Η περίοδος 1910 - 1936 που εξετάζεται στο κεφάλαιο αυτό με τίτλο «Επεκτατική Περίοδος», περιλαμβάνει την υποπερίοδο της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (1911-1924 με βασιλιά τον Κωνσταντίνο Α, τον Αλέξανδρο και τον Γεώργιο Β) και την υποπερίοδο της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1936 που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «στρατοκρατική»), ταυτίζεται χρονικά με τα 26 χρόνια της πολιτικής παρουσίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Ελλάδα και θα μπορούσε να ονομαστεί «Βενιζελική Περίοδος». Σε αντίθεση με την γαλήνια και ήσυχη ζωή της Οθωνικής και Γεωργιανής περιόδου, η εποχή αυτή ήταν εξαιρετικά ταραγμένη, η έναρξή της σηματοδοτήθηκε με δύο πολιτικές δολοφονίες (του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και του βασιλιά Γεώργιου Α) και η συνέχειά της σημαδεύτηκε από δραματικά γεγονότα όπως οι Βαλκανικοί πόλεμοι με την συνακόλουθη εδαφική επέκταση, ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος που στιγματίστηκε από τον ολέθριο εθνικό διχασμό και νέα εδαφική επέκταση, και η οδυνηρή Μικρασιατική καταστροφή, με την οποία έσβησε οριστικά το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτήθηκε η αφετηρία του νεότερου ελληνικού κράτους. Στον κοινωνικό τομέα θεμελιώθηκε η κυριαρχία της επιχειρηματικής πλουτοκρατικής τάξης, σε συνδυασμό με την κατάργηση των τσιφλικιών, την παρακμή της δουλοπαροικίας, τον αναδασμό της γης και την έναρξη της εκβιομηχάνισης. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός ανέδειξε ως άρχουσα την τάξη των αστών επιχειρηματιών (έμποροι, εφοπλιστές, βιοτέχνες, τραπεζίτες, ελεύθεροι επαγγελματίες), σε παράλληλη, αλλά ηγεμονική, πορεία με τους ελεύθερους πλέον αγρότες και με τη νέα τάξη των εργατοϋπαλλήλων των αστικών περιοχών. Στο πολιτικό πεδίο, κύριο χαρακτηριστικό, εκτός από τους συνεχείς πολέμους, κύρια στοιχεία ήταν η πρώτη απόπειρα για εγκαθίδρυση αβασίλευτου πολιτεύματος και τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα. Τέλος στον τομέα του πολιτισμού που αναπτύχθηκε πλέον πάνω στη βάση του δημοτικισμού που επιβλήθηκε κατά την Γεωργιανή περίοδο, παρατηρήθηκε μία τάση εξομοίωσης των πνευματικών ρευμάτων με τις εξελίξεις στην Ευρώπη, που χαρακτηρίστηκαν από τάσεις Παρακμισμού και Κοσμοπολιτισμού.
Μολονότι ο κύριος χαρακτήρας της περιόδου έχει σχέση με την εδαφική έκταση της χώρας που αυξήθηκε δύο φορές, με την προσάρτηση της Κρήτης, Ηπείρου και Μακεδονίας (1913) και της Δυτικής Θράκης (1920), τα συνεχή πολεμικά γεγονότα στη σκιά, στην πορεία ή στις συνέπειες του Α Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν αυτά που έδωσαν τον ζοφερό τόνο δραματικότητας που σημάδεψε όλον τον 20ο αιώνα. Στην Ελλάδα φάνηκε αρχικά ότι η Μεγάλη Ιδέα, ως προσπάθεια για την ενσωμάτωση περιοχών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο ελληνικό κράτος, θα μπορούσε να έχει πρακτικά αποτελέσματα. Η Κρήτη γνώρισε πολλές επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Στον Στρατό άρχισε αναδιοργάνωση υπό την αρχηγία του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Το πολιτικό αδιέξοδο δρομολόγησε λύσεις το 1909 με το κίνημα στο Γουδί. Μια μυστική στρατιωτική οργάνωση, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, απαίτησε μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά, με την υποστήριξή μερίδας του λαού, οδήγησε τη χώρα σε εκλογές. Μετά από πολιτική ανωμαλία έγινε πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θεωρώντας ότι εκπλήρωσε την αποστολή του διαλύθηκε. Το 1912 τα χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο) συμμάχησαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο κατάφερε να καταλάβει την Ήπειρο και μέρος της Μακεδονίας με τη Θεσσαλονίκη. Ο ελληνικός στόλος στο Αιγαίο νίκησε τον τούρκικο και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά. Η Βουλγαρία όμως δεν έμεινε ευχαριστημένη από τη διανομή των εδαφών. Το 1913 επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας και της Σερβίας ξεκινώντας το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο η Βουλγαρία ηττήθηκε και με τη Συνθήκη Βουκουρεστίου το 1913 τα σύνορα της Ελλάδας έφτασαν μέχρι το Νέστο. Στις 18 Μαρτίου το 1913 ο Γεώργιος Α δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Κωνσταντίνος Α’, ο οποίος είχε διακριθεί ως στρατιωτικός αρχηγός στις προσπάθειες της Ελλάδας να επεκτείνει το έδαφος της. Εκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, και νυμφεύτηκε την Σοφία, κόρη του Κάιζερ. Ο Κωνσταντίνος θεωρήθηκε φίλος των Γερμανών, σε αντίθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ήταν με το μέρος της υπό βρετανική καθοδήγηση Αντάντ (Εγκάρδια Συνεννόηση Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας). Ο Κωνσταντίνος έκανε προσπάθειες να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά οι δυνάμεις της Αντάντ υποστήριξαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μετά από μια περίοδο, γνωστή ως Εθνικός Διχασμός, διότι στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκαν χωριστές κυβερνήσεις, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Αλέξανδρου το 1917. Η Ελλάδα ανταμείφθηκε για την υποστήριξή της στον πόλεμο με εδάφη στη Μικρά Ασία συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε το 1920 από ένα δάγκωμα πιθήκου και ο πατέρας του επέστρεψε ως βασιλιάς. Μετά από τον καταστρεπτικό Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), ο βασιλιάς Κωνσταντίνος καθαιρέθηκε πάλι και πέθανε εξόριστος στη Σικελία. Τον βασιλιά Κωνσταντίνο διαδέχθηκε αυτή τη φορά ο μεγαλύτερος γιος του, Γεώργιος Β’, ο οποίος άφησε τη χώρα το 1924 όταν ανακηρύχτηκε η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Το 1935 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη κατάργησε τη Δημοκρατία, και με δημοψήφισμα εγκρίθηκε η αποκατάσταση της μοναρχίας. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέστρεψε στη χώρα, όπου στη συνέχεια υποστήριξε το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά.
Ο Κωνσταντίνος Α΄ (2 Αυγούστου 1868 - 11 Ιανουαρίου 1923), πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α και της ελληνικής καταγωγής Ρωσίδας πριγκίπισσας Όλγας, ήταν Βασιλιάς των Ελλήνων τις περιόδους 18 Μαρτίου 1913 - 11 Ιουνίου 1917 και 19 Δεκεμβρίου 1920 - 27 Σεπτεμβρίου 1922. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με κρίσιμες και άκρως τραγικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, από τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, την αντιπαράθεσή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Εθνικό Διχασμό ως τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έλαβε το όνομα του παππού του, Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας, όνομα που μπορούσε να συγκινήσει τους Έλληνες που είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Το 1886 αναχώρησε για το Βερολίνο, όπου φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Ακαδημίας Πολέμου της Πρωσίας. Στις 15 Οκτωβρίου του 1889 ο Κωνσταντίνος νυμφεύτηκε στην Αθήνα τη Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του Αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία από τα οποία βασίλευσαν: Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ των Ελλήνων (1890-1947), Βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ των Ελλήνων (1893-1920), Πριγκίπισσα Ελένη (1896-1982), Βασιλομήτωρ Ελένη της Ρουμανίας, Βασιλιάς Παύλος Α΄ των Ελλήνων (1901-1964), Πριγκίπισσα Ειρήνη (1904-1974), Δούκισσα της Αόστης και Πριγκίπισσα Αικατερίνη (1913-2007), Λαίδη Μπράντραμ.
Κατά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Διάδοχος τότε Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία παρά τη θέλησή του, μετά από πίεση του πρωθυπουργού Θ.Δηλιγιάννη. Από τους υπόλοιπους αξιωματικούς θεωρήθηκε βασικός υπαίτιος της ήττας, αφ' ενός διότι είχε πράγματι μέρος της ευθύνης και αφ' ετέρου για να καλυφτούν οι δικές τους ευθύνες. Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση Γ.Θεοτόκη ανέθεσε στον Διάδοχο την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Το έργο του ήταν αξιόλογο, αλλά σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος ικανών αξιωματικών, όπως οι Β. Δούσμανης, Ι. Μεταξάς, Ξ. Στρατηγός, Ι. Παπαβασιλείου, οι οποίοι φαινόταν ότι είχαν προνομιακή μεταχείριση. Αυτό προκάλεσε την εχθρότητα άλλων αξιωματικών, που δεν βρίσκονταν στη θέση τους. Το 1909 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου οργάνωσαν κίνημα για να αναδιοργανώσουν τη χώρα, χωρίς όμως να λείπουν και προσωπικές επιδιώξεις των πρωτοστατούντων. Ένα από τα στοιχεία της κριτικής τους ήταν η μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του, όπως και η αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν για να μην αναγκαστεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ να τους αποπέμψει από το στράτευμα.
Το 1912 τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον Α Βαλκανικό πόλεμο. Με ηγέτη τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο και πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών και απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου οδήγησε σε επιτυχές πέρας την πολιορκία του Μπιζανίου, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και απελευθερώνοντας την Ήπειρο. Μετά την δολοφονία του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Η νικηφόρα ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στον λαό, μέρος του οποίου ήδη τον ονόμαζε «Κωνσταντίνο ΙΒ΄» και άρχισε να αισιοδοξεί για την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας».
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με τη Σερβία, που την υποχρέωνε να δώσει βοήθεια σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά, ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστροουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές προτιμήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας. Ο Κάιζερ απηύθυνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια». Ο Κωνσταντίνος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, και είχε νυμφευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει τον βαθμό του Στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη και ιδιαίτερα την Καβάλα.
Το 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βενιζέλος επιδίωκε να ενταχθεί η Ελλάδα στον πόλεμο άνευ όρων στο πλευρό της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος όμως αξίωνε την με όρους και εδαφικά ανταλλάγματα έξοδο της χώρας στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τη σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. Την ίδια στιγμή όμως, ο αγγλόφιλος πρωθυπουργός Ελ.Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον συμβούλευσε να μην μπει στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου «επιτελικού περιβάλλοντος», ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι τη ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον Βασιλιά.
Εντούτοις ο Βενιζέλος, επικεφαλής του κόμματος των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές στις 31 Μαΐου του 1915 και τον Σεπτέμβριο, σε αντίδραση προς τη βουλγαρική επιστράτευση, που στρεφόταν εμφανώς κατά της Σερβίας, κάλεσε, χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου, τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, σε βοήθεια των Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να προχωρήσει σε επιστράτευση, εν όψει βουλγαρικής επίθεσης. Η αποβίβαση των Συμμάχων προκάλεσε πολιτική κρίση, αλλά ο Βενιζέλος κατόρθωσε να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος όμως, την ίδια ημέρα, υπερβαίνοντας τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, απέπεμψε τον πρωθυπουργό και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος, με βασιλικό διάταγμα, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, από τις οποίες οι βενιζελικοί απείχαν.
Ακολούθησε ένα εξάμηνο διακυβέρνησης από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη, κατά το οποίο η Ελλάδα βρισκόταν ταυτόχρονα σε ουδετερότητα και επιστράτευση και κατά το οποίο οι δυνάμεις της Αντάντ, υπό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail), επέκτειναν σταδιακά την κυριαρχία τους στη Βόρεια Ελλάδα και το Αιγαίο, αγνοώντας σχεδόν την ελληνική κυβέρνηση. Στις 27 Μαΐου 1916 όμως, η παράδοση του σημαντικού οχυρού Ρούπελ σε μικτή γερμανοβουλγαρική δύναμη, μετά από έγκριση από την Αθήνα, οδήγησε τα πράγματα σε κρίσιμο σημείο. Ο Σαρράιγ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταργώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στις υπό συμμαχικό έλεγχο περιοχές και απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού. Όταν τον Αύγουστο άρχισε η βουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία, βενιζελικοί αξιωματικοί οργάνωσαν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη το 1916, το οποίο ο Βενιζέλος υποστήριξε, διασπώντας έτσι την Ελλάδα σε δύο κράτη, κατά τον λεγόμενο Εθνικό Διχασμό.
Η δημιουργία του «Κράτους Εθνικής Αμύνης», σε συνδυασμό με τις αξιώσεις των Συμμάχων για παράδοση του στόλου και λοιπού οπλισμού, οδήγησαν σε συγκρούσεις με Γάλλους και Βρετανούς ναύτες (που οδήγησαν και στον βομβαρδισμό των Ανακτόρων). Η έξαψη των οπαδών του Κωνσταντίνου οδήγησε στα λεγόμενα «Νοεμβριανά» επεισόδια κατά επιφανών βενιζελικών και κορυφώθηκε με το περίφημο «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου, στο οποίο πρωτοστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄. Τα γεγονότα αυτά επέφεραν την οριστική ρήξη ανάμεσα στον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στη «βασιλική Ελλάδα». Οι Γάλλοι συνεπικουρούμενοι από τον νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζωρτζ απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τον θρόνο, ως προϋπόθεση για να άρουν τον αποκλεισμό. Ο Διάδοχος Γεώργιος Β θεωρήθηκε ακατάλληλος για τη διαδοχή, καθώς είχε υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό. Έτσι ο Κωνσταντίνος έδωσε τη θέση του στον δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως, και αναχώρησε με την οικογένειά του για την Ελβετία. Οι περισσότερες εξουσίες παραδόθηκαν στον Ελ.Βενιζέλο, ο οποίος ενοποίησε πάλι την εξουσία στην Ελλάδα υπό τον Βενιζέλο.
Τον Ιούλιο του 1917 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας το 1918. Η Ελλάδα συμμετείχε και στην αποτυχημένη εκστρατεία στην Κριμαία. Στηριζόμενος στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Βενιζέλος προέβαλε τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις που περιλάμβαναν την Δυτική Θράκη, τη Σμύρνη, αλλά και την Κωνσταντινούπολη, στη Διάσκεψη των Παρισίων που έγινε στις Βερσαλλίες (1919). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου». Τον Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε τη βρετανική υποστήριξη για μια ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα, όπου είχε τη βάση του το τουρκικό αντιστασιακό κίνημα υπό τον στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ. Και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη διεθνείς πολιτικοί ελιγμοί, ο βασιλιάς Αλέξανδρος έπαθε ένα εντελώς αναπάντεχο ατύχημα και πέθανε στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου.
Ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και εγκατέλειψε τη χώρα. Με δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1920, ο Κωνσταντίνος επανήλθε στον θρόνο, επιστρέφοντας στη χώρα δύο εβδομάδες αργότερα. Οι μοναδικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, οι Άγγλοι, διαφωνώντας με την επιστροφή του Κωνσταντίνου, έπαψαν να την υποστηρίζουν, τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά. Μετά την αποτυχία κάθε διαπραγμάτευσης που είχε ο νέος πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης με τους Συμμάχους στην Ευρώπη, ο Κωνσταντίνος και η κυβέρνηση αποφάσισαν τη συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά και παρά το γεγονός ότι κυρίαρχο εκλογικό σύνθημα της φιλοβασιλικής παράταξης ήταν το «οίκαδε», η επιστροφή δηλαδή των στρατιωτών από το μέτωπο. Τον Μάιο του 1921 ο Βασιλιάς αναχώρησε για να αναλάβει ονομαστικά την αρχιστρατηγία του στρατού στην Μικρά Ασία. Στα τέλη του ίδιου χρόνου επέστρεψε στην Αθήνα λόγω κλονισμού της υγείας του. Τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 μπήκαν στη Σμύρνη, την έκαψαν και την λεηλάτησαν.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός, που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των Συνταγματαρχών Νικόλαου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά, και απαίτησε την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στον Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β'. Στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε στο Παλέρμο της Σικελίας. Ενταφιάστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας στην Ιταλία. Με την αποκατάσταση της μοναρχίας το 1936, τέθηκε το θέμα της επιστροφής της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση έστειλε το θωρηκτό «Αβέρωφ» στο Μπρίντιζι για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου, της μητέρας του, Βασίλισσας Όλγας, και της συζύγου του Βασίλισσας Σοφίας, οι οποίες είχαν πεθάνει επίσης στην εξορία. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα έξι ημερών. Ακολούθως, ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι. Στο μεταίχμιο της μετάβασης από την απόλυτη μοναρχία στον κοινοβουλευτισμό, ο οποίος στην εποχή του δεν ήταν ακόμη ολοκληρωτικά καθιερωμένος στην Ευρώπη και με τον οποίο συνακόλουθα και ο ίδιος δεν ήταν απόλυτα συμφιλιωμένος (όπως και ο πατέρας του, αλλά και ο κουνιάδος του Κάιζερ και ο συγγενής του Τσάρος), ο Κωνσταντίνος Α ήταν αναμφισβήτητα (χωρίς αυτό να τον εξιλεώνει, να τον δικαιώνει ή να τον αγιοποιεί) ένας τραγικός βασιλιάς, ο οποίος, παρά τις αγαθές προθέσεις του, συντρίφτηκε, σε πολιτικό και φυσικό επίπεδο, μέσα στους τυφώνες των δραματικών όσο και ζοφερών εξελίξεων της εποχής του, που δημιουργήθηκαν από τις φοβερές αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν τα αλληλοκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Όπως πριν από αυτόν, ο Καποδίστριας, ο Όθωνας, ο Χ.Τρικούπης, ο Θ.Δηλιγιάννης και ο πατέρας του Γεώργιος Α ήταν και αυτός ένα ακόμη θύμα των σκοτεινών «μεφιστοφελικών» παιχνιδιών που βυσσοδομούνταν από παρασκηνιακούς μηχανισμούς. Μετά την ουρανομήκη απογείωση στην οποία φαινόταν ότι τον παρωθούσαν οι θρίαμβοι των Βαλκανικών Πολέμων, η υποβολιμαία και πεισματώδης επιμονή του Βενιζέλου για είσοδο σε έναν αβέβαιο πόλεμο, οι πραξικοπηματικές ενέργειες με τις οποίες ο Βενιζέλος παρέμεινε στην εξουσία, ενώ ο ίδιος αποπέμφθηκε με σκαιότητα, η (πιθανολογούμενη) δολοφονία του γιου του Αλέξανδρου, η αιφνίδια εν συνεχεία μεταστροφή της Γαλλίας υπέρ της Τουρκίας και η δυσερμήνευτη αδράνεια της Αγγλίας κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο 1920-22, οσαδήποτε πολιτικά σφάλματα και αν του καταλογισθούν, ήταν γεγονότα απίστευτης σκληρότητας, που σύντριψαν και τα τελευταία ερείπια ψυχικού σθένους που θα μπορούσαν να του απομένουν, και η φυσική του εξουθένωση, που επήλθε ως μοιραίο επακόλουθο σε ηλικία 54 ετών, έθεσε τέρμα στην πρώτη περίοδο του νέου ελληνικού κράτους που σηματοδοτείται από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Ελευθέριος K. Βενιζέλος (Μουρνιές Χανίων, 23 Αυγούστου 1864 – Παρίσι, 18 Μαρτίου 1936) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας (2 Μαΐου 1910 – 6 Οκτωβρίου 1910) και επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στις περιόδους 6 Οκτωβρίου 1910 – 25 Φεβρουαρίου 1915, 10 Αυγούστου 1915 – 24 Σεπτεμβρίου 1915, 14 Ιουνίου 1917 – 4 Νοεμβρίου 1920, 24 Ιανουαρίου 1924 – 19 Φεβρουαρίου 1924, 4 Ιουλίου 1928 – 26 Μαΐου 1932, 5 Ιουνίου 1932 – 4 Νοεμβρίου 1932 και 16 Ιανουαρίου 1933 – 6 Μαρτίου 1933. Σύζυγοί του ήταν οι Μαρία Ελευθερίου - Κατελούζου (1891-1894) και Έλενα Σκυλίτση (1921-1936) και παιδιά του οι Κυριάκος Βενιζέλος και Σοφοκλής Βενιζέλος. Ως πολιτικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Κρητικό ζήτημα, καθώς και στα πολιτικά ζητήματα της Ελλάδας από το 1910 μέχρι και τον θάνατό του.
Γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων στις 23 Αυγούστου 1864 και ήταν το πέμπτο παιδί του εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής Πλουμιδάκη από τον Θέρισο. Μεγάλωσε στα Χανιά αλλά, λόγω διώξεων του πατέρα του από την οθωμανική διοίκηση, πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στα Κύθηρα και την Ερμούπολη. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά, στο λύκειο Αντωνιάδη στην Αθήνα και στο δημόσιο γυμνάσιο Αρρένων Σύρου στην Ερμούπολη, από όπου αποφοίτησε, και εργάστηκε στο κατάστημα του πατέρα του. Αν και είχε πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του, ο πατέρας του επέλεξε να τον τοποθετήσει στο κατάστημά του με σκοπό να το αναλάβει. Ύστερα από παρέμβαση του τότε γενικού προξένου της Ελλάδας στα Χανιά, Γεωργίου Ζυγομαλά, ο Κυριάκος πείστηκε να τον στείλει στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές. Το 1881 εγγράφηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1887. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκλεγεί εφέτης, άνοιξε δικηγορικό γραφείο καταφέρνοντας σε μικρό χρονικό διάστημα να διακριθεί. Το 1888 ανέλαβε, μαζί με τους Χαράλαμπο Πωλογεωργάκη, Κωνσταντίνο Φούμη και Ιάκωβο Μοάτσο, την αρχισυνταξία και την έκδοση της εφημερίδας "Λευκά Όρη", η οποία ανήκε στον επ’ αδελφή γαμβρό του Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Από αυτήν αποχώρησε λίγους μήνες αργότερα για προσωπικούς λόγους.
Το 1889 σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα ως αντιπρόσωπος της περιφέρειας Κυδωνίας στις εκλογές για την κρητική Βουλή, στις οποίες και εκλέχτηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Στις ίδιες εκλογές εκλέχτηκαν και αρκετοί συνεργάτες του από την εφημερίδα σχηματίζοντας μια άτυπη ομάδα που έγινε γνωστή με το όνομα «Λευκορίτες». Λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στην Κρήτη με την επανάσταση μέρους των πληθυσμών της Κρήτης, στις αρχές Οκτωβρίου του 1889 ο Βενιζέλος με στενούς συνεργάτες και φίλους διέφυγε, με την βοήθεια του Άγγλου προξένου Bilioti, στην Αθήνα. Έναν μήνα αργότερα ο Σακίρ Πασά ανέστειλε τα κυριότερα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Χριστιανούς με την Σύμβαση της Χαλέπας και άλλαξε τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στην Βουλή. Ο Βενιζέλος τάχθηκε υπερ της αποχής από τις εκλογές μέχρι να αρθούν οι αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης. Μετά την χορήγηση αμνηστίας, ο Βενιζέλος επέστρεψε στα Χανιά, όπου νυμφεύτηκε το 1890 την Μαρία Ελευθερίου - Κατελούζου, επιλέγοντας να κατοικήσουν στο οικογενειακό σπίτι της Χαλέπας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε εκτός πολιτικής ασχολούμενος με την οικογένεια και την δουλειά. Το 1895 συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Αυγή", του Κωνσταντίνου Φούμη και του Ιωάννη Καψάλη. Στην επανάσταση που ξέσπασε λίγο αργότερα υπο την καθοδήγηση της Επιτροπής, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Μανούσος Κούνδουρος, και με κύριο αίτημα την αυτονομία, ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε καθώς θεωρούσε ότι οι περιστάσεις δεν ευνοούσαν τέτοιου είδους κινήσεις. Για την στάση του αυτή κατηγορήθηκε από αντιπάλους του που ζήτησαν να προσαχθεί σε δίκη.
Στις 23 Ιανουαρίου 1897 ο Βενιζέλος αποφάσισε να συμπράξει με τους επαναστατημένους στο Ακρωτήρι. Αφορμή γι’ αυτή τη μεταστροφή ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στα Χανιά και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο Χριστιανών και Μουσουλμάνων και εκτεταμένες σφαγές κατά των πρώτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο Βενιζέλος περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια προετοιμαζόμενος για τις εκλογές που είχαν προκηρυχθεί. Επιστρέφοντας στα Χανιά είδε από μακριά τους καπνούς που έβγαιναν από την πόλη και αμέσως έλαβε την απόφαση να ενωθεί με μια ομάδα ενόπλων στη Μαλάξα. Με αυτούς κατευθύνθηκαν στο Ακρωτήρι, όπου σύντομα ανέλαβε την ηγεσία ο Βενιζέλος. Οι επαναστάτες ήταν περίπου δύο χιλιάδες. Στις 24 Ιανουαρίου οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να κηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα και την επόμενη ημέρα εξέδωσαν κείμενο διακήρυξης. Στις 26 Ιανουαρίου επιτροπή, αποτελούμενη από σημαντικές μορφές της εξέγερσης μεταξύ των οποίων και ο Βενιζέλος, παρέδωσε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων την διακήρυξη. Την ίδια στιγμή με απόφαση της κυβέρνησης Θ.Δηλιγιάννη αναχωρούσε ναυτική μοίρα του πολεμικού ναυτικού για να ενισχύσει τους Χριστιανούς της Κρήτης. Στις 31 Ιανουαρίου αποβιβάστηκε σε χωριό των Χανίων ελληνικό στράτευμα αποτελούμενο από χίλιους τριακόσιους οπλίτες και εκατό αξιωματικούς υπό την ηγεσία του Τιμολεόντος Βάσσου. Την επόμενη ημέρα οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι θα έθεταν υπό την προστασία τους τις κυριότερες πόλεις της Κρήτης επιβάλλοντας την κατάπαυση του πυρός ακόμα και με στρατιωτικά μέσα. Μπροστά σε αυτό το φάσμα γενικευμένης σύγκρουσης ο Βενιζέλος μαζί με τον Μητροπολίτη Χρύσανθο Τσεπετάκη επισκέφθηκαν τον Έλληνα μοίραρχο Αριστείδη Ράινεκ στο πολεμικό Ύδρα ζητώντας του να τους εφοδιάσει με πολεμικό υλικό, όπως και έγινε. Στις 7 Ιανουαρίου 1897 ο Βενιζέλος μαζί με εξεγερμένους κατέλαβε τον Προφήτη Ηλία. Στις 8 Ιανουαρίου ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων έπληξε τις θέσεις των επαναστατών δημιουργώντας αντιδράσεις από μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου σχετικά με τον απρόκλητο βομβαρδισμό μιας μικρής ομάδας εξεγερμένων. Σημαντική έκταση πήρε το γεγονός της ανύψωσης της ελληνικής σημαίας από τον Σπύρο Καγιαδελάκη κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Κατά τη διάρκεια του περιστατικού ο ίδιος ο Βενιζέλος βρισκόταν στο πολεμικό πλοία Ύδρα. Ο Βενιζέλος τότε μαζί με τον Φούμη και τον Κοτζάμπαση προχώρησε στην σύνταξη διαμαρτυρίας προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, η οποία προξένησε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Στις 22 Φεβρουαρίου εκλέχτηκε μέλος της εξαμελούς διοικητικής επιτροπής των επαναστατών. Με την ιδιότητα αυτή επισκέφθηκε μαζί με τα άλλα μέλη τους ξένους ναυάρχους αρκετές φορές για να συζητήσουν για τον μέλλον της Κρήτης. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ξέσπασε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 αναγκάζοντας την Ελλάδα να αποσύρει την ναυτική μοίρα από την Κρήτη. Στις αρχές του καλοκαιριού πραγματοποιήθηκε η πρώτη επαναστατική συνέλευση ενώ στις 26 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη, στους Αρμένους Αποκορώνου, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλέχτηκε μέλος της τριμελούς επιτροπής που θα ανακοίνωνε τις αποφάσεις της συνέλευσης στις Μεγάλες Δυνάμεις. Στην τρίτη συνέλευση, στις Αρχάνες εκλέχτηκε πρόεδρός της. Στη συνέλευση αυτή υποστήριξε την άποψη περί ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα απορρίπτοντας την ιδέα της αυτονομίας. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη οδηγώντας αρκετές φορές τους συμμετέχοντες σε ακραίες ενέργειες. Η κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα όταν ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αρνήθηκαν να υπογράψουν την διακήρυξη περί αυτονομίας με αποτέλεσμα να προκληθούν επεισόδια. Τελικά ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να διακόψει την συνεδρίαση και να αποχωρήσει. Για την κίνησή του αυτή του αφαιρέθηκε η προεδρία και του απαγορεύθηκε η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του σώματος. Τελικά η διακήρυξη περί αυτονομίας ψηφίστηκε.
Μετά τα γεγονότα αυτά ο Βενιζέλος ταξίδεψε στην Αθήνα, από όπου επέστρεψε μαζί με τον Κρητικό πολιτικό Ιωάννη Σφακιανάκη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εν τω μεταξύ είχαν αποδεχθεί σχέδιο περί αυτονόμησης του νησιού. Το νέο καθεστώς θεωρήθηκε, από τον Βενιζέλο και τους οπαδούς του, μεταβατικό και προσωρινό. Έλαβε μέρος στη συνέλευση του Μυλοποτάμου, καθώς και στις συνεδριάσεις της εκτελεστικής επιτροπής, που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το σχήμα αυτονομίας. Τελικά αποφασίστηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να διατηρήσει μια μορφή κυριαρχίας και να διοριστεί ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας. Ο τελευταίος διόρισε με τον ερχομό του μια δεκαεξαμελή επιτροπή με κύρια αρμοδιότητα την εκπόνηση νομοθετικής εργασίας, που επρόκειτο να ψηφιστεί από την γενική συνέλευση, όταν αυτή θα συνερχόταν. Σε αυτή την επιτροπή συμμετείχε και ο Βενιζέλος. Λόγω της νέας μορφής διοίκησης προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 24 Ιανουαρίου 1898, στις οποίες ο Βενιζέλος εκλέχτηκε αντιπρόσωπος Χανίων. Η συμβολή του στη σύνταξη του συντάγματος ήταν καθοριστική, κατακρίθηκε όμως για τις ασάφειές του και την υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή. Ακολούθως διορίστηκε σύμβουλος (υπουργός) επι της δικαιοσύνης στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1901. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε τα δικαστήρια συντάσσοντας κώδικα δικαστηρίων, εκσυγχρόνισε τα δικαστήρια και εισήγαγε νέα συστήματα στην αστυνομία.
Παρά την επιτυχία του στον υπουργικό θώκο σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον Ύπατο Αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος κυβερνούσε αυταρχικά χειριζόμενος μόνος του την εξωτερική πολιτική της Κρητικής Πολιτείας χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις συμβουλές και τις απόψεις των υπουργών του. Ο Βενιζέλος θεωρούσε απαραίτητη την ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομο πριγκιπάτο, έτσι ώστε να επέλθει με πιο θεσμικό τρόπο η ένωση με την Ελλάδα. Επιπλέον με την ανακήρυξη της αυτονομίας η συνέλευση, κατά τον Βενιζέλο, θα έπρεπε να προχωρήσει στην εκλογή ανώτατου άρχοντα, τερματίζοντας την κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί. Αντίθετα ο Ύπατος Αρμοστής δεν συμμεριζόταν την προσέγγιση του Βενιζέλου, έχοντας ήδη αρχίσει να ακολουθεί την δική του, η οποία όμως δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Παράλληλα στον αθηναϊκό τύπο δημοσιεύονταν αιχμηρά άρθρα εναντίον των απόψεων του Βενιζέλου, ο οποίος χαρακτηριζόταν ανθενωτικός. Στις 5 Μαρτίου 1901 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή. Στις 18 Μαρτίου υπέβαλε για δεύτερη φορά την παραίτησή του για λόγους που αφορούσαν την κακή σχέση του με τους συναδέλφους και τον Ύπατο Αρμοστή. Ούτε όμως αυτή τη φορά έγινε αποδεκτή. Δύο μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου, με διάταγμα που εκδόθηκε και ήταν βαρύτατα προσβλητικό, ο Βενιζέλος απολύθηκε από την θέση του. Σημαντική συμμετοχή στην όλη διαμάχη φαίνεται να είχε ο Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, γραμματέας του Ύπατου Αρμοστή, ο οποίος, σε μυστική έκθεση προς την κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, χαρακτήριζε τον Βενιζέλο όργανο των ξένων δυνάμεων, φρόντιζε συνεχώς να φτάνουν στο υπουργείο εξωτερικών αναφορές που τον παρουσίαζαν ξενοκίνητο, ενώ σταθερά, όπως και το αυλικό περιβάλλον, διοχέτευε στον αθηναϊκό τύπο δυσμενή άρθρα εναντίον του.
Για να αμυνθεί απέναντι στις επιθέσεις που αισθανόταν ότι του γίνονταν, ο Βενιζέλος εγκαινίασε μια σειρά άρθρων με τον τίτλο "Γεννηθήτω Φώς" στην εφημερίδα "Κήρυξ των Χανίων", στα οποία περιέγραφε την πολιτική του Ύπατου Αρμοστή. Μεταξύ των επιθέσεων που δέχθηκε δριμύτερη ήταν του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου, ο οποίος τον χαρακτήρισε προδότη. Ο Βενιζέλος απάντησε με νέο άρθρο, για το περιεχόμενο του οποίου μηνύθηκε από τον Μητροπολίτη και καταδικάστηκε σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση, την οποία εξέτισε στη φυλακή Ιτζεδίν. Στις εκλογές του 1903 το κόμμα του Βενιζέλου ηττήθηκε εκλογικά αναδεικνύοντας πέντε βουλευτές. Ύστερα από συνεννοήσεις με άλλες ηγετικές μορφές της πολιτικής σκηνής τέθηκε επικεφαλής της "Ηνωμένης Αντιπολίτευσης", η οποία στις 26 Φεβρουαρίου 1905 διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα, και, σε περίπτωση αδυναμίας, την αυτονομία της νήσου, καθώς και την αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 23 Μαρτίου 1905 ο Βενιζέλος μαζί με χίλιους ενόπλους συγκεντρώθηκαν στον Θέρισο. Σύντομα κατέφθασαν εκεί άλλοι επτά χιλιάδες πολεμιστές από διάφορα σημεία της Κρήτης. Στις 20 Απριλίου η Συνέλευση κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα και ζήτησε από τον Ύπατο Αρμοστή να πληροφορήσει γι’ αυτή την εξέλιξη τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες όμως αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ανακήρυξη. Τον Μάιο πραγματοποιήθηκαν εκλογές, στις οποίες η παράταξη του Βενιζέλου, του Φούμη και του Πωλογεωργάκη συγκέντρωσε 33.279 ψήφους αναδεικνύοντας 39 αντιπροσώπους, έναντι 78 αντιπροσώπων του πρίγκιπα Γεωργίου. Στις 15 Ιουλίου οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους επαναστάτες, τελεσίγραφο που δεν έγινε δεκτό. Όταν έληξε η προθεσμία, οι Μεγάλες Δυνάμεις κήρυξαν στρατιωτικό νόμο. Μετά από συμβουλή του πρωθυπουργού της Ελλάδας Δημητρίου Ράλλη, ο Ύπατος Αρμοστής ζήτησε από την Συνέλευση να προχωρήσει στην αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 2 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος και οι επαναστάτες παρέδωσαν τα όπλα. Παράλληλα οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μια διερευνητική επιτροπή για να αξιολογήσουν την κατάσταση στο νησί. Στις 23 Ιουλίου 1906 αποφασίστηκε η διεθνής δύναμη που βρισκόταν στο νησί να αποχωρήσει, να ανατεθεί η ασφάλεια του νησιού σε Έλληνες αξιωματικούς, που θα έπρεπε όμως να αποχωρήσουν από τον ελληνικό στρατό, να οργανωθεί εκ νέου η πολιτοφυλακή, να δοθεί δάνειο 9.300.000 φράγκων στην Κρητική Πολιτεία και να υπάρξει πλήρης ισότητα χριστιανών και μουσουλμάνων. Αν και η ελληνική κυβέρνηση και το παλάτι διαφωνούσαν με την λύση, ο Βενιζέλος, καθώς και ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος, τάχθηκαν υπέρ αυτού του σχεδίου, με αποτέλεσμα ο πρίγκιπας Γεώργιος να παραιτηθεί από τη θέση του Ύπατου Αρμοστή για να διευκολύνει την κατάσταση. Ως αντικαταστάτης του επιλέχθηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Στις 12 Οκτωβρίου 1908 η Συνέλευση επικύρωσε τις αλλαγές και όρισε πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή. Σε αυτήν ο Βενιζέλος ανέλαβε τα υπουργεία εξωτερικών και δικαιοσύνης. Στις 29 Ιουλίου 1909 οι δυνάμεις του διεθνούς στρατού αποχώρησαν από την Κρήτη. Στις εκλογές του Μαρτίου 1910 εκλέχτηκε πρόεδρος της Συνέλευσης και πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Τον ίδιο μήνα εκδόθηκε το ψήφισμα για ένωση με την Ελλάδα. Τον Μάιο του 1910 οι Χριστιανοί της Κρήτης επανέλαβαν το αίτημά τους για την ένωση με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος, ύστερα από παρότρυνση και της κυβέρνησης Δημητρίου Ράλλη, κατάφερε να ηρεμήσει τους Κρητικούς και να τους πείσει να αποφύγουν τις ακραίες ενέργειες. Στο μεταξύ στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1909, εκδηλώθηκε το επαναστατικό κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί, με αφορμή την παρατεταμένη πολιτική κρίση μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία το 1897 και από τον Δεκέμβριο του 1909 άρχισαν οι επαφές με τον Βενιζέλο για συμμετοχή του στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος μετά το ξέσπασμα του κινήματός προσέγγισε τον Δημήτριο Γούναρη για να σχηματίσει κυβέρνηση, μετά όμως την άρνησή του, καθώς και του Νικολάου Ζορμπά, αναζήτησε νέο πρόσωπο. Μετά από πρόταση κάποιου αξιωματικού, αποφασίστηκε να κληθεί στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος ήταν γνωστός για την πολιτική του δράση στην Κρήτη και είχε ήδη υποστηρίξει το κίνημα σε μια σειρά δέκα άρθρων που δημοσίευσε στην εφημερίδα "Κήρυξ Χανίων". Στις 22 Δεκεμβρίου 1909 ο λοχαγός Ιουλιανός Κονταράτος μετέβη στα Χανιά για να του δώσει επιστολή του Στρατιωτικού Συνδέσμου, με την οποία τον καλούσε στην Ελλάδα για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο Βενιζέλος με δική του επιστολή διευκρίνισε πως δεν ενδιαφερόταν για την πρωθυπουργία και ότι θα ερχόταν στην Αθήνα ως πολιτικός σύμβουλος του Συνδέσμου. Στις 28 Δεκεμβρίου έφτασε στον Πειραιά και άρχισε επαφές με τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου καθώς και με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων. Βασικές προτάσεις του, που έγιναν αποδεκτές από τον Σύνδεσμο, αλλά και από αρκετούς πολιτικούς, ήταν η, αντισυνταγματική, σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής, και όχι συντακτικής (χωρίς να τίθεται έτσι πολιτειακό ζήτημα), η διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου μετά την σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής, η απομάκρυνση των βασιλοπαίδων από τον στρατό και ο διορισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Δραγούμη.
Την 1η Φεβρουαρίου 1910 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Βουλής σχετικά με την ψήφιση της προτάσεως περί αναθεωρήσεως μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος, πρόταση που ψηφίστηκε με 150 ψήφους υπέρ και 11 κατά. Κατά την προεκλογική περίοδο ο Βενιζέλος έλειπε στο εξωτερικό, στην Ελβετία και την Ιταλία επιστρέφοντας οκτώ ημέρες μετά την διεξαγωγή των εκλογών. Κατά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 η παράταξη του Βενιζέλου (Λαϊκοί) κέρδισε 45 έδρες έναντι 210 των συνασπισμένων παλαιών κομμάτων (Γ.Θεοτόκης, Δ.Ράλλης, Αλ.Ζαΐμης), επί συνόλου 362 εδρών. Υπολογίσιμο αριθμό αποτελούσαν και οι βουλευτές που είχαν εκλεγεί με ανεξάρτητα ψηφοδέλτια και οι οποίοι υποστήριζαν την σύγκληση συντακτικής συνέλευσης. Ο ίδιος ο Βενιζέλος εκλέχτηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας λαμβάνοντας 32.765 ψήφους σε σύνολο 38.800 ψήφων. Στις 22 Αυγούστου ο Βενιζέλος ίδρυσε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση η αναθεωρητική Βουλή. Δύο ημέρες αργότερα ο Βενιζέλος εκφώνησε λόγο σε συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της αναθεωρητικής Βουλής. Στις 12 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Δραγούμη παραιτήθηκε και λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου 1910, ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση, στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Εμμανουήλ Ρέπουλης, Νικόλαος Δημητρακόπουλος, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τα υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών. Αν και η αντιπολίτευση, η οποία είχε συγκεντρώσει το 65% των ψήφων, και οι ανεξάρτητοι βουλευτές έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, υπό τη μορφή ανοχής, ο Βασιλιάς, ύστερα από συνεννόηση με τον Βενιζέλο, δημοσίευσε στις 12 Οκτωβρίου διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών στις 28 Νοεμβρίου. Η αντισυνταγματική ενέργεια του Βασιλιά προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης (Ράλλης, Μαυρομιχάλης, Θεοτόκης), η οποία δήλωσε ότι θα απείχε από την εκλογική διαδικασία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Αντίθετα οι "Κοινωνιολόγοι" υπο την προεδρία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου φάνηκαν να είναι θετικοί ως προς την διάλυση της Βουλής υποστηρίζοντας τις κινήσεις Βενιζέλου. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 το κόμμα των Φιλελευθέρων αναδείχθηκε νικητής συγκεντρώνοντας 307 από τις 362 έδρες.
Η συζήτηση για το νέο σύνταγμα ολοκληρώθηκε σε 42 συνεδριάσεις της ολομέλειας της Βουλής, από τις οποίες ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμμετείχε στις 41. Το νέο σύνταγμα δημοσιεύθηκε την 1η Ιουνίου 1911 και περιελάμβανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που απέβλεπαν στην επιβολή της αρχής της νομιμότητας, στην καθιέρωση της ασφάλειας δικαίου και της ασφάλειας των συναλλαγών. Μαζί με το νέο σύνταγμα ψηφίστηκε και μία σειρά οργανικών νόμων εγκαινιάζοντας έτσι μια σειρά από μεταρρυθμιστικά μέτρα. Συνοπτικά καθιέρωσε μέτρα προστασίας των εργαζομένων, όπως η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων καθώς και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια, τεμάχισε τεράστιες εκτάσεις στη Θεσσαλία μοιράζοντάς τες σε 4.000 οικογένειες, βελτίωσε την απονομή δικαιοσύνης, και αναμόρφωσε το φορολογικό σύστημα. Εκτός από την συνταγματική και διοικητική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου, σημαντικές πρωτοβουλίες αναλήφθηκαν και στον στρατιωτικό τομέα. Κατόπιν προσωπικής του εντολής ζητήθηκε η συνδρομή της Γαλλίας και της Αγγλίας για να εκπαιδεύσουν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Αν και το παλάτι προέβαλε αντιρρήσεις, τηρώντας φιλογερμανική στάση, σχετικά με τον ερχομό αυτής της ομάδας, τελικά η ομάδα των εκπαιδευτών ήρθε στις αρχές του 1911. Σε αντάλλαγμα, υπό την μορφή συμβιβασμού, ο Βενιζέλος κατέθεσε νομοσχέδιο για την επιστροφή των πριγκήπων στον ελληνικό στρατό, νομοσχέδιο που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Επίσης αύξησε τον αριθμό των στρατιωτών, παρήγγειλε τουφέκια και πολεμικό υλικό και αναδιοργάνωσε το Βασιλικό Ναυτικό. Μια από τις πρώτες κινήσεις του ήταν να διορίσει υπασπιστή του τον Ιωάννη Μεταξά. Η πρώτη και οι επόμενες κυβερνήσεις του Βενιζέλου υλοποίησαν σημαντικές αλλαγές σε διαφόρους τομείς όπως στην εργασία, στην κοινωνική πολιτική, στην υγεία, στην πρόνοια, στην εκπαίδευση και στη γεωργία, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός σύγχρονου αστικού κράτους, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
α. Εργατική Πολιτική
Η εργατική πολιτική του Βενιζέλου χωρίζεται σε δύο περιόδους, αυτή του 1910 – 1920, (η οποία θεωρείται και η σπουδαιότερη διότι τότε τέθηκαν οι βάσεις της εργατικής πολιτικής για την Ελλάδα) και εκείνη του 1928 – 1932. Με τον Νόμο 281 του 1914 ρυθμίστηκε νομοθετικά ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Ακόμα το 1914 ψηφίστηκε ο Νόμος 551, ο οποίος κατοχύρωνε την αποζημίωση για τα εργατικά ατυχήματα. Το 1914 με το Νόμο 271 ρυθμίστηκε ο χρόνος εργασίας στα καταστήματα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή εκείνη. Επιπλέον ο Βενιζέλος δημιούργησε το Υπουργείο Γεωργίας Εμπορίου και Βιομηχανίας, που, σε συνδυασμό με το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, έβαλαν τις βάσεις για μια σωστή θεσμική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Την περίοδο 1914-1915 ο Ελευθέριος Βενιζέλος δημιούργησε Εμπορικά Βιομηχανικά Επιμελητήρια και Γεωργικούς Συνεταιρισμούς. Κατά την περίοδο 1917-1920 δημιουργήθηκε η Επιθεώρηση Εργασίας και προβλέφθηκαν ποινικές κυρώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών. Απαγορεύτηκαν τα μικτά συνδικάτα Εργατών-Εργοδοτών και κατοχυρώθηκαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Το 8ωρο της εργασίας εισήχθη σε πολλές ελληνικές βιομηχανίες, αυστηροποιήθηκαν οι όροι της παιδικής εργασίας και εισάχθηκε στην νομοθεσία η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ακόμα καθιερώθηκε η Πανελλαδική Κυριακάτικη Αργία. Με την ανάπτυξη των Εργατικών Συνεταιρισμών ιδρύθηκε παράλληλα ειδικό τμήμα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Τα ταμεία συντάξεων και αλληλοβοήθειας υποβοηθήθηκαν και ενισχύθηκαν από το κράτος, ώστε να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν, καλύπτοντας όλους τους τομείς εργασίας.
β. Αγροτική Πολιτική
Η Αγροτική Πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου μέσω των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 1910 – 1920 ήταν ριζοσπαστική για την εποχή εκείνη. Η αναδιανομή των τσιφλικιών ήταν από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Στην Θεσσαλία από τα 7 περίπου εκατομμύρια στρέμματα εύφορης γης τα 4.800.000 ανήκαν σε 250 μεγαλογαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα η γη να βρίσκεται στα χεριά λίγων, ενώ η πλειοψηφία τον αγροτών ήταν ουσιαστικά δουλοπάροικοι. Ο Βενιζέλος θέσπισε, με το άρθρο 17 του Συντάγματος, το δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών από το κράτος. Την 21η Ιουλίου 1917 η μεταρρύθμιση επικυρώθηκε από τη Βουλή με την ψήφιση νομοθετημάτων για την αναγκαστική απαλλοτρίωση αγροτικών ακινήτων και την παραχώρηση κτημάτων του κράτους σε καλλιεργητές για το σχηματισμό μικρών ιδιοκτησιών. Στα χρόνια του 1910-1932 ο Βενιζέλος ίδρυσε το Υπουργείο Γεωργίας, συνέστησε αγροτικά επιμελητήρια και συνεταιρισμούς, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους και ίδρυσε την Αγροτική Τράπεζα.
γ. Δημόσια Υγεία
Στον Τομέα της Υγείας έγινε το 1917 ένα σημαντικό βήμα με την ίδρυση Υπουργείου Περιθάλψεως, που αργότερα ονομάστηκε Υπουργείο Υγείας. Με τον Νόμο 4063/1912 καθορίστηκαν οι όροι άσκησης της ιατρικής, αλλά και του νοσηλευτικού επαγγέλματος (1914). Η ψήφιση του Νόμου 346 της 01/11/1914 «Περί επιβλέψεως της Δημόσιας Υγείας» κατέστησε το κράτος υπεύθυνο για την Υγεία των Ελλήνων πολιτών αποτελώντας παράλληλα σημαντική εξέλιξη για την Δημόσια Υγεία σε Εθνική Κλίμακα. Την περίοδο εκείνη η Ελλάδα υπέφερε από μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας λόγω διαφόρων ασθενειών. Ο Βενιζέλος μερίμνησε επί του θέματος και με Υπουργό Υγείας το ιατρό Αλέξανδρο Παππά το 1928 άρχισε τη ριζική αναδιοργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών. Απευθύνθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, στο τμήμα Διεθνούς Υγείας και έτσι επιτροπή ξένων εμπειρογνωμόνων επισκέφτηκε τη χώρα μας και στις αρχές του 1929 παρέδωσε την έκθεσή της στην ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής ιδρύθηκαν Αυτοτελές Υπουργείο Υγιεινής, Υγειονομικό Κέντρο Αθηνών, Υγειονομικά Κέντρα σε κάθε περιφέρεια της χώρας και Υγειονομική Σχολή Αθηνών.
Αυτές οι πρωτοβουλίες συνέβαλαν σημαντικά ώστε η Ελλάδα να αντιμετωπίσει εν μέρει το πρόβλημα. Την περίοδο 1928-1932 ελήφθησαν μέτρα για την βελτίωση της υγείας του παιδιού, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον μαθητικό πληθυσμό με ενημερώσεις και ιατρικές εξετάσεις. Επιπλέον συστάθηκαν ιατρικά κέντρα που παρείχαν ιατρική περίθαλψη και εξέταζαν μαθητές, ενώ το 1929 εγκαινιάστηκε ο θεσμός του «Σχολίατρου» και της «Σχολικής Νοσοκόμας». Ο Βενιζέλος ίδρυσε ξεχωριστό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ανεξάρτητο από το Υπουργείο Υγιεινής ώστε να υπάρχει σχολαστική μέριμνα για την Υγεία των Πολιτών και ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων. Όμως ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της κυβερνητικής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα υπήρξε η προσπάθεια δημιουργίας του θεσμού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τον Νόμο 5733/1932, που ωστόσο ακυρώθηκε και δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, λόγω της ανόδου του Π. Τσαλδάρη στην εξουσία (εφαρμόστηκε αργότερα από τον Ιωάννη Μεταξά).
δ. Φορολογική Μεταρρύθμιση
Σημαντική πτυχή της πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν η τροποποίηση της φορολογίας υπέρ των Λαϊκών Τάξεων. Οι κυβερνήσεις του Βενιζέλου της περιόδου 1910– 1920 κατήργησαν όλους του μέχρι τότε ισχύοντες νόμους για τους άμεσους φόρους και εισήγαγαν φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Σημαντικότερη ήταν η ψήφιση το 1917 του πολεμικού φόρου επί των έκτακτων κερδών.
ε. Εκπαιδευτική Πολιτική
Στον τομέα της Δημόσιας Παιδείας η Κυβέρνηση Βενιζέλου ανάπτυξε σοβαρή δραστηριότητα αρχικά με την κατασκευή 3.200 σχολείων ανά την Ελλάδα. Ακόμα ιδρύθηκαν τα κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, γεωργικά, βιοτεχνικά, ναυτικά, εμπορικά, οικοκυρικά. Ταυτόχρονα ιδρύθηκαν σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες και νυχτερινές σχολές. Τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης έγιναν εξατάξια γυμνάσια, ενώ οργανώθηκαν και πρακτικά λύκεια. Με τους νόμους 4376 και 4605 του 1930 ιδρύθηκαν πειραματικά σχολεία στα Πανεπιστήμια, στα οποία οι φοιτητές των καθηγητικών σχολών ασκούνταν στη διδακτική. Ακόμα καθιερώθηκε η Δημόσια-Δωρεάν Υποχρεωτική Πρωτοβάθμια εκπαίδευση με παράλληλη προσπάθεια για καλύτερη ποιότητα παιδείας.
Έγιναν διπλωματικές επαφές, με στόχο να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη για να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των εκεί χριστιανικών πληθυσμών. Σε περίπτωση αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων, σχεδιαζόταν να εκδιωχθεί η Τουρκία από τα Βαλκάνια. Αυτό φαινόταν εφικτό, επειδή μετά την εισαγωγή Συντάγματος, ο διοικητικός μηχανισμός της Τουρκίας είχε αποδιοργανωθεί, δεν είχε στόλο για να μεταφέρει δυνάμεις από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Ο Βενιζέλος ήταν ενήμερος για τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, σχετικά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύντομο διάστημα και τον αναπόφευκτο πόλεμο για τη διανομή των εδαφών, αλλά δεν ήθελε να γίνουν άμεσα κινήσεις από τις βαλκανικές χώρες, μέχρι να αναδιοργανωθεί στρατιωτικά η χώρα (προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από την τελευταία κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη) και να είναι απολύτως έτοιμη, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα. Πρότεινε στην Τουρκία να αναγνωρίσει στους Κρητικούς το δικαίωμα να στέλνουν βουλευτές στην ελληνική Βουλή, ούτως ώστε να κλείσει το Κρητικό Ζήτημα. Οι Νεότουρκοι (που είχαν αποκτήσει επιρροή μετά τη νίκη της Τουρκίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897) απειλούσαν ότι θα κάνουν στρατιωτικό περίπατο μέχρι την Αθήνα, αν η τελευταία επέμενε σε τέτοιες αξιώσεις, προκαλώντας την τιμή και τα πληγωμένα από την ήττα του 1897 πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων.
Ήταν επομένως μονόδρομος για τον Βενιζέλο η συμμαχία με τις άλλες βαλκανικές χώρες, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο. Έπεισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε κάποια βασιλική γιορτή στη Σόφια και οργάνωσε επίσκεψη στην Αθήνα Βούλγαρων φοιτητών, το 1911, που έγινε σε πολύ καλό κλίμα. Τον Μάιο του 1912 Ελλάδα και Βουλγαρία υπέγραψαν συνθήκη. Αλλά οι σφαγές των Κοτσάνων και της Μπράνας επέσπευσαν τις εξελίξεις. Η Σερβία και η Βουλγαρία που είχαν υπογράψει μεταξύ τους μυστική συνθήκη συμμαχίας, προσκάλεσαν την Ελλάδα τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου 1912 να πάρει μέρος μαζί τους στον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Ο Βενιζέλος είχε προσεγγίσει χωρίς αποτέλεσμα τους Τούρκους για το Κρητικό Ζήτημα και επιπλέον, δεν ήθελε να βρεθεί η Ελλάδα σε θέση όπως με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877, όταν παρέμεινε αδρανής ενώ οι άλλοι βαλκανικοί λαοί πολέμησαν με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο στη συνθήκη ειρήνης. Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1912 κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία. Ήταν ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Την 1 Οκτωβρίου, συνήλθε σε τακτική σύνοδο η Βουλή, όπου αναγγέλθηκε η κήρυξη του πολέμου, έγιναν δεκτοί οι Κρήτες βουλευτές, τους οποίους προσφώνησε ο ίδιος ο Βενιζέλος και κηρύχθηκε η ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός υποδέχθηκε τις εξελίξεις αυτές με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ο στρατός, με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο, προέλασε προς τη Μακεδονία, επιτυγχάνοντας αλλεπάλληλες νίκες και στις 26 Οκτωβρίου 1912 κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Σ' αυτή την περίοδο σημειώθηκε η γνωστή διαφωνία με τον διάδοχο Κωνσταντίνο Α', για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει ο στρατός και ποιες πόλεις θα έπρεπε να απελευθερωθούν πρώτα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανίζονταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι, αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, θα προωθούσαν μία εικόνα άναρχης πόλης και μίας Ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει την μεταφορά δυνάμεως της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Νοεμβρίου, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία υπέγραψαν ανακωχή με την Τουρκία. Η Ελλάδα συνέχιζε τον πόλεμο στο μέτωπο της Ηπείρου. Ακολούθησε συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, όπου η Ελλάδα πήρε μέρος, αν και δεν είχαν τελειώσει οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Η συνδιάσκεψη αυτή κατέληξε στη Συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων και της Τουρκίας, ουσιαστικά σύμφωνα με τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Γρήγορα εντούτοις οι Βούλγαροι, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια και να αποκτήσουν διέξοδο στη θάλασσα, προέβαλαν υπερβολικές αξιώσεις. Και η Σερβία ζητούσε περισσότερα εδάφη απ' όσα είχε προσυμφωνήσει με τους Βουλγάρους, επειδή τους βοήθησε στη Θράκη πέρα απ' όσο είχε συμφωνηθεί. Ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου ότι η Θεσσαλονίκη ανήκε στην Ελλάδα, αφού άλλωστε πρώτος την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Η ρήξη μεταξύ των συμμάχων λόγω της τακτικής των Βουλγάρων και ειδικότερα της τακτικής του πρωθυπουργού τους Στογιάν Δάνεφ, ήταν αναπόφευκτη. Έτσι η Βουλγαρία βρέθηκε απέναντι σ' ένα ενιαίο μέτωπο Ελλάδας - Σερβίας, οι οποίες στις 19 Μαΐου 1913 υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Ιουνίου 1913 κηρύχθηκε ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος. Ο βασιλιάς πλέον Κωνσταντίνος (μετά την δολοφονία του Γεωργίου Α') έδιωξε τις βουλγαρικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη, και στη συνέχεια κατήγαγε αλλεπάλληλες νίκες επί του βουλγαρικού στρατού. Νικημένοι από τους Έλληνες και τους Σέρβους και ενώ ο ρουμανικός στρατός προήλαυνε προς τη Σόφια φτάνοντας σε απόσταση σαράντα χιλιομέτρων από το κέντρο της, οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ο Βενιζέλος πήγε στο Χατζή Μπεϊλίκ, έδρα του ελληνικού στρατηγείου, όπου προσδιόρισε μαζί με τον Κωνσταντίνο τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. Κατόπιν αναχώρησε για το Βουκουρέστι, όπου συνήλθε η συνδιάσκεψη. Στις 28 Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Ρουμανία αφενός και από τη Βουλγαρία αφετέρου. Οι αξιώσεις της Ελλάδας έγιναν όλες δεκτές. Ο Βενιζέλος γνωστοποίησε αυθημερόν με τηλεγράφημα στον βασιλιά την υπογραφή της συνθήκης. Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν η εξής: "Ευχαριστώ υμάς επί τη αναγγελία της υπογραφής της ειρήνης. Ο Θεός πλουσιοπαρόχως ηυλόγησε τας προσπαθείας ημών. Εν ονόματι του έθνους και εμού εκφράζω υμίν τας βασιλικάς μου ευχαριστίας. Νέα και ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών. Εις πίστωσιν δε της ευγνωμοσύνης και της προς υμάς υπολήψεώς μου απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του βασιλικού μου Τάγματος του Σωτήρος. Η πατρίς σάς είναι ευγνώμων". Και η απάντηση του Βενιζέλου: "Βαθύτατα συγκεκινημένος από το τηλεγράφημα της Υμετέρας Μεγαλειότητος, παρακαλώ αυτήν ευλαβώς να δεχθή την έκφρασιν της αναλλοιώτου μου ευγνωμοσύνης διά την επιεική εκτίμησιν των υπηρεσιών μου. Με το ευτυχές τέρμα και του δευτέρου πολέμου υπό τον μέγαν στρατηλάτην βασιλέα, όστις διά του ξίφους του εμεγάλωσε την Ελλάδα, η φιλτάτη πατρίς καταλαμβάνει την ανήκουσαν αυτή θέσιν εν τω κόσμω και με σταθερόν βήμα θέλει χωρήσει εις ευρύτατον μέλλον, ασφαλίζουσα το μεγαλείον και την ευημερίαν αυτής".
α. Ουδετερότητα 1914-1916
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε όταν στις 15 Ιουνίου/28 Ιουνίου του 1914, δολοφονήθηκε από τον Σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ ο Αρχιδούκας της Αυστρίας και διάδοχος του θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος στο Σεράγεβο, πόλη που ανήκε τότε στην Αυστροουγγαρία. Η Αυστρία απηύθυνε τελεσίγραφο στη Σερβία, η οποία το απέρριψε. Τα γεγονότα προχώρησαν με ταχύ ρυθμό και στις 22 Ιουλίου η Αγγλία εισήλθε στον πόλεμο. Η Ελλάδα αρχικά τήρησε ουδέτερη στάση, αλλά ήταν ξεκάθαρη η διχογνωμία απόψεων μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος υποστήριζε την Αντάντ (συμμαχία Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας), ο Κωνσταντίνος A' όμως, λόγω και της συγγένειας του με την γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, εμπιστευόταν την, κατ' αυτόν, γερμανική υπεροχή. Με αφορμή επιστολή-απάντηση του Βασιλιά σε ερώτημα του Άγγλου ναυάρχου Καρ, η οποία, κατά τον Βενιζέλο, υποδήλωνε μεταβολή της συμφωνημένης εξωτερικής πολιτικής, ο Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτηση του στις 25 Αυγούστου 1914. Ο Βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει δεκτή την παραίτηση του, αλλά η ρήξη ήταν προδιαγεγραμμένη. Η απομάκρυνση του φιλοβασιλικού Γεωργίου Στρέϊτ, υπουργού επί των εξωτερικών, η παύση του υποστράτηγου Βίκτωρα Δούσμανη από την αρχηγία του επιτελείου και τέλος η άρνηση του Βασιλιά να ικανοποιήσει το αίτημα για συμμετοχή της Ελλάδας στις επιχειρήσεις των Δαρδανελίων επέφερε το τέλος της συνεργασίας Βενιζέλου-Βασιλιά, το οποίο επισημοποιήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1915, όταν ο Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτηση του, η οποία έγινε δεκτή και πήγε για ταξίδι ξεκούρασης και αναψυχής στην Αίγυπτο. Μέχρι τότε η Ελλάδα παρέμενε εκτός της σύρραξης. Η Βουλή διαλύθηκε μετά από βασιλικό διάταγμα και έγιναν εκλογές στις 31 Μαΐου 1915, τις οποίες ο Βενιζέλος παρακολούθησε από τη Μυτιλήνη, και οι οποίες έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων (185 επί συνόλου 316 εδρών). Ο βασιλιάς με βαριά καρδιά και απογοητευμένος, αφού πίστευε ότι η πολεμική του δράση θα ανταμειβόταν και στην κάλπη από τον ελληνικό λαό, ο οποίος τον αποθέωνε δυο χρόνια πριν κατά την επιστροφή από το μέτωπο και εκδήλωνε ακόμα την αγάπη του, έδωσε εντολή στο Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση, ψάχνοντας όμως αφορμές, από την επόμενη κιόλας μέρα, για να σύρει τη χώρα σε νέες εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για δύο ακόμα μήνες μέχρι τον Αύγουστο του 1915, συνέχισε να κυβερνά την χώρα η ηττημένη εκλογικά πρώην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη, αφού ο βασιλιάς προφασιζόμενος ασθένεια καθυστερούσε να προχωρήσει στη σύγκληση της νέας Βουλής. Τελικά, όταν συγκλήθηκε η νέα Βουλή, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, τόνισε σε κοινοβουλευτική ομιλία του ότι η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη, εκτός αν έκτακτες περιστάσεις την υποχρέωναν να αλλάξει γραμμή πλεύσης, μη θέλοντας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα να οξύνει περισσότερο τα πράγματα, και ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έβλεπε τα πράγματα καθαρότερα στο μέλλον.
Τον Σεπτέμβριο 1915 η Βουλγαρία προσχώρησε στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και κήρυξε επιστράτευση. Ήταν ευκαιρία για τη Βουλγαρία να ξεπλύνει την ήττα του Β' Βαλκανικού Πολέμου και να επεκτείνει τα εδάφη της. Η Ελλάδα κήρυξε επίσης επιστράτευση αλλά προέκυψε διχογνωμία μεταξύ Κωνσταντίνου – Βενιζέλου, σχετικά με τις υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στη Σερβία από την συνθήκη που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες το 1913, με την οποία η Ελλάδα είχε υποσχεθεί να προστρέξει σε βοήθεια της Σερβίας σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση. Ο Βενιζέλος, ευρισκόμενος σε αδιέξοδο και μη δυνάμενος να δράσει όπως ήθελε, παραιτήθηκε. Σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη στην οποία συμμετείχαν οι αρχηγοί όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μετά από λίγο καιρό όμως παραιτήθηκε και η κυβέρνηση Ζαΐμη, καθώς ο βασιλιάς κωλυσιεργούσε να απαντήσει στις δυνάμεις της Αντάντ, που πίεζαν για έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό τους και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, στην οποία πήραν μέρος όλοι όσοι συνέπραξαν στην προηγούμενη κυβέρνηση Ζαΐμη.
Η κυβέρνηση του υπέργηρου Σκουλούδη (80 ετών), χωρίς αποτέλεσμα επίσης, διέλυσε τη Βουλή και διεξήγαγε εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν πήρε μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θεωρώντας τες άκυρες, στην πραγματικότητα όμως για να στηλιτεύσει την βασιλική ανάμειξη στις πολιτικές υποθέσεις και επειδή φοβόταν ότι, αν έχανε την εκλογική αναμέτρηση, θα υπήρχε λαϊκή νομιμοποίηση της βασιλικής άποψης περί ουδετερότητας, οπότε θα περιοριζόταν η αντιπολιτευτική δράση της βενιζελικής παράταξης και τα ερείσματά της στο λαό. Εν τω μεταξύ, οι σύμμαχοι της Αντάντ, αποβίβασαν στρατό στη Θεσσαλονίκη, υπό τη γενική διοίκηση του αυταρχικού και υπερόπτη Γάλλου στρατηγού Σαρράιγ, ανοίγοντας το Βαλκανικό Μέτωπο. Στα αγγλογαλλικά στρατεύματα προστέθηκαν λίγο αργότερα 130.000 Σέρβοι στρατιώτες μεταφερόμενοι με πλοία από την Κέρκυρα, όπου είχαν καταφύγει μαζί με τη σερβική Βουλή και κυβέρνηση, μετά τη συντριβή του σερβικού στρατού από τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας. Σημειωτέον ότι την Κέρκυρα την είχαν καταλάβει τότε οι Δυνάμεις της Αντάντ για να γλιτώσουν το σερβικό στρατό από την πλήρη καταστροφή, χωρίς να ερωτηθεί καν η ελληνική κυβέρνηση, που μη μπορώντας να αντιδράσει, δέχτηκε το γεγονός.
β. Εθνικός Διχασμός 1916-1918
Στις 16 Αυγούστου 1916 έγινε συλλαλητήριο των βενιζελικών στην Αθήνα, όπου με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, που είχε αποβιβαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στο λαό την πλήρη διαφωνία του με τους χειρισμούς του Στέμματος. Τέθηκε επικεφαλής επανάστασης, που ονομάστηκε Κίνημα Εθνικής Άμυνας, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου πήγε και σχημάτισε επαναστατική "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" μαζί με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, χρησιμοποιώντας την ήδη ευρισκόμενη εκεί Κρητική Χωροφυλακή, αφού προηγουμένως στις 25 Σεπτεμβρίου πέρασε από την Κρήτη, η οποία προσχώρησε κι αυτή στην επανάσταση. Ο Βενιζέλος διακήρυξε: ότι "δεν στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων". Προσχώρησαν επίσης στο Κίνημα και τα άλλα νησιά του Αιγαίου. Η διαφωνία του αγγλόφιλου Βενιζέλου με τον γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο, η παραίτησή του Βενιζέλου και ο σχηματισμός στη Θεσσαλονίκη Προσωρινής Κυβέρνησης (26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916), η οποία τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων και κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, ήταν η αιτία για την οποία η Εκκλησία της Ελλάδας εναντιώθηκε και τελικά αφόρισε τον Βενιζέλο.
