Ένα από τα συμπεράσματα της συγγραφής του Κων. Παπαρρηγόπουλου, ενός ιστορικού αφοσιωμένου με ευσυνειδησία στο αίσθημα της αποστολής του, καταλήγει στην εξής διατύπωση: «Εν τω πολιτικώ και εν τω κοινωνικώ της ανθρωπότητος βίω δεν υπάρχει ιδέα γόνιμος μη παραχθείσα εκ του έθνους του ελληνικού». Η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους αυτής της εξιστόρησης, παρέχει την ευκαιρία για έναν σύντομο διαλογισμό σχετικά με την αλήθεια ή την υπερβολή που περιέχεται στον αφορισμό αυτό.
Το περίγραμμα των εξελίξεων σε αδρές γραμμές δείχνει ότι ο πολιτισμός που βασίστηκε στη γεωργική επανάσταση από το 8000 π.Χ. και ιδιαίτερα στη μεταλλουργική επανάσταση:
- Αναπτύχθηκε σε αναγνωρίσιμο επίπεδο από το 5000 π.Χ αρχικά στη Μέση Ανατολή (Σουμέριοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι και αργότερα Πέρσες), στην περιοχή που οι ίδιοι οι Έλληνες ονόμασαν Μεσοποταμία, αναγνωρίζοντάς την, με το μύθο του Προμηθέα, ως κοιτίδα του ιστορικού βίου τους..
- Από το 4000 π.Χ. διαδόθηκε ευρύτατα στην περιοχή της Αιγύπτου.
- Από το 3000 π.Χ. έφτασε στον μεταξύ Μεσοποταμίας και Αιγύπτου χώρο της Εγγύς Ανατολής με το κράτος της Φοινίκης.
Οι λαοί αυτοί έθεσαν τα πρώτα σπέρματα στον τρόπο ζωής σε μόνιμες κατοικίες κατά οικογένειες, στην οικοδομική, αρδευτική και γεωργική τεχνολογία, στην αρχιτεκτονική (ζιγκουράτ από το 3000, πυραμίδες από το 2600, ναοί Λούξορ και Καρνάκ 1500), στην αστρονομία, στην πρακτική γεωμετρία, στη νομική (κώδικας Χαμουραμπί 1790), στις εικαστικές τέχνες και στην επική και θρησκευτική ποίηση (Γκιλγκαμές 2100, Ενούμα Ελίς 1750), και ήταν οι πρώτοι χρήστες συστημάτων εικονογραφικής και σφηνοειδούς γραφής (από το 3500 π.Χ.). Ο βαθμός της προόδου που συντελέστηκε μπορεί να αισθητοποιηθεί και με μόνη την παρατήρηση ότι στις μεγάλες πόλεις της Αιγύπτου περί το 1500 π.Χ. οι άνθρωποι κατοικούσαν σε πολυκατοικίες μέχρι πέντε ορόφων, ενώ τα δωμάτια του λουτρού στα σπίτια των ευπόρων είχαν, όπως σήμερα, τοίχους επενδυμένους με πέτρες για να προστατεύουν τα επιχρίσματα από τα νερά.
Στον πολιτικό τομέα οι λαοί αυτοί είχαν σαφή τάση προς τον απολυταρχισμό με παράλληλη αυστηρή οργάνωση της δουλοκτητικής κοινωνίας τους σε τάξεις, όπου κυριαρχούσε η γαιοκτητική αριστοκρατία με τη συμπαράσταση της δεσπόζουσας ιερατικής τάξης και των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων. Ως αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής δομής τα πολιτεύματα ήταν θεοκρατικά και ο πολιτισμός τους ιερατικός, ενώ η οικονομία λειτουργούσε σε εθνικοποιημένη μονοπωλιακή βάση (στην Αίγυπτο) ή σε χαλαρά διευθυνόμενη κεφαλαιοκρατική βάση (στη Μεσοποταμία). Παρά την εξαιρετική ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου και της ναυσιπλοΐας από τους Φοίνικες, που δημιούργησε ιδιαίτερα στα χρόνια της Περσικής αυτοκρατορίας, νέες τάξεις ελεύθερων εμπόρων, γεωργών και βιοτεχνών, τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρήθηκαν αναλλοίωτα επί μακρά σειρά αιώνων και τελικά επιβλήθηκαν, ως τρόπος διακυβέρνησης, όχι μόνο στα ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής αλλά και στη Ρωμαϊκή και μετέπειτα Βυζαντινή αυτοκρατορία, και άφησαν τα ίχνη τους στα πολιτικά συστήματα των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών τουλάχιστον μέχρι τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο (αν συνειδητοποιήσουμε ότι οι προπολεμικές αυτοκρατορίες και οι μεσοπολεμικές δικτατορίες είναι οι τελευταίες εκδηλώσεις του ασιατικού απολυταρχισμού).
