάλο δίλημμα. Αν και τα αδέλφια ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι, δεν ήταν δυνατό να αφήσει ο ένας τον άλλον στις ορέξεις των βαρόνων που ήθελαν να πάρουν την εξουσία, που θα μπορούσε να σημάνει την οριστική απώλεια των εδαφών για την οικογένεια. Η μόνη λύση ήταν να ενωθούν η Αγγλία με την Νορμανδία υπό έναν κυβερνήτη, επιδίωξη που έφερε το 1088 την εξέγερση κατά του Γουλιέλμου, καθοδηγούμενη από τον αδελφό του Ροβέρτο και με αρχηγό τον επίσκοπο Όντο του Μπαγιέ, ετεροθαλή αδελφό του Γουλιέλμου του Κατακτητή. Ο Ροβέρτος απέτυχε να συσπειρώσει τους υποστηριχτές του στην Αγγλία και ο Γουλιέλμος με δώρα και υποσχέσεις κατάφερε να τους πάρει με το μέρος του. Αμέσως μετά επιτέθηκε στην Νορμανδία (1091) νικώντας τον Ροβέρτο και αναγκάζοντάς τον να του παραχωρήσει τα εδάφη του. Αργότερα συμφιλιώθηκαν τα δύο αδέλφια και ο Γουλιέλμος υποσχέθηκε στον Ροβέρτο να τον βοηθήσει να ανακτήσει τις χαμένες κτήσεις του στην Γαλλία όπως το Μαίν.
Ο Γουλιέλμος Ρούφος έγινε την εποχή του ο ισχυρότερος ηγεμόνας της Ευρώπης. Η προσωπική εξουσία του επεκτάθηκε στην Γαλλία της εποχής του. Δεν επηρεαζόταν από τις απαιτήσεις της εκκλησίας, προκαλώντας την δυσπιστία του πάπα στο πρόσωπο του. Στο μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του ο Γουλιέλμος βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με την εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Έχασε αρχικά την εμπιστοσύνη του Ιταλονορμανδού Λανφράνκ, που πέθανε το 1089. Ο Γουλιέλμος αρνήθηκε να διορίσει νέο αρχιεπίσκοπο για μερικά χρόνια, ώσπου αναγκάστηκε να υποκύψει σε μια περίοδο ασθένειάς του (1093) και να διορίσει τον Άνσελμο του Μπεκ, έναν από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του. Ήταν υποστηριχτής των Γρηγοριανών αναμορφώσεων στην εκκλησία και οι διαφωνίες του με τον βασιλιά επεκτάθηκαν σε όλες τις διατάξεις. Το μίσος μεταξύ των δύο αντρών καθημερινά μεγάλωνε, ώσπου σε συμβούλιο, το 1095, ο Γουλιέλμος τον κήρυξε έκπτωτο, αλλά ο Άνσελμος αρνήθηκε να αποσυρθεί. Τον εξανάγκασε σε εξορία (1097), αλλά γύρισε η τύχη με το μέρος του όταν νέος πάπας εκλέχτηκε ο Ουρβανός Β΄. Ο Ουρβανός που βρισκόταν ήδη σε διαμάχη με τον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ και δεν ήθελε νέα σύγκρουση, συμφιλιώθηκε με τον Γουλιέλμο, ενώ ο Άνσελμος παρέμενε σε εξορία.
Δεν είχε τα ιδιαίτερα χαρίσματα του πατέρα του και δεν μπορούσε να ελέγξει τις τοπικές επαναστάσεις. Το 1095 ο Ροβέρτος του Μόουμπρι, κόμης της Νορθουμβρίας, αρνήθηκε να δεχτεί τις αυλικές καταχωρήσεις δείχνοντας τη διαμαρτυρία του απέναντι στον βασιλιά. Ο Γουλιέλμος εκστράτευσε εναντίον του, τον νίκησε και τον αιχμαλώτισε. Το 1091 δέχθηκε επίθεση του βασιλιά Μάλκολμ Γ΄ της Σκωτίας, αλλά τον απέκρουσε και τον ανάγκασε να πληρώνει φόρο. Οι δύο βασιλείς ήρθαν ξανά σε σύγκρουση, καθώς ο Μάλκολμ εκστράτευσε πάλι κατά του Γουλιέλμου διεκδικώντας αγγλικά εδάφη. Στην Μάχη του Άλνουικ (1093), ο Μάλκολμ έπεσε σε ενέδρα από τις Νορμανδικές δυνάμεις του Ροβέρτου του Μόουμπρι. Ο ίδιος και ο γιος του Εδουάρδος σκοτώθηκαν, ενώ ο αδελφός του κατέλαβε τον Σκωτσέζικο θρόνο ως Ντόναλντ Γ΄ της Σκωτίας με την υποστήριξη του δεύτερου γιου του Μάλκολμ Εδμόνδου που ο Ντόναλντ τον όρισε κληρονόμο του. Ο Γουλιέλμος τελικά υποστήριξε τον άλλο γιο του Μάλκολμ, Έντγκαρ, ο οποίος με την βοήθεια του Άγγλου βασιλιά ανέτρεψε τον θείο του Ντόναλντ (1097) δηλώνοντας υποτέλεια στον Γουλιέλμο.
Ο αδελφός του Ροβέρτος συμμετείχε στην Α΄ Σταυροφορία το 1097. Χρειαζόταν πολλά χρήματα γι' αυτό και πρότεινε να παραχωρήσει το δουκάτο του στον Γουλιέλμο με αντάλλαγμα 10.000 μάρκα, ποσό που ισοδυναμούσε με το ¼ των εσόδων του Γουλιέλμου. Ο Γουλιέλμος αύξησε σημαντικά την κρατική φορολογία, θεσμό που είχε εισαχθεί από τον πατέρα του, Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Ως αντιβασιλιάς στην Νορμανδία όσο έλειπε ο αδελφός του Ροβέρτος στην Α΄ Σταυροφορία εκστράτευσε (1097, 1099) για να αντιμετωπίσει τοπικές εξεγέρσεις. Κατάφερε να ανακτήσει το Μαιν, να αποκτήσει έλεγχο στην περιοχή του Βεξίν και λίγο πριν πεθάνει ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Ακουιτανία. Σκοτώθηκε από ένα βέλος σε ένα κυνήγι και το σώμα του εγκαταλείφθηκε από τους ευγενείς στο σημείο όπου έπεσε, από δυσαρέσκεια προς τη διακυβέρνησή του. Οι απόψεις για τον θάνατό του διίστανται, καθώς ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι δολοφονήθηκε και ο θάνατός του δεν ήταν ένα απλό ατύχημα. Ο αδελφός του Ροβέρτος επέστρεψε από την Α Σταυροφορία έναν μήνα μετά τον θάνατο του.
γ. Ερρίκος Α΄ ο Σοφός (1100-1135)
Ο Ερρίκος Α΄ (1068 - 1 Δεκεμβρίου 1135, <Eριρίκος <ερι- [=πολύ] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = πρώτος μεταξύ των βασιλέων > γερμ. Heinrich, γαλλ. Henri, αγγλ. Henry) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1100-1135), τέταρτος γιος του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου του Κατακτητή, και της Ματθίλδης της Φλάνδρας που καταγόταν από τον βασιλιά της Αγγλίας Αλφρέδο τον Μέγα. Ήταν ο πρώτος γεννημένος μετά την Νορμανδική κατάκτηση διάδοχος του μεγαλύτερου αδελφού του, Γουλιέλμου Β΄, και έγινε δούκας της Νορμανδίας (1106). Πήρε το όνομά του από τον θείο της μητέρας του, βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκο Α΄, ενώ ως τελευταίος από τα παιδιά της βασιλικής οικογένειας, προοριζόμενος για εκκλησιαστική σταδιοδρομία, είχε εξαιρετική μόρφωση. Ο πατέρας του πέθανε σε δυστύχημα το 1087, αλλά πρόλαβε να κληροδοτήσει το βασίλειο του στους τρεις γιους του. Ο Ροβέρτος δέχτηκε το δουκάτο της Νορμανδίας ως Ροβέρτος Γ΄, ο Γουλιέλμος το βασίλειο της Αγγλίας ως Γουλιέλμος Β΄ και ο Ερρίκος 5.000 ασημένιες λίρες. Ο Γουλιέλμος Β΄ της Αγγλίας πέθανε (1100) σε κυνηγετικό ατύχημα, οπότε οι μόνοι αδελφοί που απόμειναν ήταν ο Ερρίκος και ο Ροβέρτος, που βρισκόταν σε Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Ο Ερρίκος εκμεταλλεύθηκε την απουσία του και την δυσαρέσκεια των βαρόνων απέναντί του καταλαμβάνοντας με άνεση τον θρόνο και στέφθηκε βασιλιάς στις 5 Αυγούστου 1100 στο Αββαείο του Γουέστμινστερ.
Ο αδελφός του, Ροβέρτος, επιχείρησε (1101) να τον ανατρέψει από τον θρόνο, αλλά αποκρούστηκε και με την Συνθήκη του Άλτον αναγνώρισε επίσημα τον αδελφό του Ερρίκο Α ως βασιλιά. Επέστρεψε ειρηνικά στην Σκωτία παίρνοντας ετήσια αποζημίωση από τον αδελφό του 2.000 μάρκα. Αργότερα όμως (1205) ο Ερρίκος Α αποφάσισε να απαλλαγεί οριστικά από την απειλή του αδελφού του και το ετήσιο ποσό των 2.000 μάρκων και επιτέθηκε στην Νορμανδία. Περίπου 40 χρόνια μετά την Νορμανδική κατάκτηση από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή (1106), οι δύο γιοί του έδωσαν αποφασιστική μάχη 3 χιλιόμετρα βορειότερα από το μικρό χωριό του Τινσεμπραί. Η μάχη ήταν απροσδόκητη και βρήκε απροετοίμαστο τον Ροβέρτο που προσπάθησε να συνθηκολογήσει αλλά συνελήφθη από τον αδελφό του. Φυλακίστηκε αρχικά στον πύργο του Λονδίνου, και κατόπιν στο Κάρντιφ και σε διάφορους άλλους πύργους, από όπου κατάφερε να δραπετεύσει. Συνελήφθη επανειλημμένα οπότε ο Ερρίκος Α για να αποφύγει τον κίνδυνο των συνεχών δραπετεύσεων του έκαψε τα μάτια.
Στη συνέχεια ο Ερρίκος Α ενσωμάτωσε το δουκάτο της Νορμανδίας στο βασίλειο της Αγγλίας επιβεβαιώνοντας την πρόβλεψη του πατέρα του και δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο ισχυρό Αγγλικό βασίλειο. Για να σταθεροποιήσει την θέση του στην Νορμανδία αποφάσισε να συμμαχήσει με τον μέχρι τότε εχθρό του Φούλκωνος των Ιεροσολύμων που εκείνη την εποχή ήταν κόμης του Ανζού (ή Ανδεγαυία), παντρεύοντας τον γιο και διάδοχό του Γουλιέλμο Αδελίν (1103 - 1120) με την κόρη του Φούλκωνος (1119). Μετά όμως τον θάνατο του γιου του σε ναυάγιο (1120) όρισε διάδοχο την άλλη κόρη του Ματθίλδη, και θέλοντας να συνεχίσει τις σχέσεις επιγαμίας με τον Φούλκωνα την πάντρεψε με τον γιο του Γοδεφρείδο Πλανταγενέτη, γενάρχη των Πλανταγενετών της Αγγλίας. Μετά τον χαμό του γιου του προχώρησε σε δεύτερο γάμο με την Αδελαΐδα του Λέουβεν (1121), για να εξασφαλίσει γιο για τη διαδοχή αλλά χωρίς αποτέλεσμα αφού δεν έκανε κανένα παιδί.
Ως βασιλιάς ο Ερρίκος Α ξόδεψε όλη τη ζωή του σε πολιτικές και οικονομικές αναμορφώσεις και προσπάθησε να κερδίσει την λαϊκή υποστήριξη κάνοντας περιοδείες για να μειώσει την ισχύ των βαρόνων. Κατανόησε τις διαφορές μεταξύ των Άγγλων και του πατρικού του λαού, των Νορμανδών, και προσπάθησε να γεφυρώσει τα χάσματα ανάμεσά τους. Εγγυήθηκε στον λαό χάρτη ελευθεριών και Σύνταγμα που στάθηκε ο πρόδρομος της μετέπειτα Μάγκνα Κάρτα και προσπάθησε να επαναφέρει τους νόμους του Εδουάρδου του Εξομολογητή. Ο Ερρίκος Α΄ είναι γνωστός και για μερικές βίαιες πράξεις, καθώς όπως περιγράφεται έριξε από τον πύργο στην Ρουέν κάποιον προδότη αποκαλούμενο Κόναν Πιλάτο, ενώ όπως αναφέρθηκε φυλάκισε και τύφλωσε τον αδελφό του Ροβέρτο. Χαρακτηριστική είναι επίσης η παρέμβασή του στη διαμάχη ανάμεσα στον γαμπρό του Ευστάθιο του Πασί και τον Ραλφ Χάρνεκ, που αντάλλαξαν τα παιδιά τους ως ομήρους. Ο Ευστάθιος τύφλωσε τον γιο του Χάρνεκ, που εξοργισμένος ζήτησε εκδίκηση, και ο βασιλιάς Ερρίκος του επέτρεψε να τυφλώσει και να ακρωτηριάσει τις κόρες του Ευσταθίου που ήταν και δικές του εγγονές. Ο Ερρίκος ζήτησε να συναντηθεί με την κόρη του στο Μπρετέιγ, αλλά αυτή επιχείρησε να σκοτώσει τον πατέρα της, συνελήφθη, φυλακίστηκε αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει από μια καταπακτή. Μερικά χρόνια αργότερα αυτή και ο σύζυγος της Ευστάθιος συμφιλιώθηκαν με τον βασιλιά. Το 1135 επισκέφτηκε την Νορμανδία για να δει τα νεογέννητα της κόρης του Ματθίλδης και του Γοδεφρείδου Πλανταγενέτη. Εκεί πέθανε από τροφική δηλητηρίαση, που προκλήθηκε πιθανώς από ένα γεύμα με γαρίδες. Μετά τον θάνατο του προκλήθηκαν ταραχές γιατί αν και είχε ορίσει διάδοχο την κόρη του Ματθίλδη, τον θρόνο κατέλαβε ως νόμιμος διεκδικητής του ο ανιψιός του Στέφανος του Μπλουά.
€
δ. Στέφανος της Αγγλίας (1135-1154)
Ο βασιλιάς της Αγγλίας Στέφανος, γνωστός και ως Στέφανος του Μπλουά (Stephen ή Stephen of Blois, περίπου 1092 ή 1096 - 25 Οκτωβρίου 1154, <στέφω [=βάζω στο κεφάλι μου <στρέφω {=γυρίζω για να γίνει στρογγυλό] = κύκλος, κλοιός, στεφάνι) ήταν ο τελευταίος Νορμανδός βασιλιάς της Αγγλίας (1135 - 1154). Γεννήθηκε στο Μπλουά της Γαλλίας, γιος του Στεφάνου, κόμητος του Μπλουά και της Αδέλας, κόρης του Γουλιέλμου του Κατακτητή. Αδέλφια του ήταν ο Θεοβάλδος Β΄ της Καμπανίας, ο Γουλιέλμος και ο Ερρίκος του Μπλουά, επίσκοπος Γουίντσεστερ. Είχε επίσης τέσσερις αδερφές. Στάλθηκε για να ανατραφεί στην Αγγλία, στην αυλή του θείου του Ερρίκου Α΄ (1106). Έγινε κόμης του Μορτέν (1115), νυμφεύτηκε την Ματίλντα, κόρη του κόμητος της Βουλώνης (1125) και έγινε κυβερνήτης της Βουλώνης (1128). Πριν από το θάνατο του Ερρίκου Α΄ (1135), η πλειοψηφία των βαρόνων κήρυξε ως διάδοχό του την κόρη του, Ματθίλδη. Με τον θάνατό του όμως ο Στέφανος, επίσης εγγονός του Γουλιέλμου του Κατακτητή από τη μητέρα του, ισχυρίστηκε ότι αυτόν όρισε από το νεκρικό του κρεβάτι ο Ερρίκος Α΄ ως διάδοχο. Τον αποδέχθηκαν οι βαρόνοι και ο Πάπας Ιννοκέντιος Β΄, αλλά ο βασιλιάς της Σκωτίας Δαυίδ Α΄ που ήταν ευνοούμενος του βασιλιά Ερρίκου Α΄ υποστηρίζοντας την κόρη του Ματθίλδη δεν τον δέχτηκε. Με την Ματθίλδη, ο Δαυίδ είχε στενή συγγενική σχέση, αφού ήταν ταυτόχρονα και ανιψιά του, ενώ η άνοδός της στον Αγγλικό θρόνο θα ήταν για τον ίδιο ευνοϊκή. Ο Δαυίδ ονόμασε τον Στέφανο σφετεριστή και άρχισε επιδρομές εναντίον του που έγιναν σε τρία μεγάλα κύματα (1135, 1136, 1137/1138). Ιδιαίτερα στην τρίτη επιδρομή, ο Δαυίδ με τον στρατό του φέρθηκε βάναυσα πραγματοποιώντας αμέτρητες σφαγές στην Αγγλία, και συνέτριψε τον Αγγλικό στρατό στην Μάχη του Κλίθερο. Τον Αύγουστο του 1138, η νίκη του Στεφάνου απέναντι στον Δαυίδ στην Μάχη του Στάνταρντ του επέτρεψε να ανακάμψει και στην συνέχεια κλείστηκε ειρήνη μεταξύ τους ως τον ερχομό της Ματθίλδης.
Το 1139, ο Στέφανος έχασε τη μεγαλύτερη υποστήριξη και περιπλέχθηκε σε αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, αποκαλούμενο «Αναρχία». Ο βασιλιάς της Σκωτίας Δαυίδ εν τω μεταξύ εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του Στέφανου λόγω της εμφύλιας διαμάχης επέκτεινε σημαντικά τα εδάφη του, εδραιώνοντας το βασίλειο του. Ο Στέφανος αντιμετώπισε τις δυνάμεις της αυτοκράτειρας Ματθίλδης σε ισχυρές θέσεις του βασιλείου. Κακοί οιωνοί τον έζωναν πριν τη Μάχη του Λίνκολν to 1141, όπου είχε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις των ισχυρότατων κομήτων του Γκλόστερ και Τσέστερ. Με την Ματθίλδη ενώθηκαν και οι σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις των Σκωτσέζων υπό τον βασιλιά τους Δαυίδ. Κατά τους χρονικογράφους, πολέμησε γενναία στη μάχη αυτή, αλλά συνελήφθη από κάποιον ευγενή, τον Γουλιέλμο του Κέυνς, ο οποίος τον έφερε στα πόδια της εξαδέλφης του, αυτοκράτειρας Ματθίλδης. Ο Στέφανος αιχμαλωτίστηκε στο Μπρίστολ, αλλά η Ματθίλδη έχασε την υποστήριξη που είχε. Έτσι, ο υπαρχηγός της κόμης του Γκλόστερ αποφάσισε να ελευθερώσει τον Στέφανο και να τον τοποθετήσει ξανά στον θρόνο. Τον Δεκέμβριο του 1142 η αυτοκράτειρα πολιορκήθηκε στην Οξφόρδη, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει.
Το 1147 ο έφηβος γιος της Ματθίλδης Ερρίκος (μέλλων βασιλιάς Ερρίκος Β΄) αποφάσισε να συγκεντρώσει ο ίδιος έναν μικρό στρατό μισθοφόρων και να επιτεθεί στην Αγγλία, αλλά οι προσπάθειές του απέτυχαν. Μετά το θάνατο του γιου και επιδόξου διαδόχου του, Ευσταθίου (1153), ήρθε σε διαπραγματεύσεις με την αυτοκράτειρα Ματθίλδη και όρισε ως διάδοχο του τον γιο της, Ερρίκο. Αυτός ήταν ο πρώτος της δυναστείας των Πλανταγενετών, η οποία κυριάρχησε στην Αγγλία τους τέσσερις επόμενους αιώνες, με 13 βασιλείς. Τα Αγγλοσαξονικά χρονικά περιγράφουν με μελανά χρώματα τα χρόνια της βασιλείας του Στεφάνου. Η Αγγλία είχε γίνει κέντρο δράσης λωποδυτών και τυχοδιωκτών που εκμεταλλεύονταν την αδυναμία ή την έλλειψη θέλησης του βασιλιά να τους τιμωρήσει. Με την σύζυγο του (από το 1125) Ματθίλδη της Βουλώνης, κόρη του Ευσταθίου Γ΄ κόμη της Βουλώνης, παιδιά του ήταν οι Ευστάθιος Δ΄ της Βουλώνης (1130 - 1153), Μαρία Α΄ της Βουλώνης (1136 - 1182) και Γουλιέλμος Α΄ του Μπλουά (1137 - 1159).
α. Ερρίκος Β΄ Πλανταγενέτης (1154-1189)
Ο Ερρίκος Β΄ (Henry II of England, 5 Μαρτίου 1133 - 6 Ιουλίου 1189) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1154 - 1189), κόμης του Ανζού (ή Ανδεγαυίας, στη ΒΔ Γαλλία), δούκας της Νορμανδίας, δούκας της Ακουιτανίας, κόμης της Ναντ και λόρδος της Ιρλανδίας. Σε διάφορες χρονικές στιγμές είχε υπό τον έλεγχό του την Ουαλία, τη Σκωτία και τη Βρετάνη. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αγγλίας από την Ανδεγαυική δυναστεία των Πλανταγενετών, μιας δυναστείας που βασίλεψε στην Αγγλία επί τρεις αιώνες με 13 βασιλείς. Ήταν μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδου Πλανταγενέτη κόμητος του Ανζού (γιου του Φούλκωνος βασιλιά των Ιεροσολύμων) και της Ματθίλδης (κόρης του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Α΄). Τα παιδικά χρόνια του τα πέρασε στην Γαλλία με τον πατέρα του, ενώ στάλθηκε σε ηλικία εννέα ετών για έναν χρόνο στην Αγγλία για εκπαίδευση. Σε ηλικία 16 ετών επισκέφτηκε για δεύτερη φορά την Αγγλία, για να βοηθήσει την μητέρα του, Ματθίλδη, στην προσπάθεια της να καταλάβει τον Αγγλικό θρόνο. Νυμφεύτηκε σε ηλικία 19 ετών την κατά 13 χρόνια μεγαλύτερη του Ελεονώρα της Ακουιτανίας, η οποία μόλις είχε χωρίσει από τον πρώτο σύζυγο της, βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄, και έκαναν οκτώ παιδιά (Γοδεφρείδος, αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, Γουλιέλμος Θ', κόμης του Πουατιέ, Ερρίκος ο Νεότερος, Ματθίλδη της Αγγλίας, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, Γοδεφρείδος Β΄ της Βρετάνης, Ελεονώρα της Αγγλίας, Ιωάννα της Αγγλίας, Ιωάννης της Αγγλίας και Γουλιέλμος, κόμης του Σόλσμπερι).
Ο πατέρας του Γοδεφρείδος Πλανταγενέτης είχε πλούσια εδάφη λόγω της καλλιέργειας αμπελιών και ήταν ο ισχυρότερος υποτελής ηγεμόνας του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ΄, ενώ ο Ερρίκος Β είχε ως τεράστιο πλεονέκτημα τα μητρικά του δικαιώματα στον Αγγλικό θρόνο. Ο γάμος του με την Ελεονώρα του εξασφάλισε και τα πλούσια εδάφη της Ακουιτανίας. Οι φιλοδοξίες του για τον Αγγλικό θρόνο ήταν πάντοτε σταθερές. Τον Μάιο 1149 πήγε ξανά στην Αγγλία και στέφτηκε ιππότης από τον θείο του βασιλιά Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας. Το 1153, λίγους μήνες μετά τον γάμο του, με δύναμη 3.000 αντρών και 140 αλόγων πήγε στον βασιλιά της Αγγλίας Στέφανο, για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στον θρόνο. Μετά από μια σειρά διαπραγματεύσεων, πέτυχε με τα δικαιώματα της μητέρας του Ματθίλδης να καταστεί διάδοχος του Στεφάνου μετά τον θάνατό του με την Συνθήκη του Ουάλινγκφορντ. Ο Στέφανος της Αγγλίας πέθανε τον Οκτώβριο του 1154 και ο Ερρίκος στέφθηκε επίσημα ως Ερρίκος Β΄ στις 19 Δεκεμβρίου 1154 "με την χάρη του Θεού βασιλιάς της Αγγλίας". Ήταν πλέον ισχυρότερος ηγεμόνας από τον πρώην κυρίαρχό του, βασιλιά της Γαλλίας. Περιγράφεται ως υγιής, αθλητικός τύπος, με μεγάλη σωματική δύναμη, ακούραστος σε όλες τις δραστηριότητές του, με κόκκινα μαλλιά, μέτριο ανάστημα, μεγάλο στρογγυλό κεφάλι και σπινθηροβόλο βλέμμα. Ήταν επίσης και πολύ μορφωμένος, γνώστης όλων των νομοθεσιών και της Λατινικής γλώσσας, αλλά και γενναιόδωρος προς τους άπορους, στους οποίους έδινε το 1/10 των βασιλικών εισοδημάτων.
Αμέσως μετά τη στέψη του, έστειλε απεσταλμένους στον πάπα Αδριανό Δ', για να του ζητήσει την άδεια για να καταλάβει την Ιρλανδία, που ήθελε να την κάνει αυτόνομο βασίλειο, τοποθετώντας ως ηγεμόνα τον μικρότερο αδελφό του, Γουλιέλμο. Ο Γουλιέλμος όμως πέθανε πρόωρα και ο Ερρίκος εγκατέλειψε προσωρινά τις προσπάθειες, αλλά η υπόθεση της Ιρλανδίας ήρθε ξανά στην επιφάνεια το 1166. Τότε ο Ντέρμοτ Μακ Μάρα, Ιρλανδός πρίγκηπας του Λέινστερ, ζητούσε να γίνει βασιλιάς της Ιρλανδίας με τη βοήθεια του Άγγλου βασιλιά. Ο Ερρίκος του πρόσφερε μια δύναμη ευγενών υπό τον Ουαλό Ριχάρδο του Κλαρ τον Ισχυρό, και ο Ντέρμοτ ως αντάλλαγμα έδωσε την κόρη του σύζυγο στον Ριχάρδο. Η συμφωνία όμως δεν έμεινε χωρίς ανταλλάγματα, αφού έφτασε ο ίδιος ο Ερρίκος Β΄ στην Ιρλανδία (1171), ανακηρύσσοντας τον εαυτό του κύριο της νήσου, αφού ο Ντέρμοτ στάθηκε προδότης των εντολών του. Πολλοί λόρδοι τον υποδέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό κηρύττοντας την υποταγή τους. Έμεινε στην Ιρλανδία έξι μήνες και δεν την επισκέφτηκε ποτέ ξανά στη ζωή του, ορίζοντας μόνο αργότερα σαν κυρίαρχο της τον μικρότερο γιο του, Ιωάννη. Αυτό ήταν η αρχή μιας συνεχούς επέμβασης της Αγγλίας στα Ιρλανδικά θέματα που κράτησε 800 χρόνια. Η Σύνοδος του Κάσελ (1172) κήρυξε τον Καθολικισμό ως την μόνη θρησκεία στην Ιρλανδία. Το 1174, μια επαναστατική κίνηση στην Σκωτία υπό τον βασιλιά τους, Γουλιέλμο τον Λέοντα, προωθήθηκε βόρεια, και μια Φλαμανδική αρμάδα ξεκίνησε από την Αγγλία. Η δυσάρεστη θέση στην οποία βρέθηκε ο Ερρίκος φάνηκε σαν θεϊκός οιωνός και ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ τον κάλεσε να εξομολογηθεί. Τελικά κατόρθωσε να καταπνίξει το Σκωτικό κίνημα, αφού ο αρχηγός του Γουλιέλμος συνελήφθη κατά τη διάρκεια μάχης και οι στρατιώτες του έμειναν ακυβέρνητοι. Ο Ερρίκος Β΄ ήταν πια απόλυτος κυρίαρχος της Σκωτίας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προκατόχου του, Στέφανου, οι βαρόνοι στην Αγγλία είχαν αποκτήσει σημαντική δύναμη σε βάρος του Αγγλικού θρόνου. Ο Ερρίκος Β΄ ήθελε να επανακτήσει την ισχύ και αναμόρφωσε το νομοθετικό σύστημα της χώρας με την Ασσίζη του Κλαρεντόν, και επίσης καθιέρωσε την δίκη με ενόρκους, συμβολή μεγάλης σημασίας στο δικαστικό σύστημα. Έστειλε πταισματοδίκες να δικάζουν στο όνομά του, πράγμα που δυσαρέστησε τους βαρόνους, καθώς μείωνε την εξουσία τους. Κατά την παράδοση των Νορμανδών βασιλέων, ήθελε να έχει πλήρη έλεγχο στην εκκλησία και την εκκλησιαστική περιουσία. Το 1164 έθεσε 16 κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους μειωνόταν η εξουσία των ιερέων και η επιρροή τους από τον Πάπα. Ο παλιός του φίλος, Τόμας Μπέκετ, αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, αρνήθηκε να υπογράψει, αλλά επίμονος ο Ερρίκος τον κάλεσε για να του επιβάλει τις απόψεις του, οπότε ο Μπέκετ κατέφυγε στην Γαλλία. Ο Αγγλικός λαός δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επεμβάσεις του Ερρίκου στην εκκλησία, ενώ ο Πάπας αφόρισε όλους τους Βρετανούς (1170). Ο Μπέκετ επέστρεψε στην Αγγλία και μετά από νέα συνάντηση με τον βασιλιά χωρίς αποτέλεσμα ήρθε το μοιραίο τέλος του. Στις 29 Δεκεμβρίου 1170 τέσσερις βασιλικοί ιππότες παραμόνευαν τον επίσκοπο στον μητροπολιτικό ναό του Καντέρμπουρι και με αλλεπάλληλα χτυπήματα σκότωσαν τον αρχιεπίσκοπο. Περίλυπος ο βασιλιάς με την τροπή που πήραν τα πράγματα, τα υπόλοιπα 20 χρόνια της ζωής του επιδόθηκε σε αλλεπάλληλες μετάνοιες, ενώ ο Μπέκετ στα μάτια του λαού πήρε τον τίτλο του χριστιανού μάρτυρα.
Μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου γιου του Γουλιέλμου σε βρεφική ηλικία, διάδοχος του θρόνου κηρύχθηκε ο αμέσως μεγαλύτερος γιος του, Ερρίκος ο Νεότερος, που δεν έφτασε να πάρει τον θρόνο, καθώς πέθανε πριν από τον πατέρα του. Όταν ορίστηκε διάδοχος ο Ερρίκος, ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος ανέλαβε τις κτήσεις της μητέρας του στην Ακουιτανία, ο Γοδεφρείδος την Βρεττάνη και ο μικρότερος Ιωάννης της Αγγλίας την Βρεττάνη. Ο Ερρίκος Β΄ είχε και πολλούς άλλους εξώγαμους γιους, που δημιούργησαν πολλά προβλήματα αργότερα στους γιους του, Ριχάρδο και Ιωάννη, όταν ανέλαβαν την βασιλεία, όπως ο Γοδεφρείδος, επίσκοπος του Λίνκολν. Γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με την σύζυγο του, Ελεονώρα, που ξεσήκωσε τους γιους τους κατά του πατέρα τους (1173). Ενώ είχε διανέμει το τεράστιο βασίλειό του στους τέσσερις γιους του, ξαφνικά το 1173 άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να ορίσει διάδοχο του τον μεγαλύτερο γιο του, Εδουάρδο, με τους άλλους γιους υποτελείς του. Ο πρώτος που αντέδρασε έντονα ήταν ο Ριχάρδος, που δεν δεχόταν με κανέναν τρόπο να τεθεί υπό τις διαταγές του αδελφού του, που τον θεωρούσε ίσο σε όλα. Ο Ερρίκος και ο Ριχάρδος ξεσηκώθηκαν κατά του Ερρίκου Β και έγιναν αντιπαθείς στον λαό εξαιτίας της συμπεριφοράς τους στον πατέρα τους. Την πρώτη αυτή εξέγερση ο Ερρίκος Β την κατέστειλε εύκολα και ο Ριχάρδος έχασε τα δικαιώματα του μένοντας μόνο κόμης του Πουατού. Το 1182, οι τρεις μεγαλύτεροι γιοί του, Ερρίκος, Ριχάρδος και Γοδεφρείδος, συσπειρώθηκαν πάλι κατά του πατέρα τους με τη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Β΄ Αυγούστου. Η κατάσταση διορθώθηκε με τον πρόωρο θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού, Ερρίκου (Ιούνιος 1183), οπότε η συμμαχία έσπασε και τα άλλα δύο αδέλφια επέστρεψαν στη γη τους. Η τελική μάχη δόθηκε το 1184, αυτή τη φορά ανάμεσα στα αδέλφια, καθώς ο Γοδεφρείδος της Βρετάνης και ο μικρότερος, Ιωάννης της Ιρλανδίας, ήθελαν την Ακουιτανία, περιοχή που ο πατέρας τους είχε υποσχεθεί και στους δύο. Επιτέθηκαν και οι δύο στην Ακουιτανία, που κυβερνούσε ο Ριχάρδος, όμως αυτός με στρατό που είχε εμπειρία 10 ετών κατάφερε να τους αποκρούσει.
