Όπως προαναφέρθηκε η Μεσοβυζαντινή Περίοδος (610-1081) αντιστοιχεί στη φάση της «Εξελληνισμένης Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής», κατά τη διάρκεια της οποίας, ιδιαίτερα κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η παρουσία εχθρών και οι εγκαταστάσεις νέων πληθυσμών στις παρυφές των βυζαντινών εδαφών δημιούργησαν νέα κατάσταση στην γεωπολιτική λειτουργία της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι και Βούλγαροι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική χερσόνησο. Το βυζαντινό κράτος υπέστη εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιήθηκε η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών (της μακεδονικής Ανατολής), υπό την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων, που απέσπασαν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν λίγες αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως στα χρόνια των τελευταίων αυτοκρατόρων της Μακεδονικής δυναστείας, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Με τις επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανακτήθηκαν η Κρήτη, η Κύπρος, οι πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί Ιουστινιανού.
Η σειρά των ηγεμόνων που άρχισε με τον Ηράκλειο διαδέχτηκε την Δυναστεία του Ιουστινιανού (518-610) και κατάγονταν από την Καππαδοκία, η οποία ήταν ενταγμένη στο βυζαντινό θέμα των Αρμενιακών, που κατοικούνταν από το, τυπικό για τα βυζαντινά χρόνια, μίγμα ελληνόφωνων (ελληνικών και εξελληνισμένων) ορθόδοξων χριστιανικών λαών και δεν έχει σχέση με τους Αρμένιους. Η υποταγή των Περσών και οι αγώνες εναντίον των Αβάρων και των Αράβων ήταν τα σημαντικότερα δρώμενα της περιόδου.
Ο Ηράκλειος (Flavius Heraclius Augustus, 575 - 11 Φεβρουαρίου 641, <Ηρακλής <ήρωας + κλέος [=δόξα] = αυτός που έχει ιδιότητες όμοιες με του Ηρακλή) ήταν ο 20ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 610 ως τις 11 Φεβρουαρίου 641, θεμελιωτής της δυναστείας που φέρει το όνομά του. Ο πατέρας του Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος ήταν έξαρχος της Καρχηδόνας και ένας από τους παλαιούς στρατηγούς του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, με σημαντικό ιστορικό θριάμβων στο περσικό μέτωπο κατά τον πόλεμο της περιόδου 572-591. Τον καιρό της βάναυσης βασιλείας του σφετεριστή αυτοκράτορα Φωκά, ο οποίος είχε ανατρέψει τον Μαυρίκιο το 602, και της νέας περσικής επέλασης στην Εγγύς Ανατολή με αφορμή το πραξικόπημά του, όπου οι Πέρσες για πρώτη φορά δεν περιορίστηκαν σε μεθοριακές συγκρούσεις στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία αλλά εισέβαλαν μαζικά στις ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος (ο Πρεσβύτερος) διέκοψε αρχικά την επικοινωνία με την πρωτεύουσα και την τροφοδοσία της με αφρικανικά σιτηρά. Τελικά συγκέντρωσε ισχυρές βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να κινηθεί εναντίον του Φωκά. Υπό τη διοίκηση του γιου του Ηράκλειου, ο στόλος σάλπαρε από την Καρχηδόνα το 609, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε ο στρατός από την ξηρά, υπό τη διοίκηση του ανεψιού του Νικήτα, και οι δυο με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Συναντώντας παντού θερμή υποδοχή, και ενισχύοντας καθ’ οδόν το ήδη σημαντικό στράτευμά του, ο 35ετής τότε Ηράκλειος έφτασε πρώτος στη Βασιλεύουσα το 610. Μεγαλόσωμος, με ξανθά μαλλιά και επιβλητικό παρουσιαστικό, εισήλθε θριαμβευτής στην Πόλη με την υποστήριξη των Πρασίνων και χωρίς μάχη. Η ανακτορική φρουρά των Εξκουβιτόρων αυτομόλησε στην πλευρά του και τελικά ο Φωκάς συνελήφθη και εκτελέστηκε. Τον Οκτώβριο του 610 ο Ηράκλειος νυμφεύτηκε την αγαπημένη του Φαβία-Ευδοκία, και αμέσως μετά στέφτηκε αυτοκράτορας Με την Ευδοκία απέκτησε δύο παιδιά ανάμεσα στα οποία τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Γ'. Η Ευδοκία πέθανε πρόωρα από επιληψία στις 13 Αυγούστου/612. Μετά τον θάνατο της Ευδοκίας ο Ηράκλειος νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ανεψιά του Μαρτίνα κόρη της αδελφής του Μαρίας (613) παρά την σκληρή αντίδραση του λαού και της εκκλησίας που θεώρησαν το γάμο αιμομικτικό. Με την Μαρτίνα απέκτησε άλλα 9 παιδιά ανάμεσα στα οποία τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ηρακλεωνά. Η Μαρτίνα επιβίωσε μετά τον θάνατο του συζύγου της το 641, απαιτώντας να διεκδικήσει τον αυτοκρατορικό θρόνο για λογαριασμό του δικού της γιου Ηρακλεωνά έναντι του γιου της Ευδοκίας Κωνσταντίνου, αλλά το τέλος ήταν άσχημο, τόσο για την ίδια όσο και για τον γιό της.
α. Πόλεμοι με τον Χοσρόη Β'
Ο νέος ηγεμόνας άρχισε την προετοιμασία του κράτους του για την αντιμετώπιση των εχθρών του. Το 614 η Παλαιστίνη καταλήφθηκε από τον Πέρση στρατηγό Σαρ-Μπαράζ του βασιλιά Χοσρόη Β', ο οποίος σφαγίασε 90.000 χριστιανούς, και πήρε ως λάφυρο το θρησκευτικό κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού από τον ναό του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Το 618, με την Κωνσταντινούπολη υπό διπλή πολιορκία από Πέρσες και Άβαρους, ο Ηράκλειος κατάστρωσε σχέδιο για μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στην Καρχηδόνα και στο σταθερότερο εξαρχάτο της Αφρικής, το οποίο τελικά εγκαταλειψε μεταπειθόμενος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σέργιο Α'. Τελικά άρχισε την εκστρατεία του το 622, μετά από 12 χρόνια σκληρής προετοιμασίας. Αντιμετώπισε τον Πέρση στρατηγό Σαρ-Μπαράζ στην Ισσό, όπου σημείωσε λαμπρή στρατιωτική επιτυχία. Κατόπιν το 623 κατευθύνθηκε βόρεια προς την Τραπεζούντα. Αντιμετώπισε πάλι νικηφόρα τον περσικό στρατό στην πόλη Νινευή. Από την Τραπεζούντα πέρασε προς την πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα. Το 624, σημείωσε νέα νίκη κατά των Περσών, ενώ το Μάρτιο του 625, χωρίς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε μεγάλη πορεία βόρεια ως τον Αμύντα. Εκεί συνάντησε ξανά τον Σαρ-Μπαράζ στο πεδίο της μάχης και με το προσωπικό του θάρρος μετέτρεψε τη διαφαινόμενη ήττα σε νίκη. Στην Τραπεζούντα, ματαίωσε προσωρινά τα σχέδια του Αβάρου Χαγάνου να επιτεθεί στη Βασιλεύουσα. Χώρισε τον βυζαντινό στρατό σε τρία σώματα, στέλνοντας το ένα στην Πόλη, το άλλο στη Μεσοποταμία, ενώ το τελευταίο και μικρότερο υπό την προσωπική του ηγεσία παρέμεινε στην Τραπεζούντα. Με τον Αυτοκράτορα μακριά, η Πόλη τελούσε υπό την άτυπη πολιτική ηγεσία του Πατριάρχη Σέργιου και του στρατηγού Βώνου, οι οποίοι κατάφεραν να λάβουν μέτρα σθεναράς υπεράσπισης και, με μαζική λαϊκή κινητοποίηση, πέτυχαν την πολυθρύλητη λύση της Πρώτης Πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Άβαρους το 526, που έδωσε την αφορμή για την συγγραφή του Ακάθιστου Ύμνου (πιθανότατα από τον ίδιο).
Στη Μεσοποταμία, ο αδελφός του Ηράκλειου Θεοδόσιος κατέστρεψε τον εκεί περσικό στρατό, ενώ ο Αυτοκράτορας πραγματοποίησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Αρμενία, στον Καύκασο και στη βόρεια Ανατολία. Το 626 ο Ηράκλειος αντιμετώπισε ξανά τους Πέρσες πάλι στη Νινευή. Η νίκη ήλθε μετά από προσωπική μονομαχία του Αυτοκράτορα με τον Πέρση επικεφαλής στρατηγό Ραζάτη. Οι συνεχείς ήττες προκάλεσαν την πτώση του καθεστώτος του Χοσρόη Β' και το οριστικό τέλος του περσικού κινδύνου για την Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος, έχοντας πετύχει μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες και έχοντας εξουδετερώσει τον από αιώνων εχθρό της Αυτοκρατορίας, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα, όπου εισήλθε θριαμβευτικά από τη Χρυσή Πύλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 628. Μπροστά του βρισκόταν το ανακτηθέν από τους Πέρσες κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού. Ο Αυτοκράτορας ήταν πια 54 ετών, ευτυχής, αλλά καταβεβλημένος.
β. Πόλεμος με τους Άραβες
Την ίδια περίπου εποχή, έκανε την εμφάνισή του το Ισλάμ αντικαθιστώντας τον περσικό κίνδυνο. Η Παλαιστίνη έπεσε στα χέρια των μωαμεθανών Αράβων (Σαρακηνών) το 633, ενώ η Βόρεια Αφρική, η Ιβηρική Χερσόνησος, η Συρία και η Αντιόχεια συμπλήρωσαν τις κτήσεις τους μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Ο Ηράκλειος παρακολουθούσε συντετριμμένος την πτώση των επαρχιών, για την απελευθέρωση των οποίων είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή. Η ψυχική του υγεία διαταράχθηκε, ιδιαίτερα μετά την τρομερή ήττα και πλήρη συντριβή βυζαντινής δύναμης 80.000 ανδρών στο Γιαρμούκ της Γαλιλαίας, το 637. Μετά από αυτήν δεν ανέκτησε ούτε την ψυχική ούτε και τη σωματική του υγεία και πέθανε τον Φεβρουάριο του 641.
γ. Διοικητικό έργο - Θέματα του Βυζαντίου
Ο Ηράκλειος εισήγαγε για πρώτη φορά στην αυτοκρατορία το σύστημα των Θεμάτων, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή ρωμαϊκή διοικητική διαίρεση η οποία είχε μείνει σχεδόν ίδια από τους χρόνους του Διοκλητιανού, υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού και με στρατιώτες γαιοκτήμονες. Το σύστημα αυτό επέτρεψε στην αυτοκρατορία να διατηρήσει στους επόμενους αιώνες αξιόμαχο στράτευμα και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους υπηκόους της. Ταυτόχρονα, ο Ηράκλειος έλαβε μέτρα για την οικονομική ενίσχυση των δημοσίων ταμείων. Εκτός από το στρατιωτικό και διοικητικό του έργο άξιες μνείας είναι και οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε να επιβάλλει, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τις αποκλίσεις από το επίσημο χριστιανικό θρησκευτικό δόγμα των Οικουμενικών Συνόδων και, περισσότερο, τον μονοφυσιτισμό, ο οποίος προκαλούσε σημαντική πολιτικά αστάθεια. Για την αντιμετώπισή του και τη συμφιλίωση των υπηκόων του, εισήγαγε διάφορα συμβιβαστικά θεολογικά δόγματα, όπως ο μονοθελητισμός, τα οποία όμως δε βρήκαν γόνιμο έδαφος και απορρίπτονταν από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες. Ο Ηράκλειος είναι ο αυτοκράτορας που καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους, αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα, επιγραφές και νομίσματα το “Imperator Caesar, Augustus” με το “Βασιλεῦς”.
Ο Ηράκλειος κατατάσσεται αναμφισβήτητα ανάμεσα στους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι με τη βασιλεία του η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εγκατέλειψε οριστικά την αρχαιότητα και εισήλθε στη μεσαιωνική φάση της, στην κυρίως περίοδο του (αποκαλούμενου σήμερα) βυζαντινού κράτους. Είναι παροιμιώδης η παρουσία του στα πεδία των μαχών. Εμπνευσμένος από μια βαθιά πίστη ότι είχε τη θεία εύνοια, έμπαινε πάντα προσωπικά επικεφαλής του στρατού του, κατά τρόπο που ενέπνεε και τον πλέον ολιγόψυχο στρατιώτη, και προκαλούσε τον τρόμο και το δέος στις τάξεις του αντιπάλου. Αν ληφθεί υπόψη η δεινή θέση της αυτοκρατορίας στις αρχές του 7ου αιώνα, ιδιαίτερα εξαιτίας του αραβικού κινδύνου, πρέπει να ομολογηθεί ότι η καταλυτική παρουσία μιας ισχυρής προσωπικότητας, όπως ο Ηράκλειος, τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο διοικητικό επίπεδο, χάρη και στην κυβερνητική καινοτομία των Θεμάτων, ανέκοψε την πορεία παρακμής του Βυζαντίου και εξασφάλισε την επιβίωσή του για τους επόμενους δύσκολους αιώνες. Η πρωτεύουσα της Κρήτης και ο γνωστός δήμος της Αθήνας στα βόρεια προάστεια έχουν το όνομά του, δείγμα της τιμής που αναγνωρίστηκε για την προσφορά του στα νεότερα χρόνια.
Ο Κωνσταντίνος Γ΄ (612 – 641, υποκοριστικό του Κώνστας <κων- [=μαζί, ταυτόσημο του "συν" {<κοινός >λατ. con-}] + στας [μετοχή αορίστου του "ίστημι" {=στέκομαι, αντέχω, αναχαιτίζω} = αυτός που στάθηκε μαζί, συμπαραστάτης) ήταν ο 21ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, διάδοχος του αυτοκράτορα Ηρακλείου και γιος του από την πρώτη του γυναίκα Φαβία-Ευδοκία. Σύζυγός του ήταν η Γρηγορία και γιος τους ο Κώνστας Β. Ο Κωνσταντίνος Γ΄ έμεινε στο βυζαντινό θρόνο για τρεις μήνες, μέχρι το θάνατό του το 641 σε ηλικία 29 ετών. Από το 613 είχε οριστεί συναυτοκράτορας του πατέρα του, και από το 638 μαζί με τον ετεροθαλή (από άλλη μητέρα) αδελφού του Ηρακλεωνά. Φέρεται να είχε εκμυστηρευθεί πριν το θάνατό του σε πολιτικούς του φίλους την ανησυχία του για ενδεχόμενη απόπειρα θανάτωσής του από τη μητέρα του συναυτοκράτορα Μαρτίνα. Μετά το θάνατό του, η γερουσία κατηγόρησε τη Μαρτίνα ότι συνωμότησε και δηλητηρίασε τον Κωνσταντίνο, καθαίρεσε το γιό της, και τους καταδίκασε σε εξορία και ακρωτηριασμό. Όρισε επίσης ως διάδοχό του το γιο του Κωνσταντίνου και της συζύγου του Γρηγορίας Κώνστα, που κυβέρνησε ως αυτοκράτορας Κώνστας Β΄. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο αν ο θάνατος του Κωνσταντίνου Γ' επήλθε πράγματι από δηλητηρίαση ή από φυματίωση, όπως αναφέρουν άλλες πηγές.
Ο Ηρακλεωνάς (626-641, <Ηράκλειος + νους = αυτός που έχει το φρόνημα του Ηράκλειου) ήταν ο 22ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, διάδοχος του αυτοκράτορα Ηρακλείου και γιος του από την δεύτερη σύζυγό του Μαρτίνα.. Το 638 ορίστηκε συναυτοκράτορας του πατέρα του, μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Κωνσταντίνο Γ. Ο Ηρακλεωνάς κάθισε στο βυζαντινό θρόνο ελάχιστους μόνο μήνες του 641, σε ηλικία 15 ετών. Η μητέρα του Μαρτίνα ήταν γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα, η οποία επιχείρησε να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια της και να παρακάμψει τον πρωτότοκο γιό του Ηρακλείου από την πρώτη του σύζυγο Ευδοκία, Κωνσταντίνο Γ΄. Μετά τον θάνατο από άγνωστη αιτία του Κωνσταντίνου Γ΄, ο Ηρακλεωνάς και η Μαρτίνα ήρθαν σε σύγκρουση με τη Σύγκλητο, της οποίας ο ρόλος είχε αναβαθμιστεί από τον Ηράκλειο. Μητέρα και γιος κατηγορήθηκαν ότι δολοφόνησαν τον συναυτοκράτορα Κωνσταντίνο, καταδικάστηκαν σε εξορία στη Ρόδο και τιμωρήθηκαν με ακρωτηριασμό (στον Ηρακλεωνά κόπηκε η μύτη ενώ στη μητέρα του η γλώσσα). Ο Ηρακλεωνάς καθαιρέθηκε και νέος αυτοκράτορας ορίστηκε ο γιος του Κωνσταντίνου Γ από τη σύζυγό του Γρηγορία Κώνστας Β΄.
Ο Κώνστας Β' (7 Νοεμβρίου 630 - 15 Σεπτεμβρίου 668, <κων- [=μαζί, ταυτόσημο του "συν" {<κοινός >λατ. con-}] + στας [μετοχή αορίστου του "ίστημι" {=στέκομαι, αντέχω, αναχαιτίζω} = αυτός που στάθηκε μαζί, συμπαραστάτης), γνωστός και ως Πωγωνάτος (δηλαδή γενειοφόρος λόγω της ασυνήθιστα τεράστιας για την εποχή του γενειάδας, προσωνύμιο, που δόθηκε και στον γιο του Κωνσταντίνο Δ) ήταν ο 23ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από το 641 έως το 668. Γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Γ' και της Γρηγορίας, εγγονός επομένως του Ηράκλειου, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία των 11 ετών, μετά την ανατροπή του προκατόχου του Ηρακλεωνά, ετεροθαλούς αδελφού του πατέρα του, και της μητέρας του Μαρτίνας, οι οποίοι ακρωτηριάστηκαν. Σύζυγός του ήταν η Φαύστα και παιδιά τους οι Κωνσταντίνος Δ΄, Ηράκλειος και Τιβέριος.
Ήδη από τα χρόνια του παππού του Ηρακλείου, ο ισχυρότερος εχθρός της Αυτοκρατορίας ήταν οι Σαρακηνοί (οι Μουσουλμάνοι Άραβες), οι οποίοι με στρατηγό τον Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ κατέλαβαν στα πρώτα δύο χρόνια της βασιλείας του τεράστιες εκτάσεις, έχοντας ήδη αποσπάσει από τους Βυζαντινούς μέχρι το 640 την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και τη Συρία. Το 641 κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια μαζί με ολόκληρη την Αίγυπτο, το 642 ολόκληρη τη Συρία και την Παλαιστίνη, ενώ το 643 καταλήφθηκε και η Τρίπολη της σημερινής Λιβύης. Το 650 ο στρατός του χαλίφη Μωαβία Α' κατέστρεψε την Κύπρο και το 654 τη Ρόδο και την Κώ. Ο Κώνστας Β, που στο μεταξύ όπως και ο παππούς του για τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, παρακολουθούσε ανήμπορος και ανέτοιμος να τους αντιμετωπίσει, πέτυχε να συνάψει συμφωνία με τον Μωαβία το 659. Η συμφωνία έγινε δυνατή λόγω των εσωτερικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε ο χαλίφης. Σε όλα αυτά τα χρόνια, οι Άραβες εκτός των άλλων ανέπτυξαν ναυτική δύναμη, την οποία ως εκείνα τα χρόνια δε διέθεταν. Με το στόλο τους κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο και την υπόλοιπη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Στα χρόνια που οι Άραβες ανεμπόδιστοι έλεγχαν τη θάλασσα και αντιλαμβανόμενος την ισχύ των εχθρών του, ο Κώνστας εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο μεταφοράς της πρωτεύουσας στα δυτικά. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιταλία, επιλέγοντας τις Συρακούσες ως πιθανότερη θέση της νέας πρωτεύουσας. Την ίδια εποχή, διέταξε την εκτέλεση του αδελφού του Θεοδοσίου, για να αποφύγει διαμελισμό της εξουσία, ορίζοντας διαδόχους του τους γιους του Κωνσταντίνο, Ηράκλειο και Τιβέριο. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 668, σε ηλικία 38 ετών, ο Κώνστας Β' βρέθηκε δολοφονημένος στο λουτρό του στις Συρακούσες.
Ο Κώνστας Β δεν πραγματοποίησε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Ασχολήθηκε με λεπτά θεολογικά ζητήματα, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τις διάφορες αιρέσεις. Το 648, σε ηλικία μόλις 17 ετών, δημοσίευσε τον Τύπο, ένα έδικτο (edictum) που καθιστούσε ανενεργό το δόγμα του μονοθελητισμού. Το έδικτο καταδίκασε ο πάπας Μαρτίνος Α, με συνέπεια να συλληφθεί από τα αυτοκρατορικά αποσπάσματα και να οδηγηθεί στην Πόλη, όπου διαπομπεύθηκε και φυλακίστηκε. Χωρίς να διακριθεί ιδιαίτερα, ο Κώνστας κατάφερε να διατηρήσει ζωντανή την αυτοκρατορία στα χρόνια του, δείχνοντας ικανότητα και θέληση. Τόσο η διαπόμπευση του πάπα, όσο και η δολοφονία του αδελφού του για την εξασφάλιση της εξουσίας, δείχνει σκληρότητα χαρακτήρα αλλά και αποφασιστικότητα.
Ο Κωνσταντίνος Δ´ (652 – Σεπτέμβριος 685) ήταν ο 24ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο οποίος αποκαλείται με το προσωνύμιο Πωγωνάτος που είχε δοθεί στον πατέρα του, και βασίλεψε από το 668 έως το θάνατό του το 685. Γιος του Κώνστα Β΄, ο Κωνσταντίνος αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, διέταξε την ρινότμηση (ακρωτηριασμό των ρινών) των δύο μικρότερων αδελφών του, προκειμένου να τους καταστήσει αδύναμους στον ανταγωνισμό για το θρόνο. Η σκληρότητα της πρώτης του αυτής σημαντικής απόφασης, θυμίζει την απροκάλυπτη αδελφοκτονία από τον πατέρα του του αδελφού του Θεοδοσίου, για τους ίδιους λόγους. Από κει και έπειτα όμως, ο Κωνσταντίνος επέδειξε αξιοσημείωτη ικανότητα ηγέτη και στρατιωτικού.
Μέχρι το έτος της ανάληψης της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο, οι Άραβες είχαν συντελέσει την κατάκτηση του Αιγαίου, προσθέτοντας τη Χίο, τη Σμύρνη και την Κύζικο της Βιθυνίας, έως την άφιξή τους στα περίχωρα της βασιέύουσας, την οποία πολιόρκησαν. Αυτή ήταν η Δεύτερη Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, αυτή τη φορά από τους Άραβες (674-678), 48 χρόνια μετά την πρώτη πολιορκία από τους Άβαρους (626). Ο Αραβικός στόλος απέκλεισε την Κωνσταντινούπολη, αλλά οι αμυνόμενοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φροά το περίφημο ὑγρόν πῦρ, ένα όπλο που έγινε σύντομα το αποτελεσματικότερο μέσον για την αντιμετώπιση των εχθρικών στόλων. Μέχρι το 678, ο στόλος των Αράβων καταστράφηκε και ο χαλίφης Μωαβία, μη μπορώντας να διασπάσει την βυζαντινή άμυνα, συμφώνησε στους όρους ειρήνης που του πρότεινε ο αυτοκράτορας και έλυσε την πολιορκία. Η πενταετής αντίσταση στους Άραβες έκανε τον αυτοκράτορα πολύ δημοφιλή.
Έχοντας εξασφαλίσει το μέτωπο των Αράβων, στράφηκε κατά ενός νέου εχθρού, των Βουλγάρων. Το 680 άρχισε εκστρατεία εναντίον τους, κατευθυνόμενος μέσω του Βοσπόρου προς το δέλτα του Δούναβη, στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί αποβιβάστηκαν τα στρατεύματά του σε ακατάλληλη ελώδη περιοχή, συναντώντας μεγάλες δυσχέρειες στην κίνηση και ανάπτυξη. Το σοβαρό αυτό λάθος τακτικής έδωσε την ευκαιρία στους Βούλγαρους να επιτύχουν μια ανέλπιστη νίκη και να συμφωνήσουν ευνοϊκούς όρους ειρήνης.
Ο Κωνσταντίνος ασχολήθηκε και αυτός, όπως και ο Κώνστας με το θέμα του μονοθελητισμού. Συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη το 678 την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν το 681, καταδικάζοντας το μονοθελητισμό. Οι αποφάσεις αυτής της συνόδου έδωσαν οριστικό τέλος στην παρουσία του χριστιανικού αυτού δόγματος. Ο Κωνσταντίνος Δ πέθανε το 685 από δυσεντερία, μόλις 33 ετών, αφήνοντας το Βυζαντινό κράτος σε σημαντικά ισχυρότερη θέση από ότι το παρέλαβε. Με την σύζυγό του, Αναστασία, απέκτησε δύο παιδιά, τον Ιουστιανιανό, ο οποίος τον διαδέχθηκε στο θρόνο και τον Ηράκλειο.
Ο Ιουστινιανός Β´ (668-711, <ιούστος <ίω [=έρχομαι] + ωθώ [= ανοίγω δρόμο {>ώσις, ώστης, ωστικός}] = αυτός που πρωτοστατεί, δίκαιος {>αγγλ. Just, Justice}) επονομαζόμενος Ρινότμητος, γιος του Κωνασταντίνου Δ και της Αναστασίας, ήταν ο 25ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που βασίλεψε σε δύο περιόδους, από το 685 έως το 695, και κατόπιν από το 705 έως τον θάνατό του το 711. Σε ηλικία μόλις 17 ετών (γεννημένος όταν ο πατέρας του Κωνσταντίνος Δ' ήταν 16), ο Ιουστινιανός Β' στέφθηκε αυτοκράτορας και γρήγορα έδειξε τον ισχυρό του χαρακτήρα, την εξυπνάδα, τη διορατικότητα και τις μεγάλες διοικητικές ικανότητές του. Δυστυχώς όμως παρουσίασε σημάδια σκληρότητας, που είχαν εκλείψει από τις ημέρες του Φωκά, καθώς και δείγματα διανοητικής ανισορροπίας, ανάλογα με αυτά που έδειξε ο Ηράκλειος προς το τέλος της ζωής του.
Στην αρχή της βασιλείας του πραγματοποίησε επιτυχημένες εκστρατείες κατά των Αράβων στα ανατολικά. Έθεσε σε ισχύ τον «Νόμο των Αγροτών», μια ρύθμιση που επέτρεψε την ισχυροποίηση της αγροτικής τάξης. Διατηρώντας τη διοικητική διαίρεση των θεμάτων, διέταξε τη μεταφορά Σλάβων από τη Βαλκανική στη Βιθυνία της Μ. Ασίας για να την εποικήσουν, πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορούσε θωρακιστεί απέναντι στον αραβικό κίνδυνο. Το 691, συγκάλεσε την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, για να ρυθμιστούν ορισμένες λεπτομέρειες των Ε' και ΣΤ' Οικουμενικών Συνόδων. Από τα ψηφίσματά της πολλά αφορούσαν ασήμαντες λεπτομέρειες, αλλά ο Ιουστινιανός αξίωσε την άμεση υιοθέτησή τους από τη Ρώμη, χωρίς καν να καλέσει απεσταλμένους του Πάπα Σέργιου στη Σύνοδο. Αποτέλεσμα ήταν η ρήξη στις σχέσεις τους. Τον ίδιο καιρό ανάδεσε στον Μέγα Λογοθέτη Θεόδοτο και τον ευνούχο Στέφανο της Περσίας τη συλλογή φόρων. Οι αξιωματούχοι αυτοί εξάντλησαν τη σκληρότητά τους στους φορολογούμενους με αποτέλεσμα τη γενική δυσαρέσκεια.
Το 692 ηττήθηκε στη Σεβαστούπολη της Σεβάστειας από τους Άραβες. Το 695 ο στρατός εξεγέρθηκε και ανακήρυξε αυτοκράτορα έναν αξιωματικό με το όνομα Λεόντιος. Ο Λεόντιος, παλαιός φίλος του πατέρα του, χάρισε τη ζωή στον Ιουστινιανό αλλά τον τιμώρησε με ρινοκοπία (ακρωτηριασμό της μύτης) και τον εξόρισε στη Χερσώνα της Κριμαίας. Εκεί ο Ιουστινιανός παρέμεινε για δέκα χρόνια, μέχρι το 705.
Τη χρονιά αυτή απέδρασε από τη Χερσώνα και, συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες με τους Βούλγαρους και τους Χαζάρους, βοηθούμενος ιδιαίτερα από τον Βούλγραο ηγεμόνα Τερβέλ, διέσπασε την άμυνα της πόλης και ανακατέλαβε την εξουσία από τον αυτοκράτορα Τιβέριο Γ που είχε στο μεταξύ εκθρονίσει τον Λεόντιο το 698. Τιμώρησε με θάνατο και ακρωτηριασμό εκατοντάδες συνεργάτες και αξιωματούχους των προηγούμενων δύο αυτοκρατόρων, ενώ για ανταμοιβή έχρισε Καίσαρα τον Χάζαρο χάνο Ιβουζίρ, έναν βάρβαρο κατά τα βυζαντινά πρότυπα, δίνοντάς του ένα αξίωμα για το οποίο συνήθως προορίζονταν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, προκαλώντας την έκπληξη και τον τρόμο στους Βυζαντινούς.
Πραγματοποίησε το 709 και το 711 δύο εκστρατείες καταστολής εξεγέρσεων στη Ραβέννα και τη Χερσώνα. Η δεύτερη αυτή και αποτυχημένη εκστρατεία, προκάλεσε πραξικόπημα και ανάληψη της εξουσίας από τον αρμενικής καταγωγής Βαρδάνη ή Φιλιππικό. Η καταστροφή του συνόλου του βυζαντινού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα το 711 κατά το ταξίδι επιστροφής από τη Χερσώνα, και ο χαμός περίπου 70.000 ανδρών στα μανιασμένα κύματα, λέγεται ότι προκάλεσε το γέλιο του αυτοκράτορα. Η θανάτωση του Ρινότμητου από τον ίδιο το Βαρδάνη, και του εξάχρονου γιου του Τιβέριου από τους άνδρες του Βαρδάνη, σηματοδότησε το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου.
Ο Ιουστινιανός Β' είχε δύο συζύγους την Ευδοκία και σε δεύτερο γάμο την Θεοδώρα των Χαζάρων, αδελφή του χαγάνου Μπουσίρ Γκλαβάν (Ἰβουζήρου Γλιαβάνου), από τον οποίο προσδοκούσε βοήθεια για την ανάκτηση του θρόνου του. Παρά τη σκληρότητα και την πνευματική του αστάθεια, ήταν ικανός αυτοκράτορας, και εργάστηκε σκληρά για το καλό της αυτοκρατορίας, διατηρώντας και ενισχύοντας τη διοικητική και κοινωνική συνοχή που ήταν απαραίτητη για τη σωτηρία της. Οι εκρήξεις εκδίκησής του όμως ήταν τόσο βίαιες που τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιδημοφιλή. Μετά από αυτόν, το σκληρό έθιμο της τιμωρίας με ρινοκοπία δε εφαρμόστηκε πλέον στη βυζαντινή ιστορία, αφού αποδείχτηκε αναποτελεσματικό στην εξουδετέρωση της φιλοδοξίας αποφασισμένων ανθρώπων όπως ο Ιουστινιανός Β.
Ο Λεόντιος (660-706, <λέων = δυνατός σαν λιοντάρι) ήταν ο 26ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου κατά την περίοδο 695-698. Ήταν στρατηγός στην αρχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄ και διακρίθηκε στις νικηφόρους μάχες της αυτοκρατορίας ενάντια στους Άραβες στην περιοχή της Αρμενίας και της Μ. Ασίας. Έπεσε όμως στην δυσμένεια του αυτοκράτορα και φυλακίστηκε. Το 695 λόγω της μεγάλης δυσαρέσκειας εναντίον του, ο Ιουστινιανός Β΄ θέλοντας να προλάβει την εκδήλωση επανάστασης υπό την αρχηγία του Λεοντίου, τον αποφυλάκισε τον ονόμασε στρατηγό Ελλάδος και τον διέταξε να αποπλεύσει με τον στόλο. Ο Λεόντιος προσποιήθηκε ότι ετοιμάζεται να αναχωρήσει, αλλά το ίδιο βράδυ βγαίνοντας από το πλοίο του με τους έμπιστούς του κατευθύνθηκε στις φυλακές, όπου απελευθέρωσε όλους τους κρατουμένους, πολίτες και στρατιωτικούς. Στην συνέχεια οι άνθρωποί του κάλεσαν τον λαό της πρωτεύουσας στην Αγία Σοφία όπου ο Πατριάρχης Καλλίνικος τον έστεψε αυτοκράτορα. Την επομένη ο Ιουστινιανός Β΄ σύρθηκε στον Ιππόδρομο όπου, αφού του έκοψαν την μύτη, τον εξόρισαν στην Χερσώνα της Κριμαίας. Έκτοτε πήρε το προσωνύμιο Ρινότμητος.
Επωφελούμενοι οι Άραβες από την ανώμαλη πολιτική κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη έστειλαν το 697 μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην βόρεια Αφρική για να την κατακτήσουν. Η πρώτη μεγάλη τους επιτυχία ήλθε όταν εκπόρθησαν την Καρχηδόνα. Ο Λεόντιος αντέδρασε στέλνοντας στρατό και στόλο υπό τον πατρίκιο Ιωάννη, ο οποίος κατόρθωσε να ελευθερώσει την κατακτημένη πόλη και τα περίχωρά της. Ο χαλίφης όμως Αβδουλμαλίκ (Abd al-Malik 685-705) έστειλε το 698 νέο ισχυρότερο στρατό και στόλο και κατέλαβε την Καρχηδόνα οριστικά, αναγκάζοντας τον Ιωάννη να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη. Στην συνέχεια οι Άραβες κατεδάφισαν τα τείχη της πόλης και τα οικοδομήματά της εξαφανίζοντάς την από τον χάρτη για να μην μπορέσουν ξανά οι Βυζαντινοί να την χρησιμοποιήσουν σαν ορμητήριο εναντίον τους.
Κατά την επιστροφή του ο βυζαντινός στόλος σταμάτησε στην Κρήτη όπου ο στρατός στασίασε και αφού σκότωσε τον αρχηγό του στόλου Ιωάννη, αναγόρευσε νέο αυτοκράτορα τον αρχηγό των Κιβυρραιωτών Αψίμαρο, που μετονομάστηκε σε Τιβέριος Γ. Ο νέος αυτοκράτορας κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη το 698, όπου ύστερα από μικρή αντίσταση συνέλαβε τον Λεόντιο και αφού του έκοψε την μύτη τον έκλεισε στο μοναστήρι του Δελμάτη. Όταν το 705 ο Ιουστινιανός Β' επανήλθε στον θρόνο, συνέλαβε τον Λεόντιο και αφού τον εξευτέλισε τον αποκεφάλισε.
Ο Τιβέριος Γ´ (;;;-706, <τι + φέρω [φ>β] = αυτός που φέρνει αγαθά) ήταν ο 27ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 698 έως το 705. Το αληθινό του όνομα ήταν Αψίμαρος (<αψύς [=δριμύς] + μάριος <άριος [=δυνατός]) και ήταν δρουγγάριος στο θέμα των Κιβυραιωτών (ή Καραβουσιάνων) στα νότια παράλια της Μ.Ασίας. Ο δρουγγάριος ήταν υψηλό στρατιωτικό αξίωμα αντίστοιχο του χιλιάρχου. Το 698, μετά την αποτυχία της εκστρατείας στη Βόρεια Αφρική, ο Αψίμαρος κατέφυγε στην Κρήτη και εκεί τα στρατεύματα τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα. Ως βασιλεύς προσπάθησε να περιφρουρήσει το μικρασιατικό σύνορο της αυτοκρατορίας και γι’ αυτό όρισε ενιαία διοίκηση για τις μονάδες του ιππικού. Κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τα βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν στα αραβικά εδάφη, παίρνοντας λάφυρα και αιχμαλώτους. Το 702 όμως οι Άραβες κατέλαβαν μέρος της Αρμενίας. Καθαιρέθηκε και καρατομήθηκε από τον Ιουστινιανό Β' το 705, όταν ανέκτησε το θρόνο του Βυζαντίου.
Ο Φιλιππικός, που το πραγματικό του όνομα ήταν Βαρδάνης, ήταν ο 28ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 711 μέχρι το 713. Ήταν γιος του αρμενικής καταγωγής πατρικίου Νικηφόρου. Η θανάτωση του Ιουστινιανού Β΄ Ρινότμητου και του εξάχρονου γιου του, Τιβέριου, από τους άνδρες του Βαρδάνη σηματοδότησε το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου. Κατέλαβε το θρόνο με την υποστήριξη του μονοφυσιτικού κόμματος και μετά την άνοδό του απομάκρυνε τον πατριάρχη Κύρο και τοποθέτησε τον Ιωάννη ΣΤ΄. Επίσης συγκάλεσε σύνοδο στα ανάκτορα, όπου καταδίκασε την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σε εφαρμογή αυτής της απόφασης διέταξε την καταστροφή της εικόνας της Συνόδου που βρισκόταν στα ανάκτορα. Η ενέργεια αυτή θεωρείται από πολλούς ως η αρχή της Εικονομαχίας.Το 712, για να αντιμετωπίσει μια βουλγαρική επιδρομή, μετέφερε τα στρατεύματα του θέματος του Οψικίου. Η ευκολία με την οποία ο βουλγαρικός στρατός προήλασε μέχρι το Βόσπορο, θορύβησε τη στρατιωτική ηγεσία, η οποία συνωμότησε εναντίον του Φιλιππικού. Στα τέλη Μαΐου 713 τα στρατεύματα του Οψικίου επαναστατησαν, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και στις 3 Ιουνίου τύφλωσαν τον Φιλιππικό και εγκατέστησαν στο θρόνο τον Αναστάσιο Β'. Γενικά, αν και ο Βαρδάνης ανήλθε στο θρόνο ως ένας επιτυχημένος στρατιωτικός, κατά τη σύντομη βασιλεία του έδωσε προτεραιότητα στις θρησκευτικές υποθέσεις.
Ο Αναστάσιος Β΄ ήταν ο 29ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 713 έως το 715. Κατά την εορτή της Πεντηκοστής του 713, ο λαός που συναθροίστηκε στην Αγία Σοφία ανακήρυξε αυτοκράτορα τον αρχιγραμματέα επικρατείας του Φιλιππικού Αρτέμιο (<αρτ [= κρεμώ, δένω, εξαρτώ, φτιάχνω] + μις [= φονεύς] = φονεύς ζώων με χρήση [κυνηγετικής] τέχνης), άνθρωπο συνετό και έμπειρο, τον οποίο έστεψε σαν Αναστάσιο Β΄. Από τις πρώτες πράξεις του νέου αυτοκράτορα ήταν να ανορθώσει το κράτος της Ορθοδοξίας σύμφωνα με τις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ταυτόχρονα τιμώρησε με τύφλωση τους δύο στρατηγούς που συνωμότησαν κατά του Φιλιππικού και τους εξόρισε στην Θεσσαλονίκη.
Ο Αναστάσιος Β΄ ανέλαβε με επιδεξιότητα τη διοίκηση των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας, έχοντας στραμμένη την προσοχή του στους Άραβες, από τους οποίους ο κίνδυνος συνεχώς μεγάλωνε. Για να εξασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, διόρισε άνδρες ικανούς σε όλα τα αξιώματα, ενώ ανέθεσε την άμυνα των ανατολικών επαρχιών στον στρατηγό Λέοντα, τον μετέπειτα γενάρχη της νέας δυναστείας. Σύμφωνα με τις ειδήσεις που κατέφθαναν στην πρωτεύουσα, ο χαλίφης Αλ Ουαλίντ Α' (705-715) ετοιμαζόταν για μια νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, στρατολογώντας μεγάλες ναυτικές και πεζικές δυνάμεις. Το 714 ο αυτοκράτορας έστειλε τον Έπαρχο της Πόλης Δανιήλ Σιναπίτη στον ηγεμόνα των Αράβων για να προτείνει ειρήνη, αλλά με πραγματικό σκοπό να κατασκοπεύσει την κατάσταση και τις προθέσεις του Αλ Ουαλίντ. Επιστρέφοντας ο απεσταλμένος επιβεβαίωσε τις φήμες για την κινητοποίηση των Αράβων. Έτσι άρχισαν αμέσως οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της πολιορκίας με αποθήκευση τροφίμων, ενίσχυση των τειχών και εξοπλισμό τους με αμυντικές μηχανές. Στις αρχές του 715 ο Ουαλίντ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Σουλεϊμάν (715-716) ο οποίος συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο την προσπάθεια του προκατόχου του. Δάση ολόκληρα κόπηκαν στον Λίβανο για να κατασκευαστεί ο νέος Αραβικός στόλος. Ο Αναστάσιος Β΄, θέλοντας να καταστρέψει τις Αραβικές δυνάμεις στον τόπο όπου συναθροίζονταν, διέταξε την συγκέντρωση στόλου στην Ρόδο υπό την αρχηγία του γενικού λογοθέτη Ιωάννη με εντολή την αιφνίδια επίθεση στα παράλια του Λιβάνου για την καταστροφή του Αραβικού στόλου.
Οι δυνάμεις όμως που συγκεντρώθηκαν στην Ρόδο στασίασαν κατά του Ιωάννη και αφού τον σκότωσαν κήρυξαν έκπτωτο τον Αναστάσιο Β΄ και ξεκίνησαν κατά της πρωτεύουσας. Καθ’ οδόν συνάντησαν στο Αδραμύτιο της Μυσίας τον φοροεισπράκτορα Θεοδόσιο, τον οποίο αναγόρευσαν αυτοκράτορα με το όνομα Θεοδόσιος Γ΄. Συνεχίζοντας το ταξίδι τους για την Κωνσταντινούπολη στρατολόγησαν οπαδούς από τους Γραικογότθους της Φρυγίας, Βιθυνίας και της Λυδίας και κατέληξαν απέναντι από την πρωτεύουσα στα μέσα του 715. Ύστερα από προδοσία πέρασαν μέσα στην Πόλη στο τμήμα των Βλαχερνών και την κατέλαβαν τον Φεβρουάριο του 716. Ο Αναστάσιος, θέλοντας να αντιμετωπίσει τους στασιαστές, κατευθύνθηκε στη Νίκαια, όπου όμως τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και να γίνει μοναχός. Εξορίστηκε από τον Θεοδόσιο Γ΄ στη Θεσσαλονίκη.
Το 719 ο Αναστάσιος προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία. Για το σκοπό αυτό ήλθε σε συνεννόηση με διάφορους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες της πρωτεύουσας που πρόσκεινταν φιλικά προς αυτόν. Στην συνέχεια απέβαλε το μοναχικό σχήμα και κατέφυγε στους Βουλγάρους για να ζητήσει την βοήθειά τους. Αφού εξασφάλισε τη συμμαχία τους, ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη, την οποία πλησίασαν αρκετά. Μετά όμως από απειλές του αυτοκράτορα Λέοντα Γ, οι Βούλγαροι παρέδωσαν τον Αναστάσιο στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε την θανάτωσή του.
Ο Θεοδόσιος Γ΄ ήταν ο 30ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 715 έως το 717. Ο Θεοδόσιος Γ΄ καταγόταν από το Αδραμύττιο της Μυσίας στη Μ.Ασία και ήταν εισπράκτορας φόρων στη πατρίδα του. Την άνοιξη του 715 ο προκάτοχός του αυτοκράτορας Αναστάσιος Β', προετοιμαζόμενος να καταφέρει αποφασιστικό χτύπημα εναντίον του Αράβων, αφού συγκέντρωσε τον βυζαντινό στόλο στην Ρόδο από όπου θα εξορμούσε για τα παράλια της Φοινίκης, διέταξε την επιβίβαση στα βυζαντινά πλοία ταγμάτων από το Θέμα του Οψικίου το οποίο περιελάμβανε την Μυσία, Βιθυνία και Φρυγία. Τα τάγματα όμως αυτά στασίασαν και κήρυξαν έκπτωτο τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Β΄ και αναγόρευσαν στο Αδραμύττιο αυτοκράτορα τον φοροεισπράκτορα Θεοδόσιο. Αφού στρατολόγησαν πολλούς Γοτθογραικούς -εξελληνισμένους Οστρογότθους, από την Φρυγία και την Λυκία- ξεκίνησαν κατά της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνοντας κατά τον πλού τους και όσα εμπορικά πλοία συναντούσαν. Στόλος και στρατός των στασιαστών έφθασαν μπροστά από την Πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 715 και τελικά κατέλαβαν το Παλάτι με προδοσία τον Φεβρουάριο του 716. Ο Θεοδόσιος τήρησε την συμφωνία με τον Αναστάσιο Β΄ και τον άφησε να ζήσει εξορίζοντάς τον στην Θεσσαλονίκη. Ήταν όμως άνθρωπος χωρίς ικανόνητες για να κυβερνήσει. Το κράτος παρέλυσε. Φοβερή αναρχία επικράτησε σε όλους τους κλάδους της διοίκησης, η πειθαρχία του στρατού εξαφανίστηκε και οι εχθροί της αυτοκρατορίας άρχισαν να λεηλατούν τις επαρχίες. Ο στρατηγός των ανατολικών επαρχιών Λέων – ο μετέπειτα αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος – μαζί με τον στρατηγό των Αρμένίων Ατράβασδο, δεν αναγνώρισαν την κυριαρχία του Θεοδοσίου.
Εν τω μεταξύ οι Άραβες ολοκλήρωσαν τις ετοιμασίες τους και αφού συγκέντρωσαν μία τεράστια για την εποχή τους στρατιωτική δύναμη ξεκίνησαν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Το πρώτο κύμα του στρατού τους υπό τον στρατηγό Σουλαϋμάν πέρασε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ενώ ακολουθούσε άλλος στρατός υπό την αρχηγία του Μασλαμά, αδελφού του Χαλίφη. Ο στόλος υπό την αρχηγία του Ουμάρ παράπλεε τα Μικρασιατικά παράλια. Ο στρατηγός Λέων διαβλέποντας τον κίνδυνο της φοβερής αυτής αραβικής επέλασης οχύρωσε το μεγάλο φρούριο της Φρυγίας Αμόριο, αναγκάζοντας τους Άραβες να κατευθυνθούν προς την Καππαδοκία οι κάτοικοι της οποίας υπό την πίεση του πολυάριθμου στρατού συνθηκολόγησαν. Στη συνέχεια οι Άραβες κατευθύνθηκαν μέχρι τη Βιθυνία και την Μυσία και κατέλαβαν την Έφεσο όπου και αποφάσισαν να περάσουν τον χειμώνα του 716 αναβάλλοντας την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης για την επόμενη άνοιξη.
Εκμεταλλευόμενος ο Λέων την στρατοπέδευση των Αράβων στην Έφεσο και φοβούμενος ότι, αν ο Θεοδόσιος συνέχιζε να βρίσκεται στον θρόνο, η Κωνσταντινούπολη θα έπεφτε στα χέρια των Μωαμεθανών, κατά τα τέλη του 716 προήλασε μέχρι την Νικομήδεια, όπου κατατρόπωσε τον γιο του Θεοδοσίου, ο οποίος είχε σταλεί για να αναχαιτίσει τον Λέοντα. Στην συνέχεια έφτασε στην Χρυσούπολη όπου ήλθε σε συνεννόηση με την Σύγκλητο και τον Πατριάρχη Γερμανό, υποσχόμενος να αφήσει αβλαβή τον Θεοδόσιο και τον γιο του. Έτσι εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη όπου στέφτηκε στην Αγία Σοφία αυτοκράτορας στις 25 Μαρτίου 717. Ο Θεοδόσιος που ποτέ δεν είχε την φιλοδοξία να γίνει αυτοκράτορας, αλλά προήχθη στο ανώτατο αξίωμα από τον στρατό, ο οποίος τον ήθελε υποχείριό του, παραιτήθηκε αμέσως και μαζί με τον γιο του έγιναν μοναχοί και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην Έφεσο όπου μετά τον θάνατό του τάφηκε στον Ναό του Αγίου Φιλίππου. Στο μνήμα του διέταξε να γραφεί μία μόνο λέξη : <ΥΓΕΙΑ>
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε την Δυναστεία του Ηράκλειου, αφετηρία έχει τον Λέοντα Γ τον επιλεγόμενο Ίσαυρο, που γεννήθηκε στην Κομμαγηνή της Συρίας, καταγόμενος από την Ισαυρία της Μ.Ασίας, περιοχή που αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά από την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, όπως έδειξε η συμπεριφορά τους απέναντι στον Ζήνωνα Ίσαυρο (474-491). Για το θέμα της ελληνικότητας της περιοχής αυτής, της οποίας οι κάτοικοι αποτελούνταν (και αυτοί) από το γνωστό κράμα των ελληνόφωνων (ελληνικών και εξελληνισμένων) χριστιανικών πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αρκεί να θυμηθούμε και πάλι τον Καβάφη:
Εμείς οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Ιστορικής σημασίας θέμα που προκάλεσε διχασμό και απασχόλησε όλους τους αυτοκράτορες της Δυναστείας των Ισαύρων, με πρώτο τον ιδρυτή της, ήταν η Εικονομαχία, που διάρκεσε συνολικά πάνω από 100 χρόνια (726-843), η οποία συνδυάστηκε και με άλλα σημαντικά νομοθετικά μέτρα, σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί προσπάθεια Πολιτικής και Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης, που δεν είναι άτοπο να παραλληλίζεται με την Μεταρρύθμιση της βόρειας Ευρώπης του 16ου αιώνα.
Η Εικονομαχία απέτυχε. Στο επίπεδο της ιστορικής αποτίμησης, συνέβη γι’ αυτήν ό,τι έγινε τυπικά και στα προηγούμενα αλλά και στα επόμενα χρόνια για τους ηττημένους, οι οποίοι λοιδορήθηκαν από τους ιστοριογράφους και ιδεολογικούς διαμορφωτές των νικητών. Οι πρωτεργάτες της εξυβρίστηκαν : ο Λέων έγινε «ο Ίσαυρος» και ο γιος του Κωνσταντίνος «ο Κοπρώνυμος». Τα πολεμικά τους κατορθώματα παρουσιάστηκαν απαξιωτικά. Η νομοθεσία τους χαρακτηρίστηκε «φληναφία» από την Μακεδονική δυναστεία και καταργήθηκε. Ό,τι γνωρίζουμε όμως για τους εικονομάχους βασιλείς προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς. Τα έργα των εικονομάχων συγγραφέων «εξηφανίσθησαν…υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος». Οι πληροφορίες μας για τον Λέοντα Γ΄, βασίζονται αποκλειστικά σε δύο έργα λίγο μεταγενεστέρων και ιδεολογικώς εχθρών του συγγραφέων, στην Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και στην Ιστορίαν Σύντομον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄. Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι λιτός και σοβαρός. Εξιστορεί το λαμπρό κατόρθωμα της απόκρουσης των Αράβων και δεν εκτρέπεται σε ύβρεις κατά του Λέοντα, μολονότι εικονόφιλος. Αναφέρει μόνο ότι πολλοί ευσεβείς που δεν συμφωνούσαν με το δόγμα του αυτοκράτορα τιμωρήθηκαν και βασανίστηκαν. Ο Θεοφάνης είναι εκτενέστερος. Ποικίλει την Χρονογραφία του με πολλές λεπτομέρειες και προ παντός επιτίθεται με πάθος. Ενώ κατά την πολιορκία ο Λέων είναι «ο ευσεβής βασιλεύς», λίγες σελίδες μετά γίνεται «δυσσεβής» πατέρας του «δυσσεβεστέρου» Κωνσταντίνου, «θεομάχος», «σαρακηνόφρων», «τύραννος», και διεκτραγωδούνται, πολύ αόριστα όμως κι εδώ, οι διώξεις των εικονοφίλων. Οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι αντέγραψαν πιστά τον Θεοφάνη και υπερθεμάτισαν. Η Εικονομαχία θεωρήθηκε μια σκοτεινή περίοδος από την οποία το μόνο που αξίζει να θυμάται κανείς είναι ο τελικός θρίαμβος της Ορθοδοξίας.
Προς τα τέλη του ΙΘ΄αιώνα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ευσυνείδητος και συνεπής, όπως σε όλο το έργο του, στο δέκατο βιβλίο της Ιστορίας του που επιγράφεται «Η Μεταρρύθμισις» έκρινε ότι «επέστη τελευταίον η ώρα να αποδοθή δικαιοσύνη εις ένα των μεγαλυτέρων ηγεμόνων του ανατολικού κράτους, εις ένα των ευεργετών της ανθρωπότητος». Έλεγξε τον Θεοφάνη, προσέφυγε σε ό,τι ακόμη είχε περισωθεί, στη νομοθεσία του Λέοντα, σε αποφάσεις των συνόδων και σε κάθε τι από το οποίο θα μπορούσε να συναγάγει συμπεράσματα, και κατέληξε ότι η περίοδος της λεγομένης Εικονομαχίας ήταν θρησκευτική αλλά κυρίως κοινωνική μεταρρύθμιση που σκόπευε στον περιορισμό του ρόλου της Εκκλησίας, στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, σε μία στοιχειώδη ανεξιθρησκεία, στην ανύψωση της θέσης της γυναίκας και στην αναδιοργάνωση της διοίκησης και του στρατού.
Ο Λέων Γ' ο επονομαζόμενος Ίσαυρος (685 - 18 Ιουνίου 741) ήταν ο 31ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 717 έως το 741. Συνέδεσε το όνομά του με τις νίκες κατά των Αράβων και την νομοθεσία της Εκλογής, αλλά πάνω απ' όλα υπήρξε ο πρωτεργάτης της Εικονομαχίας. Γεννήθηκε στην Γερμανίκεια της Κομμαγηνής, στα σύνορα Μικράς Ασίας και Συρίας και βαπτιστικό του όνομα ήταντο αρχαιοελληνικό Κόνων (<κόνη [= φονικό {< κτείνω = φονεύω, θυσιάζω}] = φονεύς). Σύζυγός του ήταν η Μαρία και πιαδιά τους ο Κωνσταντίνος Ε΄, η Άννα και η Ειρήνη. Πιθανολογείται ότι η οικογένειά του μετακινήθηκε από την Μικρά Ασία στην Μεσημβρία της Θράκης, ασχολήθηκε με το εμπόριο ζώων και απέκτησε κάποια περιουσία ενώ ο Λέων κατατάχθηκε στον στρατό. Όταν ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος, εκστρατεύοντας κατά των Βουλγάρων, έφτασε στην περιοχή και αντιμετώπισε επισιτιστικό πρόβλημα, ο Λέων έπεισε τον πατέρα του να προσφέρει στον αυτοκράτορα πεντακόσια πρόβατα. Ο Ιουστινιανός αντάμειψε τον Λέοντα με προαγωγή στο αξίωμα του σπαθάριου, αλλά η εύνοια δεν κράτησε πολύ και ο Λέων στάλθηκε στον Καύκασο σε μιαν ανέλπιδα αποστολή, από την οποία όμως γύρισε σώος. Όταν ο Ιουστινιανός Β΄ ανατράπηκε και θανατώθηκε, επί Φιλιππικού (711-713) ο Λέων προάχθηκε στην στρατιωτική ιεραρχία και επί Αναστάσιου Β΄ (713-715) ορίστηκε στρατηγός του θέματος των Ανατολικών.
Επωφελούμενοι από την κακοδιοίκηση της αυτοκρατορίας, ιδίως επί Ιουστινιανού, και από τις συχνές αλλαγές αυτοκρατόρων, οι Άραβες ετοιμάζονταν για νέα επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Αναστάσιος Β' ετοιμάστηκε να τους αποκρούσει, αλλά το στράτευμα που συγκρότησε για τον σκοπό αυτό στασίασε, τον εκθρόνισε κι ανέβασε στον θρόνο, παρά την θέλησή του, ένα φοροεισπράκτορα τελείως ανίκανο, τον Θεοδόσιο Γ΄. Ο Λέων δεν βοήθησε τον Αναστάσιο -που αποσύρθηκε ως μοναχός στην Θεσσαλονίκη, είτε γιατί ήταν απασχολημένος στα σύνορα είτε από υπολογισμό, και δεν αναγνώρισε τον Θεοδόσιο. Οι Άραβες εν τω μεταξύ είχαν φτάσει στην Πέργαμο, όπου σταμάτησαν για τον χειμώνα. Η επίθεση που ετοίμαζαν προβλεπόταν για την άνοιξη και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, ειδικά όταν στον θρόνο καθόταν ένας αδέξιος αυτοκράτορας όπως ο Θεοδόσιος Γ. .
Για να τους προλάβει, ο Λέων, αφού πρώτα διασφάλισε την στρατηγικής σημασίας πόλη του Αμορίου, κήρυξε την ανταρσία του, νίκησε τον βασιλικό στρατό στη Νικομήδεια και προχώρησε στην Χρυσούπολη. Έντρομος ο Θεοδόσιος, που έγινε αυτοκράτορας χωρίς να το θέλει, συμβουλεύτηκε τον πατριάρχη Γερμανό και τους συγκλητικούς. Όλοι του είπαν να παραιτηθεί. Έτσι, έγινε κι αυτός μοναχός κι αποσύρθηκε στην Έφεσο. Ο Λέων μπήκε στην Πόλη και στέφθηκε αυτοκράτορας.
α. Γ Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (717-718)
Ο στρατηγός των Αράβων Μωσλεμάς ξεκίνησε τον Απρίλιο του 717 από την Πέργαμο και μόλις τον Αύγουστο έφτασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η Τρίτη Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (η δεύτερη από τους Άραβες), σαράντα περίπου χρόνια μετά την προηγούμενη (674-678). Ο Μασλαμάς οχύρωσε το στρατόπεδό του και ο στόλος του κατακάλυψε την θάλασσα. Αλλά ο Λέων έκαψε μια μοίρα του αραβικού στόλου με το υγρό πυρ και οι Άραβες παραιτήθηκαν από κάθε επίθεση κατά των θαλασσίων τειχών. Στην από ξηράς πολιορκία δεν υπήρξε κάτι το αξιοσημείωτο, ενώ ο βαρύτατος χειμώνας του 717-718 προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους πολιορκητές. Οι πολιορκημένοι αντίθετα είχαν πλήρη επάρκεια εφοδίων χάρη στις προ διετίας ενέργειες του τότε αυτοκράτορα Αναστασίου και στον ευχερή ανεφοδιασμό τους από την θάλασσα.
Την άνοιξη του 718 δύο νέοι στόλοι ήρθαν σε βοήθεια των πολιορκητών. Αλλά οι Αιγύπτιοι ναύτες τους (κατά πάσα πιθανότητα –Κόπτες) αυτομόλησαν στην Κωνσταντινούπολη και με τις πληροφορίες που έδωσαν, τα πυρπολικά κατέστρεψαν τους στόλους αυτούς. Συγχρόνως γίνονταν επιτυχημένες έξοδοι από ξηράς. Στις αρχές του καλοκαιριού λιμός και λοιμός έπεσαν στο στρατόπεδο των Αράβων ενώ οι Βούλγαροι, που είχαν έλθει για λεηλασία, τους προξένησαν βαρύτατες απώλειες. Ο Μωσλεμάς απελπίστηκε και έλυσε την πολιορκία, μετά από ένα ολόκληρο χρόνο. Οι απώλειές του υπήρξαν τρομακτικές γιατί η υποχώρηση συνοδεύτηκε από δεινές καταιγίδες. Κατά τους χρονογράφους οι Άραβες έχασαν στην πολιορκία αυτή δύο χιλιάδες πεντακόσια πλοία και πεντακόσιες χιλιάδες άντρες.
Ενώ διαρκούσε ακόμη η πολιορκία, εξερράγη στάση στην Σικελία αλλά ο Λέων έστειλε δύναμη και την κατέστειλε. Το 719 ο πρώην βασιλιάς Αναστάσιος θέλησε να ξαναπάρει την εξουσία. Αλλά οι Βούλγαροι, με τους οποίους είχε συνεννοηθεί, τον παρέδωσαν τελικά στον Λέοντα και θανατώθηκε.
β. Εικονομαχία
Το 726, οκτώ χρόνια μετά την άνοδό του στον θρόνο, ο Λέων εξέδωσε το πρώτο διάταγμα κατά των εικόνων. Προ του Λέοντος οι αυτοκράτορες Μαυρίκιος και Φιλιππικός είχαν επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, ο πρώτος την περιστολή του μοναχισμού, και ο δεύτερος την κατάλυση της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων με την σειρά του θεώρησε ότι η υπερβολική ανάπτυξη του μοναχικού βίου στερούσε από το κράτος έμψυχο υλικό και πόρους. Χιλιάδες νέων ανθρώπων συνέρρεαν στα μοναστήρια και ζούσαν εκεί, ενώ ήταν απαραίτητοι στην κοινωνία και στον στρατό. Τα μοναστήρια εξάλλου είχαν αποκτήσει, από δωρεές και κληροδοτήματα, τεράστιο και αφορολόγητο πλούτο.
Οι εξωτερικοί τύποι της λατρείας, οι πολυάριθμες θρησκευτικές γιορτές και αργίες, οι μακρότατες ακολουθίες και προ πάντων η λατρεία των εικόνων, έδειχναν την επιρροή της θρησκείας στην κοινωνία. Η σχέση του πιστού με την εικόνα είχε υπερβεί τα όρια της τιμής που οφειλόταν στο εικονιζόμενο πρόσωπο και είχε γίνει λατρεία αυτής της ίδιας της εικόνας, ενώ (κατά τις υγιείς αρχές της θρησκευτικής πίστης) λατρεία πρέπει να αποδίδεται μόνο στον Θεό. Επακόλουθο ήταν οι υπερβολές και οι δεισιδαιμονίες που πήγαζαν από την πίστη στην θαυματουργό δύναμη των εικόνων και άλλων αντικειμένων. Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο ο Λέων έκρινε ότι το κρίσιμο θέμα ήταν αυτό των εικόνων, ήταν η προσπάθειά του να προσελκύσει στον χριστιανισμό μουσουλμάνους, ιουδαίους και οπαδούς διαφόρων αιρέσεων οι οποίοι απεχθάνονταν κάθε μορφής απεικόνιση. Το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι και ο ίδιος, ως Σύρος, ήταν επηρεασμένος από την αντίληψη αυτή.
Υπέρ των απόψεων του Λέοντος τάχθηκαν οι ανώτατοι κληρικοί, οι μορφωμένοι πολίτες και ο στρατός, ιδίως ο προερχόμενος από την Μικρά Ασία. Ιδιαίτερη επιρροή επί του Λέοντος ασκούσαν με τις ιδέες τους ο επίσκοπος Νακολίας Κωνσταντίνος και ο πατρίκιος Βίσηρ. Υπέρμαχοι των εικόνων ήταν οι μοναχοί, ο πολύς λαός και οι γυναίκες, όχι μόνο του λαού αλλά και οι ίδιες οι σύζυγοι, κόρες και αδελφές των εικονομάχων αυτοκρατόρων.
Το 726 έκτακτη συνεδρίαση της Συγκλήτου στην οποία παρευρίσκονταν και ανώτατοι κληρικοί (Σιλέντιον), ενέκρινε διάταγμα του Λέοντα με το οποίο αποδοκιμαζόταν η προσκύνηση των εικόνων ως ψευδολατρεία. Κατ’ εφαρμογήν του διατάγματος έπρεπε οι εικόνες να τοποθετηθούν ψηλότερα στις εκκλησίες. Ήταν μια ήπια μεταβολή που δεν προκάλεσε αναστατώσεις στο κράτος. Αλλά ο πάπας Γρηγόριος Β΄ βρήκε την ευκαιρία για να διακόψει την εξάρτησή του από την Κωνσταντινούπολη. Υποκίνησε στάσεις, ο Λέων έστειλε στρατό για να τις καταστείλει και ο πάπας κάλεσε τους Λομβαρδούς που νίκησαν τα βασιλικά στρατεύματα. Η εξουσία της αυτοκρατορίας στην κεντρική Ιταλία καταλύθηκε.
Το ίδιο εκείνο έτος 726 έγινε μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Η Ελλάδα όλη υπαγόταν τότε στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του πάπα, ο οποίος ερμήνευσε το φαινόμενο σαν σημάδι θεϊκής οργής. Τον επόμενο χρόνο αποστάτησε η κυρίως Ελλάδα και οι Κυκλάδες, όπου αναγορεύτηκε αυτοκράτορας κάποιος Κοσμάς, που βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Άραβες εισέβαλαν πάλι και έφτασαν να πολιορκούν τη Νίκαια. Ο Λέων κατόρθωσε να καταστείλει την στάση και να απωθήσει τους Άραβες, ενώ ο πάπας που ταλαιπωρήθηκε από τους συμμάχους του Λομβαρδούς, άλλαξε στάση και βοήθησε τον αυτοκράτορα να ανακαταλάβει την Ραβέννα.
