Η γεωγραφική περιοχή στην οποία έζησαν ή ζουν οι ποιητές, που παρουσιάζονται σ’ αυτή την εργασία, βρίσκεται στην βορειοδυτική Ευρώπη ονομάζεται Γαλλία (France) και ορίζεται προς Βορά από την Βόρεια Θάλασσα και τον Πορθμό της Μάγχης, προς την Δύση από τον Ατλαντικό Ωκεανό και προς Νότο από την Μεσόγειο Θάλασσα και τα σύνορα της Ισπανίας, ενώ προς την Ανατολή συνορεύει με το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία (ολική έκταση 551.695 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Το Βορειοδυτικό και Δυτικό τμήμα της Γαλλίας παρουσιάζεται πεδινό, ενώ το νότιο και νοτιοανατολικό ορεινό. Τα κυριότερα βουνά, είναι τα Πυρηναία στα σύνορα με την Ισπανία (Pyrenées, μέγιστο ύψος 3.352 μέτρα), οι Άλπεις στα σύνορα με την Ιταλία (Alpes μέγιστο ύψος 4.810 στο Λευκό Όρος), τα Όρη του Ιούρα στα σύνορα με την Ελβετία (Jura, μέγιστο ύψος 1.723 μέτρα), τα Βόσγια Όρη στα σύνορα με την Γερμανία (Vosges, μέγιστο ύψος 1.420 μέτρα) και τα όρη του Κεντρικού Οροπεδίου στην Ωβέρνη με μέγιστο ύψος 1885 μέτρα. Κυριότερα ποτάμια είναι ο Ροδανός (Rhone, με παραπόταμο τον Σων - Saone) στην Μεσόγειο, ο Γαρούνας (Garonne), ο Δωρδώνος (Dordogne) και ο Λίγηρας (Loire) στον Ατλαντικό, και ο Σηκουάνας (Seine με παραπόταμο τον Μάρνη - Marne) στην Μάγχη, ενώ ο Ρήνος (Rhine) αποτελεί φυσικό όριο με την Γερμανία.
Το κλίμα της βόρειας και δυτικής Γαλλίας είναι ωκεάνιο με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι, προς το κεντρικό οροπέδιο γίνεται ηπειρωτικό με δριμύτερο χειμώνα και συχνές χιονοπτώσεις, ενώ οι νότιες ακτές έχουν καθαρά μεσογειακό κλίμα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Παρίσι είναι 619 χιλιοστά (έναντι 593 του Λονδίνου και 402 της Αθήνας), ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 12 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 4 μέχρι 20) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30).
Η Γαλλία είχε το 2000 πληθυσμό 61.044.684 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 22 Περιφέρειες (Regions) που αποτελούνται συνολικά από 90 Νομούς (Departements), που παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Παρίσι (Paris 8.510.000 κάτοικοι), στην Λεκάνη της Γαλλίας (Ile de France) και σπουδαιότερες πόλεις είναι:
- Στην βόρεια ζώνη: Η Λιλ στην Φλάνδρα (Lille 935.000 κάτοικοι), η Αμιένη (Amiens) στο Πικαρντί (Picardie), η Ρουέν (Rouen 106.000 κάτοικοι) και η Χάβρη στην Νορμανδία (Le Havre 190.000 κάτοικοι), και η Βρέστη στην Βρετάνη (Brest 170.000 κάτοικοι).
- Στην δυτική ζώνη: η Μπορντό στην Γιρόνδη της Ακουιτανίας (Bordeaux 628.000 κάτοικοι), η Τουλούζη (Toulouse 523.000 κάτοικοι) στα Ανατολικά Πυρηναία (Midi Pyrenées), η Νάντη (Nantes 250.000 κάτοικοι) στην Χώρα του Λίγηρα (Pays de Loire), και το Πουατιέ (Poitiers) στο Πουατού (Poitou),
- Στην ενδοχώρα: Η Λυόν στην συμβολή των ποταμών Ροδανού και Σων (Lyons 1.170.000 κάτοικοι) στην περιφέρεια Ροδανού - Άλπεων, το Σαιντ Ετιέν (Saint Etienne 330.000 κάτοικοι), το Κλερμόν Φεράν στην Ωβέρνη (Clermont Ferrand (210.000 κάτοικοι), η Λιμόζ στην Λιμουζέν (Limoges 150.000 κάτοικοι), και η Ορλεάνη (Orleans) στην Περιφέρεια του Κέντρου (Centre),
- Στην νότια ζώνη: Η Μασσαλία (Marseilles 1.080.000 κάτοικοι), η Νίκαια (Nice 300.000 κάτοικοι) και η Τουλόν (Toulon 110.000 κάτοικοι) στην Προβηγκία, και το Μονπελιέ στο Λανγκντόκ (Montpellier 170.000 κάτοικοι),
- Στην ανατολική ζώνη: Το Στρασβούργο στην Αλσατία (Strasbourg 240.000 κάτοικοι), η Ντιζόν στην Βουργουνδία (Dijon 190.000 κάτοικοι), η Μπεζανσόν (Besançon) στην Ελεύθερη Κομητεία στα όρη του Ιούρα (Franche Comté), η Γκρενόμπλ στην Ντωφινέ στους πρόποδες των Άλπεων (Grenoble 340.000 κάτοικοι), η Νανσύ στην Λοραίνη (Nancy 260.000 κάτοικοι) και η Ρενς στην Καμπανία (Reims 100.000 κάτοικοι),
- ενώ στην Γαλλία υπάγεται και η Κορσική με πρωτεύουσα το Αιάκειο (Ajaccio 50.000 κάτοικοι).
Η Γαλλία είναι χώρα βιομηχανική, κυρίως στο ανατολικό και βόρειο τμήμα της, ενώ η οικονομία στο νότιο και δυτικό τμήμα βασίζεται και στην αγροτική παραγωγή. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 112 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 246 Αγγλίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 74 % (έναντι 92 % της Αγγλίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 παθητικό 258 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 2819 και εξαγωγές 2561 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 408 δολαρίων της Αγγλίας και 747 της Ελλάδας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της Γαλλίας είχε σχέση με τις χώρες Γερμανία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Αγγλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Ελβετία, Σουηδία και Σαουδική Αραβία. Τέλος το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 29.320 δολάρια (έναντι 30.900 της Βρετανίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στην Γαλλία παράγουν κυρίως σιτάρι, σταφύλια, πατάτες, καπνό, ρύζι και σακχαρότευτλα. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο, πρόβειο και χοιρινό κρέας, πουλερικά και ψάρια καθώς και γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Μόνο 6 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας και 26 % της Ελλάδας). 60% του πληθυσμού απασχολείται σε παροχή υπηρεσιών, 24 % στην βιομηχανική παραγωγή, 7% στις μεταφορές και 3 % στα ορυχεία και στην παραγωγή ενέργειας. Τα ορυκτά προϊόντα, περιλαμβάνουν κυρίως σιδηρομετάλλευμα, μετάλλευμα αλουμινίου και καλίου, θειούχα άλατα και μεταλλεύματα κασσιτέρου, μολύβδου χαλκού και ψευδάργυρου, ενώ η παραγωγή γαιανθράκων δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της χώρας και συμπληρώνεται με εισαγωγές.
Το Κεντρικό Οροπέδιο ήταν το πρώτο τμήμα της Γαλλίας που σχηματίστηκε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στην διάρκεια της Λιθανθρακοφόρου περιόδου της Παλαιοζωικής Εποχής (περίπου 300 εκατομμύρια χρόνια π.Χ.).
Τα όρη του Ιούρα σχηματίστηκαν κατά την Ιουράσια Περίοδο της Μεσοζωικής Εποχής (200 – 146.000.000 π.Χ.) στην οποία έδωσαν το όνομά τους. Σταδιακή άνοδος και της υπόλοιπης στεριάς άρχισε να πραγματοποιείται στα πλαίσια της ορογένεσης των Άλπεων κατά την διάρκεια της Ηώκαινης Περιόδου (από το 65.000.000 μέχρι το 36.000.000 π.Χ.)
Η Γαλλία κατοικήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου της Παλαιολιθικής εποχής ήδη από το 1.000.000 π.Χ. από ανθρώπους που ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Οι περίοδοι της Παλαιολιθικής Εποχής Μουστέρια, Μαγδαλήνια, Ωρινάκια, Λα Σαπέλ και Κρο-Μανιόν ονομάστηκαν έτσι από τις ομώνυμες Γαλλικές περιοχές όπου βρέθηκαν λείψανα προϊστορικών ανθρώπων. Απ’ αυτές η Μουστέρια αντιστοιχεί στην ανάπτυξη του δεύτερου ανθρώπινου είδους τύπου «Νεάντερταλ» από το 220.000 μέχρι το 75.000 π.Χ.), ενώ οι υπόλοιπες έχουν σχέση με την εμφάνιση του τρίτου ανθρώπινου είδους του τύπου «Άνθρωπος Έμφρων» (Homo Sapiens, μετά το 75.000 π.Χ.)
Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), χρονολογούνται από την εποχή που έλιωσαν οι τελευταίοι παγετώνες το 10.000 π.Χ.
Οι πρώτοι κάτοικοι των Νεολιθικών οικισμών ήταν Ίβηρες που απλώθηκαν στα σημερινά Γαλλικά εδάφη από την Ισπανία, και ανήκαν στην Καυκάσια Φυλή, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης, οι Λίβυοι και οι Πρωτοέλληνες.
Οι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί, της Γερμανικής υποδιαίρεσης, άρχισαν να εισέρχονται στα εδάφη της Γαλλίας και να αναμιγνύονται με τους Ίβηρες, περίπου από την έναρξη της εποχής του Χαλκού, το 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τους τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν στην Ινδία, Περσία, Μικρά Ασία, Γερμανία, Ιταλία, Ιλλυρία και Ελλάδα.
Η έναρξη της Εποχής του Σιδήρου ολοκληρώθηκε περί το 600 π.Χ. με τις εισβολές των πρώτων Κελτικών φυλών της δυναστείας Χάλστατ (Hallstatt) προερχόμενων από τα εδάφη της σημερινής Κεντρικής Γερμανίας, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην Γαλλία σε μεγάλα αγροκτήματα ή ανοιχτά χωριά και έχτιζαν φρούρια σε κορυφές λόφων με τάφρο και προμαχώνες για καταφύγιο. Περί το 400 π.Χ. ακολούθησε και δεύτερη εισβολή Κελτικών φυλών της δυναστείας Λα Τεν (La Tene), οι οποίες, χάρη στην επαφή τους με τους Μεσογειακούς λαούς της εποχής, είχαν εξελιχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Χάλστατ.
Με τον τρόπο αυτό ήδη από το 350 π.Χ. είχε διαμορφωθεί στην Γαλλία, ένα μίγμα Κελτικών πληθυσμών με τους προγενέστερους από αυτούς Ίβηρες, που περιγράφει στα βιβλία του ο Έλληνας γεωγράφος και εξερευνητής Πυθέας ο Μασσαλιώτης και έγινε γνωστό και στους Ρωμαίους με το όνομα Γαλάτες (πιθανόν από το Κέλης+έχω >Κελέται > Γαλάται, κ>γ, ε>α)= άνθρωποι με άλογα], ενώ και η αντίστοιχη περιοχή ονομάστηκε Γαλατία (Gallia), με όρια ασαφή που εκτός από την σημερινή Γαλλία περιελάμβαναν και το Βέλγιο και μέρος της Γερμανίας.
Οι Γαλάτες κατοικούσαν σε κυκλικές κατοικίες κατασκευασμένες από ξύλο ή αργιλώδη μίγματα με στέγες από άχυρο. Ήταν μονογαμικοί και ζούσαν από την γεωργία και την κτηνοτροφία. Δεν ήξεραν το λάδι και αρχικά έπιναν ένα είδος μπύρας, καθώς το κρασί τους έγινε γνωστό αργότερα από Ιταλούς οινεμπόρους. Φορούσαν βράκες φτιαγμένες από μάλλινα υφάσματα, χιτώνες με μανίκια και μανδύες. Συνηθισμένο κόσμημά τους ήταν περιδέραια με μορφή αλυσίδας και καλλιτεχνικά επεξεργασμένες πόρπες. Η θρησκεία τους ήταν ειδωλολατρική και παρουσίαζε κάποια αντιστοιχία με την Αρχαία Ελληνική, ενώ οι ιερείς τους (που ονομάζονταν Δρυίδες), μαζί με τους μάντεις τους αποτελούσαν την τάξη των εκλεκτών.
Ο Ιούλιος Καίσαρας υπέταξε ολόκληρη την Γαλατία από το 57 μέχρι το 52 π.Χ. και από τότε άρχισε ο βαθμιαίος εκλατινισμός του πληθυσμού. Οι Γαλάτες υιοθέτησαν την θρησκεία, τα ήθη, τα έθιμα και την γλώσσα των Ρωμαίων και κατασκευάσθηκαν μεγάλα έργα οδοποιίας, ύδρευσης και στρατιωτικής οχύρωσης. Η γεωργία και το εμπόριο αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό και ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και νέες Ρωμαϊκές πόλεις.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Γαλλία από τον 2ο μ.Χ. και είχε ταχύτατη διάδοση αφού ήδη από τον 4ο αιώνα η χώρα είχε πολλούς επισκόπους, με επιφανέστερους τους επισκόπους του Μπορντό, της Ρουέν, της Ρενς και της Κολωνίας.
Ήδη όμως από το 250 μ.Χ. περίπου 200 χρόνια πριν από την τελική αποχώρηση των Ρωμαίων, άρχισαν ολοένα πυκνότερες μετακινήσεις και εγκαταστάσεις στην Γαλλία Φράγκων (της Τευτονικής ή Γοτθικής φυλετικής οικογένειας) από τα μέρη της σημερινής Γερμανίας κοντά στον Ρήνο, που οδήγησε σε σταδιακή ανάμιξη του Γαλλο – Ρωμαϊκού στοιχείου με τους νέους Γερμανικούς λαούς. Παράλληλα από τον 4ο αιώνα μ.Χ. άρχισαν εισβολές στην Γαλατία Βάνδαλων και Βησιγότθων (λαών που ανήκαν επίσης στην Τευτονική ή Γοτθική ομοφυλία). Σε μία από τις επιδρομές το 406 μ.Χ. οι Βάνδαλοι υπό την καθοδήγηση του Γενσέριχου, λεηλάτησαν τα εδάφη της Γαλλίας και πέρασαν στην Ισπανία και από εκεί στην Αφρική όπου ίδρυσαν κράτος. Λίγο αργότερα οι Βησιγότθοι υπό τον Ατάουλφο (γιο του Αλάριχου) κατέλαβαν την Γαλατία το 412 μ.Χ. και εγκαταστάθηκαν τελικά το 418 στην Ακουιτανία όπου ίδρυσαν μεγάλο κράτος με πρωτεύουσα την Τολόσα (σημερινή Τουλούζη). Το κράτος αυτό των Βησιγότθων διαλύθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα από τους Άραβες.
Την ίδια περίπου εποχή (ήδη από το 375 μ.Χ.) παρουσιάστηκε ο κίνδυνος των Ούννων για την τελική απόκρουση των οποίων το 451 μ.Χ. στα Καταλαυνικά Πεδία ο Ρωμαίος πατρίκιος Αέτιος συνεργάστηκε τόσο με τους Γαλλο – Ρωμαίους όσο και με τους Βησιγότθους και με τους Φράγκους, οι οποίοι τότε είχαν επικεφαλής τον βασιλιά Μεροβαίο (446 – 458 μ.Χ.), ιδρυτή της Μεροβίγγειας Δυναστείας που βασίλεψε από το 446 μέχρι το 752 μ.Χ.
Ένας από τους απογόνους του Μεροβαίου, ο Χλωδοβίκος ή Κλόβης (βασιλιάς 481 – 511 μ.Χ.) ήταν ουσιαστικά ο πρώτος αναγνωρισμένος μονάρχης του μόνιμα πλέον εγκατεστημένου στην Γαλατία βασιλείου των Φράγκων, το οποίο εξελίχθηκε στην διάρκεια των επόμενων αιώνων στο σημερινό κράτος της Γαλλίας, του οποίου το όνομα (France) είναι ακριβώς μετεξελιγμένη απόδοση της ονομασίας των Φράγκων.
Αξιοσημείωτο γεγονός στην διάρκεια της διακυβέρνησης του κράτους από την Μεροβίγγεια Δυναστεία είναι η απόκρουση των Αράβων στο Πουατιέ από τον μεγάλο αυλάρχη (μαγιορδόμο) των Φράγκων Κάρολο Μαρτέλλο το 732 μ.Χ. που κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλασή τους προς την Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, μετά την κατάκτηση της Ισπανίας το 711 – 714 μ.Χ.
Η αμέσως εν συνεχεία εξασθένιση των Μεροβίγγειων βασιλιάδων και η ισχυροποίηση των μαγιορδόμων όπως ο Κάρολος Μαρτέλλος και ο Πιπίνος ο Βραχύς, κατέληξε στην στέψη του δεύτερου ως βασιλιά των Φράγκων με την έγκριση του Πάπα το 751 μ.Χ. Η Καρολίγγια Δυναστεία (752 – 987 μ.Χ.) που προέκυψε από αυτόν έφτασε σε μέγιστη ακμή την εποχή που βασίλευε ο γιος του Κάρολος Α΄ ο Μέγας (ή Καρλομάγνος, βασιλιάς 771 – 814), ο οποίος το 800 μ.Χ. στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη από τον Πάπα, δημιουργώντας έτσι μία αυτοκρατορία που περιελάμβανε εκτός από την σημερινή Γαλλία και μέρος της Γερμανίας και την Ιταλία μέχρι την Ρώμη.
Με την Συνθήκη του Βερντέν (843 μ.Χ.) το κράτος αυτό διανεμήθηκε μετά από εμφύλιο πόλεμο στους απόγονους του Καρλομάγνου που σχημάτισαν τρία χωριστά κράτη (Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία), από τα οποία το κράτος της Γαλλίας ανατέθηκε στον Κάρολο Β΄ τον Φαλακρό (βασιλιάς 840 – 877 μ.Χ.).
Η ισχύς της Καρολίγγιας Δυναστείας εξασθένισε σύντομα εξαιτίας των ανταγωνισμών των διαφόρων κλάδων της οικογένειας και της συνακόλουθης κατάτμησης του κράτους σε πολλά φέουδα που εκμηδένισε την βασιλική εξουσία, αλλά και της εξωτερικής πίεσης από Μαγυάρους και κυρίως από Βίκινγκς που ήδη από το 850 μ.Χ. προερχόμενοι από την σημερινή Δανία και Νορβηγία, άρχισαν επιδρομές και σταδιακές εγκαταστάσεις στο βορειοδυτικό άκρο της Γαλλίας, μέχρις ότου το 911 μ.Χ. κατέληξαν στην ίδρυση του Δουκάτου της Νορμανδίας, που περιελάμβανε τις σημερινές επαρχίες της Νορμανδίας και της Βρετάνης, και του οποίου οι Δούκες σταδιακά δέχτηκαν σημαντική επίδραση από τον Γαλλικό πολιτισμό και υιοθέτησαν τις Γαλλικές συνήθειες, την νοοτροπία και τους τρόπους συμπεριφοράς, αλλά για πολλά χρόνια ελάχιστα αποδέχονταν την επικυριαρχία του Φράγκου βασιλιά. Οι Βίκινγκς, ήταν λαός που ανήκε επίσης στην Τευτονική ή Γοτθική ομοφυλία, είχαν εγκατασταθεί στις Σκανδιναβικές χώρες τον 1ο μ.Χ. αιώνα και είχαν αναπτύξει μια αγροτική κοινωνία με έντονη κλίση προς το εμπόριο συνδυαζόμενο με την πειρατεία, χάρη στην μεγάλη ναυτική ικανότητά τους και στην πολεμοχαρή φύση τους, που εμπνεόταν από τις ηρωικές παραδόσεις τους. Οι Βίκινγκς που εγκαταστάθηκαν στην Γαλλία ονομάστηκαν Νορμανδοί (Norse Men, που σημαίνει Βόρειοι Άνθρωποι) και από εκεί διασκορπίστηκαν σε πολλά μέρη, όπως λ.χ. στις Βρετανικές Νήσους όπου κυριάρχησαν από το 1066 μ.Χ. αλλά και σε όλη την Βόρεια Ευρώπη (Βέλγιο, Ολλανδία, Ισλανδία, Γροιλανδία, και σε μικρότερο βαθμό στην Εσθονία, Λετονία και Ουκρανία).
Η Δυναστεία των Καπετιδών (987 – 1328 μ.Χ.) , που διαδέχτηκε τους Καρολίδες στο θρόνο της Γαλλίας, αντιμετώπισε στην αρχή σοβαρά προβλήματα που οφείλονταν στην ενδυνάμωση των περιφερειακών φεουδαρχών, που οδήγησε σε σημαντική εξασθένιση του ρόλου του βασιλιά. Με την πάροδο όμως του χρόνου, χάρη στις καλές σχέσεις τους με τον Πάπα, και στις εξαιρετικές διοικητικές και διπλωματικές ικανότητες ηγεμόνων όπως ο Φίλιππος Β΄ Αύγουστος (1180 – 1223) και ο Λουδοβίκος Θ΄ ο Άγιος (1250 – 1270), οι Καπετίδες κατόρθωσαν να ισχυροποιήσουν την θέση τους και, μέχρι το 1270, να μετατρέψουν την Γαλλία σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης.
Ο τελευταίος μεγάλος Καπετίδης, ο Φίλιππος Δ΄ ο Ωραίος (1285 – 1314), αισθανόταν τόσο ισχυρός, ώστε δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί, με θριαμβευτική επιτυχία, με τον Πάπα Βονιφάτιο για μια σειρά από θέματα που αφορούσαν τον Γαλλικό κλήρο, με τελικό αποτέλεσμα την μεταφορά, το 1309, της ίδιας της έδρας του Πάπα σε Γαλλικό έδαφος στην Αβινιόν. Αξιοσημείωτο γεγονός της εποχής του είναι η έναρξη λειτουργίας του Γαλλικού Κοινοβουλίου το 1302, με συμμετοχή και της τάξης των αστών, που είχαν ήδη αναδειχθεί σε Τρίτη κοινωνική δύναμη μετά από τον κλήρο και τους ευγενείς.
Η Δυναστεία των Βαλουά (1328 – 1589), που προέκυψε από έναν παράπλευρο κλάδο της οικογένειας του Φίλιππου Δ’, αντιμετώπισε στην αρχή σοβαρές δυσκολίες από τις αξιώσεις που προέβαλε ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας για την διαδοχή του Γαλλικού θρόνου. Στον 100ετή πόλεμο που ξέσπασε (1339 – 1453) οι Γάλλοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση μετά από τρεις διαδοχικές ήττες στο Κρεσύ το 1346, στο Πουατιέ το 1356 και στο Αζινκούρ το 1415. Με τη ειρήνη της Τρουά (Troyes) του 1420 σχεδόν η μισή Γαλλία βρισκόταν στην κατοχή των Άγγλων και η υπόλοιπη μισή είχε παραχωρηθεί σε Άγγλους πρίγκιπες με υπόσχεση γάμου. Έξοδος από την κρίσιμη αυτή θέση έγινε δυνατή την εποχή που βασιλιάς της Γαλλίας ήταν ο Κάρολος Ζ΄ ο Νικηφόρος (1422 – 1461), χάρη στην Ιωάννα ντ’ Αρκ (1412 – 1431), η οποία, αφού έλυσε την πολιορκία της Ορλεάνης, σύντριψε το γόητρο των Άγγλων και τόνωσε τον πατριωτισμό των Γάλλων, σε βαθμό που κατάφεραν τελικά μέχρι το 1453 να διώξουν εντελώς τους Άγγλους από την Γαλλία (πλην του Καλαί).
Η βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΑ΄ (1461 – 1483) που ακολούθησε σηματοδοτεί την έξοδο της Γαλλίας από το Μεσαίωνα και την είσοδο στην εποχή της Αναγέννησης, που υπογραμμίζεται από πολλές εφευρέσεις (όπως της πυξίδας και της πυρίτιδας) και ανακαλύψεις (όπως της Αμερικής) μεγάλης σπουδαιότητας. Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίζονται από μια σειρά άκαρπων πολέμων στην Ιταλία και την Ισπανία, ενώ αμέσως μετά, την εποχή της βασιλείας του Καρόλου Θ΄ (1560 – 1574), σημειώθηκαν οκτώ θρησκευτικοί πόλεμοι κατά της Μεταρρύθμισης του Καλβίνου (1509 – 1564), που κατέληξαν στην σφαγή των Διαμαρτυρόμενων (Ουγενότων) κατά την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (1572), ενώ τον προηγούμενο χρόνο (1571) η καταστροφή της Τουρκικής αρμάδας στην Ναύπακτο, σε συνεργασία με τους Άγγλους, ήταν μια σημαντική επιτυχία που ανάκοψε την προέλαση των Τούρκων προς την Δύση.
Η Δυναστεία των Βουρβόνων (1589 – 1792) που βασίλεψε εν συνεχεία, οδήγησε την Γαλλία στο απόγειο της ισχύος της και τον Γαλλικό τρόπο ζωής σε μεγάλη αίγλη. Κατά την βασιλεία του Ερρίκου Δ΄ (1589 – 1610) η οικονομία της χώρας βελτιώθηκε, καθώς το εμπόριο, η γεωργία και η βιομηχανία σημείωσαν σημαντική πρόοδο. Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Λουδοβίκου ΙΓ΄ (1610 – 1643) αναδείχτηκε η φυσιογνωμία του καρδινάλιου Ρισελιέ ο οποίος από την θέση του υπουργού του βασιλιά (1624 – 1642), εργάστηκε για την εξόντωση των διαμαρτυρόμενων ως πολιτικού κόμματος, την ταπείνωση των ευγενών και την μείωση της δύναμης της Αυστρίας των Αψβούργων. Ο διάδοχός του Μαζαρίνος (1642 – 1661) δημιούργησε εχθροπάθειες που κατέληξαν στην επανάσταση της Σφενδόνης (1648 – 1653) που τέλειωσε με την πολιτική εξόντωση της μεσαίας αστικής τάξης που την προκάλεσε.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (1661 – 1715) που βασίλεψε ως απόλυτος μονάρχης επί 43 χρόνια, παρά τις άσκοπες και αναποτελεσματικές πολεμικές επιχειρήσεις του, οδήγησε την Γαλλία στον Κολοφώνα της δόξας της, υποστηρίζοντας τα γράμματα και τις τέχνες και προάγοντας το εμπόριο και την βιομηχανία, χάρη και στην επιτυχημένη οικονομική πολιτική του μερκαντιλισμού που εφάρμοσε ο υπουργός του Ζαν Μπαπτίστ Κολμπέρ.
Στην διάρκεια όμως της μακράς βασιλείας του διαδόχου του Λουδοβίκου ΙΕ΄ (1715 – 1774), που χαρακτηρίστηκε από τον διακοσμητισμό και την πολυτέλειά της, παρατηρήθηκαν τάσεις για σπατάλες, καταχρήσεις των προνομιούχων, διαφθορά της αυλής όπου κυριαρχούσαν οι ερωμένες του βασιλιά, και άσκοπους πολέμους (πόλεμος για την διαδοχή του Αυστριακού θρόνου 1740 – 1748, και 7ετής πόλεμος 1756 – 1763) που επιδείνωσαν σοβαρά την οικονομική κατάσταση της χώρας και προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στον λαό. Συνέπεια του 7ετούς πολέμου ήταν η απώλεια σημαντικών αποικιακών κτήσεων της Γαλλίας στον Καναδά, την Λουζιάνα, την Σενεγάλη και την Ινδία που στέρησε την Γαλλία από πολλές πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε στην διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ (1774 – 1792) κατά την οποία διαδόθηκε και στην Γαλλία η φιλελεύθερη ιδεολογία που αναπτύχθηκε μετά την Αμερικανική επανάσταση του 1776, για ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία δράσης και άντληση της κρατικής εξουσίας από την έγκριση των πολιτών. Υπό την επίδραση της ιδεολογίας αυτής και μέσα στο κλίμα γενικής δυσαρέσκειας του λαού, ξέσπασε το 1789 η Γαλλική Επανάσταση που κατέληξε τρία χρόνια μετά στην καρατόμηση του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της συζύγου του Μαρίας Αντουανέτας.
Η Α΄ Γαλλική Δημοκρατία (1792 – 1795) που ανακηρύχθηκε το 1792 και στην οποία ηγετικό ρόλο έπαιξαν κατά περιόδους ο Δαντών, ο Μαρά και ο Ροβεσπιέρος, που τελικά καρατομήθηκαν και αυτοί, είχε να αντιμετωπίσει την ενωμένη αντίδραση όλων των υπόλοιπων ολιγαρχικών κρατών της Ευρώπης (Αγγλία, Ολλανδία, Πρωσία, Αυστρία, Ισπανία, Ρωσία) που συνασπίσθηκαν εναντίον της . Από το 1795 μέχρι το 1799 η διακυβέρνηση της χώρας ανατέθηκε σε ένα Διευθυντήριο (1795 – 1799) πέντε επαναστατών, που υποχρεώθηκε να πολεμήσει εναντίον του συνασπισμού των Άγγλων και Αυστριακών στην Ιταλία και την Αίγυπτο. Κατά τους πολέμους αυτούς αναδείχτηκε η φυσιογνωμία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1769 – 1821), ο οποίος ως μέλος της Υπατείας, που κυβέρνησε την Γαλλία από το 1799 μέχρι το 1804, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει και πάλι τον συνασπισμό της Αγγλίας, Ρωσίας και Αυστρίας.
Μία από τις περισσότερο αξιοπρόσεκτες συνέπειες των πράγματι δραματικών εξελίξεων που ακολούθησαν την Γαλλική Επανάσταση είναι η επικράτηση επί 71 χρόνια μετά απ’ αυτήν απολυταρχικών καθεστώτων εντελώς αντίθετων με την ιδεολογία της ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας που την ενέπνευσε. Αφετηρία στις εξελίξεις αυτές ήταν η Α΄ Αυτοκρατορία (1804 – 1815) του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος ως αυτοκράτορας συγκρούστηκε πάλι με διάφορους συνασπισμούς των Ευρωπαϊκών κρατών, στην αρχή με επιτυχία (μάχες Αούστερλιτς και Ιένας) αλλά αργότερα (στην εκστρατεία της Ρωσίας και στην μάχη της Λειψίας) με αποτελέσματα δυσάρεστα για τον ίδιο και την Γαλλία, με τελική κατάληξη την ήττα του στο Βατερλό το 1815.
Την πτώση του Ναπολέοντα διαδέχτηκε η Παλινόρθωση των Βουρβόνων (1815 – 1848) με μια σειρά από τρεις βασιλιάδες που παρά τις προόδους, που σημειώθηκαν στο εμπόριο και την βιομηχανία και παρά την εκτέλεση σημαντικών έργων συγκοινωνιών και αξιοποίησης του φυσικού πλούτου, κυβέρνησαν αυταρχικά, καταργώντας το Κοινοβούλιο και την ελευθερία του τύπου και προσεταιριζόμενοι τα αντιδραστικότερα στοιχεία της χώρας, με αποτέλεσμα την ανατροπή τους μετά δύο επαναστάσεις, το 1830 και τελικά το 1848.
Η επανάσταση του 1848 οδήγησε στην ανακήρυξη της Β΄ Δημοκρατίας (1848 – 1852) στην οποία πρόεδρος εκλέχτηκε ο ανιψιός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη Λουδοβίκος Ναπολέων οποίος μετά από τρία χρόνια μετέτρεψε, μετά από δημοψήφισμα, το καθεστώς σε κληρονομική μοναρχία και έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα με το όνομα Ναπολέων Γ΄ (Β΄ Αυτοκρατορία 1852 –1870). Ο κοινωνικός όμως αναβρασμός από τις αντιθέσεις ανάμεσα στους παλιούς ευγενείς των επαρχιών, τους γαιοκτήμονες και τον κλήρο από την μια μεριά και τους αστούς τραπεζίτες και κεφαλαιούχους, αλλά και τους χωρικούς, τους εργάτες και τους μικροαστούς από την άλλη, γινόταν ολοένα οξύτερος. Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ο Ναπολέων Γ΄ έλαβε μέρος σε διάφορους πολέμους όπως στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853 –1856) εναντίον της Ρωσίας και στον πόλεμο της Ιταλικής ανεξαρτησίας εναντίον της Αυστρίας. Η εμπλοκή όμως σε πόλεμο εναντίον της Πρωσίας το 1870 ήταν καταστροφική για τον ίδιο και για την Γαλλία, που γνώρισε την μεγαλύτερη πολεμική ήττα της ιστορίας της.
Η Γ΄ Δημοκρατία (1870 –1946) που διαδέχθηκε το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄, μετά από επανάσταση, επιδόθηκε στην πολιτειακή και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Έχοντας τώρα αντιμέτωπο το ισχυρό πλέον νεοσύστατο Γερμανικό κράτος, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να στρέψει τις εδαφικές βλέψεις της σε αποικίες εκτός Ευρώπης (Αλγερία, Σενεγάλη, Τυνησία, Ινδοκίνα, Μαδαγασκάρη, Μαρόκο, και πολλές περιοχές στην κεντρική και δυτική Αφρική) προάγοντας έτσι την Γαλλία σε μία από τις μεγαλύτερες αποικιοκρατικές δυνάμεις του κόσμου (δεύτερη μετά την Βρετανία). Η πρόοδος σε όλους τους τομείς της ζωής κατά την περίοδο αυτή μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, ήταν εντυπωσιακή. Με την συνθήκη των Βερσαλλιών που σφράγισε τον Α΄ Πόλεμο, η Γαλλία ανέκτησε την Αλσατία και την Λοραίνη και αρκετές Γερμανικές αποικίες και διατήρησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου την ισχύ και την φήμη της ως υπερδύναμης. Μετά την εισβολή των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την απροσδόκητα εύκολη ολική κατάκτηση της Γαλλίας από τις Γερμανικές δυνάμεις, η αντίσταση κατά του στρατού κατοχής συνεχίστηκε στο εσωτερικό της χώρας από ανταρτικές ομάδες και στο εξωτερικό από τους στρατηγούς Ντε Γκωλ (De Gaulle) και Ζιρώ (Giraud), γεγονός που επέτρεψε στην Γαλλία μετά την λήξη του πολέμου, να περιλάβει τον εαυτό της στις νικήτριες δυνάμεις.
Κατά την διάρκεια της Δ΄ Δημοκρατίας (1946 – 1958) μετά τον πόλεμο, η Γαλλία επιδόθηκε, όπως όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες στο έργο της ανοικοδόμησης, που πραγματοποιήθηκε με γρήγορα βήματα, χάρη και στην οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ, που άρχισαν να κυριαρχούν στον Δυτικό Κόσμο. Στο διάστημα αυτό η Γαλλία ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ (το 1952) και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΚ το 1956), αλλά υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την αυτονομία σε μια σειρά αποικιακές κτήσεις της, όπως η Συρία, ο Λίβανος, η Ινδοκίνα μετά από μακρύ πόλεμο, η Τυνησία, το Μαρόκο και τελικά το 1962, μετά από αρκετές ταραχές και η Αλγερία, καθώς και όλες οι κτήσεις στην κεντρική και δυτική Αφρική.
Τέλος κατά την διάρκεια της Ε΄ Δημοκρατίας (1958 - σήμερα) που ανακηρύχθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 13ης Μαίου 1958, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, ως πρώτος πρόεδρος, αφού αντιμετώπισε τα πρώτα χρόνια το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, εργάστηκε για την σύσφιγξη των σχέσεων με την Γερμανία, στα πλαίσια της ΕΟΚ και για την κατά το δυνατόν απεξάρτηση της Γαλλίας από τον ασφυκτικό έλεγχο των ΗΠΑ. Η λαϊκή εξέγερση όμως του Μαίου του 1968, ανάγκασε τον Ντε Γκωλ να παραιτηθεί τον επόμενο χρόνο. Οι διάδοχοί του Πομπιντού (Pompidou), Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν (Giscard D’ Estaing) και Μιτεράν (Miterand) έδωσαν στην πολιτική τους Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, επιδιώκοντας την ενδυνάμωση της ΕΟΚ η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, 15 χώρες (ανάμεσα στις οποίες και το Ηνωμένο Βασίλειο) και αναδείχτηκε έτσι σε σημαντική παγκόσμια δύναμη.
Στον επισυναπτόμενο πίνακα παρέχεται μια μνημοτεχνική παρουσίαση της ιστορικής πορείας του Γαλλικού κράτους από την εποχή της δημιουργίας του μέχρι σήμερα.
Η μετά την Δυναστεία των Βαλουά ιστορία της Γαλλίας σκιαγραφείται συνοπτικά στην Επισκόπηση της Γαλλικής Ποίησης που ακολουθεί, σε συνδυασμό με την παρουσίαση των αντίστοιχων ποιητικών ρευμάτων και τάσεων.
Η Γαλλική Ποίηση, είναι αναμφισβήτητα από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες του κόσμου. Η πολιτική και οικονομική θέση της Γαλλίας και η εδαφική της εξάπλωση, ήδη από τον 17ο και 18ο αιώνα, αλλά και κατά την διάρκεια του 19ου και κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 20ου, ανέδειξαν τον Γαλλικό τρόπο ζωής και τις Γαλλικές συνήθειες, σε πρότυπα που επηρέασαν όλους τους λαούς του κόσμου και έφεραν την λογοτεχνία της στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε παγκόσμια κλίμακα. Για πολλά χρόνια το Παρίσι χαρακτηριζόταν πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου και η αίγλη του ως κέντρου καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών αναζητήσεων διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε άρχισε να παραχωρεί σταδιακά την θέση του στην Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες.
Η επισκόπηση που παρουσιάζεται στην μελέτη αυτή, αποβλέπει σε μία σύντομη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της Γαλλικής Ποίησης από τις απαρχές μέχρι τις μέρες μας.
Ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ταξινόμηση σε ενότητες και η διαίρεση σε χρονολογικές περιόδους που χρησιμοποιείται στο κείμενο που ακολουθεί, εξυπηρετεί καθαρά πρακτικές σκοπιμότητες παρουσίασης της ύλης και απλώς διευκολύνει την φιλολογική ανάλυση.
Η εθνική φυσιογνωμία του λαού της Γαλλίας άρχισε να διαμορφώνεται σχεδόν δύο αιώνες πριν από την οριστική αποχώρηση των Ρωμαίων κατακτητών, ήδη από τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. από τους αυτόχθονες Ιβηρικούς και Ινδοευρωπαϊκούς λαούς και τους μέτοικους Κελτικούς πληθυσμούς που εισήλθαν στα Γαλλικά εδάφη μέχρι το 350 π.Χ. μετά την ανάμιξή τους με Τευτονικούς ή Γοτθικούς / Γερμανικούς λαούς που εισέδυσαν στο Γαλλικό έδαφος σε τρία κύρια ρεύματα: Οι Φράγκοι από το 250 μ.Χ. οι Βησιγότθοι από το 400 μ.Χ. και οι Βίκινγκς από το 787 μ.Χ.
Η οργάνωση της ζωής σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν τυπικά μεσαιωνική, όμοια με την ζωή των υπόλοιπων λαών της Δυτικής Ευρώπης και με κύρια χαρακτηριστικά την φεουδαρχική δομή της κοινωνίας, την οικογεωργική αγροτική οικονομία που βασιζόταν στην μεγάλη ιδιοκτησία της γης, την μεγάλη ενίσχυση της ρωμαϊκής εκκλησίας και την έντονη διαίρεση της κοινωνίας σε ευγενείς φεουδάρχες – γαιοκτήμονες, κληρικούς και απλό λαό (δουλοπάροικοι γεωργοί και μικροβιοτέχνες).
Ο ιπποτισμός ήταν το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής, καθώς το ιδανικό του γενναίου και ευγενικού ιππότη ήταν το όνειρο των περισσότερων ευγενών νέων, ενώ η σχολαστικιστική προσήλωση στην ερμηνεία των αρχαίων κειμένων και η δεισιδαιμονία δεν διευκόλυναν καθόλου την κοινωνική εξέλιξη.
1.1. Η Πρώτη Μεσαιωνική Περίοδος (481 – 1328)
Η Γαλλική γλώσσα άρχισε να παίρνει την σημερινή της μορφή από τον 11ο αιώνα. Από τα χρόνια πριν το 1000 π.Χ. δεν υπάρχουν γνωστά ποιητικά ή άλλα κείμενα που θα μπορούσαν να παραλληλισθούν με έργα που εμφανίστηκαν την εποχή αυτή σε άλλες χώρες, όπως λ.χ. ο Κάιντμον (Caedmon ~ 650 μ.Χ.) στην Αγγλία.
Η πρώιμη Γαλλική γλώσσα διακρινόταν σε δύο τύπους, ανάλογα με την προφορά του καταφατικού μορίου «ναι» (στα Γαλλικά «oui»). Στην βόρεια Γαλλία μιλιόταν η «Γλώσσα του Όιλ» (Langue d’ oil), ενώ στην νότια Γαλλία η «Γλώσσα του Οκ» (Langue d’ Oc). Σε κάθε γλώσσα είχε δημιουργηθεί η δική της ποιητική παράδοση. Στην βόρεια Γαλλία επικρατούσε η τάση για μακροσκελή αφηγηματικά ποιήματα, ενώ στην νότια Γαλλία οι τροβαδούροι της Προβηγκίας έθεσαν τις βάσεις της λυρικής ποίησης που ακολούθησε.
1.1.1. Η Μεσαιωνική Ποίηση της Βόρειας Γαλλίας
Τα πρώτα έργα σε «Γλώσσα του Όιλ» είναι πολύστιχα Επικά Ιστορικά Ποιήματα (του είδους Chansons de Geste, όπου η λέξη «geste» έχει την έννοια του «ιστορικού γεγονότος») που γράφονταν για να υμνήσουν τοπικούς ή εθνικούς ήρωες και τραγουδιόνταν στα πανηγύρια και σε άλλες δημόσιες εκδηλώσεις από περιπλανώμενους ραψωδούς. Το πιο γνωστό από τα ποιήματα αυτά είναι το Άσμα του Ρολάνδου (Chanson de Roland, ~ 1080 μ.Χ. Ανώνυμου. Επικό Ιστορικό Μυθιστόρημα.), το οποίο με γλώσσα απλή και τραχιά και μορφή ξερή και άγρια, και με ίχνη γνήσιου πατριωτισμού, πίστης στον άρχοντα και γνήσιου θρησκευτικού αισθήματος, περιγράφει μία μάχη της οπισθοφυλακής του Καρλομάγνου εναντίον των Σαρακηνών κατά την επιστροφή του το 778 μ.Χ. από την Ισπανία, σε 291 στροφές που αποτελούνται συνολικά από περίπου 4000 δεκασύλλαβους στίχους.
Για ακροατές περισσότερο καλλιεργημένους και απαιτητικούς υπήρχαν τα Έμμετρα Μυθιστορήματα, τα οποία, βασισμένα τα περισσότερα σε Ελληνικούς ή Λατινικούς μύθους και γεγονότα, εξυμνούν τους έρωτες και τις περιπέτειες περιπλανώμενων ιπποτών, εξαίροντας την ευγένεια, την μεγαλοψυχία και την λεπτή ιπποτική συμπεριφορά. Αξιοσημείωτο από τα έργα αυτού του είδους είναι το Μυθιστόρημα της Τροίας (Roman de Troie.) του Μπενουά Ντε Σαιντ – Μωρ (Benoit de Sainte – Maure ~1170 μ.Χ.), εμπνευσμένο από τις διηγήσεις του Ομήρου, στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά λόγος για την ιστορία του Τρωίλου και της Βρισηίδας, που παρουσιάζεται στα έργα πολλών μεταγενέστερων ποιητών του Μεσαίωνα, εμφανίζοντας τους Τρώες ως ήρωες και τους Αχαιούς ως εισβολείς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του καταγόμενου από την Νορμανδία Αλέξανδρου του Παρισιού (Alexandre de Paris γνωστός και ως Alexandre de Bernay ~ 1150) που συνέθεσε ένα έμμετρο Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, από τα πρώτα που εξιστορούν σε Γαλλική γλώσσα την δράση και την ζωή του Μ. Αλεξάνδρου. Στο έργο γίνεται για πρώτη φορά χρήση του δωδεκασύλλαβου ιαμβικού εξάμετρου στίχου, σε αντίθεση με τον χρησιμοποιούμενο μέχρι τότε οκτασύλλαβο ιαμβικό τετράμετρο. Αυτός ο μετρικός τρόπος, με το όνομα Αλεξανδρινός, έγινε κλασικός στους επόμενους αιώνες, μέχρι και τα νεώτερα χρόνια, τόσο για την Γαλλική όσο και για την Γερμανική ποίηση, ενώ αντίθετα στην Αγγλική προτιμήθηκε ο δεκασύλλαβος ιαμβικός πεντάμετρος.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα Έμμετρα Μυθιστορήματα του Κύκλου της Βρετάνης (Romans Bretons) που κύριο θέμα έχουν την ιστορία του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης. Τα ποιήματα αυτά αποτελούν δημιουργήματα των Κελτικών πληθυσμών που μετοίκησαν στην Βρετάνη της Γαλλίας, μετά την εισβολή των Αγγλοσαξόνων στην Αγγλία περί το 600 π.Χ. αφού ο Αρθούρος θεωρείται σ’ αυτά ηγέτης των Κελτών της Βρετανίας στον αγώνα τους κατά των Αγγλοσαξόνων εισβολέων. Ο Κρετιέν ντε Τρουά, αυλικός ποιητής της Καμπανίας, ήταν ο πρώτος μεγάλος ποιητής που επεξεργάστηκε τους μύθους του Αρθούρου, οι οποίοι χάρη στο έργο του διαδόθηκαν εν συνεχεία με μεταφράσεις ή προσαρμογές στην Γερμανία και την Αγγλία. Εμπνευσμένος από τον Οβίδιο, αναμιγνύει τον ρεαλισμό με το θαύμα με γλώσσα καθαρή και με μουσική φροντίδα, υμνώντας τον έρωτα που απαιτεί να θεωρείται υπέρτατη αξία της ζωής, ενώ στο έργο του «Περσεβάλ» εμφανίζεται το θέμα του Άγιου Δισκοπότηρου και το πέρασμα από τον γήινο στον θείο έρωτα. Το έργο του συνοψίζει, κατά τον πληρέστερο τρόπο, όλη την ουσία του Μεσαιωνικού ιπποτισμού, καθώς γίνεται σ’ αυτό συνδυασμός παραδόσεων και θρύλων που προέρχονται από αρχαίους και μεσαιωνικούς μυθικούς κύκλους, όπως ο Τρωικός, ο Θηβαϊκός, του Αινεία, του Αλέξανδρου, του Καρλομάγνου και του Αρθούρου. Η επίδρασή του σε μεταγενέστερους ποιητές ήταν μεγάλη, μέχρι τις μέρες μας, και ιδιαίτερα στο έργο των Γερμανών ποιητών του Μεσαίωνα Βόλφραμ φον Έσενμπαχ και Χάρτμαν φον Άουε. (Chrétien de Troyes 1135 – 1190. Ποιητής στην πόλη Τρουά, στην αυλή της Κόμισσας Μαρίας της Καμπανίας. «Έρεκ και Ενίντ», «Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι», «Περσεβάλ ή η Ιστορία του Γκράαλ», «Λανσελότος»).
Σε αντίθεση με τα πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα των δύο προηγούμενων κατηγοριών, στα οποία ο λόγος ήταν άμεσος και συγκεκριμένος, αναπτύχθηκε ένα είδος Αλληγορικής Ποίησης, που βαθμιαία εξελίχτηκε σε έναν από τους κυρίαρχους τρόπους ποιητικής έκφρασης κατά το Μεσαίωνα. Αντιπροσωπευτικότερο προϊόν αυτού του είδους της ποίησης είναι το Μυθιστόρημα του Ρόδου (Roman de la Rose) που γράφτηκε σε δύο φάσεις, το πρώτο μέρος (4.669 στίχοι) περί το 1220 από τον Γκιγιόμ ντε Λορίς (Guillaume de Lorris -1235), και το δεύτερο μέρος (18.148 στίχοι) περί το 1277 από τον Ζαν Ντε Μενγκ (Jean de Meung ( - 1305).
Στο πρώτο μέρος που έγραψε ο Λορίς η αλληγορική ευγενική και κομψή αφήγηση χρησιμοποιείται συστηματικά και με επιδεξιότητα, και δίνεται έκφραση στα πιο λεπτά ιδεώδη του αριστοκρατικού έρωτα, που κατέληξε να συνέχει σε βαθμό ιδεοληπτικό τους ποιητές της εποχής εκείνης. Εξιστορούνται με έμπνευση ερωτική, αυλική, και με συστηματική χρήση μεταφορικής γλώσσας, οι περιπέτειές του ποιητή σε ένα θαυμαστό κήπο όπου μπήκε για να κόψει ένα τριαντάφυλλο (το αντικείμενο του έρωτά του). Αντίθετα στο δεύτερο μέρος που έγραψε ο Μευνγκ, επικρατεί η εγκυκλοπαιδική, σατιρική και ρεαλιστική λαϊκή σκέψη του Μεσαίωνα, γεμάτη από λόγους διδακτικής προδιάθεσης χωρίς ιδιαίτερη χάρη, Το ποίημα διαβάστηκε πολύ και άσκησε μεγάλη επίδραση σε σημαντικούς ποιητές όπως λ.χ. ο Άγγλος Τζέφρυ Τσώσερ (Geoffrey Chaucer 1340 – 1400).
Μια άλλη σημαντική κατηγορία ποιημάτων που καλλιεργήθηκε αυτή την περίοδο ήταν η Διδακτική Ποίηση που πήρε την μορφή Έμμετρων Παραμυθιών, με αφηγήσεις όπου πρωταγωνιστούν ζώα, στις οποίες παρωδούνται τα ήθη της φεουδαρχικής κοινωνίας. Πολύ δημοφιλές από την λαϊκή παράδοση αυτού του είδους ήταν το Μυθιστόρημα της Αλεπούς (Roman de Renart ~1200 μ.Χ.), μια συλλογή έμμετρων παραμυθιών, με σατιρική και παρωδική προδιάθεση, μιας μεγάλης ομάδας ζώων, λιονταριών, λύκων, αρκούδων, γάτων, κορακιών, οργανωμένων με τα πρότυπα της ανθρώπινης κοινωνίας, με κύριες μορφές μια αλεπού και ένα κόκορα και με σαφή καταγωγή από τον Αίσωπο.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και τα σύντομα λαϊκά ποιήματα, με πρόθεση κωμική, χλευαστική και ψυχογραφική, με χονδροειδή εκφραστική και με γλώσσα συχνά άσεμνη, που είναι γνωστά με το όνομα «Μικροί Μύθοι» (Fabliaux). Στις εξιστορήσεις τους διακωμωδείται, με ζωντάνια και κέφι, η καθημερινή ζωή με κύριους πρωταγωνιστές τον σύζυγο, την σύζυγο και τον ιερέα, που παρουσιάζονται σε ένα σύνολο αστείων περιπετειών και παθημάτων, αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο κόσμο άλλοτε δόλιο, υστερόβουλο, άπληστο και πανούργο και άλλοτε αφελή, εύθραυστο και γαλήνιο.
Κάπου ανάμεσα στις δύο προηγούμενες κατηγορίες των έμμετρων παραμυθιών και των Fabliaux βρίσκεται το έργο της αρχαιότερης γνωστής Γαλλίδας ποιήτριας, της Μαρί Ντε Φρανς, η οποία γεννήθηκε στην Κομπιένη (Compiegne, βόρεια του Παρισιού) αλλά έζησε στην Αγγλία. Μετάφρασε μύθους από τα Λατινικά, αλλά το έργο για το οποίο είναι κυρίως γνωστή είναι μια συλλογή ιστοριών με νεράιδες με τίτλο «Δώδεκα Λαϊκά της Βρετάνης» (Douze Lais Bretons), αφιερωμένη στον προστάτη της βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β’ Πλανταγενέτη. (Marie de France ~1150 μ.Χ. Γεννήθηκε στην Κομπιένη (Compiegne βόρεια του Παρισιού) αλλά έζησε στην Αγγλία, προστατευόμενη του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β’ Πλανταγενέτη. «Δώδεκα Λαϊκά της Βρετάνης» (Douze Lais Bretons),
Ένας από τους γνωστότερους επώνυμους ποιητές αυτής της περιόδου, που διακρίθηκαν στην συγγραφή Μικρών Μύθων ήταν ένας παριζιάνος τροβαδούρος, χαρακτηριστικός της πολυμέρειας του Μεσαίωνα, ο Ρϋτεμπέφ, ο οποίος ασχολήθηκε ταυτόχρονα σχεδόν με όλα τα είδη της ποίησης. Εκτός από fabliaux, εύθυμα και διασκεδαστικά, έγραψε με μεγάλη επιτυχία λυρικά αυτοβιογραφικά ποιήματα με προσωπικό τόνο, όπως ο Γάμος και το Παράπονο του Ρϋτεμπέφ, πολιτικά ποιήματα για την Β’ Σταυροφορία, φλογερά θρησκευτικά ποιήματα, δραματικούς ή ευτράπελους μονολόγους, βίους αγίων, όπως Η ζωή της Αγίας Ελισάβετ της Ουγγαρίας, μοιρολόγια, ελεγείες για τον θάνατο γνωστών προσωπικοτήτων, σατιρικά παράπονα, λόγους διδακτικούς και αλληγορικές περιγραφές. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τροβαδούρους της εποχής του, κύριο θέμα του δεν ήταν ο αριστοκρατικός έρωτας, αλλά η σατιρική επίκριση της αριστοκρατίας και του κλήρου και η εξεικόνιση της δυστυχίας της ζωής, με τις καθημερινές θλίψεις και τις διαψεύσεις των ελπίδων. (Rutebeuf 1230 – 1285. Τροβαδούρος ταπεινής καταγωγής από το Παρίσι. «Το Θαύμα του Θεόφιλου», δράμα).
1.1.2. Η Ποίηση των Τροβαδούρων της Νότιας Γαλλίας
Ενώ αυτή ήταν η κατάσταση στην Βόρεια Γαλλία, όπου κυριαρχούσε η αφηγηματική ποίηση σε «γλώσσα του όιλ», στην Νότια Γαλλία άνθιζε σε «γλώσσα του οκ» η λεπτεπίλεπτη και λεπτουργημένη λυρική ποίηση των τροβαδούρων της Προβηγκίας, που δημιούργησαν μια μεγάλη παράδοση η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τον τρόπο που έγραφαν οι ποιητές αλλά και τον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων κατά τους επόμενους αιώνες σε όλη την Ευρώπη από την Αγγλία μέχρι την Ιταλία και την Ισπανία. Κύριο θέμα τους ήταν ο εξιδανικευμένος, ευγενικός, μυστικιστικός και απόκοσμος έρωτας που διαμόρφωσε κανόνες ζωής και κώδικες ευγένειας για τις επόμενες γενιές, όπως για παράδειγμα το να σηκώνεται ένας άντρας όταν βλέπει μια γυναίκα. Ο αρχαιότερος γνωστός επώνυμα τροβαδούρος είναι ο Γουλιέλμος, Δούκας της Ακουιτανίας, ένας αριστοκράτης με βαθιά αγάπη για τις γυναίκες, τις απολαύσεις και την πολυτέλεια, ο οποίος επηρεασμένος από την φιλήδονη Αραβική ερωτική ποίηση της Ανδαλουσίας, έγραψε φλογερά αισθησιακά ερωτικά ποιήματα που αποκαλύπτουν το πάθος του για ζωή και την αντίδραση στην ασκητική τάση της εποχής του. (Guillaume Duc d’ Aquitaine 1071 – 1127. Δούκας της Ακουιτανίας και Κόμης του Πουατιέ. Τροβαδούρος).
Από το έργο της αρχαιότερης γνωστής γυναίκας – τροβαδούρου, της Μπεατρίξ ντε Βιενουά Κόμισα της Ντίε (Beatrix de Viennois Comtesse de Die 12ος αιώνας), όμορφης και ευγενικής κυρίας της εποχής, είναι γνωστά τέσσερα ποιήματα αφιερωμένα στον φίλο της τροβαδούρο Ρεμπώ της Οράγγης (Raimbaut d’ Orange). Η εκφραστική τόλμη της και η ελευθεριότητα στην παρουσίαση των αισθημάτων της προμηνύουν το ύφος της Λουίζ Λαμπέ.
Ο Ζοφρέ Ρϋντέλ (Jaufré Rudel 1113 – 1170) είναι από τους χαρακτηριστικότερους εκπρόσωπους των τροβαδούρων που εξύμνησαν τον ευγενικό απόμακρο, αφανέρωτο και ανανταπόδοτο έρωτα, με αντικείμενο μια εξιδανικευμένη μορφή γυναίκας που, από αντικειμενικές δυσκολίες, δεν ανταποκρίνεται στον έρωτα που διακηρύσσεται με τα ποιήματα. Αφηγήσεις του 13ου αιώνα αναφέρουν ότι η Κόμισσα Χοντιέρνα της Τρίπολης (1110 – 1164), σε μακρινή χώρα στην Μέση Ανατολή, είδε τον ποιητή να πεθαίνει, όταν εκείνος, έχοντας γίνει σταυροφόρος της Β΄ Σταυροφορίας για χάρη της, πήγε να την επισκεφτεί για να θαυμάσει από κοντά την διάσημη ομορφιά της. Το έργο του επηρέασε τον Γερμανό τροβαδούρο Βάλτερ φον ντερ Φογκελβάιντε και η ζωή του ενέπνευσε ένα θεατρικό έργο του Εδμόνδου Ροστάν.
Από τους πιο αξιαγάπητους τροβαδούρους, με κύριο θέμα τον ευγενικό ανανταπόδοτο έρωτα, ήταν και ο Μπερνάρ ντε Βανταντούρ (Bernard de Vantadour ~ 1130 – 1200), γιος αρτοποιού και προστατευόμενος του υποκόμη του Βανταντούρ και της συζύγου του.
Αντίθετα ο Μπερτράν ντε Μπορν (Bernard de Born 1150 – 1215), άρχοντας του Οτφόρ (Hautefort) στα σύνορα της Λιμουζέν, εκπροσωπεί την πολιτική έκφανση της ποίησης των τροβαδούρων, γεμάτη βίαιες σατιρικές αιχμές, καθώς ο ίδιος ήταν στρατευμένος με πάθος στις διενέξεις με τους γείτονες του Περιγκόρ της νότιας Γαλλίας, μετέχοντας σε όλους του πολέμους της περιοχής και υμνώντας συχνά στους στίχους τις χαρές της μάχης. Ο Δάντης τον μνημονεύει στην Κόλασή του και ο Αραγκόν στα Μάτια της Έλσας.
Ο Σατελαίν ντε Κουσύ (Chatelain de Coucy ~ 1150 - 1203) είναι τροβαδούρος τυπικός της Προβηγκιανής σχολής. Έλαβε μέρος στην Γ΄ και Δ΄ Σταυροφορία κατά την διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τον θρύλο της «φαγωμένης καρδιάς», καθώς ταυτίζεται με το πρόσωπο του εραστή μιας παντρεμένης γυναίκας που ο σύζυγος της έφαγε την καρδιά της όταν ανακάλυψε την απιστία.
Εντελώς αντίθετος με το ήθος και το πνεύμα των υπόλοιπων τροβαδούρων ο Μαρκαμπρέν (Marcabrun ~ 1200), που γεννήθηκε στην Γασκόνη, και δολοφονήθηκε από τους πυργοδεσπότες που επέκρινε στους στίχους του, άφησε πίσω του σαράντα ποιήματα που χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό και απροκάλυπτη εχθρότητα για τις γυναίκες, με ένα τρόπο που τον τοποθετεί στον αντίποδα της ευγενικής ερωτικής ποίησης των συγχρόνων του.
Ο Γκας Μπρϋλέ (Gace Brulé 1160 -1213) καταγόταν από την Καμπανία και ήταν προστατευόμενος του Γοδεφρείδου Γ΄ κόμη της Βρετάνης και προσωπικός φίλος και δάσκαλος του Τιμπώ (Thibault 1201 – 1253), κόμη της Καμπανίας και βασιλιά της Ναβάρας, με τον οποίο έγραφαν ποιήματα από κοινού. Τα τραγούδια του, που παρουσιάζουν τα τυπικά θέματα των τροβαδούρων, όπως η ερωτική απόγνωση, οι ερωτικές αντιζηλίες, η κυριευμένη από πόθο καρδιά των ερωτευμένων, τον έκαναν διάσημο, όσο ζούσε, σε όλη την Γαλλία.
Ο Κολέν Μϋζέ (Colin Muset ~ 1200), καταγόμενος από την Λοραίνη, ήταν ένας επαγγελματίας πλανόδιος τροβαδούρος στην Καμπανία και στο Αρτουά. Η έμπνευσή του είχε βάση ερωτική, αλλά ο τόνος του ενσωμάτωσε κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία καθημερινότητας, καθώς συχνά παρουσιάζει θέματα της οικογενειακής ζωής και των οικονομικών δυσχερειών της εποχής του. Το προσωνύμιο «Muset» δηλώνει πιθανώς τον εμπνευσμένο από την μούσα ή απλώς τον περιπλανώμενο (από το ρήμα muser που σημαίνει πλανιέμαι).
Ο 17ος Αιώνας που συμπίπτει με την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τους πρώτους βασιλιάδες της Δυναστείας των Βουρβόνων (Λουδοβίκος ΙΓ΄ και ΙΔ’), ήταν αιώνας πολιτικών ταραχών στον διεθνή χώρο, που οδήγησαν στον 30ετή πόλεμο με αποτέλεσμα την καταστροφή της Γερμανίας, μετά την οποία η Γαλλία απέκτησε ισχύ και αίγλη υπερδύναμης και ο Γαλλικός τρόπος ζωής, η νοοτροπία και η γλώσσα διαδόθηκαν στις εύπορες τάξεις όλης της Ευρώπης.
Στον τομέα της λογοτεχνίας έχει λεχθεί ότι με την έναρξη του 17ου αιώνα, η Γαλλική λογοτεχνία είχε να διαλέξει ανάμεσα στην ζωντάνια του Φρανσουά Ραμπελέ και στην τυπικότητα του Πιερ ντε Ρονσάρ --- και δυστυχώς διάλεξε τον Ρονσάρ. Κατά κάποιο τρόπο την επιλογή αυτή διευκόλυνε ο Φρανσουά ντε Μαλέρμπ που επέβαλε ως πρώτιστες αξίες της λογοτεχνίας την επιβλητικότητα, την μεγαλοπρέπεια και την αυτοσυγκράτηση της κλασικής αρχαιότητας. Η υπακοή σε αυστηρούς κανόνες γραφής έγινε πρωταρχικό καθήκον για οποιονδήποτε συγγραφέα. Είναι από την άποψη αυτή χαρακτηριστικό ότι το 1635 ιδρύθηκε η Γαλλική Ακαδημία, που αρχικά είχε κύριο στόχο τον έλεγχο της λογοτεχνικής παραγωγής και της γλωσσικής έκφρασης.
