Το όνομα «Ελλάς», κατά την πιθανότερη εκδοχή, ετυμολογείται από τα συνθετικά «εν = μέσα» και «λάας = λίθος, έκταση γης, χώρα, εξ ού και λατομείο» και σημαίνει «η εσωτερική περιοχή, η δική μας χώρα». Αυτό είναι το όνομα που έδωσαν στην πατρίδα τους οι κάτοικοί της, που, από την ίδια ετυμολογική ρίζα, αυτοονομάστηκαν «Έλληνες» (<εν + λάα + ην [=ήταν] = αυτός που ήταν μέσα στην πέτρα, αυτόχθων), αναγνωρίζοντας στη φυλετική τους ταυτότητα ένα έθνος (με τη σημερινή έννοια του όρου «γένος») με κοινή καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία («ομόφυλο», «ομόγλωσσο» και « ομόθρησκο»).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην «Ιλιάδα» του Ομήρου, που γράφτηκε περί το 800 π.Χ. αλλά αποτελεί σύνθεση ποιημάτων, που άρχισαν να δημιουργούνται προφορικά τουλάχιστον από το 1100 για τους πληθυσμούς που εκστράτευσαν το 1190 εναντίον της Τροίας, γίνεται χρήση των επιθέτων «Αχαιοί», «Δαναοί» και «Αργείοι», ενώ το όνομα «Έλληνες» και «Πανέλληνες» αναφέρεται, με περιορισμένη έννοια, στην ομάδα των Μυρμηδόνων που κατοικούσε στη Φθία (περί τα σημερινά Φάρσαλα) και είχε βασιλιά τον ενδοξότερο από τους πολεμιστές του Τρωικού Πολέμου -- τον Αχιλλέα. Από τα επίθετα αυτά, το «Αχαιοί» (<α (επιτατικό) + γαία (γ>χ) = γηγενείς) έχει εθνική σημασία, αφού αφορά μία από τις παραδοσιακές φυλές των Ελλήνων (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς), το «Δαναοί» (<Δα = Δη = Γη = γηγενείς) έχει δυναστική σημασία προερχόμενο από τον ομώνυμο βασιλιά του Άργους, και το «Αργείοι» έχει πολιτική έννοια αφού σχετίζεται με την πόλη Άργος (<αγρός, με αντιμετάθεση γρ>ργ), στην οποία αναγνωριζόταν ηγεμονική θέση από όλους τους μετέχοντες στην επιχείρηση.
Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποιείται συνηθέστερα το όνομα «Γραικοί» που ετυμολογείται από τη λέξη «αγρός = χωράφι, έκταση γης (<άγω = πηγαίνω + αρόω = οργώνω»), από την οποία προέκυψε το επίθετο «αγραϊκός = ο σχετιζόμενος με αγρούς» που εξελίχθηκε σε «γραϊκός» και «γραικός». Ειδικότερα με το όνομα «Αγραία», μετεξελιγμένο σε «Γραία», χαρακτηριζόταν η ευρύτερη περιοχή περί τη σημερινή Τανάγρα (ή Ταναγραία <τανύω + αγρός = μεγάλη έκταση γης) που περιλάμβανε τη σημερινή Βόρεια Αττική, Βοιωτία και Εύβοια. Οι κάτοικοί της που ονομάζονταν Γραϊκοί και Γραικοί ήταν οι πρώτοι που μετανάστευσαν ως άποικοι στη Νότια Ιταλία και έγιναν γνωστοί στους ντόπιους κατοίκους με το όνομα αυτό, το οποίο με την πάροδο των χρόνων γενικεύτηκε για όλους τους αποίκους που προέρχονταν από την Ελλάδα (λατινικά Graeci παραλλαγμένο σε Greco, Grec, Greek, Grieche στις μετέπειτα ευρωπαϊκές γλώσσες). Είναι αξιοσημείωτο ότι η Κύμη της Ν. Ιταλίας αποικίστηκε από Χαλκιδαίους περί το 800 π.Χ. αλλά υπάρχουν μυθολογικές παραδόσεις για αποίκηση της Καμπανίας και της Απουλίας από τον Αχαιό Οίνωτρο, γιο του Λυκάονα πρώτου μυθολογικού βασιλιά της Αρκαδίας ήδη από το 1450 π.Χ. περίπου.
Στις αραβόφωνες χώρες και στην Τουρκία γίνεται χρήση του επιθέτου «Ίωνες», παραφθαρμένου σε Γιουνάν, που διαδόθηκε στις περιοχές εκείνες μέσω της αρμενικής γλώσσας και αναφέρεται σε μία από τις τέσσερις επιμέρους φυλές των Ελλήνων, που, από τα χρόνια του πρώτου αποικισμού μετά το 1000 εγκαταστάθηκε στη Μικρά Ασία (μολονότι στη Μ. Ασία εγκαταστάθηκαν ταυτόχρονα και Αιολείς και Δωριείς). Η λέξη ετυμολογείται από την υποτακτική «ίω» του ρήματος «ίημι – σε χρήση για ζώα» ή «είμι – σε χρήση για ανθρώπους» που σημαίνουν «έρχομαι, πηγαίνω, πορεύομαι».
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και στα βυζαντινά χρόνια μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιήθηκε και το επίθετο «Ρωμαίοι» που μετεξελίχθηκε σε «Ρωμιοί», για τους ελληνικούς πληθυσμούς που θεωρούσαν τους εαυτούς τους φορείς και συνεχιστές της ρωμαϊκής πολιτικής παράδοσης. Η λέξη σχετίζεται με την αρχική πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ετυμολογείται από τη λέξη «ρώμη = δύναμη, ισχύς», η οποία προέρχεται από το ρήμα «ρώομαι = κινούμαι με ταχύτητα ή ορμή, ορμώ, τινάσσομαι, πηδώ, εφορμώ.
Στη σημερινή εποχή σε ευρεία χρήση παραμένει η ονομασία «Ελλάς» και «Έλληνες» η οποία στην «Οδύσσεια» φαίνεται να έχει αποκτήσει σημασία ευρύτερη από αυτήν που είχε στην Ιλιάδα (Οδύσσεια Α 344 κλέος ευρύ καθ’ Ελλάδα και μέσον Άργος). Στον Όμηρο πάντως ήταν γνωστές τρεις περιοχές με το όνομα Άργος: Το νότιο Άργος της Πελοποννήσου, το βόρειο Άργος περί την Καστοριά που λέγεται σήμερα Άργος Ορεστικό και το μέσο Άργος που (αν η ετυμολογία Άργος <αγρός είναι ορθή) πιθανόν να αναφέρεται στη θεσσαλική πεδιάδα. Στην περίπτωση αυτή η προαναφερόμενη φράση της Οδύσσειας καθ’ Ελλάδα και μέσον Άργος μπορεί να σημαίνει απλώς «στη Φθία και στη Θεσσαλία», οπότε το όνομα Ελλάδα εξακολουθεί να έχει και στην Οδύσσεια την περιορισμένη σημασία που είχε στην Ιλιάδα. Οπωσδήποτε όμως από την εποχή του Ησιόδου που έζησε περί το 750 π.Χ. ο όρος «Έλληνες» φαίνεται πως έχει γενικευθεί για όλους τους κατοίκους της ιστορικής Ελλάδας (Έργα και Ημέραι 652-653 λαόν άγειραν Ελλάδος εξ ιερής Τροίην ες καλλιγύναικα) και ασφαλώς ήταν πλήρως εδραιωμένος από τους κλασικούς χρόνους και ύστερα. Αναβίωση του όρου, που έφτασε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια σχεδόν να ταυτίζεται με την έννοια «ειδωλολάτρης», έγινε από την εποχή του Μιχαήλ Ψελλού (1018-1078 μ.Χ.) και αναζωπύρωση της χρήσης του από την εποχή των νεοκλασικών σπουδών (17ος και 18ος αιώνας) και ιδιαίτερα στα χρόνια του εθνικού διαφωτισμού που προετοίμασε την επανάσταση του 1821.
Κατά μία εκδοχή, που απηχεί τις απόψεις του αθηναίου ρήτορα Ισοκράτη (436-338), «Έλληνες» μπορεί σήμερα να θεωρούνται «όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας». Επειδή όμως οι όροι «Ελλάς» και «Έλληνες» ενσωματώνουν σε μία ιδέα τα ειδοποιά γνωρίσματα ενός λαού, μιας φυλής, ενός έθνους που εκπροσωπείται σήμερα από δύο χώρες με πολλές ανθούσες παροικίες εγκατεσπαρμένες στις πέντε ηπείρους, με μία γλώσσα, μία θρησκεία και τελικά ένα πολιτισμό με τετρακισχιλιετή ιστορική διαδρομή και με όρια που μεταβλήθηκαν θεαματικά στην πορεία των αιώνων, ο ορισμός αυτός αντιμετωπίζει αρκετά πρακτικά προβλήματα, διότι με την ίδια έννοια όποιος έχει μελετήσει γαλλική φιλολογία μπορεί να θεωρείται Γάλλος. Ένας ρεαλιστικότερος τρόπος ταυτοποίησης της ελληνικής ιδιότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα προσωπικά αισθήματα καθενός σε σχέση και με την ένταξή του στον κοινωνικό περίγυρο, οπότε λογικό είναι να γίνει αποδεκτό ότι Έλληνες είναι όσοι αισθάνονται οι ίδιοι πως είναι Έλληνες σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους, βασιζόμενοι στη γλώσσα που μιλάνε, στην ιστορική τους συνείδηση, στη συναίσθηση της καταγωγής τους και σχεδόν αναπόφευκτα (μολονότι όχι πλέον απαραίτητα) στην θρησκεία τους, με την προϋπόθεση ότι συμβιώνουν αρμονικά με το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκουν.
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα μια «Ιστορία της Ελλάδας» (<ίστω - προστακτική του οίδα = γνωρίζω), αναπότρεπτα έχει θέμα της τη γνώση όλων των διαστάσεων που συγκροτούν την έννοια της ελληνικότητας, με καταγραφή και κατανόηση των στοιχείων της, όπως εξελίχθηκαν περνώντας αλώβητα μέσα από τους αιώνες. Μια τέτοια προσπάθεια έρχεται αντιμέτωπη με την αποκάλυψη ενός «ελληνικού κόσμου» του οποίου τα γεωπολιτικά όρια δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμα διότι δεν υπήρξαν ποτέ στάσιμα ή στατικά.
Πράγματι και πρώτα απ’ όλα, ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο κινήθηκε ο ελληνικός κόσμος έχει παρουσιάσει στη διάρκεια των αιώνων που πέρασαν εντυπωσιακές διακυμάνσεις και συμβάντα, σε βαθμό που δεν παρατηρείται στην ιστορική πορεία άλλων λαών, αν ληφθεί υπόψη ότι κατά περιόδους η έκτασή του απλώθηκε σε όλα τα παράλια της Μεσογείου από την Ισπανία μέχρι τη Συρία, με ιδιαίτερης σπουδαιότητας βάσεις, τόσο από άποψη ποιότητας όσο και από άποψη διάρκειας, στη Νότια Ιταλία, στη Σικελία και στη Μικρά Ασία, ενώ, στα χρόνια της μακεδονικής ηγεμονίας και της βυζαντινής αυτοκρατορίας, απλώθηκε ακόμη περισσότερο ανατολικά μέχρι την Ινδία, νότια στην Αίγυπτο μέχρι τη Λιβύη και βόρεια μέχρι τον Δούναβη.
