8.0. Χαρακτήρες της περιόδου
Η Μακεδονική Περίοδος, που προσδιορίζει την κυριαρχία της Μακεδονίας στον ελληνικό κόσμο, σε μία συνεχόμενη διαδοχή εξουσίας μετά τη Σπάρτη, την Αθήνα και τη Θήβα, ονομάστηκε από ορισμένους ευρωπαίους ιστορικούς Ελληνιστική Περίοδος, με την έννοια ότι περιλάμβανε βασίλεια που μιμούνταν τους ελληνικούς τρόπους ζωής, σύμφωνα με την αρχική έννοια της λέξης «ελληνισμός» που σημαίνει «μίμηση των Ελλήνων» (και δεν δηλώνει τους απανταχού της γης Έλληνες, όπως εννοούμε σήμερα). Αλλά ο πολιτισμός της περιόδου αυτής δεν παράχθηκε από ξένους που μιμήθηκαν τους Έλληνες, αλλά από Έλληνες που συνέχισαν με αυθεντικό τρόπο και λαμπρά επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, τον ελληνικό πολιτισμό της κλασικής περιόδου και επομένως ο όρος «ελληνιστική», ενδέχεται να παρερμηνεύεται ως εμπεριέχων πρόθεση απαξίωσης του συνόλου αυτής της ιστορικής περιόδου. Συμβατικά τα χρονικά όρια της περιόδου μπορεί να θεωρηθεί ότι εκτείνονται από την άνοδο του Μ.Αλεξάνδρου στο θρόνο της Μακεδονίας το 336 π.Χ. μέχρι την κατάλυση και του τελευταίου μακεδονικού βασιλείου των Πτολεμαίων από τους Ρωμαίους το 30 π.Χ.
Στις «εκτεταμένες επικράτειες» του ελληνικού κόσμου την περίοδο αυτή, που περιλάμβαναν το χώρο που δημιουργήθηκε από τον Β’ Ελληνικού Αποικισμού, όπως διευρύνθηκε με την «περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη, ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά, την απαράμιλλη» εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου, οι Έλληνες συναντήθηκαν με τους πολιτισμούς της Ανατολής (αιγυπτιακός, μεσοποταμιακός, περσικός, ινδικός, φοινικικός, συριακός και άλλοι ιθαγενείς μικρασιατικοί πολιτισμοί), αναπτύσσοντας μία διαρκή αλληλεπίδραση, από την οποία προέκυψε ένας «ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας», σύμφωνα με τις εκφράσεις του ιστορικότερου των ποιητών ή ποιητικότερου των ιστορικών Κ.Π.Καβάφη. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά στην ελληνική ιστορία που επεκτάθηκε ο χώρος όπου δρούσαν οι Έλληνες. Στη συνέχεια, τα όρια της εξάπλωσης του ελληνισμού ταυτίστηκαν με τα όρια ανάπτυξης της Ρώμης, της οποίας οι δρόμοι συνέπεσαν με τους ελληνικούς ιδιαίτερα από το 196 π.Χ. όταν έληξε ο Β’ Μακεδονικός Πόλεμος.
Με την επέκταση του ελληνικού πολιτισμού, στην πολιτική οργάνωση, κυριάρχησε το σχήμα των εδαφικά μεγάλων βασιλείων στο χώρο της Ανατολής, όπου ιδρύθηκαν νέα βασίλεια, με δεσποτικά πολιτεύματα (βασιλεία ή δυναστεία) κατά το πρότυπο του μακεδονικού, που επηρεάστηκε από τις πολιτικές συνήθειες της Ανατολής, με καλά οργανωμένη διοίκηση, οικονομία και στρατιωτική ισχύ που τους επέτρεψε να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Στον κυρίως ελλαδικό χώρο, μετά την παρακμή και πτώση του πολιτικού συστήματος της πόλης-κράτους, σημαντικές πόλεις της εποχής ήταν η Αθήνα, η Ρόδος και οι Συμπολιτείες, αλλά απείχαν πολύ απ’ το να είναι ρυθμιστές της κατάστασης.
Όλες οι παλαιές λατρείες εξακολούθησαν να υπάρχουν, παράλληλα, όμως, και νέες, ανατολικές λατρείες διαδόθηκαν με πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο τη λατρεία της προσωπικής ευζωίας βασιλέων και άλλων επιφανών πολιτικών προσώπων. Μολονότι το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε το 404 π.Χ. με τη λατρεία που αποδόθηκε στο Σπαρτιάτη Λύσανδρο, αποτελεί γνώρισμα των μακεδονικών χρόνων λόγω της συχνότητας της εμφάνισής του.
Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των μακεδονικών βασιλείων ήταν η «κοινή ελληνική», δηλαδή η απλοποιημένη ελληνική γλώσσα, όπως εξελίχθηκε μετά από συνδυασμό της αττικής διαλέκτου και του ιωνικού αλφαβήτου, για τον οποίο πρώτα στοιχεία συναντώνται στο τέλος του 5ου αιώνα, ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το 403/2 π.Χ.
Η νέα διάταξη του γεωγραφικού και ιστορικού χώρου στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο, εκτενή ζωτικό χώρο, που ευνοούσε τη μετακίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπήρχαν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης. Μισθοφόροι, διοικητές, επαγγελματίες σε διάφορα επιτηδεύματα από τον παλαιό ελληνικό χώρο άρχισαν να εγκαθίστανται σε πόλεις σε νέες περιοχές.
Την περίοδο αυτή έλαβαν χώρα πολλά ποικίλα παράλληλα φαινόμενα. Παράλληλα με την πολύμορφη πολιτική, θεωρία και πρακτική, αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς η επιστήμη και η τεχνολογία, ενώ και η εμπορική δραστηριότητα αποκτησε αυτοτελή αξία. Η διεύρυνση των ορίων του κατοικούμενου κόσμου δημιούργησε την εντύπωση της οικουμένης παράλληλα με την έννοια της πόλης-πατρίδας, αντίληψη η οποία τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι νέες ιστορικές συνθήκες αντικατοπτρίστηκαν στο χώρο του στοχασμού, όπου κυριάρχησαν οι στωικοί και οι επικούρειοι φιλόσοφοι, στη διδασκαλία των οποίων κεντρική θέση κατέχουν ακριβώς οι αντιλήψεις περί οικουμένης.
8.0.1. Αρχαίες πηγές και ιστορικοί της εποχής
Για τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν έχουν σωθεί έργα γραμμένα στην εποχή του, εκτόςαπό λίγα αποσπάσματα από το έργο του Καλλισθένη «Πράξεις Αλεξάνδρου». Στις μεταγενέστερες πηγές συγκαταλέγεται το 17ο βιβλίο του Διόδωρου του Σικελιώτη, ο βίος του Πλουτάρχου «Αλέξανδρος», η «Αλεξάνδρου Ανάβασις» του Φλάβιου Αρριανού και η «Επιτομή από τις ιστορίες του Πομπήιου Τρόγου» του Ρωμαίου ιστορικού Ιουστίνου. Ο Πλούταρχος και ο Αρριανός άντλησαν πληροφορίες από την καταγραφή των γεγονότων που έγινε κατά την εκστρατεία, τις λεγόμενες «εφημερίδες», οι οποίες δε σώθηκαν και με τις οποίες ήταν πιθανόν επιφορτισμένοι ο Ευμένης από την Καρδία και ο Διόδοτος από την Ερυθραία. Σημαντικότατες πηγές, όπως τα έργα του Κλειτάρχου και του Τιμαγένη, έχουν χαθεί, αν και σε αυτά βασίστηκαν πιθανότατα όλοι οι ιστορικοί της ρωμαϊκής εποχής.
Για την μετά τον Αλέξανδρο μακεδονική περίοδο κανένα ιστοριογραφικό έργο δεν έχει σωθεί ολόκληρο, αλλά ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων επιγραφών αναπληρώνει το κενό. Υπάρχουν αποσπάσματα ιστορικών έργων, που ασχολούνται με μία πληθώρα ειδών: ιστορία παγκόσμια, θεματική, τοπική και ιστορία προσώπων. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα, σώζονται μόνο αποσπάσματα ιστορικών έργων συγγραφέων όπως ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός, ο Δούρις ο Σάμιος, ο Φύλαρχος ο Αθηναίος, ο Τίμαιος, ο οποίος έγραψε την ιστορία της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. Οι ιστοριογράφοι αυτοί επηρέασαν τους μεταγενέστερους και τα έργα τους έχουν μεγάλη σημασία. Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα κυριαρχεί στην ιστοριογραφία ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (~ 200 π.Χ. - ~118 π.Χ.), που έζησε 18 έτη στη Ρώμη ως όμηρος, καθώς, μετά τη μάχη της Πύδνας, τα ελληνικά κράτη που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση τιμωρήθηκαν και η Αχαϊκή Συμπολιτεία υποχρεώθηκε να στείλει 1000 επιφανείς πολίτες ως ομήρους στη Ρώμη, ανάμεσα στους οποίους και ο Πολύβιος. Το έργο του «Ιστορίαι» καλύπτει το χρονικό διάστημα 264-146 π.Χ., από την έναρξη του Α΄ καρχηδονιακού πολέμου ως την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, και στην πλήρη μορφή του αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώθηκαν πλήρως μόνο τα πέντε και πολλά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Κατά ένα μέρος τα απολεσθέντα τμήματα του έργου του αναπληρώνονται από τον Τίτο Λίβιο, που χρησιμοποίησε ως πηγή του τον Πολύβιο. Ο Πολύβιος αφηγείται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, την «πραγματική ιστορία», η οποία απαιτεί την αυτοψία του ιστορικού και τη χρήση αρχείων για την τεκμηρίωση των γεγονότων. Μία πρωτότυπη εξέλιξη του Πολύβιου είναι ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη με τα είδη των πολιτευμάτων. Πιστεύει ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στο βαθμό ανάπτυξης και τον τρόπο διακυβέρνησης ενός κράτους. Κεντρική ιδέα της πολιτικής του θεωρίας βρίσκεται στο έκτο βιβλίο όπου αναφέρεται στη Ρώμη, την Καρχηδόνα και τη Σπάρτη.
Τον 1ο π.Χ. και 1ο μ.Χ. αιώνες, Έλληνες και Λατίνοι ιστορικοί συνέχισαν το έργο του Πολύβιου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ακμή περί τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα) έγραψε τη «Βιβλιοθήκη ιστορική», μία παγκόσμια ιστορία από τη μυθολογία ως το 60/59 π.Χ. Το πλήρες έργο αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα πρώτα πέντε και τα βιβλία έντεκα έως είκοσι (τα οποία αναφέρονται στην ιστορία των ετών 480-302). Ο τρόπος γραφής του είναι συγχρονικός και διαχρονικός: αφηγείται τα γεγονότα κατ’ έτος, χρησιμοποιώντας για τη χρονολόγηση τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων και των επωνύμων αρχόντων, και τα γεγονότα του ίδιου έτους κατά γεωγραφική περιοχή, π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Αφρική, Σικελία.
Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) έγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία από την ίδρυση της Ρώμης ως το έτος 9 π.Χ. στο έργο του «Ab urbe condita libri» (Βιβλία από ιδρύσεως της πόλης). Αναφέρεται στην ελληνική παράλληλα με τη ρωμαϊκή ιστορία, χρησιμοποιώτας ως πηγή και το έργο του Πολύβιου.
Το 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (~ 50 - ~ 120 μ.Χ.) έγραψε ιστορικές βιογραφίες, του «Βίους» ιστορικών προσώπων. Δύο ιστορικοί των αυτοκρατορικών χρόνων ξεχωρίζουν: ο πρώτος είναι ο Φλάβιος Αρριανός (…-146 μ.Χ.) από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, που είχε ασκήσει και διοικητικά αξιώματα. Έγραψε την «Αλεξάνδρου Ανάβασις» και μια σύντομη ιστορία των διαδόχων του, της οποίας σώζεται μία περίληψη. Ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (τέλος 1ου- προ 165 μ.Χ.) που είναι γενικά σύγχρονος του Αρριανού. Έγραψε σε 24 βιβλία στα ελληνικά την ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ιστορία των ρωμαϊκών επαρχιών έως την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τη χρονική σειρά που είχαν καταληφθεί. Η «Συριακή», που αναφέρεται στο βασίλειο των Σελευκιδών ως το 63 π.Χ., είναι η μοναδική αφηγηματική πηγή που έχουμε για το βασίλειο αυτό.
8.0.2. Χωρισμός σε υποπεριόδους
Για καλύτερη εποπτεία και πάντα με συμβατικούς όρους η περίοδος 336-30 π.Χ. μπορεί να χωριστεί σε υποπεριόδους ανάλογα με τις εξελίξεις, ως εξής
- Α Υποπερίοδος 336-323: Τα χρόνια του Μ.Αλεξάνδρου.
- Β Υποπερίοδος 303-301: Διαμόρφωση των μεγάλων μακεδονικών βασιλείων μέχρι τη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ.
- Γ Υποπερίοδος 301-270: Εκκρεμότητας στη Μακεδονία έως την άνοδο του Αντίγονου Γονατά στο θρόνο και την ολοκλήρωση της υποταγής της Μεγάλης Ελλάδας στους Ρωμαίους.
- Δ Υποπερίοδος 270-146: Πολιτική σταθερότητα και ακμή των μακεδονικών βασιλείων τον 3ο αιώνα, που διαταράχτηκε με τους Μακεδονικούς Πολέμους, με τελική κατάληξη την υποταγή όλου του ελλαδικού χώρου στους Ρωμαίους.
- Ε Υποπερίοδος 146-30: Ολοκλήρωση ένταξης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και του τελευταίου μακεδονικού βασιλείου της Αιγύπτου.
8.1. Αλέξανδρος Γ Φιλίππου, ο Μέγας (356-323)
Ο Αλέξανδρος Γ' ο Μακεδών, γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 356 στην Πέλλα. Γονείς του ήταν ο βασιλεύς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η Ολυμπιάδα (αρχικό όνομα Μυρτάλη) κόρη του βασιλέως Νεοπτόλεμου της Ηπείρου. Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα Β' στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 11 μηνών. Η γενεαλογία του από τη μεριά του πατέρα του ανάγεται στον Ηρακλή, πρόγονο του Κάρανου, γενάρχη της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, ενώ η μητέρα του καταγόταν από τον Νεοπτόλεμο, γιο του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα, που ίδρυσε το βασιλικό οίκο των Μολοσσών, απόγονος του οποίου ήταν ο (συνώνυμος με τον προπάππο του) πατέρας της. Η καταγωγή του Αλέξανδρου, για την οποία υπερηφανευόταν σε κάθε ευκαιρία και ο ίδιος, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.
8.1.1. Παιδική και εφηβική ηλικία
Το 349 π.Χ. ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας, ανέλαβε την ευθύνη της ανατροφής του και υπό την επίβλεψή του, ο Αλέξανδρος, διδάχτηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιππασία, σε μια εποχή που συνδέθηκε με το Βουκεφάλα, το άλογο που τονσυντρόφευσε σε όλη του τη ζωή. Αργότερα, ο Φίλιππος ανέθεσε τις σπουδές του γιου του, στον Αριστοτέλη, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, σε μια σχολή που ίδρυσε ειδικά για το σκοπό αυτό στη Μίεζα (στο σημερινό Κοπανό Ημαθίας), η οποία έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου.
Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή. Κατά τις εκστρατείες του ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας στον Αλέξανδρο, ο οποίος σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση των Μαίδων, ενώ στη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ. ήταν επικεφαλής του ιππικού και ακολούθως επισκέφτηκε την Αθήνα ως αντιπρόσωπος του πατέρα του, ο οποίος στο συνέδριο της Κορίνθου που ακολούθησε την μάχη της Χαιρωνείας, εξελέγη «στρατηγός αυτοκράτωρ της Ελλάδος» εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών.
Όταν το 337 π.Χ. ο Φίλιππος νυμφεύτηκε την όμορφη αριστοκράτισσα Κλεοπάτρα, ανεψιά του στρατηγού Άτταλου, οι μέχρι τότε αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του κλονίστηκαν, ιδιαίτερα μετά το επεισόδιο της φιλονικίας με τον Άτταλο, που υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να αποσυρθεί στην Ήπειρο μαζί με την μητέρα του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του και επέστρεψε στο ανάκτορο αν και η Ολυμπιάδα παρέμεινε στην Ήπειρο. Το 336 π.Χ. στο γάμο της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλέα Αλέξανδρο της Ηπείρου, αδελφό της Ολυμπιάδας, ο Φίλιππος δολοφονήθηκε, πιθανότατα μετά από συνωμοσία στην οποία μετείχε η Ολυμπιάδα, αλλά όχι ο ίδιος ο Αλέξανδρος.
8.1.2. Ανάληψη εξουσίας και επικράτηση στην Ελλάδα
Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ήταν 20 ετών, αλλά κινήθηκε γρήγορα και, με την υποστήριξη του ευπατρίδη Αντίπατρου Ιόλλα, πρωτοσύμβουλου του Φιλίππου, ανακηρύχθηκε βασιλεύς εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Αμύντας Δ Περδίκκα, ανεψιός του Φιλίππου, που είχε νυμφευθεί την ετεροθαλή αδελφή του Αλεξάνδρου Κυνάνη, και ο Αρριδαίος (μετέπειτα Φίλιππος Γ Αρριδαίος), γιος του Φιλίππου. Ύστερα εισέβαλε στην Θεσσαλία και προχώρησε προς νότον αναγνωριζόμενος από όλους. Δεν εκδηλώθηκε καμιά επαναστατική κίνηση και το φθινόπωρο του 336 συνήλθε πάλι το Συνέδριο της Κορίνθου που τον ανακήρυξε, όπως είχε ανακηρύξει και τον Φίλιππο, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία. Την άνοιξη του 335 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς (στα μέρη της σημερινής Σερβίας) και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών (στα μέρη της σημερινής Ρουμανίας), την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών (στη σημερινή Αλβανία). Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες (στα μέρη της σημερινής ΠΓΔΜ), εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Θηβαίοι επαναστάτησαν και πολιόρκησαν την μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας φήμες ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός. Ο Αλέξανδρος με μια αστραπιαία πορεία, διένυσε τα 500 χιλιόμετρα από την Ιλλυρία στη Θήβα σε δώδεκα μέρες, και εκεί, μετά από σύντομη αλλά σθεναρή αντίσταση των Θηβαίων κατόρθωσε να τους υποτάξει. Ακολούθως συγκάλεσε το Κοινό των Ελλήνων για να αποφασίσει την τιμωρία της Θήβας και την εφάρμοσε διατάζοντας να θανατωθούν έξι χιλιάδων Θηβαίοι, να πουληθούν ως δούλοι οι υπόλοιποι τριάντα χιλιάδες και να ισοπεδωθεί η πόλη, εκτός από το σπίτι του Πίνδαρου. Η καταστροφή ήταν τόσο τρομερή, που, για να εξιλεωθεί, ο Αλέξανδρος πήγε προσκυνητής στους Δελφούς. Μετά από την πράξη αυτή, που ήταν σκληρή αλλά αποδείχτηκε από πολιτική άποψη αποτελεσματική, καμία ελληνική πόλη δεν τόλμησε να αντιδράσει ανοιχτά το νεαρό βασιλέα της Μακεδονίας.
8.1.3. Εκστρατεία κατά των Περσών
α. Σκοπός
Η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία δεν ήταν καινούρια, αφού μετά τις νίκες των Πλαταιών και της Μυκάλης το 479, ο Κίμωνας είχε λαμπρές επιθετικές πρωτοβουλίες κατά των Περσών (478-466), με αποκορύφωμα τη νίκη στον Ευρυμέδοντα, ενώ στη συνέχεια από το 399 μέχρι το 394 οι Σπαρτιάτες με ηγέτη τον Αγησίλαο, ταλαιπώρησαν τους Πέρσες στην Μικρά Ασία. Θεωρητικός της πανελλήνιας κατά της Ασίας εκστρατείας ήταν ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης (436-338), ο οποίος έγραφε στον Φίλιππο: «τον δε βασιλέα τον νυν μέγαν προσαγορευόμενον καταλύειν επιχειρήσεις, ίνα την τε σεαυτού δόξαν μείζω ποιήσης και τοις Έλλησιν υποδείξης, προς ον χρή πολεμείν». Η δολοφονία στέρησε τον Φίλιππο από ένα μεγάλο μερίδιο δόξας, που το κέρδισε ο Αλέξανδρος, για τον οποίο η εκστρατεία κατά των Περσών ήταν ένας σκοπός με τον οποίο είχε γαλουχηθεί από παιδί, παρακινούμενος, με συνεχείς παραινέσεις, από τον πατέρα του, που είχε ήδη βάλει τις βάσεις αυτού του σχεδίου, αλλά και από την ιδιαίτερα φιλόδοξη μητέρα του, με ιδεολογικό πρόσχημα την απελευθέρωση των Ελληνικών Αποικιών της Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Η δολοφονία του Φίλιππου άφησε στους ώμους του 20χρονου Αλέξανδρου τη μεγάλη αποστολή, την οποία ανέλαβε με το πάθος που φλογίζει όσους αφοσιώνονται στην υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου.
β. Πέρασμα στη Μικρά Ασία (334)
Το 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος έστειλε τον στρατηγό Παρμενίωνα για να εξασφαλίσει το πέρασμα της Προποντίδας. Την άνοιξη του 334 π.Χ., αφήνοντας πίσω του τοποτηρητή της Μακεδονίας τον ευπατρίδη από την Πέλλα Αντίπατρο Ιόλλα (397-319), πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000 πεζών και 5.000 και πλέον ιππέων, ενώ ο στόλος του απαρτιζόταν από 160 πλοία. Οι προμήθειες έφταναν για 30 μέρες και οι οικονομικοί πόροι ανέρχονταν περίπου στα 70 χρυσά τάλαντα.
Η στρατιωτική δύναμη ήταν ομολογουμένως μικρή σε σχέση με τα σχέδια του Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες, με την απέραντη αυτοκρατορία τους που περιελάμβανε πολλούς λαούς και φυλές, θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολύ μεγαλύτερο στρατό. Αλλά ο Αλέξανδρος βασιζόταν στην ταχύτητα και την τόλμη.
Κύριο στρατιωτικό σώμα ήταν η μακεδονική φάλαγγα, αποτελούμενη από πεζέταιρους οπλισμένους με σάρισα, δόρυ μήκους 6 μέτρων, πιθανόν επινόηση του Φιλίππου Β'. Το ιππικό επάνδρωναν οι ευγενείς, οι εταίροι όπως ονομάζονταν. Το στρατό συμπλήρωναν σώματα ακοντιστών, τοξοτών και πελταστών. Μολονότι τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν οι Μακεδόνες, στις γραμμές του περιλαμβάνονταν πολεμιστές από ελληνικές πόλεις-κράτη και από τα βασίλεια της Μικράς Ασίας. Αυτή την ετερογενή δύναμη ένωναν οι δεσμοί πειθαρχίας, εκπαίδευσης και οργάνωσης, αλλά και η αφοσίωση που ενέπνεε ο Αλέξανδρος.
Οι επικεφαλής του στρατού του ήταν όλοι Μακεδόνες. Δεύτερος στην τάξη στρατηγός μετά από αυτόν ήταν ο Παρμενίων Φιλώτα (από την Πέλλα, 400-330), παλιός συμπολεμιστής του πατέρα του. Ακολουθούσαν ο Ηφαιστίων Αμύντορα (από την Πέλλα), διοικητής των εταίρων, ο Κλείτος Δρωπίδου, διοικητής του ιππικού, οι γιοί του Παρμενίωνα, διοικητές των υπασπιστών, Φιλώτας και Νικάνωρ, και οι διοικητές των τάξεων της φάλαγγας Αμύντας Αρραβαίου (από τη Λυγκιστίδα, σημερινή Φλώρινα), Περδίκκας Ορόντου (από την Ορεστίδα, σημερινή Καστοριά), Κρατερός Αλεξάνδρου (από την Ορεστίδα, σημερινή Καστοριά), Πτολεμαίος Λάγου (από την Εορδαία, σημερινή Πτολεμαίδα),ο Πολυσπέρχων Σιμμία (από την Τυμφαία, σημερινά Γρεβενά), Λυσίμαχος Αγαθοκλέους (καταγόμενος από τη Θεσσαλία), ο Λεοννάτος Ανταίου (οπό την Πέλλα με καταγωγή από τη Λυγκηστίδα, σημερινή Φλώρινα) και Μελέαγρος Νεοπτολέμου. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο Αντίγονος Φιλίππου ο επικαλούμενος Μονόφθαλμος (από την Ελιμειώτιδα, σημερινή Κοζάνη), του θρακικού και παιονικού ελαφρού ο Κάσσανδρος Αντιπάτρου (από την Πέλλα) και των μισθοφόρων ο Μένανδρος, ενώ αρχηγός του στόλου ήταν ο Νέαρχος Ανδροτίμου από την Κρήτη και αρχιγραμματέας, συντάκτης των «Βασιλικών Εφημερίδων», ο Ευμένης ο Κραδιανός (από την Καρδία, αποικία της Μιλήτου στη Θράκη). Μέχρι τη διάβαση της Γεδρωσίας υπήρχαν 7 σωματοφύλακες που πολεμούσαν δίπλα στο βασιλέα και τον συνόδευαν στις δημόσιες εμφανίσεις του (Λεοννάτος του Ανταίου, Ηφαιστίων του Αμύντορα, Λυσίμαχος του Αγαθοκλή, Αριστόνους του Πεισαίου (όλοι από την Πέλλα), Περδίκκας του Ορόντη από την Ορεστίδα, Πτολεμαίος του Λάγου και Πείθων του Κρατεύα από την Εορδαία). Όγδοος έγινε στη συνέχεια ο Πευκέστας Αλεξάνδρου από τη Μίεζα.
Ύστερα από μια σκληρή πορεία μέσω της Θράκης, ο Αλέξανδρος πέρασε χωρίς δυσκολία τον Ελλήσποντο. Οι Πέρσες τον άφησαν να περάσει το στενό χωρίς να φέρουνε καμιά αντίσταση.. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και επισκέφτηκε την Τροία.
γ. Η Μάχη του Γρανικού (334)
Ο Αλέξανδρος οδήγησε το στρατό του στον Γρανικό, ένα μικρό ποταμό στη Ζέλεια της Φρυγίας, στον Ελλήσποντο, πλάτους 20-40 μέτρων, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι περσικές δυνάμεις αποτελούμενες από 20.000 Μήδους, Βακτριανούς, Υρκανούς, Καππαδόκες και Παφλαγόνες ιππείς και 20.000 πεζούς μεταξύ των οποίων και έλληνες μισθοφόρους και οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και τον Ρόδιο Μέμνονα, με αρχιστράτηγο τον Αρσίτη, σατράπη της Φρυγίας. Πλησιάζοντας διαπίστωσε ότι ο περσικός στρατός κατείχε την απόκρημνη και δύσβατη ανατολική όχθη του ποταμού, που είχε ρεύμα ορμητικό αλλά μικρό βάθος και δε χρειαζόταν γεφύρωση. Ο Παρμενίων συμβούλευσε τον Αλέξανδρο να αναβληθεί η μάχη, αλλά εκείνος αποφάσισε να μη δώσει ευκαιρία οπισθοχώρησης στους Πέρσες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος ανέλαβε τη στρατηγία της δεξιάς πτέρυγας, και έδωσε την αριστερή στον Παρμενίωνα. Η Μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Στην αρχική επίθεση οι Μακεδόνες έχαναν χρόνο και είχαν αρκετές απώλειες, καθώς αμύνονταν από αβέβαιο σημείο στο ποτάμι και οι Πέρσες βρίσκονταν ψηλότερα. Ο Αλέξανδρος, οδηγώντας τη δεξιά παράταξη, επιτέθηκε, στο σημείο που το ιππικό των αντιπάλων ήταν πυκνότερο και βρίσκονταν οι ηγεμόνες τους. Τα άλογα συμπλέκονταν και οι στρατιώτες πολεμούσαν σώμα με σώμα, κλαθώς οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να σπρώξουν τους Πέρσες από την όχθη στην πεδιάδα, και οι Πέρσες να εμποδίσουν τους Μακεδόνες να βγουν και να τους ρίξουν πάλι στο ποτάμι.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινδύνευσε, όταν, βλέποντας τον γαμπρό του Δαρείου, Μιθριδάτη, να προσπαθεί να τους εμβολίσει με ένα τμήμα ιππικού, έτρεξε ο ίδιος μπροστά από τους άλλους και καθώς τον διαπερνούσε με το δόρυ του, ο Ροισάκης τον χτύπησε με την πάλα στο κεφάλι, σχίζοντας το κράνος του. Ο Αλέξανδρος τον σκότωσε, χτυπώντας τον στο στέρνο, αλλά κινδίνεψε και πάλι, καθώς ο Σπιθριδάτης πλησίαζε από πίσω με υψωμένη πάλα και μόλις πρόλαβε, ο Κλείτος Δρωπίδου να τον χτυπήσει στον ώμο, κόβοντάς του το χέρι. Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν όταν το μακεδονικό ιππικό διέσχισε τον ποταμό και τράπηκαν σε φυγή, πρώτα στο σημείο όπου πολεμούσε ο Αλέξανδρος και ακολούθως οι δύο πτέρυγες. Σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι Πέρσες ιππείς. Η καταδίωξη δεν κράτησε πολύ, γιατί ο Αλέξανδρος στράφηκε εναντίον των μισθοφόρων, οδηγώντας τη φάλαγγα και διατάζοντας τους ιππείς να τους περικυκλώσουν, κατασφάζοντάς τους εκτός από περίπου δύο χιλιάδες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν μόνο 110 άνδρες, ενώ ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρξαν και πολλοί ηγεμόνες τους, όπως ο Νιφάτης, ο Πετήνης, ο σατράπης της Λυδίας Σπιθριδάτης, ο ύπαρχος της Καππαδοκίας Μιθροβουζάνης, ο γαμπρός του Δαρείου Μιθριδάτης, ο γιος του άλλου Δαρείου (γιου του Αρταξέρξη) Αρβουπάλης, ο κουνιάδος του Δαρείου Φαρνάκης και ο αρχηγός των μισθοφόρων Ωμάρης, ενώ ο Αρσίτης κατέφυγε στη Φρυγία, όπου αυτοκτόνησε θεωρώντας τον εαυτό του υπαίτιο της συμφοράς των Περσών.
δ. Γόρδιο (333)
Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν. Η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν αλλά τελικά κατακτήθηκαν μετά από πολιορκία. Πάνω από τριάντα πόλεις της Λυκίας παραδόθηκαν, ενώ κατακτήθηκε και η Παμφυλία. Διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της Φρυγίας, κινούμενος πρς βορά, ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιο, όπου, το Μάρτιο του 333, με χτύπημα του σπαθιού του «έλυσε» το Γόρδιο δεσμό, θέλοντας να προδικάσει την επαλήθευση του θρύλου, σύμφωνα με τον οποίο αυτός που θα έλυνε το δεσμό θα κατακτούσε ολόκληρη την Ασία. Πέρασε το χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα την βαριά φορολογία.
ε. Μάχη της Ισσού (333)
Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλεύς κατέλαβε την Καππαδοκία, και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες. Παρέμεινε όμως στην Ταρσό μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια βαριά ασθένεια. Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην θάλασσα άρχισε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις στη Βαβυλώνα, με διοικητή τον ίδιο, και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Διαβαίνοντας τις Αμανίδες πύλες, η ελληνική στρατιά έφθασε στην Ισσό. Εκεί ο Αλέξανδρος άφησε τους ασθενείς και τους τραυματίες και συνέχισε νότια, στρατοπεδεύοντας κοντά στην πόλη Μυρίανδρο. Την ίδια ώρα ο περσικός στρατός μέσω των Αμανιδών πυλών κατόρθωσε να φθάσει στην Ισσό χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι Πέρσες εισήλθαν στην πόλη και εξολόθρευσαν όλους τους ασθενείς και τραυματίες Έλληνες που βρίσκονταν εκεί. Για να την εξακριβώσει τη θέση των εχθρών, ο Αλέξανδρος έστειλε μια τριακόντορο να πλεύσει βόρεια προς την Ισσό, από όπου οι αξιωματικοί του είδαν με τα μάτια τους τα πλήθη της περσικής στρατιάς στρατοπεδευμένα κοντά στη θάλασσα, βόρεια του ποταμού Πίναρου. Βέβαιος πλέον για την ακριβή θέση στην οποία βρισκόταν ο εχθρός, ο Αλέξανδρος, συγκαλώντας τους στρατηγούς, τους ιλάρχους και τους ηγέτες των συμμάχων, τους ανήγγειλε την επερχόμενη μάχη, και εξήγησε το λάθος του Δαρείου, που καθήλωσε τις δυνάμεις του από την ευρυχωρία της πεδιάδας των Σώχων στη στενή διάβαση.
Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού, όχι μακριά από τις Κιλίκιες πύλες, στο στενό που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή μεταξύ του όρους Αμανού και του Ισσικού κόλπου, κοντά στον ποταμό Πίναρο, του οποίου οι όχθες ήταν σε ορισμένα σημεία απόκρημνες και είχαν γίνει με τα χαρακώματα ακόμα πιο δυσπρόσιτες. Ο μεγάλος βασιλέας γέμισε όλον τον χώρο μεταξύ του όρους και της θάλασσας κοντά στον Πίναρο με 90.000 οπλίτες, από τους οποίους οι 30.000 Έλληνες κατέλαβαν το κέντρο, και ανά 30.000 Ασιάτες οπλίτες, οι Κάρδακες, κατέλαβαν τις δύο πλευρές. Στα υψώματα αριστερά στάθηκαν 20.000 άνδρες, για να χτυπήσουν την πίσω και τη δεξιά πλευρά του Αλέξανδρου, ενώ ο υπόλοιπος αναρίθμητος όχλος παρέμεινε αχρησιμοποίητος, επειδή ήταν στενός ο τόπος και, το χειρότερο, δε διευθετήθηκε έτσι ώστε να συνδράμει όπου πιθανώς χρειαζόταν, αλλά εγκλωβίστηκε άτακτα στο πίσω μέρος των Ελλήνων μισθοφόρων και των Ασιατών οπλιτών. Επιπλέον 30.000 ιππείς και 20.000 πεζοί που αρχικά είχαν περάσει τον Πίναρο, ανακατανεμήθηκαν στη δεξιά πτέρυγα, όπου ήδη βρισκόταν και το άριστο τμήμα του περσικού ιππικού. Ο ίδιος ο Δαρείος κατά το περσικό έθος κατέλαβε το κέντρο όλης της παράταξης, με πολλούς ευγενείς ιππείς γύρω του, πίσω από το πεζικό των Ελλήνων μισθοφόρων.
Η μάχη προαναγγελόταν πεισματική, αλλά παραδόξως τελείωσε εύκολα και γρήγορα. Ο Αλέξανδρος άρχισε να προχωρεί βάδην προς τα εμπρός και, φθάνοντας σε απόσταση βέλους παρέλαβε το ιππικό, τους υπασπιστές και τις τάξεις του στρατού στα δεξιά της φάλαγγας, επιτάχυνε τον βηματισμό, πέρασε τον ποταμό και χτύπησε αιφνιδιαστικά τους Κάρδακες της αριστερής πτέρυγας των Περσών. Εκείνοι, αντιστεκόμενοι για λίγο, έστρεψαν σχεδόν αμέσως τα νώτα και το χειρότερο, όταν αντιλήφθηκε ο Δαρείος την τροπή που πήραν τα πράγματα, πίστεψε πως διέτρεχε και ο ίδιος τον έσχατο κίνδυνο και έτρεξε γεμάτος πανικό με το άρμα του πίσω από τους φυγάδες. Όσο υπέθεταν ότι ο Δαρείος ήταν παρών, το μέσο και η δεξιά πλευρά των Περσών όπου βρίσκονταν οι Έλληνες μισθοφόροι και οι άριστοι από τους ιππείς Πέρσες, αγωνίστηκε γενναία κατά των τάξεων της φάλαγγας υπό τον Κρατερό και τον Παρμενίωνα, και κατά των Θεσσαλών ιππέων. Όμως και στο άκρο αριστερό πλευρό οι Θεσσαλοί και οι Πελοποννήσιοι δέχθηκαν μεγάλη πίεση από τη μάζα του περσικού ιππικού, αλλά οι διατήρησαν τις θέσεις τους, αν και οι αντίπαλοι υπερτερούσαν αριθμητικά. Ωστόσο, η κατάρρευση της αριστερής πλευράς του περσικού στρατού επέτρεψε στον Αλέξανδρο να στρέψει τη σφήνα του ιππικού προς το κέντρο και ιδιαίτερα κατά της θέσης όπου έπρεπε να βρίσκεται ο Δαρείος, που είχε ήδη γίνει άφαντος. Τη γενική φυγή του περσικού στρατού ακολούθησε άγρια καταδίωξη του από τους νικητές, η οποία δεν συνεχίστηκε για πολύ, καθώς το σκοτάδι, ανάγκασε τον Αλέξανδρο να επιστρέψει στο στρατόπεδο.
Η λεία από τη νίκη ήταν μεγάλη. Όλο το στρατόπεδο του Δαρείου, η μητέρα του, η σύζυγος, η αδελφή, ο γιος και οι δυο κόρες του έπεσαν στα χέρια των νικητών, όπως και το άρμα, η ασπίδα και το τόξο του, και επιπλέον 3.000 αργυρά τάλαντα και πολλά άλλα πολύτιμα πράγματα, σκεύη και αιχμάλωτοι. Οι κυρίες της περσικής αυλής που είχαν κατά το έθος συνοδέψει τον Δαρείο υπέστησαν δεινή κακοποίηση από τους στρατιώτες του Αλέξανδρου, απογυμνωμένες από τα υπάρχοντά τους, σε αντίθεση με τους στενούς συγγενείς του μεγάλου βασιλέα που ανήκαν αποκλειστικά στον Αλέξανδρο. Παραδίδεται ότι σκοτώθηκαν 110.000 Πέρσες, από τους οποίους οι ιππείς ήταν περισσότεροι από 10.000, καθώς και πολλοί αξιωματούχοι. Γενικά από όλο εκείνο το στράτευμα δε διατήρησαν την παράταξή τους παρά μόνο 4.000 άνδρες, εκείνοι που πέρασαν τον Ευφράτη με τον Δαρείο και 8.000 Έλληνες μισθοφόροι οι οποίοι, κατόρθωσαν να διασωθούν στην Αίγυπτο. Από την άλλη μεριά ο ελληνικός στρατός είχε απώλειες περί τους 450 νεκρούς από τo πεζικό και τους ιππείς και περίπου 4.500 τραυματίες.
Σε ανάμνηση της νίκης του, ο Αλέξανδρος ίδρυσε την Αλεξάνδρεια της Ισσού, την Νικόπολη (στο εσωτερικό), καθώς και τα οχυρά Ημαθία και Βοττιαίο δήμο και την κρήνη Ολυμπιάδα στην περιοχή όπου, 30 χρόνια μετά, ιδρύθηκε η Αντιόχεια. Στη σκηνή του Δαρείου συναντήθηκε, με τη μητέρα και τη σύζυγο του Δαρείου, στις οποίες φέρθηκε «βασιλικά», αλλά και με τη γνωστή του από τα εφηβικά του χρόνια Περσίδα αριστοκράτισσα με ελληνική παιδεία Βαρσίνη (363-309), κόρη του σατράπη της Φρυγίας Αρτάβαζου, χήρα του Ρόδιου Μέμνονα, αντίπαλού του στο Γρανικό, που εν τω μεταξύ είχε πεθάνει. Με τη Βαρσίνη συνέζησε, χωρίς να τη νυμφευθεί, μέχρι το γάμο του με τη Ρωξάννη το 327, και μαζί της απέκτησε ένα (θεωρούμενο νόθο) γιο που ονομάστηκε Ηρακλής (327-309), ο οποίος θανατώθηκε από τον Πολυσπέρχοντα σε ηλικία 18 ετών κατά τις διαμάχες για τη διαδοχή του πατέρα του.
στ. Κατάληψη της Φοινίκης (332)
Μετά την νίκη του στην Ισσό ο Αλέξανδρος αντικατέστησε τον νεκρό ταξίαρχο Πτολεμαίο με τον Πολυσπέρχοντα, διορίζοντας σατράπη της Κιλικίας τον Βάλακρο, έναν από τους σωματοφύλακές του. Κατόπιν προχώρησε μέσω της κοίλης Συρίας προς τη φοινικική παραλία, στέλνοντας παράλληλα τον Παρμενίωνα κατά της Δαμασκού, την οποία εύκολα κυρίευσε ο στρατηγός, λαμβάνοντας από την πόλη πολλούς θησαυρούς και αιχμαλώτους. Η προέλαση συνεχίστηκε στη Φοινίκη με κατάληψη της Άραδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου, και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Το καλοκαίρι του 332 π.Χ. με πολλή δυσκολία και ύστερα από επτάμηνη πολιορκία ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την κατάληψη της Τύρου, στους κατοίκους της οποίας, για παραδειγματισμό, φέρθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα.
ζ. Παλαιστίνη και Αίγυπτος (331)
Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα, και την Γάζα μετά από πολιορκία. Συνέχισε την κατάκτησή του προς την Αίγυπτο όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και τον αναγνώρισε από πολιτική σκοπιμότητα, θέλοντας να δημιουργήσει εντύπωση θεϊκής καταγωγής γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος απεικονιζόταν με κέρατα κριού, ώστε να εννοείται η θεϊκή του καταγωγή. Πριν αναχωρήσει από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια, και η οποία τα επόμενα χρόνια έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.
η. Μάχη των Γαυγαμήλων (331)
Αφού περίμενε ενισχύσεις από τη Μακεδονία, απέλυσε τους πιο καταπονημένους στρατιώτες και επέστρεψε στην Φοινίκη για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη, όπου ο Δαρείος συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες. Λέγεται ότι κατέστειλε μια επανάσταση των Σαμαρειτών που έκαψαν ζωντανό τον στρατηγό του Ανδρόμαχο. Η επανάσταση κατεστάλη, η Σαμάρεια κατέστη ελληνική πόλη, ενώ νέες πόλεις ιδρύθηκαν για να διασφαλιστεί η περιοχή της Κοίλης Συρίας: η Πέλλα, το Δίον, η Πιερία, τα Γάδαρα και τα Γέρασα.
Το εκστρατευτικό σώμα έφθασε στην πόλη Θάψακο, κτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Ευφράτη, αρχές καλοκαιριού του 331 Εκεί, τα προπορευόμενα τμήματα του μηχανικού είχαν ήδη αρχίσει τις προσπάθειες γεφύρωσης του ποταμού. Ωστόσο, η κατασκευή των δύο πλωτών γεφυρών δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί, καθώς ο Μαζαίος είχε καταλάβει την ανατολική όχθη του ποταμού με απόσπασμα 5.000 ανδρών του περσικού στρατού. Σύντομα, όμως, βλέποντας το στρατό του Αλέξανδρου, ο Μαζαίος υποχώρησε. Η γεφύρωση ολοκληρώθηκε και ο στρατός του Αλέξανδρου διέσχισε τον ποταμό Ευφράτη, ιδρύοντας αμέσως μετά τη διέλευση την πόλη Νικηφόριον, ενώ κατά την πορεία του στην βόρεια Μεσοποταμία, επανίδρυσε την παλαιά Ορχόη μετονομάζοντάς την σε Έδεσσα και όπως πιστεύεται την πόλη Δάρας. Ωστόσο, για λόγους επιμελητείας κυρίως και κλιματικών συνθηκών, ο Αλέξανδρος δεν κινήθηκε νοτιοανατολικά, όπως ίσως θα αναμενόταν αλλά βόρεια, μέσα από δροσερούς λόφους και άφθονη βοσκή.
Λίγο αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε από αιχμάλωτους Πέρσες ανιχνευτές πως ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει στρατιά μεγαλύτερη από εκείνη της μάχης της Ισσού και πως είχε στρατοπεδεύσει στη δυτική όχθη του ποταμού Τίγρη, με την απόφαση να μην επιτρέψει τη διάβασή του, αποφάσισε να βαδίσει βορειανατολικά, στο Βεζαβδέ, όπου πέρασε δύσκολα τον μεγάλο ποταμό και βρέθηκε στην ανατολική όχθη. Εκεί σταμάτησε μια μέρα για να ξεκουράσει το στράτευμα στις ορεινές όχθες.
Την αυγή της 21 Σεπτεμβρίου 331, μετά από ολική έκλειψη σελήνης ο στρατός βάδισε νότια κατά μήκος του Τίγρη για τέσσερεις ημέρες και μετά σταμάτησε την προέλαση του στρατού και στρατοπέδευσε, οχυρώνοντας το στρατόπεδο, για κάθε ενδεχόμενο. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, 29η προς 30η Σεπτεμβρίου, προέλασε και πάλι, αφήνοντας πίσω του σκεύη, αιχμαλώτους και τους απόμαχους. Ανεβαίνοντας τις πρωινές ώρες στα υψώματα είδε απέναντί του σε απόσταση περίπου τριάντα σταδίων τις αντίπαλες δυνάμεις στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα. Οι περισσότεροι ήταν της άποψης να επιτεθούν αμέσως, αλλά ο Παρμενίων επέμεινε πως θα ήταν ασύνετο να γίνει αυτό, πριν ανιχνεύσουν ακριβώς την περιοχή μπροστά τους, τις φυσικές και τεχνητές της δυσκολίες και την παράταξη των εχθρών.
Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του Παρμενίωνα και διέταξε να μείνουν παρατεταγμένοι σε μάχη και ο ίδιος παίρνοντας μαζί του τους ψιλούς και τους εταίρους από τους ιππείς, κατασκόπευσε ανεμπόδιστα τους αντιπάλους και την περιοχή. Ο περσικός στρατός που συγκεντρώθηκε εκεί, έφθανε συνολικά τους 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς όπως παραδίδει ο Αρριανός. Στο στρατό αυτό, ο Δαρείος επέφερε βελτιώσεις, κάνοντας τα ξίφη και τα δόρατα πολύ μεγαλύτερα από τα προηγούμενα και κατασκεύασε 200 δρεπανηφόρα άρματα, το καθένα από τα οποία διέθετε ένα είδος μυτερού καμακιού που εξείχε αρκετά από τους ίππους, ενώ εκατέρωθεν του ζυγού πρόβαλλαν τρία μακριά ακόντια και από τις δυο πλευρές των αξόνων των τροχών πρόβαλλαν δρέπανα. Επιπλέον, ο Δαρείος φέρεται πως είχε στα Άρβηλα 15 οπλισμένους ελέφαντες, που για πρώτη φορά αναφέρονται ότι παρατάχτηκαν σε πεδίο μάχης. Από την άλλη μεριά ο Αλέξανδρος παρέταξε το στρατό του, που απαρτιζόταν συνολικά από 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς, σε δύο τάξεις έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα υπερφαλάγγισής του.
Η μάχη άρχισε με τους Πέρσες να επιτίθενται στο δεξιό πλευρό των Ελλήνων, ενώ παράλληλα ο Δαρείος εξαπέλυσε τα δρεπανηφόρα ακολουθούμενα από την πρώτη παράταξη ολόκληρου του στρατού. Τα άρματα αποδείχθηκαν ωστόσο άχρηστα, καθώς τα άλογα αναχαιτίζονταν εύκολα ή τα τραυμάτιζαν οι ελαφρά οπλισμένοι και οι τοξότες, ορισμένοι από τους οποίους άρπαζαν τα χαλινάρια, έριχναν τους ηνιόχους και έσφαζαν τα άλογα.Τότε ο Αλέξανδρος ενίσχυσε τη δεξιά πλευρά του με ιππείς. Ο Δαρείος με τη σειρά του έστειλε και άλλες ενισχύσεις στο σημείο αυτό, δημιουργώντας, όμως, κενό στο αριστερό του πλευρό. Αντιλαμβανόμενος το κενό ο Αλέξανδρος επιτέθηκε αστραπιαία επικεφαλής των εταίρων. Μέσα από το κενό αυτό προσπάθησε να στραφεί προς το κέντρο του περσικού στρατεύματος, τρέποντας σε φυγή τη φρουρά του Δαρείου που πολεμούσε σκληρά από το άρμα του. Ο Δαρείος, εκτεθειμένος μετά την υποχώρηση της προσωπικής φρουράς του αναγκάστηκε να διαφύγει με τη σειρά του. Κατά τη διάρκεια της γοργής προέλασης του Αλέξανδρου, ωστόσο, δημιουργήθηκε ένα κενό μεταξύ της τέταρτης και της πέμπτης τάξης της φάλαγγας, μέσα από το οποίο πέρασε μεγάλος αριθμός Περσών και Ινδών ιππέων και έφθασε ως το ελληνικό στρατόπεδο σφαγιάζοντας τους υπηρέτες και τους ιπποκόμους, παρά την αρχική αντίσταση των Θρακών που δέχθηκαν επίθεση από πίσω από τους αιχμαλώτους και κατατροπώθηκαν. Άλλοι Ινδοί, Πέρσες και Πάρθοι ιππείς άρχισαν να πλαγιοκοπούν το θεσσαλικό ιππικό, με αποτέλεσμα ο Παρμενίων να ζητήσει βοήθεια από τον Αλέξανδρο, που έσπευσε να ενισχύσει τα πιεζόμενα τμήματά του χτυπώντας την αδιάσπαστη δεξιά πλευρά των Περσών, αρχίζοντας από τους Ινδούς και τους Πάρθους που επέστρεψαν κυνηγημένοι από το στρατόπεδό του. Κατόπιν, συνέχισε την επίθεσή του ο Αλέξανδρος προς ενίσχυση των ανδρών του Παρμενίωνα, αλλά οι Πέρσες, έχοντας πλέον αντιληφθεί την υποχώρηση του υπόλοιπου στρατεύματος, τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους ιππείς του Παρμενίωνα. Ακολούθησε γενική καταδίωξη των ηττημένων μέχρι τα Άρβηλα, έως ότου έπεσε το σκοτάδι, ενώ ο Δαρείος κατόρθωσε να διαφύγει στη Μηδία, με φρουρά μερικών χιλιάδων ιππέων.
Περισσότεροι από 30.000 άνδρες του Δαρείου φέρεται ότι σκοτώθηκαν στη μάχη, ενώ οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων υπολογίζονται από 100 έως 500 νεκρούς. Αμέτρητα ήταν και τα λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή των νικητών, ανάμεσά τους τα όπλα και το άρμα του Δαρείου, οι 15 ινδικοί ελέφαντες που δε χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη, χιλιάδες υποζύγια, χρήματα, τρόφιμα και εφόδια των Περσών. Σε ανάμνηση της μεγαλειώδους νίκης του ίδρυσε μια νέα Αλεξάνδρεια.
Ο Αλέξανδρος αναγορεύθηκε μεγάλος βασιλέας τελώντας τις ανάλογες θυσίες. Από δε τον διαλυμένο στρατό περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες συγκεντρώθηκαν υπό τον σατράπη Αριοβαρζάνη, γιο του Αρτάβαζου και οχυρώθηκαν στις Περσίδες Πύλες, το μόνο σημείο που θα μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στον Αλέξανδρο για να διασώσουν την περσική επικράτεια. Ο Αλέξανδρος δεν κυνήγησε τον Δαρείο στις ορεινές περιοχές, αλλά πήρε το δρόμο για τη Βαβυλώνα, που παραδόθηκε αμαχητί. Αφού αναπαύτηκε εκεί 30 ημέρες, προέλασε προς τα Σούσα, που παραδόθηκαν επίσης αμαχητί και από εκεί, εκπορθώντας τις Περσίδες Πύλες, έγινε κύριος της Περσέπολης, της τέταρτης και ιερότατης πρωτεύουσας του περσικού κράτους, όπου και βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο από περίπου 180.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Η ανακάλυψη αυτού του θησαυρού τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα που μεγάλωναν κατά την διάρκεια της εκστρατείας. Στην Περσέπολη κατέλυσε για λίγους μήνες, αλλά στις 30 Ιανουαρίου του 330 π.Χ., την πυρπόλησε, υποδηλώνοντας με συμβολική σκοπιμότητα την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
θ. Ανατολικές σατραπείες (330-328)
Φεύγοντας από την Περσέπολη προχώρησε προς τη Μηδεία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα περιήλθαν στα χέρια του και όλες οι εξουσίες στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο, ο σκοπός της εκστρατείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η υποχρέωση των Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη μεταφορά όλων των περσικών θησαυρών στην ακρόπολη των Εκβατάνων.
Μαθαίνοντας ότι ο σατράπης της Βακτρίας Βήσσος συνέλαβε τον Δαρείο και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία, συνέχισε τον δρόμο του και διέλυσε τους στασιαστές οι οποίοι στην φυγή τους είχαν δολοφονήσει τον Δαρείο. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Μεγάλου Βασιλέα ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο, και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στην δολοφονία του Δαρείου. Η εκστρατεία του στις ανατολικές σατραπείες άρχισε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην πόλη Σουσία της Αρείας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για την Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης σκότωσε την φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2000 ιππείς. Στην θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια των Αρείων, κατέλυσε στην Φράδα της Δραγιανής για να χειμάσει.
Εκεί αποκαλύφθηκε μια συνωμοσία που είχε σκοπό την δολοφονία του Αλέξανδρου. Ως ηθικός αυτουργός εμφανίστηκε ο Φιλώτας, γιος του Παρμενίωνα, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο από την συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του στην εκτέλεση του γιου του, παρά την τεράστια προσφορά του στον πατέρα του και τον ίδιο, διέταξε την δολοφονία και του Παρμενίωνα.
Το χειμώνα του 330 π.Χ. έφτασε στον Ινδικό Καύκασο όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο καίγοντας τα πλοία του μετά την διέλευση και εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στην Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στην Τασκένδη, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Στη Σαμαρκάνδη σε ένα παροξυσμό θυμού, μετά από οξεία φιλονικία κατά τη διάρκεια ευωχίας, ο Αλέξανδρος, παρορμητικά φερόμενος σκότωσε το 328 τον ίππαρχο Κλείτο Δρωπίδου, αδελφό της τροφού του Λανίκης, τον επιλεγόμενο Μέλανα, που του είχε σώσει τη ζωή στη Μάχη του Γρανικού, πράξη για την οποία μεταμελήθηκε οικτρά αλλά ανώφελα. Μετά από αυτά συνέχισε την πορεία και έφθασε στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ' όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων και γύρισε στο Κυμπέρ και στις Ινδίες.
8.1.4. Εκστρατεία στην Ινδία (327-326), Μάχη του Υδάσπη (326)
Το 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος τέλεσε στα Σούσα, πιθανώς και για πολιτικούς λόγους, τον πρώτο γάμο του με την Ρωξάνη (341-309, στη βακτριανή γλώσσα Roshanak=αστέρι), κόρη του Οξυάρτη, σατράπη της Βακτριανής (σημερινό Αφγανιστάν). Ο γάμος αυτός βοήθησε στην εξομάλυνση της κατάστασης στις σατραπείες της κεντρικής Ασίας και του ένα γιο που γεννήθηκε μετά το θάνατό του και έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας με το όνομα Αλέξανδρος Δ Αιγός (323-309), χωρίς ουσιαστικά να βασιλέψει, αφού δολοφονήθηκε, όπως και η μητέρα του, από τον Κάσσανδρο σε ηλικία 13 ετών.
Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. Άφησε τον Αμύντα Αρραβαίου στην Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό, και ο ίδιος από διαφορετική πορεία έφτασε την άνοιξη του 326 π.Χ. στον Ινδό τον οποίο διέβηκε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων. Συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο Ινδός βασιλεύς Πώρος περίμενε από την απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί στην διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και ενισχυμένος από 5000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.
Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μια μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30000 πεζούς. Οι Μακεδόνες αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον των ελεφάντων κερδίζοντας μια μεγάλη νίκη.
Στις όχθες του Υδάσπη ο Αλέξανδρος ίδρυσε δύο πόλεις, την Νίκαια και την Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει την οικοδόμηση των πόλεων, συνέχισε την πορεία του και μετά από μια νίκη στα Σάγγαλα, σταμάτησε μπροστά στον ποταμό Ύφαση (326). Επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και φώναζαν ότι δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Μετά από τελετές διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στην Νίκαια και την Βουκεφάλα, και λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα στράφηκε προς τον νότο. Ναυπήγησε στόλο και πλέοντας τους ποταμούς Υδάσπη και Ινδό, με τμήματα του στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε σε ένα σημείο όπου έδωσε φονική μάχη με τους Μαλλούς όταν και τραυματίστηκε από βέλος στο στήθος. Τελικά έφτασε στην πόλη Πάτταλα την οποία οχύρωσε και ανοικοδόμησε.
8.1.5. Ο δρόμος της επιστροφής (325-324)
Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσιών και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην Καρμανία όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος που έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο οποίος είχε σώσει την ζωή του Αλέξανδρου στην μάχη στους Μαλλούς.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο την Στάτειρα, κόρη του Δαρείου, η οποία, αφού έμαθε ελληνικά μετά της μάχη της Ισσού, ονομάστηκε επίσης Βαρσίνη (343;-323), με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Στην ίδια τελετή ο Αλέξανδρος νυμφεύτηκε επίσης την Παρυσάτιδα (343;-323), κόρη του προηγούμενου βασιλέα των Περσών Αρταξέρξη Γ του Ώχου, ενώ 90 ακόμη κόρες Περσών αριστοκρατών παντρεύτηκαν ισάριθμους Μακεδόνες αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων η Δρυπετίς παντρεύτηκε τον Ηφαιστίωνα. Τόσο η Στάτειρα, όσο και η Παρυσάτις δολοφονήθηκαν από τη Ρωξάνη, πριν προλάβουν να δημιουργήσουν θέμα διαδοχής με πιθανές γεννήσεις παιδιών (γνήσιων ή όχι), αμέσως μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου.
Κατά τη διάρκεια των τελετών αυτών, που κράτησαν πέντε μέρες, με τα έσοδα που αποκόμισε από τις μέχρι τότε επιχειρήσεις ο Αλέξανδρος εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, με ένα ποσό που ανήλθε σε 20.000 τάλαντα και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί με τον μακεδονικό τρόπο, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».
Μετά απ’ αυτά άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς την θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και την συνέχιση της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν, ενώ 10.000 επέστρεψαν πίσω στη Μακεδονία υπό τον Κρατερό. Η στροφή της τύχης όμως για τον Αλέξανδρο ήλθε τον Αύγουστο του 324, όταν στα Εκβάτανα ο από τη νηπιακή ηλικία αδελφικός του φίλος Ηφαιστίων πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια.
8.1.6. Θάνατος (323)
Μετά την οδυνηρή γι’ αυτόν κηδεία του Ηφαιστίωνα, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα και άρχισε να οργανώνει τον περίπλου της Αραβίας και την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής. Λίγο πριν την αναχώρηση για την Αραβία, στις 2 προς 3 Ιουνίου 323 π.Χ. συμμετείχε σε συμπόσιο, μετά το οποίο εκδήλωσε πυρετό, που διάρκεσε και τις επόμενες ημέρες αναγκάζοντάς τον να μεταθέσει την ημερομηνία αναχώρησης. Μετά από μια σύντομη βελτίωση της υγείας του κατέρρευσε ξανά, χωρίς να μπορεί πλέον να περπατήσει ή να μιλήσει. Η φήμη ότι είχε ήδη πεθάνει ανάγκασε τους στρατηγούς του να επιτρέψουν σε όλους τους στρατιώτες του να περάσουν από τον κρεβάτι του για να τον χαιρετίσουν. Μετά από δύο ημέρες πέθανε, στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ.. Λίγο πριν πεθάνει ρωτήθηκε σε ποιόν αφήνει την βασιλεία του και απάντησε «τῷ κρατίστῳ», δηλαδή «στον δυνατότερο».
8.1.7. Ο μύθος του Αλέξανδρου
Η προσθήκη του τίτλου Μέγας στο όνομα Αλέξανδρος Φιλίππου Μακεδών, που άρχισε να εμφανίζεται τρεις αιώνες μετά το θάνατό του, μνημονευόμενη για πρώτη φορά από τον Πλούταρχο (46-127 μ.Χ), προσδιορίζει χωρίς υπερβολή την κοσμοϊστορική σημασίας σπουδαιότητα του έργου του, που καθόρισε την γεωπολιτική μορφή της οικουμένης επί τουλάχιστον 1700 χρόνια μετά τον θάνατό του, αν αναλογιστούμε ότι τα κράτη των διαδόζων του, και η Ρωμαϊκή όσο και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κινήθηκαν στον εθνολογικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ορίζοντα που άνοιξαν οι κατακτήσεις του. Η επίδραση της δράσης του δεν περιορίζεται μόνο στην κατάρριψη του φράχτη που χώριζε την Ευρώπη από την Ασία και στη μεταφύτευση του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή, αλλά απλώνεται στον ίδιο βαθμό σε όλο τον δυτικοευρωπαϊκό και τον αραβικό κόσμο, που ασφαλώς δεν θα είχαν την ευκαιρία να δεχτούν τη γονιμοποιό επίδραση του ελληνισμού, αν ο ελληνικός κόσμος δεν είχε εκταθεί (όχι μόνο τοπικά, αλλά κυρίως χρονικά και ποιοτικά) στο χώρο που του ετοίμασε η 13ετής βασιλεία του Αλεξάνδρου. Τα εκπληκτικά στρατιωτικά κατορθώματά του, η ευειδής νεανική μορφή του, η «θεϊκή» καταγωγή του και ο πρόωρος θάνατός του (στα σημαδιακά 33 του χρόνια), τροφοδότησαν μύθους και θρύλους, που όχι μόνο έγιναν δημοφιλή αφηγήματα μέχρι τις μέρες μας, αλλά και δημιούργησαν τα σημειολογικά πρότυπα στα οποία βασίστηκαν οι βιογραφήσεις άλλων μεταγενέστερων προσωπικοτήτων, με ηρωϊκά χαρακτηριστικά, που είχαν ή έπρεπε να έχουν απήχηση σε μεγάλες λαϊκές μάζες.
8.2. Η διαμόρφωση των Μακεδονικών Βασιλείων (323 -301 π.Χ.)
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στο ιππικό και το πεζικό του στρατού του, σχεδόν μπροστά στο νεκρό σώμα του βασιλέως. Ο Περδίκκας πρότεινε να περιμένουν να γεννηθεί το αγέννητο παιδί του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης και να χριστεί βασιλεύς, αν γεννιόταν αγόρι. Ωστόσο, η φάλαγγα με ηγέτη τον Μελέαγρο έφερε στο προσκήνιο τον καθυστερημένο νόθο γιό του Φιλίππου Β', Αρριδαίο, και μόνο χάρη στον Ευμένη έφτασαν σε συμβιβασμό διορίζοντας και τους δυο συμβασιλείς. Αργότερα αναγνωρίσθηκαν ως Φίλιππος Γ' Αρριδαίος και Αλέξανδρος Δ' Αιγός, αλλά από την αρχή και οι δυο τους ήταν ονόματα κενά περιεχομένου, που χρησιμοποιήθηκαν στην πάλη για την εξουσία. Ο Περδίκκας τότε συγκάλεσε συμβούλιο για να μοιράσει αξιώματα. Ο στρατός συμφώνησε ότι : "Ο Αντίπατρος Ιόλλα θα ήταν «στρατηγός της Ευρώπης» (στρατιωτικός διοικητής), ο Κρατερός Αλεξάνδρου «προστάτης της βασιλείας» (πολιτικός διοικητής, αντιβασιλεύς) του Αρριδαίου, ο Περδίκκας Ορόντου χιλίαρχος της χιλιαρχίας που είχε ο Ηφαιστίων (με τον πρόσθετο τίτλο «επιμελητής αυτοκράτωρ», δηλαδή επόπτης ολόκληρης της βασιλείας) και ο Μελέαγρος Νεοπτολέμου ύπαρχος, βοηθός του Περδίκκα." Ύστερα από αυτά ο Περδίκκας βρέθηκε αδιαμφισβήτητα στην κορυφή, μολονότι ο Αρριανός σημειώνει ότι "όλοι τον υποψιαζόταν και αυτός όλους". Από τους υπόλοιπους, ο Πτολεμαίος Λάγου πήρε την Αίγυπτο και πολύ σύντομα εξωράισε την θέση του εκεί, καταφέρνοντας με πανουργία να μεταφέρει στην επαρχία αυτή το σκήνωμα με το ταριχευμένο λείψανο του Αλεξάνδρου. Στον Αντίγονο Φιλίππου Μονόφθαλμο δόθηκε ολόκληρη η δυτική Μικρά Ασία (που περιλάμβανε την Μεγάλη Φρυγία, την Λυκία και την Παμφυλία), ο Λυσίμαχος Αγαθοκλέους πήρε τη Θράκη, ο Λεοννάτος Ανταίου την Ελλησποντιακή Φρυγία και ο Ευμένης Καρδιανός πήρε εντολή να διώξει από την Καππαδοκία και την Παφλαγονία τον τοπικό δυνάστη Αριαράθη.
Κατά την εξέλιξη των πραγμάτων οι δύο τυπικοί βασιλείς, βιολογικοί απόγονοι των Φιλίππου Β και Αλεξάνδρου Γ, είχαν την κατ’ όνομα εξουσία, που ουσιαστικά ασκούσαν οι αντιβασιλείς, ως εξής:
- Φίλιππος Γ Αρριδαίος (323–317) με αντιβασιλείς κατά χρονολογική σειρά τους Κρατερό (323-321), Περδίκκα (321-320), Αντίπατρο (320-319) και Πολυσπέρχοντα (319-317)
- Αλέξανδρος Δ Αιγός (317-309) με αντιβασιλέα τον Κάσσανδρο.
Στην ακόλουθη εξιστόρηση, εκτίθεται πρώτα η σχετικά σύντομη δραστηριότητα των αντιβασιλέων και στη συνέχεια παρουσιάζονται τα μακεδονικά βασίλεια κατά τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων.
8.2.1. Αντίπατρος Ιόλλα (397-319)
Ο Αντίπατρος (<αντί=στη θέση του + πατήρ # ισάξιος του πατέρα του, αφού το αντί εδώ έχει την έννοια της αντικατάστασης και όχι της αντίθεσης) ήταν γιος του Ιόλλα, αριστοκρατικής καταγωγής από την Πέλλα και ένας από τους επιφανέστερους Μακεδόνες πολιτικούς και στρατιωτικούς. Πολέμησε σχεδόν από την αρχή της βασιλείας του Φιλίππου στο πλευρό του, όπου αναδείχθηκε άριστος διπλωμάτης και έμπιστος φίλος του, όπως καταμαρτυρούν τα διασωθέντα αποφθέγματα του Πλούταρχου και του Αθήναιου, σύμφωνα με τους οποίους ο Φίλιππος συνήθιζε να λέει «Εκοιμήθην ησύχως επειδή Αντίπας ηγρύπνει». Από τα δώδεκα παιδιά του, ο Κάσσανδρος έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας, ιδρυτής της δυναστείας των Αντιπατριδών και ίδρυσε την πόλη της Θεσσαλονίκης, ο Ιόλλας έγινε οινοχόος του Μ. Αλεξάνδρου, οι δε τέσσερις κόρες του (Φίλα, Ευρυδίκη, Νίκαια και μια ακόμη, άγνωστου ονόματος) νυμφεύθηκαν τους επιφανέστερους και πλέον διάσημους Μακεδόνες της εποχής (Κρατερό, Δημήτριο Πολιορκητή, Πτολεμαίο, Περδίκκα και Αλέξανδρο του ηγεμονικού οίκου των Λυγκηστών). Άλλοι γιοί του ήταν οι Αρχίας, Νικάνωρ, Πλείσταρχος, Περίλαος, Φίλιππος και Αλέξανδρος.
Το 338 π.Χ. ο Αντίπατρος με τον Παρμενίωνα και τον Ευρύλοχο διεξήγαγε τις περί ειρήνης διαπραγματεύσεις με τους Αθηναίους. Την ίδια χρονιά, μαζί με τον 18ετή Αλέξανδρο, συνόδευσαν τιμητικά στην Αθήνα τη μετακομιδή των οστών των Αθηναίων που έπεσαν στη Μάχη της Χαιρώνειας, κομίζοντας και το σχέδιο συνθήκης συμμαχίας και φιλίας μεταξύ Φιλίππου και Αθηναίων. Εξ αιτίας αυτού, ο Δήμος των Αθηναίων ανακήρυξε τον Αντίπατρο, τον Αλέξανδρο, όπως και τον Παρμενίωνα, πολίτες των Αθηνών.
Το 336 π.Χ., μετά τη δολοφονία του Βασιλέως Φιλίππου ο Αλέξανδρος του ανέθεσε την αντιβασιλεία του Βασιλείου της Μακεδονίας και καθήκοντα επιμελητή του κράτους «τά κατά Μακεδονίαν τε καί τούς Έλληνας Αντιπάτρω επιτρέψας». Σε αυτή τη θέση, ο Αντίπατρος παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της μεγάλης εκστρατείας του Αλεξάνδρου στην Ασία.
Το 333 π.Χ., κατά διαταγή του, ο ναύαρχος Πρωτέας διασκόρπισε τον περσικό στόλο, ο οποίος ναυλοχούσε υπό τον Δατάμη στη Σίφνο, προλαμβάνοντας έτσι τον κίνδυνο αποστασίας των Ελλήνων.
Το 331 π.Χ., οργάνωσε νέα αποστολή Ελλήνων μισθοφόρων, Θρακών ιππέων και πεζικού στρατού στον Μ. Αλέξανδρο, όταν αυτός βρισκόταν στη Μέμφιδα της Αιγύπτου.
Το 330 π.Χ., κατέβαλε τον αποστάτη Μακεδόνα στρατηγό της Θράκης Μέμνονα, ο οποίος απέβλεπε σε ανεξαρτησία. Στη συνέχεια επέδραμε κατά του διορισμένου στρατηγού του Πόντου Ζωπυρίωνα, φοβούμενος αποστασία του, επειδή εκείνος είχε προβεί με δική του πρωτοβουλία σε εκστρατεία κατά των Σκυθών. Το ίδιο έτος επέδραμε στην Πελοπόννησο κατά των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, τους οποίους νίκησε παρά τη θαυμαστή ανδρεία τους, σε μάχη στην οποία σκοτώθηκε ο Ευρυποντίδης βασιλεύς τους Άγις Γ Αρχιδάμου (338-330). Για τους αγώνες αυτούς του Αντίπατρου, ο Αλέξανδρος τον είχε ενισχύσει με 1.500 τάλαντα. Αποτέλεσμα των νικών αυτών ήταν η υποταγή της Πελοποννήσου. Σε αυτή συνετέλεσαν η ήπια απόφαση του Μ. Αλέξανδρου να συγχωρηθεί η Σπάρτη, επειδή δεν συμμετείχε στο συνέδριο της Κορίνθου, και η επιεικής τιμωρία που επιβλήθηκε στους «παρασπονδήσαντες» Ηλείους και Αχαιούς, οι οποίοι υποχρεώθηκαν στην καταβολή 120 ταλάντων στη Μεγαλόπολη, την οποία είχαν πολιορκήσει.
Το 323 αμέσως μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, στη συνομολογούμενη, έστω και κατόπιν συγκρούσεων, απόφαση μεταξύ φάλαγγας και των εταίρων στρατηγών για τη διανομή του κράτους, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Αντίπατρος αναγνωρίστηκε ως στρατηγός αυτοκράτωρ Ευρώπης και διατήρησε όλες τις εξουσίες που είχε ως επίτροπος (αντιβασιλεύς), με συμβασιλέα τον Κρατερό ο οποίος έφερε τον τίτλο του στρατηγού προστάτη της Βασιλείας. Κατά την επιστροφή του στη Μακεδονία, βρήκε τους Αθηναίους, Αιτωλούς και άλλους Έλληνες, εκτός των Βοιωτών και των Σπαρτιατών, να έχουν αποστατήσει. Ακολούθησε ο Λαμιακός Πόλεμος, με ήττα των Αθηναίων και των συμμάχων τους και με επώδυνες οι συνθήκες ειρήνης κυρίως για τους Αθηναίους. Μετά την δίωξη όλων των αντιμακεδονιζόντων, από τα Κεραύνια όρη μέχρι το Ταίναρο, ο Αντίπατρος επέστρεψε στη Μακεδονία.
8.2.2. Λαμιακός πόλεμος (323-322)
Με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου και της συνεχιζόμενης παραμονής στη διοίκηση του Αντίπατρου ως στρατηγού - Αυτοκράτορα του Ελλαδικού χώρου, οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να επαναστατούν. Με ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου των Αθηνών, υπό τις πιέσεις της αντιμακεδονικής μερίδας της οποίας ηγούνταν ο Υπερείδης, αποφασίστηκε ο πόλεμος κατά του Αντιπάτρου, με τη συμμαχία και άλλων ελληνικών πόλεων, ως ιδανική ευκαιρία αποτίναξης της μακεδονικής κυριαρχίας, παρά τις αντιρρήσεις του σώφρονα Φωκίωνα, ο οποίος δεν κατάφερε να μεταπείσει τους συμπολίτες του και να συγκρατήσει τη πατρίδα του στην ειρήνη. Έτσι κλήθηκε ο Λεωσθένης, Αθηναίος στρατηγός που είχε μετάσχει στην εκστρατεία του Μ.Αλέξανδρου, να αναλάβει την αρχηγία των δυνάμεων των συμμαχικών πόλεων, και να εκστρατεύσει κατά του Αντιπάτρου στη Θεσσαλία. Με τους Αθηναίους συνέπραξαν οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί, οι Αρκάδες και οι Κορίνθιοι. Όλοι έστειλαν στρατό στις Θερμοπύλες, όπου έσπευσε ο Λεωσθένης από το Ταίναρο, όπου είχε βρισκόταν μαζί με 8.000 εναπομείναντες Έλληνες παλαίμαχους της μακεδονικής εκστρατείας, τους οποίους στρατολόγησε ως μισθοφόρους και συγκρότησε δύναμη 30.000 πεζών, αναμένοντας τον Αντίπατρο που διέθετε δύναμη μόλις 13.000 πεζών και 600 ιππέων.
α. Μάχη της Ηράκλειας (323 π.Χ.)
Η πρώτη σύγκρουση των δύο αντιπάλων δυνάμεων έγινε στη περιοχή της Ηράκλειας των Θερμοπυλών, παρά το σημερινό Μώλο. Η σφοδρότητα της επίθεσης των αριθμητικά υπέρτερων δυνάμεων του Λεωσθένη ανάγκασε τον Αντίπατρο να αρχίσει την υποχώρηση και τελικά να καταφύγει στην οχυρή Λαμία, αναμένοντας ενισχύσεις, εξ ου και η ονομασία «Λαμιακός πόλεμος».
β. Ναυμαχία των Εχινάδων (323 π.Χ.)
Τον ίδιο χρόνο, ο Μακεδόνας στρατηγός και ναύαρχος Κλείτος ο Λευκός (που ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή με τον Κλείτο Δρωπίδου που επιλεγόταν Μέλας) ναυμαχούσε με τον Αθηναϊκό στόλο στις Εχινάδες νήσους της Αιτωλίας, παρά τη Ναύπακτο. Η υπεροχή του μακεδονικού στόλου που διέθετε 240 πλοία επέφερε την ολική καταστροφή του αθηναϊκού, του οποίου ηγούταν ο Αθηναίος ναύαρχος Ηετίων.
γ. Πολιορκία της Λαμίας (323 π.Χ)
Ο Λεωσθένης ακολουθώντας τον Αντίπατρο άρχισε την στενή πολιορκία της Λαμίας. Σε κάποια όμως αιφνίδια και ηρωική έξοδο – έφοδο των μακεδονικών δυνάμεων ο Λεωσθένης τραυματίστηκε βαριά και μετά τρεις μέρες πέθανε, αντικατασταθείς από τον Αντίφιλο μετά από σχετική άρνηση του Φωκίωνα. Ο Αντίφιλος μαθαίνοντας ότι έρχεται προς βοήθεια του Αντίπατρου ο στρατηγός Λεοννάτος με 20.000 πεζούς και 1600 ιππείς, έσπευσε το 322 π.Χ. προς συνάντηση και σύγκρουση στη Θεσσαλία, όπου λέγεται ότι σε μια ιππομαχία φονεύτηκε ο Λεοννάτος. Περιέργως όμως ο πεζικός στρατός του προχώρησε ανέπαφος και ενώθηκε με τον εξερχόμενο της πολιορκίας στρατό του Αντίπατρου. Τότε έφθασε και ο στρατός του Μακεδόνα συνδιοικητή Κρατερού, αποτελούμενος από 11.000 πεζούς.
δ. Μάχη της Κραννώνας (322 π.Χ.)
Ο Αντίπατρος συνεπικουρούμενος από τις μεγάλες ενισχύσεις, πεζικού στρατού με συνολικό στρατό άνω των 30.000, επιτέθηκε κατά του Αντίφιλου δίνοντας μάχη παρά την Κραννώνα, πόλη της Θεσσαλίας νοτιοδυτικά της Λάρισας. Εκεί ο Αντίφιλος ηττήθηκε κατά κράτος, οι δε σύμμαχοι διαλύθηκαν και μόνο οι Αθηναίοι και οι Αιολείς έμειναν μέχρι την πλήρη καταστροφή. Μετά τη νίκη αυτή ο Αντίπατρος πέρασε τις Θερμοπύλες χωρίς κανένα εμπόδιο και στρατοπέδευσε κοντά στη Θήβα.
ε. Αποσόβηση απόβασης στην Αθήνα (322)
Εν τω μεταξύ ο Μακεδονικός στόλος, υπό τον Κλείτο τον Λευκό, είχε ήδη φθάσει στις ακτές της Αττικής με σκοπό τη γενική απόβαση Μακεδόνων οπλιτών κατά των Αθηνών. Τη τελευταία όμως στιγμή ο Αθηναίος ρήτορας Φωκίωνας έπεισε τον Κλείτο να μη προβεί σε ενέργεια που θα χαρακτηριζόταν άνανδρη αφού η Αθήνα (χωρίς στόλο και στρατό) δεν διέθετε πλέον καμμία άμυνα. Συνέπεια αυτής της παρέμβασης ήταν να αποτραπεί η απόβαση και ο Μακεδονικός στόλος να αποπλεύσει. Στη συνέχεια ο Φωκίωνας προσερχόμενος στον Αντίπατρο μπορεί να μη κατάφερε να τον μαλακώσει, αλλά τουλάχιστον πέτυχε να μη κατεβεί στρατός του στην Αθήνα.
στ. Συνθήκη Ειρήνης (322)
Ο Αντίπατρος θεωρώντας τους Αθηναίους ως πρωταίτιους του πολέμου απαίτησε τους ακόλουθους βαρείς όρους:
1. Αλλαγή του πολιτεύματος της Αθήνας από δημοκρατικό σε τιμοκρατικό, δηλαδή να θεωρούνται πολίτες της Αθήνας οι έχοντες περιουσία τουλάχιστον 2.000 αττικών δραχμών.
2. Οι Αθηναίοι να αποδεχθούν εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς στη Μουνιχία (σημ. λόφος Καστέλας, Προφ. Ηλία και Μικρολίμανο).
3. Η Αθήνα να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της και να αποσύρει από τα νησιά Ίμβρο, Λήμνο, Σκύρο και Σάμο όλες τις δυνάμεις κατοχής.
4. Η Αθήνα να αναλάβει την καταβολή όλων των εξόδων του Λαμιακού Πολέμου.
5. Τέλος η Αθήνα να παραδώσει όλους τους ρήτορες πολιτικούς της αντιμακεδονικής μερίδας, με πρώτους τον Δημοσθένη και Υπερείδη.
Μετά την ήττα του στόλου τους στη ναυμαχία της Αμοργού το Σεπτέμβριο του 322 π.Χ., οι Αθηναίοι με μεγάλη τους λύπη αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τους επώδυνους όρους και υπέγραψαν την ειρήνη. Μόνο τον τελευταίο όρο δεν τήρησαν, επειδή όλοι οι αντιμακεδονίζοντες είχαν διαφύγει, κυρίως στην Πελοπόννησο.
ζ. Διωγμός των ρητόρων (322)
Τον Οκτώβριο του 322 π.Χ. άρχισε ο διωγμός των ρητόρων στην Αττική, Βοιωτία, Κόρινθο αλλά και σε όλη τη Πελοπόννησο. Τέσσερις από αυτούς συνελήφθησαν στην Αίγινα, στο Ιερό του Αιακού. Οδηγήθηκαν στον Αντίπατρο, που βρισκόταν στις Κλεωνές Κορινθίας, υπέστησαν βασανισμούς και εκτελέστηκαν, μεταξύ δε αυτών και ο Υπερείδης στον οποίο πριν την εκτέλεση αφαιρέθηκε η γλώσσα. Ο Δημοσθένης όμως πρόλαβε να πιει δηλητήριο, που είχε μαζί του, λίγο πριν τη σύλληψή του στο Ιερό του Ποσειδώνα στη Καλαυρεία (σημ. νήσος Πόρος), στο προαύλιο του οποίου και θάφτηκε. Από τον διωγμό αυτό κατά των αντιμακεδονιστών λέγεται ότι σώθηκαν μόλις 40 στην Αθήνα και περί τους 100 που πρόλαβαν να καταφύγουν στην Αιτωλία.
Τέλος ο Αντίπατρος έκανε χωριστές συνθήκες με τις άλλες πόλεις. Αφού εκκαθάρισε τον κυρίως Ελλαδικό χώρο από τα Κεραύνια όρη μέχρι το Ταίναρο, πλην της Αιτωλίας, από τους αντιμακεδονίζοντες ρήτορες, όρισε επιμελητή της Πελοποννήσου τον Κορίνθιο ρήτορα Δείναρχο και επέστρεψε στη Μακεδονία το 322 π.Χ.
8.2.3. Κρατερός Αλεξάνδρου (362-321)
Ο Κρατερός Αλεξάνδρου (<κράτος=δύναμη # δυνατός), γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από την Ορεστίδα (σημερινός νομός Καστοριάς), πιστός φίλος του Μ.Αλεξάνδρου πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ασίας, αρχικά ως ταξίαρχος στην 4η τάξη (1500 άνδρες) της μακεδονικής φάλαγγας που την απάρτιζαν οι περίφημοι «πεζέταιροι», και, έχοντας την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του Αλεξάνδρου, ανέλαβε πολλές δύσκολες αποστολές. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δίκη του Φιλώτα και του Παρμενίωνα το 330 και ανέλαβε κορυφαίες διοικήσεις στη Σογδιανή και κατά την εκστρατεία της Ινδικής (327/326), όπου ο Κρατερός πέτυχε με ισχυρές δυνάμεις πεζικού την εκκαθάριση της περιοχής των Ασπασίων. Όταν το 324 έγιναν οι γάμοι Μακεδόνων με Περσίδες ο Κρατερός παντρεύτηκε την ανιψιά του Δαρείου Αμαστρίνη (κόρη του αδελφού του Οξυάρθη) και στη συνέχεια, μετά την ανταρσία των Μακεδόνων στρατιωτών στην Ωπίδα το 324, ανέλαβε να οδηγήσει πίσω στην Ελλάδα 10.000 απόμαχους Μακεδόνες, καθώς και να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο. Ήταν σε πορεία επιστροφής με τους παλαίμαχους,στην Κιλικία, όταν έμαθε για τον ξαφνικό θάνατο του Αλεξάνδρου.
Από το 323 μέχρι το θάνατό του το 321, ήταν «προστάτης βασιλείας», ουσιαστικά αντιβασιλεύς και πολιτικός διοικητής, σε αντιδιαστολή με τον Αντίπατρο που ήταν στρατιωτικός διοικητής του ελλαδικού χώρου. Οι δυνάμεις του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη στο Λαμιακό Πόλεμο, όταν, μετά την εξέγεγερση που ξέσπασε εναντίον του Αντιπάτρου στην Ελλάδα, έσπευσε να τον βοηθήσει και μαζί νίκησαν την αντιμακεδονική συμμαχία στην Κραννώνα της Θεσσαλίας. Ο Αντίπατρος τιμώντας τον Κρατερό του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Φίλα. Το 321 π.Χ. ο Αντίπατρος και ο Κρατερός προσεταιρίστηκαν το σύμμαχο των αντιπάλων τους, σατράπη της Αρμενίας Νεοπτόλεμο και βάδισαν εναντίον του Ευμένη Καρδιανού, ενώ ο Αντίπατρος μετά από αυτά στράφηκε εναντίον του Περδίκκα. Στην σύγκρουση με τον Ευμένη στην Ελλησποντιακή Φρυγία ο Νεοπτόλεμος σκοτώθηκε, ενώ ο Κρατερός έπεσε τραυματισμένος από το άλογό του και καταπατήθηκε απ΄αυτό. Ο Ευμένης κήδεψε τον παλιό του φίλο με τιμές ικανοποιώντας έτσι και τους Μακεδόνες που τον αγαπούσαν ιδιαίτερα.
8.2.4. Περδίκκας Ορόντου (365;- 321)
Ο Περδίκκας Ορόντου, ευγενής από την Ορεστίδα της Άνω Μακεδονίας (σημερινός νομός Καστοριάς), πήρε μέρος στην εκστρατεία σαν ταξίαρχος, προάχθηκε σε σωματοφύλακα (που ήταν μεγάλο αξίωμα στον μακεδονικό στρατό) το 330 π.Χ. και σε χιλίαρχο το 324, μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Διαλύοντας την μνηστεία του με την κόρη του Αντίπατρου Νίκαια, νυμφεύτηκε την Κλεοπάτρα, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν χήρα του αδελφού της Ολυμπιάδας, Ηπειρώτη βασιλέα Αλεξάνδρου των Μολοσσών.Σ’ αυτόν παρέδωσε ο Αλέξανδρος το δακτυλίδι του πεθαίνοντας και, με βάση αυτή την ένδειξη προτίμησης του βασιλέως αλλά και με την ουσιαστική δύναμη που είχε, ο Περδίκκας αναδείχτηκε πρωταγωνιστής της πρώτης φάσης του ανταγωνισμού των Διαδόχων.
Ο Περδίκκας κατόρθωσε να επιβληθεί στους πεζούς της μακεδονικής φάλαγγας που, την ίδια την ημέρα του θανάτου του Αλεξάνδρου, είχαν εκδηλώσει στασιαστικές προθέσεις κατά των στρατηγών και του ιππικού των εταίρων, θανάτωσε τους πρωταίτιους της στάσης και πήρε με το μέρος του τον μειωμένης αντιλήψεως Αρριδαίο, γιο που απέκτησε ο Φίλιππος Β' από την Λαρισαία χορεύτρια Φίλιννα (που ίσως υπήρξε και σύζυγός του). Στην πρώτη διανομή του κράτους του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ., βασιλεύς έγινε ο Αρριδαίος με το όνομα Φίλιππος Γ΄και με τον όρο να συμβασιλεύσει με τον γιο του Αλέξανδρου από την Ρωξάνη, αν τελικά η έγκυος Ρωξάνη γεννούσε γιο, όπως και έγινε. Ο Περδίκκας έγινε αρχικά «χιλίαρχος», που σημαίνει Επιμελητής της Βασιλείας («επιμελητής αυτοκράτωρ»), δηλαδή επίτροπος του ολιγόνοος και του βρέφους κι η δύναμή του συνεπώς ήταν μεγαλύτερη από των υπόλοιπων διαδόχων που μοιράστηκαν το κράτος ως σατράπες.
Για να στερεώσει την θέση του ο Περδίκκας συνέργησε στην δολοφονία της κόρης του Δαρείου Στάτειρας (δεύτερης συζύγου του Αλέξανδρου) από την Ρωξάνη και κατέστειλε ανταρσία των Ελλήνων συμμάχων που είχαν εγκατασταθεί στις ανατολικότατες σατραπείες, εξουδετερώνοντας ταυτόχρονα τις κινήσεις του φιλόδοξου σατράπη της Μηδίας Πύθωνα του Αγήνορος, που ήθελε να τους προσεταιριστεί. Ύστερα βοήθησε τον Ευμένη τον Καρδιανό, που στην διανομή της Βαβυλώνας είχε ονομαστεί σατράπης της Παφλαγονίας και Καππαδοκίας, να κατακτήσει τις χώρες αυτές στις οποίες βασίλευε ο Αριαράθης ο Α'. Μετά την ήττα και τη θανάτωση του Αριαράθη ο Ευμένης έγινε πιστός σύμμαχος του Περδίκκα.
Ύστερα ο Περδίκκας κάλεσε τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας Αντίγονο τον Μονόφθαλμο ν’ απολογηθεί γιατί δεν βοήθησε τον Ευμένη, όπως τον είχε διατάξει. Αυτός έφυγε στην Μακεδονία κι ο Περδίκκας, που έκανε το σφάλμα να φανερώσει πολύ νωρίς τις προθέσεις του για απόλυτη κυριαρχία, βρέθηκε μπροστά στον ισχυρότατο συνασπισμό Αντίγονου, Κρατερού, Αντίπατρου και Πτολεμαίου. Μοναδικοί του σύμμαχοι, εκτός από το τεκμήριο νομιμότητος που είχε ως Επιμελητής και τους αδύναμους βασιλείς, ήταν ο σατράπης της Αρμενίας Νεοπτόλεμος και ο Ευμένης Καρδιανός. Η ρήξη είχε επέλθει και ο Περδίκκας εκστράτευσε εναντίον του Πτολεμαίου για να υποτάξει την Αίγυπτο και να έχει τα νώτα του καλυμμένα στην επίθεση που θα επιχειρούσε κατόπιν εναντίον της Μακεδονίας, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αντίπαλοί του. Στην Μικρά Ασία έμειναν ο Ευμένης και ο Νεοπτόλεμος για ν’ αντιμετωπίσουν τον Αντίπατρο και τον Κρατερό που κατέφταναν. Ο Αντίπατρος συνέχισε την πορεία του εναντίον του Περδίκκα που βάδιζε εναντίον του Πτολεμαίου ενώ ο Κρατερός κινήθηκε εναντίον του Ευμένη και του Νεοπτόλεμου. Ο τελευταίος ήρθε σε συνεννόηση με τον Κρατερό και αυτομόλησε αλλά στην μάχη που έγινε στην Ελλησποντιακή Φρυγία ο Κρατερός τραυματίστηκε θανάσιμα και ο Ευμένης θριάμβευσε, σκοτώνοντας σε μονομαχία αρχηγών με τα χέρια του το Νεοπτόλεμο που τον πρόδωσε (321).
Η εκστρατεία του Περδίκκα στην Αίγυπτο κατέληξε σε καταστροφή. Δεν πέτυχε την καταδίκη του Πτολεμαίου από τον στρατό, σε δίκη όπου τον εισήγαγε σύμφωνα με τα μακεδονικά έθιμα, και κατά την πορεία προς την Αίγυπτο πολλοί αυτομόλησαν στον Πτολεμαίο, ο οποίος αντιστεκόταν σθεναρά. Οι ελέφαντές του καταπατούσαν τους στρατιώτες του Περδίκκα και πολλοί κατασπαράχθηκαν από τους κροκόδειλους κατά την διάβαση του Νείλου. Τέλος ο στρατός στασίασε και ο Περδίκκας δολοφονήθηκε το 321 π.Χ. μέσα στη σκηνή του από τους Πύθωνα, Σέλευκο και Αντιγένη.
8.2.5. Πολυσπέρχων Σιμμία (360-303)
Ο Πολυσπέρχων (<πολύ+σπέρχω=ορμώ # πολύ ορμητικός - η γραφή «Πολυπέρχων» είναι εσφαλμένη ) καταγόταν από βασιλική γενιά και ήταν γιος του Σιμμία, από την Τυμφαία της Δυτικής Μακεδονίας (σημερινός νομός Γρεβενών). Υπήρξε στρατηγός του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πήρε μέρος στην εκστρατεία στην Ασία, όπου διακρίθηκε επικεφαλής της τυμφαίας τάξεως. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 324 π.Χ. μαζί με τον Κρατερό, καθ' οδόν, στην Κιλικία πληροφορήθηκε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος.
Πολέμησε στον Λαμιακό Πόλεμο, βοηθώντας τον Αντίπατρο να νικήσει τους Έλληνες που είχαν εξεγερθεί, καταβάλοντας το θεωρούμενο έως τότε αήττητο θεσσαλικό ιππικό του Μένωνα. Το 319 π.Χ. ο Αντίπατρος, πεθαίνοντας, τον όρισε επίτροπο του κράτους, γεγονός από το οποίο δυσαρεστήθηκε ο γιος του Αντίπατρου, Κάσσανδρος, ο οποίος συμμάχησε με τον Αντίγονο Μονόφθαλμο και τον Πτολεμαίο και επιχείρησε να του αφαιρέσει την εξουσία. Αρχικά νίκησε ο Πολυσπέρχων, που είχε σύμμαχο τον Ευμένη Καρδιανό. Αλλά το 318 π.Χ. ο στόλος του ηττήθηκε από τον Αντίγονο, ενώ το 317 ο Κάσσανδρος έθεσε υπό τον έλεγχό του την Αθήνα. Ο Πολυσπέρχων διώχτηκε από την Μακεδονία, από τον Κάσσανδρο ο οποίος είχε υπό την εξουσία του τον πνευματικά ανάπηρο βασιλέα Φίλιππο Γ Αρριδαίο και τη σύζυγό του Ευρυδίκη, κόρη της ετεροθαλούς αδελφής του Μ.Αλεξάδρου Κυνάνης. .
Τότε (το 317) ο Πολυσπέρχων αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ήπειρο, όπου συμμάχησε με την μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα και τη χήρα του Ρωξάνη, που είχε μαζί της τον μικρό γιο της Αλέξανδρο Δ Αιγό. Μαζί τους συνέπραξε και ο βασιλεύς της Ηπείρου Αιακίδης. Η Ολυμπιάδα εισέβαλε με στρατό στη Μακεδονία, νίκησε τον στρατό του βασιλέως Φιλίππου Γ Αρριδαίου (τον οποίο είχε δολοφονήσει), αλλά ο Κάσσανδρος επιστρέφοντας από την Πελοπόννησο ανέτρεψε την κατάσταση, την συνέλαβε, τη σκότωσε και πήρε υπό την κηδεμονία του τη Ρωξάνη και τον Αλέξανδρο Δ Αιγό.
Μετά απ’ αυτά ο Πολυσπέρχων μετέβη στην Πελοπόννησο όπου είχε κάποια ερείσματα και συμμάχησε με τον Αντίγονο Φιλίππου τον Μονόφθαλμο, ο οποίος είχε διαρρήξει τις σχέσεις του με τους άλλοτε συμμάχους του. Γρήγορα ο Πολυσπέρχων έθεσε υπό τον έλεγχό του σημαντικά τμήματα της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένων της Κορίνθου και της Σικυώνας. Όταν, το 311 π.Χ., ο Αντίγονος συνήψε συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους του, ο Πολυσπέρχων κράτησε τις περιοχές που κατείχε. Αλλά και πάλι ο Αντίγονος ήρθε σε ρήξη με τους υπόλοιπους στρατηγούς. Έστειλε τότε στον Πολυσπέρχοντα τον νόθο γιο του Αλέξανδρου Ηρακλή, για να τον χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό μέσο επιτυχίας απέναντι στον Κάσσανδρο. Αλλά ο Πολυσπέρχων, όταν εξεστράτευσε εναντίον του ο Κάσσανδρος, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη συμμαχία με τον Αντίγονο και το 309 π.Χ. σκότωσε τον Ηρακλή. Πέθανε πιθανώς το 304 ή το 303 π.Χ. Είχε ένα γιο, τον Αλέξανδρο, σύζυγο της όμορφης Πατρινής αριστοκράτισσας Κρατησίπολης, ο οποίος διακρίθηκε στους πολέμους των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου.
8.2.6. Μελέαγρος Νεοπτολέμου (360; - 323)
Ο Μελέαγρος (<μέλω = φροντίζω + αγρός = αυτός που φροντίζει τα χωράφια, καλλιεργητής γης) ήταν γιος του Νεοπτόλεμου και υπηρέτησε ως αξιωματικός του Μ. Αλέξανδρου στην εκστρατεία του στην Ασία. Κατά τη διάρκεια της Μάχης του Γρανικού, είχε τοποθετηθεί στην αριστερή πτέρυγα, ανάμεσα στις ταξιαρχίες του Φιλίππου και του Κρατερού. Στην Αλικαρνασσό, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Περδίκκα και του Αμύντα. Πήρε μέρος στον μαζικό γάμο στα Σούσα και από την Καρία στάλθηκε από τον Αλέξανδρο πίσω στην Μακεδονία μαζί με τον Κοίνο και τον Πτολεμαίο, για να συγκεντρώσουν στρατό.
Το 333 π.Χ συνάντησε στο Γόρδιον τον Αλέξανδρο, έχοντας μαζί του μια δύναμη, αποτελούμενη από 3,000 πεζικό και 300 άντρες ιππικό. Το 329 π.Χ στην πολιορκία της Κυρούπολης, τραυματίστηκε στον λαιμό. Το 327 π.Χ μαζί με τον Περδίκκα και τον Ηφαιστίωνα πήρε μέρος στην πορεία προς τον Ινδό ποταμό, υποτάσσοντας τον τοπικό Ινδό δυνάστη Άστη. Το 323, στα επακόλουθα του θανάτου του Μ.Αλέξανδρου και την ανάληψη της βασιλείας από τον Φίλιππο Αρριδαίο, ο Μελέαγρος άρχικά ορίστηκε «ύπαρχος» του «χιλίαρχου» Περδίκκα, αλλά αργότερα θεωρήθηκε ύποπτος συνωμοσίας με συνέπεια να δολοφονηθεί με εντολή του Φίλιππου Γ Αρριδαίου και του Περδίκκα μέσα σε ένα ναό το 323 π.Χ..
8.2.7. Λεοννάτος Ανταίου (356-322)
Ο Λεοννάτος (οπό την Πέλλα με καταγωγή από τη Λυγκηστίδα, σημερινό νομό Φλώρινας), γιος του Ανταίου, συγγενής της Ευρυδίκης Α, μητέρας του Φιλίππου Β' από τον ηγεμονικό οίκο των Λυγκιστών, γεννήθηκε στη Πέλλα και θαυμαζόταν από όλους για το υπέροχο αθλητικό του παράστημά και την ομορφιά του, σχεδόν συνομήλικος και πιστός φίλος του Αλέξανδρου. Υπήρξε ένας των επτά σωματοφυλάκων του, που τον ακολούθησαν στην εκστρατεία του.
Μετά τη μάχη της Ισσού στάλθηκε στην οικογένεια του Δαρείου για να τη παρηγορήσει αλλά και να την καθησυχάσει. Στη πολιορκία της Τύρου συνέλαβε το διοικητή της και με τον Φιλώτα αποτελούσαν το στενό περιβάλλον του Αλέξανδρου. Μετά το θάνατο του Κλείτου όταν ο Αλέξανδρος επιχείρησε να αυτοκτονήσει, μόνος ο Λεοννάτος τόλμησε και κατάφερε να αποσπάσει, από τα χέρια του βασιλέως, το δόρυ. Περιέπεσε όμως και αυτός για λίγο σε δυσμένεια για την αντίδρασή του στην απόδοση βασιλικών θεϊκών τιμών. Παρόλα αυτά στους Μαλλούς προσπαθώντας να σώσει τον πανταχόθεν βαλλόμενο Αλέξανδρο τραυματίστηκε. Αργότερα ως αρχηγός του ιππικού συνόδεψε το στόλο μέχρι τις εκβολές του Ινδού ποταμού και στην επιστροφή διεύθυνε τμήματα στρατού. Για τις υπηρεσίες του αυτές στεφανώθηκε με χρυσό στέφανο.
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου στην κατανομή του κράτους ανέλαβε ηγεμόνας στη Φρυγία και τον Ελλήσποντο. Προσπάθησε να νυμφευθεί την αδελφή του Αλέξανδρου Κλεοπάτρα, που εν τω μεταξύ είχε μείνει χήρα, προκειμένου να πετύχει το στέμμα της Μακεδονίας. Για τον ίδιο σκοπό έσπευσε να βοηθήσει τον κινδυνεύοντα Αντίπατρο στο Λαμιακό Πόλεμο με 20.000 πεζούς και 1500 ιππείς, αλλά σε κάποια ιππομαχία φονεύθηκε ή κατ΄ άλλους αυτοκτόνησε (χωρίς να αποκλείετια η δολοφονία του) το 322 π.Χ., ενώ ο στρατός του συνέχισε την πορεία του απρόσκοπτα και πειθαρχημένα και ενώθηκε με τις δυνάμεις του Αντίπατρου, ο οποίος στη συνέχεια, χάρη και στην ενίσχυση αυτή, νίκησε τους αντιπάλους του στη Μάχη της Κραννώνας.
8.2.8. Ευμένης ο Καρδιανός (362-316)
Ο Ευμένης ο Καρδιανός (<ευ + μένος=δύναμη, φρόνημα, ψυχική διάθεση # ο έχων υψηλό φρόνημα), γεννήθηκε στην αποικία της Μιλήτου και των Κλαζομενών Καρδία της Θρακικής Χερσονήσου (της Χερσονήσου δηλ. της Καλλίπολης), όπου ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος πρόκριτος και είχε την δυνατότητα να του παράσχει αξιόλογη μόρφωση. Οι δεσμοί φιλοξενίας και φιλίας που είχε ο πατέρας του με τον Φίλιππο Β΄ ήταν η αιτία που ο βασιλεύς της Μακεδονίας τον πήρε στην υπηρεσία του και του εμπιστεύτηκε το αξίωμα του γραμματέα.
Μετά την δολοφονία του Φιλίππου ο Ευμένης διατήρησε την θέση του κοντά στον Αλέξανδρο ο οποίος τον εκτιμούσε και τον συμβουλευόταν. Έγινε αρχιγραμματέας, συντάκτης των «Βασιλικών Εφημερίδων», αξίωμα πολύ σπουδαίο για την μακεδονική αυλή, και στάλθηκε με στρατιωτική δύναμη στην Ινδική ως τριήραρχος και τέλος έγινε στρατηγός (ίππαρχος), παίρνοντας την θέση του Περδίκκα που κι αυτός είχε προαχθεί διαδεχόμενος τον Ηφαιστίωνα. Ο Αλέξανδρος προέτρεψε τον Ευμένη να νυμφευτεί την Αρτωνίδα, κόρη του Πέρση σατράπη Αρτάβαζου, αδελφή της Βαρσίνης, ανεπίσημης συζύγου του Αλέξανδρου που γέννησε τον Ηρακλή.
Η καταπληκτική σταδιοδρομία του Ευμένη άρχισε μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου. Στην πρώτη διανομή της αυτοκρατορίας ο Ευμένης έγινε σατράπης της Παφλαγονίας και Καππαδοκίας, χώρες στις οποίες βασίλευε τότε ο Αριαράθης Α', που θα παρέμενε στην εξουσία αν ο Περδίκκας, Επιμελητής του κράτους, δεν βοηθούσε τον Ευμένη να τις κατακτήσει πάλι (322 π.Χ.), κερδίζοντας έτσι την πιστή φιλία του Ευμένη μέχρι τον θάνατό του.
Αμέσως μετά, όταν ο Περδίκκας κάλεσε τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας Αντίγονο τον Μονόφθαλμο ν’ απολογηθεί γιατί δεν βοήθησε τον Ευμένη όπως τον είχε διατάξει, σχηματίσθηκαν δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Από την μια μεριά ήταν ο Περδίκκας με το τεκμήριο της νομιμότητος ως Επιμελητής, έχοντας μαζί του τον βασιλέα-ανδρείκελο Φίλιππο Γ΄Αρριδαίο (ετεροθαλή αδελφό του Αλέξανδρου) και την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, ο σατράπης της Αρμενίας Νεοπτόλεμος και ο Ευμένης κι από την άλλη όσοι αντιτάσσονταν στις προθέσεις του Περδίκκα για μονοκρατορία : Αντίγονος, Κρατερός, Αντίπατρος, Πτολεμαίος.
Ο Περδίκκας εκστράτευσε εναντίον του Πτολεμαίου για να υποτάξει την Αίγυπτο και να έχει τα νώτα του καλυμμένα στην επίθεση που θα επιχειρούσε κατόπιν εναντίον της Μακεδονίας, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αντίπαλοί του. Αρχηγός της δύναμης που θα τους εμπόδιζε να περάσουν στην Ασία ορίστηκε ο Ευμένης. Όμως δεν το κατόρθωσε γιατί εναντίον του ήλθαν δύο μεγάλα ονόματα, ο Αντίπατρος κι ο Κρατερός, που στο άκουσμά τους το ηθικό των στρατευμάτων του κλονίστηκε τόσο, που ο αδελφός του Περδίκκα Αλκέτας του Ορόντου μήνυσε στον Ευμένη ότι θα έμενε αμέτοχος γιατί φοβόταν ότι ο στρατός του θα προσχωρούσε στον Κρατερό. Και σα να μην έφταναν αυτά ο Νεοπτόλεμος, σατράπης της Αρμενίας, αρχιυπασπιστής του Αλέξανδρου, απόγονος κατά τους ισχυρισμούς του του Αχιλλέα, που διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πολιορκία της Γάζας, τον πρόδωσε ήλθε σε συνεννόηση με τους αντιπάλους αλλά αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να δώσει μάχη, στην οποία ηττήθηκε και κατέφυγε στον Κρατερό.
Παρά την νίκη του εναντίον του Νεοπτόλεμου, η θέση του Ευμένη ήταν δεινή. Αυτό που τον έσωσε ήταν ότι οι αντίπαλοί του χωρίστηκαν. Ο Αντίπατρος βάδισε εναντίον του Περδίκκα που βάδιζε εναντίον του Πτολεμαίου και ο Κρατερός έμεινε για ν’ αντιμετωπίσει τον Ευμένη στην Ελλησποντιακή Φρυγία. Ο Ευμένης υστερούσε απελπιστικά στους πεζούς, υπερείχε όμως με το βαρβαρικό ιππικό του που αριθμούσε πέντε χιλιάδες ιππείς. Το έταξε όλο σχεδόν απέναντι στην δεξιά πτέρυγα του εχθρού από χίλιους ιππείς που διοικούσε ο Κρατερός ενώ την αριστερή με άλλους τόσους διοικούσε ο Νεοπτόλεμος. Η μάχη κρίθηκε γρήγορα στις πτέρυγες πριν καλά-καλά εμπλακούν οι πεζοί. Ο Κρατερός τραυματίστηκε θανάσιμα κι ο Ευμένης σκότωσε με τα χέρια του το Νεοπτόλεμος σε μονομαχία αρχηγών, παίρνοντας εκδίκηση για τους χλευασμούς και την προδοσία.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας και την δολοφονία του Περδίκκα στην Αίγυπτο, ο στρατός του Περδίκκα, σύμμαχος του Ευμένη μέχρι τότε, συμφιλιώθηκε με τον Πτολεμαίο και αυτή τη φορά καταδίκασε τον Ευμένη και όλους τους οπαδούς του Περδίκκα σε θάνατο.Στην δεύτερη διανομή της αυτοκρατορίας, που έγινε στον Τριπαράδεισο της Άνω Συρίας (321 π.Χ.), νέος Επιμελητής αυτοκράτωρ (στη θέση του Περδίκκα) ορίστηκε ο Αντίπατρος, ενώ ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος έγινε σατράπης της Μεγάλης Φρυγίας και της Λυκίας κι επιφορτίστηκε με την εξόντωση των εκτός νόμου.
Έτσι άρχισε η συγκλονιστική μονομαχία για την επικράτηση στην Ασία των δύο έξοχων στρατηγών, του Αντίγονου και του Ευμένη, που κράτησε πέντε χρόνια (321-316). Στην πρώτη τους σύγκρουση το 319 στα Ορκύνια της Καππαδοκίας, ο Ευμένης νικήθηκε διότι ο Αντίγονος εξαγόρασε έναν αξιωματικό του. Ο Ευμένης χωρίς κανένα στήριγμα, κατέφυγε στα Νώρα, ένα άπαρτο μετέωρο στα σύνορα Λυκαονίας και Καππαδοκίας με λιγότερους από χίλιους άντρες, όπου κατέφτασε ο Αντίγονος και τον πολιόρκησε. Αντίγονος και Ευμένης συναντήθηκαν σε πολύ φιλικό κλίμα, και συμφωνήθηκε να υποβληθεί αίτημα στον Επιμελητή, τον Αντίπατρο, για αμνηστία. Η πολιορκία συνεχίστηκε χωρίς εχθροπραξίες και ο Αντίγονος με μεγάλο μέρος της δύναμής του έφυγε για να τελειώνει με τους υπόλοιπους οπαδούς του Περδίκκα. Διάνυσε δυόμισι χιλιάδες στάδια σε μόλις εφτά μερόνυχτα, τους αιφνιδίασε και τους κατατρόπωσε. Ο αδελφός του Περδίκκα Αλκέτας αυτοκτόνησε για να μην αιχμαλωτιστεί.