Στην Αθήνα επενέβη η Αντάντ και υποχρέωσε την κυβέρνηση Σκουλούδη να παραιτηθεί. Σχηματίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Καλογερόπουλο και η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της (διότι ήταν πλέον μεταβατική και διαχειριστική). Τα μέλη της κυβέρνησης Καλογερόπουλου διαφώνησαν μεταξύ τους ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, οδηγώντας έτσι το κυβερνητικό αυτό σχήμα σε παραίτηση. Ακολούθησε ο καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρου ο οποίος δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά και σχημάτισε κυβέρνηση με μη πολιτικά πρόσωπα. Την κυβέρνηση αυτή, η οποία επίσης δεν παρήγαγε κάποιο αποτέλεσμα, διαδέχθηκε νέα υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (ο οποίος λόγω του μετριοπαθούς χαρακτήρα του πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε ως έσχατη λύση στις δύσκολες στιγμές). Οι σύμμαχοι, εκνευρισμένοι από την παρελκυστική πολιτική του βασιλιά, ο οποίος απλώς κέρδιζε χρόνο, αποφάσισαν να τον απομακρύνουν από το θρόνο και την Ελλάδα, και να τον διαδεχθεί ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρος, παραμερίζοντας τον πρωτότοκο Γεώργιο. Στις 29 Μαΐου 1917, ο Κωνσταντίνος αναχώρησε από την Ελλάδα και λίγες μέρες μετά ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση, συγκλήθηκε δε η Βουλή, η οποία είχε προκύψει από τις εκλογές της 31 Μαΐου 1915 (αφού οι ενδιάμεσες Βουλές θεωρήθηκαν αντισυνταγματικές) και η οποία ονομάστηκε Βουλή των Λαζάρων λόγω της ανάστασής της μετά από τόσο καιρό. Στις 11/24 Νοεμβρίου 1916 η ολοκληρωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Όταν η Γερμανία υπέγραψε ανακωχή, συνήλθε στο Παρίσι η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, όπου ο Βενιζέλος παρέστη ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας και προέβαλε τις αξιώσεις της χώρας, οι οποίες έγιναν στο σύνολό τους δεκτές με τις συνθήκες του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920). Ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών η Ελλάδα προσάρτησε (προσωρινά) την Ανατολική Θράκη και την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης στην εκείθεν του Αιγαίου πλευρά. Όντας στη Γαλλία εκείνο τον καιρό, ο Βενιζέλος εκλέχτηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ενώ όμως επρόκειτο να γυρίσει στην Ελλάδα, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του στο σιδηροδρομικό σταθμό από όπου αναχωρούσε το τρένο για την πόλη Λυών, στο Παρίσι, από δύο απότακτους Έλληνες αξιωματικούς, κατά την οποία τραυματίστηκε από πυρά περιστρόφου. Αφού θεραπεύτηκε από τα τραύματά του, γύρισε το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς (1920) στην Αθήνα.
Ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου είχε ως συνέπεια να ανακηρύξει αντιβασιλέα η Βουλή τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Την 1 Νοεμβρίου 1920 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων έλαβε 50,31% του συνόλου των ψήφων (με 110 έδρες), αλλά νικήθηκε από την ενωμένη αντιπολίτευση που είχε λάβει το 49,36% (260 έδρες), λόγω του εκλογικού νόμου, που οδήγησε τις περισσότερες έδρες στην αντιβενιζελική παράταξη. Είναι φανερό πόσο διχασμένος ήταν τότε ο λαός. Ο Βενιζέλος παρά το μεγάλο ποσοστό του κόμματός του, δεν εκλέχτηκε καν βουλευτής. Τη μεθεπομένη σχημάτισε κυβέρνηση ο Δημήτριος Ράλλης, παραιτήθηκε ο Κουντουριώτης και έγινε αντιβασίλισσα η βασιλομήτωρ Όλγα μέχρι να γίνει δημοψήφισμα, το οποίο θα επανέφερε τον εξόριστο Κωνσταντίνο. Στις 4 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος αναχώρησε για το Παρίσι, δηλώνοντας ότι αποσύρεται από την ενεργό πολιτική και σκοπεύει να ιδιωτεύσει, αλλά, αν η χώρα ζητήσει τις υπηρεσίες του στο εξωτερικό, θα είναι στη διάθεσή της. Σύντομα και μετά το δημοψήφισμα της επιστροφής του, την ουσιαστική εξουσία, συνεπικουρούμενος από στελέχη της αντιβενιζελικής παράταξης, ανέλαβε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ετέθη τυπικά επικεφαλής του στρατού. Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1920-1922 που ακολούθησε κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία γίνεται λόγος σε επόμενη παράγραφο.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επανάσταση του 1922, ο Βενιζέλος δέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λωζάνης, όπου στις 24 Ιουλίου 1923 υπέγραψε τη Συνθήκη της Λωζάνης με την Τουρκία. Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 έγιναν εκλογές για συντακτική συνέλευση από τις οποίες απείχε η αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα 250 έδρες για τον Βενιζέλο και 120 για τον Παπαναστασίου, επί συνόλου 397 εδρών. Ο Βενιζέλος εκλέχθηκε βουλευτής στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές (πράγμα που επιτρεπόταν από το εκλογικό σύστημα) και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου έγινε πρόεδρος της Βουλής με την ψήφο όλων των βουλευτών. Την επομένη των εκλογών απομακρύνθηκε προσωρινά ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Ο Βενιζέλος διαφώνησε με την πολιτική παράταξη που είχε ταχθεί στο πολιτειακό υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, παραιτήθηκε από την προεδρία της Βουλής και σχημάτισε κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1924, θέλοντας να συμβιβάσει τα πράγματα. Όμως, η ανάμειξη ξένων στοιχείων στην πολιτική και ένα πρόβλημα στην υγεία του τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί στις 4 Φεβρουαρίου, να υποδείξει ως διάδοχό του τον Γεώργιο Καφαντάρη και να φύγει και πάλι στο Παρίσι. Δεν ενέδωσε στους οπαδούς του που του ζητούσαν να επανέλθει και να αναλάβει και πάλι την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στο Παρίσι επιδόθηκε στη μετάφραση των "Ιστοριών" του Θουκυδίδη, σε ένα λαμπρό εγχείρημα μεταφοράς κειμένων της αρχαιότητας στα νέα ελληνικά.
Αφού ανέτρεψε τη δικτατορία του Πάγκαλου ο Γεώργιος Κονδύλης στις 22 Αυγούστου 1926, ορκίστηκε Πρωθυπουργός και έκανε εκλογές, στις οποίες δεν συμμετείχε ο ίδιος, ούτε ο Βενιζέλος που δεν θέλησε να είναι υποψήφιος. Το αποτέλεσμα έδωσε 102 έδρεςε στον Γ.Καφαντάρη, 60 στον Π.Τσαλδάρη, 54 στον Ι.Μεταξά και 14 στον Αλ.Παπαναστασίου. Ο Βενιζέλος βοήθησε να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη με στόχο την γεφύρωση των πολιτικών διαφορών και την εθνική συμφιλίωση. Η κυβέρνηση αυτή παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα στην οποία δεν συμμετείχε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Βενιζέλος επέστρεψε τότε στην Ελλάδα, διαφώνησε ωστόσο με την κυβέρνηση επί της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η διαφωνία του οδήγησε στη διάσπαση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του οποίου ανέλαβε την ηγεσία. Στις 5 Ιουλίου 1928 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός και προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου 1928. Τις κέρδισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων που πήρε 178 από 250 έδρες της Βουλής, έναντι 19 του Π.Τσαλδάρη και 20 του Αλ.Παπαναστασίου. Ο Βενιζέλος κυβέρνησε μέχρι το 1932, όταν έδωσε τη θέση του ως πρωθυπουργός στον αντίπαλό του Παναγή Τσαλδάρη. .
α. Εξωτερική πολιτική 1928-32
Κύριος στόχος του Βενιζέλου την περίοδο αυτή ήταν να αποφύγει την εξάρτηση της Ελλάδας από μία μόνο μεγάλη δύναμη. Προσπάθησε, να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις τόσο με τις γειτονικές χώρες όσο και με αυτές που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο. Έτσι, η πρώτη διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού με την Ιταλία στις 23 Σεπτεμβρίου 1928. Εν συνεχεία, ο Βενιζέλος στράφηκε στη Γιουγκοσλαβία, η οποία από καιρό είχε διεκδικήσεις για μία «ελεύθερη ζώνη» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε ορισμένες από τις γιουγκοσλαβικές απαιτήσεις και, αφού απομακρύνθηκε αυτό το εμπόδιο, στις 17 Μαρτίου 1929 υπογράφτηκε το ελληνογιουγκοσλαβικό πρωτόκολλο στη Γενεύη. Με τη Βουλγαρία η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη. Οι Βούλγαροι απέρριψαν την προσφορά του Βενιζέλου για δημιουργία «ελεύθερου λιμανιού» στη Θεσσαλονίκη ή την Αλεξανδρούπολη, καθώς διατηρούσαν αλυτρωτικές βλέψεις για τις περιοχές αυτές. Έτσι, ο Βενιζέλος περιορίστηκε στην επανάληψη πλήρων διπλωματικών σχέσεων με τη γείτονα χώρα.
Η πιο πολυσυζητημένη όμως, πράξη του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή της ελληνοτουρκικής σύμβασης στην Άγκυρα, στις 10 Ιουνίου 1930. Με αυτή τη συμφωνία έκλεισαν οι περισσότερες εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει 425.000 λίρες Αγγλίας ως αποζημίωση για τους Τούρκους που έφυγαν από τη χώρα και σε αντάλλαγμα η Τουρκία δεχόταν να αναγνωρίσει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ως μόνιμους κατοίκους. Εν συνεχεία, στις 30 Οκτωβρίου υπογράφτηκε στην Άγκυρα το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση άλλαξε άρδην την κατάσταση στις δύο χώρες, καθώς έθεσε οριστικά τέρμα στις ελπίδες των Μικρασιατών να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Οι διπλωματικές αυτές κινήσεις του Βενιζέλου συνάντησαν σημαντική αντίδραση, καθώς έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις εθνικές βλέψεις της χώρας. Η Ιταλία είχε ακόμα στην κατοχή της τα Δωδεκάνησα και ο Βενιζέλος συνειδητά απέφυγε να ανακινήσει αυτό το ζήτημα για να μη διαταράξει τις σχέσεις των δύο χωρών. Εν όψει μάλιστα της σύναψης του συμφώνου της ελληνοϊταλικής φιλίας στις 23.9.1928, δήλωσε στον Τύπο: "Δεν δύναται και δεν πρέπει η Δωδεκάνησος να εμποδίση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν των σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας". Παράλληλα, αποθάρρυνε τις πρωτοβουλίες των Κυπρίων για Ένωση θεωρώντας ότι δεν ήταν κατάλληλες οι περιστάσεις.
Στις βουλευτικές εκλογές της 25 Σεπτεμβρίου 1932 το αποτέλεσμα έδωσε 84 έδρες στον Π.Τσαλδάρη, 84 στον Βενιζέλο, 21 στον Καφαντάρη και 15 στον Παπαναστασίου. Μετά από διαβουλεύσεις, κυβέρνηση σχημάτισε ο Παναγής Τσαλδάρης. Στις 16 Ιανουαρίου 1933 όμως η κυβέρνηση Π.Τσαλδάρη ανατράπηκε και, για τελευταία φορά, πρωθυπουργός έγινε ο Ελ.Βενιζέλος. Στις εκλογές της 5 Μαρτίου 1933 όμως τα αντίπαλα κόμματα πλειοψήφησαν (Τσαλδάρης 118, Κονδύλης 11, Μεταξάς 6, έναντι 80 του Βενιζέλου, 10 του Καφαντάρη και 13 του Παπαναστασίου, επί συνόλου 248 εδρών). Τότε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας οργάνωσε πραξικόπημα υπέρ του Βενιζέλου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όμως ονόμασε πρώτα πρωθυπουργό τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο ώστε να καταστείλει το πραξικόπημα, και αμέσως μετά έκανε πρωθυπουργό τον Π.Τσαλδάρη (10 Μαρτίου 1933). Στις αρχές Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε στην Βουλή πρόταση δίωξης του Βενιζέλου. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933 αντιβενιζελικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στην λεωφόρο Κηφισίας και ακολούθησαν διώξεις φιλοβενιζελικών αξιωματικών. Κατά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τραυματίστηκε η γυναίκα του Έλενα Βενιζέλου, η οποία επέβαινε επίσης στο αυτοκίνητο, και σκοτώθηκαν μέλη της προσωπικής του ασφάλειας.
Το 1935 ο Βενιζέλος ενθάρρυνε στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε την 1 Μαρτίου από βενιζελικούς αξιωματικούς. Το κίνημα όμως δεν είχε αρχηγό και αναγκάστηκε να το αναλάβει ο ίδιος. Αυτό είχε ως αποτελέσματα την αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το Κόμμα Φιλελευθέρων, την έκδοση νόμων δίωξης των φιλοβενιζελικών και περιορισμού άρθρων του Συντάγματος, και βέβαια την ερήμην καταδίκη σε θάνατο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν ο Ι.Μεταξάς και ο Γ.Κονδύλης , οι οποίοι έθεσαν πάλι καθεστωτικό ζήτημα, οδηγώντας στην παλινόρθωση του βασιλευόμενου πολιτεύματος. Ο Βενιζέλος μετά από μια δήλωση αποχώρησης από την πολιτική ζωή κατέφυγε στο Παρίσι, όπου πέθανε το 1936 από εγκεφαλική συμφόρηση. Το σώμα του μεταφέρθηκε και θάφτηκε στο Ακρωτήρι της Κρήτης παρουσία του Διαδόχου Παύλου.
Ο Ελ.Βενιζέλος ήταν νυμφευμένος με την Μαρία Ελευθερίου Κατελούζου (1890 - 1894) και είχε αποκτήσει δύο παιδιά: τον Κυριάκο Βενιζέλο και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, βουλευτή, υπουργό και πρωθυπουργό της Ελλάδας. Εγγονός του από τον γιο του Κυριάκο ήταν ο Νικήτας Βενιζέλος. Μετά τον θάνατο της συζύγου του, νυμφεύτηκε το 1921 την Έλενα Σκυλίτση. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέμενε μεταξύ Χανίων, Αθήνας και εξωτερικού, ιδιαίτερα στο Παρίσι. Στα Χανιά έμενε στην οικογενειακή οικία της Χαλέπας από το 1880 έως το 1910 και κατά διαστήματα από το 1927 μέχρι το 1935, ενώ στην Αθήνα κατοικούσε μεταξύ άλλων στην οικία Ζωγράφου επί των οδών Λυκαβηττού και Πανεπιστημίου, καθώς και σε Μέγαρο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας που ανήκε στην δεύτερη γυναίκα του, Έλενα Σκυλίτση. Σε ηλικία 27 ετών έχοντας καταφύγει στην Αθήνα από τις διώξεις των Τούρκων άρχισε να γράφει για την "Κρητική Επανάσταση του 1889", έργο 146 σελίδων που έμεινε όμως ημιτελές. Ήταν ο πρώτος που μετέφρασε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη στην νεοελληνική γλώσσα. Λέγεται ότι, λίγο πριν πεθάνει, η τελευταία του λέξη ήταν "Ζήτω ο βασιλιάς". Το όνομα του έχει δοθεί σε πολλούς δρόμους και πλατείες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας, καθώς και στον σταθμό του Ταύρου του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου της Αθήνας και στο νέο αεροδρόμιο της Αθήνας στα Σπάτα (Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος»). Είχε εκλεγεί μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών το 1919 και ήταν τέκτονας (μασόνος) της Στοάς Αθηνών από το 1898. Η ζωή του απασχόλησε και τον κινηματογράφο, αφού το 1966 η Λία Κουρκουλάκου γύρισε ντοκιμαντέρ για τη ζωή του και το 1980 κυκλοφόρησε βιογραφική ταινία από τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, με πρωταγωνιστή τον Μηνά Χρηστίδη.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο περισσότερο προβαλλόμενος σε επίπεδο εθνάρχη πολιτικός της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ως πρωθυπουργός της Ελλάδας επέφερε μεταρρυθμίσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς του κράτους με κύριο σκοπό την οργάνωση της χώρας στα πρότυπα ενός σύγχρονου (για την εποχή του) αστικού κράτους, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι (από άποψη θεσμών και λειτουργιών) άρχισε να ευθυγραμμίζεται με την πορεία των προηγμένων δυτικών χωρών. Παράλληλα οργάνωσε αξιόμαχο στρατό, τον οποίο εκμεταλλεύθηκε στις πολεμικές συρράξεις διπλασιάζοντας την εδαφική έκταση της Ελλάδας. Υπήρξε ο εκπρόσωπος και ο θεμελιωτής της κυριαρχίας της μεγάλης επιχειρηματικής και επιτηδευματικής τάξης στην Ελλάδα, η οποία, μέσα στα κεφαλαιοκρατικά οικονομικά πλαίσια που κατοχυρώθηκαν κατά το πρότυπο των ευρωπαϊκών, απέκτησε πλήρη εξουσία στις επόμενες δεκαετίες, εκτοπίζοντας την μέχρι τότε κυρίαρχη τάξη των φεουδαρχών μεγαλογαιοκτητών. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν η εξαιρετική ανάπτυξη της πρωτογενούς και δευτερογενούς βιομηχανίας, καθώς και του ναυτιλιακού και κατασκευαστικού τομέα στην Ελλάδα, η οποία είχε καθοριστική επίδραση στην οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη της χώρας, σε βαθμό που μπορεί να λεχθεί ότι η βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε πράγματι από τα χρόνια του Βενιζέλου, σε ένα γεωγραφικά οριοθετημένο και εθνολογικά ενιαίο κράτος, το οποίο, παρά τα τραύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής, φαινόταν πώς θα μπορούσε να είναι η αφετηρία για μια νέα πορεία του ελληνικού έθνους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τελικά τα μεταπολεμικά κόμματα ενός ευρέος φάσματος του πολιτικού χώρου, που υπηρέτησε τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής κεφαλαιοκρατικής επιχειρηματικής τάξης, όπως ΕΠΕΚ, Ένωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία από τα χρόνια του μικρανεψιού του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αλλά και ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015, τον αναγνώρισαν έμπρακτα ως κοινό πρόγονό τους.
Ο Ελ.Βενιζέλος, σε σύγκριση με τους προκατόχους, αλλά και τους διαδόχους του, δεν ήταν λιγότερο εξαρτημένος από την βρετανική πολιτική, σε βαθμό που θα μπορούσε να λεχθεί ότι ενεργούσε ως «εντολοδόχος» της στην Ελλάδα. Η προεπιλογή του για τη θέση του πρωθυπουργού, (καθ’ όλες τις ενδείξεις) έγινε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες από τα χρόνια των αγώνων στην Κρήτη, παράλληλα με την ένταξή του στην μασονία. Στην συνέχεια η άνοδός του στον πρωθυπουργικό θώκο προετοιμάστηκε από ένα πραξικόπημα (το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909). Η διάνοιξη της πορείας του προς τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, διασφαλίστηκε με την (πιθανολογούμενη) δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου Α, που είχε αρχίσει να δείχνει φιλογερμανικές τάσεις. Όταν ο διάδοχός του Κωνσταντίνος, άρχισε να επηρεάζεται από την Γερμανίδα σύζυγό του, «εκπαραθυρώθηκε» με τον σκαιότερο τρόπο και χρειάστηκε ένα ακόμη προξικόπημα (της Εθνικής Άμυνας το 1916) για να στερεωθεί η επικράτηση των απόψεων του Βενιζέλου, μετά την οποία οι αγγλογαλλικές δυνάμεις έδειχναν το σκληρό πρόσωπό τους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με ναυτικό αποκλεισμό, βομβαρδισμούς, πείνα και αλαζονική συμπεριφορά αξιωματούχων, όπως ο Γάλλος στρατηγός Σαρράιγ. Στη συνέχεια, όταν ο Βενιζέλος βρέθηκε οικτρά αντιμέτωπος με το τραγικό αδιέξοδο που δημιούργησε η πολιτική των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», οδυνηρά παρατημένος από τους φίλους του, οδηγήθηκε σε μία (κατά τα φαινόμενα) προμελετημένη ήττα στις εκλογές του 1920, προϋπόθεση για την οποία ήταν η αναταραχή που δημιούργησε η (επίσης πιθανολογούμενη) δολοφονία του άτυχου βασιλιά Αλέξανδρου. Με τον τρόπο αυτό τα δεινά των δικών του επιλογών μπόρεσαν να χρεωθούν στους εμφανιζόμενους ως αντιπάλους του, που όμως ήταν εξίσου με εκείνον εξαρτημένοι από την βρετανική πολιτική, αλλά ήταν λιγότερο επιτήδειοι στην διαφυγή από τα ολισθήματα, που προετοίμασε γι’ αυτούς η πολιτική του Βενιζέλου. Για την επισφράγιση της «αποφυγής εμπλοκής» του Βενιζέλου, στο θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, έγινε ένα ακόμη φιλοβενιζελικό πραξικόπημα (που εμφανίστηκε ως Επανάσταση των Πλαστήρα – Γονατά το 1922) και ακολούθησε η εγκληματική εκτέλεση των έξι (Γούναρης,Μπαλτατζής, Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης, Στράτος και Χατζανέστης). Η «Λερναία Ύδρα» όμως που δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό, κατά τη διάρκεια της βενιζελικής έμπνευσης και καθοδήγησης, «Αβασίλευτης Δημοκρατίας» του Μεσοπολέμου, βυσσοδόμησε μία ακόμη δικτατορία και δύο ακόμη πραξικοπήματα με πρωταγωνιστές τους στρατοκρατικούς φιλοβενιζελικούς κύκλους (Πλαστήρας, Γονατάς, Πάγκαλος, Κονδύλης, Χατζηκυριάκος). Όταν μετά από αυτό τον ορυμαγδό των έξι πραξικοπημάτων, των οκτώ (πιθανολογούμενων ή μη) δολοφονιών και των δύο απελάσεων βασιλέων, ο Βενιζέλος αποσβολωμένος, καταπτοημένος και κατησχυμένος, διαπίστωσε ότι είχε πλήρως εγκαταλειφθεί από τους μηχανορραφικούς αφανείς κύκλους που τον στήριζαν, οι οποίοι είχαν ήδη επιλέξει νέο «εκλεκτό» τον βασιλιά Γεώργιο Β, καταρρέοντας, εκτράπηκε σε σπασμωδικές κινήσεις που οδήγησαν στη φυσική εξουθένωσή του.
Ο Αλέξανδρος, Βασιλιάς των Ελλήνων από τις 11 Ιουνίου 1917 έως τις 25 Οκτωβρίου 1920, ήταν δευτερότοκος γιος του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και της Βασίλισσας Σοφίας, γεννήθηκε στις 1 Αυγούστου 1893 και πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1920. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1912. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως αξιωματικός του πυροβολικού. Ανέβηκε στο θρόνο στις 11 Ιουνίου 1917, μετά την απομάκρυνση του πατέρα του και του Διαδόχου, πρίγκιπα Γεωργίου Β, από τις δυνάμεις της Αντάντ που είχαν καταλάβει τον Πειραιά και τον ισθμό της Κορίνθου και είχαν επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στην Αθήνα, η οποία έζησε ημέρες πείνας, ενώ υπέστη και βομβαρδισμό. Η ανάληψη του θρόνου ήταν ουσιαστικά συνταγματικό πραξικόπημα, διότι δεν ακολουθήθηκαν οι περί διαδοχής διατάξεις του συντάγματος. Ο Βενιζέλος εκλάμβανε την αναχώρηση του Κωνσταντίνου ως παραίτηση, εκδοχή που ανέτρεπε την τάξη διαδοχής σύμφωνα με το άρθρο 45 υπέρ του Γεωργίου Β. Για το λόγο αυτό ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχθηκε ποτέ τον Αλέξανδρο ως βασιλιά, και στον τάφο του στο Τατόι αναγράφεται "Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε αντί του πατρός αυτού". Επίσης η μητέρα του Σοφία στην αλληλογραφία μαζί του τον προσφωνούσε Προς τον Πρίγκηπα Αλέξανδρο. Αρχικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε εκφράσει την προτίμηση του προς τον νεότερο γιο του Κωνσταντίνου, τον ανήλικο τότε Παύλο και τον ορισμό Αντιβασιλέα. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις επέτρεψαν στον Κωνσταντίνο να επιλέξει ο ίδιος τον διάδοχό του. Αν και ορκίστηκε Βασιλιάς, ο Αλέξανδρος ανάλαβε τα καθήκοντά του με την πεποίθηση ότι εκτελούσε χρέη τοποτηρητή του θρόνου και ότι η προσωρινή ηγεμονία του θα έληγε με το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του πατέρα του, καθώς ο Κωνσταντίνος δεν υπέβαλε επίσημα την παραίτησή του όταν αποχώρησε από την Ελλάδα.
Νυμφεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1919 την Ασπασία Μάνου, κόρη του Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής Πέτρου Μάνου, με μοργανατικό γάμο (παρουσία ενός ιερέα και του φίλου του Αλέξανδρου συγγραφέα Χρήστου Ζαλοκώστα). Απέκτησαν μία κόρη, την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, την οποία ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να γνωρίσει, καθώς γεννήθηκε περίπου πέντε μήνες μετά τον θάνατό του, στις 25 Μαρτίου 1921. Η κόρη του πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, η οποία πέθανε στις αρχές του 1993, παντρεύτηκε τον Βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας το 1944 στο Λονδίνο και απέκτησε έναν γιο, τον πρίγκιπα Διάδοχο Αλέξανδρο Β΄ Καραγιώργεβιτς.
Στην αρχή η σχέση Βενιζέλου Αλέξανδρου ήταν τραυματική. Ο Αλέξανδρος παρέμενε πιστός στον έκπτωτο πατέρα του και στη μυστική επικοινωνία που είχε με τους γονείς του παροτρυνόταν να συγκρουσθεί με τον Βενιζέλο. Σύμφωνα με τον Χρήστο Ζαλοκώστα, στις ιδιωτικές συνομιλίες που είχε με τον Αλέξανδρο, ο βασιλιάς αποκαλούσε τον πρωθυπουργό Σατανά και όταν τον όρκισε δεν τον συνεχάρη. Ο Αλέξανδρος υπήρξε φειδωλός στην υπογραφή των διαταγμάτων επιστρατεύσεως. Γενικά οι σποραδικές εντάσεις μεταξύ βασιλιά και κυβέρνησης δεν επιβάρυναν τη μεταξύ τους συνεργασία. Έτσι ο Αλέξανδρος δεν αντέδρασε στην ομιλία του θρόνου που είχε συντάξει ο Βενιζέλος, με καθαρή αποδοκιμασία του καθεστώτος του πατέρα του. Τον Ιανουάριο του 1919 ο Αλέξανδρος εκφώνησε λόγο σε στρατιωτική μονάδα υπέρ του καθεστώτος, με την οποία καλούσε τους στρατιωτικούς να μην συνωμοτούν εις βάρος της κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του, η Ελλάδα πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Με το τέλος του και ύστερα από την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη από τη Βουλγαρία, ενώ με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, έναν χρόνο αργότερα, προσαρτήθηκε η ανατολική Θράκη, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, και η περιοχή της Σμύρνης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πέθανε ξαφνικά, στις 12 Οκτωβρίου / (25 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) 1920 από σηψαιμία. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε μόλυνση η οποία προκλήθηκε, όταν ένας από τους δύο μακάκους (πίθηκοι του είδους Macaca sylvanus) που είχε για κατοικίδια, στο βασιλικό κτήμα Τατοΐου τον δάγκωσε. Συγκεκριμένα, στις 30 Σεπτεμβρίου (με το νέο ημερολόγιο), καθώς ο Αλέξανδρος έκανε περίπατο στο βασιλικό κτήμα, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες ο σκύλος του ενεπλάκη με έναν απ´ τους μακάκους-κατοικίδια του Γερμανού φύλακα του βασιλικού κτήματος. Ενώ ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να διαχωρίσει τα δύο ζώα, ο δεύτερος μακάκος του επιτέθηκε και τον δάγκωσε στο πόδι και τον κορμό. Λίγο αργότερα, υπηρέτες κατέφτασαν και έδιωξαν τους μακάκους, τους οποίους και σκότωσαν μετά τον θάνατο του βασιλιά. Οι πληγές του βασιλιά δέχτηκαν ιατρική περίθαλψη, αλλά όχι και καυτηριασμό, γεγονός που οδήγησε στη μόλυνσή τους. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα και αφού είχαν μεσολαβήσει εφτά εγχειρήσεις ο 27χρονος βασιλιάς υπέκυψε στην ασθένειά του. Είναι πολύ πιθανό ο Βασιλιάς να είχε επιζήσει αν είχε ακρωτηριαστεί, αλλά κανένας απ´ τους ιατρούς δεν θέλησε να πάρει την ευθύνη για κάτι τέτοιο. Η διατύπωση του τελευταίου ιατρικού δελτίου ήταν πολύ άκομψη, μοναδική στη νεότερη ελληνική ιστορία: « Μετά βραχείαν αγωνίαν, καθ΄ ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσε περί 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν». Ενταφιάστηκε στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι. Όπως είναι φυσικό ο αιφνίδιος θάνατος ενός τόσο υψηλού προσώπου, σε στιγμές τόσο κρίσιμες και ταραγμένες, δεν είναι δυνατόν να μην δημιουργεί σκέψεις για πιθανή δολοφονία (και πράγματι διατυπώθηκαν υπόνοιες για προσχεδιασμένο ατύχημα, από ζώα που είχαν εμποτιστεί με δηλητήριο). Ο Βενιζέλος έπλεξε το εγκώμιο του νεκρού βασιλιά τονίζοντας ότι εμπνεύσθηκε από το παράδειγμα του παππού του Γεωργίου του Α' και υπήρξε υπόδειγμα δημοκρατικού βασιλιά που σεβάσθηκε το πολίτευμα της χώρας. Ο φίλος του Χρήστος Ζαλοκώστας τον περιγράφει ως ένα μαθητή μέτριο στην στρατιωτική σχολή και τον περιγράφει γενικά ως ανεξάρτητο νέο, αντισυμβατικό και με ροπή στις διασκεδάσεις. Ήπιος γενικά χαρακτήρας με βασικό του ενδιαφέρον τα αυτοκίνητα, ένιωθε συχνά να τον καταπιέζει η αυλική εθιμοτυπία ρέποντας στα ξενύχτια, το τάβλι, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για τις κρατικές υποθέσεις αλλά περισσότερο για τα γρήγορα αυτοκίνητα. Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος στις 8 Ιουλίου 1920 επισκέφθηκε το Δεδέαγατς, ο δήμαρχος Εμμανουήλ Αλτιλναμτζής, προσφωνώντας τον, είπε ότι η πόλη προς τιμήν του μετονομάζεται σε Αλεξανδρούπολη.
Με το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα ήταν στο πλευρό των νικητών. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) παραχωρούσε στην Ελλάδα τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, επικύρωνε την κυριαρχία της στα άλλα νησιά του Αιγαίου που κατείχε από το 1913 και εμπιστευόταν τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης στο ελληνικό κράτος. Οι κάτοικοι της περιοχής θα ψήφιζαν μετά από πέντε έτη για να δηλώσουν αν προτιμούν την Ένωση με την Ελλάδα ή την παραμονή τους στην Τουρκία. Ωστόσο η Συνθήκη αυτή δεν ίσχυσε ποτέ, επειδή δεν εγκρίθηκε από κανένα κοινοβούλιο των χωρών της Αντάντ, ούτε και της Ελλάδας. Στη Μικρά Ασία η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και η επιστροφή του Κωνσταντίνου ήταν οι αφορμές των Συμμάχων για να οδηγήσουν την Ελλάδα σε διπλωματική απομόνωση. Η Μικρασιατική εκστρατεία διάρκεσε μέχρι το 1922 και έληξε με την ήττα της Ελλάδας. Ακολούθησε η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας έπαψε να υπάρχει. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή βενιζελικοί αξιωματικοί υπό την ηγεσία του Ν.Πλαστήρα και του Στ.Γονατά έκαναν πραξικόπημα και έδιωξαν τον Κωνσταντίνο. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Γεώργιος Β. Οι πραξικοπηματίες θεωρούσαν τους αντιβενιζελικούς υπεύθυνους για την ήττα και αυτό οδήγησε στη δίκη των έξι. Η Επαναστατική κυβέρνηση των Πλαστήρα - Γονατά προκήρυξε εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης η οποία αποφάσισε για το πολίτευμα της Ελλάδας. Οι εκλογές αυτές ήταν οι τελευταίες που έγιναν με σφαιρίδιο. Το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές με 250 έδρες επι συνόλου 397, αλλά τα αντιβενιζελικά κόμματα δεν μετείχαν στις εκλογές. Η βασιλεία καταργήθηκε και ανακηρύχθηκε πρόεδρος ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Η διαδοχή των πρωθυπουργών στα χρόνια της Πρώτης Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (1910-1924) με βασιλείς διαδοχικά τους Γεώργιο Α, Κωνσταντίνο Α, Αλέξανδρο και Γεώργιο Β, έχει ως εξής:
Ελευθέριος Βενιζέλος 10/10-3/15
Δημήτριος Γούναρης 2/15-8/15
Ελευθέριος Βενιζέλος 8/15-9/15
Αλέξανδρος Ζαΐμης 9/15-10/15
Στέφανος Σκουλούδης 11/15-6/16
Αλέξανδρος Ζαΐμης 6/16-9/16
(Ελευθέριος Βενιζέλος 9/16-6/17, κυβέρνηση Θεσσαλονίκης)
Νικόλαος Καλογερόπουλος 9/16-9/16
Σπυρίδων Λάμπρος 9/16-4/17
Αλέξανδρος Ζαΐμης 4/17-6/17
Ελευθέριος Βενιζέλος 6/17-11/20
Δημήτριος Ράλλης 11/20-2/21
Δημήτριος Γούναρης 4/21-5/22
Νικόλαος Στράτος 5/22-5/22
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης 5/22-8/22
Νικόλαος Τριανταφυλλάκος 8/22-9/22
Αναστάσιος Χαραλάμπης 9/22-9/22
Σωτήριος Κροκιδάς 9/22-11/22
Στυλιανός Γονατάς 11/22-1/24
Ελευθέριος Βενιζέλος 1/24-2/24
Ο Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα 5 Ιανουαρίου 1867 - 15 Νοεμβρίου 1922 Γουδί) ήταν Πατρινός πολιτικός που διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (24 Φεβρουαρίου 1915 – 10 Αυγούστου 1915, 26 Μαρτίου 1921 – 2 Μαρτίου 1922 και 2 Μαρτίου 1922 – 3 Μαΐου 1922). Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιος του εμπόρου σταφίδας Παναγιώτη Γούναρη με καταγωγή από το Άργος και της Μαρίας το γένος Αλεξοπούλου. Φοίτησε στο λύκειο Πράπα & Γκιαούρη και γνώριζε ήδη από την παιδική του ηλικία γαλλικά και ιταλικά χάρη στη βοήθεια της Ιταλίδας παιδαγωγού Λαφφόν. Τελειώνοντας το Α' Γυμνάσιο Πατρών, το 1884 γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 1889, αποκτώντας παράλληλα και τον τίτλο του διδάκτορος της νομικής επιστήμης. Συμπλήρωσε τις νομικές σπουδές του για τρία χρόνια στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας, του Μονάχου, της Γοτίγγης και της Χαϊδελβέργης, και συνέχισε με μαθήματα πολιτικών επιστημών και κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και του Λονδίνου. Σύμφωνα με την επίσημο διαδικτυακό τόπο της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, όπως και ο πολιτικός αντίπαλός του Ελ.Βενιζέλος, ο Δ.Γούναρης ήταν τέκτονας και ανήκε στην Πατρινή στοά Παλαιών Πατρών Γερμανός. Η κρίση όμως που έπληξε εκείνη την εποχή το εμπόριο στην Ελλάδα ανάγκασε τον Γούναρη να επιστρέψει εσπευσμένα στην Πάτρα για να βοηθήσει την οικογένεια του, αφού η επιχείρηση του πατέρα του είχε χρεοκοπήσει. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό τελειοποίησε τη γαλλική γλώσσα, ενώ έμαθε αγγλικά και γερμανικά. Στη Γερμανία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον μετέπειτα πρωθυπουργό και στενό του φίλο Παναγή Τσαλδάρη. Μετά την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του ασχολήθηκε με την δικηγορία, όπου διέπρεψε λόγω της ρητορικής του δεινότητας. Στην κηδεία του Πατρινού πολιτικού Θάνου Κανακάρη-Ρούφου, του οποίου εκφώνησε τον επικήδειο, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης τον πλησίασε και του είπε «είσθε απαραίτητος για το κοινοβούλιο, κύριε Γούναρη».
α. Τα πρώτα χρόνια
Για πρώτη φορά πολιτεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1902 με ανεξάρτητο συνδυασμό, οπότε και εκλέχτηκε. Οι απόψεις του θεωρήθηκαν προοδευτικές, αφού πρότεινε μέτρα για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση του να πολιτευτεί διαδραμάτισε η ομάδα «των γοβιών», όπως αποκαλέστηκε από τον λαό, την οποία αποτελούσαν επαγγελματίες, ανεξάρτητοι από τις κομματικές εξαρτήσεις. Στη συγκεκριμένη ομάδα προσχώρησε ο Γούναρης, ύστερα από πρόσκληση του φίλου του, Κωνσταντίνου Φιλόπουλου, παππού του μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Η εκλογή του, αλλά και οι απόψεις του, προκάλεσαν το ενδιαφέρον του εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Γαβριηλίδη, ο οποίος έστειλε τον δημοσιογράφο Σταμάτη Λύτρα για να αποσπάσει συνέντευξη του Γούναρη, η οποία δημοσιεύθηκε σε τρία φύλλα της εφημερίδας το 1902. Στις 17 Μαΐου του 1903, στη συζήτηση του νόμου για την κύρωση της συμβάσεως του μονοπωλίου της σταφίδας που είχε φέρει στη Βουλή η κυβέρνηση Θ.Δηλιγιάννη, ο Γούναρης διαφώνησε και εκφώνησε θαυμαστό για την εποχή λόγο, που ανάγκασε την κυβέρνηση σε παραίτηση μετά από λίγες μέρες, εξαιτίας των αντιδράσεων για τον νόμο αλλά και της διαφωνίας Ζαΐμη. Ο νόμος αφορούσε τη σύναψη, μεταξύ του ελληνικού κράτους και ομάδας βρετανών κεφαλαιούχων, συμφωνίας για τη μονοπώληση του εμπορίου ελληνικής σταφίδας για είκοσι χρόνια.
Στις εκλογές του 1905 συνεργάστηκε με το Θεοτοκικό κόμμα, αλλά συνάντησε την αντίσταση των σταφιδοπαραγωγών με αποτέλεσμα να μην εκλεγεί. Στις εκλογές όμως του Μαρτίου του 1906, και αφού είχε προηγηθεί η τραγική δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, κατάφερε να επανεκλεγεί με το Θεοτοκικό κόμμα. Τον Ιούνιο του 1906 δημιουργήθηκε η πολιτική «ομάδα των Ιαπώνων», η οποία ονομάστηκε έτσι από τον εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Βλάση Γαβριηλίδη, λόγω της μαχητικότητάς της που θύμιζε, κατά τον Γαβριηλίδη, τη μαχητικότητα των Ιαπώνων στρατιωτών στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, που διεξαγόταν την εποχή εκείνη. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από τους Στέφανο Δραγούμη, Δημήτριο Γούναρη, Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Χαράλαμπο Βοζίκη, Απόστολο Αλεξανδρή και Ανδρέα Παναγιωτόπουλο. Αρχηγός τέθηκε ο Στέφανος Δραγούμης, κυρίως λόγω του κύρους του, αλλά ουσιαστικός καθοδηγητής ήταν ο Γούναρης. Η δράση των Ιαπώνων ενόχλησε τον Γεώργιο Θεοτόκη που, διαβλέποντας την επικείμενη κρίση, προσπάθησε να προσεταιριστεί μερικούς από αυτή την πολιτική ομάδα. Προσέφερε υπουργικά αξιώματα στον Γούναρη, τον Πρωτοπαπαδάκη και στον Ρέπουλη. Οι δύο πρώτοι δέχτηκαν με αποτέλεσμα η ομάδα των Ιαπώνων να εξουδετερωθεί πολιτικά.
Έτσι τον Ιούνιο του 1908 ο Δ.Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών. Τον Φεβρουάριο όμως του 1909, και αφού είχε συνειδητοποιήσει ότι η συνεργασία του ήταν αδύνατη, υπέβαλε την παραίτηση. Με την εκδήλωση του κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου ο Γούναρης, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ιταλία, εναντιώθηκε διατηρώντας σταθερά αρνητική θέση. Η διαφωνία του δεν ήταν ιδεολογική, αλλά θεσμική, αφού δεν συμφωνούσε με την επέμβαση του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις. Παρά τις προσπάθειες του Στρατιωτικού Συνδέσμου να τον εντάξει στο κυβερνητικό σχήμα, δεν δέχτηκε την πρόταση που του έγινε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ακόμα και ως επικεφαλής της. Η άφιξη του Ελ.Βενιζέλου, σε συνδυασμό με φήμες περί εναντίωσης του Γούναρη στην απόφαση των αξιωματικών να αναγκάσουν σε παραίτηση τον Κωνσταντίνο Α΄, σταδιακά τον απομάκρυναν από τον κύκλο των αξιωματικών του Συνδέσμου.
Στις εκλογές του 1910 εκλέχτηκε με άνεση βουλευτής Πατρών με την υποστήριξη του Θεοτοκικού κόμματος. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου που ακολούθησαν τον ίδιο χρόνο, ο Γούναρης δεν έθεσε υποψηφιότητα, εξαιτίας των αποφάσεων των τριών παλαιών κομμάτων, Θεοτοκικού, Μαυρομιχαλικού και Ραλλικού, να μην συμμετάσχουν στις εκλογές. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1911 πραγματοποιήθηκε μυστική συγκέντρωση στην οικία του Ηλία Σισίνη στην Γαστούνη υπό την παρουσία του Γούναρη, του Πρωτοπαπαδάκη και του Τσαλδάρη, όπου αποφασίστηκε η δημιουργία μιας πολιτικής ομάδας που θα στηριζόταν σε κοινή ιδεολογία.
β. Σύγκρουση με τον Ελ.Βενιζέλο
Στις εκλογές του Μαρτίου 1912 ο Γούναρης μόλις και μετά βίας κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής Πατρών, εξαιτίας της ανετοιμότητάς του και της επιτυχίας του κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο κέρδισε τις 151 από τις 181 βουλευτικές έδρες. Η πρώτη σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και Γούναρη συνέβη τον Φεβρουάριο του 1913 με κύριο θέμα τους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική που αφορούσαν τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Ο Γούναρης κατηγόρησε τον Βενιζέλο ότι είχε αφήσει ανενημέρωτη την εθνική αντιπροσωπεία σχετικά με την πορεία των εξωτερικών πραγμάτων και ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα της Ελλάδας, και συγκεκριμένα των Ελλήνων κατοίκων της υπόδουλης Μακεδονίας, απέναντι στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της τότε συμμάχου Βουλγαρίας. Στις 21 Ιουνίου του 1913, ημέρα κήρυξης του Β Βαλκανικού πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο Γούναρης επισήμανε στη Βουλή ότι ο πόλεμος ήταν απότοκο της λανθασμένης προσέγγισης της κυβέρνησης Βενιζέλου προς αυτήν της Βουλγαρίας. Στους επόμενους μήνες η διαμάχη των δύο αντρών επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, εσωτερικής πολιτικής, όπως η έκδοση αναγκαστικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της ίδιας της Βουλής και η σύναψη δανείων. Λίγο πριν την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Γούναρης είχε μια τελευταία σύγκρουση στη Βουλή, αυτή τη φορά για την παραχώρηση στην Αλβανία της νήσου Σάσσωνος στον κόλπο της Αυλώνας, η οποία κατά την άποψή του ήταν καίριας στρατηγικής σημασίας.
γ. Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και πρώτη πρωθυπουργία
Η στάση του Γούναρη κατά την πρώτη περίοδο της διαφωνίας Κωνσταντίνου – Βενιζέλου σχετικά με την είσοδο της χώρας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν απλώς να παρακολουθεί τις εξελίξεις, αν και σε στενό κύκλο συνεργατών είχε δηλώσει ότι προτιμούσε την ουδετερότητα, μολονότι, σύμφωνα με τον μετέπειτα πρόεδρο της Βουλής Ζαβιτσάνο, ο Γούναρης είχε πειστεί από τον Μεταξά για την υπεροχή της Γερμανίας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1915, και αφού είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ πρότεινε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη την πρωθυπουργία, και, όταν εκείνος αρνήθηκε, στον Στέφανο Σκουλούδη. Ύστερα από την άρνηση και αυτού απευθύνθηκε στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου 1915 σχημάτισε κυβέρνηση. Σε αυτήν κράτησε για τον εαυτόν του το υπουργείο στρατιωτικών. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του συγκρούστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, εξαιτίας μιας κυβερνητικής ανακοίνωσης, με την οποία ο Γούναρης εμμέσως κατηγορούσε τον Βενιζέλο για άσκοπες παραχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική που δεν ευνοούσαν την χώρα. Ο Βενιζέλος αντέδρασε και τελικά η κρίση έληξε με την ανακοίνωση του Βενιζέλου ότι αποχωρεί από την ενεργό πολιτική, τον Απρίλιο του 1915.
Στις εκλογές του Μαΐου 1915 ο Γούναρης πολιτεύθηκε με το κόμμα των Εθνικοφρόνων, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος. Η ενασχόληση του όμως με την διακυβέρνηση του κράτους δεν του επέτρεψε να δείξει την απαιτούμενη προσοχή με αποτέλεσμα να υποστεί συντριπτική ήττα από το κόμμα των Φιλελευθέρων. Συγκεκριμένα έλαβε 95 βουλευτικές έδρες έναντι 185 του κόμματος του Βενιζέλου. Αρνήθηκε να υποβάλει αμέσως την παραίτηση του, επικαλούμενος την κατάσταση υγείας του Βασιλιά, ενώ παράλληλα ο Βασιλιάς παρέτεινε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των Φιλελευθέρων. Τελικά στις 4 Αυγούστου 1915 ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, αφού η προηγούμενη είχε παραιτηθεί πέντε μέρες νωρίτερα. Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ εκλογών και κυβέρνησης Βενιζέλου, ο Γούναρης είχε αναλάβει και το υπουργείο εξωτερικών, ύστερα από την παραίτηση του Ζωγράφου.
δ. Ο Εθνικός Διχασμός
Μετά την άνοδο Βενιζέλου, και λόγω του κινδύνου επίθεσης της Βουλγαρίας, η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση, η οποία επικρίθηκε από τον Γούναρη. Η αποβίβαση ταγμάτων στρατού από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας στη Θεσσαλονίκη και η χλιαρή στάση της κυβέρνησης έδωσαν το έναυσμα για την αρχή του λεγόμενου Εθνικού Διχασμού. Ο Γούναρης, στη συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου του 1915, αφού σχολίασε τα γεγονότα, διευκρίνισε την θέση του λέγοντας: «Η φυσική πολιτική μιας χώρας, όταν έτερα κράτη συμπλέκονται προς άλληλα, είναι η πολιτική της ουδετερότητας... Η πολιτική του πολέμου ενδείκνυται μόνον προς αποτροπήν κινδύνου των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, ενδείκνυται μόνον προς προστασίαν των υπερτάτων αυτής συμφερόντων». Ο Βενιζέλος απαντώντας, τόνισε ότι μια επικείμενη συμμαχία με την Αντάντ θα ωφελούσε την Ελλάδα ενώ απέρριψε την πρόταση ουδετερότητας. Στο τέλος της συζήτησης, πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία έληξε υπέρ της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο Βασιλιάς κάλεσε αμέσως μετά τον πρωθυπουργό και τον επέπληξε για την πρωτοβουλία που πήρε μόνος του. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος δεν θέλησε να αναλάβει την πρωθυπουργία φοβούμενος ακραίες καταστάσεις. Έτσι ο Βασιλιάς κάλεσε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Στην κυβέρνηση Ζαΐμη ο Γούναρης χρημάτισε υπουργός εσωτερικών. Στις 21 Οκτωβρίου του 1915, μετά από ένα επεισόδιο του Βενιζέλου με τον υπουργό στρατιωτικών Ιωάννη Γιαννακίτσα, ο Βενιζέλος ζήτησε την άμεση αποπομπή του από την κυβέρνηση. Σύντομα όμως επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα θίγοντας κυρίως τα εξωτερικά. Τελικά η κυβέρνηση Ζαΐμη καταψηφίστηκε, και κλήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Στέφανος Σκουλούδης, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για την 6η Δεκεμβρίου του 1915, στις οποίες όμως αρνήθηκε να συμμετάσχει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τις εκλογές κέρδισε ο Γούναρης αλλά κυβέρνηση σχημάτισε ο Στ.Σκουλούδης, στην οποία ο Γούναρης μετείχε αρχικά ως υπουργός επί των εσωτερικών και αργότερα, λόγω του θανάτου του Γεωργίου Θεοτόκη, ως υπουργός των οικονομικών. Στις 8 Ιουνίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη και σχηματίστηκε νέα την επόμενη μέρα από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η οποία παραιτήθηκε στις 29 Αυγούστου, λόγω του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» που είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη. Ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ο οποίος δήλωσε αδυναμία με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Νικόλαος Καλογερόπουλος.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1916 ο Ελ.Βενιζέλος μαζί με τον Παύλο Κουντουριώτη και τον Παναγιώτη Δαγκλή εγκαθίδρυσε την προσωρινή κυβέρνηση της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, απαιτώντας την είσοδο της χώρας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ουσιαστικά η χώρα είχε διαιρεθεί στα δύο, στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και σε αυτή των Αθηνών. Στις 27 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Καλογερόπουλου και σχηματίστηκε νέα από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο. Μερικές μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου γαλλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά απωθήθηκαν. Ταυτόχρονα φιλοβασιλικοί πραγματοποίησαν βιαιότητες εναντίον των Βενιζελικών, γεγονότα τα οποία έμειναν γνωστά ως Νοεμβριανά. Έξι μέρες αργότερα οι σύμμαχοι ενεργοποίησαν γενικό αποκλεισμό της Ελλάδας. Ο ρόλος του Δ.Γούναρη στα Νοεμβριανά παραμένει αδιευκρίνιστος. Από πολλούς κατηγορείται ότι ήταν ο ιδρυτής των επιστράτων, σώμα απλών πολιτών, οπαδών του Βασιλιά, που κατά την περίοδο των Νοεμβριανών προέβησαν σε καταστροφές, ξυλοδαρμούς εναντίον φιλοβενιζελικών, αλλά η συμμετοχή του δεν αποδείχτηκε. Ουσιαστικός αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς καθώς και ο Ιωάννης Σαγιάς, πιθανότατα συγγενής του γαμπρού του Γούναρη, Νικολάου Σαγιά. Ο Γούναρης προτίμησε να κρατήσει μετριοπαθή στάση, ώστε να μην έρθει σε σύγκρουση με το παλάτι.
Η κυβέρνηση Σπ.Λάμπρου, μπροστά στην απειλή λιμοκτονίας του πληθυσμού εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποσύρει τα στρατεύματα της προς την Πελοπόννησο. Οι Γάλλοι εν των μεταξύ κατέλαβαν την Αθήνα και τον Πειραιά. Στις 21 Απριλίου του 1917 η κυβέρνηση Λάμπρου παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Στις 29 Μαΐου 1917 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Αλέξανδρου, ύστερα από πιέσεις των συμμάχων και υπό την απειλή των γαλλικών στρατευμάτων.
ε. Επάνοδος του Βενιζέλου και εξορία του Γούναρη
Με τον επάνοδο του Βενιζέλου στην ενιαία πλέον κυβέρνηση, στις 14 Ιουνίου του 1917 και αφού είχαν προηγηθεί τα Νοεμβριανά, ο Γούναρης έλαβε εντολή να παρουσιαστεί στο συμμαχικό στρατηγείο στον Πειραιά, όπου του ανακοινώθηκε ότι, μαζί με άλλες 30 αντιβενιζελικές προσωπικότητες, θα εξοριζόταν στην Κορσική. Αφού ανέγνωσε ένα σύντομο λόγο, αναχώρησε στις 7 Ιουλίου για το Αιάκειο της Κορσικής με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Ο φόβος των εξόριστων για πιθανές διώξεις μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ανάγκασε μερικούς από αυτούς να σκεφτούν την λύση της απόδρασης. Έτσι, κατόπιν συνεννόησης, ο Γούναρης, ο Μεταξάς και ο Πεσμαζόγλου στις 6 Δεκεμβρίου του 1918, διέφυγαν στη Σαρδηνία, όπου συνελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές, από τις οποίες τους παρασχέθηκε η απαραίτητη κάλυψη. Η ιταλική κυβέρνηση, παρ' όλες τις έξωθεν πιέσεις, αρνήθηκε να τους εκδώσει και αφού έλαβαν την δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα εντός της χώρας, ο Γούναρης εγκαταστάθηκε αρχικά στην Πίζα και έπειτα στη Σιένα.
Κατά την απουσία Γούναρη, η Ελλάδα συντάχθηκε με τις συμμαχικές δυνάμεις και κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία και στη Βουλγαρία. Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ελλάδα νικήτρια σε αντίθεση με τις γείτονες χώρες, Βουλγαρία και Τουρκία. Με τη συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) του 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε την Ίμβρο, την Τένεδο, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την ανατολική Θράκη στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος για να εξαλείψει τον κίνδυνο του τουρκικού στρατού οργάνωσε εκστρατείες στο εσωτερικό της Τουρκίας, εκτείνοντας ακόμα περισσότερο το εύρος των πολεμικών επιχειρήσεων.
στ. Επιστροφή στην Ελλάδα και επαναφορά Κωνσταντίνου στον θρόνο
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν στις 10 Οκτωβρίου του 1920 ο Γούναρης επέστρεψε από την Ιταλία στην Κέρκυρα. Μια μέρα αργότερα βρέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πάτρα, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Στις 17 Οκτωβρίου ίδρυσε το Λαϊκό κόμμα· ουσιαστικά μετονομάζοντας το «κόμμα των Εθνικοφρόνων». Κύρια δέσμευση του ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 τον βρήκαν νικητή, αφού η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών κομμάτων, εξέλεξε 260 βουλευτές έναντι 110 του κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Ο Γούναρης προτίμησε να κινηθεί σε παρασκηνιακό επίπεδο, δεχόμενος να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Δημήτριος Ράλλης. Στη κυβέρνηση Ράλλη ο Γούναρης προτίμησε να αναλάβει το υπουργείο στρατιωτικών. Μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας φιλοβασιλικής κυβέρνησης ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, παρά τις έντονες αντιδράσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βενιζέλο με τη σύμφωνη γνώμη του δεύτερου, και των ξένων δυνάμεων. Απέκρυψαν όμως από τον λαό την διακοίνωση των συμμάχων, στην οποία προειδοποιούσαν την ελληνική κυβέρνηση για οικονομικό αποκλεισμό σε περίπτωση επαναφοράς του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Ουσιαστικά ανενημέρωτος για τις συνέπειες ο λαός ψήφισε για την επαναφορά του Κωνσταντίνου, ο οικονομικός αποκλεισμός πραγματοποιήθηκε και οι σύμμαχοι, φοβούμενοι την φιλογερμανική διάθεση του Κωνσταντίνου, άρχισαν να μεταβάλλουν την πολιτική τους υπέρ των Τούρκων, τους οποίους ενίσχυσαν πολλές φορές με πολεμικό υλικό. Ως υπουργός στρατιωτικών ο Γούναρης φρόντισε να επαναφέρει 3.000 απόστρατους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς και να αντικαταστήσει τους βενιζελικούς αξιωματικούς με αυτούς, παρά την κρισιμότητα της χρονικής στιγμής, με αποτέλεσμα άπειροι, πάνω στα θέματα της Μικρασιατικής εκστρατείας, και ανέτοιμοι αξιωματικοί να αναλάβουν υψηλές και καίριες, για την εξέλιξη της εκστρατείας, θέσεις.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1921 ο Δημήτριος Ράλλης, κατόπιν διαφωνίας με τον Γούναρη, υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο. Και σε αυτή την κυβέρνηση ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1921 έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τον πρωθυπουργό Καλογερόπουλο και διαφόρους κυβερνητικούς συμβούλους για να συναντηθεί με τον Άγγλο πρωθυπουργό Λόυντ Τζωρτζ. Η συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη, και ο Δημήτριος Μάξιμος, τότε διοικητής της εθνικής τράπεζας, επέμενε να εγκαταλειφθεί η Μικρά Ασία από τα ελληνικά στρατεύματα, άποψη που δεν την συμμεριζόταν ούτε ο Καλογερόπουλος αλλά ούτε ο ίδιος ο Γούναρης. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε από το πρωθυπουργικό αξίωμα.
ζ. Η πρωθυπουργία της περιόδου 1921-1922
Ύστερα από την παραίτηση του Καλογερόπουλου σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο δικαιοσύνης. Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως λόγω της μη τήρησης των υποσχέσεων περί απόσυρσης των ελληνικών στρατευμάτων, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Για την τόνωση του ηθικού, ο Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά επισκέφθηκαν τα στρατεύματα στη Σμύρνη, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε ο στρατός με καινούρια αυτοκίνητα και όπλα. Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, στις 3 Οκτωβρίου του 1921 αναχώρησε μαζί με τον υπουργό των εξωτερικών, Γεώργιο Μπαλτατζή, για το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Γάλλο ομόλογό του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου είχε προκαθορισμένη συνάντηση με τον Άγγλο πρωθυπουργό, στον οποίο δήλωσε ότι δέχεται τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν γίνει από τον Μάρτιο του 1921. Ακολούθησε η μετάβαση του στη Ρώμη, έπειτα στις Κάννες, στο Παρίσι και τέλος πάλι στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922, έχοντας ουσιαστικά αποτύχει να επισπεύσει τη λήξη του Μικρασιατικού ζητήματος και την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, που είχε επιβληθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις εξαιτίας της επανόδου του Κωνσταντίνου Α΄. Η κυβέρνηση Δ.Γούναρη (26/3/1921 – 3/5/1922) προώθησε μια σειρά από μέτρα, με τα οποία τα μεγάλα τσιφλίκια εκποιήθηκαν από το κράτος και διανεμήθηκαν στους κολίγους. Αν και κάποιοι από τους σχετικούς νόμους είχαν ψηφιστεί ήδη από την περίοδο 1916-1917, τότε τέθηκαν για πρώτη φορά σε εφαρμογή. Στις 22 Ιουλίου του 1922 προτάθηκε η διανομή των κτημάτων της Εκκλησίας στους ακτήμονες, αλλά η πρόταση δεν προχώρησε λόγω της κυβερνητικής αλλαγής.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Δ.Γούναρης απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε. Έτσι ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, στην οποία κράτησε πάλι το υπουργείο δικαιοσύνης για τον εαυτό του. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών, ο Γούδας εκκλησιαστικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης στρατιωτικών και ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης οικονομικών. Άμεση πρωτοβουλία της κυβέρνησης ήταν να αποδεχθεί τους όρους της συμμαχικής συνδιάσκεψης, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους στρατιωτικούς κύκλους, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Παπούλα, και την κοινωνία της Μικράς Ασίας. Από την άλλη πλευρά η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν δραματική. Το μέσο ημερήσιο κόστος της εκστρατείας είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δραχμές. Ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναγκάστηκε να διχοτομήσει το χαρτονόμισμα, δηλαδή να προβεί σε μια πράξη δανεισμού κόβοντας στη κυριολεξία σε δύο μέρη το χαρτονόμισμα. Το ένα κομμάτι διατήρησε την μισή αξία του χαρτονομίσματος και το άλλο μετατράπηκε σε έντοκο δάνειο, εικοσαετούς διάρκειας. Ο Γούναρης, προσπαθώντας να λάβει οικονομική αλλά και διπλωματική ενίσχυση, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου συναντήθηκε στο περιθώριο της διάσκεψης για τα μέτρα της οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης με ξένους ομολόγους του χωρίς όμως να καταφέρει τίποτε ουσιαστικό.
Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν ο προϋπολογισμός να καταψηφιστεί και ο Γούναρης να οδηγηθεί σε παραίτηση. Αντικαταστάθηκε πάλι από τον Νικόλαο Στράτο, ο οποίος δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, και στη συνέχεια την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ως επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Γούναρης διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης. Μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης ήταν η ψήφιση του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων και η αντικατάσταση του Παπούλα από τον Γεώργιο Χατζανέστη. Εν τω μεταξύ το σκηνικό στη Μικρά Ασία ήταν δραματικό. Ο στρατός ανοργάνωτος και με χαμηλό ηθικό, η Ελλάδα παρατημένη από τους συμμάχους, ενώ στην αντίθετη πλευρά οι Τούρκοι με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωναν αντεπίθεση. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη πρότεινε για αντιπερισπασμό επίθεση στη Κωνσταντινούπολη, οι σύμμαχοι όμως, και ιδιαίτερα η Γαλλία, αντέδρασαν. Έτσι στις 13 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση που είχε ως συνέπεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κυβέρνηση Π.Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε αμέσως και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση Νικόλαου Τριανταφυλλάκου, η οποία δεν στάθηκε ικανή να αντιμετωπίσει το Στρατιωτικό Κίνημα που εκδηλώθηκε στη Μυτιλήνη και τη Χίο, με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά.
η. Δίκη και εκτέλεση των έξι
Στο ερώτημα γιατί το Λαϊκό κόμμα επέλεξε να συνεχίσει την Μικρασιατική εκστρατεία παρόλο που είχε κερδίσει τις εκλογές με κύρια προεκλογική δέσμευση την απόσυρση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία, η φαινομενική απάντηση περιέχεται στο ρητορικό ερώτημα του Γούναρη προς εκείνους που τον συμβούλευαν να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία: «ναι αλλά τι θα απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί που τους πήραμε στο λαιμό μας;». Με τα αντικειμενικά δεδομένα της εποχής, σε μια τόσο κρίσιμη χρονική στιγμή, όταν υπήρχαν ακόμα ελπίδες για ολική εξόντωση του τουρκικού στρατού και οριστική επικράτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα παράλια της Μικράς Ασίας, καθώς και η ελπίδα για την αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των επτά θαλασσών, η απόσυρση του στρατού δεν ήταν απόφαση που μπορούσε να ληφθεί εύκολα, συνυπολογίζοντας και τον κίνδυνο της τουρκικής αντεκδίκησης σε περίπτωση που ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε τα μικρασιατικά παράλια. Η πραγματική όμως απάντηση στο ερώτημα πρέπει να αναζητηθεί στις παρασκηνιακές ζυμώσεις της εποχής, που αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιδίωκαν να κατοχυρώσουν τον έλεγχο των πετρελαίων της Μοσούλης, η Αγγλία μέσω της (ανυποστήρικτης από την βρετανική πλευρά) ελληνικής προώθησης προς την ανατολή και η Γαλλία μέσω της αντίθετης κίνησης των Τούρκων προς τη δύση (που υποστηρίχθηκε πλήρως από τους Γάλλους σε οικονομικό, τεχνικό και στρατιωτικό επίπεδο). Στις ζυμώσεις αυτές ο Δ.Γούναρης, όπως και ο προκάτοχός του Ελ.Βενιζέλος, ήταν υποχρεωμένος να έχει ενδοτικό ρόλο, όχι μόνο διότι ήταν και αυτός εξαρτημένος από την βρετανική διπλωματία, αλλά και διότι η απελπιστική οικονομική θέση της χώρας δεν επέτρεπε καμία άλλη επιλογή εκτός από την πειθήνια εφαρμογή των άνωθεν εντολών των ευρωπαίων «συμμάχων» και των εντολοδόχων τους.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1922 συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για την δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθεί από ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Λίγο πριν τη σύλληψη του Γούναρη, του προτάθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αρχικά η ανακριτική επιτροπή περιλάμβανε τους στρατηγούς Καλλάρη και Ζυμβρακάκη, οι οποίοι όμως παραιτήθηκαν λόγων των παρεμβάσεων των μελών της επαναστατικής επιτροπής. Αντικαταστάθηκαν αμέσως από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και τον Θεόδωρο Πάγκαλο, οι οποίοι όμως πρώτα έλαβαν την διαβεβαίωση ότι δεν θα απονεμόταν χάρη στους υπόδικους σε περίπτωση καταδίκης. Στις 15 Οκτωβρίου 1922 οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τις φυλακές Αβέρωφ σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στην παλιά Βουλή, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Όταν ξεκίνησε η δίκη, που έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Ο ίδιος έπασχε από υψηλό πυρετό, κατάφερε να γράψει απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων, αλλά εξαντλήθηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του ελάχιστες φορές ήταν παρών στην ακροαματική διαδικασία. Την 7η Νοεμβρίου ο συνήγορος του, Σωτηριάδης, κατέθεσε αίτηση αναβολής της δίκης σύμφωνα με τη Δικονομία λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας του πελάτη του. Ο Γούναρης, ο οποίος είχε ξεπεράσει τους 40 βαθμούς πυρετό, μεταφέρθηκε στην κλινική Ασημακοπούλου, όπου οι γιατροί διέγνωσαν βαριάς μορφής τύφο. Στην κλινική παρέμεινε μέχρι και το τέλος της δίκης, αλλά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αλέξανδρος Οθωναίος, αρνήθηκε να διακόψει τη διαδικασία, παραγνωρίζοντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση.
Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στις 9 π.μ η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενους και ήταν καταδικαστική για τους έξι από τους συνολικά οκτώ κατηγορούμενους. Ο Γούναρης μαζί με τους Μπαλτατζή, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτο και Χατζανέστη καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου. Στις 11:27 π.μ. εκτελέστηκαν στο Γουδί, παρουσία λιγοστών συγγενών. Ο Γούναρης δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια. Κατά γενική ομολογία σήμερα η καταδίκη και η εκτέλεση τους θεωρείται αποτέλεσμα των οξύτατων παθών που προκάλεσε ο εθνικός διχασμός σε «βενιζελικούς» και «αντιβενιζελικούς» και έγινε κυρίως για να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία προς την χώρα τους. Χρόνια αργότερα ο Ελευθερίος Βενιζέλος, που (κατά τρόπο που τον χαρακτηρίζει ως άτομο) δεν έκανε ούτε μία στοιχειώδη κίνηση για να αποτρέψει τον αφανισμό των αντιπάλων του, είπε γι’ αυτούς: "Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατκής Παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφηρμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφήν. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω, ότι το επ΄εμοί ακραδάντως θα ήσαν ευτυχείς, εαν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον". Μεταθανάτια αποκατάσταση του ονόματός του έγινε στις 3 Ιουνίου του 1931, όταν με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου η οδός Καλαβρύτων στην Πάτρα μετονομάστηκε σε «οδός Δημήτριου Γούναρη». Από τότε πολλοί δρόμοι σε αρκετούς δήμους της χώρας έχουν πάρει το όνομά του. Ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήταν ανεψιός του.