Αναφερόμενοι βέβαια στην «ελλαδική» γεωγραφική περιοχή που μπορεί να θεωρηθεί αρχική κοιτίδα του ελληνικού κόσμου, θα αναγνωρίσουμε ότι αυτή εντοπίζεται στο νότιο τμήμα της (λεγόμενης και Βαλκανικής) Χερσονήσου του Αίμου (<δαίμων [το δ λόγω δασείας > δαήμων] = επιτήδειος, έμπειρος), στην οποία διακρίνονται τα ακόλουθα γεωγραφικά διαμερίσματα που αποτελούν την έκταση και του σημερινού ελληνικού κράτους, αρχίζοντας από το βορρά:
Ήπειρος (<άπειρος <α [στερ.] + πέρας = ξηρά χωρίς τέλος)
Μακεδονία (<μακ (μακρύς, μακρινός) + έδος [έδαφος] = μακρινή χώρα)
Θράκη (<θρέομαι = ταράσσω, ξεφωνίζω > θρόος, θρύλος, θρησκεία)
Θεσσαλία (<θέσις+αλία =περιοχή με νερά ποταμών, λιμνών, θαλασσών)
Ρούμελη (<Ρωμυλία <ρώμη =δύναμη +ύλη<ρώομαι = κινούμαι με ορμή)
Πελοπόννησος (<πελός ή πελλός + οψ>όψη= νήσος του φαιόχρωμου)
Εύβοια (<ευ+βούς=περιοχή καλή για τα βόδια, με άφθονα βοσκοτόπια)
Κρήτη (<κράτ-ος (α>η), ισχυρή ναυτική δύναμη κατά την αρχαία εποχή
[<κρατύνω =σκληραίνω > κρητίς =πέτρωμα])
Κύπρος (<Κάβειροι > Κάβρος > Κύπρος <καίω,ρίζα καF- [F>β] + είρω
= αρμόζω, λόγ του παραγόμενου εκεί χαλκού),
καθώς και τέσσερα πελάγη κατάφορτα από νησιωτικά συγκροτήματα (Κυκλάδες, Σποράδες, Δωδεκάνησα, Νήσοι Βορείου Αιγαίου και Επτάνησα):
Αιγαίο πέλαγος (<αΐσσω = ρίπτομαι, ορμώ > άϊξ > αίγες = υψηλά και
ορμητικά κύματα)
Ιόνιο πέλαγος (<από την πριγκίπισσα του Άργους Ιώ κόρη του Ίασου
απόγονου του Ίναχου, που το διέσχισε κολυμπώντας δυτικά της
Ηπείρου [<ίω υποτακ. του ίημι = έρχομαι, πορεύομαι, τρέχω])
Μυρτώο πέλαγος (<μύρτος <μύρω <μύ-ω=κλείνω + ρέω, που σημαίνει
ρέω εσωτερικά [εννοείται μεταξύ Πελοποννήσου και Κυκλάδων]).
Λιβυκό πέλαγος (<λείβω = λιώνω, αλείβω, χύνω, εκχέω, υγραίνω).
Τα κυριότερα βουνά (<βάω = βαίνω + άνω > βαανός > βουνός [αα>ου]) που συναντώνται στην έκταση αυτή αποτελούν την οροσειρά της Πίνδου (<Πίνδος [= γιος του Μακεδόνα] <επί + ινδός [=δυνατός] = ψηλός και δυνατός) που καλύπτει, με πολλές διακλαδώσεις και παρεκβολές, όλη την ελληνική γη με κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, ως εξής:
Στην Ήπειρο:
Γράμμος 2520 m (<γράφω <χραύω, χράω <ονοματοποιία, από τον ήχο
του ξυσίματος χράφ, γράτς, χρατς, χραβ = επιξύω),
Τύμφη 2495 (<τάφος > τάβος [φ>β) > τύβος {α>υ} > τύμβος, {β>φ}] =
ύψωμα γης που σκεπάζει νεκρούς)
Σμόλικας 2637 m (<εσμός [=κατάλυμα {<έζομαι = κάθομαι}] + έλικα
<ελίσσω} = ελικοειδούς σχήματος [ανάλογο του Ελικώνας],
Βόρας 2524 m (<βορράς <βοή + ρέω),
Αθαμανικά 2469 m (<Αθάμας βασιλεύς του Ορχομενού, πατέρας του
Φρίξου από τη Νεφέλη [<α [επιτατικό] + θαμά, θαμάκις [= συχνά,
{θαμά <δα (επιτατ., δ>θ) + άμα}] = ο συχνάζων στα μέρη, ντόπιος]).
Στη Δυτική Μακεδονία:
Όλυμπος 2918 m (<Εύλαμπος <ευ + λάμπω [α>υ], διότι ακτινοβολούν
τα χιόνια, [λάμπω <λα (επιτατ.) + άπτω { = ανάπτω}, το μ προτίθεται
των π, β, φ]).
Στη Στερεά Ελλάδα:
Τυμφρηστός 2315 m (<τύμβος, (β>φ) + χρηστός = ωφέλιμος),
Βαρδούσια 2495 m (<βάω {=πάω} + άρδω {=ποτίζω} + ούσα {μετοχή
του ειμί} = είναι με πολλά νερά),
Γκιώνα 2510 m (<αγιώνυμος <άγιο + όνομα),
Παρνασσός 2457 m (παρά + νήσος διότι είναι κοντά στην
Πελοπόννησο).
Στην Πελοπόννησο:
Αροάνια 2341 m (<αρόω=οργώνω + άνω),
Κυλλήνη 2378 m (<κύω = εξογκώνω > κυρ-τός > κυρ-λός > κυλλός
[ρλ>λλ]),
Πάρνων 1935 m (<προ+άνω > πρηνής> πρανής> παρνής, ανάλογο του
Πάρνηθα),
Ταΰγετος 2407 m (ταΰς <τανύω = τεντώνω, απλώνω + άγω > αγέτης >
ηγέτης, που σημαίνει «μεγάλος αρχηγός»).
Και στην Κρήτη:
Λευκά 'Όρη 2453 m(λύκη = φως > λεύκη > λευκός + όρος <αείρω, ρίζα
ερ- [ε>ο] > όρνυμι = σηκώνω),
Δίκτη 2148 μ (<δε + είκω = παραδίδω <δείκνυμι = κάνω φανερό
<δείκτης)
Ίδη 2456 m (<Ίδας Αφαρέως ήρωας της Αιτωλίας <οίδα = γνωρίζω).
Οι κυριότεροι ποταμοί εξάλλου που διασχίζουν τις ελληνικές πεδιάδες, αρχίζοντας από τα βόρεια, είναι:
Έβρος (<Εύρος <εύω = καίω + ροή, διότι έχει χλιαρά νερά)
Νέστος (νάω, νέω <νάσσω, πρκμ. νέναγμαι = γεμίζω εντελώς ξεχειλίζω)
Στρυμόνας (<στρομβόω, ο>υ [<στρέφω] = στρίβει δυτικά μόλις
εξέρχεται από τα στενά του Ρούπελ)
Αξιός (<άξ-ω, μέλλ. του άγω + ίω υποτακτ. του ίημι = έρχομαι, πηγαίνω
= ερχόμενος οδηγεί το περιβάλλον)
Αλιάκμονας (<αλς, αλός, άλιος = θαλάσσιος + άκμων <κάμνων
<κάμνω = εργάζομαι, καλλιεργώ [καλλιεργεί την παραθαλάσσια γη])
Πηνειός (<πίαρ = πάχος > πίειρα, πιερείη > πηρείη > πηλεία [ρ>λ] >
πηνείη [λ>ν] = παχιά [εύφορη] γη)
Θύαμις (<θύω=θυσιάζω + μις=φονέας [διότι εκεί γίνονταν θυσίες για
λατρευτικούς, θρησκευτικούς λόγους]
Λούρος (<λούω + ροή [ρέει και λούζει τη γη])
Άραχθος (<συνθετικό αρι- = πολύ, μεγάλο + άχθος = βάρος, φορτίο
που σημαίνει βαρυφορτωμένος)
Αχελώος (<α [επιτατ.] + γέ-α [γ>χ] + λούω [ου>ω] = λούζει τη γη)
Σπερχειός (<σπέρχω = ορμώ + χείω = χύνω [χύνεται ορμητικά])
Ασωπός (<α (στερητικό) + σιωπώ = ασώπαστος [δεν σταματάει να
κελαρύζει])
Αλφειός (<αλφός = λευκός [<α+φλοιός <άφλοιτος <άλφοιτος {φλ>λφ}
= ξεφλουδισμένος αποκαλύπτοντας την άσπρη εσωτερική
επιφάνεια])
Λάδωνας (<λαδώνω <ελαία <ελεαίρω ( = οικτείρω) > ελαίρω > ελαίω)
Ευρώτας (<ευ + ροή <ευ + ρόος [οο>ω]).
Κηφισός (<χάσκω > χάκω > χάπω [κ>π] > κάπτω [χ>κ] > χάφτω [π>φ]-
χάφτω = καταπίνω > καφήν, κηφήν + αΐσσω = κινούμαι ορμητικά
που σημαίνει «ρέει ορμητικά καταπίνοντας ό,τι βρει»)
Ιλισός (<ιλύς=λάσπη + αΐσσω = κινείται ορμητικά γεμάτος λάσπη).
Ο ελλαδικός χώρος, που περιγράφεται ως «φιλάνθρωπος» και «φιλομειδής», χαρακτηρίζεται από:
- την εξαιρετικά πολυσχιδή παραλιακή γραμμή σε όλη την έκταση της χώρας και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο,
- το εύκρατο ήπιο μεσογειακό κλίμα που επιτρέπει τη διαβίωση σε ανοικτούς χώρους σε όλη τη διάρκεια του έτους,
- τον φωτεινό ουρανό που παραμένει γαλανός και αίθριος στο μέγιστο ποσοστό του χρόνου,
- το πολυειδές και πολυσχήμον του φυσικού τοπίου που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία ορέων, κοιλάδων, πεδιάδων και ακτογραμμών, ήμερων και φιλικών, αλλά καθόλου μονότονων,
- την άμεση γειτνίαση της ξηράς με τη θάλασσα σε όλα τα σημεία της ελλαδικής γης,
- την ύπαρξη πολλών νησιών σε βαθμό που, πλέοντας κανείς στις ελληνικές θάλασσες, ουδέποτε παύει να βλέπει, στο βάθος του ορίζοντα, κάποιο νησί ή στεριά.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τα στοιχεία αυτά είχαν σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της ιστορικής ιδιοφυίας του ελληνικού λαού, τόσο στον πνευματικό όσο και στον υλικό τομέα, διότι διευκόλυναν την επικοινωνία και τις οικονομικές δοσοληψίες με άλλους λαούς, ιδιαίτερα μέσω της θάλασσας, αλλά και έκαναν ευχάριστο, ακίνδυνο και τερπνό τον καθημερινό βίο, προάγοντας τη ροπή προς ενασχόληση με δραστηριότητες (εμπορία, βιομηχανία, τέχνες, επιστήμες), που όχι μόνο διατηρούν το πνεύμα σε διαρκή εγρήγορση, αλλά και συμβάλλουν στην εδραίωση ακμαίας οικονομικής ζωής που εξασφαλίζει την ευδαιμονία του πληθυσμού.
