78. LOUIS MACNEICE (1907 – 1963)
Λούι Μακνής
Αγγλοϊρλανδός
78.2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ
Δεν έχω ακόμη γεννηθεί, άκουσέ με,
Μην αφήσεις την αιμοβόρα νυχτερίδα ή τον τυφλοπόντικα
Ή τη νυφίτσα ή το κοράκι να με πλησιάσουν.
Δεν έχω ακόμα γεννηθεί, δώσ’ μου κουράγιο,
Φοβάμαι την ανθρώπινη γενιά, μη με μαντρώσει σε ψηλά τείχη,
Μη με κοιμίσει με ισχυρά ναρκωτικά και με ψευτιές με ξεγελάσει,
Μήπως με σπρώξει σε βασανισμούς και με βουτήξει στο αίμα.
Δεν έχω ακόμα γεννηθεί, δώσ’ μου νερό να με λικνίζει,
Χλόη που για χάρη μου να μεγαλώνει, δέντρα να μου μιλάνε,
Ουρανό να μου τραγουδάει, πουλιά κι ένα λευκό φως
Πάνω από το κεφάλι μου το νου μου να οδηγάει.
Δεν έχω ακόμα γεννηθεί, συγχώρα με για τ’ αμαρτήματα
Που άνθρωποι χρησιμοποιώντας με θα κάνουν, για τα λόγια
Που μιλούν αυτοί, για τις σκέψεις που αυτοί στοχάζονται,
Για την προδοσία μου που την γεννάν προδότες μακριά από μένα,
Για τη ζωή μου όταν αυτοί δολοφονούν με τα δικά μου χέρια,
Και για το θάνατό μου όταν αυτοί τη ζωή μου φτιάχνουν.
Δεν έχω ακόμα γεννηθεί, εξήγησέ μου
Ποιο θέατρο πρέπει να παίξω και ποιο ρόλο να κρατήσω,
Όταν οι γέροι με συμβουλεύουν, οι γραφειοκράτες με
τρομοκρατούν,
Τα βουνά με βλέπουνε κατσουφιασμένα, οι εραστές με
κοροϊδεύουν,
Τα λευκά κύματα με σπρώχνουν σε τρέλες κι η έρημος με καλεί
Στον αφανισμό κι ο ζητιάνος αρνιέται
Το δώρο μου και τα παιδιά μου με καταριούνται.
Δεν έχω ακόμα γεννηθεί, άκουσέ με,
Μην αφήνεις τον άνθρωπο που είναι κτήνος ή που νομίζει πως
Είναι θεός να με πλησιάσει.
Δεν έχω ακόμα γεννηθεί, όπλισέ με
Με δύναμη, εναντίον εκείνων που θα πάγωναν
Την ανθρωπιά μου, που θα μ’ έκαναν θανατηφόρο αυτόματο,
Τροχό μιας μηχανής, πράγμα
Με πρόσωπο, όμως πράγμα. Εξόπλισέ με εναντίον εκείνων
Που θα σκόρπιζαν την ακεραιότητά μου, που θα με φυσούσαν
Σαν χνούδι από γαϊδουράγκαθα, εδώ κι εκεί,
Κι εδώ κι εκεί σαν το νερό μες απ’ τη φούχτα
Θα με χύναν.
Μην τους αφήσεις να με κάνουν πέτρα ούτε να με διαλύσουν,
Αλλιώς θανάτωσέ με.
78.4. Ο ΥΑΛΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΑΣ
Ο υαλοκαθαριστήρας μες στη νύχτα
Τη μυωπική κόβει στο τζάμι πάνω
Μια δρεπανιά νερό κι εμείς ριγώντας
Δύσκολα διατηρούμε την πορεία.
Βλέπουμε μόνο ένα μικρό κομμάτι
Γυαλιστερής, μαυριδερής ασφάλτου
Που την διασχίζει ο υαλοκαθαριστήρας
Καθώς διαρκώς σκουπίζει και λερώνει.
Αλλά και τι να πούμε για το δρόμο;
Η αδιάκοπη μονοτονία της μόλις
Θεατής καμπύλης του και το μυστήριο
Των εντελώς αόρατών του άκρων.
Άραγε αυτά θα ‘ναι μαζί μας πάντα
Και το σκοτάδι μοναχά θα σπάζει
Από τα φώτα που περνούν εμπρός μας
Των άλλων στα κινούμενα κουτιά τους;
Κουτιά φτιαγμένα από νερό και τζάμι
Ντυμένα, εξοπλισμένα με ρολόγια
Που έχουν σκοπό να λένε πόσα μίλια
Έχουμε κάνει ή την ταχύτητά μας.
Μα δεν υπάρχει δείκτης ή βελόνα
Για να μας πούνε προς τα πού τραβάμε
Ή πότε θα ‘ρθει η μέρα, εφόσον βέβαια
Υπάρχει αυτός ο δρόμος και τη μέρα.
Επειδή τώρα δε μπορούμε πια άλλο
Να θυμηθούμε πού βρισκόμαστε όταν
Δεν έβρεχε, όταν δεν υπήρχε νύχτα
Πριν να πηγαίνει μπρος το αμάξι αρχίσει
Κι ο υαλοκαθαριστήρας μπρος και πίσω
Φωτίζοντας τόσο λιγάκι εμπρός μας
Το δρόμο που κοιτώντας τον μπροστά μας
Βλέπουμε πάντα προς τα εμάς να τρέχει,
Και μέσα απ’ το μικρό κομμάτι τζάμι
Που ο υαλοκαθαριστήρας καθαρίζει
Καταβροχθίζεται απ’ τ’ αμάξι κάτω
Και πίσω μας ξερνιέται και πεθαίνει
Ενώ εμείς θαμπωμένοι απ’ το σκοτάδι
Τραβάμε προς τα εμάς το μαύρο μέλλον
Ξεσκίζοντας το δέρμα των χεριών μας.
Κι ακόμα διατηρούμε την πορεία.
79. STEPHEN SPENDER (1909 – 1995)
Στήβεν Σπέντερ
79.5. ΑΠ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Απ’ όλα αυτά τα γεγονότα --- τον πόλεμο, τα βεγγαλικά, τη βοή,
Τις αψιμαχίες τυχοδιωκτών γύρω απ’ τα φώτα,
Τα πλήθη στην πλατεία το σούρουπο,
Τα πυρά, τον έρωτα, τους νεκρούς,
Όσο κι αν μακαρίζουνε το θάνατο ξαπλωμένοι
Κάτω από κρίνα δίδυμα και διασταυρούμενα κεριά
Ή πεταμένοι στο λιθόστρωτο σαν παγωμένα ασκιά,
Κουκουλωμένοι με νύχτα και με ειρήνη γύρω στα λαμπιόνια ---
Απ’ όλα αυτά τα γεγονότα,
Ο Χρόνος ολομόναχος θα τιναχτεί σαν πύραυλος μέσα στην
καταχνιά.
Πάνω απ’ το θόρυβο, πετώντας μακριά το αγκίστρι του παρελθόντος
μας,
Να ‘στε από τώρα βέβαιοι πως ο χρόνος θα μας αφήσει πίσω.
Στην αρχή, πληθαίνοντας μέσα μας, γυμνότερος κι από την ίδια
μας τη φύση,
Πηγαίνοντας μακρύτερα απ’ ό,τι πιστευόταν, σαν πνιγερός βάλτος,
Αλλάζοντας τη διαδομένη αρρώστια σ’ ένα νέο αγέρα,
Ξεμοναχιάζοντάς μας απ’ τον πόλεμο που ξέκανε δέκα
εκατομμύρια,
Μεταφέροντάς μας περήφανα σε χλοερά λιβάδια του καλοκαιριού,
Τοποθετώντας μας σε ψηλές κάμαρες σπιτιών, όπου οι φωνές
Ψελλίζανε τη νύχτα μες σε κήπους σαν ν’ άνθιζαν μες στο νερό,
Στέλνοντάς μας μακριά σε μέρες σκυφτές μετά το πλήρωμα του
χρόνου,
Αδειάζοντάς μας ύστερα στον τρομερό, διάπυρο κρατήρα των νεκρών.
Παγκόσμιος σύμμαχός μας και πιο πλατύς κι από τον ίδιο το σκοπό μας,
Πιάνοντας με τα πλευρά του ένα άγνωστο πλανήτη,
Μες στην επίλεκτη και στιγμιαία μάχη,
Ο Χρόνος αύριο θα μας ξεχάσει εδώ
Και τα κορμιά μας θα πέφτουν σαν λιωμένα σκαθάρια.
Σήμερα,
Και τώρα ακόμη, λησμονηθήκαμε στις αστρικές εκείνες παραλίες.
Η φιλοδοξία του Χρόνου,
Απέραντη όπως ο Χώρος,
Θα στήσει τις σημαίες της σε κόσμους μακρινούς
Και σε χρόνους του κόσμου τούτου εξίσου μακρινούς.
79.6. ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΤΩΝ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ
Στις αίθουσες των σιδηρόδρομων, πάνω στο λιθόστρωτο μέσα στην
κίνηση,
Εκλιπαρούν με τα μάτια τους μεγαλωμένα από άδεια έκπληξη
Μετρώντας μόνο τον Χρόνο, σαν το άγραφο ρολόι.
Όχι, δεν έχω σκοπό να πλέξω δίχτυ για στόλισμα του φράχτη
Για να τους κάνω πουλιά πάνω στο δέντρο μου:
Ο Χρόνος απλώς οδηγεί αυτές τις ζωές που δεν ζουν
Όπως η παλίρροια ξεβράζει σάπια πράματα στην παραλία.
--- Δεν υπάρχει καμιά παρηγοριά, όχι, καμία
Στην καμπυλωμένη ομορφιά αυτής της γραμμής
Χαραγμένης πάνω στα διαγράμματά μας μέσα απ’ την ιστορία,
όπου ο δυνάστης
Αφήνει τους φτωχούς μες στις στερήσεις να πεθαίνουν απ’ την
πείνα.
Εδώ μη ζωγραφίζεις συγκαλυμμένη απόγνωση, σκυθρωπιασμένα
σύννεφα
Όπου η καρδιά αναπαύεται, κηρύσσει αιωνιότητα.
Μα άσε να βγει η αταίριαστη κραυγή το ίδιο σκληρή όσο οι
πληγές
Αυτός ο Χρόνος ξεχνάει και ποτέ δεν θεραπεύει, κι ακόμα
λιγότερο ξεπερνάει τα όρια.
80. BERNARD SPENCER (1909 – 1963)
Μπέρναρντ Σπένσερ
80.1. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Το χιόνι μέσα στα φαράγγια των πεύκων καίγεται γαλάζια
Σαν γάτα περσική. Πέφτοντας πάνω στους διαβάτες τους χτυπάει
Με τα εύγλωττα μαλλιά των χορευτών ή ηθοποιών του Σαίξπηρ.
Στους δρόμους πνίγει το βηματισμό ενός λόχου πεζικού
(ώστε να μοιάζει με τον ψίθυρο των σκοτωμένων σε μια μάχη).
Αν δεν προσέξεις σαν βαδίζεις, κολλάει στο δρόμο λείο ατσάλι
Που στέλνει στα νοσοκομεία τον κόσμο,
Φίλος γνωστός των επιδέσμων και του άσπρου γύψου για σπασμένα
πόδια.
Διακοσμητικό και δύσπιστο: Κρασί χυμένο πρόσφατα σε χιόνι ....
Σκασμένο με κουδουνισμούς και σχάρες πεζοδρόμιων
Τώρα σωριάζεται σε στοίβες μουντζουρωμένες, σιχαμένες,
Σκυλί από ράτσα που όμως τώρα σε γεμίζει φρίκη,
Σε αυλές εργοστασίων, σε γραφεία,
Ή απλωμένο, σοβαρό, σε ορίζοντες με δέντρα φράχτες και λιβάδια,
Χωρίς κανένα δρόμο να περάσεις, έξω απ’ αυτόν που οργώνει ο
ταξιδιώτης.
Τίποτε δεν κουνιέται κι ο ουρανός έχει ένα χρώμα φαιού
παντελονιού.
Χιόνι ασπρισμένο, χρώμα πένθους των Κινέζων, χρώμα θανάτου,
Κλέβει τα κόκαλα από το μεδούλι,
Στρέφει το πρόσωπο του ανθρώπου προς τη γη του.
82. LAWRENCE DURELL (1912 – 1990)
82.1. ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ
Την ξαναφέρνω στο μυαλό μου με ένα στίγμα από χρυσάφι
Στην κόρη ενός ματιού της, ένα αλλόκοτο
Φραουλί χρυσάφι: Κι έπειτα από τόσα χρόνια
Που είχα ξεχάσει αυτό το μουσικό της σώμα ---
Πολύ μακριοί βραχίονες, πολύ λεπτοί καρποί χεριού ---
Θυμάμαι μοναχά τις άστατες επιθυμίες
Που αναταράζανε τη σάρκα της. Δε θ’ αρνηθώ
Πως η επιδεικτικότητά της ήτανε γελοία, αστική:
Πίσω απ’ αυτήν μπορούσε ν’ άκουγε κανείς το θλιβερό
Επαρχιακό της γέλιο σαπισμένο απ’ την αγρύπνια.
Καμιά απ’ αυτές τις συναντήσεις δεν σχεδιάστηκε
Νομίζω ή δεν αποφασίστηκε κατά τα πρότυπα
Του έρωτα της πόλης --- πόλης που κατασκευάστηκε
Εν ονόματι του έρωτα: Έχει πάντοτε για μένα
Πρόσωπο καστανό, άσπρα δόντια, φορεσιά καλοκαιριάτικη
Φτηνή με ασπροπράσινες γραμμές και πάντοτε
Μάτι φραουλί. Δεν την ξαναθυμήθηκα για χρόνια.
Το μάτι της βρισκόταν πάντα εκεί αναμένοντας.
Έπειτα σ’ άλλη πόλη με τον ίδιο αέρα και σεντόνια
Μεταχειρισμένα δυο φορές, στη μέση κάποιου χωρισμού:
Και πάλι αυτή η μουντή κρεβατοκάμαρα
Με το αρκτικό δοχείο νυκτός και με σκληρό μεταλλικό κρεβάτι,
Είδα τη λάμπα της λεωφόρου να ξηλώνει τη Θεοδώρα
Σαν μια παλιά φανέλα, ξερυτιδιάζοντας τα μάτια και το στόμα της
Βγάζοντας τον επίδεσμο απ’ τα νύχια της και φανερώνοντας
Τα τραύματα που πριν ποτέ δεν είχα καταλάβει.
Πώς μπόρεσα να μην προσέξω τέτοια τραύματα;
Τα ματωμένα ψίχουλα ενός ερωτικού χαμόγελου
Σκορπίστηκαν σε λόφους άμμου σαν την Όσιρη.
Τώρα μονάχα η εμπειρία μου την αναγνωρίζει
Καθυστερημένα, μαζί μ’ άλλους μεγάλους επιζήσαντες
Μες στη μανία της πόλης και την κατατάσσει ανάμεσα
Στους πρωτοπαλαιστές του έρωτα --- ανάμεσα στους αληθινά
εκλεκτούς.
83. ROY FULLER (1912 – 2000)
Ρόυ Φούλερ
83.1. ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΡΕΝΤΙΘΙΑΝΑ ΣΟΝΕΤΑ (1)
ΙΙ
Ήλιοι μεγάλοι οι λάμπες της λεωφόρου στη βροχή
Άρχισαν οι επιφάνειες λίγο λίγο να γυαλίζουν,
Είναι ασημένιες και μελαχρινές, περνούν ταξί
Με λάστιχα που σαν ωδίνες τα νερά διασχίζουν.
Σίγουρα κάτι τέτοια βράδια γίναν μερικά
Από τα γεγονότα που διαπλάσαν την ψυχή του:
Μια λέξη ψελλισμένη προς το τζάμι που γλιστρά
Άσπρισε και μαράθηκε κι απ’ την υδρορροή του
Ερέβους που σταλάζει ήπιε το ζώο χωρίς μορφή.
Αλλά όσα το παιδί είπε κι όσα απόφυγε με πάθος
Έχουν λησμονηθεί, και μόνο εκείνα που ήταν λάθος
Ακόμα ζουν, όπως αυτοί που μες στην ταραχή
Των θρήνων βλέπουν εραστές να νιώθουν ευτυχία
Ή φωτισμένους πύργους όπου σχέδια πολλά
Είναι υφασμένα απ’ τις Δυνάμεις παρδαλά.
Κανονικού καιρού κοινότυπη λαγνεία.
84. GEORGE BARKER (1913 – 1991)
Τζορτζ Μπάρκερ
84.1. ΡΩΜΑΪΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΙΙΙ
Φτερό Σπουργίτη
Υπήρχε αυτό το άδειο κλουβί στον κήπο.
Και μέσα για διασκέδαση στερέωσα
Ψεύτικα Ασιατικά πουλιά φτιαγμένα
Από γυαλί, χαρτί και ντενεκέ, που τσίριζαν θλιμμένα
Καθώς ο αέρας τ’ ανακάτευε. Κρεμόταν
Απογοητευμένα μελαγχολικά και τραγουδούσαν
Για πράγματα που δεν γινήκανε ποτέ και δεν μπορούσαν
Ποτέ να γίνουν σ’ ένα τέτοιο τεχνητό κλουβί.
Τα κελαηδίσματα των μουσικών αυτών οργάνων που έκλαιγαν
Τις ανυπόστατες ζωές τους μοιάζαν θρηνωδίες
Βγαλμένες σαν από άρπα που έπεφτε, ώσπου το κλουβί φορτώθηκε
Θλίψη υφασμένη σαν φεγγαροφώτιστος ιστός αράχνης,
Καθώς εκείνα τα κατασκευάσματα στενοχωριόνταν γιατί δεν
υπάρχουν,
Μικρά παιδιά τους δίνανε να τρων λουλούδια. Μια σπιλιάδα
Και ξάφνου δίχως ήχο, δίχως ζωή κάποιο μπορούσε να πεθάνει
Διασκορπισμένο σε κομμάτια σαν χαλάσματα. Οι
συρματόπορτες
Πάντοτε χάσκανε ανοιχτές αποδεικνύοντας απίθανη
Τη μεταμόρφωσή τους έστω, πες, σε σπίνους
Ή σε πουλιά ακόμη πιο πολύχρωμα. Κι όχι μονάχα τα παιδιά,
Κι εγώ ο ίδιος βρήκα διασκεδαστικό όλο τούτο το παιχνίδι.
Κι έπειτα κάποιο πρωινό --- δεν καταγράφω κάποια
Υπόθεση με διαστάσεις κοσμικές, σε βεβαιώνω,
Ούτε ένα γεγονός που θα μπορούσε να ταράξει τους Βολσκιανούς
περιστεριώνες ---
Εκεί, λοξά ανάμεσα σε κείνες τις μορφές τις
κατασκευασμένες
Σαν μια ψυχή χαμένη που για να πεθάνει διάλεξε τη Ρώμη
Με ακίνητα τα πυρωμένα μάτια και τα δυο φτερά
σπασμένα
Κείτονταν --- σε βεβαιώνω Κάτουλλε --- κάποιος μικρός
σπουργίτης.
Ήταν ετοιμοθάνατος κι ανάσαινε πολύ βαθιά.
Θα νόμιζε κανείς πως τούτο το κλουβί ήταν ο προορισμός του
Μετά από μόχθο πάνω σε πελάγη κι άγιους ουρανούς
Απ’ όπου πέταξε μακριά μια κι ήταν άγνωστος στα μέρη εκείνα
ο θάνατος.
Και βέβαια δεν μπορούσα πια να κάνω τίποτε. Μονάχα τα
παιδιά
Φέρανε ψίχουλα ψωμιού, φέραν νερό, φέρανε δάκρυα μέσα
Στα μάτια τους για να συνέλθει τούτος ο τρεμουλιασμένος
πανικός
Των άχρηστων φτερών, αυτός ο κουτσομπόλης που ‘χε πια τη
γλώσσα του δεμένη,
Αυτός ο πλαγιασμένος αεροπόρος. Κι έτσι εκεί, ανάμεσα
στους θεούς του,
Που βρόνταγαν και σφύριζαν μες στον αγέρα
Γυρίζοντας τις χάρτινες ανατομίες τους σαν ανεμόμυλοι
Στρέφοντας και λυγίζοντας πειθαρχικά τη μέση
Στη θεία παρέμβαση του δάχτυλου κάποιου παιδιού,
Εκεί, γαλήνια κι ήσυχα, ανάμεσα στα τερατόμορφα
Είδωλα, πέθανε ο μικρός σπουργίτης. Και τουλάχιστον εγώ
Πιστεύω πως αυτό το ασήμαντο επεισόδιο γρήγορα
Ξεχάστηκε. Οι αναλογίες είναι τετριμμένες.
