Οι προαναφερόμενες μυθιστορικές παραδόσεις, πλούσιες σε πρόσωπα και γεγονότα, καθιστούν εμφανή την προσπάθεια σύναψης συγγενικών δεσμών εξ αγχιστείας στα αρχαία ελληνικά φύλα, ιδιαίτερα μεταξύ των ηγεμονικών οικογενειών, που μετακινούνταν στον ελλαδικό χώρο και σε απομακρυσμένες ακόμη περιοχές, μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Επιβεβαιώνουν επίσης την μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση του αχαϊκού κόσμου, ιδιαίτερα από τα χρόνια μετά τον Φρίξο και την Έλλη και την συνακόλουθη Αργοναυτική εκστρατεία. Οι παραδόσεις αυτές έχουν διαπλαστεί με συνεχή διαμόρφωση σε μεταγενέστερα χρόνια και σε σημαντικό βαθμό εμπεριέχουν προσθήκες και συμπληρώσεις, που είχαν σκοπό να προβάλλουν το ένδοξο παρελθόν των ηγεμόνων πόλεων-κρατών που κατά καιρούς αναδεικνύονταν στο προσκήνιο της ιστορίας, γεγονός που είναι αιτία της ύπαρξης πολλών εκδοχών για το ίδιο (πραγματικό κατά κανόνα συμβάν) και ασφαλώς δεν μειώνει την αναξιοπιστία, που αναπόφευκτα προκύπτει από τη ροπή για εξιδανικεύσεις και υπερβολές της φαντασίας που τις χαρακτηρίζει. Στα πλαίσια αυτά μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι τα κεντρικά σημεία των μύθων αφορούν «επώνυμους ήρωες», γενάρχες επιμέρους φυλών και ιδρυτές πόλεων, από τους οποίους ιδιαίτερα προβλήθηκαν οι θεωρούμενοι «εθνικοί ήρωες» των πόλεων που άσκησαν ηγεμονική επιρροή: Ο Ηρακλής, ήρωας των Δωριέων με επίκεντρο τη Σπάρτη, ο Θησέας, ήρωας των Ιώνων ιδιαίτερα της Αθήνας, ο Αχιλλέας, ήρωας των Αιολέων και Αχαιών που πρόβαλλαν οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες στα χρόνια της ακμής τους και ο Αινείας, ήρωας και γενάρχης προβαλλόμενος από τους Ρωμαίους από την εποχή της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού και εντεύθεν. .
Στις μυθιστορικές παραδόσεις ο Καύκασος, ως περιοχή ενδιαφέροντος των Ελλήνων, μνημονεύεται μόνο στο μύθο του Προμηθέα Δεσμώτη, που δεν αποκλείεται να αντανακλά κάποιο αμυδρό απόηχο καταγωγής από εκείνα τα μέρη, η οποία πιθανολογείται κυρίως με βάση γλωσσολογικές παρατηρήσεις, που παρέχουν ενδείξεις για ύπαρξη ινδοευρωπαϊκής γλώσσας από την οποία κατάγεται και η ελληνική. Κατά τα άλλα από τις παραδόσεις αυτές δεν επιβεβαιώνεται η είσοδος πληθυσμών στην Ελλάδα στα πλαίσια κάποιας γενικότερης μετακίνησης ινδοευρωπαϊκών φυλών, αλλά επισημαίνεται απεναντίας αντίθετη κίνηση πληθυσμών και ηγεμόνων από την Ελλάδα προς άλλες περιοχές. Στους μύθους αναφέρονται περιπτώσεις εγκατάστασης επήλυδων ηγεμόνων (που υποδηλώνουν ταυτόχρονη έλευση πληθυσμιακών ομάδων) από άλλες περιοχές στην Ελλάδα, όπως της Ευρώπης, του Δαναού και του Κάδμου, αλλά αυτές αφορούν επαναπατρισμούς απογόνων κατοίκων της Ελλάδας που ξενιτεύτηκαν, όπως στην προκειμένη περίπτωση η Ιώ. Έτσι, αφού και η αλλοδαπή προέλευση του Πέλοπα αμφισβητείται από άλλη εκδοχή μύθου, που τον παρουσιάζει αυτόχθονα της Αχαΐας, απομένει μόνο η περίπτωση του Πρωτέα, για τον οποίο οι μύθοι αναγνωρίζουν ότι προήλθε από την Αίγυπτο (ως συνοδός του παλιννοστούντος Κάδμου), αλλά νυμφεύτηκε κάτοικο της Ελλάδας (τη Χρυσονόη από τη Σιθωνία) και «ελληνοποιήθηκε». Για την αντίθετη περίπτωση κίνησης, με αρχική κοιτίδα (όχι τον Καύκασο αλλά) την Θεσσαλία, πατρίδα των μεγάλων γεναρχών Ιαπετού, Προμηθέα και Δευκαλίωνα, που συμβατικά μπορούν να τοποθετηθούν χρονικά στην εποχή της ακμής του Σέσκλου (~7000 π.Χ.) μετά τον κατακλυσμό που προκάλεσε ο 1ος κομήτης Tollman (~7460 π.Χ.) άξια προσοχής είναι η ακόλουθη σειρά μετοικήσεων:
- Ο Μίνως (~3050, κατά την εκδοχή που τον ταυτίζει με σειρά βασιλέων των Ετεοκρητών) από την Κρήτη, βασίλεψε στην Αίγυπτο (ταυτιζόμενος πιθανώς με τον Μήνη).
- Ο Άπις Φορωνέως (~1750) από το Άργος, βασίλεψε στην Αίγυπτο, λατρεύτηκε εκεί ως θεός Άπις και μετεξελίχτηκε σε Σέραπι.
- Ο Έπαφος γιος της Ιούς (~1600) βασίλεψε στην Αίγυπτο με σύζυγο τη Μέμφιδα.
- Ο Βήλος, εγγονός της Ιούς (~1530) βασίλεψε στη Φοινίκη (ταυτιζόμενος πιθανώς με τη σειρά των βασιλέων της περιοχής που είχαν το όνομα Βάαλ)
- Ο Τεύκρος (~1480) από την Κρήτη, βασίλεψε στην Τρωάδα.
- Ο Οίνωτρος (~1450) από την Αρκαδία, βασίλεψε στη Ν.Ιταλία.
- Ο Δάρδανος (~1450) από την Αρκαδία, βασίλεψε στην Τρωάδα.
- Ο Σαρπηδών (~1450) αδελφός του Μίνωα από την Κρήτη, βασίλεψε στην Λυκία.
- Ο Βελλεροφόντης (~1350) από την Κόρινθο, βασίλεψε στη Λυκία.
- Ο Πέρσης (~1310), γιος του Περσέως από τις Μυκήνες, βασίλεψε στην Περσία.
- Ο Τήλεφος (~1210), γιος του Ηρακλή, από την Αρκαδία, βασίλεψε στη Μυσία.
- Ο Αγέλαος (~1210), γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης, βασίλεψε στη Λυδία.
- Ο Μήδος (~1220), γιος του Αιγέως και της Μήδειας, από την Αθήνα, βασίλεψε στη Μηδία.
- Ο Ιόλαος και οι γιοι του Ηρακλή από τις Θεσπιάδες (~1200) από τη Βοιωτία, βασίλεψαν στη Σαρδηνία.
- Ο Ρώμος (~1100), γιος του Τηλέμαχου, από την Κεφαλληνία, βασίλεψε στη Ρώμη ως ιδρυτής της.
- Ο Περσέπολις (~1100), γιος του Τηλέμαχου από την Κεφαλληνία, βασίλεψε στην Περσία.
Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν ότι οι αρχαίες παραδόσεις θεωρούσαν τους Έλληνες όχι μόνο γηγενείς στον τόπο τους, αλλά και γενάρχες ή οικιστές στο σύνολο του τότε γνωστού κόσμου, από την Περσία μέχρι την Ευρώπη, περιλαμβανομένης της Αιγύπτου και της Φοινίκης. Η αξίωση αυτή, ως πολιτικό επιχείρημα, εξυπηρετούσε ασφαλώς τους Έλληνες ηγεμόνες που διοικούσαν πράγματι στα χρόνια μετά τον Μ.Αλέξανδρο, αυτή την εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή, όταν είχαν και την ισχύ που τους έδινε η εξουσία τους για να «κατασκευάσουν» θεωρίες που εξυπηρετούσαν τους στόχους τους. Ως θεωρία καταγωγής των εθνών, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη θεωρία της ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, η οποία κυρίως υποστηρίζεται από τους ακαδημαϊκούς κύκλους των πανεπιστημίων που «παράγουν γνώση» στο σύγχρονο Δυτικό Κόσμο (οποιοδήποτε νόημα ή στόχο μπορεί να έχει αυτή η φράση). Είναι όμως άκρως ενδιαφέρον να ακολουθήσει κανείς την γραμμή των σκέψεων στις οποίες οδηγεί αυτή η εκδοχή και να ιχνηλατήσει κάποια τεκμήρια που θα μπορούσαν να την στηρίξουν:
(1) Η ελληνική γλώσσα είναι δομημένη, με ιεραρχία ανάπτυξης, που από απλούς φθόγγους οδηγεί στη δημιουργία σύνθετων λέξεων, με τρόπο που φαίνεται να παρουσιάζει αυτάρκεια (π.χ. από το φθόγγο "α" που δηλώνει "επίθεση" προκύπτουν οι λέξεις άγω, άγημα, καθηγητής, αγησίλαος, αγώνας, αγωνία κλπ). Μπορούν να εντοπιστούν 22 τέτοιοι βασικοί φθόγγοι, από τους οποίους με γλωσσοπλαστικούς μηχανισμούς, που δεν είναι του παρόντος να εξηγηθούν αναλυτικά, παράγονται όλες οι ελληνικές λέξεις.
(2) Σε αντίθεση με όσα έχουν υποστηριχθεί στο παρελθόν από ορισμένους ετυμολόγους και ιστορικούς, δεν υπάρχουν (σε ουσιώδη βαθμό) στην αρχαία ελληνική γλώσσα εμφανώς εξωγενείς λέξεις, οι οποίες έχουν ληφθεί αυτούσιες από άλλη γλώσσα για αυθαίρετη ονομασία κάποιου αντικειμένου (χωρίς αιτιώδη σχέση με το σημαινόμενο, όπως οι νεότερες αγγλογενείς λέξεις τρανζίστορ, λέϊζερ κλπ). Βασικές λέξεις όπως «ύδωρ» και «πυρ», που προβάλλονται ως ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, υπακούουν στον προαναφερόμενο κανόνα της αιτιώδους παραγωγής από βασικούς φθόγγους (ύδωρ < ύω [=βρέχω] + δα [=γη] = νερό {διότι πέφτει ως βροχή στη γη}, πυρ < φυσώ >φυρ >πυρ [διότι χωρίς φύσημα ούτε ανάβει ούτε διατηρείται φωτιά]).
(3) Για την ελληνική γλώσσα επομένως η ύπαρξη ινδοευρωπαϊκής «προγονικής» γλώσσας δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την κατανόηση των κανόνων σχηματισμού της. Με δεδομένη την ύπαρξη χιλιάδων λέξεων ελληνικής προέλευσης που πέρασαν στα λατινικά και στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, θα μπορούσε νε σκεφτεί κανείς ότι μητρική γλώσσα της ιαπετικής (καυκάσιας) φυλής (και οι δύο ονομασίες είναι ελληνικής προέλευσης) είναι η ελληνική και όχι η (υποτιθέμενη) ινδοευρωπαϊκή.
(4) Τα τοπωνύμια και οι ονομασίες βουνών και ποταμών του αρχαίου κόσμου (που διατηρούνται μέχρι σήμερα), από τον Δούναβη μέχρι τον Νείλο και από τους Κέλτες μέχρι τους Βαβυλώνιους, τους Πέρσες και τους Μήδους, περιλαμβανομένων και των τριών ηπείρων (Ευρώπη, Ασία, Λιβύη / Αφρική, αλλά και των νεότερων Αμερική, Αυστραλία, Αρκτική, Ανταρκτική) είναι ελληνικής προέλευσης. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η ελληνικότητα των τοπωνυμίων της Αιγύπτου όπως Θίνις, Μέμφις, Θήβα, Άβυδος, Ασουάν (<Νάουσα), Ηρακλεόπολις, Ηλιούπολις, Βούβαστις, Ναύκρατις, Πηλούσιο, Σουέζ (< Ζευς με γραφή βουστροφηδόν) και Σαΐς (<Δίας με γραφή βουστροφηδόν).
(5) Ανθρωπολογικές μελέτες των γενετικών φυλετικών στοιχείων, όπως: ύψος, πλάτος προσώπου, χρώμα δέρματος, σχήμα ματιών, παρέχουν ενδείξεις για αδιάκοπη βιολογική συνέχεια των Ελλήνων καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών και προϊστορικών εποχών, που ανάγονται στη Μεσολιθική και Παλαιολιθική Εποχή (μέχρι 15.000-30.000 έτη π.Χ.). Η ιστορική συνέχεια επιβεβαιώθηκε και από τη σύγκριση των μετρήσεων των κρανίων των σημερινών κατοίκων με αυτές των αρχαίων ελληνικών κρανίων που στατιστικά δεν δείχνουν διαφορές. Από τις μελέτες αυτές τεκμαίρεται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδος είναι ουσιαστικά ιθαγενής και ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι, σε αξιοσημείωτο βαθμό, απόγονοι των αρχαίων κατοίκων που έζησαν σ’ αυτή την γεωγραφική περιοχή.
(6) Μελέτες των γενετικών δεικτών του DNA δείχνουν ότι:η γενετική ταυτότητα των σημερινών Ελλήνων, βάσει 270.000 δεικτών DNA, έχει ως εξής:
11% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 51-23.000 π.Χ.
59% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 23—11.500 π.Χ.
20% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 11—8.000 π.Χ.
Μόλις 10% του DNA τους δημιουργήθηκε μετά το 1500 π.Χ.
Αυτό σημαίνει ότι (αθροίζοντας τα τρία πρώτα ποσοστά και υποθέτοντας ότι μισό από το τέταρτο είχε δημιουργηθεί πριν από τα κλασικά χρόνια) τουλάχιστον 95% του DNA των σύγχρονων Ελλήνων είναι ακριβώς ίδιο με το DNA των κατοίκων της εποχής του Περικλή --- μια γενετική καθαρότητα άκρως εντυπωσιακή, ιδιαίτερα σε αντιπαράθεση με θεωρίες, όπως του Φαλμεράϊερ, που υποστηρίζουν άστοχα το αντίθετο. Επιπλέον αυτών ποσοστό 10% - 22% των γενετικών δεικτών κάθε ατόμου που εξετάστηκε, είναι κοινό με τους δείκτες των κατοίκων της Ιταλίας (ειδικά στη Σικελία 37%) και της Μ.Ασίας (γεγονός αναμενόμενο αφού εκεί κατοικούσαν Έλληνες από τα αρχαιότατα χρόνια). Μεγαλύτερο ποσοστό “καθαρότητας” υπάρχει στα νησιά του Αιγαίου, την ανατολική Πελοπόννησο και τη νότια Θεσσαλία. Αντίθετα η περίπτωση εισδοχής γενετικών χαρακτηριστικών στο DNA των συγχρόνων Ελλήνων από Τούρκους η Σλάβους, δεν ανιχνεύτηκε ούτε σε ελάχιστο ποσοστό στις σχετικές μελέτες.
Η θεωρία αυτή που αναδεικνύει την Ελλάδα «μητέρα» των λαών, τοποθετώντας τους Έλληνες στο κέντρο του κόσμου, καταρχήν δεν θα μπορούσε να ξενίζει, αφού και από γεωγραφική άποψη η Ελλάδα είναι πράγματι «ο ομφαλός της γης» (όπως ονομάζονταν οι Δελφοί), με την έννοια ότι βρίσκεται στο κέντρο ομόκεντρων κύκλων που περιλαμβάνουν το μέγιστο της ξηράς της υδρογείου. Αλλά και από ιστορική άποψη δεν είναι άτοπο να αποδοθεί στον ελληνικό πολιτισμό κεντρικός ρόλος, αφού είχε πράγματι εκτεταμένη πολιτική εξουσία επί 3500 χρόνια (αν αφετηρία πολιτικής ισχύος των Ελλήνων θεωρήσουμε τα χρόνια της ακμής των Ετεοκρητών και πέρας την πτώση της Κωνσταντινούπολης). Τέτοιες όμως θεωρίες μπορούν να γίνουν ευρύτερα αποδεκτές μετά από διεργασίες αρχαιολογικών ερευνών, αλλά και ιδεολογικών ζυμώσεων, τα αποτελέσματα των οποίων μπορεί να προβλεφτεί ότι θα είναι υπό συζήτηση επί πολύ χρόνο στο μέλλον.
Στις επόμενες παραγράφους επιχειρείται να αναδειχτεί ιδιαίτερα, μέσα από τους μύθους, με όση προσέγγιση είναι εφικτή και από ενδείξεις πραγματικών γεγονότων, ο ρόλος που διαδραμάτισαν κάποιες επιμέρους ομάδες πληθυσμών, όπως οι Δαναοί, οι Καδμείοι, οι Περσείδες και οι Πελοπίδες, οι οποίοι, αναφερόμενοι από τον Όμηρο με κοινό όνομα Αχαιοί, ήταν πρωταγωνιστές των εξελίξεων κατά την περίοδο που εξετάζουμε.
Η Ιώ (<ίω υποτακ. του είμι [= έρχομαι, πηγαίνω]) σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκδοχές μύθων, ήταν θυγατέρα του Ίασου (~1640), βασιλιά του Άργους, γιου του Τρίοπα και απογόνου του Ίναχου (~1800). Μητέρα της ήταν η Λευκάνη και θείος της ο Αγήνορας Α που βασίλεψε στο Άργος μετά τον αδελφό του Ίασο. Ήταν ιέρεια της Ήρας, έγινε ερωμένη του Δία και η περιπέτειά της άρχισε, όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση. Τότε ο Ζευς, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, την μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Η Ήρα όμως υποχρέωσε τον Δία να αρνηθεί, με όρκο («αφροδίσιος όρκος»), την παράνομη σχέση του και να της παραδώσει την ωραία αγελάδα, πράγμα που εκείνος αναγκάστηκε να κάνει. Η Ήρα εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της αγελάδας στον πανόπτη Άργο, που αγρυπνούσε εναλλάξ με τα 500 από τα 1.000 μάτια του. Η Ιώ περιπλανήθηκε ως αγελάδα στην περιοχή γύρω από τις Μυκήνες και κατόπιν πέρασε στην Εύβοια. Τότε ο Ερμής, με παραίνεση του Δία, αποκοίμισε με τη γοητεία του αυλού όλα τα μάτια του Άργου, και ενώ κοιμόταν τον αποκεφάλισε, απελευθερώνοντας έτσι την Ιώ.
Η Ήρα όμως δεν παραιτήθηκε από την εκδίκησή της και έστειλε έναν οίστρο (μύγα των βοδιών) για να την βασανίζει. Η Ιώ καταδιωκόμενη από τον οίστρο άρχισε να περιπλανιέται σε όλη την Ελλάδα. Διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που πήρε το όνομά του από αυτήν), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, έφθασε στον Προμηθέα που ήταν δεμένος στον Καύκασο, διέτρεξε την ακτή της Μαύρης Θάλασσας (που εξαιτίας της μετέβαλε την ονομασία της, από Άξενος Πόντος σε «Εύξεινος» [=καλός για τους ξένους]), διήλθε από τον Βόσπορο (που πήρε επίσης το όνομά του από αυτήν (<βους+πόρος = πέρασμα βοδιού) και τελικά κατέληξε στην Μέμφιδα της Αιγύπτου όπου γέννησε τον Έπαφο, τον γιο της από τον Δία, ο οποίος, όχι μόνο (κατά το μύθο) βασίλεψε στην Αίγυπτο, αλλά και μέσω της κόρης του Λιβύης και των εγγονών του Βήλου και Αγήνορα Β, έμελλε να γίνει ο κοινός πρόγονος των εν συνεχεία βασιλικών οίκων του Άργους (Δαναός Βήλου), της Σπάρτης (Λέλεξ Λιβύης), της Θήβας (Κάδμος Αγήνορος), της Κρήτης (Μίνωας Ευρώπης), αλλά και της Αιγύπτου (Αίγυπτος Βήλου), της Φοινίκης (Φοίνιξ Αγήνορος), της Αιθιοπίας (Κηφεύς Βήλου) και της Κιλικίας (Κίλιξ Αγήνορος).
Η πραγματική βάση του μύθου, που είναι ενδεικτικός της πρωτοβουλίας που μπορούσαν να αναπτύξουν οι γυναίκες εκείνα τα χρόνια και της υψηλής θέσης τους στην αχαϊκή / ελληνοπελασγική κοινωνία, είναι ότι η Ιώ, που, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και τηρουμένων των αναλογιών, αναδεικνύεται σε μία από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες όλων των εποχών, ταξίδεψε με πλοίο που προμετωπίδα στην πλώρη είχε μία αγελάδα σε διάφορες περιοχές, όχι αναγκαστικά εξαιτίας της παράνομης εγκυμοσύνης της, και τελικά γέννησε το νόθο παιδί της στην Αίγυπτο, αποκτώντας πολλούς απογόνους (πιθανώς Ίωνες) που είχαν ηγεμονική θέση στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρασία μέχρι την Αίγυπτο.
Η Ευρώπη (ευρύς + ώπις = αυτή που έχει πλατύ, στρογγυλό πρόσωπο με μεγάλα μάτια) ήταν τρισέγγονη της Ιούς, κόρη του Αγήνορα Β, ο οποίος γεννήθηκε στη Φοινίκη, από τη Λιβύη, κόρη του Έπαφου γιου της Ιούς. Μητέρα της ήταν η Τηλέφασσα και αδελφοί της ο Κάδμος (μετέπειτα βασιλεύς της Θήβας), ο Κίλιξ (μετέπειτα βασιλεύς της Κιλικίας) και ο Φοίνιξ (μετέπειτα βασιλεύς της Φοινίκης). Σημειωτέον ότι η Λιβύη Έπαφου, από τις σχέσεις της με τον Ποσειδώνα, εκτός από τον Αγήνορα, είχε δύο ακόμα γιους (θείους της Ευρώπης), τον Λέλεγα, πρώτο βασιλιά της Σπάρτης, και τον Βήλο, του οποίου παιδιά ήταν ο Δαναός (μετέπειτα βασιλεύς του Άργους) και ο Αίγυπτος (του οποίου οι γιοι νυμφεύτηκαν τις κόρες του Δαναού και ένας από αυτούς, ο Λυγκεύς, βασίλεψε στο Άργος). Οι σχέσεις της με τον Δία άρχισαν μια μέρα που μάζευε με τις φίλες της άνθη σε ένα αγρό στην ακρογιαλιά της Τύρου ή της Σιδώνας, οπότε την είδε ο Δίας και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Για να την πλησιάσει μεταμορφώθηκε σε κάτασπρο ταύρο. Βλέποντας η Ευρώπη τον ήσυχο ταύρο, πήγε κοντά του, τον χάιδεψε λίγο και, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν αγριεύει, κάθισε πάνω στη ράχη του. Αυτό περίμενε και ο Δίας, οπότε, γρήγορος σαν αστραπή, έπεσε στη θάλασσα ώστε να μην προλάβει η Ευρώπη να κατεβεί. Από τη Φοινίκη ο ταύρος-Δίας κολύμπησε ως την Κρήτη, όπου βγήκε στην Γόρτυνα. Εκεί, αφού φανέρωσε στην Ευρώπη ποιος ήταν, ενώθηκε μαζί της και απέκτησαν τρία τουλάχιστον παιδιά: τον Μίνωα (βασιλιά της Κνωσού), τον Ραδάμανθυ (βασιλιά της Φαιστού) και τον Σαρπηδόνα (βασιλιά της Λυκίας). Στο σημείο αυτό οι κάτοικοι της Γόρτυνας λάτρευαν έναν ιερό πλάτανο, όπου έκαναν θυσία. Ο Δίας χάρισε στην Ευρώπη τρία δώρα: τον Τάλω (έναν άγρυπνο μεταλλικό γίγαντα-φύλακα που αργότερα προστάτευε την Κρήτη από κάθε επιδρομή), ένα κυνηγόσκυλο που δεν έχανε ποτέ το θήραμά του και ένα όπλο που δεν αστοχούσε ποτέ.
Μετά από αυτά, ο Δίας αποκατέστησε την Ευρώπη παντρεύοντάς τη με τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα (~1480), γιο του Τεκτάμου. Ο Αστερίων δεν απέκτησε παιδιά με την Ευρώπη, αλλά υιοθέτησε τα τέκνα του Δία. Μετά το θάνατό της, η Ευρώπη τιμήθηκε ως θεά με το όνομα Ελλωτίς και ο ταύρος απαθανατίστηκε ως ο ομώνυμος αστερισμός. Υπήρχε και γιορτή, τα «Ελλώτια», κατά την οποία περιέφεραν τα οστά της στολισμένα με μύρτους. Η λατρεία της διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα. Στο Πήλιο υπήρχε το «Λουτρόν της Ευρώπης». Η θεσσαλική πόλη Γυρτώνη ή Γυρτών είναι παραλλαγή της Γόρτυνος, του κέντρου της λατρείας της Ευρώπης στην Κρήτη. Από τον Όλυμπο πήγαζε ομώνυμό της ποτάμι, ο Εύρωπος. Ο Θάσος αναφερόταν ως αδελφός της Ευρώπης, όπως και οι Ρινέας και Σύρος, διότι γενικά οι ελληνικές πόλεις ήθελαν να έχουν κάποια σχέση μαζί της.
Οι παραδόσεις αυτές συμπληρώνουν την εικόνα των απογόνων της Ιούς (Ιώνων), με το μύθο της οποίας έχουν αρκετές αναλογίες. Θέμα και εδώ είναι οι εξώγαμες περιπέτειες μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να εκπατριστεί, πιθανώς με εθελούσια απαγωγή, με πλοίο του οποίου προμετωπίδα ήταν ένας ταύρος και κατάληξε να γίνει σύζυγος βασιλιά και γενάρχης βασιλικού οίκου.
Ο Δαναός (<Δα [ = Δη = Γη] + ναός [<ναίω = κατοικώ, διαμένω] = γηγενής) ήταν τρισέγγονος της Ιούς, γιος του Βήλου και της Αγχιρρόης κόρης του Νείλου. Ο Βήλος ήταν άρχοντας (κατά το μύθο βασιλεύς) σε περιοχή της Αιγύπτου, γιος της Λιβύης, κόρης του Έπαφου και της Μέμφιδας, από τις σχέσεις της με τον Ποσειδώνα, από τις οποίες η Λιβύη απόκτησε και άλλα παιδιά, τον Αγήνορα βασιλιά της Φοινίκης και τον Λέλεκα βασιλιά της Σπάρτης. Αδελφοί του Δαναού (γιοι του Βήλου) ήταν ο Αίγυπτος, ο Κηφέας, βασιλεύς της Αιθιοπίας, πατέρας της Ανδρομέδας και ο Φινέας, θείος και μνηστήρας της Ανδρομέδας που αναφέρονται παρακάτω στο μύθο του Περσέα. Πριν πεθάνει ο Βήλος όρισε τον Δαναό βασιλιά της Λιβύης, όπου και ίδρυσε το ιερό του Άμμωνος, και τον Αίγυπτο βασιλιά της Αραβίας. Ο Αίγυπτος απέκτησε 50 γιους και ο Δαναός 50 κόρες, τις Δαναΐδες, από τις γυναίκες που παντρεύτηκε (Πιερία, Αντινόη, Τεγέα και Κασσιέπεια). Όμως ο Δαναός φοβούμενος τους 50 γιους του Αίγυπτου ναυπήγησε πλοίο με 50 κουπιά, και με αυτό έφυγε μαζί με τις κόρες του (~1500). Πρώτα πήγαν στη Λίνδο της Ρόδου (αποικία των Αργείων) όπου ο Δαναός ίδρυσε το ιερό της Λινδίας Αθηνάς και τελικά αποβιβάστηκαν στο χωριό Απόβαθμοι (το σημερινό Κιβέρι του Νομού Αργολίδας) απ’ όπου ο Δαναός ανέβηκε στο Άργος, όπου βασιλεύς ήταν ο άτεκνος και γηραιός Γελάνωρ, γιος του Σθενέλα. Όταν έφτασε εκεί, ο Δαναός ζήτησε να του παραδώσουν το θρόνο, στον οποίο είχε κληρονομικά δικαιώματα, αφού η προγιαγιά του Ιώ, ήταν απόγονος του πρώτου βασιλιά Ινάχου του Άργους. Οι Αργείοι επιφυλάχθηκαν να απαντήσουν και έθεσαν το θέμα σε δημοψήφισμα, αλλά ενώ αναμενόταν η απάντηση του λαού, ένας λύκος μπήκε στην πόλη και επιτέθηκε σε ταύρο που ζούσε μέσα σε αυτή. Οι Αργείοι παρακολούθησαν την πάλη των δύο ζώων, όπου τελικά ο ταύρος νικήθηκε και κατασπαράχτηκε από τον λύκο. Οι κάτοικοι του Άργους, θεώρησαν το αποτέλεσμα οιωνό ευνοϊκό για τον Δαναό και του παραχώρησαν το βασίλειο, με τη σύμφωνη γνώμη του Γελάνορα.
Ως βασιλεύς ο Δαναός έχτισε στο Άργος το ναό του Λυκείου Απόλλωνα, όπου αφιέρωσε γλυπτό που παρίστανε την πάλη των δύο ζώων και την Αρτέμιδα που πετούσε πέτρες στον ταύρο και αφιερώθηκε στην εκπαίδευση των Αργείων, στα γράμματα, στην εξόρυξη πηγαδιών και στην καλλιέργεια και άρδευση των αγρών. Κάποτε όμως κατέφθασαν στο Άργος οι 50 γιοι του αδελφού του, που ζήτησαν να παντρευτούν τις 50 κόρες του. Παρά τις υπάρχουσες αντιρρήσεις ακολούθησε ομαδικός γάμος, αλλά την πρώτη νύχτα του γάμου οι Δαναΐδες έσφαξαν τους συζύγους τους με μικρά ξίφη που τους είχε δώσει ο πατέρας τους. Ο μόνος γιος του Αίγυπτου που γλίτωσε, διότι η σύζυγός του Δαναΐδα Υπερμήστρα τον ερωτεύθηκε και τον φυγάδευσε, ήταν ο Λυγκεύς που διαδέχτηκε τον Δαναό στο θρόνο, αφού εκείνος βασίλευσε ως τα βαθιά γεράματα. Οι απόγονοί τους ονομάζονταν Δαναοί, επώνυμο που χρησιμοποιήθηκε στα ομηρικά έπη για το χαρακτηρισμό όλων των Ελλήνων που μετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο, και απ’ αυτούς ονομαστότεροι ήταν ο Περσέας (αρχηγέτης του γένους των Περσειδών, που αποτελούσαν υποσύνολο των Δαναών) και ο Ηρακλής (γενάρχης των Ηρακλειδών, που ήταν υποσύνολο των Περσειδών).
Ο Κάδμος (<ακάδημος <εκάδημος <εκεί + δήμος = μακρινός δήμος) ήταν γιος του Αγήνορα Β (βασιλιά της Φοινίκης ~1500) και της Τηλέφασσας, αδελφός του Φοίνικα, του Κίλικα και της Ευρώπης και εξάδελφος του Δαναού (αφού ο Αγήνωρ και ο Βήλος ήταν αδέλφια, παιδιά της Λιβύης από τον Ποσειδώνα). Είχε επίσης συγγενικό δεσμό με τον αρχαίο οικιστή και βασιλιά της Αττικοβοιωτίας Ωγύγη, γεγονός που εξηγεί την επιλογή της Θήβας για την μετοίκησή του. Όταν ο Δίας απήγαγε την Ευρώπη, ο Κάδμος αναχώρησε από τη Φοινίκη (~1500) αναζητώντας την αδερφή του, αλλά το Μαντείο των Δελφών τον συμβούλευσε να σταματήσει το ψάξιμο, να ακολουθήσει μια αγελάδα και να ιδρύσει μια νέα πόλη στον τόπο όπου θα σταματήσει η αγελάδα. Έτσι ιδρύθηκε η πόλη των Θηβών, όπου κάποτε ο Κάδμος σκότωσε ένα δράκοντα που προστάτευε μια πηγή στη γύρω περιοχή. Ο δράκοντας όμως ήταν γιος του Άρη και της Νύμφης Τέλφουσας και έτσι ο Κάδμος υποχρεώθηκε να υπηρετήσει ως δούλος τον Άρη για ένα χρόνο. Με εντολή του θεού ο Κάδμος έσπειρε τα μισά δόντια του δράκου σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν «Σπαρτοί». Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε (ο Εχίων, ο Χθόνιος, ο Ουδαίος, ο Υπερήνωρ και ο Πέλωρ), που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας. Ως ανταμοιβή ο θεός του έδωσε για σύζυγό του την κόρη του, Αρμονία (αδελφή του Δαρδάνου). Ο Κάδμος δώρισε στη γυναίκα του ένα πέπλο φτιαγμένο από την Αθηνά και ένα περίφημο περιδέραιο, γνωστό ως περιδέραιο της Αρμονίας, έργο του Ηφαίστου.
Παιδιά του Κάδμου και της Αρμονίας ήταν η Σεμέλη (μητέρα του θεού Διονύσου), η Ινώ (μητέρα του Μελικέρτη), η Αυτονόη (μητέρα του Ακταίωνα), η Αγαύη (μητέρα του Πενθέα και ο Πολύδωρος, πατέρας του Λαβδάκου και απόγονοί τους (Καδμείοι) όλοι η σειρά των βασιλέων μέχρι τον Οιδίποδα και τα παιδιά του (Αντιγόνη, Ισμήνη, Ετεοκλής, Πολυνείκης). Στα γεράματά τους ο Κάδμος και η Αρμονία εγκατέλειψαν τη Βοιωτία, αφήνοντας στο θρόνο στον εγγονό τους Πενθέα, και πήγαν να περάσουν τα ύστερα χρόνια τους κοντά στους Ιλλυριούς.