Για να αισθητοποιηθεί η εδαφική ευρύτητα στην οποία εξαπλώθηκε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η ελληνική δραστηριότητα, είναι χρήσιμο να μνημονευθούν μερικά από τα πολυάριθμα ονόματα που έχουν λεκτικές ρίζες γνωστές στα ελληνικά ή που έγιναν γνωστά μέσω της ελληνικής γλώσσας, χωρών, πόλεων, λαών, βουνών και ποταμών (εκτός ελλαδικής επικράτειας και εξαιρουμένων των ελληνικών αποικιών που θα αναφερθούν ειδικότερα στα οικεία κεφάλαια), που δείχνουν ότι πράγματι ο ελληνικός πολιτισμός ουσιαστικά είχε καλύψει το μέγιστο του τότε γνωστού κόσμου (πλην Κίνας και Ιαπωνίας):
Ευρώπη (<ευρύς + ώπις = μεγαλομάτα, η αδελφή του Κάδμου, απόγονος
της Ιούς μητέρα του Μίνωα βασιλιά της Κρήτης)
Ασία (<άσιος, ασία, άσιον = πλήρης ιλύος [=άσις, άσεως] = εύφορη γη,
Άσιος ήρωας της Λυδίας που αναφέρεται στην Ιλιάδα ως
σύμμαχος των Τρώων)
Αφρική (<από + ροή > αφρός = περιβαλλόμενη από αφρούς)
Αρκτική, Ανταρκτική (<άρκτος=αρκούδα [<άρσις + κτας (κτείνω) =
αυτή που σκοτώνει όρθια])
Λιβύη (<λίψ <λείψαι (ει>ι), απαρ. του λείβω = λιώνω, αλείβω, χύνω,
διότι έχει υγρασία (η Λιβύη ήταν κόρη του Έπαφου, εγγονή της Ιούς,
αρχική ονομασία της Αφρικής)
Αίγυπτος (<άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα > αιγιαλός + ύπτιος =
αντίπερα παραλιακή χώρα)
Φοινίκη (<φοινός = κόκκινος, από την πορφύρα που παράγεται εκεί)
Μαυριτανία (<μαύρος + τανύω = εκτείνω, απλώνω = έκταση γης
κατοικούμενη από μελαμψούς)
Αλγερία (<άλγη [θαλάσσια φυτά] <χώρα που έχει θαλάσσια άλγη)
Αιθιοπία (<αιθός (καμένος) + όψις = με καμένη όψη, μαυριδερός)
Αραβία (<αραβέω=βροντώ <άραβος=κτύπος [επειδή οι κάτοικοι έχουν
βροντώδη φωνή])
Σαρακηνοί (<σύρω + σκηνή [νομάδες που μετακινούνταν σέρνοντας τις
σκηνές τους])
Συρία (<σύρω, ο υιός του Απόλλωνα Σύρος έσυρε το άρμα του Ήλιου
[γράφεται και «Σείριος»=ο γνωστός αστερισμός])
Λίβανος (<λείβω, λιβάζω = τήκομαι, χύνω, εκχέω > ρητινώδης ουσία,
εκρέουσα από το δένδρο λίβανος)
Κούρδοι (<Καρδούχοι < τρεφόμενοι. από κλοπές [κάρδα γαρ το
ανδρώδες και πολεμικόν])
Αρμενία (<συνθετικό αρι- = πολύ, μεγάλο + μένος = δύναμη, ισχύς, βία,
πόθος {= άνθρωποι με πολλή δύναμη, ο Άρμενος ήταν αργοναύτης
που δίδαξε τους Αρμένιους να οικήσουν τη χώρα τους)
Περσία (<πέρθω [κατακτώ, πορθώ], πέρσις = κατάκτηση, Πέρσες =
κατακτητές)
Μηδία (<μηδέω, μήδομαι = συμβουλεύω, φροντίζω, διοικώ, κυβερνώ)
Ινδία (<ις-ινός [=δύναμη}] + δία [=του Διός, θεϊκή] = χώρα δυνατών
ανθρώπων {αναφερόταν κυρίως στους οδηγούς ελεφάντων})
Αζερμπαϊτζάν (<Ατσέρ-πεϊτσάν <Ατροπατηνή <Ατροπάτης
<αιθήρ=πυρ + πατώ=πατώ λατρευτικά = πυροβάτης,
Ατροπάτης ήταν ο σατράπης της περιοχής στα χρόνια του
Μ.Αλεξάνδρου)
Πεντζάμπ Ινδίας (<Πενταποταμία <πέντε ποταμοί)
Γαλλία (<κέλης = ίππος + έχω <Κελέτης, [κ>γ], > Γαλάτης, Γαλατία
[ε>α])
Αγγλία (<άνω + Γαλλία, [νγ>γγ])
Ιταλία (<Fίταλος = μόσχος, αιολικός τύπος > λατινικό vitulus =
ταύρος, επομένως Ιταλία = χώρα με ταύρους [ανάλογο του Εύβοια])
Σικελία (<σείω = κουνιέμαι > σίτος + τανύω=απλώνω > σιτανία =
έκταση γης φυτεμένη με σιτάρι > σικανία [τ>κ] > Σικελία)
Μάλτα (<Μελίτη = χώρα που παράγει μέλι)
Δανία (<τανύω > ταν > δαν=επί μακρόν >δηναιός [= αρχαίος] >
δαναιός [η>α] > δανός)
Ρωσία (<ρουσίζω <ροδίζω [ο>ου, δ>σ] = είμαι κοκκινωπός)
Τοσκάνη (<θυοσκόος <θύω = θυσιάζω + κοέω = ακούω [ο υπακούων
στα θεία μηνύματα] > Τούσκοι > Ετρούσκοι)
Μασσαλία (<μάσσων + αλία = μακρινή παραθαλάσσια χώρα, το επίθετο
είναι μακρός – μάσσων - μάκιστος)
Μονακό και Μόναχο (<μόνος + οίκος <μόνοικος, επίθετο του Ηρακλή
διότι κατοικούσε εκεί μόνος -- υπήρχε και σχετικό ηρώο)
Αμβούργο (Hamburg) (<χαμαί + πύργος (με την έννοια της πόλης) #
χαμηλή πόλη. Γενικότερα το συνθετικό burg ή bourg που
απαντάται σε πολλές ονομασίες ευρωπαϊκών πόλεων έχει την
ίδια προέλευση και σημασία)
Κολωνία (<κολόνα <κολώνη <κόρ-υς + άνω [α>ω] όπου κόρυς - κάρα,
[α>ο, α>υ] = κεφαλή, στα λατινικά colonia=αποικία με σήμα κολώνες)
Λειψία (<λειψός <λείπω = δεν φαίνομαι, η πόλη δεν είναι άμεσα ορατή
από μακριά)
Υόρκη, Νέα Υόρκη (<Εβόρακον,<εώρακα παρακείμενος του βλέπω,
διότι η περιοχή, σημαντικού ύψους, έχει καλή θέα)
Σικάγο (<σίτος + άγω = παράγω, διότι υπάρχουν εκεί μεγάλοι
σιτοβολώνες)
Σόφια (<άπτω = εγγίζω, ανάβω > αφή = άγγιγμα, άναμμα [το σ από τη
δασεία > σάπτω > {π>φ} σάφτω και σαφή = αφή> {α>ο} σοφή >
σοφία)
Μόσχα (<μόσχος = μοσχάρι και η παραγόμενη απ’ αυτό ευώδης ύλη)
Άγκυρα (<άγκυρα <αγκύλη [λ>ρ])
Σκόπια (<σκοπεία <σκοπώ = επιτηρώ [διότι υπήρχε εκεί συνοριακό
φυλάκιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας)
Τίρανα (<τύραννα = εστία τυράννων = αυταρχικών κυβερνητών)
Δούναβης και Δανούβιος (<δούναι + βίος [διότι δίνει ζωή])
Ροδανός (από τη Ρόδο, υπήρχε κτίσμα των Ροδίων επί του ποταμού)
Νείλος (<νάω [γεμίζω, ξεχειλίζω] + είλω = τυλίγομαι, περιφέρομαι)
Ιορδάνης, Ιορδανία (<ίω + άρδω = πηγαίνω και αρδεύω = ποτίζω)
Κριμαία (<κρίμα [κρίνω], διότι από αυτήν κρινόταν η πρόσβαση και το
εμπόριο προς τη Ρωσία)
Κιμμέριοι (<χειμών [χ>κ, ει>ι] > χειμέριοι διότι εκεί κάνει πάντα κρύο)
Καύκασος (<Κάκαυσος <καίω, κάω [Αττ.], αόρ. έκαον, μέλλ. καύσω)
Άλπεις (<άλβος, εκ του αλφός [φ,β>π], αλφός = υπόλευκος)
Αλβανία (<άλβος, εκ του αλφός [φ,β>π], αλφός = υπόλευκος)
Ιλλυρία (<εν + λυπρός = λυπηρός, άρα Ιλλυριοί = λυπημένοι [όταν ο
Κάδμος και η Αρμονία έφυγαν βόρεια προκάλεσαν θλίψη στους
κατοίκους για τα δεινά τους])
Σλάβοι (<σάλος [αλ>λα] + βάω [= βαίνω], διότι επέφεραν ταραχή
με τον ερχομό τους)
Ιράν, Αριανή (<συνθετικό αρι- = πολύ, μεγάλο, δυνατό [περιοχή με
δυνατούς ανθρώπους])
Εβραίοι (<Γεφυραίοι = αυτοί που γεφυρώνουν την Ευρώπη με την Ασία
και Αφρική)
Ιουδαία (<ίω + ουδαίος [οδαίος = του δρόμου, χθόνιος] που σημαίνει «ο
ερχόμενος από τους δρόμους»)
Σαμάρεια (<σάμα = σήμα = μνήμα του Άρεως, διότι εκεί θάφτηκε ο
Ασκάλαφος, ήρωας του Ορχομενού που πολέμησε στην Τροία).
Όπως είναι γνωστό, οι ανθρώπινοι πληθυσμοί, με κριτήρια που αφορούν την καταγωγή, την ιδιοφυία, τη φυσική και σωματική διάπλαση και ιδίως τη χροιά και την κατασκευή του προσώπου, κατατάσσονται σε τέσσερις φυλετικές διαιρέσεις (Λευκή, Κίτρινη, Μαύρη φυλή και οι Ωριγενείς της Αυστραλίας) και ισάριθμες αντίστοιχες γλωσσικές οικογένειες. Η Λευκή (ή Καυκάσια) διαίρεση περιλαμβάνει τρεις ομοφυλίες: Στην Ιαπετική (Ινδοευρωπαϊκή) ομοφυλία υπάγονται οι Τεύτονες (Γότθοι), οι Κέλτες, οι Σλάβοι οι Ινδοϊρανοί (Άριοι), οι Αρμένιοι, οι Ιλλυριοί οι Λατίνοι, οι αρχαίες μικρασιατικές φυλές (Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες) και, κατά την κρατούσα άποψη, οι Έλληνες (Αχαιοί, Δωριείς, Ίωνες και Αιολείς). Στην Χαμιτική (Μεσογειακή) ομοφυλία υπάγονται οι Πρωτοέλληνες (ή Πελασγοί), οι Ετεοκρήτες (πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης), οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι Τυρρηνοί (Ετρούσκοι) και οι Πρωτοευφρατικοί (Σουμέριοι). Στην Σημιτική ομοφυλία υπάγονται οι Ακκάδιοι (Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι), οι Χαναανίτες (Φοίνικες, Φιλισταίοι/Παλαιστίνιοι και Εβραίοι) και οι Άραβες. Περαιτέρω οι φυλετικές διαιρέσεις διακρίνονται σε ομοφυλίες, κορμούς, κλάδους, επιμέρους φυλές και πατριές, των οποίων η συνολική εικόνα παρουσιάζεται στον παρατιθέμενο πίνακα.
Η Πρωτόγλωσσα της Παλαιολιθικής Εποχής (μέχρι το 8000 π.Χ), κοινή για όλους τους ανθρώπους της εποχής, άρχισε να αναπτύσσεται από το 70.000 π.Χ. όταν ισχυρή έκρηξη ηφαιστείου στη λίμνη Τόμπα της Σουμάτρας προκάλεσε μεγάλη μείωση του πληθυσμού σε περίπου 10.000 - 2.000 ανθρώπους και, όπως φαίνεται, έγινε αιτία για τον σχηματισμό μιας ενιαίας αρχέγονης γλώσσας. Είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι περιλάμβανε στοιχειώδεις φθόγγους που σχηματίστηκαν κυρίως με ονοματοποιία (όπως α>άγω, βε>βαίνω, δα>νταντά, ε>εσμί=είμαι, ι>ίω=έρχομαι, λα>λαλώ, μα>μαμά, πα>μπαμπά, πρ> φωτιά, σι>σιγή, χα>χαίρω, χυ>χύνω κλπ). Στα χρόνια 8000 – 2000 π.Χ. μετά τον επιμερισμό των λαών της Λευκής φυλής σε Ιαπετικούς (Ινδοευρωπαίους), Σημίτες και Χαμίτες, σχηματίστηκε μια Πρωτοϊαπετική γλώσσα, που μιλιόταν από τους λαούς της διαχωρισμένης πλέον Ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας, που ζούσαν ως ξεχωριστό σύνολο πατριών, πριν από την έναρξη της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής μετακίνησης, που έγινε σε δύο μεγάλα ρεύματα (8000 από την Εγγύς Ανατολή και 2000 από τον Καύκασο). Η γλώσσα αυτή περιελάμβανε κυρίως δισύλλαβες λέξεις που κάλυπταν τις ανάγκες της ημινομαδικής καθημερινής ζωής της εποχής εκείνης, που είχαν σχέση με το κυνήγι, την καλλιέργεια της γης και τις κτηνοτροφικές ασχολίες. Οι λέξεις αυτές προήλθαν από παραλλαγή, μετεξέλιξη ή σύνθεση των μονοσύλλαβων στοιχειωδών λέξεων της παλαιολιθικής πρωτόγλωσσας, αλλά είχαν μορφή προδρομική εκείνης που απέκτησαν στα επόμενα χρόνια στη γλώσσα των επιμέρους ινδοευρωπαϊκών λαών. Η μορφή αυτή καταβάλλεται προσπάθεια να ανασχηματιστεί με τις μεθόδους της συγκριτικής γλωσσολογίας, βάσει συγκεκριμένων κανόνων μετασχηματισμού, που προέκυψαν από την μελέτη επιμέρους ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, όπως η ελληνική, η σανσκριτική, η λατινική και η πρωτογερμανική, από τους οποίους κυριότερος είναι ο κανόνας των ηχητικών μεταλλάξεων των λεκτικών φθόγγων.