Ο Στέφανος Σκουλούδης (23 Νοεμβρίου 1838 - 20 Αυγούστου 1928) ήταν Έλληνας πολιτικός και τραπεζίτης. Διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 1915-1916 (25 Οκτωβρίου 1915 – 9 Ιουνίου 1916), θήτευσε υπουργός και εκλέχτηκε αρκετές φορές βουλευτής. Ήταν επίσης σημαντικός συλλέκτης πινάκων. Τη συλλογή του την κληροδότησε αργότερα στην Εθνική Πινακοθήκη. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από οικογένεια Κρητικών, ολοκλήρωσε εκεί τις γυμνασιακές του σπουδές και ακολούθως φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε την διεύθυνση της «εν Τουρκία» αντιπροσωπείας των εμπορικών καταστημάτων των αδελφών Ράλλη. Σε σύντομο χρόνο ίδρυσε μαζί με τους Ανδρέα Συγγρό και Γ. Κορωνιό την «Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης». Απέκτησε μεγάλη περιουσία και αποφάσισε να εγκατασταθεί, το 1876, στην Αθήνα. Μετά την ίδρυση της «Εταιρείας Κωπαΐδας» έπαυσε να ασχολείται με τραπεζικές εργασίες και άρχισε να αναμιγνύεται με την πολιτική. Το 1877 διορίστηκε αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης ενόψει των διαπραγματεύσεων με Αλβανούς παράγοντες, με αντικείμενο συζήτησης μια ενδεχόμενη ελληνοαλβανική συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1881 εκλέχτηκε βουλευτής για πρώτη φορά της Σύρου και Θηβών συντασσόμενος με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1883 διετέλεσε άμισθος Πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ισπανία (Μαδρίτη). Αργότερα χρημάτισε υπουργός Ναυτικών στην Κυβέρνηση Χαρίλαου Τρικούπη 1892 και Εξωτερικών. Συμμετείχε στην Ελληνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Λονδίνο. Μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Ζαΐμη (1915), σχημάτισε Κυβέρνηση στην οποία μετείχαν όλοι οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης και η οποία κατά το τότε Σύνταγμα εγκρίθηκε από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄. Το 1916, μετά από ιταμό τελεσίγραφο των Συμμάχων, η Κυβέρνηση εκείνη αναγκάσθηκε να παραιτηθεί και ο ίδιος απογοητευμένος να αποσυρθεί πλέον από την ενεργό πολιτική. Δύο χρόνια αργότερα, το 1918, με την επάνοδο του Βενιζέλου από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, απαγγέλθηκε στον Στέφανο Σκουλούδη, που είχε ταχθεί με τις απόψεις του Στέμματος, αλλά πλέον ιδιώτευε, κατηγορία «επί εσχάτη προδοσία». Ο Σκουλούδης προφυλακίστηκε και παραπέμφθηκε σε δίκη, η οποία όμως ατόνησε λόγω της επικράτησης της αντιβενιζελικής παράταξης κατά της εκλογές του 1920, ενώ τον επόμενο χρόνο η Εθνοσυνέλευση κήρυξε ως άκυρες τις μέχρι τότε κυρώσεις που είχε υποστεί. Απεβίωσε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1928 σε ηλικία 90 ετών.
Ο Νικόλαος Καλογερόπουλος ήταν Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές Πρωθυπουργός (3 Σεπτεμβρίου 1916 – 27 Σεπτεμβρίου 1916 και 24 Ιανουαρίου 1921 – 8 Απριλίου 1921), πολλές φορές υπουργός και βουλευτής. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα και σπούδασε Νομική στην Αθήνα και το Παρίσι. Υπηρέτησε ως υπουργός Δικαιοσύνης στη βραχύβια Κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη του 1903, αλλά και υπουργός Εσωτερικών και Οικονομικών στην Κυβέρνηση Θεοτόκη του 1905. Προσχώρησε στο Λαϊκό Κόμμα από την ίδρυσή του το 1920 και εξελέγη βουλευτής Ευβοίας συνολικά δέκα φορές. Παράλληλα με την πρώτη του πρωθυπουργική θητεία, υπηρέτησε και ως υπουργός Οικονομικών και Στρατιωτικών, ενώ κατά τη δεύτερη θητεία είχε παράλληλα και το ρόλο του υπουργού Εξωτερικών. Και τις δύο φορές η πρωθυπουργική του θητεία ήταν βραχύβια, την πρώτη φορά στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και τη δεύτερη στα χρόνια του Ελληνοτουρκικού πολέμου. Κατά τη δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του ήταν και Υπουργός των Εξωτερικών από 24/01/1921 έως 26/03/1921. Για δεύτερη φορά έγινε Υπουργός Εξωτερικών στη βραχύβια κυβέρνηση του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου από 28/08/1922 έως 16/09/1922. Πέθανε από μυοκαρδίτιδα στις 7 Ιανουαρίου του 1927 σε ηλικία 76 ετών.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος (1851 - 23 Ιουλίου 1919) ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδος (την περίοδο 27 Σεπτεμβρίου 1916 – 21 Απριλίου 1917) και ιστορικός. Γεννήθηκε το 1851 στην Κέρκυρα και ήταν γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου. Σπούδασε ιστορία στην Λειψία, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο και στη Βιέννη και ήταν μαθητής του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Το 1877 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε υφηγητής της ελληνικής ιστορίας και γραφογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως γενικός επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και το 1890 έγινε τακτικός καθηγητής της Ελληνικής ιστορίας και της Παλαιογραφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ διετέλεσε δύο φορές πρύτανης του πανεπιστημίου (1893-1894, 1912-1913). Από το 1903 εξέδιδε το περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων», που καθιερώθηκε διεθνώς ως σημείο αναφοράς για τη Μεσαιωνική και νεότερη Ελληνική ιστορία. Το 1916 διορίστηκε υπουργός Εκκλησιαστικών - Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1917. Την ίδια περίοδο υπηρέτησε και ως πρωθυπουργός στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού. Με την επάνοδο του Βενιζέλου εξορίστηκε στην Ύδρα και στη Σκόπελο, ενώ δημεύτηκε και η περιουσία του. Υπήρξε επίσης γενικός γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (1901-1918), πρόεδρος του Συνδέσμου Αθλητικών και Γυμναστικών Συλλόγων (1897-1906). Απεβίωσε στην Σκόπελο το 1919 λόγω κακουχιών σε ηλικία 68 ετών. Κόρη του ήταν η Λίνα Τσαλδάρη.
O Νικόλαος Στράτος (1872 - 15 Νοεμβρίου 1922) ήταν πολιτικός, πολλές φορές υπουργός και πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1922 για έξι ημέρες (3 Μαΐου 1922 – 9 Μαΐου 1922). Στις 31 Οκτωβρίου δικάστηκε ως ένας από τους υπευθύνους για την Μικρασιατική καταστροφή στη δίκη των έξι, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε στις 15 Νοεμβρίου στο Γουδί. Καταγόταν από το Λουτρό Αιτωλοακαρνανίας και σπούδασε νομικά. Εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά το 1902. Στην κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ μετά την επανάσταση του 1909 χρημάτισε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη και το 1910 υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου. Το 1910 προσχώρησε στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1911 εξελέγη πρόεδρος της Β' διπλής Αναθεωρητικής Βουλής. Δύο χρόνια αργότερα εντάχθηκε στους αντιβενιζελικούς. Το 1915 διορίστηκε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Δ.Γούναρη. Το 1916 ίδρυσε το Εθνικό Συντηρητικόν Κόμμα και υποστήριξε πολιτική ουδετερότητας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1922 διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Π.Πρωτοπαπαδάκη. Τον Μάιο του 1922 σχημάτισε κυβέρνηση, όπου ανέλαβε και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά παραιτήθηκε λίγες μέρες αργότερα. Τέλος συνελήφθη από τους κινηματίες στρατιωτικούς της Μικρασιατικής εκστρατείας και προσήχθη στη «δίκη των έξι». Το στρατοδικείο τον έκρινε ένοχο για έσχατη προδοσία και τον καταδίκασε σε θάνατο. Τουφεκίστηκε στο Γουδί. Το 2010, μετά από αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, παύτηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο η δίωξη των έξι (ανάμεσά τους και του Νικόλαου Στράτου) λόγω παραγραφής. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Κορομηλά, κόρη του συγγραφέα Δημητρίου Κορομηλά, και είχε δύο παιδιά, την Δόρα, χορεύτρια και τιμημένη με το "παγκόσμιο βραβείο Θεάτρου" και τον Ανδρέα, βουλευτή.
O Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (1860-1922) ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 9 Μαΐου 1922 – 28 Αυγούστου 1922. Γεννήθηκε στην Απείρανθο Νάξου και ήταν γιος του Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη, δασκάλου στο επάγγελμα, και της Ευδοκίας Μπακόλου. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από παλιές οικογένειες της Νάξου, ενώ αδερφός του ήταν ο Δημοσθένης Πρωτοπαπαδάκης, πρύτανης του ΕΜΠ. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας Πρωτοπαπαδάκη ήταν από το Ασκύφου Σφακίων Κρήτης. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Σύρου το 1878. Τον ίδιο χρόνο γράφτηκε στη φυσικομαθηματική σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει αστρονομία, τελικά όμως σπούδασε εκεί μαθηματικά και μηχανική. Εργάστηκε ως μηχανικός, αποκτώντας αρκετά μεγάλη περιουσία για την εποχή. Ανάμεσα μάλιστα στα κτίρια που κατασκεύασε συγκαταλέγεται και το Μέγαρο Μιχαήλ Μελά και το παλαιό Ταχυδρομείο, ενώ είχε εργαστεί και στη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Διετέλεσε καθηγητής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1899 διορίστηκε καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής το 1902 με το κόμμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και εντάχθηκε στην ομάδα των Ιαπώνων, της οποίας ήταν ηγετικό στέλεχος. Η αποδοχή όμως εκ μέρους του (όπως και εκ μέρους του Δ.Γούναρη) κυβερνητικών θέσεων στην κυβέρνηση Γ.Θεοτόκη αδρανοποίησε την ομάδα που σταδιακά διαλύθηκε.
Υπήρξε συνιδρυτής και ηγετικό στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το τέλος της πολιτικής του διαδρομής. Στις κυβερνήσεις Καλογερόπουλου και Γούναρη (1921-22) διετέλεσε υπουργός επισιτισμού και Οικονομικών καθορίζοντας από τη θέση αυτή την οικονομική πολιτική της Ελλάδας. Εν τω μεταξύ, οι πόροι της χώρας είχαν εξαντληθεί από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία και οι ξένες Δυνάμεις ήταν απρόθυμες να συνομολογήσουν δάνειο. Η οικονομική ανάγκη ήταν άμεση, αλλά η αύξηση των εσόδων μέσω της αυξήσεως της φορολογίας ή των δασμών, απαιτούσε αρκετό χρόνο, ενώ είχε ήδη εκδοθεί μεγάλη ποσότητα ακαλύπτου χαρτονομίσματος. Ο Πρωτοπαπαδάκης συνέλαβε και εφήρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο: Διχοτόμησε το χαρτονόμισμα. Η αριστερή πλευρά χρησίμευε ως νόμισμα στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος (π.χ. το τεμάχιο του εκατονταδράχμου άξιζε πλέον πενήντα δραχμές). Η δεξιά πλευρά του χαρτονομίσματος ανταλλασσόταν με έντοκη ομολογία στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος. Με το σύστημα αυτό κατάφερε αφενός να μην κυκλοφορήσει νέο χαρτονόμισμα, το οποίο θα οδηγούσε σε ασφυκτική πληθωριστική πίεση, και αφετέρου να συγκεντρωθεί αμέσως ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για τη χρηματοδότηση του πολέμου. Ο λαός απεδέχθη στωικά το μέτρο, διότι γνώριζε τις ανάγκες του μετώπου και επειδή κατανοούσε ότι αν κυκλοφορούσε πληθωριστικό χαρτονόμισμα, οι οικονομίες του θα έχαναν εντελώς την αξία τους.
Λίγο μετά το αναγκαστικό δάνειο, ο Πρωτοπαπαδάκης διορίστηκε πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού Γούναρη και Στράτου. Με την πτώση του μικρασιατικού μετώπου και την επικράτηση των φυγάδων στρατιωτικών, συνελήφθη και προσάχθηκε στην δίκη των έξι, όπου κρίθηκε ένοχος για εσχάτη προδοσία μαζί με άλλους πέντε πολιτικούς. Καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε στο Γουδί στις 15 Νοεμβρίου του 1922. Στη χειρόγραφη διαθήκη του, που συνέταξε στις φυλακές Αβέρωφ στις 26 Οκτωβρίου του 1922, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι όλη του η περιουσία ήταν δύο ακίνητα στην Αθήνα που είχε αποκτήσει από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες ως μηχανικός διαφόρων έργων πολύ πριν εισέλθει στη πολιτική, και μάλιστα το ένα από τα δύο ήταν υποθηκευμένο στην Εθνική Τράπεζα για δάνειο που είχε ζητήσει ύψους 225.000 δραχμών. Γιος του ήταν ο Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης, βουλευτής και υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις, ενώ εγγονός του είναι ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, πρώην ευρωβουλευτής και υπουργός, ο οποίος μετά από αίτησή του το 2008, ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσης του παππού του. Δύο χρόνια αργότερα, το 2010 ο Άρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση, μετά από συζήτηση της υπόθεσης και αξιολόγηση των νέων στοιχείων. οπότε οι τότε δικασθέντες δεν θεωρείται πλέον ότι διέπραξαν τα αδικήματα για τα οποία είχαν κατηγορηθεί, δηλαδή ήταν αθώοι. Ο Δήμος Νάξου ανήγειρε ανδριάντα επί της κεντρικής πλατείας της παραλίας της πόλεως Νάξου δίνοντας το όνομά του και στη παραλιακή λεωφόρο του λιμένα Νάξου.
Ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος (8 Νοεμβρίου 1855 - 16 Σεπτεμβρίου 1939) ήταν Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε και Πρωθυπουργός της Ελλάδας για λίγες ημέρες το 1922 (28 Αυγούστου 1922 – 16 Σεπτεμβρίου 1922). Γεννήθηκε το 1855 στην Τρίπολη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών νομικά και συνέχισε σπουδές στο Βερολίνο και Παρίσι. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα επιδόθηκε στη πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής Αρκαδίας για πρώτη φορά το 1892 και έκτοτε συνέχιζε μέχρι το 1923. Τάχθηκε στο νεοσύστατο τότε κόμμα του Δημητρίου Ράλλη όπου και ανέλαβε στη σχηματισθείσα από εκείνον κυβέρνηση (18 Απριλίου 1897) το Υπουργείο της Δικαιοσύνης. Το 1898 στην ανασχηματισθείσα κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών, και συνέχισε στο ίδιο Υπουργείο το 1901 και το 1909 στη Κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και το 1915 στη κυβέρνηση του Δημήτριου Γούναρη. Μετά τις εκλογές του 1920 στάλθηκε αρμοστής της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Κωνσταντινούπολη. Τότε κατέβαλε κάθε προσπάθεια να διαλύσει την οργάνωση των Αμυνιτών, υποσχόμενος σ΄ αυτούς αμνηστία και να συνδράμει στην ανάρρηση στον Πατριαρχικό θρόνο άλλου ιεράρχη αντί του Μελετίου. Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και την Στρατιωτική Επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 που ακολούθησε, ανέλαβε τον σχηματισμό Κυβέρνησης μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη στις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Παραιτήθηκε όμως και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ ανέθεσε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον Νικόλαο Καλογερόπουλο, ο οποίος όμως απέτυχε. Κατόπιν αυτού, ο Τριανταφυλλάκος πήρε την εντολή και κατάφερε να σχηματίσει Κυβέρνηση στις 10 Σεπτεμβρίου 1922. Ακολούθησε εξέγερση του στρατεύματος στη Θεσσαλονίκη, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Οι ταραχές που ακολούθησαν οδήγησαν στην παραίτηση της Κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου στις 26 Σεπτεμβρίου, 16 ημέρες μετά το σχηματισμό της. Μαζί παραιτήθηκε και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α, τον οποίο διαδέχτηκε ο τότε διάδοχος γιος του, Γεώργιος Β΄. Το 1929 εξελέγη «αριστίδην γερουσιαστής». Πέθανε δέκα χρόνια μετά, το 1939, σε ηλικία 84 ετών.
Ο Αναστάσιος Χαραλάμπης γεννήθηκε το 1862 καταγόμενος από ιστορική οικογένεια της Αχαΐας. Ήταν αντιστράτηγος του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και δύο φορές υπουργός των στρατιωτικών (1917, 1922). Το 1922 η επαναστατική επιτροπή διόρισε Πρωθυπουργό τον Αλ. Ζαΐμη και, επειδή έλειπε στο εξωτερικό, διόρισε προσωρινό πρωθυπουργό τον Σωτήριο Κροκιδά. Αλλά επειδή και αυτός έλειπε εκτός Αθηνών όρκισε μόνο για μια ημέρα (16 Σεπτεμβρίου 1922 – 17 Σεπτεμβρίου 1922) τον ταυτόχρονα ορκισθέντα υπουργό Στρατιωτικών αντιστράτηγο Αν. Χαραλάμπη. Απεβίωσε στις 11 Μαρτίου 1949 σε ηλικία 87 ετών.
Ο Σωτήριος Κροκιδάς (1852 - 29 Ιουλίου 1924) ήταν νομικός, πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας το φθινόπωρο του 1922 (17 Σεπτεμβρίου 1922 – 14 Νοεμβρίου 1922). Γεννήθηκε στη Σικυώνα Κορινθίας και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου έγινε και διδάκτωρ. Την περίοδο 1881 - 1897 υπήρξε υφηγητής του εμπορικού δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το 1883 εξελέγη δήμαρχος Σικυώνας, ενώ από το 1892 εκλεγόταν βουλευτής Κορινθίας. Το 1917 τοποθετήθηκε γενικός διοικητής της Κρήτης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1920. Ο Κροκιδάς ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας στις 17 Σεπτεμβρίου 1922 αναλαμβάνοντας παράλληλα και το υπουργείο εσωτερικών. Αρχικά η επαναστατική επιτροπή είχε διορίσει πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο οποίος όμως απουσίαζε στο εξωτερικό γι' αυτό και επελέγη ο Κροκιδάς, ο οποίος όμως επίσης ήταν εκτός Αθηνών. Γι' αυτό προτάθηκε ως προσωρινός πρωθυπουργός ο Αναστάσιος Χαραλάμπης που παρέμεινε για μια μέρα μέχρι να επιστρέψει και να ορκιστεί ο Κροκιδάς. Στην Κυβέρνηση Κροκιδά, ουσιαστικά δεν κυβέρνησε αυτός, αλλά η επαναστατική επιτροπή που είχε επικρατήσει μετά το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της δίκης των έξι. Παραιτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1922 επειδή διαφώνησε με την επικείμενη εκτέλεση των έξι. Απεβίωσε στο Περιγιάλι Κορινθίας το 1924.
O Στυλιανός Γονατάς (Πάτρα, 15 Αυγούστου 1876 – Αθήνα , 29 Μαρτίου 1966) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας στα χρόνια της «επανάστασης» του 1922 (14 Νοεμβρίου 1922 – 11 Ιανουαρίου 1924). Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου τελείωσε το Α' Γυμνάσιο Πατρών και το 1892 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε πρώτος μετά από την πενταετή εκπαίδευση, όπως οριζόταν εκείνη την εποχή. Ήταν γιος του Αρεοπαγίτη δικαστικού Επαμεινώνδα Γονατά και εγγονός του Στυλιανού Γονατά, επίσης αξιωματικού του Στρατού Ξηράς. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1907-1909) υπηρέτησε ως υπολοχαγός στη Θράκη. Το 1909, κατά την επανάσταση στο Γουδί (15 Αυγούστου 1909) ορίστηκε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο υπασπιστής του αρχηγού της επανάστασης συνταγματάρχη, Νικολάου Ζορμπά. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στην εκστρατεία της Κριμαίας και στη Μικρασιατική εκστρατεία, αρχικά ως επιτελάρχης Σώματος στρατού και ως διοικητής μεραρχίας αργότερα, φέροντας τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Μετά την υποχώρηση από το μικρασιατικό μέτωπο πρωταγωνίστησε, μαζί με τους αξιωματικούς Νικόλαο Πλαστήρα και Αλέξανδρο Οθωναίο και τον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου, στο κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στη Χίο και Μυτιλήνη, οπότε ανατέθηκε στον Γονατά η αρχηγία της «επανάστασης» (όπως ονομάστηκε από τους κινηματίες). Στις 14 Νοεμβρίου 1922 έγινε πρόεδρος της Κυβέρνησης παραμένοντας σε αυτήν την θέση μέχρι την 11η Ιανουαρίου 1924, οπότε και παρέδωσε την Αρχή στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στη διάρκεια της θητείας του ασκούσε παράλληλα και κατά διαστήματα τα καθήκοντα του υπουργού Ναυτικών, Στρατιωτικών και του Υπουργού Εξωτερικών. Μετά την αποστρατεία του ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε «πληρεξούσιος Αθηνών» για πρώτη φορά κατά τις εκλογές της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης (1923). Με ψήφισμα στις 31 Μαΐου 1924 προάχθηκε μαζί με τον Νικόλαο Πλαστήρα στο βαθμό του αντιστράτηγου. Στις Γερουσιαστικές εκλογές του 1929 (21 Απριλίου) εξελέγη πρώτος γερουσιαστής στο νομό Αττικής και Βοιωτίας. Το ίδιο διάστημα, διετέλεσε Υπουργός Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης και Υπουργός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (16 Δεκεμβρίου 1929 - 4 Νοεμβρίου 1932). Στις 4 Ιανουαρίου 1931 παραβρέθηκε στα εγκαίνια της αντισημιτικής οργάνωσης 3Ε (Εθνική Ένωσις «Ελλάς»), οργάνωση την οποία υποστήριζε. Αργότερα, εκλέχθηκε τρεις φορές πρόεδρος της Γερουσίας (4 Νοεμβρίου 1932, 1 Απριλίου 1933 και 8 Μαρτίου 1934) παραμένοντας στην θέση μέχρι την 1 Απριλίου 1935, όταν καταργήθηκε η Γερουσία. Ήταν από τους ηγέτες του βενιζελικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935.
Λόγω της ενεργούς αντίστασής του κατά του Μεταξά, ο Στυλιανός Γονατάς συνελήφθη το 1938 και εξορίστηκε πρώτα στη Μύκονο και το 1939 στη Σύρο, όπου παρέμεινε μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ένας από τους εμπνευστές, από κοινού με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, της ίδρυσης και συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας (ένοπλων παραστρατιωτικών μονάδων, υπαγόμενων στην γερμανική διοίκηση, που χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς για τον έλεγχο της αντιστασιακής δραστηριότητας). Το σχέδιο του Γονατά ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας από την μία να αποτρέψουν πιθανή στρατιωτική επικράτηση και επιβολή του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ στην Ελλάδα, και από την άλλη να στελεχωθούν όσο γινόταν περισσότερο από έμπιστους βενιζελικούς-δημοκρατικούς αξιωματικούς, ώστε, μετά το τέλος του πολέμου, η βενιζελική παράταξη να βρεθεί σε θέση ισχύος έναντι πιθανής επιστροφής του βασιλιά στην χώρα. Ωστόσο γρήγορα αποστασιοποιήθηκε από το εγχείρημα των Ταγμάτων Ασφαλείας, όταν στη διοίκησή τους επικράτησαν φιλοβασιλικά στοιχεία. Στη διάρκεια της κατοχής φυλακίσθηκε επί τετράμηνο στις φυλακές του Χαϊδαρίου το 1943.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, διαφώνησε με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη (αρχηγό του κόμματος των Φιλελευθέρων) και ίδρυσε στις 18 Μαρτίου 1945 δικό του κόμμα, το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων. Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 έλαβε μέρος συμπράττοντας σε όλη την Ελλάδα με το Λαϊκό Κόμμα επιτυγχάνοντας την εκλογή πάνω από 30 βουλευτών. Στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 για την επάνοδο του Βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο Γονατάς τάχτηκε με όλες του τις δυνάμεις υπέρ της επανόδου. Μετεκλογικά ανέλαβε επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Tσαλδάρη το υπουργείο Δημοσίων Έργων (18 Απριλίου 1946 – 24 Ιανουαρίου 1947) και στη συνέχεια επί κυβερνήσεως Δημητρίου Μαξίμου μέχρι 29η Αυγούστου 1947. Ένα χρόνο πριν τις εκλογές στις 5 Μαρτίου 1950 το κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων σχημάτισε συνασπισμό με το Εθνικό Κόμμα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Ο συνασπισμός όμως αυτός διαλύθηκε πριν από τις εκλογές, όπως και το ίδιο το κόμμα στις 20 Ιανουαρίου 1950. Σε εκείνες τις εκλογές ο Γονατάς έλαβε μέρος από τις τάξεις του Κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά, για πρώτη φορά στον πολιτικό του βίο, δεν κατάφερε να εκλεγεί.
Ο Στυλιανός Γονατάς κατά την πολιτική του σταδιοδρομία χρημάτισε ακόμη υπουργός των Ναυτικών, υπουργός των Στρατιωτικών, υπουργός Γεωργίας και υπουργός Εσωτερικών για σύντομα κάθε φορά διαστήματα. Το 1958 εξέδωσε τα Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957. Ως πρώην πρωθυπουργός μετείχε στο Συμβούλιο του Στέμματος το 1965, όπου υποστήριξε τον παλαιό φίλο και συνεργάτη του Γεώργιο Παπανδρέου, που πρότεινε άμεση διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών κατά την περίοδο των Ιουλιανών, τις οποίες αρνήθηκε ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος. Τον επόμενο χρόνο πέθανε σε ηλικία 90 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη. Η κόρη του, Αγγελική, είναι παντρεμένη με τον Γεώργιο - Αλέξανδρο Μαγκάκη. Τον Ιανουάριο του 1924 του απονεμήθηκε από τον αντιβασιλέα Παύλο Κουντουριώτη ο Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος με πρόταση του Ελευθερίου Βενιζέλου ως υπουργού των Εξωτερικών, για τη συνεισφορά του στην επανάσταση του 1922, καθώς και για την εγκατάσταση 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τους Τούρκους.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 - 26 Ιουλίου 1953) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός στη νεότερη Ελλάδα, γνωστός ως «αρχηγός» της «επανάστασης» του 1922 και πρωθυπουργός της χώρας τρεις φορές, στα χρόνια 3 Ιανουαρίου 1945 – 8 Απριλίου 1945, 15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 27 Οκτωβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952. Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργη, υφάντριας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του κατέφυγε στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Καρδίτσα, όπου φοίτησε στο δημοτικό και στο Ελληνικό σχολείο της πόλης. Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπηκε, όταν έμπλεξε σε έναν καυγά με έναν Τούρκο και αναγκάστηκε να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επέστρεψε, αφού έφυγαν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. Αφού εγκατέλειψε τη μονάδα του, μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών. Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάστηκε με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και το 1908 έδωσε εξετάσεις για να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ερχόμενος πρώτος επιλαχών. Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ενεργούσε παράλληλα με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και, επειδή αυτό ανήκε στη στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τους πρώτους που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων το 5ο Σύνταγμα πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προάχθηκε σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του υπολοχαγού λόγω εξαίρετων πράξεων. Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Από τη Χίο όπου βρισκόταν έφυγε για την Αθήνα και συνάντησε τον Στέφανο Σαράφη. Μαζί συνεννοήθηκαν για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου. Ο Πλαστήρας πήγε στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο. Όμως του ανακοινώθηκε η επικείμενη σύλληψή του λόγω του σχεδίου που οργάνωνε. Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων, αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, ακύρωσε τα σχέδιά του, αλλά και τη σύλληψή του. Επέστρεψε στη Χίο και ολοκλήρωσε το σχεδιασμό άμυνας του νησιού.
Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ΄ αυτό. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916, και ενώ βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή, μαζί με άλλους αξιωματικούς, με τον Βενιζέλο, για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με τον γαλλικό στρατό στη Θεσσαλονίκη. Αυτός τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα για να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν και άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα. Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε ταγματάρχη. Στη συνέχεια ορίστηκε Στρατιωτικό Διοικητής στη Χίο. Στην μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προάχθηκε "επ' ανδραγαθία" σε αντισυνταγματάρχη. Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων, όπου μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στην Σμύρνη.
Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων είχε ως περιοχή ευθύνης του την Μαγνησία. Μεταξύ άλλων προέβαινε σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους τσέτες και στην προάσπιση των Ελληνικών πληθυσμών, ενώ ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο με σκοπό την φροντίδα των ορφανών ελληνόπουλων. Προέλασε τον Ιούνιο του 1920 καταλαμβάνοντας το Αξάρι. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα , ενώ ο Πλαστήρας, χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, απέφυγε τη μετάθεση, ενώ συκοφαντήθηκε για περιύβριση του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Τελικά αποκαλύφθηκε ότι η εις βαρος του καταγγελία ήταν ψευδής. Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους αντιπάλους που τον ονόμασαν «καρά-πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως «σεϊτάν ασκέρ» (στρατός του διαβόλου). Κατά την προέλαση, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γρότσο, πέρα από τον Σαγγάριο. Αναφέρεται ότι τις νύχτες έμενε μόνος του ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας. Κατά την κατάρρευση του μετώπου ο Πλαστήρας κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. Για την πράξη του αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πρόσφυγες, στο σημείο να βαφτίζουν τα παιδιά τους με το όνομα του.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πρωταγωνίστησε, μαζί με τους Στυλιανό Γονατά, Αλέξανδρο Οθωναίο και Γεώργιο Παπανδρέου στην Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής και απέκτησε το προσωνύμιο 'Αρχηγός'. Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση, υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β' και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ’ αυτήν. Με τη φροντίδα του στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών στους ακτήμονες. Χάρη σ’ αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή.
Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 παρέδωσε την εξουσία στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ' Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». Αναχώρησε και έζησε για λόγους υγείας στην Ευρώπη, ενώ το 1925 εξορίστηκε στην Γαλλία από την δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου μετά από προσπάθειά του να τον ανατρέψει. Το 1933 τις εκλογές κέρδισε η αντιβενιζελική παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη. Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, την νύχτα 5 προς 6 Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε Κίνημα υπέρ του Βενιζέλου με την έγκρισή του, με την δικαιολογία ότι η άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της Δημοκρατίας. Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στον Λίβανο και μετά στην Γαλλία. Στο επόμενο Στρατιωτικό Κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την έγκριση του Βενιζέλου) προσέφερε την υποστήριξή του, παρόλο που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος, αλλά έλαβαν όλοι αμνηστία με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας τον ίδιο χρόνο, από τον επανελθόντα Βασιλιά Γεώργιο Β΄. Η δράση του Ν.Πλαστήρα συνεχίστηκε και στην επόμενη ιστορική περίοδο και εξετάζεται στο οικείο κεφάλαιο.
Η Μικρασιατική καταστροφή, ένα από τα μεγάλα ορόσημα της ελληνικής ιστορίας, προέκυψε από την τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, με το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1918-22. Συνέπειά της ήταν η φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί το 1919 στα δυτικά μικρασιατικά παράλια περί την Σμύρνη, σύμφωνα με την Συνθήκη των Σεβρών (αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου), καθώς και η σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού, μετά την κατάρρευση του μετώπου και την γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία, που είχε όμως ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (από την εποχή της Συνθήκης του 1914, που είχε συνομολογήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος). Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την Καταστροφή της Σμύρνης, την Ανακωχή των Μουδανιών, που συνομολογήθηκε στην ομώνυμη πόλη (11 Οκτωβρίου 1922), και την, ένα μήνα μετά, εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης (στις 11 Νοεμβρίου) από τους εκεί Έλληνες, καθώς και αργότερα την "υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών" (1922-24) από όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχομό 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων στην Ελλάδα, και τελικά την ολοκληρωτική καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού και του Πόντου. Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο τετραετίες, 1914-1918 και 1920-1924 είναι έργο δυσχερές. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην οποία περιλαμβάνονταν μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα "τάγματα εργασίας" (Αμλετ Ταμπουρου), με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ’ αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες και οι εκτελέσεις βάσει αποφάσεων των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.
Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) ξεκίνησαν οι εργασίες στη Σύνοδο Ειρήνης στο Παρίσι μεταξύ των νικητριών χωρών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Ελλάδα. Ύστερα από αγγλική και γαλλική συμφωνία, η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσει ελληνική διοίκηση και να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς, καθώς βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη από το 1913 διαδικασία εκκαθάρισης των μη μουσουλμανικών στοιχείων. Ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα, θεωρώντας τα ως προμήνυμα για την παραχώρηση της πόλης στην Ελλάδα. Τους επόμενους μήνες συγκροτήθηκε στρατιωτική μεραρχία με έδρα την Σμύρνη υπό τον συνταγματάρχη Μαζαράκη. Τουρκικές αντάρτικες δυνάμεις αρνήθηκαν όμως να δεχθούν την ελληνική διοίκηση και άρχισαν ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα η απόβαση του Ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε μακρόχρονη εκστρατεία.
Παράλληλα, στη Συμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι συζητιόταν η τύχη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των εδαφών της. Τον Μάρτιο του 1920 το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε από την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Μετά από πιέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου οι Μεγάλες δυνάμεις έδωσαν τη συγκατάθεση τους για προέλαση του Ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφηκε τελικά η συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γινόταν οριστική παραχώρηση όλης της Θράκης (σχεδόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη), καθώς και παραχώρηση της διοίκησης της περιοχής της Σμύρνης για 5 έτη στην Ελλάδα (με το δικαίωμα ενσωμάτωσής της μετά από δημοψήφισμα). Μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης, αλλά και επίσημα των νησιών του Αιγαίου, τα οποία ήδη κατείχε η Ελλάδα από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Επίσης ο Βενιζέλος με μυστική συμφωνία με την Ιταλία (Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι) φαινόταν πως πέτυχε να ρυθμίσει και το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου στο ελληνικό κράτος, και την τύχη των Δωδεκανήσων που κατείχαν οι Ιταλοί.
Παράλληλα με τις επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας και του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του. Επιπλέον κατάφερε να υπογράψει ανακωχή με την Ρωσία και την Γαλλία, ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του.
Κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας, που ουσιαστικά άρχισε από τις 2 Μαΐου του 1919, επί κυβερνήσεως Ε.Βενιζέλου, ήταν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε συνθήκες Εθνικού Διχασμού και δυσαρέσκειας του ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, παρουσιάζεται ως καθοριστικό για την μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από τον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις προεκλογικές του δεσμεύσεις είχε περιλάβει την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών. Μόλις ένα μήνα πριν, ο βασιλιάς Αλέξανδρος, που έμπρακτα συνεργάστηκε με τον Βενιζέλο και την Αντάντ, πέθανε αιφνιδίως. Το Νοέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄, που δεν υποστηριζόταν από τις Συμμαχικές δυνάμεις εξαιτίας του ρόλου που διαδραμάτισε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από Δημοψήφισμα. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες είχαν προειδοποιήσει την νέα κυβέρνηση για το τι θα σήμαινε μια πιθανή επιστροφή του Κωνσταντίνου στις σχέσεις τους με αυτή, παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και (με αυτή την πρόφαση) πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε, αλλά μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό άλλαξε ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ κατάφερε να συνθηκολογήσει μετά την Γαλλία, Ρωσία και με την Ιταλία και να επιτύχει τον εφοδιασμό του Τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες. Την άνοιξη του 1921, ο Ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ και Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να επιτύχει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία έγινε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος, αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ, ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού, με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Η προέλαση του ελληνικού στρατού τερματίστηκε στην ατυχή Μάχη στο Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί.
Τον Μάιο του 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και την εξουσία ανέλαβε κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Στράτο. Ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να του στείλει ενισχύσεις. Στη θέση του ανέλαβε ο Γεώργιος Χατζανέστης, ο οποίος διέπραξε μοιραίο λάθος, υπάγοντας απευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με αποτέλεσμα πολλοί έμπειροι αξιωματικοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Σε διπλωματικό επίπεδο, οι προσπάθειες που γίνονταν όλο αυτό το διάστημα (Συνέδρια του Λονδίνου), μεταξύ Δυνάμεων, Ελληνικής κυβέρνησης και Τούρκων εκπροσώπων για συμβιβαστική λύση, δεν κατέληγαν σε συμφωνία. Εν τω μεταξύ , η οικονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε τραγικό επίπεδο. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών, εφάρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο, αφού διχοτόμησε το χαρτονόμισμα επιβάλλοντας αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο. Αν και το σύστημα απέδωσε, εντούτοις ενέτεινε τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη. Οι Δυνάμεις όμως αρνήθηκαν και επισήμαναν ότι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα στην Κωνσταντινούπολη και την Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψή της.
Από τον Σεπτέμβριο του 1921 ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Ελληνικού στρατού είχε συγκεντρωθεί στο Αφιόν Καραχισάρ. Οι ανώτεροι αξιωματικοί πίστευαν ότι ελέγχοντας το Αφιόν Καραχισάρ μπορούσαν να ανακόψουν την τροφοδοσία του τουρκικού στρατού. Η ανώτερη ηγεσία του ελληνικού στρατού είχε υποτιμήσει τα στρατιωτικά σώματα του Κεμάλ, με αποτέλεσμα να παραμελήσει την άμυνα των συνόρων και να αρχίσει να καταστρώνει σχέδια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε πλάνη, ο Κεμάλ Ατατούρκ γνώριζε πολύ καλά τις δυνάμεις του στρατού του, αλλά και τις μαχητικές ικανότητες του αντιπάλου στρατοπέδου. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες, μόνο οι 70.000 ήταν μάχιμοι, ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε διοικητικές υπηρεσίες. Ο τουρκικός στρατός είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με καινούρια ανεπτυγμένα πυροβόλα, τα οποία τελικά έκριναν την έκβαση της μάχης στο Αφιόν Καραχισάρ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κερδίσει αξιώματα χωρίς να έχουν πολεμήσει σε πεδία μαχών, οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν λάβει μέρος σε πολλές δύσκολες μάχες και είχαν κερδίσει επάξια τον βαθμό τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το ιππικό του Κεμάλ, του οποίου ο σκοπός ήταν να ανακόψει τον εφοδιασμό των Ελλήνων και ταυτόχρονα να ξεσηκώσει τους πληθυσμούς των υπό κατοχή περιοχών σε εξέγερση. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις ελληνικές δυνάμεις στο Αφιόν Καραχισάρ. Η επίθεση των Τούρκων, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ, ήταν αναμενόμενη, αλλά αιφνιδίασε με την ποιότητα της την ηγεσία του Ελληνικού στρατού, που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα στρατού. Το πυροβολικό σε συνεργασία με το ιππικό σύντριψαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η και 4η μεραρχία στρατού. Οι ενισχύσεις δεν κατάφεραν να φτάσουν σύντομα, λόγω της ανασφάλειας που υπήρχε στο στράτευμα, αφού η κατάλυση του νότιου μετώπου είχε ήδη διαδοθεί. Σημαντική αιτία αποδιοργάνωσης ήταν και η στρατολόγηση γεωργών και γενικά αμάχων χριστιανών, οι οποίοι, εξαιτίας της απειρίας τους και του φόβου τους, αποσυντόνισαν πλήρως τα τακτικά σώματα στρατού. Παράλληλα η διακοπή κάθε μορφής επικοινωνίας, δηλαδή τηλεφώνου και τηλεγράφου, παγίδευσε τον ελληνικό στρατό σε μια εξολοκλήρου εχθρική περιοχή.
Η κοινή γνώμη αγνοούσε την ταχύτητα της κατάρρευσης του ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Τα νέα για την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην τύχη τους και οι θηριωδίες που ακολούθησαν έφτασαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Δύο μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός είχε καταστραφεί. Στον νότο είχαν σχηματιστεί δύο σώματα στρατού, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικολάου Τρικούπη. Ο Νικόλαος Τρικούπης, ύστερα από την ανάκληση του Χατζανέστη, διορίστηκε στρατηγός χωρίς να προλάβει να ασκήσει τα καθήκοντα του, αφού αιχμαλωτίστηκε από τον τουρκικό στρατό. Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές Σωμάτων, ένα μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδοθούν. Στο Βορρά, το Γ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε ιδιαίτερες απώλειες, επειδή το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης το είχαν δεχτεί οι μεραρχίες του νότου. Στις 24 Αυγούστου έφτασε με όλα τα πολεμοφόδια στην Προύσα και συνέχισε την πορεία του προς τα παράλια. Βέβαια υπήρξαν περιστατικά διάλυσης, όπως η αποκοπή και η αιχμαλώτιση της 11ης μεραρχίας από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα στον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε. Εν τω μεταξύ η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης, αφού την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατάστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
Στις 24 Αυγούστου η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη, αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί, αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη, αφού πολλά σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Γ' Σώματος Στρατού εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης αφήνοντας στο έλεος των Τούρκων τους ανυπεράσπιστους Μικρασιάτες, οι οποίοι ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης, μέχρι τέλους διαβεβαιώνονταν από τις Ελληνικές Αρχές ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και λόγος ανησυχίας.
Τέσσερις μέρες αργότερα η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και ύστερα από προσπάθειες του Παλατιού σχηματίσθηκε κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Τριανταφυλλάκο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η καταστροφή. Συνολικά η μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Συνολικά 2.845.000 Έλληνες, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής, κυριαρχούσαν οικονομικά, και είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παρότι ήταν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
Οι Τούρκοι επιδίωκαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από την Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε εγκλήματα, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες Δυτικών αυτοπτών μαρτύρων (μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, σφαγές, εκτελέσεις, βασανιστήρια). Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία, ενώ σύμφωνα με τον ανταποκριτή των Τάιμς του Λονδίνου, πολλοί Χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν, αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά. Η γνωστή εκείνα τα χρόνια αμερικανίδα ιατρός M. C. Elliott, που επί πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει σε νοσοκομεία της Εγγύς Ανατολής, κατέθεσε τις εμπειρίες της, σύμφωνα με τις οποίες περιέθαλψε εκατοντάδες βιασμένες από Τούρκους χριστιανές κοπέλες και άκουσε για αμέτρητες άλλες τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είδε ούτε μία Τουρκάλα σε αντίστοιχη κατάσταση. Στα θύματα των Χριστιανών από τους Τούρκους συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης, που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, καθώς και πολλοί άλλοι Επίσκοποι και ιερείς (342 μόνο στην Μητρόπολη Σμύρνης). Αποκορύφωμα ήταν η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά Χριστιανούς να βγαίνουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλιτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους. Μεταξύ των θυμάτων, υπήρξαν και μεμονωμένες περιπτώσεις Δυτικών (Αμερικανών, Ολλανδών), παρότι οι Τούρκοι κατά κανόνα δεν τους πείραζαν. Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στην Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον (George Horton) να γράψει: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος». Από την άλλη πλευρά ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε ότι με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, εξαναγκάζοντας χιλιάδες άστεγους Τούρκους να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές. Αντιδιαμετρικά ο Τζωρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η Κατάρα της Ασίας» αντικρούει τη θεωρία περί σφαγών από Έλληνες, θεωρώντας ότι αποτελεί έξυπνη τούρκικη προπαγάνδα. Ως αυτόπτης μάρτυρας στη Σμύρνη, γράφει ότι το σύνολο του ελληνικού στρατού τήρησε εξαιρετική στάση απέναντι στον τουρκικό λαό, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ελληνική διοίκηση της Σμύρνης για την αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου, σε βαθμό που ο Κυβερνήτης Σεργιάδης, κατέληξε να είναι αντιδημοφιλής στο ελληνικό στοιχείο.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή οι στρατιωτικοί επαναστάτησαν με το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Απαίτησαν την παραίτηση του Κωνσταντίνου, θεωρώντας τον από τους κύριους υπαίτιους των τραγικών εξελίξεων, και τη σύσταση νέας κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Καθώς ο Βασιλιάς αποχώρησε στο εξωτερικό και η κυβέρνηση παραιτήθηκε, συστάθηκε στην Αθήνα έκτακτο στρατοδικείο, με πρόεδρο τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο, όπου παραπέμφθηκαν οχτώ υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Δ.Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος τοποθετήθηκε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και τους Τούρκους εκπροσώπους. Η ηττημένη Ελλάδα υπέγραψε τελικά στις 24 Ιουλίου 1923 την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών.
Η δίκη των υπαιτίων ("δίκη των έξι", επειδή έξι τελικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν) πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και, χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, κατέληξε (κυρίως για εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης) με την καταδίκη σε θάνατο των: Δημητρίου Γούναρη, Νικόλαου Θεοτόκη, Γεώργιου Χατζανέστη, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιου Μπαλτατζή και Νικόλαου Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922, απόφαση που θεωρήθηκε από πολλούς ως προαποφασισμένη. Οι κυριότερες κατηγορίες των μαρτύρων συνέκλιναν στο ότι "οι κατηγορούμενοι τοποθέτησαν τα συμφέροντα του Θρόνου πάνω από τα Εθνικά συμφέροντα". Η εκτέλεση έγινε την ίδια μέρα στο Γουδί και προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό. 88 χρόνια αργότερα, το 2010, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους καταδικασθέντες, μετά θάνατον.
Η Μικρασιατική καταστροφή είναι από τις μεγαλύτερες συμφορές στην ιστορία του ελληνισμού, όχι όμως η τελευταία, αφού ακολούθησαν οι εκατόμβες του Β Παγκόσμιου και του Εμφύλιου Πολέμου και η Διχοτόμηση της Κύπρου. Με την Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο ελληνισμός της Ανατολής εξαφανίστηκε ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια και περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες ήρθαν υπό άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα. Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε επειγόντως να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό. Από την άλλη μεριά, με την αποχώρηση μουσουλμάνων από την ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα έγινε περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, αλλά η Μεγάλη Ιδέα, κύριος συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και βασικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια- έλαβε τέλος. Η καταστροφή επέφερε βαθιές τομές στην ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό (δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης στα μεγάλα αστικά κέντρα), πολιτικό (ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων), και πολιτισμικό (νέα μουσικά ακούσματα, κουζίνα, νέες πνευματικές αναζητήσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η γενιά του 1930).
Η αξιολόγηση των ιστορικών δεδομένων σε βαθμό που θα μπορούσε να επιτρέψει την συναγωγή συμπερασμάτων για την απόδοση ευθυνών παραμένει ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, η προσέγγιση του οποίου εξακολουθεί να επηρεάζεται από ιδεολογήματα που εφευρίσκονται από αντιτιθέμενα συμφέροντα. Η αφελής εκδοχή της επίρριψης ευθυνών στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α και στους κύκλους του (με επίκεντρο τον Δ.Γούναρη και τους «έξι») επιχειρήθηκε (με απλοϊκά κομματικά κριτήρια) αρχικά από τους υποστηρικτές του Ελ.Βενιζέλου και (αφού ο βενιζελισμός επικράτησε στις επόμενες δεκαετίες ως πολιτική αντίληψη της μεγαλοαστικής τάξης) απετέλεσε την κύρια κατεύθυνση ερμηνείας των γεγονότων, που εξακολουθεί να έχει απήχηση σε όσους αρέσκονται να βλέπουν το κοινωνικό γίγνεσθαι ως σύγκρουση αντιθέσεων καλού-κακού. Στα νεότερα χρόνια υπάρχουν αφορμές για ερμηνείες των ιστορικών εξελίξεων που έχουν σχέση με την κατανόηση της κατεύθυνσης που παίρνουν τα συμφέροντα της (παγκόσμιας πλέον) άρχουσας τάξης των μεγάλων χρηματιστών και επιχειρηματιών της Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής. Στην περίπτωση που εξετάζουμε τα συμφέροντα αυτά, μετά την (προσωρινή) εξουδετέρωση της Γερμανίας, είχαν στραφεί στα πετρέλαια της Μοσούλης, τα οποία η Γαλλία νόμιζε πως εξασφάλιζε με διατήρηση της Τουρκίας ισχυρής στην περιοχή, ενώ η Αγγλία δεν είχε αντίρρηση να διατηρηθεί η εκ μέρους της Ελλάδας πίεση προς την Τουρκία που θα μπορούσε να διευκολύνει τη δίοδο προς την περιοχή (αλλά, εξαντλημένη από τον πόλεμο, δεν ήταν διατεθειμένη να διαθέσει οικονομικούς ή ανθρώπινους πόρους γι’ αυτό). Στα πλαίσια αυτά, άκρως δυσαπάντητο είναι το (θεωρητικό πλέον) ερώτημα αν οι εδαφικές βλέψεις της Ελλάδας στη Μ.Ασία, βάσιμες με το δεδομένο ότι υπήρχαν πράγματι εκεί πανάρχαιοι ανθούντες ελληνικοί πληθυσμοί, θα μπορούσαν να δικαιωθούν με τρόπο που δεν θα άφηνε τις πληγές που δημιούργησε η καταστροφή του 1922. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, η πολιτική της Ελλάδας, χώρας απόλυτα εξαρτημένης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που την δημιούργησαν ως κράτος στα νεότερα χρόνια, (σε αντίθεση με την Τουρκία που υποστηρίχθηκε από την Γαλλία) δεν είχε εξασφαλίσει επαρκώς την χρηματοοικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξή τους στις βλέψεις αυτές, αφού δεν είχε καταφέρει να πείσει ότι η ελληνοποίηση μέρους της Μ.Ασίας θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στις (πιθανώς ανεξέλεγκτες) διαθέσεις της αναγεννημένης Τουρκίας. Παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας ενήργησαν και στην περίπτωση αυτή ως πειθήνια όργανα της βρετανικής πολιτικής, είναι ορθό να ομολογηθεί ότι το εγχείρημα που ανέλαβαν (πρώτος ο Ελ.Βενιζέλο, αλλά στον ίδιο βαθμό ο Δ.Γούναρης και το παλάτι) ήταν δικαιολογημένο (και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτα επιβεβλημένο) και ότι ο σκοπός τους (απέναντι στις ανελέητες δυνάμεις της ιστορίας) ήταν αναμφισβήτητα αγαθός, αλλά αποδείχτηκε ατυχής.
Η περίοδος από την Mικρασιατική Καταστροφή μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ονομάζεται Μεσοπόλεμος. Η ήττα των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία σηματοδότησε τη λήξη µίας δεκαετίας συνεχών πολέμων, αλλά και τη συρρίκνωση της Mεγάλης Iδέας µετά από έναν αιώνα σχεδόν εδαφικών επεκτάσεων και μεταβολών εξαιτίας των αλλεπάλληλων ενσωματώσεων πληθυσμών. Ήταν μια εποχή ταραγμένη, γεμάτη αντιφάσεις, της οποίας η μελέτη αποτελεί κλειδί για τη βαθύτερη κατανόηση της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία η Ελλάδα, ως ενιαία κρατική οντότητα, συμπεριέλαβε στους κόλπους της το μέγιστο ποσοστό του Eλληνισμού. Ήταν µια περίοδος μεταβατικού χαρακτήρα χωρίς κυρίαρχο ιδεολογικό, συνεκτικό ιστό, εκτός από την εσωστρέφεια με αιτήματα εσωτερικής ανασυγκρότησης, στη βάση των νέων πολιτικοκοινωνικών δεδομένων. Η αθρόα συρροή προσφύγων προκάλεσε στο εσωτερικό της χώρας µια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η πτώση του βιοτικού επιπέδου των µεσαίων τάξεων και η γενική δυσαρέσκεια από την πορεία των εθνικών εξελίξεων. Οι βασικοί αυτοί παράγοντες ώθησαν σε έναν νέο προσανατολισμό τις μεταρρυθμίσεις των νεοϊδρυθέντων κομμάτων, στα οποία κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν προσωπικότητες που είχαν αποχωρήσει από το βενιζελικό κίνημα, ενώ η πολιτική αστάθεια ήταν έντονη. Στόχος της ελληνικής διπλωματίας στην περίοδο του μεσοπολέμου υπήρξε η διατήρηση της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Παράλληλα, η χώρα εντάχθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, επιδεικνύοντας προσήλωση στο καθεστώς των διεθνών συνθηκών και αποβάλλοντας εθνικές διεκδικήσεις που αφορούσαν στα Δωδεκάνησα, τη Βόρειο Ήπειρο και την Κύπρο. Στην περίοδο 1928-32 οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας διαµορφώθηκαν σε νέα βάση με την ενίσχυση της βαλκανικής συνεργασίας.
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Συντακτική Συνέλευση και στις 4 Ιανουαρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και τη θέση του πήρε για λίγο χρόνο επίσης ο Γεώργιος Καφαντάρης. Στις 24 Μαρτίου 1924 ανακηρύχτηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Η περίοδος της αβασίλευτης δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από τις επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή. Το 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία για να εκδιωχθεί με τη σειρά του από πραξικόπημα του Γεώργιου Κονδύλη. Το 1928 ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πάλι, το κόμμα του όμως έχασε στις εκλογές του 1932 εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 1929, οι συνέπειες της οποίας είχαν φτάσει τότε και στην Ελλάδα. Σε αυτήν την τετραετία κατάφερε να προχωρήσει σε αρκετές αλλαγές. Στην εξουσία ανέβηκε τότε το Λαϊκό κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη. Οι βενιζελικοί έκαναν δύο αποτυχημένα στρατιωτικά κινήματα το 1933 και το 1935. Τελικά το 1935 ο Γ.Κονδύλης, μετά από πραξικόπημα, προκήρυξε δημοψήφισμα για την κατάργηση της αβασίλευτης δημοκρατίας και την παλινόρθωση της βασιλείας. Το Δημοψήφισμα του 1935 επανέφερε τον Γεώργιο Β. Η διαδοχή των πρωθυπουργών κατά την δεύτερη υποπερίοδο της εξεταζόμενης περιόδου, που αντιστοιχεί στα χρόνια της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935), κατά την οποία επικράτησαν τα στρατοκρατικά στοιχεία του βενιζελικού περιβάλλοντος, που έδρασαν ως δορυφόροι της φιλοαγγλικής πολιτικής του Ελ.Βενιζέλου, άλλοτε δημιουργώντας τα απαραίτητα στηρίγματα και άλλοτε το φαινομενικό αντίφωνο στον αρχηγό τους, με διορισμένους Προέδρους Δημοκρατίας διαδοχικά τους Παύλο Κουντουριώτη (1924-29), Θεόδωρο Πάγκαλο (1926) και Αλέξανδρο Ζαΐμη (1929-35), έχει ως εξής:
Ελευθέριος Βενιζέλος 1/24-2/24
Γεώργιος Καφαντάρης 2/24-3/24
Αλέξανδρος Παπαναστασίου 3/24-7/24
Ανδρέας Μιχαλακόπουλος 10/24-6/25
Θεόδωρος Πάγκαλος 6/25-7/26
Αλέξανδρος Ζαίμης 12/26-7/28
Ελευθέριος Βενιζέλος 6/28-11/32
Παναγής Τσαλδάρης 11/32-1/33
Παναγής Τσαλδάρης 3/33-10/35
Γεώργιος Κονδύλης 10/35-11/35
Κωνσταντίνος Δεμερτζής 11/35-4/36
Ιωάννης Μεταξάς 4/36-1/41
Για τους πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935) ήταν ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και αρχηγός του Β΄ Στόλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε τρεις φορές Αντιβασιλέας της Ελλάδας (25 Οκτωβρίου 1920 – Νοέμβριος 1920, 1921-1922 και 1923-1924) και δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1924 – Μάρτιος 1926 και 4 Ιουνίου 1929 – Δεκέμβριος 1929). Γεννήθηκε στην Ύδρα και καταγόταν από την αρχοντική ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη. Ήταν γιος του Θεοδώρου Κουντουριώτη, γιου του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Γεωργίου. Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας το 1875 κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1886 συμμετείχε ως υποπλοίαρχος σε ναυτικές επιχειρήσεις στην Πρέβεζα, καθώς και σε αυτές στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του πλωτάρχη. Ως κυβερνήτης του πλοίου «Αλφειός» αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων τον Φεβρουάριο του 1897 και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του 1897. Ως κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο ανθυποπλοίαρχος τότε Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού, φθάνοντας ως την αμερικανική ήπειρο, και συγκεκριμένα στη Βοστώνη και τη Φιλαδέλφεια. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε πλοίαρχο. Τον Ιούνιο του 1911 και λόγω απειθαρχίας του πληρώματος του θωρηκτού «Αβέρωφ», τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε ο τότε πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης.
Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε υποναύαρχο ενώ στις 16 Απριλίου του 1912 έγινε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1912. Στη συνέχεια έγινε αρχηγός του στόλου του Αιγαίου και ανέλαβε δράση. Ως κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβέρωφ» κατέλαβε τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη. Μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου 1912 είχε κατορθώσει να ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Χίου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» συμμετέσχε σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Η τελευταία ναυμαχία κερδίσθηκε χάρη σε παράτολμο ελιγμό του Κουντουριώτη, ο οποίος θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός. Οι επιτυχημένοι χειρισμοί του ανάγκασαν τον τουρκικό στόλο να αποσυρθεί στα Δαρδανέλια.
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε αντιναύαρχο δια «εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας». Ήταν ο πρώτος Έλληνας μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη που ελάμβανε αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια ανέλαβε το υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετέσχε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης). Το 1917 ανέλαβε για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου ναυτικών και την ίδια χρονιά αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ναυάρχου τιμής ένεκεν.
Μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου, ανέλαβε καθήκοντα Αντιβασιλέως μέχρι τον Νοέμβριο του 1920, και ξανά μετά την αναχώρηση του βασιλιά Κωνσταντίνου για την Μικρά Ασία (την άνοιξη του 1921 μέχρι την άνοιξη του 1922). Επίσης μετά την αναχώρηση του Γεωργίου Β΄ από τη χώρα, τον Δεκέμβριο του 1923, έως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, τον Μάρτιο του 1924. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής εκλέχθηκε προσωρινά πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1926, όταν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τη δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεκλέχθηκε στο αξίωμα του Προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας. Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο. Είχε νυμφευθεί δύο φορές, στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) και στην Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Απέκτησε παιδιά με την πρώτη του σύζυγο. Ενταφιάστηκε στην Ύδρα, κατόπιν επιθυμίας του. Το όνομά του Παύλου Κουντουριώτη έχει δοθεί μέχρι σήμερα σε 4 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (9 Νοεμβρίου 1855 - 15 Σεπτεμβρίου 1936), γεννημένος στην Αθήνα, γιος του πρωθυπουργού Θρασύβουλου Ζαΐμη, ήταν έξι φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (τις περιόδους 21 Σεπτεμβρίου 1897 – 2 Απριλίου 1899, 12 Νοεμβρίου 1901 – 24 Νοεμβρίου 1902, 24 Σεπτεμβρίου 1915 – 25 Οκτωβρίου 1915, 9 Ιουνίου 1916 – 3 Σεπτεμβρίου 1916, 21 Απριλίου 1917 – 14 Ιουνίου 1917 και 4 Δεκεμβρίου 1926 – 4 Ιουλίου 1928), και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στα χρόνια 1929 – 1935. Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, μετά τις εξελίξεις του Κρητικού ζητήματος και μετά από πρόταση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ ο Α. Ζαΐμης διορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα προηγουμένως Πρίγκιπα Γεώργιο. Συνέχισε το έργο του προκατόχου του στην οργάνωση της διοίκησης της Κρητικής Πολιτείας, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε "κράτος κατ΄ εντολή" των Μεγάλων Δυνάμεων, υπό την Υψηλή Πύλη, εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την θέση του Αρμοστή διατήρησε ο Α. Ζαΐμης μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1908, όταν παύτηκε πραξικοπηματικά το αρμοστικό καθεστώς από τους ίδιους τους Κρήτες, που κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος, σε συνεννόηση με τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Θεοτόκη. Την περίοδο 1913-1914 συμμετείχε σε διάφορες αποστολές στην Ευρώπη και στη συνέχεια, την περίοδο 1914 – 1920, διετέλεσε συνδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας μαζί με τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου του 1920. Παράλληλα, κατά το ίδιο διάστημα σχημάτισε τρεις μεταβατικές βραχύβιες κυβερνήσεις, το 1915 (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος), το 1916, (Ιούνιος -Σεπτέμβριος) και το 1917 (Απρίλιος - Ιούνιος), οι οποίες δεν ασκούσαν ουσιαστική διακυβέρνηση. Κατά την διάρκεια της τελευταίας και μετά την εισβολή της Αντάντ, που παραβίασε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, με τελεσιγραφική απαίτηση της Γαλλίας απομακρύνθηκε από την Ελλάδα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και κατασχέθηκε ο ελληνικός στόλος.
Πολύ αργότερα το 1926 ο Αλ.Ζαΐμης σχημάτισε για έκτη φορά κυβέρνηση, αυτή τη φορά οικουμενική, παραμένοντας μέχρι το 1928, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1929 εξελέγη γερουσιαστής και εν συνεχεία πρόεδρος της γερουσίας. Υπό την ιδιότητα αυτή ανέλαβε την Προεδρία της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Παύλου Κουντουριώτη. Παύτηκε από τον Γεώργιο Κονδύλη στις 10 Οκτωβρίου του 1935, όταν η Βουλή το ίδιο βράδυ τον διόρισε Αντιβασιλέα, καταλύοντας έτσι την Αβασίλευτη Δημοκρατία. Απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών το επόμενο έτος, στις 15 Σεπτεμβρίου 1936 στη Βιέννη όπου είχε μεταβεί για οφθαλμολογική θεραπεία. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ενταφιάστηκε με ιδιαίτερες τιμές στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στον οικογενειακό τάφο, στις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ήταν νυμφευμένος αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν τα αδέρφια του και τα ανίψια του. Ο ήπιος και μετριοπαθής χαρακτήρας του τον ανέδειξε χρήσιμο σε πολλές δύσκολες περιστάσεις, καθώς δεν αντιδρούσε στην πορεία των γεγονότων και προσαρμοζόταν αρμονικά σε κάθε προκύπτουσα κατάσταση. Από το 1915 και μετά λειτούργησε ως ένας από τους δορυφόρους του Ελ.Βενιζέλου, στον οποίο παρέσχε βάση υποστήριξης σε μια σειρά «καθ’ υπόδειξη» ενεργειών, που συνιστούσαν κατάλυση όχι μόνο του πολιτεύματος, αλλά και της (τυπικής έστω) ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης (13 Οκτωβρίου 1873-28 Αυγούστου 1946) ήταν Έλληνας πολιτικός, πρωθυπουργός το 1924 (6 Φεβρουαρίου 1924 – 12 Μαρτίου 1924), και πολλές φορές υπουργός, ενεργός στην πολιτική από το 1905 μέχρι το 1945. Γεννήθηκε στην Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Καφαντάρη, ο οποίος απέκτησε δύο ακόμα αγόρια που πέθαναν σε νεαρή ηλικία, καθώς και τρία κορίτσια. Ο πατέρας του είχε διατελέσει πολλές φορές δήμαρχος στο Κέράσοβο μέχρι το 1912. Με την πολιτική είχε ασχοληθεί και ο πατέρας της μητέρας του, Ι. Μηλιάς ως δήμαρχος του δήμου Απεραντίων. Συνέχισε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Μεσολόγγι και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Αφού απέρριψε την θέση τραπεζικού που του προσφερόταν, άσκησε τη δικηγορία στο Καρπενήσι και το Μεσολόγγι. Στις εκλογές του 1902 ο Καφαντάρης συμμετείχε με το κοινό ψηφοδέλτιο των Ζαϊμικών Χατζόπουλου, Θεοτοκικών Αλεξανδρόπουλου και Σερπανού και Δεληγιαννικών Τσιτσάρα,αλλά απέτυχε. Το 1905 εκλέχτηκε βουλευτής. Το 1910 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών από τον Λάμπρο Κορομηλά, Υπουργό Οικονομικών του Ελ.Βενιζέλου. Το 1915 διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1917 κατέθεσε στη Βουλή σαφή ομολογία υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. και ήταν «ο πρώτος Έλληνας πολιτικός του αστικού χώρου που στράφηκε κατά του θεσμού της βασιλείας». Τ9ο 1919 έγινε υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1917. Στη διάρκεια της Υπουργίας του προχώρησε σε νομοθετικές παρεμβάσεις, με τις οποίες αποκέντρωνε τη διαδικασία απαλλοτριώσεως, όριζε τους γενικούς κανόνες για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες και έκανε πιο ξεκάθαρη τη διάκριση ανάμεσα σε γεωργικές οικογένειες και επαγγελματίες σε σχέση με την έκταση του κλήρου. Στα πλαίσια αυτά στην έδρα κάθε πρωτοδικείου δημιουργήθηκε επιτροπή που ρύθμιζε τα ζητήματα των απαλλοτριώσεων.
Τον Ιανουάριο του 1924 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βενιζέλου του 1924 και αμέσως μετά πρωθυπουργός για ένα μήνα. Στη συνέχεια (1924) ίδρυσε το Κόμμα Προοδευτικών Φιλελευθέρων. Στις 6 Φεβρουαρίου 1924 ορκίστηκε η κυβέρνησή του καταθέτοντας σχεδόν αμέσως στη Βουλή νομοσχέδιο για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που θα έλυνε το καθεστωτικό. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος απεύθυνε διάβημα στον Καφαντάρη, με το οποίο του δήλωνε πως ήταν αποφασισμένος να εγκαθιδρύσει Δημοκρατία με κάθε τρόπο. Τελικά ο Καφαντάρης παραιτήθηκε στις 8 Μαρτίου 1924. Ελπίζοντας σε υποστήριξη του Βενιζέλου δήλωνε πως δεν θα υποχωρούσε σε εκβιασμούς. Τον Δεκέμβριο του 1929 βρέθηκε πολύ κοντά στην εκλογή του ως προέδρου της Δημοκρατίας, όταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα επικαλούμενος λόγους υγείας και ηλικίας.
Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά εξορίστηκε μέχρι το θάνατο του δικτάτορα. Στις 20 Ιανουαρίου 1938 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο. Το καλοκαίρι του 1941 ο Δημήτρης Γληνός αρχικά, ο Λευτέρης Αποστόλου και ο Θανάσης Χατζής στη συνέχεια ήλθαν σε κάποιες πρώτες επαφές με τον Καφαντάρη, αλλά άκαρπες. Οι επαφές συνεχίστηκαν και μετά την ίδρυση του ΕΑΜ και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θ.Χατζή δεν ήταν τόσο αρνητικός απέναντί τους. Για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, «είχε τη χειρότερη γνώμη, ακριβώς διότι τον γνώριζε από την ανάμειξή του στα στρατιωτικά κινήματα». Από τον Οκτώβριο του 1941 ήταν σοβαρά άρρωστος και μετά την άνοιξη του 1942 σχεδόν μόνιμα καθηλωμένος στο κρεβάτι του και από τα μέσα του 1944 έως την αποχώρηση των Γερμανών υπό αστυνομική επιτήρηση στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Στις εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις δεν παρέσχε καμία πολιτική κάλυψη. Στις παραμονές της απελευθέρωσης διαπίστωσε πως ο κύριος κίνδυνος προέρχεται από την ένοπλη δύναμη του ΕΛΑΣ και ζήτησε τη λήψη μέτρων γι' αυτό. Όμως με την άφιξη των «πραιτωριανών του βασιλιά» (σύμφωνα με χαρακτηρισμό του Καφαντάρη), δηλαδή της Ορεινής Ταξιαρχίας, ανησύχησε για αρνητικές εξελίξεις από την αντίθετη πλευρά. Έγινε αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Θ.Σοφούλη. Απεβίωσε στις 28 Αυγούστου του 1946 σε ηλικία 73 ετών. Ο Γ.Καφαντάρης τιμάται σήμερα στην γενέτειρά του, με τα "Καφαντάρεια", πολιτιστικές εκδηλώσεις κάθε δύο χρόνια υπό την αιγίδα του Δήμου Φραγκίστας. Από τους πολιτικούς δορυφόρους του Ελ.Βενιζέλου ήταν ο αγνότερος και ο συνεπέστερος, τουλάχιστον στη στάση που τήρησε απέναντι στο θεσμό της βασιλείας. Δεν φαίνεται όμως να είχε συνειδητοποιήσει ότι ο πραγματικός αντίπαλος δεν ήταν το παλάτι (το οποίο ήταν εξίσου με τον Βενιζέλο υποταγμένο σε ξένες βουλήσεις), αλλά τα συμφέροντα της διεθνώς άρχουσας τάξης, τα οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα υπηρέτησε και ο ίδιος.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876 - 1936) ήταν πολιτικός επιστήμονας, κοινωνιολόγος και ηγέτης του δημοκρατικού φιλελεύθερου χώρου, υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και δύο φορές πρωθυπουργός (12 Μαρτίου 1924 – 24 Ιουλίου 1924 και 26 Μαΐου 1932 – 5 Ιουνίου 1932). Γεννήθηκε στο Λεβίδι Αρκαδίας. Ήταν γιος του Παναγιώτη Παπαναστασίου και της Μαριγώς Ρογάρη - Αποστολοπούλου. Σπούδασε Νομικά και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τη Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Βερολίνου, του Λονδίνου και των Παρισίων. Την εποχή που σπούδαζε στη Γερμανία, επικρατούσαν εκεί σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες επηρεάστηκε και ο τρόπος σκέψης του. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τα θεωρητικά προβλήματα του συνεργατισμού και διαμόρφωσε μέσα του έντονες συνεταιριστικές αντιλήψεις. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1907 και την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρία και ήταν συνιδρυτής (μαζί με τον Δελμούζο και τον Πετιμεζά) της "Ομάδας των Κοινωνιολόγων".