85. R. S. THOMAS (1913 – 2000)
Ρ. Σ. Τόμας
Ουαλός
85.1. ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΧΩΡΙΚΟΥ
Τον Ντέϊβις τον θυμάσαι; Ξέρεις πέθανε
Με το πρόσωπο στον τοίχο, κατά τη συνήθεια
Των φτωχοχωρικών στα πετροχώραφά τους
Στους λόφους της Ουαλίας. Θυμάμαι το δωμάτιο
Κάτω από τις σχιστόπλακες, το λεκιασμένο χιόνι
Του ευρύχωρού του κρεβατιού, όπου κείτονταν
Μόνος σαν προβατίνα που κοιλοπονάει αρνί
Μέσα στη βαρυχειμωνιά του Μάρτη.
Θυμάμαι ακόμη τον παγιδευμένο αγέρα
Να σχίζει τις κουρτίνες και την συνεχή υστερία
Του άγριου φωτός στο δάπεδο,
Το δάπεδο που πάντα ήταν γυμνό χωρίς χαλί
Ή ψάθα για ν’ απορροφήσει το θόρυβο απ’ τα βήματα
Γειτόνων που διασχίζανε τις άβολες σανίδες
Για να περιεργαστούν τον Ντέϊβις με τραχιές φωνές
Άσκοπης παρηγόριας πριν να φύγουν
Άκαρδοι μακριά από κείνη την οσμή κλεισούρας
Του θανάτου που ήταν σύμμαχος με κείνους τους υγρούς τοίχους,
8521. Η ΚΟΠΡΙΑ
Ναι, ξέχασα την κοπριά
Το άσχημο χρώμα της και τη βαριά της μυρωδιά.
Σας τον παράστησα μ’ αγάπη αλλά όχι και πολύ σωστά
Λέγοντας πως τα μάτια του είναι γαλανά σαν άνθη
Πως τα μαλλιά του μοιάζουν με φτερούγα κόρακα
Και πως οι άνετες κινήσεις του μες στα οργωμένα στρέμματα
Είναι έτοιμες για τη σπορά των άστρων.
Τον ετραγούδησα νωρίς μες στα χωράφια
Κεντημένο με δροσιά, όμως ξέχασα
Την κοπριά την κολλημένη στις πατούσες του
Με τη σφραγίδα της στο ξεσχισμένο του σακάκι,
Κοπριά που κηλιδώνει τη γερή μιλιά του.
Τον παρουσίασα όμορφο αλλά πιο πλούσιο απ’ όσο είναι.
Η κοπριά ξινίζει το χρυσάφι της αυγής.
86. DYLAN THOMAS (1914 – 1953)
Ντύλαν Τόμας
Ουαλός
86.5. ΤΟ ΦΩΣ ΧΑΡΑΖΕΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΗΛΙΟΣ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΛΑΜΠΕΙ
Το φως χαράζει εκεί που ήλιος κανείς δε λάμπει,
Που δεν κυλάει καμία θάλασσα, που τα νερά της καρδιάς
Σπρώχνουν μες στη φουσκονεριά τους.
Και τ’ αντικείμενα από φως
Φαντάσματα αποσυνθεμένα με πυγολαμπίδες στα κεφάλια τους
Στοιχίζονται μέσα στη σάρκα, όπου καθόλου σάρκα δεν στολίζει
πια τα κόκαλα.
Ένα κερί μες στους μηρούς
Πυρώνει τα νιάτα, σπέρνοντας και καίγοντας τους σπόρους των
γερονταμάτων.
Εκεί όπου δε σαλεύει πια καρπός κανείς
Το φρούτο του ανθρώπου ξεζαρώνει μες στ’ αστέρια
Με χρώμα χτυπητό σαν σύκο.
Εκεί όπου δεν υπάρχει πια υλικό κεριού, η φλόγα του κεριού
επιδείχνει τα μαλλιά της.
Η αυγή χαράζει πίσω από τα μάτια.
Το ανεμοχτύπητο αίμα ρέει σαν θάλασσα
Βγαίνοντας από πόλους κρανίων και δάχτυλων ποδιών.
Ούτε εριφραγμένες, ούτε πασσαλωμένες οι πετρελαιοπηγές των
ουρανών
Εξακοντίζονται στη ράβδο
Που ραβδοσκοπεί μ’ ένα χαμόγελο το πετρέλαιο των δακρύων.
Η νύχτα μες στις κόχες,
Μοιάζοντας με φεγγάρι πισσωμένο, στρογγυλεύει τα σύνορα των
σφαιρικών σωμάτων.
Η μέρα φωτίζει το λείψανο.
Εκεί που δεν υπάρχει κρύο, οι εκδέροντες τυφώνες
Ξεκαρφιτσώνουν την εσθήτα του χειμώνα.
Η κινηματογραφική ταινία της άνοιξης κρέμεται από τα βλέφαρα.
Το φως φωτίζει μυστικούς σωρούς
Σκουπιδότοπους σκέψης όπου οι σκέψεις μυρίζουν μέσα στη βροχή.
Όταν πεθαίνει η λογική
Το μυστικό του εδάφους μεγαλώνει μες στα μάτια
Κι αίμα τινάζεται στον ήλιο.
Η αυγή σταθμεύει πάνω από ξεχερσωμένα χτήματα.
86.6. Ο ΛΟΦΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΦΤΕΡΕΣ
Τώρα που ήμουνα νέος κι αναπαυμένος κάτω από τα κλώνια της
μηλιάς
Κοντά στο χαρωπό σπιτάκι και χαρούμενος που το χορτάρι ήτανε
πράσινο
Κι η νύχτα ήτανε πάνω απ’ το φαράγγι αστερωμένη
Ο χρόνος μ’ άφησε να πέσω σαν χαλάζι και να σκαρφαλώσω
Χρυσός στο αποκορύφωμα του βλέμματός του
Και τιμημένος μέσα σε βαγόνια ήμουν αφέντης των μηλότοπων
Και μια φορά χωρίς καιρό είχα αγέρωχος τα δέντρα και τα φύλλα
Περιτριγυρισμένος από μαργαρίτες και κριθάρι
Κάτω στους ποταμούς του ανεμοσύναχτου φωτός.
Και καθώς ήμουν πράσινος και ξέγνοιαστος, διάσημος μέσα στις
σιταποθήκες
Κοντά στον εύθυμο περίβολο και τραγουδώντας που το αγρόκτημα ήταν
σπίτι
Μέσα στον ήλιο που είναι νέος μονάχα μια φορά
Ο χρόνος μ’ άφησε να παίζω και να υπάρχω
Χρυσός στο έλεος των μεθόδων του
Κι ήμουν βοσκός και κυνηγός χρυσός και πράσινος, τα πόδια
Ανταποκρίνονταν στο κέρας μου, οι αλεπούδες αλυχτούσανε στους
λόφους καθαρά και κρύα
Κι η σύναξη των μαγισσών ηχούσε σιγανά
Στα βότσαλα των άγιων ποταμών.
Σ’ όλη τη διάρκεια του ήλιου ήτανε τρεχούμενα ήταν όμορφα
Τα χτήματα με τ’ άχυρα ψηλά ίσαμε το σπίτι, οι μελωδίες των
καπνοδόχων
Ήταν αγέρας κι έπαιζαν όμορφα και κελαρυστά
Και η φωτιά ήταν πράσινη σαν χόρτο
Και κάθε νύχτα κάτω από τ’ ανεπιτήδευτα άστρα
Καθώς ανέβαινα να κοιμηθώ οι κουκουβάγιες κουβαλούσανε μακριά
τ’ αγρόκτημα.
Σ’ όλη τη διάρκεια της σελήνης άκουγα, μακάριος μες στους
στάβλους
Τους νυχτοπάτες να πετούν μαζί με θημωνιές και τ’ άλογα
Ν’ αστράφτουν στο σκοτάδι.
Κι ύστερα καθώς ξύπνησα, τ’ αγρόκτημα ήταν ίδιο μ’ ασπρωπό
περιπλανώμενο νομάδα
Με τη δροσιά που ήρθε ξανά και με τον κόκορα στον ώμο του:
Όλα λάμπανε, ήτανε ο Αδάμ κι η Εύα
Ο ουρανός μαζεύονταν ξανά
Κι ο ήλιος στρογγυλεύτηκε εκείνη τη μεγάλη μέρα.
Πρέπει λοιπόν να ήτανε μετά από τότε που γεννήθηκε το φως
Στον πρώτο τόπο τον περιστρεφόμενο με τα μαγεμένα άλογα να
βηματίζουνε ζεστά
Έξω από τον πράσινο στάβλο με τα χρεμετίσματα
Στα λιβάδια των αίνων.
Και τιμημένος μες σε φασιανούς και σ’ αλεπούδες κοντά στο χαρωπό
σπιτάκι
Κάτω απ’ τα καινουργιοφτιαγμένα σύννεφα κι ευτυχισμένος που η
καρδιά ήτανε μεγάλη
Μέσα στον ήλιο που γεννιόταν αλλεπάλληλα
Έτρεχα στις παράτολμες λεωφόρους μου.
Οι πόθοι μου παράβγαιναν στο τρέξιμο μέσα απ’ τα στάχυα του
σπιτιού
Και διόλου πια δε μ’ ένοιαζε --- στον ουρανό μου οι άνεμοι είναι
γαλανοί --- που ο χρόνος επιτρέπει
Σ’ όλα του τα μελωδικά γυρίσματα τέτοια και τόσο λιγοστά εωθινά
τραγούδια
Πριν τα παιδιά, χρυσά και πράσινα,
Τον συνοδέψουν έξω από τη χάρη.
Διόλου δεν μ’ ένοιαζε στις μέρες τούτες, άσπρες σαν αρνί, που ο
χρόνος θα με πάρει
Στον περιστερεώνα του ψηλά όπου συνωστίζονται τα χελιδόνια
δίπλα στον ίσκιο του χεριού μου
Μέσα στη σελήνη που ανεβαίνει αδιάκοπα
Ούτε και που καλπάζοντας για ύπνο
Θα τον άκουγα να πετάει με τα ψηλά χωράφια
Και να ξυπνάει στ’ αγρόκτημα που πέταξε για πάντα μακριά απ’
τη γη την άτεκνη.
Ω! Καθώς ήμουν νέος και ξεκούραστος στο έλεος των μεθόδων του
Ο χρόνος με συγκράτησε πράσινο ετοιμοθάνατο
Μ’ όλο που σαν τη θάλασσα τραγούδαγα δεμένος μ’ αλυσίδες.
89. FRANCIS BERRY (1915 – 2000;)
Φράνσις Μπέρυ
89.1. ΒΑΝΤΣΤΕΝΑ
Ναι, το θυμάμαι τ’ όνομα
Βαντστένα. Εκείνο το απόγευμα
Το ατμόπλοιο πλεύρισε στην αποβάθρα
Κάτω απ’ το κάστρο. Ήτανε Ιούλιος.
Αποβιβάστηκα. Κι όπου κι αν έβλεπα παντού, κι όπου κι αν
έβλεπα
Παντού υπήρχαν ρόδα, ρόδα, ρόδα, εδώ
Πάνω απ’ το κάστρο και στο βράχο του μοναστηριού
Και ρόδα μες στα περιβόλια των ξυλένιων
Σπιτιών. Το μοναστήρι του Σαιντ Μπρίτζετ.
Κι έπειτα η κραυγή.
Τσιρίζοντας, τσιρίζοντας πίσω απ’ το φράχτη
Της μονής που τώρα είναι άσυλο, ακούστηκε η στριγκλιά
Εκείνης της γυναίκας, ένας ήχος από χτύπημα κι αμέσως
Τα ρόδα αναταράχτηκαν στον ήλιο σαν γροθιές κι ο ήλιος
Σάλεψε σαν πελώριο ρόδο Μανδαρίνων και πλημμύρισαν
Απίθανοι ίσκιοι από σταφύλια τους πυρακτωμένους πέτρινους
Τοίχους. Έπειτα γαλήνη.
Καταλάβατε,
Αυτό ήταν το Βαντστένα: Μια κραυγή, ένα χτύπημα, τσιρίζοντας
Σα να ΄ταν θεόρατο περιελισσόμενο κοτσάνι κι ο ατμός των ρόδων
Ξαφνικά φουντώνοντας, τόσο που η μυρωδιά τους
Χρωματίζονταν, σ’ έκανε ν’ αρρωσταίνεις κι αντηχούσε.
Σημειώσεις:
(1) Βαντστένα (Vadstena): Πόλη της Σουηδίας στη Λίμνη Βάττερν με κάστρο από την εποχή της Αναγέννησης.
(2) Σαιντ Μπρίτζετ: Η Αγία Μπρίτζετ είναι η προστάτιδα της Σουηδίας. Έχτισε μοναστήρι στο Βαντστένα το 1344.
90. DAVID GASCOYNE (1916 – )
Ντέιβιντ Γκάσκοϊν
90.1. ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΩΛ ΕΛΫΑΡ
Ένα στόμα τρυφερό ένα στόμα ντροπαλό και σκεφτικό
Ένα στόμα σταθερό ανικανοποίητο λεπτό
Ένα στόμα ασύμμετρο γαλατικό
Άνοιγε το στόμα του μίλαγε δίχως δισταγμό
Καθόταν κι έγραφε όπως μίλαγε χωρίς ν’ αλλάξει ούτε μια λέξη
Κι οι λέξεις που έγραψε εξακολουθούνε να μιλάνε με το στόμα
του:
Ζεστά και βιαστικά
Απλά και πειστικά
Ευγενικά και συγκινητικά
Απαλά κι ειλικρινά
Καθαρά, θωπευτικά
Πικρά και πονεμένα
Στοχαστικά και κομπιασμένα
Σπασμένα και σπαραξικάρδια
Αδιάκοπα
Με μυστικότητα
Με αγωνία, με αγώνα και μ’ οργή
Με πάθος, στο Παρίσι, πρόσωπο με πρόσωπο
Ή με κομματικό σκοπό, ως ποιητής
Της Γαλλικής Αντίστασης, εκπρόσωπος
Της ανυπόταχτης ελεύθερης αδελφοσύνης.
Και τώρα οι τυπωμένες λέξεις του μαζεύονται όλες σ’ ένα σύνολο
Και σίγουρα μπορεί να πει κανείς πως έγραψε πολλά ποιήματα
Κι οι ερμηνευτές αναλαμβάνουν σαν νεκροπομποί
Το χρέος να σχολιάσουν τ’ άπαντά του.
Ακόμη η αδολεσχία του κενού
Αποσπά την προσοχή και περιποιείται το κενό, μετά ξαναγυρίζει στο
κενό,
Ενώ κάθε σελίδα τυπωμένη είναι μια πόρτα περιστροφική
Απ’ την οποία μπορεί κανένας να περάσει προς τις δυο διευθύνσεις
Στο δρόμο κάποιου προς τη λήθη
Και η καιόμενη βάτος της υπερσυνείδησης
Προβάλλοντας απ’ τη μαυρίλα μέσα απ’ το άνοιγμα της πόρτας
Μπορεί να γεμίσει το κενό που το αποστρέφεται η ψυχή του
ανθρώπου
Και μαγικές εικόνες λουλουδίζουν απ’ τον λόγο του ποιητή.
Είπε: «Για τίποτε στη ζωή δεν μετανιώνω
Ακόμη προχωρώ» και προχωρεί
Και μας περνάει σαν Υπερίωνας, περνάει
Σε παρουσία πρισματική
Σαν φως διαθλασμένο σε αποχρώσεις που οι αχτίνες τους περνάνε
από κείνον
Στους φίλους του στη μοναξιά, φύλλα τόσο πολλών κλαδιών
Όσο ένας μόνο έρημος και συμπαγής κορμός φυτρώνει ρίζες
Τόσο ακριβώς πολλές ευαίσθητες γραμμές διασχίζουν κάθε φύλλο
Σε κάθε κλώνο απ’ τους πολλούς μακρύσκιωτους του δέντρου της
συμπάθειας
Τώρα το φως του πρίσματος άστραψε σαν πουλί
Κάτω στο βαθυγάλανο το δάσος
Που βουνά από σκιές σωρεύονται στο βάθος του όσο μπορεί να δει το
μάτι
Ω! Ακτινοβόλο πρίσμα
Μια φτερούγα σχίστηκε και τα φτερά σκορπίστηκαν στο πέταγμα.
Ακόμη μέσα από την πόρτα λάμπει στο σκοτάδι του ποιητή το
στόμα που μιλά
Και με βροχή και με καλό καιρό
Το κλίμα της μιλιάς του
Στη σιωπή στην ησυχία και στη λιακάδα
Σε καταιγίδα φοβερή και σε νεροποντή,
Ο αγέρας αλλαγής που ξέσπασε φυσάει μακριά
Όλες τις λέξεις --- ένας αγέρας που είναι αληθινή μυσταγωγία
Αγέρας κάποιου πνεύματος απόκρυφου
Που διαλύει τον τυφλό καιρό των λέξεων
Με την ακτινοβόλα αναπνοή του Λόγου
Όταν η σιωπή είναι ψέμα
Κι όλα τα πράγματα δεν έχουν όνομα άλλο πια
Σαν βράχια εκσφενδονισμένα στο κενό
Πέφτουνε κάτω μέσα από την μολυσμένη αιωνιότητα
Όλα τα πράγματα διαλύονται σωριάζονται λιποτακτούν
Αν δεν μιλάει κανένα στόμα αληθινά
Για ν’ αναπλάσει όλο τον κόσμο
Μονάχο του στον κόσμο ίσως είναι
Το μόνο ντόμπρο στόμα
Ο μόνος μάρτυς της αλήθειας που έχει πια απομείνει
Στόμα αμερόληπτο ειλικρινές καθόλου απελπισμένο
Στόμα που εμπνέει περισσότερο παρά εμπνευσμένο στόμα
Μιλώντας πάντα ό,τι καιρό κι αν κάνει
Μιλώντας σ’ όλους εκείνους τους παρόντες
Όπως μιλάει σε μας εδώ προς το παρόν
Μιλάει στον άντρα μέσα στην ταβέρνα και στο κορίτσι στο
πλατύσκαλο
Στον ανθοπώλη στην εφημεριδοπώλισσα στο σπουδαστή
Στην αλλοδαπή γυναίκα που φοράει σάλι σ’ ένα κήπο στα
προάστια
Στο αγόρι με τον κάδο που γυαλίζει τα παράθυρα του γραφείου
Στον φίλο σύντροφο που έχει τη βάρδια του στο βενζινάδικο
Στον κυνικό εύθικτο αξιωματικό που δεν μπορείς να περιγράψεις
Όπως μιλάει στον καλοπληροφορημένο άντρα της μεσαίας τάξης
που θα ήθελε να μην τον περιγράφουν
Στη δύστυχη γυναίκα της μεσαίας τάξης που ελπίζει ακόμη αλλά
όμως δε μπορεί να χαρακτηρισθεί
Στον νέο που έχει απορρίψει όλες τις λέξεις που θα μπορούσαν να
λεχθούνε κάποτε
για ν’ αποκρύψουνε και να διαφθείρουν ενώ θα ‘πρεπε ν’
αποκαλύψουν εκείνο που κατονομάζουν.
Η αλήθεια που αιώνια ζει λέγεται εγκαίρως
Τα κτήνη που γελάνε το τοπίο της ηδονής
Ο αισθησιασμός του φεγγαριού το ήσυχο μεσονύχτι
Οι ζωτικές πηγές τα ηρωικά αγάλματα
Το πλοίο της νιότης φεύγοντας στα Κύθηρα
Οι ερειπωμένοι ναοί και το αίμα του ηλιογέρματος
Οι όχθες με τους αμάραντους οι αναδεντράδες με κισσούς
Οι θύελλες της άνοιξης η αιθρία του φθινόπωρου είναι Τώρα
Απόντα είναι μόνο αυτά που δεν υπάρχουν Τώρα
Και όλα όσα είναι αληθινά υπάρχουνε κι υπάρχουν εδώ Τώρα
Τα λουλούδια τα φρούτα τα πράσινα λιβάδια και τα λιβάδια του
χιονιού
Ο φιδωτός χορός των ασημένιων φλοίσβων της αυγής
Τα τρεμόφεγγα στήθη τα τρυφερά χέρια είναι παρόντα
Το ανοιχτό παράθυρο βλέπει προς το βασίλειο του Τώρα
Που η όψη του γυαλίζει με φύλλα και με νέφη άσπιλα
Και Τώρα βλέπουμε όλα τα όντα να γίνονται πιο θαυμαστά
Πιο ακτινοβόλα πιο έντονα και τώρα είναι περισσότερο γυμνά
Πιο ξύπνια περισσότερο ερωτευμένα περισσότερο φλεγόμενα γι’
αγάπη
Η ονειρεμένη ζωή είναι τώρα ζωή βιωμένη, η μη βιωμένη ζωή
πραγματοποιείται
Η διάφανη στιγμή η αντίληψη της ζωής
Συμφιλιώνονται και τέλος ξεπερνιούνται από το Τώρα
Οι λέξεις που είπε ένας άνθρωπος ξυπνούν στο κοιμισμένο πλήθος
Μένουν με το αίνιγμα του απαράμιλλου παλμού τους που δεν
παύει ν’ ανασαίνει
Όταν το πλήθος έχει διαλυθεί κι ο ποιητής που μίλαγε έχει πάει
στο σπίτι του.