γ. Απαγόρευση των εικόνων
Το 728 ο Λέων εξέδωσε νέο διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η ανάρτηση εικόνων και διατασσόταν οι αρχές να τις αφαιρέσουν από όπου υπήρχαν. Φαίνεται ότι και το διάταγμα αυτό δεν εκτελέστηκε επακριβώς. Το βέβαιο είναι ότι καταργήθηκαν όλες οι δημόσιες σχολές, πλην των νομικών, γιατί διευθύνονταν από μοναχούς και ήταν κέντρα της κατά του αυτοκράτορα αντίδρασης.
Ο μόνος από τον ανώτατο κλήρο που αντιστάθηκε ήταν ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ (πατρ. 715-730), ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Ο νέος πατριάρχης Αναστάσιος (πατρ.730-754) και ο αυτοκράτορας ανήγγειλαν, όπως συνηθιζόταν, την εκλογή στον πάπα, αλλά αυτός στον μεν Λέοντα απάντησε επιτιμητικά την δε επιστολή του Αναστάσιου την επέστρεψε με τις σφραγίδες άθικτες. Ο Λέων προθυμοποιήθηκε να συγκαλέσει οικουμενική σύνοδο, αν και τα περί προσκυνήσεως των εικόνων δεν είναι θεμελιώδες δόγμα της πίστεως, αλλά ο πάπας καθώς και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων καταδίκασαν τον Λέοντα ως αιρετικό. Σε απάντηση ο Λέων δέσμευσε τα παπικά κτήματα στην κάτω Ιταλία και Σικελία.
Με τα γεγονότα αυτά η διαμάχη για τις εικόνες έφτασε σε σημείο οξύτητας. Πάνω από την Χαλκή Πύλη των βασιλικών ανακτόρων βρισκόταν εικόνα του Χριστού, αντικείμενο θερμής λατρείας. Ένας αξιωματικός της φρουράς επιχείρησε να την καταστρέψει αλλά πλήθος λαού, κυρίως μοναχοί και γυναίκες, έτρεξαν να τον εμποδίσουν, τον γκρέμισαν από την σκάλα και τον σκότωσαν καθώς και τους στρατιώτες που τον συνόδευαν. Ύστερα όρμησαν στο πατριαρχείο αλλά ο νέος πατριάρχης πρόλαβε να σωθεί στο Παλάτι. Τελικά η φρουρά αποκατέστησε την τάξη αλλά η καταστολή υπήρξε αιματηρή.
Μεγαλύτερος αντίπαλος του Λέοντος, ξεπερνώντας τον πάπα κι από τον εικονόφιλο λαό, ήταν ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο αποκαλούμενος Χρυσορρόας για την ευγλωττία του, θεολόγος, υμνογράφος και θεωρητικός των εικονοφίλων. Άνδρας μεγάλης μόρφωσης, υπουργός του χαλίφη στην Δαμασκό για ένα διάστημα, μόνασε μετά και έγραψε τους τρεις απολογητικούς του λόγους Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας. Το ισχυρότερο επιχείρημά του βασιζόταν στην άποψη ότι οι εικόνες έχουν για τους αγρμματους ρόλο ανάλογο με αυτόν που έχει η βίβλος για τους εγγράμματους : «Υπόμνημα γάρ εστιν η εικών, και όπερ τοις γράμμασι μεμυημένοις η βίβλος, τούτο και τοις αγραμμάτοις η εικών». Η επιρροή του υπήρξε καθοριστική.
Ο νέος πάπας Γρηγόριος Γ΄ ήταν ακόμη πιο μαχητικός από τον προκάτοχό του. Συγκάλεσε τοπική σύνοδο και κήρυξε προδότες της πίστεως και εχθρούς της εκκλησίας όσους δεν προσκυνούσαν τις εικόνες. Ο Λέων τότε αφαίρεσε όλη την Ελληνική χερσόνησο από την δικαιοδοσία του πάπα και αργότερα δήμευσε οριστικά όλα τα εντός του κράτους κτήματα της εκκλησίας της Ρώμης.
Στο μεταξύ από το 734 οι επιδρομές των Αράβων είχαν γίνει συχνότερες και τολμηρότερες. Το 740 ο Λέων οδήγησε προσωπικά τον στρατό εναντίον τους και πέτυχε αποφασιστική νίκη στον Ακροηνό της Φρυγίας (σημερινό Αφιόν Καραχισάρ). Ιδιαίτερα διακρίθηκε ο γιος του και συμβασιλέας Κωνσταντίνος Ε΄. Η αραβική απειλή απομακρύνθηκε για αρκετά μεγάλο διάστημα.
δ. Νομοθετικές μεταρρυθμίσεις
Το 740 ο Λέων εξέδωσε την Εκλογή των Νόμων. Στο προοίμιό της αναφερόταν ότι ήταν μία σύνοψη της νομοθεσίας του Ιουστινιανού, μία κωδικοποίηση των διεσπαρμένων νόμων «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Αλλά ουσιαστικά επρόκειτο για ανατροπή της.Η Εκλογή ήταν η πρώτη κωδικοποίηση που διατυπώθηκε στα ελληνικά αντί των λατινικών που χρησιμοποιούνταν ως τότε. Κατάργησε την παλλακεία και προστάτεψε τον θεσμό του γάμου, θεσπίζοντας αποκλειστικούς λόγους διαζυγίου, έδωσε περιουσιακή ισοτιμία στην γυναίκα και ίσα δικαιώματα επί των τέκνων, και προστάτευε τα ορφανά. Επέτρεψε ρητά για πρώτη φορά τον μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών γάμο, τον οποίο οι εκκλησιαστικοί νόμοι μέχρι τότε απαγόρευαν και οι αστικοί δυσχέραιναν. Η θανατική ποινή για τα περισσότερα αδικήματα καταργήθηκε και αντ’ αυτής εισάχθηκε η ποινή του ακρωτηριασμού, η εξορία και οι χρηματικές ποινές. Και τέλος καταργήθηκε η διάκριση των τάξεων στην απονομή της δικαιοσύνης.
Με τον Γεωργικό Νόμο καταργήθηκε η σύνδεση του γεωργού με το κτήμα στο οποίο γεννήθηκε ή μακροχρόνια διέμενε, καταργήθηκε δηλαδή η δουλοπαροικία. Σκοπός του Γεωργικού νόμου ήταν να περιοριστεί η επέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας και να ευνοηθεί η τάξη των μικροϊδιοκτητών που αποτελούσε την βάση της άμυνας του κράτους.
ε. Αποτίμηση
Ο Λέων πέθανε το 741 σε ηλικία 56 ετών, έχοντας σώσει αλλά και διχάσει την αυτοκρατορία. Κατά τον ιστορικό και φιλόσοφο Γουίλ Ντούραντ (Will Durant) ο Λέων «ως στρατηγός ενίκησε, συχνά, υπερτέρας εις αριθμόν μουσουλμανικάς δυνάμεις και ως πολιτικός έδωσεν εις την αυτοκρατορίαν του σταθερούς και δικαίους νόμους, οι οποίοι εφηρμόζοντο χωρίς διακρίσεις, μετερρύθμισε την φορολογίαν, ηλάττωσε τον αριθμόν των δουλοπαροίκων, έδωσεν εις τους χωρικούς γαίας, συνέβαλεν εις τον αναπληθυσμόν των ηρημωμένων εδαφών και ανεθεώρησε εποικοδομητικώς τους νόμους. Το μόνον παράπτωμά του ήτο η αυταρχικότης». Τα πολεμικά και διοικητικά επιτεύγματά του, η εξανθρώπιση των νόμων, η προσπάθεια κατάργησης της δουλοπαροικίας κρίνονται σήμερα θετικά, ως εμφορούμενα από πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης και φροντίδας για την προστασία των αδυνάτων από τις πιέσεις των ισχυρών.
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ (718-775), γιος του Λέοντος Γ΄ και της συζύγου του Μαρίας, ήταν ο 32ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου μεταξύ 741 και 775. Επονομάστηκε υβριστικά από τους αντιπάλους του εικονόφιλους Κοπρώνυμος, με την εξήγηση ότι κατά το βάπτισμά του ρύπανε την κολυμβήθρα. Γεννήθηκε το 718 και ανακηρύχθηκε συμβασιλιάς το 720. Σύζυγός του ήταν η Τζιτζάκ κόρη του Χάζαρου χαγάνου Μπιχάρ, η οποία με το γάμο της μετονομάστηκε σε Ειρήνη, με την οποία απέκτησε τον διάδοχό του Λέοντα Δ και μετά τον θάνατό της σύζυγοί του ήταν η Μαρία και η Ευδοκία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 743, ανήλθε στον θρόνο και συνέχισε την πολιτική του πατέρα του σε όλους τους τομείς. Από την αρχή της βασιλείας του αντιμετώπισε τη στάση του Αρτάβασδου, συζύγου της αδελφής του, ο οποίος διεκδίκησε τον θρόνο με την υποστήριξη πολιτικών αξιωματούχων και των εικονοφίλων. Ο Κωνσταντίνος κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Αράβων δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση των στασιαστών και πέτυχε με δυσκολία να διαφύγει στο Αμόριο, ενώ ο Αρτάβασδος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με την υποστήριξη της ιεραρχίας των πολιτικών αξιωματούχων και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Αναστάσιο. Ο Κωνσταντίνος όμως αναδιοργάνωσε τον στρατό του με την υποστήριξη των «θεμάτων» των Ανατολικών και των Θρακησίων, κατανίκησε τον Αρτάβασδο κοντά στις Σάρδεις (743) και επέστρεψε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία εισήλθε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και τιμώρησε σκληρά τους στασιαστές. Ο Αρτάβασδος και οι γιοι του Νικηφόρος και Νικήτας διαπομπεύθηκαν και τυφλώθηκαν, οι δε συνεργοί του θανατώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν ή εξορίστηκαν. Ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον παντοδύναμος.
Οι πόλεμοι εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων απασχόλησαν τον Κωνσταντίνο στο μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του. Η αποδυνάμωση των Αράβων από τις εσωτερικές δυναστικές έριδες των Ομεϋαδών και των Αββασιδών, που κατέληξαν στην επικράτηση της δυναστείας των Αββασιδών, διευκόλυναν το έργο του. Οι νίκες του Κωνσταντίνου εναντίον των Αράβων στη βόρεια Συρία, που κορυφώθηκαν με την ανάκτηση της γενέτειρας της οικογένειας, Γερμανίκειας (746), και του βυζαντινού στόλου του «θέματος» των Κιβυρραιωτών εναντίον του αραβικού στόλου (747) αποτελούσαν απόδειξη της παντοδυναμίας των Βυζαντινών στην ξηρά και στη θάλασσα. Οι εκστρατείες συνεχίστηκαν μέχρι την Αρμενία και τη Μεσοποταμία (751) και σφραγίστηκαν με την ανάκτηση της Θεοδοσιούπολης, της Μελιτινής και άλλων στρατηγικών πόλεων.
Η εκμηδένιση της αραβικής απειλής στην Ανατολή συμπληρώθηκε με τις επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίες εξουδετέρωσαν κάθε κίνδυνο στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ερέθισμα για τους Βουλγαρικούς πολέμους υπήρξε η επιδρομή των Βουλγάρων στα βυζαντινά εδάφη (756). Ο Κωνσταντίνος απώθησε τους Βουλγάρους και οργάνωσε συστηματικά τον αγώνα εναντίον τους. Η νίκη του στο φρούριο των Μαρκελλών (759) ολοκληρώθηκε με τη συντριβή των Βουλγάρων στην Αγχίαλο (763), η οποία επιτεύχθηκε με συνδυασμένη αξιοποίηση του στρατού και του στόλου και εορτάστηκε με θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετά τη συντριπτική ήττα εσωτερικές έριδες στη Βουλγαρία εξουδετέρωσαν κάθε προοπτική απειλής, ο δε χάνος των Βουλγάρων Τελέριγος υποχρεώθηκε να συνάψει ειρήνη με επαχθείς γι' αυτόν όρους (772-773).
Στη Δύση όμως ο Κωνσταντίνος συνέχισε την εσφαλμένη πολιτική του πατέρα του και αδιαφόρησε για τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία με την επέκταση των Λογγοβάρδων, οι οποίοι προσάρτησαν στις κτήσεις τους και το βυζαντινό εξαρχάτο της Ραβέννας (751). Έτσι, έθεσαν τέρμα στη βυζαντινή επιρροή στην κεντρική Ιταλία και εξανάγκασαν τον παπικό θρόνο να αναζητήσει την προστασία των Φράγκων, αφού οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη σημασία των εξελίξεων αυτών για τις προοπτικές της αυτοκρατορίας. Εγκλωβισμένοι στη εικονομαχική πολιτική τους, έχαναν από το οπτικό τους πεδίο τις πολυσήμαντες παρενέργειες της πολιτικής αυτής.
Βεβαίως, ο Κωνσταντίνος ήταν συνειδητός εικονομάχος, γιατί η προσωπικότητα του είχε διαμορφωθεί σε αυστηρά εικονομαχικό περιβάλλον και η εικονομαχία αποτελούσε γι' αυτόν προσωπική θρησκευτική πεποίθηση με βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο. Ο ίδιος συνέδεε την εικονομαχία με το χριστολογικό δόγμα και δεν δίστασε να κυκλοφορήσει με το όνομα του εικονομαχικές θεολογικές πραγματείες (Πεύσεις), οι οποίες επιδοκιμάστηκαν από την εικονομαχική Σύνοδο της Ιέρειας (754) και αποδοκιμάστηκαν από τους εικονοφίλους. Η σύγκληση της εικονομαχικής Συνόδου, της Ιέρειας (754) αποτελεί οπωσδήποτε υποχώρηση από τις θεοκρατικές αντιλήψεις για τη βασιλική εξουσία του πατέρα του, ο οποίος απέρριπτε την ανάγκη σύγκλησης συνόδου, με τη διακήρυξη «βασιλεύς ειμί και ιερεύς», αλλά είναι βέβαιο ότι η κινητοποίηση του συνοδικού θεσμού κατανοήθηκε ως μέσο για την επιβολή των θέσεων του στην Εκκλησία. Με βάση τις εικονομαχικές αποφάσεις της συνόδου αυτής θεμελιώθηκαν τα σκληρά μέτρα εναντίον των εικονοφίλων και ιδιαίτερα εναντίον του μοναχισμού, τα οποία συνοδεύθηκαν με διωγμούς, ακρωτηριασμούς, εξορίες των εικονοφίλων μοναχών και κλείσιμο πολλών μονών. Η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε τον Γερμανό Α' και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ενώ διόρισε ως νέο Πατριάρχη τον επίσκοπο Κωνσταντίνο (πατρ. 754-766).
Ο Κωνσταντίνος Ε πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων σε ηλικία 57 ετών (775) και άφησε στον διάδοχο του Λέοντα Δ' (775-780) μια ισχυρή αυτοκρατορία, η οποία όμως αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την εσωτερική διάσπαση από την εικονομαχική έριδα. Ο Κωνσταντίνος ήταν πιο επίμονος από τον πατέρα του στην επιδίωξη των σκοπών του και επί της βασιλείας του πολλοί οπαδοί των εικόνων ταλαιπωρήθηκαν. Ο Λέων Γ΄ διατύπωσε τις αρχές της εικονομαχίας και δεν επέμεινε στην εφαρμογή τους, που ανέλαβε ο Κωνσταντίνος, εκτελεστής και θεωρητικός συγχρόνως των εικονομαχικών δογμάτων. Για τον λόγο αυτό συκοφαντήθηκε από τους εικονόφιλους συγγραφείς όσο κανείς άλλος, όπως άλλωστε φαίνεται από το προσωνύμιό του «Κοπρώνυμος». Κατά τον Θεοφάνη, τον σημαντικότερο χρονογράφο της εποχής, ο Κωνσταντίνος Ε΄ήταν «πανώλης και εμβρόντητος αιμοβόρος τε και αγριώτατος θηρ», έκδοτος σε κάθε διαστροφή και κακία. Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι ηπιότερος στους χαρακτηρισμούς του, εξιστορεί όμως κι αυτός τις διώξεις του Κωνσταντίνου Ε κατά των εικονόφιλων. Αλλά ενώ ο Θεοφάνης προσπαθεί να αμαυρώσει εκτός από τις δοξασίες και το σύνολο της πολιτείας του Κωνσταντίνου, από τον Νικηφόρο ιστορούνται και οι λαμπρές πολεμικές του επιτυχίες κατά των Αράβων και κυρίως κατά των Βουλγάρων, η σωστή εσωτερική διοίκησή του και η επιτυχημένη οικονομική πολιτική του.
Ο Λέων Δ' ο Χάζαρος (25 Ιανουαρίου 750 - 8 Σεπτεμβρίου 780) ήταν ο 33ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου την περίοδο 775-780. Γιος του Κωνσταντίνου Ε' και της πριγκίπισσας των Χαζάρων Τζιτζάκ (η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη και στην οποία οφείλεται το προσωνύμιο Χάζαρος), γεννήθηκε το 750 και σε ηλικία ενός έτους στέφθηκε από τον πατέρα του συμβασιλεύς. Ανατράφηκε σε εικονομαχικό περιβάλλον, νυμφεύτηκε όμως το 770 την εικονόφιλη Ειρήνη την Αθηναία από την οποία απέκτησε το διάδοχό του Κωνσταντίνο ΣΤ'. Το 776 ο Κωνσταντίνος στέφθηκε με τη σειρά του συμβασιλεύς ώστε να εξασφαλιστεί από τις βλέψεις των ετεροθαλών αδελφών του Λέοντος.
Η πολιτική του Λέοντος σε σχέση με το ζήτημα των εικόνων υπήρξε αμφιλεγόμενη. Αφενός μεν προώθησε σε μητροπολιτικούς θρόνους ηγουμένους μοναστηριών και δέχτηκε τη χειροτονία του εικονόφιλου Παύλου του Κύπριου ως πατριάρχη (πατρ. 780-784), από την άλλη πλευρά όμως τιμώρησε με δημόσια διαπόμπευση εικονόφιλους αξιωματούχους του παλατιού. Στο αραβικό μέτωπο δεν οδήγησε προσωπικά καμμία εκστρατεία. Τις επιχειρήσεις διηύθηνε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Οι σχέσεις με του Βουλγάρους υπήρξαν ειρηνικές μετά τους μακροχρόνιους πολέμους του Κωνσταντίνου Ε'. Ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Τελέριγος ασπάστηκε το Χριστιανισμό και παντρεύτηκε μια ξαδέλφη της Ειρήνης της Αθηναίας, αλλά η κίνησή αυτή δεν είχε ως συνέχεια τον εκχριστιανισμό του λαού του. Ο πρόωρος θάνατός του έφερε στην εξουσία τη σύζυγό του Ειρήνη, ως επίτροπο του ανήλικου διαδόχου.
Ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (771 - 802) ήταν ο 34ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (780-797). Γιος του Λέοντος Δ΄ (775-780) και της Ειρήνης της Αθηναίας, γεννήθηκε το 771 και στέφθηκε συμβασιλιάς το 776. Διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία 10 ετών επιτροπευόμενος από τη βασιλομήτορα Ειρήνη, η οποία ασκούσε ουσιαστικά την εξουσία. Σύζυγός του ήταν η Μαρία Αμνία και μετά απ’ αυτήν η Θεοδότη. Τα σπουδαιότερα γεγονότα μέχρι την ενηλικίωση του Κωνσταντίνου ήταν:
- η εξουδετέρωση συνωμοσίας εικονομάχων αρχόντων που σκόπευαν να ανεβάσουν στον θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό του Λέοντα Δ΄, καίσαρα Νικηφόρο,
- η στάση του στρατηγού της Σικελίας Ελπίδιου, που κατεστάλη επίσης,
- οι πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων στην Μικρά Ασία που κατέληξαν σε συνομολόγηση ειρήνης με ταπεινωτικούς για την αυτοκρατορία όρους,
- η καταστολή των εξεγέρσεων σλαβικών φύλων της Ελληνικής Χερσονήσου από τον έμπιστο της Ειρήνης ευνούχο Σταυράκιο,
- η εγκατάλειψη της συμμαχίας με τους Λομβαρδούς και η προσέγγιση με τον Καρλομάγνο, στα πλαίσια της οποίας αρραβωνιάστηκε ο Κωνσταντίνος με την κόρη του ρήγα των Φράγκων Ροτρούδη (Ερυθρώ κατά τους Βυζαντινούς),
- η εκλογή ως πατριάρχη του Ταράσιου (πατρ.784-806), η διάλυση του εικονομαχικού στρατού της Κωνσταντινούπολης
- και η Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος, που αναστήλωσε για πρώτη φορά τις εικόνες.
Το 790 ο Κωνσταντίνος ήταν είκοσι χρόνων και έπρεπε πια ν’ αναλάβει την εξουσία. Αλλά η Ειρήνη δεν σκόπευε να την εγκαταλείψει. Είχε διαλύσει τον αρραβώνα με την Ροτρούδη για να μη ισχυροποιηθεί ο γιος της, και τον πάντρεψε, παρά την θέλησή του, με την Μαρία της Αμνίας. Ο ευνοούμενός της Σταυράκιος έλεγχε τον κρατικό μηχανισμό σε βαθμό που κανείς δεν έδινε την παραμικρή σημασία στον Κωνσταντίνο. Συνεννοήθηκε τότε αυτός με λίγους άρχοντες για να συλλάβει και να εξορίσει την μητέρα του στην Σικελία. Αλλά η Ειρήνη πληροφορήθηκε τα πάντα διά του Σταυράκιου, συνέλαβε, κούρεψε, έδειρε κι εξόρισε τους συνωμότες, τον δε Κωνσταντίνο τον έβρισε, τον χαστούκισε και τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ύστερα ζήτησε από τον στρατό να ορκιστεί ότι όσο ζούσε αυτή δεν θ’ αναγνώριζε τον Κωσταντίνο βασιλιά.
Ο νέος στρατός που συγκρότησε ο Σταυράκιος στα ευρωπαϊκά θέματα, μετά την διάλυση του εικονομαχικού, ορκίστηκε βέβαια αμέσως. Αλλά ο στρατός της Ανατολής αντέδρασε. Εντονότερα αντέδρασε ο στρατός του θέματος των Αρμενιακών που αρνήθηκε τον όρκο και την πρόταξη του ονόματος της Ειρήνης έναντι του Κωνσταντίνου, όπως επίσης ζητήθηκε. Η Ειρήνη έστειλε τον σπαθάριο Αλέξιο Μουσελέμ για να συνετίσει τους Αρμενιακούς αλλά αυτός προσχώρησε στο κίνημα και ανέλαβε την αρχηγία των εξεγερμένων. Τώρα όλος ο στρατός της Ανατολής επευφήμησε τον Κωνσταντίνο ως μόνο βασιλιά και προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη. Η Ειρήνη, που δεν μπορούσε βέβαια να βασιστεί στον στρατό του Σταυράκιου, αναγκάστηκε να ελευθερώσει τον Κωνσταντίνο που έσπευσε να συναντήσει τον στρατό της Ανατολής που τον αναγνώρισε μονοκράτορα και αποκήρυξε την Ειρήνη. Ύστερα ο Κωνσταντίνος μπήκε στην Πόλη, και ο Σταυράκιος, καθώς και όλοι οι ευνούχοι του Παλατιού εξορίστηκαν. Η Ειρήνη περιορίστηκε στο ανάκτορο του Ελευθερίου όπου είχε τους θησαυρούς της.
Τον Απρίλιο του 791 ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε κατά των Βουλγάρων και ύστερα από μια απλή αψιμαχία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εξίσου αναποτελεσματική ήταν και μία εκστρατεία του στην Κιλικία κατά των Αράβων τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ύστερα ο Κωνσταντίνος ανακάλεσε την μητέρα του και την αποκατέστησε πλήρως. Η βασιλεία ήταν πάλι «Κωνσταντίνου και Ειρήνης». Και πάλι όμως οι Αρμενιακοί αρνήθηκαν να δεχτούν την νέα τροπή των πραγμάτων και απαίτησαν να τεθεί εκ νέου επί κεφαλής τους ο Αλέξιος Μουσελέμ, που βρισκόταν στην Βασιλεύουσα τιμημένος από τον Κωνσταντίνο με τον τίτλο του πατρικίου.
Αλλά η Ειρήνη και ο επίσης ανακληθείς Σταυράκιος έλεγχαν πλήρως την κατάσταση. Ο Αλέξιος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, δάρθηκε, κουρεύτηκε και φυλακίστηκε. Το 792 ο Κωνσταντίνος ΣΤ εκστράτευσε και πάλι κατά των Βουλγάρων αλλά υπέστη δεινή ήττα με μεγάλες απώλειες στις Μαρκέλες. Το γόητρο του αυτοκράτορα τραυματίστηκε. Μεταξύ των πολλών στρατηγών που έπεσαν στην μάχη ήταν και ο γηραιός στρατηγός του Κωνσταντίνου Ε΄, Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Αγανακτισμένος ο στρατός από τις τόσες συμφορές αποφάσισε ν’ απαλλαγεί από μητέρα και γιο και ν’ αναγορεύσει αυτοκράτορα τον καίσαρα Νικηφόρο, εκείνον που είχαν συνωμοτήσει για να ανεβάσουν στον θρόνο οι εικονομάχοι στην αρχή της βασιλείας. Αλλά η Ειρήνη πρόλαβε, τύφλωσε τον Νικηφόρο και γλωσσοκόπησε τους τέσσερις αδελφούς του. Τυφλώθηκε και ο Αλέξιος Μουσελέμ.
Τότε οι Αρμενιακοί στασίασαν αναφανδόν και νίκησαν τους στρατηγούς που στάλθηκαν εναντίον τους. Αλλά την άνοιξη του 793 νικήθηκαν με προδοσία. Εκτός από τις άλλες τιμωρίες που τους επιβλήθηκαν, χίλιοι από αυτούς οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στίχθηκαν στα μέτωπά τους με μελάνη οι λέξεις «αρμενιακός επίβουλος». Ύστερα εξορίστηκαν στην Σικελία και σε άλλα νησιά.
Όπως προαναφέρθηκε ο Κωνσταντίνος -άστατος χαρακτήρας και με αδύναμή θέληση- είχε υποχρεωθεί από την μητέρα του να νυμφευτεί την Μαρία της Αμνίας. Ύστερα από επτά χρόνια γάμου ερωτεύτηκε μιαν ακόλουθο της Ειρήνης, την Θεοδότη, υποχρέωσε την Μαρία να μπει σε μοναστήρι και παντρεύτηκε την Θεοδότη. Το σκάνδαλο ήταν μέγα για τα βυζαντινά ήθη της εποχής. Ο πατριάρχης Ταράσιος προσπάθησε να αποτρέψει τον Κωνσταντίνο, αλλά τελικά υποχρεώθηκε να επιτρέψει σ’ ένα ιερέα των ανακτόρων να τελέσει τον γάμο. Ο ηγούμενος της μονής του Σακκουδίωνος Πλάτων και ο ανεψιός του Θεόδωρος Στουδίτης αντέδρασαν έντονα και καταδίκασαν τον πατριάρχη κα όλους όσοι αναγνώρισαν τον γάμο, τον οποίο θεώρησαν μοιχεία. Ο Κωνσταντίνος φυλάκισε τον Πλάτωνα κι εξόρισε τον Θεόδωρο και άλλους μοναχούς στην Θεσσαλονίκη.
Αλλά κι αυτός ο γάμος ήταν μέρος του σχεδίου της Ειρήνης για να υπονομεύσει τον γιο της, δεδομένου ότι ήταν αυτή που του υπέβαλε την ιδέα για να προκαλέσει την απέχθεια του λαού με την συμπεριφορά του. Στους δε αντιδρώντες μοναχούς παρείχε την υποστήριξή της. Τον Οκτώβριο του 796 ο Κωνσταντίνος απέκτησε γιο από την Θεοδότη. Η θέση του εδραιωνόταν έτσι και η Ειρήνη ενέτεινε τις υπονομευτικές της προσπάθειες. Έτσι, όταν τον Μάρτιο της άλλης χρονιάς εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, ο Σταυράκιος και οι άλλοι με τους οποίους η Ειρήνη τον είχε περιστοιχίσει, τον παραπλάνησαν ως προς την παρουσία Αραβικού στρατού στην περιοχή και απέτρεψαν την σύγκρουση φοβούμενοι νίκη του και θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν πέθανε ο γιος του Κωνσταντίνου, η Ειρήνη αποφάσισε να δώσει οριστική λύση. Αρχές Ιουλίου έστειλε ένα απόσπασμα για να συλλάβει τον Κωνσταντίνο αλλά αυτός πρόλαβε να μπει σε πλοίο και να περάσει στην ασιατική ακτή της Προποντίδος σκοπεύοντας να καταφύγει στον στρατό της Ανατολής. Αλλά είχε μαζί του τους ανθρώπους της μητέρας του προς τους οποίους αυτή διαμήνυσε ότι, αν δεν ενεργούσαν όπως είχε συμφωνηθεί, θα έθετε υπόψη του γιου της τις αποδείξεις των συνεννοήσεων που είχαν μαζί της. Ο Κωνσταντίνος συνελήφθη, μεταφέρθηκε στην αίθουσα της Πορφύρας των ανακτόρων, όπου τον είχε γεννήσει η Ειρήνη, κι εκεί τυφλώθηκε κατά διαταγήν της.
Η Ειρήνη βασίλευσε έκτοτε μόνη της ως «αυτοκράτωρ Ρωμαίων» μέχρι το 802, οπότε ανατράπηκε από τον γενικό λογοθέτη Νικηφόρο, που την διαδέχθηκε. Ο Κωνσταντίνος επέζησε μετά την τύφλωση. Κατά μία πληροφορία, ο Νικηφόρος πήρε τον έκπτωτο και τυφλό Κωνσταντίνο στο Παλάτι και τον είχε στο τραπέζι του.
Η Ειρήνη η Αθηναία (752 - 9 Αυγούστου 803), ή όπως ήταν κοινώς γνωστή Ειρήνη Σαρανταπήχαινα, ήταν 35η στη σειρά των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου από το 797 έως το 802. Από το 780 μέχρι το 797 συμβασίλευε με τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄, ασκώντας η ίδια αποκλειστικά σχεδόν την εξουσία, και κατόπιν βασίλευσε μόνη. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με την πρώτη αναστήλωση των εικόνων που θεσπίστηκε από την Ζ΄Οικουμενική Σύνοδο και με την τύφλωση του γιου της που διατάχτηκε από την ίδια. Καταγόταν από την πλούσια οικογένεια των Σαρανταπήχων της Αθήνας και διακρινόταν για τη μόρφωση και την ομορφιά της. Ήταν ορφανή και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 769 παντρεύτηκε τον γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα Δ' (775-780).
Μετά το θάνατο του Λέοντα η Ειρήνη ανέλαβε την κηδεμονία του δεκάχρονου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Ήταν ήδη γνωστό πως ήταν εικονόφιλη, αφού όσο ζούσε ακόμη ο Λέων Δ΄ είχαν βρεθεί εικόνες στο προσκέφαλό της και ο αυτοκράτορας την επέπληξε σφοδρότατα και διέκοψε κάθε επαφή μαζί της. Λίγες μέρες μετά την ανάρρηση του γιου της εξουδετέρωσε απόπειρα εικονομάχων αρχόντων ν’ ανεβάσουν στον θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό του Λέοντα Δ΄ καίσαρα Νικηφόρο και τον υποχρέωσε, καθώς και τους υπόλοιπους γιους του Κωνσταντίνου Ε΄ από την ίδια μητέρα, να περιβληθούν το ιερατικό σχήμα. Ως συνένοχος κατηγορήθηκε και ο στρατηγός της Σικελίας Ελπίδιος, παρόλο που είχε τοποθετηθεί από την ίδια την Ειρήνη μετά την αποκάλυψη της συνωμοσίας (781-782). Ο Ελπίδιος απέκρουσε αρχικά τους απεσταλμένους της Ειρήνης που πήγαν στην Σικελία για να τον συλλάβουν, και τελικά κατέφυγε στους Άραβες της Αφρικής.
Η επιρροή του συμβούλου της ευνούχου Σταυράκιου, που είχε γίνει λογοθέτης του δρόμου, προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις στον στρατό με πρώτη συνέπεια την αυτομολία του στρατηγού των Βουκελλαρίων Τατζάτη στους Άραβες, όταν αυτοί εισέβαλαν με επί κεφαλής τον Χαρούν αλ Ρασίντ στην Μικρά Ασία κι έφτασαν ώς την Χρυσόπολη. Ο παλιός στρατηγός του Κωνσταντίνου Ε΄ Μιχαήλ Λαχανοδράκων αγωνίστηκε να απωθήσει τους Άραβες αλλά ο στρατός του ήταν εξασθενημένος και ο ίδιος σε δυσμένεια. Τελικά συνομολογήθηκε ειρήνη με ταπεινωτικούς για την αυτοκρατορία όρους.
Εν τω μεταξύ είχαν εξεγερθεί διάφορα σλαβικά φύλα της Ελληνικής Χερσονήσου. Ο Σταυράκιος κατόρθωσε να καταστείλει τις εξεγέρσεις, τέλεσε θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη και ενίσχυσε την επιρροή του στα δημόσια πράγματα. Την ίδια περίπου εποχή η Ειρήνη εγκατέλειψε τους συμμάχους των Βυζαντινών Λομβαρδούς που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Φράγκους και προσέγγισε τους τελευταίους. Έστειλε πρέσβεις στον Καρλομάγνο και αρραβώνιασε τον Κωνσταντίνο με την κόρη του ρήγα των Φράγκων Ροτρούδη (Ερυθρώ κατά τους Βυζαντινούς).
α. Ζ' Οικουμενική Σύνοδος
Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από την Ειρήνη είχε αρχίσει η ενθάρρυνση της εικονόφιλης παράταξης. Τον Αύγουστο του 784 ο πατριάρχης Παύλος παραιτήθηκε, επικαλούμενος τύψεις συνειδήσεως γιατί συνέπραξε με εικονομάχους βασιλείς και προτείνοντας οικουμενική σύνοδο. Νέος πατριάρχης εκλέχτηκε ο λαϊκός μέχρι τότε Ταράσιος, γραμματέας της Ειρήνης, ο οποίος αποδέχθηκε την εκλογή υπό τον όρο σύγκλησης οικουμενικής συνόδου η οποία και αποφασίστηκε. Η νέα σύνοδος ορίστηκε ν’ αρχίσει τις συνεδριάσεις της στις 17 Αυγούστου του 786 στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Αλλά ο στρατός, που εμφορούνταν από εικονομαχικό πνεύμα και είχε πρόσφατο το προηγούμενο της πραξικοπηματικής εκλογής του Ταράσιου, αντέδρασε βίαια και ματαίωσε τις περαιτέρω εργασίες της συνόδου. Τότε η Ειρήνη έστειλε τον ευνούχο Σταυράκιο στη Θράκη για να στρατολογήσει νέο στρατό, από εικονολάτρες. Σκηνοθέτησε μετά νέα εισβολή των Αράβων και διακήρυξε την ανάγκη εκστρατείας εναντίον τους. Πήρε μαζί της τα καλύτερα τάγματα της βασιλικής φρουράς που είχε εκπαιδεύσει και οδηγήσει σε νίκες ο Κωνσταντίνος Ε΄, και βγήκε από την Πόλη για να περάσουν δήθεν στην Ασία, αυτή, η αυλή και τα τάγματα. Εκεί τα αφόπλισε με διάφορες προφάσεις ενώ ο στρατός του Σταυράκιου έμπαινε στην Πόλη από τις πύλες της Θράκης. Τα πιστά στην εικονομαχία τάγματα διατάχτηκαν να διαλυθούν και ο εικονομαχικός στρατός της Κωνσταντινούπολης έπαψε να υπάρχει.
Παρά την διάλυση του εικονομαχικού στρατού, ο τόπος και ο χρόνος δεν θεωρήθηκαν κατάλληλοι για την συνέχιση των εργασιών της συνόδου και οι συνεδριάσεις της έγιναν στην Νίκαια της Βιθυνίας τον Μάιο του 787. Η εικονόφιλη παράταξη επικράτησε πλήρως. Καταλύθηκε το κύρος της μέχρι τότε θεωρουμένης ως Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου της Ιερείας του 754 και αποφασίστηκε η αναστήλωση των εικόνων.
β. Η διαμάχη μητέρας και γιου
Επωφελούμενοι από τους εσωτερικούς περισπασμούς, Άραβες και Βούλγαροι πραγματοποιούσαν επιδρομές στα εδάφη του κράτους, λεηλατούσαν τις επαρχίες του και νικούσαν τους στρατούς του οι οποίοι είχαν αποδυναμωθεί λόγω της ακολουθουμένης πολιτικής. Η Ειρήνη διέλυσε τον αρραβώνα του Κωνσταντίνου με την Ροτρούδη και τον πάντρεψε, παρά την θέλησή του, με την Μαρία της Αμνίας. Και αφού διέρρηξε τις σχέσεις της με τον Καρλομάγνο, έστειλε στρατό να βοηθήσει τους Λομβαρδούς εναντίον του, αλλά και αυτός ο στρατός νικήθηκε. Το 790 ο Κωνσταντίνος ήταν είκοσι χρόνων και έπρεπε πια ν’ αναλάβει την εξουσία. Αλλά η Ειρήνη και ο Σταυράκιος αντιδρούσαν. Η Ειρήνη είχε διαλύσει τον αρραβώνα με την Ροτρούδη για να μη ισχυροποιηθεί ο γιος της και ο Σταυράκιος έλεγχε τον κρατικό μηχανισμό σε βαθμό που κανείς δεν έδινε την παραμικρή σημασία στον Κωνσταντίνο. Συνεννοήθηκε τότε αυτός με λίγους άρχοντες να συλλάβει και να εξορίσει την μητέρα του στην Σικελία. Αλλά η Ειρήνη πληροφορήθηκε τα πάντα διά του Σταυράκιου, συνέλαβε, κούρεψε, έδειρε κι εξόρισε τους συνωμότες, τον δε Κωνσταντίνο τον έβρισε, τον χαστούκισε και τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ύστερα ζήτησε από τον στρατό να ορκιστεί ότι όσο ζούσε αυτή δεν θ’ αναγνώριζε τον Κωσταντίνο βασιλιά.
Ο νέος στρατός που συγκρότησε ο Σταυράκιος στα ευρωπαϊκά θέματα, μετά την διάλυση του εικονομαχικού, ορκίστηκε βέβαια αμέσως. Αλλά ο στρατός της Ανατολής αντέδρασε. Εντονότερα αντέδρασε ο στρατός του θέματος των Αρμενιακών που αρνήθηκε τον όρκο και την πρόταξη του ονόματος της Ειρήνης έναντι του Κωνσταντίνου, όπως επίσης ζητήθηκε. Η Ειρήνη έστειλε τον σπαθάριο Αλέξιο Μουσελέμ για να συνετίσει τους Αρμενιακούς αλλά αυτός προσχώρησε στο κίνημα και ανέλαβε την αρχηγία των εξεγερμένων. Τώρα όλος ο στρατός της Ανατολής επευφήμησε τον Κωνσταντίνο ως μόνο βασιλιά και προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη. Η Ειρήνη, που δεν μπορούσε βέβαια να βασιστεί στον στρατό του Σταυράκιου, αναγκάστηκε να ελευθερώσει τον Κωνσταντίνο που έσπευσε να συναντήσει τον στρατό της Ανατολής που τον αναγνώρισε μονοκράτορα και αποκήρυξε την Ειρήνη. Ύστερα ο Κωνσταντίνος μπήκε στην Πόλη, και ο Σταυράκιος, καθώς και όλοι οι ευνούχοι του Παλατιού εξορίστηκαν. Η Ειρήνη περιορίστηκε στο ανάκτορο του Ελευθερίου όπου είχε τους θησαυρούς της.
Τον Απρίλιο του 791 ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε κατά των Βουλγάρων και ύστερα από μια απλή αψιμαχία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εξίσου αναποτελεσματική ήταν και μία εκστρατεία του στην Κιλικία κατά των Αράβων τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ύστερα ο Κωνσταντίνος ανακάλεσε την μητέρα του και την αποκατέστησε πλήρως. Η βασιλεία ήταν πάλι «Κωνσταντίνου και Ειρήνης». Και πάλι όμως οι Αρμενιακοί αρνήθηκαν να δεχτούν την νέα τροπή των πραγμάτων και απαίτησαν να τεθεί εκ νέου επί κεφαλής τους ο Αλέξιος Μουσελέμ, που βρισκόταν στην Βασιλεύουσα τιμημένος από τον Κωνσταντίνο με τον τίτλο του πατρικίου.
Αλλά η Ειρήνη και ο επίσης ανακληθείς Σταυράκιος έλεγχαν πλήρως την κατάσταση. Ο Αλέξιος κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, δάρθηκε, κουρεύτηκε και φυλακίστηκε. Το 792 ο Κωνσταντίνος ΣΤ εκστράτευσε και πάλι κατά των Βουλγάρων αλλά υπέστη δεινή ήττα με μεγάλες απώλειες στις Μαρκέλες. Το γόητρο του αυτοκράτορα τραυματίστηκε. Μεταξύ των πολλών στρατηγών που έπεσαν στην μάχη ήταν και ο γηραιός στρατηγός του Κωνσταντίνου Ε΄, Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Αγανακτισμένος ο στρατός από τις τόσες συμφορές αποφάσισε ν’ απαλλαγεί από μητέρα και γιο και ν’ αναγορεύσει αυτοκράτορα τον καίσαρα Νικηφόρο, εκείνον που είχαν συνωμοτήσει για να ανεβάσουν στον θρόνο οι εικονομάχοι στην αρχή της βασιλείας. Αλλά η Ειρήνη πρόλαβε, τύφλωσε τον Νικηφόρο και γλωσσοκόπησε τους τέσσερις αδελφούς του. Τυφλώθηκε και ο Αλέξιος Μουσελέμ.
Τότε οι Αρμενιακοί στασίασαν αναφανδόν και νίκησαν τους στρατηγούς που στάλθηκαν εναντίον τους. Αλλά την άνοιξη του 793 νικήθηκαν με προδοσία. Εκτός από τις άλλες τιμωρίες που τους επιβλήθηκαν, χίλιοι από αυτούς οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στίχθηκαν στα μέτωπά τους με μελάνη οι λέξεις «αρμενιακός επίβουλος». Ύστερα εξορίστηκαν στην Σικελία και σε άλλα νησιά.
Όπως προαναφέρθηκε ο Κωνσταντίνος -άστατος χαρακτήρας και με αδύναμή θέληση- είχε υποχρεωθεί από την μητέρα του να νυμφευτεί την Μαρία της Αμνίας. Ύστερα από επτά χρόνια γάμου ερωτεύτηκε μιαν ακόλουθο της Ειρήνης, την Θεοδότη, υποχρέωσε την Μαρία να μπει σε μοναστήρι και παντρεύτηκε την Θεοδότη. Το σκάνδαλο ήταν μέγα για τα βυζαντινά ήθη της εποχής. Ο πατριάρχης Ταράσιος προσπάθησε να αποτρέψει τον Κωνσταντίνο, αλλά τελικά υποχρεώθηκε να επιτρέψει σ’ ένα ιερέα των ανακτόρων να τελέσει τον γάμο. Ο ηγούμενος της μονής του Σακκουδίωνος Πλάτων και ο ανεψιός του Θεόδωρος Στουδίτης αντέδρασαν έντονα και καταδίκασαν τον πατριάρχη κα όλους όσοι αναγνώρισαν τον γάμο, τον οποίο θεώρησαν μοιχεία. Ο Κωνσταντίνος φυλάκισε τον Πλάτωνα κι εξόρισε τον Θεόδωρο και άλλους μοναχούς στην Θεσσαλονίκη.
Αλλά κι αυτός ο γάμος ήταν μέρος του σχεδίου της Ειρήνης για να υπονομεύσει τον γιο της, δεδομένου ότι ήταν αυτή που του υπέβαλε την ιδέα για να προκαλέσει την απέχθεια του λαού με την συμπεριφορά του. Στους δε αντιδρώντες μοναχούς παρείχε την υποστήριξή της. Τον Οκτώβριο του 796 ο Κωνσταντίνος απέκτησε γιο από την Θεοδότη. Η θέση του εδραιωνόταν έτσι και η Ειρήνη ενέτεινε τις υπονομευτικές της προσπάθειες. Έτσι, όταν τον Μάρτιο της άλλης χρονιάς εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, ο Σταυράκιος και οι άλλοι με τους οποίους η Ειρήνη τον είχε περιστοιχίσει, τον παραπλάνησαν ως προς την παρουσία Αραβικού στρατού στην περιοχή και απέτρεψαν την σύγκρουση φοβούμενοι νίκη του και θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν πέθανε ο γιος του Κωνσταντίνου, η Ειρήνη αποφάσισε να δώσει οριστική λύση. Αρχές Ιουλίου έστειλε ένα απόσπασμα για να συλλάβει τον Κωνσταντίνο αλλά αυτός πρόλαβε να μπει σε πλοίο και να περάσει στην ασιατική ακτή της Προποντίδος σκοπεύοντας να καταφύγει στον στρατό της Ανατολής. Αλλά είχε μαζί του τους ανθρώπους της μητέρας του προς τους οποίους αυτή διαμήνυσε ότι, αν δεν ενεργούσαν όπως είχε συμφωνηθεί, θα έθετε υπόψη του γιου της τις αποδείξεις των συνεννοήσεων που είχαν μαζί της. Ο Κωνσταντίνος συνελήφθη, μεταφέρθηκε στην αίθουσα της Πορφύρας των ανακτόρων, όπου τον είχε γεννήσει η Ειρήνη, κι εκεί τυφλώθηκε κατά διαταγήν της.
γ. Η πιστός βασιλεύς Ειρήνη
Μετά την επικράτησή της η Ειρήνη τύφλωσε και εξόρισε τους γιους του Κωνσταντίνου Ε΄, των οποίων είχε ήδη κόψει την γλώσσα, γιατί κάποιοι από τον στρατό σκέφτηκαν να τους ανεβάσουν στον θρόνο. Ήταν προφανώς δικαιολογία γιατί ο αυτοκράτορας έπρεπε να είναι αρτιμελής. Ύστερα συνομολόγησε τετραετείς σπονδές με τους Άραβες οι οποίοι «έπραττον ό,τι ήθελον εν τη μικρά Ασία» έναντι ετήσιου φόρου. Τέλεσε μετά θρίαμβο σκορπίζοντας αφειδώς χρήματα και χάρισε φόρους καθώς και τα τελωνειακά δικαιώματα του Βόσπορου και του Ελλήσποντου. Εν τω μεταξύ είχε ανατείλει το άστρο ενός άλλου ευνούχου του Αέτιου. Όταν κάποτε αρρώστησε βαριά η Ειρήνη άρχισε η έρις των ευνούχων Σταυράκιου και Αέτιου. Ήλπιζαν και οι δύο ότι θα ανέβαζαν στον θρόνο κάποιον συγγενή τους. Τελικά επικράτησε ο Αέτιος, ο Σταυράκιος κατηγορήθηκε για συνωμοσία, τέθηκε υπό περιορισμόν και σε λίγο καιρό πέθανε.
Τα Χριστούγεννα του 800 ο πάπας Λέων Γ΄ έστεψε στην Ρώμη τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα Ρωμαίων. Αυτό καθ’ αυτό το γεγονός δεν θεωρήθηκε σπουδαίο από τους Βυζαντινούς, αν και για πολλά χρόνια δεν αναγνωριζόταν ο τίτλος, και μία μόνο σοβαρή συνέπεια είχε γι’ αυτούς, την ενδυνάμωση του κύρους του πάπα. Ο Καρλομάγννος, μολονότι τα παιδιά τους ήταν κάποτε αρραβωνισμένα, έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε σε γάμο την Ειρήνη, θέλοντας να ενώσει την ανατολή με την δύση.
Η πρόταση αυτή επέσπευσε την πτώση της Ειρήνης, αιτίες της οποίας ήταν η εικονομαχική αντίδραση στις συνεχείς παραχωρήσεις της στους μοναχούς, ο περιορισμός των κρατικών πόρων, η απειλούμενη υποταγή στον πάπα και οι φανερές πλέον ενέργειες του ευνούχου Αέτιου, ο οποίος έχοντας καταστεί απόλυτος σχεδόν κύριος του κράτους, προόριζε για αυτοκράτορα τον αδελφό του. Τελικά οργανώθηκε συνωμοσία τόσο κατά της Ειρήνης όσο και κατά του Αέτιου από πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες και τον Οκτώβριο του 802 η Ειρήνη εκθρονίστηκε και ανέβηκε στον θρόνο ο γενικός λογοθέτης Νικηφόρος. Ο νέος αυτοκράτορας την επισκέφθηκε την επομένη της ενθρόνισής του, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, την διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να του δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη απάντησε με αξιοπρέπεια ότι έπεσε λόγω των αμαρτιών της και δέχθηκε ν’ αποδώσει τους θησαυρούς αν της επιτρεπόταν να παραμείνει στο ανάκτορο. Ο Νικηφόρος συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς και την εξόρισε αμέσως στην Πρίγκιπο και ύστερα από λίγο στην Λέσβο όπου εκείνη πέθανε τον Αύγουστο του 803.[
δ. Απότίμηση
Ο χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής, εκφράζοντας την εικονίφιλη άποψη που επικράτησε, δεδομένου ότι η Ειρήνη ήταν αυτή που αναστήλωσε για πρώτη φορά τις εικόνες και υπήρξε η πρωτεργάτις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, την αποκαλεί αγία, ευσεβεστάτη, σοφή και θεοφιλή, και «υπέρ της ορθής πίστεως αθλήσασαν και μαρτυρήσασαν», ενώ επικρίνει σφοδρότατα και χαρακτηρίζει τύραννο τον Νικηφόρο επειδή την ανέτρεψε. Ο Παπαρρηγόπουλος ήδη στο πρώτο από τα αναφερόμενα σ΄αυτήν κεφάλαια μιλά για την «αφροσύνη και κακοβουλία της Ειρήνης», ο Κάρολος Ντηλ μιλά για την έλλειψη ενδοιασμών, την ραδιουργία, ωμότητα και δολιότητά της και αμφιβάλλει για τις ικανότητές της, ενώ και ο Γουίλ Ντυράν της καταλογίζει έλλειψη ηθικών ενδοιασμών, αλλά βρίσκει ευεργετική την βασιλεία της, προσπερνώντας ασχολίαστο το γεγονός της τύφλωσης.
Κατά ψυχραιμότερες εκτιμήσεις η Ειρήνη υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Μεσαιώνα και από τις δυναμικότερες γυναικείες μορφές όλων των εποχών. Όπως σε πολλές άλλες ισχυρές ιστορικές προσωπικότητες, πριν και μετά από αυτήν, οι προσωπικές φιλοδοξίες της κυριάρχησαν σε μεγάλο μέρος της δράσης, της και, σε σημαντικό βαθμό, εξουδετέρωσαν τα θετικά στοιχεία των πολιτικών της επιλογών, αναδεικνύοντάς την τελικά, μέσα στην πτώση της, σε φυσιογνωμία τόσο τραγική, όσο φρικτή ήταν η τύφλωση του γιου της. Προσπάθησε να θεραπεύσει τον διχασμό της βυζαντινής κοινωνίας με τη μετριοπαθή πολιτική της στο ζήτημα των εικόνων, αλλά τόνωσε τις αντιθέσεις με την εσφαλμένη επιλογή των συμβούλων και των στόχων της. Η αποδιοργάνωση της άμυνας του κράτους και οι ταπεινωτικές συνθήκες ειρήνης που συνομολόγησε, εξασθένισαν σημαντικά τη διεθνή ακτινοβολία του Βυζαντίου στα επόμενα χρόνια.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε την Ειρήνη την Αθηανία, με αφετηρία τον Νικηφόρο Α, αποτελεί ιδιαίτερη βραχύβια Δυναστεία των Νικηφόρων (802-820), που συνήθως δεν διακρίνεται από την Δυναστεία των Ισαύρων.
Ο Νικηφόρος Α' (;;;-811, <νίκη + φέρω = αυτός που φέρνει νίκες) ήταν ο 36ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου μεταξύ των ετών 802 και 811, ιδρυτής της Δυναστείας των Νικηφόρων (802-820). Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης (ή λογοθέτης του γενικού, που ισοδυναμεί με υπουργός των οικονομικών) κατά το τέλος της βασιλείας της Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο ύστερα από συνωμοσία αξιωματούχων που ανέτρεψε την προκάτοχό του. Οι εικονολάτρες χρονογράφοι και ειδικά ο Θεοφάνη, ο οποίος ήκμασε κατά την βασιλεία του, διάκεινται δυσμενέστατα προς τον Νικηφόρο, επειδή ανέτρεψε την εικονόφιλη Ειρήνη και ήρθε σε αντίθεση με τους ακραίους εικονόφιλους μοναχούς, παρ όλο ότι δεν ενήργησε κατά των εικόνων και δεν έθιξε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Την συνωμοσία κατά της Ειρήνης επέσπευσε η πρόταση γάμου του Καρλομάγνου προς την αυτοκράτειρα και τα φανερά σχέδια του παντοδύναμου ευνούχου Αέτιου, που προωθούσε στον θρόνο τον αδελφό του. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος -κατά τους χρονογράφους- ευημερούσε επί Ειρήνης, δέχθηκε με εχθρότητα την ανάρρηση του Νικηφόρου και κατά την στέψη του καταριόταν τόσο τον ίδιο όσο και τον εικονόφιλο πατριάρχη Ταράσιο που δέχθηκε να τον στέψει. Μετά την ενθρόνισή του, ο Νικηφόρος επισκέφθηκε την Ειρήνη, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, την διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να του δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη δέχτηκε υπό τον όρο να της επιτραπεί να παραμείνει στο ανάκτορο του Ελευθερίου. Ο Νικηφόρος συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς, αλλά την εξόρισε στην Λέσβο όπου εκείνη πέθανε αυτή τον επόμενο χρόνο (803). Εκείνο που χαρακτηρίζει προ πάντων την βασιλεία του Νικηφόρου είναι η αγωνιώδης αναζήτηση χρημάτων. Κατηγορήθηκε ως φιλάργυρος και πλεονέκτης. Αλλά είναι γνωστό ότι η Ειρήνη δαπανούσε αφειδώς για να έχει τον λαό με το μέρος της, είχε χαρίσει φόρους και είχε, μεταξύ άλλων, καταργήσει τα τελωνειακά δικαιώματα του Βοσπόρου και του Ελλήσποντου. Ο Νικηφόρος πέρασε από δίκη όσους πλούτισαν επί Ειρήνης και τους υποχρέωσε να επιστρέψουν τα παρανόμως κτηθέντα, χωρίς όμως να τα αποδώσει στους αδικημένους.
α. Η ανταρσία του Βαρδάνη
Τον Ιούλιο του 803 στασίασε ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών Βαρδάνης ο επιλεγόμενος Τούρκος μάλλον απρόθυμα και υποκύπτοντας σε πιέσεις. Έφτασε ώς την Χρυσόπολη, αλλά οι υπαρχηγοί του Λέων και Μιχαήλ (οι μετέπειτα αυτοκράτορες Λέων Ε΄ και Μιχαήλ Β΄) αυτομόλησαν στον αυτοκράτορα. Ο Βαρδάνης παραιτήθηκε από την προσπάθεια, πήρε έγγραφη διαβεβαίωση για την ασφάλειά του προσυπογεγραμμένη από τον πατριάρχη Ταράσιο και την Σύγκλητο, και κλείστηκε σε μοναστήρι. Σε λίγο όμως καιρό τυφλώθηκε από Λυκάονες στρατιώτες. Ο Ταράσιος και οι συγκλητικοί ταράχτηκαν και ο Νικηφόρος πήρε όρκους φοβερούς ότι ήταν αμέτοχος. Κλείστηκε στο Παλάτι, έκλαιγε κι απειλούσε με θάνατο τους Λυκάονες για την πρωτοβουλία τους.
β. Οι αγώνες κατά των Αράβων
Αφού εξασφάλισε την εξουσία του ο Νικηφόρος, στράφηκε κατά των Αράβων. Έγραψε στον Χαρούν αλ Ρασίντ ότι δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει την καταβολή φόρου που είχε συνομολογήσει η Ειρήνη. Ο χαλίφης του μήνυσε: «Την απάντησή μου δεν θα την ακούσεις αλλά θα την δεις» και εισέβαλε στην Μικρά Ασία. Ο Νικηφόρος τον αντιμετώπισε στην Κράσο της Φρυγίας όπου υπέστη ήττα δεινή και τραυματίστηκε τρεις φορές. Αλλά ο Χαρούν αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω στάσεων που ξέσπασαν στην χώρα του και ο Νικηφόρος κατόρθωσε να ανακτήσει πολλές χώρες και φρούρια, επιδεικνύοντας στρατιωτικές αρετές παρά το ό,τι δεν ήταν στρατηγός. Τελικά συνομολογήθηκε ειρήνη έναντι καταβολής 30.000 χρυσών νομισμάτων κατ’ έτος στους Άραβες, αλλά μόλις αυτοί έφυγαν ο Νικηφόρος επισκεύασε τα κατεστραμμένα φρούρια, που κατά την συνθήκη δεν έπρεπε να ανεγερθούν. Ο Χαρούν απάντησε λεηλατώντας την Κύπρο και την Ρόδο, αλλά για πολλά χρόνια μετά δεν έγιναν εχθροπραξίες και ο φόρος έπαψε να καταβάλλεται.
γ. Εκκλησιαστική πολιτική
Ο Νικηφόρος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το εκκλησιαστικό ζήτημα και διατήρησε τα πράγματα όπως είχαν επί Ειρήνης, επιδεικνύοντας θρησκευτική ανοχή. Αυτή όμως η ανοχή τον έκανε στόχο των μοναχών και των χρονογράφων. Το 806 πέθανε ο Ταράσιος και ο Νικηφόρος επέλεξε ως διάδοχό του τον συνονόματό του Νικηφόρο Α (806-815), λαϊκό και βασιλικό γραμματέα, όπως ήταν και ο Ταράσιος. Ο ηγούμενος της μονής του Σακκουδίωνος Πλάτων και ο ανεψιός του Θεόδωρος ο Στουδίτης αντέδρασαν έντονα λόγω της αθρόας χειροτονίας του νέου πατριάρχη, αλλά η χειροτονία αυτή δεν ήταν κάτι το χωρίς αρκετά προηγούμενα. Ο αυτοκράτορας σκέφτηκε να διαλύσει την μονή του Στουδίου, αλλά τον συμβούλευσαν να μη συνδέσει την άνοδο του πατριάρχη που ο ίδιος επέλεξε με την διάλυση μονής 700 μοναχών. Έτσι αρκέστηκε να φυλακίσει για λίγες μέρες τον Πλάτωνα, αλλά αμέσως δόθηκε άλλη αφορμή.
Ήταν ο ιερέας Ιωσήφ, που είχε τελέσει τον γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ με την Θεοδότη, όταν ο τελευταίος έκλεισε την πρώτη του σύζυγο σε μοναστήρι. Οι Στουδίτες είχαν επιτεθεί τότε στον Ταράσιο γιατί επέτρεψε να γίνει ο γάμος και η Ειρήνη τον υποχρέωσε να αφορίσει τον Ιωσήφ. Τώρα ο βασιλιάς, θέλοντας να ανταμείψει τον Ιωσήφ για υπηρεσίες που του προσέφερε κατά την στάση του Βαρδάνη, ζήτησε από τον πατριάρχη να άρει τον αφορισμό. Έτσι έγινε, και οι Στουδίτες «απέστησαν της κοινωνίας» προς τον πατριάρχη. Επειδή το σκάνδαλο ήταν μεγάλο, συγκροτήθηκε σύνοδος που αποφάσισε την διάλυση της μονής του Στουδίου και την εξορία του Πλάτωνα και του Θεόδωρου σε δύο νησιά της Προποντίδας.
δ. Νομοθετικές και οικονομικές ρυθμίσεις
Για την αναδιοργάνωση του κράτους ο Νικηφόρος προέβη σε νομοθετικές ρυθμίσεις, στρατιωτικές και κυρίως οικονομικές. Όλα τα μέτρα που έλαβε ονομάστηκαν από τους χρονογράφους κακώσεις που επέτειναν την δυστυχία του λαού. Στις στρατιωτικές ρυθμίσεις υπαγόταν η καθιέρωση του αλληλεγγύου: Τον εξοπλισμό των πτωχών στρατιωτών συνήθως, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι πλούσιοι, ομάδες ατόμων ή χωριά ολόκληρα. Οι πολύ πλούσιοι πλήρωναν τον εξοπλισμό ενός ή περισσοτέρων στρατιωτών και οι λιγότερο εύποροι ανά δύο ή τρεις ή περισσότεροι τον εξοπλισμό ενός, οπότε λέγονταν συνδόται. Ο Νικηφόρος καθιέρωσε το αλληλέγγυον ως προς την υποχρέωση των συνδοτών. Δηλαδή αν δεν μπορούσε κάποιος, θα συμπλήρωναν οι άλλοι, κι αυτό για να ασκείται προσωπική ή κοινωνική πίεση προς αυτούς που απέφευγαν την πληρωμή.
Γύρω από τις σλαβικές εγκαταστάσεις της Θράκης, Μακεδονίας και νοτίου Ελλάδος, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση μόνιμης εξέγερσης, ο Νικηφόρος οργάνωσε στρατιωτικές αποικίες από στρατιώτες προερχόμενους από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, στους οποίους χορηγήθηκε γη για κατοικία. Ο Θεοφάνης ομιλεί για οικονομική καταστροφή και θανάσιμη απόγνωση των υπόλοιπων κατοίκων των αποικιών, αλλά εφ’ όσον επρόκειτο περί απόμακρης αποστολής, είναι εύλογο ότι θα έπρεπε να υπάρχει και κτηματική αποκατάσταση των πτωχών στρατιωτών. Το μέτρο άλλωστε δεν ήταν πρωτοφανές : είχαν προϋπάρξει οι κληρούχοι της Αθήνας και οι εγκαταστάσεις παλαιμάχων λεγεωναρίων του Αύγουστου και του Τραϊανού σε όλη την αυτοκρατορία με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Σημαντικότερες ήταν οι οικονομικές διατάξεις του Νικηφόρου. Οι περισσότερες προϋπήρχαν αλλά είτε είχαν περιπέσει σε αχρησία είτε είχαν καταργηθεί από την Ειρήνη. Τις διατάξεις περί ευρεθέντων θησαυρών και περί φορολογίας της κληρονομίας τις επανενεργοποίησε ο Νικηφόρος με εικοσαετή αναδρομική ισχύ. Επανέφερε τους τελωνειακούς δασμούς Βοσπόρου και Ελλησπόντου που ήταν σοβαρότατο έσοδο του κράτους. Όρισε ότι για κάθε δούλο εισαγόμενο στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε να πληρώνεται φόρος δύο χρυσών. Ρύθμισε τα ζητήματα του εγγείου φόρου, αυξημένα και επιβαρυμένα με το λεγόμενο δικέρατον, με αιτιολογία τις επισκευές των τειχών και άλλες ανάγκες. Διατάχθηκε η άμεση είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και ιδρύθηκε ναυτικό ταμείο που δάνειζε σε πλοιάρχους, ενώ επιδότησε την αγορά κτημάτων του δημοσίου από ναυτικούς στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ανάγκασε όσους πλούτισαν ξαφνικά κατά την περασμένη εικοσαετία να καταβάλουν ένα μέρος της περιουσίας τους στο δημόσιο. Και τέλος υπήγαγε σε κανονική φορολογία όλα τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα -ενώ μέχρι τότε πλήρωναν μόνο έγγειο φόρο-, κρατικοποίησε ορισμένα, όρισε ότι στρατιωτικά σώματα που στάθμευαν κοντά στα παραπάνω κτήματα έπρεπε να συντηρούνται απ’ αυτά και αποδοκίμαζε τα πολύτιμα αφιερώματα στις εκκλησίες.
Χαρακτηριστικό της εισπρακτικής του συνέπειας, ήταν ότι κάλεσε κάποτε ένα φοροφυγάδα, και τον υποχρέωσε να ορκιστεί πόσο χρυσό είχε. Όταν εκείνος απάντησε ότι είχε εκατό λίτρες χρυσού, ο Νικηφόρος του ζήτησε να τις φέρει και ύστερα τον έδιωξε δίνοντάς του εκατό απλά νομίσματα, λέγοντας «Τόσα σου φτάνουν».