Το αίτημα για την αμνηστία μετέφερε στην Μακεδονία ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός, συμπατριώτης και φίλος του Ευμένη, συγγραφέας (μη σωζόμενης) ιστορίας που πάνω της βασίστηκαν οι μεταγενέστεροι ιστορικοί. Λίγο μετά την άφιξή του, κι ενώ είχε υποβληθεί το αίτημα, ο Αντίπατρος πέθανε, έχοντας ορίσει διάδοχό του στο αξίωμα του Επιμελητή τον Πολυσπέρχοντα (319). Ο γιος του Αντίπατρου Κάσσανδρος αμφισβήτησε την τελευταία θέληση του πατέρα του κι έφυγε στην Ασία. Οι συμμαχίες ανατράπηκαν. Ο νέος Επιμελητής Πολυσπέρχων κάλεσε την Ολυμπιάδα από την Ήπειρο, όπου είχε αυτοεξοριστεί λόγω του μίσους της προς τον Αντίπατρο, και, αναζητώντας στηρίγματα στην Ασία, στράφηκε προς τον Ευμένη.
Επιστρέφοντας στην Ασία ο Ιερώνυμος ειδοποιήθηκε να παρουσιαστεί στον Αντίγονο, που αγνόησε την αποκατάσταση του Ευμένη από τον Πολυσπέρχοντα και ζήτησε όρκο πίστεως προς τον ίδιο. Ο Ευμένης ορκίστηκε πως θα έχει τους ίδιους εχθρούς και φίλους όχι μόνο με τον Αντίγονο αλλά και με την Ολυμπιάδα και με τους βασιλείς οπότε οι πολιορκητές του, που δεν βρήκαν τίποτε αντίθετο προς τις οδηγίες του Αντίγονου, έλυσαν την πολιορκία.
Έτσι άρχισε μια νέα περιπλάνηση του Ευμένη (και του Ιερώνυμου) με μοναδικό σκοπό την στρατολόγηση πολεμιστών, γιατί ο Αντίγονος ήταν αλλού απασχολημένος, χτυπώντας τους σατράπες της Μικρής Φρυγίας και της Λυδίας Αρριδαίο και Κλείτο τον Λευκό, και κατακρατώντας βασιλικά πλοία που μετέφεραν εξακόσια τάλαντα με αποτέλεσμα να συμμαχήσει με τον Κάσσανδρο. Ο Πολυσπέρχων τότε κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να κάνει κι έστειλε βασιλικά γράμματα, με τα οποία ο Ευμένης έπαιρνε πάλι την σατραπεία του, οριζόταν αρχιστράτηγος στον πόλεμο κατά του Αντίγονου, έπαιρνε πεντακόσια τάλαντα από τον βασιλικό θησαυρό και τους Αργυράσπιδες (ομάδα υπασπιστών), που βρίσκονταν τώρα στην Κιλικία μεταφέροντας τους θησαυρούς από τα Σούσα στην Μακεδονία, με αρχηγούς τον Αντιγένη και τον Τεύταμο.
Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ ο σύμμαχος του Αντίγονου Κάσσανδρος επικράτησε στην Αθήνα και στην Πελοπόννησο, ενώ στη Μακεδονία ο άβουλος βασιλεύς Φίλιππος Αρριδαίος, παρασυρμένος από την γυναίκα του Ευρυδίκη, θέλησε να προσεγγίσει τον Κάσσανδρο. Η Ολυμπιάδα τους θανάτωσε, όπως και τους συγγενείς και φίλους του Αντίπατρου και του Κάσσανδρου. Έγραψε κι αυτή στον Ευμένη ζητώντας του να την βοηθήσει για χάρη του ανήλικου γιου του Αλέξανδρου (Αλέξανδρου Δ΄ του Αιγού).
Ο Ευμένης κινήθηκε προς τις μακρινές σατραπείες της Ανατολής που είχαν μείνει πιστές στους βασιλείς, για να συγκεντρώσει δυνάμεις ώστε ν’ αντιμετωπίσει τον Αντίγονο. Κατά την πορεία του αυτή ο σατράπης της υλωνίας Σέλευκος, σύμμαχος του Αντίγονου, άνοιξε μια διώρυγα του Τίγρη για να πλημμυρίσει το στρατόπεδο του Ευμένη. Αυτός πρόλαβε να τραβήξει τον στρατό του στους λόφους και γύρισε τα νερά σε άλλη κοίτη αποφεύγοντας τις απώλειες. Κάλεσε μετά τους πιστούς στους βασιλείς σατράπες να συγκεντρωθούν στην Σουσιανή. Οι σατράπες ήρθαν αλλά ήταν όλοι αλαζονικοί κι αρχομανείς με πρώτο και χειρότερο ανάμεσά τους τον βασιλικό Σωματοφύλακα Πευκέστα, σατράπη της Περσίδος απ’ τον καιρό του Αλέξανδρου ακόμη.
Ο Αντίγονος στράφηκε τώρα σε καταδίωξη του Ευμένη και των συμμάχων του. Άφησε τον Σέλευκο στα Σούσα και επιχείρησε να περάσει τον Κοπράτη ποταμό, στην απέναντι όχθη του οποίου βρισκόταν το εχθρικό του στρατόπεδο. Ο Ευμένης που παρακολουθούσε τις κινήσεις του, αγνόησε τους συμμάχους του, πήρε μαζί του δικά του έμπιστα τμήματα και ματαίωσε την διάβαση επιφέροντας καταστροφή στο στρατό του Αντίγονου που είχε τέσσερις χιλιάδες νεκρούς κι άλλους τόσους αιχμαλώτους. Οι δύο στρατοί συνέχισαν ν’ αλληλοκυνηγιούνται στην Ασία. Στην επόμενη επαφή τους στην Παραιτακηνή (μεταξύ Χαμαντάν και Εσφαχάν του σημερινού Ιράν), ο Ευμένης είχε αρρωστήσει κι ακολουθούσε το στράτευμα πάνω σε φορείο. Η μεταξύ τους μάχη δεν είχε αποφασιστικό αποτέλεσμα, αν και ο Ευμένης κέρδισε στα σημεία, διότι οι στρατιώτες του δεν θέλησαν να καταδιώξουν τον εχθρό.
Ύστερα οι δύο στρατοί τραβήχτηκαν για να ξεχειμωνιάσουν, μετά από μια σειρά ελιγμών και παραπλανητικών κινήσεων και των δύο στρατηγών, που είχαν τον ίδιο προορισμό, τον οχυρό και πλούσιο τόπο της Γαβιηνής (επίσης στο σημερινό Ιράν). Ο Αντίγονος ανήγγειλε ότι θα εκστρατεύσει -δήθεν- στην Αρμενία και ρίχτηκε πάλι σε μια τρελλή πορεία για να φτάσει στον Ευμένη μέσα από την παγωμένη τις νύχτες έρημο, σε μια διαδρομή δέκα ημερών. Ο Ευμένης βρήκε τρόπο για να εξουδετερώσει τον αιφνιδιασμό, αλλά η μάχη κράτησε όλη τη μέρα. Το πεζικό του Ευμένη, και προ πάντων οι Αργυράσπιδες, συνέτριψε τους πεζούς του Αντίγονου, ο οποίος όμως επικράτησε στην ιππομαχία. Ο Πευκέστας, ο σημαντικότερος από τους συμμάχους του Ευμένη, προδίδοντάς τον την κρίσιμη στιγμή, βγήκε από την σύγκρουση με τα τμήματά του κι αποτραβήχτηκε περιμένοντας τις εξελίξεις. Όσο για τους Αργυράσπιδες θέλοντας μόνο την αποσκευή τους, έστειλαν και ρώτησαν τον Αντίγονο τι ζητούσε για να τους την επιστρέψει και εκείνος τους έθεσε μοναδικό όρο να του παραδώσουν ζωντανό τον Ευμένη, όπως και έγινε. Ο Ευμένης ρίχτηκε στη φυλακή υπό αυστηρή φρούρηση, αλλά ο Αντίγονος δεν επιθυμούσε τον θάνατό του, διότι, βασιζόμενος στην παλιά φιλία τους τον ήθελε δίπλα του, συμπαραστάτη του. Οι στρατηγοί του όμως (εκτός από τον γιο του Δημήτριο τον επιλεγόμενο Πολιορκητή και τον ναύαρχο Νέαρχο) ζήτησαν θάνατο κι απείλησαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο αν δεν εισακούονταν. Ύστερα από μερικές ημέρες, την ώρα που σήκωναν το στρατόπεδο, μπήκαν εκτελεστές στην φυλακή του και τον σκότωσαν (316 π.Χ.). Ο Αντίγονος έδωσε το σώμα του στους φίλους κι επέτρεψε να κηδευτεί με τιμές.
Ο Ευμένης ήταν ο στρατηγικότερος των διαδόχων, πιστός στις αρχές και στις επιλογές του Μ.Αλεξάνδρου. Ξένος κι από άσημη γενιά, με εκπληκτική δεξιοσύνη και τόλμη καταφέρνε να καθυποτάζει τις περιστάσεις στη θέλησή του, και να γίνεται το κέντρο της γενικώτερης εξέλιξης νικώντας τους περιφημότερους Μακεδόνες στρατηγούς υπό συνθήκες που τον ανάγκασαν να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ιδέα της ενότητος της αυτοκρατορίας, όπου έμεινε πιστός ως το τέλος, και ίσως γι’ αυτό απέτυχε.
8.2.9. Αντίγονος Φιλίππου ο Μονόφθαλμος (382-301)
Ο Αντίγονος Α΄ ο Κύκλωψ ή Μονόφθαλμος (γιατί είχε χάσει το αριστερό του μάτι σε μάχη, <αντί (=στη θέση του) + γονεύς = ισάξιος με τον πρόγονό του) ήταν Μακεδόνας ευγενής καταγόμενος από το βασιλικό γένος της Ελίμειας (σημερινός νομός Κοζάνης), ο γηραιότερος και σπουδαιότερος από τους διαδόχους του Αλέξανδρου, σύζυγος της Στρατονίκης, κόρης του Κορράγου της Θράκης. Το 333 π.Χ. είχε διορισθεί, από τον Αλέξανδρο, κυβερνήτης της Μεγάλης Φρυγίας και μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.), στην πρώτη διανομή του κράτους στην Βαβυλώνα, έγινε σατράπης της χώρας αυτής καθώς και της Παμφυλίας και Λυκίας. Η μακρόχρονη και πολυτάραχη δραστηριότητά του παρέχει την ευκαιρία μιας μεθοδικότερης μνημοτεχνικής ανασκόπησης των προεκτεθέντων ως εξής:
α. Α Πόλεμος Διαδόχων (322-321)
(Αντίπατρος, Αντίγονος, Πτολεμαίος, Κρατερός εναντίον Περδίκκα, Ευμένη)
Το 322 ο Αντίγονος επέσυρε την οργή του Περδίκκα για το λόγο ότι αρνήθηκε, ενώ του ζητήθηκε, να βοηθήσει τον Ευμένη Καρδιανό να καταλάβει της επαρχίες που του παραχωρήθηκαν (Παφλαγονία και Καππαδοκία), των οποίων η κατάκτηση δεν είχε ολοκληρωθεί από τους Μακεδόνες. Επειδή είχαν ήδη εκδηλωθεί οι φιλοδοξίες του Περδίκκα, ο Αντίγονος διέφυγε με το γιο του Δημήτριο στην Ελλάδα, όπου συμμάχησε με τον Αντίπατρο (αντιβασιλέα της Μακεδονίας), σχηματίζοντας ένα συνασπισμό κατά του Περδίκκα με κύριους πρωταγωνιστές τον Αντίπατρο, τον Πτολεμαίο, τον Κρατερό και τον Αντίγονο. Σύμμαχος του Περδίκκα παρέμεινε ο Ευμένης, ο οποίος κατάφερε να εξοντώσει τον Κρατερό σε μάχη που έγινε στην Ελλησποντιακή Φρυγία ή στην Καππαδοκία . Το 321 π.Χ. ο Περδίκκας σκοτώθηκε στην προσπάθεια να εξουδετερώσει τον Πτολεμαίο και τότε έγινε νέα κατάτμηση της αυτοκρατορίας (Δεύτερη διανομή στον Τριπαράδεισο της Άνω Συρίας το 321 π.Χ.), ενώ νέος Επιμελητής αυτοκράτωρ, στη θέση του Περδίκκα, ορίστηκε ο Αντίπατρος.
β. Μάχη με τον Ευμένη Καρδιανό για την Ασία (319)
Το 319 ο Αντίπατρος, ως «επιμελητής αυτοκράτωρ» ανάθεσε στον Αντίγονο τον πόλεμος κατά του εναπομείναντος της αντίπαλης συμμαχίας Ευμένη Καρδιανού ο οποίος αν και ήταν ικανός, δεν πλαισιωνόταν από πιστούς συνεργάτες. Ο Αντίγονος κατάφερε να δελεάσει τον Απολλωνίδη, αξιωματικό του ιππικού του Ευμένη, για να αυτομολήσει κατά τη διάρκεια της μάχης που έλαβε χώρα στα Ορκύνια πεδία με αποτέλεσμα την ήττα του Ευμένη παρά το γεγονός ότι είχε διπλάσιες δυνάμεις απ' αυτές του Αντίγονου. Ο Ευμένης αποσύρθηκε , με 600 άνδρες , στην οχυρή θέση Νώρα στα βόρεια υψώματα του όρους Ταύρος στην Καππαδοκία. Μετά τη νίκη αυτή ο Αντίγονος πρόσθεσε στη δύναμή του και την άλλοτε δύναμη του Ευμένη, η οποία πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από 10.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Αφού απέκλεισε τον Ευμένη στα Νώρα στράφηκε κατά των συνεργατών του Περδίκκα, Αλκέτα (αδελφός του Περδίκκα) και Αττάλου. Ο ίδιος επικεφαλής δυνάμεως 40.000 πεζών και 7.000 ιππέων διέσχισε, σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα, τα 450 χλμ από την Καππαδοκία μέχρι την Πισιδία όπου βρισκόταν ο Αλκέτας, ο οποίος αιφνιδιάστηκε και δεν μπόρεσε καν να παρατάξει τη φάλαγγά του, η οποία άλλωστε υστερούσε κατά πολύ. Ο Άτταλος και άλλοι αξιωματικοί συνελήφθησαν ενώ ο Αλκέτας διέφυγε, προσωρινά, στην Τερμησσό όπου και αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια του Αντίγονου. Ο Αντίγονος πρόσθεσε επιπλέον δυνάμεις στο στρατό του, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ήταν ο μεγαλύτερος που είχε συγκεντρωθεί ως τότε στο κράτος.
γ. Β Πόλεμος Διαδόχων (319-316)
(Πολυσπέρχων, Ευμένης εναντίον Αντίγονου, Κάσσανδρου)
Το 319 π.Χ. ο Πολυσπέρχων διαδέχθηκε ως αντιβασιλεύς της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, μετά το θάνατό του, αποκλείοντας τον γιό του Αντίπατρου Κάσσανδρο. Ο Αντίγονος αποφάσισε να γίνει κύριος της Ασίας και σε συνδυασμό με τον Κάσσανδρο και τον Πτολεμαίο αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εξουσία του Πολυσπέρχοντα. Κατά παράβαση της συμφωνίας του Τριπαράδεισου (παράβαση που είχε διαπράξει και ο Πτολεμαίος προσαρτώντας την Κοίλη Συρία) προσάρτησε τις σατραπείες της Ελλησποντικής Φρυγίας και της Λυδίας από τους Αρριδαίο και Κλείτο τον Λευκό αντίστοιχα. Άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Ευμένη, αλλά ο Ευμένης παρέμενε πιστός στη βασιλική οικογένεια. Ο Ευμένης δραπέτευσε από τα Νώρα, συγκέντρωσε στρατό και συμμάχησε με τους σατράπες των ανατολικών επαρχιών. Ο Αντίγονος έδωσε δυο μεγάλες μάχες κατά του Ευμένη, στην Παραιτακηνή (μεταξύ Χαμαντάν και Εσφαχάν του σημερινού Ιράν) το 317 π.Χ. και στην Γαβιηνή (σημερινό Ιράν) το 316 π.Χ. Τελικά ο Ευμένης παραδόθηκε με προδοσία στον Αντίγονο και θανατώθηκε το 316 π.Χ.
δ. Γ Πόλεμος Διαδόχων (315-311)
(Κάσσανδρος, Πτολεμαίος, Λυσίμαχος εναντίον Αντίγονου, Δημήτριου)
Μετά απ' αυτά ο Αντίγονος διεκδίκησε την εξουσία για το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας, κατάσχεσε τους θησαυρούς στα Σούσα και εισήλθε στη Βαβυλώνα, της οποίας κυβερνήτης ήταν ο Σέλευκος. Ο Σέλευκος κατέφυγε στον Πτολεμαίο, και με τον Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο συμμάχησαν κατά του Αντίγονου (το 315 π.Χ.). Παράλληλα, ο Αντίγονος διακήρυξε την ελευθερία των ελληνικών πόλεων, τις οποίες προσπάθησε να προσεταιριστεί, αποφεύγοντας, ως έμπρακτη απόδειξη να τοποθετήσει φρουρά σε όσες πόλεις ελευθέρωνε. Το 314 π.Χ. ο Αντίγονος εισέβαλε στη Συρία, η οποία ανήκε στον Πτολεμαίο, και πολιόρκησε την Τύρο για πάνω από ένα χρόνο. Το 312 π.Χ. ο γιος του Δημήτριος ηττήθηκε στη Μάχη της Γάζας από τον Πτολεμαίο και έχασε τη Βαβυλώνα, την οποία όμως ανακατέλαβε τον επόμενο χρόνο (311).
ε. Δ Πόλεμος Διαδόχων (307-306)
(Πτολεμαίος, Κάσσανδρος εναντίον Αντίγονου, Δημήτριου)
Το 311 π.Χ. υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης σύμφωνα με την οποία η Μικρά Ασία και η Συρία, προσωρινά, μέχρι την ενηλικίωση του (εκ Ρωξάνης) Αλέξανδρου Δ' του Αιγού, παραχωρήθηκε στον Αντίγονο, αλλά ο Κάσσανδρος δολοφόνησε τη Ρωξάνη και το γιό της. Με το πρόσχημα ότι είχαν τοποθετηθεί από τον Αντίγονο φρουρές σε μερικές από τις ελεύθερες πόλεις, ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες από τον Κάσσανδρο και τον Πτολεμαίο. Παρά τις αρχικές επιτυχίες του Πτολεμαίου στη Μικρά Ασία και σε μερικά νησιά του Αιγαίου, ο Δημήτριος τον συνέτριψε στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου το 306 π.Χ.
Με την κατάληψη της Κύπρου από τον Δημήτριο το 306 π.Χ., ο Αντίγονος ανακηρύχθηκε από το στρατό του βασιλεύς και διάδοχος του Αλέξανδρου και στη συνεχεία ετοίμασε ισχυρό στρατό και στόλο, με διοικητή το Δημήτριο, και έσπευσε να επιτεθεί στη χώρα του Πτολεμαίου. Η απόπειρα αυτή απέτυχε καθώς δεν μπόρεσε να διασπάσει την άμυνα του Πτολεμαίου και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Το 305 π.Χ. ο Δημήτριος θέλησε να τιμωρήσει την πόλη της Ρόδου η οποία αρνήθηκε να βοηθήσει τον Αντίγονο κατά της Αιγύπτου. Η πολιορκία κράτησε ένα χρόνο και, μετά τη σθεναρή αντίσταση που βρήκε, ο Δημήτριος υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει.
στ. Ε Πόλεμος Διαδόχων - Μάχη της Ιψού (301)
(Σέλευκος, Λυσίμαχος, Κάσσανδρος, Πτολεμαίος εναντίον Αντιγόνου)
Οι ισχυρότεροι σατράπες της αυτοκρατορίας (Κάσσανδρος, Σέλευκος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος) αυτοανακηρύχθηκαν και αυτοί βασιλείς το 306 π.Χ. αντιδρώντας στον Αντίγονο, ο οποίος τελικά βρέθηκε αντιμέτωπος και με τους τέσσερις. Ο Αντίγονος απαίτησε από τον Κάσσανδρο την άνευ όρων υποταγή της Μακεδονίας. Οι άλλοι τρεις του επιτέθηκαν και αναγκάστηκε να ανακαλέσει το γιο του από την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι σημείωνε εκεί τη μια επιτυχία μετά την άλλη, και να κινηθεί κατά του Λυσίμαχου. Ο στρατός πατέρα και γιου ηττήθηκε από τις συνδυασμένες δυνάμεις του Σέλευκου και του Λυσίμαχου στην αποφασιστική Μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. Ο Αντίγονος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης, από ακόντιο σε ηλικία ογδόντα ενός ετών. Με το θάνατό του τερματίστηκε κάθε προσπάθεια επανένωσης της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου. Οι νικητές διαχώρισαν τα βασίλειά τους και το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας του Αντίγονου δόθηκε στον Σέλευκο και στον Λυσίμαχο.
ζ. Η προσωπικότητα του Αντίγονου
Ο Αντίγονος, αποδείχτηκε η ισχυρότερη προσωπικότητα των χρόνων της διαδοχής και ο τελευταίος υπερασπιστής της μονοκρατορικής ιδέας ως τρόποτυ διακυβέρνησης του κράτους που δημιούργησε ο Μ.Αλέξανδρος. Πανύψηλος και δυνατός, με πολλές ικανότητες και μεγάλες φιλοδοξίες, τραχύς στα λόγια όσο και στα έργα, παρουσιαζόταν άλλοτε ωμός και άλλοτε μεγαλόψυχος, πάντοτε όμως ψύχραιμος, φρόνιμος, μετρημένος και οικονόμος, ακριβώς το αντίθετο του γιου του Δημητρίου, με τον οποίο διατήρησε μέχρι τέλους υποδειγματικές σχέσεις πατρικής στοργής. Το σπινθηροβόλο πνεύμα και η θυμοοσφία του έμειναν παροιμιώδη. Στον πολιτικό τομέα η κληρονομιά του είχε αξιοσημείωτη διάρκεια αφού ο γιος του Δημήτριος, ο επιλεγόμενος Πολιορκητής, απέκτησε τον έλεγχο της Μακεδονίας το 294 π.Χ., και έγινε ιδρυτής του οίκου των Αντιγονιδών που διατήρησε την εξουσία μέχρι την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, μετά τη Μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ.
8.3. Διαίρεση σε κράτη μετά τη Μάχη στην Ιψό (301-30 π.Χ.)
Μετά τη μάχη της Ιψού ο γνωστός κόσμος δυτικά του Ινδού διαιρέθηκε στα ακόλουθα κράτη:
- Βασίλειο της Μακεδονίας (του Κασσάνδρου, 309-168)
- Βασίλειο της Συρίας (του Σέλευκου, 312-64)
- Βασίλειο της Αιγύπτου (του Πτολεμαίου, 323-30)
- Βασίλειο της Θράκης (του Λυσίμαχου, 323-281)
- Βασίλειο της Περγάμου (του Φιλέταιρου, 281-133)
- Βασίλειο της Ηπείρου (524-231)
- Βασίλειο της Καρχηδόνας (814-146)
- Κράτος της Ρώμης (753 π.Χ. – 476 μ.Χ.)
- Πόλεις-Κράτη της Μεγάλης Ελλάδας στη Ν.Ιταλία (775-270).
Η Μακεδονία ήταν ένα παλαιό βασίλειο με εθνικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα νεοσύστατα των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το βασίλειο των Ατταλιδών ή της Περγάμου ήταν ένα μικρό βασίλειο, που δημιουργήθηκε ως τμήμα του εδάφους του βασιλείου των Σελευκιδών. Η πολιτική κατάσταση σε καθένα απ’ αυτά εξετάζεται στις επόμενες παραγράφους, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά της πτώσης τους.
8.4. Λυσίμαχος Αγαθοκλέους (360-281), Βασίλειο της Θράκης
Ο Λυσίμαχος (<λύω (με την έννοια του τελειώνω + μάχη # αυτός που κερδίζει τις μάχες) ήταν γιος του Αγαθοκλέους, Θεσσαλού που είχε μεταναστεύσει στη Μακεδονία. Υπηρέτησε στο στρατό του Φιλίππου Β'. Χάρη στη σωματική του δύναμη έγινε σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου, μετά το θάνατό του οποίου, του δόθηκε σατραπεία που περιελάμβανε τη Θράκη και τη βορειοδυτική Μικρά Ασία. O Αντίγονος ο Μονόφθαλμος υποκίνησε σε εξέγερση ελληνικές πόλεις και Σκύθες νομάδες το 311 π.Χ. αλλά ο Λυσίμαχος τους νίκησε όπως και τον στρατό που έστειλε ο Αντίγονος εναντίον του υπό τον Παυσανία. Το 309 π.Χ. ίδρυσε την πρωτεύουσα του κράτους του, τη Λυσιμάχεια και για να της δώσει πληθυσμό, κατέστρεψε την κοντινή πόλη Καρδία και μετοίκησε τους κατοίκους της.
Πήρε μέρος στις συμμαχίες ενάντια στον Αντίγονο μαζί με το Σέλευκο, τον Κάσσανδρο και τον Πτολεμαίο. Το 306 π.Χ. αυτοανακηρύχτηκε βασιλεύς, όπως και οι άλλοι στρατηγοί. Ο Λυσίμαχος έπαιξε μεγάλο ρόλο στην τελική νίκη εναντίον του Αντίγονου κατά τη μάχη της Ιψού (301). Αυτός με το στρατό του αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Αντιγόνου στη Μικρά Ασία μέχρι να έρθει η βοήθεια από τον Σέλευκο. Μετά την καταστροφή και το θάνατο του Αντιγόνου, ο Λυσίμαχος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος από την επικράτεια του, ανησυχώντας όμως για τη δύναμη του Σέλευκου, συμμάχησε με τον Πτολεμαίο και παντρεύτηκε την κόρη του Αρσινόη.
Ο Λυσίμαχος διεξήγαγε πόλεμο εναντία στους Οδρύσες και τους Γέτες αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος από τους τελευταίους. Ο βασιλεύς τους, Δρομυχαίτης, τον απελευθέρωσε και η συμμαχία τους ενισχύθηκε όταν παντρεύτηκε την κόρη του Λυσίμαχου, που όταν επέστρεψε την πρωτεύουσά του, πάντρεψε το γιο του, τον Αγαθοκλή, με τη Λυσάνδρα.
Ο Λυσίμαχος είχε καλές σχέσεις με τη Μακεδονία. Όταν όμως κατέλαβε την εξουσία εκεί ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, επιτέθηκε εναντίον του αλλά νικήθηκε έως ότου ο Πύρρος Α της Ηπείρου επιτέθηκε και αυτός στο Δημήτριο και κατάφεραν να τον νικήσουν το 288. Στο διάστημα 288-285 συμβασίλεψαν μοιράζοντας μεταξύ τους το βασίλειο της Μακεδονίας. Η συμμαχία τους όμως δεν κράτησε πολύ. Όταν ο Δημήτριος νικήθηκε από τον Σέλευκο, το 285, ο Λυσίμαχος κήρυξε πόλεμο στον Πύρρο και πήρε πολλούς Μακεδόνες που είχαν πάει με το μέρος του υπενθυμίζοντας τους ότι ο Πύρρος δεν ήταν Μακεδόνας. Τελικά ο Πύρρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Ήπειρο και ο Λυσίμαχος κατάφερε να φτάσει μέχρι και την Ήπειρο και να την λεηλατήσει. Έτσι ο Λυσίμαχος έμεινε μόνος βασιλεύς της Μακεδονίας από το 285 μέχρι το θάνατό του, το 281 π.Χ.
O Λυσίμαχος ήταν σκληρός απέναντι στους υπηκόους του. Κατέστρεψε τις πόλεις Λέβεδο και Κολοφώντα για να μεταφέρει τους κατοίκους στην Έφεσο, καθώς και την πόλη Αστακό.. Ο γιος του όμως και διάδοχος, Αγαθοκλής, ήταν πολύ αγαπητός στο λαό και στο στρατό. Δυστυχώς, η γυναίκα του Λυσίμαχου, Αρσινόη, τον έπεισε να σκοτώσει τον Αγαθοκλή γιατί τον ζήλευε. Ο Λυσίμαχος πείστηκε ότι ο Αγαθοκλής συνωμοτούσε εναντίον του και το 283 π.Χ. τον εκτέλεσε. Αυτό προκάλεσε εξεγέρσεις σε πολλές πόλεις και σύντροφοι του Λυσίμαχου τον παράτησαν. Ο Φιλέταιρος που κατείχε την περιουσία του Λυσίμαχου επαναστάτησε, κατέλαβε την Πέργαμο και παραδόθηκε στον Σέλευκο. Η σύζυγος του Αγαθοκλή Λυσάνδρα φοβούμενη για τη ζωή της κατέφυγε στην αυλή του Σέλευκου μαζί με τον αδερφό της, Πτολεμαίο Κεραυνό και μαζί με τα παιδιά της και τον άλλο γιο του Λυσίμαχου Αλέξανδρο.
Ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος ήταν οι τελευταίοι εν ζωή από τους συντρόφους του Αλέξανδρου. Παρά τη μεγάλη ηλικία του, ο Σέλευκος δέχτηκε τη Λυσάνδρα και κήρυξε πόλεμο εναντίον του Λυσίμαχου. Στη Μάχη του Κουροπεδίου (=Κύρου Πεδίον) της Φρυγίας το 281 π.Χ. ο Λυσίμαχος νικήθηκε από τον Σέλευκο και ο ίδιος σκοτώθηκε. Μετά το θάνατό του, όλο το βασίλειο του προσαρτήθηκε από τον Σέλευκο. Ο Σέλευκος όμως δεν πρόλαβε να χαρεί τη νίκη του, γιατί δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό ο οποίος ανακηρύχτηκε βασιλεύς της Μακεδονίας. Το σώμα του Λυσίμαχου το βρήκε ο γιος του Αλέξανδρος, που το έθαψε στη Χερσόνησο της Θράκης.
8.5. Το βασίλειο της Μακεδονίας (309-168)
8.5.1. Κάσσανδρος Αντιπάτρου (350-297, βασ. 309-297))
Ο Κάσσανδρος (<κέκασμαι=υπερέχω+άνδρας = αυτός που υπερέχει των ανθρώπων, υπέρτερος), από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στους πολέμους των Διαδόχων, ιδρυτής της βραχύβιας δυναστείας των Αντιπατριδών, ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία γιος του του ευπατρίδη Αντιπάτρου. Μικρός είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Αριστοτέλη στη Μιέζα μαζί με τον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Στο στρατό του Αλεξάνδρου υπηρέτησε ως αξιωματικός και στην αυλή του στρατηλάτη στη Βαβυλώνα, ήταν αυτός που υπερασπίστηκε τον πατέρα του απέναντι στις κατηγορίες των εχθρών τους και κυρίως της Ολυμπιάδας, μητέρας του Αλεξάνδρου.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323, ο πατέρας του (μέχρι τότε αντιβασιλέας του Αλεξάνδρου), ανακηρύχθηκε αρχικά «στρατηγός της Ευρώπης» και από το 321 «επιμελητής αυτοκράτωρ». Πεθαίνοντας το 319 ανακήρυξε διάδοχό του στη βασιλεία της Μακεδονίας τον Πολυσπέρχοντα, ενώ ο Κάσσανδρος έλαβε, παρά τη νεαρή ηλικία του, τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία με το βαθμό του χιλιάρχου, που ήταν αξίωμα αξιόλογο από την εποχή των Περσών, και που είχε υιοθετήσει και ο Μ. Αλέξανδρος στη διακυβέρνηση του κράτους του. Ο Κάσσανδρος ωστόσο δυσαρεστήθηκε, καθώς ο Πολυσπέρχων, αν και πολύπειρος, δεν ήταν συγγενής τους εξ αίματος. Τότε, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, συνεργάστηκε πρώτα με ντόπιους συμμάχους και κατόπιν με τον βασιλέα της Αιγύπτου, Πτολεμαίο Λάγου (τον Σωτήρα) και τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο, και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των ανταγωνιστών του. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις τάχθηκαν με το μέρος του και η Αθήνα παραδόθηκε επίσης. Μέχρι το 318 π.Χ., οπότε ηττήθηκε ο στόλος του Πολυσπέρχονα στο Βόσπορο, είχε συγκεντρώσει στα χέρια του την κυριαρχία της Μακεδονίας και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Έκανε επίσης συμμαχία με την Ευρυδίκη, τη φιλόδοξη σύζυγο του βασιλέως Φιλίππου Γ’ του Αρριδαίου της Μακεδονίας, και το 317 έγινε αντιβασιλεύς, καθαιρώντας από τη θέση αυτή τον Πολυσπέρχοντα. Ωστόσο, τόσο η Ευρυδίκη όσο και ο σύζυγός της (που ήταν ετεροθαλής αδερφός του Αλεξάνδρου), φονεύτηκαν από την Ολυμπιάδα, μαζί με τον αδερφό του Κασσάνδρου, Νικάνορα. Ο Κάσσανδρος αμέσως προέλασε εναντίον της Ολυμπιάδας και, αφού την ανάγκασε να παραδοθεί στην Πύδνα, λιμάνι στους πρόποδες του Ολύμπου, διέταξε το θάνατό της το 316 π.Χ.
Περί το 313, διάφορες πόλεις αποκήρυξαν τη συμμαχία που είχαν με τον Κάσσανδρο και μεγάλα μέρη της Πελοποννήσου έπεσαν στα χέρια του Αντίγονου, ενώ οι πόλεμοι των Διαδόχων ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Ο Κάσσανδρος αναγκάστηκε να μπει σε διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Στα επόμενα δύο χρόνια, ο Πτολεμαίος κι ο Κάσσανδρος πήραν και πάλι την πρωτοβουλία και ο Αντίγονος υπέστη ήττες. Το φθινόπωρο του 311, υπογράφτηκε συμφωνία ειρήνης, η οποία προέβλεπε παύση των εχθροπραξιών και αναγνώριση του γιου του Μ. Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ’ Αιγού, γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Ρωξάνη, ως βασιλέα μετά την ενηλικίωσή του.
Το 310 ο Κάσσανδρος, διαβλέποντας πως ο νεαρός Αλέξανδρος Δ΄, σύντομα θα απελευθερωνόταν από τα χέρια του με απαίτηση των Μακεδόνων ώστε να αναλάβει την εξουσία, διέταξε τον επικεφαλής της φρουράς που φύλαγε το παιδί, το Γλαυκία, να θανατώσει το νεαρό βασιλέα και τη μητέρα του, διατηρώντας το γεγονός κρυφό. Ένα χρόνο αργότερα, το 309 π.Χ., την ίδια μοίρα είχαν ο άλλος γιος του Αλεξάνδρου, Ηρακλής, και η μητέρα του Βαρσίνη, οι οποίοι δολοφονήθηκαν από τον Πολυσπέρχοντα με την παρότρυνση του Κάσσανδρου. Με τον τρόπο αυτό οι Διάδοχοι απαλλάχτηκαν από το φόβο της νόμιμης διαδοχής της Αυτοκρατορίας, ενώ η Δυναστεία των Αργεαδών έδυσε μετά από πέντε περίπου αιώνες στην εξουσία.
Ο ίδιος ο Κάσσανδρος είχε ήδη συνδεθεί με τη βασιλική οικογένεια παίρνοντας για σύζυγο τη Θεσσαλονίκη, ετεροθαλή αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Έχοντας συνάψει συμμαχία με το Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, εναντίον του Αντιγόνου, μετά την ήττα του τελευταίου και του γιου του Δημητρίου το 301 π.Χ. στη Μάχη της Ιψού, έγινε αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της Μακεδονίας.
Στον ελλαδικό χώρο ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, βάσει της οποίας φερόταν στις πόλεις κράτη ως υποτελείς κι όχι ως συμμάχους, το αντίθετο δηλαδή από αυτό που έκανε ο Αντίγονος Α΄ και ο Δημήτριος Πολιορκητής. Ο Κάσσανδρος ήταν ένας άνδρας με αγάπη για τη φιλολογία, αλλά επίσης βίαιος και φιλόδοξος. Έχτισε εκ νέου τη Θήβα μετά την ισοπέδωσή της από τον Αλέξανδρο και στη θέση της Θέρμας οικοδόμησε την Θεσσαλονίκη, προς τιμή της συζύγου του. Έχτισε και μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, στα ερείπια της Ποτίδαιας που είχε καταστρέψει ο Φίλιππος.
Πέθανε από υδρωπεκία, το 297 π.Χ. Ο Παυσανίας γράφει πως ο μεγαλύτερος γιος του, Φίλιππος Δ (βασ. 297), λίγο μετά την ενθρόνισή του, έπαθε εκφυλιστική ασθένεια και πέθανε. Ο επόμενος γιος του, Αντίπατρος Β' (βασ. 297-294), δολοφόνησε τη μητέρα του, Θεσσαλονίκη, θεωρώντας πως έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια για το μικρότερο γιο της, Αλέξανδρο Ε’. Ο Αλέξανδρος εκδικήθηκε εκθρονίζοντας τον Αντίπατρο Β', αν και ο δεύτερος ξαναπήρε για λίγο τη βασιλεία, μερικά χρόνια αργότερα. Ο Αλέξανδρος έχασε επίσης τη ζωή του από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, το γιο του Αντίγονου, που ίδρυσε νέα δυναστεία των Αντιγονιδών.
8.5.2. Δημήτριος Α ο Πολιορκητής (337-283, βασ. 294-288)
Ο Δημήτριος Α΄ ο επιλεγόμενος Πολιορκητής (<Δήμητρα <Δη=Γη + μητέρα # ο καταγόμενος από τη μητέρα γη) ήταν γιος του αξιωματικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αντιγόνου Α' του Μονοφθάλμου και της (πολύ μικρότερής του) Στρατονίκης, κόρης του επιφανούς Μακεδόνα Κoρράγου Ο νεότερος αδελφός του, Φίλιππος, γεννήθηκε στις Κελαινές, πρωτεύουσα της Μείζονος Φρυγίας, καθώς η Στρατονίκη ακολούθησε το σύζυγό της κατά τη μικρασιατική του εκστρατεία. Ο μεν Δημήτριος έλκει το όνομά του από τον αδερφό του πατέρα του, ενώ ο Φίλιππος από τον παππού τους και πατέρα του Αντίγονου. Δημήτριος και Αντίγονος διατηρούσαν πάντοτε αμφίπλευρα άριστες σχέσεις πατέρα-γιου, παράδοση που μεταδόθηκε και στους μετέπειτα βασιλείς της Δυναστείας τους.
Ο Δημήτριος έλαβε το βάπτισμα του πυρός, ως διοικητής ιππικού, σε ηλικία όχι πολύ μεγαλύτερη των είκοσι ετών, στην εκστρατεία του Αντιγόνου κατά του Ευμένη που κατέληξε σε νίκες αρχικά στη Μάχη της Παραιτακηνής (317 π.Χ.) και στη συνέχεια στη Μάχη της Γαβιηνής (316 π.Χ.), με τελικό αποτέλεσμα την θανάτωση του Ευμένη, παρά την αντίθετη γνώμη του Δημήτριου.
α. Γ Πόλεμος των διαδόχων (315-311)
Ο Δημήτριος ανέλαβε την πρώτη του αυτόνομη στρατιωτική αποστολή κατά τη διάρκεια του Τρίτου Πολέμου των Διαδόχων (315 - 311 π.Χ.), όταν ο πατέρας του, Αντίγονος, συγκρούστηκε με τους Πτολεμαίο, Λυσίμαχο και Κάσσανδρο. Τότε ο Αντίγονος εισέβαλε στη Συρία και τη Φοινίκη. Τη δύσκολη αποστολή της υπεράσπισής τους απέναντι στον Πτολεμαίο ανέλαβε ο Δημήτριος σε ηλικία μόλις 22 ετών,, αλλά στη Μάχη της Γάζας (312 π.Χ.) η διαφορά πείρας ανάμεσα στους δύο στρατιωτικούς αποδείχτηκε καταλυτικός παράγων, με αποτέλεσμα ο Δημήτριος να γνωρίσει ταπεινωτική ήττα.
Κατόπιν όμως κατάφερε να αναστρέψει την κατάσταση μεταφέροντας την έδρα των επιχειρήσεών του στην Τρίπολη της Φοινίκης (σημερινός Λίβανος), όπου συγκέντρωσε τους άνδρες που προηγουμένως φρουρούσαν την Κιλικία κι διάφορες πόλεις που είχε καταλάβει ο εχθρός. Κινήθηκε αστραπιαία με ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και επιτέθηκε στο στρατόπεδο των αντιπάλων νωρίς το πρωί σπέρνοντας χάος και πιάνοντας τον επικεφαλής τους Κίλλη αιχμάλωτο. Ο Πτολεμαίος αναγκάστηκε να λάβει τη δύσκολη απόφαση να αποσυρθεί πίσω στην Αίγυπτο την οποία και μπορούσε να υπερασπιστεί με περισσότερη άνεση.
Ακολούθως ο Δημήτριος ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον των Ναβαταίων Αράβων, η οποία ωστόσο έληξε με συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο πλευρές. Εν τω μεταξύ κατέφτασε ένα μήνυμα του Νικάνορος, στρατηγού της Μηδίας, που πληροφορούσε για τις ανησυχητικές κινήσεις του Σέλευκου στην περιοχή. Μαθαίνοντας την αναχώρηση του Δημητρίου από τη Δαμασκό της Συρίας, οι κάτοικοι και οι φρουρές της Βαβυλώνας εγκατέλειψαν την περιοχή αναμένοντας ενισχύσεις από το Σέλευκο. Ο Δημήτριος βρήκε την περιοχή έρημη, κι αφού ανεφοδίασε το στρατό του μέσω λεηλασιών, άφησε έναν έμπιστο φίλο του υπεύθυνο της κατάστασης και επέστρεψε πίσω.
Τελικά μέχρι το τέλος του 311 π.Χ. οι Κάσσανδρος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος υπέγραψαν συνθήκη ανακωχής με τον Αντίγονο θέτοντας τέρμα στον τρίτο πόλεμο των Διαδόχων. Ο Κάσσανδρος ορίστηκε ηγεμόνας των ευρωπαϊκών κτήσεων μέχρι την ενηλικίωση του Αλεξάνδρου, γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Ρωξάνη. Ο Λυσίμαχος ορίστηκε ηγεμόνας της Θράκης, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου και των γειτονικών περιοχών της Λιβύης και της Αραβίας. Στον Αντίγονο και το Δημήτριο αποδόθηκαν όλες οι κτήσεις της Ασίας, ενώ οι ελληνικές πόλεις θα διατηρούσαν την αυτονομία τους. Ωστόσο, κανένας από τους ηγεμόνες δεν τήρησε το λόγο του, καθώς υπόγεια προσπαθούσαν να αυξήσουν τη δύναμή τους σε βάρος των άλλων.
β. Εκστρατεία στην Κιλικία (310)
Κάποια χρονική στιγμή, μετά τη συμφωνία ανάμεσα στους στρατηγούς, ο Πτολεμαίος κινητοποιήθηκε και πάλι (περ. 310 π.Χ.), κατηγορώντας τον Αντίγονο πως παρενόχλησε ορισμένες ελληνικές πόλεις οι οποίες σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής θα έμεναν αυτόνομες. Σε πρώτη φάση κατέλαβε εδάφη και πόλεις της Τραχείας Κιλικίας οι οποίες ήταν υποτελείς του Αντίγονου και, κατόπιν, επικοινώνησε με τις πόλεις που ήλεγχαν ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος προτρέποντάς τες να σταθούν εμπόδιο σε τυχόν σχέδια επεκτατισμού του Μονόφθαλμου. Εντούτοις, ο τελευταίος δεν έμεινε άπρακτος μπροστά στην πρόκληση: αφενός κατέστειλε επανάσταση στον Ελλήσποντο με τη βοήθεια του μικρότερου γιου του, του Φιλίππου, αφετέρου έστειλε το Δημήτριο στην Κιλικία. Ο τελευταίος αντιμετωπίζοντας αποφασιστικά την κατάσταση ανέκτησε τα χαμένα εδάφη αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους στρατηγούς του Πτολεμαίου.
γ. Εκστρατεία στην Αθήνα (307)
Το 307 π.Χ. ο Δημήτριος έλαβε από τον πατέρα του ισχυρότατο στόλο και στρατεύματα - 250 πλοία και 5.000 ασημένια τάλαντα κατά τον Πλούταρχο - προκειμένου να αποσπάσει την ηπειρωτική Ελλάδα από την επιρροή του Κάσσανδρου και του Πτολεμαίου, άσχετα με το γεγονός ότι η συνθήκη του 311 π.Χ. όριζε ρητά την αυτονομία των ελληνικών πόλεων. Πρώτος στόχος τέθηκε η Αθήνα, στρατιωτικός διοικητής της οποίας ήταν επί μία δεκαετία ο φιλόσοφος και πολιτικός, Δημήτριος ο Φαληρεύς.
Ο Δημήτριος απέπλευσε από την Έφεσο διαθέτοντας στο οπλοστάσιό του ισχυρές και καινοτόμες πολιορκητικές μηχανές. Προσέγγισε την ακτή χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα καθώς αρχικά η φρουρά θεώρησε πως επρόκειτο για τον πτολεμαϊκό στόλο. Η πολιορκία των Αθηνών άρχισε με σφοδρή επίθεση στον Πειραιά. Απέναντί του στάθηκε ο ίδιος ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, καθώς και ο Διονύσιος, διοικητής της φρουράς του λιμένος της Μουνιχίας. Σε διάστημα μίας ημέρας περίπου ο Πειραιάς κατελήφθη, με αποτέλεσμα ο Δημήτριος να στραφεί κατά της Μουνιχίας από στεριά και θάλασσα. Ο Διονύσιος είχε το πλεονέκτημα του εδάφους, ωστόσο ο Δημήτριος αφενός είχε ισχυρότατο εξοπλισμό, αφετέρου την πολυτέλεια να εναλλάσσει συνεχώς τους στρατιώτες του ώστε να μην εξαντλούνται. Μετά από δύο δύσκολες ημέρες, οπότε και τα τείχη είχαν σχεδόν πια καταστραφεί, οι αμυνόμενοι παραδόθηκαν και ο Διονύσιος συνελήφθη ζωντανός. Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς είχε ήδη διασφαλίσει μέσω συμφωνίας τη διαφυγή του πρώτα στη Θήβα και κατόπιν στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο. Το φρούριο της Μουνιχίας ισοπεδώθηκε. Ομοίως, είτε λίγο πριν είτε λίγο μετά την οριστική κατάληψη του οχυρού αυτου, ο Δημήτριος απάλλαξε και τους Μεγαρείς από τη μακεδονική φρουρά που επιτηρούσε την πόλη τους, κερδίζοντας τιμές.
Με τον τρόπο αυτό η Αθήνα, η οποία είχε χάσει την αυτονομία της κατά τη διάρκεια του Λαμιακού Πολέμου δεκαπέντε χρόνια πριν, ανέκτησε το παλαιό της πατροπαράδοτο δημοκρατικό πολίτευμα. Οι πολίτες εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους με εξωφρενικές τιμές: ψήφισαν την ανέγερση χρυσών αγαλμάτων του Δημητρίου και του Αντίγονου στο πλευρό εκείνων που απεικόνιζαν τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, την απόδοση και στους δύο χρυσών στεμμάτων κόστους διακοσίων ταλάντων, την ανέγερση βωμού προς τιμήν των «Σωτήρων», την προσθήκη δύο φυλών στις ήδη υπάρχουσες δέκα οι οποίες θα ονομάζονταν «Δημητριάς» και «Αντιγονίς», την ετήσια διεξαγωγή αγώνων προς τιμήν τους με τελετές και θυσίες, καθώς και την ύφανση των πορτραίτων τους στον πέπλο του αγάλματος της θεάς Αθηνάς. Με τη σειρά του ο Αντίγονος τους παραχώρησε μεγάλη ποσότητα σίτου και ξυλείας για την κατασκευή εκατό πλοίων, καθώς και τη νήσο Ίμβρο.
δ. Σύζυγοι και ερωμένες
Ο πρώτος γάμος του Δημητρίου έλαβε χώρα σε απροσδιόριστη στιγμή κατά την περίοδο 319 - 315 π.Χ. όταν βρισκόταν ακόμη στο τέλος της εφηβικής του ηλικίας. Ως νύφη επιλέχτηκε η Φίλα, κόρη του Αντιπάτρου, μια γυναίκα μεγαλύτερή σε ηλικία, γνωστή για τον ενάρετο χαρακτήρα και τη σωφροσύνη της. Κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων εκστρατειών του Δημητρίου και των μεγάλων εναλλαγών της τύχης, η Φίλα έστελνε στο σύζυγό της γράμματα και ακριβά δώρα, ενώ μεσολάβησε στον αδελφό της Κάσσανδρο για να πάψει η μεταξύ τους διαμάχη.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στην Αθήνα, ο Δημήτριος νυμφεύτηκε επίσης την Ευρυδίκη, μια απόγονο του ένδοξου στρατηγού Μιλτιάδη. Η γυναίκα αυτή ήταν χήρα, καθώς είχε υπάρξει στο παρελθόν σύζυγος του Οφέλλα, ηγεμόνα της Κυρηναϊκής στη Βόρεια Αφρική. Οι Αθηναίοι θεώρησαν το γεγονός μεγάλη τιμή και κολακεία προς την πόλη τους.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Δημήτριος απέκτησε τουλάχιστον τρεις ακόμη επίσημες συζύγους, χωρίς απαραιτήτως να παίρνει διαζύγιο από τις προηγούμενες, ενώ συνευρισκόταν και με πολλές εταίρες, αλλά και με πολλές γυναίκες ελεύθερης καταγωγής, όπως οι Μανία, Δημώ, Λέαινα, Χρυσηίδα, Αντικύρα και κυρίως τη Λάμια, με την οποία υπήρξε παράφορα ερωτευμένος και με τις καλλονές της ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή, που δεν έμεινε ασχολίαστη από τους εχθρούς του.
Άμεσα απόγονοί του ήταν από τη Φίλα του Αντίπατρου η Στρατονίκη, μετέπειτα σύζυγος του Σέλευκου και του Αντίοχου Α Σωτήρα, και ο Αντίγονος Β Γονατάς, μετέπειτα βασιλεύς της Μακεδονίας, από την Ευρυδίκη ο Κόρραγος, από τη Δηιδάμεια ο Αλέξανδρος, από την Πτολεμαΐδα ο Δημήτριος ο Καλός που βασίλεψε στην Κυρήνη, πατέρας του μετέπειτα βασιλέα της Μακεδονίας Αντίγονου Γ Δώσοντος, από την εταίρα Λάμια η Φίλα και από μια άγνωστη γυναίκα από την Ιλλυρία ο Δημήτριος ο Λεπτός.
ε. Εκστρατεία στην Κύπρο (306)
Η επόμενη αποστολή που ανέθεσε ο Αντίγονος στο Δημήτριο αφορούσε την κατάληψη της Κύπρου, η οποία βρισκόταν στην σφαίρα επιρροής του Πτολεμαίου και στην οποία κυβερνήτης είχε οριστεί ο αδερφός του, Μενέλαος. Για να επιτύχει τους στόχους του, ο Δημήτριος έκανε σύντομη στάση στην Καρία προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια των Ροδίων στον επικείμενο πόλεμο. Η απόφαση των τελευταίων να παραμείνουν ουδέτεροι δημιούργησε αυτόματα ψυχρότητα στις σχέσεις του νησιού με το στρατόπεδο του Αντίγονου.
Οι επιχειρήσεις άρχισαν με την άμεση κατάληψη των πόλεων Ουρανία και Καρπασία στη χερσόνησο της Καρπασίας, προτού η προσοχή του Δημητρίου στραφεί στη Σαλαμίνα όπου τον περίμενε ο Μενέλαος. Στη μάχη που ακολούθησε έξω από τα τείχη της πόλης, ο Δημήτριος αναδείχθηκε νικητής μετά από σύντομη μάχη, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι τις παρυφές της πόλης. Από την πλευρά του ο Μενέλαος προετοίμασε τις άμυνες της πόλης για πολιορκία, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα στον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο να του αποστείλει βοήθεια.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Δημήτριος αξιοποίησε στο έπακρο την πολεμική τεχνολογία της εποχής του, παραγγέλνοντας πληθώρα πολιορκητικών μηχανών σε εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ασία. Ανάμεσά τους απαντάται και η περίφημη «ἑλέπολις», ένα είδος πολιορκητικού πύργου με ρόδες, πανύψηλου και εξοπλισμένου με καταπέλτες και βαλλίστρες κάθε είδους. Οι άνδρες του Μενελάου κατόρθωσαν σε τουλάχιστον μια περίσταση να καταστρέψουν πολλές από τις μηχανές αυτές με φωτιά, ωστόσο ο Δημήτριος επέμεινε στην προσπάθεια κατάληψης της πόλης.
Μαθαίνοντας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο αδερφός του, ο Πτολεμαίος απέπλευσε από την Αίγυπτο με προορισμό την Πάφο. Αφού ενώθηκαν με το στόλο του και πλοία άλλων συμμαχικών του πόλεων, ανεχώρησε για το Κίτιο. Από την άλλη πλευρά ο Δημήτριος διέταξε τους ναυάρχους του να αποκλείσουν το λιμάνι της Σαλαμίνας, εμποδίζοντας την έξοδο των πλοίων του Μενελάου.
Συνεπώς ο Πτολεμαίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναχωρήσει από το Κίτιο με προορισμό τη Σαλαμίνα. Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου (306 π.Χ.), όπως έμεινε γνωστή στη στρατιωτική ιστορία υπήρξε σφοδρή, δεδομένων των τεράστιων στόλων που συγκρούστηκαν και των μεγάλων συμφερόντων που διακυβεύονταν.
Σύμφωνα με το Διόδωρο, ο Δημήτριος πολέμησε με θαυμαστό τρόπο, ενώ κύματα ανδρών προσπαθούσαν να τον εξουδετερώσουν είτε με το σπαθί είτε με βέλη και ακόντια. Ένας υπασπιστής του έπεσε νεκρός και άλλοι δύο τραυματίστηκαν σοβαρά. Τελικά η αριστερή πτέρυγα, στην οποία πολεμούσε και ο ίδιος, κατανίκησε τη δεξιά τέρυγα του Πτολεμαίου, αναγκάζοντας πολλά καράβια του δευτέρου να τραπούν σε φυγή. Από την πλευρά του ο Πτολεμαίος, είχε μεγάλη επιτυχία απέναντι στην εχθρική πτέρυγα που αντιμετώπισε κατά μέτωπο. Βλέποντας, ωστόσο, ότι η δεξιά πτέρυγά του είχε συντριβεί από το Δημήτριο, κι ότι πολλά από τα πλοία του εγκατέλειπαν τη μάχη, αναγνώρισε την ήττα του και διέταξε υποχώρηση με προορισμό το Κίτιο. Από την πλευρά του ο Μενέλαος, κινητοποίησε τα 60 πλοία που διέθετε, με ναύαρχο το Μενοίτιο. Ο τελευταίος κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό των 10 πλοίων που εμπόδιζαν την έξοδο από το λιμάνι της Σαλαμίνας, εντούτοις έφτασε στη μάχη πολύ αργά για να προσφέρει βοήθεια. Έτσι επέστρεψε άπρακτος στο λιμάνι..
Το μέγεθος της επιτυχίας του Δημητρίου φαίνεται από το γεγονός πως έχασε μόλις 20 πλοία, τα οποία αργότερα επισκευάστηκαν και επέστρεψαν στην υπηρεσία τους. Ο Δημήτριος ακολούθως έθεσε υπό τον έλεγχό του όλες τις πόλεις του νησιού, στρατολογώντας πεζούς και ιππείς τους οποίους και παρέδωσε πριν αναχωρήσει ο Μενέλαος. Μετά τη νίκη του, ο Δημήτριος κήδεψε με μεγαλοπρέπεια τους πεσόντες της μάχης, ανεξαρτήτως του στρατοπέδου που άνηκαν, και άφησε τους αιχμαλώτους να φύγουν. Δώρησε δε στους Αθηναίους, που τον είχαν ενισχύσει στρατιωτικά, 1.200 πανοπλίες από τα λάφυρα.
Ως αποτέλεσμα της περίφημης αυτής ναυμαχίας ο Πτολεμαίος εγκατέλειψε οριστικά την Κύπρο και επέστρεψε στην Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό οι Αντιγονίδες κέρδισαν τον έλεγχο και στο νότιο Αιγαίο, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Όταν ο Αντίγονος πληροφορήθηκε για την έκταση της νίκης, τόσο πολύ ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, που από τη στιγμή εκείνη αυτοανακηρύχθηκε «βασιλεύς», τίτλος που υιοθετήθηκε επίσημα τόσο από τον ίδιο, όσο κι από το γιο του. Οι υπόλοιποι Διάδοχοι τους μιμήθηκαν κι αναγορεύτηκαν κι αυτοί βασιλείς : ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος.
Την ίδια χρονιά (306 π.Χ.) πέθανε ο μικρότερος αδερφός του Δημητρίου, Φίλιππος και ο Αντίγονος τον κήδεψε με βασιλικές τιμές.
στ. Εκστρατεία στην Αίγυπτο (306 π.Χ.)
Ενισχυμένος υλικά και ψυχολογικά από τις επιτυχίες του Δημητρίου στην Κύπρο, ο Αντίγονος θεώρησε πως πλέον είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει τον Πτολεμαίο στην καρδιά της δύναμής του, την Αίγυπτο. Την αρχιστρατηγία την ανέλαβε ο ίδιος, ενώ στον Δημήτριο ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου. Η διαδρομή αποδείχτηκε ιδιαίτερα επίπονη και η προσέγγιση της ξηράς επεισοδιακή, διότι ο Πτολεμαίος είχε προνοήσει να τοποθετήσει ισχυρές φρουρές σε όλα τα σημεία που δεν προστατεύονταν από κάποιο φυσικό εμπόδιο.Η κακή επιλογή εποχής του χρόνου για την επίθεση, η οποία προξένησε πολλές φθορές και καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του πολεμικού σχεδίου, ανάγκασε τον Αντίγονο και τους συμβούλους του να διατάξουν την υποχώρηση στη Συρία.
ζ. Πολιορκία της Ρόδου (305 - 304)
Κατά την πρώιμη μακεδονική εποχή η πόλη-κράτος της Ρόδου βρισκόταν στο απόγειο της ακμής της, αποτελώντας υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, καθώς διέθετε ισχυρότατο πολεμικό και εμπορικό στόλο. Οι ορθοί διπλωματικοί ελιγμοί των κυβερνώντων της πόλης εξασφάλισαν μακροχρόνια ειρήνη στο νησί, χαρίζοντας στους κατοίκους πλούτο και ευημερία. Οι Ρόδιοι, αν και σε γενικές γραμμές διατήρησαν αυστηρή στάση ουδετερότητας, έδειξαν διακριτική εύνοια προς τον Πτολεμαίο, με τον οποίο τους συνέδεαν σημαντικά εμπορικά συμφέροντα. Η διατάραξη των σχέσεων ανάμεσα στη Ρόδο και το στρατόπεδο του Αντίγονου εκδηλώθηκε κατά την προετοιμασία της εκστρατείας του Δημητρίου στην Κύπρο, οπότε οι κάτοικοι του νησιού αρνήθηκαν ευγενικά να διαλύσουν τη συμμαχία τους με την Αίγυπτο. Οι διπλωματικές επαφές ανάμεσά τους τους αμέσως επόμενους μήνες χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη εμπιστοσύνης και ακαμψία, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να ετοιμαστούν για σύγκρουση το 305 π.Χ.
Τη διεξαγωγή πολιορκίας στη Ρόδο ανέλαβε ο έμπειρος πια Δημήτριος, που είχε πλέον κλείσει τα τριάντα του χρόνια. Ο στόλος που συγκέντρωσε ήταν τόσο μεγάλος που φαινόταν να καλύπτει ολόκληρη την απόσταση ανάμεσα στο νησί και την απέναντι μικρασιατική ξηρά, ενώ είχε στη διάθεσή του πολιορκητικές μηχανές (βαλλίστρες, καταπέλτες και πολιορκητικοί πύργοι που ξεπερνούσαν σε ύψος τα τείχη της πόλης), οι οποίες μεταφέρονταν από πλοία που έπλεαν παράλληλα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην χάνουν την επαφή και αλληλοκάλυψή τους κατά τη διάρκεια της μάχης.
Οι Ρόδιοι έστειλαν πρέσβεις στον Πτολεμαίο, το Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, ζητώντας τους να μην αφήσουν τη Ρόδο να διεξάγει μόνη της τον πόλεμο για χάρη τους. Οι πλούσιοι έδωσαν χρήματα, οι τεχνίτες την επιτηδειότητά τους, οι άλλοι πολίτες την προσωπική τους εργασία, κι άρχισαν αμέσως να κατασκευάζουν πολεμικές μηχανές και να επισκευάζουν και να δυναμώνουν τα τείχη. Οι συγκρούσεις υπήρξαν αμφίρροπες με επιτυχίες και αποτυχίες κι από τις δύο πλευρές, ενώ αναφέρονται και ονόματα επιφανών στρατιωτικών που αιχμαλωτίστηκαν ή βρήκαν το θάνατο. Κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάπαυλας και οι δύο πλευρές ασχολούνταν με την ταφή των νεκρών, την ανασύνταξη δυνάμεων, την επισκευή των πολιορκητικών μηχανών και των οχυρώσεων. Στην ανακούφιση των Ροδίων συνέβαλε, τελικά, η άφιξη 150 στρατιωτών από την Κνωσσό της Κρήτης, και περισσότερων από 500 άνδρών του Πτολεμαίου, ορισμένοι από τους οποίους ήταν Ρόδιοι μισθοφόροι του αιγυπτιακού στρατού.
Μετά από προσπάθειες μηνών, το 304 π.Χ., ο Δημήτριος αποφάσισε να μεταφέρει τις εχθροπραξίες από τη θάλασσα στην στεριά, επιστρατεύοντας πάλι την «ελέπολι», η οποία ήταν 9όροφη και ξεπερνούσε σε μέγεθος ο,τιδήποτε είχε κατασκευαστεί για ανάλογο σκοπό μέχρι τις μέρες εκείνες. Στο μεταξύ ο Πτολεμαίος έστειλε πρόσθετες προμήθειες, καθώς και 1.500 στρατιώτες, ενώ από την πλευρά του ο Δημήτριος υποδέχτηκε πρεσβείες διάφορων ελληνικών πόλεων που του ζήτησαν να λύσει την πολιορκία. Αποφασισμένος να κυριεύσει την πόλη εξαπέλυσε από ένα ρήγμα στα τείχη μια ισχυρότατη ταυτόχρονη επίθεση από στεριά και θάλασσα, κατά τη διάρκεια της οποίας τμήμα του στρατού του πράγματι κατόρθωσε να εισέλθει στο χώρου του θεάτρου της πόλης. Οι πολίτες άρχισαν να πανικοβάλονται, αλλά οι μαχητές κατάφεραν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποκρούσουν για άλλη μια φορά τον εχθρό.
Τότε έφτασαν δύο επιστολές, από τον Πτολεμαίο και τον Αντίγονο που παρότρυναν τους αντιπάλους να συνθηκολογήσουν με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους. Τελικά συμφωνήθηκε να παραμείνει η Ρόδος αυτόνομη, χωρίς φρουρά του Αντίγονου και να διαχειρίζεται κατά βούληση τις προσόδους της. Επιπλέον ώφειλε να συντάσσεται με τον Αντίγονο σε όλους τους πολέμους που θα διεξήγε στο μέλλον εκτός από εκείνους εναντίον του Πτολεμαίου. Τέλος, θα έστελνε ως ομήρους εκατό πολίτες τους οποίους θα επέλεγε ο Δημήτριος. Με τον τρόπο αυτό, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πολιορκίας, ο πόλεμος έλαβε τέλος. Οι Ρόδιοι τίμησαν τους πολίτες και ξένους που διακρίθηκαν στον πόλεμο, απελευθέρωσαν τους δούλους που πολέμησαν με ανδρεία και ανοικοδόμησαν στερεότερα και λαμπρότερα τα τείχη και τα κτίσματα που καταστράφηκαν. Ανήγειραν αγάλματα των βασιλέων Κασσάνδρου και Λυσιμάχου, απέδωσαν θεϊκές τιμές στον Πτολεμαίο, αλλά έδειξαν σεβασμό και απέναντι στην ευστροφία και την ενεργητικότητα του Δημήτριου, ο οποίος έκτοτε έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «ο Πολιορκητής». Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν τα υλικά των πολιορκητικών μηχανών του, που δώρισε στην πόλη, αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την κατασκευή του περίφημου «Κολοσσού της Ρόδου», ενός γιγαντιαίου αγάλματος προς τιμήν του Θεού Ήλιου, ως ευχαριστήριου μνημείου για τη σωτηρία της πόλης.
η. Εκστρατεία στη Νότια Ελλάδα (304 - 303)
Η επόμενη αποστολή που ανέλαβε ο Δημήτριος ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων-κρατών από τις φρουρές που είχαν εγκαταστήσει σε αυτές οι Κάσσανδρος και Πολυσπέρχων.Το 304 π.Χ. αναχώρησε με 330 πλοία για την Αθήνα, την οποία πολιορκούσε ο Κάσσανδρος και κατόρθωσε να εκδιώξει το Μακεδόνα βασιλέα από την Αττική, που στη συνέχεια τον νίκησε και στις Θερμοπύλες. Οι Κεχρεές, καθώς και τα προπύργια της Αττικής, Φυλή και Πάνακτος, αποδόθηκαν στους Αθηναίους. Έπειτα ο Δημήτριος στράφηκε κατά των Βοιωτών εξαναγκάζοντάς τους να απελευθερώσουν την πόλη της Χαλκίδας και να διαλύσουν τη συμμαχία τους με τον Κάσσανδρο. Ακολούθως συμφώνησε συμμαχία με την Αιτωλική Συμπολιτεία κατά των Μακεδόνων ανταγωνιστών του.
Κατά τους πρώτους μήνες του 303 π.Χ. ο Δημήτριος απέπεμψε την πτολεμαϊκή φρουρά που έλεγχε την πόλη της Σικυώνας στον Κορινθιακό Κόλπο, αποκαθιστώντας το πολίτευμα και την αυτονομία της, ενώ παράλληλα φρόντισε για την εκ νέου ανοικοδόμηση της πόλης σε καταλληλότερο και ασφαλέστερο σημείο. Ακολούθως απέκτησε τον έλεγχο της Κορίνθου αποσπώντας την από τον Πρεπέλαο, στρατηγό του Κάσσανδρου. Μετά από αίτημα των κατοίκων τοποθέτησε φρουρά στην Ακροκόρινθο, προκειμένου να διαθέτουν προστασία μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ακολούθησαν οι πόλεις Βούρα στην Αχαΐα, η Σκύρος και ο Ορχομενός στην Αρκαδία. Μπροστά στην πειστικότητα της δύναμης του Δημητρίου παραδόθηκαν γειτονικά φρούρια και πόλεις, χωρίς να αφήσουν περιθώρια αντίδρασης στον Κάσσανδρο και στον Πολυσπέρχοντα.
Κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης αντιπροσώπων των πόλεων-κρατών στον Ισθμό της Κορίνθου, ο Δημήτριος αναγορεύθηκε «ηγεμών της Ελλάδος», όπως ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος στο παρελθόν. Κατά την περίοδο αυτή ο Δημήτριος νυμφεύθηκε τη Δηιδάμεια, κόρη του βασιλέως των Μολοσσών, Αιακίδη, και αδερφή του περίφημου μελλοντικού βασιλέα της Ηπείρου, Πύρρου Α'. Από την ένωση αυτή ήρθε στον κόσμο ένας γιος, ο Αλέξανδρος, ο οποίος έζησε στην Αίγυπτο.
θ. Πριν την Ιψό (302)
Οι στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες των Αντιγονιδών δημιούργησαν ανησυχία ανάμεσα στους υπόλοιπους Διαδόχους, οι οποίοι έκριναν σκόπιμο να αντιμετωπίσουν την απειλή ενωμένοι.Ο Κάσσανδρος έστειλε στο γείτονά του, Λυσίμαχο, μια στρατιωτική δύναμη υπό τον Πρεπέλαο, ενώ ο ίδιος προήλασε εναντίον της Θεσσαλίας. Τα στρατεύματα του Λυσίμαχου δραστηριοποιήθηκαν αρχικά στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας και κατόπιν επιτέθηκαν εναντίον των πόλεων της Αιολίδος και της Ιωνίας (Έφεσο, Σίγειο και Κολοφώνα) τις οποίες φρουρούσαν έμπιστοι του Αντίγονου, ενώ άντρες σταλμένοι από το Δημήτριο απέτρεψαν την κατάληψη της Αβύδου.
Ο Αντίγονος, ο οποίος εκείνη την περίοδο διέμενε στην Αντιγονεία, μετά από μια σειρά επιτυχιών συνάντησε τα στρατεύματα του Λυσιμάχου αποκόπτοντας τον ανεφοδιασμό του. Ο τελευταίος, φοβούμενος την έλλειψη προμηθειών, έκρινε σωστότερο να περιμένει την άφιξη του Σέλευκου προτού εμπλακεί σε μάχη. Στρατοπέδευσε κοντά στο Δορύλαιον (κοντά στη σύγχρονη πόλη Εσκισεχίρ), περιοχή της οποίας η γεωμορφολογία διευκόλυνε την άμυνα. Ωστόσο ο Αντίγονος τον πολιόρκησε και τον έφερε σε δεινή θέση, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει. Καθώς όμως ο καιρός χειροτέρευε, ο Αντίγονος δεν μπόρεσε να καταδιώξει το Λυσίμαχο, αφήνοντάς τον να διαφύγει και να δημιουργήσει χειμερινό στρατόπεδο. Το ίδιο φρόντισε να κάνει κι ο ίδιος στέλνοντας παράλληλα αγγελιοφόρους στην Ελλάδα να καλέσουν το Δημήτριο κοντά του, καθώς ήταν πια εμφανές πως πλησίαζε καθοριστική μάχη ανάμεσα στους Διαδόχους.
Ο Δημήτριος συγκέντρωσε στρατό και στόλο στη Χαλκίδα και αναχώρησε μέσω θαλάσσης για τη Θεσσαλία (302 π.Χ.). Σημαντικά του επιτεύγματα εκεί ήταν η κατάκτηση και παροχή αυτονομίας στη Λάρισα, τους Αντρώνες, στις Φερές και το Πτελεόν. Ο Κάσσανδρος βρισκόταν στην περιοχή με αξιόμαχες δυνάμεις, αλλά οι δύο αντίπαλοι δεν ήρθαν σε σύγκρουση. Έτσι ο Δημήτριος αποβιβάστηκαν στην Έφεσο από την οποία εκδίωξε τη φρουρά που είχε τοποθετήσει λίγο πριν ο Πρεπέλαος και κατόπιν ανέκτησε χαμένες πόλεις στην ευρύτερη περιοχή του Ελλησπόντου. Φτάνοντας στον Πόντο, τοποθέτησε μια φρουρά 3.000 πεζικαρίων και 30 πλοίων, και κατόπιν μοίρασε τους στρατιώτες του σε διάφορες πόλεις για το χειμώνα.
Ελάχιστα μετά την αναχώρηση του Δημητρίου, ο Κάσσανδρος ανέκτησε τον έλεγχο στο σύνολο της Θεσσαλίας και κατόπιν έστειλε στο Λυσίμαχο στρατιωτική βοήθεια υπό τις διαταγές του αδερφού του, Πλείσταρχου. Καθώς όμως είχε ήδη τοποθετηθεί αμυντική φρουρά στον Πόντο, μόλις το ένα τρίτο της δύναμης αυτής έφτασε με ασφάλεια. Την ίδια περίοδο ο Πτολεμαίος, εκστρατεύοντας από την Αίγυπτο, έθεσε προσωρινά υπό την κυριαρχία του ολόκληρη την Κοίλη Συρία, αλλά ψευδείς ειδήσεις αναφορικά με την έκβαση του πολέμου, τον αποθάρρυναν με αποτέλεσμα να γυρίσει στην Αίγυπτο αφού οχύρωσε τις κατακτήσεις του. Με τη σειρά του ο Σέλευκος αφίχθηκε με ισχυρό στρατό στην Καππαδοκία, κατασκευάζοντας καταλύματα για τους άνδρες του. Με τον τρόπο αυτό οι Διάδοχοι συγκεντρώθηκαν σε κοινό πεδίο μάχης, αποφασισμένοι να θέσουν τέλος στις διαφορές τους με τη δύναμη των όπλων το επόμενο καλοκαίρι.
ι. Μάχη της Ιψού (301)
Από τους Διαδόχους παρόντες στο πεδίο της μάχης ήταν: ο Σέλευκος, βασιλεύς της υλωνιάς, ο Λυσίμαχος, βασιλεύς της Θράκης και στρατιώτες του Κάσσανδρου, βασιλέα της Μακεδονίας, υπό τις διαταγές του αδερφού του, Πλείσταρχου. Επικεφαλής του ιππικού ήταν ο γιος του Σέλευκου, Αντίοχος. Ο σύμμαχός τους Πτολεμαίος απουσίαζε. Επικεφαλής του στρατού των Αντιγονιδών ήταν ο Αντίγονος σε ηλικία 81 ετών, και επικεφαλής του ιππικού ήταν ο Δημήτριος, που είχε μαζί του, προστατευόμενό του, τον δεκαεπτάχρονο γαμπρό του Πύρρο, μετέπειτα βασιλέα της Ηπείρου.
Η μάχη άρχισε όταν ο Δημήτριος, με το ιππικό του, επιτέθηκε στο γιο του Σέλευκου Αντίοχο, καταδιώκοντάς τον μακρυά από τη μάχη. Ο Αντίγονος, που διοικούσε την φάλαγγα, έμεινε χωρίς κάλυψη ιππικού, οπότε ο Σέλευκος τον περικύκλωσε, με αποτέλεσμα να παραδοθούν πολλοί. Ο Δημήτριος προσπάθησε να επιστρέψει για να βοηθήσει, αλλά βρήκε το δρόμο κλεισμένο από τους ελέφαντες του Σέλευκου. Έτσι ο Αντίγονος βρήκε το θάνατο κάτω από ένα καταιγισμό βλημάτων, έχοντας δίπλα του μόνο τον Θώρακα από τη Λάρισα. Το σώμα του Αντίγονου τάφηκε με βασιλικές τιμές, ενώ ο Δημήτριος κατόρθωσε να διαφύγει στην Έφεσο με πέντε χιλιάδες πεζούς και τέσσερις χιλιάδες ιππείς.
Η Μάχη της Ιψού έδωσε το τέλος στις προσπάθειες ανασύστασης της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Μετά από αυτήν σταθεροποιήθηκαν τρία βασίλεια: η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και το Μακεδονικό Βασίλειο. Οι κτήσεις του Αντίγονου (Συρία και Μικρά Ασία) μοιράστηκαν ανάμεσα στο Λυσίμαχο (που έλαβε το δυτικό τμήμα της Ανατολίας), στον Κάσσανδρο (που παραχώρησε την Κιλικία και τη Λυκία στον αδερφό του Πλείσταρχο) και στο Σέλευκο (που ανέλαβε την ενδοχώρα της Φρυγίας και τη Συρία, ανακαλύπτοντας πως το νότιο τμήμα της, η Κοίλη Συρία, είχε κατακτηθεί βιαστικά από τον Πτολεμαίο). Την ίδια εποχή τέθηκαν και οι βάσεις για την ίδρυση ανεξάρτητων βασιλείων στην Καππαδοκία υπό τον Αριαράθη Β' και στον Πόντο υπό το Μιθριδάτη Α'.
ια. Ανασύνταξη δυνάμεων (301 - 298)
Στην εξαιρετικά δύσκολη αυτή στιγμή ο Δημήτριος απέπλευσε για την Αττική, προσβλέποντας στη φιλία των Αθηναίων, που όμως συναντήθηκαν μαζί του στις Κυκλάδες ανακοινώνοντάς του πως βάσει ενός νέου ψηφίσματος δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν από τους βασιλείς να εισέλθει στην πόλη της. Εντούτοις του έστειλαν πίσω με προθυμία τα πολεμικά πλοία του που είχαν στη φύλαξή τους, ενώ οδήγησαν με κάθε σεβασμό τη σύζυγό του, Δηιδάμεια, στα Μέγαρα. Ο Δημήτριος εξοργίστηκε και πληγώθηκε βαθύτατα, αλλά δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει, καθώς του έτυχε πρόσθετο πλήγμα η αποστασία των πόλεων της βόρειας Πελοποννήσου, οι οποίες απέπεμψαν τις φρουρές που είχε τοποθετήσει, συμμαχώντας με τους εχθρούς του.
Αποφασισμένος να ανατρέψει την κακοδαιμονία του, και αφήνοντας τον Πύρρο στην Ελλάδα, ο Δημήτριος έπλευσε το 300 π.Χ. στη Θρακική Χερσόνησο, όπου λεηλατώντας την ύπαιθρο, άρχισε να αναλαμβάνει την δύναμή του, προκαλώντας ταυτόχρονα καίριο πλήγμα στο Λυσίμαχο, οι σύμμαχοι του οποίου αδιαφόρησαν να βοηθήσουν. Μετά από λίγο καιρό έφτασε στο στρατόπεδο του Δημητρίου μήνυμα από το Σέλευκο με πρόταση γάμου ανάμεσα στον ίδιο και την κόρη του Δημητρίου και της Φίλας, Στρατονίκη. Σταθμός στο ταξίδι του προς τη Συρία ήταν τα εδάφη της Κιλικίας, όπου παρέλαβε τη μητέρα του, Στρατονίκη, για να τη μεταφέρει στη Σαλαμίνα της Κύπρου την οποία έλεγχε ακόμη. Ενοχλημένος από την απόβαση του Δημητρίου στα εδάφη του, ο Πλείσταρχος ταξίδεψε προς τον αδερφό του Κάσσανδρο, παραπονούμενος για τη νέα πολιτική του Σέλευκου.
Ο Δημήτριος επωφελήθηκε από την απουσία του Πλείσταρχου για να μεταβεί στην πόλη Κύινδα, όπου ανέκτησε 1.200 τάλαντα, υπολείμματα των θησαυρών του πατέρα του. Η συνάντηση του Δημητρίου με το Σέλευκο πραγματοποιήθηκε σε πολύ εγκάρδιο κλίμα, χωρίς την παρουσία σωματοφυλάκων. Κατόπιν ο Σέλευκος οδήγησε τη Στρατονίκη με μεγαλόπρεπες εκδηλώσεις στη νεοιδρυθείσα πόλη της Αντιόχειας και ο Δημήτριος βρήκε χρόνο για να προσαρτήσει την Κιλικία και έστειλε τη σύζυγό του, Φίλα, η οποία βρισκόταν στο πλάι του για τους εορτασμούς, στον αδερφό της, Κάσσανδρο, ώστε να καταπραϋνει την οργή του. Λίγο αργότερα κατέφθασε στο πλάι του η Δηιδάμεια, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα ασθένησε και απεβίωσε.Την ίδια εποχή, ο αδερφός της, Πύρρος, μετέβη στην Αίγυπτο ως όμηρος χάριν του Δημήτριου.
Τότε ο Σέλευκος, συνεχίζοντας την προσέγγιση του, διαμεσολάβησε στον Πτολεμαίο ώστε να παντρευτεί το 298 π.Χ. ο Δημήτριος την κόρη του από την Ευρυδίκη, την Πτολεμαΐδα, αν και για άγνωστους λόγους ο γάμος τελέστηκε αργότερα αλλού. Οι σχέσεις των δύο ανδρών κλονίστηκαν όταν ο Σέλευκος αξίωσε να αγοράσει την Κιλικία, κάτι που ο Δημήτριος αρνήθηκε. Τότε ο πρώτος με θυμό απαίτησε να παραλάβει την Τύρο και τη Σιδώνα, τις οποίες ο Δημήτριος όχι μόνο δεν παρέδωσε αλλά και φρόντισε να οχυρώσει καλύτερα.
ιβ. Εκστρατεία στη Νότια Ελλάδα (297 - 294)
Μετά την παλινόρθωση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας από το Δημήτριο το 304 π.Χ. νέοι κίνδυνοι ανατροπής του πολιτεύματος εμφανίστηκαν την επόμενη πενταετία. Κύριος υποκινητής των αναταραχών αυτών ήταν ο Λαχάρης, δημαγωγός με μεγάλη επιρροή στα πολιτικά πράγματα, που κατέληξε τελικά σε συμφωνία με τον Κάσσανδρο, ο οποίος σκόπευε να βοηθήσει το Λαχάρη να γίνει τύραννος, καθιστώντας τον δορυφόρο της πολιτικής του.
Μαθαίνοντας για την πολιτική αστάθεια στην πόλη των Αθηνών, ο Δημήτριος θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη να αναμιχθεί. Η πρώτη του προσπάθεια να φτάσει στην Αττική απέτυχε καθώς ο στόλος του χτυπήθηκε από σφοδρή καταιγίδα που του κόστισε πολλούς άνδρες και πλοία. Μέχρι να κατασκευαστούν νέα πλοία και να συγκεντρωθούν πρόσθετοι στρατιώτες, ο Δημήτριος εκστράτευσε στην Πελοπόννησο, όπου τραυματίστηκε, ενώ πολιορκούσε την πόλη της Μεσσήνης. Μετά την ανάρρωσή του εξασφάλισε τη συμμαχία αρκετών πόλεων που στο παρελθόν είχαν επαναστατήσει εναντίον του και εισήλθε στην Αττική. Αφού κατέλαβε την Ελευσίνα και τη Ραμνούντα, λεηλάτησε την ύπαιθρο. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Λαχάρης κατάφερε να εκδιώξει τον πολιτικό του αντίπαλο, Δημοχάρη, κι έτσι έγινε ο αδιαφιλονίκητος κύριος της πόλης. Στην αρχή της εξουσίας του πέρασε ψήφισμα βάσει του οποίου θα τιμωρούνταν με θάνατο αυτοί που θα τολμούσαν να αναφέρουν δημόσια το όνομα του Δημητρίου. Ο Πολιορκητής φρόντισε για την αποκοπή του ανεφοδιασμού της πόλης με τρόφιμα από οποιαδήποτε πηγή. Μικρή ανακούφιση πρόσφεραν στους Αθηναίους πλοία του Πτολεμαίου, αλλά ο Δημήτριος κατόρθωσε τελικά να τα απομακρύνει. Ο Λαχάρης, αφού άφησε την πόλη να λιμοκτονήσει στο ύστατο σημείο, δραπέτευσε μεταμφιεσμένος στη Βοιωτία.
Οι Αθηναίοι είχαν φτάσει στο ύστατο σημείο εξαθλίωσης από την πείνα και έστειλαν πρέσβεις στο Δημήτριο, ο οποίος συγκέντρωσε το λαό, που περίμενε σκληρή τιμωρία αλλά ο Δημήτριος αρκέστηκε να τους επιπλήξει ελαφρά, τους προσέφερε τρόφιμα και εγκατέστησε τους άρχοντες που ήθελε ο δήμος. Οι Αθηναίοι παρέδωσαν τελικά τον έλεγχο του Πειραιά και της Μουνιχίας στα στρατεύματα του Πολιορκητή, ενώ ο ίδιος τοποθέτησε φρουρά στο Μουσείο, η οποία θα διαφύλασσε την τάξη.
Αφού έγινε κύριος της Αθήνας, ο Δημήτριος έστρεψε την προσοχή του στη Σπάρτη, η οποία μέχρι τότε δεν είχε ποτέ καταληφθεί από εχθρό. Αφού υποχρέωσε σε ήττα τον Ευρυποντίδη βασιλέα Αρχίδαμο Δ' του Ευδαμίδα (305-275) κοντά στη Μαντίνεια (294), στην περιοχή του Λύκαιου όρους, εισέβαλε στη λακωνική γη. Μια δεύτερη καθοριστική νίκη του έδωσε βάσιμες ελπίδες πως γρήγορα η πόλη θα γινόταν δική του. Τότε όμως πληροφορήθηκε πως ο Λυσίμαχος του είχε στερήσει τις πόλεις που έλεγχε στη Μικρά Ασία, ενώ ο Πτολεμαίος είχε καταλάβει την Κύπρο με εξαίρεση την πόλη της Σαλαμίνας, όπου βρίσκονταν υπό πολιορκία η μητέρα και τα παιδιά του, οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να αναχωρήσει από την Πελοπόννησο.
ιγ. Βασιλεύς της Μακεδονίας (294-288)
Μετά το θάνατο του Κάσσανδρου το 297 π.Χ., στο θρόνο της Μακεδονίας τον διαδέχτηκε ο γιος του Φίλιππος Δ, ο οποίος πέθανε λίγους μήνες αργότερα. Συνεπώς ο θρόνος πέρασε στα χέρια των δύο μικρότερων αδερφών του, Αλεξάνδρου Ε και Αντίπατρου Β, υπό την επίβλεψη της μητέρας τους, Θεσσαλονίκης, ετεροθαλούς αδελφής του Αλέξανδρου. Η τελευταία δολοφονήθηκε τελικά από τον Αντίπατρο Β με την αιτιολογία πως έδειχνε εύνοια στον αδερφό του. Ο Αλέξανδρος Ε ζήτησε τότε τη βοήθεια του βασιλέως της Ηπείρου, Πύρρου, καθώς και του Δημητρίου. Ο Πύρρος ανταποκρίθηκε πρώτος στο κάλεσμα ζητώντας ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του τις περιοχές Τυμφαία και Παραυαία στη Μακεδονία, καθώς και τις γειτονικές του χώρες Αμβρακία, Ακαρνανία και Αμφιλοχία. Αφού εγκατέστησε φρουρές στα νέα του εδάφη, ο Πύρρος κινήθηκε ενάντια στον Αντίπατρο Β, αποσπώντας του τα υπόλοιπα εδάφη που είχε στην κατοχή του και παραδίδοντάς τα στον Αλέξανδρο Ε.
Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε η άφιξη του Δημητρίου στη Μακεδονία. Όμως, εφόσον οι υπηρεσίες του δεν ήταν πλέον απαραίτητες του ζητήθηκε από τον Αλέξανδρο Ε, έστω και με διπλωματικό τρόπο, να φύγει. Οι σχέσεις των δύο μερών ήταν φαινομενικά μόνο εγκάρδιες, ενώ στην πραγματικότητα ο ένας συνωμοτούσε να εξολοθρεύσει τον άλλο. Ο Δημήτριος προσποιήθηκε ότι αναχωρεί χωρίς δυσαρέσκεια και ο Αλέξανδρος Ε προσποιήθηκε ότι μετά χαράς τον συνοδεύει. Κατά τη διάρκεια δείπνου στη Λάρισα, ο Δημήτριος σηκώθηκε νωρίς από το τραπέζι. Ο Αλέξανδρος, γεμάτος ανησυχία τον ακολούθησε με μερικούς άνδρες του. Φτάνοντας στην πόρτα της αίθουσας, όπου τον περίμεναν οι σωματοφύλακές του, ο Δημήτριος στάθηκε για μια στιγμή και έδωσε τη διαταγή να θανατώσουν όποιον βγει αμέσως μετά ακολουθώντας τον. Έτσι ο Αλέξανδρος βρήκε το θάνατο. Ο Διόδωρος, από την πλευρά του, υποστηρίζει πως την ίδια τύχη επεφύλαξε αργότερα και στον Αντίπατρο.
Την επόμενη ημέρα ο Δημήτριος πήγε στο συμβούλιό των Μακεδόνων για ν' απολογηθεί, αλλά πριν προλάβει να τελειώσει, τον ανακήρυξαν βασιλέα τους. Στην απόφαση αυτή ώθησαν τους Μακεδόνες (α) το μίσος τους για τον Αντίπατρο Β που είχε διατάξει μητροκτονία, (β) οι νωπές μνήμες από τη σκληρή διακυβέρνηση του Κάσσανδρου, (γ) η έλλειψη σοβαρού ανταγωνισμού για το θρόνο και (δ) ο σεβασμός που έτρεφαν ακόμη για τον οίκο του παλαιού αντιβασιλέα Αντίπατρου, την ενάρετη κόρη Φίλα του οποίου είχε παντρευτεί ο Δημήτριος, έχοντας μάλιστα αποκτήσει μαζί της το μεγαλύτερο γιο του, Αντίγονο ο οποίος ήδη υπηρετούσε στο στρατό του πατέρα του (μετέπειτα βασιλεύς της Μακεδονίας με το όνομα Αντίγονος Β Γονατάς),.
Έτσι, μετά από πολλές εναλλαγές της τύχης, ο Δημήτριος απέκτησε και πάλι ένα ισχυρότατο βασίλειο το οποίο περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και την Αττική, στο οποίο σύντομα προσάρτησε και τη Θεσσαλία. Παράλληλα πληροφορήθηκε τα ευχάριστα νέα πως ο Πτολεμαίος είχε απελευθερώσει τη μητέρα και τα παιδιά του που βρίσκονταν στην αιχμαλωσία, ενώ η κόρη του, Στρατονίκη, σύζυγος μέχρι πρό τινος του Σέλευκου, είχε γίνει σύζυγος του γιου του Αντίοχου (του μετέπειτα βασιλέα Αντίοχου Α Σωτήρα), που φλεγόταν από καιρό από βουβό έρωτα για την μητρυιά του. Τον έρωτα αποκάλυψε στον Σέλευκο ο γιατρός Ερασίστρατος και αυτός φοβούμενος πως ο γιος του θα πεθάνει, του έδωσε σύζυγο την Στρατονίκη και τους έστειλε βασιλείς στις Άνω Σατραπείες.
Για να εγκαταστήσει τη βασιλική κατοικία, ο Δημήτριος κατασκεύασε μία νέα πόλη και επίνειο στη Μαγνησία, ανάμεσα στη Νηλεία και τις Παγασές, την οποία και ονόμασε «Δημητριάδα» (293). Σε αυτή προσκάλεσε να κατοικήσουν οι οικογένειες που προέρχονταν από τις πόλεις: Νηλεία, Παγασές, Ορμίνιο, Σηπιάδα, Ριζούς, Ολιζών, Βοίβη και Ιωλκός.
ιδ. Κατάκτηση της Βοιωτίας (293 - 291)
Επόμενος στόχος του Δημητρίου ήταν η υποταγή των Βοιωτών, οι οποίοι κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους συγκρούσεων από το 293 έως το 291 π.Χ. σύναψαν συνθήκες φιλίας μαζί του, για να τις παραβιάζουν κάθε φορά που ο βασιλεύς έστρεφε την προσοχή του αλλού. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχε και ο γιος του Δημητρίου, Αντίγονος Γονατάς, που από κοινού με τον πατέρα του πολιόρκησε και κατέλαβε δύο φορές την πόλη της Θήβας, επιστρατεύοντας τις περίφημες μηχανές του, ανάμεσα στις οποίες και την «ελέπολι». Κατά τη διάρκεια των μαχών του 291 π.Χ. τραυματίστηκε σοβαρά στο λαιμό, πράγμα που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να πολεμά. Όταν πια απέκτησε τον ολικό έλεγχο της πόλης, θανάτωσε και εξόρισε ορισμένους από τους Θηβαίους και κατόπιν στράφηκε κατά των Αιτωλών, τα εδάφη των οποίων λεηλάτησε.
ιε. Σύγκρουση με τον Πύρρο (290 - 288)
Στο μεσοδιάστημα των δύο πολιορκιών της Θήβας, ο βασιλεύς της Ηπείρου Πύρρος εισέβαλε στη Θεσσαλία για να αποσυρθεί τελικά προτού καταφθάσει ο Δημήτριος με τα στρατεύματά του. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος κατείχαν μέρος της Μακεδονίας και η επιθυμία τους για νέα εδάφη και κατακτήσεις στάθηκε πάνω από την παλαιά τους φιλία, καθώς ο συνεκτικός δεσμός της Δηιδάμειας χάθηκε μετά το θάνατό της.
Οι σχέσεις τους χειροτέρευσαν και με ακόμη ένα προσωπικό περιστατικό, όταν η Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή, και σύζυγος του Πύρρου, θεώρησε πως ο άνδρας της έδειχνε μεγαλύτερη εύνοια στις βάρβαρες συζύγους του παρά στην ίδια, πήγε στην Κέρκυρα που ήταν προίκα της κι εκεί, γνωρίζοντας την ισχύ του Δημητρίου αλλά και την τάση του να πραγματοποιεί πολιτικούς γάμους, τον προσκάλεσε στο νησί και του προσέφερε το χέρι της. Ο Δημήτριος δέχτηκε ευχαρίστως και προτού αναχωρήσει τοποθέτησε φρουρά στο νησί, ενώ παράλληλα, ο ίδιος ο Αγαθοκλής έστειλε στο βασιλέα ως απεσταλμένο το γιο του, ο οποίος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές.
Αφού προσάρτησε την Αιτωλία ο Δημήτριος κινήθηκε εναντίον του Πύρρου, αλλά οι δύο στρατοί δεν συναντήθηκαν στο δρόμο, με αποτέλεσμα να φτάσουν οι Ηπειρώτες στην Αιτωλία και να συγκρουστούν με τους άνδρες που στρατοπέδευαν εκεί το 289 π.Χ. Οι Ηπειρώτες απέκρουσαν τους άνδρες του Δημητρίου που είχαν ήδη αρχίσει να προκαλούν καταστροφές στην αφύλακτη από το βασιλέα της Ήπειρο, και μάλιστα 5.000 Μακεδόνες πιάστηκαν αιχμάλωτοι στα δύο αυτά μέτωπα. Μετά το περιστατικό αυτό ο Πύρρος κέρδισε μεγάλη δημοφιλία ανάμεσα στους Μακεδόνες, οι οποίοι τον παρομοίαζαν με τον συγγενή του, Αλέξανδρο το Μέγα, ενώ ο Πολιορκητής, αντίθετα, μέρα με τη μέρα έχανε την εκτίμηση του λαού και των συμμάχων του, καθώς γινόταν ολοένα και πιο δυσπρόσιτος, αλαζονικός και επιδεικτικός με τα πλούτη που είχε αποκομίσει.
Όταν λίγο αργότερα μαθεύτηκε στο βασίλειο πως ο Δημήτριος είχε πέσει σοβαρά άρρωστος στην Πέλλα, ο Πύρρος πήρε το θάρρος να εισβάλλει στην ίδια τη Μακεδονία για να λεηλατήσει και να προσαρτήσει ό,τι μπορούσε, φτάνοντας μέχρι την Έδεσσα χωρίς να συναντήσει αντίσταση, καθώς πολλοί πρώην υποστηρικτές του Δημητρίου συντάχθηκαν μαζί του παρέχοντάς του βοήθεια. Τελικά, αφού ανάρρωσε, ο Δημήτριος απέσπασε με ευκολία από τον Πύρρο τις κατακτήσεις αυτές αναγκάζοντάς τον να αποτραβηχτεί και πάλι στο βασίλειό του. Και καθώς δεν επιθυμούσε να ανησυχεί πια για τις κινήσεις του γείτονά του, εφόσον ήθελε να καταπιαστεί με μεγαλεπήβολα έργα, έφτασε σε κάποιο είδος συμφωνίας μαζί του.
ιστ. Πτώση (288 π.Χ.)
Από τη στιγμή που απέκτησε σταθερή βάση επιχειρήσεων στη Μακεδονία ο Δημήτριος άρχισε να κάνει σχέδια για να πετύχει το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο όνειρό του: την ανάκτηση του συνόλου των εδαφών που κάποτε κυβέρνησε ο πατέρας του. Για το σκοπό αυτό δρομολόγησε την συγκρότηση ενός από τους ισχυρότερους στρατούς που είχε δει ποτέ η Ελλάδα, συγκεντρώνοντας 98.000 πεζούς και 12.000 ιππείς. Παράλληλα παρήγγειλε πρωτοποριακής τεχνολογίας πλοία σε διάφορους ναύσταθμους τους οποίους επισκεπτόταν ο ίδιος με μεγάλη ενεργητικότητα για να επιβλέψει την πρόοδο των εργασιών.
Αποφασισμένοι να βάλουν τέλος στις φιλοδοξίες του Δημητρίου, οι τρεις ανταγωνιστές του Σέλευκος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος, συμμάχησαν για ακόμη μια φορά εναντίον του, προσεταιριζόμενοι και τον Πύρρο. Ο Πτολεμαίος έπλευσε στα ελληνικά ύδατα με δυνατό στόλο και υποκίνησε επανάσταση των πόλεων κατά του Μακεδόνα βασιλέα, ενώ ταυτόχρονα οι Λυσίμαχος και Πύρρος εισέβαλαν στη Μακεδονία, ο ένας από την Ανατολή κι ο άλλος από τη Δύση καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Μέσα στη γενικότερη σύγχυση οι Μακεδόνες, κουρασμένοι από τους συνεχείς πολέμους και αγανακτισμένοι από τον εκκεντρικό και αλλαζονικό τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν ο Δημήτριος, άρχισαν να εγκαταλείπουν το στρατόπεδό του, προσχωρώντας στις γραμμές των εχθρών του και κυρίως στου Πύρρου τον οποίο και είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. Αντιλαμβανόμενος πως το παιχνίδι ήταν πια χαμένο, ο Δημήτριος εγκατέλειψε κρυφά το στρατόπεδό του μεταμφιεσμένος με σκούρα ρούχα με κατεύθυνση την Κασσάνδρεια. Το στρατόπεδο έπεσε αμαχητί στα χέρια του Πύρρου κι έτσι η Μακεδονία διαιρέθηκε ανάμεσα στο βασιλέα της Ηπείρου και στο Λυσίμαχο, μετά από επτά χρόνια διακυβέρνησης από το Δημήτριο.
Κοντά σε αυτές τις συμφορές το Δημήτριο περίμενε και μια οικογενειακή τραγωδία, καθώς η σύζυγός του, Φίλα, μην αντέχοντας τον πόνο να βλέπει τον άνδρα της για άλλη μια φορά έκπτωτο και εξόριστο, αυτοκτόνησε με δηλητήριο το 287 π.Χ. Από την πλευρά του ο Δημήτριος, αποφασισμένος να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, δηλαδή να αλλάζει την κακοδαιμονία του, μετέβη στη νότια Ελλάδα όπου τον περίμενε ο γιος του, Αντίγονος Γονατάς, σε αναζήτηση συμμάχων από πόλη σε πόλη, αφήνοντας στο παρελθόν τα μεγαλόπρεπα ενδύματα του βασιλέως.
ιζ. Εκστρατεία στη Μικρά Ασία (287 - 285)
Κατόρθωσε για άλλη μια φορά να συγκεντρώσει στρατιώτες και προμήθειες, αποκατάστησε στη Θήβα το πατροπαράδοτό της πολίτευμα, και για πολλοστή φορά πολιόρκησε την πόλη των Αθηνών που δεν στάθηκε στο πλευρό του, αλλά συντάχθηκε με τον Πύρρο. Η πολιορκία λύθηκε, εντούτοις, μετά από τη διαμεσολάβηση του φιλοσόφου Κράτη, άνδρα με μεγάλη υπόληψη.
Έχοντας συγκεντρώσει όλα του τα πλοία στα οποία επιβίβασε 11.000 στρατιώτες και ιππείς, έπλευσε στην Ασία για να διεκδικήσει την Καρία και τη Λυδία από το Λυσίμαχο. Στη Μίλητο συναντήθηκε με την Ευρυδίκη, αδερφή της Φίλας και πρώην βασίλισσα της Αιγύπτου. Η Ευρυδίκη είχε εγκαταλείψει το σύζυγό της, Πτολεμαίο, όταν αυτός έδειξε εύνοια στην άσπονδη φίλη της Βερενίκη Α'. Εκεί κανονίστηκε να παντρευτεί ο Δημήτριος την κόρη της Ευρυδίκης και του Πτολεμαίου, Πτολεμαΐδα, την οποία είχε αρραβωνιαστεί με τη διαμεσολάβηση του Σέλευκου το 298 π.Χ., χωρίς να ολοκληρωθεί τότε ο γάμος. Το ζεύγος απέκτησε μαζί ένα γιο, που ονομάστηκε Δημήτριος ο Καλός, ο οποίος βασίλεψε όταν ενηλικιώθηκε στην Κυρήνη.
Μετά τις τελετές ο Δημήτριος καταπιάστηκε με την κατάληψη των μικρασιατικών πόλεων. Προσάρτησε πολλές από αυτές, ανάμεσα στις οποίες και τις Σάρδεις, άλλες με τη δύναμη των όπλων και άλλες μετά την παράδοση των στρατιωτικών που τις κυβερνούσαν. Όταν, ωστόσο, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Αγαθοκλής, γιος του Λυσίμαχου και ικανός στρατιωτικός, ο Δημήτριος αποσύρθηκε στη Φρυγία υπολογίζοντας να φτάσει στην Αρμενία και να υποκινήσει επανάσταση στη Μηδία. Ο Αγαθοκλής τον ακολούθησε στενά φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον ίδιο και τους άνδρες του, που βασανίζονταν από την πείνα, τις ασθένειες και τις κακουχίες. Ο τελικός απολογισμός της κατάστασης αυτής ήταν η απώλεια 8.000 ανδρών.
Με τους άνδρες που του απέμειναν, και με δεδομένο ότι ο Αγαθοκλής απέκλεισε τα περάσματα της οροσειράς του Ταύρου, ο Πολιορκητής κατέφυγε στην Ταρσό της Κιλικίας από όπου έγραψε ένα απελπισμένο γράμμα στο Σέλευκο, περιγράφοντας τη δυσμενή του κατάσταση και επικαλούμενος τους συγγενικούς δεσμούς των δύο Οίκων. Αρχικά ο Σέλευκος αντιμετώπισε συναισθηματικά την κατάσταση, αλλά σύντομα πείστηκε από τους συμβούλους του να διδαχθεί από την ιστορία και να μην αφήσει το Δημήτριο ανενόχλητο στην περιοχή αυτή. Αφενός του επέτρεψε να ξεχειμωνιάσει στην Καταονία, αφετέρου απαίτησε ομήρους, οχυρώνοντας παράλληλα τα περάσματα προς τη Συρία.
Ο Δημήτριος αντιμετώπισε με επιτυχία σε διάφορες τοποθεσίες τους στρατιώτες του Σέλευκου, λεηλατώντας την ύπαιθρο και καταλαμβάνοντας τελικά τα περάσματα. Από την πλευρά του ο Σέλευκος δίσταζε πάρα πολύ να αντιμετωπίσει το Δημήτριο, που κινούνταν από την απελπισία ενός πληγωμένου θηρίου, και δυστυχώς για εκείνον είχε ήδη αρνηθεί τη βοήθεια που του πρότεινε ο Λυσίμαχος, τον οποίο δεν εμπιστευόταν καθόλου. Από τη δύσκολη κατάσταση τον έβγαλε η ατυχία του Δημητρίου να ασθενήσει βαρειά για σαράντα ολόκληρες ημέρες, με αποτέλεσμα ο στρατός του, ακέφαλος, να αποδυναμωθεί σημαντικά. Όταν ανάρρωσε, ο Δημήτριος κατευθύνθηκε αρχικά κατά της Κιλικίας, τελικά όμως πέρασε ξαφνικά το όρος Αμανός, και λεηλάτησε τις πεδιάδες μέχρι και την Κυρρηστική.
Όταν εμφανίστηκε ο Σέλευκος και στρατοπέδευσε στην περιοχή, ο Δημήτριος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του κινούμενος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, κάποιοι λιποτάκτες προειδοποίησαν τον εχθρό του. Παρά την προσπάθειά του να διαφύγει, ξέσπασε τελικά μάχη ανάμεσα στους δύο στρατούς στην οποία συμμετείχαν οι δύο βασιλείς προσωπικά. Κατά τη διάρκειά της παρατηρήθηκε μεγάλο κύμα λιποταξίας προς το στρατόπεδο του Σέλευκου, κάτι που έκανε το Δημήτριο να αντιληφθεί πως όλα είχαν τελειώσει. Κατέφυγε με ελάχιστους ακολούθους σε ένα δάσος, από όπου σκόπευε να μεταβεί κρυφά στη θάλασσα όπου περίμενε ο στόλος του. Όταν αυτό στάθηκε αδύνατο και χάθηκαν κι άλλοι άνδρες, ο Δημήτριος αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο μεταξύ, στη Μακεδονία, ο Λυσίμαχος είχε θανατώσει το 286 π.Χ. το γιο του Κάσσανδρου, Αντίπατρο Β΄ (τον αδερφό του οποίου, Αλέξανδρο Ε΄, είχε σκοτώσει παλαιότερα ο Δημήτριος), ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 285 π.Χ. αφαίρεσε από τον Πύρρο τις κτήσεις του στη Μακεδονία για να γίνει ο μόνος κυρίαρχός της.
ιη. Αιχμαλωσία και θάνατος (285 - 283)
Όταν έφτασαν οι αγγελιοφόροι του Δημητρίου στο Σέλευκο, ο τελευταίος, σε μια επίδειξη μεγαλοσύνης, διέταξε προετοιμασίες για μεγαλόπρεπη υποδοχή και έστειλε μήνυμα παρηγοριάς στο Δημήτριο, υπενθυμίζοντάς του πως ήταν σύμμαχοι και συγγενείς. Επειδή όμως παρατήρησε πως οι αυλικοί του άρχισαν να κάνουν αγώνα δρόμου για το ποιος θα δείξει πρώτος την φιλία του στον Δημήτριο, ο οποίος φαινόταν πως θα αποτελέσει πρόσωπο με μεγάλη επιρροή στα πράγματα της χώρας, κυριεύθηκε αμέσως από φθόνο και ανησυχία. Κι εκεί που ο Δημήτριος άρχισε να σκέφτεται πως η καταστασή του δεν ήταν τόσο τρομακτική όσο την περίμενε, έφθασε ο στρατηγός Παυσανίας με 1.000 πεζούς και ιππείς κι αφού έδιωξε τους πάντες, οδήγησε το Δημήτριο όχι στο Σέλευκο, αλλά στη Χερρόνησο της Συρίας.
Εκεί, για το υπόλοιπο των ημερών του, τον φύλαγε ισχυρή φρουρά, μολονότι ο Σέλευκος εξασφάλισε στο συγγενή του άνετη και πολυτελή διαμονή, με υπηρέτες, βασιλικούς περιπάτους και κυνήγια, ελεύθερη πρόσβαση από τους φίλους του που τυχόν ήθελαν να τον επισκεφθούν και αισιόδοξα μηνύματα από το Σέλευκο για μελλοντική απελευθέρωσή του από τα παιδιά τους, Αντίοχο και Στρατονίκη.
Ο Αντίγονος Γονατάς, μαθαίνοντας την τύχη του πατέρα του στενοχωρέθηκε βαθύτατα και ντυμένος πάντα πένθιμα, άρχισε να γράφει γράμματα όπου μπορούσε και κυρίως στο Σέλευκο, παρακαλώντας την απελευθέρωση του πατέρα του, προσφέροντας μάλιστα τον εαυτό του σε αντάλλαγμα ως όμηρο. Πολλές πόλεις και διοικητές επαίνεσαν την πρόταση, και μόνο ο Λυσίμαχος προσέφερε στο Σέλευκο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα τη ζωή του Δημητρίου. Εντούτοις ο Σέλευκος, που πάντα αντιπαθούσε το Λυσίμαχο, βρήκε την πρόταση αυτή βάρβαρη και απάνθρωπη.
Ο Δημήτριος τελικά προσαρμόστηκε στη νέα του ζωή και αρχικά φρόντιζε να αθλείται και να κρατά τον εαυτό του σε καλή φυσική κατάσταση, αλλά καθώς ο καιρός περνούσε, άρχισε να αντιμετωπίζει διάφορα πράγματα με αδιαφορία και παραδόθηκε στο ποτό και στα τυχερά παιχνίδια με τα οποία άφηνε το χρόνο να κυλά. Μετά από τριετή αιχμαλωσία στη Χερρόνησο, ασθένησε, πιθανώς εξαιτίας της καθιστικής και πολυτελούς διαβίωσής του και απεβίωσε στο 54ο έτος της ζωής του.