Ο Πωλ Ελϋάρ ήρθε ξανά στο σπίτι του τον κόσμο.
92. CHARLES CAUSLEY (1917 – 2003)
Τσαρλς Κώσλεϋ
92.1. ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΡΩΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ
Εγώ είμαι εκείνος ο άνθρωπος με κράνος από αγκάθια
Που ολόγυμνος πλανιόμουνα σε αδιάβατη ερημιά
Που έκλαψα κάτω απ’ τον βαρύ ουρανό και που φορούσα
Στη χειμωνιάτικη όψη μου πένθος και συμφορά.
Εγώ είμαι αυτός που ζήτησε όχι οίκτο κι όχι μίσος
Εγώ είμαι που πληγώθηκα στα δάση επτά φορές
Εγώ που γύρισα πεζός στην πατρική μου πόλη
Κι ακούω «Θυμήσου με» να λεν του σύντροφου οι φωνές.
Εγώ είμαι αυτός που μούσκεψε το μέτωπό του από αίμα
Και γύρισα απ’ το θάνατο σα Λάζαρος στη ζωή
Εγώ είμαι αυτός που του ‘μαθαν όλα να τα ξεχάσει
Και νίκη πια προσμένοντας πάντα να συγχωρεί.
Κι αρπάζοντας αυτές τις δυο λέξεις να τις χτυπήσει
Στον ήλιο σαν υνί ή σπαθί και μια να δημιουργήσει.
93. MARTIN BELL (1918 – )
Μάρτιν Μπελ
93.1. ΓΡΑΜΜΑ Σ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ
Αγαπητέ μου Ρως, είσαι νεκρός και χώμα πια. Δεν το ‘ξερα.
Το ‘μαθα μόλις στο σχολειό. Μου το ‘πε ο Χ
Που τον απεχθανόμαστε. Το είχε μάθει από τον Ψ
Που τον συμπαθούσαμε με ένα είδος στοχαστικής αγάπης ---
Το ‘χε διαβάσει στην εφημερίδα του Παλιού Σχολειού ---
Είναι κι αυτός ένας τρόπος να είναι κανείς ενήμερος.
«Οργανική ασθένεια» ήταν οι λέξεις. Ποια ασθένεια;
Ποιο επώδυνο τέρας σε κατείχε όταν πέθανες;
Έζησες, θα ‘λεγα, ζωή το ίδιο ωραία μ’ εμένα ---
Τώρα όμως μου την έσκασες, παλιομπαγάσα, εγωιστή:
«Χριστέ μου», λες, «Τώρα είμαι πεθαμένος».
Πάψε να σαλιαρίζεις φούσκες γέλιου γύρω από την πίπα σου.
Πόσο καιρό είχαμε κι οι δυο ν’ αλλάζουμε ένα γράμμα;
Εμπρός ας δώσουμε τις συνηθισμένες δικαιολογίες ---
Ο γάμος βέβαια, οι γυναίκες δεν τα καταφέρνουν,
Η έλλειψη σπιτιού, τα ναύλα του σιδηροδρόμου κτλ,
Οι αναβολές αναποφασιστικότητας και τέλος η καθαρή
αρχιτεμπελιά.
Δεν θέλαμε να πούμε πώς πηγαίνανε τα πράγματα
Κάνοντας τις ελπίδες που είχαμε σμπαράλια,
Ελπίδες βέβαια αφελείς μα ζωντανές, πάντως σμπαραλιασμένες ---
Η παλιά συμμορία ξαναγεννήθηκε σε νέους επαγγελματίες ---
(Χριστέ μου, τώρα όλοι διαβάζουνε τους Τάιμς!
Σάμπως να μην τα ξέραμε όλα αυτά από πριν!
Η ευγνωμοσύνη είναι τώρα αυτό που χρειάζεται.
Τι τυχερός που ήμουν να σε έχω φίλο μου.
Μετά από τις ανόητες μέρες των εφηβικών μου χρόνων
Με τα τεμπέλικα πρωινά, τα υποχονδριακά απογεύματα,
Με ουρανούς πηχτούς που σκυθρωπιάζανε και δέντρα που
κουνιόνταν προμηνύοντας συμφορές,
Τι βράδια ανακούφισης με απελευθέρωσαν!
Βράδια με μπίρα και συζήτηση, χαρτιά, Τσαϊκόφσκι,
Υστερικά βράδια που στριγκλίζαμε σε βαρετούς κινηματόγραφους
Και βράδια που κάνοντας περίπατους κουτσομπολεύαμε
Τους πανύψηλους μυστήριους φίλους που είχαμε για να μας
διατηρούνε φρόνιμους ---
Ο Χάτζι, ο Γουόκο, ο Νότζερ μόλις γνωρίζονταν ανάμεσά τους
Κι αν συναντιόμαστε ξανά θα μας αρχίζανε τα ίδια.
«Χριστέ μου», λες, «Άκουσε αυτό».
Κάτι καινούριο περιμένω σχετικά με τα σφουγγάρια του Ταβέρνερ
Που στεγνώνουν ανάμεσα στους πεταμένους χάρτες στη σειρά.
Οι σοδομιστές σήμερα είναι πιο ανιαροί και πιο απόλυτοι
Αλλά πιο πληκτικοί, πιο πληκτικοί ακόμη.
Δεν τα καταφέρνω να κλείσω τυπικά το γράμμα.
Είμαστε σοβαροί αρκετά στο παρελθόν, στις συγκεντρώσεις
Εποικοδομητικοί, ενθουσιώδεις, επιμελείς, ανώφελοι ....
«Δικός σου αδερφικά», λοιπόν. Χασκογελώ για τα εισαγωγικά σου.
Βοήθησέ με να λέω την αλήθεια και να μην αισθάνομαι ηλίθιος.
96. EDWIN MORGAN (1920 – )
Έντουϊν Μόργκαν
Σκότος
96.1. ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΔΕΚΑΤΕΣΣΑΡΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Δεν έχω τίποτε να λέω και εγώ είμαι που το λέω και αυτό είναι ποίηση.
JOHN GAGE (1)
Έχω να λέω ποίηση και αυτό δεν είναι τίποτε και εγώ είμαι που
το λέω
Εγώ είμαι και έχω ποίηση να λέω και δεν είναι τίποτε που το λέω
αυτό
Εγώ δεν είμαι τίποτε και έχω ποίηση να λέω και αυτό είναι να το
λέω
Εγώ που είμαι να λέω ποίηση δεν έχω τίποτε και αυτό είναι εγώ και να
το λέω
Και εγώ λέω ότι είμαι για να έχω ποίηση και να το λέω αυτό είναι
τίποτε
Εγώ είμαι ποίηση και τίποτε και λέγοντάς το είναι να λέω αυτό
που έχω
Το να έχω τίποτε είναι ποίηση και εγώ είμαι που το λέω και αυτό
λέω
Ποίηση είναι να λέω πως έχω τίποτε και εγώ είμαι να το λέω και
αυτό
Το να λέω ποίηση είμαι τίποτε και εγώ έχω να λέω αυτό και είναι
Αυτό είναι και εγώ είμαι και έχω ποίηση που λέει να λέω αυτό στο
τίποτε
Αυτό είναι που λέει ποίηση στο τίποτε και εγώ λέω πως έχω και είμαι
αυτό
Ποίηση είναι το να λέω πως έχω αυτό και είμαι τίποτε και να το
λέω αυτό
Και ότι τίποτε είναι ποίηση εγώ λέω και έχω να το λέω
Το να λέω ποίηση είναι τίποτε και σ’ αυτό εγώ λέω πως είμαι και έχω
αυτό
(1) John Cage
(Τζον Κέιτζ, 1912 – 1992): Πρωτοποριακός Αμερικανός μουσουργός.
98. KINGSLEY AMIS (1922 – 1995)
Κίνγκσλεϋ Άμις
98.1. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η πρώτη χώρα που πέθανε ήτανε καλά το απόγευμα,
Έφαγε ένα καλοφτιαγμένο όχι πλούσιο φαγητό, φλυάρησε με κάτι
φίλους
Πίνοντας ένα ποτηράκι και κοιμήθηκε κατά τις δέκα.
Το πρωί την βρήκαν ακρωτηριασμένη και νεκρή.
Αυτή ήταν κάπως τυχερή.
Το πρωί που τρώγαν οι άλλες τ’ άκουσαν αυτό και κράταγαν
Τα μάτια τους χαμηλωμένα. Ποιος να ήταν ο ένοχος; Δεν το ‘ξερε
κανένας,
Αλλά ως το μεσημέρι τρεις ακόμη δεν θα τρώγανε ποτέ ξανά.
Οι υπόλοιπες ζητώντας την αλήθεια οπλίσαν τα ντουφέκια τους
Λέγοντας: Πρέπει αυτό να σταματήσει.
Είχανε δίκιο. Μόνο οι δυνατότερες γυρίσαν για το τσάι.
Οι γεροντότερες με τις μεγάλες περιουσίες δεν επιζήσανε
Από την απερίσκεπτη, γεμάτη αφρούς μανίας βία του απογεύματος.
Ένας ο δολοφόνος ή πολλοί; Ήτανε συμμορία ή όλοι ενάντια σ’
όλους; Κάποιος θα πρέπει να ‘ξερε.
Μα καθεμιά τους κάθονταν εκεί παρατηρώντας τις υπόλοιπες
Ώσπου ήρθε η νύχτα και τις βρήκε ανυπόμονες να ξεμπερδέψουν.
Τότε τα φώτα σβήσανε. Ακόμα θα μπορούσανε να ζήσουν μερικές.
Αθώες, νομίζανε (αρχικά) πως είχε ακόμα κάποια σημασία
Το τι είχες κάνει ή τι δεν είχες κάνει.
Μα κάναν λάθος. Κάποια τους ήταν επιεικής στους υπηρέτες της.
Άλλη είχε ολόκληρο νησί πορνείο, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το
εγκατέλειπε.
Η τρίτη είχε ένα μουσείο, η τέταρτη ένα αξιοπρόσεκτο όπλο.
Το όνομα της πέμπτης ήταν άγνωστο, αλλά στο κάτω κάτω
Ποια ήταν η διαφορά; Καμία.
Όλες, ανθρωποκτόνα, ειρηνόφιλη, σταυροφορούσα, κυνική, εβραία,
ειδωλολάτρισσα
Περπάταγαν σα μεθυσμένες και βογκούσανε πυροβολώντας στο
σκοτάδι.
Την άλλη μέρα, για να τα τακτοποιήσει όπως πάντοτε όλα, βγήκε ο
ήλιος
Όταν αυτές και τα πολεμοφόδιά τους είχαν πια σωθεί,
Και βρήκε τον εαυτό του εντελώς μονάχο.
Ανήσυχος τις κοίταζε να ξεχωρίσει, αν ήταν δυνατό,
Τις φόνισσες από τα θύματα, αλλά τα πρόσωπα όλων
Είχανε πάρει την ομοιόμορφη ανωνυμία του πόνου.
«Και σύντομα όλες θα μυρίζουν ίδια», σκέφτηκε κι αισθάνθηκε άρρωστος
Και πήγε στο κρεβάτι του τη νύχτα.
99. DONALD DAVIE (1922 – )
Ντόναλντ Ντέιβι
99.1. ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΜΑΝΙΤΑΡΙΩΝ
Περίεργοι πεζοπόροι. Κοίτα τις λιτανείες τους
Καθώς περιδιαβάζουν κάτω από μεγάλα κλώνια.
Είναι οι σημύδες άσπρες και το χόρτο πράσινο.
Θα πρέπει να ‘ν’ φαντάσματα που σεργιανούν τη νύχτα.
Παράξενες οι στάσεις τους: Το ανθρώπινό τους δέντρο
Στριφογυρίζει πάνω στον κορμό τους. Ολόγυρα
Χαμηλωμένα βλέμματα. Κι ο ευθύς ονειροπόλος
Βαδίζει ακλόνητος στο μονοπάτι εκστασιασμένος.
Παράξενη κοσμιότητα: Άνθρωποι υποκλίνονται
Κι όμως χαμένοι μες στις σκέψεις κι απορροφημένοι
Συναπαντιούνται ατάραχοι χωρίς να χαιρετιούνται.
Ευγενικός λαός, αλλά ακοινώνητος.
Κάμπος γεμάτος κόσμο διαψευσμένο, ανέλπιδο,
Απρόσβλητο από ανθρώπινες αρρώστιες και γαλήνιο.
Ποιος θα σκεφτόταν ότι τούτες οι σκιές είναι οι δραστήριοι φίλοι
μας!
Σίγουρα οι εκτάσεις τούτες είναι Ηλύσια Πεδία.
100. PHILIP LARKIN (1922 – 1985)
Φίλιπ Λάρκιν
100.1. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΗΝΕΫ
«Αυτό ήταν το δωμάτιο του κυρίου Μπλήνεϋ. Ζούσε
Εδώ όλο τον καιρό που υπηρετούσε στα Σώματα, ώσπου
Τον μεταθέσαν». Κλαρωτές κουρτίνες ξεφτισμένες
Πέφτανε πέντε ίντσες πιο ψηλά από το περβάζι
Του παράθυρου που έβλεπε ένα οικόπεδο γεμάτο
Σκουπίδια κι αγκαθόχορτα. «Ο κύριος Μπλήνεϋ είχε
Στα χέρια του εντελώς την περιποίηση του κήπου».
Κρεβάτι, όρθια καρέκλα, λάμπα, μα καμιά κρεμάστρα
Στους τοίχους, διόλου χώρος για βαλίτσες κι βιβλία.
«Θα το κρατήσω». Κι έτσι μένω στο δωμάτιο όπου
Έμενε ο κύριος Μπλήνεϋ κι όλο σβήνω τα τσιγάρα
Στο ίδιο παλιό αναμνηστικό τασάκι, προσπαθώντας
Να βουλώσω τ’ αυτιά μου με μπαμπάκι για να πνίξω
Την φλύαρη συσκευή που την ανάγκασε να πάρει.
Έμαθα τις συνήθειές του: Πότε ακριβώς ξυπνούσε,
Πως προτιμούσε πάντα σάλτσα αντί ζουμί από κρέας,
Κι ότι εργαζότανε σκληρά στους τέσσερις ανέμους.
Έμαθα επίσης τον ετήσιο προγραμματισμό του:
Τα καλοκαίρια του έκανε διακοπές στο Φρίντον
Και τα Χριστούγεννα έμενε στο Στόουκ στην αδερφή του.
Αλλά όταν σηκωνόταν κι έβλεπε τον κρύο αγέρα
Να σπρώχνει σύννεφα, έμενε στο μουχλιασμένο στρώμα
Πείθοντας τον εαυτό του ότι ήταν σπίτι του, γελούσε
Ριγώντας, δίχως όμως ν’ απαλλάσσεται απ’ τον τρόμο
Ότι όπως ζούμε έτσι μετριέται κι η ίδια μας η φύση
Κι απ’ το ό,τι τόσο γέρος πια, δεν είχε άλλο να δείξει
Από μια κλούβα νοικιασμένη, πρέπει να ‘χε νιώσει
Ότι δεν άξιζε για τίποτε καλύτερο, δεν ξέρω.
100.2. ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ
Το καλοκαίρι ξεθωριάζει:
Τα φύλλα πέφτουν ένα ένα ή σε ζευγάρια
Από τα δέντρα πλάι στο φράχτη
Της νέας παιδικής χαράς.
Τις άδειες ώρες των απομεσήμερων
Νέες μητέρες συναθροίζονται
Στις κούνιες και στους λάκκους άμμου
Κι αφήνουν τα παιδιά τους ήσυχα να παίζουν.
Πίσω απ’ αυτές κατά διαστήματα
Στέκονται οι σύζυγοί τους, ειδικοί τεχνίτες,
Ένα χωράφι με απλωμένα ρούχα,
Και τα λευκώματα με την επιγραφή
«Ο Γάμος μας»
Κοντά στην τηλεόραση:
Μπροστά απ’ αυτές ο αγέρας καταστρέφει
Τα μέρη όπου κανόνιζαν τις ερωτοδουλειές τους,
Μέρη που ακόμη είναι κατάλληλα για ερωτικές δουλειές
(Μόνο που τώρα οι ερωτευμένοι είν’ όλοι στο σχολείο),
Και τα παιδιά τους, που με τόσο κέφι ψάχνανε
Να βρουν όσο μπορούνε πιο πολλά άγουρα βελανίδια,
Τις περιμένουν να τα πάνε σπίτι τους.
Η ομορφιά τους έχει πια παχύνει.
Κάτι τις σπρώχνει προς την άκρη
Της ίδιας τους της ζωής.
103. KAREN GERSHON (1923 – )
Κάρεν Γκέρσον
103.1. ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ
Το πρωί έφυγαν από το σπίτι για ταξίδι
Εγώ δεν ήμουνα εκεί για να τους δίνω θάρρος
Η αυγή ήταν αθώα σαν χιόνι
Κοροϊδεύοντάς τους --- δεν είναι αλήθεια
Η αυγή ήταν αδιάφορη ήταν αδέκαστη
Οι σκιές τους την βελόνιασαν πολύ νωρίς
Ξαλάφρωσαν που επιτέλους είχε φτάσει
Εγώ δεν ήμουνα εκεί για να τους δίνω θάρρος
Κάποιος μου είπε ότι ο πατέρας μου παλιά
Πήγε μια μέρα φυλακή
Εκείνος δεν μου το ‘χε πει ποτέ
Τι σημασία έχει τώρα πια
Πότε βγήκε έξω πότε γύρισε στο σπίτι
Εγώ δεν ήμουνα εκεί για να τους δίνω θάρρος
Και τώρα δεν μπορώ να μάθω
Τι ήταν αυτό που μου κρατούσαν μυστικό
Κι οι δυο γονείς μου πέθαναν σε στρατόπεδα
Εγώ δεν ήμουνα εκεί για να τους δίνω θάρρος
Εγώ δεν ήμουνα εκεί ήταν μονάχοι
Ο νους μου αρνείται να σκεφτεί
Τη ζωή τους και το θάνατό τους
Πρέπει να εξιλεωθώ γιατί είμαι ζωντανή
Δεν θα μπορούσα να τους σώσω από τον θάνατο
Το χώμα είναι αδιάφορο εδώ κάτω
Κάθε παιδί πρέπει να εγκαταλείπει το σπίτι του
Ο χρόνος μαζεύει αμερόληπτα τη ζωή
Δεν θα μπορούσα να τους σώσω από τίποτε
Αφού ήμουν τόσο μικρή --- δεν είναι αλήθεια
Θα μπορούσαν να είχαν ζήσει για να με βοηθήσουν
Και κανείς δεν πρόκειται να πει υπερασπίζοντάς με
Ότι αν ήμουνα εκεί για να τους δίνω θάρρος
Δεν θ’ άλλαζαν σε τίποτε τα πράγματα.
104. PATRICIA BEER (1924 – )
Πατρίσια Μπήαρ
104.1. ΤΕΛΟΣ
Τώρα τον πυροβολούν, Η τελευταία σελίδα
Είναι μονάχα μια νυχιά μακριά του. Θα πεθάνει.
Η πρώτη σφαίρα τον εκτίναξε στα γερατειά.
Η δεύτερη του δείχνει μυστικά το στόχαστρο.
Μα εγώ, ο αναγνώστης, δεν αισθάνομαι έκπληξη
Μ’ όλο που περπατά με αναπηδήματα προς το κρεβάτι
Πάνω στο πληκτικό χαλί, γιατί καταλαβαίνω
Τι κάνει. Αυτό το γεύμα του είν’ το τελευταίο.
Πρέπει να καταπιεί γι’ αυτό είναι σωριασμένος κάτω
Τραβώντας μέσα του μαζί του το αίμα και τις σφαίρες
Ορμητικά περιελισσόμενος τριγύρω τους
Και σφίγγοντάς τα δυνατά ώσπου να τον γιατρέψουν.
Μέσα σε κάθε του όργανο, μέσα σε κάθε μέλος
Ξαναμαζεύει δύναμη. Με την ανάσα του θηλιά
Πιάνει με λάσο αυτά που του ‘χουν φύγει.
Παραταγμένος σαν χελώνα σ’ ένα μονοπάτι
Όλα τ’ αποκηρύσσει. Κι είν’ αυτό το τέλος του.
Μ’ ακόμη μοιάζει πιο πολύ με ζωή παρά με θάνατο.