Ο Βελλεροφόντης (<βέλεμνον [= βελόνη, βέλος] + φόντης [<φονεύω] = φονιάς με βέλη, με αρχικό όνομα Ιππόνοος), ήταν αιολεύς, γιος του βασιλιά της Κορίνθου Γλαύκου (γιου του Σίσυφου, που ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου) και της Ευρυνόμης (θυγατέρας του Νίσου, βασιλιά των Μεγάρων). Μετά από κάποιο φόνο για τον οποίο κατηγορήθηκε, εξορίστηκε από την Κόρινθο και κατέφυγε στην γειτονική Τίρυνθα, στην αυλή του βασιλιά Προίτου, όπου τον ερωτεύτηκε η βασίλισσα Σθενέβοια. Ο Βελλεροφόντης την απόκρουσε και εκείνη τον κατηγόρησε στον σύζυγό της, ο οποίος, θέλοντας να τον απομακρύνει από την Τίρυνθα, τον έστειλε στον πεθερό του Ιοβάτη, βασιλιά της Λυκίας στη Δυτική Μικρά Ασία, δίνοντάς του ένα κλειστό γράμμα, στο οποίο ο αποστολέας Προίτος παράγγελνε στον αποδέκτη να φονεύσει τον φέροντα.
Ο βασιλιάς Ιοβάτης του ανάθεσε τρεις επικίνδυνες αποστολές:
1.Να αντιμετωπίσει τους Σόλυμους, ληστρικό λαό, στα ανατολικά σύνορα του βασιλείου της Λυκίας, τους οποίους και κατατρόπωσε.
2.Να αντιμετωπίσει τις Αμαζόνες, τον θρυλικό πολεμοχαρή λαό της Μικράς Ασίας που τον αποτελούσαν μόνον γυναίκες, που επίσης συνέτριψε.
3.Να αντιμετωπίσει την Χίμαιρα, φοβερό διπλοειδές τέρας που το εμπρόσθιο μέρος του ήταν λέοντας και το οπίσθιο ήταν δράκοντας, την οποία ο Βελλεροφόντης κατάφερε να σκοτώσει, ιππεύοντας τον Πήγασο, πτερωτό ίππο από την πηγή Πειρήνη της Κορίνθου.
Τέλος αφού εξόντωσε και επιφανείς Λύκιους που του έστησαν ενέδρα (με διαταγή του Ιοβάτη) επέστρεψε θριαμβευτής στην Λυκία όπου ο βασιλιάς αναγκάστηκε να του προσφέρει τη διαδοχή του βασιλείου του και τη θυγατέρα του Αμφίκλεια (ή Φιλονόη) ως σύζυγο, από την οποία απόκτησε δύο γιούς: τον Ιππόλοχο και τον Ίσανδρο. Γεμάτος έπαρση για τη δύναμή του, ο Βελλεροφόντης αποφάσισε να ανέβει στον ουρανό (ή στον Όλυμπο) με το φτερωτό άλογό του για να ανακαλύψει την κατοικία των θεών. Τότε ο Δίας, εξοργισμένος από το θράσος του, του έριξε κεραυνό με αποτέλεσμα ο Βελλεροφόντης να πέσει από το άλογό του και να μείνει ανάπηρος, χάνοντας τόσο τη βασιλική αρχή όσο και τον Πήγασο (που του «τον πήραν οι θεοί»). Μετά από αυτά εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία και επέστρεψε στην Ελλάδα όπου, αφού περιπλανήθηκε αρκετά, φτωχός και δυστυχισμένος, σύμφωνα με μία ασαφή αναφορά στην Ιλιάδα, λίγο πριν το θάνατό του, κατέφυγε στην Καλυδώνα, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Οινέα.
Ο μύθος, που παρουσιάζει αναλογίες με τον επόμενο μύθο του Περσέα, του οποίου ο Βελλεροφόντης προηγήθηκε κατά δύο γενιές, είναι δηλωτικός εγκαταστάσεων (αιολικών) πληθυσμών από την Ελλάδα στη Μ.Ασία από αρκετά πρώιμα χρόνια. Ο Πήγασος εμφανώς ήταν πλοίο με προμετωπίδα ένα φτερωτό άλογο και η Χίμαιρα έχει σχέση με προσπάθειες περιορισμού και εκμετάλλευσης των ηφαιστείων του τόξου της Λήμνου και της Θάσου και άλλες εξερευνήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Βελλεροφόντης τραυματίστηκε σοβαρά και τελικά πέθανε.
Ο Περσέας (<πέρθω [=κατακτώ, {>έπερσα, πέρσις] = κατακτητής) ήταν γιος της Δανάης, κόρης της Ευρυδίκης και του βασιλιά του Άργους Ακρίσιου (~1360), γιου του Άβαντα και δισέγγονου του Δαναού, ο οποίος επιθυμώντας να αποκτήσει διάδοχο για το θρόνο του, ρώτησε την Πυθία που τον προειδοποίησε πως από τη Δανάη θα αποκτήσει εγγονό που θα τον σκοτώσει. Στενοχωρημένος, για να αποφύγει την επαλήθευση του χρησμού, έκλεισε τη Δανάη σε ένα υπόγειο δωμάτιο, από το οποίο μόνο από ένα υπερυψωμένο παράθυρο έβλεπε το εξωτερικό περιβάλλον επικοινωνώντας μόνο με την παραμάνα της. Παρόλα αυτά ο Δίας γοητευμένος από την ομορφιά της, την επισκέφθηκε, με μορφή χρυσής βροχής και από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Περσέας. Ο Ακρίσιος μαθαίνοντας την γέννηση του εγγονού του, επειδή δεν μπορούσε να τον σκοτώσει, αποφάσισε να κλείσει σε ένα κουτί (λάρνακα), την Δανάη και τον γιο της και έδωσε εντολή να αφήσουν την λάρνακα στην θάλασσα για να αποφασίσουν οι θεοί για την τύχη της. Η λάρνακα ξεβράστηκε, ύστερα από πολυήμερο ταξίδι, στις ακτές της Σερίφου, όπου την βρήκε ο Δίκτυς, αδελφός του βασιλιά Πολυδέκτη, που φιλοξένησε στο σπίτι του μητέρα και γιο και τους έκανε μέλη της οικογένειάς του.
Μεγαλώνοντας ο Περσέας έγινε ένα δυνατό παλικάρι, όμως ο Πολυδέκτης, από καιρό ήθελε για γυναίκα του την Δανάη, αλλά συναντούσε την αντίρρηση της ίδιας και του αδελφού του. Θέλοντας να ξεφορτωθεί τον Περσέα τού έταξε να τον βοηθήσει να επιστρέψει στο Άργος, υπό την προϋπόθεση να κόψει και να φέρει το κεφάλι της Μέδουσας Γοργώς. Με τη δέσμευση αυτή αποφάσισε να κρατήσει στο παλάτι την Δανάη έως ότου ο Περσέας εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Με το σκοπό αυτό ο Περσέας έφυγε με ένα καράβι και στη διαδρομή του συνάντησε τον Ερμή, που τον πληροφόρησε πως για να σκοτώσει την Μέδουσα θα πρέπει να διαθέτει:
- την περικεφαλαία του Άδη, ώστε αόρατος να πλησιάσει το στόχο του,
- το μαγικό σάκο όπου πρέπει να βάλει το τρομερό κεφάλι,
- τα φτερωτά σανδάλια, για να πλησιάσει τη Μέδουσα, που έμενε σε βράχο, στη μέση της θάλασσας,
- την αστραφτερή ασπίδα, απ' όπου θα έβλεπε το κεφάλι της Μέδουσας, γιατί όποιος την έβλεπε κατάματα γινόταν πέτρα,
- το κοφτερό σπαθί ή δρεπάνι, με το οποίο θα έκοβε το σκληρό λαιμό της Γοργούς.
Ο Ερμής του έδωσε τα φτερωτά σανδάλια και η Αθηνά την αστραφτερή ασπίδα και τον οδήγησε στη χώρα των Υπερβορείων, όπου μετά από θυσία που έκανε παρέλαβε το κοφτερό σπαθί και την περικεφαλαία του Κυνός. Για να μάθει τον τόπο διαμονής της Μέδουσας, η Αθηνά του υπόδειξε το δρόμο για τις Γραίες, που ήταν συγγενείς των Γοργόνων και οι μόνες που ήξεραν τον τόπο διαμονής τους. Ήταν όντα με αποκρουστική όψη με ένα μάτι και ένα δόντι, που τα αντάλλαζαν μεταξύ τους και έμεναν κοντά στον Άδη, στα δυτικά του κόσμου. Ο Περσέας τις πλησίασε αόρατος και εκμεταλλευόμενος την στιγμή της ανταλλαγής άρπαξε το μάτι τους. Οι Γραίες, γνωρίζοντας σχετικό χρησμό για την Γοργώ, με δυσκολία και υπό την απειλή ότι θα χάσουν το μάτι τους, μαρτύρησαν στον ήρωα τον τόπο διαμονής της Μέδουσας. Όταν ο ήρωας πλησίασε την Μέδουσα, αόρατος και κοιτώντας το καθρέφτισμα της ασπίδας του, με την βοήθεια της Αθηνάς έκοψε το κεφάλι της και το έβαλε στο σακίδιο. Από το κόψιμο γεννήθηκε ο φωτεινός γίγαντας Χρυσάωρας που μπορούσε να παίρνει διάφορες μορφές, και, από το αίμα που έπεσε στον Ωκεανό, ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο. Για να αποφύγει την καταδίωξη των αδελφών της Μέδουσας, πέταξε γοργά με τα φτερωτά σανδάλια του, καβαλίκεψε τον Πήγασο και έφυγε από τον τόπο.
Στο δρόμο της επιστροφής, πέρασε από την Αιθιοπία, όπου σ’ έναν βράχο είδε αλυσοδεμένη την Ανδρομέδα (<άνδρες + μέδω [=άρχω, κυβερνώ] = αυτή που εξουσιάζει τους άνδρες), κόρη του βασιλιά Κηφέα και της Κασσιόπης ή Κασσιέπειας, η οποία είχε προκαλέσει την οργή του Ποσειδώνα, επειδή περηφανεύτηκε πως ήταν πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας έστειλε, ως τιμωρία, έναν δράκοντα και για εξιλέωση απαίτησε την θυσία της Ανδρομέδας. Ο Περσέας, ερωτευμένος με την κόρη του Κηφέα, κατάφερε να σκοτώσει το δράκοντα και να πάρει μαζί του την Ανδρομέδα με την συγκατάθεση των γονέων της. Όμως η Ανδρομέδα ήταν αρραβωνιασμένη με τον Φινέα, που διεκδίκησε την Ανδρομέδα, συγκεντρώνοντας για συμπαράσταση μερικούς φίλους ή συμμάχους του και καταδιώκοντας τον Περσέα και την Ανδρομέδα. Ο Περσέας έβγαλε το κεφάλι της Γοργούς και το έδειξε στους διώκτες του που βλέποντάς το μαρμάρωσαν και έτσι το ζευγάρι πήρε ανενόχλητο το δρόμο της επιστροφής στη Σέριφο, όπου ο Πολυδέκτης στο μεταξύ είχε προσπαθήσει με τη βία να κάνει την Δανάη γυναίκα του. Η άκαμπτη στάση της τον εξόργισε και την πήγε με τη βία στο ναό της Αθηνάς για να την θυσιάσει. Την στιγμή εκείνη έφτασε ο Περσέας, με την Ανδρομέδα στην αγκαλιά του. Ο Πολυδέκτης, μην αποδεχόμενος την επιτέλεση του άθλου, τον προκάλεσε να του δείξει το κεφάλι της Μέδουσας, αλλά τιμωρήθηκε για τις αυθαιρεσίες του, αφού όταν το είδε πέτρωσε μονομιάς.
Μετά από αυτό ο Περσέας αφιέρωσε το κεφάλι στην Αθηνά που το κάρφωσε ως έμβλημα στην ασπίδα της. Ο Δίκτυς ανέλαβε την ηγεσία του βασιλείου και ο Περσέας, με τις δυο γυναίκες έφυγε για το Άργος, όπου ήθελε να συμφιλιωθεί με τον παππού του Ακρίσιο, όμως εκείνος, έχοντας γνώση του χρησμού, για να αποφύγει τη συνάντηση κατέφυγε στη Λάρισα. Μετά από καιρό ο Περσέας πήγε και αυτός στη Λάρισα για να συμμετάσχει στους νεκρικούς αθλητικούς αγώνες που είχε οργανώσει ο βασιλιάς της πόλεως Τευταμίδης στη μνήμη του πατέρα του. Καθώς αγωνιζόταν ο Περσέας στη δισκοβολία, έριξε χωρίς να το θέλει το δίσκο στο κεφάλι του Ακρισίου, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες, και τον σκότωσε. Μην μπορώντας πλέον να δεχτεί το θρόνο του Άργους, τον αντάλλαξε μετά από κοινή συμφωνία με τον εξάδελφό του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας. Έτσι ο Περσέας έγινε βασιλεύς της Τίρυνθας, και ίδρυσε την περίφημη για τα «Κυκλώπεια Τείχη» πόλη των Μυκηνών. Με την Ανδρομέδα απόκτησε εφτά παιδιά: τον Αλκαίο, τον Σθένελο, τον Έλειο, τον Μήστορα, την Γοργοφόνη, τον Ηλεκτρύωνα και τον Πέρση, φερόμενο ως γενάρχη των Περσών.
Και στο μύθο αυτό υπάρχει το θέμα του νόθου γιου βασιλικής καταγωγής, του οποίου η πατρότητα αποδίδεται σε θεότητα, που φαίνεται πως αποτελούσε κοινό τόπο για τους λαούς της εποχής εκείνης, αφού επανέρχεται στο μύθο του Ηρακλή, στην ιστορία του Μεγάλου Αλέξανδρου και αργότερα στην περίπτωση του Ιησού Χριστού. Στην πραγματικότητα ο Περσέας έκανε διάφορες εξερευνήσεις στο Αιγαίο με το πλοίο του που ονομάστηκε Πήγασος, με ένα φτερωτό άλογο σκαλισμένο στην πλώρη του. Η Μέδουσα έχει πιθανότατα σχέση με τον περιορισμό και κατάσβεση ηφαίστειων του τόξου Μήλου - Θήρας. Η επίσκεψη στην Αιθιοπία είναι δηλωτική των στενών σχέσεων των Ελλήνων με τους Αιγύπτιους σε μια εποχή περίπου 150 χρόνια πριν από τον Τρωικό Πόλεμο.
Ο Πέλοπας (Πέλοψ <πελός, πελλός [= φαιός, γκρίζος] + όψη = μολυβδόχρωμος), κατά μία εκδοχή, ήταν γιος του Τάνταλου, γιου του Τμώλου, φρυγικής καταγωγής, ο οποίος κατά μία εκδοχή ταυτίζεται με τον βασιλιά των Χετταίων Τουνταλίγια Α (Tudhaliya I 1390-1360). Μητέρα του ήταν η Διώνη και αδέρφια του ο Βρωτέας και η Νιόβη που παντρεύτηκε τον Θηβαίο Αμφίονα, αρχιτέκτονα των πρώτων τειχών της Θήβας και απέκτησε μαζί του εφτά γιους και εφτά κόρες, που θανατώθηκαν από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, οπότε η άτυχη μητέρα μέσα στην απελπισία της μεταμορφώθηκε σε βράχο που δακρύζει καθημερινά στο Σίπυλο της Λυδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, που απηχεί αναμνήσεις από την εποχή της ανθρωποφαγίας, όταν ο Πέλοπας ήταν μικρός, ο πατέρας του τον έκοψε κομματάκια και τον σερβίρισε στους θεούς βάζοντας την παντογνωσία τους σε δοκιμή. Οι θεοί αντιλαμβανόμενοι την απάτη δεν δοκίμασαν το φαγητό αυτό. Μόνον η Δήμητρα, αφηρημένη λόγω του πένθους της για την κόρη της Περσεφόνη, έφαγε ένα κομματάκι. Ο Δίας είπε στον Ερμή να βάλει πάλι όλα τα τεμάχια στο καζάνι, έτσι ώστε η Κλωθώ να μπορέσει να τα ανασυγκροτήσει. Τον ώμο που έλειπε τον συμπλήρωσε βάζοντας ελεφαντόδοντο, γι αυτό και οι απόγονοι του Πέλοπα, οι Πελοπίδες, είχαν μια λευκή κηλίδα για αναγνωριστικό σημάδι. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή των μύθων ο βασιλιάς της Τροίας Ίλος, φαίνεται πως είχε προστριβές με τον Τάνταλο και τον Πέλοπα, επειδή τους θεωρούσε υπεύθυνους για την αρπαγή του αδελφού του Γανυμήδη από τον Δία, και ίσως τους εξόρισε, αναγκάζοντας τον Πέλοπα να καταφύγει στην Αχαΐα, ενώ, σύμφωνα με άλλους μύθους, ο Πέλοπας ήταν ιθαγενής κάτοικος της Αχαΐας.
Και στις δύο εκδοχές πάντως ο Πέλοπας βασίλεψε αρχικά στην Ώλενο της Αχαΐας, αφού διαδέχτηκε τον Ηλείο Ασωπό, και περί το 1310 ήλθε στην Πίσα τη Ηλείας, όπου έλαβε μέρος σε αγώνα αρματοδρομίας, στον οποίο συναγωνίστηκε τον τοπικό βασιλιά Οινόμαο, γιο του Αλξίωνος, με έπαθλο το θρόνο του βασιλείου του και το χέρι της κόρης του Ιπποδάμειας. Ο Πέλοπας κέρδισε τον αγώνα στην Πίσα με άδικο τρόπο, αφού είχε συνεννοηθεί με τον Μυρτίλο, ηνίοχο του βασιλιά Οινόμαου, να βάλει σφήνα από κερί στο άρμα του για να χάσει τον αγώνα, με αντάλλαγμα το μισό βασίλειο. Κατόπιν όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο ό,τι του υποσχέθηκε, αλλά τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο, ο οποίος, πριν πεθάνει πρόλαβε να καταραστεί τον Πέλοπα και τους απογόνους του, με κατάρες που φαίνεται ότι επαλήθεψαν αργότερα για τα παιδιά του. Μετά τη νίκη του στον αγώνα, κατά τον οποίο ο Οινόμαος σκοτώθηκε, ο Πέλοπας νυμφεύτηκε την κόρη του Ιπποδάμεια και απόκτησαν μαζί τον Ατρέα (βασιλιά των Μυκηνών, πατέρα του Αγαμέμνονα), τον Θυέστη (πατέρα, από την ίδια του την κόρη Πελοπία, του Αίγισθου που σκότωσε τον Αγαμέμνονα), τον Αλκάθοο (βασιλιά στα Μέγαρα) και τον Κοπρέα (που έγινε κήρυκας του Ευρυσθέα). Ο Πέλοπας θεωρείται ιδρυτής των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιλάδα του ποταμού Αλφειού. Η σύζυγος του, Ιπποδάμεια, ίδρυσε τα Ηραία, αγώνες προς τιμή της θεάς Ήρας, όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες αθλήτριες. Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ Οινόμαου και Πέλοπα, παριστάνεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία.
Ο Ηρακλής (<Ηρωακλεής <ήρωας + κλέος = δοξασμένος ήρωας) γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιος του Αμφιτρύωνα (αποδιδόμενος στον Δία) και της Αλκμήνης, δισέγγονος του Περσέα, αφού ο πατέρας του ήταν γιος του Αλκαίου (γιου του Περσέα), βασιλιά της Τίρυνθας, αλλά και η μητέρα του ήταν κόρη του Ηλεκτρύωνα (επίσης γιου του Περσέα) βασιλιά των Μυκηνών. Οι γονείς του κατέφυγαν στη Θήβα, επειδή ο Αμφιτρύωνας είχε δολοφονήσει τον θείο του Ηλεκτρύωνα κατά λάθος. Κατά την εξαιρετικά ευφάνταστη και ευρηματική πλοκή του μύθου ο Δίας πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα και ενώθηκε με την Αλκμήνη, αναγγέλλοντας από πριν τη γέννηση του Ηρακλή. Ο πατέρας του, Αμφιτρύωνας, του δίδαξε την τέχνη του ηνιόχου, ο Κάστορας την οπλασκία, ο Αίλυκος την πάλη, ο Εύρυτος το τόξο, ο κένταυρος Χείρωνας τις επιστήμες και ο Λίνος τη μουσική. Μεγαλώνοντας συνάντησε κάποτε δύο πανέμορφες κοπέλες, την Κακία και την Αρετή. Η πρώτη του έδειξε έναν εύκολο δρόμο, φαρδύ και ίσιο, που αν τον ακολουθούσε, θα χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε πράξεις που θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Η δεύτερη του έδειξε ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό και δύσβατο, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Ο Ηρακλής ακολούθησε την Αρετή, προτιμώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσβατο δρόμο της, αλλά να γνωρίσει τη δόξα και την τιμή με τις καλές πράξεις και την αρετή του.
Έφηβος παρουσιάσθηκε στον Θέσπιο, βασιλιά των Θεσπιών και του υποσχέθηκε να σκοτώσει το λιοντάρι που λυμαινόταν τον Κιθαιρώνα. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού αυτού, είχε αλλεπάλληλες ερωτικές επαφές και με τις 50 κόρες του Θέσπιου από τις οποίες γεννήθηκαν ισάριθμα παιδιά, που μετανάστευσαν στη Σαρδηνία, με οδηγό τους τον Ιόλαο, όπου ίδρυσαν αποικία. Την ίδια περίπου εποχή έλαβε μέρος στον πόλεμο της Θήβας εναντίον του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου, και ως ανταμοιβή για τη νίκη στην οποία πρωταγωνίστησε, πήρε για γυναίκα του τη Μεγάρα, κόρη του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Η Ήρα όμως τον τρέλανε, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, αποφάσισε να πάει στο Μαντείο των Δελφών για να πάρει χρησμό, ώστε να μάθει με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εξαγνισθεί. Σύμφωνα με το χρησμό, έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας, και να πραγματοποιήσει τους άθλους που θα του όριζε εκείνος. Υλοποιώντας τα κατορθώματα αυτά, σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας και τη Λερναία Ύδρα, έπιασε το γοργό ελάφι της Κερύνειας, σκότωσε τον Ερυμάνθιο Κάπρο, καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, σκότωσε τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, έπιασε τον άγριο ταύρο της Κρήτης, έκλεψε τα άγρια άλογα του Διομήδη, πήρε τη χρυσή ζώνη της Ιππολύτης, έφερε τα βόδια του Γηρυόνη στον Ευρυσθέα, άρπαξε τα μήλα των Εσπερίδων, και τέλος έφερε τον Κέρβερο από τον Άδη.
Μετά τους δώδεκα άθλους ο Ηρακλής διεκδίκησε σε αγώνες τοξοβολίας την Ιόλη, κόρη του Εύρυτου, βασιλιά της Οιχαλίας στη Μεσσηνία. Σε μια ακόμα άτυχη στιγμή του, κυριεύθηκε πάλι από μανία και σκότωσε τον Ίφιτο, αδελφό της Ιόλης, όταν αυτός, αναζητώντας τα κλεμμένα άλογά του, ήρθε στο σπίτι του Ηρακλή, όπου τα ανακάλυψε, αλλά εκείνος αρνήθηκε να του τα επιστρέψει. Για να εξιλεωθεί από το φόνο αυτό, ο Ηρακλής δέχτηκε να υπηρετήσει την Ομφάλη, κόρη του Ιαρδάνου, γυναίκα του Τμώλου και μετά το θάνατό του μόνη βασίλισσα της Λυδίας. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα η Ομφάλη ελευθέρωσε τον Ηρακλή, τον παντρεύτηκε και έκανε μαζί του τουλάχιστον ένα γιο τον Αγέλαο, που βασίλεψε στη Λυδία μετά από αυτήν και έγινε γενάρχης του βασιλικού οίκου των Ηρακλειδών της Λυδίας, που παρέμειναν στο θρόνο μέχρι τα χρόνια του Κροίσου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λυδία ο Ηρακλής κυρίευσε την πόλη των Ιτωνών, σκότωσε τον Συλέα, ένα βασιλιά στη Μικρά Ασία, που εξανάγκαζε όσους περνούσαν από τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια του, έθαψε το σώμα του Ίκαρου, αιχμαλώτισε τους Κέρκωπες, δύο αδελφούς διαβόητους κλέφτες και μικροαπατεώνες στην Έφεσο. Επίσης κατά την εκδίωξη των Δρυόπων από τη Δρυοπίδα της Στερεάς Ελλάδας, σκότωσε τον Θειοδάμαντα και πήρε μαζί του τον γιο του Ύλα. Αργότερα, οι δύο ήρωες πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, οπότε όταν κάποτε ο Ύλας πήγε να αναζητήσει πηγή νερού στη Μικρά Ασία, κοντά στην Κίο, τον άρπαξαν οι Νύμφες της περιοχής για την ομορφιά του. Από τότε ο Ηρακλήςαναζητώντας τον απαρηγόρητος, δεν συνέχισε μέχρι το τέλος της Αργοναυτικής Εκστρατείας, διότι, μετά από προτροπή των γιων του Βορέως Ζήτη και Κάλαϊ, τους οποίους αργότερα εκδικούμενος σκότωσε, οι Αργοναύτες τον εγκατέλειψαν στη Μυσία. Κατά τη διάρκειά της παραμονής του εκεί ελευθέρωσε την Ησιόνη, κόρη του Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα, από το θαλάσσιο τέρας στο οποίο επρόκειτο να θυσιαστεί και στη συνέχεια πολέμησε με τις Αμαζόνες. Επιστρέφοντας επιτέθηκε και κατέστρεψε την Τροία, σκότωσε τον Λαομέδοντα, επειδή δεν του έδωσε την αμοιβή που του έταξε για την σωτηρία της κόρης του και αιχμαλώτισε τον Πρίαμο, που μετά τον απελευθέρωσε διότι τον εξαγόρασε η αδελφή του Ησιόνη, την οποία τελικά έδωσε σύζυγο στον συμπολεμιστή του Τελαμώνα της Σαλαμίνας.
Εγκαταλείποντας την Ομφάλη ο Ηρακλής επέστρεψε στην Οιχαλία, κυρίευσε την πόλη, σκότωσε τον Εύρυτο και τα υπόλοιπα τρία αρσενικά παιδιά του, και πήρε την Ιόλη. Την ίδια εποχή ο Ιπποκόωντας και οι γιοί του, κίνησαν την οργή του Ηρακλή, επειδή συμμάχησαν με τον Νηλέα εναντίον του και σκότωσαν τον Οιωνό, γιο του Λικυμνίου και εξάδελφο του Ηρακλή. Τότε ο Ηρακλής εισέβαλε στη Λακεδαίμονα, αλλά τραυματίσθηκε και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη βάση του. Αργότερα ο Ηρακλής συμμάχησε με τον Κηφέα, γιο του Αλέου, βασιλιά της Αρκαδίας, και τους γιους του, και επέστρεψε στη Λακωνία. Σε μάχη που επακολούθησε, ο Ιπποκόων και τα παιδιά του σκοτώθηκαν. Αμέσως μετά ο Ηρακλής αποκατάστησε τον Τυνδάρεω στο θρόνο του. Το τέλος του Νηλέα επήλθε όταν ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον του με την αιτιολογία ότι ο Νηλέας αρνήθηκε να τον εξαγνίσει από το φόνο του Ιφίτου. Στη Σπάρτη υπήρχε ιερό του Ηρακλέους με άγαλμα που παρίστανε τον ήρωα να κρατά όπλα, πράγμα που συμβόλιζε τον αγώνα του εναντίον του Ιπποκόωντα και υπέρ του Τυνδάρεω. Κατόπιν ο Ηρακλής συνέχισε τις ηρωικές πράξεις του στη Λιβύη, όπου νίκησε τον γίγαντα Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης, ο οποίος ήταν πολύ δυνατός, επειδή έπαιρνε δύναμη πατώντας στη Γη, το κορμί της μητέρας του. Ο Ηρακλής, καταλαβαίνοντας σε τι οφειλόταν η δύναμή του, τον σήκωσε στον αέρα με τα δυνατά μπράτσα του και τον έπνιξε χωρίς δυσκολία. Ακόμα ελευθέρωσε τον Προμηθέα, που τον είχε αλυσοδέσει ο Δίας στον Καύκασο για να τον τιμωρήσει επειδή είχε χαρίσει στους ανθρώπους το μυστικό της φωτιάς. Περνώντας από τις Φερές της Μαγνησίας επισκέφτηκε τον φίλο του βασιλιά Άδμητο, του οποίου όμως η σύζυγος Άλκηστη ήταν ετοιμοθάνατη, διότι, για να σώσει τον άντρα της, δέχτηκε να πεθάνει εκείνη αντί γι' αυτόν. Μαθαίνοντας τη μεγάλη συμφορά που είχε βρει το παλάτι ο Ηρακλής έτρεξε και, προλαβαίνοντας τον Χάρο, πάλεψε μαζί του και έφερε πάλι στη ζωή την όμορφη Άλκηστη. Ο Ηρακλής σκότωσε, ακόμα, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την τυραννία, τον αιμοβόρο τύραννο της Αιγύπτου Βούσιρι και ελευθέρωσε τον Θησέα από τη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο (κατά το μύθο από τα δεσμά του στον Άδη). Σύμφωνα με τοπική παράδοση, ο Ηρακλής σκότωσε τον Αμύντορα, βασιλιά των Δολόπων του Ορμενίου μετά την άρνησή του να δώσει στον Ηρακλή, όπως είχε υποσχεθεί, την κόρη του Αστυδάμεια, την οποία στη συνέχεια ο Ηρακλής έκανε σύζυγό του. Σκότωσε επίσης μετά από μονομαχία τους δυο γιους του Πρωτέα, τον Πολύγονο (ή Τμώλο) και τον Τηλέγονο, επειδή παρεμπόδιζαν την διέλευση περαστικών από την περιοχή τους (Βισαλτία και Χαλκιδική). Όταν βρισκόταν στην Ήπειρο, ο Ηρακλής σκότωσε και τον Φύλαντα, βασιλιά των Θεσπρωτών, κατέστρεψε την Εφύρα και πήρε ως σύζυγό του μία θυγατέρα του Φύλαντα, την Αστυόχη. Γιος του Ηρακλή και της Αστυόχης ήταν ο Τληπόλεμος, βασιλιάς της Ρόδου, που κατέληξε εκεί όταν σκότωσε κατά λάθος τον θείο του Ηρακλή Λικύμνιο (ετεροθαλή αδελφό της μητέρας του Αλκμήνης).
Με τον Ηρακλή σχετίζονται και οι μύθοι για την Αύγη (<αυγή) και τον γιο της Τήλεφο (<τηλε+φως = μακρινό φως), ο οποίος επίσης μετοίκησε και βασίλεψε στη Μ.Ασία. Η Αύγη ήταν κόρη του βασιλιά της Τεγέας Αλέου και της ανιψιάς του Νεαίρας και αδελφή του Κηφέα, του Λυκούργου και του Απίδαμου. Ο Αλέος προόριζε την Αυγή για ιέρεια στο ναό της Αθηνάς στην Τεγέα, και γι' αυτό έπρεπε να παραμείνει παρθένα σε όλη της την ζωή, επειδή ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών του είχε πει ότι τα δυο αδέρφια της γυναίκας του θα έπεφταν θύματα από το χέρι του γιου της κόρης του. Κάποια μέρα που ο Ηρακλής φιλοξενήθηκε από τον Αλέο, είδε την Αύγη την ώρα που καθόταν στη πηγή κοντά στο ναό και έπλενε ρούχα. Μεθυσμένος από την ομορφιά της και από το κρασί του πατέρα της βίασε την Αυγή και από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Τήλεφος κρυφά στο ναό.. Ο Αλέος ανακάλυψε την παρανομία της κόρης του και ήθελε να την τιμωρήσει δημόσια στην αγορά. Φοβήθηκε όμως να την σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια και γι' αυτό την έδωσε στον Ναύπλιο, βασιλιά της ομώνυμης πόλης για να την πνίξει στην θάλασσα, αλλά εκείνος την λυπήθηκε και την έβαλε σε ένα κιβώτιο, το οποίο έριξε στην θάλασσα. Το κιβώτιο παρασύρθηκε από τα κύματα στα ανοιχτά και βγήκε στην ακρογιαλιά της Μυσίας, όπου ο βασιλεύς Τεύθραντας την βρήκε και την έσωσε, κάνοντάς την γυναίκα του ή κατά μια άλλη εκδοχή υιοθετώντας την. Ο Τήλεφος που είχε εγκαταλειφθεί και μεγαλώσει στο Παρθένιο Όρος, όπου τον θήλασε μια ελαφίνα και τον ανάθρεψαν οι βοσκοί, όταν μεγάλωσε, πήγε στο μαντείο των Δελφών για να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς του και ο χρησμός του είπε να πάει στην Μυσία. Ο Τήλεφος συνοδευόμενος από τον φίλο του τον Παρθενοπαίο (που αργότερα σκοτώθηκε στον πόλεμο των 7 επί Θήβας) πήγε στην Μυσία, όπου οι δυο τους σκότωσαν τον Αργοναύτη Ίδαντα, εχθρό του Τεύθραντα. Ο Τεύθρας για να τους ευχαριστήσει τους χάρισε για έπαθλο την Αύγη, που, όμως μη αποδεχόμενη το γάμο, ήθελε να σκοτώσει τον Τήλεφο. Από θεϊκή σύμπτωση όμως ένα φίδι μπήκε στο γαμήλιο κρεβάτι και η Αύγη τρομαγμένη φώναξε για σωτηρία το όνομα του Ηρακλή. Στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα του ο Τήλεφος κατάλαβε ότι η Αυγή ήταν μητέρα του και αντί γι’ αυτήν έλαβε ως σύζυγό του την κόρη του Τεύθραντα Αργιόπη και διαδέχθηκε έτσι τον Τεύθραντα στο θρόνο της Μυσίας. Φαίνεται όμως ότι είχε ερωτικές ή συζυγικές σχέσεις και με τη αμαζόνα Ιέρα και με την κόρη του Πρίαμου Λαοδίκη καθώς και με τη θεία της Αστυόχη. Ως γιος του Τηλέφου αναφέρεται ο Ευρύπυλος, ενώ από την Αργιόπη είχε και μία κόρη τη Ρώμη που έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη πόλη της Ιταλίας. Στον Τρωικό Πόλεμο ο Τήλεφος ήταν σύμμαχος με τους Τρώες και τραυματίσθηκε μονομαχώντας με τον Αχιλλέα. Για τη θεραπεία της πληγής του πήγε στις Μυκήνες, όπου έγινε καλά και από ευγνωμοσύνη έδωσε οδηγίες στους Αχαιούς για την κατάληψη της Τροίας.