Το τελικό χτύπημα για τον Ερρίκο Β ήρθε με τη συμμαχία του γιου του, Ριχάρδου, με τον μεγάλο του αντίπαλο Φίλιππο Β΄ Αύγουστο, που έγινε αμέσως μόλις ο Ριχάρδος έμαθε ότι ο πατέρας του όρισε ως διάδοχο του τον Ιωάννη αντί γι' αυτόν. Επιτέθηκαν στο Ανζού, κυρίευσαν την Τουραίνη και ολόκληρη την Γαλλική ενδοχώρα, τα στρατεύματα του Ερρίκου Β΄ ηττήθηκαν και ο Άγγλος βασιλιάς δήλωσε υποταγή στον Φίλιππο Αύγουστο και την πληρωμή φόρου υποτέλειας. Απογοητευμένος, άρρωστος και με βαριά κατάθλιψη, ο Ερρίκος Β΄ πέθανε σύντομα από μαρασμό στις 6 Ιουλίου 1189, λέγοντας λίγο πριν τον θάνατο του ότι οι νόμιμοι γιοι του ήταν στην πραγματικότητα "αληθινοί μπάσταρδοι".
β. Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος (1189-1199)
Ο Ριχάρδος Α΄ ο Λεοντόκαρδος (Οξφόρδη 8 Σεπτεμβρίου 1157 - 6 Απριλίου 1199, <Ρηγόκαρδος < ρήγας [ρηξ-ρηγός=βασιλιάς] + καρδιά = αυτό που έχει βασιλικό φρόνημα >αγγλ. Richard) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και δούκας της Ακουιτανίας (1189-1199). Ονομάστηκε Λεοντόκαρδος λόγω του θάρρους του στο πεδίο της μάχης. Ήταν τρίτος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β΄ και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας, από τους ηγέτες της Γ΄ Σταυροφορίας και ένας από τους διασημότερους μονάρχες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ήταν ο ευνοούμενος γιος της μητέρας του Ελεονώρας, από την οποία χρίστηκε δούκας της Ακουιτανίας (1168) και κόμης του Πουατιέ (1172). Ήταν Γάλλος, όπως όλη η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, εκπαιδεύτηκε σαν Γάλλος και έγραψε στη γαλλική γλώσσα πολλά ποιήματα, ενώ αδιαφόρησε ακόμα και να μάθει την αγγλική γλώσσα. Χαρακτηρίζεται και ως ο απών βασιλιάς, επειδή από τα 10 χρόνια που βασίλεψε στην Αγγλία, έζησε μονάχα έξι μήνες σε αγγλικό έδαφος, κάτι το οποίο χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι συγγραφείς για να ασκήσουν έντονη κριτική για την πλήρη αδιαφορία του Ριχάρδου για την Αγγλία. Απεχθανόταν την Αγγλία λόγω του άσχημου καιρού της και απέφευγε με κάθε μέσο να βρεθεί σε αυτή, προτιμώντας να ζει σε γαλλικά εδάφη. Αισθανόταν Γάλλος βασιλιάς της Αγγλίας, όπως όλοι οι πρώτοι βασιλείς της δυναστείας των Πλανταγενετών. Παρόλα αυτά παρέμεινε στην ιστορία σαν ένας από τους θρυλικότερους Άγγλους βασιλείς και η φήμη του φτάνει μέχρι και τις μέρες μας. Ήταν ελκυστικός από την παιδική του ηλικία, κοκκινομάλλης με λαμπερά μάτια και με ωραίες συμμετρικές σωματικές αναλογίες. Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα ηγετικά και τα στρατιωτικά του προσόντα. Πολέμησε πετυχημένα τους ευγενείς στο δουκάτο της Ακουιτανίας (στη ΝΔ Γαλλία) που είχε υπό την εξουσία του.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ερρίκος ο Νεότερος, στέφθηκε το 1170 βασιλιάς της Αγγλίας ως Ερρίκος Γ΄, τίτλο που τελικά δεν πήρε ποτέ. Γι' αυτό και οι ιστορικοί τον ονόμασαν Νεότερο, για να τον ξεχωρίσουν από τον μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Γ΄, τον ανεψιό του. Το 1173, συμμάχησε για πρώτη φορά με την μητέρα του και τους αδελφούς του, Ερρίκο και Γοδεφρείδο, για να ανατρέψουν τον πατέρα του από τον θρόνο. Η επανάσταση καταπνίγηκε εύκολα, η μητέρα του αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε, ενώ ο μόλις 17χρονος Ριχάρδος αρνήθηκε λόγω αδυναμίας να δώσει συνέχεια στην διαμάχη και δήλωσε υποταγή στον πατέρα του. Ο πατέρας του ήθελε να τον παντρέψει με την πριγκίπισσα της Γαλλίας Αλίκη, αλλά ο Ριχάρδος αρνήθηκε λόγω του ότι η Αλίκη ήταν αδελφή του πιο κοντινού του συμμάχου, βασιλιά της Γαλλίας, Φιλίππου Β΄. Μετά την αποτυχία του στην επανάσταση κατά του πατέρα του άρχισε, το 1179, να αντιμετωπίζει προβλήματα επαναστάσεων από τους υπηκόους του στην Ακουιτανία το 1179. Οι επαναστάτες οχυρώθηκαν στο απόρθητο φρούριο του Taillebourg, ενώ ο Ριχάρδος άρχισε να καταστρέφει τις περιοχές γύρω από το κάστρο, για να τους αποκλείσει. Τελικά μόλις τελείωσαν τα τρόφιμα επιχείρησαν έξοδο, όπου ο Ριχάρδος τους συνέτριψε εύκολα.
Μετά την καταστολή των βαρώνων της Ακουιτανίας, άρχισε να προκαλεί τον πατέρα του, για να τον χρίσει διάδοχο στον θρόνο (1180 - 1183). Τότε ο πατέρας του τον προσκάλεσε να δηλώσει υποτέλεια στον διάδοχο του, Ερρίκο τον Νεότερο, μεγαλύτερο αδελφό του, πράγμα που έκανε τον Ριχάρδο να εξοργιστεί. Τότε (1183) ο Ερρίκος ο Νεότερος και ο μικρότερος αδελφός του Γοδεφρείδος επιτέθηκαν στην Ακουιτανία, για να καθυποτάξουν τον Ριχάρδο. Όμως, το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο Ερρίκος πέθανε και τότε ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ έδωσε την άδεια στον μικρότερο από τους γιους του, Ιωάννη, να επιτεθεί στην Ακουιτανία, οπότε ο Ριχάρδος συμμάχησε με τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Β΄ Αύγουστο. Ο Ριχάρδος υποσχέθηκε να του δώσει την Νορμανδία και το Ανζού (ή Ανδεγαυία), για να τον βοηθήσει να καταλάβει τον αγγλικό θρόνο από τον πατέρα του. Τον Ιούλιο του 1189, οι ενωμένες δυνάμεις Ριχάρδου και Φιλίππου συνέτριψαν τον στρατό του Ερρίκου Β στο Μπαλάνς. Ο ηττημένος Ερρίκος Β ταπεινωτικά δέχθηκε να υπογράψει την διαδοχή του από τον Ριχάρδο στον γαλλικό θρόνο και πέθανε από την λύπη του. Ο Ριχάρδος στις 3 Σεπτεμβρίου 1189 στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας.
Όταν ο Ριχάρδος στέφθηκε βασιλιάς διέταξε να βγουν έξω από την αίθουσα στέψης όλοι οι Εβραίοι, αλλά μερικοί επανήλθαν με δώρα στο βασιλιά για να τους δεχτεί. Τότε οι αυλικοί άρχισαν να μαστιγώνουν τους Ιουδαίους και αμέσως διέρρευσε ψευδώς η φήμη στο Λονδίνο ότι ο βασιλιάς Ριχάρδος Α΄ διέταξε την σφαγή όλων των Ιουδαίων που υπήρχαν στην χώρα. Αμέσως έγινε μακελειό και οι περισσότεροι Ιουδαίοι βρήκαν βίαιο θάνατο ή κάηκαν ζωντανοί από τον όχλο και όσοι γλύτωσαν βαπτίστηκαν με τη βία χριστιανοί ή δραπέτευσαν. Ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι ονόμασε τον Ριχάρδο όργανο του σατανά. Ο Ριχάρδος, για να εξασφαλίσει την ειρήνη στο κράτος του, αφού ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για την Γ Σταυροφορία, διέταξε την εκτέλεση των μεγαλύτερων σφαγέων, υπογράφοντας και την ελευθερία των Εβραίων στην Αγγλία. Την ίδια ώρα που ο Ριχάρδος με τον Φίλιππο Β΄ της Γαλλίας νικούσαν τον Ερρίκο Β΄ (1188), ο μουσουλμάνος Σαλαντίν καταλάμβανε τα Ιεροσόλυμα. Αμέσως άρχισε να προετοιμάζεται πυρετωδώς για Σταυροφορία με τον Φίλιππο, συγκεντρώνοντας ισχυρό στρατό. Χρησιμοποίησε όλη την πατρική περιουσία, επέβαλε υψηλούς φόρους και απελευθέρωσε τον Γουλιέλμο Α΄ της Σκωτίας για να τον θέσει υπό τις διαταγές του. Για 10.000 μάρκα πούλησε πολλούς τίτλους και αξιώματα. Ο Γουλιέμος Λόνγκσαμπ, επίσκοπος του Έλυ, πλήρωσε 3.000 λίρες, προκειμένου να διατηρήσει την θέση του σαν καγκελάριος. Αναγνώρισε τον Γουλιέλμο Ραλφ, που είχε διορίσει ο πατέρας του ταξίαρχο της Νορμανδίας, και τακτοποίησε τις ταξιαρχίες σε όλες τις υπόλοιπες γαλλικές περιοχές. Τελικά διόρισε σαν αντιβασιλιά τον Γουλιέλμο Λόνγκσαμπ, πράγμα που δυσαρέστησε τον γιο του, Ιωάννη, ο οποίος άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του.
Τελικά μετά από όλες τις προετοιμασίες συγκέντρωσε 4.000 άρματα, 4.000 στρατιώτες και 100 πλοία. Τον Σεπτέμβριο του 1190, ο Ριχάρδος και ο Φίλιππος έφτασαν στη Σικελία, όπου μετά τον θάνατο του βασιλιά Γουλιέλμου Β΄, ο εξάδελφός του σφετερίστηκε τον θρόνο και φυλάκισε τη χήρα του Γουλιέλμου Ιωάννα, που ήταν αδελφή του Ριχάρδου Α΄, σφετεριζόμενος την περιουσία της. Ο Ριχάρδος επιτέθηκε, κυρίευσε την Μεσσήνη (4 Οκτωβρίου 1190) και αφού την λεηλάτησε εγκατέστησε εκεί μια από τις κυριότερες βάσεις του. Έκλεισε συμφωνία με τον Τανκρέδο της Σικελίας (4 Μαρτίου 1191) με την προϋπόθεση ότι
Ο Τανκρέδος θα απελευθέρωνε την αδελφή του Ριχάρδου Ιωάννα και θα επέστρεφε την περιουσία της. Στη συνέχεια ο Ριχάρδος αναχώρησε από την Σικελία. Τον Απρίλιο του 1191, λόγω θαλασσοταραχής, ναυάγησε στο νησί της Ρόδου, όπου φαίνεται συνάντησε την αρραβωνιαστικιά του Βερεγγαρία της Ναβάρρας, κόρη του Σάντσο ΣΤ΄ της Ναβάρρας. Παρακάλεσε τη μητέρα του, Ελεωνόρα της Ακουιτανίας, να μεσολαβήσει στον πατέρα της, για να επιτρέψει να πραγματοποιηθεί ο γάμος τους. Μόλις άφησε το νησί της Ρόδου λόγω νέας θαλασσοταραχής, έπεσε στο νησί της Κύπρου, στο λιμάνι της Λεμεσού, και κατέλαβε την πόλη. Αποφάσισε να καταλάβει όλο το νησί, καθώς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν η καλύτερη βάση απέναντι στους Τούρκους. Την Κύπρο υπερασπίστηκε γενναία με ολιγάριθμους άνδρες ο ηγεμόνας Ισαάκιος Κομνηνός, που υπέκυψε γρήγορα στον καλά οργανωμένο στόλο του Ριχάρδου. Μετά την κατάκτηση αναχώρησε και πάλι αφήνοντας διοικητή τον Ριχάρδο Κάμβιλ. Πριν αναχωρήσει από την Κύπρο, ο Ριχάρδος νυμφεύτηκε επίσημα πλέον την Βερεγγαρία, ενώ δεν είχε σπάσει ακόμα ο αρραβώνας που του είχε κάνει ο πατέρας του με την Αλίκη της Γαλλίας. Ο γάμος του με την Βερεγγαρία του εξασφάλιζε την Ναβάρρα, που γειτόνευε με την Ακουιτανία, που είχε πάρει σαν προίκα από την Αλίκη, ελπίζοντας σε ένωση των εδαφών τους. Αλλά επέστρεψαν χωριστά και η Βερεγγαρία δεν πάτησε στην Αγγλία όσο ζούσε ο Ριχάρδος· μετά την αιχμαλωσία του ο Ριχάρδος επέστρεψε χωρίς την σύζυγο του.
Ο Ριχάρδος Α΄ στρατοπέδευσε στην Άκρα (1191) και έδωσε την υποστήριξη του στον Γκυ των Λουζινιάν, που είχε φέρει στρατεύματα να τον υπερασπίσει στην Κύπρο. Ήταν χήρος μιας εξαδέλφης του πατέρα του, της Σιβύλλας των Ιεροσολύμων, και προσπάθησε να πάρει την ηγεμονία των Ιεροσολύμων. Τα δικαιώματα του Γκυ είχαν προέλθει από τον Κονράδο του Μομφερράτου, δεύτερο σύζυγο της ετεροθαλούς αδελφής της Σιβύλλας, Ισαβέλλας. Ο Κονράδος είχε υποστηρίξει με σθένος την Τύρο (1187). Ο Ριχάρδος και οι άνδρες του συμμετείχαν στην πολιορκία της Άκρας, παρά την ασθένεια του βασιλιά τους από σκορβούτο. Τότε ο Ριχάρδος ήρθε σε έντονη ρήξη με τον Αυστριακό αυτοκράτορα Λεοπόλδο Ε΄ για το θέμα της εκθρόνισης του Ισαάκιου Κομνηνού, με την οποία ο Λεοπόλδος διαφωνούσε. Σε λίγο και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Β΄ αρρώστησε από δυσεντερία και αναχώρησε για τη Γαλλία αφήνοντας τον Ριχάρδο μόνον του, χωρίς συμμάχους. Ο Ριχάρδος είχε 2.700 μουσουλμάνους αιχμαλώτους, τους οποίους φοβόταν να κρατήσει ζωντανούς όσο ήταν αυτός απασχολημένος σε μάχες και διέταξε την θανάτωση τους. Νίκησε τις δυνάμεις του Σαλαντίν στην Μάχη του Αρσούφ (1191). Προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τον Σαλαντίν, προσφέροντάς του το χέρι της χήρας αδελφής του, Ιωάννας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ένας εκλέκτορας πίεσε τον Ριχάρδο να δεχτεί τον Κονράδο του Μομφερράτου, βασιλιά των Ιεροσολύμων, με αντάλλαγμα να τοποθετηθεί βασιλιάς της Κύπρου ο Γκυ των Λουζινιάν, αλλά ο Κονράδος έπεσε θύμα δολοφονίας. Τότε ένας ευγενής, ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας, στέφθηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αφού παντρεύτηκε την χήρα του, Ισαβέλλα. Ο Ριχάρδος είδε ότι η παραμονή του στους Αγίους Τόπους δεν μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο, αφού έμαθε ότι ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας και ο μικρότερος αδελφός του, Ιωάννης, συνωμοτούσαν εναντίον του. Έκανε μια τελευταία απόπειρα να κατανικήσει τον Σαλαντίν, ηττήθηκε όμως και αποφάσισε να έρθει σε συμφωνία μαζί του. Συμφώνησαν να καταστρέψουν τα τείχη της Ασκαλών και να επιτρέπεται ελεύθερα η είσοδος των προσκυνητών στα Ιεροσόλυμα.
Ο κακός καιρός κατά την επιστροφή του προκάλεσε ναυάγιο στην Κέρκυρα, που ήταν υπό την κατοχή του Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, από όπου μεταμφιεσμένος σε Ναΐτη ιππότη βάδισε για την Κεντρική Ευρώπη. Στο δρόμο, ο γαμπρός του, Ριχάρδος, αιχμαλωτίστηκε (1192) κοντά στη Βιέννη από τον Λεοπόλδο Ε΄, που κατηγόρησε τον Ριχάρδο ότι είχε συμμετοχή στην δολοφονία του ξαδέλφου του, Κονράδου του Μομφερράτου. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ο Γερμανός αυτοκράτορας ήταν έντονα προσβεβλημένος από τον Ριχάρδο, γιατί κατά την διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας είχε σκίσει μια σημαία του. Ο Ριχάρδος, αν και μεταμφιεσμένος, αναγνωρίστηκε από κάποιο δακτυλίδι ή από το ότι έτρωγε ψητό κοτόπουλο, που θεωρείτο βασιλικό γεύμα. Ο βασιλιάς ήταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ΄, αλλά οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα καλές. Αρχικά κρατήθηκε στο κάστρο Κουενρίγκερ, που διασώζεται ερειπωμένο και σήμερα ακόμα στην μικρή Αυστριακή πόλη Ντίρνσταϊν, πάνω στα βράχια. Μετά από το κάστρο Κουενρίγκερ μεταφέρθηκε σε πολλές άλλες πόλεις της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως την απελευθέρωσή του. Η μητέρα του, Ελεονώρα, προσπάθησε να συγκεντρώσει τα 150.000 μάρκα που ζητούσε ο Ερρίκος με την βοήθεια κλήρου και λαού. Αργότερα ο Ερρίκος έριξε το ποσό στις 100.000, όσο είχε ζητήσει και για τον Σαλαντίν. Ο Ιωάννης ο Ακτήμων του έστειλε μυστικά 80.000 με την προϋπόθεση να εξακολουθήσει να κρατά όμηρο τον Ριχάρδο, αλλά ο αυτοκράτορας αρνήθηκε και του τα επέστρεψε. Τελικά ο Ριχάρδος στις 4 Φεβρουαρίου 1194 ελευθερώθηκε.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων είχε καταλάβει το θρόνο. Ο Ριχάρδος όχι μόνο τον συγχώρησε, αλλά και τον όρισε διάδοχό του στον θρόνο αντί για τον ανιψιό του Αρθούρο. Ετοιμάστηκε πυρετωδώς για εκστρατεία κατά του Φιλίππου Β΄ συγκεντρώνοντας συμμάχους, μεταξύ των οποίων τον Βαλδουίνο Θ΄ της Φλάνδρας και τον πεθερό του, Σάντσο ΣΤ΄ της Ναβάρρας. Έκανε επίθεση στον Φίλιππο Β από το νότο έχοντας σημαντικές επιτυχίες. Κατέλαβε και έκαψε την πόλη Λιμουζέν (1191). Στο Φρετεβάλ ο Γάλλος βασιλιάς τράπηκε σε φυγή αφήνοντας σημαντικά οικονομικά έγγραφα του κράτους του στα χέρια του Ριχάρδου (1194). Τέλος μετά τη νίκη του στην Μάχη του Ζισόρ (1198), πρόσθεσε στους τίτλους του την φράση «Ο Θεός και το δικαίωμά μου» (Dieu et mon droit), εννοώντας ότι δεν είναι κανένας άλλος ανώτερος του παρά μόνο ο Θεός, φράση που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα ως το εθνικό σύνθημα της Αγγλίας.
Η ιστορία που κατέληξε τελικά στην δολοφονία του ξεκίνησε από την Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία), όπου κάποιος αγρότης βρήκε σε ένα χωράφι έναν μεγάλο θησαυρό από χρυσά νομίσματα και αγάλματα. Ο φεουδάρχης της περιοχής αρνήθηκε να παραδώσει τον θησαυρό στον βασιλιά Ριχάρδο, που αποφάσισε με στρατιωτικά μέσα να καταλάβει το χωριό. Τελικά σε μια επιθεώρησή του στο κάστρο του χωριού, κυκλοφορώντας χωρίς πανοπλία, δέχτηκε βέλη που τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Λίγο πριν ξεψυχήσει, διέταξε να του φέρουν μπροστά του το δολοφόνο του, που ήταν ένα παιδί που ισχυριζόταν ότι ο Ριχάρδος σκότωσε τον πατέρα του και τους αδελφούς του. Ο Ριχάρδος το συγχώρησε και διέταξε να το αφήσουν να φύγει χωρίς να το πειράξουν. Ο εγκέφαλος του Ριχάρδου τάφηκε στο αββαείο του Σαρρού στο Πουατού, η καρδιά του τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό ναό της Ρουέν και το υπόλοιπο σώμα του στο αββαείο του Φοντεβρώ.
γ. Ιωάννης Α ο Ακτήμων (1199-1216)
Ο Ιωάννης Α ο Ακτήμων (John Lackland, Οξφόρδη, 1166 - 19 Οκτωβρίου 1216) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας, και δούκας της Ακουιτανίας (1199-1216), από τη δυναστεία των Πλανταγενετών και πέμπτος γιος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β΄ και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας. Διαδέχτηκε στο θρόνο της Αγγλίας τον αδελφό του, Ριχάρδο Α΄. Ονομάστηκε «Ακτήμων» γιατί έχασε την κληρονομιά των γαλλικών κτήσεων από τον πατέρα του, λόγω της συμμαχίας του με τον εχθρό. Οι μεγαλύτεροι αδελφοί του σε συμπαράσταση με την μητέρα τους Ελεονώρα της Ακουιτανίας που ήταν αιχμάλωτη του Ερρίκου Β΄ από το 1173 εξεγέρθηκαν κατά του πατέρα τους. Σε μικρή ηλικία αρραβωνιάστηκε την Αλίκη, κόρη του Ουμβέρτου Γ΄ της Σαβοΐας, και ήλπιζε ότι με το γάμο αυτό θα αποκτούσε μεγάλη πρόσβαση στις Άλπεις, κληρονομώντας το Πεδεμόντιο και την Σαβοΐα. Ο βασιλιάς Ερρίκος B του υποσχέθηκε τα κάστρα στη Νορμανδία, που είχε υποσχεθεί πριν στον άλλο του γιο, Γοδεφρείδο. Η Αλίκη ταξίδεψε στην Αγγλία για να επισκεφτεί την αυλή του Άγγλου βασιλιά Ερρίκου Β΄, αλλά πέθανε πριν πραγματοποιηθεί ο γάμος. Πριν στραφεί κατά του πατέρα του, είχε διαμάχη με τον αδελφό του Ριχάρδο σχετικά με το δουκάτο της Ακουιτανίας (1184). Το 1185 έγινε κυβερνήτης της Ιρλανδίας, αλλά οι κάτοικοι του είχαν τόσο υποτιμητική συμπεριφορά που αναγκάστηκε να φύγει σε οκτώ μήνες. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Ριχάρδου στην Γ΄ Σταυροφορία (1190 - 1194), επιχείρησε να ανατρέψει τον Γουλιέλμο Λόνγκσαμπ, επίσκοπο του Έλι, τον οποίο ο Ριχάρδος είχε εγκαταστήσει κυβερνήτη της χώρας κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Αυτό ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς να δημιουργήσουν το θρύλο του μεγάλου λαϊκού ήρωα Ρομπέν των Δασών. Ο Ιωάννης ήταν περισσότερο δημοφιλής από τον Γουλιέλμο Λόνγκσαμπ. Το επαναστατημένο πλήθος εισέβαλε στην πόλη του Λονδίνου και έθεσε τον Γουλιέλμο υπό περιορισμό στον πύργο. Ο Ριχάρδος, επιστρέφοντας από την αποτυχημένη G Σταυροφορία συνελήφθη από το δούκα της Αυστρίας Λεοπόλδο Ε΄ και αιχμαλωτίστηκε από τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄, που ζητούσε λύτρα για την απελευθέρωση του. Ο Ιωάννης, που επιζητούσε την εξουσία, έστειλε μυστικό γράμμα στον αυτοκράτορα Ερρίκο ζητώντας να κρατήσει φυλακισμένο τον Ριχάρδο για όλη του την ζωή. Αντίθετα, οι υπερασπιστές του Ριχάρδου κατάφεραν να συγκεντρώσουν το ποσό των απαιτούμενων λύτρων, θέλοντας την απελευθέρωση του βασιλιά τους, αφού ο Ιωάννης είχε γίνει εξαιρετικά αντιπαθής. Μετά τις αψιμαχίες, τελικά ο Ριχάρδος συγχώρεσε τον Ιωάννη και τον όρισε διάδοχο του στον θρόνο. Όταν πέθανε ο Ριχάρδος, ο Ιωάννης δεν κέρδισε την αναγνώριση από το λαό ως βασιλιάς, καθώς οι περισσότεροι επιθυμούσαν τον Αρθούρο της Βρεττάνης (γιο του Γοδεφρείδου, τέταρτου γιου του Ερρίκου Β΄ που είχε πεθάνει πριν τον πατέρα του). Επακολούθησε πόλεμος ανάμεσα στον Ιωάννη και τον ανιψιό του Αρθούρο, που είχε και την υποστήριξη του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Β΄ Αυγούστου. Τελικά ο Φίλιππος Β΄ ήρθε σε συμφωνία με τον Ιωάννη, αναγνωρίζοντας τον ως βασιλιά της Αγγλίας (1200) και παραχωρώντας τις περιοχές Νορμανδίας - Ακουιτανίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν υπό την ψιλή κυριαρχία του Φιλίππου Β΄. Στη διαμάχη που ξέσπασε με τους βαρώνους στο Πουατού, ζήτησαν την βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας. Ο Φίλιππος Β κάλεσε τον Ιωάννη στην αυλή του (1202) για να του ζητήσει τον λόγο που παντρεύτηκε την Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης, αφού ήταν αρραβωνιασμένη με τον Γκυ των Λουζινιάν. Ο Ιωάννης αρνήθηκε να τη χωρίσει και ο Φίλιππος Β τον κήρυξε έκπτωτο από τα εδάφη του στην Νορμανδία και στην Ακουιτανία λόγω της κακής του διοίκησης. Τα πρόσφερε ως δώρα στον ανιψιό του Αρθούρο, που τον αναγνώρισε ως βασιλιά της Αγγλίας, αρραβωνιάζοντας τον και με την κόρη του Μαρία. Εξοργισμένος ο Ιωάννης ο Ακτήμων (1203), παρήγγειλε την κατασκευή ναυπηγείου στο Πόρτσμουθ, ώστε να κατασκευάσει στόλο. Το Πόρτσμουθ μετατράπηκε στο μεγαλύτερο ναυτιλιακό κέντρο της χώρας του και μόλις μέσα στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του είχε υπό την κατοχή του 45 μεγάλες γαλέρες, προσθέτοντας τέσσερις ετησίως. Κατασκεύασε επίσης τεράστιο ναυπηγείο και τα πρώτα εμπορικά και μεταφορικά πλοία του. Γι' αυτό το λόγο, ο Ιωάννης ο Ακτήμων πιστώνεται με τον τίτλο του ιδρυτή της σύγχρονης Βρετανικής ναυτιλίας.
Στη συνέχεια άρχισε να επιζητεί συμμάχους και παντρεύτηκε την Ιωάννα, λαίδη της Ουαλίας, κόρη του Ουαλού πρίγκηπα Λιουέλιν του Μεγάλου. Αφού αποκήρυξε την πρώτη σύζυγο του (1200) παντρεύτηκε αμέσως την μόλις 13 ετών τότε Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης (1187 - 1246) και παιδιά τους ήταν οι Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας, Ριχάρδος, κόμης της Κορνουάλης (1209 - 1272), Ιωάννα της Σκωτίας, Ισαβέλλα της Αγγλίας (1214 - 1241) σύζυγος του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄, Ελεονώρα της Αγγλίας (1215 - 1275). Συνέλαβε την μητέρα του Ελεωνόρα της Ακουιτανίας, όπως και τον ανιψιό του Αρθούρο, τον οποίο φυλάκισε (1203). Τίποτα δεν έγινε γνωστό από τότε σχετικά με τον μικρό Αρθούρο. Σύμφωνα με τα χρονικά του Αββαείου Μάργκαμ, τον σκότωσε ο Ιωάννης με τα ίδια του τα χέρια και πέταξε το πτώμα του στον Τάμεση. Κατόπιν συνέλαβε και φυλάκισε για όλη της την ζωή και την ανιψιά του Ελεωνόρα. Ήρθε σε μεγάλη σύγκρουση με τον πάπα (1205 - 1213) σχετικά με την διαδοχή του Ουμπέρτου Γουόλτερ, αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, που πέθανε το 1205, και ο Ιωάννης ο Ακτήμων περιπλέχθηκε σε μακρόχρονη διαμάχη με τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Στην αρχή, το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Καντέρμπουρι επέλεξε τον Ρέτζιναλντ, αλλά ο Ιωάννης επιθυμούσε τον Τζον Γκρέι, ο οποίος ήταν υποτακτικός του και εκλέχτηκε τη δεύτερη φορά. Οι δύο υποψήφιοι έφτασαν στην παπική αυλή προκειμένου ο ένας από τους δύο να πάρει από τον πάπα το χρίσμα του αρχιεπισκόπου. Ο πάπας παρουσίασε ως νέο αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι τον Στέφανο Λάνγκτον. Τόσο ο βασιλιάς όσο και πολλοί επίσκοποι και βαρόνοι αρνήθηκαν να τον αποδεχτούν. Ο Ιωάννης δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία ενώ ο Ιννοκέντιος έβλεπε ότι μόνο κακό μπορούσε να κάνει η μακρόχρονη έλλειψη εκκλησιαστικών υπηρεσιών. Αφόρισε τον Ιωάννη (1209), ενώ αργότερα τον απείλησε (1213) με ακόμα βαρύτερα μέτρα. Ο Ιωάννης που ήταν απασχολημένος σε πόλεμο εναντίον των βαρόνων αναγκάστηκε να υποκύψει, και δέχτηκε να πληρώνει 1000 μάρκα ετησίως στον πάπα με τον όρο να τον υποστηρίξει στον πόλεμο κατά των βαρόνων. Οι βαρόνοι εξεγέρθηκαν εναντίον της αυταρχικής του διακυβέρνησης, αναγκάζοντας τον να υπογράψει την Μάγκνα Κάρτα (15 Ιουνίου 1215) που αποτελούσε το πρώτο Σύνταγμα σε ολόκληρη την μοναρχική ιστορία. Στη συνέχεια ενθαρρύνθηκε από τον πάπα να καταπατήσει τον λόγο του και οι βαρώνοι προσκάλεσαν τον διάδοχο της Γαλλίας Λουδοβίκο να έρθει να τους βοηθήσει. Ο Ιωάννης άρχισε να περιφέρεται όλη την χώρα μόνος του, προσπαθώντας να αποφύγει να περάσει από περιοχές όπου βρίσκονταν επαναστατημένοι βαρώνοι. Ένα δυνατό παλιρροϊκό κύμα τον χτύπησε και προκάλεσε βλάβες στην υγεία και το μυαλό του. Αρρώστησε από δυσεντερία και πέθανε, ενώ σύμφωνα με φήμες δηλητηριάστηκε. Τον διαδέχθηκε ο επτάχρονος γιος του, Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας, ενώ ο Λουδοβίκος εξακολουθούσε να διεκδικεί τον αγγλικό θρόνο.
δ. Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας (1216-1272)
Ο Ερρίκος Γ΄ (Henry III of England, 1 Οκτωβρίου 1207 - 16 Νοεμβρίου 1272) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και δούκας της Ακουιτανίας από το 1216 έως το 1272, υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ιωάννη του Ακτήμονα και της Ισαβέλλας της Ανγκουλέμης, ένας από τους πιο πολυετείς βασιλείς, που κυβέρνησε την Αγγλία επί 56 χρόνια. Όταν ο Ερρίκος ωρίμασε σε ηλικία, επιθύμησε να επαναφέρει τα βασιλικά προνόμια στο Αγγλικό στέμμα θέλοντας να δημιουργήσει μια μοναρχία βασισμένη στο πρότυπο της γαλλικής. Νυμφεύτηκε την Ελεονώρα της Προβηγκίας, γεγονός που τον έκανε να ανεβάσει πολλούς Γάλλους συγγενείς της σε θέση ισχύος. Με τη σύζυγο του Ελεονώρα της Προβηγκίας παιδιά του ήταν οι Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας, Μαργαρίτα της Αγγλίας, Βεατρίκη της Αγγλίας (1242 – 1275), που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Β΄ της Βρεττάνης και Εδμόνδος Κράουτσμπακ. Η πολιτική του ήταν να μην διορίζει δημοφιλείς υπουργούς.Ασπάστηκε την λατρεία του Αγγλοσάξονα αγίου βασιλιά Εδουάρδου του Εξομολογητή, η οποία κληροδοτήθηκε και στους απογόνους του. Προσπάθησε να τον μιμηθεί στην εμφάνιση και τον τρόπο ζωής του. Ανέφερε ότι μέλημα του Εδουάρδου Εξομολογητή ήταν το απλούστερο ντύσιμο, γι' αυτό και ο ίδιος δε φορούσε τις πολυτελείς βασιλικές στολές, παρά μόνο τον πιο απλό μανδύα. Τοποθέτησε στην κρεβατοκάμαρά του τεράστια τοιχογραφία του Εδουάρδου Εξομολογητή, στην οποία προσευχόταν καθημερινά. Ονόμασε τον μεγαλύτερο γιο και διάδοχο του Εδουάρδο, συνήθεια που ακολουθήθηκε ακόμα για τέσσερις γενιές βασιλέων. Κατά τον Νίκολας Τρίβετ ήταν παχύς, μέτριου αναστήματος, με στενό μέτωπο και ένα βαρύ αριστερό βλέφαρο, χαρακτηριστικό που κληρονόμησε και ο γιος του Εδουάρδος. Ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος, ενώ όλα τα ταξίδια που έκανε εκτός Αγγλίας σκοπό είχαν να παραστεί σε όσο το δυνατό περισσότερες θρησκευτικές λειτουργίες.