Παρόλα αυτά ο 17ος αιώνας ήταν μία από τις χρυσές εποχές της Γαλλικής Λογοτεχνίας και συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο της φήμης του Γαλλικού Πολιτισμού σε ζηλευτά ύψη. Ο Ρενέ Ντεκάρτ (René Descartes 1596 – 1650) και ο Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal 1623 – 1662) στην φιλοσοφία, ο Πιερ Κορνέιγ (Pierre Corneille 1606 – 1684), ο Ζαν Ρασίν (Jean Racine 1639 – 1699) και ο Μολιέρος (Molière 1622 – 1673) στο θέατρο, η Μαντάμ ντε Σεβινιέ (Madame de Sevigné 1626 – 1696), η Μαντάμ ντε Λα Φαγιέτ (Madame de La Fayette 1634 – 1693), ο Φρανσουά Φενελόν (François Fénélon 1651 – 1715), ο Ζαν ντε Λα Μπρϋγιέρ (Jean de La Bruyere 1645 – 1696) και ο Μπερνάρ ντε Φοντενέλ (Bernard de Fontenelle 1657 – 1757) σε διάφορα είδη του πεζού λόγου, ήταν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες της εποχής αυτής που χάρισαν στην Γαλλία αιώνια δόξα.
Ειδικότερα στην ποίηση επικράτησε ο αυστηρός φορμαλισμός, η υπεροχή του ορθού λόγου και ο σεβασμός προς τον αρχαίο κόσμο. Δόθηκε έμφαση στο στοχασμό, στην τήρηση των κανόνων της σύνθεσης, στην σαφήνεια και την λογική βάση της έκφρασης και κυριάρχησαν η μετριοπάθεια στην διατύπωση των αισθημάτων, η τάση για το μεγαλειώδες, η ηθικολογική και αισθητική αποστροφή προς τις ακρότητες και η υφολογική εκζήτηση.
Οι συνθήκες αυτές δεν ήταν οι καλύτερες για την καλλιέργεια της λυρικής ποίησης που θα έλεγε κανείς ότι πνίγηκε από τα δεσμά της, υποταγμένη σε αυστηρούς κανόνες με αντιλυρική τάση και δογματισμό.
Μια ομάδα ποιητών στο ξεκίνημα της περιόδου χαρακτηρίζονται ως «κομψευόμενοι» (poètes précieux), προσηλωμένοι άμεσα στις αρχές που καθόρισε ο Μαλέρμπ.
Απ’ αυτούς ο Ονορά ντε Ρακάν, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από την ίδρυσή της, διακρίθηκε περισσότερο για την ιδιορρυθμία του παρά για το ταλέντο του. Ο λόγος του, αν και λιγότερο πνευματώδης, έχει μια αφέλεια και μια μυσταγωγική διάθεση που προοιωνίζουν τον Λα Φονταίν. Με τόνο μελαγχολικό και εύκολη αμέλεια θρήνησε για την φυγή των πραγμάτων και την μηδαμινότητα του ανθρώπου. (Honorat de Bueil, marquis de Racan 1589 – 1670. Γεννήθηκε στην Τουραίν, υπήρξε ακόλουθος του Δούκα της Μπελγκάρντ και έγινε Μαρκήσιος του Ρακάν. «Άπαντα» 1857 («Ψαλμοί», «Ωδές», Στροφές»).
Ο Τεοφίλ ντε Βιώ, «ακόλαστος» διαμαρτυρόμενος, έζησε περιπετειώδη ζωή και πέθανε νέος. Έδειξε μια προτίμηση στην επιτηδευμένη υποκρισία και την παραδοξολογική αταξία του Ιταλού Τζαμπατίστα Μαρίνο (1569 – 1625) και του Ισπανού Λουίς δε Γκόγκορα (1561 – 1627), αλλά, παρά την εχθρότητα του Μαλέρμπ, οι σύγχρονοί του τον θαύμαζαν για τον αυθορμητισμό του, την ποικιλία των θεμάτων και των τρόπων του, την ανάλαφρη διάθεσή του και για την ανεξαρτησία και ελευθεριότητα της φωνής και της στάσης του στην ζωή. (Théophile de Viau 1590 – 1626. Διώχθηκε για την θρησκευτική ιδεολογία του και πέθανε εξόριστος. «Άπαντα» 1856).
Ο Μαρκ Αντουάν Σαιν Αμάν, έχοντας κάνει πολυάριθμα ταξίδια, συνδύασε στο έργο του ακούσματα από την Αγγλική, Ιταλική και Ισπανική ποίηση, αξιοποιώντας τις συνήθειες και των λαών που γνώρισε, σε ένα έργο που εγκαινιάζει για την Γαλλική Ποίηση το μπουρλέσκο ανάμικτο με μια πρώιμη νότα ρομαντισμού, και με μια έμπνευση πρωτότυπη και θερμή με ρεαλιστική ιδιοσυγκρασία και αίσθηση του τετριμμένου και του φανταστικού, που αποφεύγει την πνευματική επιτήδευση. (Marc Antoine Saint-Amant (1594 – 1661. Προστατευόμενος του Δούκα του Ρετζ και μετά του Κόμη του Αρκούρ. Ταξίδεψε σε διάφορες αποστολές στην Αγγλία και Πολωνία. «Άπαντα» 1855).
Τελευταίος από την ομάδα αυτή αξίζει να μνημονευθεί ο Τριστάν Λ΄ Ερμίτ (Tristan L’ Hermite 1601 – 1655) που, γοητευμένος από τα ποιμενικά ειδύλλια της εποχής του έδωσε ένα έργο ειλικρινές και ευχάριστο, με αρκετή χάρη και ειλικρίνεια, στο οποίο κυριαρχούν οι φανταστικές αφηγήσεις με ένα τόνο ταυτόχρονα μελαγχολικό και τρυφερό.
Η δεύτερη πεντηκονταετία του 17ου αιώνα ήταν η εποχή των μεγάλων δραματουργών, των οποίων το έργο αναγνωρίζεται ως γνήσια ποιητικό και αντισταθμίζει την ουσιαστική απουσία άλλου είδους ποιητών αυτή την περίοδο.
Απ’ αυτούς ο Πιερ Κορνέιγ, αφού ύμνησε τον ηρωισμό και τον έρωτα στον «Σιντ», τον πατριωτισμό στον «Οράτιο», την μεγαλοψυχία και την γενναιοδωρία στον «Κίννα» και την θρησκευτική πίστη στον «Πολύευκτο», έγραψε και ρωμαλέα, στέρεα και τρυφερά λυρικά ποιήματα, γεμάτα από υπερηφάνεια και ευγένεια, που όσο κι αν επισκιάζονται από τις τραγωδίες του, τον αναδεικνύουν και αυτά, όπως και τα θεατρικά έργα του, σε αρχιτέκτονα του ορθού λόγου που κυριάρχησε οριστικά στην εποχή του. (Pierre Corneille 1606 – 1684. Γεννήθηκε στην Ρουέν. Σπούδασε νομικά και αρχαίους κλασσικούς. «Σιντ» 1636, «Οράτιος» 1640, «Κίννας», «Πολύευκτος» 1641, «Ηράκλειος» 1646.
Ο Ζαν Ρασίν, επηρεασμένος από τον Ευριπίδη, στις τραγωδίες του «Ανδρομάχη», «Βρετανικός», «Μιθριδάτης» και «Φαίδρα» παρουσίασε τον άνθρωπο υποταγμένο στα πάθη του και επομένως υποχείριο της μοίρας του, σκιαγραφώντας χαρακτήρες που πέφτουν στην δυστυχία από κάποιο σφάλμα τους, χωρίς όμως να γίνονται αντιπαθητικοί. Στους «Πνευματικούς Ψαλμούς» (Cantiques Spirituels) έδειξε την ικανότητά του και στις λυρικές συνθέσεις, όμως η ποίηση είναι παρούσα σε κάθε λέξη και των θεατρικών στίχων του, γεμάτη ταυτόχρονα από μουσικότητα, παραφορά, οίστρο, μυστήριο, διαύγεια και εκφραστική μαγεία που αφήνουν να διαφαίνεται η ανθρώπινη αλήθεια με αντικειμενικότητα. (Jean Racine 1639 – 1699. Γεννήθηκε στην Καμπανία. Ορφανός από τεσσάρων ετών. Σπούδασε Ελληνική φιλολογία. «Ανδρομάχη» 1667, «Βρετανικός» 1669, «Μιθριδάτης» 1673, «Φαίδρα» 1677).
Όμως ο κυρίως ποιητής του 17ου αιώνα για την Γαλλία είναι ο Ζαν ντε Λα Φονταίν, ο μόνος που διασώθηκε από την ξηρασία που επέβαλλε ο δογματισμός του Νεοκλασικισμού. Προικισμένος με μεγάλη ευχέρεια και δεξιοτεχνία λόγου, εκτός από τους περίφημους «Μύθους» (Fables) που είναι εμπνευσμένοι από τον Αίσωπο και ουσιαστικά συνεχίζουν την παράδοση του «Μυθιστορήματος της Αλεπούς» σχηματίζοντας ένα ψηφιδωτό της Γαλλικής κοινωνίας, έγραψε και ελεγείες και μυθολογικά ποιήματα κατά το πρότυπο του Τερέντιου και του Οβίδιου, καθώς και αφηγηματικά ποιήματα κατά το πρότυπο του Βοκκάκιου και του Αριόστο σε ρέοντες στίχους όπου θίγει θέματα της σύγχρονής του πολιτικής και θρησκευτικής κατάστασης, για να αναδείξει μέσα από αυτά τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, με ακρίβεια παρατήρησης, ψυχική ευγένεια, ψυχολογική διορατικότητα και γνώση των ανθρώπινων παθών. (Jean de La Fontaine 1621 – 1695. Γεννήθηκε στην Καμπανία. Σπούδασε Ελληνική και Λατινική φιλολογία και νομικά. Διαδέχτηκε τον πατέρα του ως επιθεωρητής δασών. «Μύθοι» 1668, 1678, 1679, 1694. «Άπαντα» 1883).
Ο κατά δεκατέσσερα χρόνια νεότερός του Νικολά Μπουαλώ υπήρξε ο αρχιεπίσκοπος του Νεοκλασικισμού, θαυμαστής των αρχών του Μαλέρμπ τις οποίες προώθησε περαιτέρω με το γνωστό έμμετρο έργο του «Η Τέχνη της Ποίησης» (L’ Art Poétique), «υποτάσσοντας την μούσα στους κανόνες του καθήκοντος» και θέτοντας την αλχημεία των λέξεων στην υπηρεσία του ορθού λόγου, που ανάγεται σε πρώτιστη αξία της ποίησης ακολουθούμενη από την επιμελημένη επεξεργασία της έκφρασης και την ισορροπημένη άρθρωση του στίχου, χωρίς να απαρνείται την σπουδαιότητα του ταλέντου και της προσωπικότητας του δημιουργού. Αν και από το έργο του απουσιάζει η μουσικότητα και το μυστήριο, ως ποιητής, στις σάτιρες, τις επιστολές και τα κωμικά έπη του, επηρεασμένα από τον Οράτιο και τον Ιουβενάλη, ξαφνιάζει πολλές φορές με τις χυμώδεις αφηγήσεις του και με ορισμένες έκτακτες εμπνεύσεις του γεμάτες από μυστήριο και λυτρωτική αποκαλυπτικότητα, που αντιστρατεύεται τις ίδιες τις αρχές του. (Nicolas Boileau 1636 – 1711. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Σπούδασε θεολογία και νομική. Ιστοριογράφος του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’. «Σάτιρες» 1660 - 1711, «Επιστολές» 1669-1695, «Έργα» 1674 - 1718).
5.2.3. Ο Συμβολικός Παρνασσισμός του Μπωντλέρ
Ο μέγιστος όμως ποιητής της περιόδου αυτής, με τεράστια επίδραση στις εξελίξεις του ποιητικού λόγου σε παγκόσμιο επίπεδο, ήταν ο Σαρλ Μπωντλέρ. Νιώθοντας ο ίδιος στενή συγγένεια με τον Αμερικανό ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε (Edgar Allan Poe 1809 – 1849), κληρονομώντας πολλά από τους ρομαντικούς που προηγήθηκαν, και έχοντας πολλά κοινά σημεία με τους σύγχρονούς του Παρνασσιστές τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την καθαρότητα των μορφών και των λέξεων, έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη ψυχή, δημιουργώντας μια ενδοσκοπική ποίηση που αναζητεί το θεό χωρίς θρησκεία και επιδιώκει να ανακαλύψει σε κάθε εκδήλωση της ζωής το αληθινό νόημα, χρησιμοποιώντας τον συμβολισμό των εικόνων του και την μουσική υποβολή. Οικοδόμησε έτσι για τον άνθρωπο ένα νέο είδος αυτεπίγνωσης, αναφερόμενης στο σύνολο της προσωπικότητας, χωρίς δόγματα ξεπερνώντας τις ηθικές ή οποιεσδήποτε άλλες διακρίσεις και με παραδοχή του κακού ως αξίας ίσης σπουδαιότητας με το καλό. Δημιούργησε τελικά ένα μίγμα διαλεκτικής του ονείρου, φλογερού ιδεαλισμού και συχνά δυσώδους αισθησιασμού γεμάτο μεταφυσική αγωνία, που προκύπτει από την συνειδητοποίηση της διττής υπόστασης του ανθρώπου, ο οποίος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, έχοντας ως μοναδική παρηγοριά την ομορφιά και μόνη διέξοδο τον θάνατο. Το έργο του χαιρετίστηκε από νεότερους ποιητές όπως ο Πωλ Βερλαίν και ο Στεφάν Μαλλαρμέ και είχε αυξανόμενη απήχηση μετά τον θάνατό του, σε βαθμό που αναγνωρίζεται σήμερα ως η βάση και η αφετηρία της ποίησης του 20ου αιώνα. (Charles Baudelaire 1821 – 1867. Γιος ζωγράφου, γεννήθηκε και έζησε στο Παρίσι. Ορφάνεψε από μικρός και έζησε βασιζόμενος στην πατρική περιουσία του. «Τα Άνθη του Κακού» 1857, «Μικρά Ποιήματα σε πρόζα» 1866).
5.3. Ο Νεορομαντισμός (1879 – 1918)
Μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας το 1870 η Γαλλία ακολούθησε μια σταθερά ανοδική πορεία και, παρά την ήττα της στον πόλεμο με την Γερμανία το 1870, διατήρησε την θέση της στον διεθνή χώρο σε υψηλά επίπεδα, πράγμα που επέτρεψε την αποικιακή εξάπλωσή της σε βαθμό συγκρίσιμο με την Μεγ. Βρετανία. Σε αντιστοιχία με την πολιτική κατάσταση ο Γαλλικός πολιτισμός διατήρησε αμείωτη την φήμη του και συνέχισε να δεσπόζει σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το γενικότερο πολιτιστικό κλίμα της εποχής, επηρεάστηκε από δύο ιδεολογήματα που είχαν εμφανιστεί ήδη από την προηγούμενη περίοδο. Το πρώτο προέρχεται από τον Αλφρέ ντε Μϋσέ, ο οποίος είχε μιλήσει πρώτος για την «ασθένεια του αιώνα» (mal du siècle), αναφερόμενος στην νοσηρή ψυχολογία των νέων μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, που δημιούργησε ένα αίσθημα κενού και έλλειψης πίστης. Το δεύτερο οφείλεται στον Σαρλ Μπωντλέρ και αναφέρεται ως «κακοθυμία» συνοδευόμενη από μια φαινομενικά αναίτια μελαγχολική διάθεση που αφήνει ένα κατάλοιπο ανίας και πλήξης («spleen»). Αυτές οι δύο ψυχικές διαθέσεις συνδυασμένες με μία κοσμοπολίτικη τάση, που ενισχύθηκε από τα ταξίδια στις εξωτικές περιοχές των νέων αποικιών και της Ανατολής, καθώς και με μια μποέμικη αντίληψη για φτωχική και ανέμελη ζωή με ατημέλητη εμφάνιση, κυριάρχησαν απόλυτα την περίοδο αυτή στην Γαλλία και δημιούργησαν κυριολεκτικά μία μόδα που επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και περιγράφεται συνολικά με τον όρο «παρακμισμός» (décadence).
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, μέσα σε ένα ρεύμα αναβίωσης του Ρομαντισμού, γεννήθηκε στην Γαλλική Ποίηση το κίνημα του Συμβολισμού επηρεασμένο άμεσα από τον Μπωντλέρ, και από την ζωγραφική τεχνική του εμπρεσιονισμού που προσπάθησε να αποτυπώσει την ρευστή κατάσταση της κινητικής όψης των πραγμάτων, αλλά και από την φιλοσοφική αντίδραση του Μπεργκσόν στον ορθολογικό δογματισμό, και κρατώντας από τους Παρνασσιστές τουλάχιστον την τάση για μορφική τελειότητα. Στα στοιχεία αυτά οι Συμβολιστές πρόσθεσαν την απαίτηση για βελτίωση της μουσικής ποιότητας του στίχου και παράλληλα για αντικατάσταση της άμεσα περιγραφικής καθαρότητας με μία θολή και ακαθόριστη διάθεση υποβολής με χρήση συμβολικών χαρακτηρισμών που λειτουργούν ως υποκατάστατο του παρουσιαζόμενου αντικειμένου.
Στην ίδια αυτή περίοδο η πεζογραφία σημείωνε επίσης μια στροφή προς νέες πειραματικές κατευθύνσεις, αντίθετες προς τις αντιλήψεις του θετικισμού και της εμπειριοκρατίας, που υποβοηθήθηκε από το έργο φιλοσόφων όπως ο Ανρί Μπεργκσόν (1859 – 1941) και ο Αλαίν Σαρτιέ (1868 – 1941). Ο Ανατόλ Φρανς (1844 – 1924), ο Μωρίς Μπαρέ (1862 – 1923), ο Ρομαίν Ρολάν (1866 – 1944), ο Αντρέ Ζιντ (1869 – 1951), ο Μαρσέλ Προυστ (1871 – 1922), ο Ροζέ Μαρτέν ντϋ Γκαρ (1881 – 1958) και ο Φρανσουά Μωριάκ (1885 – 1970) ήταν οι σημαντικότεροι πεζογράφοι των επόμενων δεκαετιών.
5.3.2. Η δεύτερη γενιά των Συμβολιστών του 1880
Στην δεύτερη γενιά των συμβολιστών, στην οποία εμφανίστηκαν τα πρώτα εμφανή συμπτώματα του παρακμισμού, μέσα από μια σχεδόν νευρασθενική ποίηση αμφισβήτησης, αλλά και με συνδυασμό τάσεων νεοκλασικών και φαντασμαγορικών, μπορούν να ενταχθούν ποιητές που γεννήθηκαν στην δεκαετία του 1850. Απ’ αυτούς ο Αρτΰρ Ρεμπώ, μολονότι σταμάτησε να γράφει ποιήματα από την ηλικία των 19 ετών, έδωσε ένα έργο μοναδικό στην ιστορία της ποίησης, επιδιώκοντας με την προφητική εικονοκλαστική φωνή του να αποδιοργανώσει εσκεμμένα και να αναδιατάξει όλες τις αισθήσεις, δοκιμάζοντας όλες τις γεύσεις της ζωής και της φύσης, χρησιμοποιώντας μια εκθαμβωτική συμπαράταξη εικόνων και μεταφορών με εκπληκτική δεξιοτεχνία λόγου και με απρόβλεπτη προβολή ανατρεπτικών αναρχικών συνθημάτων όπως λ.χ. τα πασίγνωστα «η ηθική είναι η αδυναμία του μυαλού» και «εγώ είναι ένας άλλος». Υψιπετής μεγαλοφυία, μυστικιστής που φλεγόταν από την έξαρση του κήρυκα και του μάρτυρα, με ένα εκστατικό και παραισθητικό περίπλοκο ύφος, συνδύασε την μαγεία των εμπρεσιονιστών με την γοητεία των μυστικιστών προκαλώντας επανάσταση στον ποιητικό λόγο. Η σπάνια συνύπαρξη στο έργο του τεχνικής ποιότητας, γλωσσικής πληρότητας και λογοτεχνικής ωριμότητας παράλληλα με την αναζωογονητικά «παιδική θέαση» του κόσμου, τον ανέδειξε σε έναν από τους οξυδερκέστερους ερμηνευτές της πολυπλοκότητας της σύγχρονης ζωής, που επηρέασε αποφασιστικά την εξέλιξη του ποιητικού φαινομένου τις επόμενες δεκαετίες. (Arthur Rimbaud 1854 – 1891. Γιος στρατιωτικού, γεννήθηκε στην Σαρλβίλ (κοντά στα Βελγικά σύνορα). Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Βερλαίν και ταξίδεψε μαζί του στο Βέλγιο και την Αγγλία. Τελικά έφυγε για την Αιθιοπία όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Πέθανε κατά τον ακρωτηριασμό του δεξιού ποδιού του που παρουσίασε οίδημα. «Μια Εποχή στην Κόλαση» 1873, «Εκλάμψεις» 1875, «Άπαντα» 1895).
Ο Εμίλ Βεραρέν, επονομαζόμενος και Βέλγος Ουόλτ Ουίτμαν, ψάλτης του σύγχρονου κόσμου, παρουσίασε μία άλλη όψη του συμβολισμού συνδυάζοντάς τον με τον ωμό ρεαλισμό της ζωής των μεγαλουπόλεων καθώς και με ένα είδος επικού τεχνολογικού – βιομηχανικού μυστικισμού. Στα έργο του, επηρεασμένο και από το ενδιαφέρον του για τον σοσιαλισμό, ύμνησε τα τοπία της πατρίδας του που εγκαταλείπονται στο έλεος της εκβιομηχάνισης, ταυτόχρονα όμως δοξολόγησε με οπτιμιστικό οίστρο, εφάμιλλο πράγματι του Ουίτμαν, την ανθρώπινη ενέργεια και δημιουργικότητα του σύγχρονου τεχνοκρατικού πολιτισμού, αναζητώντας την έμπνευσή του μέσα στην βαριά κατήφεια των εργοστασίων, των λιμανιών και των εργατικών συνοικιών. (Emile Verhaeren 1855 – 1916. Βέλγος. Σπούδασε νομικά στις Βρυξέλες. Πέθανε σε σιδηροδρομικό ατύχημα στην Ρουέν. «Οι Φλαμανδοί» 1883, «Οι Μοναχοί» 1886, «Τα Απογεύματα» 1887, «Οι Θορυβώδεις Δυνάμεις» 1902, «Η Πολλαπλή Λάμψη» 1900, «Όλη η Φλάνδρα» 1907).
Ο Ελληνικής καταγωγής Ζαν Μορεάς, ιδρυτής της λεγόμενης Ρωμανικής Σχολής (Ecole Romane), προσπάθησε να συνδυάσει στο έργο του τον Συμβολισμό με τον Νεοκλασικισμό, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη φροντίδα στην καθαρότητα της γλώσσας και στην στιλπνότητα των στίχων, σε σύντομα ποιήματα καθαρού λυρισμού που χαρακτηρίζονται από γαλατική αβρότητα και κάποιο είδος αριστοκρατικής κομψότητας συνδυασμένης με ένα τόνο μελαγχολίας. Οι στίχοι του εκφράζουν ένα πικρό ρομαντικό αίσθημα μοναξιάς μπροστά στην ροή της νιότης και το πλησίασμα του θανάτου, εξωτερικεύοντας μιαν ενδόμυχη δυσθυμία. (Jean Moréas, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος 1856 – 1910. Έλληνας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1878. «Σύρτες» 1884, «Ο Περιπαθής Προσκυνητής» 1891, «Στροφές» 1899 – 1905).
Ο Ζϋλ Λαφόργκ, γεννημένος επίσης στην Ουρουγουάη και πρόωρα χαμένος όπως ο Λωτρεαμόν σε ηλικία 27 ετών, κατατρυχόμενος από την έμμονη ιδέα να είναι πρωτότυπος, πρόλαβε στην σύντομη ζωή του να δημιουργήσει ένα έργο που αναγνωρίζεται ως πρωταρχικής σπουδαιότητας, αφού η επίδρασή του στην διαμόρφωση του ύφους των Έζρα Πάουντ και Τ. Σ. Έλιοτ ήταν καταλυτική. Τα ποιήματά του, από τα πρώτα στα οποία χρησιμοποιήθηκε ελεύθερος στίχος, διατρέχονται από μία ιδιαίτερη δόνηση, που προκύπτει από το μελαγχολικό, πικρό και ιδιότροπο χιούμορ του και την αυτοσαρκαστική ειρωνεία του. Μυστικός πεσιμιστής, προσπάθησε να κοιτάξει το περαστικό θέαμα της ζωής με το χαμόγελο στα χείλη, πεπεισμένος για την ματαιότητα των πάντων, μέσα από κοσμικούς οραματισμούς, σαρκαστικές θεωρίες, παράπονα και αγωνίες χρωματισμένες με σκωπτικό πνεύμα. (Jules Laforgue 1860 – 1887. Γεννήθηκε το Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης. Το 1873 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Έζησε για λίγο στο Βερολίνο. Πέθανε νέος από φθίση. «Παράπονα» 1885, «Μίμηση της Παναγίας Σελήνης» 1886, «Τελευταίοι Στίχοι» 1890, «Θρυλικές Ηθικότητες» 1887).
Στην δεύτερη γενιά ανήκει και ο Ανρί ντε Ρενιέ που ξεκίνησε ως παρνασσιστής επηρεασμένος από τον Ερεντιά, και κατέληξε πρίγκιπας του συμβολισμού, επηρεασμένος άμεσα από τον Βερλαίν, δίνοντας συνολικά ένα έργο αριστοκρατικής ψυχοσύνθεσης, ραφινάτο και γεμάτο ομιχλώδεις αποχρώσεις που δεν έχουν τίποτε βαρύτιμο να δείξουν αλλά ούτε και να κρύψουν, εκτός από ψυχολογικά τοπία και σκέψεις που κινούνται σε μια ατμόσφαιρα ονείρου. Εμπνέεται από το παρελθόν (αρχαία πάρκα, πηγές, κρήνες, κυπαρίσσια, ρόδα) αναδίνοντας μια αίσθηση κατανόησης της υλικής υπόστασης των πραγμάτων και θλίψης για την φθαρτότητά τους. (Henri de Régnier 1864 – 1936. Γεννήθηκε στην Ονφλέρ στην Νορμανδία. «Οι Επόμενες Μέρες» 1885, «Ποιήματα αρχαία και μυθικά» 1888, «Σαν σε Όνειρο» 1892).
5.3.3. Η τρίτη γενιά των Συμβολιστών του 1890
Στην τρίτη γενιά των Συμβολιστών, που εμφάνισε μια φυσιολατρική – νατουριστική τάση με χρήση φωτεινότερων συμβόλων, μπορούν να ενταχθούν ποιητές που γεννήθηκαν στην δεκαετία του 1860 και παρουσίασαν έργα τους στην δεκαετία του 1890.
Ο Βέλγος Μαξ Ελσκάμπ έψαλε στα ποιήματά του την καθημερινή ζωή και τις λαϊκές παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας του (Αμβέρσα), αναζητώντας την ομορφιά που είναι διασκορπισμένη στην απλοϊκή και ρηχή καθημερινότητα και φωτίζοντας με θρησκευτικό αίσθημα τις ποικίλες πτυχές της ατομικής συμπεριφοράς. (Max Elskamp 1862 – 1931. Βέλγος. Γεννήθηκε στην Αμβέρσα. «Το Εγκώμιο της Ζωής» 1892, «Χρωματισμοί» 1898, «Τραγούδι της Οδού Σαιν Πωλ» 1928).
Ο επίσης Βέλγος Μωρίς Μαιτερλίνκ, γεννημένος στην Φλάνδρα, διακρίθηκε στο ποιητικό δράμα και αναδείχτηκε σημαντική φυσιογνωμία του θεάτρου της περιόδου του Συμβολισμού. Το έργο του «Πηλέας και Μελισσάνθη» 1892 μελοποιήθηκε από τον φίλο του Κλωντ Ντεμπϋσύ το 1902 και ο ίδιος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1911. Στον τομέα της λυρικής ποίησης οι μεταφυσικές ιδεοληπτικές προκαταλήψεις του τον οδήγησαν σε μία συνεχή διερεύνηση της έννοιας της ζωής και των υποσχέσεων για το επέκεινα. Έδωσε μια ποίηση αγωνίας και φόβου μπρος στο μυστήριο και το άγνωστο του κόσμου, εκφράζοντας μια μυστηριώδη θλίψη για την καθημερινή τραγωδία του σύμπαντος.. (Maurice Maeterlinck 1862 – 1949. Βέλγος. Βραβείο Νόμπελ 1911. Γεννήθηκε στην Γάνδη και πέθανε στην Νις. «Ζεστά Θερμοκήπια» 1889, «Δώδεκα Τραγούδια» 1897).
Ο Πωλ – Ζαν Τουλέ ήταν ο αρχηγέτης του κλάδου που ξεπήδησε από τον Συμβολισμό και ονομάστηκε «Σχολή των Φαντασιστών» (Ecole Fantaisiste). Το έργο του δημοσιεύτηκε το 1921 μετά τον θάνατό του και έγινε η βάση πάνω στην οποία πάτησαν οι φανταιζίστες ποιητές του Μεσοπολέμου (Φρανσίς Καρκό, Τριστάν Κλινγκσόρ, Ροζέ Αλλάρ), Διαπνέεται από ένα ρίγος τρυφερής ειρωνείας και φτερωτής σκοτεινής ευαισθησίας και από εκθαμβωτική στιχουργική τελειότητα. (Paul – Jean Toulet 1867 – 1920. Γεννήθηκε στην Πω. Έζησε για λίγο στο νησί του Μαυρίκιου και τελικά στο Παρίσι. Μυθιστοριογράφος. «Αντιρίμες» 1921).
Ο Φρανσίς Ζαμ, επηρεασμένος και από την φιλία του με τον Αντρέ Ζιντ, προσπάθησε να συνταιριάσει τον συμβολισμό με τον νατουραλισμό, κηρύσσοντας, με ένα τόνο θρησκευτικό, την επιστροφή στην φύση και στα μικρά καθημερινά γεγονότα της ζωής. Η στιχουργία του έχει μια φρεσκάδα, καθώς από τις παραδοσιακές φόρμες πέρασε σε μία προσωδία βασισμένη σε ποικιλίες λαϊκών ρυθμών, η οποία σε συνδυασμό με την απλότητα των θεμάτων του έκανε βαθιά εντύπωση. Περιγράφει με εσκεμμένη αφέλεια, απλότητα και φρεσκάδα φυσικά τοπία και σκηνές της εξοχής όπου ζούσε, ενώ η αφοσίωσή του στην Καθολική εκκλησία του ενέπνευσε προσευχές όπου ομολογείται η πίστη του στα χριστιανικά ιδεώδη. (Francis Jammes 1868 – 1938. Γεννήθηκε στην Τουρναί στα Πυρηναία. Εργάσθηκε ως υπάλληλος συμβολαιογραφείου. «Από το Αγγελικό της Αυγής στο Αγγελικό της Εσπέρας» 1898, «Το Πένθος των Ανοίξεων» 1901, «Ο Θρίαμβος της Ζωής» 1902).
Ο Πωλ Κλωντέλ, διπλωμάτης, πρέσβης της Γαλλίας στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Γερμανία, οικουμενικός ταξιδευτής, γνωστός και για τα θεατρικά του έργα, επηρεασμένος από τον Μαλλαρμέ και κυρίως από τον Ρεμπώ, είναι ένας από τους σημαντικότερους θρησκευτικούς καθολικούς ποιητές της Γαλλίας. Το ποιητικό έργο του, συγκροτημένο σε μορφή γιγάντιας προσευχής που υμνεί την απεραντοσύνη και την ποικιλία του στερεώματος ως τεκμηρίου της παρουσίας του Θεού, παρουσιάζει μια θεοκεντρική αντίληψη του σύμπαντος και μία μονολιθική πίστη στο θείο, χρησιμοποιώντας ελεύθερη λειτουργική στιχουργική μορφή προσωπικής έμπνευσης («verset claudelien») που αποσκοπεί στην αναπαραγωγή του φυσικού ρυθμού της ανθρώπινης ανάσας, και μεταχειριζόμενος λέξεις της καθημερινής ομιλίας που δεν έχουν όμως ποτέ την ίδια σημασία. Ο λυρικός και δραματικός συμβολισμός του, πλήρης από ομολογίες καθολικής πίστης, παρουσιάζει μεγάλη ευρύτητα που συνδυάζει αισθησιασμό, ματεριαλισμό και πανθεϊσμό στην υπηρεσία μιας ορμητικής σκέψης στραμμένης αποκλειστικά στο υπέρτατο ον, με γνώση, βεβαιότητα και ευφορία, που οικοδομούν μια εσωτερική μεταφυσική. (Paul Claudel 1868 – 1955. Γιος υποθηκοφύλακα, γεννήθηκε στην Βιλνέβ. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Πρόξενος στην Κίνα και πρεσβευτής στην Γερμανία. Θεατρικά: «Χρυσό Κεφάλι» 1889, «Η Πόλη» 1893, «Η Ανταλλαγή» 1893, «Χωρισμός του Μεσημεριού» 1906, Ποιητικά: «Πέντε Μεγάλες Ωδές» 1910, «Δύο Ποιήματα του Καλοκαιριού» 1914, «Φύλλα Αγίων» 1925).
Ο νεοσυμβολιστής Αντρέ Σπιρ θεωρείται ανανεωτής της ουσίας και της μορφής του συμβολισμού, αφού ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησαν τον ελεύθερο στίχο, αναμιγνύοντας με επιστημονική επιμέλεια θέματα ρωμαλέας βιβλικής έμπνευσης με απλά γεγονότα της καθημερινής ζωής, και αντλώντας από την ποίηση ευχαρίστηση ανάλογη με αυτή που προσφέρει η μυϊκή προσπάθεια. (André Spire 1868 – 1966. «Η Τωρινή Πόλη» 1903, «Κι Εσείς Γελάτε» 1905, «Ιουδαϊκά Ποιήματα» 1906, «Ποιήματα του Λίγηρα» 1929, «Ποιήματα Από Εκεί Κάτω» 1944).
Ο Ζεάν Ρικτΰς, αυθεντικός εκφραστής του μποέμικου πνεύματος της εποχής του, έγραψε σε λαϊκή ιδιωματική γλώσσα ποιήματα αναρχικής έμπνευσης και ιδεολογίας , που παρουσίαζε στα καμπαρέ του Παρισιού. Ο εκφραστικός τρόπος του επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους λογοτέχνες και ιδιαίτερα τον Σελίν (Louis-Ferdinand Céline 1894 – 1961). (Jehan Rictus 1867 – 1933, ψευδώνυμο του Gabriel Randon. Γεννήθηκε στην περιοχή του Πα ντε Καλαί και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Άσκησε διάφορα περιστασιακά επαγγέλματα και κατά περιόδους έζησε άστεγος στους δρόμους του Παρισιού. «Μονόλογοι του φτωχού» 1897, Παράπονα» 1900, «Λαϊκή καρδιά» 1914).
5.3.4. Η τέταρτη γενιά των Συμβολιστών του 1900
Στην τέταρτη γενιά των Συμβολιστών, που παρουσίασε μια στροφή προς εξερευνήσεις περισσότερο πνευματοποιημένες και διανοητικές, μπορούν να ταξινομηθούν ποιητές που γεννήθηκαν στην δεκαετία του 1870 και παρουσίασαν έργα τους στην δεκαετία του 1900. Ήδη όμως το πνεύμα και το περιεχόμενο αλλά και η αισθητική του Συμβολισμού είχαν διαφοροποιηθεί αρκετά σε σχέση με το ξεκίνημά του, καθώς νέες τάσεις εμπλούτισαν τον κεντρικό κορμό μπολιάζοντάς τον με νέες ιδέες,
Ο Πωλ Βαλερύ άμεσα επηρεασμένος και ουσιαστικά απόγονος και κληρονόμος του Στεφάν Μαλλαρμέ, αλλά και των Παρνασσιστών, συνέχισε την προσπάθεια του δασκάλου του, συνδυάζοντάς την με την φιλοσοφία του Ανρί Μπεργκσόν (1859 – 1941) και την ουμανιστική σκέψη του Αλαίν (Εμίλ Σαρτιέ 1868 – 1951) και δημιούργησε μια νέα κατεύθυνση προς ένα Συμβολισμό των λέξεων, που ονομάστηκε «Καθαρή Ποίηση». Αφοσιώθηκε στην μελέτη των λειτουργικών σχέσεων του πνεύματος σε καθαρή κατάσταση, και έδωσε μια ποίηση προμελετημένη, φιλοσοφική και μαθηματική, χωρίς αυθορμητισμό, με σκοπό την σύλληψη του μηχανισμού της διάνοιας με την ευκαιρία μεγάλων προβλημάτων κλεισμένων σε επιλεγμένα σύμβολα, αναζητώντας την τεχνική τελειότητα και την γαλήνη της αρχαίας Ελλάδας και προκαλώντας συγκίνηση με την χάρη των εικόνων του και την μελωδία του στίχου του. Στόχος του ήταν να επιτύχει την μέγιστη δυνατή οικονομία και καθαρότητα του ποιητικού λόγου, περιορίζοντας τις λέξεις των ποιημάτων στις απόλυτα αναγκαίες, εξοστρακίζοντας όσες είχαν σχέση με την ταπεινή καθημερινή πραγματικότητα και αναδεικνύοντας για κάθε λέξη το βαθύτερο μήνυμά της που εμπεριέχεται στο φωτοστέφανο που κουβαλάει μαζί της, μέσα από τους αιώνες με την διαδοχική χρήση της σε μια ποικίλη σειρά από θέματα. Με τον τρόπο αυτό επιδίωξε να δημιουργήσει ένα μαγευτικό εκφραστικό πλαίσιο, που διακοσμήθηκε περαιτέρω σε βαθμό στιλπνότητας με επίμονη κατεργασία της μορφής και της μουσικής ποιότητας του στίχου. Το έργο του θαυμάστηκε ιδιαίτερα την περίοδο του Μεσοπολέμου και δημιούργησε την βάση στην οποία πάτησαν τα νέα ρεύματα του Υπερρεαλισμού. (Paul Valéry 1871 – 1945. Γεννήθηκε στην Σεβ και σπούδασε στο Μονπελιέ (στην Νότια Γαλλία). Εργάστηκε ως υπάλληλος στο Υπουργείο Πολέμου. «Λεύκωμα Παλιών Ποιημάτων» 1920, «Η Μικρή Μοίρα» 1917, «Μαγείες» 1922, και πεζά «Εισαγωγή στην μέθοδο του Λ. Ντα Βίντσι» 1895, «Ένα Απόγευμα με το κ. Τεστ» 1896, «Ευπαλινός» 1923, «Ποικιλίες» 1924 – 1944).
Ο Πωλ Φορ έγραψε, χωρίς φόβο επανάληψης του εαυτού του, μια μεγάλη σειρά (περίπου τριάντα τόμους) από λυρικές μπαλάντες, στις οποίες έδινε πάντα την μορφή ρυθμικής πρόζας ακόμα και όταν υπήρχε ομοιοκαταληξία ή εσωτερικές συνηχήσεις. Η συνθετική του ευχέρεια ήταν εκπληκτική, φιλοτεχνούσε στίχους «με τον τρόπο που μια μηλιά παράγει μήλα», με φυσικότητα και απλότητα, με χάρη, φρεσκάδα και λεπτή αιθέρια ιδεαλιστική ευαισθησία. Ο συμβολισμός, περισσότερο διανοητικός σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, παρουσιάζεται στο έργο του μετεξελιγμένος σε φυσιολατρικό εμπρεσιονισμό, καθώς βασίζεται στην επίδραση των εντυπώσεων που δημιουργούν οι φευγαλέες αλλά απόλυτα καθαρές εικόνες του. (Paul Fort 1872 – 1960. Γεννήθηκε στην Ρενς. Από μικρός πήγε στο Παρίσι όπου ασχολήθηκε με το θέατρο. «Γαλλικές Μπαλάντες» 1896).
Ο Σαρλ Πεγκύ, σοσιαλιστής, θερμός καθολικός και εθνικιστής, πρόωρα χαμένος στην πρώτη μάχη του Μάρνη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, συνδυάζει στο έργο του την θερμή αν και κάπως ανορθόδοξη χριστιανική πίστη με τον σοσιαλισμό και τον αγνό πατριωτισμό, χωρίς να χάνει ποτέ την επαφή με την γήινη πραγματικότητα. Άνθρωπος με απόλυτη ανεξαρτησία πνεύματος και γνώμης, και με μεγάλη ενεργητικότητα, σε βαθμό βιαιότητας, αναμίχθηκε με την καθημερινή πολιτική πραγματικότητα του καιρού του, διοχετεύοντας στα ποιήματά του έναν ισχυρό παλμό ραψωδικής πνοής, με φλογερή απλοϊκότητα και αυθόρμητο συμβολισμό ιδεών, που ανάγουν την καταγωγή τους στα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια. Η ποίησή του, συγκρητική και εφευρετική στην δημιουργία εκφράσεων, εικόνων και συμβόλων, συνδυάζει την υποταγή στα θρησκευτικά μυστήρια και την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τον σεβασμό των παραδόσεων και την λατρεία της ελευθερίας, την πίστη στην κλασική αρχαιότητα και τον αγώνα για την εξύψωση της Γαλλίας, με ευαισθησία και κυρίως με ζωντάνια που εμπνέει. (Charles Péguy 1873 – 1914. Γεννήθηκε στην Ορλεάνη. Ορφανός από πατέρα σπούδασε με υποτροφία στο τοπικό λύκειο. Σκοτώθηκε στην μάχη του Μάρνη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Το Μυστήριο της Φιλανθρωπίας της Ιωάννας Ντ’ Αρκ» 1910, «Ο Νάρθηκας της Δέκατης Αρετής» 1911, «Ο Τάπητας της Παναγίας των Παρισίων» 1913, «Εύα» 1913).
Ο Λεόν – Πωλ Φαργκ, ποιητής της μυστικής λύπης και της φανερής χαράς, πρίγκιπας των σκοτεινών και φωτεινών χρωμάτων και των Παρισινών στιγμιότυπων, έκλεισε στους στίχους του την ατμόσφαιρα της πόλης και των περιχώρων της. Κινήθηκε ακριβώς στα όρια του συμβολισμού, πάνω στην διαχωριστική γραμμή που οδηγεί προς τα νεότερα ρεύματα που είχαν το έργο του για πρότυπο. Είτε έγραψε ποιητική πρόζα είτε καλλίγραμμες ελεγείες είτε πολεμικές θρηνωδίες, το έργο του περιέχει τα πρώτα σπέρματα ταυτόχρονα του Ντανταϊσμού, χάρη στην ασύνδετη αντιπαράθεση εικόνων, του Κυβισμού, χάρη στην στρέβλωση και παραμόρφωση των λέξεων και του Υπερρεαλισμού χάρη στην σαγήνη των ονείρων που παρουσιάζουν οι στίχοι του. Οι νεωτερισμοί του αυτοί τον ανέδειξαν στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας που οδήγησε στις εξελίξεις της νεότερης ποίησης. (Léon – Paul Fargue 1876 – 1947. Γεννήθηκε στο Παρίσι. «Ποιήματα» 1912, «Για την μουσική» 1914, «Κατά το Παρίσι» 1932, «Ο Πεζοπόρος του Παρισιού» 1932, «Υψηλή Μοναξιά» 1941).
Σε αναλογία με τον Λεόν – Πωλ Φαργκ, ο Μαξ Ζακόμπ, στενός φίλος του Πικάσο, του Απολλιναίρ και του Σαλμόν, διαμόρφωσε στις εμπνεύσεις του ένα αμάλγαμα Εβραϊκών, Βρετανικών, Παριζιάνικων και Καθολικών στοιχείων, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει τον Θεό μέσα από την ποίηση. Με την εικονοκλαστική οπτική του υπήρξε ένας από τους πρόδρομους του Κυβισμού και του Υπερρεαλισμού. (Max Jacob 1876 – 1944. Έζησε στο Παρίσι από το 1901. Φίλος των Πικάσο και Απολλιναίρ. «Άγιος Ματορέλ» 1912, «Η Σάλπιγγα από Ζάρια» 1917, «Ο Φανερόγαμος» 1918, «Το Κιναιμάτωμα» 1920, «Ο Βασιλιάς της Βοιωτίας» 1921, «Το Κεντρικό Εργαστήριο» 1921. «Μπαλάντες» 1938, «Τελευταία Ποιήματα» 1945).
Ο Γαλλόφωνος Λιθουανός Οσκάρ Βλαντισλά ντε Λϋμπίζ – Μιλόζ, με μια βορινή, μυστικιστική, τρομώδη και απόκρυφη ιδιοσυγκρασία, δημιούργησε ένα έργο μουσικό και μελαγχολικό, με μια μαγευτική σκοτεινότητα εσωτερικής ταραχής, που κύρια στοιχεία έχει μια μεταφυσική απελπισία και μια οντολογική απάθεια, συνδυασμένα με έναν ουσιαστικό συμπαντικό μυστικισμό, ερμηνευμένο με βιβλική στωικότητα μέσα στις βασικές κατευθύνσεις του συμβολισμού, ανάμικτου με ρεαλισμό μπλεγμένο στον κόσμο του υποσυνείδητου και των αναμνήσεων. Ο απόηχος της ποίησής του είχε ολοένα αυξανόμενη επίδραση μετά τον θάνατό του. (Oscar Vladislas de Lubicz – Milosz 1877 – 1939. Λιθουανός. Από αριστοκρατική οικογένεια πήγε στο Παρίσι για σπουδές. Ταξίδεψε σε όλη της Ευρώπη. «Το Ποίημα της Παρακμής» 1899, «Οι Επτά Μοναξιές» 1906, «Τα Στοιχεία» 1911, «Ποιήματα» 1926).
Η αναφορά σε δύο ελάσσονες ποιητές δικαιούται μια θέση στο τέλος του κεφαλαίου αυτού. Απ’ αυτούς η Άννα ντε Νοάιγ, παρά τις τεχνικές ατέλειες του έργου της, χαιρετίστηκε ως ο θηλυκός διάδοχος του Βικτόρ Ουγκώ, χάρη στην ζωντάνια της έμπνευσής της και την ευχέρεια της γραφής της, που αναδεικνύουν τον αισθησιακό ερωτισμό της και την αγάπη της για την φύση. Ύμνησε την ζωή με βακχική θέρμη και μέθη, αναδιφώντας όλες τις μορφές της ηδονής, με πληθωρικό ενθουσιασμό που μετασχηματίζεται σε πανθεϊστικό αίσθημα του κόσμου. (Anna de Noailles 1876 – 1933. Γεννήθηκε στο Παρίσι. «Η Αναρίθμητη Καρδιά» 1901, «Η Σκιά των Ημερών» 1902, «Τα Θάμβη» 1907, «Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί» 1913. «Οι Αιώνιες Δυνάμεις» 1923. «Το Ποίημα της Αγάπης» 1925). Ο Τριστάν Κλινγκσόρ, από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο, αναφέρθηκε ήδη ως ένας από τους εκπρόσωπους της δεύτερης γενιάς των φανταιζιστών, με ιδιαίτερη ικανότητα σε μια αφήγηση βαρδικής πνοής, που διακρίνεται για το ειρωνικό πνεύμα της και την πλανόδια αφέλεια των τρόπων της, (Tristan Klingsor 1874 – 1966. Γεννήθηκε στην Λα Σαπέλ (Ουάζ). «Λεύκωμα» 1955, «Πουλί στον Ώμο» 1964).
Ο 20ος Αιώνας ήταν εποχή αλματικής ανάπτυξης της τεχνολογίας που διαφοροποίησε την ζωή των ανθρώπων με ραγδαίο ρυθμό. Οι τεχνικές ευκολίες διαδέχονταν η μία την άλλη με καταιγιστική ταχύτητα: Ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο στο πρώτο μισό του Αιώνα και οι διάφορες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, οι πύραυλοι και δορυφόροι, η τηλεόραση, τα γραμμόφωνα, τα φορητά ραδιόφωνα, τα κασετόφωνα, τα βίντεο και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές στο δεύτερο μισό του Αιώνα, με τις διάφορες παραλλαγές, τις τελειοποιήσεις και την αυξανόμενη διάδοσή τους, δημιούργησαν μια εκπληκτική και πρωτοφανή τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε την μορφή του κόσμου.
Η επανάσταση αυτή δεν ήταν η μοναδική του 20ου Αιώνα. Η Οκτωβριανή επανάσταση στην Ρωσία, τελική κατάληξη της τεράστιας βιομηχανικής επανάστασης του προηγούμενου αιώνα που συνεχίστηκε με ιδιαίτερη ένταση και στον 20ο, άλλαξε πράγματι το ρεύμα της ιστορίας δημιουργώντας την ελπίδα για μια κοινωνία βασισμένη σε διαφορετικό οικονομικό καθεστώς και προκαλώντας στο δεύτερο μισό του Αιώνα διαίρεση του κόσμου σε δύο ανταγωνιζόμενα στρατόπεδα. Η φεμινιστική επανάσταση των δεκαετιών του 1940 – 50 διαφοροποίησε ριζικά την θέση της γυναίκας στον κόσμο, ενώ η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1970 που την ακολούθησε απελευθέρωσε την δυτική κοινωνία από τις τελευταίες προκαταλήψεις της. Παράλληλα διάφορα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό των υπαρξιστών, των Μπήτνικ και των χίπις κλόνισαν σοβαρά τις ηθικές αξίες του προηγούμενου Αιώνα, που είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν θεαματικά μετά τις φοβερές καταστροφές σε έμψυχο και άψυχο υλικό που προκάλεσαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι στο πρώτο μισό του Αιώνα, και τις δραματικές επιπτώσεις που είχαν στην ψυχολογία των ανθρώπων.
Η ζωή έμοιαζε να γίνεται φαινομενικά ολοένα και περισσότερο άνετη, στην πραγματικότητα όμως η εντατικοποίηση της παραγωγής με τους εξοντωτικούς ρυθμούς της, σε συνδυασμό με την συσσώρευση του πληθυσμού σε μεγαλουπόλεις με νέο πολεοδομικό σχεδιασμό, φόρτισε τον ψυχισμό των ατόμων με άγχος και καταναλωτικό πνεύμα και δημιούργησε νέα δυσεπίλυτα δομικά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικά, οικολογικά, πολιτικά, οικογενειακά, εργασιακά, υγιεινολογικά κλπ).
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση η ποίηση αναζήτησε καταφύγιο σε εξωλογικές λύσεις απελευθερώνοντας το υποσυνείδητο και τις συνειρμικές του λειτουργίες. Αποτέλεσμα των λύσεων αυτών ήταν να διαμορφωθεί ένα ιδιαίτερο εκφραστικό ποιητικό ιδίωμα λίγο – πολύ κοινό σε όλες τις χώρες του κόσμου, το οποίο είναι πλήρως καταληπτό μόνο από την κλειστή μειονότητα των ανθρώπων που ασχολούνται με την ποίηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αλματώδη ανάπτυξη νέων μορφών μαζικής επικοινωνίας όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, έκανε την ποίηση να φαίνεται απομονωμένη και ερμητική περισσότερο από όσο φαινόταν προς το τέλος του περασμένου Αιώνα.
Ο προσφορότερος γενικός χαρακτηρισμός που μπορεί να δοθεί για την ποίηση του 20ου Αιώνα είναι αυτός που περιέχεται στον όρο Υπερρεαλισμός, μολονότι ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε κυριολεκτικά για τον προσδιορισμό της Γαλλικής Ποίησης του μεσοπολέμου. Μπορεί κανείς να διακρίνει και εδώ τρεις υποπεριόδους: Την υποπερίοδο του Ριζοσπαστικού Υπερρεαλισμού (1918 – 1950), την υποπερίοδο του Νεορεαλισμού ή Νεορεαλιστικού Υπερρεαλισμού (1950 – 1970) και την υποπερίοδο του Μετεξελιγμένου Νεορεαλισμού (1970 – 2000).
Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα κατάρρευσης όλων των μέχρι τότε παραδεκτών αξιών, στα πρώτα χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ευρωπαϊκή Ποίηση κυριαρχήθηκε από ένα γενικό αίτημα ανανέωσης της μορφής και της ουσίας της, που βρισκόταν σε πλήρη ανταπόκριση με την ανάγκη για αναθεώρηση των βασικών αρχών του δυτικού πολιτισμού που φαινόταν αναπόφευκτη μετά την κατακρήμνιση του ψυχισμού των ανθρώπων και την γενική ανασφάλεια που προκάλεσε ο πόλεμος.
Αποτέλεσμα της ανανεωτικής αυτής τάσης ήταν η εμφάνιση σε όλο το δυτικό κόσμο μιας πληθώρας από ριζοσπαστικά ποιητικά κινήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο και των οποίων κύριο διακηρυγμένο δόγμα ήταν η αντίθεση προς την παραδοσιακή ποίηση του προηγούμενου αιώνα και η ανατροπή των αισθητικών θεωριών της.
Με αυτή την προοπτική παρουσιάστηκαν ο Ντανταϊσμός, ο Κυβισμός, ο Γαλλικός Υπερρεαλισμός, ο Ρωσικός και ο Ιταλικός Φουτουρισμός, ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο Νοτιοαμερικάνικος Ουλτραϊσμός και ο Βραζιλιάνικος Μοντερνισμός. Το αντίστοιχο κίνημα στην Αγγλόφωνη Ποίηση ονομάστηκε Εικονισμός (Imagism) και βασικούς πρωτεργάτες είχε μια ομάδα Άγγλων και Αμερικανών ποιητών με επικεφαλής τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Έζρα Πάουντ, τον Ντ. Χ. Λόρενς, τον Τζέημς Τζόυς και την Μάριαν Μουρ.
Κοινή βάση όλων αυτών των κινημάτων ήταν η απελευθέρωση της ποίησης από κάθε μορφικό και συντακτικό σχήμα και η αναζήτηση της έμπνευσης σε εξωλογικές περιοχές. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η διαμόρφωση μιας ποιητικής τεχνικής της οποίας κυρίαρχο δομικό στοιχείο ήταν οι αιχμηρές και αιφνιδιαστικές εικόνες και τα στιγμιότυπα που συνδέονταν μεταξύ τους με συνειρμό και με υποσυνείδητες αιτιατές σχέσεις, ενώ από μορφική άποψη επικράτησε πλήρως ο ελεύθερος στίχος.
6.1.1. Η Γενιά της Δεκαετίας του 1920
6.1.1.1. Οι Υπερρεαλιστές της Γενιάς του 1920
Στόχος του Γαλλικού Υπερρεαλισμού, που αναπτύχθηκε στον απόηχο των θεωριών του Φρόιντ για το υποσυνείδητο, ήταν η ολόπλευρη αποδέσμευση του ανθρώπινου πνεύματος, με την δημιουργία ενός εκρηκτικού μίγματος αναρχίας και μυστικισμού, εμπνευσμένου από την φύση χωρίς φωτογραφική αναπαράστασή της και η αντίδραση στις συμβάσεις και τις παραδόσεις του κοινωνικού βίου με ειρωνεία, σαρκασμό και χιούμορ.
Ένας από τους πρωτοπόρους των εξελίξεων που σημειώθηκαν στα χρόνια του μεσοπολέμου ήταν ο Ρουμανικής καταγωγής Τριστάν Τζαρά, ιδρυτής το 1916 του βραχύβιου μηδενιστικού κινήματος του Ντανταϊσμού, που κύριο σκοπό είχε την κατεδάφιση όλων των αξιών του παραδοσιακού ποιητικού λόγου, καταλύοντας κάθε ίχνος λογικής σχέσης των λέξεων μέσα στις προτάσεις και των προτάσεων μέσα στις φράσεις. Με την πάροδο του χρόνου η εκφραστική του ομαλοποιήθηκε, καθώς, μετά την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, η αρχική επαναστατικότητα έδωσε την θέση της σε μια απλή επανάσταση που επεδίωκε να εκφράσει την λυρική αγωνία της ψυχής του εγκλωβισμένης ανάμεσα στην αντίδραση και την κατάπληξη για την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. (Tristan Tzara 1896 – 1963. Ρουμάνος. Γεννήθηκε στο Μοϊνέστι της Ρουμανίας. Μετοίκησε στο Παρίσι το 1919. «Η Πρώτη Ουράνια Περιπέτεια του κ. Αντιπυρίν» 1916, «Εικοσιπέντε Ποιήματα» 1918, «Ημερολογιακός Κινηματογράφος της Αφηρημένης Καρδιάς» 1920, «Ο Κατά Προσέγγιση Άνθρωπος» 1931, «Κερδισμένα Μεσημέρια» 1939, «Το Σημάδι της Ζωής» 1946, «Γη πάνω στην Γη» 1946, «Μιλώντας Μόνος» 1950, «Η Εσωτερική Όψη» 1953).
Μια από τις κυρίαρχες φυσιογνωμίες της Γαλλικής Ποίησης στην περίοδο αυτή ήταν ο Αντρέ Μπρετόν, φίλος του Απολλιναίρ, συνεπαρμένος από το έργο των Μαλλαρμέ, Ρεμπώ και Λωτρεαμόν, υπέρμαχος του Ντανταϊσμού στο αρχικό του στάδιο και θεωρητικός απολογητής του Υπερρεαλισμού στην ζωγραφική, Εκπροσωπώντας όλους τους Υπερρεαλιστές της εποχής του, δημοσίευσε τρία σημαντικά μανιφέστα του Υπερρεαλισμού (το 1924, 1930 και 1934), στα οποία επιχείρησε να συνδέσει τις βασικές αρχές του κινήματος με τις θεωρίες του Φρόιντ για την ψυχανάλυση και τον ρόλο του υποσυνείδητου, απαρνούμενος κάθε είδος ελέγχου, ακόμη και αυτού που προκύπτει από την Μαρξιστική σκέψη. Η ακραία και πρωτογενής ιδέα του Υπερρεαλισμού για αυτόματη γραφή, σε κατάσταση βιωμένου ονείρου, έτσι ώστε να απελευθερώνεται και να βγαίνει στην επιφάνεια ο λανθάνων κόσμος του υποσυνείδητου, χωρίς καμιά φροντίδα για διατύπωση φράσεων, εικόνων ή σκέψεων με λογικό ειρμό και συνοχή, αναπτύσσεται στα μανιφέστα του ως βασική αρχή της ομάδας. Στα πρώτα ποιήματά του προσπάθησε να εφαρμόσει την τεχνική της αυτόματης γραφής και μολονότι, με την πάροδο του χρόνου η επαναστατικότητά του ξεθύμανε, έμεινε στην ιστορία ως ο συνεπέστερος εκπρόσωπος του μεταφυσικού, αναρχικού, μυστικιστικού υπερρεαλισμού που απελευθέρωσε τις θεμελιώδεις δυνάμεις της ζωής που βασίζονται στην βούληση και την επιθυμία. (André Breton 1896 – 1966. Γεννήθηκε στην Ορν. Σπούδασε ψυχιατρική στο Παρίσι, Υπηρέτησε ως ψυχίατρος και στους δύο Παγκόσμιους Πόλεμους. Στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ξενιτεύτηκε στις ΗΠΑ και την Αϊτή. «Το Όρος του Πετιέ» 1919, «Λάμψη της Γης» 1923, «Χαμένα Βήματα» 1924, «Μαγνητικά Πεδία» 1921, «Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού Α΄, Β΄, Γ΄» 1924, 1929, 1942, «Συγκοινωνούντα Βάζα» 1932, «Άπαντα» 1977.
Στο ξεκίνημά του ο Πωλ Ελϋάρ ήταν από τους ιδρυτές και πιστούς ακόλουθους του Ντανταϊσμού και του Υπερρεαλισμού, του οποίου μετάλλαξε ελαφρά την τεχνική, βασιζόμενος κυρίως στην προβολή ενός καταιγισμού μιας πληθώρας καθαρών και εκτυφλωτικών εικόνων εστιασμένων γύρω από μια κεντρική ιδέα, που αρχικά είχε σχέση με το σκοτεινό ή φωτεινό εσωτερικό της ψυχής του ανθρώπου και κυρίως με τον έρωτα, που βρήκε στο πρόσωπό του ένας από τους λαμπρότερους υμνητές. Με την πάροδο του χρόνου άρχισε να διαφοροποιείται από τις θεμελιακές αρχές του Υπερρεαλισμού διαμορφώνοντας την αντίληψη ότι ο ποιητής, στην προσπάθειά του να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με το όνειρο ή με την δράση, πρέπει να εμπνέει μάλλον παρά να εμπνέεται, Τα ουμανιστικών προδιαγραφών ποιήματά της δεύτερης αυτής περιόδου, κατά την οποία ο Ελϋάρ είχε αποδεχτεί τον ρόλο ενός ποιητή στρατευμένου εναντίον όλων των καταστάσεων που νοθεύουν την εμπειρία των ανθρώπων και απειλούν την ευτυχία τους, κάλυψαν θέματα πολιτικού και κοινωνικού προσανατολισμού, όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, η Γερμανική κατοχή και η αντίσταση του Γαλλικού λαού, οι αγώνες του Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου υπήρξε μέλος, καθώς και η πλημμύρα των γεγονότων της καθημερινής ζωής. (Paul Eluard 1895 – 1952. Ψευδώνυμο του Eugène Grindel. Γεννήθηκε στο Σαιν Ντενί. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Έμεινε άρρωστος σε σανατόριο από το 1912 μέχρι το 1915. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο υγειονομικό σώμα και στο πεζικό. «Πεθαίνοντας απ’ το να μην πεθαίνεις» 1924, «Η Πρωτεύουσα του Πόνου» 1925, «Η Άμεση Ζωή» 1932, «Τα Γόνιμα Μάτια» 1936, «Ποίηση και Αλήθεια» 1942, «Άξιοι να Ζούμε» 1944, «Ποίηση που διακόπηκε» 1946, «Αξιομνημόνευτα Σώματα» 1947, «Πολιτικά Ποιήματα» 1948. «Φοίνικας» 1952).