Μετά τις περιπέτειες αυτές ο Οινέας, βασιλιάς των Αιτωλών, φιλοξένησε τον Ηρακλή για πολλά χρόνια στο παλάτι του, και εκεί ο Ηρακλής νυμφεύτηκε την κόρη του Δηιάνειρα, με την οποία απέκτησε τον Ύλλο και την Μακαρία. Η τελευταία περιπέτειά του Ηρακλή ήταν ο φόνος στον ποταμό Αχελώο του κενταύρου Νέσσου, ο οποίος προσπάθησε να κλέψει την όμορφη Δηιάνειρα. Τη στιγμή που ο Νέσσος πέθαινε από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή, εκμυστηρεύθηκε στη Δηιάνειρα ότι ο σύζυγός της δεν την αγαπούσε πια, και ότι για να ξανακερδίσει την αγάπη του, έπρεπε να του δώσει να φορέσει έναν χιτώνα, αφού τον βουτήξει πρώτα μέσα στο αίμα του νεκρού κενταύρου. Η Δηιάνειρα, η οποία δεν ήξερε ότι το αίμα του Νέσσου ήταν δηλητηριασμένο από τα βέλη, έδωσε το χιτώνα στον ήρωα. Οι πόνοι του Ηρακλή ήταν τόσο φρικτοί, ώστε τρελάθηκε και, ανάβοντας φωτιά πάνω στην κορυφή του βουνού Οίτη, κάηκε ζωντανός. Ακόμα και σήμερα, η υψηλότερη κορυφή αυτού του βουνού ονομάζεται Πυρά. Μετά το θάνατό του, ο Ηρακλής αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή θεός της δύναμης και της ρώμης, και αρχηγός των ηρώων. Ο Δίας τον πήρε στον Όλυμπο και του έδωσε γυναίκα τη θεά της νιότης, την Ήβη, ενώ η Ήρα τον έκανε παιδί της. Τον Ηρακλή οι αρχαίοι Έλληνες τον παρίσταναν συνήθως ντυμένο με λεοντή, να κρατά ένα ρόπαλο στο χέρι, με παράστημα γίγαντα και σώμα δυνατό, νεανικό και εύρωστο.
Η δράση του αναδεικνύει τον Ηρακλή σε έναν από τους οικουμενικότερους (αλλά και δημοφιλέστερους μέχρι σήμερα) συμβολοποιημένους ήρωες του αρχαίου κόσμου. Σε μια αποτίμηση της πραγματικής διάστασης των έργων του, η σχέση του με την Ομφάλη υπαινίσσεται μία ακόμη, μετά τον Βελλεροφόντη, μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία με ηγεμονικές αξιώσεις, ενώ αναφέρεται και μία νικηφόρα επίθεση στην Τροία 50 χρόνια πριν από τον Τρωικό Πόλεμο. Οι ειρηνικές πράξεις του, που πιθανώς δεν αφορούν ένα μόνο πρόσωπο, εκτείνονται σε χρονικό εύρος μεγαλύτερο από τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου (σε πραγματική χρονολόγηση ίσως από το 2500 μέχρι το 1250 π.Χ.) και αναφέρονται σε μια μακρά σειρά δραστηριοτήτων που προϋποθέτουν εξειδίκευση στην εκτέλεση αποξηραντικών και αποστραγγιστικών υδραυλικών έργων σε λίμνες και ποτάμια (Λέρνη, Στυμφαλία, Αλφειός, Αχελώος) ή αποτελούν προσπάθειες εξημέρωσης και εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των μεταλλευμάτων χρυσού, χαλκού και σιδήρου. Όταν αποχωρίστηκε από τους Αργοναύτες, στράφηκε στην Κελτία, αφού προηγήθηκε η επίσκεψη στον Άτλαντα της Αφρικής από όπου πήρε τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Όμως δεν περιορίστηκε μόνο στον ευρύτερο περιαιγαιακό χώρο, αλλά επεκτάθηκε και στη Δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιβηρική Χερσόνησο, όπου ανέπτυξε μεταλλευτική δραστηριότητα και συγχρόνως κατασκεύασε μεγάλα υδραυλικά έργα, κατασκεύασε ή βελτίωσε μεγάλους οδικούς άξονες και ίδρυσε νέες πόλεις (La Corοgna, Alikante, Barcelona, Monaco, Kadix, Nice), όπου εγκατέστησε νέες διοικήσεις προφανώς φιλικές προς τους Αχαιούς, με στόχο να διευκολύνει την επικοινωνία και τις εμπορικές σχέσεις με την Αχαϊκή Ελλάδα. Προτού επεκταθεί στην Ευρώπη είχε δραστηριοποιηθεί στον ευρύτερο χώρο της Βόρειας Ελλάδας, των Βαλκανίων, του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου. Τα άλογα του Διομήδη, η χρυσή ζώνη της Ιππολύτης και τα βόδια του Γηρυόνη, συμβολίζουν την προσπάθειά του να εξασφαλίσει χρυσό για το βασίλειο των Μυκηνών. Στη συνέχεια φαίνεται ότι ο στόχος άλλαξε και άρχισε να ενδιαφέρεται για το νέο μέταλλο, τον σίδηρο. Την αλλαγή αυτή δείχνει η εμπλοκή του με τον Προμηθέα, τον οποίο απελευθέρωσε στον Καύκασο και πιθανώς, κατά άλλη εκδοχή έφτασε ακόμη μακρύτερα, μέχρι την Άορνο Πέτρα (ΒΑ της σημερινής Καμπούλ του Αφγανιστάν), την οποία κατέκτησε ο Μ.Αλέξανδρος 1000 χρόνια μετά από αυτόν. Ο Αχαϊκός κόσμος στον οποίο κινήθηκε ο Ηρακλής ξεκινούσε από τον σημερινό Καναδά, περί την λίμνη Superior (Πλούταρχος) και περιλάμβανε την χώρα των Υπερβορείων (Ηρόδοτος, Παυσανίας), την Δυτική Ευρώπη (Ιβηρία, Κελτία/Γαλατία, Ιταλία -- Στράβων, Διόδωρος Σικελιώτης), την Βόρεια Αφρική (Αιθιοπία, Λιβύη, Άτλας) και τέλος την Ασία μέχρι την Κοιλάδα του Γάγγη, όπου ίδρυσε την πόλη Παλίμβαθρα (γνωστή και ως Παταλιπούτρα – σημερινή Πάτνα του Μπιχάρ των Ινδιών).
Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό, γεωγραφικό, οικονομικό και φυλετικό περιβάλλον, μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασής τους στον Ελλαδικό χώρο, οι Αχαιοί, έχοντας κληρονομήσει όλα τα στοιχεία του ετεοκρητικού πολιτισμού, αναπτύχθηκαν εμπορικά σε όλη τη Μεσόγειο και αργότερα πέρα από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό Ωκεανό μέχρι την Αγγλία και την Αμερική. Στο δρόμο της εξάπλωσής τους, αναφέρονται δύο μεγάλες ένοπλες επιθετικές επιχειρήσεις προς άλλες χώρες, η Αργοναυτική Εκστρατεία (~ 1250) και ο Τρωικός Πόλεμος (~ 1190 – 1180), καθώς και ένας εμφύλιος πόλεμος των Επτά επί Θήβας (σε δύο φάσεις λίγο πριν τον Τρωικό Πόλεμο, ~ 1210 – 1200), αλλά και περιπέτειες με ήρωες όπως ο Μελέαγρος (~1240), ο Θησέας (βασίλευσε 1234-1204) και ο Οδυσσέας (1180-1170) για την υποταγή, εξερεύνηση και τιθάσευση του φυσικού περιβάλλοντος και την εκκαθάρισή του από άγρια ζώα και ληστές..
Ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος (=χρυσό δέρμα αρνιού), που ήταν ο στόχος της Αργοναυτικής Εκστρατείας, έχει σχέση με την ιστορία του Φρίξου και της Έλλης, παιδιών του βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας Αθάμα (περί το 1390) και της Ωκεανίδας Νεφέλης. Η μητριά τους, Ινώ, κόρη του Κάδμου, δεύτερη γυναίκα του βασιλιά, από την οποία απέκτησε δύο ακόμη γιους, τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη, θέλοντας να σκοτώσει τα παιδιά, κατέστρωσε ένα ασυνήθιστο σχέδιο, πείθοντας τις γυναίκες της πόλης να ψήσουν τους σπόρους σιταριού που προορίζονταν για σπορά, ώστε να μην φυτρώσουν. Ο Αθάμας έστειλε απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών, για να αποκαλυφθεί η αιτία της σιτοδείας, αλλά η Ινώ τους έπεισε, με δωροδοκία, κατά την επιστροφή τους να πουν στον Αθάμαντα πως η σιτοδεία θα σταματήσει αν ο Φρίξος θυσιαστεί στο βωμό του Δία. Έτσι ο Αθάμας αναγκάστηκε να διατάξει την τέλεση προετοιμασιών για τη θυσία και ο Φρίξος (μαζί με την αδελφή του) οδηγήθηκε στο βωμό. Η Νεφέλη που από μακριά έμαθε τα συμβάντα, έστειλε ένα Χρυσόμαλλο Κριό, δώρο του Ερμή, για να μεταφέρει τα παιδιά στη ράχη του, μακριά από την Βοιωτία. Κατά την πορεία διαφυγής τους, καθώς πετούσαν επάνω από την θάλασσα, η Έλλη δεν μπόρεσε να κρατηθεί και έπεσε στο πέλαγος, που από τότε ονομάσθηκε Ελλήσποντος (Έλλης Πόντος = Θάλασσα της Έλλης). Ο Φρίξος συνέχισε την πορεία του και ο Κριός τον έφερε στην Κολχίδα (περί το Βατούμ της σημερινής Γεωργίας στην ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου), όπου ο βασιλεύς Αιήτης τον δέχθηκε πρόθυμα και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του, Χαλκιόπη. Έπειτα, ο Φρίξος θυσίασε το χρυσόμαλλο κριό στο βωμό του Δία και δώρισε το δέρμα του (δέρας) στον Αιήτη, που το αφιέρωσε στον Άρη και το κρέμασε από μια βελανιδιά, στο ιερό δάσος του θεού, βάζοντας για φύλακα ένα μεγάλο δράκο, που δεν κοιμόταν ποτέ.
Η Αργοναυτική Εκστρατεία (~1250, περίπου 50 χρόνια μετά τις επιχειρήσεις του Φρίξου και του Περσέα και 50 χρόνια πριν από τον Τρωικό Πόλεμο), ήταν μια καλά οργανωμένη και δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση. Είχε σχέση με τις βλέψεις των Αχαιών για τον Εύξεινο Πόντο και ιδιαίτερα τα βόρεια παράλιά του, όπου φαίνεται ότι υπήρχαν μεταλλεύματα (ιδίως χρυσού, στον οποίο οφείλεται ο μύθος για το «χρυσόμαλλο δέρας»). Την εκστρατεία την οργάνωσε ο Ιάσων (<ιάομαι [= θεραπεύω {<από το επιφώνημα "ιά" προτρεπτικό για προσέλευση μαχομένων > ιαχή}] = θεραπευτής), γιος του βασιλιά της Ιωλκού Αίσονα (στο σημερινό Βόλο) και της Πολυμήδης, θείας του Οδυσσέα, με παρακίνηση του θείου του και σφετεριστή του θρόνου του πατέρα του Πελία. Ο Αίσονας και ο Πελίας ήταν γιοί του Κρηθέως και εγγονοί του Αιόλου και επομένως ο Ιάσων ανήκε στην αιολική φυλή και μάλιστα στην επιμέρους φυλετική ομάδα των Μινύων στην οποία ανήκαν και ο Αθάμας με τον Φρίξο. Ο Ιάσονας στην παιδική του ηλικία ανατράφηκε στο Πήλιο από τον Κένταυρο Χείρωνα, που του δίδαξε και την ιατρική, από την οποία πήρε το όνομά του (ήταν γνώστης των θεραπευτικών ιδιοτήτων των βοτάνων του Πηλίου).
Όταν ενηλικιώθηκε ο Ιάσονας, στο δρόμο για την Ιωλκό, καθώς περνούσε ένα ποτάμι, έχασε το ένα του σανδάλι, οπότε εμφανίσθηκε στη γενέτειρά του «μονοσάνδαλος». Όταν τον είδε ο Πελίας τρομοκρατήθηκε, επειδή ένας χρησμός του είχε πει να «φυλάγεται από τον μονοσάνδαλο». Ο Ιάσονας έμεινε 5 ημέρες στο σπίτι του πατέρα του και στη συνέχεια πήγε στον Πελία και του ζήτησε την εξουσία. Μόλις ο Πελίας συνήλθε από το φόβο του, ρώτησε τον Ιάσονα ποια τιμωρία θα επέβαλλε σε ένα σφετεριστή του θρόνου, οπότε ο Ιάσονας του αποκρίθηκε ότι θα τον έστελνε να φέρει το «Χρυσόμαλλο δέρας», την προβιά δηλαδή του φτερωτού κριαριού που είχε φυγαδεύσει τον Φρίξο και την Έλλη και ο Πελίας του ανάθεσε αυτή την αποστολή. Ο Ιάσονας τότε βρήκε τον Άργο, τον γιο του Φρίξου, και ζήτησε τη βοήθειά του για τη ναυπήγηση του πλοίου που θα χρησιμοποιούσε για το ταξίδι, που ονομάστηκε «Αργώ». Μετά έβαλε κήρυκα να γυρίσει όλη την Ελλάδα και να αναγγείλει την επικείμενη εκστρατεία για να συμμετάσχει σ’ αυτήν όποιος θα ήθελε. Έτσι εξασφάλισε, όπως και ο Αγαμέμνονας αργότερα, τη συνεργασία πολλών Αχαιών βασιλέων από όλη την Ελλάδα, ως εξής:
Ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης αδέρφια της Ωραίας Ελένης από τη Σπάρτη,
Ο Ίδας και ο Λυγκεύς Αφαρέως από την Πύλο
Ο Ύλας Θεοδάμαντος από τη σημερινή Φθιώτιδα
Ο Πολύφημος Ελάτου από τη Λάρισα
Ο Αμφιδάμας Λυκούργου από την Αρκαδία
Ο Περικλύμενος Νηλέως από την Πύλο (ο αδελφός του Νέστορας Νηλέως πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο)
Ο Αυγείας Φόρβαντος από την Ήλιδα (γνωστός για τον κόπρο του Αυγείου, που καθάρισε ο Ηρακλής)
Ο Άργος Φρίξου από τον Ορχομενό (γιος του γνωστού Φρίξου αδελφού της Έλλης),
Ο Ηρακλής Αμφιτρύωνος από τη Θήβα (ο γνωστός ήρωας με τους 12 άθλους, που όμως δεν ακολούθησε την εκστρατεία μέχρι το τέλος
Ο Θησεύς Αιγέως από την Αθήνα (ο γνωστός από τον Μινώταυρο, βασιλεύς της Αθήνας)
Ο Ζήτης και ο Κάλαϊς Βορέου και ο Ορφέας, ο γνωστός μουσικός από τη Θράκη
Ο Πηλεύς Αίακος από τη Φθία (σημερινά Φάρσαλα, πατέρας του Αχιλλέα) και ο αδελφός του Τελαμών από τη Σαλαμίνα.
Ο Αμφιάραος Οϊκλέως από το Άργος, γνωστός γιατρός,
Ο Άκαστος Πελίου από την Ιωλκό, εξάδελφος του Ιάσονα,
Ο Τίφυς από τη Βοιωτία
Ο Αλκαίος, γιος του γνωστού Περσέα από τις Μυκήνες
Ο Ασκληπιός από την Τρίκκη (σημερινά Τρίκαλα)
Ο Λαέρτης Αρκεσίου, από την Ιθάκη, πατέρας του Οδυσσέα,
Ο Οϊλεύς ο Λοκρός, πατέρας του Αίαντα που μετείχε στον Τρωικό Πόλεμο.
Οι μάντεις Ίδμων και Μόψος από την Θεσσαλία.
Η εκστρατεία των Αργοναυτών ήταν αρκετά περιπετειώδης. Αφού πέρασαν από τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, την Κύζικο (όπου από τραγική παρεξήγηση ο Ιάσων σκότωσε τον ομώνυμο βασιλιά), τη Μυσία, τις χώρες των Βεβρύκων και των Μαριανδυνών, και αφού απάλλαξαν τον Φινέα από τις Άρπυιες, οι Αργοναύτες έφθασαν στην Κολχίδα. Εκεί ο Ιάσονας παρουσιάσθηκε μπροστά στον βασιλιά Αιήτη και του εξήγησε το σκοπό της αποστολής του. Ο Αιήτης είπε ότι δεν είχε αντίρρηση, αλλά ζήτησε, ως προϋπόθεση, ο Ιάσονας να ζεύξει δύο ταύρους με χάλκινα πόδια που έβγαζαν φλόγες από τα ρουθούνια, να οργώσει με αυτούς ένα χωράφι και να το σπείρει με τα δόντια ενός δράκου. Τότε μπήκε στη ζωή του η Μήδεια, κόρη του Αιήτη, που τον ερωτεύθηκε και θέλησε να τον βοηθήσει, με την υπόσχεση ότι θα την έπαιρνε μαζί του στην Ελλάδα και θα την παντρευόταν. Ο Ιάσων της το υποσχέθηκε και η Μήδεια του έδωσε ένα υγρό, με το οποίο άλειψε το σώμα του αλλά και την ασπίδα του, ώστε να μη μπορεί να τον βλάψει ούτε όπλο ούτε φωτιά. Η Μήδεια αποκάλυψε επίσης στον Ιάσονα ότι, καθώς θα έσπερνε τα δόντια του δράκου, θα φύτρωναν οπλισμένοι πολεμιστές, που θα επεδίωκαν να τον σκοτώσουν. Ο Ιάσονας μπόρεσε έτσι να ζέψει τους ταύρους χωρίς να καεί από τις φλόγες τους, και έριξε μια πέτρα ανάμεσα στους πολεμιστές που «έσπειρε», όπως τον είχε επίσης συμβουλέψει η Μήδεια, οπότε αυτοί νόμισαν ότι κάποιος από τους ίδιους την έριξε και αλληλοσκοτώθηκαν μεταξύ τους (η παράδοση στο σημείο αυτό θυμίζει το μύθο των «Σπαρτών» του Κάδμου).
Παρόλο που ο Ιάσονας ολοκλήρωσε τους δύο άθλους που του ζητήθηκαν, ο Αιήτης αθέτησε την υπόσχεσή του και αντίθετα προσπάθησε να κάψει το πλοίο και να εξοντώσει τους Αργοναύτες. Η Μήδεια αποκοίμισε το δράκο που φύλαγε το Χρυσόμαλλο Δέρας και ο Ιάσονας πλησίασε, το ξεκρέμασε από το δέντρο όπου ήταν κρεμασμένο και το πήρε μαζί του, οπότε οι Αργοναύτες κατάφεραν να αποπλεύσουν μαζί με τη Μήδεια και παρά την καταδίωξη του Αιήτη διέφυγαν. Μετά από πρόσθετες περιπέτειες, και αφού αντιμετώπισαν τον Τάλω στην Κρήτη, και κινδύνευσαν στο Κρητικό Πέλαγος, με οδηγό μια φωτεινή δέσμη έφτασαν σε μία από τις Σποράδες, από όπου στη συνέχεια βρήκαν το δρόμο τους για την Ιωλκό.
Έχοντας πλέον σύζυγό του τη Μήδεια, ο Ιάσονας παρέδωσε στον Πελία το Χρυσόμαλλο Δέρας, πήρε τη βασιλεία και έζησε ήσυχα στην πόλη του με τη Μήδεια, από την οποία απόκτησε δύο παιδιά, μέχρις ότου ο γιος του Πελία Άκαστος πήρε πάλι το θρόνο του πατέρα του και έδιωξε από την πόλη τη Μήδεια με τον Ιάσονα, που κατέφυγαν στην Κόρινθο. Εκεί έζησαν ήσυχα για 10 χρόνια, μέχρις ότου ο Ιάσονας άρχισε να βλέπει την όμορφη και πολύ νεότερη θυγατέρα του Κορίνθιου βασιλιά Κρέοντα, τη Γλαύκη, την οποία τελικά μνηστεύθηκε, προκαλώντας την οργή της Μήδειας που τον εκδικήθηκε σκοτώνοντας τα παιδιά τους και καταφεύγοντας στην Αθήνα, όπου ενώθηκε με τον βασιλιά Αιγέα και απόκτησε τρίτο γιο, τον Μήδο, που έγινε γενάρχης των Μήδων της Ασίας, μετοικίζοντας εκεί, μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Αθήνα από τον Θησέα.
Από την απαρίθμηση των ονομάτων που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση γίνεται αντιληπτό το μέγεθος και η έκταση του εγχειρήματος, που όπως φαίνεται είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των Αχαιών σε όλη την Ελλάδα. Μια τέτοια επιχείρηση προέκυψε ως επακόλουθο παλαιότερων επισκέψεων των Αχαιών (όπως αυτή του Φρίξου που ήταν ένας από τους πρώτους θαλασσοπόρους εξερευνητές) στις περιοχές του Ευξείνου Πόντου, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε εντοπισθεί η αναγκαιότητα μιας εκστρατείας, που θα άνοιγε στους Αχαιούς το δρόμο για περιοχές πλουτοφόρες, κυρίως σε μεταλλεύματα που χρειάζονταν για να κατασκευάζουν όπλα, κοσμήματα και οικιακά σκεύη και βέβαια για την περαιτέρω ανάπτυξη του εμπορίου τους.
Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος επικοινωνίας των Αχαιών μεταξύ τους, που όπως φαίνεται ήταν αρκετά αποδοτικός. Παρόλο που έμεναν σε μέρη μακρινά μεταξύ τους για την εποχή εκείνη (π.χ. Ιθάκη στο Ιόνιο και Ιωλκός στη Θεσσαλία), φαίνεται ότι οι βασιλικοί οίκοι διατηρούσαν μεταξύ τους σχέσεις και θα πρέπει να συναντιόνταν αρκετά συχνά ώστε να συζητούν τα θέματα που τους απασχολούσαν. Αν δεν υπήρχε μια τέτοιου είδους επικοινωνία και συνεργασία, δεν θα ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν τέτοιας έκτασης κοινοί στόχοι και βέβαια θα ήταν αδύνατη η οργάνωση μιας τόσο μεγάλης εκστρατείας.
Ο Μελέαγρος (<μέλω = φροντίζω + αγρός = αυτός που φροντίζει τα χωράφια, καλλιεργητής γης), κεντρικός ήρωας των διηγήσεων για τον Καλυδώνιο Κάπρο, ήταν γιος του Αιτωλού βασιλιά της Καλυδώνας Οινέως και της Αλθαίας, αδελφής της Λήδας (μητέρας της ωραίας Ελένης). Κάποτε ο πατέρας του Οινέας πρόσφερε τους πρώτους ετήσιους καρπούς της χώρας σε όλους τους θεούς εκτός από την Άρτεμη, που εξοργίσθηκε και έστειλε εναντίον των Καλυδωνίων ένα φοβερό αγριογούρουνο, που σκότωνε τους γεωργούς, όταν πήγαιναν να σπείρουν και προκαλούσε καταστροφές στα υπάρχοντα των χωρικών. Ο Μελέαγρος, για να απαλλάξει τη χώρα από το θηρίο, κάλεσε ήρωες από όλη την Ελλάδα και τους υποσχέθηκε ότι όποιος κατόρθωνε να το σκοτώσει θα έπαιρνε ως έπαθλο το τομάρι και το κεφάλι του θηρίου. Στο κυνήγι πήραν μέρος οι πιο ονομαστοί ήρωες της εποχής, οι «άριστοι των Ελλήνων», όπως τους αποκαλεί ο Βακχυλίδης στα «Επινίκια», και συγκεκριμένα οι εξής:
Αγκαίος Λυκούργου από την Τεγέα
Άδμητος Φέρητα από τις Φερές Μαγνησίας (σύζυγος της Άλκηστης)
Άκαστος Πελία, επίσης από τις Φερές
Άλκωνας Ερεχθέως από την Αθήνα
Αμφιάραος Οϊκλέως από το Άργος
Ασκληπιός Αρσινόης από την Τρίκκη
Αταλάντη Ίασου από την Αρκαδία
Δευκαλίωνας, γιος του Μίνωα, από την Κρήτη
Διόσκουροι (Κάστορας και Πολυδεύκης) από τη Σπάρτη
Δρύας γιος του Άρη από τη Θράκη
Έποχος γιος του Λυκούργου από την Τεγέα
Ευρύπυλος του Θεστίου από την Πλευρώνα (σημ. Μεσολόγγι)
Ευρυτίων Άκτορος από τη Φθιώτιδα
Εύρυτος Αντιάνειρας (γιος του Ερμή) από τη Θεσσαλία
Εύφημος Κελαινώς από τον Ορχομενό
Εχίονας Αντιάνειρας (γιος του Ερμή) από τη Θεσσαλία
Θησέας Αιγέως από την Αθήνα
Ιάσονας Αίσωνος από την Ιωλκό Μαγνησίας
Ίδας Αφαρέως από τη Μεσσηνία
Ιόλαος Ιφικλή ανιψιός και βοηθός του Ηρακλή,
Ίππασος, γιος του Ευρύτου Αντιάνειρας από τη Θεσσαλία
Ιππόθους Αγαπήνορα από την Αρκαδία
Ιφικλής Αμφιτρύωνα ετεροθαλής αδελφός του Ηρακλή από τη Θήβα
Ίφικλος γιος του Θεστίου από την Πλευρώνα (αδελφός Ευρύπυλου)
Καινέας Λαπίθης από τη Θεσσαλία
Κηφέας Λυκούργου από την Τεγέα
Κομήτης, γιος του Θεστίου από την Πλευρώνα
Λαέρτης Αρκέσιου από την Κεφαλληνία
Λεύκιππος Περιήρη από την Τρίκκη (σημερινά Τρίκαλα)
Λυγκέας Αφαρέως από τη Μεσσηνία
Μελέαγρος, γιος του Οινέως, από την Καλυδώνα
Μόψος Λαπίθης από τη Γυρτώνη Θεσσαλίας
Νέστωρ Νηλέως από την Πύλο
Πειρίθους Ιξίωνα Λαπίθης από τη Γυρτώνη Θεσσαλίας
Πηλέας Αιακού από τη Φθία (σημερινά Φάρσαλα)
Πλέξιππος Θέστιου από την Πλευρώνα
Πρόθους γιος του Θεστίου από την Πλευρώνα
Τελαμώνας Αιακού από τη Σαλαμίνα
Τοξέας Θέστιου από την Πλευρώνα
Φοίνικας Αμύντορα από το Ορμένιο Θεσσαλίας
Φυλέας Αυγεία από τη Δολίχη (σημερινή Λευκάδα/Εχινάδες νήσοι).
Αφού πρώτα φιλοξενήθηκαν στα ανάκτορα του Οινέως επί εννέα ημέρες, οι ήρωες βγήκαν για να συναντήσουν το αγριογούρουνο. Στην αρχή σκοτώθηκαν από αυτό ο Υλέας και ο Αγκαίος. Ο πρώτος κυνηγός που κατάφερε να τραυματίσει το ζώο ήταν η θρυλική Αταλάντη, που το πέτυχε στο πίσω μέρος, και ο δεύτερος ο Αμφιάραος, που το πέτυχε στο μάτι. Στη συνέχεια ο Μελέαγρος σκότωσε το θηρίο χτυπώντας το με το ακόντιό του στο πλευρό. Πήρε λοιπόν ως έπαθλο, το δέρμα του Κάπρου, και στη συνέχεια το χάρισε στην Αταλάντη, που είχε πρώτη τραυματίσει το ζώο. Όμως οι Κουρήτες της Αιτωλίας, απόγονοι του Θέστιου, που είχαν μετάσχει στο κυνήγι, αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Μελέαγρου να πάρει το τομάρι και το κεφάλι του ζώου, υποστηρίζοντας ότι, ως γιος του βασιλιά της χώρας, είχε ευνοηθεί στη θέση του στο κυνήγι και με το πλεονέκτημα αυτό κατάφερε να το σκοτώσει. Επακολούθησε μάχη και σε αυτή ο Μελέαγρος σκότωσε τους Τοξέα και Πλέξιππο, αδελφούς της μητέρας του, η οποία τότε τον καταράστηκε, επικαλούμενη εναντίον του την οργή των θεών του Κάτω Κόσμου. Ο Μελέαγρος, φοβούμενος τη μητρική κατάρα, αποσύρθηκε από τη μάχη και έτσι νίκησαν οι Κουρήτες που πολιόρκησαν την Καλυδώνα, την κυρίευσαν και την πυρπόλησαν και ετοιμάζονταν να λεηλατήσουν το μέγαρο του Μελέαγρου. Μόνο τότε αυτός μεταπείσθηκε από τις ικεσίες της συζύγου του Κλεοπάτρας (κόρης του Ίδα), πήρε τα όπλα του και έσωσε την πόλη, αλλά σκοτώθηκε προς το τέλος της μάχης.
Το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου διαθρυλήθηκε στους επόμενους αιώνες, υμνήθηκε από πολλούς ποιητές και ασχολήθηκαν μ’ αυτό πολλοί μυθοποιοί και ιδιαίτερα γλύπτες και ζωγράφοι, όπως ο Σκόπας στο γλυπτό στολισμό του ανατολικού αετώματος του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα και ο Κλιτίας, στο διάκοσμο του περίφημου κρατήρα του, ενώ στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών φυλάσσονται οι 15 μαρμάρινες κεφαλές των ηρώων που συμμετείχαν στο κυνήγι, ο κορμός της Αταλάντης και η κεφαλή του κάπρου από το αέτωμα του ναού της Αλέας Αθηνάς.
Ο Θησέας (αρχ. Θησεύς <θήσ-ω, μέλλ. του τίθημι = αυτός που έθεσε νόμους) ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και της Αίθρας κόρης του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή. Ο Αιγέας είχε φιλοξενηθεί από τον Πιτθέα επιστρέφοντας στην Αθήνα από το Μαντείο των Δελφών και στο διάστημα αυτό με μεθοδεύσεις του Πιτθέα που αποσκοπούσε να γίνει παππούς του διαδόχου του αθηναϊκού θρόνου, πλάγιασε σε κατάσταση μέθης με την Αίθρα. Το πρωί, όταν ο Αιγέας συνήλθε από το μεθύσι του, έπεισε την Αίθρα να του υποσχεθεί ότι αν αποκτούσε απόγονό του θα τον μεγάλωνε κρυφά στην πόλη. Φεύγοντας έκρυψε κάτω από μεγάλο βράχο τα σανδάλια και το σπαθί του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν θα μεγάλωνε το παιδί του, τόσο ώστε να μπορέσει να σηκώσει το βράχο, θα έπρεπε να πάει στην Αθήνα παρουσιάζοντας τα αντικείμενα αυτά, ώστε να τον αναγνωρίσει ως γιο του.
Στο τέλος της εφηβικής ηλικίας του, ο Θησέας έμαθε από τη μητέρα του, την καταγωγή του, μπόρεσε να σηκώσει το βράχο και να βρει τα πράγματα που είχε κρύψει ο Αιγέας και ξεκίνησε για την Αθήνα από την στεριά, την οποία λυμαίνονταν διάφοροι ληστές, για να εκκαθαρίσει το δρόμο από τους εγκληματίες. Κοντά στην Επίδαυρο συνάντησε τον Περιφήτη, γνωστό και ως «Κορυνήτη» από το σιδερένιο ρόπαλο που χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει τους διαβάτες. Ο Θησέας κατόρθωσε να του το αρπάξει και να τον σκοτώσει με αυτό. Στη συνέχεια, στον Ισθμό της Κορίνθου, συνάντησε τον Σίνη τον «Πιτυοκάμπτη» (= αυτόν που λυγίζει τα πεύκα) ο οποίος έσχιζε στα δύο τα θύματά του δένοντάς τα ανάμεσα σε δύο λυγισμένα πεύκα. Ο Θησέας τον θανάτωσε με τον ίδιο τρόπο. Στην Κρομμυώνα (Άγιοι Θεόδωροι), ο Θησέας σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία, η οποία έκανε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή. Στις Σκιρωνίδες Πέτρες, τη σημερινή Κακιά Σκάλα, αντιμετώπισε τον ομώνυμο ληστή, τον Σκίρωνα, που ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια, οπότε καθώς εκείνοι ήταν σκυμμένοι τους κλοτσούσε και τους έριχνε στο γκρεμό, όπου τους έτρωγε μία τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον έριξε στο γκρεμό. Προχωρώντας στην Ελευσίνα, πάλεψε με τον Κερκύονα, που σκότωνε τους διαβάτες πνίγοντάς τους με ένα ισχυρό εναγκαλισμό, και τον θανάτωσε χτυπώντας το κεφάλι του στη γη. Τέλος, στον Κηφισό εξόντωσε και τον Πολυπήμονα, τον πατέρα του Σίνη, γνωστότερο ως «Προκρούστη» επειδή εξαπατούσε τους ταξιδιώτες και τους παρέσυρε στο σπίτι του, όπου τους εξάρθρωνε τα πόδια ή τους τα έκοβε με πριόνι για να τους «ταιριάξει» στο κρεβάτι του. Μετά από όλα αυτά, ο Θησέας δέχθηκε κάθαρση από τους γιους του Φυτάλου στα νερά του Κηφισού για τις δολοφονίες όλων των ληστών, ώστε να αντικρύσει για πρώτη φορά τον πατέρα του ως εξαγνισμένος ήρωας.
Ο Θησέας εμφανίστηκε στον πατέρα του ως ξένος, αλλά η Μήδεια, που ζούσε τότε με τον Αιγέα, κατάλαβε την ταυτότητά του και φοβούμενη ότι θα πάρει τη διαδοχή από το γιο που στο μεταξύ είχε αποκτήσει η ίδια με τον Αιγέα, έπεισε τον βασιλιά ότι έπρεπε να δηλητηριάσουν τον ξένο. Αλλά την ώρα του δείπνου ο Θησέας τράβηξε το σπαθί του για να κόψει το κρέας, οπότε ο πατέρας του αναγνώρισε το όπλο που είχε κρύψει στην Τροιζήνα, κληρονομιά του παππού του Κέκροπα Β Ερεχθέως. Τότε ο Αιγέας παρενέβη και γλίτωσε τον γιο του από το δηλητηριασμένο φαγητό, οπότε η Μήδεια αναγκάστηκε να φύγει με το γιο της Μήδο στην Ασία, όπου φέρονται ως γενάρχες των Μήδων. Στη συνέχεια ο αδελφός του Αιγέα Πάλλαντας και οι γιοι του προσπάθησαν να σφετερισθούν το θρόνο, αλλά ο Θησέας τους εξουδετέρωσε και εξασφάλισε την εξουσία του πατέρα του.