Το 1910, μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρίας ίδρυσαν το Λαϊκό Κόμμα και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Παπαναστασίου εκλέχτηκε βουλευτής. Έδωσε έντονες μάχες για την παραχώρηση των τσιφλικιών στους ακτήμονες της Θεσσαλίας. Το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων. Τον Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής (1910, 1915, 1923, 1926, 1928, 1932, 1933 και 1936). Από το 1917 ως το 1920 ήταν Υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά Υπουργός περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου. Το 1922 προσυπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο, με το οποίο καταγγέλθηκε η πολιτική των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων στο Μικρασιατικό ζήτημα. Για την πράξη αυτή συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Όταν στις 14 Ιουνίου 1917 η προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ανασχηματίσθηκε, ο Παπαναστασίου ανέλαβε το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το κράτησε ως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Ως υπουργός Συγκοινωνιών προώθησε την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών και επικύρωσε με νόμο (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) το νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917 και εισηγήθηκε στη Βουλή τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη του σχεδίου πόλεως της Αθήνας.
Το Μάρτιο του 1924 σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη του κόμματος των Φιλελευθέρων, η οποία κατέθεσε στις 25 Μαρτίου του 1924 ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη μοναρχία. Το ψήφισμα επικυρώθηκε με δημοψήφισμα στις 13 Απριλίου 1924. Σημαντικά νομοθετήματα της πρωθυπουργίας του θεωρείται η ίδρυση Πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη και η αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας. Από το 1926 έως το 1928 διετέλεσε Υπουργός Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Αλ.Ζαΐμη. Εκεί εφάρμοσε κάποιες από τις συνεταιριστικές του ιδέες και φρόντισε το θέμα των ακτημόνων. Στις 26 Μαΐου 1932 πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, η οποία ορκίστηκε αλλά παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως, στις 3 Ιουνίου 1932. Από τον Ιανουάριο έως το Μάρτιο του 1933 ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά Γεωργίας στην κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου. Μετά την αποτυχία του κινήματος του 1935 παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο, αλλά απαλλάχθηκε.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της βαλκανικής ειρήνης και συνεργασίας και ίδρυσε την οργάνωση "Βαλκανική Ένωση" για το σκοπό αυτό. Αντιτάχθηκε στις δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1925 μετά την απόφαση του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, ενώ το 1929 ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα, όχι όμως ως συνεταιριστική τράπεζα, όπως την ήθελε ο ίδιος ο Παπαναστασίου. Απεβίωσε ξαφνικά στις 17 Νοεμβρίου 1936 από ανακοπή καρδιάς στην Εκάλη σε ηλικία 60 ετών. Σήμερα, στο Λεβίδι Αρκαδίας υπάρχει Μουσείο προς τιμήν της μνήμης του. Αναγνωρισμένος ως έντιμος πολιτικός ο Αλ.Παπαναστασίου, δεν απέφυγε τον άχαρο ρόλο του ουραγού του Ελ.Βενιζέλου και αυτό δεν τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι στρεφόμενος κατά του θεσμού της βασιλείας, στο παιχνίδι της εξουσίας, δεν πολεμούσε τον πραγματικό αντίπαλο, αλλά ένα απλό όργανό του.
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (Βαθύ Σάμου, 1860 – Αθήνα, 24 Ιουνίου 1949) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και φιλελεύθερος πολιτικός, ο οποίος χρημάτισε πρωθυπουργός της χώρας για σύντομο διάστημα κατά το 1924 (24 Ιουλίου 1924 – 7 Οκτωβρίου 1924) καθώς και κατά την κρίσιμη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (22 Νοεμβρίου 1945 – 4 Απριλίου 1946 και 7 Σεπτεμβρίου 1947 – 24 Ιουνίου 1949). Σπούδασε αρχικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στον τομέα της Αρχαιολογίας στη Γερμανία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, αναγορεύθηκε υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως αρχαιολόγος, συμμετείχε σε πολλές ανασκαφές. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνος και για τις ανασκαφές στην αρχαία Μεσσήνη το 1895. Όμως, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του είχε άδοξο τέλος, επειδή το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν τον εξέλεξε τελικά τακτικό καθηγητή της Αρχαιολογίας. Έτσι, το 1899, ο Σοφούλης επέστρεψε στην γενέτειρά του, την Σάμο.
Ο Σοφούλης αναμείχθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1900, όταν ως αρχηγός του Κόμματος των Προοδευτικών, μιας παράταξης με νέες εθνικές και προοδευτικές ιδέες, εκλέχθηκε «πληρεξούσιος» (δηλ. βουλευτής) της πρωτεύουσας της Σάμου στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Η Σάμος, εκείνη την εποχή ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά τελούσε υπό ημιαυτόνομο καθεστώς με ηγεμόνα ορθόδοξο, τον οποίο διόριζε η Υψηλή Πύλη. Το άλλο σαμιώτικο κόμμα, οι «Χατζηγιαννικοί» (που ονομάζονταν έτσι, επειδή είχαν για ηγέτη τους τον Ιωάννη Χατζηγιάννη, πολιτευτή από το Καρλόβασι), ήταν αντίθετο στην ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Έτσι, όταν ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης (δηλ. πρωθυπουργός) των Σαμίων το 1902, οι Χατζηγιαννικοί κατηγόρησαν τους Προοδευτικούς του Σοφούλη ότι «από του έτους 1902 εκπροσωπούσιν εν Σάμω την ενωτικήν ιδέαν και προς τελεσφόρησιν του σκοπού τούτου εργάζονται πάντες εν κοινή μετά της Κυβερνήσεως της Ελλάδος συνεννοήσει». Η σύγκρουση Χατζηγιαννικών–Προοδευτικών πήρε μεγάλες διαστάσεις τον Μάιο του 1908, όταν ο ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης έφερε οθωμανικό στρατό στην Σάμο, παραβιάζοντας τα προνόμια του νησιού. Ακολούθησαν συμπλοκές με νεκρούς στην περιοχή της πρωτεύουσας, για τις οποίες ο Σοφούλης και οι στενοί συνεργάτες του κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο της Σάμου. Για να αποφύγει την σύλληψη, ο Σοφούλης κατέφυγε στην Αθήνα, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό σώμα για την εκδίωξη των Τούρκων από το νησί του. Ο Κοπάσης δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 1912 από τον Σταύρο Μπαρέτη, και στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο Σοφούλης, με οπλαρχηγούς και οπαδούς του, αποβιβάσθηκε στην Σάμο για να κηρύξει την επανάσταση κατά του ηγεμονικού καθεστώτος. Ο τουρκικός στρατός που βρισκόταν στο νησί συνθηκολόγησε και αποχώρησε, ενώ η τοπική εξουσία πέρασε στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Στις 11 Νοεμβρίου 1912, η Σάμος κήρυξε επισήμως την ένωσή της με την Ελλάδα και την διακυβέρνηση του νησιού ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Τον Μάιο του 1914, ο Σοφούλης εγκατέλειψε τη διακυβέρνηση της Σάμου για να διορισθεί γενικός διοικητής της Μακεδονίας. Έναν χρόνο αργότερα, (Μάιος 1915) εκλέχθηκε βουλευτής του Νομού Σάμου. Στα χρόνια του εθνικού διχασμού μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών, ο Σοφούλης πήρε το μέρος των πρώτων. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχημάτισε την κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης στην Θεσσαλονίκη το 1917, ο Σοφούλης ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών. Το 1917 εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, της λεγόμενης Βουλής των Λαζάρων, θέση που διατήρησε επί μία τριετία. Στις εκλογές του 1920 δεν εκλέχθηκε βουλευτής, αλλά δύο χρόνια αργότερα, μετά την επανάσταση του 1922 και την επάνοδο του Βενιζέλου από το Παρίσι, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1924. Διατέλεσε υπουργός Εσωτερικών και στη μετέπειτα βραχύβια κυβέρνηση Γ.Καφαντάρη. Τότε εκφράσθηκε δημοσίως υπέρ της κατάργησης της βασιλείας και ανέλαβε την ηγεσία των «ακραιφνών Φιλελευθέρων», δηλ. της αριστερής πτέρυγας του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Στις 24 Ιουλίου 1924, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης, ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Σοφούλη, ο οποίος προσπάθησε από την νέα θέση του να αποκαταστήσει ήπιο κλίμα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οι προσπάθειές του ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Αναγκάσθηκε να παραιτηθεί τρεις μήνες αργότερα (Οκτώβριος 1924). Το μόνο σημαντικό μέτρο της κυβέρνησής του ήταν η απαλλοτρίωση 350.000 στρεμμάτων που αποδόθηκαν σε πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και σε ακτήμονες.
Με το τέλος της δικτατορίας του Πάγκαλου και την επάνοδο των Βενιζελικών, ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής (1926–1928) και υπουργός Στρατιωτικών (1928–1930). Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Βουλής από το 1930 έως το 1932, και το 1933. Μετά το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, ο Σοφούλης συνελήφθη. Ωστόσο, αθωώθηκε από το έκτακτο στρατοδικείο που δίκασε τους πραξικοπηματίες, επειδή δεν είχε συμμετοχή στο κίνημα. Η συμμετοχή του στον πολιτικό βίο της χώρας συνεχίστηκε σε υπέργηρη ηλικία στα εμφυλιακά χρόνια και εξετάζεται σε οικεία επόμενη παράγραφο.
Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος (1875-1938), στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν σημαντικός πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 7 Οκτωβρίου 1924 - 26 Ιουνίου 1925. Υπηρέτησε πολλές φορές σε κυβερνήσεις των Ελευθερίου Βενιζέλου, Αλέξανδρου Ζαΐμη και Κωνσταντίνου Τσαλδάρη ως υπουργός: Εθνικής Οικονομίας (1912-1916), Γεωργίας (1917-1918), Στρατιωτικών (1918), Γεωργίας (1920), Οικονομικών (Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1924), Εξωτερικών (1928-1933). Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου τελείωσε το Α' Γυμνάσιο Πατρών. Εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων πρώτος με βαθμό άριστα μεταξύ 100 υποψηφίων στις 29 Οκτωβρίου 1892 και διακρινόταν για τον χαρακτήρα του, την ευφυΐα και τις γνώσεις του. Ταυτόχρονα ήταν γραμμένος και στην Νομική Σχολή . Παραιτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1894 ως αρχηγός της δεύτερης τάξης της σχολής, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του Σπήλιου Μιχαλακόπουλου και παρά την επίπονη προσπάθεια του βασιλιά Γεωργίου Α' να του πληρώσει τα δίδακτρα από το βασιλικό ταμείο. Τελικά ως μοναδικός προστάτης της οικογένειάς του συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. Αργότερα σπούδασε Νομική στην Γαλλία, την Γερμανία και την Αθήνα. Εντάχθηκε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και εκλέχτηκε βουλευτής Αχαΐας πρώτη φορά το 1911. Διετέλεσε πολλές φορές υπουργός και ήταν από τους πρωτοστάτες στο κίνημα του 1916. Το 1924 ίδρυσε το Κόμμα των Συντηρητικών Φιλελευθέρων και στις 7 Οκτωβρίου 1924 σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με το κόμμα του Γεώργιου Κονδύλη η οποία ανετράπη στις 26 Ιουνίου 1925 από τη δικτατορία Παγκάλου. Επανήλθε το 1926 ως υπουργός εξωτερικών με την Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη και το 1928 ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Έγινε ξανά υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1929, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Κοινωνία των Εθνών και έλαβε μέρος σε πολλές διασκέψεις. Συμμετείχε μαζί με τον Βενιζέλο στις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης και συνυπέγραψε το Σύμφωνο Ειρήνης και Φιλίας Ελλάδος Τουρκίας στην Άγκυρα το 1930. Εξορίστηκε από την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά στην Πάρο όπου αρρώστησε και πέθανε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός στις 7 Μαρτίου 1938 σε ηλικία 63 ετών. Υπήρξε εξαιρετικός κοινοβουλευτικός ρήτορας και πολιτικός με σπάνια χαρίσματα. Ήταν φανατικός βιβλιόφιλος έχοντας βιβλιοθήκη 30.000 τόμων. Η οικία του σώζεται στην Πάτρα στην Πλατεία Όλγας στην γωνία Αράτου και Ρήγα Φεραίου.
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος (Σαλαμίνα, 1878 - Κηφισιά Αθήνας, 27 Φεβρουαρίου 1952) ήταν Έλληνας αξιωματικός του στρατού, πολιτικός και δικτάτορας. Ο πολιτικός, υπουργός και αντιπρόεδρος νεότερων ελληνικών κυβερνήσεων Θεόδωρος Πάγκαλος (1938- ) είναι εγγονός του. Γεννήθηκε στην Σαλαμίνα και ήταν το τρίτο παιδί του γιατρού και βουλευτή Αττικοβοιωτίας (επί Χαρ.Τρικούπη) Δημητρίου Πάγκαλου και της Κατίγκως Χατζημελέτη, κόρης αρχοντικής οικογένειας της Ελευσίνας. Η οικογένεια Πάγκαλου καταγόταν από την Μικρά Ασία και εμφανίζεται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Αποφοίτησε από την Ιωνίδειο Σχολη Πειραιά και άρχισε να σπουδάζει στην ιατρική σχολή, λογικά λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, την οποία όμως εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα για να εισαχθεί στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το 1899 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του συνταγματάρχη Νικολάου Ζορμπά, διοικητή της σχολής Ευελπίδων, και της βασιλικής Αυλής εξαιτίας της προαγωγής του Πάγκαλου σε επιλοχία, σε αντίθεση με τον συμμαθητή του, πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος έμεινε στον ίδιο βαθμό. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων πρώτος στην τάξη του με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Τον Οκτώβριο του 1908 στο σπίτι του Πάγκαλου συγκεντρώθηκαν οι Πάσσαρης, Σιώχας, Γεωργακόπουλος, Σάρρος, Ψύχας, Πανάς, Κατσούλης, Φαληρέας, Καθενιώτης και Χατζημιχάλης για να συζητήσουν για τα προβλήματα του στρατού και της χώρας, ιδρύοντας τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, ο οποίος δημιούργησε τη βάση του κινήματος στο Γουδί με σκοπό να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στο στρατό, την οικονομία και τη διοίκηση. Μέχρι το 1909 στην οργάνωση είχαν ενταχθεί και ανώτεροι αξιωματικοί, όπως οι Νικόλαος Ζορμπάς, Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, Γεώργιος Σ. Καραϊσκάκης, εγγονός του ομώνυμου οπλαρχηγού του '21, Γεώργιος Κονδύλης. Πολλές από τις συνεδριάσεις του στρατιωτικού συνδέσμου πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Πάγκαλου, στην οδό Αριστοτέλους 37 ή στην Ελευσίνα. Η κυβέρνηση Δημ.Ράλλη, φιλικά προσκείμενη στα ανάκτορα, εξαπέλυσε κύμα μεταθέσεων και παρέπεμψε 12 αξιωματικούς στο ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, βλέποντας τον κίνδυνο ματαίωσης του κινήματος, πήρε την απόφαση να δράσει. Στις 14 Αυγούστου του 1909 ο Πάγκαλος απελευθέρωσε με τη βία αξιωματικούς του στρατού, που κρατούνταν φυλακισμένοι λόγω της τότε πολιτικής κατάστασης. Η αποστολή πέτυχε και ο Πάγκαλος με τους συνεργάτες του και τους δραπέτες κατέφυγε στην Καστέλα και το πρωί όλοι μαζί πήγαν στο Γουδί, όπου είχε δοθεί εντολή να ξεκινήσει το κίνημα.
Τον Ιανουάριο του 1910 ο Πάγκαλος αντικατέστησε τον ανθυπολοχαγό Λιδωρίκη στη θέση του γραμματέα στη διοικητική επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν τον ερχομό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις 15 Μαρτίου 1910 και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε. Το 1911 ο Θ.Πάγκαλος εισάχθηκε στη σχολή πολέμου και στη συνέχεια στάλθηκε για σπουδές μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς στο Παρίσι. Με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στάλθηκε στο Ναύπλιο και λίγο αργότερα στη Λάρισα. Σημαντική ήταν η συμμετοχή του στη μάχη των Γιαννιτσών στις 19 και 20 Οκτωβρίου του 1912. Ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, από την οποία όμως αναχώρησε λίγο μετά με το 18ο σύνταγμα πεζικού. Στις 24 Νοεμβρίου κατέλαβε τη Φλώρινα και επτά μέρες αργότερα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί έφυγε για το οχυρό του Μπιζανίου, το οποίο, όπως εξομολογείται στα απομνημονεύματα του, δεν θα καταλαμβανόταν χωρίς τη συμβολή του Ιωάννη Μεταξά. Τον Μάρτιο του 1913 επέστρεψε μαζί με όλα τα άλλα τάγματα στη Θεσσαλονίκη. Στις 16 Ιουνίου 1913 ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας. Συμμετείχε στη μάχη του Λαχανά, όπου μάλιστα εν μέσω εχθρικών πυρών οδήγησε τις πυροβολαρχίες μέσα από την περιοχή των συγκρούσεων με ελάχιστες απώλειες. Τις επόμενες μέρες ανέλαβε το 9ο ευζωνικό τάγμα, το οποίο οδήγησε στο Μπέλες, όπου διεξάχθηκε νικηφόρα για τον ελληνικό στρατό μάχη. Στις 27 Ιουνίου κατέλαβε το Σιδηρόκαστρο και στις 10 Αυγούστου ο σύντομος αυτός πόλεμος έληξε.
Το Φθινόπωρο του 1913 αναχώρησε στη Γαλλία, για να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου μέχρι και τον Αύγουστο του 1914, όταν εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα αρχικά κράτησε ουδέτερη στάση. Ο βασιλιάς άσκησε πιέσεις για να παραμείνει η χώρα ουδέτερη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός τότε, θεωρώντας ως επέμβαση στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης τη στάση του βασιλιά, παραιτήθηκε και λίγο αργότερα προχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Πάγκαλος διορίστηκε επιτελάρχης της 8ης μεραρχίας στην Πρέβεζα. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε στην 4η μεραρχία Ναυπλίου. Το καλοκαίρι του 1916 μαζί με τον Φικιώρη σύστησαν κρυφή ομάδα αξιωματικών με σκοπό την είσοδο της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου είχαν μυηθεί πάνω από 60 αξιωματικοί του στρατού. Όταν ξέσπασε το κίνημα της Θεσσαλονίκης, η ομάδα Πάγκαλου έσπευσε να το ενισχύσει. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1916 αναχώρησε μαζί με άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς με πλοίο από τον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου διορίστηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας διοικητής Αιγαίου. Στη συνέχεια διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Ηρακλείου και τον Μάρτιο του 1917 προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη διοίκηση του 9ου Συντάγματος. Ο Βενιζέλος με τη βοήθεια των δυνάμεων της Αντάντ απομάκρυνε τον Κωνσταντίνο, ανέλαβε την κυβέρνηση και προχώρησε στην είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Με το 9ο σύνταγμα ο Πάγκαλος εισήλθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον στρατώνα του Ρουφ, αμέσως μετά την έξωση του Κωνσταντίνου. Στις 15 Μαρτίου του 1917 ο Πάγκαλος, έχοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του Βενιζέλου, έγινε προσωπάρχης του υπουργείου στρατιωτικών, το χαρτοφυλάκιο του οποίου είχε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της θητείας του δημιουργήθηκε παρεξήγηση με τον βασιλιά Αλέξανδρο, εξαιτίας κάποιων κατηγοριών του Πάγκαλου που εκλήφθηκαν ως ύβρεις κατά του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου Α. Στις 18 Ιανουαρίου του 1918 ο Πάγκαλος παύτηκε από τη θέση του προσωπάρχη και μετατέθηκε στη μεραρχία Σερρών και τον Μάιο του ίδιου χρόνου έγινε διοικητής της 1ης μεραρχίας. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε σε διάφορες μάχες, για τις οποίες τιμήθηκε με εύφημη μνεία και πολεμικό σταυρό. Απότοκος όλων αυτών των διακρίσεων ήταν και η επιλογή του από τον αρχιστράτηγο του στρατού Λεωνίδα Παρασκευόπουλο ως γενικού επιτελάρχη της στρατιάς. Τον Μάιο του 1919 αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε εκεί ως αρχηγός του επιτελείου. Οι συγκρούσεις του με τον Αριστείδη Στεργιάδη, αρμοστή της Σμύρνης, ήταν αρκετές, με αποτέλεσμα να προταθεί από αυτόν και τον Παρασκευόπουλο η αντικατάστασή του. Ο Πάγκαλος εκείνη την εποχή αναχώρησε για το Παρίσι για κατ' ιδίαν συζητήσεις με τον Βενιζέλο και τους Ευρωπαίους στρατηγούς. Η καλή συνεργασία που είχαν είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή του στη θέση του αρχηγού του επιτελείου στη Σμύρνη. Χάρη στην επιδεξιότητά του ο ελληνικός στρατός προέλασε στη Μικρά Ασία και μάλιστα έφτασε να καταλάβει την Προύσα και να σώσει τους Άγγλους στρατιώτες που βρίσκονταν σε δεινή θέση. Τις επόμενες μέρες ο Πάγκαλος προάχθηκε σε υποστράτηγο σε ηλικία 42 ετών.
Με την άνοδο της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Δ.Γούναρη, ο Πάγκαλος ανακλήθηκε από το μέτωπο και αποστρατεύτηκε τον Νοέμβριο του 1920. Μέχρι τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, ο Πάγκαλος είχε αποσυρθεί στην Ελευσίνα, απ' όπου παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, παράλληλα με το στρατιωτικό κίνημα της Χίου, ο Πάγκαλος έχοντας συστήσει από καιρό μια ομάδα αξιωματικών, σχημάτισε την επιτροπή Αθηνών, η οποία προχώρησε σε συλλήψεις πολιτικών και απελευθερώσεις φιλελεύθερων προσωπικοτήτων. Με την έλευση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα-Φωκά-Γονατά, ο Πάγκαλος διορίστηκε διοικητής της σχολής Ευελπίδων. Διαδραμάτισε όμως καταλυτικό ρόλο στην παραπομπή των οκτώ κατηγορουμένων σε δίκη (δίκη των έξι), και ήταν αυτός που πίεσε τον Πλαστήρα να λάβει αυτή την απόφαση. Στις 5 Οκτωβρίου συστήθηκε ανακριτική επιτροπή για την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής με πρόεδρο τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Στην επιτροπή κατέθεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι και στις 24 Οκτωβρίου εκδόθηκε το πόρισμα με το οποίο καταλόγιζε ευθύνες στους κατηγορουμένους. Στη συνέχεια συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, του οποίου τα μέλη, σε μεγάλο βαθμό, ορίστηκαν από τον Πάγκαλο. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Πάγκαλος και στην ουσιαστική αθώωση του πρίγκιπα Ανδρέα, συμμαθητή του στη σχολή Ευελπίδων, τον οποίο μάλιστα συνόδευσε ο ίδιος στο Φάληρο απ' όπου αναχώρησε για το εξωτερικό.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1922 διορίστηκε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά. Στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε για να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη έχοντας έκτακτες εξουσίες. Ο Πάγκαλος επέβαλε την πειθαρχία στο καταπονημένο και διαλυμένο στράτευμα και σύντομα κατάφερε να μετατρέψει μια διασκορπισμένη μάζα στρατού με χαμηλό ηθικό σε ισχυρό και αξιόμαχο ετοιμοπόλεμο στράτευμα 115.000 ανδρών (η περίφημη Στρατιά του Έβρου). Στην αντίθετη πλευρά ο τουρκικός στρατός της Θράκης δεν ήταν στον ίδιο βαθμό ικανός και ο Πάγκαλος πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, αφού οι συνθήκες τον ευνοούσαν. Η ελληνική διπλωματία, γνωρίζοντας το αξιόμαχο του στρατού, το χρησιμοποίησε ως όπλο για να συνθηκολογήσει με την Τουρκία, όταν στις 24 Ιουλίου του 1923 υπογράφηκε η ελληνοτουρκική Συνθήκη της Λωζάννης. Το θέμα της στρατιάς του Έβρου άφησε έντονη σκιά στο ρόλο που διαδραμάτισε ο (άλλοτε αδίστακτα φιλοπόλεμος) Ελ. Βενιζέλος (διαπραγματευτής της συνθήκης στη Λωζάνη) ο οποίος, (υπακούοντας και πάλι σε άνωθεν εντολές), αντέδρασε μανιωδώς ακόμη και στην υποψία πολεμικού γεγονότος στον Έβρο. Η συνθηκολόγηση προκάλεσε το μένος του Θ.Πάγκαλου και του συνεργάτη του ναύαρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, που θεωρούσαν ότι η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης ήταν εξασφαλισμένη για τον ελληνικό στρατό. Στην Θεσσαλονίκη συγκάλεσαν σύσκεψη με άλλους στρατηγούς για να κινηθούν εναντίον της κυβέρνησης, αλλά ο Πλαστήρας έλαβε γνώση της συνάντησης και τους εξανάγκασε σε παραίτηση.
Μετά την παραίτησή του, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αναχώρησε για το εξωτερικό όπου επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ελβετία. Στη Βέρνη μάλιστα συνάντησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε στενή επαφή. Το κύρος που είχε αποκτήσει, καθώς και η μεγάλη απήχηση που είχε στους κύκλους των προσφύγων, τον οδήγησε στην απόφαση να συμμετάσχει στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923. Πριν από αυτές όμως είχε ενεργό συμμετοχή στην κατάπνιξη του φιλοβασιλικού κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, που υποκινήθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά. Το χρονικό διάστημα από το κίνημα μέχρι τις εκλογές ο Πάγκαλος με συνεχείς δηλώσεις και άρθρα προσπαθούσε να συσπειρώσει τον δημοκρατικό κόσμο και παράλληλα να πετύχει την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για τον καθορισμό του πολιτειακού καθεστώτος.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1923 το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές. Ο ίδιος ο Πάγκαλος εκλέχτηκε, έχοντας μάλιστα δική του κοινοβουλευτική ομάδα δεκαπέντε βουλευτών. Οι διαμάχες εντός και εκτός της Βουλής με θέμα το πολιτειακό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονες. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ είχε ήδη εγκαταλείψει την Ελλάδα και ο Βενιζέλος είχε αναλάβει προσωρινά τα ηνία της χώρας. Σε μια κατάσταση έντονων πολιτικών συγκρούσεων ο δημοκρατικός συνασπισμός διαλύθηκε. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός, ενώ ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος τον αντικατάστησε, έκανε το ίδιο λίγες εβδομάδες μετά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ηγήθηκε του κόμματος των Δημοκρατικών Φιλελευθέρων. Στις 25 Μαρτίου 1924 η κυβέρνηση Παπαναστασίου ανακήρυξε την αβασίλευτη Δημοκρατία, η οποία επικυρώθηκε λίγες μέρες αργότερα με δημοψήφισμα, και στις 31 Μαρτίου ο Πάγκαλος ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου εννόμου τάξεως. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ανέλαβε και το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 19 Ιουλίου 1924 όμως, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και εντολή σχηματισμού πήρε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Η πολιτική κρίση συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του χρόνου. Οι απεργίες και οι προκλήσεις της Τουρκίας επιδείνωσαν το σκηνικό. Η κυβερνητική διαφθορά, η καθυστέρηση της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης και η κυβερνητική αστάθεια διαμόρφωσαν προϋποθέσεις για την επικείμενη επιβολή δικτατορίας. Το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1925 ο Πάγκαλος πληροφορήθηκε ότι επίκειται σύλληψή του. Αμέσως διέταξε τους μυημένους αξιωματικούς να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις. Το κίνημα εκδηλώθηκε αρχικά στο στρατιωτικό νοσοκομείο, το οποίο λειτουργούσε και ως φυλακή. Στη Θεσσαλονίκη ο στόλος προσχώρησε στο κίνημα, ενώ το θωρηκτό Αβέρωφ καταλήφθηκε από μυημένους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού. Στη συνέχεια ακολούθησε και η Καβάλα. Σύντομα η Θράκη και η Μακεδονία ελέγχονταν από τους κινηματίες. Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος συγκάλεσε σε σύσκεψη τους πολιτικούς αρχηγούς Καφαντάρη και Κονδύλη. Ακολούθησε νέα σύσκεψη υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη. Ο Μιχαλακόπουλος δεν φαινόταν διατεθειμένος να παραιτηθεί, αλλά ζήτησε τη συμμετοχή του Καφαντάρη και του Κονδύλη στην κυβέρνηση. Και οι δύο αρνήθηκαν και ο Μιχαλακόπουλος παραιτήθηκε. Στις 10 π.μ. της 25ης Ιουνίου 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος έστειλε τελεσίγραφο στον πρόεδρο της δημοκρατίας, με το οποίο ζητούσε την παραίτηση της κυβέρνησης. Η χλιαρή στάση που επέδειξε ο Μιχαλακόπουλος ήταν καθοριστική για την επιτυχία του κινήματος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ύστερα από σύσκεψη μεταξύ του προέδρου της δημοκρατίας και άλλων, πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και κατευθύνθηκε στο στρατόπεδο του Ρουφ για να συναντήσει τον Πάγκαλο. Ο Πάγκαλος αρχικά φάνηκε διατεθειμένος να πάρει μέρος στην κυβέρνηση, αλλά στη συνέχεια, και αφού βεβαιώθηκε ότι το κίνημα είχε επικρατήσει, του διαμήνυσε ότι μόνο ως πρωθυπουργός θα έπαιρνε μέρος σε κυβέρνηση. Σε νέα συγκέντρωση που έγινε ο Παπαναστασίου κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Έτσι ο Θεόδωρος Πάγκαλος ανέλαβε την πρωθυπουργία την 26η Ιουνίου του 1925. Στην κυβέρνηση που σχημάτισε, κράτησε ο ίδιος το υπουργείο στρατιωτικών. Στη Βουλή παρουσιάστηκε ως πρωθυπουργός και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλους τους βουλευτές, πλην δεκατεσσάρων. Τα κόμματα Μιχαλακόπουλου και Καφαντάρη απείχαν. Με διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1925 κατήργησε τη Βουλή με το αιτολογικό ότι "είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Έθνους". Οι πολιτικοί αρχηγοί, πιστεύοντας στις δεσμεύσεις Πάγκαλου, του επέτρεψαν ουσιαστικά να αναλάβει αναίμακτα τα ηνία της χώρας. Στις 3 Ιανουαρίου 1926 παραιτήθηκε ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος από το υπουργείο των ναυτικών, ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Πάγκαλου. Τον Φεβρουάριο αποτράπηκε η πραγματοποίηση κινήματος που οργάνωσε ο Κονδύλης. Στις 15 Μαρτίου παραιτήθηκε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης, διαμαρτυρόμενος για τις αυθαιρεσίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Η είδηση της παραίτησής του κυκλοφόρησε τρεις μέρες αργότερα, καθώς δεν δημοσιεύθηκε για λόγους σκοπιμότητας αμέσως. Ο Πάγκαλος προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου, προερχόμενου αυτή τη φορά από τον λαό. Τα δημοκρατικά κόμματα όμως δεν κατάφεραν να εκμεταλλευθούν αυτή την ευκαιρία. Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, τον οποίο πρότειναν για την προεδρία, δεν είχε μεγάλη απήχηση στον λαό, ενώ η αποχή που ζήτησαν δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Πάγκαλος εκλέχτηκε άνετα πρόεδρος της Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 782.589 ψήφους έναντι 56.126 του Δεμερτζή. Έτσι στις 18 Απριλίου ορκίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, διατηρώντας παράλληλα το αξίωμα του πρωθυπουργού. Ο Πάγκαλος διόρισε στις 19 Ιουλίου του 1926 πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία. Μια από τις πράξεις που επικρίθηκε και σχολιάστηκε ειρωνικά από τους σύγχρονους ιστορικούς ήταν η απονομή του μεγαλόσταυρου του Σωτήρος στον εαυτό του.
Η δικτατορία Πάγκαλου έμεινε στην ιστορία κυρίως για δύο πράγματα. Για την αστυνομική διάταξη που απαγόρευε στις γυναίκες να φοράνε φούστες που απείχαν πάνω από 30 πόντους από το έδαφος, και για τα σκάνδαλα, στα οποία αναμείχθηκαν μέλη της κυβέρνησης. Από τη διάταξη αυτή εμπνεύστηκε ο Γιώργος Μητσάκης το τραγούδι "Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες". Στον οικονομικό τομέα ο Πάγκαλος αναγκάστηκε να συνάψει εσωτερικό δάνειο, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Έτσι εξοικονομήθηκαν δύο δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό, αν αναλογιστούμε τον αριθμό των προσφύγων στην Ελλάδα. Αυξημένο ήταν και το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς και πολλών ξένων εταιρειών, όπως η αγγλική εταιρεία ηλεκτροφωτισμού Πάουερ. Ανάπτυξη παρουσίασε και ο αγροτικός τομέας, ενώ γενικότερα η οικονομική πολιτική του Πάγκαλου χαρακτηρίστηκε από τα μέτρα λιτότητας που επέβαλε. Επιδόθηκε επίσης σε άγριες διώξεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, καθώς και των κομμουνιστών. Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγονται οι Ιωάννης Μεταξάς, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Παπανδρέου, Κύρος Κύρου, διευθυντής της εφημερίδας «Εστία», Γεώργιος Βεντήρης, δημοσιογράφος κ.ά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας απαγορεύθηκε και η λειτουργία των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Ριζοσπάστης». Στα θετικά της δικτατορίας ήταν η ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών και η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου. Κατακρίθηκε όμως για την εμμονή του στις αντιπαραγωγικές στρατιωτικές δαπάνες σε εποχή λιτότητας.
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος κατά τη διάρκεια της εξουσίας του υιοθέτησε εθνικιστική ρητορεία, δημιουργώντας συγκρούσεις με τα γειτονικά κράτη, κυρίως εξαιτίας της εμμονής του στην ιδέα για τιμωρία των Τούρκων για τη Μικρασιατική καταστροφή. Τον Οκτώβριο του 1926 δημιουργήθηκε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών σωμάτων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Πάγκαλος αμέσως διέταξε την είσοδο ελληνικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων αναχαιτίστηκε από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία με ψήφισμά της δικαίωσε τη Βουλγαρία και υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση 30 εκατομμύρια βουλγαρικά λέβα, δηλαδή 50 χιλιάδες χρυσές λίρες. Το περιστατικό αυτό έμεινε στην ιστορία ως «Επεισόδιο του Πετριτσίου». Ατόπημα του Πάγκαλου ήταν και η σύναψη συνθήκης με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία επισπεύτηκε προκειμένου να επικεντρωθούν τα επιτελεία του στρατού στην απειλή της Τουρκίας. Στις 17 Αυγούστου 1926 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών, για την οποία αντέδρασε όλος ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος. Μεταξύ των άλλων, η συνθήκη προέβλεπε την συγκυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα Αξιού, την παραχώρηση του ελέγχου της σερβικής μονής στο Άγιο Όρος, καθώς και τη μετατροπή της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής σε ελληνοσερβική, με την προϋπόθεση όμως ότι οι υπάλληλοι θα μιλούσαν τη σερβική γλώσσα. Μετά την πτώση του Πάγκαλου η κυβέρνηση έσπευσε να ακυρώσει τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών.
Ύστερα από την ελληνογιουγκοσλαβική συνθήκη και το «Επεισόδιο του Πετριτσίου», το οποίο προκάλεσε οργή στους κύκλους των αξιωματικών και των πολιτικών, η θέση του Πάγκαλου ήταν δύσκολη. Επίσης οι συνεχείς διώξεις των πολιτικών είχαν προκαλέσει δυσφορία στο λαό. Η απαξίωση του πολιτικού λόγου και των θεσμών, η αυθαιρεσία, καθώς και η έλλειψη σεβασμού στη δημοκρατία, επέφεραν την ανατροπή της δικτατορίας Πάγκαλου. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αν και είχε πληροφορίες για ύποπτες κινήσεις αξιωματικών δεν έδωσε σημασία, συνεχίζοντας την περιοδεία του στην επαρχία, όπου ετύγχανε ενθουσιώδους υποδοχής. Στις Σπέτσες τον βρήκε το κίνημα του Κονδύλη, ο οποίος σε συνεργασία με άλλους αξιωματικούς (Ντερτιλής, Κατσώτας, Κοκκαλάς) επιχείρησε να τον ανατρέψει. Το βράδυ της 22ας Αυγούστου οι κινηματίες κατέλαβαν το υπουργείο στρατιωτικών και το φρουραρχείο, ενώ στη συνέχεια όλα τα τάγματα προσχώρησαν στο κίνημα. Αμέσως στάλθηκαν 70 άντρες με ακτοπλοϊκό για να συλλάβουν τον Πάγκαλο που παραθέριζε στις Σπέτσες. Μπροστά στο φάσμα της αιματοχυσίας ο Πάγκαλος παραδόθηκε στους κινηματίες, αντιλαμβανόμενος πια ότι όλα είχαν τελειώσει. Μετά τη σύλληψή του αποβιβάστηκε στο Κερατσίνι, απ' όπου οδηγήθηκε, ύστερα από μερικές μέρες, στις φυλακές Ιτζεντίν της Κρήτης. Η κράτησή του δημιούργησε πολλές αντιδράσεις, καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς κατηγορίες που να δικαιολογούν την παραμονή του στη φυλακή. Ο Πάγκαλος δεν προσάχθηκε σε δίκη και τελικά με απόφαση της 13ης Ιουλίου 1928 της κυβέρνησης Βενιζέλου αποφυλακίστηκε.
Μετά την αποφυλάκισή του συμμετείχε στις εκλογές της 23ης Αυγούστου 1928 ως αρχηγός της Εθνικής Ενώσεως, αλλά απέτυχε να εκλεγεί. Στις 16 Μαΐου του 1929 συνελήφθη πάλι για τα αδικήματα της δικτατορίας. Στη συνέχεια αποφυλακίστηκε με εγγύηση και στις 17 Μαρτίου του 1930 προσήχθη σε δίκη ενώπιον τριαντακονταμελούς επιτροπής της Γερουσίας με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών με την κατηγορία της απιστίας για το σκάνδαλο του καζίνο της Ελευσίνας. Η κατηγορία αφορούσε την εκχώρηση άδειας λειτουργίας καζίνο στην Ελευσίνα σε φίλα προσκείμενο επιχειρηματία έναντι χαμηλότερου αντιτίμου από ό,τι προσέφερε ο πλειοδότης. Τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Παράλληλα οι οπαδοί του Πάγκαλου στο στράτευμα εκτοπίστηκαν στην Μακεδονία. Στις 30 Οκτωβρίου 1930 συνελήφθη μαζί με άλλους 36 αξιωματικούς και τον γαμπρό του, Γ. Δομεστίκο, και φυλακίστηκε στις φυλακές Συγγρού για οργάνωση υποτιθέμενου πραξικοπήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Τουρκία για την υπογραφή συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, κίνηση στην οποία ήταν αντίθετη μερίδα αξιωματικών. Ύστερα από λίγους μήνες αποφυλακίστηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελευσίνα. Ένα χρόνο αργότερα παραπέμφθηκε σε νέα δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για την προετοιμασία του κινήματος του 1930, ενώ στις 31 Μαΐου του ίδιου χρόνου εκτοπίστηκε στην Αιδηψό. Το 1935 έλαβε μέρος στις εκλογές ως επικεφαλής του Εθνικού Κόμματος μόνο στην περιφέρεια Δράμας, αλλά απέτυχε πάλι να εκλεγεί. Όλη αυτή την περίοδο ο ίδιος αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες.
Στις 19 Απριλίου 1941 προτάθηκε στον βασιλιά Γεώργιο να συμπεριλάβει στη νέα κυβέρνηση και τον Πάγκαλο, αλλά η πρόταση δεν καρποφόρησε. Με την έλευση των Γερμανών και τον διορισμό του Τσολάκογλου στη θέση του πρωθυπουργού, πολλές πολιτικές προσωπικότητες, μεταξύ αυτών και ο Πάγκαλος, τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του, κίνηση που σχολιάστηκε αρνητικά. Τον Νοέμβριο του 1941 με ειδική ρύθμιση ο Πάγκαλος άρχισε να λαμβάνει σύνταξη ως πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας, η οποία συνεχίστηκε και μετά την κατοχή. Στις 16 Οκτωβρίου του '44 μέλη του ΕΑΜ αποπειράθηκαν να τον συλλάβουν, αλλά η προσωπική του φρουρά τους εμπόδισε. Στις 26 του ίδιου μήνα συνελήφθη από την κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Δεκέμβριο του 1944 αποφυλακίστηκε. Στις 25 Αυγούστου 1945 συνελήφθη ως δοσίλογος, κατόπιν αποφάσεως του 6ου ανακριτικού γραφείου δοσίλογων. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1945 αθωώθηκε οριστικά με απαλλακτικό βούλευμα από τις κατηγορίες που τον βάρυναν για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις, που στηριζόταν στο γεγονός ότι είχε συμμετάσχει στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας επί κατοχής, για να αποτραπεί ενδεχόμενη επαναφορά του βασιλιά. Στις εκλογές του Μαρτίου του 1950 ο Πάγκαλος κατέβηκε ως υποψήφιος με το Εθνικό Κόμμα υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Στις εκλογές το Εθνικό Κόμμα κατέλαβε επτά έδρες, οι οποίες όμως κερδίσθηκαν κατά κύριο λόγο στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να μην εκλεγεί. Απεβίωσε στις 27 Φεβρουαρίου 1952 από φυματίωση στο ξενοδοχείο «Χλόη» της Κηφισιάς, όπου διέμενε σε ηλικία 74 ετών. Η κηδεία του έγινε την επομένη, δημοσία δαπάνη. Το 1950 εκδίθηκαν τα απομνημονεύματά του. Η πολιτεία του είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του εκτροχιασμού των πολιτικών ηθών κατά την 25ετή περίοδο της «βενιζελοκρατίας», όταν τα πρωτοπαλίκαρα που εξέθρεψε το βενιζελικό περιβάλλον (Ν.Πλαστήρας, Στ.Γονατάς, Θ.Πάγκαλος, Γ.Κονδύλης, Ν.Ζορμπάς, Ν.Φωκάς, Αλ.Οθωναίος, Ν.Ζυμβρακάκης κ.ά.) θεωρούσαν όχι μόνο δικαίωμά τους, αλλά και υποχρέωσή τους να προκαλούν πολιτειακές αυθαιρεσίες και να καταδιώκουν μέχρι φυσικής εξοντώσεως τους αντιπάλους του κόμματός τους.
Ο Αθανάσιος Ευταξίας ήταν Έλληνας πολιτικός, βουλευτής, υπουργός και πρωθυπουργός για μικρό χρονικό διάστημα κατά τη δικτατορία του Πάγκαλου (19 Ιουλίου 1926 – 23 Αυγούστου 1926). Γεννήθηκε στην Αμφίκλεια Λοκρίδας του Νομού Φθιώτιδας, ήταν γιος ιερέα και φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή. Διετέλεσε κατ' επανάληψη βουλευτής Φθιώτιδας και υπουργός παιδείας στην Κυβέρνηση Σωτηρίου Σωτηρόπουλου 1893, εθνικής οικονομίας στην Κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη 1915 αλλά και σε άλλες κυβερνήσεις. Απεβίωσε στις 5 Φεβρουαρίου του 1931. Ανιψιός του ήταν ο πολιτευτής της ΕΡΕ Λάμπρος Ευταξίας.
Ο Γεώργιος Κονδύλης (14 Αυγούστου 1879 - 1 Φεβρουαρίου 1936) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, πολλές φορές βουλευτής, υπουργός, πρωθυπουργός της Ελλάδας μετά από πραξικόπημα (10 Οκτωβρίου 1935 – 30 Νοεμβρίου 1935) και αντιβασιλέας. Γεννήθηκε στον Προυσό Ευρυτανίας. Σε ηλικία 18 χρονών κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό (πεζικό) και συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1896. Ήταν οπλαρχηγός στο Μακεδονικό αγώνα (1904-1908) στην περιοχή Καστοριάς και Μοριχόβου. Μετά το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα στάλθηκε σε ειδική αποστολή ως δάσκαλος στο χωριό Οργάς της Ανατολικής Θράκης, το 1910, όπου προήχθη σε ανθυπολοχαγό. Ως υπολοχαγός στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα της υπό τον Μανουσογιαννάκη 5ης Μεραρχίας και διακριθείς στους πολέμους αυτούς προάχθηκε σε λοχαγό. Το 1915 λόγω των εξαιρετικών ικανοτήτων του τοποθετήθηκε αξιωματικός του Επιτελείου της 6ης Μεραρχίας παρότι δεν προερχόταν από τη Σχολή Ευελπίδων.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Βουλγαρικού μετώπου (1916-1918). Ειδικότερα το 1916 με την έκρηξη του Κινήματος της Θεσσαλονίκης, συμμετέχοντας σ΄ αυτό προάχθηκε σε βαθμό ταγματάρχη και τέθηκε επικεφαλής των ταγμάτων του λεγόμενου Στρατού Εθνικής Αμύνης αναλαμβάνοντας στη συνέχεια διοικητής του συντάγματος Σερρών. Συμμετείχε στη μάχη του Σκρα, όπου διακριθείς προάχθηκε κατ΄ εκλογή σε βαθμό αντισυνταγματάρχη, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του συντάγματος Καλαμών. Συμμετέχοντας στην εκστρατεία στην Ουκρανία (1919) ως διοικητής συντάγματος της 13ης Μεραρχίας προάχθηκε σε βαθμό συνταγματάρχη. Με το άδοξο τέλος της εκστρατείας στάλθηκε στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1919-1920), όπου έδρασε κυρίως στην περιοχή Σαλιχλή.
Μετά τις εκλογές της 1 Νοεμβρίου του 1920, εγκατέλειψε την μονάδα του και εγκαταστάθηκε αυτοβούλως στην Κωνσταντινούπολη, από όπου άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση στην τότε νέα ελληνική κυβέρνηση. Με την Επανάσταση του 1922 επανήλθε στο στρατό και τοποθετήθηκε διοικητής της Μεραρχίας Κρήτης, που δρούσε τότε στον Έβρο την οποία αναδιοργάνωσε. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημαΓαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου (1923) βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε ο ίδιος την καταστολή του και στη συνέχεια έφθασε στην Αττική, όπου κατόρθωσε, κοντά στον Κιθαιρώνα να εξαναγκάσει τα εκεί επαναστατικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν τις ενεργειές τους. Για την ταχύτατη αυτή δράση του ονομάστηκε "Κεραυνός". Μετά από παραίτησή του αποστρατεύθηκε τον ίδιο χρόνο με το βαθμό του υποστρατήγου. Ως αξιωματικός αναδείχθηκε, κυρίως, για το θάρρος που επέδειξε στις μάχες, αλλά και για τις στρατηγικές του ικανότητες.
Αμέσως μετά την αποστράτευση του, τον Νοέμβριο του 1923, ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε βουλευτής Ροδόπης στη Δ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου ηγήθηκε μικρού κόμματος, του Ελληνικού Δημοκρατικού Κόμματος, με το οποίο επιτέθηκε με δριμύτητα κατά των κυβερνήσεων Ε. Βενιζέλου και Γ. Καφαντάρη, θεωρώντας τες τελείως ξένες προς τους δημοκρατικούς θεσμούς. Στις 12 Μαρτίου του 1924, επί κυβερνήσεως Αλ.Παπαναστασίου, ανέλαβε επί τρίμηνο υπουργός των Στρατιωτικών. Στις 7 Οκτωβρίου του 1924, επί κυβερνήσεως Ανδρ.Μιχαλακοπούλου, ορκίσθηκε υπουργός των Εσωτερικών, θέση από την οποία παραιτήθηκε λίγο πριν τη δικτατορία του στρατηγού Θ.Παγκάλου τον Ιούνιο 1925. Τάχθηκε όμως αμέσως κατά της δικτατορίας, παρασύροντας στρατιωτικές φρουρές σε ένοπλη εξέγερση, και την ανέτρεψε στις 21 Αυγούστου του 1926, συλλαμβάνοντας στις Σπέτσες τον Θεόδωρο Πάγκαλο και άλλους οπαδούς του. Κατόπιν ορκίσθηκε Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών και των Ναυτικών. Πρώτο του έργο ήταν να αποκαταστήσει στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και να προκηρύξει εκλογές για τις 7 Νοεμβρίου του 1926. Οι εκλογές αυτές, από τις οποίες απείχε ο ίδιος και το κόμμα του, διενεργήθηκαν αδιάβλητα. Όταν στις 4 Δεκεμβρίου σχηματίσθηκε, υπό τον Αλ. Ζαΐμη, Οικουμενική κυβέρνηση, ο Γ. Κονδύλης, παρέδωσε την εξουσία.
Αργότερα στις εκλογές του Αυγούστου 1928 εκλέχτηκε βουλευτής Καβάλας, οπότε μετονόμασε το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο είχε ιδρύσει, σε Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932 το κόμμα του συνεργάσθηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων και εκλέχθηκε βουλευτής Τρικάλων. Όταν το Λαϊκό κόμμα αναγνώρισε την Αβασίλευτη Δημοκρατί, συνεργάσθηκε με αυτό αναλαμβάνοντας έτσι στην πρώτη κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη (4 Νοεμβρίου 1932) το υπουργείο Στρατιωτικών, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι τις 16 Ιανουαρίου του 1933, όταν η κυβέρνηση Τσαλδάρη ανατράπηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στις εκλογές 5 Μαρτίου 1933 συνεργάσθηκε με το Λαϊκό κόμμα, και στη νέα Κυβέρνηση του Π.Τσαλδάρη ανέλαβε αρχικά το υπουργείο Στρατιωτικών (10 Μαρτίου 1933) και λίγο αργότερα στις 5 Απριλίου την αντιπροεδρία της Κυβέρνησης.
Όταν το 1935 εκδηλώθηκε το βενιζελικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 υπό τους Ελ.Βενιζέλο και του Ν.Πλαστήρα, ο Γ. Κονδύλης συνέβαλε στην άμεση καταστολή και συντριβή του, οπότε ακολούθησαν σειρές δικών από έκτακτα στρατοδικεία. Στις 24 Απριλίου 1935 εκτελέστηκαν οι Α.Παπούλας και Ε.Κοιμήσης ως υπεύθυνοι του κινήματος. Μετά τις εκλογές της Ε' Εθνοσυνέλευσης (9 Ιουνίου 1935, με αποχή των βενιζελικών), όπου το κόμμα του κατέλαβε 33 έδρες στη Βουλή, κυβέρνηση σχημάτισε ο Π.Τσαλδάρης. Ο Γ.Κονδύλης, πεπεισμένος ότι η κρατούσα τότε πολιτική κατάσταση δεν παρείχε ασφάλεια και δεν ανταποκρινόταν στα αισθήματα του ελληνικού λαού, τάχθηκε με δηλώσεις του υπέρ της επαναφοράς της Βασιλείας. Έτσι στις 5 Ιουλίου του 1935 μέσα στη Βουλή εκφώνησε τον ιστορικό λόγο του υπέρ της Βασιλείας. Τον λόγο αυτό η κυβέρνηση Π.Τσαλδάρη τον δέχθηκε θετικά και υποσχέθηκε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Οι κωλυσιεργίες και αναβολές προσδιορισμού της ημερομηνίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος και από φόβο εκδήλωσης τυχόν νέων κινημάτων, στις 10 Οκτωβρίου του 1935 οι αρχηγοί των όπλων (υποστράτηγος Αλ.Παπάγος, υποπτέραρχος Ρέππας και υποναύαρχος Οικονόμου) υπό τον Γ. Κονδύλη εξανάγκασαν τον Π. Τσαλδάρη, μπλοκάροντας καθ' οδόν το όχημα που τον μετέφερε στην οικία του, επί της λεωφόρου Κηφισίας, στο ύψος περίπου του Γηροκομείου, σε πραξικοπηματική άμεση παραίτηση. Έτσι το ίδιο βράδυ ο Γ. Κονδύλης ορκίστηκε στη Βουλή πρόεδρος της κυβέρνησης και σχημάτισε κυβέρνηση με αντιπρόεδρο τον Ιωάννη Θεοτόκη. Ένα από τα πρώτα μέτρα του ως πρωθυπουργού ήταν η κατάργηση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας υπέρ της Βασιλευομένης. Η Βουλή ανάθεσε την Αντιβασιλεία στον Γ. Κονδύλη. Με το Δημοψήφισμα του 1935 που ακολούθησε επανήλθε ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Λίγες όμως ημέρες αργότερα ο Γ. Κονδύλης διαφώνησε με τον βασιλιά για το θέμα της παροχής αμνηστίας των Κινηματιών της 1ης Μαρτίου 1935 στο οποίο ο Κονδύλης αντιτασσόταν πεισματικά. Συνέπεια αυτού ήταν ο βασιλιάς να τον αναγκάσει σε παραίτηση στις 30 Νοεμβρίου 1935. Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 56 ετών από καρδιακή προσβολή. Επίσημη αναφορά στο έργο του έγινε σε ειδική τελετή της Βουλής στις 22 Απριλίου του 1936.
Αφού ανέτρεψε τη δικτατορία του Πάγκαλου ο Γεώργιος Κονδύλης στις 22 Αυγούστου 1926, ορκίστηκε Πρωθυπουργός και έκανε εκλογές, στις οποίες δεν συμμετείχε ο ίδιος, ούτε ο Βενιζέλος που δεν θέλησε να είναι υποψήφιος. Βοήθησε όμως να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη με στόχο την γεφύρωση των πολιτικών διαφορών και την εθνική συμφιλίωση. Η κυβέρνηση αυτή παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα στην οποία δεν συμμετείχε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Βενιζέλος επέστρεψε τότε στην Ελλάδα, αλλά διαφώνησε με την κυβέρνηση επί της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η διαφωνία του οδήγησε στη διάσπαση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του οποίου ανέλαβε την ηγεσία. Στις 5 Ιουλίου 1928 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός και προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου 1928. Τις κέρδισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων που πήρε τις 228 από 250 έδρες της Βουλής. Ο Βενιζέλος κυβέρνησε μέχρι το 1932, όταν έδωσε τη θέση του ως πρωθυπουργός στον αντίπαλό του Παναγή Τσαλδάρη. .
Κύριος στόχος του Βενιζέλου την περίοδο αυτή ήταν να αποφύγει την εξάρτηση της Ελλάδας από μία μόνο μεγάλη δύναμη. Προσπάθησε, να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις, τόσο με τις γειτονικές χώρες, όσο και με αυτές που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο. Έτσι, η πρώτη διπλωματική κίνησή του ήταν η υπογραφή συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού με την Ιταλία στις 23 Σεπτεμβρίου 1928. Εν συνεχεία, ο Βενιζέλος στράφηκε στη Γιουγκοσλαβία, η οποία από καιρό είχε διεκδικήσεις για μία «ελεύθερη ζώνη» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε ορισμένες από τις γιουγκοσλαβικές απαιτήσεις και αφού απομακρύνθηκε αυτό το εμπόδιο, στις 17 Μαρτίου 1929 υπογράφτηκε το ελληνογιουγκοσλαβικό πρωτόκολλο στη Γενεύη. Με τη Βουλγαρία η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη. Οι Βούλγαροι απέρριψαν την προσφορά του Βενιζέλου για δημιουργία «ελεύθερου λιμανιού» στη Θεσσαλονίκη ή την Αλεξανδρούπολη, καθώς διατηρούσαν αλυτρωτικές βλέψεις για τις περιοχές αυτές. Έτσι, ο Βενιζέλος περιορίστηκε στην επανάληψη πλήρων διπλωματικών σχέσεων με τη γειτονική χώρα.
Η πιο πολυσυζητημένη όμως, πράξη του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή της ελληνοτουρκικής σύμβασης στην Άγκυρα, στις 10 Ιουνίου 1930. Με αυτή τη συμφωνία έκλεισαν οι περισσότερες εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει 425.000 λίρες Αγγλίας ως αποζημίωση για τους Τούρκους που έφυγαν από τη χώρα και σε αντάλλαγμα η Τουρκία δεχόταν να αναγνωρίσει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ως μόνιμους κατοίκους. Εν συνεχεία, στις 30 Οκτωβρίου υπογράφτηκε στην Άγκυρα το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση άλλαξε άρδην την κατάσταση στις δύο χώρες, καθώς έθεσε οριστικά τέρμα στις ελπίδες των μικρασιατών να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Οι διπλωματικές αυτές κινήσεις του Βενιζέλου συνάντησαν σημαντική αντίδραση, καθώς έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις εθνικές βλέψεις της χώρας. Η Ιταλία είχε ακόμα στην κατοχή της τα Δωδεκάνησα και ο Βενιζέλος συνειδητά απέφυγε να ανακινήσει αυτό το ζήτημα για να μη διαταράξει τις σχέσεις των δύο χωρών. Εν όψει μάλιστα της σύναψης του συμφώνου της ελληνοϊταλικής φιλίας στις 23.9.1928, δήλωσε στον Τύπο: "Δεν δύναται και δεν πρέπει η Δωδεκάνησος να εμποδίση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν των σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας". Παράλληλα, αποθάρρυνε τις πρωτοβουλίες των Κυπρίων για Ένωση θεωρώντας ότι δεν ήταν κατάλληλες οι περιστάσεις.
Στις 16 Ιανουαρίου 1933 η κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη ανατράπηκε και, για τελευταία φορά, πρωθυπουργός έγινε ο Ελ.Βενιζέλος. Στις εκλογές της 5 Μαρτίου όμως τα αντίπαλα κόμματα πλειοψήφησαν. Τότε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας οργάνωσε πραξικόπημα υπέρ του Βενιζέλου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όμως ονόμασε πρώτα πρωθυπουργό τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο ώστε να καταστείλει το πραξικόπημα, και αμέσως μετά έκανε πρωθυπουργό τον Π.Τσαλδάρη (10/3/1933). Στις αρχές Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε στην Βουλή πρόταση δίωξης του Βενιζέλου. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933 αντιβενιζελικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στην λεωφόρο Κηφισίας και ακολούθησαν διώξεις φιλοβενιζελικών αξιωματικών. Κατά την απόπειρα δολοφονίας τραυματίστηκε η γυναίκα του Έλενα Βενιζέλου, η οποία επέβαινε επίσης στο αυτοκίνητο, και σκοτώθηκαν μέλη της προσωπικής του ασφάλειας.
Το 1935 ο Βενιζέλος ενθάρρυνε στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε την 1 Μαρτίου από βενιζελικούς αξιωματικούς. Το κίνημα όμως δεν είχε αρχηγό και αναγκάστηκε να το αναλάβει ο ίδιος. Αυτό είχε ως αποτελέσματα την αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το Κόμμα Φιλελευθέρων, την έκδοση νόμων δίωξης των φιλοβενιζελικών και περιορισμού άρθρων του Συντάγματος, και τελικά την ερήμην καταδίκη σε θάνατο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν ο Ι.Μεταξάς και ο Γ.Κονδύλης , οι οποίοι έθεσαν πάλι καθεστωτικό ζήτημα οδηγώντας στην παλινόρθωση του βασιλευόμενου πολιτεύματος. Ο Βενιζέλος μετά από μια δήλωση αποχώρησης από την πολιτική ζωή κατέφυγε στο Παρίσι, όπου πέθανε το 1936 από εγκεφαλική συμφόρηση..
Ο Αλέξανδρος Οθωναίος (Γύθειο 1879 - Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1970) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας για 4 ημέρες (6 Μαρτίου 1933 – 10 Μαρτίου 1933). Απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων, έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα με το ψευδώνυμο καπετάν Παλμίδης, στο Κίνημα στο Γουδί ως μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, καθώς και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε διοικητής του 7ου Συντάγματος Κρητών στο Μακεδονικό Μέτωπο. Έλαβε μέρος στην Ουκρανική Εκστρατεία με το βαθμό του συνταγματάρχη και στο μικρασιατικό μέτωπο ως διοικητής της μεραρχίας Κυδωνιών. Ένθερμος βενιζελικός, συγκαταλεγόμενος μεταξύ των πρώτων «Αμυνιτών», απομακρύνθηκε από το στράτευμα μετά τη νίκη των αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920 και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ανακλήθηκε στη θέση του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Στρατιωτικό Κίνημα των Πλαστήρα - Γονατά (Σεπτέμβριος 1922). Υπήρξε πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου της Δίκης των Εξ που καταδίκασε σε θάνατο τους Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Στράτο, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη και Γεώργιο Χατζηανέστη. Το 1923, με το βαθμό του αντιστράτηγου, διετέλεσε διοικητής του Β΄ και Γ΄ Σώματος Στρατού, ενώ το 1925, έπειτα από το πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου, αποστρατεύθηκε. Ανακλήθηκε στο στράτευμα το 1929 κατόπιν ειδικού νόμου και διορίσθηκε επιθεωρητής της Β΄ Επιθεώρησης Στρατού και συγχρόνως πρόεδρος του ανωτάτου στρατιωτικού συμβουλίου. Ηγήθηκε της στρατιωτικής μεταβατικής κυβέρνησης η οποία σχηματίστηκε μετά το κίνημα Πλαστήρα της 6ης Μαρτίου 1933, αλλά, υπό την απειλή του Γ.Κονδύλη, παρέδωσε την εξουσία σε δύο ημέρες στον Π. Τσαλδάρη. Απομακρύνθηκε το 1935, μετά την επικράτηση της αντιβενιζελικής παράταξης. Ανακλήθηκε και πάλι το 1944, ύστερα από την απελευθέρωση, από τον Γεώργιο Παπανδρέου o οποίος τον διόρισε αρχιστράτηγο, αλλά, αντιδρώντας στις συνθήκες που επικρατούσαν, παραιτήθηκε για να εγκαταλείψει οριστικά το στράτευμα το 1945. Το επόμενο διάστημα διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Δημοκρατικών Συλλόγων Αθηνών και της Πανελληνίου Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Συλλόγων. Απεβίωσε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1970 σε ηλικία 91 ετών και κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Παναγής Τσαλδάρης (Κόρινθος 1868 - Αθήνα 17 Μαΐου 1936) ήταν ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός της Ελλάδας στα χρόνια 3 Νοεμβρίου 1932 – 16 Ιανουαρίου 1933 και 10 Μαρτίου 1933 – 10 Οκτωβρίου 1935. Γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας, και ήταν γιος του Επαμεινώνδα Τσαλδάρη. Η οικογένειά του είχε μικρασιατική καταγωγή και εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο το 1750. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου ανακηρύχθηκε αριστούχος Διδάκτωρ Νομικής το 1889. Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στην Πάτρα και αμέσως έφυγε στο εξωτερικό για συμπλήρωση σπουδών στο Γκαίτινγκεν, στο Βερολίνο, στη Λειψία και στο Παρίσι. Το 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετατέθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Ίδρυσε νομικό φροντιστήριο και αναγνωρίστηκε σπουδαίος νομικός. Η ανάμιξή του στην πολιτική μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους.
α. Α΄ Περίοδος (1910 - 1922)
Εκλέχτηκε πρώτη φορά πληρεξούσιος Αργολιδοκορινθίας στην Αναθεωρητική Βουλή του 1910 (6 Αυγούστου 1910), καθώς και στην ανάδειξη της απλής Βουλής του 1912 (11 Μαρτίου). Από τότε εκλεγόταν συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1923, στις οποίες αρνήθηκε να μετάσχει. Στη Βουλή συμμετείχε ως Ανεξάρτητος με τον Δημήτριο Γούναρη με τον οποίο συνδέονταν με στενή φιλία. Χρημάτισε Υπουργός Δικαιοσύνης το 1915, στην Κυβέρνηση Γούναρη, Εσωτερικών και Συγκοινωνιών το 1920 και το 1926 στις Κυβερνήσεις Νικόλαου Καλογερόπουλου, Δημητρίου Γούναρη και Αλεξάνδρου Ζαΐμη.
Κατά την περίοδο του Διχασμού, μετά την επικράτηση του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης το 1916, ο Π. Τσαλδάρης συνελήφθη και εκτοπίστηκε αρχικά στην Ύδρα και στη συνέχεια στη Σκόπελο, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του εκτοπισμένου επίσης εκεί, Βυζαντινολόγου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Σπ. Λάμπρου, την Λίνα Λάμπρου που νυμφεύτηκε αργότερα. Στη συνέχεια ανέλαβε ηγετικό στέλεχος στο Κόμμα των Εθνικοφρόνων. Το 1919 συμμετείχε ως εκπρόσωπός του στην ίδρυση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης με έμβλημα ένα κλαδί ελιάς. Το 1920 στις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, (κατά τις οποίες ηττήθηκε το Κόμμα των Φιλελευθέρων), των Δημητρίου Ράλλη, Νικολάου Καλογερόπουλου, και Δημητρίου Γούναρη ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών και Συγκοινωνιών. Τον Μάρτιο του 1922 αναγκάσθηκε για λόγους υγείας να μεταβεί στο εξωτερικό.
β. Β΄ Περίοδος (1922-1935)
Λίγους μήνες μετά, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου είχε επικρατήσει το Κίνημα του 1922, συνελήφθη αμέσως από τους κινηματίες ως "πολιτικός εγκληματίας" και φυλακίστηκε. Τελικά μετά τη Δίκη των Έξι και την εκτέλεση δια τουφεκισμού του Δημητρίου Γούναρη, αποφυλακίστηκε στις 8 Ιανουαρίου 1923 ύστερα από αμνηστία που του δόθηκε. Στις εκλογές του 1923 (στις 16 Δεκεμβρίου) για την εκλογή της Δ΄ Συντακτικής συνέλευσης δεν έλαβε μέρος. Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε προσωρινά και από 4 Μαΐου (1924) οριστικά, την αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος, όπως είχε μετονομαστεί το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δ. Γούναρη από τον Νοέμβριο του 1920. Το Λαϊκό Κόμμα υποστήριζε τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία ως το καταλληλότερο πολίτευμα για την Ελλάδα. Αλλά σε όλη την δεκαετία του 1920 ο Π.Τσαλδάρης απέφευγε να έρθει σε απευθείας σύγκρουση και ρήξη με τους Φιλελεύθερους για αυτό το ζήτημα, επιδεικνύοντας συναινετική διάθεση για να καταλαγιάσουν τα πάθη. Θεωρούσε ότι μοναδική διέξοδος για το πρόβλημα ήταν να ερωτηθεί ο λαός με δημοψήφισμα, όταν όμως τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα, και να υποταχθούν όλοι στην κρίση του. Στη συνέχεια φάνηκε ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε την παλινόρθωση και για αυτό προσπαθούσε να μετριάσει τα ακραία στοιχεία του Λαϊκού Κόμματος. Σε κάθε περίπτωση ο Τσαλδάρης επέλεξε και επέβαλε εποικοδομητική αντιπολίτευση.