Ο Λουί Αραγκόν, από τους ιδρυτές και αυτός τόσο του Ντανταϊσμού όσο και του Υπερρεαλισμού, ακολούθησε σε κάποιο βαθμό, μια πορεία ανάλογη με αυτήν του Πωλ Ελϋάρ. Μετά από μια αρχική περίοδο έξαρσης του Υπερρεαλισμού και αφού ύμνησε με πάθος τον έρωτά του για την σύζυγό του Έλσα Τριολέ, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και, πιστεύοντας στον κοινωνικό ρόλο του ποιητή, έστρεψε την προσπάθειά του προς την κατεύθυνση του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, επιδιώκοντας την δημιουργία μιας ποίησης προσιτής στις μάζες. Στο διάστημα αυτό εμπνεύστηκε από επικούς ποιητές του παρελθόντος όπως ο Αγκριπά ντ’ Ωμπινιέ και ο Βικτόρ Ουγκώ, καθώς και από τα επικά μυθιστορήματα του Κρετιέν ντε Τρουά για τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, αλλά και από την κλασσική προσωδία του Σαρλ ντ’ Ορλεάν, αναζητώντας σ’ αυτά την ηρωική πνοή και την πατριωτική ανάταση που χρειαζόταν ο Γαλλικός λαός στον αγώνα του κατά των Γερμανών κατακτητών. Ακούραστος δημιουργός σε διαρκή πνευματική κίνηση και εγρήγορση, μαχόμενος πολιτικός στρατευμένος στην αποστολή της λογοτεχνίας, παρήγαγε τελικά ένα έργο τεράστιων διαστάσεων τόσο σε όγκο (70 τίτλοι έργων) όσο και σε ποιότητα. (Louis Aragon 1897 – 1985. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Σπούδασε ιατρική. «Φωτιά Χαράς» 1920, «Οι Περιπέτειες του Τηλέμαχου» 1922, «Οι Τέρψεις της Πρωτεύουσας» 1923, «Η Αέναη Κίνηση» 1925, «Ταξιδιώτης» 1927, «Τα Μάτια της Έλσας» 1942, «Σε Ξένες Χώρες στην ίδια την Πατρίδα μου» 1945, «Τα Μάτια κι η Μνήμη», «Έλσα» 1960, «Οι Ποιητές» 1960).
Ο Φιλίπ Σουπώ, ο τέταρτος της ιδρυτικής ομάδας του Υπερρεαλισμού, μαζί με τους Μπρετόν, Ελϋάρ και Αραγκόν, ντανταϊστής στο ξεκίνημά του επηρεασμένος από τον Απολλιναίρ και τον Ρεβερντύ, απομακρύνθηκε τελικά από την κύρια γραμμή πλεύσης του κινήματος, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει την γοητεία της αυτόματης γραφής. Δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, λάτρης των ταξιδιών, παραγωγός του ραδιοφώνου και κριτικός, έδωσε ένα έργο που χαρακτηρίζεται τελικά από ενότητα, αυθορμητισμό, φρεσκάδα έμπνευσης και ετοιμότητα πνεύματος. (Philippe Soupault 1897 – 1990. Γεννήθηκε στην Σεν ε Ουάζ. Μυθιστοριογράφος. Φίλος των Απολλιναίρ και Μπρετόν. «Ενυδρείο» 1917, «Ρόδο των Ανέμων» 1920, «Γεωργία» 1926, «Ωδή στο βομβαρδισμένο Λονδίνο» 1944, «Το Μυστικό Όπλο» 1946).
Στην αρχική ομάδα των Υπερρεαλιστών μπορεί να ενταχθούν μερικοί ακόμη ποιητές, που παρουσίασαν έργα τους αυτή την περίοδο. Ο Αντονέν Αρτώ, ποιητής - ευαγγελιστής, επαναστατικός και δηκτικός για την κοινωνία, έδωσε στον Υπερρεαλισμό μια ένθερμη και σκοτεινή έπαρση, που αντλεί την δύναμή της από τις φωνασκίες και τις κατάρες του λόγου του, που βρίσκεται σε μία διαρκή αναζήτηση της Αποκάλυψης. (Antonin Artaud 1896 – 1948. 1896 – 1948. Γεννήθηκε στην Μασσαλία. Από νέος παρουσίασε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο. «Άπαντα» 1974).
Ο Μπενζαμέν Περέ που συμμετείχε από την αρχή στο κίνημα Νταντά και ήταν από τους ιδρυτές του Υπερρεαλισμού, κατέληξε οπαδός του Τρότσκι χωρίς να χάσει την ανυπότακτη εκφραστικότητά του, μέσα από την οποία αναδύεται μία ποίηση ελεύθερη, αυθόρμητη, φυσική, με πηγαίο χιούμορ και επαναστατικό οραματισμό. (Benjamin Péret 1899 – 1959. Γεννήθηκε στην Ρεζέ (Λουάρ – Ατλαντίκ). Έζησε στο Παρίσι. Πολύ νέος έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1926. Συμμετείχε ενεργά στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας. Στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έφυγε στο Μεξικό. «Ο Ταξιδιώτης του Υπερωκεάνιου» 1921, «Αθάνατες Αρρώστιες» 1924, «Ύπνος, Ύπνος μέσα στις Πέτρες» 1929, «Δεν Τρώγω αυτό το Ψωμί» 1936, «Υπέρτατο Εγώ» 1936, «Κεντρική Φωτιά» 1947, «Μεξικάνικος Αέρας» 1952, «Άπαντα» 1969-71).
Ο Ζαν Αρπ από τους εισηγητές επίσης του Ντανταϊσμού, έδωσε ένα έργο στο οποίο κυριαρχεί το χιούμορ και η αρχή της αναλογίας που επιτρέπει κάθε είδους μεταμόρφωση, προβάλλοντας σε πολλές περιπτώσεις μιαν ατμόσφαιρα πανικού και αγωνίας της επόμενης μέρας μιας ολικής πυρηνικής καταστροφής. (Jean Arp 1887 – 1966. Γεννήθηκε στο Στρασβούργο. Γλύπτης και ζωγράφος. Το 1914 διέφυγε στην Ζυρίχη, όπου γνωρίστηκε με τον Τζαρά. Το 1920 μετοίκησε στο Παρίσι, όπου συνάντησε τον Μπρετόν. «Κηλίδες στο Κενό» 1937, «Ποιήματα χωρίς Επώνυμο» 1941, «Γέλιο Κοχυλιού» 1944, «Η Πολιορκία του Αέρα» 1946, «Η Μικρή μας Ήπειρος» 1958, «Προς το Απόλυτο Άσπρο» 1960, «Ο Άγγελος και το Ρόδο» 1965).
Ο Μωρίς Μπλανσάρ, ναυτικός μηχανικός, που έδρασε κάπως απομονωμένος από την ομάδα των υπόλοιπων υπερρεαλιστών ποιητών της γενιάς του, έδωσε ένα έργο που φέρνει στο νου τους ζωγραφικούς πίνακες του Νταλί, περνώντας τις συλλήψεις του μέσα από βραχυκυκλώματα ασυνήθιστων προσεγγίσεων και άγριων ευρημάτων, με ακροβατικούς γλωσσικούς ελιγμούς που αφήνουν στον αναγνώστη τα κατάλοιπα της επιδρομής ενός κυκλώνα. (Maurice Blanchard 1890 – 1960. Γεννήθηκε και έζησε στο Μοντιντιέ (Σομ). Ναυτικός μηχανικός. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Μαλμπόλζ» 1934, «Σταθερότητα της Καρέκλας» 1935, «Μυστηριώδη Οδοφράγματα» 1937, «Είναι Γιορτή κι εσείς δεν ξέρετε τίποτε» 1939, «Το Ύψος των Τοίχων» 1947, «Ο Κόσμος που μας περιβάλλει» 1951, «Το Ψωμί, Το Φως» 1955).
Ο Υβάν Γκολ, σε στενή λογοτεχνική σχέση με την σύζυγό του Κλαιρ Γκολ (+ 1977), έγραψε ποιήματα επηρεασμένα από τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τους πρώτους Υπερρεαλιστές, στα οποία βρίσκουν έκφραση οι ποικίλες όψεις της ανησυχίας και της αναζήτησης που ανοίγουν τις πόρτες προς το ανεξερεύνητο. (Yvan Goll 1891 – 1950. Εκδότης του περιοδικού «Ημισφαίρια» στις ΗΠΑ. «Ο νέος Ορφέας», «Μαγικοί κύκλοι», «Παριζιάνικα Γεωργικά»)
6.1.2.1. Οι Υπερρεαλιστές της Γενιάς του 1930
Ο Ρενέ Σαρ διατήρησε από τον Υπερρεαλισμό την βιαιότητα του τόνου, παρατάσσοντας ένα σύνολο εικόνων εστιασμένων με αδιαπέραστη πυκνότητα και Ηρακλειτική σκοτεινότητα γύρω από μία κεντρική ιδέα, με ακρίβεια γλώσσας, επιδιώκοντας την μέγιστη δυνατή επαφή με τα πράγματα. Επηρεασμένος και από την εμπειρία της Αντίστασης κατά της Γερμανικής Κατοχής, και μετά από ασταμάτητο προβληματισμό για το ουσιώδες, αναδείχτηκε μάστορας της αινιγματικότητας, της λακωνικότητας και της βραχυλογίας, χρησιμοποιώντας ελλειπτικούς αφορισμούς και ερμητικά σφραγισμένες φράσεις που συγχωνεύουν αντιφατικές ιδέες, αποκαλύπτοντας έναν ουμανισμό και μια πίστη στην υψηλή αποστολή του ανθρώπου. Προχωρώντας πέρα από το υπερρεαλισμό δημιούργησε μια ποίηση μεγάλης φιλοσοφικής πυκνότητας, βασισμένη στην μόνωση και την εσωτερική άσκηση, που αποτυπώνει την βιαιότητα, την αγριότητα, το μυστήριο και την αγωνία της εποχής του (René Char 1907 – 1988. Γεννήθηκε στην Ιλ-σϋρ-Σοργκ της επαρχίας Βωκλΰζ όπου κυρίως έζησε. Μετείχε ενεργά, ως καπετάν Αλέξανδρος στην Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής. «Ναύσταθμος» 1929, «Ο Τάφος των Μυστικών» 1930, «Το Σφυρί χωρίς Ιδιοκτήτη» 1934, «Πινακίδα για ένα Δρόμο Μαθητών» 1937, «Έξω η Νύχτα Κυβερνιέται» 1938, «Φύλλο Ύπνου» 1946, «Τα Πρωινά» 1950, «Ενοχλημένη Γαλήνη» 1951, «Έρευνα της Βάσης και της Κορυφής» 1955, «Ο Λόγος στο Αρχιπέλαγος» 1962, «Κοινή Παρουσία» 1964).
Ο Ρομπέρ Ντενό, από τα δυναμικότερα μέλη της ομάδας των αρχικών Ντανταϊστών και Υπερρεαλιστών και ενεργό στέλεχος της αντίστασης, που πέθανε πρόωρα από τύφο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τσεχοσλοβακία, πειραματίστηκε στην υπνωτική και τηλεπαθητική γραφή, μετά από χρήση οπίου και άλλων ουσιών, με λεκτικές ακροβασίες και παιχνίδια με λέξεις, με λαϊκό αίσθημα, χιούμορ, ερωτισμό και τρυφερότητα, όπου τα όνειρα και η πραγματικότητα συντήκονται ελευθερώνοντας τα αισθησιακά δικαιώματα του ανθρώπου. Πολύ γνωστά μελοποιημένα από διάσημους μουσικούς είναι τα ποιήματά του για παιδιά με τίτλο «Μυθοτράγουδα και Ανθοτράγουδα» που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του (Robert Desnos 1900 – 1945. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Μετείχε ενεργά στην Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής. Πέθανε από τύφο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τσεχοσλοβακία. «Πένθος για Πένθος» 1924, «Η Ελευθερία ή ο Έρωτας» 1927, «Σώματα και Αγαθά» 1930, «Περιουσίες» 1942, «Δημόσιος Πλούτος» (Άπαντα) 1953).
Ο Ζακ Πρεβέρ, γνωστός και ως σεναριογράφος αρκετών κινηματογραφικών έργων (Τα Παιδιά του Υπερώου 1944 του Μαρσέλ Καρνέ) μετάγγισε στον Υπερρεαλισμό ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο, συνεχίζοντας το παράδειγμα των παρακμικών του προηγούμενου αιώνα στον έλεγχο και την καυτηρίαση του αστικού συστήματος και κατεστημένου, με τσουχτερή ειρωνεία, επαναστατική αναρχικότητα και εμμονή στην παρουσίαση της καθημερινής ζωής του πλήθους. Ο ποιητικός λόγος του βασίζεται ιδιαίτερα στα παιχνίδια των λέξεων, λογοπαίγνια, αστειολογήματα, νεολογισμούς, ηθελημένα σφάλματα, με την βοήθεια των οποίων δημιουργεί απρόσμενα κωμικά αποτελέσματα, με ένα μαύρο χιούμορ που αξιοποιεί την πολλαπλή σημασία των λέξεων και τις ασυνήθιστες εικόνες. Συνηθισμένη είναι επίσης η χρήση ηχητικών ευρημάτων, από ιδιότυπες παρηχήσεις, ρυθμούς και ρίμες, η καταγραφή και παράθεση ετερόκλητων θεμάτων, η άθροιση ουσιαστικών και επιθέτων και η χρήση μεταφορών και προσωποποιήσεων, που τον αναδεικνύουν σε δεξιοτέχνη της υφολογικής μαγείας (Jacques Prévert 1900 – 1977. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Σεναριογράφος. «Λόγια» 1946, «Ιστορίες» 1947, «Θέαμα» 1951, «Ο Μεγάλος Χορός της Άνοιξης», «Η Βροχή και ο Καλός Καιρός» 1955, «Φανταστικό» 1970).
Ο Ραϊμόν Κενώ, πολύπλευρος και αυτός όπως ο Πρεβέρ, μάστορας και αυτός του περίτεχνου ύφους, με αρκετά σενάρια κινηματογραφικών ταινιών στο ενεργητικό του, όπως το γνωστό έργο «Η Ζαζί στο μετρό», 1960, του Λουί Μαλ, δημιούργησε μια δική του φιλοσοφία για να διηγηθεί, με γλωσσικές ταχυδακτυλουργίες, μαύρο χιούμορ, πυροτεχνική έκφραση και ιδιόρρυθμες γλωττιδικές διαστρεβλώσεις, την ιστορία την δική του και του κόσμου, παρουσιάζοντας ίχνη ενός ολικού πεσιμισμού, κατατρυχόμενου από την έμμονη ιδέα του θανάτου. (Raymond Queneau 1903 – 1976. Γεννήθηκε στην Χάβρη. Σπούδασε φιλοσοφία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και μυθιστοριογράφος. «Βελανιδιά και Σκύλος» 1937. «Οι Ζιώ» 1943, «Βουκολικά» 1947, «Ασκήσεις Ύφους» 1947, «Η Μοιραία Στιγμή» 1948, «Μικρή Φορητή Κοσμογονία» 1950, «Το Άλογο της Τροίας» 1952, «Ο Σκύλος με το Μαντολίνο» 1958, «Σονέτα» 1958, «Εκατό Χιλιάδες Μυριάδες Ποιήματα» 1961).
Ο Ασίλ Σαβέ ήταν από τους βασικότερους εισηγητές και από τους ιδρυτές της τοπικής ομάδας του Υπερρεαλισμού στο Βέλγιο. Το έργο του, αντικομφορμιστικό και πρωτοπόρο στις αναζητήσεις της εκφραστικής ανανέωσης, ανοίγει με τόλμη δρόμους μέσα από το δάσος της μεταφυσικής και την ζούγκλα του χρόνου, μέσα από ένα σύννεφο εικόνων, που φωτίζουν με τους σπινθηρισμούς τους την ταυτότητα της γλώσσας. (Achille Chavée 1906 – 1969. Γεννήθηκε στο Σαρλερουά, σπούδασε νομική και έλαβε μέρος, ως κομμουνιστής, στην αντίσταση κατά της Γερμανικής κατοχής. «Για Ακαθόριστο Λόγο» 1935, «Μια Φορά για Όλες» 1938, «Το Ζήτημα της Εμπιστοσύνης» 1940, «Σκιά και Αίμα» 1945, «Εφημερίδες» 1951, «Κατάλογος του Μοναδικού» 1956, «Η Ελεύθερη Συμβουλή» 1958, «Φυσική Ζωή και Θάνατος» 1965).
Ο Αντρέ Πιέρ ντε Μαντιάργκ συνδύασε τον Υπερρεαλισμό με επιδράσεις από τον Αγκριπά ντ’ Ωμπινιέ, τους Άγγλους Ελισαβετιανούς, τους Γερμανούς Ρομαντικούς, τον Κόλεριτζ και τον Λωτρεαμόν δίνοντας ένα έργο ονειρικού ερωτισμού, και δημιουργώντας ένα σύμπαν φτιαγμένο από κραυγές και αντηχήσεις μοναξιάς και ξεσπασμάτων μαύρου χιούμορ. (André Pieyre de Mandiargues 1909 – 1991. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Σπούδασε αρχαιολογία. Το 1967 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ (Goncourt) για το μυθιστόρημά του «Το περιθώριο» που έγινε γνωστό και ως κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Εμμανουέλα 77» με πρωταγωνίστρια την Σίλβια Κριστέλ. «Το Μαύρο Μουσείο» 1946, «Οι Μνημειώδεις Απρέπειες» 1948, «Στα Βρώμικα Χρόνια» 1948, «Ήλιος των Λύκων» 1951, «Αστυάναξ» 1957, «Η Εποχή της Κιμωλίας» 1961, «Το Σημείο όπου βρίσκομαι» 1965).
Ο Μισέλ Λειρίς, εθνογράφος, φίλος και συνοδοιπόρος των Μαξ Ζακόμπ, Πάμπλο Πικάσο και Αιμέ Σεζαίρ, έδωσε ένα έργο, σε σημαντικό βαθμό αυτοβιογραφικό, εμπνευσμένο από τις εξερευνήσεις του στην Μαύρη Αφρική, σκληρό, ξερό και ακανθώδες που ταλαντεύεται ανάμεσα στην μαγεία και τον ερωτισμό, σε ένα συνεχή αγώνα να αποφύγει την πτώση και ταυτόχρονα σε μία προσπάθεια να ερμηνευθεί η ταξιδιωτική περιπέτεια ως μέσο απόδρασης από την καθημερινότητα, και το οποίο καταγράφεται ανάμεσα στα αξιόλογα δείγματα υπερρεαλισμού αυτής της δεκαετίας. (Michel Leiris 1901 – 1990. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Εθνογράφος, διευθυντής μουσείου. «Είδωλο» 1925, «Το Κύριο Σημείο» 1927, «Η Αφρική Φάντασμα» 1934, «Ταυρομαχίες» 1937, «Η Εποχή του Ανθρώπου» 1938, «Νύχτες χωρίς Νύχτα» 1945, «Αυγή» 1946, «Ο Κανόνας του Παιχνιδιού» 1958, «Λέξεις χωρίς Μνήμη» 1969).
Ο Ιλαρί Βορονκά, επηρεασμένος αρχικά από τον Συμβολισμό και προσχωρώντας αργότερα στον Υπερρεαλισμό, τραγούδησε την αδελφοσύνη, την νοσταλγία της ζωής, την μοιρασμένη αγάπη και την ομορφιά του κόσμου, με λεπτή τρυφερότητα, εσωτερική μουσικότητα και θέρμη. Μετά τον θάνατό του η φήμη του γνώρισε αυξανόμενη άνοδο. (Ilarie Voronca 1903 – 1946. Εβραϊκής καταγωγής γεννήθηκε στην Βράιλα της Ρουμανία. Από το 1938 απέκτησε την Γαλλική υπηκοότητα και έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά της Γερμανικής κατοχής. Αυτοκτόνησε σε ηλικία 43 ετών. «Η ομορφιά αυτού του κόσμου» 1939, «Αντιμοναξιά» 1946, «Επιλεγμένα ποιήματα» 1967).
Ο Ζϋλιέν Τορμά, φίλος του Ρομπέρ Ντενό, του Ρενέ Ντωμάλ και του Μαξ Ζακόμπ, διατήρησε σχέσεις με το κίνημα του υπερρεαλισμού και ιδιαίτερα με τον Αντρέ Μπρετόν, καθώς και με την ομάδα των «Παταφυσικών» που ακολουθούσαν τον Αλφρέ Ζαρύ. Ο μυστηριώδης θάνατός του, η άρνησή του να δημοσιεύει έργα του και η μεταθανάτια προβολή του ονόματός του από τους κύκλους των «Παταφυσικών» έδωσε λαβή για μυθοποίηση της ζωής του μέχρι το σημείο της αμφισβήτησης της πραγματικής ύπαρξής του. (Julien Torma 1902 – 1933. Γεννήθηκε στο Καμπραί και πέθανε στο Τιρόλο. «Η σκοτεινή λάμπα» 1919, «Τομές» 1926, «Ευφορισμοί» 1926).
6.1.3. Η Γενιά Δεκαετίας του 1940
Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1940, υπό την επίδραση των γεγονότων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών, η Γαλλία βρισκόταν σε μια κατάσταση πατριωτικής έξαρσης που διαμόρφωσε ανάλογα την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, και τον χαρακτήρα της ποίησης, που σημείωσε μια στροφή προς τον αποκαλυπτικό ρομαντισμό με προσμίξεις από τον Γαλλικό υπερρεαλισμό, που συνέχισε να είναι η μητρική βάση πάνω στην οποία αναπτυσσόταν ο ποιητικός λόγος. Μπορεί κανείς να διακρίνει τέσσερις βασικές ομάδες ποιητών, τους πιστούς ακόλουθους του υπερρεαλισμού, τους εσωστρεφείς, τους εξωστρεφείς και τους σατιρικούς ποιητές.
6.1.3.1. Οι Υπερρεαλιστές της Γενιάς του 1940
Από τους ποιητές που συνεχίζουν άμεσα το Υπερρεαλιστικό κίνημα, όπως παραδόθηκε από τις δύο προηγούμενες γενιές, ξεχωρίζει ο Αιμέ Σεζαίρ, γαλλόφωνος νέγρος από την Μαρτινίκα της Καραϊβικής, αντιπρόσωπος της Μαρτινίκας στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση από το 1945, ουσιαστικός συνεχιστής του έργου του Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ, προάγοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε εκείνος για διάδοση της ιδέας διάσωσης των αξιών και διατήρησης των ενστίκτων των Αφρικανών νέγρων. Κομμουνιστής μέχρι το 1956 και στρατευμένος αντιαποικιοκράτης, είχε κύριο θέμα του την δυστυχία των αποικιοκρατούμενων λαών και την ανάγκη για αδελφοσύνη μεταξύ τους, δίνοντας μια βίαιη ποίηση με ευρεία φωνή και φλέγουσες εικόνες, στην οποία η υπερρεαλιστική ελευθερία έκφρασης εναλλάσσεται με μια βαθιά ριζωμένη πολιτική στάση. Ο αγώνας του για την προάσπιση των πολιτιστικών αξιών και των δικαιωμάτων του νέγρικου πληθυσμού σε όλο τον πλανήτη και ιδιαίτερα στην πατρίδα του, περισσότερο από πολιτιστικό και πολιτικό κίνημα, συγκροτούν έναν νέο δραστήριο ουμανισμό αφιερωμένο στην προστασία όλων των καταπιεσμένων και κατατρεγμένων του κόσμου (Aimé Césaire 1913 - . Μαρτινικανός. Γεννήθηκε στην Μαρτινίκα. Σπούδασε στο Παρίσι. Καθηγητής και πολιτικός, βουλευτής του Κομουνιστικού Κόμματος της Μαρτινίκας. «Τετράδιο επιστροφής στην γενέθλια γη» 1947, «Τα θαυματουργά άρματα» 1946, «Χαμένο κορμί» 1949, «Πραγματεία για την αποικιοκρατία» 1951, «Γράμμα στον Μωρίς Τορέζ» 1957, «Η τραγωδία του βασιλιά Κριστόφ» 1964, «Μια εποχή στο Κονγκό» 1966).
Στην δεκαετία του 1940 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά (το 1947) και το έργο του Μαλκόλμ ντε Σαζάλ, που γεννήθηκε στο νησί του Μαυρίκιου, που βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό, ανατολικά της Μαδαγασκάρης, και έγινε ανεξάρτητο κράτος από το 1968. Απόγονος Γάλλου μετανάστη από τον 18ο αιώνα, μηχανικός στο επάγγελμα, έδωσε ένα έργο αληθινή ζούγκλα εικόνων και σκέψεων υπερρεαλιστικής πνοής με αντικομφορμιστικό πνεύμα, επηρεασμένο από τον αποκρυφισμό, χρησιμοποιώντας συμβολική γλώσσα της φύσης με προφητικό τόνο που θυμίζει Φρειδερίκο Νίτσε και Αντονίν Αρτώ. Ο παροξυσμός του ερωτικού πάθους και η τραγική αντίθεση ανάμεσα στην γέννηση και τον θάνατο, είναι τα κύρια θέματά του, που αισθητοποιούνται μέσα από ένα καθεστώς επανερμηνείας και επανεκτίμησης των σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο που τον περιβάλλει βασισμένων στην αναλογία των σχημάτων της φυσικής κιβωτού. Η ποίησή του, προχωρώντας με εκλάμψεις και αντιστοιχίζοντας τον ορατό και τον αόρατο κόσμο, δημιουργεί μια φιλοσοφία πλαστικής επικοινωνίας με μια ανύπαρκτη αρμονία, που γίνεται αντιληπτή μόνο με μια έκτη αίσθηση, που βασίζεται στην συμπύκνωση και στην υπερβολή των υπόλοιπων πέντε αναζητώντας μια κατάσταση ισορροπίας, κατά την οποία «ο άνθρωπος είναι ολόκληρος βυθισμένος μέσα στην φύση και μέρος της φύσης είναι εμποτισμένο μέσα στον άνθρωπο (Malcolm de Chazal 1902 – 1981. Απόγονος Γάλλων μεταναστών γεννήθηκε στο νησί του Μαυρίκιου. Μηχανικός. «Πλαστικό Νόημα» 1947, «Η φιλτραρισμένη ζωή» 1949, «Η Ψυχή της Μουσικής» 1950, «Η Φιλοσοφική Λίθος» 1951, «Το Ευαγγέλιο του Νερού» 1952, «Το Νόημα του Απόλυτου» 1956, «Μαγικό Νόημα» 1957).
Ο Ρενέ Γκυ Καντού, αδελφικός και ευαίσθητος, έχοντας ζήσει την ζωή του μαζί με τους απλούς ανθρώπους, τους τεχνίτες και τους χωρικούς, φίλος του Ζαν Ρουσελό και του Λϋκ Μπεριμόν,, βασικό μέλος, μαζί με τον Ζαν Μπουχιέ, της «Σχολής του Ροσφόρ», δέχτηκε την επίδραση των Μαξ Ζακόμπ, Πιερ Ρεβερντύ και Γκιγιόμ Απολλιναίρ και έδωσε μία ποίηση αληθινή, φρέσκια, φλεγόμενη, εξωτική με ανθρώπινη ζεστασιά, καθαρότητα και πίστη στον θεό, χωρίς διανοητική φροντίδα, αλλά με έξοχη μουσική, αυθορμητισμό και ειλικρίνεια φωνής. (René Guy Cadou 1920 – 1951. Γεννήθηκε στην περιοχή της Ναντ και εργάστηκε ως επαρχιακός καθηγητής. «Τραυματιοφορείς της Αυγής» 1937, «Σιδηρουργείο του Ανέμου» 1938, «Επιστροφή της Φλόγας» 1940, «Η Ονειρεμένη Ζωή» 1944, «Γεμάτο Στήθος» 1946, «Τα Καλά αυτού του Κόσμου» 1951.
Η Ελληνικής καταγωγής, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, Ζιζέλ Πρασινός έδωσε ένα έργο πιστό στις αρχές του Υπερρεαλισμού, γεμάτο χιούμορ, επαναστατικότητα, αυθορμητισμό και όμορφα χρωματισμένες εικόνες, που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τον Αντρέ Μπρετόν από την στιγμή της πρώτης εμφάνισής του το 1935, όταν η ποιήτρια ήταν μόλις 15 ετών. (Gisèle Prassinos 1920 - . Ελληνικής καταγωγής, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, «Η Αρθριτική Ακρίδα» 1935, «Η Μανιακή Φωτιά» 1935, «Όταν ο Θόρυβος Εργάζεται» 1936, «Ευκολία του Λυκόφωτος» 1937, «Ο Διπλός Αγώνας» 1938, «Μια Ωραία Οικογένεια» 1938, «Το Όνειρο» 1947, «Ο Χρόνος δεν είναι τίποτε» 1958, «Ο Συνοδός» 1961).
Ένας άλλος νέγρος ποιητής, από την Αϊτή που ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία ήδη από το 1804, ο Κλεμάν Μαγκλουάρ – Σαιν Ωντ έδωσε ένα έργο διαφορετικό από αυτό του Αιμέ Σεζαίρ, γεμάτο από ένα είδος αραιών υπερρεαλιστικών συλλήψεων που δεν λάμπουν παρά μόνο με εκρήξεις, δημιουργώντας μία ποίηση άκρως ελλειπτική, μυστική και μονήρη, υφασμένη με σιωπή αλλά και πλεγμένη με λόγια. (Clément Magloire - Saint Aude 1912 – 1971. Νέγρος από την Αϊτή. Γεννήθηκε στο Πορτ-ω-Πρενς της Αϊτής. «Διάλογος των λυχνιών μου» 1941, «Ταμπού» 1941, «Παρίες» 1949, «Σκιές και Ανακλάσεις» 1952, «Αγρύπνια» 1956, «Έκπτωτος» 1956).
Ο Λιβανέζικης καταγωγής γεννημένος στο Κάιρο Ζορζ Σεχαντέ, γνωστός και ως θεατρικός συγγραφέας, επηρεασμένος από τους φαντασιοκράτες και ιδιαίτερα από τον Ρενέ Σαρ, στην προσπάθειά του να αντιπαρατάξει τον κόσμο της ποίησης και της φαντασίας στο σύμπαν της πράξης και της δράσης, καλλιέργησε έναν υπερρεαλισμό μελωδικό και βελούδινο αλλά ταυτόχρονα χυμώδη, γεμάτο από ποιητικό χιούμορ, φωτεινές δονήσεις και φωσφορισμούς, δημιουργώντας μια ονειρική χώρα της παιδικής ηλικίας, γεμάτη τέρψεις που συνδυάζουν αναμνήσεις εβραϊκές, χριστιανικές και μουσουλμανικές. (Georges Schehadé 1910 – 1989. Λιβανέζικης καταγωγής γεννημένος στο Κάιρο, Εκπαιδευτικός και θεατρικός συγγραφέας, «Σπίθες» 1928, «Ποιήματα, μηδέν» 1952).
Τελευταίο από τους υπερρεαλιστές της γενιάς του 1940 θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει τον Ζϋλιέν Γκράκ, του οποίου το έργο συνδυάζει τον υπερρεαλισμό και τον φαντασιοκρατικό συμβολισμό με ένα είδος ρομαντισμού με μαύρη φόδρα, γεμάτο από ασυνήθιστους ζωγραφικούς πίνακες και φανταστικά σχέδια, όπου εγγράφει, με ασυνήθιστο λόγο εντυπωσιακής ομιλίας, στιγμές που εξατμίζονται και συλλαμβάνει σκιές ή μορφές μυστηριώδεις. (Julien Gracq 1910 – ψευδώνυμο του Louis Poirier. Γεννήθηκε στο Σαιν-Φλοράν-λε-Βιέιγ (Μαιν-ε-Λουάρ). Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Νάντη και το Παρίσι. Αιχμάλωτος πολέμου 1940-41. Εκπαιδευτικός. Το 1951 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ (Goncourt). «Στον Πύργο του Αργκόλ» 1939, «Ζοφερό Κάλλος» 1945, «Μεγάλη Ελευθερία» 1947, «Ο Βασιλιάς Ψαράς» 1948, «Η Λογοτεχνία του Στομαχιού» 1950, «Ένα Μπαλκόνι στο Δάσος» 1958, «Προτιμήσεις» 1961).
Ο Λεόν Νταμά ήταν μαζί με τους φίλους του Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ και Αιμέ Σεζαίρ, βασικό στέλεχος του κινήματος για την απελευθέρωση των νέγρων από την κοινωνική, πολιτική και ηθική κυριαρχία των Δυτικών Χωρών. Ο ποιητικός λόγος του είναι άμεσος και πρωτόγονος, γραμμένος στον ρυθμό των ταμ - ταμ, με συχνά βίαιες εκδηλώσεις αντίδρασης για την αδιαφορία και την απάθεια των ανθρώπων απέναντι στην δυστυχία των καταπιεσμένων λαών. (Léon Damas 1912 – 1978. Γεννήθηκε στην Γουιάνα από γονείς μιγάδες με αφρικανικές και ευρωπαϊκές ρίζες. Σπούδασε στο Παρίσι όπου έγινε στενός φίλος των Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ και Αιμέ Σεζαίρ. Έλαβε μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκλέχτηκε αντιπρόσωπος της Γουιάνας στην Γαλλική βουλή και αργότερα έγινε καθηγητής σε Αμερικανικά πανεπιστήμια. «Αποχρώσεις» 1937, «Νέγρικα ποιήματα σε αφρικανικούς σκοπούς» 1948, «Μηνύματα στους τοίχους» 1952, «Νευραλγίες» 1966).
Ο Ζαν Ζενέ ήταν μία από τις περισσότερο αντισυμβατικές και ανατρεπτικές προσωπικότητες της Γαλλικής λογοτεχνίας. Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, γιος πόρνης υιοθετημένος από οικογένεια ξυλουργού, πέρασε νεανική ηλικία που περιλάμβανε πολλές απόπειρες φυγής από το οικογενειακό περιβάλλον, περιστατικά κλοπής και αρκετές καταδίκες και φυλακίσεις και αργότερα μια απόπειρα αυτοκτονίας. Στα έργα του, που υποστηρίχθηκαν από γνωστούς ανθρώπους των γραμμάτων όπως ο Κοκτώ, ο Σαρτρ και ο Πικάσο, εκθέτει απροκάλυπτα τις εγκληματικές και ομοφυλοφιλικές δραστηριότητές του, με τρόπο εσκεμμένα προκλητικό και με στόχο να καταφέρει ράπισμα στο πρόσωπο των υποκριτικών ηθών της καθωσπρέπει αστικής κοινωνίας, παρωδώντας τις κοινωνικές ταυτότητες, εικονίζοντας τις αντιπαραθέσεις των περιθωριακών κάθε είδους με τους καταπιεστικούς μηχανισμούς της κρατικής εξουσίας και δημιουργώντας για τον εαυτό του τον μύθο ενός καταραμένου και αιρετικού ποιητή της σύγχρονης παρακμής. (Jean Genêt 1910 – 1986. «Ποιήματα» 1945, μυθιστορήματα όπως «Η κυρία μα των λουλουδιών» 1994, «Το θαύμα του ρόδου» 1946, «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» 1949, «Φυλακισμένος του έρωτα» 1986 και θεατρικά έργα «Οι υπηρέτριες» 1949, «Το μπαλκόνι» 1956, «Οι μαύροι» 1958).
Στον πολιτικό στίβο η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ραγδαία παρακμή του συνόλου των μεγάλων δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης και την πλήρη εκχώρηση της εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανέλαβαν τα σκήπτρα του Δυτικού Κόσμου. Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών η Γαλλία επιδίωξε να διατηρήσει την θέση της ανάμεσα στους ισχυρούς λαούς της Γης, και αυτό σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε χάρη στον πανευρωπαϊκό προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της, που οδήγησε στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), μέσα στην οποία η Γαλλία είχε από την αρχή ηγετικό ρόλο που της έδωσε την δυνατότητα να ελέγχει τις αναλαμβανόμενες πρωτοβουλίες.
Ο χωρισμός του κόσμου σε δύο σύνολα (δυτικό και ανατολικό) υπήρξε το κυρίαρχο στοιχείο της μεταπολεμικής ζωής που επηρέασε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων σε ολόκληρη την υφήλιο, καθώς συνοδεύτηκε από μια ψυχροπολεμική πολιτική και αργότερα από μια πολιτική συνύπαρξης στην σκιά του πυρηνικού ολέθρου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν διάφοροι τοπικοί συμβατικοί πόλεμοι, αρκετά δικτατορικά πραξικοπήματα και από τις δύο πλευρές, ο συναγωνισμός στην κατάκτηση του διαστήματος και ο συναγωνισμός στον πυρηνικό εξοπλισμό.
Στον τομέα της ποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές: Στον Αγγλόφωνο χώρο, σε αντιστοιχία με την μετατόπιση του πολιτικού κέντρου, το ποιητικό κέντρο μετακινήθηκε από το Λονδίνο στην Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, φέρνοντας την Αμερικάνικη ποίηση στην πρωτοπορία των εξελίξεων. Αρχικά η Εξομολογητική ποίηση του Ρόμπερτ Λόουελ (Robert Lowell 1917 – 1978) επιδόθηκε στην αποκάλυψη των εσωτερικών εικόνων και εμπειριών της υποκειμενικής ζωής συνδυάζοντας τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό με τον Γαλλικό και τον Νοτιοαμερικάνικο Υπερρεαλισμό. Έπειτα η ομάδα των ποιητών του Πανεπιστημίου «Μπλακ Μάουνταιν» (Black Mountain) της Βόρειας Καρολίνας με επικεφαλής τους Τσαρλς Όλσον (Charles Olson 1910 – 1970) και Ρόμπερτ Κρήλεϋ (Robert Creeley 1924 - ) αναζήτησε νέες υφολογικές λύσεις σε μία ποίηση ασχολίαστων εμπειριών «ανοιχτού πεδίου». Την ίδια εποχή οι ποιητές της «Σχολής της Νέας Υόρκης» (Κένεθ Κοχ, Φρανκ Ο ‘Χάρα, Τζον Άσμπερυ), αξιοποιώντας την επαφή τους με την Γαλλική Ποίηση έκαναν την δική τους επίθεση εναντίον των καθιερωμένων αξιών και τεχνοτροπιών. Τέλος η γενιά των ποιητών «Μπιτ» (Beats Poets -- Άλεν Γκίνσμπεργκ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Γρέγκορυ Κόρσο κ.ά.) έδωσε έκφραση στην ζωή των αυτοκινητόδρομων και των στενοσόκακων της Αμερικής με αποκαλυπτικό και εκστατικό τόνο και χρησιμοποιώντας βίαιες και τολμηρές φράσεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα προαναφερθέντα ποιητικά ρεύματα δείχνουν μια τάση εγκατάλειψης της παράδοσης του Έζρα Πάουντ και μια προτίμηση προς τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς (William Carlos Williams 1883 – 1963) ο οποίος στην συλλογή του «Πάτερσον» (1941) επισήμανε τις περίπλοκες καταστάσεις και τις αλήθειες της σύγχρονης ζωής με συμπάθεια για τους ανθρώπους, μεγάλη οικονομία μέσων και ανεπιτήδευτο βάθος.
Στην Μ. Βρετανία κύριο γνώρισμα της πρώτης μεταπολεμικής εικοσαετίας στην Μ. Βρετανία είναι η νεορεαλιστική αντίδραση προς την ποίηση των προηγούμενων δεκαετιών, και ιδιαίτερα προς τον πολιτικό ενθουσιασμό της Γενιάς του 1930 και στην συναισθηματική υπερβολή της Γενιάς του 1940, παράλληλα με μία αντίθεση στο νεωτερισμό και το διεθνισμό που είχαν εγκαινιασθεί από τον Τ. Σ. Έλιοτ. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι η δημιουργία ενός ποιητικού λόγου λιτού, με συγκρατημένη ευαισθησία και αντιρομαντική διάθεση που μεταφέρει το επίκεντρο της έμπνευσής του από τον εγκεφαλισμό της μεγαλούπολης στην φυσική ζωή της επαρχίας και που συνακόλουθα εγκαταλείπει τελείως την παράδοση των Έλιοτ και Πάουντ και επιστρέφει στην παράδοση του Τόμας Χάρντυ, αξιοποιώντας όλες τις τεχνικές και υφολογικές διδαχές του.
Στην Γαλλία δεν παρατηρείται μια ανάλογης έκτασης αντίδραση προς την ποίηση του μεσοπολέμου, ούτε μια τόσο έντονη στροφή προς την νεορεαλιστική κατεύθυνση, όσο αυτή που σημειώθηκε στην Αγγλία. Οι ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Περιόδου μέχρι το 1970 συνεχίζουν τις εκφραστικές προσπάθειες, μέσα στο κλίμα και πάνω στην γενική κατεύθυνση που είχαν χαράξει οι προπολεμικές γενιές. Ο Υπερρεαλισμός, βασιζόμενος στην συνειρμική παράθεση φαινομενικά ασύνδετων εικόνων σκέψεων ή ιδεών, εξακολουθεί να αποτελεί σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής την μητρική βάση πάνω στην οποία οικοδομείται ο ποιητικός λόγος στην Γαλλία, ακόμη και στις περιπτώσεις ποιητών που έχουν την πρόθεση να ξεμακρύνουν ανοιχτά από αυτόν.
Η σημαντικότερη διαφορά που μπορεί να εντοπίσει κανείς σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο είναι η σταδιακή άμβλυνση της διάθεσης για πρωτοποριακές εκφραστικές δοκιμές, που ήταν το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της τέχνης του μεσοπολέμου. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά το ίδιο το περιεχόμενο του υπερρεαλισμού που έχει πλέον στην μεταπολεμική περίοδο ασθενέστερο χαρακτήρα αισθητισμού και αντίθετα στενότερη σύνδεση με τα προβλήματα της ζωής των ανθρώπων, πράγμα που τον προσεγγίζει με την νεορεαλιστική διάθεση που επικρατεί παγκόσμια την περίοδο αυτή. Επομένως ο όρος Ήπιος Υπερρεαλισμός ή Υπερρεαλιστικός Ρεαλισμός σε αντιστοιχία με τον Ρομαντικό Ρεαλισμό που επικρατούσε την ίδια χρονική περίοδο τον 19ο αιώνα, είναι ίσως ο προσφορότερος για τον χαρακτηρισμό της κατάστασης του ποιητικού λόγου στην Γαλλία κατά την περίοδο αυτή.
6.2.1. Η Γενιά του 1950
Η ποίηση που παράχθηκε στην διάρκεια της δεκαετίας του 1950 παρουσιάζει τους ίδιους βασικούς χαρακτήρες με την ποίηση της δεκαετίας του 1940, αν εξαιρέσει κανείς τον πατριωτικό οίστρο αριστερής πολιτικής απόχρωσης που κυριαρχούσε την προηγούμενη δεκαετία. Μπορεί να διακρίνει κανείς και πάλι τέσσερις ομάδες ποιητών, παρόμοιες με αυτές τις προηγούμενης δεκαετίας, αλλά ο τόνος της ποιητικής γλώσσας είναι πλέον περισσότερο προσγειωμένος και λιγότερο φανταχτερός, περισσότερο μεστός από εμπειρίες και λιγότερο πολεμικός απέναντι στην κατεστημένη τάξη των πραγμάτων.
6.2.1.1. Οι Νεορεαλιστές Ποιητές της Γενιάς του 1950
Το κύριο κλίμα τη ποίησης της δεκαετίας του 1950 καθορίζεται από μια σημαντική ομάδα ποιητών που έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε θέματα κοινωνικού ή πολιτικού ρεαλισμού από τον οποίο δεν απουσιάζουν οι σατιρικές αιχμές και ο ευθυμογραφικός τόνος. Ο ρεαλισμός αυτού του είδους, που δεν εκφυλίζεται σε απλό βερισμό, αφού πηγάζει κατευθείαν από την φαντασιοκρατική συγκρότηση του υπερρεαλισμού, επαληθεύοντας το ιδεολόγημα του Μισέλ Μπϋτόρ ότι «μέσα στον υπερρεαλισμό υπάρχει ρεαλισμός», δεν ενδιαφέρεται μόνο να δείξει «τα πράγματα όπως είναι», αλλά ταυτόχρονα και «τα όνειρα όπως είναι», επιδιώκοντας να αναδείξει μέσα στην ποίηση την πραγματικότητα του καθημερινού και αναπτύσσοντας τους καινούργιους μύθους της σύγχρονης ζωής.
Ο Ζορζ Λουί Γκοντώ, επηρεασμένος από τους ρεαλιστές ποιητές της προηγούμενης δεκαετίας όπως ο Γκαμπριέλ Κουζέν και Ζαν Λ’ Ανσέλμ, και συνδυάζοντας επιδράσεις από τον Πιερ Αλμπέρ Μπιρό, παρουσιάζει στο έργο του την ζωή των εργαζομένων (συγκολλητών, μηχανικών, εργατών) σε ένα είδος ποιητικών φωτογραφικών καρτ ποστάλ που αποτυπώνουν στιγμιότυπα τουριστικών εντυπώσεων από ταξίδια και διακοπές με ύφος ξερό και απότομο που πλησιάζει την πρόζα, αποκαλύπτοντας την αληθινή πραγματικότητα που κρύβεται κάτω από απλοϊκές εμφανίσεις. (George Louis Godeau 1921 – 1999. Γεννήθηκε στην Βιλιέ-αν-Πλαιν (Ντε-Σεβρ). «Ακόντια» 1953, «Άνοιγμα του στόματος» 1954, «Μυριέλα» 1956, «Άνεμος του τίποτε» 1958, «Οι δύσκολες λέξεις» 1962, «Τα παραγωγικά πλήθη» 1970).
Ο Ζαν Βονταίν μεταφράζει στα ποιήματά του την αγάπη του για τον άνθρωπο, της οποίας την καταγωγή αναζητεί στον Θεό, επιχειρώντας να αφηγηθεί την ιστορία και την πραγματικότητα μιας ζωής δύσκολης στην κατάκτησή της, από την οποία διδάχτηκε την θλίψη και την ομορφιά των ημερών και αντιπαραθέτοντας τις υψικαμίνους των πόλεων στις οσμές των λουλουδιών της υπαίθρου. (Jean Vodaine 1921 - . Γεννήθηκε στην Γιουγκοσλαβία. «Το δέντρο που ξαναβρέθηκε» 1951, «Κανένας οίκτος για τα πεθαμένα φύλλα» 1952, «Οι Φτωχές Ώρες» 1957, «Ο Καλός Θεός με πίστωση» 1958, «Τα Τραγούδια του Γιουτζ» 1961, «Το παραμύθι των ζώων που έμειναν μόνα στην γη» 1972).
Ο Αντρέ Μιγκέλ επιτυγχάνει στο έργο του τον συγκερασμό δύο αντίθετων τάσεων, την αναζήτηση της μεταμορφωσιγενούς ενότητας και της πολλαπλότητας του σύγχρονου μπαρόκ, συνδυάζοντας την αγάπη για την φύση, την νοσταλγία της πνευματικής και σαρκικής αρμονίας της ερωτικής επικοινωνίας και τον σεβασμό για την γλώσσα, της οποίας η λειτουργία νοείται και συλλαμβάνεται μέσα από ένα βαθύ αίσθημα μυστηρίου. (André Miguel 1920 - . Βέλγος. Γεννήθηκε στην Ρανσάρ του Βελγίου. «Ο Ορφέας και οι Αργοναύτες» 1949, «Μαύρη Πατρίδα» 1949, «Ηλιοτρόπιο» 1951, «Έμφυτος Έρωτας» 1952, «Μαλλιά» 1959, (Παραμύθια της νύχτας» 1966, «Πυραμιδοειδής Χρόνος» 1967, «Ποταμόδασος» 1968, «Ανδρόγυνη Σφαίρα» 1972).
Ο Μισέλ Μπϋτόρ, γνωστός μυθιστοριογράφος, από τους ιδρυτές της κίνησης του «νέου μυθιστορήματος» μαζί με τον Κλοντ Σιμόν, πλησιάζοντας τα όρια της περιγραφικής και αφηγηματικής πεζογραφίας, δίνει στο ποιητικό έργο του ένα μωσαϊκό εντυπώσεων με μια σειρά από εικόνες με σοφή κίνηση, καταγράφοντας συνομιλίες και εμπειρίες από πολυπληθή ταξίδια του σε όλο τον κόσμο, παρουσιάζοντας ένα σύνολο από ιδιότυπους ανθρώπινους χαρακτήρες και επιχειρώντας πάντα να αναζωογονήσει τα πράγματα, περιγράφοντάς τα λεπτομερειακά από όλες τις πλευρές, με συστηματική χρήση της τεχνικής του κολάζ αποσπασμάτων από άρθρα εφημερίδων, εγκυκλοπαιδειών και περιγραφών αυτοκινήτων, σε μια συνεχή διάθεση για την πειραματική παρουσίαση της εκπληκτικής κατάστασης του σύγχρονου κόσμου, ιδιαίτερα στην Αμερική. (Michel Butor 1926 - . Γεννήθηκε στην Μον-αν-Μπαρέλ (Νορ) και εργάστηκε ως καθηγητής Γαλλικής φιλολογίας. «Το Δαιμόνιο του Τόπου» 1958, «Κινητό» 1962, «Αέρινο Δίκτυο» 1962, «Απεικονίσεις» 1964, «Τα περίχωρα από την αυγή ως το χάραμα» 1968, «Το ρόδο των ανέμων» 1970, «Δουλειές προσέγγισης» 1972.
6.2.2. Η Γενιά του 1960
Οι ποιητές που παρουσιάστηκαν στο διάστημα της δεκαετίας του 1960 κινήθηκαν στα πλαίσια που καθορίστηκαν κατά την δεκαετία του 1950, συνεχίζοντας την ρεαλιστική παράδοση του υπερρεαλισμού που πήρε τώρα περισσότερο εξελιγμένες μορφές, καθώς καλλιεργήθηκε από ποιητές που είχαν ειδικότερα τάσεις νατουραλιστικές, και από άλλους που είχαν τάσεις ρομαντικές. Τέλος κατά την διάρκεια και αυτής της δεκαετίας εμφανίστηκαν ποιητές που εκπροσωπούν τις διεθνικές τάσεις της Γαλλικής Ποίησης και τις επιδράσεις από το εξωτερικό.
6.2.2.1. Οι Νεορεαλιστές Ποιητές της Γενιάς του 1960
Ο Ρεαλισμός με υπερρεαλιστικό χρώμα εξακολουθεί να δημιουργεί το κυρίαρχο κλίμα στην ποίηση της δεκαετίας αυτής, ενσωματώνοντας και την κοινωνική απόχρωση του ενδιαφέροντος για τα άμεσα προβλήματα της καθημερινής ζωής, αλλά και το κλίμα του μουσικού κινήματος «ποπ» που κυριαρχεί την δεκαετία αυτή.
Η Ντενίζ Ζαλλαί επηρεασμένη από τον Πωλ Ζεραλντύ (Paul Geraldy 1885 – 1975;) επιδίωξε να συλλάβει στο έργο της νέες διακριτικές αρμονικές χάρης και μελαγχολίας ποδοπατώντας μέσα της ό,τι αγαπάει. Με βίαιη ζωτικότητα και τραχιά ευαισθησία, αποδίδει την σκληρή ή απλώς καθημερινή πραγματικότητα της ζωής, εστιάζοντας σε μαύρα πολλές φορές θέματα όπως η μοναξιά, ο θάνατος ενός παιδιού της, οι θλίψεις αλλά και οι χαρές του έρωτα, η ρουτίνα και οι δυσκολίες του γάμου και η μονοτονία της βιοπάλης. (Denise Jallais 1932 - . Γεννήθηκε στην Σαιν-Ναζαίρ. «Θλιμμένο Πρωινό» 1952, «Το Δέντρο και η γη» 1954, «Τα Χρώματα της θάλασσας» 1955, «Το Κλουβί» 1958, «Για τα άγρια άλογά μου» 1966).
Ο Κριστιάν Ντα Σιλβά, επηρεασμένος από τον Αιμέ Σεζαίρ, θεωρεί την ποίηση τρόπο βίωσης του καθημερινού και θέτει ως στόχο του να εγκαταστήσει τον εαυτό του στην ίδια την ζωντανή καρδιά του και στην καρδιά του κόσμου, αξιοποιώντας στο έπακρο λέξεις, εικόνες, μύθους και χιούμορ, που καθιστούν πιθανά τα πάντα μέσα σε μια δημιουργική απελευθερωτική αταξία, χωρίς βιαιότητα. (Christian Da Silva 1937 - . Γεννήθηκε στην Ντεκαζβίλ. «Στάχτη θα γίνει η αυγή μου» 1968, «Για κάθε αφορμή» 1970, «Στο βλέμμα των βράχων» 1971, «Ερεθιστικές εποχές» 1972).
Ο Φρανκ Βενάιγ, επηρεασμένος και από το κίνημα των Αμερικανών «Μπήτνικ», και νιώθοντας συγγένεια με τον Ζορζ Λουί Γκοντώ, εκπρόσωπος της ποίησης «ποπ» ο ίδιος, αποτυπώνει την απελπισία μιας θλιβερής νιότης, περιφερόμενος στην πόλη ξελογιασμένος από την καταναλωτική κοινωνία και απελευθερώνοντας έναν ωμό ερωτισμό αλλά και ένα αίσθημα κορεσμού που θυμίζει την «κακοθυμία» (spleen) του Μπωντλέρ και την πλήξη του Λαφόργκ. (Franck Venaille 1936 - . Γεννήθηκε στο Παρίσι. «Χρονικό του άκρου» 1961, «Έγγραφα ταυτότητας» 1966, «Ο κεραυνοβολημένος μαθητευόμενος» 1969, «Γιατί κλαις, πες γιατί κλαις;» 1972).
Ο Υβ Μαρτέν παρουσιάζει επίσης την καθημερινή ζωή σε μια ποίηση φαινομενικά πεζολογική, που θυμίζει πολλές φορές άλλοτε τον Φρανσουά Κοπέ και άλλοτε τον Σαρλ Μπωντλέρ, αξιοποιώντας την κινηματογραφική τεχνική του μονταρίσματος σκηνών στην δημιουργία ενός εσωτερικού φιλμ, όπου το μάτι του ποιητή γίνεται κάμερα που καταγράφει ασταμάτητα άλλοτε εικόνες από την επαρχία και άλλοτε παριζιάνικες εντυπώσεις. (Yves Martin 1936 - . Γεννήθηκε στην Βιλερμπάν. «Ο Αντάρτης» 1964, «Βιογραφίες» 1966, «Σύντομα Ποιήματα κι ένα μακρύτερο» 1969, «Ο Βαδιστής» 1972).
Ο Πιερ Νταρζελό επιδίδεται σε μια ακάθιστη υμνωδία της σύγχρονης καθημερινής ζωής των πόλεων, των μετακινήσεων και των ταξιδιών, που δημιουργούν το αίσθημα μιας αέναης εξορίας, με τόνο ραψωδού και μια μόνιμη υψηλόπνοα επική νότα που παρασέρνει τον αναγνώστη στους πυρετικούς ρυθμούς μιας κινητικής ευαισθησίας σύγχρονου μπαρόκ. (Pierre Dargelos 1937 - . «Κάθε ποτέ τα φύλλα» 1966, «Οι αίθουσες της εξορίας» 1971).
6.3.1. Η Γενιά του 1970
Στην πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 την κυριότερη ομάδα συγκροτούν οι ποιητές που συνεχίζουν άμεσα την παράδοση του Υπερρεαλιστικού Ρεαλισμού που διαμόρφωσαν από τις προηγούμενες δεκαετίες ποιητές όπως ο Ζορζ Λουί Γκοντώ, ο Αντρέ Μιγκέλ, ο Μισέλ Μπϋτόρ και ο Υβ Μαρτέν, με αισθητή πρόσμιξη στοιχείων της Αμερικανικής Ποίησης της κίνησης «Μπιτ» συνδυάζοντάς την με επιδράσεις από την μουσική «ποπ» της εποχής. Υπάρχουν όμως και άλλες ομάδες σημαντικών ποιητών που συνεχίζουν άμεσα τα ποιητικά ρεύματα του Υπερρεαλισμού, της Φιλοσοφικής Ποίησης και της Εσωτερικής Ποίησης των προηγούμενων δεκαετιών,
6.3.1.1. Οι Νεορεαλιστές Ποιητές της Δεκαετίας του 1970
Οι νεορεαλιστές ποιητές της γενιάς του 1970 επεξεργάστηκαν στο έπακρο τον απόηχο της εξέγερσης του Μαίου του 1968, συνδυάζοντάς τον με άλλα καλλιτεχνικά και κοινωνικά κινήματα της εποχής, όπως το κίνημα της μουσικής «ποπ», το κίνημα των «μπιτ» (Γκίνσμπεργκ, Φερλιγκέτι, Κόρσο κλπ) και το κίνημα των «χίπις».
Το έργο του Ντανιέλ Μπιγκά είναι αντιπροσωπευτικό της τάσης αυτής. Επηρεασμένος από τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, αλλά λιγότερο προφητικός και μυστικιστικός, κατασκεύασε ένα θλιμμένο ψηφιδωτό, χρησιμοποιώντας ένα καλειδοσκόπιο παρατηρήσεων και σημειώσεων για να τεκμηριώσει την προσωπική του επανάσταση κατά των μωρολογιών και μικρολογιών του κόσμου. Η έμπνευσή του εμφανίζει ίχνη ενός σύγχρονου ναρκισσισμού με αιφνίδιες πνοές τρυφερότητας και αισιοδοξίας, που αρνείται να κλειστεί στον εαυτό του και αναρωτιέται χωρίς αυταπάτες, αλλά και με ελπίδα, για τις προοπτικές του ανθρώπινου πολιτισμού, που οφείλει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις του ατόμου. (Daniel Biga 1948 - . Γεννήθηκε στο Σαιν-Συλβέστρ κοντά στην Νις. «Μοϊκανά πουλιά» 1970, «Ο Κιλρόυ ήταν εδώ» 1972).
Η Φρανσουάζ Τικ, που συμμετείχε στο κίνημα του 1968, έντονα πολιτικοποιημένη και επαναστατική, αναζητεί στο έργο της ζώνες ελευθερίας για την ονειροπόληση και τους ερωτευμένους, διαμαρτυρόμενη για την ρουτίνα της ζωής με πειστική φρεσκάδα και νεανικότητα φαντασίας. (Françoise Thieck 1940 - . «Αποσπάσματα» 1970, «Είναι το τέλος του καλοκαιριού» 1972, «Το πράσινο μπανιερό» 1974, «Φανταστική σύλληψη» 1976).
Ο Ντομινίκ Τρον, επηρεασμένος από τον Απολλιναίρ, τον Μπρετόν και τον Αραγκόν, δίνει την εντύπωση ενός μόνιμα έφηβου που γράφει ποιήματα στον ρυθμό της μουσικής ροκ, αναζητώντας μέσα στην νοσταλγία το μέλλον του, με φωτογραφίες πιν-απ καρφιτσωμένες στους τοίχους του δωματίου του και χρησιμοποιώντας τυπογραφικά και φθογγικά παιχνίδια για να προκαλέσει τον αναγνώστη. Ζητώντας από την φωνή του να του φέρει πίσω με την ηχώ της τα ονόματα εκείνων που αγαπά, δίνει μορφή στις εκκολαπτόμενες επιθυμίες του, με ένα χλοερό πολυφωνικό ερωτισμό που χρωματίζει ποικιλόχρωμα την έμπνευσή του. (Dominique Tron 1950 - . Γεννήθηκε στο Μπιν ελ Κιντάν του Μαρόκου. «Στερεοφωνίες» 1965, «Ο πόνος είναι ανώφελος» «Από εξάντληση σε εξάντληση ως την αυγή» 1968, «Επιστημονική φαντασία είμαστε εμείς» 1972).
Ο Πιερ Τιλμάν που δέχτηκε και αυτός την επίδραση του Άλεν Γκίνσμπεργκ, διατυπώνει στους στίχους του ένα ρομαντικό αίσθημα απελπισίας αλλά και αλληλεγγύης για την γενιά του και την ανθρωπότητα, χωρίς ενθουσιασμό και χωρίς αυταπάτες, συλλαμβάνοντας τους ήχους των δρόμων και των στενών, διαβάζοντας τις μικρές αγγελίες, παρατηρώντας τις βιτρίνες των καταστημάτων και υφαρπάζοντας μονότονες συνομιλίες, που τροφοδοτούν ένα μόνιμο αίσθημα απογοήτευσης για τον φρικιαστικό σύγχρονο κόσμο. (Pierre Tilman 1944 - . Γεννήθηκε στην Σαλέρν (Βαρ). «Πνιγμένο διάστημα» 1967, «Ο αυλός του Μάρκου» 1968, «Η σκλαβιά δεν καταργήθηκε» 1970, «Σενάριο» 1971, «Νοσοκομείο Σιωπή» 1972).
Ο Ζαν Κλωντ Βαλτέρ, οπαδός μιας ποίησης στρατευμένης στην ιδέα του σοσιαλισμού και της αλληλεγγύης για τους αποικιοκρατούμενους λαούς, διατηρεί εντούτοις, μέσα σε μια ατμόσφαιρα υπερρεαλίζουσα, μια ρομαντική νοσταλγία για τη χώρα του Ρήνου από όπου κατάγεται, που προβάλλεται στους στίχους του μέσα από αναλαμπές τρυφερότητας και χιούμορ. (Jean Claude Walter 1940 - . Γεννήθηκε στην Θαννενκίρς (στον Ρήνο). «Ο εφαρμοσμένος σεισμογράφος» 1966, «Ποιήματα των όχθων του Ρήνου» 1972, «Λόγια μέσα στο δέντρο» 1974, «Χρονικό μιας κραυγής» 1975, «Διηγήσεις του χρόνου που καίει» 1976).
Ο Βέλγος Βερνέρ Λαμπερσύ, αναδείχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε ηγετική φυσιογνωμία της Γαλλόφωνης ποίησης του Βελγίου, με ένα έργο που κυμαίνεται σε τόνο και μορφή από το εντελώς απλοϊκό μέχρι το άφθονο και μεγάλο, με συνεχή παρατήρηση και προβληματισμό πάνω στο θέμα της αυτο – αναίρεσης μέσα από τον έρωτα, σαρκικό και μυστικιστικό, και την πνευματική δραστηριότητα και με ένα λόγο πλούσιο σε εικόνες και συγκρατημένο βάθος οραματισμού. (Werner Lambersy 1941 - . Βέλγος. Γεννήθηκε στην Αμβέρσα και έζησε στο Παρίσι. «Κύριοι και Σπίτια του Τσαγιού» 1979, «Παρόλο που η καρδιά μου μεμψιμοιρεί» 1985).
Ο Μαροκινός Ταχάρ Μπεν Ζελλούν, επηρεασμένος από τον Ζορζ Λουί Γκοντώ, σε ένα είδος βάρβαρου σατιρικού και νευρώδους μονόλογου, με προσκόμιση χειροπιαστών αποδείξεων, που θυμίζει τις προσπάθειες του ντανταϊσμού, ειρωνεύεται την τουριστική αγορά και την πολιτική κατάσταση του Μαρόκου, με εκφραστική μέθη και πλούτο εικόνων. (Tahar Ben Jelloun 1944 - . Μαροκινός. Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ (Goncourt). «Άνθρωποι σε σάβανο σιωπής» 1971, «Ουλές του ήλιου» 1972, «Η μελέτη της καμήλας» 1973, «Οι αμυγδαλιές πέθαναν από τις πληγές τους» 1976).