ε. Αγώνες κατά των Βουλγάρων
Το 807 ο Νικηφόρος κατέστειλε στάση των Σλάβων της Πελοποννήσου, που ίσως επιτεύχθηκε χάρη στις στρατιωτικές αποικίες που είχε ιδρύσει. Την ίδια χρονιά εκστράτευσε κατά των Βουλγάρων, που επωφελούμενοι από την κατάσταση της αυτοκρατορίας επί Ειρήνης, είχαν συνέλθει από τα πλήγματα του Κωνσταντίνου Ε΄ και είχαν επεκτείνει κατά πολύ το κράτος τους υπό τον Κρούμο. Ο Νικηφόρος ανακατέλαβε την Αδριανούπολη, εκεί όμως έμαθε για συνωμοσία που εξυφαινόταν εναντίον του στην Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε εσπευσμένα. Τιμώρησε πολλούς με εξορία, αλλά νέα συνωμοσία αποκαλύφθηκε το επόμενο έτος και νέες τιμωρίες επιβλήθηκαν, αυτή τη φορά και σε επισκόπους και μοναχούς.
Το 809 οι Βούλγαροι επιτέθηκαν σε στρατόπεδο του Στρυμόνα όπου γινόταν η πληρωμή των στρατού, κι αφού διέπραξαν φόνο πολύν, άρπαξαν χίλιες εκατό λίτρες χρυσού. Ύστερα ο Κρούμος κατέλαβε την Σαρδική, την σημερινή Σόφια, και έσφαξε έξι χιλιάδες στρατιώτες και λαό πολύ. Ο Νικηφόρος ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τον Κρούμο, αλλά θέλησε συγχρόνως να τιμωρήσει τους αξιωματικούς που ήταν υπεύθυνοι για την πτώση της Σαρδικής, με αποτέλεσμα πολλοί να αυτομολήσουν και οι συνένοχοί τους στο στρατόπεδο που είχε συγκροτηθεί να οργανώσουν στάση. Ο Νικηφόρος μπόρεσε τελικά να την εξουδετερώσει με αμοιβές και υποσχέσεις. Λίγο μετά ένας μοναχός αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει.
Τον Ιούλιο του 811 εκστράτευσε με πολυάριθμο στρατό, έχοντας επιστρατεύσει ακόμη και οπλισμένους μόνο με σφενδόνες και ραβδιά. Ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη, αλλά ο Νικηφόρος δεν δέχτηκε και μπήκε στην Βουλγαρία. Πολλοί τον συμβούλευσαν να σταματήσει εκεί, αλλά αυτός δεν τους άκουσε και προχώρησε, έχοντας διατάξει γενική σφαγή των εχθρών. Κυρίευσε το στρατόπεδο και το ταμείο του Κρούμου, αλλά αυτός διέφυγε κι έστειλε νέο μήνυμα: «Νίκησες. Πάρε ό,τι θέλεις και φύγε με ειρήνη», αλλά και πάλι ο Νικηφόρος αρνήθηκε. Οι Βούλγαροι τότε απέκλεισαν όλες τις προσβάσεις στο στρατόπεδο του Νικηφόρου στην Πλίσκα και αυτός βρέθηκε σε δεινή θέση, πολιορκημένος ξαφνικά από τον συνεχώς ενισχυόμενο στρατό των Βουλγάρων. Κατάλαβε ότι σωτηρία δεν υπήρχε γιατί είπε στους δικούς του: «Και φτερά να βγάλουμε δεν σωζόμαστε». Όλη τη νύχτα οι Βούλγαροι κραύγαζαν και κροτούσαν τα όπλα τους για να σπάσουν το ηθικό των πολιορκημένων και τα χαράματα επιτέθηκαν και σάρωσαν το στρατόπεδο. Ο Νικηφόρος σκοτώθηκε καθώς και πλήθος στρατού. Ο Κρούμος έκοψε το κεφάλι του Νικηφόρου και το επιδείκνυε κρεμασμένο για πολλές μέρες. Ύστερα το έγδαρε, το έντυσε με ασήμι και έπιναν απ’ αυτό κρασί στα συμπόσια ο ίδιος και οι άρχοντες των Σλάβων.
Παραμένει ανεξήγητο, πώς και γιατί οι όροι αντιστράφηκαν μέσα σε πέντε μέρες και ο θριαμβεύων Νικηφόρος έπαθε τέτοια καταστροφή από τον κυνηγημένο Κρούμο. Ο ίδιος ο Θεοφάνης απορεί και πιθανολογεί προδοσία, ενώ ο Ζωναράς (300 χρόνια μετά) ομιλεί για νυχτερινό αιφνιδιασμό και προδοσία. Ο γιος του Νικηφόρου Σταυράκιος, ήδη από καιρό συμβασιλεύς, σώθηκε στην Αδριανούπολη βαριά τραυματισμένος κι εκεί αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τον στρατό. Αλλά ύστερα από δύο μηνών βασιλεία αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω των πληγών του και πέθανε τον Ιανουάριο του 812. Τον διαδέχτηκε ο σύζυγος της αδελφής του Προκοπίας, κόρης του Νικηφόρου, Μιχαήλ Α´ ο Ραγκαβές.
στ. Αποτίμηση
Παρά τους ευνόητους δηλητηριώδεις χαρακτηρισμούς των εικονοφιλων ιστοριογράφων (Θεοφάνη, Κεδρηνού, Ζωναρά) που αποκαλούν τον Νικηφόρο τύραννος, αλιτήριο, Ιούδας, παμφάγο και άσπλαγχνο, άλλοι ιστορικοί της εποχής του αναγνωρίζουν τις διπλωματικές ικανότητες του Νικηφόρυ Α, τη σύνεσή του, τη σωστή διοίκηση, αλλά ακόμη και την ευσέβειά του, το σεβασμό προς την ορθοδοξία, τη γενική ελευθερία θρησκευτικού λόγου και πρακτικής που εξασφάλισε και τη φροντίδα του για τους πτωχούς. Η μετριοπάθειά του, η φρόνιμη οικονομική πολιτική του και οι νομοθετικές ρυθμίσεις σε διοικητικά και κοινωνικά θέματα επιτρέπουν να θεωρείται σήμερα, παρά το θλιβερό τέλος του, ως ένας από τους σοβαρότερους και σωφρωνέστερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Ο Σταυράκιος ήταν ο 37ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, της λεγόμενης Δυναστείας των Νικηφόρων, γιος του Νικηφόρου Α΄ ο ίδιος και συμβασιλέας με τον πατέρα του από το 803, επικεφαλής του τιμητικού σώματος των Ικανάτων. Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 26 Ιουλίου του 811, κατά την πανωλεθρία του βυζαντινού στρατού από τους Βουλγάρους του Κρούμμου στη μάχη της Πλίσκας και λόγω του σοβαρού τραυματισμού του ίδιου, ο Σταυράκιος καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να διοικήσει και σκέφτηκε να ορίσει ως διάδοχο του τη σύζυγο του Θεοφανώ την Αθηναία. Φοβούμενος το ενδεχόμενο της ανόδου της Θεοφανούς στο θρόνο, ο Πατριάρχης Νικηφόρος Α, ο μάγιστρος Θεόκτιστος και ο δομέστικος Στέφανος συμφιλιώθηκαν και συμφώνησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ. Μετά την ανατροπή του στις 2 Οκτωβρίου του 811, ο Σταυράκιος έσπευσε να καρεί μοναχός και να καταφύγει σε μοναστήρι. Εκεί πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 812 από το τραύμα του που είχε μολυνθεί.
Ο Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές (770-844, <Μιχαήλος <μυχός [=βάθος] + ηλώ [=στερεώνω] = στερεωμένος βαθιά, σταθερός) ήταν ο 38ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (811-813). Προερχόταν από την ευγενή οικογένεια των Ραγκαβέ με καταγωγή από τη Μακεδονία (περιοχή Θεσσαλονίκης) και νυμφεύτηκε τη φιλόδοξη Προκοπία, κόρη του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α' και αδελφή του αυτοκράτορα Σταυράκιου. Στην καταστροφική για τους Βυζαντινούς μάχη της Πλίσκας, σκοτώθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' και τραυματίστηκε ο συναυτοκράτορας Σταυράκιος. Πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι ο Σταυράκιος δεν μπορούσε, εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, να ασκήσει τα καθήκοντά του και, κατόπιν πιέσεων παραιτήθηκε υπέρ του Μιχαήλ, που τότε ήταν κουροπαλάτης.
Ο Μιχαήλ, επηρεασμένος από τους κληρικούς και μοναχούς οι οποίοι αντιδρούσαν στην εικονομαχία, ανακάλεσε από την εξορία τον Θεόδωρο και τους άλλους Στουδίτες, και με τις παραινέσεις της φίλαρχης συζύγου του Προκοπίας διασκόρπισαν σε εκκλησίες, μοναστήρια, ασκητές και «ελεημοσύνας πολλάς» τα χρήματα «άπερ ο Νικηφόρος δι’ επιμελείας εσώρευσεν». Τήρησε διαλλακτική στάση απέναντι στον βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνο, τον οποίο αναγνώρισε ως αυτοκάτορα, δεν κατάφερε όμως να αντισταθεί στους επερχόμενους Βούλγαρους οι οποίοι το 812, αφού εισέβαλαν στη Μακεδονία και τη Θράκη, κυρίευσαν την οχυρή Μεσημβρία (σημ. Νεσεμπάρ). Μετά τη μεγάλη ήττα που υπέστη το 813 στη μάχη της Βερσινικίας, κοντά στην Αδριανούπολη, από το βασιλιά των Βουλγάρων Κρούμο, ήττα στην οποία συνέβαλε και η προδοτική στάση του στρατηγού του Θέματος των Ανατολικών Λέοντος Ε, εκθρονίστηκε από το στρατό και πέθανε σε μοναστήρι, το 844, έχοντας πάρει, όσο ήταν μοναχός υο όνομα Αμβρόσιος. Τον διαδέχτηκε ο στρατηγός Λέων Ε' ο Αρμένιος.
Ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (775-720) ήταν ο 39ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 813 έως το 820. Ο Λέων γεννήθηκε στην Αρμενία και ήταν γιος του, κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνους, αρμενικής και "ασσυριακής" καταγωγής πατρικίου Βάρδα. Υπηρέτησε στην προσωπική φρουρά του πατρικίου και στρατηγού του Θέματος των Ανατολικών Βαρδάνη, του αποκαλούμενου Τούρκου, μαζί με τον μέλλοντα αυτοκράτορα Μιχαήλ Β και τον μέλλοντα στασιαστή Θωμά τον Σλάβο. Όταν ο Βαρδάνης στασίασε το 803 κατά του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α', ο Λέων Ε και ο Μιχαήλ Β τον εγκατέλειψαν. Ο αυτοκράτορας αντάμειψε τον Λέοντα Ε με ένα αρχοντικό στην Κωνσταντινούπολη και το αξίωμα του κόμη των φοιδεράτων. Ο Λέων διακρίθηκε στους κατά των Αράβων αγώνες, αλλά μια ήττα που προκλήθηκε από αμέλειά του όταν ήταν υποστράτηγος του Θέματος των Ανατολικών και η απώλεια του στρατιωτικού ταμείου του στοίχισαν καθαίρεση, ξυλοδαρμό, κούρεμα και εξορία. Το 811, μετά την καταστροφική ήττα του βυζαντινού στρατού από τους Βουλγάρους του Κρούμου στη Μάχη της Πλίσκας και το θάνατο του Νικηφόρου Α', ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' Ραγκαβές ανακάλεσε τον Λέοντα Ε από την εξορία και τον αναγόρευσε στρατηγό του Θέματος των Ανατολικών. Ο Λέων ήταν ήδη φίλος του Μιχαήλ Α, πριν ο δεύτερος γίνει αυτοκράτορας αλλά έχει διατυπωθεί και η υποψία ότι η πρώτη σύζυγος του Λέοντα Ε ήταν ερωμένη του αυτοκράτορα. Ως στρατηγός των Ανατολικών, Ο Λέων καταδίωξε, σύμφωνα με την τότε πολιτική του Μιχαήλ Α', τους αιρετικούς Παυλικιανούς και Αθίγγανους.
α. Άνοδος στην εξουσία
Το 813, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' ανέλαβε, καθυστερημένα, δράση εναντίον των Βουλγάρων του Κρούμου οι οποίοι συνέχιζαν να λεηλατούν τη Θράκη και κατέλαβαν τη Μεσημβρία. Στο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα που συγκέντρωσε, συμμετείχαν και δυνάμεις του μικρασιατικού θεματικού στρατού υπό τον Λέοντα Αρμένιο. Όμως ο Μιχαήλ Α, ακόμη μια φορά, επέδειξε αδράνεια καθυστερώντας αδικαιολόγητα να επιτεθεί εναντίον των Βουλγάρων. Τελικά, αυτοί εισέβαλλαν πάλι στη Θράκη και πλησίασαν το στρατό του ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Αδριανούπολη. Η συνεχής αναβλητικότητα του αυτοκράτορα επέτεινε την πτώση του ηθικού του βυζαντινού στρατού. Όταν τελικά, στη Βερσινικία, άρχισε η σύγκρουση, ολόκληρα σώματα του βυζαντινού στρατού τράπηκαν σε φυγή κατά την πρώτη συμπλοκή και η ήττα ήταν ξανά ολοκληρωτική για την αυτοκρατορία. Κάποιες βυζαντινές πηγές κάνουν λόγο για εσκεμμένη φυγή του Λέοντα, με σκοπό να ηττηθεί ο αυτοκράτορας και να καταλάβει αυτός το θρόνο, άλλοι όμως τον αθωώνουν από αυτή τη βαριά κατηγορία. Το γεγονός ότι υπάρχουν χρονογράφοι (εικονόφιλοι βέβαια) που αμφιβάλλουν για την εκδοχή της προδοσίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έπρόκειτο για προσπάθεια σπίλωσης του Λέοντα λόγω της εικονομαχικής πολιτικής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και σήμερα οι ιστορικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο αν πράγματι ο Λέοντας, ενεργώντας κατ' αυτό τον τρόπο, από πρόθεση πρόδωσε τον αυτοκράτορά του. Έτσι, άλλοι στηρίζουν την εκδοχή της εγκληματικής αμέλειας ή προδοσίας και άλλοι δίνουν βάρος στο χαμηλό ηθικό και την ελλειπή εκπαίδευση των βιαστικά στρατολογημένων νεοσύλλεκτων από τα μικρασιατικά θέματα, απορρίπτοντας την εκδοχή της προδοσίας ως προπαγάνδα των εικονόφιλων.
Μετά την ολοκληρωτική ήττα του αυτοκρατορικού στρατού, ο Κρούμος ήταν πια ελεύθερος να λεηλατεί ολόκληρη τη Θράκη, φτάνοντας μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τα εναπομείναντα στην Αδριανούπολη σώματα του στρατού στασίασαν και προκάλεσαν την παραίτηση του Μιχαήλ Α', ως υπευθύνου της καταστροφής. Μετά από επανειλημμένες παρακλήσεις στρατού και φίλων, και τη σύμφωνη γνώμη του παραιτηθέντος αυτοκράτορος Μιχαήλ Α, και παρά τους αρχικούς (και, κατά μία άποψη, σκηνοθετημένους) δισταγμούς του, ο Λέων Ε δέχτηκε το αξίωμα. Στη συνέχεια, έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Νικηφόρο Α, καθησυχάζοντας τις ανησυχίες του για πιθανή αναβίωση της εικονομαχίας. Έτσι, στις 11 Ιουλίου 813, στέφθηκε αυτοκράτορας ως Λέων Ε' από τον πατριάρχη Νικηφόρο Α, με τη συγκατάθεση του ανώτερου κλήρου και των εικονοφίλων. Ο Μιχαήλ Α και τα αρσενικά παιδιά, τα οποία λέγεται ότι ευνουχίστηκαν για να μη μπορούν, μελλοντικά, να προβάλλουν ως ανταπαιτητές του θρόνου, κλείστηκαν σε μοναστήρι.
β. Αντιμετώπιση των Βουλγάρων και άλλες στρατιωτικές επιτυχίες
Οι Βούλγαροι του Κρούμου συνεχίζοντας τις επιδρομές τους στα ανυπεράσπιστα πλέον εδάφη της αυτοκρατορίας, έφθασαν με πολύ στρατό έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης στις 17 Ιουλίου του 813. Εκεί, μπροστά στους βυζαντινούς, οι οποίοι παρακολουθούσαν μέσα από τα τείχη, ανήμποροι να αντιδράσουν, ο Κρούμος θυσίασε ανθρώπους και ζώα. Είναι φανερό ότι, μετά τις δύο διαδοχικές συντριπτικές ήττες των αυτοκρατορικών δυνάμεων στην Πλίσκα και τη Βερσινικία, ο Λέων Ε δεν είχε τη δυνατότητα συγκρότησης νέου αξιόμαχου στρατεύματος. Αλλά και ο Κρούμος σύντομα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και πρότεινε διαπραγματεύσεις ζητώντας να αποχωρήσει έναντι αδρής εισφοράς. Ο Λέων Ε προσποιήθηκε πως δέχεται να συναντηθεί με τον Κρούμο, με σκοπό τις διαπραγματεύσεις, σχεδίαζε όμως να τον παγιδέψει και να τον σκοτώσει. Η συνάντηση έγινε έξω από την πύλη των Βλαχερνών, όπου όμως από την προηγούμενη νύχτα είχαν κρυφτεί τρεις βυζαντινοί ένοπλοι με διαταγή να σκοτώσουν τον Κρούμο μόλις δοθεί το σύνθημα. Τελικά, η παγίδα απέτυχε και ο Κρούμος, έξαλλος με την παρασπονδία των βυζαντινών, κατέστρεψε με μανία τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, τη Σηλυβρία, την Ηράκλεια, τη Ραιδεστό και άλλα μικρότερα φρούρια της ανατολικής Θράκης. Στη συνέχεια κατέλαβε την Αδριανούπολη και μετέφερε τους 12.000 κατοίκους της πέραν του Δούναβη.
Το 814, ο Κρούμος επέστρεψε στη θράκη καταλαμβάνοντας την Αρκαδιόπολη και άλλες θρακικές πόλεις και οργάνωσε την πρώην βυζαντινή επαρχία ως τμήμα πλέον του κράτους του. Στη συνέχεια άρχισε σοβαρές προετοιμασίες με σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Οι προετοιμασίες περιλάμβαναν την κατασκευή μεγάλου αριθμού πολιορκητικών μηχανών τις οποίες θα έσερναν χιλιάδες βόδια.Ο Κρούμος όμως πέθανε ξαφνικά και ο Λέων, επίκεφαλής του ανασυγκροτημένου στρατού του, πέτυχε, μετά από στρατήγημα, μεγάλη νίκη εναντίον των Βουλγάρων στη Μεσημβρία, την άνοιξη του 814. Άλλοι υποθέτουν πως ο Βούλγαρος αρχηγός πέθανε από τα τραύματά του, αρκετό διάστημα μετά τη μάχη αυτή, και ενώ ετοιμαζόταν για να πολιορκήσει τη βυζαντινή πρωτεύουσα, ενώ κάποιες πηγές αναφέρουν ότι ο Κρούμος απαγχονίστηκε από τους υπηκόους του. Το βέβαιο είναι πως, με το θάνατο του Κρούμου και τη βουλγαρική ήττα στη Μεσημβρία, τα δύο αντίπαλα μέρη συμφώνησαν στους όρους της ειρήνης η οποία ήταν τριακονταετής και επανέφερε τα σύνορα των δύο κρατών στην κατάσταση που βρισκόταν το 780. Μετά από αυτά, επί 75 έτη οι Βούλγαροι δεν ενόχλησαν την αυτοκρατορία.
Το 817 ο Λέων Ε, βλέποντας το αραβικό Χαλιφάτο των Αββασιδών να σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες, έστειλε στόλο σε επιδρομή εναντίον των αιγυπτιακών παραλίων και ανακατέλαβε ένα συνοριακό φρούριο στη Μικρά Ασία. Επίσης δημιούργησε στον Πόντο το Θέμα της Παφλαγονίας στα δυτικά και το δουκάτο της Χαλδίας στα ανατολικά, με σκοπό την καλύτερη άμυνα των ποντιακών παραλίων από τις επιδρομές των πρωτοεμφανιζόμενων τότε Βίκινγκ-Ρως. Ήταν φανερό πια πως η βασιλεία του Λέοντα ήταν επιτυχής και ότι άρχισε να παίρνει με το μέρος του ακόμη και εικονόφιλους.
γ. Αναβίωση της εικονομαχικής μεταρρύθμισης
Έχοντας εξασφαλίσει την αυτοκρατορία από τον εξωτερικό κίνδυνο, ο Λέων Ε' άρχισε να εφαρμόζει το μεταρρυθμιστικό και εικονομαχικό πρόγραμμα των Ισαύρων, γνωρίζοντας ότι πολλοί πίστευαν πως η εικονομαχία ήταν συνδεδεμένη με την επιτυχία του στρατού και την βελτίωση του κράτους. Αποφάσισε να επαναφέρει το ζήτημα της εικονομαχίας προκαλώντας την αντίδραση του Πατριάρχη Νικηφόρου Α, ο οποίος επέμενε ότι η εικονομαχία είχε καταδικαστεί με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η διαμάχη, οξυνόμενη από την δράση του εικονόφιλου μοναχού Θεόδωρου Στουδίτη προκάλεσε ατμόσφαιρα μίσους και αδιαλλαξίας που οδήγησε στην απομάκρυνση του Νικηφόρου και την τοποθέτηση το 815, του Θεόδοτου (πατρ. 815-821) στον πατριαρχικό θρόνο. Ο νέος Πατριάρχης κάλεσε αμέσως Εκκλησιαστική Σύνοδο στην Αγία Σοφία η οποία επανέφερε πάλι της εικονομαχικές αποφάσεις της Συνόδου του 754 και καταδίκασε την εικονολατρεία. Οι εικόνες έπρεπε και πάλι να απομακρυνθούν από τις Εκκλησίες. Η αναζωπύρωση της εικονομαχίας οδήγησε σε διωγμούς και φυλακίσεις των εικονόφιλων. Ο Θεόδωρος Στουδίτης εξορίστηκε και οι επίσκοποι που διαφωνούσαν αφορίστηκαν.
δ. Δολοφονία του Λέοντα Ε'
Ο παλιός συναγωνιστής του Λέοντα κατά την στάση του Βαρδάνη Μιχαήλ οργάνωσε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα, αποκαλύφθηκε όμως, καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε στο παλάτι. Αλλά τα χαράματα των Χριστουγέννων του 820 οι υπόλοιποι συνωμότες, μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς, μπήκαν κρυφά στην εκκλησία του παλατιού όπου έψελνε ο αυτοκράτορας και του επιτέθηκαν με μαχαίρια και σπαθιά. Ο Λέων αμύνθηκε με ένα μεγάλο βαρύ σταυρό. Οι δολοφόνοι όμως ήταν πολλοί και τελικά τον σκότωσαν. Στην συνέχεια απελευθέρωσαν τον Μιχαήλ και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα σαν Μιχαήλ Β' και εξόρισαν την οικογένεια του Λέοντα στο νησί Πρώτη. Στην Πρώτη παίχτηκε η τελευταία σκηνή του δράματος. Όπως έγινε και με τα παιδιά του προκατόχου του Μιχαήλ Α', οι τέσσερις γιοί του Λέοντα, μεταξύ αυτών και ο πρώην συναυτοκράτορας Συμβάτιος, ευνουχίστηκαν για να μη μπορέσουν να διεκδικήσουν, μελλοντικά, το θρόνο (το νεότερο από αυτά πέθανε από το τραύμα). Όλη η οικογένεια, συμπεριλαμβανόμενης της δεύτερης γυναίκας του Λέοντα, Θεοδοσίας, κλείστηκε σε μοναστήρια των νησιών Πρώτη και Χάλκη.
Για τον Λέοντα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από σημαντικές επιτυχίες, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για την αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ικανότητές του στη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους παραδέχτηκαν ακόμη και άσπονδοι εχθροί του όπως ο πατριάρχης Νικηφόρος: "ει και αλάστορα, αλλ' ουν επιμελητήν των κοινών η πόλις άνδρα απώλεσεν" (αν και ήταν καταστροφικός [εννοεί για την Εκκλησία], το κράτος έχασε ένα άξιο κυβερνήτη).
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Λέοντα Ε Αρμένιο, με αφετηρία τον Μιχαήκ Β Τραυλό, αποτελεί την Δυναστεία του Αμορίου (γνωστή και ως Φρυγική ή Αμοριτική Δυναστεία, 820-867), όνομα που οφείλεται στο Αμόριο της Φρυγίας (σημερινό Αφιόν Καραχισάρ), τόπο καταγωγής του ιδρυτή της. Σημειωτέον ότι το τοπωνύμιο «Αμόριον» ετυμολογείται από τη λέξη <ανόρειος {και ανόριος}= περιοχή χωρίς βουνά >αμόριος {ν>μ}, από την οποία προέρχεται και το όνομα Μοριάς της Πελοποννήσου.
Ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (ή Ψελλός, 770-829), ιδρυτής της Φρυγικής δυναστείας, ήταν ο 40ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από το Δεκέμβριο του 820 έως το θάνατό του στις 2 Οκτωβρίου του 829. Το προσωνύμιο οφειλόταν στο γεγονός ότι τραύλιζε. Γεννήθηκε το 770 από φτωχούς γονείς στο Αμόριο της άνω Φρυγίας και παρέμεινε αμόρφωτος. Παρά ταύτα κατάφερε να ανέλθει σε στρατιωτικά αξιώματα και να φθάσει να γίνει διοικητής μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. Όταν στασίασε το 803 ο στρατηγός των Ανατολικών Βαρδάνης, ο αποκαλούμενος Τούρκος, κατά του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄, ο Μιχαήλ ήταν ένας από τους τρεις υπαρχηγούς του. Οι άλλοι δύο ήταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας Λέων Ε΄ και ο Θωμάς ο Σλάβος. Σύντομα όμως οι Λέων και Μιχαήλ αυτομόλησαν στον αυτοκράτορα και ανταμείφθηκαν με αξιώματα. Ο Μιχαήλ έγινε κόμης της κοόρτης (<κοινός+ορδή), δηλ. υπεύθυνος της βασιλικής στρατοπεδίας. Μετά την ήττα από τους Βουλγάρους του Κρούμου στην Βερσινικία το 813, ο τότε αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές αποφάσισε να παραιτηθεί και ο στρατός πίεζε τον Λέοντα, στρατηγό ήδη των Ανατολικών, να αναλάβει την εξουσία. Ο Λέων δίσταζε (ή προσποιούνταν ότι δίσταζε) και τότε ο Μιχαήλ ο Τραυλός τον απείλησε με θάνατο αν δεν δεχόταν. Όταν ο Λέων έγινε τελικά αυτοκράτορας, αντάμειψε τον συναγωνιστή του με το αξίωμα του διοικητή των εξκούβιτων, δηλαδή αρχηγού της εσωτερικής φρουράς των ανακτόρων, έγινε ανάδοχος του γιου του και τον ονόμασε πατρίκιο.
Παρά την φιλία και τις ανταμοιβές του Λέοντα, ο Μιχαήλ διακατεχόταν από την ιδέα να τον αντικαταστήσει στον θρόνο. Σύμφωνα με τους χρονογράφους, ο Μιχαήλ είχε χαρακτήρα απαίσιο και γλώσσα χειρότερη. Κατηγορήθηκε για έγκλημα καθοσιώσεως αλλά κατόρθωσε ν’ απαλλαγεί και ο Λέων τον διατήρησε στα αξιώματά του. Δεν σταμάτησε όμως ο Μιχαήλ να μιλά εναντίον του Λέοντα και να κατηγορεί την βασίλισσα για έκνομες σχέσεις. Ο Λέων προσπάθησε να τον νουθετήσει ο ίδιος, αναθέτοντας και σε άλλους να τον συνετίσουν, αλλά μάταια. Τελικά στις 24 Δεκεμβρίου του 820 ο Μιχαήλ κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας και καταδικάστηκε να καεί αμέσως ζωντανός στα λουτρά των ανακτόρων. Αλλά η βασίλισσα Θεοδοσία ζήτησε από τον Λέοντα να μη βάψει τα χέρια του στο αίμα την μέρα των Χριστουγέννων, και επί πλέον να συνεχιστεί η ανάκριση και ν’ αποκαλυφθούν οι συνένοχοι του Μιχαήλ. Ο Λέων δέχθηκε και φυλάκισε τον Μιχαήλ σ’ ένα δωμάτιο του παλατιού, κρατώντας επάνω του τα κλειδιά των δεσμών.
Ο Μιχαήλ όμως βρήκε τρόπο να επικοινωνήσει με τους συνενόχους του εκείνο το ίδιο βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου, και τους απείλησε ότι αν δεν έκαναν κάτι για να τον σώσουν θα τους κατονόμαζε στον αυτοκράτορα. Τα χαράματα της 25ης οι συνωμότες, συνεννοημένοι με συνενόχους τους μέσα στο παλάτι, ήρθαν μεταμφιεσμένοι σε ιερείς και ψάλτες στο παρεκκλήσι των ανακτόρων, όπου ήξεραν ότι θα έλθει και ο Λέων για να ψάλλει, όπως συνήθιζε. Όταν ακούστηκε το σύνθημα, που ήταν ο ύμνος που άρεσε στον Λέοντα να ψάλλει, οι συνωμότες όρμησαν και τον κατακρεούργησαν. Ύστερα ανέβασαν τον Μιχαήλ, αλυσοδεμένο ακόμη, στον θρόνο.
Οι εικονόφιλοι πανηγύρισαν για τον θάνατο του Λέοντα Ε΄ αλλά πολύ γρήγορα ο Μιχαήλ Β τους απογοήτευσε. Ανακάλεσε από την εξορία τον πατριάρχη Νικηφόρο και τον Θεόδωρο Στουδίτη, αλλά δεν αποκατέστησε τον πρώτο στον πατριαρχικό θρόνο, και διακήρυξε : «Δεν ήρθα για να καινοτομήσω ούτε για ν’ ανατρέψω τα καθιερωμένα. Επιτρέπω στον καθένα να πιστεύει ό,τι θέλει και δεν θα καταπιέσω κανένα. Αυτοί που θέσπισαν ό,τι θέσπισαν θα δώσουν κάποτε λόγο. Εγώ όπως βρήκα την Εκκλησία έτσι και θα την αφήσω. Σιωπή λοιπόν για τις εικόνες». Αυτό σήμαινε βέβαια ότι θα εξακολουθούσε να ισχύει το εκκλησιαστικό καθεστώς του Λέοντα Ε΄. Οι εικονομάχοι θεώρησαν ότι πέτυχαν μισή νίκη, οι εικονόφιλοι ότι υπέστησαν ήττα και θέλησαν ν’ αντιδράσουν. Ο Μιχαήλ όμως κατέπνιξε όλες τις αντιδράσεις.
Η εκκλησιαστική του πολιτική ήταν επαμφοτερίζουσα και ασαφής. Καταδίωξε τους μαχητικούς εικονόφιλους, έλεγε ότι δεν είναι εικονομάχος, απλώς ήθελε να περιορίσει τις καταχρήσεις, διακήρυξε πως δεν αναγνωρίζει καμιά σύνοδο μετά την ΣΤ΄Οικουμενική, είτε υπέρ είτε κατά των εικόνων και τέλος αναγνώρισε όλες τις συνόδους με τον όρο να μη διαταράσσεται η ειρήνη του κράτους. Συνέπεια όλων αυτών ήταν πλήρης ασάφεια και εκκρεμότητα στο θέμα των εικόνων. Ο ίδιος ήταν θρησκευτικά αδιάφορος και, κατά τα λεγόμενα των χρονογράφων, άπιστος.
Το 821 ξέσπασε η μεγάλη στάση του Θωμά, του τρίτου από τους υπαρχηγούς του Βαρδάνη κατά την ανταρσία του τελευταίου εναντίον του Νικηφόρου Α΄. Απασχόλησε επί τρία χρόνια τον Μιχαήλ και έληξε με την ήττα και θανάτωση του Θωμά. Επωφελούμενοι από την αναστάτωση που προκλήθηκε, οι Σαρακηνοί κατέλαβαν την Κρήτη (824) και το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας (827).
Μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας Θέκλας ο Μιχαήλ Β παντρεύτηκε την Ευφροσύνη, κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ', γιου της Ειρήνης Αθηναίας, που μέχρι τότε ήταν μοναχή. Πέθανε το 829, ύστερα από βασιλεία εννέα περίπου ετών σε ηλικία 59 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιος του από τον πρώτο του γάμο Θεόφιλος.
Ο Θεόφιλος (813 - 20 Ιανουαρίου 842, <θεός + φίλος = αυτός που αγαπάει τον θεό [και αντίθετα που τον αγαπάει ο θεός]) ήταν ο 41ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (829-842). Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την τελευταία εικονομαχική ακμή, από αγώνες κατά των Αράβων και από πολιτισμική άνθιση. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄του Τραυλού και της Θέκλας. Δάσκαλός του υπήρξε ο μετέπειτα πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός, θεωρούμενος ένας από τους σοφότερους άνδρες της εποχής. Πολύ νωρίς στέφθηκε συμβασιλέας από τον πατέρα του και διακρίθηκε κατά την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Θωμά. Ο Θεόφιλος διαδέχθηκε ομαλά τον πατέρα του το 829 και εγκαινίασε την βασιλεία του με μια ιδιότροπη πράξη. Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του συγκάλεσε «σιλέντιον», έκτακτη δηλαδή συνεδρίαση της Συγκλήτου με συμμετοχή ιερωμένων, και εκεί διακήρυξε πως ήθελε να ανταμείψει τους άρχοντες που ανέβασαν στον θρόνο τον πατέρα του, σκοτώνοντας τον Λέοντα Ε΄τον Αρμένιο. Οι προ δεκαετίας συνωμόσαντες έσπευσαν να το δηλώσουν και ο Θεόφιλος τους καταδίκασε όλους σε θάνατο. Η πράξη προξενεί εντύπωση, διότι στους συνωμότες όφειλε ο Θεόφιλος τον θρόνο του, όπως του επισήμαναν εκείνη τη στιγμή κάποιοι από τους καταδικασμένους, και διότι δεν μπορεί παρά να ήταν πασίγνωστοι άρχοντες και γενναιόδωρα ανταμειφθέντες από τον ίδιο τον Μιχαήλ Β.
Όταν ήρθε ο Θεόφιλος σε ηλικία γάμου, η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του Ευφροσύνη κάλεσε τις τις ωραιότερες και ευγενέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Τις συγκέντρωσε σε μιαν αίθουσα του Παλατιού κι έδωσε στον Θεόφιλο ένα χρυσό μήλο για να το δώσει σ’ αυτήν που θα προτιμούσε. Αυτός γοητεύτηκε από την ομορφιά της Κασσιανής, αλλά πριν της δώσει το μήλο της είπε «εκ γυναικός ερρύει τα φαύλα - από την γυναίκα προέρχονται τα δεινά» εννοώντας την Εύα. Η Κασσιάνη απάντησε «εκ γυναικός δε ερρύει τα βέλτιστα - αλλά και από την γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα» εννοώντας την Παναγία, και ο Θεόφιλος θεωρώντας το αυθάδεια, προτίμησε την Θεοδώρα την Καματερή. Η ιστορία αυτή, που θρυλοποιήθηκε στους επόμενους αιώνες, εμπεριέχει και τη συνήθεια που είχαν οι βυζαντινοί να διαλέγουν σύζυγο για τον διάδοχο του θρόνου, μετά από βασιλική δεξίωση, στην οποία μετείχαν νέες αριστοκρατικών οικογενειών από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, που προεπιλέγονταν με βάση το μέγεθος του ποδιού τους (που δοκιμαζόταν με ένα γοβάκι) και τη διάμετρο της μέσης τους, που μετριόταν με μεζούρα από απεσταλμένους του παλατιού, απετέλεσε τη βάση για το γνωστό παραμύθι της Σταχτοπούτας, ενώ και ο σκληρός και ιδιότροπος χαρακτήρας του Θεόφιλου, έδωσε τροφή για άλλα παραμύθια σχετικά με νέους και ωραίους αλλά άκαργους πρίγκηπες.
α. Πόλεμοι με τους Άραβες
Ο Θεόφιλος άρχισε τους πολέμους του το 836. Αφορμή του έδωσαν οι Άραβες της Μελιτηνής, που χωρίς να έχει κηρυχτεί πόλεμος έκαναν επιδρομές στις παραμεθόριες περιοχές του βασιλείου. Ο Θεόφιλος τους διασκόρπισε, εισέβαλε μετά με εκατό χιλιάδες στρατό στη Συρία και κυρίευσε την πρωτεύουσα της Κομμαγηνής τα Σαμόσατα, πατρίδα του Λουκιανού. Ύστερα πολιόρκησε τη Σωζόπετρα, πατρίδα του χαλίφη Αλ Μοτασίμ (833-842). Ο χαλίφης του έγραψε να σεβαστεί την πατρίδα του και πρότεινε ειρήνη, αλλά ο Θεόφιλος κυρίευσε τη Σωζόπετρα και την κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Γύρισε μετά στην Κωνσταντινούπολη και τέλεσε λαμπρό θρίαμβο. Αλλά ο Μοτασίμ είχε ορκιστεί εκδίκηση. Συγκέντρωσε ένα τεράστιο στρατό για να καταστρέψει την πατρίδα του πατέρα του Θεόφιλου Μιχαήλ, το Αμόριο της Φρυγίας, και εισέβαλε στη Μικρά Ασία από τρία σημεία. Όλοι οι στρατιώτες του είχαν γραμμένη στην ασπίδα τους την λέξη Αμόριον.
Συγχρόνως ξέσπασε ανταρσία κατά του Θεόφιλου. Ένας από τους αρχηγούς του Χορασάν, από βασιλική γενιά της Περσίας, που είχε εμπλακεί στους εμφυλίους πολέμους των Μωαμεθανών, είχε αυτομολήσει στον αυτοκράτορα με δεκατέσσερις χιλιάδες Πέρσες, βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Θεόφοβος. Τώρα οι Πέρσες του Θεόφοβου που είχαν φτάσει τις τριάντα χιλιάδες, ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά στη Σινώπη όπου ήταν στρατοπεδευμένοι. Ο Θεόφοβος αρνήθηκε, προσπάθησε να τους μεταπείσει και ειδοποίησε τον Θεόφιλο, ζητώντας αμνηστία για τους στασιαστές προς αποφυγήν χειρότερων δεινών. Ο Θεόφιλος έδωσε την αμνηστία αλλά διέλυσε το σώμα των Περσών και κατέταξε τους άντρες του ανά δύο χιλιάδες στα στρατεύματα των θεμάτων.
Κινήθηκε ύστερα εναντίον του τμήματος του στρατού του Μοτασίμ που είχε εισβάλει στην Αρμενία. Αλλά δεν είχε εκτιμήσει καλά την αντίπαλη δύναμη, κάποια τμήματα εγκατέλειψαν την μάχη σύσσωμα, και βρέθηκε περικυκλωμένος. Κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κλοιό, καθώς και από νέα επιβουλή των Περσών, και όταν ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του έσπευσε να βοηθήσει το Αμόριο, επιτιθέμενος στα νώτα των Αράβων. Δεν μπόρεσε όμως να το σώσει, το Αμόριο έπεσε τελικά με προδοσία, καταστράφηκε και η ήττα ήταν δεινή.
Ο Μοτασέμ δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από την νίκη του γιατί είχε να αντιμετωπίσει κι αυτός ανταρσίες στο κράτος του. Το 840 ένα στράτευμά του που εισέβαλε στην Μικρά Ασία, νικήθηκε από τους Βυζαντινούς και τελικά συνομολογήθηκε ειρήνη.
β. Εκκλησιαστική πολιτική
Ο Θεόφιλος δεν αδιαφορούσε για τα θρησκευτικά ζητήματα όπως ο πατέρας του και δεν ακολούθησε την επαμφοτερίζουσα και ασαφή πολιτική του. Ήταν πιστός χριστιανός και θερμός εικονομάχος. Το 832 απαγόρευσε την λατρεία των εικόνων, δηλαδή την προσκύνησή τους, τους ασπασμούς και την προσαγωγή φώτων. Το 833 αναγόρευσε πατριάρχη τον δάσκαλό του Ιωάννη Γραμματικό (πατρ.836-843), λόγιο και υπέρμαχο της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ο οποίος έπεισε τον αυτοκράτορα ότι έπρεπε να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα.
Σύνοδος που συγκροτήθηκε στην εκκλησία των Βλαχερνών αναθεμάτισε τους εικονόφιλους, επικύρωσε τα θεσπίσματα της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (της κατά τους εικονομάχους Ζ΄ οικουμενικής) και αποκήρυξε την Ζ΄ οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας. Με βασιλικό διάταγμα απαγορεύθηκαν οι εικόνες και διατάχθηκε η αφαίρεσή τους από όλες τις εκκλησίες. Οι μοναχοί των μοναστηριών που βρίσκονταν μέσα σε πόλεις ή σε χωριά διατάχθηκαν να τα εγκαταλείψουν, ενώ στους μοναχούς των μοναστηριών της υπαίθρου απαγορεύτηκε η είσοδος σε κατοικημένα μέρη.
Οι εικονόφιλοι χρονογράφοι αναφέρουν διώξεις των ανυπότακτων μοναχών επί Θεόφιλου, χαρακτηρίζοτάς τον βάρβαρο, νέο Βαλτάσαρ, παραβάτη, βέβηλο, παρά το γεγονός ότι ο Θεόφιλος είχε μαζί του στο παλάτι τον εικονόφιλο μοναχό Μεθόδιο (πατρ. 843-847), που έγινε μετά πατριάρχης και πρωτοστάτησε στην αναστήλωση των εικόνων, ο οποίος, κατά τους χρονογράφους, είχε υποβληθεί προηγουμένως σε φρικτά βασανιστήρια.
γ. Ο πολιτισμός στα χρόνια του Θεόφιλου
Την βασιλεία του Θεόφιλου κόσμησαν άντρες ονομαστοί για την σοφία τους, όπως οι εικονομάχοι Ιωάννης Γραμματικός και Λέων ο Μαθηματικός καθώς και ο προαναφερθείς εικονόφιλος Μεθόδιος. Περίφημη υπήρξε η πρεσβεία του Ιωάννη το 831 στην Βαγδάτη, όπου κατέπληξε τους Άραβες με τον πλούτο και την σοφία του. Ακόμη πιο μεγάλη εντύπωση, εξ αποστάσεως μάλιστα, έκαναν οι γνώσεις του Λέοντα του Μαθηματικού στον χαλίφη Αλ Μαμούν (813-833), που τον κάλεσε στην Βαγδάτη αλλά ο Θεόφιλος δεν ενέκρινε τη μετάβαση.
Ο Θεόφιλος ύψωσε και καλλώπισε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και το όνομα του γράφηκε πάνω τους περισσότερες φορές από οποιουδήποτε άλλου αυτοκράτορα. Ήταν φιλότεχνος -οι ίδιοι οι εικονόφιλοι χρονογράφοι τον αποκαλούν «φιλόκοσμο»- και στόλισε την Βασιλεύουσα με περίλαμπρα κτίρια. Μεταξύ αυτών τα ανάκτορα του Βρύου κατά απομίμηση των ανακτόρων της Βαγδάτης. Γιατί αν οι Άραβες εντυπωσιάζονταν από τους σοφούς του Βυζαντίου, αυτοί, και ιδιαίτερα ο Ιωάννης Γραμματικός, μετέδωσαν τον θαυμασμός τους για την ισλαμική αρχιτεκτονική που άκμασε επί Χαρούν αλ Ρασίντ.
Τα ανάκτορα του Βρύου είχαν κήπους παραδεισένιους και πέντε εκκλησίες, που η ομορφότερή του, η Τρίκογχος, είχε τρεις χρυσούς τρούλους, μάρμαρα πολύχρωμα κι ασημένιες πόρτες. Απέναντί της ήταν το Σίγμα, ένα περιστύλιο με υπέροχα διακοσμημένους με αγροτικές σκηνές τοίχους. Στο Σίγμα, που πήρε το όνομα από την ομοιότητά του με το γράμμα, εφαπτόταν το Μυστήριο, που ονομάστηκε έτσι γιατί και ο παραμικρός ψίθυρος στην μια του άκρη ακουγόταν στην άλλη. Κι άλλα λαμπρά οικοδομήματα μέσα και γύρω από την Πόλη. Ανάμεσα στα έργα τέχνης της εποχής ένα χρυσό πλατάνι με λιθοπλούμιστα χρυσά πουλιά που κελαηδούσαν και χρυσά λιοντάρια γύρω του που βρύχονταν, καθώς και εκκλησιαστικά όργανα που κατασκεύασε ο Λέων ο Μαθηματικός και λειτουργούσαν με κρυφούς αεραγωγούς και έπαιζαν τις συνθέσεις των μελωδών, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του Θεόφιλου.
δ. Η δικαιοσύνη του Θεόφιλου
Το πάθος του Θεόφιλου για την δικαιοσύνη αναφέρεται από τους χρονογράφους, με τις σχετικές βέβαια επιφυλάξεις. Μια φορά την εβδομάδα, όταν πήγαινε να εκκλησιαστεί στο ναό των Βλαχερνών, μπορούσε οποιοσδήποτε να του εκθέσει τα παράπονά του. Έλεγχε την αγορά, ρωτούσε τις τιμές, φρόντιζε για την επάρκεια των αγαθών και ήταν αυστηρότατος με τους αξιωματούχους και υπαλλήλους.
Όταν μια χήρα του κατάγγειλε ότι ο αδελφός της αυτοκράτειρας Θεοδώρας Πετρωνάς ύψωσε ένα τεράστιο μέγαρο δίπλα στο σπίτι της στερώντας του το φως, τον διέταξε να αποκαταστήσει την βλάβη. Κι όταν έμαθε ότι τίποτα δεν έγινε, μαστίγωσε τον Πετρωνά εν μέση οδώ. Κι όταν κάποτε είδε στο λιμάνι ένα εμπορικό πλοίο εντυπωσιακού μεγέθους, ομορφιάς και φορτίου και έμαθε ότι ανήκε στην βασίλισσα Θεοδώρα, διέταξε να το κάψουν μαζί με το φορτίο λέγοντας : «Εμένα, τον βασιλέα Ρωμαίων, η γυναίκα μου ναύκληρο με κατάντησε».
ε. Εσωτερικά προβλήματα
Ο Θεόφιλος είχε αποκτήσει πέντε κόρες κι ένα γιο (τον γιο όμως τρία χρόνια πριν πεθάνει). Πιο πολύ απ’ όλες αγαπούσε την προτελευταία κόρη του Μαρία. Την πάντρεψε με τον Αρμένιο Αλέξιο Μωσηλέ, τον οποίο έκανε δούκα Σικελίας και τον έστειλε στις Συρακούσες. Ο Αλέξιος είχε επιτυχίες κατά των Σαρακηνών αλλά κατηγορήθηκε ότι επιβουλεύεται τον θρόνο και ανακλήθηκε. Είχε όμως μάθει για τις κατηγορίες και δίσταζε να επιστρέψει. Τότε ακριβώς πέθανε η Μαρία. Ο Θεόφιλος έστειλε στην Σικελία τον αρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τον Κρίθινο για να πείσει τον Αλέξιο να γυρίσει, δίνοντας λόγον «απαθείας», ότι δηλαδή δεν θα τον πειράξει. Ο Αλέξιος επέστρεψε αλλά ο Θεόφιλος τον κατηγόρησε για ανταρσία, τον μαστίγωσε, τον φυλάκισε και δήμευσε την περιουσία του. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος τον κατηγόρησε επί παρουσία του στον ναό των Βλαχερνών με αποτέλεσμα να εκμανεί ο Θεόφιλος, να τον χτυπήσει και να τον εξορίσει. Τελικά ο πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός επέπληξε τον μαθητή του Θεόφιλο μέσα στην Αγία Σοφία και μόνο τότε ο Θεόφιλος συνήλθε και επανόρθωσε.
Ήταν καλός σύζυγος και πατέρας, κι εκτός από μια περιπέτειά του με μία κυρία της αυλής, για την οποία περιπέτεια ζήτησε συγγνώμη- τίποτα άλλο δεν ακούστηκε. Μεγάλο πρόβλημα όμως είχε με τα θρησκευτικά φρονήματα των γυναικών της οικογενείας του. Η μητέρα της Θεοδώρας λάτρευε τις εικόνες, όπως όλες οι γυναίκες της αυτοκρατορίας. Αναγκάστηκε να φύγει από το παλάτι αλλά στο μοναστήρι που πήγε κατηχούσε τις εγγονές της, τις κόρες του Θεόφιλου, στην εικονολατρεία. Δεδομένου ότι ο Θεόφιλος δεν είχε ακόμη αποκτήσει τον Μιχαήλ και είχε κάνει συμβασίλισσά του την μεγαλύτερη κόρη του Θέκλα, απαγόρευσε τις επισκέψεις στο μοναστήρι και η πεθερά του άρχισε να τον κατηγορεί φανερά. Το χειρότερο για τον Θεόφιλο και την Εικονομαχία ήταν ότι και η Θεοδώρα λάτρευε τις εικόνες. Συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από τον γελωτοποιό της αυλής να τις ασπάζεται αλλά όταν την κατηγόρησε ο Θεόφιλος, είπε πως κοιταζόταν στον καθρέφτη της. Δεν αντιδρούσε φανερά, τελικά όμως ήταν αυτή που ανέτρεψε την εκκλησιαστική πολιτική του συζύγου της και αναστήλωσε τις εικόνες, μετά τον θάνατό του, παρά τους όρκους της.
στ. Το τέλος
Στις αρχές του 842 ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά. Προβλέποντας το τέλος του, ζήτησε από την Θεοδώρα και τους μεγάλους αξιωματούχους να ορκιστούν ότι τίποτα δεν θα ανέτρεπαν απ’ όσα θέσπισε και ότι θα διατηρούσαν τον Ιωάννη τον Γραμματικό στον πατριαρχικό θρόνο. Τον έφεραν ύστερα με φορείο στο ανάκτορο της Μαγναύρας και εκεί μίλησε στους άρχοντες και στον λαό ζητώντας πίστη και αφοσίωση στην γυναίκα του και τον γιο του. Γιατί ο γιος του ήταν τριών μόνο χρόνων και φοβόταν για την τύχη του. Και για να τον προστατέψει όσο μπορούσε, ζήτησε το κεφάλι του Θεόφοβου, του Πέρση στρατηγού που είχε αυτομολήσει, ο οποίος είχε παντρευτεί αδελφή της Θεοδώρας και για τον οποίο είχε υπόνοιες. Όταν του το έφεραν έβαλε το χέρι πάνω του, είπε «Τώρα πια, ούτ’ εσύ Θεόφοβος ούτ’ εγώ Θεόφιλος» και ξεψύχησε σε ηλικία 29 ετών.
Ο Θεόφιλος αναγνωρίστηκε και από τους ίδιους τους συγχρόνους του εικονόφιλους ιστοριογράφους ως γενναίος στις μάχες, ευσεβής, φιλοδίκαιος, φιλότεχνος και αφιλοκερδής, ενώ το πολιτιστικό έργο του έδωσε στην εποχή του ιδιαίτερη ακτινοβολία, που, παρά το ατύχημα του πρόωρου θανάτου του, τοποθετεί τον Θεόφιλο στις ηγετικές μορφές του Βυζαντίου.
Ο Μιχαήλ Γ΄, ο επιλεγόμενος Μέθυσος (839 - 23 Σεπτεμβρίου 867), ήταν ο 42ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (842-867). Γιος και διάδοχος του Θεόφιλου, ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία τριών ετών υπό την αντιβασιλεία της μητέρας του Θεοδώρας Καματερής. Όπως δείχνει και το προσωνύμιό του, ο βίος και η πολιτεία του Μιχαήλ, κατά την συνήθη τακτική της σπίλωσης των ηττημένων αντιπάλων, παρουσιάστηκαν με μελανά χρώματα από τους βυζαντινούς χρονογράφους της Μακεδονικής Δυναστείας, σε μια εμφανή προσπάθειά τους να δικαιώσουν ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο ο ιδρυτής της Βασίλειος Α ανέλαβε την εξουσία, καταλύοντας την προηγούμενη εκφυλισμένη στο πρόσωπο του Μιχαήλ Γ δυναστεία.
α. Η αντιβασιλεία της Θεοδώρας της Καματερής
Πριν πεθάνει ο Θεόφιλος, όρισε συνεπιτρόπους, βοηθούς της Θεοδώρας, τον λογοθέτη Θεόκτιστο, τον Μάγιστρο Μανουήλ και τον πατρίκιο Βάρδα (<βάω {=πάω} + άρδω {=ποτίζω, περιποιούμαι, δροσίζω >αρδεύω} = αυτός που ποτίζει τη γη), αδελφό της Θεοδώρας. Τα σπουδαιότερα γεγονότα μέχρι την απομάκρυνση της Θεοδώρας από την εξουσία, ήταν : η καθαίρεση του εικονομάχου πατριάρχη Ιωάννη Γραμματικού και η ενθρόνιση του εικονόφιλου Μεθόδιου ως προαπαιτούμενα του σημαντικότατου γεγονότος, της αναστήλωσης των εικόνων, ο ολοκληρωτικός πόλεμος κατά των Παυλικιανών της Μικράς Ασίας που μετέτρεψε προμάχους της αυτοκρατορίας σε ανελέητους εχθρούς της και οι εδαφικές απώλειες του κράτους.
Ο Μιχαήλ Γ΄ μεγάλωσε υπό την επιμέλεια του αδελφού της Θεοδώρας Βάρδα και -κατά τους χρονογράφους- απέκτησε κακές συνήθειες, παραδομένος από μικρή ηλικία στα ποτά (εξ ου και η προσωνυμία Μέθυσος), στις ερωμένες και στις αρματοδρομίες, επί κεφαλής συμμορίας ελεεινών που αναστάτωναν την Κωνσταντινούπολη με αισχρές φάρσες και βρωμερά αστεία εις βάρος του πατριάρχη και της Θεοδώρας ακόμη. Φιλοδοξώντας ο Βάρδας να μείνει μόνος επίτροπος της βασιλείας, προκάλεσε ένταση στις σχέσεις των άλλων δύο συνεπιτρόπων με αποτέλεσμα ο Μανουήλ να αποσυρθεί. Ύστερα ο Βάρδας παρόξυνε τον ανεψιό του εναντίον του Θεόκτιστου λέγοντας ότι αυτός ήταν που συμβούλευε την Θεοδώρα να μη του δίνει χρήματα για τις ακολασίες του. Τελικά με την έγκριση του Μιχαήλ ο Βάρδας δολοφόνησε τον Θεόκτιστο το 854.
Η Θεοδώρα, βλέποντας ότι οι ενέργειες του αδελφού της αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωσή της, και για ν’ αποφύγει τα χειρότερα, συγκάλεσε το 856 την Σύγκλητο, απέδωσε λογαριασμό της επιτροπείας της και έφυγε από τα ανάκτορα με τις θυγατέρες της αφήνοντας ένα υπέρογκο ποσό στο δημόσιο ταμείο. Αλλά ο Βάρδας δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Υπέβαλε στον Μιχαήλ τον φόβο ότι θα είχε την τύχη του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ που τον τύφλωσε η μητέρα του Ειρήνη η Αθηναία, και ο πατριάρχης Ιγνάτιος (πατρ. 847-858 και 867-877), που είχε διαδεχτεί το 846 τον Μεθόδιο, διατάχθηκε να ονομάσει μοναχές την Θεοδώρα και τις κόρες της. Ο Ιγνάτιος αρνήθηκε και τις ονόμασε ο άλλος αδελφός, ο Πετρωνάς. Η Θεοδώρα έζησε από τότε περιορισμένη και φτωχικά στα ανάκτορα του Καριανού.
β. Η παντοδυναμία του Βάρδα
Παραδυναστεύοντας πλέον ο Βάρδας, o οποίος είχε κι αυτός από τους χρονογράφους την ίδια μεταχείριση με τον Μιχαήλ, μόνος δίπλα στον βασιλιά, προάχθηκε μετά την δολοφονία του Θεόκτιστου σε μάγιστρο και δομέστικο των σχολών, και μετά την αποπομπή της Θεοδώρας σε κουροπαλάτη. Δυο γιοι του είχαν καίρια στρατιωτικά αξιώματα. Αλλά έμενε ένα εμπόδιο ακόμη, ο πατριάρχης Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος ήταν από τους ακραίους εικονόφιλους, επιλογή της Θεοδώρας. Όπως προαναφέρθηκε αρνήθηκε να την κουρέψει μοναχή, κι αυτό ήταν μια αφορμή της εχθρότητας του Βάρδα. Άλλη σοβαρότατη αφορμή ήταν ότι κατά την εορτή των Φώτων του 857 ο Ιγνάτιος αρνήθηκε την θεία κοινωνία στον Βάρδα, επειδή έδιωξε την γυναίκα του και συζούσε με την γυναίκα ενός γιου του. Τελικά ο Ιγνάτιος εκθρονίστηκε και πατριάρχης έγινε ο Φώτιος Α ο Μέγας (πατρ. 858-867 και 877-886). Ο Φώτιος ζήτησε από τον πάπα Νικόλαο Α΄ να στείλει αντιπροσώπους του σε σύνοδο της Κωνσταντινούπολης για να επικυρωθεί οριστικά ο θρίαμβος της ορθοδοξίας κατά των εικονομάχων και να επικυρωθεί η εκλογή του. Οι αντιπρόσωποι ήρθαν και ο Ιγνάτιος καθαιρέθηκε με την σύμφωνη γνώμη τους, αλλά σε λίγο ο Νικόλαος, για πολιτικούς κυρίως λόγους, άλλαξε γνώμη. Καθαίρεσε τους αντιπροσώπους του στην σύνοδο, καθαίρεσε (θεωρητικά) και αναθεμάτισε τον Φώτιο, τον αυτοκράτορα και όλο το κράτος. Ήταν η απαρχή της μακράς διένεξης που οδήγησε στο Μεγάλο Σχίσμα των Εκκλησιών το 1054.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Μιχαήλ και Βάρδα κατά των Αράβων στην Μικρά Ασία κατέληγαν κατά κανόνα σε αποτυχία. Δύο φορές ο Μιχαήλ λίγο έλειψε να αιχμαλωτιστεί και σώθηκε διαφεύγοντας. Τελικά το 862 ο αδελφός της Θεοδώρας και του Βάρδα Πετρωνάς συνέτριψε τους Άραβες και τους Παυλικιανούς και ο κίνδυνος από την πλευρά εκείνη απομακρύνθηκε για λίγο. Μετά την επιτυχία αυτή ο Βάρδας αναγορεύθηκε καίσαρ.
Στα θετικά της διακυβέρνησης του Βάρδα περιλαμβάνεται η αντίστασή του στις κυριαρχικές απαιτήσεις του πάπα και η ενθάρρυνση της παιδείας. Φρόντισε ιδιαίτερα την σχολή ανωτέρων σπουδών της Μαγναύρας, όπου κάλεσε τον καθαιρεμένο εικονομάχο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Λέοντα τον Μαθηματικό. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην «έξω σοφίαν», στην μη εκκλησιαστική παιδεία δηλαδή και η διδασκαλία γινόταν δωρεάν. Τότε επίσης εκχριστιανίστηκαν οι Βούλγαροι και στάλθηκαν οι Κύριλλος και Μεθόδιος στην Μοραβία. Τέλος, αποκρούστηκε επιδρομή των Ρώσων που πέρασαν το 865 τον Βόσπορο με 200 πλοιάρια και λεηλατούσαν τα παράλια.
γ. Ο παρακοιμώμενος Βασίλειος
Δεδομένου ότι ο Μιχαήλ δεν είχε αποκτήσει παιδιά από την γυναίκα του Ευδοκία την Δεκαπολίτισσα, ο Βάρδας έλπιζε ότι η βασιλεία θα περιέλθει στον ίδιο και στους γιους του. Σε εφαρμογή των σχεδίων του αυτών, ο Βάρδας έπεισε τον Μιχαήλ να αποπέμψει τον παρακοιμώμενο Δαμιανό, προκειμένου να βάλει δίπλα του ένα δικό του άνθρωπο. Αλλά παρακοιμώμενος έγινε απρόσμενα ο πρωτοστράτορας Βασίλειος. Ο Βασίλειος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη και η οικογένειά του και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκαν από τον Κρούμο. Ύστερα από ανταλλαγή αιχμαλώτων ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διακρίθηκε για την σωματική του δύναμη, τις κυνηγετικές του ικανότητες και την ιππευτική του δεινότητα. Ο Μιχαήλ ενθουσιάστηκε με τα χαρίσματα αυτά και τον κατέταξε στην φρουρά του.
Η εξέλιξη του Βασίλειου υπήρξε ιλιγγιώδης, αν και με κάποιες παραχωρήσεις. Μετά την άνοδό του στο αξίωμα του παρακοιμώμενου, ο Μιχαήλ τον υποχρέωσε να διώξει την γυναίκα του και να παντρευτεί την βασιλική ερωμένη Ευδοκία την Ιγγερίνα. Ο Βάρδας, βαρέως φέρων την αποτυχία των σχεδίων του, ήρθε σε ανοικτή ρήξη με τον Βασίλειο και καθένας ερέθιζε τον αυτοκράτορα εναντίον του άλλου. Τελικά ο Βασίλειος έπεισε τον Μιχαήλ για την επιβουλή του Βάρδα και σκηνοθετήθηκε εκστρατεία στην Κρήτη μετά το Πάσχα του 866. Ο Βάρδας αποφάσισε να συμμετάσχει, αν και πολλοί τον είχαν συμβουλεύσει να μην το κάνει. Δολοφονήθηκε στην αυτοκρατορική σκηνή από τον Βασίλειο «του βασιλέως βλέποντος και σιωπώντος». Ύστερα ο Μιχαήλ έκανε μάγιστρο και υιοθέτησε τον Βασίλειο, και την Πεντηκοστή στην Αγία Σοφία τον έστεψε συμβασιλέα. Πριν από την στέψη τον μαστίγωσε τριάντα φορές για να του δείξει την στοργή του.
Το καλοκαίρι του 867 το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών έγινε βαθύτερο. Ο Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο των ανατολικών Εκκλησιών, η οποία καθαίρεσε (θεωρητικά και αυτή) κι αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο. Εν τω μεταξύ ο Μιχαήλ φέρεται να είχε φτάσει στα όρια της παραφροσύνης : Ξέθαψε τα οστά του Κωνσταντίνου Ε΄ και του Ιωάννη του Γραμματικού, τα μαστίγωσε στον Ιππόδρομο και διέταξε να τα κάψουν. Κατήργησε τον οπτικό τηλέγραφο που είχε επινοήσει ο Λέων ο Μαθηματικός και ειδοποιούσε για τις επιδρομές των Αράβων, προκειμένου να απολαμβάνει ο λαός απερίσπαστος τις νίκες του στις αρματοδρομίες. Το βράδυ μεθυσμένος διέτασσε ακρωτηριασμούς κι αποκεφαλισμούς και το πρωί καλούσε τους καταδικασμένους στο επόμενο συμπόσιο. Κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα στα συμπόσια, στα άλογα και στους αρματηλάτες, αγωνιζόμενος και κινδυνεύοντας ο ίδιος.
Ο Βασίλειος προσπάθησε να τον συνετίσει αλλά μάταια. Κέρδισε μόνο την εχθρότητα των συμποτών του Μιχαήλ οι οποίοι άρχισαν να τον διαβάλλουν. Η στάση του Μιχαήλ έναντι του Βασίλειου άλλαξε τελείως και έβαλε ανθρώπους του να τον δολοφονήσουν. Η απόπειρα απέτυχε και τότε ο Μιχαήλ ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να αναγορεύσει και ένα από τους ευνοουμένους του συμβασιλέα. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 867 ο Βασίλειος δολοφόνησε τον Μιχαήλ, και έμεινε μόνος αυτοκράτορας, ιδρύοντας την Μακεδονική δυναστεία.
Η καταδικαστική άποψη των παλαιών χρονογράφων για τον Μιχαήλ (μέθυσος, ακόλαστος, εμπαίζων τα θεία), που γράφτηκε καθ΄υπαγόρευσιν των βασιλέων της Μακεδονικής Δυναστείας, με σκοπό να δικαιολογήσουν τις δολοπλοκίες και τις δολοφονίες του Βασίλειου και να εμφανίσουν την εξόντωση του Μιχαήλ ως σωτηρία του κράτους, στα νεότερα χρόνια επιχειρείται να ανασκευαστεί, με μία προσπάθεια που εστιάζεται στα σημαντικά γεγονότα της βασιλείας του, πρωταγωνιστές των οποίων υπήρξαν η Θεοδώρα, ο Βάρδας και ο Φώτιος, και όχι η προσωπικότητα του Μιχαήλ.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Μιχαήλ Γ Μέθυσο, με αφετηρία τον Βασίλειο Α, αποτελεί την Μακεδονική Δυναστεία (867-1059), όνομα που οφείλεται στον τόπο καταγωγής του ιδρυτή της, που γεννήθηκε στην Χαριούπολη Ραιδεστού της Θράκης (στην περιοχή της Αδριανούπολης), η οποία τότε αποτελούσε το Θέμα της Μακεδονίας, το οποίο δεν ταυτιζόταν με τα γεωγραφικά όρια της αρχαίας και σημερινής Μακεδονίας. Όπως δείχνει το όνομα Παγκαλώ (<παν + κάλλος = πολύ όμορφη) της μητέρας του Βασιλείου Α, η καταγωγή των αυτοκρατόρων αυτών ήταν ελληνική. Η ταπεινή καταγωγή του οδήγησε τους απογόνους του να δημιουργήσουν το θρύλο ότι κατάγονται από την αρμενική βασιλική οικογένεια των Αρσακιδών. Εκτός όμως από το όνομα Παγκαλώ, τόσο το ίδιο το όνομά του (Βασίλειος), όσο και τα ονόματα των παιδιών του (Κωνσταντίνος, Λέων, Αθηνά, Αλέξανδρος) επιβεβαιώνουν την ελληνικότητα της δυναστείας του.