Κληρονόμησε δραματικές αλλαγές για το Αγγλικό στέμμα που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του πατέρα του. Απέτυχε οριστικά να αποκτήσει έλεγχο στις γαλλικές κτήσεις της Νορμανδίας, Ανζού (ή Ανδεγαυία) και Ακουιτανίας, οπότε η Αγγλία έχασε οριστικά η Αγγλία τα γαλλικά εδάφη της, με αποτέλεσμα να περιοριστεί στα Βρετανικά Νησιά. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, οι βαρόνοι υποστήριξαν λόγω της κακοδιοίκησης του την επίθεση του πρίγκηπα της Γαλλίας Λουδοβίκου, αλλά θεώρησαν γρήγορα ότι με το νεαρό βασιλιά ήταν ασφαλείς. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ερρίκος Γ΄ ήρθε σε εμφύλιο πόλεμο με τους Άγγλους βαρόνους που καθοδηγούνταν από τον Σιμόν του Μονφόρ, έναν από τους πιο μισητούς αρχικά ξένους υπουργούς του. Όταν παντρεύτηκε το 1250 την αδελφή του Ερρίκου, παρά την θέληση του, άρχισε να δημιουργείται μια αντιζηλία μεταξύ τους. Αναζήτησε πόλεμο στη Σικελία για να ορίσει κυβερνήτη, με την συγκατάθεση του πάπα, τον δεύτερο γιο του, Εδμόνδο, πράγμα που εξόργισε τους βαρόνους, που τον κατηγόρησαν ότι ακολουθεί τις ίδιες μεθόδους με τον πατέρα του, Ιωάννη τον Ακτήμονα. Ο Σιμόν του Μονφόρ έγινε ηγέτης των επαναστατημένων βαρόνων πιέζοντας τον βασιλιά να επαναφέρει πλήρως τη Μάγκνα Κάρτα, δίνοντας την εξουσία στους βαρόνους. Το 1258, επτά βαρόνοι τον πίεσαν να δεχτεί τις αποφάσεις της Οξφόρδης που μείωναν τον απολυταρχισμό της Αγγλονορμανδικής μοναρχίας, και ο Ερρίκος ύστερα από πίεση αναγκάστηκε να ορκιστεί. Αργότερα με την συγκατάθεση του πάπα ανακάλεσε τον όρκο του το 1262 και ετοιμάστηκε να τους αντιμετωπίσει με στρατό υπό τις διαταγές του μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του Εδουάρδου, σύγκρουση που έμεινε γνωστή ως ο «Δεύτερος Πόλεμος των Βαρόνων», οι οποίοι χρησιμοποιώντας τη Μάγκνα Κάρτα τον πίεσαν το 1264 να συγκαλέσει το πρώτο Κοινοβούλιο. Ο Μονφόρ με τον επαναστατικό στρατό κυρίευσε όλη την νοτιοανατολική Αγγλία μέχρι το 1263, ενώ συνέλαβε αιχμάλωτο τον ίδιο τον βασιλιά Ερρίκο το 1264. Ωστόσο, 15 μήνες αργότερα ο διάδοχος Εδουάρδος δραπέτευσε από την αιχμαλωσία, συγκέντρωσε στρατό και κατατρόπωσε τους επαναστάτες στη Μάχη του Έβεσαμ το 1265, τιμωρώντας τους σκληρότατα. Οι αντιβασιλείς του δήλωσαν τον σεβασμό τους στην Μάγκνα Κάρτα που τέθηκε σε ισχύ από το 1217 μέχρι το 1227. To 1259 η Ακουιτανία κηρύχτηκε Αγγλική, αλλά υπό την ψιλή κυριαρχία του Γαλλικού στέμματος, στο οποίο ο Άγγλος βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει ετήσιο φόρο για την κατοχή της. Η άρνηση αυτού του φόρου αργότερα από τον δισέγγονό του Εδουάρδο Γ΄ έγινε αφορμή για την έκρηξη του εκατονταετούς πολέμου.
Επί της βασιλείας του άρχισε να κατασκευάζεται το μεγαλύτερο μνημείο της Αγγλικής ιστορίας, το Αββαείο του Ουέστμινστερ, ως επέκταση του τάφου του Εδουάρδου του Εξομολογητή. Οι εργασίες, που διήρκησαν από το 1245 έως το 1269, έγιναν με την επίβλεψη Γάλλων αρχιτεκτόνων που έλαβαν εντολή να το κτίσουν σύμφωνα με τα Γοτθικά πρότυπα. Μόλις πέθανε, το 1272, τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Εδουάρδος. Το σώμα του τοποθετήθηκε προσωρινά στον τάφο του Εδουάρδου του Εξομολογητή μέχρι που κατασκευάστηκε η σαρκοφάγος του στο αββαείο του Ουέστμινστερ.
δ. Εδουάρδος Α΄ ο Μακροσκελής (1272-1307)
O Εδουάρδος Α΄ (Ουέστμινστερ 17 Ιουνίου 1239 – 7 Ιουλίου 1307, <έθω [=κρατώ, συνηθίζω >έθιμο] + καρδιά [>-καρδος>-χαρδος>-αρδος] = αυτός που αμύνεται ψυχωμένα, γενναίος προστάτης {Edward}), βασιλιάς της Αγγλίας και δούκας της Ακουιτανίας (1272 - 1307) επονομαζόταν και Μακροσκελής, επειδή ήταν ψηλός, με που έφθανε περίπου στο 1,95 είχε πολύ μακριά χέρια και πόδια, και ήταν μελαχροινός, μοιάζοντας πολύ με την μητέρα του που καταγόταν από την Μεσογειακή περιοχή της Γαλλικής Προβηγκίας. Θεωρείται ο κορυφαίος και σκληρότερος βασιλιάς της Αγγλίας από τη Δυναστεία των Πλανταγενετών. Υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Γ΄ και της Ελεονώρας της Προβηγκίας. Ο πρώτος του γάμος έγινε όταν ήταν 15 ετών (1254), μετά από συμφωνία του πατέρα του με τον βασιλιά της Καστίλης Αλφόνσο Ι΄. Ο Εδουάρδος πήγε στην Καστίλλη, όπου στέφθηκε ιππότης από τον βασιλιά Αλφόνσο. Ο Εδουάρδος και η Ελεονώρα της Καστίλης έκαναν 16 παιδιά, αλλά τα μόνα που κατόρθωσαν να επιζήσουν ήταν οι Ιωάννα της Άκρας (1272 - 1307), Μαργαρίτα Πλανταγενέτη (1275 - 1333), Μαρία (1279 - 1332), Ελισάβετ (1282 - 1316) και Εδουάρδος Β΄ της Αγγλίας. Σε ηλικία 60 ετών (1299) προχώρησε σε δεύτερο γάμο με τη Μαργαρίτα της Γαλλίας, κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Γ΄, 20 ετών τότε, με την οποία έκανε άλλα τρία παιδιά. Ήταν αντίθετος χαρακτήρας από τον ήπιο πατέρα του: ορμητικός, φιλόδοξος, ανυπόμονος, και ικανός στρατιωτικός αρχηγός.
Το 1255 με την σύζυγό του Ελεονώρα επέστρεψε στην Αγγλία ενώ βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική του πατέρα του, με τον οποίο ήρθε σε σύγκρουση. Όταν ο Ερρίκος Γ΄ πήγε στο Παρίσι για διαπραγματεύσεις, ο νεαρός Εδουάρδος βρήκε την ευκαιρία να συνωμοτήσει με τους βαρόνους, για να τον εκθρονίσει (1259). Ο Ερρίκος Γ επέστρεψε αμέσως στην Αγγλία, κατέστειλε την εξέγερση και αφαίρεσε όλες τις αρμοδιότητες που είχε δώσει στον Εδουάρδο, ο οποίος στη συνέχεια νίκησε τον Σιμόν του Μονφόρ στην Μάχη του Έβεσαμ (1265). Είχε τη φήμη ότι κατέστειλε τις εξεγέρσεις με μεγάλη βιαιότητα, ενώ καταδίωξε όλα τα επιζήσαντα ξαδέλφια του του Οίκου των Μονφόρ.
Το 1269 ο παπικός απεσταλμένος Οττομπόνο έφτασε στην Αγγλία, καλώντας τον βασιλιά Εδουάρδο Α΄ και τον αδελφό του Εδμόνδο να συμμετάσχουν στην Η΄ Σταυροφορία στο πλευρό του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ΄. Για να συγκεντρώσει το τεράστιο χρηματικό ποσό που απαιτούσε η συμμετοχή, αναγκάστηκε να χρεωθεί βαριά στον Λουδοβίκο Θ΄, και κατάφερε να συγκεντρώσει 500.000 λίβρες. Τον συνόδευσε ένας μικρός αριθμός 230 ευγενών, πολλοί από τους οποίους ήταν μέλη της οικογένειάς του. Ο αρχικός σκοπός της Σταυροφορίας ήταν η ενίσχυση της πολιορκητικής χριστιανικής δύναμης της Άκρα, αλλά ο Λουδοβίκος Θ΄ κατέφυγε στην Τύνιδα, όπου πήγε και ο Εδουάρδος για να τον συναντήσει, αλλά ο Γάλλος βασιλιάς πέθανε από πανώλη (1270). Στη συνέχεια ο Εδουάρδος με τα υπολείμματα του Αγγλικού στρατού οδηγήθηκε στην Θ΄ Σταυροφορία, όπου μετά από μικρή διαμονή στην Κύπρο πέρασε στην Άκρα με 13 πλοία. Όταν ο Εδουάρδος έφθασε στην Άκρα, έστειλε αντιπροσωπεία στον Μογγόλο κυβερνήτη της Περσίας, Abagha, ζητώντας του βοήθεια στον αγώνα του κατά των μουσουλμάνων. Ο Abagha αμέσως συμφώνησε. Τότε ο ερχομός της Κυπριακής βοήθειας υπό τον βασιλιά Ούγο Γ΄ ενθάρρυνε περισσότερο τον Εδουάρδο, αλλά ο Abagha λόγω της απασχόλησής του με τον πόλεμο στο Τουρκεστάν αναγκάστηκε να στείλει μόνο μια μικρή βοήθεια 10.000 αντρών. Λόγω οπισθοχώρησης των Μογγόλων αναγκάστηκε να κλείσει 10ετή ειρήνη με τους Μαμελούκους και τον σουλτάνο τους Μπαϊμπάρ, αλλά με το άκουσμα του θανάτου του πατέρα του βασιλιά Ερρίκου Γ΄ εγκατέλειψε την Σταυροφορία και επέστρεψε στην Αγγλία (1274).
Με την άνοδο του στον θρόνο εφάρμοσε μια σειρά μεταρρυθμίσεων στα διοικητικά και τον οικονομικό τομέα, δημιουργώντας δύο νέα σώματα: το ανώτατο ειδικό δικαστήριο και το Υπουργείο Οικονομικών. Με τους νέους νόμους όλες οι διαφωνίες μεταξύ των εμπόρων κατέληγαν για επίλυση στα βασιλικά δικαστήρια. Θέσπισε μια σειρά νόμων κατά των Εβραίων ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα. Ο σπουδαιότερος ήταν η απαγόρευση δανεισμού χρημάτων σ' αυτούς. Το κύριο μέλημα του Εδουάρδου με την επιστροφή του στην Αγγλία ήταν η κατάκτηση της Ουαλίας. Με τη Συνθήκη του Μοντγκόμερι (1267) ο Λιουέλιν Β΄ της Ουαλίας είχε επεκτείνει τα Ουαλικά εδάφη νοτιότερα, ενώ μπορούσε να διοικήσει χωρίς να πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Άγγλο βασιλιά, κερδίζοντας τον τίτλο του πρίγκηπα των Ουαλών. Ο Εδουάρδος Α΄ αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη συνθήκη που είχε υπογράψει ο πατέρας του, και όταν πειρατικό πλοίο έφερε το 1275 την Ελεονώρα, κόρη του Σιμόν του Μόνφορ, νύφη στον Λιουέλιν, ο Εδουάρδος την αιχμαλώτισε. Όταν ο Λιουέλιν αρνήθηκε να πληρώσει φόρο υποτέλειας στον Εδουάρδο, ο βασιλιάς εκστράτευσε εναντίον του (1277), αναγκάζοντας τον να πληρώσει φόρο και καταλαμβάνοντας σχεδόν όλα τα εδάφη του. Του επέτρεψε όμως να διατηρήσει τον τίτλο του πρίγκηπα της Ουαλίας. Ο μικρότερος αδελφός του Λιούελιν, ο Ντέιβιντ, έκανε νέα εξέγερση το 1282, αλλά αμέσως ο Εδουάρδος την κατέστειλε χρησιμοποιώντας κτηνώδη βία και εκτελώντας τον Ντέιβιντ. Αμέσως άρχισε να τοιχίζει όλη τη χώρα με μια σειρά από φρούρια, για να μπορεί να αντιμετωπίζει εγκαίρως οποιοδήποτε κίνημα εναντίον του.
Το 1286 πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος Γ΄ της Σκωτίας, χωρίς απογόνους και ο θρόνος έμεινε κενός, με ορισμένη διάδοχο απ' αυτόν (1284) την εγγονή του, Μαργαρίτα της Νορβηγίας. Οι ισχυρές Σκωτσέζικες οικογένειες όμως Μπρους και Μπάλλιολ, που υποστηρίζονταν από Άγγλους ευγενείς, αρνούνταν να δεχτούν να παραχωρηθεί ο θρόνος της Σκωτίας στην αδύναμη και ανύπαντρη Μαργαρίτα. Οι Σκωτσέζοι ευγενείς ζήτησαν την διαιτησία του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α΄ ο οποίος σκόπευε να παντρέψει την Μαργαρίτα με τον γιο και διάδοχο του Εδουάρδο, αλλά τους πρόλαβε ο πρόωρος θάνατος της Μαργαρίτας (1290) και ο Σκωτσέζικος θρόνος έμεινε κενός. Οι Σκωτσέζοι κάλεσαν πάλι τον Εδουάρδο ως διαιτητή, που είχε φροντίσει να τους δεσμεύσει με όρκο υποτέλειας απέναντι του. Ο Εδουάρδος προέδρευσε σε μια φεουδαρχική αυλή στο κάστρο του Μπέργουικ και αποφασίστηκε να δοθεί η εξουσία στη Σκωτία στον ευγενή Τζων Μπάλλιολ, που υπερτέρησε απέναντι στους άλλους υποψηφίους (1292-1296). Οι απαιτήσεις του Άγγλου βασιλιά όμως ήταν παράλογες, αφού οι επεμβάσεις του στην εξουσία του Τζων Μπάλλιολ ήταν ασταμάτητες και αφόρητες. Έφτασε σε σημείο να ζητήσει από αυτόν να διαθέσει όλο τον Σκωτσέζικο στρατό στον δικό του πόλεμο κατά της Γαλλίας. Ο Τζων Μπάλλιολ αντιδρώντας δικαιολογημένα έκανε συμφωνία με τη Γαλλία που ετοίμαζε στρατό για να επιτεθεί στην Αγγλία. Ο εξοργισμένος Εδουάρδος συγκέντρωσε τότε στρατό 25.000 ανδρών και κατέλαβε το Μπέργουικ, σφάζοντας σχεδόν όλους τους 11.000 κατοίκους του. Ο Μπάλλιολ συνθηκολόγησε, αποκήρυξε τα δικαιώματά του στο θρόνο της Σκωτίας (1296), φυλακίστηκε τρία χρόνια στον πύργο του Λονδίνου και αποσύρθηκε στη Γαλλία. Οι Σκωτσέζοι ευγενείς πλήρωσαν φόρο υποτέλειας στο βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Α΄, που αποίκησε τις σημαντικότερες πόλεις της Σκωτίας με δικούς του ευγενείς, μετέφερε τα αρχεία της διοίκησης στον πύργο του Λονδίνου και οικειοποιήθηκε τα βασιλικά σύμβολα του Σκώτου βασιλιά.
Ο σκληρός Άγγλος βασιλιάς συνάντησε στην συνέχεια σκληρή αντίσταση από έναν λαϊκό επαναστάτη, τον Γουίλιαμ Γουάλας, ο οποίος λεηλάτησε τα εδάφη του στην Σκωτία θερίζοντας τους Άγγλους στρατιώτες. Ανακατέλαβε όλες τις Σκωτσέζικες πόλεις, την ίδια στιγμή που οι σημαντικότεροι Σκωτσέζοι ευγενείς, ακόμα και ο Ρόμπερτ Μπρους, είχαν δηλώσει την υποταγή τους στον Εδουάρδο. Αποκορύφωμα της δράσης του Γουάλας ήταν η Μάχη του Στέρλινγκ, στην οποία, το 1297, αποδεκάτισε τον ισχυρό Αγγλικό στρατό, αλλά την επόμενη χρονιά στο Ρόξμπουργκ ο Γουάλας συνετρίβη (1298). Ο βασιλιάς Εδουάρδος Α΄ απηλλάγη από τον μόνο σοβαρό κίνδυνο που αντιμετώπιζε εκείνη την στιγμή. Ο Γουάλας κατέφυγε στην Γαλλία όπου βοηθούσε τον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο Δ΄ σε επιχειρήσεις κατά των Άγγλων. Το (1305) συνελήφθη με δόλο από Άγγλους, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία και πέθανε με φρικτά βασανιστήρια.
Μία νέα μεγάλη απειλή δημιουργήθηκε στην Σκωτία με την άνοδο του Ροβέρτου Μπρους (1306-1329), που ανήκε στην παλιά βασιλική οικογένεια της Σκωτίας, δισέγγονος του Δαυίδ Α΄ και διεκδικούσε τον θρόνο της Σκωτίας. Ήταν από την αρχή δυσαρεστημένος μαζί του, λόγω της τοποθέτησης του Τζων Μπάλλιολ στον θρόνο της Σκωτίας, αλλά μετά την εκθρόνιση του Μπάλλιολ από τον Εδουάρδο (1296) άλλαξε τακτική και τέθηκε πολλές φορές στην υπηρεσία του. Το 1305 ο Εδουάρδος Α΄ τον κατήγγειλε επίσημα για σχέδια συνωμοσίας, οπότε ο Ρόμπερτ Μπρους δολοφόνησε τον άλλο διεκδικητή του θρόνου Τζον Κόμυν, ανιψιό του Τζων Μπάλλιολ, και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σκωτίας ως Ροβέρτος Α΄. Ο Εδουάρδος Α΄ τον νίκησε αρχικά εύκολα και σχεδίαζε να κατακτήσει ολοκληρωτικά τη Σκωτία, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος (1307). Τελευταία του επιθυμία ήταν τα κόκαλά του να μεταφέρονται σε όλες τις Σκωτικές επιχειρήσεις, ενώ η καρδιά του να μεταφερθεί στους Αγίους Τόπους, αλλά δεν εισακούστηκε και θάφτηκε κανονικά με τους προγόνους του στο αββαείο του Γουεστμίνστερ.
ε. Εδουάρδος Β΄ της Αγγλίας (1307-1327)
Ο Εδουάρδος Β΄ (25 Απριλίου 1284 - 21 Σεπτεμβρίου 1327) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και δούκας της Ακουιτανίας (1307-1327). Ήταν ο τέταρτος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α΄ και της Ελεονώρας της Καστίλης. Έγινε διάδοχος του Αγγλικού θρόνου μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, Αλφόνσου, και μεγάλωσε στην αυλή ενός δεσποτικού και αυταρχικού πατέρα που προσέλαβε το 1298 για φίλο του γιου του τον ευγενή από την Γασκώνη Πιρς Γκάβεστον. Σύντομα συνδέθηκαν τόσο στενά μεταξύ τους, που ειπώθηκε ότι υπήρχε μεταξύ τους ομοφυλοφιλική σχέση, ενώ ο νεαρός Εδουάρδος ήταν έτοιμος να του παραχωρήσει βασιλικούς τίτλους. Εξοργισμένος ο συντηρητικός ηλικιωμένος βασιλιάς έδιωξε τον Γκάβεστον από την αυλή, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του γιου του, που όταν έγινε βασιλιάς (1307) τον επανέφερε.
Ήταν ο πρώτος Άγγλος μονάρχης που δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική και είχε κύρια ασχολία του τις αθλητικές δραστηριότητες. Επηρεασμένος έντονα από την μακροχρόνια σκληρή αυταρχικότητα του πατέρα του, είχε γίνει άβουλος, χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ήταν επίσης ο πρώτος Άγγλος μονάρχης που ίδρυσε κολέγια, τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ Παντρεύτηκε το 1308 την Ισαβέλλα της Γαλλίας, κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Δ΄ και αδελφή τριών Γάλλων βασιλέων. Ο γάμος δεν αποδείχτηκε ευτυχής, γιατί η Ισαβέλλα δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τον άβουλο σύζυγό της, ασχολούμενη συνεχώς με συνωμοσίες μαζί με τους εραστές της. Παρόλα αυτά έκανε παιδιά μαζί της, όπως οι Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας, Ιωάννης της Κορνουάλης, Ελεονώρα του Γούντστοκ και Ιωάννα του Πύργου.. Όταν ο Εδουάρδος Β ταξίδεψε στη Γαλλία, για να παντρευτεί την Ισαβέλλα, άφησε τη χώρα στη διακυβέρνηση του φίλου του Πιρς Γκάβεστον. Πολλοί ευγενείς, έντονα δυσαρεστημένοι μαζί του, απαίτησαν την εξορία του (1311), αλλά όταν ο Εδουάρδος επέστρεψε τον επόμενο χρόνο στην Αγγλία τον ανακάλεσε. Τελικά ο Γκάβεστον εκτελέστηκε από τον ξάδελφο του βασιλιά Τόμας, Β΄ κόμη του Λάνκαστερ και τους συμμάχους του, με τη δικαιολογία ότι είχε αποβλακώσει τον βασιλιά, εκτρέποντάς τον από τα καθήκοντά του. Εξοργισμένος από τον φόνο, ο Εδουάρδος Β αποφάσισε να πολεμήσει με πείσμα όλους όσους τον εχθρεύονταν.
Την εποχή εκείνη, στα 1314, ο Ροβέρτος Μπρους είχε ήδη ανακαταλάβει ολόκληρη τη Σκωτία, νικώντας τους Άγγλους στη μια μάχη μετά την άλλη, ενώ σχεδίαζε να καταλάβει και την Ιρλανδία. Στο μεταξύ την ουσιαστική εξουσία στην Αγγλία μετά την επιβολή του στον Εδουάρδο Β είχε αναλάβει ο ξάδελφος και μεγάλος εχθρός του, δούκας του Λάνκαστερ. Ο Αγγλικός στρατός γνώρισε συντριπτική ήττα το 1318, τη μεγαλύτερη από την εποχή της κατάκτησης, και ο Μπρους ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σκωτίας, γεγονός που στοίχισε στον Λάνκαστερ την απώλεια όλων των προνομίων του. Έτσι οι νέοι ευνοούμενοι του βασιλιά, πατέρας και γιος Ντεσπένσερ, ανέλαβαν την πραγματική εξουσία της χώρας. Μετά το θάνατο του Γκάβεστον, ο βασιλιάς πήρε υπό την εύνοιά του τον ανιψιό του, Ούγο Ντεσπένσερ τον νεώτερο. Αυτός και ο πατέρας του άρχισαν να έχουν ειδικά προνόμια, ενώ ζήτησε και την κομητεία του Γκλόστερ (1318). Ο βασιλιάς άρχισε να παραβαίνει όλους τους νόμους, για να τον ευνοήσει, καταχρώμενος ακόμα και την περιουσία του λόρδου του Γκόουερ. Οι ευγενείς ξεσηκώθηκαν και ο κόμης του Λάνκαστερ και οι υπόλοιποι πίεσαν τον βασιλιά με ένοπλες απειλές αναγκάζοντάς τον να τους εξορίσει. Μετά την εξορία των Ντεσπένσερ, πολλοί ευγενείς της Αγγλίας προσπάθησαν κολακεύοντας τον βασιλιά να κερδίσουν την εύνοιά του, υπονομεύοντας τον κόμη του Λάνκαστερ και τους υπόλοιπους βαρόνους. Τον βοήθησαν να πάρει εκδίκηση και ο κόμης του Λάνκαστερ αποκεφαλίστηκε μπροστά στον βασιλιά. Στο Κοινοβούλιο της Υόρκης το 1322 κατάφερε να περιορίσει σημαντικά τα προνόμια των υπόλοιπων ευγενών.
Δημιουργήθηκε επεισόδιο με τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Δ, αφού ο Εδουάρδος Β αρνήθηκε να πληρώσει έναν συμφωνημένο φόρο και έστειλε την σύζυγό του στη Γαλλία για να κάνει διαπραγματεύσεις με τον αδελφό της. Η Ισαβέλλα βρήκε την ευκαιρία να απαλλαγεί όχι μόνο από τον σύζυγό της αλλά και από τους μισητούς σε αυτήν Ντεσπένσερ. Στην συμφωνία που ακολούθησε αποφασίστηκε ότι είναι επιβεβλημένο να πληρώσει ο Εδουάρδος φόρο τιμής στον Κάρολο Δ (1325). Ο ίδιος κατάλαβε το παιχνίδι που έπαιξε η σύζυγος του σε βάρος του και έστειλε τον γιο του, για να πληρώσει. Τότε η Ισαβέλλα του δήλωσε ότι δεν θα επιστρέψει στην Αγγλία ούτε η ίδια ούτε ο γιος τους αν δεν εξοριστούν πρώτα οι Ντεσπένσερ. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, έφτασαν στην αυλή της Αγγλίας νέα για την σκευωρία μεταξύ του δυσαρεστημένου Άγγλου ευγενή Ρογήρου Μόρτιμερ και της Ισαβέλλας, που συγκεντρώνοντας στρατό ετοιμαζόντουσαν να επιτεθούν στην Αγγλία. Πραγματικά η επίθεση έγινε τον Σεπτέμβριο του επόμενου χρόνου (1326). Ο βασιλιάς και οι Ντεσπένσερ εγκαταλείφθηκαν από το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους, και καθώς δεν είχαν καθόλου δυνάμεις να τους υπερασπιστούν συνελήφθησαν. Ο πατέρας Ντεσπένσερ κατηγορήθηκε ότι παρέβη πολλές φορές το νόμο για να ευνοήσει το γιο του και ότι συνέβαλλε στον αποκεφαλισμό του κόμη του Λάνκαστερ, και αποκεφαλίστηκε. Ο Μόρτιμερ, που πήρε την απόλυτη εξουσία, εκτέλεσε όλους τους εχθρούς του και ο βασιλιάς Εδουάρδος Β΄ οδηγήθηκε αιχμάλωτος στο Κένιλγουορθ. Το δίλημμα του Μόρτιμερ και της Ισαβέλλας ήταν τι θα κάνουν με τον βασιλιά Εδουάρδο Β΄, αφού η εκδοχή της εκτέλεσης τους δημιουργούσε πολλά ερωτηματικά, αφού πολλοί από τους βαρώνους, παρά την αμέλεια που έδειξε ως βασιλιάς για τη χώρα, δεν συμφωνούσαν γι’ αυτό. Από την άλλη ο Εδουάρδος Β΄, περίλυπος και σε αιχμαλωσία, έβλεπε την άσχημη κατάσταση στην οποία είχαν φέρει την χώρα η Ισαβέλλα και ο Μόρτιμερ. Τα εδάφη στη Σκωτία και τη Γασκώνη είχαν χαθεί οριστικά, η οικονομία και οι κοινωνικές δομές του κράτους βρίσκονταν σε ολοκληρωτική κατάρρευση, και οι βαρόνοι αλληλοσκοτώνονταν. Ο Μόρτιμερ ζήτησε από το δήμαρχο του Λονδίνου να υπογράψει την οριστική έκπτωση του Εδουάρδου από τον τίτλο του βασιλιά και να οριστούν ο ίδιος και η Ισαβέλλα αντιβασιλείς για λογαριασμό του νεαρού διαδόχου βασιλιά Εδουάρδου Γ΄. Η Ισαβέλλα νόμιζε ότι θα έχει τον γιο της Εδουάρδο Γ πειθήνιο όργανό της, αλλά σε λίγα χρόνια η πεποίθησή της διαψεύστηκε. Σε λίγες μέρες ανακοινώθηκε ότι ο Εδουάρδος πέθανε στο κάστρο του Μπέρκλεϊ όπου είχε μεταφερθεί.
στ. Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας (1327-1377)
Ο Εδουάρδος Γ΄ (Κάστρο του Ουίνδσορ 13 Νοεμβρίου 1312 – 21 Ιουνίου 1377) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1327 - 1377), και δούκας της Ακουιτανίας (1325 - 1361) παραχωρώντας την στη συνέχεια ως ανεξάρτητο δουκάτο στον μεγαλύτερο γιο του, Εδουάρδο, τον μαύρο πρίγκηπα. Υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Β΄, και της Ισαβέλλας της Γαλλίας, κόρης του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Δ΄. Σε ηλικία 15 ετών ο πατέρας του ήρθε σε σύγκρουση με την μητέρα του και τον εραστή της, Ρογήρο Μόρτιμερ, που συνωμότησαν και ο πατέρας του ανατράπηκε, φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε στην φυλακή. Την εξουσία τότε ανέλαβε η Ισαβέλλα, που άφησε την χώρα ολοκληρωτικά στα χέρια του εραστή της, ο οποίος με τεράστιες φιλοδοξίες στόχευε να γίνει ο ίδιος βασιλιάς. Με την συμπλήρωση των 18ων γενεθλίων του, ο Εδουάρδος Γ (1330) συνέλαβε και κρέμασε τον Μόρτιμερ, έστειλε την μητέρα του εξορία και ανέλαβε ολοκληρωτικά την εξουσία. Οι βλέψεις του στο στέμμα της Γαλλίας υπήρχαν, αφού θεωρούσε θιγμένο τον εαυτό του λόγω του ότι τον Γαλλικό θρόνο πήρε ένας μακρινός ξάδελφος των βασιλιάδων, ο Φίλιππος ΣΤ΄ του Βαλουά. Θεωρούσε ότι αυτός είχε τον πρώτο λόγο, γιατί η μητέρα του ήταν κόρη και αδελφή των τελευταίων Γάλλων βασιλιάδων. Παρόλα αυτά οι σχέσεις του με τον Φίλιππο ΣΤ΄ ήταν ειρηνικές τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του και σχεδίαζαν να κάνουν μαζί Σταυροφορία (1332).
Κύριο μέλημα του τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν η κατάκτηση της Σκωτίας, προσπάθεια που είχε ξεκινήσει με πάθος ο παππούς του, αλλά σκόνταψε στην ανικανότητα του πατέρα του, όταν ο μεγάλος βασιλιάς της Σκωτίας Ροβέρτος Μπρους, ανακατέλαβε ολόκληρη την χώρα. Στην Μάχη του Χάλιντον Χιλ συνέτριψε τις δυνάμεις του βασιλιά της Σκωτίας Δαυίδ Β΄ (1333). Κατακτώντας την Σκωτία τοποθέτησε βασιλιά τον Εδουάρδο Μπάλλιολ. Σύντομα όμως ο Μπάλλιολ συνάντησε δυσκολίες, γιατί οι Σκωτσέζοι με τον Δαυίδ Β΄ είχαν ανακάμψει και ετοιμάζονταν να αντεπιτεθούν, κάτι που έγινε το 1337, αφήνοντας στους Άγγλους μόνο μερικά κάστρα. Ο Εδουάρδος Γ απασχολημένος με τον νέο μεγάλο αντίπαλο του, τους Γάλλους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις βλέψεις του στην Σκωτία. Το 1341 ο Δαυίδ, ο οποίος ήταν και γαμπρός του, αφού είχε παντρευτεί την αδελφή του, Ιωάννα του Πύργου, επανήλθε στον θρόνο της Σκωτίας. Σε πέντε χρόνια (1346), ο Δαυίδ επιτέθηκε στις Αγγλικές κτήσεις της Γαλλίας, αλλά ηττήθηκε και έμεινε αιχμάλωτος για 11 χρόνια στον πύργο του Λονδίνου, αφήνοντας κενό τον θρόνο της χώρας του.