Ο Αντίγονος Γονατάς κινητοποίησε ολόκληρο στόλο για να υποδεχθεί στη μέση του πελάγους την τεφροδόχο με τις στάχτες του πατέρα του. Η υδρία στολίστηκε με βασιλικά εμβλήματα και η υποδοχή του πλοίου στην Κόρινθο έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Μετά την απόδοση βασιλικών τιμών, ο Αντίγονος μετέφερε τα λείψανα του πατέρα του για να κηδευτούν στη Δημητριάδα, την πόλη που ο πατέρας του είχε ιδρύσει στη Μαγνησία.
ιθ. Προσωπικότητα του Δημήτριου Α
Συνδυάζοντας «χάρη και δύναμη, επιβλητικότητα και ομορφιά», κομψότητα και ευφυΐα, σαρωτικός όταν πραγματοποιούσε επιθέσεις και εξαιρετικά ικανός στην κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, ο Δημήτριος ήταν μία από τις θαυμαστότερες φυσιογνωμίες της εποχής του και έμεινε στην ιστορία για τις εντυπωσιακού μεγέθους και φιλοδοξίας εκστρατείες που διεξήγαγε, για την σκανδαλώδη προσωπική του ζωή και για τη μοναδική του ικανότητα να αναγεννιέται από τις στάχτες του, γυρίζοντας με πρωτεϊκή ευελιξία την τύχη του σε κάθε καταστροφή που του επεφύλασσε η Μοίρα (με εξαίρεση φυσικά την τελευταία), συχνά αντιμετωπίζοντας τα θέματα με παρορμητισμό, καιροσκοπισμό, αστάθεια, απερισκεψία και αυταρχική διάθεση. Σε πολιτικό επίπεδο, το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι η μετατροπή της ναυτικής του δύναμης σε ηπειρωτική, ενώ υπήρξε και ιδρυτής σημαντικών πόλεων, όπως η θεσσαλική Δημητριάδα (293 π.Χ.). Η ρευστότητα της εποχής του τον καταδίκασε σε άχαρα έργα και δεν του επέτρεψε να αποδώσει αποτέλεσμα διάρκειας ανάλογης με τις αξιοθαύμαστες ικανότητές του.
8.5.3. Πτολεμαίος Β Κεραυνός (βασ. 281-279)
Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Κεραυνός (<πτόλεμος=πόλεμος # πολεμικός, επιθετικός), βασιλεύς της Μακεδονίας, ήταν γιος του στρατηγού Πτολεμαίου του Λάγου, στη συνέχεια βασιλέα της Αιγύπτου με το όνομα Πτολεμαίος Α Σωτήρ. Μητέρα του ήταν η τρίτη από τις συζύγους του Πτολεμαίου Ευρυδίκη, κόρη του ευπατρίδη Αντίπατρου, του γνωστού στρατηγού του Αλεξάνδρου που διετέλεσε αντιβασιλέας στη Μακεδονία. Η Ευρυδίκη γέννησε έξι παιδιά: τον Πτολεμαίο Κεραυνό, το Μελέαγρο, τη Λυσάνδρα, τον Αργαίο, έναν γιο του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, και την Πτολεμαΐδα. Η διαδοχή στο θρόνο της Αιγύπτου ανήκε από την αρχή στον Πτολεμαίο Κεραυνό, ωστόσο προς το τέλος της ζωή του ο πατέρας του επέλεξε για διάδοχο τον γιο του από την τέταρτη σύζυγό του, τη Βερενίκη, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος (φαραώ 285-246).
α. Στην αυλή του Λυσιμάχου
Ο Πτολεμαίος Κεραυνός ήταν ανήσυχος χαρακτήρας και στην πραγματικότητα, έχει ειπωθεί πως ένας από τους λόγους που ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ επέλεξε διάδοχο από την οικογένεια της Βερενίκης κι όχι από αυτήν της Ευριδίκης ήταν το βίαιο και ανεξέλεγκτο πνεύμα του Πτολεμαίου Κεραυνού, ο οποίος φιλονίκησε με τον πατέρα του και εγκατέλειψε την Αίγυπτο. Βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλέως της Θράκης, Λυσίμαχου, γηραιού στρατηγού του Αλεξάνδρου, του οποίου η αδερφή του Πτολεμαίου από την Ευρυδίκη, η Λυσάνδρα, είχε παντρευτεί τον γιο Αγαθοκλή. Τον ίδιο τον βασιλέα Λυσίμαχο είχε παντρευτεί η ετεροθαλής αδερφή τους από τη μισητή για τη μητέρα τους Βερενίκη, η Αρσινόη. Η Λυσάνδρα και η Αρσινόη βρίσκονταν μονίμως σε ανταγωνισμό και προσπαθούσαν να απομακρύνει η μία την άλλη. Σαν βασίλισσα, η Αρσινόη είχε προσωρινά μεγαλύτερη επιρροή από τη Λυσάνδρα, της οποίας ο σύζυγος Αγαθοκλής, ήταν ο Διάδοχος, και μάλιστα ιδιαίτερα δημοφιλής στο στρατό και το λαό χάρις στις νικηφόρες του εκστρατείες και τις στρατιωτικές του νίκες. Φοβούμενη πως μετά το θάνατο του Λυσίμαχου η ίδια και τα παιδιά της θα περνούσαν στο έλεος της Λυσάνδρας, η Αρσινόη αμαύρωσε την καλή φήμη του Αγαθοκλή, πείθοντας τον πατέρα του πως σχεδίαζε πραξικόπημα. Ο Λυσίμαχος το πίστεψε, και φυλάκισε και δηλητηρίασε το γιο του, αφήνοντας τη Λυσάνδρα σε απελπισία. Τότε ήταν που με τον αδερφό της Πτολεμαίο Κεραυνό, τα παιδιά της και άλλους δυσαρεστημένους εγκατέλειψαν τη Θράκη με προορισμό την αυλή του βασιλέως Σέλευκου της Συρίας, που βρισκόταν στη Βαβυλώνα.
β. Στην αυλή του Σέλευκου
Ο Σέλευκος, ο μοναδικός μαζί με το Λυσίμαχο επίγονος του Μ.Αλεξάνδρου, που ήταν τότε εν ζωή, ήταν πλέον, όπως και ο Λυσίμαχος υπερήλικας, πάνω από εβδομήντα πέντε ετών, αλλά ευχαριστήθηκε πολύ με την ευκαιρία που του προσέφερε η Λυσάνδρα, καθώς του έδινε αφορμή για νέους πολέμους. Οι αντιφρονούντες που την είχαν ακολουθήσει μαζί με τον Πτολεμαίο Κεραυνό άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για εισβολή στην επικράτεια του Λυσίμαχου και για εκδίκηση του φρικτού θανάτου του Αγαθοκλή. Ο Σέλευκος ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει και έτσι κηρύχθηκε πόλεμος. Προτού αναχωρήσουν, ο Σέλευκος όρισε για διάδοχό του τον γιο του Αντίοχο (μετέπειτα Αντίοχος Α Σωτήρ).
Ο Λυσίμαχος οργάνωσε επίσης στρατό, πέρασε τον Ελλήσποντο και προέλασε εναντίον του Σέλευκου στη Μικρά Ασία. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην πεδιάδα του Κουροπεδίου (=Κύρου Πεδίον) της Φρυγίας, όχι μακριά από τις Σάρδεις. Στην σύγκρουση που ακολούθησε το Φεβρουάριο του 281 π.Χ., ο Λυσίμαχος ηττήθηκε και έχασε τη ζωή του. Ο Σέλευκος, αποφασισμένος να διασχίσει με τη σειρά του τον Ελλήσποντο, σχεδίαζε να προελάσει στη Θράκη και τη Μακεδονία, ώστε να προσαρτήσει τα βασίλεια αυτά στα δικά του εδάφη. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός τον συνόδευε, αλλά παρά την νίκη τους σαν σύμμαχοι, οι δύο άντρες είχαν από δω και πέρα αντικρουόμενα συμφέροντα. Με το δεδομένο ότι η μητέρα του Πτολεμαίου Κεραυνού Ευρυδίκη ήταν κόρη του Αντίπατρου, στον οποίο είχε επίσημα ανατεθεί η Μακεδονία κατά τη διαίρεση του κράτους του Αλεξάνδρου από τους στρατηγούς του και ότι ο Αντίπατρος είχε για χρόνια κυβερνήσει με δόξα και αναγνώριση και η μνήμη του ήταν ακόμη ζεστή στις καρδιές των Μακεδόνων, ο Πτολεμαίος μπορούσε να διεκδικήσει το θρόνο ως εγγονός και διάδοχος του μονάρχη που ήταν άμεσος διάδοχος του Μ.Αλεξάνδρου.
Ο Σέλευκος ωστόσο είχε διαφορετικά σχέδια στο μυαλό του που αποσκοπούσαν στο να μεγαλώσει τη δική του επικράτεια, ενώ τον Κεραυνό, τον έβλεπε μόνο σαν τυχοδιώκτη που απλά τον ακολουθούσε. Όταν συνειδητοποίησε τις πραγματικές προθέσεις του Σέλευκου, ο Κεραυνός, χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς, αποφάσισε να σκοτώσει το βασιλέα με την πρώτη ευκαιρία. Ο Σέλευκος δεν πρέπει να είχε υποπτευθεί το σχέδιο αυτό, καθώς συνέχισε την πορεία του στη Θράκη με σκοπό να φτάσει στη Μακεδονία, χωρίς να παίρνει ιδιαίτερες προφυλάξεις. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, σε κάποια ευνοϊκή στιγμή στο Άργος της Θράκης, το Σεπτέμβριο του 281 π.Χ. μαχαίρωσε στην πλάτη τον ηλικιωμένο βασιλέα που πέθανε ακαριαία. Λέγεται πως για αυτό το περιστατικό ο Πτολεμαίος ονομάστηκε έπειτα «Κεραυνός».
γ. Διεκδίκηση του Μακεδονικού Θρόνου
Ο Πτολεμαίος οργάνωσε ένα στρατιωτικό σώμα και συνέχισε προς την Μακεδονία, όπου διεκδίκησε το θρόνο. Βρήκε τη χώρα καταστραμμένη από έριδες, καθώς είχαν σχηματιστεί πολλά πολιτικά στρατόπεδα, καθένα από αυτά έτοιμο να προωθήσει τους δικούς του υποψηφίους και τα δικά του συμφέροντα Με σιδερένια πυγμή ο Πτολεμαίος τους παραμέρισε όλους. Ήθελε να εξασφαλίσει την υποστήριξη όλων όσοι ήταν φιλικά προσκείμενοι στον παλαιό οίκο του Αντίπατρου, λέγοντας πως ήταν ο εγγονός και διάδοχος του. Από την άλλη προσέγγισε τους υποστηρικτές του Λυσίμαχου, ισχυριζόμενος πως εκδικήθηκε για το θάνατό του. Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως ο ίδιος ήταν ανάμεσα στους υποκινητές της εκστρατείας ενάντια στο Λυσίμαχο, ο ισχυρισμός ήταν σωστός εφόσον σκότωσε το Σέλευκο. Προέλασε στη χώρα περισσότερο σαν κατακτητής, παρά σαν διάδοχος που διεκδικεί ειρηνικά τον πατρογονικό θρόνο. Όσο για τους στρατιώτες του, εκείνοι τον αναγνώριζαν ως βασιλέα εφόσον είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός τόσο στο στρατό του Λυσίμαχου, όσο και του Σέλευκου.
Σύντομα απέκτησε σημαντικούς ανταγωνιστές στην αξίωσή του αυτή. Ο Αντίοχος Α Σωτήρ γιος και διάδοχος του Σέλευκου, είχε το επιχείρημα πως ο πατέρας του ήταν αυτός που κατέκτησε τη Μακεδονία, άρα εκείνος είχε το δικαίωμα να την κυβερνήσει, αφού τα δικαιώματα του πατέρα του περνούσαν αυτούσια στο γιο του. Ο Αντίγονος Β’ Γονατάς γιος του Δημήτριου του Πολιορκητή, που είχε στο παρελθόν βασιλέψει στη Μακεδονία, πριν ο Λυσίμαχος εισβάλλει και κυριέψει το βασίλειο, υποστήριξε πως το δικαίωμά του ήταν ανώτερο από αυτό του Πτολεμαίου, καθώς ο πατέρας του είχε αναγνωριστεί ηγεμόνας σε μια περίοδο μεταγενέστερη της βασιλείας του Αντίπατρου. Ο τρίτος διεκδικητής ήταν ο Πύρρος της Ηπείρου, που είχε κατακτήσει τη Μακεδονία πριν την εισβολή του Λυσίμαχου και τώρα που εκείνος πέθανε, οι διεκδικήσεις του ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια.
Η πρώτη δοκιμασία για τον Πτολεμαίο Κεραυνό ήρθε από τον Αντίγονο Γονατά, που εισέβαλε με στόλο και στρατό. Η διαμάχη ήταν βίαιη και σύντομη: ο Αντίγονος ηττήθηκε από γη και θάλασσα και ο Κεραυνός έμεινε κύριος του βασιλείου. Ο θρίαμβος αυτός τον ενδυνάμωσε και κέρδισε το σεβασμό των άλλων ανταγωνιστών του. Τους πρότεινε μάλιστα να λυθεί το ζήτημα με την υπογραφή συνθήκης, που τον αναγνώριζε σαν βασιλέα. Ο Πύρρος συμφώνησε, με την προϋπόθεση να του σταλεί στρατιωτική βοήθεια στους πολέμους που τότε είχε ανοίξει στην Ιταλία και τη Σικελία. Έτσι έλαβε, πέντε χιλιάδες στρατιώτες ξηράς, τέσσερις χιλιάδες άνδρες του ιππικού και πενήντα ελέφαντες.
δ. Πτολεμαίος και Αρσινόη
Αυτό φαινόταν να κανονίζει τα πράγματα. Υπήρχε, όμως, άλλη μία εκκρεμότητα. Η Αρσινόη, η χήρα του Λυσίμαχου, ήταν ακόμη ζωντανή. Όταν ο σύζυγός της σκοτώθηκε, αντί να δεχτεί στωικά την αλλαγή στην πολιτική κατάσταση, κλείστηκε στην Κασσάνδρεια, μια πλούσια πόλη με καλή άμυνα. Είχε μαζί της και τα παιδιά της από το Λυσίμαχο, που ήταν επίσης νόμιμοι υποψήφιοι για το θρόνο. Η ίδια γνώριζε ότι προς το παρόν δεν είχε στα χέρια της τρόπο να υποστηρίξει τα δικαιώματα των παιδιών της, ωστόσο άξιζε τον κόπο να τα προστατέψει περιμένοντας κάποια μελλοντική ευκαιρία. Ο Κεραυνός την αναγνώρισε σαν υπολογίσιμη αντίπαλο, και έχοντας θριαμβεύσει ενάντια στον Αντίγονο και ολοκληρώσει την υπογραφή ειρήνης με τον Αντίοχο και τον Πύρρο, κινήθηκε προς την Κασσάνδρεια
Έστειλε μήνυμα στην Αρσινόη προτείνοντάς της, να ενώσουν τα δικαιώματά τους και ζητώντας της να γίνει γυναίκα του. Θα την παντρευόταν και θα υιοθετούσε τα παιδιά της σαν δικά του. Έτσι το ζήτημα θα λυνόταν ειρηνικά. Η Αρσινόη δέχτηκε με ευχαρίστηση την πρόταση, διότι το γεγονός ότι ο Πτολεμαίος Κεραυνός ήταν αδερφός της από άλλη μητέρα, δεν ήταν φραγμός για μια γαμήλια ένωση, σύμφωνα με τις ιδέες που υπήρχαν εκείνες τις μέρες στον κόσμο για τους βασιλικούς οίκους. Η Αρσινόη έδωσε τη συγκατάθεσή της και άνοιξε τις πύλες της πόλης. Ο Κεραυνός θανάτωσε σχεδόν αμέσως δύο από τους τρεις γιους της, αλλά η Αρσινόη κατάφερε να δραπετεύσει και ο Κεραυνός δεν την καταδίωξε μιας και δεν είχε πια βάση για να διεκδικήσει το θρόνο. Η Αρσινόη αφού περιπλανήθηκε, επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, στο παλιό της σπίτι, όπου τελικά παντρεύτηκε τον ομοαίματο αδερφό της και βασιλέα, Πτολεμαίο Β’ Φιλάδελφο, διώχνοντας την πρώτη του σύζυγο, τη συνονόματή της Αρσινόη, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε είχε απαλλαγεί από τον Αγαθοκλή και τη Λυσάνδρα.
ε. Περίοδος Ειρήνης
Ο Κεραυνός ήταν πλέον ήσυχος και μπορούσε να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του, καθώς ήταν πια σε ασφαλή θέση, σε ένα δυνατό και πλούσιο βασίλειο. Έγραψε ένα γράμμα στο σπίτι του στην Αίγυπτο, στον αδερφό του βασιλέως Πτολεμαίο – με τον οποίο είχε συγκρουστεί για το θρόνο του πατέρα τους – ανακοινώνοντάς του πως αποποιόταν τα δικαιώματα του στο θρόνο της Αιγύπτου, εφόσον βρήκε ένα άλλο καλύτερο βασίλειο στη Μακεδονία. Συνέχισε οργανώνοντας το κράτος του και το στρατό του. Θωράκισε τις πόλεις του και θεώρησε τον εαυτό του εξασφαλισμένο Κύριο της Μακεδονίας. Τα όνειρά του ωστόσο για ειρήνη και ασφάλεια κατέρρευσαν σύντομα.
στ. Εισβολή των Γαλατών
Στις όχθες του Δούναβη εμφανίστηκαν οι Γαλάτες (<κελέτες <κέλης+ εχω # οι έχοντες άλογα > κέλτες), που ανήκαν στον πολιτισμό Λα Τεν, του οποίου λίκνο ήταν η βορειοανατολική Γαλλία και η νότια Γερμανία. Τον πέμπτο και τέταρτο αιώνα επεκτάθηκαν στα δυτικά σε χώρες όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μια γλώσσα που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν Κέλτικη, διότι οι Έλληνες συνήθιζαν να αποκαλούν Κέλτες όλους τους κάτοικους της δύσης (εκτός από τους κατοίκους των Βρετανικών Νήσων).
Την εποχή εκείνη ζούσαν βόρεια της Μακεδονίας και της Θράκης και για κάποιο χρονικό διάστημα συγκέντρωναν δυνάμεις. Οι κινήσεις τους λίγο ενδιέφεραν τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ωστόσο ξαφνικά μια πρεσβεία εμφανίστηκε μπροστά του ανακοινώνοντας πως θα πήγαιναν σε πόλεμο μαζί του, ρωτώντας πόσα χρήματα θα τους έδινε με αντάλλαγμα την ειρήνη. Ο Κεραυνός, έχοντας καταφέρει πρόσφατα τα μεγάλα του επιτεύγματα δεν θεώρησε σοβαρή την απειλή. Αντίθετα έστειλε πίσω τους άντρες αυτούς, απειλώντας πως δεν θα τους άφηνε σε ειρήνη αν δεν του έστελναν τους στρατηγούς τους σαν ομήρους και εγγυητές καλής συμπεριφοράς. Ακόμη έκανε το λάθος να μην βοηθήσει τις γνωστές του θρακικές φυλές, ελπίζοντας πως οι βάρβαροι θα τις αποδυνάμωναν προς δικό του όφελος. Τελικά οι Θρακιώτες αναγκάστηκαν να συμμετέχουν στις μάχες στο πλευρό των Γαλατών. Την άνοιξη του 279 π.Χ., ο αρχηγός τους Βόλγιος εισέβαλε στη Μακεδονία.
Φυσικά, μετά από τα γεγονότα αυτά η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο Κεραυνός συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις που μπορούσε να μαζέψει, προέλασε βόρεια για να συναντήσει τους εχθρούς του και τότε εξελίχθηκε μια τρομερή μάχη. Ο Κεραυνός ήταν ο ίδιος προσωπικά διοικητής των δυνάμεών του. Προχώρησε πάνω σε έναν ελέφαντα στο πεδίο της μάχης μαζί με τους στρατιώτες του. Κάποια στιγμή τραυματίστηκε και ο ελέφαντάς του αφήνιασε, ίσως κι εκείνος από τραυματισμό, και πέταξε κάτω τον αναβάτη του. Οι Γαλάτες που μάχονταν εκεί κοντά τον συνέλαβαν και χωρίς δισταγμό τον αποκεφάλισαν. Καρφώνοντας το κεφάλι σε ένα παλούκι το περιέφεραν στο πεδίο της μάχης. Το θέαμα κόστισε τόσο στους Μακεδόνες που οι γραμμές έσπασαν σύντομα και οι στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας τους Γαλάτες νικητές.
8.5.4. Μελέαγρος, Αντίπατρος Ετησίας (279), Σωσθένης (279-277)
Ο θάνατος του Πτολεμαίου Κεραυνού έδωσε το σύνθημα στους παλιούς διεκδικητές του θρόνου να επανεμφανιστούν. Ακολούθησε μια περίοδος συγκρούσεων και κακοδιαχείρησης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Γαλάτες σκόρπισαν τον τρόμο στη Βόρεια Μακεδονία. Ο Μελέαγρος, αδελφός του Πτολεμαίου Κερανού από την ίδια μητέρα Ευρυδίκη, έγινε βασιλεύς το 279 για δύο μήνες και ακολούθησε ο ο Αντίπατρος Ετησίας, ανηψιός του Κάσσανδρου, από τον αδελφό του Φίλιππο, για μόλις 45 ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων φυσούσαν οι «ετήσιοι» άνεμοι (μελτέμια), από τους οποίους προήλθε η προσωνυμία του.
Ωστόσο οι περιστάσεις απαιτούσαν την καθοδήγηση του στρατού από ικανά και αποτελεσματικά χέρια, και ο Αντίπατρος κρίθηκε σύντομα ανεπαρκής να αντιμετωπίσει τη γαλατική επιδρομή. Την ηγεσία του στρατού ανέλαβε με προσωπική πρωτοβουλία ο Σωσθένης. (279-277), Μακεδόνας στρατιωτικός ευγενικής καταγωγής από τους συνεργάτες του Λυσίμαχου, που δεν συνδεόταν εξ αίματος με κάποιο βασιλικό οίκο, ο οποίος ζήτησε από τους στρατιώτες να ορκιστούν πίστη σε αυτόν ως στρατηγό κι όχι ως βασιλέα. Αρχικά οι προσπάθειές του στέφθηκαν με επιτυχία: υποχρέωσε σε ήττα τους Γαλάτες που βρίσκονταν υπό τοv Βόλγιο, και για ένα διάστημα ο κίνδυνος απομακρύνθηκε από το βασίλειο. Εντουτοις ακολούθησε νέα εισβολή υπό τον Βρέννο, η οποία ανάγκασε το Σωσθένη να κλείσει τα στρατεύματά του στα διάφορα οχυρά. Ο Βρέννος, ωστόσο, αφού λεηλάτησε τα εδάφη της Μακεδονίας, έστρεψε τα όπλα του εναντίον της νότιας Ελλάδας. Η Μακεδονία ανέκτησε την ελευθερία της κι ο Σωσθένης διατήρησε τη διοίκηση για μία περίοδο δύο ετών μέχρι το θάνατό του.
Η καταιγίδα της γαλατικής επιδρομής έλαβε τέλος, όταν ο Αντίγονος Γονατάς νίκησε τους εισβολείς και έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας, συνεχίζοντας, μετά τον Δημήτριο Πολιορκητή, την περίοδο της βασιλείας των απογόνων του Αντίγονου Α Μονόφθαλμου, των Αντιγονιδών που κράτησε πάνω από έναν αιώνα, μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
8.5.5. Αντίγονος Β΄ Γονατάς (319-239, βασ. 277-239)
Ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς γεννήθηκε το 319 π.Χ., πιθανώς στους Γόννους της Θεσσαλίας, από τους οποίους προήλθε η προσωνυμία του. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και παππούς του ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ενώ μητέρα του ήταν η Φίλα, κόρη του Αντίπατρου, που είχε αναγνωριστεί αντιβασιλέας της αυτοκρατορίας, την εποχή που θεωρητικά παρέμενε ενωμένη. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πνευματική του καλλιέργεια επισκεπτόμενος πολλές φορές την Αθήνα, όπου έγινε μαθητής του στωικού φιλοσόφου Ζήνωνα, ενώ παράλληλα φρόντισε για την εδραίωση της μακεδονικής επιρροής στη νότια Ελλάδα.
α. Στρατηγός του Δημήτριου Πολιορκητή (301-283)
Στο ξεκίνημά του, μετά τη Μάχη της Ιψού (301) η μοίρα του ήταν συνυφασμένη με αυτή του πατέρα του Δημήτριου, που κατάφερε να διαφύγει από το πεδίο της μάχης, να ανακτήσει μέρος της δύναμης που έχασε ο Αντίγονος Μονόφθαλμος, να κατακτήσει την Αθήνα και το 294 π.Χ. να γίνει βασιλεύς της Μκεδονίας. Το 292 π.Χ., στην εκστρατεία κατά της Βοιωτίας, ο Δημήτριος, παρέδωσε την αρχηγία των δυνάμεών του στο γιο του Αντίγονο και κινήθηκε προς τη Θράκη. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, οι Βοιωτοί επαναστάτησαν, αλλά νικήθηκαν από τον Αντίγονο που τους συνώθησε στη Θήβα. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του στη Θράκη, ο Δημήτριος επέστρεψε στο πλευρό του γιου του στην πολιορκία της Θήβας, όπου οι κάτοικοι αμύνονταν πεισματικά. Το 291 π.Χ. ο Δημήτριος κατέλαβε τελικά την πόλη χρησιμοποιώντας πολιορκητικές μηχανές για να ρίξει τα τείχη. Αργότερα είχε άλλες αψιμαχίες, κυρίως με τον Πύρρο της Ηπείρου.
Το 288 π.Χ. αντιμετωπίζοντας συνδυασμένη επίθεση του Πτολεμαίου από τη θάλασσα, του Λυσίμαχου από την Ανατολή και του Πύρρου από τη Δύση, ο Δημήτριος άφησε στον Αντίγονο τον έλεγχο της νότιας Ελλάδας και επέστρεψε εσπευσμένα στη Μακεδονία, όπου αναγκάστηκε να παραδώσει το θρόνο στον Πύρρο και το Λυσίμαχο, ενώ ο ίδιος κατέφυγε στην Κασσάνδρεια. Μπροστά σε αυτή την κακοτυχία, η Φίλα, μητέρα του Αντίγονου, αυτοκτόνησε με δηλητήριο.
Ωστόσο ο Δημήτριος ανέκτησε τη δύναμή του και έκανε νέο γάμο, επέστρεψε και πολιόρκησε την Αθήνα που επαναστάτησε, αλλά για μια φορά ακόμη άφησε τον Αντίγονο στη θέση του, μάζεψε το στόλο του και επιβιβάστηκε με στρατό και ιππικό για να επιτεθεί στην Καρία και τη Λυδία, επαρχίες του Λυσίμαχου. Καθώς οι στρατοί του Λυσίμαχου και του Σέλευκου τον καταδίωκαν κατά μήκος της Μικράς Ασίας προς τα βουνά του Ταύρου, ο Αντίγονος στην Ελλάδα αναδείχτηκε νικητής, καθώς ο στόλος του Πτολεμαίου υποχώρησε και η Αθήνα παραδόθηκε.
Το 285 π.Χ., ο Δημήτριος, εξαντλημένος από την χωρίς αποτέλεσμα εκστρατεία του, παραδόθηκε στο Σέλευκο, που τον κράτησε αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα. Ο Αντίγονος αποδείχτηκε γιος αφοσιωμένος στον πατέρα του. Προσπάθησε μάταια να τον ελευθερώσει προτείνοντας την παράδοση εκ μέρους του όλων των εδαφών που έλεγχε και τη δική του προσωπική κράτηση ως ομήρου, και όταν ο Δημήτριος πέθανε τον τίμησε με μια μεγάλη τελετή στην Κόρινθο και μετέφερε τα λείψανά του στη Δημητριάδα, πόλη που ίδρυσε ο πατέρας του στη Θεσσαλία.
β. Απόκρουση της επιδρομής των Γαλατών (279-277)
Το 281 π.Χ., ο Σέλευκος κήρυξε τον πόλεμο στο Λυσίμαχο και τον επόμενο χρόνο τον νίκησε και τον σκότωσε στη Μάχη του Κουροπεδίου (=Κύρου Πεδίον) της Φρυγίας. Τότε πέρασε στην Ευρώπη για να διεκδικήσει τη Θράκη και τη Μακεδονία. Όμως, ο Πτολεμαίος Κεραυνός, γιος του Πτολεμαίου, τον δολοφόνησε και διεκδίκησε τη Μακεδονία για τον εαυτό του. Ο Αντίγονος είδε να ανοίγεται μια ευκαιρία να διεκδικήσει το βασίλειο του πατέρα του. Εκστράτευσε βόρεια, αλλά ηττήθηκε από τα στρατεύματα του Κεραυνού.
Το χειμώνα του 279 π.Χ. μια ισχυρή ορδή Γαλατών κατέβηκε στη Μακεδονία από το Δούναβη και διέλυσε το στρατό του Κεραυνού, θανατώνοντας και τον ίδιο στο πεδίο της μάχης. Το βασίλειο βυθίστηκε σε δύο χρόνια αναρχίας, ενώ οι Γαλάτες συνέχισαν την εισβολή τους προς τα νότια. Ο Αντίγονος συνεργάστηκε με τους υπόλοιπους για την απόκρουση των βαρβάρων, αλλά στην ήττα των Γαλατών πρωτοστάτησαν οι Αιτωλοί. Το 278 π.Χ., ένας στρατός Ελλήνων με ένα μεγάλο σώμα Αιτωλών, αντιστάθηκε στους Γαλάτες στις Θερμοπύλες και στους Δελφούς, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες και τρέποντάς τους σε φυγή.
Τον επόμενο χρόνο (277 π.Χ.), ο Αντίγονος Β έπλευσε προς τον Ελλήσποντο και αποβιβάστηκε κοντά στην πόλη Λυσιμάχεια στη Θρακική Χερσόνησο. Όταν Γαλάτες με αρχηγό τον Κερέθριο έκαναν την εμφάνισή τους, ο Αντίγονος έστησε ενέδρα. Εγκατέλειψε το στρατόπεδό του και έκρυψε τους άνδρες του. Οι Γαλάτες λεηλάτησαν το στρατόπεδο, αλλά όταν άρχισαν να επιτίθενται στα πλοία, ο στρατός του Αντίγονου έκανε την εμφάνισή του και τους παγίδευσε με τη θάλασσα στα νώτα τους. Με τον τρόπο αυτό τους εκμηδένισε και αμέσως μετά κατέλαβε θρόνο της Μακεδονίας (277). Την εποχή εκείνη, με αυτούς τους ευνοϊκούς οιωνούς, παντρεύτηκε τη σύζυγό του Φίλα, κόρη του Σέλευκου, και γεννήθηκε ο δεύτερος γιος και κατοπινός διάδοχός του Δημήτριος Β΄ ο Αιτωλικός.
γ. Μερική κατάκτηση της Μακεδονίας από τον Πύρρο (273)
Όταν το 279 οι Γαλάτες εκθρόνισαν τον Πτολεμαίο Κεραυνό, ο Πύρρος βρισκόταν στις υπερπόντιες εκστρατείες του στη Δύση, ελπίζοντας να κατακτήσει πρώτα την Ιταλία και μετά την Αφρική. Με την υπεροψία του έχασε την υποστήριξη των ελληνικών πόλεων της Ιταλίας και της Σικελίας και, αναζητώντας ενισχύσεις, έγραψε στον Αντίγονο, ζητώντας στρατεύματα και χρήματα, αλλά έλαβε μια ευγενική άρνηση. Το 275 π.Χ., οι Ρωμαίοι νίκησαν τον Πύρρο στη Μάχη του Βενεβέντο με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες του και να επιστρέψει στην Ήπειρο. Το 273, αφού προσέθεσε Γαλάτες μισθοφόρους στο στρατό του, ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία. Έχοντας καταλάβει πολλές πόλεις και συμμαχώντας με δύο χιλιάδες πρώην άντρες του Αντίγονου, αποφάσισε να κυνηγήσει τον ίδιο τον Αντίγονο και επιτέθηκε στο στρατό του σε μια στενή περιοχή, προκαλώντας σύγχυση. Ο μακεδονικός στρατός υποχώρησε, αφήνοντας μερικούς μισθοφόρους Γαλάτες, οι οποίοι, παρόλο που αντιστάθηκαν γενναία, τελικά έπεσαν. Ανάμεσά τους ήταν και εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για τους ελέφαντες του Αντίγονου, οι οποίοι περικυκλώθηκαν από τους άνδρες του Πύρρου και αναγκάστηκαν να παραδοθούν παραχωρώντας και τους ελέφαντες. Καθώς οι δύο στρατοί στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Πύρρος κάλεσε ονομαστικά διάφορους αξιωματικούς πείθοντάς τους να φύγουν. Ο Αντίγονος διέφυγε με λίγους άντρες κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο Πύρρος είχε πλέον τον έλεγχο της Άνω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ ο Αντίγονος είχε υπό τον έλεγχό του παραθαλάσσιες πόλεις, όπως και την Θεσσαλονίκη στην οποία κατέφυγε. Ο Πύρρος κατέλαβε τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, όπου εγκατέστησε φρουρά Γαλατών. Οι τελευταίοι, άπληστοι και ξένοι στον τόπο, προσέβαλαν τους Μακεδόνες σκάβοντας τους πατρογονικούς τους τάφους και σκορπίζοντας τα λείψανα καθώς έψαχναν για χρυσό. Ο Πύρρος αδιαφόρησε και ανέβαλε την τιμωρία, αλλά αμέλησε να αποτελειώσει και τον αντίπαλό του. καθώςδεν έκανε σχεδόν τίποτε για να καταστρέψει τα υπολείμματα της δύναμής του.
δ. Εκστρατεία του Πύρρου στη Σπάρτη (272)
Πριν ολοκληρώσει την εκστρατεία του, ο Πύρρος αναχώρησε για μια νέα. Το 272 π.Χ., ο Κλεώνυμος, ένας σημαντικός άνδρας στη Σπάρτη, τον προσκάλεσε να επιτεθεί στη Λακωνία. Ο Πύρρος βρήκε έτσι αφορμή για να κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αφού συγκέντρωσε στρατό 25.000 πεζικάριων, 2.000 ιππικό, και 24 ελέφαντες, πέρασε στην Πελοπόννησο. Στη Μεγαλόπολη συνάντησε Σπαρτιάτες πρεσβευτές, τους οποίους και ξεγέλασε με ψεύτικες υποσχέσεις. Ο Αντίγονος αφού κατέλαβε εκ νέου κομμάτι της Μακεδονίας, μάζεψε όσες δυνάμεις μπορούσε και έπλευσε στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει τον Πύρρο. Καθώς ο Αγιάδης βασιλεύς των Σπαρτιατών Αρεύς Α΄ (309-265) και ένα μεγάλο μέρος των Σπαρτιατών ήταν εκείνη την εποχή στην Κρήτη, ο Πύρρος πίστευε πως θα ήταν εύκολο να κατακτήσει την πόλη, παραβιάζοντας τους όρκους του. Καθυστέρησε όμως περιμένοντας το ξημέρωμα, δίνοντας χρόνο στους λίγους υπερασπιστές της πόλης, κυρίως ηλικιωμένους και γυναίκες, να οργανωθούν και να κάνουν δύσκολη την επέλαση του εχθρού. Ήταν τόσο σθεναρή η αντίσταση από τους πολίτες, που έδωσαν την ευκαιρία σε έναν από τους διοικητές του Αντίγονου, τον Αμινία από τη Φωκίδα, να φτάσει στην πόλη από την Κόρινθο με τους άντρες του. Λίγο μετά ο Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη με 2.000 άνδρες, αντικαθιστώντας τους αμάχους που πολεμούσαν, με εκπαιδευμένους στρατιώτες. Αυτές οι ενισχύσεις έκαναν δύσκολα τα πράγματα για τον Πύρρο, που συνειδητοποίησε πως έχανε άντρες από λιποταξία κάθε μέρα, ανακάλεσε την επίθεση και άρχισε να λεηλατεί τη χώρα με σκοπό να περάσει εκεί γύρω το χειμώνα.
ε. Εκστρατεία του Πύρρου στο Άργος (272)
Η ισχυρότερη πόλη στην Πελοπόννησο μετά τη Σπάρτη ήταν το Άργος. Δυο επιφανείς άνδρες της, ο Αρίστιππος και ο Αριστέας ήταν πολιτικοί αντίπαλοι. Καθώς ο Αρίστιππος ήταν σύμμαχος του Αντίγονου, ο Αριστέας κάλεσε τον Πύρρο στο Άργος, να τον βοηθήσει να πάρει την εξουσία. Ο Σπαρτιάτης βασιλεύς Αρεύς, χτυπούσε όπου κατάφερνε στη διαδρομή, προκαλώντας φθορές στο στρατό του Πύρρου. Στις αψιμαχίες αυτές ο Πύρρος έχασε το γιο του από την Αντιγόνη Πτολεμαίο, αλλά εκδικήθηκε συντρίβοντας τους εχθρούς του πάνω στην οργή του. Ο Αντίγονος, γνωρίζοντας πως ο Πύρρος κινούνταν προς το Άργος, οδήγησε και το δικό του στρατό προς αυτή την κατεύθυνση, παίρνοντας μια ισχυρή θέση σε κάποιο υψηλό σημείο κοντά στην πόλη. Όταν ο Πύρρος το έμαθε, στρατοπέδευσε στη Ναυπλία και την επόμενη ημέρα έστειλε κάποιον στον Αντίγονο, αποκαλώντας τον δειλό και προκαλώντας τον σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα. Ο Αντίγονος απάντησε πως θα διάλεγε ο ίδιος πότε θα πολεμήσει και πως αν ο Πύρρος είχε κουραστεί από τη ζωή, θα έβρισκε πολλούς τρόπους να πεθάνει.
Οι κάτοικοι του Άργους, φοβούμενοι πως η περιοχή τους θα γινόταν θέατρο πολέμου, έστειλαν πρεσβευτές στους δύο βασιλείς ζητώντας τους να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στην πόλη να κρατήσει ουδέτερη στάση. Και οι δύο συμφώνησαν, αλλά ο Αντίγονος κέρδισε την εμπιστοσύνη των κατοίκων του Άργους, παραδίδοντας το γιο του ως όμηρο, για να αποδείξει την αλήθεια των λόγων του. Ο Πύρρος μέσα στη νύχτα, οδήγησε το στρατό του στα τείχη της πόλης και μπήκε από μια πύλη που άνοιξε το προδοτικό χέρι του Αριστέα. Τα γαλατικά του στρατεύματα κατέλαβαν την αγορά, αλλά δυσκολεύτηκαν να βάλουν τους ελέφαντες μέσα στην πόλη, καθώς οι πύλες ήταν πολύ μικρές. Αυτό έδωσε στους κατοίκους της πόλης χρόνο να αντιδράσουν. Κατέλαβαν νευραλγικά σημεία της πόλης και έστειλαν απεσταλμένους στον Αντίγονο ζητώντας βοήθεια.
Όταν ο Αντίγονος έμαθε πως ο Πύρρος επιτέθηκε στην πόλη με δόλο, κατέφθασε στα τείχη και έστειλε μέσα ισχυρή δύναμη με επικεφαλής το γιο του. Την ίδια ώρα ο Αρεύς έκανε την άφιξή του με 1.000 Κρητικούς και Σπαρτιάτες με ελαφρύ οπλισμό. Αυτές οι δυνάμεις επιτέθηκαν στους Γαλάτες στο χώρο της Αγοράς. Ο Πύρρος συνειδητοποιώντας πως οι άντρες του δεν τα κατάφερναν, προέλασε προς την πόλη με περισσότερο στρατό, αλλά στα στενά σοκάκια της πόλης δημιουργήθηκε σύγχυση καθώς οι άντρες χάθηκαν και απλά τριγύριζαν εδώ κι εκεί. Έγινε παύση και οι δύο παρατάξεις περίμεναν το ξημέρωμα. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, ο Πύρρος είδε την ισχύ της αντίστασης και αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να υποχωρήσει. Ανησυχώντας μήπως οι πύλες της πόλης ήταν πολύ στενές για να βγουν εύκολα τα στρατεύματά του, έστειλε μήνυμα στο γιο του, Έλενο, που ήταν έξω με τον κύριο όγκο του στρατού, ζητώντας να γκρεμίσει ένα τμήμα των τειχών. Ο αγγελιοφόρος όμως δεν κατάφερε να μεταδώσει καθαρά τις εντολές. Παρεξηγώντας το αίτημα του πατέρα του, ο Ελενός πήρε τους υπόλοιπους ελέφαντες και μπήκε στην πόλη να βοηθήσει.
Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, ο στρατός του Πύρρου έπεσε σε αναρχία, ενώ την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία των ελεφάντων. Οι στριμωγμένοι στρατιώτες είτε ποδοπατήθηκαν, είτε πέθαναν από φιλικό σπαθί καθώς ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπόρεσαν να αποτραπούν ατυχήματα. Σε αυτό το χάος, ο Πύρρος έπεσε ζαλισμένος από ένα κεραμίδι που του πέταξε μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να υπερασπιστεί το γιο της και θανατώθηκε από το Ζόφυρο, ένα στρατιώτη του Αντίγονου, με αποκεφαλισμό. Ο Αντίγονος τον τίμησε φροντίζοντας να αποτεφρωθεί το σώμα του σε μια μεγαλόπρεπη τελετή, ενώ στον γιο του Έλενο φέρθηκε σαν σε φιλοξενούμενο και τον έστειλε κατόπιν με ασφάλεια στην Ήπειρο.
Μετά το θάνατο του Πύρρου, ο στρατός του παραδόθηκε και ενσωματώθηκε σε αυτόν του Αντίγονου αυξάνοντας τη δύναμή του. Τα προβλήματα του Αντίγονου με την Ήπειρο δεν είχαν όμως λάβει τέλος, καθώς, λίγο αργότερα, ο γιος και διάδοχος του Πύρρου Αλέξανδρος Β΄, επανέλαβε το επίτευγμα του πατέρα του κατακτώντας τη Μακεδονία, από την οποία, λίγα χρόνια μετά, τον έδιωξε ο γιος του Αντίγονου Δημήτριος Β. Μάλιστα έχασε και την Ήπειρο και στάλθηκε στην Ακαρνανία εξορία που δεν κράτησε για πολύ, καθώς οι σύμμαχοι του Ακαρνάνες και Αιτωλείς, έδιωξαν τους Μακεδόνες από την Ήπειρο. Ο Αλέξανδρος πέθανε το 260 π.Χ. αφήνοντας τη βασιλεία στη σύζυγό του, Ολυμπιάδα. Εκείνη ήθελε καλές σχέσεις με τη γειτονική χώρα της Μακεδονίας και γι’ αυτό κανόνισε γάμο μεταξύ της κόρης της, Φθίας με το γιο του Αντίγονου, Δημήτριο Β Αιτωλικό.
στ. Ο Χρεμωνίδειος Πόλεμος (267-263)
Μετά την ανάκτηση των εδαφών που είχε καταλάβει ο Πύρρος, και με ευγνώμονες συμμάχους στη Σπάρτη και το Άργος, καθώς και με φρουρές στην Κόρινθο και σε άλλα μέρη, ο Αντίγονος έλεγχε με ασφάλεια τη Μακεδονία και τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Ο προσεκτικός τρόπος με τον οποίο φρόντιζε τα κεκτημένα υποδηλώνει πως δεν ήθελε να επαναλάβει τα λάθη που διέπραξαν ο πατέρας και ο παππούς του. Γνωρίζοντας την αγάπη των Ελλήνων για την ελευθερία και την αυτονομία, προσπάθησε να δημιουργήσει ανάλογη κατάσταση, όσο φυσικά αυτό δεν έθιγε την κυριαρχία του. Επίσης προσπάθησε να αποφύγει την απέχθεια που δημιουργεί ο απολυταρχισμός, χρησιμοποιώντας τοπικούς μεσάζοντες στη διοίκηση, που κυβέρνησαν τις πόλεις τους με την ιδιότητα του τύραννου.
Ο Αντίγονος Β Γονατάς φαίνεται να είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον Αντίοχο Α Σωτήρα, βασιλέα των Σελευκιδών στην Ασία, του οποίου η αγάπη για την αδερφή του Αντίγονου, τη Στρατονίκη, έγινε διάσημη. Μια τέτοια συμμαχία σίγουρα θορύβησε τον ηγεμόνα του βασιλείου της Αιγύπτου. Στην Ελλάδα, η Αθήνα και η Σπάρτη, κάποτε κυρίαρχοι των πολιτικών πραγμάτων, τώρα ένιωθαν καταπιεσμένες από την κυριαρχία του Αντίγονου. Η περηφάνια που κάποτε έκανε αυτές τις δύο πόλεις θανάσιμους εχθρούς, τώρα χρησίμεψε στο να τις ενώσει. Το 267 π.Χ., πιθανώς με την παρότρυνση της Αιγύπτου, ένας Αθηναίος με το όνομα Χρεμωνίδης, έπεισε τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τους Σπαρτιάτες και να κηρύξουν πόλεμο στον Αντίγονο, που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος πόλεμος.
Ο Μακεδόνας βασιλεύς αντέδρασε ερημώνοντας την περιοχή της Αθήνας και κλείνοντας την πόλη από τη θάλασσα. Σε αυτή την εκστρατεία κατέστρεψε επίσης το άλσος και το ναό του Ποσειδώνα που στέκονταν στα σύνορα της Αττικής με τα Μέγαρα. Για να υποστηρίξει τους Αθηναίους και να εμποδίσει την ενδυνάμωση του Αντίγονου, ο φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος, έστειλε στόλο για να σπάσει τον αποκλεισμό. Ο Αιγύπτιος ναύαρχος, Πάτροκλος, αποβιβάστηκε σε ένα μικρό ακατοίκητο νησί κοντά στο Λαύριο και το οχύρωσε ως βάση ναυτικών επιχειρήσεων.
Οι Σελευκίδες είχαν υπογράψει συνθήκη ειρήνης με την Αίγυπτο, αλλά ο γαμπρός του Αντίοχου, Μάγας της Κυρήνης, έπεισε τον Αντίοχο να εκμεταλλευτεί τον πόλεμο στην Ελλάδα και να επιτεθεί στην Αίγυπτο. Για να το αντιμετωπίσει αυτό, ο Πτολεμαίος Β έστειλε μια στρατιά από πειρατές να λεηλατήσουν τα εδάφη και της επαρχίες του Αντίοχου, ενώ ο στρατός του αμυνόταν, κρατώντας πίσω τον ισχυρότερο στρατό των Σελευκιδών. Παρόλο που κατάφερε να υπερασπιστεί την Αίγυπτο, ο Πτολεμαίος δεν μπόρεσε παράλληλα να εμποδίσει τον Αντίγονο να καταλάβει την Αθήνα. Το 263 π.Χ., Αθηναίοι και Σπαρτιάτες, εξαντλημένοι από χρόνια πολέμου και καταστροφής, έκαναν ειρήνη με τον Αντίγονο που απέκτησε και πάλι τον έλεγχο της Ελλάδας.
Ο Πτολεμαίος Β΄ συνέχισε να παρεμβαίνει στις υποθέσεις της Ελλάδας και αυτό οδήγησε σε νέο πόλεμο το 261 π.Χ. Μετά από δύο χρόνια με ελάχιστα αποτελέσματα, ο νέος βασιλεύς τον Σελευκιδών ο Αντίοχος Β΄ ο Θεός, έκανε στρατιωτική συμφωνία με τον Αντίγονο, και έτσι άρχισε ο Δεύτερος Συριακός Πόλεμος. Υπό την πίεση της συνδυασμένης επίθεσης, η Αίγυπτος έχασε εδάφη στην Ανατολία και τη Φοινίκη, καθώς και την πόλη της Μιλήτου, που την κρατούσε πριν ο σύμμαχός της, ο Τίμαρχος, και που κατέλαβε ο Αντίοχος Β΄. Το 255 π.Χ., ο Πτολεμαίος ηττήθηκε από τον Αντίγονο κοντά στην Κω. Την ίδια χρονιά έκανε ειρήνη δίνοντας εδάφη στους Σελευκίδες και αναγνωρίζοντας τον Αντίγονο ως κυρίαρχο του ελλαδικού χώρου. Κατά τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο, γνωστό ως Λαοδίκειο Πόλεμο, οι Μακεδόνες επιτέθηκαν σε κτήσεις των Πτολεμαίων στο Αιγαίο (μάχη της Άνδρου).
Κατά τη διάρκεια κάποιας από τις μάχες που διεξάχθηκαν αυτά τα χρόνια, έχασε τη ζωή του ο γιος και διάδοχος του Αντίγονου Αλκυονέας,. Ως αποτέλεσμα η διαδοχή πέρασε στα χέρια του Δημητρίου Β Αιτωλικού, γιου του Αντίγονου και της Φίλας.
ζ. Η Άνοδος του Άρατου (251-217)
Έχοντας απωθήσει με επιτυχία την εξωτερική απειλή, ο κύριος κίνδυνος για την εξουσία του Αντίγονου ήταν η αγάπη των ίδιων των Ελλήνων για την ελευθερία. Το 251 π.Χ., ο Άρατος, ένας νεαρός ευγενής από τη Σικυώνα, ανέτρεψε τον τύραννο Νικοκλή, που κυβερνούσε με τη συγκατάθεση του Αντίγονου, ελευθέρωσε το λαό και κάλεσε πίσω όσους είχαν εξοριστεί. Αυτό οδήγησε την πόλη σε σύγχυση και διαίρεση. Φοβούμενοι πως ο Αντίγονος θα εκμεταλλευόταν τις διαμάχες αυτές για να επιτεθεί στην πόλη, ο Άρατος ζήτησε η πόλη του να ενταχθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μια συμμαχία πόλεων της Πελοποννήσου.
Προτιμώντας να χρησιμοποιήσει αναίμακτες μεθόδους, ο Αντίγονος θέλησε να ανακτήσει την κυριαρχία της πόλης εξαγοράζοντας τον νεαρό Άρατο. Του έστειλε ένα δώρο 25 ταλάντων, αλλά, εκείνος τα χάρισε στους συμπολίτες του. Με τα χρήματα και ένα συμπληρωματικό ποσό που έλαβε από τον Πτολεμαίο Γ΄ τον Ευεργέτη, ο Άρατος κατάφερε να κατευνάσει τα πάθη στη Σικυώνα και να ενώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Το γεγονός πως ο Άρατος γινόταν δημοφιλής προβλημάτιζε τον Αντίγονο, διότι, αν ο Πτολεμαίος αποφάσιζε να στείλει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στον Άρατο ίσως ήταν για αυτόν μεγάλη απειλή. Αποφάσισε λοιπόν είτε να τον πάρει με το μέρος του, είτε να τον δυσφημίσει στον Πτολεμαίο, δείχνοντάς του μεγάλη ευμένεια και τονίζοντας πως ο Άρατος ήταν φιλικά διακείμενος προς αυτόν και δεν τον εντυπωσίασαν τα πλούτη της Αιγύπτου. Οι φήμες διαδόθηκαν φτάνοντας και στα αυτιά του Πτολεμαίου, που ως ένα σημείο τις πίστεψε.
η. Κατάληψη της Κορίνθου από τον Αντίγονο (251)
Ο Άρατος βέβαια δεν ήταν φίλος του Αντίγονου, αντίθετα τον θεωρούσε δυνάστη. Ως στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, επόμενο βήμα του ήταν να καταλάβει την Κόρινθο, που βρισκόταν σε νευραλγικό σημείο στον ελλαδικό χώρο, καθώς έλεγχε τον ισθμό που ένωνε την Πελοπόννησο με την υπόλοιπη Ελλάδα, αναγκάζοντας τον Αντίγονο να αντιδράσει με τη γνωστή του πονηριά. Ο επικεφαλής της πόλης Αλέξανδρος είχε μόλις πεθάνει, αφήνοντας την αρχηγία στη σύζυγό του τη Νίκαια. Ο Αντίγονος έστειλε το γιο του Δημήτριο Β να ζητήσει το χέρι της, πράγμα που την κολάκευε μιας και ίδια ήταν ήδη ώριμη, ενώ ο Δημήτριος ένας νεαρός πρίγκιπας. Εκείνη δέχτηκε την πρόταση, αλλά δεν παρέδωσε την πόλη και δεν χαλάρωσε την άμυνά της. Ο Αντίγονος προσποιήθηκε πως δεν το πρόσεξε και γιόρτασε το γάμο με μεγαλόπρεπες γιορτές και θεάματα. Μια μέρα που διοργανώθηκε μια σπουδαία παράσταση στο θέατρο, προσφέρθηκε να μεταφέρει τη Νίκαια στο φορείο του, πράγμα που ήταν τιμή. Εκείνη ανυποψίαστη μπήκε. Σε κάποιο σημείο ο Αντίγονος κατέβηκε, χαιρέτησε και διέταξε τους άντρες του να συνεχίσουν προς το θέατρο. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, έτρεξε με ταχύτητα στο οχυρό. Βρήκε την πόρτα αμπαρωμένη, χτύπησε όμως με το ραβδί του, ζητώντας από τους άντρες να του ανοίξουν. Εκείνοι σαστισμένοι το έκαναν, κι έτσι ο Αντίγονος κυρίευσε την πόλη και όρισε κυβερνήτη το φιλόσοφο Περσέα.
θ. Κατάληψη της Κορίνθου από τον Άρατο (243)
Το 243 π.Χ., σε μια νυκτερινή επίθεση ο Άρατος κατέλαβε την Ακροκόρινθο, που όπως αναφέρθηκε, ήταν ένα οχυρό στρατηγικής συμμαχίας χάρις στο οποίο ο Αντίγονος έλεγχε τον Ισθμό και κατ' επέκταση την Πελοπόννησο. Όταν τα νέα έφτασαν στους Κορίνθιους, αυτοί αποφάσισαν να επαναστατήσουν, ανέτρεψαν την παράταξη του Αντίγονου και ενώθηκαν με την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Έπειτα ο Άρατος κατέλαβε το λιμάνι στο Λέχαιο και αιχμαλώτισε 25 από τα πλοία του Αντίγονου.
Αυτή η ατυχία του Αντίγονου άναψε τη σπίθα μιας γενικευμένης επανάστασης απέναντι στη Μακεδονία. Οι Μεγαρείς επαναστάτησαν από κοινού με τους κατοίκους της Τροιζήνας και της Επιδαύρου και εισχώρησαν στη Συμπολιτεία. Με τη νέα του δύναμη, ο Άρατος εισέβαλε στην περιοχή της Αθήνας και λαφυραγώγησαν τη Σαλαμίνα. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες που πιάστηκαν στάλθηκαν πίσω στην Αθήνα ασφαλείς και χωρίς λύτρα για να ενθαρρυνθούν να ενωθούν με την επανάσταση. Οι Μακεδόνες , ωστόσο κατάφεραν για άλλη μια φορά να κρατήσουν την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το 239 π.Χ., ο Αντίγονος πέθανε σε ηλικία 80 ετών και άφησε το βασίλειο στο γιο του Δημήτριο Β΄ τον Αιτωλικό, που βασίλεψε για τα επόμενα 10 χρόνια.
8.5.6. Δημήτριος Β΄ Αιτωλικός (276-229, βασ. 239-229)
Ο Δημήτριος Β΄ ο Αιτωλικός ήταν γιος του Αντίγονου Β΄ Γονατά γιου του Δημήτριου Πολιορκητή και της Φίλας κόρης του Σέλευκου Α του Νικάτορος. Διακρίθηκε ιδιαίτερα σε εφηβική ηλικία περί το 265-260 π.Χ., όταν ο βασιλεύς της Ηπείρου, Αλέξανδρος Β, επωφελούμενος από την απουσία του Αντίγονου Γονατά, σε μάχες κατά των Πτολεμαίων, των Σπαρτιατών, των Γαλατών και τελικά των Αθηναίων, βρήκε την ευκαιρία να περάσει τα μακεδονικά σύνορα. Ο Αντίγονος Γονατάς έσπευσε πίσω στη χώρα του για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αλλά πολλοί από τους άνδρες του τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να χάσει τα εδάφη του στην Ήπειρο, αλλά και το θρόνο της Μακεδονίας. Τότε, ο γιος του, Δημήτριος Β, συγκέντρωσε στρατό όσο απουσίαζε ο πατέρας του και όχι μόνο ανέκτησε τη Μακεδονία, αλλά και έδιωξε προσωρινά τον Αλέξανδρο από το θρόνο του.
Ο Δημήτριος Β σύναψε αρκετούς γάμους, καθένας από τους οποίους έκρυβε κάποιο ξεχωριστό πολιτικό ενδιαφέρον.Ο πρώτος του γάμος με την Νίκαια, ώριμη χήρα του τύραννου της Κορίνθου Αλέξανδρου, αποσκοπούσε στην προσάρτηση της Κορίνθου από τον πατέρα του. Στον δεύτερο γάμο του νυμφεύτηκε τη Στρατονίκη, μια πριγκίπισσα των Σελευκιδών, ηγεμόνων της Συρίας, που ήταν στην πραγματικότητα εξαδέλφη του, καθώς και οι δύο αποτελούσαν εγγόνια του Δημητρίου του Πολιορκητή. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Απάμα, η οποία αργότερα νυμφεύτηκε το βασιλέα της Βιθυνίας, Προυσία Α΄, φέρνοντας στον κόσμο το διάδοχό του, Προυσία Β΄. Για τον τρίτο γάμο του ο Δημήτριος δέχτηκε την πρόταση της Ολυμπιάδας, χήρας του βασιλέως Αλέξανδρου Β της Ηπείρου και νυμφεύτηκε την κόρη της Φθία, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση της παροχής εκ μέρους του βοήθειας στους Ακαρνάνες που κινδύνευαν από τους Αιτωλούς. Ο γάμος αυτός εξόργισε τη Στρατονίκη που έφυγε από τη Μακεδονία, βρίσκοντας καταφύγιο στο πατρικό της στη Συρία, όπου βασίλευε πλέον ο ανηψιός της Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος. Εκεί προσπάθησε μάταια να προκαλέσει πόλεμο τιμής ανάμεσα στα δύο κράτη, ωστόσο τελικά βρήκε ατιμωτικό θάνατο στη Σελεύκεια. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η Φθια αποτελεί την άγνωστη μητέρα του γιου του Δημητρίου και μετέπειτα βασιλέα της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄, αν και ο Ευσέβιος ονομάζει ρητά ως μητέρα του βασιλέως μια τέταρτη γυναίκα με το όνομα Χρυσηίδα, πρώην αιχμάλωτη που ο βασιλεύς πήρε για σύζυγό του.
α. Άνοδος στο θρόνο
Το 239 π.Χ. ο Αντίγονος πέθανε από φυσικά αίτια σε ηλικία 80 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Δημήτριος Β, ο οποίος είχε συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια και κατά πάσα πιθανότητα είχε ήδη συγκυβερνήσει με τον Αντίγονο την περίοδο 257-256 π.Χ. Ανάμεσα στα κατορθώματα του Δημητρίου περιλαμβάνεται η κατάκτηση της Λιβύης και της Κυρήνης, ενώ κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφη τη σφαίρα επιρροής που κληρονόμησε από τον Αντίγονο.
Στο βορρά η φυλή των Παιόνων ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Μακεδόνες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δημητρίου. Στην ανατολή η Χαλκιδική και οι ακτές τουλάχιστον μέχρι τους Φιλίππους άνηκαν ακόμη στη σφαίρα επιρροής των Αντιγονιδών. Η Εύβοια βρισκόταν υπό την επίβλεψη των Μακεδόνων. Η Αθήνα, παρόλο που τυπικά δεν ήταν υπό κατάληψη, αποτελούσε ισχυρό προπύργιο των Μακεδόνων, διαθέτοντας οχυρά στον Πειραιά και τη Μουνιχία. Τέλος, στην Πελοπόννησο, φιλικά προσκείμμενες στους Μακεδόνες ήταν οι πόλεις Μεγαλόπολη, Άργος, Ορχομενός και Φλειούς, όλες υπό το καθεστώς τυραννίδας. Ο Δημήτριος Β σε γενικές γραμμές ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του Αντίγονου Γονατά, καλλιεργώντας φιλικές σχέσεις με τους τυράννους που διοικούσαν τις διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και υποστηρίζοντάς τους ενάντια στα συμφέροντα της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Παράλληλα κληρονόμησε και μια σειρά από προβλήματα διπλωματικού χαρακτήρα. Η αυξανόμενη επιρροή της Αιτωλικής Συμπολιτείας αποτελούσε απειλή για τα εδάφη του Δημητρίου στη Θεσσαλία, ενώ το γεγονός ότι οι Αιτωλοί διαχειρίζονταν το πέρασμα των Θερμοπυλών καθιστούσε προβληματική την επικοινωνία με το νότο. Επιπρόσθέτα στην Πελοπόννησο, η Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό το στρατηγό Άρατο παρενοχλούσε τους τυράννους που υποστήριζαν οι Μακεδόνες, οι οποίοι προφανώς χρησίμευαν ως γραμμή άμυνας κατά των επιθέσεων από το νότο (και ιδιαίτερα από τους Πτολεμαίους). Πέραν της κυρίως περιοχής τους και της πόλης της Σικυώνας, οι Αχαιοί είχαν προσαρτήσει μια εκτεταμμένη περιοχή στο Σαρωνικό Κόλπο που περιελάμβανε τα Μέγαρα, την Κόρινθο, την Επίδαυρο και την Τροιζήνα, ενώ απολάμβαναν και την υποστήριξη της Σπάρτης.
β. Δημητριακός Πόλεμος (235)
Ο Δημήτριος ενεπλάκη σε πόλεμο με την Αιτωλική Συμπολιτεία, και από το γεγονός αυτό, που αποτελεί και το χαρακτηριστικότερο της βασιλείας του, έλαβε την επωνυμία «Αιτωλικός», ενώ η ίδια σύγκρουση ονομάζεται «Δημητριακός πόλεμος». Οι λεπτομέρειες του πολέμου δεν είναι ακριβώς γνωστές αλλά φαίνεται πως πως σχετιζόταν με την κυριαρχία στην περιοχή της Ακαρνανίας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο πλευρό των Αιτωλών συντάχθηκε η Αχαϊκή Συμπολιτεία, και τα δύο ομοσπονδιακά κράτη σύναψαν προσωρινή εκεχειρία, παρά το γεγονός ότι συχνά τα συμφέροντά τους ήταν αντικρουόμενα. Κύριος αντίπαλος του Δημητρίου αναδείχτηκε ο στρατηγός Άρατος, καταγόμενος από την πόλη της Σικυώνας, που έτρεφε βαθειά αντιμακεδονικά συναισθήματα, ενώ παράλληλα επιθυμούσε έντονα την κατάληψη των Αθηνών. Επιφανέστερος των Αιτωλών την περίοδο αυτή ήταν ο στρατηγός Πανταλέων.
Όπως προειπώθηκε ο Δημήτριος σύναψε ισχυρούς δεσμούς με την Ήπειρο όταν δέχτηκε για σύζυγο την πριγκίπισσα των Αιακιδών, Φθία, προσπαθώντας να παρεμποδίσει την προσάρτηση της Ηπείρου στην επικράτεια των Αιτωλών.Τα στρατεύματα του βασιλέως ανάγκασαν τους κατοίκους της πόλης Πλευρώνας (σημερινό Μεσολόγγι) να κατασκευάσουν αργότερα την πόλη τους σε νέα τοποθεσία, καθώς η παλαιά καταστράφηκε.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Δημήτριος πραγματοποίησε εισβολή στη Βοιωτία η οποία είχε ταχθεί με το στρατόπεδο των Συμπολιτειών. Κατά την άφιξη των Μακεδόνων το Κοινόν των Βοιωτών διακήρυξε άμεσα την απομάκρυνσή του από το πλευρό των Αιτωλών και υποτάχθηκε απόλυτα στη βούληση των Μακεδόνων.
Σημαντική απώλεια για το Δημήτριο υπήρξε η προσάρτηση το 235 π.Χ. της Μεγαλόπολης στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Άρατο και τον τύραννο της πόλης, Λυδιάδη.
γ. Προβλήματα στην Ήπειρο (233-229)
Όσο μαινόταν ο Δημητριακός Πόλεμος η Δυναστεία των Αιακιδών στην Ήπειρο οδηγήθηκε στη δύση της μετά το θάνατο της τελευταίας της βασίλισσας, της Δηιδάμειας, περίπου το 233 π.Χ. Μοναδικό μέλος της βασιλικής οικογένειας εν ζωή ήταν η Νηρηΐς, κόρη του περίφημου Πύρρου και σύζυγος του τυράννου των Συρακουσών Γέλωνα Β΄. Η μοναρχία καταλύθηκε και οι ηπειρωτικές πόλεις, πλέον υπό δημοκρατικό πολίτευμα, συνασπίστηκαν σε ομοσπονδιακό κράτος, το «Κοινόν των Ηπειρωτών».
Η πολιτική κατάσταση χαρακτηριζόταν ακόμη από ένταση όταν οι Αιτωλοί εισήλθαν στην Ακαρνανία με επεκτατικές διαθέσεις. Η πόλη Μέδιον, η οποία πολιορκήθηκε στενά, δελέασε το Δημήτριο με την υπόσχεση αμοιβής προκειμένου να λάβει βοήθεια. Ο βασιλεύς με τη σειρά του απευθύνθηκε στον ηγεμόνα των Αρδιαίων Ιλλυριών, που ονομαζόταν Άγρων, προκειμένου να στείλει στρατιωτική βοήθεια. Η πόλη σώθηκε το 231 π.Χ. αλλά ο Άγρων γεμάτος αυτοπεποίθηση θέλησε να συνεχίσειι την εκστρατεία του. Ο θάνατος τον πρόλαβε καθώς ασθένησε με πλευρίτιδα, αλλά η σύζυγός του, Τεύτα, αποφάσισε να συνεχίσει τις αψιμαχίες, οπότε ένα τμήμα ιλλυριακού στρατού χτύπησε την Ηλεία και τη Μεσσηνία, ενώ ένα δεύτερο την Ήπειρο.
Οι Ηπειρώτες απελπισμένοι στράφηκαν στους Αιτωλούς και τους Αχαιούς για βοήθεια. Όταν όμως ο κίνδυνος πέρασε, διαπραγματεύτηκαν με τους Ιλλυριούς συμφωνώντας στη συνεργασία των δύο λαών και απομακρύνθηκαν από τις Συμπολιτείες το 230 π.Χ. Το 229 π.Χ., ένας νέος στρατός των Ιλλυριών λεηλάτησε την ακτή της Ηπείρου, κατανίκησε ένα στόλο της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας στους Παξούς και κατέλαβε την Κέρκυρα όπου εγκαταστάθηκε ιλλυρική φρουρά υπό το Δημήτριο εκ Φάρου. Στη συνέχεια πολιορκήθηκε η Επίδαμνος
Παράλληλα, το 230 π.Χ. οι κτήσεις του Δημητρίου, με αφετηρία την Ήπειρο, δέχτηκαν επιθέσεις από τους Δαρδάνους, οι οποίοι υποχρέωσαν σε ήττα το Μακεδόνα βασιλέα.
δ. Θάνατος και κληρονομιά (229)
Ο Δημήτριος, που κυβέρνησε συνολικά επί δέκα χρόνια, πέθανε ξαφνικά, την εποχή που οι Ρωμαίοι επενέβησαν για πρώτη φορά στην Ιλλυρία. Ο θάνατος του Μακεδόνα βασιλέα, άφησε έκθετους τους τυράννους των πόλεων της Πελοποννήσου, των οποίων υπήρξε προστάτης και παροχέας αγαθών. Έτσι ο ένας μετά τον άλλο, επέστρεψαν την εκτελεστική εξουσία στους συμπολίτες τους, που ένωσαν τις δυνάμεις τους με την Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Πεθαίνοντας ο Δημήτριος άφησε κληρονόμο του θρόνου του το γιο του, Φίλιππο Ε, που όμως ήταν ακόμη νεαρό αγόρι, κι έτσι οι επιφανείς Μακεδόνες, φοβούμενοι την αναρχία που ίσως ξεσπούσε, κάλεσαν τον πρώτο εξάδελφο του αποθανόντος βασιλέα και επίσης εγγονό του Πολιορκητή, τον Αντίγονο Γ τον Δώσοντα, να αναλάβει τη διακυβέρνηση, αφού τον σύζευξαν με τη Φθία, μητέρα του Φιλίππου Ε, και του έδωσαν τα αξιώματα του αντιβασιλέως και του αρχιστράτηγου, ενώ όταν διέγνωσαν πως επρόκειτο για ικανό κυβερνήτη, του απέδωσαν τον πλήρη τίτλο του βασιλέως. Ο Φίλιππος Ε ανέλαβε το θρόνο το 221 π.Χ. σε ηλικία 17 ετών, μετά το θάνατο του Δώσοντος.
8.5.7. Αντίγονος Γ΄ Δώσων (263-221, βασ. 229-221)
Ο Αντίγονος Γ' Δώσων (<μετοχή μέλλοντος του δίδωμι # αυτός που θα δώσει) βασίλεψε όταν η Μακεδονία αντιμετώπιζε εισβολές των Δαρδάνων και εξέγερση των Θεσσαλών, τους οποίους υποστήριζαν οι Αιτωλοί και είχε χάσει την επιρροή της στη νότια Ελλάδα. Ανέβηκε στο θρόνο μετά τον απρόσμενο θάνατο του Δημητρίου Β' του Αιτωλικού το 229 π.Χ. επειδή ο γιος του Φίλιππος Ε ήταν μόνο εννέα ετών και δεν ήταν σε θέση να αναλάβει το θρόνο. Πιθανή διαμάχη για τη διαδοχή αποφεύχθηκε με την εκλογή του Αντίγονου «Δώσοντος», που ήταν επίσης εγγονός του Δημητρίου του Πολιορκητή, γιος του Δημητρίου του Καλού, ετεροθαλούς αδελφού του Αντίγονου Γονατά, ο οποίος κατέστειλε εύκολα την αντίδραση μιας ολιγάριθμης μερίδας ευγενών Μακεδόνων, που τον θεωρούσαν κακώς σφετεριστή του θρόνου και από τους οποίους, προήλθε ο ειρωνικός χαρακτηρισμός «Δώσων» με τον οποίο ο Αντίγονος έμεινε στη Ιστορία.
α. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας (229-227)
Ο Αντίγονος ο Δώσων έπρεπε πρώτα να επέμβει στη Θεσσαλία ώστε να εμποδίσει την αποστασία των πόλεων με την πλευρά της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Αλλά νοτιότερα, οι Συμπολιτείες της Βοιωτίας και της Φωκίδας συμμάχησαν με την Αχαϊκή Συμπολιτεία ενώ η Αθήνα διαπραγματευόταν την επανατοποθέτηση φρουράς στον Πειραιά, τη Μουνιχία, τη Σαλαμίνα και το Σούνιο. Αυτή η ενδυνάμωση των Αχαιών ανησύχησε την Αιτωλική Συμπολιτεία που σύναψε ειρήνη με τον Αντίγονο και συστρατεύτηκε με το βασιλέα της Σπάρτης Κλεομένη Γ'. Έτσι λοιπόν οι διάφορες συμμαχίες των ελληνικών πόλεων - κρατών ήταν πολύ απασχολημένες για να απειλήσουν στη Μακεδονία.
Το 227 π.Χ., ο Αντίγονος επιτέθηκε στην Καρία, και εκμηδένισε την επιρροή της στην Πριήνη και τη Σάμο, με τη βοήθεια του τυράννου Ολύμπιχου. Ήταν μια κίνηση που είχε σκοπό να πλήξει την κυριαρχία των Πτολεμαίων στη θάλασσα και κατόπιν να πάρει τον έλεγχο των θαλάσσιων περασμάτων.
β. Δημιουργία Συμμαχίας στην Πελοπόννησο (226-224)
Παράλληλα η κατάσταση για την Αχαϊκή Συμπολιτεία έγινε δύσκολη εξαιτίας των επιτυχιών της Σπάρτης που υποστηριζόταν οικονομικά από τον Πτολεμαίο Γ' τον Ευεργέτη. Ο Άρατος από τη Σικυώνα δημιούργησε διπλωματικές σχέσεις με τον Αντίγονο το 226 π.Χ. που έφεραν αποτέλεσμα το 224 π.Χ., ενώ η Σπάρτη ήδη είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Κορίνθου και του Άργους και είχε απειλήσει τη Σικυώνα. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία εξέλεξε τον Αντίγονο ηγεμόνα, έστειλε ομήρους στην Πέλλα, δέχτηκε να πληρώσει και να εξοπλίσει το μακεδονικό στρατό για τον πρώτο χρόνο της συμμαχίας και της απαγορεύτηκε να πλησιάσει διπλωματικά οποιοδήποτε άλλο κράτος χωρίς την άδεια του Αντίγονου. Το τίμημα για τη συμμαχία με τους Μακεδόνες ήταν λοιπόν πολύ μεγάλο και ενδεικτικό της άσχημης κατάστασης στην οποία είχε βρεθεί η Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Από την πλευρά της η Αιτωλική Συμπολιτεία παρέμενε ουδέτερη, αλλά παρεμπόδιζε το πέρασμα των Θερμοπυλών από τον Αντίγονο που έπρεπε να μεταφέρει τα πλοία του πλέον από τη θάλασσα της Εύβοιας. Ο μακεδονικός στρατός δεν κατάφερε να αποσπάσει το πέρασμα της Κορίνθου από τους Σπαρτιάτες. Ωστόσο το ξέσπασμα μιας αντισπαρτιατικής επανάστασης στην Κόρινθο ανάγκασε τον Κλεομένη Γ να αποσυρθεί από την πόλη, την οποία τελικά πήρε ο Αντίγονος, ο οποίος προέλασε εναντίον του Άργους που εγκατέλειψε τον Κλεομένη. Ο Μακεδονικός στρατός κατόπιν λεηλάτησε τον Ορχομενό και τη Μαντίνεια και ξεχειμώνιασε στη Σικυώνα και την Κόρινθο.
Ο Αντίγονος ένωσε τις φιλικές προς αυτόν πόλεις σε μία συμμαχία που περιελάμβανε την Αχαΐα, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα, την Ακαρνανία και τη Θεσσαλία. Κάθε πόλη μπορούσε να εκλέγει αντιπροσώπους σε ένα κοινό συμβούλιο των συμμάχων το οποίο θα όριζε ο ίδιος ο Αντίγονος ως δια βίου ηγέτης. Ήταν επίσης αρχηγός του στρατού. Το συμβούλιο είχε την εξουσία να δέχεται νέα μέλη και να λαμβάνει διαφόρων ειδών αποφάσεις, αλλά καθένας από τους συμμάχους διατηρούσε το δικαίωμά του να αποφασίζει για ειρήνη και για πόλεμο. Αυτή η δημιουργία του Συμβουλίου των Συμμάχων ήταν σε άμεση αντίθεση με την προηγούμενη πρακτική της άμεσης κυριαρχίας από τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα και έπειτα. Δεν προβλεπόταν πλέον ούτε παρουσία στρατού, ούτε φόροι, αλλά διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας, καθώς η Μακεδονία ήταν αυτή τη φορά κράτος – μέλος σε ίση θέση με τις άλλες πόλεις. Σκοπός της συμμαχίας αυτής ήταν η αντιμετώπιση της Σπάρτης και η επαναφορά των παραδοσιακών πρακτικών που διαταράχτηκαν από την επαναστατική πολιτική του Κλεομένη.
γ. Πόλεμος κατά της Σπάρτης, Μάχη της Σελλασίας (222)
Ο Κλεομένης εξακολουθούσε να υποστηρίζεται από τον Πτολεμαίο τον Γ'. Το 223 π.Χ.εξαπέλυσε επίθεση στη Μεγαλόπολη, την οποία και ισοπέδωσε. Εκμεταλλεύτηκε την απουσία των μακεδονικών στρατευμάτων που ξεχειμώνιαζαν στα εδάφη τους για να λεηλατήσει την Αργολίδα.
Ο Αντίγονος επέστρεψε το 222 π.Χ επικεφαλής ενός μακεδονικού στρατού. και αντιμετώπισε τον Κλεομένη στη Μάχη της Σελλασίας. Η ήττα ήταν ολοκληρωτική για τους Σπαρτιάτες και ο ίδιος ο Κλεομένης επιβιβάστηκε σε πλοίο με κατεύθυνση της Αίγυπτο. Ο Αντίγονος ωστόσο έδειξε μεγαλοψυχία απέναντι στη Σπάρτη επιτρέποντάς της να εισέλθει στη Συμμαχία. Είναι αξιοσημείωτο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Σπάρτης εισήλθε μέσα στην πόλη εχθρικό στράτευμα. Η νίκη στη Σελλασία οδήγησε στην επαναφορά της μακεδονικής επιρροής στην Πελοπόννησο για αρκετό χρόνο.
Ο Αντίγονος κατόπιν επέστρεψε γρήγορα στη Μακεδονία για να αποκρούσει μια εισβολή των Ιλλυριών και πέθανε στη μάχη, όταν μέσα στην ένταση έσπασε μια φλέβα στο λαιμό του. Τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Μακεδονίας ο θετός του γιος, ο Φίλιππος Ε που είχε στο μεταξύ ενηλικιωθεί.
8.5.8. Φίλιππος Ε΄ Δημητρίου (238-179, βασ. 221-179)
Ο Φίλιππος Ε', γιος του Δημήτριου Β Αιτωλικού και της Φθίας, κόρης του βασιλέως Αλέξανδρου Β της Ηπείρου, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του, που σφράγισαν την ιστορία όλου του Ελληνισμού στους επόμενους πέντε αιώνες, εφόσον από αυτές άρχισε η επικυριαρχία της Ρώμης στην Ελληνική Ανατολή.
α. Συμμαχικός Πόλεμος (220-217)
Διαδέχτηκε στο θρόνο της Μακεδονίας τον θείο του (εξάδελφο του πατέρα του) Αντίγονο Δώσοντα, το 221 π.Χ. σε ηλικία 17 ετών,και κληρονομησε μία Μακεδονία ισχυρή, που είχε καταφέρει να επιβάλλει την κυριαρχία της στην Πελοπόννησο, μετά από πόλεμο ενάντια στη Σπάρτη του Κλεομένη Γ'.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Φιλίππο, ορισμένες πόλεις προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την απειρία του ώστε να αυξήσουν τη δύναμή τους σε βάρος της Μακεδονίας και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Οι Αιτωλοί εξαπέλυσαν μια σειρά από στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στη Φωκίδα και τη Βοιωτία. Το επόμενο φθινόπωρο ο Φίλιππος τα μέλη της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων, που είχε δημιουργήσει ο προκάτοχός του, ο Αντίγονος, στην Κόρινθο, όπου και αποφασίστηκε να κηρυχθεί πόλεμος ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία, ο λεγόμενος Συμμαχικός Πόλεμος (220-217 π.Χ.), κατά τη διάρκειά του ο οποίου Φίλιππος ανέδειξε τις στρατηγικές του ικανότητες, με αποτέλεσμα να γυρίσει ο πόλεμος προς όφελος του.
β. Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (215-205)
Μετά την υπογραφή της ειρήνης στη Ναύπακτο, ο Φίλιππος στράφηκε ενάντια στους Ιλλυριούς. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας βρήκε στο δρόμο του τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους κοντά στην Απολλωνία, το 215 π.Χ. Ενόψει του αναπόφευκτου Α Μακεδονικού Πολέμου (Ρωμαίοι, Αιτωλική Συμπολιτεία και Άτταλος Περγάμου κατά Φιλίππου Ε, 215-205) ο Φίλιππος συμμάχησε το 215 π.Χ. με τον στρατηγό της Καρχηδόνας Αννίβα, ο οποίος είχε ήδη εμπλακεί στον Β Καρχηδονιακό Πόλεμο (219-202) με τους Ρωμαίους στην Ιταλία. Η διπλωματία της Ρώμης βρήκε νέους συμμάχους ανάμεσα στους Αιτωλούς, αλλά και έμμεσα τον ηγεμόνα της Περγάμου Άτταλο Α' το Σωτήρα. Ο Φίλιππος ρίχνηκε σε όλα τα μέτωπα, διοχέτευσε όλη του την ενέργεια παίζοντας το ρόλο του προστάτη των συμμάχων του και για άλλη μια φορά, η ειρήνη που υπόγραψε στη Φοινίκη το 205 π.Χ. ήταν ευνοϊκή για εκείνον.
γ. Κρητικός Πόλεμος (205-201
Το 203-202 π.Χ. ο Φίλιππος, προκειμένου να έχει τα χέρια του ελεύθερα, υπόγραψε σύμφωνο μη – επίθεσης με το βασιλέα των Σελευκιδών Αντίοχο Γ' τον Μέγα (223-187), με τελικό στόχο την κατάλυση και τη διαίρεση του πτολεμαϊκού βασιλείου, στο θρόνο του οποίου βρισκόταν ο, επιτροπευόμενος, λόγω του μικρού της ηλικίας του, Πτολεμαίος Ε Επιφανής (204-180). Σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε συμφωνήσει με τον Αντίοχο Γ’, την άνοιξη του 202 π.Χ. ο Φίλιππος Ε προχώρησε στην Προποντίδα και κατέλαβε τη Θάσο, το 201 π.Χ. το ανατολικό Αιγαίο, εισέβαλε στο βασίλειο της Περγάμου και έφτασε μέχρι την Καρία. Τον επόμενο χρόνο, κατάκτησε τη Σάμο, που άνηκε στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Πολλά κράτη συνασπίστηκανι τότε εναντίον του, ανάμεσα τους η Ρόδος και η Πέργαμος. Σε δύο ναυμαχίες στις θάλασσες της Χίου, ο αγώνας ήταν αμφίρροπος, αλλά ο στόλος της Περγάμου υποχώρησε. Ακολούθησε μια σημαντική νίκη του Φιλίππου απέναντι στον στόλο της Ρόδου.
δ. Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος (200-196)
Όμως, στη Δύση, η απειλή ήταν πλέον σαφής, καθώς οι Ρωμαίοι άρχισαν να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στις ελληνικές υποθέσεις, αποβλέποντας στην επέκταση της πολιτικής τους ηγεμονίας, αφού μετά τη Μάχη στη Ζάμα το 202 π.Χ., που σηματοδότησε τη λήξη του Β’ Καρχηδονιακού Πολέμου, μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν το στρατό που ήταν απασχολημένος έως τότε εκεί. Η πολιτική της Ρώμης, όμως, αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των μακεδονικών βασιλείων.
Το φθινόπωρο του 201 π.Χ. απεσταλμένοι της Ρόδου και του Άταλλου του Α’ της Περγάμου στη Ρώμη, διαμαρτυρήθηκαν για την πολιτική του Φιλίππου Ε’. Πριν η ρωμαϊκή σύγκλητος λάβει επίσημα απόφαση, του έστειλε δύο τελεσίγραφα, το ένα το 200 π.Χ., το άλλο το 198 π.Χ. αυτοπαρουσιαζόμενη ως προστάτιδα δύναμη των ελληνικών πόλεων απέναντι στο Φίλιππο, ο οποίος παρουσιαζόταν ως κατακτητής και τονίζοντας ότι πρέπει να αφήσει τις κτήσεις που το πτολεμαϊκό κράτος είχε καταλάβει, κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο (246-241), στην περιοχή ανατολικά του Νέστου με τις μεγάλες πόλεις, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος. Ο Φίλιππος και τις δύο φορές απέρριψε το αίτημα των Ρωμαίων Τα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί ρωμαϊκός στρατός στην Ιλλυρία σηματοδοτώντας την έναρξη του Β Μακεδονικού Πολέμου (Ρωμαίοι και Αχαϊκή -Αιτωλική Συμπολιτεία κατά Φιλίππου Ε, 200-196). Την ίδια χρονιά ο Μακεδόνας βασιλεύς λεηλάτησε την Άβυδο της Αχαϊας.
Το 200 και το 199 π.Χ. δεν έγινε κάποια αποφασιστική επιχείρηση. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή από το 198 π.Χ. όταν ο Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος (Titus Quinctius Flamininus) ανέλαβε ως ύπατος την ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου. Ενώ προηγουμένως λάμβαναν χώρα μικρότερες επιχειρήσεις, τώρα έγινε μία μεγάλη μάχη, τον Ιούνιο του 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας, σε ένα υψίπεδο βόρεια των Φαρσάλων, όπου η ευελιξία της ρωμαϊκής τακτικής υπερίσχυσε του βάρους της μακεδονικής φάλαγγας. και έκρινε την έκβαση του πολέμου.
Οι όροι της ειρήνης δείχνουν τη καθοριστική σημασία της έκβασης του Β Μακεδονικού Πολέμου, αφού για πρώτη φορά σημειώθηκε ενεργός ανάμιξη των Ρωμαίων στα ελληνικά πράγματα, στα πλαίσια μιας νέας ηγεμονικής πολιτικής της Ρώμης, που δεν συνεπάγεται κατάκτηση, αλλά ρυθμιστική παρέμβαση. Ο Φίλιππος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις του στην Ασία και στην Ευρώπη εκτός από τη Μακεδονία, να αποσύρει τις φρουρές που διατηρούσε εκτός των ορίων της Μακεδονίας μέχρι τα Ίσθμια, να παραδώσει όλους τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους στη Ρώμη, να παραδώσει στη Ρώμη όλο το στόλο του εκτός από πέντε ελαφρά πλοία και το βασιλικό πλοίο, μία τριήρη εκκαιδεκήρη, να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση στη Ρώμη χίλια τάλαντα και να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τον όρο να εκστρατεύει μαζί με τους Ρωμαίους. Επίσης ο μικρότερος γιος του Δημήτριος στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη. Οι σύμμαχοι των Ρωμαίων Αιτωλοί έδειξαν μεγάλη δυσαρέσκεια για τους όρους της ειρήνης, καθώς επιθυμούσαν την απομάκρυνση του Φιλίππου από το θρόνο. Κατά τα Ίσθμια του 196 π.Χ. ο Φλαμινίνος διακήρυξε στο στάδιο της Κορίνθου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθος την αυτονομία και την ελευθερία των ελληνικών πόλεων, δημιουργώντας ένα κενό στην εξουσία, το οποίο προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Αντίοχου Γ' του Μέγα, που τα επόμενα χρόνια έδωσδε σειρά μαχών με στόχο να κυριαρχήσει στον ελλαδικό χώρο.. Ο Φλαμινίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στον οποίο αποδόθηκαν λατρευτικές τιμές από τους Έλληνες ως δείγμα ευγνωμοσύνης. Παρέμεινε στην Ελλάδα ως το 194 π.Χ., οπότε ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου επέστρεψε παίρνοντας μαζί του πολλά έργα τέχνης με τα οποία κόσμησε το θρίαμβό του.
Ο Β’ Μακεδονικός Πόλεμος, είναι ένα ιστορικό ορόσημο, που καθορίζει την αφετηρία της ρυθμιστικής παρέμβασης των Ρωμαίων στα ελληνικά πράγματα.
ε. Προσπάθεια ανάκαμψης (191-187)
Τα επόμενα χρόνια έγιναν νέοι πόλεμοι των Ρωμαίων ενάντια στη Σπάρτη και τους Αιτωλούς, που αναζήτησαν συμμάχους ακόμη και ανάμεσα στους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος αρνήθηκε να βοηθήσει μιας και στο παρελθόν είχαν ζητήσει την αποπομπή του. Τελικά οι σύμμαχοι ηττήθηκαν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι όμως δεν κατέστρεψαν τη Σπάρτη, θέλοντας κάποιον να ελέγχει τα πράγματα στην Πελοπόννησο. Ο Φίλιππος από την πλευρά του ήταν υποχρεωμένος να συμπεριφέρεται ως τέλειος σύμμαχος της Ρώμης. Συμμετείχε μάλιστα στην εκστρατεία των Ρωμαίων ενάντια στους Σελευκίδες των οποίων ηγέτης ήταν ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας κατά την περίοδο (191 – 189 π.Χ.), ενώ στον γιο του Δημήτριο επιτράπηκε να επιστρέψει στο σπίτι του. Αλλά ο Φίλιππος Ε, απογοητευμένος από τις φτωχές του ανταμοιβές από τις εκστρατείες και ενοχλημένος από τη συνεχή εχθρότητα της Συγκλήτου στο πρόσωπό του, κατάφερε σιγά σιγά να κάνει τη Μακεδονία να ορθοποδήσει και πάλι, αναδιοργανώνοντας το στρατό και το κράτος, αυξάνοντας τα εισοδήματά του και επιτρέποντας σε διάφορες πόλεις να κόψουν νόμισμα, ενώ συμμάχησε και με ένα λαό κελτικής ή γερμανικής καταγωγής, τους Βάσταρνες, και αποφάσισε πολλές μετακινήσεις πληθυσμών.
Το 187 π.Χ. κατέλαβε τις ελληνικές πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνο. Όμως, στην ίδια περιοχή ζητούσε να κυριαρχήσει και ο Ευμένης Β’, ανταγωνιστής του Φιλίππου Ε’ και, αργότερα, του Περσέα. Ο Φίλιππος Ε’ διεξήγαγε εκστρατείες εναντίον των θρακικών φύλων κατά τα έτη 184, 183 και 181 π.Χ. Κάποια στιγμή αρνήθηκε να εκκενώσει τις πόλεις που κατέλαβε στη Θράκη και τη Θεσσαλία για να αποδοθούν στον Ευμένη Β', βασιλέα της Περγάμου και εκείνος επειδή αδυνατούσε να διώξει με τη βία το Φίλιππο, παραπονέθηκε στους Ρωμαίους. Ο Φίλιππος συνέχισε να αρνείται και μάλιστα κατέλαβε και δύο ουδέτερες πόλεις κοντά στην Πέργαμο. Παράλληλα έστειλε εκ νέου το Δημήτριο σε διπλωματική αποστολή στη Ρώμη με σκοπό να αλλάξει την κατάσταση υπέρ της Μακεδονίας. Ο Δημήτριος έκανε ισχυρούς φίλους και ήλπιζε να πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό του με τη βοήθειά τους, ωστόσο οι ικανότητες του απεσταλμένου του Ευμένη τον παρεμπόδισαν.
στ. Τα τελευταία χρόνια και η διαδοχή
Το τέλος της ζωής του Φιλίππου σημαδεύτηκε από μια οικογενειακή τραγωδία. Ο Φίλιππος είχε αποκτήσει το μεγαλύτερο γιο του και κατοπινό του διάδοχο τον Περσέα, με την Πολυκράτεια από το Άργος. Από κάποια άλλη σύζυγο, της οποίας το όνομα είναι άγνωστο, είχε αποκτήσει δύο κόρες και ένα γιο, τον Δημήτριο, που όπως αναφέρθηκε, έζησε κάποια χρόνια στη Ρώμη με την ιδιότητα του ομήρου και τελικά επέστρεψε το 191 π.Χ. Από ό,τι φαίνεται ο Δημήτριος ήταν δημοφιλής στους Ρωμαίους, πράγμα που ανησυχούσε το μεγαλύτερο αδερφό του και διάδοχο του θρόνου Περσέα, ο οποίος παρουσίασε στο Φίλιππο κάποια έγγραφα που αποδείκνυαν πως ο Δημήτριος σκόπευε σε συνεργασία με τους Ρωμαίους να πάρει το θρόνο. Αυτό έγινε αιτία να εκτελεστεί το 181 π.Χ. ο Δημήτριος από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν συντετριμμένος για το γεγονός αυτό, μέχρι τον θάνατό του που συνέβη το 179 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στη Θράκη κατευθυνόμενος από την Αμφίπολη προς το βορρά. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας, τελευταίος βασιλεύς του μακεδονικού βασιλείου.
8.5.9. Περσέας Φιλίππου (212-162, βασ. 179-168)
Ο Περσέας ήταν ο τελευταίος βασιλεύς της Μακεδονίας, μέλος της Δυναστείας των Αντιγονιδών. Πατέρας του ήταν ο Φίλιππος Ε' και μητέρα του η Πολυκράτεια από το Άργος. Η ζωή του σημαδεύτηκε από αγώνες αντίστασης κατά της ρωμαϊκής εισβολής στον ελλαδικό χώρο.
α. Πολιτική
Ο Περσέας διαδέχτηκε τον πατέρα του, το 179 π.Χ., ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του Δημήτριου, που οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν είτε για να ανατρέψουν το Φίλιππο, είτε για να προκαλέσουν ενδοοικογενειακές διαμάχες στη μακεδονική αυλή. Ο Περσέας, δεν ήταν αρεστός στους Ρωμαίους, γι΄αυτό αμέσως με την άνοδό του στο θρόνο, ζήτησε από τους Ρωμαίους ανανέωση της συμμαχίας μαζί τους και αναγνώρισή του από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Ευμένης Β της Περγάμου, όμως, τον διέβαλε ότι δήθεν προετοίμαζε πόλεμο, κάτι που δεν προέκυπτε από τη διπλωματική του δραστηριότητα, από την οποία φαίνεται ότι επιζητούσε καλές σχέσεις με όλα τα μακεδονικά κράτη, βασίλεια και πόλεις.
Μια σειρά πράξεών του χρησιμοποιήθηκαν ως αιτιάσεις για τη δημιουργία αναίτιας ανησυχίας. Η επέμβασή του στις υποθέσεις των γειτονικών κρατών, μια επίσκεψή του στους Δελφούς με οπλισμένη συνοδεία, η αποφυγή συνάντησης με Ρωμαίους απεσταλμένους στη Μακεδονία, όλα έδιναν αφορμή στους Ρωμαίους να τον υποπτεύονται. Αρχικά ο Περσέας φρόντισε να λάβει μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας ευνοϊκά προς τον λαό, πράγμα που αύξησε τη δημοτικότητά του. Κατόπιν βελτίωσε τις σχέσεις του κράτους του με τις πόλεις της Θεσσαλίας και τις Συμπολιτείες που είχαν ταραχτεί κατά τη διάρκεια της θητείας του πατέρα του. Φρόντισε τέλος, να εξομαλύνει τις σχέσεις του βασιλείου του με τους Σελευκίδες, νυμφευόμενος τη Λαοδίκη, κόρη του Σέλευκου Δ' Φιλοπάτορος. Μαζί απέκτησαν τον Αλέξανδρο, το Φίλιππο και μία κόρη.
Ως βασιλεύς ο Περσεύς φρόντισε για την εξομάλυνση των σχέσεων του με τη Ρώμη, κυρίως όμως για την αποκατάσταση της εσωτερικής ηρεμίας και την ενίσχυση της επιρροής του στη νότια Ελλάδα. Η παραγραφή των χρεών, η αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων και χρεωφειλωτών, ο επαναπατρισμός των εξορίστων και των φυγάδων και τέλος η επιστροφή των περιουσίων ήταν μέτρα που τόν έκαναν αγαπητό στο λαό του, αποδυναμώνοντας παράλληλα τη φιλορωμαϊκή παράταξη της Μακεδονίας. Στα πλαίσια αυτών των σχεδίων του το φθινόπωρο του 174 π.Χ. σύναψε συμμαχία με τους Βοιωτούς.
β. Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (171-168)
Απώτερος στόχος του Περσέως ήταν η προετοιμασία του κράτους του για ενδεχόμενο νέο πόλεμο με τους Ρωμαίους. Οι κινήσεις του συνοδεύτηκαν από γενικότερο αναβρασμό των ελληνικών πόλεων - κρατών, ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ένα περιστατικό του 172 π.Χ. δημιούργησε στη Ρώμη την άποψη ότι ο Περσέας είναι επικίνδυνος. Καθώς ο Ευμένης Β της Περγάμου επέστρεφε από ένα ταξείδι του στη Ρώμη, πέρασε από τους Δελφούς όπου και σημειώθηκε μία απόπειρα δολοφονίας του, ηθικός αυτουργός της οποίας θεωρήθηκε ο Περσέας. Η επίσημη ρωμαϊκή άποψη ότι ο Μακεδόνας βασιλεύς ήταν ο ηθικός αυτουργός ενίσχυσε το αρνητικό κλίμα εις βάρος του και οδήγησε στην απόφαση των αρχών του 171 π.Χ. για πόλεμο εναντίον του και ολοκληρωτική κατάκτηση του μακεδονικού κράτους.
Σύντομα Ρώμη και Μακεδονία ενεπλάκησαν στον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο (171 – 168 π.Χ.), για τον οποίο οι αρχαίοι ιστορικοί αναγνωρίζουν τρεις αφορμές: την άνοδο στο θρόνο του Περσέως που έτρεφε, σε αντίθεση με το Δημήτριο, αντιρωμαϊκά αισθήματα, την επίσκεψη του Ευμένη στη Ρώμη, που κάποιοι Ρωμαίοι τον κατηγόρησαν τελικά πως παρέσυρε το κράτος τους σε πόλεμο για προσωπικά συμφέροντα, καθώς και την επίθεση που δέχτηκε ο Περγαμηνός στους Δελφούς. Οι πρώτες μάχες την επόμενη άνοιξη επικεντρώθηκαν γύρω από τη Θεσσαλία, αλλά καμία νίκη δεν υπήρξε καθοριστική ώστε να επικρατήσει είτε ο ένας στρατός, είτε ο άλλος. Ακολούθησαν άγριες λεηλασίες των Ρωμαίων στη Στερεά Ελλάδα και η κατάκτηση της Βοιωτίας από αυτούς. Μόλις το καλοκαίρι του 169 π.Χ. κατάφεραν να αναγκάσουν τον Περσέα να αποσυρθεί βόρεια.
Ο Μακεδόνας βασιλεύς κατόπιν ήρθε σε συμφωνία με τον ηγεμόνα των Ιλλυριών Γένθιο, ο οποίος όμως γνώρισε την ήττα και αιχμαλωτίστηκε. Τότε κατέφθασε με μεγάλες ενισχύσεις ο νέος Ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος. Στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ., έλαβε χώρα η Μάχη της Πύδνας, μια από τις δραματικότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, που έκρινε όχι μόνο τις τύχες της Ελληνικής χερσονήσου αλλά και όλης της Εγγύς Ανατολής. Καθώς η μακεδονική φάλαγγα δεν διέθετε την κατάλληλη έφιππη πλαγιοφυλακή, έχασε τελικά τη συνοχή της και υπέστη συντριπτική ήττα από τη ρωμαϊκή λεγεώνα.
Τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια για το μακεδονικό βασίλειο που έπαψε να υπάρχει με τη μορφή που ως τότε ήταν γνωστό. Οι Ρωμαίοι πρόβλεψαν το χωρισμό των εδαφών της Μακεδονίας σε τέσσερις διοικητικές περιοχές, που ονομάστηκαν μερίδες, φόρου υποτελείς στη Ρώμη, που υπέφεραν από αυστηρή απομόνωση από την υπόλοιπη Ελλάδα.. Καθεμία από αυτές τις περιοχές ήταν αυτοδιοίκητη, ενώ δεν επιτρεπόταν επιγαμίες και ανταλλαγές ανάμεσα στους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η πρώτη περιοχή ήταν μεταξύ του Νέστου και του Στρυμώνα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη (σε αυτήν υπήχθησαν και οι κτήσεις του Περσέα μεταξύ Νέστου και Έβρου), η δεύτερη τα εδάφη μεταξύ Στρυμώνα και Αξιού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, η τρίτη, γνωστή ως κάτω ή παράλια Μακεδονία, περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ Αξιού και Πηνειού με πρωτεύουσα την Πέλλα και η τέταρτη, άνω Μακεδονία, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια Λυγκηστίδα (η σημερινή πόλη Μοναστήρι-Bitola) που περιλάμβανε ολόκληρη την ορεινή βορειοδυτική Μακεδονία, την ενδοχώρα της τρίτης μερίδας. Με βάση τις νέες ρυθμίσεις οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη διατήρηση στρατού για την άμυνα από επιθέσεις, εκτός από την τρίτη μερίδα. Η απαγόρευση της μεταξύ των μερίδων επικοινωνίας ίσως οφείλεται στην αποτροπή της επιβίωσης του βασιλείου. Οι μερίδες διατηρήθηκαν υπό αυτό το καθεστώς από το 167 π.Χ. έως ότου οργανώθηκαν ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.
Το 167 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους των μακεδονικών πόλεων στην Αμφίπολη και τους ανακοίνωσε τις νέες ρυθμίσεις.Την τύχη της Μακεδονίας ακολούθησε και η Ήπειρος, από όπου οδηγήθηκαν στη σκλαβιά χιλιάδες άνθρωποι, παρόλο που δεν είχαν βοηθήσει τον Περσέα στις μάχες του. Τελικά το 146 π.Χ., μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, οι τέσσερις δημοκρατίες ενώθηκαν και μαζί με τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, μετετράπησαν στην Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας.
γ. Θάνατος στην Ιταλία
Μετά την ήττα στην Πύδνα, ο μακεδονικός στρατός εκφυλίστηκε σε μικρές συνοριακές φρουρές, ενώ οι Μακεδόνες ευγενείς εξαναγκάστηκαν σε μεταφορά στη Ρώμη, μαζί με τους άρρενες απογόνους τους. Ο Περσέας πέρασε στην Πέλλα και, στη συνέχεια, στην Αμφίπολη και στη Σαμοθράκη, όπου παραδόθηκε με την οικογένειά του στον Αιμίλιο Παύλο. Ο τελευταίος τέλεσε θρίαμβο στη Ρώμη, διαπομπεύοντας τον ηττημένο βασιλέα. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, το 162 π.Χ., στα ιταλικά εδάφη, στην αγροτική Άλβα Φουκέντια, χωρίς να του δοθεί δυνατότητα επιστροφής. Εκεί άφησαν και την τελευταία τους πνοή τα παιδιά του, εκτός από τον Αλέξανδρο.
Το 150 π.Χ. εμφανίστηκε ένας Μακεδόνας ευπατρίδης ονομαζόμενος Ανδρίσκος ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι ήταν γιος του Περσέα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς ως Φίλιππος Ανδρίκσος και ξεκινώντας από τη Θράκη, ακολουθούμενος από πλήθη στρατιωτών, σχεδίαζε να αναβιώσει το βασίλειο της Μακεδονίας. Το 149 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ηττήθηκε, όμως, κατά το θέρος του 148 π.Χ. και κατέφυγε στη Θράκη, όπου τα ίχνη του χάθηκαν.
8.6. Το βασίλειο της Περγάμου (281-133)
Το κράτος της Περγάμου, που διατήρησε την ισχύ του από το 281 μέχρι το 133 π.Χ., ιδρύθηκε από τον αξιωματικό του βασιλέως της Θράκης Λυσίμαχου, φρούραρχο της Περγάμου και φύλακα του θησαυρού της Φιλέταιρο Αττάλου, θεμελιωττή της της Δυναστείας των Ατταλιδών. Μετά την ήττα του Λυσίμαχου από τον Σέλευκο και τον θάνατό του το 281 π.Χ. ο Φιλέταιρος δήλωσε υποταγή στο νικητή και ανταμείφθηκε με ένα βαθμό αυτονομίας, η οποία έγινε μεγαλύτερη μετά τον θάνατο του Σέλευκου τον ίδιο χρόνο, οπότε ο Φιλέταιρος επεξέτεινε την επικράτειά του, αποσπάστηκε ουσιαστικά από τους Σελευκίδες και σύναψε στενότερες σχέσεις με τους Πτολεμαίους. Οι Ατταλίδες διακρίθηκαν ως προστάτες των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Στα χρόνια τους η Πέργαμος κοσμήθηκε με λαμπρά οικοδομήματα και έγινε η ίδια ένα από τα θαυμασιότερα στολίδια του ελληνικού κόσμου.
8.6.1. Φιλέταιρος Αττάλου (343-263, βασ. 281-263)
Ο Φιλέταιρος (φίλος + εταίρος = ο αγαπών τους συντρόφους του) γεννήθηκε στην πόλη Τίειον, στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας προς τη Μαύρη Θάλασσα, ανάμεσα στη Βιθυνία προς τα δυτικά και την Παφλαγονία στα ανατολικά. Πατέρας του ήταν ο Άτταλος (πιθανώς μακεδονικής καταγωγής) και μητέρα του η Βόα, μια παλλακίδα και μουσικός από την Παφλαγονία. Ο Στράβων αναφέρει ότι ο Φιλέταιρος υπήρξε ευνούχος εξαιτίας ενός ατυχήματος κατά την παιδική του ηλικία, όταν βρισκόταν στην αγκαλιά της παραμάνας του σε ένα μέρος με πολύ μεγάλο συνωστισμό. Ίσως όμως η οικογένειά του διέδωσε σκόπιμα τα περί ευνουχισμού με την ελπίδα να τον βοηθήσει να ακολουθήσει καλή πολιτική καριέρα, παρασύροντας στην άνοδο και την οικογένειά του.
Μεγαλώνοντας υπήρξε ακόλουθος του Δόκιμου, ενός από τους αξιωματικούς του Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Με τον τρόπο αυτό βρέθηκε εν μέσω των πολέμων που ακολούθησαν το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου για τη Διαδοχή στο θρόνο της αυτοκρατορίας που δημιούργησε. Όταν ο Δόκιμος παρέδωσε το 302 π.Χ. στον στρατηγό Λυσίμαχο τόσο τη ζωή όσο και την περιουσία του, ο νεαρός Φιλέταιρος περιήλθε επίσης στα χέρια του Λυσίμαχου που είχε πλέον αναδειχθεί Βασιλεύς της Θράκης. Στον Φιλέταιρο ανατέθηκε η διαχείριση του θησαυροφυλακίου της Περγάμου, που κατά τον Στράβωνα φιλοξενούσε θησαυρό εννέα χιλιάδων ταλάντων από ασήμι. Ο Φιλέταιρος υπήρξε ικανός στη θέση αυτή και αποδείχτηκε άξιος εμπιστοσύνης για πολύ καιρό.
α. Αυτονόμηση της Περγάμου
Ο Οίκος του Λυσίμαχου υπέφερε από ενδοοικογενειακές διαμάχες. Ο γιος του, Αγαθοκλής, που ήταν ιδιαίτερα λαοφιλής, βρήκε το θάνατο το 283 π.Χ. από τον ίδιο του τον πατέρα εξαιτίας των δολοπλοκιών της μητριάς του τότε βασίλισσας Αρσινόης. Η χήρα του νεαρού, Λυσάνδρα, κατέφυγε στην προστασία του έτερου ισχυρού άνδρα της εποχής, του Σέλευκου του Νικάτορα. Ο τελευταίος παρά την προχωρημένη του ηλικία άδραξε την ευκαιρία να συγκρουστεί με το Λυσίμαχο, ο οποίος έχασε τη ζωή και το βασίλειό του στην καθοριστική Μάχη του Κουροπεδίου (=Κύρου Πεδίον) της Φρυγίας. Κατά τη διάρκεια των ταραχών αυτών, ο Φιλέταιρος, όπως και άλλοι αυλικοί του Λυσιμάχου, ήρθε σε ρήξη με την Αρσινόη και προσέφερε τις υπηρεσίες και το θησαυρό του στο Σέλευκο.
Με διάφορους πολιτικούς ελιγμούς διασφάλισε τα φιλικά αισθήματα τόσο του Σέλευκου όσο και του διαδόχου του Αντίοχου Α΄ Σωτήρα, πετυχαίνοντας τη σχετική αυτονομία της Περγάμου. Μετά τη δολοφονία του Σέλευκου το 281 π.Χ. από τον αδερφό της Λυσάνδρας, τον Πτολεμαίο Κεραυνό, ο Φιλέταιρος διέγνωσε πως ο καιρός ήταν ώριμος ώστε να αυτονομηθεί, ιδρύοντας ένα ημι-ανεξάρτητο κράτος με επίκεντρο την πόλη της Περγάμου στον Καϊκό ποταμό. Αν και δεν υιοθέτησε επισήμως τον τίτλο του βασιλέως, οι διάδοχοί του βασιλείς της Δυναστείας των Ατταλιδών, τον αναγνώριζαν και τον τιμούσαν ως προπάτορά τους.