Από το 2.000 π.Χ. (ή κατά άλλη άποψη ήδη από το 8000 π.Χ.) στα ελληνικά εδάφη, όπου κατοικούσαν οι χαμιτικοί Πρωτοέλληνες (ή Πελασγοί) και Ετεοκρήτες, άρχισαν να εισέρχονται ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί: Αχαιοί στην Πελοπόννησο, Κρήτη και Ρόδο, Αιολείς στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας, Ίωνες στην Αττική, Μεγαρίδα, Κορινθία, Εύβοια και Κυκλάδες, Δωριείς στη Δυτική Μακεδονία, ανατολική Ήπειρο, Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία και Φωκίδα. Η εγκατάσταση αυτή έγινε στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης ομόφυλων λαών, οι οποίοι, από το 2000 π.Χ., εγκαταστάθηκαν ως εξής: Οι Ινδοί στη σημερινή Ινδία (πρόγονοι των σημερινών Ινδών), οι Ιρανοί στην τότε Αριανή (Κούρδοι και Πέρσες), οι Χετταίοι (ή Χιττίτες) στη Βόρεια Μικρά Ασία (πιθανόν σχετιζόμενοι με προγόνους των σημερινών Αρμενίων), οι Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικότερα (μεταξύ αυτών και οι πρόγονοι των Τρώων), οι Λατίνοι στην Ιταλία (πρόγονοι των Αρχαίων Ρωμαίων), οι Γερμανικοί λαοί (πρόγονοι των Κελτών, Τευτόνων/Γότθων, Σλάβων και Βαλτοσλάβων) στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη και οι Ιλλυριοί στη σημερινή Αλβανία.
Στα χρόνια 2000-1100 π.Χ. οι ελληνικοί πληθυσμοί με προεξάρχοντες αρχικά τους χαμιτικούς Ετεοκρήτες και μετά το 1500 π.Χ. τους ιαπετικούς Αχαιούς, ανάπτυξαν ιδιαίτερο πολιτισμό (Μινωϊκό και Μυκηναϊκό), εφάμιλλο του προϋπάρχοντος Αιγυπτιακού (από το 4000 π.Χ.) και του Ασσυροβαβυλωνιακού (διάδοχου του Σουμερικού που προϋπήρχε από το 5000 π.Χ.), στα πλαίσια του οποίου η Ελληνική πλέον γλώσσα, άρχισε να διαφοροποιείται από την Πρωτοϊαπετική, με σχηματισμό πολυσύνθετων λέξεων, όπως οικοδόμος, ιατρός, υφαντής, διδάσκαλος, για την απεικόνιση της τότε καθημερινής ζωής (θρησκεία, μονογαμική οικογένεια, γεωργία, κτηνοτροφία, κυνήγι, πολεμικές επιχειρήσεις). Η ανάμιξη των πληθυσμών που αναπόφευκτα προέκυψε, ιδιαίτερα στα χρόνια μετά το 2000 π.Χ., δημιούργησε μια κοινή γλώσσα που ενσωμάτωσε λέξεις, τρόπους σχηματισμού, σύνταξη και ιδιώματα και από τις δύο λαότητες, που συνενώθηκαν σε μία ενιαία φυλή, της οποίας η ιδιοφυία αναγνωρίζεται ως ελληνική. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα που συγκροτήθηκε τα χρόνια εκείνα παρουσιάζει μέχρι τις μέρες μας ιστορική, ανθρωπολογική και φυλετική συνέχεια, χωρίς ουσιώδεις μεταβολές παρά το γεγονός ότι στους επόμενους αιώνες πραγματοποιήθηκαν επιδρομές ή παροδικές (κατά το πλείστον) εγκαταστάσεις αλλόφυλων πληθυσμών της Καυκάσιας (Γότθοι, Γαλάτες, Λατίνοι, Ιλλυριοί, Σαρακηνοί, Φράγκοι και Ενετοί) αλλά και της Ουραλοαλταϊκής Μογγολοειδούς ομοφυλίας (Τούρκοι).
Στα χρόνια 1100-500 π.Χ. οι ελληνικοί πληθυσμοί, μετά την εξόντωση, μέσω του Τρωικού Πόλεμου, των ηγεμονευόντων της Μ.Ασίας Χετταίων, με προεξάρχοντες πλέον τους ιαπετικούς Δωριείς και Ίωνες, πραγματοποίησαν δύο μεγάλα κύματα μεταναστεύσεων, στη Μικρά Ασία (1100-800 π.Χ.) και στη Δυτική Ευρώπη μέχρι την Ισπανία (800-600 π.Χ.), μέσω των οποίων ήρθαν σε στενή επαφή με τους τοπικούς λαούς (Ιταλούς, Κέλτες-Γαλάτες, Βρετανούς, Ίβηρες, Φρύγες, Λυδούς, Κάρες), με τους οποίους ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις, υποσκελίζοντας σταδιακά τους επίσης αναπτυγμένους στις ίδιες περιοχές Φοίνικες, οι οποίοι από το 800 π.Χ. άρχισαν να παρακμάζουν και τελικά υποτάχθηκαν στους Πέρσες. Στα χρόνια αυτά η ελληνική γλώσσα πραγματοποίησε δημιουργικά άλματα εγκαινιάζοντας τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ευρώπη με τα μεγάλα ποιητικά έργα του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών (Αρχίλοχος, Τέρπανδρος, Τυρταίος, Αλκμάν, Μίμνερμος, Αλκαίος, Σαπφώ, Στησίχορος, Σιμωνίδης, Ανακρέων), αλλά και με τους πρώτους στοχαστές της κοσμολογικής σχολής (Θαλής, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Πυθαγόρας, Ξενοφάνης, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας).
Στα χρόνια 500 π.Χ. – 180 μ.Χ. ο ελληνικός κόσμος, μετά την εξουδετέρωση και στη συνέχεια υποταγή των Περσών, που κυριαρχούσαν από το 550 π.Χ., βρέθηκε σε δεσπόζουσα πολιτική, οικονομική και πολιτιστική θέση στον διεθνή χώρο, την οποία διατήρησε ουσιαστικά αμείωτη επί σχεδόν 2000 χρόνια (μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης), παρά την φαινομενική απώλεια της πολιτικής ισχύος στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που δεν μείωσε την αίγλη του ελληνικού πολιτισμού, καθώς η ρωμαϊκή κρατική οργάνωση μπορεί να θεωρηθεί συνέχειά του στο διοικητικό επίπεδο. Η ελληνική γλώσσα στα χρόνια αυτά πλουτίστηκε σε εκθαμβωτικό βαθμό με τα διανοήματα στοχαστών (Σωκράτης, Ζήνων Ελεάτης, Πρωταγόρας, Δημόκριτος, Πλάτων, Αρίστιππος, Αντισθένης, Επίκουρος, Διογένης, Κλεάνθης, Ζήνων Κιτιεύς, Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Πύρρων, Μένιππος, Αρκεσίλαος, Χρύσιππος, Καρνεάδης, Παναίτιος, Ποσειδώνιος, Αινεσίδημος, Επίκτητος, Λουκιανός), τον λεκτικό διάκοσμο ποιητών και δραματουργών (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Μένανδρος, Πίνδαρος, Βακχυλίδης, Καλλίμαχος, Θεόκριτος, Ηρώνδας, Μένιππος, Απολλώνιος, Λουκίλλιος, Μελέαγρος, Ρουφίνος), την εμβριθή παρατήρηση ιστορικών και γεωγράφων (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πολύβιος, Πλούταρχος, Παυσανίας, Στράβων), την υφολογική ακρίβεια και ευστροφία ρητόρων (Λυσίας, Ισοκράτης, Ισαίος, Αισχίνης, Δημοσθένης, Υπερείδης), την αναλυτική ικανότητα μαθηματικών, ιατρών και επιστημόνων (Ιπποκράτης, Εύδοξος, Ευκλείδης, Ερατοσθένης, Αρχιμήδης, Αρίσταρχος, Ίππαρχος, Ήρων, Σωσιγένης, Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γαληνός).
Στα χρόνια 180 – 1453 μ.Χ. ο ελληνικός κόσμος συνέχισε την ιστορική πορεία του με αδιάλειπτο πνευματικό σφρίγος, που αισθητοποιήθηκε ιδιαίτερα στον τομέα της χριστιανικής θεολογίας, με ιδιαίτερα λεπτά ιδεολογήματα και απαστράπτουσα καλλιέπεια σε ποιητικά και υμνογραφικά έργα (Παλλαδάς, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Νόννος Πανοπολίτης, Μουσαίος Γραμματικός, Ρωμανός Μελωδός, Παύλος Σιλεντάριος, πατριάρχης Σέργιος, Σωφρόνιος, Ιωάννης Δαμασκηνός, Κασσιανή), πεζογραφήματα (Ηλιόδωρος, Φιλόστρατος, Λόγγος, Αχιλλεύς Τάτιος,), ιστοριογραφικά και λογογραφικά έργα (Προκόπιος, Μαλάλας, πατριάρχης Φώτιος, Κεδρηνός, Άννα Κομνηνή, Σουίδας, Μάξιμος Πλανούδης, Γρηγόριος Παλαμάς, Φραντζής, Χαλκοκονδύλης) και φιλοσοφικά έργα (Κλήμης, Ωριγένης, Πλωτίνος, Αθανάσιος, Ιάμβλιχος, Βασίλειος, Ευσέβιος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Πρόκλος, Βοήθιος, Μιχαήλ Ψελλός, Πλήθων Γεμιστός, Βησσαρίων). Καθώς η Κωνσταντινούπολη είχε την αίγλη της πλουσιότερης και ελκυστικότερης «πρωτεύουσας του κόσμου», η επίδραση της ελληνικής γλώσσας στον δυτικό κόσμο την εποχή αυτή, με τις ποικίλες εμπορικές, πολιτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές, είχε δυναμική ισχυρότερη από όση ομολογείται από δυτικούς ιστοριογράφους. Όχι μόνο τα ονόματα ηγεμόνων και λογίων, εφευρίσκονταν ή διαμορφώνονταν «επί το ελληνικότερον» για να είναι περισσότερο επιβλητικά, αλλά και η ελληνική γλώσσα ήταν απαραίτητο εφόδιο στα εύπορα σπίτια και τις βασιλικές αυλές της Δύσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο Καρλομάγνος (771-814 μ.Χ.), πρώτος αυτοκράτορας του ενιαίου βασιλείου των Φράγκων, αν και δεν ήξερε καθόλου να γράφει, μιλούσε ελληνικά εξίσου καλά με τη φράγκικη μητρική του γλώσσα.
Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μ.Χ. ο ελληνικός πολιτισμός, στερούμενος ζωτικού χώρου αυτόνομης άσκησης και εκδήλωσης, οδηγήθηκε σε απότομη παρακμή, χάνοντας την ικανότητα να παράγει νέες επιστημονικές και φιλοσοφικές έννοιες, καλλιτεχνήματα και ιδεολογήματα. Η ελληνική γλώσσα όμως, χάρη στο θαυμαστό παρελθόν της, διατήρησε τη λάμψη της και την επιρροή της στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον μέχρι το 1900 μ.Χ. Στο διάστημα αυτό, και ιδιαίτερα κατά την νεοκλασική και ακαδημαϊκή περίοδο (τον 17ο και 18ο αιώνα), οι δυτικοευρωπαίοι λόγιοι και επιστήμονες, όχι μόνο μιλούσαν και σκέπτονταν ελληνικά εξίσου καλά με την μητρική γλώσσα τους, αλλά και θεωρούσαν ότι στην ελληνική γλώσσα ήταν δυνατό να διατυπώνονται πληρέστερα και ακριβέστερα οι επιστημονικές παρατηρήσεις και τα φιλοσοφικά συμπεράσματά τους. Αυτό εξηγεί γιατί την εποχή αυτή δόθηκαν ελληνικά ονόματα (με νεολογισμούς που έπλασαν οι ίδιοι με ελληνικές ρίζες) στις περισσότερες νέες ιδέες, διεργασίες και εφευρέσεις της εποχής (όπως ενέργεια, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, άτομο, ιόν, ηλεκτρόνιο, ραδιενέργεια, παλαιοντολογία, φωτογραφία, τηλέγραφος, τηλέφωνο, κινηματογράφος, βαγόνι κλπ).
Στα χρόνια μετά το 1900 μ.Χ. η ελληνική γλώσσα έχει ολοένα και μικρότερη απήχηση στον διεθνή λόγιο και επιστημονικό κόσμο, και μάλιστα στην εποχή του Διαδικτύου ήδη εξελίσσεται, με ολοένα και εντονότερο ρυθμό, η αντίστροφη κίνηση της μεταλαμπάδευσης αυτούσιων δυτικοευρωπαϊκών λέξεων στα ελληνικά, όπως οι νεότερες αγγλογενείς τρανζίστορ, λέιζερ, νάιλον, κομπιούτερ, σοκάρω, σοκαριστικό, τεστάρω κλπ. Δεν είναι άσκοπο να θυμηθεί πάντως κανείς ότι, ακόμη και σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες, λέξεις της σύγχρονης τεχνολογίας όπως airplane, airport (<αεροπορθμείο), petrol (<πετρέλαιο), stereophonic, αλλά και της ηλεκτρονικής και πληροφορικής επιστήμης, όπως Analysis, Code, Diode, Phrase, Programme, Symbol, System, Character, Graphic, Hierarchy, Index, Burn (<πύρινο), Disc, Domain, Mouse, Serial κλπ είναι ελληνικής προέλευσης.
Συμβατικά για λόγους που εξυπηρετούν τη σπουδή και την ταξινόμηση των γεγονότων, με βάση το φυλετικό στοιχείο που διαδραμάτισε κάθε φορά προεξάρχοντα ρόλο, η ιστορική πορεία του ελληνικού κόσμου μπορεί να διαιρεθεί στα εξής ιστορικά στάδια (οι χρονολογίες σε όλο το κείμενο αναφέρονται στα χρόνια «προ Χριστού» χωρίς επισήμανση, ενώ ημερομηνίες «μετά Χριστό» επισημαίνονται με «μ.Χ.»):
6900 – 3315 Νεολιθική Περίοδος
3315 – 1450 Πρωτοελληνική Περίοδος
1450 – 1100 Αχαϊκή περίοδος
1100 – 800 Δωρική περίοδος
800 – 500 Προκλασική περίοδος
500 – 404 Κλασική περίοδος
404 – 323 Υστεροκλασική περίοδος
323 – 31 Μακεδονική περίοδος
31 π.Χ. –330 μ.Χ. Ρωμαϊκή περίοδος
330 – 1453 μ.Χ. Βυζαντινή περίοδος
1453 – 1821 μ.Χ. Οθωμανική περίοδος
1821 – 1832 μ.Χ. Περίοδος Εθνεγερσίας
1832 – 1862 μ.Χ. Νεοελληνική Μοναρχία
1862 – 1909 μ.Χ. Νεοελληνική Συνταγματική Βασιλεία
1909 – 1924 μ.Χ. Νεοελληνική Πρώτη Βασιλευόμενη Δημοκρατία
1924 – 1935 μ.Χ. Νεοελληνική Πρώτη Προεδρευόμενη Δημοκρατία
1935 – 1974 μ.Χ. Νεοελληνική Δεύτερη Βασιλευόμενη Δημοκρατία
1974 – σήμερα Νεοελληνική Δεύτερη Προεδρευόμενη Δημοκρατία.
Κρίνοντας γενικότερα τα πλαίσια του ιστορικού γίγνεσθαι του ελληνικού κόσμου και συγκρίνοντας με άλλες εποχές, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι (στο βαθμό που μια τέτοιου είδους αντιπαραβολή είναι γόνιμη) υπάρχουν αρκετές ιστορικές αναλογίες ανάμεσα στον Ελληνικό και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό της σύγχρονης εποχής, ο οποίος (τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών) έχει στο σύγχρονο κόσμο τη θέση που είχε στον Αρχαίο κόσμο μέχρι την τουρκική κατάκτηση ο Ελληνικός, ενώ δεν θα ήταν άστοχο να επισημανθεί ότι η Ρωμαϊκή «παραφυάδα» του ελληνικού πολιτισμού αντιστοιχεί ιστορικά με τη σημερινή εποχή που κυριαρχείται από την (αγγλοσαξονικών καταβολών) Αμερικανική κοσμοκρατορία.
Αν είναι θεμιτό να συνοψισθούν σε ελάχιστες γραμμές τα θετικά σημεία του, θα έλεγε κανείς ότι ο ελληνικός κόσμος διακατέχεται από μια εμφανή ανθρωποκεντρική τάση για την αρετή, τη γενναιοφροσύνη, τη χάρη και την ευφυΐα, από πολυμήχανο και γενναίο φρόνημα από το οποίο προέκυψε η ελεύθερη πολιτεία και κυριότατα από δημιουργικό πνεύμα περί τον καλό λόγο και την καλή τέχνη, καθώς και ισχυρή ροπή προς την ουσιαστική γνώση του ανθρώπινου βίου και σεβασμό προς την παιδεία. Σε αντίθεση με το σημερινό κόσμο που ως στόχο θέτει το «κέρδος» και την επιτυχία που συνδέεται με αυτό, για τον ελληνικό κόσμο ύψιστο ιδανικό ήταν «ο καλός κ’ αγαθός άνθρωπος», αυτός που είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τα γεγονότα της ζωής με νηφαλιότητα και να παραμένει πάντα διαθέσιμος για προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Είναι απόλυτα χαρακτηριστικό στο σημείο αυτό, ότι στην αρχαία ελληνική κοινωνία δεν υπήρξαν άνθρωποι που έγιναν διάσημοι για τον πλούτο τους, αλλά αντίθετα υπήρξαν πολλοί που εκτιμήθηκαν και διαθρυλήθηκαν στους αιώνες για τη «σοφία» τους.
Η ιστορική επισκόπηση της προηγούμενης παραγράφου βασίζεται σε στοιχεία που έγιναν γνωστά από τις παραδοσιακές μεθόδους μελέτης της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας, της παλαιοντολογίας και της μυθολογίας. Στα χρόνια μετά το 1990 άρχισαν να αναπτύσσονται και να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξιοπιστία και σπουδαιότητα, μέθοδοι μελέτης του ιστορικού παρελθόντος, σε βάθος μέχρι και 400.000 ετών π.Χ., βασισμένες στην εξέταση των γενετικών δεικτών του DNA των ανθρώπων (και άλλων ζώων).
Όπως είναι γνωστό το DNA (Deoxyribonucleic acid - δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ) είναι μεγαλομοριακή ένωση που συγκροτείται από αζωτούχες-πρωτεϊνικές βάσεις, φωσφορικές ρίζες και ένα σάκχαρο. Υπάρχει στον πυρήνα όλων των κυττάρων (nDNA, πυρηνικό DNA) και σε μερικά άλλα ημιαυτόνομα κυτταρικά οργανίδια, όπως τα μιτοχόνδρια (mtDNA, μιτοχονδριακό DNA) και τα πλαστίδια (για τα φυτά). Το σύνολο των μορίων DNA που υπάρχουν σε ένα κύτταρο αποτελούν το γενετικό υλικό του, με την έννοια της μεταβίβασης χαρακτηριστικών, αναλοίωτων από γενεά σε γενεά, αλλά και της ρύθμισης της φυσιογνωμίας εξειδίκευσης κάθε κυττάρου για την επιτέλεση των ιδιαίτερων λειτουργιών του. Το DNA επιτρέπει επίσης τη δημιουργία γενετικής ποικιλότητας, υφιστάμενο μεταλλάξεις. Η δομή του DNAπεριλαμβάνει ανά κύτταρο 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων (ένα χρωμόσωμα από την μητέρα και ένα από τον πατέρα, συνολικά 46 χρωμοσώματα), ένα από τα οποία είναι το ζεύγος των φυλετικών χρωμοσωμάτων Χ και Υ (που συνδυάζονται ως ΧΧ για τα θηλυκά τέκνα και ΧΥ για τα αρσενικά). Τα 46 χρωμοσώματα αποτελούνται συνολικά από περίπου 32.000 γονίδια (450 έως 4.500 γονίδια ανά χρωμόσωμα) που περιέχουν συνολικά περίπου 3.000.000 γενετικές πληροφορίες (νουκλεοβάσεις που αποτελούν τις δομικές μονάδες του DNA). Το χρωμόσωμα Υ υπάρχει μόνο στους άνδρες και το DNA του (Y-DNA) μεταβιβάζεται μόνο κατά την πατριαρχική ιεραρχία (από πατέρα σε γιο, σε εγγονό, δισέγγονο κλπ). Αντίθετα το μιτοχονδριακό DNA (mtDNA) μεταφέρει κληρονομικές πληροφορίες μόνο κατά την μητριαρχική γραμμή (από μητέρα σε κόρη, εγγονή, δισέγγονη κλπ).
α. Γενετικοί κλάδοι και φυλές
Στις μεθόδους γενετικής γενεολογίας που αναπτύχθηκαν μετά το 1995 η διάκριση σε πατριές, γένη και φυλές γίνεται με τον εντοπισμό απλοομάδων (haplogroup), οι οποίες ορίζονται ως ιεραρχημένοι γενετικοί κλάδοι, δημιουργημένοι από μεταλλάξεις, που περιλαμβάνουν όμοιες ομάδες γονιδίων (απλότυπους) προερχόμενων από κάποιο πρόγονο. Διακρίνονται απλοομάδες κατά την πατριαρχική γραμμή, βάσει του χρωμοσώματος Υ (Y-DNA), αλλά και κατά την μητριαρχική γραμμή, βάσει του μιτοχονδριακού DNA (mtDNA). Οι απλοομάδες (που χαρακτηρίζονται με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου A, B, C κλπ) είναι ιεραρχημένες με την έννοια ότι καθεμία υπάγεται σε μία απλοομάδα ανώτερης τάξης (μακροαπλοομάδα) και έχει υποκείμενες άλλες απλοομάδες χαμηλότερης τάξης.
Οι μιτοχονδριακές απλοομάδες (mtDNA) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την γενικότερη γενετική χρονολογική ταξινόμηση των ανθρώπινων πληθυσμών του είδους «Έμφρων Άνθρωπος» (Homo Sapiens), ως εξής:
- Νέγρικοι πληθυσμοί (Αφρικανοί νότια της Σαχάρας): Μακροαπλοομάδα L, που υποδιαιρείται σε απλοομάδες L0, L1, L2, L3, L4, L5, L6, L7.
- Λευκοί πληθυσμοί (της Ευρασιατικής Δύσης): Μακροαπλοομάδα Ν, που υποδιαιρείται σε απλοομάδες H, T, U, V, X, K, I, J.
- Μογγολικοί πληθυσμοί (της Ασιατικής Ανατολής): Μακροαπλοομάδα Μ, που υποδιαιρείται σε απλοοάδες A, B, C, D, E, F, G, Y και στην οποία υπάγονται και οι Αμερικανοί ιθαγενείς (Α, Β, C, D).