Μέσα σ’ αυτό το πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο και υπό την σαφή επίδρασή του, οι ελληνικές φυλές παρουσίασαν από το 2600 π.Χ. ιδιαιτερότητες που είναι ήδη εμφανείς στην τέχνη της Κυκλαδικής και Ετεοκρητικής περιόδου, όπου τα φωτεινά χρώματα και η χάρη των κινήσεων δείχνουν ότι πνέει ένας άνεμος δροσιάς κυριαρχούμενος από τη χαρά της ζωής. Άμεσο αποτέλεσμα των ιδιαιτεροτήτων αυτών ήταν η μετεξέλιξη του θεοκρατικού χαρακτήρα του πελασγικού πολιτισμού σε ηρωοκρατικό κατά την Αχαϊκή περίοδο, κατά την οποία οι άρχοντες δεν ήταν πλέον θεοί, αλλά ήρωες διακρινόμενοι για τις φυσικές ικανότητές τους και την αγαθοποιό δράση τους. Κατά τη Δωρική περίοδο που ακολούθησε, η ηρωική βασιλεία αντικαταστάθηκε από την αριστοκρατική μοναρχία, με την οποία η εξουσία πέρασε στους μεγάλους γαιοκτήτες, που με τον τρόπο αυτό επιδίωξαν να εξασφαλίσουν τις ιδιοκτησίες τους.Όμως οι δύο μεγάλοι αποικισμοί (110-800 και 800-600) διεύρυναν τον ορίζοντα του ελληνικού κόσμου διαμορφώνοντας το σύστημα των πόλεων-κρατών, όπου οι νέες τάξεις των πλούσιων εμπόρων και βιομηχάνων εκπροσωπήθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 6ου αιώνα με τιμοκρατικές τυραννίδες. Η άμεση δημοκρατία που δημιουργήθηκε στην Αθήνα ως αποτέλεσμα της αντίδρασης των βιοτεχνών και των επιτηδευματιών με τη συμπαράσταση των μικρών ιδιοκτητών γης, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ελλάδα (πλην Μακεδονίας και Ηπείρου), παράλληλα με τη στροφή του πολιτισμού από κοσμολογικά (6ος αι.) σε ανθρωπολογικά (5ος αι.) και στη συνέχεια σε ηθικολογικά (4ος αι.) ενδιαφέροντα που οδήγησαν στον μεγάλο κοσμοπολιτισμό των ελληνιστικών χρόνων (3ος και 2ος αι.). .
Στην πορεία αυτή ο ελληνικός κόσμος συνδυάζοντας πνευματικές επιμιξίες από πληθώρα κατευθύνσεων, που διανοίγονταν με τις αλλεπάλληλες εξορμήσεις του, τελειοποίησε τα επιτεύγματα όλων των προηγούμενων λαών, προάγοντας την αγάπη του ωραίου σε τέχνη, την επιθυμία του ευχάριστου σε φιλία, την προτίμηση του ωφέλιμου σε οικονομία, την κατοχύρωση του συμφέροντος σε νομική, την έρευνα του ορθού σε παιδεία, την αναζήτηση γνώσης σε επιστήμη, την ανάγκη δικαίου σε πολιτική, την έφεση για μάθηση σε φιλοσοφία και την εκτίμηση του αγαθού σε κοινωνικό στόχο.
Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες εμπέδωσαν την ηθική, κοινωνική, αισθητική, αξιολογική, πνευματική και γνωστική οργάνωση της κοινωνίας με δημιουργική και μεταδοτική δύναμη, που διατήρησαν αλώβητη την ακμή και την αίγλη τους επί χιλιετίες ανεξάρτητα από τη μακρά σειρά των ηγεμονικών μεταβολών από την Κνωσό, στις Μυκήνες, τη Σπάρτη, την Αθήνα, τη Θήβα, την Πέλλα, τη Δωδώνη, την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, που συνθέτουν την εντυπωσιακά πανοραμική εικόνα των μεγάλων πρωτευσουσών του ελληνικού έθνους.
Η δήλωση αυτή αισθητοποιείται πληρέστερα, αν συλλογιστεί κανείς ότι πράγματι, με τη λήξη της περιόδου που εξετάστηκε στις προηγούμενες σελίδες, είχαν θεσμοποιηθεί στη συλλογική συνείδηση αλλά και στην πρακτική εφαρμογή, αντιλήψεις, που αποτελούν σήμερα τον αδιαμφισβήτητο θεμέλιο λίθο του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως:
-Η αρχή της απόρροιας της πολιτικής ισχύος από τον λαό (και όχι από το θεό ή από την καταγωγή των κυβερνώντων).
-Η αρχή του κοινοβουλευτικού ελέγχου με εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού.
-Η αρχή της ευθύνης των κυβερνώντων.
-Η αρχή της ενώπιον του νόμου ισότητας όλων των πολιτών.
-Η αρχή της αναλογικής φορολογίας
-Η αρχή της ελευθερίας του λόγου
-Η αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών συνεδριάσεων
-Η αρχή των ορκωτικών δικαστηρίων
-Η αρχή του δικαιώματος της ελεύθερης υπεράσπισης.
Από την άλλη μεριά, εκτός από τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά και τη λογική, τη φυσική, τη φιλολογία, τις ανθρωπιστικές επιστήμες (νομική, κοινωνιολογία, πολιτειολογία), την ιατρική και τη βιολογία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο, την αρχιτεκτονική και τις τέχνες όλων των ειδών, είχαν φτάσει σε ζηλευτά επίπεδα και οι τεχνολογικές επιστήμες της μεταλλουργίας και μεταλλογνωσίας, των έργων της ειδικότητας του πολιτικού μηχανικού (οικοδομική, συγκοινωνιολογία, πολεοδομία, λιμενουργία, υδραυλική, αρδευτική) και από τη μηχανολογία ιδιαίτερα η υδροδυναμική και θερμοδυναμική τεχνολογία και η θεωρία των μηχανισμών.
Καταλήγοντας πρέπει να θεωρήσουμε ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το αίσθημα ηθικής και πολιτιστικής υπεροχής που διακατείχε τον ελληνικό κόσμο, μέχρι και τα χρόνια της τελικής πτώσης του το 1453 μ.Χ. Το αίσθημα αυτό, που ήταν πάντα ισχυρό κίνητρο για ξεχωριστές πράξεις και διακρίσεις, δεν είχε ποτέ το στενό χαρακτήρα της φυλετικής υπεροψίας, όπως περίτρανα αποδεικνύεται από τους χιλιάδες μικτούς γάμους που πραγματοποίησαν Έλληνες και Ελληνίδες με αλλόφυλους από τα πανάρχαια χρόνια (από τον Περσέα και την Ανδρομέδα, ως τον Αλέξανδρο και τη Ρωξάνη και μέχρι τον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο και τη Θεοδώρα Τόκκο --- για να περιοριστούμε μόνο σε θρυλικές ιστορικές προσωπικότητες). Απόρροια όσο και αιτία του αισθήματος αυτού ήταν η ψυχική ευγένεια, συνοδευόμενη από λεπτότητα τρόπων, που χαρακτήριζε τους Έλληνες, τουλάχιστον στις καλές στιγμές τους, τεκμήριο της οποίας μπορούμε να αναζητήσουμε στα λαμπρά πράγματι λόγια του Παυσανία, που αρνήθηκε να αποκεφαλίσει και να σταυρώσει τον Μαρδόνιο, όπως είχε κάνει ο Ξέρξης στον Λεωνίδα, διότι:
«Τα πρέπει μάλλον βαρβάροις ποιέειν ήπερ Έλλησι».