Στον επόμενο άθλο του ο Θησέας πήγε να αναζητήσει τον άγριο ταύρο της Κρήτης, που συνέλαβε ο Ηρακλής κατά τον έβδομο άθλο του και που, όταν ο δειλός Ευρυσθέας τον άφησε ελεύθερο, είχε καταφύγει στην ευρύτερη περιοχή του Μαραθώνα. Στο δρόμο τον έπιασε καταιγίδα και βρήκε καταφύγιο στην καλύβα μιας γριάς, της Εκάλης, που, επιθυμώντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της, τον φιλοξένησε και υποσχέθηκε θυσία στο Δία, αν ο ήρωας επέστρεφε σώος από το κυνήγι. Κατά το γυρισμό του Θησέως, η Εκάλη είχε ήδη πεθάνει, οπότε οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν να τελέσουν τη θυσία, προς τιμή του «Εκαλείου Διός». Στο Μαραθώνα, ο ήρωας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα διασχίζοντας τους δρόμους της μπροστά στους έκπληκτους Αθηναίους, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στους θεούς.
Το γνωστότερο κατόρθωμα του Θησέα υπήρξε η θανάτωση του Μινώταυρου, που αφετηρία έχει το θάνατο του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα. Ο Ανδρόγεως είχε μεταβεί στην Αθήνα προκειμένου να λάβει μέρος στα Παναθήναια, όπου κατόρθωσε να νικήσει σε όλα τα αθλήματα, προκαλώντας το φθόνο των Αθηναίων. Προκειμένου να απαλλαγούν από αυτόν, τον έστειλαν να εξοντώσει τον γνωστό ταύρο της Κρήτης, την εποχή που βρισκόταν στο Μαραθώνα. Ο νεαρός απέτυχε και ο ταύρος τον θανάτωσε. Όταν ο Μίνωας πληροφορήθηκε το χαμό του γιου του εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας προκειμένου να εκδικηθεί τον άδικο θάνατό του γιου του. Πρώτος σταθμός της εκστρατείας αυτής ήταν τα Μέγαρα, όπου βασίλευε ο Νίσος, γιος του Πανδίονα, του οποίου η κόρη Σκύλλα ερωτεύτηκε το Μίνωα και προκαλώντας το θάνατο του πατέρα της βοήθησε να καταληφθούν τα Μέγαρα από τον Μίνωα. Όταν όμως η Σκύλλα πήγε υπερήφανη για το κατόρθωμά της στο Μίνωα, εκείνος την τιμώρησε για την προδοσία της ρίχνοτάς την στη θάλασσα. Μετά από αυτό ο στρατός του Μίνωα άρχισε την πολιορκία των Αθηνών, χωρίς όμως να κατορθώσει να την καταλάβει. Αυτό κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου μια επιδημία ανάγκασε τους απελπισμένους Αθηναίους να δεχτούν τους όρους του Μίνωα, που επέβαλε στην Αθήνα φόρο αίματος, σύμφωνα με τον οποίο οι Αθηναίοι έπρεπε να στέλνουν κάθε χρόνο στην Κρήτη εφτά νέους και εφτά νέες για τροφή του Μινώταυρου που ζούσε στο Λαβύρινθο.
Ο Θησέας αποφάσισε να σαλπάρει για την Κρήτη και να θέσει τέλος σ’ αυτή τη φρικτή εισφορά σε αίμα. Πήρε τη θέση ενός από τους 7 νέους και απέπλευσε μαζί τους από το Φάληρο στις αρχές του μήνα Μουνυχιώνα (Απρίλιος). Στη Σαλαμίνα επέλεξε ως κυβερνήτη του πλοίου τον ικανότατο Ναυσίθοο και ως πρωρέα τον Φαίακα, αφού τότε οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμα ασχοληθεί με τη ναυτιλία. Καταπλέοντας στην Κρήτη γνώρισε την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη, που του ζήτησε να υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε στην πατρίδα του και θα την παντρευόταν. Μετά, του έδωσε ένα κουβάρι κλωστή, τον «Μίτο της Αριάδνης», ως οδηγό για να βρει την έξοδο, αφού σκοτώσει τον Μινώταυρο,. Πράγματι, ο ήρωας στερέωσε τη μία άκρη στην είσοδο του δαιδαλώδους οικήματος, αναζήτησε, βρήκε και σκότωσε το τέρας, και ξανατυλίγοντας τον μίτο κατάφερε να βγει από τον Λαβύρινθο. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι υπόλοιποι νέοι δραπέτευσαν στο λιμάνι και πήραν με το πλοίο τους το ταξίδι της επιστροφής. Στο ταξίδι ωστόσο έκαναν μία στάση στη Νάξο, όπου εγκατέλειψαν την Αριάδνη που παντρεύτηκε εκεί τον θεό Διόνυσο και σταδιακά θεοποιήθηκε.
Πριν την αναχώρηση, Αιγέας και Θησέας είχαν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος θα σήκωνε τα λευκά πανιά αν ολοκλήρωνε με επιτυχία την αποστολή, αλλιώς οι σύντροφοί του θα άφηναν τα μαύρα, με τα οποία είχαν αναχωρήσει σε ένδειξη πένθους. Κανένας όμως δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο να φθάνει με μαύρα πανιά από το ακρωτήριο Σούνιο αυτοκτόνησε από την απελπισία του πέφτοντας κάτω από το βράχο και δίνοντας έτσι στο Αιγαίο Πέλαγος το όνομά του. Σύμφωνα με μια πιθανότερη εκδοχή ο Αιγέας έβλεπε τη θάλασσα από το ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε πύργος. Βλέποντας το πλοίο να επιστρέφει με μαύρα πανιά, έπεσε από τον πύργο και σκοτώθηκε. Στη θέση που έπεσε οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα μικρό φερώνυμο ιερό, το Αιγείον, που το κατέγραψε ο Παυσανίας ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη. Όταν ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εόρτασαν το γυρισμό του και τη νίκη του, που τους λύτρωσε από τον τρομερό φόρο, και τον ανακήρυξαν βασιλιά τους.
Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλείς για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος (Ιούλιος) με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις. τους ευγενείς, τους κτηματίες και τους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες). Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να ελευθερώσουν τη βασίλισσά τους Ιππολύτη ή Αντιόπη, που είχε απαγάγει ο Θησέας στην Αθήνα αποκτώντας μαζί της ένα γιο τον Ιππόλυτο, γνωστό από τον έρωτα που ενέπνευσε στη Φαίδρα κόρη του Μίνωα, δεύτερη σύζυγο του Θησέα. Ακόμη κατατρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο, όταν αυτοί προσπάθησαν να απαγάγουν την σύζυγό του Ιπποδάμεια. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του, όταν παρά την αρχική έχθρα τους, έγιναν αχώριστοι φίλοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από το βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα. Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν (στην πραγματικότητα έμειναν στη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο). Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική και, με τη βοήθεια του Ακάδημου, πήραν πίσω την αδελφή τους και την Αίθρα ως σκλάβα, και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα γιο του Πετεού (1204-1181). Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη (στην πραγματικότητα στη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών) και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα, όπου βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του και αναγκάστηκε να πάει στη νήσο Σκύρο, όπου ο βασιλεύς Λυκομήδης, αρχικά τον καλοδέχθηκε, αλλά μετά από κάποιο διάστημα τον πήγε δήθεν για περίπατο στο ψηλότερο σημείο και τον έσπρωξε στο γκρεμό, όπου ο Θησέας έπεσε και σκοτώθηκε (κατά άλλη παράδοση επρόκειτο για αυτοκτονία).
Οι Αθηναίοι τον θυμήθηκαν χρόνια μετά, όταν τα παιδιά του, ο Δημοφών και ο Ακάμας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τον Μενεσθέα. Στους ιστορικούς χρόνους, ο πρώτος που υπενθύμισε στους Αθηναίους το χρέος τους προς τον ήρωα ήταν ο Πεισίστρατος. Το 475, όταν ο Κίμων εκστράτευσε κατά της Σκύρου και την κατέλαβε, αναζητώντας τον τάφο του Θησέα, ανακάλυψε μία παλιά μεγάλη σαρκοφάγο και κοντά της την αιχμή μιας λόγχης και ένα ξίφος. Πιστεύοντας ότι ανήκαν στον Θησέα τα μετέφερε με την τριήρη του στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχθηκαν με λαμπρές τελετές και εναπόθεσαν με ευλάβεια τα λείψανα στο «Θησείον», το ηρώο που έκτισαν για το σκοπό αυτό «εν μέσει πόλει». Ακόμα, όρισαν τις 8 Πυανεψιώνος (Οκτώβριος) ως ημερομηνία προσφοράς της μέγιστης θυσίας, επειδή η ημέρα εκείνη ήταν η επέτειος της επιστροφής του από την Κρήτη, και τις 8 του κάθε μήνα να τιμάται η μνήμη του.
Στα χρόνια μετά την Αργοναυτική Εκστρατεία και λίγο πριν από τον Τρωικό Πόλεμο, έγινε ο Πόλεμος των Επτά επί Θήβας, (1210) που ήταν ουσιαστικά ένας εμφύλιος πόλεμος των βασιλικών οίκων των Αχαιών (κυρίως του Άργους και της Θήβας) με θέμα τη διαδοχή στο θρόνο της Θήβας ύστερα από το θάνατο του Οιδίποδα.
Ο Οιδίποδας ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Λάιου (~1340) και της γυναίκας του Ιοκάστης. Όταν ήταν μικρός ο πατέρας του ήθελε να τον εξολοθρεύσει επειδή υπήρχε κάποιος χρησμός ότι ο πρωτότοκος γιος του θα τον σκότωνε. Ο υπηρέτης του, στον οποίο ανάθεσε να τον δολοφονήσει, τον λυπήθηκε και τον παρέδωσε στο βασιλικό οίκο της Κορίνθου, όπου ο Οιδίποδας ανατράφηκε ως παραπαίδι, χωρίς να ξέρει την καταγωγή του. Όταν μεγάλωσε, ο δρόμος του τον έφερε κάποτε στη Θήβα, όπου χωρίς να το ξέρει, σκότωσε πράγματι σε κάποια τυχαία φιλονικία τον πατέρα του Λάιο. Μπαίνοντας στην πόλη κατόρθωσε (κατά το μύθο) να απαλλάξει τους κατοίκους από τη Σφίγγα, ένα τέρας που απειλούσε τη ζωή των κατοίκων, και ως αμοιβή πήρε σύζυγο τη γυναίκα του βασιλιά Ιοκάστη που ήταν μητέρα του χωρίς να το ξέρει ούτε εκείνος ούτε εκείνη, και έγινε ο ίδιος βασιλεύς της Θήβας. Με την μητέρα του και σύζυγό του έκανε τέσσερα παιδιά, τον Ετεοκλή, τον Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Κάποια στιγμή (μετά από είκοσι χρόνια γάμου) αποκαλύφθηκε η πραγματική ταυτότητα του Οιδίποδα και η μεν μητέρα και σύζυγός του Ιοκάστη αυτοκτόνησε, ενώ ο ίδιος τυφλώθηκε μόνος του και αυτοεξορίστηκε στην Αθήνα όπου πέθανε. Σχετικές με το θέμα του Οιδίποδα είναι οι τραγωδίες «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή.
Για τη διαδοχή του στο θρόνο δημιουργήθηκαν προστριβές ανάμεσα στους δύο γιους του. Τα δύο αδέλφια συμφώνησαν αρχικά να κυβερνούν εναλλάξ τη Θήβα, αλλά στη συνέχεια ο Ετεοκλής αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο στον Πολυνείκη, που κατέφυγε στο βασιλικό οίκο του Άργους για βοήθεια. Εκεί σχημάτισε ένα συνασπισμό από επτά συνολικά συμμάχους, που εκτός από τον εαυτό του ήταν ο Άδραστος, βασιλεύς του Άργους, και οι συγγενείς του Αμφιάραος, Καπανεύς, Ιππομέδων, ο Παρθενοπαίος γιος της Αταλάντης από την Αρκαδία και ο Τυδεύς, βασιλεύς της Καλυδώνας από την Αιτωλία. Όλοι μαζί εκστράτευσαν το 1210 εναντίον της Θήβας όπου έγινε πόλεμος, χωρίς επιτυχία, αφού κατέληξε στο θάνατο όλων των επιτιθεμένων πλην του Αδράστου και (μετά από μονομαχία) και των δύο διεκδικητών του θρόνου (του Ετεοκλή και του Πολυνείκη), οπότε στο θρόνο της Θήβας ανέβηκε ο θείος τους Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης. Οι τραγωδίες «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και «Φοίνισσαι» του Ευριπίδη αναφέρονται στο θέμα αυτό.
Ο πόλεμος αυτός είχε και συνέχεια, 10 χρόνια αργότερα, με τον λεγόμενο Πόλεμο των Επιγόνων για το ίδιο θέμα. Οι διάδοχοι των επτά που εκστράτευσαν την πρώτη φορά εναντίον των Θηβών και συγκεκριμένα ο διεκδικητής του θρόνου των Θηβών Θέρσανδρος, γιος του Πολυνείκη, ο βασιλεύς του Άργους Αιγιαλεύς, γιος του Αδράστου, ο βασιλεύς της Καλυδώνος και ήρωας του μετέπειτα Τρωικού πολέμου Διομήδης, γιος του Τυδέως, ο βασιλεύς των Μυκηνών Σθένελος, γιος του Καπανέως, ο βασιλεύς της Αρκαδίας Πρόμαχος, γιος του Παρθενοπαίου, ο αργείος ήρωας και αργοναύτης Ευρύαλος, γιος του Μικηστέως και οι δυο γιοι του αργείου μάντη και ιατρού Αμφιάραου, Αλκμέων (ο επιφανέστερος των Επιγόνων) και Αμφίλοχος, εκστράτευσαν και αυτοί το 1200 εναντίον των Θηβών με στόχο να διεκδικήσουν, για λογαριασμό του Θέρσανδρου, το θρόνο που, μετά το θάνατο του Κρέοντα, κατείχε ο γιος του Ετεοκλή Λαοδάμας, αλλά και για να εκδικηθούν την ήττα και το φόνο των γονέων τους. Βοηθούμενοι και από Κορίνθιους, Μεγαρείς, Μεσσήνιους και Αρκάδες «πειθόμενοι τεράεσσι θεών και Ζηνός αρωγή», έδειξαν στη νέα αυτή εκστρατεία μένος και ορμή εκδίκησης και κατάφεραν να υπερφαλαγγίσουν την ισχυρή αμυντική παράταξη των Θηβαίων, που κατά συμβουλή του μάντη Τειρεσία αναγκάσθηκαν να παραδώσουν την πόλη τους και με αρχηγό τον Λαοδάμαντα, να καταφύγουν «συν γυναιξί και τέκνοις» στην Ιλλυρία. Στη συνέχεια οι Επίγονοι (πλην του Αιγιαλέως που έπεσε στη μάχη) υπό την αρχηγία του Αλκμέωνος, εισήλθαν στην πόλη και αναγόρευσαν βασιλιά τον Θέρσανδρο. Ο πόλεμος των Επιγόνων που ως επακόλουθο είχε την παρακμή και ασημότητα των Θηβών στα επόμενα χρόνια, υπήρξε θέμα έπους 7.000 στίχων αποδιδόμενο στον ποιητή Αντίμαχο τον Τήιο.
α. Γενικές πληροφορίες για την Τροία
Ο Τρωικός Πόλεμος που έγινε 40-50 περίπου χρόνια μετά την Αργοναυτική Εκστρατεία και στον οποίο πήραν μέρος τα παιδιά πολλών Αργοναυτών (όπως ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Αίαντας κ.ά.) ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιθετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν ποτέ οι Έλληνες και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσε συνέχεια της επιχείρησης των Αργοναυτών, καθώς αποσκοπούσε στην ίδια κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δρόμων που οδηγούσαν προς την πλουτοφόρα βορειοανατολική Ασία και στο γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό έλεγχο εκείνης της πολύ σημαντικής περιοχής.
Σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις, η Τροία (τηρέω > τρέω > Τροία (ε>ο>οι) = καλά φυλαγμένη ως κειμένη επί λόφου) βρισκόταν στην περιοχή της Τρωάδας, νοτιοδυτικά των Δαρδανελίων κάτω από το Όρος Ίδα της Φρυγίας στη βορειοδυτική Μικρά Ασία και ήταν γνωστή για τα πλούτη της, που κέρδιζε από το λιμενικό εμπόριο με ανατολή και δύση, τα ωραία ρούχα, την παραγωγή σιδήρου, και τα τεράστια αμυντικά της τείχη. Πρώτος βασιλεύς της ήταν ο Σκάμανδρος με σύζυγο την Ιδαία (~1490), μετά από αυτόν ο Τεύκρος από την Κρήτη (~1450), και ύστερα ο Δάρδανος (~1415), γιος της πλειάδας Ηλέκτρας, που βασίλευε ταυτόχρονα και στη γειτονική Δαρδανία (στην ακτή του Ελλησπόντου που ονομάστηκε και Δαρδανέλια από το όνομά του). Ακολούθησε ο Εριχθόνιος, γιος του Δαρδάνου (~1380) και ο Τρώας γιος του Εριχθόνιου (~1345), κοινοί βασιλείς με την Δαρδανία και στη συνέχεια τα βασίλεια χώρισαν, οπότε στην Τροία βασίλεψε ο Ίλος γιος του Τρώα (~1310), από τον οποίο η πόλη ονομάστηκε και Ίλιον. Ο επόμενος βασιλεύς Λαομέδων γιος του Ίλου (~1250, (<λαός = στρατός +μέδω = φροντίζω, κυβερνώ = διοικητής του στρατού) έκανε ισχυρά οχυρωματικά έργα γύρω από την πόλη, αλλά στις μέρες του σημειώθηκε πλημμύρα στην περιοχή, ενέσκηψε πανώλη και ένα θαλάσσιο τέρας άρπαζε και έτρωγε τους ανθρώπους της πεδιάδας. Για να σώσει τη χώρα του ο Λαομέδων αποφάσισε να θυσιάσει την κόρη του Ησιόνη, προσφέροντάς την βορά στο τέρας. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Ηρακλής, που, παρεκκλίνοντας από το ταξίδι των Αργοναυτών, έσωσε την Ησιόνη, αλλά επειδή δεν πήρε τα ανταλλάγματα που ζήτησε, επιστρέφοντας από την εκστρατεία κατά των Αμαζόνων, πολιόρκησε την πόλη με τη βοήθεια του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα (~1240), την κατέλαβε και την κατέκαυσε, σκοτώνοντας τον Λαομέδοντα και όλους τους γιους του, εκτός από τον νεότερο, που τότε λεγόταν Ποδάρκης (<πους+αρκέω = ο «αρκετός», ο ικανός στα πόδια, ο ταχύπους), τον οποίο έσωσε η αδελφή του Ησιόνη εξαγοράζοντας τη ζωή του. Ο Ποδάρκης, παίρνοντας το όνομα Πρίαμος (<πρίαμαι = εξαγοράζω = εξαγορασμένος) έγινε εν συνεχεία βασιλεύς της Τροίας ξαναχτίζοντας ισχυρότερα τα τείχη της και παρέμεινε στο θρόνο μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, έχοντας αποκτήσει από τη σύζυγό του Εκάβη (<εκεί + βοή = αυτή που φωνάζει από μακριά), κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Δύμαντα, 18 παιδιά από τα οποία τα πιο γνωστά ήταν ο Έκτορας (<«έχω» = κατέχω, κρατώ, αμύνομαι = αμυνόμενος), ο Πάρης (γνωστός και ως Αλέξανδρος <αλέξω (αποκρούω) + άνδρας = προστάτης των ανθρώπων), ο Δηίφοβος (<Δίας + φόβος = αυτός που προξενεί φόβο όπως ο Δίας), ο Έλενος (<ελώ, μέλλ. του αιρέω = καταστρεπτικός), ο Τρωίλος και η Κασσάνδρα (<κέκασμαι=υπερέχω+άνδρας = αυτή που υπερτερεί).
Ως λαός οι Τρώες φαίνεται ότι βρίσκονταν σε οικονομικό, πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο παρόμοιο με των Αχαιών. Είχαν ίδια θρησκευτικά έθιμα, όμοια λατρεία, ίδιο πνεύμα ηρωισμού και τέχνη ισάξια με τη Μυκηναϊκή. Από φυλετική άποψη είχαν κάποια μακρινή συγγένεια με τους Έλληνες. Υπήρχαν εκεί αρχικά φυλές Χαμιτικές (Μεσογειακές) και κυρίως Κάρες και Λέλεγες όπως και στην Ελλάδα. Στη συνέχεια έγιναν και εκεί μετά το 2000 εποικήσεις από ινδοευρωπαϊκούς λαούς που ονομάστηκαν Φρύγες, Λύδιοι, και Μυσοί, καθώς και Σκύθες των οποίων η κύρια εστία ήταν στη σημερινή Βουλγαρία και Ρουμανία, αλλά είχαν εξαπλωθεί σε μικρότερο ποσοστό και στη Βόρεια Ασία. Πέρα από τη χώρα της Τροίας προς το βάθος της Βόρειας Μικράς Ασίας, έμεναν οι επίσης ινδοευρωπαϊκής καταγωγής Χετταίοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ισχυρό κράτος κυρίως στην περίοδο 1500 – 1200 δηλαδή πριν από τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ αμέσως μετά το 1200 εμφάνισαν απότομη πτώση μέχρι αφανισμού, (όπως πιστευόταν μέχρι σήμερα) λόγω εισβολών θρακικών και φρυγικών λαών. Είναι ενδεχόμενο η ραγδαία πτώση των Χετταίων να έχει σχέση με τον Τρωικό Πόλεμο, διότι δεν αποκλείεται οι υπόψη φυλές να μετακινήθηκαν προς το βασίλειο των Χετταίων, υπό τη δεκαετή πίεση των Ελλήνων στην Τροία, αλλά και σε όλη τη γύρω περιοχή. Κατά βάσιμες εκδοχές δεν αποκλείεται ένας από τους στόχους του Τρωικού Πολέμου να ήταν το ίδιο το βασίλειο των Χετταίων, που όπως είναι γνωστό κατείχαν μέχρι τότε τα μυστικά της τεχνολογίας για την παραγωγή και επεξεργασία του χάλυβα, ο οποίος αμέσως μετά τον Τρωικό Πόλεμο (πιθανότατα ως αποτέλεσμα του πολέμου) διαδόθηκε και στην Ελλάδα.
Το 1870 ο γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (1822-1890), ανακάλυψε τα ερείπια της Τροίας και των Μυκηνών, αποδεικνύοντας την ιστορική ύπαρξή τους. Τον Νοέμβριο του 2001 ομάδα γεωλόγων παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα μελέτη σχετικά με το χώρο της Τρωάδας, συμπεραίνοντας ότι η μορφολογία της ευρύτερης περιοχής είναι σύμφωνη με τα στοιχεία που παρέχονται στην Ιλιάδα και στα Γεωγραφικά του Στράβωνα και σημειώνοντας ακόμη και τη θέση του στρατοπέδου των Αχαιών στα παράλια της περιοχής και πολλές άλλες τοποθεσίες. Τα αρχαία αιγυπτιακά και χεττιτικά κείμενα του 13ου-12ου αιώνα δίνουν γενικές πληροφορίες για τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των τότε μεγάλων κρατών και αναφέρονται σε ένα μεγάλο βασίλειο στα δυτικά του Αιγαίου, που το ονομάζουν Αχιγιάβα (πιθανόν Αχαΐα, χώρα των Αχαιών), του οποίου ο βασιλεύς αναφέρεται ως ισοδύναμος του Χετταίου βασιλιά. Επίσης, γίνεται λόγος και για μια συνομοσπονδία πόλεων με το όνομα Ασσούα (πιθανή σχέση με τον αρχαίο ελληνικό όρο Ασία) στη βορειοδυτική Μικρά Ασία και την απέναντι θρακική ακτή, στην οποία ανήκε και η πόλη Ιουλούσα (που ίσως ταυτίζεται με το Ίλιον). Σε ένα χεττιτικό κείμενο ως βασιλεύς της αναφέρεται κάποιος Αλακάσαντου, όνομα που πιθανόν αναφέρεται στον γιο του Πριάμου Πάρη, που ονομαζόταν και Αλέξανδρος. Σε κάποιο άλλο κείμενο (περίπου 1250 π.Χ.) που διασώζεται αποσπασματικά και απευθύνεται στον βασιλιά των Αχαιών (Αχιγιάβα), αναφέρεται ότι στην περιοχή της Τροίας είχαν εμπλακεί δυνάμεις και των δύο μεγάλων βασιλείων. Η προαναφερόμενη συνομοσπονδία των πόλεων, στην οποία ανήκε η Τροία, κατά την Χετταιο-Αιγυπτιακή μάχη στο Καντές της σημερινής Συρίας (περίπου 1240-1210 π.Χ.), ενώ αρχικά ήταν με το μέρος των Χετταίων, τελικά τάχθηκε με τους Αιγύπτιους. Τις επόμενες δεκαετίες οι Χετταίοι εκστράτευσαν εναντίον αυτής της συνομοσπονδίας, αλλά δεν κατάφεραν να την υποτάξουν. Είναι πιθανόν ο Τρωικός πόλεμος να ήταν εκτεταμένη πολεμική σύγκρουση μεταξύ των Αχαιών και της συνομοσπονδίας αυτής (Ασσούα, κατά τα Χετιτικά αρχεία), όπου ανήκε και η πόλη της Τροίας. Αυτό συμβαδίζει και με τις αρχαίες αφηγήσεις σχετικά με την αρχική αποβίβαση των Αχαιών στην Μυσία και τις εκστρατείες του Αχιλλέα και του Αίαντα του Τελαμώνιου στη Φρυγία και τη Θράκη.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πόλη γνώρισε περισσότερες από μια καταστροφές και επανεποικήσεις, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, όπου έχουν ανακαλυφθεί περισσότερες από εννιά Τροίες χτισμένες η μια πάνω στα ερείπια της άλλης. Από τις χρονολογίες που έχουν προταθεί για τον πόλεμο από διάφορους συγγραφείς (Σωσίβιος το 1172, Πάριο χρονικό το 1209, Ηρόδοτος το 1250) η χρονολόγηση 1194-1184 π.Χ. που δίνει ο αρχαίος μαθηματικός και γεωγράφος Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (276-194), θεωρείται γενικά η πιο αξιόπιστη, καθώς συμφωνεί και με τα αρχαιολογικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι στην πόλη τότε και συγκεκριμένα στο στρώμα VIIa της Τροίας ξέσπασε καταστροφική πυρκαγιά.
Τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου αναφέρονται σε αμέτρητα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και έχουν εμπνεύσει αναρίθμητα έργα τέχνης. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο συγγραφικό έργο που να εξιστορεί το σύνολο του πολέμου, από την αρχή ως το τέλος του. Υπάρχει όμως ένα σύνολο έργων που δίνει ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων, μολονότι ορισμένες πηγές μεταξύ τους έρχονται σε αντίθεση. Από τα Ομηρικά Έπη, δημιουργημένα από τον 11ο μέχρι τον 9ο αιώνα π.Χ. η Ιλιάδα καλύπτει ένα μικρό διάστημα κατά το τελευταίο έτος του πολέμου, ενώ η Οδύσσεια επικεντρώνεται στην επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα του την Ιθάκη, αφού προηγήθηκε η άλωση της Τροίας. Πτυχές του Τρωικού πολέμου εξιστορήθηκαν στον Επικό κύκλο, γνωστό και ως Κύκλια έπη («Κύπρια Έπη», «Αιθιοπίς», «Μικρή Ιλιάδα», «Ιλίου πέρσις», «Νόστοι» και «Τηλεγονία»), που δημιουργήθηκαν τον 7ο ή 6ο αιώνα π.Χ. και δεν έχουν διασωθεί αυτούσια, αλλά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται είναι γνωστά από την αποδιδόμενη στον Πρόκλο Χρηστομάθεια. Όλα τα παραπάνω έπη προέρχονται από προφορικές παραδόσεις, που είχαν διασωθεί με την μορφή ποιημάτων μέσω των ραψωδών της γεωμετρικής και προκλασικής περιόδου ή και πεζών αφηγήσεων, ενώ και οι τέχνες ήταν ένας άλλος παράγοντας που βοήθησε στην αποτύπωση των γεγονότων, ιδιαίτερα με την απεικόνιση σκηνών στα αγγεία της εποχής. Κατά την κλασική αρχαιότητα πολλοί ιστορικοί, δραματουργοί και λογοτέχνες εμπνεύστηκαν από τον Τρωικό πόλεμο. Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί της αρχαιότητας: Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης συνέθεσαν πολλά έργα βασισμένα σε περιστατικά του Τρωικού κύκλου. Η Αινειάδα του Λατίνου ποιητή Βιργίλιου, έπος του τέλους του 1ου π.Χ. αιώνα, αφηγείται τις περιπέτειες του Τρώα ήρωα Αινεία, μυθολογικού ιδρυτή ή προγόνου των ιδρυτών της Ρώμης, μετά την πτώση της Τροίας. Στο βιβλίο ΙΙ, που θεωρείται ότι βασίστηκε στο έργο «Ιλίου πέρσις», αναφέρονται τα σχετικά με την άλωση της πόλης από τους Έλληνες.
β. Οι μετέχοντες στην επιχείρηση
Από πολεμική και οργανωτική ο Τρωικός Πόλεμος ήταν επιχείρηση εντυπωσιακή. Οι δυνάμεις των Αχαιών περιγράφονται με λεπτομέρεια στον κατάλογο των πλοίων (Νεών κατάλογος), στην β' Ραψωδία της Ιλιάδας. Συγκροτήθηκαν από 28 περιοχές: στη Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Δωδεκάνησα, Κρήτη και ορισμένα νησιά του Ιονίου πελάγους, συγκεντρώνοντας στόλο από 1156 καράβια, με μέχρι 120 άνδρες σε κάθε καράβι, που σημαίνει ότι η ένοπλη δύναμη των Ελλήνων ανέρχονταν από 70.000 ως 130.000 άντρες ως εξής:
Θήβα = Θέρσανδρος = 25 καράβια (Θηβαίοι)
Αλίαρτος = Αρκεσίλαος = 25 καράβια (Βοιωτοί)
Ορχομενός = Ασκάλαφος = 30 καράβια (Μινύες)
Δαυλίδα = Σχεδίος = 40 καράβια (Φωκείς)
Σκάρφεια = Αίας Οϊλέως = 40 καράβια (Λοκροί)
Ερέτρια = Ελεφήνωρ = 40 καράβια (Άβαντες)
Αθήνα = Μενεσθεύς = 50 καράβια (Αθηναίοι)
Σαλαμίνα = Αίας Τελαμώνιος = 12 καράβια (Σαλαμίνιοι)
Άργος = Διομήδης = 80 καράβια (Αργείοι)
Μυκήνες = Αγαμέμνων = 100 καράβια (Μυκηναίοι)
Σπάρτη = Μενέλαος = 60 καράβια (Λακεδαίμονες)
Κυπαρισσία = Νέστορας = 90 καράβια (Πύλιοι)
Τεγέα = Αγαπήνωρ = 60 καράβια (Αρκάδες)
Μυρσίνη = Αμφίμαχος = 40 καράβια (Επειοί Ηλείας)
Καλυδώνα = Θόας = 40 καράβια (Αιτωλοί)
Δολίχη = Μέγης = 40 καράβια (Εχινάδες Νήσοι)
Ιθάκη = Οδυσσέας = 12 καράβια (Κεφαλλήνες)
Κνωσός = Ιδομενεύς = 80 καράβια (Κρήτες)
Ρόδος = Τληπόλεμος = 9 καράβια (Ρόδιοι)
Σύμη = Νιρεύς = 3 καράβια (Σύμιοι)
Φθία = Αχιλλέας = 50 καράβια (Μυρμηδόνες)
Φυλάκη = Πρωτεσίλαος = 40 καράβια (Θεσσαλοί)
Ιωλκός = Εύμηλος = 11 καράβια (Μινύες)
Φερές = Πρόθοος = 40 καράβια (Μάγνητες)
Μελίβοια = Φιλοκτήτης = 7 καράβια (Θεσσαλοί)
Τρίκκη = Μαχάων = 30 καράβια (Φλέγυες – σημ. Τρίκαλα)
Ορμένιο = Ευρύπυλος = 40 καράβια (Δόλοπες = σημ. Καρδίτσα)
Γυρτώνη = Πολυποίτης = 40 καράβια (Λαπίθες)
Κύφος = Γουνεύς = 22 καράβια (Περραιβοί).
Γενικός Αρχιστράτηγος ήταν ο βασιλεύς των Μυκηνών Αγαμέμνονας Ατρείδης (γιος του βασιλιά Ατρέα <ἄγαν (πολύ) + μίμνω [μένω, επιμένω] = πολύ σταθερός, αλύγιστος), ο οποίος στην Ιλιάδα του Ομήρου εκπροσωπεί το βασιλικό μεγαλείο. Από τους υπόλοιπους που μετείχαν στην επιχείρηση ονομαστότεροι ήταν:
Ο Αχιλλέας Πηλείδης (γιος του Πηλέα και της Θέτιδας από τη Φθία, σημερινά Φάρσαλα του Νομού Λάρισας, <άγω + λαός = αγέλαος = αρχηγός του στρατού). Στην Ιλιάδα του Ομήρου ο Αχιλλέας είναι ο κύριος πρωταγωνιστής και εκπροσωπεί τη νεανική παραφορά συνδυασμένη με ευγενική υπερηφάνεια.
Ο Οδυσσέας Λαερτιάδης (γιος της Αντίκλειας και του Λαέρτη βασιλιά των Κεφαλλήνιων, στους οποίους ανήκαν η Ιθάκη, η Κεφαλληνία και η Ζάκυνθος, <οδύσσομαι=οργίζομαι, μισώ =εξοργισμένος ή μισούμενος από τους θεούς). Εκπροσωπεί τη σταθερότητα συνοδευόμενη από σκέψη και ευφυΐα. Έγινε σύμβολο της εφευρετικότητας για την ιδέα του να εισέλθει στην Τροία στρατός χρησιμοποιώντας τον Δούρειο Ίππο (= ξύλινο άλογο) και για τις περιπέτειές του μετά τη λήξη του πολέμου, που έχουν σχέση με εξερευνήσεις στον Ατλαντικό Ωκεανό μέχρι και την Αμερική.
Ο Διομήδης Τυδείδης (βασιλεύς του Άργους μετά το γάμο του με την κόρη του τοπικού βασιλιά Άδραστου, γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Τυδέα από την Αιτωλία, (<Ζεύς (γεν.Διός) + μήδομαι (σκέφτομαι, συμβουλεύω) = αυτός που έχει θεϊκή σκέψη, που τον συμβουλεύει ο Δίας). Εκπροσωπεί την ορμητική ανδρεία.