Ο Αλγερινός Μοχαμέντ Καίρ – Εντίν επηρεασμένος από την μελέτη του Μαλλαρμέ, του Ρεμπώ, του Μπέκετ, του Λωτρεαμόν, αλλά και του Σοφοκλή, έδωσε μία σεισμική στασιαστική ποίηση ενός οργισμένου νέου, συχνά σκοτεινή και ερμητική, που αμφισβητεί τα πάντα, (πολιτική, οικογένεια και προγονικές παραδόσεις), αντιπαλεύοντας τα προβλήματα του καιρού του χωρίς διέξοδο. (Mohammed Khair – Eddine 1941 – 1995. Αλγερινός. «Μαύρη ναυτία» 1964, «Υποβαθμισμένο ζώο» 1967, «Αραχνοειδής ήλιος» 1969, «Αυτό το Μαρόκο» 1975).
6.3.2. Η Γενιά του 1980
Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980 η Γαλλική Ποίηση παρουσίασε μία τάση να εκφρασθούν στο έργο και στην δράση ποιητών με διαφορετικές καταβολές και καταγωγή, ακριβέστερα και με σαφήνεια, ουσιαστικές ομοιότητες στρατηγικής, τόνου και στάσης, με χρώμα λιγότερο ή περισσότερο πολιτικό, και υπόβαθρο κοινωνικό, με εμφανές κοινό σημείο την αμφισβήτηση και την κριτική της πολιτιστικής ορθόδοξης εξουσίας, επίδρασης και εξάρτησης από την κεντρική πολιτιστική αυθεντία.
Οι κύριες γραμμές στις οποίες κινήθηκε η Γαλλική Ποίηση στην διάρκεια των δεκαετιών του 1980 /1990 μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις γενικές κατευθύνσεις. Υπάρχει κατ’ αρχήν η ποίηση ανασκευής των αισθήσεων, που ακολουθεί την παράδοση που βασίζεται στο έργο του Ρεμπώ της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλισμού. Μια δεύτερη τάση, που μπορεί να χαρακτηρισθεί «Εξτρεμιστική» και που κατάγεται από τα συμπεράσματα των ερευνών των γλωσσολογικών επιστημών, έχει ως κύριο στόχο και γνώμονα την άρνηση του λεξιλογίου και την πρόκληση που βασίζεται στην χρήση εκφραστικών ταχυδακτυλουργιών με κύριο μέλημα τον γλωσσικό και συντακτικό πειραματισμό που προσφέρει όχι απλώς μια αισθητική άσκηση, αλλά και μια βαθύτερα βίαιη κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού, αποδεικνύοντας την χρεοκοπία του ίδιου του λεξιλογίου του. Η τρίτη τάση αξιοποιεί τις εμπειρίες που εισκόμισαν στην ποίηση τα μουσικά ρεύματα της νεότερης εποχής (μουσική τζαζ, ροκ και ποπ) σε συνδυασμό με τα κινήματα των Μπήτνικ και των χίπις που έδωσαν την εντύπωση ότι μπορούσαν να προσφέρουν στους νέους μια νέα θρησκεία χαραγμένη πάνω σε δρόμους των οποίων απόληξη φαινόταν πως μπορούσε να είναι το ιδεώδες του σύγχρονου ουμανισμού: Η ελευθερία που προκύπτει από την αντιπαράθεση της περιπέτειας απέναντι στην τάξη και την ασφάλεια.
Ο Αντρέ Γκας παρουσιάστηκε στα Γαλλικά γράμματα σχετικά καθυστερημένα, αλλά έκανε αμέσως εντύπωση και αναγνωρίστηκε ως ταχυδακτυλουργός της ποιητικής γλώσσας, χάρη στην ακραία, ιδιωματική και ιδιόρρυθμη χρήση έκτακτων εκφραστικών ευρημάτων, που ταυτόχρονα ταράζουν, γοητεύουν και προκαλούν την ανησυχία αλλά και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, προωθώντας μέχρι τις ακραίες συνέπειές της την παράδοση των γλωσσολογικών αναζητήσεων και πειραματισμών που εγκαινίασαν οι ποιητές των δύο προηγούμενων δεκαετιών. (André Gache 1948 - . Γεννήθηκε στην επαρχία Λουάρ (Loire). Έζησε στην Ardèche στην περιφέρεια Rhone-Alpes της νότιας κεντρικής Γαλλίας. «Ονειρεύσου» 1997, «Ω πατρίδα μου, άνθρωπε» 1999, «Αν αυτό είναι ζωή» 2000).
Η Καναδέζα Μονίκ Ζϋτώ χρησιμοποιεί ένα λόγο περισσότερο ισορροπημένο και εμπλουτισμένο με συναισθηματικές αποχρώσεις, σε μια προσπάθεια να μετασχηματίσει την αντίληψη της κοινότυπης καθημερινής πραγματικότητας σε μία ενσυνείδητα τερατωδώς παρανοϊκή και συχνά α-νοϊκή σύλληψη αλληλοκρουόμενων γεγονότων, που οδηγούν τον άνθρωπο στην αυτοεξόντωση. (Monique Juteau 1949 - . Καναδέζα. Γεννήθηκε στο Μοντρεάλ. Σπούδασε θέατρο και λογοτεχνία. «Πολύ γεμάτο με γωνίες» 1986, «Μέρες χαμένων δρόμων που ξαναβρέθηκαν» 1997).
Η Αντελίν, σε στενή συνάφεια με τον Μισέλ Μπϋλτώ και τον Ματιεύ Μεσαζιέ, συνεχίζει την γραμμή που χάραξαν οι υπερρεαλιστές ποιητές της γενιάς του 1970, καλλιεργώντας ένα λόγο εσκεμμένα ατίθασο, απείθαρχο και κατακερματισμένο, που μέσα από τα τρίμματα των διηθήσεών του, στηθοσκοπεί τα εμφράγματα της σύγχρονης ζωής χαρτογραφώντας νοσηρές περιοχές όπου συνωθούνται και συγκρούονται οι διαφάνειες του φωτός και οι αντιθέσεις της ύπαρξης. (Adeline 1950 - . «Ο βιολετί βαθμός των παραλυσιών» «Ιεροφάνια»).
Ο Μαρκ Σολοντενκό, που διακρίθηκε και ως μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, επιδόθηκε στην καλλιέργεια μιας ποίησης που εξερευνά το γόνιμο μυστήριο του λόγου, σε μία συνεχή κατάσταση κίνησης και αλλαγής που αντιμάχεται την σιωπή. (Marc Cholodenko 1950 - . «Πάρκα» 1972, «Ο Πρίγκιπας» 1974, «Εκατό τραγούδια απευθυνόμενα στα αδέλφια τους» 1975, «Σαράντα Ποιήματα για ένα Νέο Έτος Λουλουδιών» 1977).
Ο Καναδός από το Κεμπέκ Ροζέ Ντε Ρος δημιούργησε ένα έργο που βασίζεται στην αναδίφηση της σεξουαλικής λειτουργίας με συγκοπτόμενο τολμηρό και διεισδυτικό λόγο εμπλουτισμένο με υπερρεαλιστικές αιχμές που αξιοποιούν τα συμπεράσματα και τις τεχνικές της ψυχανάλυσης. (Roger Des Roches 1950 - . «Συμπληρωματικά Σώματα» 1970, «Η παιδική ηλικία των ματιών» 1972, «Τα προβλήματα του κινηματογράφου» 1973, «Η διακριτική δημοσιότητα» 1975, «Το ορισμένο σώμα» 1976).
Ο Ζαν Λουί Τζιοβανονί, χρησιμοποιώντας λόγο επιγραμματικό και ταυτόχρονα περιεκτικό, με καυστικό χιούμορ και με ειρωνεία συχνά μακάβρια, πειραματίζεται σε περιοχές έκφρασης όπου η σάρκα, ανθρώπινη ή ζωική, και η σχέση της με το σώμα και το συνακόλουθο αίσθημα εγκλεισμού, κατέχουν την πρώτη θέση, αναζητώντας την λύτρωση από τα φαντάσματα της εσωτερικής μυθιστορίας του ποιητή. (Jean Louis Giovannoni 1950 - . Κοινωνικός λειτουργός. «Φυλάξτε τον θάνατο» 1975).
Ο Ζιλ Πϋντλοβσκί αναζητεί την έμπνευσή του μέσα στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού υπό τους ήχους της τζαζ, απομυζώντας όλη την εσωτερική ζωή τους, που αποδίδεται ανακλαστικά με τυπικά νεορεαλιστική διάθεση, που εξωτερικεύεται με ένα τόνο ελαφρά νοσταλγικό μέσα από ένα σύνολο εικόνων που συγκρατούνται φευγαλέα με το ύφος ενός περιφερόμενου παρατηρητή που βιώνει ανεπιφύλακτα τον παλμό τους. (Gilles Pudlowski 1950 - . Συγγραφέας γαστρονομικών βιβλίων. «Με μια νέα νύχτα» 1974, «Λιτανεία του Μπλουζ» 1975).
Η Μισέλ Μετάιγ, μελέτησε σε βάθος την Γερμανική και την Κινέζικη ποίηση και ενσωμάτωσε στο έργο της την αντίστοιχη εμπειρία της αλλά και τις παραστάσεις της από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις της στις χώρες αυτές. Η τεχνική της επικεντρώνεται σε μορφολογικές και δομικές αναζητήσεις σχετικά με την εκφορά και σύνθεση του ποιητικού λόγου, συνδυάζοντας στοιχεία από πλαστικές τέχνες, μουσική, χειρονομίες και διάφορες κατασκευές που αποσκοπούν στην «επέκταση και προβολή των λέξεων στον χώρο». Μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της αφιερώθηκε στην προφορική διάδοση του έργου της, που έχει γι’ αυτήν όση σπουδαιότητα έχει για άλλους ποιητές η έκδοση βιβλίων. (Michèle Metail 1950 - . Γεννήθηκε στο Παρίσι και έζησε στην νότια Γαλλία. Σπούδασε Γερμανική και Κινέζικη λογοτεχνία. Ζωγράφος. «Ατέλειωτο Ποίημα» 1973. Ο επόμενες δημοσιεύσεις της ήταν προφορικές και οπτικές).
Ο Ζαν Πορτάντ γεννήθηκε στο Λουξεμβούργο όπου εργάστηκε αρχικά ως εκπαιδευτικός και αργότερα ως δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος Ιταλών μεταναστών αυτοπροσδιορίζεται στα ποιήματά του ως εμπνεόμενος από την νομαδική ζωή, απεικονίζοντας την μετακίνηση, τα κινήματα της μνήμης, την παροδική φύση των πραγμάτων και την ηθοποιό επίδραση της μητρικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας ένα λόγο κοφτό και σύντομο, που επενεργεί άμεσα βασιζόμενος συχνά στον μηχανισμό της επανάληψης (Jean Portante 1950 - , «Ανοιχτό κλειστό» 1994, «Σημείο ανάρτησης» 1998, «Η βροχή σαν μάτι» 2001).
Ο Ντιντιέ Αρνωντέ κινείται στα όρια ενός νέου ρεαλισμού που ενσωματώνει τον απόηχο των επιδράσεων από την σύγχρονη μουσική ποπ, με ένα σύνολο φράσεων που παρουσιάζονται ως μέρος ενός ανολοκλήρωτου συνόλου, που επαναπροσδιορίζεται αδιάκοπα, άλλοτε με βεβαιότητα και άλλοτε με απροσδιοριστία, καθώς το πραγματικό παρουσιάζεται στους στίχους του συγχωνευμένο με ασταθή αποσπάσματα του φανταστικού μέσα σε ένα χώρο προκατασκευασμένο με εναλλασσόμενες φωνές που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. (Didier Arnaudet 1951 - . Γεννήθηκε στην Μπορντό. Κριτικός τέχνης και εκδότης περιοδικού. «Μέχρι τον σκασμένο πανούργο» 1977).
Ο Κριστιάν Ζακομινό προσέγγισε χωρίς ακρότητες τον ποιητικό λόγο με ξεκάθαρες νεορεαλιστικές αντιλήψεις, εμπλουτισμένες με ένα ισορροπημένο τόνο νοσταλγίας και ονειροπόλησης, που εμποτίζει τις αφηγήσεις του προσδίδοντάς τους μια παράξενη χάρη που θέλγει και ερεθίζει. (Christian Jacomino 1951 - . Γεννήθηκε στην Αλγερία και έζησε στην Νις. Εκπαιδευτικός. «Η άκρη του Κόσμου» 2004).
Ο Ζαν – Μισέλ Μωλπουά αφηγείται στο έργο του μια ζωή ονειρική και τα όνειρα μιας ζωής ακολουθώντας τα βήματα ενός φανταστικού ταξιδιού μέσα από λεωφόρους και χρώματα που αποδίδουν την μελαγχολία και την νοσταλγία, αλλά και την χαρά και την ελπίδα της διαδρομής που γεννιέται από το κενό και προστίθεται σ΄ αυτό, αναζητώντας έναν λυρισμό κριτικό, απεριόριστο και απροσδιόριστο, ικανό να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της περιπλάνησης (Jean – Michel Maulpoix 1952 - . Γεννήθηκε στο Μονμπελιάρ της περιφέρειας Φρανς – Κοντέ της Δυτικής Γαλλίας και εργάστηκε ως καθηγητής πανεπιστημίου στο Παρίσι. «Μια ιστορία του γαλάζιου» 2005, «Βήματα πάνω στο χιόνι» 2004)
Ο Ζαν Ζακ Φωσό εμφανίζει στο έργο του στοιχεία ενός ακραίου υπερρεαλισμού που χαρακτηρίζεται από κερματισμένη σύνταξη και από μια εναίσθηση ταχύτητας που πολλαπλασιάζει την ηχητική δύναμη των στίχων του με πλαστική ευλυγισία που επενεργεί μέσα από ένα καλειδοσκόπιο αισθήσεων και εμπειριών. (Jean Jacques Faussot 1953 - . «Καουμπόη από πορσελάνη» 1973, «Από την κοσμηματοθήκη σταυροπόδι στην πίκρα των αγγέλων» «Οι δακρυϊκοί ώμοι» 1975).
Ο Υβόν Λε Μεν παρουσίασε ένα έργο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα ιδιότυπο κράμα ρομαντισμού και αισθητισμού, με μεγάλη ελευθερία στην χρήση των λέξεων με όλο το εκρηκτικό περιεχόμενό τους, που βασίζεται στην αντιθετική αντίληψη και απόδοση του πραγματικού σε σύγκριση με το φανταστικό. (Yvon Le Men 1953 - . «Ζωή» 1974, «Ελπίζοντας αιτία» 1975, «Πες, πώς είναι η γη;» 1976).
Η Αμίνα Σαΐντ γεννήθηκε στην Τύνιδα από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Τυνήσιο, σπούδασε Αγγλική φιλολογία στην Σορβόννη και μένει στο Παρίσι. Το έργο της απηχεί τα βιώματα και τις αισθήσεις των Μεσογειακών καταβολών της, καθώς είναι κατάφορτο από εικόνες ηλιόλουστων ακτών παραδομένων στην διαλεκτική του φωτός και σκιών, του σκοταδιού και της αιθρίας, της μέρας και της νύχτας, αξιοποιώντας ταυτόχρονα θρύλους και παραδόσεις της Τυνησίας. (Amina Said 1953 - , «Φωτιά πουλιών» «Η μία και η άλλη νύχτα»).
Ο Ρισάρ Μπελφέρ επιχειρεί να αξιοποιήσει στο έργο του τις τεχνικές και τα τεχνάσματα της παράδοσης που δημιούργησε η μουσική ροκ, καταλήγοντας σε ένα ψυχεδελικό αποτέλεσμα που μοιάζει να έχει δημιουργηθεί υπό την επίδραση παραισθησιογόνων μέσα από έναν ζωντανό εφιάλτη που βιώνεται με έκσταση σε βάθος. (Richard Belfer 1954 - . «Πριγκίπισσα της τρέλας ίσως ο καθρέφτης μου» 1973).
Ο Αλαίν Χελισέν κινείται πάνω στην παράδοση του ποιητικού εξτρεμισμού, ακολουθώντας τα βήματα του Ζαν Πιερ Βερεγκέν του οποίου υπήρξε συνεργάτης και πιστός σχολιαστής. Η γλωσσική του έκφραση είναι κατακερματισμένη, γεμάτη ασυνέχειες, ατέλειωτες φράσεις και υπαινιγμούς μέσα από τους οποίους προβάλλει μια τεμαχισμένη αντίληψη της συνείδησης του εγώ, επαναδιαχέοντάς το μέσα από αινίγματα και εξιστορήσεις που πιστοποιούν τις ποικίλες αντιφάσεις της ύπαρξης. (Alain Helissen 1954 - . Γεννήθηκε και έζησε στην Λοραίνη (επαρχία Moselle). Εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών. «Ραψωδία του ΕΓΩ» 1998, «Ερωτηματικό» 1999, «Επαναδιάχυση» 2001).
Ο Βέλγος Φρανσίς Ντανμάρκ, χρησιμοποιεί ένα λόγο ελλειπτικό και διακεκομμένο με ασαφείς, μυστηριώδεις ή ατέλειωτες φράσεις και ασυνεχή ροή της σύνταξης, επιδιώκοντας να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα που συνδυάζει την αισθητική του σύγχρονου μπαρόκ με τους ρυθμούς κίνησης μιας νέας μυθολογίας βασισμένης στο Αμερικάνικο όνειρο. (Francis Dannemark 1955 - . Βέλγος. «Η σκοπιά του πολικού μεσονυκτίου» 1977).
Ο Ευζέν Σαβιτσκαγιά, αινιγματικός και ταυτόχρονα λυρικός, αναζητεί εκφραστικές λύσεις που έχουν την πρόθεση να εισχωρήσουν στην έσχατη ουσία των γεγονότων, ανατέμνοντας παραστάσεις και εμπειρίες από την καθημερινή ζωή βιωμένες μέσα από ένα ιδιότυπο κράμα αίσθησης και άρνησης των συντεταγμένων του χωροχρόνου. (Eugène Savitzkaya 1955 - . «Οι τόποι του πόνου» 1972, «Καρδιά από σχίστη και κενοτάφιο» 1974, «Η αυτοκρατορία» 1976, «Μογγολία βρώμικη πεδιάδα» 1976, «Σκοτεινός δρόμος» 1975).
Η Συλβιάν Ντϋπϋί γεννήθηκε στην Γενεύη, σπούδασε Γαλλική και αρχαία Ελληνική φιλολογία και αρχαιολογία και εργάζεται στην Γενεύη ως καθηγήτρια, έχοντας κάνει πολλά ταξίδια στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Κίνα και την Αφρική. Τα ποιήματά της μετουσιώνουν έναν συμπυκνωμένο λυρισμό, αποτυπωμένο σε λόγο καθαρό, περιεκτικό και λιτό, επηρεασμένο από την αρχαία Κινεζική ποίηση των χάι – κάι, σε μια προσπάθεια να αναδιφήσει γεωμετρικούς χώρους γεμάτους από όνειρα και χρώματα. (Sylviane Dupuis 1956 - , «Από τον ένα τόπο στον άλλο» 1985, «Βαθαίνοντας την νύχτα» 1985, «Σύντομες ωδές» 1995, «Γεωμετρία του απεριόριστου» 2000).
Ο Πατρίκ Ντϋμπόστ, ένας από τους πιο πρωτότυπους και εφευρετικούς ποιητές της γενιάς του, ξεχωρίζει για το χιούμορ και την ενεργητικότητα της φωνής του, που εξωτερικεύεται, με θεατρική θεαματικότητα, μέσα από μια προσπάθεια αναδιάταξης των φυσικών συντεταγμένων, αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες γλωσσικής έκφρασης, με ιδιαίτερη φροντίδα στην εξωτερική εμφάνιση και παρουσίαση του κειμένου. (Patrick Dubost 1957 - . Γεννήθηκε στην Λυόν. Σπούδασε μαθηματικά και μουσικολογία. «Για να μην πεθάνουμε» 1999, «Η διασκέδαση των νεκρών» 2001, «Μπινγκ και Μπανγκ» 2002).
Ο Ολιβιέ Λεκριβαίν συνεχίζει στο έργο του την παράδοση των τολμηρών γλωσσικών πειραματισμών που δημιούργησαν οι εξτρεμιστές ποιητές της δεκαετίας του 1960, εστιάζοντας την όρασή του σε θέματα που συλλέγει περιφερόμενος μέσα στην σύγχρονη ζωή των μεγαλουπόλεων με διάθεση πρόκλησης και με μια αδιόρατη τάση να αποδοθούν ακραίες και χαοτικές εντυπώσεις ικανές να ταρακουνήσουν τον αναγνώστη. (Olivier Lécrivain 1958 - . Καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας. «Χωρίς να περιμένω πια» 1975).
Κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης της Καναδέζας Μαρί Μπελίλ είναι η ασάφεια και η ελλειπτικότητα του λόγου της που προσφέρει μάλλον φευγαλέες νύξεις που ταράζουν τις εικαστικές μορφές, παρά θέματα για διαλογισμούς, εξιστορώντας ένα χρονικό αναζητήσεων που επιδιώκουν να διαλευκάνουν την περιπέτεια της σύγχρονης ζωής. (Marie Belisle 1958 - . Καναδέζα. Γεννήθηκε στην περιοχή του Κεμπέκ. Ζωγράφος. «Γάμοι» 1983, «Περάσαμε» 1986, «Αναλογικά Χρονικά» 1989).
Η Συλβί Νεβ κινήθηκε στην γραμμή του ψυχογραφικού ρεαλισμού, αποτυπώνοντας στο έργο της σκηνές της καθημερινής οικογενειακής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων στην σύγχρονη πόλη, κρατώντας τις απαιτούμενες αποστάσεις από τα γεγονότα και αποφεύγοντας τις ιδεολογικές συγκρούσεις. (Sylvie Nève 1958 - . Γεννήθηκε στην Λιλ και έζησε στο Αράς (στο νομό Πα ντε Καλαί). «Ερωτευμένες» 1987, «Από παντού» 1992, «Ακολουθία σε επτά βρώμικα μικρά μυστικά» 2001).
Η Ελέν Ντοριόν γεννήθηκε στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου εργάζεται ως εκδότρια. Έδωσε μια ποίηση αρμονική, με κλασικές γραμμές, αναμφισβήτητη εκφραστική δεξιοτεχνία, φανταχτερές εικόνες και πλούσιο καλολογικό διάκοσμο, που εξερευνούν «το εσωτερικό ενός κόσμου μέχρι τις σιωπηλές ρίζες του ουρανού» όπου «τίποτε δεν είναι στη θέση του» και «τίποτε δεν προχωράει πέρα από τον εαυτό του». (Hélène Dorion 1958 - , «Χωρίς όχθη, χωρίς άκρη του κόσμου» 1995, «Αόρατες πέτρες» 1998, «Παράθυρα του χρόνου» 2000, «Πορτρέτα των θαλασσών» 2000, «Ένα πρόσωπο ακουμπισμένο πάνω στον κόσμο» 2001).
Στο ίδιο περίπου ρεαλιστικό κλίμα αναπτύσσεται και το έργο της Μεριλίν Ντεμπιόλ, το οποίο πέρα από την ψυχογραφική ενατένιση, επιδιώκει την οικοδόμηση ενός εύχυμου αφηγηματικού λόγου ικανού να αποτυπώσει τις ταξιδιωτικές εμπειρίες της ποιήτριας, χωρίς περιττό συναισθηματισμό, αλλά φορτωμένου με πλούσια και ειλικρινή συγκίνηση που μεταδίδεται αυτούσια, χάρη στην πρόσδεση της έμπνευσής της σε συγκεκριμένα γεγονότα του αστικού και αγροτικού βίου. (Maryline Desbiolles 1959 - . Έζησε στην περιοχή της Νις στην νότια Γαλλία. «Μια γυναίκα από τίποτε» 1987, «Τα δωμάτια» 1992, «Το πρώτο καλοκαίρι» 1994, «Η σουπιά» 1998, «Αμανσκάλ» 2002).
Από την έκθεση που προηγήθηκε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Γαλλική Ποίηση παρουσιάζει μια αδιάσπαστη και μακρόχρονη συνέχεια από τις ρίζες της που ανάγονται στον 11ο Αιώνα μ.Χ. ως τις μέρες μας. Η επίδρασή της στην διαμόρφωση του ποιητικού λόγου στην Ευρώπη ήταν από την αρχή πολύ μεγάλη σε συνάρτηση με την μεγάλη επιρροή που είχε ο Γαλλικός Πολιτισμός και ο Γαλλικός τρόπος ζωής σε όλους τους λαούς. Ιδιαίτερα σημαντικός υπήρξε ο ρόλος της για την διαμόρφωση της ποιητικής πρακτικής κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων του Μεσαίωνα με τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα και τους τροβαδούρους της Προβηγκίας, ενώ πολύ μεγάλη ήταν η φήμη των αισθητικών αντιλήψεών της και κατά την νεοκλασική περίοδο τον 17ο αιώνα. Κατά τον 19ο αιώνα η Γαλλική Ποίηση βρέθηκε στο απόγειο της απήχησης που είχε στις μάζες στο διεθνή χώρο κατά την εποχή των μεγάλων Ρομαντικών της πρώτης πεντηκονταετίας αλλά ιδιαίτερα κατά την δεύτερη πεντηκονταετία την εποχή των Συμβολιστών, και συνέχισε να βρίσκεται στην πρωτοπορία των εξελίξεων κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου χάρη στο έργο των Υπερρεαλιστών. Μεταπολεμικά η Γαλλική Ποίηση, σε συνεχή και σταθερή σχέση και γόνιμη επικοινωνία με την Αμερικανική, κυριαρχεί στον σύγχρονο ποιητικό κόσμο, χάρη στην ευρύτερη διάσταση των θεμάτων της και τον πολιτικό προσανατολισμό των ποιητών της.
Συγκρίνοντας κανείς την Γαλλική Ποίηση με την Αγγλική που συνιστά έναν άλλο σημαντικό πόλο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η Αγγλική Ποίηση, πιστή στην εμπειριοκρατική και θετικιστική παράδοση της Βρετανικής σκέψης που εξυπηρετήθηκε από φιλόσοφους όπως ο Φράνσις Μπέικον (1561 – 1626), o Τόμας Χομπς (1588 – 1679), ο Τζον Λοκ (1632 – 1704), ο Ντέιβιντ Χιουμ (1711 – 1776) και ο Μπέρτραντ Ράσελ (1872 – 1970) έχει αφετηρία συγκεκριμένα γεγονότα που βασίζονται άμεσα σε εμπειρικά δεδομένα των αισθήσεων από τα οποία απορρέουν ως επαγωγικό συμπέρασμα οι γενικότερες ιδέες που επιδιώκει να υποβάλει ο ποιητής. Αντίθετα η Γαλλική ποίηση, συνεπής και αυτή στην ιδεαλιστική και λογικοκρατική παράδοση της Γαλλικής διανόησης που ξεκινάει από τον Καρτέσιο (1596 – 1650), συνεχίζεται με τον Μπεργκσόν (1859 – 1941) και φτάνει μέχρι τον Σαρτρ (1905 – 1985), είναι αφηρημένη, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα εμπειρικά γεγονότα, και χρησιμοποιεί κατηγορηματικούς προσδιορισμούς ασαφείς και αόριστους που λειτουργούν περισσότερο παραγωγικά, ξεκινώντας από γενικόλογες ιδέες, από τις οποίες ο αναγνώστης αφήνεται μόνος να συναγάγει τις μερικότερες περιπτώσεις που τον αφορούν.
Αυτή η θεμελιώδης διαφορά που έχει σχέση με τις αντιλήψεις για τις πρώτιστες αρχές επενέργειας του ποιητικού φαινομένου, είναι περισσότερο φανερή κατά την μεταπολεμική περίοδο, κατά την οποία όλα τα ποιήματα που γράφονται στην Αγγλία θεωρείται αυτονόητο ότι πρέπει να αναπτύσσουν ένα συγκεκριμένο εμπειρικής βάσης θέμα, ενώ αντίθετα στην Γαλλία για τα περισσότερα ποιήματα δεν κρίνεται απαραίτητο να υπάρχει κάποιο θέμα, αφού θέμα τους είναι απλώς η ίδια η διάθεση του ποιητή που χαρτογραφείται στους στίχους τους. Η μετάβαση από το μερικό στο γενικό είναι κανόνας για την Αγγλική Ποίηση, ενώ για την Γαλλική ισχύει ακριβώς το αντίστροφο.
Καταλήγοντας μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η δήλωση του Τεοντόρ ντε Μπανβίλ ότι ποίηση είναι «αυτή η μαγεία, που συνίσταται στο ξύπνημα των αισθήσεων με την βοήθεια ενός συνδυασμού ήχων, ..... αυτή η αλχημεία χάρη στην οποία διάφορες ιδέες μας μεταδίδονται αναγκαστικά, με ένα ορισμένο τρόπο, με χρήση λέξεων που εντούτοις δεν τις εκφράζουν» (1) με την ίδια την εσωτερική αντίφαση που περιέχει αντιπαραθέτοντας δύο αντίθετα δομικά στοιχεία της ποιητικής λειτουργίας, τις αισθήσεις και τις ιδέες, και παρά το γεγονός ότι αφήνει έξω το αίσθημα, είναι χαρακτηριστική για το κύριο ρεύμα των διεργασιών που διαμόρφωσαν την Γαλλική ποιητική παράδοση, στο πέρασμα των αιώνων, μολονότι στα στοιχεία αυτά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς επιπλέον και την αιθέρια χάρη (αυτό που ο Πωλ Βαλερύ ονόμαζε charme και ο Πωλ Ελϋάρ incantation) που ασφαλώς αποτελεί βασικό γνώρισμα της Γαλλικής Ποίησης.
(1) «cette magie, qui consiste a éveiller des sensations a l’ aide d’ une combinaison de sons …. cette sorcellerie grâce a laquelle des idées nous sont nécessairement communiqués, d’ une maniere certaine, par des mots qui cependant ne les exprimes pas».
THÉODORE DE BANVILLE (1823 – 1891)
1. Η Γεωγραφία των Γερμανόφωνων Χωρών
Οι γεωγραφικές περιοχές στις οποίες έζησαν ή ζουν οι ποιητές, που παρουσιάζονται σ’ αυτό το μέρος της εργασίας αυτής, βρίσκονται στην βόρεια κεντρική Ευρώπη, ονομάζονται Γερμανία (Germany, Deutschland) και Αυστρία (Austria, Österreich) και ορίζονται προς Βορά από την Βόρεια και την Βαλτική Θάλασσα και την Δανία, προς την Δύση από την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Γαλλία, προς Νότο από την Ελβετία την Ιταλία και την Σλοβενία, ενώ προς την Ανατολή συνορεύουν με την Πολωνία, την Τσεχία και την Ουγγαρία (ολική έκταση της Γερμανίας 356.733 τετραγωνικά χιλιόμετρα και της Αυστρίας 83.871 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Η Αυστρία είναι χώρα ορεινή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνεται από το βόρειο ήμισυ των κεντρικών Άλπεων και σχεδόν όλο το ανατολικό άκρο τους, και μόνο μια στενή λωρίδα στο βορειοανατολικό τμήμα της που διασχίζεται από τον ποταμό Δούναβη, και στο οποίο βρίσκεται και η Βιέννη, είναι πεδινό. Αντίθετα η Γερμανία είναι χώρα πεδινή σε όλο το βόρειο μέρος της, ενώ στο νότιο μέρος το έδαφος είναι επικλινές σχηματίζοντας την μεγάλη προς βορρά έκταση των υπωρειών των Άλπεων, των οποίων το βόρειο άκρο καταλαμβάνει μια πολύ στενή λωρίδα της Γερμανίας με ψηλότερη κορυφή το βουνό Τζουκσπίτσε (ύψους 2963 μέτρων) στην Βαυαρία. Τα υπόλοιπα βουνά στην ενδοχώρα της Γερμανίας έχουν χαμηλό υψόμετρο της τάξεως των 770 μέχρι 1140 μέτρων.
Εκτός από τον Δούναβη που διασχίζει το βόρειο μέρος της Αυστρίας και το νότιο της Γερμανίας, κυριότερα ποτάμια είναι ο Ρήνος που διατρέχει τα σύνορα της Ελβετίας και Γαλλίας, το δυτικό τμήμα της βόρειας Γερμανίας και εκβάλλει στην Βόρεια Θάλασσα, διαπερνώντας την Ολλανδία, ο Έλβας που διασχίζει την ανατολική Γερμανία και εκβάλλει επίσης στην Βόρεια Θάλασσα κοντά στο Αμβούργο και ο Όστερ που διατρέχει τα σύνορα με την Πολωνία και εκβάλλει στην Βαλτική Θάλασσα.
Το κλίμα τόσο της Γερμανίας όσο και της Αυστρίας είναι ηπειρωτικό με πέντε χειμερινούς μήνες κατά τους οποίους η θερμοκρασία τις νύχτες είναι κάτω από το μηδέν, και πέντε καλοκαιρινούς μήνες κατά τους οποίους η θερμοκρασία την ημέρα υπερβαίνει τους 26ο C. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Βερολίνο είναι 603 χιλιοστά (έναντι 593 του Λονδίνου και 402 της Αθήνας), και η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 9 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από -1 μέχρι 19) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30), ενώ στις νότιες περιοχές που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο, όπως λ.χ. στο Μόναχο που βρίσκεται 500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, οι χειμώνες είναι δριμύτεροι (η μέση κατώτερη θερμοκρασία είναι -5ο C).
Η Γερμανία είχε το 2005 πληθυσμό 82.500.000 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 16 Ομοσπονδιακές Πολιτείες (Bundesländer) που αποτελούνται συνολικά από 439 Επαρχίες (Kreise), οι οποίες παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Βερολίνο (Berlin 3.391.407 κάτοικοι), στην ομώνυμη Ομοσπονδιακή Πολιτεία στην Βορειοανατολική Γερμανία και σπουδαιότερες πόλεις είναι:
- Στην βόρεια ζώνη: Η Βρέμη (Bremen 574.000 κάτοικοι) στην ομώνυμη Πολιτεία , το Αμβούργο (Hamburg 1.736.752 κάτοικοι) στην ομώνυμη Πολιτεία, η Σβέριν (Schwerin 97.000 κάτοικοι) στην Πομερανία (Mecklenburg – Vorpommern), και το Κίελο (Kiel 285.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Σλέσβιγκ – Χολστάιν (Schleswig – Holstein).
- Στην δυτική ζώνη: To Ντΰσελντορφ (Düsseldorf 617.000 κάτοικοι), το Ντόρτμουντ (Dortmund 624.000 κάτοικοι), το Έσεν (Essen 586.000 κάτοικοι), το Ντούισμπουργκ (Duisburg 566.000 κάτοικοι) και το Βούπερταλ (Wuppertal 361.000 κάτοικοι) στην Βεστφαλία – Βόρεια Ρηνανία (Nordrrhein- Westfalen), το Μάιντζ (Mainz 183.000 κάτοικοι), η Κολωνία (Köln 975.907 κάτοικοι), το Άαχεν (Aachen 185.000 κάτοικοι) και η Βόννη (Bonn 300.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία της Ρηνανίας – Παλατινάτου (Rheinland – Pfalz) και το Σααρμπρΰκεν (Saarbrücken 178.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Σάαρλαντ (Saarland).
- Στην ενδοχώρα: Το Ανόβερο (Hannover 556.000 κάτοικοι) και το Μπράουνσβαϊχ (Braunschweich 245.000 κάτοικοι) στην Κάτω Σαξονία (Niedersachsen), το Μαγδεμβούργο (Magdeburg 290.000 κάτοικοι) στην Σαξονία – Ανχάλτ (Sachsen – Anhalt), το Βισμπάντεν (Wiesbaden 274.000 κάτοικοι) και η Φρανκφούρτη (Frankfurt 657.126 κάτοικοι) στο Χέσσεν (Hessen) και η Ερφούρτη (Erfurt 202.000 κάτοικοι) στην Θουριγγία (Thüringen).
- Στην ανατολική ζώνη: Εκτός από το Βερολίνο, το Πότσνταμ (Potsdam 116.000 κάτοικοι) βρίσκεται στο Βρανδεμβούργο (Brandenburg) και η Δρέσδη (Dresden 569.000 κάτοικοι) και η Λειψία (Leipzig 604.000 κάτοικοι) στην Σαξονία (Sachsen).
- Στην νότια ζώνη: Η Στουτγάρδη (Stuttgart 621.000 κάτοικοι), η Καρλσρούη (Karlsruhe 255.000 κάτοικοι), το Μανχάιμ (Mannheim 307.000 κάτοικοι) και η Χαϊδελβέργη (Heidelberg 140.000 κάτοικοι) στο Μπάντεν - Βΰρτεμπεργκ (Baden - Württemberg), και το Μόναχο (München 1.397.537 κάτοικοι), το Άουγκσμπουργκ (Augsburg 261.000 κάτοικοι) και η Νυρεμβέργη (Nuremberg 450.000 κάτοικοι) στην Βαυαρία (Bayern).
Αντίστοιχα η Αυστρία, της οποίας το όνομα στα Γερμανικά Österreich σημαίνει κατά λέξη «ανατολικό βασίλειο», είχε το 2005 πληθυσμό 8.205.000 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 9 Ομοσπονδιακές Πολιτείες με πρωτεύουσα την Βιέννη (Wien 2.165.000 κάτοικοι) στην ομώνυμη Ομοσπονδιακή Πολιτεία στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι:
- Στην δυτική ζώνη: To Μπρέγκεντζ (Bregenz 26.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Φόραρλμπεργκ (Vorarlberg), το Ίνσμπρουκ (Innsbruck 140.000 κάτοικοι) στο Τιρόλο (Tirol), και το Σάλτσμπουργκ (Salzburg 145.000 κάτοικοι) στην ομώνυμη Πολιτεία.
- Στην κεντρική ζώνη: To Λιντς (Linz 188.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία της Άνω Αυστρίας (Oberöstereich) και το Κλάγκενφουρτ (Klagenfurt 90.000 κάτοικοι) στην Καρίνθια (Kärnten).
- Στην ανατολική ζώνη: Εκτός από την Βιέννη βρίσκονται τo Γκρατς (Graz 240.000 κάτοικοι) στην Στύρια (Steiermark), το Σανκτ Πόλτεν (Sankt Polten 49.000 κάτοικοι) στην πολιτεία της Κάτω Αυστρίας (Niederösterreich) και το Άιζενστατ (Eisenstadt 11.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Μπούργκενλαντ (Burgenland).
Η Γερμανία είναι χώρα κατ’ εξοχήν βιομηχανική, με ισχυρή οικονομία που βασίζεται στο εξαγωγικό εμπόριο των βιομηχανικών προϊόντων της. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 231 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 246 Αγγλίας, 91 της Αυστρίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός της είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 86 % (έναντι 92 % της Αγγλίας, 57% της Αυστρίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 ενεργητικό 1088 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 3724 και εξαγωγές 4812 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 747 δολαρίων της Ελλάδας και 723 της Αυστρίας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας είχε σχέση με τις χώρες Γαλλία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Αγγλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Σουηδία και Σαουδική Αραβία και αφορούσε διακίνηση έτοιμων προϊόντων ή πρώτων υλών που είχαν σχέση με μηχανήματα, αυτοκίνητα, χημικά, ηλεκτρολογικά και ηλεκτρονικά είδη και υφάσματα, ενώ το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 31.472 δολάρια (έναντι 30.900 της Βρετανίας, 32.962 της Αυστρίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στην Γερμανία παράγουν κυρίως πατάτες, σιτάρι, κριθάρι, και σακχαρότευτλα. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο, πρόβειο και χοιρινό κρέας και τα πουλερικά, ενώ άφθονα είναι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, τυρί και βούτυρο). Μόνο 4 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας, 4% της Αυστρίας και 26 % της Ελλάδας). Τα ορυκτά προϊόντα, περιλαμβάνουν κυρίως γαιάνθρακες που εξάγονται στις περιοχές του Ρουρ, του Ρήνου, του Σάαρ και του Άαχεν, ενώ τα μεταλλεύματα σιδήρου ή άλλων μετάλλων, όπως και το πετρέλαιο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, κατά μεγάλο μέρος εισάγονται από άλλες χώρες.
Σε αντίθεση με την Γερμανία, η οικονομία της Αυστρίας βασίζεται λιγότερο στην βιομηχανική παραγωγή, που είναι επίσης σημαντικά αναπτυγμένη, και περισσότερο στην παροχή υπηρεσιών και κυρίως στον τουρισμό και ιδιαίτερα τον χειμερινό.
2.1. Προϊστορία (μέχρι το 100 π.Χ.)
Η διαμόρφωση των εδαφών της σημερινής Γερμανίας, παρακολούθησε τον σχηματισμό της υπόλοιπης βόρειας και κεντρικής Ευρώπης που σχετίζεται πρώτα με την άνοδο των βουνών του Ιούρα κατά την Ιουράσια Περίοδο της Μεσοζωικής Εποχής (200 – 146.000.000 π.Χ.) και στην συνέχεια με την Αλπική Ορογένεση που άρχισε να πραγματοποιείται κατά την διάρκεια της Ηώκαινης Περιόδου (από το 65.000.000 μέχρι το 36.000.000 π.Χ.)
Η Γερμανία κατοικήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου της Παλαιολιθικής εποχής ήδη από το 1.000.000 π.Χ. από ανθρώπους που ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Οι περίοδοι της Παλαιολιθικής Εποχής Μουστέρια, Μαγδαλήνια, Ωρινάκια, Λα Σαπέλ και Κρο-Μανιόν σχετίζονται και με την παρουσία ανθρώπων στην Γερμανία. Απ’ αυτές η Μουστέρια αντιστοιχεί στην ανάπτυξη του δεύτερου ανθρώπινου είδους τύπου «Νεάντερταλ» (από το 220.000 μέχρι το 75.000 π.Χ.), που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη κοιλάδα κοντά στο Ντΰσελντορφ όπου ανακαλύφθηκαν τα πρώτα σχετικά ανθρωπολογικά ευρήματα, ενώ οι υπόλοιπες έχουν σχέση με την εμφάνιση του τρίτου ανθρώπινου είδους του τύπου «Άνθρωπος Έμφρων» (Homo Sapiens, μετά το 75.000 π.Χ.).
Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), χρονολογούνται από την εποχή που έλιωσαν οι τελευταίοι παγετώνες το 10.000 π.Χ.
Οι πρώτοι κάτοικοι των Νεολιθικών οικισμών ανήκαν στην Καυκάσια Φυλή, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης, οι Λίβυοι και οι Πρωτοέλληνες.
Οι πρώτοι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί, της Γερμανικής υποδιαίρεσης, άρχισαν να εισέρχονται στα εδάφη της Γερμανίας περίπου από την έναρξη της εποχής του Χαλκού, το 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τους τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν στην Ινδία, Περσία, Μικρά Ασία, Γερμανία, Ιταλία, Ιλλυρία και Ελλάδα. Οι λαοί αυτοί αργότερα ονομάστηκαν Κέλτες, από το όνομα «Κελτοί» (που σημαίνει «κρυμμένοι άνθρωποι») που χρησιμοποίησε πρώτος ο Έλληνας ιστορικός Εκαταίος το 517 π.Χ. και η πολιτιστική εξέλιξή τους ακολούθησε διάφορες φάσεις.
Η πρώτη εξελικτική περίοδος, γνωστή ως Πολιτισμός των Μπήκερ (Beaker Culture, Glockenbecherkultur 2800 – 1900 π.Χ.) τοποθετείται στο τέλος της Νεολιθικής εποχής εκτεινόμενη μέχρι τα πρώτα χρόνια της εποχής του Χαλκού, και χαρακτηρίζεται από την χρήση κυπέλλων (beaker) με κωδωνοειδές σχήμα. Ο Πολιτισμός Γιούνετις που ακολούθησε (Unetice, Aunjetitz 2300 – 1600 π.Χ., από την ομώνυμη περιοχή δυτικά της Πράγας) χαρακτηρίζεται από την χρήση μεταλλικών εργαλείων και μικροαντικειμένων, ενώ κύριο γνώρισμα του επόμενου Πολιτισμού των Τύμβων (Tumulus 1600 – 1200 π.Χ.) είναι η ταφή των νεκρών σε λοφίσκους (tumulus σημαίνει τύμβος). Τελευταίος σταθμός της Εποχής του Χαλκού είναι ο Πολιτισμός Ούρνφιλντ (Urnfield 1300 – 750 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται από το κάψιμο των νεκρών και την αποθήκευση της στάχτης τους σε υδρίες που φυτεύονταν σε χωράφια.
Η έναρξη της Εποχής του Σιδήρου ολοκληρώθηκε κατά την δεύτερη περίοδο (800 – 600 π.Χ.) του Πολιτισμού Χάλστατ (Hallstatt 1200 – 500 π.Χ. από το ομώνυμο χωριό της Αυστρίας) και διαδόθηκε σε όλη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και στην Βρετανία, οφειλόμενη σε σημαντικό βαθμό στις σχέσεις των λαών αυτών με τους Έλληνες. Η χρήση του σιδήρου σε εργαλεία και όπλα αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Πολιτισμό Λα Τεν (La Tene 450 – 50 π.Χ. από ομώνυμη περιοχή της Ελβετίας), ο οποίος, χάρη στην επαφή του με τους Μεσογειακούς λαούς της εποχής, εξελίχθηκε, μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση, σε μεγαλύτερο βαθμό από τον Χάλστατ.
Οι Κέλτες κατοικούσαν σε κυκλικές κατοικίες κατασκευασμένες από ξύλο ή αργιλώδη μίγματα με στέγες από άχυρο. Ήταν μονογαμικοί και ζούσαν από την γεωργία και την κτηνοτροφία. Δεν ήξεραν το λάδι και αρχικά έπιναν ένα είδος μπύρας, καθώς το κρασί τους έγινε γνωστό αργότερα από Ιταλούς οινεμπόρους. Φορούσαν βράκες φτιαγμένες από μάλλινα υφάσματα, χιτώνες με μανίκια και μανδύες. Συνηθισμένο κόσμημά τους ήταν περιδέραια με μορφή αλυσίδας και καλλιτεχνικά επεξεργασμένες πόρπες. Η θρησκεία τους ήταν ειδωλολατρική και παρουσίαζε κάποια αντιστοιχία με την Αρχαία Ελληνική, ενώ οι ιερείς τους (που ονομάζονταν Δρυίδες), μαζί με τους μάντεις τους αποτελούσαν την τάξη των εκλεκτών.
2.2. Προαυτοκρατορική περίοδος (100 π.Χ. – 843 μ.Χ. )
Ήδη από το 100 π.Χ. και μέχρι το 300 μ.Χ., πραγματοποιήθηκαν μαζικές μετατοπίσεις Ινδοευρωπαϊκών πληθυσμών της Τευτονικής (ή Γοτθικής) ομοφυλίας του Γερμανικού κλάδου, από την Σκανδιναβία και ιδιαίτερα από την χερσόνησο της Γιουτλάνδης στα Γερμανικά εδάφη. Οι πληθυσμοί αυτοί αναμίχθηκαν σε κάποιο βαθμό με τους Κέλτες, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν στις Βρετανικές νήσους, όπου απόγονοί τους ζουν κυρίως στην Σκοτία, την Ουαλία και την Ιρλανδία. Ο Ιούλιος Καίσαρας υπέταξε ολόκληρη την Γαλατία, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα σημερινά Γερμανικά εδάφη μέχρι τον Ρήνο και η Αυστρία, αλλά από το 9 μέχρι το 15 μ.Χ. ο Γερμανός αρχηγός Αρμίνιος μετά από μια ιστορική μάχη στο Δάσος του Τεύτομπουργκ (Teutoburg), που διατηρήθηκε στις γερμανικές παραδόσεις και τις ενέπνευσε μέχρι την εποχή του Μαρτίνου Λούθηρου, ματαίωσε την προσπάθεια των Ρωμαίων να επεκταθούν μέχρι τον Έλβα. Στο διάστημα από το 25 μέχρι το 300 μ.Χ. οι Γερμανικοί λαοί εξελίχθηκαν σε μία κοινωνία βασισμένη κυρίως στην γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή.
Από το 300 μ.Χ. άρχισαν οι μετακινήσεις των Γερμανικών φυλών, γνωστών ως Βάνδαλων, Φράγκων, Σλάβων, Οστρογότθων και Βησιγότθων από τα μέρη της σημερινής Γερμανίας σε άλλες περιοχές της Δυτικής, Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης μέχρι την Αφρική, εισβάλλοντας και στα δυτικά εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και συμβάλλοντας στην κατάλυσή της το 476 μ.Χ.
Την ίδια περίπου εποχή (ήδη από το 375 μ.Χ.) παρουσιάστηκε ο κίνδυνος των Ούννων για την τελική απόκρουση των οποίων το 451 μ.Χ. στα Καταλαυνικά Πεδία ο Ρωμαίος πατρίκιος Αέτιος συνεργάστηκε τόσο με τους Γαλλο – Ρωμαίους όσο και με τους Βησιγότθους και με τους Φράγκους, οι οποίοι τότε είχαν επικεφαλής τον βασιλιά Μεροβαίο (446 – 458 μ.Χ.), ιδρυτή της Μεροβίγγειας Δυναστείας που βασίλεψε από το 446 μέχρι το 741 μ.Χ. σε μία περιοχή που περιλάμβανε το μέγιστο της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας, αποτελώντας τον κοινό πρόγονο και των δύο αυτών σημερινών κρατών.
Ένας από τους απογόνους του Μεροβαίου, ο Χλωδοβίκος ή Κλόβης (βασιλιάς 481 – 511 μ.Χ.) ασπάστηκε την Χριστιανική θρησκεία αναγνωρίζοντάς την ως επίσημη θρησκεία του κράτους του, το οποίο αντικατάστησε ουσιαστικά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Δύση.
Η αμέσως εν συνεχεία εξασθένιση των Μεροβίγγειων βασιλιάδων και η ισχυροποίηση των μαγιορδόμων όπως ο Κάρολος Μαρτέλλος και ο Πιπίνος ο Βραχύς, κατέληξε στην στέψη του δεύτερου ως βασιλιά των Φράγκων με την έγκριση του Πάπα το 741 μ.Χ. Η Καρολίγγια Δυναστεία (741 – 911 μ.Χ.) που προέκυψε από αυτόν έφτασε σε μέγιστη ακμή την εποχή που βασίλευε ο γιος του Κάρολος Α΄ ο Μέγας (ή Καρλομάγνος, βασιλιάς 771 – 814), ο οποίος το 800 μ.Χ. στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη από τον Πάπα, δημιουργώντας έτσι μία αυτοκρατορία που περιελάμβανε εκτός από την σημερινή Γαλλία και μέρος της Γερμανίας και την Ιταλία μέχρι την Ρώμη. Με την Συνθήκη του Βερντέν (843 μ.Χ.) το κράτος αυτό διανεμήθηκε μετά από εμφύλιο πόλεμο στους απόγονους του Καρλομάγνου που σχημάτισαν τρία χωριστά κράτη (Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία), από τα οποία το κράτος της Γερμανίας, με το όνομα Βασίλειο των Ανατολικών Φράγκων, ανατέθηκε στον Λουδοβίκο Β΄ τον Γερμανό (Ludwig II 840 – 876 μ.Χ.) εγγονό του Καρλομάγνου.
2.2. Αυτοκρατορική περίοδος (843 μ.Χ. – 1806 μ.Χ. )
Η ισχύς της Καρολίγγιας Δυναστείας εξασθένισε σύντομα εξαιτίας των ανταγωνισμών των διαφόρων κλάδων της οικογένειας, και της συνακόλουθης κατάτμησης του κράτους σε πέντε δουκάτα (Σαξονία, Θουριγγία, Φραγκονία, Σουηβία και Βαυαρία) που εκμηδένισε την βασιλική εξουσία, αλλά και της εξωτερικής πίεσης από Μαγυάρους, Σλάβους και Βίκινγκς. Το 911 μ.Χ. οι Γερμανοί ευγενείς ανακήρυξαν βασιλιά τον Κονράδο της Φραγκονίας (Conrad 911-919), που όμως δεν κατόρθωσε να καταπραΰνει τις εσωτερικές εντάσεις. Ο διάδοχός του Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας (919 – 936) έγινε ιδρυτής της Σαξονικής Δυναστείας (919 – 1152), και μολονότι ο ίδιος δεν σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες, ο γιος του Όθων Α΄ (Otto I 936 – 973) κατάφερε να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα διακυβέρνησης της χώρας χρησιμοποιώντας κληρικούς, ενώ ταυτόχρονα απώθησε τους Μαγυάρους στις μάχες του Λεχ (Lech) και του Άουγκσμπουργκ (Augsburg) το 955, και τελικά το 962 πέτυχε με την υποστήριξη του Πάπα, να αποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό για τον εαυτό του την εξουσία του Καρλομάγνου και να αναγορευθεί αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ρωμαϊκού Έθνους, η οποία με διάφορες μορφές διατηρήθηκε μέχρι το 1806.
Στα χρόνια του γιου του, Όθωνα Β΄ (973 – 983), η Αυστρία, με το όνομα «Ανατολικά Σύνορα» περιήλθε το 976 στην κατοχή του Λεοπόλδου της Βαβενβέργης, του πρώτου χρονολογικά από τους δώδεκα μαρκήσιους οι οποίοι επί τρεις αιώνες εξουσίαζαν την περιοχή υποθάλποντας μια πολιτικά και πολιτιστικά ανεξάρτητη κοινωνία.
Ο διάδοχός του Όθων Γ΄ (Otto III 983 – 1002), από τους πλέον χαρισματικούς Γερμανούς ηγέτες, διατήρησε σταθερή την εξουσία του στα εδάφη της Γερμανίας και της Ιταλίας, ενώ μέσω και της Βυζαντινής μητέρας του, έκανε όνειρα για μια ευρύτερη Μεσογειακή αυτοκρατορία. Οι διάδοχοί του όμως Ερρίκος Β΄ ο Άγιος (1002 – 1024) και Ερρίκος Γ΄ ο Μέλας (1039 – 1056) αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα αμφισβήτησης της ισχύος τους από τους κατά τόπους φεουδάρχες, ενώ παράλληλα τα προβλήματα της διατήρησης του ελέγχου των εδαφών της Ιταλίας και της εδαφικής επέκτασης προς την Πολωνία, απορροφούσαν μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς τους. Η ίδια κατάσταση διατηρήθηκε και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Δ΄ (1056 – 1106) και του Ερρίκου Ε΄ (1106 – 1125), με τελική κατάληξη την εξασθένιση της οικονομικής τους επιρροής και αντίθετα την ισχυροποίηση της θέσης των επισκόπων και των φεουδαρχών, σε μία χώρα που εξακολουθούσε να παρουσιάζει έντονα προβλήματα διακυβέρνησης.
Η Δυναστεία των Χοενστάουφεν (Hohenstaufen 1152 – 1250) άρχισε με την βασιλεία του Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσα (1152 – 1190), ενός από τους αξιολογότερους Γερμανούς μονάρχες του Μεσαίωνα, ο οποίος ανάλωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του σε αμφιλεγόμενες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και στην εξουδετέρωση του ισχυρού δούκα της Σαξονίας Ερρίκου του Λέοντα, με τελικό αποτέλεσμα την πρόσκαιρη ενδυνάμωση της αυτοκρατορικής ισχύος. Η πολιτική αστάθεια όμως έγινε και πάλι φανερή μετά τον θάνατο του Ερρίκου ΣΤ΄ (1190 – 1197) όταν ο αυτοκρατορικός τίτλος διεκδικήθηκε ταυτόχρονα από τον Φίλιππο της Σουηβίας και τον Όθωνα του Μπράουνσβαϊχ, για να καταλήξει τελικά, με υποστήριξη του Πάπα, στον εγγονό του Μπαρμπαρόσα Φρειδερίκο Β΄ (1215 – 1250), ο οποίος προσπάθησε να κυριαρχήσει ταυτόχρονα στην Σικελία, την Ιταλία και την Γερμανία, αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραχωρήσει περισσότερα προνόμια στον κλήρο και τους ευγενείς, διαιρώντας ταυτόχρονα την Αυστρία σε δύο δουκάτα (Αυστρία και Στύρια).
Μετά την αιφνίδια ανακοπή της δυναστείας των Χοενστάουφεν ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής αστάθειας. Στην περίοδο της Μεσοβασιλείας (1250 – 1273) επικράτησε πλήρες χάος, κατά την διάρκεια του οποίου οι κληρικοί, οι ευγενείς και οι πολιτείες βρίσκονταν σε συνεχείς διαμάχες μεταξύ τους, δημιουργώντας την εντύπωση μιας αναρχούμενης χώρας, που κινδύνευε να οδηγηθεί σε ολοσχερή αποσύνθεση. Τότε πρωτοπαρουσιάστηκε στην πολιτική σκηνή η οικογένεια των Αψβούργων, μεγάλων γαιοκτητών στην Ελβετία και Αλσατία, των οποίων το όνομα και η περιουσία σχετίστηκε με την Αυστρία για πολλούς αιώνες. Ο Ροδόλφος του Αμβούργου (1273 – 1308) και ο Ερρίκος Ζ΄ του Λουξεμβούργου (1308 – 1313) που εκλέχτηκαν αυτοκράτορες, προσπάθησαν να περισώσουν την κατάσταση επιδιώκοντας όχι τόσο την ισχυροποίηση της εξουσίας τους, όσο την απόκτηση μεγάλων εκτάσεων γης, όπως το δουκάτο της Αυστρίας και το βασίλειο της Βοημίας, για την οικογένειά τους. Ο Κάρολος Δ΄ (1346 – 1378) επιδίωξε να βάλει τάξη στην διαδικασία εκλογής των αυτοκρατόρων, αναθέτοντας το καθήκον αυτό σε επτά εκλέκτορες φεουδάρχες, σε μια εποχή όμως κατά την οποία το αυτοκρατορικό αξίωμα έμοιαζε να έχει χάσει την αξία του, καθώς η ιστορία της Γερμανίας έδειχνε να ταυτίζεται με την ιστορία συγκεκριμένων οικογενειών χωρίς ενοποιητικό κέντρο.
Στο πνεύμα των εξελίξεων αυτών, από το 1438 μέχρι το 1806, το αυτοκρατορικό αξίωμα, μολονότι θεωρητικά ήταν αιρετό, πέρασε στα χέρια της οικογένειας των Αψβούργων (Habsburgs) που κυβέρνησαν την Γερμανία επί 368 έτη, καθιστώντας την Αυστρία κέντρο των δραστηριοτήτων τους. Από αυτούς ο Μαξιμιλιανός Α΄ (1493 – 1519) έκανε σοβαρή προσπάθεια να τονώσει την αυτοκρατορική εξουσία, οργανώνοντας τις εσωτερικές σχέσεις του κράτους και συνενώνοντας υπό το σκήπτρο του όλες τις κτήσεις των Αψβούργων, στις οποίες με διάφορους τρόπους πρόσθεσε και καινούργιες, όπως το Τιρόλο, το Τρεντίνο, η Ουγγαρία και η Βοημία και ήρθε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τους τοπικούς πρίγκιπες που επιδίωκαν περαιτέρω ενίσχυση της θέσης τους. Το έργο του όμως ανακόπηκε από την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου (1483 – 1546), η οποία, κρινόμενη με πολιτικούς όρους, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Γερμανίας, από την οποία η χώρα συνήλθε μόνο μετά από τρεις και πλέον αιώνες.
Η Μεταρρύθμιση, που κατέληξε σε θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο (1546 – 1547), δίχασε ακόμη περισσότερο τις Γερμανικές χώρες, καθώς υποστηρίχθηκε για προσωπικούς λόγους από τους τοπικούς φεουδάρχες, οι οποίοι, μεταξύ των άλλων, αναζητούσαν αιτίες αντίδρασης προς την αυτοκρατορική εξουσία ή αποσκοπούσαν στην ιδιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ (1519 – 1556) αρχικά προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο πλευρές, αλλά αργότερα επιχείρησε να καταπνίξει την Μεταρρύθμιση, ενώ παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει τον Τουρκικό κίνδυνο στα νοτιοανατολικά σύνορα του κράτους του και την πολιτική της Γαλλίας για υποβοήθηση των Διαμαρτυρόμενων. Παράλληλα αποδύθηκε σε μακροχρόνιο πόλεμο με τους Γάλλους ευγενείς διεκδικώντας κτήσεις στην Ιταλία (1521 – 1559). Κατά την διάρκεια της Μεταρρύθμισης οι Αψβούργοι αποδείχτηκαν υπέρμαχοι του Καθολικισμού. Ο Φερδινάνδος Α΄ (1556 – 1564) ευνόησε την εγκατάσταση Ιησουϊτών στην Αυστρία, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε σχολεία και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο Μαξιμιλιανός Β΄ (1564 – 1576) τήρησε ηπιότερη στάση απέναντι στους Διαμαρτυρόμενους, αλλά στα χρόνια του Ροδόλφου Β΄ (1576 – 1612) η θρησκευτική αδιαλλαξία ανάγκασε τους Λουθηρανούς να σχηματίσουν την Ευαγγελική Ένωση το 1608, με την οποία αντιπαρατέθηκε ο Καθολικός Σύνδεσμος που ιδρύθηκε τον επόμενο χρόνο. Κατάληξη της θρησκευτικής διαμάχης που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση, ήταν ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618 – 1648), αφετηρία του οποίου ήταν η υποψηφιότητα για τον αυτοκρατορικό θρόνο του καθολικού Φερδινάνδου Β΄ (1619 – 1687), που είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια πρόσκτησης της Βοημίας από τους Διαμαρτυρόμενους, με στόχο να αποκτήσουν υπεροχή μιας ψήφου στο σώμα των εκλεκτόρων.
Μια από τις συνέπειες του πολέμου, πέρα από την ανάδειξη της Γαλλίας σε πρώτη δύναμη της Ευρώπης και την καταστροφή της Γερμανίας, ήταν η δημιουργία του κράτους της Πρωσίας, με πρώτο δούκα τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο (1640 – 1688), ιδρυτή της δυναστείας των Χοεντσόλερν (Hohenzollern), το οποίο, περιλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα της σημερινής Γερμανίας και μέρος της Πολωνίας, ανακηρύχθηκε βασίλειο το 1701 από τον Φρειδερίκο Α΄ (1688 – 1713) και απετέλεσε μία πολιτική δύναμη στήριξης των Διαμαρτυρόμενων και μία εστία ανταγωνισμού απέναντι στο κράτος των Αψβούργων.