Αν αληθεύει η εκδοχή (την οποία αποδεχόταν ο ίδιος ο Λέοντας) ότι βιολογικός πατέρας του δεύτερου αυτοκράτορα της δυναστείας Λέοντα ΣΤ δεν ήταν ο Βασίλειος Α, αλλά ο Μιχαήλ Γ, ο οποίος ήταν βεβαιωμένα εραστής της μητέρας του Λέοντα Ευδοκίας Ιγγερίνας, τότε από αιματολογική άποψη ο θεωρούμενος Μακεδονικός Οίκος, παρά την σημαντική θέση που κατέχει στην ιστορία του Βυζαντίου, δεν ήταν ξεχωριστή Δυναστεία, αλλά συνέχεια της προηγηθείσας Δυναστείας του Αμορίου, στην οποία ανήκε ο Μιχαήλ Γ (χωρίς αυτό να ανατρέπει σε τίποτε τον τρόπο θεώρησης της συγκεριμένης ιστορικής περιόδου).
Ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (811 – 29 Αυγούστου 886, <βασιλεύς [<βάσις + λεώς {=λαός}} = βασιλικός) ήταν ο 43ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας. Ήταν άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, γεννήθηκε στην Χαριούπολη Ραιδεστού της Θράκης από οικογένεια χωρικών. Ήταν μεγαλόσωμος, δυνατός και ρωμαλέος, εξαιρετικά φιλόδοξος, αλλά εντελώς αγράμματος. Συνωμότησε στη δολοφονία του θείου και σύμβουλου του Μιχαήλ Βάρδα, αλλά και του ίδιου του αυτοκράτορα, τον οποίο η μητέρα του Θεοδώρα δυστύχησε να δει να πεθαίνει με αυτόν τον τρόπο, που επαλήθευσε την πρόβλεψή της ότι ο Βασίλειος θα ήταν το τέλος της δυναστείας της οικογένειάς της. Μετά από απαίτηση του ίδιου του Μιχαήλ, παντρεύτηκε την ερωμένη του αυτοκράτορα Ευδοκία Ιγγερίνα, από την οποία απέκτησε τρία παιδιά (Λέων ΣΤ´, Αθηνά, Αλέξανδρος), ενώ είχε ήδη άλλον ένα, τον Κωνσταντίνο, από τον πρώτο του γάμο με την συντοπίτισσα του Μαρία. Από τις ερωμένες του ονομαστότερες ήταν η Θέκλα και η Δανιηλίς, πλούσια χήρα από την Πάτρα, που τον βοήθησε ποικιλότροπα. Αγαπούσε υπερβολικά τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο ο οποίος όμως πέθανε νωρίς, βυθίζοντας τον Αυτοκράτορα στη θλίψη. Χωρίς προφανή λόγο, δε συμπαθούσε διόλου τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' το Σοφό, τον οποίο μάλιστα είχε συστηματικά διώξει, μέχρι του σημείου της φυλακίσεώς του.
Το 867 έδιωξε τον πατριάρχη Φώτιο, και εγκατέστησε τον Ιγνάτιο, αλλά με το θάνατο του τελευταίου, το 877, επανέφερε τον Φώτιο στον πατριαρχικό θρόνο. Οι λόγοι της αρχικής απομάκρυνσης του Φώτιου σχετίζονται με τη στάση του απέναντι στον Πάπα και την ένταση που είχε προκληθεί ανάμεσα στις δυο εκκλησίες. Ο Βασίλειος αρχικά θέλησε να προσεταιριστεί τον Πάπα ως τμήμα της πολιτικής του στην Ιταλία, αλλά η πολιτική του αυτοκράτορα για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και την οργάνωση της νέας εκκλησίας οδήγησε σε νέα διαφωνία ανάμεσα στις δυο εκκλησίες.Ιδιαίτερη σημασία είχε η εξάρτηση των Βουλγάρων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η ενίσχυση των σχέσεων (πνευματικών και εμπορικών) μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγαρίας.
Ο Βασίλειος Α υπήρξε ικανός αυτοκράτορας. Η διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε από μια σειρά επιτυχίες στην Ανατολή κατά των Αράβων και των Παυλικιανών, και στη Δύση, όπου η Δαλματία και η νότια Ιταλία επανήλθαν υπό βυζαντινή κυριαρχία. Η επιτυχημένη δράση των εξαιρετικών ναυάρχων του, Νικήτα Ωορύφα και Νάσαρ, ανακούφησε την Αδριατική πρώτα και γενικά τη Μεσόγειο καθώς και τα στενά από τις Αραβικές επιδρομές, ενώ επανέφερε τη βυζαντινή διοίκηση σε ένα τμήμα της νότιας Ιταλίας. Παράλληλα, ύστερα από μακροχρόνιες επιχειρήσεις στην Ανατολή εναντίον των παυλικιανών και των Αράβων, πέτυχε την επέκταση των βυζαντινών συνόρων.
Στην περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας έγινε επίσης μια νέα κωδικοποίηση του δικαίου. Ο Βασίλειος είχε διατάξει την «ανακάθαρσιν των παλιών νόμων», θέτοντας έτσι τη βάση για να συγκροτηθεί στα χρόνια του γιου του Λέοντα ΣΤ΄ η γνωστή συλλογή Βασιλικά, ενώ ο ίδιος εξέδωσε τις σημαντικές συλλογές νόμων: Πρόχειρος Νόμος (870-879) και Επαναγωγή (879-886).
Με τα μέτρα που έλαβε για τη δικαιοσύνη και τα δικαστήρια ο Βασίλειος Α έθεσε τις βάσεις για την ισχυροποίηση του κράτους, ενώ φρόντισε για την προστασία των μικροκαλλιεργητών από την απληστία των «δυνατών» και από τη διαφθορά των δημόσιων υπαλλήλων. Το νομοθετικό έργο του είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Έκανε λαμπρές στρατιωτικές εκστρατείες, αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία στη Δαλματία και την Αδριατική, και έθεσε τις βάσεις για την επάνοδο του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Στην Ανατολή πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Σαρακηνών, και εξουδετέρωσε τους παυλικιανούς αιρετικούς που με την υποστήριξη των Αράβων είχαν γίνει ιδιαίτερα ισχυροί, καταλαμβάνοντας τη βάση τους στην Τεφρική. Τέλος ακολούθησε σημαντικότατο πρόγραμμα επισκευών, αποκαταστάσεων και ανεγέρσεων μνημείων, με αποκορύφωμα τη Νέα Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Βασίλειος Α σκοτώθηκε σε ατύχημα με το άλογό του, ενώ κυνηγούσε. Είναι πιθανό να δολοφονήθηκε από τον Λέοντα σε συνωμοσία του με τον στενό σύμβουλο του Βασιλείου Στυλιανό Ζαούτζη, τον πατέρα της ερωμένης του Λέοντα, Ζωής.
Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (19 Σεπτεμβρίου 866 – 11 Μαΐου 912) ήταν ο 44ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 886 μέχρι το θάνατό του το 912. Μαθητής του Φωτίου με εξαιρετική μόρφωση διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας. Έγραψε εκτενή επιτάφιο για τον πατέρα του, ποιήματα, λόγους και ομιλίες, που συνήθιζε να εκφωνεί ο ίδιος στις εκκλησιαστικές γιορτές και στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα «Τακτικά». Για τη συγγραφική του δραστηριότητα τιμήθηκε όσο ακόμη ζούσε με την προσωνυμία «Σοφός». Σ' αυτόν αποδίδονται, χωρίς βεβαιότητα, οκτώ επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας επιγραφόμενα Λέοντος του Φιλοσόφου.
Γεννήθηκε το 866 και ήταν γιος του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου Α΄ και της συζύγου του Ευδοκίας Ιγγερίνας, πρώην ερωμένης του αυτοκράτορα Μιζαήλ Γ Μέθυσου. Ανέλαβε την εξουσία σε ηλικία 20 ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο πατέρας του είχε σαφέστατη προτίμηση στον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο για τη διαδοχή του θρόνου, όμως αυτός πέθανε πρόωρα. Η αντιπάθεια του Βασιλείου στο πρόσωπό του συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ίδιος πάντως πίστευε ότι ήταν γιος του Μιχαήλ Γ΄, αφού η μητέρα του ήταν ερωμένη του, υπόθεση που ευσταθεί, αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα. Βασικός του σύμβουλος ήταν ο Στυλιανός Ζαούτζης, πατέρας της ερωμένης του Λέοντα, Ζωής. Παντρεύτηκε όμως για πολιτικούς λόγους την Θεοφανώ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ευδοκία. Όταν πέθανε η Θεοφανώ, δόθηκε η δυνατότητα στο Λέοντα να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζωή Ζαούτσαινα, η οποία όμως πέθανε άτεκνη σε δύο χρόνια. Κατόπιν παντρεύτηκε την Ευδοκία Βαϊανή, η οποία πέθανε κατά τη διάρκεια της γέννησης του γιου του, ο οποίος επίσης δεν επιβίωσε. Έχοντας συνάψει τρεις γάμους, κατέφυγε σε μεθοδεύσεις ούτως ώστε να γίνει δεκτός από την Εκκλησία ένας τέταρτος γάμος, πράγμα που πέτυχε αντικαθιστώντας τον πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό (πατρ. 901-907 και 912-925) που αντιδρούσε με τον Ευθύμιο (πατρ. 907-912), ο οποίος δέχτηκε τον τέταρτο γάμο. Παντρεύτηκε εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών από τους αυστηρότερους εκπροσώπους του κλήρου τη Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία πριν το γάμο τους ακόμα γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο. Ήταν συμβασιλέας με τον αδελφό του Αλέξανδρο, ο οποίος όμως αδιαφορούσε για τις κρατικές υποθέσεις. Διόρισε επίσης πατριάρχη τον μικρότερο αδερφό του Στέφανο (πατρ. 925-928), σε νεαρή ηλικία.
Ο πόλεμος με τον Συμεών της Βουλγαρίας είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της δύναμης της Αυτοκρατορίας στον αγώνα εναντίον των Αράβων, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Ακολούθησαν επιδρομές των Αράβων εναντίον των βυζαντινών πόλεων στο Βαλκανικό χώρο. Το 902 καταστράφηκε η πόλη της Δημητριάδας, ενώ στις 31 Ιουλίου 904 η Θεσσαλονίκη λεηλατήθηκε, όταν ο αραβικός στόλος με επικεφαλής τον Λέοντα Τριπολίτη προσέγγισε το λιμάνι.
Ολοκλήρωσε το ευρύ νομοθετικό και διοικητικό έργο του πατέρα του, στο οποίο βοήθησε και η βαθιά του μόρφωση. Με διαταγή του κωδικοποιήθηκαν οι νόμοι στα 60 βιβλία των «Βασιλικών», που εκδόθηκαν τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του και αναφέρονται στο Δημόσιο Εκκλησιαστικό, Αστικό και Ποινικό Δίκαιο. Με επιμέρους προβλήματα ασχολούνται οι 113 «Νεαραί» πολλές από τις οποίες απευθύνονταν στο Στυλιανό Ζαούτζη. Το 912 ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το «Επαρχικόν Βιβλίον», ή «Βιβλίον του Επάρχου», το οποίο αποτελεί συλλογή κανόνων σχετικών με την οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου στην Πρωτεύουσα
Ο Αλέξανδρος ήταν ο 45ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (912-913). Γιος του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α' του Μακεδόνα και της Ευδοκίας Ιγγερίνας. Γεννήθηκε 23 Νοεμβρίου 872. Στις 11 Μαΐου 912 διαδέχθηκε στο θρόνο τον αδελφό του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό. Πέθανε από αποπληξία μετά από βασιλεία ενός μόλις έτους και 27 ημερών, στις 6 Ιουνίου 913. Το έργο του Αλέξανδρου δεν ήταν παρά μια σειρά εκδικητικών πράξεων και αναιρέσεων αποφάσεων του αδελφού του. Εδίωξε την γυναίκα του Λέοντα Ζωή Ζαούτσαινα και επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο τον Πατριάρχη Νικόλαο, που είχε επίσης αυθαίρετα καθαιρέσει ο Λέοντας, επειδή αντιδρούσε στον τέταρτο γάμο του. Ο χαρακτήρας του παρουσιάζεται, από τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν, ως εκδικητικός, σκληρός και βίαιος. Δεν ενδιαφερόταν για τα δημόσια πράγματα και έτσι η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από πολλά λάθη σε όλους τους τομείς.
Ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος (905-959), γιος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού και της Ζωής Καρβουνοψίνας, ήταν ο 46ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Η βασιλεία του θεωρητικά άρχισε με το θάνατο του αυτοκράτορα και θείου του Αλέξανδρου από το 913 και περιλαμβάνει τις εξής περίοδους εξουσίας:
13 Μαΐου 908 - 16 Δεκεμβρίου 920 (μαζί με τον Λέοντα ΣΤ΄)
920 – 944 (τυπική συμβασιλεία με των Ρωμανό Λεκαπηνό)
945 - 959 (μόνος αυτοκράτορας).
Ο θάνατος του Αλέξανδρου, βρήκε τον Κωνσταντίνο ανήλικο. Η μητέρα του Ζωή Καρβουνοψίνα (<κάρβουνο + όψη = μαυρομάτα) ανέλαβε τη διοίκηση ως κηδεμόνας του. Η Ζωή κυβέρνησε στο όνομα του νεαρού γιου της, σημείωσε δε και ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες κατά των εξωτερικών εχθρών της. Ο Βυζαντινός στρατός υπό τον Λέοντα Φωκά γνώρισε δύο σημαντικότατες ήττες από τα Βουλγαρικά στρατεύματα υπό τον ηγεμόνα Συμεών, στην Αγχίαλο Ακριβώς τον καιρό αυτό, ο διοικητής του Βυζαντινού στόλου Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός, ορισμένος ως προστάτης του νεαρού Αυτοκράτορα, επέστρεψε στην Πόλη, όπου έδωσε το χέρι της κόρης του Ελένης στον Κωνσταντίνο. Ο Ρωμανός είχε στόχους σφετερισμού του θρόνου και επιβολής του γένους του ως νέας αυτοκρατορικής δυναστείας, η δε δράση του και λοιπές κινήσεις του κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων με τους Βουλγάρους ήταν ύποπτη. Ο Ρωμανός σταδιακά συγκέντρωσε στα χέρια του την εξουσία και από το 919 και μέχρι το θάνατό του, ο Κωνσταντίνος δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή στη διακυβέρνηση, ενώ η μητέρα του Ζωή απομακρύνθηκε με τη γνωστή βυζαντινή μέθοδο του υποχρεωτικού εγκλεισμού σε μοναστήρι.
Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε ώριμος την εξουσία το 945. Ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και διανοούμενος, όπως και ο πατέρας του. Έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του στη σκιά της διακυβέρνησης του πεθερού του Λεκαπηνού, αφιερώθηκε στη μελέτη. Άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο. Τα έργα του έχουν ως ιδεολογικό υπόβαθρο την ενίσχυση της εικόνας του Βυζαντίου και ειδικότερα της Δυναστείας των Μακεδόνων ως κυρίαρχου στοιχείου στον κόσμο κατά το 10ο αιώνα. Το πλήθος των συγγραμμάτων που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο Ζ΄ μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μικρότερα σύνολα: Όσα προέρχονται από τη γραφίδα του ίδιου του αυτοκράτορα ή ακόμη και από τη συνεργασία του με άλλους λογίους και σε όσα γράφτηκαν με εντολή του. Πάντως τα όρια μεταξύ των δυο συνόλων είναι δύσκολο να εξακριβωθούν απόλυτα.
Έργα γραμμένα με το ίδιο το χέρι του είναι:
- "De Ceremoniis Aulae Byzantinae", εξέχον το σύγγραμμά του περί του Βυζαντινού πρωτοκόλλου, το οποίο έχει σωθεί και αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο και βαρύ πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η Αυτοκρατορική οικογένεια.
- Ο Βίος Βασιλείου είναι υποδειγματική βιογραφία του παππού του αυτοκράτορα και αρχηγέτη της Μακεδονικής δυναστείας.
- Λόγος κατά τη μετακομιδή των λειψάνων του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
Τα έργα που γράφτηκαν με εντολή του Πορφυρογέννητου είναι εκείνα που διακρίνονται κυρίως για τον εγκυκλοπαιδικό τους χαρακτήρα:
- Περί βασιλείου τάξεως
- Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν
- Περί θεμάτων
γνωστά στη Δύση με τους αντίστοιχους τίτλους «De cerimoniis», «De administrado imperio», «De thematibus».
Την πρώτη όμως θέση ανάμεσα ανάμεσα στις εγκυκλοπαιδικές συνθέσεις του Πορφυρογέννητου κατέχει η περίφημη ιστορική εγκυκλοπαίδεια απανθισμάτων από τους αρχαίους ιστορικούς, γνωστή κυρίως από την ονομασία Εκλογαί, έργο γνωστό στη βιβλιογραφία ως Excerpta. Το έργο χωρίζονταν σε 53 «υποθέσεις» από τις οποίες έχουν παραδοθεί μόνο 4 και όχι όλες πλήρεις «Περί γνωμών και επιβουλών», «Περί αρετής και κακίας». Εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα έχει και το έργο Γεωπονικά σε 20 βιβλία.
Ο Κωνσταντίνος Ζ ως λόγιος και συγγραφέας ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του βυζαντινού εγκυκλοπαιδισμού. Ως αυτοκράτορας ήταν συνετός. Ενίσχυσε τους φτωχούς έναντι των πλουσίων φεουδαρχών, αποκαθιστώντας μια καλή κοινωνική ισορροπία. Η σύζυγός τoυ Ελένη Λεκαπηνή, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Ρωμανό Β και την Θεοδώρα, μετέπειτα σύζυγο του Ιωάννη Τσιμισκή, ήταν από τους βασικούς συμβούλους του και τον επηρέαζε, στάθηκε κοντά του σε όλες του τις διαμάχες με τον πατέρα της. Ήταν πολύ αγαπητός στο λαό, ο οποίος σεβόταν τόσο τη μόρφωση, όσο και τα παθήματά του από τους Λεκαπηνούς. Η διακυβέρνησή του σφράγισε μια σταθερά ανοδική πορεία της ισχύος της Αυτοκρατορίας, που ξεκίνησε από τον παππού του Βασίλειο, ιδρυτή της δυναστείας των Μακεδόνων. Πέθανε σε ηλικία 54 ετών, το 959, από ανεξήγητη ασθένεια η οποία, κατά μία εκδοχή, αποδίδεται σε δηλητηρίαση από την Θεοφανώ, σύζυγο του γιου του Ρωμανού Β, που βιαζόταν να ανεβάσει στο θρόνο τον σύζυγό της.
Ο Ρωμανός Α΄ ο Λεκαπηνός (ή Λακαπηνός ή Αβάστακτος, Λέκαπα ή Λάκαπα Καππαδοκίας, 870 – Πρώτη Πριγκιποννήσων, 15 Ιουνίου 948) ήταν ο 47ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, στα έτη 920 με 944, καταγόμενος από την ελληνική Καππαδοκία του επίσης ελληνικού θέματος των Αρμενιακών. Για την ελληνικότητα της καταγωγής του μαρτυρούν το όνομα του πατέρα του (Θεοφύλακτος Αβάστακτος), της συζύγου του (Θεοδώρα) και των 6 παιδιών του (Χριστόφορος Λεκαπηνός, Στέφανος Λεκαπηνός, Κωνσταντίνος Λεκαπηνός, Θεοφύλακτος Λεκαπηνός, Ελένη Λεκαπηνού, Αγαθή Λεκαπηνού).
Ο Ρωμανός ήταν γιος του στρατηγού Θεοφύλακτου Αβάστακτου που διακρίθηκε στις εκστρατείες του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' (842-867) αλλά και επί Βασιλείου Α΄ (867-886). Από πολύ νέος ο Ρωμανός συμμετείχε σε εκστρατείες και διακρίθηκε σε αυτές παίρνοντας αργότερα προαγωγή για τον βαθμό του δρουγκαρίου (αρχιναυάρχου). Το 913, όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος, αδελφός και διάδοχος του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) και ο θρόνος περιήλθε στον ανήλικο Κωνσταντίνο Ζ' τον Πορφυρογέννητο, γιο του Λέοντα, ζητήθηκε από τον Ρωμανό να είναι σύμβουλος και προστάτης του Κωνσταντίνου Ζ΄. Ο Ρωμανός έλαβε και αυτόγραφη επιστολή του αυτοκράτορα. Στις 25 Μαρτίου 919 εισήλθε με όλο τον στόλο στο λιμάνι του Βουκολέοντα, ακριβώς κάτω από το Παλάτι. Εμφανίστηκε μπροστά στον Αυτοκράτορα και ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση ενώ διορίστηκε και Μάγιστρος και Μέγας εταιρειάρχης. Μετά περίπου ένα μήνα μνήστευσε την κόρη του Ελένη με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο λαμβάνοντας έτσι τον τίτλο του Βασιλεοπάτορος.
Αυτή όμως η γρήγορη εξέλιξη και τα αξιώματα προκάλεσαν τον φθόνο των στρατηγών, αλλά και την ανησυχία των αρχόντων που περιστοίχιζαν την Μακεδονική Δυναστεία, ακόμα και της ίδιας της βασιλομήτορος Ζωής Α'·Καρβουνοψίνας, που φοβήθηκαν μήπως ο πανίσχυρος πλέον Ρωμανός (που είχε και τέσσερις γιους) θελήσει να να σφετερισθεί το θρόνο, εκθρονίζοντας τον νεαρό αυτοκράτορα. Έτσι εξαρχής ο Ρωμανός αντιμετώπισε σοβαρές αντιδράσεις. Ο στρατηγός Λέων Φωκάς ευρισκόμενος στη Μικρά Ασία και με την ενθάρρυνση του πεθερού του, παρακοιμώμενου του Κωνσταντίνου, σχεδίασε συνωμοσία αρπαγής του θρόνου. Άλλη συνωμοσία σχεδιαζόταν στη Κωνσταντινούπολη από τους άρχοντες Κωνσταντίνο Κτηματινό, Δαυίδ Κουμουλιανό και άλλους. Τις ενέργειες όμως όλων αυτών ματαίωσε ο Ρωμανός με ταχύτατες ενέργειες συλλαμβάνοντάς τους όλους–ακόμη και τον παιδαγωγό του αυτοκράτορα και την βασιλομήτορα Ζωή. Τους απομάκρυνε από τα ανάκτορα και τους εξόρισε, ενώ δε Ζωή εκάρη μοναχή και κλείστηκε στη μονή της Αγίας Ευφημίας.
Μετά απ΄ αυτά ο Ρωμανός Α΄ στις 14 Σεπτεμβρίου 920 αναγορεύτηκε Καίσαρ και στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους συναυτοκράτορας του Βυζαντίου από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Ζ' και τον Πατριάρχη Νικόλαο Α' τον Μυστικό. Στις 6 Ιανουαρίου 921 έστεψε βασίλισσα και τη σύζυγό του Θεοδώρα. Μη αρκούμενος σε αυτά, στις 17 Μαρτίου 921 προσέλαβε ως συμβασιλέα τον γιο του Χριστόφορο και αργότερα και τους άλλους δύο γιους του Στέφανο και Κωνσταντίνο. Αυτή είναι και η μοναδική περίοδος του Βυζαντίου με πέντε συμβασιλείς που είχαν τον τίτλο του Αυτοκράτορα. Παρόλα αυτά, ο Ρωμανός ακόμη φοβόταν τον Κωνσταντίνο και τον υποβίβασε σε δεύτερο στη σειρά ιεραρχίας. Το 933 ο Ρωμανός Α' αναγόρευσε τον 16ετή γιο του Θεοφύλακτο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (πατρ. 933-956). Τελικά, ούτε ο ίδιος απέφυγε τις αυλικές συνωμοσίες. Στο διάστημα της βασιλείας του, η Αυτοκρατορία συνταραζόταν από τους επαναστατημένους Σλάβους που είχαν εγκατασταθεί στη Πελοπόννησο και από τις επιδρομές των Βουλγάρων που προέλαυναν σχεδόν ανενόχλητοι στην Ήπειρο, την Κόρινθο, ακόμη και στο Βόσπορο. Το 921 κατέλαβαν την Αδριανούπολη και το 923 στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη στη Βλαχέρνα. Εκεί προσερχόμενος ο Τσάρος Συμεών με ισχυρή συνοδεία συναντήθηκε με τον Ρωμανό Α’ με αυλική μόνο συνοδεία. Ο Συμεών δέχτηκε δώρα και απήλθε ειρηνικά. Αργότερα μετά το θάνατο του Συμεών (927) και την ανάρρηση του γιου του Πέτρου, ο Ρωμανός τον νύμφευσε με την εγγονή του Μαρία, κόρη του συμβασιλέα Χριστόφορου. Έτσι επικράτησε μια μακρά ειρήνη και ο Ρωμανός απερίσπαστα μπόρεσε να στραφεί κατά των Αράβων, που ορμώμενοι από τη Μεσοποταμία και Συρία, εισέδυαν από ξηρά και θάλασσα στα βυζαντινά εδάφη. Τότε ο στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας, μετά από συνεχείς εκστρατείες κατάφερε να τους καθυποτάξει και να τους καταστήσει φόρου υποτελείς. Για την ασφάλεια των παραλίων που είχε αναλάβει, ο ναύαρχος Ιωάννης Ραδηνός κέρδισε σε ναυμαχία τους Άραβες και απάλλαξε τους παράλιους πληθυσμούς από τις επιδρομές τους. Εκτός των παραπάνω, ο Ρωμανός κατάφερε να περιστείλει επιδρομές των Τούρκων και τελικά το 941 απέκρουσε τη μεγάλη από θαλάσσης επιδρομή στο Βόσπορο του ηγεμόνα των Ρως Ιγκόρ του Κιέβου.
Ο Ρωμανός Α΄ εξέδωσε νόμους αγροτικής προστασίας, κατά της απληστίας των ισχυρών, απάλλαξε τους πένητες από τα χρέη, παρείχε οικονομική ενίσχυση στους αποφυλακισμένους και ίδρυσε πολλά ευαγή ιδρύματα όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ναούς, ξενώνες για τους άπορους ξένους. Έκανε επίσης εκτενείς επισκευές στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στις 19 Δεκεμβρίου του 944 συνελήφθη από τον ίδιο τον συμβασιλέα και γιο του Στέφανο και εξορίστηκε στο νησί Πρώτη των Πριγκιποννήσων, όπου δια της βίας εκάρη μοναχός. Κλείστηκε σε μοναστήρι του νησιού όπου πέθανε το 948.
Ο Ρωμανός Β' (939 - 15 Μαρτίου 963) ήταν ο 48ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Κωνσταντίνο Ζ' το 959, σε ηλικία 20 ετών, και πέθανε ξαφνικά το 963 σε ηλικία 24 ετών. Ο Ρωμανός Β' ήταν γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' και της Ελένης Λεκαπηνού, κόρης του αυτοκράτορα Ρωμανού Α' και της γυναίκας του, Θεοδώρας. Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 939. Το 944, μόλις πενταετής, νυμφεύθηκε την Βέρθα, κόρη του Γάλλου Ηγεμόνα Ούγου. Mετά το θάνατό της το 949, ερωτεύτηκε την ωραία Αναστασία (κόρη ταβερνιάρη απο την Σπάρτη) την οποία μετονόμασε σε Θεοφανώ. Εικοσαετής διαδέχθηκε τον πατέρα του που πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 959. Ο Ρωμανός Β' ήταν νέος ωραίος αθλητικού παραστήματος, νοήμων, ευπαίδευτος και φίλαθλος, συνεχώς ασχολούμενος με το κυνήγι και παραμελώντας ενίοτε τα καθήκοντά του. Είχε όμως τη δεξιότητα να αναθέτει τα μεγαλύτερα του κράτους υπουργήματα σε άνδρες ικανούς και δραστήριους. Τη διαχείριση όλης της βασιλικής εξουσίας εμπιστεύθηκε στον Ιωσήφ Βρίγγα και αρχιστρατήγους του όρισε για τα μεν στην Ασία στρατεύματα τον περιφανή στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, των δε ευρωπαϊκών περιοχών τον αδελφό του Λέοντα Φωκά.
Το 960 θέλησε να απαλλάξει την Κρήτη από τον αραβικό ζυγό παρά την αντίθετη άποψη των περισσοτέρων συγκλητικών, που τους φόβιζε η δυσχέρεια της επιχείρησης. Έτσι κάλεσε από τη Μικρά Ασία τον Νικηφόρο Φωκά και του ανέθεσε την αρχηγία της εκστρατείας που τελικά στέφθηκε με επιτυχία. Στο μεταξύ οι Άραβες της Κιλικίας, επωφελούμενοι από την απομάκρυνσης του Νικηφόρου, εισέβαλαν με πολύ στρατό στο βυζαντινό έδαφος υπό τον Εμίρη Χαμβντά. Εναντίον αυτών ο Ρωμανός έστειλε τον Λέοντα Φωκά, το έργο του οποίου ολοκλήρωσε ο Νικηφόρος Φωκάς. Αυτός μετά την επιστροφή του από τη Κρήτη (961) επαναδιορίστηκε στρατηγός στη Μικρά Ασία και πολύ σύντομα κατατρόπωσε τελείως τους Άραβες, εκπορθώντας 60 κάστρα και παίρνοντας χιλιάδες αιχμαλώτους και αμύθητη λεία.
Στο μέσο των μεγάλων αυτών επιτυχιών, στις 15 Μαρτίου 963, ο Ρωμανός Β' πέθανε αιφνίδια, κατ΄ άλλους δηλητηριασμένος από τη σύζυγό του, κατ΄ άλλους από συγκοπή καρδιάς λόγω βιαίων ασκήσεων. Τον διαδέχθηκαν οι γιοί του Βασίλειος Β' και Κωνσταντίνος Η' επιτροπευόμενοι από τη μητέρα τους Θεοφανώ, οποία όμως σύντομα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά. Ο Ρωμανός Β' είχε και δύο κόρες, τη Θεοφανώ, που πιστευόταν (όπως φαίνεται εσφαλμένα) ότι παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Β’ το 972, και την Άννα που το 989 παντρεύτηκε τον Ρως ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο τον Μέγα.
Ο Νικηφόρος Β Φωκάς (912 - 11 Δεκεμβρίου 969) ήταν ο 49ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο οποίος έμεινε στο θρόνο από το 963 μέχρι το θάνατό του. O Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από τη μεγάλη στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μάγιστρου. Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ανέλαβε ως επικεφαλής την εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες). Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού. Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (σημ. Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί (αφήνοντας μάλιστα για τη θρησκευτική στήριξη, αναμόρφωση και τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον εκ του Πολεμονιακού Πόντου καταγόμενο Άγιο Νίκωνα τον "Μετανοείτε") και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει έπειτα από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' και μεγάλου πλήθους.
α. Αυτοκράτορας
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β', η χήρα του Θεοφανώ κάλεσε το Νικηφόρο στην πρωτεύουσα, έχοντας πρόθεση να του ζητήσει προστασία για τα παιδιά της και την ίδια. Με την άφιξή του στην Πόλη, και μπροστά στην απαστράπτουσα ομορφιά της Θεοφανούς, φαίνεται ότι την ερωτεύτηκε ειλικρινά και ξέχασε τους προηγούμενους όρκους του. Όμως, τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία. Η αυτοκράτειρα, παρ' όλα αυτά, με χαρά δέχτηκε το γάμο που της πρότεινε ο Νικηφόρος, διότι προστάτευε σε μεγάλο βαθμό τα οικογενειακά και προσωπικά της συμφέροντα, με προστάτη έναν αδέκαστο και αφοσιωμένο στρατιώτη. Τότε ο Νικηφόρος Φωκάς παντρεύτηκε τη Θεοφανώ και τον Αύγουστο του 963 στέφθηκε αυτοκράτορας στο ναό της Αγίας Σοφίας, αντιμετωπίζοντας όμως εκκλησιαστικές αντιδράσεις, κυρίως του πατριάρχη Πολύευκτου (πατρ. 956-970), διότι ήταν νονός κάποιου από τα παιδιά της Θεοφανούς. Πριν παντρευτεί τη Θεοφανώ, ήταν χήρος και είχε ορκιστεί αποχή.
Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας, προχωρώντας έως την Τρίπολη. Παράλληλα, έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια. Ωστόσο, η συνεχής πολεμική δραστηριότητα των Βυζαντινών για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) είχε κουράσει το βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις.
Το 968 ο Λιουτπράνδος, Λομβαρδός ιστορικός, συγγραφέας και επίσκοπος της Κρεμόνας από το 961 έως το 972, ανέλαβε διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, στην αυλή του Νικηφόρου Φωκά με σκοπό να διαπραγματευτεί το συνοικέσιο της Θεοφανούς, πορφυρογέννητης κόρης του Ρωμανού Β' με το γιο του Όθωνα Α΄, Όθωνα Β΄. Ο Όθωνας Β είχε ήδη στεφθεί Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γεγονός που δημιουργούσε πρόσθετα προβλήματα στις σχέσεις με το Βυζάντιο, και το συνοικέσιο αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει την εξομάλυνση της κατάστασης. Οι διαπραγματεύσεις παρατάθηκαν επί μακρόν και κατέληξαν σε αποτυχία εξαιτίας του ανταγωνισμού των δύο αυτοκρατοριών για τη Ν. Ιταλία. Ο Λιουτπράνδος θεώρησε ότι οι Βυζαντινοί δεν τον φιλοξένησαν με τρόπο αντάξιο της αποστολής του, τον υποτίμησαν σε σχέση με άλλους πρέσβεις, τον προσέβαλαν για την καταγωγή του και προσπάθησαν να τον παραπλανήσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις. Η σχετική αναφορά του (Relatio) εκφράζει με υβριστικό τόνο την οργή για την ταπείνωσή του και δυσφήμισε το Βυζάντιο στη Δύση, με τρόπο που που επηρέασε τους δυτικούς ιστοριογράφους επί πολλούς αιώνες μέχρι τα νεότερα χρόνια.
β. Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά
Ο ανεψιός του Φωκά Ιωάννης Τσιμισκής εκμεταλλεύτηκε τη δυσφορία αυτή, συνεργάστηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ και οργάνωσε συνωμοσία για την εκθρόνισή του, η οποία συντελέστηκε με τη νύχτα της 10ης Δεκεμβρίου του 969, όταν ο Νικηφόρος δολοφονήθηκε με απεχθή τρόπο, την ώρα που κοιμόταν (σαν στρατιωτικός κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ' ολίγο να του έσωζε τη ζωή) από συνεργάτες του Ιωάννη. Τα μέλη της συνωμοσίας είχαν ορίσει την 10η Δεκεμβρίου ως την ημέρα εκτέλεσης του σχεδίου τους για την δολοφονία του αυτοκράτορα. Νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Θεοφανώ (από τους πρωτεργάτες της συνωμοσίας) είχε βοηθήσει στην είσοδο των υπολοίπων μελών κρυφά στο παλάτι ντύνοντας τους με γυναικεία ρούχα, κάτω από τα όποια έκρυβαν τα φονικά τους όπλα. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο όποιος είχε ηγετικό ρολό σε αυτήν την συνωμοσία, για να μην κινήσει υποψίες βρισκόταν στο Πέραν. Ωστόσο οι ενέργειες αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες και έφτασαν στα αυτιά του Νικηφόρου. Αυτός ανήσυχος έστειλε τον Μιχαήλ, έναν από τους πιο έμπιστους ευνούχους του, όπως πίστευε, για να ερευνήσει το παλάτι. Αυτός όμως απ ότι φαίνεται είχε ταχθεί με το μέρος της Θεοφανούς και έτσι δεν ανέφερε τίποτα το ασυνήθιστο στον αυτοκράτορα. Τη νύχτα αυτή, όπως αναφέρεται από τον Λέοντα τον Διάκονο, μια τρομερή χιονοθύελλα είχε ξεσπάσει στην Πόλη. Οι συνεργάτες του Τσιμισκή φοβήθηκαν μήπως δεν κατάφερνε να διασχίσει εγκαίρως τον φουρτουνιασμένο Κεράτιο κόλπο καθώς επέβαινε σε μικρή βάρκα και δεν είχε δάδα αναμμένη, ώστε να μην γίνει αντιληπτός από τους φρουρούς των τειχών. Τελικά λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρέθηκε και αυτός στο παλάτι, έτοιμος για δράση.
Ο αυτοκράτορας, ανυποψίαστος για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν δίπλα του, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα, συνήθεια που είχε αποκτήσει όσο καιρό ήταν στρατιωτικός, σε μια γωνία του αυτοκρατορικού δωματίου. Την προκαθορισμένη ώρα οι συνωμότες οδηγημένοι από κάποιον έμπιστο του αυτοκράτορα βρέθηκαν στην κάμαρά του. Όταν είδαν το αυτοκρατορικό κρεβάτι άδειο τους κυρίευσε τρόμος και πανικός γιατί πίστευαν ότι η συνωμοσία τους είχε αποκαλυφθεί και οι αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες τους είχαν στήσει παγίδα για να τους συλλάβουν την ώρα που θα εκτελούσαν την αποτρόπαια ενέργειά τους. Τελικά τη λύση την έδωσε πάλι ο έμπιστος του Φωκά που τους είχε οδηγήσει ως εκεί, δείχνοντας τους την σκοτεινή γωνία του δωματίου όπου κοιμόταν ο Νικηφόρος. Τότε ο ταξίαρχος Λέων Βαλάντης τράβηξε το ξίφος του και κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στον αυτοκράτορα με σκοπό να τον αποκεφαλίσει. Την στιγμή αυτή φαίνεται πως ο Νικηφόρος ξύπνησε και στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να ξεφύγει, χτυπήθηκε στο πρόσωπο από το σπαθί του ταξίαρχου αλλά δεν σκοτώθηκε. Στην τραγική κατάσταση που βρισκόταν, τυφλωμένος απ τα αίματα, ανήμπορος να αντιδράσει και εγκαταλελειμμένος από όλους, έστρεψε τις τελευταίες του ελπίδες στην Παναγία. Τελικά άφησε την τελευταία του πνοή με το όνομα της Παναγίας στα χείλη του. Οι αυτοκρατορικοί φρουροί θορυβημένοι από την φασαρία μπήκαν στην καμάρα. Όταν αντίκρισαν το ακέφαλο σώμα του Νικηφόρου μέσα σε μια λίμνη αίματος κατάλαβαν ότι είχαν φτάσει πολύ αργά.
Στο μεταξύ λίγες στιγμές μετά την δολοφονία, άνθρωποι του Ιωάννη Τσιμισκή ξεχύθηκαν στους δρόμους της βασιλεύουσας φωνάζοντας «Ιωάννης, Αύγουστος και Βασιλεύς των Ρωμαίων». Η παγωμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Πόλη από την στυγερή δολοφονία του αυτοκράτορα συνέβαλε στην αδράνεια των πολιτών, που δεν τόλμησαν να αντισταθούν στην ενθρόνιση του πρωτεργάτη της συνωμοσίας Ιωάννη Τσιμισκή. Το σώμα του Νικηφόρου πετάχτηκε από το παράθυρο του δωματίου και έμεινε εκεί παραπεταμένο για την υπόλοιπη ημέρα. Μόλις βράδιασε, κάποιοι από τους υπηρέτες που είχαν παραμείνει πιστοί, πήραν το σώμα του και το μετέφεραν μέσα από τους άδειους δρόμους της Πόλης στο νεκροταφείο των βασιλέων στην εκκλησία των Αγίων Απόστολων και το έβαλαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο. Χαρακτηριστικό είναι, όπως φαίνεται από τα λεγόμενα του Λέοντος του Διακόνου, ότι επίσημα δεν έγινε κηδεία του πρώην αυτοκράτορα. Αυτό το φρικιαστικό τέλος επεφύλαξε η μοίρα για τον Nικηφόρο Β΄ Φωκά, τον γενναίο στρατηγό, τον ευσεβή χριστιανό αλλά και τον προδομένο αυτοκράτορα. Πάνω στον τάφο του ήταν χαραγμένη η εξής επιγραφή: «Τους νίκησε όλους εκτός από μια γυναίκα».
γ. Αποτίμηση
Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν φύση δυναμική και ιδιόρρυθμη και αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση τόσο στο πεδίο των μαχών όσο και στην εμπειρία της ασκητικής ησυχίας. Πριν γίνει αυτοκράτορας, αναδείχθηκε μεγαλος στρατηγός σε όλα τα μέτωπα της εποχής του. Χαρακτηριζόταν από μεγάλη ευσέβεια και αγαπούσε τον μοναχισμό, ήταν όμως γεννημένος στρατιώτης. Είχε σωματική αντοχή και διανοητική ικανότητα μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, και, μολονότι βραχύσωμος, ήταν εξαιρετικά ρωμαλέος. Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα στρατεύματά του, τα οποία αγαπούσε και προστάτευε πάση θυσία, και τα οποία του ήταν πιστά μέχρι θανάτου. Πέρα από τη βαθιά του πίστη στο χριστιανισμό, δεν είχε άλλα ενδιαφέροντα. Βοήθησε τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη να χτίσει την πρώτη μονή του Αγίου Όρους, τη σημερινή Μεγίστη Λαύρα, θέτοντας ένα επίσημο πλαίσιο λειτουργίας της μονής και όλης της περιοχής. Λέγεται ότι κάτω από το αυτοκρατορικό ένδυμα φορούσε ράσα και είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εγκαταλείψει το θρόνο και να γίνει μοναχός. Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθειά του να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων του με τους μουσουλμάνους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετη την Εκκλησία και ως εκ τούτου ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του.
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και μεγαλόπνοος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας. Έδειξε ιδιαίτερη πολιτική ευελιξία, όταν, εξουδετερώνοντας τους εχθρούς του και υποψήφιους αυτοκράτορες, κέρδισε τη μάχη της εξουσίας. Ατυχώς, έλαβε μέτρα ευνοϊκά για τη μεγάλη γαιοκτησία, με αποτέλεσμα να γίνει αντιπαθής στο λαό. Η στρατιωτική του πολιτική ήταν απόλυτα επιτυχής, ήταν όμως λιγότερο έμπειρος διπλωμάτης, προκαλώντας αναταραχή στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Δυτικούς, τους Βούλγαρους και τους Ρως, όπως δείχνει και το περιστατικό με τον Λιουτπράνδο.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής (925 - 10 Ιανουαρίου 976, <Ίων + άνω + νοεί [=έχει φρόνημα Ίωνος, σκέπτεται σαν Ίωνας {=Έλληνας}]) ήταν ο 50ος αυτοκράτορας και στρατηγούς του Βυζαντίου, καταγόμενος από την αριστοκρατική οικογένεια των Κουρκούα, της οποίας αρχική έδρα ήταν το Θέμα των Αρμενιακών (στην ελληνική Καππαδοκία). Η μητέρα του ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Το προσωνύμιο Τσιμισκής προέρεχται από τα συστατικά «οξύ + μίσγω [=αναμιγνύω]» και σημαίνει «χρήστης ξιδιού». Η ανάρρησή του στο θρόνο στις 11 Δεκεμβρίου 969, έγινε μετά από συνωμοσία και ύστερα από δολοφονία του θείου του Νικηφόρου Φωκά. Στη συνωμοσία του συμμετείχε ή ίσως και πρωτοστατούσε η Θεοφανώ, η οποία υπήρξε σύζυγος αρχικά του Ρωμανού Β΄ και στη συνέχεια σύζυγος του Νικηφόρου Φωκά. Η Θεοφανώ κρίνοντας ότι ο Φωκάς με τα αυστηρά μέτρα του προκαλούσε λαϊκή δυσαρέσκεια, συνωμότησε με τον εραστή της Τσιμισκή να τον σκοτώσουν και να αναλάβει αυτός τη διακυβέρνηση ως νέος σύζυγός της. Η Θεοφανώ έβαλε στο παλάτι τους δολοφόνους συνωμοτώντας και με άλλα μέλη του αυλικού περιβάλλοντος και αυτοί σκότωσαν τον αυτοκράτορα στο υπνοδωμάτιό του. Ομως η συνωμοσία ήταν πασιφανής και όλο το βάρος έπεσε στη Θεοφανώ, με αποτέλεσμα ο Πατριάρχης να δηλώσει στον Τσιμισκή ότι δεν θα τον έχριζε αυτοκράτορα αν δεν απομάκρυνε τη Θεοφανώ από το παλάτι. Ο Τσιμισκής, για να αποφύγει το σκάνδαλο, την αποκήρυξε και την έκλεισε σε μοναστήρι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, είχε στη διάθεσή του ικανούς στρατηγούς, και κυρίως τους Βάρδα Σκληρό και Πέτρο Φωκά (ανεψιό του Νικηφόρου). Με τη βοήθειά τους, εξουδετέρωσε την απειλή των Ρως υπό τον Σβιατοσλάβο. Αντιμετώπισε επίσης με επιτυχία το πραξικόπημα του αδελφού του Πέτρου Βάρδα Φωκά, ενώ ταυτόχρονα ήταν μεγαλόψυχα ευγενικός με τους συνωμότες.
Το 971 νυμφεύτηκε μία από τις αδελφές του Ρωμανού Β’ (κόρη του Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου), τη Θεοδώρα, γυναίκα θεοσεβή και ήπια. Πάντρεψε την ανιψιά του Θεοφανώ με τον πρίγκηπα και διάδοχο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους Όθωνα Β’ (Όττο Β'), για διπλωματικούς λόγους. Διεξήγαγε σημαντικές μάχες στη Βουλγαρία αλλά και στην Ανατολή, κατακτώντας αχανείς εκτάσεις σε Βορρά και Ανατολή για λογαριασμό της Αυτοκρατορίας. Ο θάνατός του επήλθε από κάποιου είδους δηλητηρίαση, σε ηλικία 51 ετών. Προς το τέλος της βασιλείας του, ο Ιωάννης Τσιμισκής είχε προγραμματίσει καθυστερημένα να περιορίσει τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων, και ο θάνατός του, ο οποίος ήρθε αμέσως μετά την ομιλία του εναντίον τους, δημιούργησε φήμες ότι ο Τσιμισκής δηλητηριάστηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό, νόθο γιο του αυτοκράτορα Ρωμανού Α', που ήταν τότε της πρόεδρος της Γερουσίας, και ο οποίος είχε αποκτήσει παράνομα τεράστια ακίνητη περιουσία και φοβόταν την έρευνα και την τιμωρία του.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής ήταν ικανός ηγέτης με πολύπλευρες δυνατότητες. Ήταν φιλόπτωχος, ευγενής και δίκαιος και έλαβε φιλολαϊκά μέτρα. Απολογιστικά το έργο του κρίνεται σημαντικό, και είναι σίγουρα από τους συντελεστές της πορείας προς την κορύφωση της δύναμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που έμελλε να γίνει κατά την περίοδο του επόμενου αυτοκράτορα Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου.
Ο Βασίλειος Β' (958 - 15 Δεκεμβρίου 1025), ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, ήταν ο 51ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μέλος της Μακεδονικής δυναστείας, ο οποίος βασίλεψε από τις 10 Ιανουαρίου 976 έως το θάνατό του στις 15 Δεκεμβρίου 1025, χαρίζοντας την τελευταία περίοδο πολιτικής ακμής στην αυτοκρατορία. Το πρώτο μέρος της μακράς βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια σε πανίσχυρους στρατηγούς από την αριστοκρατία της Ανατολίας. Μετά την υποταγή τους, ο Βασίλειος Β επέβλεψε τη σταθεροποίηση και την επέκταση των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και, πάνω απ' όλα, την τελική και πλήρη υποταγή της Βουλγαρίας, του κυριότερου ευρωπαϊκού εχθρού της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη. Μετά από συνεχείς πολέμους εξασφάλισε για την αυτοκρατορία σύνορα που εκτείνονταν από τη Νότια Ιταλία μέχρι τον Καύκασο και από το Δούναβη μέχρι την Παλαιστίνη. Έδειξε επίσης διοικητικές ικανότητες, μειώνοντας τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων, που κυριαρχούσαν στη διοίκηση και στο στρατό, και γεμίζοντας τα θησαυροφυλάκια της αυτοκρατορίας. Πολύ μεγάλης σημασίας ήταν η απόφαση του να προσφέρει το χέρι της αδελφής του, Άννας, στον Βλαδίμηρο Α' του Κιέβου, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική του υποστήριξη, γεγονός που οδήγησε στον εκχριστιανισμό των Ρως και την ενσωμάτωση της Ρωσίας στην σφαίρα πολιτιστικής επιρροής του Βυζαντίου.
α. Καταγωγή και παιδική ηλικία
Ο Βασίλειος Β' γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 958 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, η οποία καταγόταν από την Λακωνία. Η πατρική του καταγωγή ανάγεται στον υποτιθέμενο πρόγονό του, Βασίλειο Α', ιδρυτή της δυναστείας, του οποίου η προέλευση ήταν ελληνική από τη Θράκη. Αν εξάλλου αληθεύει η εκδοχή ότι βιολογικός πατέρας του Λέοντα ΣΤ' (προπάππου του Βασιλείου Β') ήταν ο Μιχαήλ Γ΄ και όχι ο Βασίλειος Α', τότε η πατρική καταγωγή του Βασίλειου Β ήταν από το Αμόριο της Φρυγίας, από την οικογένεια του Μιχαήλ Β Τραυλού, του οποίου οι πρόγονοι μιλούσαν επίσης ελληνικά. Το 960, όταν ο Βασίλειος ήταν δύο ετών, ο πατέρας του τον έκανε συναυτοκράτορα. Όμως το 963 ο πατέρας του πέθανε, ενώ ο Βασίλειος ήταν μόλις 5 ετών. Επειδή ο Βασίλειος και ο αδελφός του, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Η' (βασ. 1025-1028), ήταν πολύ μικροί, η μητέρα τους Θεοφανώ παντρεύτηκε έναν από τους κορυφαίους στρατηγούς του Ρωμανού, τον Νικηφόρο Β' Φωκά, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας το ίδιο έτος. Το 969 ο Νικηφόρος Φωκάς δολοφονήθηκε από τον ανεψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας και βασίλεψε για 7 χρόνια. Τέλος, όταν ο Ιωάννης Τσιμισκής πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 976, ο 18χρονος τότε Βασίλειος Β' ανέλαβε πλέον τα καθήκοντα του αυτοκράτορα.
β. Εξεγέρσεις στην Ασία και συμμαχία με τους Ρως
Ο Βασίλειος ήταν γενναίος στρατιώτης και εξαιρετικός ιππέας και έμελλε να αποδείξει ότι ήταν ισχυρός ηγέτης και ικανός στρατηγός. Στην αρχή δεν έδειξε την πλήρη έκταση της ενέργειάς του. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, η διοίκηση παρέμεινε στα χέρια του ευνούχου Βασίλειου Λεκαπηνού (νόθου γιου του αυτοκράτορα Ρωμανού Α'), προέδρου της Γερουσίας. Ο Λεκαπηνός ήταν ένας προικισμένος, αλλά πανούργος, άνθρωπος, ο οποίος έλπιζε ότι οι νέοι αυτοκράτορες θα ήταν μαριονέτες του. Ο Βασίλειος Β περίμενε και παρακολουθούσε χωρίς να παρεμβαίνει, μαθαίνοντας όμως τις λεπτομέρεις των διοικητικών επιχειρήσεων και εμβαθύνοντας στη στρατιωτική επιστήμη.
Ως αποτέλεσμα των αποτυχιών των άμεσων προκατόχων του, ο Βασίλειος Β' βρέθηκε από την αρχή της βασιλείας του αντιμέτωπος με ένα σοβαρό πρόβλημα καθώς δύο μέλη της πλούσιας στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας, ο Βάρδας Σκληρός (παλαιότερα στενός συνεργάτης του Ιωάννη Τσιμισκή) και ο Βάρδας Φωκάς, διέθεσαν αρκετούς πόρους για να προβούν σε ανοικτές εξεγέρσεις εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Το κύριο κίνητρο των δύο ανδρών, οι οποίοι ήταν έμπειροι αλλά αλληλοσυγκρουόμενοι στρατηγοί, ήταν να αναρριχηθούν στον αυτοκρατορικό θρόνο και να εκμηδενίσουν το ρόλο και την επιρροή του Βασίλειου Β. Ο Βασίλειος Β, δείχνοντας την τάση για αυστηρότητα, που θα έγινε αργότερα το σήμα κατατεθέν του, ανέλαβε να τους αντιμετωπίσει ο ίδιος και κατέστειλε τις εξεγέρσεις τόσο του Σκληρού (το 979) όσο και του Φωκά (το 989). Αυτές οι εξεγέρσεις είχαν βαθιά επίδραση στις προοπτικές και τη μέθοδο διακυβέρνησης του Βασίλειου Β'. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός παρουσιάζει τον ηττημένο Σκληρό να συμβουλεύει τον αυτοκράτορα να καθαιρεί τους κυβερνήτες που γίνονταν υπερβολικά περήφανοι, να μην αφήνει στους στρατηγούς που είναι σε εκστρατείες να έχουν πολλούς πόρους, να τους εξαντλεί με άδικες ενέργειες για να είναι απασχολημένοι συνεχώς με υποθέσεις, να μην επιτρέπει την παρουσία γυναικών στα αυτοκρατορικά συμβούλια, να μην είναι προσβάσιμος σε κανέναν και να μοιράζεται με λίγους τα προσωπικά του σχέδια. Ο Βασίλειος Β φαίνεται πως έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη του αυτή τη συμβουλή.
Για να αντιμετωπίσει την τελευταία εξέγερση, ο Βασίλειος Β συμμάχησε με τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο Α' του Κιέβου, ο οποίος το 988 είχε καταλάβει τη Χερσώνα, την κύρια αυτοκρατορική βάση στην Κριμαία. Ο Βλαδίμηρος προσφέρθηκε να αφήσει τη Χερσώνα και να ενισχύσει με 6.000 στρατιώτες τον Βασίλειο, ζητώντας ως αντάλλαγμα να νυμφευτεί την αδελφή του Βασίλειου, Άννα. Στην αρχή, ο Βασίλειος δίστασε καθώς οι Βυζαντινοί έβλεπαν όλα τα έθνη της Βόρειας Ευρώπης, είτε ήταν Φράγκοι είτε ήταν Σλάβοι, ως βάρβαρους, αλλά και η ίδια η Άννα δεν ήθελε να παντρευτεί έναν βάρβαρο ηγέτη. Ο Βλαδίμηρος είχε κάνει μακρόχρονη έρευνα σε διάφορες θρησκείες, στέλνοντας μάλιστα και αντιπροσώπους σε διάφορες χώρες. Ο γάμος δεν ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο επέλεξε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Όταν ο Βλαδίμηρος υποσχέθηκε να βαπτιστεί ο ίδιος χριστιανός και να προσηλυτίσει το λαό του στο χριστιανισμό, ο Βασίλειος συμφώνησε. Ο Βλαδίμηρος και η Άννα παντρεύτηκαν στην Κριμαία το 989. Η επιστράτευση των Ρως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό της εξέγερσης και αποτέλεσε τη βάση του Τάγματος των Βαράγγων. Έτσι κερδίθηκε η κρίσιμη μάχη της Αβύδου ενάντια στις δυνάμεις της οικογένειας Φωκά τον Απρίλιο του 989, ενώ στη συνέχεια συνθηκολόγησε ο Βάρδας Σκληρός. Επιπλέον, ο γάμος του Βλαδίμηρου και της Άννας είχε σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες, σηματοδοτώντας την έναρξη της διαδικασίας με την οποία το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας πολλούς αιώνες αργότερα θα αυτοανακηρυσσόταν "Η Τρίτη Ρώμη" και θα διεκδικούσε την πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Μετά τις εξεγέρσεις ακολούθησε η πτώση του Βασίλειου Λεκαπηνού. Ο Λεκαπηνός κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε με τους εξεγερθέντες και τιμωρήθηκε με εξορία και με δήμευση της τεράστιας περιουσίας του. Προσπαθώντας να προστατέψει τις χαμηλές και τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, ο Βασίλειος Β' έκανε αδίστακτο πόλεμο κατά του συστήματος της τεράστιας περιουσίας που αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία. Το 995, επιστρέφοντας με το στρατό του από την Ανατολή μέσω της Καππαδοκίας, φιλοξενήθηκε πλουσιοπάροχα από τον Ευστάθιο Μαλεϊνό, μέλος ισχυρής οικογένειας που είχε παρασταθεί στους Φωκάδες. Αντί να τον ευχαριστήσει, ο Βασίλειος τον μετέφερε αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη και όταν πέθανε δήμευσε την κτηματική περιουσία του. Το 996 νομοθέτησε την πιο απόλυτη απαγόρευση κατά της απόκτησης γαιών από τους ισχυρούς. Ακόμα και αν κάποιος ισχυρός είχε κατοχή 40 ετών σε κάποια έκταση γης, που ανήκε σε κάποιον αδύνατο, και άσχετα από οποιεσδήποτε βελτιώσεις είχε επιφέρει σ’ αυτήν, ο αδύνατος μπορούσε να επανακτήσει την περιουσία του, και μάλιστα χωρίς να επιστρέψει το αρχικό τίμημα.
γ. Εκστρατείες εναντίον των Αράβων
Έχοντας θέσει τέρμα στις εσωτερικές διαμάχες, ο Βασίλειος Β' έστρεψε την προσοχή του σε άλλους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Οι βυζαντινοί εμφύλιοι πόλεμοι είχαν εξασθενήσει τη θέση της αυτοκρατορίας στα ανατολικά και οι κατακτήσεις του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή παρά λίγο να βρεθούν στα χέρια των Φατιμιδών. Μετά από δύο βαριές ήττες του δούκα της Αντιόχειας, Μιχαήλ Βούρτζη, το 992 και το 994, το Χαλέπι πολιορκήθηκε και η Αντιόχεια απειλήθηκε από το στρατό των Φατιμιδών. Το 995, ο Βασίλειος Β', με στρατό 40.000 ανδρών (και με 80.000 μουλάρια) άρχισε εκστρατεία κατά των Φατιμιδών, ανακουφίζοντας το Χαλέπι. Η ταχύτητα της αφίξεως του στρατού του Βασιλείου ήταν εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής. Σε δεκαπέντε μόλις μέρες ο στρατός του διέσχισε την απόσταση από τις χιονοσκέπαστες κορυφές της Μακεδονίας μέχρι τις ερήμους της Συρίας. Στη συνέχεια απέκτησε τον έλεγχο της πεδιάδας του Ορόντη και διεξάγοντας επιδρομές νοτιότερα, κατέλαβε όλες τις πόλεις από την Έμεσα μέχρι την Τρίπολη στο σημερινό Λίβανο.
Αν και δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να μπει στην Παλαιστίνη και να ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, ο Βασίλειος Β' κατάφερε να ενσωματώσει στην αυτοκρατορία το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας. Κανένας αυτοκράτορας από την εποχή του Ηράκλειου δεν κατάφερε να κρατήσει αυτά τα εδάφη, τα οποία παρέμειναν μέρος της αυτοκρατορίας για τα επόμενα 75 χρόνια. Ο Βασιλειος κατέλαβε ολο το χαλιφάτο απο την Βαγδάτη μέχρι την Ισπανία, τους Αγίους Τόπους, ολα τα παράλια της Αφρικής και τον Καύκασο.
δ. Η κατάκτηση της Βουλγαρίας
Ο Βασίλειος Β' ήθελε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορία στα εδάφη που είχαν χαθεί στο παρελθόν. Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο εχθρό του, τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία υποτάχθηκε εν μέρει στον Ιωάννη Τσιμισκή κατά την εκστρατεία του τελευταίου κατά των Ρως του Σβιατοσλάβου, αλλά μέρη της χώρας παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Βυζαντινών. Στα τέλη του 10ου αιώνα, οι κλυδωνισμοί στο εσωτερικό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ευνόησαν την ανάπτυξη του βουλγαρικού επεκτατισμού σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου. Με ηγέτη τον Σαμουήλ οι Βούλγαροι ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος εκτεινόμενοι προς Βορρά μέχρι το Δούναβη και προς Νότο μέχρι τη Θεσσαλία, ενώ οι ληστρικές επιδρομές που επιχειρούσαν ακόμη και μέχρι την Πελοπόννησο είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα για την αυτοκρατορία.
Η βυζαντινή κυβέρνηση προσπάθησε να προκαλέσει διχόνοια στις τάξεις των Βουλγάρων επιτρέποντας κατ' αρχάς τη διαφυγή του αιχμάλωτου αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, Μπορίς Β'. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, και κατά τη διάρκεια μίας ανάπαυλας της διαμάχης του με την αριστοκρατία, ο Βασίλειος οδήγησε στρατό 30.000 ανδρών στη Βουλγαρία και πολιόρκησε την πόλη Σερδική (σημερινή Σόφια) το 986. Έχοντας απώλειες και ανησυχώντας για την αφοσίωση μερικών από τους κυβερνήτες του, ο Βασίλειος έλυσε την πολιορκία και αποφάσισε να υποχωρήσει προς τη Θράκη. Όμως στις 17 Αυγούστου του 986, έπεσε σε ενέδρα και υπέστη σοβαρή ήττα στη Μάχη που έγινε στις Πύλες του Τραϊανού, γεγονός που σημάδεψε για όλη του τη ζωή την πολιτική του απέναντι στους Βούλγαρους. Ο Βασίλειος διέφυγε με τη βοήθεια του Τάγματος των Βαράγγων και προσπάθησε να καλύψει τις απώλειές του στρέφοντας τον αδελφό του Σαμουήλ, Ααρών, εναντίον του. Ο Ααρών δελεάστηκε από την πρόταση του Βασίλειου να του προσφέρει την αδελφή του, Άννα, σε γάμο (η ίδια που δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Βλαδίμηρο του Κιέβου), αλλά οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν, όταν ο Ααρών ανακάλυψε ότι η νύφη που του έστειλε ο Βασίλειος δεν ήταν η Άννα.
Το 987 ο Σαμουήλ εξουδετέρωσε τον Ααρών, ενώ ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος πολεμώντας εναντίον του Σκληρού και του Φωκά στη Μικρά Ασία. Παρόλο που το 991 συνελήφθη ο αυτοκράτορας της Βουλγαρίας Ρωμανός (βασ. 977-991), ο Βασίλειος Β' έχασε από τους Βούλγαρους τη Μοισία. Το 992 ο Βασίλειος Β' υπέγραψε συνθήκη με τον δόγη της Βενετίας, Πιέτρο Ορσεόλο Β', σύμφωνα με την οποία η Βενετία θα πλήρωνε λιγότερους τελωνειακούς δασμούς στην Κωνσταντινούπολη σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία της στη μεταφορά βυζαντινών στρατευμάτων στη νότια Ιταλία, σε περιόδους πολέμου.
Τα χρόνια που ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις εσωτερικές εξεγέρσεις και την ανάκτηση των ανατολικών συνόρων, ο Σαμουήλ επέκτεινε την κυριαρχία του από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο ανακτώντας τα περισσότερα εδάφη που είχε η Βουλγαρία πριν την εισβολή του Σβιατοσλάβ Α' του Κιέβου. Επίσης ήταν επικεφαλής καταστροφικών επιδρομών στην κεντρική Ελλάδα, που αποτελούσε μέρος της βυζαντινής επικράτειας. Όμως, το 996 ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός επέτυχε συντριπτική νίκη ενάντια στο βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Σπερχειού. Ωστόσο ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γαβριήλ Ρωμανός, κατάφεραν να διαφύγουν.