Το καταφύγιο που πρόσφερε ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος ΣΤ΄ στον Δαυίδ Β΄ της Σκωτίας ενόχλησε έντονα τον Εδουάρδο Γ (1334). Η συμμαχία διαλύθηκε οριστικά (1337) και την ίδια χρονιά ο Εδουάρδος Γ πρόσφερε καταφύγιο στον δούκα Ροβέρτο Γ΄ του Αρτουά, που ήταν ο μεγάλος στόχος του Γάλλου βασιλιά επειδή τον είχε εξαπατήσει. Το πρόσθετο γεγονός της άρνησης του Εδουάρδου Γ΄ να πληρώσει τον ετήσιο φόρο κατοχής για την Ακουιτανία, ο οποίος ίσχυε από το 1259, ήταν οι αφορμές που έκαναν τον Φίλιππο ΣΤ Βαλουά να τον κηρύξει έκπτωτο από αυτήν και να επιτεθεί για να τον διώξει. Ο Εδουάρδος Γ΄ αμέσως με επιστολή του προς τον Γάλλο βασιλιά απαίτησε επίσημα για πρώτη φορά το Γαλλικό στέμμα λόγω της μητέρας του και ο Φίλιππος ΣΤ΄ επιτέθηκε στην Ακουιτανία χρησιμοποιώντας κανόνια. Ο Εκατονταετής Πόλεμος (1339-1453) άρχισε επίσημα και οι Άγγλοι πειρατές απάντησαν καταστρέφοντας τον Γαλλικό στόλο στη Μάχη του Σλόις (1340). Την ίδια χρονιά ο Εδουάρδος Γ΄ αυτοανακηρύχθηκε επίσημα και βασιλιάς της Γαλλίας, τίτλο τον οποίο οι Άγγλοι μονάρχες κράτησαν, χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα, για πολλούς αιώνες για τον εαυτό τους ως τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε τον εγκατέλειψαν.
Ο Εδουάρδος Γ κατάφερε με διπλωματία να αποκτήσει πολλούς συμμάχους στις Κάτω Χώρες, όπου και συγκέντρωσε τον στρατό του. Τα πρώτα χρόνια (1340 - 1343) δεν κατάφερε τίποτε σημαντικό, αφού όλες οι επιθέσεις του αποκρούστηκαν πανηγυρικά από τους Γάλλους. Πολλές φορές αναγκάστηκε με τον φόβο της ζωής του να επιστρέψει πανικόβλητος στην Αγγλία. Τότε με την επέμβαση του πάπα (1343) ζήτησε ειρήνη από τον Γάλλο βασιλιά με αντάλλαγμα την Ακουιτανία, πρόταση που απέρριψε κατηγορηματικά. Γενικά οι Γάλλοι ήταν ισχυρότεροι την εποχή των πρώτων χρόνων του πολέμου, ως κράτος και ως στρατιωτική δύναμη.
Νέες επιθέσεις άρχισαν το 1345. Ο Ερρίκος του Λάνκαστερ, κόμης του Ντέρμπι, κατέλαβε την Ανγκουλέμ. Οι Γάλλοι με μεγάλο στρατό (1346) ξεκίνησαν εναντίον του. Ο Εδουάρδος Γ΄ στράφηκε κατά της αφύλακτης Νορμανδίας που είχε απειροπόλεμους κατοίκους, ο Φίλιππος επέστρεψε στο Παρίσι και ετοιμάστηκαν για μάχη στο Κρεσύ. Στην Μάχη του Κρεσύ, οι προβλέψεις δεν έδιναν καμιά τύχη στους 12.000 Άγγλους, από τους οποίους 7.000 ήταν τοξότες και οι υπόλοιποι πεζοί, απέναντι στους 36.000 σιδερόφραχτους Γάλλους ιππείς. Αλλά οι Άγγλοι τοξότες ξεκίνησαν μια καταιγίδα από θανατηφόρα βέλη (30.000 μέσα σε 5 λεπτά), που κομμάτιασαν τις σιδερένιες πανοπλίες των Γάλλων και τους αποδεκάτισαν. Οι Γάλλοι θέλησαν να απαντήσουν ποδοπατώντας τους Άγγλους πεζούς, αλλά οι Άγγλοι είχαν πάλι έτοιμη την απάντηση με τους εχίνους, ένα μυτερό αντικείμενο το οποίο πλήγωνε θανάσιμα το πόδι του ανθρώπου ή του αλόγου που το πατούσε. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πανωλεθρία των Γάλλων, από τους οποίους σκοτώθηκαν 12.000, σε σχέση με μονάχα λίγες εκατοντάδες Άγγλους, νίκη που σήμανε και το τέλος των ιπποτικών πολέμων και την αρχή των σκληρότατων πολέμων με τις άταχτες ορδές που κυριάρχησαν μέχρι τον 20ο αιώνα. Ο Εδουάρδος ο μαύρος πρίγκηψ, μεγαλύτερος γιος του Εδουάρδου Γ΄, αν και μόλις 16 ετών, πρωταγωνίστησε στη μάχη. Ο βασιλιάς Φίλιππος ΣΤ΄ της Γαλλίας γλύτωσε την τελευταία στιγμή. Οι Άγγλοι στράφηκαν στο Καλαί και μετά από επίμονη πολιορκία κατέλαβαν την πόλη (1347), έχοντας πλέον όλη την Νορμανδία στα χέρια τους. Η κατάσταση είχε στραφεί πανηγυρικά με το μέρος τους.
Στην συνέχεια ακολούθησε μια περίοδος ειρήνης, αφού μεσολάβησε και η τριετία όπου ο Μαύρος Θάνατος θέριζε τους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Το ίδιο έγινε και στην Αγγλία, όπου το 50% του πληθυσμού εξοντώθηκε από την μαύρη πανώλη. Τα τραγικά αυτά γεγονότα ανάγκασαν τις δύο πλευρές να κλείσουν προσωρινά ειρήνη (1352) που κράτησε τρία χρόνια. Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν με νέους θριάμβους των Άγγλων κατά του ανίκανου βασιλιά της Γαλλίας Ιωάννη Β΄ του Αγαθού, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Φίλιππο ΣΤ. Στην Μάχη του Πουατιέ (1356), οι Γάλλοι γνώρισαν νέα συντριβή από τον Αγγλικό στρατό, που ήταν υπό την διοίκηση του Εδουάρδου μαύρου πρίγκηπα, μεγαλύτερου γιου του Εδουάρδου Α΄. Ο ίδιος ο βασιλιάς Ιωάννης Β με 16.000 στρατιώτες πήγε στο Πουατιέ να δώσει μάχη με τον μαύρο πρίγκηπα, που είχε την μισή στρατιωτική του δύναμη . Παρά το ότι μπορούσε να τον περικυκλώσει, ώστε ο πρίγκηπας να λιμοκτονήσει, όπως τον συμβούλευαν οι στρατηγοί του, ο βασιλιάς δεν τους άκουσε και έχοντας βέβαιη την νίκη του προχώρησε σε απευθείας επίθεση. Οι Άγγλοι συνέτριψαν για άλλη μια φορά τους Γάλλους, αφού οι πολύ εμπειροπόλεμοι Άγγλοι τοξότες αποδεκάτισαν τον στρατό τους. Ο Γάλλος βασιλιάς Ιωάννης Β΄ συνελήφθη και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Αγγλία, και άφησε αντικαταστάτη του στην κυβέρνηση της Γαλλίας τον μεγαλύτερο αδελφό του, Κάρολο. Μετά από δύο χρόνια ειρήνης (1359), ο Εδουάρδος Γ΄ ζήτησε από τον δελφίνο Κάρολο να του αποδοθεί ολόκληρη η Δυτική Γαλλία και επιπλέον μεγάλη χρηματική αποζημίωση, για να ελευθερώσει τον πατέρα του. Ο δελφίνος απέρριψε το αίτημα, προκαλώντας τον αλαζόνα Εδουάρδο Γ να το χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία για να επιτεθεί ξανά στην Γαλλία. Ο Εδουάρδος Γ΄ με τον στρατό του κατέστρεφαν τις Γαλλικές επαρχίες, αποφεύγοντας να έρθουν σε απευθείας σύγκρουση με τους Γάλλους, ώστε να τους εξαναγκάσουν να παραδοθούν. Τελικά ήρθαν σε συμφωνία και στον Εδουάρδο δόθηκε το ⅓ της Γαλλίας συμπεριλαμβανόμενης της Ακουιτανίας, ενώ το ποσό των λύτρων μειώθηκε. Ο Ιωάννης Β΄ αφήνοντας ως εγγύηση τον δεύτερο γιο του, Λουδοβίκο Α΄ του Ανζού (ή Ανδεγαυίας), επέστρεψε στην Γαλλία, δεν κατάφερε όμως να συγκεντρώσει το τεράστιο ποσό των λύτρων που του ζητήθηκε, επέστρεψε στην Αγγλία και πέθανε σε αιχμαλωσία (1364).
Τα τελευταία 15 χρόνια της βασιλείας του ο Εδουάρδος Γ έπεσε σε φθορά και παρακμή. Ο ίδιος αδιαφόρησε για την διοίκηση του κράτους του και έγινε όργανο των κακών συμβούλων και των ερωμένων του. Σημαντικότερη από τις ερωμένες του ήταν η Αλίκη Πέρρερς. Έγινε πειθήνιο όργανο της, χάνοντας την εμπιστοσύνη του λαού. Η παρακμή μεταφέρθηκε και στις Γαλλικές κτήσεις, όπου σταδιακά άρχισαν να ανακαταλαμβάνονται από τον ικανό βασιλιά Κάρολο Ε΄ τον Σοφό. Ο μαύρος πρίγκηπας κυβερνούσε αυταρχικά στην Γασκώνη και ο Κάρολος Ε αναγκάστηκε να κινηθεί σε σύγκρουση εναντίον του (1369). Οι Γάλλοι είχαν στην διάθεση τους τον ικανότατο στρατηγό Γκεσλίν, ο οποίος από το 1370 με επιδρομές και δωροδοκίες πήρε πίσω τα περισσότερα εδάφη από τους Άγγλους. Στους Άγγλους παρέμειναν τελικά μονάχα η Ακουιτανία και το Καλαί, καταργώντας την Συνθήκη του Μπρετινί. Η παρακμή έφτασε στο αποκορύφωμα της τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του Εδουάρδου Γ, όταν είχε πέσει άρρωστος στο κρεβάτι, ενώ ο δαιμόνιος μεγαλύτερος γιος του, Εδουάρδος ο μαύρος πρίγκηψ, πέθανε έναν χρόνο πριν από αυτόν. Με την σύζυγο του Φιλίππη του Αινώ παιδιά του ήταν οι Εδουάρδος ο μαύρος πρίγκηψ, Ισαβέλλα του Κουσύ, Ιωάννα της Αγγλίας (1335 - 1348), Λάιονελ της Αμβέρσας, Ιωάννης της Γάνδης, Μαρία (1344 - 1362) που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ε΄ δούκα της Βρεττάνης, Μαργαρίτα (1346 - 1361) Εδμόνδος του Λάνκλεϋ και Θωμάς του Γούντστοκ. Απευθείας απόγονοι του θεωρούνται πολλοί πρόεδροι των ΗΠΑ όπως ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Τόμας Τζέφερσον, ο Τζων Άνταμς, οι Ρούσβελτ, οι Μπους και αρκετοί άλλοι.
ζ. Ριχάρδος Β΄ της Αγγλίας (1377-1399)
Ο Ριχάρδος Β΄ (Richard II, Μπορντό, 6 Ιανουαρίου 1367 - Λονδίνο, 14 Φεβρουαρίου 1400) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 1377 έως την καθαίρεσή του το 1399. Ήταν γιος του Εδουάρδου του μαύρου πρίγκηπα και της Ιωάννας του Κεντ, διάδοχος του παππού του, βασιλιά Εδουάρδου Γ΄ σε ηλικία 10 ετών. Όσο ήταν ανήλικος, την αντιβασιλεία ασκούσε ο θείος του, Ιωάννης της Γάνδης, ενώ συγκλήθηκαν τρία συνεχή συμβούλια (1377 - 1380) την περίοδο της ακυβερνησίας. Ο Ιωάννης της Γάνδης ασκούσε εξολοκλήρου και την εξωτερική πολιτική. Όταν ενηλικιώθηκε ο Ριχάρδος Β, αντιμετώπισε την επανάσταση των χωρικών, που τον έκανε να συνθηκολογήσει με τον Γουόλτερ Τάιλερ και να συλλέξει στρατό για να τους αντιμετωπίσει. Τελικά εκτέλεσε τους αρχηγούς, καταστέλλοντας την επανάσταση. Σταδιακά άρχισε να γίνεται αντιπαθητικός στον Αγγλικό λαό και την αριστοκρατία. Δεν είχε διπλωματικές ικανότητες συνδιαλλαγής, και αυτό προκάλεσε την πτώση του (1399). Νυμφεύτηκε δύο φορές: την πρώτη την Άννα της Βοημίας (1383), κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου Δ΄, που πέθανε το 1394, και στην συνέχεια προχώρησε σε δεύτερο γάμο (1396) με την επτάχρονη Ισαβέλλα του Βαλουά χωρίς να αποκτήσει κληρονόμους.
Όταν ο Ριχάρδος Β πήρε την ολοκληρωτική διακυβέρνηση στα χέρια του, διόρισε σε κυβερνητικές θέσεις ευγενείς, οι οποίοι αργότερα συνωμότησαν προκαλώντας την ανατροπή του. Αφού εξόρισε το συγκεκριμένο συμβούλιο, διόρισε νέο συμβούλιο ευνοουμένων του, όπως ο Ροβέρτος του Βερ, Θ΄ κόμης της Οξφόρδης, και ο Μάικλ ντε λα Πολ, για τον οποίο δημιούργησε την κομητεία του Σάφολκ και τον έκανε πρωθυπουργό της Αγγλίας. Λέγεται ότι ο Ριχάρδος Β΄ είχε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με τον Βερ. Ενώ το συμβούλιο του κράτους ήθελε συνεχώς πόλεμο με την Γαλλία, αυτός επέμενε στην ειρηνική πολιτική και αυτό ήταν αιτία να λέγεται ότι δεν ενδιαφερόταν για το κράτος του. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο του ζήτησε (1386) να απομακρύνει τους αντιλαϊκούς συμβούλους. Όταν αρνήθηκε, βρήκε αντιμέτωπους τους αμφισβητίες λόρδους με επικεφαλής τον Ριχάρδο Φιτζ Άλαν, οι οποίοι τον νίκησαν έξω από την Οξφόρδη και τον αιχμαλώτισαν στον Πύργο του Λονδίνου. Τελικά δέχθηκε (1388) να διώξει τους αντιπαθείς στο Κοινοβούλιο συμβούλους του και να διορίσει νέους, μειώνοντας αισθητά την δημοτικότητά του. Τα επόμενα χρόνια ο Ριχάρδος έγινε πιο προσεκτικός στις συνδιαλλαγές του με τους βαρώνους, αφού και ο θείος του Ιωάννης της Γάνδης επέστρεψε από την Ισπανία, για να τον βοηθήσει (1390). Η ομάδα των ευγενών υποστηρικτών του Ριχάρδου Β είχαν ως σύμβολο ένα άσπρο ελάφι, προσωπική επιλογή του Ριχάρδου Β΄. Είχε πολλά ενδιαφέροντα, όπως το καλό φαγητό, η πολυτελής ζωή, οι τέχνες, η λογοτεχνία, η ζωγραφική. Ταυτόχρονα άρχισαν να τον επικρίνουν ως έναν νέο Εδουάρδο Β΄, επειδή ήταν εξίσου με αυτόν ανίκανος σε θέματα στρατιωτικά, και επιδιδόταν σε άσεμνες πράξεις. Προτιμούσε τις υποχωρήσεις απέναντι στην Σκωτία και την Γαλλία, όπως το 1396, παρά τις στρατιωτικές εκστρατείες. Στην εκστρατεία του επίσης στην Ιρλανδία (1394) έδειξε το ίδιο φιλειρηνικό πνεύμα.
Είχε μια ιδέα για θεία προέλευση της βασιλείας, που τον έκανε να δίνει κολακευτικά υπερβολικούς τίτλους για το πρόσωπο του, να ντύνεται μεγαλοπρεπώς και να φοράει όλη μέρα το στέμμα. Σε αντίθεση με την δειλή εξωτερική του πολιτική, στο εσωτερικό φάνηκε σκληρός απέναντι σε όσους τολμούσαν να αμφισβητήσουν την ανωτερότητα του (για παράδειγμα, κατάργησε τις ελευθερίες των κατοίκων του Λονδίνου). Το 1397, καταφέρθηκε ξαφνικά εναντίον των λόρδων, που αμφισβητούσαν την εξουσία του, με σκληρές τιμωρίες: Ο κόμης του Αρούντελ εκτελέστηκε, του Γουόρικ εξορίστηκε και ο Θωμάς του Γκλόστερ δολοφονήθηκε στην αιχμαλωσία. Καταδίωξε όλους τους αντιπάλους του, για να παραμείνει ο εκλεκτός από τον Θεό βασιλιάς. Μετά τον θάνατο του θείου του, Ιωάννη της Γάνδης, ο γιος του, Ερρίκος, προέβαλε σαν ένας από τους ισχυρότερους διεκδικητές του θρόνου μετά τον θάνατο του άτεκνου Ριχάρδου, κάτι που έκανε τον Ριχάρδο να δημεύσει την τεράστια περιουσία του. Δικαιολογημένα εξοργισμένος ο Ερρίκος συγκέντρωσε στρατό με την βοήθεια του Γάλλου βασιλιά και εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Ριχάρδου σε μια εκστρατεία του στην Ιρλανδία. Αρχικά απαίτησε τους τίτλους και την περιουσία που δικαιωματικά του ανήκαν, αλλά όταν επέστρεψε ο Ριχάρδος στην Αγγλία τεράστιο κύμα λαϊκής οργής ξεσηκώθηκε εναντίον του. Συνελήφθη εύκολα στο κάστρο του Φλιντ στην Ουαλία και μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου το εξοργισμένο εναντίον του πλήθος προσπάθησε να τον δολοφονήσει πετώντας του απορρίμματα. Τελικά φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή πιθανότατα από ασιτία.
η. Ερρίκος Δ΄Λάνκαστερ (1399-1413)
Ο Ερρίκος Δ΄ Λάνκαστερ (15 Απριλίου 1367 - 20 Μαρτίου 1413) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και της Ιρλανδίας (1399-1413). Υιός του Ιωάννη της Γάνδης (3ου γιου του βασιλιά Εδουάρδου Γ') και της Λευκής του Λάνκαστερ, κόρης του Ερρίκου, δούκα του Λάνκαστερ επίσης από την οικογένεια των Πλανταγενετών. Ευνοήθηκε στις επιδιώξεις του την εποχή της βασιλείας του Ριχάρδου Β'. Μία από τις αδελφές του, η Φιλίππη του Λάνκαστερ, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Α' τον Μέγα. Η μικρότερη ετεροθαλής αδελφή του, Αικατερίνη, παντρεύτηκε τον Ερρίκο Γ' της Καστίλης. Είχε και 4 ετεροθαλή αδέλφια από την τρίτη σύζυγο του πατέρα του, Κατερίνα Σουίνφορντ, που ονομάστηκαν Μπωφόρ. Πριν αναλάβει τον θρόνο, ανακάλεσε από την αντιβασιλεία τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Μπωφόρ 1ο κόμη του Σόμερσετ, και θέσπισε μέτρα ώστε οι Μπωφόρ να μην μπορούν να κληρονομήσουν τον θρόνο. Ωστόσο ο σερ Ούγος Σουίνφορντ, γιος της Αικατερίνης από τον πρώτο γάμο της, βρισκόταν στην βασιλική φρουρά και ήταν αρχιφύλακας του κάστρου Πόντεφρακτ, όπου πέθανε ο βασιλιάς Ριχάρδος Β' της Αγγλίας. Άρα ένας γιος της Αικατερίνης Μπωφόρ με τον Ιωάννη της Γάνδης θα μπορούσε να κληρονομήσει τον θρόνο. Ο Ερρίκος Δ είχε ευμετάβλητη σχέση με τον βασιλιά Ριχάρδο Β' σε σχέση με τον πατέρα του, αφού ήταν πρωτοξάδελφα και στην παιδική τους ηλικία συμμετείχαν μαζί στο Τάγμα της Περικνημίδας (1377). Το 1387, ο Ερρίκος συμμετείχε στην επανάσταση των λόρδων κατά του βασιλιά, αλλά συγχωρέθηκε από τον ξάδελφο του και προάχθηκε από κόμης του Ντέρμπι σε δούκας του Χέρφορντ. Αλλά επήλθε νέα κρίση (1398) λόγω της σχέσης του βασιλιά με τον Ερρίκο Μπόλινγκμπροουκ, που εξόρισε τον Ερρίκο Δ για 10 χρόνια. Ο Ερρίκος έμεινε έναν χρόνο στην εξορίαμ όπου συμμετείχε στην πολιορκία της πρωτεύουσας της Λιθουανίας, Βίλνιους, με τους Τεύτονες Ιππότες. Την επόμενη χρονιά πέθανε ο πατέρας του, Ιωάννης της Γάνδης, και ο βασιλιάς Ριχάρδος Β' ακύρωσε τα έγγραφα που επέτρεπαν την αυτόματη κληροδότηση των τίτλων του στον Ερρίκο, ενοχλώντας σημαντικά τον Ερρίκο, αφού του στερούσε την ίδια την γη του. Ενώθηκε με τον Τόμας Αρούντελ, έκπτωτο αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, που συμμετείχε στην αποτυχημένη επανάσταση του 1387. Επέστρεψαν μαζί στην Αγγλία κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Ριχάρδου Β στην Ιρλανδία. Με τον Αρούντελ σύμβουλο του, ο Ερρίκος Μπόλινγκμπροουκ άρχισε να λεηλατεί την χώρα και ο Ερρίκος κέρδισε σύντομα όλη την δύναμη του και ανακηρύχθηκε νέος βασιλιάς της Αγγλίας ως Ερρίκος Δ'. Ο βασιλιάς Ριχάρδος αιχμαλωτίστηκε και πέθανε στην φυλακή υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι περισσότερες πληροφορίες λένε ότι στραγγαλίστηκε με διαταγή του.
Από την πρώτη στιγμή της βασιλείας του, έγινε στόχος ασταμάτητων εξεγέρσεων. Η πρώτη από αυτές έγινε από τον Όουεν Τυδώρ (1400), που αυτοανακηρύχθηκε πρίγκηπας της Ουαλίας. Οι εξεγέρσεις καταστάλθηκαν από τον γιο του, Ερρίκο του Μονμάουθ, μέλλοντα βασιλιά Ερρίκο Ε' που είχε δείξει από πολύ νέος τις στρατιωτικές του ικανότητες. Δέχθηκε την επίσκεψη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, ο οποίος ήταν ο μόνος Βυζαντινός αυτοκράτορας που επισκέφθηκε την Αγγλία, για να ζητήσει την βοήθεια του βασιλιά της στον αγώνα κατά των Τούρκων. Τον δέχθηκε με τιμές, οργάνωσε αγώνα κονταρομαχίας προς τιμή του, ενώ του έδωσε και οικονομική υποστήριξη. Το 1406 ο μέλλων βασιλιάς Ιάκωβος Α' της Σκωτίας συνελήφθη από πειρατές και έμεινε αιχμάλωτος του Ερρίκου Δ' σε όλο το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του. Από το 1405, η υγεία του παρουσίασε κάμψεις, αφού το δέρμα του παραμορφωνόταν συνεχώς και σάπιζε, ενώ κάθε χρόνο δεχόταν επιθέσεις θανατηφόρων ασθενειών. Το τελικό χτύπημα ήρθε με τον θάνατο του τον Μάρτιο 1413. Οι ιστορικοί δεν κατάφεραν να εξηγήσουν το είδος της ασθένειας του. Με τον πρώτο του γάμο (1380) με την Μαρία του Μποχύν (1369 - 1394) παιδιά του ήταν οι Ερρίκος Ε' της Αγγλίας, Θωμάς του Κλάρενς, Ιωάννης του Λάνκαστερ, Χάμφρεϊ Δούκας του Γκλόστερ, Φιλίππη του Λάνκαστερ (1394 - 1430).
θ. Ερρίκος Ε΄ Λάνκαστερ (1413-1422)
Ο Ερρίκος Ε΄ (Henry V, 16 Σεπτεμβρίου 1386, Μόνμαουθ Ουαλίας - 31 Αυγούστου 1422, Μπουά) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1413-1422), και θεωρείται ένας από τους πλέον πολεμοχαρείς βασιλείς του μεσαίωνα. Ήταν υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Δ΄ και της Μαρίας του Μποχίν. Ο πατέρας του εξορίστηκε το 1398, όταν ο Ερρίκος ήταν 12 ετών, και συνόδευσε τον νέο βασιλιά Ριχάρδο Β΄ στην εκστρατεία του στην Ιρλανδία. Την επόμενη χρονιά οι Λάνκαστερ επανέφεραν τον πατέρα του στον θρόνο και επανήλθε από την Ιρλανδία. Κατά τη διάρκεια της στέψης του πατέρα του ονομάστηκε Πρίγκιπας της Ουαλίας και πήρε τους τίτλους του δούκα του Λάνκαστερ, κόμη του Τσέστερ, δούκα της Ακουιτανίας και του δούκα της Κορνουάλης. Συμμετείχε από την παιδική του ηλικία δυναμικά σε όλες τις μάχες, ενώ το 1403 τραυματίστηκε από βέλος. Μετά από επιμελή φροντίδα η ζωή του σώθηκε και το γεγονός τον έκανε ανθεκτικότερο και πιο ριψοκίνδυνο στις μάχες. Από το 1408, λόγω της άσχημης υγείας του βασιλιά, ο νεαρός Ερρίκος άρχισε να παίρνει μέρος στις πολιτικές υποθέσεις. Οι θείοι του (1410) Ερρίκος και Τόμας Μπωφόρ, δούκας του Έξετερ, γιοί του Ιωάννη της Γάνδης, τον βοήθησαν σημαντικά στο έργο της διακυβέρνησης. Οι πολιτικές προτιμήσεις του νεαρού Ερρίκου ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετες με αυτές του πατέρα του, γεγονός που εξόργισε τον βασιλιά και τον κήρυξε έκπτωτο από το συμβούλιο. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του πατέρα και του γιου, ενώ οι αδελφοί Μποφώρ προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν τον βασιλιά σε παραίτηση. Διαδέχθηκε τελικά τον πατέρα του, Ερρίκο Δ΄, με τον θάνατο του (20 Μαρτίου 1413). Ως βασιλιάς ήθελε να εξαλείψει από την πρώτη στιγμή όλες τις εσωτερικές διαμάχες και να ανακηρυχθεί βασιλιάς ενός έθνους ισχυρού και ενωμένου. Γι' αυτό το λόγο επανέφερε στην εύνοια του όλους τους ευγενείς που είχε αποπέμψει ο πατέρας του. Χρησιμοποιούσε την προσωπική του επιρροή, για να φέρει την ενότητα και να εξαλείψει όλες τις διαμάχες. Με εξαίρεση τη Συνωμοσία του Σαουθάμπτον (1415) του Ερρίκου Σκροπ και του Ριχάρδου του Κέμπριτζ, παππού του μέλλοντα βασιλιά Εδουάρδου Δ΄, δεν σημειώθηκε καμία άλλη ταραχή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.
Οι πόλεμοι του κατά της Γαλλίας ήταν ένα σημαντικό καθήκον για τον ίδιο. Ως βασιλιάς εξεστράτευσε για πρώτη φορά κατά της Γαλλίας κυριεύοντας το φρούριο του Αρφλέρ (Σεπτέμβριος 1415), ωστόσο η πολιορκία του φρουρίου προκάλεσε την εξάντληση του στρατού του. Στη συνέχεια ήταν έτοιμος να βαδίσει με τον στρατό του κατά της γαλλικής υπαίθρου με την πρόθεση να καταλάβει το Καλαί. Ήρθε αντιμέτωπος με τη γαλλική αντίσταση στο Αζενκούρ (Agincourt), όπου ο εξαντλημένος στρατός του λογικά δεν είχε καμιά τύχη απέναντι στους Γάλλους ιππότες. Οι Γάλλοι είχαν πικρή ανάμνηση από τους Άγγλους τοξότες στις μάχες του Κρεσύ και του Πουατιέ, βάζοντας δύο ομάδες του στρατού τους να καλύψει το μέτωπο στους τοξότες απέναντι στο κύριο τμήμα του Γαλλικού στρατού που θα πραγματοποιούσε την επίθεση στους Άγγλους. Αλλά οι Άγγλοι τοξότες παγίδευσαν τους Γάλλους πίσω από τους θάμνους όπου δεν μπορούσαν να τους δουν και τους αποδεκάτισαν με τα βέλη τους. Ταυτόχρονα το έδαφος γεμάτο βάλτους δυσκόλεψε επικίνδυνα τα πράγματα για τους βαριά οπλισμένους Γάλλους ιππείς, πολλοί από τους οποίους πνίγηκαν στον βούρκο, ενώ τους υπόλοιπους αποδεκάτισαν οι Άγγλοι που είχαν άλλον έναν περηφανή θρίαμβο στις 25 Οκτωβρίου 1415. Η μαχητικότητά του και το θάρρος του Ερρίκου Ε στην μάχη του Αζινκούρ απαθανατίστηκε από τον Σαίξπηρ.
Στο ναυτικό τομέα έδιωξε από τις γαλλικές ακτές τους Γενοβέζους συμμάχους των Γάλλων, την ίδια εποχή που ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1420) πέτυχε τη σημαντική για τη Γαλλία Συνθήκη του Καντέρμπουρι, γεφυρώνοντας το σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών. Δύο χρόνια μετά τον θρίαμβο του Αζινκούρ (1417) ο Ερρίκος Ε΄ προετοιμάστηκε για ισχυρότερη επίθεση. Ολόκληρη η βόρεια Νορμανδία κατακτήθηκε εύκολα και άρχισε να πολιορκεί τη Ρουέν, που βρισκόταν στον δρόμο του προς το Παρίσι. Χειρίστηκε με επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Γάλλων, και κατέλαβε και τη Ρουέν (Ιανουάριος 1419). Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου βρισκόταν έξω από το Παρίσι, αλλά οι μηχανοραφίες των Γάλλων οδήγησαν στην δολοφονία του Ιωάννη του Ισχυρού από τους ακολούθους του δελφίνου Καρόλου στο Μοντερώ (Σεπτέμβριος 1419). Ο νέος δούκας Φίλιππος της Βουργουνδίας πολέμησε στο πλευρό του Ερρίκου Ε. Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, ο Ερρίκος Ε΄ της Αγγλίας ορίστηκε διάδοχος του γαλλικού θρόνου, μετά το γάμο του με την Αικατερίνη του Βαλουά (2 Ιουνίου 1420), κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου ΣΤ΄. Στη συνέχεια κατέλαβε το κάστρο του Μοντερώ, το Μελύν και επέστρεψε στην Αγγλία.
Επανήλθε με νέες εκστρατείες, τον Ιούνιο 1421, καταλαμβάνοντας εύκολα το Ντρε, και στη συνέχεια το Μω, αλλά στις 31 Αυγούστου 1422 πέθανε ξαφνικά στο Μπουά, μάλλον από δυσεντερία. Ο μικρός γιος του Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγγλίας, μόλις λίγων μηνών, δεν είχε στεφθεί ακόμα συμβασιλέας και η σύζυγος του Αικατερίνη του Βαλουά παντρεύτηκε έναν Άγγλο ευγενή, τον Όουεν Τυδώρ, παππού του μέλλοντα βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ΄. Ο πρόωρος θάνατος του απέτρεψε την κατοχή του Γαλλικού στέμματος από την δυναστεία των Πλανταγενετών, που θα ήταν βέβαιη αν ζούσε.
ι. Ερρίκος ΣΤ΄ Λάνκαστερ (1422-1461, 1470-1471)
Ο Ερρίκος ΣΤ΄ (Γουίνδσορ 1421 - 1471), βασιλιάς της Αγγλίας (1422 - 1461, 1470 - 1471), και μνηστήρας του Γαλλικού θρόνου (1422 - 1453), ήταν μοναδικός υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ε΄ και της Αικατερίνης του Βαλουά. Διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία εννέα μόλις μηνών, ενώ αμφισβητήθηκε η πατρότητα του. Επειδή η μητέρα του ανήκε στον βασιλικό Οίκο της Γαλλίας (κόρη του βασιλιά Καρόλου ΣΤ΄) την αμφισβήτησαν έντονα οι Γάλλοι ευγενείς λόγω του πολέμου με την γειτονική χώρα, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να περιορίσουν τα προνόμιά της στην αντιβασιλεία. Τον Σεπτέμβριο του 1423, συγκλήθηκε το βασιλικό Κοινοβούλιο στο όνομα του βασιλιά και ορίστηκε συμβούλιο αντιβασιλείας υπό τον θείο του Χάμφρεϊ του Γκλόστερ, μικρότερο γιο του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Δ΄, μέχρι την εποχή ενηλικίωσης του βασιλιά, με περιορισμένες αρμοδιότητες. Ο ετεροθαλής αδελφός του Ερρίκου Δ΄, επίσκοπος Ερρίκος Μπωφόρ, είχε σημαντική θέση στο συμβούλιο, ενώ ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος του Ερρίκου Δ΄, Ιωάννης του Λάνκαστερ, ο άλλος του θείος, ορίστηκε αντιβασιλέας της Γαλλίας. Ο νέος βασιλιάς ήθελε να εφαρμόσει ειρηνική πολιτική στις σχέσεις της με την Γαλλία. Οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ερρίκου, γιοι της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της με τον Όουεν Τυδώρ, πήραν τον τίτλο του κόμητος.