Στον νότο οι Αψβούργοι, έχοντας έδρα του κράτους τους την Βιέννη, μετά την απόκρουση των Τούρκων το 1683 και τις συνακόλουθες συνθήκες ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718), και την κατάκτηση της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας το 1699 από τον Λεοπόλδο Α΄ (1658 – 1705) και σημαντικού μέρους της Ιταλίας το 1714 από τον Ιωσήφ Α΄ (1705 – 1711), προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από τα ζητήματα της Πρωσίας, όταν όμως το 1740 διακόπηκε η ανδρική γραμμή διαδοχής του θρόνου των Αψβούργων, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Β΄ ο Μέγας (1740 – 1786) αντέδρασε στην εκλογή της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας ως αυτοκράτειρας (1740 – 1780), με συνέπεια τον Πόλεμο για την Διαδοχή του Αυστριακού Θρόνου, ο οποίος συνεχίστηκε με τον Επταετή Πόλεμο (1756 – 1763). Οι πόλεμοι αυτοί έληξαν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, εκτός από την αύξηση του κύρους του Φρειδερίκου Β΄, ως κύριου εκπρόσωπου και προασπιστή του Γερμανικού κόσμου, καθώς η Μαρία Θηρεσία είχε συμμαχήσει με την Γαλλία και την Ρωσία. Από την άλλη μεριά όμως η Μαρία Θηρεσία (1740 – 1780) υπήρξε ο θεμελιωτής του σύγχρονου κράτους της Αυστρίας, με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, που είχαν σχέση με την νομοθεσία, την παιδεία, την φορολογία, τον περιορισμό της ισχύος των φεουδαρχών και της εξουσίας τους πάνω στους αγρότες και με διοικητικές ρυθμίσεις, όπως η ίδρυση του Συμβουλίου του Κράτους ως ανώτατου οργάνου άσκησης της διοικητικής εξουσίας.
Το σημαντικότερο γεγονός στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα ήταν οι αλλαγές που επέφερε ο Διαφωτισμός, του οποίου κατάληξη ήταν η Γαλλική Επανάσταση του 1789, στις οποίες το κράτος των Αψβούργων αντέδρασε δημιουργώντας ένα απολυταρχικό καθεστώς με στόχο τον περιορισμό των επιπτώσεων από το πνεύμα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης που επικρατούσε στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Το 1806 ο Φραγκίσκος Β΄ (1792 -1835), μετά από δύο καταλήψεις της Βιέννης από τον Ναπολέοντα, κατέθεσε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και πήρε μόνο τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Αυστρίας.
2.3. Περίοδος του Κρατικού Διπολισμού (1806 - 1945)
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη δύο Γερμανικών κρατών, της Πρωσίας και της Αυστρίας. ΄Και τα δύο κράτη είχαν ενεργό ανάμιξη, σε έξι διαδοχικούς συνασπισμούς, κατά περίπτωση, με την Αγγλία και την Ρωσία, στους πολέμους εναντίον της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με τελικό αποτέλεσμα την συντριβή του στο Βατερλό το 1815. Την ίδια χρονιά, το Συνέδριο της Βιέννης ίδρυσε την Γερμανική Συνομοσπονδία 39 πολιτειών υπό την ηγεσία της Αυστρίας, η οποία κέρδισε επιπλέον σημαντικές εδαφικές εκτάσεις στην Ιταλία, σε αντίθεση με την Πρωσία, που έχασε μεγάλο μέρος της Πολωνίας, παραμένοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό την επίδραση του συντηρητικού Αυστριακού πρωθυπουργού Μέτενριχ (1809 – 1848), που διατήρησε την ισχύ του και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Φερδινάνδου Α΄ (1835 – 1848), εκπροσωπώντας την πλέον συντηρητική πλευρά της Αυστρογερμανικής κοινωνίας.
Η αυξανόμενη βιομηχανοποίηση των γερμανικών χωρών, σε συνδυασμό με την επίδραση των φιλελεύθερων επαναστατικών κινημάτων που συντάραζαν την Ευρώπη αυτή την περίοδο, και ιδιαίτερα την Γαλλία όπου το 1848 ανακηρύχθηκε η βραχύβια Β΄ Δημοκρατία, έδωσαν το έναυσμα για την Επανάσταση που σημειώθηκε το 1848 στις Γερμανικές πολιτείες, με κοινή συμμετοχή διανοούμενων και πολλών άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Η Εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε ανέλαβε να διαμορφώσει το σύνταγμα της νέας Γερμανίας, αλλά ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ (1840 – 1861) απέρριψε τόσο το σύνταγμα, όσο και τον τίτλο του αυτοκράτορα που του προτάθηκε. Το 1862 ο διάδοχός του βασιλιάς Γουλιέλμος Α΄ (1861 – 1888), μετά από προστριβές με το ολοένα και περισσότερο φιλελεύθερο κοινοβούλιο, όρισε πρωθυπουργό τον Όττο Φον Μπίσμαρκ, ο οποίος αξιοποιώντας την καθολική επιθυμία για ενοποίηση της Γερμανίας, πραγματοποίησε μια σειρά από νικηφόρους πολέμους με την Δανία το 1864, με την Αυστρία το 1866 και με την Γαλλία το 1870, με αποτέλεσμα την συνένωση όλων των Γερμανικών πολιτειών βόρεια του ποταμού Μέιν και την προσάρτηση της Βαυαρίας, του Βΰρτεμπεργκ και του Μπάντεν.
Στο ίδιο διάστημα στην Αυστρία ο Φραγκίσκος Ιωσήφ (1848 – 1916), μετά την απομάκρυνση του Μέτενριχ, ανάγγειλε ένα νέο σύνταγμα, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα στο μακρύ χρονικό διάστημα της βασιλείας του, να εμπλακεί σε συνεχείς διαμάχες ανάμεσα στον κεντρικό αυταρχισμό, τις απαιτήσεις για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και προβλήματα οφειλόμενα στα χωριστικά κινήματα της Ουγγαρίας, της Ιταλίας και της Βοημίας. Το 1859 έχασε την Λομβαρδία, αλλά το 1867, μετά από συμβιβασμό με τους Ούγγρους, καθιέρωσε την Αυστροουγγρική Δυαρχία, στην Βιέννη και την Βουδαπέστη, με την οποία αναγνωρίστηκε η αυτονομία της Ουγγαρίας. Στην εποχή του η Βιέννη είχε φτάσει στο απόγειο της φήμης και της ακμής της ως πολιτιστικό και κοσμοπολίτικο κέντρο, το οποίο δοξάστηκε από μεγάλους καλλιτέχνες και επιστήμονες, όπως ο Μάλερ, ο Στράους, ο Σένμπεργκ, ο Φρόιντ και ο Άντλερ.
Η Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Kaiserreich) ανακηρύχθηκε το 1871 στις Βερσαλλίες με πρώτο αυτοκράτορα τον ίδιο τον Γουλιέλμο Α΄, και περιλάμβανε όλες τις Γερμανικές πολιτείες εκτός από την Αυστρία. Τα επόμενα χρόνια οι προσπάθειες του Μπίσμαρκ στράφηκαν στην εδραίωση των επιτυχιών και την σταθεροποίηση του νέου Γερμανικού κράτους ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, με ενίσχυση του ρυθμού εκβιομηχάνισης της χώρας και σύναψη συμφωνιών για την διατήρηση της ουδετερότητας της Ρωσίας απέναντι στο νέο κράτος και την ταυτόχρονη αδρανοποίηση της Γαλλίας για αποφυγή άλλων πολεμικών εμπλοκών, ενώ ταυτόχρονα δεν παραμελήθηκε και η αποικιακή εξάπλωση της χώρας σε αντιστοιχία με ανάλογες κινήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας και η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος σε όλους τους τομείς.
Όμως το 1888 ο νέος αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ (1888 – 1918) απέλυσε τον Μπίσμαρκ και ακολούθησε διαφορετική πολιτική σε μια σειρά από θέματα, ακυρώνοντας όλες τις συμμαχίες με άλλα κράτη εκτός από την Αυστρία και δημιουργώντας για την Γερμανία ένα κλίμα απομόνωσης και έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι αξιώσεις των Αψβούργων για διατήρηση της επιρροής τους στα Βαλκάνια, μετά την προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και τις συνακόλουθες προστριβές με τους Σλάβους, ήταν μία από τις αιτίες που οδήγησαν τις δύο συμμαχικές χώρες στον ανεπιτυχή και αιματηρό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918 – 1918). Η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 θεωρήθηκε ταπεινωτική για την Γερμανία και βύθισε τον κόσμο της σε βαθιά απογοήτευση, αλλά για την Αυστρία οι επιπτώσεις ήταν σοβαρότερες, αφού η πολυεθνική Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων, με αρχικό πληθυσμό 35 εκατομμύρια ανθρώπους, διαλύθηκε και η Αυστριακή Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1918 στην θέση της, περιορίστηκε στο ένα όγδοο των αρχικών εδαφών, καθώς η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία έγιναν ανεξάρτητα κράτη, το Αυστριακό τμήμα της Πολωνίας εκχωρήθηκε στο επανασυσταθέν Πολωνικό κράτος, η Κροατία ενώθηκε με το νέο κράτος της Γιουγκοσλαβίας και η Τρανσυλβανία παραχωρήθηκε στην Ρουμανία.
Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου η Γερμανική Αυτοκρατορία της Βαϊμάρης (1918 – 1949), που ιδρύθηκε στην θέση της αυτοκρατορίας, βρέθηκε απομονωμένη σε μία Ευρώπη που απαιτούσε εγγυήσεις και αποκαταστάσεις των πολεμικών ζημιών, ενώ ο πληθωρισμός, η ανεργία και οι απόπειρες πραξικοπημάτων από εξτρεμιστικές ομάδες της αριστεράς και της δεξιάς, δημιουργούσαν τεράστιες δυσκολίες στην κυβέρνηση του προέδρου Φρειδερίκου Έβερτ (1919 – 1925), ο οποίος όμως περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920, έδειξε ότι είχε βρει τον τρόπο να οδηγήσει την Γερμανία στον δρόμο της οικονομικής ανόρθωσης. Και πάλι όμως η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 προκάλεσε αποσταθεροποίηση της κοινωνίας, που δημιούργησε την βάση για την επικράτηση δημαγωγικών και ουτοπικών πολιτικών θέσεων επηρεασμένων από ρατσιστικές θεωρίες, από το μεγαλεπήβολο πανγερμανικό όνειρο και από τον πόθο για αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Παράλληλα η κυβερνητική αστάθεια και ο προβαλλόμενος κίνδυνος του Κομμουνισμού, έπεισαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και συνακόλουθα τον πρόεδρο Παύλο Φον Χίντεμπουργκ (1925 – 1934) να προσφέρει το 1933 την θέση του καγκελάριου στον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος μετά τον θάνατο του Χίντεμπουργκ ανέλαβε και την θέση του προέδρου και πέτυχε τον απόλυτο έλεγχο του κράτους από το Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα, εγκαθιδρύοντας ένα δικτατορικό καθεστώς που ο ίδιος ονόμασε Τρίτο Ράιχ (Γ΄ Αυτοκρατορία).
Στο ίδιο διάστημα η Αυστρία λειτούργησε και λειτουργεί μέχρι σήμερα, με ένα σύστημα Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, στο οποίο ο Πρόεδρος είναι απλώς εκπρόσωπος του κράτους, ενώ την πολιτική εξουσία ασκεί ο Καγκελάριος. Το 1934 σε αντιστοιχία με τα σύγχρονα γεγονότα της Γερμανίας, ο εκλεγμένος Καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους, μετά από εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Βιέννη, εξαιτίας των σχέσεών του με το καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία, συγκρότησε ένα δικτατορικό καθεστώς που προετοίμασε την ένωση με την Γερμανία, την οποία επέβαλαν δυναμικά το 1938 τα Γερμανικά στρατεύματα με την χωρίς αντίσταση κατάκτηση των Αυστριακών εδαφών.
Μετά τις διαδοχικές προσαρτήσεις της Ρηνανίας, της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας, σε μια προσπάθεια του Χίτλερ να υλοποιήσει το όνειρο της Μεγάλης Γερμανίας, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κηρύχτηκε το 1939 με σημαντικές επιτυχίες από την πλευρά των Γερμανών τα δύο πρώτα χρόνια και με δυσπρόβλεπτη έκβαση ακόμη και μετά την ήττα τους στο Στάλινγκραντ από τους Ρώσους τον Ιανουάριο του 1943.
2.4. Μεταπολεμική περίοδος (1945 – 2000)
Μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ και την παράδοση των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων τον Μάιο του 1945, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε έχοντας αφαιρέσει την ζωή από πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και έχοντας προκαλέσει φοβερή οικονομική καταστροφή σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η Γερμανία διαιρέθηκε αρχικά σε τέσσερις ζώνες κατοχής , Αγγλική, Γαλλική, Αμερικανική και Ρωσική, που περιλάμβανε και το Βερολίνο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύθηκε το 1949 με πρώτο καγκελάριο τον Κονράδο Αντενάουερ (1949 – 1963) και πρωτεύουσα την Βόννη, ενώ την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, με πρωτεύουσα το Ανατολικό Βερολίνο και με κομμουνιστική διακυβέρνηση. .
Ο εντυπωσιακός ρυθμός οικονομικής αναστήλωσης της Δυτικής Γερμανίας κατά την δεκαετία του 1950, που υποστηρίχτηκε και από την βοήθεια που δόθηκε από τις ΗΠΑ στα πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ, χαρακτηρίστηκε ως «Γερμανικό θαύμα» και ανάδειξε την Γερμανία σε μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του πλανήτη. Το 1955 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ και το 1957 ήταν ένα από τα ισχυρότερα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Στις επόμενες δεκαετίες η Δυτική Γερμανία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την θέση της ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, προωθώντας ταυτόχρονα το σχέδιο ενδυνάμωσης της ΕΟΚ, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, το 1973 εννέα μέλη, το 1981 δέκα μέλη, το 1986 12 μέλη και το 1995 δεκαπέντε χώρες - μέλη, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστρία. Παράλληλα το 1993 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την ενοποίηση της Ευρώπης και σε πολιτικό επίπεδο, προοπτική που υπηρετήθηκε με την επέκταση της Ένωσης σε 25 χώρες και την ενιαιοποίηση του νομίσματος με την καθιέρωση του ευρώ το 2002.
Στα χρόνια αυτά η Ανατολική Γερμανία, με καθεστώς διακυβέρνησης Σοβιετικού τύπου, αναδείχτηκε και αυτή σε μία από τις πλουσιότερες και περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, παρά το γεγονός ότι πολλοί πολίτες της εξακολουθούσαν να αναζητούν στην Δύση πολιτικές ελευθερίες και καλύτερες συνθήκες ζωής. Οι σχέσεις με την Δυτική Γερμανία στο διάστημα αυτό παρέμειναν ψυχρές, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η ανέγερση τείχους που χώριζε το Ανατολικό από το Δυτικό Βερολίνο, για την παρεμπόδιση της ελεύθερης επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Στο ίδιο διάστημα η Αυστρία, έχοντας αποκαταστήσει από το 1945 το δημοκρατικό πολίτευμά της, ακολούθησε μια σταθερά ανοδική πορεία, διατήρησε την θέση της ως μία από τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου και εντασσόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρκετά καθυστερημένα το 1995, αλλά, παραμένοντας μια χώρα μικρή σε έκταση και πληθυσμό, δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά αίγλη και δόξα της.
Το 1989, μετά την διάνοιξη των συνόρων της Ουγγαρίας, ο αριθμός των Ανατολικογερμανών που μετανάστευε στην Δυτική Γερμανία γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος, γεγονός που δημιούργησε πίεση στην κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για μεταρρυθμίσεις, με μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις και ιδιαίτερα στην Λειψία. Η πολιτική αστάθεια που προέκυψε ανάγκασε τον πρωθυπουργό Έριχ Χόνεκερ να παραιτηθεί, επιταχύνοντας τις διαδικασίες αλλαγών που οδήγησαν στην κατάργηση του τείχους του Βερολίνου και στην ενοποίηση της Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου του 1990, με πρωτεύουσα το Βερολίνο, που ανακηρύχθηκε και επίσημα έδρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης το 1999.
Στον επισυναπτόμενο πίνακα παρέχεται μια μνημοτεχνική παρουσίαση της ιστορικής πορείας των Γερμανόφωνων κρατών από την εποχή της δημιουργίας τους μέχρι σήμερα.
Η Γερμανόφωνη Ποίηση, κατέχει αναμφισβήτητα σημαντική θέση στην λογοτεχνική ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Γερμανόφωνος κόσμος σημείωσε αξιόλογες επιδόσεις σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και οικονομικής ζωής, όσο και στις επιστήμες, την τεχνολογία, τις τέχνες και τα γράμματα, σε βαθμό που τον έφερε στο επίκεντρο της προσοχής πολλών λαών σε όλη την υφήλιο, για τους οποίους τα Γερμανικά επιτεύγματα απετέλεσαν πρότυπα που επηρέασαν και, σε αξιοσημείωτη έκταση, διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις και τις πολιτιστικές κατευθύνσεις προς τις οποίες κινήθηκε το πνευματικό ενδιαφέρον σε παγκόσμια κλίμακα. Για πολλά χρόνια η Βιέννη, το Βερολίνο και το Μόναχο χαρακτηρίζονταν πολιτιστικές πρωτεύουσες του κόσμου με αίγλη εφάμιλλη με του Παρισιού και του Λονδίνου και η φήμη τους, ως κέντρων καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών αναζητήσεων, διατηρήθηκε και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την σημαντική άνοδο άλλων πολιτιστικών κέντρων όπως η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες.
Η επισκόπηση που παρουσιάζεται στην μελέτη αυτή, αποβλέπει σε μία σύντομη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της Γερμανικής Ποίησης από τις απαρχές μέχρι τις μέρες μας.
Ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ταξινόμηση σε ενότητες και η διαίρεση σε χρονολογικές περιόδους που χρησιμοποιείται στο κείμενο που ακολουθεί, εξυπηρετεί καθαρά πρακτικές σκοπιμότητες παρουσίασης της ύλης και απλώς διευκολύνει την φιλολογική ανάλυση.
Η εθνική φυσιογνωμία του λαού της Γερμανίας άρχισε να διαμορφώνεται με την αποχώρηση των Ρωμαίων κατακτητών, ήδη από τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. ως απόρροια της ανάμιξης των αυτοχθόνων πληθυσμών με τους Ινδοευρωπαϊκούς λαούς και τους μέτοικους Κελτικούς πληθυσμούς που εισήλθαν στα Γερμανικά εδάφη μέχρι το 350 π.Χ. μετά την ανάμιξή τους με Τευτονικούς ή Γοτθικούς / Γερμανικούς λαούς που εισέδυσαν στο Γερμανικό έδαφος προερχόμενοι από τις Σκανδιναβικές χώρες ιδιαίτερα μετά 250 μ.Χ.
Η οργάνωση της ζωής σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν τυπικά μεσαιωνική, όμοια με την ζωή των υπόλοιπων λαών της Δυτικής Ευρώπης και με κύρια χαρακτηριστικά την φεουδαρχική δομή της κοινωνίας, την οικογεωργική αγροτική οικονομία που βασιζόταν στην μεγάλη ιδιοκτησία της γης, την μεγάλη ενίσχυση της ρωμαϊκής εκκλησίας και την έντονη διαίρεση της κοινωνίας σε ευγενείς φεουδάρχες – γαιοκτήμονες, κληρικούς και απλό λαό (δουλοπάροικοι γεωργοί και μικροβιοτέχνες).
Ο ιπποτισμός ήταν το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής, καθώς το ιδανικό του γενναίου και ευγενικού ιππότη ήταν το όνειρο των περισσότερων ευγενών νέων, ενώ η σχολαστικιστική προσήλωση στην ερμηνεία των αρχαίων κειμένων και η δεισιδαιμονία δεν διευκόλυναν καθόλου την κοινωνική εξέλιξη.
1.1.4. Λυρική Ποίηση
Την ίδια περίπου εποχή, υπό την επίδραση της ερωτικής ποίησης των τροβαδούρων της Προβηγκίας, που είχε διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Νότια Γερμανία και στην Αυστρία η Λυρική Ποίηση, η οποία, βασισμένη στα λαϊκά τραγούδια, κύριο θέμα της έχει τον αυλικό και τον ιπποτικό έρωτα, σε ένα είδος ποίησης που έγινε γνωστό με το όνομα Minnesang, από την αρχαία Γερμανική λέξη «minne» που σημαίνει έρωτας, το οποίο άνθισε στην Γερμανία από τον 12ο μέχρι τον 14ο αιώνα.
Από την ομάδα των ποιητών της κατηγορίας αυτής, ο Ντερ Φον Κΰρενμπεργκ (Der von Kürenberg ~ 1150 – 1170) ήταν Βαυαρός ή ίσως Αυστριακός ιππότης, πιθανόν από το Λιντς, και έγραφε σε ένα ύφος που δεν ήταν ακόμη επηρεασμένο από τους Γάλλους τροβαδούρους, δίνοντας απλούς αλλά γοητευτικούς ερωτικούς στίχους στους οποίους υμνείται ο αμοιβαίος έρωτας με την πρωτοτυπία, για την εποχή εκείνη, ότι η γυναίκα, που αποτελεί αντικείμενο του πόθου, συχνά εκφράζει και η ίδια την συμπάθειά της για τον άντρα που την αγαπά («Το τραγούδι του γερακιού»).
Ο επιφανέστερος όμως Γερμανός λυρικός ποιητής του Μεσαίωνα ήταν ο Βάλτερ Φον ντερ Φογκελβάιντε (Walther von der Vogelweide 1170 – 1230), που γεννήθηκε στο Τιρόλο και έζησε κυρίως ως πλανόδιος ποιητής, αλλά και στις αυλές διαφόρων ηγεμόνων, και του οποίου η ποίηση, που αποτελείται από 70 τραγούδια, 110 αποφθέγματα, και ένα μακρύ άσμα με διάφορες στροφικές δομές, παρουσιάζει ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, στιχουργικών μορφών και τεχνοτροπιών, σε ποιήματα που υμνούν τον αμοιβαίο έρωτα και σε μερικές περιπτώσεις και τον σαρκικό έρωτα, ξεπερνώντας τις αυστηρές αυλικές συμβάσεις, ενώ έγραψε και ρωμαλέους στίχους με πολιτικό και διδακτικό περιεχόμενο, που φανερώνουν έντονο πατριωτισμό, παραμένοντας σταθερά αντίθετοι με τις αξιώσεις του Πάπα απέναντι στους Γερμανούς μονάρχες, των οποίων τα αυτοκρατορικά σχέδια υποστήριζε απροκάλυπτα. Το έργο του, απομακρύνεται από τις ανοητολογικές αισθηματολογίες των τροβαδούρων, πλησιάζει το ήθος των λαϊκών τραγουδιών και χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό, χάρη και ευχέρεια γραφής, αποκαλύπτοντας την εικόνα ενός περιπαθούς, πολύ ανθρώπινου και αξιαγάπητου χαρακτήρα.
Το παράδειγμα του Φογκελβάιντε ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια και άλλοι ποιητές που επιδίωξαν να ξεφύγουν από τα δεσμά των συμβάσεων των τροβαδούρων, με στίχους που πραγματεύονται θέματα εκπληρωμένου έρωτα με αυλικές ή συνήθως λαϊκές γυναίκες, προάγοντας το ιπποτικό ήθος στην μέγιστη συνέπειά του, που ήταν η επαφή με την «θεία χάρη». Χαρακτηριστικότερος απ’ αυτούς ήταν ο Βαυαρός Νάιντχαρτ Φον Ρόιενταλ (Neidhart von Reuental ~ 1187 - 1237), παρακμασμένος αριστοκράτης, ο οποίος αναδείχτηκε μάστορας της αγροτικής σατιρικής και παρωδικής ποίησης, με θέμα τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους ξεπεσμένους ευγενείς και τους νεόπλουτους χωριάτες, που αποτελούν εξίσου τον στόχο του, σχετικά με την απόκτηση της εύνοιας των κοριτσιών του χωριού, χρησιμοποιώντας συχνά σκληρή γλώσσα για την περιγραφή των αισθημάτων του. Ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του (Εποχή Μαΐου) αρχίζει με ειδυλλιακές περιγραφές της φύσης για να καταλήξει σε επίθεση κατά των εχθρών του και εξευτελισμό των φίλων του που τον πρόδωσαν. Στο ίδιο ύφος ο Ελβετός Στάινμαρ (Steinmar ~ 1270 – 1280) έγραψε ένα έργο που δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια των αυλικών συμβάσεων, αλλά καταφέρνει να αποδώσει αυθεντικά τους πόνους του έρωτα και τις γαστριμαργικές απολαύσεις.
1.2. Η Υστερομεσαιωνική περίοδος (1273 – 1618)
Η έναρξη της διακυβέρνησης της χώρας από τον πρώτο εκπρόσωπο της Δυναστείας των Αψβούργων το 1273, μπορεί συμβατικά να θεωρηθεί ιστορικό ορόσημο που σηματοδοτεί την έναρξη της πορείας προς την Αναγέννηση, σε μια μεταβατική περίοδο τριών αιώνων κατά την διάρκεια των οποίων αποσυντέθηκαν σταδιακά οι πνευματικές και κοινωνικές αξίες του Μεσαίωνα. Οι πολυάριθμες Σταυροφορίες που έγιναν την προηγούμενη περίοδο έφεραν τον Γερμανικό λαό, όπως και όλους τους λαούς της Ευρώπης, σε επαφή με τον πολιτισμό της Ανατολής εφοδιάζοντάς τους με ένα νέο πνεύμα, καθώς η ευσέβεια και ο ιπποτισμός άρχισαν σταδιακά να παραχωρούν την θέση τους στον αισθησιακό έρωτα και την περιπέτεια και ο Χριστιανικός θρύλος υποχώρησε στα σύγχρονα θέματα.
Η Αναγέννηση των Γραμμάτων και των Τεχνών είχε παρουσιαστεί από τον 15ο αιώνα στις Ιταλικές πόλεις – κράτη με τα έργα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Ντα Βίντσι, ο Ντονατέλλο, ο Μποτιτσέλι και ο Φρα Αντζέλικο, στην σκιά των μεγάλων λογοτεχνών που έζησαν τον προηγούμενο Αιώνα (Δάντης 1265-1321, Πετράρχης 1304-1374, και Βοκκάκιος 1313-1375), δημιουργώντας με την πάροδο των χρόνων ένα νέο ουμανιστικό πνεύμα που κυριάρχησε σε όλη την Ευρώπη, εδραιώνοντας τον κοσμικό πολιτισμό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση της κοινωνικής ζωής από τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό και αμφισβητώντας την αυθεντία της εκκλησίας. Στην Γερμανία το ουμανιστικό πνεύμα βρήκε διέξοδο τον 16ο αιώνα στην Μεταρρύθμιση, με την οποία εκφράσθηκε ουσιαστικά η θέληση για μια ζωή απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις και τις συμβάσεις, στην οποία ο ατομισμός και η εγκοσμιότητα, η ακόρεστη πνευματική περιέργεια, η κλασική πολυμάθεια και η δίψα για κάθε είδους εμπειρία διαμόρφωσαν το ιδεώδες του ολοκληρωμένου ανθρώπου που υπήρξε το κίνητρο κάθε δραστηριότητας.
Στον χώρο της ποίησης το πνεύμα της Αναγέννησης διοχετεύτηκε μετά το 1550 στην υπόλοιπη Ευρώπη στις προσπάθειες ποιητών όπως ο Ντϋ Μπελαί και ο Ρονσάρ στην Γαλλία, ο Σπένσερ στην Αγγλία και ο Τορκουάτο Τάσσος στην Ιταλία. Το πνεύμα αυτό δεν έφτασε στην Γερμανία παρά μετά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα, όταν ο Σαίξπηρ είχε ήδη πεθάνει και ο Μαλέρμπ είχε πρακτικά συμπληρώσει το έργο του.
Ο 18ος Αιώνας ήταν περίοδος ωρίμανσης όλων των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών τάσεων που άρχισαν να διαφαίνονται από την Αναγέννηση. Η επιστήμη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό, καθώς πολλές ανακαλύψεις και θεωρίες στην Φυσική, την Χημεία, τα Μαθηματικά και την Ιατρική έθεσαν τις βάσεις για την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο της σύγχρονης εποχής. Όμως ο 18ος Αιώνας είναι κυρίως εποχή του Διαφωτισμού που, αποτελώντας συνέχεια του Ανθρωπισμού, εμπνέεται επίσης από την μελέτη της αρχαιότητας, εξετάζοντας τον άνθρωπο ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, στις σχέσεις του με την κρατική εξουσία, και προβάλλοντας το δικαίωμά του για πολιτική και εθνική ελευθερία.
Ο Διαφωτισμός οδήγησε τελικά στην απελευθέρωση του Ευρωπαϊκού πνεύματος από τα δεσμά των θρησκευτικών και πολιτικών προκαταλήψεων, αλλά είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ποίηση, η οποία ολίσθησε προς τον Ακαδημαϊσμό και τον στείρο διδακτισμό, τόσο στην Γαλλία όσο και στην Αγγλία και την Γερμανία.
3.1. Ο Ακαδημαϊσμός (1700 – 1770)
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, η ποίηση στην Γερμανία ήταν επηρεασμένη από την Γαλλική του περασμένου αιώνα, ανάμικτη με έναν αισθηματισμό Αγγλικής προέλευσης. Οι αισθητικές θεωρίες του Νικολά Μπουαλώ (1636 – 1711) και του Φρανσουά Μαλέρμπ (1555 – 1628) λατρεύτηκαν σαν απαράβατα δόγματα, η μορφή θεωρήθηκε σημαντικότερη από το περιεχόμενο, η ακριβολογία υποκατέστησε την φαντασία και το πάθος και επικράτησε ο αυστηρός φορμαλισμός, η υπεροχή του ορθού λόγου και ο σεβασμός προς τον αρχαίο κόσμο. Η λυρική έκφραση σημείωσε μια στροφή προς την χαριτωμένη και λεπτολογημένη διατύπωση, ελαφρά παιχνιδιάρικη και εύθυμη, στο ύφος του ροκοκό αυτής της περιόδου, παραμένοντας πάντα μετριοπαθής και ορθολογική με έμφαση στον στοχασμό και στην τήρηση των κανόνων της σύνθεσης.
3.1. Ο Προρομαντισμός (1770 – 1800)
Η δημιουργία Πρωσικού Κράτους το 1640, και η σταδιακή σταθεροποίηση της ισχύος του στην διάρκεια του 17ου αιώνα, είχε ευεργετική επίδραση στον Γερμανικό πολιτισμό, που άρχισε να γίνεται αισθητή παράλληλα με την σταδιακή άνοδό του σε περίοπτη πολιτική και οικονομική θέση ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης, μετά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Σημαντική συμβολή στις εξελίξεις μετά το 1750, ιδιαίτερα στην ποίηση, είχαν η δραστηριότητα και οι ιδέες στοχαστών και κριτικών που εκπροσωπούν την πρωτοπορία της κίνησης του Διαφωτισμού στην Γερμανία, όπως ο Γιόχαν Γκότσεντ (Johann Gottsched 1700 – 1766), ο Γιόχαν Μπόντμερ (Johann Bodmer 1698 – 1783), ο Γκότχολντ Λέσινγκ (Gotthold Lessing 1729 – 1781), ο Γιόχαν Φον Χέρντερ (Johann von Herder 1744 – 1803) και ο Γιόχαν Χάμαν (Johann Hamann 1730 – 1788), που παραλληλίζονται με τον Βολταίρο και τον Ζαν Ζακ Ρουσώ, τουλάχιστον από την άποψη ότι ήταν και αυτοί υπέρμαχοι της ελεύθερης σκέψης και πολέμιοι του φανατισμού και της αδιαλλαξίας.
Σε αντίθεση με τον μαθηματικό ρασιοναλισμό και την αναλυτική σκέψη που βρίσκονταν στην βάση της ιδεολογίας του Διαφωτισμού, οι στοχαστές αυτοί, και ιδιαίτερα ο Χάμαν και ο Χέρντερ, επηρεασμένοι και από τις ιδέες του Εμμανουήλ Καντ (Immanuel Kant 1724 – 1804), υποστήριξαν μυστικιστικές και υπερβατικές απόψεις με τις οποίες επιδίωκαν να αντικαταστήσουν την λογική με ένα πνεύμα που θεωρούσαν ως οργανικό και αδιαίρετο, τονίζοντας τις μεταβολές που υφίσταται κατά την διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης και υπογραμμίζοντας την σπουδαιότητα των συγκινησιακών πτυχών της εκφραστικής λειτουργίας, αναζητώντας τις πηγές της στα λαϊκά τραγούδια και στους αρχέγονους κοσμογονικούς μύθους.
Η συνάντηση των Χάμαν και Χέρντερ με τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe 1749 – 1832) το 1770 σηματοδότησε την απαρχή του κινήματος Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drang) που σήμανε την αναβίωση του αυθορμητισμού και της πηγαίας ποιητικής φλόγας στην Γερμανία, από την οποία διαδόθηκε σταδιακά σε όλη την Ευρώπη με την μορφή του Ρομαντικού κινήματος. Ο Γκαίτε γεννήθηκε στην Φραγκφούρτη από λόγιο πατέρα και σπούδασε στην Λειψία. Η δημιουργική ζωή του μπορεί να διαιρεθεί σε διακριτές περιόδους, με αφετηρία την περίοδο του Στρασβούργου (1770 – 1775) κατά την διάρκεια της οποίας γοητεύθηκε από την θεωρία του φυσικού αυθορμητισμού και διαμόρφωσε την κεντρική ιδέα που διατρέχει όλο το έργο του, ότι όλα τα όντα αποτελούν ένα οργανικό σύνολο. Στην επόμενη περίοδο της Βαϊμάρης (1775 – 1786) εργάστηκε στην υπηρεσία του τοπικού δούκα και μετακινήθηκε εκφραστικά σε ένα ύφος περισσότερο ελεγχόμενο με ευρύτερα ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Μετά από μια σύντομη αλλά πλούσια σε παραστάσεις και γόνιμη σε συμπεράσματα Ιταλική περίοδο (1786 – 1788), επέστρεψε στην Βαϊμάρη και κατά την διάρκεια της Κλασικής περιόδου (1788 – 1794) έστρεψε το ενδιαφέρον του στην αξιοποίηση των διδαγμάτων της αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής λογοτεχνίας, ανακαλύπτοντας στους κανόνες τους μια νέα ελευθερία. Κατά την περίοδο της γνωριμίας του με τον Σίλερ (1794 – 1805) συνεργάστηκε μαζί του για την ανανέωση του Γερμανικού πολιτισμού, μέσα από ένα πανόραμα της Γερμανικής κοινωνίας. Κατά την τελευταία «Ολύμπια» περίοδο (1805 – 1832) προσέγγισε σε κάποιο βαθμό εξισορρόπησης των αντιθετικών δυνάμεων που τον συντάραζαν, κατασταλάζοντας σε μία νηφάλια ενατένιση των ανθρώπινων με μία παραδειγματική Σοφόκλεια αταραξία και γαλήνη.
Το ογκώδες έργο του, που τον αναδεικνύει, μαζί με τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Ουγκώ και τον Ουίτμαν, σε μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες της νεότερης εποχής, αποτελείται από μυθιστορήματα (Βερθέρος 1774, Βίλχελμ Μάιστερ 1796, Εκλεκτικές Συγγένειες 1808), πεζά θεατρικά έργα (Έγκμοντ 1788), ποιητικά δράματα (Ιφιγένεια εν Χέρμαν και Δωροθέα 1798), επιστημονικές μελέτες (Θεωρία Χρωμάτων 1810), ελεγείες (Ρωμαϊκές ελεγείες 1790), λυρικά ποιήματα (Δυτικοανατολικό ντιβάνι 1819, Τριλογία του Πάθους 1823) και μπαλάντες. Αντιπροσωπευτικότερο έργο του είναι το δραματικό ποίημα «Φάουστ» (1832), ένα από τα πνευματικά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού, που, αναχωρώντας από την ιστορία ενός θρυλικού αλχημιστή που πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να ξαναγίνει νέος, μέσα από σύνθετες και πολύπλοκες αλληγορίες, ανάγεται σε καθολικό σύμβολο της αγωνίας του ανθρώπινου πνεύματος, εκπροσωπώντας το ανικανοποίητο ανθρώπινο γένος, το οποίο πιστό στις γνωστικές και δημιουργικές του δυνάμεις, δικαιώνει τις αναζητήσεις του και κερδίζει την πρόοδο, μετά από ενσυνείδητη πάλη εναντίον του κακού και των δελεαστικών κινδύνων του.
Ο Φρειδερίκος Μΰλερ (Friedrich Müller 1749 -1825) ήταν ζωγράφος στο Μανχάιμ και αργότερα στην Ρώμη, μέλος του κινήματος Θύελλα και Ορμή και έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα και ειδύλλια («Άδωνις» 1800, «Συγκεντρωμένα ποιήματα» 1811).
Ο Γιάκομπ Μίκαελ Ράινχολντ Λεντς (Jacob Michael Reinhold Lenz 1751 – 1792) ήταν Γερμανός από την περιοχή της Βαλτικής. Μετά από μία καθοριστική συνάντηση με τον Γκαίτε στο Στρασβούργο, έγραψε κοινωνικά δράματα και λυρικά ποιήματα ακολουθώντας το παράδειγμα των πρώτων χρόνων του Γκαίτε. Πέθανε τρελός στην Μόσχα («Ταραχές της γης» 1769, «Γερμανικό πανδαιμόνιο» 1775).
Ο Κριστόφ Άουγκουστ Τίντγκε (Christoph August Tiedge 1752 – 1841) υπήρξε ένας συναισθηματικός ποιητής, γνωστός περισσότερο από ένα ποίημά του για την μάχη του Κούνερσντορφ (1759) κατά την διάρκεια του επταετούς πολέμου, στην οποία ο Φρειδερίκος ο Μέγας νικήθηκε από τους Ρώσους και τους Αυστριακούς. Σε άλλα ποιήματά του μεταφέρει εκλαϊκευμένη την καντιανή ορθολογιστική φιλοσοφία («Ουρανία» 1801, «Ελεγείες και άλλα ποιήματα» 1803).
Ο Γιόχαν Κριστόφ Φρειδερίκος Φον Σίλερ (Johann Christoph Friedrich von Schiller 1759 – 1805), που γεννήθηκε στο Βΰρτεμπεργκ και έζησε στην Λειψία, τη Δρέσδη, την Ιένα και τελικά στην Βαϊμάρη, διωκόμενος για τις φιλελεύθερες ιδέες του, ήταν πρωτίστως στοχαστής και δραματουργός, διέπρεψε όμως και στον τομέα της στοχαστικής ποίησης και της δραματικής μπαλάντας, χάρη στην ανυπέρβλητη ρητορική του, τον επιβλητικό και τελετουργικό ρυθμό του και στην καθαρή λυρική φλέβα του. Το ποίημά του Ωδή στην Χαρά 1786 μελοποιήθηκε από τον Μπετόβεν ως καταληκτικό μέρος της Ενάτης Συμφωνίας του. Η παρουσία του στην Βαϊμάρη μαζί με τον Γκαίτε, την μετέτρεψε σε πνευματικό κέντρο που χρειαζόταν ο Γερμανόφωνος κόσμος. Στο έργο του αντανακλάται, σε καθαρά ανθρώπινους και ψυχολογικούς όρους και με διακριτικό συμβολισμό, η βαθιά του επιθυμία για την ποιητική θέαση της κλασικής ομορφιάς, συνδυασμένης με την κατηγορηματική ηθική προσταγή που απορρέει από το έργο του Καντ, και ταυτόχρονα προβάλλει εξιδανικευμένο το ιδεώδες της ελευθερίας, εμπνευσμένο από τα σύγχρονά του γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης και τον πόθο του Γερμανικού λαού για αποκατάσταση της εθνικής του ταυτότητας (Θεατρικά «Οι ληστές» 1781, «Δον Κάρλος» 1788, «Βαλενστάιν» 1799, «Μαρία Στιούαρτ» 1800, «Η παρθένα της Ορλεάνης» 1801, «Η νύφη της Μεσσήνης» 1803, «Γουλιέλμος Τέλος» 1804 και πολλά γνωστά μεμονωμένα ποιήματα, όπως Οι Θεοί της Ελλάδας, Οι καλλιτέχνες, Οι γερανοί του Ιβύκου, Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη, Ο δύτης, Ο περίπατος, Το χειρόκτιο και το Παράπονο της Δήμητρας).
Ο Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ (Johann Peter Hebel 1760 – 1826) ήταν Διαμαρτυρόμενος πάστορας και διευθυντής σχολείου, καταγόμενος από την Βασιλεία. Είναι ποιητής της αγροτικής και εξοχικής ζωής, που την παρουσίασε από την ειδυλλιακή άποψη αλλά χωρίς συναισθηματισμό, χρησιμοποιώντας την διάλεκτο του Άνω Ρήνου, με ένα τρόπο που τον καθιστά κλασικό για τους Γερμανούς, τους Αλσατούς και τους Ελβετούς. Τα πεζογραφήματά του τον αναδεικνύουν μάστορα του ανεκδότου και της διδακτικής ιστορίας («Ο άνθρωπος στο φεγγάρι», «Η καταιγίδα», «Ο κυβερνήτης του Σοπχάιμ»).
Ο Σάλομον Γκέσνερ (Salomon Gessner 1730 – 1788), ζωγράφος καταγόμενος από την Ελβετία, θεωρείται ο καλύτερος βουκολικός ποιητής της Γερμανικής γλώσσας, έχοντας θέμα του την φύση που παραμένει άφθαρτη παρ’ όλες τις κακίες της σύγχρονης κοινωνίας, που, κατά την άποψή του, ολοένα και περισσότερο υποσκάπτει την απλότητα με την οποία ζούσε ευτυχισμένος ο άνθρωπος σε άλλους καιρούς. Η δομή της Ελβετικής κοινωνίας και τα αγροτικά τοπία της Ζυρίχης απεικονίζονται στο έργο του με διακοσμημένο λεκτικό, που δημιουργεί την εντύπωση αρχαίας και αμόλυντης πολιτείας αγνών ανθρώπων στον χρυσό αιώνα της («Άπαντα» 1778).
Στο μεταίχμιο ανάμεσα στον Νεοκλασικισμό και τον Ρομαντισμό βρίσκεται το έργο του Φρειδερίκου Χέλντερλιν (Friedrich Hölderlin 1770 – 1843) που, επηρεασμένο από τον Σίλερ, διαπνέεται από μία ημιθεϊκή αντίληψη της ποίησης και από μια θρησκευτική πανθεϊστική οραματική θέαση του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, ως συμβόλου της αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση, δίνοντας έκφραση στον φιλελεύθερο Γερμανικό ιδεαλισμό, που αποσκοπεί στην αποδέσμευση της ανθρώπινης δύναμης, με ύφος που αναπτύχθηκε από τα κλασικά μέτρα σε ελεύθερους ρυθμούς και με γλώσσα ελλειπτική και πυκνή σε βαθμό σκοτεινότητας. Καταγόταν από την Σουηβία και έζησε κάπως απομονωμένος, με το όραμα και την εναίσθηση της Ελληνικής τελειότητας, που ανακάλυψε ενσαρκωμένο στο πρόσωπο της Σουζέτ Γκοντάρντ, συζύγου ενός τραπεζίτη της Φρανκφούρτης. Από το 1802 έδειξε σημεία ψυχικής πάθησης από την οποία δεν θεραπεύτηκε ποτέ. Το έργο του, που, εκτός από τα λυρικά ποιήματά του, περιλαμβάνει και το μυθιστόρημα «Υπερίων», επαναφέρθηκε στο προσκήνιο πολύ μετά τον θάνατό του από τον Στέφαν Γκεόργκε.. Όπως ο Μπλέικ και ο Γέιτς, ο Χέλντερλιν είναι ένας κατασκευαστής μύθων, που συνδυάζει την παιδική απλότητα και σοφία με μία σπάνια δύναμη συμβολικής έκφρασης. Η ελεγειακή δύναμη της φωνής του είχε σημαντική επίδραση σε μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Γκέοργκ Τρακλ και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, αλλά και στο Φρειδερίκο Νίτσε, ο οποίος διαισθάνθηκε μέσα στους στίχους του την ανάταση του ορφικού και διονυσιακού πάθους, συνδυασμένου με την ευλαβική στάση της Σουηβίας σε μια άκρως πρωτότυπη θρησκευτική εμπειρία, κατά την οποία οι Ελληνικοί θεοί λειτουργούν ως ζώσες και ζωοποιές παρουσίες σε μία συμβίωση που δικαιώνει την ανθρώπινη πτώση («Υπερίων» 1799, «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή» 1799, «Ποιητικά Έργα» 1826 και ανάμεσα σ’ αυτά πολλά γνωστά ποιήματα, όπως Στην ροή του Δούναβη, Ο μοναδικός, Πάτμος, Το ψωμί και το κρασί, Το αρχιπέλαγος, και Ο Ρήνος).
Ο 19ος Αιώνας χαρακτηρίζεται από την πάλη ανάμεσα στην αντίδραση που επικράτησε μετά την Γαλλική Επανάσταση και τον Φιλελευθερισμό που πήγασε από τον Διαφωτισμό. Όλοι οι λαοί της Ευρώπης επιδίωξαν στο διάστημα αυτό την εθνική και πολιτική τους ελευθερία. Παράλληλα η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε την κοινωνική και οικονομική συγκρότηση της Ευρώπης, κατάργησε τον μερκαντιλισμό και επέβαλε την ελεύθερη οικονομία, δημιουργώντας δύο νέες τάξεις, των κεφαλαιούχων και των εργατών. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και την Ασία, που οφειλόταν στην θλιβερή κατάσταση των εργατών, έγινε εντονότερο. Από τεχνική άποψη ο τηλέγραφος, ο σιδηρόδρομος και τα ατμόπλοια άνοιξαν νέους δρόμους επικοινωνίας και μεταφοράς, ενώ η πρόοδος της επιστήμης ήταν σημαντική σε όλους τους τομείς.
Για τον Γερμανόφωνο κόσμο, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με τα δύο κράτη του στην δύση και την ανατολή, ήδη είχε εξασφαλισθεί περίοπτη θέση ανάμεσα στις ισχυρές δυνάμεις που όριζαν τις τύχες της Ευρώπης. Μετά την εξουδετέρωση του Βοναπάρτη το 1815 και την εξισορρόπηση των επιπτώσεων της εσωτερικής επανάστασης του 1848, ο δρόμος, μετά από μία ακόμη σειρά πολεμικών επιχειρήσεων ήταν ανοιχτός για την ανακήρυξη του ενιαίου Γερμανικού κράτους που ήταν το επιστέγασμα μιας μακρόχρονης πορείας ανάνηψης από τα τραύματα που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση και ο 30ετής πόλεμος.
Ο 19ος αιώνας ήταν αναμφισβήτητα περίοδος μεγάλης ακμής του Γερμανικού πολιτισμού. Αρκεί να συλλογιστεί κανείς ότι το 1800 ο Καντ ήταν 77 ετών, ο Χάιντν 69, ο Γκαίτε 51, ο Σίλερ 41, ο Φίχτε 38, ο Μπετόβεν 30, ο Χέγκελ 30, ο Χέλντερλιν 30, ο Γκάους 23, οι αδελφοί Γκριμ 15 και ο Σοπενχάουερ 12 και ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια επρόκειτο να γεννηθεί μια σειρά από εξίσου σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, για να συνειδητοποιήσει ότι ο Γερμανικός κόσμος βρισκόταν στην χρυσή εποχή του, που διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο για τουλάχιστον 150 ακόμη χρόνια.
Στο διάστημα αυτό, με αφετηρία το κίνημα «Θύελλα και Ορμή», η ποίηση σε όλη την Ευρώπη βρέθηκε σε περίοδο άνθισης και είχε μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό. Ο όρος Ρομαντισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει το σύνολο της περιόδου αυτής που μπορεί να διαιρεθεί περαιτέρω σε υποπεριόδους. Η πρώτη υποπερίοδος μπορεί να θεωρηθεί ως Καθαρός Ρομαντισμός, η δεύτερη ως Ρομαντικός Ρεαλισμός και η τρίτη ως Νεορομαντισμός. Η πορεία αυτή είναι λίγο – πολύ τυπική για όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, μπορεί όμως με βεβαιότητα να λεχθεί ότι αρχική πηγή του Ρομαντισμού ήταν η Γερμανία.
5.1. Ο Καθαρός Ρομαντισμός (1800– 1830)
Η ουσία του Ρομαντισμού έγκειται στον υπερτονισμό της φαντασίας και του αισθήματος, στην δημιουργία υποβολής βασιζόμενης σε ονειρικές καταστάσεις με προεκτάσεις νοσταλγικές, στην πρωτόγονη και παγανιστική θέαση του κόσμου και της φύσης, στην ακραία έκφραση του πάθους σε όλες του τις μορφές και τέλος στην αναζήτηση του υπερφυσικού και του μαγικού μέσα στον κόσμο. Οι ρομαντικοί ποιητές είχαν πλήρη επίγνωση της κοινωνικής αποστολής τους και των δυνατοτήτων της τέχνης τους να επηρεάσει τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου, θεωρούσαν τους εαυτούς τους σαν ένα είδος προφήτη ή κοινωνικού αρχηγού και η επικοινωνία τους με το ευρύ κοινό ήταν άμεση και μαζική σε βαθμό που δεν έχει παρουσιασθεί σε καμία άλλη περίπτωση από τότε.
5.1.1. Η Πρώτη Γενιά των Ρομαντικών του 1800 – 1815
Ο Ρομαντισμός της πρώτης περιόδου στην Γερμανία ήταν σε κάποιο βαθμό θεωρητικός και διανοητικός παρά την εμμονή των οπαδών του για διαίσθηση και συγκίνηση. Σημαντική επίδραση στην διαμόρφωση του ύφους του είχε η δημοσίευση από τους Κλέμενς Μπρεντάνο και Λουδοβίκο Άρνιμ μιας «Ανθολογίας Λαϊκών Τραγουδιών», από το 1805 μέχρι το 1808, τα οποία συνδυαζόμενα με την ρομαντική ενόραση, που ήταν αίτημα της εποχής, δημιούργησαν ένα ποιητικό ιδίωμα που σύντομα τυποποιήθηκε και έγινε η βάση για την ανάπτυξη μιας πληθώρας, λίγο πολύ επαναλαμβανόμενων, θεμάτων, όπως η φύση, η ερωτική επιθυμία, ο Μεσαίωνας, ο αποκρυφισμός, η περιπλάνηση, η νύχτα και ο θάνατος, και διευκόλυναν την αναβίωση ποιητικών ειδών, όπως η μπαλάντα και η εξωτική αφήγηση. Μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις βασικές ομάδες που έδρασαν αυτή την περίοδο σε τρεις αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχέ
5.2. Ο Ρομαντικός Ρεαλισμός (1830 – 1880)
Η κοινωνική και οικονομική ζωή της Γερμανίας παρουσιάζει μετά το 1830 μια σταδιακή μεταστροφή, που οφείλεται στην συνειδητοποίηση των δυσχερειών του νέου τρόπου διαβίωσης που προσδιορίζεται από την έναρξη της εκβιομηχάνισης, η οποία προκάλεσε συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις και δημιουργία νέων κοινωνικών τάξεων, όπως οι αστοί κεφαλαιοκράτες και οι βιομηχανικοί εργάτες. Οι δυσκολίες αυτές έγιναν με την πάροδο του χρόνου καλύτερα κατανοητές χάρη στην επίδραση ιδεολογικών κινημάτων, από τα οποία το σοσιαλιστικό με τις αλλεπάλληλες μορφές του ήταν το σημαντικότερο, με κατάληξη το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που δημοσιεύτηκε το 1847 από τους Καρλ Μαρξ (Karl Marx 1818 – 1883) και Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels 1820 – 1895), ενώ η επανάσταση, που ξέσπασε σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τον επόμενο χρόνο, ήταν ένας ακόμη παράγοντας που συντέλεσε στην ανασκευή της νοοτροπίας των προηγούμενων δεκαετιών.
Μπροστά στις εξελίξεις αυτές η λογοτεχνία αναπόφευκτα προσάρμοσε το ήθος της παρακολουθώντας τις κοινωνικές συνθήκες. Η στροφή προς τον Ρεαλισμό στην Γερμανία υλοποιήθηκε από το κίνημα Biedermeier (καλοκάγαθος, από προσωνύμιο που δόθηκε στον ποιητή Λούντβιχ Άιχροτ) που, διατηρώντας ακόμη τις σχέσεις του με τον Ρομαντισμό, εκφράζει έναν κόσμο κοινής λογικής και καλών τρόπων, σπιτικών απολαύσεων και λατρείας μιας ήπιας και φιλικής φύσης, με ταυτόχρονη υποταγή σε υγιείς αρχές και αγάπη για το συγκεκριμένο που εκδηλώνεται με την ακριβή παρατήρηση της καθημερινής πραγματικότητας. Οι ποιητές της περιόδου αυτής δίνουν έμφαση στις νέες ηθικές ιδέες και δείχνουν περισσότερη φρόνηση και αυτοσυγκράτηση, εκπροσωπώντας ένα κόσμο αστικής ηθικής χωρίς ακρότητες, συμβιβαστικό, εκλεκτικό.
Ο Έντουαρντ Μέρικε (Eduard Mörike 1804 – 1875) καταγόταν από την Σουηβία και έζησε, από ανάγκη και όχι από επιλογή, ως αγροτικός κληρικός, για να καταλήξει αργότερα καθηγητής στην Στουτγάρδη. Η γαλήνη, η ηρεμία, η αρμονία και η τρυφερότητα της ποίησής του είναι αποτέλεσμα της αβέβαιης ισορροπίας αντίθετων δυνάμεων, που εκφράζεται με οξεία αίσθηση της μορφής και της κλασικής τελειότητας, στην γραμμή του Οράτιου, του Γκαίτε και του Ούλαντ. Ο λυρισμός του εξωτερικεύεται με χαριτωμένο τρόπο και συχνά με εύθυμη και χιουμοριστική διάθεση, σε απλή και φυσική γλώσσα και με μεγάλη καθαρότητα μορφής. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους Σούμαν, Μπραμς και Ούγο Βολφ («Ποιήματα» 1838, «Ο θησαυρός» 1835).
Ο Άντον Βίλχελμ Φλορεντίν Φον Τσουκαλμάγκλιο (Anton Wilhelm Florentin von Zuccalmaglio 1803 – 1869) καταγόταν από την Βεστφαλία και ήταν μουσικός και λαογράφος. Μιμήθηκε με επιτυχία τα λαϊκά τραγούδια, τόσο στα λόγια όσο και στην μουσική («Καμία ομορφότερη χώρα» 1865).
Ο Τέοντορ Στορμ (Theodor Storm 1817 – 1888) καταγόταν από την περιοχή Σλέσβιχ - Χολστάιν της Βόρειας Γερμανίας στα σύνορα με την Δανία, σπούδασε στο Κίελο και στο Βερολίνο, και διακρίθηκε ως διηγηματογράφος. Τα σύντομα, λυρικά ποιήματά του, επηρεασμένα από τον Γιόζεφ Φον Άιχεντορφ και τον Έντουαρντ Μέρικε, χαρακτηρίζονται από βίαιο, παγανιστικό αισθησιασμό, θλίψη και μελαγχολία του νυχτερινού λυκόφωτος και μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά, όπως επιθυμούσε ο ίδιος ο ποιητής τους. Αγαπημένο θέμα του είναι η εσωτερική ζωή, που ασφυκτιά από τις απαρνήσεις και τις θυσίες που απαιτεί η μικροαστική τάξη των πραγμάτων, ενώ σε άλλα έργα του, παράλληλα με την αγάπη για την οικογενειακή ζωή, και την προσκόλληση στην αμόλυντη φύση της ιδιαίτερης πατρίδας του, δείχνει ενδιαφέρον για σκοτεινές, δαιμονικές μορφές που ζουν σε ένα καταπιεστικό και τυραννικό κοινωνικό περιβάλλον. Τα ποιήματά του είναι από τα αξιολογότερα της Γερμανικής ποίησης του 19ου αιώνα («Η πόλη» 1852, «Στην λιακάδα» 1854, «Ποιήματα» 1957, «Βερόνικα» 1861).
Ο Κλάους Γκροθ (Klaus Groth 1819 – 1899) καταγόταν επίσης από την περιοχή Σλέσβιχ - Χολστάιν και έγινε καθηγητής στο Κίελο. Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με το διήγημα και την λυρική ποίηση, με τρόπο που μαρτυρεί την πηγαιότητα των αισθημάτων του, θυμίζοντας τον Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ, με την διαφορά ότι, ενώ ο Χέμπελ φαινόταν φυσικά τοποθετημένος στο περιβάλλον του, ο Γκροθ δείχνει να ζει εξαναγκασμένα και ενσυνείδητα αγροτική ζωή, επιτυγχάνοντας όμως να δώσει ποιητική έκφραση στα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά των συνθηκών διαβίωσης και των φυσικών τοπίων της ιδιαίτερης πατρίδας του («Επιλεγμένα ποιήματα» 1853).
Ο Γκότφριντ Κέλερ (Gottfried Keller 1819 – 1890) ήταν Ελβετός από την Ζυρίχη, ασχολήθηκε με την ζωγραφική και αναδείχτηκε δεξιοτέχνης στο διήγημα. Η λυρική ποίησή του παρουσιάζει κάποια ανισότητα, αλλά ταυτόχρονα εκδηλώνει μια εύθυμη αποδοχή της ζωής. Απορρίπτοντας νωρίς κάθε συμβατικότητα, έκανε θρησκεία του την βαθιά αγάπη και την εύθυμη πίστη στην ζωή, διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη ωφελιμιστική ιδεολογία που αντλούσε το υλικό της από την αντικειμενική παρατήρηση της φύσης, αλλά και τις μυθολογικές εκδοχές της, αναπτύσσοντας παράλληλα μια φιλελεύθερη δημοκρατική δραστηριότητα εναντίον κάθε είδους συντηρητισμού («Κόκκινο» 1853, «Ποίημα των αισθήσεων» 1881, «Συγκεντρωμένα ποιήματα» 1883).
Ο Κόνραντ Φέρντιναντ Μάγερ (Conrad Ferdinand Meyer 1825 – 1898) ήταν Ελβετός πατρίκιος από την Ζυρίχη, γιος πολιτευτή, φίλος και συμπατριώτης του Γκότφριντ Κέλερ, στενά συνδεδεμένος με τον Γαλλικό πολιτισμό. Έγραψε διηγήματα και μπαλάντες, όπου αφηγείται ιστορίες ισχυρών ανθρώπων της δράσης, που λειτουργούν ως αντιστάθμισμα της προσωπικής του ευπάθειας και κακής ψυχικής υγείας. Το έργο του, που είναι μεστό από συγκρατημένο λυρισμό εξαιρετικής κομψότητας και εξωτερικής ομορφιάς, αποκρυσταλλωμένης σε καθαρές εικόνες, που βιώνονται περισσότερο μέσα από την μνήμη παρά με τις αισθήσεις στο άμεσο παρόν, έχει σήμερα επανεκτιμηθεί στις σωστές του διαστάσεις («20 μπαλάντες της Ελβετίας» 1864, «Ειδύλλια και εικόνες» 1869, «Ποιήματα» 1882).
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (Friedrich Wilhelm Nietzsche 1844 – 1900) έδωσε ένα έργο πανευρωπαϊκής σημασίας στο σύνολό του, με σπάνια φυσική κλίση για την γλωσσική έκφραση, χάρη στην οποία πραγματοποίησε πτήσεις αυθεντικής ποίησης, στα λίγα λυρικά ποιήματά του που μορφώνουν έντονες εμπειρίες του και ιδιαίτερα στο μακρύ πεζό ποίημά του Τάδε έφη Ζαρατούστρα, στο οποίο εμφανίζονται οι ιδέες της αιώνιας επανόδου και του υπεράνθρωπου. Το 1889 έπαθε διανοητικό κλονισμό από τον οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Ο λόγος του και οι ιδέες του, περισσότερο από την ίδια την ποίησή του, είχαν τεράστια επίδραση στις επόμενες γενιές («Ειδύλλια από την Μεσσήνη» 1882 «Διονυσιακοί διθύραμβοι» 1889).
5.3. Ο Νεορομαντισμός (1880 – 1914)
Στο χρονικό διάστημα της εικοσιπενταετίας από το 1855 μέχρι το 1880 η Γερμανική ποίηση παρουσίασε μία κάμψη που οφείλεται στην μιμητική επανάληψη, από μεγάλο αριθμό ποιητών, του ποιητικού λόγου που προδιέγραψε το έργο του Γκαίτε και των Ρομαντικών, που τον ακολούθησαν με ένα τρόπο που έγινε πλέον κοινότυπος και έδειχνε πως εξυπηρετεί σκοπούς περισσότερο διακοσμητικούς παρά εκφραστικούς.
Στο ίδιο διάστημα η πολιτική ζωή της Γερμανίας είχε πάρει μια σταθερή πορεία ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας, που, χάρη στις προσπάθειες του Μπίσμαρκ, κατέληξε σε ενοποίηση όλων των Γερμανικών πολιτειών και στην ανακήρυξη της Γερμανικής αυτοκρατορίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικής εθνικής ανάτασης το 1871. Η περαιτέρω πορεία του Γερμανικού κράτους μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σταθερά ανοδική και η πρόοδος σε όλους τους τομείς της ζωής ήταν εντυπωσιακή.
Συμβατικά το 1880 θεωρείται σταθμός μεταστροφής της Γερμανικής Λογοτεχνίας προς νέες κατευθύνσεις που προσδιορίζονται από ένα κράμα Συμβολισμού, Νατουραλισμού και Παρακμισμού και που μπορεί με μία λέξη να χαρακτηρισθεί με τον όρο Νεορομαντισμός, με κύριο προβαλλόμενο αίτημα την «Επανεκτίμηση» σε όλα τα πεδία δραστηριότητας. Το γενικότερο πολιτιστικό κλίμα της εποχής επηρεάστηκε από διαθέσεις σχετισμένες με μία κοσμοπολίτικη τάση, που ενισχύθηκε από τα ταξίδια στις εξωτικές περιοχές των νέων αποικιών και της Ανατολής, καθώς και με μια μποέμικη αντίληψη για ανέμελη ζωή με ατημέλητη εμφάνιση, που δημιούργησαν και στην Γερμανία μία μόδα που επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και περιγράφεται συνολικά με τον όρο «παρακμισμός» (decadence). Σημαντική σε ιδεολογικό επίπεδο εξακολουθούσε να παραμένει η επίδραση του Σοσιαλισμού, όπως διαμορφώθηκε από τον Μαρξ την προηγούμενη περίοδο, που βρήκε διέξοδο στο καλλιτεχνικό ρεύμα του Νατουραλισμού, συνδυασμένο με ένα σύνολο αντιλήψεων συγγενών με τον χώρο του θετικιστικού ντετερμινισμού, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα άρχισε να αποκτά από το τέλος του 19ου αιώνα η θεωρία ψυχανάλυσης του Ζίγκμουντ Φρόιντ (1856 – 1939) που είχε αποφασιστική συμβολή στην διαμόρφωση του νεορομαντικού κλίματος και του εξπρεσιονισμού που γεννήθηκε από αυτό.