Από το έτος 1000, ο Βασίλειος Β' ήταν ελεύθερος πλέον να επικεντρωθεί σε έναν πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, έναν πόλεμο τον οποίο προσέγγισε με επιμονή και στρατηγική διορατικότητα. Εκείνη τη χρονιά, ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας κατέλαβε την πόλη Μεγάλη Πρεσθλάβα (Βέλικι Πρέσλαφ), παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Το 1001 ο ίδιος ο Βασίλειος κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο στις πόλεις Βοδενά, Βέροια και Σέρβια. Την επόμενη χρονιά, έχοντας ως βάση τη Φιλιππούπολη, κατέλαβε τη στρατιωτική οδό από τον δυτικό Αίμο έως το Δούναβη, περικόπτοντας έτσι την επικοινωνία μεταξύ της Μακεδονίας και της Μοισίας. Μετά από αυτή την επιτυχία, πολιόρκησε το Βιδίνιο (Βίντιν), το οποίο τελικά έπεσε μετά από παρατεταμένη αντίσταση. Ο Σαμουήλ αντέδρασε στη βυζαντινή εκστρατεία με ένα τολμηρό χτύπημα. Άρχισε μία μεγάλης κλίμακας επιδρομή στην καρδιά της βυζαντινής Θράκης, επιτιθέμενος στην Αδριανούπολη. Επιστρέφοντας στην έδρα του με τα λάφυρα, ο Σαμουήλ αναχαιτίστηκε κοντά στα Σκόπια από τον βυζαντινό στρατό που διοικούσε ο αυτοκράτορας. Οι δυνάμεις του Βασίλειου εισέβαλαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο, νικώντας τους Βούλγαρους συντριπτικά και ανακτώντας τα λάφυρα της Αδριανούπολης. Τα Σκόπια παραδόθηκαν λίγο μετά τη μάχη και ο κυβερνήτης τους αντιμετωπίστηκε με ευγένεια από τον αυτοκράτορα. Το 1005, ο κυβερνήτης του Δυρραχίου παρέδωσε την πόλη του στους Βυζαντινούς. Η προσάρτηση του Δυρραχίου ολοκλήρωσε την απομόνωση του Σαμουήλ στα υψίπεδα της δυτικής Μακεδονίας. Ο Σαμουήλ εξαναγκάστηκε σε μία εξ ολοκλήρου αμυντική στάση ενισχύοντας τα περάσματα και τους δρόμους των εδαφών που βρίσκονταν ακόμα στην κατοχή του. Κατά τα επόμενα χρόνια, μειώθηκε η επιθετικότητα των Βυζαντινών και δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα, αν και το 1009 μία προσπάθεια αντεπίθεσης των Βούλγαρων αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τους Βυζαντινούς σε μία μάχη που διεξήχθη στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης.
Το 1014, ο Βασίλειος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μία εκστρατεία με στόχο την εξάλειψη της αντίστασης των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου 1014, ο Βασίλειος Β' και ο στρατηγός του, Νικηφόρος Ξιφίας, διέλυσαν το βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Κλειδίου στην οροσειρά Μπέλλες. Ο Σαμουήλ απέφυγε την αιχμαλωσία χάρη στην ανδρεία του γιου του, Γαβριήλ. Έχοντας συντρίψει τους Βούλγαρους, ο Βασίλειος Β' αιχμαλώτισε 15.000 άνδρες, τους οποίους και τύφλωσε αφήνοντας μόνο έναν μονόφθαλμο ανά 100 τυφλούς άνδρες για να μπορέσουν να επιστρέψουν στον Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ αντίκρυσε συγκλονισμένος τον τυφλό στρατό του και δύο ημέρες αργότερα πέθανε μετά από καρδιακό επεισόδιο. Αν και η έκταση της κακομεταχείρισης των Βούλγαρων αιχμαλώτων μπορεί να έχει μεγαλοποιηθεί, το περιστατικό αυτό βοήθησε στο να δοθεί αργότερα στον Βασίλειο Β' η προσωνυμία "Βουλγαροκτόνος".
Η Βουλγαρία πολέμησε για άλλα τέσσερα χρόνια, καθώς η αντίστασή της αναζωπυρώθηκε από τη σκληρότητα του Βασίλειου Β'. Την άνοιξη του 1017 ο Βασίλειος Β' άρχισε απ' τη Μοσυνούπολη εναντίον του οχυρού του Λογγά (που βρίσκεται μεταξύ Σιδηροχωρίου και Τοιχιού Καστοριάς), το οποίο μετά από σκληρή πολιορκία παραδόθηκε στους Βυζαντινούς. Ο αυτοκράτορας κατέστρεψε εκ θεμελίων το βουλγάρικο οχυρό και μοίρασε τους στασιαστές κατοίκους του ως σκλάβους στους στρατιώτες του. Μετά την κατάληψη του Λογγά ο Βασίλειος κυρίευσε τη γειτονική Καστοριά, που την κατείχαν αρκετά χρόνια οι Βούλγαροι, και στη συνέχεια κατέλαβε την Οχρίδα υποτάσσοντας τελικά τους Βούλγαρους το 1018. Η υποταγή αυτή ήταν το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης στρατιωτικής πίεσης και της επιτυχημένης διπλωματικής εκστρατείας που στόχευε στη διχόνοια και στην εξαγορά της βουλγαρικής ηγεσίας. Με τη νίκη επί των Βουλγάρων και τη μετέπειτα υποταγή των Σέρβων, εκπληρώθηκε ένας από τους στόχους του Βασίλειου Β', καθώς η αυτοκρατορία ανέκτησε τα σύνορά της στον Δούναβη για πρώτη φορά μετά από 400 χρόνια. Ο Βασίλειος γιόρτασε το γεγονός με ένα θρίαμβο στην Αθήνα, αφού πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε την προέλασή του από τη Στρώμνιτσα έως το Μελένικο, εισέβαλε στη Πελαγονία και από τη πεδιάδα της Καρατζόβας έφθασε στη Θεσσαλονίκη (1015) και στη συνέχεια μέσω Λιβαδιάς[17] έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα). Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στόλος του, επιβιβάστηκε στα καράβια και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Από τη “Χρυσή Πύλη” μπήκε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα, στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι και όρθιος πάνω σε μεγαλόπρεπο άρμα.
Ο Βασίλειος Β' έδειξε τις ικανότητές του στην πολιτική, δίνοντας στους πρώην ηγέτες των Βουλγάρων τίτλους, θέσεις στην επαρχιακή διοίκηση και σημαντικά πόστα στο στρατό. Στις βουλγαρικές επαρχίες χορήγησε πλήρη πολιτική και εκκλησιαστική αυτονομία. Μ' αυτό τον τρόπο προσπάθησε να απορροφήσει τη βουλγαρική αριστοκρατία στη βυζαντινή κοινωνία. Επίσης, η Βουλγαρία δεν είχε ανεπτυγμένη τη νομισματική οικονομία στον ίδιο βαθμό που υπήρχε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Βασίλειος πήρε τη σοφή απόφαση να δεχθεί τις πληρωμές των φόρων σε είδος. Οι διάδοχοι του Βασίλειου άλλαξαν την πολιτική αυτή, γεγονός που δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στη Βουλγαρία και οδήγησε αργότερα σε εξέγερση.
ε. Εκστρατεία κατά των Χαζάρων και Λογγοβάρδων
Αν και η δύναμη του Χαζαρικού Χαγανάτου είχε καταλυθεί από τους Ρως τη δεκαετία του 960, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν πλήρως το κενό εξουσίας και να αποκαταστήσουν την κυριαρχία τους στην Κριμαία και σε άλλες περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο. Το 1016, βυζαντινά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Κριμαία, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν υπό τον έλεγχο των Χαζάρων που είχαν ως βάση το Κερτς. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι ο αρχηγός των Χαζάρων συνελήφθη και το διάδοχο κράτος τους καταστράφηκε. Στη συνέχεια οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τη νότια Κριμαία.
Ο Βασίλειος Β' επέστρεψε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια επιτέθηκε ανατολικά προσαρτώντας εδάφη της σημερινής Γεωργίας και Αρμενίας. Επίσης ενίσχυσε τα σύνορα σ' αυτές τις ορεινές περιοχές κατά τρόπο που θα μπορούσαν να αποδειχθούν αποτελεσματικά ενάντια στις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων, αν οι διάδοχοί του ήταν ικανοί. Εν τω μεταξύ, άλλες βυζαντινές δυνάμεις νίκησαν τους Λογγοβάρδους και επανέκτησαν μεγάλο μέρος της νότιας Ιταλίας, της οποίας ο έλεγχος είχε χαθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία για πάνω από 150 χρόνια. Ο Βασίλειος Β' πέθανε σε ηλικία 69 ετών, από φυσικό θάνατο στις 15 Δεκεμβρίου του 1025, έχοντας περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του πολεμώντας. Τις τελευταίες μέρες σχεδίαζε μία στρατιωτική εκστρατεία για να ανακτήσει τη Σικελία. Όταν πέθανε ο Βασίλειος άφησε μια αυτοκρατορία που ξεκινούσε απο την Βαγδάτη μέχρι την Ισπανία περιελάμβαωε την μεση ανατολή την αραβική χερσόνησο,τον Καύκασο, την Κριμαία,όλα τα Βαλκάνια, όλη την Ιταλία, όλα τα παράλια της βόρειας Αφρικής όλη την ιβηρική χερσόνησο και τα νότια παράλια της Γαλλίας.
Ο Βασίλειος Β' επρόκειτο να ταφεί στην τελευταία διαθέσιμη σαρκοφάγο στη ροτόντα του Μέγα Κωνσταντίνου στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ωστόσο ο ίδιος είχε ζητήσει από τον αδελφό του και διάδοχο Κωνσταντίνο Η' να ταφεί χωρίς πομπές και επισημότητες στο Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το 1204, ο τάφος λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Η επιγραφή του τάφου είναι άγνωστης πατρότητας και χρονολογίας και είναι γνωστή μέσω χειρογράφων που σώθηκαν.
στ. Προσωπικότητα και χαρακτήρας
Αναμφισβήτητα ο Βασίλειος Β' ήταν από τους σπουδαιότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ο μακροβιότερος ηγεμόνας του, αφού η διάρκεια της βασιλείας του ήταν 49 χρόνια (έναντι 46 ετών του Ανδρόνικου Β Παλαιολόγου, 42 του Θεοδόσιου Β, 38 του Ιουστινιανού, 37 του Αλέξιου Κομνηνού και 37 του Μανουήλ Α Κομνηνού). Μετά τον Κωνσταντίνο Α, μαζί με τον Ιουστινιανό, τον Ηράκλειο, τον Νικηφόρο Φωκά, τον Αλέξιο Κομνηνό και τον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο αποτελούν την επτάδα των ενδοξότερων προσωπικοτήτων του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, ο απόηχος της φήμης των οποίων ασκεί γοητεία και εμπνέει μέχρι τις μέρες μας. Το Βυζαντινό κράτος στα χρόνια του ήταν πανίσχυρο και σεβαστό από όλους και είχε τη μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση που είχε ποτέ, σχεδόν ίση με την έκταση της εποχής του Ιουστινιανού. Ο ίδιος ήταν γεροδεμένος άνδρας, ο οποίος, αν και είχε ανάστημα κάτω από το μέσο όρο, φαινόταν μεγαλοπρεπής πάνω στο άλογό του. Είχε γαλάζια μάτια και έντονα τοξωτά φρύδια. Επίσης είχε ελάχιστη γενειάδα, αλλά τα μουστάκια του ήταν πλούσια και είχε τη συνήθεια να τα στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά του όταν σκεφτόταν κάτι ή ήταν πολύ θυμωμένος. Δεν ήταν ευφραδής ομιλιτής, αλλά είχε πολύ δυνατό γέλιο. Ως ώριμος άνδρας είχε ασκητικές συνήθειες και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη μεγαλοπρέπεια και τις τελετές της αυτοκρατορικής αυλής, ενώ συνήθως ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή. Ήταν ικανός στην κρατική διοίκηση και αποτελεί μοναδική περίπτωση μεταξύ των στρατιωτικών αυτοκρατόρων που πεθαίνοντας άφησε γεμάτα τα ταμεία της αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος Β' περιφρονούσε τη λογοτεχνία και γενικότερα τον πολιτισμό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν ενεργοί πολλοί ρήτορες και φιλόσοφοι. Ο στρατός τον λάτρευε, καθώς ο αυτοκράτορας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του εκστρατεύοντας με τον στρατό αντί να στέλνει τις διαταγές του από το παλάτι, όπως έκαναν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Έζησε τη ζωή του απλού στρατιώτη, σε σημείο που έτρωγε το ίδιο φαγητό με τους στρατιώτες του. Επίσης έπαιρνε τα παιδιά των σκοτωμένων αξιωματικών υπό την προστασία του και τους πρόσφερε στέγη, τροφή και μόρφωση. Πολλά απ' αυτά έγιναν αργότερα στρατιώτες και αξιωματικοί και τον θεωρούσαν σαν πατέρα τους.
Ο Βασίλειος Β' ήταν δημοφιλής και στους αγρότες της χώρας. Η τάξη αυτή παρήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών του στρατού και παρείχε τους περισσότερους στρατιώτες. Για να διασφαλίσει τη συνέχεια, ο Βασίλειος Β' εισήγαγε νόμους που προστάτευαν τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία και μείωσε τους φόρους των αγροτών. Η βασιλεία του θεωρήθηκε ως περίοδος σχετικής ευημερίας παρά τους σχεδόν συνεχείς πολέμους. Απ' την άλλη μεριά, ο Βασίλειος αύξησε τους φόρους της αριστοκρατίας και της εκκλησίας και προσπάθησε να ελαττώσει την ισχύ και τον πλούτο τους. Αν και για ευνόητους λόγους δεν ήταν δημοφιλής στις τάξεις τους, κανένας απ' αυτούς δεν είχε τη δύναμη να αντιταχθεί αποτελεσματικά στον υποστηριζόμενο από το στρατό αυτοκράτορα.
Ο Βασίλειος Β' δεν νυμφεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά. Όταν ήταν νέος ερωτοτροπούσε με τις γυναίκες, αλλά όταν έγινε αυτοκράτορας επέλεξε να αφοσιωθεί στα καθήκοντα του κράτους. Ο Μιχαήλ Ψελλός αποδίδει τη ριζική αλλαγή του Βασίλειου, από τον έκλυτο νέο στον ζοφερό αυτοκράτορα, στα γεγονότα των εξεγέρσεων του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά. Ο ασκητισμός του Βασίλειου είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει ως διάδοχο τον αδελφό του και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί ως ηγέτες. Παρ' όλα αυτά, ακολούθησαν 50 χρόνια ευημερίας και πνευματικής ανάπτυξης χάρη στους πόρους του κράτους. Υπό τον Βασίλειο Β', η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πληθυσμό περίπου 18.000.000 κατοίκων και, χάρη στη συνετή του διαχείριση, το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο συσσώρευσε εκατομμύρια νομίσματα, τα σύνορα ήταν ασφαλή από εισβολείς και η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε απ' όλους ως το πιο εύπορο και καλά διοικούμενο βασίλειο του χριστιανικού κόσμου.
Ο Κωνσταντίνος Η΄ (960 - 1028) ήταν ο 52ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, γιος του Ρωμανού Β΄ και της Θεοφανούς, μικρότερος αδελφός του Βασιλείου Β΄ που συμβασίλευσε μαζί του από το 963 μέχρι το 1025. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας τους, τα δύο αδέλφια είχαν επισκιασθεί από τους στρατιωτικούς Νικηφόρο Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή, καθώς και από τον ευνούχο θείο τους Βασίλειο Λεκαπηνό. Αυτήν την περίοδο ο ευνούχος Βασίλειος είχε ωθήσει τα δύο αδέλφια στον έκλυτο βίο και τις κάθε είδους διασκεδάσεις προκειμένου να τους κρατάει μακριά από την εξουσία και να είναι πάντοτε εξαρτώμενοι απ’ αυτόν. Όταν ο Βασίλειος ανέλαβε την εξουσία, ο Κωνσταντίνος συνέχισε να αδιαφορεί για τις κρατικές υποθέσεις και να ασχολείται μόνο με τις διασκεδάσεις του. Λέγεται μάλιστα ότι περνούσε περισσότερο καιρό στον Ιππόδρομο απ’ ότι στην αίθουσα του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος Η αρχικά είχε αρραβωνιαστεί με μια κόρη του τσάρου Βόρι Β΄ της Βουλγαρίας, τελικά όμως παντρεύτηκε με μια Βυζαντινή αριστοκράτισσα, την Ελένη Αλυπίου, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Ευδοκία, που έγινε μοναχή, τη Ζωή και τη Θεοδώρα. Μετά το θάνατο του αδελφού του και του ίδιου, οι δυο αδελφές έμειναν οι τελευταίοι απόγονοι της Μακεδονικής δυναστείας.
Στέφθηκε συναυτοκράτορας το 962 και φορούσε το στέμμα ήδη επί 63 χρόνια, όταν στις 25 Δεκεμβρίου 1025, μετά το θάνατο του αδελφού του, κλήθηκε να αναλάβει ως μονοκράτορας την διακυβέρνηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο έκλυτος βίος των νεανικών του χρόνων είχαν επιβαρύνει σοβαρότατα την υγεία του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία. Όμως είναι άδικο να θεωρηθεί η βασιλεία του καταστροφική. Μέσα στα λιγότερο από τρία χρόνια κατάφερε να κινητοποιήσει την κρατική μηχανή, με αποτέλεσμα αυτή να συγκεντρώσει φόρους πέντε ετών (δηλαδή και τους καθυστερούμενους από τα χρόνια του Βασιλείου Β’ φόρους). Επίσης παρά τις συνεχείς πιέσεις της αριστοκρατίας της γης δεν δέχτηκε να ακυρώσει το αλληλέγγυον και τους υπόλοιπους νόμους, οι οποίοι προστάτευαν τους μικροκαλλιεργητές από τους δυνατούς. Κύριο μέλημα της βασιλείας του ήταν να βρεθούν σύζυγοι για τις μέσης ηλικίας κόρες του, που θα τον διαδέχονταν. Τελικά, ήδη βαρύτατα ασθενής, κατάφερε να παντρέψει τη Ζωή με τον Ύπαρχο Κωνσταντινουπόλεως και παλιό αριστοκράτη Ρωμανό Αργυρό. Λίγες μέρες μετά το γάμο, στις 15 Νοεμβρίου 1028, πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Ρωμανός Γ Αργυρός, πρώτος σύζυγος της κόρης του Ζωής. .
Η Ζωή Πορφυρογέννητη (περ. 978 – Ιούνιος 1050), κόρη του Κωνσταντίνου Η και της Ελένης Αλυπίου, ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου την περίοδο 1028-1050, μοιράζοντας την εξουσία ως συμβασίλισσα με τους τρεις διαδοχικούς συζύγους της [Ρωμανός Γ Αργυρός (1028-1034), Μιχαήλ Δ Παφλαγών (1034-1041), Κωνσταντίνος Θ Μονομάχος 1042-1055], και η ίδια η Ζωή, μαζί με την αδελφή της Θεοδώρα, το 1042, 56η στη σειρά των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Χαρακτηρίστηκε ως εξαιρετικά ματαιόδοξη και περισσότερο ερωτομανής από όλες τις γυναίκες του βυζαντινού παλατιού, πριν και μετά από αυτήν. Είχε μετατρέψει τα δωμάτια των ανακτόρων σε εργαστήρια κατασκευής καλλυντικών, αρωμάτων και αλοιφών και, μέχρι μεγάλη ηλικία, φαινόταν πολύ νεότερη από τα χρόνια της. Το περίφημο ψηφιδωτό της στην Αγία Σοφία της αποδίδει όμορφα χαρακτηριστικά, αν και ήταν ήδη πάνω από 60 ετών όταν κατασκευάστηκε. Το 1002 (σε ηλικία 23 ετών) και το 1028 (σε ηλικία 50 ετών) της έγιναν προτάσεις γάμου με τους αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους Γερμανικού Έθνους Όθωνα Γ και Ερρίκο Γ, αντίστοιχα, αλλά οι γάμοι δεν πραγματοποιήθηκαν, λόγω θανάτου του πρώτου και παιδικής ηλικίας του δεύτερου. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο θείος της Βασίλειος Β δεν ευνόησε γάμους με άλλους αριστοκράτες του Βυζαντίου, και έτσι η Ζωή παρέμεινε ανύπαντρη μέχρι τα πενήντα της χρόνια. Μολονότι έζησε πολλά χρόνια μαζί με την αδελφή της Θεοδώρα στο γυναικωνίτη, όταν ανέλαβε την εξουσία, κατέληξε να την αποστρέφεται, την κατηγόρησε για συνομωσίες και τελικά την έκλεισε σε μοναστήρι. Παρά τους τρεις γάμους της πέθανε το 1050 άκληρη.
Ο Ρωμανός Γ΄ Αργυρός ή Αργυρόπουλος (968 - 11 Απριλίου 1034), γόνος ευγενούς οικογένειας από την Ιεράπολη της Φρυγίας, λόγιος και πατρίκιος, ήταν ο 53ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1028-1034). Κατά το χρόνο που ιδιώτευε στη Κωνσταντινούπολη, το Νοέμβριο του 1028, κλήθηκε αιφνίδια στα ανάκτορα από τον ψυχορραγούντα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Η΄ (που δεν είχε δικούς του γιους) και διατάχθηκε να διαζευχθεί την σύζυγό του και να νυμφευθεί την 48έτιδα πριγκίπισσα Ζωή και με αυτή να τον διαδεχθεί στο θρόνο (12 Νοεμβρίου 1028). Μετά τρεις μέρες ο Κωνσταντίνος Η΄ πέθανε.
Αναλαμβάνοντας αυτοκράτορας, ο Ρωμανός Γ΄ ανακάλεσε όλους τους αδίκως καταδιωχθέντες από τον προκάτοχό του, αλλά, παρασυρόμενος από τις διαβολές των αυλικών του και της συζύγου του Ζωής, καταδίωξε με σκληρότητα πολλούς διακεκριμένους άνδρες μέχρι και την γυναικαδέλφη του Θεοδώρα, την οποία έκλεισε σε μοναστήρι. Οι ανδρών για τα ανώτερα υπουργήματα που έκανε δεν ήταν πάντα επιτυχημένες, και αυτό δημιούργησε κινδύνους για τη χώρα πο αντιμετώπιζε επικίνδυνους εχθρούς.
Οι Άραβες στα σύνορα της Συρίας, από την ανικανότητα και την ανανδρία του στρατηγού της Αντιοχείας Σπονδύλη (από την εποχή του Κωνσταντίνου Η΄) είχαν γίνει επικίνδυνοι. Ο Εμίρης του Χαλεπίου με συνεχείς επιδρομές αιχμαλώτιζε κατοίκους, καταστρέφοντας κάστρα και θανατώνοντας τις φρουρές. Μετά τη αντικατάσταση του Σπονδύλη από τον Κωνσταντίνο Καραντινό και όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε, ο Ρωμανός Γ΄ αποφάσισε το 1030 να εκστρατεύσει κατά των Αράβων. Αυτό φαίνεται τρόμαξε τον Εμίρη και όταν ο Ρωμανός έφτασε στο Φιλομήλιο (κοντά στο σημερινό Ικόνιο) συνάντησε την πρεσβεία του Εμίρη, που έφερε δώρα και αποζητούσε «συμπάθεια» δηλώνοντας ότι «θα προσφέρουν με ευγνωμοσύνη τους ετήσιους φόρους». Οι περί τον αυτοκράτορα πεπειραμένοι, ζήτησαν από τον Αυτοκράτορα να δεχθεί τις προτάσεις και να αποφύγει την εκστρατεία κατά τη θερμή εκείνη εποχή του έτους. Ο Ρωμανός όμως φανταζόμενος ότι θα μπορούσε να επαναλάβει τα ανδραγαθήματα των προκατόχων, του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄, απέπεμψε τους πρέσβεις και μετά από πορεία δύο ημερών στρατοπέδευσε στο Αζάζιο.
Οι Άραβες διασκορπίζοντας το αναγνωριστικό απόσπασμα του πατρικίου Λέοντα Χοιροσφάκτη προήλασαν και περικύκλωσαν τον Ρωμανό, στερώντας τα στρατεύματά του από τροφές και νερό. Ο Ρωμανός καταληφθείς από τρόμο διέταξε υποχώρηση στην Αντιόχεια. Επειδή όμως ο στρατός ήταν εξαντλημένος, η υποχώρηση έγινε φυγή με πλήρη αποσύνθεση. Ο Ρωμανός κινδύνεψε πολλές φορές να αιχμαλωτιστεί και μόλις που τον διέσωζαν οι σωματοφύλακές του, και τελικά επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη. Απερχόμενος διόρισε στρατηγό Αντιοχείας ένα θεράποντα των ανακτόρων τον Συμεών. Μετά την κατατρόπωση και αυτού από τους Άραβες ο Ρωμανός έπεμψε επιτέλους τον ικανό στρατηγό Θεόκτιστο ο οποίος νίκησε τους Άραβες, εκπόρθησε τα φρούριά τους και εξανάγκασε τον Εμίρη του Χαλεπίου να ζητήσει ειρήνη.
Στο μεταξύ οι Άραβες στη Σικελία επωφελούμενοι από την ανικανότητα του εκεί στρατηγού Ορέστη, αφού νίκησαν τα βυζαντινά στρατεύματα εισήλθαν στη χώρα. Το 1032 ο Ρωμανός εκστράτευσε πάλι κατά των Αράβων αλλά καθ' οδόν πληροφορηθείς ότι εξυφαίνονταν συνωμοσία (από τον Κωνσταντίνο Διογένη και την Θεοδώρα) και ότι οι Πετσενέγκοι (μίγμα Ούννων και τουρκομογγολικών φυλών) διαβαίνοντας τον Δούναβη εισήλθαν στη χώρα, ενώ ο στόλος των Αράβων λεηλατούσε τις ακτές της Πελοποννήσου και τα Ιόνια νησιά έσπευσε να επανέλθει. Αλλά πριν αφιχθεί ο Διογένης, είχε αυτοκτονήσει, και η Θεοδώρα είχε κλειστεί σε μοναστήρι από την Ζωή.
Και ενώ συνέβαιναν αυτά, ο στρατηγός Ευφρατασίας Γεώργιος Μανιάκης νίκησε τους Άραβες και εκπόρθησε το φρούριο της Έδεσσας (σημ. Ούρφας), ενώ ο ναύαρχος Νικηφόρος Καραντινός κατατρόπωσε όλους τους Αραβικούς στόλους. Το επόμενο έτος 1033, ο ναύαρχος Τεκνέας επερχόμενος κατά των Αράβων της Αιγύπτου κατέλαβε την Αλεξάνδρεια και κυριεύοντας πολλά πλοία και άφθονη λεία επέστρεψε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη.
Οι νίκες αυτές τάραξαν τους Άραβες τόσο, ώστε ο Εμίρης Αλέμ παρέδωσε αμαχητί το φρούριο Περκρί, κοντά στη Βαβυλώνα, ενώ συγχρόνως έστειλε τον γιο του στη, Κωνσταντινούπολη, ο οποίος, δεν τιμήθηκε όσο αξιούσε (κυρίως λόγω ασθενείας του γέροντα πλέον Ρωμανού), επέστρεψε δυσαρεστημένος και έπεισε τον πατέρα του να διαρρήξει την φιλία με το Βυζάντιο. Πράγματι ο Αλέμ επιτέθηκε αιφνίδια, ανακατέλαβε το φρούριο και θανάτωσε τη φρουρά. Όμως ο στρατηγός Νικήτας Πηγονίτης ανέκτησε το φρούριο και για τη παρασπονδία του Εμίρη θανάτωσε τον ίδιο και το γιο του. Έτσι αναστηλώθηκε το βυζαντινό γόητρο στη περιοχή, σε βαθμό που ανάγκασε την Αλδή, ηγεμονίδα της Αβασγίας (Καυκάσου), να δηλώσει αυτοπροαίρετα υποτέλεια και συμμαχία και συνάμα να παραδώσει το παραμεθόριο φρούριο της Ανακουφής.
Στη Κωνσταντινούπολη όμως η Ζωή οργίαζε με τους εραστές της. Καταληφθείσα από έντονο ερωτικό πάθος για τον νεαρό και ωραίο Μιχαήλ (μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ), αδελφό του πρωτοευνούχου και παρακοιμώμενου Ιωάννη, αποφάσισε να τον παντρευτεί και για το σκοπό αυτό, άρχισε να ποτίζει κάθε μέρα τον σύζυγό της Ρωμανό με διάφορα δηλητήρια βραδείας ενέργειας μέχρι που, ανυπομονώντας η Ζωή και ο εραστής της Μιχαήλ έπνιξαν τον Ρωμανό Γ’ μέσα στο λουτρό (11 Απριλίου 1034) και την ίδια μέρα τέλεσαν τους γάμους τους, ενώ ακόμη ο νεκρός βρισκόταν «παρερριμμένος» σε δωμάτιο του Παλατιού.
Ο Ρωμανός Γ΄ υπήρξε μονάρχης συνετός αλλά είχε την ατυχία να ανέλθει στο θρόνο σε μεγάλη ηλικία. Η κύρια δράση τους στα εσωτερικά της Αυτοκρατορίας ήταν η κατάργηση του «αλληλέγγυου», η επιεικής είσπραξη των φόρων, η απαλλαγή χρεών πολλών πολιτών και η διανομή άφθονων χρημάτων σε ναούς και Μοναστήρια (εξ' ου κατά κάποιους και το προσωνύμιο Αργυρός).
Ο Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών (1010 - 10 Δεκεμβρίου 1041) ήταν ο 54ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από τις 11 Απριλίου του 1034 έως το θάνατό του στις 10 Δεκεμβρίου του 1041. Θαλαμηπόλος των Ανακτόρων επί Ρωμανού Γ΄ του Αργυρού, ταπεινής καταγωγής και πάσχοντας από επιληψία και αργότερα από υδρωπεκία, ανήλθε στο θρόνο χάρη στην ομορφιά του και τον έρωτα που ενέπνευσε στην ερωτόληπτη αυτοκράτειρα Ζωή Α΄ την Πορφυρογέννητη, η οποία τον παντρεύτηκε και τον επέβαλε ως Αυτοκράτορα. Από την αρχή παραμέρισε τους αντιπάλους του και μοίρασε αξιώματα και θέσεις σε φίλους, συγγενείς και συμπατριώτες του. Λόγω της ασθένειάς του, την εξουσία ουσιαστικά ασκούσε ο πανίσχυρος αδελφός του Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος. Ο Ιωάννης αύξησε σημαντικά τη φορολογία, με σκοπό να καλύψει τις αμυντικές ανάγκες, αλλά και για την επανόρθωση ζημιών από θεομηνίες, όπως ένας σεισμός που κατέστρεψε τη Σμύρνη. H σκληρή φορολογική του πολιτική όμως είχε άσχημες συνέπειες στις σχέσεις του Βυζαντίου με γειτονικούς λαούς, κυρίως με τους Βουλγάρους, από τους οποίους ζητήθηκε να πληρώνουν τους φόρους τους σε χρήμα, και όχι πλέον σε είδος, πράγμα που τους δημιούργησε οικονομικά προβλήματα. Ο Ιωάννης επέβαλε επίσης Έλληνα αρχιεπίσκοπο στην Αχρίδα, σε αντίθεση με το Βασίλειο Β΄, ο οποίος είχε επιτρέψει να εκλεγεί Βούλγαρος, για να αποφευχθούν αισθήματα κατωτερότητας. Tο αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν να προκληθεί το επαναστατικό κίνημα του Πέτρου Δελεάνου (ή Οδελεάνου) ενάντια στους Βυζαντινούς.
Παρά ταύτα, επί βασιλείας του Μιχαήλ Δ΄ το Βυζάντιο χάρη στους διαπρεπείς στρατηγούς του (τον Μανιάκη, τον Χαγέν, τον Συναδηνό, και τον Νορβηγό Χάραλντ Σίγκουρντσον με τους μισθοφόρους Βαρράγγους) διεξήγαγε επιτυχείς εκστρατείες, κατά τις οποίες κατελήφθη η Σικελία και καταστράφηκαν οι στόλοι των Αράβων στο Αιγαίο. Επίσης, καταπνίγηκε τελικά και η επανάσταση των Βουλγάρων. Οι αυλικές ραδιουργίες όμως, δεν επέτρεψαν στους στρατηγούς αυτούς να συμπληρώσουν τις αποστολές τους, ενώ αυτοί που τους αντικατάστηασν, απόλεμοι και άπειροι, έγιναν αφορμή να απωλεσθεί η Σικελία, να κατέβουν οι Βούλγαροι το 1041 μέχρι την Θεσσαλονίκη, από την οποία τελικά εκδιώχθηκαν από τον Αλουσιάνο, και να παραμείνει ανεξάρτητη η επαναστατημένη Σερβία.
Ο Μιχαήλ Δ΄, αφού συνεννοήθηκε με τη Ζωή και τον αδελφό του Ιωάννη, όρισε διάδοχό του τον ανεψιό του Μιχαήλ Ε΄ και το καλοκαίρι του 1041 ζήτησε να τον μεταφέρουν στη μονή Αγίων Αναργύρων, όπου πέθανε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, σε ηλικία 31 ετρών, γεμάτος ενοχές για το θάνατο του προκατόχου του, Ρωμανού Γ΄.
Ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης ήταν ο 55ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1041-1042). Γιος του πατρίκιου και ναυάρχου Στέφανου, ανεψιός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, ανήλθε στο θρόνο, ως θετός υιός της Ζωής της Πορφυρογέννητης, η οποία και τον υιοθέτησε ύστερα απο παραινέσεις του Ιωάννη Ορφανοτρόφου και του Μιχαήλ Δ΄. Του απέσπασε όρκους στο ναό της Αγίας Σοφίας ότι θα την σεβαστεί ως μητέρα του και δεσποινα και στην συνέχεια τον έστεψε αυτοκράτορα. Πρώτη του πολιτική πράξη ήταν η απομάκρυνση του ίδιου του Ορφανοτρόφου και ως κύριο σύμβουλο του όρισε τον νοβελίσσιμο Κωνσταντίνο που τον προβίβασε στην θέση του δομέστικου των σχολών της ανατολής. Προσπάθησε να προσεγγίσει την στρατιωτική αριστοκρατία και αυτό φάνηκε με την απελευθέρωση του στρατηγού Γεώργιου Μανιάκη απο την φυλακή, όπου τον είχε κλείσει ο Ορφανοτρόφος. Κατά τους συγγραφείς Σκυλίτζη και Ψελλό ο Ορφανοτρόφος είχε προτείνει στον Μιχαήλ την απομάκρυνση της Αυγούστας. Αυτός όμως, ενώ φερόταν στην αρχή με σεβασμό προς την ευεργέτιδά του, αργότερα νόμισε ότι δεν είχε πλέον την ανάγκη της και κατά διαταγή του την εξόρισε στη νήσο Πρίγκηπο τον Απρίλιο του 1042, με την πρόσθετη μάλιστα εντολή να καρεί μοναχή. Η δικαιολογία ήταν ότι η αυτοκράτειρα Ζωή θέλησε να τον δηλητηριάσει. Όταν ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, Αναστάσιος ανάγνωσε στη πλατεία του Κωνσταντίνου τη σχετική Διαταγή, στην οποία ο Καλαφάτης προσπαθούσε να δικαιολογήσει στο λαό τους λόγους της καταδίκης της Ζωής ακούστηκε κραυγή από το συγκεντρωμένο πλήθος: «Ημείς σταυροπάτην και καλαφάτην Βασιλέα ού θέλομεν αλλά την αρχέγονον και ημετέραν μητέρα Ζωήν» (από αυτή την κραυγή-σύνθημα της στάσης ο Μιχαήλ Ε έμεινε στην ιστορία ως Καλαφάτης [= επιδιορθωτής διαρροών με στουπί, στην περίπτωση αυτή μεταφορικά επιβήτωρ γυναικών]). Στη φωνή αυτή απάντησε σύσσωμος ο παριστάμενος λαός: «Ανασκαφείη τα οστά του Καλαφάτου» και με αυτό δόθηκε το σύνθημα ένοπλης στάσης. Το πλήθος συσπειρώθηκε γύρω απο τον πατριάρχη Αλέξιο (πατρ. 1025-1043), τον οποίο θέλησε να απομακρύνει απο τον θρόνο ο Μιχαήλ. Η σύγκλητος και ο στρατός επανέφεραν την Θεοδώρα απο την μονή Πετρίου και την ανευφήμησαν αυτοκράτειρα στο ναό της Αγίας Σοφίας, μαζί με την αδελφή της Ζωή. Ο Μιχαήλ για να κατευνάσει το πλήθος επανέφερε την Ζωή και την περιέβαλλε με αυτοκρατορικά ενδύματα αλλά τα κουρεμένα μαλλιά της Ζωής εξαγρίωσαν το πλήθος που επιτέθηκε με βέλη και πέτρες. Χρειάστηκε να επέμβει ο στρατός για να καταπνιγεί η εξέγερση. Το πλήθος έξαλλο έτρεξε και κατέστρεψε τις περιουσίες των Παφλαγόνων που είχαν πλουτίσει ως αργυραμοιβοί (τοκογλύφοι). Ο Μιχαήλ Ε΄ και ο Κωνσταντίνος κατέφυγαν στην μονή Στουδίου αλλά ύστερα απο διαταγή της Θεοδώρας τυφλώθηκαν και εξορίστηκαν.
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος ήταν ο 57ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από τις 11 Ιουνίου 1042 έως τις 11 Ιανουαρίου 1055. Μετά την φυγή του Μιχαήλ Ε΄ η αυτοκράτειρα Ζωή έμεινε μόνη κυρίαρχη στο Παλάτι. Πρώτη της φροντίδα ήταν να απομακρύνει την αδελφή της Θεοδώρα ώστε να μείνει μόνη στην διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας. Επειδή όμως ο λαός αντέδρασε και την υποχρέωσε να συμβασιλεύει με την αδελφή της, σκέφθηκε να παντρευτεί κάποιον που στην συνέχεια θα αναγόρευε βασιλέα για να μπορεί μέσω αυτού να κυβερνά ανενόχλητη. Υποψήφιος για τον ρόλο αυτό ήταν ο Κατεπάνω Κωνσταντίνος ο Αρτοκλίνης ο οποίος ήταν παντρεμένος. Όταν όμως η σύζυγός του έμαθε τις προθέσεις της Ζωής έσπευσε να τον δηλητηριάσει. Έτσι η Ζωή έστρεψε την προσοχή της στον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο. Τον ανακάλεσε από την εξορία του στην Λέσβο και τον διόρισε Δικαστή Ελλήνων. Στην συνέχεια τον παντρεύτηκε και την επομένη 11 Ιουνίου 1042, τον έστεψε Βασιλέα, ενώ ο ίδιος εξακολουθούσε να διατηρεί τις σχέσεις του με την ερωμένη του Σεβαστή Σκλήραινα, την οποία νυμφεύτηκε επίσημα, μετά τον θάνατο της Ζωής το 1050.
α. Οικονομική και διοικητική πολιτική
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ήταν άνθρωπος μετριοπαθής, που η τύχη τον ανάγκασε να βρεθεί αντιμέτωπος, εν γένει χωρίς επιτυχία, με τις μεγάλες δυσκολίες της εποχής του. Για να γίνει αγαπητός στον λαό της Κωνσταντινούπολης άρχισε να μοιράζει άφθονα χρήματα στο πλήθος και στην προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, καθιέρωσε την συνήθεια της εκμίσθωσης των φόρων σε ιδιώτες. Εφάρμοσε επίσης την πρακτική εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας, ο εξαργυρισμός, που αποδυνάμωσε τους στρατούς των Θεμάτων και αύξησε τις ανάγκες σε μισθοφόρους. Πιθανότατα τότε εισάχθηκε και ο θεσμός της «πρόνοιας», κατά τον οποίο οι εκμισθωτές των φόρων, είχαν στην κατοχή τους μεγάλες κρατικές εκτάσεις, με την υποχρέωση να παρέχουν προστασία στους κατοίκους αυτών των περιοχών, πλήρωναν άμεσα στην αυτοκρατορία τους φόρους που έπρεπε να καταβάλει μια περιοχή και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι ίδιοι από τους φορολογούμενους. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ολέθριο, αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες, για δικό τους όφελος, ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα, που σύμφωνα με τους νόμους έπρεπε να καταβληθούν.
β. Εσωτερικές επαναστάσεις
Ο Μονομάχος αφού εξόρισε όσους ήταν αντίθετοι στην πολιτική της Ζωής, έστρεψε την προσοχή του στον Σέρβο επαναστάτη Στέφανο Βόϊσλαβ ο οποίος επιχειρούσε επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ανάθεσε την αντιμετώπισή αυτής της στάσης στον άρχοντα του Δυρραχίου, Μιχαήλ. Αυτός μη έχοντας πολεμική πείρα, ξεκίνησε με εξήντα χιλιάδες στρατό και αφού λεηλάτησε την Σερβία αποφάσισε να επιστρέψει χωρίς να έχει αντιμετωπίσει τον επαναστάτη ο οποίος όμως του επιτέθηκε, αποδεκατίζοντας το Βυζαντινό στράτευμα.
Ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης είχε σταλθεί από την Ζωή για να ανακτήσει τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία για λογαριασμό των Βυζαντινών. Η διαφθορά όμως στο παλάτι, η υπέρογκη φορολόγηση, η ασυδοσία του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και των αξιωματούχων της αυλής, τον οδήγησαν σε ανταρσία, όταν το 1042, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός ξεκίνησε με τον στρατό του για να ανατρέψει τον Μονομάχο, αλλά σκοτώθηκε το 1043 στην μάχη με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα γύρω από τον Οστροβό.
γ. Επιδρομή των Ρώσων
Στα μέσα του 1043 έγινε η τελευταία μεγάλη επίθεση των εκχριστιανισμένων πια Ρώσων του Κιέβου κατά της Κωνσταντινούπολης. Με αφορμή την δολοφονία ενός Ρώσου εμπόρου στην Πόλη, ο ηγεμόνας τους Γιαροσλάβ, έστειλε τον γιο του Βλαδίμηρο με στρατιά 100.000 ανδρών που κατέπλευσε στο λιμάνι που βρίσκονταν στο στόμιο του Πόντου και απείλησε πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Ο Μονομάχος προσπάθησε να έλθει σε διαπραγματεύσεις οι οποίες όμως απέτυχαν. Έτσι ο Βυζαντινός στόλος εισπλέοντας στο λιμάνι όπου βρίσκονταν οι Ρώσοι, έκαψε επτά πλοία τους με το υγρόν πύρ και βύθισε άλλα τρία. Οι Ρώσοι πανικοβλήθηκαν και έχοντας αντίθετο τον άνεμο οδήγησαν τα πλεούμενά της στην στεριά όπου εξώκειλαν στα βράχια. Ελάχιστα πλοία διασώθηκαν και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των στρατιωτών ξεκίνησαν την επιστροφή τους πεζή. Στην Βάρνα οι βυζαντινοί τους επιτέθηκαν σκοτώνοντας τους περισσοτέρους ενώ αιχμαλώτισαν 800 που τους έστειλαν στην Πόλη. Το 1046 Βυζαντινοί και Ρώσοι υπέγραψαν νέα εμπορική συνθήκη ειρήνης.
δ. Προσάρτηση της Μεγάλης Αρμενίας στο Βυζάντιο
Πριν τον θάνατό του ο Βασίλειος Β΄ εξασφάλισε ότι ο μάγιστρος Ιωβανεσίκης, ισόβιος άρχοντας του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας θα κληροδοτούσε τα εδάφη του στο Βυζάντιο. Ο γιος του Ιωβανεσίκη όμως, Κακίκιος, δεν παρέδωσε τα εδάφη στο Βυζάντιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Μονομάχος διέταξε τότε τον στρατηγό της Καυκάσιας Ιβηρίας Μιχαήλ Ιασίτη να πολεμήσει τον Κακίκιο και να καταλάβει τα εδάφη του. Ο Μιχαήλ νικήθηκε. Έτσι ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να στείλει άλλο στράτευμα υπό τον στρατηγό Κεκαυμένο ζητώντας ταυτόχρονα και την βοήθεια του Μωαμεθανού ηγεμόνα της Περσαρμενίας Αβουλσεβάρ για την από κοινού κατάκτηση της Αρμενίας πράγμα που επιτεύχθηκε το 1044.
ε. Ίδρυση της νομικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη
Το 1045 ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη Νομική Σχολή στο αναβαθμισμένο Πανδιδακτήριο της πόλης (πανεπιστήμιο που λειτουργούσε από τα χρόνια του Θεοδόσιου Β, το 425) που είχε σαν αποστολή την εκπαίδευση ανωτάτων υπαλλήλων, οι οποίοι θα υπηρετούσαν τις διοικητικές ανάγκες της αυτοκρατορίας. Ήταν χωρισμένη σε δύο τομείς, τον φιλοσοφικό με προϊστάμενο τον ύπατο των φιλοσόφων, θέση την οποία υπηρέτησε ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, και τον νομικό με προϊστάμενο τον νομοφύλακα.
στ. Επιθέσεις των Πετσενέγων και Τούρκων
Γύρω στα 1045 μερικές φυλές Πετσενέγκων (μίγμα Ούννων και τουρκομογγολικών φυλών), αφού επιτέθηκαν κατά της αυτοκρατορίας, συνθηκολόγησαν, έγιναν Χριστιανοί και εγκαταστάθηκαν μόνιμα ως φοιδεράτοι σε αυτοκρατορικά εδάφη. Το 1045 οι Σελτζούκοι Τούρκοι (που κατάγονταν από τουρκομανικά φύλα της Κεντρικής Ασίας) κυρίευσαν μέρος της Περσίας και ο ηγεμόνας τους Τογρουλβέγ (ή Τογρούλ Μπεγ, Tughril Beg, 1037–1063) αναγορεύτηκε Σουλτάνος με έδρα το Χαμαντάν. Το 1048 ο Σουλτάνος Τογλουβέγ έστειλε τον ανεψιό του Ασλάν με 20.000 άνδρες να κυριεύσει την Μηδία. Αντιμετωπίστηκε όμως από τους στρατηγούς Ααρών και Κεκαυμένο και σκοτώθηκε στην Μάχη. Ο Σουλτάνος εξαγριώθηκε και έστειλε τον ετεροθαλή αδελφό του Ιμπραήμ Ινάλ με 100.000 στρατιώτες για την κατάκτηση της Μηδίας. Οι Βυζαντινοί λόγω διχογνωμίας στην τακτική, καθυστέρησαν να τους αντιμετωπίσουν. Έτσι οι Τούρκοι με ευκολία κυρίεψαν μία από τις πλουσιότερες πόλεις της περιοχής. Σε μάχη που έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1048 κοντά στο φρούριο Καπετρού οι Βυζαντινοί νικήθηκαν. Ήταν η πρώτη επέλαση των Τούρκων στην Μικρά Ασία.
ζ. Το Σχίσμα του 1054
Κατά την διάρκεια της Βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, ο Πάπας Λέων Θ΄, αντιδρώντας στην ένταξη μητροπόλεων της νότιας Ιταλίας στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ανακίνησε τις δογματικές, λειτουργικές και εθιμικές διαφορές (όπως το filioque και το πρωτείο του Πάπα) μεταξύ των δυο Εκκλησιών. Οι αντιπρόσωποι της παπικής Εκκλησίας που ήλθαν στην Πόλη για να συνομιλήσουν με τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο (πατρ. 1043-1058) και τους θεολόγους της Ανατολής, δεν κατέληξαν τελικά σε συνεννόηση. Η αντιπαράθεση οδήγησε σε αμοιβαίους αναθεματισμούς και στο οριστικό σχίσμα, το οποίο επηρέασε κατά τους επόμενους αιώνες τις πολιτικές εξελίξεις σε Δύση και Ανατολή.
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 1055 ενώ προετοιμαζόταν για εκστρατεία κατά των Τούρκων
Η Θεοδώρα Πορφυρογέννητη (981 - 31 Αυγούστου 1056) ήταν 58η στη σειρά των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου από τις 11 Ιανουαρίου 1055 ως τις 31 Αυγούστου 1056, τελευταίο μέλος της Μακεδονικής Δυναστείας, η οποία κυβέρνησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για σχεδόν 200 χρόνια. Η Θεοδώρα, η νεότερη από τις κόρες του Κωνσταντίνου του Η’ και της Ελένης Αλυπίου, αδελφή της Ζωής, ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Θ', κατά πάσα πιθανότητα άθελά της, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών. ‘Ηταν - όπως μας μαρτυρεί ο Μιχαήλ Ψελλός σκιαγραφώντας το χαρακτήρα της, σε αντιπαραβολή με αυτόν της Ζωής - ψηλή, αδύνατη, απότομη και γρήγορη στο λόγο, χαμογελαστή, όχι ιδιαίτερα εύστροφη και όμορφη, αλλά αρκετά φειδωλή. Είχε δυναμικό και φιλόδοξο χαρακτήρα, καθώς στην αρχή της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1029) φαίνεται ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην εκδήλωση των συνωμοσιών του Προυσιανού και του Κωνσταντίνου Διογένη, οδηγώντας τη Ζωή στην απόφαση να την περιορίσει στη μονή Πετρίου. Ο Ψελλός αναφέρει ότι «ο φθόνος ... χώρισε τις δύο αδελφές» και ότι η θέση της στο μοναστήρι ήταν «αξιοσέβαστη». Η κουρά της Θεοδώρας ως μοναχής, ισοδυναμούσε με ποινή και αποκλεισμό από την πολιτειακή οργάνωση της αυτοκρατορίας. Στο σύντομο διάστημα διάστημα της συμβασιλείας της με την Ζωή, το 1042, συμμετείχε στην τιμωρία με τύφλωση του Μιχαήλ Ε’ και του Ιωάννη Ορφανοτρόφου το 1043.
Η Θεοδώρα, ανέλαβε για δεύτερη φορά την αυτοκρατορική εξουσία, ως μόνη κάτοχός της, στις 11 Ιανουαρίου του 1055, αμέσως μετά το θάνατο του Μονομάχου, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις απειλές που είχαν εμφανισθεί. Από την μιά πλευρά οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου Θ΄ προσπάθησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον δούκα Βουλγαρίας Νικηφόρο Πρωτεύοντα. Απέτυχαν όμως και έχασαν τις θέσεις τους. Από την άλλη πλευρά, ο πατρίκιος Βρυέννιος, εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας και αρχηγός των Μακεδονικών δυνάμεων (των δυνάμεων δηλαδή που είχαν υποστηρίξει τον πατρίκιο Λέοντα Τορνίκιο οκτώ χρόνια νωρίτερα) αποπειράθηκε και αυτός να στασιάσει. Απέτυχε και εξορίστηκε, ενώ η μεγάλη περιουσία του δημεύτηκε.
Η Θεοδώρα αποφάσισε να μην παντρευτεί και απέκρουσε κάθε πίεση από στρατό ή κλήρο, και ιδιαίτερα του πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριου, που δυσανασχετούσε επειδή αυτοκράτορας ήταν μια γυναίκα, να πάρει σύζυγο συνάρχοντα, υπερασπίστηκε δραστικότατα την ανεξαρτησία της από τις επιβουλές και επιρροές της στρατιωτικής τάξης, αλλά και της κοινής γνώμης που σύμφωνα με τον Ψελλό δεν ήταν σύμφωνη με μία τέτοια διευθέτηση των πραγμάτων: «Όλοι βέβαια το θεωρούσαν απρεπές να εκθηλύνεται έτσι η άλλοτε αρρενωπή εξουσία των Ρωμαίων». Η απόφαση αυτή δεν οφειλόταν τόσο από την επιθυμία για μονοκρατορία, αλλά, όπως παρατηρεί ο Ψελλός, στο ότι ίσως δεν ήθελε να ακολουθήσει τη μοίρα της Ζωής. Έτσι, παίρνοντας την έγκριση των ικανών αξιωματούχων που την αντιμετώπιζαν ευνοϊκά, παραχώρησε τη διοίκηση του κράτους στον έμπιστό της πρωθυπουργό πρωτοσύγκελο Λέοντα Παρασπόνδυλο, έναν δυσπρόσιτο αλλά ικανό πολιτικό, τον οποίο ο Ψελλός μέμφεται και κατακρίνει τη Θεοδώρα για την επιλογή της αυτή.
Παρά το ότι ο Ψελλός χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση της Θεοδώρας συνετή, παρατηρεί ότι ήταν απαραίτητη η ανάληψη των κρατικών ηνίων από έναν άνδρα και μαρτυρεί την ύπαρξη ενός γενικότερου κλίματος δυσαρέσκειας, εξαιτίας του ότι η Βυζαντινή αρχή βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας. Ακόμη και τα θετικά στοιχεία που αποδίδει στη βασιλεία της Θεοδώρας σχετίζονται περισσότερο με τη διεθνή και εσωτερική πολιτική συγκυρία και λιγότερο με τις πραγματικές της ικανότητες στην άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η Θεοδώρα κυβέρνησε όπως όλοι οι αυτοκράτορες. Ήταν προϊσταμένη της αυλής, διόριζε αξιωματούχους, εξέδιδε διατάγματα, ρύθμιζε δικαστικές διαφορές, δεχόταν πρέσβεις και αρχηγούς κρατών, εκπλήρωνε τον τυπικό ρόλο του αυτοκράτορα και λάμβανε αποφάσεις σχετικά με ζητήματα οικονομικής ή εξωτερικής πολιτικής, πάντα με «σοβαρή φωνή» όπως αναφέρει ο Ψελλός. Το μοναδικό ίσως μειονέκτημα ήταν ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει προσωπικά το στρατό στη μάχη. Φαίνεται πως είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ενώ κατά το έθιμο, για να πάρει με το μέρος της αρχές και λαό έπρεπε να κάνει δωρεές, εκείνη αρνήθηκε δικαιολογώντας την απόφασή της αυτή, σύμφωνα με τον Ψελλό, ως ανανέωση αρχής που ανήκε στη νόμιμη κληρονόμο. Η φιλαργυρία της επηρέασε την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε κατά την περίοδο που ήταν στην εξουσία, στη διάρκεια της οποίας έκοψε χρυσά νομίσματα.
Η Θεοδώρα, εκτός από την ευγλωττία της, την φιλοδοξία και την ανάμειξή της στις δολοπλοκίες και τις μηχανοραφίες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, έδρασε ως ικανή μονάρχις που εκμεταλλεύθηκε τις προσωπικές ατέλειες και αδυναμίες του κύκλου της, χωρίς να παραιτηθεί από τα προνόμια που της παρείχε η θέση της. Κυβέρνησε με σύνεση, σε όποιο βαθμό της επέτρεπε η ηλικία και το φύλο της, δεδομένου ότι είχε επανέλθει από πολυετή μοναστική ζωή. Σημαντική απόφασή της, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη, ήταν ο ορισμός ως διαδόχου του Μιχαήλ Βρίνγκα, μετέπειτα γνωστού ως "Στρατιωτικού", απόγονου του Ιωσήφ Βρίνγκα, αξιωματούχου τον καιρό της βασιλείας του παππού της Ρωμανού Β’. Πέθανε τον Αύγουστο του 1056 σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, από κάποιο γαστρεντερικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Ψελλός. Η βασιλεία της Θεοδώρας της Πορφυρογέννητης σήμανε και το τέλος της Μακεδονικής Δυναστείας.
Ο Μιχαήλ ΣΤ' Βρίγγας, ο επονομαζόμενος Στρατιωτικός, ήταν ο 59ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου στα χρόνια 1056-1057. Προχωρημένης ηλικίας, και έχοντας υπηρετήσει ως στρατιωτικός λογοθέτης (εξ ου και το προσωνύμιό του), επελέγη ως διάδοχος του θρόνου από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αδελφή της Ζωής. Ανήλθε στο θρόνο μετά τον θάνατο της Θεοδώρας τον Αύγουστο του 1056. Ο Μιχαήλ ΣΤ προσπάθησε με υποσχέσεις να επηρεάσει τις λαϊκές μάζες, ενισχύοντας την παρουσία της μεσαίας τάξης στη Σύγκλητο και σε άλλες επιτελικές θέσεις, γεγονός που αύξησε τη δυασρέσκεια της παλιάς στρατιωτικής αριστοκρατίας. Στερούμενος πρωτοβουλίας και βλέποντας να παρασύρεται από τους ραδιούργους αυλικούς, εξαναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1057 και να αποσυρθεί σε μοναστήρι εγκαταλείποντας τον θρόνο στον Ισαάκιο Α' Κομνηνό, προδρομικό εκπρόσωπο της μετέπειτα Δυναστείας των Κομνηνών, ο οποίος κήρυξε στάση και συγκρούστηκε με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, σε μάχη που κέρδισε κοντά στη Νίκαια, λίγο πριν από την αποχώρηση του Μιχαήλ ΣΤ από τα ανάκτορα.
Ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (1007 – 1061, <ίσα + έχω + ίω [=πηγαίνω, έρχομαι] = αυτός που συνεχίζει να έχει ίσα δικαιώματα, ισάξιος του βασιλιά [αντίστοιχο του Ισάχης >Σάχης = βασιλιάς]) ήταν ο 60ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1057 μέχρι το 1059 και, προδρομικά, ο πρώτος από τον αριστοκρατικό οίκο των Κομνηνών. Κατά τη σύντομη διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε να αποκαταστήσει τη στρατιωτική ισχύ και υπόληψη της αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του Ισαάκιου, Μανουήλ Ερωτικός Κομνηνός, ήταν στρατηγός αυτοκράτορας της Ανατολής επί αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου και υπεράσπισε την πόλη της Νίκαιας εναντίον του διεκδικητή του θρόνου, Βάρδα Σκληρού, το 978. Το 1020, από την επιθανάτια κλίνη του, ο Μανουήλ εναπόθεσε τη φροντίδα των δυο γιων του, Ισαάκιου και Ιωάννη στον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β μόρφωσε με φροντίδα τα δύο παιδιά στη Μονή Στουδίου και κατόπιν τους προήγαγε σε ανώτερα αξιώματα. Κατά τις ταραχώδεις βασιλείες των επτά διαδόχων του Βασιλείου Β΄, ο Ισαάκιος κέρδισε με τη συνετή διαγωγή του την εμπιστοσύνη του στρατεύματος. Από το 1042 ως το 1057, υπηρέτησε ως δομέστικος των Σχολών της Ανατολής (αρχηγός των ταγμάτων της Ανατολίας). Νυμφεύθηκε την Αικατερίνη της Βουλγαρίας (αργότερα, όταν έγινε μοναχή, πήρε το όνομα Ξένη), κόρη του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Βλαδισλάβ (1015-1018). Είχαν τουλάχιστον δύο παιδιά: Μανουήλ Κομνηνός, που πέθανε πριν το 1059 και Μαρία Κομνηνή, που έγινε μοναχή.
Το 1057, μετά τον εξευτελισμό του από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ ΣΤ΄, εξεγέρθηκε στην Παφλαγονία και ενώθηκε με την αριστοκρατία της πρωτεύουσας σε συνωμοσία εναντίον του Μιχαήλ ΣΤ'. Αφού ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό στις 8 Ιουνίου 1057, νίκησε τον στρατό του Μιχαήλ ΣΤ' σε σκληρή μάχη κοντά στη Νίκαια, τη Μάχη του Άδη (ή Πολέμωνος) η οποία έλαβε χώρα τον ίδιο μήνα. Ο Μιχαήλ ΣΤ', προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τους στασιαστές μέσω του φημισμένου αυλικού του Μιχαήλ Ψελλού, προσφερόμενος να υιοθετήσει τον Ισαάκιο και να τον ανακηρύξει καίσαρα. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν δημοσίως, αλλά ιδιωτικά ο Ισαάκιος έδειξε πιο ανοιχτός σε διαπραγματεύσεις και τού υποσχέθηκαν τον τίτλο του συναυτοκράτορα. Όμως κατά τη διάρκεια των μυστικών διαπραγματεύσεων, ξέσπασε στάση υπέρ του Ισαάκιου στην Κωνσταντινούπολη. Με την εκθρόνιση του Μιχαήλ ΣΤ΄, ο πατριάρχης Μιχαήλ Α' Κηρουλάριος έστεψε τον Ισαάκιο αυτοκράτορα στις 1 Σεπτεμβρίου 1057, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο να του πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος της αποδοχής του Ισαακίου Α' στο θρόνο.
Συνετός, ικανός στρατηλάτης, έχοντας την απόλυτη υποστήριξη του στρατεύματος, ο Ισαάκιος αμέσως ξεκίνησε εκτεταμένη εκστρατεία εκσυγχρονισμού της άμυνας και βελτίωσης της διοίκησης. Είχε τη σοφία και τη διορατικότητα να προβεί σε καίριες επεμβάσεις τηρώντας ευαίσθητες ισορροπίες, για να μη βρεθεί αντιμέτωπος με τους ισχυρούς γραφειοκράτες της Πόλης. Με τα αποτελέσματα των αλλαγών άμεσα ορατά και κύριο στρατιωτικό επίτευγμα την εξουδετέρωση των Πετσενέγκων, η αυτοκρατορία παρουσίασε σημεία ανάκαμψης από τη βαθιά παρακμή των διαδόχων του Βασιλείου Β'. Ωστόσο, ένας ξαφνικός πυρετός απέβη μοιραίος για τον Ισαάκιο Α', ο οποίος παραιτήθηκε οικειοθελώς και αποσύρθηκε στη Μονή Στουδίου όπου πέθανε το 1061, σε ηλικία 54 ετών.
Αντιλαμβανόμενος τη μοίρα του, ο Ισαάκιος Α' λίγο πριν πεθάνει και υπό τις πιέσεις και υποδείξεις του Μιχαήλ Ψελλού, επέλεξε διάδοχο. Η προτίμησή του όμως για έναν άνθρωπο που ήταν σε ευθεία αντίθεση με το όραμα και τις ενέργειές του, φανερώνει την απόλυτη εξάρτησή του από τον ίδιο τον Ψελλό. Με έναν νέο και ισχυρό εχθρό πρό των πυλών, η επιλογή του Κωνσταντίνου Δούκα, αποδείχτηκε μοιραία για το μέλλον της Αυτοκρατορίας.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Ισαάκιο Α Κομνηνό, με αφετηρία τον Κωνσταντίνο Ι Δούκα, αποτελεί την Δυναστεία των Δουκών (1059-1081), που ήταν ελληνικής καταγωγής, από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του ευρύτερου Πόντου.
Ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας ήταν ο 61ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1059 έως το θάνατό του το 1067. Ήταν γιος του Ανδρόνικου Δούκα, ενός αριστοκράτη από την Παφλαγονία της Μ.Ασίας, ο οποίος υπηρέτησε κατά πάσα πιθανότητα ως κυβερνήτης του θέματος της Μοισίας. Ο Κωνσταντίνος απέκτησε δύναμη όταν νυμφεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, ανεψιά του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου. Το 1057 υποστήριξε το σφετερισμό του θρόνου από τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό αλλά σταδιακά τάχθηκε με την αυλική γραφειοκρατία ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του νέου Αυτοκράτορα. Παρά τη σιωπηρή αντίδρασή του, το Νοέμβριο του 1059 επελέγη από τον ασθενή Ισαάκιο ως διάδοχός του, υπό την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού. Έπειτα από λίγο ο Ισαάκιος εγκατέλειψε το θρόνο, καταφεύγοντας σε μοναστήρι και στις 24 Νοεμβρίου 1059 ο Κωνσταντίνο Ι’ Δούκας στέφθηκε Αυτοκράτορας. Η άνοδός του στο θρόνο σήμαινε επικράτηση της αριστοκρατίας, η οποία όμως αποδείχθηκε οδυνηρή για την Αυτοκρατορία δεδομένου ότι ο τρόπος διακυβέρνησής της από τον Κωνσταντίνο Ι δεν είχε επωφελή αποτελέσματα. Ο νέος ηγεμόνας έδωσε εξουσία σε δύο νεαρούς γιους του, διόρισε τον αδελφό του, Ιωάννη Δούκα, Καίσαρα και αποδύθηκε σε μια ευνοϊκή πολιτική απέναντι στην αυλική αριστοκρατία και τον κλήρο. Περικόπτοντας αρκετά την εκπαίδευση και την οικονομική ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων, μοιραία αποδυνάμωσε τη βυζαντινή άμυνα σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο, που συμπίπτει με την πρόοδο των Σελτζούκων Τούρκων και των Τουρκομάνων συμμάχων τους προς τη δύση.
Ο Κωνσταντίνος έγινε σύντομα αντιπαθής στους υποστηρικτές του Ισαάκιου μέσα στη στρατιωτική αριστοκρατία, που αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν το 1061. Επιπλέον, έχασε κάθε δημοτικότητα στις λαϊκές τάξεις, μετά την αύξηση που επέβαλε στους φόρους, προσπαθώντας να πληρώσει μετά από πολύ καιρό τα μέλη του στρατεύματος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής Ιταλίας από τους Νορμανδούς εκτός από την περιοχή γύρω από το Μπάρι, αν και υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντός του για τη διατήρηση της Απουλίας διορίζοντας τουλάχιστον τέσσερις στρατηγούς στην Ιταλία. Υπέστη, επίσης, επιδρομές από τον Σελτσούκο Αλπ Αρσλάν (βασ. 1063-1072) στη Μικρά Ασία το 1064 και από τους Ούζους στη Βαλκανική το 1065. Γέρος, ήδη, και με κλονισμένη υγεία, από τότε που ανέβηκε στο θρόνο, πέθανε στις 22 Μαΐου 1067. Τον διαδέχθηκαν οι νεαροί γιοί του υπό την κηδεμονία της μητέρας τους, Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας.
Ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης ήταν ο 62ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που έμεινε στο θρόνο από το 1068 ως το 1071. Είναι γνωστός για την αποτυχημένη του προσπάθεια να ανορθώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας, που οδήγησε στην καταστροφική Μάχη του Μαντζικέρτ. Γιος του Κωνσταντίνου Διογένη, γεννήθηκε το 1032 στην Καππαδοκία και καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα και του Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού. Μάλιστα το 1064 ως διοικητής της Σερδικής (σημερινή Σόφια) απώθησε τους Πετσενέγκους επιδρομείς των Βαλκανίων. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, η νεαρή χήρα του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, αποφάσισε να παντρευτεί, παρά τον όρκο της στον άντρα της λίγο πριν πεθάνει να μην ξαναπαντρευτεί ποτέ. Σύντομα κατόρθωσε να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να την απαλλάξει από τη δέσμευσή της, ενώ ταυτόχρονα επέλεξε ως νέο της σύζυγο έναν ευγενή απόγονο στρατιωτικής οικογένειας από την Καππαδοκία, γενναίο και ικανό στρατηλάτη, ταυτόχρονα όμως ισχυρογνώμονα και συχνά βίαιο, το Ρωμανό Δ΄ Διογένη. Φαίνεται ότι βασικό κριτήριο στην επιλογή της αυτή ήταν όχι μόνο η προσωπικότητα του Ρωμανού, αλλά και η συναίσθηση από πλευράς της, του κινδύνου που αντιμετώπιζε το κράτος υπό την απειλή των εξωτερικών εχθρών του και τη διάλυση του στρατού. Παιδιά τους ήταν οι Κωνσταντίνος Διογένης, Νικηφόρος Διογένης, και Λέων Διογένης.
Υπό διωγμό τον καιρό του Δούκα, ο Ρωμανός είχε αντιληφθεί έγκαιρα τον τουρκικό κίνδυνο. Αμέσως μετά το γάμο και τη στέψη του, άρχισε προσπάθεια ανασυγκρότησης του ρωμαικού στρατεύματος. Ο Ρωμανός για να ενδυναμώσει το ρωμαικό στράτευμα στρατολόγησε, εκπαίδευσε και τοποθέτησε σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, μισθοφόρους που συνολικά αριθμούσαν 100.000 άνδρες, καταγόμενους από την Καυκάσια Ιβηρία, ενώ πολλοί ήταν Σλάβοι, Τουρκομάνοι, Χαζάροι, Γότθοι, Αλανοί, Κουμάνοι, Πετσενέγοι, Φράγκοι και Νορμανδοί. Σύντομα όμως, έγινε στόχος των αριστοκρατών της Κωνσταντινούπολης, του Μιχαήλ Ψελλού, εκπρόσωπου του κατεστημένου της Πρωτεύουσας, αλλά κυρίως της οικογένειας των Δουκών, που προόριζαν τον γιο του Κωνσταντίνου και της Ευδοκίας, Μιχαήλ για διάδοχο.
Το 1068 και 1069 ο Ρωμανός πραγματοποίησε εκστρατείες στα ανατολικά σε αναζήτηση του Τούρκου πολέμαρχου Αλπ Αρσλάν. Είναι εκπληκτικό το ότι παρά την κακή κατάσταση του στρατού, είχε κάποιες επιτυχίες στα μέτωπα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους όπως επιθυμούσε, δηλαδή σε μάχη εκ παρατάξεως. Είναι γεγονός ότι βασικός στόχος των Τούρκων ήταν η Αίγυπτος, λόγω θρησκευτικών διαφορών με τους Φατιμίδες, και όχι η Ρωμαική Αυτοκρατορία. Στην πορεία όμως ο Αλπ Αρσλάν αναγκάστηκε για διάφορους λόγους να στραφεί κατά του Ρωμανού, ο οποίος προσπαθούσε να επανακτήσει την Αρμενία και να εξασφαλίσει τα ανατολικά σύνορα. Διάφορες συμφωνίες που έκαναν είχαν χαρακτήρα προσωρινής εκεχειρίας, μέχρι την αναμενόμενη από τις δύο πλευρές και αναπόφευκτη τελική σύγκρουση. Κάποια στιγμή το 1070, ο Ρωμανός χώρισε το στράτευμα σε δύο περίπου ίσα τμήματα, στέλνοντάς το ένα υπό το στρατηγό Ιωσήφ Ταρχανειώτη σε χωριστή αναζήτηση του εχθρού. Δυστυχώς το τμήμα αυτό του στρατεύματος εξαφανίστηκε ξαφνικά κοντά στη Μελιτηνή, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό το γιατί. Πιθανότερη εξήγηση είναι ότι επειδή αποτελείτο από ξένους μισθοφόρους, απλά διαλύθηκε μετά την απομάκρυνση από την ηγεσία του Ρωμανού, γιατί οι στρατιώτες ήταν κακοπληρωμένοι.
Τελικά, ο Ρωμανός έφτασε το καλοκαίρι του 1071 στην περιοχή της πόλης Μαντζικέρτ. Εκεί, αφού απέρριψε τις προτάσεις εκεχειρίας του Αρσλάν, προετοιμάστηκε για μάχη. Έτσι, την Παρασκευή 26 Αυγούστου του 1071, έγινε η μάχη που υποθήκευσε το μέλλον του Ελληνισμού στην Ανατολία. Αν και η μάχη άρχισε με καλές προοπτικές για τους Βυζαντινούς, ο εχθρός επιμελώς απέφευγε την κατά μέτωπο σύγκρουση, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους με ένα είδος ανορθόδοξου πολέμου. Κατά το δειλινό, και ενώ δεν είχε γίνει ουσιαστική μάχη, ένα σήμα επιστροφής του Ρωμανού, προκάλεσε σύγχυση στο στράτευμα. Τη σύγχυση πιθανόν ενέτειναν οι προδοτικές φήμες που διέδωσε ο στρατηγός Ανδρόνικος Δούκας για συντριβή της εμπροσθοφυλακής. Το χάος που επακολούθησε έδωσε τη δυνατότητα στον ικανότατο και οξύνου Τούρκο φύλαρχο να εξαπολύσει αντεπίθεση και να συντρίψει τους Βυζαντινούς, συλλαμβάνοντας τον ίδιο τον αυτοκράτορα και πετυχαίνοντας αναπάντεχα περίτρανη νίκη. Η απώλεια της Ανατολίας, βασικού τροφοδότη σε έμψυχο υλικό και τρόφιμα, σήμανε την ανεπανόρθωτη αποδυνάμωση του κορμού του κράτους, που αν και μπόρεσε να ορθοποδήσει, ποτέ ξανά δεν έφτασε τα επίπεδα ακμής της δυναστείας των Μακεδόνων.
Ακόμα και την ύστατη ώρα, το κακό θα μπορούσε να είχε αποσοβηθεί. Ο Αλπ Αρσλάν, για στρατηγικούς λόγους, πρότεινε όρους ειρήνης μάλλον ευνοϊκούς για τον Ρωμανό, και τον άφησε ελεύθερο. Στην πρωτεύουσα όμως και πριν την επιστροφή του αυτοκράτορα, οι εχθροί του με αρχηγό τον Ιωάννη Δούκα, και επηρεαζόμενοι από τον Μιχαήλ Ψελλό, με πρόφαση την ήττα του Ρωμανού έστεψαν βασιλέα το Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Απέρριψαν κοντόφθαλμα και ασυζητητί τους όρους του Αρσλάν, δείχνοντας έλλειψη διορατικότητας, και άσβεστη προσωπική φιλοδοξία. Η Ευδοκία εξορίστηκε σε μοναστήρι στην Πρίγκηπο. Κατά την επιστροφή του ο Ρωμανός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δοκίμασε να ανακαταλάβει το θρόνο του αλλά ηττήθηκε στη Μάχη της Αμάσειας από τον ιδιωτικό στρατό του Ιωάννη Δούκα και λίγους μήνες μετά παραδόθηκε στον Ανδρόνικο Δούκα. Συνελήφθη, τυφλώθηκε με βάναυσο τρόπο, εξορίστηκε στην Πρώτη της Προποντίδας και τελικά πέθανε λίγο αργότερα, στις 4 Αυγούστου του 1072.
Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, γνωστός και ως ο Παραπινάκης (περ. 1050 – 1090), ήταν ο 63ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1067 (για λίγους μήνες) και από το 1071 μέχρι το 1078. Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα (1059-1067) και της Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Νήπιο σχεδόν στέφθηκε συμβασιλεύς από τον πατέρα του και δεκαετής περίπου τον διαδέχθηκε, όταν εκείνος πέθανε το Μάιο του 1067. Μετά από λίγους μήνες η μητέρα του παντρεύτηκε τον στρατηγό Ρωμανό Διογένη, και τον Ιανουάριο του 1068 του παρέδωσε τη βασιλική αρχή. Το φθινόπωρο του 1071, όταν έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ', οι φίλοι του Δούκα, πρωτοστατούντος του καίσαρα Ιωάννη Δούκα, αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Μιχαήλ και εξόρισαν την Ευδοκία στο μοναστήρι της Πιπερούς, που η ίδια είχε ιδρύσει στην Προποντίδα, όπου δια της βίας εκάρη μοναχή. Στο μεταξύ ο Ρωμανός Δ' ελευθερώθηκε από τον Σουλτάνο Άλπ Αρσλάν και ερχόταν να διεκδικήσει το θρόνο. Τότε ο Μιχαήλ Ζ΄ θορυβήθηκε και εξαπέστειλε στρατεύματα τα οποία συνέλαβαν τον Ρωμανό Δ' και τον τύφλωσαν.
Αναλαμβάνοντας την αρχή Ο Μιχαήλ Ζ' προσέλαβε ως λογοθέτη των δρόμων τον ευνούχο Νικηφόρο (Νικηφορίτζη), ο οποίος απομάκρυνε από τα ανάκτορα όλους τους συγγενείς και φίλους του αυτοκράτορα και είχε γίνει πανίσχυρος κυβερνήτης με αδικίες και καταχρήσεις. Έφθασε να πουλά το σιτάρι στο λαό αντί ενός μεδίμνου και αυτό ελλιπές «παρά πινακίω» (ένα πιάτο λιγότερο), εξ ου και το προσωνύμιο "Παραπινάκης".
Στη σιτοδεία και τον λιμό που ενέσκηψαν ήρθε να προστεθεί και η επιδρομή των Τούρκων, που θεώρησαν άκυρες τις συνομολογηθείσες συμφωνίες με τον Ρωμανό Δ' και εισβάλλοντας στη Μικρά Ασία κατέλαβαν τις εκεί περιοχές. Τον ίδιο καιρό συνέβη και η ανταρσία του Φράγκου Ουρσελίου, η επανάσταση της Βουλγαρίας, η επιδρομή των Χρωβατών (Κροατών) στην Ιλλυρία και των Νορμανδών στην κάτω Ιταλία, οι οποίοι στη συνέχεια στράφηκαν στα αλβανικά παράλια. Εναντίον αυτών εστάλη ο στρατηγός Δαμιανός Δαλασσηνός, ο οποίος ηττήθηκε κατά κράτος από τους Βουλγάρους και τους συμμάχους τους Σέρβους. Στη συνέχεια ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος κατόρθωσε να ειρηνεύσει τις χώρες εκείνες και να καθυποτάξει τους Βουλγάρους και να εκδιώξει τους Χρωβάτες, τους Σέρβους και τους Νορμανδούς. Ενέσκηψαν όμως νέες θύελλες.
Ο στρατηγός Νέστωρ στη Δρίστρια (σημερινή Σιλίστρια) της Βουλγαρίας, δυσαρεστημενος για την αργοπορία της μισθοδοσίας του ίδιου και του στρατού του, απαίτησε τη καθαίρεση του Νικηφορίτζη. Όταν ο Μιχαήλ Ζ' αρνήθηκε, ο Νέστωρ στασίασε προσλαμβάνοντας για συμμάχους του τους Πετσενέγκους και φθάνοντας στα προάστια της Κωνσταντινούπολης, όπου οι κάτοικοι πέθαιναν σωρηδόν από τον λοιμό μένοντας άταφοι.
Μπροστά σ' αυτές τις συμφορές ο Μιχαήλ Ζ' παρέμεινε ανάλγητος και προχώρησε στην καθαίρεση του δαφνοστεφή στρατηγού Νικηφόρου Βρυέννιου και του στρατηγού Βασιλάκιου. Τότε ο Βρυέννιος στασίασε και αναγορεύθηκε «αυτοκράτορας πασών των επαρχιών από Δυρραχίου μέχρι Αδριανουπόλεως» και αυτής της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε στασίασε και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, ο οποίος από τη Μικρά Ασία έφθασε στη Χαλκηδόνα και στη Χρυσόπολη κυριεύοντας τα στενά του Βοσπόρου. Τότε εξερράγη λαϊκή εξέγερση, καθώς πρόκριτοι και λαός πήραν τα όπλα την Κυριακή του Λαζάρου 1078, επιτέθηκαν στη φρουρά των ανακτόρων και τελικά αιχμαλώτισαν τον Μιχαήλ Ζ' και εξανάγκασαν αυτόν και την αυτοκράτειρα Μαρία να καρούν μοναχοί. Τη μεθεπομένη εισήλθε στη πόλη επευφημούμενος ο νέος αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης.
Μετά από κάποιο χρόνο ο Μιχαήλ Ζ' προχειρίσθηκε μητροπολίτης Εφέσου, αλλά μεταμεληθείς επέστρεψε στη μονή Στουδίου, κατ΄ άλλους στη Μονή του Μανουήλ (1071 -1078), όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Ο Μιχαήλ Ζ' είχε νυμφευθεί τη Μαρία της Αλανίας (Martha Bagrationi, κόρη του Bagrat IV ηγεμόνος της Γεωργίας). Μητέρα της ήταν η Βorena της Αλανίας, αδελφή του Durgulel ηγεμόνος των Αλανών. Γιός τους ήταν ο Κωνσταντίνος (1074-1095) ο πορφυρογέννητος, τον οποίο σε μικρή ηλικία μνήστευσε με την κόρη του Νορμανδού ηγεμόνα της Κάτω Ιταλίας Ροβέρτου Γισκάρδου. Όταν το 1081 ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, τον μνήστευσε με τη κόρη του Άννα. Από αυτό λαμβάνοντας αφορμή ο Ροβέρτος Γισκάρδος επιχείρησε το 1081 μεγάλη εκστρατεία κατά του Βυζαντίου.
Ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (1002 - 10 Δεκεμβρίου 1081) ήταν ο 64ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1078 έως το 1081. Υπηρέτησε ως στρατηγός υπό τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Θ´ και Ρωμανό Δ´ Διογένη, και την περίοδο βασιλείας του Μιχαήλ Ζ´ Δούκα έγινε κυβερνήτης του θέματος Ανατολής και διοικητής του στρατού στην Ασία. Το 1078 επαναστάτησε ενάντια στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ´ και στον υπουργό οικονομικών του Νικηφορίτζη και με τη σύμπραξη των Σελτζούκων Τούρκων βάδισε προς τη Νίκαια, όπου ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα. Βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν άλλο επαναστάτη στρατηγό, το Νικηφόρο Βρυέννιο, και η εκλογή του επικυρώθηκε από την αριστοκρατία και τον κλήρο, ενώ ο Μιχαήλ ο Ζ´ παραιτήθηκε από το θρόνο και έγινε μοναχός. Το Μάρτιο ή Ιούνιο του 1078, ο Νικηφόρος Γ´ Βοτανειάτης μπήκε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Κοσμά Α΄ (πατρ. 1075-1081). Με τη βοήθεια του στρατηγού του Αλέξιου Κομνηνού, αντιμετώπισε τον Βρυέννιο και άλλους αντιπάλους, αλλά απέτυχε να εκδιώξει τους Τούρκους από τη Μικρά Ασία.
Για να ενισχύσει τη θέση του, ο Νικηφόρος Γ΄ επεδίωξε να παντρευτεί την Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, μητέρα του Μιχαήλ Ζ´ και χήρα του Κωνσταντίνου Ι΄ και του Ρωμανού Δ΄. Αυτό το σχέδιο υπονομεύτηκε από τον Καίσαρα Ιωάννη Δούκα και ο Νικηφόρος τελικά νυμφεύτηκε τη Μαρία της Αλανίας, χήρα του Μιχαήλ Ζ´, κατά παράβαση των εκκλησιαστικών κανόνων. Παρόλα ταύτα, ο Νικηφόρος Γ' δεν αναγνώρισε τα δικαιώματα διαδοχής του γιου της Μαρίας Κωνσταντίνου Δούκα, πράγμα που τον εξέθεσε στις υποψίες και συνωμοσίες του εναπομείναντος τμήματος της οικογένειας των Δουκών. Ο τρόπος διοίκησής του δημιούργησε αντιπάθειες, καθώς οι σύμβουλοί του αποξένωσαν πολλούς παλαιούς αυλικούς, και απέτυχε να σταματήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος.
Ο Νικηφόρος Γ' σταδιακά εξαρτήθηκε από την υποστήριξη του στρατηγού Αλεξίου Κομνηνού, που αντιμετώπισε με επιτυχία την επανάσταση του Νικηφόρου Βασιλάκιου στα Βαλκάνια (1079) και επιφορτίστηκε να καταστείλει την επανάσταση του Νικηφόρου Μελισσηνού στην Ανατολή (1080). Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήρθε επίσης αντιμέτωπος με εισβολές ξένων λαών, όπως ο Νορμανδός Δούκας Ροβέρτος Γυισκάρδος της Απουλίας, ο οποίος κήρυξε πόλεμο με το πρόσχημα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων στο θρόνο του νεαρού Κωνσταντίνου Δούκα, που είχε μνηστευτεί την κόρη του Έλενα. Ενώ εμπιστεύτηκε στον Αλέξιο σημαντικές ένοπλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει την επικείμενη επίθεση των Νορμανδών, οι Δούκες, καθοδηγούμενοι από τον καίσαρα Ιωάννη, συνωμότησαν για να καταλύσουν την εξουσία του και να τον αντικαταστήσουν με τον Αλέξιο. Στην εποχή του ο Γκαζίκ Β', τελευταίος βασιλιάς του αρμενικού βασιλείου Ανί, που είχε καταλυθεί απο τους Βυζαντινούς από το 1045, δολοφονήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας από φανατικούς Βυζαντινούς Ορθοδόξους λόγω προστριβών του σχετικά με θέματα με το δόγμα της Αρμενικής εκκλησίας η οποία είχε δεχτεί τον μονοφυσιτισμό απο τον 6ο αιώνα. Ο αρμένιος πρίγκηπας Ρουπέν Α' απο την οικογένεια των Βαγρατιδών της Αρμενίας συγγενής του Γκαζίκ Β' κατέλαβε την πόλη Σις (σημερινό Κοζάν) κοντά στα Άδανα της Κιλικίας, ιδρύοντας το αρμενικό πριγκιπάτο της Μικράς Αρμενίας με πρωτεύουσα την Σίς (1080). Το 1199 το πριγκιπάτο προάχθηκε σε βασίλειο, επιβιώνοντας συνολικά περίπου τρεις αιώνες ως την κατάλυσή του απο τους Μαμελούκους της Αιγύπτου.
Έχοντας αποτύχει να εξασφαλίσει την υποστήριξη είτε των Σελτζούκων Τούρκων είτε του Νικηφόρου Μελισσηνού (που ήταν και οι παραδοσιακοί εχθροί του), ο Νικηφόρος Γ' αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το θρόνο ύστερα από ένα αιματηρό πραξικόπημα το 1081. Ο εκθρονισμένος αυτοκράτορας αποσύρθηκε σε μοναστήρι, που ο ίδιος είχε επιχορηγήσει, και πέθανε αργότερα τον ίδιο χρόνο. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο Αλέξιος Κομνηνός, ιδρυτής της ομώνυμης δυναστείας.
Από τον 6ο αιώνα ο δυτικός τευτονικός / γερμανικός λαός των Φράγκων είχε εκχριστιανισθεί και η Φραγκία, κυβερνώμενη από τους Μεροβίγγειους, ήταν το ισχυρότερο από τα βασίλεια που διαδέχθηκαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά τους Μεροβίγγειους το κράτος των Φράγκων κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Καρολιδών (741-987), κατά τη διάρκεια της οποίας με τη Συνθήκη του Βερντέν το 843 το κράτος διαιρέθηκε σε τρία μέρη, προδρομικά των σημερινών κρατών της Γαλλίας, Γερμανίας και εν μέρει της Ιταλίας. Στο μέρος που αντιστοιχεί στη σημερινή Γαλλία βασίλεψε στη συνέχεια η δυναστεία των Καπετιδών (987-1328), επί της οποίας το κράτος των Φράγκων μετεξελίχθηκε στο σημερινό κράτος της Γαλλίας.
Το 687 ο Πεπίνος του Χέρσταλ, αυλάρχης του παλατιού της Αυστρασίας, έδωσε τέλος στη διαμάχη μεταξύ διάφορων βασιλιάδων και των αυλαρχών τους με τη νίκη του στο Τερτρύ (687) και έγινε ο μοναδικός κυβερνήτης ολόκληρου του Φραγκικού βασιλείου. Μετά τη Μάχη του Τερτρύ, οι Μεροβίγγειοι περιήλθαν σε κατάσταση αδυναμίας, για την οποία έχουν αποκλήθηκαν «rois fainéants» ("άπρακτοι ή ανύπαρκτοι βασιλιάδες"). Σχεδόν όλες οι κυβερνητικές εξουσίες κάθε μορφής ασκούνταν από τον επικεφαλής σύμβουλό τους, τον αυλάρχη του παλατιού.Ο Πεπίνος ο ίδιος ήταν εγγονός δύο από τις σημαντικότερες μορφές του Βασιλείου της Αυστρασίας, του Αγίου Αρνούλφου του Μετς και του Πεπίνου του Λάντεν. Τον Πεπίνο του Χέρσταλ διαδέχθηκε τελικά ο νόθος γιος του Κάρολος, αργότερα γνωστός ως Κάρολος Μαρτέλος. Μετά το 737 ο Κάρολος Μαρτέλος κυβέρνησε τους Φράγκους χωρίς βασιλιά στο θρόνο, αλλά αρνήθηκε να ονομαστεί ο ίδιος βασιλιάς. Τον Κάρολο διαδέχθηκαν το 741 οι γιοί του Καρλομάνος και Πεπίνος ο Βραχύς, πατέρας του Καρλομάγνου. Για να συγκρατήσουν τις αποσχιστικές τάσεις στην περιφέρεια του βασιλείου, το 743 τα αδέρφια τοποθέτησαν στο θρόνο τον Χιλδέριχο Γ΄, που έμελλε να είναι ο τελευταίος Μεροβίγγειος βασιλιάς. Μετά την παραίτηση του Καρλομάνου από το αξίωμά του το 747 για να αποσυθεί οικειοθελώς σε μοναστήρι, ο Πεπίνος έφερε το ζήτημα της βασιλείας στον Πάπα Ζαχαρία, ρωτώντας αν ήταν λογικό για ένα βασιλιά να μην έχει βασιλική εξουσία. Ο πάπας εξέδωσε την απόφασή του το 749. Όριζε ότι ήταν καλύτερο ο Πεπίνος, που είχε τις εξουσίες του υψηλού αξιώματος ως Αυλάρχης, να ονομαστεί βασιλιάς, έτσι ώστε να μη συγχέεται η ιεραρχία. Ως εκ τούτου τον διέταξε να γίνει πραγματικός βασιλιάς. Το 750 ο Πιπίνος εξελέγη από μια συνέλευση των Φράγκων, χρίσθηκε από τον αρχιεπίσκοπο και πρόβαλε στο γραφείο του βασιλιά. Χαρακτηρίζοντας το Χιλδέριχο Γ΄ ως "ψευδοβασιλιά" ο Πάπας τον υποχρέωσε να κλειστεί σε μοναστήρι. Έτσι η Μεροβίγγεια δυναστεία αντικαταστάθηκε από την Καρολίγγεια, που πήρε το όνομά της από τον πατέρα του Πιπίνου, Κάρολο Μαρτέλο.
Βασιλείς της Μεροβίγγειας Δυναστείας στην εξεταζόμενη περίοδο, μετά τον Κλοθάριο Β (584-623), ήταν οι εξής:
α. Δαγοβέρτος Α (623-634)
Ο Δαγοβέρτος Α (Dagobert I 603 – 639, <δα [δα-δη-γη] + γεω [<γαία] + φερτός [=φερόμενος] = στερεωμένος στη γη, σταθερός, ανίκητος) ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας (623–634), βασιλιάς όλων των Φράγκων (629–634), και βασιλιάς της Νευστρίας και Βουργουνδίας (629–639). Ήταν πρωτότοκος γιος του Κλοθάριου Β, ο οποίος από το 613 ήταν μόνος βασιλιάς όλων των Φράγκων. Το 623, μετά από πίεση της τοπικής αριστοκρτίας, αναγορεύτηκε από τον πατέρα του βασιλιάς της Αυστρασίας (Rheims, Metz), στην οποία ο Δαγοβέρτος προσάρτησε την Αλσατία, ιδρύοντας εκεί ένα τοπικό δουκάτο, που περιλάμβανε και τα Βόσγια και τις Αρδέννες, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της Μεροβίγγειας δυναστείας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 629, κληρονόμησε τα βασίλεια της Νευστρίας (Παρίσι, Σουασόν) και Βουργουνδίας (Ορλεάνη), παραχωρώντας στον ετεροθαλή αδελφό του Χαριβέρτο την Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία). Με τον θάνατο του Χαριβέρτου, το 632, δολοφονώντας τον γιο του Χιλπέριχο, ο Δαγοβέρτος προσάρτησε και την Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία) και έγινε ο ισχυρότερος βασιλιάς της Δύσης, με πρωτεύουσα το Παρίσι. Στα επόμενα χρόνια μέχρι το θάνατό ασχολήθηκε με ειρηνικά έργα, και ιδιαίτερα με την οικοδόμηση πύργων και εκκλησιών, όπως η βασιλική του Αγίου Διονυσίου (Saint Denis Basilica) στο Παρίσι, όπου θάφτηκε και ο ίδιος. Οι επόμενοι βασιλείς μετά από αυτόν ανέβαιναν στο θρόνο σε μικρή ηλικία, χωρίς να έχουν ουσιαστική εξουσία, που πέρασε στα χέρια των αριστοκρατικών οικογενειών, που απέκτησαν πλήρη φεουδαρχικό έλεγχο όλης της χώρας. Ο ίδιος είχε τέσσερις συζύγους (Gormatrude, Nanthild, Wulfegundis, Berchildis, κάποιες από αυτές ταυτόχρονα) και αναρίθμητες παλλακίδες (με ονομαστότερη την Ragnetrude) και απέκτησε αρκετά παιδιά από τα οποία δύο (Χλωδοβίκος Β και Σιγιβέρτος Γ) βασίλεψαν μετά από αυτόν.
β. Χαριβέρτος Β (629-632)
Ο Χαριβέρτος Β (Charibert II, 607–632, <χάρις [=ωραιότητα, δόξα] + <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = ένδοξος και γενναίος), γιος του Κλοθάριου Β και ετεροθαλής αδελφός του Δαγοβέρτου Α, ήταν βραχύβιος βασιλιάς της Ακουϊτανίας στα χρόνια 629-632, με πρωτεύουσα την Τουλούζη, περιοχή την οποία αποδέχτηκε μετά από ανταγωνισμό με τον Δαγοβέρτο για το βασίλειο της Νευστρίας, στον οποίο υποστηρίχτηκε ανεπιτυχώς και από τον θείο του Βροδούλφο (Brodulf), που σκοτώθηκε από τον Δαγοβέρτο. Νυμφεύτηκε την Γκιζέλα (<γης + έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω] = εκλεκτή της γης {>Gisele}), κόρη του ηγεμόνα των Γασκόνων και υπέταξε όλη την περιοχή των Βάσκων, καταπνίγοντας την αντίστασή τους. Το 632 ο Χαριβέρτος πέθανε, πιθανώς δολοφονημένος με εντολή του Δαγοβέρτου, ενώ αμέσως στη συνέχεια δολοφονήθηκε και ο γιος του Χιλπερίχος (<γη + λίθος + φέρω + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς βοηθός δυνατός σαν βράχος), αφήνοντας τον Δαγοβέρτο μόνο κύριο όλης της χώρας των Φράγκων.
γ. Σιγιβέρτος Γ (634-656)
Ο Σιγιβέρτος Γ (Sigebert III,. 630–656, < <σιγή + <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = αυτός που φέρνει σιγή στις μάχες νικώντας, γενναίος νικητής {Sigebert, μετεξελίχθηκε στα γερμ. σε Siegfried}) ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας (Ρεμς, Μετς) στα χρόνια 634-656. Πρωτότοκος γιος του Δαγοβέρτου Α και ετεροθαλής αδελφός του Χλωδοβίκου Β, χαρακτηρίστηκε ως ο πρώτος «ανύπαρκτος βασιλιάς» της Μεροβίγγειας δυναστείας. Σύζυγός του ήταν η Χιμνεγίλδη της Βουργουνδίας (Chimnechild) και γιος τους ο μετέπειτα βασιλιάς Δαγοβέρτος Β. Εγγονές του ήταν οι άγιες Αδέλα και Ιρμίνα. Το 640 σε ηλικία 10 ετών, επικεφαλής του στρατού του, προσπάθησε ανεπιτυχώς, να καταλάβει την Θουριγγία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ίδρυσε αρκετά μοναστήρια, νοσοκομεία και εκκλησίες, ενώ ισχυροποιήθηκε η θέση των μαγιορδόμων του παλατιού, από τους οποίους μάλιστα ο Γριμόλδος (Grimoald), γιος του Πεπίνου του Λάντεν, προσπάθησε να ορίσει διάδοχο του θρόνου τον γιο του. Μετά τον θάνατό του σε ηλικία 25 ετών ο Σιγιβέρτος αγιοποιήθηκε από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία και θεωρείται προστάτης άγιος της πόλης Νανσύ.
δ. Χλωδοβίκος Β (639-657)
Ο Χλωδοβίκος Β ή Κλόβης Β (Clovis II, 637 – 657, <Κλεόβιος <κλέος [=δόξα] + βίος = αυτός που ζει ένδοξα {εξελίχτηκε σε Lovis >Louis = Λουδοβίκος στα γαλλικά και αγγλικά) διαδέχτηκε τον πατέρα του Δαγοβέρτο Α το 639, ως βασιλιάς της Νευστρίας και Βουργουνδίας, ενώ ο ετεροθαλής αδελφός του Σιγιβέρτος ήταν ήδη βασιλιάς της Αυστρασίας από το 634. Αρχικά κηδεμονευόταν από την μητέρα του, που πέθανε το 642. Στη συνέχεια βρέθηκε υπό την επίδραση τοπικών φεουδαρχών, που μείωσαν την βασιλική εξουσία, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Με τη σύζυγό του Βαλθίλδη, αγγλοσαξονικής αριστοκρατικής καταγωγής, απέκτησε τρεις γιους, που βασίλεψαν μετά από αυτόν. Ο ίδιος παρέμεινε ανήλικος σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του και, όπως ο αδελφός του, ήταν και αυτός ένας «ανύπαρκτος βασιλιάς».
ε. Χιλδεβέρτος Γ ο Υιοθετημένος (656-661)
Ο Χιλδεβέρτος Γ ο Υιοθετημένος (Childebert III Adoptivus, <γη + λίθος + φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = δυνατός σαν βράχος), γιος του μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) του παλατιού Γριμόλδου του πρεσβύτερου (επομένως εγγονός του Πεπίνου του Λάντεν) και υιοθετημένος γιος του βασιλιά Σιγιβέρτου Γ, ήταν βασιλιάς των Φράγκων στα χρόνια 656-661. Όταν πέθανε ο Σιγιβέρτος Γ, ο Γριμόλδος έκλεισε τον βιολογικό γιο του Δαγοβέρτο Γ σε μοναστήρι στην Ιρλανδία και όρισε βασιλιά της Αυστρασίας τον δικό του γιο Χιλδεβέρτο Γ. Τελικά ο Γριμόλδος και ο Χιλδεβέρτος, όπως και ο Ανσεγίσελος που νυμφεύτηκε την κόρη του Πεπίνου του Λάντεν, συνελήφθησαν και παραδόθηκαν στον βασιλιά της Νευστρίας Χλωδοβίκο Β, που τους σκότωσε. Η οικογένειά τους παρουσιάστηκε πάλι στο προσκήνιο στο πρόσωπο του Πεπίνου του Χέρσταλ, γιου του Ανσεγίσελου.
στ. Κλοθάριος Γ (657–673)
Ο Κλοθάριος Γ (Chlothar III ή Chlotar, Clothar, Clotaire, Chlotochar, ή Hlothar, από τα οποία προέκυψε το όνομα Lothair; 652–73, <Κλεοθάριος <κλέος [=δόξα] + θάρρος = ένδοξος για το θάρρος του) ήταν πρωτότοκος γιος του Χλωδοβίκου Β, βασιλιάς της Νευστρία και Βουργουνδίας. Όταν ο Χλωδοβίκος πέθανε το 658, ο Κλοθάριος τον διαδέχτηκε υπό την κηδεμονία της μητέρας του Αγίας Βαλθίλδης. Το 660 πραγματοποίησε ανεπιτυχή εκστρατεία στη βόρεια Ιταλία, εναντίον των Λομβαρδών. Το 664 μία επιδημία πανώλης αφάνισε τον πληθυσμό των φραγκικών πόλεων. Το 662 η Αυστρασία παραχωρήθηκε στον αδελφό του Κλοθάριου, Χιλδερίκο Γ, επίσης γιο του Χλωδοβίκου Β. Το 669 οι αριστοκράτες αναγνώρισαν την ενηλικίωσή του και φαίνεται πως άρχισε να ασκεί κάποια ουσιαστική εξουσία, αλλά πέθανε το 673 και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Θευδέριχος Γ.
ζ. Χιλδερίχος Β (662–675)
Ο Χιλδερίχος Β (Childeric II,. 653 – 675, <γη + λίθος + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς δυνατός σαν βράχος) ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας από το 662 μέχρι το 673 και της Νευστρίας και Βουργουνδίας από το 673 μέχρι το 675, οπότε ήταν βασιλιάς όλων των Φράγκων. Ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά Χλωδοβίκου Β και εγγονός του βασιλιά Δαγοβέρτου Α. Μητέρα του ήταν η Αγία Βαλθίλδη και αδελφός του ο Κλοθάριος Γ. Ήταν ακόμη παιδί, όταν οι στρατιώτες του τον σήκωσαν στις ασπίδες τους και τον ανακήρυξαν βασιλιά της Αυστρασίας. Μετά τον θάνατο του Κλοθάριου Γ το 673, ο νεότερος αδελφός του Θευδέριχος Γ κληρονόμησε τα βασίλειά του, αλλά ορισμένοι εξέχοντες Βουργουνδοί αριστοκράτες προώθησαν τον Χιλδερίχο Β στο θρόνο της Νευστρίας και Βουργουνδίας, ο οποίος σύντομα εκτόπισε τον αδελφό του και έμεινε μόνος βασιλιάς όλων των Φράγκων. Το 675 δολοφονήθηκε από αντίπαλούς του ευγενείς της Νευστρίας, κατά τη διάρκεια κυνηγετικής επιχείρησης, μαζί με τη σύζυγό του Βιλιγίλδη και ένα γιο του. Ο δεύτερος γιος του Χιλπερίχος Β έγινε αργότερα βασιλιάς.
η. Θεοδώριχος Γ (675–691)
Ο Θεοδώριχος Γ (Theuderic III ή Theuderich, Theoderic, ή Theodoric, στα γαλλικά Thierry, 654–691, <Θεόδωρος [<θεός + δώρο] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς που έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό >Θευδέριχος) ήταν βασιλιάς της Νευστρίας (περιλαμβανομένης και της Βουργουνδίας) σε δύο φάσεις (673 και 675–691) και βασιλιάς της Αυστρασίας από το 679 μέχρι το 691, οπότε ήταν και βασιλιάς όλων των Φράγκων. Γιος του Χλωδοβίκου Β και της Βαλθίλδης, περιγράφεται ως ανδρείκελο («ανύπαρκτος βασιλιάς») του μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) του παλατιού Εβροΐν (Ebroin), που ίσως τον ονόμασε βασιλιά χωρίς υποστήριξη από τους ευγενείς. Διαδέχτηκε τον αδελφό του Κλοθάριο Γ στη Νευστρία το 673, αλλά ο Χιλδερίχος Β της Αυστρασίας τον εκτόπισε μέχρι το θάνατό του το 675, οπότε ο Θεοδώριχος πήρε πίσω τον θρόνο του. Όταν ο Δαγοβέρτος Β πέθανε το 679, ο Θεοδώριχος πήρε και την Αυστρασία και έγινε βασιλιάς όλων των Φράγκων. Το 681 συμφώνησε ειρήνη με τον Πεπίνο του Χέρσταλ, μεγάλο αυλάρχη (μαγιορδόμο) του παλατιού της Αυστρασίας, αλλά το 686, ο μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) της Νευστρίας-Βουργουνδίας Βερθάρος (Berthar <φέρω + θάρρος) ηττήθηκε από τον Πεπίνο στη Μάχη του Τερτρύ το 687 και έτσι ανακόπηκε η πορεία επικράτησης των ευγενών της Αυστρασίας στο σύνολο του κράτους. Είχε διαδοχικά τρεις συζύγους και απέκτησε μαζί τους 6 παιδιά, από τα οποία 4 βασίλεψαν μετά από αυτόν.
θ. Χλωδοβίκος Γ (675–676)
Ο Χλωδοβίκος Γ (Clovis III, 650-679), γιος του Θεοδώριχου Γ, ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας από το 675 μέχρι το 676. Ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τους τοπικούς φεουδάρχες σε αντιπαράθεση με τον Δαγοβέρτο Β, που υποστηρίχτηκε από τον μεγάλο αυλάρχη (μαγιορδόμο) Βουλφόλδο (Wulfoald). Ο πρώην μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) της Νευστρίας Εβροΐν, δραπετεύοντας από το μοναστήρι στο οποίο είχε κλειστεί, προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνεργαστεί με τους οπαδούς του, με στόχο να εκτοπίσει τον Θεοδώριχο Γ και τον Πεπίνο του Χέρσταλ, αλλά κατόρθωσε να αποκατασταθεί στην παλιά θέση του ως μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος). Ο Χλωδοβίκος Γ πέθανε λίγο μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, χωρίς άλλη αξιοσημείωτη ενέργεια.
ι. Δαγοβέρτος Β (675–679)
Ο Δαγοβέρτος Β (Dagobert II,. 650 – 679, <δα [δα-δη-γη] + γεω [<γαία] + φερτός [=φερόμενος] = στερεωμένος στη γη, σταθερός, ανίκητος), γιος του Σιγιβέρτου Γ και της Χιμνεγίλδης, ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας στα χρόνια 676–79, αναγνωρισμένος ως άγιος από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Όταν πέθανε ο πατέρας του το 656, ο μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) Γριμόλδος ο πρεσβύτερος (Grimoald), προώθησε στο θρόνο τον δικό του γιο Χιλδεβέρτο Γ τον Υιοθετημένο, κλείνοντας ταυτόχρονα τον Δαγοβέρτο Β σε μοναστήρι, υπό την επιμέλεια του Ντεσιντέριου, επίσκοπου Πουατιέ και στη συνέχεια τον έστειλε, ως μοναχό, στην Ιρλανδία. Στο μεταξύ οι ευγενείς της Αυστρασίας με τη βοήθεια του Χλωδοβίκου Β της Νευστρίας, έδιωξαν τους σφετεριστές σκοτώνοντας τον Γριμόλδο και τον Χιλδεβέρτο και προσαρτώντας την Αυστρασία στη Νευστρία. Ουσιαστικός κυβερνήτης ήταν όμως ο μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) Εβροΐν (Ebroin), ο οποίος το 662 παρέδωσε το θρόνο του βασίλειου της Αυστρασίας σε ένα παιδί, τον Χιλδερίκο Β, αδελφό του Κλοθάριου Γ, με μεγάλο αυλάρχη (μαγιορδόμο) συμβασιλέα τον Βουλφόλδο (Wulfoald). Ο Χιλδερίκος Β δολοφονήθηκε το 675 κατά τη διάρκεια κυνηγετικής επιχείρησης και στη χαοτική κατάσταση που προέκυψε, οι τοπικοί φεουδάρχες της Αυστρασίας πίεσαν τον Βουλφόλδο για επιστροφή του Δαγοβέρτου Β, ο οποίος, μετά διαμάχη μεταξύ Εβρΐν και Βουλφόλδου, αποκαταστάθηκε ως βασιλιάς μέρους της επικράτειας που του ανήκε αρχικά, σε μία περιοχή κατά μήκος του Ρήνου. Ως ηγεμόνας ο Δαγοβέρτος Β ασχολήθηκε με ειρηνικές δραστηριότητες και κυρίως με την οικοδόμηση μοναστηριών και εκκλησιών. Τελικά, με την αναβίωση των ανταγωνισμών ανάμεσα στους ευγενείς της Νευστρίας και της Αυστρασίας, που ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό όλης της περιόδου, μέχρι την πτώση της Μεροβίγγειας δυναστείας, ο Δαγοβέρτος Β δολοφονήθηκε και αυτός κατά τη διάρκεια κυνηγετικής δραστηριότητας, πιθανώς με εντολή του Εβροΐν, μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) της Νευστρίας. Μετά τον θάνατό του, και εφόσον δεν είχε αφήσει άρρενα διάδοχο, ο Πεπίνος Β, μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) της Αυστρασίας (679-714) έμεινε μόνος κυρίαρχος της περιοχής, μέχρι τη Μάχη του Τερτρύ (687), όταν αποδέχτηκε ως βασιλιά τον Θεοδώριχο Γ.
ια. Χλωδοβίκος Δ (691–695)
Ο Χλωδοβίκος Δ (Clovis IV, 682–95), γιος του Θεοδώριχου Γ, ήταν βασιλιάς όλων των Φράγκων στα χρόνια 691-695.Στην πραγματικότητα ήταν ένας «ανύπαρκτος βασιλιάς», ανδρείκελο του θείου του Πεπίνου Β, μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) της Αυστρασίας. Ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 9 ετών και πέθανε 4 χρόνια αργότερα.
ια. Χιλδεβέρτος Γ ο Δίκαιος (695–711)
Ο Χιλδεβέρτος Γ ο επιλεγόμενος Δίκαιος (Childebert III le Juste, 670 - 711, <γη + λίθος + φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = δυνατός σαν βράχος), γιος του Θεοδώριχου Γ, ήταν μόνο βασιλιάς όλων των Φράγκων (695–711), και μολονότι ήταν ανδρείκελο του μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) θείου του Πεπίνου του Χέρσταλ, φαίνεται ότι, όπως δείχνει και το προσωνύμιό του, είχε το σθένος να παίρνει κάποιες δικαστικές αποφάσεις μόνος του. Προς το τέλος της βασιλείας του η νότια Γαλλία (Προβηγκία, Ακουϊτανία και Βουργουνδία) άρχισε να δείχνει τάσεις αυτονόμησης. Πέθανε στην πόλη Σαιντ Ετιέν του Λίγηρα και τον διαδέχτηκε ο γιος του Δαγοβέρτος Γ.
ιβ. Δαγοβέρτος Γ (711–715)
Ο Δαγοβέρτος Γ (Dagobert III, 699–715, <δα [δα-δη-γη] + γεω [<γαία] + φερτός [=φερόμενος] = στερεωμένος στη γη, σταθερός, ανίκητος) ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς των Φράγκων (711–715). Ήταν γιος του Χιλδεβέρτου Γ και διαδέχτηκε τον πατέρα του, σε ηλικία 12 ετών, στον ενοποιημένο θρόνο Νευστρίας, Αυστρασίας και Βουργουνδίας. Αληθινή εκουσία όμως ασκούσε ο μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) Πεπίνος του Χέρσταλ που πέθανε το 714, δίνοντας με το θάνατό του αφορμή για διαμάχες ανάμεσα στους ευγενείς που διεκδικούσαν θέση μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) στο παλάτι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας συνεχίστηκαν οι αποσχιστικές τάσεις της νότιας Γαλλίας (Auxerre, Orléans, Nevers, Avallon, Tonnerre, Toulouse). Ο Δαγοβέρτος Γ πέθανε από ασθένεια. Ο γιος του Θεοδώριχος Δ έγινε βασιλιάς αργότερα.
ιγ. Χιλπερίχος Β (715–721)
Ο Χιλπερίχος Β (Chilperic II 672 – 721, <γη + λίθος + φέρω + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς βοηθός δυνατός σαν βράχος), με αρχικό όνομα Δανιήλ, νεότερος γιος του Χιλδερίχου Β, ήταν βασιλιάς της Νευστρίας από το 715 και μόνος βασιλιάς όλων των Φράγκων από το 718 μέχρι τα θάνατό του. Μεγάλωσε και έζησε σε μοναστήρι ως Δανιήλ, μέχρι την ηλικία των 43 ετών, όταν ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τους στρατιώτες της Νευστρίας. Ικανός και ανδρείος πολεμιστής, το 716, μαζί με τον Ραγενφρίδο (Ragenfrid), μαγιορδόμο της Νευστρίας, στράφηκαν εναντίον του Θεοδοάλδου (Theudoald) και του Κάρλου Μαρτέλου (Charles Martel), κληρονόμων του Πεπίνου του Χέρσταλ. Σε μάχη που έγινε κοντά στην Κολωνία, ο Χιλπερίχος νίκησε και ο Μαρτέλος διέφυγε στα βουνά, ενώ και ο Θεοδοάλδος παραιτήθηκε από τις απαιτήσεις του για τη θέση του μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου). Όμως ο Κάρολος Μαρτέλος ετοίμασε αντεπίθεση και στη Μάχη της Αμπλέβ (Amblève) τους νίκησε και τους έτρεψε σε φυγή. Το 717 ο Μαρτέλος επανήλθε στη Νευστρία και με μια νέα νίκη στο Βινσύ (Vincy) επιβεβαίωσε την υπεροχή του, καταδιώκοντας τους αντιπάλους του μέχρι το Παρίσι. Στη συνέχεια ανακήρυξε βασιλιά τον Κλοθάριο Δ, σε αντιπαράθεση με τον Χιλπερίχο Β, τον οποίο νίκησε και πάλι σε μάχη στη Σουασόν (Soissons) το 718. Ο Κλοθάριος Δ πέθανε το 718 και ο Χιλπερίχος προσεταιρίστηκε τον Κάρολο Μαρτέλο, αναγνωρίζοντάς τον ως μαγιορδόμο, ενώ ο ίδιος ανακηρύχτηκε βασιλιάς όλων των Φράγκων. Έζησε όμως μόνο ένα ακόμη χρόνο για να χαρεί την επιτυχία του, αφού πέθανε στην πόλη Ατινιύ (Attigny) το 721, αφήνοντας το κράτος σε αδύναμους διαδόχους.
ιδ. Κλοθάριος Δ (717–718)
Ο Κλοθάριος Δ (Chlothar IV ή Chlotar, Clothar, Clotaire, Chlotochar ή Hlothar, που εξελίχθηκε σε Lothair, πέθ. 718, <Κλεοθάριος <κλέος [=δόξα] + θάρρος = ένδοξος για το θάρρος του), βασιλιάς της Αυστρασίας (717–18), εγκαταστάθηκε στο θρόνο από τον μαγιορδόμο Κάρολο Μαρτέλο, ως σύμμαχος κατά τη διάρκεια της εμφύλιας διένεξης με τον Χιλπερίχο Β. Μετά τη νίκη του το 717 στο Βινσύ, ο Μαρτέλος ανακήρυξε βασιλιά τον Κλοθάριο Δ σε αντιπαράθεση με τον Χιλπερίχο Β. Ακολούθησαν νέα νίκη του Μαρτέλου στη Σουασόν, αλλά ο Κλοθάριος Δ πέθανε το 718, και στη συνέχεια ο Χιλπερίχος Β συμβιβάστηκε με τον Μαρτέλο ορίζοντάς τον μαγιορδόμο, παίρνοντας ως αντάλλαγμα (μη υπάρχοντος του Κλοθάριου Δ) την αναγνώρισή του ως βασιλιά όλων των Φράγκων. Κατά άλλη εκδοχή ο Κλοθάριος επέζησε μέχρι το 719, 720 ή και 721 και απλώς εξυπηρέτησε τα πολιτικά σχέδια του Μαρτέλου.
ιε. Θεοδώριχος Δ (721–737)
Ο Θεοδώριχος Δ (Theuderic IV ή Theuderich, Theoderic, ή Theodoric; στα γαλλικά Thierry, 712 – 737) ήταν Μεροβίγγειος βασιλιάς των Φράγκων από το 721 μέχρι το 737. Ήταν γιος του βασιλιά Δαγοβέρτου Γ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ουσιαστική εξουσία ασκούσε ο μεγάλος αυλάρχης (μαγιορδόμος) Κάρολος Μαρτέλος, που τον κρατούσε υπό επιτήρηση μέχρι το θάνατό του. Άκρως σημαντική ήταν στο διάστημα αυτό η απόκρουση των Αράβων (υπό την διοίκηση του Αβδουραχμάν) στο Πουατιέ το 732 από τον Κάρολο Μαρτέλο. Μετά τον Θεοδώριχο Δ ο θρόνος του βασίλειου των Φράγκων έμεινε κενός για 7 χρόνια, μέχρις ότου ο Πεπίνος ο Βραχύς όρισε βασιλιά τον Χιλδερίχο Γ, τελευταίο βασιλιά της Μεροβίγγειας Δυναστείας.
ιστ. Χιλδερίχος Γ (743–751)
Ο Χιλδερίχος Γ (Childeric III, 717 – 754, <γη + λίθος + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς δυνατός σαν βράχος) ήταν βασιλιάς της Φραγκίας (Francia) από το 743 μέχρις ότου καθαιρέθηκε, τον Μάρτιο του 751, από τον πάπα Ζαχαρία υποκινούμενο από τον Πεπίνο τον Βραχύ, ο οποίος στη συνέχεια στέφθηκε βασιλιάς των Φράγκων, πρώτος στη σειρά της Καρολίγγειας Δυναστείας. Το 718 ο Κάρολος Μαρτέλος συνδύασε τις θέσεις του μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου) της Νευστρίας και της Αυστρασίας, σταθεροποιώντας τη δύναμή του στο βσίλειο της Φραγκίας. Μετά τον θάνατο του βασιλιά Θεοδώριχου Δ το 737, ο θρόνος έμεινε κενός για 7 χρόνια και ο Κάρολος Μαρτέλος ήταν άτυπα, αλλά ουσιαστικά, βασιλιάς. Μετά τον θάνατο του Κάρολου Μαρτέλου το 741, οι γιοι του (από την πρώτη σύζυγό του Ροτρούδη) Καρλομάνος και Πεπίνος ο Βραχύς, μοιράστηκαν μεταξύ τους τη θέση του μεγάλου αυλάρχη (μαγιορδόμου, αντίστοιχη του σημερινού πρωθυπουργού). Αντιμετώπισαν όμως αντιδράσεις του νεότερου αδελφού τους Γρίφωνα (Grifo) και του γαμβρού τους Οδίλου (Odilo) και αποφάσισαν να ορίσουν, μετά από 7 χρόνια, βασιλιά από την Μεροβίγγεια δυναστεία και πάλι, διαλέγοντας για τον σκοπό αυτό τον Χιλδερίχο Γ, ο οποίος δεν μετείχε καθόλου στις δημόσιες υποθέσεις. Μετά την οικειοθελή αποχώρηση του Καρλομάνου και την εγκατάστασή του σε μοναστήρι το 747, ο Πεπίνος αποφάσισε να αναλάβει τον θρόνο ο ίδιος. Προσεταιρίστηκε τον πάπα Ζαχαρία, ο οποίος συμφώνησε ότι όποιος ασκεί την πραγματική εξουσία πρέπει να έχει και το στέμμα και τον Μάρτιο του 751 εκθρόνισε τον Χιλδερίχο, κουρεύοντας τα μαλλιά του, ως ένδειξη απώλειας της βασιλικής ισχύος του και τον έκλεισε σε μοναστήρι μαζί με τον γιο του Θεοδώριχο. Πέθανε το 753 (ή κατά άλλη εκδοχή το 758), αφού στο μεταξύ λοιδορήθηκε από τους Καρολίγγειους διαδόχους του ως ψεύτικος βασιλιάς.
Η Καρολίγγια Δυναστεία (751 – 987 μ.Χ.) που ιδρύθηκε από τους απογόνους του Κάρολου Μαρτέλου, στον οποίο οφείλει το όνομά της (<κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + λαός = αρχηγός, επικεφαλής του λαού [ανάλογο του κάρανος>κοίρανος >τύραννος]), έφτασε σε μέγιστη ακμή την εποχή που βασίλευε ο γιος του Πεπίνου Κάρολος Α΄ ο Μέγας (ή Καρλομάγνος, βασιλιάς 771 – 814), ο οποίος το 800 μ.Χ. στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη από τον Πάπα, δημιουργώντας έτσι μία αυτοκρατορία που περιελάμβανε εκτός από την σημερινή Γαλλία και μέρος της Γερμανίας και την Ιταλία μέχρι την Ρώμη. Με την Συνθήκη του Βερντέν (843 μ.Χ.) το κράτος αυτό διανεμήθηκε μετά από εμφύλιο πόλεμο στους απόγονους του Καρλομάγνου που σχημάτισαν τρία χωριστά κράτη (Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία), από τα οποία το κράτος της Γαλλίας ανατέθηκε στον Κάρολο Β΄ τον Φαλακρό (βασιλιάς 840 – 877 μ.Χ.). Η ισχύς της Καρολίγγιας Δυναστείας εξασθένισε σύντομα εξαιτίας των ανταγωνισμών των διαφόρων κλάδων της οικογένειας και της συνακόλουθης κατάτμησης του κράτους σε πολλά φέουδα που εκμηδένισε την βασιλική εξουσία, αλλά και της εξωτερικής πίεσης από Μαγυάρους και κυρίως από Βίκινγκς που ήδη από το 850 μ.Χ. προερχόμενοι από την σημερινή Δανία και Νορβηγία, άρχισαν επιδρομές και σταδιακές εγκαταστάσεις στο βορειοδυτικό άκρο της Γαλλίας, μέχρις ότου το 911 μ.Χ. κατέληξαν στην ίδρυση του Δουκάτου της Νορμανδίας, που περιελάμβανε τις σημερινές επαρχίες της Νορμανδίας και της Βρετάνης, και του οποίου οι Δούκες σταδιακά δέχτηκαν σημαντική επίδραση από τον Γαλλικό πολιτισμό και υιοθέτησαν τις Γαλλικές συνήθειες, την νοοτροπία και τους τρόπους συμπεριφοράς, αλλά για πολλά χρόνια ελάχιστα αποδέχονταν την επικυριαρχία του Φράγκου βασιλιά. Υπό τους Καρολίγγειους το Φραγκικό βασίλειο εξαπλώθηκε και κάλυψε μια περιοχή, που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, και η διαίρεσή του αποτέλεσε τη βάση της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας. Οι θρησκευτικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις, που προήλθαν από την κεντρικά τοποθετημένη Φραγκία, άφησαν καθοριστικό αποτύπωμα στο σύνολο της Ευρώπης.
Οι ισχυρότεροι αξιωματούχοι του Γαλλικού λαού, ο Αυλάρχης του Παλατιού (Μαγιορδόμος) και ένας ή περισσότεροι βασιλιάδες (rex, reges), διορίζονταν με εκλογή από το λαό, δεν διεξάγονταν όμως κανονικές εκλογές, αλλά γινόταν ότι χρειαζόταν για να εκλεγούν αξιωματούχοι. Προσωρινές αποφάσεις μπορούσαν να παρθούν από τον Πάπα, που τελικά έπρεπε να επικυρωθούν από μια συνέλευση του λαού, που συνερχόταν μια φορά το χρόνο. Για τους βασιλείς της Καρολίγγειας Δυναστείας μπορούν να αναφερθούν ειδικότερα τα εξής:
α. Πεπίνος ο Βραχύς (751-768)
Ο Πεπίνος ο Βραχύς (Pépin le Bref ή Πιπίνος ο νεότερος, 714 –768) ήταν μεγάλος αυλάρχης των Φράγκων από το 741 και στην συνέχεια βασιλιάς των Φράγκων (751 – 768), πατέρας του Καρλομάγνου, γιος του Κάρολου Μαρτέλου, επίσης μεγάλου αυλάρχη των Φράγκων, και της Ροτρούδης του Τρίερ (690 – 724). Όταν πέθανε ο πατέρας του, Κάρολος Μαρτέλος (741), μοίρασε το βασίλειο του στους δύο γιους του από τον πρώτο του γάμο. Όρισε τον μεγαλύτερο γιο Καρλομάνο, μεγάλο αυλάρχη (μαγιορδόμο και δούκα) της Αυστρασίας και τον μικρότερο, Πεπίνο της Νευστρίας, ενώ τυπικά βασιλιάς ήταν ο Χιλδερίχος Γ. Ο ετεροθαλής αδελφός τους, Γκρίφο, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα τους, ζήτησε επίσης μερίδιο από την πατρική κληρονομιά, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τα δύο αδέλφια σε μοναστήρι. Ο Καρλομάνος προσπάθησε να εγγυηθεί την ενότητα του Φραγκικού βασιλείου προβάλλοντας τον Μεροβίγγειο βασιλιά Χιλδέριχο (743), αλλά τελικά αποσύρθηκε οικειοθελώς σε μοναστήρι (747) δίνοντας όλα τα μερίδια του της Αυστρασίας στον μικρότερο αδελφό του Πεπίνο με τον τίτλο του «κυρίου των ανακτόρων» (μεγάλος αυλάρχης, μαγιορδόμος). Ο Γκρίφο δραπέτευσε από το μοναστήρι καταφεύγοντας στον Οντίλο της Βαυαρίας που είχε παντρευτεί την αδελφή του Πεπίνου Ιλτρούδη, αλλά ο Πεπίνος κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση εναντίον του.
Ο Πεπίνος αρχικά υποτάχθηκε στις επιθυμίες του Χιλδέριχου Γ, που είχε τυπικά τον βασιλικό τίτλο των Φράγκων αλλά καθόλου δύναμη. Ο Πεπίνος έστειλε στην συνέχεια γράμμα στον πάπα Ζαχαρία θεωρώντας απαράδεκτη την κατάσταση με την βασιλική εξουσία, προτιμώντας να μείνει ο θρόνος κενός παρά να έχει έναν βασιλιά εξασθενημένο. Τελικά ύστερα από το αίτημα ο θρόνος έμεινε κενός. Ο Πεπίνος στην συνέχεια εκλέχτηκε βασιλιάς των Φράγκων σύμφωνα με παλιό Φραγκικό έθιμο όχι από τον πάπα αλλά από τον στρατό, και χρίστηκε στο Σουασόν από τον Βονιφάτιο, αρχιεπίσκοπο της Μαγεντίας, ενώ ο Χιλδέριχος Γ', ο τελευταίος των Μεροβίγγειων βασιλέων, ξυρίστηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι. Ο Γκρίφο συνέχισε την αντίσταση εναντίον του, μέχρι που σκοτώθηκε στην μάχη του Σαιν Ζαν ντε Μωριέν (753).
Το 753 ο Πάπας Στέφανος Β΄ κατέφυγε από την Ιταλία στη Φραγκία, κάνοντας έκκληση για τα δικαιώματά του πάνω στον Αγιο Πέτρο στον Πιπίνο. Υποστηρίχθηκε στην έκκλησή του αυτή από τον Καρλομάνο, αδερφό του Πιπίνου. Σε αντάλλαγμα ο Πάπας μπορούσε να παράσχει νομιμοποίηση. Έτσι ο Πεπίνος ισχυροποίησε την εξουσία του, όταν ο Πάπας Στέφανος Β΄ ταξίδευσε στο Παρίσι και τον έχρισε πατρίκιο των Ρωμαίων, ενώ σύμφωνα με τον Σαλικό νόμο έχρισε διαδόχους τους γιους του, Κάρολο και Καρλομάνο, κληρονόμους τώρα του μεγάλου βασιλείου, που ήδη καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. To 754 o Πιπίνος δέχτηκε την πρόταση του Πάπα να επισκεφτεί την Ιταλία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του Αγίου Πέτρου, διαπραγματευόμενος με επιτυχία με τους Λομβαρδούς.
Αμέσως μετά προσπάθησε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον πάπα, κηρύσσοντας πόλεμο στον Λομβαρδό βασιλιά Αϊστούλφο, που είχε καταλάβει παπικές εκτάσεις. Κατέλαβε την Ραβέννα και την Πεντάπολη, όπου είχε δημιουργηθεί το παπικό κράτος, ενώ το 759 κατάφερε να εκδιώξει εξολοκλήρου τους Σαρακηνούς από την Γαλατία. Ενσωμάτωσε για πρώτη φορά στο βασίλειο του την Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία). Προσπάθησε να ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του για πλήρη υποταγή των Σαξώνων, αλλά δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει λόγω της ασθένειας του τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αυτό όμως έγινε πανηγυρικά αργότερα από τον μεγαλύτερο γιο του, Καρλομάγνο.
β. Καρλομάνος Α (768-771)
Ο Καρλομάνος Α΄ (751 –771) ήταν βασιλιάς των Φράγκων (768 – 771), δεύτερος επιζήσας γιος του Πεπίνου του Βραχέος και της Βερτρούδης της Λαόν, νεότερος αδελφός του Καρλομάγνου. Σε ηλικία τριών ετών μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του στέφθηκε στο Παρίσι βασιλιάς των Φράγκων από τον πάπα Στέφανο Β΄ που έφυγε από την Ρώμη για τον συγκεκριμένο σκοπό. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου, κληρονόμησε σχεδόν την μισή αυτοκρατορία, που περιλάμβανε Προβηγκία, Βουργουνδία, την νότια Αυστρασία, Αλσατία και Αλαμανία με πρωτεύουσα την Σουασόν.
Υπήρχε μεγάλη έχθρα ανάμεσα στα δύο αδέλφια, περισσότερο λόγω του γεγονότος ότι ο μεγαλύτερος Καρλομάγνος δεν ανεχόταν το γεγονός ότι μοιράστηκε την αυτοκρατορία, αφού ο ίδιος σαν μεγαλύτερος θα έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος. Ο ίδιος ο πατέρας τους, με την συμπεριφορά του τα τελευταία χρόνια της ζωής του, άφησε την έχθρα μεταξύ των δύο αδελφών να αιωρείται, αφού ο Καρλομάνος είχε αφήσει υπόνοιες ότι ο μεγάλος αδελφός του ήταν νόθος. Η έχθρα του Καρλομάνου απέναντι στον αδελφό του εκδηλώθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα τους στην εξέγερση που υποκινήθηκε από τον ίδιο στην Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία) εναντίον του Καρλομάγνου, με στόχο να υποσκάψει την εξουσία του. Ο ίδιος πήγε να βοηθήσει τους επαναστάτες που τελικά υποτάχθηκαν. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τους ήταν σκληρές χωρίς αίσια έκβαση, με αποτέλεσμα να παρέμβει η ίδια η μητέρα τους Βερτρούδη, που είχε αδυναμία στον μεγαλύτερο γιο της, Καρλομάγνο. Το (770), η Βερτρούδη, αφού έμεινε όλο τον χρόνο με τον Καρλομάγνο στην Λιέγη, αποφάσισε να τον επισκεφθεί για άγνωστους λόγους. Ο Καρλομάγνος παντρεύτηκε τότε την Δεσιδεράτα, κόρη του Λομβαρδού βασιλιά Δεσιδέριου, για να εξασφαλίσει την συμμαχία με τους Λομβαρδούς. Αμέσως εξασφάλισε και την συμμαχία του Τασσίλο δούκα της Βαυαρίας, ανιψιού της συζύγου του. Αποφάσισε να πραγματοποιήσει τον γάμο του στην Ρώμη, αλλά ο πάπας Στέφανος Γ΄ στάθηκε διστακτικός για μια συμμαχία με γάμο ανάμεσα σε Φράγκους και σε Λομβαρδούς. Ο Καρλομάνος άρχισε διαπραγματεύσεις με τον πάπα μέσω του επισκόπου Χριστόφορου, για να διαλύσει την συμμαχία του αδελφού του, αλλά μετά τον βίαιο φόνο του Χριστόφορου, ο πάπας Στέφανος Γ’ άλλαξε γνώμη συναινώντας στην συμμαχία των Φράγκων με τους Λομβαρδούς. Μετά το απότομο διαζύγιο του Καρλομάγνου με την Δεσιδεράτα, ο πατέρας της άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο συμμαχώντας με τον Καρλομάνο.
Ο Καρλομάνος πέθανε πρόωρα στις 4 Δεκεμβρίου 771 από ρινίτιδα, υπό ανεξακρίβωτες συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην συνεχιστεί ο εμφύλιος πόλεμος με τον μεγάλο αδελφό του. Είχε παντρευτεί μια όμορφη γυναίκα Φραγκικής καταγωγής, την Γερβέργα, επιλογή του πατέρα του, με την οποία άφησε δύο γιους σε βρεφική ηλικία. Η Γερβέργα απαίτησε τον θρόνο του βασιλιά των Φράγκων για τον μεγαλύτερο, ανήλικο, γιο της, αλλά τελικά ηττήθηκε και αναγκάστηκε να δραπετεύσει. Από τότε η τύχη της ίδιας και των γιων της είναι άγνωστη. Ο Καρλομάγνος αργότερα ίσως από τύψεις, ίσως από φόβο ενέδρας εναντίον του από κάποιο γιο του Καρλομάνου, ονόμασε στην μνήμη του αδελφού του τον δεύτερο γιο του Καρλομάνο.