β. Πολιτική και πολιτισμική προσφορά
Ο Φιλέταιρος κατάφερε να διατηρηθεί στην εξουσία του σημαντικού αυτού θησαυροφυλακίου για μία περίοδο επιπλέον είκοσι ετών, συντασσόμενος προσεκτικά με τον εκάστοτε Διάδοχο που αποκτούσε το πάνω χέρι στις μακρόχρονες και αιματηρές συγκρούσεις τους. Μετά τη δολοφονία του Σέλευκου φρόντισε να εξασφαλίσει τη σωρό του αποθανόντος βασιλέα, να την αποτεφρώσει και να στείλει τις στάχτες με τιμές στο γιο του, Αντίοχο Α΄. Ήταν τότε που εξασφάλισε το δικαίωμα να εκδώσει νόμισμα με τη μορφή του Σέλευκου.
Παρόλο που τυπικά παρέμεινε κάτω από την κυριαρχία των Σελευκιδών, ο Φιλέταιρος, είχε αρκετή αυτονομία και μπορούσε με τη βοήθεια του διόλου ευκαταφρόνητου πλούτου που είχε στα χέρια του να αυξάνει τη δύναμη και την επιρροή του εκτός της Περγάμου. Ως ηγεμόνας εγκαινίασε μια επιτυχημένη πολιτική βάσει της οποίας εξασφάλισε με μη προκλητικό τρόπο τη συμμαχία γειτονικών του πόλεων. Για παράδειγμα όταν η Κύζικος δοκιμάστηκε από γαλατικές επιδρομές δώρισε στην πόλη χρήματα και τρόφιμα, ενώ υπήρξε ευεργέτης πολλών ιερών σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησε πολύ καλή φήμη για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Παράλληλα εξόπλισε μισθοφορικό στρατό για την προστασία των συνόρων του και ίδρυσε τουλάχιστον μια αποικία με στρατηγική σημασία, γνωστή ως Φιλεταίρεια. Επιπροσθέτως, κατασκεύασε την Ακρόπολη της Περγάμου, το ναό της Δήμητρας και το ναό της Αθηνάς, της θεάς – προστάτιδας της Περγάμου, καθώς και το πρώτο παλάτι της πόλης. Τέλος, συνέβαλε σημαντικά και στην οχύρωση της.
γ. Διαδοχή και υστεροφημία
Ο Φιλέταιρος δεν νυμφεύθηκε ποτέ αλλά είχε δύο αδελφούς, τον Ευμένη που ήταν μεγαλύτερος από τους δύο, και τον Άτταλο. Προτού πεθάνει είχε υιοθετήσει τον γιο του Ευμένη, που ονομαζόταν επίσης Ευμένης, ο οποίος τον διαδέχτηκε όταν απεβίωσε το 263 π.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο Άτταλος, γιος του έτερου αδερφού του Αττάλου, νυμφεύτηκε την Αντιοχίδα, ανιψιά του Αντίοχου Α΄, με τον οποίο ο Φιλέταιρος διατήρησε εγκάρδια φιλία. Καρπός του γάμου ήταν ο κατοπινός βασιλεύς Άτταλος Α΄.
Διατηρώντας μια μικρή έκταση ανάμεσα στις πανίσχυρες αυτοκρατορίες της μακεδονικής περιόδου, ο Φιλέταιρος κατάφερε με έξυπνους διπλωματικούς χειρισμούς να τη μετατρέψει σε ένα καλά οργανωμένο κράτος που διατηρήθηκε ζωντανό παρά τις δυσμενείς συνθήκες που δημιούργησαν οι γαλατικές εισβολές και οι Πόλεμοι των Διαδόχων. Μετά τον θάνατό του τιμήθηκε από τους απογόνους του ως ιδρυτής της Δυναστείας των Ατταλιδών, λαμβάνοντας την επωνυμία «Ευεργέτης». Διατήρησαν μάλιστα την παράδοση να αποτυπώνουν τη δική του μορφή στα νομίσμτα του κράτους, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
8.6.2. Ευμένης Α΄ Ευμένους (290;-241, βασ. 263-241)
Ο Ευμένης Α ήταν γιος του Ευμένη, αδερφού του Φιλέταιρου, ιδρυτή της δυναστείας και προκατόχου του στο θρόνο, και της Σατύρας, κόρης του Ποσειδώνιου. Όντας άτεκνος, ο Φιλέταιρος υιοθέτησε τον Ευμένη κληροδοτώντας του την ηγεμονία της Περγάμου μετά το θάνατό του, το 263 π.Χ.
Υπό τον Φιλέταιρο το κράτος βρισκόταν τυπικά υπό την εξουσία των Σελευκιδών, με τους οποίους είχαν διατηρηθεί άριστες σχέσεις. Ουσιαστικά όμως η Πέργαμος απολάμβανε αυτονομία, ενώ είχε αρχίσει να επεκτείνει με ανώδυνους τρόπους την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή. Ο Ευμένης αποφάσισε πως είχε πλέον τη δύναμη να προσαρτήσει στην επικράτειά του τα γειτονικά προς την Πέργαμο εδάφη, ερχόμενος σε ρήξη με τον ηγεμόνα των Σελευκιδών, Αντίοχο Α' Σωτήρα, του οποίου η θέση ήταν επισφαλής. Τελικά, πέτυχε μια σημαντική νίκη κατά του Αντίοχου κοντά στην πρωτεύουσα της Λυδίας, τις Σάρδεις, το 261 π.Χ. Πρακτικά έτσι έκανε ανεξάρτητη την Πέργαμο και επέκτεινε τα εδάφη που έλεγχε. Επιδεικνύοντας την ανεξαρτησία της πόλης του, έκοψε νόμισμα με το πρόσωπο του Φιλέταιρου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του απεικόνιζε στα νομίσματά του το Σέλευκο Α΄ το Νικάτορα.
Εκτός από την επανάσταση αυτή, δεν αναφέρονται άλλες εχθροπραξίες με την εμπλοκή της Περγάμου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ευμένη. Το πολιτικό κλίμα της εποχής συνέχισε ωστόσο να χαρακτηρίζεται από τις διαμάχες ανάμεσα στους Σελευκίδες και τους Πτολεμαίους, αλλά και από την αυξανόμενη απειλή των Γαλατών που συνεχώς λεηλατούσαν διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας. Είναι πιθανόν η Πέργαμος να γλύτωσε την οδυνηρή αυτή μοίρα, επειδή ο Ευμένης προσέφερε λύτρα στους Γαλάτες.
Έχοντας κυβερνήσει επί είκοσι δύο χρόνια ο Ευμένης πεθαίνοντας, πιθανώς από επιπλοκή άκρατης οινοποσίας, άφησε το θρόνο στον υιοθετημένο γιο του πρώτου εξαδέρφου του Άτταλο.
8.6.3. Άτταλος Α΄ Αττάλου ο Σωτήρ (269-197, βασ. 241-197)
Ο Άτταλος Α΄ ο Σωτήρ (<αίσσω <άσσω <άττω = κινούμαι ορμητικά + αλς-αλός = θάλασσα # ορμητικός σαν θάλασσα) ήταν κοντινός συγγενής και θετός γιος του προκατόχου του, Ευμένη Α΄, γιος του Αττάλου ανεψιού του Φιλέταιρου και της Αντιόχιδος, πριγκίπισσας από τον Οίκο των Σελευκιδών. Παντρεύτηκε την ευγενικής καταγωγής Απολλωνίδα από την Κύζικο της Μυσίας με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους (Ευμένης, Άτταλος, Φιλέταιρος και Αθήναιος).
α. Νίκη επί των Γαλατών
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Αττάλου κατά την περίοδο της ηγεμονίας του ήταν η σημαντική νίκη που πέτυχε εναντίον των Κελτών, που είχαν μεταναστεύσει από τη Θράκη στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, και τους οποίους οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Γαλάτες (Κέλτες <Κελέτες > Γαλάτες από το κέλης+έχω # οι έχοντες άλογα), σχετίζοντάς τους με τις κέλτικες φυλές που κατοικούσαν στη σύγχρονη Γαλλία, Ελβετία και βόρεια Ιταλία. Η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκαν ονομάστηκε επίσης Γαλατία. Ήδη από την εποχή που ο Φιλέταιρος αυτονομήθηκε από την επιρροή των Διαδόχων, η φυλή αυτή παρενοχλούσε την Πέργαμο και την ευρύτερη περιοχή της, προβαίνοντας σε λεηλασίες και καταστροφές.
Πιθανολογείται πως ο προκάτοχος του Αττάλου, Ευμένης Α΄, αντιμετώπισε αυτή την απειλή επιλέγοντας να καταβάλλει κάποιο χρηματικό ποσό. Ο Άτταλος αντίθετα υπήρξε ο πρώτος από τους ηγεμόνες της Περγάμου που αποφάσισε να επιλύσει το θέμα με στρατιωτικά μέσα. Συνάντησε τους Γαλάτες στις όχθες του Κάικου ποταμού στη Μυσία, κατατροπώνοντάς τους. Η νίκη αυτή του απέφερε μυθική δόξα, ενθαρρύνοντάς τον να υιοθετήσει την επωνυμία «Σωτήρ», κατά το πρότυπο του Αντίοχου Α΄, και να διεκδικήσει επισήμως τον τίτλο του «βασιλέως», ενώ οι προκάτοχοί του δεν έφεραν αυτόν τον τίτλο παρόλο που ουσιαστικά δεν λογοδοτούσαν στο σελευκιδικό κράτος και εξέδιδαν δικό τους νόμισμα.
Σε ανάμνηση της επιτυχίας αυτής αναγέρθηκε στην Ακρόπολη της Περγάμου ένα θριαμβικό μνημείο, μέρος του οποίου αποτελούσε και το διάσημο άγαλμα του «Θνήσκοντος Γαλάτη», που σήμερα εκτίθεται στα Μουσεία του Καπιτωλίου, στην πόλη της Ρώμης. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ένα σχετικό μνημείο στην Ακρόπολη των Αθηνών.
β. Συγκρούσεις με τους Σελευκίδες (228-214)
Πολλά χρόνια μετά την πρώτη νίκη κατά των Γαλατών, η ευρύτερη περιοχή της Περγάμου δέχτηκε και πάλι επίθεση από Γαλάτες μισθοφόρους του Αντίοχου Ιέρακα, διεκδικητή του θρόνου του μεγαλύτερου αδερφού του, Σέλευκου Β΄ Καλλίνικου (247-225), ο οποίος διεξήγαγε τις επιχειρήσεις του με κέντρο τις Σάρδεις. Ο Άτταλος πήγε να τους αναχαιτίσει και τους νίκησε στο Αφροδίσιο (ναό της Αφροδίτης), σε μία μάχη μετέπειτα στα ανατολικά, σε μάχη στη Φρυγία του Ελλήσποντου, σε μάχη στη λίμνη Κολόη της Λυδίας κοντά στις Σάρδεις την άνοιξη του 228 π.Χ. και σε μια τελική μάχη στην Καρία, στις όχθες του ποταμού Άρπασου, παραπόταμου του Μαιάνδρου.
Χάρις σε αυτές τις νίκες, ο Άτταλος κέρδισε τον έλεγχο όλης της επικράτειας των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία βόρεια του όρους Ταύρος, και κατάφερε να τις διατηρήσει παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες του Σέλευκου Γ΄ του Κεραυνού (225-222), μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του Σέλευκου Β΄, να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Ο Κεραυνός συμμετείχε ο ίδιος στην εκστρατεία αφήνοντας τη φροντίδα των κρατικών θεμάτων στον έμπιστο του, Ερμεία, αλλά αφού είχε περάσει το Όρος Ταύρος δολοφονήθηκε το 222 π.Χ.
Η αρχιστρατηγία του σελευκιδικού στρατού περιήλθε στα χέρια του Αχαιού, ο οποίος είχε συνοδέψει το Σέλευκο στην εκστρατεία του. Εξαιτίας της δεινότητάς του, του προσφέρθηκε η ίδια η βασιλεία, αλλά εκείνος την αρνήθηκε για χάρη του Αντίοχου Γ΄ του Μέγα (222-187), του νεότερου αδερφού του Σέλευκου Γ. Ο Αντίοχος Γ διόρισε τον Αχαιό κυβερνήτη των μικρασιατικών εδαφών της αυτοκρατορίας βόρεια του Ταύρου. Μέσα σε δύο χρόνια, ο Αχαιός ανέκτησε όλες τις χαμένες εκτάσεις των Σελευκιδών κλείνοντας τον Άτταλο στα τείχη της πόλης του. Λίγο αργότερα ο Αχαιός ήρθε σε ρήξη με την αυλή της Αντιόχειας και αυτονομήθηκε, προσδίδοντας στο πρόσωπό του τον τίτλο του «βασιλέως».
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αχαιού το 218 π.Χ. σε μια εκστρατεία κατά της Σέλγης στην Πισιδία, ο Άτταλος με τη βοήθεια της γαλατικής φυλής των Τεκτοσάγων άρχισε διαπραγματεύσεις με διάφορες πόλεις της Αιολίδας, πολλές από τις οποίες είχαν συμμαχήσει με τον Αχαιό από καθαρό φόβο για τη δύναμή του. Ως αποτέλεσμα πολλές προσχώρησαν στο στρατόπεδο της Περγάμου, όπως η Κύμη, η Κολοφώνα και η Φώκαια, είτε από εχθρότητα προς τους Σελευκίδες, είτε με τη βία. Ακολούθησε η κατάληψη της Μυσίας και η λεηλασία της πεδιάδος της Απίας. Όταν ο Αχαιός ολοκλήρωσε την υποταγή της Λυκίας και της Παμφυλίας, το 217 π.Χ. στράφηκε και πάλι κατά του Αττάλου
Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Άτταλος κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη δυσπραγία των Γαλατών που διέθετε το στράτευμα του, επιλύοντας τις διαφωνίες μαζί τους με την υπόσχεση γαιών για εγκατάσταση. Ακολούθως, αφού τους επέστρεψε στον Ελλήσποντο, άνοιξε διαπραγματεύσεις με τις πάντα φιλικά προσκείμενες πόλεις της Τρωάδας: τη Λάμψακο, την Αλεξάνδρεια την Τρωάδα και το Ίλιον. Μετά επέστρεψε στην Πέργαμο.
Τους επόμενους μήνες ο Αντίοχος Γ΄ και ο Άτταλος ήρθαν σε συμφωνία κατά του Αχαιού. Έτσι ο Αντίοχος, ο οποίος μόλις είχε αποδεσμευθεί από πόλεμο κατά της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, πέρασε τα βουνά του Ταύρου το 216 π.Χ. και πολιόρκησε το κέντρο δραστηριοτήτων του Αχαιού, την πόλη των Σάρδεων. Το δεύτερο χρόνο της πολιορκίας, το 214 π.Χ., η πόλη κυριεύτηκε χάρις στο σχέδιο ενός άνδρα που λεγόταν Λαγόρας και ενός πεπειραμένου στρατιωτικού, του Θεόδοτου του Αιτωλού. Ωστόσο η ακρόπολη έμεινε στα χέρια του Αχαιού. Τελικά ο Αχαιός αιχμαλωτίστηκε με δόλο και παρά τους συγγενικούς του δεσμούς με το βασιλικό οίκο των Σελευκιδών θανατώθηκε παραδειγματικά, κάτι που οδήγησε και στην ολοκληρωτική κατάληψη της ακρόπολης λίγο καιρό μετά. Με τον τρόπο αυτό η Πέργαμος απαλλάχθηκε από την απειλή του Αχαιού, ωστόσο το σελευκιδικό κράτος είχε για άλλη μια φορά ισχυροποιηθεί, με αποτέλεσμα ο Άτταλος να μην μπορεί να ελπίζει σε επέκταση στη Μικρά Ασία.
γ. Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (215-205)
Χάνοντας τις ελπίδες του στην ανατολή, ο Άτταλος έστρεψε την προσοχή του δυτικά. Ίσως θορυβημένος από τις επεκτατικές διαθέσεις του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας, ο Άτταλος κάποια στιγμή πριν από το 219 π.Χ. συμμάχησε με τους εχθρούς του βασιλέως, την Αιτωλική Συμπολιτεία, μια ένωση ελληνικών πόλεων στην Αιτωλία της κεντρικής Ελλάδας, χρηματοδοτώντας οχυρωματικά έργα στην Καλυδωνία, κοντά στις εκβολές του Αχελώου.
Το 217 π.Χ., όταν ο Συμμαχικός Πόλεμος (220-217) στον ελλαδικό χώρο διάνυε το τρίτο έτος του, με τη μεσολάβηση της Ρόδου, της Χίου και του βασιλέως της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Δ΄ του Φιλοπάτορα, συγκλήθηκε στη Ναύπακτο συνέδριο των Ελλήνων για κατάπαυση των πολεμικών ενεργειών. Η ειρήνη επιτεύχθηκε, αλλά ο Φίλιππος Ε΄ ήδη είχε κερδίσει σεβασμό για τη στρατιωτική του δεινότητα. Αν και οι εχθροπραξίες ανάμεσα στο Φίλιππο και τις πόλεις-κράτη της νοτίου Ελλάδας έπαυσαν για λίγο, τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στη Δύση, όπου η Ρώμη συγκρουόταν για δεύτερη φορά με τις φιλοδοξίες της Καρχηδόνας για επικράτηση στη Μεσόγειο. Τις εξελίξεις παρακολουθούσαν και οι μικρασιατικοί λαοί, οι οποίοι άρχισαν να αποστέλλουν πρεσβείες στην ιταλική χερσόνησο, συμμαχώντας είτε με το ένα στρατόπεδο είτε με το άλλο, εγκαταλείποντας τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες. Από την πλευρά τους οι Ρωμαίοι είχαν θορυβηθεί με την ολοένα και αυξανόμενη επιρροή του Φιλίππου, ο οποίος απειλούσε να επιτεθεί στις κτήσεις τους όσο ήταν ευάλωτοι.
H συντριπτική ήττα των Ρωμαίων στη Μάχη των Καννών (216) ενθάρρυνε το Φίλιππο να συμμαχήσει με το μεγάλο τους εχθρό, Αννίβα το 215 π.Χ. Κατά συνέπεια, το 211 π.Χ. υπογράφηκε συνθήκη συμμαχίας ανάμεσα στη Ρώμη και την Αιτωλική Συμπολιτεία, η οποία περιλάμβανε και ορισμένους συμμάχους της Συμπολιτείας, ανάμεσα στους οποίους τους Ηλείους, τους Λακεδαιμονίους και την Πέργαμο. Κατά την επόμενη εκατονταετία η δύναμη των Ατταλιδών στηρίχτηκε στις άριστες σχέσεις που διατηρούσαν με τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, που θεμελιώθηκε διπλωματικά στα πλαίσια του Πρώτου Μακεδονικού Πολέμου.
Ο Άτταλος εκλέχτηκε ως ένας από τους δύο στρατηγούς της Αιτωλικής Συμπολιτείας συνεισφέροντας στον επικείμενο πόλεμο τον ισχυρό του στόλο. Το 210 π.Χ. τα στρατεύματά του πιθανώς συμμετείχαν στην επιχείρηση κατάληψης της ακρόπολης της Αίγινας, την οποία και ο Άτταλος χρησιμοποίησε ως βάση των επιχειρήσεών του στον ελλαδικό χώρο, καταβάλλοντας τριάντα τάλαντα για να την αγοράσει.
Την άνοιξη του 209 π.Χ. ο Φίλιππος Ε έλαβε έκκληση για βοήθεια από τη συμμαχική του Αχαϊκή Συμπολιτεία, η οποία δεχόταν επίθεση από τη Σπάρτη και τους Αιτωλούς. Επίσης πληροφορήθηκε την πολιτική και στρατιωτική δράση του Αττάλου τους τελευταίους μήνες, που είχε σαφώς απειλητικό προς τα συμφέροντά του προσανατολισμό. Έτσι εξεστράτευσε στη νότια Ελλάδα. Κοντά στη Λαμία παρατάχθηκαν εναντίον του στρατιώτες από την Αιτωλία, υποβοηθούμενοι από ρωμαϊκά κα περγαμηνά στρατεύματα. Εκεί ο συστράτηγος του Αττάλου, Πυρρίας υπέστη δύο συντριπτικές ήττες με κόστος μεγάλες απώλειες. Οι Αιτωλοί και οι σύμμαχοί τους υποχώρησαν μέσα στα τείχη της πόλης απρόθυμοι να παραχωρήσουν μάχη. Από την πλευρά του ο Φίλιππος, αφού πληροφορήθηκε την κατάληψη της Αίγινας, οργισμένος αρνήθηκε να συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις. Ο ίδιος ο Άτταλος πήγε στην Ελλάδα τον Ιούλιο και υποδέχτηκε στην Αίγινα, το Ρωμαίο Σουλπίκιο Γάλβα, ο οποίος πέρασε εκεί το χειμώνα. Το επόμενο καλοκαίρι (208 π.Χ.) ο συνδυασμένος στόλος 35 πλοίων της Περγάμου και 25 ρωμαϊκών πλοίων απέτυχαν να καταλάβουν τη Λήμνο, αλλά κατάκτησαν και λεηλάτησαν τη νήσο Πεπάρεθο (σημερινή Σκόπελος). Και τα δύο νησιά ήταν υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων.
Οι Άτταλος και Σουλπίκιος κατόπιν παρευρέθηκαν σε μια συνάντηση του συμβουλίου της Αιτωλικής Συμπολιτείας, στην Ηράκλεια Τραχίνα. Ακολούθως έπλευσαν από την Πεπάρηθο στη Νίκαια της Λοκρίδας και έπειτα στη βόρεια ακτή της Εύβοιας. Εκεί συμφωνήθηκε να προελάσουν οι μεν Ρωμαίοι από τη θάλασσα, οι δε Περγαμηνοί από την ξηρά. Ο Σουλπίκιος κατέλαβε με σχετική ευκολία την πόλη Ορεύς, αλλά οι δυσμενείς συνθήκες στον Πορθμό του Ευρίπου δεν του επέτρεψαν να επιτεθεί κατά της Χαλκίδας. Από την πλευρά του ο Άτταλος υπέταξε τον Οπούντα, του οποίου τα λάφυρα περίμενε να συλλέξει κατόπιν συμφωνίας με το Ρωμαίο συστράτηγό του. Όμως ο Φίλιππος, οδηγώντας τα στρατεύματά του με αξιοσημείωτη ταχύτητα, πέτυχε τον Άτταλο εντελώς απροετοίμαστο και τον ανάγκασε να διαφύγει με τα πλοία του σχεδόν από καθαρή τύχη.
Η συμμετοχή του Αττάλου στον πόλεμο αυτό έληξε μάλλον άδοξα, καθώς ήλθαν πληροφορίες πως ο βασιλεύς της Βιθυνίας, Προυσίας Α΄ (ο οποίος είχε παντρευτεί την αδερφή του Φιλίππου Ε΄, Απάμα) προέλαυνε κατά της πόλης της Περγάμου. Ο Σουλπίκιος επέστρεψε στην Αίγινα. Ελεύθερος από την πίεση που ασκούσαν οι συνασπισμένοι στόλοι των Ρωμαίων και Περγαμηνών, ο Φίλιππος συνέχισε τις εχθροπραξίες εναντίον της Αιτωλικής Συμπολιτείας αλλάζοντας τις τύχες του πολέμου υπέρ αυτού. Ο αμφίρροπος Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος έλαβε επισήμως τέλος με την υπογραφή της Συνθήκης της Φοινίκης το 205 π.Χ., ανάμεσα στους όρους της οποίας περιλαμβανόταν και διακανονισμός για τη λήξη των μαχών ανάμεσα στη Βιθυνία και την Πέργαμο.
δ. Κρητικός Πόλεμος (205-201)
Μην έχοντας τη δυνατότητα να επεκτείνει την κυριαρχία του στην ανατολή εξαιτίας της Συνθήκης της Φοινίκης, ο Φίλιππος Ε΄ στράφηκε το 205 π.Χ. στο Αιγαίο και τη Μικρά Ασία. Επιθυμώντας να πάρει τον έλεγχο του συνόλου του ελληνικού κόσμου σκέφτηκε να επωφεληθεί από το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο κατά της Καρχηδόνας, και συμμάχησε με την Αιτωλική Συμπολιτεία, μια σειρά από κρητικές πόλεις και Σπαρτιάτες πειρατές. Κύριος στόχος του ήταν να νικήσει ολοκληρωτικά τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής, τη Ρόδο.
Προκειμένου να επιτευχθεί η εξασθένηση της Ρόδου, ο Φίλιππος όχι απλά υποστήριξε αλλά και ενθάρρυνε το φαινόμενο της πειρατείας ενάντια στα ροδίτικα πλοία, ενώ παράλληλα χρηματοδοτούσε τους Κρήτες για να τους παρενοχλούν. Ο Φίλιππος προκάλεσε τη Ρόδο καταλαμβάνοντας και αφανίζοντας την Κίο και την Μύρλεια, ελληνικές πόλεις στις ακτές της Θάλασσας του Μαρμαρά. Κατόπιν προσέφερε τις πόλεις αυτές στο σύζυγο της αδερφής του Απάμας και βασιλέα της Βιθυνίας, Προυσία Α΄. Σε αντάλλαγμα, ο Προυσίας υποσχέθηκε να επεκτείνει το βασίλειό του σε βάρος της Περγάμου, αναθερμαίνοντας τη μεταξύ τους διαμάχη.
Τους επόμενους μήνες ο Φίλιππος Ε πραγματοποιούσε συνεχείς επιθέσεις στα νησιά του Βορείου Αιγαίου τα οποία και επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο για την κατάκτηση της Ρόδου. Παρόλο που η Θάσος καταλήφθηκε με επιτυχία, η πολιορκία της Χίου δεν πήγε σύμφωνα με τα σχέδιά του και ο συνδυασμένος στόλος της Περγάμου, της Ρόδου και των καινούριων συμμάχων τους, Κυζίκου και Βυζαντίου, εμπόδισε τους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος δεν είχε άλλη επιλογή από το να ριψοκινδυνέψει μια ναυμαχία στο ανοικτό πέλαγος κοντά στις ακτές της Χίου, το 201 π.Χ.
Η μάχη αυτή αποδείχτηκε επιζήμια για το Φίλιππο, καθώς 92 από τα πλοία του καταστράφηκαν και 7 άλλα αιχμαλωτίστηκαν. Από την πλευρά τους, οι στρατιώτες της Περγάμου έχασαν μόλις τρία πλοία και ένα αιχμαλωτίστηκε, ενώ οι Ρόδιοι υπέφεραν μόνο από τη βύθιση τριών πλοίων. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι Μακεδόνες έχασαν 6.000 κωπηλάτες και 3.000 ναυτικούς, ενώ 2.000 άντρες οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία. Από την πλευρά των συμμάχων οι απώλειες ήταν σαφώς λιγότερες: η Πέργαμος έχασε 70 άνδρες και η Ρόδος 60, ενώ συνολικά 700 αιχμάλωτοι έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Εν τέλει, ο μακεδονικός στόλος αποδεκατίστηκε και τα νησιά του Αιγαίου σώθηκαν από μια ακόμη εισβολή.
Μετά τα γεγονότα αυτά οι Ρόδιοι ναύαρχοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην έδρα τους. Μόλις, όμως, ο στόλος πέρασε τα στενά ανάμεσα στη νησίδα Λάδη και τη Μίλητο στις μικρασιατικές ακτές, δέχτηκε επίθεση από τους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος πέτυχε συντριπτική νίκη σε αυτή την περίσταση, εξαναγκάζοντας τους Ρόδιους να επιστρέψουν ταπεινωμένοι στο νησί τους.
Το 201 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε εισβολή στην ευρύτερη περιοχή της Περγάμου. Εν μέρει χάρις στην προνοητικότητα του Αττάλου να ενισχύσει τα οχυρωματικά έργα της πόλης, η Πέργαμος δεν στάθηκε δυνατόν να κυριευθεί από τους Μακεδόνες, παρόλο που ο Φίλιππος ισοπέδωσε όλους τους ναούς στη γύρω περιοχή.
Κατόπιν ο Φίλιππος λεηλάτησε την Περαία, μια πόλη στη σφαίρα επιρροής της Ρόδου. Ένα άλλο τμήμα του μακεδονικού στρατού πραγματοποίησε επίθεση κατά της Αττικής, πολιορκώντας την Αθήνα. Προκειμένου να επιτύχει ευκολότερα τους στόχους της, η Μακεδονία συμμάχησε με το βασιλέα των Σελευκιδών, Αντίοχο Γ΄. Ο Φίλιππος δεσμεύτηκε να βοηθήσει τον Αντίοχο να κατακτήσει την Κύπρο και την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, ενώ ο Αντίοχος θα βοηθούσε το Φίλιππο να κατακτήσει την Κυρήνη, τις Κυκλάδες και την Ιωνία. Τα νέα αυτά μετέφεραν οι Ρόδιοι στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, ενώ ακολούθησαν πρεσβείες από τον Άτταλο και τους Αθηναίους, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν για τις επιθέσεις που είχαν δεχτεί κατά παράβαση της συνθήκης ειρήνης.
Όσο ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με τη λαφυραγωγία των εδαφών της Περγάμου και κατόπιν με την προέλασή του στη Μικρά Ασία, ο βασιλεύς της, Άτταλος Α΄, μετέβη μετά από πρόσκληση στην Αθήνα, προκειμένου να συναντηθεί με Ρωμαίους απεσταλμένους και να τους εκθέσει την κατάσταση. Τα μηνύματα που έλαβε υπήρξαν ιδιαίτερα ευοίωνα, καθώς οι Αθηναίοι, έκαναν μεγάλη υποδοχή στους φιλοξενούμενούς τους, με θυσίες στους βωμούς, ενώ οι απλοί πολίτες είχαν συγκεντρωθεί στους δρόμους όπου θα περνούσαν οι ξένοι φέρνοντας και τις οικογένειές τους, ενώ τίμησαντο βασιλέα της Περγάμου, ως ευεργέτη, ονομάζοντας μια από τις φυλές τους Ατταλίδα, και καθιστώντας τον «επώνυμο ήρωά» της.
Μετά το πέρας της επίσκεψης αυτής οι Αθηναίοι κήρυξαν τον πόλεμο επισήμως στο βασιλέα της Μακεδονίας, ενώ οι Ρωμαίοι άρχισαν να του αποστέλλουν τελεσίγραφα, προειδοποιώντας τον πως αν δεν απέσυρε τις δυνάμεις του θα εμπλέκονταν και πάλι στη διαμάχη. Επιτιθέμενος και πάλι κατά της Αθήνας το 200 π.Χ., ο Φίλιππος απέρριψε το τελεσίγραφο των Ρωμαίων που τον προειδοποιούσε να σταματήσει να επιτίθεται κατά των ελληνικών πόλεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο της Ρώμης στον πόλεμο την ίδια χρονιά.
ε. Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος (200-196)
Κατά την έναρξη του Β Μακεδονικού Πολέμου, ζητήθηκε από την Πέργαμο να ενισχύσει με τα πλοία της το ρωμαϊκό στόλο και να διεξαγάγει ναυτική εκστρατεία, προκαλώντας φθορές στις μακεδονικές κτήσεις στο Αιγαίο. Μετά την αναχώρησή του από την Αθήνα, ο Άτταλος ενώθηκε με το στόλο του στην Αίγινα. Όλα τα νησιά των Κυκλάδων συντάχθηκαν στο πλευρό της Περγάμου και της Ρόδου με εξαίρεση την Άνδρο, την Πάρο και την Κύθνο οι οποίες ελέγχονταν από μακεδονικές φρουρές. Ο Άτταλος παρέμεινε για λίγο καιρό αδρανής αναμένοντας την επιστροφή πρεσβείας που έστειλε στην Αιτωλική Συμπολιτεία, που όμως δεν επιθυμούσε να παραβιάσει την συνθήκη που είχε συνάψει με το Φίλιππο Ε'. Η αργοπορία αυτή, στέρησε από τους συμμάχους τη δυνατότητα να χτυπήσουν γρήγορα και αποτελεσματικά το Μακεδόνα βασιλέα, ο οποίος πέρασε ανεμπόδιστος και πάλι τον Ελλήσποντο, καταλαμβάνοντας μια άριστη θέση στη Θράκη, όπου μπορούσε να ανασυντάξει το στρατό του.
Ο Φιλοκλής, ένας από τους στρατηγούς του Φιλίππου Ε, στάλθηκε με 2.000 πεζικό και 200 ιππείς να λεηλατήσουν τα εδάφη της Αθήνας, ενώ ο στόλος των Μακεδόνων κινήθηκε προς τη Μαρώνεια. Ο ίδιος ο Φίλιππος παρέμεινε στη Θρακική Χερσόνησο καταλαμβάνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη, άλλοτε με δυσκολία και άλλοτε επιστρατεύοντας κάποια πονηριά. Τη μεγαλύτερη αντίσταση προέβαλε η Άβυδος, η πολιορκία της οποίας κράτησε αρκετά, παρά το γεγονός ότι τόσο ο Άτταλος όσο και η Ρόδος έστειλαν αμελητέα βοήθεια, επιτρέποντας ουσιαστικά την πτώση της. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, μια ρωμαϊκή πρεσβεία συναντήθηκε με το Φίλιππο, αλλά εκείνος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την εκστρατεία του, κατηγορώντας τους αντιπάλους του πως εκείνοι προέβησαν πρώτοι σε εχθρικές πράξεις. Οι κάτοικοι της Αβύδου, μετά από βαρύ όρκο, όταν είδαν πως οι υπερασπιστές της πόλης τους είχαν πλέον αποδεκατιστεί, θανάτωσαν τα γυναικόπαιδα και κατόπιν αυτοκτόνησαν, για να μην πέσει κανένας ζωντανός στα χέρια του Φίλίππου.
Λίγο αργότερο, ο Κλαύδιος Κένθος (Gaius Claudius Centho), ένας από τους υφισταμένους του Υπάτου Σουλπίκιου Γάλβα, πήγε στην Αθήνα με τριάντα πλοία απελευθερώνοντάς την από την πίεση που ασκούσαν οι επιτιθέμενοι εναντίον της, καθώς και πειρατές από τη Χαλκίδα, πόλη που έλεγχε ο Φίλιππος. Μαθαίνοντας πως η άμυνα της πόλης ήταν ιδιαίτερα χαλαρή, το 200 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν σε μία νύχτα τη Χαλκίδα, θανατώνοντας πολλούς από τους υπερασπιστές της, καταστρέφοντας τα αγάλματα προς τιμήν του Φιλίππου και αρπάζοντας όλα τα αποθέματα σίτου που υπήρχαν εκεί. Μαθαίνοντας τα νέα ο Φίλιππος απέπλευσε από τη Δημητρίαδα με κατεύθυνση την Εύβοια. Βλέποντας, ωστόσο την πόλη καμένη και έρημη, κινήθηκε ταχύτατα προκειμένου να αιφνιδιάσει την Αθήνα. Τα σχέδιά του χάλασε ένας ημεροδρόμος, ο οποίος παρατηρώντας τις εχθρικές κινήσεις από ένα φυλάκιο, έσπευσε τρέχοντας στην πόλη. Φτάνοντας ο Φίλιππος βρήκε την φρουρά της Αθήνας σε επιφυλακή, εφορμώντας, όμως, προσωπικά στη μέση της μάχης, πέτυχε την ασφαλή δημιουργία στρατοπέδου στο Κυνόσαργες.
Το ξημέρωμα βλέποντας πως στην πόλη κατεύθασαν ενισχύσεις από τον Άτταλο και τους Ρωμαίους, ο Φίλιππος έπλευσε στην Πελοπόννησο, πραγματοποιώντας αιφνιδιαστική επίσκεψη στο συμβούλιο της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Οι Αχαιοί, ωστόσο, διαβλέποντας πως οι προτάσεις του για στρατιωτική σύμπραξη ήταν υστερόβουλες, τον απέπεμψαν διακριτικά αλλά σταθερά. Απογοητευμένος, ο Φίλιππος πραγματοποίησε αποτυχημένες επιθέσεις κατά της Ελευσίνας και του Πειραιά. Βλέποντας πως δεν είχε τρόπο να εισβάλει στην Αθήνα, διέταξε τη λεηλασία και την ολοκληρωτική καταστροφή των ιερών της Αττικής και κατόπιν ¨εφυγε.
Παράλληλα οι Ρωμαίοι πραγματοποίησαν επιτυχημένη εκστρατεία στα σύνορα του μακεδονικού κράτους, που ενθάρρυνε τους πολιτικούς αρχηγούς διαφόρων περιοχών να επισκεφτούν το ρωμαϊκό στρατόπεδο. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και απεσταλμένοι του Αττάλου. Ακολούθησε μια σημαντική συνάντηση στην ετήσια συνέλευση των μελών της Αιτωλικής Συμπολιτείας, όπου τόσο οι Μακεδόνες, όσο και οι Αθηναίοι έλαβαν το λόγο προκειμένου να δημιουργήσουν εντυπώσεις υπέρ και κατά του Φιλίππου αντιστοίχως. Η ομιλία των Ρωμαίων κέρδισε την επιδοκιμασία των Αιτωλών, ωστόσο η λήξη του συμβουλίου τους βρήκε ουδέτερους, πιθανώς με κρυφή παρέμβαση του Φιλίππου.
Την άνοιξη του 199 π.Χ., ο λεγάτος του Σουλπίκιου Γάλβα, Λεύκιος Απούστιος, αναχώρησε από την Κέρκυρα, ενώνοντας το στόλο του με εκείνον του Αττάλου κοντά στην Ερμιόνη. Αφού παρέμειναν λίγες ημέρες στον Πειραιά, έφυγαν μαζί για την Άνδρο στην οποία ο Φίλιππος είχε τοποθετήσει μακεδονική φρουρά. Η συνδυασμένη επίθεσή τους οδήγησε στην κατάληψη της οχυρωμένης πόλης του νησιού μέσα σε τρεις ημέρες. Οι Ρωμαίοι κράτησαν τα λάφυρα, αλλά χάρισαν στον Άτταλο το νησί. Ο βασιλεύς της Περγάμου φρόντισε ώστε να μην ερημωθεί το μέρος, επιτρέποντας στους κατοίκους να παραμείνουν στις εστίες τους, αλλά και ανακαλώντας εκείνους που είχαν διαφύγει μπροστά στον κίνδυνο.
Ακολούθησε μια άκαρπη ολιγοήμερη πολιορκία της Κύθνου, προσπάθεια που σύντομα εγκαταλείφθηκε. Έπειτα οι σύμμαχοι επέδραμαν στα χωράφια της Σκιάθου για προμήθειες και κατόπιν συνέχισαν βόρεια στη Μένδη, μια αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, όπου σφοδρή καταιγίδα προξένησε καταστροφές στο στόλο. Στη στεριά οι δυνάμεις τους απωθήθηκαν στην Κασσάνδρεια, υποφέροντας νέα μεγάλη απώλεια. Συνέχισαν βορειοανατολικά κατά μήκος της Μακεδονικής ακτής στην Άκανθο (σημερινή Ιερισσός), την οποία λεηλάτησαν. Στη συνέχεια επέστρεψαν στην Εύβοια, με τα πλοία γεμάτα λάφυρα.
Τις επόμενες ημέρες ο ρωμαϊκός στόλος εισήλθε στο Μαλιακό Κόλπο για να συμμετάσχουν οι διοικητές του σε πολεμικό συμβούλιο με την Αιτωλική Συμπολιτεία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Πυρρίας, που συναντήθηκε με τον Άτταλο και το Ρωμαίο διοικητή στην Ηράκλεια. Οι Αιτωλοί, επικαλούμενοι τους όρους της μεταξύ τους συνθήκης, ζήτησαν από τον Άτταλο να τους διαθέσει 1.000 στρατιώτες. Εκείνος αρνήθηκε, επικαλούμενος την άρνηση των Αιτωλών να του παράσχουν στρατιωτική βοήθεια δύο χρόνια νωρίτερα, όταν ο Φίλιππος κινήθηκε κατά της Περγάμου.
Ακολούθως, οι Ρωμαίοι και ο Άτταλος αποφάσισαν να χτυπήσουν την πόλη Ωρεύς (σημερινοί Ωρεοί) στην Εύβοια, την οποία υπερασπιζόταν ισχυρή φρουρά. Μαζί τους είχε ενωθεί κι ένας στόλος είκοσι ροδίτικων πλοίων υπό τον Αγησίμβροτο. Άρχισε μια εξαντλητική πολιορκία της πόλης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι επιτιθέμενοι βρήκαν την ευκαιρία να χτυπήσουν διάφορους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής. Τελικά η πόλη έπεσε καθώς σημαντικό τμήμα των τοιχών της γκρεμίστηκε. Για άλλη μια φορά συμφωνήθηκε να κρατήσει ο Άτταλος την πόλη, ενώ οι Ρωμαίοι πήραν τους αιχμαλώτους.
Καθώς πλησίαζε η φθινοπωρινή ισημερία, οι Ρωμαίοι επέστρεψαν στην Κέρκυρα και οι ροδίτες στην πατρίδα τους. Το ίδιο έπραξε και ο Άτταλος, αφού όμως διέμεινε για λίγο στην Αττική ώστε να συμμετάσχει στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Στο τέλος του έτους ο Αντίοχος Γ΄, ηγεμόνας των Σελευκιδών, επωφελούμενος της μακρόχρονης απουσίας των στρατευμάτων του Αττάλου κινήθηκε εχθρικά προς την Πέργαμο. Ο Άτταλος έστειλε πρεσβεία στη Σύγκλητο ζητώντας είτε να αποδεσμεύσουν οι Ρωμαίοι για λίγο τους άνδρες του είτε να αναγκάσουν οι ίδιοι τους Σελευκίδες να παύσουν την επίθεση. Η Σύγκλητος δεσμευόταν να μην επιτεθεί κατά του Αντίοχου, ωστόσο υποσχέθηκε να ζητήσει την απόσυρση των σελευκιδικών στρατευμάτων από τη συμμαχική τους Πέργαμο. Οι διαπραγματεύσεις είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα και έτσι ο Άτταλος έστειλε στη Ρώμη ένα βαρύτιμο στέμμα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Την άνοιξη του 198 π.Χ. ο Άτταλος επέστρεψε στην Ελλάδα με είκοσι τρία πλοία. Στην Άνδρο ένωσε το στόλο του με είκοσι πολεμικά πλοία από τη Ρόδο και πάλι υπό τον Αγησίμβροτο, ώστε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Εύβοιας που είχε αρχίσει τον προηγούμενο χρόνο. Με τη συνδρομή και του ρωμαϊκού στόλου, κατέλαβαν μετά από πολιορκία την Ερέτρια από όπου και απέσπασαν σημαντικές ποσότητες έργων τέχνης. Την ίδια τύχη είχε και η Κάρυστος στους κατοίκους της οποίας εξασφαλίστηκε η ελευθερία μετά την αποπομπή της φρουράς του Φιλίππου. Με τον τρόπο αυτό οι σύμμαχοι έλεγχαν πλέον όλη την Εύβοια εκτός από την περιοχή της Χαλκίδας.
Ακολούθως οι σύμμαχοι άρχισαν διαβουλεύσεις με την Αχαϊκή Συμπολιτεία προκειμένου να επιτύχουν τη μεταστροφή της από φιλομακεδονική σε φιλορωμαϊκή. Αν και αντιπρόσωποι αρκετών πόλεων αποχώρησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, οι εναπομείναντες αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Ρωμαίους στην πολιορκία που διεξήγαγαν ώστε να καταλάβουν την Κόρινθο. Ωστόσο η επιχείρηση δεν είχε επιτυχία, με αποτέλεσμα οι Αχαιοί να γυρίσουν στα σπίτια τους, και οι Ρωμαίοι να μεταβούν στην έδρα τους στην Κέρκυρα, ενώ ο Άτταλος κατέπλευσε στον Πειραιά.
Ο χειμώνας που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από έντονη διπλωματική κίνηση. Αρχικά έγινε μία συνάντηση με το Φίλιππο κοντά στη Νίκαια της Θεσσαλίας, όπου ανάμεσα σε άλλα συζητήθηκε και το ενδεχόμενο αποζημίωσης της Περγάμου για τις καταστροφές των ναών της, αλλά και το ζήτημα της επιστροφής των αιχμαλώτων της Ναυμαχίας της Χίου. Ακολούθως ο Άτταλος πήγε στην Πελοπόννησο για να διαπραγματευτεί με τον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι, ο οποίος μέχρι τότε συνεργαζόταν με τους Μακεδόνες. Τέλος έστειλε δώρα στην πόλη της Σικυώνας η οποία του απέδωσε μεγάλες τιμές.
στ. Θάνατος και Διαδοχή
Στις αρχές του 197 π.Χ., ο Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος, ύπατος της Ρώμης, κάλεσε τον Άτταλο σε ένα συμβούλιο των Βοιωτών στη Θήβα για να διαπραγματευτούν την ένταξη της πόλης στον πόλεμο. Ο Άτταλος, ο οποίος ήταν ηλικιωμένος για τα δεδομένα της εποχής, επρόκειτο να μιλήσει πρώτος, αλλά ενώ απευθυνόταν στους παρευρισκόμενους ξαφνικά κατέρρευσε, πιθανώς από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο βασιλεύς ταξίδεψε στην Πέργαμο όπου και απεβίωσε την ίδια χρονιά σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών, μετά από βασιλεία σαράντα τεσσάρων ετών. Τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ευμένη Β', υποστηριζόμενος από τους αδελφούς του Άτταλο Β', Φιλέταιρο και Αθήναιο.
Η εξωτερική πολιτική του, που ακολούθησαν οι προκάτοχοι αλλά και οι διάδοχοί του, αποσκοπούσε στην οικοδόμηση μιας θετικής δημόσιας εικόνας, στην ισχυροποίηση και επέκταση του περγαμηνού κράτους, και στη δημιουργία δεσμών και συμμαχιών με πόλεις και κράτη που μπορούσαν να θεωρηθούν ακίνδυνα ή πολύ μακρινά ώστε να αποτελέσουν απειλή για την επιβίωση του κράτους του. Παράλληλα, για να αντισταθμίσει την απειλή των Σελευκιδών, Μακεδόνων και Βιθυνίων, στράφηκε στον ελλαδικό χώρο παρέχοντας ευεργεσίες σε πόλεις εχθρικές προς τη Μακεδονία, όπως η Αθήνα και η Αιτωλική Συμπολιτεία, ενώ καλλιέργησε στενές σχέσεις με τη νέα ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί η Πέργαμος σε ένα από τα ισχυρότερα μακεδονικά βασίλεια του 2ου αιώνα π.Χ.
8.6.4. Ευμένης Β΄ Αττάλου (βασ. 197-158)
Ο Ευμένης Β΄ ήταν γιος του Αττάλου Α΄ του Σωτήρος και της Απολλωνίδος. Νυμφεύτηκε τη Στρατονίκη, κόρη του Αριαράθη Δ΄, βασιλέα της Καππαδοκίας και της Αντιοχίδος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ασκώντας έντονα φιλορωμαϊκή πολιτική κατάφερε να εξελιχθεί σε ελάχιστο χρόνο από βασιλεύς ενός σχετικά ασήμαντου βασιλείου σε ηγεμόνα μιας ισχυρότατης μοναρχίας. Ήταν άνδρας με ασθενή κράση, αλλά με μεγάλη ενεργητικότητα και δύναμη μυαλού, όπως αποδεικνύεται από τη θητεία του στο θρόνο της Περγάμου. Στις μέρες του η Πέργαμος αναδείχτηκε περίλαμπρη πόλη και η Βιβλιοθήκη της έγινε μια από τις μεγάλες βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου, δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά από την αντίστοιχη της Αλεξάνδρειας.
α. Άσκηση φιλορωμαϊκής πολιτικής
Από τον προκάτοχό του θρόνου πατέρα του ο Ευμένης Β κληρονόμησε τα φιλικά αισθήματά του προς το ρωμαϊκό κράτος, το οποίο εκείνη τη χρονιά είχε ενδυναμωθεί σημαντικά μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλές, που έδωσε τέλος στο Β Μακεδονικό Πόλεμο. Η συνθήκη ειρήνης που υπεγράφτηκε την επόμενη χρονιά (196 π.Χ.) περιλάμβανε έναν όρο που προστάτευσε τον Ευμένη από τυχόν επεμβάσεις των Αντιγονιδών στη Μικρά Ασία. Εξετάστηκε μάλιστα στη Σύγκλητο το ενδεχόμενο να του αποδοθούν οι πόλεις Ωρεύς (σημερινοί Ωρεοί) και Ερέτρια, αν και τελικά επιτράπηκε να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Την επόμενη χρονιά, ο Ευμένης προσέφερε πλοία στην εκστρατεία του Ρωμαίου στρατηγού Τίτου Κόϊντου Φλαμινίνου ενάντια στον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι.
Σημαντικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής του Ευμένη αποτέλεσαν οι διπλωματικές αποστολές στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της Περγάμου έναντι της επεκτατικής πολιτικής του ηγεμόνα των Σελευκιδών, Αντίοχου Γ΄ του Μεγάλου. Η κινητικότητα του αυτή θορύβησε τον Αντίοχο Γ, ο οποίος στα πλαίσια των προετοιμασιών του για την έναρξη πολέμου με τη Ρώμη πρότεινε στον Ευμένη το χέρι μιας από τις θυγατέρες του. Οι αδελφοί του βασιλέως, που ήταν πάντα οι πιστότεροι σύμμαχοι και σύμβουλοί του, τον παρότρυναν να δεχτεί την πρόταση, αλλά ο Ευμένης έκρινε πως τυχόν νίκη του Αντίοχου, απλά θα τον καθιστούσε δορυφόρο της πολιτικής του πανίσχυρου γείτονά του, ενώ αντίθετα μια ρωμαϊκή νίκη μπορούσε να του προσφέρει εδάφη και ισχυρή προστασία. Έτσι αρνήθηκε τη σύναψη επιγαμίας με τους Σελευκίδες, αντίθετα με την απόφαση των βασιλέων της Αιγύπτου και της Καππαδοκίας. Για τον ίδιο λόγο άσκησε προσωπικά επιρροή προκειμένου να πείσει τους Ρωμαίους να επέμβουν στρατιωτικά εναντίον του Αντίοχου Γ.
β. Αντιοχικός Πόλεμος (192-189) ΄
Την πληροφορία πως ο στρατός των Σελευκιδών προχώρησε σε εχθρικές κινήσεις περνώντας τον Ελλήσποντο, μετέφερε στη Ρώμη ο Άτταλος, αδερφός του βασιλέως Ευμένη Β, ο οποίος έκτοτε, διέπρεψε σε πολλές περιπτώσεις ως διπλωμάτης, κερδίζοντας την εκτίμηση των Ρωμαίων Συγκλητικών, που έδωσαν ευχαριστίες και δώρα στα δύο αδέρφια ως ανταμοιβή των υπηρεσιών τους.
Στις εχθροπραξίες που ακολούθησαν στα πλαίσια του λεγόμενου Αντιοχικού Πολέμου (Αντίοχος Γ Συρίας και Αιτωλ.Συμπολιτεία κατά Ρωμαίων, Περγάμου, Ρόδου και Αχαϊκής Συμπολιτείας, 182-189), ο Ευμένης συμμετείχε ενεργά, σε μια σειρά από αψιμαχίες στην Εύβοια, στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας και της Τανάγρας. Όσο βρισκόταν, όμως, στην Αίγινα, πληροφορήθηκε ότι ο Αντίοχος συγκέντρωνε στρατεύματα στην Έφεσο κι έτσι μπήκε στο δίλημμα για το αν έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του που θεωρητικά κινδύνευε. Ωστόσο παρέμεινε σε θέση μάχης λαμβάνοντας μέρος σε μία επιτυχημένη ναυμαχία ενάντια στο Ρόδιο ναύαρχο Πολυξενίδα, στα ανοιχτά μιας πόλης της Κιλικίας που ονομαζόταν Κώρυκος (191 π.Χ.). Μετά από αυτό του επιτράπηκε από τους Ρωμαίους να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ακολούθησαν αρκετές περιπτώσεις όπου συμμετείχε ο ίδιος με το στόλο του στην προέλαση του ρωμαϊκού ναυτικού, ενώ καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στο πέρασμα των ρωμαϊκών στρατευμάτων στην Ασία μέσω του Ελλησπόντου. Τέλος, έλαβε ενεργά μέρος στην καθοριστική Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), όπου ο Αντίοχος Γ ηττήθηκε οριστικά, εγκαταλείποντας τις βλέψεις του για προσάρτηση εδαφών στον ελληνικό χώρο.
Το 188 π.Χ. υπογράφτηκε η Συνθήκη της Απάμειας ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τον Αντίοχο Γ΄. Ο Ευμένης μετέβη στη Ρώμη τον προηγούμενο χρόνο προκειμένου να προωθήσει τα αιτήματά του για την ανταμοιβή των υπηρεσιών του. Εκεί έγινε δεκτός με ιδιαίτερη θέρμη. Στο λόγο που εκφώνησε ενώπιον των Ρωμαίων πατρικίων εξέφρασε την πρόθεσή του να παραμείνει πιστός σύμμαχος της Ρώμης, όπως υπήρξε στο παρελθόν και ο πατέρας του, τονίζοντας παράλληλα τις στρατιωτικές υπηρεσίες που παρείχε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών. Παράλληλα παρακάλεσε τη Σύγκλητο να μην ενδώσει στα αιτήματα των Ροδίων, οι οποίοι πρέσβευαν την ανεξαρτησία των μικρασιατικών ελληνικών πόλεων.
Η Σύγκλητος παραχώρησε τελικά στη Ρόδο τη Λυκία και την Καρία, ενώ στον Ευμένη περίπου το σύνολο των υπόλοιπων εδαφών που είχε κατακτήσει ο Αντίοχος με εξαίρεση ορισμένες ελληνικές πόλεις. Συγκεκριμένα οι πόλεις που στο παρελθόν παρείχαν φόρο υποτελείας στον Άτταλο Α΄, πατέρα του Ευμένη, διατάχθηκαν να πληρώνουν πλέον το ποσό σε εκείνον, ενώ οι πόλεις που πλήρωναν φόρο στον Αντίοχο κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Το σύνολο της Λυκαονίας, οι δύο Φρυγίες, η Μυσία, τα βασιλικά δάση, η Λυδία, η Ιωνία, η Μαγνησία στο Σίπυλο, η περιοχή της Καρίας με το όνομα Υδρέλα, μαζί με όλα τα οχυρά και τα χωριά μέχρι τον ποταμό Μαίανδρο που δεν ήταν ανεξάρτητα πριν από τον πόλεμο, η Τελμισσός και η πεδιάδα της (εκτός από ένα τμήμα) όλα δόθηκαν στον Ευμένη. Επίσης, ο Αντίοχος Γ υποχρεώθηκε να μη λάβει ποτέ στο μέλλον στρατιώτες ή ομήρους από τους υπηκόους του Ευμένη, ενώ παράλληλα κλήθηκε να του καταβάλλει πολεμική αποζημίωση (350 τάλαντα σε πέντε χρόνια κατά τον Πολύβιο, 400 τάλαντα κατά τον Λίβιο).
Με τον τρόπο αυτό ο Ευμένης εξελίχθηκε σε ελάχιστο χρόνο από βασιλεύς ενός σχετικά ασήμαντου βασιλείου σε ηγεμόνα μιας ισχυρότατης μοναρχίας.
γ. Ρωμαιογαλατικός πόλεμος (189)
Το 189 π.Χ., κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη Μάχη της Μαγνησίας και στην υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας, οι Ρωμαίοι θεώρησαν πως ο πόλεμος θα ήταν σχεδόν μάταιος αν δεν αποτελείωναν τις γαλατικές δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν οι Σελευκίδες ως μισθοφόρους. Ο ύπατος Μάνλιος Βούλσωνας, ανέλαβε αυτοβούλως την εκστρατεία και ο Άτταλος, που είχε αναλάβει την εποπτεία του βασιλείου κατά την απουσία του αδερφού του, δεσμεύτηκε να συγκεντρώσει στρατό και να βοηθήσει προσωπικά στις εχθροπραξίεςμε την συνδρομή του μικρότερου αδερφού του Αθήναιου..
Ο Άτταλος διακρίθηκε κατά την Μάχη του Όρους Όλυμπος και επιδοκιμάστηκε ομόφωνα για το θάρρος και την ενεργητικότητα που έδειξε απέναντι στον κίνδυνο. Την παραμονή της Μάχης της Άγκυρας ο Άτταλος λειτούργησε ως απεσταλμένος του Ρωμαίου υπάτου στις διαπραγματεύσεις με τους Γαλάτες, ενώ ήταν παρών και κατά τη διάρκεια της νικηφόρας μάχης..
Οι δύο αυτές καθοριστικές νίκες ανάγκασαν τους Γαλάτες να ζητήσουν συνθηκολόγηση. Ο Βούλσων και οι λεγεώνες του, που είχαν συγκεντρώσει αξιοσημείωτα πλούτη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, επέστρεψαν στη Ρώμη μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Απάμειας. Ο Ρωμαίος ύπατος κατηγορήθηκε αρχικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους πως έδρασε χωρίς την έγκριση της Συγκλήτου, αλλά τελικά επιτράπηκε η διεξαγωγή θριάμβου προς τιμήν του.
Κατά τη διάρκεια της διαμάχης των Ρωμαίων με τους Σελευκίδες, ο βασιλεύς της Καππαδοκίας Αριαράθης Δ΄, συντάχθηκε με τον Αντίοχο, ως εκ τούτου, μετά την ήττα του τελευταίου, ανήσυχος για το τι επρόκειτο να του συμβεί, έστειλε περισσότερες από μία πρεσβείες στους Ρωμαίους ζητώντας να μάθει τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να εκφράσει τη μεταμέλειά του και να εξασφαλίσει το βασίλειό του. Η Συνθήκη της Απάμειας σηματοδότησε τη μεταστροφή της καππαδοκικής εξωτερικής πολιτικής. Εκτός από την οικονομική αφαίμαξη, η συντριβή των Σελευκιδών και η αποδυνάμωση του κράτους τους στέρησε από την Καππαδοκία μια ισχυρή προστάτιδα δύναμη που παραδοσιακά τη στήριζε και εξασφάλιζε την εδαφική της ακεραιότητα. Ως αποτέλεσμα ο Αριαράθης θεώρησε συμφέρον να στραφεί στην Πέργαμο, η οποία αποτέλεσε το μεγάλο νικητή στο διπλωματικό τραπέζι της Απάμειας. Η συμμαχία επικυρώθηκε με γάμο ανάμεσα στην κόρη του Αριαράθη Δ΄, τη Στρατονίκη, με το βασιλέα της Περγάμου, Ευμένη Β΄. Το ζευγάρι απέκτησε τουλάχιστον έναν γιο, τον Άτταλο Γ΄ το Φιλομήτορα.
δ. Πόλεμος εναντίον της Βιθυνίας (186-183)
Ενοχλημένος από τους όρους της Συνθήκης της Απάμειας, ο βασιλεύς Προυσίας Α' της Βιθυνίας εξέφρασε την αντίθεσή του, και παρέσχε καταφύγιο το 186 π.Χ. στο σύμμαχο του Αντιόχου και εχθρό των Ρωμαίων, Καρχηδόνιο στρατηγό, Αννίβα. Στο μεταξύ ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στον Προυσία και τον Ευμένη Β΄. Την αρχή φέρεται να έκανε ο Προυσίας, παραβιάζοντας τη μεταξύ τους συνθήκη, ενώ ο Αννίβας, ο οποίος ήθελε να ενδυναμώσει το βασιλέα ώστε αργότερα να χρησιμοποιήσει το στρατό του κατά των Ρωμαίων, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να νικήσει πρώτα τους γείτονες βασιλείς.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Προυσίας υπέστη επανειλημμένες ήττες στη στεριά και γι’ αυτό επέλεξε να μεταφερθεί ο πόλεμος στη θάλασσα. Σε μια κρίσιμη καμπή ο Αννίβας με ένα έξυπνο σχέδιο του έδωσε τη νίκη. Το 185 π.Χ., ενώ ο πόλεμος μαινόταν ακόμη, ο Ευμένης Β έστειλε πρέσβεις στην πόλη της Ρώμης μεταφέροντας την είδηση ότι ο Φίλιππος Ε΄, βασιλεύς της Μακεδονίας από τη Δυναστεία των Αντιγονιδών, πραγματοποιούσε επιθέσεις σε θρακικές πόλεις. Τόσο ο Φίλιππος, όσο και ο Ευμένης έστειλαν πρέσβεις και πάλι το 183 π.Χ.. Την ίδια περίοδο η Ρόδος υπέβαλε τα παράπονά της για την εχθρότητα που επέδειξε ο Ευμένης απέναντι στη Σινώπη, μια ελληνική πόλη στον Πόντο.
Οι Ρωμαίοι άκουσαν προσεκτικά όλες τις πρεσβείες και υποσχέθηκαν να στείλουν λεγάτους να εκτιμήσουν την κατάσταση. Οι απεσταλμένοι της Συγκλήτου διευθέτησαν τελικά τις διαφορές Ευμένη και Προυσία (ευνοώντας τον πρώτο που ήταν παλαιός τους σύμμαχος) και παράλληλα βρήκαν την ευκαιρία να απαιτήσουν την παράδοση του Αννίβα, ο οποίος λίγο αργότερα πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει ώστε να μην συλληφθεί.
ε. Διπλωματικές σχέσεις με την Αχαϊκή Συμπολιτεία
Όσο ακόμη ο Φιλοποίμην ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας στάλθηκε στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο μια αντιπροσωπεία της. Με την ευκαιρία αυτή ο Ευμένης Β τους προσέφερε χρήματα σε ένδειξη φιλίας και υποστήριξης. Τότε έλαβε το λόγο ο Αππολωνίδας από τη Σικυώνα, ο οποίος υποστήριξε πως το δώρο δεν ήταν καθόλου ανάξιο, ωστόσο οι σκοποί πίσω από αυτό ήταν υστερόβουλοι, καθώς στην ουσία επρόκειτο για χρηματισμό που σύντομα θα κατέληγε σε ένα φαύλο κύκλο ανταλλαγής υπηρεσιών.
στ. Πόλεμος εναντίον του Πόντου (183-179)
Ο βασιλεύς του Πόντου, Φαρνάκης Α΄ (185-170 π.Χ.) άσκησε έντονη επιθετική πολιτική επιθυμώντας να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Περγάμου, της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας, γειτονικών βασιλείων που βρίσκονταν υπό την «εποπτεία» της Ρώμης. Όπως ήταν λογικό, αυτό δυσαρέστησε έντονα τους βασιλείς των κρατών αυτών που ήρθαν σε πόλεμο μαζί του (183 – 179 π.Χ.). Πρωταρχικός εχθρός του στάθηκε ο Ευμένης Β΄ τόσο σε στρατιωτικό όσο και διπλωματικό επίπεδο. Από την πλευρά του, ο νέος βασιλεύς της Συρίας, Σέλευκος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ, κράτησε ουδέτερη στάση στο ζήτημα εφόσον τον περιόριζε η Συνθήκη της Απάμειας.
Αναζητώντας την υποστήριξη της Ρώμης στη νέα αυτή διαμάχη, ο Ευμένης Β΄ έστειλε στην Ιταλία τους αδελφούς του, με επικεφαλής τον Άτταλο για να εκθέσουν την κατάσταση και να ζητήσουν τη διαμεσολάβηση των Ρωμαίων. Έγιναν δεκτοί το 181 π.Χ. με μεγάλη ευγένεια και τιμές, και έλαβαν υπόσχεση ότι σύντομα θα κατέφθαναν στην Ασία απεσταλμένοι να εξετάσουν το ζήτημα.
Ο Φαρνάκης αψηφώντας τους Ρωμαίους, έστειλε το στρατηγό του, Λεώκριτο, να λεηλατήσει τη μικρασιατική Γαλατία με 10.000 άνδρες. Την επόμενη άνοιξη ηγήθηκε ο ίδιος ενός στρατού που εισέβαλε στην Καππαδοκία, την επικράτεια των Αριαραθιδών. Ο Ευμένης Β΄ και ο αδερφός του, Άτταλος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, έσπευσαν με στρατό στη Γαλατία, μόνο για να ανακαλύψουν πως ο Λεώκριτος είχε πλέον αποχωρήσει. Είχαν πλέον φτάσει στον Μόκισσο, όταν έλαβαν νέα πως οι Ρωμαίοι είχαν καταφθάσει για να αξιολογήσουν την κατάσταση. Οι Ρωμαίοι δέχτηκαν το αίτημα των βασιλέων να μεσολαβήσουν ώστε να διεξαχθούν δίκαιες διαπραγματεύσεις, συνιστώντας ωστόσο στον Ευμένη και τον Αριαράθη να αποσύρουν τα στρατεύματά τους ώστε να μην γίνει η συνάντηση υπό την απειλή όπλων. Αρχικά ο Φαρνάκης αρνήθηκε να διαπραγματευτεί, γεγονός που δημιούργησε στους Ρωμαίους την εντύπωση πως δεν είχε να παρουσιάσει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της θέσης του. Τελικά δέχτηκε να συναντηθεί με τον Ευμένη στην Πέργαμο. Παρόλο που τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά παρουσιάστηκε διατεθειμένη να σταματήσει τον πόλεμο, δεν κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν σε τίποτε. Οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν πως οι διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε ναυάγιο και αποχώρησαν, όπως και οι απεσταλμένοι του Φαρνάκη.
Ο πόλεμος κράτησε 4 χρόνια, μέχρι το 179 π.Χ., όταν ο Φαρνάκης συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πια τις συνδυασμένες δυνάμεις των αντιπάλων του. Άρχισε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων μέχρι να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία. Οι όροι της συνθηκολόγησης υπήρξαν δυσμενείς για το Φαρνάκη, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει τα περισσότερα από τα εδαφη που είχε κατακτήσει, με εξαίρεση την πόλη της Σινώπης και τις αποικίες της. Συγκεκριμένα κλήθηκε να αποσυρθεί από την Παφλαγονία και την πόλη Τιείον, επιτρέποντας στους κατοίκους που είχαν εκπατριστεί να επιστρέψουν. Επιπλέον να επιστρέψει τις πόλεις που πήρε από τον Αριαράθη στην κατάσταση που τις βρήκε, απελευθερώνοντας παράλληλα τους ομήρους και παραδίδοντας τους λιποτάκτες. Τέλος κλήθηκε να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση.
ζ. Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (171-168)
Το 179 π.Χ. ο βασιλεύς της Μακεδονίας και ηττημένος του Δευτέρου Μακεδονικού Πολέμου, Φίλιππος Ε΄, απεβίωσε. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας, ο οποίος διακατεχόταν από τα ίδια αντιρωμαϊκά συναισθήματα όπως και ο πατέρας του. Οι Σελευκίδες σύναψαν συμμαχία με τον καινούριο βασιλέα, σφραγίζοντας τη συμφωνία τους με γάμο ανάμεσα στον Περσέα και την πριγκίπισσα Λαοδίκη.
Ο Ευμένης επενέβη στα εσωτερικά της Συρίας όταν, σύμφωνα με ένα διάταγμα που εξέδωσαν οι Αθηναίοι, βοήθησε να ανέλθει στο θρόνο της Αντιόχειας ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής. Εντούτοις δεν έδειξε την ίδια σύμπάθεια προς τον Περσέα, με τον πατέρα του οποίου είχαν συχνά τριβές για εδαφικά ζητήματα στο χώρο της Θράκης. Πράγματι ο Ευμένης Β πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη όπου διατύπωσε κατηγορίες εναντίον του Περσέα, που τον υπόδειξε ως ύποπτο για τη δολοφονία του αδερφού του, Δημητρίου, πιθανού διαδόχου του θρόνου, και υπηρέτη των ρωμαϊκών συμφερόντων. Ο Ευμένης ανακοίνωσε τις πληροφορίες του για την υπόθεση, τονίζοντας παράλληλα πως ο νέος βασιλεύς είχε κληρονομήσει την επιθυμία του Φιλίππου για κατακτήσεις. Ο λόγος του υπήρξε τόσο πειστικός που τα επιχειρήματα των πρέσβεων του Περσέα που κατέφθασαν λίγες ημέρες μετά έπεσαν στο κενό. Ήδη από την ημέρα της ομιλίας του Περγαμηνού βασιλέα είχε μυστικά αποφασιστεί η διεξαγωγή πολέμου, παρόλο που δεν ανακοινώθηκε επισήμως. Την επιθυμία των Ρωμαίων να δείξουν εύνοια προς τον Ευμένη ενδυνάμωσε το γεγονός πως διάφορες ελληνικές πόλεις, όπως για παράδειγμα η Ρόδος, έδειξαν εχθρική στάση απέναντί του.
Κατά την επιστροφή του Ευμένη στην πατρίδα του έγινε γνωστό ότι θα περνούσε από τους Δελφούς για να προσφέρει λατρευτικές τιμές στο θεό Απόλλωνα. Εκεί έπεσε θύμα ενέδρας όπου και τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά σώθηκε εξαιτίας της βιασύνης των δολοφόνων του που κατά πάσα πιθανότητα υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Μακεδονίας. Επειδή όμως η κατάσταση της υγείας του βασιλέως, ο οποίος ανάρρωσε με δυσκολία στην Αίγινα, ήταν άγνωστη, διαδόθηκε ότι είχε πεθάνει. Η είδηση έφτασε μέχρι τη Ρώμη και στην Πέργαμο, ο αδερφός του Άτταλος, πήρε γυναίκα του τη βασίλισσα Στρατονίκη και ανέλαβε ουσιαστικά τη βασιλική εξουσία. Μετά την επιστροφή του Ευμένη ο Άτταλος παρέδωσε αναίμακτα το θρόνο και με τη σειρά του ο Ευμένης δεν θέλησε να τιμωρήσει ούτε τον αδερφό του, ούτε τη Στρατονίκη, επέπληξε όμως τον Άτταλο γιατί βιάστηκε να τον αντικαταστήσει στον θρόνο της Περγάμου και στο κρεββάτι της βασίλισσας. Ακολούθως άρχισε προετοιμασίες για πόλεμο, καθώς οι Ρωμαίοι, που είχαν βεβαιωθεί από τους κατασκόπους τους για διάφορες κινήσεις του Περσέα εναντίον τους, έλαβαν την απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά στην Ιλλυρία. Ζήτησαν μάλιστα από τους Μακεδόνες πολίτες να εγκαταλείψουν το συντομότερο την ιταλική χερσόννησο. Με το ρωμαϊκό στρατόπεδο συντάχθηκε και ο πεθερός του Ευμένη, Αριαράθης Δ' της Καππαδοκίας. Ο Προυσίας Β' της Βιθυνίας με τη σειρά του, όντας γαμπρός του Περσέα, τήρησε ουδέτερη στάση. Οι δε Πτολεμαίοι και Σελευκίδες ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο μεταξύ τους για το αιώνιο ζήτημα της Κοίλης Συρίας. Μόνος σύμμαχος του Περσέως στάθηκε ο Κότυς Β', βασιλεύς των Οδρυσών της Θράκης.
η. Απώλεια της ρωμαϊκής εμπιστοσύνης
Όσο ακόμη μαινόταν ο Γ Μακεδονικός Πόλεμος, ο Περσέας άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Ευμένη και με τους Σελευκίδες, με βασικό επιχείρημα ότι η Ρώμη εκμεταλλευόταν τον ανταγωνισμό τους για να ελέγχει την κατάσταση στην Ανατολή κατά βούληση, παροτρύνοντάς τους να πάψουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες, και να ζητήσουν από τη Ρώμη να συνάψει ειρήνη με τη Μακεδονία. Η επικοινωνία Περσέα και Ευμένη διεξάχθηκε με μυστικότητα. Λογικά ο Ευμένης δεν επιθυμούσε να δει τον Περσέα να αναδεικνύεται νικητής στον πόλεμό του με τη Ρώμη, αλλά βλέποντας τον πόλεμο να παρατείνεται, διέγνωσε την πρόθεση των δύο στρατοπέδων να έρθουν σε κάποιο είδος συμφωνίας για ειρήνη. Οι Ρωμαίοι, όχι αβάσιμα, άρχισαν να υποψιάζονται τον Ευμένη για προδοσία και το 167 π.Χ. του απαγόρευσαν να εισέλθει στην πόλη της Ρώμης, ενώ αντιθέτως, εξακολουθούσαν να δείχνουν μεγάλη εύνοια στον αδερφό του Άτταλο.
Μετά την οριστική ήττα της Μακεδονίας, το μέλλον προδιαγραφόταν ήρεμο για τον Ευμένη. Ωστόσο γαλατικά φύλα της Μικράς Ασίας βρήκαν την ευκαιρία να παρενοχλήσουν αναπάντεχα το περγαμηνό βασίλειο. Με την αφορμή αυτή ο Άτταλος ταξίδεψε πάλι στη Ρώμη ως απεσταλμένος του Ευμένη, γα να εκθέσει την κατάσταση, Φίλοι και γνωστοί τον προέτρεψαν να μιλήσει μόνο για προσωπικό του όφελος, αλλά, μετά από παρέμβση του Ευμένη, κατά την ομιλία του στη Σύγκλητο, δεν έκανε καμία σχετική νύξη και τελικά η Πέργαμος απαλλάχτηκε από τη γαλατική απειλή το 166 π.Χ. με τη συνδρομή μισθοφορικών στρατευμάτων.
Λίγα χρόνια μετά, το 164 π.Χ., παρουσιάστηκαν στη Ρώμη πρέσβεις του βασιλέως της Βιθυνίας, Προυσία Β΄, της Ρόδου και της Αχαϊκής Συμπολιτείας, οι οποίοι παραπονέθηκαν για τον Ευμένη Β΄, που είχε καταλάβει ορισμένα από τα εδάφη τους και αναμιγνυόταν στις υποθέσεις των Γαλατών της Μικράς Ασίας, ενώ ταυτόχρονα τόνισαν τις ανησυχητικές σχέσεις του με το βασιλέα των Σελευκιδών, Αντίοχο Δ΄ Επιφανή. Την επόμενη χρονιά, ο Άτταλος πήγε πάλι στη Ρώμη, με τον άλλο αδερφό του Αθηναίο,για να αντικρούσει τις κατηγορίες. Ωστόσο η Ρώμη έστειλε απεσταλμένους στην Ελλάδα για να επιβλέπουν την κατάσταση από κοντά. Το ίδιο επαναλήφθηκε το 159 π.Χ. όταν ο Προυσίας και οι Γαλάτες και πάλι κατηγόρησαν τον Ευμένη στους Ρωμαίους και ο Άτταλος για άλλη μια φορά, μετέβη στη Ρώμη, για να υπερασπιστεί τον αδερφό του.
θ. Θάνατος και διαδοχή
Ο Ευμένης Β΄ απεβίωσε από φυσικά αίτια το 158 π.Χ. Στο θρόνο ανήλθε ο αδερφός του Άτταλος Β΄, ο οποίος νυμφεύθηκε εκ νέου τη βασίλισσα Στρατονίκη, ενώ ο γιος του Ευμένη Β και της Στρατονίκης Άτταλος Γ΄ ο Φιλομήτωρ, διαδέχτηκε το θείο του μετά το θάνατό του το 138 π.Χ.
Ο Ευμένης υπήρξε από τους ευστροφότερους και ενεργητικούς βασιλείς της εποχής του. Υλοποίησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, το οποίο και μετέτρεψε την πόλη της Περγάμου σε ένα από τα κοσμήματα του μακεδονικού κόσμου. Επέκτεινε το ιερό της Νικηφόρου Αθηνάς και την περίφημη Βιβλιοθήκη της Περγάμου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας του και που υπολειπόταν σε λάμψη μόνο από εκείνη της Αλεξάνδρειας. Η έναρξη της κατασκευής του περίφημου «Βωμού της Περγάμου» να άρχισε προς τα τέλη της δεκαετίας του 180 π.Χ. ένα μνημείο που θεωρείται κορωνίδα της μακεδονικής τέχνης. Το 160 π.Χ. ο Ευμένης χρηματοδότησε την ανέγερση της «Στοάς του Ευμένους» στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης των Αθηνών, ένα επιβλητικό διώροφο κτίριο, που πρόσφερε προστασία από τη βροχή στους θεατές του Θεάτρου του Διονύσου, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως χώρος συναντήσεων και συζητήσεων. Τέλος, υπό την προστασία του Ευμένη Β΄ ανακατασκευάστηκε το Ασκληπιείο στην Κω αποκτώντας τη σημερινή του μνημειακή όψη.
8.6.5. Άτταλος Β΄ Αττάλου ο Φιλάδελφος (220-138, βασ. 158-138)
Ο Άτταλος Β΄ ο Φιλάδελφος ήταν γιος του Αττάλου Α΄ του Σωτήρος και της Απολλωνίδος και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδερφού του, Ευμένη Β΄ του Σωτήρος (βασ. 197 π.Χ. - 158 π.Χ.), υπήρξε σημαντικός του σύμβουλος και ουσιαστικά συνδιοικητής του σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Μαζί, ασκώντας έντονα φιλορωμαϊκή πολιτική κατάφεραν να μετατρέψουν την πατρίδα τους σε ελάχιστο χρόνο από ένα σχετικά ασήμαντο βασιλείο σε μια ισχυρότατη μοναρχία. Ο Άτταλος έδωσε το παρόν σε αξιοσημείωτα πολλές από τις μάχες που διαμόρφωσαν το πρόσωπο της μακεδονικής Ανατολής κατά το 2ο αιώνα π.Χ., ενώ διεξήγαγε πολυάριθμους πολέμους ως σύμμαχος ή εχθρός σχεδόν όλων των μακεδονικών κρατών. Αξιοσημείωτα κατά τη διάρκεια της ζωής του έλαβαν χώρα και οι τέσσερις Μακεδονικοί Πόλεμοι, ενώ ο ίδιος έλαβε επίσης ενεργά μέρος στην καθοριστική Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), στη ρωμαϊκή εκστρατεία κατά των Γαλατών (189 π.Χ.), καθώς και σε πολέμους ενάντια στη Βιθυνία, τους Σελευκίδες, τον Πόντο, την Καππαδοκία (επί του σφετεριστή Οροφέρνη) και τη Θράκη.
Διακρίθηκε ως διπλωμάτης πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια στη Ρώμη, όπου κέρδισε την εκτίμηση των ισχυρών ανδρών της εποχής. Κάποτε μάλιστα του προσφέρθηκε βοήθεια προκειμένου να ανέλθει στο θρόνο του αδερφού του, την οποία όμως αρνήθηκε. Το 159 π.Χ. ο βασιλεύς Ευμένης Β΄ απεβίωσε από φυσικά αίτια, και, καθώς ο γιος του από τη Στρατονίκη, Άτταλος Γ΄, δεν βρισκόταν σε ηλικία κατάλληλη για να αναλάβει το θρόνο, η εξουσία πέρασε στα χέρια του θείου του, Αττάλου Β, που είχε μοιραστεί όλες τις στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες με τον εκλειπόντα αδερφό του και ο οποίος απολάμβανε παράλληλα την εμπιστοσύνη της Ρώμης και ο οποίος, για προφανείς λόγους έμεινε γνωστός στην ιστορία με την επωνυμία «Φιλάδελφος», δηλαδή «αυτός που αγαπά τον αδερφό του». Η άνοδος του Αττάλου Β΄ στο θρόνο συνοδεύτηκε κι από το γάμο του με τη χήρα βασίλισσα Στρατονίκη. Το ζευγάρι απέκτησε κατά τον Πλούταρχο πολλά παιδιά, ωστόσο ο Άτταλος Γ΄ήδη από το 153 π.Χ. είχε επισήμως αναγνωριστεί διάδοχος, με τη σύμφωνη γνώμη της Ρώμης.
α. Επέμβαση στην Καππαδοκία (158-156)
Όταν βασιλεύς της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών αναδείχτηκε μετά από σκληρούς αγώνες ο Δημήτριος Α΄ Σωτήρ (162-150), αποφάσισε να αποκαταστήσει το κράτος του στα παλαιά του σύνορα. Έτσι άρχισε να επεκτείνει την επικράτειά του επιτιθέμενος κατά των γειτονικών του χωρών. Εμμένοντας στην προσπάθειά του να επαναφέρει την Καππαδοκία στη σελευκιδική σφαίρα επιρροής, αναμείχθηκε σε διαμάχη για τη διαδοχή στον καππαδοκικό θρόνο, παρέχοντας ένοπλη υποστήριξη στον Οροφέρνη, που μαχόταν για την ανατροπή του φερόμενου ως αδερφού του, Αριαράθη Ε΄, ο οποίος ήταν σύμμαχος της Περγάμου και αδερφός της βασίλισσας Στρατονίκης.
Με τον Αριαράθη συμπαρατάχθηκε αρχικά ο γαμπρός του, Ευμένης Β΄, αλλά ο θάνατος του τελευταίου λίγο αργότερα εξασθένησε τη θέση του Καππαδόκη. Ο Δημήτριος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απομάκρυνση του Αριαράθη από το θρόνο και στην άνοδο του Οροφέρνη, που βασίλεψε κατά την περίοδο 159 – 156 π.Χ. Όταν ο Αριαράθης απέτυχε να εξασφαλίσει στήριξη από τη Ρώμη, στράφηκε για άλλη μια φορά στην Πέργαμο, με τη βοήθεια της οποίας ανακατέλαβε την εξουσία το 156 π.Χ., ενώ παράλληλα αποκαταστάθηκε και η επιρροή της Περγάμου στην Καππαδοκία. Ακολούθως τα δύο συμμαχικά κράτη πραγματοποίησαν νικηφόρα επίθεση κατά της Πριήνης, πόλη με την οποία είχαν και τα δύο διαφορές.
β. Πόλεμος κατά του Προυσία Β΄ (156)
Από την εποχή του πολέμου ανάμεσα στον Ευμένη Β΄ και τον Προυσία Α΄ της Βιθυνίας, οι σχέσεις των δύο κρατών υπήρξαν κακές. Ο διπλωματικός πόλεμος συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και τελικά το 156 π.Χ. ο νέος Βιθύνιος βασιλεύς Προυσίας Β΄ ο Κυνηγός κινήθηκε κατά της Περγάμου. Αφού νίκησε τον Άτταλο Β πήγε στο Νικηφόριο, όπου κατέστρεψε πολλά ιερά και απέσπασε μπρούντζινα και μαρμάρινα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία και ένα περίφημο άγαλμα του Ασκληπιού. Μετά τις λεηλασίες αυτές μετέφερε το στρατό του στην Ελαία, την οποία προσπάθησε να καταλάβει ανεπιτυχώς. Κατόπιν αποσύρθηκε στα Θυάτειρα, αφού λεηλάτησε το Ναό της Αρτέμιδος στην Ιερά Κώμη, καθώς και ένα ναό του Απόλλωνα. Κατά την επιστροφή τα στρατεύματά του υπέφεραν από πείνα και δυσεντερίαενώ και ο στόλος του βασιλέως της Βιθυνίας καταστράφηκε το 155 π.Χ. εξαιτίας μιας καταιγίδας στην Προποντίδα.
Μετά την ήττα του ο Άτταλος, έστειλε τον αδερφό του, Αθήναιο, στη Ρώμη για να ενημερώσει τη Σύγκλητο για τα γεγονότα. Οι απεσταλμένοι του Προυσία καθησύχασαν τους Ρωμαίους, οι οποίοι ωστόσο έστειλαν λεγάτους για να διερευνήσουν τις σχέσεις των δύο ανδρών.Το ίδιο έτος έφτασαν στη Ρώμη νέα πως ο Προύσιας αντιμετώπισε με περιφρόνηση τη βούληση της Συγκλήτου, καθώς και για την απρέπειες που διέπραξε στη γύρω περιοχή. Οργισμένοι οι άρχοντες της Ρώμης έστειλαν δέκα λεγάτους για να διατάξουν τον Προύσια να θέσει τέρμα στον πόλεμο και να δώσει στον Άτταλο αποζημίωση για τα δεινά που προξένησε στη χώρα του.
Το 154 π.Χ. ο Άτταλος ήδη από το χειμώνα άρχισε να συγκεντρώνει ισχυρές δυνάμεις. Στα πλαίσια της συμμαχίας τους, οι βασιλείς Αριαράθης Ε' της Καππαδοκίας και Μιθριδάτης Δ' του Πόντου, του έστειλαν ενισχύσεις, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο Δημήτριος, γιος του Αριαράθη. Όσο προετοιμαζόταν δέχτηκε επίσκεψη των δέκα λεγάτων της Ρώμης, οι οποίοι αφού ενημερώθηκαν για την κατάσταση ήρθαν σε επαφή με τον Προυσία, στον οποίο μετέφεραν με πολύ αυστηρό τρόπο τις συστάσεις της Συγκλήτου. Ο βασιλεύς της Βιθυνίας αρνήθηκε τις αξιώσεις τους, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι να αποκηρύξουν τη συμμαχία τους με τη Βιθυνία. Βλέποντάς τους να αποχωρούν για το στρατόπεδο του Αττάλου ο Προυσίας το μετάνιωσε και έμεινε μετέωρος ως προς το πώς έπρεπε να χειριστεί την κατάσταση.
Αφού συμβούλεψαν τον Άτταλο να μην επιτεθεί, αλλά να ενισχύσει την άμυνα των συνόρων και των χωριών της επικράτειάς του, έστειλαν μηνύματα σε διάφορες περιοχές της Ιωνίας και του Ελλησπόντου, διατάζοντας τους κατοίκους να σπάσουν τις σχέσεις τους με τη Βιθυνία υπέρ της Περγάμου. Σχεδόν ταυτόχρονα κατεύθασε ο Αθήναιος με ογδόντα πλοία, τόσο της Περγάμου όσο και των συμμάχων της. Πλέοντας στον Ελλήσποντο προξένησε καταστροφές σε πόλεις που είχαν ταχθεί με το πλευρό της Βιθυνίας. Τελικά, η Σύγκλητος έστειλε τρεις λεγάτους επιφορτισμένους με την αποστολή να βάλουν τέλος στον πόλεμο αναγκάζοντας τους δύο βασιλείς να υπογράψουν συνθήκη. Στους όρους της περιλαμβανόταν η συμφωνία να παραχωρήσει ο Προυσίας είκοσι πλοία στον Άτταλο, καθώς και να του καταβάλλει πεντακόσια τάλαντα σε είκοσι χρόνια. Τα δύο κράτη επέστρεφαν στα σύνορα που κατείχαν πριν την έναρξη του πολέμου. Στον Προύσια επίσης ανατέθηκε η υποχρέωση να επισκευάσει τις ζημιές που είχε προξενήσεις στις πόλεις Μήθυμνα, Αιγές, Κύμη και Ηράκλεια, πληρώνοντας σ’ αυτές εκατό τάλαντα.
γ. Εκθρονίσεις του Δημητρίου Α΄ και Προυσία Β΄ (150-149)
Το 152 π.Χ. ο ελάχιστα δημοφιλής στους γείτονές του βασιλεύς των Σελευκιδών, Δημήτριος Α΄, ανατράπηκε από ένα συνασπισμό πολιτικών του αντιπάλων, προκειμένου να ανέλθει στο θρόνο ο Αλέξανδρος Α' Βάλας. Στο συνασπισμό αυτό συμμετείχαν οι βασιλείς Πτολεμαίος ΣΤ΄ της Αιγύπτου, Άτταλος Β΄ της Περγάμου, Αριαράθης Ε' της Καππαδοκίας και οι Ιουδαίοι. Ο Βάλας υποστήριζε πως είχε κληρονομικά δικαιώματα στη βασιλεία από την πλευρά του φερόμενου ως πατέρα του, Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς. Με τη βοήθεια των συμμάχων του αλλά και με την ανεπίσημη στήριξη της Ρώμης συγκρούστηκε με το Δημήτριο Α, ο οποίος βρήκε το θάνατο στη μάχη το 150 π.Χ.
Τον επόμενο χρόνο, ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας διεκδίκησε στη Ρώμη μείωση της χρηματικής αποζημίωσης που κατέβαλε στον Άτταλο μετά τη λήξη του μεταξύ τους πολέμου. Κατά τη διάρκεια της διπλωματικής αποστολής οι πρέσβεις του είχαν την εντολή να εξολοθρεύσουν το γιο του, Νικομήδη, ο οποίος κέρδιζε ολοένα σε δημοτικότητα απέναντι στον πατέρα του. Ο νεαρός πρίγκιπας ωστόσο διέφυγε τον κίνδυνο κι έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα στην Πέργαμο.
Τον ίδιο χρόνο (149 π.Χ.) ο Άτταλος εισέβαλε στα εδάφη της Βιθυνίας υπέρ του Νικομήδη. Ο λαός δεν αντιστάθηκε και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει το μέρος των εισβολέων. Μην μπορώντας να εμπιστευτεί κανένα, και με φρουρά μόλις 500 ανδρών του γαμπρού του από τη Θράκη, ο Προυσίας κλείστηκε στο φρούριο της Νίκαιας και περίμενε την αντίδραση της Ρώμης. Ο Ρωμαίος πραίτορας, για να βοηθήσει τους σκοπούς του Αττάλου, άργησε να παρουσιάσει την πρεσβεία στη Σύγκλητο, κι όταν το έκανε οι άρχοντες του έδωσαν την άδεια να επιλέξει ο ίδιος ποιους άνδρες θα έστελνε για να διευθετήσουν το ζήτημα. Εκείνος επέλεξε επίτηδες τρεις άνδρες με σοβαρές αναπηρίες.
Οι απεσταλμένοι διέταξαν την παύση των εχθροπραξιών ωστόσο έφυγαν για τη Ρώμη προτού πάρουν το οποιοδήποτε μέτρο. Χάνοντας τις ελπίδες του και μην έχοντας πού να βασιστεί ο Προυσίας επέστρεψε στη Νικομήδεια ελπίζοντας πως θα μπορέσει να την υπερασπιστεί. Τελικά τον πρόδωσε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος άνοιξε τις πύλες, ώστε να εισέλθει ο Νικομήδης με το στρατό του. Ο Προυσίας κατέφυγε στο Ναό του Δία, όπου μαχαιρώθηκε από τους άνδρες του Νικομήδη. Με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος ανέβηκε στο θρόνο.
δ. Θάνατος και διαδοχή
Ανάμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις που συμμετείχε ο Άτταλος στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν η εκστρατεία (150 - 148 π.Χ.) των Ρωμαίων ενάντια στον Ανδρίσκο, διεκδικητή του θρόνου της Μακεδονίας, καθώς και μία εκστρατεία στη Θράκη, όπου υποχρέωσε σε ήττα τον Διήγυλι, βασιλέα των Καινών. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, απολαμβάνοντας μακροχρόνια ειρήνη και κουρασμένος από τη μεγάλη του ηλικία, σταδιακά άφηνε να διαχειρίζονται οι υπουργοί του τις κρατικές υποθέσεις.Πέθανε σε ηλικία 82 ετών το 138 π.Χ. κληροδοτώντας το θρόνο του στον ανιψιό του.
Ο γεωγράφος Στράβων κατονομάζει τον Άτταλο Β΄ το Φιλάδελφο ως ιδρυτή της πόλεως Αττάλειας στην Παμφυλία, καθώς και του αποδίδει την αποστολή αποικίας στην Κώρυκο, τις οποίες και οχύρωσε με ισχυρά τείχη. Ακόμη, η μικρασιατική πόλη Φιλαδέλφεια έλαβε το όνομά της προς τιμήν του, όντας θεμελιωμένη είτε από τον ίδιο, είτε από τον αδερφό του Ευμένη Β΄.Παράλληλα, όπως και ο αδερφός του, Ευμένης Β΄, προώθησε τη λατρεία του θεού Διονύσου στην οποία και συμμετείχε ενεργά. Συνέχισε την οικογενειακή παράδοση της παροχής ευεργεσιών προς ακμάζοντα πολιτιστικά κέντρα της εποχής, πρόσφερε δωρεά στην πόλη των Αθηνών για να κατασκευαστεί η περίφημη Στοά του Αττάλου, στην ανατολική πλευρά της Αρχαίας Αγοράς. Το κτίριο αναπτυσσόταν σε μήκος περίπου 116 μέτρων, ήταν διώροφο με δεύτερη σειρά κιόνων στο εσωτερικό και 21 καταστήματα στο βάθος σε κάθε όροφο. Αποτελούσε για τους Αθηναίους χώρο συνάντησης, περιπάτου και εμπορικό κέντρο της εποχής. Καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 μ.Χ. και αναστηλώθηκε μεταξύ των ετών 1953-1956 και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο ευρημάτων της Αρχαίας Αγοράς.
8.6.6. Άτταλος Γ΄ Ευμένους ο Φιλομήτωρ (βασ. 138-133)
Ο Άτταλος Γ΄ ο Φιλομήτωρ ήταν γιος του Ευμένη Β΄ του Σωτήρος και της Στρατονίκης. Κατά την παιδική του ηλικία πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Ιταλία, γνωρίζοντας θερμή υποδοχή από τη Σύγκλητο. Περιγράφετια ως βίαιο και εκκεντρικό πρόσωπο, με παθολογική αγάπη για τη μητέρα του Στρατονίκη. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο θανάτωσε πολλούς συγγενείς και αυλικούς με την κατηγορία ότι οδήγησαν, τη μητέρα του και τη σύζυγό του Βερενίκη στην καταστροφή. Μετά τα γεγονότα αυτά η ψυχολογία του είχε καταρρεύσει και υιοθετώντας εμφάνιση και συμπεριφορά ατόμου πνιγμένου από τις τύψεις κλείστηκε στον εαυτό του, έπαψε να εμφανίζεται δημόσια και έδειξε αδιαφορία για τη διακυβέρνηση.
Στα χρόνια του εγκλεισμού του αφιέρωσε το χρόνο του στη μελέτη της βοτανικής, της κηπευτικής και της φαρμακολογίας, περνώντας πολλές ώρες στους βασιλικούς κήπους και πειρματιζόμενος ανακατεύοντας δηλητηριώδη βότανα με ακίνδυνα. Για τις γνώσεις του στη γεωπονική και βοτανική τον μνημονεύουν κολακευτικά ο ιατρός Κλαύδιος Γαληνός και οι Ουάρρων, Διόδωρος ο Σικελιώτης, Πλούταρχος καθώς και Πλίνιος, που φέρονται να χρησιμοποίησαν το σύγγραμμά του «Περί γεωργίας», από το οποίο σώζονται αποσπάσματα σε έργα άλλων συγγραφέων. Περιείχε κατάλογο φυτών και ιδιαίτερα των δηλητηριωδών, αλλά κυρίως αναφερόταν στη γεωργία και την κηπευτική.
Φαίνεται πως του άρεσε να δουλεύει το μπρούτζο και το κερί κατασκευάζοντας αγάλματα, ενώ καταπιάστηκε με την κατασκευή ενός μνημείου προς τιμήν της μητέρας του. Φαίνεται όμως πως έμεινε πολλές ώρες στον ήλιο, με αποτέλεσμα να ασθενήσει και να πεθάνει από τις επιπλοκές.
Φαίνεται πως διατήρησε τις εξαιρετικές σχέσεις του κράτους του με τους Ρωμαίους, ενώ δεν υπάρχουν μαρτυρίες για εσωτερικές διενέξεις κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ο απρόσμενος θάνατός του το 133 π.Χ. άρχισε μια αλυσιδωτή αντίδραση γεγονότων που οδήγησαν τελικά στην ενσωμάτωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας στο ρωμαϊκό κράτος. Όντας άτεκνος, στη διαθήκη του κληροδότησε το βασίλειό του στο ρωμαϊκό δήμο, εκτός από την πόλη της Περγάμου και την χώρα της πόλης, γεγονός που δεν είναι το μοναδικό στην ιστορία της ελληνιστικής εποχής, αφού ανάλογα είχε πράξει και ο Πτολεμαίος Απίων, τελευταίος ανεξάρτητος ηγεμών της Κυρηναϊκής.
Το 133 π.Χ. έφτασε στη Μικρά Ασία επιτροπή της Συγκλήτου για την εφαρμογή της διαθήκης, αλλά το επόμενο έτος ξέσπασε αναταραχή. Ο (πιθανώς) νόθος γιος του Ευμένη του Β’, Αριστόνικος, αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς με το όνομα Ευμένης Γ’ και προσπάθησε να καταλάβει το βασίλειο της Περγάμου, δίνοντας στο υπό ίδρυση βασίλειο το όνομα ‘Ηλιόπολις’. Η εξέγερση του Αριστόνικου, που είχε στοιχεία κοινωνικής διαμρτυρίας, δεν υποστηρίχθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά από τους εγχώριους κατοίκους της Μικράς Ασίας και απελεύθερους. Οι οπαδοί του συμπεριφέρονταν σαν συμμορίες ληστών και δεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν το ρωμαϊκό στρατό, ο οποίος κατέφθασε το 130 π.Χ. στη Μικρά Ασία. Ο Αριστόνικος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Ρώμη μαζί με το θησαυρό των Ατταλιδών. Η εξέγερση του Αριστόνικου καθυστέρησε την εφαρμογή της διαθήκης. Το 129 π.Χ. τα εδάφη του βασιλείου της Περγάμου οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Asia. Το θησαυροφυλάκιο του βασιλείου του μοιράστηκε δια νόμου στους Ρωμαίους φτωχούς αγρότες από τον Τιβέριο Γράκχο.
8.7. Το βασίλειο των Σελευκιδών (321/312-64 π.Χ.)
Το Βασίλειο των Σελευκιδών ήταν ένα από τα Μακεδονικά κράτη που προήλθαν ύστερα από την κατάτμηση της αυτοκρατορίας του Μ.Αλεξάνδρου, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του οποίου, το 321 π.Χ., ο Σέλευκος Α Αντιόχου, ένας από τους κυριότερους στρατηγούς του, ανέλαβε σατράπης της Βαβυλώνας. Όμως το 316 αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψει, όταν ο Αντίγονος Α΄ Μονόφθαλμος του έκανε έλεγχο για τις προσόδους της περιοχής, οπότε, αντιδρώντας συμμάχησε με τους Κάσσανδρο Λυσίμαχο και Πτολεμαίο κατά του Αντιγόνου. Οι κάτοικοι της περιοχής ενθυμούμενοι την άριστη συμπεριφορά του, από την περίοδο της σατραπείας του, συστρατεύθηκαν μαζί του και τον βοήθησαν να ανακαταλάβει την Βαβυλώνα το 312 π.Χ. που σηματοδοτεί την αφετηρία της δυναστείας του.
Το κράτος που περιήλθε στον Σέλευκο αναπτύχθηκε τελικά σε ολόκληρη αυτοκρατορία που περιλάμβανε την κεντρική Ανατολία, την Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη, την Περσία, το Τουρκμενιστάν, το Αφγανιστάν, το Παμίρ και την Κοιλάδα του Ινδού ποταμού και διατήρησε την ισχύ του από το 312 μέχρι και το 64 π.Χ..
8.7.1. Σέλευκος Α΄ Αντιόχου Νικάτωρ (353-281, βασ. 321-281)
Ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ (<σέλας + λευκός = λαμπερός άσπρος) ήταν γιος του Αντίοχου, στρατηγού του Φίλιππου Β'. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ., πήρε το μέρος του Περδίκκα, αλλά αργότερα οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του και το 321 π.Χ. ανέλαβε την σατραπεία της Βαβυλώνας. Στους πολέμους των Διαδόχων που ακολούθησαν, πολεμώντας κατά καιρούς είτε τους μεν είτε τους δε, πέτυχε να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων, και έγινε κύριος της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας, από την Σογδιανή και την Βακτριανή στην ανατολή, μέχρι και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας στην δύση. Η διαδρομή παρέχεται συνοπτικά στο ακόλουθο χρονολόγιο:
-Το 326 π.Χ. διακρίθηκε στη μάχη του Υδάσπη εναντίον του του Ινδού βασιλέα Πώρου.
-Το 323 π.Χ.μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεργάστηκε αρχικά με τον Περδίκα, από τον οποίο διορίστηκε «χιλίαρχος» (δηλαδή αρχηγός του ιππικού των εταίρων). Κατά την εκστρατεία εναντίον του Πτολεμαίου Α΄ στην Αίγυπτο ήρθε σε σύγκρουση με τον Περδίκα μετά το θάνατο του οποίου υποστήριξε τον Αντίπατρο.
-Το 321 π.Χ. κατά τη διανομή του Τριπαραδείσου στη Συρία ανέλαβε τη διοίκηση της Βαβυλώνας.
-Το 317-315 π.Χ. συγκρούσθηκε με τον Ευμένη Καρδιανό και στη συνέχεια με τον Αντίγονο Α΄ τον Μονόφθαλμο από τον οποίο εκδιώχθηκε και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αίγυπτο.
-Το 306 π.Χ. κατά τη διάρκεια της ατυχούς εκστρατείας του Αντιγόνου στην Αίγυπτο κατέλαβε τις ανατολικές επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας και στη συνέχεια εισέβαλε (306 -4) στο δυτικό τμήμα της Ινδίας εναντίον του βασιλέως Σανδροκόττου (Σαντραγκούπα).
-Το 304-301 π.Χ. οι εξελίξεις στο μέτωπο της δυτικής Μικράς Ασίας τον ανάγκασαν να συνάψει ειρήνη με τον Ινδό ηγεμόνα παραχωρώντας αρκετά εδάφη (την Αραχωσία και τη Γεδρωσία) και πήρε από αυτόν 500 ελέφαντες η σημασία των οποίων ως νέου όπλο φάνηκε τρία χρόνια αργότερα στη μάχη Ιψού. Εκεί ο Σέλευκος νίκησε μαζί με τον Λυσίμαχο, τον μεγάλο του αντίπαλο Αντίγονο που βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης (301 π.Χ.)
-Το 301 ίδρυσε στη Συρία, κοντά στο ποταμό Ορόντη, την πόλη Αντιόχεια, τιμώντας τον πατέρα του Αντίοχο του Μακεδόνα, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα του κράτους του, αντί της Σελεύκειας κοντά στο Τίγρη που είχε ιδρύσει ο ίδιος το 310 π.Χ..
-Το 299 π.Χ. συμμάχησε με τον πρών αντίπαλό του Δημήτριο Πολιορκητή και πήρε ως σύζυγο την πολύ νεότερή του κόρη του τελευταίου Στρατονίκη, την οποία αργότερα παραχώρησε ως σύζυγο στο γιο του Αντίοχο Α, του οποίου μητέρα ήταν η πρώτη σύζυγος του Σέλευκου Απάμα Α.
-Το 283 π.Χ. οι κατακτήσεις του Δημητρίου στην Κιλικία και τη Φοινίκη είχαν ως αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεών του με το Σέλευκο και την προσέγγισή του με τον Πτολεμαίο. Μετά τη μετάβαση του Δημητρίου στην Ελλάδα και την κατάληψη του θρόνου της Μακεδονίας ύστερα από το θάνατο του Κασσάνδρου, το 297 π.Χ. και τη συμμαχία με τους άλλους διαδόχους, ο Σέλευκος αντιμετώπισε τον Δημήτριο στην Κιλικία, όπου τον ανάγκασε να παραδοθεί, του φέρθηκε όμως ιπποτικά και τον φιλοξένησε «αιχμάλωτο» ως το θάνατό του.
-Το 281 π.Χ. ‘ηρθε σε σύγκρουση με τον συμπολεμιστή του και έως τότε σύμμαχό του, βασιλέα της Θράκης, Λυσίμαχο, λόγω των εδαφικών αξιώσεων του Σελεύκου στην Μικρά Ασία. Στη μεγάλη μάχη που έγινε στο Κουροπέδιο λίγα χιλιόμετρα δυτικά των Σάρδεων νίκησε ο Σέλευκος, ενώ ο Λυσίμαχος έχασε εκεί την ζωή του. Στην πόλη Λυσιμάχεια όμως δολοφονήθηκε από τον γιο του Πτολεμαίου (από την πρώτη σύζυγο) Πτολεμαίο Κεραυνό,για λόγους εκδίκησης, επειδή ο Σέλευκος, παρά την υπόσχεσή του, δεν τον είχε βοηθήσει να καταλάβει το θρόνο της Αιγύπτου.
Ο Σέλευκος υπήρξε αναμφισβήτητα από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της εποχής του, κυβερνήτης ενός εκτεταμένου κράτους, που διατήρησε την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στην Εγγύς και Μέση Ανατολή επί πολλούς αιώνες μετά το θάνατό του Εκθειάζεται όχι μόνο για τις διοικητικές του ικανότητες, αλλά και για τη «φιλανθρωπία», το προσωπικό του θάρρος, την ιπποτική του συμπεριφορά αλλά και τη σωματική του ρώμη. Από τις μη στρατιωτικές του δραστηριότητες αναφέρονται οι εξερευνητικές αποστολές που έγιναν με εντολή του στην Ινδία και την Κασπία Θάλασσα και προπάντων η ίδρυση πολλών ελληνικών πόλεων (ανέρχονται περίπου σε 30) στο κέντρο του κράτους του, στη Βόρεια Συρία αλλά και στη Μικρά Αία και στις Ανατολικές επαρχίες.
8.7.2. Αντίοχος Α΄ Σελεύκου Σωτήρ (324-261, βασ. 281-261)
Ο Αντίοχος Α' ο Σωτήρ (<αντί (με την έννοια της αντικατάστασης) + έχω = ισάξιος με τους κατέχοντες, άξιος να κατέχει) ήταν ήταν γιος του Σέλευκου Α' του Νικάτορα, και τηςΑπάμας από την Σύγδιανη, κόρης του Σπιταμένη, που ήταν μια από τις πριγκίπισσες της Ανατολής τις οποίες ο Αλέξανδρος πάντρεψε με τους στρατηγούς του στο διάσημο ομαδικό γάμο του 324 στα Σούσα.
Το 301 π.Χ. έλαβε μέρος στη μάχη της Ιψού, όπου και οι συνδυασμένες δυνάμεις του πατέρα του και του Λυσίμαχου κατατρόπωσαν τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο και το γιο του Δημήτριο τον Πολιορκητή. Μετά τη μάχη αυτή ο Σέλευκος κράτησε τα ασιατικά εδάφη του Αντίγονου, εδραιώνοντας την κυριαρχία του στην περιοχή.
Διάσημος και μυθσιτορηματικός ήταν ο έρωτάς του για τη μητριά του Στρατονίκη, κόρη του Δημητρίου του Πολιορκητή, την οποία νυμφεύτηκε το 294 π.Χ. με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του. Όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, ο νεαρός Αντίοχος, έπεσε σε βαριά κατατονία, αρνούμενος να φάει και να κινηθεί. Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε, ο Ερασίστρατος απέδωσε τα σημάδια σε βαθιά ερωτική απογοήτευση. Πέρασε ώρες πλάι του παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κατά τις επισκέψεις των όμορφων γυναικών τις αυλής. Κι ενώ τις αντιμετώπιζε όλες με αδιαφορία, όταν τον επισκεπτόταν ο πατέρας του με τη νεότατη και ξακουστή για την ομορφιά της σύζυγό του, Στρατονίκη, ο Αντίοχος εμφάνιζε συμπτώματα ερωτοχτυπημένου άνδρα. Ο Ερασίστρατος συμπέρανε πως ο νεαρός προσπάθησε στην αρχή να καταπολεμήσει το πάθος του, κι όταν απέτυχε, νιώθοντας πως η επιθυμία του θα έμενε πάντα ανικανοποίητη, έπεσε σε ατονία. Ο Ερασίστρατος, αποκάλυψε με μεγάλη διπλωματικότητα την κατάσταση στο βασιλέα, παρουσιάζοντας το πρόβλημα δήθεν σαν δικό του. Όταν ο ηλικιωμένος Σέλευκος έμαθε τις λεπτομέρειες, καθώς υπεραγαπούσε το γιο του, δεν δίστασε να δώσει τη συγκατάθεσή του για την ένωση αυτή, από την οποία γεννήθηκαν 5 παιδιά (Σέλευκος, Λαοδίκη, Απάμα, Στρατονίκη, Αντίοχος Β' Θεός).
Το 293 π.Χ. έλαβε από τον πατέρα του τον τίτλο του συμβασιλέως και έγινε σατράπης των Άνω Σατραπειών με έδρα την πόλη Σελεύκεια, δίπλα στον ποταμό Τίγρη. Για ένα διάστημα έμεινε στη Βαβυλώνα όπου έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση πόλεων.