105. MICHAEL HAMBURGER (1924 – )
Μάικλ Χάμπουργκερ
105.1. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
1
Βουνά, λίμνες. Έχω ξανάρθει εδώ
Και σε άλλα βουνά με δάση
Ή με βράχια που μυρίζανε θυμάρι.
Λίμνες που απ’ τον πυθμένα τους τραβούσαν
Το πελώριο γατόψαρο για φαγητό,
Μεγαλύτερες, βαθύτερες λίμνες που ξεβράζανε
Νεκρούς κυπρίνους και κοχύλια από μύδια, μαργαριταρένια ή
ρόδινα.
Δάση όπου ύστερα απ’ τη βροχή τ’ αυγά της σαλαμάντρας
Σφίγγουνε σα θηλιά τη σκοτεινή ακαταστασία με χρυσάφι.
Ψηλά σε κάποιο ξέφωτο
Χτυπούσανε καμπάνες κι ο μικρός βουκόλος
Πελεκούσε μια φλογέρα.
Κι εγώ προχώρησα για να μάθω
Μια απ’ τις μυριάδες ιστορίες,
Ένα καιρό, μια διάλεκτο
Των χόρτων, μια κατοικία
Μετά τη μετανάστευση, μετά τη μετατόπιση.
Με άπληστη γνώση για να ορμήσω πάνω
Σ’ ένα τόπο και να τον εξουσιάζω
Με τα όπλα του μυαλού, τις λέξεις,
Ενώ ανάμεσα στη γη και στο νερό
Κίτρινοι γύπες, νιαουρίζοντας,
Κάνανε κύκλους μες στον άδειο αέρα
Που άλλοτε ήτανε γεμάτος με τα εκατό ονόματα
Του ανώνυμου ή χιμούσανε
Στα βράχια για να βρουν ψοφίμια.
2
Μπουχτισμένοι πια από αρπαγές κι από απωθήσεις
Οι πόλεμοι αγωνίζονται για ειρήνη,
Μεγάλα φορτία εφοδίων σύρθηκαν
Ως τα σύνορα του βάλτου και ξεφορτώθηκαν
Ώστε με άδεια χέρια, άδεια μυαλά,
Λίγοι αργοπορημένοι να μπορούν να παν τρεκλίζοντας στο σπίτι
τους.
Κι οι αποσκευές μου --- εκείνες οι ετικέτες, τα αυτοκόλλητα,
Που περηφανεύονται για κάποιο Γκραντ Οτέλ
Επιταγμένο για τα πλήθη που τότε καταστράφηκαν
Ενός τροπικού νησιού που μεταλλάχτηκε
Σε γήπεδο του γκολφ
Τα δείγματα, οι φωτογραφίες, οι σημειώσεις ---
Όσο βαρύτερες γινότανε τόσο λιγότερο χρειάζονταν,
Όσο μακρύτερα ξεστράτιζαν, λοξοδρομούσαν,
Τόσο λιγότερο αποζητιόνταν.
3
Βουνά. Μια λίμνη.
Μια από ένα ξακουστό αριθμό λιμνών.
Βλέπω εκείνα τα πουλιά, βουτάνε πάνω από τα κυματάκια
Κάνοντας κύκλους, θαλασσοπούλια ή χελιδόνια.
Το πέταγμά τους είναι αρκετό.
Η λίμνη είναι αρκετή
Για να ‘μαι ξένοιαστος εδώ
Μες σε μια βάρκα, στο νερό,
Οι διάσημοι νεκροί έχουν έρθει εδώ.
Είδαν κι ονόμασαν αυτά που βλέπω,
Φύγανε και ξέχασαν.
Σκαρφαλώνω μια βουνοπλαγιά υγρή
Και παραπάνω ανοιξιάτικη με ρείκια.
Τα σύννεφα είναι χαμηλά,
Τα μαλλιαρά πρόβατα έχουν όνομα,
Παλιό, λιγότερο παλιό απ’ το γένος τους,
Λιγότερο παλιό απ’ το βράχο,
Κι εγώ οσμίζομαι ζεστό θυμάρι
Που μεγαλώνει σ’ άλλη χώρα,
Μέσα από ανοίγματα ρωμαϊκών τοίχων
Ένας ψυχρός αέρας το φέρνει εδώ.
4
Μέσα από ανοίγματα του νου,
Απ’ τα οχυρώματά του, ονόματα:
Όνομα που έδωσε ένας Ρωμαίος
Σ’ ένα καταυλισμό στο βαλτοτόπι
Όπου κείτονται τα οστά από το σαγόνι ενός προβάτου,
Και τα γεράκια, νιαουρίζοντας, κάνουνε κύκλους
Στον αέρα, ανάμεσα στα δάση και στο νερό,
Από καιρό αδειανό απ’ τους θεούς του.
Όνομα της κίτρινης παπαρούνας
Που γέρνει ύστερα απ’ τη βροχή
Ή τη χρυσή αστραπή
Φτερών που πεταρίζουν ---
Φλώρος ή σιταρήθρα ---
Σε τούτο το βουνό, σ’ αυτή τη λίμνη. Συνεχίζω.
107. ELIZABETH JENNINGS (1926 – )
Ελίζαμπεθ Τζένινγκς
107.1. ΕΙΣ ΣΑΡΚΑ ΜΙΑ
Σε χωριστό κρεβάτι πια καθένας τους κοιμάται,
Αυτός διαβάζει κι ως αργά το φως του είναι αναμμένο,
Κι αυτή τα χρόνια τα παλιά σα να ‘ν’ παιδί θυμάται
Οι άλλοι ανθρώποι όλοι παντού θαρρείς πως περιμένουν
Κάτι καινούριο: Αυτός κρατάει το αδιάβαστο βιβλίο
Κι αυτή όλο σκιές στην οροφή βλέπει με βλέμμα κρύο.
Βουλιάξαν σα ναυάγιο απ’ την παλιά λαγνεία
Και κείτονται ψυχροί χωρίς ν’ αγγίζει ο ένας τον άλλο,
Ή αν κάποτε αγγιχτούν, θαρρείς πως είναι ομολογία
Ότι δεν έχουν πάθος πια καθόλου ή έχουν μεγάλο.
Η εγκράτεια τους θωρεί σαν να ‘ταν τούτη η αποστολή τους
Που λες γι’ αυτή ετοιμάζονταν ολόκληρη τη ζωή τους.
Παράξενα χωρίζουν και ξανά ανταμώνουν πάλι.
Η σιωπή είν’ ανάμεσά τους σπάγκος που κρατάνε
Και δεν τυλίγονται μ’ αυτόν. Κυλάει ο καιρός αγάλι
Και τους χαϊδεύει σαν φτερό. Το ξέρουν πως γερνάνε
Οι ανθρώποι τούτοι που έχω για πατέρα και μητέρα;
Η φλόγα τους που μ’ έπλασε σβήνει στον κρύο αγέρα.
110. CHARLES TOMLINSON (1927 – )
Τσαρλς Τόμλινσον
110.1. ΟΙ ΦΡΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Προστατεύουν τα ψηλώματα από
Τις μάζες του χιονιού, αυτός ο αγέρας, εκείνα τα σύννεφα
Θα τα θάβανε από κάτω: Βλέφαρα και κόκαλα
Γνωρίζουν ήδη αυτό το ισοπεδωτικό μηδέν
Καθώς πηγαίνεις, πονεμένος σκελετός, μέσα στη σπανιότητα
Του χειμωνιάτικου αγέρα που σου κόβει την ανάσα.
Βαδίζοντας εδώ τι βλέπεις;
Κάτι περισσότερο από ένα μαύρο σιδερένιο δέντρο
Προβάλλει μες στα μάτια σου τα ερεθισμένα απ’ τον αγέρα,
Και κάτω εκεί κάτι άλλο, μια ακαταστασία
Χαμηλών και ραγισμένων τοίχων όπου η πρασινάδα
Των χόρτων έχει μαραθεί, καθώς περνάει η μέρα.
Τα αγροκτήματα είναι λιγοστά, απλωμένα
Τόσο πολύ ίσως, όσο τότε που
Οι Σάξονες που τα πρωτοκατοίκησαν διαλέξαν
Τούτες τις ευάερες και αδάσωτες εκτάσεις
Και πάγωσαν εδώ προτού να θρέψουν
Το αναντικατάστατο χώμα της ταφής τους.
Μπροστά, το σκοτωμένο άσπρο της ασβεστωμένης
Εκκλησιάς θαμπώνει το μυαλό
Καθώς κατάπληκτος μπαίνεις για να δραπετεύσεις:
Παρ’ όλη την ησυχία εδώ, το ρίγος
ου φωτόλουτρου είναι μόλις
Λιγότερο διαπεραστικό από τον άνεμο στην κορυφή του λόφου.
Ανάμεσα στους τάφους βρίσκεις ένα
Αποκεφαλισμένο περιστέρι, με το αίμα και τους σπόρους
Βγαλμένα έξω από τον πληγωμένο του λαιμό, εντελώς αταίριαστο
Με την ωχρότητα της μέρας όσο κι οι φρέσκες
Πληγές της γης, πάνω σ’ ένα
Δροσερό ερημικό κοιμητήρι.
Μια πλάκα από κηλιδωμένο μέταλλο
Ξεχωρίζει αυτό τον τάφο απ’ την
Ανωνυμία του τοπίου με τους βράχους όπου πάνω τους
Ο πάγος έχει σκαρφαλώσει, σπρώχνοντας από κάτω
Σαν να έχει δώσει με μισή καρδιά στο χώμα
Τα κακοδιατηρημένα του μνημεία.
Το άγριο σκοτάδι σε οδηγεί πίσω
Προς την κοιλάδα, και πάλι κουλουριάζεσαι
Κάμπτοντας τένοντες και κλειδώσεις για ν’ αναχαιτίσεις
Τη δύναμη του ανέμου και αφήνεις πίσω σου
Τους ανώνυμους βράχους, τα σάβανα από χιόνι
Μιας χαμένης εποχής που προστατεύουν
Τα ψηλώματα απ’ αυτά τα χρόνια, αυτά τα σύννεφα.
113. IAIN CRIGHTON SMITH (1928 – )
Ίαν Κράιτον Σμιθ
113.1. ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Απομακρυνόμαστε ο ένας απ’ τον άλλο
Όχι πως ήμουν ευτυχής
Σ’ αυτή τη χώρα
Ούτε και δυστυχής
Σαν ήταν άδεια η καρέκλα σου
Που την είχες καταλάβει (με πολιορκία)
Όχι σαν δόγμα
Αλλά σαν φρούτο που ωριμάζει
Που ωριμάζει για τη συγκομιδή
Σε μια άλλη χώρα
Όπου ένα απόγευμα θα δεις
Σ’ άλλη καρέκλα
Δίπλα στο φθινοπωρινό σου περιβόλι
Ένα ουρανό κλειστό κι εξουσιασμένο
Με ένα κόκκινο σύννεφο από πάνω
Και ίσως με θυμηθείς
Αργά αργά σ’ αυτό τον κόσμο
Όπου βρίσκονται οι στρογγυλές σου θημωνιές καλαμποκιών.
114. THOM GUNN (1929 – 2004)
Τομ Γκαν
114.1. ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΑΛΙΓΚΑΡΟ
Το σαλιγκάρι σπρώχνει μες στην πράσινη
Νύχτα, επειδή το χόρτο είναι βαρύ
Απ’ το νερό, και συναντιέται πάνω
Απ’ το γυαλιστερό δρομάκι που κατασκευάζει,
Όπου η βροχή έχει σκοτεινιάσει το σκοτάδι του εδάφους.
Κινιέται σ’ ένα δάσος πόθου
Μόλις σαλεύοντας τα ωχρά του κερατάκια
Καθώς ψάχνει τροφή. Είναι αδύνατο να πω
Ποια δύναμη δουλεύει εκεί βρεγμένη
Για κάποιο λόγο, δίχως να γνωρίζει τίποτε.
Πώς είναι η λύσσα ενός σαλίγκαρου;
Πιστεύω ότι αν αργότερα διαχώριζα
Τα φύλλα πάνω από τη σήραγγα
Κι έβλεπα τα λεπτά τους χνάρια
Χρώματος άσπρου ξεφτισμένου κατά μήκος
Της κοίτης, δεν θ φανταζόμουνα ποτέ
Ποιο πάθος αργοκίνητο δημιούργησε
Αυτή την τόσο προμελετημένη προέλαση.
114.2. ΕΠΑΦΗ
Είσαι ήδη
Κοιμισμένη, χαμηλώνω
Δίπλα σου,
Το δέρμα μου ελαφρά
Αναίσθητο από την καταστολή
Των συνηθειών, από το θάμπωμα
Του εγώ, από τον μαύρο πάγο
Της εξωτερικότητας, έτσι που ακόμα
Και δίχως ρούχα είναι
Μια ελαστική ψυχρή
Σκληρότητα, ένα επιφανειακά
Σφυρηλατήσιμο, νεκρό
Καουτσουκένιο ύφασμα.
Είσαι ένας λόφος
Από κλινοσκεπάσματα, όπου η γάτα
Στον ύπνο της στηρίζει
Τα πόδια της επάνω
Στις κνήμες σου μέσα από τις κουβέρτες
Και τρίβει κάθε πόδι της με τη σειρά του.
Στο μεταξύ σιγά σιγά
Νιώθω σαν να είναι
Η ζεστασιά μου η ίδια που αναδύεται
Ή η ζύμη του όλου σου κορμιού
Που μέσα στο σκοτάδι κάτω
Απ’ την κουβέρτα κλέβει
Σπυρί σπυρί για να συντρίψει
Αυτό τον πάγο.
Αλλάζεις θέση
Και με κρατάς σφιχτά, άραγε
Γνωρίζεις ποιος είμαι
Ή είμαι άραγε
Η μητέρα σου ή
Το κοντινότερό σου ανθρώπινο ον
Για να πιαστείς επάνω του
Μέσα σε κάποια ονειρεμένη ομαδική σφαγή.
Αυτό που μέσα του, αφημένος πια,
Βουλιάζω, είναι μια μεγάλη
Αρχαία τοποθεσία.
Είναι ήδη εκεί, επειδή
Εσύ είσαι ήδη
Εκεί κι η γάτα πήγε
Εκεί πριν από σένα, όμως παρ’ όλα αυτά
Είναι λιγάκι δύσκολο να την προσδιορίσεις.
Και κάτι ακόμα, ο τόπος πια
Δεν βρίσκεται, αλλά συνεχώς διαρρέει
Απ’ το άγγιγμά μας που είναι
Σ’ αδιάκοπη δημιουργία, σκοτεινό,
Υφαίνοντας ένα κουκούλι γύρω μας
Και κλείνοντάς μας μέσα, σκοτεινό
Ευρύχωρο βασίλειο, όπου
Περπατάμε με οποιονδήποτε.
116. PETER PORTER (1929 – )
Πήτερ Πόρτερ
116.1. ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΑ ΤΣΑΓΑΔΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΕΣ
Τα φίδια σφυρίζουν πίσω από τα θαμπωμένα τζάμια,
Μέσα υπάρχουνε δοχεία τσαγιού από κόκκινο χαλκό, σωλήνες από
χρώμιο
Που ξεφυσάνε ατμό, ένα ζεστό κροτάλισμα φλιτζανιών με πάχος
τοιχωμάτων ίδιο
Όπως σ’ όλους του Βρετανικούς Οργανισμούς. Κάτω από ένα
κάλυμμα από κιτρινωπό γυαλί
Η παλιά ταρταρούγα, μαρούλι και ντομάτα, γλώσσα και χοιρομέρι,
Τα σάντουιτς λάμπουνε μακάρια, σουβλισμένα με τις ετικετούλες
«Ένα σελίνι κι έξι πένες» το καθένα. Ο αέρας πεισματάρικα
κλείνει την πόρτα πάνω
Σ’ έναν αργοπορημένο πελάτη --- δέκα ζευγάρια μάτια ανιχνεύουνε
Τη μπλούζα του. Για λίγα δευτερόλεπτα οι φωνές πέφτουν
Πιο χαμηλά από τις αψιμαχίες του ατμού.
Έξω δίπλα στην όχθη του ποταμού, ο τοπικός γιατρός
Βγαίνει απ’ το Βώξολ του, μοντέλο του ’47, ρουφώντας το εικοστό (1)
Σημερινό τσιγάρο του. Στέκεται και το πετάει
Μέσα στη λάσπη του ωρυόμενου δεντρόκηπου.
Ο δενδρώνας σκύβει, τα πίσω δέντρα δέχονται τον άνεμο
Που τους μεταβιβάζουνε απ’ την άλλη όχθη οι λεύκες.
Κάτω από την κουτάλα του άνεμου, σαν μεταφορική ταινία
ρυτίδων,
Ο καμπυλωμένος ποταμός κόβει τη στριμωγμένη πεδιάδα.
Μακριά από το κροτάλισμα κι από τον ήχο της κλαγγής των
φλιτζανιών
Ο γέρος δημοκράτης πεθαίνει κάτω απ’ την κληματαριά.
Δυο φίλοι του απ’ το κόμμα των Εργατικών και ο γιατρός
Τακτοποιούν τις υφαντές κουβέρτες του. Το αίμα βρυχιέται
Στο κεφάλι του, η κομμούνα του καρκινώματος, η αντιπολίτευση
Της εξουσίας του πόνου στο μυαλό του --- τα οδοφράγματα
έσπασαν
Στα σπλάχνα του --- είναι η εξουσία τους σπασμού, οι συνελεύσεις
του τρόμου.
Το ξέρει πως πεθαίνει, έχει μια δουλειά με διαθήκες,
Πρέπει να κάνει μια σκαλωσιά για τη γυναίκα του με λέξεις,
Να προσαρμόσει τις φλόγες του μυαλού του στην ημερήσια
διάταξη.
Τώρα που σκέπτεται τι απόφαση να πάρει, ξέρει ότι πρέπει
Να περάσει το σώμα τους από συνεδριάσεις επιτροπών και από
δωμάτια εκστρατείας
Να το φορέσει και να το μπαλώσει σαν καλό μάλλινο ύφασμα. Να
έρθει
Στις ξεφτισμένες άκρες του καιρού του, να φέρει το γιατρό
Για να του ράψει τις ενώσεις του, απλώς για να κρατάν τα
δάχτυλα
Ώστε να τραβάνε τις κουβέρτες προς τα πάνω, να χτυπάνε
ενθαρρυντικά τα άλλα δάχτυλα,
Να χαϊδεύουνε το ζεστό μπάλωμα όπου κάθονταν η γάτα.
Δεν υπάρχει θεός. Είναι χειμώνας, τα παράθυρα τραγουδούν
Κι οι φευγαλέοι πελάτες πίνουν αργά το τσάι τους.
Τώρα χιμώντας σ’ ένα γυμνό κλαδί ο άνεμος δέρνει
Το απαίσιο εργόχειρο των κρύων σταγόνων
Σε ένα ιστό αράχνης. Μες στο κορμί του γέρου
Το ρεύμα έρχεται από μια ανοιχτή πόρτα καμινιού --- έξω από το
δωμάτιο
Αγνοώντας το ήρεμο επαγγελματικό πρόσωπο του γιατρού
Ο αποκριάτικος χειμώνας όμοιος με προσεκτικό θεό
Σωριάζει πάνω σε παγωμένες τριανταφυλλιές και ξινισμένες βάσεις
λουλουδιών
Την απάνθρωπη αναστάτωση της περιφρόνησής του
(1) Βώξολ (Vauxhall
): Μάρκα αγγλικών αυτοκινήτων
117. TED HUGHES (1930 – 1998)
Τεντ Χιουζ
117.1. ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Τι είμαι; Μυρίζοντας εδώ, αναστρέφοντας τα φύλλα
Ακολουθώντας μια αμυδρή κηλίδα στον αέρα ίσαμε του ποταμιού την
όχθη
Μπαίνω στο νερό. Τι είμαι για να χωρίζω
Τις γυάλινες ίνες του νερού; Κοιτάζοντας επάνω βλέπω την κοίτη
Του ποταμιού απάνω μου αναποδογυρισμένη πεντακάθαρη.
Τι κάνω εδώ μες στον αγέρα; Γιατί μ’ ενδιαφέρει
ο βάτραχος αυτός τόσο πολύ καθώς ελέγχω το πιο ενδόμυχο
εσωτερικό του και το κάνω δικό μου; Εκείνα τ’ αγριόχορτα
άραγε με γνωρίζουν και λένε τ’ όνομά μου όταν μιλάνε μεταξύ
τους
άραγε μ’ έχουν δει πρωτύτερα, άραγε ταιριάζω στον κόσμο τους;
Φαίνομαι χωρισμένος από το έδαφος κι όχι ριζωμένος αλλά
πεταμένος
τυχαία έξω από το τίποτε, δεν έχω νήματα
που να με δένουν πουθενά, μπορώ να πάω οπουδήποτε.