Από τους θείους του, Ιωάννη του Λάνκαστερ και Χάμφρεϊ του Γκλόστερ, που ήταν οι δύο ισχυρότεροι αντιβασιλείς, ο πρώτος πέθανε το 1435 και ο δεύτερος το 1447 από καρδιακή προσβολή, πριν κατηγορηθεί για προδοσία. Ως αποτέλεσμα των επιτυχιών του Εκατονταετούς Πολέμου, ο βασιλιάς Ερρίκος Ε΄ πεθαίνοντας άφησε την Αγγλία με ισχυρές κατοχές στα Γαλλικά εδάφη. Μετά τον θάνατο του, εκμεταλλευόμενοι οι Γάλλοι την ανυπαρξία του εχθρού τους, λόγω ανηλικότητας του νέου βασιλιά με την εμψύχωση της Ιωάννας της Λωρραίνης ανακατέλαβαν τα εδάφη τους. Μόλις πήρε ολοκληρωτικά την εξουσία στα χέρια του (1437), ο Ερρίκος ΣΤ΄ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον ρόλο του, γινόμενος έρμαιο ευνοούμενων ευγενών που τον πίεσαν να τερματίσει τον πόλεμο με την Γαλλία, δυσαρεστώντας τους θείους του που αγνοήθηκαν. Ο επίσκοπος Μπωφόρ και ο Δούκας Γουλιέλμος του Σάφοκ έπεισαν τον βασιλιά ότι ο καλύτερος δρόμος για ειρήνη με την Γαλλία ήταν ο γάμος του με την ανιψιά του Καρόλου Ζ΄ Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας), κόρης του βασιλιά της Νεάπολης Ρενέ Α΄, ξαδέλφου του Γάλλου βασιλιά. Ο Ερρίκος ΣΤ είχε ακούσει για την εκπληκτική της ομορφιά και έστειλε τον Σάφοκ να διαπραγματευθεί με τον Γάλλο βασιλιά. Ο Κάρολος Ζ συμφώνησε ότι να την προσφέρει, αλλά χωρίς την τεράστια περιουσία της ως προίκα, παρά μονάχα τις κομητείες του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) και του Μαιν, κάτι που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Τουρ και κρατήθηκε μυστικό από το Κοινοβούλιο. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε το 1445 και ο δυναμικός χαρακτήρας της Μαργαρίτας επηρέασε τον Ερρίκο, με αποτέλεσμα να έχει αυτή τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Καθυστέρησε να δημοσιοποιήσει την υποτιμητική για την Αγγλία συνθήκη της Τουρ, γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις του θείου του, Χάμφρεϊ του Γκλόστερ. Μόλις δημοσιοποιήθηκε, τμήμα του λαού εξοργίστηκε με τον Σάφοκ: οι βασιλιάδες Ερρίκος και Μαργαρίτα προσπάθησαν να τον υπερασπίσουν, λέγοντας ότι ήταν δική τους πρωτοβουλία ο γάμος και η Συνθήκη. Το 1447 κάλεσαν στο Κοινοβούλιο τον δούκα του Γκλόστερ, που κατηγορήθηκε για προδοσία, εξορίστηκε και πέθανε στην εξορία.
Στην συνέχεια απαλλάχθηκαν και από τον Ριχάρδο, δούκα της Υόρκης, που εξορίστηκε στην Ιρλανδία, και συνέχισαν το έργο τους δίνοντας περισσότερους τίτλους στους Σάφολκ και Μπωφόρ. Η κυβέρνηση άρχισε σταδιακά να γίνεται μισητή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης, της αλλαγής της νομοθεσίας και της απώλειας των περιοχών στην Γαλλία. Ο μεγαλύτερος στόχος (1447) ήταν ο δούκας του Σάφοκ που πιέστηκε να εξοριστεί, αλλά το πλοίο του μπλέχτηκε σε μάχη, ο ίδιος δολοφονήθηκε και το πτώμα του βρέθηκε αργότερα στην παραλία του Ντόβερ. Ο δούκας του Σόμερσετ επανέλαβε τις επιθέσεις στην Νορμανδία, αλλά εξαναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω, οι Γάλλοι ανακατέλαβαν ολόκληρη την επαρχία της Νορμανδίας, που ο Ερρίκος Ε΄ είχε καταλάβει για λογαριασμό της Αγγλίας (1450). Στο Λονδίνο, ο Τζακ Κέιντ κήρυξε επανάσταση, ενώ ο Ερρίκος ΣΤ ήρθε με στρατό να τον καταστείλει. Ο Κέιντ κατόρθωσε για μερικές μέρες να καταλάβει το Λονδίνο, αλλά μετά την σύγχυση που ακολούθησε, ο βασιλικός στρατός το ανακατέλαβε. Το 1450 χάθηκε και η Ακουιτανία, που ήταν στην κατοχή των Άγγλων από την εποχή του βασιλιά Ερρίκου Β΄, ενώ το Καλαί ήταν η μόνη πόλη που είχε παραμείνει στην Αγγλία. Μέσα σε αυτή την κατάσταση πανικού, ο δούκας Ριχάρδος της Υόρκης (1452) ανακλήθηκε από την εξορία στην Ιρλανδία. Αυτός παρουσίασε στον βασιλιά Ερρίκο ΣΤ μια σειρά από προτάσεις, με αποκορύφωμα την απαίτηση για εξορία του δούκα του Σόμερσετ. Ο βασιλιάς αρχικά συμφώνησε, αλλά η Μαργαρίτα αρνήθηκε να δεχτεί την εξορία του Σόμερσετ.
Το 1453, οι εξουσίες του δούκα Ριχάρδου της Υόρκης επανήλθαν πλήρως, ενώ οι Άγγλοι ανακατέλαβαν το Μπορντώ και είχαν μερικές επιτυχίες στην Ακουιτανία, ενώ η βασίλισσα έμεινε έγκυος. Οι μικρές Αγγλικές επιτυχίες στην Ακουιτανία κράτησαν λίγο και μετά την ήττα του 1453 ανακαταλήφθηκαν από τους Γάλλους, ενώ ο Ερρίκος έπεσε σε κρίση τρέλας, από την οποία δεν μπορούσε να συνέλθει: και δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί στην βάπτιση του γιου του, Εδουάρδου. Ο Ριχάρδος της Υόρκης κέρδισε μια πολύ σημαντική υποστήριξη με τον Ριχάρδο Νέβιλ, κόμη του Γουόρικ, έναν από τους πλουσιότερους ευγενείς την εποχή του στην Αγγλία. Η βασίλισσα Μαργαρίτα περιορίστηκε στη διακυβέρνηση, ενώ ο βασιλιάς Ερρίκος ΣΤ΄ ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και επανήλθε στα λογικά του. Έπασχε από την ίδια ασθένεια με αυτή που είχε ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, βασιλιάς Κάρολος ΣΤ΄ της Γαλλίας. Τον τυραννούσε με ασταμάτητες κρίσεις τρέλας τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του.
Δυσαρεστημένοι ευγενείς συσπειρώθηκαν γύρω από τον εξάδελφο του Εδουάρδο της Υόρκης. Επακολούθησε ο 30ετής εμφύλιος Αγγλικός Πόλεμος των Δύο Ρόδων (1455-1485) μεταξύ των δύο Οίκων της Υόρκης και του Λάνκαστερ. Τελικά, ο Εδουάρδος της Υόρκης (1461) κατέλαβε τον Αγγλικό θρόνο ως Εδουάρδος Δ΄ (1461-1483), ανατρέποντας τον Ερρίκο ΣΤ΄ που διέφυγε στην Σκωτία. Λίγη αντίσταση από τον Οίκο του Λάνκαστερ καθοδηγούμενη από την Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) καταστάλθηκε, ενώ ο Ερρίκος ΣΤ συνελήφθη και ήταν από το 1465 αιχμάλωτος στον πύργο του Λονδίνου. Η βασίλισσα Μαργαρίτα εξορίστηκε στην Σκωτία και αργότερα βρέθηκε στην Γαλλία, όπου ζήτησε βοήθεια από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΑ΄ να επαναφέρει στον θρόνο αυτήν και τον σύζυγο της. Εξασφάλισε και την συμμαχία του πάμπλουτου Ριχάρδου Νέβιλ, που είχε παραγκωνιστεί από τον βασιλιά Εδουάρδο Δ΄ παρά την υποστήριξη που του είχε. Ο Νέβιλ επιτέθηκε στο Λονδίνο, ανέτρεψε τον Εδουάρδο Δ΄, ελευθέρωσε τον Ερρίκο ΣΤ' και τον επανέφερε στον θρόνο (1470-1471). Ήταν όμως πλέον ανίκανος για οτιδήποτε, αφού η ασθένεια του σε συνδυασμό με την αιχμαλωσία τον είχαν φέρει σε πλήρη νευρική παράλυση. Όταν ο Ριχάρδος Νέβιλ είδε ότι δεν είχε πάρει την κατάλληλη υποστήριξη για πόλεμο στην Βουργουνδία, επανέφερε ξανά τον Εδουάρδο Δ΄ στον θρόνο, ο δε Ερρίκος ΣΤ΄ αιχμαλωτίστηκε ξανά στον Πύργο του Λονδίνου και δολοφονήθηκε τον Μάιο του 1471. Για τον φόνο τον δικό του και του γιου του Εδουάρδου, κατηγορήθηκε ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄ που φαίνεται ότι βρισκόταν πίσω από αυτόν.
ια. Εδουάρδος Δ΄ Υόρκ (1461-1470, 1471-1483)
Ο Εδουάρδος Δ΄ (Edward IV, 28 Απριλίου 1442 - 9 Απριλίου 1483) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1461-1483) με διακοπή λίγων μηνών την περίοδο (1470-1471), δεύτερος γιος του Ριχάρδου Πλανταγενέτη, 3ου δούκα της Υόρκης, και της Σεσίλ Νέβιλ. Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων του Οίκου της Υόρκης στο Αγγλικό στέμμα στάθηκε αφορμή να ξεσπάσει ο 30ετής εμφύλιος Πόλεμος των Δύο Ρόδων ανάμεσα στους δύο Οίκους των Λάνκαστερ και της Υόρκης. Όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στην μάχη του Γουέικφιλντ, ο Εδουάρδος κληρονόμησε τα δικαιώματά του. Με την υποστήριξη του Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ, ο Εδουάρδος Δ νίκησε τον στρατό του Λάνκαστερ, όταν εκμεταλλεύτηκε την απουσία του βασιλιά Ερρίκου ΣΤ΄ στα βόρεια της Αγγλίας. Εισήλθε στο Λονδίνο (1461) και ανακηρύχτηκε βασιλιάς, και κέρδισε ολοκληρωτικά την εξουσία, όταν την ίδια χρονιά συνέτριψε τους αντιπάλους του στην Μάχη του Τάουτον. Ο Γουόρικ πίστευε ότι θα είναι ουσιαστικά αυτός ο κυβερνήτης, ενώ ο νεαρός Εδουάρδος Δ απλό όργανο του, σκοπεύοντας να τον παντρέψει με μεγάλη Ευρωπαία πριγκίπισσα και να κάνει ισχυρή ναυτική συμμαχία. Αλλά ο Εδουάρδος Δ, αντίθετα με τις θελήσεις του θείου του, νυμφεύτηκε μυστικά την Ελισάβετ Γούντβιλ, που ήταν πολύ φτωχή, αλλά ταυτόχρονα φιλόδοξη. Αν και η θέση του κόμη του Γουόρικ δεν απειλήθηκε ποτέ, δυσαρεστήθηκε έντονα με τον γάμο του Εδουάρδου και με την βοήθεια του δυσαρεστημένου αδελφού του, Γεωργίου δούκα του Κλάρενς, οδηγήθηκε σε επανάσταση εναντίον του βασιλιά.
Ο βασιλικός στρατός ηττήθηκε και ο Εδουάρδος Δ αιχμαλωτίστηκε ακολούθως στο Όλνεϊ, ενώ ο Γουόρικ επιχείρησε να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς της Αγγλίας στην θέση του Εδουάρδου. Η αριστοκρατία όμως δυσαρεστήθηκε μαζί του και από τον φόβο της προετοιμαζόμενης επανάστασης εναντίον του ελευθέρωσε τον Εδουάρδο Δ και τον επανέφερε στον θρόνο.
Το 1470, μαζί με τον Γεώργιο του Κλάρενς επαναστάτησαν για δεύτερη φορά, αλλά ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Γαλλία. Εκεί συναντήθηκαν με την Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) και αποφάσισαν να εκστρατεύσουν ομαδικά στην Αγγλία την ίδια χρονιά και να επαναφέρουν τον Ερρίκο ΣΤ στο θρόνο΄. Ο Εδουάρδος Δ ανησύχησε, όταν έμαθε ότι και ο αδελφός του Γουόρικ, Τζον Νέβιλ, μαρκήσιος του Μονταγκού, πήγε με το μέρος του Οίκου του Λάνκαστερ. Ο Ερρίκος ΣΤ΄ για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα επανήλθε στον θρόνο και ο Εδουάρδος Δ κατέφυγε στην Βουργουνδία, αφού συμμάχησε με τον μικρότερο αδελφό του, Ριχάρδο, δούκα του Γκλόστερ. Ηγεμόνες της Βουργουνδίας ήταν η αδελφή του, Μαργαρίτα της Υόρκης, και ο γαμπρός του, Κάρολος της Βουργουνδίας. Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος ήταν αρχικά απρόθυμος να βοηθήσει τον Εδουάρδο Δ, όταν η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Βουργουνδία άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να δώσει στρατό στον Εδουάρδο Δ για να ανακτήσει το βασίλειο του. Ο Εδουάρδος Δ ήρθε στην Αγγλία με μικρή στρατιωτική δύναμη και προσπάθησε να επανέλθει στον θρόνο χωρίς την χρήση στρατιωτικής βίας. Ο οίκος της Υόρκης δεν τον υποστήριζε πια και βάδισε νοτιότερα, για να συλλέξει συμμάχους. Ο δούκας του Κλάρενς ενώθηκε ξανά μαζί του. Ο Εδουάρδος Δ με τους αδελφούς του νίκησε τον Γουόρικ στην Μάχη του Μπάρνετ και με τον Γουόρικ νεκρό εξουδετερώθηκε κάθε μορφή αντίστασης από τον Οίκο του Λάνκαστερ (1471). Ο Εδουάρδος Δ΄ επανήλθε στον Αγγλικό θρόνο και ο Ερρίκος ΣΤ΄ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε, ώστε να εξουδετερωθεί κάθε μορφή αντίστασης εναντίον του. Ο 18χρονος γιος του Ερρίκου Εδουάρδος του Ουέστμινστερ σκοτώθηκε επίσης στην μάχη.
Οι δύο νεώτεροι αδελφοί του ΕδουάρδουΔ , Γεώργιος δούκας του Κλάρενς, και Ριχάρδος δούκας του Γκλόστερ (μετέπειτα βασιλιάς Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας), παντρεύτηκαν τις αδελφές Ισαβέλλα και Άννα Νέβιλ, κόρες του Γουόρικ με την Άννα Μποσάμπ, και έγιναν διάδοχοι της περιουσίας της μητέρας τους. Ο Κλάρενς αιχμαλωτίστηκε μετά από συνωμοσία κατά του Εδουάρδου Δ, αιχμαλωτίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου και εκτελέστηκε (1478). Ο Εδουάρδος Δ΄ δεν αντιμετώπισε άλλες επαναστάσεις στο υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του. Το 1475 ο Εδουάρδος Δ κήρυξε πόλεμο κατά της Γαλλίας και κατέληξε στην Συνθήκη του Πικινί, όπου λάμβανε άμεσα το ποσό των 75.000 κορονών και θα έπαιρνε ένα ετήσιο ποσό 50.000 κορονών. Υποστήριξε τον Αλέξανδρο Στιούαρτ, δούκα του Όλμπανι, αδελφό του Σκωτσέζου βασιλιά Ιακώβου Γ΄ (1482) στην προσπάθεια του να καταλάβει τον θρόνο. Αλλά όταν ο Γκλόστερ εκστράτευσε για να τον υποστηρίξει στην προσπάθεια του να αφαιρέσει το Εδιμβούργο από τον Ιάκωβο Γ΄, ο Αλέξανδρος αθέτησε την συμφωνία του, οπότε και ο Γκλόστερ απέσυρε τα στρατεύματα του.
Ο Εδουάρδος Δ αρρώστησε θανάσιμα στις αρχές του 1483, αλλά προσπάθησε να παρατείνει την ζωή του, για να εξασφαλίσει τους κανόνες διαδοχής του, ορίζοντας διάδοχο τον γιο του Εδουάρδο Ε΄ υπό την επίβλεψη του αδελφού του Ριχάρδου του Γλούτσεστερ. Πέθανε στις 9 Απριλίου 1483 και ενταφιάστηκε στο κάστρο του Γουίνδσορ. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, είχε πέσει θύμα της λαιμαργίας του και είχε παχύνει επικίνδυνα, σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους λόγους του πρόωρου θανάτου του. Με την νόμιμη σύζυγο του, Ελισάβετ Γούντβιλ, απέκτησε 10 παιδιά, εκ των οποίων επέζησαν τα 7, μεταξύ των οποίων ήταν οι Ελισάβετ της Υόρκης, Μαρία της Υόρκης (1467-1482), Σεσίλ της Υόρκης (1469 - 1507), σύζυγος του βασιλιά της Σκωτίας Ιακώβου Δ΄, Εδουάρδος Ε΄ της Αγγλίας, Άννα της Υόρκης, κόμισσα του Σάρεϊ (1475 - 1511), Αικατερίνη της Υόρκης (1479 - 1527) και Μπρίτζετ της Υόρκης (1480 - 1517).
ιβ. Εδουάρδος Ε΄ Υόρκ (1483)
Ο Εδουάρδος Ε΄ (Edward V of England, 2 Νοεμβρίου 1470 - 1483;) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από τις 9 Απριλίου του 1483 έως τις 26 Ιουνίου του 1483, οπότε και ανέβηκε στο θρόνο ο Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στην πολύ σύντομη περίοδο της βασιλείας του ήταν η ασφυκτική επιρροή που είχε επάνω του ο θείος του Ριχάρδος, δούκας του Γκλόστερ, που αργότερα έγινε ο διάδοχός του ως Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας, Εδουάρδου Δ΄, και της Ελισάβετ Γούντβιλ. Γεννήθηκε σε μια περίοδο που η μητέρα του βρισκόταν υπό διωγμό από την οικογένεια των Λάνκαστερ, οι οποίοι είχαν προσωρινά εκθρονίσει τον πατέρα του, βασιλιά Εδουάρδο Δ΄, αφού βρισκόταν σε έξαρση ο Πόλεμος των Ρόδων. Μετά την επαναφορά του πατέρα του στον θρόνο, δημιούργησε τον Ιούνιο του 1471 προς τιμή του το πριγκιπάτο της Ουαλίας. Ο πατέρας του θέλοντας να πραγματοποιήσει συμμαχία με τον δούκα της Βρεττάνης (1480) τον πάντρεψε με την 4χρονη Άννα της Βρετάνης, κόρη του δούκα της Βρετάνης, Φραγκίσκου Β΄. Τα σχέδια τους ήταν να παραχωρηθεί η Βρετάνη στον δεύτερο γιο του ζεύγους, αφού ο πρώτος θα γινόταν δούκας της Ουαλίας, όλα τα σχέδια όμως εξαφανίστηκαν μαζί με τον Εδουάρδο Ε΄. Ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄, αφού εγκατέστησε το Συμβούλιο της Ουαλίας, έστειλε τον διάδοχο του στο κάστρο του Λάντλοου, όπου έμεινε μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Τότε έμαθε για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του. Κληρονόμησε τον θρόνο στις 9 Απριλίου 1483 υπό την κηδεμονία του θείου του, αδελφού του πατέρα του, Ριχάρδου, δούκα του Γκλόστερ. Ο Ριχάρδος ανέλαβε προστάτης και του μικρότερου αδελφού του Εδουάρδου, Ριχάρδου, δούκα της Υόρκης.
Ο Ριχάρδος ανέκοψε την πορεία της συνοδείας, όπου τα δύο μικρά αδέλφια πήγαιναν προς το Λονδίνο και ανέλαβε ο ίδιος να τα συνοδεύσει. Σε δύο μήνες (25 Ιουνίου 1483), ο Ριχάρδος πέτυχε μέσω του Κοινοβουλίου να βγάλει νόθα τα δύο αδέλφια, με την δικαιολογία ότι ο πατέρας τους Εδουάρδος Δ΄ είχε κατοχυρώσει γάμο με την Ελεονώρα Μπάτλερ πριν παντρευτεί την μητέρα τους. Οι άλλοι αδελφοί του πατέρα τους δεν βρίσκονταν σε ζωή ούτε είχαν αφήσει απογόνους, οπότε και ο Ριχάρδος του Γκλόστερ ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Αγγλικού στέμματος ως Ριχάρδος Γ΄.Ο θείος τους έκλεισε τα δύο αδέλφια στον Πύργο του Λονδίνου και από τότε εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, καμιά ένδειξη ούτε καν να δραπέτευσαν. Αυτό ήταν αιτία να κατηγορηθεί σκληρά αργότερα ο θείος τους βασιλιάς Ριχάρδος Γ΄ για την υποτιθέμενη δολοφονία τους. Το 1674 οι τεχνίτες στον Πύργο του Λονδίνου βρήκαν δύο παιδικούς σκελετούς. Ο βασιλιάς Κάρολος Β΄ της Αγγλίας, βέβαιος ότι ανήκαν στους δύο μικρούς πρίγκιπες, διέταξε να ενταφιαστούν στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Πραγματογνώμονες εξετάζοντας (1993) τα κόκαλα των παιδιών δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα σχετικά με την ηλικία, το φύλο και τον τρόπο θανάτου τους.
ιγ. Ριχάρδος Γ΄ Υόρκ (1483-1485)
Ο Ριχάρδος Γ΄ (2 Οκτωβρίου 1452 - 22 Αυγούστου 1485) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1483 - 1485), ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης και 13ος και τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πλανταγενετών. Γεννήθηκε στο κάστρο του Φόθερινγκεϊ, νεώτερος γιος του Ριχάρδου της Υόρκης και της Σεσίλ Νέβιλ. Σε μικρή ηλικία στάλθηκε στο κάστρο του Γουένσλιντεϊλ υπό την κηδεμονία του Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ. Την εποχή του θανάτου του πατέρα του και του αδελφού του Εδμόνδου στη Μάχη του Γουέικφιλντ, ο Ριχάρδος Γ ήταν ακόμα παιδί υπό την επίβλεψη του Γουόρικ. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου Δ΄, απέδειξε τις ικανότητες του ως στρατιωτικός αρχηγός, ανταμείφθηκε με πολλά εδάφη στην βόρεια Αγγλία και τον τίτλο του δούκα του Γκλόστερ. Έγινε ο ισχυρότερος και πλουσιότερος ευγενής της εποχής του και ήταν ο ισχυρότερος βοηθός του Εδουάρδου Δ΄, σε αντίθεση με τον άλλο τους αδελφό, Γεώργιο Πλανταγενέτη, 1ο δούκα του Κλάρενς, που εκτελέστηκε για προδοσία.
Με τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ΄ στις 9 Απριλίου 1483, οι δύο γιοί του ήταν ακόμα ανήλικοι: ο διάδοχος του βασιλιάς Εδουάρδος Ε΄ ήταν 12 ετών και ο μικρότερος αδελφός του Ριχάρδος της Υόρκης εννέα. Ο Ριχάρδος ανέλαβε την αντιβασιλεία, εκτόπισε τους φρουρούς τους, τους φυλάκισε, τους εκτέλεσε και ανέλαβε ο ίδιος την φύλαξη τους, με μελλοντικά σχέδια να εκτελέσει και τους ίδιους τους πρίγκιπες αργότερα. Φυλάκισε τον Εδουάρδο και τον μικρότερο αδελφό του στον Πύργο του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, όλοι οι επισκέπτες που έφταναν να δουν τον ανήλικο βασιλιά δολοφονούνταν, ενώ παντού κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ριχάρδος Γ σκότωσε τα ανίψια του. Συγκάλεσε το Κοινοβούλιο και ανακήρυξε τα ανίψια του νόθα παιδιά του αδελφού του, βασιλιά Εδουάρδου Δ΄. Για να πετύχει τον σκοπό του, χρησιμοποίησε την μαρτυρία ενός επισκόπου, που δήλωσε ότι πάντρεψε τον Εδουάρδο Δ΄ με την Ελεονώρα Μπάτλερ, η οποία ζούσε όταν παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γούντβιλ. Έτσι, ο Ριχάρδος μέσω του Κοινοβουλίου ανακηρύχθηκε νόμιμος βασιλιάς στις 26 Ιουνίου 1483 και τον Ιούλιο έγινε και τυπικά η στέψη του στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Οι φήμες ότι σκότωσε τα ανήλικα ανίψια του τον έκαναν μισητό στον λαό. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν δύο σημαντικές εξεγέρσεις: Η πρώτη το 1483 με τον Ερρίκο Στάφορντ, 2ο κόμη του Μπάκιγχαμ, που καταστάλθηκε με την εκτέλεση του δούκα, η δεύτερη το 1485 με τον Ερρίκο Τυδώρ, 2ο κόμη του Ρίτσμοντ, και τον θείο του, Τζάσπερ. Στις 22 Αυγούστου 1485, αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Ερρίκου Τυδώρ στη Μάχη του Μπόσγουορθ, κατά την διάρκεια της οποίας εγκαταλείφθηκε από τον Τόμας Στάνλεϊ, 1ο κόμη του Ντέρμπι, τον Γουλιέλμο Στάνλεϊ και τον Ερρίκο Πέρσυ. Οι δυνάμεις του διαλύθηκαν, η συντριβή του ήταν βέβαιη, αλλά ο Ερρίκος Τυδώρ τα βρήκε πολύ δυσκολότερα από ό,τι υπολόγιζε, αφού ο Ριχάρδος Γ πολέμησε σκληρά με μεγάλη γενναιότητα, αν και ήταν χωρίς άλογο. Κατάφερε μόνος του να σκοτώσει τους ακολούθους του Ερρίκου Τυδώρ, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο πριν φτάσει στον ίδιο τον Ερρίκο. Το νεκρό σώμα του περιφέρθηκε στους δρόμους και τάφηκε στην εκκλησία του Λέστερ.
Ο Ριχάρδος Γ είχε παντρευτεί την Άννα Νέβιλ, κόρη του κόμη του Γουόρικ, η οποία είχε παντρευτεί στον πρώτο της γάμο τον Εδουάρδο του Ουέστμινστερ, γιο του Ερρίκου ΣΤ΄, στις 12 Ιουνίου 1472. Είχε μαζί της έναν γιο, τον Εδουάρδο Πλανταγενέτη (1473 - 1484), που πέθανε αμέσως μετά αφού πήρε τον τίτλο του κόμη της Ουαλίας. Μετά τον θάνατο του ανήλικου γιου του, ο Ριχάρδος Γ όρισε ως διάδοχο του τον Εδουάρδο, κόμη του Γουόρικ, νεώτερο γιο του αδελφού του, δούκα του Κλάρενς και της Άννας Νέβιλ, που εκτελέστηκε (1499) με διαταγή του Ερρίκου Ζ΄. Η ήττα του στη Μάχη του Μπόσγουορθ αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός στον Πόλεμο των Ρόδων. Τον διαδέχθηκε ο ίδιος ο νικητής του, Ερρίκος Ζ Τυδώρ, , που νομιμοποίησε την διαδοχή του, αφού παντρεύτηκε την Ελισάβετ της Υόρκης. Με την πτώση του Ριχάρδου τελείωσε για την Αγγλία η δυναστεία των Πλανταγενετών που βασίλευσε από το 1154 με την άνοδο στο θρόνο του Ερρίκου Β΄.
κη. Αλ Μουσταζίρ (1094-1118)
Ο Αλ Μουσταζίρ (Al-Mustazhir (1078 – 1118)), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουκταντί, ήταν ο 28ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Κατά τη διάρκεια της 24ετούς θητείας του παρέμεινε πολιτικά αδιάφορος, παρά την εμφύλια διαμάχη που μάστιζε τη χώρα και την εμφάνιση της Α Σταυροφορίας στη Συρία. Ο Ραϋμόνδος μάλιστα της Τουλούζης αποπειράθηκε να επιτεθεί στη Βαγδάτη αλλά νικήθηκε στο Τοκάτ (Ευδοκιάδα). Το 1099 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και ο πληθυσμός της σφαγιάστηκε. Πλήθη προσφύγων που κατέφυγαν στη Βαγδάτη, ένωσαν τις φωνές τους με τον τοπικό πληθυσμό, ζητώντας πόλεμο κατά των Φράγκων, αλλά ούτε ο χαλίφης, ούτε ο σουλτάνος, τόλμησαν να στείλουν στρατό στη δύση.
κθ. Αλ Μουσταρσίντ (1118-1135)
Ο Αλ Μουσταρσίντ (Al-Mustarshid Billah 1092 – 1135)), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουσταζίρ, ήταν ο 29ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Είχε περισσότερη ανεξαρτησία από τον προκάτοχό του, καθώς ο Σελτσούκος σουλτάνος Μαχμούντ Β, ήταν απασχολημένος σε πολέμους στην ανατολή. Το 1123 ένας Άραβας στρατηγός επωφελήθηκε από τη στιγμιαία αδυναμία και επιτέθηκε στη Βαγδάτη, μαζί με έναν αδελφό του σουλτάνου, αλλά αποκρούστηκε. Το 1125 επαναστάτησε κατά του σουλτάνου ο ίδιος ο Αλ Μουσταρσίντ, αλλά νικήθηκε και φυλακίστηκε στο παλάτι. Με το θάνατο του σουλτάνου Μαχμούντ Β ξέσπασαν ταραχές στις δυτικές επαρχίες με επικεφαλής τον πρώην βεζίρη Ζενγκί, και ο χαλίφης πολιόρκησε του στασιαστές στη Μοσούλη επί τρεις μήνες χωρίς επιτυχία. Το 1134 ο Ζενγκί πολιόρκησε τη Δαμασκό, αλλά αποκρούστηκε. Αμέσως μετά ο Αλ Μουσραρσίντ επιχείρησε εκστρατεία κατά του σουλτάνου Μεσούντ, αλλά νικήθηκε στο Χαμαντάν, συνελήφθη, φυλακίστηκε και βρέθηκε δολοφονημένος, πιθανώς με εντολή του σουλτάνου.
λ. Αλ Ρασίντ (1135-1136)
Ο Αλ Ρασίντ (Al- Rashid 1109– 1138)), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουσταρσίντ, ήταν ο 30ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Όπως ο πατέρας επιχείρησε να ανεξασρτητοποιηθεί από τους Σελτσούκους Τούρκους. Υποστηριζόμενος και από τον πρώην βεζίρη Ζενγκί, ανακήρυξε έναν σουλτάνο ανταγωνιστή του Μεσούντ. Ο Μεσούντ πολιόρκησε τη Βαγδάτη, η οποία αντιστάθηκε, αλλά τελικά ο Αλ Ρασίντ διέφυγε στη Μοσούλη, μαζί με τον Ζενγκί. Ο Μεσούντ συγκάλεσε συνέδριο που καθαίρεσε τον Αλ Ρασίντ και όρισε νέο χαλίφη τον θείο του Αλ Μουκταφί. Ο Αλ Ρασίντ διέφυγε στο Ισφαχάν, όπου τελικά δολοφονήθηκε.
λα. Αλ Μουκταφί (1136-1160)
Ο Αλ Μουκταφί (Al-Muqtafi 1096 – 1160), θείος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Ρασίντ, ήταν ο 31ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Επωφελούμενος από τις διαμάχες των Σελτσούκων Τούρκων, είχε την ευκαιρία να κρατήσει την εξουσία του στη Βαγδάτη και να την επεκτείνει στο Ιράκ. Όμως το 1157 οι Σελτσούκοι, οδηγούμενοι από τον γιο του σουλτάνου του Χαμαντάν, πολιόρκησαν τη Βαγδάτη. Τελικά ο σουλτάνος συμφιλιώθηκε με τον Αλ Μουκταφί και του έδωσε σύζυγο μία κόρη του. Στα χρόνια του πραγματοποιήθηκε η Β Σταυροφορία, στην οποία αντέδρασε και διακρίθηκε ο διοικητής της Μοσούλης Ζενγκί, αλλά τόσο ο χαλίφης όσο και ο σουλτάνος απέφυγαν την άμεση σύγκρουση με τους σταυροφόρους. Ο Αλ Μουκταφί θεωρείται συνετός, ικανός και γενναίος χαλίφης, ο οποίος κατά τη διάρκεια της 25ετούς θητείας του πραγματοποίησε αρκετές μικρής σημασίας επιχειρήσεις εναντίον γειτονικών εχθρών.