- Ωριγενείς της Αυστραλίας (Αυστραλο-Μελανήσιοι aborigins): Απλοομάδες P, Q, S, που τους διακρίνουν ως ξεχωρσιτή τέταρτη φυλή.
Οι απλοομάδες Y-DNA του χρωμοσώματος Υ που υπάρχει μόνο σους άνδρες, χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των γενετικών χαρακτηριστικών των φυλετικών ομάδων παγκοσμίως ως εξής:
β. Κοινοί αρχικοί πρόγονοι κατά την τάξη DNA
Η αναζήτηση του κοινού αρχικού προγόνου κάθε απλομάδας, κατά την μιτοχονδριακή ή Υ-χρωμοσωμική τάξη, συνδυάστηκε με μία τάση εξανθρωπισμού των ευρημάτων με πρόσδοση γυναικείων ονομάτων στις μιτοχονδριακές «αρχικές μητέρες» (και αντίστοιχα ανδρικών ονομάτων στους Υ-χρωμοσωμικούς αρχικούς πατέρες). Για τις απλοομάδες που έχουν σχέση με τη λευκή φυλή π.χ. αρχικές μητέρες είναι οι:
- Εύα: Κοινή μιτοχονδριακή πρόγονος του Έμφρονος Ανθρώπου. Έζησε περί το 200.000 π.Χ. στην Ανατολική Αφρική, πολύ νωρίτερα από τη μετανάστευση εκτός Αφρικής, η οποία πιστεύεται ότι έγινε στα χρόνια 95.000 - 45.000 π.Χ. Η χρονολόγησή της ανέτρεψε την υπόθεση πολλαπλής καταγωγής του σύγχρονου ανθρώπου, αναδεικνύοντας ως πιθανότερη την υπόθεση ότι οι άνθρωποι προήλθαν σχετικά πρόσφατα από την Αφρική και επεκτάθηκαν από εκεί, αντικαθιστώντας πιο "αρχαϊκούς" ανθρώπινους πληθυσμούς, όπως οι Νεάντερταλ. Ο αντίστοιχος Υ-Χρωμοσωμικός Αδάμ έζησε επίσης στην Αφρική χιλιάδες χρόνια μετά την μιτοχονδριακή Εύα (περί το 80.000 π.Χ), διαφορά που εξηγείται από την μεγαλύτερη ποικιλία στην αντρική γονιμότητα. Σημειωτέον ότι η Εύα (όπως και ο Αδάμ, αλλά και όλες οι επόμενες μιτοχονδρικές αρχικές μητέρες) δεν ήταν η μόνη γυναίκα που έζησε στην εποχή της Υπήρχαν πολλές άλλες γυναίκες με ζωντανούς απογόνους σήμερα, αλλά κάπου στις γραμμές των απογόνων τους υπήρχε τουλάχιστον ένας άνδρας (από τον οποίο δεν μεταβιβάστηκε το μιτοχονδριακό DNA της μητέρας του στα παιδιά του).
- Ούρσουλα (Ursula, επικεφαλής της απλοομάδας U): Έζησε στην Ελλάδα περί το 45.000 π.Χ.
- Ξένια (Xenia, επικεφαλής της απλοομάδας Χ): Έζησε στον Καύκασο περί το 25.000 π.Χ.
- Έλενα (Helena, επικεφαλής της απλοομάδας H): Έζησε στα Πυρηναία περί το 20.000 π.Χ. 40% των σημερινών Ευρωπαίων έχουν στοιχεία από το DNA της.
- Βέλδα (Velda, επικεφαλής της απλοομάδας V): Έζησε στην βόρεια Ισπανία περί το 17.000 π.Χ.
- Τάρα (Tara, επικεφαλής της απλοομάδας T): Έζησε στην Τοσκάνη της Ιταλίας περί το 17.000 π.Χ.
- Κατρίνα (Katrina, επικεφαλής της απλοομάδας K): Έζησε στην Βενετία περί το 10.000 π.Χ.
- Γιασμίνη (Jasmine, επικεφαλής της απλοομάδας J): Έζησε στην Μεσοποταμία περί το 10.000 π.Χ.
γ. Διαδρομές μετακίνησης πληθυσμών
Η ομάδα Μ περιλαμβάνει το πρώτο κύμα της ανθρώπινης μετανάστευσης από την Αφρική, που θεωρείται πλέον αρχική κοιτίδα του Έμφρονος Ανθρώπου, μετά από μια ανατολική διαδρομή κατά μήκος των νότιων παραλιακών περιοχών. Οι πληθυσμοί απογόνων τους βρίσκονται σε όλη την Ανατολική Αφρική, την Ασία, την Αμερική, και τη Μελανησία, αν και σχεδόν καμία απλοομάδα Μ δεν έχει βρεθεί στην Ευρώπη.
Η ομάδα Ν των λευκών πληθυσμών μπορεί να αντιπροσωπεύει μια άλλη μετανάστευση από την Αφρική, προς τον βορρά αντί ανατολικά. Η μετακίνηση αυτή έγινε κατά κύματα ως εξής:
- Από το 120.000 π.Χ. κίνηση από την Αφρική προς την Εγγύς Ανατολή (σημερινά κράτη Λίβανου, Ιορδανίας, Ισραήλ, Συρίας)
- Από το 59.000 π.Χ. κίνηση από την Εγγύς Ανατολή προς την Ελλάδα και μέσω αυτής (λιγότερο συχνά μέσω Βόσπορου ή Καύκασου) στην Δυτ.Ευρώπη (Απλοομάδα της Ούρσουλας). Το ρεύμα αυτό δημιούργησε τον Ωρινάκειο πολιτισμό (Aurignacian 32.000-21.000 π.Χ.) με τελειοποίηση αιχμών και γλυφίδων, αντικείμενα από οστά, και εμφάνιση καλών τεχνών και συστήματος ταφής νεκρών.
- Στα χρόνια 33.000 – 23.000 π.Χ. νέο κύμα μετακίνησης από Αφρική προς Εγγύς Ανατολή, από εκεί στην Ελλάδα και μέσω αυτής (λιγότερο συχνά μέσω Βόσπορου ή Καύκασου) στην Δυτ.Ευρώπη (Απλοομάδα της Έλενας). Το ρεύμα αυτό δημιούργησε τον Γκραβέτιο πολιτισμό (Gravettian 26.000-20.000 π.Χ.) στη Δυτ.Ευρώπη και Ρωσία.
- Στα χρόνια 23.000 – 17.000 π.Χ. η μέγιστη ανάπτυξη των παγετώνων ανάγκασε τους βορειότερους πληθυσμούς να κατεβούν νοτιότερα (Απλοομάδες της Βέλδας και της Τάρας). Το ρεύμα αυτό δημιούργησε τον Σολουτραίο πολιτισμό (20.000-14.000 π.Χ.) στη Δυτ.Ευρώπη με μεγάλη ακμή της λάξευσης του λίθου σε σχήμα φύλλου δάφνης (μαχαίρια, βελόνες) και κατασκευή κατοικιών με σκελετό από κόκαλα ζώων.
- Στα χρόνια 10.000 – 8.000 π.Χ. μετά το λιώσιμο των παγετώνων μεγάλο ρεύμα πληθυσμών μέσω της Εγγύς Ανατολής εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς) και σταδιακά απλώθηκε στη Δυτ.Ευρώπη. Με το ρεύμα αυτό άρχισε η Νεολιθική Περίοδος με την έναρξη της τροφοπαραγωγικής οικονομίας (Νατούφιος Πολιτισμός με δραστηριότητες στη γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία και ναυτιλία) και την μονιμη εγκατάσταση σε ξύλινες και αργότερα πλινθόκτιστες κατοικίες. Ο πολιτισμός του Σέσκλου Μαγνησίας, με ορθογώνια οικήματα 2 δωματίων, στενούς παράλληλους δρόμους και οχυρωμένη ακρόπολη με το μέγαρο του ηγεμόνα, ήταν κυρίαρχος στις επόμενες 5 χιλιετίες (μέχρι το 2.500 π.Χ.) και διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη.
- Στα χρόνια 2.500 – 2.000 π.Χ. σημειώθηκε το τελευταίο ρεύμα πληθυσμών προς την Δυτ.Ευρώπη, με χρήση της εναλλακτικής διαδρομής από Εγγύς Ανατολή στον Καύκασο. Στο ρεύμα αυτό, στο οποίο γίνεται κυρίως αναφορά στα παραδοσιακά βιβλία της Αρχαίας Ιστορίας, δεν συμμετείχαν Έλληνες, οι οποίοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στη χώρα τους με το κύριο ρεύμα του 8.000 π.Χ.
δ. Γενετικά συμπεράσματα για τους Έλληνες
Από τα προαναφερόμενα γενετικά στοιχεία, που τεκμηριώνονται από επιστημονικές μελέτες, μεταξύ άλλων, του καθηγητή Βιολογίας του ΑΠΘ Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη και του καθηγητή Αρχαιολογίας του Cambridge Colin Renfrew, και επιβεβαιώνονται από ανθρωπολογικές, ιστορικές, γλωσσολογικές και καλλιτεχνικές παρατηρήσεις, η θέση των Ελλήνων διαμορφώνεται πλέον στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Η κομβική γεωγραφική θέση του ελλαδικού χώρου του έδωσε την κυρίαρχη θέση της κύριας «πύλης» της Ευρώπης από τα αρχαιότατα χρόνια (59.000 π.Χ.).
- Οι ελληνικοί πληθυσμοί (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς), όπως αναφέρεται και σε όλες τις γραπτές αρχαιοελληνικές παραδόσεις, ήταν «αυτόχθονες» στον τόπο τους, με την έννοια ότι εγκαταστάθηκαν εκεί από τα πρώτα χρόνια της σταθεροποίησης των ανθρώπων σε μόνιμες κατοικίες.
- Η γενετική ταυτότητα των σημερινών Ελλήνων, βάσει 270.000 δεικτών DNA, έχει ως εξής:
11% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 51-23.000 π.Χ.
59% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 23—11.500 π.Χ.
20% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 11—8.000 π.Χ.
Μόλις 10% του DNA τους δημιουργήθηκε μετά το 1500 π.Χ.
- Αυτό σημαίνει ότι (αθροίζοντας τα τρία πρώτα ποσοστά και υποθέτοντας ότι μισό από το τέταρτο είχε δημιουργηθεί πριν από τα κλασικά χρόνια) τουλάχιστον 95% του DNA των σύγχρονων Ελλήνων είναι ακριβώς ίδιο με το DNA των κατοίκων της εποχής του Περικλή --- μια γενετική καθαρότητα άκρως εντυπωσιακή, ιδιαίτερα σε αντιπαράθεση με θεωρίες, όπως του Φαλμεράϊερ, που υποστηρίζουν άστοχα το αντίθετο.
- Εξίσου εντυπωσιακή είναι η διαπίστωση ότι το DNA των Ετεοκρητών, δημιουργών του Μινωικού πολιτισμού (3000 – 1400 π.Χ.) είναι όμοιο με το DNA των σημερινών Κρητικών και ιδιαίτερα των κατοίκων του νομού Λασιθίου, ενώ δεν υπάρχει καμία συγγένεια με το DNA των αρχαίων Αιγυπτίων.
- Σουηδοί γενετιστές εντόπισαν στην Σουηδία ελληνικό DNA από τα χρόνια του Αχαϊκού (Μυκηναϊκού) πολιτισμού (1600 – 1100 π.Χ.), γεγονός που υποδηλώνει εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις, που επιβεβαιώνονται και από άλλα ευρήματα (πλοία όμοια με τα μυκηναϊκά, μεταλλικά αντικείμενα κλπ).
- Ιταλοί γενετιστές εντόπισαν DNA των Ελλήνων στην Ελλάδα, την Ιταλία (νοτιότερα της Ρώμης) και ιδιαίτερα την Σικελία, στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία δίνοντας πρακτικά ένα χάρτη του, γνωστού από την Ιστορία, γεωγραφικού πυρήνα του ελληνικού κόσμου από το 1100 π.Χ. μέχρι το 1922 μ.Χ.