Μοιάζω σαν να ‘χω πάρει την ελευθερία
του τόπου τούτου, τι είμαι τότε; Κι αφαιρώντας
κομμάτια φλούδας απ’ αυτό το σάπιο κούτσουρο καθόλου
δε μ’ ευχαριστεί κι είναι άχρηστο, λοιπόν γιατί το κάνω
σ’ εμένα και κάνοντάς το έχω συμπέσει αλλόκοτα;
Μα πώς θα μ’ ονομάσουν, είμαι ο πρώτος άραγε
έχω άραγε ιδιοκτήτη ποιο είναι το σχήμα μου ποιο
είναι το σχήμα μου είμαι άραγε πελώριος σαν πηγαίνω
στο τέρμα αυτού του δρόμου πέρα απ’ τα δέντρα αυτά και πέρα
από τα δέντρα αυτά
ωσότου κουραστώ δηλαδή αγγίζοντας ένα τοίχο του εαυτού μου.
Μα για την ώρα όταν κάθομαι ήσυχος και κάθε τι
παύει να με παρατηρεί θαρρώ πως είμαι το έσχατο κέντρο.
Όμως υπάρχουν όλα αυτά που υπάρχουν τι είναι ρίζες
ρίζες ρίζες και εδώ είναι το νερό
πάλι πολύ παράξενο αλλά θα συνεχίσω να κοιτάζω.
117.9. ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε ένας άνθρωπος
Σχεδόν ένας άνθρωπος
Κάπως δεν μπορούσε να βλέπει εντελώς καλά
Κάπως δεν μπορούσε ν’ ακούει εντελώς καλά
Δεν μπορούσε να σκέφτεται εντελώς καλά
Κάπως το σώμα του (έτσι για παράδειγμα)
Ήταν διακεκομμένο.
Μπορούσε να βλέπει το ψωμί που έκοβε
Μπορούσε να βλέπει τα γράμματα των λέξεων που διάβαζε
Μπορούσε να βλέπει τις ρυτίδες σο δέρμα του χεριού που κοίταζε
Ή ένα μάτι ενός ανθρώπου
Ή ένα αυτί ή ένα πόδι ή τ’ άλλο πόδι
Μα κάπως δεν μπορούσε να βλέπει εντελώς καλά.
Ωστόσο η Γκραν Κάνυον απλώνονταν ορθάνοιχτη (1)
Σαν μια χειρουργική επέμβαση γι’ αυτόν
Αλλά κάπως είχε εκεί μισό μονάχα πρόσωπο
Και κάπως τα σκέλια του έλειπαν στο χρόνο
Και μ’ όλο που κάποιος του μιλούσε δεν μπορούσε να τον ακούσει
Παρ’ όλο που ευτυχώς η φωτογραφική του μηχανή δούλευε
εντάξει.
Η κοίτη της θάλασσας σήκωσε τη μυστικότητά της
Και έδειξε τα πιο κρυμμένα ψάρια της.
Κοίταξε επίμονα και ψηλάφισε να βρει
Αλλά τα χέρια του ήταν άχρηστα ξερά ακριβώς την κρίσιμη στιγμή
Και μ’ όλο που τα μάτια του δουλεύαν
Το μισό του κεφάλι ήταν μουδιασμένο, τίποτε δεν μπορούσε να
συνδέσει
Κι οι φωτογραφίες ήτανε θολές
Ένα μεγάλο θωρηκτό κόπηκε στα δυο με κρότο
Σα να ΄θελε να καλωσορίσει τη ματιά του.
Ένας σεισμός ταρακούνησε την πόλη πάνω στο λαό της
Ακριβώς πριν πάει αυτός εκεί
Με το λαστιχένιο μάτι του με το μηχανικό αυτί του
Και τα ομορφότερα κορίτσια
Πλαγιάσανε τα πρόσωπά τους στο μαξιλάρι του, κοιτάζοντάς τον
Κατάματα, μα κάπως ήταν φασουλής
Κάπως έχυνε κάποιος το μυαλό του σε μπουκάλι
Κάπως ήταν κιόλας πολύ αργά
Κι ήταν ένας σωρός κομμάτια κάτω απ’ την κουβέρτα
Κάπως τα μάτια του ήταν στρογγυλά με λάθος τρόπο
Γελούσε ψιθύριζε αλλά κάπως δεν μπορούσε να ακούει
Έσφιγγε και γρατζούνιζε αλλά κάπως τα δάχτυλά του δεν
μπορούσανε να πιάσουν
Κι όταν της θάλασσας το τέρας αναδύθηκε και κοίταξε τις βάρκες
Κάπως τα μάτια του δεν καταφέρανε να κλείσουν
Κι όταν είδε το κεφάλι του ανθρώπου σχισμένο με μπαλτά
Κάπως κοιτάζοντας στο κενό κατάπιε όλο το πρόσωπό του
Ακριβώς την κρίσιμη στιγμή ‘
Κι έπειτα το ξέρασε όλο πάλι
Σα να μην είχε γίνει τίποτε.
Έτσι κι αυτός απλώς πήγε και έφαγε ό,τι μπορούσε
Κι είδε ό,τι μπορούσε κι έκανε ό,τι μπορούσε
Κι έπειτα έκατσε κάτω κι έγραψε την αυτοβιογραφία του.
Μα κάπως τα χέρια του είχαν γίνει ακριβώς κομμάτια ξύλου
Κάπως τα σπλάχνα του είχαν γίνει μια παλιά αλυσίδα ρολογιού
Κάπως τα πόδια του ήταν δυο παλιές κάρτες ταχυδρομείου
Κάπως το κεφάλι του ήταν σπασμένο τζάμι παράθυρου
«Παραδίνομαι», είπε. Παραδόθηκε.
Η δημιουργία είχε ξανά αποτύχει.
(1) Γκραν Κάνυον (Grand Canyon
): Μεγάλη χαράδρα, μήκους περίπου 300 χιλιομέτρων, διαρρεόμενη από τον ποταμό Κολοράντο, στην ΝΔ Αριζόνα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που θεωρείται ένα από τα θαύματα της φύσης.
118. JON SILKIN (1930 – )
Τζον Σίλκιν
118.1. ΦΡΟΝΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΖΩΑ
Κάποτε αναρωτιέμαι γιατί τούτα τα μικρά ζωάκια
Με τα θλιμμένα μάτια, γιατί πρέπει να φροντίζουμε γι’ αυτά;
Ρωτώ τον ουρανό, το ήσυχο γαλανό νερό
Και δεν μπορεί να πει. Δεν δίνει απάντηση καμία.
Το ότι δεν παίρνω απάντηση απελευθερώνει στο μυαλό μου
Μια λιτανεία σταχτόχρωμων σκιών, κλαψιάρικων και μπαλωμένων.
Σκύλοι με ψαλιδισμένα αυτιά, λαχανιασμένα άλογα κάρων.
Μια μύγα δίχως σκιά και δίχως σκέψη.
Πρέπει άραγε γι’ αυτές τις απειλητικές μας οπτασίες,
Για τούτη την πομπή, οδηγημένη από έναν άνθρωπο που κουβαλάει
ξύλο,
Να ενδιαφερθούμε; Η άγια γη, η μεγάλη
Πράσινη νήσος, πρέπει να ‘ναι πιο καλή απ’ αυτή.
Ακόμη τα ζωάκια, τα φαντάσματά μας, θέλουν περιποίηση.
Να πάρετε μέσα τη μαστιγωμένη γάτα και την τυφλωμένη
κουκουβάγια,
Να σηκώσετε στους ώμους το σκίουρο που έπεσε στην παγίδα των
ανθρώπων.
Να υπηρετείτε ζώα άχρηστα.
Από τον αυξανόμενο οίκτο και την λίγη αγάπη
Γεννιέται κι η μεγάλη αγάπη για το ζώο άνθρωπος.
Κι η αγάπη σας μεγαλώνει. Η μεγάλη σας αγάπη μεγαλώνει
αδιάκοπα.
119. ROY FISCHER (1930 – )
Ρόυ Φίσερ
119.1. ΕΝΔΟΧΩΡΑ Ι
Κάνοντας δοκιμή, κάνοντας δοκιμή,
με δάχτυλα μακριά, υγρά, περιστρεφόμενα συνέχεια
και το σούρουπο
Άσπρη σαν σβησμένος ηλεκτρικός λαμπτήρας, είπε
«Αυτό το πράσινο ταιριάζει με το βυσσινί», τα χέρια συνεχίζοντας
το έργο τους,
Ρωτώντας ευχαριστημένα: «Συμφωνείς;»
Καθισμένος σταυροπόδι δίπλα σε μια σκουρόχρωμη καφετιά
πολυθρόνα ολόγυρα στο τζάκι, με το ένα χέρι
βαστώντας τη μασιά και
με το άλλο τρίβοντας τα λίγα απομεινάρια των
μαλλιών μου.
Ακούω το νάιλον να σφυρίζει καθώς τα χέρια της το ψηλαφούν.
Κάνοντας δοκιμή, κάνοντας δοκιμή.
«Όμορφα μάτια ερωτικά», σκέφτομαι μονάχα.
Πρέπει λοιπόν να βάλω το πρόσωπό μου μέσα στη φωνή της, ένα
κάνιστρο στιλπνό ντυμένο με ύφασμα που μιλάει
τριγύρω
μου κοιτάζοντάς με:
«Τη νύχτα τούτη δυσκολεύτηκα. Αυτό το μέρος!» Κάνοντας δοκιμή
Κι εγώ:
«Το ρεύμα που δημιουργείται από το πέρασμα της ταπετσαρίας
φουσκώνει τα μαλλιά σου».
Αρχίζοντας θαρρώ να νιώθει ενοχλημένη, συννεφιάζει και μου
θυμίζει πως είναι μόνο μια επισκέπτρια, πρώτη φορά στο σπίτι αυτό,
σχετικά ξένη όσο κι αν μοιάζει κοντινή. «Δεν με καλωσορίζει αυτό». Βέβαια δεν είναι νέα.
Ωστόσο συνεχίζει τη δουλειά της, φροντίζοντας για τη φιάλη με το
γάλα, για το πόδι του τραπεζιού,
Για μικροπράγματα. Ω! Ένα γέλιο κάπου κάπου. Και πάλι λόγια.
Το ξέρει ότι δεν μένω μόνιμα εδώ.
Μόνο ένα αμυδρό λυκόφως έμεινε που απλώνεται έξω γύρω γύρω,
κι ανακατεύεται με την αμηχανία της καθώς
κοιτάζω.
Σιωπή. Ίσως λίγη κουβέντα να βοηθήσει. Αρχίζω:
«Σου έτυχε ποτέ να κάνεις μυστικά παιδί στη ζωή σου;»
«Χμ;» λέει κι κόβει τη συζήτηση. Τα δάχτυλά της αρχινούν ξανά,
εξερευνώντας πάνω κάτω, πιέζοντας, απλώνοντας την
ταπετσαρία.
Προσεκτικά ρωτάει «Τουλάχιστον δεν μπορούσες να είχες
περισσότερους τοίχους;»
Φαίνεται ταραγμένη, βλέπω ότι στ’ αλήθεια το εννοεί.
Για να της δώσω θάρρος λέω πώς υπάρχει ένας τοίχος για καθένα
μας και δεν μπορούνε να είναι οι τοίχοι πιο πολλοί
από μας, κι ότι είμαστε στ’ αλήθεια τυχεροί που
έχουμε τοίχους
με διακόπτες για το φως, η κατάστασή μας είναι
καλύτερη
απ’ αυτή στο πίσω μέρος της αυλής όπου
πραγματικά η
γη μοιάζει να σταματάει απότομα και να μην
ξαναξεκινάει.
Έπειτα αυτή λέει πολύ ευγενικά:
«Δεν μπορώ να δω», και «Μη μου θυμίζεις» και ¨Αυτό το
λιμανάκι».
Έτσι κι εγώ της ζητώ να συνεχίσει τη δουλειά της και ν’ αφήσει
τα μάτια της να φαίνονται μεγαλύτερα και τα
μαλλιά της να
φουσκώνουν, όλα μες στο σούρουπο που γίνεται
βαθύτερο
με τη χρωματιστή ταπετσαρία ν’ ακούγεται και να
μυρίζει.
Μα αυτή κλείνει τα μάτια της με πάθος και σιγοτραγουδάει:
«Κι όταν το φεγγάρι όλο αηδία ---
«Κι όταν το φεγγάρι όλο αηδία ---
«Κι όταν το φεγγάρι όλο αηδία ---
Κι εγώ απαντώ, «Έρχεται σήμερα σκοντάφτοντας τυφλό τη νύχτα».
Αυτή: «Το ακούμε να σκουντουφλάει και να σέρνεται».
Εγώ: «Το ακούμε να χασκογελάει». Εκείνη μου ρίχνει μια ματιά
Και λέει: «Κι όταν το φεγγάρι όλο αηδία».
Καθισμένος σταυροπόδι δίπλα σε μια σκουρόχρωμη καφετιά
πολυθρόνα ολόγυρα στο τζάκι με το ένα χέρι
βαστώντας τη μασιά και
με το άλλο τρίβοντας τα λίγα απομεινάρια των
μαλλιών μου
«Λοιπόν για πες μου τι σ’ αρέσει να διαβάζεις;¨ την ρωτώ.
Κάνοντας δοκιμή, κάνοντας δοκιμή.
120. ANTHONY THWAITE (1930 – )
Άντονυ Θουέϊτ
120.1. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΟΥΠΕΡ (1)
Δυο νύχτες στο Μάντσεστερ: Δεν είχα και πολλά να κάνω, (2)
Την μια βραδιά την πέρασα τον περισσότερο καιρό σε μια
ταβέρνα,
Μόνος, ήσυχος, ακούγοντας τον κόσμο που
Δεν με γνώριζε. Είπα λοιπόν στον βρωμο – Υποδιευθυντή τι θα μπορούσε να κάνει μ’ αυτό .... Ο κύριος Παίην
Καλύπτει τούτη την περιοχή --- θα τον έχεις συναντήσει πρωτύτερα!
Μου ‘ρθε να πάω στην τουαλέτα, έψαξα για την πόρτα και
Πήγα προς αυτήν. Μπορούσα ν’ ακούω έξω τη βροχή.
Συνηθισμένο μέρος με όλες τις επιφάνειές του λείες
Για να σταματάνε υποθέτω τις ευγενικές φιλοδοξίες αυτών
Που γράφουνε στους τοίχους και τα όνειρα που κάνει κάποιος
ΝΕΟΣ
17 ΧΡΟΝΩΝ. Και τότε είδα πάνω απ’ τη λεκάνη
Μια κάρτα κάποιου ντόπιου κοσμηματοπώλη
Με χαραγμένο πάνω τ’ όνομά του, ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΠΩΛΗΣ ΚΑΙ
ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΤΗΣ ΩΡΟΛΟΓΙΩΝ ΕΠΙ ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΤΗ, διεύθυνση,
τηλέφωνο.
Άκουγα τη βροχή να πέφτει στην αυλή.
Η κάρτα βρισκόταν πάνω σ’ ένα ράφι, αρκετά κοντά
Για να μπορώ να τα διαβάσω αυτά στη μπροστινή της όψη.
Δεν ήταν, παραδέχομαι, λέξεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν
Την προσοχή ακόμα και του πιο φανατικού αναγνώστη.
Τίποτε που να προσβάλλει τη δημόσια αιδώ του Μάντσεστερ.
Παρ’ όλα αυτά την γύρισα ανάποδα. Στο πίσω μέρος
Υπήρχαν μόνο τρεις λέξεις λίγο μουντζούρικα γραμμένες
Με μαύρο μαλακό μολύβι: ΚΥΡΙΟΣ ΚΟΥΠΕΡ --- ΠΕΘΑΝΕ. Ο
χρόνος έξω
Πήρε ένα χρώμα αρρωστημένα πράσινο, στα μαυρισμένα δέντρα,
Στο υγρό γρασίδι γύρω απ’ τ’ αγάλματα. Ήτανε δέκα παρά δέκα
Μάρτιος στο Μάντσεστερ. Τώρα κακόκεφος
Κι αβέβαιος για τις αισθήσεις και την κρίση μου
Αφού τρεις λέξεις μόνο μπορούσαν να με κάνουν άνω κάτω,
γύρισα
Πίσω στην ταβέρνα όπου τίποτε δεν είχε γίνει από τότε
Που έφυγα. Κάποιος μονάχα προσπαθούσε να πείσει
Κάποιον άλλο πως κάποιος κάπως ήξερε
Κάτι που κάποιος άλλος κάπως είχε κάνει.
Δύο γυναίκες κάθονταν και πίνανε τις μπύρες τους
Όπως τις πίναν κι όταν έφυγα. Κανένας τους δεν έδειχνε
Ότι ήξερε πως ήμουνα εκεί ή είχα υπάρξει εκεί ή θα μπορούσα
Να είχα μείνει εκεί. Καληνύχτα, είπα σχεδόν,
Βγήκα έξω και ανακάλυψα πως η βροχή είχε σταματήσει,
Γύρισα πίσω στο ξενοδοχείο μου και ένιωσα τη νύχτα πανύψηλη,
Κατάμαυρη πάνω από τα πανύψηλα ταβάνια. Κι ο κύριος Κούπερ
πέθανε.
(1) Το ποίημα μπορεί να συγκριθεί με το «Ο κύριος Μπλήνεϋ» του Φίλιπ Λάρκιν, καθώς και με το «Θάνατος στα Τσαγάδικα» του Πήτερ Πόρτερ.
(2) Μάντσεστερ (Manchester
): Βιομηχανική πόλη με πληθυσμό 600.000 κατοίκους στη ΒΔ Αγγλία.
125. ALAN BROWNJOHN (1931 – )
Άλαν Μπράουντζον
125.1. Ο ΧΩΡΟΣ
Λοιπόν γιατί το βλέπεις; Αυτό «το ομοιόμορφο κι ευρύχωρο
Διάστημα που μέσα του πλανιέσαι υπό γωνία μηδενική,
Οδηγημένος από κάτι όμοιο με τη θέλησή σου;»
Θα μπορούσες να συνεχίσεις ν’ ασχολείσαι με τις υποθέσεις σου. Βράζεις το τσάι, γράφεις στη γραφομηχανή ένα γράμμα,
ενημερώνεσαι
Για την πολιτική κατάσταση. Γιατί το αφήνεις, Γιατί
Το αφήνεις να ‘ρθει; Εκείνη η αχνή, καθάρια έκταση μένει μικρή
Και δεν θα μπορούσε να σφετερισθεί το σύνολο.
Έτσι λοιπόν το αφήνω να ‘ρθει. Η ελευθερία αυτή δεν είναι
βλαβερή.
Μα πού πηγαίνεις μες σ’ αυτό το διάστημα;
Βλέπεις κανένα αντικείμενο, βλέπεις κανένα πλάσμα; Δεν πηγαίνω Πουθενά παρά μονάχα μες σ’ αυτό. Με σώμα τεντωμένο και
διαυγές παρόλο που με σπρώχνει ο αγέρας.
Πιο πέρα ίσως υπάρχει κάποιος κόσμος μα όχι ασφαλής:
Μπορεί κανείς να μείνει εκεί μέσα. Τον διατηρώ άδειο.
Ποιο είναι το χρώμα του; Ίχνη μονάχα, σκιές του πράσινου.
--- Και οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή που περπατάει εκεί και
στέκεται
Ποτέ της δε θα κάνει κάτι που να την προσδιορίσει, δεν είναι,
Πες, σαν το κορίτσι του Φουρνιέ, πάνω στη σκάλα, ούτε είναι
πραγματική. (1)
Τότε λοιπόν γιατί το αφήνεις να ‘ρθει; Μόνο γιατί
Όλα τα γεγονότα τείνουν να συμπέσουνε μ’ αυτό,
Ενώ ο χρόνος αγωνίζεται για να το φτάσει. Και δεν θα γίνει
Διαφορετικά, το αρνείται και πρέπει να επιστρέψει
Το ίδιο ολοφάνερα όπως πριν, τίποτε άλλο εκτός
Από ένα είδος ισορροπημένου χώρου για περπάτημα. --- Το βλέπω
Ότι δεν απαντήθηκε το ερώτημα ούτε διαισθάνεσαι γιατί το αφήνω
να ‘ρθει.
127. PETER REDGROVE (1932 – )
Πήτερ Ρέντγκροουβ
127.1. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΒΕΛΑΝΙΔΙ
Α! Όταν άνοιξε την πόρτα, σκέφτηκα
Πως όλοι μας γυρίσαμε για μια στιγμή και κοιτάξαμε μακριά,
Ελέγξαμε απροσδόκητα τους εαυτούς μας, έπειτα μας μίλησε:
«Είστε πολύ καλοί που ήρθατε», μετά,
Για μια στιγμή μονάχα ο αέρας του έγινε πηχτός
Και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει, μόνο για μια στιγμή.