Το 281 π.Χ. ο πατέρας του ενεπλάκη σε πόλεμο με το Λυσίμαχο, που τότε ήταν βασιλεύς της Θράκης και κατακτητής της Μακεδονίας. Ανάμεσα στους συμμάχους του ήταν κι ο γιος του Πτολεμαίου του Σωτήρος, ο Πτολεμαίος Κεραυνός, η αδερφή του οποίου, Λυσάνδρα έδωσε την αφορμή να αναζητήσει ο Σέλευκος νέες κατακτήσεις. Μετά τη Μάχη του Κουροπεδίου (=Κύρου Πεδίον) της Φρυγίας, οι δύο σύμμαχοι εξουδετέρωσαν το Λυσίμαχο και πέρασαν τον Ελλήσποντο. Επειδή όμως είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα και βλέψεις για τα ίδια εδάφη, ο Κεραυνός δολοφόνησε το Σέλευκο στη Θράκη το καλοκαίρι του 281 π.Χ., οπότε ο Αντίοχος έμεινε μόνος βασιλεύς, ενώ το σώμα του νεκρού βασιλέα εξαγόρασε ο Φιλέταιρος της Περγάμου.
Τα πρώτα έτη της βασιλείας του ο Αντίοχος αγωνίσθηκε για να εξασφαλίσει την ακεραιότητα του κράτους του. Αξίωσε τα εδάφη που του ανήκαν από τον Κεραυνό υποστηρίζοντας πως εφόσον τα κατάκτησε ο πατέρας του το δικαίωμα της βασιλείας περνούσε στον ίδιο. Από την πλευρά του ο Πτολεμαίος Κεραυνός είχε νόμιμες αξιώσεις καθώς ήταν εγγονός του παλαιού βασιλέα της Μακεδονίας του Αντίπατρου από τη μεριά της μητέρας του Ευριδίκης. Βλέποντας πως ο Κεραυνός κατανίκησε έναν άλλο διεκδικητή του θρόνου, τον Αντίγονο Β' Γονατά, ο Αντίοχος συμφιλιώθηκε μαζί του και αναγνώρισε με συνθήκη την εξουσία του στη Μακεδονία, όπως και ο Κεραυνός την εξουσία του Αντιόχου στη Μικρά Ασία.
Το 280 – 279 π.Χ. είχε μια αμφίρροπη πολεμική διαμάχη με τον Πτολεμαίο τον Β' Φιλάδελφο για τον έλεγχο της Συρίας, ωστόσο υπέγραψε ειρήνη μαζί του, με την οποία ο Αντίοχος κράτησε την Δαμασκό. Εκείνη την εποχή η Καππαδοκία κήρυξε την ανεξαρτησία της όταν ο ηγεμόνας της Αριαράθης Β’ και ο σύμμαχός του Ορόντης Γ' της Αρμενίας νίκησαν το στρατηγό των Σελευκιδών Αμύντα. Το 277 π.Χ. είχε μια νικηφόρα μάχη με ελέφαντες ενάντια σε μια φυλή Γαλατών εισβολέων, οι οποίοι τελικά προσλήφθηκαν ως μισθοφόροι στο δικό του στρατό. Μετά από αυτή την νίκη του κατά των Γαλατών ο Αντίοχος επονομάστηκε «Σωτήρ». .
Ακολούθησε το 274 π.Χ. – 271 π.Χ. νέα πολεμική σύρραξη με τον Πτολεμαίο Β', γνωστή σαν Πρώτος Συριακός Πόλεμος, όπου ο Αντίοχος Α νικήθηκε. Αρχικά ο Αντίοχος είχε καταφέρει να κατακτήσει ορισμένα εδάφη των Πτολεμαίων, ωστόσο τα έχασε και οι Πτολεμαίοι επεκτάθηκαν μέχρι την Καρία και το μεγαλύτερο μέρος της Κιλικίας. Κατόπιν ο Αντίοχος πολέμησε τον βασιλέα της Περγάμου Ευμένη Α' γύρω στο 263 - 261 π.Χ., ηττήθηκε όμως κοντά στις Σάρδεις και αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Περγάμου. Φονεύθηκε σε μάχη από έναν Γαλάτη στις 2 Ιουνίου 261 π.Χ.
Ο Αντίοχος Α' Σωτήρ έδειξε θάρρος και ασυνήθιστη δραστηριότητα στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στην ασιατική γη με τη σωστή διοίκης και την ίδρυση πόλεων που αποτελούσαν κέντρα πολιτισμού, σχεδόν σε όλο το μήκος της αυτοκρατορίας, τόσο στην Μικρά Ασία (Απάμεια, Αντιόχεια), στην Συρία (Αντιόχεια), στην Μεσοποταμία (Αντιόχεια), καθώς και στις άνω σατραπείες (Σώτειρα). Κάποια χρονιά μετά το 268 π.Χ. είχε διατάξει τη θανάτωση του μεγαλύτερου γιου του Σέλευκου με την κατηγορία ότι προετοίμαζε επανάσταση. Τον διαδέχθηκε το 261 π.Χ. ο δεύτερος γιος του, Αντίοχος Β' o Θεός. Από τα άλλα παιδιά του η Απάμα έγινε σύζυγος του Μάγα της Κυρήνης και η Στρατονίκη σύζυγος του Δημητρίου Β’ του Αιτωλικού της Μακεδονίας.
8.7.3. Αντίοχος Β΄ Αντιόχου Θεός (286-246, βασ. 261-246)
Ο Αντίοχος Β΄ Θεός ήταν γιος του Αντίοχου Α' του Σωτήρος και της Στρατονίκης, κόρης του Δημητρίου του Πολιορκητή. Από τη σύζυγό του Λαοδίκη απέκτησε 5 παιδιά (Σέλευκος Β΄ Καλλίνικος, Αντίοχος Ιέραξ, Απάμα, Στρατονίκη και Λαοδίκη).
α. Δεύτερος Συριακός Πόλεμος (260-253)
Από τον πατέρα του κληρονόμησε την εμπόλεμη κατάσταση με την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, γνωστή στην ιστορία ως Δεύτερος Συριακός Πόλεμος. Οι μάχες διεξάγονταν κυρίως στην περιοχή των μικρασιατικών ακτών, όπου και οι Σελευκίδες σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες. Ο Αντίοχος έκανε επίσης κάποια προσπάθεια να αποκτήσει πάτημα στη Θράκη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού έλαβε το προσωνύμιο «Θεός», από τους κατοίκους της Μιλήτου, επειδή το 259 / 258 π.Χ. θανάτωσε τον τύραννο της πόλης, Τίμαρχο,.
Ενώ ο Αντίοχος ήταν απασχολημένος με τις πολεμικές συγκρούσεις, ο Ανδραγόρας, ο σατράπης που είχε ορίσει στην Παρθία, κήρυξε την ανεξαρτησία του. Στη Βακτρία, ο σατράπης του, Διόδοτος επίσης επαναστάτησε το 255 π.Χ. και ίδρυσε το μακεδονικό βασίλειο της Βακτρίας, που αργότερα επεκτάθηκε και στην Ινδία το 180 π.Χ. σχηματίζοντας το Ελληνοινδικό βασίλειο (180 – 1 π.Χ.). Το 238 π.Χ., ο Αρσάκης ξεσήκωσε μια επανάσταση των Παρθίων ενάντια στον Ανδραγόρα, που οδήγησε στην ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Παρθίας.
β. Τρίτος Συριακός Πόλεμος (246-241)
Το 253 π.Χ., ο Αντίοχος Β συνθηκολόγησε τελικά με τον Πτολεμαίο Β' Φιλάδελφο, βάζοντας τέλος στο Δεύτερο Συριακό Πόλεμο. Ο Αιγύπτιος βασιλεύς αναγνώρισε τις κτήσεις που είχε κερδίσει ο Αντίοχος στη δύση. Ανάμεσα στους όρους της συμφωνίας ήταν όμως να αποπέμψει ο Αντίοχος τη σύζυγό του Λαοδίκη, και να νυμφευτεί την κόρη του Πτολεμαίου, Βερενίκη Φερνοφόρο, ως επισφράγιση της συμφωνίας. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου όμως, ο Αντίοχος έδιωξε τη Βερενίκη επιστρέφοντας στην παλαιά του σύζυγο. Η Βερενίκη κατέφυγε στην Αντιόχεια μαζί με το μικρό παιδί της.
Τελικά η Λαοδίκη δηλητηρίασε τον Αντίοχο, που άφησε την τελευταία του πνοή το 246 π.Χ. στην Έφεσο. Για να εξασφαλίσει την άνοδο στο θρόνο του δικού της γιου από τον Αντίοχο, Σέλευκου Β' του Καλλίνικου, δηλητηρίασε επίσης τη Βερενίκη και τον πεντάχρονο γιο της, προτού προλάβει να φτάσει στην Αντιόχεια ο αδερφός της Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης. Ως αποτέλεσμα ξέσπασε ο Τρίτος Συριακός Πόλεμος, γνωστός και ως Λαοδίκειος Πόλεμος, στα πλαίσια του οποίου ο Πτολεμαίος θανάτωσε τη Λαοδίκη, εισέβαλε στη Συρία και προέλασε μέχρι τη Βαβυλώνα, καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα της Συρίας των Σελευκιδών.
8.7.4. Σέλευκος Β΄ Αντιόχου Καλλίνικος (265-225, βασ. 246-225)
Ο Σέλευκος Β' Καλλίνικος (<κάλλος + νίκη = «όμορφος νικητής» ή «αυτός που πετυχαίνει όμορφες νίκες») ήταν γιος του Αντίοχου Β' του Θεού και της Λαοδίκης. Από τη σύζυγό του Λαοδίκη Β' απέκτησε 4 παιδιά (Αντιοχίς, Σέλευκος Γ' Κεραυνός, Αντίοχος Γ' ο Μέγας και μία κόρη άγνωστου ονόματος). Διαδέχτηκε τον πατέρα του μετά τη δηλητηρίασή του από τη μητέρα του Λαοδίκηκαι κληρονόμησε τα επακόλουθα από τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο (Λαοδίκειος Πόλεμος), στα πλαίσια του οποίου ο Πτολεμαίος Γ εισέβαλε στη Συρία και προέλασε ως τη Βαβυλώνα, στον ποταμό Τίγρη και ίσως και πιο πέρα και τελικά πέτυχε την παράδοση σ’ αυτόν των ανατολικών επαρχιών των Σελευκιδών, τη στιγμή που ο αιγυπτιακός στόλος έπλεε κατά μήκος των ακτών της Μικράς Ασίας.
Το 245 π.Χ. η αδερφή του Σέλευκου, η Λαοδίκη παντρεύτηκε το Μιθριδάτη Β' του Πόντου, που με τη μορφή προίκας προσάρτησε τη Φρυγία. Τα επόμενα χρόνια ο Σέλευκος κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Όταν ο Πτολεμαίος Γ επέστρεψε στην Αίγυπτο, ο Σέλευκος ανέκτησε τη βόρεια Συρία και τις προσκείμενες επαρχίες του σημερινού Ιράν, ωστόσο η εκστρατεία του ενάντια στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν ανεπιτυχής. Το 245 π.Χ. ο Ανδραγόρας κάνοντας επανάσταση του αποσπασε την Παρθία, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 243 π.Χ., ήλθε στον κόσμο ο διάδοχος του Σέλευκου, ο Σέλευκος Γ', ο λεγόμενος Κεραυνός.
Το 241 π.Χ. έληξε ο Τρίτος Συριακός Πόλεμος, ωστόσο, ο Αντίοχος ο Ιέραξ, νεότερος σε ηλικία αδερφός του Σέλευκου και συμπαραστάτης του στον αγώνα κατά της Αιγύπτου, επαναστάτησε απέναντι στην εξουσία του αδερφού του, ζητώντας περισσότερα εδάφη από αυτά που του είχε υποσχεθεί ο αδερφός του. Στην Άγκυρα, περί το 235 π.Χ. ο Σέλευκος υπέστη συντριπτική ήττα και άφησε το κομμάτι της χώρας πέρα από τα βουνά του Ταύρου στον αδερφό του και τις άλλες δυνάμεις της χερσονήσου. Τελικά ο Αντίοχος Ιέραξ έχασε τα εδάφη του από τον Άτταλο Α', βασιλέα της Περγάμου.
Το 239 – 238 π.Χ., η θεία του Σέλευκου Β, Στρατονίκη, αδελφή του πατέρα του και σύζυγος του βασιλέως της Μακεδονίας Δημητρίου Β' του Αιτωλικού, εγκατέλειψε το σύζυγό της και επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι. Εκεί πίεσε τον ανεψιό της να εκδικηθεί το Δημήτριο ( ή κατά άλλους να την παντρευτεί ) χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εξοργισμένη εκείνη υποκίνησε επανάσταση εναντίον του, αλλά συνελήφθη και τελικά θανατώθηκε.
Τα επόμενα χρόνια ο Σέλευκος Β έκανε μάταιες προσπάθειες να ανακτήσει την Παρθία, με αποτέλεσμα να χάνει διάφορα κομμάτια του βασιλείου του που κήρυτταν την ανεξαρτησία τους. Το 228 – 227 π.Χ. αντιμετώπισε με επιτυχία τον Αντίοχο Ιέρακα που προσπάθησε να του αποσπάσει εκ νέου εδάφη στη Μεσοποταμία. Ο Ιέρακας πέθανε ως φυγάς, αλλά λίγο αργότερα, το 225 π.Χ., και ο ίδιος ο Σέλευκος σκοτώθηκε πέφτοντας από άλογο. Τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του από τη σύζυγό του Λαοδίκη, ο Σέλευκος Γ' ο Κεραυνός, και αργότερα ο νεότερος γιος του, ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας, ενώ η κόρη του Αντιοχίς παντρεύτηκε τον Ξέρξη της Αρμενίας.
8.7.5. Σέλευκος Γ΄ Σελεύκου Κεραυνός (243-222, βασ. 225-222)
Ο Σέλευκος Γ' Κεραυνός ήταν γιος του Σέλευκου Β' Καλλίνικου και της Λαοδίκης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος, ενώ το επίσημο προσωνύμιο που του αποδόθηκε ήταν «ο Σωτήρ». Διαδέχτηκε τον πατέρα του το Δεκέμβριο του 225 π.Χ. μετά το θάνατό του σε ατύχημα με άλογο. Κληρονόμησε ένα βασίλειο συρρικνωμένο και περικυκλωμένο από επίδοξους μνηστήρες των εδαφών του. Μετά από μια σύντομη βασιλεία τριών ετών, ο Σέλευκος δολοφονήθηκε με δηλητήριο στη Μικρά Ασία από μέλη της αυλής του κατά τη διάρκεια εκστρατείας ενάντια στον Άτταλο Α', βασιλέα της Περγάμου. Τον διαδέχτηκε ο αδερφός του, Αντίοχος Γ' ο Μέγας, που άλλαξε τη μοίρα του βασιλείου των Σελευκιδών.
8.7.6. Αντίοχος Γ΄ Σελεύκου ο Μέγας (241-187, βασ. 222-187)
Ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας, νεότερος γιος του Σέλευκου Β' Καλλίνικου, που πήρε την επωνυμία «ο Μέγας» μετά τη μεγάλη του εκστρατεία στην Ανατολή, ανέβηκε στο θρόνο μετά τη δολοφονία του αδερφού του, Σέλευκου Γ' Κεραυνού. Κληρονόμησε ένα κράτος αποδιοργανωμένο, από το οποίο είχε αποσπαστεί η Μικρά Ασία, και είχαν αποσχιστεί οι ανατολικές επαρχίες, Βακτρία υπό τον Έλληνα Διόδοτο και Παρθία υπό τον νομάδα αρχηγό Αρσάκη.
Λίγο μετά την άνοδο του Αντίοχου στο θρόνο οι κυβερνήτες της Μηδίας και της Περσίδας, τα δύο αδέρφια Μόλων και Αλέξανδρος, επαναστάτησαν.Ο νεαρός βασιλεύς, υπό την ολέθρια επιρροή του υπουργού Ερμεία, έδωσε την έγκρισή του για επίθεση στην Ιουδαία αντί να παραστεί ο ίδιος να καταπνίξει την εκεί επανάσταση. Η επίθεση απέτυχε και οι στρατηγοί που στάλθηκαν ενάντια στο Μόλονα και τον Αλέξανδρο υπέστησαν μεγάλη ήττα. Μόνο στη Μικρά Ασία, όπου ο εξάδερφος του βασιλέως, ο ικανός Αχαιός, υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των Σελευκιδών, το κράτος ανέκτησε εδάφη μέχρι και τα παλαιά του σύνορα.
Το 222 π.Χ. ο Αντίοχος πήρε για σύζυγο τη Λαοδίκη Γ', κόρη του Μιθριδάτη Β' του Πόντου, με την οποία απέκτησε 6 παιδιά (Αντίοχος, Σέλευκος Δ' Φιλοπάτωρ, Αντίοχος Δ' Επιφανής, Άρδυς, Λαοδίκη Δ', Κλεοπάτρα Α', Αντιοχίς και μία ανώνυμη κόρη)
Ένα χρόνο αργότερα ο Αντίοχος πήγε ανατολικά, όπου η επανάσταση καταπνίγηκε. Ακολούθησε η υποταγή της Κάτω Μηδίας, που διεκδίκησε την ανεξαρτησία της με τον Αρταβαζάνη. Ο Αντίοχος απαλλάχτηκε από τον Ερμεία δολοφονώντας τον ο ίδιος και επέστρεψε στη Συρία το 220 π.Χ. Εντω μεταξύ όμως, ο Αχαιός επαναστάτησε και διεκδίκησε τον τίτλο του βασιλέως της Μικράς Ασίας. Από τη στιγμή όμως, που η δύναμή του δεν ήταν τόση ώστε να επιτεθεί στη Συρία, ο Αντίοχος τον άφησε για λίγο απείραχτο και αρχικά στράφηκε κατά της Ιουδαίας.
α. Τέταρτος Συριακός Πόλεμος (219-217)
Οι εκστρατείες του 219 π.Χ. και 218 π.Χ., οδήγησαν το στρατό των Σελευκιδών στα σύνορα της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου εγκαινιάζοντας τον Τέταρτο Συριακό Πόλεμο. Είχε προηγηθεί μια ανεπιτυχής εκστρατεία δύο χρόνια πριν, την οποία ο Αντίοχος διέκοψε λόγω εσωτερικών προβλημάτων στο κράτος του. Μετά την επιτυχία του κατά του Αντίοχου, ο Θεόδοτος, στρατηγός των Αιγυπτίων, θεωρήθηκε επικίνδυνος για την αλεξανδρινή αυλή, που έβλεπε με καχυποψία όποιον γινόταν δημοφιλής ή έμενε για καιρό σε κάποιο αξίωμα. Μετά από απόπειρα κατά της ζωής του, ο Θεόδοτος άφησε σε έμπιστούς του την Τύρο και την Πτολεμαΐδα, και έγραψε στον Αντίοχο προσφέροντας του τις δύο αυτές πόλεις. Έτσι ο δρόμος για την Αίγυπτο διαμέσου της Παλαιστίνης ήταν ανοιχτός. Οι αλεξανδρινοί αποφάσισαν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις κερδίζοντας χρόνο για τις προετοιμασίες τους. Ορίστηκε τετράμηνη ανακωχή κατά τη διάρκεια της οποίας οι Αιγύπτιοι ετοιμάστηκαν πυρετωδώς και με άκρα μυστικότητα, με τη βοήθεια Ελλήνων εμπειρογνωμόνων που είχαν λάβει μέρος στους πρόσφατους πολέμους με τη Μακεδονία.
Την άνοιξη του 218 π.Χ. οι διαπραγματεύσεις έφτασαν όπως ήταν σχεδιασμένο από την αρχή σε αδιέξοδο και ο Αντίοχος συνέχισε να κατακτά την μία πόλη μετά την άλλη, όπως τη Σελεύκεια, το λιμάνι δηλαδή της Αντιόχειας και την Τύρο. Το καλοκαίρι όμως, του 217 π.Χ., επικεφαλής πενήντα πέντε χιλιάδων αντρών και συνοδευόμενος από τη μικρότερη αδερφή του Αρσινόη Γ', ο Πτολεμαίος Δ' Φιλοπάτωρ, έλαβε θέση προσωπικά στο πεδίο της μάχης στις 13 Ιουνίου, ενάντια στους άντρες του Αντίοχου Γ' και πέτυχε μια σημαντική νίκη στη Μάχη της Ράφιας, εξασφαλίζοντας την ακεραιότητα των βορείων συνόρων του βασιλείου του και ακυρώνοντας τις επιτυχίες του Αντίοχου, τον οποίο υποχρέωσε να αποσυρθεί στα βόρεια του Λιβάνου.
β. Εκστρατεία στην Ανατολή (216-205)
Το 216 π.Χ. ο Αντίοχος πήγε βόρεια για να αντιμετωπίσει τον Αχαιό και μέχρι το 214 π.Χ. τον έδιωξε στις Σάρδεις. Ο Αντίοχος βρήκε τρόπο να αιχμαλωτίσει τον αντίπαλό του, ωστόσο η πόλη κράτησε μέχρι και το 213 π.Χ. υπό τη χήρα του Αχαιού, Λαοδίκη αλλά μετά παραδόθηκε. Έχοντας έτσι ανακτήσει το κεντρικό κομμάτι της Μικράς Ασίας, όπου οι Σελευκίδες έπρεπε αναγκαστικά να ανεχτούν τις δυναστείες της Περγάμου, της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας, ο Αντίοχος έστρεψε τις προσπάθειές του στην ανάκτηση των επαρχιών στα βόρεια και τα ανατολικά. Υποχρέωσε τον Ξέρξη της Αρμενίας να αναγνωρίσει την κυριαρχία του το 212 π.Χ. Το 209 π.Χ. ο Αντίοχος εισέβαλε στην Παρθία, κατέλαβε την πρωτεύουσα Εκατόμπυλο και συνέχισε στην Υρκανία. Ο Πάρθος βασιλεύς Αρσάκης Β' τελικά κατάφερε να εξασφαλίσει την ειρήνη.
Το έτος 209 π.Χ. βρήκε τον Αντίοχο στη Βακτρία, όπου οι προσπάθειές του στέφθηκαν για άλλη μια φορά με επιτυχία. Αφού επιβίωσε μιας περίφημης πολιορκίας στην πρωτεύουσά του τη Βάκτρα, ο βασιλεύς Ευθύδημος Α' πέτυχε μια τιμητική ειρήνη που σφραγίστηκε με συμφωνία γάμου, ανάμεσα στο γιο του Ευθύδημου, το Δημήτριο και σε μία από τις κόρες του Αντίοχου. Έπειτα ο Αντίοχος, ακολουθώντας τα βήματα του Μ.Αλεξάνδρου, πέρασε στην κοιλάδα της Καμπούλ, ανανέωσε τη φιλία του με τον Ινδό βασιλέα Σοφαγάσενο και επέστρεψε δυτικά από το Σειστάν και το Κερμάν το 206 – 205 π.Χ.
Από τη Σελεύκεια του ποταμού Τίγρη οδήγησε μια σύντομη εκστρατεία στον Περσικό Κόλπο τα δύο επόμενα χρόνια. Έδειχνε να έχει αποκαταστήσει την αυτοκρατορία των προγόνων του στην ανατολή, και αυτή του η επιτυχία του εξασφάλισε την επωνυμία «ο Μέγας». Το 205 – 204 π.Χ. ο Πτολεμαίος Ε' Επιφανής, όντας ακόμη μικρό παιδί, ανέβηκε στον αιγυπτιακό θρόνο και ο Αντίοχος, σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, έκανε μυστική συμφωνία με το βασιλέα Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας για το διαμοιρασμό των εδαφών που κατείχαν οι Πτολεμαίοι.
γ. Πέμπτος Συριακός Πόλεμος (202-198)
Το Μάιο του 202 π.Χ ξέσπασε ο Πέμπτος Συριακός Πόλεμος. Για άλλη μια φορά ο Αντίοχος επιτέθηκε στην Κοίλη Συρία και τη Φοινίκη, και μέχρι το 199 π.Χ. φαίνεται πως την είχε υπό την κατοχή του, πριν την ανακτήσει ο Αιτωλός Σκόπας για λογαριασμό του Πτολεμαίου, καθώς και την Ιερουσαλήμ. Μα αυτή η ανάκτηση αποδείχτηκε βραχυχρόνια, εφόσον το 198 π.Χ. ο Αντίοχος υποχρέωσε το Σκόπα σε ήττα στη Μάχη του Πανείου, κοντά στις πηγές του Ιορδάνη, μια μάχη που σηματοδοτεί το τέλος της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στην Ιουδαία. Μετά την κατάκτηση της Κοίλης – Συρίας ο Αντίοχος δεν προχώρησε ενάντια στην Αίγυπτο. Κατέκτησε ωστόσο τη Θράκη, την Έφεσο και τις παράλιες πόλεις της Κιλικίας και της Λυκίας. Ο νεαρός Πτολεμαίος Ε Επιφανής νυμφεύτηκε την κόρη του Αντίοχου, Κλεοπάτρα Α', εξασφαλίζοντας φιλικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη, και εισάγοντας στη Δυναστεία της Αιγύπτου το όνομα «Κλεοπάτρα» που χρησιμοποιήθηκε πολύ μέχρι την Κλεοπάτρα Ζ'.
Οι επιχειρήσεις του Αντίοχου στη Μικρά Ασία, τον έφεραν αντιμέτωπο με την ανερχόμενη δύναμη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η οποία εποφθαλμιούσε τη Σμύρνη και τη Λάμψακο. Η διαμάχη εντάθηκε αφού ο Αντίοχος απέκτησε πρόσβαση και στη Θράκη το 196 π.Χ. Η εκκένωση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους έδωσε αυτή την ευκαιρία στον Αντίοχο, ο οποίος είχε μάλιστα στην Αυλή του τον Αννίβα. Την ίδια χρονιά αναγνωρίστηκε διάδοχος ο μεγαλύτερος γιος του ηγεμόνα των Σελευκιδών, Αντίοχος, ο οποίος νυμφεύτηκε την αδερφή του, Λαοδίκη, αλλά δεν βασίλεψε ποτέ διότι πέθανε το 193 π.Χ.. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις για συμμαχίες με άλλες πόλεις, στα πλαίσια των οποίων η κόρη του Αντίοχου, Αντιοχίς, νυμφεύτηκε τον Αριαράθη Δ' τον Ευσεβή, ηγεμόνα της Καππαδοκίας.
δ. Αντιοχικός Πόλεμος με τους Ρωμαίους (192-189)
Το 192 π.Χ. ο Αντίοχος Γ' εγκαινιάζοντας τον λεγόμενο Αντιοχικό Πόλεμο (Αντίοχος Γ Συρίας και Αιτωλ.Συμπολιτεία κατά Ρωμαίων, Περγάμου, Ρόδου και Αχαϊκής Συμπολιτείας) εισέβαλε στον ελλαδικό χώρο με ένα στρατό 10.000 ανδρών και αναγορεύτηκε από την Αιτωλική Συμπολιτεία γενικός αρχηγός. Το 191 π.Χ., ωστόσο, οι Ρωμαίοι, υπό τις διαταγές του Μάνιου Ακίλιου Γκλάμπρου τον καταδίωξαν στις Θερμοπύλες και τον ανάγκασαν να αποσυρθεί στην Ασία. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Το 190 π.Χ. ανέλαβε ως ύπατος τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον του Αντιόχου ο Κορνήλιος Σκιπίων ο επιλεγόμενος Ασιατικός, που τον συνόδευε ο αδελφός του Παύλος Σκιπίων. Περνώντας την Ελλάδα, τη θρακική χερσόνησο και τον Ελλήσποντο, έφθασε στη Μικρά Ασία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις αρχές του 190 π.Χ. στη Μαγνησία κοντά στο όρος Σίπυλο, όπου αν και ο Αντίοχος παρέταξε 72 και οι Ρωμαίοι 30 χιλιάδες στρατού, νίκησαν οι Ρωμαίοι λόγω των εύστοχων συμβουλών του Ευμένη Β. Ο Σκιπίωνας υπαγόρευσε στον Αντίοχο τους όρους της ειρήνης, οι οποίο επικυρώθηκαν από τη Σύγκλητο το 188 π.Χ. Ακολούθησε ήττα του Αννίβα στη θάλασσα έξω από τη Σίδη, που έφερε τη Μικρά Ασία στα χέρια τους.
Με τη Συνθήκη της Απάμειας το 188 π.Χ. ο βασιλεύς των Σελευκιδών εγκατέλειψε τις κτήσεις του βόρεια του Ταύρου, τις οποίες η Ρώμη μοίρασε στους συμμάχους της. Επίσης υποχρεώθηκε να πληρώσει χρηματικά ποσά στη Ρώμη, καθώς και να στείλει εκεί ως όμηρο το μικρότερο από τους γιους του, Αντίοχο. Ως αποτέλεσμα αυτού του πλήγματος κατά της δύναμης των Σελευκιδών, μερικές από τις επαρχίες που ο Αντίοχος είχε ανακτήσει διεκδίκησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους.
ε. Θάνατος και Διαδοχή
Το 191 π.Χ. ο Αντίοχος νυμφεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Εύβοια από την Χαλκίδα. και άρχισε νέα εκστρατεία στο Λουριστάν, όπου και πέθανε σε μια προσπάθεια να λεηλατήσει ένα ναό στην Περσία, το 187 π.Χ. Το βασίλειο των Σελευκιδών πέρασε τότε στο γιο του Αντίοχου, το Σέλευκο Δ' τον Φιλοπάτορα, που μέχρι τότε διοικούσε τη Θράκη και που είχε ονομαστεί διάδοχος από το 189 π.Χ. Ο Πολύβιος την ιστορική του κριτική παρομοίασε τον Αντίοχο Γ με τον ήλιο που ανατέλλει ελπιδοφόρα και φωτίζει τον κόσμο, αλλά στην συνέχεια τον καλύπτουν τα πυκνά νέφη και δύει άδοξα. Στα 25 χρόνια που βασίλεψε αγωνίστηκε με σθένος για την αναστήλωση του κράτους του, αλλά, όπως και άλλοι βασιλείς του μακεδονικού κόσμου, δεν απέφυγε την κρίσιμη ήττα που άνοιξε το δρόμο για την κατάκτηση από τους Ρωμαίους.
8.7.7. Σέλευκος Δ΄ Αντιόχου Φιλοπάτωρ (220;-175, βασ. 187-175)
Ο Σέλευκος Δ' Φιλοπάτωρ (<φιλώ+πατήρ = αυτός που αγαπά τον πατέρα του) ήταν γιος του Αντίοχου Γ' του Μέγα και της Λαοδίκης Γ. Από τη σύζυγό του Λαοδίκη Δ' απέκτησε 3 παιδιά (Αντίοχος, Δημήτριος Α' Σωτήρ, Λαοδίκη Ε'). Σε νεαρή ηλικία ο Σέλευκος έγινε το 196 π.Χ. κυβερνήτης της Θράκης, η οποία μόλις είχε προσαρτηθεί στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Κατά την περίοδο 192 - 188 π.Χ. ο πατέρας του, ο Αντίοχος ο Γ', διεξήγαγε πόλεμο με τους Ρωμαίους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Σέλευκος πολιόρκησε το 190 π.Χ. την Πέργαμο, που είχε συνασπιστεί με τον εχθρό τους. Αιχμαλώτισε επίσης το Ρωμαίο Διοικητή Λεύκιο Κορνήλιο Σκιπίωνα και έλαβε μέρος στη Μάχη της Μαγνησίας, όπου νίκησαν οι Ρωμαίοι. Το 188 π.Χ. υπογράφτηκε η Ειρήνη της Απάμειας, σύμφωνα με την οποία οι Σελευκίδες όφειλαν να εγκαταλείψουν όλα τα εδάφη βόρεια του Ταύρου και να πληρώσουν πολεμική αποζημίωση.
Συμβασιλεύς ήδη από το 189 π.Χ., ο Σέλευκος διαδέχτηκε τον πατέρα του το 187 π.Χ. και άρχισε προσπάθειες αποκατάστασης της ισχύος του με διπλωματικά μέσα. Στα πλαίσια των ενεργειών αυτών πάντρεψε την κόρη του Λαοδίκη με το Μακεδόνα βασιλέα Περσέα, πράξη που ο βασιλεύς Ευμένης Β' της Περγάμου χαρακτήρισε αντι-ρωμαϊκή. Τελικά ο Σέλευκος κατάφερε να πείσει τους Ρωμαίους να απελευθερώσουν το μικρότερο αδερφό του, Αντίοχο Δ' Επιφανή, υπό τον όρο να στείλει στη Ρώμη το γιο και διάδοχό του, το Δημήτριο Α Σωτήρα.
Το 175 π.Χ., αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες και μη μπορώντας να στείλει το χρηματικό ποσό που του ζήτησε η Ρώμη, έστειλε στην Ιερουσαλήμ τον αντιπρόσωπό του Ηλιόδωρο για να πάρει χρήματα από το Ναό της πόλης, αλλά αυτός συνάντησε αντίσταση και επέστρεψε άπρακτος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Ηλιόδωρος σκότωσε το Σέλευκο, ενώ ο Δημήτριος βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη, οπότε τη βασίλισσα Λαοδίκη συζεύκτηκε ο αδερφός του Σέλευκου, που τον διαδέχτηκε ως Αντίοχος Δ' ο Επιφανής. Πριν συμβεί αυτό, ο θρόνος πέρασε για λίγο στα χέρια του ανήλικου γιου του Σέλευκου, που ονομαζόταν επίσης Αντίοχος, ο οποίος δολοφονήθηκε και εκείνος.
8.7.8. Αντίοχος Δ΄ Αντιόχου Επιφανής (215-164, βασ. 175-164)
Ο Αντίοχος Δ' Επιφανής (<επί+φαίνομαι = αυτός που φαίνεται, περιώνυμος), ήταν γιος του Αντίοχου Γ' του Μέγα και της Λαοδίκης Γ και αδερφός του προκατόχου του, Σέλευκου Δ' του Φιλοπάτορος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μιθριδάτης, μετονομάστηκε όμως σε Αντίοχος, είτε μετά την άνοδό του στο θρόνο, είτε μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του Αντίοχου, το 193 π.Χ. Από τη σύζυγό του Λαοδίκη Δ', πρώην σύζυγο του αδελφού του, απέκτησε 2 παιδιά (Αντίοχος Ε' Ευπάτωρ και Λαοδίκη Στ'), ενώ είχε και ένα νόθο γιο, τον Αλέξανδρο Α' Βάλα και μια εταίρα, την Αντιοχίδα.
Κατά τη νεανική του ηλικία, όπως όριζε η Συνθήκη της Απάμειας ανάμεσα στους Σελευκίδες και τους Ρωμαίους ( 188 π.Χ. ), ο Αντίοχος έζησε στη Ρώμη με την ιδιότητα του ομήρου, ενώ, επειδή ήταν το τρίτο από τα αρσενικά αδέρφια του, δεν προέκυπτε θέμα διαδοχής για εκείνον. Την επιστροφή του εξαγόρασε ο αδερφός του, ο Σέλευκος Δ', στέλνοντας σε αντάλλαγμα στην Ιταλία το νόμιμο διάδοχό του, αργότερα γνωστό με το όνομα Δημήτριος Α' Σωτήρ. Ο Αντίοχος εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση και μετά τη δολοφονία του αδερφού του από τον Ηλιόδωρο, ανακήρυξε τον εαυτό του συμβασιλέα του ανήλικου γιου του Σέλευκου Αντίοχου, του οποίου το φόνο κανόνισε μερικά χρόνια αργότερα.
Λίγο μετά την ενθρόνισή του, ο Αντίοχος Δ φρόντισε να τοποθετήσει στην άδεια θέση του Ανώτατου Ιερέα της Ιερουσαλήμ, την οποία είχε προσαρτήσει στην αυτοκρατορία ο πατέρας του 15 χρόνια νωρίτερα, έναν εξελληνισμένο Ιουδαίο ιερέα με το ελληνικό όνομα Ιάσων. Τον αντικατέστησε όμως, το 172 π.Χ. με τον αδερφό του, Μενέλαο, αφού εκείνος του υποσχέθηκε μεγαλύτερο φόρο. Για να κερδίσουν την υποστήριξη του Αντίοχου, αυτοί οι αντιμαχόμενοι ιερείς εξελλήνισαν εντελώς την Ιερουσαλήμ, η οποία μετονομάστηκε προσωρινά σε Αντιόχεια, σε μια προσπάθεια επιβολής του ελληνικού πολιτισμού πουπεριλάμβανε και την ανέγερση ενός γυμνασίου για ολυμπιακά αθλήματα.
Την πολιτική του εξελληνισμού, ο Αντίοχος Δ ακολούθησε και αλλού. Όχι μόνο υπήρξε ευεργέτης πολλών ιερών χώρων αφιερωμένων στους ελληνικούς θεούς κατά μήκος της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένου και του Ναού του Διός στην Αθήνα, αλλά και προώθησε ενεργά τη λατρεία του εν ζωή ηγεμόνα όπως την ίδρυσε ο πατέρας του, προβάλλοντας τον εαυτό του ως ενσαρκωτή του ανώτατου θεού Δία. Από την προσπάθεια αυτή προήλθε το επίθετο «επιφανής». Στα πλαίσια αυτά προώθησε την επανίδρυση παλαιότερων πόλεων, όπως η Έδεσσα της Μεσοποταμίας, η Πτολεμαΐς της Φοινίκης, η Αλεξάνδρεια στον Περσικό κόλπο, ενώ κάποιες πόλεις στην Κομμαγηνή και μια στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, έλαβαν νέα ονομασία «Αντιόχεια» από το όνομα του βασιλέως. Ακόμη προστέθηκε το προάστιο Επιφάνεια στην Αντιόχεια και η συριακή πόλη Χαμάθ έλαβε και αυτή το ίδιο όνομα. Παράλληλα ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη για όλες τις θρησκευτικές εκδηλώσεις μέσα στην επικράτειά του. Με τον τρόπο αυτό μετέτρεψε την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού σε πολιτικό εργαλείο διαφήμισης των δικών του διεκδικήσεων για απόλυτη εξουσία.
Από τα πολιτικά γεγονότα αυτής της περιόδου σημαντικότερα ήταν η επανάσταση στην Κιλικία το 171 π.Χ. και ο γάμος της προγονής του Αντίοχου, Νύσσας με το βασιλέα του Πόντου, Φαρνάκη A'. Την χρονιά εκείνη οι πόλεις Άδανα και Ταρσός μετονομάστηκαν σε Αντιόχεια και η ορεινή Οινίανδος της Κιλικίας σε Επιφάνεια.
α. Έκτος Συριακός Πόλεμος (170-168)
Την περίοδο 170 – 168 π.Χ. οι Σελευκίδες και οι Πτολεμαίοι ενεπλάκησαν στον Έκτο Συριακό Πόλεμο. Οι προστάτες του νεαρού Πτολεμαίου ΣΤ' του Φιλομήτορος ζήτησαν την επιστροφή της Κοίλης Συρίας. Τότε ο Αντίοχος ναυπήγησε στόλο, παρά τους όρους της Συνθήκης της Απάμειας, και κατέλαβε όλη την Αίγυπτο εκτός από την περιοχή της Αλεξάνδρειας, καθώς και το νησί της Κύπρου.
Όταν όμως μπήκαν στο πολιτικό παιχνίδι οι Ρωμαίοι, ο Αντίοχος συνάντησε κοντά στην Αλεξάνδρεια το Γάιο Πόπλιο Λαίνα, ο οποίος απαίτησε την αποχώρηση του Αντίοχου από την Αίγυπτο και την Κύπρο, ζωγράφισε γύρω του έναν κύκλο στην άμμο και θέτοντάς του τελεσίγραφο του είπε: « Προτού περάσεις τον κύκλο αυτό, θέλω να μου δώσεις μία απάντηση για τη Σύγκλητο», υπονοώντας ότι χωρίς άμεση δέσμευση απόσυρσης από τα εδάφη που κατέκτησε, θα βρισκόταν σε ανοικτό πόλεμο με τη Ρώμη. Ο Αντίοχος τελικά αποφάσισε να υποχωρήσει και οι δύο άντρες συμφώνησαν για την αποχώρηση το 168 π.Χ.
β. Εξέγερση στην Ιερουσαλήμ (168-163)
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αντίοχου στην Αίγυπτο, η διαμάχη των δύο ιερέων, του Ιάσωνα και του Μενελάου, συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση στην Ιερουσαλήμ. Το 169 π.Χ. οι υποστηρικτές του προτού εισήλθαν στην πόλη και θανάτωσαν τους αντιπάλους τους. Ωστόσο, όταν ο Αντίοχος επέστρεψε το 167 π.Χ., λεηλάτησε την πόλη και την ξαναέχτισε ως οχυρό των Σελευκιδών. Πολλοί κάτοικοι θανατώθηκαν και μέσα στο Ναό έγιναν βλάσφημες πράξεις που προσέβαλαν τους Ιουδαίους. Η λατρεία τους απαγορεύτηκε και εγκαθιδρύθηκε αυτή του Αντίοχου με τη μορφή του Δία.
Ως συνέπεια ξέσπασε επανάσταση στην πόλη με αρχηγούς τους Μακκαβαίους, που κατάφεραν να επανακτήσουν την πόλη και να δημιουργήσουν ανεξάρτητο ιουδαϊκό κράτος. Τα γεγονότα αυτά περιλαμβάνονται στα Βιβλία των Μακκαβαίων και σε ανάμνηση της επιτυχημένης αυτής επανάστασης οι Εβραίοι γιορτάζουν κάθε χρόνο τη γιορτή της Χάνουκα.
γ. Θάνατος και Διαδοχή
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Αντίοχος τους πέρασε σε μια εκστρατεία κατά της ανερχόμενης αυτοκρατορίας των Πάρθων στα ανατολικά του σύνορα. Κατέβαλε τον Αρμένιο ηγεμόνα Αρταξία Α΄ (189-160) και επανίδρυσε την πρωτεύουσα της Σωφηνής (νότια Αρμενία) μετονομάζοντάς την σε Επιφάνεια, ενώ στην συνέχεια κατέκτησε την υλωνία και το Ελάμ και μετωνόμασε και τα Εκβάτανα σε Επιφάνεια, καθιστώντας τα ελληνική πόλη. Στο δρόμο όμως αρρώστησε ξαφνικά στην Περσία και άφησε την τελευταία του πνοή το 164 π.Χ. Η βασιλεία του υπήρξε η τελευταία αναλαμπή για το κράτος των Σελευκιδών, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν και η αρχή του τέλους του, καθώς μετά το θάνατό του άφησε ως διάδοχο τον ανήλικο γιο του Αντίοχο Ε' τον Ευπάτορα, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα αιματηρών πολέμων για τη διαδοχή.
8.7.9. Αντίοχος Ε΄ Αντιόχου Ευπάτωρ (173-162, βασ. 164-162)
Ο Αντίοχος Ε΄ Ευπάτωρ (ευ+πατήρ= αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα), ήταν γιος του Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς και της Λαοδίκης. Την άνοιξη του 164 π.Χ. ο Αντίοχος, σε ηλικία μόλις εννέα ετών ανακηρύχτηκε συμβασιλέας του πατέρα του πριν αυτός αναχωρήσει για την εκστρατεία του στην Περσία. Ο πατέρας του όμως, δεν επέστρεψε ποτέ, καθώς αρρώστησε και πέθανε. Έτσι ανέβηκε στο θρόνο με προστάτη – αντιβασιλέα το στρατηγό Λυσία, που άφησε ο Αντίοχος Δ΄ στη θέση του διοικητή της Συρίας. Η θέση του Λυσία ήταν επισφαλής καθώς υπήρχαν πολλοί που εποφθαλμιούσαν τη βασιλεία, ενώ η ρωμαϊκή Σύγκλητος, που κρατούσε στη Ρώμη όμηρο τον εξάδερφό του και νόμιμο διάδοχο του θρόνου, Δημήτριο, αργότερα γνωστό με το όνομα Δημήτριος Α' Σωτήρ, απειλούσε να τον απελευθερώσει αν η κυβέρνηση των Σελευκιδών δεν υπάκουε στις επιταγές της.
Στον τομέα των στρατιωτικών υποθέσεων, ξέσπασε επανάσταση στη Μηδία, με ηγέτη τον Τίμαρχο από τη Μίλητο, ενώ μαινόταν η επανάσταση των Μακκαβαίων στην Ιουδαία ήδη από την εποχή του Αντίοχου Δ΄. Το 162 π.Χ. ο στρατός των Σελευκιδών κατόρθωσε να πετύχει νίκη απέναντι στον ηγέτη των επαναστατών, τον Ιούδα Μακκαβαίο. Στην Αντιόχεια όμως ξέσπασε νέα αποστασία από το Φίλιππο, σύμβουλο του Αντίοχου. Την ίδια χρονιά επικυρώθηκε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους Σελευκίδες και τους Ιουδαίους, με όρους που ευνοούσαν τους δεύτερους γιατί οι πρώτοι είχαν ανάγκη το στρατό τους για τη Μηδία και την Αντιόχεια.
Την ίδια χρονιά ένας πρέσβης της Ρώμης, ο Γναίος Οκτάβιος (Gnaeus Octavius), απαίτησε τη συμμόρφωση των Σελευκιδών στη Συνθήκη της Απάμειας που υπογράφτηκε το 188 π.Χ. Έπρεπε να βυθίσουν τα πλοία τους και να βγάλουν εκτός μάχης τους ελέφαντές τους, πράγμα που παραβίασε ο Αντίοχος Δ΄ κατά τον πόλεμο με την Αίγυπτο πριν λίγα χρόνια. Ο Λυσίας δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση στους Ρωμαίους, πράγμα που εξόργισε το λαό, με αποτέλεσμα ο Οκτάβιος νε βρει τραγικό θάνατο από τον όχλο. Η Σύγκλητος καταλόγισε τις ευθύνες στον Αντίοχο και ορισμένα μέλη της έστειλαν το Δημήτριο πίσω στη Συρία, όπου έγινε δεκτός ως νόμιμος βασιλεύς. Μέσα στους επόμενους μήνες ο Αντίοχος και ο προστάτης του Λυσίας ανατράπηκαν και θανατώθηκαν, όταν ο Αντίοχος ήταν είναι μόλις 11 ετών. Έτσι άρχισε μια σειρά από δολοφονίες ανάμεσα στους πρίγκιπες των Σελευκιδών, πράγμα που αποτελεί σημάδι του αρχόμενου εκφυλισμού της δυναστείας.
8.7.10. Δημήτριος Α΄ Σελεύκου Σωτήρ (βασ. 162-150)
Ο Δημήτριος Α' ο Σωτήρ ήταν γιος του Σέλευκου Δ' Φιλοπάτορος και της Λαοδίκης Δ'. Από τη σύζυγό του Λαοδίκη Ε' απέκτησε 2 παιδιά (Δημήτριος Β' Νικάτωρ και Αντίοχος Ζ' Ευεργέτης). Μετά τη Συνθήκη της Απάμειας ο θείος του Αντίοχος Δ Επιφανής στάλθηκε στη Ρώμη ως όμηρος, αλλά ο Σέλευκος Δ' κατάφερε να πείσει τους Ρωμαίους να ελευθερώσουν τον αδερφό του, υπό τον όρο να στείλει στη Ρώμη το γιο και διάδοχό του Δημήτριο Α. Στα χρόνια που έμεινε εκεί συνάντησε και τον εξάδερφό του Πτολεμαίο ΣΤ' Φιλομήτορα, ο οποίος είχε χάσει προσωρινά το θρόνο της Αιγύπτου. Μετά το θάνατο του Σέλευκου Δ', ο Αντίοχος Δ ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο το 175 π.Χ. και το 164 π.Χ. τον διαδέχτηκε ο γιος του Αντίοχος Ε' Ευπάτωρ, σε ηλικία μόλις εννέα ετών με προστάτη – αντιβασιλέα το στρατηγό Λυσία. Οι δολοπλοκίες της εποχής επέτρεψαν στο Δημήτριο Α να δραπετεύσει από την Ιταλία και να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου και ανέλαβε τη βασιλεία το 162 π.Χ. μετά τη θανάτωση του ενδεκάχρονου Αντίοχου Ε' και του Λυσία. Η Ρώμη αποδέχτηκε το τετελεσμένο γεγονός και αναγνώρισε το νέο βασιλέα.
Ο Δημήτριος Α κέρδισε το προσωνύμιο Σωτήρας όταν απελευθέρωσε τους κατοίκους της Βαβυλώνας από την τυραννία του Τίμαρχου, σατράπη της Μηδίας. Ο Τίμαρχος, που είχε κερδίσει αναγνώριση υπερασπιζόμενος τη Μηδία από την ανερχόμενη δύναμη της Παρθίας, φαίνεται να χρησιμοποίησε την άνοδο του Δημητρίου Α ως δικαιολογία για να ανακηρύξει τον εαυτό του ανεξάρτητο βασιλέα και να επεκτείνει τα εδάφη του στη υλωνία. Οι δυνάμεις του δεν ήταν όμως αρκετές: ο Δημήτριος Α νίκησε και σκότωσε τον Τίμαρχο το 160 π.Χ. και σε ανάμνηση της νίκης του ίδρυσε την πόλη Δημητριάδα στην Ασσυρία.
Ο Δημήτριος έμεινε στην ιστορία των Εβραίων για τη νίκη του ενάντια στους Μακκαβαίους, ενώ το 158 π.Χ. όταν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στην Καππαδοκία, ο Δημήτριος τάχθηκε στο πλευρό του Οροφέρνη Β' και εκθρόνισε τον Αριαράθη Ε' τον Φιλοπάτορα, ο οποίος είχε στο παρελθόν αρνηθεί το χέρι της Λαοδίκης Ε'. Ο πόλεμος αυτός έληξε το 156 π.Χ. με ήττα του Οροφέρνη από τον Αριαράθη, τον οποίο βοήθησε ο βασιλεύς της Περγάμου, Άτταλος Β'.
Ο Δημήτριος Α' αποδείχτηκε άνδρας με μεγάλο κουράγιο και σθεναρή αποφασιστικότητα, πράγμα που ανησύχησε τη Σύγκλητο και τους γειτονικούς βασιλείς. Τον εξάδερφό του, Πτολεμαίο ΣΤ' Φιλομήτορα, τον έκανε εχθρό με τα σχέδιά του να κατακτήσει την Κύπρο. Ο βασιλεύς της Περγάμου, Άτταλος Β', έφερε στο προσκήνιο ένα νέο διεκδικητή του θρόνου της Συρίας, τον Αλέξανδρο Α' Βάλα, που υποστήριζε πως ήταν γιος του Αντίοχου Δ' του Επιφανούς. Έχοντας ήδη πάει στη Ρώμη και κερδίσει την εύνοιά της χάρις στον Ηρακλείδη, έναν επιζήσαντα αδερφό του Τίμαρχου, επέστρεψε στην Ανατολή, για να κατακτήσει τη Συρία. Ο Πτολεμαίος ΣΤ' έστειλε σε βοήθειά του στρατό, υπό τις διαταγές του Γαλαίστη, ενός άντρα ευγενικής καταγωγής από τη Βόρεια Ελλάδα. Στη γενικευμένη επίθεση από τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου Βάλα, της πριγκίπισσας Λαοδίκης ΣΤ' (κόρης του Αντίχου Δ Επιφανούς), του Αττάλου Β', του Αριαράθη Ε' και του Πτολεμαίου ΣΤ' ο Δημήτριος ηττήθηκε και σκοτώθηκε το 150 π.Χ. κοντά στην Αντιόχεια.
8.7.11. Αλέξανδρος Α΄ Βάλας (βασ. 150-146)
Ο Αλέξανδρος Α' Βάλας ανέβηκε στο θρόνο υποστηρίζοντας ότι ήταν γιος του Αντίοχου Δ' του Επιφανούς και έτσι αναφέρεται στα βιβλία της Βίβλου και του Φαρισαίου ιστορικού Ιώσηπου. Σύμφωνα όμως με τους Έλληνες ιστορικούς, επρόκειτο για κάποιον τυχοδιώκτη από την Σμύρνη και ήταν πιθανώς ταπεινής καταγωγής. Από τη σύζυγό του Κλεοπάτρα Θεά απέκτησε 2 παιδιά (Αντίοχος Στ' Διόνυσος και Αλέξανδρος Β' Ζαβίνας).
Την υπόθεση τη δική του και της αδερφής του, της Λαοδίκης ΣΤ', προώθησε ο Ηρακλείδης, ένας πρώην υπουργός του Αντίοχου Δ' Επιφανούς και αδερφός του τυράννου Τίμαρχου, επαναστάτη από τη Μηδία που ηττήθηκε και εκτελέστηκε από τον τον Δημήτριο Α' τον Σωτήρα. Όταν ο Βάλας επέστρεψε από τη Ρώμη όπου κέρδισε την εύνοιά της, τον υποστήριξε η Αίγυπτος, η Πέργαμος, η Καππαδοκία και η Ιουδαία και μάλιστα ο Πτολεμαίος έστειλε για βοήθειά του στρατό, υπό της διαταγές του Γαλαίστη, ενός άντρα ευγενικής καταγωγής από τη Βόρεια Ελλάδα. Ο Δημήτριος Α ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη το 150 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο διεκδικητής του θρόνου, που αποκαλούσε τον εαυτό του Αλέξανδρο, αλλά οι Σύροι του έδωσαν το παρατσούκλι Βάλας.
Ο Πτολεμαίος του έδωσε για σύζυγο την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά, με στόχο να ξαναπάρει την Κοίλη Συρία. Σε δύο χρόνια όμως φάνηκε πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν καλός ηγέτης και πως είχε ξεπέσει ηθικά και ένας άλλος διεκδικητής του θρόνου έκανε την εμφάνισή του στην Κιλικία, ο μικρός Δημήτριος Β Νικάτωρ, γιος του Δημητρίου Α'. Βλέποντας την απειλή για εισβολή στη Συρία από το Βορρά, ο Πτολεμαίος ΣΤ' με ισχυρή δύναμη πέρασε το 148 π.Χ. τα σύνορα φτάνοντας μέχρι την Πτολεμαΐδα. Εκεί γλίτωσε από μια απόπειρα δολοφονίας την οποία απέδωσε στον Αλέξανδρο Βάλα που τον θεώρησε από κει κι έπειτα εχθρό. Ανακαλώντας, άγνωστο πως, την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά, βασίλισσα της Συρίας, τη έδωσε ως σύζυγο στο νεαρό Δημήτριο Β.
Η Αντιόχεια έδιωξε τον Αλέξανδρο Βάλα, που διέφυγε στην Κιλικία και ο Πτολεμαίος ΣΤ Φιλομήτωρ μπήκε στην μεγάλη πόλη το 145 π.Χ. Ο λαός της πόλης, που δεν ήθελε ούτε τον Αλέξανδρο ούτε το Δημήτριο για ηγεμόνα, τον παρακάλεσε να φορέσει το στέμμα της Συρίας μαζί με αυτό της Αιγύπτου. Ωστόσο, με τη σκιά της Ρώμης πάνω από τον κόσμο, εκείνος υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός για να αποδεχτεί την πρόταση. Έπεισε το λαό να δεχτεί το νεαρό Δημήτριο Β στο θρόνο των προγόνων του, με ανταμοιβή φυσικά να επιστρέψει την Κοίλη Συρία στα χέρια των Πτολεμαίων.
Ο Αλέξανδρος Βάλας επέστρεψε από την Κιλικία με στρατό και συγκρούστηκε με τον Πτολεμαίο ΣΤ και τον Δημητρίου Β στον ποταμό Οινοπάρα, όπου υπέστη συντριπτική ήττα και κατέφυγε στον Ναβαταίο Άραβα σεΐχη της γειτονική χώρας. Στη μάχη αυτή ο ο Πτολεμαίος Στ' Φιλομήτωρ έπεσε από το άλογό του, έπαθε κάταγμα στο κρανίο και πέντε μέρες μετά, πέθανε στα χέρια των χειρούργων του, όχι πριν πρόλαβει να δει το κομμένο κεφάλι του πρώην γαμπρού του, σταλμένο από τον Άραβα σεΐχη.
8.7.12. Δημήτριος Β Δημήτριου Νικάτωρ (βασ. 146-139 και 129-125)
Ο Δημήτριος Β' Νικάτωρ ήταν γιος του Δημητρίου Α' Σωτήρα και της Λαοδίκης Ε' και κυβέρνησε σε δύο περιόδους: από το 146 μέχρι το 139 π.Χ. και κατόπιν από το 129 μέχρι το 125 π.Χ. Από τη σύζυγό του Κλεοπάτρα Θεά απέκτησε 3 παιδιά (Σέλευκος Ε' Φιλομήτωρ, ανώνυμη κόρη και Αντίοχος Η' Γρυπός), ενώ είχε μία ακόμη σύζυγο τη Ροδογύνη.
Στα χρόνια της βασιλείας του Αλέξανδρου Α' Βάλα, που είχε εκθρονίσει τον πατέρα του Δημήτριο Α' Σωτήρα, ο Δημήτριος Β είχε καταφύγει στην Κρήτη μαζί με τον αδερφό του, Αντίοχο Ζ Ευεργέτη. Αντιδρώντας στην απειλή για εισβολή στη Συρίας από το Βορρά, ο Πτολεμαίος Στ' Φιλομήτωρ, μπήκε στην Αντιόχεια το 145 π.Χ. έπεισε το λαό να δεχτεί στο θρόνο το νεαρό Δημήτριο Β, στον οποίο είχε δώσει ήδη ως σύζυγο την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά και λίγο αργότερα νίκησε τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου Βάλα, που πέθανε στα χέρια μιας φυλής Ναβαταίων Αράβων.
α. Πρώτη βασιλεία (146-139)
Ωστόσο, ο Δημήτριος Β δεν ήταν λαοφιλής βασιλεύς. Οι Σύροι έτρεφαν ελάχιστο σεβασμό για το νεαρό, που κέρδισε δύναμη χάρη στην Αίγυπτο και τους Κρήτες μισθοφόρους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου ΣΤ' τα αιγυπτιακά στρατεύματά αποχώρησαν και έτσι ο Δημήτριος παρέμεινε μόνος ηγεμόνας των Σελευκιδών. Δεν άργησαν όμως να ξεσπάσουν ταραχές, καθώς η παρουσία των στρατιωτών από την Κρήτη, οδήγησε τους κατοίκους της Αντιόχειας σε επανάσταση, και μόνο μετά από άγριες σφαγές επανήλθε η τάξη. Λίγο αργότερα, ο στρατηγός Διόδοτος κατέκτησε την πρωτεύουσα και επέβαλε ως βασιλέα τον προστατευόμενό του, Αντίοχο ΣΤ' Διόνυσο (βασ. 145-142), γιο του Αλέξανδρου Βάλα που ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Ο Δημήτριος απέτυχε να ανακτήσει την πόλη, ωστόσο διασώθηκε χάρις σε κάποιους στρατιώτες από την Ιουδαία και εγκαταστάθηκε στη Σελεύκεια.
Κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής περιόδου, η Παρθία πραγματοποίησε εχθρικές κινήσεις προς το κράτος των Σελευκιδών, κατακτώντας τη Μηδία. Ο Δημήτριος Β προέλασε ενάντια στο Μιθριδάτη Α', βασιλέα της Παρθίας (βασ. 171-138) και αρχικά είχε επιτυχίες. Το 142 π.Χ. ο Δημήτριος Β αναγνώρισε το Σίμωνα ως Αρχιερέα της Ιερουσαλήμ και απέσυρε τους στρατιώτες του από την πόλη, αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία της Ιουδαίας. Τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, η Σελεύκεια, πρωτεύουσα της υλωνίας έπεσε στα χέρια των Πάρθων του Μιθριδάτη. Το καλοκαίρι του 140 π.Χ. ο Διόδοτος, θανάτωσε το νεαρό του προστατευόμενο, τον Αντίοχο Στ' Διόνυσο, διεκδικώντας το θρόνο για τον εαυτό του, με την επωνυμία Διόδοτος Τρύφων (βασ. 142-138). Ωστόσο απέτυχε να κερδίσει την αναγνώριση του ρωμαϊκού κράτους. Το 139 π.Χ. στην κατοχή της Παρθίας πέρασαν και τα Σούσα, στο Ελάμ, ενώ το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου ο ίδιος ο Δημήτριος Β' πιάστηκε αιχμάλωτος.
Η Βαβυλωνιακή επαρχία των Σελευκιδών είχε ήδη περάσει στα χέρια της Παρθίας, αλλά στη Συρία η θέση της Δυναστείας ισχυροποιήθηκε υπό τον Αντίοχο Ζ' Ευεργέτη (βασ. 139-129), το νεότερο αδερφό του Δημητρίου Β, ο οποίος επίσης νυμφεύτηκε την Κλεοπάτρα Θεά, ανατρέποντας τον Διόδοτο Τρύφωνα, ο οποίος αυτοκτόνησε στην Απάμεια. Ανάμεσα στα αξιοσημείωτα γεγονότα κατά την περίοδο της βασιλείας του Αντίοχου Ζ (138 – 129 π.Χ.) ήταν η πολιορκία της Ιερουσαλήμ, ο θάνατος του Μιθριδάτη και η διαδοχή του από τον Φραάτη Β' (βασ.138-127), καθώς και το ξέσπασμα εμφύλιου πολέμου στο πτολεμαϊκό βασίλειο ανάμεσα στον Πτολεμαίο Η' Φύσκονα και την αδερφή του (μητέρα της Κλεοπάτρας Θεάς), Κλεοπάτρα Β'. Το 130 π.Χ. ο Αντίοχος Ζ είχε στρατιωτικές επιτυχίες απέναντι στους Πάρθους, διώχνοντας τους από τη υλωνία και τη Μηδία, αλλά τελικά γνώρισε την ήττα και αυτοκτόνησε το καλοκαίρι του 129 π.Χ.
β. Αιχμαλωσία (138-129)
Στο διάστημα αυτό (138-129) ο Μιθριδάτης κρατούσε το Δημήτριο Β αιχμάλωτο και τον πάντρεψε με μία πριγκίπισσα που ονομαζόταν Ροδογύνη, με την οποία πιθανώς απέκτησε και παιδιά. Την κόρη του νυμφεύθηκε ο διάδοχος του Μιθριδάτη, Φραάτης Β'. Ο Δημήτριος προσπάθησε δύο φορές να δραπετεύσει από το μέρος που βρισκόταν στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Την πρώτη φορά με τη βοήθεια του φίλου του Καλλίμανδρου, που κινδύνεψε για να σώσει το βασιλέα, ταξίδεψε μυστικά μέσα στη υλωνία και στην Παρθία. Όταν οι δύο φίλοι αιχμαλωτίστηκαν, ο βασιλεύς των Πάρθων δεν τιμώρησε τον Καλλίμανδρο αλλά τον αντάμειψε για την αφοσίωσή του στο Δημήτριο. Τη δεύτερη φορά, ο Μιθριδάτης θέλησε να τον ταπεινώσει δίνοντάς του ένα ζευγάρι χρυσά ζάρια, υπονοώντας έτσι ότι ο Δημήτριος ήταν ένα ανήσυχο παιδί που είχε ανάγκη από παιχνίδια. Για πολιτικούς όμως λόγους, οι Πάρθοι φέρθηκαν ευγενικά στο Δημήτριο.
Το 130 π.Χ. ο Αντίοχος Ευεργέτης ένιωσε αρκετά ισχυρός ώστε να προελάσει στην Παρθία όπου στην αρχή είχε επιτυχίες. Ο Φραάτης Β' τότε απελευθέρωσε το Δημήτριο Β, ελπίζοντας πως τα δύο αδέρφια θα άρχιζαν εμφύλιο πόλεμο. Ωστόσο, ο Ευεργέτης ηττήθηκε λίγο μετά και τα δύο αδέρφια δεν συναντήθηκαν ποτέ. Οι Πάρθοι καταδίωξαν το Δημήτριο Β, αλλά εκείνος κατάφερε να επιστρέψει με ασφάλεια στη Συρία επανακτώντας το θρόνο και τη βασίλισσά του. Το βασίλειό του όμως είχε περιοριστεί σημαντικά και πλέον περιελάμβανε μόνο τη Συρία και την Κιλικία.
8.7.13. Αντίοχος ΣΤ΄ Διόνυσος (148-140, βασ. 145-142)
Ο Αντίοχος ΣΤ' Διόνυσος ήταν γιος του Αλεξάνδρου Α' Βάλα και της Κλεοπάτρας Θεάς, κόρης του ηγεμόνα της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Στ' Φιλομήτορος. Μετά την ήττα του από τις πτολεμαϊκές στρατιές, ο Αλέξανδρος Α' Βάλας πέθανε στα χέρια μιας φυλής Ναβαταίων Αράβων και με την υποστήριξη του. Ο στρατηγός και υποστηρικτής του Αλεξάνδρου, Διόδοτος, που είχε απομακρύνει με ασφάλεια το μικρό Αντίοχο ΣΤ, κατέλαβε την πρωτεύουσα του κράτους το 145 π.Χ. και ανέβασε το μικρό του προστατευόμενο στο θρόνο. Ο Αντίοχος την εποχή εκείνη ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία, οπότε πρακτικά κυβερνούσε ο Διόδοτος. Περί το 140 π.Χ. ο Διόδοτος, θανάτωσε το νεαρό του προστατευόμενο, Αντίοχο ΣΤ', διεκδικώντας το θρόνο για τον εαυτό του, με την επωνυμία Διόδοτος Τρύφων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο Διόδοτος δωροδόκησε τους βασιλικούς ιατρούς ώστε να υποστηρίξουν πως το αγόρι υπέφερε από κάποια ασθένεια και άφησε την τελευταία του πνοή στο χειρουργικό τραπέζι.
8.7.14. Διόδοτος Τρύφων (βασ. 142-138)
Ο Διόδοτος Τρύφων γεννημένος στη Κασιανή, κοντά στην πόλη Απάμεια από άγνωστους γονείς, ήταν στρατηγός που σφετερίστηκε την εξουσία της Δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς δεν ήταν απόγονος εξ αίματος του αρχηγέτη της Σέλευκου Α' Νικάτορος.
Αρχικά ο Διόδοτος υπήρξε στρατηγός του βασιλέως των Σελευκιδών Δημητρίου Α' του Σωτήρος, αλλά αργότερα πέρασε στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου Βάλα, που υποκίνησε επανάσταση και ανέβηκε στο θρόνο το 150 π.Χ. με τη βοήθεια του Διόδοτου που εξασφάλισε την κατάληψη της Αντιόχειας.
Μετά την ήττα του από τις πτολεμαϊκές στρατιές, ο Αλέξανδρος Α' Βάλας πέθανε στα χέρια μιας φυλής Ναβαταίων Αράβων και με την υποστήριξη του Πτολεμαίου ΣΤ' Φιλομήτορα στο θρόνο ανέβηκε ο Δημήτριος Β' Νικάτωρ, γιος του Δημητρίου Α', αλλά ο Διόδοτος το 145 π.Χ. κατέλαβε την πρωτεύουσα του κράτους και ανέβασε στο θρόνο τον ανήλικο γιο του Βάλα Αντίοχο Στ' Διόνυσο.
Ακολούθως ο Διόδοτος προσπάθησε να θέσει υπό την επιρροή του την Κοίλη Συρία όπου ο Δημήτριος Β' είχε υπάρξει μισητός εξαιτίας της συμπεριφοράς του απέναντι στους Ιουδαίους. Καθώς η επικράτεια των Σελευκιδών όλο και συρρικνωνόταν, ο Διόδοτος ήταν τόσο απελπισμένος να βρει συμμάχους που φρόντισε να αποδοθούν τα εδάφη της Ιουδαίας στους Ασμοναίους με αντάλλαγμα βοήθεια. Πιστά στην υπόσχεσή τους ιουδαϊκά στρατεύματα προελάσαν ενάντια στον εχθρό του Διόδοτου, τον έκπτωτο Δημήτριο Β'. Αργότερα όμως ο Διόδοτος προέλασε εναντίον των Ιουδαίων και στις συμπλοκές που ακολούθησαν ο πρώην σύμμαχος του Διόδοτου, ο Αρχιερέας των Ιουδαίων Ιωνάθαν, θανατώθηκε το 143 π.Χ. Εξαιτίας όμως της λαϊκής αντίστασης ο Διόδοτος δεν κατάφερε να πάρει την εξουσία, αφήνοντάς τη στα χέρια του Σίμωνα Μακκαβαίου, αδερφού του Ιωνάθαν, με μικρό οικονομικό κέρδος.
Ο Αντίοχος την εποχή εκείνη ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία, οπότε πρακτικά κυβερνούσε ο Διόδοτος. Περίπου το 140 π.Χ. ο Διόδοτος, θανάτωσε τον Αντίοχο ΣΤ', και ανέβηκε στο θρόνο με την επωνυμία Διόδοτος Τρύφων, αλλά η κυρίαρχη τότε Ρωμαϊκή Σύγκλητος αρνήθηκε να αναγνωρίσει το νέο βασιλέα.
Κατά τη διάρκεια των αναταραχών αυτών άρχισε να γίνεται υπολογίσιμη δύναμη η Αυτοκρατορία της Παρθίας, η οποία στα επόμενα χρόνια κατέκτησε διαδοχικά πολλά από τα εδάφη των Σελευκιδών, αιχμαλωτίζοντας και τον Δημήτριο Β' το 138 π.Χ.
Το 138 π.Χ. ο Διόδοτος δέχτηκε επίθεση και ηττήθηκε στην Αντιόχεια από τον αδερφό του Δημητρίου Β', Αντίοχο Ζ' Ευεργέτη, και μετά την ήττα αυτοκτόνησε στην Απάμεια.
8.7.15. Αντίοχος Ζ΄ Δημήτριου Ευεργέτης (βασ. 138-129)
Ο Αντίοχος Ζ' Ευεργέτης ή Σιδήτης ήταν γιος του Δημητρίου Α' Σωτήρα και αδερφός του Δημητρίου Β' Νικάτορα. Κατά την παιδική του ηλικία ο Αντίοχος, μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Δημήτριο Β, κατέφυγαν στην Κύπρο, για να γλιτώσουν από την επανάσταση που υποκίνησε κατά του πατέρα τους ο Αλέξανδρος Α' Βάλας. Τα επόμενα χρόνια η αυτοκρατορία διάνυσε μια ταραγμένη εποχή με τους βασιλείς να εναλλάσσονται στην εξουσία και τους εξωτερικούς εχθρούς να συρρικνώνουν τη χώρα. Τις μεγαλύτερες εδαφικές διεκδικήσεις είχε η Αυτοκρατορία των Πάρθων, η οποία και κατάφερε να αιχμαλωτίσει το νόμιμο διάδοχο του θρόνου, Δημήτριο Β'.
Κατά το χρονικό διάστημα που βασίλευε ο Δημήτριος Β, ο Αντίοχος Ζ βρισκόταν στη Σιδώνα, απ’ όπου προκύπτει και η επωνυμία «Σιδήτης». Όταν ο αδερφός του αιχμαλωτίστηκε από το βασιλέα της Παρθίας, Μιθριδάτη Α', μόνος στο θρόνο ηγεμόνας έμεινε ο Διόδοτος Τρύφων, αλλά ο Αντίοχος Ζ, με την υποστήριξη διαφόρων παρατάξεων, επιτέθηκε στο Διόδοτο και τον νίκησε, αναγκάζοντάς τον να αυτοκτονήσει.
Μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Αντίοχος Ζ νυμφεύτηκε την Κλεοπάτρα Θεά, βασίλισσα της Συρίας, σύζυγο και των δύο προηγούμενων βασιλέων Αλέξανδρου Βάλα και Δημήτριου Β, η οποία δέχτηκε να τον παντρευτεί επειδή ο σύζυγός της, Δημήτριος Β, είχε κατά την αιχμαλωσία του νυμφευτεί μια άλλη πριγκίπισσα, τη Ροδογύνη. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Αντίοχο, που αργότερα βασίλεψε με το όνομα Αντίοχος Θ' Ευσεβής ή Κυζικηνός.
Αφού νίκησε το Διόδοτο, ο Αντίοχος Ζ Ευεργέτης στράφηκε κατά της Ιουδαίας. Μετά το θάνατο του Αρχιερέα Σίμωνα Μακκαβαίου πολιόρκησε την πόλη της Ιερουσαλήμ και το 134 π.Χ. έριξε τα τείχη της. Σύμφωνα με το θρύλο, ο νέος ηγεμόνας των Ιουδαίων Ιωάννης Υρκανός άνοιξε τον τάφο του βασιλέως Δαβίδ, αφαίρεσε τρεις χιλιάδες τάλαντα και τα έδωσε στον Αντίοχο προκειμένου να γλιτώσει η πόλη. Όπως και να έχει, προκειμένου να κερδίσει τη συμμαχία των Ιουδαίων, τους έδωσε θρησκευτική ελευθερία και αναγνώρισε τον Ιωάννη Υρκανό ως Αρχιερέα. Για τους λόγους αυτούς αναφέρεται και με την επωνυμία «Ευεργέτης». Εκείνη την εποχή φρόντισε και τις διπλωματικές του σχέσεις με τη Ρώμη, αποστέλλοντας ακριβά δώρα στον Σκιπίωνα Αιμιλιανό τον Αφρικανό, που πολιορκούσε εκείνη την εποχή τη Νουμαντία.
Έχοντας πάλι την Ιουδαία υπό την επιρροή του, ο Αντίοχος διεκδίκησε τις ανατολικές επαρχίες σημειώνοντας επιτυχία. Στράφηκε κατά των Πάρθων, και για λίγο ανέκτησε τη Μεσοποταμία, τη υλωνία και τη Μηδία, αποκαθιστώντας τα παλιά σύνορα του κράτους των Σελευκιδών στο Ιράν, τελικά όμως ο βασιλεύς των Πάρθων Φραάτης Β' του έστησε ενέδρα και τον σκότωσε. Ο αδερφός του Δημήτριος Β' είχε στο μεταξύ αφεθεί ελεύθερος το 129 π.Χ. με την ελπίδα να προκληθεί αναταραχή στην επικράτεια των Σελευκιδών, αλλά τα αδέρφια δεν συναντήθηκαν ποτέ.
8.7.16. Δεύτερη Βασιλεία του Δημήτριου Β (129-125)
Ο Δημήτριος Β' Νικάτωρ επέστρεψε στο θρόνο, αλλά πλέον το βασίλειό του είχε περιοριστεί στη Συρία και την Κιλικία και ήταν μια σκιά της προγενέστερης δόξας του. Ο Δημήτριος Β δυσκολευόταν να κυβερνήσει ακόμη και τη Συρία, καθώς η ανάμνηση της σκληρής συμπεριφοράς του και της ταπεινωτικής του ήττας ενέπνεαν μίσος στους υπηκόους του. Η Βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα Β', μητέρα της συζύγου του, παρέδωσε ολόκληρο στρατό στο Δημήτριο Β ελπίζοντας να τον εμπλέξει στον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, ανάμεσα σε εκείνη και τον αδερφό της φαραώ Πτολεμαίο Η' Φύσκονα. Οι στρατιώτες του όμως εγκατέλειψαν τον Δημήτριο Β και ο Πτολεμαίος Η υποστήριξε έναν νέο σφετεριστή του θρόνου, τον Αλέξανδρο Β' Ζαβίνα, γιο του Αλέξανδρου Βάλα.
Το 125 π.Χ. ο Δημήτριος Β ηττήθηκε σε μια μάχη κοντά στη Δαμασκό και έχασε τη ζωή του σε ένα πλοίο κοντά στην Τύρο, αφού πρώτα τον εγκατάλειψε η σύζυγός του Κλεοπάτρα Θεά. Ο σκληρός θάνατός του, μετά από βασανιστήρια, ήταν μία κατάληξη αντάξια των ατυχιών που αντιμετώπισε στα χρόνια της βασιλείας του. Τον διαδέχτηκε η σύζυγός του Κλεοπάτρα Θεά και έπειτα δύο από τους γιους τους, ο Σέλευκος Ε' Φιλομήτωρ και ο Αντίοχος Η' Γρυπός.
8.7.17. Αντίοχος Η΄ Δημητρίου Γρυπός (βασ. 125-96)
Ο Αντίοχος Η' Γρυπός («γρυπός» = αυτός που έχει γαμψή μύτη) ήταν γιος του Δημητρίου Β' Νικάτορος και της Κλεοπάτρας Θεάς. Από τις συζύγους του Τρύφαινα και Κλεοπάτρα Σελήνη Α' απέκτησε 6 παιδιά (Σέλευκος Στ' Επιφανής, Αντίοχος ΙΑ' Επιφανής, Φίλιππος Α' Φιλάδελφος, Δημήτριος Γ' Εύκαιρος, Αντίοχος ΙΒ' Διόνυσος, Λαοδίκη Ζ'). Κατά την παιδική ηλικία του το κράτος των Σελευκιδών συγκλονιζόταν από ισχυρές εμφύλιες διαμάχες, στις οποίες η μητέρα του Κλεοπάτρα Θεά, κόρη του Πτολεμαίου ΣΤ' Φιλομήτορος, παρέμενε στο θρόνο της Συρίας καθώς οι σύζυγοί και οι γιοι της εναλλάσσονταν στην εξουσία. Ο πατέρας του Δημήτριος Β Νικάτωρ έχασε τη ζωή του το 125 π.Χ. κατά τη διάρκεια της αντιδικίας του με τον Αλέξανδρο Β' Ζαβίνα, εγκαταλελειμμένος από την Κλεοπάτρα Θεά, η οποία τελικά κυβέρνησε ως συμβασιλέας των γιων της. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Αντίοχου, ο Σέλευκος Ε' Φιλομήτωρ, έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να αναλάβει μόνος του τη διακυβέρνηση του βασιλείου αλλά θανατώθηκε με τη συμβολή τη Κλεοπάτρας Θεάς, που συμβασίλεψε τότε με τον Αντίοχο Η Γρυπό. Οι τριβές μεταξύ τους δεν άργησαν να εμφανιστούν και το 123 π.Χ. η Κλεοπάτρα προσπάθησε να του προσφέρει ένα κύπελλο με δηλητηριασμένο κρασί, αλλά εκείνος υποψιασμένος την ανάγκασε να το πιει η ίδια πεθαίνοντας. Ο Αντίοχος είχε και προσωπικό ενδιαφέρον για την τοξικολογία καθώς κάποια ποιήματά του σχετικά με τοξικά φυτά μνημονεύονται από τον ιατρό Κλαύδιο Γαληνό.
α. Διαμάχη Γρυπού και Κυζικηνού (116-96)
Το 124 π.Χ. ο Αντίοχος Γρυπός νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα της πτολεμαϊκής Αιγύπτου Τρύφαινα, κόρη του Πτολεμαίου Η' Φύσκονος Το 116 π.Χ. ο ετεροθαλής αδερφός και εξάδερφός του, Αντίοχος Θ' Κυζικηνός, γιος της μητέρας του από το θείο του Αντίοχο Ζ' Ευεργέτη, επέστρεψε από την Κύζικο όπου είχε καταφύγει και έτσι ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Το κίνημα του Κυζικηνού κατέστη δυνατό μετά την άφιξη στρατού που του πρόσφερε μαζί με το χέρι της η Κλεοπάτρα Δ', έκπτωτη βασίλισσα της Αιγύπτου.
Τα επόμενα χρόνια ο Γρυπός κράτησε την πρωτεύουσα και την Κιλικία αλλά στάθηκε αδύνατο να συγκρατήσει τους ντόπιους πειρατές από το να αποκτήσουν ισχύ και ο Κυζικηνός κατέλαβε το νότιο τμήμα της Συρίας. Η σύζυγος του Κυζικηνού, Κλεοπάτρα Δ', μικρότερη αδερφή της Τρύφαινας, πιάστηκε αιχμάλωτη από τον Γρυπό και βρήκε τραγικό θάνατο στο ναό του Απόλλωνα στη Δάφνη, έξω από την Αντιόχεια. Ο Αντίοχος επιθυμούσε να της χαρίσει τη ζωή, αλλά η Τρύφαινα τον έπεισε για το αντίθετο, με συνέπεια ο Κυζικηνός να εκδικηθεί ένα χρόνο μετά συλλαμβάνοντας, βασανίζοντας και σκοτώνοντας την Τρύφαινα.
Στη διαμάχη ανάμεσα στα δύο αδέρφια, αναμίχτηκε και η Αίγυπτος, καθώς ο Αντίοχος Η' Γρυπός συμμάχησε με τον Πτολεμαίο Ι' Αλέξανδρο, ενώ ο Αντίοχος Θ' Κυζικηνός βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του αδερφού και πολιτικού αντιπάλου του τελευταίου, Πτολεμαίου Θ' του Λάθυρου, ενώ την ίδια εποχή η Ιουδαία εξασφάλισε την ανεξαρτησία της και η Σαμάρειας και η Ιδουμέας καταλήφθηκαν από τις αρχές της Ιερουσαλήμ.
β. Προβήματα διαδοχής
Το 103 π.Χ. ο Γρυπός νυμφετηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Κλεοπάτρα Σελήνη Α', κόρη του Πτολεμαίου Η' Φύσκονος και πρώην σύζυγο του Πτολεμαίου Θ Λαθύρου, αλλά το 96 π.Χ. απεβίωσε. Για να μπει τέλος στον εμφύλιο πόλεμο η Κλεοπάτρα Σελήνη παντρεύτηκε τον Αντίοχο Κυζικηνό, αλλά τελικά ο γιος της από τον Γρυπό, Σέλευκος ΣΤ' διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο. Συνολικά πέντε από τους γιους του Γρυπού, ο Σέλευκος Στ' Επιφανής, ο Αντίοχος ΙΑ' Επιφανής, ο Φίλιππος Α' Φιλάδελφος, ο Δημήτριος Γ' Εύκαιρος και ο Αντίοχος ΙΒ' Διόνυσος αργότερα διεκδίκησαν την εξουσία, κάνοντας πολυπλοκότερη την κρίση διαδοχής του βασιλείου μέχρι την οριστική διάλυσή του. Η κόρη του Γρυπού Λαοδίκη Ζ' Θεά παντρεύτηκε το βασιλέα Μιθριδάτη Α' Καλλίνικο της Κομμαγηνής ως μέρος της συμφωνίας ανάμεσα στον πατέρα του Μιθριδάτη, τον Σάμη Β' Θεοσεβή Δίκαιο για εξασφάλιση της ειρήνης ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Γιος του ζευγαριού υπήρξε ο βασιλεύς Αντίοχος Α' Θεός της Κομμαγηνής.
Παρά την πολιτική αστάθεια του καιρού του, ο Γρυπός υπήρξε δημοφιλής βασιλεύς. Η τρυφηλή εικόνα του στα νομίσματα της εποχής, συνήθης ανάμεσα στους τελευταίους Σελευκίδες, καθώς και οι αφηγήσεις των εξωφρενικά πολυτελών γευμάτων που υποτίθεται ότι παρέθετε ήταν στην πραγματικότητα σκόπιμες προσπάθειες συσχέτισης της δυναστείας με την ευημερία και την καλοζωία, που φυσικά αντιτίθεται με την ταραγμένη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην κοινωνία.
8.7.18. Αντίοχος Θ΄ Αντιόχου Κυζικηνός (βασ. 114-96)
Ο Αντίοχος Θ' Κυζικηνός (από την Κύζικο όπου μεγάλωσε) ήταν γιος του Αντίοχου Ζ' Ευεργέτη (Σιδήτη) και της Κλεοπάτρας Θεάς και κυβέρνησε κατά την περίοδο 114 π.Χ. – 95 π.Χ.στο νότιο τμήμα της Συρίας, ταυτόχρονα με τον αδελφό και εξάδελφό του Αντίοχο Η Γρυπό, που βασίλεψε στο υπόλοιπο μέρος του βασιλείου των Σελευκιδών. Είχε δύο συζύγους την Κλεοπάτρα Δ' και την Κλεοπάτρα Σελήνη Α' και ένα γιο τον Αντίοχο Ι' Ευσεβή, άγνωστης μητέρας.
Την περίοδο που βρισκόταν στο θρόνο της Συρίας ο πατέρας του Αντίοχος ΣΤ' Σιδήτης, το κράτος των Σελευκιδών διάνυε μια φάση αποδιοργάνωσης. Για να τον προστατεύσει η μητέρα του Κλεοπάτρα Θεά, που, μέσα στις αναταραχές, διατηρούσε τη θέση της ως βασίλισσα, τον έστειλε στην Κύζικο όπου μεγάλωσε. Στο θρόνο όμως προωθήθηκε ο άλλος γιος της από τον Δημήτριο Β Νικάτορα, Αντίοχος Η' Γρυπός. Στη συνέχεια η Κλεοπάτρα αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει, και το 121 π.Χ. ο Γρυπός έμεινε προσωρινά μόνος κύριος του βασιλείου.
Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στα δύο ετεροθαλή αδέλφια το 114 π.Χ. αναμίχτηκαν και οι δύο αντιμαχόμενοι διεκδικητές του θρόνου της Αιγύπτου Πτολεμαίο Ι' Αλέξανδροςκαι Πτολεμαίου Θ' Λάθυρος, και η έκπτωτη βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα Δ', κόρη του Πτολεμαίου Η' Φύσκονα, που, όταν απομακρύνθηκε από το θρόνο εξαιτίας της μητέρας της, συγκέντρωσε στρατό στην Κύπρο, χάρισε το χέρι της στον Αντίοχο Θ Κυζικηνό και μαζί πέτυχαν να κατακτήσουν το νότιο κομμάτι της Συρίας, συμβασιλεύοντας με τον Αντίοχο Γρυπό που διατήρησε τις κυριότερες πόλεις και την Κιλικία.
Το 96 π.Χ. ο Αντίοχος Γρυπός απεβίωσε από φυσικά αίτια και η σύζυγός του, Κλεοπάτρα Σελήνη Α', πήρε (σε ηλικία 39 ετών) για τρίτο σύζυγο τον Αντίοχο Θ Κυζικηνό που ετοιμάστηκε να επανενώσει το διαιρεμένο βασίλειο. Ωστόσο ο γιος του Γρυπού, Σέλευκος ΣΤ' Επιφανής συνέχισε το έργο του πατέρα του, αρχίζοντας νέα διαμάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Κυζικηνός έχασε τη ζωή του στις αρχές του νέου έτους (95 π.Χ.). Άφησε πίσω το γιο του, Αντίοχο Ι' τον Ευσεβή, ο οποίος στο τέλος του έτους εκδικήθηκε τον πατέρα του νικώντας το Σέλευκο ΣΤ.
8.7.19. Σέλευκος ΣΤ΄ Αντιόχου Επιφανής Νικάτωρ (βασ. 96-95)
Ο Σέλευκος Στ' Επιφανής Νικάτωρ ήταν γιος του Αντίοχου Η' του Γρυπού και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α'. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 96 π.Χ. ο θρόνος περιήλθε στον ετεροθαλή αδερφό του Γρυπού, στον Αντίοχο Θ' τον Κυζικηνό με τον οποίο βρισκόταν σε πόλεμο για το θρόνο της Συρίας. Για αποκατάσταση της σταθερότητας μάλιστα, ο Κυζικηνός νυμφεύθηκε τη χήρα του Γρυπού, την Αιγύπτια πριγκίπισσα, Κλεοπάτρα Σελήνη Α'. Ενώ ο τελευταίος ετοιμάστηκε να ενώσει και πάλι το βασίλειο, ο Σέλευκος ΣΤ' νίκησε και εκθρόνισε τον Κυζικηνό. Ωστόσο την επόμενη χρονιά, το 95 π.Χ., ο ίδιος ηττήθηκε από τον γιο του Κυζικηνού Αντίοχο Ι' Ευσεβή.
Ο Σέλευκος ΣΤ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Συρία με προορισμό τη Μουψουεστία (γνωστή και ως Μόψος ή Σελεύκεια προς το Πύραμο) στη Μικρά Ασία. Εκεί εγκατέστησε την αυλή του, την ζώντας με μεγάλη πολυτέλεια. Ωστόσο, οι κάτοικοι της επαρχίας αυτής, που βασανίζονταν χρόνια από επιθέσεις πειρατών, δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τη χλιδή αυτή, ενώ οι προσπάθειες του Σέλευκου να συγκεντρώσει νέο στρατό αποτέλεσαν πρόσθετο βάρος. Έτσι ξέσπασε επανάσταση κατά τη διάρκεια της οποίας ο Σέλευκος ΣΤ πολιορκήθηκε στο ιπποδρόμιο, που κάηκε ολοσχερώς μαζί με το βασιλέα και τους άνδρες του.
8.7.20. Αντίοχος Ι΄ Αντιόχου Ευσεβής (βασ. 95-83)
Ο Αντίοχος Ι' Ευσεβής ήταν γιος του Αντίοχου Θ' του Κυζικηνού από άγνωστη σύζυγο. Στο θρόνο του βασιλείου των Σελευκιδών ανήλθε το 95 π.Χ. νικώντας και απομακρύνοντας τον Σέλευκο ΣΤ , γιο του Αντίοχου Η Γρυπού, ο οποίος τους πρώτους μήνες του 95 π.Χ. είχε νικήσει και θανατώσει τον πατέρα του Αντίοχο Θ Κυζικηνό. Ο Αντίοχος Ι για λόγους νομιμοφάνειας νυμφεύτηκε και αυτός (αποτελώντας τον τέταρτο σύζυγό της) την Κλεοπάτρα Σελήνη Α, που υπήρξε επίσης σύζυγος του πατέρα του όσο ζούσε, και μαζί της απέκτησε 2 παιδιά (Αντίοχος ΙΓ' Ασιατικός και Σέλευκος Ζ' Κυβιοσάκτης).
Επίδοξοι διεκδικητές του θρόνου όμως, αναδείχθηκαν τρία ακόμη παιδιά του Αντίοχου Η Γρυπού και της Κλεοπάτρας Σελήνης: ο Αντίοχος ΙΑ' Επιφανής, ο Δημήτριος Γ' Εύκαιρος και ο Φίλιππος Α' Φιλάδελφος. Τα επόμενα χρόνια ο Αντίοχος Ι' Ευσεβής κυβέρνησε την Αντιόχεια και τα περίχωρά της, μαχόμενος με τα ξαδέρφια του και τους εξωτερικούς εχθρούς του κράτους. Τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του Σέλευκου ΣΤ, ο Αντίοχος ΙΑ' από κοινού με το Φίλιππο Α' πραγματοποίησαν μια ανεπιτυχή απόπειρα κατάληψης της Αντιόχειας. Μετά την αποτυχία αυτή, ο Αντίοχος ΙΑ' εξαναγκάστηκε σε φυγή, αλλά βρήκε θάνατο από πνιγμό, καθώς προσπάθησε να διασχίσει έφιππος τον ποταμό Ορόντη το 92 π.Χ. Συνεχιστές των προσπαθειών του έμειναν τα αδέρφια του, Δημήτριος Γ' και Φίλιππος Α'.
Το 90 π.Χ αγωνίστηκε κατά των Πάρθων και το 83 π.Χ. ηττήθηκε και σκοτώθηκε όταν ο ηγεμόνας της Αρμενίας, Τιγράνης Β ο Μέγας (βασ. 95-55), εισέβαλε στη Συρία. Ένας γιος του, ο Αντίοχος ΙΓ' ο Ασιατικός, έγινε υποτελής βασιλεύς της Συρίας όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος ο Μέγας νίκησε τον Τιγράνη.
8.7.21. Αντίοχος ΙΑ΄ Αντιόχου Επιφανής (βασ. 95-92)
Ο Αντίοχος ΙΑ΄ Ευσεβής ήταν γιος του Αντίοχου Η΄ του Γρυπού και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α΄, και παρέμεινε στο πολιτικό προσκήνιο κατά την περίοδο 95 π.Χ. – 92 π.Χ. συνεχίζοντας την προσπάθεια του αδελφού του Σέλευκου ΣΤ Επιφανή Νικάτορα να απομακρύνει από το θρόνο τον εξάδελφό του Αντίοχο Ι΄ Ευσεβή, γιο του Αντίοχου Θ Κυζικηνού, ο οποίος, αφού νυμφεύτηκε τη μητέρα του Αντίχου ΙΑ Κλεοπάτρα Σελήνη (ως τέταρτος σύζυγός της), κυβέρνησε την Αντιόχεια και τα περίχωρά της μέχρι το 83 π.Χ. Τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του Σέλευκου ΣΤ, ο Αντίοχος ΙΑ΄ από κοινού με τον αδελφό του Φίλιππο Α΄ πραγματοποίησε ανεπιτυχή απόπειρα να καταλάβει την Αντιόχεια, μετά την οποία εξαναγκάστηκε σε φυγή, αλλά βρήκε το θάνατο από πνιγμό, επιχειρώντας να διασχίσει έφιππος τον ποταμό Ορόντη το 92 π.Χ. Τις προσπάθειές του συνέχισαν τα αδέλφια του, Δημήτριος Γ΄ και Φίλιππος Α΄.
8.7.22. Δημήτριος Γ΄ Αντιόχου Εύκαιρος (βασ. 95-87)
Ο Δημήτριος Γ' Εύκαιρος ήταν γιος του Αντίοχου Η' του Γρυπού και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α'. Εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 95 π.Χ. ως επίδοξος διεκδικητής του θρόνου μαζί με τα αδέλφια του (παιδιά του Αντίοχου Η Γρυπού) Αντίοχο ΙΑ' Επιφανή και Φίλιππο Α' Φιλάδελφο, από τα οποία ο Αντίοχος ΙΑ σκοτώθηκε μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να πάρει το θρόνο από τον Αντίοχο Ι' Ευσεβή, γιο του Αντίοχου Θ Κυζικηνού, που κυβέρνησε την Αντιόχεια και τα περίχωρά της μέχρι το 83 π.Χ. Μετά το θάνατο του Αντίοχου Ι', το κράτος διαιρέθηκε ανάμεσα στο Φίλιππο Α' και τον αδερφό του, το Δημήτριο Γ.
Τις βλέψεις του Δημητρίου Γ' του Εύκαιρου για το θρόνο υποστήριξε ο Πτολεμαίος Θ' Λάθυρος, φαραώ της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, με τη βοήθεια του οποίου ο Δημήτριος ανέκτησε μέρος των εδαφών του πατέρα του στη Συρία. Έχοντας κατακτήσει την πόλη της Δαμασκού, ο Δημήτριος Γ διεκδίκησε το σύνολο της νότιας Συρίας καθώς και της Παλαιστίνης. Όταν οι ελληνικές πόλεις που απάρτιζαν τη Δεκάπολη ζήτησαν βοήθεια ανήσυχες για τις επεκτατικές διαθέσεις των Ιουδαίων, ο Δημήτριος τους έστειλε στρατό και το 89 π.Χ. νίκησε κατά κράτος τον ηγεμόνα τους Αλέξανδρο Ιανναίο στην πόλη Σεχέμ. Παρασυρμένος από τη νίκη του ο Δημήτριος Γ στράφηκε κατά του αδερφού του Φιλίππου Α' για να συγκεντρώσει υπό το σκήπτρο του ολόκληρο το παλαιό κράτος των Σελευκιδών, αλλά ο Φίλιππος, με την βοήθεια των Πάρθων τον υποχρέωσε σε ήττα, τον αιχμαλώτισε και τον εξόρισε το 87 π.Χ. στην Παρθία, όπου ο Δημήτριος πέθανε λίγα χρόνια αργότερα.
8.7.23. Φίλιππος Α΄ Αντιόχου Φιλάδελφος (βασ. 95-83)
Ο Φίλιππος Α' Φιλάδελφος ήταν γιος του Αντίοχου Η' του Γρυπού και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α'. Από άγνωστη σύζυγο είχε ένα γιο, τον Φίλιππο Β' Φιλορωμαίο. Ο Φίλιππος Α εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 95 π.Χ. όταν ο αδελφός του Σέλευκος ΣΤ απομακρύνθηκε από το θρόνο από τον Αντίοχο Ι' τον Ευσεβή, γιο του Αντίοχου Θ Κυζικηνού, ως επίδοξος διεκδικητής του θρόνου μαζί με τα αδέλφια του (παιδιά του Αντίοχου Η Γρυπού) Αντίοχο ΙΑ' Επιφανή και Δημήτριο Γ' Εύκαιρο, που σκοτώθηκαν στην προσπάθεια αυτή (το 92 και το 87 π.Χ. αντίστοιχα).
Την επόμενη περίοδο ο Φίλιππος Α' προέλασε κατά της Αντιόχειας την οποία και κατέλαβε. Προτού, όμως, ισχυροποιήσει τη θέση του ως μόνος ηγεμόνας των Σελευκιδών, βρήκε νέο ανταγωνιστή στο πρόσωπο του νεότερου αδερφού του, του Αντίοχου ΙΒ' του Διόνυσου, ο οποίος πήρε υπό τον έλεγχό του την παλαιά πρωτεύουσα του Δημητρίου Γ, Δαμασκό. Παρόλο που ο Φίλιππος κατέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την πόλη, ενώ ο Αντίοχος ΙΒ βρισκόταν μακριά μαχόμενος του Ναβαταίους Άραβες, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει όταν εκείνος επέστρεψε. Κατά τη διάρκεια των πολέμων με τους Άραβες, έχασε τη ζωή του και ο ίδιος ο Αντίοχος IB'.
Στη βασιλεία του Φιλίππου Α έδωσε τέλος περί το 83 π.Χ. η εισβολή του ηγεμόνα της Αρμενίας, Τιγράνη Β του Μέγα (βασ. 95-55), τον οποίο και οι κάτοικοι της Αντιόχειας αναγνώρισαν ως κυβερνήτη τους. Η περαιτέρω τύχη του Φιλίππου Α δεν είναι γνωστή, καθώς τα ίχνη χάνονται αυτήν την εποχή.
8.7.24. Αντίοχος ΙΒ΄ Αντιόχου Διόνυσος (87-84)
Ο Αντίοχος ΙΒ' Διόνυσος ήταν ο νεότερος γιος του Αντίοχου Η' του Γρυπού και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α' και διαδέχτηκε τον αδερφό του Δημήτριο Γ' τον Εύκαιρο στη διακυβέρνηση ενός κομματιού του κράτους των Σελευκιδών, και συγκεκριμένα την περιοχή γύρω από τη Δαμασκό. Η διακυβέρνησή του κράτησε την περίοδο 87 – 84 π.Χ.
Στην ταραγμένη αυτή περίοδο που έζησε, ο Αντίοχος ΙΒ' ήταν ο τελευταίος από τους Σελευκίδες που έδειξε στρατιωτική δεινότητα αν και σε τοπικό επίπεδο. Πραγματοποίησε μια σειρά επιδρομών στο βασίλειο της Ιουδαίας και προσπάθησε να περιορίσει την επέκταση των Ναβαταίων Αράβων. Μια μάχη εναντίον του λαού αυτού αρχικώς αποδείχθηκε νικηφόρα, μέχρι που ο νεαρός βασιλεύς ενεπλάκη σε μία μάχη και σκοτώθηκε από έναν Άραβα στρατιώτη. Μετά το θάνατό του (το 84 π.Χ.) ο συριακός στρατός υποχώρησε και χάθηκε στην έρημο. Λίγο αργότερα, οι Άραβες κατέκτησαν τη Δαμασκό.
8.7.25. Σέλευκος Ζ΄ Αντιόχου Φιλομήτωρ ή Κυβιοσάκτης (83-69)
Ο Σέλευκος Ζ' Φιλομήτωρ (ή «Κυβιοσάκτης» που σημαίνει φορτωτής κασονιών, έμπορος ψαριών, και κατ’ επέκταση άνθρωπος που μυρίζει άσχημα) ήταν γιος του Αντίοχου Ι' Ευσεβή και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α' και αδελφός από τους ίδιους γονείς του Αντίοχου ΙΓ' Ασιατικού. Βασίλεψε κατά την περίοδο που η Συρία ήταν υπό την κατοχή του βασιλέως της Αρμενίας, Τιγράνη του Μέγα, όταν ελάχιστες πόλεις είχαν παραμείνει πιστές στους Σελευκίδες. Μετά την έκπτωσή του από το θρόνο, σύζυγός του έγινε για λίγο χρόνο η Βερενίκη Δ', κόρη του Πτολεμαίου ΙΒ' του Αυλητή και αδερφή της διάσημης Κλεοπάτρας Ζ. Όσο ο πατέρας της διέμενε στη Ρώμη προσπαθώντας να κερδίσει την υποστήριξη πλούσιων συμμάχων, οι Αλεξανδρινοί επιδίωξαν να τον αντικαταστήσουν, ώστε να μην επιστρέψει ποτέ, παντρεύοντας την κόρη του πριγκίπισσα Βερενίκη με ένα σύζυγο βασιλικής καταγωγής. Ο Σέλευκος Ζ ήταν η τρίτη τους επιλογή, αλλά πέθανε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά το γάμο, πιθανώς από βαριά ασθένεια.
8.7.26. Αντίοχος ΙΓ΄ Αντιόχου Ασιατικός (69-64)
Ο Αντίοχος ΙΓ' Ασιατικός ήταν γιος του Αντίοχου Ι' του Ευσεβούς και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α'. Κυβέρνησε κατά τη σύντομη περίοδο 69 π.Χ. – 64 π.Χ., και παραδοσιακά αποτελεί τον τελευταίο ηγεμόνα της δυναστείας προτού η Συρία μετατραπεί σε ρωμαϊκή επαρχία.
Η μητέρα του, Κλεοπάτρα Σελήνη Α', διετέλεσε επίτροπος του ανήλικου γιου της μετά το θάνατο του πατέρα του (μεταξύ του 92 και 83 π.Χ.). Κάποια στιγμή μετά την κατάκτηση της Συρίας από τον Τιγράνη το Μέγα, βασιλέα της Αρμενίας (το 83 π.Χ.), η Κλεοπάτρα Σελήνη Α ταξίδεψε στη Ρώμη με τους γιους της, όπου προσπάθησε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της (εναλλακτικά στον κενό θρόνο της Αιγύπτου, από όπου καταγόταν η ίδια). Τελικά δεν κατάφερε να πετύχει το στόχο της αυτό, παρόλο που ήταν η τελευταία απόγονος των Πτολεμαίων με επίσημα αναγνωρισμένη καταγωγή, αλλά αναγνωρίστηκαν βασιλείς της Συρίας. Η παραμονή τους στη Ρώμη κράτησε τουλάχιστον την περίοδο μεταξύ του 75 και 73 π.Χ.
Τελικά η Κλεοπάτρα Σελήνη αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε από τον Τιγράνη το 69 π.Χ. σε ηλικία 69 ετών. Όταν όμως ο Τιγράνης ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στα πλαίσια του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου, οι κάτοικοι της Αντιόχειας αποδέχτηκαν τον Αντίοχο ΙΓ' ως νόμιμο βασιλέα τους, και ο στρατηγός Λεύκιος Λούκουλλος αναγνώρισε την αναγόρευσή του σε υποτελή ηγεμόνα της Συρίας.
Στα πλαίσια του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Λούκουλλος νίκησε εν τέλει τον Αρμένη βασιλέα και ο λαός της Αντιόχειας αναγνώρισε ως νόμιμο δικαιούχο του θρόνου τον Αντίοχο ΙΓ', γιο του Αντιόχου Ι' και της Κλεοπάτρας Σελήνης, τον οποίο η Ρώμη αποδέχτηκε να τον ορίσει υποτελή βασιλέα.
Την εξουσία του υπονόμευσε ο συγγενής του, Φίλιππος Β', ο Φιλορωμαίος ή Βαρύπους, γιος του Φιλίππου Α Φιλάδελφου, ο οποίος κυβέρνησε κάποια άλλα τμήματα της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Ανάμεσα στους δύο άντρες υπήρχαν τριβές, καθώς ο Φίλιππος υπονόμευε συνεχώς τη θέση του Αντίοχου.
Τελικά όμως, το 64 π.Χ., ήταν ο Γναίος Πομπήιος αυτός που φρόντισε για την εκθρόνιση και θανάτωσή του, από έναν Άραβα φύλαρχο, το Σαμπσικέραμο, με την αιτιολογία ότι δεν άξιζε να χαριστούν οι καρποί της δουλειάς των ρωμαίων σε κάποιον τρίτο. Με αυτό τον τρόπο οι Ρωμαίοι πήραν στα χέρια τους την Κιλικία, την ηπειρώτική Συρία, την Κοίλη Συρία, τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη, μετατρέποντάς τες σε ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Syria, θέτοντας τέλος στην ύπαρξη του βασιλείου των Σελευκιδών.
Κατά την παράδοση ο Αντίοχος αποτελεί τον τελευταίο βασιλέα των Σελευκίδων ηγεμόνων της Συρίας, αν και ο Φίλιππος Β' έζησε λίγο παραπάνω.
8.8. Το βασίλειο των Πτολεμαίων (323-30 π.Χ.)
Μετά το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. και το διαμελισμό του απέραντου κράτους του, ο στρατηγός του Πτολεμαίος Λάγου, διορίστηκε ανώτατος κυβερνήτης της Αιγύπτου. Στα 305 π.Χ., ανακήρυξε τον εαυτό του «Βασιλέα Πτολεμαίο Α’» και αργότερα έμεινε γνωστός ως “Σωτήρας”. Οι Αιγύπτιοι σύντομα αναγνώρισαν τους Πτολεμαίους ως διαδόχους των φαραώ της ανεξάρτητης Αιγύπτου και οι απόγονοι του Πτολεμαίου κυβέρνησαν την Αίγυπτο μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 30 π.Χ.
Πρωτεύουσα του κράτους τους έγινε η Αλεξάνδρεια, υπέρλαμπρο κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, που αντικατέστησε τη Μέμφιδα και τις Θήβες σε εθνική σπουδαιότητα, αποκτώντας ιδιαίτερη σημασία στον μεσογειακό κόσμο της εποχής και αναπτύσσοντας οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες της Ανατολής, και με τη νέα ανερχόμενη δύναμη τη Ρώμης. Οι Πτολεμαίοι διατήρησαν τις θρησκευτικές και κοινωνικές δομές, τα έθιμα και το τυπικό, τους θεούς και τις δοξασίες, καθώς και τις τοπικές τεχνοτροπίες στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της Αρχαίας Αιγύπτου, διασώζοντας μέχρι σήμερα διάσημα μνημεία, που είτε φτιάχτηκαν στις μέρες τους, είτε επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν από αυτούς.
8.8.1. Πτολεμαίος Α Λάγου ο Σωτήρ (367-283, βασ. 323-285)
Ο Πτολεμαίος Α΄ο Λάγου (<πτόλεμος=πόλεμος # πολεμικός, επιθετικός), γνωστός με την προσωνυμία «Σωτήρ», ιδρυτής της Πτολεμαϊκής Δυναστείας των Λαγιδών στην Αίγυπτο (323 π.Χ.-30 μ.Χ.). ήταν γιος της της Αρσινόης από ευγενή οικογένεια της Μακεδονίας στην περιοχή της Εορδαίας (σημερινή περιοχή Πτολεμαίδας), θετός γιος του Λάγου, αβέβαιου όμως βιολογικού πατρός. Ίσως ήταν γιος του ίδιου του Λάγου ή γιος του Φιλίππου Β', ετεροθαλής αδελφός του Μ.Αλεξάνδρου, τον οποίον ακολούθησε σε όλες του τις εκστρατείες.
Ως διοικητής στρατιωτικής μονάδας, διακρίθηκε από το 330 π.Χ. κατά την προέλαση του μακεδονικού στρατού στην Περσία. Τότε έγινε και «σωματοφύλαξ» του Αλεξάνδρου. Τα ηγετικά του προσόντα, η σύνεση, η διοικητική ικανότητα και το προσωπικό θάρρος φάνηκαν προπάντων κατά τις επιχειρήσεις των Ελλήνων στις ανατολικές επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας: Το 329 συνέλαβε το δολοφόνο του Δαρείου Γ΄ και το 326 συμμετείχε στις επιχειρήσεις κατά των Ινδιών. Ο Πτολεμαίος ως στρατηγός, υπέταξε την ορεινή Σογδιανή και πολέμησε στην Ινδία, όπου κατά την άλωση κάποιας πόλης, υπερασπίστηκε και έσωσε τον βαριά τραυματισμένο Αλέξανδρο, γι' αυτό και αργότερα ονομάσθηκε «Σωτήρ».