Ο Ντέτλεφ Φον Λίλιενκρον (Detlev von Liliencron 1844 – 1909) γεννήθηκε στο Κίελο, εργάστηκε ως στρατιωτικός και διακρίθηκε και ως πεζογράφος. Στο ποιητικό έργο του επηρεάστηκε από τον Τέοντορ Στορμ και την Ανέτ Φον Ντρόστε – Χΰλσοφ, παράγοντας στίχους αξιοσημείωτους για την ιμπρεσσιονιστική απόδοση των εμπειριών του και των αντιδράσεών του σε ήχους, χρώματα και φόρμες, αλλά και για την ρεαλιστική στάση του απέναντι στα γεγονότα της ζωής, η οποία, σε συνδυασμό με την φρεσκάδα του ύφους του, δημιούργησε μια τομή στην μέχρι τις ημέρες του λιμνάζουσα κατάσταση της Γερμανικής ποίησης, ανανεώνοντας το εκφραστικό υλικό της. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μπραμς και τον Ριχάρδο Στράους («Νέα ποιήματα» 1993, «Ομίχλη και ήλιος» 1900, «Καληνύχτα» 1909, «Η μουσική έρχεται» 1909).
Ο Καρλ Σπίτελερ (Carl Spitteler 1845 – 1924), γεννήθηκε στην Ελβετία και το 1919 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Έγραψε δύο συμβολικά και φιλοσοφικά ποιήματα Προμηθέας και Επιμηθέας 1881 και Προμηθέας Πάσχων 1924, προϊόντα οραματικής φαντασίας υψηλής σύλληψης, που παρουσιάζουν συγγένεια με το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Νίτσε και διαπνέονται από ένα πεσιμιστικό και ταυτόχρονα ηρωικό τόνο. Το έργο του Ολύμπια Άνοιξη 1910 με ήρωες τους θεούς της Αρχαίας Ελλάδας, είναι μια πρωτότυπη και σύνθετη αλληγορία σχετική με την αναγκαιότητα της ηθικής στον σύγχρονο κόσμο («Προμηθέας και Επιμηθέας» 1881, «Πεταλούδες» 1889, «Μπαλάντες» 1996, «Ολυμπιακή άνοιξη» 1905).
Ο Άρνο Χολτς (Arno Holz 1863 – 1929) γεννήθηκε στην Ανατολική Πρωσία και υπήρξε ο θεωρητικός και θεμελιωτής του «Συνεπούς Νατουραλισμού» του 19ου αιώνα. Στο ποιητικό έργο του, επηρεασμένος από τον Ουόλτ Ουίτμαν, προσπάθησε να βρει ένα φυσικό ρυθμό για την ποίηση, απαλλαγμένο από τους περιορισμούς των παραδοσιακών μέτρων και σύμφωνο με τις διακυμάνσεις της κοινής ομιλίας και αξιοποίησε τις εκφραστικές πηγές της Γερμανικής γλώσσας, με ένα τρόπο που προετοίμασε το έδαφος για τους εξπρεσιονιστές της επόμενης περιόδου, ενώ άμεση επίδραση είχε και στο έργο του Γκέραρντ Χάουπτμαν («Το βιβλίο του χρόνου» 1884, «Τραγούδια σε παλιούς σκοπούς» 1903. «Δώδεκα αγαπημένα ποιήματα» 1926).
Ο Ρίχαρντ Ντέμελ (Richard Dehmel 1863 – 1920) καταγόταν από το Βρανδεμβούργο και εργάστηκε ως υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία. Στην εποχή του ήταν ίσως ο περισσότερο συζητημένος Γερμανός ποιητής πριν από το 1914. Φύση εκλεκτική, αρχικά επηρεάστηκε από τον Σοσιαλισμό και τον Νατουραλισμό, καταγγέλλοντας στους στίχους του την κοινωνική αδικία και την δυστυχία των φτωχών. Αργότερα επηρεάστηκε από τον Νίτσε και τον Συμβολισμό, και έγραψε ποιήματα περιπαθή και εκρηκτικά με θέματα την σύγκρουση ανάμεσα στον Θεό και το κτήνος, την σταδιακή αποκάθαρση του αισθησιακού πάθους στην εκστατική και μυστικιστική διαύγεια των αισθημάτων και μια τυφλή αφοσίωση σε ένα είδος πανερωτισμού. Η φήμη του στον 20ο αιώνα ακολούθησε φθίνουσα πορεία («Απαλλαγές» 1891, «Φύλλα ζωής» 1895, «Σωτήριο έτος 1812» 1907, «Ο μικρός ήρωας» 1924).
Ο Γκέρχαρτ Χάουπτμαν (Gerhart Hauptman 1862 – 1946) ήταν ποιητής και δραματουργός από τους γνωστότερους της εποχής του. Εκπρόσωπος του Νατουραλισμού και του Συμβολισμού, στα θεατρικά έργα του και στα ποιήματά του, περιγράφει την ζωή σαν αίνιγμα άκρως περίπλοκο, που μπορεί να παρατηρηθεί και να καταγραφεί, αλλά όχι να εξηγηθεί, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνει με περιπάθεια το ενδιαφέρον του για την ανθρώπινη δυστυχία, παρουσιάζοντας απλά περιστατικά του ανθρώπινου βίου στις βίαια τραγικές συνέπειές τους. Άλλα μέρη του έργου του είναι αφιερωμένα στο ιδεαλιστικό όραμα του έρωτα, της ομορφιάς και της απλοϊκής καλοσύνης, που αποδίδεται μέσα από ένα μίγμα ρεαλισμού, φαντασίας, φιλοσοφίας και κοινωνικού σχολιασμού. Το 1912 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ («Μπαλάντες του χειμώνα» 1917, «Νέα ποιήματα» 1946).
Η Ριχάρδα Χουχ (Ricarda Huch 1864 – 1948) γεννήθηκε στο Μπράουνσβαϊχ και έγραψε μυθιστορήματα, ερωτικά τραγούδια και μπαλάντες με επικοϊστορικά θέματα από τον 30ετή πόλεμο και τους αγώνες του Γαριβάλδη, που χαρακτηρίζονται από υψηλό στοχασμό και νοσταλγία που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα («Συγκεντρωμένα ποιήματα» 1929, «Γερμανικά ποιήματα» 1949).
Ο Στέφαν Γκεόργκε (Stefan George 1868 – 1933) καταγόταν από την Ρηνανία και ήταν ο κύριος εκφραστής της ανανέωσης του ποιητικού λόγου στην Γερμανία μετά το 1880. Επηρεασμένος από τους Γάλλους Παρνασσιστές και Συμβολιστές και ιδιαίτερα τους Μπωντλέρ και Βερλαίν, αλλά και Άγγλους Προραφαηλιτικούς, όπως ο Ροσέτι του οποίου μετάφρασε τα σονέτα, στάθηκε αντίθετα στο ρεύμα του νατουραλισμού και του θετικισμού και υποστήριξε ένα αριστοκρατικό ιδεώδες καλλιτεχνικής καθαρότητας και μια αυστηρή αντίληψη τέχνης που επιδίωξε να θέσει στην υπηρεσία ενός ιδανικού απέριττης έκφρασης και ομορφιάς. Αναδείχτηκε έτσι προφήτης του μεγαλείου της ανθρώπινης προσωπικότητας, περνώντας από έναν εκλεπτυσμένο παρακμικό αισθητισμό στην επίκληση του βασιλείου του πνεύματος και συνδυάζοντας το προφητικό μήνυμα του Νίτσε για το ηρωικό άτομο με την πίστη στην λυτρωτική δύναμη του λόγου του Μαλλαρμέ. Οι Ναζί προσπάθησαν να οικειοποιηθούν το έργο του και το προέβαλαν ως Ευαγγέλιο, αλλά εκείνος τους απέφυγε και τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αυτοεξορίστηκε. Η επίδρασή του στους ποιητές των επόμενων γενιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ήταν σημαντική («Η χρονιά της ψυχής» 1897, «Το έβδομο δαχτυλίδι» 1907, «Το άστρο του συμβολαίου» 1914, «Το νέο βασίλειο» 1928).
Ο Κρίστιαν Μόργκενστερν (Christian Morgenstern 1871 – 1914), επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον Ίψεν, δημιούργησε μια ανθρωποσοφική και μυστικιστική κωμική ποίηση χωρίς νόημα, που πλησιάζει το μπουρλέσκο, παρουσιάζοντας φανταστικά πρόσωπα χωρίς πραγματική ύπαρξη που ζουν στο βασίλειο της παραδοξότητας αλλά με προδιαγραφές σοβαρότητας, με ένα τρόπο που θυμίζει τις ιστορίες της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων του Λιούις Κάρολ («Τραγούδια της αγχόνης» 1905, «Μελαγχολία» 1906, «Εγώ κι εσύ» 1911).
Ο Άλφρεντ Μόμπερτ (Alfred Mombert 1872 – 1942), δικηγόρος και δημόσιος λειτουργός, έδωσε ένα έργο που διαπνέεται από φαντασία, απλότητα ύφους και Ορφικό μυστικισμό, αινιγματικό, σκοτεινό και ανεξιχνίαστο, διαμορφώνοντας μια θεοσοφία του χάους και της αναζήτησης μιας θείας και αθάνατης αρχής που κυβερνά με ηρωικό δικαίωμα τον κόσμο. Εβραϊκής καταγωγής συνελήφθη από τους Ναζί και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Ο Άουγκουστ Στραμ (August Stramm 1874 – 1915) γεννήθηκε στην Βεστφαλία, εργάστηκε ως ταχυδρομικός και σκοτώθηκε στο μέτωπο της Ρωσίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έντονα συμπυκνωμένη ποίησή του, επηρεασμένη από το έργο του Άρνο Χολτς, του οποίου αποτελεί συνέχεια, είναι χαρακτηριστικό δείγμα των πρώτων πειραμάτων του Εξπρεσιονισμού, όπως φανερώθηκε σε έργα αφηρημένης τέχνης όπως του Κλέε και του Καντίνσκι. Το έργο του εκτιμήθηκε ολοένα και περισσότερο μετά τον θάνατό του («Ονειρεμένο λιβάδι» 1914, «Η ανθρωπότητα» 1914, «Παγκόσμια πληγή» 1915).
Ο Ούγο Φον Χόφμανσταλ (Hugo von Hofmannsthal 1874 – 1929) γεννήθηκε και έζησε στην Βιέννη, όπου σπούδασε νομική. Τα περισσότερα ποιήματά του γράφτηκαν όταν ήταν σε ηλικία από 17 μέχρι 25 ετών, αφού σε όλη την υπόλοιπη ζωή του ασχολήθηκε με το θέατρο και την κριτική. Βασισμένα στην μεγάλη Βιεννέζικη πολιτιστική παράδοση, και επηρεασμένα από τις ιδέες του Φρόιντ, τα ποιήματά του φανερώνουν ταυτόχρονα επίδραση από την σύγχρονη παρακμική λογοτεχνία και από το πνεύμα του ονειροπόλου νεορομαντικού αισθητισμού του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο και του Όσκαρ Ουάιλντ, και μπορούν να θεωρηθούν από πολλές απόψεις προδρομικά του εξπρεσιονισμού. Έργα του όπως Ηλέκτρα 1803, Αριάδνη της Νάξου 1912, Η Αιγυπτιακή Ελένη 1928 και Αραμπέλα 1933, χρησιμοποιήθηκαν ως λιμπρέτα για όπερες του Ριχάρδου Στράους («Ποιήματα» 1926).
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke 1875 – 1926) γεννήθηκε στην Πράγα και μετά από περιπλανήσεις σε πολλές πόλεις της Γερμανίας και της Ιταλίας, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως γραμματέας του Αύγουστου Ροντέν. Πέθανε με μυθιστορηματικό τρόπο, από μόλυνση τσιμπήματος αγκαθιού, που προκλήθηκε από ένα τριαντάφυλλο που είχε κόψει για να δωρίσει σε μια φίλη του. Επηρεασμένος από το έργο του Στέφαν Γκεόργκε, δημιούργησε μια ποίηση υπαρξιστική με ύφος έντονα προσωπικό, αφηρημένο και ταυτόχρονα συμπαγές, με συνδυασμό του απλού και του σύνθετου. Στην πρώτη φάση της πνευματικής διαδρομής του ενσωματώνει την κλίση του για μια μυστικιστική ζωή όπου πάλλεται η μεταφυσική αγωνία και μεταλαμπαδεύεται μια ανάγκη μοναξιάς και ένα αίσθημα ασφυκτικής αγωνίας. Στην δεύτερη φάση της πορείας του φωτίζεται μια όψη της θρησκευτικής κρίσης του 20ου αιώνα, μέσα από ένα κλίμα μελαγχολικής σχεδόν παθητικής υποκειμενικότητας και με χρήση λεκτικού με έντονο μουσικό ρυθμό. Με την πάροδο του χρόνου διαμόρφωσε την αντίληψη ότι κύρια αποστολή της ποίησης είναι να αποκαλύπτει το σύμπαν στους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας την λατρεία της γλώσσας σχεδόν σαν θρησκεία. Συνολικά στο έργο του αντικατοπτρίζεται η μόνωση ενός ανθρώπου χωρίς σπίτι και πατρίδα, η αποσύνθεση της προσωπικότητας και η παρουσία παράξενων και φοβερών δυνάμεων που επενεργούν στην συνείδησή μας, και αναδεικνύεται η ικανότητά του να διαμορφώνει έναν προσωπικό μύθο, ενσταλάζοντας μέσα του την δύναμη της παγκοσμιότητας. Οι σημαντικότερες επιτεύξεις του, που βρίσκονται στα έργα του Σονέτα για τον Ορφέα 1923 και Ελεγείες του Ντούινο 1911-12, είχαν μεγάλη επίδραση στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία μέχρι τις μέρες μας.
H Γερτρούδη Φον Λε Φορτ (Gertrud von Le Fort 1876 – 1971) γεννήθηκε στην Βεστφαλία και σπούδασε θεολογία. Είναι εκπρόσωπος της Υπερβατικής Ποίησης στην Γερμανία, δίνοντας ένα έργο που χαρακτηρίζεται από το βάθος των ιδεών και την εκφραστική δεξιοτεχνία του, αλλά και την καλαισθησία και την λεπτότητα της μορφής. Σημαντικό μέρος της ποίησής της αντλείται από τις εμπειρίες της από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντιπάθειά της για τους Ναζί, ενώ άλλα ποιήματά της αποκαλύπτουν την θρησκευόμενη και μυστικοπαθή φύση της που εξωτερικεύεται με μορφή ψαλμών, γραμμένων στο ύφος του Πωλ Κλωντέλ. .
Ο 20ος Αιώνας ήταν εποχή αλματικής ανάπτυξης της τεχνολογίας που διαφοροποίησε την ζωή των ανθρώπων με ραγδαίο ρυθμό. Οι τεχνικές ευκολίες διαδέχονταν η μία την άλλη με καταιγιστική ταχύτητα: Ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο στο πρώτο μισό του Αιώνα και οι διάφορες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, με τις διάφορες παραλλαγές, τις τελειοποιήσεις και την αυξανόμενη διάδοσή τους, δημιούργησαν μια εκπληκτική και πρωτοφανή τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε την μορφή του κόσμου, η οποία επρόκειτο να αλλάξει ακόμη περισσότερο στα μεταπολεμικά χρόνια.
Η ζωή έμοιαζε να γίνεται φαινομενικά ολοένα και περισσότερο άνετη, στην πραγματικότητα όμως η εντατικοποίηση της παραγωγής με τους εξοντωτικούς ρυθμούς της, εκβιομηχάνισης, σε συνδυασμό με την συσσώρευση του πληθυσμού σε μεγαλουπόλεις με νέο πολεοδομικό σχεδιασμό, φόρτισε τον ψυχισμό των ατόμων με άγχος και καταναλωτικό πνεύμα και δημιούργησε νέα δυσεπίλυτα δομικά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικά, οικολογικά, πολιτικά, οικογενειακά, εργασιακά, υγιεινολογικά κλπ).
Στο ιδεολογικό επίπεδο το Σοσιαλιστικό Κίνημα, παρακολουθώντας τις δυσχέρειες του νέου τρόπου ζωής, ιδιαίτερα στις χώρες της Ευρώπης, γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη κατάληξη της οποίας ήταν η Οκτωβριανή επανάσταση στην Ρωσία, που άλλαξε πράγματι το ρεύμα της ιστορίας δημιουργώντας την ελπίδα για μια κοινωνία βασισμένη σε διαφορετικό οικονομικό καθεστώς. Σημαντική επίδραση στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων στην διάρκεια του Μεσοπολέμου είχαν και άλλα ιδεολογικά κινήματα, όπως ιδιαίτερα ο Φροϋδισμός, που τόνισε την σημαντική επίδραση του υποσυνείδητου κόσμου και της σεξουαλικότητας στην ψυχική ζωή του ανθρώπου και ο Δαρβινισμός, που, με την θεωρία της εξέλιξης μέσω γεννητικών μεταλλάξεων, έθεσε σε νέες βάσεις τις αντιλήψεις για την καταγωγή του ανθρώπινου είδους, ενώ παράλληλα οι νέες επιστημονικές θεωρίες ερμηνείας και μελέτης της φύσης, όπως ιδιαίτερα η Θεωρία της Σχετικότητας του Αλβέρτου Αϊνστάιν (1879 – 1955) και η Κβαντομηχανική του Μαξ Πλανκ (1858 – 1947) άλλαξαν ριζικά το σύστημα των γνώσεων για την κατανόηση των λειτουργιών του σύμπαντος.
Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα κατάρρευσης όλων των μέχρι τότε παραδεκτών αξιών, κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στα πρώτα χρόνια μετά την λήξη του, η Ευρωπαϊκή Ποίηση κυριαρχήθηκε από ένα γενικό αίτημα ανανέωσης της μορφής και της ουσίας της, που βρισκόταν σε πλήρη ανταπόκριση με την ανάγκη για αναθεώρηση των βασικών αρχών του δυτικού πολιτισμού που φαινόταν αναπόφευκτη μετά την κατακρήμνιση του ψυχισμού των ανθρώπων και την γενική ανασφάλεια που προκάλεσε ο πόλεμος.
Αποτέλεσμα της ανανεωτικής αυτής τάσης ήταν η εμφάνιση σε όλο το δυτικό κόσμο μιας πληθώρας από ριζοσπαστικά ποιητικά κινήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο και των οποίων κύριο διακηρυγμένο δόγμα ήταν η αντίθεση προς την παραδοσιακή ποίηση του προηγούμενου αιώνα και η ανατροπή των αισθητικών θεωριών της.
Με αυτή την προοπτική παρουσιάστηκαν ο Ντανταϊσμός, ο Κυβισμός, ο Αγγλοαμερικανικός Εικονισμός, Γαλλικός Υπερρεαλισμός, ο Ρωσικός και ο Ιταλικός Φουτουρισμός, ο Νοτιοαμερικάνικος Ουλτραϊσμός και ο Βραζιλιάνικος Μοντερνισμός, ενώ το αντίστοιχο κίνημα στην Γερμανόφωνη Ποίηση ονομάστηκε Εξπρεσιονισμός (Expressionism). Κοινή βάση όλων αυτών των κινημάτων ήταν η απελευθέρωση της ποίησης από κάθε μορφικό και συντακτικό σχήμα και η αναζήτηση της έμπνευσης σε εξωλογικές περιοχές. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η διαμόρφωση μιας ποιητικής τεχνικής, της οποίας κυρίαρχο δομικό στοιχείο ήταν οι αιχμηρές και αιφνιδιαστικές εικόνες και τα στιγμιότυπα που συνδέονταν μεταξύ τους με συνειρμό και με υποσυνείδητες αιτιατές σχέσεις, ενώ από μορφική άποψη επικράτησε πλήρως ο ελεύθερος στίχος.
6.3. Η Γενιά της Δεκαετίας του 1930
Οι ποιητές της γενιάς του 1930 συνέχισαν τις προσπάθειες στην γραμμή που χάραξε η γενιά του 1920. Η ακραία διάθεση πρωτοτυπίας και η ασυμβίβαστη τάση αντιπαράθεσης με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, που χαρακτήριζε την προηγούμενη γενιά, δείχνουν να υποχωρούν μπροστά σε μια αυξανόμενη πολιτική συνειδητοποίηση, η οποία, υπό την επίδραση και των μαρξιστικών θεωριών, έστρεψε το ενδιαφέρον των ποιητών στην ερμηνεία της εποχής, στην διάγνωση των νοσημάτων της κοινωνίας και στην ανάλυση διάφορων ηθικών προβλημάτων του καιρού τους. Γενικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας ήταν άλλωστε η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ισπανία και η Ελλάδα, σε μία αυξανόμενη αντίδραση κατά του σοσιαλιστικού ρεύματος που ισχυροποιήθηκε μετά την δημιουργία του Σοβιετικού κράτους στην Ρωσία την προηγούμενη δεκαετία. Το 1933, έτος ανάληψης της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές, αποτελεί καθοριστικό ορόσημο για την Γερμανική λογοτεχνία, αφού σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Γερμανία.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht 1898 – 1956), γεννήθηκε στο Άουγκσμπουργκ, σπούδασε ιατρική και το 1919 έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Διωκόμενος από τους Ναζί, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, εκπατρίστηκε στην Δανία, Σουηδία, Φινλανδία και τελικά στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, ενώ από το 1948 έζησε στο (μετά τον πόλεμο) Ανατολικό Βερολίνο. Είναι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος της γενιάς που συνδύασε τον Εξπρεσιονισμό με τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό και από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες της άλλοτε Ανατολικής Γερμανίας. Ξεκίνησε ως ριζοσπαστικός και αναρχικός μηδενιστής με ρομαντικές τάσεις, αργότερα όμως με την προσχώρησή του στον μαρξισμό, αποδείχτηκε ακαταπόνητος στους πειραματισμούς του στο διήγημα και την μπαλάντα, επιδεικνύοντας βαθιά συμπάθεια για τους αδικημένους, και στο θέατρο, όπου καινοτόμησε εισάγοντας την επική διάσταση τόσο στην δραματική πλοκή όσο και στον τρόπο ερμηνείας. Κινούμενος πέρα από τον ρομαντισμό και τον νατουραλισμό, έθεσε σε εφαρμογή τις αισθητικές και πολιτικές ιδέες του, δημιουργώντας διαλεκτικές συλλήψεις καταστάσεων που προκαλούν και ταυτόχρονα αναδιφούν σε βάθος την σύγχρονη συνείδηση. Η επίδρασή του στην διαμόρφωση της σύγχρονης θεατρικής γλώσσας υπήρξε σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο («Ψαλμοί» 1920, «Σονέτα του Άουγκσμπουργκ» 1927, «Σονέτα» 1934, «Ποιήματα της εξορίας» 1944, «Γερμανικές σάτιρες» 1945, «Κινέζικα ποιήματα» 1949 και θεατρικά «Τρόμος και αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ» 1935, «Η ζωή του Γαλιλαίου» 1936, «Η μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» 1937, «Η καλή ψυχή του Σετσουάν» 1938, «Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» 1939, «Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» 1940).
Στον πολιτικό στίβο η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ραγδαία παρακμή του συνόλου των μεγάλων δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης και την πλήρη εκχώρηση της εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανέλαβαν τα σκήπτρα του Δυτικού Κόσμου. Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών ο Γερμανικός κόσμος, έχοντας να αντιμετωπίσει την ολοσχερή καταστροφή που προκάλεσε ο πόλεμος, επιδόθηκε με αφοσίωση στο έργο της ανοικοδόμησης και οικονομικής αναστήλωσης και ταυτόχρονα επιδίωξε να διατηρήσει την θέση του ανάμεσα στους ισχυρούς λαούς της Γης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε χάρη στον πανευρωπαϊκό προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεών του, που οδήγησε στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), μέσα στην οποία η Γερμανία είχε από την αρχή ηγετικό ρόλο που της έδωσε την δυνατότητα να ελέγχει τις αναλαμβανόμενες πρωτοβουλίες.
Στον κοινωνικό βίο οι διάφορες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, τα αυτοκίνητα, οι πύραυλοι και δορυφόροι, η τηλεόραση, τα γραμμόφωνα, τα φορητά ραδιόφωνα, τα κασετόφωνα, τα βίντεο και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, με τις διάφορες παραλλαγές, τις τελειοποιήσεις και την αυξανόμενη διάδοσή τους, δημιούργησαν για μεγάλες μάζες ανθρώπων ένα νέο τρόπο ζωής ουσιωδώς διαφορετικό από τον προπολεμικό. Παράλληλα η διαίρεση του κόσμου σε δύο ανταγωνιζόμενα στρατόπεδα, η φεμινιστική επανάσταση των δεκαετιών του 1940 – 50 που διαφοροποίησε ριζικά την θέση της γυναίκας στον κόσμο, και η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1970 που την ακολούθησε απελευθερώνοντας την δυτική κοινωνία από τις τελευταίες προκαταλήψεις της, δημιούργησαν νέες συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης που είχαν καταλυτικές επιπτώσεις στην ψυχολογία των ανθρώπων. Ταυτόχρονα διάφορα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό των υπαρξιστών, των Μπήτνικ και των χίπις κλόνισαν σοβαρά τις ηθικές αξίες του προηγούμενου αιώνα, που είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν θεαματικά μετά τις φοβερές καταστροφές σε έμψυχο και άψυχο υλικό που προκάλεσαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι στο πρώτο μισό του Αιώνα.
Ο χωρισμός του κόσμου σε δύο σύνολα (δυτικό και ανατολικό), στο επίκεντρο του οποίου βρέθηκε η Γερμανία, με την διαίρεσή της σε δύο κράτη, υπήρξε το κυρίαρχο στοιχείο της μεταπολεμικής ζωής που επηρέασε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων σε ολόκληρη την υφήλιο, καθώς συνοδεύτηκε από μια ψυχροπολεμική πολιτική και αργότερα από μια πολιτική συνύπαρξης στην σκιά του πυρηνικού ολέθρου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν διάφοροι τοπικοί συμβατικοί πόλεμοι, αρκετά δικτατορικά πραξικοπήματα και από τις δύο πλευρές, ο συναγωνισμός στην κατάκτηση του διαστήματος και ο συναγωνισμός στον πυρηνικό εξοπλισμό.
Στον τομέα της ποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές: Στον Αγγλόφωνο χώρο, σε αντιστοιχία με την μετατόπιση του πολιτικού κέντρου, το ποιητικό κέντρο μετακινήθηκε από το Λονδίνο στην Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, φέρνοντας την Αμερικάνικη ποίηση στην πρωτοπορία των εξελίξεων. Αρχικά η Εξομολογητική ποίηση του Ρόμπερτ Λόουελ (Robert Lowell 1917 – 1978) επιδόθηκε στην αποκάλυψη των εσωτερικών εικόνων και εμπειριών της υποκειμενικής ζωής συνδυάζοντας τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό με τον Γαλλικό και τον Νοτιοαμερικάνικο Υπερρεαλισμό. Έπειτα η ομάδα των ποιητών του Πανεπιστημίου «Μπλακ Μάουνταιν» (Black Mountain) της Βόρειας Καρολίνας με επικεφαλής τους Τσαρλς Όλσον (Charles Olson 1910 – 1970) και Ρόμπερτ Κρήλεϋ (Robert Creeley 1924 - ) αναζήτησε νέες υφολογικές λύσεις σε μία ποίηση ασχολίαστων εμπειριών «ανοιχτού πεδίου». Την ίδια εποχή οι ποιητές της «Σχολής της Νέας Υόρκης» (Κένεθ Κοχ, Φρανκ Ο ‘Χάρα, Τζον Άσμπερυ), αξιοποιώντας την επαφή τους με την Γαλλική Ποίηση έκαναν την δική τους επίθεση εναντίον των καθιερωμένων αξιών και τεχνοτροπιών. Τέλος η γενιά των ποιητών «Μπιτ» (Beats Poets -- Άλεν Γκίνσμπεργκ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Γρέγκορυ Κόρσο κ.ά.) έδωσε έκφραση στην ζωή των αυτοκινητόδρομων και των στενοσόκακων της Αμερικής με αποκαλυπτικό και εκστατικό τόνο και χρησιμοποιώντας βίαιες και τολμηρές φράσεις.
Στην Γερμανία παρατηρείται μια ανάλογης έκτασης αντίδραση προς την ποίηση του μεσοπολέμου, με στροφή προς την Νεορεαλιστική κατεύθυνση. Οι ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Περιόδου μέχρι το 1970 συνεχίζουν τις εκφραστικές προσπάθειες, μέσα στο κλίμα του Εξπρεσιονισμού, ο οποίος βασιζόμενος στην συνειρμική παράθεση φαινομενικά ασύνδετων εικόνων, σκέψεων ή ιδεών, εξακολουθεί να αποτελεί, σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής, την μητρική βάση πάνω στην οποία οικοδομείται ο ποιητικός λόγος στην Γερμανία, ακόμη και στις περιπτώσεις ποιητών που έχουν την πρόθεση να ξεμακρύνουν ανοιχτά από αυτόν.
Η σημαντικότερη διαφορά που μπορεί να εντοπίσει κανείς σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο είναι η σταδιακή άμβλυνση της διάθεσης για πρωτοποριακές εκφραστικές δοκιμές, που ήταν το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της τέχνης του μεσοπολέμου. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά το ίδιο το περιεχόμενο του Εξπρεσιονισμού που έχει πλέον στην μεταπολεμική περίοδο ασθενέστερο χαρακτήρα αισθητισμού και αντίθετα στενότερη σύνδεση με τα προβλήματα της ζωής των ανθρώπων, πράγμα που τον προσεγγίζει με την νεορεαλιστική διάθεση που επικρατεί παγκόσμια την περίοδο αυτή.
7.2. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1950
Το νέο ξεκίνημα της Γερμανικής Λογοτεχνίας μετά τον πόλεμο σημειώθηκε το 1947, από την «Ομάδα του 47» (Gruppe 47), μία κίνηση από συνεργαζόμενους λογοτέχνες, με ενθουσιασμό και διάθεση για πειραματισμό πάνω σε μια κοινή εκφραστική πλατφόρμα που συνδύαζε τον Εξπρεσιονισμό και τον Νεορεαλισμό, με σαφή πολιτική και κοινωνική απόχρωση, που τον φέρνει κοντά στον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό, που ήταν η επίσημη λογοτεχνική τεχνοτροπία της Ανατολικής Γερμανίας. Η ομάδα ιδρύθηκε από τον μυθιστοριογράφο Χανς Βέρνερ Ρίχτερ (Hans Werner Richter 1908 – 1993) και περιελάμβανε τους πεζογράφους Ίλσε Άιχινγκερ (Ilse Aichinger 1921 - ), Άλφρεντ Άντερς (Alfred Andersch 1914 – 1980), Χάινριχ Μπελ (Heinrich Böll 1917 – 1985), Βόλφγκανγκ Χιλντεσάιμερ (Wolfgang Hildesheimer 1916 - 1991), Έριχ Κέστνερ (Erich Kästner 1899 - 1974), Ζίγκφριντ Λεντς (Siegfried Lenz 1926 - ), Ράινχαρτ Λετάου (Reinhard Lettau 1929 - 1996), τον σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κλούγκε (Alexander Kluge 1932 - ), τον κριτικό Μαρσέλ Ράιχ – Ρανίτσκι (Marcel Reich – Ranicki 1920 - ) και τους ποιητές Πάουλ Τσελάν (Paul Celan), Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (Hans Magnus Enzensberger), Έριχ Φριντ (Erich Fried) και Γκΰντερ Γκρας (Günter Grass).
Το κράμα της ποίησης που προέκυψε ως αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κατευθύνσεων, διαθέσεων και τεχνοτροπιών, που κυμαίνεται από την παραδοσιακή ποίηση ουμανιστικού πνεύματος, χριστιανικής πίστης και μυθολογικής θεώρησης της φύσης μέχρι την νεωτεριστική ποίηση που εκμεταλλεύεται τον υπερρεαλισμό και την αφηρημένη έκφραση, αλλά περιλαμβάνει και την πολιτική ποίηση, και φτάνει μέχρι την κωμωδία, την παρωδία και τον λετρισμό.
Από τους ποιητές που εκπροσωπούν την παράδοση του προπολεμικού κόσμου, ενεργοί παραμένουν στην περίοδο αυτή ο Φρίντριχ Γκέοργκ Γιούνγκερ (Friedrich Georg Jünger 1898 - 1977), ο Ρούντολφ Αλεξάντερ Σρέντερ (Rudolf Alexander Schröder 1878 - 1962), η Γερτρούδη Φον Λε Φορτ (Gertrud von Le Fort 1876 – 1971) και ακόμα η Ίνα Σαϊντέλ (Ina Seidel), o Βέρνερ Μπεργκενγκρούεν (Werner Bergengruen), ο Πέτερ Γκαν (Peter Gan) η Μαρί Λουίζ Κάσνιτς (Marie Luise Kaschnitz), και ο Άλμπρεχτ Γκόες (Albrecht Goes). Το μεταπολεμικό ποιητικό κλίμα όμως γενικότερα κυριαρχείται από τις προσωπικότητες του Γκότφριντ Μπεν και του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Ο Πάουλ Τσελάν (Paul Celan 1920 – 1970 ψευδώνυμο του Paul Antschel, που προέρχεται από αναγραμματισμό του επώνύμου του Ancel στα Ρουμανικά) ήταν Εβραϊκής καταγωγής και γεννήθηκε στο Τσέρνοβιτς της Μπουκοβίνας στην σημερινή Ουκρανία (τότε Ρουμανία). Οι Γερμανόφωνοι γονείς του σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα και ο ίδιος από το 1942 έως το 1943 βρισκόταν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί στην Ρουμανία. Σπούδασε ιατρική στην Τουρ της Γαλλίας και από το 1948 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε Γερμανική φιλολογία στην Σορβόννη. Μετέφρασε Ρεμπώ, Βαλερύ, Ουνγκαρέτι, Γεσένιν, Μάντελσταμ και Έμιλυ Ντίκινσον. Το έργο του που είναι επηρεασμένο από τον Γαλλικό Συμβολισμό και Υπερρεαλισμό, χαρακτηρίζεται από τις πλούσιες εικόνες του και την μελωδική του ποιότητα, ενώ σε άλλα ποιήματά του πραγματεύεται φρικτές εμπειρίες από την εφιαλτική ζωή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στα γκέτο, όπως στην περίφημη Φούγκα του Θανάτου που αρχίζει με τις λέξεις «μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε το απόγευμα, πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί, πίνουμε την νύχτα» συνεχίζοντας με τον ίδιο τρόπο την περιγραφή φρικτών αναμνήσεων από εκείνη την ζοφερή εποχή. Σε μεταγενέστερα ποιήματά του που είναι συντομότερα και λακωνικότερα, η εκφραστική του εμφανίζει ρήγματα, η αντίληψη των εικόνων ενεργοποιείται πρισματικά διαθλασμένη και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται κατασκευασμένες και σύνθετες λέξεις, παράδοξα και κατακερματισμένη σύνταξη. Το έργο του γνώρισε αυξανόμενη φήμη και άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στους νεότερους, ιδιαίτερα στα χρόνια μετά το 1970 («Λησμονιά και ανάμνηση» 1952, «Από κατώφλι σε κατώφλι» 1955, «Ρόδο κανενός» 1963, «Στροφή ανάσας» 1967 «Πίεση φωτός» 1970).
Ο Έριχ Φριντ (Erich Fried 1921 - 1988) γεννήθηκε στην Βιέννη έχοντας Εβραϊκή καταγωγή και πέθανε στο Μπάντεν Μπάντεν της Γερμανίας, ενώ από το 1938 εκπατρίστηκε διωκόμενος από τους Ναζί και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν ως παραγωγός του ραδιοφώνου. Μετάφρασε έργα των Σαίξπηρ, Έλιοτ και Ντύλαν Τόμας. Η ποίησή του είναι έντονα πολιτικοποιημένη προβάλλοντας και υποστηρίζοντας κοινωνικές απόψεις αριστερής απόχρωσης και μελετώντας τα προβλήματα του σύγχρονου καπιταλισμού. Παρέμεινε μέχρι το τέλος αφοσιωμένος σοσιαλιστής, επικριτής του Στάλιν, πολέμιος του Σιωνισμού και υποστηρικτής των Παλαιστίνιων («Ένας στρατιώτης και ένα κορίτσι» 1960, «Βασίλειο της πέτρας» 1963, «Παιδιά και τρελοί» 1965, «Έτσι υποτάχθηκα στους Γερμανούς» 1977, «Είναι ό,τι είναι» 1983, «Ίδιο γέλιο κάθε τόσο» 1986).
Ο Βάλτερ Χέλερερ (Walter Höllerer 1921 - 2003) υποκινείται από μια παρόρμηση για απόρριψη των συμβατικών καλλιτεχνικών τεχνασμάτων και φιλοσοφικών αξιωμάτων σχετικά με την συγκρότηση της λυρικής εμπειρίας, ανταποκρινόμενος στο αίτημα της εποχής για χρήση της καθημερινής γλώσσας με στόχο την συγκράτηση στιγμιότυπων συγκινησιακής ανταπόδοσης, με ένα τρόπο που δημιουργεί ένα οργανωμένο σύστημα ρεαλιστικών αναφορών της εικαστικής λειτουργίας. Προτιμώντας τα μεγάλα σε έκταση ποιήματα, επιδίωξε να προσθέσει βάθος αναπνοής στην φωνή του, προσδίδοντάς της δύναμη αμφισβήτησης με στόχο την υλοποίηση της πολιτικής διάστασης της ποίησης μέσα από την ίδια την εκφραστική συγκρότησή της. Αξιοσημείωτο στοιχείο του έργου του είναι η συχνή χρήση παραστάσεων από ζώα που δεν λειτουργούν απλώς διακοσμητικά, αλλά και ως σύμβολα συσχετισμού με τις προοπτικές του ανθρώπου («Το ρολόι των ελεφάντων» 1983).
Ο Γκΰντερ Γκρας (Günter Grass 1927 - ) γεννήθηκε στο Γκντανσκ της σημερινής Πολωνίας και από το 1945 εγκαταστάθηκε στην Δυτική Γερμανία, όπου σπούδασε γλυπτική και γραφικές τέχνες. Ήταν ενεργό μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Δ. Γερμανίας και υποστήριξε τον Βίλυ Μπραντ. Η ποίησή του είναι έντονα πολιτικοποιημένη, αλλά ταυτόχρονα ενσωματώνει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού με αποχρώσεις παράλογου, καθώς σε πολλά ποιήματά του χρησιμοποίησε το λαϊκό και το γκροτέσκο αντιλυρικό στοιχείο, σατιρίζοντας την μεσοαστική κοινωνία, που δημιούργησε και που προήλθε από το οικονομικό θαύμα της Δυτικής Γερμανίας. Σημαντικό μέρος του έργου του είναι αφιερωμένο στην εξέταση της ανόδου των Ναζί και στις εμπειρίες του από τον πόλεμο, στο φιλειρηνικό κίνημα, στην προσπάθεια σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, αλλά και στην απόδοση των φυσικών τοπίων της ιδιαίτερης πατρίδας του. Το σπουδαιότερο μυθιστόρημά του Το Τενεκεδένιο Τύμπανο 1959, που επιχειρεί ένα ταξίδι στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας, έγινε κινηματογραφική ταινία από τον Φόλκερ Σλέντορφ το 1979 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στον διεθνή χώρο. Το 1999 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ («Τα πλεονεκτήματα των κοτόπουλων του αέρα» 1956, «Αντίστροφα τρίγωνα» 1960, «Συγκεντρωμένα ποιήματα» 1971, «Λυρικά λάφυρα» 2004).
Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (Hans Magnus Enzensberger 1929 - ), σπούδασε φιλοσοφία στο Αμβούργο και την Σορβόννη του Παρισιού και εργάστηκε ως παραγωγός στον ραδιοσταθμό της Στουτγάρδης. Σήμερα ζει στο Μόναχο. Έχει ασχοληθεί με πολλά είδη του γραπτού λόγου, όπως θέατρο, κινηματογράφο, μυθιστόρημα, ρεπορτάζ, μεταφράσεις και όπερες. Το ποιητικό έργο του έχει έναν ειρωνικό και σαρκαστικό τόνο, που στρέφει τα βέλη του εναντίον των συμβάσεων και των τυπικοτήτων του τρόπου ζωής της μεσοαστικής τάξης, ενώ άλλα ποιήματά του ασχολούνται με τα θέματα της πολιτικής και οικονομικής αστάθειας του καιρού μας. Ένα από τα σημαντικά θέματά του είναι η ιστορία της προόδου, που αναδιφείται με βιογραφικές σκηνές, μέσα από τις οποίες η ιστορία και η τεχνολογία ολοκληρώνονται σε ποίηση, με δημοσιογραφικό ρυθμό και ύφος και με πάθος για λεπτομερειακή παρατήρηση. Παροιμιώδης έγινε η φράση του ότι «τα προγράμματα των σιδηροδρομικών σταθμών είναι προτιμότερα από τα λυρικά ποιήματα γιατί είναι ακριβέστερα» («Υπεράσπιση των λύκων» 1957, «Γλώσσα της γης» 1960, «Γραφή για τυφλούς» 1964, «Η τρέλα της εξαφάνισης» 1980, «Μουσική του μέλλοντος» 1991).
7.3. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1960
Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία μέσων μαζικής επικοινωνίας διαφόρων ειδών, όπως ειδικά η μουσική ποπ, τα φανταχτερά περιοδικά και η τηλεόραση, αλλά ακόμη και οι διαφημιστικές αφίσες, τα ρούχα της μόδας, τα φωτογραφικά στιγμιότυπα και οι συνεντεύξεις αστέρων του κινηματογράφου και του τραγουδιού, με ένα τρόπο που υπερτόνιζε την προσωπικότητα, αλλά και τα σώματα ως φορείς μηνυμάτων και νοημάτων, περιορίζοντας την σπουδαιότητα της μορφής, της προσπάθειας και της αυτογνωσίας και ακόμη περισσότερο των λέξεων. Το κοινό άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα της υποτίμησης των καλλιτεχνών προς όφελος των διάσημων προβαλλόμενων «σταρ», με τον ίδιο τρόπο που άρχισε να θεωρεί τα αντικείμενα περισσότερο αυθεντικά από τους ανθρώπους, αφού τα πράγματα , με την τελεολογική σημασία τους, είχαν αρχίσει ήδη να αντικαθιστούν τα αισθήματα, σε μια δεκαετία που άρχισε ήδη να προετοιμάζει το έδαφος για τον ακραίο καταναλωτισμό των επόμενων ετών
Η Νεορεαλιστική κατεύθυνση της ποίησης που θεμελιώθηκε κατά την προηγούμενη δεκαετία, σημείωσε μια στροφή ψυχαναλυτικού προσανατολισμού, θέτοντας ως ένα από τους βασικούς στόχους της να αποτυπώνει στα ποιητικά κείμενα τις συνέπειες των σύγχρονων ρυθμών ζωής στην ψυχολογία του ανθρώπου, την επίδραση των ποικίλων ερεθισμάτων της καταναλωτικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην διαμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων και στην φθοροποιό παρουσία του άγχους στην ζωή μέσα σε μεγαλουπόλεις που εξοντώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη, εμποδίζοντας την αληθινή απόλαυση του ελεύθερου χρόνου και την ήρεμη ανάπτυξη των φυσικών βιορυθμών στις κοινωνικές σχέσεις.
8. Ο Νέος Υποκειμενισμός (1970 – 2000 μ.Χ.)
Κατά την δεκαετία του 1970 και περισσότερο του 1980 και 1990, τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής που άρχισαν να διαφαίνονται από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες επεκτάθηκαν και έγιναν εντονότερα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει κανείς την ανάδειξη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας σε βιομηχανικές δυνάμεις ισοδύναμες με τις ΗΠΑ, την αυξανόμενη επίδραση της Αμερικανοποίησης της ζωής, που κατέληξε στο ιδεολογικό εφεύρημα της παγκοσμιοποίησης, τον ανταγωνισμό των μέσων μαζικής επικοινωνίας (τηλεόραση, κινηματογράφος, περιοδικά, μουσική ροκ, διαφημίσεις), την ανάπτυξη περισσότερο επιθετικών μέσων για την προαγωγή της προσωπικότητας με τρόπο όλο και περισσότερο φανταχτερό, το οικολογικό κίνημα, τον καταναλωτισμό και τα ναρκωτικά ως κυρίαρχο αποτέλεσμα της ύπαρξης αναξιοποίητου ελεύθερου χρόνου, την ανάπτυξη μιας ολοένα και περισσότερο ακμάζουσας χρησιμοθηρικής στενής πυραμίδας νεόπλουτων χωρίς πολιτιστικά ερείσματα και τέλος την πτώση του Κομμουνισμού στο κλείσιμο της δεκαετίας του 1980 και την διάνοιξη του δρόμου προς τις χώρες της Ανατολής, ως περιοχής προσφερόμενης για επενδύσεις και διεύρυνση της αγοράς των επιχειρήσεων της Δύσης.
Στην ποίηση, στον διεθνή χώρο και ιδιαίτερα στην Γαλλία και τις ΗΠΑ, παρουσιάστηκε μια τάση αναβίωσης του Υπερρεαλισμού, σε συνδυασμό με τα επιτεύγματα του Νεορεαλισμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, σε κατευθύνσεις που βασίζονται περισσότερο στην γλωσσολογική αναζήτηση παρά στην χρήση του συνειρμού που δέσποζε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με μια σειρά από νεωτεριστικά κινήματα που πήραν συγκεκριμένη μορφή με την ομάδα L=A=N=G=U=A=G=E που δραστηριοποιήθηκε στις ΗΠΑ, αλλά είχε επίδραση σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η αντίστοιχη εξέλιξη στην Γερμανία είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός Νέου Εξπρεσιονισμού που λειτούργησε πάνω στην γραμμή ταυτόχρονα του Γκότφριντ Μπεν και του Μπέρτολτ Μπρεχτ, των οποίων το έργο διατηρήθηκε ζωντανό και ιδιαίτερα ενεργό και κατά το διάστημα αυτό, ενώ σημαντική εξακολουθούσε να είναι η απήχηση του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, βασισμένου στην Μαρξιστική ιδεολογία, τόσο στην Ανατολική όσο και στην Δυτική Γερμανία.
Ο συνδυασμός των ποικίλων αυτών ρευμάτων, οδήγησε την ποίηση των Γερμανόφωνων χωρών σε ένα ιδιότυπο εκφραστικό κράμα υπερρεαλισμού, ρεαλισμού και γλωσσικού πειραματισμού, σε διάφορες αναλογίες και μορφές που μπορεί με μία έκφραση να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος «Νέου Υποκειμενισμού», σε μία ώθηση που επιστρατεύτηκε για την ποιητική ερμηνεία των φαινομένων της καθημερινής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων στην σύγχρονη κοινωνία.
8.1. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1970
Η κουλτούρα της μουσικής «ποπ», συνυφασμένη με το κίνημα των «χίπις», που διαδέχτηκαν τους «μπήτνικς», δημιουργώντας ένα νέο ήθος αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών, απελευθέρωσης από κάθε προκατάληψη και απλοποίησης των διαδικασιών κοινωνικής συνύπαρξης και ανθρώπινων σχέσεων, άφησε έντονο το στίγμα της και στις Γερμανόφωνες χώρες κατά την δεκαετία του 1970, είχε σημαντική επίδραση στην νοοτροπία των ανθρώπων και διαμόρφωσε το πολιτιστικό υπόβαθρο των πολιτιστικών και πολιτικών εξελίξεων της εποχής αυτής, που σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκαν στο πνεύμα των φοιτητικών εξεγέρσεων του 1968 («Συμπαιγνία» 1985, «Κεφαλική χώρα» 1988, «Ύπνος τυμπάνων» 1996).
Ο Ρολφ – Ντίτερ Μπρίνκμαν (Rolf – Dieter Brinkmann 1940 – 1975), που γεννήθηκε στην Βέχτα της Σαξονίας και πέθανε στο Λονδίνο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, είναι από τους κυριότερους Γερμανούς εκπροσώπους της ποίησης «ποπ». Επηρεασμένος από τους Αμερικανούς λογοτέχνες της ομάδας των «μπήτνικς» (Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ), αλλά και από άλλους Αμερικανούς ποιητές , όπως ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς και ο Φρανκ Ο’ Χάρα, δημιούργησε ένα έργο κατάφορτο από αναφορές στον λαϊκό πολιτισμό, από το ταγκό μέχρι τις κινηματογραφικές ταινίες του Χόλλυγουντ, λαμβάνοντας μια σαφή τάση προτίμησης του αισθητισμού εις βάρος της πολιτικής ποίησης, που κυριαρχούσε στην εποχή του, παρά το γεγονός ότι δεν τον άφησε ασυγκίνητο η ανάγκη για κοινωνική κριτική. Η φράση του «καμιά λέξη δεν ταιριάζει με αυτό που πράγματι συμβαίνει» συνοψίζει το κλίμα εναγώνιας εκφραστικής αναζήτησης στην οποία κινήθηκε η δημιουργική πορεία του («Γκοτζίλα» 1968, «Προς την δύση» 1975, «Αφηγήσεις» 1985, «Κυλιόμενες κλίμακες τον Αύγουστο» 1996).
Ο Γιοχάνες Σενκ (Johannes Schenk 1941 - ) γεννήθηκε στο Βερολίνο και εργάστηκε ως ναυτικός, ως κηπουρός, ως εργάτης οδοποιίας και ως πωλητής βιβλίων. Στο ξεκίνημά του, το έργο του ακολουθούσε την γραμμή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, υιοθετώντας το ύφος της μαρξιστικής προπαγάνδας «Agitprop» (συνδυασμός των λέξεων agitation και propaganda, που σημαίνουν υποκίνηση και προπαγάνδα), η οποία είχε μεταπολεμικά στην Γερμανία μεγαλύτερη επίδραση και διάδοση από όσο σε άλλες Δυτικοευρωπαϊκές χώρες). Στα ποιήματά του παρουσιάζει μια συμπάθεια για τις καταπιεσμένες και μη προνομιούχες εργατικές μάζες και επιδιώκει να διαμορφώσει ιδεατά την ουτοπία μιας άλλης ζωής («Ζυγαριές και τυρί κατσίκας» 1968, «Το πλοίο» 1974, «Μέχρι την αναχώρηση του ταχυδρομικού ατμόπλοιου» 1988, «Πίσω απ’ την θάλασσα» 1998).
Ο Γκούντραμ Βέσπερ (Guntram Vesper 1941 - ) γεννήθηκε στην Σαξονία και σπούδασε στο Γκέτινγκεν αρχικά ιστορία και αργότερα ιατρική. Το θέμα της έλλειψης πατρίδας είναι κεντρικό στα ποιήματά του, ενώ παράλληλα πολλοί στίχοι του είναι αφιερωμένοι στην περιγραφή των φυσικών τοπίων και της αγροτικής ζωής της ιδιαίτερης πατρίδας του, σε συνδυασμό με ενσωμάτωση στοιχείων από μελέτες για το ιστορικό παρελθόν της. Ένας αδιόρατος ελεγειακός τόνος είναι παρών σε όλο το έργο του που διακρίνεται για την καθαρότητα της μορφής και του οπτικού πεδίου του («Ωρολόγιο πρόγραμμα» 1964, «Η αυταπάτη της δυστυχίας» 1980, «Μαγική λατέρνα» 1985, «Ένας χειμώνας στην αρχή» 1991).
8.2. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1980
Οι γλωσσικοί πειραματισμοί που απετέλεσαν το «σήμα κατατεθέν» για την ποίηση της δεκαετίας του 1980, και στην Γερμανία, βασίσθηκαν σε απλές σκέψεις που απορρέουν από τις θεωρίες του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με τις οποίες «οτιδήποτε μέσα στον κόσμο υπάρχει μόνο εφόσον μπορεί να διατυπωθεί με λέξεις». Σε αντίστροφη διατύπωση αυτό μπορεί να συνεπάγεται πως «οτιδήποτε μπορεί να διατυπωθεί με λέξεις υπάρχει». Στον απλό αυτό συλλογισμό βασίστηκε το κίνημα του νέου υπερρεαλισμού, που δεν στηρίχτηκε πλέον στον συνειρμό και στην απελευθέρωση του υποσυνείδητου, αλλά στο λεκτικό εφεύρημα, με το οποίο μελετήθηκε ποιητικά η πιθανότητα αντιστοίχησης ενός αυθαίρετου συνδυασμού λέξεων, με όλες τις δυνατές παραλλαγές του, με ένα αντίστοιχο συσχετισμό πραγμάτων, φαινομενικά ανεξάρτητων μεταξύ τους. Η νέα φαινομενολογία που δημιουργήθηκε με την τεχνική αυτή ήταν κατ’ αρχήν γοητευτική και προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ποιητών σε όλο τον κόσμο.
Η Ισαβέλλα Μπόιμερ (Isabeella Beumer 1951 - ) σπούδασε πειραματική λογοτεχνία και καλλιέργησε στην πράξη την ηχητική ποίηση στην Βιέννη, το Αμβούργο και το Ντΰσελντορφ, συνδυάζοντας τα κείμενά της με παραστάσεις που περιλαμβάνουν θεατρικές απαγγελίες με συνοδεία μουσικής, σε ένα είδος ποιητικού θεάματος, που διανοίγει νέες προοπτικές για την ποιητική λειτουργία. Εκτός από την δυναμική της προφορικής ανάγνωσης, τα κείμενά της μεταφέρουν μηνύματα μέσα από μηχανισμούς σημαντικής που χρησιμοποιούν νεολογισμούς, λεκτικά και γλωσσικά παιχνίδια και άτακτες εικόνες, που συγκροτούν ένα είδος νέου εξπρεσιονισμού ανάλογου με τον νέο υπερρεαλισμό των ποιητών της ομάδας L=A=N=G=U=A=G=E που έδρασε την ίδια εποχή στην Αμερική («Μαζεμένος ταπεινός» 1997, «Αν είναι αναγκαίο κρατήσου σε τροχιά» 2004).
Ο Γκέραρντ Φάλκνερ (Gerhard Falkner 1951- ) γεννήθηκε στην Νυρεμβέργη και μετά από μεγάλα διαστήματα διαμονής σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε ως φιλοξενούμενος καθηγητής πανεπιστημίου, το Μόναχο, το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, η Ρώμη και το Σαν Φρανσίσκο, ζει στο Βερολίνο. Επηρεασμένος από σύγχρονούς του Αμερικανούς ποιητές, απέρριψε την ποίηση του συρμού της εποχής του, που αναγνώριζε μόνο τον μορφολογικό πειραματισμό και την αποτύπωση της καθημερινότητας, και προχώρησε σε νέες αναζητήσεις, χρησιμοποιώντας ουσιαστικές εικόνες, πλούσιες και αισθησιακές, εμποτισμένες με έναν μελαγχολικό τόνο, για να αποδώσει την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στο ιστορικό περιβάλλον του, και την εξουθένωσή του μέσα στον θόρυβο και την πολυκοσμία των μεγαλουπόλεων, σε ένα είδος «ενδογενούς» ποίησης αφιερωμένης στην αποκρυπτογράφηση των εσωτερικών μηνυμάτων της ανθρώπινης ψυχής («Η υπόγεια αναπνοή» 1998, «Δεκαεπτά επιλεγμένα ποιήματα» 1994).
9. Επίλογος
Από την έκθεση που προηγήθηκε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Γερμανική Ποίηση παρουσιάζει μια αδιάσπαστη και μακρόχρονη συνέχεια από τις ρίζες της που ανάγονται στον 9ο Αιώνα μ.Χ. ως τις μέρες μας. Η επίδρασή της στην διαμόρφωση του ποιητικού λόγου στην Ευρώπη ήταν από την αρχή σημαντική. Ιδιαίτερα γόνιμη υπήρξε η σχέση της με τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα της Γαλλικής Ποίησης και τους τροβαδούρους της Προβηγκίας, κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων του Μεσαίωνα, και κατά την περίοδο της Γερμανικής Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, τον 17ο αιώνα. Από το τέλος του 18ου και σε όλη την διάρκεια του 19ου, η Γερμανική Ποίηση βρέθηκε σε περίοδο μεγάλης ακμής στον διεθνή χώρο, ιδιαίτερα κατά την εποχή των μεγάλων Νεοκλασικών Γκαίτε και Σίλερ, των Ρομαντικών Χέλντερλιν και Χάινε, και αργότερα των Νεορομαντικών Γκεόργκε και Ρίλκε και συνέχισε να βρίσκεται στην πρωτοπορία των εξελίξεων κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου χάρη στο έργο των Εξπρεσιονιστών, που διατήρησαν την Γερμανική Ποίηση στην ίδια γραμμή νεωτεριστικών αναζητήσεων με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Μεταπολεμικά η Γερμανική Ποίηση, σε συνεχή και σταθερή σχέση και γόνιμη επικοινωνία με την Αμερικανική, την Αγγλική και την Γαλλική, εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο ποιητικό κόσμο, χάρη στην ευρύτερη διάσταση των θεμάτων της και τον πολιτικό προσανατολισμό των ποιητών της.
Αξιοσημείωτη για την Γερμανική Ποίηση, σε βαθμό περισσότερο αξιοπρόσεκτο από όσο στην Γαλλική και την Αγγλική, είναι η παρατήρηση ότι η εξέλιξή της σημειώθηκε κατά διαστήματα με κινήματα, που, λιγότερο ή περισσότερο έντονα, πραγματοποίησαν καθένα με τον δικό του τρόπο, μια τομή στις αντιλήψεις για την λειτουργία του ποιητικού λόγου, εγκαινιάζοντας κάθε φορά ένα νέο ξεκίνημα. Τα κινήματα «Θύελλα και Ορμή» το 1770, «Νέα Γερμανία» το 1830, του Νατουραλισμού το 1880, του Εξπρεσιονισμού το 1920 και το κίνημα της «Ομάδας του 1947» έδειχναν πως επιδίωκαν ριζική ανατροπή της παράδοσης που επικρατούσε στην εποχή τους. Παρά την αλλαγή που προκλήθηκε από την επίδρασή τους, η θεμελιώδης υπόσταση της Γερμανικής Ποίησης που βρίσκεται στο ίδιο το Γερμανικό πνεύμα που την εμψυχώνει, διατηρώντας την ενότητά της μέσα στα χρόνια, διαφύλαξε αμετάβλητη την ουσία της. Κύρια θέματά της στις καλύτερες και στις χειρότερες στιγμές της είναι οι αντιθέσεις των πραγμάτων και των καταστάσεων, όπως εικονίζονται ή συμβολίζονται μέσα από τις χρωματικές διαφορές του σούρουπου και της νύχτας, της γαλήνης του πνεύματος και του θανάτου, του Θεού και της φύσης που περιλαμβάνει τον έρωτα, ως αναπόσπαστο μέρος της. Ίσως η εκστατική κραυγή του Κλέμενς Μπρεντάνο
«Ω, άστρο και λουλούδι, πνεύμα και ένδυμα,
Έρωτας, θλίψη και χρόνος και αιωνιότητα!» (1)
που περικλείνει σε δύο στίχους το έσχατο ήθος του Γερμανικού λυρισμού, όπως μεταλαμπαδεύτηκε από γενιά σε γενιά, είναι χαρακτηριστική για το κύριο ρεύμα των διεργασιών που διαμόρφωσαν την Γερμανική ποιητική παράδοση, στο πέρασμα των αιώνων, μολονότι στα στοιχεία αυτά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς επιπλέον τον πολιτικό ρεαλισμό και τον Ορφικό μυστικισμό, θεμελιωμένους στις εκ διαμέτρου αντίθετες σκέψεις του Μαρξ και του Νίτσε, που, περισσότερο από άλλες Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, έχουν κυριαρχική παρουσία στο ποιητικό γίγνεσθαι του Γερμανόφωνου κόσμου.
(1) O, Stern und Blume, Geist und Kleid,
Lieb’, Laid und Zeit und Ewigkeit!
CLEMENS MARIA BRENTANO (1778 – 1842)
Σ΄ αυτό το μέρος της εργασίας αυτής παρουσιάζονται ποιητές που έζησαν ή ζουν στην Ιταλία (Italia, Italy), χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που ορίζεται Βορειοδυτικά από την Γαλλία, προς Βορά από την Ελβετία και την Αυστρία και Βορειοανατολικά από την Σλοβενία, ενώ η χερσόνησος που αποτελεί το κύριο μέρος της εισχωρεί στην Μεσόγειο κατεβαίνοντας προς την Αφρική και σχηματίζοντας Ανατολικά την Αδριατική Θάλασσα, Βορειοδυτικά την Λιγυρική Θάλασσα και Νοτιοδυτικά την Τυρρηνική Θάλασσα. Στην Ιταλία ανήκουν επίσης τα δύο μεγάλα νησιά της Σικελίας και της Σαρδηνίας. (ολική έκταση της Ιταλίας 301.230 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Περίπου το ένα τρίτο της Ιταλίας είναι πεδινό, καθώς το βόρειο τμήμα της καταλαμβάνεται από τις Άλπεις, που συνεχίζονται ομαλότερα προς τον Νότο με την οροσειρά των Απεννίνων που σχηματίζει την σπονδυλική στήλη της Ιταλικής χερσονήσου. Υψηλότερες κορυφές των Άλπεων είναι το Λευκό Όρος στα σύνορα με την Γαλλία (Monte Bianco 4.810 μέτρα) και το Μόντε Ρόζα (4.560 μέτρα), ενώ η υψηλότερη κορυφή Βελίνο των Απεννίνων, ανατολικά της Ρώμης, φτάνει τα 2.480 μέτρα. Πολύ γνωστά για την ηφαιστειακή δραστηριότητά τους είναι τα βουνά Βεζούβιος (1180 μέτρα), Αίτνα στην Σικελία (3.220 μέτρα) και Στρόμπολι στο ομώνυμο νησί βόρεια της Σικελίας.
Κυριότερος ποταμός που εκβάλλει στην Αδριατική είναι ο Πάδος, ο οποίος με τους πολλούς παραποτάμους του σχηματίζει μια μεγάλη πεδιάδα από το Μιλάνο μέχρι την Βενετία. Στην Αδριατική χύνονται επίσης οι ποταμοί Άντιτζε, Μπέντα, Πιάβε, Ταγκλιαμέντο και Ρένο, ενώ στην Τυρρηνική Θάλασσα εκβάλλει ο Άρνο, ο Τίβερης, ο Καριγκλιάνο και ο Βολτούρνο.