γ. Κάρολος Α΄ ή Καρλομάγνος (768-814)
O Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος (2 Aπριλίου 742 – 28 Ιανουαρίου 814, γερμανικά: Karl der Große, λατινικά Carolus Magnus, γαλλικά: Charlemagne, <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + λαός = αρχηγός, επικεφαλής του λαού [ανάλογο του κάρανος >κοίρανος >τύραννος) ήταν βασιλιάς των Φράγκων από το 768, βασιλιάς της Ιταλίας από το 774 και από το 800 ο πρώτος αυτοκράτορας στη Δυτική Ευρώπη μετά την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τρεις αιώνες νωρίτερα. Το εκτεταμένο Φραγκικό κράτος που ίδρυσε ονομάστηκε Αυτοκρατορία των Καρολιδών (ή Καρολίγγεια Αυτοκρατορία) και αποτέλεσε την προδρομική βάση των σύγχρονων κρατών της Γαλλίας, της Γερμανίας και εν μέρει της Ιταλίας.
Μεγαλύτερος γιος του Πεπίνου του Βραχύ και της Βερτρούδης του Λαόν (720-783), κόρης του Τσάριμπερτ του Λαόν και της Βερτρούδης της Κολονίας. ο Καρλομάγνος έγινε βασιλιάς το 768 μετά το θάνατο του πατέρα του. Αρχικά συμβασίλευε με τον αδελφό του Καρλομάν Α΄. Οι δύο "άρχοντες" (domni) "ανέβηκαν στο θρόνο" (elevati sunt in regnum) μαζί, ο Κάρολος στις 9 Οκτωβρίου στο Νουαγιόν και ο Καρλομάν σε απροσδιόριστη ημερομηνία στο Σουασόν. Ο Κάρολος ήταν τότε 26 ετών, αλλά είχε συμμετάσχει επί πολλά χρόνια σε εκστρατείες ως δεξί χέρι του πατέρα του, πράγμα ίσως που τον βοήθησε να αποκτήσει τις στρατιωτικές του ικανότητες. Ο Καρλομάνος ήταν 17 ετών. Ο Κάρολος έλαβε το αρχικό μερίδιο του πατέρα του ως Αυλάρχη, τα εξωτερικά μέρη του βασιλείου, που συνόρευαν με τη θάλασσα (τη Νεύστρια, τη δυτική Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία) και τα Βόρεια τμήματα της Αυστράσιας), ενώ στον Καρλομάνο ανατέθηκε το παλιό μερίδιο του θείου του, τα εσωτερικά μέρη (η νότια Αυστράσια, η Σεπτιμανία, η ανατολική Ακουιτανία, η Βουργουνδία, η Προβηγκία και η Σουηβία, χώρες που συνόρευαν με την Ιταλία).
Το πρώτο γεγονός της βασιλείας των αδερφών ήταν η εξέγερση των Ακουϊτανών και των Γασκόνων, το 769, στην περιοχή που είχε διαμοιρασθεί μεταξύ των δύο βασιλιάδων. Πριν ένα χρόνο ο Πιπίνος είχε νικήσει τον Ουάιφερ, Δούκα της Ακουϊτανίας, μετά από ένα δεκαετή καταστροφικό πόλεμο κατά της Ακουϊτανίας. Τώρα κάποιος Χούναλντ (κατά τα φαινόμενα διαφορετικός του συνώνυμου δούκα) οδήγησε τους Ακουϊτανούς βόρεια μέχρι την Ανγκουλέμ. Ο Κάρολος συναντήθηκε με τον Καρλομάνο, αλλά ο Καρλομάνο αρνήθηκε να συμμετάσχει και επέστρεψε στη Βουργουνδία. Ο Κάρολος ξεκίνησε πόλεμο, οδηγώντας στρατό στην πόλη Μπορντό, όπου εγκατέστησε ένα οχυρό στο Φρονζάκ. Ο Χούναλντ αναγκάστηκε να καταφύγει στην αυλή του Δούκα Λούπους Β΄ της Γασκόνης. Ο Λούπους, φοβούμενος τον Κάρολο, με αντάλλαγμα την ειρήνη πρόδωσε τον Χούναλντ, που κλείστηκε σε μοναστήρι. Οι Γασκόνοι άρχοντες επίσης παραδόθηκαν και η Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία) και η Γασκόνη υποτάχθηκαν τελικά πλήρως στους Φράγκους. Τα αδέρφια διατήρησαν χλιαρές σχέσεις με τη βοήθεια της μητέρας τους Βερτρούδης, αλλά το 770 ο Κάρολος υπέγραψε μια συνθήκη με το Δούκα Τασίλο Γ΄ της Βαυαρίας και παντρεύτηκε μια Λομβαρδή πριγκίπισσα, την Δεσιδεράτα, κόρη του βασιλιά Δεσιδέριου, για να περικυκλώσει τον Καρλομάνο με τους δικούς του συμμάχους. Αν και ο Πάπας Στέφανος Γ΄ αρχικά αντιτάχθηκε στο γάμο με τη Λομβαρδή πριγκίπισα, αργότερα έκρινε ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από μια Φραγκο-Λομβαρδική συμμαχία. Σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά το γάμο του ο Κάρολος έδιωξε τη Δεσιδεράτα και παντρεύτηκε αμέσως μια 13χρονη Σουηβή, ονόματι Χίλντεγκαρντ. Η διωγμένη Δεσιδεράτα επέστρεψε στην αυλή του πατέρα της στην Παβία. Αυτό προκάλεσε την οργή του πατέρα της που πρόθυμα θα συμμαχούσε με τον Καρλομάνο εναντίον του Κάρολου. Πριν όμως προλάβουν να ξεκινήσουν ανοιχτές εχθροπραξίες, ο Καρλομάνος πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 771, υπό ανεξακρίβωτες συνθήκες (πιθανώς από ρινίτιδα). Η χήρα του Καρλομάνου Γερβέργη κατέφυγε στην αυλή του Δεσιδέριου στη Λομβαρδία μαζί με τους γιους της για προστασία.
Ο ξαφνικός θάνατος του Καρλομάνου, άφησε τον Καρλομάγνο μόνο κυβερνήτη του Φραγκικού Βασιλείου. O Καρλομάγνος διατηρούσε στενή σχέση με τον παπισμό σε όλη του τη ζωή.Κατά την ανάρρησή του το 772 ο Πάπας Αδριανός Α΄ απαίτησε την επιστροφή ορισμένων πόλεων του πρώην Εξαρχάτου της Ραβέννας σύμφωνα με μια υπόσχεση κατά την άνοδο στο θρόνο του Δεσιδέριου. Οι πρέσβεις και των δύο πλευρών συναντήθηκαν στην Τιονβίλ και ο Καρλομάγνος πήρε το μέρος του πάπα, αλλά ο Δεσιδέριος ορκίστηκε να μη συμμορφωθεί ποτέ. Ο Καρλομάγνος και ο θείος του Βερνάρδος διέσχισαν τις Αλπεις το 773 και απώθησαν Η πολιορκία διήρκεσε μέχρι την άνοιξη του 774, οπότε ο Καρλομάγνος επισκέφθηκε τον πάπα στη Ρώμη. Εκεί επικύρωσε τις εδαφικές παραχωρήσεις που είχαν γίνει προς τον πατέρα του. Ο πάπας του απένειμε τον τίτλο του πατρίκιου΄΄. Κατόπιν επέστρεψε στην Παβία, όπου οι Λομβαρδοί με αντάλλαγμα τη ζωή τους παραδόθηκαν. Ο Κάρολος στέφθηκε με το Σιδηρό Στέμμα (της Λομβαρδίας) και έγινε κύριος της Ιταλίας ως βασιλιάς των Λομβαρδών.
Το 787 ο Καρλομάγνος έστρεψε την προσοχή του στο Δουκάτο του Μπενεβέντο, που δεν αναγκάστηκε ποτέ να υποταχθεί στη Φραγκική κυριαρχία. Κατά την πρώτη ειρήνη κάποιας ουσιαστικής διάρκειας (780-782), ο Κάρολος άρχιζε να διορίζει τους γιούς του σε θέσεις εξουσίας μέσα στο βασίλειο, κατά την παράδοση των βασιλιάδων και αυλαρχών του παρελθόντος. To 781 όρισε βασιλείς τους δύο νεότερους γιούς του, εστεμμένους από τον Πάπα. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, Καρλομάνος, έγινε βασιλιάς της Ιταλίας, παίρνοντας το σιδηρό Στέμμα, που ο πατέρας του είχε πρώτος φορέσει το 774 και, στην ίδια τελετή, μετονομάσθηκε Πεπίνος. Ο νεότερος από αυτούς Λουδοβίκος έγινε βασιλιάς της Ακουϊτανίας. Οι γιοί αγωνίστηκαν σε πολλούς πολέμους δίπλα στον πατέρα τους, όταν ενηλικιώθηκαν.
Στην Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία) ξέσπασε μια νέα εξέγερση το 769 υπό τον Χούναλντ Β΄,πιθανόν γιο του Ουάιφερ, που καραπνίχθηκε προσωρινά. Η ήττα του στρατού του Καρλομάγνου στο Ρονσβώ (778) ενίσχυσε την απόφασή του να κυβερνάει απ' ευθείας την περιοχή, ιδρύοντας το Βασίλειο της Ακουϊτανίας (με πρώτο βασιλιά το γιο του Λουδοβίκο τον Ευσεβή), ενώ τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα εκχριστιανισμού στα άνω Πυρηναία (778). Η νέα πολιτική διευθέτηση για τη Βασκονία δεν άρεσε στους τοπικούς άρχοντες. Από το 781 ως το 806, έχοντας την Κομητεία της Τουλούζης ως βάση της εξουσίας του, ο Καρλομάγνος κατάφερε να διασφαλίσει τη Φραγκική κυριαρχία, ιδρύοντας εκεί φόρου υποτελείς κομητείες, που επρόκειτο να αποτελέσουν τη Μάρκα Ισπάνικα. Το 794 ο Βάσκος άρχοντας Μπελάσκο (<αλ-Γκαλάσκι, "ο Γαλάτης") έδωσε με τις ενέργειές του αφορμή για επίθεση κατά της Ανδαλουσίας, που έγινε υπό το Γουλιέλμο Κόμη της Τουλούζης και το Λουδοβίκο τον Ευσεβή, που κατέλαβαν τη Βαρλελώνη το 801, έτσι ώστε ο Καρλομάγνος είχε καταφέρει να επεκτείνει την Καρολίγγεια εξουσία σε όλη την περιοχή γύρω από τα Πυρηναία ως το 812.
Το 778 οδήγησε το στρατό της Νεύστριας διά μέσου των Δυτικών Πυρηναίων, και στη Σαραγόσα ο Καρλομάγνος δέχθηκε την υποταγή των Μουσουλμάνων ηγεμόνων Σουλαϊμάν αλ-Αραμπί και Κασμίν ιμπν Γιουσούφ, αλλά η πόλη δεν έπεσε. Στην πραγματικότητα ο Καρλομάγνος αντιμετώπισε τη δυσκολότερη μάχη της ζωής του, στην οποία οι Μουσουλμάνοι είχαν το πάνω χέρι και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει. Αποφάσισε να επιστρέψει στην έδρα του, αλλά καθώς περνούσε από το Πέρασμα Ρονσβάλ οι Βάσκοι επέπεσαν στην οπισθοφυλακή του και στις άμαξες με τις αποσκευές, καταστρέφοντάς τα ολοκληρωτικά. Η Μάχη του Ρονσβάλ έγινε διάσημε διότι σε αυτήν σκοτώθηκε ο αρχιπαλατίνος της Βρετάνης, Ρολάνδος, εμπνέοντας στη συνέχεια τη δημιουργία του Ασματος του Ρολάνδου (La Chanson de Roland).
Η κατάκτηση της Ιταλίας έφερε τον Καρλομάγνο σε επαφή με τους Σαρακηνούς, που, την εποχή εκείνη, έλεγχαν τη Μεσόγειο, και τους οποίους οι κόμητες της Γένοβας και της Τοσκάνης (Βονιφάτιος) αναχαίτιζαν με μεγάλους στόλους μέχρι το τέλος της βασιλείας του Καρλομάγνου. Ο Καρλομάγνος είχε επίσης επαφή και με την αυλή του χαλίφη στη Βαγδάτη Χαρούν αλ Ρασίντ, που προσέφερε στον Καρλομάγνο έναν ασιατικό ελέφαντα και ένα ρολόι. Στην Ισπανία ο αγώνας κατά των Μαυριτανών συνεχίσθηκε αμείωτος σε όλο το δεύτερο μισό της βασιλείας του. Τα Φραγκικά σύνορα επεκτείνονταν αργά μέχρι το 795, οπότε η Τζιρόνα, η Καρντόνα, η Αουσόνα και η Ουργκέλ συνενώθηκαν στη νέα Ισπανική Μαρκία, εντός του παλιού δουκάτου της Σεπτιμάνια. Το 797 η Βαρκελώνη, η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, έπεσε στα χέρια των Φράγκων. Οι αρχές των Ομεϋαδών την ανακατέλαβαν το 799. Ομως ο Λουδοβίκος της Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία)ς πέρασε με όλο το στρατό του βασιλείου του από τα Πυρηναία και την πολιόρκησε επί δύο χρόνια, διαχειμάζοντας εκεί από το 800 ως το 801, οπότε την κατέλαβε. Οι Φράγκοι συνέχισαν να ασκούν πίεση στον εμίρη Αλ-Χακάμ Α' που υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τις κατακτήσεις τους το 812.
Με τους Σαξονικούς Πολέμους, που κράτησαν τριάντα χρόνια (773-804) και περιελάμβαναν δέκα οκτώ μάχες σε διαδοχικές εκστρατείες (773,775, 776, 779, 782, 792, 796, 804) κατέλαβε τη Σαξονία και προχώρησε στον προσηλυτισμό των κατακτημένων στο Χριστιανισμό. Οι Γερμανοί Σάξονες ήταν χωρισμένει σε τέσσερις υποομάδες σε αντίστοιχες περιοχές. Πλησιέστερα στην Αυστρασία ήταν η Βεστφαλία και πιο μακρία ήταν η Εστφαλία. μεταξύ των δύο αυτών βασιλείων ήταν η Αγκρία και βορείως αυτών των τριών, στη βάση της χερσονήσου της Γιουτλάνδης, ήταν η Νορνταλμπίνγκια. Η τελευταία εξέγερση του ελευθερόφρονα λαού έγινε το 804, πάνω από τριάντα χρόνια μετά την πρώτη εκστρατεία του Καρλομάγνου εναντίον τους. Τη φορά αυτή οι πιο ανυπάκουοι από αυτούς, οι Νορνταλμπινγκιανοί, είχαν καταστεί ουσιαστικά ανήμποροι για επανάσταση, τουλάχιστον προς το παρόν. To 789 o Kαρλομάγνος έστρεψε την προσοχή του στη Βαυαρία, η οποία το 794 υποδιαιρέθηκε σε Φραγκικές κομητείες, όπως είχε γίνει και με τη Σαξονία. Μετά την κατάκτηση της Νορνταλμπίνγκιας, τα Φραγκικά σύνορα ήρθαν σε επαφή με τη Σκανδιναβία. Το 808 ο βασιλιάς των Δανών Γκούντφρεντ ανήγειρε το τεράστιο οχύρωμα Ντανεβίρκε, σε όλο το πλάτος του ισθμού του Σλέσβιγκ, ένα προτείχισμα-επιχωμάτωση μήκους 30 χιλιομέτρων, το οποίο προστάτευε τη χώρα και επέτρεπε στο Γκούντφρεντ να παρενοχλεί τη Φρισία και τη Φλάνδρα με πειρατικές επιδρομές. Υπέταξε επίσης τους συμμάχους των Φράγκων Πολάβους και πολέμησε τους Βελετούς. Ο Γκούντφρεντ εισέβαλε στη Φρισία, αλλά πριν προλάβει κάτι περισσότερο δολοφονήθηκε από Φράγκο δολοφόνο. Τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Χέμιγκ, που σύναψε με τον Καρλομάγνο τη Συνθήκη του Χαϊλίγκεν στα τέλη του 811.
Το 788 οι Άβαροι, ειδωλολατρικές ασιατικές φυλές, που είχαν εγκατασταθεί στη σημερινή Ουγγαρία επέδραμαν στο Φρίουλι και στη Βαυαρία. Ο αγώνας εναντίον του διεξάχθηκε με διαδοχικές επιχειρήσες από το 790 μέχρι το 800, όταν οι Αβαροι τούντουν (τοπικοί κυβερνήτες) έχασαν τη διάθεση να πολεμήσουν και ταξίδεψαν στο Ααχεν για να δηλώσουν υποταγή στον Καρλόμάγνο ως φόρου υποτελείς και Χριστιανοί. To 803 o Kαρλομάγνος έστειλε ένα τεράστιο Βαυαρικό στρατό στην Παννονία, νικώντας και θέτοντας τέρμα στην Αβαρική ομοσπονδία. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο Καρλομάγνος πήγε στο Ρέγκενσμπουργκ, όπου οι Αβαροι ηγέτες τον αναγνώρισαν ως ηγεμόνα τους. Το 805 ο Αβαρος χαγάνος, που είχε ήδη βαπτισθεί, πήγε στο Ααχεν για να ζητήσει την άδεια να εγκατασταθεί με το λαό του νοτιοανατολικά της Βιέννης. Τα υπερδουνάβεια εδάφη έγιναν αναπόσπαστα τμήματα του Φραγκικού βασιλείου, για να καταληφθούν από τους Ούγγρους το 899-900.
Το 789 με την εμφάνιση των νέων ειδωλολατρών γειτόνων του Σλάβων, ο Καρλομάγνος βάδισε επι κεφαλής ενός Αυστρασιοσαξονικού στρατού, περνώντας τον Ελβα, στα εδάφη των Πολάβων. Οι Σλάβοι υποτάχθηκαν αμέσως. Οι υποτελείς Σλάβοι έγιναν πιστοί σύμμαχοι. Το 795, όταν οι Σάξονες παραβίασαν την ειρήνη, οι Πολάβοι και οι Βελετοί πήραν τα όπλα με το νέο τους ηγεμόνα κατά των Σαξόνων. Οι Πολάβοι παρέμειναν πιστοί μέχρι το θάνατο του Καρόλου και αργότερα πολέμησαν κατά των Δανών. Οταν ο Καρλομάγνος ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης, έφερε το Φραγκικό κράτος αντιμέτωπο με τους Σλάβους στα νοτιοανατολικά. Οι νοτιοανατολικότεροι γείτονες των Φράγκων ήταν οι Κροάτες (Χρωβάτες), που εγκαταστάθηκαν στην Παννονική Κροατία και στη Δαλματική Κροατία. Το 796 ο Κροάτης δούκας του Πριγκιπάτου της Παννονίας Βοϊνομίρ βοήθησε τον Καρλομάγνο και οι Φράγκοι έγιναν επικυρίαρχοι των Κροατών της βόρειας Δαλματίας, Σλαβονίας και Παννονίας.
To 799 o πάπας Λέων Γ΄ είχε κακοποιηθεί από τους Ρωμαίους, που προσπάθησαν να του βγάλουν τα μάτια και να του ξεριζώσουν τη γλώσσα. Ο Λέων δραπέτευσε και κατέφυγε στον Καρλομάγνο στο Πάντερμπορν, ζητώντας του να επέμβει στη Ρώμη και να τον αποκαταστήσει. Ο Καρλομάγνος, αφού συμβουλέύθηκε το λόγιο Αλκουίνο της Υόρκης, συμφώνησε να ταξιδέψει στη Ρώμη, όπως και έκανε το Νοέμβριο του 800 και συγκάλεσε ένα συμβούλιο την 1η Δεκεμβρίου. Στις 23 Δεκεμβρίου ο Λέων έδωσε έναν όρκο αθωότητας. Στη Λειτουργία των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου), όταν ο Καρλομάγνος γονάτισε στην αγία τράπεζα να προσευχηθεί, ο Πάπας τον έστεψε "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων" (Imperator Romanorum) στην τότε Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Με την πράξη του αυτή ο Πάπας ουσιαστικά ακύρωνε τη νομιμότητα της Αυτοκράτειρας Ειρήνης της Κωνσταντινούπολης, αφού (τουλάχιστον επίσημα) δεν επεδίωκαν να διακηρύξουν διαχωρισμό Ανατολής και Δύσης, αλλά κάλυπταν (κατά την άποψή τους) νομίμως την κενή θέση του καθαιρεθέντος Κωνσταντίνου ΣΤ. Τελικά όμως η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορα, αν και (τυπικά) είχε σκοπό να αναδείξει τη συνέχιση της αδιάσπαστης γραμμής αυτοκρατόρων από τον Αύγουστο μέχρι τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο ξεχωριστών (και συχνά αντιτιθέμενων) αυτοκρατοριών και δύο χωριστών αξιώσεων ηγεμονικής εξουσίας. Ο Καρλομάγνος χρησιμοποιησε αυτές τις περιστάσεις για να ισχυριστεί ότι ήταν ο ανανεωτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που είχε υποβαθμιστεί υπό τους Βυζαντινούς. Η ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου από τον Καρλομάγνο δεν ήταν σφετερισμός στα μάτια των Φράγκων ή των Ιταλών, φαινόταν όμως τέτιος στο Βυζάντιο, όπου καταγγέλθηκε από την Ειρήνη και το διάδοχό της Νικηφόρο Α´, από τους οποίους όμως κανείς δεν μπορούσε να κάνει πρακτικά κάτι γι αυτό. Επί αιώνες στο μέλλον οι αυτοκράτορες της Δύσης και της Ανατολής, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για κυριαρχία επί του συνόλου.
Οι Βυζαντινοί όμως κατείχαν ακόμη αρκετά εδάφη στην Ιταλία: Τη Βενετία (ότι είχε απομείνει από το Εξαρχάτο της Ραβέννας), το Ρήγιο (στην Καλαβρία), το Μπρίντιζι (στην Απουλία) και τη Νάπολη (το Ducatus Neapolitanus). Αυτές οι περιοχές παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Φράγκων μέχρι το 804, οπότε οι Βενετοί, σπαρασσόμενοι από εσωτερικές διαμάχες, προσέφεραν την υποταγή τους στο Σιδηρό Στέμμα του Πεπίνου, γιού του Καρόλου. Ο Νικηφόρος Α λεηλάτησε με στόλο τις ακτές, στη μοναδική περίπτωση ανοιχτού πολέμου μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων. Η σύγκρουση διήρκεσε μέχρι το 810, οπότε το Βυζαντινόφιλο κόμμα στη Βενετία επέστρεψε την πόλη στο Βυζάντιο και οι δύο αυτοκράστορες της Ευρώπης έκαναν ειρήνη. Ο Καρλομάγνος πήρε τη χερσόνησο της Ιστριας και το 812 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές του αναγνώρισε την ιδιότητα του Αυτοκράτορα, όχι όμως κατ' ανάγκη του "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων".
Το 813 ο Καρλομάγνος κάλεσε τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, βασιλιά της Ακουϊτανίας, το μοναδικό επιζώντα νόμιμο γιο του, στην αυλή του. Εκεί ο Καρλομάγνος έστεψε το γιο του με τα ίδια του τα χέρια ως συναυτοκράτορα και τον έστειλε πίσω στην Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία). Στη συνέχεια πέρασε το φθινόπωρο κυνηγώντας πριν επιστρέψει στο Ααχεν την 1η Νοεμβρίου. Τον Ιανουάριο αρρώστησε με πλευρίτιδα. Επεσε στο κρεββάτι με βαθειά κατάθλιψη και πέθανε την 28η Ιανουαρίου, στο 72ο έτος της ζωής του και το 47ο της βασιλείας του. Θάφτηκε αυθημερόν στην αυτοκρατορική του πρωτεύουσα Άαχεν στη σημερινή Γερμανία (γαλλικά Aix-la-Chapelle, ιταλικά Aquisgrana). Ο Καρλομάγνος απέκτησε δέκα οκτώ παιδιά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με οκτώ από τις δέκα γνωστές συζύγους ή παλλακίδες του. Παρόλα αυτά απέκτησε μόνο τέσσερις νόμιμους εγγονούς, τους τέσσερις γιούς του τέταρτου γιού του, Λουδοβίκου. Ετσι, παρά τα δέκα οκτώ παιδιά, οι έχοντες δικαίωμα στην κληρονομική του διαδοχή ήταν λίγοι. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής..
Αποκαλούμενος "Πατέρας της Ευρώπης" (pater Europae), ο Καρλομάγνος ένωσε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, για πρώτη φορά μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τόσο οι Γαλλικές όσο και οι Γερμανικές μοναρχίες θεωρούσαν τα βασίλειά τους απογόνους της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. Ως κυβερνήτης, ο Καρλομάγνος ξεχωρίζει για τις πολλές του μεταρρυθμίσεις, νομισματικές, διοικητικές, στρατιωτικές, πολιτιστικές και εκκλησιαστικές. Η στρατιωτική κυριαρχία του βασιζόταν σε μια "επανάσταση του ιππικού" του Κάρολου Μαρτέλου τη δεκαετία του 730, αλλά και στις νέες πολιορκητικές τεχνολογίες και την άριστη υλικοτεχνική υποστήριξη. Ακολουθώντας τις μεταρρυθμίσεις του πατέρα του, ο Καρλομάγνος κατάργησε το νομισματικό σύστημα που βασιζόταν στο χρυσό σόλιδο. Η τυποποίηση που προέκυψε εναρμόνισε οικονομικά και ενοποίησε το περίπλοκο σύνολο νομισμάτων που ήταν σε χρήση στην αρχή της βασιλείας του, απλοποιώντας έτσι τις συναλλαγές και το εμπόριο. Στις αρχές της κυβέρνησης του Καρλομάγνου σιωπηρά επέτρεπε στους Εβραίους να μονοπωλούν το δανεισμό χρημάτων. Στη συνέχεια ο δανεισμός με σκοπό το κέρδος απαγορεύθηκε το 814, όντας αντίθετος με τον εκκλησιαστικό νόμο της εποχής. Μέρος της επιτυχίας του Καρλομάγνου ως πολεμιστή και διοικητή και κυβερνήτη μπορεί να αποδοθεί στο θαυμασμό του για τη μάθηση και την εκπαίδευση. Η βασιλεία του και η εποχή που αυτή εγκαινίασε αναφέρονται συχνά ως Καρολίγγεια Αναγέννηση λόγω της άνθησης των γραμμάτων, της λογοτεχνίας, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, που τη χαρακτηρίζουν. Ονομαστοί λόγιοι ήταν ο Αλκουϊνος, Αγγλοσάξονας από την Υόρκη, ο Τέοντουλφ, Βησιγότθος, πιθανόν από τη Σεπτιμάνια, ο Παύλος ο Διάκονος, Λομβαρδός, ο Πέτρος της Πίζας και ο Παυλίνος της Ακουϊλέια, Ιταλοί, και οι Αλτζινμπερτ, Αντζιλραμ, Αινχαρντ και Βάλντο του Ράιχεναου, Φράγκοι. Στον διοικητικό τομέα οι Καρολίγγειες βελτιώσεις των παλιών Μεροβίγγειων μηχανισμών διακυβέρνησης έχουν επαινεθεί για τον αυξημένο κεντρικό έλεγχο, την αποτελεσματική γραφειοκρατία, την υποχρέωση λογοδοσίας και την πολιτιστική αναγέννηση.
δ. Λουδοβίκος Α ο Ευσεβής (814-840)
Ο Λουδοβίκος A΄ ο επονομαζόμενος Ευσεβής (γερμανικά Ludwig der Fromme, γαλλικά Louis le Pieux, 778 – 840, <Κλεόβιος <κλέος [=δόξα] + βίος = αυτός που ζει ένδοξα {Clovis, εξελίχτηκε σε Lovis >Louis = Λουδοβίκος στα γαλλικά και αγγλικά και <Χλωδοβίκος <κλεοδαίος {<κλέος [=δόξα] + δάϊος [=τρομερός] = φημισμένος από τον τρόμο που προκαλεί] + βίγιος [<βίος + γείος [γάιος <γαία] = αυτός που αντλεί δύναμη ζωής από τη γη] = δυνατός στις μάχες {>Chlodwig > γερμανικό Ludwig)) ήταν βασιλιάς της Ακουιτανίας (781 – 840), βασιλιάς των Φράγκων και συναυτοκράτορας με τον πατέρα του (813 – 840), αλλά έμεινε μονοκράτορας από το 814 μετά τον θάνατο του πατέρα του ως μόνος επιζήσας ενήλικος γιος του Καρλομάγνου. Σύζυγός του ήταν η Ερμενγάρδη του Εσμπάι και η Ιουδήθ της Βαυαρίας και γιοι του οι Λοθάριος, Πεπίνος, Λουδοβίκος και Κάρολος. Ο ίδιος ήταν τρίτος γιος του Καρλομάγνου και της Χίλντεγκαρντ του Βίντσγκαου. Γεννήθηκε κατά την διάρκεια εκστρατείας του πατέρα του στην Ισπανία. Όταν ήταν παιδί ακόμα, διορίστηκε από τον πατέρα του δούκας της Ακουιτανίας και στάλθηκε με μια ομάδα ευγενών, με καθήκον να προστατέψει τα νότια σύνορα της χώρας από τους Βάσκους. Το 794, ο Καρλομάγνος έδωσε τέσσερις πόλεις στον Λουδοβίκο για να τις χρησιμοποιήσει σαν τόπο χειμερινής κατοικίας. Η προσοχή του ήταν να μοιράσει την αυτοκρατορία σε τμήματα που θα τα έδινε υπό την επίβλεψη των γιων του. Οι οδηγίες του ήταν να κυβερνούν σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα των κατοίκων της περιοχής χωρίς να παρεκκλίνουν σε τίποτε. Το 797, η Βαρκελώνη, η μεγαλύτερη πόλη της Ισπανίας, έπεσε στα χέρια των Φράγκων. Ο Καρλομάγνος έστελνε τους γιους του σε επιχειρήσεις μακριά από την περιοχή που κυβερνούσαν, ώστε να έχουν συναίσθηση της ενότητας της αυτοκρατορίας. Ο Λουδοβίκος Α κλήθηκε από τον Καρλομάγνο να υπερασπίσει την αυτοκρατορία στα νότια σύνορα της, ανακατέλαβε την Βαρκελώνη από τους Μουσουλμάνους (801) και αποκατέστησε την Φραγκική κυριαρχία στα Ισπανικά εδάφη νότια των Πυρηναίων (813).
Ο Καρλομάγνος μοίρασε την αυτοκρατορία στους τρεις γιους του από την δεύτερη σύζυγο του Χίλντεργκαρντ της Σουηβίας, τον Λουδοβίκο και τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, Κάρολο τον νεότερο, βασιλιά της Νευστρίας, και Πεπίνο, βασιλιά της Ιταλίας (806). Ο μεγαλύτερος αδελφός, Κάρολος ο νεότερος, ορίστηκε διάδοχος του σε ολόκληρη την Γαλατία, Νευστρία και Νευστρασία, στον Πεπίνο δόθηκε και το στέμμα της Λομβαρδίας, ενώ στον Λουδοβίκο η Ακουιτανία, Σεπτιμανία, Προβηγκία και τμήμα της Βουργουμδίας. Αλλά οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του πέθαναν πριν από τον πατέρα τους. Ο Πεπίνος το 810 και ο Κάρολος το 811, οπότε ο Λουδοβίκος ορίστηκε συναυτοκράτορας και διάδοχος του Καρλομάγνου (813) έναν χρόνο πριν τον θάνατο του αυτοκράτορα.
Για τα πρώτα δέκα χρόνια της βασιλείας του αναφέρονται βιαιότητες και ακραίες συμπεριφορές, όπως η κακομεταχείριση του ανεψιού του, Βερνάρδου της Ιταλίας.Τα νομίσματα των πρώτων ετών της αυτοκρατορίας του έδειχναν τον πατέρα του να του δίνει το χρίσμα του αυτοκράτορα. Αμέσως έστειλε τις ανύπαντρες αδελφές του μοναχές, ώστε να μην παντρευτούν με πλούσιους γαμπρούς που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του. Επίσης τους ηλικιωμένους ξαδέλφους του πατέρα του, Αδαλάρδο και Βάλα, τους ανάγκασε να καρούν μοναχοί. Το 816 ο πάπας Στέφανος Δ΄ που διαδέχθηκε τον πάπα Λέοντα Γ΄ τον έστεψε για δεύτερη φορά αυτοκράτορα.
Ο Λουδοβίκος άφησε μια αυτοκρατορία ισχυρή, μολονότι είχε λίγες από τις ικανότητες του σπουδαίου πατέρα του. Κατά τη γερμανική συνήθεια, έκανε δύο διανομές της αυτοκρατορίας στους γιους του: την πρώτη φορά μόνο στους τρεις πρώτους, στην οποία ευνοούσε τον πρωτότοκο Λοθάριο, για χάρη του οποίου τα δικαιώματα του ανεψιού του Λουδοβίκου, Βερνάρδου, γιου του Πεπίνου, στο θρόνο της Ιταλίας καταπατήθηκαν και τελικά ο Βερνάρδος θανατώθηκε. Η επιθυμία, ωστόσο, του Λουδοβίκου να πάρει και ο Κάρολος ο Φαλακρός μερίδιο στην αυτοκρατορία οδήγησε στη δεύτερη διανομή (829), η οποία ευνόησε τον Κάρολο και έγινε αιτία δυναστικών διαμαχών που ξέσπασαν μέσα στην οικογένεια, κατά τις οποίες ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής αρχικά εξορίστηκε (833), συμφιλιώθηκε πάλι με τους γιους του (835) και τελικά πέθανε, ενώ ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός και ο Λοθάριος στασσίασαν και πάλι (840).
Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων αυτών, ο γιος του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, Πεπίνος (βασιλιάς της Ακουιτανίας σύμφωνα με τις προηγούμενες διανομές) θανατώθηκε. Οι διαμάχες τελικά σταμάτησαν μόνον όταν συνάφθηκε η Συνθήκη του Βερντέν (843), με την οποία ο Κάρολος πήρε τη Δυτική Φραγκία (αντίστοιχη με τη σημερινή Γαλλία), ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός την Ανατολική Φραγκία (αντίστοιχη με τη σημερινή Γερμανία) και ο Λοθάριος τη Λωρραίνη (Λοθαριγγία) και την Ιταλία (Λομβαρδία), καθώς και το αυτοκρατορικό στέμμα.
Στις αμέσως επόμενες παραγράφους γίνεται λόγος για τους βασιλείς του κράτους της Δυτικής Φραγκίας (αντίστοιχο της σημερινής Γαλλίας), που προέκυψε από τη Συνθήκη του Βερντέν (Καρολίγγειοι 843-987, Καπετίδες 987-1328 και Βαλουά 1328-1589). Για το κράτος της Ανατολικής Φραγκίας (Γερμανίας) που δημιουργήθηκε από την ίδια συνθήκη γίνεται αναφορά σε επόμενη οικεία παράγραφο.
α. Κάρολος ο Φαλακρός (843-877)
Ο Κάρολος ο Φαλακρός (Karl der Kahle,Charles le Chauve, 13 Ιουνίου 823 – 6 Οκτωβρίου 877) ήταν βασιλιάς της Δυτικής Φραγκίας (843–877) και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (875–877). Ήταν ο μικρότερος γιος του αυτοκράτορα Λουδοβίκου A του Eυσεβούς από τη δεύτερη σύζυγό του, Ιουδήθ της Βαυαρίας, και εγγονός του Καρλομάγνου. Σύζυγοί του ήταν ηΕρμεντρούδη της Ορλεάνης κι η Ριχίλδη και παιδιά του οι Ιουδήθ της Φλάνδρας, Λουδοβίκος ο Τραυλός, Κάρολος ο Παις, Καρλομάνος, Ερμεντρούδη, Χίλντεγκαρντ, Λοθάριος, Ροτρούδη και Ροθίλδη. Μετά από μία σειρά εμφύλιων πολέμων που άρχισαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, Λουδοβίκου του Ευσεβούς, ο Κάρολος πέτυχε με τη Συνθήκη του Βερντέν να αποκτήσει το δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας.
Όταν οι μεγαλύτεροι αδελφοί του Καρόλου ενηλικιώθηκαν, απαίτησαν από τον πατέρα τους να τους δώσει το μερίδιο τους. Ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής αναζητούσε και για τον μικρότερο Κάρολο ένα βασίλειο αρχικά στην Αλαμανία και στην συνέχεια στα Πυρηναία. Τελικά αποφάσισε να του δώσει μερίδιο την Γαλατία, την περιοχή στην οποία βρίσκεται η σημερινή Γαλλία. Σε μια Δίαιτα στο Κρεμιέ (837) όρισε τον Κάρολο διάδοχο του, γεγονός που έκανε τους μεγαλύτερους αδελφούς του να εξεγερθούν. Ο Πεπίνος Α΄ της Ακουιτανίας πέθανε το 838 και το δουκάτο παραχωρήθηκε στον Κάρολο. Ο θάνατος του αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Ευσεβούς το 840 έφερε πολλές διαμάχες ανάμεσα στους γιους του για την διαδοχή. Ο Κάρολος συμμάχησε με τον Λουδοβίκο τον Γερμανικό νικώντας τον Λοθάριο και τον ανεψιό του Πεπίνο Β΄ της Ακουιτανίας, γιο του Πεπίνου Α΄ που διεκδικούσε την Ακουιτανία στις 25 Ιουνίου 841 στην Μάχη του Φοντενέ αν Πουισέ. Τα επόμενα χρόνια τα δύο αδέλφια επιβεβαίωσαν την συμμαχία τους με τον όρκο του Στρασβούργου. Ο πόλεμος τελικά κατέληξε στην Συνθήκη του Βερντέν τον Αύγουστο του 843. Σύμφωνα με την τελική συμφωνία, ο μικρότερος αδελφός, Κάρολος ο Φαλακρός, θα κληρονομούσε την Δυτική Φραγκία, δηλαδή την σημερινή Γαλλία μέχρι τον Ισπανικό ποταμό Έβρο, ο Λουδοβίκος την Ανατολική Φραγκία, την σημερινή Γερμανία. Ο Λοθάριος τέλος θα κρατούσε τον αυτοκρατορικό τίτλο, την Λομβαρδία, την Φλάνδρα και περιοχές της Μέσης Φραγκίας, όπως η Βουργουνδία.
Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας τους μέχρι τον θάνατο του Λοθάριου (855) ήταν σχετικά ειρηνικά, καθώς τα τρία αδέλφια συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους. Το 858 ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός δέχθηκε πρόσκληση ευγενών να επιτεθεί στην Γαλατία και να εκθρονίσει τον Κάρολο, που ήταν τόσο αντιπαθής στον κόσμο που δεν μπορούσε να συγκεντρώσει στρατό και δραπέτευσε για την Βουργουνδία. Τελικά ο Κάρολος σώθηκε χάρη στην υποστήριξη των επισκόπων, που αρνήθηκαν να στέψουν τον Λουδοβίκο Γεμανικό βασιλιά, και των Γουέλφων, που υποστήριζαν την μητέρα του, Ιουδήθ. Όταν πέθανε ο ανεψιός του, Λοθάριος Β΄ της Λοθαριγγίας (869), επιχείρησε να καταλάβει τα εδάφη του, αλλά με την Συνθήκη του Μέρσεν (870) αναγκάστηκε να τα μοιράσει με τον αδελφό του Λουδοβίκο τον Γερμανικό.
Εκτός από τις οικογενειακές διαφορές, ο Κάρολος είχε να αντιμετωπίσει τις εξεγέρσεις στην Ακουιτανία και των Βρετόνων, που με τους αρχηγούς τους Νομενόε και Ερισπόε τον νίκησαν δύο φορές (845, 851) αναγκάζοντας τον να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία τους. Δέχθηκε συνεχείς επιθέσεις από τους Βίκινγκς, που λεηλατούσαν συνέχεια τα βόρεια της χώρας στις κοιλάδες του Σηκουάνα και του Λίγηρα, πιέστηκε και, για να αποφύγει τα χειρότερα, αναγκάστκε να κλείσει μαζί τους ειρήνη με βαρύ τίμημα. Τότε με το έδικτο του Πιστρ (864) αποφάσισε να εφοδιάσει τον στρατό του με ιππικό και να αρχίσει την κατασκευή γεφυρών ανάμεσα στα ποτάμια για να σταματήσεις τις πορείες των Βίκινγκς. Δύο από αυτές τις γέφυρες έσωσαν το Παρίσι στην πολιορκία του 885 – 886.
Με τον θάνατο του αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β΄, γιου του ετεροθαλούς αδελφού του Λοθάριου Α, το 875, ταξίδεψε στην Ρώμη, για να δεχτεί από τον πάπα Ιωάννη Η΄ το αυτοκρατορικό στέμμα στις 29 Δεκεμβρίου. Ο αδελφός του Λουδοβίκος ο Γερμανικός ενοχλημένος από την στάση του πάπα άρχισε να λεηλατεί τις περιοχές του στην Γαλατία. Με τον θάνατο του Λουδοβίκου Γερμανικού στις 28 Αυγούστου 876, επιχείρησε να λεηλατήσει τις περιοχές του, αλλά υπέστη συντριπτική ήττα. Στην Λομβαρδία έγινε δεκτός με ψυχρότητα από τους ευγενείς. Ο Κάρολος άρρωστος και εξαντλημένος πέθανε στις 6 Οκτωβρίου 877 στον δρόμο της επιστροφής του προς την Γαλατία, σε ηλικία 54 ετών.
β. Λουδοβίκος Β΄ ο Τραυλός (877-879)
Ο Λουδοβίκος ο Tραυλός (γαλ. Louis le Bègue, 1 Νοεμβρίου 846 – 11 Απριλίου 879, <Κλεόβιος <κλέος [=δόξα] + βίος = αυτός που ζει ένδοξα {Clovis, εξελίχτηκε σε Lovis >Louis = Λουδοβίκος στα γαλλικά και αγγλικά)) ήταν βασιλιάς της Ακουιτανίας και βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων, μεγαλύτερος γιος του Καρόλου του Φαλακρού και της Ερμεντρούδης της Ορλεάνης. Διαδέχθηκε στο δουκάτο της Ακουιτανίας τον νεότερο αδελφό του (866) Κάρολο και στο βασίλειο των Δυτικών Φράγκων τον πατέρα του (877). Νυμφεύτηκε δύο φορές: Με την πρώτη σύζυγο του Ανσγκάρδη της Βουργουνδίας είχε δύο γιους, τον Λουδοβίκο και τον Καρλομάν, που έγιναν και οι δύο βασιλείς της Γαλλίας, και δύο κόρες, την Χίλντεγκαρντ, και την Γκιζέλα (865 – 884) που παντρεύτηκε τον Ροβέρτο, κόμη του Τρουά. Με την δεύτερη σύζυγο του Αδελαΐδα των Παρισίων είχε μια κόρη, την Ερμεντρούδη (875 – 914), και έναν υστερότοκο γιο, τον Κάρολο τον Ευήθη (ή Απλοϊκό), που έγινε βασιλιάς της Γαλλίας. Στέφθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 877 από τον αρχιεπίσκοπο της Ρεμς, ενώ στέφθηκε για δεύτερη φορά από τον ίδιο τον πάπα Ιωάννη Η΄ στο Τρουά. Ήταν άρρωστος, αδύναμου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να πεθάνει πρόωρα. Περιγράφεται σαν δίκαιος και φιλειρηνικός βασιλιάς. Πέθανε στις 11 Απριλίου 879, ενώ προετοιμαζόταν να κάνει εκστρατεία εναντίον των Βίκινγκς, και το βασίλειο του μοιράστηκε στους δύο μεγαλύτερους γιους του, Καρλομάνο και Λουδοβίκο.
γ. Λουδοβίκος Γ΄ (879-882)
Ο Λουδοβίκος Γ΄ (863 – 882) ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων, δεύτερος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Β του Τραυλού και της Ανσγάρδης της Βουργουνδίας, τέταρτης γενιάς απόγονος του Καρλομάγνου. Έγινε βασιλιάς μαζί με τον αδελφό του, Καρλομάνο, όταν πέθανε ο πατέρας τους (879). Μερικοί ευγενείς ήθελαν μόνο βασιλιά τον Λουδοβίκο, αλλά τα δύο αδέλφια τον Μάρτιο του 880 στην Αμιένη αποφάσισαν να μοιράσουν το βασίλειο του πατέρα τους και ο Λουδοβίκος δέχθηκε το βόρειο τμήμα στην Νευστρία. Ωστόσο, ο δούκας Μπόσο της Προβηγκίας αρνήθηκε την συνεργασία με τα δύο αδέλφια και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Προβηγκίας. Το καλοκαίρι του 880, τα δύο αδέλφια εκστράτευσαν εναντίον του, καταλαμβάνοντας τα βόρεια τμήματα του βασιλείου του Μπόσο. Αργότερα συμμάχησαν με τον βασιλιά της Ανατολικής Φραγκίας Κάρολο Γ τον Παχύ, αλλά το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς απέτυχαν να καταλάβουν την Βιέννη. Ο Λουδοβίκος Γ πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Βίκινγκς το 881, επιτυχία που ήταν αιτία να τον υμνήσει το παλιό Γερμανικό ποίημα Ludwigslied. Πέθανε από τα τραύματά του μετά από πτώση από άλογο τον Αύγουστο του 882, σε ηλικία 19 ετών, άτεκνος, με μοναδικό κληρονόμο τον αδελφό του, Καρλομάνο.
δ. Καρλομάνος Β΄ (879-884)
Ο Καρλομάνος Β΄ (866 – 884) ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων, τελευταίος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Β του Τραυλού και της Ανσγάρδης της Βουργουνδίας, τέταρτης γενιάς απόγονος του Καρλομάγνου. Έγινε βασιλιάς μαζί με τον αδελφό του Λουδοβίκο Γ, όταν πέθανε ο πατέρας τους (879). Μερικοί ευγενείς ήθελαν μόνο βασιλιά τον Λουδοβίκο, αλλά τα δύο αδέλφια τον Μάρτιο του 880 στην Αμιένη αποφάσισαν να μοιράσουν το βασίλειο του πατέρα τους: Ο Λουδοβίκος δέχθηκε την Βουργουνδία και την Ακουιτανία. Εντούτοις ο δούκας Μπόσο της Προβηγκίας αρνήθηκε την υποταγή στα δύο αδέλφια και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Προβηγκίας. Το καλοκαίρι του 880, τα δύο αδέλφια προέλασαν εναντίον του, καταλαμβάνοντας τα βόρεια τμήματα του βασιλείου του Μπόσο. Αργότερα συμμάχησαν με τον Κάρολο τον Παχύ, αλλά το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς απέτυχαν να καταλάβουν την Βιέννη. Η Βιέννη καταλήφθηκε το καλοκαίρι του 882 από τον Ριχάρδο κόμη του Οτάν. Την ίδια εποχή, ο Καρλομάνος έμεινε μόνος βασιλιάς μετά τον θάνατο του αδελφού του, Λουδοβίκου. Τα επόμενα χρόνια, το βασίλειο του μαστιζόταν από τις επιδρομές των Βίκινγκς και τις εξεγέρσεις των βαρόνων. Πέθανε κατά την διάρκεια ενός κυνηγιού σε ηλικία 18 ετών και τον διαδέχθηκε ο ξάδελφος του, Κάρολος Γ ο Παχύς.
ε. Κάρολος Γ ο Παχύς (884-888)
Ο Κάρολος Γ ο Παχύς (Charles III le Gros, 839 – 13 Ιανουαρίου 888, <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + λαός = αρχηγός, επικεφαλής του λαού {>κάρανος >κοίρανος >τύραννος}, η αρίθμηση Γ αναφέρεται στη σειρά των βασιλέων της Ανατολικής Φραγκίας) ήταν βασιλιάς της Αλαμανίας (876–888), βασιλιάς της Ιταλίας (879–888), βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων (882-888) και των Δυτικών Φράγκων (884–888), ενώνοντας για λίγα χρόνια τα δύο Φραγκικά βασίλεια. Διαδέχθηκε στην Αλαμανία τον πατέρα του, στην Ιταλία τον μεγάλο του αδελφό Καρλομάνο της Βαυαρίας, που έμεινε ανάπηρος ύστερα από ένα χτύπημα, και στέφθηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (881) από τον πάπα Ιωάννη Η΄. Διαδέχθηκε τον επόμενο χρόνο και τον αδελφό του, Λουδοβίκο Γ τον Σάξονα, ενώνοντας ολόκληρο το κράτος των Ανατολικών Φράγκων στην μετέπειτα ισχυρή Γερμανία. Με τον θάνατο και του ξαδέλφου του, Καρλομάνου Β΄, τον διαδέχθηκε και στην χώρα των Δυτικών Φράγκων, ενώνοντας προσωρινά ολόκληρη την αυτοκρατορία του προπάππου του, Καρλομάγνου. Ο ίδιος ο Κάρολος ο Παχύς αναφέρεται από πηγές ότι ήταν τεμπέλης και ανίκανος, ενώ ήταν άρρωστος πάσχοντας από επιληψία.
Ο Κάρολος Γ ήταν ο νεότερος από τους τρεις γιους του Λουδοβίκου του Γερμανικού, βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων, και της Έμμας του Άλτντορφ. Ένα δαιμονικό περιστατικό περιγράφεται στην παιδική του ηλικία: έβγαζε αφρούς από το στόμα πριν εισέλθει στο ιερό της εκκλησίας. Αυτό θεωρήθηκε από τον πατέρα του σαν θεόσταλτο σημάδι για τον μικρότερο γιο του. Το 863 ο μεγαλύτερος αδελφός του Καρλομάνος εξεγέρθηκε εναντίον του πατέρα του. Την εξέγερση ακολούθησε ο επόμενος αδελφός Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας και τέλος ενώθηκε μαζί τους και ο Κάρολος Γ. Το 865 ο Λουδοβίκος Γ πιέστηκε να μοιράσει τα εδάφη στους διαδόχους του: Η Βαυαρία δόθηκε στον Καρλομάνο, η Σαξονία στον Λουδοβίκο Γ και η Αλαμανία με την Σουηβία στον μικρότερο Κάρολο Γ, ενώ η Λοθαριγγία μοιράστηκε ανάμεσα στους δύο μικρότερους. Όταν, το 875, πέθανε ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Β΄ που ήταν ταυτόχρονα και βασιλιάς της Ιταλίας την παραχώρησε στον μεγαλύτερο αδελφό του Καρλομάνο της Βαυαρίας, αλλά ο βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων, Κάρολος ο Φαλακρός, επιτέθηκε στην Ιταλία στεφόμενος ο ίδιος βασιλιάς. Ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός έστειλε τους μικρότερους γιους του να τον αντιμετωπίσουν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε σημαντικό. Οι περιπέτειες έληξαν με τον θάνατο του Καρόλου του Φαλακρού ο 877, ενώ εν τω μεταξύ είχε πεθάνει και ο πατέρας του Καρόλου Γ, Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός (876). Τα τρία αδέλφια συνεργάστηκαν το καθένα στο μερίδιο του αρμονικά, φαινόμενο σπάνιο την σκοτεινή εκείνη εποχή. Το 877, ο Καρλομάνος της Βαυαρίας πήρε και την Ιταλία οριστικά από τον θείο τους, Κάρολο τον Φαλακρό. Το 879, ο Καρλομάνος της Βαυρίας έμεινε ανάπηρος από ατύχημα μοιράζοντας το μερίδιο του στα αδέλφια του: Έδωσε την Βαυαρία στον Λουδοβίκο Γ και την Ιταλία στον Κάρολο Γ. Από τότε ως το 886, ο Κάρολος Γ αφιέρωνεε τον περισσότερο χρόνο του στην Ιταλία.
Στις 18 Ιουλίου 880 ο πάπας Ιωάννης Η΄ έστειλε γράμμα στον Γκυ Β΄ του Σπολέτο ζητώντας ειρήνη, αλλά ο Γκυ αγνοώντας το γράμμα επιτέθηκε στα παπικά εδάφη. Ο πάπας ζήτησε την βοήθεια του Καρόλου Γ, τον οποίο έστεψε αυτοκράτορα στις 12 Φεβρουαρίου 881, αλλά οι υπηρεσίες που του πρόσφερε ήταν πολύ λίγες. Σαν αυτοκράτορας ο Κάρολος Γ ο Παχύς άρχισε την κατασκευή νέου ανακτόρου στο Σλέσταντ στην Αλσατία στα πρότυπα των ανακτόρων του Καρλομάγνου στην προηγούμενη πρωτεύουσα Άαχεν. Το Άαχεν δεν μπορούσε να το κρατήσει σαν πρωτεύουσα, αφού ανήκε στο βασίλειο του αδελφού του, ενώ το Σελέστατ ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη εκείνη την εποχή στην Γερμανία. Τον Φεβρουάριο του 882, ο Κάρολος Γ συγκάλεσε σύνοδο στην Ραβέννα, όπου έκλεισε ειρήνη με τον Γκυ και τον θείο του, Γκυ του Καμαρίνο, υπό την προϋπόθεση να επιστρέψει πίσω τα παπικά εδάφη. Τον Μάρτιο, ήρθε γράμμα από τον πάπα στον Κάρολο Γ ότι ο Γκυ δεν εκπληρώνει τους όρους της συμφωνίας. Το 883, ο Γκυ που είχε γίνει δούκας του Σπολέτο κατηγορήθηκε για προδοσία.
Τον Φεβρουάριο του 882, ο Κάρολος Γ συγκάλεσε σύνοδο στην Ραβέννα, όπου ο Γκυ, ο Γκυ του Καμερίνο, ο πάπας και ο αυτοκράτορας συμφώνησαν ο Γκυ να επιστρέψει τα παπικά εδάφη. Το 883, ο Γκυ, που είχε γίνει δούκας του Σπολέτο, κατηγορήθηκε για προδοσία, συμμάχησε με τους Σαρακηνούς και ο Κάρολος Γ έστειλε εναντίον του τον Βερεγγάριο. Ο Βερεγγάριος, αν και είχε αρχικά μερικές επιτυχίες, στην συνέχεια η επιδημία πανώλης στον στρατό του τον ανάγκασε να επιστρέψει. Περί τα τέλη της δεκαετίας, υπολείμματα του μεγάλου στρατού που είχε ηττηθεί από τον Αγγλοσάξονα Αλφρέδο τον Μέγα στην μάχη του Ίθανταν (878) άρχισαν την εγκατάσταση στις Κάτω Χώρες. Επιτέθηκαν στον αδελφό του, Λουδοβίκο Γ τον Σάξονα, αλλά αυτός πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 882 και ο Κάρολος Γ κληρονόμησε ολόκληρο το βασίλειο των Ανατολικών Φράγκων αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Βίκινγκς Γοδεφρείδο και Σίγκφριντ. Ο Γοδεφρείδος δέχθηκε να βαπτιστεί χριστιανός, έγινε υποτελής του Καρόλου Γ και παντρεύτηκε την Γκιζέλα, κόρη του Λοθαρίου Β΄.
Δεν αποκτήσει παιδιά από τον γάμο του με την Ριχάρδη, και προσπάθησε να αποκτήσει από μια άγνωστη αυλική νόθο γιο, τον Βερνάρδο, πυ τον αναγνώρισε διάδοχο του (885). Είχε την υποστήριξη του πάπα Αδριανού Β΄, τον οποίο προσκάλεσε, αλλά εκείνος πέθανε στο ταξίδι τον Οκτώβριο του 885, μετά την πρώτη αποτυχημένη του απόπειρα να κάνει τον Βερνάρδο βασιλιά της Λοθαριγγίας. Μετά, επιχείρησε να προσεγγίσει στις αρχές του 886 τον νέο πάπα Στέφανο Ε΄, πετυχαίνοντας αρχικά την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίσει την νομιμοποίηση στην διαδοχή του Βερνάρδου, αλλά ακύρωσε την απόφαση του στις 30 Απριλίου 887. Βλέποντας ο Κάρολος Γ ότι όλες οι προσπάθειες του για την νομιμοποίηση του Βερνάρδου ήταν μάταιες, υιοθέτησε τον Λουδοβίκο της Προβηγκίας, ώστε να του εξασφαλίσει την διαδοχή σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του.
Όταν ο Καρλομάνος Β΄, βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 884, οι ευγενείς του βασιλείου προσκάλεσαν τον Κάρολο Γ τον Παχύ να ενώσει το βασίλειο τους στο στέμμα του. Έτσι "ανέστησε", ολόκληρο το βασίλειο του Καρλομάγνου, με εξαίρεση την Βρετάνη, αλλά στην Γαλλία συνάντησε αμέσως προβλήματα με τους Βίκινγκς. Το 885, Νορμανδικός στρατός με επικεφαλής τον Σίγκφριντ πολιόρκησε το Παρίσι, απαιτώντας για άλλη μια φορά νύφη για τον εαυτό του, αλλά ο Κάρολος αρνήθηκε να του δώσει. Ο κόμης Όντο των Παρισίων πήγε στον Κάρολο αναζητώντας την βοήθεια του, αλλά ο Κάρολος δεν είχε διάθεση να τους πολεμήσει παρά μόνο να τους δωροδοκήσει για να φύγουν.
Η μοναδική πολεμική του επιχείρηση ήταν η καταστολή της εξέγερσης στη Βουργουνδία. Η δημοτικότητα του ιδιαίτερα στην Γαλλία είχε μειωθεί σημαντικά. Ενώ στις 11 Νοεμβρίου 887 συγκάλεσε συμβούλιο στην Φραγκφούρτη για να ορίσει διάδοχο του τον Λουδοβίκο της Προβηγκίας, ο φιλόδοξος ανεψιός του, Αρνούλφος της Καρινθίας, προετοίμασε γενική εξέγερση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Σε λίγο καιρό έχασε όλη την δύναμη και τους υποστηρικτές του, άρρωστος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και πέθανε λίγο αργότερα στις 13 Ιανουαρίου 888.
στ. Εύδης Α΄ (ή Ούδος Α, 888-898)
Ο Εύδης Α΄ (ή Ούδος ή Όντο, Odo, 852 – 898, <εύδιος <ευ + δίος [= λαμπρός] = γαλήνιος, λαμπρός, ανέφελος) ήταν βασιλιάς της Δυτικής Φραγκίας (888 – 898). Ήταν δεύτερος γιος του Ροβέρτου του Ισχυρού, κόμητος του Ανζού (ή Ανδεγαυία), και της Αδελαΐδας του Τουρ, μικρότερος αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας Ροβέρτου Α΄. Ανήκε στην ηγεμονική οικογένεια των Ροβερτιανών και υπήρξε μαρκήσιος της Νευστρίας και κόμης των Παρισίων. Νυμφεύτηκε την Θεοδράτη της Τρουά και είχε τρεις γιους, από τους οποίους κανένας δεν έζησε περισσότερο από 15 χρόνια. Ήταν γνωστός για τον μεγάλο ηρωισμό που έδειξε στην πολιορκία των Παρισίων από τους Νορμανδούς. Μετά την εκθρόνιση του βασιλιά Καρόλου Γ του Παχύ (887), στέφθηκε ο ίδιος βασιλιάς στην Κομπιένη τον Φεβρουάριο του 888. Συνέχισε τον αγώνα εναντίον των Βίκινγκς, αλλά σύντομα ήρθε σε προστριβές με ευγενείς που ήθελαν να δουν στον θρόνο τον μετέπειτα βασιλιά Κάρολο Γ Ευήθη. Παραχώρησε πολλά δικαιώματα στον κόμη του Μανρέζα, όπως και το δικαίωμα να χτίζει αμυντικούς πύργους, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τους Σαρακηνούς. Για λόγους σκοπιμότητας, έδειξε σεβασμό στον Αρνούλφο της Καρίνθις, βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων, ο οποίος όμως το 895 υποστήριξε τον Κάρολο Γ Ευήθη και μετά από διαμάχες που κράτησν τρία χρόνια, ο Εύδης αναγκάστηκε να του παραχωρήσει μέρος του βασιλείου βόρεια του Σηκουάνα. Ο Εύδης πέθανε στην πόλη Λα Φερ την 1η Ιανουαρίου 898. Υπό τον Όντο η Δυτική Φραγκία άρχισε να μεταλλάσσεται στη σύγχρονη Γαλλία και η πρωτεύουσα μετακινήθηκε στο Παρίσι, πράγμα που ήταν ένα μεγάλο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
ζ. Κάρολος Γ΄ ο Ευήθης (ή Απλοϊκός 898-922)
O Κάρολος Γ΄ ο Ευήθης ή Απλοϊκός (Charles III le Simple, 17 Σεπτεμβρίου 879 – 7 Οκτωβρίου 929, η αρίθμηση Γ αναφέρεται στη σειρά των βασιλέων της Δυτικής Φραγκίας) ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων (898 – 923), μέλος της δυναστείας των Καρολιδών. Ήταν γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Β του Τραυλού και γεννήθηκε μετά το θάνατο του Λουδοβίκου από την δεύτερη σύζυγό του, Αδελαΐδα των Παρισίων. Νυμφεύτηκε για πρώτη φορά την Φρεδερόνη, που πέθανε το 917 και στην συνέχεια σε δεύτερο γάμο στις 7 Οκτωβρίου 919 την Έντζιφου της Αγγλίας, θυγατέρα του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ του Πρεσβύτερου. ¨Οταν ήταν παιδί δεν υποστηρίχτηκε για να διαδεχθεί στον θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό του, Καρλομάνο Β΄ της Γαλλίας (884), και τον θείο του, Κάρολο Γ τον Παχύ, όταν εκθρονίστηκε από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (887) και τελικά τον διαδέχθηκε ο Εύδης (Όντο), κόμης των Παρισίων. Ο Κάρολος Γ στέφθηκε από μερικούς ευγενείς (893) και έγινε βασιλιάς μετά τον θάνατο του Όντο (898).
Το 911 ο Κάρολος Γ παραχώρησε την πάνω από τον Σηκουάνα περιοχή, την αποκαλούμενη και Νορμανδία, στον Σκανδιναβό Βίκινγκ επιδρομέα Ρόλλο, ώστε να κλείσει ειρήνη με τους επιδρομείς και να μην ξαναενοχλήσουν το βασίλειο του. Το 922, μερικοί βαρόνοι εξεγέρθηκαν και έστεψαν βασιλιά τον Ροβέρτο Α΄, αδελφό του Όντο. Το 923 στην μάχη του Σουασόν, ο βασιλιάς Ροβέρτος Α σκοτώθηκε αλλά και ο Κάρολος Γ ηττήθηκε και ο Ρούντολφ, δούκας της Βουργουνδίας, εκλέχτηκε βασιλιάς. Ο Κάρολος αιχμαλωτίστηκε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και πέθανε στην φυλακή.
η. Ροβέρτος Α΄ Καπετίδης (922-923)
Ο Ροβέρτος A΄ (866 – 923, <ροδοφερτός <ρόδον [>ρόδινο χρώμα >ροζ] + φερτός [-φερόμενος] = αυτός που φέρεται στα κόκκινα, πορφυρογέννητος {Robert}) ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων (922 - 923). Μικρότερος γιος του Ροβέρτου του Ισχυρού, κόμητος του Ανζού (ή Ανδεγαυία), και αδελφός του Εύδη (Όντο), που έγινε βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων (888), ανήκε στον βασιλικό οίκο των λεγόμενων Ροβερτιανών. Ήταν παρών στην πολιορκία του Παρισιού (885), και διορίστηκε από τον Όντο κυβερνήτης σε πολλές κομητείες, όπως το ισχυρότατο δουκάτο των Φράγκων. Όταν πέθανε ο αδελφός του, δεν έθεσε δικαιώματα διαδοχής για τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας ως διάδοχο του αδελφού του τον Καρολίδη βασιλιά Κάρολο Γ τον Ευήθη, και συνέχιζε να υποστηρίζει την βόρεια Γαλλία από τις επιθέσεις των Βίκινγκς. Η βασιλεία του Καρόλου Γ παρενοχλήθηκε από τον ισχυρότατο φεουδάρχη Χαγάνο, ο οποίος, με την υποστήριξη του κλήρου και πολλών άλλων φεουδαρχών, ήθελε να καταλάβει τον θρόνο. Ο Ροβέρτος οδήγησε τον Κάρολο Γ στην Λωρραίνη, στέφθηκε ο ίδιος βασιλιάς και επιτέθηκε με μεγάλο στρατό κατά του σφετεριστή. Σκοτώθηκε το 923 στη σκληρή Μάχη του Σουασόν, κατά μια παράδοση σε σύγκρουση με έναν υποτελή του. Νυμφεύτηκε δύο φορές και με την πρώτη του σύζυγο είχε δύο κόρες. Με τη δεύτερη σύζυγό του, Βεατρίκη του Βερμαντουά, κόρη του Ερβέρτου Α΄, απέκτησε τον δούκα Ούγο τον Μέγα, πατέρα του Ούγου Καπέτου, πρώτου βασιλιά της Γαλλίας, της εθνικής δυναστείας των Καπετιδών.