Δύο υπήρξαν τα θεμελιώδη αιτήματα των Λαϊκών αυτήν την περίοδο: Η επαναφορά των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί λόγω πολιτικών φρονημάτων και η αποτελεσματική απαγόρευση της παρέμβασης των στρατιωτικών στην πολιτική. Στα εσωτερικά ζητήματα το Λαϊκό Κόμμα, συνεχίζοντας τη Δηλιγιαννική παράδοση, αποσκοπούσε στην άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της ανάπτυξης και στην σταθεροποίηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων, όσο περίπλοκα και αν γίνονταν τα προβλήματα. Δε θεωρούσε ότι συνολικά η οικονομική ανάπτυξη ήταν αρνητική. Επικέντρωνε όμως την προσοχή του στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα θεωρώντας πως η αγροτική παραγωγή ταίριαζε περισσότερο στον χαρακτήρα του ελληνικού έθνους και εμπόδιζε την εμφάνιση έντονων ταξικών ανταγωνισμών, όπως θεωρούσαν ότι επέφερε η ανάπτυξη της βιομηχανίας με την ενδυνάμωση της εργατικής τάξης. Πίστευε ότι οι αγρότες ήταν συντηρητικό στρώμα σε αντίθεση με τους εργάτες και για αυτό θα έπρεπε να στηριχθούν με δίκαιη διανομή γης, ενώ υποστήριζε την αποκατάσταση των προσφύγων με την παραχώρηση γης. Επιπλέον, υποστήριζε την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής, την αύξηση των εξαγωγών, και την απρόσκοπτη επικράτηση των νόμων της αγοράς στον αγροτικό τομέα. Κεντρικό σημείο της οικονομικής πολιτικής ήταν η άκρα λιτότητα και οι ισολογισμένοι προϋπολογισμοί, ώστε οι μικροαγρότες να απαλλαχθούν από τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Οι Λαϊκοί έκριναν ότι το πρόγραμμα αυτό ανταποκρινόταν στα συμφέροντα όχι μόνο των μικροαγροτών και των μεσοαστικών στρωμάτων, με τα οποία το Λαϊκό Κόμμα είχε ισχυρούς δεσμούς, αλλά και των χρηματιστικών κύκλων.
γ. Γ΄ Περίοδος (1935-1936)
Ο Π.Τσαλδάρης υπεράσπιζε τις ισορροπημένες σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας και για αυτό υποστήριζε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Ο ίδιος μάλιστα διαχώριζε τη θέση του από την γενικότερη τάση των Βουλευτών του Λαϊκού Κόμματων που αρνούνταν την ύπαρξη τάξεων. Το 1928 συμμετείχε ως Υπουργός Εσωτερικών στην πεντακομματική Οικουμενική Κυβέρνηση (πλην Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος) υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Προσπαθούσε να ακολουθήσει συγκρατημένη γραμμή, δείχνοντας κατανόηση για τις διαμαρτυρίες και υποστηρίζοντας τις κοινωνικές παροχές. Αλλά παράλληλα στήριζε την πολιτική των εκτοπίσεων, τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων και των αριστερών συνδικαλιστών. Η γενικότερη μετριοπαθής στάση του στην Οικουμενική και τα λογικά αιτήματα που έθετε, τα οποία γίνονταν αποδεκτά από τα άλλα κόμματα, ενίσχυσαν τη μετριοπαθή πτέρυγα στο Κόμμα. Απέρριπτε τη θεσμοθέτηση γερουσίας στη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα. Αντίθετα, υποστήριξε να ενταχθούν στο σύνταγμα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Επίσης, θεωρούσε πρώτιστο ζήτημα την θεσμοθετημένη προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτό τον έφερνε όμως σε σύγκρουση με την πολιτική των απαλλοτριώσεων και ως εκ τούτου με την αγροτική πολιτική και τα αγροτικά στρώματα που επεδίωκε να εκφράσει. Τελικά, το Λαϊκό Κόμμα συναίνεσε στο νέο σύνταγμα, αλλά αποχώρησε από την Οικουμενική, διαφωνώντας με τους Φιλελευθέρους στη δημοσιονομική πολιτική.
Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα διαφωνούσαν με την καθιέρωση της Δημοτικής. Αντέδρασε έντονα στην πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία που ακολούθησε ο Βενιζέλος, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα προέβη σε παραχωρήσεις προς την Τουρκία χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Επίσης υποστήριξε πως η συμφωνία του 1930 δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και πως η ρύθμιση του ζητήματος των περιουσιών ήταν εις βάρος των Ελληνικών συμφερόντων. Το 1932 το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές. Για να αποτραπεί ένα πραξικόπημα από Φιλελεύθερους Στρατιωτικούς που φοβούνταν για τη Δημοκρατία, ο Τσαλδάρης έδωσε γραπτή δήλωση ότι το Κόμμα αναγνώριζε το Δημοκρατικό Καθεστώς ανακουφίζοντας τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη. Στη συνέχεια, σχημάτισε Κυβέρνηση Συνεργασίας του Κόμματος του, του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και των Ελευθεροφρόνων. Πολύ σύντομα όμως τα πράγματα οδηγήθηκαν σε νέες εκλογές (5/3/1933) και σε μια καθαρή νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Η νίκη αυτή οδήγησε στις 6 Μαρτίου 1933 σε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα του Νικολάου Πλαστήρα, οξύνοντας τις σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων και ανοίγοντας το δρόμο για εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις.
Το Μάρτιο του 1933 ο Τσαλδάρης σχημάτισε Νέα Κυβέρνηση με τον Κονδύλη υπό τη δική του Προεδρία. Σημαντικό μέλημα της Νέας Κυβέρνησης ήταν η αναζήτηση των πρωταίτιων του πραξικοπήματος Πλαστήρα. Μέσα σε αυτό το κλίμα στις 6 Ιουνίου 1933 έγινε απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας. Τελικά, ο Τσαλδάρης φάνηκε ακόμη μια φορά συναινετικός παραχωρώντας αμνηστία και προκαλώντας εσωτερική κρίση στο Κόμμα με αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών του. Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα αρνήθηκαν όμως χορήγηση αμνηστίας στους διωκόμενους Κομμουνιστές και ενέτειναν τις διώξεις εναντίον τους. Ο αντικομουνισμός αποτελούσε θεμελιώδες τμήμα του ιδεολογικού πλαισίου και του λόγου των Λαϊκών. Στις εξωκοινοβουλευτικές δικτατορικές λύσεις που υποστήριζαν ολοένα και περισσότερο οι ακραίοι του Κόμματος, η μετριοπαθής ηγεσία των Λαϊκών υπό τον Τσαλδάρη έλαβε σαφώς αρνητική θέση. Στη συνέχεια το Λαϊκό Κόμμα υπό το φόβο νέου πραξικοπήματος που σχεδίαζε ο Βενιζέλος, κατάργησε κοινοβουλευτικά άρθρα του συντάγματος που περιόριζαν τις ελευθερίες και προώθησε νέο δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Ο ίδιος ο Τσαλδάρης αρνήθηκε αρχικά την τελευταία αυτή προοπτική, αλλά στη συνέχεια υπέκυψε πιεζόμενος από τα φιλοβασιλικά στοιχεία της Αντιβενιζελικής Παράταξης, παραμένοντας όμως διστακτικός. Το 1935 ανατράπηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον Γεώργιο Κονδύλη, με πρωταγωνιστές τους υποστράτηγο Παπάγο, υποπτέραρχο Ρέππα και υποναύαρχο Οικονόμου, εξαιτίας της διστακτικής στάσης του. Το Λαϊκό Κόμμα στήριξε τους πραξικοπηματίες που επέβαλλαν δημοψήφισμα και την επάνοδο της Βασιλείας. Η μετριοπαθής και σχετικά φιλοδημοκρατική στάση του Τσαλδάρη ηττήθηκε ολοκληρωτικά, οδηγώντας σε νέα όξυνση των πολιτικών παθών. Απεβίωσε το 1936 από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 68 ετών. Ήταν νυμφευμένος με την Λίνα Λάμπρου αλλά δεν είχε παιδιά. Ανεψιός του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης. Ως άνθρωπος ο Παναγής Τσαλδάρης ήταν καλοκάγαθος και καρτερικός και ως πολιτικός ήπιος και διαλλακτικός, σε μια εποχή ακραίων φανατισμών, στους οποίους η νηφαλιότητά του μπορούσε να λειτουργεί ως αντίδοτο, εξασφαλίζοντας κατευναστικές ισορροπίες, οι οποίες δεν διατηρήθηκαν μετά τον θάνατό του, με δυσάρεστες συνέπειες.
Ο 20ος Αιώνας ήταν εποχή αλματικής ανάπτυξης της τεχνολογίας που διαφοροποίησε την ζωή των ανθρώπων με ραγδαίο ρυθμό. Οι τεχνικές ευκολίες διαδέχονταν η μία την άλλη με καταιγιστική ταχύτητα: Ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο στο πρώτο μισό του Αιώνα και οι διάφορες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, οι πύραυλοι και δορυφόροι, η τηλεόραση, τα γραμμόφωνα, τα φορητά ραδιόφωνα, τα κασετόφωνα, τα βίντεο και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές στο δεύτερο μισό του Αιώνα, με τις διάφορες παραλλαγές, τις τελειοποιήσεις και την αυξανόμενη διάδοσή τους, δημιούργησαν μια εκπληκτική και πρωτοφανή τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε την μορφή του κόσμου.
Η επανάσταση αυτή δεν ήταν η μοναδική του 20ου Αιώνα. Η Οκτωβριανή επανάσταση στην Ρωσία, τελική κατάληξη της τεράστιας βιομηχανικής επανάστασης του προηγούμενου αιώνα που συνεχίστηκε με ιδιαίτερη ένταση και στον 20ο, άλλαξε πράγματι το ρεύμα της ιστορίας δημιουργώντας την ελπίδα για μια κοινωνία βασισμένη σε διαφορετικό οικονομικό καθεστώς και προκαλώντας στο δεύτερο μισό του Αιώνα διαίρεση του κόσμου σε δύο ανταγωνιζόμενα στρατόπεδα. Η φεμινιστική επανάσταση των δεκαετιών του 1940 – 50 διαφοροποίησε ριζικά την θέση της γυναίκας στον κόσμο, ενώ η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1970 που την ακολούθησε απελευθέρωσε την δυτική κοινωνία από τις τελευταίες προκαταλήψεις της. Παράλληλα διάφορα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό των υπαρξιστών, των Μπήτνικ και των χίπις κλόνισαν σοβαρά τις ηθικές αξίες του προηγούμενου Αιώνα, που είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν θεαματικά μετά τις φοβερές καταστροφές σε έμψυχο και άψυχο υλικό που προκάλεσαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι στο πρώτο μισό του Αιώνα, και τις δραματικές επιπτώσεις που είχαν στην ψυχολογία των ανθρώπων. Η ζωή έμοιαζε να γίνεται φαινομενικά ολοένα και περισσότερο άνετη, στην πραγματικότητα όμως η εντατικοποίηση της παραγωγής με τους εξοντωτικούς ρυθμούς της, σε συνδυασμό με την συσσώρευση του πληθυσμού σε μεγαλουπόλεις με νέο πολεοδομικό σχεδιασμό, φόρτισε τον ψυχισμό των ατόμων με άγχος και καταναλωτικό πνεύμα και δημιούργησε νέα δυσεπίλυτα δομικά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικά, οικολογικά, πολιτικά, οικογενειακά, εργασιακά, υγιεινολογικά κλπ).
Η Μ.Βρετανία, όπως και τον 19ο αιώνα ήταν και πάλι στο επίκεντρο των εξελίξεων και ουσιαστικά πρωταγωνίστρια, τουλάχιστον στο πρώτο μισό του αιώνα, που εξετάζουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Η Δυναστεία Σαξ Κομπούργκ που ξεκίνησε με τον Εδουάρδο Ζ (1901-1910) εξακολουθούσε να κατέχει το θρόνο, με όνομα που άλλαξε σε Ουίνδσορ για να μη θυμίζει τη Γερμανία, αλλά ο ρόλος των βασιλέων στο Ηνωμένο Βασίλειο Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας, παρά τον σεβασμό που απολαμβάνουν μέχρι σήμερα στη χώρα τους, άρχισε να αποκτά μόνο συμβολική (και όσο περνάει ο καιρός διακοσμητική) σημασία, καθώς η επιρροή τους στις πολιτικές αποφάσεις ήταν συνταγματικά περιορισμένη, ήδη από τα χρόνια της Βικτορίας.
α. Γεώργιος Ε΄ (1865-1936, βασ. 1910-1936)
Ο Γεώργιος Ε΄ (George Frederick Ernest Albert, 3 Ιουνίου 1865 - 20 Ιανουαρίου 1936) ήταν βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας και αυτοκράτορας των Ινδιών. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και ήταν γιος του πρίγκιπα της Ουαλίας και μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ και της πριγκίπισσας της Ουαλίας και μετέπειτα βασίλισσας Αλεξάνδρας, κόρης του βασιλιά της Δανίας Χριστιανού. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο τον Μάιο του 1910 και τον επόμενο χρόνο ταξίδεψε στην Ινδία. Ήταν ο μοναδικός βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου που επισκέφθηκε την Ινδία. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πραγματοποίησε τουλάχιστον 400 επισκέψεις στα στρατεύματα και 300 στα νοσοκομεία ενισχύοντας έτσι το ηθικό των στρατιωτών του. Το 1917 αποποιήθηκε το γερμανικό όνομα της δυναστείας, Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα, και παραιτήθηκε από κάθε γερμανικό τίτλο, αλλάζοντας παράλληλα το όνομα της δυναστείας του σε Ουίνδσορ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Μ.Βρετανία βρισκόταν στο απόγειο της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της και είχε τη μέγιστη εδαφική έκταση της ιστορίας της. Ο ίδιος ο Γεώργιος Ε ήταν σοβαρός, κόσμιος και δημοφιλής βασιλιάς, και έγινε σύμβολο του βρετανικού σθένους κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Τραυματίστηκε σοβαρά πέφτοντας από το άλογό του, σε μία επίσκεψη στρατευμάτων στη Γαλλία. Μολονότι με τη λήξη του πολέμου τα βασιλικά πολιτεύματα κατέρρευσαν σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στην Βρετανία ο θεσμός παρέμεινε ισχυρός και δημοφιλής χάρη στον Γεώργιο Ε. Είχε φιλικές σχέσεις με τους πολιτικούς και συνδικαλιστές του σοσιαλιστικού Εργατικού κόμματος. Στην γενική απεργία του 1926 συμβούλεψε τους πολιτικούς της χώρα του να τηρήσουν μετριοπαθή στάση. Σε αντίθεση με τους Άγγλους πολιτικούς, διέγνωσε εγκαίρως τον κίνδυνο από την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία και προσπάθησε να προϊδεάσει τους συμπατριώτες του για τις επικείμενες εξελίξεις. Η υγεία του επιδεινώθηκε προς το τέλος της ζωής του, όταν οι σχέσεις του με τον γιο και διάδοχό του Εδουάρδο Η άρχισαν να μην είναι καλές, εξαιτίας του ανάρμοστου τρόπου ζωής του διαδόχου, που αρεσκόταν στην εύθυμη ζωή και είχε σχέσεις με έγγαμες γυναίκες. Απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου του 1936 σε ηλικία 70 ετών, μετά από 26 έτη βασιλείας στη βασιλική κατοικία Σάντρινγχαμ (Sandringham House) στο Νόρφολκ και ενταφιάστηκε στο κάστρο του Ουίνδσορ. Ήταν νυμφευμένος με την Μαρία του Τεκ και είχαν έξι παιδιά, μεταξύ των οποίων οι επόμενοι βασιλείς Εδουάρδος Η΄ και Γεώργιος ΣΤ΄.
β. Εδουάρδος Η΄ (1894-1972, βασ. 1936)
Ο Εδουάρδος Η΄ (Edward Albert Christian George Andrew Patrick David 23 Ιουνίου 1894 - 28 Μαΐου 1972) ήταν βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας για περίπου ένα χρόνο, μοναδική, όσο και θρυλική, περίπτωση βασιλιά που προτίμησε μία γυναίκα από τον θρόνο του. Γεννήθηκε στο Ρίτσμοντ Παρκ του Σάρεϊ στην Αγγλία και ήταν ο πρωτότοκος γιος του δούκα της Υόρκης, και μετέπειτα βασιλιά Γεωργίου Ε΄, και της δούκισσας της Υόρκης Μαρίας του Τεκ. Παρακολούθησε μαθήματα σε ναυτικό κολέγιο στην Οξφόρδη και το 1911 έγινε πρίγκιπας της Ουαλίας. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως αξιωματικός στη Γαλλία, την Ιταλία και την Αίγυπτο. Τη χρονική περίοδο 1916-1936 πραγματοποίησε πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο. Ως διάδοχος έδειχνε προτίμηση στις διασκεδάσεις και είχε σχέσεις με έγγαμες γυναίκες, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του αυστηρών ηθών και πιστού στο καθήκον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου ανήλθε στον θρόνο στις 20 Ιανουαρίου του 1936. Ο Εδουάρδος ήταν αρκετά δημοφιλής στον λαό της Μεγάλης Βρετανίας μέχρι που στις 16 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στον πρωθυπουργό Στάνλεϋ Μπώλντουιν την πρόθεσή του να παντρευτεί την Αμερικανίδα Βάιολετ Ουόλις Ουώρφηλντ Σίμπσον (Wallis Simpson), δύο φορές διαζευγμένη. Στην κατ' ιδίαν συνάντησή τους στο παλάτι του Μπάκιγχαμ ο Άγγλος πρωθυπουργός προειδοποίησε ότι η Σίμπσον δεν θα γινόταν δεκτή από την αγγλική κοινωνία και ότι, αφού θα γινόταν βασίλισσά τους, θα έπρεπε η επιλογή του λαού να είναι σεβαστή. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Εδουάρδος Η΄, για να αποφύγει μια επικείμενη παραίτηση της κυβέρνησης, ανακοίνωσε την παραίτησή του ενώπιον του αγγλικού λαού και εξήγησε τους λόγους που τον ανάγκασαν σε αυτήν. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδερφός του, Γεώργιος ΣΤ΄, πατέρας της σημερινής βασίλισσας Ελισάβετ Β, της οποίας ο ίδιος ήταν θείος. Μετά την παραίτησή του, φέροντας τον τίτλο του δούκα του Ουίνδσορ, έφυγε από τη χώρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και νυμφεύτηκε τη Σίμπσον. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγε στη Λισσαβόνα, ενώ λίγο αργότερα διορίστηκε διοικητής στις Μπαχάμες. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην "πόλη του φωτός". Απεβίωσε από καρκίνο του πνεύμονα, εξαιτίας του πάθους του στο κάπνισμα, στις 28 Μαΐου του 1972 στο Παρίσι, και ενταφιάστηκε στο κάστρο του Ουίνδσορ. Δεν απέκτησε απογόνους.
Για τους Βρετανούς πρωθυπουργούς της περιόδου του Μεσοπολέμου μπορούν συνοπτικά να αναφερθούν τα εξής:
- Ο Χέρμπερτ Χένρυ Άσκουϊθ (Herbert Henry Asquith, 1st Earl of Oxford and Asquith 1852 –1928), ήταν Φιλελεύθερος πρωθυπουργός στο διάστημα 1908-1916, διαδεχθείς τον Μπένερμαν, λόγω ασθενείας, και μέχρι το 1988 ήταν ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με συνεχόμενη θητεία. Υλοποίησε μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση και μείωσε την ισχύ της Βουλής των Λόρδων. Οδήγησε το κράτος στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μια σειρά από στρατιωτικά και πολιτικά προβλήματα κατέληξαν στην αντικατάστασή του από τον Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ. Κρίνεται ως επιτυχημένα συμβιβαστικός στα χρόνια της ειρήνης, αλλά διστακτικός και αναβλητικός στα χρόνια του πολέμου.
- Ο Ντέϊβιντ Λόυντ Τζωρτζ (David Lloyd George,1862-1945), γιος δάσκαλου αγρότη καταγόμενος από το Μάντσεστερ, δικηγόρος το επάγγελμα, ήταν Φιλελεύθερος πρωθυπουργός επί έξι χρόνια στο κρίσιμο διάστημα 1916-1922. Ως μέλος του Κοινοβουλίου υποστήριξε ζητήματα της Ουαλίας, τάχθηκε εναντίον του Β Πολέμου των Μπόερς και επιδίωξε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ως υπουργός εργάστηκε σε τομείς οικονομικών, εμπορίου και στρατιωτικών. Ως πρωθυπουργός στα τελευταία χρόνια του Α Παγκόσμιου Πολέμου, εφάρμοσε υποχρεωτική επιστράτευση και έλεγχο στη διανομή τροφίμων στους πολίτες, επιτυγχάνοντας την νικηφόρα έκβαση του πολέμου. Θερμός φίλος και ομοϊδεάτης του Ελ.Βενιζέλου, εκπροσώπησε την Μ.Βρετανία στη διάσκεψη της συνθήκης των Βερσαλλιών και υποστήριξε την δημιουργία αυτόνομου Ιρλανδικού κράτους, αλλά απέφυγε να επικουρήσει την ελληνική προσπάθεια στον ελληνοτουρκικό πόλεμο 1919-22. Ηττήθηκε στις εκλογές του Οκτωβρίου 1922, αλλά παρέμεινε μέλος του Κοινοβουλίου μέχρι το 1945. Πέθανε σε ηλικία 83 ετών.
- Ο Άντριου Μπόναρ Λω (Andrew Bonar Law, 1858-1923) ήταν πρωθυπουργός στο διάστημα 23 Οκτωβρίου 1922 – 22 Μαΐου 1923, ως εκπρόσωπος του Συντηρητικού κόμματος. Υπηρέτησε ως υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση Λόυντ Τζωρτζ (1916-19), τον οποίο διαδέχτηκε ως πρωθυπουργός, διατηρώντας τη θέση του επί 7 μήνες μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο του λάρυγγα σε ηλικία 65 ετών.
- Ο Στάνλεϋ Μπόλντουϊν (Stanley Baldwin, 1867-1947) ήταν τρεις φορές πρωθυπουργός στα διαστήματα 23 Μαΐου 1923 – 16 Ιανουαρίου 1924, 4 Νοεμβρίου 1924 – 5 Ιουνίου 1929 και 7 Ιουνίου 1935 – 28 Μαΐου 1937 και ενδιάμεσα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως εκπρόσωπος του κόμματος των Συντηρητικών. Υπηρέτησε ως υπουργός εμπορίου με τον Λόυντ Τζωρτζ και οικονομικών με τον Μπόναρ Λω, τον οποίο διαδέχτηκε στην ηγεσία του κόμματος. Αντίπαλός του ήταν ο ηγέτης των Εργατικών Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ. Έχοντας υπουργούς οικονομικών τον Ουίνστον Τσώρτσιλ και υγείας των Νέβιλ Τσάμπερλαιν, αντιμετώπισε την γενική απεργία του 1926 και εισήγαγε νόμο για τον περιορισμό της δύναμης των εργατικών συνδικάτων. Το 1931 συνεργάστηκε με την οικουμενική κυβέρνηση του Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ και ψήφισε νόμους που ενίσχυαν την αυτοδιοίκηση της Ινδίας. Επανήλθε στην πρωθυπουργία το 1935 και μερίμνησε για την ισχυροποίηση του εξοπλισμού του βρετανικού στρατού, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την παραίτηση του Εδουάρδου Η, τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας στη χώρα του, καθώς και τις μεγάλες κρίσεις από την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία, με τον οποίο επιδίωξε να έχει καθησυχαστικές σχέσεις, και τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Τον διαδέχτηκε ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν στα χρόνια του οποίου άρχισε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος.
- Ο Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ (Ramsay MacDonald, 1866-1937), καταγόμενος από σκοτσέζικη αγροτική οικογένεια, δημοσιογράφος ο ίδιος, υποστηρικτής της αυτονόμησης της Σκοτίας, ήταν δύο φορές πρωθυπουργός στα διαστήματα 22 Ιανουαρίου 1924 – 4 Νοεμβρίου 1924 και 5 Ιουνίου 1929 – 7 Ιουνίου 1935 και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα χρόνια 1922-24 και 1924-29, ως εκπρόσωπος του Εργατικού κόμματος. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας βρέθηκε αντιμέτωπος με την μεγάλη Κρίση και αναγκάστηκε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας Εργατικών-Συντηρητικών, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το κόμμα του.
- Ο Νέβιλ Τσάμπερλεν (Neville Chamberlain 1869-1940), επιχειρηματίας το επάγγελμα, ήταν πρωθυπουργός στο διάστημα 28 Μαΐου 1937 – 15 Μαΐου 1940, ως εκπρόσωπος του κόμματος των Συντηρητικών. Ήταν γιος του Άγγλου πολιτικού Τζόζεφ Τσάμπερλεν. Άρχισε να σπουδάζει μεταλλουργός μηχανικός στο Κολέγιο Μέισον (Mason Science College), αλλά το αντικείμενο δεν τον ενδιέφερε. Έτσι, το 1889, ο πατέρας του τον έβαλε μαθητευόμενο σε λογιστικό γραφείο. Από το 1890 μέχρι το 1897 ασχολήθηκε χωρίς επιτυχία με την καλλιέργεια αγαύης στις Μπαχάμες, ενώ από το 1897 ανέλαβε τη διεύθυνση διάφορων εργοστασίων στο Μπέρμιγχαμ. Το 1911 δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά πολιτικά, εκλέχθηκε και διετέλεσε μέλος του δημοτικού συμβουλίου του Μπέρμιγχαμ μέχρι το 1918. Στο διάστημα αυτό εκλέχθηκε και δήμαρχος του Μπέρμιγχαμ (1915-1916). Το 1918, εκλέχθηκε στην Κάτω Βουλή ως βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος, και γι' αυτό εγκατέλειψε την τοπική πολιτική. Από το 1922 και μέχρι το 1937, ανέλαβε διάφορα υπουργεία, μέχρι που το 1937, με την παραίτηση του Στάνλεϊ Μπάλντουιν, έγινε πρωθυπουργός. Η εξωτερική πολιτική του Τσάμπερλεν τη δεκαετία του 1930 ήταν συνέχεια της πολιτικής του Στάνλεϊ Μπάλντουιν και πέρασε στην ιστορία ως Πολιτική Κατευνασμού (Appeasement Policy), αποσκοπώντας να διατηρήσει καλές σχέσεις με την ναζιστική Γερμανία. Το 1938 υπέγραψε την Συμφωνία του Μονάχου μαζί με την Ιταλία, την Γαλλία και την Γερμανία, με την οποία η Τσεχοσλοβακία θα έδινε τα ανατολικά εδάφη της Σουδητίας στη Γερμανία, με την προϋπόθεση να μη γίνει εισβολή στην υπόλοιπη χώρα. Εξακολούθησε την προσπάθεια να συμβιβαστεί με τον Χίτλερ όπου ήταν δυνατό, για να αποτρέψει κάθε κίνδυνο πολέμου. Μετά από έξι μήνες η Γερμανία παραβίασε την συμφωνία εισβάλλοντας στην Πράγα και προσαρτώντας ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Ο Τσάμπερλεν άλλαξε τότε την πολιτική του και υπέγραψε συμφωνίες εγγύησης με την Πολωνία, την Ελλάδα, την Ρουμανία και την Τουρκία για την περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, δύο μέρες μετά την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας, η κυβέρνηση Τσάμπερλεν αναγκάστηκε να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και έτσι άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μετά την εισβολή της Γερμανίας στη Νορβηγία και την αποτυχία των βρετανικών στρατευμάτων να αντιμετωπίσουν τα γερμανικά στρατεύματα, δέχτηκε πολλές επικρίσεις ακόμα και από βουλευτές του κόμματός του, που ζήτησαν την παραίτησή του. Όταν πλέον η Γερμανία εισέβαλλε και στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία ο Τσάμπερλεν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 10 Μαΐου 1940. Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, αλλά ο Τσάμπερλεν παρέμεινε μέλος της κυβέρνησης και αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος μέχρι τις 3 Οκτωβρίου, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Πέθανε έξι μήνες μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, στις 10 Νοεμβρίου 1940 από καρκίνο του παχέος εντέρου σε ηλικία 71 ετών. Η αναβλητικότητά του κρίνεται σήμερα αρνητικά, διότι δεν ανέκοψε έγκαιρα την πρόοδο του Χίτλερ, αλλά και θετικά διότι έδωσε χρόνο στην Μ.Βρετανία να ετοιμαστεί καλύτερα για τον πόλεμο.
Η Γ΄ Δημοκρατία (1870 –1946) που διαδέχθηκε το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄, μετά από επανάσταση, επιδόθηκε στην πολιτειακή και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Έχοντας τώρα αντιμέτωπο το ισχυρό πλέον νεοσύστατο Γερμανικό κράτος, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να στρέψει τις εδαφικές βλέψεις της σε αποικίες εκτός Ευρώπης (Αλγερία, Σενεγάλη, Τυνησία, Ινδοκίνα, Μαδαγασκάρη, Μαρόκο, και πολλές περιοχές στην κεντρική και δυτική Αφρική), προάγοντας έτσι την Γαλλία σε μία από τις μεγαλύτερες αποικιοκρατικές δυνάμεις του κόσμου (δεύτερη μετά την Βρετανία). Η πρόοδος σε όλους τους τομείς της ζωής κατά την περίοδο αυτή μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, ήταν εντυπωσιακή. Με την συνθήκη των Βερσαλλιών που σφράγισε τον Α΄ Πόλεμο, η Γαλλία ανέκτησε την Αλσατία και την Λοραίνη και αρκετές Γερμανικές αποικίες και διατήρησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου την ισχύ και την φήμη της ως υπερδύναμης. Μετά την εισβολή των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την απροσδόκητα εύκολη ολική κατάκτηση της Γαλλίας από τις Γερμανικές δυνάμεις, η αντίσταση κατά του στρατού κατοχής συνεχίστηκε στο εσωτερικό της χώρας από ανταρτικές ομάδες και στο εξωτερικό από τους στρατηγούς Ντε Γκωλ (De Gaulle) και Ζιρώ (Giraud), γεγονός που επέτρεψε στην Γαλλία μετά την λήξη του πολέμου, να περιλάβει τον εαυτό της στις νικήτριες δυνάμεις.
Για τους πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
- Ο Κλεμάν Αρμάν Φαλιέρ (Clément Armand Fallières 1841 – 1931) ήταν ο 9ος πρόεδρος της Γ Γαλλικής Δημοκρατίας την περίοδο 1906 - 1913. Έχοντας υπηρετήσει επανειλημμένα ως υπουργός και πρωθυπουργός, εκπροσωπώντας τους αριστερούς δημοκρατικούς, ήταν δεδηλωμένα αντίθετος με την θανατική ποινή και χάρισε τη ζωή σε πολλούς καταδικασμένους σε θάνατο.
- Ο Ραϊμόν Πουανκαρέ (Raymond Poincaré, 20 Αυγούστου 1860 - 15 Οκτωβρίου 1934) διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός και 10ος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας (1913-1920). Ήταν γιος του μηχανικού και μετεωρολόγου Νικολά και ξάδελφος του Ανρί Πουανκαρέ. Σπούδασε στη Πολυτεχνική Σχολή και στη συνέχεια νομικά στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το 1882 εισήλθε στο δικηγορικό σώμα και σε ηλικία 27 ετών εξελέγη βουλευτής. Το 1893 ανέλαβε υπουργός στο υπουργείο Παιδείας. Το 1894 ανέλαβε υπουργός Οικονομικών και το επόμενο έτος επανήλθε στο προηγούμενο υπουργείο. Στην υπόθεση Ντρέιφους που συντάραξε τη Γαλλία υποστήριξε την αναθεώρηση της δίκης. Το 1902 μαζί με άλλους συντηρητικούς δημιούργησε τη "Ρεπουμπλικανική Συμμαχία". Το 1903 εγκατέλειψε τη Βουλή, μέχρι το 1912 για να συμμετέχει στις εργασίες της Γερουσίας, αν και τον Μάρτιο του 1906 ανέλαβε υπουργός Οικονομικών. Τον Ιανουάριο 1912 μέχρι τον Ιανουάριο του 1913 ανέλαβε (1η φορά) πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών. Την εποχή εκείνη από τις διάφορες διπλωματικές του ενέργειες χαρακτηρίστηκε ρεβιζιονιστής και πολεμοκάπηλος. Στις 17 Ιανουαρίου του 1913 εξελέγη πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αγωνίστηκε να διαφυλάξει με οποιοδήποτε τρόπο την εθνική ενότητα κάνοντας πρωθυπουργό τον αντίπαλό του Ζωρζ Κλεμανσώ. Το 1920, όταν έληξε η προεδρική του θητεία, επέστρεψε στη Γερουσία και ανέλαβε πρόεδρος της Επιτροπής Επανορθώσεων. Τον Ιανουάριο του 1922 και μέχρι το 1924 ανέλαβε (2η φορά) πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, κάνοντας μεταστροφή της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής υπέρ της Ελλάδας. Το 1923 στις 11 Ιανουαρίου έδωσε διαταγή στα γαλλικά στρατεύματα που εισέβαλαν στη περιοχή του Ρουρ για να πιέσει τη Γερμανία προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Το 1926 ανέλαβε 4η φορά πρωθυπουργός, αλλά ο δημιουργούμενος τότε συνασπισμός αριστερών δυνάμεων του αφαίρεσε την εξουσία. Όμως τον Ιούλιο του 1928 επανήλθε και ανέλαβε για 5η φορά πρωθυπουργός μέχρι το 1929 όταν και τελικά παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 74 ετών. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα απομνημονεύματά του με τίτλο "Στην υπηρεσία της Γαλλίας" ("Au service de la France").
- Ο Πωλ Ντεσανέλ (Paul Deschanel, 1855-1922), γεννημένος στις Βρυξέλλες, νομικός, καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας και μέλος της Γαλλική Ακαδημίας από το 1899, ήταν ο 11ος Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στο διάστημα 18 Φεβρουαρίου 1920 – 21 Σεπτεμβρίου 1920. Ως βουλευτής υποστήριξε τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου, ως πρόεδρος της Βουλής, εκφώνησε λόγους εμψυχωτικούς για τον αγωνιζόμενο γαλλικό λαό. Ως πρόεδρος της Δημοκρατίας άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα ψυχοπάθειας και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του σε 7 μήνες, παρέμεινε όμως μέλος της Γερουσίας μέχρι τον θάνατό του σε ηλικία 67 ετών.
- Ο Αλέξανδρος Μιλλεράν (Alexandre Millerand 1859-1943), νομικός και δημοσιογράφος γεννημένος στο Παρίσι, ήταν ο 12ος Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στο διάστημα 23 Σεπτεμβρίου 1920 – 11 Ιουνίου 1924 και πρωθυπουργός το 1920. Εμφορούμενος από σοσιαλιστική ιδεολογία, ως υπουργός εμπορίου, επιδίωξε τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού. Ως υπουργός εργασίας καθιέρωσε το 8ωρο για τους ταχυδρομικούς και έθεσε ανώτατα όρια για το ωράριο των δημόσιων υπαλλήλων, εισήγαγε την επιθεώρηση εργασίας και μερίμνησε για την κοινωνική ασφάλιση. Ως πρόεδρος της Δημοκρατίας προσπάθησε να ενισχύσει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες του προέδρου, προκαλώντας την αντίδραση της Βουλής. Επικρίθηκε ότι ευνοούσε τους συντηρητικούς βουλευτές, αντί να τηρεί ουδετερότητα όπως συνηθιζόταν. Διασώθηκε από μία απόπειρα κατά της ζωής του το 1922 και παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα, εν μέσω αυξανόμενης διαμάχης των βουλευτών με τις υπηρεσίες της Προεδρίας. Πέθανε το 1943 σε ηλικία 84 ετών.
- Ο Γκαστόν Ντουμέργκ (Gaston Doumergue 1863-1937), καταγόμενος από οικογένεια Διαμαρτυρομένων, ήταν ο 13ος Πρόεδρος της Γαλλίας στο διάστημα 13 Ιουνίου 1924 – 13 Ιουνίου 1931 και πρωθυπουργός το 1913-14 και το 1934. Ως υπουργός αποικιών το 1917 προσπάθησε να πείσει την κυβέρνηση Κερένσκι της Ρωσίας να μην υπογράψει ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με την Γερμανία. Θεωρείται από τους δημοφιλέστερους προέδρους της Γαλλίας, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τον ιδιόρρυθμο προκάτοχό του Αλ.Μιλλεράν. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Γαλλίας, που νυμφεύτηκε ενόσω ήταν πρόεδρος.
- Ο Πωλ Ντουμέρ (Paul Doumer, 1857-1932), καθηγητής μαθηματικών από την περιοχή Ωριγιάκ και δημοσιογράφος, ήταν ο 14ος Πρόεδρος της Γαλλίας στο διάστημα 13 Ιουνίου 1931-7 Μαΐου 1932 όταν δολοφονήθηκε. Είχε 8 παιδιά από τα οποία 5 σκοτώθηκαν στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπηρέτησε ως υπουργός οικονομικών (1895-96 και 1925-27), Κυβερνήτης της Ινδοκίνας (1897-02), πρόεδρος της Βουλής (1902-05) και πρόεδρος της Γερουσίας (1927-31). Δολοφονήθηκε με δύο πυροβολισμούς, μετά από 11μηνη παραμονή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, από Ρώσο μετανάστη που θεωρήθηκε ψυχολογικά ασταθής, κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε έκθεση βιβλίων.
- Ο Αλμπέρ Φρανσουά Λεμπρέν (Albert François Lebrun, 1871-1950), μεταλλειολόγος μηχανικός, καταγόμενος από αγροτική οικογένεια, ήταν ο 15ος Πρόεδρος της Γαλλίας στο διάστημα 10 Μαΐου 1932 – 11 Ιουνίου 1940. Υπηρέτησε ως υπουργός αποικιών (1912-14), πολέμου (1913) και απελευθερωμένων περιοχών (1917-19), καθώς και αντιπρόεδρος της Γερουσίας (1925-29) και πρόεδρός της (1931-32). Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσπάθησε να έχει καλές σχέσεις με όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Στις 10 Ιουλίου 1940 επέτρεψε στον φιλογερμανό πρωθυπουργό Φιλίπ Πεταίν (Philippe Pétain) να δημοσιεύσει νέο σύνταγμα και στις 11 Ιουλίου αντικαταστάθηκε από τον Πεταίν (1940-44). Στη συνέχεια διέφυγε στην πόλη Βιζίλ (Vizille), αλλά αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς το 1943. Το 1944 συνάντησε τον στρατηγό Ντε Γκωλ, αποδεχόμενος την ανάληψη από εκείνον των ηνίων του κράτους (1944-46). Μετά τη λήξη του πολέμου έζησε στην αφάνεια και πέθανε από πνευμονία το 1950 σε ηλικία 79 ετών.
Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου η Γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918 – 1949), που ιδρύθηκε στην θέση της αυτοκρατορίας, βρέθηκε απομονωμένη σε μία Ευρώπη που απαιτούσε εγγυήσεις και αποκαταστάσεις των πολεμικών ζημιών, ενώ ο πληθωρισμός, η ανεργία και οι απόπειρες πραξικοπημάτων από εξτρεμιστικές ομάδες της αριστεράς και της δεξιάς, δημιουργούσαν τεράστιες δυσκολίες στην κυβέρνηση του προέδρου Φρειδερίκου Έβερτ (1919 – 1925), ο οποίος όμως περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920, έδειξε ότι είχε βρει τον τρόπο να οδηγήσει την Γερμανία στον δρόμο της οικονομικής ανόρθωσης. Και πάλι όμως η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 προκάλεσε αποσταθεροποίηση της κοινωνίας, που δημιούργησε την βάση για την επικράτηση δημαγωγικών και ουτοπικών πολιτικών θέσεων επηρεασμένων από ρατσιστικές θεωρίες, από το μεγαλεπήβολο πανγερμανικό όνειρο μέχρι τον πόθο για αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Παράλληλα η κυβερνητική αστάθεια και ο προβαλλόμενος κίνδυνος του Κομμουνισμού, έπεισαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και συνακόλουθα τον πρόεδρο Παύλο Φον Χίντεμπουργκ (1925 – 1934) να προσφέρει το 1933 την θέση του καγκελάριου στον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος μετά τον θάνατο του Χίντεμπουργκ ανέλαβε και την θέση του προέδρου και πέτυχε τον απόλυτο έλεγχο του κράτους από το Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα, εγκαθιδρύοντας ένα δικτατορικό καθεστώς που ο ίδιος ονόμασε Τρίτο Ράιχ (Γ΄ Αυτοκρατορία). Μετά τις διαδοχικές προσαρτήσεις της Ρηνανίας, της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας, σε μια προσπάθεια του Χίτλερ να υλοποιήσει το όνειρο της Μεγάλης Γερμανίας, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κηρύχτηκε το 1939 με σημαντικές επιτυχίες από την πλευρά των Γερμανών τα δύο πρώτα χρόνια και με δυσπρόβλεπτη έκβαση ακόμη και μετά την ήττα τους στο Στάλινγκραντ από τους Ρώσους τον Ιανουάριο του 1943.
Ο Φρίντριχ Έβερτ (Friedrich Ebert, Φρειδερίκος Έβερτ, Χαϊδελβέργη, Γερμανία, 4 Φεβρουαρίου 1871 – 28 Φεβρουαρίου 1925) ήταν Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919 – 1925). Γιος ράφτη, ο ίδιος ακολούθησε το επάγγελμα του σαγματοποιού. Συνδικαλίσθηκε και σύντομα (1889) εντάχθηκε στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Αφού για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως εστιάτορας, εν συνεχεία έγινε δημοσιογράφος σε τοπική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα. Πολύ γρήγορα προάχθηκε σε ηγετικό στέλεχος της τοπικής οργάνωσης της Βρέμης (όπου διέμενε από το 1891), ανέλαβε πρόεδρος του επαγγελματικού του κλάδου και εξελέγη μέλος του τοπικού κοινοβουλίου. Οι δραστηριότητές του αυξήθηκαν και στα 1905 μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου εκλέχθηκε πρόεδρος του Κόμματος με τομέα ευθύνης τα οργανωτικά ζητήματα. Το 1905 ανέλαβε γενικός γραμματέας και το 1912 εκλέχθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Ένα χρόνο αργότερα (1913), μετά το θάνατο του προέδρου Άουγκουστ Μπέμπελ, ο Έβερτ έγινε πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών (αρχικά από κοινού με τον Χούγκο Χάαζε) και προσπάθησε να διατηρήσει την ακεραιότητα του κόμματος. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Έβερτ ακολούθησε φιλοπόλεμη στάση, αλλά συνάντησε αντιδράσεις από το εσωτερικό του κόμματος. Πρόμαχος του κοινοβουλευτισμού, ο Έβερτ πέτυχε να αποτρέψει το ενδεχόμενο επιβολής των σοβιέτ στα πρότυπα της ΕΣΣΔ κατά τη Νοεμβριανή επανάσταση (1918) και αγωνίσθηκε για την εγκαθίδρυση φιλελεύθερου καθεστώτος.
Με τη διαφαινόμενη στρατιωτική ήττα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ διόρισε στη θέση του καγκελαρίου τον Μαξιμιλιανό της Βάδης. Εκείνος, πίεσε τον Αυτοκράτορα να παραιτηθεί και στις 9 Νοεμβρίου του 1918 η παραίτηση ανακοινώθηκε επίσημα. Ο Μαξιμιλιανός έσπευσε με τη σειρά του να αποχωρήσει από την καγκελαρία την ίδια ημέρα, χρίζοντας σαν διάδοχό του τον Έβερτ. Ως πρόεδρος, ο Φρίντριχ Έβερτ είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλές δυσχέρειες, όπως την στρατιωτική ήττα, την οικονομική καταστροφή, τη λιμοκτονία του πληθυσμού και την αγανάκτηση των ένστολων που επέστρεφαν κατισχυμένοι από τα πολεμικά μέτωπα. Το αρνητικό κλίμα επέτειναν διάφορες πολιτικές δολοφονίες, που δημιουργούσαν συνθήκες εμφύλιας σύρραξης.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1919 ξέσπασε στη Γερμανία η Επανάσταση των Σπαρτακιστών, στην οποία ο Έβερτ αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις. Η επανάσταση απέτυχε και οι ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν από τις παραστρατιωτικές ομάδες (Φράικορπς). Η θέση του Έβερτ εδραιώθηκε και στις εκλογές της 19 Ιανουαρίου του 1919 οι Σοσιαλδημοκράτες (μαζί με άλλα συνασπισμένα κόμματα) κατέλαβαν την εξουσία, με ποσοστό 85% των ψήφων. Ο Έβερτ έγινε έτσι ο πρώτος πρόεδρος της νεοπαγούς δημοκρατίας που πήρε, εμφαντικά το όνομα της πόλης όπου συνήλθε (για λόγους ασφαλείας) η αρχική της συνεδρίαση (Δημοκρατία της Βαϊμάρης), στις 6 Φεβρουαρίου του 1919. Στις 11 Αυγούστου ψηφίστηκε το νέο γερμανικό σύνταγμα και δέκα μέρες αργότερα ο Έβερτ δήλωσε την πίστη του σε αυτό. Το 1920 ο Έβερτ αντιμετώπισε με επιτυχία στρατιωτικό κίνημα που οργάνωσαν τα μέλη των Φράικορπς με επικεφαλής τους Βόλφγκανγκ Καπ και Έριχ Λούντεντορφ.
Το 1923, μετά την αδυναμία της Γερμανίας να ανταποκριθεί στην καταβολή των οικονομικών αποζημιώσεών της προς τους συμμάχους νικητές του πολέμου, η Γαλλία και το Βέλγιο εισέβαλλαν στην βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, καταλαμβάνοντάς την. Οι Γερμανοί εργάτες της περιοχής αντέδρασαν προκηρύσσοντας απεργιακές κινητοποιήσεις, με συνέπεια η οικονομική κρίση να επιδεινωθεί δραματικά. Το φθινόπωρο του 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ μαζί με ορισμένους στενούς συνεργάτες του και πολλούς υποστηρικτές του, επιχείρησαν να ανατρέψουν βίαια την κυβέρνηση, αρχικά αιχμαλωτίζοντας ανώτατους κυβερνητικούς παράγοντες, όπως τον Γκούσταβ φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσσοβ και στη συνέχεια ξεκινώντας πορεία από την μπιραρία του Μονάχου Λεβενμπροϊκέλλερ ("Löwenbräukeller"), αλλά η βαυαρική αστυνομία επενέβη άμεσα και κατέπνιξε την κίνηση με 16 νεκρούς. Ο Έβερτ πέθανε πρόωρα, τον Φεβρουάριο του 1925 από σηψαιμία, αποτέλεσμα χρόνιας νόσου από την οποία υπέφερε, δυο μήνες μετά την απόφαση γερμανικού δικαστηρίου το οποίο έκρινε ότι ήταν ένοχος έσχατης προδοσίας, με το αιτιολογικό ότι το 1918 είχε πάρει θέση υπέρ εργατών που απεργούσαν σε εργοστάσιο πυρομαχικών.
Ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul Ludwig Hans Anton von Beneckendorff und von Hindenburg, 2 Οκτωβρίου 1847 στο σημερινό Πόζναν, Πολωνία - 2 Αυγούστου 1934 στο σημερινό Ogrodzieniec), ήταν Γερμανός στρατάρχης και πολιτικός. Ήταν ο δεύτερος πρόεδρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Ράιχ) κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ως γιος Πρώσου αξιωματικού, αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή του Βάλστατ (Wahlstatt, σημερινό Legnickie της Πολωνίας) το 1859 και αποφοίτησε το 1866. Κατά τη δεκαετία του 1860 ήταν, επί ένα διάστημα, υπηρέτης της χήρας του Βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄. Το 1866 πολέμησε ως υπολοχαγός στον γερμανοαυστριακό πόλεμο και αργότερα στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870/71. Ως απεσταλμένος του συντάγματος της φρουράς του, ήταν μάρτυρας της ανακήρυξης της Γερμανικής Αυτοκρατορίας(Ράιχ) στο παλάτι των κατειλημμένων Βερσαλλιών στο Παρίσι, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1871. Το 1888 ήταν ένας από του ανώτερους αξιωματικούς που συνόδευσαν το πτώμα του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α΄. Κατά τη δεκαετία του 1890 εργάστηκε, μεταξύ άλλων, και στο πρωσικό υπουργείο πολέμου. Το 1903 έγινε στρατηγός και το 1911, σε ηλικία 64 ετών, παραιτήθηκε από την ενεργό υπηρεσία. Όταν, το 1912, βολιδοσκοπήθηκε από τον Γουλιέλμο Β΄, δέχτηκε να αναλάβει την διοίκηση τάγματος σε περίπτωση πολέμου.
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβε την αρχηγία της 8ης στρατιάς στο ανατολικό μέτωπο. Αφού περί τα τέλη του 1914 νίκησε της ρωσικές δυνάμεις στην μάχη του Τάννενμπεργκ, έγινε διάσημος και έλαβε το αξίωμα του Στρατάρχη. Από τότε ήταν για τον γερμανικό λαό ο θρυλικός «νικητής του Τάννενμπεργκ» («Sieger von Tannenberg»). Τον Αύγουστο του 1916 ανέλαβε μαζί με τον Έριχ Λούντεντορφ την αρχηγία των γερμανικών δυνάμεων. Το 1918 προσπάθησε να σώσει το μοναρχικό καθεστώς του Γερμανικού Ράιχ, συνιστώντας στον Γουλιέλμο Β΄ να εγκαταλείψει τη χώρα. Συνεργάστηκε με τη νέα κυβέρνηση, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καταπολεμήσει τις ανησυχίες που υπήρχαν στον γερμανικό πληθυσμό. Όταν υπογράφηκε η συνθήκη των Βερσαλλιών, τον Ιούλιο του 1919, ο Χίντενμπουργκ παραιτήθηκε. Μπροστά στην Επιτροπή Έρευνας της Εθνικής Συνέλευσης διέδωσε την λεγόμενη Dolchstosslegende (Dolchstoss = μαχαιριά, Legende = θρύλος), βάσει της οποίας ο γερμανικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά απλά δέχθηκε «μαχαιριά στην πλάτη» από τους επαναστάτες του Νοεμβρίου μέσω της ανακωχής, την οποία συμφώνησαν με τον εχθρό.
Τα δεξιά κόμματα επέμεναν να θέσει υποψηφιότητα ο κομματικά ανεξάρτητος Χίντενμπουργκ στις προεδρικές εκλογές του Ράιχ. Τον Απρίλιο του 1925 ψηφίστηκε και στις 12 Μαΐου ορκίστηκε, σε ηλικία 77 ετών, Πρόεδρος του Γερμανικού Ράιχ και διαδέχτηκε τον Φρίντριχ Έβερτ. Παρόλο που ήταν μοναρχικός και, συνεπώς, έβλεπε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης με σκεπτικισμό, προσπαθούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά του πάντα με βάση το Σύνταγμα. Όταν υπέγραψε το «Σχέδιο Γιανγκ» (Young-Plan), το οποίο οι ακροδεξιοί θεωρούσαν υποδούλωση του γερμανικού λαού για πολλές δεκαετίες, οι πολιτικοί του σύμμαχοι άρχισαν να τον εγκαταλείπουν. Για τον λόγο αυτό ο Χίντενμπουργκ αποφάσισε να αντικαταστήσει την μέχρι τότε κυβέρνηση, τον μεγάλο συνασπισμό του Καγκελάριου Χέρμαν Μύλερ (SPD), με αντιμαρξιστική και αντικοινοβουλευτική κυβέρνηση. Με νόμιμο αναγκαστικό διάταγμα, διόρισε τον συντηρητικό Χάινριχ Μπρύνιγκ (Zentrum) νέο Καγκελάριο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, δίχως προηγούμενη συζήτηση και έγκριση του κοινοβουλίου. Έτσι, άρχισε στην Γερμανία μια εποχή, κατά την οποία ο Καγκελάριος κυβερνούσε με βάση την εμπιστοσύνη του Προέδρου και όχι πλέον του κοινοβουλίου. Παρόλα αυτά ο Χίντενμπουργκ δεν πέτυχε την πλήρη απενεργοποίηση του Κοινοβουλίου (Ράιχσταγκ), που είχε τη δύναμη, βάσει της παράγραφου 48 του Συντάγματος, να καταψηφίσει οποιοδήποτε αναγκαστικό διάταγμα του προέδρου. Όταν συνέβη αυτό, τον Ιούλιο του 1930, ο Χίντενμπουργκ αμέσως διέλυσε τη Βουλή, που ήταν η τελευταία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με δημοκρατική πλειοψηφία. Αγανακτισμένοι λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πολλοί πολίτες έδωσαν την ψήφο τους στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές σε αντιδημοκρατικά κόμματα, μεταξύ αυτών σε ακροδεξιά (κυρίως στο Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP). Το αποτέλεσμα ήταν παράδοξο, καθώς ο γηραιός Πρόεδρος Χίντενμπουργκ προκάλεσε μια πολιτικά επικίνδυνη κατάσταση, χρησιμοποιώντας τις παραγράφους 25 και 48 του Συντάγματος, οι οποίες, υποτίθεται, προορίζονταν για την αποτροπή πολιτικά επικίνδυνων καταστάσεων για το Ράιχ.
Για να μην προκαλέσουν πάλι διάλυση του Ράιχσταγκ και έτσι την περαιτέρω αύξηση της πολιτικής δύναμης των ακροδεξιών, οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) αποφάσισαν στο εξής να στηρίξουν την κυβέρνηση Μπρύνιγκ. Έτσι ο Χίντενμπουργκ απέτυχε στον στόχο του να ανεξαρτητοποιηθεί η κυβέρνηση από το SPD. Παρόλα αυτά το 1932 ξαναψηφίστηκε για άλλα επτά χρόνια Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η στήριξη που δόθηκε στον μοναρχικό Πρόεδρο από τα δημοκρατικά κόμματα (μεταξύ αυτών και από το SPD) οφείλεται στο ότι δεν ήθελαν να ψηφιστεί ο Αδόλφος Χίτλερ και το κόμμα του. Μετά τις εκλογές συγκεντρώθηκε γύρω του μια ομάδα από φίλους και σύμμαχους της πολιτικής δεξιάς. Μεταξύ αυτών ήταν και ο γιος του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, ο Κουρτ φον Σλάιχερ και ο Φραντς φον Πάπεν. Αυτοί κατάφεραν να πείσουν τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ να αντικαταστήσει τον Μπρύνιγκ με τον φον Πάπεν, ο οποίος θα κυβερνούσε με δεξιό προσανατολισμό. Όταν όμως φάνηκε ότι κάτι παρόμοιο δεν θα πετύχαινε, σχεδίασαν πραξικόπημα με σκοπό την δημιουργία αυταρχικού καθεστώτος, πράγμα το οποίο επίσης δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή ο φον Σλάιχερ αρνήθηκε να διαθέσει τον στρατό για τον σκοπό αυτό. Ο νέος καγκελάριος φον Σλάιχερ προσπάθησε να αποσπάσει τον Γκρέγκορ Στράσερ και οπαδούς του από το NSDAP και τον Χίτλερ, αλλά απέτυχε. Στις 19 Νοεμβρίου 1932 o Πρόεδρος Χίντενμπουργκ έλαβε μήνυμα υπογραμμένο από τους ισχυρότερους βιομηχάνους του Ράιχ (Industrielleneingabe), με το οποίο του συνέστησαν να διορίσει καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο 85χρονος πρόεδρος Χίντενμπουργκ κάλεσε τον Χίτλερ να αναλάβει την καγκελαρία. Παρόλο που αντιπαθούσε τον ίδιο τον Χίτλερ, μπήκε όλο και περισσότερο στη σφαίρα της επιρροής των εθνικοσοσιαλιστών. Έτσι, με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, ο Χίντενμπουργκ πείστηκε να συμφωνήσει σε αναγκαστικό διάταγμα, βάσει του οποίου εξουσιοδοτούσε τον Χίτλερ να καταργήσει τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Το αναγκαστικό διάταγμα, όμως, ίσχυε, βάσει του Συντάγματος, μόνο επί περιορισμένο χρονικό διάστημα. Το Σύνταγμα προέβλεπε, για τις κρίσιμες περιπτώσεις, τον «Εξουσιοδοτικό Νόμο» (Ermächtigungsgesetz), που παραχωρούσε όλη τη νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από τη Βουλή και τον πρόεδρο. Για την ενεργοποίηση του νόμου αυτού, ο Χίτλερ χρειαζόταν την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων της Βουλής, την οποία εξασφάλισε με την κατάχρηση της προσωρινής πολιτικής του δύναμης, που του είχε δοθεί μέσω του αναγκαστικού διατάγματος του Χίντενμπουργκ (εξουδετερώνοντας, δηλαδή, σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές βουλευτές). Έτσι, στις 24 Μαρτίου 1933 το Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) αποφάσισε, με βάση τον εξουσιοδοτικό νόμο, την παραχώρηση όλης της νομοθετικής εξουσίας στη χιτλερική κυβέρνηση. Με την απόφαση αυτή άρχισε στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, η οποία ονομάστηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές «Τρίτο Ράιχ».
Στο τέλος ο Χίντενμπουργκ κατέρρευσε σωματικά και πνευματικά και πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Η κυβέρνηση Χίτλερ είχε προκηρύξει δημοψήφισμα ήδη από την 1η Αυγούστου (μια μέρα δηλαδή πριν πεθάνει ο Χίντενμπουργκ) για την έγκριση της ενοποίησης του αξιώματος του καγκελαρίου και του προέδρου της δημοκρατίας στο πρόσωπο του «Ηγέτη» («Führer»). Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 19 Αυγούστου 1934. Μια ημέρα πριν, ο γιος του Χίντενμπουργκ, Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, κήρυξε τον Χίτλερ, μέσω ραδιοφωνίας, μοναδικό νόμιμο διάδοχο του Πάουλ φον Χίντενμπουργκ.
Ο Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler, 20 Απριλίου 1889 - 30 Απριλίου 1945) ήταν Γερμανός πολιτικός αυστριακής καταγωγής, ηγέτης του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP). Από το 1933 έως το 1945 διετέλεσε Καγκελάριος της Γερμανίας και από το 1934 έως το 1945 αρχηγός του γερμανικού κράτους (Γ Ράιχ), με την προσωνυμία Φύρερ (Führer = Ηγέτης). Γονείς του ήταν ο τελωνειακός υπάλληλος Αλοΐσιος Χίτλερ και η τρίτη σύζυγός του Κλάρα Χίτλερ (πατρικό Κλάρα Πελτσλ, Klara Pölzl). Η γιαγιά του Άννα Μαρία Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber) ήταν υπηρέτρια σε αγρόκτημα, απόγονος φτωχών αγροτών από την περιοχή Βαλντφίρτελ (Waldviertel) της βορειοδυτικής Αυστρίας, στα σύνορα με τη Βοημία και ο πατέρας του Αλοΐσιος ήταν εξώγαμο παιδί της. Η Άννα Μαρία αργότερα παντρεύτηκε τον άνεργο πλανόδιο μυλωνά Γιόχαν Γκέοργκ Χίντλερ (Johann Georg Hiedler) από το Σπίταλ (Spital). Στη συνέχεια, καθώς το ζευγάρι ήταν πολύ φτωχό, η Άννα Μαρία άφησε τον γιο της Αλοΐσιο στη φροντίδα του κουνιάδου της Γιόχαν Νέπομουκ Χίντλερ (Johann Nepomuk Hüttler), στο Σπίταλ. Το 1876, όταν ο Αλοΐσιος ήταν πλέον 40 ετών και η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει πριν από 29 και ο σύζυγός της πριν 19 χρόνια, o Γιόχαν Νέπομουκ Χίντλερ δήλωσε στην τοπική ενορία, ότι ο Αλοΐσιος ήταν γιος του αδελφού του και οτι τον υιοθετούσε πλέον ο ίδιος. Έτσι ο Αλοΐσιος άλλαξε το επίθετό του από Σίκλγκρουμπερ σε Χίτλερ. Το επίθετο Hitler, Hiedler ή Hüttler φαίνεται να είναι τσεχικής προέλευσης και σημαίνει «μικροϊδιοκτήτης αγρότης». Η Κλάρα, από νομική άποψη τουλάχιστον, ήταν ανιψιά του Αλοΐσιου καθώς ήταν εγγονή του Νέπομουκ. Ο Αδόλφος ήταν στενά συνδεδεμένος μαζί της μιλούσε με τρυφερότητα γι’ αυτήν και, μέχρι τις τελευταίες μέρες του, είχε πάντα μια φωτογραφία της πάνω του.
α. Τα παιδικά χρόνια
Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε στα προάστια του Μπράουναου αμ Ιν (Braunau am Inn), στα βόρεια σύνορα της Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Αλοΐσιου και της Κλάρας, από τα οποία μόνο ο Αδόλφος και η αδελφή του, Πάουλα, έφτασαν ως την εφηβεία, ο Αλοΐσιος όμως είχε επιπλέον από τη δεύτερη γυναίκα του, ένα γιο και μία κόρη, που έμεναν μαζί τους. Λόγω και της εργασίας του Aλοΐσιου, η οικογένεια Χίτλερ μετακόμιζε συνεχώς, αλλάζοντας συνολικά 11 τουλάχιστον φορές τόπο κατοικίας. Μερικοί από τους πολλούς τόπους διαμονής τους ήταν το Πάσαου της Βαυαρίας, το Λάμπαχ (Lambach) και τελικά το Λέοντιγκ (Leonding) του Λιντς στην Αυστρία. Στο βιβλίο του Mein Kampf (Ο Αγώνας μου) ο Χίτλερ περιγράφει τον πατέρα του ως μεθύστακα, αυστηρό, αυταρχικό και, καμιά φορά, οξύθυμο και βίαιο. Πάντως ο πατέρας του πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1903, σε ηλικία 65 ετών, όταν ο Αδόλφος ήταν 13 ετών. Οι επιδόσεις του Αδόλφου στα δημοτικά σχολεία ήταν καλές και έτσι συνέχισε τις σπουδές του στο τεχνικό γυμνάσιο (Realschule) του Λιντς, όπου, απρόσμενα, απέτυχε τελείως, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει οριστικά το σχολείο, σε ηλικία 16 ετών, χωρίς να πάρει απολυτήριο. Συνέχισε όμως να διαβάζει πολύ, εστιάζοντας μόνο σε θέματα που τον ενδιέφεραν.
β. Στη Βιέννη και το Μόναχο
Για δύο χρόνια, από το 1905 ως το τέλος του 1907, ο Χίτλερ περνούσε τον καιρό του χωρίς να προσπαθεί για κάτι συγκεκριμένο. Η οικογένεια είχε μετακομίσει σε άνετο διαμέρισμα στο Λιντς. Ο Αδόλφος σχεδίαζε, ζωγράφιζε, διάβαζε και ονειροπολούσε. Τα βράδια πήγαινε με τον μοναδικό του φίλο, Άουγκουστ Κούμπιτσεκ (August Kubizek) στο θέατρο ή στην όπερα όπου παθιαζόταν με τα έργα του Βάγκνερ, και μετά έπεφτε αργά για ύπνο και κοιμόταν μέχρι αργά το πρωί. Εκτός από την οικονομική βοήθεια που είχε από τη μητέρα του, έπαιρνε και κάποιο επίδομα, επειδή έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Παρ’ όλες τις συμβουλές των συγγενών του να βρει κάποια δουλειά, ο Χίτλερ ήθελε να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης. Η Ακαδημία απέρριψε δύο φορές την αίτησή του (1907 και 1908), λόγω έλλειψης ταλέντου. Από τότε, ο Χίτλερ δεν ξαναπροσπάθησε να βρει δουλειά ή να μάθει μια τέχνη. Έμενε αρχικά στη Βιέννη, αλλά ξαναγύρισε στο Λιντς, μετά τον θάνατο της μητέρας του από καρκίνο του μαστού, στις 21 Δεκεμβρίου 1907.
Τον Φεβρουάριο του 1908 εγκαταστάθηκε τελικά Βιέννη, όπου παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του αυστριακού κοινοβουλίου, σε μια εποχή που κανένα κόμμα δεν διέθετε απόλυτη πλειοψηφία και η κυβέρνηση στηριζόταν στις ψήφους του Πολωνικού μπλοκ, των Ρουμάνων, των Ιταλών και διάφορων γερμανικών κομμάτων. Τον συγκινούσε επίσης η όπερα, και ιδιαίτερα, οι όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Όταν η Επιτροπή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών τον απέρριψε για δεύτερη φορά, το 1909, κατέληξε σε ένα ίδρυμα αστέγων στην οδό Μέλντεμαν (Meldemannstraße) και κέρδιζε λίγα χρήματα πουλώντας τις ζωγραφιές του με τα αξιοθέατα της Βιέννης. Αφού τον Μάιο του 1913 εκταμίευσε την κληρονομιά του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου μελέτησε τα έργα του ρατσιστή συγγραφέα Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν.
γ. Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ, σε ηλικία 25 ετών, κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό, στις 16 Αυγούστου 1914, και στάλθηκε στο δυτικό μέτωπο. Πήρε το βάπτισμα του πυρός κοντά στο Υπρ, σε μια μάχη όπου το σύνταγμά του έχασε το 70% της δύναμής του. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προάχθηκε σε δεκανέα. Ως το φθινόπωρο του 1915, ο Χίτλερ ήταν ο μοναδικός επιζών από τα αρχικά μέλη της διμοιρίας του. Στις 9 Νοεμβρίου έγινε αγγελιαφόρος του συντάγματος. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου πήρε το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού Δεύτερης Τάξης. Το 1916 ο Χίτλερ τραυματίστηκε στο πόδι, σε μια μάχη στη βόρεια Γαλλία ανάμεσα στις κωμοπόλεις Μπαπόμ και Λε Μπάρκ, όπου ολόκληρη η ομάδα των αγγελιοφόρων βγήκε κυριολεκτικά εκτός μάχης, ενώ στις αρχές Μαρτίου του 1917, έχοντας αναρρώσει, επέστρεψε στο μέτωπο. Το 1918 παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξης. Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, στις 15 Οκτωβρίου 1918, μετά από μια επίθεση με αέρια νότια του Βέρβικ, στη Φλάνδρα, ο Χίτλερ εισάχθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο με παροδική τύφλωσή εξαιτίας της επίδρασης των αερίων. Η εμπειρία του στο μέτωπο ήταν «σημαντικό εκπαιδευτικό βίωμα», καθώς απέκτησε ουσιώδη αντίληψη σε στρατιωτικά ζητήματα.