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. στην πρώτη διανομή της αυτοκρατορίας, ανέλαβε την σατραπεία της Αιγύπτου στην οποία προσάρτησε και την Κυρηναϊκή. Ο Πτολεμαίος λέγεται ότι υποκίνησε την επανατοποθέτηση της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα. Προσπάθησε και κατάφερε να κρατήσει την Αίγυπτο υπό την εξουσία του ενάντια στις επιθέσεις των υπόλοιπων διαδόχων του θρόνου. Απέκτησε μεγάλο κύρος, κυρίως λόγω της συνετής του διοίκησης αλλά και του σεβασμού του προς τη θρησκεία και τα έθιμα των Αιγυπτίων.
Οι αυτονομιστικές του τάσεις, ώστε να διαχωριστεί η Αίγυπτος από τις υπόλοιπες επαρχίες, εκδηλώθηκαν μετά την άμεση εξόντωση του Κλεομένη που διαχειρίζονταν τα οικονομικά της Αιγύπτου. Η πράξη του προκάλεσε την αντίδραση του Περδίκκα, ο οποίος ήθελε να διατηρήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας και να αναδειχτεί διάδοχος της αυτοκρατορίας. Το 321 π.Χ., όμως ο Περδίκκας σκοτώθηκε προσπαθώντας να εισβάλει στην Αίγυπτο. Κατόπιν ο Πτολεμαίος Α' πολέμησε με τον Αντίγονο Μονόφθαλμο το 315 π.Χ. και 312 π.Χ. και μετά την ήττα του στη Σαλαμίνα της Κύπρου το 306 π.Χ. από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί. Το 306 π.Χ. ονομάσθηκε βασιλεύς, όρισε ως έδρα του την Αλεξάνδρεια, η οποία επί των ημερών του στολίστηκε με λαμπρά ανάκτορα και δημόσια κτήρια, με αποκορύφωμα τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το 285 π.Χ. παραιτήθηκε από τον θρόνο προς όφελος του δευτερότοκου γιου του Πτολεμαίου Β' Φιλαδέλφου, από την τρίτη σύζυγό του Βερενίκη, προτιμώντας τον από τον οργίλο και βίαιο Πτολεμαίο Κεραυνό, τον γιο που είχε αποκτήσει από τη δεύτερη σύζυγό του Ευρυδίκη κόρη, του Αντιπάτρου. Συνολικά είχε τέσσερις συζύγους (Θαΐς, Αρτακάμα, Ευρυδίκη, Βερενίκη Α). Όταν η τρίτη από αυτές η Ευρυδίκη, πριγκίπισσα της Μακεδονίας και κόρη του Αντίπατρου, έφτασε στην Αίγυπτο για να παντρευτεί, έφερε μαζί της μια νεαρή χήρα, τη Βερενίκη ως κυρία επί των τιμών της. Ωστόσο η τελευταία σύναψε σχέσεις με το βασιλέα, έγινε η ευνοούμενη του και τον παντρεύτηκε αποτελώντας την τέταρτη σύζυγό του. Του χάρισε τρία παιδιά: την Αρσινόη, τη Φιλωτέρα και τον Πτολεμαίο Β' Φιλάδελφο. Από τις άλλες συζύγους είχε τρεις ακόμη γιους (Πτολεμαίος Κεραυνός, Μελέαγρος, Ἀργαῖος).
Αφοσιώθηκε με ευσυνειδησία στη διοίκηση του εκτεταμένου κράτους του και ως ιδρυτής της ομώνυμης Δυναστείας των Λαγιδών-Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, που κυριάρχησε στην χώρα επί 300 περίπου χρόνια, αναμφισβήτητα υπήρξε προσωπικότητα κοσμοϊστορικής σημασίας.
Μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Μέμφιδα στην Αλεξάνδρεια, κυρίως για οικονομικούς λόγους, και ίδρυσε την ελληνική πόλη Πτολεμαΐδα στην Άνω Αίγυπτο ως αντίβαρο της αιγυπτιακής πόλης των Θηβών. Υπήρξε προστάτης των γραμμάτων, ενώ ίδρυσε με παρότρυνση του Δημητρίου του Φαληρέα, το Μουσείον της πόλης, όπου στεγάσθηκε η μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που την εποχή του θανάτου του περιείχε 200.000 τόμους από όλες τις επιστήμες της εποχής, η οποία πυρπολήθηκε το 48 π.Χ. από τον ρωμαϊκό στόλο του Ιούλιου Καίσαρα και καταστράφηκε ολοσχερώς. Αργότερα ανασυγκροτήθηκε, αλλά το 391 μ.Χ. πυρπολήθηκε πάλι επί Θεοδοσίου Α΄. Ο Πτολεμαίος επέστρεψε επίσης στους Αιγύπτιους ιερείς αγάλματα θεών, έπιπλα και βιβλία που είχαν κλαπεί από τα ιερά τους από τον Ξέρξη Α'.
Ο ίδιος έγραψε το βιβλίο «Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου», που δεν σώθηκε αλλά αναφέρεται ως πρωταρχική πηγή πληροφόρησης στο έργο «Αλεξάνδρου Ανάβασις» του Αρριανού,.
8.8.2. Πτολεμαίος Β΄Φιλάδελφος (309-246, βασ. 285-246)
Ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος ήταν γιος του ιδρυτή της δυναστείας Πτολεμαίου Α’ Σωτήρα και της τέταρτης και ευνοούμενης συζύγου του βασιλέως, Βερενίκης Α’ (<φέρω+νίκη = αυτή που φέρνει νίκες, φ>β). Το αιγυπτιακό του όνομα ήταν Meryamun Setepenre, που σημαίνει “Πολυαγαπημένος του Άμμωνος, Εκλεκτός του Ρε”. Από τη σύζυγό του Αρσινόη Α΄ (<άρσις=ανύψωση + νοώ # υψηλόφρων), κόρη του Λυσιμάχου, απέκτησε τρία παιδιά (Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης, Λυσίμαχος, Βερενίκη Φερνοφόρος) και από την ερωμένη του Βιλιστίχη ένα γιο (Πτολεμαίος Ανδρόμαχος), αλλά είχε επίσης σχέσεις με την Κλεινώ, την Δίδυμη, τη Μνήσιδα, τη Μυρτίον, την Ποθείνη και τη Στρατονίκη. Πιθανές επίσης είναι οι σχέσεις του με την Αγαθόκλεια, την Αγλαΐδα και τη Γλαύκη, ενώ περιβόητος έγινε ο γάμος με τη δεύτερη σύζυγο και αδελφή του Αρσινόη Β΄, πρώην σύζυγο του Λυσιμάχου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ισχυροποίησε τον έλεγχο του κράτους του στην Παλαιστίνη και τη Βόρεια Αφρική και το μεταμόρφωσε σε περιώνυμο κέντρο του ελληνικού πολιτισμού.
α. Κοινωνικό και Πολιτιστικό Έργο
Το κλίμα της Αιγύπτου δεν είχε αλλάξει ακόμη τα ευρωπαϊκά εξωτερικά χαρακτηριστικά των Πτολεμαίων, όπως συνέβη στους μεταγενέστερους. Ο Πτολεμαίος είχε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και μια τάση για πάχος, καθώς, όπως φαίνεται, στη δυναστεία υπήρχε η γενετική προδιάθεση τα άτομα να γίνονται παχουλά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ο θρόνος ανήκε θεωρητικά στο γιο της Ευρυδίκης, Πτολεμαίο Κεραυνό που ήταν μεγαλύτερος, όμως ο πατέρας του επέλεξε το γιο της Βερενίκης, ο οποίος σε ηλικία 18 ετών, το 290 π.Χ. έγινε συμβασιλέας του πατέρα του για να εξασφαλιστεί η διαδοχή του. Ο ετεροθαλής αδερφός του, ο Πτολεμαίος Κεραυνός, φιλονίκησε με τον πατέρα του, εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια και αργότερα έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας.
Ο Πτολεμαίος είχε χαρακτήρα πολύ διαφορετικό από τον πατέρα του, το σκληροτράχηλο στρατηγό του Αλεξάνδρου, καθώς ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τις επίγειες απολαύσεις, με ενδιαφέρον για τις επιστήμες και τις τέχνες. Παιδαγωγός του υπήρξε ο Στράτων της Λαμψάκου, ένας από τους κύριους αντιπροσώπους της Σχολής του Αριστοτέλη, από τον οποίο εμπνεύστηκε το ενδιαφέρον που έδειξε για τη ζωολογία και τη γεωγραφία.
Όπως ο πατέρας του, ο Πτολεμαίος Β’ ήταν έξυπνος διπλωμάτης. Όταν έχανε σε στρατιωτικό επίπεδο, αναπλήρωνε το χαμένο έδαφος κανονίζοντας στρατηγικούς γάμους που μετέτρεπαν τους εχθρούς του σε συγγενείς. Ήταν επίσης ικανός κυβερνήτης, που οργάνωσε την αιγυπτιακή οικονομία για να εδραιώσει μια περίοδο ευμάρειας, τουλάχιστον για τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις και τους εμπόρους. Η Αλεξάνδρεια μεγάλωσε τόσο σε μέγεθος που έπρεπε να χωριστεί σε τρεις συνοικίες: τη Ρακότιδα, όπου κατοικούσαν οι ντόπιοι Αιγύπτιοι, το Βρουχείο, το βασιλικό ελληνικό τμήμα της πόλης και η Εβραϊκή συνοικία. Ο Πτολεμαίος Β’ κάλεσε στην Αίγυπτο τα λαμπρότερους εκπροσώπους των επιστημών και των γραμμάτων, τους ενέταξε στην τοπική κοινωνία και τους χάρισε απαλλαγές από φόρους και άλλες υποχρεώσεις, επιτρέποντάς τους να ασχοληθούν απερίσκεπτοι με το πνευματικό τους έργο. Υπό την καθοδήγησή του ολοκληρώθηκαν τα έργα οικοδόμησης, που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του, όπως ο Φάρος και η Βιβλιοθήκη, και το Μουσείον έγινε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων, που μπορούσε να ανταγωνιστεί την Ακαδημία των Αθηνών.
Οι εβραϊκές πηγές του αποδίδουν τη μετάφραση των ιερών τους γραφών στα ελληνικά, ένα έργο που βοήθησε τον εξελληνισμό των Εβραίων και έκανε τη δική τους γραμματεία προσβάσιμη στον υπόλοιπο κόσμο. Ο θρύλος αναφέρει πως το έργο αυτό που ονομάστηκε «Μετάφραση των Εβδομήκοντα» πραγματοποιήθηκε από εβδομήντα γραφείς. Ο Πτολεμαίος συνέχισε τα εξελληνιστικά του σχέδια στην Παλαιστίνη μετατρέποντας παλιά σημιτικά κέντρα σε ελληνικές πόλεις. Η Ράμπα στη Ιορδανία ( το σημερινό Αμμάν ) ξαναχτίστηκε ως Φιλαδέλφεια. Η πόλη Άκκο στη φοινικική ακτή έγινε Πτολεμαΐδα. Καθώς ο Πτολεμαίος δεν έκανε αλλαγές στην Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, η εβραϊκή παράδοση των τιμά ως ευεργέτη.
Για να προωθήσει το εμπόριο με την Ανατολή κατασκεύασε ένα κανάλι ώστε να ενώσει το Νείλο με τον κόλπο του Σουέζ. Η κατασκευή είχε ξεκινήσει υπό τον φαραώ Νεκώ και συνεχίστηκε από το Δαρείο, που όμως εγκατέλειψε τα σχέδιά του όταν του είπαν πως η Ερυθρά θάλασσα βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο από το Νείλο. Ήταν επίσης ο πρώτος που έφερε καμήλες στην Αίγυπτο.
Η χώρα αποτελούνταν από δυο διαφορετικούς κόσμους που δεν ήταν δυνατόν να συμφιλιωθούν ολοκληρωτικά, αφού πολλοί Έλληνες της ανώτερης τάξης (μέχρι τα χρόνια της Κλεοπάτρας Ζ) δεν έμπαιναν στον κόπο να μάθουν την αιγυπτιακή γλώσσα, οπότε όλες οι διοικητικές διαδικασίες διεκπεραιώνονταν με διερμηνείς, γεγονός που δημιούργησε μια περίπλοκη γραφειοκρατία που είχε σημαντικό μερίδιο στο κυβερνητικό έργο.
β. Εξωτερική Πολιτική
Η φιλοδοξία του Οίκου των Πτολεμαίων ήταν να επεκτείνει την κυριαρχία του εκτός της Αιγύπτου, σε περιοχές της Ασίας, να κυριαρχήσει στο θαλάσσιο χώρο της Μεσογείου και να αποκτήσει επιρροή στα πολιτικά πράγματα του ελληνικού κόσμου. Ως αποτέλεσμα οι διαμάχες με τα γειτονικά κράτη ήταν αναπόφευκτες. Η βασιλεία του Πτολεμαίου Β περιελάμβανε αρκετού πολέμους, που συνήθως διεξάγονταν από τους στρατηγούς και τους ναυάρχους του, σε αντίθεση με τον πατέρα του ή με άλλους σύγχρονους του όπως ο Αντίοχος Α΄ Σωτήρ ή ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς. Το 281 οι δύο τελευταίοι επίγονοι και παλαιοί στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου, Λυσίμαχος και Σέλευκος Α συγκρούστηκαν στο Κουροπέδιο της Φρυγίας για να διευθετήσουν τις πολιτικές τους διαφορές. Ο Λυσίμαχος ηττήθηκε και έχασε τη ζωή του, ενώ για το Σέλευκο άνοιξε πρόσκαιρα ο δρόμος προς το θρόνο ττης Μακεδονίας. Η κατάσταση για το νεαρό Πτολεμαίο Β, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και πεθερός και γαμπρός του νεκρού Λυσίμαχου, ήταν πολύ επικίνδυνη, διότι μαζί με το Σέλευκο ήταν και ο ετεροθαλής αδερφός του, Πτολεμαίος Κεραυνός, και υπήρχε το ενδεχόμενο ο γηραιός βασιλεύς να βοηθούσε τον Κεραυνό να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στο θρόνο της Αλεξάνδρειας. Ωστόσο η κατάσταση άλλαξε απρόσμενα, όταν ο Πτολεμαίος Κεραυνός δολοφόνησε τον Σέλευκο στο Άργος της Θράκης το 281 π.Χ., λίγο καιρό μετά τη διάβασή τους από τον Ελλήσποντο. Οι φιλοδοξίες του Κεραυνού αφορούσαν πλέον μόνο τη Μακεδονία, την οποία διεκδίκησε με μια σειρά μαχών με σημαντικά πρόσωπα της εποχής και όταν τα κατάφερε έστειλε μήνυμα στον Πτολεμαίο αναφέροντας πως αποποιόταν τα δικαιώματά του στο θρόνο της Αιγύπτου, αφού το βασίλειο της Μακεδονίας ήταν ικανοποιητικό για εκείνον.
Κατά τη διάρκεια μιας εισβολής Γαλατών από το Δούναβη το 279 π.Χ., που προκάλεσε πολιτικό χάος, ο Κεραυνός σκοτώθηκε και οι επόμενοι τρεις βασιλείς της Μακεδονίας διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο μέσα σε δύο χρόνια, αλλά η κατάσταση καταστάλαξε το 277 με τη διαμόρφωση των μακεδονικών βασιλείων ως εξής: Στη Μακεδονία κυβέρνησε οι Αντγονίδες (Αντίγονος Β' Γονατάς), στην βόρεια Συρία, ένα μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, στις Μεσοποταμία, υλωνία και Περσία οι Σελευκίδες (Αντίοχος Α Σωτήρ), στην Πέργαμο η νέα δυναστεία του Φιλέταιρου, ενώ στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στην Κυρήνη και στην Κύπρο, οι Λαγίδες Πτολεμαίοι. Στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, στο Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα, οι παλαιές πόλεις – κράτη συνέχισαν να έχουν σχετική ανεξαρτησία, συμμαχώντας πότε με τον ένα μονάρχη και πότε με τον άλλο.
Το συνοπτικό χρονολόγιο των επόμενων γεγονότων, όπως εκτέθηκαν αναλυτικότερα σε προηγούμενες παραγράφους, έχει ως εξής:
-278-277 Οι Γαλάτες εισέβαλανστη Μικρά Ασία, όπου τελικά ο Αντίγονος Γονατάς τους νίκησε στη Λυσιμάχεια, Ο Πύρρος κατάκτησε πρόσκαιρα τη Σικελία.
-275 Ήττα του Πύρρου από Ρωμαίους στο Βενεβέντο και επιστροφή του από την Ιταλία.
-274-271 Πρώτος Συριακός Πόλεμος: Ο Πτολεμαίος Β εισέβαλε στην Κοίλη Συρία όπου νίκησε τον Αντίοχο Α διατηρώντας την περιοχή στην κατοχή του.
-267 - 263 π.Χ. Χρεμωνίδειος πόλεμος: Συμμαχία Αθηναίων - Σπαρτιατών με υποκίνηση από τον Πτολεμαίο Β ενάντια στους Μακεδόνες υπό τον Αντίγονου Γονατα
-265 Νίκη του Αντίγονου Β Γονατά εναντίον Αθηναίων και Σπαρτιατών στην Κόρινθο.
-264 Νίκη του Αντίγονου Β Γονατά εναντίον Πτολεμαίου Β στην Κω, μετά την οποία το Κοινό των Νησιωτών υποτάχτηκε σ' αυτόν.
263 Πέρας Χρεμωνίδιου πολέμου: Συνθηκολόγηση της Αθήνας και της Σπάρτης με τον Αντίγονο Β Γονατά. Διορισμός Μακεδόνα διοικητή με μακεδονική φρουρά στην Αθήνα και τον Πειραιά.
-260-253 Δεύτερος Συριακός Πόλεμος: Ο Πτολεμαίος Β Φιλάδελφος εναντίον Αντιόχου Β Θεού οδηγήθηκε σε σύναψη συνθήκης μεταξύ τους που επισφραγίστηκε με το γάμο του Αντιόχου Β με την κόρη του Βερενίκη.
γ. Πτολεμαίος Β και Αρσινόη Β
Μεταξύ του 279 και του 274 π.Χ. έφθασε στην Αλεξάνδρεια: η Αρσινόη Β’ η Φιλάδελφος, αδερφή του Πτολεμαίου Β από τους ίδιους γονείς, που είχε παντρευτεί αρχικά το βασιλέα της Θράκης Λυσίμαχο, όπου, με δολοπλοκίες εναντίον των αντιπάλων της, είχε συμβολή στα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση του συζύγου της. Κατέφυγε με τα παιδιά της στην Κασσάνδρεια, όπου ο Πτολεμαίος Κεραυνός, που ήταν ετεροθαλής αδερφός της, της πρότεινε γάμο ώστε να συμμαχήσουν. Εκείνη θεώρησε την προσφορά συμφέρουσα, αλλά γελάστηκε, διότι ο Κεραυνός θανάτωσε δύο από τα τρία παιδιά της, που θα μπορούσαν στο μέλλον να διεκδικήσαν το θρόνο του στη Μακεδονία. Μετά από μια σύντομη περιπλάνηση και διαμονή στη Σαμοθράκη, η Αρσινόη επέστρεψε στην ασφάλεια του πατρικού της σπιτιού με το φιλόδοξο σχέδιο να βασιλέψει στο κράτος του πατέρα της.
Ο Πτολεμαίος Β’ είχε ήδη σύζυγο την Αρσινόη Α’, κόρη του πεθαμένου συζύγου της Αρσινόης Β Λυσίμαχου, με την οποία είχαν ήδη αποκτήσει τρία παιδιά. Η Αρσινόη Β κατάφερε να πείσει τον αδελφό της πως η σύζυγός του συνομωτούσε κατά της ζωής του, οπότε δύο από τους υποτιθέμενους συνεργούς της θανατώθηκαν και η ίδια η βασίλισσα εξορίστηκε στην Άνω Αίγυπτο. Με την ανταγωνίστριά της μακριά, η Αρσινόη Β παντρεύτηκε τον αδερφό της Πτολεμαίο Β' και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου (σε ηλικία περίπου σαράντα ετών). Ο γάμος μεταξύ δυο ομοαίματων αδερφών ήταν ανήκουστος στον ελληνικό κόσμο, αλλά η πρακτική αυτή ήταν συνηθισμένη στις δυναστείες των φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν και οι δύο το επίθετο “Φιλάδελφος”, δηλαδή αυτός που αγαπά τον αδερφό του και η Αρσινόη Β υιοθέτησε τα παιδιά της Αρσινόης Α, ενώ και ο Πτολεμαίος υιοθέτησε τον επιζήσαντα γιο της Αρσινόης Β από το γάμο της με τον Λυσίμαχο, τον Πτολεμαίο Νιο, τον οποίο έκανε συμβασιλέα την περίοδο 267 - 259 π.Χ. Η συμβασιλεία αυτή έληξε μετά την επανάσταση που αυτός υποκίνησε με τη βοήθεια του Τίμαρχου, τύραννου της Μιλήτου, το 259 π.Χ.
Υπό την καθοδήγηση της Αρσινόης εξολοθρεύτηκαν πολλά ανεπιθύμητα μέλη της οικογένειας, όπως ο αδερφός του Πτολεμαίου, Αργαίος και ένας άλλος ανώνυμος ετεροθαλής αδερφός τους από τη σύζυγο του πατέρα τους Ευρυδίκη, με την κατηγορία της προδοσίας. Ο Πτολεμαίος έδειξε σεβασμό προς το πρόσωπό της μετά το θάνατό της το 268 π.Χ. και προώθησε όχι μόνο τη λατρεία των γονέων τους ως θεών, αλλά και απεικόνισε τον εαυτό του και την Αρσινόη ως αδερφές θεότητες.
Ο Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος πέθανε ειρηνικά στην Αλεξάνδρεια και τάφηκε εκεί. Τον διαδέχτηκε ο γιος του από την Αρσινόη Α’, Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης.
8.8.3. Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης (284-221, βασ.246-221)
Ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης (284 – 222 π.Χ.) ήταν γιος του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου και της κόρης του Λυσίμαχου Αρσινόης Α΄, η οποία εκδιώχθηκε το 279 π.Χ. από την αυλή με την κατηγορία της προδοσίας. Στο χαρακτήρα του διατήρησε στοιχεία από τους παππούδες του αξιωματικούς του Μ.Αλεξάνδρου, Πτολεμαίου Α και Λυσίμαχου. Νυμφεύθηκε την Βερενίκη Β από την Κυρήνη, κόρη του Μάγα, ο οποίος είχε κερδίσει την ανεξαρτησία του κράτους του από την Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό η Κυρηναϊκή ενσωματώθηκε και πάλι στα εδάφη της Αιγύπτου, αλλά και η Αίγυπτος εξασφάλισε την κυριαρχία της στο χώρο της Βόρειας Αφρικής. Με τη Βερενίκη Β, που απέδειξε πως είχε μέσα της την ισχυρογνωμοσύνη των Μακεδόνων προγόνων της, ο Πτολεμαίος Γ απέκτησε έξι παιδιά (Πτολεμαίος Δ΄, Αρσινόη Γ΄, ανώνυμος γιος, Αλέξανδρος, Μάγας και Βερενίκη).
α. Τρίτος Συριακός ή Λαοδίκειος Πόλεμος (246-241)
Σύμφωνα με τη συνθήκη που συμφωνήθηκε το 253 π.Χ. ανάμεσα στον Πτολεμαίο Β' Φιλάδελφο και τον Αντίοχο Β' Θεό, προκειμένου να λάβει τέλος ο Δεύτερος Συριακός Πόλεμος, η βασίλισσα του Αντίοχου Β Λαοδίκη, έπρεπε να απομακρυνθεί μαζί με τους δύο γιους της στη Μικρά Ασία. Τη θέση της θα έπαιρνε η κόρη του Πτολεμαίου από την Αρσινόη Α΄, Βερενίκη Φερνοφόρος. Ωστόσο η Λαοδίκη κατάφερε να επιστρέψει στο θρόνο μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Β', κρατώντας κοντά της τον Αντίοχο Β, που πέθανε λίγο αργότερα το 246 π.Χ. Κάποιες υποψίες για το θάνατό του βαρύνουν τη Λαοδίκη, που έστειλε δικούς της ανθρώπους στην Αντιόχεια για να θανατώσουν τη Βερενίκη Φερνοφόρο και το γιο της Αντίοχο που ήταν ακόμη νήπιο. Παρά την αντίσταση της Βερενίκης, ο φόνος διεπράχθη και το Βασίλειο των Σελευκιδών ανέλαβε ο γιος της Λαοδίκης, ο Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος. Αυτή την πολιτική κατάσταση κληρονόμησε όταν ανέβηκε στο θρόνο το 246 π.Χ. ο νέος βασιλεύς Πτολεμαίος Γ που βάδισε ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του, όσο ακόμη η Βερενίκη Φερνοφόρος ήταν ζωντανή, αλλά δεν έφτασε εγκαίρως.
Τα γεγονότα αυτά έγιναν η αφορμή για το ξέσπασμα του Τρίτου Συριακού ή Λαοδίκειου Πολέμου, στα πλαίσια του οποίου ο Πτολεμαίος ο Γ' λεηλάτησε την Αντιόχεια και την κράτησε υπό την κατοχή του για μια περίοδο δύο ετών (246 – 244 π.Χ.). Η εκστρατεία του συνεχίστηκε στη υλωνία για πέντε ακόμη χρόνια, μέχρι το 241 π.Χ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε και μία ναυμαχία στο θαλάσσιο χώρο της Άνδρου, όπου ο Πτολεμαίος Γ ηττήθηκε. Κατέλαβε όμως την Σελεύκεια, το λιμάνι της Αντιόχειας, γεγονός που γέμισε τα ταμεία του βασιλέως με 15.000 τάλαντα, περίπου το δέκα τοις εκατό των ετήσιων εισοδημάτων του. Επίσης απέκτησε τον έλεγχο της Εφέσου, και πόλεις στη Θράκη και τον Ελλήσποντο. Τελικά επέστρεψε στην Αίγυπτο, όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια εισβολή στο χώρο του Αιγαίου από το Μακεδόνα βασιλέα, Αντίγονο Β΄ Γονατά, αφήνοντας στη θέση του τον στρατηγό του Ξάνθιππο.
β. Η κόμη της Βερενίκης Β
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Πτολεμαίος Γ΄, άφησε στη θέση του τη σύζυγό του με μια ομάδα συμβούλων. Η Βερενίκη ήταν πολύ καλή ιππεύτρια και μάλιστα είχε νικήσει σε αγώνες αρμάτων στα Νέμεα. Ένα ιστορικό ανέκδοτο αναφέρει πως την παραμονή της αναχώρησης του Πτολεμαίου, η νεαρή του βασίλισσα, αφιέρωσε σε ένα ναό στην Αλεξάνδρεια μία μπούκλα από τα μαλλιά της. Ο βασιλικός αστρονόμος Κόνων, αργότερα ισχυρίστηκε πως ανακάλυψε την μπούκλα αυτή στον ουρανό, μεταμορφωμένη σε αστερισμό (που και σήμερα ονομάζεται Κόμη της Βερενίκης). Η ιστορία έγινε δεκτή από την Αλεξανδρινή αυλή σαν ένα χαριτωμένο ποιητικό παραμύθι, και ο Καλλίμαχος της Κυρήνης έγραψε ένα διάσημο σχετικό ποίημα, το οποίο μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Κάτουλλο δύο αιώνες μετά (Coma Berenices).
γ. Εξωτερική Πολιτική
Ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης συνέχισε την τακτική του πατέρα υποστηρίζοντας συμμαχίες εχθρικές προς τους ηγεμόνες της Μακεδονίας. Ενίσχυσε οικονομικά την Αχαϊκή Συμπολιτεία, που αποτελούνταν από ένα σύνολο ανεξάρτητων πόλεων – κρατών με κοινή πολιτική σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Ωστόσο όταν η Συμπολιτεία ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Σπάρτη το 228 π.Χ., ο Πτολεμαίος έστρεψε την εύνοιά του προς στους Λακεδαιμονίους, καθώς τους θεωρούσε ισχυρότερους συμμάχους ενάντια στη Μακεδονία.
δ. Εσωτερική Πολιτική και Πολιτιστικό Έργο
Στα 25 χρόνια που βασίλεψε ο Πτολεμαίος Γ, η Αίγυπτος γνώρισε ακμή και μεγάλωσε εδαφικά. Παρόλο δεν απέφυγε ορισμένα εσωτερικά προβλήματα, μπορεί να θεωρηθεί συνετός ηγέτης, που μερίμνησε για την προώθηση του αιγυπτιακού τρόπου λατρείας, αλλά και για τη διαφύλαξη της ειρήνης στη χώρα, χάρις στην καλή διαχείριση και το ισχυρό αμυντικό σύστημα που έφτιαξε στη χώρα. Ως παράδειγμα των καλών υπηρεσιών του, αναφέρεται η εισαγωγή τροφίμων από το εξωτερικό, με έξοδα του βασιλέως, κάποια χρονιά που ο Νείλος δεν πλημμύρισε στο αναμενόμενο επίπεδο, θέτοντας τη χώρα σε κίνδυνο από λιμό. Το διάταγμα, γνωστό σαν 'Κανόπειο Διάταγμα' γράφτηκε στα ιερογλυφικά, στη δημοτική γλώσσα και στα ελληνικά και αναρτήθηκε στους ναούς, αποτελώντας την πρώτη από τις τρεις στήλες που γράφτηκαν με τον τρόπο αυτό, ενώ η τρίτη και από αυτές δεν είναι η Στήλη της Ροζέτας που συντέλεσε στην αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών από τους σύγχρονους μελετητές.
Στον Πτολεμαίο Γ΄ αποδίδεται επίσης η έναρξη των έργων ανέγερσης του μεγάλου ναού του θεού Ώρου στο Έντφου κατά το δέκατο χρόνο της βασιλείας του, περίπου το 237 π.Χ. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 231 π.Χ., ενώ βασίλευε ο γιος του, αν και η επίσημη λειτουργία του ναού άρχισε αρκετά χρόνια μετά. Ο Πτολεμαίος Γ' πραγματοποίησε και άλλα οικοδομικά έργα, ανάμεσα στα οποία είναι και κάποιες κατασκευές στο Καρνάκ, αλλά και το Σεραπείο στην Αλεξάνδρεια, ενώ μετά τις εκστρατείες του στην Ασία, έφερε πίσω στην Αίγυπτο ιερά αγάλματα που είχαν αφαιρέσει οι Πέρσες κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας τους.
Μετά το θάνατό του από φυσικά αίτια, κηδεύτηκε στο βασιλικό νεκροταφείο στην Αλεξάνδρεια και τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ.
8.8.4. Πτολεμαίος Δ΄ Φιλοπάτωρ (245-204, βασ. 222-204)
Ο Πτολεμαίος Δ' Φιλοπάτωρ ήταν γιος του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη και της συζύγου του Βερενίκης Β'. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άρχισε η παρακμή του πτολεμαϊκού βασιλείου. Το επώνυμο « Φιλοπάτωρ », που του είχε αποδοθεί ήδη από νεαρή ηλικία, σημαίνει « αυτός που αγαπά τον πατέρα του».
Την έναρξη της βασιλείας του, τους πρώτους μήνες του 222 π.Χ., σηματοδότησε η δολοφονία της δυναμικής μητέρας του και μιας σειράς από κοντινούς συγγενείς, ανάμεσα στους οποίους ο αδερφός του, Μάγας, εκλεκτός του στρατού, και ο θείος του Λυσίμαχος. Ακολούθησε ο θάνατος του εξόριστου από την Ελλάδα, βασιλέα των Σπαρτιατών Κλεομένη Γ'. Ο Πτολεμαίος ήταν πάντοτε υπό την εξουσία των ευνοούμενων του αυλικών, ανδρών και γυναικών, που ικανοποιούσαν τις επιθυμίες του για να τους παρέχει τη δυνατότητα να καθοδηγούν τα πολιτικά πράγματα. Οι πιο διαβόητοι από αυτούς είναι οι υπουργοί του Αγαθοκλής και Σωσίβιος, ένας Έλληνας από την Αλεξάνδρεια που είχε καταλάβει ανώτατες θέσεις και φρόντιζε να είναι απαραίτητος στο βασιλέα.
α. Τέταρτος Συριακός Πόλεμος (221-217)
Το 221 π.Χ. ο Αντίοχου Γ' ο Μέγας, ηγεμόνας των Σελευκιδών. έχοντας πληροφορηθεί από τους κατασκόπους του την αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο, άρχισε να κινείται διαμέσου της Φοινίκης και να καταλαμβάνει υποτελείς στους Πτολεμαίους πόλεις, σηματοδοτώντας την έναρξη του Τέταρτου Συριακού Πολέμου, με κύριο στόχο να κατακτήσει την Κοίλη Συρία. Ο πτολεμαϊκός στρατός, υπό τον Αιτωλό Θεόδοτο, ανώτερου διοικητή της Κοίλης Συρίας, φρόντισε να ενισχύσει αμυντικά τα οχυρά του Λιβάνου, έτσι ώστε να αποτύχει η πρώτη επίθεση των Σελευκιδών εναντίον τους. Τότε ο Αντίοχος αναγκάστηκε να παρατήσει για λίγο την εκστρατεία για να αντιμετωπίσει τον επαναστάτη σατράπη της Μηδίας, Μόλωνα, στη Βαβυλώνα.
Η ολιγόμηνη ανακωχή, έδωσε στον Πτολεμαίο και το Σωσίβιο χρόνο να προσλάβουν ξένους μισθοφόρους και να εκπαιδεύσουν ένα στρατό περίπου τριάντα χιλιάδων γηγενών Αιγυπτίων. Το 219 π.Χ. έχοντας λύσει μέρος των προβλημάτων του, ο Αντίοχος Γ' συνέχισε την εκστρατεία κατά της Αιγύπτου. Ο Θεόδοτος, θεωρούμνεος επικίνδυνος για την αλεξανδρινή αυλή, μετά από μια απόπειρα κατά της ζωής του, όπου διέκρινε το χέρι του Σωσίβιου, άφησε σε έμπιστούς του την Τύρο και την Πτολεμαΐδα και έγραψε στον Αντίοχο προσφέροντας του τις δύο αυτές πόλεις και ανοίγοντάς του το δρόμο για την Αίγυπτο διαμέσου της Παλαιστίνης. Οι αυλικοί μετά από διαπραγματεύσεις ζήτησαν τετράμηνη ανακωχή και στο διάστημα αυτό ετοιμάστηκαν για αντεπίθεση. Το καλοκαίρι του 217 π.Χ., επικεφαλής πενήντα πέντε χιλιάδων μισθοφόρων και συνοδευόμενος από τη αδερφή του Αρσινόη Γ', ο Πτολεμαίος Δ', έλαβε θέση προσωπικά στο πεδίο της μάχης, απέναντι στους άντρες του Αντίοχου Γ' και πέτυχε μια σημαντική νίκη στη Μάχη της Ράφια, εξασφαλίζοντας την ακεραιότητα των βορείων συνόρων του βασιλείου μέχρι το πέρας της βασιλείας του.
Ύστερα, ίσως επειδή βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, γύρισε γρήγορα στην Αλεξάνδρεια όπου νυμφεύθηκε την αδερφή του Αρσινόη Γ', από την οποία λίγα χρόνια αργότερα, το 210 π.Χ. απέκτησε το διάδοχό του Πτολεμαίο Ε' Επιφανή. Ο ίδιος όμως δημιούργησε σχέσεις με την Αγαθόκλεια, αδελφή του Αγαθοκλή, που έγινε ερωμένη του, και μαζί με τον αδερφό της, ενθάρρυναν την έκλυτη ζωή του Πτολεμαίου. Η Αρσινόη πέρασε μοναχική και δυστυχισμένη ζωή, νιώθοντας πικρία για την κατάντια του βασιλείου του πατέρα της.
β. Αποστασία της Άνω Αιγύπτου
Ακολούθησε μια σειρά από προβλήματα στο εσωτερικό του Αιγυπτίου κράτους. Η Άνω Αίγυπτος αποστάτησε υπό νέους τοπικούς φαραώ, που κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα βασίλειο το οποίο καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της χώρας και που έμεινε ζωντανό για περίπου είκοσι χρόνια. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης αυτής, ο στρατός των μισθοφόρων ήταν απαραίτητος για να τους αποκρούει, με αποτέλεσμα να απομυζούν τα οικονομικά της πρωτεύουσας και να δυσχεραίνουν ακόμη και το εμπόριο, κάνοντας την οικονομική κατάσταση αθλιότερη.
γ. Πολιτιστικό έργο
Από την εποχή του Πτολεμαίου Δ', η μείωση του γοήτρου των Πτολεμαίων στο εξωτερικό συνοδεύτηκε από γενικότερη παρακμή, που μπορούν να αποδοθούν στις ενδοοικογενειακές δολοπλοκίες, την άνοδο στο θρόνο ανηλίκων, τις στρατιωτικές ανατροπές, την οικονομική κρίση αλλά και σε ένα επίμονο συναίσθημα του απλού λαού ενάντια στους κυβερνώντες. Παρά το άσχημο πολιτικό κλίμα, τα γράμματα, η οικοδομική δραστηριότητα και οι τέχνες ανθούσαν στην Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ήταν αφοσιωμένος στις διονυσιακές οργιαστικές τελετές και στην ερασιτεχνική λογοτεχνία. Έχτισε ένα ναό τον οποίο και αφιέρωσε στον Όμηρο μέσα στον οποίο υπήρχε ένα άγαλμά του περιστοιχισμένο από τις προσωποποιήσεις των πόλεων που διεκδικούσαν την καταγωγή του. Ακόμη συνέγραψε μια τραγωδία με τίτλο «Άδωνις», στην οποία δεν είναι απίθανό να πρωταγωνίστησε.
δ. Η σκιά της Ρώμης
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου πραγματοποιήθηκε ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος (219-202), ανάμεσα στη Ρώμη και την Καρχηδόνα του Αννίβα, ένα από τα σημαντικά γεγονότα για την κατοπινή ιστορία της Ελλάδας, για το οποίο οι διορατικοί άνθρωποι θα μπορούσαν να διακρίνουν ότι ο νικητής σύντομα θα υπέτασσε τις ελληνικές πόλεις. Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε συντάχθηκε με την Καρχηδόνα, ενώ η Αιτωλική Συμπολιτεία με τη Ρώμη. Ανάμεσα στο 215 π.Χ. και το 210 π.Χ. κατέφτασαν στην Αίγυπτο πρέσβεις από τη Ρώμη, με σκοπό να προμηθευτούν τρόφιμα, καθώς λόγω των πολέμων υπήρχε έλλειψη στην ιταλική χερσόνησο.
ε. Θάνατος και διαδοχή
Στις 29 Νοεμβρίου 205 π.Χ., ο γιος του από την Αρσινόη Γ, ηλικίας τότε μόλις 5 ετών, ορίστηκε συμβασιλέας με το όνομα Πτολεμαίος Ε' ο Επιφανής και το επόμενο καλοκαίρι ο Πτολεμαίος Δ πέθανε σε ηλικία 41 ετών και κηδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια. Η Αρσινόη Γ' προσπάθησε να βασιλέψει δια μέσου του ανήλικου γιου της, αλλά τον ίδιο σκοπό είχαν και ο Σωσίβιος με τον Αγαθοκλή. Η βασίλισσα δολοφονήθηκε και ο Αγαθοκλής έγινε για λίγο αντιβασιλεύς χάρις σε μια πλαστή διαθήκη του εκλιπόντος φαραώ, αλλά τελικά λιντσαρίστηκε ανατριχιαστικά μαζί με τους οικείους του από τον όχλο, που πλέον ήταν μια ενεργή πολιτική δύναμη.
8.8.5. Πτολεμαίος Ε΄ Επιφανής (210-180, βασ. 204-180)
Ο Πτολεμαίος Ε' Επιφανής ήταν γιος του Πτολεμαίου Δ' του Φιλοπάτορος και της Αρσινόης Γ' . Ήταν μόλις έξι ετών όταν ο πατέρας του πέθανε αφήνοντας το θρόνο του φαραώ κενό. Φυσικός αντιβασιλέας ήταν η μητέρα του Αρσινόη Γ, που όσο ο σύζυγός της ήταν εν ζωή ζούσε στη σκιά, αφήνοντας το βασιλέα να καθοδηγείται από τους υπουργούς του, τον Αγαθοκλή και το Σωσίβιο. Πριν όμως ανακοινωθεί επισήμως ο θάνατος του φαραώ, η Αρσινόη δολοφονήθηκε μυστικά στο παλάτι και προς το τέλος του 203 π.Χ. ο Αγαθοκλής και ο Σωσίβιος ανακοίνωσαν στο λαό πως το βασιλικό ζεύγος είχε φύγει από τη ζωή και διάβασαν μια πλαστή διαθήκη, που τους ανέθετε τη διακυβέρνηση μέχρι την ενηλικίωση του μικρού φαραώ.
α. Αγαθοκλής και Σωσίβιος (204-202)
Ο Αγαθοκλής και ο Σωσίβιος έλαβαν τα μέτρα τους για να αντιμετωπίσουν τους ενεδρεύοντες κινδύνους. Εξέχοντα πρόσωπα της αυλής εκδιώχθηκαν από την Αλεξάνδρεια με το πρόσχημα της επίβλεψης των επαρχιών, ενώ άτομα εμπιστοσύνης στάλθηκαν ως πρέσβεις στις απειλητικές γειτονικές χώρες και στη Ρώμη που ήταν σταθερά ανερχόμενη δύναμη.
Ο Σωσίβιος που ήταν σχετικά μεγάλης ηλικίας, πέθανε την περίοδο αυτή, αλλά ο Αγαθοκλής συνέχισε ζώντας επιδεικτικά και προκαλώντας γενική αγανάκτηση, μέχρι που ο Τληπόλεμος, που είχε σταλεί με την ιδιότητα του στρατηγού στο Πηλούσιο, ηγήθηκε επανάστασης στην περιφέρειά του και πήρε το στρατό της Αλεξάνδρειας με το μέρος του. Ο μικρός Πτολεμαίος έπεσε στα χέρια των επαναστατών που του απέσπασαν διαταγή εκτέλεσης του Αγαθοκλή, που μαζί με την αδερφή του Αγαθόκλεια, ερωμένη του πεθαμένου βασιλέα, παραδόθηκαν στο πλήθος και κατακρεουργήθηκαν.
β. Πέμπτος Συριακός Πόλεμος (202-198)
Ο Τληπόλεμος δεν ευτύχησε όμως ως ηγέτης. Ο Αντίοχος Γ' και ο Φίλιππος Ε' συμμάχησαν μυστικά με σκοπό να αποσπάσουν και να μοιραστούν τις κτήσεις των Αιγυπτίων. Ο Αντίοχος Γ εισέβαλλε στην Κοίλη Συρία, όπως είχε κάνει δεκαεπτά χρόνια πριν, και ο Φίλιππος Ε απομάκρυνε φρουρές των Πτολεμαίων από τη Θράκη. Το 201 π.Χ. ο στόλος του πήρε τη Σάμο και εισέβαλε στην Καρία. Ταυτόχρονα η πόλη της Γάζας έπειτα από πολιορκία έπεσε στα χέρια του Αντίοχου Γ το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Περίπου εκείνη την εποχή, κατέφτασαν στην Αλεξάνδρεια τρεις Ρωμαίοι πρέσβεις, ανάμεσα στους οποίους και ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. που ανακοίνωσαν τη νίκη της και ζήτησαν πληροφορίες για την εκστρατεία που ετοίμαζαν κατά της Μακεδονίας.
Η αναποτελεσματικότητα του Τληπόλεμου ως διοικητή, οδήγησε στην αντικατάστασή του από τον Αριστομένη, έναν αξιωματικό της Σωματοφυλακής του βασιλέως, ο οποίος στο παρελθόν ήταν φίλος του Αγαθοκλή, ενώ ο Σκόπας από την Αιτωλία, που είχε διακριθεί για τις στρατιωτικές του ικανότητες, έγινε ο ανώτατος διοικητής του στρατού. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 202 – 201 π.Χ., ο Σκόπας είχε επιτυχίες στον στρατιωτικό τομέα, καταλαμβάνοντας εκ νέου εδάφη στη Νότια Παλαιστίνη, ανάμεσα τους και την Ιερουσαλήμ. Την άνοιξη του 200 π.Χ. αναχαίτισε τις δυνάμεις του Αντίοχου Γ μέχρι το Λίβανο.
Οι επιτυχίες του Σκόπα τελείωσαν με την τρίτη στη σειρά απόπειρα του Αντίοχου Γ να εισβάλλει στην Κοίλη Συρία. Στα σύνορα Λιβάνου και Παλαιστίνης, σε μία περιοχή που οι Έλληνες αποκαλούσαν Πάνειον, οι Σελευκίδες νίκησαν κατά κράτος και η πτολεμαϊκή επιρροή στην Παλαιστίνη έπαυσε οριστικά. Στο Σκόπα, αφού πολιορκήθηκε στη Σιδώνα, επιτράπηκε να επιστρέψει στην Αίγυπτο, όπου έχοντας ακόμη την υποστήριξη του στρατού, επεδίωξε να πάρει την εξουσία στα χέρια του, αλλά συνελήφθη από τον Αριστομένη, δικάστηκε ενώπιων αντιπροσώπων από όλη την Ελλάδα και θανατώθηκε με δηλητήριο μαζί με τους συνεργούς του.
γ. Η ενθρόνιση (197)
Λίγο καιρό μετά ο Αριστομένης θεώρησε πως έφτασε η ώρα του Πτολεμαίου να ανέβει στο θρόνο. Ήταν μόλις δώδεκα ετών, αλλά η ανάγκη για έναν νέο βασιλέα κρινόταν πλέον επιτακτική. Στέφθηκε στην Αλεξάνδρεια με τιμές τον Οκτώβρη του 197 π.Χ. και έλαβε το όνομα «Θεός Επιφανής» . Κατόπιν σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων με τους γηγενείς πληθυσμούς και ενώ η επανάσταση συνεχιζόταν ακόμη, ακολούθησε μια δεύτερη τελετή στη Μέμφιδα σύμφωνα με το παλιό εθιμοτυπικό των φαραώ, μια πρακτική που δεν είχε εφαρμοστεί ως τότε από τον Οίκο των Πτολεμαίων.
δ. Πολιορκία της Λυκόπολης (197)
Οι Αιγύπτιοι ζούσαν ακόμη με την ελπίδα αποτίναξης του ξένου ζυγού και συνέβαιναν παντού αψιμαχίες. Το 200 – 199 π.Χ. η Άβυδος πολιορκήθηκε και δύο χρόνια αργότερα η κρίση μεταφέρθηκε στο Δέλτα του Νείλου. Οι επαναστάτες κλείστηκαν στη Λυκόπολη, όπου ο νεαρός βασιλεύς τους πολιόρκησε και τελικά τους αποκοψε από την παροχή νερού. Οι αρχηγοί των επαναστατών βρέθηκαν σε δύσκολη κατάσταση και συνθηκολόγησαν, ενώ ηττήθηκαν ταυτόχρονα και οι στασιαστές από την εποχή του Πτολεμαίου του Δ', που μεταφέρθηκαν στη Μέμφιδα, όπου όλοι βρήκαν το θάνατο, αλλά η δυσαρέσκεια που προξένησαν όλα αυτά έφερε νέες συγκρούσεις.
Η αιγυπτιακή αυλή έλαβε κάποια μέτρα με σκοπό να εξομαλύνει την κατάσταση. Ελάφρυνε τους φόρους, μείωσε τα χρέη, παρέσχε αμνηστίες και πιθανώς άφησε άτομα αιγυπτιακής καταγωγής να συμμετάσχουν στο γραφειοκρατικό σύστημα. Παράλληλα έγιναν προσπάθειες συμφιλίωσης με το ιερατείο με διάφορες παροχές και τιμές στην αιγυπτιακή θρησκεία. Οι πληροφορίες αυτές καταγράφονται στην περίφημη Στήλη της Ροζέτας, που έγινε η βάση για την αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών.
ε. Ειρήνη με τους Σελευκίδες (196)
Ενώ ο Πτολεμαίος Ε βρισκόταν στην πολιορκία της Λυκόπολης, ο Αριστομένης δεν κατάφερε να έχει κάποια επιτυχία στων τομέα των εξωτερικών ζητημάτων. Ο Αντίοχος Γ μετά την κατάκτηση της Κοίλης Συρίας δεν προχώρησε εναντίον τηςν Αιγύπτου. Κατέκτησε ωστόσο τη Θράκη, την Έφεσο και τις παράλιες πόλεις της Κιλικίας και της Λυκίας. Τέλος το 196 π.Χ. ήρθε σε επαφές με Ρωμαίους πρέσβεις. Η Ρώμη, που στο μεταξύ είχε σημειώσει νέα βήματα ανόδου στη διεθνή κορυφή, μετά τη σημαντική νίκη της κατά του Φιλίππου Ε' στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.), πληροφόρησε τον Αντίοχο πως ο Πτολεμαίος ήταν υπό την προστασία της, αλλά δεν έκανε άλλη κίνηση επιστροφής στην Αίγυπτο των χαμένων εδαφών.
Στους όρους της συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στους Σελευκίδες και τους Πτολεμαίους, περιλαμβανόταν ως επισφράγιση και ο γάμος του Πτολεμαίου Ε με την κόρη του Αντίοχου Γ, Κλεοπάτρα Α. Τα επόμενα χρόνια, η συμμαχία ανάμεσα στα δύο κράτη δοκιμάστηκε από το γεγονός ότι ο Αντίοχος Γ ήρθε σε ρήξη με τη Ρώμη. Στην Αιγυπτιακή αυλή υπήρχαν διχογνωμίες σχετικά με το αν έπρεπε να παραβιαστεί η συνθήκη ειρήνης, ή αν ήταν ορθότερο να καταστραφούν οι καλές σχέσεις με τους Ρωμαίους.
στ. Άνοδος του Πολυκράτη (192)
Εν τω μεταξύ, ο Πτολεμαίος είχε πλέον ενηλικιωθεί και ο Αριστομένης παρέμενε στο πλευρό του με την ιδιότητα του συμβούλου, αλλά η συκοφαντία των αυλικών τον οδήγησε τελικά σε δυσμένεια και διατάχθηκε να πιει κώνειο. Την θέση του κατέλαβε το 192 π.Χ. ένας πολιτικός του αντίπαλος, ο Πολυκράτης, ο οποίος άνηκε σε μια παλαιά και τιμημένη οικογένεια από το Άργος, είχε διακριθεί εκπαιδεύοντας τους στρατιώτες που συμμετείχαν στη Μάχη της Ράφιας, είκοσι έξι χρόνια πριν και όλα αυτά τα χρόνια είχε διατελέσει κυβερνήτης της Κύπρου.
Η εξωτερική πολιτική που άσκησε ο Πολυκράτης ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετη από αυτή του Αριστομένη. Σκοπός της ήταν η δουλική αφοσίωση στα συμφέροντα της Ρώμης και η εχθρότητα απέναντι στους Σελευκίδες. Στα επόμενα χρόνια ( 191 – 190 π.Χ. ) η Αίγυπτος έκανε μια σειρά από διαβήματα φιλίας προς τη Ρώμη, η οποία με τέχνη απέφυγε να υποχρεωθεί απέναντι στο Πτολεμαϊκό κράτος. Μετά τη Μάχη της Μαγνησίας το 190 π.Χ., οπότε ο Αντίοχος υπέκυψε στην ισχύ της Ρώμης, οι Σελευκίδες έχασαν όλα τους τα εδάφη στη Μικρά Ασία βόρεια της Περγάμου, αλλά τίποτα από αυτά, ούτε η Κοίλη Συρία, δεν παραχωρήθηκε στην Αίγυπτο.
Τότε ο Πολυκράτης αποφάσισε πως ήταν καιρός η Αίγυπτος να καταλάβει τα επιθυμητά εδάφη με τα δικά της στρατιωτικά μέσα, από την εξασθενημένη Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας, πέθανε το 186 π.Χ. στον Τίγρη, και ο διάδοχός του Σέλευκος Δ ο Φιλοπάτωρ δεν φαινόταν σε θέση να ανταποκριθεί στην περίσταση. Το 185 π.Χ. η αυλή της Αλεξάνδρειας έκανε μια ημιαποτυχημένη προσπάθεια να προσεγγίσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Την ίδια περίοδο ένας ευνούχος, ο Αριστόνικος, ικανός στην στρατιωτική πολιτική, στάλθηκε στην Ελλάδα για να στρατολογήσει μισθοφόρους.
ζ. Πάταξη της Επανάστασης (185)
Οι εσωτερικές ταραχές δεν είχαν πάψει στο αιγυπτιακό κράτος και δεν σταμάτησαν μέχρι και το 187 – 186 π.Χ., οπότε η κυβέρνηση απαλλάχθηκε από τους Αιγύπτιους αρχηγούς τους. Η βασιλική οικογένεια την ίδια χρονιά μετέβη στις Φίλες για να κάνει προσφορές στον Ασκληπιό. Τον επόμενο χρόνο, και ενώ ο βασιλεύς ήταν 25 ετών, ο Πολυκράτης κατάφερε να συντρίψει οριστικά την επανάσταση στην Κάτω Αίγυπτο. Οι αρχηγοί τους, που υποστήριξαν πως ήταν απόγονοι κάποιου φαραώ και φιλοδόξησαν να διώξουν τους ξένους ηγεμόνες, παραδόθηκαν στο βασιλέα. Ο Πτολεμαίος παραβαίνοντας τους όρους της παράδοσης, διέταξε να δεθούν στο άρμα του και να συρθούν μέχρι θανάτου. Αμέσως μετά από αυτό, ο Πτολεμαίος πήγε στη Ναυκρατίδα για να επιβλέψει τους μισθοφόρους που είχε συγκεντρώσει ο Αριστόνικος.
η. Θάνατος και Διαδοχή
Ο Πτολεμαίος Ε, μολονότι ήταν ιδιαίτερα ενεργητικός νέος, με αγάπη για τον αθλητισμό και το κυνήγι, δεν συμμετείχε αυτοπροσώπως στις στρατιωτικές του επιτυχίες', για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας με υπόδειξη του Πολυκράτη. Η πτολεμαϊκή αυλή έκανε δεύτερη προσπάθεια προσέγγισης της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αυτή τη φορά με θετικότερο αποτέλεσμα, αφού η αντιρωμαϊκή μερίδα των Αχαιών αποδέχτηκε με θέρμη την πρόταση, διότι και ο Πολυκράτης άλλαζε αυτήν την εποχή τη φιλορωμαϊκή πολιτική του. Ορίστηκαν πρέσβεις για να μεταβούν στην Αίγυπτο, ανάμεσά τους και ο ιστορικός Πολύβιος, σε νεαρή ηλικία, αλλά η πρεσβεία δεν στάλθηκε ποτέ.
Ο Πτολεμαίος Ε' ο Επιφανής πέθανε ξαφνικά το 181 π.Χ., σε ηλικία μόλις είκοσι οχτώ ετών.Ήταν ο πρώτος ηγεμόνας από την ίδρυση της δυναστείας που δεν ακολούθησε τον κανόνα γάμου ανάμεσα σε αδερφό και αδερφή. Η σύζυγός του Κλεοπάτρα Α' έφερε στη Δυναστεία το αίμα του Σέλευκου από τον Αντίοχο Γ, αλλά και αυτό των Περσών, αφού μητέρα της ήταν η Λαοδίκη Γ κόρη του Μιθριδάτη Β βασιλέα του Πόντου. Ο γάμος αυτός είχε ως αποτέλεσμα δυο γιους ( Πτολεμαίος ΣΤ' Φιλομήτωρ και Πτολεμαίος Η' Φύσκων) και μια κόρη που έλαβε το όνομα της μητέρας της (Κλεοπάτρα Β). Και τα τρία αυτά παιδιά βασίλεψαν στην Αίγυπτο σε διαφορετικές περιόδους.
8.8.6. Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ (186-145, βασ. 180-145)
Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ ( <φιλώ + μήτηρ = αυτός που αγαπά τη μητέρα του) ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου Ε΄ του Επιφανούς και της Κλεοπάτρας Α΄, κόρης του Αντίοχου Γ΄ του Μέγα, βασιλέα των Σελευκιδών.
α. Η Αντιβασιλεία (180-173)
Ο πατέρας του πέθανε πρόωρα το 180 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ ήταν μόλις πέντε ή έξι ετών, γεγονός που θύμισε την περίοδο της αναρχίας που ακολούθησε το θάνατο του παππού του, όταν ο πατέρας του ήταν ακόμη παιδί. Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ ωστόσο φάνηκε πιο τυχερός, καθώς αυτή τη φορά υπήρχε αναγνωρισμένος αντιβασιλέας, η μητέρα του, Κλεοπάτρα Α΄. Η θέση της ήταν δύσκολη, αφού ο Οίκος των Σελευκιδών από τον οποίο καταγόταν, ήταν αντιπαθής στην Αίγυπτο. Ωστόσο η περίοδος βασιλείας της ήταν ήσυχη, σε σχέση με τα χρόνια που είχαν προηγηθεί. Αποφάσισε να μη χαλάσει τις διπλωματικές σχέσεις του κράτους με τη Ρώμη, που ολοένα κέρδιζε σε ισχύ και επιρροή, και δεν ακολούθησε το σχέδιο επίθεσης στη Συρία, το οποίο ετοιμαζόταν πυρετωδώς την περίοδο που προηγήθηκε του θανάτου του συζύγου της. Η Κλεοπάτρα Α΄ άφησε την τελευταία της πνοή το 176 π.Χ., αρκετά νέα όπως και ο Πτολεμαίος Ε΄.
Η ηγεσία, με τη μορφή της αντιβασιλείας, πέρασε στα χέρια δύο αυλικών, του Ευλαίου και του Λεναίου, οι οποίοι ήταν και οι δύο απελεύθεροι δούλοι. Την εποχή αυτή ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ ήταν δεκαπέντε ετών, και οι δύο υπουργοί του αποφάσισαν να επισπεύσουν την τελετή ενηλικίωσής του για να αποφύγουν πιθανή επέμβαση στα εσωτερικά του κράτους από τους Ρωμαίους. Το 172 π.Χ., σε ηλικία δεκαέξι ετών, νυμφεύτηκε τη μικρότερη αδερφή του, Κλεοπάτρα Β΄ με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά (Πτολεμαίος Ευπάτωρ, Πτολεμαίος Ζ΄ Νέος Φιλοπάτωρ, Κλεοπάτρα Θεά, Κλεοπάτρα Γ΄). Το βασιλικό ζεύγος λατρευόταν πλέον ως «Θεοί Φιλομήτορες» προς τιμήν της μητέρας τους που βασίλεψε στη θέση τους την προηγούμενη δεκαετία.
β. Έκτος Συριακός Πόλεμος (170-168)
Κατά τη στέψη του νεαρού βασιλέα, το 173 π.Χ. η Ρώμη έστειλε πρέσβεις να ανανεώσουν τη φιλία των δύο κρατών. Οι σχέσεις όμως με τους Σελευκίδες δεν ήταν τόσο φιλικές. Οι δύο υπουργοί ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τα σχέδια εισβολής στην Κοίλη Συρία. Ο Αντίοχος Δ΄ Επιφανής, ο νέος ηγεμόνας των Σελευκιδών, θεώρησε πως οι προετοιμασίες τους του έδιναν το νόμιμο δικαίωμα να επιτεθεί πρώτος. Οι δύο πλευρές αποφάσισαν να κάνουν έκκληση στη Ρώμη, που όμως ήταν πολύ απασχολημένη με τον πόλεμο κατά του Βασιλέως της Μακεδονίας, Περσέα, και δεν αναμείχθηκε.
Ο Ευλαίος και ο Λεναίος το 170 π.Χ. εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Ο Αντίοχος Δ΄ τους απέκρουσε και με κάποιο τρόπο κατέλαβε το Πηλούσιο. Κατόπιν μπήκε στα αιγυπτιακά εδάφη και κινήθηκε μέσω του ποταμού στη Μέμφιδα. Ο νεαρός Πτολεμαίος ΣΤ ακολούθησε τη συμβουλή να καταφύγει στο ιερό νησί της Σαμοθράκης, αφήνοντας τη σύζυγο και αδερφή του Κλεοπάτρα Β΄ και το μικρότερο αδερφό του πίσω στην Αλεξάνδρεια. Αιχμαλωτίστηκε όμως και οδηγήθηκε ενωπίων του θείου του, Αντίοχου Δ.
Ταυτόχρονα στην Αλεξάνδρεια ξέσπασε επανάσταση που ανέτρεψε τους δύο υπουργούς. Ο αλεξανδρινός όχλος, αγανακτισμένος με τη δεινή πολιτική κατάσταση και τις λεηλασίες που έκανε ο στρατός του Αντίοχου Δ, απαίτησε να ανέβουν από κοινού στο θρόνο η Κλεοπάτρα Β΄ και ο αδερφός της, Πτολεμαίος Η΄ Φύσκων (φύσκων = φούσκας). Η πόλη οργάνωσε την άμυνά της και Έλληνες πρέσβεις ανέλαβαν διαπραγματεύσεις με τον Αντίοχο Δ, που αποσύρθηκε από την Αίγυπτο το 169 π.Χ. μαζί με το στρατό του αφήνοντας τη χώρα διχασμένη, αφού υπήρχε ένας βασιλεύς, ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ ο Φιλομήτωρ στη Μέμφιδα και ο Πτολεμαίος Η΄ βασιλεύς στην Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος ο Αντίοχος άφησε απλά μια φρουρά στο Πηλούσιο.
Το 169 – 168 π.Χ. τα δύο αδέρφια ήρθαν σε συνεννόηση μεταξύ τους, αποφασίζοντας να συμβασιλέψουν στην Αλεξάνδρεια, ίσως μετά από μεσολάβηση της Κλεοπάτρας Β που τους συμφιλίωσε, μένοντας και η ίδια βασίλισσα στο πλευρό του Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορα. Η ανησυχία που ένιωσε ο Αντίοχος Δ προκάλεσε νέα εισβολή εκ μέρους του το 168 π.Χ., ενώ ο στόλος του κατέλαβε την Κύπρο. Κατόπιν μπήκε και πάλι στον αιγυπτιακό χώρο χωρίς σημαντική αντίσταση και προέλασε κατά της Αλεξάνδρειας. Αυτή τη φορά όμως η βοήθεια ήρθε από τη Ρώμη, η οποία, έχοντας νικήσει τον Περσέα, στη Μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., ήταν πλέον ελεύθερη να επέμβει. Ο Γάιος Πόπλιος Λαίνας, συνάντησε τον Αντίοχο Δ και, δείχνοντας ιδιαίτερη πειθώ σε μία συνάντηση που έμεινε διάσημη στην ιστορία, τον υποχρέωσε να αποχωρήσει. Κατόπιν οι Ρωμαίοι έδιωξαν και το στόλο του από την Κύπρο, αλλά η Κοίλη-Συρία, για την οποία οι δύο Μακεδονικές Δυναστείες μάχονταν επί γενεές ολόκληρες, σύντομα πέρασε στους Εβραίους.
γ. Περίοδος της Συμβασιλείας (169-164)
Τα πέντε χρόνια της συμβασιλείας των τριών αδερφών δεν υπήρξαν αρμονικά. Από τα τρία κακά που οδήγησαν στην πτώση της Δυναστείας των Πτολεμαίων, τα δύο προϋπήρχαν της ανόδου του Πτολεμαίου ΣΤ΄ του Φιλομήτορα στο θρόνο: ο αιγυπτιακός εθνικισμός απέναντι στην κυριαρχία των Ελλήνων και η επιρροή που ασκούσαν στην αυλή ευνούχοι και πρώην σκλάβοι. Το τρίτο, οι ενδοοικογενειακές διαμάχες για την εξουσία, έκανε την εμφάνισή του τώρα, και ήταν από τις αιτίες που οδήγησαν στην παρακμή και τη Δυναστεία των Σελευκιδών μετά τη βασιλεία του Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς..
Ο Πολύβιος, ιστορικός σύγχρονος του Πτολεμαίου ΣΤ΄, θεωρεί πως στον αντίποδα των παραπάνω, ο χαρακτήρας του φαραώ υπήρξε καλύτερος από αυτούς των προκατόχων και διαδόχων του. Σε μια εποχή που η βία και η σκληρότητα βασίλευαν, ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ επέδειξε ευγένεια ψυχής και ανθρωπιά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού κανένα από τα πρόσωπα που τον περιστοίχιζαν δεν εξορίστηκε με κάποια κατηγορία, ενώ κανένας Αλεξανδρινός δεν θανατώθηκε κατόπιν εντολής του. Όμως τα χρόνια της διπλής βασιλείας ήταν γεμάτα αναστάτωση, καθώς ο νεότερος Πτολεμαίος Η Φύσκων ήταν δημοφιλής, ενώ ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ δεν ήταν.
δ. Επανάσταση (164)
Την κατάσταση αυτή προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ένας άνδρας αιγυπτιακής καταγωγής, του οποίου το ελληνικό όνομα ήταν Διόνυσος, που είχε αποκτήσει φήμη στους πολέμους κατά των Σελευκιδών και επιρροή που δεν είχε ποτέ ως τότε κανένας γηγενής στα χρόνια των Πτολεμαίων. Ο Διόνυσος χρησιμοποίησε τη δημοφιλία του νεότερου Πτολεμαίου Η για να υποκινήσει επανάσταση. Όταν όμως εκείνος δήλωσε άγνοια, ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ συνέτριψε το Διόνυσο και μια μερίδα υποστηρικτών του λίγο έξω από την πόλη. Ο Διόνυσος διέφυγε και έδρασε μυστικά για να υποκινήσει νέα αναταραχή, αλλά ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ σταθεροποίησε την κυριαρχία του, ειδικά μετά τη δύσκολη πολιορκία της Πανόπολης (το σύγχρονο Akhmîn) όπου είχαν καταφύγει μερικοί επαναστάτες. Γύρισε θριαμβευτής στην Αλεξάνδρεια, αλλά οι φιλοδοξίες του αδερφού του τον ανάγκασαν να φύγει από την πόλη, και προς το τέλος του 164 π.Χ. η διπλή βασιλεία τερματίστηκε.
ε. Εξορία (164-163)
Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ κατέφυγε τότε στη Ρώμη, όπου με φτωχή περιβολή και συνοδεία διέσχισε όλη τη διαδρομή από το λιμάνι με τα πόδια, ώστε να δημιουργήσει στη Σύγκλητο την εντύπωση που επιθυμούσε. Εκεί συνάντησε και τον εξάδελφό του, πρίγκιπα των Σελευκιδών, Δημήτριο Α Σωτήρα, ο οποίος διέμενε εκείνη την περίοδο στην πόλη ως όμηος, αλλά αρνήθηκε την βοήθειά του.
Η Σύγκλητος έκρινε τελικά πως τα συμφέροντά της προέτρεπαν να διαιρεθεί το πτολεμαϊκό βασίλειο στα δύο, με τον Φιλομήτορα να λαμβάνει την Αίγυπτο και την Κύπρο και ο αδερφός του την Κυρηναϊκή. Ο Φιλομήτωρ πήγε στην Κύπρο για σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά ο λαός, αγανακτισμένος από τον αδερφό του, απαίτησε την επιστροφή του. Έτσι το ρωμαϊκό σχέδιο έλαβε σάρκα και οστά το καλοκαίρι του 163 π.Χ. όταν ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ έγινε μοναδικός ηγεμόνας της Αιγύπτου μέχρι το τέλος της ζωής του, χορηγώντας αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα της περιόδου αυτής, ενώ ο Πτολεμαίος Φύσκων ε΄γινε ηγεμόνας της Κυρηναϊκής. .
στ. Εσωτερική Πολιτική
Το 153 – 152 π.Χ., ο μεγαλύτερος σε ηλικία γιος του Πτολεμαίου ΣΤ΄, ο Πτολεμαίος Ευπάτωρ, αναγορεύτηκε συμβασιλέας και στάλθηκε στην Κύπρο, όπου όμως σύντομα πέθανε από ασθένεια και διάδοχος ονομάστηκε ο νεότερος αδερφός του Πτολεμαίος Ζ΄ Νέος Φιλοπάτωρ.Τα επόμενα χρόνια έγιναν κατασκευές και αναπαλαιώσεις σε διάφορα μνημεία, ενώ η Πτολεμαϊκή Αυλή υιοθέτησε επεκτατική πολιτική στα νότια σύνορα, προσπαθώντας να επιτύχει μόνιμη κατοχή του Νείλου πάνω από τον Πρώτο Καταρράκτη μέχρι και τον Δεύτερο, ενάντια στους Αιθίοπες ηγεμόνες της περιοχής. Η επικράτεια από το Ασουάν στο Ντεράρ, που κάποτε ονομαζόταν Δωδεκάσχοινος, πήρε πλέον το όνομα Τριακοντάσχοινος.
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε μια τάξη Ελλήνων επαγγελματιών συμβολαιογράφων, που ονομάζονταν αγορανόμοι, οι οποίοι συνέτασσαν τα νομικά έγγραφα στα ελληνικά, όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για κάθε Αιγύπτιο που δεν ήθελε να αποταθεί στους τοπικούς γραφείς, και η επικύρωση ενός αγορανόμου σε ένα έγγραφο αντικατέστησε την ανάγκη για μάρτυρες. Επιπρόσθετα η κυβέρνηση στα τέλη του 146 π.Χ. δημοσίευσε νόμο που όριζε ότι τα συμβόλαια, για να θεωρούνται έγκυρα, έπρεπε να καταγράφονται και να αρχειοθετούνται από μια κυβερνητική υπηρεσία, το αρχείον ή γραφείον, συνοδευόμενα από μια σύνοψη στα ελληνικά. Επίσης, για υποθέσεις που εκδικαζόταν σε ελληνικά δικαστήρια τα έγγραφα έπρεπε να υποβάλλονται μεταφρασμένα στα ελληνικά..
ζ. Διαμάχη για την Κύπρο
Μετά την επιστροφή του από την Κύπρο, Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄, βρισκόταν συνεχώς στην ανάγκη να υπερασπίζεται το βασίλειό του από τις μηχανορραφίες του αδερφού του Πτολεμαίου Η Φύσκωνα. που οι συγκλητικοί ήταν πρόθυμοι να υποστηρίζουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Το 162 π.Χ. ο Φύσκων πήγε αυτοπροσώπως στη Ρώμη, και παρά τις παρακλήσεις των πρέσβεων του Φιλομήτορος, η Σύγκλητος ότι έπρεπε να πάρει την Κύπρο, απαίτηση πουο Φιλομήτωρ απέρριψε. Τότε όμως ξέσπασε επανάσταση στην Κυρηναϊκή και ο Φύσκων, αντί να επεκταθεί στην Κύπρο, άρχισε να ανησυχεί για την ακεραιότητα των δικών του εδαφών στην Κυρηναϊκή.
Πέρασαν οκτώ χρόνια, χωρίς οι Ρωμαίοι να αναλάβουν άλλη πρωτοβουλία. Το 155 π.Χ. ο κυβερνήτης της Κύπρου, Αρχίας, συνελήφθη να κάνει μυστικές διαπραγματεύσεις με τον ηγεμόνα των Σελευκιδών Δημήτριο Α Σωτήρα, που εποφθαλμιούσε το νησί. Το 154 π.Χ. ο Φύσκων επανεμφανίστηκε στη Ρώμη, και εκμαίευσε διαταγή να εγκατασταθεί στην Κύπρο με τη δύναμη των όπλων. Ο Φιλομήτωρ τότε κινήθηκε γρήγορα απέκλεισε τους εισβολείς στην πόλη Λάπηθος της Κύπρου και τους ανάγκασε να παραδοθούν. Ο Φιλομήτωρ όχι μόνο συγχώρεσε τον αδερφό του, αλλά έκανε νέα συνθήκη μαζί του, σύμφωνα με την οποία μπορούσε να γυρίσει ειρηνικά στην Κυρηναϊκή, και ταυτόχρονα τον αρραβώνιασε με μια από τις κόρες του, την Κλεοπάτρα Θεά, γάμοςπου τελικά για άγνωστο λόγο δεν έγινε (ο Φύσκων όμως νυμφεύτηκε αργότερα την Κλεοπάτρα Γ, μικρότερη αδελφή της Κλεοπάτρας Θεάς, όπως και τη μητέρα και των δύο Κλεοπάτρα Β).
η. Σχέσεις με Ελληνικές Πόλεις
Η Αίγυπτος υπό τον Φιλομήτορα μπορούσε ακόμη να στέλνει δυνάμεις σε διάφορα ελληνικά εδάφη. Συμμάχησε με την Κρητική Συμπολιτεία, το Κοινό των Κρηταιέων, ενώ διατηρούσε και την πτολεμαϊκή φρουρά στο νησί της Θήρας. Η Συμπολιτεία των Κυκλάδων υπήρχε ακόμη το 159 π.Χ. και άνδρες από τα νησιά υπηρετούσαν στο στόλο της Αιγύπτου. Τέλος οι Αθηναίοι, για να τον τιμήσουν για κάποιες ευεργεσίες που έκανε στην πόλη του έστησαν ένα μπρούτζινο άγαλμα στην Ακρόπολη.
θ. Ταραχές στη Συρία (150-145)
Ο βασιλεύς της Περγάμου έφερε στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων της Συρίας τον Αλέξανδρο Βάλα, που υποστήριζε πως ήταν γιος του Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς. Ο Πτολεμαίος ΣΤ έστειλε σε βοήθειά του στρατό, υπό της διαταγές του Γαλαίστη, ενός άντρα ευγενικής καταγωγής από τη Βόρεια Ελλάδα και ο Βάλας πήρε την εξουσία των Σελευκιδών από τον Δημήτριο Α. Ο Πτολεμαίος ΣΤ του έδωσε για σύζυγο την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά με στόχο να ξαναπάρει την Κοίλη-Συρία. αλλά σε δύο χρόνια φάνηκε πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν καλός ηγέτης και εμφανίστηκε στην Κιλικία ένας νέος διεκδικητής του θρόνου ο Δημήτριος Β, γιος του Δημητρίου Α΄. Βλέποντας την απειλή για εισβολή της Συρίας από το Βορρά, ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ με ισχυρή δύναμη πέρασε το 148 π.Χ. τα σύνορα φτάνοντας μέχρι την Πτολεμαΐδα. Ανακτώντας την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά από τον Βάλα, την έδωσε σύζυγο στο νεαρό Δημήτριο Β.
Η Αντιόχεια έδιωξε τον Αλέξανδρο Βάλα, που διέφυγε στην Κιλικία και ο Πτολεμαίος Φιλομήτωρ μπήκε στην μεγάλη πόλη, όπως ο πρόγονός του Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης πριν από έναν αιώνα. Ο λαός της πόλης, που δεν ήθελε ούτε τον Αλέξανδρο ούτε το Δημήτριο για ηγεμόνα, τον παρακάλεσε να φορέσει το στέμμα της Συρίας μαζί με αυτό της Αιγύπτου. Με τη σκιά της Ρώμης πάνω από τον κόσμο, ο Πτολεμαίος ΣΤ απέφυγε να αποδεχτεί την πρόταση και έπεισε το λαό να δεχτεί το νεαρό Δημήτριο Β στο θρόνο των προγόνων του, με ανταμοιβή να επιστρέψει η Κοίλη-Συρία στα χέρια των Πτολεμαίων.
Όμως Αλέξανδρος Βάλας επέστρεψε από την Κιλικία με στρατό και συγκρούστηκε με τον Πτολεμαίο και τον Δημητρίου Β στον ποταμό Οινοπάρα στην Παλαιστίνη. Υπέστη συντριπτική ήττα και κατέφυγε στον Ναβαταίο Άραβα σεΐχη της γειτονική χώρας, όπου θανατώθηκε, αλλά στη μάχη ο φαραώ έπεσε από το άλογό του, έπαθε κάταγμα στο κρανίο και πέντε μέρες μετά, πέθανε στα χέρια των χειρούργων του, μετά από 36 χρόνια βασιλείαςσε ηλικία 42 ετών.
Ο Πτολεμαίος ΣΤ Φιλομήτωρ συνδύαζε καλοσύνη, ευγένεια, διαύγεια πνεύματος, θάρρος στις επικίνδυνες κρίσεις και στο πεδίο της μάχης και στα σπουδαία ζητήματα έδειξε αποφασιστικότητα, αλλά και διπλωματικότητα και κοινωνική άνεση απέναντι στη Ρώμη. Όλοι οι πόλεμοι που διεξήγαγε αυτοπροσώπως (απέναντι στους εθνικιστές επαναστάτες στην Αίγυπτο, ενάντια στον αδερφό του στην Κύπρο και απέναντι στον Αλέξανδρο Βάλα) είχαν επιτυχημένο αποτέλεσμα.
8.8.7. Πτολεμαίος Ζ΄ Νέος Φιλοπάτωρ (152-145, βασ. 152-145)
Ο Πτολεμαίος Ζ' Νέος Φιλοπάτωρ, ήταν γιος του φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίου ΣΤ' Φιλομήτορα και της Κλεοπάτρας Β'. Έζησε κατά τη διάρκεια των ανταγωνισμών των αδερφών Πτολεμαίου ΣΤ' Φιλομήτορα και Πτολεμαίου Η' Φύσκονος, και φαίνεται πως υπήρξε συμβασιλέας, με τον πατέρα του πιθανώς στο σύντομο χρονικό διάστημα μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του Πτολεμαίου του Ευπάτορος. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 145 π.Χ. θεωρήθηκε βασιλεύς, αλλά ο θείος του Πτολεμαίος Η' Φύσκων, που είχε συμβασιλέψει με τον αδερφό του στο παρελθόν και διέμενε στην Κυρηναϊκή, αναζητούσε με κάθε τρόπο την επάνοδό του στο θρόνο της Αλεξάνδρειας. Φαίνεται πως ανέβηκε στο θρόνο χωρίς μάχη, διεκδίκησε τον τίτλο του Ευεργέτη όπως ο δημοφιλής πρόγονός του Πτολεμαίος Γ' και το χέρι της αδερφής του, Κλεοπάτρας Β, χήρας του αποθανόντος Πτολεμαίου ΣΤ, η οποία συναίνεσε ζητώντας κάποιες εξασφαλίσεις για το μέλλον του γιου της, αλλά ο Φύσκων τελικά θανάτωσε τον ανηψιό του μπροστά στη μητέρα του.
8.8.8. Πτολεμαίος Η΄ Φύσκων (182-116, βασ. 145-116)
Ο Πτολεμαίος Η΄ Ευεργέτης Β΄ Φύσκων (Φύσκων = Φούσκας, εξαιτίας της αφύσικης παχυσαρκίας του) ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου Ε΄ του Επιφανούς και της Κλεοπάτρας Α΄, κόρης του Αντίοχου Γ΄ του Μέγα, βασιλέα των Σελευκιδών. Από τη σύζυγο και αδελφή του Κλεοπάτρα Β΄ απέκτησε τον Πτολεμαίο Μεμφίτη, από τη σύζυγό του Κλεοπάτρα Γ απέκτησε πέντε παιδιά (Πτολεμαίος Θ΄ Λάθυρος, Τρύφαινα, Κλεοπάτρα Δ΄, Πτολεμαίος Ι΄ Αλέξανδρος, Κλεοπάτρα Σελήνη Α΄) και από άλλες άγνωστες ερωμένες απέκτησε δύο ακόμη παιδιά (Πτολεμαίος Απίων και Βερενίκη).
Όταν ο πατέρας του πέθανε πρόωρα το 180 π.Χ., ο Πτολεμαίος Η ήταν μόλις δύο ετών. Σύμφωνα με τους νόμους της διαδοχής ο θρόνος άνηκε στον μεγαλύτερο αδερφό του, που ονομαζόταν επίσης Πτολεμαίος. Επειδή όμως και εκείνος ήταν ανήλικος, η εξουσία περιήλθε στα χέρια της μητέρας τους Κλεοπάτρας Α΄, που ορίστηκε αντιβασίλισσα. Μετά το θάνατό της το 176 π.Χ., ο αδερφός του ανέβηκε στο θρόνο με το όνομα Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ και ενώθηκε με γάμο με την αδερφή των δύο αγοριών, την Κλεοπάτρα Β΄.
Μεγαλώνοντας ο Φύσκων, μετά από απαίτηση του λαού της Αλεξάνδρειας συμβασίλεψε με τον αδελφό του Φιλομήτορα στο διάστημα 169-164 π.Χ. και το 163 π.Χ. μετά από παρέμβαση της Ρώμης, ορίστηκε ηγεμόνας της Κυρηναϊκής, ενώ ο Φιλομήτωρ έμεινε μόνος βασιλεύς στην Αίγυπτο.
α. Ανάληψη της Εξουσίας (145)
Κατά τη διάρκεια ταραχών στη Συρία (150-145) ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ τραυματίστηκε θανάσιμα σε μία μάχη στην Παλαιστίνη το 145 π.Χ. και απεβίωσε λίγες μέρες αργότερα. Από τη στιγμή που ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος Ευπάτωρ είχε ήδη ασθενήσει και πεθάνει, διάδοχος ήταν ο μικρότερος γιος του, Πτολεμαίος Ζ Νέος Φιλοπάτωρ, που όμως ήταν ακόμη σε παιδική ηλικία. Ο Πτολεμαίος Β Φύσκων επικράτησε και πήρε το θρόνο χωρίς μάχη και συμφωνήθηκε να νυμφευτεί τη χήρα του αδερφού του και δική του αδελφή, Κλεοπάτρα Β, η οποία ίσως να έθεσε ως όρο την ασφάλεια του γιου της, τον οποίο όμως ο Φύσκων θανάτωσε και στη συνέχεια κυβέρνησε με αποτροπιαστική σκληρότητα μέσα σε λουτρά αίματος.
β. Ενδοοικογενειακές Έριδες (143-140)
Ο Πτολεμαίος Η΄, ένα χρόνο αργότερα στέφθηκε φαραώ με αιγυπτιακές τελετές στη Μέμφιδα και κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων ήρθε στον κόσμο ο γιος του από την Κλεοπάτρα Β΄, που, για να εορταστεί η ευχάριστη σύμπτωση έμεινε γνωστός ως Πτολεμαίος Μεμφίτης. Οι εορτασμοί αμαυρώθηκαν με την εκτέλεση μερικών ατόμων από την Κυρήνη που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα μαζί με τον Πτολεμαίο, με την κατηγορία ότι μίλησαν με ασέβεια για την εταίρα του φαραώ Ειρήνη.
Στα επόμενα δυο – τρία χρόνια οι σχέσεις μέσα στο βασιλικό οίκο ήταν τεταμένεςΟ Πτολεμαίος Φύσκων νυμφεύτηκε τη μικρότερη κόρη της συζύγου του Κλεοπάτρα Γ, χωρίς να χωρίσει τη μητέρα της, κι έτσι στα επίσημα έγγραφα οι δύο γυναίκες εμφανίζονται ως «Κλεοπάτρα η Αδερφή» και «Κλεοπάτρα η Σύζυγος».
Εκείνη την περίοδο κατέφθασε στην Αίγυπτο ο Σκιπίων Αιμιλιανός με αποστολή από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο να επιβλέψει τις χώρες της Ανατολής για λογαριασμό τους, καθώς έκαναν σχέδια για νέες κατακτήσεις. Ο Πτολεμαίος τον υποδέχτηκε με δουλοπρέπεια, αλλά ο Σκιπίων έκανε ειρωνικά σχόλια για την παρακμή που εκείνος απέπνεε στους συνοδούς του.
γ. Η Επανάσταση (131-129)
Το 131 – 130 π.Χ. ξέσπασε η επαναστατική διάθεση που υπήρχε στην Αλεξάνδρεια και η ρήξη ανάμεσα στο βασιλέα και την αδερφή του Κλεοπάτρα Β ήταν οριστική. Ο όχλος προσπάθησε να βάλει φωτιά στο παλάτι, αναγκάζοντας τον Πτολεμαίο Η να δραπετεύσει με προορισμό την Κύπρο, παίρνοντας μαζί την Κλεοπάτρα Γ΄, τα παιδιά που είχαν στο μεταξύ αποκτήσει και το γιο του από την Κλεοπάτρα Β΄, Πτολεμαίο Μεμφίτη, που ήταν περίπου έξι ή επτά ετών. Η Κλεοπάτρα Β΄ έμεινε μοναδικός ηγεμόνας της χώρας με το όνομα Κλεοπάτρα Φιλομήτωρ Σωτήρα, αλλά οι απομακρυσμένες περιοχές εξακολούθησαν να θεωρούν κάτοχο του θρόνου τον Πτολεμαίο Η και πρακτικά το κράτος διαιρέθηκε.
Στην Κύπρο ο Πτολεμαίος Η συγκέντρωσε μισθοφορικό στρατό για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά της αδερφής του. Η Αλεξάνδρεια έστειλε από την πλευρά της μήνυμα σε ένα νόθο γιο του Πτολεμαίου Η που κυβερνούσε τότε την Κυρηναϊκή, προσκαλώντας τον στην πόλη. Ο Πτολεμαίος Η διεείδε τον κίνδυνο, κάλεσε το γιο του κοντά του και κατόπιν τον θανάτωσε. Εξαγριωμένος ο όχλος γκρέμισε τα αγάλματα του Φαραώ από την πρωτεύουσα, κίνηση που ο έκπτωτος Φαραώ απέδωσε στην Κλεοπάτρα Β΄. Για εκδίκηση σκότωσε το γιο του, Πτολεμαίο Μεμφίτη, που ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών, τεμάχισε το σώμα του και το έστειλε μέσα σε ένα κουτί σαν δώρο γενεθλίων στη μητέρα του.
Το 129 π.Χ. ο Πτολεμαίος Η ανέκτησε την Αλεξάνδρεια με στρατιωτικά μέσα, αν και οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους δυο στρατούς συνεχίστηκαν και το επόμενο χρονικό διάστημα. Στο μεταξύ, η Κλεοπάτρα Β΄ εγκατέλειψε την Αίγυπτο και κατέφυγε στην Αυλή του γαμπρού της, Δημητρίου Β΄, στην Αντιόχεια. Εκεί έπεισε το Δημήτριο Β να επιτεθεί στην Αίγυπτο για να αποζημιωθεί για προσωπικές του ατυχίες, αλλά μέχρι να φτάσει στα σύνορα αντιμετώπισε επανάσταση στα δικά του εδάφη. Ο Πτολεμαίος Η συνέβαλε στην πτώση του βοηθώντας έναν νέο βασιλέα να ανέβει στο θρόνο, τον Αλέξανδρο Β΄ Ζαβίνα, γιο του Αλέξανδρου Βάλα, και σύντομα ο Δημήτριος Β εξουδετερώθηκε και θανατώθηκε, πιθανώς με τη βοήθεια της πρώην συζύγου του – και κόρης της Κλεοπάτρας Β΄ από τον πρώτο της γάμο – Κλεοπάτρας Θεάς.
δ. Το Διάταγμα του 118 π.Χ.
Βλέποντας τις ελπίδες της να διαψεύδονται, η Κλεοπάτρα Β΄, επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια (περ. 124 π.Χ.) στην παλιά της θέση, όπως πριν την επανάσταση. Όσο για τον πόλεμο με τη Συρία, ο Πτολεμαίος Η έπαψε να ασχολείται, αφού κατάφερε να ανεβάσει στο θρόνο της την κόρη του, Τρύφαινα. Η συμφιλίωση των κυβερνώντων της Αιγύπτου δεν σήμανε την άμεση παύση πυρός, καθώς εχθροπραξίες και σύγχυση βασίλευαν ακόμη σε κάποιες περιοχές, μέχρι το 118 π.Χ., οπότε ένα διάταγμα που δημοσιεύτηκε ξεκαθάρισε τα πράγματα σε όλο το βασίλειο. Στόχος του ήταν να σβήσει το πρόσφατο παρελθόν και να αποδώσει νομιμότητα στην ιδιοκτησία γης και προνομίων όπως αυτά είχαν ήδη διαμορφωθεί και έδινε έμφαση στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού και στις ανθρώπινες ελευθερίες, ενώ πέριλάμβανε και άρθρα για την προστασία των γηγενών, ή τουλάχιστον ορισμένων κοινωνικών τάξεων, ενάντια στην καταπίεση από τους βασιλικούς αξιωματούχους, που θα εξασφάλιζαν στο ιερατείο τα προνόμια που είχε κερδίσει.
ε. Πολιτιστικό Έργο
Κατά την περίοδο βασιλείας του, ο Πτολεμαίος Η΄ έχτισε και διακόσμησε αιγυπτιακούς ναούς, όπως και οι προκάτοχοί του. Οχτώ χρόνια μετά την επιστροφή της Κλεοπάτρας Β΄, ο Πτολεμαίος Η΄ πέθανε στις 28 Ιουνίου 116 π.Χ., σε ηλικία περίπου 65 ετών. Είχε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ζωή από όλους τους προκατόχους του, από τον Πτολεμαίο Β΄ και έπειτα. Τον διαδέχτηκε η σύζυγός του, Κλεοπάτρα Γ΄ και ο γιος του Πτολεμαίος Θ΄ ο Λάθυρος, ενώ ο γιος του, Πτολεμαίος Απίων, έγινε το 108 π.Χ. ηγεμόνας της Κυρηναϊκής.
8.8.9. Πτολεμαίος Θ΄ Λάθυρος (139-81, βασ. 116-107)
Ο Πτολεμαίος Θ' Σωτήρ Β' Λάθυρος (λάθυρος = λαθούρι, «ο φάβας» εξαιτίας του σχήματος του προσώπου του) ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου Η' του Φύσκονος και της ανεψιάς και συζύγου τυ Κλεοπάτρας Γ'. Από τη σύζυγο και αδελφή του Κλεοπάτρα Δ' απέκτησε δύο παιδιά που πιθανώς δεν γεννήθηκαν από την ίδια (Πτολεμαίος ΙΒ' Αυλητής και Πτολεμαίος της Κύπρου) και από τη σύζυγο και αδελφή του Κλεοπάτρα Σελήνη Α' απέκτησε τη Βερενίκη Γ'.
α. Διαδοχή του Πτολεμαίου Η'
Κατά την παιδική ηλικία του, μετά από πραξικόπημα που οργάνωσε η θεία του Κλεοπάτρα Β' κατά του πατέρα του, ο Πτολεμαίος Θ αναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένειά του στην Κύπρο,.αλλά αργότερα η οικογένεια ανέλαβε πάλι την εξουσία. Όταν πέθανε ο Πτολεμαίος Η' Φύσκων, άφησε πίσω του την ανηψιά και δεύτερη σύζυγό του, Κλεοπάτρα Γ', δύο γιους, τον Πτολεμαίο Θ και τον Πτολεμαίο Ι Αλέξανδρο, και τρεις κόρες: την Τρύφαινα, βασίλισσα των Σελευκιδών στη Συρία, την Κλεοπάτρα Δ', που παντρεύτηκε το μεγαλύτερο από τους δυο αδερφούς της και την Κλεοπάτρα Σελήνη Α'. Είχε επίσης και ένα γιο από μια παλλακίδα του, πιθανώς Ειρήνη, ο οποίος ονομαζόταν Πτολεμαίος Απίων. Στη διαθήκη του ο εκλιπών βασιλεύς επέλεξε να διαιρέσει το βασίλειό του, παραχωρώντας στον Πτολεμαίο Απίονα την Κυρηναϊκή, της οποίας πρέπει ήδη να είχε οριστεί αντιβασιλεύς, ενώ το θρόνο της Αιγύπτου, τον άφησε στην Κλεοπάτρα Γ', με την προϋπόθεση να μοιραζόταν τη βασιλεία με έναν από τους γιους της, όποιον αυτή προτιμούσε.
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία γιος Πτολεμαίος Θ', που ήταν τότε είκοσι πέντε ετών περίπου, κατοικούσε εκείνη την εποχή στην Κύπρο. Η Κλεοπάτρα Γ σκόπευε να επιλέξει το νεότερο αδερφό του, Πτολεμαίο Ι Αλέξανδρο, όμως οι αλεξανδρινοί τελικά επέβάλλαν τον Πτολεμαίο Θ. που έγινε βασιλεύς με το όνομα Πτολεμαίος Φιλομήτωρ Σωτήρ, αλλά ο λαός, με διάθεση αστεϊσμού, τον αποκαλούσε ο Λάθυρος, δηλαδή «ο Φάβας».
β. Πρώτη βασιλεία (116-107)
Ο νεαρός άντρας αρχικά δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στις επιταγές της μητέρας του και δεν τόλμησε καν να αντιδράσει όταν εκείνη απομάκρυνε από το πλάι του την Κλεοπάτρα Δ', την σύζυγο-αδερφή του, με την όποια ήταν πολύ δεμένος, και τον ανάγκασε να νυμφευτεί την δεύτερη αδερφή του, Κλεοπάτρα Σελήνη Α'.
Κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του (115 π.Χ.), ο Πτολεμαίος Θ επισκέφτηκε μαζί με τη μητέρα του την Άνω Αίγυπτο, μέχρι και τα σύνορα με την Αιθιοπία. Όσο για τον μικρότερο αδερφό του, Πτολεμαίο Ι Αλέξανδρο, η μητέρα τους θεώρησε συνετό να τον απομακρύνει από την Αλεξάνδρεια. Έλαβε τον τίτλου του Στρατηγού της Κύπρου και έμενε στο νησί.
Η πρώην βασίλισσα, Κλεοπάτρα Δ', αποφάσισε να χαλάσει τις σχέσεις με τη μητέρα της, όπως είχε κάνει κι εκείνη με τη δική της μητέρα, και πήγε στην Κύπρο για να συγκεντρώσει προσωπικό στρατό, αλλά δεν έμεινε εκεί. Πήγε στη Συρία, στο βασίλειο των Σελευκιδών, για να προσφέρει το χέρι και το στρατό της στον ηγεμόνα Αντίοχο Θ' Κυζικηνό, που είχε διώξει από το θρόνο τον Αντίοχο Η' Γρυπό, σύζυγο της αδερφής της Τρύφαινας. Μετά από σφοδρή διαμάχη και οι δύο γυναίκες έχασαν τη ζωή τους.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Πτολεμαίος Θ' Λάθυρος, κατάφερε να κερδίσει έδαφος απέναντι στη μητέρα του. Κατά το δέκατο χρόνο της βασιλείας του Πτολεμαίου Θ', η Κλεοπάτρα Γ' προσπάθησε να ξανακερδίσει τη δύναμή της οργανώνοντας πραξικόπημα. Κατηγόρησε το βασιλέα για απόπειρα δολοφονίας της και υπήρξε τόσο πειστική για τους αλεξανδρινούς που ο Πτολεμαίος Θ' αναγκάστηκε το 107 π.Χ. να φύγει με πλοίο. Η σύζυγος του Πτολεμαίου Θ', Κλεοπάτρα Σελήνη Α, μαζί με τα δύο τους παιδιά παρέμειναν πίσω, στα χέρια της Κλεοπάτρας Γ, η οποία κάλεσε, τότε, τον άλλο γιο της Πτολεμαίο Ι Αλέξανδρο από την Κύπρο για να αναλάβει τα σκήπτρα. Μητέρα και γιος αναγορεύτηκαν Θεοί Φιλομήτορες Σωτήρες και ο Πτολεμαίος Ι' παντρεύτηκε την κόρη του έκπτωτου αδερφού του, Βερενίκη Γ'.
γ. Βασιλεία του Πτολεμαίου Ι' Αλέξανδρου (107-88)
Η Κλεοπάτρα δεν σκόπευε να αφήσει τον Πτολεμαίο Θ' να διαφύγει ζωντανός, αλλά εκείνος δραπέτευσε από την Κύπρο προσωρινά, και όταν αργότερα επέστρεψε εγκαταστάθηκε εκεί με ασφάλεια, διότι η Κλεοπάτρα δεν είχε τη δύναμη να τον διώξει από μια περιοχή αιγυπτιακών συμφερόντων. Η σύγκρουσή ανάμεσά τους έλαβε χώρα στο ταραγμένο βασίλειο της Συρίας, που βρισκόταν υπό διάλυση εξαιτίας των πολλών υποψήφιων βασιλέων. Ο Πτολεμαίος Θ' εισέβαλε στην Παλαιστίνη, σύμμαχος του Κυζικηνού με εφαλτήριο την Κύπρο και η Κλεοπάτρα Γ' από την Αίγυπτο, σύμμαχος του Γρυπού και του βασιλέως της Ιουδαίας, ενώ η Κλεοπάτρα Σελήνη Α δόθηκε από τη μητέρα της σύζυγος στον Αντίοχο Η' τον Γρυπό. Η σύγκρουση αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα για τους Πτολεμαίους, οπότε ο Πτολεμαίος Θ' επέστρεψε στην Κύπρο το 102 π.Χ. και η Κλεοπάτρα Γ στην Αίγυπτο. Κέρδος είχαν οι Ιουδαίοι που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους και πήραν τον έλεγχο μεγάλου μέρους της Παλαιστίνης.
Η Κλεοπάτρα Γ δεν έζησε πολύ καιρό μετά από τις άκαρπες προσπάθειές της στην Παλαιστίνη. Πέθανε το φθινόπωρο του 101 π.Χ., σε ηλικία περίπου 60 ετών. Η βασιλεία του Πτολεμαίου Ι' Αλέξανδρου στο διάστημα 101 – 89 π.Χ. στην Αίγυπτο είναι σκοτεινή, όμως το 89 π.Χ. φαίνετια πως είχε χάσει πλήρως τη δημοτικότητά του και ο στρατός στράφηκε εναντίον του και τον ανάγκασε να διαφύγει στη Συρία, όπου μάζεψε μισθοφορικό στρατό και εισέβαλε εκ νέου στην Αίγυπτο. Εκδιώχθηκε και πάλι και κατέφυγε στη Λυκία με τη Βασίλισσα Βερενίκη Γ' και την κόρη τους, αλλά σε μια απόπειρα να φτάσει στην Κύπρο από τη θάλασσα, συνελήφθη από τον αλεξανδρινό ναύαρχο και θανατώθηκε, το 88 π.Χ.
δ. Δεύτερη βασιλεία (88-81)
Ο Πτολεμαίος Θ' επέστρεψε από την Κύπρο για να αναλάβει τη βασιλεία της Αιγύπτου, ενώνοντας και πάλι τις δύο περιοχές σε ένα ενιαίο κράτος. Συμβασίλισσα όρισε την κόρη του Βερενίκη Γ', η οποία επέστρεψε από τη Λυκία. Πατέρας και κόρη ονομάστηκαν Θεοί Φιλάδελφοι Φιλομήτορες Σωτήρες, αλλά δεν υπήρχε πια κάποια πριγκίπισσα από την οικογένεια για να λάβει ο Πτολεμαίος ως σύζυγο, καθώς η κόρη του αδερφού του ήταν επίσης εγγονή του. Ο γάμος ανάμεσα σε πατέρα και κόρη ήταν συνηθισμένη πρακτική στην Περσία, αλλά αυτή η μορφή αιμομιξίας δεν είχε ποτέ εφαρμοστεί στο πτολεμαϊκό βασίλειο, αντίθετα με το γάμο αδελφών.
Τα επόμενα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Θ' ήταν χρόνια αναταραχών τόσο στην Αίγυπτο όσο και στο εξωτερικό. Ο αιγυπτιακός εθνικισμός φούντωσε πάλι, καθώς νέοι τοπικοί αρχηγοί με στόχο να διώξουν τους Έλληνες έκαναν κέντρο δράσης τους τις αρχαίες Θήβες. Η επανάσταση αυτή είχε διάρκεια τρία χρόνια, μετά το πέρας των οποίων η πόλη ήταν γεμάτη ερείπια, σκιά του παλιού εαυτού της.
Στο εξωτερικό ήταν μια εποχή συγκρούσεων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η Αίγυπτος προσπάθησε να διατηρεί ουδέτερη στάση προστατεύοντας τη δική της ασφάλεια, μέχρι να διαμορφωθεί σταθερό πολιτικό κλίμα. Κατά την αρχή της δεύτερης βασιλείας του Πτολεμαίου Θ', μια νέα ανησυχητική δύναμη ήρθε στο προσκήνιο με την άνοδο του βασιλέως του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα (120-63), που ήταν εγγονός του Αντίοχου Δ' του Επιφανούς και δεύτερος εξάδελφος του Πτολεμαίου Θ. Το 88 π.Χ., τη χρονιά που ανέκτησε την εξουσία ο Πτολεμαίος Θ, ο Μιθριδάτης ΣΤ νίκησε ένα Ρωμαίο στρατηγό στη Μικρά Ασία, εισέβαλε σε ρωμαϊκές κτήσεις στην Ασία και έστειλε μια δύναμη στην Ελλάδα, όπου η Αθήνα εναντιώθηκε στη Ρώμη. Κάποια στιγμή ο Μιθριδάτης ΣΤ κατέλαβε την Κω, όπου δεκατέσσερα χρόνια πριν η Κλεοπάτρα Γ' είχε αποθηκεύσει έναν πτολεμαϊκό θησαυρό και είχε αφήσει το νεαρό Πτολεμαίο ΙΑ Αλέξανδρο Β, γιο του αποθανόντος Πτολεμαίου Ι Αλέξανδρου, αδερφού του Πτολεμαίου Θ', που όπως έδειχναν τα πράγματα ήταν ο μοναδικός άρρενας κληρονόμος του πτολεμαϊκού θρόνου.
Η ίδια η Ρώμη υπέφερε από εσωτερικές διαμάχες, καθώς οι Ρωμαίοι ευγενείς που διοικούσαν τους στρατούς που ήρθαν να αντιμετωπίσουν το Μιθριδάτη ήταν σε εχθρότητα με το λαϊκό κόμμα που από το 87 π.Χ. είχε αποκτήσει δύναμη με την άνοδο του πολιτικού Μάριου στη Ρώμη. Το χειμώνα του 87 – 86 π.Χ., και ενώ ο Σύλλας πολιορκούσε την Αθήνα, ο αντιπρόσωπός του Λεύκιος Λούκουλος, έκανε την εμφάνισή του στην Αλεξάνδρεια. Ο Πτολεμαίος Θ' τον δέχτηκε με τιμές, αλλά αρνήθηκε να του παράσχει βοήθεια. Ωστόσο στην Αθήνα, ο φαραώ έγινε αγαπητός διότι βοήθησε στην ανοικοδόμηση τις πόλης μετά το πέρασμα του Σύλλα.
Ο Πτολεμαίος Θ' Λάθυρος πέθανε το 81 π.Χ. σε ηλικία περίπου 62 ετών, χωρίς να έχει κάνει την Αίγυπτο τη μεγάλη ανεξάρτητη δύναμη που κάποτε υπήρξε. Τον διαδέχτηκε ο γιος του αδερφού του, Πτολεμαίος ΙΑ' Αλέξανδρος Β'.
8.8.10. Πτολεμαίος ΙΑ΄ Αλέξανδρος Β΄ (105-80, βασ. 81-80)
Ο Πτολεμαίος ΙΑ' Αλέξανδρος Β' ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου Ι' Αλεξάνδρου και άγνωστης μητέρας, ίσως της Κλεοπάτρας Σελήνης Α' ή κάποιας παλλακίδας. Μετά το θάνατο του πατέρα της, Πτολεμαίου Θ' Λάθυρου, η βασίλισσα Βερενίκη Γ' έμεινε μόνη στον αιγυπτιακό θρόνο. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων, που ήταν σύγχρονός της, αναφέρει πως ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στο λαό της Αλεξάνδρειας. Οι Αιγύπτιοι και οι Αλεξανδρινοί δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να μη συμβασιλέψει με κάποιον άλλο, ωστόσο αναγκάστηκε από το εθιμοτυπικό να ανεβάσει πλάι της στο θρόνο έναν άρρενα απόγονο της οικογένειας. Ο μόνος νόμιμος κληρονόμος ήταν ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΑ Αλέξανδρος Β, γιος του Πτολεμαίου Ι' Αλέξανδρου, που είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Κω, από το 106 π.Χ. και μετά, μέχρι και την αιχμαλωσία του από το Μιθριδάτη ΣΤ' του Πόντου. Μετά από κάποια περίοδο διαμονής στον Πόντο δραπέτευσε στο στρατόπεδο του Σύλλα και τον ακολούθησε στη Ρώμη.
Όταν ο Πτολεμαίος Θ' πέθανε το 81 π.Χ., ο Σύλλας ήταν Δικτάτωρ και κύριος του ρωμαϊκού κόσμου. Σκεπτόμενος πως βόλευε τα συμφέροντα της Ρώμης να ανεβάσει έναν από τους προστατευόμενούς του στο θρόνο της Αιγύπτου, προώθησε την υπόθεσή του Πτολεμαίου ΙΑ Αλέξανδρου Β στην Αλεξάνδρεια. Κανονίστηκε επίσης ο νεαρός βασιλεύς να παντρευτεί τη χήρα του προκατόχου του και εξαδέρφη του, Βερενίκη Γ'. Καθώς εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να παραδώσει την εξουσία που απολάμβανε εδώ και είκοσι χρόνια, οι τριβές εμφανίστηκαν αμέσως και μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες κανόνισε τη δολοφονία της. Όμως ο Αλεξανδρινός όχλος εξαγριώθηκε και δεν δίστασε να σύρει το νεαρό Πτολεμαίο ΙΑ στο Γυμνάσιο και να τον λιντσάρει. Είχε βασιλέψει μόλις για 19 ημέρες. Τον διαδέχτηκε ο αδερφός της Βερενίκης Γ, Πτολεμαίος ΙΒ' ο Αυλητής.
8.8.11. Πτολεμαίος ΙΒ΄ Αυλητής (117-51, βασ. 80-51)
Ο Πτολεμαίος ΙΒ' Αυλητής ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου Θ' Λάθυρου και άγνωστης μητέρας, υιοθετημένος από την Κλεοπάτρας Δ'. Βασίλεψε κατά την περίοδο 80 – 58 π.Χ. και, μετά από μια σύντομη διακοπή, κατά την περίοδο 55 – 51 π.Χ. οπότε και πέθανε. Ο επίσημος τίτλος του ήταν Πτολεμαίος Νέος Διόνυσος Θεός Φιλοπάτωρ Φιλάδελφος, αλλά έμεινε γνωστός ως «Αυλητής» ή «Νόθος». Από τη σύζυγό του Κλεοπάτρα Ε' Τρύφαινα, ξαδέρφη του και κόρη του Πτολεμαίου Ι' Αλέξανδρου και της Βερενίκης Γ, που νυμφεύτηκε όταν ανάβηκε στο θρόνο, απέκτησε την Βερενίκη Δ' και από άλλη άγνωστη σύζυγο απέκτησε τέσσερα παιδιά (Κλεοπάτρα Ζ', Αρσινόη Δ', Πτολεμαίος ΙΓ' και Πτολεμαίος ΙΔ').
α. Άνοδος στο Θρόνο (80)
Μετά τη δολοφονία του Πτολεμαίου ΙΑ' Αλεξάνδρου Β' από τον αλεξανδρινό όχλο, το κράτος βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση καθώς δεν υπήρχαν πλέον καθαρόαιμοι απόγονοι του Πτολεμαίου Α', με εξαίρεση την Κλεοπάτρα Σελήνη Α' και τους πρίγκιπες των Σελευκιδών. Η λύση στην οποία κατέληξαν ήταν δύο υιοί του Πτολεμαίου Θ' Λάθυρου από μια παλλακίδα, οι οποίοι ορίστηκαν ο πρώτος Φαραώ της Αιγύπτου ως Πτολεμαίος ΙΒ και ο δεύτερος βασιλεύς Κύπρο, γνωστός σήμερα ως Πτολεμαίος της Κύπρου. Η μητέρα των δύο παιδιών, που υιοθετήθηκαν από την Κλεοπάτρα Δ, καταγόταν από αριστοκρατική ελληνική οικογένεια.