«Ο γιος μου θα πρέπει να ήτανε πολύ χαρούμενος που ήρθατε»,
Άπλωσε το παχύ του χέρι, «Εδώ, όλοι μαζί --- »
Δεν είμαστε οι εαυτοί μας ή δεν αισθανόμαστε άνετα,
Σκέφτηκα, καθώς σηκώσαμε τα ποτήρια μας και ήπιαμε.
«Σερβιριστείτε σας παρακαλώ. Παρακαλώ ... »
«Αν κάποιος από σας ενδιαφέρεται ... «Στάθηκε δίπλα στο τραπέζι
Χτυπώντας τα βαριά του νύχια πάνω στη γυαλισμένη του επιφάνεια,
«Ο γιος μου είναι πάνω, στο πίσω μέρος του σπιτιού,
Η βρεφοκόμος, αν κανείς ... «Μελέτησα
Τις κοντόχοντρες λεωφόρους από τρίχες στη ράχη του χεριού μου
Περιπλανήθηκα μέσα από οικόπεδα γεμάτα στάχυα κατάστικτα και
φωτισμένα.
«Ο γιος μου ... μερικές φορές νομίζω ότι βλέπουν
Ίσως για λίγο μέσα από σφραγισμένα βλέφαρα μερικά πρόσωπα
Να σκύβουν φιλικά προτού να σβήσουν όλα ... ». Έγνεψα
Γλίστρησα έξω με το πρόσωπο απομακρυσμένο.
Και μπήκα στις πτέρυγες της βελανιδιάς. Δρύινα πατήματα
Με ανέβασαν ψηλά μέσα από δρύινους αγωγούς, σηκώνοντάς με
Από ψηλά σιωπηλά δωμάτια σε ψηλά σιωπηλά δωμάτια:
Αιώνες ινών ξύλου από ηλιοφώς γκρεμίστηκαν σε ημίφως
Με κόψιμο και ταίριασμα: Ο χρόνος έγινε ξυλεία
Και το τελευταίο κτήμα με βελανιδιές γεμάτο λυγισμένους κλώνους
Όπου για μια στιγμή λικνίστηκε η άσπρη θημωνιά του,
Μόλις κρατιόταν απ’ το σπίτι του στη γυαλιστερή στέγη.
Μια αναπνοή μπορούσε να τον φυσήξει πέρα. Κράτησα την ανάσα μου
Καθώς βουτούσα για να φιλήσω ...
Τώρα η στιγμή του σπιτιού αυτού κυλάει στην παλάμη μου
Κι η συντροφιά περιδινίζεται μες στη γυαλιστερή του σφαίρα
Και το σαλόνι τυλίγεται σε καρούλι και το σπίτι υποχωρεί
(Ο θόλος των ινών ελαφροπερπατάει έξω απ’ τη βελανιδιά)
Ενώ, Α! Καθώς ανοίγω την πόρτα ακούω το κοντινό τους γέλιο
Κρύα σκουλαρίκια αιωρούνται προς τον ανεμοβάτη ψίθυρο,
Και πιο πολλές φορές ακούγεται η χοντρή κανάτα να γεμίζει
μηλοπότηρα.
129. SYLVIA PLATH (1932 – 1963)
Σύλβια Πλαθ
Αμερικανίδα
129.1. ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ
Κανένας στο στενό δρομάκι και τίποτε άλλο εκτός από βατόμουρα,
Βατόμουρα κι από τις δυο μεριές, μα περισσότερο στα δεξιά.
Μια αλέα βατόμουρων κατηφορίζει γεμάτη αγκάθια και μια
θάλασσα
Κάπου στο τέλος της αλέας κυματίζει. Βατόμουρα
Μεγάλα σαν την άκρη του αντίχειρά μου και βουβά σαν μάτια
Εβένινα στους φράχτες, σαρκώδη,
Με χυμούς γαλαζοκόκκινους που σπαταλιούνται μες στα δάχτυλά μου.
Δε γύρεψα ποτέ μου τέτοια αιμάτινη αδελφότητα. Πρέπει να μ’
αγαπάνε.
Προσαρμόζουν τον εαυτό τους στη δική μου φιάλη γάλατος
ισοπεδώνοντας τα πλευρά τους.
Από πάνω μου περνούν μαυροντυμένες καλιακούδες, κακόφωνα
κοπάδια ---
Κομμάτια από χαρτί καμένο περιστρέφονται στον τιναγμένο αέρα.
Η φωνή τους είναι η μόνη που ακούγεται, σαν μια διαμαρτυρία,
σαν μια διαμαρτυρία.
Δεν πιστεύω ότι η θάλασσα θα εμφανιστεί καθόλου.
Τα ψηλά πράσινα λιβάδια φωτοβολούν σαν να ΄χουνε ανάψει από
μέσα.
Φτάνω σε κάποιο θάμνο από βατόμουρα τόσο ώριμα που μοιάζει
σαν να είναι θάμνος από μύγες
Με κρεμασμένες τις φαιογάλανες κοιλιές τους και τα τζάμια των
φτερών τους σε κινέζικο ύφασμα.
Το γλέντι του μελιού των βατόμουρων τις ζάλισε. Πιστεύουν στον
παράδεισο.
Ένα κλαδάκι ακόμη και τα βατόμουρα κι οι θάμνοι τελειώνουν.
Το μόνο πράγμα όπου πηγαίνω τώρα είναι η θάλασσα.
Ανάμεσα από δύο λόφους ένας ξαφνικός αέρας με περνάει απ’ το χωνί
του
Μπατσίζοντας το πρόσωπό μου με τα φασματικά φρεσκοπλυμένα ρούχα
του.
Οι λόφοι αυτοί είναι τόσο πράσινοι κι ευχάριστοι, που δεν μπορεί
να ‘χουνε δοκιμάσει αλάτι.
Ακολουθώ τον κατσικόδρομο ανάμεσά τους. Ένα τελευταίο κλαδί με
φέρνει
Στη βόρεια όψη του λόφου που η επιφάνειά του είναι ένας
πορτοκαλένιος βράχος
Που βλέπει προς το τίποτε, τίποτε εκτός απ’ το μεγάλο διάστημα
Του άσπρου κασσιτερόχρωμου φωτός κι από ένα κρότο σαν του
αργυροχόου
Που χτυπάει μονότονα ένα μέταλλο δυσχείριστο.
129.2. ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Είμαι ασημένιος κι ακριβής. Δεν πάσχω από προκαταλήψεις.
Ό,τι κι αν βλέπω αμέσως το καταβροχθίζω
Έτσι όπως είναι, αθόλωτο από αγάπη ή απέχθεια.
Δεν είμαι σκληρός, μονάχα ειλικρινής ---
Το μάτι ενός μικρού θεού με τέσσερις γωνίες.
Τον περισσότερο καιρό αντικρίζω τον απέναντί μου τοίχο.
Είναι ροδόχρωμος με μπλε κηλίδες. Τόσο πολύ καιρό τον έχω δει
Που σκέφτομαι πως είναι μέρος της καρδιάς μου. Ωστόσο
τρεμοσβήνει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν κάθε τόσο.
Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου αυτό που πράγματι είναι.
Μετά γυρίζει σε κείνους τους ψεύτες, τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω τα νώτα της και τα ανακλώ πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα και μια κίνηση χεριών.
Είμαι σημαντικός γι’ αυτήν. Έρχεται και πηγαίνει.
Κάθε πρωί η μορφή της αντικαθιστά το σκότος.
Έπνιξε μέσα μου μια νέα κοπέλα και μια γριά γυναίκα μέσα μου
Αναδύεται ημέρα την ημέρα, μοιάζοντας με απαίσιο ψάρι.
130. ADRIAN MITCHELL (1932 – )
Άντριαν Μίτσελ
130.1. ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ
Κάποτε οι ερπύστριες της αλήθειας πέρασαν πάνω απ’ το κορμί
μου,
Και από τότε περπατάω μ’ αυτό τον τρόπο.
Γι’ αυτό βάλτε τα πόδια μου στο γύψο
Πέστε μου ψέματα για το Βιετνάμ.
Άκουσα το ξυπνητήρι στριγκλίζοντας από τον πόνο,
Δεν μπόρεσα να βρω τον εαυτό μου κι έτσι έπεσα να κοιμηθώ
πάλι
Γι’ αυτό γεμίστε τ’ αυτιά μου με ασήμι
Βάλτε τα πόδια μου στο γύψο
Πέστε μου ψέματα για το Βιετνάμ.
Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια γύρω μου βλέπω μόνο φλόγες.
Έφτιαξα ένα μαρμάρινο τηλεφωνικό κατάλογο και σκάλισα πάνω
του όλα τα ονόματα.
Γι’ αυτό σκεπάστε τα μάτια μου με βούτυρο
Γεμίστε τ’ αυτιά μου με ασήμι
Βάλτε τα πόδια μου στο γύψο
Πέστε μου ψέματα για το Βιετνάμ.
Μυρίζω κάτι που καίγεται, ελπίζω να ‘ναι μόνο το μυαλό μου.
Είναι μονάχα πεταμένος δυόσμος και πλήθος από μαργαρίτες
Γι’ αυτό μπουκώστε τη μύτη μου με σκόρδο
Σκεπάστε τα μάτια μου με βούτυρο
Γεμίστε τ’ αυτιά μου με ασήμι
Βάλτε τα πόδια μου στο γύψο
Πέστε μου ψέματα για το Βιετνάμ.
Πού ήσουν όταν έγινε το έγκλημα;
Κάτω δίπλα στο Κενοτάφιο πίνοντας λάσπη.
Γι’ αυτό δέστε τη γλώσσα μου με ουίσκι
Μπουκώστε τη μύτη μου με σκόρδο
Σκεπάστε τα μάτια μου με βούτυρο
Γεμίστε τ’ αυτιά μου με ασήμι
Βάλτε τα πόδια μου στο γύψο
Πέστε μου ψέματα για το Βιετνάμ.
Βάζετε βομβαρδιστικά στη μάχη, βγάζετε έξω τη συνείδησή σας
Παίρνετε την ανθρώπινη ύπαρξη και την παραμορφώνετε.
Γι’ αυτό τρίψτε στο δέρμα μου γυναίκες
Δέστε τη γλώσσα μου με ουίσκι
Μπουκώστε τη μύτη μου με σκόρδο
Σκεπάστε τα μάτια μου με βούτυρο
Γεμίστε τ’ αυτιά μου με ασήμι
Βάλτε τα πόδια μου στο γύψο
Πέστε μου ψέματα για το Βιετνάμ.
135. ROSEMARY TONKS (1933 – )
Ρόζμαρυ Τονκς
135.1. ΚΑΝΑΠΕΔΕΣ, ΟΜΙΧΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ
Τον έζησα, τον έζησα πολλές φορές
Τον νευρικό, πολυτελή πολιτισμό μου,
Τα νεύρα μου άπληστα για ζάχαρη με κάναν κομματάκια.
…. Δεν έχουνε ιδέα από λογοτεχνία.
Βαλ’ τους να πιουν την ίδια τους την ποίηση!
Άσ’ τους να φάνε τα χοντροκομμένα τους μυθιστορήματα γεμάτα
λάσπη.
Είναι ήσυχα. Μονάχα ο φρέσκος, παγωμένος καιρός …. κι αυτός
Σηκώνεται απ’ την άψυχη κρεβατοκάμαρα κι έρχεται εδώ
Και χώνεται βαθιά στον καναπέ.
Κάθεται εκεί μέχρι δυο ώρες μέσα στο βαθούλωμα και μιλάει ---
Κατευθείαν μέσα στα μεγάλα θέματα, κοιτάζει καταπρόσωπο το
καθετί
Είναι …. αναθεματισμένα καταθλιπτικός.
(Εκείνο το περίφημο παλτό της τουαλέτας … το τσιγάρο που
ανάβει
Μέσα στο μικρό σταχτοδοχείο …. Κι όταν φωνάζει «Χα!»
είναι παραφροσύνη! --- δεν έχεις πια ούτε τα ίδια τα έπιπλά σου).
Στις κακές μου μέρες (κι είμαι συντετριμμένη
Τούτη τη στιγμή) μιλώ για τις φιλοδοξίες μου …. Κι αυτός
Γίνεται έντονα μελαγχολικός, με όψη από κάτι φυλακισμένο,
Κακόκεφος, με ξινισμένα μούτρα, καταρρέοντας εντελώς και
τρίζοντας τα δόντια ….
Γίνομαι πρόστυχη και πιο μοντέρνα (Εγώ που οδοθετήθηκα στην
Τρέλα απ’ τις ιδέες μου, που δεν πηγαίνω πουθενά,
Που δεν τολμώ να φύγω από την πόρτα μου από φόβο μήπως
κάποια ιδέα …. )
Εντάξει. Τα παραδέχομαι όλα, όλα!
Ω ναι! Η όπερα (Α! Κι ο κινηματογράφος)
Αυτός το απολαμβάνει αυτό, το απολαμβάνει απαίσια, ιδιαίτερα
όταν κάποιος αρρωστήσει ξαφνικά
Την τελευταία στιγμή, και τρέχουν γρήγορα να φέρουν
Μια νέα μεγαλόσωμη Ολλανδέζα υψίφωνο. Θέλει να την βοηθήσει
Στις άριές της. Γερο – Τράγος! Βλάσφημος!
Θέλει να την βοηθήσει στις άριές της!
Όχι, εγώ …. πηγαίνω στον κινηματόγραφο,
Ιδιαίτερα μου αρέσει όταν η ομίχλη είναι πυκνή, ο δρόμος
Είναι σαν τρύπα σε παλιό παλτό και το φως είναι καφέ σαν
λάβδανο
…. Οι ομίχλες! Οι ομίχλες! Οι κινηματόγραφοι
Όπου η εγκληματική σκιώδης λογοτεχνία τρεμοσβήνει πάνω στα
πρόσωπά μας,
Η οθόνη εξαπλώνεται σαν σύννεφο βροχής --- που σε χτυπάει
Και σε πιτσιλίζει με οξύ … ή κείτεται παραπεταμένο με φωτισμένα
νερά μέσα του,
Και στη σιωπή σταλάζει και τρίζει --- λιγομίλητο, αισθησιακό.
…. Οι τοξικομανείς και σφυροκοπημένοι Φιλισταίοι
Είναι ολόγυρά σου στο ακροατήριο ….
Κι αυτός βρίσκεται κάπου αλλού, ντυμένος με τα ρούχα της
άψυχης κρεβατοκάμαράς του,
Θέλει να με εξαναγκάσει να σκεφτώ τις σκέψεις του
Που θα είναι υπερβολικές, πληκτικές --- (ακριβώς το είδος
Που πρέπει να αποφεύγεις).
…. όταν βλέπω εκείνο το τσιγάρο, όταν το βλέπω …. να καπνίζει
Κι εκείνος θέλει να αντιμετωπίσει την διεθνή κατάσταση ….
Παροξυσμός φρενών! Μαυρίλα! Ασφυξία!
--- Όλο αυτό το χάσιμο της ώρας σε καφετερίες για ξεκούραση
Απλώς με φθείρει. Κι οι ιδέες τους για τη λογοτεχνία!
Το ηλίθιο κόψιμο των στροφών, τα μυθιστορήματα παραγεμισμένα,
χοντροκομμένα.
Τα έζησα όλα αυτά και ξέρω πάρα πολλά.
Τα νεύρα μου τα μαθημένα στον καφέ με κομματιάζουν
Με μαύρες εξαντλητικές πληροφορίες.
142. D. M. THOMAS (1935 – )
Ντ. Μ. Τόμας
142.1. ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πολύ άσχημα έφτασα εκεί, Γρασούδη.
Η μικρή διαστημάκατος ζορίστηκε όσο δεν έπαιρνε
από ζώνες ακτίνων, θύελλες σκόνης,
χωρίς να λογαριάζω την ανελέητη ζέστη που
την χτυπούσε καθώς βουτούσε στην ατμόσφαιρα
με το πυρίμαχο περίβλημά της εξατμισμένο. Έπειτα
προσγειώθηκε μέσα σο τσουχτερό κρύο και στη γαλήνη
μιας βουνοπλαγιάς γεμάτης κέδρους
και απ’ αυτό που λένε χιόνι.
Καθώς προχωρούσα μουδιασμένος
απ’ τις κοινοτυπίες που έκανα στον ύπνο μου ---
πνευματοποιώντας τον εαυτό μου, σκεπάζοντας
το κορμί μου και τη διαστημάκατο πίσω από μια
οθόνη προστασίας από νετρίνο, κρύβοντας τη
σίγουρα μέσα στο χιόνι ---
κοίταξα πάνω και ανάμεσα από τα κλαδιά
των κέδρων μπόρεσα να δω
το διαστημόπλοιο να γλιστράει μακριά
μες στο σκοτάδι σαν ξεκρέμαστο άστρο, δυτικά
για τους υπόλοιπους προορισμούς του. Αυτή ήταν
η χειρότερη στιγμή Γρασούδη! Έπρεπε να το είχα
φωνάξει πίσω! Τόσο μόνο, σε τόσο ξένο
κόσμο με είχαν αφήσει. Αντίο Λαγκάς!
Αντίο Θέρεμον! Έχετε γεια! (Όμως δεν ακούγεται
τώρα πια καμιά φωνή να σπάσει κάπως
τη σιωπή).
Έπειτα το φριχτά αργό
κατηφόρισμα προς το χωριό,
με μαύρη την ψυχή μου, αφού δεν μου ‘λειπαν
μονάχα ο Θέρεμον και ο Λαγκάς, αλλά
κι αυτός ο άλλος φίλος, η γνώριμη
χημεία του σώματός μου. Τώρα όμως ένιωσα
το ξακουστό μου θάρρος να μ’ εγκαταλείπει, Γρασούδη.
Θαρρώ πως όλα αυτά τα χρόνια της εκπαίδευσης
μ’ έκαναν ικανό να συνεχίσω ως το χωριό,
μέσα στα σπίτια, στα χάνια, μέσα
--- μετά από πολύ άσκοπο ψάξιμο --- σε μιαν ωριμασμένη
μήτρα, εγκαταλείποντας εκεί
(όχι χωρίς τύψεις της συνείδησης) το πνεύμα του έμβρυού της.
Πόσο μαύρος ήταν αυτός ο στεγανός θάλαμος
μετά τους έξι ήλιους του πλανητικού συστήματός μας,
δεν είναι ανάγκη να στο πω. Ακόμη και το διάστημα
στη θύμησή μου έμοιαζε σαν λάμψη από
σουπερνόβες. Άρχισα ωστόσο τη δουλειά μου
πασχίζοντας να εξοικειωθώ με ενώσεις του άνθρακα
φοβερά διαφορετικές απ’ τις συνθετικές
ενώσεις που είχα μάθει ως τότε.
Βέβαια, αφού γεννήθηκα και πέρασαν τα χρόνια,
έμοιαζε τόσο φυσικό να περπατάω
με δυο πόδια ανθρώπου, όσο ήταν φυσικό και να κινούμαι
με τα Βαρδιανά μας μέλη. Όμως όταν πέρασαν τα βάσανα αυτά,
ένα ακόμη πιο βαρύ με βρήκε: Οι σπόροι μου είχαν πέσει
σε βραχώδες έδαφος. Όσο
τους νουθετούσα,
όσο τους μιλούσα με παραβολές
για τα πολυάριθμα μέγαρα της Βαρδιανής μας
Κοινοπολιτείας και για τα μέρη
που θα μπορούσανε να γίνουνε δικά τους, τόσο περισσότερο
φαινόταν ότι τούτα τα απλά, ενστικτώδη πλάσματα
λέγανε ψέματα, έκλεβαν, συκοφαντούσαν, πορνεύονταν,
σκοτώνονταν .... Γρασούδη, πόσο συχνά, αηδιασμένος
από την αποτυχία, ξαναβρήκα το θάρρος μου μονάχα χάρη
στις λέξεις του Βρακ --- «ένας κόσμος βρίσκεται στα χέρια σας».
Ήτανε τότε η εποχή που
ζήτησε να δει τους τρεις μας, όταν
σ’ όλων τ’ αυτιά αντηχούσε η είδηση για τους
τρεις ζωντανούς πλανήτες που ανακαλύφτηκαν
στο NDT 1065. Όσες ελπίδες είχαμε
τις κρατήσαμε μυστικές. Τα λόγια του
για ό,τι είχε συμβεί θα τα θυμάμαι πάντα.
«Θουρίν, Λαγκάς, Θέρεμον», θαρρώ πως τον ακούω
να λέει, «Θα στείλω εσάς .... είσαστε νέοι,
όμως γι’ αυτό ακριβώς εκπαιδευτήκατε,
για το βιοδιαφωτισμό. Τα πήγατε καλά».