δ. Η άνοδος του Χίτλερ
Η αγανάκτησή του για τον χαμένο πόλεμο, ωρίμασε μέσα του την απόφαση να γίνει πολιτικός, θεωρώντας «εγκληματίες του Νοέμβρη» τους πολιτικούς που υπέγραψαν την παράδοση της Γερμανίας, ενώ ακόμα ο γερμανικός στρατός κατείχε εχθρικό έδαφος, δίνοντας στο έθνος τη λεγόμενη «μαχαιριά στην πλάτη» (Dolchstoßlegende). Εκλέχτηκε ως ένας από τους αντιπροσώπους του συντάγματός του και έγινε ένα είδος συνδέσμου με την επαναστατική κυβέρνηση της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Μονάχου υπό τον σοσιαλιστή Βαυαρό Πρωθυπουργό Κουρτ Άισνερ (Kurt Eisner), ο οποίος δολοφονήθηκε το 1919. Μετά την αιματηρή συντριβή της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ο Χίτλερ προσλήφθηκε από τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων (Ράιχσβερ, Reichswehr) του Μονάχου, που τότε ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας εξουσίας. Σημαντικές προσωπικότητες της αποκαλούμενης «μαύρης Ράιχσβερ», όπως ο λοχαγός Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), διέκριναν σύντομα στον υποδεκανέα Χίτλερ έναν ενδεχόμενο προπαγανδιστή, ο οποίος θα προκαλούσε ζυμώσεις στην εργατική τάξη με σκοπό την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Γι' αυτό τον έστειλαν να παρακολουθήσει μαθήματα προπαγανδιστικής ρητορικής.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1919 πήρε μέρος για πρώτη φορά σε συνέλευση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε NSDAP). Το κόμμα αυτό το είχαν ιδρύσει ο κλειδαράς Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler) και ο δημοσιογράφος Καρλ Χάρερ (Karl Harrer) και προπαγάνδιζε ιδέες ξενοφοβικές, αντισημιτικές και ψευδοσοσιαλιστικές. Ο Χίτλερ πήρε μέρος στην πολιτική συζήτηση και διακρίθηκε για το ρητορικό του ταλέντο, το οποίο, για πρώτη φορά, αναγνώριζαν και άλλοι. Το 1920 έγινε εκδότης της κομματικής εφημερίδας του NSDAP "Λαϊκός Παρατηρητής" Völkischer Beobachter. Επειδή ο Χίτλερ με τους φλογερούς του λόγους προσέλκυε όλο και περισσότερους ακροατές και μέλη του κόμματος, απέκτησε μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα, το οποίο εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από αυτόν. Την άνοιξη του 1920 με πρωτοβουλία του άλλαξε η ονομασία του κόμματος σε Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών (NSDAP). Τελικά, απολύθηκε από τον στρατό στις 31 Μαρτίου 1920. Γνώριζε ότι το NSDAP εξαρτιόταν πλέον απόλυτα από αυτόν και το εκμεταλλεύτηκε, όταν τον Ιούλιο του 1921 ανάγκασε, με ένα τελεσίγραφο, το παλιό προεδρείο να παραιτηθεί και ψηφίστηκε νέος πρόεδρος του κόμματος. Ο Χίτλερ ήταν πλέον τοπική πολιτική φυσιογνωμία.
ε. Πραξικόπημα της μπυραρίας και φυλάκιση
Μετά τη συντριβή της "Σοβιετικής Δημοκρατίας" στη Βαυαρία κυβερνούσε, ουσιαστικά, ο εθνικιστής και μοναρχικός Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ (Gustav Ritter von Kahr), ο οποίος δεν έκρυβε την αντιπάθειά του για τη δημοκρατία και τη λεγόμενη «Κόκκινη Κυβέρνηση» (δηλαδή τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, που, το 1918, μετά την πτώση της μοναρχίας, εγκαθίδρυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης). Ο Χίτλερ και ο πρώην Επικεφαλής Επισταθμίας του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorf), που ανήκε στους συμπαθούντες του NSDAP, είδαν στον Καρ έναν σύμμαχο για το σχέδιό τους, την βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης του Βερολίνου, κατά το πρότυπο της Πορείας προς τη Ρώμη του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1922. Λόγω της κατοχής του Ρουρ από τη Γαλλία, του τεράστιου πληθωρισμού και των σοβαρών ταραχών που είχαν ξεσπάσει στη Γερμανία, ο Χίτλερ πίστευε ότι θα έβρισκε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη.
Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 ο Χίτλερ με μερικούς ένοπλους έκανε έφοδο σε μια μπιραρία, έξω από το Μόναχο, όπου εκφωνούσε λόγο ο Καρ, ο οποίος, με την απειλή των όπλων δέχτηκε την πρόταση του Χίτλερ να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Βερολίνου. Το επόμενο πρωί, ο Χίτλερ με έναν αριθμό υποστηρικτών του επιτέθηκε στο Βαυαρικό Υπουργείο Στρατιωτικών, ως αρχή της ανατροπής της βαυαρικής κυβέρνησης. Η αστυνομία, όμως, έκανε χρήση όπλων και οι επιτιθέμενοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 16 νεκρούς, μέλη του NSDAP. Ο Λούντεντορφ συνελήφθη στις 9 Νοεμβρίου, και ο Χίτλερ μερικές μέρες αργότερα. Η δίκη για όσους συμμετείχαν στο πραξικόπημα άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1924 και τελικά ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, ενώ το NSDAP διαλύθηκε και κηρύχθηκε εκτός νόμου.
Από τα πέντε χρόνια της φυλάκισής του, ο Χίτλερ δεν εξέτισε ούτε το ένα πέμπτο. Απολύθηκε τον ίδιο χρόνο, στις 20 Δεκεμβρίου 1924, λόγω της αμνηστίας που δόθηκε στους πολιτικούς κρατουμένους. Την παραμονή του στη φυλακή τη χρησιμοποίησε για να γράψει, μαζί με τον γραμματέα του, Ρούντολφ Ες (Rudolf Hess), το πρώτο, αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου του Ο Αγώνας μου (Mein Kampf), στο οποίο εξηγεί με σαφήνεια τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού (Nationalsozialismus). Το βιβλίο πούλησε, μεταξύ 1925 και 1934, 240.000 αντίτυπα και μέχρι το τέλος του πολέμου 10 εκατομμύρια αντίτυπα (πολλά μοιρασμένα δωρεάν σε στρατιώτες). Χάρη στα ρεπορτάζ για τη δίκη, ο Χίτλερ έγινε γνωστός και στη βόρεια Γερμανία ως ο πλέον ριζοσπάστης εθνικιστής πολιτικός της Γερμανίας. Το NSDAP επανιδρύθηκε και η οικονομία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σταθεροποιήθηκε σταδιακά μέχρι το 1929. Αυτό καθυστέρησε την πορεία του Χίτλερ, ο οποίος, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τη φυλάκισή του, αποφάσισε να εφαρμόσει τη «στρατηγική της νομιμότητας», δηλαδή να κερδίσει την εξουσία με νόμιμα μέσα.
στ. Ο δρόμος προς την Καγκελαρία
Το 1925 κατέθεσε ο ίδιος την αυστριακή υπηκοότητα και στα επόμενα επτά χρόνια έζησε ως «ανιθαγενής», χωρίς υπηκοότητα. Στην αρχή το κόμμα του στηριζόταν στις συνδρομές των μελών του και κάποιων λίγων πλούσιων υποστηρικτών. Η αριστοκρατία και η πλειοψηφία των μεγαλοαστών προτιμούσαν τα κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Με τον καιρό η κατάσταση άλλαξε και το NSDAP άρχισε να αποκτά όλο και πιο μεγάλα ερείσματα στο στρώμα των βιομηχάνων και τον στρατό. Εθνικιστικά στελέχη της οικονομίας και της πολιτικής άρχισαν να τον υποστηρίζουν, θεωρώντας ότι με την άνοδό του στην εξουσία η Γερμανία θα αποκτούσε πολιτική σταθερότητα και θα αναπροσανατόλιζε τον πολιτικό της πολιτισμό στην κατεύθυνση μιας αυταρχικής μοναρχίας, ενώ και ο φόβος για την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικού καθεστώτος έστρεψε πολλούς στον Χίτλερ, ο οποίος ήθελε να εξαφανίσει τον μπολσεβικισμό. Ένας άλλος σημαντικός ευνοϊκός παράγοντας για τον Χίτλερ ήταν η νέα οικονομική κρίση, που τον βοήθησε στην αποσταθεροποίηση της ούτως η άλλως πολιτικά αδύναμης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1932 εγκρίθηκε η αίτησή του Χίτλερ για απόκτηση της γερμανικής υπηκοότητας και απέκτησε έτσι το δικαίωμα να είναι υποψήφιος στις εθνικές εκλογές του 1932. Σε αυτές, το NSDAP αναδείχθηκε ως το ισχυρότερο κόμμα και κέρδισε τις περισσότερες έδρες στη νέα Βουλή. Ο 85χρονος πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, επηρεασμένος από την εθνικιστική ομάδα που είχε συγκεντρωθεί γύρω του, πίστεψε ότι μπορούσε να ελέγξει τους εθνικοσοσιαλιστές και κάλεσε τον Χίτλερ να αναλάβει την καγκελαρία (πρωθυπουργία). Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος της Γερμανίας σε ηλικία 44 ετών.
ζ. Εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 πυρπολήθηκε το Ράιχσταγκ (Κοινοβούλιο). Ως δράστης συνελήφθη ο Ολλανδός Κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe), που κατηγορήθηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές ότι ήθελε να διαμαρτυρηθεί για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, αλλά είναι βάσιμη η πιθανότητα η πυρκαγιά να σκηνοθετήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες της ίδιας της χιτλερικής κυβέρνησης. Με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ δόθηκε η ευκαιρία στον Χίτλερ να πείσει τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ να εκδώσει αναγκαστικό διάταγμα βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με το οποίο ο Χίντενμπουργκ εξουσιοδότησε τον Χίτλερ να καταργήσει τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα των Γερμανών για περιορισμένο διάστημα και να αρχίσει διωγμούς και συλλήψεις κομμουνιστών και αριστερών.
Καθώς η εξουσιοδότηση που είχε πάρει από τον Χίντεμπουργκ είχε περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, ο Χίτλερ συγκάλεσε τη Βουλή και ζήτησε να του δοθούν έκτακτες εξουσίες βάσει του «Εξουσιοδοτικού νόμου» (Ermächtigungsgesetz, ο οποίος λεγόταν επίσημα και «Νόμος αποτροπής κινδύνου για τον λαό και το Ράιχ») και να παραχωρηθεί όλη η νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το Ράιχσταγκ. Για ενεργοποίηση του νόμου αυτού ο Χίτλερ χρειαζόταν την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων της Βουλής. Οι βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD, 81 άτομα), που καταζητούνταν ή είχαν συλληφθεί, φυσικά δεν εμφανίστηκαν στη Βουλή, ενώ οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) ψήφισαν κατά του Χίτλερ. Όλοι οι άλλοι βουλευτές όμως (κεντρώοι και φιλελεύθεροι) τον υποστήριξαν. Έτσι, στις 24 Μαρτίου 1933 το Ράιχσταγκ αποφάσισε, με βάση τον Εξουσιοδοτικό νόμο, την παραχώρηση όλης της νομοθετικής εξουσίας στη χιτλερική κυβέρνηση. Με την απόφαση αυτή άρχισε στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που από τους εθνικοσοσιαλιστές ονομάστηκε "Τρίτο Ράιχ".
Την 1 Ιουλίου 1933 καθιερώθηκε η "Δωρεά της γερμανικής οικονομίας για τον Αδόλφο Χίτλερ " (Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft), με την οποία υποχρεώθηκαν οι επιχειρήσεις να καταβάλλουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό των κερδών τους στο NSDAP. Μέχρι το 1945 συγκεντρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο περίπου 700 εκατομμύρια μάρκα (Reichsmark, περίπου 1 δισ. σημερινά ευρώ) στους λογαριασμούς του κόμματος. Με διαταγή του Χίτλερ δολοφονήθηκε στις 30 Ιουνίου 1934 η ηγεσία των SA, αλλά και στρατιωτικοί και πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ, όπως ο πρώην στρατηγός και Καγκελάριος φον Σλάιχερ και η σύζυγός του. Συνολικά, περίπου 200 άτομα εκτελέστηκαν εκείνες τις ημέρες. Η ενέργεια αυτή αμνηστεύθηκε με νόμο του Χίτλερ, λίγες μέρες αργότερα, γιατί θεωρήθηκε προληπτικό μέτρο κατά του δήθεν αναμενόμενου πραξικοπήματος του αρχηγού των SA και παλιού φίλου του Χίτλερ Ερνστ Ρεμ. Στην πρώτη αυτή μαζική δολοφονία ο Χίτλερ επηρεάστηκε κυρίως από τον αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ και τον Χέρμαν Γκαίριγκ, οι οποίοι ήθελαν να εξουδετερώσουν έτσι τον αντίζηλό τους Ρεμ.
Μετά τον θάνατο του Προέδρου Χίντενμπουργκ στις 2 Αυγούστου 1934 ο γερμανικός στρατός (Ράιχσβερ, Reichswehr, που με την καθιέρωση της υποχρεωτικής θητείας το 1935 μετονομάστηκε σε Βέρμαχτ, Wehrmacht) ορκιζόταν στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος ήταν πλέον και Αρχηγός του Κράτους, φέροντας τον τίτλο «Ηγέτης και Καγκελάριος» (Führer und Reichskanzler). Τέλος, τον Ιανουάριο του 1938, ο Χίτλερ ανέλαβε την αρχηγία της Βέρμαχτ. Ο μέχρι τότε αρχηγός της Βέρνερ φον Φριτς (Werner von Fritsch), όπως και ο υπουργός Άμυνας Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg), αναγκάστηκαν να παραιτηθούν, επειδή, σύμφωνα με σκευωρία των SS του Χίμλερ, ήταν ομοφυλόφιλοι.
η. Εθνικιστική πολιτική του Χίτλερ
Ένα από τα βασικά κίνητρα της πολιτικής του Χίτλερ ήταν ο περιορισμός των αλλοεθνών, καθώς η Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία αλλά και ο χώρος που θα κατακτούσε, προοριζόταν για την Γερμανική φυλή. Οι Τσιγγάνοι (Ρομά), οι Πολωνοί, οι Εβραίοι και οι Ρώσοι, θεωρούμενες "κατώτερες φυλές", βρίσκονταν ιδιαίτερα στο στόχαστρό του, καθώς σύμφωνα με τον κοινωνικό δαρβινισμό του, στη συνεχή μάχη της παγκόσμιας ιστορίας οι "ισχυρότερες" φυλές θα εξαλείψουν τις "ασθενέστερες". Ο Χίτλερ απέδωσε ιδιαίτερα στους Εβραίους χρηματοοικονομικούς παράγοντες τόσο την κακή στάση των πολιτικών ηγετών της μεσοπολεμικής Γερμανίας και κατά συνέπεια την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και την οικονομική κρίση της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς, εφαρμόζοντας την τακτική του «εσωτερικού εχθρού», κατάφερε να συσπειρώσει εναντίον τους ασυμβίβαστες κοινωνικές ομάδες, όπως ήταν η πρωσική αριστοκρατία και οι εύποροι βιομήχανοι από τη μια και η φτωχή εργατική τάξη και οι κομμουνιστές από την άλλη υποτάσσοντάς τους στο δόγμα "Ένα έθνος, ένας λαός, ένας ηγέτης" (Ein Nation, ein Volk, ein Führer). Η, κατά τα φαινόμενα υπαρκτή για την Γερμανία, ανάγκη περιορισμού της δραστηριότητας των Εβραίων κεφαλαιοκρατών, που είχαν ρίξει το βάρος του ενδιαφέροντός τους στις Αγγλικές και Αμερικανικές και δευτερευόντως στις Γαλλικές εταιρίες, εις βάρος των Γερμανικών επιχειρήσεων, που ασφυκτιούσαν οικονομικά με ελαχιστοποιημένο ζωτικό χώρο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις εις βάρος απλών (μη κεφαλαιοκρατών) Εβραίων ή άλλων αντιφρονούντων διακρίσεις που άρχισαν να υλοποιούνται από τον Απρίλιο του 1933, με μποϊκοτάρισμα των εβραϊκών καταστημάτων, περιορισμούς των δικαιωμάτων των Εβραίων, κλείσιμο διάφορων επαγγελμάτων για τους Εβραίους, απαγόρευση σεξουαλικών σχέσεων με Εβραίους, ανάληψη των εβραϊκών επιχειρήσεων από μη Εβραίους και τέλος τον «φόρο φυγής από το Ράιχ» για την διασφάλιση της παραμονής τους εκτός Γερμανίας.
Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς του Χίτλερ πέρασε από την εκτόπιση και την απέλαση των αντιφρονούντων στην εξόντωσή τους. Η μετανάστευση των Εβραίων, που ως τότε επιδιωκόταν, απαγορεύτηκε. Βαθμιαία οι αντιφρονούντες (μεταξύ των οποίων και Εβραίοι) μεταφέρθηκαν στα γκέτο των γερμανικών «περιοχών ελέγχου» ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1942 κατασκευάστηκαν στην κατεχόμενη Πολωνία στρατόπεδα, όπως το Άουσβιτς και το Μαϊντάνεκ, που εξυπηρετούσαν την επιστημονικά οργανωμένη μαζική εξολόθρευση Ρώσων, Πολωνών, Ρομά, αντιστασιακών κάθε εθνικότητας, Εβραίων, αλλά και Γερμανών της αντιπολίτευσης.
θ. Το πρόγραμμα ευθανασίας
Τον Οκτώβριο του 1939 ο Χίτλερ υπέγραψε ιδιόχειρα διαταγή για την πραγματοποίηση του «Προγράμματος Τ-4», για την αποκαλούμενη κατ' ευφημισμόν Ευθανασία, σωματικά ή πνευματικά αναπήρων, των οποίων η ζωή ήταν, κατά την ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ, «ανάξια λόγου ύπαρξης». Νευρολογικές κλινικές, νοσοκομεία και θεραπευτήρια μετατράπηκαν σε ιδρύματα, τα αποκαλούμενα «Κέντρα Ευθανασίας» (όπως το Κάστρο Χάρτχαϊμ και το Χάνταμαρ). Μόνο στη Γερμανία, μέσα στα σύνορά της του 1939, οδηγήθηκαν στο θάνατο 190.000 άνθρωποι σε παρόμοια κέντρα, με διάφορους τρόπους, όπως δηλητηριώδη αέρια, δηλητηρίαση, φαρμακευτική αγωγή ή πυροβόλο όπλο. Μεταξύ άλλων, οι υπεύθυνοι της ευγονικής χρησιμοποιούσαν μικρά κλειστά φορτηγά, των οποίων τα καυσαέρια (μονοξείδιο του άνθρακα) διοχετεύονταν στο ερμητικά κλειστό εσωτερικό τους. Αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων εκκλησιών της Γερμανίας, όπως ο Επίσκοπος του Μίνστερ Κλέμενς Άουγκουστ Γκραφ φον Γκάλεν (Clemens August Graf von Galen), εναντιώθηκαν στις δολοφονίες αυτές, με αποτέλεσμα το «Πρόγραμμα Τ-4» να ανασταλεί επίσημα. Ωστόσο, εξακολούθησε να εκτελείται στα κρυφά. Μέχρι το τέλος του πολέμου, οι μισοί περίπου από τους τροφίμους των ιδρυμάτων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα είχαν θανατωθεί.
ι. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Βασικό στόχος του Χίτλερ, και της άρχουσας τάξης των Γερμανών επιχειρηματιών που τον στήριζαν, ήταν η άνοδος της Γερμανίας σε παγκόσμια δύναμη, ακυρώνοντας την Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1918, αλλά και κατακτώντας αποικιακές εκτάσεις, που τις ονόμαζαν «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) στην Ανατολή, με σκοπό την ανάπτυξη των Γερμανικών επιχειρήσεων στον διεθνή χώρο σε επίπεδο ανταγωνιστικό των Αγγλογαλλικών και Αμερικανικών (στις οποίες τα βασικά κεφάλαια ήταν εβραϊκά, εξ ου και ο πόλεμος κατά των Εβραίων). Οι σχεδιαζόμενες κατακτήσεις επηρέαζαν κυρίως τις τάσεις ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης και πολύ λιγότερο των άλλων δυτιών κρατών. Επειδή την πολιτική αυτή την παρουσίαζε ως αγώνα εναντίον του μπολσεβικισμού, πολλοί δυτικοί πολιτικοί έβλεπαν τη ναζιστική Γερμανία ως «φρούριο» ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και άφησαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα τον Χίτλερ ανενόχλητο. Αντίκτυπο των απόψεων αυτών ήταν η «Πολιτική Κατευνασμού» που ακολούθησαν οι Πρωθυπουργοί της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας Εντουάρ Νταλαντιέ. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε και η πίεση που εξασκούσε ο πληθυσμός των δύο χωρών –ιδιαίτερα της Γαλλίας– που ήθελε να αποφύγει έναν νέο πόλεμο. Η εφημερίδα «Daily Mail» πριν την έναρξη του πολέμου είχε γράψει: «Οι λεβέντες νεαροί ναζήδες αποτελούν το προπύργιό μας κατά του κομμουνισμού».
Μετά την εισβολή του γερμανικού στρατού στην Πράγα το 1939, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είδαν ότι ο πόλεμος κατά της Γερμανίας ήταν πλέον αναπόφευκτος. Έτσι αύξησαν τις δαπάνες για εξοπλισμούς και στράφηκαν προς τη Σοβιετική Ένωση ως φυσικό τους σύμμαχο. Ο Στάλιν, θεωρώντας ότι ματαιοπονεί επιδιώκοντας συνεννόηση κατά του Χίτλερ με τους Άγγλους και τους Γάλλους, που επί δύο χρόνια κωλυσιεργούσαν στις διαπραγματεύσεις, και πιστεύοντας ότι τελικά η ναζιστική Γερμανία θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, θέλησε να κερδίσει χρόνο για να αναδιοργανώσει τον Κόκκινο Στρατό, που πρόσφατα (1934) είχε εκκαθαριστεί από τους πλέον ικανούς και έμπειρους αξιωματικούς του. Από την άλλη πλευρά ο Χίτλερ ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο σε δυο μέτωπα, όπως συνέβη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με ολέθριες για τη Γερμανία συνέπειες. Επομένως, τα συμφέροντα Γερμανίας - ΕΣΣΔ στην πράξη είχαν ένα κοινό σημείο. Έτσι, υπογράφηκε στις 23 Αυγούστου 1939, Σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, το αποκαλούμενο και σύμφωνο «Μολότωφ - Ρίμπεντροπ». Το σύμφωνο αυτό, σε μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο, προέβλεπε τη διαίρεση της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνίας, Ρουμανίας) σε μια γερμανική και μια σοβιετική «σφαίρα συμφερόντων». Έτσι ο Χίτλερ μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με την Πολωνία, δίχως τον κίνδυνο να τον εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Στάλιν, ο οποίος γνώριζε καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» στην ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία, κέρδισε χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε στη ραδιοφωνική του ομιλία δέκα ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ.
ια. Έναρξη του πολέμου
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θεώρησαν τη συνομολόγηση του Συμφώνου μη Επίθεσης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν ως ασφαλή ένδειξη άμεσα επικείμενου πολέμου. Ο Χίτλερ ζήτησε την παραχώρηση του Πολωνικού Διαδρόμου μεταξύ της Πομερανίας και της Ανατολικής Πρωσίας και την προσάρτηση στο Ράιχ της ελεύθερης πόλης του Ντάντσιχ (Danzig, το σημερινό Γκντανσκ - Gdansk), που είχε παραχωρηθεί στην Πολωνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν και οι ανταποκρίσεις του ελεγχόμενου από την κυβέρνηση γερμανικού Τύπου για θηριωδίες και σφαγές στην Πολωνία εναντίον της γερμανικής μειονότητας της χώρας. Ο Τύπος απαίτησε να δοθεί απάντηση σε αυτές τις υποτιθέμενες προκλήσεις. Τη νύχτα μεταξύ 31 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου, μία ομάδα SS, φορώντας στολές του πολωνικού στρατού, σκηνοθέτησε επίθεση κατά του γερμανικού ραδιοφωνικού σταθμού Γκλάιβιτς της ομώνυμης πόλης στη Σιλεσία (σημερινό Γκλίβιτσε της Πολωνίας). Αργότερα παρουσιάστηκαν στον Τύπο πτώματα αιχμάλωτων από στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ντυμένα και αυτά με πολωνικές στολές, ως πτώματα Πολωνών επιτιθέμενων.
Την 1 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ ανακοίνωσε στο Ράιχσταγκ ότι η Πολωνία επιτέθηκε στην Γερμανία και ότι από τις 5.45΄ το πρωί οι γερμανικές δυνάμεις πέρασαν στην αντεπίθεση. Στην πραγματικότητα η Βέρμαχτ εισέβαλε με πλατύ μέτωπο στις 4.45΄ στην Πολωνία, δίχως να της έχει κηρύξει πόλεμο. Ο Χίτλερ έσφαλε όμως στην εκτίμησή του όσον αφορά στην στάση των Γάλλων και των Βρετανών απέναντι στην εισβολή. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με ότι συνέβη στην περίπτωση της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία ένα χρόνο πριν, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία τήρησαν τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις και κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, δύο ημέρες μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Έτσι άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρά την κήρυξη πολέμου ωστόσο, ούτε η Γαλλία ούτε η Βρετανία κινήθηκαν για την υπεράσπιση της Πολωνίας ή, έστω, τη δημιουργία δεύτερου μετώπου στα δυτικά της Γερμανίας. Ο Χίτλερ δεν είχε σφάλει σε αυτό το σημείο.
ιβ. Εξέλιξη του πολέμου
Η Πολωνία κατέρρευσε στρατιωτικά και κατακτήθηκε μέσα σε 18 μέρες. Βάσει του μυστικού συμπληρωματικού πρωτοκόλλου του Σύμφωνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου 1939. Λίγο αργότερα ο Στάλιν διέταξε επίθεση κατά της Φινλανδίας, όπου τον χειμώνα του 1939-1940 υπέστη αρχικά βαριές ήττες. Οι ήττες αυτές ενίσχυσαν περαιτέρω την εκτίμηση του Χίτλερ ότι ο Κόκκινος Στρατός θα είναι εύκολος αντίπαλος. Τελικά, ο Στάλιν ήλθε σε συμφωνία ανακωχής με την Φινλανδία.
Ο Χίτλερ είχε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές του επιτυχίες την άνοιξη του 1940. Τότε οι γερμανικές δυνάμεις υπέταξαν, με μια σειρά «αστραπιαίων πολέμων» (Blitzkrieg), οι οποίοι δεν διήρκεσαν ούτε δυο μήνες, τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η Βασιλική Αεροπορία της Αγγλίας (RAF) προξένησε στη γερμανική Luftwaffe την πρώτη της σημαντική ήττα στην Μάχη της Αγγλίας. Στο μεταξύ ο Νέβιλ Τσάμπερλεν είχε αντικατασταθεί από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος ήδη από το 1933 ήταν αντίθετος σε κάθε είδους συμβιβασμό με τον Χίτλερ, ενώ ο Χίτλερ θεωρούσε τη Μεγάλη Βρετανία ως πιθανό σύμμαχο. Έτσι έκανε την πρόταση να μην ενοχλήσει τη Βρετανία στην αποικιακή της πολιτική, εφόσον αυτή αναγνωρίσει τη γερμανική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Τσώρτσιλ όμως, παρά τη δυσμενή θέση της Αγγλίας, αρνήθηκε κάθε συνεννόηση με τον Χίτλερ.
Αφού οι γερμανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την κυριαρχία στον εναέριο χώρο της Βρετανίας, ο Χίτλερ σχεδίασε την απόβαση στη Νότια Αγγλία από τη θάλασσα, με βάση τη λεγόμενη Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων (Seelöwe). Την άνοιξη του 1941 όμως, εγκατέλειψε οριστικά αυτό το σχέδιο, επειδή, κατά τη γνώμη του, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελούσε πλέον σοβαρή στρατιωτική απειλή. Θεώρησε ότι η βρετανική αποφασιστικότητα στηριζόταν στην ΕΣΣΔ και πως, συντρίβοντάς την, θα καταρρεύσει μαζί της και η Βρετανία. Αφιερώθηκε πλέον ολοκληρωτικά και με πάθος στον πραγματικό του στόχο, την επέκταση στην Ανατολή.
Αφού η φασιστική Ιταλία απέτυχε τελείως στην κατάληψη της Ελλάδας και οι Έλληνες με αντεπίθεση ανάγκασαν τους Ιταλούς να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στην Αλβανία, ο Χίτλερ έστειλε στις 6 Απριλίου 1941 στρατιωτική βοήθεια στον σύμμαχό του Μουσολίνι. Εκτός αυτού, ήθελε με την κατάκτηση των Βαλκανίων να εξασφαλίσει το νότιο πλευρό του γερμανικού στρατού, για τη σχεδιασμένη εισβολή στην ΕΣΣΔ και, κυρίως, τα πετρέλαια της Ρουμανίας. Η επίθεση κατά της ΕΣΣΔ έγινε (πάλι χωρίς να κηρυχτεί πόλεμος) στις 22 Ιουνίου 1941 με την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα». Η καθυστέρηση αυτή, δεδομένου ότι η επιχείρηση είχε αρχικά προγραμματισθεί για τις αρχές Μαΐου, οφειλόταν στην επέμβαση της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια και αποδείχτηκε μοιραία για την έκβαση του πολέμου. Η ναζιστική ρητορική παρουσίασε τον πόλεμο ως αγώνα του αντικομμουνισμoύ, του αντιμπολσεβικισμού και του «πολιτισμού της Εσπερίας» εναντίον της «ασιατικής βαρβαρότητας» και του «εβραϊκού μπολσεβικισμού». Στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε τον σκοπό της κατάκτησης «ζωτικού χώρου» (lebensraum) για τις Γερμανικές επιχειρήσεις και κυρίως πρόσβαση σε πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές για την εξασφάλιση των ενεργειακών αναγκών της Γερμανίας.
Μετά από τις αρχικές επιτυχίες, η επίθεση της Βέρμαχτ αναχαιτίστηκε τον Δεκέμβριο του 1941 λίγο έξω από τη Μόσχα (22 μόλις χιλιόμετρα). Τον ίδιο μήνα η σύμμαχος της Γερμανίας Ιαπωνία επιτέθηκε στην αμερικανική ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ στη (Χαβάη). Οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία και μπήκαν πλέον επισήμως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χίτλερ κήρυξε στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Η Βέρμαχτ πέρασε ξανά στην επίθεση το 1942, αλλά, στις αρχές του 1943 υπέστη στη Μάχη του Στάλινγκραντ τη μέχρι τότε μεγαλύτερη ήττα της, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της 6ης Στρατιάς της Βέρμαχτ. Μετά την αποτυχία αυτή στο Ανατολικό Μέτωπο και τη μάχη του Ελ Αλαμέιν στη Βόρεια Αφρική, ο πόλεμος πήρε νέα τροπή και η Γερμανία του Χίτλερ βρέθηκε να αμύνεται ενάντια στους προελαύνοντες Συμμάχους. Το ίδιο έτος οι εναέριες συμμαχικές δυνάμεις κέρδισαν την υπεροχή στον εναέριο χώρο της Γερμανίας και άρχισαν οι βομβαρδισμοί πολλών γερμανικών πόλεων, αρκετές από τις οποίες έγιναν ερείπια και στάχτη. Μια από τις αιτίες ήταν ότι η γερμανική αεροπορική βιομηχανία, με διαταγή του Χίτλερ, κατασκεύαζε περισσότερα βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, παρά ελαφρά καταδιωκτικά, που θα μπορούσαν να αποτρέψουν ή τουλάχιστον να μειώσουν τις επιθέσεις στις γερμανικές πόλεις. Μια επιπλέον αιτία ήταν ότι ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο επικεφαλής της Λουφτβάφε, δεν ασχολήθηκε με αυτήν παρά ελάχιστα, παραμελώντας τόσο τις τεχνολογικές βελτιώσεις όσο και την εκπαίδευση των ιπτάμενων πληρωμάτων.
Στις 6 Ιουνίου του 1944 οι δυτικοί Σύμμαχοι άνοιξαν και δεύτερο μέτωπο, με την απόβασή τους στη Νορμανδία. Παρ' όλες τις ήττες, τις τεράστιες απώλειες του άμαχου πληθυσμού και τις φοβερές καταστροφές και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει από το 1943 ότι δεν ήταν πλέον εφικτή μια στρατιωτική νίκη, συνέχισε τον πόλεμο επί δύο ολόκληρα χρόνια. Η προσωπική του ανάμειξη στη διεξαγωγή του πολέμου, απαγορεύοντας την έγκαιρη υποχώρηση των τμημάτων του Στρατού που κινδύνευαν, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί η Βέρμαχτ μαζικές απώλειες. Έτσι, πέρασαν δύο χρόνια στα οποία οι Γερμανοί έχαναν συνεχώς μάχες και δυνάμεις. Μόνον όταν, την άνοιξη του 1945 οι δυτικοί Σύμμαχοι έφτασαν στον ποταμό Έλβα και ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν στο κέντρο του Βερολίνου, ο Χίτλερ, φοβούμενος ότι θα κληθεί να απολογηθεί προσωπικά για τις πράξεις του, αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
ιγ. Το τέλος του Χίτλερ στο καταφύγιο
Η κατάσταση της υγείας του Χίτλερ όλο και χειροτέρευε με την εξέλιξη του πολέμου. Υπέφερε από τη νόσο του Πάρκινσον σε προχωρημένο στάδιο, αλλά διατηρούσε την από πολλούς συγχρόνους του παρατηρημένη αυθυποβολή του. Στις 19 Μαρτίου του 1945 έδωσε τη διαταγή "Νέρων" για την καταστροφή των υποδομών του γερμανικού κράτους, κατά την υποχώρηση των μονάδων της Βέρμαχτ, σύμφωνα με την επιλογή «νίκη ή καταστροφή», ώστε στον εχθρό να αφεθεί «καμένη γη». Όμως, στην πράξη ο Υπουργός Εξοπλισμού Άλμπερτ Σπέερ δεν εφάρμοσε τη διαταγή. Στις 22 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ έπαθε νευρική κατάρρευση, όταν πληροφορήθηκε, κατά τη διάρκεια του καθημερινού σχολιασμού της κατάστασης στο υπόγειο καταφύγιο, κάτω από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, ότι η επίθεση που είχε διατάξει για την άρση της πολιορκίας του Βερολίνου δεν είχε εκτελεστεί από τον Αρχηγό των μονάδων των Ες-Ες Στάινερ, γιατί εκείνος τη θεώρησε ανεφάρμοστη λόγω του συσχετισμού δυνάμεων. Ο Χίτλερ είπε ότι όλα πλέον χάθηκαν και ότι όλοι τον έχουν προδώσει, ακόμα και τα Ες-Ες. Άφησε ελεύθερο ένα μέρος του προσωπικού του και αρνήθηκε, παρά τις παρακλήσεις του Μπόρμαν, του Κάιτελ και του Γκαίρινγκ, να εγκαταλείψει το Βερολίνο. Διέταξε τον αρχιυπασπιστή του, Γιούλιους Σάουμπ, να κάψει όλα τα προσωπικά του στοιχεία και έγγραφα που βρίσκονταν στην Καγκελαρία και στο Καταφύγιο, καθώς και όσα βρίσκονταν στο Μόναχο.
Επανειλημμένα ο Χίτλερ μοίρασε δηλητήριο σε αυτούς που παρέμειναν μαζί του στο Καταφύγιο και δεν τον εγκατέλειψαν. Στις 29 Απριλίου νυμφεύθηκε τη σύντροφο της ζωής του Εύα Μπράουν. Την επόμενη μέρα, κατά τις 3:30 η Εύα Μπράουν αυτοκτόνησε με υδροκυάνιο. Συγχρόνως ο Χίτλερ έβαλε ένα πιστόλι στο στόμα του και πυροβόλησε. Ο Μάρτιν Μπόρμαν μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ Έριχ Κέμπκα, τον υπηρέτη του Χάιντς Λίγκε, τον επιλοχία των SS Όττο Γκίνσε και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς έκαψαν τα πτώματα, τα οποία θάφτηκαν αργότερα έξω από το καταφύγιο, μέσα σε κρατήρα από βόμβα. Από εκεί τα πήραν, λίγο αργότερα, οι Σοβιετικοί, οι οποίοι τα κράτησαν σε μυστικό μέρος στην Ανατολική Γερμανία, κοντά στο Μαγδεμβούργο, μέχρι τη δεκαετία του '70. Τότε, με διαταγή του αρχηγού της KGB Γιούρι Αντρόποφ, καταστράφηκαν τελείως και απορρίφθηκαν στον ποταμό Έλβα. Διασώθηκαν όμως το κρανίο και η οδοντοστοιχία του πτώματος, απ' όπου ο οδοντίατρος του Χίτλερ, μέσω προηγούμενης ακτινογραφίας, αναγνώρισε αργότερα την ταυτότητα του νεκρού (αποκαλύψεις από την έρευνα έγιναν το 1990).
ιδ. Αποτίμηση του έργου του Χίτλερ
Το περιοδικό Time ανακήρυξε τον Χίτλερ «Άνδρα του έτους 1938», αλλά, μετά την πτώση του, είχε την τύχη του Νέρωνα: Μετατράπηκε σε καρικατούρα εναντίον της οποίας μπορούσε οποιοσδήποτε να εκτοξεύει οποιεσδήποτε λοιδορίες και ονειδισμούς, με επίκεντρο τον χαρακτηρισμό του ως τρελό, αιμοσταγή δολοφόνο και πρόξενο φοβερών καταστροφών. Σε πολιτικό επίπεδο, πέρα από τις μεθόδους για τις οποίες έγινε ήδη λόγος, ο Χίτλερ, ανερχόμενος στην εξουσία με απόλυτα νομότυπο τρόπο, έχοντας εξασφαλίσει, χάρη στη ρητορική του δεινότητα τη σύμπραξη της εργατικής τάξης, εκπροσώπησε τους μεγάλους Γερμανούς επιχειρηματίες και βιομηχάνους, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον οικονομικό κλοιό των μεγάλων Αγγλογαλλικών και Αμερικανικών κοινοπραξιών (τραστ), των οποίων τα κεφάλαια προέρχονταν από τους γνωστούς χρηματιστικούς και επιχειρηματικούς μεγιστάνες της παγκόσμιας οικονομικής αυτοκρατορίας. Βασικός του στόχος ήταν η εξασφάλιση ενεργειακών πηγών για την κίνηση της γερμανικής βιομηχανίας, η οποία στερούμενη πετρελαίου, ήταν έκθετη στις διαθέσεις των ανταγωνιστών της, που ήδη κατείχαν τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Για το στόχο αυτό επιλέχτηκε η κίνηση προς την ανατολή, αρχικά σε συνεννόηση με τον Στάλιν, για την πρόσβαση στα πετρέλαια της Ρουμανίας και σταδιακά για την δημιουργία αποικιοκρατικής εξάπλωσης (προς την Ουκρανία και Μέση Ανατολή μέσω του τόξου Ουγγαρία – Αλβανία – Γιουγκοσλαβία – Ρουμανία – Βουλγαρία - Τουρκία), που θα εξασφάλιζε στη γερμανική οικονομία πόρους, αλλά και αγορές των προϊόντων της. Παράλληλα η συνένωση των παραδοσιακά θεωρούμενων Γερμανικών χωρών (Αυστρία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία), που σε κάποιο βαθμό έμοιαζε αυτονόητη για τους Γερμανούς, μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερότητα της Γερμανίας στην Ευρώπη, έναντι των ήδη γιγαντοποιημένων αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.
Στις επιδιώξεις αυτές εναντιώθηκαν οι, κατά την ρητορική τους, απειλούμενες «συμμαχικές δυνάμεις», στις οποίες αναπόφευκτα εμπλέκονταν και οι μεγάλοι Εβραίοι χρηματιστές, με τα κεφάλαια των οποίων κινούνταν οι κοινοπραξίες της Δύσης (εξ ου και η στροφή του Χίτλερ εναντίον τους). Στα πλαίσια της αντιπαράθεσης αυτής ξεκίνησε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο δεν κήρυξε πρώτος ο Χίτλερ, αλλά οι Αγγλογάλλοι εναντίον του. Ο πόλεμος στοίχισε τη ζωή σε 55 εκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους 20 εκατομμύρια ήταν Σοβιετικοί. Ακόμα περισσότεροι στρατιώτες και πολίτες, τραυματίστηκαν, έμειναν άστεγοι, απελάθηκαν, εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Συνέπειες του πολέμου ήταν η διάλυση του γερμανικού κράτους, η καταστροφή ενός μεγάλου τμήματος της Ευρώπης, η ηγεμονία για 40 χρόνια της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη και η διαίρεση της Γερμανίας και της Ευρώπης σε δύο αντίθετα, εχθρικά στρατόπεδα, μεταξύ κομμουνιστών και αντικομμουνιστών, μέχρι το 1989-1990. Οι αιτίες των εξελίξεων αυτών, που μοιάζει αφελώς παράλογο να επιρρίπτονται σε ένα και μόνο άτομο, πρέπει να αναζητηθούν στις βαθύτερες αντιθετικές δυνάμεις, που κίνησαν τα νήματα στην οξύτατη σύγκρουση ισχυρών συμφερόντων σκληρότατων κεφαλαιοκρατικών οικονομικών παραγόντων, που διαμόρφωσαν τη δομή της αγοραστικής κοινωνίας από τον 19ο αιώνα και την ελέγχουν μέχρι σήμερα.
Σε πολιτειακό επίπεδο ο Χίτλερ, εκπροσωπώντας τις ενυπάρχουσες απολυταρχικές τάσεις της τότε γερμανικής κοινωνίας, που δεν ήταν ποτέ εξοικειωμένη με τον αγγλοσαξονικό κοινοβουλευτισμό, ουσιαστικά δεν καινοτόμησε επαναφέροντας μια κατάσταση που προσομοίαζε στις συνθήκες των πρόσφατων μοναρχικών Αυτοκρατοριών (Γερμανικής, Αυστριακής και Ρωσικής), που μόλις το 1918 είχαν δώσει τη θέση τους σε παραπαίοντα νεοσύστατα πολιτεύματα. Αυτό έδωσε την αφορμή στα φερέφωνα της «συμμαχικής» προπαγάνδας, να χρησιμοποιούν ως ιδεολόγημα την αντιπαράθεση της προβαλλόμενης «φιλελεύθερης Δημοκρατίας» με την «Εθνικοσοσιαλιστική Δικτατορία». Η εκ μέρους τους προβολή του «κοινοβουλίου» και των αντιπροσωπευτικών «εκλογών», ως στοιχείων επιφαινόμενης δημοκρατικότητας, δεν αρκεί εντούτοις για να δημιουργήσει προπέτασμα ικανό να καλύψει την πραγματικότητα -- ότι οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια αυτά, όχι λιγότερο από ό,τι συμβαίνει στις δικτατορίες, δεν λαμβάνουν υπόψη την πλειοψηφία των «υφιστάμενων τις συνέπειες» της ανισοκατανομής του παραγόμενου πλούτου.
Στο ίδιο διάστημα η Αυστρία λειτούργησε και λειτουργεί μέχρι σήμερα, με ένα σύστημα Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, στο οποίο ο Πρόεδρος είναι απλώς εκπρόσωπος του κράτους, ενώ την πολιτική εξουσία ασκεί ο Καγκελάριος. Το 1934 σε αντιστοιχία με τα σύγχρονα γεγονότα της Γερμανίας, ο εκλεγμένος Καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους, μετά από εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Βιέννη, εξαιτίας των σχέσεών του με το καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία, συγκρότησε ένα δικτατορικό καθεστώς που προετοίμασε την ένωση με την Γερμανία, την οποία επέβαλαν δυναμικά το 1938 τα Γερμανικά στρατεύματα με την χωρίς αντίσταση κατάκτηση των Αυστριακών εδαφών.
O Κάρολος Α΄ (17 Αυγούστου 1887 - 1 Απριλίου 1922) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αυστρο - Ουγγαρίας από τον Οίκο των Αψβούργων – Λωρραίνης και ο τελευταίος βασιλιάς της Ουγγαρίας ως Κάρολος Δ΄ (1916 - 1918). Γιος του αρχιδούκα Όθωνα της Αυστρίας και της πριγκίπισσας Μαρίας - Ιωσηφίνας της Σαξονίας, ανεψιός του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου που δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ζητά της Πάρμας (1911). Mε τη δολοφονία του θείου του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, που στάθηκε αιτία για την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) έγινε διάδοχος του Αυστριακού θρόνου, δύο χρόνια αργότερα διαδέχθηκε τον υπερήλικα προθείο του Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄ στον αυτοκρατορικό θρόνο, και η στέψη του έγινε στις 30 Δεκεμβρίου 1916. Με την άνοδο του στον θρόνο ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με την Γαλλία για σύναψη ειρήνης, καθώς ο στρατός του στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε αποδεκατιστεί, και η αυτοκρατορία πήγαινε να διαλυθεί. Τα αυτονομιστικά κινήματα ανεξαρτησίας στην Ουγγαρία και την Σερβία ήταν έντονα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον του ζήτησε να επιτρέψει την αυτονομία των εθνοτήτων, ο ίδιος του απάντησε ότι θα παραχωρήσει κάποια ανεξαρτησία μέσα στην αυτοκρατορία με προοπτική για ολική ανεξαρτησία στο μέλλον. Το σχέδιο που προσπάθησε να εφαρμόσει απέτυχε με αποτέλεσμα όλες οι εθνότητες σταδιακά να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους με σκληρότερο χτύπημα την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουγγαρίας στις 31 Οκτωβρίου και την διάσπαση της Αυστρο - Ουγγρικής δυαρχίας. Στον Κάρολο απέμειναν ελάχιστες παραδουνάβιες περιοχές που τις διεκδικούσε και η Γερμανία.
Στις 11 Νοεμβρίου 1918 ο Κάρολος και οι Γερμανοί ύστερα από έντονη πίεση των νικητών συμμάχων αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν σε διακήρυξη, σύμφωνα με την οποία οι λαοί των εθνών θα έπρεπε να επιλέξουν από μόνοι τους το πολίτευμά τους. Αναγκάστηκε να αποδεσμεύσει τους ευγενείς από τον όρκο που είχαν κάνει υπέρ του, και έκανε την ίδια διακήρυξη πρώτα στην Αυστρία και στην συνέχεια στην Ουγγαρία. Τελικά παραιτήθηκε από τον θρόνο χωρίς να καθαιρεθεί και διατήρησε τυπικά τον τίτλο, αναχωρώντας με την οικογένεια του για την Ελβετία στις 20 Μαΐου 1919. Με ενθάρρυνση από Ούγγρους βασιλικούς ο Κάρολος επιχείρησε δύο φορές (1921) να ξανακερδίσει τον θρόνο της Ουγγαρίας, αλλά αρνήθηκε γιατί ο Ούγγρος αντιβασιλιάς Μίκλος Χορθι αρνήθηκε να τον υποστηρίξει. Οι νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ απείλησαν με εισβολή στην Ουγγαρία σε περίπτωση που ο Κάρολος ξαναπάρει τον θρόνο, και την ίδια χρονιά το Ουγγρικό κοινοβούλιο εκθρόνισε οριστικά την δυναστεία των Αψβούργων. Μετά την τελευταία απόπειρα να ξανακερδίσει τον θρόνο της Ουγγαρίας ο Κάρολος με ολόκληρη την οικογένεια του εξορίστηκαν στην Πορτογαλική νήσο Μαδέρα, όπου πέθανε σε λίγους μήνες από πνευμονία.
α. Καρλ Ρέννερ (1870-1950)
Ο Κάρλ Ρέννερ (Karl Renner 14 Δεκεμβρίου 1870 – 31 Δεκεμβρίου 1950), γιος αμπελοκαλλιεργητών από τη Μοραβία της σημερινής Τσεχίας, αυστρομαρξιστής νομικός, εκπρόσωπος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ήταν ο 1ος καγκελάριος (πρωθυπουργός) και θεμελιωτής της Α Δημοκρατίας της Αυστρίας την περίοδο 30 Οκτωβρίου 1918 – 7 Ιουλίου 1920, και ήταν πάλι καγκελάριος, μετά την πτώση της χιτλερικής Γερμανίας, την περίοδο 27 Απριλίου 1945 – 20 Δεκεμβρίου 1945, όταν εδραιώθηκε η Β Αυστριακή Δημοκρατία που διατηρείται μέχρι σήμερα. Το 1918 έγινε αρχικά πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αυστρογερμανίας (όπως ονομάστηκε προσωρινά μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, η σημερινή Αυστρία), αλλά ο τίτλος αυτός απαγορεύτηκε από τις δυνάμεις της Αντάντ, που επίσης απαγόρευσαν την ένωση της Αυστρίας με την Γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τελικά η Δημοκρατία της Αυστρίας αναγνωρίστηκε ως διάδοχος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, χωρίς όμως τις γερμανόφωνες περιοχές του Τυρόλου, της Βοημίας και της Μοραβίας, όπου γεννήθηκε και ο ίδιος. Ως πρωθυπουργός μερίμνησε για ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας, όπως η 8ωρη εργασία, η ασφάλιση, η περίθαλψη και η ρύθμιση των συνθηκών εργασίας. Μετά την περίοδο του Αυστροφασισμού 1934-1938, που απαγόρευσε τη λειτουργία του κόμματός του, επακολούθησε η συνένωση με την χιτλερική Γερμανία, την οποία αποδέχτηκε, με την προσδοκία ότι ο Ναζισμός θα ήταν προσωρινός, αποφεύγοντας την ανάμιξη με την πολιτική σε όλη τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου. Με την ήττα της Γερμανίας, τα κόμματα Σοσιαλδημοκρατικό, Λαϊκό (πρώην Χριστιανοδημοκρατικό) και Κομμουνιστικό επαναδημιουργήθηκαν και ο Ρέννερ συγκρότησε μια προσωρινή κυβέρνηση με την υποστήριξή τους (27 Απριλίου 1945 – 20 Δεκεμβρίου 1945). Στο διάστημα αυτό η Αυστρία αναγνωρίστηκε από τους νικητές συμμάχους, ως ανεξάρτητο κράτος, χωρισμένο από την Γερμανία, της οποίας θεωρήθηκε πρώτο θύμα. Στη συνέχεια ο Ρέννερ εκλέχτηκε Πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, μέχρι τον θάνατό του το 1950, σε ηλικία 80 ετών.
β. Μίκαελ Μάϋρ (1864-1922)
Ο Μίκαελ Μάϋρ (Michael Mayr 1864 –1922), γιος αγρότη από την άνω Αυστρία, πανεπιστημιακός καθηγητής ιστορίας, εκπρόσωπος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, ήταν υπουργός εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Ρέννερ και τον διαδέχτηκε ως 2ος καγκελάριος της Αυστριακής Δημοκρατίας στο διάστημα 7 Ιουλίου 1920 – 21 Ιουνίου 1921. Παραιτήθηκε μετά από δημοψήφισμα στην πολιτεία της Στύριας, με το οποίο ζητήθηκε η συνένωση της πολιτείας με την Γερμανία. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε ηλικία 58 ετών.
γ. Γιόχαν Σόμπερ (1874-1932)
Ο Γιόχαν Σόμπερ (Johann Schober 1874 –1932), γενικός διευθυντής της αστυνομίας της Αυστρίας, ήταν ο 3ος καγκελάριος της Αυστρίας τρεις φορές στα διαστήματα 21 Ιουνίου 1921 – 26 Ιανουαρίου 1922, 27 Ιανουαρίου 1922 – 31 Μαΐου 1922 και 26 Σεπτεμβρίου 1929 – 30 Σεπτεμβρίουr 1930. Στην πρώτη θητεία του υπέγραψε συνθήκη συνεργασίας με την Τσεχοσλοβακία, εξαιτίας της οποίας η κυβέρνησή του έπεσε, αφού αυτό θεωρήθηκε εμπόδιο για την επιθυμητή στο λαό ένωση με την Γερμανία. Στη δεύτερη θητεία του συμφώνησε για τελωνειακή ένωση με την Γερμανία, παρά την αντίδραση της Τσεχοσλοβακίας και της Γαλλίας.
δ. Ιγνάτιος Σαϊπέλ (1876-1932)
Ο Ιγνάτιος Σαϊπέλ (Ignaz Seipel 1876 – 1932), καθηγητής πανεπιστημίου στη θεολογία και ιερέας, εκπρόσωπος του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος, ήταν ο 5ος καγκελάριος της Αυστρίας δύο φορές στα διαστήματα 31 Μαΐου 1922 – 20 Νοεμβρίου 1924 και 20 Οκτωβρίου 1926 – 4 Μαΐου 1929. Ως πρωθυπουργός υπέγραψε πρωτόκολλο για την ένταξη της Αυστρίας στην Κοινωνία των Εθνών και προσπάθησε να περιορίσει τον πληθωρισμό της εποχής του, σταθεροποιώντας το νόμισμα της κορώνας μέσω της εθνικής τράπεζας της Αυστρίας, με αποτέλεσμα δυσαρέσκεια, που προκάλεσε μία ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας του. Ευνόησε επίσης τη συνεργασία των πλούσιων βιομηχάνων με παραστρατιωτικές ομάδες, προκαλώντας αύξηση της βίας στους δρόμους και ένοπλες αντιπαραθέσεις με αριστερούς, με αρκετά θύματα, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ιουλίου 1927.
ε. Όττο Έντερ (1876-1932)
Ο Όττο Έντερ (Otto Ender 1875 - 1960), νομικός και δικηγόρος, εκπρόσωπος του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος, πρώην κυβερνήτης της επαρχίας του Φόραλμπεργκ (Vorarlberg) ήταν ο 9ος καγκελάριος της Αυστρίας στο διάστημα 4 Δεκεμβρίου 1930 – 20 Ιουνίου 1931. Η θητεία του διακόπηκε απότομα εξαιτίας τραπεζικής κρίσης και στη συνέχεια υπηρέτησε ως πρόεδρος δικαστηρίων στη Βιέννη. Μετά την Ένωση με την Γερμανία το 1938 φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη χώρα.
στ. Καρλ Μπούρες (1878-1936)
Ο Καρλ Μπούρες (Karl Buresch 1878 - 1936), νομικός, εκπρόσωπος του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος ήταν ο 10ος καγκελάριος της Αυστρίας στο διάστημα 20 Ιουνίου 1931 – 20 Μαΐου 1932. Ως πρωθυπουργός προσπάθησε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, που προκάλεσε την πτώση των προκατόχων του Όττο Έντερ και Ιγνάτιου Σαϊπέλ, λαμβάνοντας αυστηρά μέτρα λιτότητας. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως κυβερνήτης στην επαρχία της Κάτω Αυστρίας, από όπου καταγόταν και κατόπιν ως υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση του Ένγκελμπερτ Ντόλφους. Πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 58 ετών.
ζ. Ένγκελμπερτ Ντόλφους (1892-1934)
Ο Ένγκελμπερτ Ντόλφους (Engelbert Dollfuss, Τέξινγκ, 4 Οκτωβρίου 1892 – Βιέννη, 25 Ιουλίου 1934), νομικός και οικονομολόγος, καταγόμενος από οικογένεια γαιοκτημόνων, ήταν καγκελάριος και μετέπειτα δικτάτορας της Αυστρίας την περίοδο 1932-1934. Γεννήθηκε στο Τέξινγκ της τότε Αυστροουγγαρίας το 1892. Το 1927 αναδείχτηκε διευθυντής του Αγροτικού Επιμελητηρίου της Κάτω Αυστρίας και το 1930 πρόεδρος των ομοσπονδιακών σιδηροδρόμων. Ως ηγετικό στέλεχος του συντηρητικού Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος, έγινε αρχικά βουλευτής, αργότερα ανέλαβε τη θέση του υπουργού Γεωργίας το 1931 και τον επόμενο χρόνο (1932), αντιμετωπίζοντας δύσκολη κρίση, σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού αναλαμβάνοντας τη θέση του καγκελάριου. Αρχικά οι κινήσεις του χαρακτηρίζονταν από μετριοπάθεια, η οποία όμως σταδιακά έδινε τη θέση της σε απολυταρχικές αποφάσεις. Το πρωταρχικό του μέλημα ήταν η βελτίωση των οικονομικών της χώρας και, πράγματι, κατόρθωσε να πάρει δάνειο ύψους 9 εκατ. δολαρίων από την Κοινωνία των Εθνών.
Το 1933 στη Γερμανία ανέλαβε καγκελάριος ο Αδόλφος Χίτλερ με βλέψεις για Γερμανοαυστριακή Ένωση. Ο Ντόλφους ήταν αντίθετος και γι' αυτό ανέστειλε την λειτουργία της Βουλής και την ισχύ του Συντάγματος της Αυστρίας εγκαθιδρύοντας δικτατορία κατά τα πρότυπα του Μουσολίνι, που ήταν επίσης αντίθετος στην Ένωσης. Ο Ντόλφους το εκμεταλλεύτηκε και ξεκίνησε διαδικασίες σύναψης συμμαχίας με τον Μουσολίνι, σε τέτοιον βαθμό ώστε από κάποιο σημείο και έπειτα οι υποχωρήσεις από την πλευρά της Αυστρίας ήταν συνεχείς. Το 1933, αντιδρώντας σε επεισόδια που προκάλεσαν οι ναζιστές στα σύνορα, επισκέφθηκε τη Ρώμη και υπέγραψε σύμφωνο εμπορικής συνεργασίας με την Ιταλία. Το φθινόπωρο του 1933 Αυστριακοί ναζιστές πραγματοποίησαν αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντόλφους, ενώ παράλληλα δυνάμωναν οι φωνές διαμαρτυρίας των δημοκρατικών πολιτών, που ξέσπασαν σε ταραχές, τις οποίες ο Αυστριακός καγκελάριος κατέστειλε με βία. Την άνοιξη του 1934 ο Ντόλφους υπέγραψε τριμερές σύμφωνο με την Ιταλία και την Ουγγαρία εναντίον της Γερμανίας.
Τον Φεβρουάριο του 1934, εκτελέστηκαν πολλά μέλη του στρατού των σοσιαλδημοκρατών, ενώ αρκετοί κηρύχτηκαν παράνομοι και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Τον Μάιο του ίδιου έτους, οι Αυστροφασίστες καθιέρωσαν ένα νέο σύνταγμα, το οποίο ενίσχυε τη δύναμη του Ντόλφους. Όμως δεν πρόλαβε να επωφεληθεί από τις νέες του εξουσίες, γιατί στις 21 Ιουνίου 1934 Γερμανοί πράκτορες κατόρθωσαν να εισβάλουν στο μέγαρο της καγκελαρίας στη Βιέννη όταν ο Ντόλφους ήταν μόνος του και τον δολοφόνησαν. Οι προσπάθειές του να παραμείνει η Αυστρία ανεξάρτητη δεν τελεσφόρησαν γιατί ο διάδοχος του, Κουρτ φον Σούσνιγκ υπέγραψε ανακωχή με τη Γερμανία και στις 12 Μαρτίου 1938 κηρύχθηκε η Ένωση («Άνσλους»).
η. Κουρτ φον Σούσνιγκ (1897 – 1977)
Ο Κουρτ φον Σούσνιγκ (Kurt Alois Josef Johann von Edler Schuschnigg 14 Δεκεμβρίου 1897 - 18 Νοεμβρίου 1977), νομικός, ήταν καγκελάριος της Αυστρίας την περίοδο 1934-1938. Γεννήθηκε στη Ρίβα ντελ Γκάρντα της Αυστροουγγαρίας. Σπούδασε νομικά και ξεκίνησε να δικηγορεί στο Ίνσμπρουκ. Έχοντας φιλομοναρχικά αισθήματα αναμίχθηκε στην πολιτική και έγινε μέλος του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος και λίγο αργότερα, το 1927, εξελέγη -μέλος της ομοσπονδιακής Εθνικής Συνέλευσης του κόμματος. Στην κυβέρνηση του Ένγκελμπερτ Ντόλφους (1932-1934) διορίστηκε αρχικά υπουργός Δικαιοσύνης (1932) στη συνέχεια Παιδείας (1933) και μετά τη δολοφονία του Ε. Ντόλφους (1934) ονομάστηκε ομοσπονδιακός καγκελάριος. Για να απαλλάξει την κυβέρνησή του από τις απειλές της εθνικής παραστρατιωτικής αμυντικής οργάνωσης Χάιμβερ, απομάκρυνε τον Μάιο του 1936 τον αντικαγκελάριό του και πρίγκιπα, Ερνστ Ρύντιγκερ, που φερόταν να την καθοδηγεί, και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους διέλυσε την οργάνωση.
Στη συνέχεια όμως έκανε υποχωρήσεις και παραχωρήσεις προς τον Χίτλερ. Μετά από μια ταπεινωτική συνθηκολόγηση που συνομολόγησε με τον Χίτλερ στο Μπερχτεσγκάντεν στις 12 Φεβρουαρίου του 1938 και μετά από μια γενική αμνηστία που χορήγησε σε όλους τους ναζί, συμπεριλαμβανομένων και όσων είχαν καταδικαστεί για τη δολοφονία του Ε. Ντόλφους, ορίζοντας παράλληλα στις 16 Φεβρουαρίου υπουργό Εσωτερικών και Ασφαλείας τον ναζιστή Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ, με απεριόριστες αρμοδιότητες ελέγχου, ο Σούσνιγκ αποφάσισε να καταφύγει σε δημοψήφισμα για να αποκαταστήσει την εθνική κυριαρχία της χώρας του, κάνοντας σχετική δημόσια δήλωση στις 9 Μαρτίου, προσδιορίζοντας τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για τις 12 Μαρτίου και ζητώντας από τον λαό να ψηφίσει είτε υπέρ είτε κατά μιας "ελεύθερης και γερμανικής, ανεξάρτητης και κοινωνικής, χριστιανικής και ενωμένης Αυστρίας". Το σχέδιο όμως αυτό ανατράπηκε μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Αυστρία (και την επίδοση τελεσιγράφου το πρωί της 11ης Μαρτίου 1938), οπότε ο Σούσνιγκ αναγκάστηκε να παραδοθεί, δίνοντας εντολές στους Αυστριακούς στρατιωτικούς διοικητές να μην αντιταχθούν, παρότι εκείνοι είχαν κινητοποιηθεί. Ακολούθησε η επτάχρονη Ένωση («Άνσλους») της Αυστρίας με την Γερμανία, η σύλληψή του και η επτάχρονη φυλάκισή του από τους Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από όπου απελευθερώθηκε με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Μάιο του 1945, από τον αμερικανικό στρατό. Στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ, όπου έζησε και δίδαξε την περίοδο 1948-1967 και, επιστρέφοντας στην Αυστρία, συνέγραψε βιβλίο με τον τίτλο "Στον Αγώνα κατά του Χίτλερ" (Im Kampf gegen Hitler), το οποίο εξέδωσε το 1969. Πέθανε στο Μούτερς, κοντά στο Ίνσμπρουκ, το 1977.
θ. Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ (1897 – 1977)
Ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ (Arthur Seyss-Inquart, 22 Ιουλίου 1892 - 16 Οκτωβρίου 1946) ήταν καγκελάριος της Αυστρίας και αργότερα υψηλόβαθμο στέλεχος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αρχικά στη χώρα του και μετέπειτα στη Γερμανία. Γεννήθηκε στο Στάννερν (σημερινό Stonařov της Τσεχίας), κοντά στην πόλη Jihlava (τότε Iglau), γερμανόφωνο χωριό της Βοημίας, τότε τμήματος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Πατέρας του ήταν ο Εμίλ Ζάις-Ίνκβαρτ (Emíl Seyss-Inquart), διευθυντής στο τοπικό γερμανικό σχολείο, και μητέρα του η Αουγκούστα Χίρενμπαχ (Augusta Hirenbach). Το 1907 η οικογένεια μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ο πατέρας του άλλαξε το τσέχικο όνομα της οικογένειας από «Zajtich» σε «Seyss-Inquart» και το 1910 ο Άρτουρ εισήλθε στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Νομικά. Τον Αύγουστο του 1914 ο Άρτουρ κλήθηκε στο στρατό, όπου τοποθετήθηκε στη μονάδα των τιρολέζων αυτοκρατορικών αλπινιστών (Kaiserjäger) και υπηρέτησε αρχικά στο ανατολικό μέτωπο και στη συνέχεια στη Ρουμανία και στην Ιταλία. Για τη γενναιότητά του τιμήθηκε με παράσημα. Το 1917 τραυματίστηκε σοβαρά και επέστρεψε στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και έλαβε το πτυχίο του. Ο Ίνκβαρτ είχε γνωρίσει ήδη από το 1911 την Γκέρτρουντ Μάσκα (Gertrud Maschka), την οποία νυμφεύθηκε το 1916 και απέκτησαν παιδιά. Για να ζήσει την οικογένειά του ο Ίνκβαρτ άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος και, το 1921, απέκτησε το δικό του δικηγορικό γραφείο. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις τον τοποθετούσαν στην άκρα δεξιά: Έγινε φανατικός υπέρμαχος της ένωσης της Αυστρίας με την Γερμανία, και από το 1931 καλλιέργησε στενές σχέσεις με τον αυστριακό κλάδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος.
Το 1933 ο Αυστριακός καγκελάριος Ένγκελμπερτ Ντόλφους τον κάλεσε να συμμετάσχει στην Κυβέρνηση. Το 1934 δολοφονήθηκε ο Ένγκ. Ντόλφους και ο ως τότε υπουργός του Κουρτ φον Σούσνιγκ ανέλαβε την Καγκελαρία. Ο νέος Καγκελάριος δεν ενέδωσε στις πιέσεις να περιλάβει εθνικοσοσιαλιστές στην Κυβέρνηση και, αντίθετα, έθεσε το αυστριακό Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα εκτός νόμου και φυλάκισε αρκετά στελέχη του. Δημόσια αναφερόταν στην επανίδρυση από την Αυστρία του κράτους των Αψβούργων. Ο Σούσνιγκ κλήθηκε στο Μπερχτεσγκάντεν (χειμερινή κατοικία του Χίτλερ) για σύσκεψη στις 12 Φεβρουαρίου 1938. Εκεί υποχώρησε στις απαιτήσεις του Χίτλερ για Ένωση και, επιστρέφοντας, ανέθεσε στον Ίνκβαρτ το Υπουργείο Εσωτερικών και Διοίκησης (16 Φεβρουαρίου), στο οποίο υπαγόταν και η Αστυνομία. Ο Σούσνιγκ παραιτήθηκε και στις 11 Μαρτίου ο Ίνκβαρτ ανέλαβε Καγκελάριος, επικεφαλής μιας Κυβέρνησης η οποία υποστήριζε ανοικτά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία. Στις 13 Μαρτίου 1938 ο Πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας Βίλχελμ Μίκλας (Wilhelm Miklas) παραιτήθηκε, αρνούμενος να προσυπογράψει τον νόμο-πλαίσιο που προσαρτούσε την Αυστρία στη Γερμανία και τη θέση του κατέλαβε ο Ίνκβαρτ. Η Άνσλους (προσάρτηση της Αυστρίας) πραγματοποιήθηκε έτσι αναίμακτα. Ύστερα από αυτό, ο Χίτλερ επισκέφθηκε την Αυστρία, και συγκεκριμένα το μικρό χωριό Μπράουναου αμ Ίν, όπου γεννήθηκε, και κατέληξε στο Λιντς. Η προσάρτηση της Αυστρίας έγινε ευμενώς δεκτή από την πλειοψηφία του αυστριακού λαού, καθώς για πρώτη φορά ύστερα από είκοσι χρόνια η χώρα απέκτησε οικονομική ασφάλεια και έγινε, για μια ακόμη φορά, τμήμα μιας μεγάλης δύναμης. Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε σχεδόν το 100% των Αυστριακών υποστήριξαν την προσάρτηση, καθώς είναι αναμφισβήτητο ότι οι Αυστριακοί εθνολογικά είναι Γερμανοί. O Ίνκβαρτ πήρε τον τίτλο του "Reichsstatthalterschaft" (Κυβερνήτη του Ράιχ) της Αυστρίας με τον βαθμό του "Obergruppenführer" της SS. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τις 30 Απριλίου 1939, οπότε έγινε μέλος της κυβέρνησης του Χίτλερ ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 πραγματοποιήθηκε η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, η οποία κατακτήθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και διαμελίστηκε μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ. Στις 12 Οκτωβρίου ο Χίτλερ όρισε τον Χανς Φρανκ Κυβερνήτη του Γενικού Κυβερνείου της Πολωνίας και τον Ίνκβαρτ αναπληρωτή Κυβερνήτη. Το καθεστώς κατοχής προέβη σε διώξεις της πολωνικής αριστοκρατίας (οικονομικής και, κυρίως, πνευματικής). Στη θέση αυτή ο Ίνκβαρτ παρέμεινε ως τις 29 Μαΐου 1940, όταν ο Ίνκβαρτ ορίστηκε Επίτροπος του Ράιχ (Reichskommissar) στην κατεχόμενη Ολλανδία, όπου έδειξε επίσης τον σκληρό τρόπο "διακυβέρνησής" του, βασισμένο σε διώξεις, και τρομοκρατία.. Το 1941 προχώρησε στην οργάνωση της υπηρεσίας αναγκαστικής εργασίας, για να βοηθήσει με εργατικό δυναμικό την πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη μετάβαση περίπου 5 εκατομμυρίων Ολλανδών σε γερμανικά εργοστάσια. Δημιούργησε επίσης ένα παραστρατιωτικό σώμα, με ρόλο συνεπίκουρου της Αστυνομίας, έθεσε τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα εκτός νόμου προς το τέλος του 1941 και ίδρυσε δύο μικρά στρατόπεδα συγκέντρωσης επί ολλανδικού εδάφους. Όταν, το 1943, έγινε γενική απεργία στο Άμστερνταμ, την Αμβέρσα και το Άρνεμ, ο Ίνκβαρτ συγκάλεσε έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία επέβαλαν μεγάλο συλλογικό πρόστιμο. Επέβαλε, επίσης, τον "νόμο των ομήρων", εκτελώντας ομήρους σε αντίποινα, για τη δράση των αντιστασιακών.