Ο Αίας ο Τελαμώνιος (γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας και Αίγινας Τελαμώνα, <αί [επιφώνημα θαυμασμού ή αγανακτήσεως] + ίω [υποτακ. του είμι], όνομα που δηλώνει αγωνία για την έκβαση ή εξέλιξη, καλών ή κακών γεγονότων είτε των αποτελεσμάτων τους). Εκπροσωπεί την ανδρεία και τη σωματική ρώμη.
Ο Νέστορας Νηλείδης (βασιλεύς της Πύλου γιος του Νηλέως, <νέομαι [έρχομαι, επιστρέφω] εξού και νόστος = αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος) ο γεροντότερος από τους μετέχοντες στον πόλεμο, που εκπροσωπεί τη σωφροσύνη και τη μετριοπάθεια.
Ο Μενέλαος Ατρείδης (επίσης γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα, αδελφός του Αγαμέμνονα, <μένος [σφρίγος, οργή, δύναμη] + λαός = αυτός που έχει την δύναμη του λαού), βασιλεύς της Σπάρτης μετά το γάμο του με την (Ωραία) Ελένη, κόρη του τοπικού βασιλιά Τυνδάρεω.
Στην β' ραψωδία της Ιλιάδας παρουσιάζεται και ο κατάλογος των Τρώων και των συμμάχων τους. Γενικός αρχηγός των Τρώων ήταν ο Έκτορας, αλλά στον πόλεμο πήραν μέρος και οι υπόλοιποι γιοι του Πριάμου και άλλοι ευγενείς που πολέμησαν ως αρχηγοί του στρατού όπως ο Πολυδάμας. Μαζί τους υπήρχαν:
Λύκιοι, με αρχηγό τον Γλαύκο,
Κάρες, με αρχηγό τον Αμφίμαχο,
Μαίονες, με αρχηγό τον Μέσθλη,
Δαρδανοί, με αρχηγό τον Αινεία, που σώθηκε από τον πόλεμο
και θεωρήθηκε γενάρχης των Ρωμαίων,
Ιδαίοι, με αρχηγούς τον Πάνδαρο, τον Άμφιο και τον Άσιο,
Θράκες, με αρχηγό τον Πείροο,
Κίκονες, με αρχηγό τον Εύφημο,
Παίονες, με αρχηγό τον Πυραίχμη,
Παφλαγόνες, με αρχηγό τον Πυλαιμένη,
Αλιζώνες, με αρχηγό τον Όδιο,
Φρύγες, με αρχηγό τον Φόρκα,
Λύκιοι υπό τον Σαρπηδόνα,
Αδραστενείς, Περκοτιανοί, Πελασγοί, Μύσιοι και Μιλήσιοι.
Δεν διευκρινίζεται ποια γλώσσα μιλούσαν αυτοί οι λαοί, μόνο οι Κάρες αναφέρονται ως βαρβαρόφωνοι, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι μιλούσαν διάφορες γλώσσες και οι εντολές στο πεδίο της μάχης έπρεπε να μεταφράζονται από τους επικεφαλής τους. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το στοιχείο ότι, κατά τα έπη, Τρώες και Αχαιοί υπήρξαν ομόθρησκοι και δέκτες του ίδιου πολιτισμού και οι ήρωες μεταξύ τους μιλούσαν στην ίδια γλώσσα.
Το μεγάλο πλήθος της συμμετοχής και από τις δύο πλευρές επιβεβαιώνει, ότι ο Τρωικός πόλεμος ήταν πράγματι ένας Παγκόσμιος Πόλεμος της εποχής του. Η σύγκρουση ήταν φοβερή και κράτησε δέκα χρόνια. Οι Αχαιοί έκαναν λυσσώδεις επιθέσεις στο φρούριο της Τροίας, αλλά αυτό παρέμενε απόρθητο. Στα μεσοδιαστήματα μεταξύ των επιθέσεών τους έκαναν δευτερεύουσες εκστρατείες στη γύρω περιοχή και κατάκτησαν πολλές μικρότερες πόλεις της Μικράς Ασίας μέχρι το όρια του κράτους των Χετταίων. Υπήρχαν στιγμές που οι Αχαιοί κινδύνεψαν να πάθουν πανωλεθρία και ολική καταστροφή, γιατί η γενναιότητα των Τρώων, που εξυμνείται από τον Όμηρο, ήταν μεγάλη. Έχασαν χιλιάδες άντρες, στις μάχες αλλά και από αρρώστιες. Τον δέκατο χρόνο του πολέμου είχε ενσκήψει πανούκλα στο στρατόπεδό τους που θέριζε τους άντρες. Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου σκοτώθηκαν και οι δύο μεγαλύτεροι ήρωες από τις δύο πλευρές, ο Έκτορας, που τον σκότωσε μετά από μονομαχία ο Αχιλλέας, και ο ίδιος ο Αχιλλέας, που τον σκότωσε με το βέλος του ο Πάρης, σημαδεύοντάς τον από μακριά. Τον Πάρη πάλι τον σκότωσε στη συνέχεια ο Φιλοκτήτης, βασιλεύς της Θεσσαλικής Μελίβοιας, εκδικούμενος έτσι το θάνατο του Αχιλλέα.
γ. Τα αίτια του πολέμου σύμφωνα με τους μύθους
Σύμφωνα με τους μυθιστορικές παραδόσεις η υπόθεση του Τρωικού Πολέμου ανάγεται σε αρκετά προγενέστερα χρόνια, όταν ο Δίας έμαθε ότι ένας γιος της θαλάσσιας θεότητας Θέτιδας, την οποία ο Δίας ερωτεύθηκε, θα γίνονταν σπουδαιότερος από τον πατέρα του. Για το λόγο αυτό η Θέτις παντρεύτηκε τον ηλικιωμένο θνητό βασιλιά Πηλέα, γιο του Αιακού, είτε μετά από προτροπή του Δία είτε από επιθυμία της Ήρας. Όλοι οι θεοί ήταν προσκεκλημένοι στο γάμο, και έφεραν δώρα εκτός από την Έριδα, στην οποία με διαταγή του Δία δεν επιτράπηκε η είσοδος, επειδή προκαλούσε πάντα διχόνοιες και αναστάτωση. Η Έριδα προσβεβλημένη, πέταξε στο χώρο του γάμου ένα χρυσό μήλο (το «μήλον της έριδος») το οποίο έγραφε «στην ομορφότερη - τη καλλίστῃ». Το μήλο το διεκδίκησαν η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη. Η διαμάχη τους ήταν ιδιαίτερα έντονη και κανείς άλλος θεός δεν διακινδύνευε να εκφράσει γνώμη υποστηρίζοντας κάποια από τις τρεις, γιατί θα προκαλούσε την οργή των υπόλοιπων δύο. Τελικά, ο Δίας διέταξε τον Ερμή να οδηγήσει τις θεές στον Πάρη, τον πρίγκιπα της Τροίας, που τότε ζούσε σαν βοσκός στο όρος Ίδα της Τρωάδας και δεν γνώριζε για την βασιλική του καταγωγή, επειδή τον είχε παρατήσει εκεί από βρέφος η οικογένεια του, λόγω χρησμού που ανέφερε ότι θα προκαλούσε την καταστροφή της πόλης. Οι θεές εμφανίστηκαν μπροστά του γυμνές και επειδή δεν ήταν σε θέση να επιλέξει, του πρότειναν δώρα για να τον δελεάσουν. Η Αθηνά θα του πρόσφερε σοφία και επιδεξιότητα στη μάχη, η Ήρα ηγετικές ικανότητες για να καθοδηγεί τα πλήθη, ενώ η Αφροδίτη του πρόσφερε την αγάπη της ομορφότερης γυναίκας του κόσμου, της ωραίας Ελένης, βασίλισσας της Σπάρτης. Ο Πάρις έδωσε το μήλο στην Αφροδίτη και μετά επέστρεψε στην Τροία, όπου η οικογένειά του τον αναγνώρισε ως μέλος της.
Η Ελένη, μια από τις κόρες του Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης και της συζύγου του Λήδας, που είχε ερωτικές περιπέτειες με τον Δία, λογιζόταν ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον τότε κόσμο. Λόγω της εξαιρετικής ομορφιάς της, είχε πλήθος μνηστήρων, αλλά ήταν απρόθυμη να επιλέξει κάποιον από φόβο μην προκαλέσει την οργή των υπόλοιπων. Τελικά, ένας μνηστήρας της, ο Οδυσσέας της Ιθάκης, πρότεινε όλοι οι μνηστήρες να δώσουν όρκο ότι θα υπερασπιστούν το γάμο της Ελένης με κάθε κόστος, ανεξαρτήτως ποιον θα επιλέξει η ίδια, ως προϋπόθεση για την πιθανότητα να επιλεγούν σύζυγοι της Ελένης. Ο όρκος δόθηκε από όλους, αλλά ο Τυνδάρεως τελικά επέλεξε τον Μενέλαο, κυρίως για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς είχε πλούτη και δύναμη. Μάλιστα την υποψηφιότητά του δεν την υπέβαλε ο ίδιος, αλλά ο αδερφός του Αγαμέμνονας για λογαριασμό του. Ο Μενέλαος μετά το γάμο του με την Ελένη διαδέχτηκε τον Τυνδάρεω στο θρόνο της Σπάρτης και στη συνεχεία ισχυροποιήθηκε και η θέση του Αγαμέμνονα, ο οποίος νυμφεύτηκε την αδελφή της Ελένης, Κλυταιμνήστρα και ανακατάλαβε το θρόνο των Μυκηνών.
Ήρθε τότε η ώρα να εκπληρωθεί η υπόσχεση της Αφροδίτης στον Πάρη. Ενώ ο Μενέλαος, βρισκόταν στην Κρήτη για να κηδέψει τον παππού του Κατρέα, γιο του Μίνωα, ο Πάρις, φιλοξενούμενος του Μενέλαου ή κατ' άλλους αρχηγός στόλου εναντίον της Ελλάδος, απήγαγε την Ελένη με την θέλησή της (κατά άλλη εκδοχή αρχικά με τη βία) και έπλευσε προς την Τροία έχοντας αρπάξει και τους θησαυρούς του Μενέλαου. Η Ήρα προσπάθησε να τους εμποδίσει προκαλώντας τρικυμίες, που οδήγησαν τους δύο ερωτευμένους στην Αίγυπτο. Το πλοίο τελικά έφτασε στην Τροία, αφού πέρασε από τη Σιδώνα της Φοινίκης. Η απαγωγή της Ελένης από τον Πάρη δεν ήταν σπάνιο γεγονός στον κόσμο της εποχής εκείνης, αφού παλαιότερα, η Ιώ απάχθηκε από τις Μυκήνες, η Ευρώπη από την Φοινίκη, ο Ιάσονας απήγαγε την Μήδεια από την Κολχίδα και η Τρωαδίτισσα Ησιόνη είχε απαχθεί από τον Ηρακλή, ο οποίος την είχε προσφέρει στον Τελαμώνα της Σαλαμίνας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Πάρις δεν ανέμενε κάποια εκδίκηση από τον Μενέλαο, καθώς ούτε και οι παλαιότερες απαγωγές είχαν προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις.
δ. Η πρόσκληση για συγκέντρωση των Ελλήνων
Ο Μενέλαος απευθύνθηκε στον Αγαμέμνονα, που έστειλε πρεσβείες σε όλους τους Αχαιούς ηγεμόνες απαιτώντας να τηρήσουν τον όρκο που είχαν δώσει ως μνηστήρες, βοηθώντας τον να επαναφέρει την Ελένη στη Σπάρτη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσκληση που έγινε σε δύο από τους ονομαστότερους πολεμιστές της Τροίας, τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα.
Σύμφωνα με κάποιο χρησμό ο Αχιλλέας ή θα πέθαινε γέρος και θα ζούσε ήσυχη ζωή ή νέος στο πεδίο της μάχης, αλλά θα αποκτούσε αθανασία καθώς τα κατορθώματά του θα εξιστορούνταν δια μέσου των αιώνων. Η Θέτις προσπάθησε να τον κάνει αθάνατο βάζοντάς τον ενώ ήταν βρέφος: κάθε βράδυ πάνω από την φωτιά για να κάψει την θνητή σάρκα του και κάθε μέρα τον άλειφε με αμβροσία, κρατώντας τον από τις πτέρνες, το σημείο του σώματός του που παρέμεινε ευάλωτο («Αχίλλειος πτέρνα»). Όταν ο Αχιλλέας ήταν εννιά ετών, ο μάντης Κάλχας προέβλεψε ότι η Τροία δεν θα έπεφτε χωρίς την βοήθειά του. Καθώς ενηλικιωνόταν έγινε ένας από τους πιο ικανούς πολεμιστές. Λόγω της προφητείας του Κάλχα, η Θέτις έκρυψε τον Αχιλλέα στην Σκύρο, στο παλάτι του βασιλιά Λυκομήδη, ντυμένο γυναικεία για να μην αναγνωριστεί. Στη Σκύρο, ο Αχιλλέας είχε συνάψει σχέση με την κόρη του τοπικού βασιλιά, Δηιδάμεια <δάϊος και δήϊος [=φοβερός, καταστρεπτικός, {<δαίω =χωρίζω, μοιράζω}] + δάμος [=δήμος] = φοβερή για τον λαό), και απόκτησαν ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο (<νέος + πτόλεμος (πόλεμος) = ο νεαρός πολεμιστής, που πήγε νέος στις μάχες). Ο Οδυσσέας, ο Αίαντας και ο δάσκαλος του Αχιλλέα Φοίνικας, στάλθηκαν για να τον καλέσουν στον πόλεμο. Κατά μία εκδοχή ο Αχιλλέας φανερώθηκε ύστερα από τέχνασμα του Οδυσσέα, ο οποίος μεταμορφωμένος σε έμπορο όπλων τράβηξε την προσοχή του, γεγονός που πρόδωσε την ταυτότητά του γιατί τέτοιο ενδιαφέρον θα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο για κοπέλα. Όταν ήταν έτοιμος να φύγει για την Τροία, ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κένταυρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει. Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά και που τα είχε γεννήσει η Άρπυια Ποδάργη. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο. Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, ο Πηλέας έκρινε σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του βασιλιά των Δολόπων Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα ο Πηλέας, έκανε τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.
Ο Οδυσσέας ο γιος του Λαέρτη, ήταν ο βασιλεύς της Ιθάκης, αφού εν τω μεταξύ, μετά το γάμο του Μενέλαου, παντρεύτηκε την Πηνελόπη (<πήνη [= πανί] + ελάω [= παράγω] + έπος [=λόγος] = αυτή που έλεγε ότι φτιάχνει ύφασμα), κόρη του Ικάριου από τη Λακωνία και έκανε ένα γιο, τον Τηλέμαχο (τήλε [= μακριά] + μάχη = αυτός που έμεινε μακριά από τον πόλεμο). Ο ίδιος, όταν κλήθηκε να πάρει μέρος στην εκστρατεία, προσποιήθηκε τον τρελό, σπέρνοντας αλάτι, γιατί υπήρχε χρησμός ότι θα επέστρεφε είκοσι χρόνια μετά ολομόναχος. Ο Παλαμήδης, όμως, έβαλε τον Τηλέμαχο, νεογέννητο γιο του Οδυσσέα σε σημείο όπου θα περνούσε το άροτρό του, οπότε ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να σταματήσει το όργωμα και να παραδεχτεί την υποκρισία του. Τελικά υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στον επικείμενο πόλεμο και από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στην επιτυχία της εκστρατείας. Ο Οδυσσέας, που όλοι εκτιμούσαν ως πολυμήχανο, καρτερικό και πολύβουλο, έφερε μαζί του στην Τροία δώδεκα καράβια, αλλά οι Αχαιοί υπολόγιζαν πιο πολύ σ' αυτόν τον ίδιο και στην εξαιρετική ευστροφία και εφευρετικότητα του που ήταν ήδη πασίγνωστες και πολυπαινεμένες.
ε. Πρώτη σύναξη και απόβαση στη Μυσία
Οι δυνάμεις των Ελλήνων αρχικά συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα, όπου ήταν παρόντες όλοι οι παλαιοί μνηστήρες της Ελένης, σύμφωνα με τον όρκο τους, εκτός από τον βασιλιά της Κύπρου, Κινύρα, που υποσχέθηκε ότι θα στείλει 50 πλοία, αλλά τελικά έστειλε μόνο ένα, με επικεφαλής τον Μυγδαλίωνα και άλλα 49 ομοιώματα πλοίων φτιαγμένα από λάσπη. Ο τελευταίος που προσήλθε στην Αυλίδα, ήταν ο δεκαπεντάχρονος τότε Αχιλλέας.
Όταν οι Έλληνες ξεκίνησαν για την Τροία, είτε από εσφαλμένο προσανατολισμό είτε εσκεμμένα στα πλαίσια συγκεκριμένου επιχειρησιακού σχεδιασμού, αποβιβάστηκαν στην Μυσία, όπου ο βασιλεύς της Τήλεφος, γιος του Ηρακλή και της Αύγης, είχε επιτρέψει παλαιότερα την εγκατάσταση σε ομάδα Αρκάδων. Στην μάχη που ακολούθησε ο Αχιλλέας τραυμάτισε τον Τήλεφο, ο οποίος είχε σκοτώσει προηγουμένως τον Θηβαίο Θέρσανδρο. Επειδή η πληγή του Τήλεφου δεν επουλωνόταν, ένας χρησμός ανέφερε ότι θα θεραπευτεί μόνο από αυτόν που την προκάλεσε. Μετά την Μυσία οι Αχαιοί έπλευσαν για την Τροία, όμως δυσμενείς καιρικές συνθήκες και αντίθετοι άνεμοι σκόρπισαν το στόλο τους και οι επιχειρήσεις αναβλήθηκαν προσωρινά. Ορίστηκε νέα σύναξη και πάλι στην Αυλίδα.
Ο Τήλεφος πήγε στην Αυλίδα και ζήτησε βοήθεια για την επούλωση της πληγής του, είτε μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο είτε παρακαλώντας απευθείας τον Αγαμέμνονα, είτε έχοντας απαγάγει τον Ορέστη (γιο του Αγαμέμνονα) και ζητώντας ως αντάλλαγμα τη θεραπεία του. Ο Αχιλλέας αρνήθηκε να του συμπαρασταθεί, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει ανάλογες γνώσεις. Ο Οδυσσέας ερμηνεύοντας το χρησμό, πρότεινε το δόρυ που προκάλεσε την πληγή να έρθει πάλι σε επαφή με την πληγή, ώστε (σε ένα είδος συμπαθητικής μαγείας) να την θεραπεύσει, όπως και έγινε. Ο Τήλεφος ως αντάλλαγμα, έδειξε τον ακριβή δρόμο για την Τροία στους Αχαιούς, αν και αρνήθηκε να πολεμήσει μαζί τους διότι ο Πρίαμος (πατέρας της συζύγου του Λαοδίκης) ήταν πεθερός του. Στη διάρκεια των πολεμικών γεγονότων ο Ευρύπυλος που προοριζόταν να τον διαδεχθεί στο θρόνο της Μυσίας σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. Ζητώντας εκδίκηση ο Τήλεφος αναμετρήθηκε με τον Νεοπτόλεμο, που όμως τον τραυμάτισε στο σημείο της παλιάς αθεράπευτης πληγής.
Μετά τον Τρωικό Πόλεμο ο Τήλεφος πήγε στην Αθήνα και μετά στην Αρκαδία, όπου νικήθηκε από τον Τηλέμαχο, γιο του Οδυσσέα στη μάχη που έγινε εκεί, αφού όμως πρόλαβε να σκοτώσει τον παππού του Αλέο και τους θείους του (πατέρα και αδελφούς της μητέρας του Αύγης). Ύστερα από αυτά πήγε στη Ρόδο, όπου (κατά την εκδοχή αυτή των μύθων) σχετίστηκε ερωτικά με την ωραία Ελένη, που όμως δολοφονήθηκε εκεί από την τοπική βασίλισσα Πολυξώ, πριν προλάβει να γεννήσει το παιδί τους. Τότε ο Τήλεφος κατέφυγε δυστυχισμένος στο Γιβραλτάρ, σκαρφάλωσε στην κορυφή των Ηράκλειων Στηλών και πέθανε από θλίψη.
Η επίθεση στη Μυσία και η εμπλοκή του Τήλεφου σ’ αυτήν, ως πολεμική επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη από τα κύρια γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, των οποίων προηγήθηκε και κατά κάποιο τρόπο προετοίμασε.
στ. Δεύτερη σύναξη στην Αυλίδα
Οκτώ χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα να πλεύσουν στην Τροία, οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν για δεύτερη φορά στην Αυλίδα, όπου όμως επικρατούσε πλήρης άπνοια και η πλεύση ήταν αδύνατη. Ο μάντης Κάλχας τόνισε ότι η θεά Άρτεμις το προκάλεσε αυτό, ως τιμωρία για το θάνατο του ιερού ελαφιού της από τον Αγαμέμνονα, στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι είναι καλύτερος κυνηγός από αυτήν. Ο μόνος τρόπος να κατευναστεί η Άρτεμις ήταν, κατά τον Κάλχα, να θυσιαστεί η κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, Ιφιγένεια (<ίφι, ίφιος [= ισχυρός, γενναίος] + γένος = από δυνατή γενιά). Ο Αγαμέμνονας αρχικά αρνήθηκε, όμως οι υπόλοιποι Αχαιοί ηγέτες τον απείλησαν ότι θα ορίσουν τον Παλαμήδη αρχηγό της εκστρατείας και τελικά υποχώρησε, αλλά λίγο πριν την θυσία της Ιφιγένειας, η Άρτεμις επενέβη και την μετέφερε σε κάποιο μακρινό τόπο, όπου υπηρέτησε την θεά ως ιέρεια. Ο Αγαμέμνονας, βλέποντας ότι η κόρη του εξαφανίστηκε με υπερφυσικό τρόπο, μετά από συμβουλή του Κάλχαντα, θυσίασε ένα αρνί και ο απόπλους πραγματοποιήθηκε πλέον κανονικά.
Κατά τη διαδρομή προς την Τροία ο στόλος στάθμευσε προσωρινά στην Τένεδο, όπου σημειώθηκε και η πρώτη απώλεια του πολέμου. Ο Φιλοκτήτης, φίλος του Ηρακλή που είχε στην κατοχή του το τόξο και τα βέλη του, από τότε που εκείνος του τα δώρισε, επειδή είχε ανάψει τη νεκρική του πυρά, συμμετείχε από την αρχή στην εκστρατεία με επτά πάνοπλα πλοία. Κατά την παραμονή του στην Τένεδο μαζί με τον υπόλοιπο αχαϊκό στόλο. τον δάγκωσε ένα φίδι και η πληγή που προκλήθηκε του δημιούργησε εκτεταμένη μόλυνση. Οι Έλληνες, με πρόταση του Οδυσσέα, τον εγκατέλειψαν στην Λήμνο, όπου κατοικούσαν Μινύες και εκεί παρέμεινε δέκα χρόνια. Όταν οι Αχαιοί αποβιβάστηκαν στην Τένεδο, ο Αχιλλέας σκότωσε τον ιερέα του Απόλλωνα, Τέννη, παρακούοντας την μητέρα του που του είπε πως αν ενεργούσε έτσι θα είχε βέβαιο θάνατο από τον ίδιο τον Απόλλωνα. Από την Τένεδο ο Αγαμέμνονας έστειλε πρεσβεία στον Πρίαμο, αποτελούμενη από τον Μενέλαο, τον Οδυσσέα και τον Παλαμήδη ζητώντας την επιστροφή της Ελένης. Η πρεσβεία όμως δεν έγινε δεκτή.
ζ. Τα πρώτα εννέα χρόνια του πολέμου
Η μεγάλη διάρκεια των επιχειρήσεων και η εξέλιξή τα πρώτα χρόνια δείχνουν ότι στόχος των Αχαιών δεν ήταν μόνο η Τροία, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Φρυγίας μέχρι το κράτος των Χετταίων, του οποίου η πτώση δεν αποκλείεται να σχετίζεται με την πίεση που προκάλεσαν οι επιχειρήσεις αυτές.
Ο μάντης Κάλχας είχε προβλέψει ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατήσει στην τρωική γη θα είναι το πρώτο θύμα του πολέμου. Έτσι ακόμη και ο Αχιλλέας δίσταζε να το αποτολμήσει. Ο Οδυσσέας από το πλοίο του, πέταξε την ασπίδα του στην ακτή και πήδηξε πάνω της, ώστε το πρώτο βήμα του να μην ακουμπήσει στο χώμα. Τον ακολούθησε ο Πρωτεσίλαος Ιφικλέους, ηγέτης της θεσσαλικής Φυλάκης, που πάτησε πρώτος την τρωική γη. Ο Αχιλλέας αποβιβάστηκε δεύτερος και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκότωσε τον Κύκνο, γιο του Ποσειδώνα. Οι Τρώες τελικά αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν πίσω από τα τείχη τους. Ο Πρωτεσίλαος σκότωσε πολλούς Τρώες αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον Έκτορα. Οι Αχαιοί κήδεψαν τον πρώτο τους νεκρό με μεγάλες τιμές στην Θράκη, στην απέναντι πλευρά του Ελλησπόντου. Μετά το θάνατο του Πρωτεσίλαου, ο αδελφός του Ποδάρκης Ιφικλέους πήρε μέρος στον πόλεμο, αναπληρώνοντας έτσι την απώλειά του.
Μετά την αρχική αποβίβαση και την εδραίωσή τους στην παράκτια ζώνη της Τρωάδας, οι Αχαιοί άρχισαν να διαρπάζουν την ύπαιθρο, να κατακτούν τις παρακείμενες στην Τροία σύμμαχές της πόλεις και να λεηλατούν τις απέναντι θρακικές ακτές. Η Τροία δεν είχε δεχτεί κάποια συνδυασμένη μαζική πολιορκία ως και το ένατο έτος των επιχειρήσεων και η επικοινωνία της με την μικρασιατική ενδοχώρα συνεχιζόταν ανενόχλητα. Από την πλευρά τους οι Έλληνες δέχονταν σημαντικές στρατιωτικές ενισχύσεις ακόμη και λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Παρόλα αυτά δεν κατάφεραν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα και να περικυκλώσουν τους Τρώες, οι οποίοι διατηρούσαν επαφές ακόμη και με τους συμμάχους τους στην ευρωπαϊκή ακτή.
Ο Αχιλλέας, αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμηδόνες, ήταν ο πιο ενεργός ήρωας των Αχαιών.. Κυριάρχησε με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν λίγο μετά την απόβαση ανάγκασε τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Σύμφωνα με τον Όμηρο κατέλαβε 11 πόλεις και 12 νησιά. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο λεηλάτησε την χώρα του Αινεία, στην περιοχή της Τρωάδας και έκλεψε τα κοπάδια του. Επίσης κατέλαβε την Λυρνησσό, την Πηδασσό, την Λέσβο, την Κολοφώνα, τις Κλαζομενές και πολλές άλλες γειτονικές πόλεις, και σκότωσε τον ανήλικο Τρωίλο, γιο του Πριάμου, για τον οποίο υπήρχε χρησμός που ανέφερε ότι αν έφτανε τα 20 χρόνια, η Τροία δεν θα έπεφτε ποτέ. Τα λάφυρα από αυτές τις εκστρατείες τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο. Για τη συμπεριφορά αυτή του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ο Αχιλλέας παραπονέθηκε αρκετές φορές. Οι εκστρατείες αυτές πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδοτικές και για τον ίδιο τον Αχιλλέα, αφού η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους λάφυρα (σκλάβες, άλογα, όπλα, τρίποδες, κούπες, χρυσάφι κλπ.). Ανάμεσα στα λάφυρα από τις λεηλασίες ήταν και οι ιέρειες Βρισηίδα, από τη Λυρνησσό και Χρυσηίδα, από τις Υποπλάκιες Θήβες, η οποία προσφέρθηκε στον Αγαμέμνονα. Ο Αχιλλέας αιχμαλώτισε και τον Λυκάονα, έναν από τους γιους του Πριάμου, που ο Πάτροκλος πούλησε αργότερα ως σκλάβο στην Λήμνο, όμως τον αγόρασε ο Αιτίωνας από την Ίμβρο και επανήλθε στην Τροία, όπου τελικά τον σκότωσε ο Αχιλλέας 12 ημέρες μετά το θάνατο του Πάτροκλου.
Ο Αίας ο Τελαμώνιος κατέκτησε πολλές περιοχές στην θρακική ακτή, στην οποία βασίλευε ο Πολυμήστωρ, γαμπρός του Πριάμου. Ο Πολυμήστωρ, για να αποτρέψει τα χειρότερα, παρέδωσε στον Αίαντα τον Πολύδωρο, γιο του Πριάμου, που μέχρι τότε ήταν υπό την προστασία του. Αργότερα ο Αίας επιτέθηκε στην Φρυγία που βασιλεύς της ήταν ο Τελεύτας, τον οποίο σκότωσε σε μονομαχία. Αναφέρεται επίσης ότι έκλεψε πολλά κοπάδια στο όρος Ίδα και στην ευρύτερη περιοχή της Τρωάδας. Πολλές απεικονίσεις, ιδιαίτερα σε αρχαία αγγεία, παρουσιάζουν τον Αίαντα να απασχολείται με ένα επιτραπέζιο παιχνίδι (πεσσούς) με τον Αχιλλέα. Μάλιστα είναι τόσο απορροφημένοι, που παρουσιάζονται να παίζουν ακόμη και μέσα στο πεδίο της μάχης περικυκλωμένοι από τους εχθρούς, όπου η Αθηνά την τελευταία στιγμή τους σώζει ως από μηχανής θεά.
Ο Οδυσσέας κάποια στιγμή στάλθηκε στη Θράκη για να φέρει σιτάρι, αλλά επέστρεψε με άδεια χέρια. Αυτό προκάλεσε την περιφρόνηση του Παλαμήδη (<πάλη + μήδομαι = σκέπτομαι, φροντίζω = αυτός που σκέπτεται τη μάχη και δίνει συμβουλές γι' αυτήν), ο οποίος ανέλαβε ο ίδιος την πρωτοβουλία και κατάφερε τελικά να εφοδιάσει το αχαϊκό στράτευμα με μεγάλες ποσότητες σιταριού. Ο Οδυσσέας πάντα έβλεπε καχύποπτα τον Παλαμήδη, ιδιαίτερα από τότε που είχε θέσει τη ζωή του γιου του σε κίνδυνο. Οργάνωσε ολόκληρη πλεκτάνη με σκοπό να κατηγορηθεί άδικα: έγραψε μια πλαστή επιστολή, υποτίθεται του Πριάμου προς τον Παλαμήδη και έθαψε χρυσό κοντά στη σκηνή του. Η επιστολή και ο χρυσός, κατά το σχέδιο του Οδυσσέα, ανακαλύφθηκαν από τους Αχαιούς, και ο Αγαμέμνονας διέταξε το θάνατό του δια λιθοβολισμού, καθώς τα στοιχεία για την υποτιθέμενη προδοσία του φαίνονταν αδιάσειστα. Κατά τα άλλα ο Παλαμήδης ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της εποχής του, αφού θεωρείται εφευρέτης του αλφαβήτου, των νομισμάτων, μέτρων και σταθμών, της διαίρεσης του χρόνου σε ώρες και ημέρες καθώς και επιτραπέζιων παιχνιδιών όπως οι πεσσοί. Ο πατέρας του Παλαμήδη, Ναύπλιος, μόλις έμαθε την είδηση, έσπευσε στην Τροία και απαίτησε να αποδοθεί δικαιοσύνη, όμως δεν εισακούστηκε. Ως εκδίκηση, ταξίδεψε σε όλα τα ανάκτορα των Αχαιών βασιλέων, και διέδωσε στις συζύγους τους ότι οι σύζυγοί τους είχαν συνάψει ήδη σχέσεις με Τρωάδες παλλακίδες, με σκοπό να τις κάνουν και επίσημες συζύγους όταν επιστρέψουν στον τόπο τους. Πολλές βασίλισσες πιστεύοντας τον Ναύπλιο διέρρηξαν τους δεσμούς τους, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της Κλυταιμνήστρας, συζύγου του Αγαμέμνονα, που σύναψε εξωσυζυγική σχέση με τον Αίγισθο, γιο του Θυέστη. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πηνελόπη, η οποία παρέμεινε πιστή στον Οδυσσέα.
Όταν πλησίαζε το τέλος του ένατου έτους, ο στρατός των Ελλήνων, εξαντλημένος από τις μακροχρόνιες συρράξεις και την έλλειψη εφοδίων, αρνήθηκε να υπακούσει τις διαταγές των ηγετών του και απαίτησε την επιστροφή στην πατρίδα. Στα «Κύπρια έπη», ο Αχιλλέας ανάγκασε τους στρατιώτες να παραμείνουν και σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, για να λυθεί το πρόβλημα του εφοδιασμού, ο Αγαμέμνονας έφερε καλλιεργητές αμπελώνων, τις κόρες του Άνιου (εγγονές του Απόλλωνα), οι οποίες με μαγικό τρόπο παρήγαγαν κρασί, ελιές και σιτάρι απλά με ένα άγγιγμα.
η. Τα γεγονότα της Ιλιάδας
Κατά το δέκατο έτος του πολέμου ο Χρύσης, ιερέας του Απόλλωνα και πατέρας της Χρυσηίδας, προσήλθε στον Αγαμέμνονα και ζήτησε την απελευθέρωση της κόρης του. Όμως ο Αγαμέμνονας αρνήθηκες και προσέβαλε βάναυσα τον ιερέα, ο οποίος προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά. Ο Απόλλωνας ανταποκρίθηκε και τιμώρησε με εξοντωτικό λοιμό τον αχαϊκό στρατό. Τελικά, ο Αγαμέμνονας, για να απαλλαγεί από αυτή την συμφορά αναγκάστηκε να επιστρέψει την Χρυσηίδα στον πατέρα της. Για να καλυφθεί το κενό που δημιουργήθηκε απαίτησε και πήρε την Βρισηίδα του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας, το θεώρησε μεγάλη ατίμωση και αρνήθηκε να συνεχίσει να μάχεται. Η οργή του (μήνις) ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έφτασε στο σημείο να παρακαλέσει τη μητέρα του Θέτιδα να μεσολαβήσει στον Δία για να προσφέρει συνεχείς πολεμικές επιτυχίες στους Τρώες.