Κι έπειτα --- «ένας κόσμος βρίσκεται στα χέρια σας».
Έτσι λοιπόν, Γρασούδη, μόχθησα. Προσπάθησα
πολύ. Η ώρα για τα διαστημικά
ραντεβού σχεδόν είχε φτάσει. Τέλος πάντων
με εξουθένωσαν. Τους αγάπησα, αλλά εκείνοι
με εξουθένωσαν.
Ναι, ήταν πολύ δύσκολο,
όπως μπορείς να φανταστείς,
στο ταξίδι της επιστροφής να αποφύγω
ένα αμυδρό κέντρισμα
ζήλιας, καθώς ο Θέρεμον και
ο Λαγκάς συνομιλούσαν με
τους ευτυχισμένους εκπροσώπους
των δικών τους πλανητών --- τι λέει τώρα ο Βρακ;
Είναι καλός, υπόσχεται --- μετά από τούτη την απαίσια
απραξία --- άλλη μια
ευκαιρία, αλλά όχι βέβαια πια στον
ίδιο πλανήτη. Η «ανικανότητά μου» (αποφεύγει
τη λέξη αποτυχία) να τους εξυψώσω
ηθικά ως το σημείο που θα μπορούσαμε
να αναγγείλουμε την ύπαρξή μας αποδεικνύει,
λέει, ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε ξανά
για μερικές χιλιάδες χρόνια. Στο μεταξύ,
προσθέτει, μπορεί μερικοί από τους λόγους μου
ν’ αρχίσουν ν’ αποδίδουν καρπούς .... Είναι καλός!
Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Ξέχνα το
Θουρίν. Διασκέδασε όσο παραμένεις
στον Ατάρ». Να το ξεχάσω!
Έχοντας μόνιμο καημό μου τα χαλαρωμένα
πρόσωπα των φίλων μου!
147. TONY HARRISON (1937 – )
Τόνυ Χάρισον
147.1. ΟΙ ΣΑΧΛΟΒΑΡΒΑΡΟΙ
Ι
Γλοιώδεις οι γλωττιδισμοί σαν ήχοι διαχυμένοι
Κι οι συλλαβές βαρβαρικές θυμητικές σφυρίζαν,
Φώναζε «μάπες» ο λαός στο λόγο του δημάρχου
Και έμοιαζε με τριγμούς φωτιάς από άχυρα που τρίζαν.
Απεργοσπάστες, μάστορες, βοηθοί Μπόσουελ μαζί τους (1)
Κι ο Χόρσφαλ του Όττιβελς κοντά, που αν ο άτιμος μπορούσε, (2)
Θα ήθελα (λέξεις που ακριβώς είπε) να καβαλούσα
Στη σέλα κι αίμα Λουδδιστών γύρω μου να κυλούσε. (3)
Κι ο συρφετός απάντησε στων μύλων τα κανόνια
Σ’ απεργοσπάστες και φρουρούς που σκούζαν αγριεμένα,
Με μια σιωπή που σκέπασε τους λόφους που αντηχούσαν
Κι οι σκιές στο φεγγαρόφωτο παίζαν δαιμονισμένα.
Δεν ήταν όμως ποίηση. Όχι, του Ληντς σεβάσμια
Pro rege et lege ιδρύματα, κανένας δε συστήνει (4)
Τις τρίλιες σας και τους ψαλμούς που είναι για παπαγάλους
Το «μάπες, μάπες» στα βουνά ψηλά τη νύχτα εκείνη.
(1) Μπόσουελ (James Boswell, 1709 – 1784): Σκότος συγγραφέας, βιογράφος και θαυμαστής του ποιητή, δοκιμιογράφου, κριτικού, δημοσιογράφου και λεξικογράφου Σάμιουελ Τζόνσον (Samuel Johnson 1709 – 1784). Το όνομά του χρησιμοποιείται με την έννοια του «ένθερμου θαυμαστή και πιστού σύντροφου».
(2) Χόρσφαλ του Όττιβελς (William Horsfall of Ottiwells): Ιδιοκτήτης μύλου στην ευρύτερη περιοχή του Manchester, που δολοφονήθηκε στις 28-4-1812 από Λουδδιστές εργάτες, επειδή είπε «θα ήθελα να καβαλούσα στη σέλα κι αίμα Λουδδιστών γύρω μου να κυλούσε».
(3) Λουδδιστές (Luddittes): Μέλη κινήματος εργατών στην Αγγλία (1811 – 1816) οι οποίοι προκαλούσαν ταραχές και κατέστρεφαν μηχανήματα επειδή θεωρούσαν ότι αυτά περιόριζαν την ανθρώπινη εργασία.
(4) Pro rege et lege
: Στα Λατινικά «για το βασιλιά και το νόμο».
149. PETER DALE (1938 – )
Πήτερ Ντέιλ
149.1. ΜΗ ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΝΕΡΟ
Σπίτι μου ύστερα από χρόνια αυτή τη νύχτα,
καθαρίζοντας τα δόντια μου,
γεύομαι τα νερά των παιδικών μου χρόνων,
ακόμη αφθορίωτα,
άγευστα, όχι αρκετά χλιαρά ---
κάποτε ήταν παγωμένα τόσο που έκοβαν και μήλο
και μπορούσαν να δροσίσουν κάθε ηλιοκαμένο.
Ξάφνου ταράχτηκαν για λίγο καθώς δεν είχα προσέξει
τη σιταποθήκη δίπλα στη λίμνη με το μύλο
που κάποτε κυριαρχούσε στους αιθέρες εκεί γύρω ---
τώρα φαινότανε κοντύτερη
λίγο πιο πέρα
από μερικές τσιμεντένιες αποθήκες αλευριού.
Έχω γευτεί πολλών ειδών νερά,
μεταλλικά, γεμάτα οξείδια,
άλμη απ’ τα δάκρυα των ματιών,
ιδρώτα από τα βλέφαρά σου,
σκληρά και μαλακά και κάπως πικρά.
Αυτή τη γεύση την έχω ξεχάσει.
Ήμουνα διψασμένος σ’ όλη τη ζωή μου.
151. SEAMUS HEANEY (1939 – )
Σέιμους Χήνεϋ
Ιρλανδός
151.1. ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΦΥΣΙΟΔΙΦΗ
Όλο το χρόνο το έλος με τα λινάρια κακοφόρμιζε μες στην καρδιά
Της πόλης. Το πράσινο και βαρυκέφαλο
Λινάρι είχε σαπίσει εκεί λυγίζοντας από το βάρος των πελώριων
σβώλων χώματος.
Καθημερινά έλιωνε μέσα στην τιμωρία του ήλιου.
Μπουρμπουλήθρες άφριζαν διακριτικά κι οι αλογόμυγες
Ανέμιζαν μια ανθεκτική γάζα από ήχο γύρω απ’ την οσμή.
Υπήρχαν νερόμυγες και πιτσιλωτές πεταλούδες,
Μα πιο πολύ ήταν τα ζεστά πηχτά σάλια
Από τ’ αυγά των βάτραχων, που μεγάλωναν σαν στερεοποιημένο
νερό
Στη σκιά της όχθης. Εδώ κάθε άνοιξη
Γέμιζα ολόκληρα βάζα με πηγμένους κόκκους αυγών
Και τα έβαζα στη σειρά στο περβάζι του παράθυρου στο σπίτι
Και στα ράφια του σχολείου και περίμενα και παρακολουθούσα
Μέχρις ότου τα μικρά μπαλάκια που διαρκώς μεγάλωναν
Να γίνουν ευκίνητοι επιπλέοντες γυρίνοι. Η Δεσποινίς Ουώλς
Μας εξηγούσε ότι ο πατέρας βάτραχος λεγόταν ταυροκέφαλος
Και προσπαθούσε να μιμηθεί τα κοάσματά του, κι έλεγε πως
Η μητέρα βατραχίνα γεννούσε εκατοντάδες αυγά που λέγονται
γόνοι.
Μπορούσε κανείς να προβλέψει τον καιρό κοιτάζοντάς τους
Βάτραχους γιατί ήταν κίτρινοι στον ήλιο και καστανόχρωμοι
Μες στη βροχή.
Κάποτε μια ζεστή μέρα όταν τα χωράφια ήταν γεμάτα με
Κοπριά από αγελάδες οι θυμωμένοι βάτραχοι
Εισόρμησαν μέσα στο έλος. Έσκυψα πάνω από φράχτες λιναριών
Για ν’ ακούσω ένα βραχνό κόασμα που δεν είχα ξανακούσει.
Ο αέρας έγινε πυκνότερος από τούτη τη βαθύτονη χορωδία.
Κάτω στο έλος είχαν μαζευτεί βάτραχοι με χοντρή κοιλιά
Όρθιοι πάνω στο χώμα. Οι φαρδιοί τους ώμοι φούσκωναν σαν
πανιά.
Μερικοί πηδούσαν: Το πλατάγισμα και ο γδούπος από το πέσιμο
Στο νερό ήταν φρικτή απειλή. Μερικοί καθόταν
Ισορροπώντας σαν οβίδες από λάσπη και τα πλατιά κεφάλια τους
ξεφύσαγαν.
Αηδίασα, γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα τρέχοντας. Οι μεγάλοι
βασιλιάδες της λάσπης
Είχαν μαζευτεί εκεί για εκδίκηση, και ήξερα
Ότι αν βούταγα το χέρι μου στο νερό οι βάτραχοι θα το άρπαζαν.
154. PETE MORGAN (1939 – )
Πήτε Μόργκαν
154.1. Ο ΠΕΤΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΟΥΒΑΛΟΣ
Συναντηθήκαμε εντελώς τυχαία ---
Φίλη καλή ενός φίλου μου που πήγε
Ταυτόχρονα με μένα να ψωνίσει
Σε κάποιο μαγαζί. Κι αυτό ήταν όλο.
Υπήρχε μια δυσδιάκριτη στοργή όταν
Τον είδα ανάμεσα στο πλήθος όρθιο
Απόγευμα Παρασκευής. Κι είχε ύφος
Παράξενο, τουλάχιστον. Γελούσε!
Θυμάμαι πως αυτό έγινε πριν χρόνια
Προτού άντρας και γυναίκα καταλάβουν
Πώς μια σκληρή φωνή λέει «καληνύχτα»,
Πώς ένα χέρι σπάει το φως της μέρας.
156. D. M. BLACK (1941 – )
Ντ. Μ. Μπλακ
156.1. ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ
Μέσα στις
λιμουζίνες τους οι
καθηγητές έρχονται: Κατά
εκατοντάδες. Ω! Η
πλατεία
σκοτείνιασε απ’ τα μαύρα τους κοστούμια από τα σοβαρά
σχολαστικά τους πρόσωπα.
Περιμένουν να τους καλέσουν.
Αυτοί είναι οι
εκπαιδευτικοί, οι
πατρικές μορφές. Ω! Θα μπορούσες
να νιώσεις θαλπωρή κι αγάπη για τα σταθερά χείλια, για
τα υπεύθυνά τους μέτωπα. Οι
λαιμοδέτες τους είναι γερά σφιγμένοι στα περιλαίμιά τους.
Αντιπαρέρχονται με αξιοπρέπεια την οργή της αναμονής.
Ένα
κουδούνι ηχεί. Γυρίζουν. Στα
φαρδιά σκαλοπάτια
ο νάνος μου στέκεται με τα δυο του χέρια ανυψωμένα.
Γελάει κακαρίζοντας. Καλωσορίσατε, φωνάζει, καλωσορίσατε
στο περίτεχνο Ανάκτορό μας.
Κατρακυλάει σα να ΄χει ρόδες πάνω στα σκαλιά. Οι
Καθηγητές κοιτάζονται αναμεταξύ τους με αυστηρό βλέμμα.
Με μια μόνο λαβή τον αρπάζουν απ’ τους ώμους. Τον
ξεγυμνώνουν. Μέλη, Ω!
μέλη και λεπτεπίλεπτα όργανα, μέλη και
εντόσθια, μάτια, η γλώσσα, οι
λοβοί του εγκέφαλου, αδένες, αμυγδαλές, κάμποσα
μάτια, μέλη, η γλώσσα,
ένα νεφρό, παντελόνια, συκώτια, κι άλλα
νεφρά, μέλη, η γλώσσα
περνούν απ’ το ‘να χέρι στ’ άλλο, στα σοβαρά τους χέρια. Έχει
εντελώς εξαφανισθεί. Φαρδιά
τσακισμένα σκαλοπάτια.
Γυρίζουν
στ’ αυτοκίνητά τους. Οδηγούν
πολύ στρωτά, ατάραχοι,
παρακολουθώντας το δρόμο.
157. DEREK MAHON (1941 – )
Ντέρεκ Μάον
Ιρλανδός
157.1. Ο ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ
Ήταν η πρώτη μου κηδεία.
Η απώλεια της θέσης μου ως ανιψιού από τότε
Με κάνει να θυμάμαι
Το μούδιασμά μου, το δισταγμό του παππού μου,
Τις πέντε θείες μου πολυάσχολες στον διάδρομο.
Τον είδα σε σύσκεψη κεκλεισμένων των θυρών με ζωντανούς ---
Μέσα σε τέλειο φέρετρο στην κρεβατοκάμαρα.
Ο θάνατος του στέρησε το μουστάκι του,
Τα γυαλιά με χοντρό σκελετό από ταρταρούγα,
Την άνεση της εντυπωσιακής του εμφάνισης ως πωλητή,
(Αυτά τα πράγματα για τα οποία τον θυμόμουν)
Και τον έκρυψε πίσω από ένα πέπλο αφύσικο.
Τα μαλλιά του είχαν μιαν άσχημη χωρίστρα προς τα δεξιά
Σαν να ήθελε να πάει στο Κατηχητικό. Τη νύχτα αυτή
Είδα τον θείο μου όπως ήτανε πραγματικά.
Οι διηγήσεις που ιστορούσε ήταν συνήθως
Απαίσιες χαζοχαρούμενες φαντασιοπληξίες ---
Του άρεσε να φοράει γελέκα και κρέμες χτενίσματος,
Όμως κάτι πάνω του
Σε προκαλούσε να σκεφτείς την έκπληξη
Του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου όταν στην ερώτηση
«Τι θα πάρετε με το ουίσκι σας» ο θείος μου απαντούσε
«Ένα ακόμη ουίσκι παρακαλώ».
Κάποτε πήγε φυλακή στη Νέα Υόρκη
Δυο φορές μες σε μια μέρα ---
Ο πιο ανέντιμος αρχιθαλαμηπόλος στις επικεφαλίδες των
εφημερίδων.
Κάποτε πάλι (παρίστανε τον κομμουνιστή)
Κατέβασε όλο το πλήρωμα σε απεργία
Διαμαρτυρόμενος για την απώλεια της αμοιβής μια μέρας
Όταν όλο το πλοίο πέρασε τη Διεθνή Γραμμή αλλαγής
ημερομηνίας.
Η κηδεία του έγινε στο πλοίο.
Ο νεαρός Πρεσβυτεριανός ιερέας
Ήταν αναμαλλιασμένος καθώς φυσούσε ο θαλασσινός αέρας.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα τελετή ---
Στάχτη σε στάχτη, σκόνη σε σκόνη.
Είδα τα πρόβατα να συνωστίζονται πάνω στα βρεγμένα χόρτα
Κατά μήκος του κόλπου και τα άδεια φορτηγά
Να απομακρύνονται για πάντα στο βάθος της θάλασσας του
Μπέλφαστ
Μέσα σε μια ψιλή βροχή, ενώ οι σειρήνες τους ηχούσαν,
Καθώς το διάγραμμα των σταδίων της ζωής του θείου μου
Βουτούσε βιαστικά μέσα
Στα σπλάχνα του Νεκροταφείου του Καρνμάνεϋ. (1)
Οι γιοι του, έφηβοι πια, έχουν κέρατα και νύχια αρπακτικά ---
Ήδη πιο κατεργάρηδες απ’ όσο ήταν ποτέ ο θείος μου.
(1) Καρνμάνεϋ (Carnmoney
): Κοινότητα της Βόρειας Ιρλανδίας βόρεια του Μπέλφαστ.
166. CRAIG RAINE (1944 – )
Κρέιγκ Ρέϊν
166.1. ΕΝΑΣ ΑΡΕΙΑΝΟΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΜΙΑ ΚΑΡΤΑ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ
Τα Κάξτον είναι μηχανικά πουλιά με πολλές φτερούγες
και μερικά λατρεύονται για τους χρωματισμούς τους ---
κάνουν τα μάτια τρυφερά
και το σώμα να στριγκλίζει δίχως πόνο.
Δεν είδα ποτέ κανένα να πετάει, αλλά
κάποτε έρχονται και κουρνιάζουν στο χέρι.
Καταχνιά είναι όταν ο ουρανός κουράζεται απ΄ το πέταγμα
και ξεκουράζει στο έδαφος την αδύναμη μηχανή του:
Τότε ο κόσμος γίνεται θαμπός και σαν βγαλμένος μέσα από βιβλίο
σαν χαλκογραφία κάτω από τσιγαρόχαρτο.
Βροχή είναι όταν η γη είναι τηλεόραση.
Έχει την ιδιότητα να κάνει σκοτεινότερα τα χρώματα.
Η παραλλαγή Τ είναι ένα δωμάτιο με κλειδαριά από μέσα ---
ένα κλειδί γυρίζει για να αφήσει ελεύθερο τον κόσμο
να κινηθεί, τόσο γρήγορα που υπάρχει μια κινηματογραφική ταινία
για να παρατηρήσει κανείς οτιδήποτε του ξέφυγε.
Όμως ο χρόνος είναι δεμένος στον καρπό του χεριού
Ή φυλαγμένος μέσα σ’ ένα κουτί, κάνοντας τικ τακ με ανυπομονησία.
Στα σπίτια, κοιμάται ένα στοιχειωμένο μηχάνημα,
που ροχαλίζει όταν το σηκώνεις.
Όταν το φάντασμα κλαίει, το φέρνουνε
στα χείλια τους και το ησυχάζουν για να κοιμηθεί
με διάφορους ήχους. Μα ακόμα το ξυπνάνε
σκόπιμα, γαργαλώντας το με ένα δάχτυλο.
Μόνο οι νέοι επιτρέπεται να βασανίζονται
φανερά. Οι ενήλικες πηγαίνουν σ’ ένα δωμάτιο τιμωρίας
με νερό και τίποτε για να φάνε.
Κλειδώνουν την πόρτα και βασανίζονται με θόρυβους
μονάχοι. Κανείς δεν εξαιρείται
κι ο πόνος για καθένα έχει διαφορετική μυρωδιά.
Τη νύχτα, όταν όλα τα χρώματα πεθαίνουν,
κρύβονται δύο δύο
και διαβάζουν κάτι που μιλάει γι’ αυτούς τους ίδιους ---
έγχρωμο, με τα μάτια τους κλειστά.
169. DAVID CONSTANTINE (1944 – )
Ντέιβιντ Κονσταντάιν
169.1. Η ΠΟΡΤΑ
Ναι, αυτή είναι η πόρτα και πίσω απ’ αυτήν ζουν,
Αλλά όχι χυδαία όπως εμείς. Οι άνθρωποί τους περνούν
Τον εισερχόμενο αέρα μέσα από ένα λεπτό κόσκινο. Λένε
Πως περιφέρονται σκεφτικοί σε περιτοιχισμένους κήπους, οι
ηλικιωμένοι ---
Και ζουν πολύ --- σε κυλιόμενες καρέκλες. Δεν ανταλλάσσουν
τίποτε
Παρά μονάχα παραδοσιακές φιλοφρονήσεις. Πολύ περίεργος
Είναι ωστόσο ο τρόπος που πεθαίνουν, γιατί ξέρουν την ώρα,
Πότε θα ΄ρθει, όπως οι γέρικοι ελέφαντες. Καταβροχθίζουν
Το συνηθισμένο τους πρωινό από αυγά βροχοπουλιών και
σηκώνονται
Ή τους σηκώνουν οι θυρωροί και χωρίς αποχαιρετισμούς
Βγαίνουν ή τους βγάζουν σηκωτούς από εκείνη εκεί την πόρτα ---
Κι έτσι τελειώνουν. Επειδή ενώνονται με τον αέρα,
Τον αέρα που αναπνέουμε, εξαφανίζονται σε μια στιγμή,
Γίνονται όλοι σκόνη, σκόνη νεκρή, και ο Στάνλεϋ Ο Καθαριστής,
Έρχεται με τη βούρτσα και το φτυάρι του και μ’ ένα καροτσάκι
Και τους σκουπίζει και τους φτυαρίζει όχι μακριά
Παρά μέσα σε μια μαύρη πλαστική σακούλα με ακαθαρσίες
σκύλων
Κι όλες τις συνηθισμένες μας βρωμιές. Όμως εκείνοι αυτό θέλουν
Κι αυτό σηματοδοτεί την ευχάριστη προθυμία τους να διαμένουν
Στη άπορη καρδιά της ζωής, αφού θα ‘χουν πεθάνει.