Το κλίμα της Ιταλίας παρουσιάζει σημαντική διακύμανση από Βορά προς Νότο και ανάλογα με το υψόμετρο κάθε περιοχής. Οι Άλπεις προσφέρουν προστασία από τους ψυχρούς Βόρειους ανέμους και τα Απέννινα δημιουργούν αντίθεση ανάμεσα στις υγρές Τυρρηνικές ακτές και τις ξηρότερες ακτές της Αδριατικής. Οι θερμοκρασιακές διαφορές δεν είναι μεγάλες από περιοχή σε περιοχή το καλοκαίρι, αλλά τον χειμώνα οι Βόρειες περιοχές είναι αρκετά πιο κρύες από τις Νότιες (μέση θερμοκρασία τον Ιανουάριο 1ο C στο Μιλάνο, έναντι 10ο C στο Παλέρμο της Σικελίας). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στην Ρώμη είναι 744 χιλιοστά (έναντι 593 του Λονδίνου και 402 της Αθήνας), και η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 16 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 8 μέχρι 25) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30).
Η Ιταλία είχε το 2005 πληθυσμό 58.462.375 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 20 Περιφέρειες (Regioni) που παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ρώμη (Roma 2.817.000 κάτοικοι), στην Περιφέρεια του Λατίου (Lazio) στην Κεντροδυτική Ιταλία και σπουδαιότερες πόλεις είναι:
- Στην Βορειοδυτική ζώνη: Η Αόστα (Aosta 34.270 κάτοικοι) στην ανεξάρτητη Περιφέρεια Κοιλάδα της Αόστας (Valle d’ Aosta), το Τορίνο (Torino 902,255 κάτοικοι), η Νοβάρα (Novarra 112.000 κάτοικοι) και η Αλεξάνδρεια (Alessandria 90.532 κάτοικοι) στην Περιφέρεια του Πεδεμοντίου (Piemonte), η Γένοβα (Genova 611,476 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Λιγυρίας (Liguria), και το Μιλάνο (Milano 1.308.311 κάτοικοι), η Μπρέσια (Brescia 200.000 κάτοικοι), το Μπέργκαμο (Bergamo 117.887 κάτοικοι) και το Βαρέζε (Varese 82.282 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας (Lombardia).
- Στην Βορειοανατολική ζώνη: To Τρέντο (Trento 110.142 κάτοικοι) και το Μπολτσάνο (Bolzano 99.007 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Τρεντίνο – Νότιο Τιρόλο (Trentino – Alto Adige), η Τεργέστη (Trieste 207.069 κάτοικοι) και το Ούντινε (Udine 96.588 κάτοικοι) στην αυτόνομη Περιφέρεια Φριούλι – Βενέτσια Τζούλια (Friuli – Venezia Giulia), η Βενετία (Venezia 271.251 κάτοικοι), η Βερόνα (Verona 259.968 κάτοικοι), η Πάντοβα (Padova 211.985 κάτοικοι) και η Βιτσέντζα (Vicenza 113.483 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Βένετο (Veneto) και η Μπολόνια (Bologna 374.425 κάτοικοι), η Πάρμα (Parma 175.789 κάτοικοι), η Μοντένα (Modena 180.325 κάτοικοι), η Φεράρα (Ferrara 132.536 κάτοικοι), η Ραβέννα (Ravenna 147.654 κάτοικοι) και το Ρίμινι (Rimini 134.880 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Αιμιλία Ρομάνια (Emilia – Romagna).
- Στην Κεντροδυτική ζώνη: Εκτός από την Ρώμη, το Άντζιο (Anzio 36.400 κάτοικοι στην Περιφέρεια του Λατίου, η Φλωρεντία (Firenze 356.000 κάτοικοι), το Λιβόρνο (Livorno 155.986 κάτοικοι) και η Πίζα (Pisa 90.482 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Τοσκάνης (Toscana) και η Περούτζια (Perugia 157.842 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Ούμπρια (Umbria).
- Στην Κεντροανατολική ζώνη: Η Λ’ Ακουίλα (L’ Aquila 69.368 κάτοικοι) και η Πεσκάρα (Pescara 122.577 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Αμπρούτσο (Abruzzo) και η Ανκόνα (Ancona 101.859 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Μάρκε (Marche).
- Στην Νοτιοδυτική ζώνη: Η Νάπολη (Napoli 1.000.470 κάτοικοι), το Αβελίνο (Avellino 56.993 κάτοικοι) και το Μπενεβέντο (Benevento 63.086 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Καμπανίας (Campania), η Ποτέντσα (Potenza 69.295 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Βασιλικάτας (Basilicata), και το Καταντσάρο (Catanzaro 94.969 κάτοικοι) και ο Κρότωνας (Crotone 60.157 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Καλαβρίας (Calabria).
- Στην Νοτιοανατολική ζώνη: Το Καμπομπάσο (Campobasso 51.633 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Μολίζε (Molise) και το Μπάρι (Bari 328.458 κάτοικοι), η Φότζια (Foggia 146.072 κάτοικοι) και ο Τάραντας (Taranto 201.349 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Απουλίας (Puglia).
- Στην Σαρδηνία (Sardegna): Το Κάλιαρι (Cagliari 170.000 κάτοικοι) και το Σάσαρι (Sassari 120.000 κάτοικοι).
- Και τέλος στην Σικελία (Sicilia): Το Παλέρμο (Palermo 625.501 κάτοικοι), η Κατάνη (Catania 306.464 κάτοικοι) και η Μεσσήνη (Messina 247.592 κάτοικοι).
Η Ιταλία είναι χώρα βιομηχανική, με ισχυρή οικονομία αλλά και με αισθητή διαφορά ανάπτυξης ανάμεσα στις Βόρειες και τις Νότιες περιοχές. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 193 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 246 Αγγλίας, 91 της Αυστρίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 68 % (έναντι 92 % της Αγγλίας, 57% της Αυστρίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 ενεργητικό 98 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 2127 και εξαγωγές 2029 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 747 δολαρίων της Ελλάδας και 723 της Αυστρίας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της Ιταλίας είχε σχέση με τις χώρες Γαλλία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Αγγλία, Νορβηγία, Γερμανία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Σουηδία και Σαουδική Αραβία και αφορούσε διακίνηση έτοιμων προϊόντων ή πρώτων υλών που είχαν σχέση με μηχανήματα, αυτοκίνητα, πλοία, χημικά, ηλεκτρολογικά και ηλεκτρονικά είδη και υφάσματα, ενώ το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 28.300 δολάρια (έναντι 30.900 της Βρετανίας, 32.962 της Αυστρίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στην Ιταλία παράγουν κυρίως σιτάρι, ζωοτροφές, ρύζι, ντομάτες, αμπέλια, ελιές, εσπεριδοειδή και σακχαρότευτλα, ενώ η παραγωγή κρασιού είναι από τις πρώτες της Ευρώπης. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο και πρόβειο κρέας και τα πουλερικά, ενώ αξιόλογη είναι και η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων (γάλα, τυρί και βούτυρο). Μόνο 8 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας, 4% της Αυστρίας και 26 % της Ελλάδας). Τα ορυκτά προϊόντα είναι φτωχά σε γαιάνθρακες και περιλαμβάνουν κυρίως μεταλλεύματα σιδήρου, αλουμινίου, ψευδάργυρου, μολύβδου, θείου και μάρμαρα, ενώ το πετρέλαιο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, κατά μεγάλο μέρος εισάγεται από άλλες χώρες.
2.1. Προϊστορία (μέχρι το 2000 π.Χ.)
Η γεωλογική διαμόρφωση των εδαφών της σημερινής Ιταλίας, πραγματοποιήθηκε καθυστερημένα συγκριτικά με τις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, παρακολουθώντας με αργότερο ρυθμό την άνοδο των βουνών του Ιούρα κατά την Ιουράσια Περίοδο της Μεσοζωικής Εποχής (200 – 146.000.000 π.Χ.) και στην συνέχεια με την Αλπική Ορογένεση που άρχισε να πραγματοποιείται κατά την διάρκεια της Ηώκαινης Περιόδου (από το 65.000.000 μέχρι το 36.000.000 π.Χ.)
Η Ιταλία κατοικήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου της Παλαιολιθικής εποχής ήδη από το 1.000.000 π.Χ. από ανθρώπους που ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Οι περίοδοι της Παλαιολιθικής Εποχής Μουστέρια, Μαγδαλήνια, Ωρινάκια, Λα Σαπέλ και Κρο-Μανιόν σχετίζονται και με την παρουσία ανθρώπων και στην Ιταλία. Απ’ αυτές η Μουστέρια αντιστοιχεί στην ανάπτυξη του δεύτερου ανθρώπινου είδους τύπου «Νεάντερταλ» (από το 220.000 μέχρι το 75.000 π.Χ.), που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη κοιλάδα κοντά στο Ντΰσελντορφ όπου ανακαλύφθηκαν τα πρώτα σχετικά ανθρωπολογικά ευρήματα, ενώ οι υπόλοιπες έχουν σχέση με την εμφάνιση του τρίτου ανθρώπινου είδους του τύπου «Άνθρωπος Έμφρων» (Homo Sapiens, μετά το 75.000 π.Χ.).
Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), χρονολογούνται από την εποχή που έλιωσαν οι τελευταίοι παγετώνες το 10.000 π.Χ.
Οι πρώτοι κάτοικοι των Νεολιθικών οικισμών ανήκαν στην Καυκάσια Φυλή, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης, οι Λίβυοι και οι Πρωτοέλληνες.
2.2. Ιταλιωτική Περίοδος (2000 – 753 π.Χ.)
Οι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί, άρχισαν να εισέρχονται στα εδάφη της Ιταλίας περίπου από την έναρξη της εποχής του Χαλκού, το 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τους τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν στην Ινδία, Περσία, Μικρά Ασία, Γερμανία, Ιταλία, Ιλλυρία και Ελλάδα.
Οι λαοί αυτοί, γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως Λίγυρες, Ετρούσκοι, Λουκάνοι, Βόλσκιοι, Σαβελιανοί, Σαμνίτες, Έκβιοι, Βεστίνοι, Μαρουκίνοι και Λατίνοι ζούσαν σε ανεξάρτητες κοινότητες οργανωμένες κατά γένη και φυλές, δημιουργώντας μια αγροτική πατριαρχική κοινωνία με κλειστή οικιακή οικονομία, γνωστή ως Βιλλανόβιος Πολιτισμός, που δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις κοινωνίες άλλων λαών της ίδιας εποχής, και ιδιαίτερα τους Έλληνες και τους Φοίνικες με τους οποίους υπήρχαν στενές εμπορικές σχέσεις.
2.3. Ρωμαϊκή Περίοδος (753 π.Χ. – 476 μ.Χ.)
Το 753 π.Χ. σχηματίστηκε η πόλη – κράτος της Ρώμης, βασισμένη σε τέσσερις φυλές Λατίνων και σε μία ομοσπονδία με άλλες Ετρουσκικές πόλεις, που δημιούργησαν μια αγροτική δουλοκτητική κοινωνία, αποτελούμενη από τέσσερις τάξεις (τους γαιοκτήτες αριστοκράτες πατρίκιους, τους πελάτες, τους πληβείους και τους δούλους) αρχικά με χαλαρή οικιακή γεωργική οικονομία και με πολίτευμα που χαρακτηρίζεται ως Αριστοκρατική Μοναρχία, που την ασκούσε ένας αιρετός βασιλιάς και η Σύγκλητος με επικουρική συνδρομή από την Λαϊκή Συνέλευση.
Στο διάστημα 509 – 350 π.Χ. η πόλη – κράτος της Ρώμης αναπτύχθηκε εδαφικά, πολιτικά και οικονομικά με εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, σε βαθμό που την κατέστησε τελικά κυρίαρχη σε όλη την Μεσόγειο. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν η κατάργηση της βασιλείας το 509 π.Χ. και η καθιέρωση μιας Ολιγαρχικής Δημοκρατίας, με επικεφαλής δύο Πραίτορες πατρικίους, σε ένα καθεστώς που επέτρεψε την βαθμιαία αστοποίηση της δουλοκτητικής κοινωνίας, την ανάπτυξη ανταλλακτικής οικονομίας και την αποτίναξη της Ετρουσκικής κυριαρχίας μέχρι το 350 π.Χ.
Η περίοδος 350 – 133 π.Χ. ήταν η εποχή της μεγάλης εδαφικής επέκτασης του κράτους της Ρώμης, μετά από διαδοχική κατάκτηση όλων των γειτονικών λαών στην Ιταλία, την Ιλλυρία, την Ισπανία, την Γαλατία και την Ελλάδα, παράλληλα με έναν έντονο ανταγωνισμό με την Καρχηδόνα, που κατέληξε στην ολοσχερή καταστροφή της από τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό το 146 π.Χ. Στο διάστημα αυτό την πολιτική εξουσία ασκούσαν δύο Ύπατοι, από τους οποίους ένας προερχόταν από την τάξη των πληβείων, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν διαιρεθεί σε πλούσιους και ακτήμονες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας πληβειακής αριστοκρατίας, παράλληλα με μια νέα τάξη απελευθέρων. Η επίδραση του Ελληνικού πολιτισμού στο διάστημα αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντική στον τρόπο ζωής, τις συνήθειες και την νοοτροπία των Ρωμαίων.
Κατά την εποχή της Δικτατορίας 133 – 30 π.Χ., διάφοροι ύπατοι, όπως ο Γάιος Μάριος (111 – 86 π.Χ.), ο Λεύκιος Σύλλας (88 -79 π.Χ.), ο Γναίος Πομπήιος (70 – 48 π.Χ.), ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (60 – 44 π.Χ.) και τελικά ο Μάρκος Αντώνιος (44 – 31 π.Χ.), απέκτησαν εξαιρετικά μεγάλη ισχύ και κυβέρνησαν το κράτος με τρόπο αυταρχικό, σε μία περίοδο που άρχισε με την αγροτική μεταρρύθμιση του Τιβέριου Γράκχου και σημαδεύτηκε από αιματηρές ταραχές, εξαιτίας πολλών εξεγέρσεων δούλων, ακτημόνων και κατακτημένων λαών, αλλά και λόγω των ανταγωνισμών ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους αριστοκρατικούς που προκάλεσαν πολλούς εμφύλιους πόλεμους. Στην περίοδο αυτή σχηματίστηκε η εμπορική τιμοκρατική αριστοκρατία της τάξης των Ιππέων, δημιουργήθηκαν μεγάλα αγροκτήματα και η εισροή πλούτου από τους φόρους κατακτημένων λαών εξασφάλισε συνθήκες οικονομικής ευπραγίας σε μεγάλο αριθμό Ρωμαίων πολιτών.
Η Αυτοκρατορική Περίοδος (30 π.Χ. – 192 μ.Χ.) που ακολούθησε, αντιστοιχεί με την μέγιστη ακμή και ιμπεριαλιστική ανάπτυξη του Ρωμαϊκού Κράτους, που δημιούργησε μια μονοκρατορία ουσιαστικά σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, αφού σταδιακά κατακτήθηκαν επιπλέον εδαφικές εκτάσεις, όπως η Βρετανία, η Αρμενία, η Παρθία, η Γερμανία, η Δακία, η Αραβία και η Μεσοποταμία που εκρωμαΐστηκαν πλήρως, ενώ παράλληλα εδραιώθηκε η αστική δουλοκτητική κοινωνία, που βασιζόταν στις τάξεις των αστών εμπόρων, τραπεζιτών, εργατοτεχνιτών των αγροτών, γαιοκτημόνων ή καλλιεργητών, και των ημιελεύθερων ενοικιαστών γης αποίκων, σε μία άκρως κοσμοπολίτικη περίοδο, κατά την οποία το εμπόριο γνώρισε μεγάλη ακμή και η καλλιτεχνική, φιλοσοφική, επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος ήταν σημαντική.
Από το 192 μ.Χ. άρχισε η παρακμή του Ρωμαϊκού Κράτους, οφειλόμενη στις επαναστάσεις των υποτελών λαών, στις επιδρομές Γερμανικών πληθυσμών (Οστρογότθων, Βησιγότθων και Βανδάλων) από τον Βορρά, αλλά και στην εσωτερική τάση αποσύνθεσης που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην φαυλότητα της διοίκησης, που προκάλεσε φθορά του αστικού πληθυσμού, σμίκρυνση των αστικών κέντρων, νομισματικό πληθωρισμό και παρακμή του εμπορίου, με τελικό αποτέλεσμα την επιστροφή στην αγροτική ζωή και την οικιακή βιοτεχνία, την μείωση του αριθμού των δούλων, την πλήθυνση των αποίκων, που εξελίχθηκαν σταδιακά σε δουλοπάροικους αγρότες, την ανάπτυξη μιας χαλαρής οικιακής οικονομίας και τον εκφεουδαρχισμό της αγροτικής κοινωνίας, που κληροδοτήθηκε στις κοινωνίες του Μεσαίωνα που ακολούθησε.
Από το 330 μ.Χ. η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 395 μ.Χ. οριστικοποιήθηκε η διαίρεση του κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, το οποίο διαλύθηκε και τυπικά το 476 μ.Χ. με την παράδοση της εξουσίας από τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο στον αρχηγό των «βάρβαρων» μισθοφόρων Έρουλο Οδόακρο, ο οποίος έθεσε την Ιταλική χερσόνησο τυπικά υπό την εξουσία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ζήνωνα Ίσαυρου, αλλά ουσιαστικά αναγνωριζόταν «βασιλιάς» από τους Γερμανικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί στην Ιταλία.
2.4. Βυζαντινή Περίοδος (476 - 568 μ.Χ.)
Το 488 μ.Χ. ο Ζήνωνας, με σκοπό να απομακρύνει τον κίνδυνο των «βαρβάρων» από το ανατολικό κράτος, ανέθεσε στον βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο να επιβάλει την τάξη στην Ιταλία, και αυτός το 493 σκότωσε τον Οδόακρο και ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση της χώρας, χρησιμοποιώντας Ρωμαίους υπαλλήλους. Αργότερα ο Ιουστινιανός ανέθεσε στους στρατηγούς Βελισάριο και Ναρσή να απομακρύνουν τις Γερμανικές φυλές από την Ιταλία, πράγμα που επετεύχθη μετά από πολλές προσπάθειες από το 539 μέχρι το 553 όταν κατανικήθηκε ο τελευταίος Γότθος βασιλιάς της Ιταλίας Τείας. Η χώρα τότε τέθηκε υπό την διοίκηση Ελλήνων δουκών, με επικεφαλής τον «έξαρχο» που έδρευε στην Ραβέννα, που διοικούσε εν ονόματι του αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
2.5. Λογγοβαρδική Περίοδος (568 - 774 μ.Χ.)
Οι Λογγοβάρδοι ή Λομβαρδοί (όνομα που σημαίνει «Μακρυγένηδες» και τους δόθηκε επειδή είχαν μακριές γενειάδες) ήταν λαός Γερμανικής (Τευτονικής ή Γοτθικής) καταγωγής που από το 100 π.Χ. άρχισε να μετακινείται, στις χώρες γύρω από τον ποταμό Έλβα, όπου ήλθε αμέσως σε ρήξη με τους Βάνδαλους. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. μετανάστευσαν στις παραδουνάβιες περιοχές και ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, ενώ περί το 548 μ.Χ. εγκαταστάθηκαν στην Παννονία της Κεντρικής Ευρώπης και ο πρώτος γνωστός βασιλιάς τους λεγόταν Αλβουίνος. Μετά από σκληρούς αγώνες με τους Γέπιδες και τους Οστρογότθους, το 568 μ.Χ. εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Βόρεια Ιταλία, όπου ίδρυσαν ισχυρό κράτος που έφτασε σε μέγιστη ακμή την εποχή του βασιλιά Λουϊτπράνδου. Το κράτος καταλύθηκε από τον βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνο το 774 μ.Χ.
Την ίδια εποχή στην Ραβέννα εξακολουθούσε να εδρεύει ο αντιπρόσωπος του Βυζαντίου και στην Ρώμη είχε αρχίσει η επανασύσταση του αρχαίου κράτους υπό την αρχηγία της Εκκλησίας. Το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος απαγόρευσε την λατρεία των εικόνων, ο πάπας Γρηγόριος Β΄ βρήκε την ευκαιρία να διακόψει κάθε εξάρτηση από το Βυζάντιο και να κηρύξει την Ρώμη αυτόνομη. Ο βασιλιάς των Φράγκων Πιπίνος ο Βραχύς διάβηκε δύο φορές τις Άλπεις, απελευθέρωσε πολλές πόλεις που είχαν καταλάβει οι Λομβαρδοί και τις πρόσφερε στον πάπα Ο διάδοχος του Πιπίνου Κάρολος Α΄ ο Μέγας (Καρλομάγνος) επικύρωσε την δωρεά του προκατόχου του προς τον πάπα και το 774 μ.Χ. κατάλυσε το κράτος των Λομβαρδών.
2.6. Φραγκική Περίοδος (774 - 962 μ.Χ.)
Όταν ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη το 800 μ.Χ., ουσιαστικά έγινε κυρίαρχος της Ιταλικής χερσονήσου, η οποία παρόλα αυτά παρέμεινε χωρισμένη σε μικρά βασίλεια υπό εντόπιους ή αλλοδαπούς βασιλιάδες, πρίγκιπες ή δούκες, και η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 962, όταν ο βασιλιάς των Γερμανών Όθων Α΄ ο Μέγας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.
2.7. Γερμανική Περίοδος (962 - 1559 μ.Χ.)
Μετά τον θάνατο του Όθωνα Γ΄ το 1002, μέρος της Ιταλίας υπάχθηκε στον Αρδουίνο της Ιβρέας που στέφθηκε βασιλιάς στην Παβία, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της υπάχθηκε στον διάδοχο του Όθωνα, Ερρίκο Β΄ τον Άγιο. Ο ανταγωνισμός των δύο αυτών βασιλιάδων και η ανάμιξη σ’ αυτόν των φιλοδοξούντων να καταλάβουν τον παπικό θρόνο, οδήγησαν σε μακροχρόνιο πόλεμο, που συνεχίστηκε με την Έριδα της Περιβολής που ξέσπασε το 1075, όταν αυτοκράτορας των Γερμανών ήταν ο Ερρίκος Δ΄.
Οι συνεχείς πόλεμοι και η έλλειψη ενιαίας ισχυρής εξουσίας οδήγησαν στην ίδρυση του κράτους των Νορμανδών τον 11ο αιώνα, ενώ αργότερα ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α΄ Μπαρμπαρόσα δεν κατάφερε να κατακτήσει όλη την Ιταλία και αναγκάστηκε να υπογράψει την ειρήνη της Κωνσταντίας το 1183, που έδωσε την ευκαιρία στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ να ανασυστήσει την κοσμική παπική εξουσία στην Ρώμη, σε μια εποχή κατά την οποία οι Σταυροφορίες επέτρεψαν την στενή επαφή της Δύσης με την Ανατολή, εξαιτίας της οποίας πολλές Ιταλικές πόλεις, όπως η Πίζα, η Γένοβα, η Βενετία, το Μιλάνο, η Φλωρεντία, η Σικελία και η Νάπολη, γνώρισαν περίοδο εξαιρετικής ακμής και οικονομικής δύναμης, αρκετές απ’ αυτές χάρη και στην διοίκηση που ασκούσαν συγκεκριμένες οικογένειες ή άτομα, όπως οι Μέδικοι στην Φλωρεντία ή οι Βισκόντι στο Μιλάνο.
Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ το 1250, το βασίλειο της Σικελίας περιήλθε στον Κάρολο τον Ανδεγαυϊκό που συμπεριφέρθηκε τυραννικά στους υπηκόους του και το 1282 προκάλεσε φοβερή σφαγή των Γάλλων, που είναι γνωστή με το όνομα «Σικελικός Εσπερινός», μετά την οποία το κράτος διαιρέθηκε σε δύο αλληλομαχόμενα τμήματα, μέχρις ότου ο Ισπανικός οίκος της Αραγονίας εγκαθιδρύθηκε στην Σικελία το 1409 και σε όλη την νότια Ιταλία το 1448.
Το 1494 ο Γάλλος βασιλιάς Κάρολος Η΄ των Βαλουά εισέβαλε στην Ιταλία, η οποία έγινε έτσι πεδίο σύγκρουσης Ισπανών, Γάλλων και Γερμανών, με τελικό αποτέλεσμα ύστερα από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο ανάμεσα στον Ερρίκο Β΄ των Βαλουά και τον Κάρολο Ε΄ Κουίντο των Αψβούργων, που κράτησε από το 1521 μέχρι το 1559, η Ιταλία, με εξαίρεση την Βενετία, να περιέλθει στην κατοχή των Ισπανών, που διατηρήθηκε επί 150 χρόνια.
2.8. Ισπανική Περίοδος (1559 - 1714 μ.Χ.)
Κατά το διάστημα από το 1559 μέχρι το 1714, μετά τις συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις των δύο προηγούμενων αιώνων, οι Ιταλικές πόλεις – κράτη βρέθηκαν σε κατάσταση οικονομικής εξασθένισης και γενικής παρακμής, σε όλους τους τομείς εκτός από τις τέχνες, εξαιτίας και των μεγάλων ανακαλύψεων, που έτρεψαν την θαλασσοπορία και το εμπόριο προς άλλες οδούς και έχασαν όλες τις κτήσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο, που κατακτήθηκαν από τους Τούρκους, ενώ σε όλη την Ιταλία εξακολουθούσαν να μαίνονται οι διαμάχες ανάμεσα σε διάφορους εντόπιους και αλλοδαπούς ηγεμόνες που εμπόδιζαν την οικονομική ανόρθωση της χώρας.
2.9. Αυστριακή Περίοδος (1714 – 1861 μ.Χ.)
Για μικρό χρονικό διάστημα από το 1714 μέχρι το 1734, την εποχή του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄, η Αυστρία απέκτησε πλήρη έλεγχο σε όλη την Ιταλική χερσόνησο, αλλά αμέσως μετά αποκαταστάθηκε ισορροπία ανάμεσα στην Αυστριακή και Ισπανική κυριαρχία και σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα διατηρήθηκε ο σάλος των ασταμάτητων ανταγωνισμών, σχετικά με την κατοχή Ιταλικών εδαφών, ανάμεσα σε Αυστριακούς, Ισπανούς και Γάλλους, μέσα στους οποίους το παπικό κράτος και μερικές πόλεις κράτη φαινόταν να διατηρούν κάποιο βαθμό περιστασιακής ανεξαρτησίας, παραμένοντας όμως σε μία κατάσταση οικτρής παρακμής.
Μετά την Γαλλική Επανάσταση του 1789, ο Ναπολέων Βοναπάρτης εισέβαλε στην Ιταλία και έθεσε υπό Γαλλική κυριαρχία το σύνολο των εδαφών της, και τελικά το 1805, παράλληλα με την στέψη του ως αυτοκράτορα της Γαλλίας, στέφθηκε στο Μιλάνο και βασιλιάς της Ιταλίας. Μετά όμως από την μάχη της Λειψίας το 1813, άρχισαν να εκδηλώνονται στην Ιταλία τάσεις απαλλαγής από την Ναπολεόντεια διοίκηση, που είχε συντελέσει στην βελτίωση των συνθηκών ζωής, με αποτέλεσμα, μετά την συνθήκη των Παρισίων το 1814 και της Βιέννης το 1815, να αποκατασταθούν τα προ του Ναπολέοντος κράτη και κρατίδια, με τα παλιά τους όρια.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια η δημιουργία μυστικών εταιριών, όπως οι Καρμπονάροι και αργότερα η «Νέα Ιταλία» του Ιωσήφ Ματσίνι (Giuseppe Mazzini 1805 – 1872), συντέλεσαν στην ανάπτυξη εθνικιστικού πνεύματος, που εστίαζε τον στόχο του στην απαλλαγή από την ξενική διοίκηση και στην προώθηση της ιδέας της ένωσης της Ιταλίας. Υπό την επίδραση των ρευμάτων αυτών σημειώθηκαν μια σειρά από εξεγέρσεις το 1820 -21, το 1831 και το 1848, ταυτόχρονα με παρόμοιες εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο πρώτος πόλεμος για την Ιταλική Ανεξαρτησία αναλήφθηκε από τον βασιλιά της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου Κάρολο Αλβέρτο, ο οποίος όμως, παρά την αρχικές επιτυχίες του, νικήθηκε τελικά το 1849 από τους Αυστριακούς και αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Βίκτορα Εμμανουήλ Β΄.
Ο πρωθυπουργός του Πεδεμοντίου κόμης Καμίλο Καβούρ (Camillo Cavour 1810 – 1861), ανέλαβε ένα κολοσσιαίο έργο εκσυγχρονισμού της χώρας του, εκτελώντας, μετά από σύναψη συμφωνίας δανείου με την Βρετανία, σημαντικά δημόσια έργα οδοποιίας, κατασκευής σχολείων και δημόσιων κτιρίων, που δημιούργησαν προϋποθέσεις οικονομικής ανόδου και ανέδειξαν το Πεδεμόντιο σε εκφραστή των εθνικιστικών προσδοκιών όλων των Ιταλών. Με την συμμετοχή του στον Κριμαϊκό πόλεμο το 1855 εξασφάλισε την άτυπη συμμαχία της Γαλλίας και της Αγγλίας και το 1859 ανέλαβε επιτυχή πόλεμο κατά της Αυστρίας, που κατέληξε στην πρόσκτηση της Λομβαρδίας. Μέσα στον επαναστατικό ενθουσιασμό της εποχής, οι πόλεις – κράτη της Ιταλίας, εκτός από την Βενετία και την Ρώμη, μετά από δημοψηφίσματα κήρυξαν την ένωσή τους με το Πεδεμόντιο. Ταυτόχρονα στην Σικελία ο Ιωσήφ Γαριβάλδης (Giuseppe Garibaldi 1807 – 1882) ελευθέρωσε το νησί και προχώρησε προς Βορά καταλύοντας την μοναρχία των Βουρβόνων στην Νάπολη. Μετά από 13 αιώνες διαίρεσης το Βασίλειο της Ιταλίας ανακηρύχθηκε το 1861, με πρώτο βασιλιά τον Βίκτορα Εμμανουήλ Β΄ (1861 – 1878) και η ενοποίηση ολοκληρώθηκε με πρόσκτηση της Βενετίας το 1866 και της Ρώμης το 1870, ως αποτέλεσμα της δράσης σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως ο Γαριβάλδης, ο Ματσίνι και ο Καβούρ, αλλά και χάρη στην ανάμιξη ποικίλων ιδεολογικών ρευμάτων, όπως ο δημοκρατικός ρεπουμπλικανισμός, ο φιλελευθερισμός και ο εθνικισμός.
2.10. Το Βασίλειο της Ιταλίας (1861 - 1946 μ.Χ.)
Το Ιταλικό κράτος, αμέσως μετά την ίδρυσή του, βρέθηκε αντιμέτωπο με σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα, όπως ο υπερπληθυσμός, ο αγροτικός προσανατολισμός του Νότου και η κυβερνητική αφερεγγυότητα, που έγιναν η αιτία για την ανάπτυξη, ιδιαίτερα στον βιομηχανικό Βορά, ιδεολογικών ρευμάτων που επιδίωκαν ριζική μετεξέλιξη της κοινωνίας, όπως ο Ριζοσπαστισμός, ο Σοσιαλισμός και ο Κομμουνισμός. Απάντηση στα κινήματα αυτά, με στόχο την προσέλκυση των λαϊκών μαζών, δόθηκε από την συντηρητική πολιτική πλευρά με επιθετική αποικιοκρατική πρακτική στην περιοχή της Σομαλίας, κατά το πρότυπο άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, αλλά η τακτική αυτή δεν έλυσε τα δομικά προβλήματα της χώρας, που δοκιμαζόταν από αλλεπάλληλες κρίσεις.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Βίκτορα Εμμανουήλ Γ΄ (1900 – 1946), ο πρωθυπουργός Τζοβάνι Τζιολίτι κυβέρνησε με σύνεση, εξασφάλισε την απαιτούμενη πολιτική σταθερότητα, απομάκρυνε την σκιά του εμφύλιου πολέμου, και κατακτώντας, σε πόλεμο με την Τουρκία, το 1911 – 12 την Λιβύη και τα Δωδεκάνησα, προώθησε την Ιταλία ανάμεσα στις «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης.
Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε την Ιταλία αρχικά σύμμαχο της Γερμανίας και της Αυστρίας, αλλά οι διενέξεις της μαζί τους σχετικά με το Τρέντο και την Τεργέστη, την οδήγησαν, το 1915, στο πλευρό των Γάλλων και των Βρετανών, με τελικό αποτέλεσμα την πρόσκτηση με το πέρας του πολέμου και των δύο προαναφερόμενων περιοχών.
Όμως ο πόλεμος εξουθένωσε τις δυνάμεις της χώρας και έδωσε την ευκαιρία στο Φασιστικό Κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini 1883 – 1945), με την υποστήριξη της πλουτοκρατικής αστικής τάξης, να υπερισχύσει των Κομμουνιστών και να αναλάβει, το 1922, μετά από εντολή του βασιλιά, την διακυβέρνηση της χώρας, επιτυγχάνοντας την σταθεροποίησή του με κατάπνιξη όλων των αντιδράσεων μέχρι το 1925. Όμως η κατάκτηση της Αιθιοπίας το 1935 -36 και η ανάμιξη στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας το 1936 -39, είχαν δυσμενείς συνέπειες αφού έστρεψαν εναντίον της Ιταλίας όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες εκτός από την Ναζιστική Γερμανία. Εντυπωσιασμένος από τον Χίτλερ, ο Μουσολίνι αντέγραψε τις μεθόδους του και το 1939, αφού κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Αλβανία, συμμάχησε μαζί του, εισερχόμενος στον πόλεμο το 1940 με την επίθεση κατά της Ελλάδας. Οι αποτυχίες που γνώρισε στον πόλεμο αυτό, όπως και στην Βόρεια Αφρική, προκάλεσαν μεταστροφή της κοινής γνώμης εναντίον του και ανάγκασαν τον βασιλιά να τον υποχρεώσει σε παραίτηση το 1943, διορίζοντας πρωθυπουργό τον Μπαντόλιο, πράγμα που προκάλεσε την παρέμβαση του Χίτλερ που τον αποκατέστησε σε θέση πρωθυπουργού – ανδρείκελου στην Βόρεια Ιταλία, την ώρα που οι Γερμανικές δυνάμεις κατείχαν την χώρα και πολεμούσαν στα Ιταλικά εδάφη για την απόκρουση της εισβολής των Συμμάχων.
Μετά την ήττα των Γερμανών το 1945 και την δολοφονία του Μουσολίνι από παρτιζάνους στην Ελβετία τον ίδιο χρόνο, το 1946 έγινε δημοψήφισμα που οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της δημοκρατίας.
2.11. Η Δημοκρατία της Ιταλίας (1946 - μ.Χ.)
Στα χρόνια μετά τον πόλεμο η Ιταλική Δημοκρατία με σταθερά βήματα ανάπτυξης του τουρισμού και της βιομηχανίας, ιδιαίτερα των αυτοκινήτων και των οικοδομικών και μηχανολογικών κατασκευών και με την παράλληλη άνθιση της τέχνης του κινηματογράφου, εξασφάλισε την οικονομική ανάκαμψη και ανύψωσε το κύρος της χώρας στο εξωτερικό σε βαθμό που επέτρεψε στην Ιταλία να θεωρεί τον εαυτό της ως μία από τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης με επίδραση και στον πολιτισμό στον διεθνή χώρο.
Με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), το 1957, η Ιταλία ήταν ένα από τα ισχυρότερα ιδρυτικά μέλη της. Στις επόμενες δεκαετίες η Ιταλία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την θέση της ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, προωθώντας ταυτόχρονα το σχέδιο ενδυνάμωσης της ΕΟΚ, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, το 1973 εννέα μέλη, το 1981 δέκα μέλη, το 1986 12 μέλη και το 1995 δεκαπέντε χώρες - μέλη, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστρία. Παράλληλα το 1993 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την ενοποίηση της Ευρώπης και σε πολιτικό επίπεδο, προοπτική που υπηρετήθηκε με την επέκταση της Ένωσης σε 25 χώρες και την ενιαιοποίηση του νομίσματος με την καθιέρωση του ευρώ το 2002.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής της Ιταλίας στο διάστημα αυτό ήταν η, συγκριτικά με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, φαινομενικά μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια, τουλάχιστον από την άποψη της δυνατότητας συγκρότησης κυβερνήσεων μετά τις εκλογές, και η ενεργός παρουσία ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην πραγματικότητα όμως η χώρα, επί 35 χρόνια μέχρι το 1981, κυβερνήθηκε από κεντροδεξιούς συνασπισμούς κομμάτων, στους οποίους κυριαρχική θέση είχε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, που βασίστηκε σε μια σειρά πολιτικών με σταθερές αρχές, όπως οι Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (Alcide de Gasperi), Αμιντόρε Φανφάνι (Amintore Fanfani), Αντόνιο Σένι (Antonio Segni), Άλντο Μόρο (Aldo Moro), Μαριάνο Ρούμορ (Mariano Rumor) και Τζούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti), οι οποίοι εξασφάλισαν την απαιτούμενη σταθερότητα για την αποδοτική λειτουργία του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας στην χώρα. Μετά το 1981 την εξουσία ανέλαβαν κεντροαριστερές ή άλλες κεντροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, με κυρίαρχες προσωπικότητες τους Μπετίνο Κράξι (Bettino Craxi), Μάσιμο Ντ’ Αλέμα (Massimo D’ Alema) και Ρομάνο Πρόντι (Romano Prodi), από την μια και Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) από την άλλη, και με κύρια απόχρωση την τάση για έναν ολοένα και πιο ήπιο και χαλαρό δημοκρατικό σοσιαλισμό, στην οποία ουσιαστικό λόγο είχε και το μετεξελιγμένο Κομμουνιστικό Κόμμα, με την μετά το 1998 ονομασία του ως Κόμμα των Δημοκρατών της Αριστεράς. Η εναλλαγή όμως στην εξουσία δεν συνέβη στην Ιταλία με κάποιο ρυθμό κανονικότητας και επομένως δεν μπορεί να γίνει ακόμη παραλληλισμός με αντίστοιχες καταστάσεις διπολισμού σε άλλες Δυτικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία, στις οποίες δύο κόμματα με ουσιαστικά παραπλήσια πολιτική φιλοσοφία, που αποδέχεται ως βάση του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι την ελεύθερη οικονομία εφαρμοσμένη στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο, εναλλάσσονται περιοδικά στην εξουσία. Αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα μια ακόμη ιδιαιτερότητα της Ιταλίας.
Ένα τρίτο στοιχείο ιδιαιτερότητας θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια σειρά από σοβαρά προβλήματα που έθεσαν σε δοκιμασία το δημοκρατικό υπόβαθρο και τις πολιτικές αντοχές της χώρας. Το σημαντικότερο από τα προβλήματα αυτά έχει σχέση με την τρομοκρατική δράση ακροδεξιών ή ακροαριστερών οργανώσεων, όπως η Νέα Τάξη και η Εθνική Πρωτοπορία ή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, οι οποίες κατά καιρούς, και ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, οργάνωσαν σειρές βομβαρδισμών με πολλά αθώα θύματα ή σειρές επιθέσεων κατά συγκεκριμένων πολιτικών στόχων, με κατάληξη την απαγωγή και δολοφονία του δεξιάς αντίληψης πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Από την άλλη μεριά μια μακριά σειρά οικονομικών σκανδάλων που άρχισαν να αποκαλύπτονται από το 1987 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, ουσιαστικά είχαν ως αποτέλεσμα την εκ βάθρων αναδιοργάνωση του πολιτικού ορίζοντα της Ιταλίας, σε αυτό που ονομάστηκε Δεύτερη Δημοκρατία, αφού τα παλιά κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό και το Χριστιανοδημοκρατικό, και μαζί τους μια ολόκληρη γενιά πολιτικών, εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, ενώ και το Κομμουνιστικό Κόμμα αναγκάστηκε να μετονομασθεί για να καλύψει το κενό του διαλυμένου Σοσιαλιστικού.
Ο Ιταλικός Πολιτισμός, άμεσος κληρονόμος και διάδοχος του Ρωμαϊκού, κατέχει αναμφισβήτητα σημαντική θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ιταλικός κόσμος σημείωσε αξιόλογες επιδόσεις σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και οικονομικής ζωής, όσο και στις επιστήμες, την τεχνολογία, τις τέχνες και τα γράμματα, σε βαθμό που τον έφερε στο επίκεντρο της προσοχής πολλών λαών σε όλη την υφήλιο, στους οποίους η επίδρασή του ήταν κατά περίπτωση μεγάλη. Η Ρώμη διατήρησε και στα νεότερα χρόνια την αίγλη του ένδοξου παρελθόντος της, ενώ πόλεις όπως η Φλωρεντία, το Μιλάνο και η Βενετία, με ζωντανό ακόμη το πλούσιο καλλιτεχνικό παρελθόν τους, συγκαταλέγονται στις πολιτιστικές πρωτεύουσες του κόσμου με μεγάλη επιρροή στις πολιτιστικές εξελίξεις σε όλο τον κόσμο.
Η επισκόπηση που παρουσιάζεται στην μελέτη αυτή, αποβλέπει σε μία σύντομη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της Ιταλικής Ποίησης από τις απαρχές μέχρι τις μέρες μας.
Η εθνική φυσιογνωμία του λαού της Ιταλίας άρχισε να διαμορφώνεται μετά την διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 476 μ.Χ. ως απόρροια της ανάμιξης των πληθυσμών της Ιταλικής χερσονήσου με τους Γερμανικούς πληθυσμούς, Γότθους, Φράγκους και Λομβαρδούς, αλλά και τους Νορμανδούς που εισήλθαν στα Ιταλικά εδάφη μέχρι το 1000 μ.Χ.
Η οργάνωση της ζωής σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν τυπικά μεσαιωνική, όμοια με την ζωή των υπόλοιπων λαών της Δυτικής Ευρώπης και με κύρια χαρακτηριστικά την φεουδαρχική δομή της κοινωνίας, την οικογεωργική αγροτική οικονομία που βασιζόταν στην μεγάλη ιδιοκτησία της γης, την μεγάλη ενίσχυση της ρωμαϊκής εκκλησίας και την έντονη διαίρεση της κοινωνίας σε ευγενείς φεουδάρχες – γαιοκτήμονες, κληρικούς και απλό λαό (δουλοπάροικοι γεωργοί και μικροβιοτέχνες).
Ο ιπποτισμός ήταν το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής, καθώς το ιδανικό του γενναίου και ευγενικού ιππότη ήταν το όνειρο των περισσότερων ευγενών νέων, ενώ η σχολαστικιστική προσήλωση στην ερμηνεία των αρχαίων κειμένων και η δεισιδαιμονία δεν διευκόλυναν καθόλου την κοινωνική εξέλιξη.
Η Ιταλική γλώσσα άρχισε να παίρνει περίπου την σημερινή της μορφή από τον 10ο αιώνα μ.Χ. Τα πρώτα κείμενα που περιέχουν Ιταλικές λέξεις ανάμικτες με Λατινικές, όπως η Πλάκα της Καπούας, χρονολογούνται από το 960 μ.Χ. Τα πρώτα γνωστά ποιητικά της κείμενα της εποχής αυτής είναι μεταγενέστερα αντίστοιχων κειμένων τόσο της Αγγλικής, όσο και της Γαλλικής και Γερμανικής γλώσσας.
Το πρώτο γνωστό λογοτεχνικό - ποιητικό κείμενο που εγκαταλείπει την Λατινική για να συνταχθεί σε ζωντανή Ιταλική γλώσσα, το «Τραγούδι της Δημιουργίας» ανήκει σε έναν άνθρωπο, τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, που δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την ποίηση, και είναι αξιοσημείωτο ότι δεν γράφτηκε ποτέ σε χαρτί από τον ίδιο, αλλά διαδόθηκε προφορικά από στόμα σε στόμα, από τους μοναχούς του Τάγματός που ίδρυσε ο ίδιος. Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης (San Francesco d’ Assisi 1182 – 1226), μολονότι κατά κάποιο τρόπο θεωρείται φαινόμενο απομονωμένο, είναι ο αρχαιότερος επώνυμος ποιητής της Ιταλίας. Γιος υφασματέμπορου από την Ασίζη της Ούμπρια στην Κεντρική Ιταλία, πέρασε την νεότητά του ζώντας πολύ εύθυμα. Πήρε μέρος στους πολέμους της εποχής του, αλλά αρρώστησε βαριά, εγκατέλειψε την περιουσία του και άρχισε να περιφέρεται στην Ιταλία κηρύττοντας την θεία διδασκαλία και ιδρύοντας το 1208 το τάγμα των Φραγκισκανών Μοναχών. Το 1224 οραματίστηκε τον Εσταυρωμένο και επιδόθηκε με ενθουσιασμό σε μαρτυρικές ασκήσεις εξαιτίας των οποίων αρρώστησε. Τον μετέφεραν εξαντλημένο και σχεδόν τυφλό σε μοναστήρι γυναικών, όπου συνέθεσε τους ύμνους του «Προς τον αδελφό Ήλιο, την Σελήνη, τον Άνεμο, το Νερό, την Φωτιά, την Γη και τον Θάνατο», που περιέχονται στο «Τραγούδι της Δημιουργίας» (Cantico della creature, 1224), που διασώθηκε από τους μοναχούς του Τάγματος. Είναι το αρχαιότερο επώνυμο κείμενο της Ιταλικής γλώσσας, και είναι επηρεασμένο από τους λαϊκούς αίνους της εποχής του (laudi
), διαπνεόμενο από βαθύ μυστικιστικό αίσθημα, πνευματικότητα, πηγαία ενόραση και κοινωνική συνειδητοποίηση.
1.4. Η Σχολή του Νέου Γλυκού Ύφους
Την ίδια περίπου εποχή, και ενώ η Τοσκάνη είχε αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο κέντρο της λογοτεχνικής κίνησης, οι λαϊκές φόρμες, όπως η μπαλάντα, είχαν αρχίσει να ανυψώνονται σε επίπεδο μεγάλης καλλιτεχνικής τελειότητας από τους ποιητές του «Νέου Γλυκού Ύφους» (dolce stil nuovo), που χρησιμοποιούσαν εξευγενισμένη και αρμονική γλώσσα. Στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα η Φλωρεντία, μολονότι μαστιζόταν από ατέλειωτες εσωτερικές διαμάχες, γνώρισε μια σπάνια πνευματική άνθηση τόσο στην λογοτεχνία, όσο και στην φιλοσοφία και την θεολογία. Κύριο θέμα των ποιητών της σχολής αυτής ήταν ο έρωτας και η εξύμνηση της γυναικείας ομορφιάς, ως κινήτρου που εκμαιεύει το βαθύτερο περιεχόμενο του εσωτερικού ψυχικού κόσμου του ανθρώπου. Από τεχνική άποψη η ποίηση της ομάδας αυτής είναι καλλιεργημένη, διανοητικά προηγμένη και εκλεπτυσμένη, βασιζόμενη στην χρήση μεταφορών, συμβολισμών και φράσεων με διφορούμενη σημασία, ενώ παράλληλα αφθονούν οι περιγραφές όμορφων γυναικών, που παρουσιάζονται ως πλάσματα του παραδείσου, άγγελοι ή «γέφυρες με τον Θεό». Η χρήση της Τοσκανικής διαλέκτου, που ήταν γενική ανάμεσα στους ποιητές της Σχολής, σύντομα γενικεύτηκε και κατέληξε να γίνει οριστικά εθνική γλώσσα της Ιταλίας.
Ο Γκουίντο Γκουϊνιτσέλι (Guido Guinizelli 1240 – 1274), καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ήταν ο δημιουργός του «Γλυκού Ύφους», καλλιεργώντας μια άκρως πνευματική σύλληψη του αριστοκρατικού έρωτα και επιτυγχάνοντας μιαν ακραία εκλέπτυνση των λυρικών μορφών. Επηρεασμένος και από την Σχολή της Σικελίας, ακολούθησε τα βήματα του Γκουϊτόνε ντ’ Αρέτσο, δημιουργώντας ένα ποιητικό έργο που προσπαθεί να συμβιβάσει τον γήινο με τον θεϊκό έρωτα με μεγάλη ικανότητα ενδοσκόπησης έχοντας ως κύρια θέματα την αγγελική ομορφιά της αγαπημένης γυναίκας, την σύγκριση της αριστοκρατίας με τον ήλιο και την πληθωρική χρήση περιπαθών αλλά τελικά κοινότυπων εκφράσεων, όπως «αγάπη μου» και «καρδούλα μου», που πρωτοκαθιερώθηκαν από αυτόν. Ο Δάντης τον αναγνώριζε αδίστακτα ως δάσκαλό του.
Ο Γκουίντο Καβαλκάντι (Guido Cavalcanti 1255 – 1300), πολυμαθής λόγιος, φίλος του Δάντη από την Φλωρεντία, πήρε μέρος στις πολιτικές διαμάχες του καιρού του και εξορίστηκε εξαιτίας των αγώνων του. Έγραψε μπαλάντες και σονέτα που χαρακτηρίζονται από φιλοσοφική διάθεση με επίδραση από την Αραβική ποίηση και ουσιαστικά επιδόθηκε στην επεξεργασία αφηρημένων ιδεών σε στίχους. Αθεϊστής ο ίδιος, επηρεασμένος από τον υλισμό του Αβερρόη, που πίστευε ότι η ψυχή έχει υλική υπόσταση και πεθαίνει μαζί με το σώμα του ανθρώπου, έχει μια τάση να εξετάζει τον έρωτα, από ψυχολογική άποψη, ως πηγή βασάνων και απελπισίας παρά ως αιτία ευτυχίας, αναπτύσσοντας μια ποίηση αισθησιακή και αυτοβιογραφική. Άσκησε σημαντική επίδραση σε μια σειρά από μεταγενέστερους ποιητές και ιδιαίτερα στον Άγγλο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι και μέσω αυτού και στον Έζρα Πάουντ, που εκτιμούσε την ερωτική φιλοσοφία του ως εξέλιξη της παγανιστικής και νεοπλατωνικής παράδοσης και του προχριστιανικού πολυθεϊσμού.
Ο Λάπο Τζιάνι (Lapo Gianni 1250 - 1328), καταγόταν από την Φλωρεντία, εργαζόταν ως συμβολαιογράφος και ήταν κοινός φίλος του Δάντη και του Γκουίντο Καβαλκάντι. Το έργο του, από το οποίο σώζονται 17 αποσπάσματα, χαρακτηρίζεται από χάρη και ζωντάνια έκφρασης και εμπνέεται από ένα μυστικιστικό όραμα του έρωτα.
Ο Τσίνο ντα Πιστόϊα (Cino da Pistoia 1270 – 1336, ψευδώνυμο του Guittoncino de Sinibaldi), καθηγητής νομικής στην Σιένα, την Περούτζια και την Νάπολη, που εξορίστηκε για πολιτικούς λόγους από την Πιστόϊα, έγραψε 200 περίπου λυρικά ποιήματα, που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων απ’ αυτά που απασχολούσαν την εποχή του, με καθαρότητα γλώσσας, αρμονία ρυθμών, πλούτο και ευρύτητα ιδεών, λόγου και φαντασίας, τρυφερότητα και μουσικότητα και με ένα τόνο που προαναγγέλλει τον Πετράρχη, που του αφιέρωσε ένα σονέτο του, ενώ ο Δάντης τον χαρακτήριζε πρώτο ανάμεσα στους ερωτικούς ποιητές των χρόνων του. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το ψυχολογικό ενδιαφέρον του για τον έρωτα και η τάση για μια περισσότερο χειροπιαστή αντίληψη της γυναίκας, σε σύγκριση με τον Γκουϊνιτσέλι και τον Γκουίντο Καβαλκάντι.
Ο Δάντης (Ντάντε Αλιγκέρι - Dante Alighieri 1265 – 1321) ξεπέρασε κατά πολύ τα μέτρα και τα χρονικά όρια της εποχής του, δημιουργώντας, 2000 χρόνια μετά τον Όμηρο, 1300 μετά τον Βιργίλιο, 300 χρόνια πριν από τον Σαίξπηρ και 500 χρόνια πριν από τον Γκαίτε, ένα έργο που αναγνωρίζεται ως ένα από τα λογοτεχνικά ορόσημα της ανθρωπότητας. Γεννήθηκε στην Φλωρεντία, σπούδασε στο μοναστήρι του Σάντα Κρότσε και είχε καθηγητή ρητορικής τον Μπρουνέτο Λατίνι (1212 – 1294), ο οποίος άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του. Κύρια πηγή της έμπνευσή του ήταν ο νεανικός έρωτάς του για την Βεατρίκη Πορτινάρι, που παντρεύτηκε τον Σιμόνε ντε Μπάρντι και πέθανε το 1290. Το 1292 παντρεύτηκε την Τζέμα Ντονάτι και απέκτησε μαζί της τρεις γιους και μια κόρη. Από το 1300 έλαβε μέρος στην πολιτική ζωή της πατρίδας του, μετέχοντας στην εξαμελή επιτροπή διοίκησης των υποθέσεών της, αλλά μπλέχτηκε στην δίνη των ανταγωνισμών των πολιτικών κομμάτων της εποχής του, κατηγορήθηκε άδικα για διεφθαρμένη διοίκηση και εξορίστηκε, ζώντας αναγκαστικά στην Βερόνα, το Καζεντίνο, το Παρίσι και την Πίζα και τελικά στην Ραβέννα, όπου πέθανε. Στο πρώτο έργο του «Νέα Ζωή» είναι συγκεντρωμένα ποιήματα και πεζά κείμενα, γραμμένα σύμφωνα με τις συμβάσεις της εποχής και ιδιαίτερα ακολουθώντας το «νέο γλυκό ύφος», που αποτυπώνουν τον άτολμο και ανανταπόδοτο έρωτά του για την Βεατρίκη. Στην επόμενη συλλογή του «Ρίμες», καταδεικνύεται η ποικιλία θεμάτων και ύφους για την οποία ήταν ικανός, ενώ στην πολιτική πραγματεία του «Μοναρχία» αναπτύσσει τις απόψεις του για μια παγκόσμια αυτοκρατορία στην οποία κάθε λαός θα ήταν ελεύθερος να ακολουθεί τα έθιμά του. Στην «Κωμωδία» του, που γράφτηκε όσο ο ποιητής βρισκόταν στην εξορία και που ο Βοκκάκιος χαρακτήρισε «Θεία», επίθετο που διατηρήθηκε στις επόμενες εκδόσεις του έργου, ο ίδιος ο ποιητής, χαμένος μέσα στο δάσος των παθών, συναντιέται με τον Βιργίλιο, περνάει από την Κόλαση, που απεικονίζεται σαν έναν κώνος που συγκλίνει προς το κέντρο της γης, χωρισμένος σε τρία μέρη, όπου οι ψυχές βασανίζονται ανάλογα με την σοβαρότητα των αμαρτημάτων τους, και το Καθαρτήριο, που περιγράφεται σαν βουνό, όπου οι ψυχές εκτίουν τις ποινές τους και προετοιμάζουν την σωτηρία τους και τελικά μπαίνει στον Παράδεισο όπου τον περιμένει η Βεατρίκη, με μορφή αγγέλου για να τον οδηγήσει σε μία μυστικιστική συνένωση με τον Θεό. Το έργο αποτελείται από τρία μέρη (Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος), κάθε μέρος περιλαμβάνει 33 άσματα και κάθε άσμα 130 στίχους. Στις αφηγήσεις του και στην πλοκή του έργου αντικατοπτρίζονται οι έριδες των καιρών του, η εξαγνισμένη αντίληψη του έρωτα και η αναζήτηση της γαλήνης και ταυτόχρονα καταδεικνύεται μια βαθιά και συχνά ανελέητη κατανόηση της φύσης του ανθρώπου αλλά και μια ευρύτατη γνώση όλων των τεχνών και των επιστημών της εποχής του, αφού δεν υπάρχει κανένα θέμα ή καμία άποψη της ζωής του Μεσαίωνα που δεν σχολιάζεται και καμία σκέψη ή υπόθεση που δεν μνημονεύεται ή δεν εμπλέκεται στο κείμενο. Στο πρόσωπο του Δάντη ο Μεσαίωνας βρήκε έναν ιδεώδη απολογητή εξοικειωμένο με όλες τις φιλοσοφικές και πολιτικές δοξασίες του και ταυτόχρονα έναν ποιητικό εκπρόσωπο προικισμένο με ασύλληπτη φαντασία και οραματισμό, που ταυτόχρονα αποδείχτηκε ικανός να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα για την απόδοση του κολοσσιαίου όσο και φιλόδοξου εγχειρήματός του.
Ο Φραγκίσκος Πετράρχης (Francesco Petrarca 1304 – 1374) γεννήθηκε στο Αρέτσο από πατέρα Φλωρεντινό και έζησε για αρκετό καιρό στην Αβινιόν, όπου γνωρίστηκε με την Λάουρα, που έγινε η μόνιμη μούσα της έμπνευσής του. Σπούδασε στην Μπολόνια και εργάστηκε στην υπηρεσία πλούσιων αρχοντικών οικογενειών, όπως οι Κολόνα και οι Βισκόντι και έκανε πολλά ταξίδια στην Γαλλία, την Γερμανία, την Πράγα και την Ρώμη. Το 1341 στέφθηκε ποιητής στο Καπιτώλιο της Ρώμης, γνωρίζοντας την καταξίωση όσο ακόμα ζούσε. Αργότερα έζησε, μελετώντας και διαδίνοντας την αρχαία κλασική φιλολογία με ένα τρόπο που προετοίμασε την Αναγέννηση, στην Πάρμα, στην Βενετία και στην Πάντοβα όπου πέθανε. Λύτρωσε την ποίηση από την τυπολατρία των τροβαδούρων και τελειοποίησε το σονέτο, δίνοντάς του άνεση και χάρη και δημιουργώντας την κλασική μετά από αυτόν μορφή των 14 στίχων με ομοιοκαταληξία abba – abba – cdc - dcd, σε μία διαρκή ποιητική αναζήτηση που συνιστά μια περιπαθή εξερεύνηση των λεπτών ψυχολογικών εκφάνσεων του έρωτα, με καθαρότητα όρασης και λόγου, που τον κατέστησαν πρότυπο των μεταγενέστερων ποιητών για πολλούς αιώνες. Μια ολόκληρη σειρά σονετογράφων, όπως ο Τόμας Ουάιατ και ο κόμης Σάρεϋ και αργότερα ο Φίλιπ Σίντνεϋ, ο Έντμουντ Σπένσερ, ο Σάμιουελ Ντάνιελ, ο Μάικλ Ντρέϋτον και ο ίδιος ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ στην Αγγλία, όπως και οι Ζοακίμ ντϋ Μπελαί και Πιερ ντε Ρονσάρ στην Γαλλία, ακολούθησαν άμεσα τον τρόπο γραφής του. Το κύριο μέρος του έργου του περιέχεται στην συλλογή του Ρίμες (Rime ή Canzioniere) που περιλαμβάνει 366 ποιήματα γραμμένα ήδη από το 1336. Σε μια εισαγωγική σειρά από σονέτα περιγράφονται οι λεπτομέρειες της γνωριμίας και του έρωτά του για την Λάουρα και ακολουθεί μια ομάδα πολιτικών ποιημάτων που επιτίθενται κατά την παπικής αυλής στην Αβινιόν. Ο πυρήνας της ποίησής του βρίσκεται στην εξιστόρηση του ανανταπόδοτου και εξιδανικευμένου έρωτά του, που αφήνει να υπονοείται μια βαθιά αίσθηση μελαγχολίας για την αδυναμία και την παροδικότητα των ανθρώπων, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα ένα εσωτερικό χρονικό των κρίσιμων εμπειριών του Μεσαιωνικού κόσμου και των μύθων του, ανάμεσα στους οποίους το ιδεώδες του έρωτα κατέχει κεντρική θέση, ενός έρωτα όμως που βιώνεται μέσα στους στίχους του με ιδιαίτερη ένταση αισθημάτων, καθαρότητα όρασης και λόγου και πρωτοτυπία. («Άπαντα» 1470).
Ο Τζοβάνι Βοκκάκιος (Giovanni Boccaccio 1313 – 1375), ο τρίτος μεγάλος Φλωρεντίνος των χρόνων πριν από την Αναγέννηση, ήταν ένας λεπτός ποιητής και ταυτόχρονα ο πρώτος δεξιοτέχνης της Ιταλικής πεζογραφίας. Γιος εμπόρου, σπούδασε και έζησε επί 10 χρόνια στην Νάπολη, όπου γνώρισε την Μαρία Ντ’ Ακουίνο, που έγινε μούσα της ποίησής του με το όνομα «Φιαμέτα», στην οποία είναι αφιερωμένα τα πρώτα έργα του, όπως ο Φιλόστρατος με θέμα του την ιστορία του Τρωίλου και της Χρυσηίδας. Το 1340 επέστρεψε στην Φλωρεντία δίνοντας έργα αυτοβιογραφικά με ψυχολογικό βάθος και ρεαλιστικό υπόβαθρο, όπως το Ερωτικό Όραμα και η Ελεγεία για την Κυρία Φιαμέτα. Στο Δεκαήμερο, που αποτελεί το ανώτερο επίτευγμά του, συνοψίζει έναν αιώνα μεσοαστικού πολιτισμού, με εντυπωσιακή ικανότητα παρατήρησης των λεπτομερειών της ζωής, σε μια σειρά αφηγήσεων εκπληκτικής ζωντάνιας, που αγκαλιάζουν όλες τις απόψεις της ζωής και όλους τους ανθρώπινους τύπους. Η αξία του ποιητικού έργου του, που είναι έντονα επηρεασμένο τόσο από τον Δάντη όσο και από τον Πετράρχη, έγκειται στην ευρύτητα του ορίζοντα της σκέψης και της όρασής του. Ο ηρωισμός και η φάρσα, ο αριστοκρατικός και ο αισθησιακός έρωτας, οι πιο αξιαγάπητοι συνετοί άνθρωποι και οι πιο μωρόπιστοι αγαθιάρηδες, η χαρά και η λύπη, η ζωή και ο θάνατος --- τίποτε δεν ξέφυγε από το ενδιαφέρον, την συμπάθεια, την ειρωνεία και την κατανόησή του.
Η Τοσκάνη διατήρησε τα πνευματικά σκήπτρα σε όλη την διάρκεια του 14ου αιώνα. Η πεζογραφία σημείωσε σημαντική πρόοδο χάρη στα έργα Φλωρεντινών χρονικογράφων, όπως ο Ντίνο Κομπάνι (Dino Compagni) και Τζοβάνι Βιλάνι (Giovanni Villani) και τα ευλαβικά έργα των Πασαβάντι και Καβάλκα και της Αγίας Αικατερίνης της Σιένα.