Όταν αποσύρθηκε ο Αχιλλέας από τις μάχες, οι Αχαιοί σημείωσαν αρχικά επιτυχίες. Και τα δύο στρατόπεδα είχαν στη διάθεσή τους το σύνολο των συμμάχων τους, για πρώτη φορά από την αρχή των επιχειρήσεων. Σε μονομαχία μεταξύ Μενέλαου και Πάρη, ενώ διαφαινόταν η επικράτηση του Μενέλαου, η Αφροδίτη επενέβη σωτήρια υπέρ του Πάρη, και δεν αναδείχθηκε νικητής. Μετά από μια σύντομη ανακωχή οι συγκρούσεις άρχισαν και πάλι. Με την βοήθεια της θεάς Αθηνάς, ο Διομήδης, επιφανής ήρωας των Αχαιών, σκότωσε τον Τρώα Πάνδαρο και παραλίγο να σκότωνε και τον Αινεία, που διασώθηκε με την παρέμβαση της μητέρας του Αφροδίτης η οποία τραυματίστηκε από τον Διομήδη. Στη συνέχεια της μάχης ο Διομήδης τραυμάτισε και τον Άρη. Ακολούθησε μονομαχία του Αίαντα Τελαμώνιου με τον Έκτορα, χωρίς ν’ αναδειχθεί νικητής, και διαπραγματεύσεις χωρίς αποτέλεσμα. Στις συρράξεις που έγιναν μετά οι Τρώες κατάφεραν να απωθήσουν τους Αχαιούς και να προελάσουν μέχρι το στρατόπεδο τους, στο ξύλινο τείχος που είχαν κατασκευάσει με την βοήθεια του Ποσειδώνα, στην ακτή της Τρωάδας. Την επόμενη μέρα, με την θεϊκή συμβολή του Δία, οι Τρώες διείσδυσαν στο στρατόπεδο των Αχαιών και πάρα λίγο να πυρπολήσουν το σύνολο των πλοίων τους. Μία πρώτη έκκληση προς τον Αχιλλέα να επανέλθει στις επιχειρήσεις απορρίφθηκε αμέσως από τον ίδιο, όμως, όταν ο Έκτορας έκαψε το πλοίο του Πρωτεσίλαου, επέτρεψε στον φίλο και συγγενή του Πάτροκλο, να φορέσει την πανοπλία του (δίνοντας την εντύπωση στον εχθρό ότι είναι ο ίδιος ο Αχιλλέας) και να ηγηθεί των μαχών. Ο Πάτροκλος κατάφερε να αντεπιτεθεί και να επιβληθεί των Τρώων. Οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν έξω από τα τείχη της Τροίας, όπου μόνο με την επέμβαση του Απόλλωνα αποκρούστηκε η επίθεση των Αχαιών. Κατά τις συγκρούσεις ο Πάτροκλος, πάνω στον ενθουσιασμό του πλησίασε αρκετά στα τείχη της πόλης και ακολούθησε μονομαχία με τον Έκτορα, ο οποίος τον σκότωσε και του αφαίρεσε τον οπλισμό.
Ο Αχιλλέας εξοργίστηκε και ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για το χαμό του φίλου του. Ήλθε και σε συμβιβασμό με τον Αγαμέμνονα, ο οποίος του επέστρεψε την Βρισηίδα ανέγγιχτη. Ο θεός Ήφαιστος του ετοίμασε νέο οπλισμό για τις επικείμενες μάχες του. Με την είσοδό του στις συρράξεις, σκότωνε τον ένα Τρώα μετά τον άλλο, παραλίγο να φονεύσει και τον Αινεία, που σώθηκε από τον Ποσειδώνα. Ο Αχιλλέας πολέμησε με τον ποτάμιο θεό Σκάμανδρο και εν συνεχεία η σύγκρουση γενικεύτηκε με τη συμμετοχή πλήθους θεών. Οι Τρώες κατέφυγαν πίσω από το τείχος τους, εκτός από τον Έκτορα, ο οποίος με πανουργία της Αθηνάς παρέμεινε στο πεδίο της μάχης και αντιμετώπισε τον Αχιλλέα. Στην μονομαχία μεταξύ των δύο ηρώων ο Αχιλλέας σκότωσε τελικά τον Έκτορα, έδεσε το σώμα του στο άρμα του και το έσερνε θριαμβευτικά έξω από τα τείχη της Τροίας, ενώ αρχικά, δεν δεχόταν να παραδώσει το σώμα του νεκρού ήρωα στους οικείους του. Αργότερα οι Αχαιοί πραγματοποίησαν και τους επικήδειους αγώνες προς τιμή του Πάτροκλου. Κάποιο βράδυ, ο ίδιος ο Πρίαμος, καθοδηγημένος από τον Ερμή έφτασε στη σκηνή του Αχιλλέα και τον παρακάλεσε να του παραδώσει το σώμα του γιου του σε έναν έντονο συγκινητικό μονόλογο που ανάγκασε ακόμη και τον άκαμπτο Αχιλλέα να υποκύψει. Οι δύο άντρες συμφώνησαν προσωρινή ανακωχή, και ο νεκρός Έκτορας παραδόθηκε στην οικογένειά του. Η Ιλιάδα ολοκληρώνεται με την κηδεία του Έκτορα στην Τροία και το πένθος που επικράτησε στην πόλη.
θ. Γεγονότα μετά το τέλος της Ιλιάδας
Μετά την κηδεία του Έκτορα, ήλθε στην Τροία για να ενισχύσει την τρωική πλευρά η βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια, που ήταν ιδιαίτερα δυναμική στις μάχες και σκότωσε τον Αχαιό Μαχάονα, αλλά τελικά ο Αχιλλέας τη σκότωσε, παρόλο που την είχε ερωτευθεί, αφού συνειδητοποίησε τα πραγματικά του αισθήματα γι’ αυτήν όταν ήταν πια νεκρή. Τότε ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Θερσίτης (ο ασχημότερος και πιο αθυρόστομος Αχαιός), βλέποντας τον Αχιλλέα σε στιγμή συναισθηματικής αδυναμίας, άρχισε να τον χλευάζει, οπότε ο Αχιλλέας αφού τον έσφαξε, ήρθε σε ρήξη με τους υπόλοιπους Αχαιούς ηγέτες και έφυγε για τη Λέσβο, όπου, μετά από συμβουλή του Οδυσσέα, και αποσκοπώντας στην κάθαρσή του, πρόσφερε θυσίες στον Απόλλωνα, την Άρτεμη και τη Λητώ.
Ενώ ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας απουσίαζαν από τις συρράξεις, ο βασιλεύς της Αιθιοπίας, Μέμνονας, ετεροθαλής αδελφός του Πριάμου, ήλθε να ενισχύσει τους Τρώες, επικεφαλής στρατού Αιθιόπων και Ινδών, μέσω Περσίας ή Καυκάσου. Στην πρώτη του συμπλοκή σκότωσε τον Αντίλοχο και ύστερα μονομάχησε με τον Αχιλλέα. Οι δύο ήρωες ήταν ισοδύναμοι, όμως ο Δίας όρισε ότι η μοίρα του Μέμνονα ήταν να σκοτωθεί, όπως και έγινε. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας καταδίωξε τους Τρώες οι οποίοι κλείστηκαν στα τείχη τους, αλλά είχε έλθει και η δική του ώρα να πεθάνει, καθώς ένα δηλητηριώδες βέλος του Πάρη κατευθυνόμενο από τον Απόλλωνα τον πέτυχε στην πτέρνα και τον σκότωσε.
Στην μάχη γύρω από το σώμα του Αχιλλέα, ο Οδυσσέας απωθούσε τους Τρώες ενώ ο Αίαντας μετέφερε τον νεκρό ήρωα στο στρατόπεδο των Αχαιών όπου διοργανώθηκαν επικήδειοι αγώνες. Όταν κόπασαν οι συγκρούσεις, προέκυψε το ζήτημα ποιος θα αποκτούσε την πανοπλία του Αχιλλέα, η οποία θα προσφερόταν στον πιο ανδρειωμένο πολεμιστή. Ο Αγαμέμνονας ήταν απρόθυμος να αναλάβει πρωτοβουλία να υποδείξει τον κατάλληλο και απευθύνθηκε στους Τρώες κρατούμενούς του ρωτώντας τους ποιος πίστευαν ότι έχει κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στην παράταξή τους. Κατά τον Πίνδαρο, η απόφαση ελήφθη ύστερα από μυστική ψηφοφορία και ήταν ομόφωνη να δοθεί ο οπλισμός στον Οδυσσέα. Ο Αίαντας άρχισε να χάνει τα λογικά του εξοργισμένος από αυτή την απόφαση, θόλωσε και, με την παρέμβαση της Αθηνάς, άρχισε να σκοτώνει τα αιγοπρόβατα των Αχαιών πιστεύοντας ότι είναι οι μισητοί πια συμπολεμιστές του. Νόμιζε μάλιστα ότι ένα κριάρι είναι ο Οδυσσέας και το έσυρε στη σκηνή του όπου το βασάνισε. Το επόμενο πρωί όταν λογικεύτηκε αποφάσισε να αυτοκτονήσει αποφεύγοντας τον εξευτελισμό και την ταπείνωση και έτσι έπεσε πάνω στο ξίφος του και έβαλε τέλος στη ζωή του.
Κατά το πέρας του δέκατου έτους, ένας χρησμός ανέφερε ότι η Τροία θα πέσει μόνο με το τόξο του Ηρακλή, το οποίο ήταν στην κατοχή του Φιλοκτήτη που βρικόταν στη Λήμνο. Για το σκοπό αυτό ο Οδυσσέας και ο Διομήδης τον έφεραν στην Τρωάδα, αφού η πληγή του είχε στο μεταξύ επουλωθεί. Κατά τις επόμενες συμπλοκές ο Φιλοκτήτης χρησιμοποιώντας το τόξο αυτό σκότωσε τον Πάρη. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Έλενος και ο Δηίφοβος, αδελφοί του Πάρη, ζήτησαν το χέρι της ωραίας Ελένης και τελικά επικράτησε ο Δηίφοβος, ενώ ο Έλενος αποτραβήχτηκε στο όρος Ίδη. Ο Κάλχας ήξερε ότι ο Έλενος γνώριζε για την επερχόμενη καταστροφή της Τροίας, έτσι ο Οδυσσέας τον καταδίωξε και τον αιχμαλώτισε. Τελικά εξαναγκάστηκε να ομολογήσει πως οι Έλληνες θα νικούσαν μόνο αν έφερναν τα λείψανα του Πέλοπα, όπως και έπραξαν.
ι. Δούρειος Ίππος
Ο πόλεμος έληξε με ένα ιδιαίτερο τέχνασμα. Ο Οδυσσέας επινόησε την κατασκευή ενός μεγάλου σε μέγεθος ομοιώματος ξύλινου κούφιου αλόγου, του Δούρειου Ίππου. Το άλογο ήταν ζώο ιερό για τους Τρώες και πιστευόταν ότι θα το μετακινούσαν, ως φυλακτό, στο εσωτερικό της πόλης τους, αφού είχαν προετοιμαστεί όλες οι συνθήκες που θα έδιναν την εντύπωση ότι οι Έλληνες έφυγαν οριστικά. Το κατασκεύασε ο μηχανικός Επειός, με την καθοδήγηση της Αθηνάς και στο εξωτερικό του έφερε την επιγραφή: «Αφιερωμένο στην Αθηνά από τους Έλληνες, για την επιστροφή τους στην πατρίδα».
Στον Δούρειο Ίππο εισχώρησε ομάδα Αχαιών με επικεφαλής τον Οδυσσέα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός έκαψε το στρατόπεδο ώστε οι Τρώες να πιστέψουν ότι η αποχώρησή τους είναι οριστική, ενώ εκείνοι έπλευσαν στην Τένεδο. Το επόμενο πρωί, οι Τρώες ανακάλυψαν ότι το αντίπαλο στρατόπεδο είχε εγκαταλειφθεί. Μέσα στον ενθουσιασμό τους πίστεψαν ότι ο δεκαετής πόλεμος είχε λήξει και έκριναν ότι πρέπει να μετακινήσουν τον Δούρειο Ίππο στον εσωτερικό της πόλης, μολονότι ορισμένοι μεμονωμένοι Τρώες θεώρησαν ότι είναι καταραμένος και πρέπει να τον ρίξουν στο γκρεμό ή να τον κάψουν. Η κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα (<κέκασμαι=υπερέχω = αυτή που υπερέχει των ανθρώπων) και ο ιερέας του Ποσειδώνα Λαοκόων (<λαός + κοέω [= ακούω] = αυτός που αντιλαμβάνεται τη θέληση του λαού) προειδοποίησαν ότι μόνο συμφορά θα φέρει στην πόλη. Αλλά η Κασσάνδρα, ενώ είχε την διόραση από τον Απόλλωνα να μπορεί να προβλέπει γεγονότα, επειδή αθέτησε την υπόσχεσή της να του δοθεί, είχε και την κατάρα του να μην καταφέρνει να πείθει κανέναν, ενώ στον Λαοκόωντα και στους δυο γιους του επιτέθηκαν τεράστια θαλάσσια φίδια που τους έπνιξαν στην θάλασσα. Ο Αινείας και οι οπαδοί του πιστεύοντας αυτές τις προβλέψεις αποτραβήχτηκαν στο όρος Ίδη. Οι Τρώες τελικά γεμάτοι ενθουσιασμό αποφάσισαν να μεταφέρουν εντός των τειχών τον Δούρειο Ίππο. γκρεμίζοντας και τμήμα από την κεντρική πύλη της πόλης, τις «Σκαιές Πύλες», για να δημιουργηθεί άνοιγμα αρκετά μεγάλο για τη διέλευσή του. Αμέσως μετά ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης για να γιορτάσουν την επιτυχή έκβαση του πολέμου. Κατά τα μεσάνυχτα με το φως της πανσέληνου, ο Σίνων, Αχαιός κατάσκοπος, έκανε σήμα στον Αχαϊκό στόλο στην Τένεδο για να προσεγγίσει, ενώ την ίδια στιγμή οι στρατιώτες που βρίσκονταν στον Δούρειο Ίππο βγήκαν και σκότωσαν τους φύλακες.
ια. Η πτώση της Τροίας
Οι Έλληνες μπήκαν στην πόλη και σκότωναν τον πληθυσμό της καθώς κοιμόταν στα σπίτια του. Η σφαγή συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Όσοι Τρώες πρόλαβαν, πολέμησαν απεγνωσμένα με ιδιαίτερο πείσμα, παρόλο που βρέθηκαν αιφνιδιασμένοι, ανοργάνωτοι και χωρίς κάποιον ηγέτη να τους καθοδηγήσει. Κάποιοι υπερασπιστές πετούσαν κομμάτια των οροφών των σπιτιών στους κατεστραμμένους δρόμους της πόλεως για να εμποδίσουν τους εισβολείς. Τελικά, οι τελευταίοι αμυνόμενοι χάθηκαν μέσα στην λαίλαπα της καταστροφής και των σφαγών.
Ο Νεοπτόλεμος σκότωσε τον Πρίαμο που είχε καταφύγει ικέτης στο ναό του Δία. Ο Μενέλαος σκότωσε τον Δηίφοβο, τον σύζυγο της Ελένης και κινήθηκε να σκοτώσει και την Ελένη, αλλά, μόλις αντίκρισε την ομορφιά της, χαμήλωσε το ξίφος του και της συγχώρεσε την απιστία. Ο Αίας ο Λοκρός, βίασε την Κασσάνδρα στο ναό της Αθηνάς. Εξαιτίας αυτής της ύβρεως αποφασίστηκε από τους Αχαιούς, με προτροπή του Οδυσσέα, να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου, αλλά κατέφυγε στο ιερό της Αθηνάς και σώθηκε. Ο Αντήνορας, που είχε φιλοξενήσει τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, όταν είχαν σταλεί πρεσβεία για να ζητήσουν την Ελένη, δεν πειράχτηκε ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του. Ο Τρώας Αινείας πήρε μαζί στην πλάτη τον ανήμπορο πατέρα του Αγχίση και διέφυγε. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, του επετράπη να φύγει λόγω του ηθικού χαρακτήρα του.
Οι Έλληνες ισοπέδωσαν την πόλη και διαμοίρασαν την λεία. Οι γυναίκες των Τρώων αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Οι ευγενέστερες από αυτές έζησαν μέσα στα παλάτια των Αχαιών ηγεμόνων σαν επιστάτριες των υπηρετριών. Οι νεότερες και ομορφότερες έγιναν παλλακίδες των βασιλέων κατά τη συνήθεια της εποχής. Η Κασσάνδρα δόθηκε στον Αγαμέμνονα, η Ανδρομάχη στον Νεοπτόλεμο και η Εκάβη, που δόθηκε αιχμάλωτη στον Οδυσσέα, αφού εκδικήθηκε τυφλώνοντας τον βασιλιά της Καλλίπολης Πολυμήστορα που είχε προδώσει δυο από τα παιδιά της (τον Πολύδωρο και την Πολυξένη), τελικά δολοφονήθηκε από τους συνοδούς του. Οι Έλληνες πέταξαν τον Αστυάνακτα, το βρέφος παιδί του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, με σκοπό να αποτρέψουν πιθανή εκδίκηση του, όταν θα ενηλικιωνόταν. Επίσης θυσίασαν την Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα, όπως απαίτησαν οι χρησμοί. Η Αίθρα, μητέρα του Θησέα που είχε έρθει στην Τροία μαζί με την Ελένη, ηλικιωμένη πια, σώθηκε από τους εγγονούς της, Δημοφώντα και Ακάμαντα.
ιβ. Η επιστροφή των ηρώων
Οι θεοί εξοργίστηκαν από την καταστροφή των ναών και από τις ύβρεις που διέπραξαν οι Αχαιοί. Καθώς επέστρεφε ο στόλος, κοντά στην Τήνο ξέσπασε έντονη καταιγίδα. Κατά μία εκδοχή, ο Ναύπλιος για να τους εκδικηθεί παραπλάνησε το στόλο στέλνοντας εσφαλμένα μηνύματα με κάτοπτρο από το ακρωτήριο του Καφηρέα στην Εύβοια (Κάβο ντόρο) με αποτέλεσμα πολλά πλοία να ναυαγήσουν.
Ο Νέστορας, που υπήρξε ο πιο ευσεβής και ηθικός χαρακτήρας στην εκστρατεία, είχε ασφαλή και γρήγορη επιστροφή στην πατρίδα του. Ο Αίας ο Λοκρός τιμωρήθηκε από την Αθηνά, που δανείστηκε ένα κεραυνό του Δία και τον πυρπόλησε. Ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και ετεροθαλής αδελφός του Αίαντα, δικάστηκε επειδή δεν εμπόδισε το θάνατο του αδελφού του και απαγορεύτηκε η επιστροφή στην πατρίδα του. Τελικά δεν επανήλθε ποτέ και μετοίκησε στην Κύπρο όπου ίδρυσε την Σαλαμίνα της Κύπρου. Αργότερα οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι ο Τεύκρος καθώς έφυγε παρέδωσε την εξουσία της πατρίδας του στους γιους του Θησέα.
Ο Νεοπτόλεμος (που λεγόταν επίσης Πύρρος) ακολούθησε την συμβουλή του Έλενου και ακολούθησαν και οι δύο μαζί χερσαία οδό. Κατά την διαδρομή συνάντησε στην γη των Κικόνων, τον Οδυσσέα και ενταφίασε τον δάσκαλο του Αχιλλέα Φοίνικα. Στη συνέχεια κατέληξε στη γη των Μολοσσών, στην Ήπειρο και απέκτησε τρεις γιους με την Ανδρομάχη (Μολοσσός, Πέργαμος και Πίελος), από τους οποίους ο Μολοσσός τον διαδέχτηκε στο θρόνο της περιοχής. Μετά τον πρόωρο και άδοξο θάνατο του Νεοπτόλεμου, στους Δελφούς από ιερέα του Απόλλωνα (ή από τον Ορέστη), η Ανδρομάχη παντρεύτηκε τον κουνιάδο της Έλενο και έκανε μαζί του ένα ακόμη παιδί, τον Κεστρίνο, ενώ μετά το θάνατο και του Έλενου έφυγε στη Μ.Ασία μαζί με το γιο της Πέργαμο (<υπέρ + γα [=γη] + άμμος), που ίδρυσε εκεί την ομώνυμη πόλη.
Ο Διομήδης μετά από μια καταιγίδα βρέθηκε στην Λυκία, όπου ο βασιλεύς της Λύκος θα τον θυσίαζε στον Άρη, αλλά η κόρη του βασιλιά Καλλιρρόη τον λυπήθηκε και τον βοήθησε να δραπετεύσει. Μετά κατέληξε στην Αττική, όπου οι Αθηναίοι μη γνωρίζοντας ότι είναι σύμμαχοι του επιτέθηκαν. Τελικά έφτασε στο Άργος, όπου ανακάλυψε ότι η σύζυγός του Αιγιαλεία διέπραττε μοιχεία. Αγανακτισμένος έφυγε για την Αιτωλία. Σύμφωνα με κάποιες πηγές πέρασε και από την νότια Ιταλία όπου ίδρυσε ορισμένες πόλεις.
Ο Φιλοκτήτης μετανάστευσε στην Σικελία, όπου ίδρυσε μια σειρά από πόλεις μεταξύ Κρότωνα και Θουρίων. Μετά από πολεμικές αναμετρήσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς ίδρυσε το ιερό του Απόλλωνα, όπου αφιέρωσε το τόξο του Ηρακλή.
Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Ιδομενέας έφτασε στην πατρίδα του, την Κρήτη, ασφαλής. Κατά μία άλλη εκδοχή το πλοίο του έπεσε σε δυνατή καταιγίδα και ο Ιδομενέας υποσχέθηκε στον Ποσειδώνα ότι θα θυσιάσει τον πρώτο άνθρωπο που θα δει στην πατρίδα, αν έφτανε σώος εκεί. Ο πρώτος που είδε όμως ήταν ο γιος του, τον οποίο και θυσίασε. Τελικά οι θεοί εξοργίστηκαν και ξέσπασε λοιμός στην Κρήτη, και ο λαός του τον έστειλε εξορία στην Καλαβρία της Ιταλίας απ' όπου εν συνεχεία κατέληξε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας, όπου και πέθανε.
Σύμφωνα με την Οδύσσεια, ο στόλος του Μενέλαου παρασυρμένος από τις θύελλες κατέληξε στην Κρήτη και την Αίγυπτο, όπου τα πέντε εναπομείναντα πλοία ήταν αδύνατο να επιστρέψουν στην πατρίδα λόγω των έντονων ανέμων. Ο Μενέλαος έπρεπε να μιλήσει με τον Πρωτέα, έναν θαλάσσιο θεό, για να μάθει τι ακριβώς θυσίες έπρεπε να κάνει στους θεούς για να του εξασφαλίσουν ασφαλή επιστροφή. Τελικά, ο Μενέλαος επέστρεψε στη Σπάρτη μαζί με την ωραία Ελένη επτά χρόνια μετά το πέρας του Τρωικού πολέμου. Μετά το θάνατό του ο γιος του Μεγαπένθης, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Σπάρτης, εξόρισε την Ελένη στη Ρόδο, όπου πριν προλάβει να γεννήσει το παιδί από την ερωτική σχέση που είχε εκεί με τον Τήλεφο, δολοφονήθηκε από την Πολυξώ, βασίλισσα της Ρόδου, χήρα του Τληπόλεμου που εκδικήθηκε έτσι το θάνατό του συζύγου της στην Τροία.
Ο Αγαμέμνονας επέστρεψε στον Άργος μαζί με την Κασσάνδρα. Η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα είχε όμως συνάψει εξωσυζυγική σχέση με τον Αίγισθο, γιο του Θυέστη και ξάδελφο του ίδιου. Πιθανότατα ως εκδίκηση για την θυσία της Ιφιγένειας, η Κλυταιμνήστρα (<κλυτός[ = ένδοξος] + μνήστειρα [= μνηστή {<μνάομαι = προσπαθώ να κερδίσω εύνοια}] = φημισμένη υποψήφια νύφη) οργάνωσε ολόκληρο σχέδιο μαζί με τον εραστή της για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα, ενώ προέβλεψε το θάνατο του και τον πληροφόρησε γι’ αυτόν, δεν κατάφερε να πείσει τον Αγαμέμνονα ο οποίος την περιφρόνησε και δεν της έδωσε καμία σημασία. Τελικά δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν στο λουτρό αμέριμνος. Μετά από χρόνια, ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης, εκδικήθηκε το θάνατό του σκοτώνοντας την μητέρα του και τον εραστή της και ταυτόχρονα ανεβαίνοντας στο θρόνο των Μυκηνών.
Από τους υπόλοιπους λιγότερο επιφανείς Αχαιούς ελάχιστοι έφτασαν στις πατρίδες τους.
Οι περιπέτειες του Οδυσσέα, που περιγράφονται στο δεύτερο έπος του Ομήρου, την Οδύσσεια, ήταν ιδιαίτερα επίπονες και διάρκεσαν δέκα έτη, κατά το διάστημα των οποίων ο Οδυσσέας ταξίδεψε σε χώρες εντελώς άγνωστες για τους Αχαιούς και έζησε πολλές περιπέτειες. Πέρασε από τις χώρες των Λωτοφάγων και των Λαιστρυγόνων, συνάντησε τον Κύκλωπα Πολύφημο, έζησε ένα χρόνο με την Κίρκη στο νησί Αιαία όπου εκείνη ήταν βασίλισσα, μίλησε με τον μάντη Τειρεσία στον Κάτω Κόσμο, ταξίδεψε στην Θρηνακία, όπου οι άντρες του έφαγαν τα ιερά κοπάδια του θεού Ήλιου και εξαιτίας αυτού του παραπτώματος τα πλοία του καταστράφηκαν και τα πληρώματά τους πνίγηκαν. Στη συνέχεια κατέληξε στην νήσο Ωγυγία, έζησε με τη νύμφη Καλυψώ επί επτά έτη και τελικά έφτιαξε μια μικρή σχεδία με την οποία κατέληξε στην Σχερία, όπου κατοικούσαν οι Φαίακες, που του έδωσαν όλα τα μέσα για να επιστρέψει στην Ιθάκη. Όταν έφτασε στην πατρίδα του, αρχικά ήταν μεταμφιεσμένος και φαινόταν σαν ηλικιωμένος ζητιάνος. Ανακάλυψε ότι η σύζυγός του, Πηνελόπη, του ήταν πιστή κατά τη διάρκεια των 20 ετών της απουσίας του, παρόλο που πολλοί μνηστήρες είχαν εγκατασταθεί στο ανάκτορό του περιμένοντας την απόφασή της να επιλέξει νέο σύζυγο. Τελικά, με την βοήθεια του γιου του Τηλέμαχου και του χοιροβοσκού Εύμαιου, κατάφερε με ενέδρα να σκοτώσει τους μνηστήρες και να ανακτήσει το βασίλειο και τη σύζυγό του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράδοση για τη μετέπειτα ζωή του Οδυσσέα που περιγράφεται στο έπος Τηλεγονία που έγραψε ο Ευγάμων ο Κυρηναίος (~658), σύμφωνα με το οποίο η Κίρκη γέννησε τρία παιδιά από τον Οδυσσέα: τον Άγριο, τον Λατίνο και τον Τηλέγονο. Όταν ο Τηλέγονος μεγάλωσε, η μητέρα του τον έστειλε να βρει τον Οδυσσέα, που ζούσε από καιρό ήσυχα στην Ιθάκη, αλλά όταν έφθασε εκεί, άρχισε να λεηλατεί το νησί νομίζοντας ότι ήταν η Κέρκυρα. Ο Οδυσσέας και ο μεγαλύτερος γιος του Τηλέμαχος υπερασπίσθηκαν την πόλη τους, και στη μάχη ο Τηλέγονος σκότωσε άθελά του τον πατέρα του. Όταν πληροφορήθηκε πού βρισκόταν και ποιον είχε σκοτώσει, επέστρεψε με το σώμα του Οδυσσέα στην Αιαία, φέρνοντας μαζί του τη χήρα Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο. Εκεί η Κίρκη παντρεύτηκε τον Τηλέμαχο, ενώ ο Τηλέγονος νυμφεύθηκε την Πηνελόπη. με την οποία απέκτησαν ένα γιο, τον Ιταλό, που αργότερα βασίλευσε επί των Τυρρηνών ή των Ετρούσκων, όπως και ο θείος του Λατίνος, ενώ ο Ρώμος, γιος του Τηλέμαχου και της Κίρκης, ίδρυσε τη Ρώμη.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν επίσης κάποιες νεότερες αντιλήψεις για τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα που αναφέρονται στην Οδύσσεια. Έχοντας υπόψη ότι οι Αχαιοί είχαν εμπορικές σχέσεις με την Βρετανία και την Ιρλανδία, Γάλλοι, Άγγλοι και Αμερικανοί ιστορικοί, όπως οι Βίκτορ Μπεράρ, Πωλ Φορ, Πιγιό και Μπομπάρ και κυρίως η Εριέττα Μερτς (Henriette Mertz, 1898-1985) διατύπωσαν εμπεριστατωμένες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Οδυσσέας περιπλανήθηκε σε όλο τον Ατλαντικό Ωκεανό μέχρι την Αμερική, το Νότιο Πόλο και τη Γροιλανδία. Πιθανόν ο αρχικός του στόχος να ήταν η Αγγλία ή ίσως και η Αφρική, αλλά, όπως φαίνεται, ξεμάκρυνε πολύ και (ηθελημένα ή αθέλητα) χάθηκε. Ιδιαίτερα η Εριέττα Μερτς έκανε πολυετείς έρευνες, ταξίδεψε και με τα πόδια ακόμα σε όλα τα μέρη όπου πιθανόν πήγε ο Οδυσσέας και κατέληξε στις εξής ταυτοποιήσεις (με τη σειρά που καταγράφονται από τον Όμηρο, αναφέρεται αντίστοιχα και η αρχική εκδοχή που ήταν αποδεκτή μέχρι τον 20ο αιώνα):
Χώρα των Κικόνων = Σημερινή Δυτική Θράκη.
Χώρα των Λωτοφάγων = Δυτική Αφρική προς τον Ατλαντικό (όπου σήμερα το Μαρόκο, αρχική εκδοχή Τυνησία).
Χώρα των Κυκλώπων (Υπέρεια): η Βενεζουέλα της Νότιας Αμερικής (όπου ζουν οι Παταγόνες που βάφουν τα μάτια τους με κίτρινους κύκλους και φαίνονται σαν μονόφθαλμοι, με τα λάμας τους - πρόβατα της Οδύσσειας, αρχική εκδοχή Νοτοδυτική Σικελία)
Αιολία (κινητό νησί του βασιλιά των ανέμων Αιόλου): Παγόβουνο στο Νότιο Πόλο (αρχική εκδοχή νοτιοδυτική Ιταλία).
Λαιστρυγονία (Τηλέπυλος): Δυτική Αφρική όπου σήμερα η Σενεγάλη (εκεί οι ντόπιοι τον κυνήγησαν με πέτρες, αρχική εκδοχή βόρεια Σαρδηνία).
Νησί της Κίρκης (Αιαία) = Το νησί Boa Vista από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου έξω από τη Δυτ. Αφρική (αρχική εκδοχή ανατολική Ιταλία, κοντά στη Νεάπολη).
Νησί των Σειρήνων = Ένα άλλο νησί από την ίδια ομάδα (αρχική εκδοχή νοτιοδυτική Ιταλία, κάτω από τη Νεάπολη).
Χώρα των Κιμμερίων (ή χώρα του Άδη): η Γροιλανδία.
Σκύλα και Χάρυβδη = Σίφουνας πάνω από το τρίγωνο των Βερμούδων (αρχική εκδοχή στενά Σικελίας – Ιταλίας).
Θρινακία (η Χώρα των Βοδιών του Ήλιου): η Βόρεια Αμερική στο ύψος περίπου της Νέας Υόρκης (βόδια είναι τα μπούφαλο, αρχική εκδοχή ανατολική Σικελία).
Καταιγίδα που του κατέστρεψε το στόλο = Το τρίγωνο των Βερμούδων και πάλι (για δεύτερη φορά στο γυρισμό).
Ωγυγία (το νησί της Καλυψώς): τα νησιά Αζόρες στη μέση του Ατλαντικού (αρχική εκδοχή βορειοδυτική Αφρική απέναντι από το Γιβραλτάρ).
Σχερία (Χώρα των Φαιάκων) : Η Δυτική Ισπανία στον κόλπο του Κάδιξ (λίγο πάνω από το Γιβραλτάρ, αρχική εκδοχή Κέρκυρα).
Από τη χώρα των Φαιάκων με καράβια που του έδωσε ο τοπικός βασιλεύς ο Οδυσσέας γύρισε (εύκολα πια σε γνωστά νερά της Μεσογείου) στην Ιθάκη.
Οι χρονικές διάρκειες που αναφέρει ο Όμηρος (μέρες ολόκληρες από το ένα σημείο του ταξιδιού στο άλλο), συνηγορούν για ερμηνείες σχετικά με ένα τέτοιο ταξίδι μέσα στον Ατλαντικό. Ασφαλώς όμως πρόκειται για μια περιπέτεια πρωτόγνωρη, που ανέδειξε τον Οδυσσέα σε ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα της ανθρωπότητας, σύμβολο της τάσης του ανθρώπου για ανακαλύψεις, για περιπέτειες, για νέες γνώσεις και για δράση.
Οι άνθρωποι της Αχαϊκής Περιόδου που έμειναν γνωστοί στους μετέπειτα χρόνους, είχαν τα χαρακτηριστικά του ήρωα, ήταν γενναιόφρονες, αλλά πολλές φορές και ιδιοτελείς, με έμφυτη ορμητικότητα, ανδρεία, αγάπη για τον κίνδυνο και φιλοδοξία. Αγαπούσαν την πατρίδα τους, τιμούσαν τους οικείους τους, τους ξένους και τους αντίπαλους και επιθυμούσαν τις τιμές, τον υλικό πλούτο, τις απολαύσεις της ζωής και τον άνετο βίο. Ήταν σπουδαίοι έμποροι, αφού τα μυκηναϊκά καράβια ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο, πουλώντας αγγεία, λάδι, κρασί, όπλα, κοσμήματα και φέρνοντας στις Αχαϊκές πόλεις πολύτιμα μέταλλα, ελεφαντόδοντο και πολύτιμες πέτρες. Ήταν επίσης σπουδαίοι πολεμιστές, καθώς γυμνάζονταν συνεχώς για να είναι πάντα έτοιμοι για πόλεμο, στον οποίο φορούσαν χάλκινες πανοπλίες, με θώρακα, περικνημίδες, ασπίδα και κράνη από χαλκό ή από δόντια αγριόχοιρου. Ήταν πολύ καλοί ιππείς και πολεμούσαν πάνω σε άρματα που τα έσερναν άλογα. Κάθε πόλη είχε τον βασιλιά της, που έμενε στο ανάκτορο. Ο βασιλιάς είχε μεγάλη εξουσία και κανείς δεν τολμούσε να μην υπακούσει στις εντολές του. Όταν ήθελε να μιλήσει στο λαό καλούσε τους πολίτες στην αγορά. Οι οικονομικές συναλλαγές διεξάγονταν με ανταλλαγές αγαθών, σπουδαιότερα από τα οποία ήταν η κατοχή γης και αιγοπροβάτων.