Η άνοδος του Πτολεμαίου ΙΒ στο θρόνο σήμανε ρήξη στις σχέσεις της Αλεξάνδρειας με τη Ρώμη, διότι στη Ρώμη εμφανίστηκε ένα επίσημο έγγραφο το οποίο υποστηρίχθηκε ότι αποτελούσε τη διαθήκη του Πτολεμαίου ΙΑ', με την οποία κληροδοτούσε το βασίλειό του στη Ρώμη, όπως στο παρελθόν είχαν κάνει ο Άτταλος Γ' της Περγάμου και ο Πτολεμαίος Απίων της Κυρηναϊκής. Παράλληλα το 75 π.Χ. έκαναν την εμφάνισή τους στη Ρώμη και άλλοι διεκδικητές του αιγυπτιακού θρόνου, τα παιδιά ή εγγόνια της Κλεοπάτρας Σελήνης Α', που ήταν το μοναδικό εν ζωή νόμιμο μέλος της δυναστείας. Η Ρώμη όμως είχε συμφέρον να υπάρχει στον αλεξανδρινό θρόνο ένας βασιλεύς περιορισμένης αναγνώρισης που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν όποτε το έκριναν σκόπιμο, παρά ένας βασιλεύς που θα ένωνε τα βασίλεια της Αιγύπτου και των Σελευκιδών. Έτσι τα αγόρια, παρά τις προσπάθειές τους, απέτυχαν στη Ρώμη και έπεσαν μάλιστα θύματα κλοπής στη Σικελία, ενώ επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
β. Ο κίνδυνος της Ρώμης
Για να διατηρήσει την εξουσία του ο Αυλητής έπρεπε, καταφεύγοντας σε δωροδοκίες, να διαθέτει σημαντικό τμήμα των εσόδων του κράτους για την εξαγορά Ρωμαίων ευγενών και πολιτικών. Η κατάκτηση όμως της Αιγύπτου ήταν μια ιδέα που ενδιέφερε από καιρό τα στελέχη του δημοκρατικού κόμματος, ενώ το κόμμα των ευγενών αντιστεκόταν σθεναρά στην προοπτική να καταλήξουν τα πλούτη της Αιγύπτου στο αντίπαλο στρατόπεδο. Την εποχή εκείνη, ο Πομπήιος Μάγνος συνέθλιψε το Μιθριδάτη και τον Τιγράνη κατακτώντας για τη Ρώμη τις Ποντιακές κτήσεις στη Μικρά Ασία και τις πρώην κτήσεις των Σελευκιδών στη Συρία, τις οποίες ο Τιγράνης είχε για σύντομο χρονικό διάστημα προσαρτήσει στην Αρμενία. Το 64 π.Χ. ο Πομπηίος μετέτρεψε τη Συρία σε Ρωμαϊκή Επαρχία, ενώ ο Πτολεμαίος ΙΒ'του έστειλε ένα σώμα από 8.000 ιππείς για να τον βοηθήσουν να κατακτήσει την Παλαιστίνη. Οι Αλεξανδρινοί, που θυμούνταν την εποχή που η Παλαιστίνη άνηκε στην Αίγυπτο, έδειξαν σημάδια δυσαρέσκειας, αλλά ο φόβος μιας ενδεχόμενης εισβολής της Ρώμης τους απέτρεψε από το να επαναστατήσουν.
γ. Η Απώλεια της Κύπρου (59-58)
Το 59 π.Χ.ο Πτολεμαίος ΙΒ κατάφερε, καταβάλλοντας το τεράστιο ποσό των 6.000 ταλάντων να εξαγοράσει την υποστήριξη του Ιούλιου Καίσαρα, που κατά τα φαινόμενα σχεδίαζε την κατάκτηση της Αιγύπτου. Ο Καίσαρ πέρασε ένα νόμο βάσει του οποίου ο Πτολεμαίος Αυλητής αναγνωρίστηκε Βασιλεύς της Αιγύπτου και, με μια νέα συνθήκη, σύμμαχος και φίλος του ρωμαϊκού λαού. Η συνθήκη αυτή όμως δεν ανέφερε το παραμικρό για την Κύπρο, όπου από το 80 π.Χ. βασίλευε ο αδελφός του Φαραώ Πτολεμαίος της Κύπρου. Το 58 π.Χ. ο τριβούνος Κλαύδιος, υποστηρικτής του Καίσαρα, πέρασε νόμο βάσει του οποίου Κύπρος ανακηρυσσόταν Ρωμαϊκή Επαρχία και ο Μάρκος Κάτων στάλθηκε για να αναγκάσει το βασιλέα να παραχωρήσει την εξουσία του με αντάλλαγμα την αναγόρευσή του από τη Ρώμη σε αρχιερέα του Ναού της Αφροδίτης στην Πάφο. Ο βασιλεύς προτίμησε τελικά να αυτοκτονήσει και όλα του τα πλούτη μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.
Η απώλεια της Κύπρου εξαγρίωσε τους Αλεξανδρινούς, ενώ τα ποσά που πληρώνονταν για δωροδοκίες οδήγησαν σε οικονομική στενότητα τη χώρα και σε υποτίμηση του νομίσματός της. Το 58 π.Χ. ο Πτολεμαίος ΙΒ πήγε στη Ρώμη για να διαμαρτυρηθεί ότι ο λαός του ήταν στα πρόθυρα της εξέγερσης και ζήτησε από το ρωμαϊκό στρατό να τον βοηθήσει να εξασφαλίσει τη θέση του, ο Κάτων όμως του φέρθηκε κυνικά υποδεχόμενος τον επισκέπτη του στο αποχωρητήριο.
δ. Η Απώλεια του Θρόνου (58-55)
Η οικογένεια του Αυλητή που δεν τον είχε συνοδέψει στη Ρώμη έμεινε, όπου ο λαός αναγνώριζε ως κυβερνήτες τη Βερενίκη Δ', κόρη του Αυλητή, και την τη σύζυγό του Κλεοπάτρα Ε' Τρύφαινα, που όμως πέθανε αφήνοντας τη νεαρή Βερενίκη Δ μόνη Βασίλισσα του Νείλου.
Από το 58 μέχρι και το τέλος του 57 π.Χ. ο Πτολεμαίος ΙΒ' παρέμεινε στη Ρώμη ή σε εξοχική βίλα του Πομπήιου, απασχολημένος με δωροδοκίες και υποσχέσεις σε συγκλητικούς. Αποκομμένος από τα πλούτη του βασιλείου του αναγκάστηκε να δανείζεται και να χρεώνεται σε Ρωμαίους χρηματοδότες. Τελικά το 57 π.Χ. αποφασίστηκε να παρέμβει η Ρώμη ώστε ο Πτολεμαίος ΙΒ να επιστρέψει στο θρόνο του, όμως δεν πάρθηκε απόφαση σχετικά με το ποιος θα αναλάβει την αποστολή μιας και οι αντιμαχόμενες παρατάξεις βρισκόταν σε αναβρασμό. Τελικά ο Πτολεμαίος αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερο να φύγει από την πόλη, και έτσι βρέθηκε στην Έφεσο, στο Ναό της Αρτέμιδος. Τις ελπίδες του στήριξε ο Άουλος Γαβίνιος (Aulus Gabinius), διοικητής της Συρίας, προσκείμενος στον Πομπηίο, αφού του υποσχέθηκε 10.000 τάλαντα.
Στο μεταξύ οι Αλεξανδρινοί προσπάθησαν να παρεμποδίσουν την επιστροφή του Πτολεμαίου ΙΒ' βρίσκοντας έναν νέο σύζυγο για τη νεαρή βασίλισσα Βερενίκη Δ. Προσπάθησαν πρώτα χωρίς αποτέλεσμα με δύο πρίγκιπες των Σελευκιδών και κατόπιν κάλεσαν τον Σέλευκο Ζ' Φιλομήτορα (ή «Κυβιοσάκτη» που σημαίνει φορτωτής κασονιών, έμπορος ψαριών, και κατ’ επέκταση άνθρωπος που μυρίζει άσχημα), γιος του Αντίοχου Ι' Ευσεβή και της Κλεοπάτρας Σελήνης Α', που βασίλεψε στη Συρία το 83-69. Όμως ο Σέλευκος Ζ πέθανε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά το γάμο, πιθανώς από βαριά ασθένεια.Κατόπιν ήρθε στο προσκήνιο ένας άντρας με το όνομα Αρχέλαος, του οποίου ο πατέρας, που έφερε το ίδιο όνομα, ήταν ένας από τους αρχιστράτηγους του Μιθριδάτη που πέρασε στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο πριν τον τελευταίο Μιθριδατικό πόλεμο. Ο νεαρός Αρχέλαος υποστήριξε πως στην πραγματικότητα ήταν γιος του ίδιου του Μιθριδάτη και επομένως μακρινός συγγενής των Πτολεμαίων. Ο ίδιος ο Πομπηίος του είχε δώσει μια καλή θέση στον Πόντο. Το χειμώνα του 56 – 55 π.Χ. ο Αρχέλαος έφτασε στην Αίγυπτο, νυμφεύτηκε τη Βερενίκη Δ και ανέβηκε στο θρόνο.
ε. Επιστροφή στην Αίγυπτο (55-51)
Την Άνοιξη του 55 π.Χ. ο στρατιωτικός διοικητής της Συρίας Γαβίνιος (Gabinius) εισέβαλε στην Αίγυπτο, έχοντας μαζί του τον Πτολεμαίο ΙΒ', ενώ αρχηγός του ιππικού του ήταν ο νεότατος τότε Μάρκος Αντώνιος. Ο Αρχέλαος προσπάθησε να πολεμήσει αλλά ο στρατός του δεν τον υπάκουσε και ο ίδιος έπεσε στο πεδίο της μάχης. Ο Πτολεμαίος ΙΒ' Αυλητής εγκαταστάθηκε και πάλι στο θρόνο της Αιγύπτου χάρις στο ρωμαϊκό στρατό και μία από τις πρώτες πράξεις του μετά την επιστροφή του ήταν η θανάτωση της κόρης του Βερενίκης Δ' που υπονόμευσε την εξουσία του.
Η πρωτοβουλία του Γαβίνιου να επέμβει στρατιωτικά στην Αίγυπτο, έξω από τη δικαιοδοσία του, ξεσήκωσε δυσαρέσκεια στην ταραγμένη πολιτικά Ρώμη και τελικά το 54 π.Χ. κλήθηκε να πληρώσει πρόστιμο 10.000 ταλάντων και εξορίστηκε. Στην Αίγυπτο όμως είχε αφήσει ισχυρή δύναμη για να προστατεύει το θρόνο του Πτολεμαίου ΙΒ', που εκείνη την εποχή κατατρεχόταν από τους Ρωμαίους δανειστές του, και ιδιαίτερα από τον Ραβίριο Ποστούμο (Rabirius Postumus), στον οποίο ο φαραώ χάρισε τον τίτλο του διοικητή που διαχειριζόταν τα οικονομικά του βασιλείου. Πριν κλείσει όμως ένας χρόνος, λαϊκή επανάσταση έδιωξε τον Ραβίριο Ποστούμο, ο οποίος είχε προλάβει να προπορισθεί τεράστια ποσά και να τα ασφαλίσει έξω από τη χώρα. Τελικά δικάστηκε στη Ρώμη από την αντίπαλη φατρία και την υπεράσπισή του ανέλαβε ο Κικέρων με μια ομιλία που σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο Πτολεμαίος ΙΒ' δεν έζησε για πολλά χρόνια μετά από την αποκατάστασή του. Πέθανε την άνοιξη ή στις αρχές του καλοκαιριού του 51 π.Χ., σε ηλικία μόλις 45 ετών. Λίγο πριν πεθάνει όρισε την κόρη του Κλεοπάτρα Ζ' συμβασίλισσά του. Στη διαθήκη του όρισε εκείνη και τον αδερφό της Πτολεμαίο ΙΓ' βασιλείς. Για να προστατέψει το δικαίωμά τους αυτό όρισε εκτελεστές της διαθήκης τους Ρωμαίους.
8.8.12. Πτολεμαίος ΙΓ΄ (62-47, βασ. 51-47)
Ο Πτολεμαίος ΙΓ' ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου ΙΒ' Αυλητή και άγνωστης μητέρας, κατά μια εκδοχή της Κλεοπάτρας Ε' Τρύφαινας. Συμβασίλεψε κατά την περίοδο 51 – 47 π.Χ. με τη μεγαλύτερη αδερφή του, Κλεοπάτρα Ζ', η οποία ανέβηκε στο θρόνο το 51 π.Χ., σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, μετά το θάνατο του Πτολεμαίου ΙΒ', σε μια εποχή που το βασίλειό της ήδη έμοιαζε να έχει φτάσει στη δύση του. Οι σημαντικότερες επαρχίες του, η Κοίλη Συρία, η Κυρήνη, η Κύπρος, ήδη είχαν χαθεί, ενώ η δημοτικότητα του βασιλικού οίκου ποτέ δεν ήταν χαμηλότερη, καθώς πλέον οι Ρωμαίοι επενέβαιναν απρόσκοπτα στα εσωτερικά του κράτους, το οποίο είχε μεταλλαχθεί σε ανεπίσημη ρωμαϊκή επαρχία. Η διαθήκη του πατέρα της όριζε να συμβασιλεύσει με το μεγαλύτερο από τους δύο άρρενες αδερφούς της Πτολεμαίος ΙΓ' που τότε ήταν μόλις εννέα ή δέκα ετών. Άλλα πρόσωπα που απέκτησαν εξουσία την εποχή αυτή ήταν ο ευνούχος Ποθεινός, παιδαγωγός του νεαρού Πτολεμαίου ΙΓ, ο Θεόδοτος από τη Χίο, και ο στρατηγός Αχίλας, που είχε αιγυπτιακή κατά το ήμισυ καταγωγή. Στη χώρα υπήρχαν ακόμη τα στρατεύματα που άφησε ο Γαβίνιος, που τα συγκροτούσαν κυρίως Γαλάτες και Γερμανοί, που άρχισαν να μονιμοποιούν την παρουσία τους στη χώρα, πραγματοποιώντας μικτούς γάμους με ντόπιες γυναίκες, είτε αιγυπτιακής είτε ελληνικής καταγωγής.
α. Επέμβαση του Καίσαρα (48)
Καθώς η η πείρα και η φιλοδοξία της Κλεοπάτρας μεγάλωναν, ήρθε σε σύγκρουση με τους αυλικούς του παλατιού, τον Ποθεινό, το Θεόδοτο και τον Αχίλα, που την κατηγόρησαν ότι συνωμοτούσε κατά της ζωής του αδερφού της και τελικά πέτυχαν την εκδίωξή της από την Αλεξάνδρεια. Τότε εκείνη, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, συγκέντρωσε τον προσωπικό της στρατό, ανάμεσα στους Άραβες πέρα από τα ανατολικά σύνορα και ετοιμάστηκε να προελάσει κατά της Αιγύπτου. Οι αυλικοί και ο νεαρός βασιλεύς ετοιμάστηκαν να τη σταματήσουν κοντά στο Πηλούσιο.
Όμως την ίδια εποχή το 48 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ νίκησε στη Μάχη των Φαρσάλων τον Πομπηίο, ο οποίος, ελπίζοντας στην υποστήριξη της Αιγύπτου, έπλευσε στην ακτή κοντά στο στρατόπεδο του Πτολεμαίου ΙΓ, αλλά εκεί μέσα στη μικρή λέμβο που τον μετέφερε από το πλοίο στην ακτή, ο αξιωματικός Σεπτίμιος, με διαταγή του Αχίλα που επίσης ήταν παρών στη βάρκα, τον δολοφόνησε υπό το βλέμμα του Πτολεμαίου ΙΓ που παρακολουθούσε τα πάντα από την ακτή, ελπίζοντας με τα σημάδια αυτά καλής θέλησης προς τον Καίσαρα, να τον αποτρέψει από το να εισβάλει στην Αίγυπτο. Ο Καίσαρ όμως, που ακολουθούσε τον Πομπηίο από απόσταση, κατέφθασε στα αιγυπτιακά νερά λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του αντιπάλου του. Ο Θεόδοτος τον συνάντησε στο πλοίο του και του επέδειξε το κεφάλι του εχθρού του, αλλά ο Καίσαρ οργισμένος όχι μόνο δεν έπλευσε μακριά, αλλά αποφάσισε να καταλάβει την πρωτεύουσα των Πτολεμαίων με τη δύναμη που είχε φέρει μαζί του. Αποβιβάστηκε στην Αλεξάνδρεια, παρέλασε στους δρόμους κρατώντας ψηλά τα εμβλήματα της Ρώμης και εγκαταστάθηκε στο παλάτι. Ο λαός δεν έμεινε βέβαια ασυγκίνητος από το γεγονός. Αντίθετα, σύντομα ξέσπασαν ταραχές στους δρόμους και δολοφονίες στρατιωτών του Καίσαρα.
Καθώς το βασιλικό ζεύγος βρισκόταν μακριά από την πόλη, παραταγμένοι ο ένας εναντίον του άλλου, ο Καίσαρ αντιπροσωπεύοντας τη Ρώμη, διεκδίκησε το δικαίωμα να διευθετήσει το ζήτημα. Κάλεσε και τους δύο ενωπίων του, με την απαίτηση να διαλύσουν πρώτα το στρατό τους. Ο Ποθεινός πήρε το νεαρό Πτολεμαίο ΙΓ και επέστρεψε στην πόλη, αφήνοντας όμως το στρατό του σε αναμονή υπό τη διοίκηση του Αχίλα. Από την άλλη μεριά, για να αποφύγει τη δολοφονία της, ο έμπιστός της, Απολλώδωρος από τη Σικελία, μετέφερε την Κλεοπάτρα με βάρκα στην πόλη και την έβαλε κρυφά τυλιγμένη σε ένα χαλί στα διαμερίσματα του Καίσαρα, ο οποίος την έκανε ερωμένη του.
Τελικά ο Καίσαρ διακήρυξε δημόσια τη συμφιλίωση των δύο αδελφών και τους ανακήρυξε για άλλη μια φορά συμβασιλείς σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα τους. Ωστόσο στην πόλη, η δυσαρέσκεια προς την ανοικτή επέμβαση της Ρώμης συνεχιζόταν υποδαυλιζόμενη από τον Ποθεινό και τον Αχίλα, που είχαν ακόμη στην κατοχή τους τη διοίκηση ολόκληρου στρατού, που τον αποτελούσαν 20.000 πεπειραμένοι στρατιώτες, Γερμανοί και Γαλάτες του Γαβίνιου, πρόσφυγες και φυγάδες σκλάβοι από την Ιταλία και τη Δύση, αλλά και συμμορίτες και πειρατές από τη Μικρά Ασία και τη Συρία, απομεινάρια του στρατού που διέλυσε κάποια χρόνια πριν ο Πομπηίος. Ο Καίσαρ βρέθηκε σε δυσμενή θέση, γιατί η δύναμη που είχε στα χέρια του ήταν κατά πολύ μικρότερη.
β. Ένοπλη Σύγκρουση (48-47)
Ταμπούρωσε τους στρατιώτες του κοντά στο μεγάλο λιμένα ώστε να κρατήσει τον εχθρό στη θάλασσα, αλλά δεν ήταν δυνατόν να επιβιβάσει στρατό στα πλοία χωρίς να τους κατανικήσει ο εχθρός. Κατάφερε ωστόσο να μην αποκοπούν οι επικοινωνίες του καίγοντας τον αλεξανδρινό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο λιμένα. Σε αυτή την περίσταση έπιασαν φωτιά κάποιες αποθήκες όπου φυλασσόταν πάπυρος, και 40.000 πολύτιμοι τόμοι έγιναν στάχτη.
Το βασιλικό παλάτι, ο βασιλεύς Πτολεμαίος ΙΓ και η βασίλισσα Κλεοπάτρα Ζ, αλλά και τα δύο μικρότερα παιδιά του Αυλητή παρέμεναν στα χέρια του Καίσαρα. Η μικρότερη κόρη του, Αρσινόη Δ', σε ηλικία δεκαπέντε ετών, κατάφερε να διαφύγει από το παλάτι με τη βοήθεια του ευνούχου που τη φρόντιζε, που ονομαζόταν Γανυμήδης. Στα τέλη του φθινοπώρου του 48 π.Χ. κατέφυγε στο στρατόπεδο του Αχίλα. Την εξέλιξη αυτή η εξόντωση των δολοφόνων του Πομπήιου λίγους μήνες πριν. Ο μεν Αχίλας ήρθε σε σύγκρουση με το Γανυμήδη κι έτσι έχασε τη ζωή του με διαταγή της Αρσινόης Δ. Περίπου την ίδια περίοδο ο Ποθεινός κατηγορήθηκε πως επικοινωνούσε μυστικά με τον εχθρό και εκτελέστηκε από τον Καίσαρα, κατά πάσα πιθανότητα με την προτροπή της Κλεοπάτρας Ζ.
Ο επιτιθέμενος στρατός, πλέον υπό τις διαταγές του Γανυμήδη, άσκησε μεγάλη πίεση στον Καίσαρα. Κατάφερε μάλιστα να αποκόψει την παροχή νερού από τη Λίμνη Μαρεότιδα, αλλά ο Καίσαρ αντιμετώπισε το πρόβλημα σκάβοντας πηγάδια. Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει την λωρίδα γης που ένωνε τη νήσο Φάρο με την ενδοχώρα, ο Καίσαρ έχασε τετρακόσιους λεγεωναρίους και ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας προς το πλοίο του. Τότε οι Αλεξανδρινοί άρχισαν διαπραγματεύσεις υποσχόμενοι πως αν ο Καίσαρ τους έστελνε τον νεαρό Πτολεμαίου ΙΓ, θα ανέτρεπαν την Αρσινόη και θα δέχονταν την εξουσία του. Ο Καίσαρ δεν εμπιστεύτηκε αυτές τις υποσχέσεις, ωστόσο για λόγους πολιτικής ελευθέρωσε το αγόρι, που, πράγματι, μόλις πήγε στο στρατόπεδο των Αλεξανδρινών τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά των Ρωμαίων.
Τελικά έφτασαν για βοήθεια δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Μιθριδάτη της Περγάμου, άντρα ελληνικής και γαλατικής καταγωγής συνεργάτη του Καίσαρα, και ανάμεσά τους δύναμη τριών χιλιάδων Εβραίων, υπό τις διαταγές του Αντιπάτρου. Ο Μιθριδάτης πέρασε την έρημο με αφετηρία την Παλαιστίνη, πήρε το Πηλούσιο, κινήθηκε κατά μήκος του ανατολικού τμήματος του Νείλου με προορισμό τη Μέμφιδα, και από κει κατά μήκος του δυτικού τμήματος ήρθε στην Αλεξάνδρεια. Οι Αλεξανδρινοί αποπειράθηκαν να τον σταματήσουν πριν ενωθεί με τις λεγεώνες του Καίσαρα, αλλά ο τελευταίος κινήθηκε ταχύτατα γύρω από τη λίμνη Μαρεότιδα και έτσι οι ενωμένες ρωμαϊκές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Αλεξανδρινούς που είχαν εγκατασταθεί στο ποτάμι. Τη δεύτερη ημέρα είχαν καταλάβει τη θέση και μεγάλο μέρος του αλεξανδρινού στρατού εξοντώθηκε. Όταν η σφαγή έλαβε τέλος, ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ' δεν βρέθηκε πουθενά. Αναφέρθηκε πως το πλοίο με το οποίο αποπειράθηκε να δραπετεύσει γέμισε με φυγάδες και βυθίστηκε.
Ο Καίσαρ επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια κύριος της κατάστασης τον Ιανουάριο του 47 π.Χ. Παρόλο που η Κλεοπάτρα είχε πλέον γίνει αντιπαθής στους υπηκόους της γιατί συντάχθηκε με το Ρωμαίο, αναγκάστηκαν να την δεχτούν ως βασίλισσα, υπό την πίεση του Καίσαρα. Αφού ο Πτολεμαίος ΙΓ' είχε χαθεί, βασιλεύς ανακηρύχθηκε ο νεότερος αδερφός τους, Πτολεμαίος ΙΔ', που τότε ήταν δώδεκα ετών. Η Αρσινόη Δ' στάλθηκη στη Ρώμη για να παρελάσει αλυσοδεμένη στον θρίαμβο του Καίσαρα πίσω από το άρμα του.
8.8.13. Πτολεμαίος ΙΔ΄ (60-44, βασ. 47-44)
Ο Πτολεμαίος ΙΔ' ήταν γιος του φαραώ Πτολεμαίου ΙΒ' Αυλητή και άγνωστης μητέρας, κατά μια εκδοχή της Κλεοπάτρας Ε' Τρύφαινας. Συμβασίλεψε με τη μεγαλύτερη αδερφή του, Κλεοπάτρα Ζ' κατά την περίοδο 47 – 44 π.Χ. οπότε και πέθανε. Μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του, Πτολεμαίου ΙΓ', κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου για τη διαδοχή του θρόνου, η Κλεοπάτρα Ζ' τον όρισε κατ' όνομα συμβασιλέα της, αλλά στην πράξη κυβερνούσε η ίδια με τον εραστή της, Ιούλιο Καίσαρα. Όταν το 46 π.Χ. η Κλεοπάτρα ταξίδεψε στη Ρώμη με το γιο της, πήρε μαζί της και τον δεκατριάχρονο Πτολεμαίο ΙΔ. Η δολοφονία του Καίσαρα το Μάρτιο του 44 π.Χ. από τους πολιτικούς του αντιπάλους ανέτρεψε τα όνειρα της Κλεοπάτρας για την ίδρυση μιας αυτοκρατορίας με κεφαλή την ίδια και το Ρωμαίο στρατηλάτη, κι έτσι πήρε τους συγγενείς της και επέστρεψε στην Αίγυπτο. Λίγο αργότερα ο Πτολεμαίος ΙΔ άφησε την τελευταία του πνοή, πιθανώς δολοφονημένος από την Κλεοπάτρα, ώστε να συμβασιλέψει η ίδια με τον γιο της από τον Καίσαρα, Πτολεμαίο ΙΕ'.
8.8.1.4. Κλεοπάτρα Ζ΄ Φιλοπάτωρ (69-30, βασ. 51-30)
Η Κλεοπάτρα Ζ΄ Φιλοπάτωρ (69 π.Χ. – 12 Αυγούστου 30 π.Χ.) ήταν η τελευταία βασίλισσα της μακεδονικής Αρχαίας Αιγύπτου, πριν αυτή καταστεί επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία της σηματοδοτεί το τέλος της μακεδονικής και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου στην ανατολική Μεσόγειο. Ήταν κόρη του βασιλέως της Αιγύπτου, Πτολεμαίου ΙΒ΄ Αυλητή, και της Κλεοπάτρας Εʹ Τρύφαινας Σύζυγοί της ήταν οι ανήλικοι αδελφοί της Πτολεμαίος ΙΓ΄ και Πτολεμαίος ΙΔ΄ και ο Μάρκος Αντώνιος. Από τις σχέσεις της με τον Καίσαρα γέννησε τον Πτολεμαίο ΙΕ΄ Καισαρίωνα και από τον Μ. Αντώνιο τρία ακόμη παιδιά (Αλέξανδρος Ήλιος, Κλεοπάτρα Σελήνη Β΄ και Πτολεμαίος Φιλάδελφος). Ο γιος της Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καισαρίων βασίλεψε μόνο κατ' όνομα προτού εκτελεστεί. Είχε μια ασυνήθιστη για τους Έλληνες της εποχής ικανότητα να μαθαίνει ξένες γλώσσες, καθώς μιλούσε όχι μόνο τα αιγυπτιακά, αλλά και τα Αραμαϊκά, τα Εβραϊκά, τα Αραβικά, τα Περσικά και τα Αιθιοπικά. Ήταν έμπειρη στην τέχνη της συζήτησης και στο να γίνεται ευχάριστη με τη ζωντάνια και την ευφυΐα της αιχμαλωτίζοντας τους συνομιλητές της. Αν και ήταν προικισμένη με πολλές ικανότητες και παρά τη δαιμόνια διπλωματική ευελιξία της, έμεινε διάσημη κυρίως γιατί κατόρθωσε να γοητεύσει δυο από τους ισχυρότερους άνδρες της εποχής της, τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα και τον Μάρκο Αντώνιο, αλλά και για την ομορφιά και το τραγικό της τέλος. και κατέληξε να αντιπροσωπεύει, όσο καμιά άλλη γυναίκα στην αρχαιότητα, το πρότυπο της μοιραίας γυναίκας.
Στα παιδικά της χρόνια υπήρξε μάρτυρας της αυξανόμενης δυσαρέσκειας του απλού λαού προς το βασιλικό οίκο των Πτολεμαίων, που κορυφώθηκε κατά τη βασιλεία του πατέρα της, κυριότερες αιτίες της οποίας ήταν ο φυσικός και ηθικός εκφυλισμός των κυβερνώντων, ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας και η διαφθορά. Στο χρονικό διάστημα 51-47 π.Χ. συμβασίλεψε με τον αδελφό της Πτολεμαίο ΙΓ, όπως ιστορήθηκε σε προηγούμενη παράγραφο.
α. Κλεοπάτρα και Καίσαρ (47-44)
Στις 23 Ιουνίου 47 π.Χ. η Κλεοπάτρα έφερε στον κόσμο όπως η ίδια διακήρυξε, τον γιο, του Καίσαρα, που οι Αλεξανδρινοί ονόμασαν Πτολεμαίο ΙΕ΄ Καισαρίωνα (“μικρός Καίσαρ”). Όταν ο Καίσαρ επέστρεψε θριαμβευτής στη Ρώμη το 46 π.Χ., δικτάτωρ πλέον, η Κλεοπάτρα πήγε να τον βρει με τον γιο τους, όμως δεν διέμενε στο κέντρο της πόλης, αλλά στην εξοχική κατοικία του Καίσαρα στην άλλη όχθη του Τίβερη. Μαζί της έφερε και τον αδερφό της, τον Πτολεμαίο ΙΔ΄, καθώς και θησαυρούς. Στους αριστοκράτες επισκέπτες της, επεδείκνυε βασιλική συμπεριφορά και αναφερόταν ως «η Βασίλισσα». Ο Καίσαρ της αφιέρωσε ένα χρυσό άγαλμα στον νεόκτιστο ναό της Αφροδίτης, από την οποία υποστήριζε ότι καταγόταν η Ιούλια γενιά, αλλά στα μάτια των Ρωμαίων η Βασίλισσα δεν ήταν παρά μια τυχοδιώκτρια ερωμένη, κι όχι σύζυγος του Δικτάτορα, αφού ο ίδιος είχε νόμιμη σύζυγο, την Καλπουρνία, από την οποία όμως δεν είχε νόμιμους απογόνους.
Ήδη διαφαινόταν ότι ο Ρωμαϊκός Κόσμος βάδιζε προς μια μεγάλη αλλαγή. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία επρόκειτο να παραδώσει τη θέση της σε μια μοναρχία μακεδονικού τύπου, με τον Καίσαρα βασιλέα, η οποία θα περιελάμβανε όλες της φυλές του γνωστού κόσμου: Ιταλούς, Έλληνες, Αιγυπτίους, Μακεδόνες, Γαλάτες, Ισπανούς, και Ασιάτες. Ως απόδειξη της οικουμενικότητας του νέου βασιλείου, η ένωσή του με μία αντιπρόσωπο της πανίσχυρης μακεδονικής αυτοκρατορίας εξυπηρετούσε τα σχέδια του Καίσαρα. Όμως οι Ρωμαίοι αριστοκράτες αντιμετώπισαν με καχυποψία και φόβο την προοπτική αυτή και στις Ειδούς του Μαρτίου, το 44 π.Χ., δολοφόνησαν τον Καίσαρα και έδωσαν τέλος στα όνειρα της Κλεοπάτρας, που κινδύνευε άμεσα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο.
Μαζί της επέστρεψε και ο αδερφός της, Πτολεμαίος ΙΔ΄, ο οποίος όμως άφησε την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα, πιθανώς δολοφονημένοας από την ίδια της Κλεοπάτρα, που ανακήρυξε συμβασιλέα της το γιο της, Πτολεμαίο ΙΕ Καισαρίωνα. Από την Αίγυπτο, η Κλεοπάτρα παρακολούθησε τα επόμενα χρόνια τα γεγονότα που συγκλόνισαν το Ρωμαϊκό Κόσμο μετά το θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα. Μέχρι τη νίκη του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού Καίσαρα στη Μάχη των Φιλίππων το φθινόπωρο του 42 π.Χ. η βασίλισσα της Αιγύπτου δεν έδωσε τη βοήθειά της ούτε στους νικητές, ούτε στους ηττημένους. Η πολιτική της να μην επεμβαίνει όσο η κατάσταση ήταν αμφίρροπη μπορεί να έμοιαζε προσεχτική και ασφαλής, ωστόσο την εξέθεσε στις διαθέσεις των νικητών, που ίσως περίμεναν μια πιο ενεργή ανάμειξή της στα γεγονότα που σχετίζονταν με τη μνήμη του νεκρού εραστή της.
β. Κλεοπάτρα και Μάρκος Αντώνιος (42-31)
Μετά τη νίκη στους Φιλίππους, ο Μάρκος Αντώνιος έγινε κύριος του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής επικράτειας και στην Έφεσο, λίγους μήνες μετά δοξάστηκε ως ενσάρκωση του Διόνυσου. Η Κλεοπάτρα δεν έκανε καμία προσπάθεια επικοινωνίας μαζί του, μέχρι που ο Αντώνιος που άρχισε να θεωρεί τη συμπεριφορά της προκλητική, έστειλε το φίλο του, Κουίντο Δήλιο, για να της προτείνει να έρθει να τον συναντήσει στην Κιλικία.
Ένα πλοίο έπλευσε τον ποταμό Κύδνο, φέρνοντας τη «νέα Αφροδίτη» με την ακολουθία της από Ερωτιδείς, Νηρηίδες και Χάριτες, να συναντήσει το νέο Διόνυσο και στην Ταρσό έγινε για άλλη μια φορά ερωμένη ενός από τους ισχυρότερους άνδρες στον κόσμο. Ο Αντώνιος δέχτηκε τις εξηγήσεις για τη μέχρι τότε αδιαφορία της κι από εκεί κι έπειτα άρχισε να πραγματοποιεί τις επιθυμίες της. Θανατώθηκαν πρόσωπα που αποτελούσαν κίνδυνο για την Κλεοπάτρα. Πρώτα δολοφονήθηκε η αδερφή της, Αρσινόη Δ΄, η οποία μετά τη διαπόμπευσή της στους δρόμους της Ρώμης, κατέφυγε στο Ναό της Άρτεμης στην Έφεσο. Επόμενο θύμα ήταν ένας άντρας που υποστήριξε πως ήταν ο χαμένος της αδερφός, ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ και ακολούθησε ο διορισμένος κυβερνήτης της Κύπρου, που παρείχε βοήθεια στον Κάσσιο.
Ο Αντώνιος πέρασε το χειμώνα του 41 – 40 π.Χ. διασκεδάζοντας στην Αίγυπτο, την ώρα που οι Πάρθοι αναγόρευσαν τον Ρωμαίο στρατηγό Λαβιηνό αυτοκράτορα Συρίας. Την άνοιξη του 40 π.Χ. ο Αντώνιος έφυγε από την Αίγυπτο με προορισμό την Αθήνα, όπου συνάντησε την σύζυγό του, Φουλβία, που πέθανε στη Σικυώνα λίγες εβδομάδες αργότερα. Όταν πλέον έφτασε στην Ιταλία, η διαμάχη του με τον Οκταβιανό διευθετήθηκε και η φιλία τους σφραγίστηκε με γάμο ανάμεσα στον Αντώνιο και τη χήρα αδερφή του Οκταβιανού, την Οκταβία. Οι ανατολικές επαρχίες του δόθηκαν επισήμως ως περιοχή εξουσίας, αλλά εκείνος παρέμεινε στη Ρώμη ως το τέλος του 39 π.Χ. διευθετώντας τα προβλήματα διαμέσου των στρατηγών του, οι οποίοι απέκρουσαν την εισβολή των Πάρθων.
Λίγο μετά την αναχώρηση του Αντωνίου από την Αίγυπτο, η Κλεοπάτρα έφερε στον κόσμο τα δίδυμα παιδιά του, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, που ονομάστηκαν Αλέξανδρος Ήλιος και Κλεοπάτρα Σελήνη. Ο Αντώνιος έφυγε από την Ιταλία το 39 π.Χ. ώστε να μεταφέρει το σπίτι του στην Αθήνα, στο πλάι της συζύγου του, της Οκταβίας. Δεν κινήθηκε ανατολικότερα παρά το 36 π.Χ., οπότε πήγε στη Συρία, χωρίς τη σύζυγό του, για να οδηγήσει ο ίδιος μια μεγάλη εκστρατεία κατά των Πάρθων. Ωστόσο επιθυμώντας να ξανασμίξει με την Κλεοπάτρα και, έχοντας ανάγκη την οικονομική στήριξη της Αιγύπτου, κάλεσε κοντά του τη Βασίλισσα στη Συρία και ο δεσμός τους συνεχίστηκε. Απέκτησαν έναν ακόμη γιο, τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο.
Η Κλεοπάτρα εξακολούθησε να απαιτεί εδάφη για το βασίλειό της. Η Παλαιστίνη, κάποτε επαρχία των Πτολεμαίων, τώρα ήταν η επικράτεια του Ηρώδη, του Ιδουμαίου βασιλέα των Ιουδαίων, τον οποίο ο Αντώνιος θεωρούσε ισχυρό σύμμαχο, που δεν μπορούσε να προδώσει τις παραμονές του πολέμου με τους Πάρθους. Ωστόσο την ικανοποίησε με μικρότερες παραχωρήσεις στην Ασία και τα νησιά. Στoυς πρόποδες του Λιβάνου, σε μια περιοχή με το όνομα Χαλκίς, ηγεμόνας ήταν ο Λυσανίας, τον οποίο η Κλεοπάτρα κατηγόρησε έντεχνα κι έτσι το βασίλειό του πέρασε στα χέρια της. Επίσης της δόθηκε η φοινικική ακτή ως τη Σιδώνα, περιοχή που επίσης κάποτε ανήκε στους Πτολεμαίους και ακόμη μια περιοχή πλούσια σε ξυλεία κέδρου στην Κιλικία και μια άλλη περιοχή στην Κρήτη και τέλος δάση πλούσια σε πολύτιμη ξυλεία κοντά στην Ιεριχώ, για τα οποία ο Ηρώδης ονομάστηκε επιστάτης της.
Η Κλεοπάτρα συνόδευσε τον Αντώνιο στην εκστρατεία του μέχρι και τον ποταμό Ευφράτη και κατόπιν επέστρεψε διαμέσου της Συρίας και με την ευκαιρία επισκέφτηκε τα νέα της εδάφη, ενώ ο Ηρώδης την συνόδεψε μέχρι και τα σύνορα της Αιγύπτου.
Η εκστρατεία του Αντωνίου στην Παρθία δεν είχε επιτυχία, αλλά επανέκτησε τη Συρία με τα υπολείμματα του στρατού του και η Κλεοπάτρα τον συνάντησε στη Φοινίκη, με εφόδια για τους ταλαιπωρημένους του άντρες. Επέστρεψαν μαζί στην Αίγυπτο στις αρχές του 35 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους ο Αντώνιος άρχισε από τη χώρα του Νείλου για μια δεύτερη εκστρατεία κατά τον Πάρθων, στην οποία η Κλεοπάτρα τον συνόδευσε μέχρι τη Συρία. Στο μεταξύ η Οκταβία αναχώρησε από τη Ρώμη φέρνοντας ενισχύσεις και εφόδια για το στρατό του συζύγου της, αλλά όταν εκείνη έφτανε στην Αθήνα, την περίμενε ένα γράμμα με το οποίο ο Αντώνιος της παράγγειλε να μην προχωρήσει περισσότερο. Αυτός ο δημόσιος εξευτελισμός έκανε τον πόλεμο ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο να μοιάζει αναπόφευκτος. Από τη Συρία ο Αντώνιος, αντί να συνεχίσει την εκστρατεία του στην ανατολή, επέστρεψε στην Αίγυπτο με την Κλεοπάτρα για άγνωστους λόγους. Το 34 π.Χ. ο Αντώνιος εξεστράτευσε και πάλι, αυτή τη φορά κατά της Αρμενίας από όπου επέστρεψε νικητής με πολλά λάφυρα και με το βασιλέα της Αρμενίας αιχμάλωτο. Καμία θριαμβική πομπή δεν είχε ως τότε διεξαχθεί πουθενά αλλού, παρά στην Ιερά Οδό, στην πόλη της Ρώμης, όπως όριζε η ιερή παράδοση. Προς μεγάλη οργή των Ρωμαίων όμως, ο Αντώνιος πραγματοποίησε το θρίαμβό του σε κεντρικό δρόμο της Αλεξάνδρειας, μπροστά στο χρυσό θρόνο της Κλεοπάτρας, τιμώντας την σαν θεά.
Λίγες μέρες μετά μια ακόμη προκλητικότερη τελετή έλαβε χώρα στο Γυμνάσιο. Σε μια ασημένια πλατφόρμα, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα κάθισαν σε δύο χρυσούς θρόνους, με τη Βασίλισσα του Νείλου αυτή τη φορά ντυμένη αιγυπτιακά, ως προσωποποίηση της Ίσιδος. Τα βασιλικά τέκνα κάθονταν σε θρόνους λίγο χαμηλότερα. Πρώτα ο Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καισαρίων, συμβασιλέας της μητέρας του, κατόπιν τα παιδιά του Αντωνίου: ο Αλέξανδρος Ήλιος με ένδυμα Μήδου βασιλέα, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος με μακεδονικό ένδυμα και η Κλεοπάτρα Σελήνη. Κηρύχθηκε πως από δω και στο εξής η Κλεοπάτρα θα ονομαζόταν "Βασίλισσα των Βασιλέων" και ο γιος της, ο Καισαρίων, ως νόμιμος διάδοχος του Ιουλίου Καίσαρα, θα ονομαζόταν "Βασιλεύς των Βασιλέων". Ο Αλέξανδρος Ήλιος ονομάστηκε "Μέγας Βασιλεύς" της Αρμενίας και όλων των ανατολικών επαρχιών των εδαφών του Μεγάλου Αλεξάνδρου που θα κατακτούνταν στο μέλλον μέχρι την Ινδία, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βασιλεύς της Συρίας και της Μικράς Ασίας και η μικρή Κλεοπάτρα Σελήνη, βασίλισσα της Κυρηναϊκής.
γ. Ναυμαχία του Ακτίου (31π.Χ.)
Η ίδια η πόλη της Ρώμης ήταν διαιρεμένη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους, που εκδηλωνόταν με οδομαχίες. Το χειμώνα του 33 – 32 π.Χ. ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα έμειναν στην Έφεσο, όπου ο Αντώνιος είχε συγκεντρώσει το στρατό του. Το 32 π.Χ. πήγαν πρώτα στη Σάμο και έπειτα στην Αθήνα. Από εκεί ο Αντώνιος έστειλε στην Ιταλία ένα γράμμα με το οποίο ανακοίνωνε πως έπαιρνε διαζύγιο από την Οκταβία. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στο να αναβαθμίσει τη θέση της Κλεοπάτρας από παλλακίδα σε νόμιμη σύζυγό του, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Τότε, εξοργισμένος ο Οκταβιανός απέσπασε με τη βία από τις Εστιάδες Παρθένες τη διαθήκη που είχε συντάξει ο Αντώνιος και τη δημοσίευσε, για να προκαλέσει την οργή του λαού, μια και εκείνος χάριζε τα πάντα στην Κλεοπάτρα και τα παιδιά της. Κατόπιν κήρυξε επισήμως τον πόλεμο της Ρώμης ενάντια στη βασίλισσα της Αιγύπτου.
Ένας αριθμός από Ρωμαίους μεγάλου κύρους πήγαν με το μέρος του Αντωνίου και συντάχθηκαν μαζί του στην Έφεσο. Ωστόσο τον συμβούλευαν για κάποιο διάστημα να κρατήσει απόσταση από την Κλεοπάτρα και να την στείλει πίσω στην Αίγυπτο. Η Κλεοπάτρα οργίστηκε τόσο που εξαιτίας της συμπεριφοράς της παραπάνω από ένας σύμμαχοι του Αντωνίου άλλαξαν στρατόπεδο. Η αποφασιστική Ναυμαχία του Ακτίου έγινε το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. σε ελληνικά ύδατα. Τον στόλο του Αντωνίου αποτελούσαν τουλάχιστον πεντακόσια πλοία με την ίδια τη βασίλισσα παρούσα. Ο Αντώνιος, έχοντας συγκεντρώσει τα στρατεύματά του στον Αμβρακικό Κόλπο, έπρεπε πάση θυσία να σπάσει τον κλοιό που του επέβαλε ο Οκταβιανός. Στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ., πραγματοποιήθηκε η τελευταία μάχη στην ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου. Οι αιγυπτιακές γαλέρες έπλευσαν μέσα από το μέτωπο του Αντωνίου, αλλά αντί να επιτεθούν στον εχθρό τράπηκαν σε φυγή προς το νότο. Αμέσως μετά από αυτό ο Αντώνιος με το πλοίο του εγκατέλειψε τη μάχη και τα ακολούθησε. Σύμφωνα με την άποψη που απορρέει από την αφήγηση του Πλουτάρχου, επρόκειτο για προδοσία εκ μέρους της Κλεοπάτρας, η οποία όταν είδε ότι ο Αντώνιος θα έχανε τη μάχη τον εγκατέλειψε ελπίζοντας πως είχε ακόμη την ευκαιρία για διαπραγματεύσεις με το νικητή.
Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα ξαναμπήκαν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, με τις εξήντα γαλέρες καταστόλιστες σαν να επέστρεφαν από νικητήρια μάχη, έτσι ώστε να παραπλανήσουν το λαό μέχρι τα στρατεύματά τους να εξασφαλίσουν την εξουσία τους στην πόλη, όπου επέστρεψαν στην παλιά τους ζωή των απολαύσεων, αλλά νιώθοντας το επικείμενο τέλος. Τα στρατεύματα του Αντωνίου στις γειτονικές χώρες, στην Κυρηναϊκή και τη Συρία, πέρασαν στο στρατόπεδο του Οκταβιανού.
δ. Θάνατος της Κλεοπάτρας (30 π.Χ.)
Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός Καίσαρ μπήκε στην Αίγυπτο από τη Συρία με το στρατό του χωρίς μεγάλη δυσκολία, καθώς ο Αντώνιος δεν είχε αξιόπιστες δυνάμεις να αντιπαρατάξει. Όταν έφτασε στα τείχη της Αλεξάνδρειας, η Κλεοπάτρα κλείστηκε σε ένα ταφικό μνημείο κάπου στην πόλη δίνοντας στον Αντώνιο την εντύπωση ότι αυτοκτόνησε. Μαζί είχε δύο από τις γυναίκες της, που τα ονόματά τους ήταν Ειράς και Χάρμιον. Ο Αντώνιος χτυπήθηκε με το σπαθί του, αλλά δεν πέθανε πριν μπει στο μέρος όπου κρυβόταν η Κλεοπάτρα, όπου οι Ρωμαίοι, όταν έφτασαν εκεί, βρήκαν το άψυχο σώμα του.
Ο Οκταβιανός εισήλθε σαν κατακτητής στην Αλεξάνδρεια την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. Εκεί συναντήθηκε με τη βασίλισσα στο παλάτι των Πτολεμαίων, όπου καθένας τους προσπάθησε να επιβληθεί στον άλλο, όμως κάποια από τις επόμενες μέρες η Κλεοπάτρα βρέθηκε νεκρή, ντυμένη με τα βασιλικά της ενδύματα. Η ιστορία που κυκλοφόρησε στη Ρώμη τις επόμενες εβδομάδες ήταν ότι κατάφερε να της σταλούν μυστικά οχιές, στις οποίες επέτρεψε να την δαγκώσουν, όπως αποδείχτηκε από τα μικρά σημάδια από δάγκωμα που βρέθηκαν στο σώμα της. Η Ειράς βρέθηκε επίσης νεκρή στα πόδια της κυρίας της, ενώ η Χάρμιον στα πρόθυρα του θανάτου.
ε. Τέλος της δυναστείας
Υπήρχε ακόμη ένα αγόρι της δυναστείας εν ζωή, που έφερε το διπλό όνομα Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καισαρίων και που είχε ήδη αναγνωριστεί ως βασιλεύς της Αιγύπτου υπό το όνομα Πτολεμαίος ΙΕ'. Πριν το θάνατο της μητέρας του είχε σταλεί κρυφά με τον Έλληνα δάσκαλό του στην Βερενίκη, μια πόλη στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Οκταβιανός κατάφερε να τον παραπλανήσει ώστε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, όπου με δόλο – είτε από απροσεξία των συνοδών του είτε από προδοσία – δολοφονήθηκε, έτσι ώστε να μην απειλήσει ποτέ τα συμφέροντα του μετέπειτα πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης.
Τα παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο, ο Αλέξανδρος Ήλιος, η Κλεοπάτρα Σελήνη και ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος, εστάλησαν στην Ιταλία, όπου και ανατράφηκαν από την Οκταβία, η οποία ανέλαβε την προστασία όλων των παιδιών που είχε αποκτήσει ο Αντώνιος. Όταν μεγάλωσε η Κλεοπάτρα Σελήνη δόθηκε ως σύζυγος στον πρίγκιπα Ιόβα της Νουμιδίας, που είχε λάβει ελληνική παιδεία και μάλιστα είχε τη φήμη πολυγραφότατου λογίου και τον οποίο οι Ρωμαίοι αναγόρευσαν βασιλέα της Μαυριτανίας (Μαρόκο), όπου η Κλεοπάτρα Σελήνη πήρε μαζί της και τα αδέρφια της. Μετά τη θανάτωση και του γιου της από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Καλιγούλα χάνονται τα ίχνη του Οίκου των Πτολεμαίων από την ιστορία.
Ο Οκταβιανός Καίσαρ, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος αυτοκράτωρ της Ρώμης με το όνομα Αύγουστος, μετέτρεψε την Αίγυπτο σε ρωμαϊκή επαρχία το 30 π.Χ.
8.9. Το Κράτος της Ηπείρου (524-231)
Η λέξη «Ηπειρος» ετυμολογικά προέρχεται από τη δωρική έκφραση «Άπειρος Χώρα» (απέραντη γη), ενώ η λέξη «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ» που αναγράφεται στα αρχαία νομίσματα είναι η δωρική γενική των «Ηπειρωτών». Η Ήπειρος κατά την αρχαιότητα εκτεινόταν από τη σημερινή Πρέβεζα νοτίως έως την Εγνατία ρωμαϊκή οδό, δηλαδή τον ποταμό Σκούμπιν, γνωστό στην αρχαιότητα ως Γενούσο. Οι τρεις βασικές δωρική καταγωγής φυλές που κατοίκησαν την περιοχή ήταν οι Χάονες στα βορειοδυτικά, οι Μολοσσοί στο κέντρο και οι Θεσπρωτοί στο νότο. Οι Μολοσσοί ήταν ξακουστοί για τους σκύλους τους που ήταν άριστοι φύλακες των αιγοπροβάτων των ποιμένων, ο λεγόμενος Μολοσσικός Σκύλος ή Μολοσσός. Διακεκριμένη βασιλική οικογένεια που εμφανίστηκε κατά την ύστερη κλασική εποχή ήταν οι Αιακίδες, από τη φυλή των Μολοσσών, που ήταν απόγονοι του αιγινήτη βασιλέα Αιακού, του οποίου γιος ήταν ο βασιλεύς της Φθίας Πηλέας, εγγονός ο διάσημος ομηρικός ήρωας Αχιλλέας, δισέγγονος ο Νεοπτόλεμος που κατά την παράδοση βασίλεψε στην περιοχή μετά τον Τρωικό Πόλεμο και τρισέγγονος ο Μολοσσός, γιος του Νεοπτολέμου, από τον οποίο πήρε το όνομά της όλη η φυλή. Κατά την ελληνιστική περίοδο η μορφή διακυβέρνησης μετατράπηκε σε δημοκρατία, μέχρι την κατάληψη της περιοχής από τους Ρωμαίους.
Κυριότερες αρχαίες πόλεις στη Βόρεια Ηπείρο (στο έδαφος της σημερινής Αλβανίας) ήταν η Απολλωνία, η Φοινίκη, η Επίδαμνος, και το Βουθρωτόν. Αντίστοιχα διάσημες αρχαίες πόλεις στη Νότια Ήπειρο (στο έδαφος της σημερινής Ελλάδος) ήταν (με σημερινή γεωγραφική ταξινόμηση):
Νομός Ιωαννίνων: η Δωδώνη, Αρχαία Πασσαρών,
Νομός Πρέβεζας: η Αρχαία Εφύρα (σημερινός Μεσοπόταμος), η Αρχαία Βερενίκη (σημερινό Μιχαλίτσι Πρέβεζας), η Αρχαία Κασσώπη (σημερινή Καμαρίνα), Αρχαία Νικόπολη, Αρχαίο Βουχέτιο (σημερινή Νέα Κερασούντα), Αρχαία Πανδοσία, Αρχαίο Όρραον (σημερινό Καστρί Γυμνότοπου), Αρχαίο Ομφάλιον (πιθανό σημερινό Τρίκαστρον), Αρχαίες Βατίες (σημερινό Ριζοβούνι Πρέβεζας), η Αρχαία Ελάτρεια (σημερινός Ωρωπός) και η Αρχαία Νικόπολη.
Νομός Άρτας: η Αρχαία Αμβρακία.
Νομός Θεσπρωτίας: Αρχαία Ελέα Θεσπρωτίας, στη Χρυσαυγή Θεσπρωτίας, Αρχαία Γίτανα, στο Δρέπανο Θεσπρωτίας, Αρχαία Ελίνα (Δυμόκαστρο), στο Καραβοστάσι Πέρδικας Θεσπρωτίας, Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη), στον Παραπόταμο, Δήμου Ηγουμενίτσας.
Όπως η Μακεδονία, η Ήπειρος έγινε ενιαίο βασίλειο στη διάρκεια του 4ου αιώνα. Η φυλή των Μολοσσών ένωσε τις δυνάμεις της με τους Θεσπρωτούς και τους Χάονες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός ισχυρού κράτους με δικό του βασιλέως, αξιωματούχους, νόμισμα, αυλή, συμβούλιο απεσταλμένων των φυλών και στενές σχέσεις με το γειτονικό μακεδονικό βασίλειο. Η σειρά των βασιλέων έχει ως εξής:
8.9.1. Άδμητος της Ηπείρου (469 - 423)
Ο Άδμητος (=αδάμαστος <δαμνάω <δά-ω=γνωρίζω + μι-μνά-ζειν, απαρ. του μίμνω (= επιμένω) ήταν βασιλεύς της φυλής των Μολοσσών στην περιοχή της Ηπείρου, ο οποίος έζησε κατά την κλασική εποχή. Ήταν γιος του Βαλιά Βολοσσού και είχε σύζυγο τη Φθία Α, με την οποία απέκτησε τουλάχιστον ένα γιο. Οι προηγούμενοι απ’ αυτόν βασιλείς μέχρι τον Μολοσσό, δεν είναι γνωστοί ονομαστικά βασιλείς και φαίνεται ότι δεν είχαν παρακολουθήσει τις πολιτιστικές εξελίξεις της νότιας Ελλάδας. Από την εποχή του Αδμήτου ορισμένα από τα ελληνικά έθιμα άρχισαν να εισάγονται στο μολοσσικό κράτος, οδηγώντας το σε σταδιακή πρόοδο.
Ο Άδμητος ήταν σύγχρονος του Αθηναίου στρατηγού Θεμιστοκλή, ο οποίος είχε αρχικά κινηθεί πολιτικά ενάντια στον Ηπειρώτη μονάρχη. Ωστόσο το 471 π.Χ., όταν ο Θεμιστοκλής εξοστρακίστηκε από την πατρίδα του και κατηγορήθηκε για προδοσία, αναγκάστηκε να καταφύγει πρώτα στην Κέρκυρα και κατόπιν στην αυλή του βασιλέως Άδμητου γο οποίος του υποσχέθηκε την προστασία του. Αγνοώντας τα αιτήματα των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων πρέσβεων που κατεύθασαν λίγο αργότερα, εξασφάλισε στο Θεμιστοκλή ασφαλή μετακίνηση στην Πύδνα, από όπου αργότερα πήγε στην περσική αυλή.
8.9.2. Θαρύπας Αδμήτου (423 - 385)
Ο Θαρύπας, γιος του Αδμήτου, ήταν ο πρώτο βασιλέα της Ηπείρου, μετά τους μυθικούς, που άφησε αξιομνημόνευτο έργο. Την εποχή του η φυλή των Μολοσσών βγήκε από την πολιτική αφάνεια και άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Ηπείρου. Οι κάτοικοι της Ηπείρου, δεν είχαν ενεργή συμμετοχή στους Περσικούς Πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου νόμιμος βασιλεύς των Μολοσσών ήταν ο ανήλικος Θαρύπας με επίτροπο και επικεφαλής των Μολοσσών τον Σαβύλινθο, που το 429 π.Χ.επιτέθηκε στην Ακαρνανία, την οποία η Αθήνα υποστήριξε και οδήγησε τους αντιπάλους της σε ήττα, που εντυπωσίασε τόσο τους Μολοσσούς, ώστε έστειλαν τον ανήλικο βασιλέα τους Θαρύπα στην Αθήνα για εκπαίδευση. Κατά την παραμονή του εκεί, μυήθηκε στην αττική παιδεία και επηρεάστηκε βαθύτατα από τον πολιτισμό της Αθήνας και μάλιστα οι Αθηναίοι τον έκαναν πολίτη.
Ο Θαρύπας γύρισε το 423 π.Χ. στην Ήπειρο, αναλαμβάνοντας το θρόνο των Μολοσσών με φιλοαθηναϊκές διαθέσεις. Εκτόπισε οριστικά την σπαρτιατική επιρροή αντικαθιστώντας την με την αθηναϊκή. Μαζί του έφερε ένα φιλοπρόοδο πνεύμα, που επηρέασε όχι μόνο τους Μολοσσούς, αλλά όλα τα ηπειρωτικά φύλα. Πιστεύεται δε πως τον χρόνο που επέστεψε ο Θαρύπας, ο Ευριπίδης τού έκανε ως αποχαιρετιστήριο δώρο, τη διδασκαλία της τραγωδιας «Ανδρομάχη» στην πρωτεύουσά του, την Πασσαρώνα (κοντά στη Δωδώνη), δράμα στο οποίο εκφράζεται δυνατό µίσος για τη Σπάρτη, και τονίζεται η ηρωική καταγωγή του βασιλικού γένους των Μολοσσών, που είχε κινδυνεύσει από τις σπαρτιατικές ενέργειες.
Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., νέες συνθήκες διαμόρφωσαν τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βίο των Ηπειρωτών, καθώς ο Θαρύπας επέβαλε την γραφή, έκοψε νομίσματα και συνέταξε σύνταγμα στην επικράτειά του. Στη βασιλεία του εγκαταλείφθηκαν σταδιακά οι μικρές "κώμες", και οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν σε αστικά κέντρα, που είχαν λιθόκτιστα κτίρια, δημόσια οικήματα και ναούς και ισχυρά τείχη. Οι Μολοσσοί επίσης κατέλαβαν τη Δωδώνη, όπου υπήρχε το σημαντικότερο μαντείο στην Ήπειρο, και το οποίο μέχρι τότε ανήκε στην επικράτεια των Θεσπρωτών.
8.9.3. Αλκέτας Α' Θαρύπα (385 - 370)
Ο Αλκέτας Α΄ (<αλκή + έχω = δυνατός) ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως Θαρύπα. Το 385 π.Χ. ο Αλκέτας για άγνωστους λόγους βρέθηκε εξόριστος στην αυλή του Διονυσίου Α΄, τυράννου των Συρακουσών, που επιθυμούσε να διασφαλίσει την κυριαρχία του στην Αδριατική και στο Ιόνιο πέλαγος. Προκειμένου να καταστήσει την Ήπειρο ασφαλή για τα πλοία του, θεώρησε συμφέρον να τοποθετήσει στο θρόνο της χώρας κάποιο φιλικά προσκείμμενο σε αυτόν πρόσωπο. Ο Αλκέτας ήταν εκείνος που τον βοήθησε να έρθει σε συμφωνία με τους Ιλλυριούς. Ο Διονύσιος έστειλε τελικά 2.000 Έλληνες οπλίτες και 500 πανοπλίες στα στρατεύματα του ηγεμόνα των Ιλλυριών, Βαρδύλλη, ώστε να επιτεθούν στους Μολοσσούς. Ολόκληρη η περιοχή λεηλατήθηκε, ενώ 15.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Τελικά επενέβη η Σπάρτη, υπό τις διαταγές του βασιλέως Αγησιλάου, και με τη βοήθεια των Θεσσαλών, των Μακεδόνων και των ίδιων των Μολοσσών, εκδιώχθηκαν οι Ιλλύριοι από την Ήπειρο και ο Αλκέτας ανήλθε και πάλι στο θρόνο.
Έτσι ο Αλκέτας συνέχισε την φιλοαθηναϊκή πολιτική του πατέρα του, διατηρώντας φιλία με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατιωτικό Τιμόθεο και έτσι, μετά την προσχώρηση των Κερκυραίων, των Κεφαλληνών και των Ακαρνανών στη Δηλιακή Συμμαχία, οι Μολοσσοί δεν δίστασαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους (375). Όταν δε ο Τιμόθεος οδηγήθηκε σε μία περίσταση στα δικαστήρια, τόσο ο Αλκέτας όσο και ο Ιάσωνας των Φερρών, ηγεμόνας της Θεσσαλίας, έσπευσαν στην Αθήνα να υπερασπιστούν τις θέσεις του Τιμόθεου, συμβάλλοντας στην αθώωσή του.
8.9.4. Νεοπτόλεμος Β´ Αλκέτα' (370 - 360)
Ο Νεοπτόλεμος Β΄ ήταν γιος του Αλκέτα Α΄, προκατόχου του στο θρόνο. Μετά το θάνατο του Αλκέτα Α΄, βασιλεύς επρόκειτο να επιλεγεί ανάμεσα στους δύο γιους του, Νεοπτόλεμο και Αρύββα. Μετά από σφοδρή διαμάχη δεν βρέθηκε λύση στο ζήτημα και έτσι οι δυο τους συμφώνησαν να διαιρέσουν το βασίλειο και να συμβασιλεύσουν. Δεν υπήρχαν κάποιες περαιτέρω προστριβές ως προς αυτό και η συμφωνία τους κράτησε μέχρι το θάνατο του Νεοπτόλεμου γύρω στο 360 π.Χ., όταν το θρόνο ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Αρύββας. Ο Νεοπτόλεμος απέκτησε από άγνωστη σε εμάς σύζυγο τρία παιδιά: την Τρωάδα, την οποία νυμφεύτηκε ο Αρύββας, τον Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος διακρίθηκε πραγματοποιώντας το 334 π.Χ. εκστρατεία στη Μεγάλη Ελλάδα (σημερινή Ιταλία), περίπου μισό αιώνα πριν από εκείνη του Πύρρου, και τέλος, την Ολυμπιάδα, η οποία με παρέμβαση του Αρύββα παντρεύτηκε το Φίλιππο Β΄ τον Μακεδόνα, από τον οποίο γέννησε τον Αλέξανδρο το Μέγα.
8.9.5. Αρύββας Αλκέτα Α΄ (360-350)
Ο βασιλεύς Νεοπτόλεμος Β´ συμβασίλεψε ειρηνικά με τον αδερφό του, Αρύββα. Μετά το θάνατό του, ο Αρύββας κυβέρνησε μόνος του, νυμφευόμενος την ανηψιά του και κόρη του Νεοπτόλεμου, την Τρωάδα Α', ενώ το χέρι της Ολυμπιάδας προσφέρθηκε στο βασιλέα της Μακεδονίας, Φίλιππο Β΄. Αν και ο Αρύββας υποστήριξε το γάμο αυτό, επειδή επιθυμούσε την πολιτική στήριξη του πανίσχυρου γείτονά του, τελικά η κατάσταση γύρισε εναντίον του. Στη Μακεδονία, μαζί με την Ολυμπιάδα πήγε και ο αδερφός της Αλέξανδρος Α, ανιψιός του Αρύββα. Στον νεαρό Αλέξανδρο Α ο Φίλιππος έδειξε μεγάλη εύνοια και τελικά έκρινε συμφέρον να τον ανεβάσει στο θρόνο της Ηπείρου. Έτσι το 350 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ήταν είκοσι ετών, ο Αρύββας ανατράπηκε από το Φίλιππο και οδηγήθηκε στην εξορία, όπου πέθανε.
8.9.6. Αλέξανδρος Α' Νεοπτόλεμου (350 - 331) '
Ο Αλέξανδρος Α΄, ήταν γιος του βασιλέως Νεοπτόλεμου Β´ και αδερφός της Ολυμπιάδας, μητέρας του Αλεξάνδρου του Μέγα. Υπέταξε άλλα φύλα ηπειρωτών και πως έδωσε καταφύγιο στην αδερφή του όταν εκείνη έπεσε σε δυσμένεια το 337 π.Χ. Εντούτοις, η Ολυμπιάδα δεν κατάφερε να τον πείσει να κηρύξει πόλεμο κατά του συζύγου της. Όταν ο Φίλιππος του πρότεινε να παντρευτεί την Κλεοπάτρα, κόρη του ιδίου και της Ολυμπιάδας, ο Αλέξανδρος δέχτηκε απογοητεύοντας την αδερφή του. Τελικά δεν χρειάστηκε να την εκδώσει στον άντρα της μιας και ο Φίλιππος δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου το 336 π.Χ. Από την σύζυγό του Κλεοπάτρα Φιλίππου απέκτησε δύο παιδιά (Καδμεία και Νεοπτόλεμος Γ΄).
Το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος Α ο Μολοσσός, αποφάσισε να εκστρατεύσει δυτικά όπου οι πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας απειλούνταν από τους Σαμνίτες, ορεσίβια φύλα της Ιταλίας, που είχαν καταφέρει ήδη να κατακτήσουν μερικές ελληνικές πόλεις. Αν ο Αλέξανδρος κατάφερνε να κερδίσει τον πόλεμο αυτό, ήταν πιθανό να πετύχαινε παράλληλα και πλήγμα κατά της πειρατείας. Μετά τις αρχικές επιτυχίες ενάντια στους Σαμνίτες, στράφηκε κατά των Λουκανών και των Βρεττίων. Ανακατέλαβε την πόλη της Ηράκλειας, πήρε υπό την κατοχή του το Σιπόντουμ, επίνειο πειρατών, και κατέκτησε την Κονσεντία και την Τιρένα. Χάρις στις επιτυχίες του, ο Αλέξανδρος κατάφερε να ανοίξει διαπραγματεύσεις με τους Ρωμαίους, οι οποίοι εκείνη την περίοδο μόλις είχαν αρχίσει να φαίνονται σαν υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο της κεντρικής Ιταλίας.
Ωστόσο, ενώ είχε αρχίσει να εδραιώνει τη δύναμή του, ο στρατός του Αλεξάνδρου δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση κοντά σε μια πόλη με το όνομα Πανδοσία. Παρόλο που περιόρισε τις απώλειες και θανάτωσε τον διοικητή των εχθρών, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Καθώς οι άνδρες του διέσχιζαν με δυσκολία έναν ποταμό, ένα δόρυ, που εκτόξευσε ένας Λουκανός τον έριξε από το άλογό του. Ο Λίβιος τοποθετεί το θάνατο του Αλεξάνδρου περίπου τις ημέρες που ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια, δηλαδή τις πρώτες εβδομάδες του 331 π.Χ. Τα λείψανά του τα διέσωσε μια γυναίκα η οποία είχε ομήρους συγγενείς στην Ήπειρο και ήλπιζε πως στέλνοντάς τα πίσω στην πατρίδα του βασιλέως, ίσως ξανάβλεπε τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Χάρις στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου Α οι ελληνικές πόλεις πήραν μια παράταση ζωής, καθώς δεν υποτάχτηκαν στους Σαμνίτες. Ωστόσο η αποδυνάμωση των ιταλικών αυτών φύλων άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση μιας άλλης ανερχόμενης δύναμης: της Ρώμης, η οποία τα επόμενα χρόνια μοιραία συγκρούστηκε με τους Έλληνες στο νότο.
Καθώς ο γιος τους Νεοπτόλεμος Γ ήταν πολύ μικρός για να κυβερνήσει, η Κλεοπάτρα Φιλίππου ανέλαβε η ίδια για επτά χρόνια τη διακυβέρνηση ως επίτροπος. Το 324 π.Χ. η Κλεοπάτρα επέστρεψε στη Μακεδονία όπου έπαιξε ενεργό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων του Μ.Αλεξάνδρου.
8.9.7. Αιακίδης Αρύββα (324 - 313)
Ο Αιακίδης ήταν γιος του βασιλέως Αρύββα και της Τρωάδας Α. Τον πατέρα του, Αρύββα, επρόκειτο λογικά να διαδεχτεί ο μεγαλύτερος γιος του, Αλκέτας Β, ο οποίος τελικά εξορίστηκε από τον Αρύββα, εξαιτίας της συμπεριφοράς του και έτσι διάδοχός του ορίστηκε ο Αιακίδης. Τελικά όμως, τον Αρύββα εκθρόνισε ο βασιλεύς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β΄, που ανέβασε στο θρόνο των Μολοσσών τον εξάδελφό του και μετέπειτα γαμπρό του, αδελφό της γυναίκας του Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία για την εκστρατεία που πραγματοποίησε στην ιταλική χερσόνησο (334-331), όπου σκοτώθηκε το 331 π.Χ. Ηγεμόνας του βασιλείου ορίστηκε η χήρα του, Κλεοπάτρα, κόρη του Φιλίππου Β, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους, Νεοπτόλεμου. Ωστόσο η Κλεοπάτρα αργότερα πήγε στη Μακεδονία με τα παιδιά της, ως φιλοξενούμενη του αντιβασιλέα, Αντίπατρου και το θρόνο ανέλαβε ο Αιακίδης, (που σ΄ όλο αυτό το διάστημα είχε καταφύγει στην Αθήνα).. Εκείνη την περίοδο φιλοξένησε και την Ολυμπιάδα, αδερφή του Αλεξάνδρου Α΄ και μητέρα του Μ.Αλεξάνδρου. Ο Αιακίδης νυμφεύθηκε τη Φθία Β, η οποία καταγόταν από τη Θεσσαλία και ήταν κόρη του Μένονος από τα Φάρσαλα, ήρωα του Λαμιακού Πολέμου. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, τη Δηιδάμεια και την Τρωάδα, καθώς και ένα γιο, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Πύρρος Α της Ηπείρου.
Το 317 π.Χ. ο Αιακίδης βοήθησε τον Πολυσπέρχονα να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της εξαδέλφης του Ολυμπιάδας και του πεντάχρονου βασιλέα της Μακεδονίας, Αλεξάνδρου Δ' (γιου του Μ.Αλεξάνδρου από τη Ρωξάνη) κατά του Φιλίππου Δ του Αρριδαίου. Έγινε μάλιστα συμφωνία για αρραβώνα ανάμεσα στο μικρό Αλέξανδρο Δ και την επίσης ανήλικη κόρη του Αιακίδη Δηιδάμεια. Το 316 π.Χ. ο Κάσσανδρος πολιόρκησε την Ολυμπιάδα, και, όταν έμαθε πως οι δυνάμεις του Αιακίδη πλησίαζαν, έστειλε εναντίον του το στρατηγό Αταρχία, που εκτέλεσε τις διαταγές του με επιτυχία, παρεμποδίζοντας την επέλαση του Αιακίδη. Ο βασιλεύς της Ηπείρου είχε επιπροσθέτως να αντιμετωπίσει τις αποστασίες εκείνων των στρατιωτών που οδηγήθηκαν στην εκστρατεία χωρίς τη θέλησή τους. Τελικά άφησε τους δυσαρεστημένους να φύγουν, αλλά εκείνοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του βασιλέως, οργάνωσαν κίνημα στην πατρίδα πετυχαίνοντας να τον εκθρονίσουν, αποφασίζοντας να ταχτούν με το πλευρό του Κάσσανδρου, ο οποίος έστειλε στην Ήπειρο το Λυκίσκο να ασκήσει τα καθήκοντα στρατηγού και αντιβασιλέα και ταυτόχρονα θανάτωσε την Ολυμπιάδα (316). Ο γιος του Αιακίδη, Πύρρος Α, ήταν μόλις δύο ετών, εντούτοις μια ομάδα πιστών ακολούθων του πατέρα του κατάφερε να τον φυγαδεύσει με ασφάλεια στη χώρα των Ιλλυριών, όπου τον υιοθέτησε ο βασιλεύς Γλαυκίας (βασ. 317-303).
Κουρασμένοι από την επιρροή των Μακεδόνων στα εσωτερικά του κράτους τους, οι Ηπειρώτες επεδίωξαν την επιστροφή του Αιακίδη το 313 π.Χ. Ο Κάσσανδρος αντέδρασε στέλνοντας τον αδερφό του Φίλιππο εναντίον τους με στρατό. Παρόλο που ο στρατός του Αιακίδη ήταν ισχυρός και καλά προετοιμασμένος, υπέστη σοβαρές απώλειες. Καθώς ο Αιακίδης βάδιζε προς το στρατόπεδο των Αιτωλών, έγινε δεύτερη μάχη κοντά στις Οινιάδες, όπου ο βασιλεύς των Μολοσσών βρήκε το θάνατο. Για να καλυφθεί το κενό οι Ηπειρώτες κάλεσαν από την εξορία το μεγαλύτερο αδερφό του, Αλκέτα Β΄.
8.9.8. Αλκέτας Β' Αρρύβα (313 - 307)
Ο Αλκέτας Β΄ ήταν γιος του βασιλέως Αρύββα και της Τρωάδας Α, και μεγαλύτερος αδερφός του Αιακίδη. Ο αυταρχικός χαρακτήρας του στάθηκε η αιτία να τον διώξει ο πατέρας του από το βασίλειο, οπότε τον Αρύββα διαδέχτηκε ο Αλέξανδρος Α΄ και κατόπιν ο Αιακίδης. Μετά το θάνατο του τελευταίου ενώ πολεμούσε με τον Κάσσανδρο, οι Ηπειρώτες ανακάλεσαν τον Αλκέτα Β από την εξορία για να καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε. Τότε ο Λυκίσκος, στρατηγός του Κάσσανδρου στην Ακαρνανία, εισέβαλε με στρατό στην Ήπειρο, ελπίζοντας να απομακρύνει τον Αλκέτα Β από το θρόνο πριν μπορέσει να εδραιώσει την κυριαρχία του. Αντιδρώντας ο Αλκέτας έστειλε τους γιους του, Αλέξανδρο και Τεύκρο, να συγκεντρώσουν στρατό, ενώ ο ίδιος στρατοπέδευσε με τους άνδρες που είχε ήδη κοντά στον εχθρό και περίμενε να επιστρέψουν οι γιοι του. Ωστόσο, οι Ηπειρώτες τρόμαξαν στη θέα της υπεροχής των στρατευμάτων του Λυκίσκου και αυτομόλησαν στον εχθρό. Εγκαταλελειμμένος, ο Αλκέτας βρήκε καταφύγιο στις Ευρυμενές, μια πόλη της Ηπείρου, όπου έφτασε με ενισχύσεις ο γιος του Αλέξανδρος και ακολούθησε βίαιη και πολύνεκρη μάχη, η οποία είχε δυσμενή αποτελέσματα για το Λυκίσκο. Όταν όμως ήρθε με ενισχύσεις ο Δεινίας, έγινε δεύτερη μάχη, στην οποία οι Ηπειρώτες ηττήθηκαν. Οι Αλέξανδρος και Τεύκρος ακολούθησαν τον πατέρα τους στη φυγή του προς κάποιο οχυρό, ενώ ο Λυκίσκος κατέλαβε τις Ευρυμενές, λεηλατώντας και καταστρέφοντάς τες.
Στο μεταξύ ο Κάσσανδρος είχε ήδη αρχίσει να κινείται με κατεύθυνση την Ήπειρο για να ενισχύσει το στρατηγό του, αλλά όταν ενημερώθηκε πως ο Λυκίσκος είχε στεφθεί νικητής, ήρθε σε συμφωνία με τον Αλκέτα, ο οποίος του παραχώρησε μέρος του στρατού του για να τον βοηθήσει στην αποτυχημένη, όπως αποδείχτηκε πολιορκία της Απολλωνίας. Ο Αλκέτας εξακολούθησε να κυβερνά, με μεγάλη όμως σκληρότητα απέναντι στο λαό και τελικά δολοφονήθηκε μαζί με δύο ανήλικους γιους του, τα ονόματα των οποίων ήταν Εσιονεύς και Νίσος. Κατόπιν στο θρόνο της Ηπείρου εγκαταστάθηκε με τη βοήθεια του βασιλέως των Ιλλυριών, Γλαύκου, ο δωδεκάχρονος γιος του Αιακίδη Πύρρος Α.
8.9.9. Πύρρος Α' Αιακίδη (318-272, βασ. 307-302 και 296-272)
Ο Πύρρος Α΄ (<πυρ=φωτιά, πυρρός=ερυθρός, κοκκινομάλλης, στην περίπτωση αυτή φλογερός, δυνατός σαν τη φωτιά) ήταν γιος του βασιλέως Αιακίδη και συγγενής του Μ.Αλεξάνδρου, καθώς η γιαγιά του Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της Ολυμπιάδας. Η μητέρα του Φθία Β, που καταγόταν από τη Θεσσαλία και ήταν κόρη του Μένονος από τα Φάρσαλα, ήρωα του Λαμιακού Πολέμου, είχε με τον Αιακίδη δύο ακόμη κόρες (Διηδάμεια Α και Τρωάδα Β). Ο ίδιος ο Πύρρος από την σύζυγό του Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης της Αιγύπτου, απέκτησε τον Πτολεμαίο Α', από τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή τον Αλέξανδρο Β', από τη Βιρκέννα, κόρη του Βαρδύλλιος, ηγεμόνα των Ιλλυριών, τον Έλενο και από άγνωστη σύντροφο, κόρη του Αυτολέοντα, βασιλέα των Παιόνων, την Ολυμπιάδα Β. Σημειωτέον ότι το όνομα «Πύρρος» είχε σε ορισμένες αφηγήσεις και ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος, γενάρχης της δυναστείας των Αιακιδών, από την εποχή του Τρωικού Πολέμου.
α. Τα πρώτα χρόνια (316-301)
Οι συνεχείς πόλεμοι του Αιακίδη δυσαρέστησαν τους υπηκόους του, οι οποίοι οργάνωσαν κίνημα εναντίον του γύρω στο 316 π.Χ. Ο βασιλεύς οδηγήθηκε στην εξορία, ενώ οι πολιτικοί του σύμμαχοι βρήκαν το θάνατο. Ωστόσο μια ομάδα υποστηρικτών του πήραν νύχτα το μοναχογιό του, τον Πύρρο, και τον φυγάδευσαν από την πρωτεύουσα εν μέσω αντίξοοων συνθηκών. Τελικά κατέληξαν στην Αυλή του ηγεμόνα των Ταλαυντινών Ιλλυριών, του Γλαυκία, όπου έβαλαν το νήπιο μπροστά του ζητώντας να το προστατέψει. Αρχικά ο Γλαυκίας, ήταν επιφυλακτικός καθώς διατηρούσε καλές διπλωματικές σχέσεις με τον εχθρό του παιδιού, τον Κάσσανδρο. Ωστόσο επέτρεψε στη γυναίκα του, Βερόη, να το αναθρέψει μαζί με τα δικά τους παιδιά. Όταν μάλιστα ο Κάσσανδρος του προσέφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τον Πύρρο αρνήθηκε να προβεί στην ανταλλαγή και τελικά, όταν εκείνος έγινε έντεκα ή δώδεκα ετών, τον αποκατέστησε στο θρόνο των προγόνων του.
Αποδείχτηκε όμως πως η παρουσία του στο θρόνο δεν είχε ακόμη διασφαλιστεί. Σε ηλικία 17 ετών κάποιος από τους παιδικούς του φίλους στην Ιλλυρία τον προσκάλεσε στο γάμο του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι πολιτικοί του αντίπαλοι οργάνωσαν κίνημα, δέσμευσαν την περιουσία του και το 302 π.Χ. τοποθέτησαν στο θρόνο το θείο του, Νεοπτόλεμο Γ'. Αναγκασμένος να απομακρυνθεί από την Ήπειρο, ο Πύρρος κατέφυγε στο πλευρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, γιου του αξιωματικού του Αλεξάνδρου, Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Στο πλευρό του συμμετείχε την επόμενη χρονιά στη Μάχη της Ιψού, όπου και έδειξε πρώιμα σημάδια των στρατιωτικών του ικανοτήτων. Παρά το γεγονός ότι ο Δημήτριος ηττήθηκε, ο Πύρρος παρέμεινε πιστός στις υποχρεώσεις του απέναντί του, καθώς ήταν και συγγενείς αφού ο Δημήτριος είχε παντρευτεί την αδερφή του, Δηιδάμεια. Μάλιστα, όταν ο Δημήτριος συμμάχησε με τον Πτολεμαίο, που είχε αναγορευθεί βασιλεύς της Αιγύπτου, ο Πύρρος πήγε εκεί για χάρη του ως όμηρος.
β. Ανάκτηση της Ηπείρου (296)
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου, διακρινόμενος για το χαρακτήρα του και τις καλές του επιδόσεις στον αθλητισμό και το κυνήγι. Παρατηρώντας δε πως ο Πτολεμαίος ανάμεσα στις συζύγους του έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία προς τη Βερενίκη, φρόντισε να κερδίσει την εύνοια και την υποστήριξή της. Ως αποτέλεσμα επιλέχτηκε το 299 π.Χ. ανάμεσα σε πολλούς νέους να παντρευτεί την κόρη της από προγενέστερο γάμο, την Αντιγόνη. Κατόπιν, ο Πτολεμαίος τον ενίσχυσε με χρήματα και στρατιώτες ώστε να ανακαταλάβει το θρόνο της Ηπείρου το 296 π.Χ.. Τιμώντας το βασιλικού ζεύγους της Αιγύπτου, έδωσε στο γιο του από την Αντιγόνη το όνομα Πτολεμαίος και επιπροσθέτως, ίδρυσε μια πόλη στην Ήπειρο, την οποία ονόμασε Βερονικίδα.
Η επιστροφή του γέμισε με αισιοδοξία πολλούς από τους υπηκόους του, οι οποίοι είχαν βρει στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου Γ έναν τυραννικό και ανάξιο βασιλέα. Τελικά οι δύο τους ήρθαν σε συμφωνία η οποία προέβλεπε τη συμβασιλεία τους στα εδάφη της Ηπείρου. Εντούτοις, διάφορες πολιτικές φατρίες έσπερναν ζιζάνια στην εύθραυστη αυτή σχέση υποκινώντας τις υποψίες πότε του ενός και πότε του άλλου. Η περίοδος της συμβασιλείας τελείωσε στην Πασσαρώνα, κατά τη διάρκεια των ετήσιων εορτασμών που γίνονταν εκεί. Στις εκδηλώσεις έλαβαν μέρος και οι δύο βασιλείς με την ακολουθία τους, ανταλλάσσοντας δώρα και φιλοφρονήσεις. Κάποιος από τους συμμάχους του Νεοπτόλεμου, ο Γέλων, πρόσφερε στον Πύρρο ένα ζευγάρι βόδια για όργωμα. Τα βόδια αυτά ζήτησε από το βασιλέα ο υπηρέτης του, Μύρτιλος, ωστόσο η παράκλησή του δεν έγινε αποδεκτή. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ο Γέλων πήρε κατά μέρος το Μύρτιλο και τον έκανε συνένοχο σε απόπειρα δολοφονίας κατά του Πύρρου. Ωστόσο ο Μύρτιλος αποδείχτηκε πιστός στο βασιλέα του, στον οποίο αποκάλυψε το σχέδιο. Προκειμένου να αποκτήσει περισσότερους μάρτυρες του ειδεχθούς σχεδίου, ο Πύρρος φρόντισε ώστε να γίνει γνωστό και σε έναν ακόμη έμπιστο φίλο του, τον Αλεξικράτη.
Από την πλευρά του ο Νεοπτόλεμος, ανυποψίαστος, ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, ώστε δεν μπορούσε να κρατηθεί και αφηγούταν τα πάντα στους φίλους του. Το ίδιο έπραξε και κάποιο βράδυ αργά στο σπίτι της αδερφής του, Καδμείας. Πίστευε πως κανείς άλλος δεν άκουγε, ωστόσο εκείνη τη στιγμή μια υπηρέτρια, η Φαιναρέτη, προσποιούμενη ότι κοιμάται γυρισμένη προς τον τοίχο, άκουγε προσεκτικά και την επομένη, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, ενημέρωσε την Αντιγόνη, τη σύζυγο του Πύρρου. Ο τελευταίος, αρχικά δεν αντέδρασε στα νέα αυτά, ωστόσο λίγο αργότερα, κάποια ημέρα που γίνονταν θυσίες, προσκάλεσε το Νεοπτόλεμο σε δείπνο και τον θανάτωσε, γνωρίζοντας πως η πράξη του έβρισκε σύμφωνους και τους άλλους ευγενείς.
γ. Επέμβαση στη Μακεδονία (297-294)
Στη Μακεδονία, μετά το θάνατο του Κάσσανδρου το 297, οι δύο γιοι του, Αλέξανδρος Ε' και Αντίπατρος Β' αντιμάχονταν για επικράτηση. Ο Αλέξανδρος Ε στράφηκε για βοήθεια στο Δημήτριο τον Πολιορκητή, που πήγε τότε στη Μακεδονία εξαιτίας προσωπικών προβλημάτων, και στον Πύρρο , που πήγε ζητώντας ως αντάλλαγμα τις περιοχές Τυμφαία και Παραυαία στη Μακεδονία, καθώς και τις γειτονικές του χώρες Αμβρακία, Ακαρνανία και Αμφιλοχία. Με τον τρόπο αυτό τις προσάρτησε στα εδάφη του, και ήταν εκείνος που κατέστησε την Αμβρακία (σημερινή Άρτα) κέντρο του ηπειρωτικού κράτους, μεταφέροντας εκεί το βασιλικό παλάτι, εγκαταλείποντας τη μακρά παράδοση της διακυβέρνησης από την πόλη της Πασσαρώνας. Η πρωτεύουσά του γνώρισε αξιοσημείωτη ευημερία η οποία διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
Έπειτα κινήθηκε ενάντια στον Αντίπατρο Β, αποσπώντας του τα υπόλοιπα εδάφη που είχε στην κατοχή του, και παραδίδοντάς τα στον Αλέξανδρο Ε. Τότε στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο ηγεμόνας της Θράκης, Λυσίμαχος, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον Αντίπατρο Β. και ο Πύρρος ήρθε σε επαφή μαζί τους για να δώσουν όρκους ειρήνης, αλλά τελικά ο Πύρρος αποχώρησε.
Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε η άφιξη του Δημητρίου στη Μακεδονία. Ο τελευταίος, μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα στην Ιψό είχε αρχίσει να ανακτά την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο, ελέγχοντας πλέον την Αθήνα, τη Θεσσαλία και μεγάλο τμήμα της νότιας Ελλάδας. Οι βλέψεις του στη Μακεδονία ήταν αυτονόητες και εφόσον οι υπηρεσίες του δεν ήταν πλέον απαραίτητες του ζητήθηκε έστω και με διπλωματικό τρόπο να φύγει. Στην πράξη όμως, ο Αλέξανδρος σκόπευε να τον δολοφονήσει. Ο Δημήτριος αντιλήφθηκε το σχέδιο και τελικά εξολόθρευσε πρώτος τον αντίπαλό του. Η Δηιδάμεια είχε πλέον φύγει από τη ζωή και ο Δημήτριος είχε νυμφευθεί τη Φίλα, κόρη του Αντιπάτρου Α', αντιβασιλέα του Μ.Αλεξάνδρου. Χάρις στο γεγονός αυτό και στην ισχύ του στρατού του το 294 π.Χ. κατάφερε να γίνει κύριος της Μακεδονίας.
δ. Σύγκρουση με το Δημήτριο (288)
Ο Δημήτριος αρχικά υποχρέωσε σε ήττα τους Αιτωλούς και αφού άφησε τον Πάνταυχο, τον ικανότερο από τους στρατηγούς του, να τους προσέχει με μεγάλο τμήμα στρατού, εξεστράτευσε κατά του Πύρρου. Οι δύο άνδρες εξαιτίας κάποιου κακού υπολογισμού δεν συναντήθηκαν στο δρόμο. Ως αποτέλεσμα ο Δημήτριος εισέβαλε στην Ήπειρο λεηλατώντας και καταστρέφοντας, ενώ ο Πύρρος συγκρούστηκε νότια με τον Πάνταυχο. Οι δύο άνδρες ενεπλάκησαν σε μονομαχία σώμα με σώμα επιδεικνύοντας ικανότητα και γενναιότητα. Η νίκη του Πύρρου έδωσε τέτοιο θάρρος στους άνδρες του, που κατανίκησαν τους Μακεδόνες, συλλαμβάνοντας 5.000 άνδρες ζωντανούς.
Λίγο αργότερα, μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε ασθενήσει βαριά, ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία με στόχο κυρίως να προβεί σε λεηλασίες κι όχι να εμπλακεί σε μάχη. Ωστόσο παραλίγο να την κατακτήσει ολόκληρη καθώς έφτασε μέχρι την Έδεσσα χωρίς να συναντήσες καμία αντίσταση. Μάλιστα πολλοί άνδρες ενώνονταν με το στρατό του προκειμένου να τον υπηρετήσουν. Τελικά, όταν πλέον οι Μακεδόνες είχαν οργανώσει την αντίστασή τους, ο Πύρρος άρχισε να οπισθοχωρεί.
Την ίδια περίπου εποχή, η δεύτερη σύζυγος του Πύρρου, Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή, θεωρώντας πως ο βασιλεύς την παραμελεί για χάρη άλλων συζύγων του που προέρχονταν από βαρβαρικές χώρες, εγκατέλειψε την Ήπειρο με προορισμό την Κέρκυρα, νησί το οποίο είχε προσφέρει ο πατέρας της στον Πύρρο ως προίκα. Αποφασισμένη να πάρει εκδίκηση, προσκάλεσε στο νησί το Δημήτριο και τον έπεισε να την παντρευτεί και έτσι η Κέρκυρα πέρασε στα χέρια του.
Παράλληλα ο Δημήτριος σχεδίαζε μια μεγαλεπήβολη εκστρατεία κατά των Διαδόχων, με στόχο την ανάκτηση των πάλαι ποτέ εδαφών του πατέρα του, Αντίγονου Α, αλλά είδε το Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και το Λυσίμαχο να συνασπίζονται εναντίον του. Έχοντας ανταλλάξει αλληλογραφία με τον Πύρρο, οι βασιλείς επιτέθηκαν στο Δημήτριο προτού εκείνος προλάβει να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του. Ο Πτολεμαίος έπλευσε στα ελληνικά νερά με μεγάλο στόλο προκειμένου να υποκινήσει τις ελληνικές πόλεις σε επανάσταση, ενώ ο Λυσίμαχος εισέβαλε στη Βόρεια Μακεδονία με ορμητήριο τη Θράκη. Τότε ο Πύρρος προέλασε με κατεύθυνση τη Βέροια προβλέποντας σωστά ότι ο Δημήτριος θα είχε σπεύσει να αντιμετωπίσει το Λυσίμαχο αφήνοντας την περιοχή αυτή ανυπεράσπιστη. Αφού κατέλαβε με επιτυχία την πόλη, άρχισε να προσαρτά στην επικράτειά του ολοένα και περισσότερες περιοχές. Ο Δημήτριος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση.. Όταν έφτασε κοντά στο στρατόπεδο των Ηπειρωτών, μεγάλο μέρος του στρατού του, παρασυρμένο από τις φήμες για τις αρετές του Πύρρου, πέρασε με ενθουσιασμό στο πλευρό του εχθρού. Με τον τρόπο αυτό ο Δημήτριος έχασε το θρόνο του κι αναγκάστηκε να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος στην Κασσάνδρεια, όπου η σύζυγός του Φίλα, συγκλονισμένη από την κατάσταση, αυτοκτόνησε.
ε. Βασιλεία στη Μακεδονία (288-285)
Σύντομα κατέφθασε στη Μακεδονία ο Λυσίμαχος, ο οποίος διεκδίκησε για τον εαυτό του το μισό βασίλειο. Αν και δεν υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο Πύρρος και Λυσίμαχος πράγματι προχώρησαν σε κάποιο είδος συμφωνίας, ωστόσο γρήγορα φάνηκε πως τα συμφέροντά και η φιλοδοξία τους δεν θα επέτρεπαν την αρμονική συμβίωση.
Παράλληλα ο Δημήτριος μετέβη στη Νότια Ελλάδα καταφέρνοντας για πολλοστή φορά στην πολυτάραχη ζωή του να ορθοποδήσει, προετοιμάζοντας εκστρατεία στην Ασία. Ο Πύρρος τότε μετέβη στην Αθήνα, όπου προσέφερε θυσίες στην Ακρόπολη. Αξιοσημείωτα έκανε ειρήνη με το Δημήτριο, όταν όμως εκείνος αναχώρησε για την εκστρατεία του, ο Πύρρος ακολούθησε τη συμβουλή του Λυσίμαχου να υποκινήσει τις πόλεις υπό την επιρροή του Δημητρίου στη Θεσσαλία σε επανάσταση.
Όταν τελικά ο Δημήτριος το 285 ηττήθηκε οριστικά στην Ασία από το Σέλευκο, ο Λυσίμαχος ήταν ελεύθερος πλέον να διεκδικήσει τη Μακεδονία στο σύνολό της. Αρχικά απέκοψε το στρατόπεδο του Πύρρου από προμήθειες φέρνοντας τους άνδρες του σε δύσκολη κατάσταση. Κατόπιν άρχισε με γράμματα να διαφθείρει τους επιφανείς Μακεδόνες που είχαν συμμαχήσει με τον Πύρρο, τονίζοντας το γεγονός πως ο Πύρρος ήταν όχι απλά ξένος, αλλά καταγόταν κι από ένα έθνος που παραδοσιακά ζούσε στη σκιά της Μακεδονίας. Ως αποτέλεσμα ο Πύρρος τελικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί οριστικά στην Ήπειρο.
στ. Πρόσκληση των ιταλικών πόλεων (281)
Εκείνη την επόχή, οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους κατοίκους του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία, όπου η πολιτική μερίδα που υποστήριζε τον πόλεμο άσκησε πίεση στους πολίτες ώστε να αποστείλουν πρόσκληση στην Ήπειρο, ζητώντας από τον Πύρρο να έρθει στην Ιταλία να τους βοηθήσει. Συγκέντρωσαν στρατιώτες από τη Λουκανία, τη Μεσσαπία, το Σάμνιο και τον Τάραντα (περίπου 20.000 ιππείς και 350.000 πεζικάριους) και κάλεσαν τον Πύρρο εκπροσωπώντας όλες τις ελληνικές πόλεις της Ν.Ιταλίας.
Την ίδια περίοδο (281 π.Χ.), στρατιώτες από τον Τάραντα τον βοήθησαν στην ανάκτηση της Κέρκυρας, μετά την απώλειά της στην υπόθεση με τη Λάνασσα. Στη μάχη αυτή αναφέρεται πως διακρίθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος, ο οποίος αν και σε πολύ νεαρή ηλικία κατέλαβε την πόλη με μόλις 60 άνδρες.
Το 280 π.Χ. όταν αρχικά ο Πύρρος έστειλε στον Τάραντα 3.000 άνδρες με επικεφαλής τον Κινέα, έναν ικανό και σοφό ρήτορα από τη Θεσσαλία, μαθητή του Δημοσθένη, τον οποίο χρησιμοποιούσε συχνά σε διπλωματικές αποστολές. Προτού αναχωρήσει ο ίδιος, ανέθεσε την εποπτεία της Ηπείρου στον γιο του Πτολεμαίο, ο οποίος ήταν μόλις 15 ετών. Επέλεξε, ωστόσο, να πάρει μαζί του τους δύο μικρότερους γιους του, τον Αλέξανδρο και τον Έλενο. Επιπροσθέτως, ο Πύρρος ήρθε σε επαφή με τον τότε κύριο της Μακεδονίας, τον Πτολεμαίο Κεραυνό, για να τον ενισχύσει με Μακεδόνες στρατιώτες. Πράγματι ο Πτολεμαίος του έστειλε 5.000 πεζικάριους, 4.000 ιππείς και 50 ελέφαντες, με την προϋπόθεση να τους αφήσει να επιστρέψουν έπειτα από δύο χρόνια.
Έχοντας κάνει αυτούς τους διακανονισμούς, επιβίβασε σε πολυάριθμα πλοία 20 ελέφαντες, 3.000 ιππείς, 20.000 πεζικάριους, 2.000 τοξότες και 500 σφενδονήτες και αναχώρησε. Όταν έφτασαν στον Τάραντα, βλέποντας την απροθυμία των ντόπιων να πολεμήσουν πλάι του, τους στρατολόγησε με το ζόρι, απαγορεύοντας στην πόλη τους εορτασμούς, τη χρήση των δημόσιων λουτρών και γενικά κάθε μορφή καλοπέρασης τη στιγμή που βρίσκονταν εν καιρώ πολέμου. Αυτό δυσαρέστησε αρκετούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη.
ζ. Μάχη της Ηράκλειας (280)
Τότε κατέφθασαν νέα ότι ο ύπατος Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος, βάδιζε εναντίον του, λεηλατώντας παράλληλα τη Λευκανία. Προτού εμπλακεί σε μάχη, ο Πύρρος αποφάσισε να στείλει στους Ρωμαίους μήνυμα, με το οποίο τους προέτρεψε να τον αποδεχτούν ως διαμεσολαβητή στη διαφωνία τους με τους Σαμνίτες, Ταραντίνους και Λευκανούς. Σε αντάλλαγμα υποσχόταν τη φιλία του και την παροχή βοήθειας σε περιόδους πολέμου, διαφορετικά μετά το πέρασμα δέκα ημερών θα ξεκινούσαν εχθροπραξίες. Στην απάντησή τους οι Ρωμαίοι εξέφρασαν την περιφρόνησή τους προς την αλαζονεία του, δηλώνοντας ότι δεν φοβούνταν την προοπτική της μάχης μαζί του.
Ο Πύρρος εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην πεδιάδα ανάμεσα στις πόλεις Πανδοσία και Ηράκλεια, ενώ οι Ρωμαίοι στις όχθες του ποταμού Σίριου. Ο Πύρρος ανέμενε ακόμη τους συμμάχους του να καταφθάσουν και δίστασε να πάρει την πρωτοβουλία βλέποντας τον εχθρό του καλά οργανωμένο. Ωστόσο οι Ρωμαίοι βιάζονταν να προλάβουν την άφιξή τους κι έτσι άρχισαν να περνούν ταυτόχρονα το ποτάμι σε πολλά σημεία, έτσι ώστε να πανικοβληθούν οι Έλληνες φρουροί και να υποχωρήσουν. Τότε ο Πύρρος διέταξε το πεζικό του να μπει σε σχηματισμό και οδήγησε προσωπικά τους 3.000 ιππείς που είχε στη διάθεσή του, ζυγίζοντας καλά την κατάσταση και προβαίνοντας σε σωστές διορθωτικές κινήσεις στο σχηματισμό του όποτε ήταν απαραίτητο.
Η μάχη ήταν αμφίρροπη για πολλή ώρα. Ο ίδιος ο Πύρρος κάλπασε μπροστά από τους άνδρες του ακάλυπτος για να τους ενθαρρύνει. Τελικά η θέα των ελεφάντων, εντελώς πρωτόγνωρη για τους Ρωμαίους, εκείνη που τους έτρεψε σε φυγή, και το ιππικό των Μολοσσών τους καταδίωξε, χαρίζοντας στον Πύρρο την πρώτη του σημαντική νίκη επί ιταλικού εδάφους. Ακολούθως πολλές ιταλικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες και οι Λοκροί, παρακινούμενες από το αποτέλεσμα της μάχης αυτής, παραδόθηκαν στους Ηπειρώτες.
η. Διαπραγματεύσεις για ειρήνη (279-278)
Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν την ήττα τους με αποφασιστικότητα. Συγκέντρωσαν νέες λεγεώνες έχοντας πρόθεση να συνεχίσουν τις εχθροπραξίες. Ο Πύρρος, κρίνοντας πως η κατάληψη της Ρώμης δεν ήταν ρεαλιστική σκέψη βάσει των δυνάμεων που διέθετε, έστειλε το ρήτορα Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις. Η πρεσβεία μετέφερε δώρα και δελεαστικές προτάσεις στους Ρωμαίους: ο βασιλεύς υποσχόταν να επιστρέψει χωρίς λύτρα τους αιχμαλώτους και να βοηθήσει τη Ρώμη να υποτάξει την Ιταλία με αντάλλαγμα συμμαχία και ασυλία για τους Ταραντίνους. Ο λαός και η Σύγκλητος αρνήθηκαν όλα τα δώρα, ωστόσο επιθυμούσαν τη σύναψη ειρήνης, καθώς προέβλεπαν νέα ήττα τώρα που οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας είχαν συνασπιστεί με τους Ηπειρώτες.
Τότε επενέβη ο Άππιος Κλαύδιος, ένας διακεκριμένος πολιτικός, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την ενεργό δράση εξαιτίας της μεγάλης του ηλικίας. Αν και τυφλός πια, πήγε στη Σύγκλητο όπου εκφώνησε ένα διάσημο λόγο κατά του Κινέα διακηρύσσοντας πως η Ρώμη δεν επρόκειτο να παραδοθεί ποτέ. Μετά την παρέμβαση του Άππιου Κλαύδιου οι Ρωμαίοι έστειλαν τον Κινέα στον Πύρρο με την παραγγελία να εγκαταλείψει την Ιταλία, διαφορετικά θα συνέχιζαν τον πόλεμο με κάθε δυνατό τρόπο.
Το 278 π.Χ., όταν ο Γάιος Φαβρίκιος εκλέχτηκε Ύπατος, αποκάλυψε ο ίδιος με γράμμα στον Πύρρο ένα σχέδιο δολοφονίας που εξυφαινόταν εναντίον του. Ο Πύρρος και πάλι προσφέρθηκε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους του από ευγνωμοσύνη, ωστόσο η Ρώμη αρνήθηκε να τους δεχτεί ως δώρο. Τελικά τους αντάλλαξε με ορισμένους από τους αιχμαλώτους που η ίδια είχε συλλάβει στην προηγούμενη μάχη και αξίωσε και πάλι από τον Πύρρο να φύγει.
θ. Μάχη στο Άσκλο (279)
Ακολούθως ο Πύρρος, αφού αναδιοργάνωσε το στρατό του, προέλασε με κατεύθυνση την πόλη Άσκλον (Asculum), όπου συγκρούστηκε και πάλι με το ρωμαϊκό στρατό. Ωστόσο το έδαφος ήταν ακατάλληλο τόσο για το ιππικό του όσο και για τη χρήση των ελεφάντων του. Οι Ρωμαίοι κρύφτηκαν σε δασώδη υψίπεδα, αλλά δέχτηκαν πυρά από τους τοξότες και τους σφενδονήτες και δεν κατόρθωσαν να απαντήσουν. Ο Πύρρος έστειλε Αθαμανούς, Αχαρνείς και Σαμνίτες πεζικάριους να διώξουν τους Ρωμαίους από το δάσος, τους οποίους αντιμετώπισε το ρωμαϊκό ιππικό. Και οι δύο πλευρές αποσύρθηκαν το σούρουπο χωρίς να έχουν σημειώσει πρόοδο.Την επόμενη μέρα συνεχίστηκε η σύγκρουση ανάμεσα στη φάλαγγα και τη λεγεώνα, μέχρι τη στιγμή που οι ελέφαντες, υποστηριζόμενοι από το ελαφρύ πεζικό, έσπασαν τις ρωμαϊκές γραμμές. Ταυτόχρονα ο Πύρρος διέταξε τη Βασιλική Φρουρά να εφορμήσει, σφραγίζοντας τη νίκη του.
Από τη μάχη αυτή προέκυψε η έκφραση «Πύρρειος νίκη» που περιγράφει μια επιτυχία με αβάσταχτα μεγάλο κόστος, αφού ο Πύρρος έχασε μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, καθώς και πολλούς φίλους και στρατηγούς του.
ι. Σικελική εκστρατεία (279)
Οι Καρχηδόνιοι πολιορκούσαν εκείνη την περίοδο τις Συρακούσες από στεριά και θάλασσα, λεηλατώντας παράλληλα τη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Πύρρο εν μέρει εξαιτίας των συγγενικών του δεσμών με τον παλαιό ηγεμόνα τους, τον Αγαθοκλή. Αφού απέπλευσε από τον Τάραντα, κατέπλευσε δέκα ημέρες μετά στους Λοκρούς, όπου εγκατέστησε το γιο του, Αλέξανδρο. Αφού έλαβε ενισχύσεις σε άνδρες κι από το Ταυρομένιο, έπλευσε στην Κατάνη, όπου αποβίβασε τους άνδρες του. Καθώς προέλαυνε προς τις Συρακούσες, ο στόλος του τον ακολουθούσε σε πολεμική ετοιμότητα. Φτάνοντας στην πόλη, αποκαλύφθηκε πως τριάντα καρχηδονιακά πλοία έλειπαν σε αποστολές και τα υπόλοιπα απέφυγαν τη μάχη. Έτσι έγινε αναίμακτα κύριος της πόλης. Εκεί συμφιλίωσε το Θοίνωνα και το Σωσίστρατο, δύο επιφανείς Έλληνες που αντιμάχονταν για κυριαρχία στο νησί, κερδίζοντας επιπλέον συμμάχους, στρατιώτες, εξοπλισμό αλλά και δημοτικότητα ανάμεσα στον απλό λαό. Ακολούθως άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από πολλές πόλεις του νησιού, που παραδίδονταν στα χέρια του και προσέφεραν την υποστήριξή τους στον πόλεμο.
Αρχικά κυρίευσε την πόλη της Ηράκλειας, στην οποία στρατοπέδευε φρουρά των Καρχηδονίων. Έπειτα τους Άζονες. Ενισχυμένος με άνδρες των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, έτρεψε σε φυγή τους Φοίνικες της γύρω περιοχής. Τελικά στράφηκε εναντίον της πόλης Έρυξ στα δυτικά του νησιού. Εκεί διέμενε μια σημαντική δύναμη Καρχηδονίων και εκ φύσεως η πόλη ήταν σχεδόν απόρθητη. Ο Πύρρος την πολιόρκησε με πείσμα, και μετά τη νίκη του οργάνωσε λαμπρούς αγώνες. Κατά τη διάρκεια των επόμενων εκστρατειών του σε διάφορες πόλεις (όπως η Πάνορμος), ο Πύρρος στράφηκε εναντίον των Μαμερτίνων, μιας πολυπληθούς πολεμικής φυλής βαρβάρων που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσήνης. Η προσπάθειά του ήταν επιτυχής καθώς τους νίκησε σε μάχη και κατάφερε να τους αποσπάσει πολλά από τα στρατηγικά σημεία στα οποία διατηρούσαν οχυρά.
Τελικά δημιουργήθηκε μια ισχυρή παράταξη αντιπολίτευσης εναντίον του, η οποία δεν δίστασε να απευθυνθεί στους Καρχηδόνιους και στους Μαμερτίνους για βοήθεια. Έτσι, όταν οι Ταραντίνοι και οι Σαμνίτες του έστειλαν απελπισμένο μήνυμα για βοήθεια επειδή η Ρώμη τους είχε φέρει σε δεινή θέση, ο Πύρρος χρησιμοποίησε το γεγονός ως αφορμή για να εγκαταλείψει το νησί. Καθώς όμως αναχωρούσε από τη Σικελία, ο στόλος του δέχτηκε επίθεση από τους Καρχηδόνιους, και υπέστη μεγάλες απώλειες. Κι όταν πλέον έφτασε στην Ιταλία με τους υπόλοιπους άνδρες του, αντιμετώπισε μια μεγάλη στρατιά Μαμερτίνων, που αν και δεν είχαν την αυτοπεποίθηση να τον παρασύρουν σε ανοιχτή μάχη, κατάφεραν να προκαλέσουν μεγάλη σύγχυση στο στράτευμά του.
ια. Μάχη στο Βενεβέντο (275)
Προτού επιτεθεί στους Ρωμαίους ο Πύρρος φρόντισε να αποστείλει πρέσβεις στην Ασία και στο βασιλέα της Μακεδονίας, Αντίγονο Β' Γονατά, ζητώντας ανεπιτυχώς χρήματα και στρατιώτες. Κοντά στηνπόλη Βενεβενδός (σημερινό Μπενεβέντο) είχε στρατοπεδεύσει με τους άνδρες του ένας εκ των δύο Ρωμαίων Υπάτων για τη χρονιά εκείνη, ο Μάνιος Κούριος. Ο άλλος Ύπατος βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη Λευκανία κι έτσι ο Πύρρος έστειλε εναντίον του μέρος του στρατού του, για να τον εμποδίσει να ενισχύσει τον Κούριο, τον οποίο έμεινε να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο Πύρρος. Αναχώρησε νύχτα προκειμένου να φτάσει κοντά στον εχθρό του κρυφά. Ωστόσο η πυκνή βλάστηση της περιοχής προξένησε προβλήματα στους άνδρες του, οι οποίοι τελικά έφτασαν με το φως της ημέρας, όταν ήταν πλέον κουρασμένοι και αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι.