λβ. Αλ Μουστανζίντ (1160-1170)
Ο Αλ Μουκτανζίντ (Al-Mustanjid 11124 – 1170), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουκταφί, ήταν ο 32ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Μία από τις γυναίκες του Αλ Μουκταφί επιχείρησε ανεπιτυχώς να τον δολοφονήσει για να εγκαθιδρύσει τον γιο της ως χαλίφη. Την εποχή εκείνη η δυναστεία των Φατιμίδων εξοντώθηκε μετά από 260 χρόνια κυριαρχίας. Ο εξολοθρευτής της Σαλαντίν παραδέχτηκε σύντομα την Σουνιτική πίστη του και έτσι έδωσε χώρο για την πνευματική υπεροχή των Αββασιδών, όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στην Αίγυπτο. Ο Αλ Μουκταζίντ διατήρησε κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας, με βεζίρη και αυλικό περιβάλλον και ήταν σε θέση να πραγματοποιεί μικρής σημασίας επιχειρήσεις στις γειτονικές περιοχές. .
λγ. Αλ Μουσταντί (1170-1180)
Ο Αλ Μουσταντί (Hassan al-Mustadi Ibn Yusuf al-Mustanjid 1142 – 1180), ήταν ο 33ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Όπως και ο προκάτοχός του είχε διατηρήσει κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας. Στα χόνια του ο Σαλαντίν εξόντωσε τους Φατιμίδες της Αιγύπτου, αλλά δήλωσε πίστη στους Αββασίδες. Ο Αλ Μουσταντί μείωσε τους φόρους και ήταν δίκαιος με τους υπηκόους του. Έχτισε πολλά ιερούς ναούς και σχολεία. Το παλάτι του είχε μήκος 3 μίλια, με πάρκο που περιείχε κάθε είδους δέντρα και ζώα. Μιλούσε πολλές γλώσσες, ήταν φιλικός προς τους Εβραίους και είχε καλή γνώση της νομικής. Το διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Νασίρ.
λδ. Αλ Νασίρ (1180-1225)
Ο Αλ Νασίρ (Al-Nasir li-Din Allah 1158 – 1225, όνομα που σημαίνει «νικητής για τη θρησκεία του θεού), ήταν ο 34ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Προσπάθησε να αποκαταστήσει το χαλιφάτο στην παλιά του έκταση και παραδόξως, για την περίοδο παρακμής που διήνυε η δυναστεία του, είχε αρκετές επιτυχίες, στη Μεσοποταμία, το Ιράκ και την Περσία. Η 45ετής βασιλεία του εξασφάλισε σχετική γαλήνη στη Βαγδάτη και χαρακτηρίζεται από τις συνενοήσεις που έκανε με Ταρτάρους και Μογγόλους αρχηγούς. Προσπάθησε εξουδετερώσει τη δύναμη των Σελτσούκων Τούρκων οργανώνοντας επαναστάσεις κατά του σουλτάνου Τογρούλ Γ. Το 1194 ο Τογρούλ Γ νικήθηκε από τους στασιαστές και σκοτώθηκε σε μάχη. Μετά από αυτό το κράτος των Σελτσούκων διαλύθηκε, υπό την πίεση και των αναπτυσσόμενων Μογγόλων του Τσέγκις Χαν, με τον οποίο ο Αλ Ναζίρ, διαισθανόμενος τον κίνδυνο, είχε συζητήσεις, με στόχο την προφύλαξη του κράτους του. Ο Αλ Ναζίρ, κατά γενική ομολογία ο τελευταίος αξιόλογος χαλίφης των Αράβων, πέθανε σε ηλικία 67 ετών από δυσεντερία και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Ζαχίρ.
λε. Αλ Ζαχίρ (1225-1226)
Ο Αλ Ζαχίρ (Aẓ-Ẓāhir bi-Amr Allāh 1176 – 1226), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Νασίρ, ήταν ο 35ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Μείωσε τους φόρους και δημιούργησε ισχυρό στρατό για να αποκρούσει τουςς εισβολείς. Πέθανε μόλις 9 μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Μουστανσίρ.
λστ. Αλ Μουστανσίρ (1226-1242)
Ο Αλ Μουστανσίρ (Abû Ja`far al-Mustansir bi-llah al-Mansûr ben az-Zâhir 1192 – 1242), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Ζαχίρ, ήταν ο 36ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Το 1227 ίδρυσε το Μουστανσίριγια Μαντρασάχ (Mustansiriya Madrasah), ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια του κόσμου, στην αριστερή όχθη του ποταμού Τίγρη, του οποίου το κτίριο διασόθηκε από την εισβολή των Μογγόλων και αποκαταστάθηκε. Ο Αλ Μουστανσίρ πέθανε το 1242 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Μουστασίμ.
λζ. Αλ Μουστασίμ (1242-1258)
Ο Αλ Μουστασίμ (al-Musta'sim-Billah Abu-Ahmad Abdullah bin al-Mustansir-Billah 1213 – 1258), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουστανσίρ, ήταν ο 37ος και τελευταίος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Κατά τη διάρκεια της Ζ Σταυροφορίας προσπάθησε να εναντιωθεί στην άνοδο του Σαχάρ Α΄Ντουρ (Shajar al-Durr) στο θρόνο της Αιγύπτου. Ταυτόχρονα βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη απειλή στην ιστορία του χαλιφάτου, την εισβολή Μογγόλων, οι οποίοι, υπό τον Χουλαγκού Χαν (Hulagu Khan) είχαν ήδη κυριαρχήσει στην Υπερωξιανή και το Χορασάν. Το 1258 ο Χουλαγκού Χαν εισέβαλε στο κράτος των Αββασιδών, που περιλάμβανε το σημερινό Ιράκ και Συρία, και πολιόρκησε τη Βαγδάτη. Ο χαλίφης ουσιαστικά προέβαλε μικρή αντίσταση και η πόλη καταλήφθηκε από τους Μογγόλους στις 10 Φεβρουαρίου 1258. Ο Αλ Μουστασίμ και οι περισσότεροι γιοι του εκτελέστηκαν. Οι Μαμελούκοι σουλτάνοι της Αιγύπτου αργότερα όρισαν ένα Αββασίδη χαλίφη στο Κάιρο, αλλά ο ρόλος του ήταν συμβολικός, περισσότερο ασήμαντος και από τον περιθωριοποιημένο ρόλο των τελευταίων Αββασιδών στη Βαγδάτη. Όμως παρά την δευτερεύουσα θέση τους στον Μουσουλμανικό κόσμο οι Αββασίδες του Καΐρου διατήρησαν τον τίτλο χαλίφη επί 250 περίπου χρόνια, με αρμοδιότητα να εγκαθιστούν τους σουλτάνους στις τελετές. Οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Αίγυπτο το 1517 και ο τελευταίος Αββασίδης χαλίφης του Καΐρου Αλ Μουταβακίλ Γ μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο σουλτάνος Σελίμ Α ανακήρυξε χαλίφη τον εαυτό του.
Οι περιθωριοποιημένοι, συμβολικής αξίας και χωρίς πολιτική εξουσία Αββασίδες χαλίφες του Καΐρου ήταν κατά σειρά οι εξής:
- Αλ Μουστανσίρ (Al-Mustansir 1261), μέλος της οικογένειας των Αββασιδών, που εκλέχτηκε χαλίφης από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, με καθήκοντα κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Σκοτώθηκε σε ενέδρα των Μογγόλων.
- Αλ Χακίμ Α (Al-Hakim I 1262-1302), συγγενής και ανταγωνιστής του προηγούμενου.
- Αλ Μουστακφί Α (Al-Mustakfi I 1302-1340).
- Αλ Βαθίκ Α (Al-Wathiq I 1340-1341).
- Αλ Χακίμ Β (Al-Hakim II 1341-1352).
- Αλ Μουταντίντ Α (Al-Mu'tadid I 1352-1362).
- Αλ Μουταβακίλ Α (Al-Mutawakkil I 1362-1383 και 1389-1406).
- Αλ Βαθίκ Β (Al-Wathiq IΙ 1383-1386).
- Αλ Μουστασίμ (Al-Musta'sim 1386-1389)
- Αλ Μουσταίν (Al-Musta'in 1406-1414). Ο μόνος χαλίφης του Καΐρου που είχε προσωρινά και πολιτική εξουσία, αφού διετέλεσε σουλτάνος της Αιγύπτου για 6 μήνες το 1412. Η τοποθέτησή του στη θέση του σουλτάνου έγινε μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία του τότε σουλτάνου Φαράζ εναντίον επαναστατών στο Χαλέπι και την Τρίπολη. Προσπάθησε να ασκήσει ουσιαστική εξουσία, αλλά αντιμετώπισε αντιδράσεις από τον σεΐχη Αλ Μαχμουντί (al-Mahmudi), ο οποίος τελικά τον εκθρόνισε από τη θέση του σουλτάνου, αλλά και από τη θέση του χαλίφη.
- Αλ Μουταντίντ Β (Al-Mu'tadid II 1414-1441).
- Αλ Μουστακφί Β (Al-Mustakfi II 1441-1451)
- Αλ Καΐμ (Al-Qa'im 1451-1455). Αδελφός του Αλ Μουσταίν. Το 1455 προσπάθησε ανεπιτυχώς να αποκτήσει πολιτική εξουσία, υποστηρίζοντας συνωμοσία που θα του έδινε τον τίτλο του σουλτάνου, όπως ο αδελφός του. Καθαιρέθηκε από τον σουλτάνο Σαΐφ αμπ ντιν Ινάλ (Sayf ad-Din Inal) που εξουδετέρωσε τη συνωμοσία.
- Αλ Μουστανζίντ (Al-Mustanjid 1455-1479).
- Αλ Μουταβακίλ Β (Al-Mutawakkil II 1479-1498).
- Αλ Μουσταμσίκ (Al-Mustamsik 1497–1508, 1516–1517).
- Αλ Μουταβακίλ Γ (Al-Mutawakkil III 1508–1516,1517). Ο τελευταίος Αββασίδης χαλίφης του Καΐρου. Καθαιρέθηκε προσωρινά το 1516 από τον προκάτοχό του Αλ Μουσταμσίκ, αλλά επανήλθε τον επόμενο χρόνο. Το 1517 ο σουλτάνος των Οθωμανών Τούρκων Σελίμ Α κατέκτησε το σουλτανάτο των Μαμελούκων της Αγύπτου, που έγινε έτσι τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Αλ Μουτακαβίλ Γ μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέδωσε τον τίτλο και τα εμβλήματα του χαλίφη στον Σελίμ Α.
Τουρκική (ή Τουρανική, <τορέω [ή τορόω ή τορνόω {>τουρισμός}] = περιστρέφομαι, περιφέρομαι + κοέω [=ακούω, υπακούω] = περιφερόμενοι, νομάδες) ονομάζεται μια οικογένεια δεκάδων νομαδικών φύλων με καταγωγή από τη Μογγολία και τη ΝΑ Σιβηρία, τα οποία μετανάστευαν νοτιότερα και δυτικότερα κατά κύματα σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα, κυρίως μεταξύ 6ου και 11ου αιώνα. Μιλούσαν διάφορες διαλέκτους της αρχαίας τουρκικής γλώσσας, οι οποίες στη συνέχεια διαφοροποιήθηκαν δημιουργώντας τις σύγχρονες τουρκικές γλώσσες. Η θρησκεία τους ήταν σαμανιστική με ανώτατο θεό τον Τένγκρι, άρχοντα του γαλάζιου ουρανού. Στην πορεία όμως η πλειοψηφία, ιδιαίτερα όσοι μετακινήθηκαν προς τη δύση, ασπάσθηκε τον ισλαμισμό από τους Άραβες και τους Πέρσες.
Κατά την περίοδο της μετανάστευσής τους τα τουρκικά φύλα, πολλές φορές σε σύγκρουση μεταξύ τους, απλώθηκαν σε μία τεράστια έκταση από τη Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα έως τα παράλια του Αρκτικού Ωκεανού, ιδρύοντας τα δικά τους κρατικά μορφώματα («χαγανάτα» ή «χανάτα») και ελέγχοντας τους εμπορικούς δρόμους ανάμεσα στην Ευρώπη, την Περσία και την Κίνα. Τα περισσότερα υπήρξαν βραχύβια και με το πέρασμα των αιώνων προσαρτήθηκαν από δυνατότερα βασίλεια (Ρωσία, Γεωργία, Κίνα), κάποια όμως επιβίωσαν και δημιούργησαν τη βάση από την οποία προέκυψαν έξι σημερινά κράτη: Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κιργιζία, Ουζμπεκιστάν, Τουρκία, Τουρκμενιστάν. Οι Βούλγαροι υπήρξαν επίσης τουρκικό φύλο στο παρελθόν, αλλά μετά την εγκατάστασή τους στα Βαλκάνια (στα τέλη του 7ου αι.) εκσλαβίσθηκαν σχεδόν πλήρως. Τα τουρκικά φύλα δεν πρέπει να συγχέονται με το σύγχρονο τουρκικό έθνος, που είναι απλώς ένας κλάδος των πρώτων.
Οι Ογούζοι Τούρκοι, γνωστοί επίσης ως Τουρκομάνοι, ήταν μια συνομοσπονδία τουρκικών φυλών στην Κεντρική Ασία, που ονομάστηκε συμβατικά Κράτος Ογούζ Γιαμπγκού, κατά τη διάρκεια της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου. Το όνομα «Ογούζ» είναι τουρκογενής λέξη που σημαίνει φυλή. Ο όρος «Ογούζοι» είναι γλωσσολογικός χαρακτηρισμός που ταυτοποιεί τις δυτικές τουρκικές ή «ογουζικές» γλώσσες από τις «ογουρικές» ή βουλγαρικές γλώσσες. Η συνομοσπονδία των Ογούζων Τούρκων μετανάστευσε δυτικά της περιοχής Τζέτι-σου μετά από σύγκρουση με τον κλάδο των Καρλούκων των Ουιγούρων Τούρκων. Οι ιδρυτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν απόγονοι του κράτους Ογούζ Γιαμπγκού.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ., οι Ογούζοι από τις στέπες γύρω από τη λίμνη Αράλη, έδιωξαν τους Πετσενέγους από τους ποταμούς Έμπα και Ουράλη, προς τα δυτικά. Τον 10ο αιώνα, κατοίκησαν τη στέπα γύρω από τους ποταμούς Σαρί-σου, Τουργκάι και Έμπα στα βόρεια της λίμνης Μπαλχάς του σημερινού Καζακστάν. Μία φυλή του έθνους αυτού, οι Σελτζούκοι, εξισλαμίστηκαν και τον 11ο αιώνα εισέβαλαν στην Περσία, όπου ίδρυσαν την Αυτοκρατορία των Σελτζούκων. Ομοίως, τον 11ο αιώνα μια άλλη φυλή, οι Ούζοι ή Τόρκοι, ανέτρεψαν την κυριαρχία των Πετσενέγων στη ρωσική στέπα. Οι Ούζοι, παρενοχλούμενοι από μια άλλη τουρκική ορδή, τους Κιπτσάκους, έναν κλάδο των Κιμάκων του μέσου Ιρτύς ή του Ομπ, εισέδυσαν μέχρι τον Κάτω Δούναβη, τον διέσχισαν και εισέβαλαν στα Βαλκάνια, όπου είτε συνετρίβησαν σε μάχες είτε αποδεκατίστηκαν από λοιμό, με αποτέλεσμα τη φυγή των επιζώντων ή την ενσωμάτωσή τους στις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις ως μισθοφόρων (1065 μ.Χ.).
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι (ή Σελτζουκίδες) ήταν τουρκικό φύλο καθώς και μουσουλμανική σουνιτική δυναστεία που επικράτησε σε διάφορα τμήματα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής δια μέσου της Περσίας, από τον 11ο ώς τον 14ο αιώνα. Ίδρυσαν το σουλτανάτο των Μεγάλων Σελτζούκων που εκτεινόταν από τη Μικρά Ασία μέχρι την Περσία, το οποίο ήταν ο στόχος της Α' Σταυροφορίας. Οι Σελτζούκοι κατάγονταν από τουρκομανικά φύλα της Κεντρικής Ασίας. Όταν έφτασαν στην Περσία, οι Σελτζούκοι υιοθέτησαν τον περσικό τρόπο ζωής, τον πολιτισμό, ακόμη και τη γλώσσα. Στις πηγές αναφέρονται ως φορείς του περσικού πολιτισμού, τέχνης, λογοτεχνίας και γλώσσας και θεωρούνται ως πολιτιστικοί πρόγονοι των Τούρκων που ζουν σήμερα στην Τουρκία, στο Αζερμπαϊτζάν και στο Τουρκμενιστάν.
(α) Οι πρώτοι Σελτζούκοι
Κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί (όχι όμως και γλωσσικοί) πρόγονοι των τουρκικών φύλων του Μεσαίωνα θεωρούνται οι Ογούζοι Τούρκοι, των Αλταίων Ορέων, που ίδρυσαν τις πρώτες εκτενείς συνομοσπονδίες τουρκόφωνων νομαδικών φύλων στις στέπες της κεντρικής Ασίας, και που από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ζούσαν στις πεδιάδες των ποταμών Ορχόν και Σελεγκά, νότια της λίμνης Βαϊκάλης, στη σημερινή Μογγολία, στο βόρειο σύνορο της Κίνας. Ήδη κατά τους 4ο-6ο αιώνα το έσχατο δυτικό τμήμα των μογγολοτουρκικών φύλων, οι Ούννοι και οι Άβαροι, είχαν εισβάλει στις ρωσικές στέπες και εξαπλωθεί σε ευρωπαϊκές περιοχές.
Από τα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου αιώνα, τουρκικά φύλα που βρίσκονταν στην αρχική τους κοιτίδα διασπάστηκαν και μετακινήθηκαν προς τα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά, και από τα τέλη του 9ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στις εύφορες κοιλάδες της Κασπίας Θάλασσας καθώς και ανατολικά της λίμνης Αράλης (Ωξιανής). Από το τέλη του 10ου και τις αρχές του 11ου αιώνα, το δυναμικότερο φύλο των Ογούζων, οι Σελτζούκοι, και ο γενάρχης τους Σελτζούκ ασπάστηκαν το Σουνιτικό Ισλάμ και το 1040, μετά από νικηφόρα μάχη με τους ιρανόφωνους Γαζναβίδες, στην τοποθεσία Νταντανακάν, εισέβαλαν στην Περσία.
Μετά τη νίκη τους αυτοί οι Σελτζούκοι ξεπρόβαλαν ως η κυρίαρχη δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Οι τέσσερεις κυριότερες σελτζουκικές δυναστείες υπήρξαν οι:
• Μεγάλοι Σελτζούκοι της Μεσοποταμίας (1038-1194)
• Σελτζούκοι της Καρμανίας (Κιρμάν) (1041-1186)
• Σελτζούκοι της Συρίας (1078-1117)
• Σελτζούκοι του Ικονίου (ή Ρουμ) (1080-1308)
(β) Η Αυτοκρατορία των Μεγάλων Σελτζούκων (1037-1194)
Η Μικρά Ασία αποτέλεσε στην ουσία αυτόνομη περιοχή-σουλτανάτο στα πλαίσια της αυτοκρατορίας, υπό την κυριαρχία διάφορων ηγεμόνων-σουλτάνων και τη "χαλαρή" επικυριαρχία του σουλτάνου των Μεγάλων Σελτζούκων. Ο πρώτος μεγάλος Σελτζούκος κατακτητής Τογρούλ Μπεγ (1037-1063), με αστραπιαία διείσδυση στο ανατολικό σύνορο του μουσουλμανικού κόσμου, το 1055 κατέλαβε τη Βαγδάτη, διώχνοντας τον τελευταίο εκπρόσωπο της δυναστείας των Βουγιδών (ή Μπουιδών, τουρκοπερσικής δυναστείας σιιτών μουσουλμάνων), λαμβάνοντας τον τίτλο του «σουλτάνου». Ο Τογρούλ κατάφερε να επιβληθεί σε μια αχανή έκταση από το σημερινό Αφγανιστάν ώς δυτικά στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Αρμενία.
Ο διάδοχος του Τογρούλ Μπεγ, Αλπ Αρσλάν (1063-1073), άρχισε μια σειρά κατακτήσεων με απώτατο στόχο τη διάλυση του Χαλιφάτου των Φατιμιδών της Αιγύπτου, ενώ η εισβολή στην Αρμενία κατέληξε στη βυζαντινή συμφορά στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η οποία μάλλον πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της προσπάθειας αποφυγής πιθανής δημιουργίας βυζαντινοφατιμιδικής συμμαχίας. Το Βυζάντιο όμως δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία δημιουργίας συνασπισμού με τους Φατιμίδες.
Τον Αλπ Αρσλάν διαδέχτηκε ο Μαλίκ Σαχ (1072-1092), επί του οποίου στερεώθηκαν τα θεμέλια για την κυριαρχία των Σελτζούκων στο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Παγιώθηκε η κυριαρχία στην Περσία, τη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Την εποχή εκείνη κατακτήθηκε η Καυκάσια Ιβηρία (σημερινή Γεωργία) και νικήθηκαν επανειλημμένα τα φύλα των Καραχανιδών Τούρκων, ενώ στη Συρία ιδρύθηκε νέος δυναστικός σελτζουκικός κλάδος από τον αδελφό του σουλτάνου, τον Τουτούς.
Από τους σημαντικότερους διαδόχους του Μαλίκ Σαχ υπήρξε ο Σαντζάρ (1118-1157), που αρχικά σημείωσε σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Καραχανιδών στην Υπερωξιανή (Τρανσοξιανή) και κατά των Γαζναβιδών στα σύνορα με τη σημερινή Ινδία. Όμως, από το 1138 αντιμετώπισε πρόβλημα με την απόσχιση της Χορασμίας και τις εισβολές των Καρά-Κιτάι από την κεντρική Ασία, οι οποίοι τον συνέτριψαν το 1141.
Μετά το θάνατο του Σαντζάρ, καταλύθηκε η σελτζουκική κυριαρχία στο Χορασάν, που από το 1194 προσαρτήθηκε από τους διαρκώς ανερχόμενους Χορεσμιανούς Τούρκους. Η σελτζουκική δυναστεία της Συρίας καταλύθηκε το 1117 από τον Ιλγαζί των Ορτοκιδών, ενώ η δυναστεία του Κιρμάν άρχισε να καταρρέει μετά το θάνατο του Τουγρίλ Σαχ. Τελικά η περιοχή που έλεγχαν οι Σελτζούκοι λεηλατήθηκε μέχρι αφανισμού από τους Τουρκομάνους του Χορασάν, το 1185-1187. Παρά ταύτα, σε ένα μέρος της Μικράς Ασίας διατηρήθηκαν ώς τις αρχές του 14ου αιώνα.
Ο πλήρης κατάλογος των Μεγάλων Σελτζούκων Σουλτάνων έχει ως εξής:
Τογρούλ Μπεγ (Toghrul-Beg 1037-1063)
Αλπ Αρσλάν (Alp Arslan 1063-1072)
Μαλίκ Σαχ (Malik-Shah I 1072-1092)
Μαχμούτ Α (Mahmud I 1092-1094)
Μπαρκιγιαρούκ (Barkiyaruq 1094-1105)
Μαλίκ Σαχ Β (Malik-Shah II)
Μωάμεθ Α (Muhammad I 1105-1118)
Μαχμούτ Β (Mahmud II 1118-1131)
Νταβούντ (Δαυίδ, Dawud 1131-1132)
Τογρούλ Β (Toghrul II 1132-1134)
Μεσούτ Α (Mesud Ι 1134-1152)
Μαλίκ Σαχ Γ (Malik-Shah III 1152-1153)
Μωάμεθ Β (Muhammad II 1153-1160)
Σουλεϊμάν Σαχ (Suleiman-Shah 1160-1161)
Αρσλάν Σαχ (Arslan-Shah 1161-1176)
Τογρούλ Γ (Toghrul III 1176-1194).
(γ) Το Σουλτανάτο του Ρουμ (ή του Ικονίου, 1080-1308)
Μετά την μάχη του Μαντζικέρτ, πολλές νομαδικές ληστρικές φυλές των Σελτζούκων, οι λεγόμενοι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισήλθαν στη Μικρά Ασία. Ο Σουλεϊμάν (1077-1086), που έλαβε τον τίτλο του τοπικού σουλτάνου, μέλος της σελτζουκικής δυναστείας, είχε κάποιο στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή, που περιελάμβανε το Βόσπορο δυτικά (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) ώς τη Βόρεια Συρία ανατολικά. Μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν (το 1086), η περιοχή χωρίστηκε σε μικρά κρατίδια υπό τον έλεγχο διάφορων εμίρηδων, μέχρι την άφιξη του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν Α' (1092-1107), που εγκατέστησε σχετικά ενιαία διοίκηση με πρωτεύουσα τη Νίκαια. Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ βρισκόταν σε μόνιμο πόλεμο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κατά την Α' Σταυροφορία και τις εκστρατείες του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και των διαδόχων του, η περιοχή που έλεγχε το Σουλτανάτο περιορίστηκε στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και η έδρα του μεταφέρθηκε ανατολικότερα, στο Ικόνιο. Το σουλτανάτο του Ρουμ γνώρισε σχετική ακμή επί Κιλίτζ Αρσλάν Β' (1156-1192), ο οποίος πέτυχε δεύτερη συντριπτική νίκη εναντίον των Βυζαντινών επί βασιλεία Μανουήλ Α Κομνηνού στο Μυριοκέφαλο (1176). Όμως από τα μέσα του 13ου αιώνα το Σουλτανάτο έπεσε σε σταδιακή παρακμή, μέχρι που καταλύθηκε το 1308. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, τη Μικρά Ασία είχαν κατακλύσει πλήθος τουρκομανικών κρατιδίων (εμιράτων), με κυριότερο αυτό του Οσμάν, που εξελίχθηκε στη μετέπειτα Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 14ου αιώνα.
Ο πλήρης κατάλογος των Σουλτάνων του Ικονίου έχει ως εξής:
Σουλεϊμάν Α (Suleiman I 1077-1086)
Κιλίτζ Αρσλάν Α (Kilij Arslan I 1092-1107)
Μαλίκ Σαχ (Malik Shah 1110-1116)
Μεσούτ Α (Mesud I 1116-1156)
Κιλίτζ Αρσλάν Β (Kilij Arslan II 1156-1192)
Καϋκουσράβ Α (Kaykhusraw I 1192-1196, 1205-1211)
Καϋκάς Α (Kaykaus I 1211-1220)
Μεσούτ Β (Mesud II 1284-1296),
Καϋκουμπάντ Γ (Kayqubad III 1296-1302)
Μεσούτ Β (Mesud II 1303-1307).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (τουρκ. Osmanlı İmparatorluğu) ήταν ένα εκτεταμένο κράτος που ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα από τουρκικά φύλα στη Μικρά Ασία και κυβερνήθηκε από τους απογόνους του Οσμάν Α' (ή Οθμάν >Οθωμανοί) μέχρι την κατάλυσή της το 1918. Οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν και σε τμήμα του ευρωπαϊκού εδάφους και να μεταδώσουν εκεί την ισλαμική θρησκεία που επιβιώνει ακόμη και σήμερα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Οι Οθωμανοί παρέμειναν στρατιωτικά υπολογίσιμοι μέχρι τη διάσπαση της αυτοκρατορίας, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το πραγματικό τέλος της οθωμανικής κουλτούρας ήρθε με την εκκοσμίκευση της Τουρκίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε υιοθετήθηκαν ευρωπαϊκά πρότυπα διακυβέρνησης. Η μετάβαση στο κοσμικό κράτος δεν ήταν εύκολη και οι επιπτώσεις της είναι ακόμη ορατές στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία.
α. Προέλευση
Το οθωμανικό κράτος ήταν αρχικά ένα από τα πολλά μικρά κρατίδια που προέκυψαν στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια και μετά την κατάρρευση του κράτους των Σελτζούκων Τούρκων, στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Οι Οθωμανοί Τούρκοι στο αρχικό στάδιο ήταν μία ολιγομελής πατριά, με αρχηγέτη τον Οσμάν (1281/1299-1326), η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία συνεταιριζόμενη με άλλες τουρκικές πατριές που ζούσαν στη Μ.Ασία από την εποχή του διαλυμένου κράτους των Σελτζούκων. Κατά την εποχή των Οσμανλήδων, διαδόχων του Οσμάν, Ορχάν Γαζί (1326-1359), Μουράτ Α Χουνταβεντιγιάρί (1359-89), Βαγιαζίτ Α Γιλδιρίμ (1389-1402), Σουλεϊμάν Α Τσελεμπή (1402-1411), οι Οθωμανοί άρχισαν σταδιακά να απορροφούν τα άλλα τουρκικά κρατίδια και τελικά υπερσκέλισαν όλες τις άλλες τοπικές τουρκικές δυναστείες. Στην αύξηση της δύναμής τους συντέλεσε και η προσχώρηση ελληνόφωνων πληθυσμών της Μ.Ασίας, οι οποίοι, είτε οικειοθελώς, προσδοκώντας οικονομικά οφέλη, είτε με τη βία και την αναγκαστική στρατολόγηση, αποδέχτηκαν την αλλαγή της εθνικής τους ταυτότητας και γλώσσας, σφραγίζοντάς την με τον ταυτόχρονο προσηλυτισμό στον ισλαμισμό. Η αρχική αυτή οθωμανική επέκταση έγινε εις βάρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Η Προύσα (σημερινή Μπούρσα) έπεσε το 1326 και η Αδριανούπολη (σημερινό Εντίρνε) το 1361, και έγιναν διαδοχικά πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες οθωμανικές νίκες στο Κοσσυφοπέδιο (το 1389 εναντίον των ενωμένων δυνάμεων Σέρβων, Βόσνιων, Βλάχων, Αλβανών, Πολωνών και Ούγγρων) και στη Νικόπολη (το 1396 εναντίον ενωμένων δυνάμεων της Δύσης υπό τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας) έθεσαν τμήματα της βαλκανικής χερσονήσου υπό οθωμανικό έλεγχο και αφύπνισαν την Ευρώπη για τον εξ Ανατολών κίνδυνο. Το 1394 ο Βαγιαζίτ Α' άρχισε μακροχρόνια πολιορκία στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, με μικρά διαλείμματα, ουσιαστικά διήρκεσε ως το 1401, έτος που ο στρατός του τουρκομογγόλου κατακτητή Ταμερλάνου εμφανίστηκε στα ανατολικά σύνορα του οθωμανικού κράτους. Την επόμενη χρονιά (1402) ο οθωμανικός στρατός συνετρίβη από τον Ταμερλάνο, και ο Βαγιαζίτ αιχμαλωτίστηκε και πέθανε στη φυλακή. Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι Οθωμανοί ανέκοψε για κάποιο διάστημα τη γρήγορη άνοδο και επέκταση της οθωμανικής επικράτειας.
β. Η περίοδος της μεγάλης επέκτασης
Η υπό τον Μωάμεθ Α΄ Τσελεμπή (1411-1421) επανενωμένη, μετά τον Ταμερλάνο, οθωμανική αυτοκρατορία επεκτάθηκε νικηφόρα υπό τον Μουράτ Β' (1421-1451) και τον Μωάμεθ Β΄ Πορθητή (1451-1481). Η νίκη στη Βάρνα το 1444 επί του σταυροφορικού στρατού που οδηγούσε ο Λαδισλάος Γ' της Πολωνίας είχε θριαμβευτική συνέχεια το 1453 με την εκπόρθηση της Κωνσταντινούπολης, με την οποία, μέσα σε έναν αιώνα οι Οθωμανοί μεταλλάχθηκαν από μία νομαδική ορδή σε κάτοχους των εδαφών της αρχαιότερης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Η επιτυχία τους οφειλόταν εν μέρει στο προϋπάρχον φυλετικό υπόβαθρο τουρκικών πληθυσμών που είχαν εγκατασταθεί στη Μ.Ασία από τα χρόνια των Σελτσούκων, στην αδυναμία και διχόνοια των αντιπάλων τους και εν μέρει στην καλή στρατιωτική τους οργάνωση, που στηριζόταν στην διαρκή ενίσχυση των στρατευμάτων τους με νεοφώτιστους μουσουλμάνους από προσήλυτους ντόπιους πληθυσμούς. Η οθωμανική επέκταση έφθασε στην κορύφωσή της τον 16ο αιώνα υπό τους Σελίμ Α' (1512-1521) και Σουλεϊμάν Α' (1521-1566).
αι υποτελές κράτος της αυτοκρατορίας.
ε. Οργάνωση της αυτοκρατορίας
Οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος, που παρέμεινε ανεπηρέαστο από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η οργάνωση του κράτους βασιζόταν στην περίοδο ακμής της στο τιμαριακό σύστημα. Εκτός από τον κύριο κορμό της αυτοκρατορίας, υπήρχαν και υποτελή στον Σουλτάνο κράτη, τα οποία όμως διατηρούσαν το δικό τους σύστημα διοίκησης. Η οθωμανική κυριαρχία στην βόρεια Αφρική πέραν της Τρίπολης και της Αιγύπτου δεν ήταν ποτέ ξεκαθαρισμένη ή αποτελεσματική. Τα ανατολικά της σύνορα ήταν ασταθή και μεταβάλλονταν ανάλογα με την έκβαση των συχνών πολέμων με την Περσία, ενώ από τα υποτελή κράτη μόνον οι ηγεμόνες (χαν) της Κριμαίας ήταν γενικά πιστοί.