Όταν στις 30 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ αυτοκτόνησε, ο Ίνκβαρτ ανήγγειλε τη δημιουργία νέας κυβέρνησης, υπό τον Ναύαρχο Καρλ Νταίνιτς, στην οποία ο ίδιος τοποθετήθηκε υπουργός εξωτερικών. Στη θέση αυτή παρέμεινε περίπου για 20 ημέρες. Με την παράδοση της Γερμανίας κατέρρευσε και η κυβέρνησή της. Ο Ίνκβαρτ συνελήφθη από καναδικά στρατεύματα και παραπέμφθηκε για να δικαστεί, μαζί με άλλα κορυφαία στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό, που εκτελέστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1946.
Η Ρωσική Επανάσταση ήταν μια σειρά από γεγονότα που συνέβησαν στη Ρωσία, κυρίως τους μήνες Φεβρουάριο και Οκτώβριο του 1917, από τους οποίους προήλθε η ονομασία Φεβρουαριανή Επανάσταση και Οκτωβριανή επανάσταση αντίστοιχα, οι οποίες συναποτελούν τις δύο φάσεις της Ρωσικής Επανάστασης.
α. Οι ρίζες της επανάστασης
Η βιομηχανική επανάσταση είχε ως καίριο και κύριο αποτέλεσμα τη δημιουργία της τάξης των εργατών, οι οποίοι όχι μόνο δεν είχαν ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αλλά και ο ρόλος που έπαιζαν σε όλη την παραγωγική διαδικασία ήταν μηχανιστικός. Ο ρόλος του κεφαλαίου, που κατείχε η αστική τάξη των επιχειρηματιών και χρηματιστών, ως δημιουργού αντιθέσεων συμφερόντων με την εργατική τάξη, σε σχέση με την επιδίωξη επιχειρησιακού κέρδους και την κατανομή του στους συντελεστές της παραγωγής, μελετήθηκαν επιστημονικά από τους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, οι οποίοι υπήρξαν ιδρυτές του κομμουνισμού, ως καταληκτικής φάσης του σοσιαλισμού, στη θεωρία και στην πολιτική εφαρμογή. Συνεισφορά στην ανάπτυξη της κομμουνιστικής ιδεολογίας είχε περαιτέρω ο Βλαδίμηρος Λένιν, ο οποίος υποστήριξε ότι η επικράτηση του σοσιαλισμού είναι προσωρινά μόνο δυνατή σε μία μόνο, ξεχωριστή, καπιταλιστική χώρα.
Υπό την επίδραση των θεωριών αυτών, η Ρωσική Επανάσταση ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών όρων του απολυταρχικού τσαρικού καθεστώτος, της αποσύνθεσης της αριστοκρατίας και του θεσμού της δουλοπαροικίας. Οι κοινωνικές αντιθέσεις κορυφώθηκαν ήδη από το 1826, όταν ξέσπασε η εξέγερση των Δεκεμβριστών, οι αρχηγοί της οποίας (Πέστελ και Ριλέεφ) θανατώθηκαν. Οι ιδέες του Σεν-Σιμόν, του Φουριέ, του Χέρτσεν άρχισαν να επηρεάσουν τη ρωσική διανόηση (Πετρασέφσκι, Τσερνισέφσκι, Ντομπρολιούμποφ) και σιγά σιγά ιδρύθηκαν διάφορες μυστικές οργανώσεις, ορισμένες από τις οποίες ανέπτυξαν τρομοκρατική δράση, με δολοφονίες πολιτικών προσώπων, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1881. Από το 1900 εμφανίστηκε ο Βλαδίμηρος Λένιν, ο οποίος στην εφημερίδα "Σπίθα" (Ίσκρα), που εξέδιδε, έδωσε οδηγίες για την αναμενόμενη επαναστατική δράση των μαζών. Εξάλλου ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος του 1904 έστρεψε μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης κατά του τσαρικού καθεστώτος και ο τσάρος Νικόλαος Β΄ φάνηκε ότι δε θα έκανε την παραμικρή παραχώρηση στους αγρότες και τους εργάτες, που κυριολεκτικά είχαν εξαθλιωθεί. Η απόφαση του Τσάρου να λύσει τα προβλήματα του καθεστώτος και να αντιπαλέψει τις ομάδες που τον αντιστρατεύονταν, ρίχνοντας τη χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η ανάπτυξη της Ρωσίας το 1914 δεν της επέτρεπε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες ενός βιομηχανοποιημένου μακροχρόνιου πολέμου. Η έλλειψη μεταφορικών μέσων, η μείωση της παραγωγής, η ανάγκη διαρκούς εφοδιασμού του στρατού και οι δαπάνες των εχθροπραξιών οδήγησαν σε υψηλές ανατιμήσεις των καταναλωτικών αγαθών, ενώ οι μισθοί αυξάνονταν με χαμηλότερους ρυθμούς. Επίσης, ελλείψει σωστού εξοπλισμού και ηγεσίας, οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις αναλώνονταν σε μάταιες επιθέσεις με τεράστιες απώλειες ανθρώπινων ζωών, που έφτασαν τα 3 εκατομμύρια στις αρχές του 1917.
β. Η επανάσταση του 1905
Τον Ιανουάριο του 1905 κηρύχτηκε γενική απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης. Στις 9 Ιανουαρίου, ημέρα Κυριακή, χιλιάδες άοπλων με εικόνες και πορτρέτα του τσάρου συγκεντρώθηκαν στην πλατεία των χειμερινών ανακτόρων της Πετρούπολης. Ο τσάρος δεν δέχτηκε να ακούσει τα αιτήματα του πλήθους και διέταξε τη φρουρά του να διαλύσει τους συγκεντρωμένους, με αποτέλεσμα η χιονισμένη πλατεία να βαφτεί με το αίμα εκατοντάδων νεκρών. Στις 15 Ιουνίου 1905 στασίασε και το πλήρωμα του καταδρομικού Ποτέμκιν. Στρατιωτικές στάσεις ακολούθησαν στην Κροστάνδη, στο στόλο του Εύξεινου, ενώ στις 7 Δεκεμβρίου ξέσπασε γενική απεργία στη Μόσχα, που εξελίχτηκε σε ένοπλη εξέγερση, η οποία τελικά πνίγηκε στο αίμα. Τα γεγονότα αυτά, μολονότι δεν πέτυχαν, έδωσαν την ευκαιρία στους αγρότες και στους εργάτες να οργανωθούν σε σοβιέτ (συνεταιρισμούς <σωσιετίες) και να προετοιμάζονται κατάλληλα για το αποφασιστικό και νικηφόρο χτύπημα. Στο μεταξύ ο τσάρος, υπό την πίεση των γεγονότων, παραχώρησε νομοθετικές συνελεύσεις (Δούμες), που τελικά απέτυχαν στο έργο τους, λόγω της αντίδρασης του τσάρου στις μεταρρυθμίσεις και του απολυταρχικού πρωθυπουργού του Στολίπιν.
γ. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση 1917
Η εργατική επανάσταση άρχισε κατά το τέλος του Φεβρουαρίου του 1917 στην Αγία Πετρούπολη με τεράστιες απεργίες και δυναμικές διαδηλώσεις, που αργότερα εξελίχτηκαν σε οργανωμένο επαναστατικό κίνημα. Ο πρόεδρος της τέταρτης Δούμας Ροντζιάνκο, μαζί με την εκτελεστική επιτροπή του σοβιέτ, ζήτησαν την παραίτηση του τσάρου Νικόλαου Β΄, ο οποίος εγκατέλειψε την εξουσία στις 15 Μαρτίου 1917, χωρίς ο διάδοχός του δούκας Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς, να δεχτεί τις ευθύνες του θρόνου. Έτσι ανατράπηκε οριστικά η μοναρχία στη Ρωσία και μαζί της η φεουδαρχική απολυταρχία. Προσωρινά ανέλαβε πρωθυπουργός ο πρίγκιπας Γκεόργκι Λβοφ, ο οποίος, αντιπροσωπεύοντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης, διακήρυξε ότι θα συνέχιζε την ένοπλη σύγκρουση με τη Γερμανία μέχρι την τελική νίκη της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ότι θα εφάρμοζε φιλελεύθερο πολιτικό πρόγραμμα μεταπολεμικά. Οι υποσχέσεις αυτές δεν ικανοποίησαν το λαό, που ανέμενε ριζικές αλλαγές μέσα στις κακουχίες του πολέμου, της πείνας και της εξαθλίωσης.
Μέσα στο Μάρτιο η προσωρινή κυβέρνηση έδωσε γενική αμνηστία, η Φινλανδία ανακηρύχτηκε αυτόνομο κράτος, φυλακίστηκε η αυτοκρατορική οικογένεια, καταργήθηκε η θανατική ποινή, εφαρμόστηκε το οκτάωρο και χορηγήθηκε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο Βλαδίμηρος Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία με σύνθημα τη μη υποστήριξη της καπιταλιστικής κυβέρνησης, την παύση του ιμπεριαλιστικού πολέμου και τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης. Κι ενώ η κυβέρνηση κλονιζόταν και ο ρωσικός στρατός πιεζόταν συνεχώς από τους Γερμανούς, οι μπολσεβίκοι ενισχύθηκαν από τον Τρότσκι, τον σπουδαιότερο μετά τον Λένιν αρχηγό της σοσιαλιστικής επανάστασης.
δ. Η Οκτωβριανή Επανάσταση 1917
Τον Ιούλιο ο Λβοφ παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κερένσκι, που προκήρυξε εκλογές για τον Νοέμβριο. Στο μεταξύ ο στρατιωτικός διοικητής της Πετρούπολης Κορνίλοφ επωφελήθηκε από τα στασιαστικά στρατιωτικά κινήματα του Ιουλίου, και από την πολιτική χρεοκοπία του Κερένσκι και θέλησε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία. Το πραξικόπημα απέτυχε ολοκληρωτικά, κυρίως με τη συμβολή των οπλισμένων εργατικών μαζών και έτσι η επανάσταση πέτυχε τη πρώτη της αποφασιστική νίκη. Το μέτωπο κατέρρεε, οι αγρότες οργανωμένοι επιτέθηκαν κατά των γαιοκτημόνων και στα σοβιέτ κυριαρχούσαν πλέον οι μπολσεβίκοι (η λέξη σημαίνει «πλειοψηφούντες» σε αντίθεση με τους «μενσεβίκους» που ήταν μειοψηφούντες). Στις 25 Σεπτεμβρίου ο Τρότσκι εκλέχτηκε πρόεδρος του σοβιέτ της Πετρούπολης, ενώ στις 7 Οκτωβρίου ο Λένιν έφτασε κρυφά στην Πετρούπολη για να αναλάβει τη διεύθυνση της ένοπλης εξέγερσης. Στην συνεδρίαση της 10 Οκτωβρίου της κεντρικής επιτροπής του Μπολσεβικικού κόμματος έγινε δεκτή η πρόταση του Λένιν για ένοπλη εξέγερση, με ψήφους 10 υπέρ και 2 (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ) κατά.
Στις 24 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η επανάσταση. Το πρωί η κυβέρνηση απαγόρευσε την κυκλοφορία του κεντρικού οργάνου των μπολσεβίκων "Ραμπότσι Πουτ" και έστειλε θωρακισμένα αυτοκίνητα στο τυπογραφείο και στα γραφεία σύνταξης της εφημερίδας. Οι κόκκινοι φρουροί όμως και οι επαναστατημένοι στρατιώτες απέκρουσαν τα θωρακισμένα αυτοκίνητα και κατά τις 11 η ώρα η εφημερίδα κυκλοφόρησε με την προκήρυξη της ανατροπής της κυβέρνησης. Το βράδυ της ίδιας μέρας και ενώ το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίαζε στα χειμερινά ανάκτορα, η κόκκινη φρουρά της Πετρούπολης κατέλαβε το κεντρικό τηλεγραφείο, τις γέφυρες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και την Κρατική Τράπεζα. Το καταδρομικό "Αουρόρα" (Αυγή) μπήκε στο Νέβα και έστρεψε τα πυροβόλα του στα ανάκτορα που ήταν έδρα της τελευταίας αστικής κυβέρνησης. Την άλλη μέρα τα ανάκτορα πολιορκήθηκαν και καταλήφθηκαν, η κυβέρνηση έπεσε, οι υπουργοί συνελήφθησαν και ο Κερένσκι δραπέτευσε. Τυπικά πλέον η Ρωσική Επανάσταση είχε επικρατήσει.
Στις 25 Οκτωβρίου συνήλθε στο Σμόλνι το 2ο συνέδριο των σοβιέτ της Ρωσίας και αποφάσισε το πέρασμα της εξουσίας στα σοβιέτ και την έκδοση των δύο διαταγμάτων για την Ειρήνη και για τη Γη: "Η ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων στη γη καταργείται από τη στιγμή αυτή χωρίς καμία αποζημίωση". Σχηματίστηκε το πρώτο Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού (υπουργικό συμβούλιο), με τον Λένιν ως πρόεδρο και τους Ρίκοφ, Μιλιούτιν, Τρότσκι, Λουνατσάρσκι και Στάλιν υπουργούς. Στις 2 Νοεμβρίου η σοβιετική κυβέρνηση δημοσίευσε τη διακήρυξη των δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας, ενώ η επανάσταση επικράτησε και στη Μόσχα υπό την καθοδήγηση του Μπουχάριν και του Σμιρνόφ. Αλλά μετά την πρώτη ηρεμία φούντωσε η αντίδραση κατά της νέας κατάστασης, κυρίως με την υποστήριξη των ξένων εμπόλεμων δυνάμεων, που δεν είδαν με καλό μάτι την κατάργηση των προνομίων τους στη ρωσική οικονομία, καθώς και με την εκμετάλλευση των μειονεκτημάτων της συνθήκης που αναγκάστηκε να συνάψει στο Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918 η Ρωσία με τους Γερμανούς. Σχηματίστηκαν γύρω από το νέο σοβιετικό κράτος πάμπολλα μέτωπα, ενώ οι εσωτερικές ανακατατάξεις και η νέα νοοτροπία δεν είχαν ακόμα γίνει καθεστώς.
ε. Εμφύλιος πόλεμος
Στο μεταξύ στις 16 Ιουλίου 1918 εκτελέστηκε ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια, ενώ δημιουργήθηκε έκτακτη επιτροπή για την επιβολή της τάξης, που ονομάστηκε Βετσέκα (ή Τσεκά) και αργότερα Γκεπεού. Οι εύποροι χωρικοί (κουλάκοι) εξεγέρθηκαν, όταν εθνικοποιήθηκαν οι μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις και ιδρύθηκε το κρατικό μονοπώλιο σιταριού. Ο Τρότσκι ανέλαβε την δημιουργία ενός νέου ισχυρού στρατού για να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικοί εχθροί. Η εκστρατεία της Κριμαίας, που οργάνωσαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι το Δεκέμβριο του 1918, απέτυχε πλήρως (σ` αυτήν συμμετείχαν και Έλληνες). Ο ναύαρχος Κολτσάκ εξάλλου ανέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1918 τον αγώνα των αντεπαναστατών (Λευκών), που όμως δεν κατόρθωσαν να γίνουν αγαπητοί στους αγρότες, γιατί ταυτίζονταν με τους τσαρικούς. Παρόλα αυτά κατόρθωσε να πλησιάσει το Βόλγα κατά το Μάρτιο και Απρίλιο του 1919. Το Φεβρουάριο όμως του 1920 δικάστηκε και τουφεκίστηκε. Στη δύση αφετέρου ο στρατηγός Γιούντενιτς με τη βοήθεια του αγγλικού στόλου και των Φινλανδών απειλούσε την Πετρούπολη, μέχρις ότου ο Τρότσκι κατάφερε να τον εξουδετερώσει. Άλλες αντεπαναστατικές ενέργειες από τους Ντενίκιν και Βράγκελ εξουδετερώθηκαν τελικά. Ο εμφύλιος πόλεμος φάνηκε πως είχε λήξει μόλις τον Οκτώβριο του 1920, οπότε η επανάσταση επιδόθηκε στην οικονομική ανασύνταξη και αναδιοργάνωση σε σοσιαλιστικές βάσεις.
α. Γεόργκι Λβοφ (1861-1925)
Ο Γκεόργκι Γεβγένιεβιτς Λβοφ (Georgy Yevgenyevich Lvov, Гео́ргий Евге́ньевич Львов, 1861 – 1925) ήταν ο 1ος πρωθυπουργός της Ρωσίας μετά την πτώση του τσάρου, στο διάστημα 15 Μαρτίου 1917 – 21 Ιουλίου 1917. Γεννήθηκε στη Δρέσδη και καταγόταν από πριγκιπική οικογένεια των Βίκινγκ. Σπούδασε νομική στη Μόσχα και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος μέχρι το 1893. Το 1905 εντάχθηκε στο φιλελεύθερο Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα και αμέσως εκλέχτηκε στην πρώτη Δούμα. Μετά τη Φεβρουαριανή επανάσταση και την παραίτηση του τσάρου Νικόλαου Β, ο Λβοφ ανέλαβε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης που σχηματίστηκε από τη Δούμα στις 2 Μαρτίου. Παραιτήθηκε τον Ιούλιο 1917 υπέρ του υπουργού πολέμου Αλέξανδρου Κερένσκι. Ο Λβοφ συνελήφθη όταν ήρθαν οι Μπολσεβίκοι στην εξουσία αργότερα τον ίδιο χρόνο. Διέφυγε και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μέχρι το θάνατό του σε ηλικία 63 ετών.
β. Αλέξανδρος Κερένσκι (1881-1970)
Ο Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι (Александр Фёдорович Ке́ренский, 4 Μαΐου 1881, Σιμπίρσκ — 11 Ιουνίου 1970, Νέα Υόρκη), οικογενειακά γνωστός του Λένιν, αφού ο πατέρας του ήταν καθηγητής του, ήταν μέλος του Κόμματος των Σοσιαλεπαναστατών της Ρωσίας. Ως δικηγόρος διακρίθηκε στις δίκες για τα θύματα της επανάστασης του 1905 και άλλες υποθέσεις υπεράσπισης επαναστατών. Το 1912 εκλέχτηκε στην 4η Δούμα και διακρίθηκε ως σοσιαλιστής αντιπολιτευόμενος την κυβέρνηση του τσάρου. Το 1916 υποστήριξε την απομάκρυνση του Ρασπούτιν από το περιβάλλον της τσαρίνας Αλεξάνδρας. Τον Ιούνιο του 1917 ως υπουργός πολέμου επιχείρησε επίθεση κατά των Γερμανών που αποκρούστηκε. Κατά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 ο Κερένσκι ήταν αντιπρόεδρος του Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης. Έγινε υπουργός δικαιοσύνης και αργότερα υπουργός πολέμου στην νέα κυβέρνηση και μετά την παραίτηση του Γκεόργκι Λβοφ τον Ιούλιο 1917, εξαιτίας του ζητήματος της αυτονομίας της Ουκρανίας, αναδείχθηκε πρωθυπουργός της υπηρεσιακής κυβέρνησης (21 Ιουλίου 1917 – 7 Νοεμβρίου 1917). Στις 15 Σεπτεμβρίου ανακήρυξε τη Ρωσία Δημοκρατία και σχημάτισε ένα 5μελές Διευθυντήριο. Όταν η κυβέρνηση κατέρρευσε μέσα σε 20 ώρες με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, αυτοεξορίστηκε αρχικά στο Παρίσι και το 1940 στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου εργάστηκε ως καθηγητής ιστορίας και πέθανε εκεί σε ηλικία 89 ετών. Η ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας στη Ν.Υόρκη αρνήθηκε να τον κηδέψει, διότι ήταν μασόνος και διότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για την παράδοση τη Ρωσίας στους Μπολσεβίκους. Τελικά κηδεύτηκε στο Λονδίνο.
γ. Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν (1870-1924)
Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ (Влади́мир Ильи́ч Улья́нов), γνωστότερος ως Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν Влади́мир Ильи́ч Ле́нин, 22 Απριλίου 1870 – 21 Ιανουαρίου 1924), ήταν πολιτικός, ηγέτης της Ρωσικής Επανάστασης, επικεφαλής της Ε.Σ.Σ.Δ. (1922-1924) και ηγέτης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του μπολσεβικικού κόμματος. Το ψευδώνυμο "Λένιν" επιλέχτηκε από τον ποταμό Λένα, σε αντίθεση με τον Γκιόργκι Βαλεντίνοβιτς Πλεχάνοφ που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Βόλγκιν», παρμένο από τον ποταμό Βόλγα., μιας και διαφωνούσαν σε ορισμένα οικονομικά θέματα. Γεννήθηκε στην πόλη Σιμπίρσκ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, τρίτο παιδί μιας οκταμελούς οικογένειας. Ο πατέρας του, Ιλγιά Νικολάγιεβιτς Ουλιάνοφ (1831 - 1886), ήταν διευθυντής σχολείου. Η μητέρα του, Μαρία Αλεξάνδροβνα Μπλανκ (1835 - 1916), ήταν κόρη ιατρού που ονομαζόταν Μπεργκ. Η οικογένεια Ουλιάνοφ είχε ρίζες σε διάφορες εθνότητες (Ρωσική, Γερμανική και Εβραϊκή). Ο Λένιν ήταν βαπτισμένος στην Ρωσική Ορθόδοξη εκκλησία. Ο μεγαλύτερος αδελφός του (γεννημένος το 1866) ήταν μέλος της επαναστατικής τρομοκρατικής οργάνωσης "Ναρόντναγια Βόλια", και, λόγω της συμμετοχής του στην ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας κατά του τσάρου Αλεξάνδρου Γ’, εκτελέσθηκε το 1891. Το γεγονός αυτό υπήρξε καθοριστικό στη ζωή του Λένιν. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο γυμνάσιο του Σιμπίρσκ το 1887. Εισήλθε στο νομικό τμήμα του πανεπιστημίου του Καζάν, αλλά αποβλήθηκε για τη συμμετοχή του σε φοιτητική πολιτική συγκέντρωση και εξορίστηκε. Το φθινόπωρο του 1889 έλαβε την άδεια να επιστρέψει στο Καζάν, όπου άρχισε τη συστηματική μελέτη του Μαρξ και συνδέθηκε με μέλη του τοπικού μαρξιστικού κύκλου. Συνέχισε μόνος του τις σπουδές του, το 1891 πέρασε τις εξετάσεις της Νομικής του πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, και το 1892 άρχισε την πρακτική εξάσκηση ως δικηγόρος στη Σαμάρα Το 1894 μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, και άρχισε θεωρητικό αγώνα υπεράσπισης της μαρξιστικής θεωρίας.
Τον Απρίλιο του 1895 βρέθηκε στο εξωτερικό για να συναντήσει τους Πλεχάνοφ, Ζασούλιτς, Αξελρόντ και τη μαρξιστική ομάδα γνωστή ως «Απελευθέρωση της εργατικής τάξης». Με την επιστροφή του στην Αγία Πετρούπολη, οργάνωσε την παράνομη "Ένωση για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης". Τον Δεκέμβριο του 1895 ο Λένιν και οι στενότεροι συνεργάτες του συνελήφθησαν. Πέρασε το 1896 στη φυλακή, και τον Φεβρουάριο του 1897 εξορίστηκε για τρία χρόνια στην επαρχία Γενισέης στην ανατολική Σιβηρία. Το 1898 νυμφεύτηκε την Ναντέζντα Κ. Κρούπσκαγια, συνεργάτιδά του στην εργατική Ένωση της Αγίας Πετρούπολης και πιστή σύντροφο για τα υπόλοιπα 26 χρόνια της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της εξορίας τελείωσε το έργο του "Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία", βασισμένο σε μεγάλο όγκο στατιστικού υλικού (1899).
Το 1900 ο Λένιν πήγε στην Ελβετία και στο τέλος του έτους εμφανίστηκε στο Μόναχο το πρώτο φύλλο της εφημερίδας "Ίσκρα" (Σπίθα). Στόχος του ήταν να διαμορφώσει ένα επαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα εναντίον του τσαρικού καθεστώτος. Το δεύτερο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος των Εργαζομένων (RSDLP) στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1903, ενέκρινε το πρόγραμμα που επεξεργάστηκαν ο Πλεχάνοφ και ο Λένιν, όμως έληξε με την ιστορική διάσπαση του κόμματος. Δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των Βλαντίμιρ Λένιν και Γιούλι Μάρτοφ, δύο εκ των ηγετών του κόμματος. Ο Λένιν διαμόρφωσε μια φράξια γνωστή ως Μπολσεβίκοι (= Πλειοψηφούντες, Στάλιν, Ζινόβιεφ, Λουνατσάρσκι, Λασέβιτς, Κρούπσκαγια, Φρούνζε, Ρύκοφ, Σβερντλόφ, Κάμενεφ, Λιτβίνοφ, Αντόνοφ, Ντζερζίνσκι, Ορντζονικίντζε και Μπογκντάνοφ), ενώ εκείνοι που παρέμειναν πιστοί στον Μάρτοφ έγιναν γνωστοί ως Μενσεβίκοι (= Μειοψηφούντες, Πλεχάνοφ, Αξελρόντ, Ντεϊτς, Αντόνοφ-Οβσέενκο, Τρότσκι, Ζασούλιτς, Τσερετέλι, Ουρίτσκι, Ζορντανια, Βισίνσκι και Νταν). Οι διαφορές αφορούσαν την τακτική και τελικά το πρόγραμμα του κόμματος, καθώς οι Μενσεβίκοι προσπαθούσαν να εναρμονίσουν την πολιτική του ρωσικού προλεταριάτου με αυτήν της φιλελεύθερης αστικής τάξης.
Επαναστατική κατάσταση δημιουργήθηκε στη χώρα από την ήττα του στρατού και του ναυτικού στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, από τους πυροβολισμούς εναντίον των εργαζομένων στις 9 Ιανουαρίου του 1905 και από τις αγροτικές ταραχές και τις πολιτικές απεργίες. Τον Οκτώβριο του 1905 άρχισε μία πανρωσική απεργία. Αρχές Νοεμβρίου ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία από τη Γενεύη, και απευθύνθηκε στους Μπολσεβίκους για να προσελκύσει στο κόμμα ευρύτερες μάζες εργαζομένων. Η εξέγερση στη Μόσχα στο τέλος Δεκεμβρίου 1905, χωρίς την υποστήριξη του στρατού, χωρίς ταυτόχρονες εξεγέρσεις σε άλλες πόλεις και χωρίς ικανοποιητική συμμετοχή σε άλλες περιοχές της χώρας, καταπαύτηκε γρήγορα. Η φιλελεύθερη αστική τάξη ήρθε στο προσκήνιο και άρχισε η εποχή των πρώτων δύο Δουμών.
Ο Λένιν μετακόμισε στη Φινλανδία για λόγους ασφάλειας. Συνέχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη και συμμετείχε σε πολλά σοσιαλιστικά συνέδρια και δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της Διάσκεψης του Τσίμμερβαλντ το 1915. Στις 16 Απριλίου του 1917 επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη από την Ελβετία μετά την πτώση του τσάρου Νικόλαου Β’ και ανήγγειλε αυτό που έγινε γνωστό ως "Θέσεις του Απριλίου", με τις οποίες επιτέθηκε στους Μενσεβίκους που στήριζαν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Αντ’ αυτού, υποστήριξε ότι οι επαναστάτες έπρεπε να πείσουν τους Ρώσους ότι αυτοί πρέπει να αναλάβουν την εξουσία της χώρας. Στην ομιλία του, ο Λένιν ενθάρρυνε τους αγρότες να πάρουν τη γη από τους πλούσιους γαιοκτήμονες και τους βιομηχανικούς εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια. Μετά από την αποτυχημένη εξέγερση των εργαζομένων τον Ιούλιο, έφυγε και πάλι στη Φινλανδία για ασφάλεια. Επέστρεψε τον Οκτώβριο, με σφραγισμένο τραίνο το οποίο κατά τη διαδρομή συνοδευόταν από Γερμανούς στρατιώτες και με την υποστήριξη του Γερμανού αυτοκράτορα, υποκινώντας ένοπλο κίνημα ενάντια στην Προσωρινή κυβέρνηση του Κέρενσκι. Οι ιδέες του για τη διακυβέρνηση εκφράστηκαν στο δοκίμιό του «Κράτος και επανάσταση», όπου απαίτησε μια νέα μορφή διακυβέρνησης βασισμένη στα «συμβούλια των εργαζομένων», τα Σοβιέτ.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1917 ο Κέρενσκι προσπάθησε να ανακτήσει την αριστερή του στήριξη με τη διαμόρφωση ενός νέου συνασπισμού που περιελάμβανε περισσότερους Μενσεβίκους και Σοσιαλεπαναστάτες. Πιεζόμενος από την αριστοκρατία και τους βιομηχάνους ο Αλέξανδρος Κέρενσκι πείστηκε να ληφθούν αποφασιστικά μέτρα. Στις 22 Οκτωβρίου διέταξε τη σύλληψη της μπολσεβικικής στρατιωτικής επαναστατικής Επιτροπής. Την επόμενη ημέρα έκλεισε τις μπολσεβικικές εφημερίδες και έκοψε τα τηλέφωνα στο κατάλυμά τους. Ο Λέων Τρότσκι τότε πρότεινε τη συντριβή της προσωρινής κυβέρνησης και το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου του 1917 δόθηκαν οι σχετικές διαταγές. Οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να καταλαμβάνουν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, την τηλεφωνική υπηρεσία και την κρατική τράπεζα. Την επόμενη ημέρα οι ερυθρές φρουρές περικύκλωσαν τα χειμερινά ανάκτορα. Μέσα ήταν το μεγαλύτερο μέρος της κυβέρνησης της χώρας, αν και ο Κέρενσκι είχε κατορθώσει να δραπετεύσει από την πόλη. Τα χειμερινά ανάκτορα τα υπερασπίστηκαν οι Κοζάκοι, μερικοί αξιωματικοί και το Τάγμα Γυναικών. Στις 9 μ.μ. κανονιοβολισμοί από το φρούριο Πέτρου και Παύλου είχαν ως αποτέλεσμα να πάρει φωτιά το παλάτι. Έγιναν ελάχιστες ζημιές, αλλά αυτό έπεισε τους περισσότερους από εκείνους που υπερασπίζονταν το κτήριο να παραδοθούν. Οι επαναστάτες καθοδηγούμενοι από τον Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οφσέενκο εισήλθαν στα ανάκτορα και συνέλαβαν τους περισσότερους υπουργούς της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Στις 26 Οκτωβρίου 1917, το πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ παρέδωσε την εξουσία στο Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού. Ο Λένιν εξελέγη πρόεδρος του Συμβουλίου, ενώ σ’ αυτό περιλαμβάνονταν οι Λέων Τρότσκι (Εξωτερικές υποθέσεις), Αλεξέι Ρίκωφ (Εσωτερικές υποθέσεις), Ανατόλι Λουνατσάρσκι (Εκπαίδευση), Αλεξάνδρα Κολλοντάι (Κοινωνική πρόνοια), Φέλιξ Ντζερζίνσκι (Εσωτερικές υποθέσεις), Ιωσήφ Στάλιν (Μειονότητες), Πέτρος Στούτσκα (Δικαιοσύνη) και Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οφσέενκο (Στρατιωτικές Υποθέσεις). Ως πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού ο Λένιν κατήργησε την ιδιωτική ιδιοκτησία στη γη και άρχισε την διανομή της γης στους αγρότες. Οι τράπεζες εθνικοποιήθηκαν και εισάχθηκε ο έλεγχος της παραγωγής στα εργοστάσια. Κατάργησε επίσης την Συντακτική Συνέλευση του 1918 και κήρυξε παράνομα το Δημοκρατικό Κόμμα, τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες.
Στη συνέχεια ο Λένιν προχώρησε σε αποστράτευση του στρατεύματος και ανήγγειλε ότι προγραμμάτιζε να συνάψει ανακωχή με τη Γερμανία. Ο Τρότσκι ανέλαβε το δύσκολο στόχο να βγάλει τη Ρωσία από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να παραχωρήσει εδάφη στις Κεντρικές δυνάμεις. Μετά από εννέα εβδομάδες διαπραγματεύσεων χωρίς να καταλήξουν σε συμφωνία, ο γερμανικός στρατός διατάχτηκε να επαναλάβει την προέλασή του στο ρωσικό έδαφος. Στις 3 Μαρτίου 1918, με τα γερμανικά στρατεύματα να κινούνται προς την Πετρούπολη, ο Λένιν διέταξε τον Τρότσκι να δεχτεί τους όρους των Κεντρικών Δυνάμεων. Η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ ανάγκασε τους Ρώσους να παραδώσουν την Ουκρανία, τη Φινλανδία, τις Βαλτικές χώρες, τον Καύκασο και την Πολωνία. Η απόφαση της ανακωχής αύξησε τη λαϊκή αντίθεση προς τη Μπολσεβικική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών διάφορες ομάδες που αντιτάσσονταν στο σοβιετικό καθεστώς ένωσαν τις δυνάμεις τους. Οι ένοπλοι που πάλεψαν ενάντια στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου ονομάστηκαν Λευκός Στρατός που περιλάμβανε όσους επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο ενάντια στις Κεντρικές δυνάμεις, τους Μενσεβίκους και Σοσιαλεπαναστάτες που αντιτάχθηκαν στη δικτατορική πολιτική του νέου καθεστώτος, τους γαιοκτήμονες που είχαν χάσει τα κτήματά τους, ιδιοκτήτες εργοστασίων που εθνικοποιήθηκαν, αφοσιωμένα μέλη της Ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας που αντιτάχθηκαν στον κυβερνητικό αθεϊσμό και βασιλόφρονες που προσδοκούσαν να αποκαταστήσουν τη μοναρχία. Ο λευκός στρατός είχε πρόσκαιρη επιτυχία στην Ουκρανία, όπου οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν λαοφιλείς. Ο Λέων Τρότσκι και Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οφσέενκο, ανέλαβαν την ηγεσία του Κόκκινου Στρατού και βαθμιαία απέκτησαν τον έλεγχο της Ουκρανίας. Μέχρι τον Φεβρουάριο, του 1918, οι Λευκοί δεν κατείχαν καμία σημαντική περιοχή στη Ρωσία, αλλά ο εμφύλιος πόλεμος διήρκεσε έως τα τέλη του 1920.
Στις 30 Αυγούστου 1918 η Φάνια Καπλάν, μέλος του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, πλησίασε τον Λένιν μετά από μία ομιλία του σε κάποια συνεδρίαση, ενώ βρισκόταν στο δρόμο για το αυτοκίνητό του. Τον φώναξε και, όταν αυτός γύρισε, τον πυροβόλησε τρεις φορές, ενώ δύο από τις σφαίρες τον βρήκαν στον ώμο και τον πνεύμονα. Ο Λένιν οδηγήθηκε στο διαμέρισμά του στο Κρεμλίνο, και αρνήθηκε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο, πιστεύοντας πως άλλοι δολοφόνοι θα τον περίμεναν εκεί. Οι γιατροί κλήθηκαν, αλλά αποφάσισαν ότι ήταν επικίνδυνο να αφαιρεθούν οι σφαίρες. Ο Λένιν συνήλθε τελικά, αν και η υγεία του εξασθένησε από αυτό το σημείο και συνέβαλε στον πρόωρο θάνατό του. Τον Μάρτιο του 1919, ο Λένιν και άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες από όλο τον κόσμο συναντήθηκαν και ίδρυσαν την Κομμουνιστική Διεθνή, της οποίας τα μέλη διέκοψαν τις επαφές με το ευρύτερο σοσιαλιστικό κίνημα και έγιναν γνωστοί ως κομμουνιστές. Στη Ρωσία, το μπολσεβικικό κόμμα μετονομάστηκε σε "Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα ", το οποίο οδήγησε στο Κ.Κ.Σ.Ε.
Η φτώχεια, ο εμφύλιος πόλεμος, και η καταστροφή του παραγωγικού ιστού της επαναστατημένης Ρωσίας δημιούργησε κοινωνική δυσαρέσκεια και οδήγησε σε συγκρούσεις με τμήματα του λαού και της εργατικής τάξης με κορυφαίο γεγονός την εξέγερση της Κρονστάνδης. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, τον Μάρτιο του 1921 ο Λένιν ανήγγειλε τις λεπτομέρειες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής που έγινε γνωστή ως Ν.Ε.Π. Οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα τώρα να πωλούν τα προϊόντα τους στην ελεύθερη αγορά και μπορούσαν να προσλαμβάνουν πολίτες ως εργαζόμενους. Οι αγρότες που επέκτειναν το μέγεθος των αγροκτημάτων τους έγιναν γνωστοί ως Κουλάκοι. Τα εργοστάσια που απασχολούσαν λιγότερο από είκοσι άτομα μπορούσαν, μετά από απαίτηση των προηγούμενων ιδιοκτητών τους, να επανέλθουν στην κατοχή τους.
Στη διάσκεψη του Κόμματος, το 1922, ο Λένιν πρότεινε τη δημιουργία μιας θέσης γενικού γραμματέα. Η επιλογή του για τη θέση ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος στο παρελθόν είχε υποστηρίξει τις πολιτικές αποφάσεις του. Αμέσως μετά το διορισμό του Στάλιν ως γενικού γραμματέα, ο Λένιν εισάχθηκε στο νοσοκομείο, για να αφαιρέσει μια σφαίρα από την απόπειρα δολοφονίας της Φ. Καπλάν. Ένα αιμοφόρο αγγείο έσπασε στον εγκέφαλο, τον άφησε παράλυτο στη δεξιά πλευρά του και για έναν χρόνο ήταν ανίκανος να μιλήσει. Ως "έμπιστος του Λένιν", ο Ιωσήφ Στάλιν έγινε εξαιρετικά σημαντικός. Στο συνέδριο του κόμματος έλαβε την άδεια να αποβάλει τα "ανεπαρκή" κομματικά μέλη. Αυτό ο Στάλιν το εκμεταλλεύτηκε για να απομακρύνει χιλιάδες υποστηρικτές του Λέοντα Τρότσκι, βασικού ανταγωνιστή του για την ηγεσία του κόμματος. Ως γενικός γραμματέας, ο Στάλιν είχε επίσης τη δύναμη να διορίζει και να παύει ανθρώπους από σημαντικές κυβερνητικές θέσεις. Οι νέοι κάτοχοι αυτών των θέσεων γνώριζαν καλά ότι όφειλαν την προώθησή τους στον Στάλιν και ότι, αν η συμπεριφορά τους δεν τον ευχαριστούσε, θα τους αντικαθιστούσε.
Ο Ιωσήφ Στάλιν, του οποίου η σύζυγος Ναντέζντα Αλλιλούγιεβα δούλευε στο ιδιαίτερο γραφείο του Λένιν, ανακάλυψε σύντομα το περιεχόμενο μιας επιστολής που εστάλη στον Τρότσκι και εξαγριώθηκε, συνειδητοποιώντας ότι αν Λένιν και Τρότσκι λειτουργούσαν μαζί εναντίον του, η πολιτική σταδιοδρομία του θα τερματιζόταν. Σε ένα ξέσπασμα θυμού ο Στάλιν τηλεφώνησε στη σύζυγο του Λένιν, Ναντέζντα Κρούπσκαγια, και την κατηγόρησε ότι θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του Λένιν επιτρέποντάς του να γράφει επιστολές ενώ ήταν τόσο άρρωστος. Όταν η Κρούπσκαγια πληροφόρησε τον σύζυγο της για αυτή την τηλεφωνική συνομιλία, ο Λένιν έλαβε την απόφαση ότι ο Στάλιν δεν ήταν κατάλληλος για να τον αντικαταστήσει ως ηγέτης του Κόμματος. Ο Λένιν ήξερε ότι πλησίαζε στο τέλος, έτσι υπαγόρευσε στον γραμματέα του μια επιστολή, που περιελάμβανε τις σκέψεις του και που θέλησε να χαρακτηριστεί ως διαθήκη του. Τρεις ημέρες αφότου υπαγόρευσε τη διαθήκη του ο Λένιν είχε ένα τρίτο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πέθανε μετά από 10 μήνες στις 21 Ιανουαρίου, 1924 στην Γκόρκι (συνοικισμός κοντά στη Μόσχα). Μολονότι η επίσημη αιτία θανάτου ήταν εγκεφαλικό επεισόδιο, φήμες ότι ο Λένιν έπασχε από σύφιλη, που επηρέασε τις εγκεφαλικές αρτηρίες, διαδόθηκαν αμέσως μετά από το θάνατό του και υποστηρίζονται μέχρι σήμερα. Το σώμα του βαλσαμώθηκε και τοποθετήθηκε σε μόνιμη έκθεση στο μαυσωλείο Λένιν στη Μόσχα. Η Αγία Πετρούπολη μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ προς τιμήν του και διατήρησε το όνομα αυτό, μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.
Ο Λένιν εκτός από επαναστάτης και επιτελικός στρατιωτικός, ήταν αξιόλογος στοχαστής, μολονότι το έργο του αναβαθμίστηκε από τους οπαδούς του, ώστε να εμφανίζεται ως βελτίωση των ιδεών του Μάρξ και του Ένγκελς για τον σοσιαλισμό. Μελέτησε τον ιμπεριαλισμό και εμπλούτισε τη θεωρία και την πρακτική της ταξικής πάλης, της δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, καθώς και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της μετάβασης στον Κομμουνισμό. Υπερασπίστηκε το διαλεκτικό υλισμό, διατύπωσε τη θεωρία της αντανάκλασης, κατέδειξε, τον κομματικό χαρακτήρα της πάλης των διαφόρων τάσεων και ομάδων, και εμβάθυνε στη μελέτη των νόμων της διαλεκτικής (ιδίως του βασικότερου νόμου της ενότητας και πάλης των αντιθέτων). Είχε σημαντική θέση στον πολιτικό μύθο της Σοβιετκής Ένωσης, ως φορέα που αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας κοινής σοβιετικής εθνικής ταυτότητας που θα ένωνε τις πολυάριθμες εθνικές ομάδες της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, με δεδομένο τον υψηλό βαθμό φυλετικής αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει το εβραϊκό έθνος, το γεγονός ότι ήταν εβραϊκής καταγωγής και μασόνος, όπως και οι Μαρξ, Κερένσκι, Τρότσκι, Μπακούνιν, Λεβαντόφκι και αρκετά άλλα υψηλόβαθμα στελέχη των Μπολσεβίκων, που είναι γνωστό ότι χρηματοδόθηκαν από μεγάλους Αγγλοεβραίους χρηματιστές αναπόφευκτα δημιουργεί συνειρμούς, που επιτρέπουν να φημολογείται ότι οι βαθύτεροι στόχοι τους απέβλεπαν κυρίως στην εξόντωση του εχθρικού προς τους Εβραίους τσαρικού καθεστώτος και λιγότερο στην άμεση αντιπαράθεση με την κεφαλαιοκρατική τάξη πραγμάτων.
δ. Αλεξέι Ρύκοφ (1881-1938)
Ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς Ρύκοφ (Alexei Ivanovich Rykov, Алексе́й Ива́нович Ры́ков, 1881 –1938) ήταν πρωθυπουργός της Ρωσίας (1924-1929) και της Σοβιετικής Ένωσης (1924-1930), μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος από το 1898 και από το 1903 μέλος των Μπολσεβίκων υπό τον Λένιν. Έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1905 και λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση 1917 έγινε μέλος των Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας, και τον Ιούλιο εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των Μπολσεβίκων. Ως μετριοπαθής επικρίθηκε από τους ριζοσπαστικότερους Μπολσεβίκους, αλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Οκτωβριανή Επανάσταση και στη συνέχεια ορίστηκε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση του Λένιν. Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου (1918-1920) επέβλεψε την οικονομική πολιτική του πολέμου και τη διανομή τροφίμων στον Κόκκινο Στρατό. Όταν τον Μάρτιο του 1923 ο Λένιν κατέστη ανίκανος για εργασία, μετά την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που τον έπληξε, εκλέχτηκε Αναπληρωτής Πρόεδρος στη θέση του Λένιν. Μετά τον θάνατο του Λένιν ορίστηκε πρωθυπουργός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου του 1930, οπότε αποσύρθηκε από την κυβέρνηση. Το 1937 συνελήφθη μαζί με τον Νικολάι Μπουχάριν, κρίθηκαν ένοχοι προδοσίας και εκτελέσθηκαν.
ε. Βιάτσεσλαβ Μολότοφ (1890-1986)
Ο Βιάτσεσλαβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ (Vyacheslav Mikhailovich Molotov, 1890 –1986) ήταν μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων και εξέχουσα προσωπικότητα της Σοβιετικής κυβέρνησης από το 1920, ως προστατευόμενος του Ιωσήφ Στάλιν. Υπηρέτησε ως πρωθυπουργός από το 1930 μέχρι το 1941 και ως υπουργός εξωτερικών από το 1939 μέχρι το 1949, καθώς και από το 1953 έως το 1956. Ήταν επίσης αναπληρωτής πρωθυπουργός από το 1942 μέχρι το 1957, όταν αποδεσμεύτηκε από τον Νικήτα Κρούτσεφ. Αποσύρθηκε το 1961 μετά από μερικά χρόνια στην αφάνεια. Ήταν ο κύριος εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης κατά την υπογραφή του Συμφώνου μη Επίθεσης το 1939 (γνωστού και ως συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ), με το οποίο η ΕΣΣΔ έγινε σύμμαχος της χιτλερικής Γερμανίας από το 1939 μέχρι το 1941, προσαρτώντας, σε συνεργασία με τους Γερμανούς, μέρος της Πολωνίας. Μετά τον πόλεμο διατήρησε τη θέση του ως επιφανής διπλωμάτης μέχρι το 1949, όταν έχασε την εύνοια του Στάλιν. Παρόλα αυτά το 1953 αντιτάχθηκε στην προσπάθεια του Κρούτσεφ να αποσταλινοποιήσει το καθεστώς της ΕΣΣΔ και παρέμεινε πιστός στην κληρονομιά του Στάλιν μέχρι τον θάνατό του το 1986 σε ηλικία 96 ετών.
στ. Λέων Τρότσκι (1879-1940)
O Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστέιν, γνωστός ως Λέων Τρότσκι (Лев Дави́дович Тро́цкий, 7 Νοεμβρίου 1879 - 21 Αυγούστου 1940) ήταν Μπολσεβίκος επαναστάτης και θεωρητικός του Μαρξισμού, Κομισάριος (υπουργός) Εξωτερικών αμέσως μετά την επανάσταση, ενώ στη συνέχεια, στα χρόνια της Αντεπανάστασης, ίδρυσε τον Κόκκινο Στρατό και διετέλεσε Κομισάριος Πολέμου. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Γιάνοφκα της Ουκρανίας, στις 7 Νοεμβρίου 1879, πέμπτο παιδί του εύπορου, αλλά αμόρφωτου, Εβραίου αγρότη Νταβίντ Λεόντιεβιτς Μπρονστέιν και της συζύγου του Άννας Μπρονστέιν. Η Όλγα, αδελφή του Τρότσκι, παντρεύτηκε το ισχυρό στέλεχος των Μπολσεβίκων, Λεβ Κάμενεφ. Η πρώτη φορά που συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ήταν όταν μετακόμισε στο Νικολάγιεφ το 1896, για να τελειώσει τις σπουδές του. Εκεί επηρεάστηκε από το κίνημα των Ναρόντνικων, αλλά στη συνέχεια γνώρισε τον Μαρξισμό, τον οποίο και ασπάστηκε. Βοήθησε στην ίδρυση της Εργατικής Ένωσης Νότιων Ρώσων στο Νικολάγιεφ, το 1897. Τον Ιανουάριο του 1898 πάνω από 200 μέλη της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου και του Μπρονστέιν, συνελήφθησαν και ο Μπρονστέιν πέρασε 2 χρόνια στη φυλακή περιμένοντας τη δίκη του. Στη φυλακή νυμφεύτηκε τη μαρξίστρια Αλεξάντρα Σοκολόφσκαγια και μελέτησε φιλοσοφία. Το 1900, του επιβλήθηκε ποινή εξορίας 4 χρόνων στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, όπου πήγε μαζί με την Αλεξάντρα η οποία γέννησε τις πρώτες του δύο κόρες.
Το 1902, πλαστογραφώντας ένα διαβατήριο με το όνομα Λέων Τρότσκι (όνομα που δημιούργησε ο ίδιος και το οποίο καθιερώθηκε ως το επαναστατικό του ψευδώνυμο), δραπέτευσε από τη Σιβηρία και κατέληξε στο Λονδίνο. Εκεί συνάντησε τους Γκεόργκι Πλεχάνοφ, Βλαντιμίρ Λένιν, Γιούλι Μάρτωφ και άλλους συντάκτες της Ίσκρα. Στα τέλη του 1902 ο Τρότσκι γνώρισε τη Ναταλία Σέντοβα η οποία το 1903 έγινε η δεύτερη γυναίκα του. Μ' αυτήν απόκτησε δύο παιδιά, ενώ με την πρώτη του γυναίκα διατήρησε φιλική σχέση μέχρι το 1935, όταν η Αλεξάντρα εξαφανίστηκε κατά την διάρκεια των "Μεγάλων Εκκαθαρίσεων". Το 1903 οι υποστηρικτές του Λένιν ονομάστηκαν Μπολσεβίκοι και υποστήριζαν την δημιουργία ενός κόμματος μικρού αλλά πολύ καλά οργανωμένου, ενώ αντίθετα οι Μενσεβίκοι, υποστηρικτές του Μαρτώφ, υποστήριζαν τη δημιουργία ενός κόμματος μεγαλύτερου και πιο λίγο πειθαρχημένου. Ο Τρότσκι, όπως και οι περισσότεροι εκδότες της Ίσκρα, τάχτηκαν υπέρ των Μενσεβίκων και του Μάρτωφ, ενώ ο Πλεχάνοφ υποστήριξε το Λένιν και τους Μπολσεβίκους. O Πλεχάνοφ εγκατέλειψε τους Μπολσεβίκους, και ο Τρότσκι εγκατέλειψε τους Μενσεβίκους το 1904, αφού ήθελαν να συνεργαστούν με τους Φιλελεύθερους και ταυτόχρονα αρνούνταν την συνεργασία με τους Μπολσεβίκους. Από τότε μέχρι το 1917 ο Τρότσκι προσπαθούσε να δημιουργήσει φράξια μέσα στο κόμμα και αυτό τον οδήγησε σε προσωπικές συγκρούσεις με τον Λένιν και άλλα στελέχη του κόμματος. Σε αυτό το χρονικό διάστημα άρχισε να αναπτύσσει τη θεωρία του της Διαρκούς Επανάστασης, η οποία τον οδήγησε σε στενή συνεργασία με τον Αλεξάντερ Πάρβους (1904-1907).
Μετά από τα γεγονότα της "Ματωμένης Κυριακής" (Επανάσταση του 1905), ο Τρότσκι γύρισε μυστικά στη Ρωσία. Τον Μάιο όμως προδόθηκαν οι Μενσεβίκοι από ένα μυστικό πράκτορα και ο Τρότσκι αναγκάστηκε να πάει στη γειτονική Φινλανδία. Τον Οκτώβριο, μια γενική απεργία σε όλη τη Ρωσία έκανε εφικτή την επιστροφή τους στην Πετρούπολη. Ταυτόχρονα, οι Μενσεβίκοι δημιούργησαν μια εκλεγμένη πολυκομματική επαναστατική επιτροπή, το πρώτο σοβιέτ. Στις 3 Δεκεμβρίου 1905 το σοβιέτ περικυκλώθηκε από στρατιώτες πιστούς στον Τσάρο και οι εκπρόσωποι του σοβιέτ συνελήφθησαν. Ο Τρότσκι οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε και πάλι σε εξορία στη Σιβηρία. Τον Ιανουάριο του 1907 στο δρόμο προς τη Σιβηρία ο Τρότσκι κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στο Λονδίνο και στη συνέχεια, τον Οκτώβρη, μετακινήθηκε στη Βιέννη, όπου παρέμεινε για τα επόμενα 7 χρόνια. Τον Οκτώβριο του 1908, μαζί με τον Γιόφφε, τον Matvey Skobelev, και τον Victor Kopp, τύπωσε για πρώτη φορά την δεκαπενθήμερη εφημερίδα "Pravda" (Αλήθεια), η οποία ήταν γραμμένη στα ρωσικά και απευθυνόταν στους Ρώσους εργάτες. Ο Τρότσκι συνέχισε να τυπώνει την εφημερίδα για ακόμα 2 χρόνια, έως ότου έκλεισε τον Απρίλη του 1912. Η πιο σημαντική διαφωνία που είχαν ο Τρότσκι και οι Μενσεβίκοι απέναντι στον Λένιν ήταν το θέμα των ένοπλων ληστειών διάφορων τραπεζών και εταιριών, τις οποίες έκαναν οι Μπολσεβίκοι προς όφελος του κόμματος.
Τον Σεπτέμβριο του 1912 στάλθηκε από την εφημερίδα Kievskaya Mysl στα Βαλκάνια, ως πολεμικός ανταποκριτής για τους Βαλκανικούς πολέμους. Με τo ξέσπασμα του Α Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1917) ο Λένιν, ο Τρότσκι και ο Μαρτώφ υποστήριζαν αρκετές διεθνιστικές αντιπολεμικές θέσεις, ενώ ο Πλεχάνοφ και άλλοι Σοσιαλδημοκράτες (Μενσεβίκοι καθώς και Μπολσεβίκοι) υποστήριζαν τη Ρωσική κυβέρνηση, ως ένα βαθμό. Στη συνέχεια ο Τρότσκι, ως πολεμικός ανταποκριτής της Kievskaya Mysl, μετακινήθηκε στη Γαλλία, τον Νοέμβριο του 1914. Το Σεπτέμβριο του 1916 ο Τρότσκι απελάθηκε από την Γαλλία στην Ισπανία, εξαιτίας τον αντιπολεμικών του δραστηριοτήτων. Ούτε οι ισπανικές αρχές τον δέχτηκαν και τον απέλασαν και αυτές με την σειρά τους στις ΗΠΑ, στις 25 Δεκεμβρίου 1916. Κατέφθασε στη Νέα Υόρκη τις 13 του Γενάρη του 1917, όπου άρχισε να γράφει άρθρα στην τοπική ρωσόφωνη σοσιαλιστική εφημερίδα Novy Mir και να δίνει ομιλίες σε Ρώσους μετανάστες.
Ο Τρότσκι ζούσε στη Νέα Υόρκη όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 που ανέτρεψε τον Τσάρο Νικόλαο Β'. Τελικά έφτασε στη Ρωσία στις 4 Μαΐου 1917, επειδή το καράβι στο οποίο ήταν επιβάτης ανακόπηκε από Βρετανούς και έμεινε στη Νέα Σκοτία μέχρι τις 29 Απριλίου. Όταν επέστρεψε κατανόησε ότι συμφωνούσε ουσιαστικά με τους Μπολσεβίκους και συνεργάστηκε μαζί τους στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Μετά το θάνατο του Βλαντιμίρ Λένιν, ο Ιωσήφ Στάλιν επεκράτησε του Λέοντα Τρότσκι σε μια πολιτικοϊδεολογική αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, που όμως λύθηκε με διοικητικά μέτρα (διαγραφές, καθαιρέσεις, εξορίες). Ο Τρότσκι και οι κύριοι συνεργάτες του εξορίστηκαν, τον Ιανουάριο του 1928, σε απομακρυσμένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος μεταφέρθηκε στην Άλμα-Ατα (τώρα Αλμάτι στο Καζακστάν) και τον Ιανουάριο του 1929 εκδιώχθηκε οριστικά από τη χώρα. Αρχικά έγινε δεκτός από την τουρκική κυβέρνηση, η οποία τον εγκατέστησε στο νησί της Πριγκήπου. Εκεί ο Τρότσκι ασχολήθηκε εντατικά με τη συγγραφή, ολοκληρώνοντας τα βιβλία με την αυτοβιογραφία του και την εξιστόρηση της Ρωσικής Επανάστασης. Το 1933, εξασφάλισε άδεια διαμονής στη Γαλλία. Με την επικράτηση του Χίτλερ στη Γερμανία, ο Τρότσκι εγκατέλειψε την ιδέα της αναμόρφωσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) και έκανε έκκληση για τη συγκρότηση της Δ' Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία θα περιλάμβανε επαναστατικά κόμματα που θα ίδρυαν οι οπαδοί του. Τελικά η Δ' Διεθνής απέτυχε να γίνει κάτι περισσότερο από μια σκιώδης οργάνωση, αν και το 1938, στη Γαλλία, συγκλήθηκε ένα μικρό ιδρυτικό συνέδριο. Το 1935, ο Τρότσκι υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί στη Νορβηγία. Το 1936, υπό την σοβιετική πίεση, αναγκάστηκε να φύγει και πάλι, αυτή τη φορά στο Coyoacán του Μεξικού. Στις μεγάλες δίκες της Μόσχας το 1936-1938, όπου δικάστηκαν για προδοσία σημαντικά στελέχη της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι καταδικάστηκε (ερήμην) ως ο κύριος συνωμότης, κατηγορία που αποδείχτηκε αργότερα ψευδής.
Ο Τρότσκι έγινε στόχος δύο αποπειρών δολοφονίας, πιθανώς από πράκτορες του Ιωσήφ Στάλιν. Η πρώτη έγινε με πολυβολισμό του σπιτιού του και ήταν ανεπιτυχής. Η δεύτερη απόπειρα, στις 20 Αυγούστου 1940, έγινε με ορειβατική αξίνα (piolet) και ήταν επιτυχής. Δράστης ήταν ο Ραμόν Μερκάντερ, Ισπανός κομμουνιστής ο οποίος είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του οικιακού προσωπικού του Τρότσκι. Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη για τη δολοφονία και ο δράστης καταδικάστηκε σε 20ετή κάθειρξη. Ο μεγάλος Μεξικανός ζωγράφος Ντιέγκο Ριβέρα, σύζυγος της Φρίντα Κάλο, ήταν μεγάλος θαυμαστής του Τρότσκι και ζωγράφισε δύο φορές το πορτραίτο του. Το 1972, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον υποδύθηκε τον Τρότσκι στην ταινία Η δολοφονία του Τρότσκι, σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λόουζι. Το 2002, στην ταινία Φρίντα, τον Τρότσκι υποδύθηκε ο ηθοποιός Τζέφρεϊ Ρας. Ο Τρότσκι ενέπνευσε τον χαρακτήρα του Σνόουμπολ στη νουβέλα Η φάρμα των ζώων του Τζωρτζ Όργουελ.
ζ. Ιωσήφ Στάλιν (1878-1953)
Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν (Иосиф Виссарионович Сталин, ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι 18 Δεκεμβρίου 1878 – 5 Μαρτίου 1953) ήταν ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (Κ.Κ.Σ.Ε) από το 1922 μέχρι το 1953. Γεννήθηκε στην πόλη Γκόρι της Γεωργίας στις 18 Δεκεμβρίου του 1878. Ο πατέρας του, Βησσαρίων Τζουγκασβίλι, ήταν υποδηματοποιός, ενώ η μητέρα του, Αικατερίνη Γκελάντζε, δούλευε ως πλύστρα. Ως παιδί, ο Στάλιν δοκίμασε την ένδεια, που οι περισσότεροι αγρότες έπρεπε να υπομείνουν στη Ρωσία στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του έπινε πολύ και χτυπούσε συχνά τη σύζυγο και το μικρό γιο του. Εκείνοι οι άδικοι και φρικτοί ξυλοδαρμοί είχαν επίδραση στην ψυχολογία του. Σε ηλικία επτά ετών έπαθε ευλογιά, από την οποία επέζησε αλλά το πρόσωπό του παρέμεινε σημαδεμένο για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1888, ο πατέρας του έφυγε για να ζήσει στην Τιφλίδα, αφήνοντας την οικογένειά του χωρίς καμία στήριξη και φημολογείται πως πέθανε σε πάλη. Η μητέρα του ήταν βαθιά θρησκευόμενη και το 1888 κατόρθωσε να του εξασφαλίσει μία θέση στην τοπική εκκλησιαστική σχολή. Παρά τα προβλήματα υγείας του, σημείωσε πρόοδο στο σχολείο και κέρδισε υποτροφία στη θεολογική σχολή της Τιφλίδας.
Κατά τη φοίτησή του στη σχολή προσχώρησε σε μια μυστική οργάνωση αποκαλούμενη Messame Dassy, της οποίας τα μέλη ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Γεωργίας από τη Ρωσία. Κάποιοι ήταν επίσης Σοσιαλεπαναστάτες και μέσω αυτών ο Στάλιν ήρθε αρχικά σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ και έγινε άθεος. Τον Μάιο του 1899 αποβλήθηκε από τη θεολογική σχολή της Τιφλίδας και για αρκετούς μήνες παρέμεινε άνεργος. Βρήκε τελικά εργασία παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά της μέσης εκπαίδευσης. Αργότερα, εργάστηκε ως υπάλληλος στο παρατηρητήριο της Τιφλίδας. Το 1901 προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα και στις 18 Απριλίου 1902 συνελήφθη διότι συντόνισε απεργία στις μεγάλες εγκαταστάσεις των Ρότσιλντ στο Βατούμ. Μετά από αυτό πέρασε 18 μήνες εξόριστος στη Σιβηρία.
Στο δεύτερο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος στο Λονδίνο το 1903, κατά τη διαφωνία μεταξύ των Βλαντίμιρ Λένιν και Γιούλι Μάρτοφ, που προκάλεσε την δημιουργία των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων, ο Στάλιν τάχθηκε με το μέρος του Λένιν. Το 1904 ο Στάλιν δραπέτευσε από τη Σιβηρία και μέσα σε μερικούς μήνες ήταν πίσω οργανώνοντας διαδηλώσεις και απεργίες στην Τιφλίδα. Ο Λένιν εντυπωσιάστηκε με τα επιτεύγματα του Στάλιν και το 1905 τον κάλεσε να συναντηθούν στη Φινλανδία.
Πρώτη σύζυγος του Στάλιν ήταν η Αικατερίνη Σβανίντζε, με την οποία έμεινε τρία έτη μέχρι το θάνατό της το 1907. Απέκτησαν ένα γιο, τον Ιάκωβο, που υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό και συνελήφθη από τους Γερμανούς. Σύμφωνα με Γερμανικές πηγές, ο Ιάκωβος πέθανε στις 14 Απριλίου 1943 πέφτοντας πάνω σε έναν ηλεκτρικό φράκτη στο στρατόπεδο όπου ήταν φυλακισμένος. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Ναντέζντα Αλληλούγεβα, η οποία πέθανε το 1932, αυτοπυροβολημένη λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, που τη βασάνιζε. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά: τον Βασίλι και τη Σβετλάνα. Ο Βασίλι έλαβε υψηλή θέση στις τάξεις της σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, κατηγορήθηκε για αλκοολισμό, εξορίστηκε στο Καζάν το 1960 όπου πέθανε το 1962. Αποκαταστάθηκε κομματικά το 1999. Η Σβετλάνα αυτομόλησε από τη Σοβιετική Ένωση το 1967 και πέθανε στις ΗΠΑ το 2011.
Ο Στάλιν επέστρεψε στη Ρωσία το 1905 και κατά τη διάρκεια των επόμενων οκτώ ετών συνελήφθη τέσσερις φορές αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύει. Το 1911 μετακόμισε στην Πετρούπολη και το επόμενο έτος έγινε συντάκτης της "Πράβντα". Η πρακτική εμπειρία του τον κατέστησε χρήσιμο στο μπολσεβικικό κόμμα του Λένιν, και έτσι κέρδισε μια θέση στην κεντρική Επιτροπή τον Ιανουάριο του 1912. Το 1913 υιοθέτησε το όνομα Στάλιν, το οποίο σημαίνει "ατσάλινος" στα ρωσικά. Συνελήφθη πάλι το 1913 και εξορίστηκε ισόβια στη βόρεια Σιβηρία.
Μετά την πτώση του Τσάρου Νικολάου Β’, ο νέος πρωθυπουργός, πρίγκιπας Λβοφ, επέτρεψε σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο Στάλιν επέστρεψε στην Πετρούπολη και ξανάγινε συντάκτης της "Πράβντα". Τον Νοέμβριο, του 1917 ο Λένιν αντάμειψε το Στάλιν για την υποστήριξή του στην Οκτωβριανή Επανάσταση διορίζοντάς τον Κομισάριο (υπουργό) για τα θέματα των μειονοτήτων. Ήταν ένας θώκος που έδωσε στο Στάλιν δύναμη σχεδόν στο μισό πληθυσμό της χώρας, ο οποίος ενέπεσε στην κατηγορία των μη Ρώσων (65 εκατομμύρια Ουκρανών, Γεωργιανών, Λευκορώσων, Τατζέκων, Αζέρων και Γιακούσιων). Η πολιτική των μπολσεβίκων ήταν να χορηγηθεί δικαίωμα αυτοδιάθεσης σε όλες τις μειονοτικές ομάδες εντός της Ρωσίας. Το σχέδιο του Στάλιν ήταν να αναπτύξει αυτό που αποκαλούσε "εθελοντική και τίμια συμμαχία" μεταξύ της Ρωσίας και των διαφορετικών εθνoτικών ομάδων που ζούσαν μέσα στα σύνορά της. Τα επόμενα χρόνια ο Στάλιν δυσκολεύτηκε να θέσει τους μη ρωσικούς λαούς υπό τον έλεγχό του.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ο Στάλιν διαδραμάτισε σημαντικό διοικητικό ρόλο σε στρατιωτικά θέματα και πιστώθηκε τη νίκη έναντι του Λευκού Στρατού στο Τσαρίτσιν (μετέπειτα Στάλινγκραντ, σημερινό Βόλγκογκραντ). Τον Αύγουστο του 1918 η Φάνια Κάπλαν πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τον Λένιν. Ο Στάλιν εξαπέλυσε τότε κόκκινη τρομοκρατία. Μετά την εξέγερση της Κρονστάνδης, τον Μάρτιο του 1921 ο Λένιν ανήγγειλε τις λεπτομέρειες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (Ν.Ε.Π.). Την περίοδο 1919 – 1922 ο Στάλιν υπηρέτησε ως λαϊκός Κομισάριος εργατικής και αγροτικής επιθεώρησης, από το 1920 έως το 1923 ως μέλος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου και ως μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου των Σοβιέτ από το 1917. Τον Απρίλιο του 1922 ο Στάλιν, με υπόδειξη του Λένιν, έγινε Γενικός Γραμματέας του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος, θέση που αναδείχτηκε στη συνέχεια ως η ισχυρότερη στη χώρα. Ο Στάλιν εισήγαγε την αναγκαστική αγροτική κολεκτιβοποίηση, αντικαθιστώντας τα μικρής κλίμακας μη μηχανοποιημένα και ελάχιστα παραγωγικά αγροκτήματα με μεγάλης κλίμακας μηχανοποιημένα αγροκτήματα που μπορούσαν να παράγουν προϊόντα πιο αποδοτικά.