Άκρως διαφωτιστικός είναι ο επόμενος πίνακας που δείχνει την κατανομή των απλοομάδων Y-DNA σε χαρακτηριστικούς πληθυσμούς του ευρωπαϊκού χώρου (στην πρώτη στήλη αναγράφεται η φυλή, στην δεύτερη η απλομάδα και στις επόμενες το ποσοστό εμφάνισης κάθε απλοομάδας στην αντίστοιχη εθνοτική ομάδα (αρχαίοι και νέοι Έλληνες, νότιοι και βόρειοι Ιταλοί, Άγγλοι, Γερμανοί, Γάλλοι και Ισπανοί):
Από τα στοιχεία του πίνακα αυτού, που έχει προκύψεια από δημοσιεύσεις γνωστών επιστημόνων σε έγκυρα περιοδικά όπως το Science και το European Journal of Human Genetics, μπορούν να επιβεβαιωθούν βασικά συμπεράσματα που εκτίθενται στο παρόν έργο, όπως: .
1.Η ομοιότητα της κατανομής των αποομάδων στους αρχαίους και τους σημερινούς Έλληνες είναι εντυπωσιακή (σε βαθμό που πλησιάζει την ταύτιση). Σημειωτέον ότι οι γενετικές μετρήσεις Y-DNA για τους αρχαίους Έλληνες έγιναν το 2008 από την καθηγήτρια Mary-Claire King του Πανεπιστημίου της Washington σε 171 σκελετικά δείγματα κατοίκων από το σπήλαιο Φράχθι (που χρονολογούνται από 30.000 μέχρι 3000 π.Χ.) και τους οικισμούς του Σέσκλου (6800-4400 π.Χ) και του Διμήνιου (4800 π.Χ. Για τους σημερινούς Έλληνες εικονίζονται στον πίνακα οι μέσοι όροι των δεικτών που προέκυψαν από πληθώρα μελετών, από το 2001 μέχρι σήμερα, από διάφορες ομάδες γενετιστών (Battaglia, Di Giacommo, Semino, Firasat, King, Bosch, Zalloua, Helgason, Hasan) που κάλυψαν όλες τις ελλαδικές περιοχές (με επουσιώδη απόκλιση των αποτελεσμάτων ανά γεωγραφική περιοχή).
2. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ομοιότητα των δεικτών Y-DNA μεταξύ Ελλήνων και νότιων Ιταλών, που αποτελεί την πιο πειστική ανάμνηση των ελληνικών αποικιών στην Ιταλία και Σικελία από το 800 π.Χ.
3. Οι δείκτες Y-DNA δείχνουν ότι οι Έλληνες είναι «λιγότερο Ινδοευρωπαίοι» από τους βορειδυτκούς λαούς, αφού το άθροισμα ποσοστών των ινδοευρωπαϊκών απλοομάδων R1a, Rib και I είναι 43% στους σημερινούς ’Ελληνες (και 41% στους αρχαίους), έναντι άνω του 80% των βορειοδυτικοευρωπαίων. Αυτό επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι Έλληνες αποσχίσθηκαν από τους υπόλοιπους ινδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς και εγκαταστάθηκαν στον ελληνικό χώρο πολύ νωρίτερα από το 2000 π.Χ. όπως πιστευόταν μέχρι σήμερα (ίσως από το 8000 π.Χ).
4. Η χαμιτική απλοομάδα E1b1b (ποσοστό 27% στους σημερινούς και 31% στους αρχαίους Έλληνες) αποτελεί καταφανή απόδειξκη της φυλετικής ιδότητας των Πρωτοελλήνων Πελασγών, που αναμίχθηκαν πλήρως με τους εισελθόντες Ινδοευρωπαίους Έλληνες.
5. Η καυκάσια απλοομάδα G (ποσοστό 5,7% στους σημερινούς και 4,7% στους αρχαίους Έλληνες) επιβεβαιώνει ότι στη διαδρομή τους προς την Ελλάδα οι Ινδοευρωπαίοι Έλληνες πέρασαν από τα μέρη του Καυκάσου, όπως υπαινίσσονται οι μύθοι για τον Προμηθέα.
6. Οι σημιτικές απλοομάδες J και T (ποσοστό 21% στους σημερινούς, όσο και στους αρχαίους Έλληνες) φανερώνει τις εκτεταμένες σχέσεις με τους αρχαίους Φοίνικες, που κατοπτρίζονται στους μύθους της Ιούς και του Κάδμου (όπως εκτίθεται σε οικεία κεφάλαια του παρόντος έργου).
7. Τέλος το ποσοστό 0,7% της ινδοϊρανής απλοομάδας L (που υπάρχει μόνο στους νεότερους Έλληνες) αποτελεί περιτρανη απόδειξη της λαμπρής εκστρατείας του Μ.Αλεξάνδρου και του επί τρεις αιώνες μετά από αυτόν ακμαίου κράτους των Σελευκιδών, από το οποίο έμειναν ίχνη στο αίμα των μετά από αυτούς Ελλήνων.
- Σημειωτέον ότι κατά την αντίθετη κατεύθυνση τα ευρήματα είναι αρνητικά καθώς:
Δεν υπάρχει τούρκικο DNA της ουραλταϊκής απολομάδας Ν στους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου, ενώ υπάρχει ελληνικό στους σημερινούς Τούρκους, που οφείλεται βέβαια στον εκούσιο ή ακούσιο εκτουρκισμό Ελλήνων της Μ.Ασίας, στην στρατολόγηση γενιτσάρων και στην ύπαρξη Ελληνίδων αιχμαλώτων στα τούρκικα χαρέμια. Συγκεκριμένα η κατανομή των Y-DNA απλοομάδων στους σημερινούς Τούρκους (R1b=20%, R1a=9%, I=7%, G=11%, N=3%,, E1b1b=11%, J=33%, T=3% και L=3%) κατά το μέγιστο ποσοτό του αποτελείται από κατακτημένους λαούς της Μικράς Ασίας (μεταξύ των οποίων και Έλληνες) που «τούρκεψαν». Αυτό δείχνει το ποσοστο της ουραλταϊκής απλοομάδας (των καθαρόαιμων Τούρκων) που είναι μόλις 3%, ενώ οι υπόλοιπες «μη τουρκικές» απλοομάδες πλεονάζουν (μεταξύ των οποίων το σημιτικό αραβικό στοιχείο J+T=36%, το χαμιτικό αιγυπτιακό 11%, το αρμενοκουρδικό G=11%, ενώ το ινδοευρωπαϊκό Ελλήνων, Λυδών, Φρυγών Κάρων κλπ συνολικά είναι 36%).
Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, με κατανομή των Y-DNA απλοομάδων R1b=18%, R1a=10%, I=21%, G=2%, N=0%,, E1b1b=25%, J=24%, T=0% και L=0%, αναγνωρίζονται ως ινδοευρωπαϊκός λαός συγγενικός με τους Έλληνες, με συγγένεια όμως που εξικνείται από τα ινδοευρωπαϊκά προ του 2000π.Χ. χρόνια, και όχι από νεότερες επιμιξίες, που απαγορεύονταν από τη διαφορά της θρησκείας, εξαιτίας της οποίας οι νεότεροι Αλβανοί ήταν πάντα τοποθετημένοι σε στρατόπεδο αντίθετο με τους Έλληνες.
Εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να υπάρχει σε ουσιώδη βαθμό Σλάβικο DNA στους σημερινούς κατοίκους της Ελλάδας, αφού οι γενετικοί δείκτες τους είναι ίδιοι με των πανάρχαιων κατοίκων της Ελλάδας, ενώ οι Σλάβοι εμφανίστηκαν μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ. Οι κάτοικοι των σημερινών Σκοπίων πρακτικά είναι Βούλγαροι.
Κατά την κλασική Ινδοευρωπαϊκή θεωρία η επιμιξία των λαών στην Ελλάδα άρχισε περί το 2.000 π.Χ., ενώ κατά την άποψη της αυτόχθονης ανάπτυξης των Ελλήνων η επιμιξία άρχισε από το 8.000 π.Χ. και η ελληνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη του κόσμου. Υπέρ της άποψης αυτής, πέραν των γενετικών δεικτών του DNA, που δείχνουν αδιάλειπτη βιολογική συνέχεια των Ελλήνων από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, συνηγορεί και η διαπίστωση ότι σημαντικός αριθμός ελληνικών λέξεων δεν ετυμολογούνται ως ινδοευρωπαϊκές. Και στις δύο περιπτώσεις η ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας λεκτικές ρίζες προερχόμενες από την χαμιτική ή ιαπετική πρωτόγλωσσα, είναι δομημένη, με ιεραρχία ανάπτυξης, που από απλούς φθόγγους οδηγεί στη δημιουργία σύνθετων λέξεων, με τρόπο που φαίνεται να παρουσιάζει αυτάρκεια (π.χ. από το φθόγγο "α" που δηλώνει "επίθεση" προκύπτουν οι λέξεις άγω, άγημα, καθηγητής, Αγησίλαος, αγώνας, αγωνία κλπ). Μπορούν να εντοπιστούν 22 τέτοιοι βασικοί φθόγγοι, από τους οποίους με γλωσσοπλαστικούς μηχανισμούς παραλλαγής και σύνθεσης παράγονται όλες οι ελληνικές λέξεις. Δεν υπάρχουν (σε ουσιώδη βαθμό) στην αρχαία ελληνική γλώσσα εμφανώς εξωγενείς λέξεις, οι οποίες έχουν ληφθεί αυτούσιες από άλλη γλώσσα για αυθαίρετη ονομασία κάποιου αντικειμένου (χωρίς αιτιώδη σχέση με το σημαινόμενο).
Άλλα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της ελληνικής γλώσσας, που την κατατάσσουν στις εξελιγμένες από άποψη γλωσσολογικής διάπλασης, είναι ότι:
-Περιλαμβάνει τους λεγόμενους "λιγυρούς" (=εύηχους, «ευγενείς») φθόγγους "γ, δ, θ, χ" που άλλοι λαοί δεν μπορούν να προφέρουν
-Χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό πολυσύλλαβες λέξεις σε αντίθεση με τις βόρειες γλώσσες (π.χ. αγγλική) όπου, ίσως για οικονομία θερμικής ενέργειας, υπερτερούν οι μονοσύλλαβες (π.χ. sun, tree, street, hand, foot, chin, cheek,eat, drink,sleep κλπ)
-Έχει απεριόριστη δυνατότητα για δημιουργία νέων πολυσύνθετων λέξεων (π.χ. υπερπρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος)
- Παρουσιάζει όλα τα γνωστά φαινόμενα γλωσσολογικής ανέλιξης, όπως ονοματοποιία (μίμηση εξωτερικών ήχων), αφομοίωση (ένας φθόγγος γίνεται όμοιος με άλλον), εναλλαγή (χρησιμοποίηση άλλου φθόγγου αντί άλλου), συγχώνευση (ενοποίηση πολλών φθόγγων), ανομοίωση (αποβολή του ενός από δύο όμοιους φθόγγους της ίδιας λέξης), ανταλλαγή (αμοιβαία αλλαγή φθόγγων), υπερπήδηση (μετακίνηση από μία θέση σε άλλη με υπερκέραση άλλου φθόγγου), μετάθεση (αλλαγή θέσης), απλολογία (κατάργηση συλλαβής που εμφανίζεται δύο φορές).