Επικεφαλής και απόλυτος άρχων του κράτους ήταν ο Σουλτάνος. Ρόλο πρωθυπουργού είχε ο Μεγάλος Βεζίρης, ενώ συμβουλευτικό ρόλο είχε το αυτοκρατορικό Διβάνι, ένα συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε ο Μεγάλος Βεζίρης και στο οποίο δε συμμετείχε ο Σουλτάνος -παρακολουθούσε όμως ενίοτε τις συνεδριάσεις του από άλλο δωμάτιο του ανακτόρου πίσω από μια κουρτίνα. Τυπικά ούτε ο Μεγάλος Βεζίρης ούτε το Διβάνι μπορούσαν να αντιταχθούν στη βούληση του Σουλτάνου, η επιρροή τους όμως στη λήψη αποφάσεων ήταν πολύ μεγάλη. Ειδικά την περίοδο της παρακμής της Αυτοκρατορίας τον κύριο λόγο είχε ο Μεγάλος Βεζίρης, ο οποίος όμως πάλι λόγω της γενικότερης αστάθειας μπορεί να έχανε τη θέση του μετά από λίγους μήνες.
Οι ίδιοι οι σουλτάνοι κατέληξαν να έχουν βυθιστεί στην νωθρότητα και τη διαφθορά. Έως την άνοδο στο θρόνο (1603) του Αχμέτ Α', για τη διαδοχή συναγωνίζονταν όλοι οι γιοι του σουλτάνου και ήταν πατριωτικό καθήκον του νικητή να σκοτώσει όλους τους ανταγωνιστές του, για να αποκατασταθεί η τάξη. Παρόλο που η συγκεκριμένη πρακτική φαίνεται πιθανώς βάρβαρη, ήταν αποτελεσματική σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τις εσωτερικές έριδες. Όταν σταμάτησε, δημιουργήθηκαν άλλα προβλήματα. Ο μεγαλύτερος γιος αναγνωριζόταν ως διάδοχος, αλλά για να μην υπάρξει οποιαδήποτε απειλή στο πρόσωπο του σουλτάνου ο αυτοκρατορικός πρίγκιπας απαρνιόταν την παραμικρή ανάμειξη στα δημόσια πράγματα και στην πραγματικότητα κρατιόταν φυλακισμένος στα πολυτελή του δώματα. Όταν τελικά ο πρίγκιπας ανερχόταν στον θρόνο ήταν συχνά αλκοολικός ή σχιζοφρενής.
Η πραγματική διακυβέρνηση στην οθωμανική αυτοκρατορία ασκούνταν συνήθως από τους Μεγάλους Βεζίρηδες, πολλοί από τους οποίους ήταν ικανοί άνδρες. Οι ίδιοι οι σουλτάνοι ήταν συχνά δημιουργήματα των Γενίτσαρων, η εύνοια των οποίων εξαγοραζόταν με μεγάλα δώρα κατά την ανάρρηση του σουλτάνου. Μια από τις πλέον αρνητικές όψεις της οθωμανικής αυλής της Κωνσταντινούπολης (γνωστή επίσης ως Υψηλή Πύλη) ήταν η διαφθορά και οι δωροδοκίες τις οποίες οι διοικητικοί παράγοντες ανήγαγαν σε διαχειριστικό καθεστώς. Οι Πασάδες και οι Οσποδάροι που διηύθυναν τις επαρχίες και τα υποτελή κράτη εξαγόραζαν τις θέσεις τους σε υπέρογκες τιμές και κατόπιν έκαναν περιουσίες επιβαρύνοντας με ακόμη μεγαλύτερες φορολογίες τους υπηκόους τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αγροτικοί πληθυσμοί περιήλθαν σε μεγάλη εξαθλίωση.
Ειδικά κατά την περίοδο παρακμής του κράτους (μετά τα τέλη του 16ου αιώνα) παρατηρήθηκε εκφυλισμός της γραφειοκρατίας και υπέρμετρη αύξηση των κρατικών αξιωματούχων. Αυτοί στέλνονταν στις επαρχίες για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπου επιχειρούσαν να πλουτίσουν εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Τα αξιώματα αυτά (μανσούπια) πωλούνταν από το κράτος και τα έσοδα εισέρρεαν στο κρατικό ταμείο. Οι αγοραστές πλήρωναν με παραχαραγμένα ή ελλιποβαρή νομίσματα με τα οποία άλλωστε γίνονταν και οι περισσότερες συναλλαγές. Στη συνέχεια παράγοντες του αυλικού περιβάλλλοντος (σαραγιού) αντάλλασσαν αυτά τα νομίσματα με ισχυρότερα ευρωπαϊκά νομίσματα μέσω αργυραμοιβών ή Ευρωπαίων εμπόρων. Έτσι τα πραγματικά έσοδα του κράτους μειώνονταν εξαιτίας αυτής της μεσολάβησης. Λόγω του μεγάλου πλήθους αξιωματούχων οι υπήκοοι (ραγιάδες) δυσκολεύονταν να διακρίνουν αξιώματα και βαθμούς της κρατικής εξουσίας. Στην πορεία του κράτους προς την παρακμή οι διοικητικές λειτουργίες απορροφήθηκαν από τη φοροείσπραξη και ακόμα και οι στρατιωτικές (και κυρίως οι παραστρατιωτικές) υπηρεσίες χρησιμοποιούνταν κυρίως για την απόσπαση φόρων από τους ραγιάδες. Στο μικροδιοικητικό επίπεδο η είσπραξη φόρων είχε γίνει αυτοσκοπός του κρατικού μηχανισμού.
Θετικό χαρακτηριστικό της οθωμανικής διοίκησης θεωρείται η γενικά ανεκτική στάση προς τους μη μουσουλμανικούς λαούς, πρακτική όμως που δεν εμπόδισε τις κοινωνικές διακρίσεις και τις πρακτικές του εξανδραποδισμού. Στην Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες Φαναριώτες κατά κύριο λόγο και οι Αρμένιοι κατόπιν είχαν σημαντικά προνόμια και ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε θέματα πολιτικής και εμπορίου, ενώ στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν οι προεστοί που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και προνόμια (οι λεγόμενοι Κεφαλάδες).
α. Το χρονολόγιο της Τουρκικής ανάπτυξης
Οι ηγεμόνες των Σελτζούκων και των Οθωμανών Τούρκων, ως φορείς της ισλαμικής θρησκείας, θεωρούσαν τον εαυτό τους κληρονόμο και συνεχιστή των Αράβων Χαλιφών της Βαγδάτης, οι οποίοι αρχικά έγιναν υποτελείς τους και στη συνέχεια (το 1517) υποτάχτηκαν σε αυτούς. Ο δυναμισμός της τουρκικής ανάπτυξης σε κάποιο βαθμό αποτελεί συνέχεια της ορμητικότητας που χαρακτήρισε την εξέλιξη του Αραβικού Χαλιφάτου, μετά τα χρόνια του προφήτη Μωάμεθ, η οποία, στο ιδεολογικό πεδίο, τροφοδοτήθηκε και από την πίστη στην μουσουλμανική θρησκεία. Το Χρονολόγιο των γεγονότων της εκρηκτικής Τουρκικής ανάπτυξης έχει ως εξής:
1037: Ίδρυση του κράτους των Μεγάλων Σελτσούκων.
1054: Οι Σελτσούκοι εισβάλλουν στη Γεωργία και Αρμενία.
1071: Μάχη του Ματζικέρτ της Μ. Ασίας, Οι Βυζαντινοί υπό τον Ρωμανό Δ ηττώνται από τους Σελτζούκους που ιδρύουν Σελτζουκικό κράτος.
1076: Οι Σελτσούκοι καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ.
1116: Νίκη των βυζαντινών στο Φιλομήλιο της Μ.Ασίας επί των Σελτσούκων του Μαλίκ Σαχ.
1176: Μάχη του Μυριοκέφαλου, πανωλεθρία των Ελλήνων. Αυτοκράτωρ ήταν τοτε ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ενώ αρχηγός των Τούρκων του Ικονίου ο Κιλίτζ Αρσλάν ο Β΄. Οριστική απώλεια μεγάλου μέρους της Μ.Ασίας.
1194: Διάλυση του κράτους των Μεγάλων Σελτσούκων
1211: Ήττα Σελτσουκιδών του Ικονίου από τον Θεόδωρο Λάσκαρη.
1214: Η Σινώπη καταλαμβάνεται από τους Σελτζούκους Τούρκους του Ικονίου.
1299: Ίδρυση του Οθωμανικού Κράτους από Οσμάν Α Γαζί 1299-1326.
1301: Ήττα του συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ γιου του Ανδρόνικου Β (με στρατηγό τον Μουζάλωνα) από Οθωμανούς του Οσμάν στο Βαφαίον κοντά στη Νικομήδεια. Η υπόλοιπη Μ.Ασία στους Τούρκους.
1325: Οι δυνάμεις του σουλτάνου Ορχάν καταλαμβάνουν την Προύσα (Μπούρσα) και την κάνουν 1η πρωτεύουσατων Οθωμανών.
1328 Ήττα των Βυζαντινών υπό τον Ανδρόνικο Γ από Οθωμανούς στον Πελεκάνο Νικομήδειας.
1331: Οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν τη Νίκαια.
1337 Κατάληψη της Νικομήδειας από Οθωμανούς υπό τον Ορχάν, ολοκληρώνεται η κατάληψη της Βιθυνίας.
1338: Η παρουσία των Βυζαντινών στη Ανατολία συρρικνώνεται, αλλά διατηρούν ακόμη υπό τον έλεγχό τους την Κωνσταντινούπολη.
1354: Κατακτάται η περιοχή της Άγκυρας (Άνκαρα).
1355: Κατακτάται η Καλλίπολη (Γκελιμπολού) και γίνεται στρατηγικό σημείο για την οθωμανική επέκταση.
1361: Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το λιμάνι της Βιθυνίας
1365: Οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν τη Φιλιππούπολη.
1369: Κατακτάται η πόλη της Αδριανούπολης (Εντιρνέ) στη δυτική του πλευρά του Βοσπόρου και γίνεται 2η πρωτεύουσα των Οθωμανών.
1371: Μάχη της Μαρίτσας. Συντριβή Σέρβων και Βουλγάρων στον Έβρο από τους Οθωμανούς.
1386: Οι Οθωμανοί αποσπούν τη Νις και το Μοναστήρι από τη Σερβία.
1389: Ήττα Σέρβων, Βόσνιων, Βλάχων, Αλβανών, Πολωνών, Ούγγρων στο Κοσσυφοπέδιο από τους Οθωμανούς - Θάνατος του σουλτάνου Μουράτ Α'.
1392: Οι Τούρκοι γίνονται κύριοι της Σερβίας.
1393: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαπλώνεται στη βόρεια Ελλάδα.
1394: Η Βουλγαρία γίνεται Τουρκική επαρχία.
1396: Κατατρόπωση ενωμένων δυνάμεων της Δύσης υπό τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας από τον Βαγιαζίτ Α στη Νικόπολη Αίμου.
1402: Βαριά ήττα των Οθωμανών από τον Τιμούρ Λενκ (Ταμερλάνος) κοντά στην Άγκυρα με αποτέλεσμα να εξασθενίσει η επιρροή τους για μερικές δεκαετίες. Σταδιακή επανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας.
1430: Η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνεται οριστικά από τους Τούρκους
1435: Κατάληψη της Θήβας από τους Τούρκους.
1444: Ήττα Σταυροφόρων της Κεντρικής Ευρώπης υπό τον Λαδίσλαο της Ουγαρίας από Οθωμανούς στη Βάρνα.
1448: Νέα νίκη των Τούρκων κατά Ούγγρων υπό τον Γιάνος Ουνιάδη στο Κοσσυφοπέδιο.
1453: Μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες και πολύχρονη πολιορκία οι Οθωμανοί κατακτούν την Κωνσταντινούπολη.
1466: Κατάκτηση της Αλβανίας.
1475: Η Κριμαία καθίσταται επαρχία υποτελής στην Αυτοκρατορία.
Για τους Σουλτάνους των Οθωμανών Τούρκων μπορούν συνοπτικά να αναφερθούν επιπρόσθετα τα εξής:
β. Οσμάν Α΄ Γαζής (1299-1326)
Ο Οσμάν Α΄ (ή Οσμάν Γαζής, που σημαίνει νικητής, Osman Gazi, 1258 - 1326) ήταν ο 1ος σουλτάνος ιδρυτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πήρε το όνομά του απ'τον Οθμάν ιμπν Αφφάν (644-65), ο οποίος ήταν ο τρίτος χαλίφης του Ισλάμ και ένας από τους συντρόφους του προφήτη Μωάμεθ. Το "Οσμάν" μεταφράζεται ως "Ottomanus" στα λατινικά και έτσι προκύπτει το όνομα της αυτοκρατορίας ως Οθωμανική. Γεννήθηκε στο χωριό Θηβάσιο (τουρκ. Söğüt) της Βιθυνίας. Ήταν γιος του Τούρκου φύλαρχου Ερτογρούλ (Ertuğrul 1227-1281) και της Χαϊμέ Χατούν. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός της φυλής των Καγί ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο αφού μετανάστευσε με την φυλή και την οικογένειά του από τη Αρμενία. Όντας νομάδες, οι πρόγονοί του είχαν εκτεθεί στον ισλαμικό πολιτισμό πολύ λίγο και άρχισαν να ζουν σε μόνιμους οικισμούς μόλις κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Ερτουγρούλ στο Söğüt. Ο Οσμάν Α' είδε για πρώτη φορά Κοράνι στο σπίτι του Σεΐχη Edebali, του οποίου την κόρη παντρεύτηκε αργότερα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε Μπέης. Σε νεαρή ηλικία,ο Οσμάν,επιτέθηκε εναντίον του βυζαντινού φρουρίου της Αγγελοκώμης (τουρκ. İnegöl), το οποίο και κατέλαβε. Έγινε στρατηγός του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Μεσούτ Β΄ (1274-1296) και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου, έγινε ηγεμόνας της Βιθυνίας. Το 1299 αυτοανακηρύχτηκε σουλτάνος του δικού του ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο έδωσε το όνομα του. Σταδιακά άρχισε να επεκτείνει την κυριαρχία του, αρχικά στην περιοχή του Μαρμαρά και αργότερα στη Μικρά Ασία. Πρωτεύουσα του κράτους του ήταν το Καρά Χισάρ ενώ είχε κόψει νομίσματα τα οποία έφεραν το όνομά του. Πολιόρκησε την Προύσα, την οποία τελικά κατέλαβε ο γιος του Ορχάν στις 6 Απριλίου 1326 και την έκανε 2η πρωτεύουσα του κράτους. Ο Οσμάν είχε 2 συζύγους την Μαλχούν Χατούν, μητέρα του Ορχάν, και την Μπαλά Χατούν, μητέρα του ηγεμόνα Αλαντίν. Απέκτησε οκτώ παιδιά: επτά γιούς και μία κόρη. Τον Ορχάν Γαζή, τον Παζαρλί Μπέη, τον Τσομπάν Μπέη, τον Χαμίντ Μπέη, τον Αλαντίν Μπέη, τον Μελίκ Μπέη, τον Σαβτσί Μπέη και την Φατμά Χατούν. Απεβίωσε το 1326 ενώ πολιορκούσε την Προύσα σε ηλικια 68 ετων. Ο τάφος του - ανοικοδομημένος μετά από σεισμό - βρίσκεται εκεί μαζί με αυτόν του γιου του, Ορχάν.
γ. Ορχάν Γαζής (1326-1362)
Ο Ορχάν (Orhan Gazi, 1281; - Μάρτιος 1362) ήταν ο 2ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1336 μέχρι τον θάνατό του το 1362. Ήταν πρωτότοκος γιος του ιδρυτή του Οίκου των Οσμανιδών Οσμάν Α΄ και της Μαλχούμ Χατούν. Ανήλθε στην εξουσία το 1326, μετά το θάνατο του πατέρα του.
Κατέλαβε τη Νίκαια και την Προύσα, την οποία έκανε και πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του. Το 1337 κατέλαβε την Νικομήδεια και τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στις ακτές του Βοσπόρου, όπου οι ίδιοι οι Βυζαντινοί τον βοήθησαν να περάσει απέναντι, ενισχύοντας έτσι τις επεκτατικές του βλέψεις. Υποστήριξε τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό στην διαμάχη του με τους Σέρβους και τού παραχωρήθηκε ως σύζυγος η 13χρονη κόρη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοδώρα Μαρία, καθώς και ένα φρούριο στην Ευρωπαϊκή ακτή των Δαρδανελίων. Το 1354 κατέλαβε την Καλλίπολη και το Διδυμότειχο θέτοντας τις βάσεις της οθωμανικής κυριαρχίας στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ήταν επίσης ο πρώτος που καθιέρωσε θεσμούς διοίκησης, σε συνεργασία με το μεγάλο βεζίρη (και αδελφό του) Αλαεντίν. Έκοψε τα πρώτα νομίσματα, ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο στην Προύσα, κατασκεύασε πολλά τζαμιά και σχολεία, και ίδρυσε το τάγμα των Γενίτσαρων. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο πρωτότοκος γιος του Σουλεϊμάν Πασάς έπεσε από το άλογό του και πέθανε.
Ο σουλτάνος Ορχάν είχε τρεις συζύγους. Την Ασπορτσά Χατούν, μητέρα του ηγεμόνα Ιμπραήμ και της Φατμά Χατούν, τη Νιλουφέρ Χατούν, μητέρα του Μουράτ Α', του Σουλεϊμάν και του ηγεμόνα Κασίμ και την Θεοδώρα Κατακουζηνού, μητέρα του ηγεμόνα Χαλίλ. Πέθανε το 1362 σε ηλικια 81 ετών στην Προύσα από τη λύπη για το θάνατο του γιου του, Σουλεϊμάν Πασά. Τον διαδέχθηκε ο δευτερότοκος γιος του Μουράτ Α΄.
δ. Μουράτ Α Χουγκαβεντιγιαρί (1362-1389)
Ο Μουράτ Α΄ (I. Murat Hügavendigâr, 29 Ιουνίου 1326 - 28 Ιουνίου 1389) ήταν ο 3ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκράτορίας από το 1362 ως το 1389. Ήταν γιος του Ορχάν και της Ελληνίδας πριγκίπισσας του Βυζαντίου Νιλουφέρ Χατούν και διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του μετά το θάνατό του το 1362.
Οργάνωση της Αυτοκρατορίας
Μετέφερε τα παλάτια του στην πρόσφατα κατακτημένη Αδριανούπολη και επέκτεινε την οθωμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια, αναγκάζοντας έτσι τον βυζαντινό Αυτοκράτορα να του πληρώνει φόρο υποτέλειας. Ευφυής και δραστήριος, ήταν αυτός που ουσιαστικά μετέτρεψε τη νομαδική φυλή των Οθωμανών σε αυτοκρατορία. Το 1383 καθιέρωσε τον τίτλο του «σουλτάνου». Οργάνωσε το τάγμα των Γενιτσάρων, καθόρισε τη στρατιωτική δικαιοσύνη και το σύστημα συλλογής φόρων και δημιούργησε τις επαρχίες της Ανατολίας (Anadolu) και Ευρώπης (Rumeli).
Διεξήγαγε πολέμους εναντίον των Καραμανιδών στην Ανατολία, καθώς και των Σέρβων, Βουλγάρων και Ούγγρων στη Δύση. Η επεκτατική του πολιτική στα Βαλκάνια δημιούργησε μια Χριστιανική συμμαχία υπό το βασιλιά των Ούγγρων, η οποία όμως νικήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1371 στη Μάχη της Μαρίτσα από τον Lala Şâhin Paşa, πρώτο Κυβερνήτη (beylerbey) της επαρχίας της Ευρώπης, Το 1366 ο βασιλιάς των Σέρβων αναγκάστηκε και αυτός να πληρώνει φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο, ενώ το 1385 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Σόφια.
Το 1389, ο στρατός του Μουράτ Α ήρθε αντιμέτωπος με τους Σέρβους στη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Στη μάχη αυτή ο Μουράτ Α σκοτώθηκε από τον Miloš Obilić, ένα Σέρβο ευγενή, ο οποίος είχε νωρίτερα ορκιστεί να τον σκοτώσει. Αμέσως μετά σουλτάνος ανέλαβε ο γιος του Βαγιαζίτ Α΄, ο οποίος, παρά την επιθυμία του πατέρα του, στραγγάλισε αμέσως τον νεότερο αδερφό του Γιακούμπ, για να μη διεκδικήσει το θρόνο.
Σύζυγοί του ήταν η Γκιουλτσιτσέκ Χατούν, μητέρα του Βαγιαζίτ Α' και του Γιαχσί Μπέη, η Μαρία Ταμάρα Χατούν, κόρη του Ιβάν Αλεξάντερ της Βουλγαρίας, η Πασά Μελέκ Χατούν και η Φουλντανέ Χατούν. Απέκτησε οκτώ παιδιά: τον Βαγιαζίτ Α', τον Γιαχσί Μπέη, τον Γιακούπ Τσέλεμπι, τον Σαβτσί Μπέη, τον Ηγεμόνα Ιμπραήμ, τη Νεφισέ Σουλτάν και τη Χατούν Σουλτάν.
ε. Βαγιαζίτ Α Γιλδιρίμ (1389-1402)
Ο Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός (Beyazıt Yıldırım, 1354 - 8 Μαρτίου 1403) ήταν ο 4ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του Μουράτ Α΄ και της Γκιουλτσιτσέκ Χατούν, τον οποίο διαδέχτηκε το 1389 μετά τον θάνατό του στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, ενώ προηγουμένως είχε στραγγαλίσει τον νεότερο αδερφό του Γιακούμπ (Yakub) για να μη διεκδικήσει το θρόνο. Το 1390 υποχρέωσε τον Σέρβο βασιλιά να καταστεί υποτελής του και να του δώσει την κόρη του για σύζυγο, ενώ το 1393 κατέκτησε τη Βουλγαρία, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο να καταβάλλει ετήσιο φόρο και να καταστεί υποτελής του. Στις 20 Φεβρουαρίου 1394 νυμφεύτηκε σε πρώτο γάμο την Μαρία Φαντρίκ η οποία πέθανε το επόμενο έτος (1395).
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1396 νίκησε στη Μάχη της Νικόπολης τα στρατεύματα της Γαλλο-Ουγγρικής συμμαχίας. Τον επόμενο χρόνο, το 1397, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά απέτυχε εξαιτίας της Μογγολικής εισβολής στη Μικρά Ασία με αρχηγό τον Ταμερλάνο. Στη Μάχη της Άγκυρας την 28η Ιουλίου του 1402 ο Βαγιαζητ συνετρίβη από τον Ταμερλάνο και ύστερα από μια μικρή περιπέτεια αιχμαλωτίστηκε. Κλείστηκε σε ένα κλουβί, όπου καθημερινά χλευαζόταν από τους Μογγόλους. Οκτώ μήνες μετά την αιχμαλωσία του, στις 8 Μαρτίου του 1403, αυτοκτόνησε μη μπορώντας να αντέξει τον εξευτελισμό τον οποίο είχε υποστεί σε ηλικια 49 ετων.
Σύζυγοί του ήταν οι Ντεβλέτ Σαχ Χατούν, μητέρα του Μουσταφά Τσέλεμπι και του Μουσά Τσέλεμπι, Ντεβλέτ Χατούν, μητέρα του Μεχμετ Α' και του Ισά Τσέλεμπι, Χαφσά Χατούν, Σουλτάν Χατούν, Ολιβέρα Λαζάρεβιτς, Μαρία Χατούν, Αντζελίνα Χατούν, μητέρα του Ηγεμόνα Μουσά. Παιδιά του ήταν οι Μουσά Τσελεμπί, Σουλεϊμάν Τσελεμπί, Μουσταφά Τσελεμπί, Ισά Τσελεμπί, Μεχμέτ Α', Ερτουγρούλ Τσελεμπί, Κασίμ Τσελεμπί, Ηγεμόνας Μουσά, Φατμά Σουλτάν.
στ. Οθωμανική Μεσοβασιλεία (1402-1413)
Μετά τη Μάχη της Άγκυρας (1402) στην οποία οι Τούρκοι νικήθηκαν κατά κράτος, ενώ ο Σουλτάνος Βαγιαζιτ Α συνελήφθη από τον Ταμερλάνο, οι τέσσερις γιοι του, σε μία προσπάθεια να κυριαρχήσουν ο ένας έναντι του άλλου, μοίρασαν μεταξύ τους το Οθωμανικό κράτος. Ο Σουλεϊμάν Τσελεμπή ηγεμόνευε στην Αδριανούπολη, που ήταν η δεύτερη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, ο δεύτερος αδελφός του Ίσα Τσελεμπή στο Μπαλικεσίρ, ο τρίτος αδελφός Μουσά Τσελεμπή στην Προύσα, που ήταν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, και ο νεότερος αδελφός Μεχμέτ Α΄ (Μωάμεθ Α) στην Αττάλεια. Τότε ξέσπασε ένας δεκαετής αγώνας μεταξύ των τεσσάρων αδελφών για τη διεκδίκηση του σουλτανικού θρόνου. Τελικά ο Μεχμέτ Α΄ (Μωάμεθ Α) κατάφερε να επικρατήσει και να ανακηρυχθεί μοναδικός σουλτάνος του κράτους το 1413, κερδίζοντας την υποστήριξη των γαζήδων, των Τούρκων εμίρηδων της Μικράς Ασίας και των χριστιανών υποτελών υπό την ηγεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου.
Για τους τρεις αδελφούς διεκδικητές του θρόνου μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
Ο Σουλεϊμάν Τσελεμπή (Süleyman Çelebi, 1377 – 17 Φεβρουαρίου 1411, ο τίτλος Τσελεμπή σημαίνει διοικητής <λατινικό celeber {>γαλλικό celebre} < κέλλω [=οδηγώ, διατάζω {>κελευστής}] = διοικητής και κατ' επέκταση ευγενής, ένδοξος, καλοντυμένος, κομψός) ήταν πρεσβύτερος γιος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄ και σουλτάνος της Ανδριανούπολης, παρόλο που, επίσημα, δεν θεωρείται σουλτάνος. Γεννήθηκε το 1377 και ήταν ο μεγαλύτερος γιoς του Βαγιαζήτ Α΄ και άγνωστης γυναίκας. Ο Σουλεϊμάν πάλεψε στην μάχη της Νικόπολης το 1396 και στην μάχη της Άγκυρας το 1402. Μετά την ήττα των Οθωμανών στην Άγκυρα, κατέφυγε στην Ρούμελη μαζί με τον μεγάλο βεζίρη του πατέρα του. Έτσι λίγο καιρό αργότερα έκανε συνθήκη ειρήνης με τον Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγο, κατά την οποία ο Σουλεϊμάν παραχωρούσε ένα μέρος του Μαρμαρά με αντάλλαγμα την συμμαχία τους. Μετά τη μάχη της Άγκυρας κατάφερε να φτάσει πρώτος στην Αδριανούπολη και να αυτοανακηρυχθεί σουλτάνος (τίτλος που τελικά δεν του αναγνωρίστηκε). Λόγω του ασθενούς χαρακτήρα του και της επισφαλούς θέσης του στο θρόνο προτίμησε να συνδιαλλαγεί με τα χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων και να σταματήσει τους πολέμους που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του. Μάλιστα σε ένδειξη καλής θέλησης επέστρεψε στο Βυζάντιο τη Θεσσαλονίκη και μερικές πόλεις της Θράκης. Τελικά, οι φιλοπόλεμοι συντάχθηκαν με το μικρότερο αδελφό του Μουσά Τσελεμπή και μετά από εμφύλιο πόλεμο επικράτησαν. Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν στραγγαλίστηκε από τον αδελφό του το 1411. Μετά τον θάνατό του ο Μουσά Τσελεμπή έγινε σουλτάνος της Ρούμελης, όμως το 1413, ο Μεχμέτ Τσελεμπή τον σκότωσε και κατάφερε να επικρατήσει στο Οθωμανικό κράτος.
Ο Ίσα Τσελεμπή (İsa Çelebi, 1380-1406, όνομα ταυτόσημο με το Ιησούς, ο τίτλος Τσελεμπή σημαίνει διοικητής) ήταν γιος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄ και αδελφός του Μουσά Τσελεμπή και του Μεχμέτ Α΄. Ο Ίσα Τσελεμπή ήταν ο πρώτος συνκυβερνήτης της Προύσσας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ίσα γεννήθηκε το 1380 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος της Νταβλέτ Χατούν, που ήταν κόρη του Λάζαρ της Σερβίας και του σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄ ο οποίος νυμφεύτηκε την Νταβλέτ Χατούν αμέσως μετά την Μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Ο Ίσα Τσελεμπή εργαζόταν ως σύμβουλος του κυβερνήτη της Αττάλειας. Αγωνίστηκε στην Μάχη της Άγκυρας το 1402 μαζί με τον πατέρα του. Μετά την ήττα του στρατού και την αιχμαλώτιση του Βαγιαζήτ ο Ίσα έφυγε και πήγε στη Μικρά Ασία. Το 1403 αφού έμαθε για τον θάνατο του πατέρα του άρχισε να αγωνίζεται για τον θρόνο εναντίον των αδερφών του, Μουσά Τσελεμπή, Μεχμέτ Α΄, Σουλεϊμάν Τσελεμπή και Μουσταφά Τσελεμπή. Πάλεψε με τον Μουσά για τον έλεγχο της Προύσας που ήταν πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφού τον νίκησε πήρε ένα κομμάτι της περιοχής της Προύσας ωστόσο η Ρούμελη άνηκε στον αδερφό του τον Σουλεϊμάν και το ανατολικό μέρος της Ανατολίας (Μικρά Ασία) στον Μεχμέτ Α΄. Ο Ίσα υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Μανουήλ Β΄. Το 1405 ο Ίσα νικήθηκε από τον αδερφό του Μεχμέτ και αργότερα πήγε στον αδερφό του στην Ρούμελη. Ο Ίσα σκοτώθηκε το 1406 από αντάρτες στο Εσκή Σεχίρ. Μετά τον θάνατό του οι διαμάχες συνεχίστηκαν μέχρι το 1413 όταν ο Μεχμέτ Α΄ κατάφερε και έγινε σουλτάνος μετά την ήττα του Μουσά. Όμως ο Μουσταφά Τσελεμπή, που είχε ξεφύγει, επέστρεψε και έκανε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις, την πρώτη το 1416 και τη δεύτερη το 1421 εναντίον του ανεψιού του Μουράτ Β΄.
Ο Μουσά Τσελεμπή (Musa Çelebi, 1388 - 5 Ιουλίου 1413, όνομα ταυτόσμο με το Μωυσής, ο τίτλος Τσελεμπή σημαίνει διοικητής) ήταν γιος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄, αδερφός του Ίσα Τσελεμπή και του Μεχμέτ Α΄. Ο Μουσά ήταν συγκυβερνήτης της Προύσσας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Μεσοβασιλείας. Ο Μουσά Τσελεμπή ήταν γιoς του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄, ενώ η μητέρα του πιθανόν ήταν κόρη μπέη ή βυζαντινή πριγκίπισσα. Μετά την ήττα του οθωμανικού στρατού στην Άγκυρα το 1402 ο ίδιος, καθώς και ο πατέρας του, αιχμαλωτίστηκε από τον Ταμερλάνο ωστόσο όταν το 1403 ο Βαγιαζήτ πέθανε ο Μουσά ελευθερώθηκε. Έτσι γύρισε στην αυτοκρατορία η οποία βρισκόταν σε αναταραχή. Ο Μουσά πήρε την Προύσσα, που ήταν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, ο Ίσα Τσελεμπή το Μπαλικεσίρ ενώ ο Μεχμέτ Α΄ την Αττάλεια και ο Σουλεϊμάν Τσελεμπή είχε την Αδριανούπολη που ήταν η δεύτερη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Όταν το 1405 ο Ίσα Τσελεμπή κατέκτησε την Προύσσα, ο Μουσά πήγε στο βασίλειο του Τζεμιγιάν όπου περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κατακτήσει ξανά την Προύσσα. Όμως το 1406 ο Μεχμέτ κατέκτησε την Προύσα και ανέτρεψε τον Ίσα, και πήρε το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας. Έτσι ο Μεχμέτ και ο Μουσά συναντήθηκαν στο Κιρσεχίρ για να ανατρέψουν τον Σουλεϊμάν. Ο Μουσά συμμάχησε και με άλλους και ο Σουλεϊμάν έπρεπε να αντιμετωπίσει 2 στρατούς, τους οποίους όμως νίκησε. Μετά την ήττα του, ο Μουσά συνέχισε να προσπαθεί να τον ανατρέψει μέχρι το 1410. Ο Σουλεϊμάν είχε χάσει πολλούς από τους συμμάχους του και έτσι το 1411 ο Μουσά τον νίκησε χάρη στη στρατηγική του. Ο ηττημένος Σουλεϊμάν κατέφυγε σε βυζαντινά εδάφη όμως στις 18 Φεβρουαρίου 1411 οι χωρικοί τον σκότωσαν. Το 1411 και το 1412 ο Μεχμέτ συγκρούστηκε με τον Μουσά και τον νίκησε και τις δύο φορές. Το 1413 συγκρούστηκε για τρίτη φορά μαζί του. Αυτή τη φορά ο Μουσά ξέφυγε όμως τον εντόπισαν και τον σκότωσαν. Μετά τον θάνατο του έληξε η Οθωμανική Μεσοβασιλεία και ο Μεχμέτ Α΄ (Μωάμεθ Α) έγινε σουλτάνος.