Μετά το θάνατο του Λένιν τον Ιανουάριο του 1924, την διοίκηση του κόμματος ανέλαβαν τα ισχυρότερα μέλη, που διαγωνίστηκαν για την προεδρία (Ιωσήφ Στάλιν, Λεβ Κάμενεφ, Γριγκόρι Ζινόβιεφ, Τρότσκι και Μπουχάριν). Ενώ ο Ζινόβιεφ και ο Καμένεφ ήταν αρχικά υπέρ του Στάλιν, το 1925 στο 15ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων (μετέπειτα Πανρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα –ΠΚΚ), στράφηκαν εναντίον του. Κατέκριναν την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) που αποτελούσε πολιτική επιλογή της "δεξιάς" τάσης (Μπουχάριν) του κόμματος, την σκληρή αντιμετώπιση των αγροτών και ζήτησαν να διεξαχθούν εκλογές σχετικά με την θέση του Στάλιν, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Το 1925 ο Στάλιν ήταν σε θέση να εκδιώξει τον Τρότσκι από την κυβέρνηση. Οι Ζινόβιεφ και Καμένεφ αποφάσισαν να λάβουν το μέρος του Τρότσκι και τον παρότρυναν να οργανώσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ο Τρότσκι ως Κομισάριος του πολέμου είχε τη δύναμη να το πραγματοποιήσει. Παρά ταύτα απέρριψε την ιδέα και παραιτήθηκε από τη θέση του. Το 1928 ο Στάλιν και η σταλινική ομάδα του ΠΚΚ αντιτάχθηκαν στην ΝΕΠ που μέχρι τότε υποστήριζαν και επιτέθηκαν στα "δεξιά" μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Ο Μπουχάριν αγωνίστηκε σκληρά για την υπεράσπιση της ΝΕΠ, αλλά κατέληξε να αποβληθεί από το κόμμα το 1929, μαζί με τους Ρύκοβ και Τόμσκυ που ήταν με το μέρος του. Τον ίδιο χρόνο ο Τρότσκι εξορίστηκε από τη χώρα. Έχοντας παροπλίσει τον Μπουχάριν και εξορίσει τον Τρότσκι, ο Στάλιν αναδείχθηκε μοναδικός ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1929, αλλά δεν κατέκτησε την απόλυτη εξουσία μέχρι τις μεγάλες εκκαθαρίσεις του 1936 – 1938.
Οι Δίκες για τις εκκαθαρίσεις αυτές έμειναν γνωστές ως "Δίκες της Μόσχας". Έγιναν τέσσερις βασικές δίκες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου: η Δίκη των δεκαέξι (Αύγουστος 1936), η Δίκη των δεκαεπτά (Ιανουάριος 1937), η Δίκη των στρατηγών του Κόκκινου στρατού, συμπεριλαμβανομένων στρατηγών όπως ο στρατάρχης Μιχαήλ Τουχατσέφσκι (Ιούνιος 1937) και τελικά η Δίκη των εικοσιενός (κατά την οποία καταδικάστηκε ο Μπουχάριν) τον Μάρτιο του 1938. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι Εθνικοσοσιαλιστές της Γερμανίας είχαν εχθρικές σχέσεις με τους Σοβιετικούς, αφού ο Χίτλερ κατήγγειλε τη "μπολσεβικική απειλή" και τα δύο έθνη διεξήγαγαν έναν πόλεμο επιρροής στην Ισπανία, υποστηρίζοντας διαφορετική πλευρά στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας. Για κάποιο διάστημα ο Στάλιν πίστευε σε μια συμμαχία με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, για να προληφθεί η αυξανόμενη γερμανική απειλή. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν, που δεν ήταν ενθουσιώδης για τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση, συναντήθηκε με τον Αδόλφο Χίτλερ στο Μόναχο τον Σεπτέμβριο του 1938 και ενέδωσε στις απαιτήσεις του για την περιοχή της Σουδητίας στην Τσεχοσλοβακία. Ο Στάλιν θεωρούσε ότι κύριος στόχος της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν να ενθαρρυνθεί η Γερμανία για να κατευθυνθεί στην ανατολή παρά στη δύση. Τον Αύγουστο του 1939 ο Βιατσεσλάβ Μολότωφ προχώρησε στη σύναψη ενός συμφώνου μη επίθεσης με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, με το οποίο η Ρωσία και η Γερμανία συμφώνησαν να μην επιτεθούν η μία στη άλλη. Έναν μήνα αργότερα, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία δίνοντας αφορμή για την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Ενώ οι δυνάμεις του Χίτλερ ισοπέδωναν την Πολωνία, σοβιετικά στρατεύματα κατέκτησαν το ανατολικό μέρος της χώρας. Κατόπιν, τον Οκτώβριο του 1939, η ΕΣΣΔ ανάγκασε τα κράτη της Βαλτικής Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία να επιτρέψουν στις σοβιετικές δυνάμεις να εγκατασταθούν στα σύνορά τους. Αυτό προετοίμασε το έδαφος για την ολοκληρωτική προσάρτηση αυτών των κρατών στην ΕΣΣΔ το επόμενο έτος. Οι Σοβιετικοί εφάρμοσαν παρόμοια πίεση στη Φινλανδία, η οποία ήταν ένα μεγάλο δουκάτο σύμφωνα με τον τσαρικό νόμο, αλλά οι Φινλανδοί αντιστάθηκαν. Έτσι τον Νοέμβριο του 1939 ο Στάλιν διέταξε εισβολή. Ανέμενε έναν γρήγορο, εύκολο πόλεμο, αλλά, λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών και της φινλανδικής αποφασιστικότητας, ο Κόκκινος Στρατός υπέστη μια σειρά ηττών και οπισθοχωρήσεων, μέχρι που, την άνοιξη του επόμενου έτους, οι Φινλανδοί υπέγραψαν συνθηκολόγηση.
Στις 21 Ιουνίου του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ. και ξεχύθηκαν στη σοβιετική ενδοχώρα. Στις 3 Ιουλίου ο Στάλιν προέβη σε εθνικό ραδιοφωνικό διάγγελμα, στο οποίο απαιτούσε εθνική ενότητα παρά την κρίση. Τον επόμενο μήνα, ανέλαβε επίσημα την ανώτατη διοίκηση του Κόκκινου Στρατού, θέση που κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Μέχρι το φθινόπωρο του 1941, οι Ρώσοι είχαν υποχωρήσει κατά μήκος ενός απέραντου μετώπου 2000 μιλίων. Η Ουκρανία ήταν στα χέρια των Γερμανών, όπως η Κριμαία και τα κράτη της Βαλτικής. Τα γερμανικά στρατεύματα πολιόρκησαν το Λένινγκραντ και τη Σεβαστούπολη. Η Μόσχα απειλήθηκε και σώθηκε μόνο από την αρχή του χειμώνα, όταν η αντεπίθεση των σοβιετικών σταμάτησε τη γερμανική πρόοδο. Ο γερμανικός στρατός παρεμποδίστηκε σοβαρά από τον ρωσικό χειμώνα του 1941 - 1942 και μόλις έφθασε η άνοιξη άρχισε να προωθείται για άλλη μια φορά. Ενώ οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες προωθούνταν στη βόρεια Αφρική και τον Ειρηνικό, ο Χίτλερ εξαπέλυσε μια νέα επίθεση στον Καύκασο, με επιδίωξη να καταληφθούν οι πετρελαιοπηγές γύρω από το Μπακού. Τα στρατεύματα του Στάλιν απωθήθηκαν πάλι και οδηγήθηκαν στο Στάλινγκραντ (πρώην Τσαρίτσιν, σήμερα Βόλγκογκραντ). Αλλά εκεί άλλαξε η ροή του πολέμου. Σε μια ιδιαίτερης σημασίας μάχη, που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι το Φεβρουάριο του 1943, οι Γερμανοί υπέστησαν φοβερή ήττα. Οι Σοβιετικοί παγίδευσαν τα γερμανικά στρατεύματα στα ερείπια του Στάλινγκραντ και τα εκμηδένισαν. Οι γερμανικές απώλειες στο Στάλινγκραντ ήταν 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες, 3.500 άρματα μάχης και 3.000 αεροσκάφη. Από αυτήν την ημερομηνία και έπειτα η Γερμανία άρχισε να υποχωρεί. Από τους 5.170.000 στρατιώτες που συνελήφθησαν από τους Γερμανούς, μόνο 1.053.000 επέζησαν. Υπό την ηγεσία του στρατηγού Γκεόργκι Ζούκοβ, ο Κόκκινος Στρατός ανάγκασε τα γερμανικά στρατεύματα να υποχωρήσουν από τη Ρωσία, και έπειτα εισέβαλε στη Γερμανία, ενώ οι σύμμαχοι εισέβαλαν στη Γαλλία το 1944 και κατευθύνονταν ανατολικά. Ο Χίτλερ βλέποντας την αυτοκρατορία του να καταρρέει αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου 1945. Τέσσερις μήνες αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πυροδότησαν δύο ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, που οδήγησαν στην ιαπωνική παράδοση και το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου πέθαναν 7 εκατομμύρια σοβιετικοί στρατιώτες και 20 εκατομμύρια πολίτες.
Σε όλες τις συνομιλίες του με τους δύο δυτικούς ηγέτες, τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Φραγκλίνο Ρούσβελτ και το Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Στάλιν πίεζε για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση, ενώ απαιτούσε να αναγνωρίσουν τη σοβιετική κυριαρχία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, το 1943, και πάλι στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945, τους πίεσε να επιτρέψουν την ύπαρξη ενός "σοβιετικού μπλοκ", εκτεινόμενου από τα κράτη της Βαλτικής σε ολόκληρη την Πολωνία και τη Γερμανία, και έπειτα νότια έως τη Γιουγκοσλαβία. Άρχισε τότε μια προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου. Φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις εγκαθιδρύθηκαν στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία και κομμουνιστικά καθεστώτα επεκράτησαν στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Η Φινλανδία διατήρησε την επίσημη ανεξαρτησία της, αλλά ήταν πολιτικά απομονωμένη και οικονομικά εξαρτώμενη από τη Σοβιετική Ένωση. Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία είχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία είχαν φιλικές επαφές με τη Μόσχα. Η αμερικανική βοήθεια προς την αντικομουνιστική πλευρά στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο άλλαξε την κατάσταση. Η Ανατολική Γερμανία πιστοποιήθηκε ως χωριστή χώρα το 1949, κυβερνώμενη από τους Γερμανούς κομμουνιστές. Σε όλες τις δορυφόρες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης σχηματίστηκαν κυβερνήσεις από τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σοβιετικό πρότυπο τοπικά. (τα αποκαλούμενα κράτη - μαξιλάρια). Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην συμμάχων της ψυχράνθηκαν σύντομα, και έδωσαν τόπο σε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης και δυσπιστίας μεταξύ της ανατολής και της δύσης γνωστής ως Ψυχρός Πόλεμος. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '40, ο ρωσικός εθνικισμός συνέχισε να αυξάνεται. Οι εσωτερικές κατασταλτικές πολιτικές του Στάλιν συνεχίστηκαν και εντάθηκαν (συμπεριλαμβάνοντας και τα προσφάτως προσαρτημένα εδάφη), αλλά δεν έφθασαν ποτέ στις ακρότητες της δεκαετίας του '30. Στις 4.00 το πρωί της 6ης Μαρτίου 1953, ο Στάλιν, σε ηλικία 73 ετών, υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία και πέθανε στις 9:50 το βράδυ.
Στη δεκαετία του 1930 ο Στάλιν εξάλειψε την ενεργό πολιτική αντιπολίτευση μέσω ενός συστήματος εσωτερικής εξορίας, ιδιαίτερα την εποχή της Μεγάλης Εκκαθάρισης (1936-1938), με μεθόδους σκληρής καταστολής (διαγραφές, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις, δολοφονίες) απέναντι τόσο σε κομμουνιστές που διαφωνούσαν με τις επιλογές και τη νοοτροπία της κυρίαρχης τάσης του σταλινισμού, όσο και άλλους πολίτες που κατηγορούνταν για πολιτικά εγκλήματα. Μετά το θάνατό του ο Νικήτα Χρουστσόφ, νέος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, επιδόθηκε σε μία προσπάθεια αποσταλινισμού του καθεστώτος της ΕΣΣΔ. Αν και οι επιφανειακές πτυχές του σταλινισμού αφαιρέθηκαν, το σύστημα που δημιούργησε παρέμεινε μέχρι το 1990. Σε πολιτικό επίπεδο ο Στάλιν εργάστηκε για τη διαμόρφωση των γνωρισμάτων που χαρακτήρισαν το νέο σοβιετικό καθεστώς, αλλά και τα υπόλοιπα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, που συνολικά αντιπροσώπευσαν τον "υπαρκτό σοσιαλισμό", ένα πολιτικό σύστημα που επί 70 έτη στάθηκε απέναντι στα μεγαθήρια της «ελεύθερης οικονομίας» της Δύσης. Συνέβαλλε επίσης στην παγίωση της κομματικής κρατικής γραφειοκρατίας ως νέας άρχουσας τάξης στην ΕΣΣΔ. Ήταν ένα σύστημα που οι σοβιετικοί ηγέτες ακολούθησαν τα επόμενα τριάντα έτη, πρόθυμοι να το υιοθετήσουν για να αποτραπεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση των επιλογών τους. Συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο ήταν ελεύθεροι να επικρίνουν τον Στάλιν, αλλά όχι εκείνους την περίοδο της εξουσίας τους. Οι υπερβολές του σταλινισμού είχαν εκλείψει, αλλά η δομή του κομματικού γραφειοκρατικού κράτους παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ τον Αύγουστο του 1991. Στα τέλη του 2000 το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γεωργίας αποκατέστησε τη μνήμη του Ιωσήφ Στάλιν αναγνωρίζοντάς τον ως ένα από τους πλέον σημαντικούς πολιτικούς του 20ου αιώνα.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι βιομηχανίες του Βορά, και ιδίως στον τομέα του άνθρακα και του σιδήρου, σημείωσαν στις ΗΠΑ σταθερή πρόοδο, η οποία, σε συνδυασμό με την περιορισμένη κρατική παρέμβαση και την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων, ιδίως μετά την ολοκλήρωση του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου το 1869, δημιούργησαν εξαιρετικές ευκαιρίες απασχόλησης, \αλλά και πλουτισμού, που είχαν ως αποτέλεσμα προς το τέλος του 19ου αιώνα την διαμόρφωση μιας πλουτοκρατικής κοινωνίας, και την ανάδειξη των πρώτων Αμερικανών μεγιστάνων με υπέρμετρη οικονομική και πολιτική επιρροή, που κατέληξε να είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής στις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες.
Νέες ευκαιρίες πλουτισμού προσέφερε στην αρχή του 20ου αιώνα η ανακάλυψη και αξιοποίηση του πετρελαίου, που έγινε αιτία για την ανάδειξη νέας σειράς μεγαλοεπιχειρηματιών, που προστέθηκαν στον ήδη μεγάλο αριθμό των «βασιλιάδων» του σιδήρου και του άνθρακα. Στον διεθνή χώρο τα μόνα αξιόλογα την περίοδο αυτή, γεγονότα ήταν ο σύντομος αλλά αποφασιστικός πόλεμος με την Ισπανία για την Κούβα το 1898, επί προεδρίας Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϋ (πρόεδρος 1897 – 1901), καθώς και η, χάρη στο ενδιαφέρον των ΗΠΑ, διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά το 1915, επί προεδρίας Γούντροου Ουίλσον (πρόεδρος 1913 – 1921).
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918) έδωσε την αφορμή για μια προσωρινή διακοπή της πολιτικής του απομονωτισμού των ΗΠΑ, που αναμίχθηκαν για πρώτη φορά στα πολιτικά ζητήματα της Ευρώπης, μετέχοντας στον πόλεμο από το 1917, υπό την πίεση μιας αυξανόμενης αντίθεσης με τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και με αφορμή ορισμένα ναυτικά επεισόδια. Στην διάρκεια του Μεσοπολέμου, η μαζική παραγωγή και η εντατική εκβιομηχάνιση κατά τα πρότυπα της Βρετανίας, οδήγησε την Αμερικανική οικονομία σε μια περίοδο εξαιρετικής άνθισης που επέτρεψε στην Νέα Υόρκη να συναγωνίζεται το Λονδίνο στην χρηματιστηριακή αγορά, ενώ ταυτόχρονα ο πολιτισμός των ΗΠΑ άρχισε να έχει βαθιά επίδραση στην ζωή της Δυτικής Κοινωνίας, χάρη στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας του κινηματογράφου, της διοίκησης επιχειρήσεων, της λογοτεχνίας και της βιομηχανικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς.
Η παραδοσιακή πολιτική αντίληψη που έδειξε ο πρόεδρος Χέρμπερτ Κλαρκ Χούβερ (πρόεδρος 1929 – 1933) οδήγησε σύντομα στο μεγάλο κραχ του Χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης και στην οικονομική κατάρρευση του 1929, στην οποία ο Χούβερ αντέδρασε με ανορθόδοξο τρόπο, περιορίζοντας τις δημόσιες δαπάνες. Η κρίση ξεπεράστηκε σύντομα στην διάρκεια της προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ (πρόεδρος 1933 – 1945), ο οποίος εφάρμοσε αποτελεσματικά τις ιδέες του Βρετανού οικονομολόγου Τζ. Μέϋναρντ Κέϋνς για μια πολιτική οικονομικής αναθέρμανσης βασιζόμενης στην αύξηση (και όχι στην μείωση) των δημόσιων δαπανών.
α. Γούντροου Ουίλσον (185 6-1924, πρόεδρος 1913-1921)
Ο Τόμας Γούντροου Ουίλσον (αγγλ. Thomas Woodrow Wilson 28 Δεκεμβρίου 1856 - 3 Φεβρουαρίου 1924) ήταν ο 28ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιος πρεσβυτεριανού ιερέα, γεννήθηκε στο Στώντον (Staunton) της πολιτείας της Βιρτζίνια και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον στο Νιου Τζέρσεϋ και Νομικά στη Βιρτζίνια, παίρνοντας το διδακτορικό στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης. Ήταν καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, του οποίου, το 1902, έγινε πρύτανης. Το 1910 εκλέχτηκε κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ με την υποστήριξη του κόμματος των Δημοκρατικών. Το μεταρρυθμιστικό έργο του στην πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ τον έκανε διάσημο και το 1912 έθεσε υποψηφιότητα για τον προεδρικό θώκο. Κατάφερε να κερδίσει σημαντικούς αντιπάλους όπως τον Θεόδωρο Ρούζβελτ και τον Ουίλιαμ Ταφτ και το 1916 επανεκλέχθηκε, αφού προηγουμένως, μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Έλεν νυμφεύτηκε της επίσης χήρα Έντιθ Γκαλτ.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στράφηκε ενάντια στα μεγάλα οικονομικά κεφάλαια με διάφορα νομοθετικά μέτρα εναντίον των μονοπωλίων, και αναγνώρισε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες. Η εξωτερική του πολιτική σημαδεύτηκε από την συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική και από την είσοδό τους στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία) εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Τουρκία). Η συμμετοχή των ΗΠΑ στο τελευταίο έτος του πολέμου (1917-18) προκλήθηκε από τις επανειλημμένες βυθίσεις αμερικανικών πλοίων από γερμανικά υποβρύχια στα νερά της Βρετανίας και την εκ μέρους της Γερμανίας ενθάρρυνση του Μεξικού να εισβάλει στις ΗΠΑ και ήταν αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου υπέρ της Αντάντ. Τα 7 σημεία της εξωτερικής πολιτικής του Ουίλσον ήταν: Συνθηκολόγηση κατ' επιρροή των ΗΠΑ, Διεθνοποίηση των θαλασσών σε καιρό ειρήνης και πολέμου, Ελεύθερο εμπόριο, Αφοπλισμός των κρατών, Αποικιοκρατική αυτονομία, Αυτοδιάθεση των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ανατολικής Ευρώπης και Ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών. Ήταν από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών (League of Nations), αλλά, παρά τις προσπάθειες του, δεν κατάφερε να πείσει το Κογκρέσο να ψηφίσει την ένταξη της χώρας σ’ αυτήν και ουσιαστικά η άρνηση του Κογκρέσου σήμανε και την διάλυση της. Κατά τη διάρκεια μακράς περιοδείας του στις ΗΠΑ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά. Συνήλθε αλλά σπάνια έβγαινε πλέον από την προεδρική κατοικία και περπατούσε πάντα με τη βοήθεια μπαστουνιού. Το 1919 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Απεβίωσε στην Ουάσινγκτον στις 3 Φεβρουαρίου 1924.
β. Ουόρεν Χάρντινγκ (1865-1923, πρόεδρος 1921-1923)
Ο Ουόρεν Γκαμάλιελ Χάρντινγκ (Warren Gamaliel Harding, 2 Νοεμβρίου 1865 – 2 Αυγούστου 1923) ήταν ο 29ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1921–1923), ο δέκατος από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ήταν το πρωτότοκο από τα οκτώ τέκνα του ιατρού Τζωρτζ Τ. Χάρντινγκ (1843–1928), καταγόμενου από την Πεννσυλβάνια, και της μαίας ολλανδικής καταγωγής Φοίβης Ελίζαμπεθ Ντίκερσον-Χάρντινγκ (1843–1910). Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Καλυδωνία του Οχάιο, όπου ο πατέρας του αγόρασε τη μικρή τοπική εφημερίδα The Argus, όπου ο Ουόρεν έμαθε τα βασικά της δημοσιογραφίας από την ηλικία των 10 ετών. Σπούδασε στο «Κεντρικό Κολέγιο του Οχάιο», εργάσθηκε για λίγο ως ασφαλιστής και, μετά από μία σύντομη απόπειρα να σπουδάσει νομική, αγόρασε τη μικρή εφημερίδα Marion Daily Star της πόλης Μάριον. Μετέβαλε τη συντακτική της ομάδα ώστε να υποστηρίζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αυτό τον έφερε σε αντίθεση με ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, όπως τον μεγαλομεσίτη και τραπεζίτη Έιμος Κλινγκ (Amos Hall Kling), και την αντίπαλη εφημερίδα Marion Independent. Στις 8 Ιουλίου 1891 νυμφεύθηκε την Φλόρενς Κλινγκ Ντε Βολφ, θυγατέρα του Έιμος, διαζευγμένη με παιδί και 5 χρόνια μεγαλύτερή του. Ο πεθερός του όμως συνέχισε τον πόλεμο εναντίον του για χρόνια: Το 1900 έπεισε τον πολιτικό αντίπαλο Τζ.Φ. Μακνήλ να αγοράσει μυστικά τα δάνεια του Χάρντινγκ, ύψους 20.000 δολαρίων, και να τα καταστήσει αμέσως απαιτητά. Ο Χάρντινγκ μόλις πρόλαβε να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για να σώσει την εφημερίδα του, την οποία πούλησε μόλις στο τελευταίο έτος της ζωής του.
Μετά την οικονομική επιτυχία της εφημερίδας, το ζεύγος άρχισε να ταξιδεύει στη χώρα και ο Χάρντινγκ απέκτησε εμπειρία των πολιτικών συγκεντρώσεων. Το 1899 κατόρθωσε να εκλεγεί στην τοπική γερουσία του Οχάιο και λίγο μετά συνάντησε τον ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων στο Οχάιο Χάρυ Μ. Ντούερτυ, που τον βοήθησε στη μετέπειτα πολιτική σταδιοδρομία του. Στις αρχές του 1903 ο Χάρντινγκ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το αξίωμα του κυβερνήτη του Οχάιο, η οποία αποδυναμώθηκε εξαιτίας μιας εσωκομματικής συμμαχίας που εξασφάλισε την εκλογή του Ρεπουμπλικάνου Μάυρον Τ. Χέρικ. Ο Χάρντινγκ ανταμείφθηκε με τη θέση του αντικυβερνήτη, την οποία κράτησε ως το 1906. Το 1907 ο Έιμος Κλινγκ άρχισε μία προσπάθεια συμφιλιώσεως με την κόρη και τον γαμπρό του. Ως αποτέλεσμα, οι Κλινγκ και οι Χάρντινγκ πήγαν μαζί κρουαζιέρα στην Ευρώπη. Μετά την επιστροφή τους, ο Χάρντινγκ αναδιοργάνωσε την εκδοτική του επιχείρηση ως Harding Publishing Co και εξέδωσε μετοχές, από τις οποίες κράτησε τα 2/3 και πούλησε τις υπόλοιπες στους εργαζόμενους στην επιχείρηση. Αυτή ήταν η πρώτη τέτοια συμφωνία διαμοιρασμού κερδών στην ιστορία του Οχάιο.
Το 1914 ο Χάρντινγκ δέχθηκε να θέσει υποψηφιότητα για την έδρα του Οχάιο στην αμερικανική Γερουσία και εκλέχθηκε. Παρέμεινε γερουσιαστής μέχρι το 1921, και έτσι υπήρξε ο πρώτος που εκλέχθηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ όντας εν ενεργεία γερουσιαστής (και μέχρι σήμερα αυτό έχει επιτευχθεί μόνο από δύο άλλους Προέδρους, τον Τζον Κένεντι και τον Μπαράκ Ομπάμα). Κατά την εκλογή του, οι Δημοκρατικοί έλεγχαν τόσο τη Γερουσία, όσο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ και ο τότε Πρόεδρος, Γούντροου Ουίλσον, ήταν Δημοκρατικός. Ο Χάρντινγκ θεωρήθηκε συχνά ουδέτερος στα περισσότερα θέματα, όπως τα εργατικά, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες ή την ποτοαπαγόρευση. Διακήρυσσε τον ρόλο του ως «εναρμονιστή», λέγοντας ότι ένας «δίκαιος μέσος δρόμος» μπορούσε πάντα να εξευρεθεί πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Ψήφισε πάντως νόμους υπέρ της βιομηχανίας οινοπνευματωδών ποτών, ενώ ήταν αντίθετος με την ανεξαρτησία των Φιλιππίνων και αντιτάχθηκε στην πρόταση του Ουίλσον για τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών.
Μετά από ένα αδιέξοδο στο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο Χάρντινγκ επιλέχθηκε ως «υποψήφιος συμβιβασμού» για την προεδρία των ΗΠΑ στις εκλογές του 1920. Ανέθεσε σε έμπειρους διαφημιστές να τονίσουν την προεδρική του εμφάνιση και τις συντηρητικές υποσχέσεις του. Υποσχέθηκε στην Αμερική «επιστροφή στην ομαλότητα» μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βάζοντας τέλος στη βία και στον ριζοσπαστισμό, ισχυρή οικονομία και ανεξαρτησία από τις ευρωπαϊκές μηχανορραφίες. Αντιπροσώπευε την συντηρητική πτέρυγα του κόμματός του, ως αντίποδας στους προοδευτικούς οπαδούς του Θ. Ρούζβελτ (που είχε αποβιώσει το 1919) και του γερουσιαστή Ρόμπερτ Λα Φολέτ. Νίκησε τον Δημοκρατικό υποψήφιο (επίσης εκδότη εφημερίδας του Οχάιο!) Τζέιμς Μ. Κοξ με τη μεγαλύτερη διαφορά σε ποσοστό ψήφων (60% - 34%) στην ιστορία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Πολυάριθμες περιπτώσεις διαφθοράς ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, μεταξύ των οποίων το διαβόητο «Σκάνδαλο του Θόλου Τήποτ», που λογιζόταν (πριν γίνει το Γουότεργκεϊτ) «το μεγαλύτερο και πλέον πολύκροτο σκάνδαλο στην αμερικανική πολιτική ιστορία». Στο εσωτερικό, ο Χάρντινγκ υπέγραψε το πρώτο ομοσπονδιακό πρόγραμμα παιδικής πρόνοιας στην ιστορία των ΗΠΑ, τη Sheppard-Towner Act., και ήρθε σε συμφωνία με απεργούντες εργάτες ορυχείων και σιδηροδρόμων, εν μέρει επειδή υποστήριζε την οκτάωρη ημερήσια εργασία. Δημιούργησε το «Γραφείο Προϋπολογισμού» (Bureau of the Budget) για να συντάξει τον πρώτο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό στην ιστορία των ΗΠΑ. Υπερασπίσθηκε ένα νομοσχέδιο «κατά του λιντσαρίσματος» για να περιορίσει τη βία κατά των Αφροαμερικανών, αλλά δεν μπόρεσε να το περάσει από το Κογκρέσο. Στα εξωτερικά θέματα, ο Χάρντινγκ περιφρόνησε την Κοινωνία των Εθνών και διαπραγματεύθηκε συνθήκες ειρήνης με τη Γερμανία και την Αυστρία. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του στην εξωτερική πολιτική θεωρείται το Ναυτικό Συνέδριο της Ουάσινγκτον το 1921–1922, στο οποίο οι μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις του κόσμου συμφώνησαν σε ένα πρόγραμμα περιορισμών των ναυτικών εξοπλισμών που επεκράτησε για μία δεκαετία. Τον Αύγουστο του 1923 ο Χάρντινγκ κατέρρευσε ξαφνικά και πέθανε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια, σε ηλικία 57 ετών. Πρόσφατα αναγνωρίστηκε η δημοσιονομική του υπευθυνότητα και η υποστήριξη των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών και θεωρείται πολιτικός, που ευνόησε την τεχνολογία και επέδειξε ευαισθησία στις δοκιμασίες των μειονοτήτων, των γυναικών και των εργατών.
γ. Κάλβιν Κούλιτζ (1872-1933, πρόεδρος 1923-1929)
Ο Τζων Κάλβιν Κούλιτζ ο νεότερος (John Calvin Coolidge Jr. 4 Ιουλίου 1872 - 5 Ιανουαρίου 1933) ήταν Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής επί Προεδρίας Χάρντινγκ (4 Μαρτίου 1921 – 2 Αυγούστου 1923) και κατόπιν έγινε ο 30ος Πρόεδρος της χώρας (2 Αυγούστου 1923 – 4 Μαρτίου 1929). Ρεπουμπλικάνος δικηγόρος από το Βερμόντ, ο Κούλιτζ αναρριχήθηκε στην πολιτική της Μασαχουσέτης, αναδεικνυόμενος τελικά κυβερνήτης της Πολιτείας. Η απάντησή του στην απεργία της Αστυνομίας της Βοστώνης το 1919 τον ώθησε στο προσκήνιο της πολιτικής της χώρας και του έδωσε τη φήμη ανθρώπου αποφασιστικής δράσης. Λίγο μετά, το 1920, εξελέγη 29ος αντιπρόεδρος επί προεδρίας Ουόρεν Χάρντινγκ, τον οποίο και διαδέχθηκε στην Προεδρία μετά τον ξαφνικό θάνατό του το 1923. Διατήρησε το αξίωμά του με την νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 1924 και κέρδισε τη φήμη του συντηρητικού που πιστεύει στον περιορισμό του κράτους, καθώς επίσης και του ανθρώπου που μιλούσε λίγο. Ο Κούλιτζ αποκατέστησε την εμπιστοσύνη του κοινού στο Λευκό Οίκο, μετά τα σκάνδαλα της κυβέρνησης του προκατόχου του, και άφησε το αξίωμα με μεγάλη δημοτικότητα. Ενσάρκωσε το πνεύμα και τις ελπίδες της μεσαίας τάξης, και μπόρεσε να ερμηνεύσει τις επιθυμίες τους και να εκφράσει τις απόψεις τους. Το ότι αντιπροσώπευσε την λογική του μέσου όρου ήταν η πιο πειστική απόδειξη της δύναμής του. Η φήμη του γνώρισε αναγέννηση κατά τη διάρκεια της θητείας Ρήγκαν, αλλά η τελική εκτίμηση της προεδρίας του εξακολουθεί να είναι διχασμένη μεταξύ εκείνων που εγκρίνουν τα προγράμματά του για μείωση του μεγέθους του κράτους και εκείνων που πιστεύουν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να συμμετέχει περισσότερο στη ρύθμιση και τον έλεγχο της οικονομίας.
δ. Χέρμπερτ Χούβερ (1874-1964, πρόεδρος 1929-1933)
O Χέρμπερτ Χούβερ (Herbert Hoover, 10 Αυγούστου 1874 - 20 Οκτωβρίου 1964) ήταν ο 31ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1929-1933), εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Γεννήθηκε στο Ουέστ Μπράντς της Αϊόβα και ήταν ο πρώτος πρόεδρος που γεννήθηκε δυτικά του ποταμού Μισισσιππή και παραμένει ο μόνος πρόεδρος από την Αϊόβα. Ο πατέρας του, Τζέσι Χούβερ, ήταν σιδεράς και ιδιοκτήτης επιχείρησης αγροτικών μηχανημάτων ο οποίος ήταν γερμανικής και γερμανο-ελβετικής καταγωγής. Η μητέρα του, Χούλντα Ράνταλ (Μίντχορν) Χούβερ (1849-84), γεννήθηκε στο Νόργουιτς στο Οντάριο του Καναδά και ήταν αγγλικής και ιρλανδικής καταγωγής. Και οι δυο ήταν Κουάκεροι. Ο πατέρας του πέθανε το 1880 και η μητέρα του το 1884 αφήνοντας τον Χούβερ ορφανό σε ηλικία εννέα ετών. Μετά από μια σύντομη παραμονή σε μια από τις γιαγιάδες του στο Κίγκσλεϊ της Αϊόβα, ο Χούβερ έζησε τους επόμενους 18 μήνες με τον θείο του Άλλεν Χούβερ στο Γουέστ Μπραντς. Τον Νοέμβριο του 1885 πήγε στο Νιούμπεργκ του Όρεγκον για να ζήσει με τον θείο του Τζον Μίντχορν, ένα γιατρό του μετώπου και επιχειρηματία, του οποίου ο γιος είχε πεθάνει το προηγούμενο έτος. Για δυόμιση χρόνια ο Χούβερ σπούδασε στην Ακαδημία Φρεντς Πασίφικ (σήμερα Πανεπιστήμιο Τζορτζ Φοξ) και μετά εργάστηκε ως βοηθός στο μεσιτικό γραφείο του θείου του, στο Σάλεμ του Όρεγκον. Παρότι δεν πήγε στο γυμνάσιο, ο νεαρός Χούβερ παρακολούθησε νυχτερινό σχολείο και έμαθε λογιστική, δακτυλογραφία και μαθηματικά. Ο Χούβερ εισήχθη στο Πανεπιστήμιο Στάφορντ, του οποίου οι πρωτοετείς φοιτητές δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν δίδακτρα, το 1891. Όσο ήταν στο πανεπιστήμιο ήταν ο προπονητής των ομάδων μπέιζμπολ και αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Αποφοίτησε το 1895 με πτυχίο στη γεωλογία και εργάστηκε ως μηχανικός ορυχείων το 1897. Ως Υπουργός Εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών στη δεκαετία του 1920 υπό τους προέδρους Γουώρεν Χάρτινγκ και Κάλβιν Κούλιτζ προώθησε τη συνεργασία μεταξύ της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων με το σύνθημα «οικονομικός εκσυγχρονισμός». Στις προεδρικές εκλογές του 1928 ο Χούβερ εύκολα κέρδισε την υποψηφιότητα των Ρεπουμπλικάνων παρότι δεν είχε πρωτύτερη εμπειρία σε αιρετό αξίωμα. Η Αμερική ήταν ευημερούσα και αισιόδοξη τότε. Το 1928, στις αμερικάνικες εκλογές, ο Χούβερ κατέβηκε με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, και κέρδισε τον αντίπαλό του Αλ Σμιθ με ποσοστό 58,2%, έναντι 40,8% του αντιπάλου του, και ανέλαβε τα πολιτικά του καθήκοντα το 1929. Είναι ο πιο πρόσφατος υπουργός κυβέρνησης που εκλέχθηκε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως και μόνο ένας από τους δύο προέδρους (μαζί με τον Γουίλιαμ Χάουαρντ Τάφτ) που εκλέχτηκαν χωρίς πρωτύτερη εκλογική εμπειρία ή υψηλό στρατιωτικό βαθμό.
Ο Χούβερ πίστευε βαθιά στο Κίνημα της Αποδοτικότητας, το οποίο θεωρούσε ότι η κυβέρνηση και η οικονομία ήταν γεμάτες με αναποτελεσματικότητα και σπατάλη και μπορούσαν να βελτιωθούν από ειδικούς που μπορούσαν να αναγνωρίσουν και να λύσουν τα προβλήματα αυτά. Επίσης πίστευε στη σημασία του εθελοντισμού και στο ρόλο των ατόμων στην Αμερικάνικη κοινωνία και οικονομία. Ωστόσο, το 1929, υπό την προεδρία του, οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 1929. Ο Χούβερ, που είχε κάνει μια μικρή περιουσία στην εξόρυξη, ήταν ο πρώτος από τους δύο Προέδρους που διένειμαν το μισθό τους (ο επόμενος ήταν ο Κέννεντυ που δώρισε όλους τους μισθούς του σε φιλανθρωπίες). Όταν επήλθε το Κραχ της Γουόλ Στρητ το 1929, λιγότερο από οχτώ μήνες από την ημέρα που ανέλαβε καθήκοντα, ο Χούβερ προσπάθησε να καταπολεμήσει την επερχόμενη κρίση με εθελοντές, δημόσια έργα όπως το Φράγμα Χούβερ, δασμούς όπως ο Δασμός Σμουτ-Χόλεη, αύξηση του φόρου στο ανώτερο κλιμάκιο από το 25% στο 63% και αύξηση της φορολόγησης των επιχειρήσεων. Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν παρήγαγαν οικονομική ανάκαμψη κατά τη θητεία του, αλλά λειτούργησαν ως το υπόβαθρο για διάφορες πολιτικές που ορίστηκαν στο Νιου Ντηλ του Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Επιπλέον αρνήθηκε να δώσει πρόωρη σύνταξη στους βετεράνους του Α Παγκόσμιου Πολέμου, απαγόρευσε τα αλκοολούχα ποτά και προσπάθησε να περιορίσει την επέμβαση της κυβέρνησης στην οικονομία.
Μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 1932, από το 1933 έγινε ο ηγετικός εκπρόσωπος της συντηρητικής αντιπολίτευσης στις πολιτικές του Νιου Ντηλ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το 1947 ο Πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν τον επανέφερε για να κάνει την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία πιο αποδοτική μέσω της Επιτροπής Χούβερ. Ο Χέρμπερτ Χούβερ απεβίωσε το 1964 στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 90 ετών. Οι ιστορικοί συναινούν στο ότι η ήττα του στις εκλογές του 1932 οφείλεται στην αποτυχία του να τερματίσει την οικονομική πτώση, που είχε ως συνέπεια ο Χούβερ να κατατάσσεται χαμηλά μεταξύ των προέδρων των ΗΠΑ.
ε. Φραγκλίνος Ρούζβελτ (1882-1945, πρόεδρος 1933-1945)
Ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ (Franklin Delano Roosevelt, 30 Ιανουαρίου 1882 - 12 Απριλίου 1945, γνωστός με τα αρχικά του ονόματός του FDR) ήταν ο 32ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, εκπροσωπώντας το κόμμα των Δημοκρατικών (4 Μαρτίου 1933 – 12 Απριλίου 1945). Πριν γίνει πρόεδρος υπήρξε κυβερνήτης της Νέας Υόρκης (1929-1932), αναπληρωτής υπουργός ναυτικών (1913-1920) και γερουσιαστής της Νέας Υόρκης. Ήταν νυμφευμένος με την Έλινορ Ρούζβελτ, ανιψιά του 26ου προέδρου των Η.Π.Α. Θεόδωρου Ρούζβελτ, ο οποίος ήταν 5ος εξάδελφός του. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ήταν μοναχογιός του ολλανδικής καταγωγής Τζέιμς Ρούζβελτ, επιχειρηματία και γόνου καλής οικογένειας της Νέας Υόρκης, και της γαλλικής καταγωγής Σάρα Ντελάνο. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και οικονομικά στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το 1910 ασχολήθηκε για πρώτη φορά με την πολιτική. Αρχικά εκλέχτηκε γερουσιαστής και το 1913 διορίστηκε υφυπουργός Ναυτικών. Το 1920 έθεσε υποψηφιότητα για αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε. Τον Αύγουστο του 1921, σε ηλικία 39 ετών, προσβλήθηκε από βαριάς μορφής πολιομυελίτιδα, η οποία τον άφησε ημιπαράλυτο. Η πάθησή του δεν εμπόδισε την πολιτική σταδιοδρομία του, αφού παρέμεινε σε καλή γενική κατάσταση ως κολυμβητής, ενώ και η σύζυγός του Έλινορ, που έγινε «τα μάτια και τα αυτιά του», τον βοήθησε σημαντικά, ταξιδεύοντας και συναντώντας ανθρώπους ως εκπρόσωπός του. Το 1928 εκλέχτηκε κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης και το 1930 επανεξελέγη. Το 1932 πήρε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος ως υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ και κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία τις εκλογές του ιδίου έτους, έχοντας αντίπαλο τον Χέρμπερτ Χούβερ. Ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου το 1933 και επανεξελέγη το 1937, το 1941 και το 1944. Το όνομα του Φραγκλίνου Ρούζβελτ συνδέθηκε με την προσπάθεια ανάκαμψης μετά την οικονομική κρίση (Κραχ) του 1929. Πραγματοποίησε μια σειρά από προγράμματα γνωστά ως Νιου Ντηλ (New Deal), με τα οποία εξασφάλισε εργασία για τους πολίτες σε έργα οδοποιίας, κατασκευής γεφυριών, φραγμάτων, πάρκων, σχολείων και άλλες δημόσιες λειτουργίες. Το 1939 ήταν ο 1ος πρόεδρος που εμφανίστηκε στην τηλεόραση. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έδωσε όπλα και χρήματα στις συμμαχικές δυνάμεις κατά της Γερμανίας, μολονότι οι ΗΠΑ παρέμεναν ακόμη ουδέτερες. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης και το Κογκρέσο κήρυξε πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, ενώ ταυτόχρονα οι σύμμαχοι της Ιαπωνίας, Γερμανία και Ιταλία, κήρυξαν πόλεμο κατά των ΗΠΑ. Απεβίωσε στις 12 Απριλίου 1945, από εγκεφαλική αιμορραγία, λίγο πριν τη λήξη του Πολέμου, του οποίου η έκβαση ήταν πλέον εξασφαλισμένη και ενώ ήταν ακόμη πρόεδρος, σε ηλικία 63 ετών. Τον διαδέχθηκε στην προεδρία των ΗΠΑ ο μέχρι τότε Αντιπρόεδρος Χάρυ Τρούμαν, που συνέχισε τον πόλεμο για 4 ακόμη μήνες. Η αναγνώρισή του ως ενός από τους πλέον αποτελεσματικούς προέδρους των ΗΠΑ είναι καθολική και αναντίρρητη.
Το Ιταλικό κράτος, αμέσως μετά την ίδρυσή του, βρέθηκε αντιμέτωπο με σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα, όπως ο υπερπληθυσμός, ο αγροτικός προσανατολισμός του Νότου και η κυβερνητική αφερεγγυότητα, που έγιναν η αιτία για την ανάπτυξη, ιδιαίτερα στον βιομηχανικό Βορά, ιδεολογικών ρευμάτων που επιδίωκαν ριζική μετεξέλιξη της κοινωνίας, όπως ο Ριζοσπαστισμός, ο Σοσιαλισμός και ο Κομμουνισμός. Απάντηση στα κινήματα αυτά, με στόχο την προσέλκυση των λαϊκών μαζών, δόθηκε από την συντηρητική πολιτική πλευρά με επιθετική αποικιοκρατική πρακτική στην περιοχή της Σομαλίας, κατά το πρότυπο άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, αλλά η τακτική αυτή δεν έλυσε τα δομικά προβλήματα της χώρας, που δοκιμαζόταν από αλλεπάλληλες κρίσεις.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Βίκτορα Εμμανουήλ Γ΄ (1900 – 1946), ο πρωθυπουργός Τζοβάνι Τζιολίτι κυβέρνησε με σύνεση, εξασφάλισε την απαιτούμενη πολιτική σταθερότητα, απομάκρυνε την σκιά του εμφύλιου πολέμου, και κατακτώντας, σε πόλεμο με την Τουρκία, το 1911 – 12 την Λιβύη και τα Δωδεκάνησα, προώθησε την Ιταλία ανάμεσα στις «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης.
Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε την Ιταλία αρχικά σύμμαχο της Γερμανίας και της Αυστρίας, αλλά οι διενέξεις της μαζί τους σχετικά με το Τρέντο και την Τεργέστη, την οδήγησαν, το 1915, στο πλευρό των Γάλλων και των Βρετανών, με τελικό αποτέλεσμα την πρόσκτηση με το πέρας του πολέμου και των δύο προαναφερόμενων περιοχών. Όμως ο πόλεμος εξουθένωσε τις δυνάμεις της χώρας και έδωσε την ευκαιρία στο Φασιστικό Κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini 1883 – 1945), με την υποστήριξη της πλουτοκρατικής αστικής τάξης, να υπερισχύσει των Κομμουνιστών και να αναλάβει, το 1922, μετά από εντολή του βασιλιά, την διακυβέρνηση της χώρας, επιτυγχάνοντας την σταθεροποίησή του με κατάπνιξη όλων των αντιδράσεων μέχρι το 1925. Όμως η κατάκτηση της Αιθιοπίας το 1935 -36 και η ανάμιξη στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας το 1936 -39, είχαν δυσμενείς συνέπειες, αφού έστρεψαν εναντίον της Ιταλίας όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες εκτός από την Ναζιστική Γερμανία. Εντυπωσιασμένος από τον Χίτλερ, ο Μουσολίνι αντέγραψε τις μεθόδους του και το 1939, αφού κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Αλβανία, συμμάχησε μαζί του, εισερχόμενος στον πόλεμο το 1940 με την επίθεση κατά της Ελλάδας. Οι αποτυχίες που γνώρισε στον πόλεμο αυτό, όπως και στην Βόρεια Αφρική, προκάλεσαν μεταστροφή της κοινής γνώμης εναντίον του και ανάγκασαν τον βασιλιά να τον υποχρεώσει σε παραίτηση το 1943, διορίζοντας πρωθυπουργό τον Μπαντόλιο, πράγμα που προκάλεσε την παρέμβαση του Χίτλερ που τον αποκατέστησε σε θέση πρωθυπουργού – ανδρείκελου στην Βόρεια Ιταλία, την ώρα που οι Γερμανικές δυνάμεις κατείχαν την χώρα και πολεμούσαν στα Ιταλικά εδάφη για την απόκρουση της εισβολής των Συμμάχων. Μετά την ήττα των Γερμανών το 1945 και την δολοφονία του Μουσολίνι από παρτιζάνους στην Ελβετία τον ίδιο χρόνο, το 1946 έγινε δημοψήφισμα που οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της δημοκρατίας.
To 1908 το Κίνημα των Νεότουρκων, εθνικιστικής ομάδας με ισχυρές προσβάσεις στις τάξεις του στρατού, επανέφερε σε ισχύ το σύνταγμα του 1876, και το 1909 το κοινοβούλιο εκθρόνισε τον σουλτάνο για να ενθρονίσει στη θέση του τον Μεχμέτ Ε'. Στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) η οθωμανική αυτοκρατορία έχασε σχεδόν όλες τις περιοχές της στην Ευρώπη, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Ελλάδα και την Αλβανία. Ο εθνικισμός των Νεότουρκων, των οποίων ο αρχηγός Εμβέρ Πασά απέκτησε δικτατορική ισχύ, ανταγωνιζόταν τις εναπομείνασες μειονότητες στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Τουρκία ευθυγραμμισμένη με τις δυνάμεις της κεντρικής Ευρώπης. Ωστόσο, αν και τα τουρκικά στρατεύματα επέτυχαν νίκη εναντίον των Συμμάχων στην εκστρατεία της Καλλίπολης (1915), η Αραβία εξεγέρθηκε και οι βρετανικές δυνάμεις κατέλαβαν (1917) τη Βαγδάτη και την Ιερουσαλήμ. Το 1918 η τουρκική αντίσταση κατέρρευσε σε Ασία και Ευρώπη και η οθωμανική αυτοκρατορία έφτασε στο τέλος της. Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν απλά η τυπική επιβεβαίωση μιας προγενέστερης κατάρρευσης. Με την νίκη των Τούρκων εθνικιστών που αρνήθηκαν να δεχθούν τους όρους της ειρήνης και εκθρόνισαν τον σουλτάνο το 1922, άρχισε η ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας.
Το χρονολόγιο των κυριότερων γεγονότων της περιόδου έχει ως εξής:
1911-1912: Πόλεμος με την Ιταλία. Η Λιβύη και τα Δωδεκάνησα καταλαμβάνονται από τους Ιταλούς.
1912-13: Οι Βαλκανικοί Πόλεμο έχουν αποτέλεσμα για την Τουρκία την απώλεια εδαφών στην Ευρώπη.
1914: Η οθωμανική αυτοκρατορία εισέρχεται στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ως σύμμαχος της Γερμανίας.
1915-1916: Οι Αρμένιοι της Ανατολίας σφαγιάζονται από Τούρκους.
1917: Επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή.
1919: Η Ελλάδα επιτίθεται στην Σμύρνη και αναλαμβάνει τον έλεγχο πολλών δυτικών περιοχών.
1920: Η οθωμανική αυτοκρατορία εξαναγκάζεται να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, που οδηγεί σε απώλεια των αραβικών περιοχών και τμήματος της Ανατολίας.
1922: Οι εθνικιστές Νεότουρκοι εξαναγκάζουν τα ελληνικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν την δυτική Ανατολία υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Στις 1 Νοεμβρίου αποκηρύσσεται η οθωμανική αυτοκρατορία και τον επόμενο χρόνο της θέση της παίρνει η Τουρκική Δημοκρατία.
Για τις ηγετικές προσωπικότητες της εποχής μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά τα εξής:
α. Μωάμεθ Ε΄ Ρεσάτ (1909-1918)
Ο Μωάμεθ Ε΄ Ρεσάτ (V. Mehmed Reşad), γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, υπήρξε ο προτελευταίος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1909-1918). Ήταν γιος του Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ και της Γκιουλτζεμάλ Σουλτάν. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1844 και μέχρι την άνοδό του στο θρόνο, μετά την ανατροπή του αδελφού του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, παρέμενε κλεισμένος στο παλάτι Γιλδίζ της Κωνσταντινούπολης. Μετά τη βίαιη ανατροπή του αδελφού του από τους Νεότουρκους, τοποθετήθηκε στο θρόνο, για να γίνει στην ουσία όργανό τους. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του παρέμεινε στη σκιά των τριών ισχυρών πασάδων των Νεότουρκων οι οποίοι κυβερνούσαν. Η βασιλεία του υπήρξε καταστροφική για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Διεξήγαγε πόλεμο κατά της Ιταλίας (1911-1912), κατά τη διάρκεια του οποίου έχασε τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα, με τα βαλκανικά κράτη, χάνοντας σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών κτήσεων της αυτοκρατορίας και τέλος ενεπλάκη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, που σήμανε το οριστικό τέλος της Αυτοκρατορίας. Πέθανε στις 3 Ιουλίου 1918, τέσσερις μήνες πριν από την ανακωχή του Μούδρου που έθεσε τέλος στον πόλεμο, που λέγεται ότι ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει. Γενικά μνημονεύεται ως άτομο περιορισμένων ικανοτήτων που λόγω του εγκλεισμού του καθ’ όλη τη ζωή του στο παλάτι υπήρξε πάντοτε μαριονέτα στα χέρια άλλων.
β. Μωάμεθ ΣΤ΄ Βαχιντεντίν (1918-1922)
Ο Μωάμεθ ΣΤ΄ Βαχιντεντίν (VI Mehmed Vahideddin, 2 Φεβρουαρίου 1861 - 16 Μαΐου 1926) ήταν ο 36ος και τελευταίος Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1861 στα Ανάκτορα Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ο 20ός και τελευταίος γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ και μικρότερος αδελφός των Σουλτάνων Μουράτ Ε΄, Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και του προκατόχου του Μωάμεθ Ε΄, τον οποίο διαδέχτηκε στις 4 Ιουλίου 1918 με το όνομα Μωάμεθ Στ΄. Ήταν γιος της Γκιουλουστού Σουλτάν. Όταν η μητέρα του πέθανε, ο Μεχμέτ ήταν βρέφος και έτσι δόθηκε για να ανατραφεί, στην Σαγιεστέ Χανιμεφέντι η οποία ήταν μία άλλη σύζυγος του πατέρα του. Είχε τη φήμη έξυπνου και δραστήριου ατόμου, με διπλωματικές ικανότητες και φιλελεύθερες αρχές, ο οποίος όμως λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες ανέβηκε στον θρόνο δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Στην πραγματικότητα η οθωμανική αυτοκρατορία, μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καταδικασμένη να καταρρεύσει και να διαμελιστεί μεταξύ των λαών που την αποτελούσαν, ακολουθώντας την τύχη των συμμάχων της, και υπ’ αυτές τις συνθήκες τα περιθώρια ελιγμών της σουλτανικής κυβέρνησης ήταν ελάχιστα. Τελικά υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να αποδεχθεί τους όρους τους, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, και να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών. Οι Τούρκοι εθνικιστές, υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, αρνήθηκαν να αποδεχτούν τους όρους της συνθήκης και στην επανάσταση που επακολούθησε κατάφεραν, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες και τους συσχετισμούς μεταξύ των Δυνάμεων, να επικρατήσουν στο εσωτερικό και να αποδεχθούν τελικά τους όρους της συνθήκης, εκτός εκείνων που αφορούσαν την Ελλάδα, διατηρώντας στη Μ.Ασία μέρος της άλλοτε αυτοκρατορίας μετονομάζοντάς το και επίσημα σε Τουρκία. Μετά την επικράτησή τους, οι κεμαλικοί δημιούργησαν Εθνική Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα και κήρυξαν στις 1 Νοεμβρίου 1922 την κατάργηση του Σουλτανικού πολιτεύματος, αντικαθιστώντας το με Χαλιφάτο. Τότε και ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη στις 17 Νοεμβρίου, με το Βρετανικό θωρηκτό Malaya, και να καταφύγει στη Μάλτα. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, στο Σαν Ρέμο, όπου πέθανε από αιφνίδιο καρδιακό επεισόδιο, την νύκτα στις 15 προς 16 Μαΐου 1926. Στο Χαλιφάτο τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Αμπντούλ Μετζίτ Β΄.
γ. Αμπντούλ Μετζίτ Β΄ (1922-1924)
Ο Αμπντούλ Μετζίτ Β΄ (Abdülmecit II, Ντολμά Μπαχτσέ 29 Μαΐου 1868 - Παρίσι 23 Αυγούστου 1944) ήταν ο τελευταίος Χαλίφης του Ισλάμ κατά την περίοδο 1922 - 1924. Γεννήθηκε το 1868 στο Παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ. Γονείς του ήταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ και η Χαιρανιντίλ σουλτάνα. Ο Αμπντούλ Μετζίτ ήταν στρατηγός του οθωμανικού στρατού, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε στρατιωτική κλίση. Όταν ο ξάδερφος του έγινε σουλτάνος, ο Αμπντούλ Μετζίτ έγινε διάδοχος του θρόνου, όμως στις 1 Νοεμβρίου 1922, το σουλτανάτο καταργήθηκε. Παρόλα αυτά ο Αμπντούλ Μετζίτ έγινε χαλίφης με απόφαση της εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας. Το 1924 εκδιώχθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Αμπντούλ Μετζίτ Β' είχε παντρευτεί 4 φορές και είχε κάνει 2 παιδιά. Πέθανε το 1944 στο Παρίσι όπου έμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Θάφτηκε στην Μεδίνα.
δ. Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1881-1938, πρόεδρος 1923-1938)
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (Mustafa Kemal Atatürk, Θεσσαλονίκη, 19 Μαΐου 1881 - Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 1938) ήταν Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός, ιδρυτής και 1ος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας (29 Οκτωβρίου 1923 – 10 Νοεμβρίου 1938). Πατέρας του ήταν ο μουσουλμάνος Αλή Ριζά Εφέντη (Ali Rıza Efendi), τελωνειακός υπάλληλος, που πέθανε όταν ο Μουσταφά ήταν επτά ετών. Μητέρα του ήταν η Ζουμπεϊντέ Χανούμ (Zübeyde Hanım), με καταγωγή από την κωμόπολη του Λαγκαδά, της οποίας ο πατέρας ήταν επιστάτης σε αγρόκτημα. Γεννήθηκε στην τότε οθωμανική Θεσσαλονίκη και στα δώδεκά χρόνια του, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, εισάχθηκε στην κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, για να καταλήξει το 1899 στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης από την οποία εξήλθε το 1902. Μετά από προτροπή ενός δασκάλου του, υιοθέτησε το όνομα Κεμάλ, που σημαίνει «τελειότητα».
Το 1905 διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, στο 5ο τάγμα Δαμασκού. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Γιάφα. Θεωρείται ότι δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεότουρκων το 1909. Το 1911 στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση εναντίον των Ιταλών και σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να διακριθεί, με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο υπηρέτησε στον Καάκασο, στις επιχειρήσεις του 1916. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε τους ήδη ανοργάνωτους από την Οκτωβριανή Επανάσταση, Ρώσους, στο μέτωπο του Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, αποσπώντας τις περιοχές Μπιτλίς και Μους. Εξ αιτίας αυτού, η Οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε σε υποστράτηγο (Πασά).
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά στις 7 Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του 1918 στην Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Ο ερχομός των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου, ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν. Μέσα σε λίγες μέρες ο οθωμανικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία, ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Την υποχώρηση την οργάνωσε ο Κεμάλ, ο οποίος ταυτόχρονα ανέλαβε και τη διοίκηση του Νότιο Ανατολικού μετώπου, χωρίς όμως επιτυχία. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, έστειλε ένα εξαγριωμένο τηλεγράφημα στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους του για την υποχώρηση και τις τεράστιες απώλειες του στρατού.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για την πατρίδα του. Με την ανακωχή του Μούδρου τοποθετήθηκε σε μη μάχιμη θέση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνοντας παράλληλα εθνικιστικές ομάδες, στις οποίες συμμετείχαν και πολλοί οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Σουλτάνο. Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων και προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτόν, ο Σουλτάνος τον διόρισε στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών. Εκεί ο Κεμάλ μαζί με άλλους αξιωματικούς υπέγραψε ένα μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο οι αξιωματικοί ουσιαστικά ξεκινούσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Υψηλής Πύλης. Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον Σουλτάνο. Παράλληλα ξεκίνησε και η δεύτερη φάση των διώξεων του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 23 Απριλίου 1920 ο Κεμάλ εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα και, έχοντας καταδικαστεί από τον Σουλτάνο σε θάνατο, συγκάλεσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε προσωρινή κυβέρνηση με Πρωθυπουργό και πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης τον ίδιο, ενώ του ανατέθηκε παράλληλα και η ηγεσία του στρατού. Στις 10 Αυγούστου υπογράφηκε από την οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία η κυβέρνηση Κεμάλ αρνήθηκε να αναγνωρίσει, θεωρώντας την επώδυνη για το έθνος. Σταδιακά, ο Κεμάλ κατάφερε να προσεταιριστεί τις Μεγάλες Δυνάμεις και να συνάψει βαρύνουσας σημασίας συμφωνίες, οι οποίες άλλαξαν δραματικά την κατάσταση στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η Σοβιετική Ένωση, η οποία όχι μόνο παραχώρησε οθωμανικές περιοχές που είχαν χαθεί στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878, αλλά υπολογίζεται ότι πρόσφερε στην κυβέρνηση της Άγκυρας βοήθεια αξίας 6 εκατομμυρίων ρουβλίων. Ο ελληνικός στρατός την 1η Αυγούστου του 1921 ανακόπηκε από τον τακτικό στρατό του Κεμάλ και υποχώρησε, ενώ την ίδια ώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις με τηλεγραφήματα συνέχαιραν τον Κεμάλ για την νίκη του. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κατόπιν παρασκηνιακών συνομιλιών, οι Γάλλοι συμφώνησαν να ακυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών και να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας στρατιωτικό υλικό. Στις 2 Ιανουαρίου 1922 η Ουκρανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την κυβέρνηση Κεμάλ. Μέχρι τον Ιούλιο, η μοναδική δύναμη που υποστήριζε την Ελλάδα ήταν η Αγγλία, η οποία θα στήριζε την κυβέρνηση της Άγκυρας μόνο σε ενδεχόμενη ήττα της Ελλάδας. Στις 13 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός, εκμεταλλευόμενος λάθη της ελληνικής πλευράς, επιτέθηκε στη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ αιφνιδιάζοντας τον ελληνικό στρατό και γρήγορα κατάφερε να τον διασπάσει και να τον τρέψει σε φυγή. Στις 27 Αυγούστου 1922, αφού οι Ιταλοί εκκένωσαν την Έφεσο, ο τουρκικός στρατός υπό την ηγεσία του Κεμάλ κατέλαβε την Σμύρνη, σφάζοντας τον ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό και πυρπολώντας την ελληνική και αρμενική συνοικία.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε 1ος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως κέρδισε τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Από το 1930 είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στη Βουλή. Στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας ο Κεμάλ αναμόρφωσε την χώρα του, πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές. Γενικά οι μεταρρυθμίσεις του είχαν σκοπό να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, βασισμένη στα δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη από την θρησκεία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το Χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα που λειτουργούσαν βάσει της ισλαμικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια απαγόρευσε την πολυγαμία, τον φερετζέ και το φέσι, ενώ το 1928 επέβαλλε το λατινικό αλφάβητο. Το 1938 με νόμο υποχρέωσε κάθε Τούρκο να αποκτήσει οικογενειακό επώνυμο, κρατώντας για τον εαυτό του το Ατατούρκ, που σημαίνει πατέρας των Τούρκων. Επίσης με δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών, δίνοντάς τους το δικαίωμα ψήφου, και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων, ενώ επί της θητείας του καθιερώθηκε και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Το 1934 επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Σημαντικές ήταν και οι προσπάθειες του για ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων. Για να το πετύχει χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά τη θρησκευτική επιρροή. Στον διπλωματικό τομέα ο Κεμάλ προχώρησε με το σύνθημα «ειρήνη στο εσωτερικό και ειρήνη στον κόσμο», πολιτική η οποία σε γενικές γραμμές πέτυχε, αφού η Τουρκία διατήρησε ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1936 η Τουρκία πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ, με την οποία ανέκτησε τον έλεγχο των Στενών και η οποία θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία της κεμαλικής κυβέρνησης και γενικά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Απεβίωσε σε ηλικία 57 ετών το πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 από κίρρωση του ήπατος στο Παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη και κηδεύτηκε με λαμπρές τιμές. Το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ, δωρίστηκε από τον δήμο Θεσσαλονίκης στο τουρκικό κράτος το 1935 και έκτοτε φιλοξενεί το Μουσείο Ατατούρκ. Ο Κεμάλ ουσιαστικά ανέλαβε πραξικοπηματικά μια διαμελισμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας το εναπομείναν υπόλοιπο των εδαφών στην Ανατολία, κατόρθωσε να το μετατρέψει σε κράτος δυτικού τύπου, ονομάζοντάς το Τουρκία. Για να εφαρμόσει την πολιτική του, δεν δίστασε να συνεχίσει αγριότητες των Νεότουρκων, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων. Η συμβολή του στην εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν σημαντική.
Η εκστρατεία του 1919-1922 στην Τουρκία, που τέλειωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, είχε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Από το 1924 μέχρι το 1928 ο κοινοβουλευτισμός βρέθηκε σε οξύτατη κρίση, αλλά σταδιακά αναπτύχθηκε πολιτική ομαλότητα με το σχηματισμό συγκυβερνήσεων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε και κέρδισε τις εκλογές του 1928 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων που πήρε τις 228 από 250 έδρες της Βουλής. Η εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι τη διεθνή οικονομική κρίση (1922-1932) ήταν μια περίοδος σταδιακής ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας, σε κεφαλαιοκρατική βάση, με ίδρυση βιοτεχνιών και βιομηχανιών, αλλά και μεγάλων δημόσιων έργων, όπως το φράγμα της λίμνης Μαραθώνα. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε, αφού η αξία της έπεσε στο ένα δέκατο πέμπτο της προπολεμικής αξίας. Αναπτύχθηκε η εμπορική κίνηση, ενώ βελτιώθηκε και η βιομηχανία. Με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε με πολλούς πρόσφυγες, ενώ λήφθηκαν μέτρα για την αποκατάστασή τους με τη βοήθεια και της Κοινωνίας των Εθνών. Η φορολογική επιβάρυνση παρέμεινε δυσβάστακτη. Σε σχέση με την προπολεμική αυξήθηκε κατά 37 φορές. Από το 1924 μέχρι το 1930 εισέρευσαν στην Ελλάδα 1.160.000 χρυσά φράγκα, εκ των οποίων το 78% ήταν δάνεια. Την περίοδο 1924-1931 συνομολογήθηκαν εννιά εξωτερικά δάνεια, συνολικής αξίας 992.000.000 χρυσών φράγκων. Τα δάνεια αυτά προήλθαν από την Μεγάλη Βρετανία κατά 48%, τις ΗΠΑ κατά 31% και τα υπόλοιπα σε μικρότερα ποσοστά από το Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων, την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού, τη σταθεροποίηση της δραχμής και για παραγωγικούς σκοπούς. Την ίδια περίοδο η εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού απορροφούσε το 29% των τακτικών εσόδων. Συνολικά την περίοδο 1824-1932 η Ελλάδα δανείστηκε από το εξωτερικό 2.200.000.000 χρυσά φράγκα. Μέχρι το 1932 είχαν εξοφληθεί 2.380.000.000 χρυσά φράγκα, δηλαδή 180 δις περισσότερα απʼ όσα είχε δανεισθεί το κράτος, που πάλι χρωστούσε 2 δισ. χρυσά φράγκα. Σημαντικό ρόλο στην εποχή έπαιξε η διεθνής οικονομική κρίση του 1929-1932, με άμεσες συνέπειες την κατάρρευση τραπεζών και την αύξηση της ανεργίας. Η φορολογία αυξήθηκε και λήφθηκαν έκτακτα οικονομικά μέτρα. Παρόλα αυτά το 1932 κηρύχθηκε η τέταρτη πτώχευση. Η εξάρτηση της Ελλάδας από ξένα κεφάλαια την έκανε ευάλωτη σε διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες. Εκείνη την περίοδο το 60-70% των εξαγωγών αποτελούσαν η σταφίδα και ο καπνός. Ειδικότερα, η εξαγωγή καπνού ήταν η σημαντικότερη πηγή εσόδων στις εξαγωγές και τη φορολογία, ενώ η καλλιέργειά του γινόταν στη βόρεια Ελλάδα. Οι εξαγωγές μειώθηκαν σταθερά από το 1929 μέχρι το 1933. Τα έσοδα από τις εξαγωγές καπνού το 1932 ήταν τα μισά από τα έσοδα το 1929. Λόγω της οικονομικής κρίσης το εμπόριο κάμφθηκε, ενώ η υποτίμηση του νομίσματος και η χαμηλή αγοραστική δύναμη παρέσυρε τη βιομηχανία και τη ναυτιλία. Έγιναν στρατιωτικά κινήματα φιλοβενιζελικά και μη, ενώ επανήλθε η βασιλεία και επικράτησε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936, μέχρι την κατάκτηση από την Γερμανία. Εκείνη την περίοδο υπήρχε σοβαρή αναντιστοιχία στους οικονομικούς δείκτες και τους μισθούς των εργαζομένων προκαλώντας κοινωνικές αναταραχές. Τότε λήφθηκαν σοβαρά μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, όπως η ίδρυση του ΙΚΑ το 1937, με σκοπό να μειωθεί η κοινωνική αντίδραση.