0.4.1. Κανόνες σχηματισμού νεοελληνικών λέξεων
Αν αληθεύουν οι προαναφερόμενες θεωρήσεις, η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει κάποιες ρίζες προερχόμενες από την γλώσσα των Πρωτοελλήνων (Πελασγών και Ετεοκρητών), κάποιες ρίζες προερχόμενες από την Πρωτοϊαπετική (Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή) γλώσσα, και λέξεις που μετεξελίχτηκαν ή διαπλάστηκαν, με τους προαναφερόμενους κανόνες, στους 22 αιώνες που ακολούθησαν την (υποτιθέμενη) εγκατάσταση Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, κατά την Κρητοαχαϊκή, Δωροϊωνική και Κλασική περίοδο. Πολλές λέξεις, που χρησιμοποιούνται και σήμερα, έχουν προέλευση πελασγική από την εποχή πριν από το 2.000 (όπως κυπαρίσσι, μέλισσα, ρόδο, σιτάρι, κολοκύθι, σουσάμι, ρεβίθι, ελιά και έλαιον, σύκο, δάφνη --- θάλασσα, νησί, ζέφυρος, σπόγγος --- χαλκός, κασσίτερος, σίδηρος --- λαβύρινθος, θάλαμος, βασιλεύς, λαός, θίασος, παιάνας, θρίαμβος, σφήκα, σάκος, λέβης, σφενδόνη, ξίφος, κυβερνώ, κιθάρα). Πελασγικά είναι επίσης αρκετά τοπωνύμια όπως Ιλισός, Βριλισσός, Κηφισός, Κνωσός, Παρνασσός, Αρδηττός, Υμηττός, Λυκαβηττός, Μύκονος, Μυκήνες, Λάρισα, Άμφισσα, Ήπειρος, Θεσσαλία, Αττική, Κύθηρα, Μήθυμνα, Ραφήνα, Ζάκυνθος, Κόρινθος, Αμάρυνθος, Πίνδος, Πάρνηθα, Πάρνωνας). Οι λέξεις αυτές ενταγμένες στους γραμματικούς κανόνες της κοινής ελληνικής γλώσσας που προέκυψε μετά το 2000 έχουν πλέον ελληνικό ήθος και βάρος και δεν διαχωρίζονται από τις ινδοευρωπαϊκές λέξεις που έφεραν μαζί τους οι επήλυδες Ινδοευρωπαίοι, όπως τα ουσιαστικά πατέρας, μητέρα, υιός, θυγατέρα, κόρη, άντρας, γυναίκα, αγελάδα, βόδι, μύγα, δέντρο, έλατο, ουρανός, μέρα, νύχτα, φως, χειμώνας, όνομα, --- τα επίθετα καλός, μεγάλος, πολύς, μακρύς, ξερός, γλυκός, νέος --- τα αριθμητικά ένα, δύο, δέκα, εκατό κλπ --- οι αντωνυμίες εγώ, εκείνος κλπ --- τα ρήματα είμαι, μένω λείπω, δένω κάθομαι κλπ --- και τα επιρρήματα / σύνδεσμοι / προθέσεις σήμερα, εμπρός, και, από, κλπ.
Η νέα ελληνική γλώσσα σχηματίστηκε, ως εξέλιξη της ελληνιστικής «κοινής», που μιλιόταν στα χρόνια 100 π.Χ. έως 100 μ.Χ. κατά την μεσαιωνική και ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο (μετά το 1000 μ.Χ.). Σημαντική επίδραση στη διαμόρφωσή της είχε η προφορική τριβή, κατά την χρήση της στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε μεγάλη γεωγραφική έκταση, σε τόπους αρκετά απομακρυσμένους μεταξύ τους, όπου οι τοπικοί πληθυσμοί (ορεσίβιοι, πεδινοί ή θαλασσινοί) απέκτησαν, με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα γνωρίσματα εκφοράς του λόγου. Από τους συνηθέστερους μηχανισμούς μετεξέλιξης των παλαιότερων στις νεότερες ελληνικές λέξεις θα μπορούσαν να επισημανθούν οι εξής:
- Αν ληφθεί υπόψη ότι η μετάδοση αυτούσιων λέξεων μεταξύ αλλoγενών πληθυσμών κατά κανόνα συμβαίνει από τους περισσότερο στους λιγότερο προηγμένους λαούς και σε πολύ μικρότερο βαθμό κατά την αντίθετη κατεύθυνση, επειδή ο ελληνικός κόσμος είχε, όπως προαναφέρθηκε, το προβάδισμα (από πολιτική, οικονομική και πολιτιστική άποψη) επί μακρά σειρά αιώνων (τουλάχιστον από το 500 π.Χ. μέχρι το 1453 μ.Χ.), η εισδοχή αλλογενών λέξεων στην ελληνική γλώσσα ήταν στο διάστημα αυτό ανεπαίσθητη.
- Η χρήση στα νεότερα χρόνια των θαμιστικών τύπων των ρημάτων (με καταλήξεις σε ίζω, -άζω, -άσκω, -ώνω, -εύω, -αίνω) έναντι των αρχικών καταλήξεων σε –ώ, ήταν από τους βασικούς κανόνες μετασχηματισμού των ρημάτων στην νεοελληνική. Παραδείγματα: νομώ-νομίζω, ετοιμώ-ετοιμάζω, δάω-δάσκω-διδάσκω, τελειώ-τελειώνω, στερώ-στερεύω, βαθώ-βαθαίνω.
- Η προτίμηση στους υποκοριστικούς τύπους των ουσιαστικών, με καταλήξεις σε –ίον (-ί), -ίδιον (-ίδι), -ις (-ίδα), -ώπον, -άκιος (-άκης και -άκος), -άκιον (-άκι), άριος (-άρης), -άριο (-άρι), -ίδης (-ίζης, -ίτσης), -ώδης (-ούδης), -ώλης (-ούλης, -ούλιας), -πωλος (-πουλος), -ίσκος (-ίτσος -ίτσα) ήταν ένας εξίσου σημαντικός νόμος μετάπλασης των παλιότερων ουσιαστικών. Παραδείγματα: χειρ-χέρα-χέριον-χέρι, χοίρος-χοιρίδιον, κάρφος-καρφίς-καρφίδα, δάσκαλος-δασκαλάκιος-δασκαλάκης-δασκαλάκος- δρόμος-δρομάκιον-δρομάκι-δρομάκος, λέων-λέοντα-λεοντάριον-λεοντάρι, οίκος-οικίσκος, λύκος-λυκούδης, κότα-κοτόπουλο, πέτρα-πετρίτσα, σκύλος-σκυλίτσης, χιτών-χιτωνίσκος.
-Οι φθόγγοι "τσ" και "τζ" προέρχονται:
# από την παραφθορά του "ξ" σε "τσ" (ιδιαίτερα στην πρόθεση "εξ") π.χ. εξατίζω>τσατίζω
# από την παραφθορά του "δ" σε "ζ" και "τσ" π.χ. καρφίς >καρφίδα >καρφίζα >καρφίτσα
# από σύνθεση λέξεων που περιέχουν "τ" και "σ" π.χ. ούτως+ει >ουτωσί >έτσι
# από την παχιά προφορά του "κ" (όπως στη διάλεκτο της Κρήτης) π.χ. σκέπη >στσέπη >τσέπη
# από την παχιά προφορά του "τ" (όπως στα αγγλικά το "motor" ακούγεται σαν "μότσορ" ) π.χ. κατοικίδιο >κατσοικίδιο >κατσίκι
- Ο φθόγγος "μπ" προέρχεται:
# από τη συμπροφορά του "π" με το "ν" στην αιτιατική π.χ. τον παπά> το μπαμπά
# από την παραφθορά του "β" σε "π" και "μπ" π.χ. βορράς> μπόρα
- Ο φθόγγος "ντ" προέρχεται:
# από τη συμπροφορά του "τ" με το "ν" στην αιτιατική π.χ. την τολύπη> τη ντουλάπα
# από την παραφθορά του "δ" σε "ντ" π.χ. δαής> νταής
-Καταλήξεις όπως -άκι, -ίκι, -έτι, -άνι, -άρι είναι τα ελληνικά υποκοριστικά -άκιον,-ίκιον, -άριον και παρόμοια
-Καταλήξεις ιδιότητας όπως -ας, -τζης, ιτζής είναι οι ελληνικές καταλήξεις -εύς>-έας>άς και -ιδεύς>ιζεύς>ιζής>ιτζής
-Η κατάληξη των ονομάτων "-ογλου" προέκυψε από τη μετεξελιγμένη προφορά του "-όπουλου" > όπλου > όγλου (π.χ. Μητρόπουλου>Μητρόπλου>Μητρόγλου)
-Τα συνηθέστερα πάθη φθόγγων που δημιουργούν μετεξελίξεις προφοράς είναι:
# πάθη συμφώνων ξ>τσ>τζ, δ>ζ.τζ, δ>ντ, θ>ζ>τζ, χ>κ, χ>γ, β>μπ, π>μπ, γ>γκ, γ>τζ, στ>τσ>τζ, φ>π>μπ, ψ>τσ
# πάθη φωνηέντων ω>ου, ω>αυ, υ>ου, α>ε (στην αιολική διάλεκτο το «υ» προφερόταν σαν «ου» -- αυτός=αούτος και αβούτος).
0.4.2. Ελληνικές ρίζες στις ευρωπαϊκές γλώσσες
Οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν κάποιες ρίζες προερχόμενες από την Πρωτοϊαπετική (Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή), ρίζες της Πρωτοϊαπετικής που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του κελτικού πολιτισμού (Hallstatt 500 π.Χ., La Tene 300 π.Χ.), ρίζες της Πρωτοϊαπετικής που εισχώρησαν μέσω της λατινικής από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα (55 π.Χ.), ρίζες ή λέξεις ελληνικές που έγιναν γνωστές μέσω της λατινικής, στην οποία μεταδόθηκαν στα χρόνια της μεγάλης επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους (ουσιαστικά την περίοδο 776 π.Χ. – 476 μ.Χ), ρίζες ή λέξεις ελληνικές που εισχώρησαν απευθείας από την ελληνική στα χρόνια μετά το 476 μ.Χ., ρίζες ή λέξεις γερμανικές/τευτονικές, γοτθικές και νορμανδικές προερχόμενες από αντίστοιχες εγκαταστάσεις πληθυσμών στα ευρωπαϊκά εδάφη, λέξεις με ελληνικές ρίζες που έπλασαν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι μετά τον 17ο αιώνα.
Είναι εμφανές και στον πιο απλοϊκό μελετητή των ευρωπαϊκών γλωσσών, ότι τελικά με το σύνολο των πολιτικοκοινωνικών επιδράσεων και πολιτιστικών διεργασιών που προαναφέρθηκαν, οι γλώσσες αυτές περιέχουν σημαντικό αριθμό ριζών ή λέξεων, που με κάποιο τρόπο (σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο) σχετίζονται με αντίστοιχες ελληνικές.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα γνωστά ετυμολογικά λεξικά σταματούν την ετυμολογία της λέξης στην λατινική ρίζα παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η πλειονότητα των ίδιων των λατινικών λέξεων σχετίζονται με ελληνικές ρίζες. Επιπλέον οι ετυμολογήσεις τέτοιου είδους λεξικών, αναζητώντας το αρχαιότερο γνωστό κείμενο στο οποίο απαντώνται οι λέξεις, χαρακτηρίζουν απατηλά αρκετές από αυτές λατινικές, βενετικές, ιταλικές ή τούρκικες, ενώ, αν γινόταν διεξοδική αναζήτηση της βαθύτερης ετυμολογίας, θα μπορούσε να καταδειχτεί η ελληνικότητα της προέλευσής της. Παράδειγμα: Η λέξη «καπετάνιος» στα περισσότερα λεξικά ετυμολογείται από το λατινικό «capita» (=κεφάλι), παραγνωρίζοντας ότι η λέξη capita προέρχεται από τα ελληνικά συστατικά «κατ’ επάνω» (κατεπάνος >καπετάνος) από τα οποία προέρχεται και η αρχαιότατη ελληνική λέξη «κεφαλή» (κατεπανή >κατπανή >κατφαλή >καφαλή). Παρόμοια ελληνικές λαϊκές λέξεις (όπως χουνέρι (χέω+νερό), νταβαντούρι (<ένθα+βαν+τηρώ), ασκέρι (<ασκέρα <σακέρα <σάκος<σάω+ακή), χούι (<όιον) κλπ) που πλάστηκαν πιθανώς στα καταγώγια της Κωνσταντινούπολης με νόημα σκωπτικό ή περιπαικτικό, δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαιολάτρες Βυζαντινούς λογίους, που είχαν πρότυπο την καλλιέπεια του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα, αλλά, αφού οι λέξεις αυτές πέρασαν και στα τούρκικα, πιθανώς από Τούρκους συγγαρφείς που δεν δεσμεύονται από το βάρος μακραίωνης καλαίσθητης λογοτεχνικής κληρονομιάς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι οι λέξεις είναι πράγματι τούρκικες.