Η Αναγέννηση των Γραμμάτων και των Τεχνών παρουσιάστηκε τον 15ο αιώνα στις Ιταλικές πόλεις – κράτη με τα έργα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Ντα Βίντσι, ο Ντονατέλλο, ο Μποτιτσέλι και ο Φρα Αντζέλικο, στην σκιά των μεγάλων λογοτεχνών που έζησαν τον προηγούμενο Αιώνα (Δάντης 1265-1321, Πετράρχης 1304-1374, και Βοκκάκιος 1313-1375), δημιουργώντας με την πάροδο των χρόνων ένα νέο ουμανιστικό πνεύμα που κυριάρχησε σε όλη την Ευρώπη, εδραιώνοντας τον κοσμικό πολιτισμό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση της κοινωνικής ζωής από τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό και αμφισβητώντας την αυθεντία της εκκλησίας. Το ουμανιστικό πνεύμα βρήκε διέξοδο σε μία στάση ζωής με την οποία εκφράσθηκε ουσιαστικά η θέληση για μια ζωή απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις και τις συμβάσεις, στην οποία ο ατομισμός και η εγκοσμιότητα, η ακόρεστη πνευματική περιέργεια, η κλασική πολυμάθεια και η δίψα για κάθε είδους εμπειρία διαμόρφωσαν το ιδεώδες του ολοκληρωμένου ανθρώπου που υπήρξε το κίνητρο κάθε δραστηριότητας.
Στον χώρο της ποίησης το πνεύμα της Αναγέννησης υλοποιήθηκε με μετεξέλιξη της θρησκευτικής ευσέβειας και του ιπποτισμού του Μεσαίωνα, που έδωσαν την θέση τους στον αισθησιακό έρωτα και την περιπέτεια, ενώ ταυτόχρονα ο χριστιανικός θρύλος υποχώρησε μπροστά στα θέματα των πολυποίκιλων ενδιαφερόντων της σύγχρονης ζωής.
Στην Ιταλία, καθώς οι λόγιοι της «νέας μάθησης» έδειχναν μία τάση προς τις κλασικές σπουδές, η Ιταλική γλώσσα παραμελήθηκε για μερικές δεκαετίες, κατά την διάρκεια των οποίων προτιμήθηκε η Λατινική σε έργα με ειδυλλιακό ήθος όπως του Τζοβάνι Ποντάνο (Giovanni Pontano) ή ελεγειακό βάθος όπως του Πολιτσιάνο (Poliziano
1454 – 1494). Όμως τέτοιου είδους φαινόμενα είχαν περιθωριακή μόνο σημασία σε μία εποχή κατά την οποία η κλασική παιδεία και η μελέτη της αρχαιότητας ήταν η προϋπόθεση για ένα νέο τρόπο σκέψης με τελικό στόχο την δικαίωση του ανθρώπου στην αναζήτησή του για επίγεια ευτυχία. Οι αυλές των κατά τόπους ηγεμόνων έγιναν κέντρα πνευματικής δραστηριότητας όχι μόνο πλέον μόνο στην Φλωρεντία, που εξακολουθούσε παρόλα αυτά να διατηρεί την πολιτιστική πρωτοκαθεδρία της Ιταλίας, αλλά και στην Ρώμη, την Νάπολη, την Φεράρα, την Μάντοβα, το Μιλάνο και την Βενετία.
Ο 17ος Αιώνας χαρακτηρίζεται από τις πολιτικές και θρησκευτικές ταραχές στον διεθνή χώρο, που οδήγησαν στον 30ετή πόλεμο με αποτέλεσμα την καταστροφή της Γερμανίας, μετά την οποία η Γαλλία απέκτησε ισχύ και αίγλη υπερδύναμης και ο Γαλλικός τρόπος ζωής, η νοοτροπία και η γλώσσα διαδόθηκαν στις εύπορες τάξεις όλης της Ευρώπης.
Η ανακάλυψη του τηλεσκοπίου και του μικροσκοπίου βοήθησε στην αποκάλυψη θαυμαστών μυστικών του μακρόκοσμου του σύμπαντος και του μικρόκοσμου των κυττάρων, ενώ τα επιτεύγματα του Κέπλερ και του Γαλιλαίου δημιούργησαν την βάση για την ανάπτυξη των θεωριών του Νεύτωνα σχετικά με την κίνηση και την βαρύτητα. Παράλληλα σημαντικές ανακαλύψεις στον τομέα της ανατομίας και της φυσιολογίας, ενθάρρυναν την αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορούσε να επιτύχει τον έλεγχο της φύσης και ετοίμασαν τον δρόμο για τον ορθολογισμό που επικράτησε τον επόμενο αιώνα.
Στον τομέα του πολιτισμού τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, του Μολιέρου και του Ρασίν, η ποίηση του Τζον Ντόουν και του Τζον Μίλτον και τα πρώτα μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία και ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, συγκαταλέγονται στα μεγάλα επιτεύγματα του αιώνα, ο οποίος για τις Ιταλικές πόλεις - κράτη ήταν μια περίοδος πολιτικής παρακμής και οικονομικής εξασθένισης.
Στις τέχνες όμως ο Ιταλικός κόσμος διατήρησε τον παραγωγικό δυναμισμό του, δημιουργώντας τις βάσεις για νέες εξελίξεις που σύντομα διαδόθηκαν και πάλι σε όλη την Ευρώπη. Ο ρυθμός του «Μπαρόκ» που κυριάρχησε στην αρχιτεκτονική, την γλυπτική και την μουσική την εποχή αυτή, ήταν αναμφισβήτητα, όπως και η τέχνη της Αναγέννησης, Ιταλικό προϊόν, που εκπροσωπείται με έργα όπως τα γλυπτά του Τζιανλορέντζο Μπερνίνι (Gianlorenzo Bernini 1598 - 1680) και οι ζωγραφικοί πίνακες του Καραβάτζιο (Michelangelo Caravaggio 1573 - 1610) και σε άλλες χώρες του Ρούμπενς (Peter Paul Rubens 1577 – 1640), του Ρέμπραντ (Rembrandt 1606 – 1669) και του Βέρμεερ (Jan Vermeer 1632 – 1675), ενώ στην μουσική οι νέες ιδέες του μπαρόκ αναδείχθηκαν στα έργα των Σκαρλάτι (Domenico Scarlatti 1685 – 1757), Βιβάλντι (Antonio Vivaldi 1678 – 1741) και Αλμπινόνι (Tomaso Albinoni 1671 – 1751) και στις όπερες του Μοντεβέρντι (Claudio Monteverdi 1567 – 1643) και τελειοποιήθηκαν στην Γερμανία με τα έργα των Μπαχ (J. S. Bach 1685 – 1750) και Χέντελ (G. F. Handel 1685 – 1759).
Η ουσία της τέχνης Μπαρόκ (που σημαίνει στα Πορτογαλικά ακανόνιστο μαργαριτάρι), όπως προκύπτει από τα έργα αυτά, έγκειται ακριβώς σε μία εμφανή τάση για έλλειψη συμμετρίας, σε αντίθεση με την αρμονία των έργων της Αναγέννησης και παράλληλα σε μια διακοσμητική υπερβολή, συνδυασμένη με μία προτίμηση για έκφραση πάθους, ενέργειας και κίνησης, σε μια δυναμική τέχνη στην οποία το στοιχείο της συγκίνησης κυριαρχεί, ιδιαίτερα στην απόδοση θρησκευτικών θεμάτων.
Ο 18ος αιώνας ήταν η εποχή της Λογικής και του Διαφωτισμού, που θεμελιώθηκαν στην επιστημονική πρόοδο και τις τεχνολογικές εξελίξεις που ήταν σημαντικές. Η χρήση της ατμομηχανής για πρακτικούς σκοπούς και η εφαρμογή με την βοήθειά της μεθόδων μαζικής παραγωγής θεμελίωσαν την βιομηχανική επανάσταση που ακολούθησε, έδωσαν στους λαούς της Δύσης ευκαιρίες πλουτισμού και έθεσαν σε κίνηση δυνάμεις που προκάλεσαν σημαντικές κοινωνικές εξελίξεις, καθώς οι απλοί άνθρωποι άρχισαν να προβληματίζονται για τον τρόπο οργάνωσης της κοινής ζωής, θέτοντας για πρώτη φορά ερωτήματα σχετικά με τα δικαιώματα του ατόμου. Αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών ήταν δύο σημαντικά γεγονότα, η Ανεξαρτησία της Αμερικής και η Γαλλική Επανάσταση, που σημάδεψαν αποφασιστικά την μετέπειτα ιστορία της ανθρωπότητας.
Στις τέχνες σημειώθηκε μια καθοριστική στροφή του ενδιαφέροντος προς μία κατεύθυνση έμπνευσης και άντλησης θεμάτων δημιουργίας βασισμένη στα πρότυπα του αρχαίου Ελληνικού και Ρωμαϊκού πολιτισμού, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ενός καλλιτεχνικού κλίματος που κύριο στόχο και γνώμονά του είχε την καθαρότητα της μορφής, την απλότητα της έκφρασης, το μέτρο και την ισορροπία σε όλα τα επίπεδα θεώρησης του καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Δείγματα των τάσεων αυτών εκπροσωπούνται στα έργα αρχιτεκτόνων όπως ο Μπαλτάσαρ Νόιμαν (Balthasar Neumann, ο Κλωντ Λεντού (Claude Ledoux), ο Ουίλιαμ Κεντ (William Kent) και ο Ρόμπερτ Άνταμ (Robert Adam), γλυπτών όπως ο Αντόνιο Κανόβα (Antonio Canova) και ο Ετιέν Φαλκονέ (Etienne Falconet) και ζωγράφων όπως ο Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco Goya), ο Τζοβάνι Τιέπολο (Giovanni Tiepolo), ο Αντουάν Βατό (Antoine Watteau), ο Ουίλιαμ Χόγκαρθ (William Hogarth), ο Τζόσουα Ρέινολντς (Joshua Reynolds) και ο Τόμας Γκέινσμπορω (Thomas Gainsborough).
Ειδικότερα στην ποίηση επικράτησε η αυστηρή επιμέλεια της μορφής, η υπεροχή του ορθού λόγου και ο σεβασμός προς τον αρχαίο κόσμο. Δόθηκε έμφαση στο στοχασμό, στην τήρηση των κανόνων της σύνθεσης, στην σαφήνεια και την λογική βάση της έκφρασης και κυριάρχησαν η μετριοπάθεια στην διατύπωση των αισθημάτων, η τάση για το μεγαλειώδες, η ηθικολογική και αισθητική αποστροφή προς τις ακρότητες και η υφολογική εκζήτηση.
Στην Ιταλία η νεοκλασική αντίδραση στον μανιερισμό των Μαρινιστών οδήγησε το 1690 στην ίδρυση της «Αρκαδίας», μιας ακαδημίας που ενθάρρυνε την πορεία προς μία ποίηση απλή και ταυτόχρονα γοητευτική, με αποτελέσματα θετικά, τόσο στον τρόπο εκφοράς του ποιητικού λόγου, όσο και στην προσωδιακή τεχνική.
Ο Μεταστάζιο (Metastasio 1698 – 1782, ψευδώνυμο του Pietro Antonio Trapassi
), γιος παντοπώλη, υιοθετήθηκε από πλούσια οικογένεια που του κληροδότησε μεγάλη περιουσία. Εργάστηκε ως δικηγόρος στην Νάπολη και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ρώμη, όπου έγραψε θεατρικά έργα, όπερες και λιμπρέτα με βαθιά μελοδραματικότητα, που χαρακτηρίζονται από μια γαλήνια και ευκρινή ανάλυση των ερωτικών παθών, του φθόνου, της αίσθησης του πατριωτικού καθήκοντος και της πίστης στους φίλους. Από το 1730 έγινε αυλικός ποιητής του Αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄ στην Βιέννη, όπου έγραψε τις γνωστότερες όπερές του, όπως ο Δημοφών και η Ολυμπιάδα. Στα τελευταία 40 χρόνια της ζωής του, παραμένοντας στην υπηρεσία της Μαρίας Τερέζας (1740 – 1780), συνέχισε να γράφει όπερες και καντάτες, αλλά το σπουδαιότερο μέρος του έργου του αφορά τις θεωρητικές μελέτες του για τον Οράτιο, τον Αριστοτέλη και την Ελληνική λογοτεχνία. Φύση ευγενική και συνεσταλμένη, ήταν τυπική περίπτωση καλλιεργημένου λογίου του 18ου αιώνα, που απέκτησε φήμη, χάρη στο μέτρο και στην αίσθηση ισορροπίας που κυριαρχούν στο έργο του. Τα λιμπρέτα του, που υστερούν σε πλοκή και ρομαντική δράση ηρώων, αλλά βασίζονται στον αφηρημένο ορθολογισμό της ψυχογράφησης των χαρακτήρων τους, μελοποιήθηκαν από ονομαστούς μουσουργούς, όπως ο Τζοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι και ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
Ο 19ος Αιώνας χαρακτηρίζεται από την πάλη ανάμεσα στην αντίδραση που επικράτησε μετά την Γαλλική Επανάσταση και τον Φιλελευθερισμό που πήγασε από τον Διαφωτισμό. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, οι προσπάθειες για την αποκατάσταση της παλιάς τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη απέτυχαν. Τα ιδεώδη της Δημοκρατίας και η αυξανόμενη επίδραση της Βιομηχανικής Επανάστασης άλλαξαν την φύση της κοινωνίας. Η γενικευμένη χρήση της ατμομηχανής έσπρωξε τον Δυτικό Κόσμο προς μια ραγδαία εκβιομηχάνιση της αστικής ζωής, ενώ ο σιδηρόδρομος δημιούργησε νέες συνθήκες μετακίνησης και ο τηλέγραφος κινητοποιούσε τις συνθήκες της δικής του επανάστασης στις επικοινωνίες. Θεαματικές ήταν οι εξελίξεις και στις επιστήμες, ιδιαίτερα στην ιατρική και την βιολογία, χάρη στην ανακάλυψη των αναισθητικών και τις εργασίες του Μέντελ για την κληρονομικότητα και του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών.
Ο αυξανόμενος εθνικισμός είχε σαν αποτέλεσμα μια σειρά από κινήματα για ανεξαρτητοποίηση των υπόδουλων λαών σε όλη την Ευρώπη, με αφετηρία την Ελληνική Επανάσταση, που ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα και κινητοποίησε στο έπακρο την φιλελεύθερη σκέψη. Παράλληλα το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και την Ασία έγινε εντονότερο, εξαιτίας της θλιβερής κατάστασης των εργατών στις βιομηχανικές πόλεις, που ήταν η αιτία για μια σειρά από επαναστατικά κινήματα, με αίτημα την κοινωνική μεταρρύθμιση σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα το 1830 και το 1848.
Ένα κύμα Ρομαντισμού σάρωσε όλη την Ευρώπη από τα πρώτα χρόνια του αιώνα, υποκινώντας την φαντασία και αιχμαλωτίζοντας το ενδιαφέρον ολόκληρης σειράς γενεών, που εμπνέονταν από την δύναμη και την ομορφιά της φύσης, από την ορμή της ανθρώπινης συγκίνησης, από τον ενθουσιασμό για την μελέτη των παραδόσεων του Γοτθικού Μεσαίωνα και από τον πόθο για την εξερεύνηση και την απόδοση του βάθους και της έντασης των ανθρώπινων αισθημάτων.
Οι Ρομαντικοί εμφανίζονταν αντίθετοι στον Νεοκλασικισμό, με την διακήρυξή τους για την υπεροχή του πάθους σε σύγκριση με την λογική, με το αίτημά τους για απελευθέρωση της έκφρασης σε σύγκριση με τον παλιό υπερτονισμό της ανάγκης αυτοσυγκράτησης, με την στροφή του ενδιαφέροντος προς τον Μεσαίωνα σε σύγκριση με την προσκόλληση των προκατόχων τους στα καλλιτεχνικά ιδανικά της αρχαίας Ελλάδας και με την ανάδειξη της ισχύος της φαντασίας σε επίπεδο θεϊκής περιωπής.
Οι φιλελεύθερες αυτές εξελίξεις σε σημαντικό βαθμό έγιναν δυνατές εξαιτίας και της μεταβολής των κοινωνικών δομών, που προκάλεσε η εκβιομηχάνιση μετά την δημιουργία μιας νέας ομάδας πλούσιων αστών της μεσαίας τάξης, που ήταν διατεθειμένη να διαθέσει χρόνο και χρήμα για τις τέχνες, σε αντιπαραβολή με τους παλιούς αριστοκράτες, αναλαμβάνοντας πλέον αυτή τον ρόλο του «προστάτη» και του «μέντορα» των καλλιτεχνών, που άρχισαν πλέον να απαγκιστρώνονται από τις αριστοκρατικές αυλές των ηγεμόνων, από τις οποίες ήταν αναγκαστικά εξαρτημένοι τους προηγούμενους αιώνες.
Στην πρώτη περίοδο του Ρομαντισμού (1815 – 1848) οι ποιητές είχαν πλήρη επίγνωση της κοινωνικής αποστολής τους και των δυνατοτήτων της τέχνης τους να επηρεάσει τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου. Το αξίωμα του ποιητή, ως απολογητή και εκπρόσωπου του καιρού του, ήταν ένα καλλιτεχνικό ιδεώδες που ανέδειξε τους ποιητές σε ένα είδος προφήτη ή κοινωνικού αρχηγού σε άμεση και μαζική επικοινωνία με το ευρύ κοινό, σε βαθμό που δεν έχει παρουσιασθεί σε καμία άλλη περίπτωση από τότε.
Στην Ιταλία ο Ρομαντισμός άρχισε να διαδίδεται μετά τους πολέμους του Ναπολέοντα. Ο Αλεσάντρο Μαντσόνι (Alessandro Manzoni 1785 – 1873) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μιλάνο, σπούδασε στο Παρίσι και μετά τον γάμο του, επηρεασμένος από την σύζυγό του, έγινε φανατικός Καθολικός. Τα πρώτα του ποιήματα ήταν επηρεασμένα από το νεοκλασικό ύφος των Βιτόριο Αλφιέρι και Βιτσέντζο Μόντι. Οι Ιεροί Ύμνοι του, γραμμένοι από το 1812 μέχρι το 1822, περιέχουν Χριστιανικά ποιήματα, με ισχυρή επίδραση από τον Γιανσενισμό, τόσο στην σκέψη όσο και στο αίσθημα. Εγκαταλείποντας τον νεοκλασικισμό και υιοθετώντας τον Ρομαντισμό, απέκτησε μια νοοτροπία Χριστιανικού πεσιμισμού, που βρήκε διέξοδο σε τραγωδίες και ωδές που απεικονίζουν την αναπόφευκτη δυστυχία του ανθρώπου, εξαιτίας του νόμου της δυστυχίας και της ανελέητης δύναμης που εξουσιάζει τα πάντα στον κόσμο, ενώ άλλα ποιήματά του έχουν ένα τόνο περισσότερο ενεργητικό και πατριωτικό. Το σπουδαιότερο έργο του ωστόσο, ήταν το ποιητικό ιστορικό μυθιστόρημα Οι Μνηστευμένοι (1827), επηρεασμένο από τον Ουόλτερ Σκοτ, με μορφή μπαλάντας σε πρόζα, που θεωρείται έπος των ταπεινών και καταφρονεμένων. Η αφήγηση ενσωματώνει πολλά σημαντικά γεγονότα του Τριακονταετούς Πολέμου, αγκαλιάζοντας όλη την έκταση των κοινωνικών, ηθικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών προβλημάτων της εποχής του, χρησιμοποιώντας καθαρή Τοσκανική διάλεκτο που αναδείχτηκε σε πρότυπο της Ιταλικής γλώσσας για τα επόμενα εκατό χρόνια.
Ο Τζοβάνι Μπερκέτ (Giovanni Berchet 1783 – 1851, ψευδώνυμο του Riccardo Michelini), εξορίστηκε διότι μετείχε σε συνωμοσίες των Καρμπονάρων για την απελευθέρωση της Λομβαρδίας από τους Αυστριακούς. Έγραψε πατριωτικά και θρησκευτικά ποιήματα, αλλά και έμμετρα ρομαντικά μυθιστορήματα, χωρίς ξεχωριστή ποιότητα με πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού.
Ο Σίλβιο Πέλικο (Silvio Pellico 1789 – 1854) συνελήφθη από τους Αυστριακούς ως ύποπτος συμμετοχής στο κίνημα των Καρμπονάρων και φυλακίστηκε για εννέα χρόνια. Μετά την απελευθέρωσή του έγραψε ποιήματα και έμμετρες αφηγήσεις, μια από τις οποίες μεταφράστηκε στα Αγγλικά από τον Λόρδο Βύρωνα. Στο δημοφιλές έργο του «Οι Φυλακές μου» έγραψε φλογερά πατριωτικά ποιήματα εμπνευσμένα από την αγάπη για την Ιταλία και τον πόθο για την απελευθέρωσή της. Ο κύριος όμως στόχος του δεν ήταν η πολιτική προπαγάνδα, καθώς στην πραγματικότητα κύρια θέματά του ήταν η θρησκευτική πίστη, η ταπεινοφροσύνη, η υποταγή στην Θεία Πρόνοια και η συγχώρεση, που αποδόθηκαν με έναν ήσυχο τόνο μεταστροφής από τον σκεπτικισμό στην ευλάβεια και από την επαναστατικότητα στην αποδοχή των πραγμάτων.
Ο Τζάκομο Λεοπάρντι (Giacomo Leopardi
1798 – 1837) γεννήθηκε στην μικρή πόλη Ρεκανάτι της κεντρικής Ιταλίας, από πατέρα λόγιο, που ασχολήθηκε προσωπικά με την εκπαίδευση των παιδιών του, ωθώντας τον ποιητή από μικρό σε μελέτες για την αστρονομία και την ιστορία των αρχαίων λαών. Αργότερα έζησε για λίγο στην Ρώμη, το Μιλάνο, την Μπολόνια, την Πίζα, την Φλωρεντία και την Νάπολη, όπου πέθανε νέος από χολέρα. Ο πόθος του για έντονη ζωή και η δίψα του για δράση και δόξα, διοχετεύτηκαν σε ηρωικούς ρητορικούς στίχους, που αργότερα ενσωμάτωσαν την αγάπη του για το παρελθόν και την βαθιά συναίσθηση της αντίθεσης ανάμεσα στην φύση και την λογική, στην εφευρετικότητα και την πρωτοτυπία των αρχαίων πολιτισμών σε σύγκριση με την πνευματική ξηρασία της εποχής του. Είναι ο απαισιόδοξος πνευματικός αδελφός του Τζον Κητς. Πεπεισμένος ότι η φύση είναι κακιά και σκληρή για τον άνθρωπο, έλαβε μια ηρωική στωική στάση, συνυφασμένη με αγάπη και συμπόνια για τους συνανθρώπους του, συνηγορώντας για την ανάγκη αλληλεγγύης και κατανόησης μεταξύ τους. Στα ειδύλλιά της συλλογής Σύλβια (1828) καταγράφονται οι αναμνήσεις του από την νεανική ζωή του, με όλες τις απογοητεύσεις και τις πλάνες της στην αναζήτηση της ευτυχίας και της ουσίας της ζωής, σε μελαγχολικά ποιήματα έξοχης λυρικής ομορφιάς. Στα Τραγούδια του, εμφανίζεται το αποτέλεσμα των μοναχικών εμπειριών του, παράλληλα με τα ενδιαφέροντά του για την ιστορία, στην οποία έβλεπε κυρίως τα στοιχεία αβεβαιότητας, αντίθεσης και αναταραχής. Αρκετά χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του αναγνωρίστηκε ως μία από τις πιο ταραγμένες και πρωτότυπες ποιητικές φωνές του 19ου αιώνα («Ωδές», «Τζιμπαλντόνε», «Σημειώματα»).
Το 1914 η κοινωνική τάξη, που είχε αποκατασταθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, κατέρρευσε ανεπανόρθωτα. Όταν η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας, ένα πλέγμα συμμαχιών έφερε όλα τα μεγάλα κράτη της Ευρώπης σε σύγκρουση, καθώς ο Βρετανικός και Γαλλικός στρατός αντιμετώπιζαν τους Γερμανούς μέσα σε τάφρους που εκτείνονταν από το στενό της Μάγχης μέχρι τα σύνορα της Ελβετίας. Στην Ανατολική Ευρώπη ο μακροχρόνιος πόλεμος έφθειρε το ηθικό της Ρωσικής στρατιάς, ο Τσάρος παραιτήθηκε και η προσωρινή κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κερένσκυ που σχηματίστηκε ανατράπηκε τον Οκτώβριο του 1917 από την Κομμουνιστική Επανάσταση του Βλαδίμηρου Λένιν, η οποία υποχρεώθηκε αμέσως μετά να βρεθεί αντιμέτωπη με την αντεπανάσταση του Λέον Τρότσκι, με τελικό τίμημα την ολική καταστροφή της χώρας. Η ήττα της Γερμανίας έγινε δυνατή το 1918, μόνο μετά την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, επί προεδρίας του Γούντροου Ουίλσον, αλλά η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, που ήταν η κατάληξη του πολέμου, πέρα από την οριστική διάλυση της δυαδικής μοναρχίας της Αυστροουγγαρίας, επέρριψε όλη την ευθύνη για την αποκατάσταση των ζημιών του πολέμου στην Γερμανία, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για παράταση των αντιθέσεων στα επόμενα χρόνια.
Η ταυτόχρονη δημιουργία του Φασιστικού Κόμματος στην Ιταλία και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην Γερμανία το 1919, ως αντίδραση στις εξελίξεις αυτές και ιδιαίτερα ως απάντηση στον κίνδυνο της Κομμουνιστικής εξάπλωσης, είναι γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας, μολονότι το κύριο ζήτημα των χρόνων μετά τον πόλεμο ήταν οι οικονομικές δυσκολίες υπερπαραγωγής και πληθωρισμού που κατέληξαν στην Μεγάλη Κρίση του 1929, αποτέλεσμα της οποίας ήταν το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας σε όλο τον Δυτικό Κόσμο κατά την δεκαετία του 1930. Αποτέλεσμα της γενικής σύγχυσης και αναταραχής που επικράτησε, ήταν η επιβολή δικτατορικών καθεστώτων σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Αυστρία, η Γερμανία, η Ελλάδα και τελικά η Ισπανία μετά από τριετή Εμφύλιο Πόλεμο (1936 -39) που μετέτρεψε την χώρα σε ιδεολογικό πεδίο μάχης για όλη την Ευρώπη.
Στην Ιταλία ο Μουσολίνι, μετά την εκλογή του στο Κοινοβούλιο το 1921, με μικρή μειοψηφία 30 βουλευτών, πέτυχε να συνεγείρει τις λαϊκές μάζες, παρουσιαζόμενος ως συνεχιστής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής δόξας, προασπιστής της κοινωνικής τάξης και ισχυρός προστάτης των παραδόσεων, εξασφαλίζοντας την ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας σ’ αυτόν το 1922, με την υποστήριξη της μεγαλομεσαίας αστικής τάξης, που έβλεπε στο πρόσωπό του έναν σταθερό υποστηρικτή των συμφερόντων της και έναν εγγυητή της υλοποίησης των προσδοκιών της.
Ο πόλεμος προκάλεσε μικρή ανακοπή της λογοτεχνικής δραστηριότητας, αλλά κατά κάποιο τρόπο βοήθησε στην ωρίμανσή της. Στο ιδεολογικό επίπεδο ο Φασισμός είχε μικρή επίδραση στον Ιταλικό Πολιτισμό, μολονότι ο Τζεντίλε έγινε ο επίσημος φιλόσοφός του, ενώ η φήμη του Κρότσε σημείωσε άνοδο παρά την πολιτική απομόνωσή του. Η πεζογραφία, όπως και η ποίηση, γνώρισε στα χρόνια αυτά μια περίοδο αποκάθαρσης, με τα έργα των Τότσι (Federigo Tozzi 1883 - 1920), Μποργκέζε (Giuseppe Antonio Borghese 1882 - 1952), Παλατσέσκι (Palazzeschi) και Μπακέλι (Riccardo Bacchelli 1891 - 1985). Ο Βιτορίνι (Elio Vittorini 1908 - 1966) παρακινήθηκε από ισχυρή εσωτερική διανοητική ένταση, ο Παβέζε (Cesare Pavese 1908 - 1950) έδειξε την κοινωνική ευαισθησία του, ο Μπιλέντσι (Billenchi) και ο Πρατολίνι (Vasco Pratolini 1913 - 1991) αποτύπωσαν τις ατομικές εμπειρίες τους, ο Μπρανκάτι (Vitaliano Branchati 1907 - 1954) δημιούργησε κωμικά πορτρέτα τύπων της Σικελίας, ο Μοραβία (Alberto Moravia 1907 - 1990) δοκίμασε τις δυνάμεις του στην ρεαλιστική ψυχανάλυση και ο Γκάντα (Carlo Emilio Gadda 1893 - 1973) παρέμεινε προσωπικός και φιλάνθρωπος.
Η Ιταλική ποίηση παρακολούθησε και κατά την περίοδο αυτή το γενικότερο ρεύμα που σάρωνε όλη την Ευρώπη, κυριαρχούμενο από ένα γενικό αίτημα ανανέωσης, μορφής, τρόπων έκφρασης και αισθητικών αρχών του ποιητικού λόγου. Η κοινή ιδεολογική βάση των καλλιτεχνικών τάσεων της εποχής βρισκόταν στην ταυτόχρονη επίδραση του Φροϋδισμού, που τόνισε την σημαντική επενέργεια του υποσυνείδητου κόσμου και της σεξουαλικότητας στην ψυχική ζωή του ανθρώπου, του Δαρβινισμού, που, με την θεωρία της εξέλιξης μέσω γεννητικών μεταλλάξεων, έθεσε σε νέες βάσεις τις αντιλήψεις για την καταγωγή του ανθρώπινου είδους, ενώ παράλληλα αναπτύσσονταν οι νέες επιστημονικές θεωρίες ερμηνείας και μελέτης της φύσης, και ο Σοσιαλισμός, που δημιούργησε την ελπίδα για μια κοινωνία βασισμένη σε διαφορετικό οικονομικό καθεστώς.
Από πλευράς καλλιτεχνικών στόχων, άλλα από τα κινήματα αυτά αποσκοπούσαν στην μελέτη της κρίσης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, της αβεβαιότητας και των συνεπειών της, άλλα εστίαζαν την προσοχή τους στην «αρρώστια» της σύγχρονης κοινωνίας, επικρίνοντας τον θρυμματισμό και την σύγχυση της ζωής με τον αποκτηνωτικό ρυθμό των μεγαλουπόλεων, άλλα ασχολήθηκαν με την αναδίφηση των εσωτερικών αναμνήσεων αναζητώντας με αγωνία και απελπισία το νόημα της ζωής μέσα από τα βαθύτερα στρώματα της εμπειρίας, άλλα επιδόθηκαν στην έρευνα της ζωής άλλων ανθρώπων αποζητώντας νέες πηγές ζωτικότητας, οραματισμού και φαντασίας, άλλα αποδύθηκαν στην αναζήτηση των ριζών του ανθρώπου, με την εξερεύνηση του λαϊκού πολιτισμού ή την επιστροφή στην θρησκεία και τέλος κάποια απ’ αυτά αφοσιώθηκαν σε μελέτες του διφορούμενου, του ακατανόητου και της αυταπάτης της ύπαρξης μέσα σε ένα γενικό περίγραμμα που βοηθούσε στην ολοκλήρωση της πραγμάτωσης της ατομικής προσωπικότητας.
Με αυτή την προοπτική παρουσιάστηκαν ο Ντανταϊσμός, ο Κυβισμός, ο Αγγλοαμερικανικός Εικονισμός, Γαλλικός Υπερρεαλισμός, ο Ρωσικός και ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο Νοτιοαμερικάνικος Ουλτραϊσμός και ο Βραζιλιάνικος Μοντερνισμός, ενώ το αντίστοιχο κίνημα στην Ιταλική Ποίηση ονομάστηκε Φουτουρισμός (Futurismo). Κοινή βάση όλων αυτών των κινημάτων ήταν η απελευθέρωση της ποίησης από κάθε μορφικό και συντακτικό σχήμα και η αναζήτηση της έμπνευσης σε εξωλογικές περιοχές. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η διαμόρφωση μιας ποιητικής τεχνικής της οποίας κυρίαρχο δομικό στοιχείο ήταν οι αιχμηρές και αιφνιδιαστικές εικόνες και τα στιγμιότυπα που συνδέονταν μεταξύ τους με συνειρμό και με υποσυνείδητες αιτιατές σχέσεις, ενώ από μορφική άποψη επικράτησε πλήρως ο ελεύθερος στίχος.
Μολονότι ο Φουτουρισμός δημιούργησε το γενικό κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκε η Ιταλική ποίηση στα χρόνια του Μεσοπολέμου, στην πραγματικότητα συνυπήρχε και σε κάποιο βαθμό συμπληρώθηκε από άλλα παράλληλα κινήματα της εποχής. Από αυτά ο Κρεπουσκολαρισμός αποτελούσε αντίδραση στην ρητορική μεγαλοστομία του Ντ’ Ανούντσιο, κηρύττοντας την επιστροφή στα καθημερινά ασήμαντα περιστατικά της ζωής, ενώ από την άλλη μεριά η Ερμητική Σχολή επηρεάστηκε συνειδητά από τους μυστικούς, αποκρυφικούς, αντιορθολογικούς, απόλυτους σκοπούς της τέχνης, συνδυάζοντάς την με τον χρησμό και την μαγεία.
Με την λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, μέσα σε ένα κλίμα ανακούφισης και απόγνωσης, και καθώς είχε κλονισθεί συθέμελα ο ηθικός κόσμος του Δυτικού Πολιτισμού, συνειδητοποίησαν το μέγεθος της πολιτικής και οικονομικής καταστροφής που προκάλεσαν οι εχθροπραξίες. Η διαδικασία ανοικοδόμησης, με την βοήθεια της οικονομικής υποστήριξης από τις ΗΠΑ, στα πλαίσια του σχεδίου Μάρσαλ, ήταν αργή και επίπονη. Τα πρώτα βήματα για μια πολιτική ρύθμιση έγιναν, λίγους μήνες πριν από την λήξη του πολέμου, στην Διάσκεψη της Γιάλτας, κατά την οποία οι ηγέτες των Συμμάχων (Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ και Στάλιν) αποφάσισαν το σχήμα του μεταπολεμικού κόσμου και έκαναν σχέδια για την δημιουργία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που υποτέθηκε πως θα ήταν σε θέση να εμποδίζει γενικευμένες πολεμικές συγκρούσεις.
Η Ευρώπη σύντομα διαιρέθηκε σε δύο στρατόπεδα, καθώς πολλές χώρες, πέρα από την γραμμή της Βαλτικής μέχρι την Αδριατική, απορροφήθηκαν από την Σοβιετική Ένωση, της οποίας οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, που ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στην Δύση, επιδεινώθηκαν ραγδαία. Η ένταση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο με τον πόλεμο της Κορέας, την στιγμή που ο πολλαπλασιασμός των πυρηνικών όπλων δημιουργούσε ένα αυξανόμενο κλίμα φόβου. Σε άλλες περιοχές του κόσμου, η Ινδία, το Πακιστάν, η Ινδονησία, η Σρι Λάνκα και η Μπούρμα, απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ και στην Κίνα το Κομμουνιστικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία. Στην Αφρική ο νέγρικος εθνικισμός επιτάχυνε την αποαποικιοποίηση, μεταφέροντας έμμεσες επιδράσεις στην Αμερική, όπου το κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων των νέγρων αναπτύχθηκε σύντομα, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 1960.
Στο ίδιο διάστημα η ανθρωπότητα πραγματοποιούσε γιγαντιαία άλματα στον τομέα της τεχνικής και της επιστήμης, ιδιαίτερα στην εξερεύνηση του διαστήματος και στο πεδίο της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, όπου οι αλλεπάλληλες τελειοποιήσεις οδήγησαν σταδιακά σε μία εποχή ολοκληρωτικής επικράτησης νέων μέσων επικοινωνίας, όπως η τηλεόραση και τα ηχητικά μηχανήματα και αργότερα τα βίντεο και οι προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές που δημιούργησαν την δική τους επανάσταση, μετατρέποντας τον κόσμο σε «πλανητικό χωριό» στο οποίο οι επιμέρους πολιτισμοί έμοιαζαν να χάνουν αργά και ασυναίσθητα την σπουδαιότητά τους.
Στον πολιτιστικό τομέα οι εξελίξεις ήταν εξίσου θεαματικές, με κυριότερο στοιχείο την ανάπτυξη ενός λαϊκού πολιτισμού στον οποίο κυρίαρχη συμμετοχή είχε η νέα γενιά των λεγόμενων «τινέϊτζερς» (teenagers), οι οποίοι δημιούργησαν για πρώτη φορά έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από των γονέων τους, απορρίπτοντας κραυγαλέα τις αρχές της πειθαρχίας και την αυτοθυσίας που πρυτάνευαν στην σκέψη των ανθρώπων μέχρι τότε. Το μεταπολεμικό ιδεολογικό ρεύμα της νεολαίας εκφράστηκε με μια σειρά μαζικών κινημάτων, που είχαν σχέση με την λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, αλλά ήταν ιδιαίτερα συνυφασμένα με την μουσική. Το διάχυτο κλίμα της επαναστατικότητας σε συνδυασμό με μια απροκάλυπτη σεξουαλικότητα, εκπροσωπήθηκε από ηθοποιούς όπως ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέημς Ντην, από τραγουδιστές όπως ο Έλβις Πρίσλεϋ και ο Λιτλ Ρίτσαρντ, από τις μποέμικες τάσεις της γενιάς των «μπήτνικς» με επικεφαλής τον Τζακ Κέρουακ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, από την μόδα της μουσικής «ποπ» με κύριους εκφραστές συγκροτήματα όπως οι Μπητλς και οι Ρόλινγκ Στόουνς και προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 από το κίνημα των «χίπις».
Τα κυριότερα επιτεύγματα του Ιταλικού πολιτισμού κατά την περίοδο αυτή προέρχονται από τον χώρο του κινηματογράφου, όπου σκηνοθέτες όπως ο Βιτόριο ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι (1906 – 1977) και ο Λουκίνο Βισκόντι (1906 – 1976) και αργότερα ο Μικελάντζελο Αντονιόνι (1912 - ), ο Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922 – 1975) και ο Φεντερίκο Φελίνι (1920 – 1993), δημιούργησαν την εκφραστική τεχνική του Νεορεαλισμού, με κύρια χαρακτηριστικά την ταξική τοποθέτηση των χαρακτήρων, την κοινωνική και πολιτική στράτευση και τον σχολιασμό της πραγματικότητας, όπως διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο στις φτωχικές Ιταλικές συνοικίες, όταν η ανεργία είχε φτάσει στο 22 %.
Η απήχηση του Ιταλικού Νεορεαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν σημαντική, αφού εξαπλώθηκε σε όλες τις μορφές της τέχνης και καθόρισε ουσιαστικά την ατμόσφαιρα στην οποία κινήθηκε η καλλιτεχνική δραστηριότητα στα μεταπολεμικά χρόνια, με κύριο χαρακτηριστικό την προσπάθεια για απεικόνιση της καθημερινής ζωής, χωρίς περιττούς συμβολισμούς, υπεκφυγές και στολίδια, σε μια σειρά από προβλήματα του οικογενειακού και συζυγικού βίου, των ερωτικών, διαπροσωπικών και εργασιακών σχέσεων και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, χωρίς να παραλείπονται λεπτομέρειες, φαινομενικά ασήμαντες, που συγκροτούν το σκηνικό της σύγχρονης ζωής.
9.1. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1950
Στο νέο ξεκίνημα της Ιταλικής Λογοτεχνίας μετά τον πόλεμο σημειώθηκε μία κίνηση από συνεργαζόμενους λογοτέχνες, με ενθουσιασμό και διάθεση για πειραματισμό πάνω σε μια κοινή εκφραστική πλατφόρμα που συνδύαζε τον Φουτουρισμό, τον Ερμητισμό και τον Νεορεαλισμό, με σαφή πολιτική και κοινωνική απόχρωση, σε ένα κράμα που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κατευθύνσεων, διαθέσεων και τεχνοτροπιών, που κυμαίνεται από την παραδοσιακή ποίηση ουμανιστικού πνεύματος, χριστιανικής πίστης και μυθολογικής θεώρησης της φύσης μέχρι την νεωτεριστική ποίηση που εκμεταλλεύεται τον υπερρεαλισμό και την αφηρημένη έκφραση, αλλά περιλαμβάνει και την πολιτική ποίηση, και φτάνει μέχρι την κωμωδία και την παρωδία.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι (Pier Paolo Pasolini
1922 – 1975) γεννήθηκε στην Μπολόνια, πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις του Βορρά, στην Λομβαρδία και το Βένετο και σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, εργάστηκε στην Ρώμη αρχικά ως δημοσιογράφος και αργότερα ως σκηνοθέτης του κινηματογράφου, όπου προώθησε τις αξίες του νεορεαλισμού, εμβαθύνοντας στο κοινωνικό και θρησκευτικό πρόβλημα, μετά από μια στενή γνωριμία με την κόλαση της ζωής των λαϊκών συνοικιών και του υποπρολεταριάτου της Ιταλίας. Ποτισμένος από βαθιά και στυφή αγάπη για την ασυνείδητη, άγρια, δύσπιστη και πολύπαθη ανθρώπινη μάζα των μεγαλουπόλεων, την χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη για τις ταινίες και τα ποιήματά του, προβάλλοντας ταυτόχρονα την χλιδή και την αθλιότητα, την ταπεινοφροσύνη και την αλαζονεία, την αμάθεια και την ακολασία, το έγκλημα και την σεξουαλική κραιπάλη. Μορφή πολυεδρική, με σφαιρική πληρότητα και αρτιότητα, εμβάθυνε στα πολιτικά προβλήματα του καιρού του, αναπτύσσοντας επίμονα την θεωρία του «υποπρολεταριάτου», με μια δυσπιστία «σ’ ένα λαό που η κραυγή του δεν είναι παρά σιωπή». Συνδυάζοντας την μαρξιστική ιδεολογία με τον Ρωμαιοκαθολικισμό του, έδωσε έκφραση στην μόνιμη προσπάθειά του να αντλήσει ποίηση από την κοινωνική κατάσταση και τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, χρησιμοποιώντας ένα πολυσύνθετο γλωσσικό ιδίωμα, που προχωράει πέρα από τον νεορεαλισμό σε πειραματικές εκφραστικές μορφές, που τονίζουν την παράφορη αγάπη του για την ζωή. Δολοφονήθηκε απάνθρωπα μια νύχτα του 1975 στην παραγκούπολη της Όστια, κοντά στην Ρώμη, με τρόπο που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το θέμα του ανθρώπινου μαρτυρίου και ο οραματισμός της επιστροφής σε μια παραδεισιακή κοινωνία με φυσική και ελεύθερη εκδήλωση της σεξουαλικότητας είναι κεντρικά σημεία της σημειολογίας του (ταινίες «Ακατόνε» 1961, «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» 1964, «Οιδίπους βασιλιάς» 1967, «Μήδεια» 1970 και «Δεκαήμερο» 1971, νουβέλες «Κορίτσια της ζωής» 1955 και «Μια ζωή βίαιη» 1959).
9.3. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1960
Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία μέσων μαζικής επικοινωνίας διαφόρων ειδών, όπως ειδικά η μουσική ποπ, τα φανταχτερά περιοδικά και η τηλεόραση, αλλά ακόμη και οι διαφημιστικές αφίσες, τα ρούχα της μόδας, τα φωτογραφικά στιγμιότυπα και οι συνεντεύξεις αστέρων του κινηματογράφου και του τραγουδιού, με ένα τρόπο που υπερτόνιζε την προσωπικότητα αλλά και τα σώματα ως φορείς μηνυμάτων και νοημάτων, περιορίζοντας την σπουδαιότητα της μορφής, της προσπάθειας και της αυτογνωσίας και ακόμη περισσότερο των λέξεων. Το κοινό άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα της υποτίμησης των καλλιτεχνών προς όφελος των διάσημων προβαλλόμενων «σταρ», με τον ίδιο τρόπο που άρχισε να θεωρεί τα αντικείμενα περισσότερο αυθεντικά από τους ανθρώπους, αφού τα πράγματα , με την τελεολογική σημασία τους, είχαν αρχίσει ήδη να αντικαθιστούν τα αισθήματα, σε μια δεκαετία που άρχισε ήδη να προετοιμάζει το έδαφος για τον ακραίο καταναλωτισμό των επόμενων ετών
Η Ιταλική ποίηση κυριαρχήθηκε κατά την περίοδο αυτή από μια γενική διάθεση «Νέας Πρωτοπορίας» (Neoavanguardia), η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε στο κίνημα της «Ομάδας του 63» (Gruppo 63), που είχε μια συγγένεια στόχων και μια αναλογία προοπτικής ιδιαίτερα με την αντίστοιχη «Ομάδα του 47» (Gruppe 47) που δραστηριοποιήθηκε την ίδια περίπου εποχή στην Γερμανία. Ουσιαστικά η Νέα Πρωτοπορία επιχείρησε να αναθερμάνει τις αισθητικές αρχές του Φουτουρισμού, σε συνδυασμό με την απόρριψη της ιδεολογίας του Νεοκαπιταλισμού, που εκείνη την εποχή αναπτυσσόταν σταθερά στον διεθνή πολιτικό ορίζοντα, με παράλληλη αποκήρυξη της εσωτερικότητας του ερμητισμού και της παθητικότητας των Κρεπουσκολαριστών που αποτελούσε το κύριο ρεύμα της μέχρι τότε Ιταλικής ποίησης.
Οι ποιητές του νέου κινήματος ΄σε αντιπαράθεση με τις ψυχρές κατασκευές του Νεοκαπιταλισμού, χρησιμοποίησαν ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο, που βασίστηκε στην αναρχική και ατίθαση παρωδία, διαμορφώνοντας έναν εκφραστικό κώδικα που ήταν ικανός να περιορίσει την επίδραση των χαλκευμένων ιδεολογιών της εποχής τους, υιοθετώντας σε πολλές περιπτώσεις τεχνικές μιας πολυσήμαντης «ποίησης του παραλόγου».
Με αρχικό όνομα «Οι Πολύ Νέοι» (Novissimi), η «Ομάδα του 63» σχηματίστηκε επίσημα, χωρίς έκδοση μανιφέστου κοινών αισθητικών αρχών, σε συναντήσεις πολυάριθμων μελών στο Παλέρμο από τον Οκτώβριο του 1963, και, από τις πρώτες μέρες της δημιουργίας της, επικρίθηκε από τους παρακμικούς φορμαλιστές, όπως και από τους ορθόδοξους Μαρξιστές, ως οπισθοδρομική τάση επιστροφής στον όψιμο φουτουρισμό, χωρίς αυτό να εμποδίσει την συσπείρωση των μελών της, πολλά από τα οποία καταξιώθηκαν με την πάροδο του χρόνου ως «τρομερά παιδιά» της Ιταλικής λογοτεχνίας, στα οποία συγκαταλέγονταν, εκτός από τους ποιητές, και πολλοί γνωστοί πεζογράφοι όπως ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco 1932 - ), ο Τζιόρτζιο Μανγκανέλι (Giorgio Manganelli 1922 1990), ο Λουίτζι Μαλέρμπα (Luigi Malerba 1927 - ), ο Φραντσέσκο Λεονέτι (Francesco Leonetti 1924 - ) και ο Φράνκο Λουτσεντίνι (Franco Lucentini 1920 – 2002).
Ο Φράνκο Λόι (Franco Loi
1930 - )γεννήθηκε στην Γένοβα και έζησε στο Μιλάνο, όπου μετά από διάφορα επαγγέλματα, εργάστηκε ως λογιστής σε εκδοτικό οίκο. Στο ποιητικό έργο του, που θεωρείται από τα σημαντικότερα της γενιάς του, αναμιγνύει εκφράσεις από τοπικές διαλέκτους και από τα λατινικά, ακόμη και από ξένες γλώσσες, διαμορφώνοντας ένα γλωσσικό ιδίωμα που επιδιώκει να αποτελέσει τον φωνητικό φορέα του έπους της σύγχρονης κοινωνίας. Κινούμενη στα όρια της μνήμης και του μέλλοντος η ποίησή του είναι γεμάτη από ανθρώπινες μορφές, αγγέλους και δαίμονες, που δρουν με επίκεντρο το Μιλάνο, που παρουσιάζεται ως μία πόλη της περιφέρειας και των κοινωνικών αντιθέσεων, μέσα σε ένα τοπίο κατασκευασμένο από γη, ουρανό και πνεύμα, στο οποίο η απλή καθημερινή εργασία και η πολιτική δραστηριότητα σφυρηλατούν τις ελπίδες και τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον της ανθρωπότητας. Με τον τρόπο αυτό οι οραματισμοί του συνθέτουν το δράμα της μεταπολεμικής γενιάς, που μοχθεί ανάμεσα στον ιδεαλισμό και την ωμή βία, πλάθοντας όνειρα για μια επαναστατική παλιγγενεσία, αξιοποιώντας τις παραδόσεις του ανθρωπισμού, του δικαίου και της αγάπης («Ερωτικά ποιήματα» 1974, «Άρια» 1981, «Ελεύθερος» 1988, «Ποιήματα» 1992, «Ο άγγελος» 1994, «Άρια της μνήμης 1973 – 2002», 2002).
Κατά την δεκαετία του 1970 και περισσότερο του 1980 και 1990, τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής που άρχισαν να διαφαίνονται από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες επεκτάθηκαν και έγιναν εντονότερα, με σημαντικότερα την αυξανόμενη ζήτηση υλικών αγαθών, την ανάπτυξη του διεθνούς τουρισμού, την όλο και μεγαλύτερη επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των διαφημίσεων στην διαμόρφωση των ιδεολογικών συνθηκών της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και την εξάπλωση του οικολογικού κινήματος και της παγκόσμιας ανησυχίας για το περιβάλλον.
Το φαινόμενο της τρομοκρατίας αναδείχτηκε σε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα ης διεθνούς πολιτικής ζωής, καθώς τα χτυπήματα ήταν πολλά και αιματηρά σε όλες τις χώρες της Δύσης. Στην Ιταλία η δράση εξτρεμιστικών οργανώσεων, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, άρχισε το 1969, με έκρηξη μιας βόμβας που σκότωσε 20 άτομα στο κέντρο του Μιλάνου. Στα επόμενα χρόνια οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πραγματοποίησαν μια σειρά επιθέσεων σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως ο σοσιαλιστής δημοσιογράφος Βάλτερ Τομπάτζι (Walter Tobagi) και ο Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Άλντο Μόρο (Aldo Μόρο), ενώ σε ένα από τα μεγαλύτερα βομβιστικά επεισόδια, για το οποίο ευθύνεται νεοφασιστική οργάνωση, καταστράφηκε το 1980 ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός της Μπολόνια.
Στην ποίηση, στον διεθνή χώρο και ιδιαίτερα στην Γαλλία και τις ΗΠΑ, παρουσιάστηκε μια τάση αναβίωσης του Υπερρεαλισμού, σε συνδυασμό με τα επιτεύγματα του Νεορεαλισμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, σε κατευθύνσεις που βασίζονται περισσότερο στην γλωσσολογική αναζήτηση παρά στην χρήση του συνειρμού που δέσποζε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με μια σειρά από νεωτεριστικά κινήματα που πήραν συγκεκριμένη μορφή με την ομάδα L=A=N=G=U=A=G=E που δραστηριοποιήθηκε στις ΗΠΑ, αλλά είχε επίδραση σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Η Ιταλική ποίηση στο διάστημα αυτό εμφανίστηκε περισσότερο συγγενική με την Γερμανική και κατά δεύτερο λόγο με την Γαλλική και πολύ λιγότερο επηρεασμένη από την Αμερικανική και την Αγγλική. Το κύριο κλίμα που επικράτησε δείχνει να συνδυάζει επιδράσεις ποικίλων ρευμάτων, οδηγώντας σε ένα ιδιότυπο εκφραστικό κράμα υπερρεαλισμού και νεορεαλισμού με ενσωμάτωση στοιχείων από τις ιθαγενείς παραδόσεις του ερμητισμού, του φουτουρισμού και του Κρεπουσκολαρισμού, σε διάφορες αναλογίες και μορφές που μπορεί με μία έκφραση να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος «Νέου Υποκειμενισμού», σε μία ώθηση που επιστρατεύτηκε για την ποιητική ερμηνεία των φαινομένων της καθημερινής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων στην σύγχρονη κοινωνία.
10.1. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1970
Η κουλτούρα της μουσικής «ποπ», συνυφασμένη με το κίνημα των «χίπις», που διαδέχτηκαν τους «μπήτνικς», δημιουργώντας ένα νέο ήθος αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών, απελευθέρωσης από κάθε προκατάληψη και απλοποίησης των διαδικασιών κοινωνικής συνύπαρξης και ανθρώπινων σχέσεων, άφησε έντονο το στίγμα της κατά την δεκαετία του 1970, είχε σημαντική επίδραση στην νοοτροπία των ανθρώπων και διαμόρφωσε το πολιτιστικό υπόβαθρο των πολιτιστικών και πολιτικών εξελίξεων της εποχής αυτής, που σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκαν στο πνεύμα των φοιτητικών εξεγέρσεων του 1968.
Ο Καρμέλο Αλιμπέρτι (Carmelo Aliberti
1943 - ), από την Μεσσήνη της Σικελίας, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας προσωπικής υπαρξιακής διαλεκτικής έγραψε το «Θεώρημα της ποίησης», στο οποίο βρίσκει έκφραση και εξωτερικεύεται η βαθιά ουμανιστική προδιάθεση και παιδεία του, καταγράφοντας το σύνολο των ιστορικών, κοινωνικών και ψυχολογικών αντιξοοτήτων που δίνουν υπόσταση στην προσωπικότητα του ανθρώπου, σε ένα διαρκή υποθετικό δρόμο για την ανακάλυψη των ριζών της ζωής. Ξεκινώντας ως «ερμητικός» με ελλειπτικό και υπαινικτικό ύφος, στην παράδοση του Κουαζίμοντο, εξελίχτηκε προς την κατεύθυνση του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, συντάσσοντας το χρονικό της εποχής του, χωρίς να αποκλείει την μυθολογία, με κύρια θέματα την ανεργία, την μετανάστευση, την αλλοτρίωση, την πνευματική και οικολογική υποβάθμιση και τον καταναλωτισμό.
10.2. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1980
Κυριότερο γνώρισμα και ζητούμενο του ποιητικού λόγου και κατά την δεκαετία αυτή ήταν το γλωσσικό εύρημα, ως επιδίωξη μιας όσο είναι δυνατό τολμηρότερης, αντιστοίχησης πνευματικών και υλικών πραγματικοτήτων, ενώ σημαντική άνθιση γνώρισε η ηχητική, όσο και η οπτική λειτουργία της ποίησης, με κύριο μέσο προβολής τις θεατρικές παραστάσεις που χρησιμοποιούν εξίσου τον ήχο και την εικόνα, ως απαραίτητο συμπλήρωμα του ποιητικού λόγου. Οι γλωσσικοί πειραματισμοί βασίσθηκαν σε απλές σκέψεις που απορρέουν από τις θεωρίες του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με τις οποίες «οτιδήποτε μέσα στον κόσμο υπάρχει μόνο εφόσον μπορεί να διατυπωθεί με λέξεις». Σε αντίστροφη διατύπωση αυτό μπορεί να συνεπάγεται πως «οτιδήποτε μπορεί να διατυπωθεί με λέξεις υπάρχει». Στον απλό αυτό συλλογισμό βασίστηκε το κίνημα του νέου υπερρεαλισμού, που δεν στηρίχτηκε πλέον στον συνειρμό και στην απελευθέρωση του υποσυνείδητου, αλλά στο λεκτικό εφεύρημα, με το οποίο μελετήθηκε ποιητικά η πιθανότητα αντιστοίχησης ενός αυθαίρετου συνδυασμού λέξεων, με όλες τις δυνατές παραλλαγές του, με ένα αντίστοιχο συσχετισμό πραγμάτων, φαινομενικά ανεξάρτητων μεταξύ τους. Η νέα φαινομενολογία που δημιουργήθηκε με την τεχνική αυτή ήταν κατ’ αρχήν γοητευτική και προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ποιητών σε όλο τον κόσμο.
Ο Μίλο Ντε Άντζελις
(Milo De Angelis 1951 - ) γεννήθηκε στο Μιλάνο, όπου είναι εκδότης λογοτεχνικού περιοδικού. Μετάφρασε έργα του Λουκρήτιου, του Βιργιλίου και του Μπωντλέρ. ΄Εχοντας βιώσει την δραματική περιπέτεια του πρόωρου θανάτου αγαπημένου προσώπου, το έργο του συλλαμβάνει και αποδίδει την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, αναδιφώντας το θέμα του χωρισμού και του αποχαιρετισμού, του έρωτα και του πόνου μέχρι την ύστατη νύχτα. Λειτουργώντας με συνεχείς αναδρομές και ανάκληση αναμνήσεων στον χώρο της συνείδησης, η ποίησή του διατρέχει μια απατηλή διαδρομή προς την γαλήνη του κενού, αξιοποιώντας τα πολλαπλά μηνύματα της τεμαχισμένης πραγματικότητας, μέσα από μια διαδικασία συνεχούς ονειρικής εγρήγορσης («Ομοιότητες» 1976, «Χιλιοστόμετρα» 1983).
10.3. Οι Ποιητές της Γενιάς του 1990
Η πολιτική αλλαγή που επιχειρήθηκε στην Ιταλία κατά την δεκαετία του 1980, με την ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας για πρώτη φορά σε κεντροαριστερούς σχηματισμούς που δεν βασίζονταν στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, δεν είχε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και αντίθετα απέδειξε τις δυσκολίες που συναντούσε η εφαρμογή κάθε προσπάθειας για χάραξη μιας πολιτικής που δεν θα ήταν ευθυγραμμισμένη άμεσα με την πλεύση των συμφερόντων της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Μετά την γενική κάθαρση της πολιτικής ζωής που πραγματοποιήθηκε στις εκλογές του 1994, κατά τις οποίες 452 από τους 630 βουλευτές ήταν καινούργιοι, τα πειράματα διακυβέρνησης με κεντροαριστερούς σχηματισμούς συνεχίστηκαν με κύριο εκφραστή τον καθηγητή Ρομάνο Πρόντι, ο οποίος επανήλθε στην εξουσία το 2006 μετά από πενταετή διακυβέρνηση του δεξιού σχήματος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, σε μια εποχή κατά την οποία οι δυνατότητες των κεντροαριστερών συνασπισμών να υλοποιήσουν αξιόπιστα προγράμματα ουσιαστικού κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού δεν είναι εκ των προτέρων καθολικά αποδεκτές ως φερέγγυες προτάσεις πολιτικής διαχείρισης.
Στο διάστημα αυτό η Ιταλική ποίηση διατήρησε τα χαρακτηριστικά που είχε αποκτήσει από την προηγούμενη δεκαετία, στα οποία κυριαρχούν οι ήσυχοι τόνοι του Νέου Υποκειμενισμού στην απόδοση των διλημμάτων της καθημερινής ζωής, η προσκόλληση στην γενέθλια γη και η μεταφυσική αναζήτηση των μυστικών δυνάμεων του ανθρώπου.
Ο Κλαούντιο Ρεκαλκάτι
(Claudio Recalcati 1960 - ) γεννήθηκε και ζει στο Μιλάνο. Στο ποιητικό έργο του υμνεί την χαρά του να βρίσκεται κανείς στον κόσμο και ταυτόχρονα να αισθάνεται ξένος και απών, καλώντας τους ανθρώπους για μαχητικότερη δράση, περισσότερο ανθρώπινη και περισσότερο βίαιη, σε μια ανελέητη διαδρομή μέσα στην ιστορία, χωρίς οδό επιστροφής, όπου μόνο η μνήμη συγκρατεί το περιεχόμενό της και την ουσία της ευτυχίας («Σεληνιακά είδωλα» 1992, «Τελετουργίες προσπεράσματος» 1995).
Από την έκθεση που προηγήθηκε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Ιταλική Ποίηση παρουσιάζει μια αδιάσπαστη και μακρόχρονη συνέχεια από τις ρίζες της που ανάγονται στον 13ο Αιώνα μ.Χ. ως τις μέρες μας. Η επίδρασή της στην διαμόρφωση του ποιητικού λόγου στην Ευρώπη ήταν από την αρχή σημαντική. Μετά από μια ιδιαίτερα γόνιμη αμφίδρομη επαφή με τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα της Γαλλικής Ποίησης και τους τροβαδούρους της Προβηγκίας, η Ιταλική Ποίηση έφτασε σε ύψιστο βαθμό κορύφωσης κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων του Μεσαίωνα, με έργα μεγάλων δημιουργών, όπως ο Δάντης και ο Πετράρχης, που επηρέασαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, την διαμόρφωση του ποιητικού λόγου μέχρι τις μέρες μας, σε βαθμό τόσο καταλυτικό, που πολλοί φίλοι της ποίησης σε όλο τον κόσμο ομολογούν, και σήμερα ακόμη, πως έμαθαν Ιταλικά μόνο και μόνο για να μπορούν να διαβάζουν στο πρωτότυπο την «Θεία Κωμωδία».
Στην συνέχεια, στα χρόνια της Αναγέννησης, η Ιταλική Ποίηση διατηρήθηκε στην κορυφή της Ευρωπαϊκής Ποίησης, αναδεικνύοντας σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Λουντοβίκο Αριόστο και ο Τορκουάτο Τάσσος και παρέμεινε σε υψηλά ποιοτικά επίπεδα σε όλους τους μετέπειτα αιώνες, σε μια γόνιμη και συνεχή ανταλλαγή πολιτιστικών αντιλήψεων, κυρίως με την Γερμανία και την Γαλλία. Τα έργα του Βιτόριο Αλφιέρι και του Ούγο Φώσκολο κατά την διάρκεια της Νεοκλασικής περιόδου, του Τζάκομο Λεοπάρντι στα χρόνια του Ρομαντισμού, των Τζοζουέ Καρντούτσι και Τζοβάνι Πάσκολι στα χρόνια του Ρεαλισμού και του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο κατά την περίοδο του Νεορομαντισμού, αποδεικνύουν ότι η Ιταλική Ποίηση δε έχασε καθόλου την ζωτικότητα και την δύναμή της, ακόμη και την εποχή της πολιτικής παρακμής της.
Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα η Ιταλική Ποίηση βρισκόταν και πάλι στην πρωτοπορία των εξελίξεων, με τους Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, Ευγένιο Μοντάλε και Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, που βρέθηκαν στην ίδια γραμμή εκφραστικής ανασύνταξης με άλλους σημαντικούς ποιητές του Δυτικού Κόσμου της εποχής τους, ενώ και μεταπολεμικά, ο Νεορεαλισμός, που διαδόθηκε σταδιακά με διάφορες μορφές σε όλο τον κόσμο, αρχική κοιτίδα είχε την Ιταλία, όπου η σπάνια ουμανιστική καθολικότητα του Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε παγκόσμια απήχηση και στον χώρο της ποίησης.