Ως αποτέλεσμα η επίθεση αποκρούστηκε,με τον Πύρρο να χάνει τους μισούς από τους ελέφαντές του. Την επόμενη ημέρα οι Ρωμαίοι πήραν την πρωτοβουλία της επίθεσης. Η αρχική τους επίθεση, χάρις στην ευστροφία του Πύρρου και τη σθεναρή αντίσταση των Ηπειρωτών, απέτυχε. Ωστόσο ένα δεύτερο κύμα φόβισε τους ελέφαντες - πιθανώς με φλεγόμενα βέλη - κάνοντάς τους να ορμήσουν ενάντια στους Ηπειρώτες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης άτακτα και ο Πύρρος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποσυρθεί από τη μάχη.
Η ήττα αυτή σε συνδυασμό με την έλλειψη συμμάχων και πόρων για να συνεχιστεί η εκστρατεία, οδήγησε το βασιλέα της Ηπείρου στη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει τις κτήσεις του και να επιστρέψει στην πατρίδα, έπειτα από έξι χρόνια σκληρών αγώνων.
ιβ. Δεύτερη επίθεση στη Μακεδονία (274)
Τον επόμενο χρόνο, αφού προσέθεσε Γαλάτες μισθοφόρους στο στρατό του, εισέβαλε στη Μακεδονία, την οποία κυβερνούσε ο Αντίγονος Β' Γονατάς. Η εκστρατεία του πήγε αρχικά καλά και αποφάσισε να κυνηγήσει τον ίδιο τον Αντίγονο Β. Επιτέθηκε στο στρατό του σε μια στενή περιοχή, προκαλώντας σύγχυση στον αντίπαλο Καθώς οι δύο στρατοί στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Πύρρος κάλεσε ονομαστικά τους διάφορους αξιωματικούς πείθοντάς τους να συνταχθούν μαζί του. Στον Αντίγονο Β δεν έμεινε παρά η επιλογή να διαφύγει με λίγους άντρες κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα.
Ο Πύρρος είχε πλέον τον έλεγχο της Άνω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ ο Αντίγονος Β, που είχε υπό τον έλεγχό του διάφορες παραθαλάσσιες πόλεις, χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη συγκέντρωσε στρατό μισθοφόρων Γαλατών σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση. Ωστόσο ηττήθηκε σε δεύτερη μάχη, αυτή τη φορά από τον γιο του Πύρρου, Πτολεμαίο, χάνοντας κάθε ελπίδα να ανακτήσει τα εδάφη του. Ωστόσο ο Πύρρος, καταλαμβάνοντας τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αμέλησε να αποτελειώσει τον αντίπαλό του, αφήνοντάς του τον έλεγχο των παραλιακών πόλεων.
ιγ. Εκστρατεία στη Σπάρτη (272)
Το 272 π.Χ., ο Κλεώνυμος, ένας Σπαρτιάτης αριστοκρατικής καταγωγής με προσωπικά προβλήματα στην πατρίδα του, παρότρυνε τον Πύρρο να επιτεθεί στη Λακωνία. Στη Μεγαλόπολη συνάντησε Σπαρτιάτες πρεσβευτές, τους οποίους ξεγέλασε με ψεύτικες υποσχέσεις. Όταν εισήλθε στην επικράτεια της Σπάρτης άρχισε να λεηλατεί τη χώρα. Καθώς ο βασιλεύς των Σπαρτιατών Αρεύς Α' και οι στρατιώτες του απουσίαζαν στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στη Γόρτυνα, ο Πύρρος θεώρησε ότι η πόλη θα έπεφτε εύκολα. Καθυστέρησε όμως περιμένοντας το ξημέρωμα, δίνοντας χρόνο στους λίγους υπερασπιστές της πόλης να οργανωθούν και να κάνουν δύσκολη την επέλαση του εχθρού σκάβοντας ένα μεγάλο χαντάκι, εφόσον η πόλη δεν είχε τείχη.
Στη μάχη συμμετείχε ο ίδιος ο Πύρρος, ο οποίος απεγνωσμένα προσπάθησε να βοηθήσει τους άνδρες του να περάσουν το χαντάκι και τις γραμμές των Σπαρτιατών. Ωστόσο ο Ακρότατος, νεαρός γιος του Αρέως, που βασίλεψε έπειτα στη Σπάρτ (265-262), οδήγησε μια ομάδα Σπαρτιατών πίσω από τις γραμμές των επιτιθέμενων. Η ξαφνική αυτή επίθεση από τα νώτα τους, προκάλεσε σύγχυση στους στρατιώτες του Πύρρου, που συνωστίζονταν κοντά στο χαντάκι και σφάζονταν κατά κύματα. Όταν ο Ακρότατος επέστρεψε στην πόλη, οι συμπατριώτες του τού επεφύλαξαν μεγάλες τιμές.
Την επόμενη ημέρα οι επιτιθέμενοι προσπάθησαν με κάθε μέσο να γεμίσουν το χαντάκι με διάφορα υλικά, ακόμη και με τα σώματα των νεκρών. Οι αμυνόμενοι προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση, μαχόμενοι κυρίως με τη θέληση παρά με τη δύναμη. Κατά τη διάρκεια της μάχης το άλογο του Πύρρου τραυματίστηκε θανάσιμα, ρίχνοντάς τον κάτω. Μες στη γενικότερη σύγχυση ο Πύρρος διέταξε παύση των εχθροπραξιών σε μερικά σημεία, αναμένοντας πως η πόλη θα παραδιδόταν υπό όρους. Ωστόσο είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία σε έναν από τους διοικητές του Αντίγονου Β Γονατά, τον Αμινία από τη Φωκίδα, να φτάσει στην πόλη από την Κόρινθο με τους άντρες του. Λίγο μετά ο Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη με 2.000 άνδρες, αντικαθιστώντας τους αμάχους που πολεμούσαν, με εκπαιδευμένους στρατιώτες.
ιδ. Θάνατος στο Άργος (272)
Ο Πύρρος εξαπέλυσε χωρίς επιτυχία νέες επιθέσεις κατά της Σπάρτης και τελικά άρχισε να λεηλατεί τη Λακωνία με την πρόθεση να περάσει εκεί το χειμώνα. Έλαβε όμως ένα μήνυμα από το Άργος, όπου ο Αριστέας τον κάλεσε για να τον βοηθήσει να καταλάβει την εξουσία, εξουδετερώνοντας τον αντίπαλό του Αρίστιππο, που ήταν σύμμαχος του Αντίγονου Β. Σε μια από αυτές τις αψιμαχίες, κι ενώ μαχόταν κατά των Λακεδαιμονίων, ο γιος του Πύρρου από την Αντιγόνη, Πτολεμαίος, βρήκε το θάνατο από το σπαθί του Όροισσου, ενός άνδρα από τα Άπτερα της Κρήτης. Όταν τελείωσε η ο Πύρρος οργάνωσε μεγαλόπρεπη τελετή ταφής προς τιμήν του γιου του και συνέχισε την πορεία κατά του Άργους.
Φτάνοντας στην πόλη, έμαθε πως ο Αντίγονος Β βρισκόταν ήδη εκεί και δύο πρεσβείες από την πόλη τους παρακάλεσαν να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στο Άργος να τηρήσει ουδέτερη στάση. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αριστέας άφησε ανοιχτή μια από τις πύλες της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους Γαλάτες του Πύρρου να ξεχυθούν στην Αγορά. Ο Αντίγονος Β κατέφθασε έξω από τα τείχη κι έστειλε μέσα το γιο του να ελέγξει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή συνέπεσε και η άφιξη του Αρέως με 1.000 Σπαρτιάτες και Κρήτες, οι οποίοι, αφού ενώθηκαν με τους άνδρες του Μακεδόνα βασιλέα, προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση στους Γαλάτες.
Ο Πύροος έκρινε καλύτερο να διατάξει υποχώρηση, αλλά τη στιγμή εκείνη ο γιος του Έλενος άρχισε να μπαίνει στην πόλη για να βοηθήσει. Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, δημιουργήθηκε αναρχία. Ο Πύρρος, βλέποντας την δυσχερή κατάσταση, προσπάθησε να παρέμβει, αλλά δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που τρύπησε την πανοπλία του στο θώρακα. Το τραύμα αποδείχτηκε αμελητέο και τότε στράφηκε ενάντια στο στρατιώτη που του είχε επιτεθεί, αλλά η μητέρα του, όταν είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της, σήκωσε έντρομη ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε κατά του βασιλέως με τα δύο της χέρια. Ο Πύρρος έπεσε ανάμεσα στους μαχόμενους, όπου ένας στρατιώτης του Αντίγονου Β, ο Ζώπυρος, τον χτύπησε στο σαγόνι και τον αποκεφάλισε. Ο Αντίγονος διέταξε να προετοιμαστούν τα λείψανα του εχθρού του για την τελετή της ταφής και για την καύση. Όταν αργότερα εντόπισε τον πρίγκιπα Έλενο σε κακή κατάσταση και ντυμένο με κουρέλια, τον τίμησε ανάλογα με τη θέση του και του έδωσε τα λείψανα του Πύρρου για να τα μεταφέρει στην πατρίδα του.
Ο Πύρρος υπήρξε εξαιρετικός στρατηγός και πολυπράγμονας πολιτικός, αλλά φαίνεται ότι δεν είχε την ικανότητα να αξιοποιεί ορθά και έγκαιρα τις επιτυχίες του. Στην Ιταλία έχασε την ιστορικής σημασίας ευκαιρία να περιορίσει την ανάπτυξη της Ρώμης σε εποχή που δεν ήταν ακόμη υπερδύναμη, ασκώντας ένα ρόλο στη δύση ανάλογο με αυτόν του Μ.Αλεξάνδρου στην ανατολή. Παρά τις ατυχίες του, στα χρόνια του η Ήπειρος αναδείχτηκε ηγετική δύναμη του ελληνικού κόσμου και διατήρησε τη θέση αυτή για 35 χρόνια, ενώ μετά το θάνατό του παράκμασε γρήγορα και χρειάστηκαν πολλοί αιώνες μέχρι να ανακάμψει.
8.9.10. Νεοπτόλεμος Γ' Αλεξάνδρου (302 - 296)
Ο Νεοπτόλεμος Γ΄ ήταν γιος του βασιλέως Αλεξάνδρου Α΄ και της Κλεοπάτρας, πριγκίπισσας της Μακεδονίας και επομένως ήταν εγγονός του Φιλίππου Β΄, αλλά και ανηψιός της Ολυμπιάδας (που ήταν αδερφή του πατέρα του). Όταν ο πατέρας του Νεοπτόλεμου, Αλέξανδρος Α, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στην Ιταλία το 331 π.Χ., ο ίδιος ήταν βρέφος και έτσι στο θρόνο ανέβηκε ο εξάδερφός του, Αιακίδης (331-313). 313 π.Χ. Ο Αιάκίδης, μετά από εξορία τριών ετών, το 313 συγκρούστηκε δύο φορές με το Φίλιππο, αδερφό του Κάσσανδρου, και έχασε τη ζωή του κοντά στις Οινιάδες. Τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος αδερφός του Αλκέτας Β' (313-307). Το 307 π.Χ. κουρασμένοι από τη διακυβέρνηση του Αλκέτα, οι Ηπειρώτες δολοφόνησαν και εκείνον και δύο από τους γιους του και με τη βοήθεια των Ιλλυριών ανέβηκε στο θρόνο ο ανήλικος ακόμη γιος του Αιακίδη Πύρρος Α, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ιλλυρία.
Όταν ο νεαρός Πύρρος Α έγινε δεκαεπτά χρονών, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Ιλλυρία για χάρη ενός φίλου που παντρευόταν. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του οι Μολοσσοί συνωμότησαν, απέλασαν τους συμμάχους του, καταχράστηκαν την περιουσία του και το 302 π.Χ. ανακήρυξαν βασιλέα τον Νεοπτόλεμο Γ. που κυβέρνησε μόνος του έξι χρόνια, αλλά το 296 π.Χ. ο Πύρρος επανήλθε με τη βοήθεια του ελληνιστικού κράτους της Αιγύπτου. Μεγάλο μέρος του λαού πήρε το μέρος του καθώς η διακυβέρνηση του Νεοπτόλεμου Γ υπήρξε τυραννική. Τελικά οι δύο άνδρες επιφανειακά συμφώνησαν να συγκυβερνήσουν ώστε να μην οδηγηθεί η χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Κρυφά όμως, ο καθένας υπονόμευε την εξουσία του άλλου, με τη συνδρομή και των καλοθελητών που υποστήριξαν τη μία ή την άλλη πλευρά. Η τελευταία πράξη της διαμάχης τους παίχτηκε κατά τη διάρκεια κάποιων εορτασμών όπου παραβρέθηκαν και οι δύο με την ακολουθία τους. Εκεί ο Νεοπτόλεμος άδραξε την ευκαιρία να συνωμοτήσει κατά της ζωής του Πύρρου. Ωστόσο τα σχέδιά του προδόθηκαν στον αντίπαλό του, αφ' ενός από έναν υπηρέτη ο οποίος θα εκτελούσε υποτίθεται το σχέδιο, αφ' ετέρου από μία γυναίκα, τη Φαιναρέτη. Η τελευταία κρυφάκουσε το Νεοπτόλεμο να καυχιέται για το σχέδιό του στο σπίτι της αδερφής του, Καδμείας. Κρυφά λοιπόν, αποκάλυψε τη συνωμοσία στη σύζυγο του Πύρρου, την Αντιγόνη, η οποία ενημέρωσε τον άνδρα της. Κάποιες ημέρες μετά, ο Πύρρος προσκάλεσε το Νεοπτόλεμο σε δείπνο όπου και τελικά του αφαίρεσε πρώτος τη ζωή.
8.9.11. Αλέξανδρος Β' Πύρρου (272-242)
Ο Αλέξανδρος Β (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν γιος του Πύρρου Α και της Λάνασσας, κόρης του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή. Ακολούθησε τον πατέρα του, Πύρρο, στην εκστρατεία που πραγματοποίησε στην ιταλική χερσόννησο, ακθώς ένας από τους λόγους που οι σικελικές πόλεις πόλεις προσέβλεπαν στον Πύρρο, ήταν οι συγγενικοί του δεσμοί με την οικογένεια του Αγαθοκλή, και η ύπαρξη γιου με το αίμα της κόρης του Λάνασσας. Όταν ο Πύρρος πήγε στη Σικελία, για να υποστηρίξει τους κατοίκους της εναντίον των Καρχηδόνιων, ο Αλέξανδρος παρέμεινε στους Λοκρούς.
Διαδέχτηε τον πατέρα του μετά το θάνατο του στο Άργος και το 270 π.Χ. ήρθε σε σύγκρουση με τον ηγεμόνα της Ιλλυρίας Μίτυλλο. Σε μία περίσταση έντυσε μερικούς από τους άνδρες του με ιλλυρικά ρούχα και τους έβαλε να «λεηλατούν» δικές του περιοχές. Ανυποψίαστοι οι Ιλλυριοί χαλάρωσαν τις άμυνες τους κι όρμησαν και οι ίδιοι να τους μιμηθούν, θεωρώντας πως ήταν δικοί τους ανιχνευτές. Έτσι έπεσαν εύκολα θύματα των Ηπειρωτών.
Κατόπιν, όσο ο Αντίγονος Β Γονατάς ήταν απασχολημένος με νέες μάχες κατά των Πτολεμαίων, των Σπαρτιατών και τελικά των Αθηναίων (Χρεμωνίδειος Πόλεμος 267-263), ο Αλέξανδρος Β βρήκε την ευκαιρία να περάσει τα μακεδονικά σύνορα. Ένα δεύτερο έξυπνο τέχνασμα του σχετίζεται με την πολιορκία μιας καλά εξοπλισμένης πόλης, της Λευκαδίας. Φρόντισε πρώτα να πάρει τα γειτονικά οχυρά, επιτρέποντας στους φυγάδες να καταφύγουν στη Λευκαδία. Με τον τρόπο αυτό οι προμήθειες της πόλης τελείωσαν πολύ γρηγορότερα.
Ο Αντίγονος Β Γονατάς έσπευσε πίσω στη χώρα του για να αντιμετωπίσει τους Ηπειρώτες. Ωστόσο, πολλοί από τους άνδρες του τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να χάσει τόσο τα εδάφη του στην Ήπειρο, όσο και το θρόνο της Μακεδονίας. Εντούτοις, ο γιος του Αντίγονου, Δημήτριος Β Αιτωλικός, αν και ήταν ακόμη στην εφηβεία, συγκέντρωσε στρατό όσο απουσίαζε ο πατέρας του και όχι μόνο ανέκτησε τη Μακεδονία, αλλά και έδιωξε τον Αλέξανδρο Β από το θρόνο της Ηπείρου. Στον Αλέξανδρο Β προσέφεραν καταφύγιο οι Ακαρνάνες, με των οποίων τη συνδρομή, εκείνος και οι άνδρες του ανακατέλαβαν λίγο αργότερα την Ήπειρο.
Ο Αλέξανδρος νυμφεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Ολυμπιάδα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Πύρρο, τον Πτολεμαίο και τη Φθία. Μετά το θάνατό του το 242 η σύζυγός του Ολυμπιάδα Β ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους και κατάφερε να συνάψει συμμαχία με τους Μακεδόνες, προσφέροντας στο Δημήτριο Β το χέρι της κόρης της, Φθίας.
8.9.12. Πύρρος Β' Αλεξάνδρου (242-234)
Ο Πύρρος Β ήταν γιος του Αλεξάνδρου Β και της ετεροθαλούς αδελφής του Ολυμπιάδας Β, εγγονός του βασιλέως Πύρρου. Ο πατέρας του πέθανε το 242 π.Χ., όσο ακόμη ο Πύρρος και ο αδερφός του Πτολεμαίος ήταν ανήλικοι. Την κηδεμονία τους, καθώς και τη διακυβέρνηση του κράτους ανέλαβε η μητέρα τους, Ολυμπιάδα Β, η οποία σύναψε συμμαχία με το Μακεδόνα βασιλέα, Δημήτριο Β' τον Αιτωλικό, δίνοντάς του ως σύζυγο την κόρη της Φθία. Με τον τρόπο αυτό διασφάλισε τη θέση της στο θρόνο, τον οποίο διατήρησε μέχρι την ενηλικίωση των αγοριών της, οπότε και παραιτήθηκε υπέρ του γιου της Πύρρου Β'. Ωστόσο ο Πύρρος Β πέθανε νέος το 234 και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Πτολεμαίος (234-231), που πέθανε επίσης πρόωρα. Η βασίλισσα μητέρα Ολυμπιάδα Β πέθανε και αυτή από τη θλίψη της για την πρόωρη απώλεια των γιων της, κληροδοτώντας το βασίλειο της Ηπείρου στην εγγονή της, κόρη του Πύρρου Β, Δηιδάμεια Β, η οποία βασίλεψε για ένα χρόνο (231) και ήταν ο τελευταίος ηγεμόνας του Οίκου των Αιακιδών.
8.9.13. Κοινό των Ηπειρωτών (231-168)
Από τον 4ο αιώνα είχε δημιουργηθεί στην Ήπειρο το «Κοινό των Μολοσσών», του οποίου θρησκευτικό, πολιτιστικό και πολιτικό κέντρο ήταν η Δωδώνη με το περίφημο μαντείο. Απόδειξη της ύπαρξης του Κοινού των Μολοσσών έχουμε από επιγραφή που χρονολογείται το 370 π.Χ., όταν βασιλεύς των Μολοσσών ήταν ο Νεοπτόλεμος Β'. Στα χρόνια μετά το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου η μητέρα του Ολυμπιάδα, δημιούργησε ένα ομοσπονδιακό σχήμα που ονομάσθηκε «Ηπειρωτική Συμμαχία» (ή Συμμαχία των Ηπειρωτών, 336-328 πΧ) με εθελοντική σύμπτυξη Μολοσσών με Χάονες, Θεσπρωτούς και αποικίες Ηλείων (Πανδοσία, Βουχέτιον, Ελάτρεια, και Βατίαι), η οποία συνυπήρχε με τη βασιλεία. Το 297 π.Χ., αρχηγός της Συμμαχίας έγινε ο βασιλεύς Πύρρος Α (γνωστός και με το προσωνύμιο, ο Αετός της Ηπείρου). Όταν η Κέρκυρα κατακτήθηκε από τους Συρακουσίους, προσφέρθηκε στον Πύρρο, ως προίκα για το γάμο του με τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου Αγαθοκλή. Το νησί έγινε τότε και αυτό τμήμα του Κοινού των Μολοσσών. Την ίδια εποχή πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε και ο κερκυραϊκός οικισμός της Κασσιόπης για να χρησιμεύσει ως βάση για τις εκστρατείες του Πύρρου. Το νησί της Κέρκυρας παρέμεινε στη συμμαχία των Ηπειρωτών μέχρι το 255 π.Χ. όταν έγινε ανεξάρτητο μετά το θάνατο του γιου και διαδόχου του Πύρρου, Αλέξανδρου Β'.
Μετά τη δολοφονία της Δηιδάμειας Β το 231 π.Χ., οι Ηπειρώτες ανακήρυξαν δημοκρατία αντικαθιστώντας τη Συμμαχία με μια πιο διευρυμένη μορφή, το «Κοινό των Ηπειρωτών» (Κοινὸν Ἀπειρωτᾶν), που ήταν συμμαχία σε επίπεδο ομοσπονδίας των πόλεων-κρατών της Ηπείρου με πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο τη Δωδώνη.. Το Κοινό ήταν ριζοσπαστικό αυτόνομο όργανο που ασκούσε εξουσία στους Ηπειρώτες, χωρίς παρουσία βασιλέων που καταργήθηκαν εντελώς. Ήταν όργανο απολύτως δημοκρατικό με πυραμιδοειδή εξουσία και διοίκηση ενιαύσια που υπάκουε στη διευρυμένη βάση της. Η οργάνωσή του στηριζόταν στη συνένωση περισσότερων μικρών εθνών, ομάδων που συνέθεταν Ομοσπονδιακό Οργανισμό. Ήταν συγκεντρωτικό κράτος αρμόδιο για την άσκηση έσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, και υπεύθυνο για την οικονομική και τελωνειακή διαχείριση, την παραγωγή νομίσματος και τη χορηγία πολιτείας. Τότε η Ήπειρος βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο, καθώς νότια την πολιορκούσαν οι Αιτωλοί, βόρεια οι Ιλλυριοί, και στη δύση υπήρχαν οι Ρωμαίοι. Οι κυριότερες πόλεις που μετείχαν ήταν το Άργος Αμφιλοχικό, η Κασσώπη, οι Αθαμάνες, η Φοινίκη της Χαονίας, η Αμαντία και το Δυρράχιο.
Όλα τα μέλη του Κοινού είχαν κοινή υπηκοότητα ενώ η διάλεκτος που μιλούσαν ήταν η βορειο-δυτική δωρική. Ανώτατη αξίωμα του κρατικού μηχανισμού ήταν ο στρατηγός, ανώτατος άρχων εκούσιος, ο οποίος μπορούσε να εκλεγεί και δεύτερη φορά. Τη στρατηγία άσκησαν άντρες μεγάλου κύρους. Το συμβούλιό τους, η «Συνέλευση των Ηπειρωτών», που ονομαζόταν επίσης «Δήμος των Απειρωτάν» και «Εκκλησία του Δήμου», εξέλεγε τους άρχοντες, αποφάσιζε για εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα, για πόλεμο ή ειρήνη, αποστολή πρέσβεων, φοροαπαλλαγές, αλλά είχε και δικαστική εξουσία. Συμμετείχαν σ’ αυτό τα σημαντικότερα στελέχη του Κοινού ή οι ενήλικες που μπορούσαν να πολεμήσουν ή εκπρόσωποι των πόλεων στις οποίες γίνονταν οι συνελεύσεις. Σημαντικοί παράγοντες ήταν ο γραμματέας και ένας δεύτερος επώνυμος άρχων που έδινε το όνομά του στο έτος αρχής του. Η έδρα του κοινού ήταν το «βουλευτήριο» στο ιερό της Δωδώνης. Επίσης συνεδρίαζαν στη Φοινίκη της Χαονίας, η οποία εντάχθηκε αργότερα στο Κοινό των Ηπειρωτών. Άλλο σημαντικό αξίωμα ήταν οι προστάτες, οι οποίοι προέρχονταν ανά ένας από τα μεγάλα έθνη και εκπροσωπούσαν άλλους μικρότερους προστάτες μικρότερων εθνών. Το όνομά τους αναγραφόταν αμέσως μετά το όνομα του στρατηγού. Η κύρια μέριμνα τους ήταν η προστασία των κατοίκων των περιοχών τους. Υπήρχε έντονος πολιτικός βίος σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας αλλά και μέσα στις μικρότερες κοινωνικές ομάδες. Πέριξ της Ηπείρου υπήρχαν και μικρότερα Κοινά τα οποία είχαν σε λειτουργία τους δικούς τους θεσμούς: Κοινό των Βυλλιόνων (Βύλλις), Κοινό των Βαλαϊτών, Κοινό των Πρασέβων (στο Βουθρωτό).
Η εξωτερική πολιτική του Κοινού των Ηπειρωτών παρουσίασε διακυμάνσεις, καθώς παρακολουθούσε τις εξωτερικές καταστάσεις και ανάγκες και έτσι είχε περιστασιακό και συγκυριακό χαρακτήρα. Το 231 π. Χ., με την ίδρυσή του, συμμάχησε με τους Αιτωλούς. Οι Ακαρνάνες αναγκάστηκαν να στραφούν στους Μακεδόνες και ταυτόχρονα συμμάχησαν και με τους Ιλλυριούς, ο βασιλεύς των οποίων Άγρων έστειλε σε μια πόλη τους, την Μεδεώνα, 5.000 Ιλλυριούς οι οποίοι το 231 απώθησαν τους Αιτωλούς. Το 230 π. Χ., με το θάνατο του βασιλέως των Ιλλυριών Άγρωνα, βασίλευσε η χήρα του, Τεύτα, που επιτρόπευε τον ανήλικο γιο της, Πίννη. Με ισχυρό στρατό τόλμησε να χτυπήσει και να κυριεύσει ακόμη και τη Φοινίκη και κατόπιν επιτέθηκε και κατά της πόλης του Πύρρου Α΄, Αντιγόνειας. Οι Ηπειρώτες με τη βοήθεια του Κοινού των Αιτωλών και του Αχαϊκού Κοινού πέτυχαν μία συνθήκη με τους Ιλλυριούς και τους επέβαλλαν υποχώρηση από τα εδάφη που είχαν κατακτήσει.
Αλλά τα πράγματα ήταν επικίνδυνα γιατί οι Ιλλυριοί μπορούσαν να καταστρέψουν την Ήπειρο, οπότε οι Ηπειρώτες συμμάχησαν με την Τεύτα, που δραστηριοποιήθηκε με μικρά πλοία και έγινε η κυριότερη πειρατίνα της περιοχής. Έκανε επιδρομές και ενοχλούσε τους Ιταλούς εμπόρους με αποτέλεσμα να οργιστούν οι Ρωμαίοι και να στραφούν εναντίον της Ιλλυρίας. Ξέσπασε ο Α' Ιλλυρικός Πόλεμος, ένας πόλεμος δύσκολος για τους Ρωμαίους, οι οποίοι εκείνη την εποχή δεν είχαν εμπειρία σε πολέμους έξω από την Ιταλία.
Στα επόμενα χρόνια το Κοινό των Ηπειρωτών βρέθηκε στο επίκεντρο των Μακεδονικών Πολέμων μεταξύ της Μακεδονίας και της ανερχόμενης δύναμης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Το Κοινό των Ηπειρωτών παρέμεινε ουδέτερο στη διαμάχη αυτή, όμως στον Γ' Μακεδονικό Πόλεμο (172-168 π.Χ.) οι Μολοσσοί πήραν το μέρος των Μακεδόνων, ενώ οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί το μέρος των Ρωμαίων. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για την Ήπειρο, οι Μολοσσοί υποτάχθηκαν το 167 π.Χ. και 150.000 κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν, ενώ η περιοχή λεηλατήθηκε έντονα από τους Ρωμαίους. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 168 π.Χ. από τις λεγεώνες του ύπατου Αιμιλίου Παύλου, έπαψε και η ανεξαρτησία της Ηπείρου. Το 146 π.Χ. προσαρτήθηκε οριστικά με το όνομα «Παλαιά Ήπειρος» (Epirus Vetus). Η παράκτια περιοχή γνώρισε σχετική εμπορική άνθιση, ενώ η κατασκευή της Εγνατίας Οδού, έδωσε περαιτέρω ώθηση στην εμπορική και οικονομική δραστηριότητα.
8.10. Η Αθήνα κατά τη Μακεδονική Περίοδο
8.10.1. Υπερείδης (389-322)
Ο Υπερείδης ήταν πολιτικός και στρατηγός της αρχαίας Αθήνας. Πήρε ενεργό μέρος στα πολιτικά ζητήματα της πατρίδας του και τάχθηκε δίπλα στο Δημοσθένη εναντίον του Φιλίππου Β της Μακεδονίας. Κατά την επανάσταση της νότιας Ελλάδας κατά των Μακεδόνων μετά το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου, που είναι γνωστή ως Λαμιακός Πόλεμος (323-322),ο Υπερείδης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποκίνηση των συμπατριωτών του. Στην τελική μάχη της θεσσαλικής Κραννώνας, οι Αθηναίοι υπό τους Λεωσθένη και Υπερείδη ηττήθηκαν από τον Μακεδονικό στρατό του Αντίπατρου και του Κρατερού. Ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε και στη Μουνιχία τοποθετήθηκε μακεδονική φρουρά. Μετά την ήττα αυτή ο Υπερείδης κατέφυγε στο ιερό του Αιακού στην Αίγινα, όπου και τον συνέλαβαν. Η παράδοση λέει ότι έκοψε τη γλώσσα του με τα δόντια του για να μην αναγκαστεί να προδώσει. Ο σπουδαιότερος λόγος του ήταν ο Επιτάφιος για εκείνους που έπεσαν στο Λαμιακό πόλεμο.
8.10.2. Δημήτριος ο Φαληρεύς (345-283)
Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς ήταν πολιτικός και περιπατητικός φιλόσοφος της αρχαίας Αθήνας. Ο Δημήτριος συνέγραψε πολλά συγγράμματα, που δεν διασώθηκαν. Ως ρήτορας εισήγαγε στη ρητορική τέχνη το ασιατικό ύφος.Ήταν μαθητής του Θεόφραστου της Ερέσου. Λόγω της ρητορικής του ικανότητας απόκτησε στην Αθήνα μεγάλη επιρροή, και διορίσθηκε από τον βασιλέα Κάσσανδρο «επιστάτης» των Αθηναίων», θέση που διατήρησε επί δέκα χρόνια (317-307 π.Χ.). Στο διάστημα αυτό υπηρέτησε επάξια την πόλη, αυξάνοντας τα έσοδα της Αθήνας και αλλάζοντάς της μορφή με τις καλαίσθητες διακοσμήσεις του. Στα χρόνια του διακρίθηκε στους δραματικούς αγώνες ο Μένανδρος ο Κηφισεύς μεταλλάσσοντας το θεατρικό είδος σε κωμωδίες ηθών. Οι Αθηναίοι για να τον ευχαριστήσουν έστησαν προς τιμήν του 360 ανδριάντες, έναν για κάθε μέρα του έτους. Το 307 π.Χ. και μετά την κατάληψη της Αθήνας από τον Δημήτριο Α' τον Πολιορκητή έφυγε για την Αλεξάνδρεια για να γλυτώσει από την θανατική ποινή που του επέβαλαν οι Αθηναίοι. Εκεί τον υποδέχτηκε ο Πτολεμαίος Α' με μεγάλες τιμές και του ανέθεσε την ίδρυση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπου έθεσε τα θεμέλια της γραμματικής και της κριτικής φιλολογίας και βοήθησε με τις συμβουλές του στη μετάφραση των ιερογλυφικών χρονικών της Αιγύπτου και των απόκρυφων ιουδαϊκών βιβλίων. Εξορίστηκε από τον Πτολεμαίο Β' (διάδοχος του Πτολεμαίου Α') και κατέφυγε στην Άνω Αίγυπτο, όπου πέθανε το 283 π.Χ. από τσίμπημα φιδιού.
Στο διάστημα της παραμονής του στην Αίγυπτο έγινε η Μάχη της Ελάτειας (300 π.Χ.) όπου οι Αθηναίοι νίκησαν βασιλέα της Μακεδονίας τον Κάσσανδρο, και το 296 ο Δημήτριος Α Πολιορκητής κυρίευσε την Αθήνα και νίκησε τους Σπαρτιάτες, αλλά έχασε τις κτήσεις του στην Ασία από τους Πτολεμαίο και Σέλευκο, για να γίνει τελικά βασιλεύς της Μακεδονίας το 294.
8.10.3. Χρεμωνίδης Ετεοκλέους
O Χρεμωνίδης, γιος του Ετεοκλή, ήταν Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Με πρόταση του στην Εκκλησία του Δήμου δημιουργήθηκε αντι-Μακεδονική συμμαχία ανάμεσα στην Αθήνα, τη Σπάρτη και την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο και κηρύχτηκε πόλεμος ενάντια στον Αντίγονο Γονατά που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος πόλεμος ( 267 - 262 π.Χ.) Με τη βοήθεια του Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου η συμμαχία κατάφερε να πετύχει νίκες στη θάλασσα αλλά σε επιχειρήσεις στην ξηρά επικράτησε ο Μακεδονικός στρατός. Η Αθήνα πολιορκήθηκε και αναγκάστηκε να παραδοθεί το 262 π.Χ. Ο Χρεμωνίδης και ο αδελφός του, Γλαύκων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Εκεί ο Χρεμωνίδης έγινε ναύαρχος του Αιγυπτιακού στόλου και ο αδερφός του ιερέας. Ο Χρεμωνίδης ήταν επίσης στωικός φιλόσοφος, ενταγμένος στη φιλοσοφική σχολή του Ζήνωνα και των οπαδών του.
8.10.4. Η πολιτική παρακμή της Αθήνας
Ο Λαμιακός και ο Χρεμωνίδιος Πόλεμος ήταν οι τελευταίες αναλαμπές της Αθήνας στη διεθνή πολιτική σκηνή. Στα επόμενα χρόνια η πολιτική παρακμή της Αθήνας είναι εμφανής και από τη δουλική συμπεριφορά των κατοίκων της απέναντι στους Ρωμαίους. Εντούτοις η Αθήνα διατήρησε επί πολλούς αιώνες ακόμη την αίγλη της ως πολιτιστικής πρωτεύουσας του αρχαίου κόσμου, την οποία σεβάστηκαν και εξωράισαν οι Ρωμαίοι ύπατοι και αυτοκράτορες, παραχωρώντας κάποιο βαθμό διοικητικής αυτονομίας και καθιστώντας την, στα χρόνια της Ρωμαϊκής ειρήνης που ακολούθησαν, ένα από τους πλέον ευχάριστους τόπους διαμονής του αρχαίου κόσμου.
Το χρονολόγιο των γεγονότων της περιόδου αυτής έχει ως εξής:
-201 π.Χ. Οι Αθηναίοι φοβερίστηκαν από το Φίλιππο E και ζήτησαν τη βοήθεια των Ρωμαίων
-170 Στην Αθήνα κατασκευάστηκε η Στοά του Ευμένους
-145 Κατασκευάστηκε η Στοά του Αττάλου στην Αθήνα (δωρεά του Άτταλου Β της Περγάμου)
-104 Σοβαρές ταραχές ξέσπασαν στην Αθήνα από τους δούλους
-102 Ολιγαρχική μεταρρύθμιση στην Αθήνα,
-88 π.Χ. Η Αθήνα συμμάχησε με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Πόντου κατά των Ρωμαίων.
-86 π.Χ. Ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας κατέλαβε και λεηλατησε, ύστερα από ετήσια πολιορκία την Αθήνα και τον Πειραιά, τον οποίο υπερασπίστηκε ο Αρχέλαος, στρατηγός του Μιθριδάτη ΣΤ. Οι ήττες του Αρχέλαου σε μάχες στη Χαιρώνεια και Ορχομενό, ανάγκασαν τον Μιθριδάτη να συνάψει το 84 συνθήκη ειρήνης.
-48 π.Χ. Ο Ιούλιος Καίσαρ μετά τη μάχη των Φαρσάλων, φέρθηκε με επιείκεια και παραχώρησε ειδικό καθεστώς αυτονομίας στους Αθηναίους, παρά τη βοήθεια που έδωσαν στον Πομπήιο, λόγω της έντονης πνευματικής κίνησης που υπήρχε σ' αυτή. Η Αθήνα συνέχισε να συγκεντρώνει σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων της εποχής ενώ αργότερα πολλοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες απέκτησαν κατοικίες στην πόλη.
8.11. Η Σπάρτη κατά τη Μακεδονική Περίοδο
Η παράλληλη με την Αθήνα πολιτική παρακμή της Σπάρτης συνέβη στα χρόνια που την εξουσία είχαν οι εξής βασιλείς:
8.11.1. Άγις Γ΄ Αρχιδάμου (338-330)
Ο Ευρυποντίδης Άγις Γ΄ ήταν γιός του βασιλέως Αρχίδαμου Γ΄. ανέβηκε στο θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του,το 338.Ο Άγις υπήρξε ο ηγέτης της αντιστάσεως εναντίον της Μακεδονικής κυριαρχίας,τον καιρό που ο Μ.Αλέξανδρος συνέχιζε την εκστρατεία του στην Ασία.Αναζητώντας χρήματα και συμμάχους ήρθε σε συνεννόηση με τους Πέρσες σατράπες Φαρνάβαζο και Αυτοφραδάτη,οι οποίοι με κέντρο την Χίο προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την περσική κυριαρχία στην περιοχή του Αιγαίου και στις πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας.Ο Άγις συναντήθηκε μαζί τους στην Σίφνο,τη στιγμή που συνέβη η περσική ήττα στην Ισσό (333 π.Χ.).Αφού πήρε 30 αργυρά τάλαντα από τον Αυτοφραδάτη και 10 πλοία,τα έστειλε στον αδερφό του Αγησίλαο.Ο ίδιος παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στα νησιά του Αιγαίου βοηθώντας τους Πέρσες να διατηρήσουν σε αυτά την κλονισμένη κυριαρχία τους.Η Αντιμακεδονική εξέγερση ξέσπασε στην Πελοπόννησο το 332,όταν ο Αντίπατρος ήταν αποσχολημένος με την καταστολή άλλης εξέγερσης στη Θράκη.Ο Άγις Γ κατόρθωσε να σημειώσει κάποιες τοπικές επιτυχίες και να συνενώσει στην Αντιμακεδονική Σταυροφορία το σύνολο των Πελοποννήσιων πλήν των Παλληνέων,των Αρείων και των Μεγαλοπολιτών,που έμειναν πιστοί στους Μακεδόνες.Αλλά το κίνημά του δεν είχε καμία απήχηση στους άλλους έλληνες. Ενώ ο στρατός του πολιορκούσε την Μεγαλόπολη,ο Αντίπατρος εισέβαλε στην Πελοπόννησο.
Σε μία σφοδρή μάχη που έγινε κοντά στην πόλη (Φθινόπωρο του 331) οι Σπαρτιάτες,παρά την ανδρεία με την οποία πολέμησαν, νικήθηκαν από τις διπλάσιες μακεδονικές δυνάμεις και ο ίδιος ο Άγις σκοτώθηκε.Τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Ευδαμίδας Α΄ Αρχιδάμου (330-305).
8.11.2. Αρεύς Α΄ Ακρότατου (309-265)
Ο Αγιάδης Αρεύς Α βασίλεψε επί 44 συνεχή έτη, από το 309 π.Χ. έως το 265 π.Χ.. Διαδέχθηκε στο θρόνο τον παππού του Κλεομένη Β. Ο Αρεύς ήταν ικανότατος στρατηγός, είχε ηγηθεί των ενωμένων δυνάμεων των Λακεδαιμονίων και άλλων Ελλήνων κατά του Αντιγόνου Β Γονατά. Το 272 π.Χ. όταν ο Αρεύς απουσίαζε με τον στρατό του στην Κρήτη προκειμένου να βοηθήσει σε αγώνες τους εκεί εμπλεκομένους Γορτυνίους έμαθε περί της εισβολής του βασιλέως της Ηπείρου Πύρρου Α την Λακωνία με 25.000 στρατιώτες, 2.000 ιππείς και 24 ελέφαντες. Ο Πύρρος Α πολιόρκησε την Σπάρτη, στην οποία οι κάτοικοι είχαν σκάψει γύρω της μια τάφρο για να την υπερασπίσουν αφού η πόλη δεν είχε τείχη. Την δεύτερη μέρα της πολιορκίας επέστρεψε ο Αρεύς Α με 2.000 στρατιώτες και με την βοήθεια των Κορινθίων έδιωξε τον Πύρρο Α από την Λακωνία. Ο Αρεύς έλαβε επίσης μέρος στον Χρεμωνίδειο πόλεμο όταν επιστρέφοντας απ΄ αυτόν έπεσε σε μία συμπλοκή κοντά στη Κόρινθο. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Ακρότατος Αρέως (265-262) και εκείνον ο ανήλικος γιος του Αρεύς Β Ακρότατου (262-254), που είχε Επίτροπο τον Λεωνίδα Β Κλεωνύμου και ουσιαστικά δεν βασίλεψε αφού πέθανε σε μικρή ηλικία.
8.11.3. Αρχίδαμος Δ΄ Ευδαμίδα (305-275)
Ο Ευρυποντίδης Αρχίδαμος Δ΄ ήταν γιος του Ευδαμίδα Α και εγγονός του Αρχίδαμου Γ΄. Υπερασπίστηκε με γενναιότητα τη Σπάρτη κατά την επιδρομή του Δημητρίου του Πολιορκητή, που επιτέθηκε εναντίον της το 295 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Ευδαμίδας Β Αρχίδαμου Δ (275-244).
8.11.4. Άγις Δ΄ Ευδαμίδα (244-241)
Ο Ευρυποντίδης Άγις Δ΄ ήταν γιός του βασιλέως Ευδαμίδα Β΄ (275-244). Διαδέχτηκε τον πατέρα του σε ηλικία 20 χρονών (244). Εκείνη την εποχή,η Σπάρτη είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο,καθώς οι πολίτες είχαν περιοριστεί σε 700 (από τους 7000) κατοίκους, πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν 100, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει και την ιδιοκτησία της γης, οι περισσότεροι βαρύνονταν με μεγάλα χρέη και η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης είχε εκμηδενιστεί. Ο Άγις Δ για να διορθώσει το κακό σχεδίασε μία τολμηρή αγροτική και κοινωνική μεταρρύθμιση. Κατάργησε τα χρέη, πρότεινε αναδιανομή της γης, να γίνουν σπαρτιάτες όσοι περιόικοι το επιθυμούσαν και να ξαναγυρίσει η Σπάρτη στους νόμους του Λυκούργου. Ο ίδιος έδωσε το παράδειγμα παραχωρώντας όλη την περιουσία του στην πολιτεία. Ωστόσο από τα μέτρα που σχεδίασε τελικά έγινε μόνο η απόσβεση χρέων. Οι αντίπαλοί του, επωφελημένοι μίας απουσίας του,τον εκθρόνησαν και όταν επέστρεψε τον στραγγάλισαν μαζί με την μητέρα του, Αγισιστράτη και τη γιαγιά του Αρχιδάμεια. Τον διαδέχθηκε ο νεογέννητος γιός του Ευδαμίδας Γ΄ Άγιδος (241-228).
8.11.5. Λεωνίδας Β΄ Κλεωνύμου (254-236)
Ο Αγιάδης Λεωνίδας Β (="γιος του Λιονταριού", "σαν-Λιοντάρι"), ανατράφηκε στην Περσική Αυλή, και σύμφωνα με τη «Ζωή του Άγι Δ΄» του Πλούταρχου, παντρεύτηκε την Κρατησίκλεια, κόρη του Σέλευκου Α΄ Νικάτορα από την Περσίδα σύζυγό του Απάμα. Στο χρονικό διάστημα 262 - 254 π.Χ. ήταν Επίτροπος του βασιλέως Άρεως Β΄, γιου του Ακρότατου, που πέθανε σε μικρή ηλικία, οπότε την εξουσία ανέλαβε μόνο του ο Λεωνίδας.
Ο Λεωνίδας Β΄ αντέκρουσε τις επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις του Ευρυποντίδη συμβασιλέα Άγι Δ΄ Ευδαμίδα. Ο περσικής-επιρροής τρόπος ζωής του, η μη Σπαρτιάτισσα σύζυγός του και τα μισό-Σπαρτιατικά παιδιά του έγιναν θέματα πολεμικής από τον έφορο Λύσανδρο, τον Άγι Δ΄ και τους υποστηρικτές τους. Ο έφορος Λύσανδρος ισχυρίστηκε ότι είχε δει ένα σημάδι από τους θεούς εναντίον του Λεωνίδα Β, και ο Λεωνίδας αυτοεξορίστηκε για να αποφύγει τη δίκη. Κατά την απουσία του, ο Λεωνίδας καθαιρέθηκε από το θρόνο και αντικαταστάθηκε από τον γαμπρό του Κλεόμβροτο Β΄ (242-236), σύζυγο της κόρης του Χιλώνιδας, η οποία παρέμεινε αξιοσημείωτα πιστή στον πατέρα της, τον οποίο ακολούθησε στην εξορία, και στη συνέχεια στον σύζυγό της τον οποίο επίσης ακολούθησε στην εξορία όταν ο πατέρας της επέστρεψε στην εξουσία.
8.11.6. Αρχίδαμος Ε΄ Ευδαμίδα (228-227)
Ο Ευρυποντίδης Αρχίδαμος Ε΄ ήταν γιος του βασιλέως Ευδαμίδα Β΄ (275-244) και της Αγησιστράτης και μέσω αυτού εγγονός του Αρχιδάμου Δ΄, από τον οποίο πήρε το όνομά του. Όταν ο αδερφός του Άγις Δ΄ δολοφονήθηκε το 241 π.Χ., κατέφυγε στη Μεσσηνία. Το 228 μετά το θάνατο του γιου του Άγι Δ΄ Ευδαμίδα Γ΄ (241-228), κλήθηκε πίσω στη Σπάρτη από τον Βασιλέα Κλεομένη Γ' της δυναστείας των Αγιαδών, για να συμβασιλεύσει ως εκρόσωπος της οικογένειας των Ευρυποντιδών. Δολοφονήθηκε λίγο αργότερα, πιθανώς από τον Κλεομένη Γ. Τον διαδέχτηκε ο Αγιάδης Ευκλείδας γιος του Λεωνίδα Β (227-222) που (αν και Αγιάδης) ήταν ο τελευταίος της σειράς των Ευρυποντιδών βασιλέων της Σπάρτης.
8.11.7. Κλεομένης Γ΄ Λεωνίδα (260-219, βασ.236-219)
Ο Αγιάδης Κλεομένης Γ ήταν γιος του βασιλέως της Σπάρτης, Λεωνίδα Β, πήρε το θρόνο όταν ο πατέρας του πέθανε το 236 π.Χ. και βασίλεψε μέχρι το 219 π.Χ. Νυμφεύτηκε σε ηλικία 18 ετών την Αγιάτιδα, χήρα του Ευρυποντίδη βασιλέα Άγι Δ΄,και απέκτησαν μαζί ένα γιο, που πέθανε στην Αίγυπτο μαζί με τη γιαγιά του Κρατησίκλεια.
Συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του Άγι Δ', προσπαθώντας να αποκαταστήσει την Σπάρτη στη θέση της μεγάλης δύναμης της Πελοποννήσου, που ήταν παλιότερα. Αναμόρφωσε τα συσσίτια και το στρατό, μοίρασε τη γη στους ακτήμονες Σπαρτιάτες και επανέφερε τον αυστηρό τρόπο ζωής των νέων. Εναντίον του συνασπίστηκαν οι δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας και οι Μακεδόνες του Αντίγονου Δώσοντα. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν που είναι γνωστές ως Κλεομένειος πόλεμος, οι δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας και των Μακεδόνων επικράτησαν στη Μάχη της Σελλασίας το 222 π.Χ. Τελικά κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια, όπου και αυτοκτόνησε το 219 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο Αγησίπολις Γ (219-215) και εκείνον ο Ευρυποντίδης Λυκούργος (215-210).
8.11.8. Πέλοπας Λυκούργου (210/207-206)
Ο Πέλοπας ήταν ο προτελευταίος βασιλεύς της αρχαίας Σπάρτης. Καταγόταν από τον οίκο των Ευρυποντιδών και ήταν γιος του Λυκούργου, τον οποίο διαδέχτηκε τυπικά, διότι ήταν ανήλικος. Την εξουσία άσκησε ο Μαχανίδας, ο οποίοςσκοτώθηκε στην μάχη της Μαντίνειας το 207 π.χ. . Ο Πέλοπας ήταν και πάλι ανήλικος και την εξουσία ανέλαβε ως επίτροπος ο Νάβις. Το 206 π.χ. ο Νάβις παραγκώνισε τον Πέλοπα επέβαλε τυραννία και αργότερα έγινε βασιλεύς.
8.11.9. Μαχανίδας τύραννος (210-207)
Ο Μαχανίδας, άγνωστου πατέρα και μητέρας, έγινε τύραννος της αρχαίας Σπάρτης από το 210 π.Χ. έως το 207 π.Χ. ως Επίτροπος του ανήλικου Πέλοπα, γιου του βασιλέως Λυκούργου, σε μία περίοδο ακαταστασίας, κατά την οποία η σειρά διαδοχής των νόμιμων Ευρυποντιδών και Αγιάδων βασιλέων είχε διαταραχθεί. Στον πρώτο μακεδονικό πόλεμο, ο Μαχανίδας ήταν με το πλευρό των Αχαιών κατά του Φίλιππου Ε΄. Το 209 π.Χ., επιτέθηκε και κατέλαβε την Τεγέα, και το 208 π.Χ. επιτέθηκε στο Άργος κατά τη διάρκεια της ολυμπιακής ειρήνης, παραβιάζοντας την. Νικήθηκε στη Μάχη της Μαντίνειας το καλοκαίρι του 207 π.Χ. από τον Φιλοποίμενα, ο οποίος τον φόνευσε στη μάχη.
8.11.10. Νάβις Δημάρατου τύραννος (207-192)
Ο Νάβις (γενική Νάβιδος ή Νάβιος) καταγόταν από την βασιλική οικογένεια των Αγιαδών και ήταν γιος του Δημάρατου. Σύζυγος του ήταν η Αγαπήνα (ή Απήγα ή Απία ) ανιψιά του παλαιού τυράννου του Άργους Αριστομάχου συμμάχου και φίλου του Κλεομένη Γ΄. Ο Νάβις αρχικά ήταν επίτροπος του ανήλικου Πέλοπος γιου του Λυκούργου, μετά τον Μαχανίδα, που σκοτώθηκε στη Μάχη της Μαντίδειας από τον Φιλοποίμενα κατά την εισβολή του στην Λακωνία. Το 207 π.χ. παραγκώνισε τον Πέλοπα και κατέλαβε την εξουσία ανακηρύσσοντας τον εαυτό του βασιλέως, με την βοήθεια μισθοφορικών στρατευμάτων και αφού πρώτα αντιμετωπίστηκε η επίθεση του Φιλοποίμενα. Ο Νάβις αναλαμβάνοντας την εξουσία απελευθέρωσε πολλούς είλωτες και περοίκους, έκανε αναδιανομή της γης και εξόρισε τους πλούσιους ολιγαρχικούς δημεύοντας τις περιουσίες τους.
Σύναψε συμμαχία με τον Φίλιππο Ε΄ ο οποίος του έδωσε σαν δώρο το Άργος. Ο Νάβις παίρνοντας το Άργος επέβαλε και εκεί τα ίδια μέτρα, διώχνοντας τους ολιγαρχικούς και μοιράζοντας την περιουσία τους. Το 196 π.χ. η Ρώμη μετά την νίκη της επί του Φιλίππου Ε, κήρυξε τον πόλεμο στην Σπάρτη η οποία ήταν χωρίς συμμάχους, και επικήρυξε τον Νάβιδα. Ο Ρωμαϊκός στρατός με την βοήθεια πολλών Ελληνικών πόλεων, πολιόρκησε αρχικά το Γύθειο το οποίο παραδόθηκε, και έπειτα πολιόρκησε την ίδια την Σπάρτη, Το 195 π.Χ. τα τείχη της Σπάρτης (που είχαν χτιστεί στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα) δεν άντεξαν και ο Ρωμαϊκός στρατός εισέβαλε στην πόλη. Τότε ο Νάβις ζήτησε σύναψη συμφωνίας με τους Ρωμαίους οι οποίοι δέχτηκαν αλλά οι όροι τους ήταν δυσμενείς για τον Νάβιδα. Τα όρια του κράτους του περιορίστηκαν σε ένα μικρό κομμάτι γύρω από την πόλη αφού αποσπάσθηκαν 24 παραλιακές πόλεις συγκροτώντας το Κοινό των Ελευθερολακώνων.
Το 192 π.χ. ο Νάβις προσπάθησε να ανακαταλάβει κάποια από τα εδάφη που είχε χάσει, κατακτώντας το Γύθειο. Εναντίον του Νάβιδα κινήθηκε ο Φιλοποίμην ο οποίος είχε νικήσει άλλες δυο φορές τον Νάβιδα σε μάχη, το 201 π.χ. στην Μεσσηνία και το 200 π.χ. στην Αρκαδία. Σε αποφασιστική μάχη που έγινε στη Βαρβοθένη ο Νάβις συντρίφτηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε από τους Αιτωλούς που είχαν συμμετάσχει στην μάχη με τον Φιλοποίμενα. Μετά τον θάνατό του Η Σπάρτη εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και ακολούθησε την τύχη της μέχρι την υποταγή στους Ρωμαίους το 146 π.Χ.
8.12. Αιτωλική Συμπολιτεία (370-189)
Οι Αιτωλοί, κατά το πλείστον δωρικής καταγωγής, μέχρι τα μακεδονικά χρόνια δεν είχαν παρακολουθήσει την πολιτιστική ανάπτυξη των άλλων Ελλήνων. Ο πολιτισμός τους υπήρξε φτωχός και οι κάτοικοι της Αιτωλίας ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, χωρίς τείχη. Από τα ομηρικά έπη προκύπτει ότι έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά καμιά πόλη τους δεν υπήρξε ιδιαίτερα αξιοσημείωτη. Ως δύναμη εμφανίζονται στις ιστορικές πηγές μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οπότε άρχισαν να υπερασπίζονται τον τόπο τους από επιθέσεις των άλλων πόλεων. Το 279 π.Χ. κέρδισαν λάμψη μετά την επιτυχημένη υπεράσπιση του Μαντείου των Δελφών απέναντι στη γαλατική εισβολή που είχε λάβει χώρα το ίδιο έτος απειλώντας τον ελληνισμό. Ως αποτέλεσμα απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν στην Αμφικτιονία των Δελφών και οργανώθηκαν σε Συμπολιτεία με πρωτεύουσα το Θέρμο.
Η Αιτωλική Συμπολιτεία ήταν ένα ομοσπονδιακό κράτος, που δημιουργήθηκε από τη σύναψη πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας των πόλεων-κρατών της Αιτωλίας στην κεντρική Ελλάδα. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η Ισοπολιτεία και ταυτόχρονα η Αυτονομία των μελών της. Σκοπός της ήταν άσκηση αντιπολίτευσης στη Μακεδονία και στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το 290 π.Χ. προσάρτησε τους Δελφούς και συνέχισε να επεκτείνεται εδαφικά. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. έλεγχε το σύνολο της κεντρικής Ελλάδας εκτός από την Αττική. Στο απόγειο της ακμής της, περιλάμβανε τη Λοκρίδα, τη Μαλίδα, τους Δόλοπες, μέρος της Θεσσαλίας, τη Φωκίδα και την Ακαρνανία. Αργότερα με τη Συμπολιτεία ενώθηκαν και άλλες απομακρυσμένες πόλεις, όπως για παράδειγμα η Κυδωνία στο νησί της Κρήτης.
8.12.1. Διοικητικό σύστημα
Η Αιτωλική Συμπολιτεία είχε εξελιγμένο πολιτικό και διοικητικό σύστημα, ενώ τα στρατεύματά τους ήταν εφάμιλλα των άλλων κρατών-πόλεων. Στην κοινωνική πυραμίδα οι ευγενείς βρίσκονταν στην κορυφή, ωστόσο επρόκειτο κυρίως για μια κοινωνία αγροτών και βοσκών. Τα μέλη της διέθεταν κοινό στρατό, κοινούς νόμους και ασκούσαν κοινή εξωτερική πολιτική. Επίσης συμφωνούσαν για θέματα οικονομικής πολιτικής, φορολογίας, διέθεταν κοινό νόμισμα και χρησιμοποιούσαν κοινά μέτρα και σταθμά. Τέλος επιτρεπόταν στους Αιτωλούς η απόκτηση γης και κατοικίας οπουδήποτε εντός της αιτωλικής επικράτειας, αλλά και η σύναψη γάμου μεταξύ δύο ατόμων από οποιαδήποτε πόλη της συμπολιτείας.
Η Συμπολιτεία είχε τη μορφή κοινοπολιτείας, που την . διοικούσε ένα συμβούλιο στο οποίο οι επιμέρους πόλεις-κράτη αντιπροσωπεύονταν ανάλογα με τη συνεισφορά τους στον κοινό της στρατό κι από ένα μικρότερο εσωτερικό συμβούλιο, αντίστοιχο με το υπουργικό σώμα της κυβέρνησης στη σύγχρονη εποχή. Ανώτατος άρχων της Συμπολιτείας ήταν ο Στρατηγός, ο οποίος επέβλεπε τις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, διαθέτοντας πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Οι άρχοντες της Συμπολιτείας εκλέγονταν κατά τη διάρκεια των «Θερμικών», μια εκδήλωση πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, που διεξαγόταν λίγο μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Σε αυτήν συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, που συγκεντρώνονταν στην πόλη του Θέρμου. Μια δεύτερη συνέλευση λάμβανε χώρα ετησίως την άνοιξη και ήταν γνωστή ως «Τα Παναιτωλικά», που πραγματοποιούνταν σε διαφορετικές πόλεις της Συμπολιτείας και είχε θεσμοθετηθεί έτσι ώστε πολλές φορές να συμπίπτει η σύνοδος αυτή με τη συγκέντρωση του στρατού για επερχόμενη εκστρατεία. Ο στρατός των Αιτωλών σχεδόν ποτέ δεν προσλάμβανε μισθοφόρους` αντίθετα ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι Αιτωλοί να προσλαμβάνονται ως μισθοφόροι από άλλα ελληνιστικά κράτη.
8.12.2. Σύγκρουση με τη Μακεδονία και τη Ρώμη
Κατά το Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200-196), η Αιτωλική Συμπολιτεία υποστήριξε τη Ρώμη στις μάχες της κατά του Φιλίππου Ε' της Μακεδονίας. Εντούτοις, μετά τη συνθηκολόγηση του βασιλέως και την αποδοχή των όρων της σχετικής συνθήκης ειρήνης, οι Αιτωλοί παρέμειναν δυσαρεστημένοι. Αποφάσισαν να διεκδικήσουν περιοχές που είχαν καταλάβει οι Μακεδόνες, αλλά στο παρελθόν βρίσκονταν στη δική τους σφαίρα επιρροής. Αν και οι υπόλοιπες πόλεις αποδέχτηκαν τους όρους που έθεσαν οι Ρωμαίοι, οι Αιτωλοί εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους και κατόπιν απέστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να υπερασπιστούν τις θέσεις τους. Μετά την αποτυχία της αποστολής, η Συμπολιτεία αποφάσισε να προσπαθήσει να διώξει τους Ρωμαίους από την Ελλάδα. Ωστόσο απέτυχαν να κερδίσουν την υποστήριξη των άλλων ελληνικών πόλεων κι έτσι στράφηκαν στο Νάβι, τύραννο της Σπάρτης, και στον Αντίοχο Γ' το Μέγα, ηγεμόνα των Σελευκιδών. Ο τελευταίος είχε ήδη αρχίσει να πραγματοποιεί εκστρατείες σε ευρωπαϊκά περιοχές, κοντά στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, διεκδικώντας τα εδάφη που κάποτε κυβερνούσαν οι πρόγονοί του.
Το 192 π.Χ. στα πλαίσια του Αντιοχικού Πολέμου (192-189), ο Αντίοχος Γ έφτασε στην ηπειρωτική Ελλάδα, συμπαρασύροντας στο στρατόπεδό του κι άλλες πόλεις εκτός από τους Αιτωλούς. Με τα στρατεύματά του κατέλαβε το νησί της Εύβοιας. Την επόμενη χρονιά οι Ρωμαίοι αναλαμβάνουν δράση, κάτι που οδήγησε στην ήττα του βασιλέως την άνοιξη στις Θερμοπύλες. Ο Αντίοχος Γ κατέφυγε στη Χαλκίδα αποσύροντας ουσιαστικά την προστασία του. Οι Αιτωλοί φοβισμένοι από την έκβαση αυτή επιδίωξαν να συνθηκολογήσουν και έστειλαν πρέσβεις στη Ρώμη, αλλά η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν έδειξε καμία επιείκεια. Πρότεινε στην Αιτωλική Συμπολιτεία την επιλογή ανάμεσα στην ενσωμάτωσή της στο ρωμαϊκό κόσμο και την καταβολή υπέρογκων φόρων υποτελείας, συνοδευμένη από τον όρκο να συντάσσονται μόνο με τους συμμάχους της Ρώμης. Οι Αιτωλοί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να καταστήσουν τους όρους ευνοϊκότερους αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, μετά την οριστική ήττα του Αντίοχου, το 189 π.Χ. η Ρώμη και η Αιτωλική Συμπολιτεία υπόγραψαν συνθήκη ειρήνης.
Στην πραγματικότητα μετά από το γεγονός αυτό η Αιτωλική Συμπολιτεία υποτάχθηκε πλήρως στους Ρωμαίους εφόσον πλέον χρειάζόταν πλήρης συγκατάθεση της Συγκλήτου για οποιαδήποτε άσκηση εξωτερικής πολιτικής, καταβολή φόρων και απελευθέρωση των ομήρων. Αν και συνέχισε να υφίσταται κατ’ όνομα ποτέ δεν υπήρξε πλέον ισχυρή στρατιωτικοπολιτική δύναμη.
8.13. Αχαϊκή Συμπολιτεία (280-146)
Το πρώτο Κοινό των Αχαϊκών Πόλεων διαμορφώθηκε αρχικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ως μια συνομοσπονδία πόλεων-κρατών και απαρτιζόταν από δώδεκα πόλεις. Τελούσαν περιοδικές πανηγύρεις και θυσίες στον ιερό του Διός Ομαγυρίου (ή Ομαρίου ή Αμαρίου), στο Αίγιο, όπου έλυναν τις έριδες και ρύθμιζαν τα κοινά συμφέροντά τους. Η ομοσπονδία υπήρξε μέχρι τον 3ο π.Χ. αδύναμη και μέχρι τότε σχεδόν αμέτοχη των κοινών ελληνικών πραγμάτων. Μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338), οι περισσότερες πόλεις της άρχισαν να υποκύπτουν σε μακεδονικές φρουρές, ενώ με το τέλος του Λαμιακού πολέμου (322) καταλύθηκε.
Από το έτος 280 π.Χ. άρχισε σταδιακά να δημιουργείται η Αχαϊκή Συμπολιτεία, μια νέα ομοσπονδία αχαϊκών πόλεων κατά το πρότυπο της γειτονικής Αιτωλικής Συμπολιτείας. Πρώτες συνήλθαν η Δύμη και η Πάτρα, ενώ ακολούθησαν απομακρύνοντας τις μακεδονικές φρουρές η Τριταία και οι Φαρές και διαδοχικά το Αίγιο, η Βούρα, η Κερύνεια, η Πελλήνη, η Αιγείρα και το Λεόντιο.
Το διοικητικό σύστημα της Συμπολιτείας ήταν ένα από τα πρώιμα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν μέσω αντιπροσώπων των πόλεων στην κεντρική συνέλευση. Η ομοσπονδία εκτελούσε ετήσια σύνοδο στο Αίγιο όπου καθορίζονταν τα κοινά ζητήματα. Καταρχήν η εκτελεστική εξουσία είχε ανατεθεί σε δύο στρατηγούς και έναν γραμματέα, αλλά από το 253 π.Χ. κατέληξε σε έναν στρατηγό, σε ένα δεύτερο πολιτειακό άρχοντα, τον ίππαρχο καθώς και ένα ναύαρχο. Ο στρατηγός πλαισιωνόταν από ένα συμβούλιο δέκα ανδρών, των «δημιουργών», που αντιπροσώπευαν τις δέκα αρχικές ομόσπονδες πόλεις. Οι δημιουργοί ονομάζονταν και «συνάρχοντες» ή «πρόβουλοι». Το συμβούλιο των δέκα δημιουργών προέρχονταν σχεδόν πάντα για λόγους παράδοσης και πρωτοκαθεδρίας από πολίτες των δέκα αχαϊκών πόλεων που πρωτοσχημάτισαν το Κοινό, με συνέπεια μεγάλες πόλεις που εισήλθαν στην συμπολιτεία αργότερα να μην εκπροσωπούνται στους δημιουργούς. Στην τελική φάση η πόλη της Μεγαλόπολης φαίνεται ότι έπαιζε το σημαντικότερο ρόλο στην Συμπολιτεία.
Η Αχαϊκή Συμπολιτεία γνώρισε την πρώτη μεγάλη της επέκταση, από τον Άρατο τον Σικυώνιο που εξεδίωξε τον τύραννο της πόλης του Νικοκλέα και την ενέταξε στην συμπολιτεία. Ο Άρατος εκμεταλλευόμενος την εξασθένιση των Μακεδόνων την επέκτεινε πέρα από την αχαϊκή ενδοχώρα ώστε να περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις βόρειες πολιτείες της Πελοποννήσου. Αρχικά το 243 π.Χ. κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ στην συνέχεια προστέθηκαν τα Μέγαρα, η Τροιζήνα, η Επίδαυρος, οι Κλεωνές και η αρκαδική Μεγαλόπολη (235 π.Χ.), όταν ο Άρατος έπεισε τον τύραννο Λυδιάδα να προσχωρήσει σε αυτήν. Στην συνέχεια εκμεταλλευόμενος ο Άρατος περί το 230 π.Χ. τις συγκρούσεις Μακεδόνων και Αιτωλών και την αποχώρηση των Μακεδόνων από την Πελοπόννησο, το 229 π.Χ. εξανάγκασε τους τυράννους και άλλων πόλεων να τις εντάξουν στην συμπολιτεία (ο Ξένων της Ερμιόνης, ο Κλειώνυμος του Φλιούντος, και ο Αριστόμαχος του Άργους). Στη συνέχεια προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία η Αίγινα και το μεγαλύτερο μέρος των αρκαδικών πόλεων.
8.13.1. Σύγκρουση με Σπάρτη και Αιτωλία (229-217)
Την ίδια περίοδο η Σπάρτη είχε αρχίσει να ανακάμπτει, χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη του Γ’. Σε λίγα χρόνια ανασυστάθηκαν τα παραδοσιακά σπαρτιατικά έθιμα, ανακατανεμήθηκε η γη, απαγορεύτηκαν οι πολυτέλειες, και μεταρρυθμίστηκε ο στρατός. Η Σπάρτη σημείωσε αρκετές νίκες εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, κατάστρεψε την νέα έδρα της στην Μεγαλόπολη, και για άλλη μια φορά, κυριάρχησε στην Πελοπόννησο, καθώς αρκετά από τα μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας άρχισαν να την εγκαταλείπουν. Συγκεκριμένα μετά τη Μάχη της Δύμης κατελήφθησαν από τον Κλεομένη Γ, ο οποίος εισέβαλε και στην Αχαΐα, οι Καφυές, η Πελλήνη, το Άργος και πολλές αρκαδικές κώμες. Προσχώρησαν εκουσίως στη Σπάρτη, ο Φλιούς, οι Κλεωνές, η Επίδαυρος, η Ερμιόνη, η Τροιζήνα, ενώ οι Αχαιοί βλέποντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και αυτής της Κορίνθου ήταν φιλικά διακείμενο προς τη Σπάρτη, ανακήρυξαν τον Άρατο στρατηγό αυτοκράτορα. Ο Άρατος αναγκάστηκε να καλέσει σε βοήθεια τον Μακεδόνα βασιλέα, Αντίγονο Δώσοντα, υποσχόμενος την εκ νέου παραχώρηση της Ακροκορίνθου και την πληρωμή των εξόδων της εκστρατείας.
Ο Αντίγονος Δώσων κατήλθε με 21,400 άνδρες στον Ισθμό δια της Εύβοιας, αποφεύγοντας τις Θερμοπύλες που κατείχαν οι Αιτωλοί. Αρχικά ηττήθηκε από τον Κλεομένη Γ στο Λέχαιο, αλλά λόγω της αποστασίας των Αργείων που υποκινήθηκαν από τον Αριστοτέλη φίλο του Αράτου, ο σπαρτιατικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει για να μην εγκλωβιστεί σε διπλό μέτωπο. Ο Αντίγονος Δώσων, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, εξεδίωξε την σπαρτιατική φρουρά από την Μεγαλόπολη, και κατευθύνθηκε στο Αίγιο. Στην συνέλευση που έλαβε χώρα εκεί ανακηρύχθηκε ηγεμόνας όλων των συμμάχων από τους Αχαιούς (223 π.Χ.). Τότε εισέβαλε μαζί με τους Αχαιούς στην Αρκαδία, κατέλαβε τον Ορχομενό και την Τεγέα, και εξανδραπόδισε τους κατοίκους της Μαντινείας λόγω της αποστασίας της από την συμπολιτεία και την επανίδρυσε εκ νέου, με το όνομα Αντιγόνεια, δωρίζοντάς την στους Αργείους.
Εντωμεταξύ ο Κλεομένης Γ με την βοήθεια του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη οργάνωσε το στρατό του επανακατέλαβε και κατέσκαψε την Μεγαλόπολη την οποία εγκατέλειψαν οι κάτοικοί της για να αποφύγουν την τύχη των Μαντινέων, ενώ εισέβαλε και στην Αργολίδα. Ο Αντίγονος Δώσων το 222 π.Χ. συγκεντρώνοντας μεγάλο στράτευμα 30,000 από Μακεδόνες, Ιλλυριούς, Ακαρνάνες, Ηπειρώτες και Αχαιούς, συμμάχους και μισθοφόρους, ετοιμάστηκε για την τελική σύγκρουση που έλαβε χώρα στη Μάχη της Σελλασίας με την οριστική ήττα του Κλεομένη Γ. Ο Αντίγονος Δώσων αποκατέστησε τον μακεδονικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής.
Από το 220 π.Χ. έως το 217 π.Χ., η Αχαϊκή Συμμπολιτεία ενεπλάκη με την την Αιτωλική Συμπολιτεία σε πόλεμο, ο οποίος ονομάζεται Δεύτερος Συμμαχικός Πόλεμος. Ο νεαρός βασιλεύς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε’ ενίσχυσε τους Αχαιούς και καταδίκασε την επιθετικότητα των Αιτωλών σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο. Αφορμή για την σύγκρουση στάθηκαν οι ληστείες που πραγματοποιούσαν οι Αιτωλοί εναντίον των συμμάχων τους Μεσσηνίων, οι οποία κάλεσαν σε βοήθεια τους Αχαιούς. Ο Φίλιππος Ε τελικά κατατρόπωσε τους Αιτωλούς εισβάλλοντας στην περιοχή τους και δίνοντας τέλος σε αυτήν τη σύγκρουση.
8.13.2. Σύγκρουση με τη Ρώμη (171-146)
Μετά το θάνατο του Αράτου (213 π.Χ.), σημαντικότερος ηγέτης της συμπολιτείας αναδείχτηκε ο Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης, που είχε ήδη υπηρετήσει στη μάχη της Σελλασίας ως ίππαρχος. Το 208 π.Χ. αναγορεύτηκε στρατηγός. Καταρχάς νίκησε και φόνευσε ο ίδιος το 207 π.Χ. περί την Μαντίνεια, τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα που λεηλατούσε τις πόλεις της συμπολιτείας ως σύμμαχος των Αιτωλών. Αυτόν τον διαδέχθηκε ο Νάβις, που αποδείχθηκε χειρότερος εχθρός, σε συμμαχία με τους πειρατές της Κρήτης, οχύρωσε την Σπάρτη και την κατέστησε ορμητήριο ληστρικών επιδρομών για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατατροπώνουν τον Μακεδόνα βασιλέα Φίλιππο Ε, ενώ ο Τίτος Φλαμινίνος το 196 π.Χ. κατήλθε στην Κόρινθο όταν τελούνταν τα Ίσθμια και κήρυξε ότι παραμένουν ελεύθεροι, αφρούρητοι, αφορολόγητοι, και διοικούμενοι κατά τους πατρίους τους νόμους οι Κορίνθιοι, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Ευβοείς, οι Αχαιοί της Φθιώτιδος, οι Μάγνητες, οι Θεσσαλοί και οι Περραιβοί. Οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν περιλήφθηκαν στην διακήρυξη γιατί δεν υπόκεινταν στην μακεδονική δυναστεία.
Το 191 π.Χ. ο Νάβις επιχείρησε να καταλάβει παράλιες λακωνικές πόλεις, αλλά ηττήθηκε από το Φιλοποίμενα και θέλοντας να ζητήσει τη συνδρομή των Αιτωλών έχασε τη ζωή του, όταν οι Αιτωλοί επιδίωξαν να γίνουν κύριοι της Σπάρτης. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Αιτωλούς και να ενταχθούν οικειοθελώς στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ταυτόχρονα, οι Ρωμαίοι παρέδωσαν στην συμπολιτεία τους Μεσσήνιους και τους Ηλείους, γιατί διατέλεσαν σύμμαχοι των Αιτωλών και του Αντιόχου. Έτσι το 190 π.Χ. η Αχαϊκή Συμπολιτεία περιλάμβανε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αλλά σύντομα με την εμπλοκή των Ρωμαίων, παρουσιάστηκαν διαλυτικές τάσεις. Αρχικά Μεσσήνιοι και Σπαρτιάτες, αποτάθηκαν στη Ρώμη για να χωριστούν από τη συμπολιτεία. Οι Αχαιοί το 183 π.Χ. απέστειλαν άμεσα τον Φιλοποίμενα για να επαναφέρει τη Μεσσήνη στην συμπολιτεία. Αυτός απέκρουσε τους αποστάτες, αλλά αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε. Ο επόμενος στρατηγός Λυκόρτας ο Μεγαλοπολίτης, πατέρας του ιστορικού Πολύβιου, νίκησε τους Μεσσήνιους τιμώρησε τους αιτίους του φόνου και τους επανέφερε στη συμπολιτεία.
Κατά την Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (171 - 168 π.Χ.), οι Ρωμαίοι παρέλαβαν ομήρους από την Αχαϊκή Συμπολιτεία όπως και από άλλες ελληνικές περιοχές (Αιτωλία, Ακαρνανία και Βοιωτία), κατά βάση τους άριστους των πόλεων με την ψευδή κατηγορία ότι ήταν οπαδοί του Μακεδόνα βασιλέα Περσέα, στην ουσία για να διασφαλίσουν την καλή συμπεριφορά απέναντι στη Ρώμη. Από την Αχαϊκή Συμπολιτεία με την υπόδειξη του στρατηγού Καλλικράτη του Λεοντιέος, 1000 εκλεκτοί πολίτες κρατήθηκαν στη Ρώμη με την κατηγορία της συνεργασίας με τον Περσέα, ανάμεσα τους ο ιστορικός Πολύβιος και οι επίσης Μεγαλοπολίτες μετέπειτα στρατηγοί Κριτόλαος και Δίαιος. Μόλις μετά από 17 έτη, το 151 π.Χ. οι 300 όμηροι Αχαιοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Το 150 π.Χ. στρατηγός αναδείχθηκε ο Δίαιος, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τον προηγούμενο στρατηγό Μεναλκίδα με 3 τάλαντα, για να τον σώσει από την κατηγορία ότι θέλησε να αποσπάσει την Σπάρτη από την συμπολιτεία. Η υπόθεση υποβλήθηκε στη ρωμαϊκή βουλή, αλλά ο στρατηγός Δαμόκριτος, ένας από τους 300, επιτέθηκε αστραπιαία κατά της Σπάρτης και την επανάφερε στη συμμαχία. Ταυτόχρονα, μεσολάβησε η εξέγερση του Ανδρίσκου στη Μακεδονία (150-148 π.Χ.) με συνέπεια να έλθουν στην Ελλάδα ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Καικίλιο Μέτελλο. Το 147 π.Χ. ο Δίαιος διαδέχτηκε τον Δαμόκριτο και σε σύνοδο της συμπολιτείας στην Κόρινθο προσήλθε ο πρέσβης Αυρήλιος Ορέστης που αξίωσε για λογαριασμό της Ρώμης, ότι είναι δίκαιο όχι μόνο η Σπάρτη, αλλά και η Κόρινθος, το Άργος, η Ηράκλεια προς Οίτη και ο αρκαδικός Ορχομενός να αποσπαστούν από την συμπολιτεία. Οι πρέσβεις περιυβρίστηκαν για αυτήν τους την απαίτηση από τους εξοργισμένους συνέδρους, ενώ άκαρπη απήλθε και μία επόμενη πρεσβεία από τη Ρώμη. Ταυτόχρονα, ο νέος στρατηγός Κριτόλαος, επίσης ένας από τους 300 ομήρους, ετοιμάστηκε εντός του 146 π.Χ. και κήρυξε πόλεμο κατά της Σπάρτης, με συμμάχους τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδαίους, πολιορκώντας την Ηράκλεια, που είχε αμέσως αποστατήσει μετά την διακήρυξη του Ορέστη. Ο Μέτελλος που κατήλθε χωρίς να περιμένει ενιχύσεις συνέτριψε τον απροετοίμαστο στρατό του Κριτόλαου στη Μάχη της Σκάρφειας, ενώ ακολούθησε και η ήττα από στην Μάχη της Λευκόπετρας της Κορίνθου του επόμενου στρατηγού Δίαιου από τον Λεύκιο Μόμμιο, που κατέληξε στην καταστροφή της Κορίνθου που έμεινε έρημη για εκατό περίπου χρόνια ενώ και Αχαϊκής Συμπολιτεία διαλύθηκε.
Μετά την καταστροφή της Κορίνθου, ο Μόμμιος διέταξε την καταστροφή των τειχών των πόλεων που συμμετείχαν στον πόλεμο, τον αφοπλισμό των κατοίκων, τη διάλυση των συνεδρίων των Αχαιών, των Φωκέων και των Βοιωτών, την κατάλυση των δημοκρατικών πολιτευμάτων εισάγωντας την τιμοκρατία, απαγόρευσε την «έγκτησιν» (κτήσεις σε άλλους τόπους) και καταδίκασε τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς να πληρώσουν στην Ηράκλεια 100 τάλαντα και τους Αχαιούς στην Σπάρτη 200, επιβάλλοντας ταυτόχρονα στις πόλεις που μετείχαν στον πόλεμο και ετήσιο φόρο στη Ρώμη. Ο φόρος αυτός φαίνεται να καταργήθηκε με παρέμβαση του Πολυβίου. Η περιοχή της συμπολιτείας εξακολουθούσε να έχει μία τυπική αυτονομία υπό την επικυριαρχία της Ρώμης για κάποιο διάστημα, και τελικά μετατράπηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας επί Αυγούστου.
8.13.3. Σύνοψη των μαχών της Αχαϊκής Συμπολιτείας
Συνοπτικά οι μάχες που δόθηκαν, με τους αντίστοιχους στρατηγούς της Αχαϊκής Συμπολιτείας, παρουσιάζονται στο ακόλουθο χρονολόγιο:
243 π.Χ. Μάχη της Κορίνθου Ήττα των Μακεδόνων και κατάληψη της Κορίνθου από τους Αχαιούς (Άρατος ο Σικυώνιος - Αντίγονος Β Γονατάς).
227 π.Χ. Μάχη στο όρος Λύκαιο Ήττα των Αχαιών από τους Σπαρτιάτες (Αριστόμαχος ο Αργείος – Κλεομένης Γ).
226 π.Χ. Μάχη της Μεγαλόπολης Ήττα των Αχαιών από τους Σπαρτιάτες (Άρατος ο Σικυώνιος – Κλεομένης Γ).
226 π.Χ. Μάχη της Δύμης Ήττα των Αχαιών από τους Σπαρτιάτες (Άρατος ο Σικυώνιος – Κλεομένης Γ).
223 π.Χ. Μάχη του Λέχαιου: Ήττα των Σπαρτιατών από Αχαιούς και Μακεδόνες (Άρατος Σικυώνιος και Αντόγονος Δώσσων – Κλεομένης Γ).
222 π.Χ. Μάχη της Σελλασίας Ήττα των Σπαρτιατών από Αχαιούς και Μακεδόνες (Άρατος Σικυώνιος και Αντόγονος Δώσσων – Κλεομένης Γ).
209 π.Χ. Μάχη της Λαρισσού Ήττα Αιτωλών και Ηλείων από τους Αχαιούς (Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης – Δαμόφαντος).
208 π.Χ. Μάχη της Μαντίνειας Ήττα των Σπαρτιατών από Αχαιούς (Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης - Μαχανίδας).
201 π.Χ. Μάχη της Τεγέας Ήττα των Σπαρτιατών από Αχαιούς (Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης - Νάβις).
195 π.Χ. Μάχη του Άργους Ήττα των Σπαρτιατών από τους Ρωμαίους για λογαριασμό των Αχαιών (Αρίσταινος ο Μεγαλοπολίτης - Νάβις).
192 π.Χ. Μάχη του Γυθείου Αμφίρροπη μάχη Σπαρτιατών και Αχαιών (Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης - Νάβις).
192 π.Χ. Μάχη των Βαρβόσθενων Ήττα των Σπαρτιατών από Αχαιούς (Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης - Νάβις).
188 π.Χ. Μάχη της Σπάρτης Ήττα των Σπαρτιατών και κατάληψη της Σπάρτης από τους Αχαιούς (Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης).
183 π.Χ. Μάχη της Μεσσήνης Ήττα των Μεσσηνίων από τους Αχαιούς (Λυκόρτας ο Μεγαλοπολίτης).
146 π.Χ. Μάχη της Σκάρφειας Ήττα των Αχαιών από τους Ρωμαίους (Κριτόλαος ο Μεγαλοπολίτης – Καικίλιος Μέτελλος).
146 π.Χ. Μάχη της Λευκόπετρας Ήττα των Αχαιών από τους Ρωμαίους (Δίαιος ο Μεγαλοπολίτης – Λεύκιος Μόμμιος).
Για τους κυριότερους από τους στρατηγούς μπορούν να σημειωθούν τα ακόλουθα:
8.13.4. Άρατος ο Σικυώνιος (271-213)
Ο Άρατος ο Σικυώνιος ήταν γιος του αρχηγού των δημοκρατικών της Σικυώνας Κλεινία και της Αριστοδάμας, και όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τον Αβαντίδα, ο οποίος έγινε τύραννος, οι συγγενείς του φοβούμενοι ότι θα είχε και αυτός την ίδια τύχη τον φυγάδευσαν στο Άργος, όπου παρέμεινε αυτοεξόριστος περίπου δώδεκα χρόνια. Στο Άργος έγινε αρχηγός των δημοκρατικών πολιτικών φυγάδων της πατρίδας του και εργάστηκε για την κατάλυση της τυραννίδας στη Σικυώνα.
Ως αρχηγός των δημοκρατικών πολιτικών φυγάδων της πατρίδας του, ελευθέρωσε την Σικυώνα από την τυραννία του Νικοκλή (251 π.Χ.) και την οδήγησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, στην οποία εκλέγονταν στρατηγός σχεδόν επί τριάντα χρόνια (245 π.Χ. 213 π.Χ.)[1] Καλλιέργησε στενές σχέσεις με τον βασιλέα της Αιγύπτου Πτολεμαίο Β το Φιλάδελφο και ένωσε τη δημοκρατία της Σικυώνας με τη Αχαϊκή Συμπολιτεία εναντίον της Μακεδονίας. Κατέλαβε την Ακροκόρινθο ανοίγοντας το δρόμο για την προσχώρηση στη Συμπολιτεία των Μεγάρων, της Τροιζήνας, της Επιδαύρου και των Κλεωνών. Αργότερα προσχώρησαν η Μεγαλόπολη, η Ερμιόνη, ο τύραννος των Φλιασίων Κλειώνυμος ο Φλειάσιος , το Άργος, η Αίγινα και το μεγαλύτεροι μέρος της Αρκαδίας. Νίκησε τους Αιτωλούς στην Πελλήνη και έδιωξε τη μακεδονική φρουρά από την Αττική παραδίδοντας το 229 π.Χ. τις σπουδαιότερες οχυρές θέσεις στους Αθηναίους.
Όταν ο βασιλεύς της Σπάρτης Κλεομένης ο Γ΄ κατέλαβε τη Μαντίνεια, την Τεγέα και τον αρκαδικό Ορχομενό ο Άρατος αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τους Μακεδόνες, οι οποίοι με τον Αντίγονο Γ΄ Δώσοντα κατέλαβαν όλη τη Πελοπόννησο το 223 π.Χ. με τη Μάχη του Λεχαίου και το 221 π.Χ. με τη Μάχη της Σελλασίας. Ο Άρατος νικήθηκε από τους Αιτωλούς στο Α Συμμαχικό Πόλεμο και ζήτησε πάλι τη βοήθεια των Μακεδόνων. Ο Αρατος αποβλέποντας στη διπλωματική απομόνωση της Αιτωλικής Συμπολιτείας, έπαιξε σημαντικό ρόλο (224 π.Χ.) της «κοινής συμμαχίας» της Μακεδονίας με την Αχαϊκή Συμπολιτεία και με άλλα σημαντικά κράτη της νότιας Ελλάδας. Στο Β Συμμαχικό Πόλεμο (220-217) τάχθηκε στο πλευρό του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου Ε΄ και πολέμησε εναντίον των Αιτωλών. Αργότερα όμως οι σχέσεις τους των δύο ανδρών ψυχράνθηκαν εξαιτίας της επέμβασης του Φιλίππο Ε΄ στις εσωτερικές συγκρούσεις της Μεσσήνης 214 π.Χ.. Τον ίδιο χρόνο ο Φίλιππος Ε΄ κάλεσε τον Άρατο να τον συνοδεύσει στην Ιλλυρία, αλλά ο στρατηγός αρνήθηκε, ίσως γιατί έβλεπε ότι η εμπλοκή των Αχαιών με τους Ρωμαίους μόνο δυσάρεστες συνέπειες μπορούσε να έχει γι΄αυτούς. Ο Φίλιππος Ε΄ συνειδητοποιώντας πως ο Άρατος αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο για την κυριαρχία των Μακεδόνων στη Πελοπόννησο παρακίνησε τον στρατηγό Ταυρίωνα να τον δηλητηριάσει 213 π.Χ.
Οι Σικυώνιοι τον έθαψαν με πολλές τιμές στα τείχη της πόλης τους, ανήγειραν ιερό προς τιμήν του το «Αράτειο» και καθιέρωσαν ετήσιες γιορτές στη μνήμη του, τα «Αράτεια». Ο Άρατος έγραψε ένα έργο με τίτλο «Υπομνήματα», όπου εξιστορούσε τα πολεμικά γεγονότα της εποχής του ως τη μάχη της Σελλασίας, από το οποίο σώθηκαν μόνον αποσπάσματα, και το οποίο αποτέλεσε πηγή για τα ιστορικά έργα του Πλούταρχου και του Πολύβιου.
8.13.5. Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης (253 – 183)
Ο Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης ήταν γιος του Κραύγιδος αλλά ορφάνεψε σε νεαρή ηλικία και μεγάλωσε από ένα φίλο του πατέρα του, τον Κλέανδρο. Καταγόταν από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. Ήταν χαρισματικός ηγέτης αλλά έζησε σε εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν σε παρακμή. Την εποχή της διακυβέρνησης του κατάφερε να εντάξει και τη Σπάρτη στη συμπολιτεία κατορθώνοντας προσωρινά να ενώσει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο. Πέθανε το 183 π.Χ. κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης στη Μεσσηνία. Ονομάστηκε έσχατος των Ελλήνων, επειδή μετά το θάνατο του δεν υπήρξε άλλος αξιόλογος ηγέτης στην Ελλάδα. Σύντομα μετά το θάνατό του η Αχαϊκή Συμπολιτεία κατακτήθηκε από τη Ρώμη.
To 223 π.Χ.. ο βασιλεύς της Σπάρτης, Κλεομένης Γ΄, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον της Μεγαλόπολης. Ο Φιλοποίμην πολεμώντας κατάφερε να δώσει αρκετό χρόνο στους κατοίκους της για να την εκκενώσουν. Όταν ο Κλεομένης έστειλε πρεσβεία στους Μεγαλοπολίτες που είχαν καταφύγει στη Μεσσηνία επιτρέποντας τους να γυρίσουν στην πόλη τους ο Φιλοποίμην τους έπεισε να μην γυρίσουν καθώς έτσι ο Κλεομένης θα κατείχε και τους κατοίκους της πόλης εξασφαλίζοντας έτσι την πόλη και για το μέλλον. Οι Μεγαλοπολίτες πείστηκαν και δε γύρισαν, δίνοντας όμως έτσι στον Κλεομένη το πρόσχημα για να την καταστρέψει.
Ο Φιλοποίμην μαζί με άλλους Μεγαλοπολίτες πήρε μέρος το 222 στη Μάχη της Σελλασίας ενάντια στους Σπαρτιάτες. Ο Φιλοποίμην ήταν τοποθετημένος στην αριστερή μεριά του στρατού δίπλα στους Ιλλυριούς. Όταν οι Ιλλυριοί παράκουσαν τις εντολές και επιτέθηκαν νωρίτερα οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να τους περικυκλώσουν. Ο Φιλοποίμην επιτέθηκε και κατάφερε να τους διασπάσει και να τους αναγκάσει να υποχωρήσουν. Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε από δόρυ αλλά συνέχισε να πολεμάει. Ο Αντίγονος Γ' Δώσων μετά τη μάχη ζήτησε από το Φιλοποίμενα να μπει στην υπηρεσία του. Ο Φιλοποίμην όμως δε δέχτηκε.
Μετά ο Φιλοποίμην πήγε στην Κρήτη όπου και έμεινε για δέκα χρόνια ως αρχηγός μισθοφόρων παίρνοντας μέρος στους πολέμους ανάμεσα στις πόλεις του νησιού. Επέστεψε το 210 π.Χ. στην Πελοπόννησο και έγινε ίππαρχος. Ο Φιλοποίμην αναδιοργάνωσε το στρατό της Αχαϊκής Συμπολιτείας και τη μετέτρεψε σε υπολογίσιμη δύναμη. Ο Φιλοποίμην αντιμετώπισε τον ενωμένο στρατό Αιτωλών και Ηλείων κοντά στον ποταμό Λάρισσο. Ο Ηλείος στρατηγός Δαμόφαντος επιτέθηκε στο Φιλοποίμενα αυτός όμως κατάφερε να τον σκοτώσει. Μετά από αυτό ο στρατός των Ηλείων υποχώρησε.
Τα χρόνια μετά τη μάχη της Σελλασίας ο θρόνος της Σπάρτης δόθηκε σε ένα παιδί τον Πέλοπα. Την πραγματική εξουσία είχε όμως ο Μαχανίδας που ήταν ο επίτροπος του. Το 207 π.Χ. ο στρατός της Αχαϊκής Συμπολιτείας με επικεφαλής τον Φιλοποίμενα νίκησε τους Σπαρτιάτες στη Μαντινεία. Ο Φιλοποίμην νίκησε και σκότωσε το Μαχανίδα σε προσωπική μονομαχία. Μετά το θάνατο του Μαχανίδα ο Νάβις έγινε επίτροπος του Πέλοπα. Σύντομα όμως τον αντικατέστησε. Το 205 π.Χ. η Ρώμη και η Μακεδονία σταμάτησαν τον πόλεμο. Ο Νάβις προσπάθησε να κατακτήσει την Πελοπόννησο. Κατάφερε να καταλάβει τη Μεσσηνία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει όμως όταν επιτέθηκε ο Φιλοποίμην. Τελικά ο σπαρτιατικός στρατός νικήθηκε στην Τεγέα το 201 και ο Νάβις υποχρεώθηκε να διακόψει προσωρινά την κατακτητική πολιτική του.
Το 199 π.Χ. ο Φιλοποίμην επέστρεψε στην Κρήτη όταν η πόλη της Γόρτυνας του ζήτησε βοήθεια. Έμεινε εκεί μέχρι το 193 π.Χ. πολεμώντας ως μισθοφόρος. Εν τω μεταξύ ο Νάβις πολιόρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη Μεγαλόπολη. Όταν ο Φιλοποίμην γύρισε εκλέχτηκε στρατηγός. Επιτέθηκε στη Λακωνία και παρόλο που έπεσε σε ενέδρα κατάφερε να νικήσει τους Σπαρτιάτες. Τα σχέδια για επίθεση στη Σπάρτη αναβλήθηκαν όταν έφτασε ο Ρωμαίος πρεσβευτής Φλαμίνιος. Εν τω μεταξύ ο Νάβις ζήτησε βοήθεια από τους Αιτωλούς οι οποίοι έστειλαν 1000 ιππείς υπό τον Αλεξάμενο. Οι Αιτωλοί όμως δολοφόνησαν το Νάβη και κατέλαβαν τη Σπάρτη, αλλά οι Σπαρτιάτες εξεγέρθηκαν και τους έδιωξαν. Ο Φιλοποίμην εκμεταλλευόμενος την αναταραχή κατάφερε να πείσει τους Σπαρτιάτες να ενταχθούν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Όταν στρατηγός ήταν ο Διοφάνης η Σπάρτη αποχώρησε από τη Συμπολιτεία. Ο Διοφάνης ήθελε να την επαναφέρει βίαια. Ο Φιλοποίμην επειδή φοβόταν ανάμειξη των Ρωμαίων πίστευε ότι έπρεπε να περιμένουν μέχρι να αποχωρήσουν οι Ρωμαίοι από την Ελλάδα. Επειδή ο Διοφάνης δε δέχτηκε τη συμβουλή του ο Φιλοποίμην πήγε στη Σπάρτη ως πολίτης και κατάφερε με προσωπική διπλωματία να πείσει τους Σπαρτιάτες να επανενταχθούν. Όταν όμως κατά τη διάρκεια της θητείας του οι Σπαρτιάτες δημιούργησαν πάλι προβλήματα ο Φιλοποίμην επιτέθηκε στη Σπάρτη, γκρέμισε τα τείχη και επέβαλλε τους Αχαϊκούς νόμους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζητήσουν οι Σπαρτιάτες βοήθεια από τους Ρωμαίους. Ο Φιλοποίμην όμως πέθανε προτού λυθεί αυτό το πρόβλημα.
Ο Δεινοκράτης ο οποίος ήταν αντίπαλος του Φιλοποίμενος έπεισε τους Μεσσήνιους να επαναστατήσουν. Ο Φιλοποίμην παρ’ ό,τι ήταν 70 χρονών και άρρωστος αποφάσισε να αντιμετωπίσει την εξέγερση. Κατά τη διάρκεια της μάχης αιχμαλωτίσθηκε από τους Μεσσηνίους και του δόθηκε να πιει δηλητήριο. Ο Αχαϊκός στρατός οργισμένος από τα νέα για το θάνατό του επετέθη και ανάγκασε τους Μεσσηνίους να παραδοθούν. Η σορός του Φιλοποίμενος αποτεφρώθηκε και μεταφέρθηκε στη Μεγαλόπολη.
8.13.6. Λυκόρτας ο Μεγαλοπολίτης (στρατηγός 185-;)
Ο Λυκόρτας ο Μεγαλοπολίτης διετέλεσε στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας από το 185 π.Χ. και μετά. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο πατέρας του φιλορωμαίου ιστορικού Πολύβιου, τον οποίο και δίδαξε αρκετά πράγματα για τον στρατό και την πολιτική. Υπήρξε φίλος του Φιλοποίμενος. Μετά το θάνατο του τελευταίου, εισέβαλε στην Μεσσήνη για να πάρει πίσω τη σωρό του νεκρού στρατηγού. Ανάγκασε τους Σπαρτιάτες και τους Μεσσήνιους να επανέλθουν στην Αχαϊκή ένωση. Aν και αυτός και ο γιος του Πολύβιος επιθυμούσαν την ουδετερότητα των Αχαιών στον πόλεμο των Ρωμαίων με τον Περσέα της Μακεδονίας, οι Ρωμαίοι συμπεριέλαβαν τον Πολύβιο μεταξύ των 1.000 ομήρων που κράτησαν στην Ιταλία για 17 έτη. Δεν είναι τίποτε γνωστό για το τέλος του Λυκόρτα.
8.13.7. Δαμόκριτος
Ο Δαμόκριτος ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας ο οποίος το 148 π.χ. στράφηκε κατά της Σπάρτης που είχε αποσκιρτήσει από αυτήν. Νίκησε τους Σπαρτιάτες και ενσωμάτωσε πάλι την πόλη τους στην Συμπολιτεία. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην έντονη αντίδραση της Ρώμης κατά των Αχαιών.
8.13.8. Κριτόλαος ο Μεγαλοπολίτης (στρατηγός 147-146)
Ο Κριτόλαος ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Εκλέχθηκε το 146 π.Χ. και οδήγησε τους Αχαιούς στην τελική σύγκρουση με τους Ρωμαίους που σήμανε και την οριστική μετατροπή της αρχαίας Ελλάδας στην ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας.
Μετά το θάνατο του στρατηγού Καλλικράτη η ρήξη στις σχέσεις Ρωμαίων και Αχαιών έφτασε στα άκρα με την εκλογή του φιλοπόλεμου στρατηγού Κριτόλαου το 146 π.Χ. Ο Κριτόλαος ενθουσίασε τους Αχαιούς μαζί με το Θηβαίο Βοιωτάρχη Πυθέα που του υποσχέθηκε αμέριστη συνδρομή, οδηγώντας στην ουσία τις τότε ισχυρότερες ελληνικές πόλεις σε μία σχεδόν γενικευμένη αντιρωμαϊκή εξέγερση. Οι Ρωμαίοι ήρθαν ως υπερασπιστές της αυτονομίας των Σπαρτιατών που είχαν ενταχθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και των Φωκέων και Ευβοέων που είχαν διαφορές με τους Θηβαίους. Αποφάσισαν να στείλουν τον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο (που αποκλήθηκε αργότερα και Αχαϊκός) εναντίον των Αχαιών και των Θηβαίων. Ο Ρωμαίος στρατηγός Καικίλιος Μέτελλος που στάθμευε ήδη στη Μακεδονία (είχε μόλις καταπνίξει εξέγερση των υποταγμένων Μακεδόνων) με ισχυρές δυνάμεις, θεώρησε σκόπιμο να μην περιμένει τον Μόμμιο και αποφάσισε να πολεμήσει ο ίδιος τους Αχαιούς. Ο Κριτόλαος την περίοδο εκείνη πολιορκούσε την Ηράκλεια στη Φθιώτιδα που είχε αρνηθεί να ενταχθεί στην Συμπολιτεία. Όταν προσέγγισε ο Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος το στράτευμα του Κριτόλαου, αυτός δεν επέλεξε να οχυρωθεί στις Θερμοπύλες ή κατά μία άλλη εκδοχή αιφνιδιάστηκε και ηττήθηκε ολοκληρωτικά στη Σκάρφεια της Λοκρίδας. Συνέπεια των τραγικών στρατηγικών λαθών του Κριτόλαου και της επακόλουθης ασυνεννοησίας και ακαταστασίας του στρατού του, ήταν να διαλυθούν οι άνδρες του και να μην προλάβουν ουσιαστικά να παραταχθούν σε μάχη. Πολλοί σκοτώθηκαν και χίλιοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι διέφυγαν. Ο Κριτόλαος χάθηκε χωρίς να βρεθεί, μάλλον πνίγηκε στους βάλτους. Χίλιοι επίλεκτοι Αρκάδες οπλίτες (λογάδες) βρέθηκαν αποκομμένοι στην Ελάτεια της Φωκίδας, αλλά οι Φωκείς δεν τους προσέφεραν καταφύγιο μαθαίνοντας τα νέα της καταστροφής. Αυτό είχε ως συνέπεια να καταφύγει το απόσπασμα αυτό στην Χαιρώνεια και έτσι να βρεθεί αντιμέτωπο με το σύνολο της δύναμης του Μέτελου και να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τα αποτελέσματα της καταστροφικής Μάχης της Σκάρφειας, ήταν η εκκένωση Θήβας και των Μεγάρων και η τελική σύγκρουση των συσσωματωμένων δυνάμεων του Μέτελλου και του Μόμμιου που κατέφθασε, στη Μάχη της Λευκόπετρας, εναντίον του τελευταίου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, Δίαιου του Μεγαλοπολίτη.
8.13.9. Δίαιος ο Μεγαλοπολίτης (στρατηγός 150-146)
Ο Δίαιος ο Μεγαλοπολίτης ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας από το 150 π.Χ. και οδήγησε τους Αχαιούς στην τελική σύγκρουση με τους Ρωμαίους που σήμανε και την οριστική μετατροπή της Ελλάδας στην ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας.
Λόγω της βίαιης ενσωμάτωσης της Σπάρτης στην Αχαϊκή Συμπολιτεία το 148 π.Χ., ο Δίαιος και ο Καλλικράτης κλήθηκαν στη Ρώμη για εξηγήσεις. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, απεβίωσε ο Καλλικράτης, με συνέπεια να ανακηρυχθεί νέος στρατηγός ο φιλοπόλεμος Κριτόλαος που ακολουθούσε έντονα αντιρωμαϊκή πολιτική, με αποτέλεσμα η σύγκρουση με τη Ρώμη να γίνει αναπόφευκτη. Μετά τη συντριβή του Κριτόλαου και την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του στρατού της Αχαϊκής Συμπολιτείας στη Μάχη της Σκάρφειας από τον Μέτελλο, ο Δίαιος ανέλαβε στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας υπό τραγικές συνθήκες. Οι Θηβαίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και οι Αχαιοί τα Μέγαρα, ο Θηβαίος Βοιωτάρχης Πυθέας συνελήφθη και εκτελέστηκε. Τότε ενώθηκαν δύο ρωμαϊκοί στρατοί με επικεφαλής τον Λεύκιο Μόμμιο και βάδιζαν κατά της Πελοποννήσου. Οι Αχαιοί παρά την συντριβή της Σκάρφειας δεν έδειξαν διάθεση συνθηκολόγησης. Ο Δίαιος που βρισκόταν στην Κόρινθο απελευθέρωσε και όπλισε τους δούλους (όπως έπραξε και ο Μιλτιάδης πριν τη Μάχη του Μαραθώνα) και κάλεσε όσους Αχαιούς και Αρκάδες ήταν ικανοί να φέρουν όπλα στην Κόρινθο. Συγκεντρώθηκαν 14,000 πεζοί και 600 ιππείς, και συντάχθηκαν έχοντας στα αριστερά τους τα τείχη της Κορίνθου και στα δεξιά τους το ιππικό τους, προς την πλευρά της Λευκόπετρας. Ο Μόμμιος είχε στη διάθεσή του 23,000 λεγεωνάριους και 3,500 ιππείς. Σε ενίσχυση των Ρωμαίων, άλλοι υποταγμένοι στους Ρωμαίους Έλληνες, όπως ο Άτταλος, έστειλαν Κρήτες τοξότες και άλλους οπλίτες από την Πέργαμο. Οι Αχαιοί κατά την ελληνιστική περίοδο πολεμούσαν με τον μακεδονικό τρόπο, δηλαδή το πεζικό στηριζόταν κυρίως στους σαρισοφόρους. Αρχικά οι Αχαιοί αιφνιδίασαν τους Ρωμαίους με νυχτερινή επιδρομή κάνοντάς τους αρκετή ζημία (πήραν 500 ασπίδες). Η γενική σύγκρουση δεν άργησε να έλθει. Το ιππικό των Αχαιών δεν άντεξε την επέλαση του ισχυρότερου ρωμαϊκού και διαλύθηκε, με το σύνολο των Ρωμαίων να επιτίθεται στους Αχαιούς πεζικάριους, οι οποίοι μετά από ηρωική αντίσταση υπέκυψαν. Οι φυγάδες κατέφυγαν στην Κόρινθο, αλλά επέλεξαν να μην συνεχίσουν τον πόλεμο. Ο Δίαιος κατέφυγε στην πατρίδα του Μεγαλόπολη, σκότωσε τη γυναίκα του και αυτοκτόνησε.
Πολλοί Κορίνθιοι κατέφυγαν στα ορεινά, όσοι παρέμειναν άφησαν ανοικτές τις πύλες της πόλης ως ένδειξη υποταγής. Ο Μόμμιος αφού περίμενε αρκετές μέρες νομίζοντας ότι πρόκειται για ενέδρα, τελικά εισήλθε στην πόλη. Δεν χαρίστηκε σε αυτούς που επέλεξαν να παραμείνουν ή δεν πρόλαβαν να φύγουν. Έσφαξε τους άντρες και υποδούλωσε τα γυναικόπαιδα, αφαιρώντας ότι κινητό έργο τέχνης ή αντικείμενο αξίας βρήκε, έκαψε και ισοπέδωσε την πλούσια πόλη και εμπορικό ανταγωνιστή της Ρώμης. Συνέπεια της πτώσης της Κορίνθου και της Αχαϊκής Συμπολιτείας ήταν όλη η Ελλάδα να γίνει ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα. Οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν επίσης τα τείχη των οχυρών πόλεων, διέλυσαν τα βουλευτήρια και τους θεσμούς των αχαϊκών πόλεων, όπως να έχει κάποιος δικαίωμα περιουσίας σε άλλη αχαϊκή πόλη (παλιό θεσμό για την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των πολιτών της συμπολιτείας).
Η Μάχη της Λευκόπετρας έβαλε, με τρόπο δραματικό, την ταφόπετρα στην από καιρό θνήσκουσα πολιτική υπόσταση του ελληνικού κόσμου και είναι ασφαλώς ένα ορόσημο της εθνικής ιστορίας των Ελλήνων σπουδαιότητας ανάλογης με την Πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Η επίδρασή της στην περαιτέρω πορεία του ελληνισμού, με τα σημερινά μάτια, μπορεί να φαίνεται λιγότερο ολέθρια, διότι επακολούθησε η εντυπωσιακή ανάκαμψη του ελληνικού κόσμου στα χρόνια της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, η οποία, για οσαδήποτε τρωτά και αν μπορεί να κατηγορηθεί, διαφύλαξε ως κόρη οφθαλμού την αγάπη για την ελληνική γλώσσα και το πάθος για την αρχαία ελληνική γραμματεία, που μεταλαμπάδευσε στους νεότερους λαούς συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναγέννηση του πολιτισμού.
Ο Δίαιος και ο Κριτόλαος ασφαλώς δεν είναι δίκαιο να φορτωθούν την ευθύνη για τα αποτελέσματα των, επί σειρά αιώνων, αιματηρών εμφύλιων ανταγωνισμών των ελληνικών πόλεων κρατών, που αναπόφευκτα οδήγησαν στη φθορά, την εξασθένιση, την παρακμή και τελικά την πτώση (σε πολιτικό επίπεδο) του ελληνικού κόσμου. Ο μέχρις αυτοθυσίας αγώνας τους είναι αξιοθαύμαστος και οι ιστορικές προσωπικότητες τους, ως σύμβολα ακατάβλητου πάθους παρά την άνιση και καταδικασμένη μάχη, είναι εξίσου τραγικές με του Σπαρτιάτη Λεωνίδα και του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (που κατά ειρωνική σύμπτωση ήταν και εκείνοι Πελοποννήσιοι).