Η κοινωνία που σχημάτισαν λειτουργούσε με αρχέγονους θεσμούς και τρόπους. Η εκδήλωση και η διεκδίκηση των επιθυμιών ακολουθούσε στοιχειώδη ορμέφυτα και ήταν συχνά βίαιη. Μολονότι είχε διαμορφωθεί ένα εσωτερικό αίσθημα δικαίου και αρετής, που οι περισσότεροι θα επιθυμούσαν να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων, η αυτοδικία ήταν κανόνας και νομιζόταν δικαίωμα για όσους θεωρούσαν (με προσωπικά κριτήρια) τον εαυτό τους αδικημένο και η ανταπόδοση στους αδικούντες ήταν ιδιαίτερα σκληρή και συχνά κατέληγε σε θανάτωση για λόγους που σήμερα δεν θεωρούνται αποχρώντες (όπως η μη πληρωμή υπεσχημένης αμοιβής). Οι προσωπικές διαμάχες εύκολα κατέληγαν σε μονομαχίες των αντιτιθεμένων, σε συμπλοκές, αν το θέμα αφορούσε πατριές ή φατρίες, ή σε πολέμους αν η διαφορά έφτανε σε επίπεδο πόλης, που αποτελούσαν συνηθισμένους τρόπους επίλυσης των διαφορών. Η ανθρωποφαγία υπήρχε ως ανάμνηση από παλαιότερα χρόνια και προκαλούσε απέχθεια, μολονότι σε ακραίες περιπτώσεις (Τάνταλος, Θυέστης) συνέβαινε και την εποχή εκείνη για ειδικούς λόγους. Οι ανθρωποθυσίες αντίθετα ήταν καθιερωμένη τελετουργία είτε για εξευμενισμό των θεών (Ανδρομέδα, Ησιόνη, Ιφιγένεια, Πολυξένη) είτε ως προσφορά εξαγνισμού των νεκρών (θυσία Τρώων για το θάνατο του Πατρόκλου). Και ο θεσμός αυτός όμως φαίνεται πως άρχισε να βαίνει προς κατάργηση και αντικατάσταση από θυσίες ζώων, που εξυπηρετούσαν και τις ανάγκες σίτισης του πληθυσμού με κρέας (εκατόμβες).
Στον ιδιωτικό βίο η υποχρέωση για τεκνοποιία ήταν σεβαστό και αναμενόμενο καθήκον για άνδρες και γυναίκες και η μονογαμία ήταν κανόνας, αλλά σε περίπτωση θανάτου, λογιζόταν αυτονόητο ότι ο απομένων σύζυγος (άνδρας ή γυναίκα) θα έκανε και δεύτερο ή περισσότερους γάμους. Παρά το συγκινητικό παράδειγμα του Ορφέα και της Ευρυδίκης, οι περισσότεροι άνδρες δεν αισθάνονταν ούτε στο ελάχιστο δεσμευμένοι από την ύπαρξη συζύγου, όταν τους δινόταν ευκαιρία να έχουν σχέσεις με άλλες γυναίκες και μάλιστα να αποκτήσουν παιδιά μαζί τους. Από την άλλη μεριά οι γυναίκες δεν αναμενόταν να έχουν εξωσυζυγικές περιπέτειες, αλλά αυτό συνέβαινε συχνά (ηθελημένα ή αθέλητα). Η Κλυταιμνήστρα και η Ελένη ήταν οι διασημότερες άπιστες σύζυγοι και η Πηνελόπη με την Ανδρομάχη οι διασημότερες πιστές. Ακόμα όμως και η πιστή Πηνελόπη, μετά το θάνατο του Οδυσσέα, παντρεύτηκε τον γιο του από την Κίρκη Τηλέγονο και έκανε μαζί του παιδί, ενώ και η Ανδρομάχη, μετά το θάνατο του Έκτορα, είχε σχέσεις (συζυγικές ή μη) με τρεις τουλάχιστον άνδρες (τους δύο ανδράδελφούς της Δηίφοβο και Έλενο και τον Νεοπτόλεμο).
Η θέση που κατείχαν οι γυναίκες στον κόσμο των Αχαιών ήταν υψηλή. Οι βασίλισσες, σύζυγοι των βασιλέων, καθώς και οι γυναίκες των αρχοντικών οικογενειών, παρουσιάζονται από τον Όμηρο μέσα στα παλάτια σε θέση ισότιμη με τον άντρα τους. Είχαν βέβαια κατά κύριο λόγο την ευθύνη για τη διεύθυνση των εργασιών του σπιτιού (πλεξίματα, κεντήματα, ράψιμο ρούχων και υφασμάτων, πλυσίματα, καθαριότητα κλπ), αλλά το κύριο μέρος της χειρωνακτικής εργασίας το έκαναν οι υπηρέτριες που ήταν πολλές μέσα στα παλάτια, ενώ οι βασίλισσες είχαν την επίβλεψη των εργασιών. Στην υποδοχή ξένων, στα μεγάλα γεύματα υποδοχής, και στις βασικές συζητήσεις διοίκησης της πολιτείας οι γυναίκες παρουσιάζονται καθισμένες δίπλα στον σύζυγό τους με ουσιαστική συμμετοχή στα δρώμενα. Οι νεότερες γυναίκες είχαν αρκετή ελευθερία κινήσεων. Η Ναυσικά στο βασίλειο των Φαιάκων, χωρίς «θυγατρική» συστολή (που υπήρχε μέχρι και τα χρόνια του περασμένου αιώνα), ενημέρωσε απλώς τον πατέρα της σε πολύ φιλικό τόνο («πάπα φίλε»), ανέβηκε μαζί με τις φίλες της και τις υπηρέτριές τους σε ένα αμάξι με άλογα και κατέβηκαν όλες μαζί στο ποτάμι για να πλύνουν τα ρούχα παίζοντας ταυτόχρονα ένα είδος πετόσφαιρας. Όταν είδε τον Οδυσσέα πήρε η ίδια την απόφαση να τον καλέσει στο σπίτι της, και εκεί, αφού συζήτησε με τον πατέρα της, του ζήτησε η ίδια να την παντρευτεί (εκείνος όμως αρνήθηκε με μεγάλη ευγένεια και φιλοφροσύνη, διότι ήθελε πλέον να γυρίσει στην πατρίδα του).
Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η ελευθεριότητα γυναικών, που είτε ήταν οι ίδιες βασίλισσες σε κάποιες περιοχές, είτε κατάγονταν από αρχοντικές οικογένειες με δεσπόζουσα θέση στην κοινωνία. Η Κίρκη και η Καλυψώ, για παράδειγμα, δημιούργησαν ερωτικές σχέσεις με τον Οδυσσέα, άλλες βασίλισσες όπως η Ιόλη ή η Ομφάλη έγιναν ερρωμένες του Ηρακλή, η Μήδεια ακολούθησε τον Ιάσονα από τον Εύξεινο Πόντο στην Ελλάδα, η Αριάδνη ακολούθησε τον Θησέα από την Κρήτη στην Αθήνα, η Ανδρομέδα ακολούθησε τον Περσέα από την Αιθιοπία στις Μυκήνες, και η Ελένη αποφάσισε να φύγει μαζί με τον Πάρη στην Τροία. Πολλές απ’ αυτές (όπως η Κίρκη, η Καλυψώ, η Ιόλη και η Ομφάλη) παρουσιάζονται ως ιδιαίτερα φιλήδονες και περιπαθείς. Στους στίχους της Ιλιάδας (Γ΄ 171-179) ο Όμηρος παρουσιάζει την Ελένη να ασκεί αυτοκριτική, μετανοημένη για την εγκατάλειψη του συζυγικού οίκου και τα δεινά που προκάλεσε σε Αχαιούς και Τρώες. Όμως, ο τρόπος που την εκθειάζει ο ποιητής ως «δία γυναικών», τα λόγια των προεστών λίγο πριν (Γ΄ 155-160), που τη συγκρίνουν με τις αθάνατες θεές, και η αντιμετώπιση από τον ίδιο τον Πρίαμο κρύβει μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας, που της προσδίδει η λάμψη του ηρωικού έπους. Η συνάντηση της Ανδρομάχης με τον Έκτορα αποδίδει μια διαφορετική εικόνα αποχαιρετισμού και απελπισίας για το μελλοντικό χαμό του συζύγου, δείχνοντας παράλληλα την εξάρτηση της γυναίκας από την αρσενική υποστήριξη. Εδώ η γυναίκα φαίνεται να έχει μια περιορισμένη θέση σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά δε λείπει το στοιχείο της εκτίμησης στο γυναικείο έργο ή τη γυναικεία συνεισφορά στις δυσκολίες της ζωής. Από την άλλη μεριά, στους στίχους του Ησίοδου η Πανδώρα κατέχει την τέχνη της γοητείας και της εξαπάτησης και ως άλλη Λίλιθ ή Εύα αντιπροσωπεύει την εικόνα της γυναίκας σε ένα κατ’ εξοχήν πατριαρχικό μύθο, φέρνοντας στοιχεία μιας θεϊκής νομοτέλειας, μιας ειμαρμένης από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει το γένος των ανθρώπων. Η εικόνα αυτή κρύβει κάτι βαθύτερο από τη γυναίκα ως αιτία κακού, όπως όλοι οι προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι κοσμογονικοί μύθοι, παρουσιάζοντας τη γυναίκα ως φόβητρο των θεών μέσα στον κόσμο των ανθρώπων και απηχώντας τους ενδόμυχους φόβους του ανδρικού φύλου απέναντι στη φυσική υπεροχή της θηλυκής αρχής ως φορέως της ζωής.
Αξιοσημείωτη είναι η τύχη που περίμενε τις γυναίκες σε περίπτωση πολεμικής ήττας της πατρίδας τους, οπότε γίνονταν «λάφυρο πολέμου» και έπρεπε να ακολουθήσουν τον ομόλογο αντίπαλο του νεκρού συζύγου τους, και ήταν υποχρεωμένες να έχουν αδιαμαρτύρητα ερωτικές σχέσεις με τους ανθρώπους που σκότωσαν στενά συγγενικά τους πρόσωπα (π.χ. η Βρισηίδα με τον Αχιλλέα, η Κασσάνδρα με τον Αγαμέμνονα και η Ησιόνη με τον Τελαμώνα). Οι αρπαγές γυναικών εξάλλου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, για το οποίο συνήθως δεν υπήρχε καν αντίδραση, και οι βιασμοί δεν επέσυραν αυτοδικαίως την καταδίκη για τους άνδρες που τις διέπρατταν (ο Ηρακλής π.χ. ήταν ένας από αυτούς στην περίπτωση της Αύγης). Αξιοπρόσεκτη επίσης είναι η τεκνοποίηση από εξώγαμες σχέσεις, που, όταν συνέβαινε σε επίπεδο αρχοντικών οικογενειών, αποδιδόταν σε θεούς, με τρόπο συχνά ιδιαίτερα ευφάνταστο. Ο Περσέας, γιος της Δανάης, ήταν ο διασημότερος από τους ήρωες με άγνωστο πατέρα, του οποίου η γέννηση αποδόθηκε στον Δία, στον οποίο αποδόθηκε επίσης μεγάλο όσο και διάσημο πλήθος σχέσεων με γυναίκες, που τεκνοποίησαν είτε μετά από μη ομολογούμενη εξωσυζυγική σχέση είτε μετά από νόμιμες συζυγικές σχέσεις, στο προϊόν των οποίων επιδίωξαν να δώσουν την αίγλη του θεογέννητου (η Ιώ, η Ευρώπη, η Λήδα και η Αλκμήνη είναι οι διασημότερες από τις περιπτώσεις αυτές). Η καταγωγή από τους θεούς χρησιμοποιήθηκε συχνά για τους γόνους βασιλικών οικογενειών της εποχής αυτής, ως μέσο πρόσδωσης κύρους και δικαιώματος εξουσίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση αλλαγής δυναστείας, και μολονότι στους επόμενους αιώνες αντικαταστάθηκε από την αναζήτηση βασιλικής λάμψης από ένδοξα κατορθώματα προγόνων, χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή του Μ.Αλέξανδρου, αλλά και των διαδόχων του Πτολεμαίων στους Αιγύπτιους.
Η αιμομιξία μητέρας – γιου ήταν απολύτως απαγορευμένη, σε βαθμό που να οδηγεί σε αυτοκτονία τους διαπράττοντες (Οιδίπους και Ιοκάστη), αλλά μεταξύ πατέρα και κόρης (Θυέστης και Πελοπία) το όνειδος πιθανώς δεν έφτανε σε βαθμό αυτοκτονίας. Η αιμομιξία αδελφών ήταν επίσης αυστηρά απαγορευμένη (Κανάκη και Μακαρέας, Πολύκλεια και Αίατος), μολονότι εφαρμόστηκε συστηματικά στα χρόνια των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Η εκδήλωση της σεξουαλικότητας των γυναικών συχνά έπαιρνε επιθετικό χαρακτήρα, όπως δείχνουν τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις επιδίωξης ερωτικής σχέσης μεταξύ μητριάς και γιου (Σθενέβοια – Βελλεροφόντης, Φαίδρα – Ιππόλυτος και Φιλονόμη - Τέννης), στις οποίες η επίκληση απόπειρας βιασμού χρησιμοποιήθηκε τελικά από τις γυναίκες ως μέσο εκδίκησης του αδιάφορου αποδέκτη των ερωτικών επιθυμιών τους. Τέλος σε μία κοινωνία που είχε απόλυτη ανάγκη απόκτησης απογόνων, η ομοφυλοφιλία λογιζόταν βαρύτατο αμάρτημα, αντίθετο με τις επιταγές της φύσης, καταδικαστέο από τους θεούς με αδυσώπητες ποινές, που έφταναν μέχρι τους απογόνους τρίτης γενιάς (περίπτωση Λάϊου – Χρύσιππου).
Άντρες και γυναίκες. φρόντιζαν πολύ για τον καλλωπισμό και την εμφάνισή τους. Οι γυναίκες φορούσαν μακριές φούστες και μπλούζες με μακριά μανίκια. Χτενίζονταν όμορφα, με πολλές μπούκλες, έκαναν συχνά λουτρό, άλειφαν το σώμα τους με αρωματικά έλαια και βάφονταν και στολίζονταν με πολλά κοσμήματα. Οι άντρες φορούσαν χιτώνες, κούρευαν τα μαλλιά τους και άφηναν γενειάδα και μουστάκι. Αγαπούσαν πολύ τη διασκέδαση και τη μουσική και οργάνωναν γιορτές από τις. οποίες δεν έλειπε ποτέ ο αοιδός.
Το 1450 π.Χ. ο πληθυσμός της Γης ήταν 70.000.000 άτομα σε σύγκριση με τα 25.000.000 που υπήρχαν το 4.500 π.Χ. Για τα κράτη που διατηρούσαν την ισχύ τους κατά την περίοδο αυτή, μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά τα εξής:
Στην Αίγυπτο («χώρα των Μελαμπόδων» όπως την αποκαλούσαν τότε), μετά από μια μακρά ενδιάμεση περίοδο υποταγής στους ασιάτες νομάδες Υξώς, με πρωτεύουσα την Άβαρι στο Δέλτα του Νείλου (1674-1550), η 18η δυναστεία εγκαθίδρυσε το λεγόμενο Νέο Βασίλειο (1550 – 1069) με πρωτεύουσα τη Θήβα. Στο διάστημα αυτό οι Αιγύπτιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν άλογα και άρματα, και, οδηγημένοι από πολεμιστές φαραώ, άρχισαν να επιτίθενται με κατακτητικούς σκοπούς σε γειτονικούς λαούς. Μέσα σε 70 χρόνια απέκτησαν τον έλεγχο της μεγαλύτερης έκτασης που είχε ποτέ κράτος μέχρι την εποχή αυτή, κατά την οποία οι Μιτάννοι και οι Χετταίοι ήταν οι κυριότεροι ανταγωνιστές τους στο βορρά. Το εμπόριο σημείωσε σημαντική ανάπτυξη, για πρώτη φορά και με τις ελληνικές φυλές αρχικά της Κρήτης και έπειτα των Μυκηνών. Για πολλούς αιώνες η χερσόνησος του Σινά ήταν για τους Αιγύπτιους πηγή καλάϊδος λίθου και χαλκού. Μεγάλα καραβάνια με γαϊδούρια επισκέπτονταν τακτικά την περιοχή, κουβαλώντας προμήθειες και μεταφέροντας στην επιστροφή τα εξορύγματα. Δεδομένου ότι τα αρδευτικά κανάλια εμπόδιζαν τα χερσαία ταξίδια, ο πρακτικότερος τρόπος μετακίνησης ήταν μέσω του Νείλου, με χρήση ιστιοφόρων φορτηγών πλοίων. Η αυλή των φαραώ δεχόταν μεγάλο πλήθος πρεσβευτών από τις υποτελείς και γειτονικές χώρες, που έφερναν δώρα και προϊόντα για εμπορία (άργυρο, χαλκό, άλογα, ελεφαντόδοντο, δέρματα και δούλους).
Η οικοδομική τεχνική ήταν εξαιρετικά προοδευμένη. Τα σπίτια κατασκευάζονταν από λασπότουβλα και τα πλουσιότερα ήταν σοβατισμένα και βαμμένα. Στις μεγάλες πόλεις οι λιγότερο πλούσιοι ζούσαν σε πολυκατοικίες, που είχαν μέχρι και πέντε ορόφους, ενώ η τέχνη της επιπλοποιίας είχε εξελιχθεί σε υψηλά καλαισθητικά επίπεδα (κρεβάτια, ιματιοθήκες, τραπέζια, κομοδίνα, καρέκλες). Για τα κοσμήματα και τα είδη καλλωπισμού χρησιμοποιούσαν κομψά διακοσμημένες θήκες, και για την αποθήκευση υγρών, όπως κρασί και λάδι, χρησιμοποιούσαν όμορφα δοχεία και βάζα. Τα σπίτια των εύπορων διέθεταν ιδιαίτερο δωμάτιο αποχωρητηρίου και λουτρού, του οποίου οι τοίχοι ήταν, όπως σήμερα. επενδυμένοι με πέτρινες πλάκες για να προστατεύουν από τα νερά.
Η αρχιτεκτονική αναδείχτηκε ιδιαίτερα στην κατασκευή ναών, των οποίων κύριο δομικό αλλά και διακοσμητικό στοιχείο ήταν οι κίονες, χαρακτηριστικά δείγματα των οποίων σώζονται σήμερα στο Λούξορ (που ταυτίζεται με την αρχαία Θήβα) και στο Καρνάκ (2,5 χιλιόμετρα βόρεια του Λούξορ), κατασκευασμένα την περίοδο 1520-1500. Σε ειδικό βωμό στο εσωτερικό κάθε ναού φυλαγόταν το άγαλμα ενός θεού ή θεάς, το οποίο οι ιερείς έπλεναν και έντυναν κάθε μέρα και ύστερα προσεύχονταν σ’ αυτό. Οι κολόνες και οι τοίχοι του ναού ήταν διακοσμημένες με θρησκευτικές εικόνες και κείμενα. Οι απλοί άνθρωποι δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν στο εσωτερικό των ναών. Σε πανηγύρια και γιορτές οι ιερείς με ειδικές λιτανείες έβγαζαν σε κοινή θέα το άγαλμα του θεού και το περιέφεραν σε όλη την πόλη με τη συνοδεία χορευτών και μουσικών. Οι ναοί είχαν στην ιδιοκτησία τους κτήματα και διέθεταν μεγάλο πλούτο, ενώ σημαντικό πλήθος ειδικών τεχνιτών (όπως ξυλουργοί, βυρσοδέψες, κεραμουργοί, ζωγράφοι, αγαλματοποιοί) εργάζονταν για την κατασκευή των επιμέρους τμημάτων και διακοσμήσεων του ναού. Οι αιγυπτιακοί θεοί (Όσιρις, Ώρος, Άπις, Άνουβις, Θωδ) και θεές (Ίσις, Άθωρ) με ανώτερο όλων τον Άμμωνα Ρα, παριστάνονταν με σχήμα ζώου ή τουλάχιστον με κεφάλι ζώου, για να αναγνωρίζονται εύκολα από τους πιστούς.
Οι Αιγύπτιοι έγραφαν σε παπύρους, κατασκευασμένους από καλάμια παπύρου, τα οποία κόβονταν σε λωρίδες που μούλιαζαν στο νερό, απλώνονταν σε δύο στρώσεις και χτυπιόταν με ξύλινο σφυρί, ώστε στεγνώνοντας να σχηματίσουν στερεά φύλλα. Εξειδικευμένοι γραφείς εργάζονταν στους ναούς, αντιγράφοντας κείμενα με ιερογλυφική γραφή, χρησιμοποιώντας πινέλα και ξερό μελάνι που έβρεχαν με νερό. Τα μαθηματικά γνώρισαν εξαιρετική ανάπτυξη, όπως φαίνεται από τους υπολογισμούς και τα σχέδια που έκαναν για την κατασκευή οικοδομημάτων και για την εκτίμηση του αναγκαίου προσωπικού. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής σημειώθηκε επίσης ακμή της λογοτεχνίας και της επιστήμης (αστρονομία, χημεία, ιατρική).
Διάκριση της ιστορικής πορείας σε περιόδους μπορεί να γίνει ως εξής:
-1550-1292 18η Δυναστεία της Αιγύπτου:
Αχμές Α (Ahmose I ή Amasis I) 1550-1525
Αμένοφις Α (Amenhotep I ή Amenophis I) 1526-1506
Τούθμωσις Α (Thutmose I) 1506-1493
Τούθμωσς Β (Thutmose II) 1493-1479, μέγιστη εδαφική εξάπλωση της Αιγύπτου προς νότο, με κατάκτηση μέρους της Νουβίας και προς βορρά με κατάκτηση της χερσονήσου του Σινά και του παράλιου τμήματος της Συρίας, μέχρι τα όρια του κράτους των αναπτυσσόμενων Μιτάννων και Χετταίων.
Χατσεπσούτ (Hatshepsut) 1479-1458 γυναίκα φαραώ.
Τούθμωσις Γ (Thutmose) 1458-1427, εγγονός της Χατσεπσούτ. Στην εποχή του, μετά τη Μάχη της Μεγγιδώ (1η γνωστή μάχη στην παγκόσμια ιστορία το 1469) η Αίγυπτος νικώντας τους Μιτάννους κατέλαβε τη Χαναάν.
Αμένοφις Β (Amenhotep II) 1427-1401
Τούθμωσις Δ (Thutmose IV) 1401-1391
Αμένοφις Γ (Amenhotep III) 1391-1353
Αμένοφις Δ (Αχνατόν) 1353-36, σύζυγος Νεφερτίτη (Nefertiti)
Σμενκκαρέ (Smenkhkare) 1336-1333
Τουταγχαμών (Tutankhamen) 1333-1324
Άγια (Aya) 1324-1320
Χορεμχέμπ (Horemheb) 1320-1292.
-1292-1189 19η Δυναστεία της Αιγύπτου:
Ραμσής Α (Ramses Ι) 1292-1290
Σέτης Α (Seti Ι) 1290-1279, στα ανάκτορα του οποίου μεγάλωσε ως πρίγκιπας ο Εβραίος ηγέτης Μωυσής,
Ραμσής Β (Ramses ΙΙ) 1279-1213, στα χρόνια του οποίου πραγματοποιήθηκε η Έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο όπου παρέμειναν από το 1420 μέχρι το 1260, προς τη Γη Χαναάν. Στη διάσημη Μάχη του Καντές ο Ραμσής Β νίκησε τον βασιλιά Μουβατάλι Β των Χετταίων (Muwatalli II 1295 – 1272) και περιόρισε την ανάπτυξη του κράτους τους.
Μερνεπτάχ (Merneptah) 1213-1203
Αμένεμσης (Amenemses) 1203-1200
Σέτης Β (Seti II) 1200-1197
Μερνεπτάχ Σιπτάχ (Merneptah Siptah) 1197-1191
Ταουσρέτ (Tausret) 1191-1190.
-1189-1069 20η Δυναστεία της Αιγύπτου:
Σετνακτέ (Setnakhte) 1186-1183
Ραμσής Γ (Ramses ΙΙΙ ή Ραμψίνιτος) 1183-1152, ο τελευταίος πολεμιστής φαραώ, έσωσε τους Αιγύπτιους αποκρούοντας τους «Ανθρώπους της Θάλασσας» (Φιλισταίους-Παλαιστίνιους).
Ραμσής Δ (Ramesses IV) 1152-1146
Ραμσής Ε (Ramesses V) 1146-1142
Ραμσής ΣΤ (Ramesses VI) 1142-1134
Ραμσής Ζ (Ramesses VII) 1134-1126
Ραμσής Η (Ramesses VIII) 1126-1124
Ραμσής Θ (Ramesses IX) 1124-1106
Ραμσής Ι (Ramesses X) 1106-1102
Ραμσής ΙΑ (Ramesses XI) 1102-1069, τελευταίος της σειράς του Νέου Βασιλείου. Μετά από αυτόν το βασίλειο διαμελίστηκε και υποτάχθηκε στους Αιθίοπες και τους Ασσύριους.
-1069-732 Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδος (21η Δυναστεία 1069-945)
(εξετάζεται σε επόμενο κεφάλαιο όπου ανήκει χρονικά)
Την εποχή αυτή συνεχίστηκε η θαλασσοκρατορία των Φοινίκων που έφτασε στο απόγειό της στις πόλεις Βύβλο, Σιδώνα (1600 – 1100) και Τύρο (1100 – 800) οπότε διαμορφώθηκε η φοινικική αλφαβητική γραφή που (κατά μία άποψη πιστεύεται ότι) επηρέασε αργότερα και την ελληνική (μολονότι υποστηρίζεται και το αντίθετο). Ενδεικτικό της εμπορικής ισχύος τους είναι το γεγονός ότι ήδη από το 1490 πέρασαν το Γιβραλτάρ και έφτασαν μέχρι την Αγγλία, όπου, όπως δείχνουν τα ευρήματα, πήγαν και οι Μυκηναίοι Αχαιοί. Στα εμπορεύματα που διακινούσαν οι Φοίνικες περιλαμβάνονταν ελεφαντόδοντο από την Αφρική, άργυρος, χρυσός, χαλκός, μόλυβδος, ελαιόλαδο, αλάτι, ξυλεία, σιτηρά, υαλικά (βάζα και κοσμήματα) και το δικής τους παραγωγής χρώμα της πορφύρας που χρησιμοποιούνταν για τη βαφή υφασμάτων. Οι γνωστοί βασιλείς της κατά την περίοδο που εξετάζουμε ήταν οι Αγήνωρ Β Λιβύης εξ Αιγύπτου με σύζυγο την Τηλέφασσα (παιδιά Κάδμος, Κίλιξ, Ευρώπη και Φοίνιξ) ~1500, Φοίνιξ Αγήνορος ~1450, Εριακού ~1400, Αμπιμιλκού 1350-1335, Αρίβας ~1230, Βααλτερμέγκ ~1220, Βάαλ ~1193 και Πουμμάυ 1163-1125.
Περί το 1190 η περιοχή δέχτηκε την εισβολή των «Ανθρώπων της Θάλασσας», που από το όνομα «Πελεσέτ» μίας φυλής τους, ονομάστηκαν Παλαιστίνιοι, που ταυτίζονται με τους Φιλισταίους της Γραφής. Οι Παλαιστίνιοι απέκτησαν τον έλεγχο του τοπικού εμπορίου σιδήρου και έτσι έγιναν, από στρατιωτική άποψη ισχυροί και υπολογίσιμοι τόσο για τους Φοίνικες, όσο και για τους Αιγύπτιους. Μόλις το 1183 ο φαραώ Ραμσής Γ (1183-1152) κατόρθωσε να τους νικήσει περιορίζοντας την ανάπτυξή τους στα όρια της Γης Χαναάν.
Στα χρόνια αυτά έκανε την εμφάνισή του στην ιστορία ο λαός των Εβραίων, που αρχικά ήταν νομάδες στη Μεσοποταμία που από το 2000 π.Χ. άρχισαν να απλώνονται προς τα όρια της Συρίας και της ερήμου της Αραβίας. Πατριάρχες τους, με την έννοια του αρχηγού πατριάς, την περίοδο αυτή, πριν από την μετοικεσία στην Αίγυπτο, ήταν οι:
~Αδάμ και Εύα (1) 2181
~Σηθ πατέρας του Ένος (2) 2141
~Ένος πατέρας του Κέναν (3) 2101
~Κέναν πατέρας του Μαχαλαλήλ (4)
~Μαχαλαλήλ (Mahalalel) πατέρας του Ιαρέδ (5)
~Ιαρέδ (Jared) πατέρας του Ενώχ (6)
~Ενώχ πατέρας του Μαθουσάλα (7)
~Μαθουσάλας πατέρας του Λάμεχ (8)
~Λάμεχ πατέρας του Νώε (9)
~Νώε γιος του Λάμεχ και πατέρας του Σημ, του Χαμ και του Ιάπεθ.
~Σημ πατέρας του Αρπαχσάντ (11)
~Αρπαχσάντ πατέρας του Σελάχ (12)
~Σελάχ πατέρας του Εμπέρ (13)
~Εμπέρ πατέρας του Πέλεγκ (14)
~Πέλεγκ πατέρας του Ρέου (15)
~Ρέου πατέρας του Σερώχ (16)
~Σερώχ πατέρας του Ναχώρ (17)
~Ναχώρ πατέρας του Θάρρα (18)
~Θάρρα πατέρας του Αβραάμ (19)
Περί το 1536, όταν στην Αίγυπτο κυριαρχούσαν οι Υξώς, άρχισε η πορεία των Εβραίων από τη Μεσοποταμία προς την Αίγυπτο, με αρχηγέτη τον πατριάρχη τους Αβραάμ, γιο του Θάρρα. Περί το 1260, όταν στην Αίγυπτο φαραώ ήταν ο Ραμσής Β, οι Εβραίοι, με αρχηγό τον Μωυσή (της φυλής Λευί), που είχε μεγαλώσει ως πρίγκιπας στην αυλή του φαραώ Σέτη Α, πραγματοποίησαν την Έξοδο από την Αίγυπτο, μετακινούμενοι προς την Χαναάν. Την εποχή των Κριτών που ακολούθησε (1230-1000) οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην Χαναάν, σχηματίζοντας ένα σύνδεσμο 12 φυλών χωρίς ενιαία πολιτική οργάνωση (Ιούδα, Ιωσήφ, Ρουβήμ, Συμεών, Λευί, Ισαχάρ, Ιζαβουλών, Δαν, Ναφθαλί, Γαδ, Ασήρ και Βενιαμίν). Κριτές με την έννοια του θεόσταλτου πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτη, ήταν οι εξής:
~Κριτής Οθνιήλ (Ιούδα) 1230
~Κριτής Εχούδ 1223
~Κριτής Σαμγκάρ 1217
~Κριτής Δεβώρα 1210
~Κριτής Γεδεών (Μανασσή) 1200
~Κριτής Αμπιμελέχ (Μανασσή) 1185
~Κριτής Τολά (Ισαχάρ) 1172
~Κριτής Ζαίρ (Μανασσή) 1162
~Κριτής Ιεφθά (Μανασσή) 1150
~Κριτής Ιμπζάν 1137
~Κριτής Ελών 1125
~Κριτής Αβδών 1110
~Κριτής Σαμψών 1095
~Κριτής Ηλί 1080
~Κριτής Σαμουήλ 1067-1047
Στη Χαναάν οι Εβραίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Παλαιστίνιους (Φιλισταίους) και αναγκάστηκαν να ορίσουν βασιλιά τον Σαούλ (1051-1007) για να ηγηθεί στον πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ τους. Ήρωας του πολέμου αυτού αναδείχτηκε ο Δαυίδ, γιος του Ιεσσαί, που ακολούθησε στο θρόνο τον διάδοχο του Σαούλ Ισμποσέτ (1007-1005), έκανε πρωτεύουσα του κράτους την Ιερουσαλήμ και βασίλεψε στο διάστημα 1000-967.
Στη Μικρά Ασία μεγάλη αλλά πρόσκαιρη ανάπτυξη γνώρισε το Βασίλειο των καυκάσιας ινδοευρωπαϊκής καταγωγής Χετταίων (1600 – 1178) στην περιοχή περί την σημερινή Άγκυρα (που αργότερα ονομάστηκε Φρυγία και Καππαδοκία). Την 3η χιλιετία π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Μικρά Ασία οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής που ονομάστηκαν Πρωτο-Χετταίοι.. Το δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. οι Πρωτο-Χετταίοι αναμείχθηκαν ειρηνικά με τους Χετταίους που ήρθαν από τον Καύκασο και έφεραν μαζί τους την γλώσσα τους. Η χώρα ονομάστηκε Χαττούσα ή Χάττι όπως έλεγαν και τους Πρωτο-Χετταίους, αλλά την γλώσσα τους την ονόμαζαν Νεσίλι από το όνομα της πόλης Νέσα. Οι Χετταίοι ήταν οι πρώτοι και οι μοναδικοί στην εποχή τους που γνώριζαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, γεγονός που τους έδινε στρατιωτική υπεροχή, αφού οι άλλες σύγχρονες τους φυλές βρίσκονταν ακόμα στην εποχή του χαλκού. Οι Χετταίοι κράτησαν μυστική την τέχνη της επεξεργασίας του σιδήρου και είχαν το μονοπώλιο των προϊόντων του σιδήρου από τον 17ο π.Χ. αιώνα επί τουλάχιστον τρεις αιώνες. Η ιστορική διαδρομή τους χωρίζεται σε δύο περιόδους ως εξής: :
-1600-1390: Παλαιό Βασίλειο των Χετταίων. Κατά την περίοδο αυτή οι Χετταίοι ήταν ένα τυπικό βασίλειο της εποχής του γύρω από την πρωτεύουσα Χαττούσα, 150 χλμ. ανατολικά της σημερινής Άγκυρας. Σήμερα η Χαττούσα είναι γνωστή από τα αρχαιολογικά ευρήματα των 30.000 πινακίδων σφηνοειδούς γραφής που ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Χετταίοι βασιλείς είχαν μεγάλη φήμη, αφού οι Φαραώ της Αιγύπτου και οι αυτοκράτορες της Βαβυλώνας τους αναγνώριζαν ως ισάξιούς τους και διατηρούσαν διπλωματικές αλλά και εμπορικές σχέσεις μαζί τους:
• Λαβαρνάς Α' (Labarna I, 1586 – 1556): Ιδρυτής του παλαιού βασιλείου των Χετταίων, ο οποίος ίδρυσε το βασίλειο ύστερα από εκτεταμένες κατακτήσεις στην περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας.