ζ. Μωάμεθ Α΄ Τσελεμπή (1413-1421)
Ο Μωάμεθ Α΄ Τσελεμπή (ή Μεχμέτ ή Μεχμέτ Γκιουρεστζή που σημαίνει παλαιστής, Mehmed Çelebi 1388 – 1421) ο νεότερος γιος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄, ήταν ο 6ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε το 1388 στην Αδριανούπολη και ήταν ο τρίτος γιος του Βαγιαζίτ Α΄ και της Ντεβλέτ Χατούν. Επίσης ήταν αδερφός των Σουλεϊμάν Τσελεμπή, του Ίσα Τσελεμπή και του Μουσά Τσελεμπή με τους οποίους, μετά τη Μάχη της Άγκυρας (1402), είχε διαμάχες για το ποιος θα επικρατήσει στον θρόνο. Μετά την επικράτησή του το 1413 ασχολήθηκε με την αποκατάσταση της εξουσίας του στη Μικρά Ασία. Το 1414-1415 ανακατέλαβε το εμιράτο του Μεντεσέ και μεγάλο μέρος του Καραμάν. Από το 1416 εγκατέστησε την έδρα του στην Αδριανούπολη και ασχολήθηκε με την ενίσχυση της εξουσίας του στα Βαλκάνια. Το 1416 κατέστησε τη Βλαχία φόρου υποτελή, το 1417 υπέταξε την Αλβανία και άρχισε να στρέφει τις κατακτητικές του διαθέσεις στη Βοσνία και την Ουγγαρία. Ασχολήθηκε με την κατάπνιξη της εξέγερσης του σεΐχη Μπεντρεντίν Σιμανβή και αργότερα του αδελφού του Μουσταφά. Μετά την επικράτησή του εκστράτευσε στη Μικρά Ασία και κατέλαβε το Αϊδίνι και την Αττάλεια.
Ο Μεχμέτ Α είχε δύο συζύγους. Την Εμινέ Χατούν, μητέρα του διαδόχου του Μουράτ Β' και την Κουμρού Χατούν. Πέθανε ξαφνικά κατά τη διάρκεια κυνηγίου σε ηλικια 33 ετων στην Αδριανούπολη το 1421, και ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός επί 40 ημέρες μέχρι να μεταβεί ο διάδοχός του, Μουράτ, στην Προύσα όπου μεταφέρθηκε η σορός του και θάφτηκε κοντά στο Πράσινο Τζαμί που ο ίδιος είχε χτίσει νωρίτερα. Η βασιλεία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αγώνας για την αποκατάσταση της οθωμανικής ισχύος που είχε τρωθεί μετά τη Μάχη της Άγκυρας και την εμφύλια σύγκρουση, αγώνας που στο τέλος της βασιλείας του είχε στεφθεί με επιτυχία. Ωραίος στην όψη, με επιμελημένη περιβολή, υπήρξε ένας από τους ικανότερους σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα γράμματα και τις τέχνες καθώς και τον αθλητισμό και φημιζόταν για την ευθύτητα, την πραότητα , τη μεγαλοψυχία του καθώς και την σταθερή φιλία που έδειξε στους Έλληνες.
η. Μουράτ Β΄ (1421-1444, 1446-1451)
Ο Μουράτ Β΄ (1403 - 3 Φεβρουαρίου 1451, Murat II) ήταν ο 7ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1421-1451). Πατέρας του ήταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ και μητέρα του η Βαλιντέ Σουλτάν Εμινέ Χατούν. Είχε 5 συζύγους.Την Χιουμά Χατούν,μητέρα του Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ, την Αλιμέ Χατούν,την Γενί Χατούν,την Χατιτζέ Χαλιμέ Χατούν και την Μάρα Χατούν. Ο πατέρας του Μωάμεθ Α΄ κατάφερε να σταθεροποιήσει την κατάσταση στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας κατά τη σχετικά σύντομη διάρκεια της βασιλείας του, από το 1403 έως το 142.1 Ο Μουράτ Β κληρονόμησε μία αυτοκρατορία που περιελάμβανε ή έλεγχε το σύνολο σχεδόν των εδαφών της σημερινής Τουρκίας και μεγάλο μέρος της βαλκανικής. Στην Κωνσταντινούπολη, το ίδιο έτος με την ανάρρηση του Μουράτ στο θρόνο των Οθωμανών (1421), ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας του πατέρα του Μανουήλ Β και ήρθε σε συνεννόηση με το σφετεριστή του θρόνου της Αδριανούπολης, Μουσταφά, που είχε βρει καταφύγιο στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Στα δυτικά, η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλούσε τα κατεστημένα συμφέροντα των χριστιανικών κρατών και ο κίνδυνος σύρραξης στις περιοχές του Δούναβη , της Δαλματίας και της Αλβανίας ήταν συνεχώς υπαρκτός.
Τα γεγονότα που σημάδεψαν τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μουράτ ήταν η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και η εξόντωση των σφετεριστών. Στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο άπειρος Ιωάννης Η αποφάσισε να στηρίξει τον Μουσταφά, πείθοντας και τον πατέρα του Μανουήλ Β. Ο Μουσταφά παίρνοντας με το μέρος του τμήμα του τουρκικού πληθυσμού κατέλαβε την Καλλίπολη, την Αδριανούπολη και κινήθηκε προς την παλιά πρωτεύουσα, Προύσα. Κοντά στην Νίκαια συγκρούστηκε με το Μουράτ και ηττήθηκε. Λίγο αργότερα ο Μουράτ τον αιχμαλώτισε και τον θανάτωσε.
Ο σουλτάνος θέλοντας να εκδικηθεί, κινήθηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης σε μια προσπάθεια να την καταλάβει στα πλαίσια παλαιότερου στόχο των Οθωμανών. Η πολιορκία της Πόλης άρχισε στις 10 Ιουνίου του 1422 και διάρκεσε ως τις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Η Κωνσταντινούπολη σώθηκε λόγω της εμφάνισης ενός ακόμη σφετεριστή του οθωμανικού θρόνου, του νεώτερου αδελφού του Μουράτ, επίσης Μουσταφά, ο οποίος έχοντας καταλάβει τη Νίκαια ήταν έτοιμος να κινηθεί εναντίον της Προύσας. Ο Μουράτ Β για ν' αντιμετωπίσει τη νέα απειλή αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να κινηθεί εναντίον του αδελφού του.
Τον επόμενο χρόνο (1423) ακολούθησε εκστρατεία των Οθωμανών στον νότιο ελλαδικό χώρο. Αφού κατέστρεψαν το τείχος του Εξαμιλίου, που προστάτευε το πέρασμα του ισθμού της Κορίνθου, λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, όπου βρίσκονταν το Δεσποτάτο του Μοριά. Ο Ιωάννης Η, αφού δεν κατάφερε να πείσει δυτικοευρωπαϊκες χριστιανικές δυνάμεις να στείλουν βοήθεια, προχώρησε σε συνθήκη με τους Οθωμανούς το 1424. Για να διαφυλάξει την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας του, αναγκάστηκε να προσφέρει πλούσια χρηματικά ανταλλάγματα στον Μουράτ. Σχεδόν ταυτόχρονα η Οθωμανική αυτοκρατορία σύναψε συνθήκες με τους δεσπότες των δυτικών βαλκανικών χωρών και με τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας . Αφού σταθεροποίησε την κατάσταση στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας (Ρωμυλία), ο Μουράτ μπορούσε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εμφανίστηκαν στην Ανατολία.
Δύο χρόνια αργότερα ο θάνατος του Δεσπότη της Σερβίας Στέφανου προκάλεσε αλλαγές στα πολιτικά δεδομένα της βαλκανικής. Διάδοχος του Στέφανου αναδείχτηκε ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς ο οποίος ήρθε σε συνεννόηση με τον Σιγισμούνδο. Το Δεσποτάτο της Σερβίας έγινε υποτελές του Βασιλείου της Ουγγαρίας, όμως αυτή η συμφωνία δεν ήταν αρεστή στο λαό της Σερβίας. Η λαϊκή δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της Σερβίας έδωσε την ευκαιρία στον Μουράτ για να εισβάλλει στα εδάφη του Μπράνκοβιτς πάνω στα οποία θεωρούσε ότι είχε κληρονομικά δικαιώματα. Μη μπορώντας να τον αντιμετωπίσει, ο Μπράνκοβιτς αναγνώρισε την οθωμανική κυριαρχία και το Δεσποτάτο της Σερβίας έγινε υποτελές της Αδριανούπολης το 1428.
Ενώ συνέβαιναν αυτά στην ενδοχώρα της βαλκανικής, στη Θεσσαλονίκη, δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας , τα προβλήματα συσσωρεύονταν. Η διοίκηση της πόλης πέρασε, κατόπιν αιτήματος των κατοίκων και των αρχών της, στους Βενετούς. Ο πληθυσμός της πόλης στο τέλος της τρίτης δεκαετίας του 15ου αιώνα είχε μειωθεί κατα τα τρία τέταρτα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Ο Μουράτ Β θεωρούσε ότι η πόλη, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου του ανήκε γιατί στο παρελθόν αποτελούσε τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τον Μάρτιο του 1430 συγκέντρωσε στρατεύματα έξω από την πόλη. Μετά από σύντομη πολιορκία η πόλη, στις 29 Μαρτίου, έπεσε. Ακολούθησε λεηλασία και σφαγή του πληθυσμού της πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης ακολούθησε η κατάληψη των Ιωαννίνων το 1431. Η περιοχή γύρω από την Άρτα πέρασε επίσης υπό τον έλεγχο των Τούρκων. Τα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επέστρεψαν εκεί που ήταν πριν την Μάχη της Άγκυρας.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων προκάλεσαν ανησυχία στη Δυτική Ευρώπη, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Η προχώρησε σε επισκευές των τοιχών της Πόλης. Αναγνωρίζοντας ότι μόνος του δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ζήτησε βοήθεια από τη δύση με αντάλλαγμα την ένωση των δυο εκκλησιών, αν και ο πατέρας του ΜανουήλΒ πίστευε ότι τέτοια ένωση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Έτσι, το 1430 ο Ιωάννης συμφώνησε με τον Πάπα Μαρτίνο Ε΄ στη διοργάνωση Οικουμενικής Συνόδου, η οποία, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε λόγω θανάτου του Μαρτίνου. Επτά χρόνια αργότερα όμως, ξεπερνώντας τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας, ο Πάπας Ευγένιος Δ' προσκάλεσε τον Ιωάννη Η σε συμβούλιο στην Φερράρα. Η σύνοδος πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 700 αντιπροσώπων του Βυζαντίου. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις στις 6 Ιουλίου του 1439 στη Φλωρεντία ανακοινώθηκε η Ένωση των δύο Εκκλησιών. Η Ένωση συνάντησε πολλές αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη με αποκορύφωμα την αποτυχημένη πολιορκία της Πόλης από τουρκικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του Δημήτριου, αδελφού του αυτοκράτορα Ιωάννη το 1442.
Και ενώ στη Δύση βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις της ένωσης, στην Αδριανούπολη ο Μουράτ Β προχωρούσε σε αλλαγές στον κρατικό μηχανισμό. Προώθησε σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις προσήλυτους, προκαλώντας την αντίδραση των παραδοσιακών μουσουλμανικών οικογενειών της αυτοκρατορίας. Η διαμάχη ανάμεσα στις δύο πλευρές σημάδεψε όλη την περίοδο βασιλείας του Μουράτ. Τη χρονιά που πραγματοποιήθηκε η Ένωση πέθανε ο Σιγισμούνδος της Ουγγαρίας και ο θρόνος πέρασε στον Αλβέρτο. Ο Μουράτ, με τη βοήθεια των υποτελών του, Μπράνκοβιτς και Βλαντ Β΄ πρίγκηπα της Βλαχίας, εκμεταλλευόμενος την αλλαγή της κατάστασης εξαπέλυσε επίθεση στα εδάφη της Ουγγαρίας. Ταυτόχρονα μια οθωμανική δύναμη εισέβαλε στην Τρανσυλβανία, καταστρέφοντας και λεηλατώντας πόλεις. Το επόμενο έτος το Σμεντέρεβο, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Σερβίας, καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Ο Αλβέρτος το 1439 πέθανε ξαφνικά και ξέσπασαν συγκρούσεις για τη διαδοχή του. Τα τουρκικά στρατεύματα, οδηγούμενα από τον Μουράτ, εκμεταλλευόμενα την αναστάτωση που δημιουργήθηκε πολιόρκησαν το Βελιγράδι από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο του 1440 δίχως όμως να μπορέσουν να το καταλάβουν. Το 1440 επίσης, η Δημοκρατία της Ραγκούσα αναγκάστηκε να συμφωνήσει στην πληρωμή ετήσιου φόρου στην Αδριανούπολη με αντάλλαγμα οι έμποροί της να έχουν το δικαίωμα να διατηρούν ελεύθερες εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αντίσταση από τον Ουνιάδη. Εκστρατεία του Βλάντισλαβ
Το 1440, μετά το θάνατο του Αλβέρτου, το στέμμα της Ουγγαρίας πέρασε στον Βλαδίσλαο της Πολωνίας, ο οποίος τοποθέτησε τον Ιωάννη Ουνιάδη διοικητή του Βελιγραδίου και Βοεβόδα της Τρανσυλβανίας. Ο έμπειρος Ούγγρος στρατιωτικός, τα επόμενα δύο έτη, προχώρησε σε επιθέσεις εναντίον των τουρκικών δυνάμεων στις περιοχές της σημερινής Σερβίας, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Οι στρατιωτικές επιτυχίες του οδήγησαν την Ουγγαρία να μη δεχτεί την πρόταση του Μουράτ Β που ζητούσε την παράδοση του Βελιγραδίου ή την καταβολή ετήσιου φόρου με αντάλλαγμα ειρήνη. Στη Δυτική Ευρώπη ενισχύθηκε η ιδέα ενός Ιερού Πολέμου. Όμως,η εγκύκλιος του Πάπα Ευγένιου προς τα χριστιανικά κράτη με την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια για εκστρατεία εναντίον των Οθωμανών δεν έφερε τα απαιτούμενα αποτελέσματα αφού θετικά ανταποκρίθηκαν μόνο η Ουγγαρία, Πολωνία, Βλαχία και Βουργουνδία, οι οποίες απειλούνταν άμεσα από τους Οθωμανούς.
Παρά την ψυχρή αντιμετώπιση από τις Δυτικές δυνάμεις, ο Βλαδίσλαος συγκέντρωσε στρατό αποτελούμενο από 25.000 άντρες με στρατιωτικό διοικητή τον Ουνιάδη στους οποίους συμπεριλαμβάνονται 8.000 Σέρβοι υπό την ηγεσία του Μπράνκοβιτς. Η σταυροφορία ξεκίνησε από τη Βούδα τον Ιούλιο του 1443, όταν ο Μουράτ είχε επιστρέψει στην Αδριανούπολη, έχοντας μόλις αντιμετωπίσει τον ηγεμόνα του Καραμάν, Ιμπραήμ Μπέη. Στην πρώτη σύγκρουση που έλαβε χώρα κοντά στη Νις το Νοέμβριο του 1443 οι σταυροφόροι επιβλήθηκαν των Οθωμανών και στη συνέχεια κατέλαβαν τη Σόφια. Η προέλασή τους όμως προς την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη συνάντησε δυσκολίες, αφενός μεν γιατί οι Τούρκοι τοποθέτησαν εμπόδια στη διαδρομή αφετέρου γιατί ο χειμώνας έκανε τη διαδρομή πιο δύσκολη. Η αντίσταση των οθωμανικών στρατευμάτων έγινε όλο και πιο αποφασιστική. Τελικά οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και έφτασαν στη Βούδα το Φεβρουάριο του 1444. Αυτό ήταν το τέλος της εκστρατείας που στα χρονικά της Ουγγαρίας έμεινε γνωστή ως Μακρά Εκστρατεία.
Εκείνη την εποχή ο Μουράτ βρέθηκε αντιμέτωπος με τρία προβλήματα. Στα ανατολικά η απειλή του Ιμπραήμ μπέη εξακολουθούσε να υφίσταται, στην Αλβανία ο Σκεντέρμπεης είχε προκαλέσει εξέγερση και η Αθήνα είχε περάσει στην εξουσία του Δεσποτάτου του Μοριά. Την κατάσταση επιβάρυνε περισσότερο η δεινή οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις ο Μουράτ επεδίωξε να υπάρξει κάποια συνεννόηση με τον Βλαδίσλαο και τους συμμάχους του. Έτσι, τον Ιούνιο του 1444, με τη μεσολάβηση της συζύγου του, Μάρα, κόρης του Μπράνκοβιτς, ήρθε σε συμφωνία με το Δεσπότη της Σερβίας. Ήταν η εκεχειρία του Σέγκεντ. Βάσει της συμφωνίας, τα εδάφη της Σερβίας περνούσαν και πάλι στον Μπράνκοβιτς και της Βλαχίας στον Βλαντ Τσέπες, ενώ οι δύο γιοι του Μπράνκοβιτς, που είχαν αιχμαλωτιστεί και τυφλωθεί από τους Οθωμανούς στο παρελθόν, απελευθερώθηκαν, με αντάλλαγμα δεκαετή εκεχειρία.
Ο Βλαδίσλαος, ίσως επειδή πείστηκε από τον εκπρόσωπο του Πάπα, Καρδινάλιο Τσεζαρίνι ν' αθετήσει τον όρκο του, ετοιμάστηκε για νέα εκστρατεία. Τότε ο Μεγάλος Βεζίρης Χαλίλ Πασάς, ζήτησε από τον Μουράτ να αναλάβει και πάλι τη διοίκηση του οθωμανικού κράτους όπως και έγινε. Δίχως τη συμμετοχή των Σέρβων του Μπράνκοβιτς, που αποτελούσαν το ένα τρίτο περίπου της δύναμης της προηγούμενης εκστρατείας του στα Βαλκάνια, και με τον Ουνιάδη δίπλα του, ο Βλαδίσλαος έφτασε έξω από τη Βάρνα όπου συνάντησε τις οθωμανικές δυνάμεις του Μουράτ. Στις 10 Νοεμβρίου 1444 οι δύο στρατοί ήρθαν αντιμέτωποι. Στη μάχη που ακολούθησε οι αριθμητικά πολλαπλάσιες οθωμανικές δυνάμεις υπερίσχυσαν και ο ίδιος ο Βλαδίσλαος έχασε τη ζωή του.
Μετά την νίκη του στη Βάρνα ο Μουράτ παραιτήθηκε για δεύτερη φορά. Εγκατέλειψε την Αδριανούπολη και αφού πέρασε κάποιο διάστημα στην Προύσα, εγκαταστάθηκε στη Μανίσα. Ο Χαλίλ Πασάς, μη εμπιστευόμενος τις ικανότητες του διαδόχου του Μουράτ, Μωάμεθ, τον έπεισε και πάλι να επιστρέψει στο θρόνο. Ο Μωάμεθ εξακολούθησε να φέρει τον τίτλο του σουλτάνου, όμως η εξουσία παρέμενε στα χέρια του Μουράτ. Με την επάνοδό του στην εξουσία αποφάσισε να κινηθεί εναντίον του Δεσποτάτου του Μορέως και να καταστείλει την εξέγερση στην Αλβανία. Έτσι το φθινόπωρο του 1446 στις Σέρρες συγκέντρωσε μεγάλη στρατιωτική δύναμη και κατευθύνθηκε προς τη νότια Ελλάδα. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση έφτασε στον Ισθμό της Κορίνθου και στις 13 Δεκεμβρίου 1446 το πυροβολικό του κατέστρεψε το Εξαμίλι. Στη συνέχεια ο οθωμανικός στρατός εισέβαλλε στην Πελοπόννησο, καταλαμβάνοντας πόλεις και προκαλώντας καταστροφές. Αφού αποχώρησε από τα εδάφη της Πελοποννήσου, με λάφυρα και με πλήθος σκλάβων, ήρθε σε συμφωνία με τους δύο δεσπότες του Μορέως. Βάσει της συμφωνίας, το Δεσποτάτο παρέμεινε υπό την εξουσία των Παλαιολόγων με αντάλλαγμα καταβολή φόρου. Εκτός της Πελοποννήσου, στην υποτέλεια πέρασαν και οι περιοχές της Βουλγαρίας οι οποίες είχαν συνταχθεί με το σφετεριστή του οθωμανικού θρόνου, Μουσταφά, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μουράτ. Στη συνέχεια η Βουλγαρία εποικίστηκε από τουρκομανικά φύλα σε τέτοιο βαθμό ώστε αλλοιώθηκε η εθνολογική δημογραφία της.
Στα δυτικά της βαλκανικής ο Σκεντέρμπεης, επαναστατημένος από το 1443, είχε θέσει υπό τον έλεγχό του τις ορεινές περιοχές γύρω από τη Δίβρη και είχε δημιουργήσει μία συμμαχία μεταξύ Αλβανών και Σέρβων τοπικών ηγεμόνων που εκτείνονταν σε μεγάλο μέρος της Αδριατικής. Το καλοκαίρι του 1448 ο Μουράτ κινήθηκε εναντίον του, καταφέρνοντας να καταλάβει την πόλη Σβέτιγκραντ, άλλα λόγω του δύσβατου της περιοχής αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Ο Σκεντέρμπεης εξακολουθούσε να παραμένει κίνδυνος για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβριο του 1448 συμφώνησε να υποστηρίξει τον Ουνιάδη στη νέα εκστρατεία του στα νότια της βαλκανικής. Ο Ουνιάδης, ο οποίος από το 1446 ήταν αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, έχοντας μόνο ηθική υποστήριξη από τον Πάπα Νικόλαο Ε ', επιτέθηκε πάλι εναντίον των Οθωμανών. Το φθινόπωρο του 1448 ο στρατός του αποτελούμενος από Ούγγρους, Βλάχους, Γερμανούς και Τσέχους λεηλάτησε πόλεις της Σερβίας, της οποίας ο ηγεμόνας Μπράνκοβιτς μετά την εκεχειρία του Σέγκεντ είχε αλλάξει στρατόπεδο. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1448 συνάντησε το στρατό του Μουράτ στο Κοσσυφοπέδιο, χωρίς τον Σκεντέρμπεη που δεν πρόλαβε να τον ενισχύσει. Η σύγκρουση που ακολούθησε διάρκεσε μερικές ημέρες και τέλειωσε όταν οι βλαχικές δυνάμεις που συνόδευαν τον Ουνιάδη αποχώρησαν και πέρασαν στο στρατόπεδο του Μουράτ. Τότε ο Ουνιάδης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Αυτή ήταν η δεύτερη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (η πρώτη επίσης νικηφόρα για τους Τούρκους, έγινε το 1389, υπό τον Μουράτ Α). Ο Ουνιάδης πλέον δεν είχε στη διάθεση του πόρους για νέα εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, ούτε υπήρχε άλλη ευρωπαϊκή δύναμη που θα επιθυμούσε να συγκρουσθεί με τον Μουράτ. Λίγες μέρες μετά τη μάχη πέθανε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ιωάννης Η. Ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης πέρασε στον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ στις 6 Ιανουαρίου 1449.
Δύο χρόνια πριν το θάνατό του, ο Μουράτ συμφώνησε με τον εμίρη του Ντουλγκαντίρ και ο γιος του σουλτάνου, Μωάμεθ, νυμφεύτηκε την κόρη του εμίρη. Έχοντας συμπληρώσει σχεδόν τριάντα χρόνια στο θρόνο της Αδριανούπολης ο Μουράτ πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1451. Έχοντας σταθεροποιήσει την οθωμανική εξουσία στα Βαλκάνια, άφηνε στο διάδοχό του μοναδικό μέλημα τα απομεινάρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Δύο μόλις χρόνια μετά το θάνατό του η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τον Μωάμεθ.
θ. Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1444-1446, 1451-1481)
Ο Μωάμεθ Β΄ (Mehmed II, 30 Μαρτίου 1432 - 3 Μαΐου 1481), γνωστός και ως Μωάμεθ ο Πορθητής και Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ, ήταν ο 8ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος βασίλεψε κατά τα διαστήματα 1444-1446 και 1451-1481. Δύσπιστος, κρυψίνους, ωμός αλλά και ευφυής, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Οθωμανούς σουλτάνους. Γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του σουλτάνου Μουράτ Β΄ και μιας χριστιανής σκλάβας. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και τον πήρε υπό την προστασία της η Μάρα Μπράνκοβιτς, σύζυγος του Μουράτ Β και κόρη του ηγεμόνα των Σέρβων Γεωργίου Μπράνκοβιτς, πράγμα που τον έκενε να τρέφει σε όλη του τη ζωή βαθιά εκτίμηση γι’ αυτήν. Σε ηλικία 11 ετών στάλθηκε ως κυβερνήτης στην Αμάσεια της Μικράς Ασίας, όπως ίσχυε τότε για τους Οθωμανούς πρίγκηπες. Ο Μεχμέτ είχε 7 συζύγους. Την Γκιουλμπαχάρ Χατούν, μητέρα της Γκεβχέρ Σουλτάν, την Γκιουλσάχ Χατούν, την Μουκριμέ Χατούν, μητέρα του Βαγιαζίτ Β', την Τσιτσέκ Χατούν, μητέρα του Τζεμ Σουλτάν, την Ελεν Χατούν, την Άννα Χατούν και την Αλέξια Χατούν.
Τον Αύγουστο του 1444, και αφού ο Μουράτ Β είχε κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα κατά των Δυτικών στην Ευρώπη και των Τουρκομάνων εμίρηδων στη Μικρά Ασία, αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Μωάμεθ Β και να αποσυρθεί στην Μαγνησία της Ιωνίας. Λίγο όμως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο νεαρός Μωάμεθ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ισχυρό αντιτουρκικό σταυροφορικό συνασπισμό στην Ευρώπη και την επανάληψη των συγκρούσεων από τους Καραμανίδες εμίρηδες. Παράλληλα την περίοδο εκείνη ξέσπασε μια ενδοπαλατιανή σύγκρουση μεταξύ των φιλοπόλεμων υπουργών, υπό τον Τουραχάν Μπέη και των διαλλακτικών ειρηνόφιλων, υπό τον πανίσχυρο Μέγα Βεζύρη Χαλίλ Πασά. Τελικά ο Χαλίλ κατάφερε να προκαλέσει εξέγερση των γενιτσάρων κατά του νεαρού Σουλτάνου και της πολιτικής του, που βρισκόταν υπό την επιρροή των φιλοπόλεμων, και να τον αναγκάσει να παραιτηθεί ζητώντας την επιστροφή του Μουράτ Β. Ο Μουράτ κατόρθωσε να περάσει με τον στρατό του τα Στενά, να ηγηθεί της αντεπίθεσης κατά των Σταυροφόρων και να τους νικήσει στη Μάχη της Βάρνας.
Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι το θάνατο του πατέρα του το 1451, οπότε επανήλθε στο θρόνο. Αναφέρεται πως κατά το διάστημα αυτό αρκετές φορές ο Μουράτ εκδήλωσε την επιθυμία να παραιτηθεί αλλά τον απέτρεπε ο Μέγας Βεζύρης. Από τη στιγμή της επιστροφής του στο θρόνο έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και των υπολειμμάτων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αρχικά επιδίωξε να ρυθμίσει όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν. Έτσι μετά από σύντομη εκστρατεία στη Μικρά Ασία, έκλεισε ειρήνη με τους Καραμανίδες. Παράλληλα σύναψε νέα ειρήνη με τους Ούγγρους και ανανέωσε τις συνθήκες με τις ιταλικές δημοκρατίες, πετυχαίνοντας έτσι να απομονώσει το Βυζάντιο από κάθε πηγή ενισχύσεων. Τότε οι Βυζαντινοί διέπραξαν το λάθος να τον εκβιάσουν απειλώντας να ελευθερώσουν τον Οθωμανό πρίγκηπα που κρατούσαν αιχμάλωτο, ζητώντας την καταβολή χρηματικών ποσών. Αμέσως μετά τη ρύθμιση των ανοιχτών μετώπων, ο Μωάμεθ έφτασε στο Βόσπορο και οικοδόμησε ένα κάστρο, το Ρούμελη-Χισάρ (ή λαιμοκοπιά), κλείνοντας έτσι το Βόσπορο για τα εχθρικά πλοία. Επίσης άρχισε την κατασκευή πολλών κανονιών, διαφόρου διαμετρήματος για να καταστρέψει τα χιλιόχρονα τείχη της Πόλης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη οδηγώντας ένα στρατό άνω των 100 χιλιάδων πολεμιστών. Μετά από σύντομη αλλά σκληρή πολιορκία, η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 και επακολούθησε άγρια σφαγή. Γρήγορα όμως ο Μωάμεθ που είχε σαφώς εκδηλώσει την επιθυμία του να καταστήσει την Πόλη πρωτεύουσα του κράτους του άρχισε να την ανοικοδομεί, μεταφέροντας πληθυσμούς από άλλες περιοχές. Αργότερα άρχισε μια σειρά από εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών, του Δεσποτάτου του Μυστρά, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των φραγκικών ηγεμονιών του Αιγαίου. Μέχρι το 1461 σχεδόν όλος εκείνος ο γεωγραφικός χώρος που αποτελούσε τον πυρήνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε ενωθεί πάλι σε ένα νέο τουρκικό πλέον κράτος. Ο Μωάμεθ Β΄ μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453) παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση εκστράτευσε αρκετές φορές κατά των Τουρκομανικών εμιράτων, καταφέρνοντας να καταλύσει την ηγεμονία των Καραμανιδών και να απωθήσει τις ορδές των Ασπροπροβατάδων του Ουζούν Χασάν από τη Μικρά Ασία. Με τις κατακτήσεις του αυτές οι διάδοχοί του βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις δύο άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες της Μέσης Ανατολής, τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και τους Σαφαβήδες της Περσίας. Ο Μωάμεθ νωρίς αντιλήφθηκε την ανάγκη δημιουργίας ισχυρού ναυτικού για να μην εξαρτάται από τις διαθέσεις των ιταλικών δημοκρατιών που κυριαρχούσαν ακόμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διαδικασία αυτή η Γένοβα ήταν ο πιο εύκολος αντίπαλος και γρήγορα κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις κυριότερες θέσεις της (Γαλατάς, Λέσβος, νησιά θρακικού πελάγους, Αίνος, Κάφφα κ.α.). Μετά μάλιστα την κατάκτηση των γενοβέζικων θέσεων στην Κάφφα και στην υπόλοιπη Κριμαία κατάφερε να καταστήσει και το Χανάτο της Κριμαίας υπό την επικυριαρχία του. Ισχυρότερη αντίσταση συνάντησε από τη Βενετία η οποία ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την εκτεταμένη αποικιακή της αυτοκρατορία. Επί των ημερών του διεξήχθη ο Α Βενετο-Τουρκικός πόλεμος (1463-1469) που κατέληξε στη νίκη των Οθωμανών, οι οποίοι κατέλαβαν την Εύβοια, μερικά νησιά του Αιγαίου και κάποιες θέσεις στην Πελοπόννησο. Αργότερα (το 1480), στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει και την Ρόδο από τους Ιωαννίτες Ιππότες.
Παρά τις συνθήκες του με τους Ούγγρους ο Μωάμεθ επιδίωξε να τους απωθήσει από τη βόρεια Βαλκανική, εγκαινιάζοντας έτσι μια μακρά σειρά πολεμικών συγκρούσεων. Αρχικά εισέβαλε στη Σερβία, καταλύοντας την ανεξαρτησία της. Έπειτα εισέβαλε στην Βλαχία και εξουδετέρωσε τον ηγεμόνα Βλαντ Τέπες (γνωστό ως Βλαντ ο Παλουκωτής ή Δράκουλας των Καρπαθίων). Οι επανειλημμένες εκστρατείες του όμως απέτυχαν και τελικά αρκέστηκε στην τοποθέτηση ενός πιστότερου ηγεμόνα, εκθρονίζοντας σε συνεννόηση με ντόπιους άρχοντες τον Βλαντ. Παράλληλα για να εμποδίσει τους Ούγγρους να βοηθήσουν τους Βλάχους εισέβαλε στην Βοσνία καταλαμβάνοντας το Σαράγιεβο. Επίσης επιχείρησε να καταλάβει την Αλβανία, πράγμα που πέτυχε αργότερα, 10 χρόνια μετά το θάνατο του ηγέτη των Αλβανών Γεωργίου Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη, το 1478. Αποκορύφωμα της δράσης του ήταν η επίθεση στην Ιταλία και η κατάληψη του Οτράντο το 1480. Μόνο ο θάνατος στις 3 Μαΐου του 1481 και ενώ ετοίμαζε μια νέα εκστρατεία, τον σταμάτησε από το να ολοκληρώσει τα σχέδιά του που ήταν η κατάκτηση της Ρώμης. Ο Μωάμεθ Β΄ πέθανε στις 3 Μαΐου 1481 σε ηλικία 49 ετών στην περιοχή Μάλτεπε της Κωνσταντινούπολης. Ο θάνατός του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην Ευρώπη, όπου διαδόθηκε η φήμη «ο μεγάλος αετός είναι νεκρός». Τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαγιαζίτ Β΄.