170. PAUL DURCAN (1944 – )
Πωλ Ντάρκαν
Ιρλανδός
170.1. ΠΑΠΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
ΓΙΑ ΜΗ ΧΡΗΣΗ ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΟΥ
Ένας ενοριακός παπάς σαράντα δύο χρόνων -- ο Πατήρ Φράνσυ
Μαλόλαντ --
Παραπέμφθηκε σε δίκη χτες στο Κακουργιοδικείο
Για μη χρήση προφυλακτικού, και για πρόθεση
Πρόκλησης ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.
Ο Πατήρ Μαλόλαντ κρίθηκε ένοχος και για τις δύο κατηγορίες.
Ζητώντας επιείκεια ο συνήγορος του Πατέρα Μαλόλαντ
Υποστήριξε ότι ο ιερέας ήταν απληροφόρητος για τη χρήση
προφυλακτικών
Προερχόμενος πράγματι από αγροτική περιοχή,
Και ότι αν ήξερε πώς να χρησιμοποιεί ένα προφυλακτικό
Θα το είχε σίγουρα χρησιμοποιήσει.
Καταδικάζοντας τον κατηγορούμενο σε διετή σκληρή καταναγκαστική
εργασία
Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Τζέμα Φιτζέραλντ είπε ότι ήταν
ανησυχητικό,
Το ό,τι στην εποχή μας και σ’ αυτή την προοδευτική χώρα,
Ένας ιερωμένος εκ προθέσεως δεν φορούσε προφυλακτικό
Και στην περίπτωση μάλιστα ενός νέου, αρρενωπού, ενοριακού
ιερέα
Όπως ο Πατήρ Μαλόλαντ, ήταν διπλά ανησυχητικό
Και όχι μόνο διπλά ανησυχητικό αλλά και μοναδικά σκανδαλώδες.
Υπέδειξε ότι όσο καιρό θα εκτίει την ποινή του
Ο Πατήρ Μαλόλαντ πρέπει να υποβληθεί σε θεραπεία
προφυλακτικών.
Ίσως --- σχολίασε --- του λείπει η συνείδηση του προφυλακτικού.
Η αίτηση έφεσης έγινε δεκτή, όπως και η εγγύηση για ν’ αφεθεί
ελεύθερος
Υπό την προϋπόθεση ότι ο Πατήρ Μαλόλαντ θα ακολουθούσε τις οδηγίες Του Γκάρνταϊ που θα τον επιτηρούσε όλη μέρα, και
πάντοτε (1)
Τη Χαρά του Έρωτα του Δόκτορα Άλεξ Κόμφορτ, το ευσεβές εγχειρίδιο (2) Του έρωτα που πρόσφατα απαγορεύτηκε από την
Επιτροπή Λογοκρισίας.
Η Πρόεδρος Τζέμα πρόσθεσε ότι ήτανε μεγάλο το θάρρος της
εγγυήτριας,
Ερρωμένης του Πατέρα Μαλόλαντ, να δεχτεί να εγγυηθεί για τον
ιερέα,
Αν λάβει κανείς υπόψη την σοβαρότητα του παραπτώματος γι’
αυτήν.
Η εγγυήτρια, Δεσποινίς Λιζ Γκρέιβς, δήλωσε πως ο Πατήρ
Μαλόλαντ
Της υποσχέθηκε ότι στο μέλλον θα φοράει πάντα προφυλακτικό.
Το ζευγάρι έφυγε απ’ την αίθουσα του δικαστηρίου
Ξεσηκώνοντας ζωηρές επευφημίες απ’ τις οικογένειες και τους φίλους
τους,
Για να μην αναφέρουμε και τρεις ή τέσσερις κοτσονάτους δεσπότες
που πανηγύριζαν διακριτικά μακριά στο βάθος
(1) Γκάρνταϊ (Gardai): Έτσι ονομάζονται οι αστυνομικοί της Ιρλανδίας (King ‘s guards = φρουροί του Βασιλιά).
(2) Άλεξ Κόμφορτ (Dr Alex Comfort
190 –2000): Βρετανός βιολόγος, ειρηνιστής και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Η Χαρά του Έρωτα» κυκλοφόρησε το 1972.
172. SELIMA HILL (1945 – )
Σελίμα Χιλ
172.1. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ
Ανησυχούσε πως αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος
περπατώντας απλώς δίπλα στο ποτάμι,
όπως η ίδια ήθελε να κάνει.
Σχέδια, και σχέδια πάνω σε σχέδια, και σεξ,
ήταν η δική του αντίληψη για την ευτυχία.
Αυτός φορούσε ένα μαλακό καπέλο.
Ένοιωθε τόσο μόνη!
Και κάτι άλλο, εκείνη δεν μπορούσε να συλλαβίσει.
Λαβήρινθος, Δρωμολόγιο, Αντιλώπη.
Του μαγείρευε αγριοκουκιά
με πηχτή σάλτσα πορτοκαλιού,
και του αγόρασε μια βαλίτσα ---
«για τον Μεγάλο Άντρα».
Κάθονταν σ’ ένα βουνό όλο βράχια
ντυμένοι με δερμάτινα.
Σαρδέλες και μπύρα.
Φαράγγια που προκαλούν ίλιγγο. (1)
Τα παιδιά τους ήταν τα βιβλία του.
Το καταλάβαινε αυτό.
Ω Σημασία της Σημασίας, (2)
σημειώσεις για διάλεξη.
«Το εξαιρετικά καλά διοικούμενο νοσοκομείο»
τώρα είναι κοινή συνείδηση ---
ο μικρός κύβος ζάχαρης, σαν πόθος,
κερδισμένος απ’ τον οισοφάγο της,
το μπουσούλισμα της από την καλύβα
στα γόνατά της.
Μια χτένα από καύκαλο χελώνας,
το εργόχειρο,
Το Ράγισμα.
Ένα όμορφο λεπιδόπτερο.
«Η νοσοκόμα είναι σκέτη πλήξη».
.... ψάχνοντας ανάμεσα στα μυστήριά της
Ο Θεός να σ’ ευλογεί, Πάτυ.
179. LIZ LOCHHEAD (1947 – )
Λιζ Λόκχεντ
Σκοτσέζα
179.1. ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά τον πόλεμο
υπήρχε η θλιβερή χώρα όπου γεννήθηκα.
Τη νύχτα του προϋπολογισμού του Στάφορντ Κριπς (1)
ο πατέρας μου ρούφηξε τη μαβιά καταχνιά ενός τελευταίου Κάπσταν (2)
και μετά τα μάζεψε.
«Ήσουν μονάχα μερικών μηνών .... »
Η αερογέφυρα του Βερολίνου.
Με εμβλήματα της ATS και της REME (3)
καρφιτσωμένα στο πέτο μας.
Τους αιφνιδίασε άραγε το ότι τώρα όλα ήτανε διαφορετικά;
Τους δυσαρέστησε το ότι ήταν ακριβώς ο ίδιος
συνωστισμός σ’ ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο στο σπίτι της γιαγιάς μου
καθώς ήταν στριμωγμένοι πάνω στα κάγκελα του παιδικού μου
κρεβατιού
με μια μπαλωμένη μπλούζα πλεγμένη ψαροκόκαλο να στεγνώνει
ανάμεσα στις πάνες πάνω στα χαντάκια του χειμώνα,
και με το αφράτο γαμήλιο καστανοκόκκινο πάπλωμα
να φαίνεται στον καθρέφτη της ντουλάπας.
Έπαιζε το ραδιόφωνο, καθώς εκείνοι κάναν έρωτα
δαγκώνοντας τα μαξιλάρια
μέσα στο σκοτάδι ενώ εγώ κοιμόμουν.
Όλοι οι ανύπαντροι θείοι μου ήταν ανήσυχοι,
Ανυπομονώντας να φύγουν για τη Νέα Ζηλανδία, τη Μαύρη Γη, το
Κόρμπυ. (4)
Οι θείες μου κάναν οικονομίες για τη Νέα Εμφάνιση. (5)
Μέχρι το Διεθνές Έτος Προσφύγων (6)
είχαμε ένα τετράγωνο κομμάτι πράσινο γκαζόν και τηλεόραση
δώδεκα ιντσών.
(1) Στάφορντ Κριπς (Sir Richard Stafford Cripps 1889 – 1952): Άγγλος πολιτικός του Εργατικού Κόμματος, υπουργός Πολέμου και Εμπορίου σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1948 συντάσσοντας τον προϋπολογισμό του κράτους επέβαλε βαριά φορολογία που συζητήθηκε ιδιαίτερα.
(2) Κάπσταν (Capstan): Μάρκα καπνού.
(3) ATS (Auxiliary Territorial Service): Βοηθητική υπηρεσία των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που χρησιμοποιούσε γυναίκες.
REME (Rearming and Mechanization): Μονάδα Τεχνικής Υποστήριξης των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
(4) Μαύρη Γη (Black Country): Έντονα βιομηχανοποιημένη περιοχή στη Δυτική Ενδοχώρα της Αγγλίας βορειοδυτικά του Μπέρμινχαμ.
Κόρμπυ (Corby): Πόλη της κομητείας Νορθαμπτονσάιρ (Northamptonshire) της Αγγλίας με βιομηχανίες σιδήρου.
(5) Νέα Εμφάνιση (New Look): Κοινωνικό ρεύμα της μεταπολεμικής Ευρώπης που καλεί τις γυναίκες να ανανεώνουν την εξωτερική τους εμφάνιση, σύμφωνα με τις εξελίξεις της μόδας.
(6) Διεθνές Έτος Προσφύγων (International Refugee Year
): Το 1951 ιδρύθηκε από τον ΟΗΕ ο Διεθνής Οργανισμός Προσφύγων και το έτος αυτό ονομάστηκε ανάλογα.
182. CIARAN CARSON (1948 – )
Κιάραν Κάρσον
Ιρλανδός
182.1. ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΜΠΕΛΦΑΣΤ
Ξαφνικά καθώς η μάζα του συλλαλητήριου κινήθηκε, άρχισε να
βρέχει θαυμαστικά,
παξιμάδια, βίδες, καρφιά, κλειδιά αυτοκινήτων. Πλήρης σειρά
φθαρμένων τυπογραφικών στοιχείων. Κι η έκρηξη
αυτή καθεαυτή --- ένας αστερίσκος στο χάρτη. Αυτή η αράδα
με το ενωτικό σημείο, ένα ξέσπασμα ξαφνικής
φωτιάς ....
Προσπαθούσα να τελειώσω μια πρόταση μέσα στο κεφάλι μου, μα
εκείνο τραύλιζε συνεχώς,
και τα σοκάκια κι οι πάροδοι φράχτηκαν με τελείες και παύλες.
Ξέρω πολύ καλά αυτό τον λαβύρινθο --- Οδοί Μπαλακλάβα, Ράγκλαν, Ίνκερμαν, και Οδησσού --- (1)
Γιατί δεν μπορώ να ξεφύγω; Κάθε κίνηση παίρνει ένα σημείο
στίξης. Οδός Κριμαίας. Αδιέξοδο ξανά.
Ένας Σαρακηνός, δίκτυο Κρεμίνο-2. Ασπίδες προσώπου από
Μακρολόν. (2) Φορητά ραδιοτηλέφωνα.
Πώς λέγομαι; Από πού έρχομαι; Πού πηγαίνω; Μια ομοβροντία
ερωτηματικών.
184. JAMES FENTON (1949 – )
Τζέημς Φέντον
184.1. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗ
Σε λίγο χρόνο θα έχουμε καθαρίσει τον εξώστη.
Κοίταξε πώς μπορείς να κόψεις τα αγριόχορτα από το λιθόστρωτο
Με μια απλή κίνηση του ποδιού. Τα μονοπάτια βγάζουν κάτω
Πέρα από τις καθιερωμένες χλωρασιές, δενδρόκηπους, νοητές
φραγκόκοτες
Από όπου το σπίτι είναι εντελώς κρυμμένο από τη θέα.
Κι υπάρχουνε δρομάκια από αμμοχάλικο πέρα από τις αλέες με τις
φτελιές
Που πάνω στα πράσινα ενυδρεία τους ο καιρός που αλλάζει
Δεν ρίχνει καθόλου σκιά. Υδρίες ρίχνουν τα λουλούδια τους πλάι σ’
έναν
Άτλαντα φθαρμένο απ’ τον καιρό που πρέπει να κρατήσει όλο τον
κόσμο.
Κοίταξε, τώρα είναι νύχτα και υπάρχουν φώτα στα δέντρα.
Ο δύστροπος επισκέπτης ανακρίνει την σύντροφό του.
Βηματίζει πάνω κάτω ενώ αυτή στηρίζεται πάνω
Σ’ ένα βαρέλι νερό γεμάτο βρύα, που μέσα του ξετυλίγονται
Αμέτρητες μορφές ζωής, που θα μπορούσαμε να δούμε.
Εκείνη θαρραλέα δεν πληγώνεται από τον τρόπο του
Για τον οποίο την είχαν προειδοποιήσει. Χτυπάει το τσιγάρο του
Κι απότομα αλλάζει θέμα. Θυμάται
Κάτι που ειπώθηκε νωρίτερα που εκείνη δεν το εννοούσε
πραγματικά.
Ανοησίες --- το εννοούσε. Τώρα είναι ικανοποιημένος.
Εκείνη έχει δαγκώσει την άκρη των νυχιών της που ματώνουνε.
Τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα; Η κοιλάδα αλλάζει.
Φεύγεις απ’ το χωριό κι δρόμος κάνει γύρο.
Έτσι σε μια ώρα, πίσω από μια συστάδα από βελανιδιές,
Με άσπρους τοίχους και χαμηλές στέγες από κόκκινα κεραμίδια
Ειρηνικά, άνισα τα σπίτια ξαναφαίνονται πάλι.
Η πλατεία, τα καθίσματα του καφενείου, οι δρόμοι είναι άδειοι
Και τα μακριά γκρίζα μπαλκόνια απλώνονται απ’ όλες τις μεριές.
Καιρός για διάλειμμα, απόγευμα στην εξοχή, με μακρινά
Κουδούνια από αγελάδες που ακούγονται σαν προσευχές αγγέλων.
Όμως μας διακόπτει η τελευταία ταχυδρομική αλληλογραφία.
«Βέβαια ποτέ σου δεν θα καταλάβεις. Πώς θα μπορούσες άλλωστε;
Τα είχες όλα. Όλα πάντοτε πηγαίνανε καλά
Για σένα. Αν υπήρχε ένα δικαστήριο όπου θα μπορούσα να κάνω
δίκη
Θα σε δίκαζα για κάθε ανάμνηση που έχεις.
Χωρίς αμφιβολία είσαι ασφαλισμένος για τους δολοφονημένους φίλους
σου»
Ή «Βλέπουμε πολύ λίγο την Εσθήρ αυτές τις μέρες.
Γιατί δεν έρχεσαι σπίτι; Το δωμάτιό σου έχει μείνει όπως το
άφησες.
Πήγα μέσα χτες, ψάχνοντας για επιστολόχαρτο,
Και --- ξέρεις; --- τα στεφάνια του γάμου είναι ακόμα πάνω στο
κρεβάτι!
Ο Άρτσι λέει πως θα σου τα φέρει αυτό το καλοκαίρι».
Τα ζεστά απογεύματα της άνοιξης, καθισμένοι στο δεντρόκηπο,
Οι καπνισμένοι, επιμελείς σπουδαστές αναπτύσσουν σοβαρές
αμφιβολίες
Για το στοίχημα του Πασκάλ. Ο κύριος Λε Κιουρέ κάθεται
Κουβεντιάζοντας μέχρι τα μεσάνυχτα πάνω απ’ την πορσελάνινη
θερμάστρα.
Η τελευταία από τις εννιά αποδείξεις του είναι μισοκαμένη πεταμένη στο
τζάκι.
Τακτοποίησα το γραφείο μου σε μια κρεβατοκάμαρα
Έτσι ώστε η σκιά από τη συκιά να πέφτει
Πάνω σ’ αυτή την σελίδα. Τη νύχτα, πάνω απ’ το απέναντι βουνό,
Τα φώτα των αυτοκίνητων που έρχονται φαίνονται στον ουρανό.
Και τώρα μια πόρτα κλείνει με πάταγο και φωνές ακούγονται στο
διάδρομο,
Βαλίτσες που ανοίγονται και γέλια. Να κατεβώ κάτω;
Ακούω να φωνάζουν τ’ όνομά μου, κοιτάζω πάνω από τα κάγκελα
Και θυμάμαι κάτι που άφησα στην κρεβατοκάμαρά μου.
Τι να έγινε άραγε; Το παράθυρο είναι εντελώς ανοιχτό.
Οι κουρτίνες κουνιούνται. Το φως τρεμοπαίζει. Το κρύο μπαίνει
μέσα.
189. GRACE NICHOLS (1950) – )
Γκρέις Νίκολς
Γουιανέζα
189.1. ΑΜΠΡΑ – ΚΑΝΤΑΜΠΡΑ
Η μητέρα μου είχε περισσότερη μαγική δύναμη
στον αντίχειρά της
από το μήκος και το πλάτος
οπουδήποτε μάγου
υφαίνοντας απίστευτες ιστορίες
για το μαυροπράσινο ρόφημα της σιναμικής
απλώς για να μας κάνει να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα
το καθιερωμένο καθαρτικό της Κυριακής
Ξέροντας πώς να βάζει ένα κατάπλασμα κοχενίλλης
σ’ ένα μέτωπο που είχε πυρετό
Ξέροντας πώς να μετρήσει τη συμμετρία μιας κοιλιάς
μαλάζοντας και διώχνοντας τους πόνους
Κάποτε η αδερφή μου όταν ήτανε μωρό
έχωσε άθελά της ένα μπιζέλι μέσα στο ρουθούνι της
η μητέρα μου πήρε μια αγκυλωτή βελόνα πλεξίματος
και απαλά προσπάθησε να το τραβήξει έξω
Εμείς στεκόμαστε τριγύρω της
σαν περίεργα ζωάκια
Ξαφνικά με τόνο χειρουργού μας πρόσταξε
«Φέρτε μου το μαύρο πιπέρι»,
κι έριξε λίγο
μέσα στο φραγμένο ρουθούνι
Η αδερφή μου, μωρό τότε, φτερνίστηκε.
Όλα τα άλλα είναι ιστορία.
189.3. ΤΡΟΠΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Η χοντρή μαύρη γυναίκα θέλει
ένα λαμπρό τροπικό θάνατο
όχι μια κρύα διαμονή
κάπου στη Βόρεια Ευρώπη μακριά / παρατημένη
Η χοντρή μαύρη γυναίκα θέλει
λίγη ζέστη / ιβίσκο στα πόδια της
γαλάζιο θαλασσινό φόρεμα
να την σκεπάζει κομψά
Η χοντρή μαύρη γυναίκα θέλει
πολλούς λυγμούς
όχι λίγα ήσυχα σκουπισμένα δάκρυα
και μια καθωσπρέπει αποχώρηση της νεκροφόρας
Η χοντρή μαύρη γυναίκα θέλει
όλα τα δικαιώματα του νεκρού κορμιού
την πρώτη νύχτα
την τρίτη νύχτα
την ένατη νύχτα
όλα τα μονότονα μουρμουρητά της αγρύπνιας
μάτια κοκκινισμένα σε ακοίμητες νύχτες
Στην καρδιά
του γλυκού στήθους της μητέρας της
Στη σκιά
της δροσερής ευλογίας των φυλλωμάτων του ήλιου
Στο λουλούδισμα
του σταματημένου αίματος των ανθρώπων της
Η χοντρή μαύρη γυναίκα θέλει
ένα λαμπρό τροπικό θάνατο ναι
193. ANDREW MOTION (1952 – )
Άντριου Μόσιον
193.1. ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ
Παρ’ όλο που ξέρουμε τώρα
ότι τα ρούχα σου
δεν θα χρειασθούν ποτέ, τα φυλάμε
στη σοφίτα σε μια κλειδωμένη ντουλάπα.
Κάποτε γονατίζω εκεί,
κρατώντας τα, προσπαθώντας να ξαναζήσω
ην εποχή που τα φορούσες, να ξαναθυμηθώ
το πραγματικό σχήμα του χεριού και του καρπού.
Τα χέρια μου σπρώχνουνε μέσα
σε άδεια, αθέατα μανίκια,
διστάζουν, μετά σηκώνουν
σχήματα μνήμης:
Πράσινες διακοπές, κόκκινα βαφτίσια,
όλες σου τις ασυμπλήρωτες ζωές
που ξεθωριάζουν μέσα από σκοτεινά καλοκαίρια,
μπαίνοντας στο κεφάλι μου σαν σκόνη.
ι
.
.
.
.
.
.
.