• Χατουσίλις Α' (Hattusili I, 1586 – 1556): Γιος και διάδοχος του Λαβαρνάς Α΄, έκανε τις πρώτες κατακτήσεις στην Συρία καταστρέφοντας την Αλαλακί στο σημερινό Χαλέπι, υποτελές τότε κρατίδιο στο βασίλειο των Γιαμχάντ, και μετέφερε την πρωτεύουσα των Χετταίων στην Χαττούσα.
• Μουρσίλις Α' (Mursili I, 1556 – 1526): Εγγονός και διάδοχος του Χατουσίλις Α΄, κορυφαίος βασιλεύς του παλαιού βασιλείου των Χετταίων, πραγματοποίησε μεγάλες εκστρατείες, κατέστρεψε το βασίλειο των Γιαμχάντ στην Συρία, στη συνέχεια προχώρησε στη Βαβυλώνα, ανέτρεψε τη σημιτική δυναστεία των Αμορριτών του Χαμουραμπί, και τοποθέτησε στο θρόνο τους Κασσίτες.
• Μετά τον Μουρσίλις Α΄ στη διάρκεια της βασιλείας των Χαντίλι Α (Hantili I, 1526 – 1496), Ζιντάντα Α (Zidanta I 1496 – 1486), Αμμούνα (Ammuna 1486 – 1466), Χουζίγια Α (Huzziya I 1466 – 1461), Τελεπίνου (Telepinu 1461-1450) και έως την άνοδο του Νέου Βασιλείου οι Χετταίοι περιέπεσαν σε παρακμή.
-1390-1178: Το Νέο Βασίλειο των Χετταίων. Από την εποχή του βασιλιά Τουδαλίγια Α΄, έως την καταστροφή του, το βασίλειο των Χετταίων από τυπικό βασίλειο μετατράπηκε σε κοσμοκρατορία, αποκτώντας μεγάλη έκταση που περιλάμβανε μεγάλες περιοχές της Μικράς Ασίας, και κατά καιρούς τη μισή σημερινή Συρία, την περίοδο της μεγάλης δόξας του (13ος αιώνας π.Χ.) Η Τροία εμφανίζεται, στις χεττιτικές επιγραφές με το όνομα Βιλούσα. Οι Αχαιοί, οι οποίοι κατοικούσαν δυτικά του Αιγαίου και είχαν πολλές σχέσεις με τα παράλια της Μικράς Ασίας, εμφανίζονται με το όνομα Αχιγιάβα. Υπάρχουν ευρήματα μυκηναϊκών αμφορέων στη σημερινή ανατολική Καππαδοκία, που τότε ήταν χετιτική επαρχιακή πρωτεύουσα. Επίσης έχουν βρεθεί στην Χαττούσα επιστολές μεταξύ του βασιλιά των Χετταίων και του βασιλιά των Αχιγιάβα στις οποίες οι δύο ηγεμόνες αποκαλούνται μεταξύ τους αδελφοί, δηλαδή ισότιμοι. Το τέλος του βασιλείου των Χετταίων έθεσε τέρμα στο μονοπώλιο της επεξεργασίας του σιδήρου, οπότε από τον 12ο π.Χ. αιώνα και μετά η τέχνη αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή και στην Μεσόγειο. Μετά την καταστροφή του βασιλείου των Χετταίων από τις επιδρομές των λαών της θάλασσας ή φυσικές καταστροφές, οι απόγονοι τους μετανάστευσαν στις περιοχές της Συρίας και της Καππαδοκίας, ιδρύοντας τα νεοχεττιτικά βασίλεια, τα οποία από τον 8ο αιώνα υποτάχθηκαν. στους Ασσύριους και στη συνέχεια στους Βαβυλωνίους, Πέρσες και Σελευκίδες. Βασιλείς της περιόδου ήταν οι εξής:
• Τουνταλίγια Α΄ (Tudhaliya I 1390-1360): Ιδρυτής του νέου βασιλείου των Χετταίων, ο οποίος επιχειρείται να ταυτιστεί με τον Τάνταλο της ελληνικής μυθολογίας. Μετά τη νίκη του εναντίον των λουβικών κρατών της Μικράς Ασίας (γύρω στο 1410 π.Χ.), έγινε ο δημιουργός της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Τον διαδέχθηκε ο γαμπρός του Αρνουβάντας Α΄ (Arnuwanda I 1360-1355) και εκείνον ο γιος του Τουνταλίγια Β (1355; – 1344), με τους οποίους προσωρινά η δύναμη των Χετταίων μειώθηκε.
• Σουπιλουλιούμας Α΄ (Shuppiluliuma I 1344 – 1322): Εγγονός του Αρνουβάντα Α΄, αναδείχθηκε στον κορυφαίο βασιλιά των Χετταίων και της εποχής του, κατακτώντας σχεδόν ολόκληρη την Ασία, διαλύοντας τους πρώην κυρίαρχους Μιτάννους και αναδεικνύοντας τους Χετταίους σε υπερδύναμη.
• Μουρσίλις Β΄ (Mursili II 1321 – 1295): Γιος και διάδοχος του Σουπιλουλιούμα Α΄, ολοκλήρωσε τις επιτυχίες του πατέρα του με την κατάκτηση της Αρζάβας στα παράλια της Μικράς Ασίας (γύρω στο 1315 π.Χ.), της μόνης περιοχής που δεν είχε προλάβει να κατακτήσει ο πατέρας του. Ο Μουρσίλις ανάγκασε τον βασιλιά της Αρζάβας Ούχα Ζίτι να τραπεί σε φυγή ύστερα από ένα περίεργο καιρικό φαινόμενο.
• Μουβατάλις Β΄ (Muwatalli II ca. 1295 – 1272): Μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Μουρσίλις Β΄, επί της εποχής του οποίου κορυφώθηκε η έχθρα μεταξύ Αιγυπτίων και Χετταίων, που είχε ξεκινήσει από την εποχή των κατακτήσεων του Σουπιλουλιούμα Α΄. Τον πέμπτο χρόνο της βασιλείας του Αιγύπτιου φαραώ Ραμσή Β΄ (1274 π.Χ.), και ενώ βασιλεύς των Χετταίων ήταν ο Μουβατάλις Β΄, δόθηκε η Μάχη του Καντές (2η γνωστή μάχη στην παγκόσμια ιστορία το 1274), αποτέλεσμα της επιχείρησης του Ραμσή να ανακαταλάβει τις πρώην αιγυπτιακές κτήσεις στη Συροπαλαιστίνη, η οποία έληξε χωρίς νικητή, ενώ οι Χετταίοι διατήρησαν τις κτήσεις τους. Η συνθήκη μεταξύ του Ραμσή Β΄ και του Χατουσίλις Γ΄, αρχιστράτηγου των Χετταίων και μικρότερου αδελφού του Μουβατάλις Β΄, είναι η πρώτη γνωστή συνθήκη ειρήνης στην ιστορία της ανθρωπότητας, αντίγραφό της οποίας βρίσκεται σήμερα ως σύμβολο στο κτήριο του ΟΗΕ στην Νέα Υόρκη. Νέος κίνδυνος στη συνέχεια για τους Χετταίους από τη ληστρική φυλή των Κάσκα ανάγκασε τον Μουβατάλις Β΄ να μεταφέρει την πρωτεύουσα του στα νότια, αφήνοντας κυβερνήτη στην Χαττούσα τον αδελφό του Χατουσίλις, αρχιστράτηγο του Καντές, ο οποίος συνέτριψε τους Κάσκα, εξουδετερώνοντας οριστικά τον κίνδυνο.
• Μουρσίλις Γ΄ (Mursili III 1272 – 1267): Γιος και διάδοχος του Μουβατάλις Β΄, με την άνοδο του στο θρόνο επανέφερε αμέσως την πρωτεύουσα στη Χαττούσα. Ανατράπηκε από το θείο του Χατουσίλις Γ΄, μικρότερο αδελφό του πατέρα του.
• Χατουσίλις Γ΄ (Hattusili III 1267 – 1237): Μικρότερος γιος του Μουρσίλις Β΄ και μικρότερος αδελφός του Μουβατάλις Β΄, ο αρχιστράτηγος των Χετταίων στη μάχη του Καντές ανέβηκε στο θρόνο των Χετταίων αφού πρώτα ανέτρεψε τον ανιψιό του Μουρσίλις Γ΄. Έκλεισε συνθήκη ειρήνης με τον παλιό του αντίπαλο φαραώ Ραμσή Β΄ λόγω του κινδύνου των Ασσυρίων υπό τον βασιλιά τους Σαλμανασέρ Α΄ (1259 π.Χ.). Ο Χατουσίλις Γ΄ πέθανε σε μεγάλη ηλικία, εμπεδώνοντας την ειρήνη και την ευημερία για τους Χετταίους.
• Τουνταλίγια Δ΄ (Tudhaliya IV 1237 – 1209): Μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Χατουσίλις Γ΄. Με τον Τουνταλίγια Δ΄ ξεκίνησε η μεγάλη παρακμή για τους Χετταίους, με ξηρασία και φυσικές καταστροφές πρώτα, και με αποκορύφωμα τη συντριβή τους από τους Ασσυρίους του Τικουλτί Νινουρτά Α΄ στη Μάχη της Νιρίγιας (1230 π.Χ.).
• Σουπιλουλιούμας Β΄ (Suppiluliuma II 1207 – 1178): Μετά από μια σύντομη βασιλεία του Αρνουβάντα Γ (Arnuwanda III 1209 – 1207), το τέλος του Μεγάλου Βασιλείου των Χετταίων ήρθε απότομα στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα, όταν βασιλεύς ήταν ο Σουπιλουλιούμας Β΄. Οι μεγαλύτερες πόλεις καταστράφηκαν από εμπρησμούς ή εγκαταλείφθηκαν, εξαιτίας καταστρεπτικών επιδρομών των «Λαών της Θάλασσας» (Παλαιστίνιων) ή άλλων θρακοφρυγικών λαών. Ολόκληρες περιοχές έπεσαν σε μαρασμό και τελικά πέρασαν στην κυριαρχία των Ασσυρίων.
1178-717:-Τα Νεοχεττιτικά βασίλεια. Μετά την κατάλυση του βασιλείου των Χετταίων από τις επιδρομές των «Λαών της Θάλασσας» οι απόγονοι των Χετταίων εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας, στην Καππαδοκία και την Κιλικία, δημιουργώντας τα Νεοχεττιτικά βασίλεια, που καταλύθηκαν όλα από τους Ασσύριους μετά από 450 χρόνια.
Οι Μιτάννοι (Mitanni) ή Χανιγκαλμπάτ (Hanigalbat) ήταν νομαδικός ινδοάριος λαός, που μιλούσε ούρια γλώσσα, ο οποίος περί το 1500 σχημάτισε κράτος με πρωτεύουσα την Βασουκαννί (Washukanni), στην περιοχή της βόρειας Συρίας και νοτιοανατολικής Μ.Ασίας. Πρώτος βασιλεύς ήταν ο Κιρτά (Kirta), μετά την καταστροφή του αμοριτκού κράτους των Βαβυλωνίων από τον Χετταίο βασιλιά Μουρσίλη Α και την εγκαθίδρυση Κασσιτικής μοναρχίας στη Βαβυλώνα το 1595 π.Χ. ως αποτέλεσμα μιας σειράς ανεπαρκών βασιλέων της Ασσυρίας που δημιούργησε ένα κενό ισχύος στη Μεσοποταμία.
Ο βασιλεύς Βαραττάρνα (Barattarna), εγγονός του Κιρτά, επέκτεινε το κράτος προς τα δυτικά της Χαλέπας (Aleppo) και εξανάγκασε σε υποτέλεια τον Χαναανίτη βασιλιά Ιντριμί του Αλακάχ (Idrimi ofAlalakh). Το κράτος Κιζουβάτνα (Kizzuwatna) στα δυτικά συμμάχησε με τους Μιτάννους και η Ασσυρία στα ανατολικά έγινε επίσης κράτος υποτελές σ’ αυτούς από τα μέσα του 15ου αιώνα (1451-1391). Στην εποχή του, μετά τη Μάχη της Μεγγιδώ (1η γνωστή μάχη στην παγκόσμια ιστορία το 1469) η Αίγυπτος νικώντας τους Μιτάννους κατέλαβε τη Χαναάν.
Το κράτος έγινε ισχυρότερο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σαουσατάρ (Shaushtatar), γιου του Βαρατάρνα, πιέζοντας όλο και περισσότερο τους Χετταίους προς τα βόρεια της Ανατολίας, με τη βοήθεια συμμάχων όπως τα κράτη Κιζουβάτμα (Kizzuwatna) στη δύση και Ισούμα (Ishuwa) στο βορρά. Μετά από μερικές επιτυχημένες συγκρούσεις με του Αιγύπτιους για τον έλεγχο της Συρίας, οι Μιτάννοι επιδίωξαν ειρήνη με τους φαραώ και σχημάτισαν συμμαχία μαζί τους. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουτάρνα Β (Shuttarna Β) στις αρχές του 14ου αιώνα, το κράτος των Μιτάννων βρέθηκε στο απόγειο της ισχύος του και οι σχέσεις του με την Αίγυπτο ήταν πολύ φιλικές. Μάλιστα ο βασιλεύς Σουτάρνα Β έστειλε την κόρη του Γκιλού Χεπά (Gilu-Hepa) στην Αίγυπτο για να παντρευτεί τον φαραώ Αμενχοτέπ Γ (1391-1353). Όταν όμως βασίλευε στην Ασσυρία ο Εριμπά Αντάντ Α (1390 - 1366), η επιρροή των Μιτάννων στην περιοχή άρχισε να υποχωρεί. Το 1372 οι Χετταίοι με βασιλιά τον Τουνταλίγια Α κατέλαβαν εδάφη του βασιλείου των Μιτάνων δυτικά του Ευφράτη. Αργότερα ο βασιλεύς της Ασσυρίας Ασουρουμπαλίτ Α (1365 - 1330) επιτέθηκε στον Σουτάρνα Β και προσάρτησε τα εδάφη των Μιτάννων ξανακάνοντας την Ασσυρία μεγάλη δύναμη στα μέσα του 14ου αιώνα..
Με το θάνατο του Σουτάρνα Β το κράτος των Μιτάννων ταλαιπωρήθηκε από ένα εμφύλιο πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στον γιο του Τουσράττα (Tushratta ) και τον αδελφό του Αρτατάμα Β (Artatama II), στον οποίο αναμίχθηκαν και οι Ασσύριοι. Σύντομα ο Τουσράττα (Tushratta) ανέβηκε στο θρόνο, αλλά το βασίλειο είχε εξασθενίσει σημαντικά και οι απειλές από τους Χετταίους και τους Ασσύριους έγιναν πιο επικίνδυνες. Την ίδια εποχή οι διπλωματικές σχέσεις με την Αίγυπτο ψυχράνθηκαν, διότι οι Αιγύπτιοι φυλάγονταν από την αυξανόμενη δύναμη των Χετταίων και Ασσύριων. Την εποχή που ο Σουτάρνα Γ (ShuttarnaIII), ονόμαζε τον εαυτό του βασιλιά των Μιτάννων, ταυτόχρονα ζητούσε την υποστήριξη των Ασσυρίων, αναστρέφοντας το κλίμα υπεροχής που διατηρούσαν μέχρι τότε οι Μιτάννοι, ενώ ο βασιλεύς των Χετταίων Σουπιλουλιούμας Α΄ (1344 – 1322) εισέβαλε και υπέταξε τα βασίλεια που είχαν δηλώσει υποτέλεια στους Μιτάννους στη βόρεια Συρία, κατακτώντας σχεδόν όλη την Ανατολία. Στην πρωτεύουσα Βασουκαννί ξέσπασε τότε νέα διαμάχη για την επικράτηση στο θρόνο των Μιτάννων. Οι Χετταίοι και οι Ασσύριοι υποστήριζαν διάφορους διεκδικητές και τελικά, περί το 1300, ο στρατός των Χετταίων υπέταξε την πρωτεύουσα και εγκατέστησε ως υποτελή βασιλιά τον Σατιβάζα (Shattiwaza), γιο του Τουσράττα, ενώ το βασίλειο είχε ήδη περιοριστεί μόνο στην κοιλάδα της Καμπούρ. Οι Ασσύριοι, που δεν είχαν παραιτηθεί από τις αξιώσεις τους με αρχηγό τον βασιλιά Σαλμανέσερ Α (Shalmaneser I) διέλυσαν το βασίλειο των Μιτάννων περί το 1250, όταν βασιλεύς ήταν ο Βασασάττα (Wasashatta) και προσάρτησαν όλα τα εδάφη του. Μέσα σε λίγους αιώνες οι πληθυσμοί των Μιτάννων ασσυριοποιήθηκαν πλήρως και υιοθέτησαν την αραμαϊκή γλώσσα.
Όπως προαναφέρθηκε κατά την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου (2025-1391), η δεσποτική μοναρχία ηγεμόνων όπως ο Παζούρ-Ασούρ (~2000) και ο Σαμσί-Αντάντ Α (1814-1782), ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Σουμέριους και ανάπτυξε κατακτητική πολιτική με σκοπό την κυριαρχία των εμπορικών δρόμων, βασιζόμενη σε ισχυρό ιερατείο, δουλοκτητική αριστοκρατία και εμπόρους που εμπέδωσαν μια χαλαρή οικονομία με διαμετακομιστικό χαρακτήρα υπό την επίδραση και του Σουμερικού πολιτισμού. Η περίοδος έληξε με υποταγή του κράτους στους Μιτάννους που προκάλεσε μια περίοδο παρακμής με την ακόλουθη συνέχεια:.
-1451-1391: Παρακμή του Αρχαίου Βασιλείου. Από την εποχή του βασιλιά Ενλίλ Νασίρ Α' (1479-1466), η Ασσυρία υπέκυψε στην Ασιατική υπερδύναμη των Μιτάννων, οι οποίοι, στο χρονικό διάστημα 1500-1250 είχαν έδρα την περιοχή της σημερινής βορειοδυτικής Συρίας, στα όρια με την Τουρκία. Σε αυτούς οι Ασσύριοι βασιλείς παρέμειναν υποτελείς ενάμιση περίπου αιώνα μέχρις ότου οι Χετταίοι, οδηγούμενοι από τον βασιλιά Σουπιλουλιούμας Α΄ (1344 – 1322), διέλυσαν το κράτος των Μιτάννων.
-1391-912: Μέση Αυτοκρατορία, με τις εξής υποδιαιρέσεις:
-1391-1233: Τη χώρα κυβέρνησαν οι ακόλουθοι βασιλείς με τους οποίους το κράτος αναβίωσε μετά την πτώση των Μιτάννων και την παρακμή των Χετταίων, με πατριαρχική δομή κοινωνίας και ίδρυση βοηθητικών εμπορικών πρακτορείων.
• Ο βασιλεύς Εριμπά Αντάντ Α (1391-1364) υπήρξε ο ιδρυτής της Μέσης Ασσυριακής αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να περιορίσει την επιρροή των Μιτάννων στην περιοχή.
• Ο βασιλεύς Ασούρ Ουμπαλίτ Α΄(1364-1330) εκμεταλλεύτηκε την κατάκτηση του κράτους των Μιτάννων από τον Χετταίο κατακτητή βασιλιά Σουπιλουλιούμας Α΄ (1344 – 1322) τον 14ο αιώνα για να πετύχει την πλήρη ανεξαρτησία της Ασσυρίας. Την ίδια εποχή η Ασσυρία άρχισε να γίνεται υπολογίσιμη δύναμη, όπως αποδεικνύεται από τις αλληλογραφίες του Ασούρ Ουμπαλίτ Α΄ με τον φαραώ Αμένοφις Δ και τον βασιλιά των Χετταίων. Ο ίδιος έδωσε την κόρη του σύζυγο στον Κασσίτη βασιλιά της Βαβυλώνας Μπουρναμπουριάς Β. Ακολούθησαν οι βασιλείς Ενλιλνιραρί (1330-1309) και Αρικντενιλί (1309-1295).
• Ο εγγονός του Ασούρ Ουμπαλίτ Α΄ Αντάντ Νιραρί Α΄ (1295-1263) άρχισε να επεκτείνει σημαντικά το κράτος της Ασσυρίας εις βάρος των Χετταίων και των Μιτάννων, ενώ συνέτριψε και τους Κασσίτες της Βαβυλώνας.
• Ο Σαλμανασέρ Α' (1263-1233), γιος του Αντάντ Νιραρί Α', συνέτριψε τους Ουραρτού και υπέταξε 8 βασίλεια στα βόρεια της Ασσυρίας εξαναγκάζοντας τον Χετταίο βασιλιά Χατουσίλι Γ΄ (1267 – 1237), βλέποντας τον Ασσυριακό κίνδυνο, να συμμαχήσει με τον πρώην εχθρό του Φαραώ της Αιγύπτου Ραμσή Β'.
-1233-1056: Ο βασιλεύς Τουκουλτί Νινουρτά Α και οι διάδοχοί του επέβαλαν την ελέω θεού μοναρχία τους και νίκησαν τους Χετταίους και τους Κασσίτες, εξασφαλίζοντας εδαφική επέκταση, σημαντική ανάπτυξη της εμπορικής τάξης, με παράλληλη αύξηση του αριθμού δούλων, μετά από αναδασμό της γης και δουλοποίηση των ελεύθερων αγροτών:
• Ο Τικουλτί Νινουρτά Α' (1233-1196), γιος του Σαλμανασέρ Α', έφτασε την Α' Ασσυριακή αυτοκρατορία στο αποκορύφωμα της, συνέτριψε τον βασιλιά των Χετταίων Τουνταλίγια Δ΄ στην Μάχη της Νιρίγια (1230 π.Χ.) και κατέλαβε για πρώτη φορά στην Ασσυριακή ιστορία την Βαβυλώνα από τους Κασσίτες αιχμαλωτίζοντας τον τελευταίο βασιλιά Καστιλιάς Δ' (1232-1224). Πήρε τον τίτλο του βασιλιά του Σουμέρ και του Ακκάδ, μιμούμενος τον μεγάλο πρόγονό του βασιλιά των Ακκάδων Σαργκόν, αλλά δολοφονήθηκε από τους γιους του μετά από συνωμοσία.
• Μετά τον Τικουλτί Νινουρτά Α' άρχισε μία πορεία φθίνουσα. Η Βαβυλώνα ανακαταλήφθηκε από τους Κασσίτες, αφού πρώτα συνέτριψαν τον βασιλιά Ενλίλ Κουντουρί Ουσούρ (1188-1183) μικρότερο γιό του Τικουλτί Νινουρτά Α΄. Γι' αυτό ο σφετεριστής ξάδελφός του Νινουρτά-Απάλ-Eκούρ (1183-1180) τον ανέτρεψε από το θρόνο. Την εποχή του βασιλιά Ασουρντάν Α΄ (1179-1133) οι Ελαμίτες κατέλαβαν την Βαβυλώνα τερματίζοντας οριστικά την Κασσιτική κυριαρχία. Επί Ασουρεσισί Α (1133-1115) ένας Βαβυλώνιος πρίγκιπας, ο Ναβουχοδονόσωρ Α (Nebuchadnezzar I 1126-1103), ύστερα από επανάσταση ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Βαβυλώνας από τους Κασσίτες. Ο Ναβουχοδονόσορ άρχισε να παρενοχλεί λεηλατώντας Ασσυριακές περιοχές, γι' αυτό ο Ασουρεσισί Α΄ συγκρούστηκε μαζί του και τον συνέτριψε. Τελευταία μεγάλη αναλαμπή ήταν η εποχή του βασιλιά Τιγκλάθ Πιλεσέρ Α΄ (1115-1077), που κατέκτησε πολλές περιοχές από τους νέο Χετταίους όπως η Καππαδοκία. Ακολούθησαν οι βασιλείς Ασαρινταπαλεκούρ (1076-74) και Ασουρμπελκαλά (1074-1056).
-1056-912: Μετά τον Ασουρμπελκαλά έως την έναρξη της Νέας Ασσυριακής Αυτοκρατορίας, το 912, η Ασσυρία έπεσε σε παρακμή, κατά τη διάρκεια της οποίας βασίλεψαν οι Ασουρμπανιμπάλ Α (1050-31), Σαλμανέσερ Β (1031-1019), Ασουρνιραρί Δ (1019-1013), Ασουραμπί (1013-972), Ασουρεσισί Β (972-967), Τιγκλάθ Πιλεσέρ Β (967-935) και τελευταίος ο Ασουρντάν Β (935-912).
-912-605: Νέα Αυτοκρατορία (εξετάζεται στο οικείο κεφάλαιο).
Από το 1595 οι ημινομάδες Κασσίτες, προερχόμενοι από τα βουνά του Ζάκρου στο Ιράν, κατέλυσαν την Αμοριτική δυναστεία του Χαμουραμπί που βασίλευε μέχρι τότε στη Βαβυλώνα και εγκαινίασαν νέα ιστορική πορεία ως εξής:
-1595-1155: Κασσιτική Περίοδος. Διείσδυση Κασσιτών ημινομάδων, προερχόμενων από τα βουνά του Ζάκρου στο σημερινό Ιράν, εγκαθίδρυση στρατοκρατικής γαιοδουλοκτητικής αριστοκρατίας Κασσιτών με προοδευτική ιδιωτικοποίηση της γης και ατονία των δημιουργικών δυνάμεων. Παρά τα βαβυλωνιακά ονόματά τους, οι Κασσίτες διατήρησαν την κοινωνική δομή και την ιδιοκτησία γης κατά πατριές, σε αντίθεση με τις μικρότερες μονάδες κατά οικογένειες των Βαβυλωνίων. Βασιλείς των Κασσιτών της Βαβυλώνας ήταν οι:
-Αγκούμ Κακριμέ επανέφερε το άγαλμα του Μαρντούκ στη Βαβυλώνα.
-Μπουρναμπουριάς (~1500), υπέγραψε συνθήκη με τον Πουζούρ Ασούρ Γ της Ασσυρίας.
-Καστίγιας Γ
-Ουλαμπουριάς ~1480, υπέταξε την πρώτη δυναστεία της Σήλαντ
-Αγκούμ Γ ~1470 εκστράτευσε εναντίον της Ντιλμούν
-Καραϊντάς ~1410 υπέγραψε συνθήκη με τον Ασουρμπελνισεσού της Ασσυρίας.
-Καντασμάν-χαρμπέ Α ~1400 εκστράτευσε εναντίον της Σουτού.
-Κουριγκαλζού Α ~1375 ιδρυτής της Ντουρ-Κουριγκαλζού, σύγχρονος του Τούθμωση Δ.
-Καντασμάν-Ενλίλ Α (1374—1360), σύγχρονος του Αμένοφη Γ.
-Μπουρναμπουριάς Γ (1359—1333), σύγχρονος του Αχνατόν και του Ασουρουμπαλίτ.
-Καραχαρντάς ~1333, εγγονός του Ασουρουμπαλίτ Α της Ασσυρίας.
-Ναζιμπουγκάς ~1333σφετεριστής «γιος ενός τιποτένιου».
-Κουριγκαλζού Β (1332—1308), γιος του Μπουρναμπουριάς Γ, ηττήθηκε σε μάχη με τον Ενλίλνιραρί της Ασσυρίας.
-Ναζί-Μαρουτάς (1307—1282), έχασε εδάφη από τον Ανταντνιραρί Α της Ασσυρίας.
-Καντασμάν-Τουργκού (1281—1264), σύγχρονος του Χατουσίλι Γ των Χετταίων.
-Καντασμάν-Ενλίλ Β (1263—1255) σύγχρονος του Χατουσίλι Γ των Χετταίων.
-Κουντούρ-Ενλίλ (1254—1246), εποχή αναγέννησης της Νιππούρ,
-Σαγκαρακτί-Σουριάς (1245—1233), δεν ήταν γιος του Κουντούρ-Ενλίλ.
-Καστιλιασού Δ (1232—1225), εκθρονίστηκε από τον Τουκουλτί-Νινουρτά Α των Ασσυρίων.
-Ενλίλ-ναντίν-σουμί ~1224, βασιλεύς υποτελής στους Ασσύριους.
-Καντασμάν-Χαρμπέ Β ~1223, βασιλεύς υποτελής στους Ασσύριους.
-Αντάντ-σουμά-ιντινά (1222—1217), υποτελής στους Ασσύριους.
-Αντάντ-σουμά-ουσούρ (1216—1187), έστειλε σκληρή επιστολή στους βασιλείς Ασουρνιραρί και Ιλιχαντά της Ασσυρίας.
-Μελισιπάκ Β (1186—1172) είχε αλληλογραφία με τον Νινουρτά-απάλ-Εκούρ για καθιέρωση χρονολογίας της Εγγύς Ανατολής.
-Μαρντού-απλά-ιντινά Α (1171—1159).
-Ζαμπαμπά-σουμά-ιντίν ~1158, ηττήθηκε από τον Σουτρούκ-Ναχουντέ του Ελάμ.
-Ενλίλ-ναντίν-αχί (1157—1155), νικήθηκε από τον Κουτίρ-Ναχουντέ Β του Ελάμ.
Μετά τις ήττες αυτές οι Ελαμίτες προερχόμενοι από το Ιράν κυριάρχησαν στη Βαβυλωνία, εγκαινιάζοντας την ελαμική περίοδο που ακολούθησε.
-1155-705: Ελαμική Περίοδος.
-705-626: Ασσυριακή Περίοδος.
-626-538: Χαλδαϊκή Περίοδος.
(εξετάζονται στα επόμενα κεφάλαια όπου ανήκουν χρονικά).
Η χώρα του Ελάμ στη θέση του σημερινού Χουζιστάν, όπου και η αρχαία Σουσιανή, περιοχή της νοτιοδυτικής Περσίας, μετά την αρχική Πρωτοελαμκή περίοδο (3200-2700), κατά την οποία σχηματίστηκαν οι πρώτες συναθροίσεις κατοίκων στην περιοχή και την Παλαιά Ελαμκή περίοδο (2700-1600), εισήλθε σταδιακά στη φάση της μέγιστης ακμής της κατά της διάρκεια της Μέσης Ελαμικής περιόδου (1600-1100).
Η Μέση Ελαμική περίοδος άρχισε με την άνοδο της πόλης Ανσάν, σε βαθμό ισοδύναμο με τα Σούσα. Οι δυναστείες των Ανσανιτών (1600-1100 π.Χ.), που κυριάρχησαν αυτή την περίοδο, έφεραν πλήρη εξελαμιτισμό των Σούσων παίρνοντας τον τίτλο του «βασιλιά του Ανσάν και των Σούσων». Μπορούν να διακριθούν οι εξής υποπερίοδοι:
-1500-1400, Δυναστεία των Κυδνουϊδών: Πέντε βασιλείς που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την Ακκαδική γλώσσα.
-1400-1210, Δυναστεία των Ιγκεχαλκίδων. Από τους Ιγκεχαλκίδες πολλοί νυμφεύτηκαν πριγκίπισσες των Κασσιτών οι οποίοι κατά περιόδους κατέλαβαν το Ελάμ (το1320 και το 1230). Τότε καθιερώθηκαν οι Ελαμικές θεότητες στα Σούσα και άρχισαν, ως γλώσσα, να χρησιμοποιούνται τα Ελαμικά:
Ιγκε-Χαλκί (Ige-Halki 1350 –1330) Ελάμ
Πακίρ-Ισχάν (Pakhir-Ishshan 1330 –1310) Ελάμ
Ατάρ-Κιτάκ (Attar-Kittakh 1310 –1300) Ελάμ
Κουμάν-Νουμενά (Khuman-Numena 1300 –1275) Ελάμ
Ουντάς-Ναπρισά (Untash-Naprisha 1275 –1240) Ελάμ
Ουνπατάρ-Ναπρισά (Unpatar-Naprisha 1240 –1235) Ελάμ
Κιντίν-Κουτράν (Kiddin-Khutran 1235 –1210) Ελάμ
-1210-1100, Δυναστεία των Σουτρουκίδων. Με τους Σουτρουκίδες η Ελαμική αυτοκρατορία έφτασε στο αποκορύφωμα της δόξας της, ο βασιλεύς Σουτρούκ Νακχουντέ και οι τρεις γιοί του έκαναν σκληρές επιθέσεις στην Βαβυλώνα που βρισκόταν υπό την εξουσία των Κασσιτών. Δημιούργησαν ισχυρό στρατό, έκτισαν λαμπρά κτίρια και ναούς και ο Σουτρούκ Νακχουντέ (1185-1155) λεηλάτησε την Βαβυλώνα μεταφέροντας στα Σούσα πολλά πολύτιμα κλοπιμαία όπως το άγαλμα του Μαρδούκ από το ναό της Εσαγκίλα και την στήλη του Χαμουραμπί. Ανέτρεψε τον Κασσίτη βασιλιά της Βαβυλώνας Ζαμπαμπα – σουμά – ιντίν αντικαθιστώντας τον με τον γιο του Κουτίρ – Νακχουντέ και ύστερα από αυτόν οι Κασσίτες ανατράπηκαν στην Βαβυλώνα από μια τοπική δυναστεία της Ισίν, την 5η δυναστεία της Βαβυλώνας. Ο βασιλεύς της 5ης δυναστείας Ναβουχοδονόσορ Α΄ (1126-1103) ελευθέρωσε ολοκληρωτικά την Βαβυλώνα από τους Ελαμίτες και λεηλάτησε τα Σούσα μεταφέροντας πίσω τα πολύτιμα κλοπιμαία όπως το άγαλμα του Μαρδούκ και την στήλη του Χαμουραμπί. Για την επόμενη περίοδο δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, φαίνεται όμως ότι δημιουργήθηκαν συμμαχίες του Ελάμ με την Βαβυλώνα για να αντιμετωπιστεί η υπερδύναμη της Ασσυρίας. Ένας βασιλεύς της Βαβυλώνας ο Μαρ μπιτί απλά ουσούρ (985-979) ήταν ελαμικής καταγωγής.
Καλουτούς-Ιν-Σουσινάκ (Khallutush-In-Shushinak 1205 – 1185) Ελάμ
Σουτρού-Ναχουντέ (Shutruk-Nahhunte 1185 –1155) Ελάμ
Κουτίρ-Ναχουντέ Γ (Kutir-Nahhunte III (1155 –1150) Ελάμ
Σιλκάκ-Ιν-Σουσινάκ (Shilkhak-In-Shushinak 1150 – 1120) Ελάμ
Κουτελουτούς-Ιν-Σουσινάκ (Khutelutush-In-Shushinak 1120 – 1110)
Σιλχανά-Χαμρού-Λαγκαμάρ (Shilhana-Hamru-Lagamar (1110 – ????).
Ακολούθησε η Νέα Ελαμική περίοδος (1100-616) που εξετάζεται σε επόμενο κεφάλαιο όπου ανήκει χρονικά.