θ. Ροδόλφος της Βουργουνδίας (923-936)
Ο Ροδόλφος (Rudolph, ή Radulf, Ralph, ή Raoul, 880 –936) ήταν δούκας της Βουργουνδίας μεταξύ 921 και 923 και βασιλιάς της Δυτικής Φραγκίας από το 923 μέχρι το 936. Ήταν γιος του Ριχάρδου, δούκα της Βουργουνδίας (Richard, Duke of Burgundy) και της Αδελαΐδας της Οζέρ (Auxerre), και κληρονόμησε το δουκάτο της Βουργουνδίας από τον πατέρα του. Νυμφεύτηκε την Έμμα, κόρη του Ροβέρτου Α της Γαλλίας. Εκλέχτηκε βασιλιάς της Δυτικής Φραγκίας το 923, από ένα συνέδριο ευγενών. Ο Κάρολος Γ Ευήθης ήταν τότε ακόμα ζωντανός και είχε αξιώσεις για το βασίλειο, αλλά ξεγελάστηκε από τον γαμβρό του Ροδόλφου Ερβέρτο Β, κόμη του Βερμαντουά, αιχμαλωτίστηκε και κλείστηκε σε φυλακή. Ο Ροδόλφος συμφώνησε αμέσως ειρήνη με τον Ερρίκο Α τον Ορνιθοθήρα, βασιλιά της Ανατολικής Φραγκίας, παρόλο που αυτός προσάρτησε τελικά τη Λοραίνη στο βασίλειό του. Το 924 οι Βίκινγκς επανέλαβαν μια σειρά επιθέσεων στη βόρεια Γαλλία και οι Νορμανδοί, που είχαν από το 911 εγκατασταθεί περί την πόλη Ρουέν, άρχισαν να λεηλατούν όλη την περιοχή. Το 930 και το 935 οι Μαγυάροι πραγματοποίησαν εισβολές στη Βουργουνδία, αλλά απομακρύνθηκαν χωρίς μάχη. Και οι δύο αυτοί κίνδυνοι τελικά εξουδετερώθηκαν, αλλά στο μεταξύ ο Ροδόλφος βρέθηκε αντιμέτωπος με εσωτερικά προβλήματα, οφειλόμενα σε εξεγέρσεις τοπικών φεουδαρχών στη Ρεμς και στην Ακουϊτανία (ΝΔ Γαλλία). Το 936 πέθανε σε ηλικία 46 ετών μετά από ολιγόμηνη ασθένεια.
ι. Λουδοβίκος Δ΄ ο Υπερπόντιος (936-954)
Ο Λουδοβίκος Δ΄ της Γαλλίας (920 – 954), αποκαλούμενος και Υπερπόντιος, ήταν βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων (936 – 954), μέλος του οίκου των Καρολιδών, γιος του Καρόλου Γ΄ του Απλοϊκού και της Εντζίφου της Αγγλίας, κόρης του βασιλιά Εδουάρδου του Πρεσβύτερου. Σε ηλικία μόλις δύο ετών ο πατέρας του εκθρονίστηκε από τους ευγενείς, οι οποίοι τοποθέτησαν στην θέση του σαν βασιλιά τον Ροβέρτο Α΄, αλλά σε έναν χρόνο ο Ροβέρτος πέθανε και αντικαταστάθηκε από τον Ροδόλφο, δούκα της Βουργουνδίας. Ο σύμμαχος του Ροδόλφου, Ερβέρτος Β΄ του Βερμαντουά, αιχμαλώτισε τον πατέρα του, Κάρολο Γ, την μητέρα του και τον μικρό Λουδοβίκο και τους μετέφερε στην Αγγλία. Ο Κάρολος Γ πέθανε το 929, αλλά ο Ροδόλφος βασίλεψε μέχρι το 936, όταν μια ομάδα ευγενών με επικεφαλής τον Ούγο τον Μέγα, κόμη των Παρισίων, κάλεσαν στην Γαλλία τον Λουδοβίκο να έρθει να βασιλεύσει. Ο Ούγος ο Μέγας φοβόταν μήπως ο αδελφός του Ροδόλφου, Ούγος ο Μέλας, θελήσει να καταλάβει τον θρόνο. Ο Λουδοβίκος στέφθηκε βασιλιάς στις 19 Ιουνίου 936 από τον Άρταλντ της Ρεμς (Rheims). Αλλά μετά τον ερχομό του ήρθε σε σύγκρουση με τον Ούγο και όλο το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του ήταν γεμάτο εμφύλιες διαμάχες. Πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 954 εξαιτίας τραυμάτων που προκλήθηκαν από την πτώση του από άλογο.
ια. Λοθάριος (954-986)
O Λοθάριος (Lothaire, 941 – 2 Μαρτίου 986, <Κλοθάριος <Κλεοθάριος <κλέος [=δόξα] + θάρρος = ένδοξος για το θάρρος του {Lothaire, από το Clothaire, όπως το Louis από το Clovis}) ήταν Καρολίδης βασιλιάς της Δυτικής Φραγκίας από τις 10 Σεπτεμβρίου του 954 έως το θάνατό του στις 2 Μαρτίου του 986. Ήταν γιος του Λουδοβίκου Δ΄ του Υπερπόντιου και της Γκερμπέργκας της Σαξονίας. Σύζυγός του ήταν η Έμμα της Ιταλίας και παιδιά τους ο Λουδοβίκος Ε΄ και ο Εύδης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 954, σε ηλικία 13 ετών και τέθηκε υπό την κηδεμονία του Ούγου του Μέγα, κόμητος των Παρισίων, αν και ήταν εχθρός του πατέρα του τα τελευταία χρόνια. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον διάδοχο και γιο του Ούγου, Ούγο Καπέτο, ιδρυτή της δυναστείας των Καπετιδών, που κυβέρνησει την Γαλλία τους επόμενους τρεις αιώνες. Το 955 ο Λοθάριος και ο Ούγος κατέλαβαν μαζί το Πουατιέ. Λίγο αργότερα ο προστάτης του πέθανε και ο Λοθάριος έχρισε τον μεγάλο γιο του αποθανόντος, Ούγο, κόμη των Παρισίων, και τον μικρότερο γιο του, Όθωνα Ερρίκο, δούκα της Βουργουνδίας (960).
Το 962 ο Βαλδουίνος Γ΄ της Φλάνδρας συμβασιλεύς, υιός και διάδοχος του Αρνόλφου Α΄ της Φλάνδρας, πέθανε και ο πατέρας του υποσχέθηκε στον Λοθάριο την διαδοχή του. Όταν πέθανε και ο ίδιος ο Αρνόλφος (965), ο Λοθάριος επιτέθηκε στην Φλάνδρα, κατέλαβε πολλές πόλεις, αλλά αποκρούστηκε από τους υποστηρικτές του Αρνόλφου Β΄. Σε ηλικία 37 ετών, ο Λοθάριος αποφάσισε να ανακτήσει την Λωρραίνη. Σε μια αιφνίδια επίθεση την άνοιξη του 978 συνέλαβε τον αυτοκράτορα Όθωνα Β΄ της Ανατολικής Φραγκίας (που τότε είχε ονομαστεί Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους) κοντά στο Άαχεν που είχε συμμαχήσει εναντίον του με τον αδελφό του Κάρολο, κυριεύοντας την πρωτεύουσα. Ο Όθωνας εκδικήθηκε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς με μεγάλη επίθεση στην Γαλλία, καταστρέφοντας όσες περιοχές έβρισκε μπροστά του. Έφτασε μέχρι το Παρίσι, αλλά απέτυχε να καταλάβει την πόλη. Κλείστηκε ειρήνη (980) και ο Λοθάριος τελικά έγινε επιμελητής του ανήλικου αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄, όταν πέθανε ο πατέρας του, Όθων Β΄, τον Δεκέμβριο του 983. Ο Λοθάριος λογομάχησε με τον Ούγο Καπέτο, γιατί συμφιλιώθηκε με τον Όθωνα Γ΄ παρά τους πολέμους που είχε κάνει με τον πατέρα του με την υποστήριξη του ίδιου του Καπέτου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η δύναμη του Λοθάριου εξασθενούσε σημαντικά απέναντι στην δύναμη του Ούγου Καπέτου.
ιβ. Λουδοβίκος Ε΄ ο Οκνηρός (986-987)
Ο Λουδοβίκος Ε΄ (967 – 21 Μαΐου 987), ο αποκαλούμενος Οκνηρός, ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Φράγκων από τον Οίκο των Καρολιδών (986–987), γιος του βασιλιά Λοθάριου της Γαλλίας και της Έμμας της Ιταλίας, κόρης του Λοθαρίου Β΄ της Ιταλίας. Στέφθηκε βασιλιάς από το 979, αλλά δεν είχε την εξουσία στα χέρια του όσο ζούσε ο πατέρας του Λοθάριος. Παντρεύτηκε το 980 την Αδελαΐδα του Ανζού (ή Ανδεγαυία), με αποτέλεσμα να στεφθούν βασιλείς της Ακουιτανίας. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας τους (ο Λουδοβίκος 13, η Αδελαΐδα 33 στον τρίτο της γάμο), ο γάμος τους δεν κράτησε και πήραν διαζύγιο (982) χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Κληρονόμησε μια διαμάχη ανάμεσα στην οικογένεια του, τους Καρολίδες, με τους Ροβερτιανούς βασιλείς και την δυναστεία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του αυτοκράτορα Όθωνα Α΄. Ο Όθων είχε την υποστήριξη του κλήρου και ανέβασε στην αρχιεπισκοπή της Ρεμς τον Αλδαβερόν, που προσπάθησε να συμφιλιώσει τους δύο οίκους. Οι συνεννοήσεις απέτυχαν, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς Λοθάριος να κατηγορήσει τον Αλδαβερόν για προδοσία (986), αλλά την ίδια χρονιά πέθανε και τον διαδέχθηκε ο μικρός Λουδοβίκος. Η μητέρα του, Έμμα, παντρεύτηκε έναν γιο του Όθωνα σε δεύτερο γάμο της και ο Λουδοβίκος εξαναγκάστηκε να καλέσει πίσω τον Αλδαβερόν. Ο Λουδοβίκος Ε΄ πέθανε τον Μάιο του 987 από δυστύχημα ή δηλητηριασθείς από την μητέρα του. Ο κλήρος με επικεφαλής τον Αλδαβερόν εξέλεξε νέο βασιλιά της Γαλλίας τον Ούγο Καπέτο όχι λόγω της βασιλικής του καταγωγής, αλλά περισσότερο λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων και των ψυχικών του χαρισμάτων. Μετά από αυτό η δυναστεία των Καρολιδών τελείωσε και ανέβηκε στον θρόνο της Δυτικής Φραγκίας (σημερινής Γαλλίας) η δυναστεία των Καπετιδών.
Η Δυναστεία των Καπετιδών (987 – 1328 μ.Χ.), που διαδέχτηκε τους Καρολίδες στο θρόνο της Γαλλίας, αντιμετώπισε στην αρχή σοβαρά προβλήματα που οφείλονταν στην ενδυνάμωση των περιφερειακών φεουδαρχών, που οδήγησε σε σημαντική εξασθένιση του ρόλου του βασιλιά. Με την πάροδο όμως του χρόνου, χάρη στις καλές σχέσεις τους με τον Πάπα, και στις εξαιρετικές διοικητικές και διπλωματικές ικανότητες ηγεμόνων όπως ο Φίλιππος Β΄ Αύγουστος (1180 – 1223) και ο Λουδοβίκος Θ΄ ο Άγιος (1250 – 1270), οι Καπετίδες κατόρθωσαν να ισχυροποιήσουν την θέση τους και, μέχρι το 1270, να μετατρέψουν την Γαλλία σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης. Ο τελευταίος μεγάλος Καπετίδης, ο Φίλιππος Δ΄ ο Ωραίος (1285 – 1314), αισθανόταν τόσο ισχυρός, ώστε δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί, με θριαμβευτική επιτυχία, με τον Πάπα Βονιφάτιο για μια σειρά από θέματα που αφορούσαν τον Γαλλικό κλήρο, με τελικό αποτέλεσμα την μεταφορά, το 1309, της ίδιας της έδρας του Πάπα σε Γαλλικό έδαφος στην Αβινιόν. Αξιοσημείωτο γεγονός της εποχής του είναι η έναρξη λειτουργίας του Γαλλικού Κοινοβουλίου το 1302, με συμμετοχή και της τάξης των αστών, που είχαν ήδη αναδειχθεί σε Τρίτη κοινωνική δύναμη μετά από τον κλήρο και τους ευγενείς.
α. Ούγος Καπέτος (987-996)
Ο Ούγος Καπέτος (Hugues Capet, 941 - 24 Οκτωβρίου 996, <εύγειος <ευ + γαία [= γη] = αυτός που έχει εύφορη γη {εξελίχθηκε σε Hugo και στα αγγλικά Hugh}) ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Γαλλίας του Οίκου των Καπετιδών (987 - 996) και διαδέχθηκε το βασιλιά Λουδοβίκο Ε΄, τελευταίο της Δυναστείας των Καρολιδών. Ήταν γιος του Ούγου του Μέγα και της κόρης του Γερμανού βασιλιά Ερρίκου Α του Ορνιθοθήρα. Με την σύζυγο του Αδέλα της Ακουιτανίας απέκτησε 4 παιδιά: Χέντβιχ (969 - 1013), Ροβέρτος Β΄ της Γαλλίας, Ζιζέλ (970 - 1002) και Αδέλα (973 - 1063). Η πατρική του οικογένεια, οι Ροβερτιανοί, ήταν ισχυροί γαιοκτήμονες, ο παππούς του, Ροβέρτος Α΄ της Γαλλίας, είχε διατελέσει βασιλιάς, ενώ η γιαγιά του, Βεατρίκη, ανήκε στην δυναστεία των Καρολιδών. Γεννήθηκε σε μια ισχυρότατη οικογένεια με μεγάλες συνδέσεις με την ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Ο πατέρας του Ούγου Καπέτου δεν κατόρθωσε να γίνει βασιλιάς. Όταν πέθανε ο Ροδόλφος, το 936, ο Ούγος ο Μέγας οργάνωσε την επιστροφή του Λουδοβίκου Δ΄, γιου του Καρόλου του Απλοϊκού, από την εξορία του στην Αγγλία. Οι κινήσεις του Ούγου ήταν άγνωστες, αλλά εικάζεται ότι ήθελε να προλάβει τον αδελφό και διάδοχο του Ροδόλφου, στη θέση του Δούκα της Βουργουνδίας, Ούγο τον Μελανό, να καταλάβει τον Γαλλικό θρόνο. To 956 κληρονόμησε τις περιοχές του πατέρα του και έγινε ένας από τους ισχυρότερους Φράγκους ευγενείς, αλλά επειδή ήταν ανήλικος, ο θείος του Μπρούνο, αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας, ανέλαβε αντιβασιλιάς.
Το βασίλειο το οποίο σχεδίαζε ο Ούγος δεν είχε σχέση με την σύγχρονη Γαλλία. Οι προκάτοχοι του Ούγου δεν ονομάζονταν "βασιλείς της Γαλλίας" αλλά "βασιλείς των Δυτικών Φράγκων" και διοικούσαν μόνο ένα μικρό τμήμα της αυτοκρατορίας των Καρολιδών. Τα ανατολικά Φραγκικά εδάφη, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, βρίσκονταν υπό την εξουσία του πρώτου ξαδέλφου του Όθωνα Β΄. Τα εδάφη νότια του ποταμού Λίγηρα είχαν πάψει να αποτελούν τμήμα του δυτικού Φραγκικού κράτους από την εποχή του βασιλιά Καρόλου του Απλοϊκού (922). Τα δουκάτα της Νορμανδίας και της Βουργουνδίας ήταν ανεξάρτητα, και η Βρετάνη κυβερνιόταν από το 956 από τους αδελφούς του Ούγου, Ούδο (Όντο) και Ερρίκο. Συμμάχησε (978 - 986) με τους Γερμανούς αυτοκράτορες Όθωνα Β΄, Όθωνα Γ΄, και τον αρχιεπίσκοπο Ανταλμπερόν της Ρεμς, για να επικρατήσει του Καρολίδη βασιλιά Λοθάριο. Μετά τον θάνατο του Λοθάριου και του γιου του (987), ο αρχιεπίσκοπος της Ρεμς και ο Πάπας Σιλβέστρος Β΄ συγκάλεσαν σύνοδο ευγενών που εξέλεξε τον Ούγο Καπέτο νέο κληρονομικό βασιλιά. Ο Γερβέρτος έκανε έκκληση στους ευγενείς να τον ψηφίσουν τονίζοντας τα κατορθώματα του, και την αγαθότητα της ψυχής του. Στέφθηκε τον ίδιο χρόνο από τον αρχιεπίσκοπο της Ρεμς. Αμέσως μετά την στέψη του, φρόντισε να ορίσει συμβασιλέα και τον μεγαλύτερο γιο του, Ροβέρτο, πράγμα που έγινε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Σχεδίαζε και εκστρατεία στην Ισπανία κατά των Μαυριτανών για να εξασφαλίσει την θέση του απέναντι στους ευγενείς που τον αμφισβητούσαν, κάτι που τελικά δεν έγινε.
Ο Ούγος Καπέτος διεύθυνε μια μικρή περιοχή 1.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων ανάμεσα στο Παρίσι και την Ορλεάνη. Όποιος επιχειρούσε να ταξιδέψει έξω από τη μικρή περιοχή έβαζε σε κίνδυνο ακόμα και την ζωή του κινδυνεύοντας άμεσα με απαγωγή. Μια συνωμοσία (993) υπό τον Όντο Α΄ του Μπλουά επιχείρησε να παραδώσει τον Ούγο Καπέτο στην φύλαξη του Όθωνα Γ΄. Η συνωμοσία απέτυχε αλλά δεν τιμωρήθηκε κανένας, γεγονός που δείχνει πόσο μικρή ήταν η δύναμή του. Στην χώρα του υπήρχαν γύρω στις 150 μορφές νομισμάτων και ομιλούνταν 12 γλώσσες. Οποιαδήποτε μορφή επιβολής κοινής γλώσσας και νομίσματος θα έφερνε την σύγκρουση μεταξύ των ευγενών που δεν ήταν και λίγες. Παρόλα αυτά βρήκε στρατιωτική υποστήριξη από τον Ριχάρδο Α΄ της Νορμανδίας.
Ο Ούγος έκανε τον Αρνόλφο αρχιεπίσκοπο της Ρεμς (988), αν και ήταν ανεψιός του κυριότερου αντιπάλου του Καρόλου της Λωρραίνης. Ο Κάρολος αμέσως κυρίευσε τη Ρεμς και πήρε τον Αρνόλφο αιχμάλωτο. Ο Ούγος ωστόσο θεωρούσε τον Αρνόλφο αποστάτη και ζήτησε την έκπτωσή του από τον πάπα Ιωάννη ΙΕ΄. Συγκάλεσε σύνοδο στην Ρεμς (991) ορίζοντας νέο αρχιεπίσκοπο τον Σιλβέστρο Β΄. Ο πάπας επικύρωσε την απόφαση και πρότεινε στους Γάλλους επισκόπους να συγκαλέσουν νέα σύνοδο στο Άαχεν, ώστε να επανεξετάσουν την περίπτωση. Αυτοί αρνήθηκαν διαμαρτυρόμενοι στον πάπα ότι οι επικρατούσες συνθήκες στην Ρώμη καθιστούσαν αδύνατη την μετάβαση τους εκεί. Τότε ο πάπα έστειλε τον απεσταλμένο του στο Μουσσόν, για να συγκαλέσει συμβούλιο Γερμανών και Γάλλων ευγενών. Μόνο όμως οι Γερμανοί εμφανίστηκαν αφού διακόπηκε η πορεία των Γάλλων από τον Ούγο και τον γιο του Ροβέρτο. Τελικά ο Αρνόλφος μετά τον θάνατο του Ούγου Καπέτου, απελευθερώθηκε και επανήλθε στην μητρόπολη της Ρεμς.
Μερικοί ιστορικοί θεωρούν τον Ούγο Καπέτο δημιουργό της σύγχρονης Γαλλίας, εκτιμώντας ότι, ως κόμης του Παρισιού, έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την πόλη. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ροβέρτος Β ο Ευλαβής.
β. Ροβέρτος Β΄ ο Ευλαβής (996-1031)
Ο Ροβέρτος Β΄ ο Ευλαβής (972 – 1031, <ροδοφερτός <ρόδον [>ρόδινο χρώμα >ροζ] + φερτός [-φερόμενος] = αυτός που φέρεται στα κόκκινα, πορφυρογέννητος) ήταν βασιλιάς της Δυτικής Φραγκίας (996 - 1031). Δεύτερος βασιλιάς του οίκου των Καπετιδών, γεννήθηκε στην Ορλεάνη. Ήταν γιος του Ούγου Καπέτου και της Αδελαίδας της Ακουιτανίας. Αμέσως μετά την ενθρόνισή του, ο πατέρας του Ούγος έστεψε συναυτοκράτορα και τον γιό του Ροβέρτο, και σχεδίασε εκστρατεία κατά των Μαυριτανών που παρενοχλούσαν τον βασιλιά της Βαρκελώνης Μπορέλ Β΄, εκστρατεία που δεν έγινε ποτέ. Ο Ροβέρτος άρχισε το 990 να παίρνει σημαντικά βασιλικά καθήκοντα στο πλευρό του πατέρα του.
Πραγματοποίσε τον πρώτο του γάμο το 989 με την κόρη του Βερεγκάριου Β΄ της Ιταλίας, Ροζάλα, χήρα του Αρνούλφου Β΄ της Φλάνδρας. Ο γάμος ήταν αποτυχημένος και πραγματοποίησε δεύτερο με την Βέρθα της Βουργουνδίας, κόρη του Κονράδου της Βουργουνδίας, που ήταν και ξαδέλφη του. Γι' αυτό τον λόγο, ο Πάπας Γρηγόριος Ε΄ αρνήθηκε να ευλογήσει τον γάμο, αφορίζοντας τον Ροβέρτο. Το 991 βοήθησε τον πατέρα του να κάνει ένα μακρύ κοπιαστικό ταξίδι στην Γερμανία σε μια σύνοδο υπό τον Πάπα Ιωάννη ΙΕ΄, με τον οποίο ο Ροβέρτος ήταν δυσαρεστημένος. Μετά από διαπραγματεύσεις με τον επόμενο Πάπα Σιλβέστρο Β΄, ο γάμος ακυρώθηκε. Τελικά ο Ροβέρτος πραγματοποίησε τον τρίτο και οριστικό γάμο του το 1001 με την Κωνσταντία του Αρλ, ιδιόρρυθμη γυναίκα που είχε δυσαρεστήσει έντονα το σύζυγό της φτάνοντας στο σημείο να παρακινήσει ακόμα και τον γιο της σε επανάσταση κατά του πατέρα του. Με την τρίτη σύζυγο του Κωνσταντία του Άρλ παιδιά του ήταν οι: Ούγος Μάγνος, Ερρίκος Α΄ της Γαλλίας, Ροβέρτος Α΄ της Βουργουνδίας, Όντο (1013 - 1056), Αδέλα της Γαλλίας (πέθανε το 1079), παντρεύτηκε τον Ριχάρδο Γ΄ της Νορμανδίας και τον Βαλδουίνο Ε΄ της Φλάνδρας.
Ο Ροβέρτος Β, παρά τα συζυγικά του προβλήματα, ήταν πολύ πιστός στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και γι' αυτό πήρε το προσωνύμιο «ευλαβής». Είχε κλίση στην ποίηση και την μουσική και έγινε και ο ίδιος μουσουργός και ενορχηστρωτής, ιδιαίτερα σε θρησκευτικά άσματα. Παράλληλα έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της δραστηριότητας των αιρετικών. Το βασίλειο του ήταν αρκετά μικρό και ο ίδιος όταν έγινε βασιλιάς ήταν ακόμα υπό αμφισβήτηση και γι' αυτό προσπάθησε να αυξήσει το κύρος του, κατακτώντας γειτονικά αμφισβητούμενα εδάφη. Η επίθεση που σχεδίαζε (1003) κατά του δουκάτου της Βουργουνδίας ματαιώθηκε μέχρι να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας (1006).
Ο Ροβέρτος είχε πολλούς φίλους, αλλά και αρκετούς εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους και τους ίδιους του τους γιους Ούγο Μάγνο, Ερρίκο και Ροβέρτο, που στράφηκαν σε εμφύλιο πόλεμο κατά του πατέρα τους. Ο μεγάλος γιος Ούγος πέθανε το 1025 και σε μια σύγκρουση μεταξύ του Ερρίκου και του μικρού Ροβέρτου ο βασιλικός στρατός ηττήθηκε και οπισθοχώρησε στο Παρίσι. Τον Ροβέρτο τελικά διαδέχθηκε ο γιος του Ερρίκος Α.
γ. Ερρίκος Α΄ (1031-1060)
Ο Ερρίκος Α' (1010 – 1060, <ερι- [=πολύ] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = εριρίκος {εξέλιξη του ονόματος του Οστρογότθου βασιλιά Εράριχου -541 { > γερμ. Heinrich, γαλλ. Henri, αγγλ. Henry}) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1031 - 1060), μέλος του οίκου των Καπετιδών. Γεννήθηκε στην πόλη Ρεμς και ήταν δεύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Ροβέρτου Β' και της Κωνσταντίας του Άρλ. Κατά τη βασιλεία του η επιρροή και η εξουσία της Γαλλίας έφτασε στο χαμηλότερο της σημείο κι έτσι συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα της αδυναμίας των πρώτων Καπετιδών. Στέφθηκε βασιλιάς στον Καθεδρικό ναό της Ρεμς (1027) κατά τα Γαλλικά παραδοσιακά έθιμα, ζώντος ακόμα του πατέρα του. Παρέμεινε υπό την επιρροή του πατέρα του, και έμεινε μόνος του στον θρόνο μετά τον θάνατο του. Η βασιλεία του, όπως και αυτή των προγενεστέρων του, χαρακτηρίζεται από εδαφικές διαμάχες: Αρχικά ενώθηκε με τον αδελφό του Ροβέρτο τον νεότερο με την υποστήριξη της μητέρας του κατά του πατέρα τους (1025). Η μητέρα τους υποστήριξε τον Ροβέρτο ως διάδοχο, αλλά μετά το θάνατο του βασιλιά Ροβέρτου Β άφησε τα αδέλφια να συνδιαλλαγούν μεταξύ τους. Ο Ερρίκος προσπάθησε να εξευμενίσει τον αδελφό του Ροβέρτο δίνοντας του το δουκάτο της Βουργουνδίας το 1032.
Στα πλαίσια της αρχικής στρατηγικής του ήρθε σε συνεννόηση με το νεαρό ανεψιό του Γουλιέλμο της Νορμανδίας (που μετά την εισβολή του στη Βρετανία ονομάστηκε Κατακτητής), καταπνίγοντας επανάσταση των ευγενών εναντίον του, και με την αποφασιστική νίκη του Val-ès-Dunes εξασφάλισε του δουκάτο για τον Γουλιέλμο. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Γουλιέλμος, που ήταν ξάδελφος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Εξομολογητή (1042 - 1066) νυμφεύτηκε τη Ματθίλδη της Φλάνδρας, ο Ερρίκος φοβήθηκε την αυξανόμενη δύναμη του Γουλιέλμου και αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει συμμαχώντας με τον δούκα Γοδεφρείδο Μαρτέλο του Ανζού (ή Ανδεγαυία). Σε δύο μάχες εναντίον του, προσπαθώντας να κατακτήσει την Νορμανδία (1054,1057), ηττήθηκε. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του είδε την φεουδαρχική δύναμη στην Γαλλία να φτάνει στο μέγιστο σημείο της. Είχε τρεις συναντήσεις με τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Γ τον Μέλανα, όπου έθεσε το θέμα του γάμου του αυτοκράτορα με την Αγνή του Πουατιέ, κόρη ενός υποτελούς του. Τον Μάιο του 1056 οι δύο Ερρίκοι συναντήθηκαν τελικά για να συζητήσουν ιδιαίτερα το θέμα της Λωρραίνης. Το ενδιαφέρον για το δουκάτο ήταν τόσο έντονο, που ο βασιλιάς της Γαλλίας τον προκάλεσε σε μάχη.
Οι δύο πρώτες του σύζυγοί του πέθαναν πρόωρα χωρίς να αφήσουν απογόνους. Από τον γάμο του με την τρίτη σύζυγο του, την Άννα του Κιέβου επέζησαν δύο γιοί: Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας και Ούγος του Βερμαντουά.
δ. Φίλιππος Α΄ (1060-1108)
Ο Φίλιππος Α' (1052 – 1108, <φιλώ + ίππος = αυτός που αγαπάει τα άλογα) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1060 -1108), γιος και διάδοχος του βασιλιά Ερρίκου Α' και της Άννας του Κιέβου. Η περίοδος της βασιλείας του ήταν εξαιρετικά μεγάλη για την εποχή του και η μοναρχία επί της εποχής του σημείωσε ανάκαμψη και πρόοδο. Αξιοσημείωτο είναι το εμφανώς ελληνικό όνομα του, που του δόθηκε από την ανατολίτισσα μητέρα του, και το οποίο, ενώ είχε γίνει επανειλημμένως χρήση ονομάτων ελληνικής προέλευσης (αλλά όχι ανοιχτά ελληνικών), δεν είχε χρησιμοποιηθεί μέχρι τότε στην Δυτική Ευρώπη. Κυβέρνησε αρχικά υπό την κηδεμονία της μητέρας του ως το 1066 με συμβασιλέα τον Βαλδουίνο Ε' της Φλάνδρας. Παντρεύτηκε την Μπέρθα της Ολλανδίας (1072), κόρη του Φλωρέντιου της Ολλανδίας. Αν και ο γάμος του έφερε τον απαιτούμενο διάδοχο, ερωτεύτηκε παράφορα τη Βερτράδη του Μονφόρ, σύζυγο του κόμη Φούλκωνος Δ' του Ανζού (ή Ανδεγαυία), μητέρα του Φούλκωνος των Ιεροσολύμων. Αποκήρυξε την Μπέρθα, με την δικαιολογία ότι ήταν παχύσαρκη και παντρεύτηκε τη νέα του σύζυγο. Αφορίστηκε το 1094 από τον Ούγο, αρχιεπίσκοπο της Λυών, και ο Πάπας Ουρβανός Β΄ επανέλαβε τον αφορισμό στο συμβούλιο του Κλερμόν (1095). H απαγόρευση επαναλαμβανόταν όσο ο Φίλιππος υποσχόταν να χωρίσει από την Βερτράδη, αλλά πάντα επέστρεφε σε αυτήν.
Ξόδεψε πολύ χρόνο, όπως και ο πατέρας του, για να καταστείλει εξεγέρσεις ισχυρών φεουδαρχών και έκλεισε ειρήνη, το 1077, με τον κατακτητή της Βρετανίας Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Το 1100 είχε υπό τον έλεγχό του την Βουργουνδία. Βρισκόταν στο συμβούλιο του Κλερμόν όταν προκηρύχθηκε η έναρξη της Α Σταυροφορίας. Δεν ήθελε να συμμετάσχει λόγω της διένεξης του με τον Πάπα Ουρβανό Β΄, που επανέλαβε τον αφορισμό, αλλά ο αδελφός του Ούγος του Βερμαντουά είχε σημαντική συμμετοχή.
Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λουδοβίκος ΣΤ' ο Παχύς, που απέκτησε με την πρώτη σύζυγο του Μπέρθα, με την οποία είχε και μία κόρη, την Κωνσταντία της Γαλλίας, που παντρεύτηκε τον Ούγο Α της Καμπανίας πριν το 1097, και μετά το διαζύγιό της τον Βοημούνδο του Τάραντα το 1106.
Οι μετά τον Φίλιππο Α βασιλείς της Γαλλίας ιστορούνται στο επόμενο κεφάλαιο όπου ανήκουν χρονικά.
Στις αμέσως επόμενες παραγράφους γίνεται λόγος για τους βασιλείς του κράτους της Ανατολικής Φραγκίας (αντίστοιχο της σημερινής Γερμανίας και Αυστρίας), που προέκυψε από τη Συνθήκη του Βερντέν του 843 (Καρολίγγεια Δυναστεία 840-911, Σαξονική Δυναστεία 911-1024, Δυναστεία των Χοενστάουφεν 1152-1438, Δυναστεία των Αψβούργων 1438-1896, Βασίλειο της Αυστρίας 1806-1918, Γερμανική Αυτοκρατορία 1871-1918). Σημειωτέον ότι το όνομα «Βασίλειο της Ανατολικής Φραγκίας» εξελίχθηκε σε «Αυστρία», που σημαίνει ακριβώς «ανατολικό βασίλειο» (<αυγής [=ανατολής] + ρηγία [=βασίλειο {>ρηία με απαλοιφή του γ όπως στο λέγω>λέω}] > Αυγσρηία >Αυσγρία> Αυστρία {>Ostria}). Το 962 το κράτος αυτό μετεξίλχθηκε παίρνοντας το όνομα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Ρωμαϊκού Έθνους και παρέμεινε στη μορφή αυτή μέχρι τα χρόνια του Ναπολέοντα, όταν, το 1806, κατατέθηκε από τον Φραγκίσκο Β το αυτοκρατορικό στέμμα και ιδρύθηκε το Βασίλειο της Αυστρίας (1806-1918), ενώ 65 χρόνια αργότερα, το 1671, ο Γουλιέλμος Α της Πρωσική Δυναστείας των Χοεντσόλερν, ίδρυσε την Γερμανική Αυτοκρατορία (1871-1918).
Όπως εξιστορήθηκε ήδη, από το 375 μ.Χ. παρουσιάστηκε ο κίνδυνος των Ούννων για την τελική απόκρουση των οποίων το 451 μ.Χ. στα Καταλαυνικά Πεδία ο Ρωμαίος πατρίκιος Αέτιος συνεργάστηκε τόσο με τους Γαλλο – Ρωμαίους όσο και με τους Βησιγότθους και με τους Φράγκους, οι οποίοι τότε είχαν επικεφαλής τον βασιλιά Μεροβαίο (446 – 458 μ.Χ.), ιδρυτή της Μεροβίγγειας Δυναστείας που βασίλεψε από το 446 μέχρι το 741 μ.Χ. σε μία περιοχή που περιλάμβανε το μέγιστο της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας, αποτελώντας τον κοινό πρόγονο και των δύο αυτών σημερινών κρατών. Ένας από τους απογόνους του Μεροβαίου, ο Χλωδοβίκος ή Κλόβης (βασιλιάς 481 – 511 μ.Χ.) ασπάστηκε την Χριστιανική θρησκεία αναγνωρίζοντάς την ως επίσημη θρησκεία του κράτους του, το οποίο αντικατάστησε ουσιαστικά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Δύση. Η αμέσως εν συνεχεία εξασθένιση των Μεροβίγγειων βασιλιάδων και η ισχυροποίηση των μαγιορδόμων όπως ο Κάρολος Μαρτέλλος και ο Πεπίνος ο Βραχύς, κατέληξε στην στέψη του δεύτερου ως βασιλιά των Φράγκων με την έγκριση του Πάπα το 741 μ.Χ. Η Καρολίγγια Δυναστεία (741 – 911 μ.Χ.) που προέκυψε από αυτόν έφτασε σε μέγιστη ακμή την εποχή που βασίλευε ο γιος του Κάρολος Α΄ ο Μέγας (ή Καρλομάγνος, βασιλιάς 771 – 814), ο οποίος το 800 μ.Χ. στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη από τον Πάπα, δημιουργώντας έτσι μία αυτοκρατορία που περιελάμβανε εκτός από την σημερινή Γαλλία και μέρος της Γερμανίας και την Ιταλία μέχρι την Ρώμη. Με την Συνθήκη του Βερντέν (843 μ.Χ.) το κράτος αυτό διανεμήθηκε μετά από εμφύλιο πόλεμο στους απόγονους του Καρλομάγνου που σχημάτισαν τρία χωριστά κράτη (Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία), από τα οποία το κράτος της Γερμανίας, με το όνομα Βασίλειο των Ανατολικών Φράγκων, ανατέθηκε στον Λουδοβίκο Β΄ τον Γερμανό (Ludwig II 840 – 876 μ.Χ.) εγγονό του Καρλομάγνου. Η ισχύς της Καρολίγγιας Δυναστείας εξασθένισε σύντομα εξαιτίας των ανταγωνισμών των διαφόρων κλάδων της οικογένειας, και της συνακόλουθης κατάτμησης του κράτους σε πέντε δουκάτα (Σαξονία, Θουριγγία, Φραγκονία, Σουηβία και Βαυαρία) που εκμηδένισε την βασιλική εξουσία, αλλά και της εξωτερικής πίεσης από Μαγυάρους, Σλάβους και Βίκινγκς.
α. Λουδοβίκος ο Γερμανικός (843-876)
Ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός ή Λουδοβίκος της Βαυαρίας (806 – 876, <Χλωδοβίκος <κλεοδαίος {<κλέος [=δόξα] + δάϊος [=τρομερός] = φημισμένος από τον τρόμο που προκαλεί] + βίγιος [<βίος + γείος [γάιος <γαία] = αυτός που αντλεί δύναμη ζωής από τη γη] = δυνατός στις μάχες {>Chlodwig > γερμανικό Ludwig, > Chlovis γαλλικό Louis, Λουδοβίκος}) ήταν εγγονός του Καρλομάγνου, τρίτος γιος του διαδεχθέντος τον Καρλομάγνο γιου του Λουδοβίκου Α του Ευσεβούς από την πρώτη σύζυγο του, Ερμενγάρδη του Εσμπάι. Ήταν Βασιλιάς της Βαυαρίας (817 – 843) και βασιλιάς της Ανατολικής Φρανκίας (843 – 876). Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Λουδοβίκος Β τα πέρασε στην αυλή του παππού του, Καρλομάγνου, που του είχε δείξει ιδιαίτερη αγάπη. Όταν ο πατέρας του, αυτοκράτορας Λουδοβίκος Α Ευσεβής, μοίρασε το 817 τις κτήσεις του ανάμεσα στους γιους του, ο Λουδοβίκος Β δέχτηκε την Βαυαρία και τις περιοχές γύρω από αυτήν. Το 827 παντρεύτηκε την Έμμα του Άλτντορφ, αδελφή της θετής μητέρας του, Ιουδήθ της Βαυαρίας (795-843), και τα εδάφη που πήρε εκτείνονταν ανάμεσα στην Αλσατία και την Βαυαρία. Από την σύζυγό του Έμμα (που πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 876) παιδιά του ήταν οι Χίλντεγκαρντ (828 – 856), Καρλομάγνος της Βαυαρίας (829 – 880), Ερμενγάνδη (πέθανε το 866), Γκισέλα, Λουδοβίκος ο νεότερος, Μπέρθα (πέθανε το 877) και Κάρολος Γ ο Παχύς. Αργότερα έμπλεξε σε εμφύλιες διαμάχες με την ίδια την Ιουδήθ, στις προσπάθειες της να δώσει τον βασίλειο στον δικό της γιο Κάρολο, αργότερα βασιλιά Κάρολο Β τον Φαλακρό. Στον δεύτερο εμφύλιο οικογενειακό πόλεμο μπλέχτηκε, όταν οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του, Λοθάριος Α΄, βασιλιάς της Ιταλίας, και Πεπίνος Α΄ της Ακουιτανίας, του πρότειναν να επιτεθεί στην Αλαμανία που ο πατέρας τους την είχε δώσει στον ετεροθαλή αδελφό τους, Κάρολο. Οδηγώντας έναν στρατό από Σλάβους κατάφερε να υποτάξει την Αλαμανία. Ο αυτοκράτορας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αφού ήταν αιχμάλωτος ενός από τους εξεγερθέντες γιους του. Αργότερα έκλεισε μαζί του ειρήνη και ο Λουδοβίκος Β επανήλθε στην Βαυαρία (836). Στον τρίτο εμφύλιο πόλεμο (839), ο Λουδοβίκος Β επιτέθηκε πάλι στην Αλαμανία, αλλά ο πατέρας του ήταν καλύτερα προετοιμασμένος και τον απέκρουσε εύκολα.
Όταν πέθανε ο πατέρας του το 840, ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός συμμάχησε με τον ετεροθαλή αδελφό του Κάρολο Β τον Φαλακρό και νίκησε τον αδελφό του Λοθάριο Α, και τον ανιψιό του, Πεπίνο Β΄ της Ακουιτανίας, γιο του αποθανόντος αδελφού του Πεπίνου, στην Μάχη του Φοντενουά τον Ιούνιο του 841. Τον Ιούνιο του 842 οι τρεις αδελφοί με την Συνθήκη του Βερντέν μοίρασαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας του πατέρα τους. Ο Λουδοβίκος Β έλαβε εκτός από την Βαυαρία, την Θουριγγία, την Φραγκονία και την Σαξονία. Έτσι θεωρείται πατέρας του Γερμανικού έθνους. Πολέμησε εναντίον των Βοημών και των Μοραβών για να επεκτείνει τα εδάφη του, αλλά γνώρισε την ήττα από τους Βίκινγκς.
Το 852 έστειλε στην Ακουιτανία τον γιο του, Λουδοβίκο τον νεότερο (που είναι γνωστό και ως Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας), μετά από έκκληση των ευγενών της περιοχής, ύστερα από την αυταρχική διακυβέρνηση του ετεροθαλούς αδελφού του, Καρόλου Β του Φαλακρού, αλλά επέστρεψε την επόμενη χρονιά. Ο λαός της Δυτικής Φρανκίας (σημερινή Γαλλία) μη μπορώντας να αντέξει τον αυταρχισμό του Καρόλου Β, κάλεσε τον Γερμανικό να καταλάβει το στέμμα. Μαζί με τους ανεψιούς του Πεπίνο Β΄ και Κάρολο, βασιλιά της Προβηγκίας, αποφάσισε, το 858, να επιχειρήσει εκστρατεία στην Γαλλία. Ο μισητός στον λαό Κάρολος Β ο Φαλακρός δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει στρατό και δραπέτευσε στην Βουργουνδία. Αλλά ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός αντιμετώπισε άρνηση των επισκόπων της Ακουιτανίας να τον στέψουν βασιλιά και αναγκάστηκε να αποχωρήσει (860).
Το 855 πέθανε ο μεγάλος του αδελφός Λοθάριος Α της Ιταλίας και ο Λουδοβίκος Β συμφιλιώθηκε προσωρινά με τον ετεροθαλή αδελφό του Κάρολο Β τον Φαλακρό, ώστε να επιτεθούν στο βασίλειο του και να μοιράσουν τα εδάφη του. Συνάντησαν την αντίσταση των γιων του Λοθαρίου, Λοθάριο Β΄ της Λοθαριγγίας, Λουδοβίκο Β΄ και Κάρολο. Ο Λοθάριος Β΄ πέθανε το 869, αλλά ο Γερμανικός, ήδη σοβαρά άρρωστος, ήταν ανίκανος για εκστρατείες, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στον Κάρολο Β τον Φαλακρό να λεηλατήσει την χώρα του.
Τα επόμενα χρόνια της βασιλείας του, ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός ασχολήθηκε με διαμάχες μεταξύ των γιων του: Πρώτος εξεγέρθηκε ο Καρλομάνος της Βαυαρίας (861, 863), ενώ ενώθηκαν την δεύτερη φορά μαζί του και οι δύο μικρότεροι γιοί του, Λουδοβίκος ο νεότερος και Κάρολος Γ ο Παχύς. Ο Λουδοβίκος Β παραχώρησε στον Καρλομάνο την Βαυαρία (864), και την επόμενη χρονιά μοίρασε τα εναπομείναντα εδάφη του την Σαξονία στον Λουδοβίκο τον νεώτερο και την Σουαβία στον Κάρολο Γ τον Παχύ. Ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός πέθανε στις 28 Αυγούστου 876 στην Φραγκφούρτη και τάφηκε στο αββαείο του Λορς. Οι σχέσεις του με την εκκλησία ήταν πολύ καλές: πιστός στον χριστιανισμό προσπάθησε να προσηλυτίσει στην θρησκεία του Ιησού τους ειδωλολάτρες γείτονές του.
β. Καρλομάγνος της Βαυαρίας (876-880)
Ο Καρλομάνος της Βαυαρίας (γερμ: Karlmann, 830 - 22 Σεπτεμβρίου 880) μεγαλύτερος γιος του Λουδοβίκου Β του Γερμανικού βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων (Γερμανία) και της Έμμας κόρης του κόμητος Βελφ, ήταν βασιλιάς της Βαυαρίας (876 - 880) και της Ιταλίας (877 - 880). Εξεγέρθηκε πρώτος ενάντια στον πατέρα του, το 861, και δύο χρόνια μετά τον ακολούθησε ο δεύτερος αδελφός του Λουδοβίκος Γ ο νεότερος (γνωστός και ως Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας), ενώ αργότερα ενώθηκε μαζί και ο μικρότερος αδελφός τους Κάρολος Γ ο Παχύς. Ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός υποχρεώθηκε, το 965, να μοιράσει τα εδάφη του στους γιούς του. Ο Καρλομάνος πήρε μερίδιο την Βαυαρία, ο Λουδοβίκος Γ ο νεότερος την Σαξονία, Φραγγονία, Θουριγγία και ο μικρότερος Κάρολος Γ ο Παχύς την Σουηβία με την Ραετία. Μία ψευδής αναφορά ότι ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Β΄ Γερμανικός είχε πεθάνει αποκατέστησε προσωρινά τις σχέσεις του με τους γιούς τους. Ο πατέρας πέθανε το 876 και κάθε αδελφός βασίλευσε στο μερίδιο που κληρονόμησε. Οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές με καλή συνεργασία σε αντίθεση με τις σχέσεις που είχαν με τον πατέρα τους. Με τον θάνατο του Καρόλου Β του Φαλακρού (877) βασιλιά των Δυτικών Φράγκων, ο Καρλομάνος έγινε βασιλιάς της Ιταλίας. Το 879 ο Καρλομάνος έμεινε ανάπηρος από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και αναγκάστηκε να μοιράσει το βασίλειο του στα αδέλφια του. Ο Λουδοβίκος Γ ο νεότερος έλαβε την Βαυαρία και ο Κάρολος Γ ο Παχύς την Ιταλία. Πέθανε την επόμενη χρονιά. Είχε και έναν νόθο γιό από μια παλλακίδα τον Αρνούλφο που του παραχωρήθηκε το δουκάτο της Καρινθίας. Αργότερα ο Αρνούλφος της Καρινθίας έγινε βασιλιάς της Γερμανίας, βασιλιάς της Ιταλίας και αυτοκράτορας.
γ. Λουδοβίκος Γ΄ ο Σάξονας (876 – 882)
Ο Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας (γνωστός και ως Λουδοβίκος ο Νεότερος, 835 - 20 Ιανουαρίου 882) δεύτερος γιος του Λουδοβίκου του Γερμανικού και της Έμμας, έγινε βασιλιάς της Σαξονίας (Ανατολικής Φραγκίας) ως διάδοχος του πατέρα του (876-882), και βασιλιάς της Βαυαρίας (880-882) ως διάδοχος του αδελφού του Καρλομάνου. Τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Κάρολος Γ ο Παχύς. Το 854 κλήθηκε από τους κατοίκους της Ακουιτανίας που βρέθηκαν σε σύγκρουση με τον βασιλιά των Δυτικών Φράγκων Κάρολο Β τον Φαλακρό, για να του παραδώσουν το στέμμα της Ακουιτανίας. Ο Λουδοβίκος Γ έφτασε με στρατό μέχρι τη Λιμόζ, αλλά στη συνέχεια γύρισε πίσω. Επιστρέφοντας πιέστηκε από τους ευγενείς να αποκτήσει ανεξαρτησία από τον πατέρα του. Τελικά στασίασε κατά του πατέρα του (865) μαζί με τον κόμη Αδαλάρδο, αλλά η στάση απέτυχε. Σε λίγο οι δύο πλευρές συμφιλιώθηκαν. Ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός πιέστηκε να μοιράσει την αυτοκρατορία του στους γιους του: Ο Καρλομάγνος πήρε τη Βαυαρία, ο Λουδοβίκος Γ τη Σαξονία, τη Θουριγγία και τη Φραγκονία, και ο νεότερος γιος Κάρολος Γ ο Παχύς την Αλαμανία και τη Ραιτία. Παντρεύτηκε, το 869, την Λιουτγκάρδη, κόρη του Λιουδόλφου, δούκα της Βεστφαλίας, γυναίκα αρκετά φιλόδοξη και ισχυρού χαρακτήρα, που τον οδήγησε σε νέα σύγκρουση με τον πατέρα του (871-873), αλλά τελικά συμφιλιώθηκαν πάλι.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 876, θεωρήθηκε ως ο πιο προνομιούχος από τους διαδόχους που κυβέρνησαν ο καθένας ανεξάρτητα. Έφερε τον τίτλο του βασιλιά των Φράγκων. Αμέσως απειλήθηκε από τον Κάρολο Β τον Φαλακρό, που ήθελε να καταλάβει τα ανατολικά τμήματα της Λοθαριγγίας, προκάλεσε πόλεμο, αλλά ο Λουδοβίκος Γ τον νίκησε στις 8 Οκτωβρίου 876 στο Άντερναχ, παρόλο που ο στρατός του ήταν σημαντικά μικρότερος. Μετά από αυτή τη νίκη τα τρία αδέλφια συγκεντρώθηκαν να μοιράσουν την κληρονομιά του πατέρα τους σύμφωνα με τη διαθήκη του και να ορκιστούν πίστη μεταξύ τους. Ο Λουδοβίκος Γ ονομάστηκε από τότε βασιλιάς των Σαξόνων. Το 879 ο μεγαλύτερος αδελφός του Καρλομάνος, που είχε μείνει ανάπηρος από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, όρισε διάδοχό του τον Λουδοβίκο Γ και πέθανε την επόμενη χρονιά.
Τον Νοέμβριο του 878 μετά τον θάνατο του βασιλιά των Δυτικών Φράγκων Καρόλου Β του Φαλακρού, ο διάδοχός του Λουδοβίκος Β ο Τραυλός έκανε συμφωνία με τον Λουδοβίκο Γ τον Νεότερο να σεβαστεί ο καθένας τη διαδοχή στα δύο βασίλεια από τους γιους τους, αλλά ο Λουδοβίκος Β ο Τραυλός πέθανε πρόωρα τον Απρίλιο του 879. Υποκινούμενος από μια ομάδα δυτικών ευγενών υπό τον μοναχό Ζοσκελίν και τη φιλόδοξη σύζυγό του, ο Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας παραμέλησε τη συνθήκη και ετοιμάστηκε να κάνει εκστρατεία για να καταλάβει το δυτικό βασίλειο. Έφτασε ώς το Βερντέν, αλλά όταν είδε ότι οι νέοι βασιλείς των Δυτικών Φράγκων Λουδοβίκος Γ΄ και Καρλομάνος Β συμμάχησαν με τους κατοίκους της Λωρραίνης, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Τον Φεβρουάριο 880 με τη Συνθήκη του Ριμπεμόντ ορίστηκαν τα τελικά σύνορα των δύο βασιλείων που παρέμειναν ακλόνητα ως τον 14ο αιώνα.
Σε αντίθεση με τον πατέρα του ο Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας προσπαθήσει να συμφιλιωθεί με την αριστοκρατία, ώστε να αποφύγει τις εσωτερικές συγκρούσεις και επιδίωξε να δημιουργήσει συγγενικούς δεσμούς με τις πιο ισχυρές οικογένειες του βασιλείου. Από το καλοκαίρι του 879 οι Βίκινγκ ξεκίνησαν ομαδικές επιθέσεις στο βασίλειό του. Στη Μάχη του Θιμεόν τον Φεβρουάριο του 880 τους νίκησε, αλλά ο γιος του Ούγος σκοτώθηκε. Λίγο αργότερα οι επιδρομείς συνέτριψαν τον κουνιάδο του Μπρούνο, που σκοτώθηκε στη μάχη. Οι επιδρομές των Βίκινγκ συνεχίστηκαν αμείωτα ώς τον θάνατό του. Ο αδελφός του Κάρολος Γ ο Παχύς, που τον διαδέχθηκε, κατάφερε αμέσως να ενώσει ολόκληρο το ανατολικό βασίλειο.
δ. Κάρολος Γ΄ ο Παχύς ( 882 – 887)
Ο Κάρολος Γ ο Παχύς (Charles III le Gros, 839 – 13 Ιανουαρίου 888, <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + λαός = αρχηγός, επικεφαλής του λαού {>κάρανος >κοίρανος >τύραννος}, η αρίθμηση Γ αναφέρεται στη σειρά των βασιλέων της Ανατολικής Φραγκίας) ήταν βασιλιάς της Αλαμανίας (876–888), βασιλιάς της Ιταλίας (879–888), βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων (882-888) και των Δυτικών Φράγκων (884–888), ενώνοντας για λίγα χρόνια τα δύο Φραγκικά βασίλεια. Διαδέχθηκε στην Αλαμανία τον πατέρα του, στην Ιταλία τον μεγάλο του αδελφό Καρλομάνο της Βαυαρίας, που έμεινε ανάπηρος ύστερα από ένα χτύπημα, και στέφθηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (881) από τον πάπα Ιωάννη Η΄. Διαδέχθηκε τον επόμενο χρόνο και τον αδελφό του, Λουδοβίκο Γ τον Σάξονα, ενώνοντας ολόκληρο το κράτος των Ανατολικών Φράγκων στην μετέπειτα ισχυρή Γερμανία. Με τον θάνατο και του ξαδέλφου του, Καρλομάνου Β΄, τον διαδέχθηκε και στην χώρα των Δυτικών Φράγκων, ενώνοντας προσωρινά ολόκληρη την αυτοκρατορία του προπάππου του, Καρλομάγνου. Ο ίδιος ο Κάρολος ο Παχύς αναφέρεται από πηγές ότι ήταν τεμπέλης και ανίκανος, ενώ ήταν άρρωστος πάσχοντας από επιληψία.
Ο Κάρολος Γ ήταν ο νεότερος από τους τρεις γιους του Λουδοβίκου του Γερμανικού, βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων, και της Έμμας του Άλτντορφ. Ένα δαιμονικό περιστατικό περιγράφεται στην παιδική του ηλικία: έβγαζε αφρούς από το στόμα πριν εισέλθει στο ιερό της εκκλησίας. Αυτό θεωρήθηκε από τον πατέρα του σαν θεόσταλτο σημάδι για τον μικρότερο γιο του. Το 863 ο μεγαλύτερος αδελφός του Καρλομάνος εξεγέρθηκε εναντίον του πατέρα του. Την εξέγερση ακολούθησε ο επόμενος αδελφός Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας και τέλος ενώθηκε μαζί τους και ο Κάρολος Γ. Το 865 ο Λουδοβίκος Γ πιέστηκε να μοιράσει τα εδάφη στους διαδόχους του: Η Βαυαρία δόθηκε στον Καρλομάνο, η Σαξονία στον Λουδοβίκο Γ και η Αλαμανία με την Σουηβία στον μικρότερο Κάρολο Γ, ενώ η Λοθαριγγία μοιράστηκε ανάμεσα στους δύο μικρότερους. Όταν, το 875, πέθανε ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Β΄ που ήταν ταυτόχρονα και βασιλιάς της Ιταλίας την παραχώρησε στον μεγαλύτερο αδελφό του Καρλομάνο της Βαυαρίας, αλλά ο βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων, Κάρολος ο Φαλακρός, επιτέθηκε στην Ιταλία στεφόμενος ο ίδιος βασιλιάς. Ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός έστειλε τους μικρότερους γιους του να τον αντιμετωπίσουν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε σημαντικό. Οι περιπέτειες έληξαν με τον θάνατο του Καρόλου του Φαλακρού ο 877, ενώ εν τω μεταξύ είχε πεθάνει και ο πατέρας του Καρόλου Γ, Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός (876). Τα τρία αδέλφια συνεργάστηκαν το καθένα στο μερίδιο του αρμονικά, φαινόμενο σπάνιο την σκοτεινή εκείνη εποχή. Το 877, ο Καρλομάνος της Βαυαρίας πήρε και την Ιταλία οριστικά από τον θείο τους, Κάρολο τον Φαλακρό. Το 879, ο Καρλομάνος της Βαυρίας έμεινε ανάπηρος από ατύχημα μοιράζοντας το μερίδιο του στα αδέλφια του: Έδωσε την Βαυαρία στον Λουδοβίκο Γ και την Ιταλία στον Κάρολο Γ. Από τότε ως το 886, ο Κάρολος Γ αφιέρωνεε τον περισσότερο χρόνο του στην Ιταλία.
Στις 18 Ιουλίου 880 ο πάπας Ιωάννης Η΄ έστειλε γράμμα στον Γκυ Β΄ του Σπολέτο ζητώντας ειρήνη, αλλά ο Γκυ αγνοώντας το γράμμα επιτέθηκε στα παπικά εδάφη. Ο πάπας ζήτησε την βοήθεια του Καρόλου Γ, τον οποίο έστεψε αυτοκράτορα στις 12 Φεβρουαρίου 881, αλλά οι υπηρεσίες που του πρόσφερε ήταν πολύ λίγες. Σαν αυτοκράτορας ο Κάρολος Γ ο Παχύς άρχισε την κατασκευή νέου ανακτόρου στο Σλέσταντ στην Αλσατία στα πρότυπα των ανακτόρων του Καρλομάγνου στην προηγούμενη πρωτεύουσα Άαχεν. Το Άαχεν δεν μπορούσε να το κρατήσει σαν πρωτεύουσα, αφού ανήκε στο βασίλειο του αδελφού του, ενώ το Σελέστατ ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη εκείνη την εποχή στην Γερμανία. Τον Φεβρουάριο του 882, ο Κάρολος Γ συγκάλεσε σύνοδο στην Ραβέννα, όπου έκλεισε ειρήνη με τον Γκυ και τον θείο του, Γκυ του Καμαρίνο, υπό την προϋπόθεση να επιστρέψει πίσω τα παπικά εδάφη. Τον Μάρτιο, ήρθε γράμμα από τον πάπα στον Κάρολο Γ ότι ο Γκυ δεν εκπληρώνει τους όρους της συμφωνίας. Το 883, ο Γκυ που είχε γίνει δούκας του Σπολέτο κατηγορήθηκε για προδοσία.
Τον Φεβρουάριο του 882, ο Κάρολος Γ συγκάλεσε σύνοδο στην Ραβέννα, όπου ο Γκυ, ο Γκυ του Καμερίνο, ο πάπας και ο αυτοκράτορας συμφώνησαν ο Γκυ να επιστρέψει τα παπικά εδάφη. Το 883, ο Γκυ, που είχε γίνει δούκας του Σπολέτο, κατηγορήθηκε για προδοσία, συμμάχησε με τους Σαρακηνούς και ο Κάρολος Γ έστειλε εναντίον του τον Βερεγγάριο. Ο Βερεγγάριος, αν και είχε αρχικά μερικές επιτυχίες, στην συνέχεια η επιδημία πανώλης στον στρατό του τον ανάγκασε να επιστρέψει. Περί τα τέλη της δεκαετίας, υπολείμματα του μεγάλου στρατού που είχε ηττηθεί από τον Αγγλοσάξονα Αλφρέδο τον Μέγα στην μάχη του Ίθανταν (878) άρχισαν την εγκατάσταση στις Κάτω Χώρες. Επιτέθηκαν στον αδελφό του, Λουδοβίκο Γ τον Σάξονα, αλλά αυτός πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 882 και ο Κάρολος Γ κληρονόμησε ολόκληρο το βασίλειο των Ανατολικών Φράγκων αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Βίκινγκς Γοδεφρείδο και Σίγκφριντ. Ο Γοδεφρείδος δέχθηκε να βαπτιστεί χριστιανός, έγινε υποτελής του Καρόλου Γ και παντρεύτηκε την Γκιζέλα, κόρη του Λοθαρίου Β΄.
Δεν αποκτήσει παιδιά από τον γάμο του με την Ριχάρδη, και προσπάθησε να αποκτήσει από μια άγνωστη αυλική νόθο γιο, τον Βερνάρδο, πυ τον αναγνώρισε διάδοχο του (885). Είχε την υποστήριξη του πάπα Αδριανού Β΄, τον οποίο προσκάλεσε, αλλά εκείνος πέθανε στο ταξίδι τον Οκτώβριο του 885, μετά την πρώτη αποτυχημένη του απόπειρα να κάνει τον Βερνάρδο βασιλιά της Λοθαριγγίας. Μετά, επιχείρησε να προσεγγίσει στις αρχές του 886 τον νέο πάπα Στέφανο Ε΄, πετυχαίνοντας αρχικά την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίσει την νομιμοποίηση στην διαδοχή του Βερνάρδου, αλλά ακύρωσε την απόφαση του στις 30 Απριλίου 887. Βλέποντας ο Κάρολος Γ ότι όλες οι προσπάθειες του για την νομιμοποίηση του Βερνάρδου ήταν μάταιες, υιοθέτησε τον Λουδοβίκο της Προβηγκίας, ώστε να του εξασφαλίσει την διαδοχή σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του.
Όταν ο Καρλομάνος Β΄, βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 884, οι ευγενείς του βασιλείου προσκάλεσαν τον Κάρολο Γ τον Παχύ να ενώσει το βασίλειο τους στο στέμμα του. Έτσι "ανέστησε", ολόκληρο το βασίλειο του Καρλομάγνου, με εξαίρεση την Βρετάνη, αλλά στην Γαλλία συνάντησε αμέσως προβλήματα με τους Βίκινγκς. Το 885, Νορμανδικός στρατός με επικεφαλής τον Σίγκφριντ πολιόρκησε το Παρίσι, απαιτώντας για άλλη μια φορά νύφη για τον εαυτό του, αλλά ο Κάρολος αρνήθηκε να του δώσει. Ο κόμης Όντο των Παρισίων πήγε στον Κάρολο αναζητώντας την βοήθεια του, αλλά ο Κάρολος δεν είχε διάθεση να τους πολεμήσει παρά μόνο να τους δωροδοκήσει για να φύγουν.
Η μοναδική πολεμική του επιχείρηση ήταν η καταστολή της εξέγερσης στη Βουργουνδία. Η δημοτικότητα του ιδιαίτερα στην Γαλλία είχε μειωθεί σημαντικά. Ενώ στις 11 Νοεμβρίου 887 συγκάλεσε συμβούλιο στην Φραγκφούρτη για να ορίσει διάδοχο του τον Λουδοβίκο της Προβηγκίας, ο φιλόδοξος ανεψιός του, Αρνούλφος της Καρινθίας, προετοίμασε γενική εξέγερση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Σε λίγο καιρό έχασε όλη την δύναμη και τους υποστηρικτές του, άρρωστος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και πέθανε λίγο αργότερα στις 13 Ιανουαρίου 888.
ε. Αρνούλφος της Καρινθίας (887 – 899)
Ο Αρνούλφος της Καρινθίας (Arnulf de Carinthie, 850 - 8 Δεκεμβρίου 899) ήταν ο προτελευταίος Καρολίδης βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων (887 - 899), νόθος γιος του Καρλομάνου, βασιλιά της Βαυαρίας, και μιας παλλακίδας. Από τον πατέρα του πήρε το υποτελές δουκάτο της Καρινθίας (στη σημερινή Αυστρία) που ήταν συνέχεια της αρχαίας Καραντανίας. Οι σχέσεις του με τον θείο του Κάρολο Γ τον Παχύ χάλασαν λόγω της υποστήριξης του σε κάποιον επαναστάτη. Ο Αρνούλφος κατάφερε με συνωμοσία ευγενών να εκθρονίσει τον Νοέμβριο του 887 τον θείο του, που του παραχώρησε μερικές βασιλικές κατοικίες στην Σουηβία για να μείνει το υπόλοιπο της ζωής του και ανακηρύχθηκε ο ίδιος βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων.
Ο Αρνούλφος ήταν σκληρός μαχητής και δεν συνθηκολογούσε. Στην Μάχη του Λέουβεν τον Σεπτέμβριο του 891 συνέτριψε τους Βίκινγκς και τους σκότωσε όλους, έχτισε στην συνέχεια ένα κάστρο στις όχθες του ποταμού Ντιλ. Το 893 κατέλαβε μεγάλο τμήμα της Μεγάλης Μοραβίας (σημερινή Ουγγαρία) αλλά παρά τις συνεχόμενες επιδρομές τα επόμενα χρόνια δεν κατόρθωσε να την καταλάβει εξολοκλήρου. Το 895 απέσπασε την Βοημία που έγινε υποτελές κρατίδιο. Το 893 ο πάπας Φορμόζος, που δεν εμπιστευόταν τους δύο συναυτοκράτορες, Γκυ και Λαμβέρτο, έστειλε επιστολή στον Αρνούλφο, ζητώντας να ελευθερώσει την Ιταλία και να τον στέψει αυτοκράτορα στην Ρώμη.
Διέσχισε τις Άλπεις στις αρχές του 894 κατέκτησε όλες τις περιοχές βόρεια του ποταμού Πάδου, αλλά δεν μπόρεσε να επιτύχει τίποτα περισσότερο μέχρι τον αιφνίδιο θάνατο του Γκυ το επόμενο φθινόπωρο. Ο Λαμβέρτος με την μητέρα του ταξίδευσαν στην Ρώμη, όπου είχαν αιχμάλωτο τον πάπα. Τον Οκτώβριο του 895 ξεκίνησε αποφασιστικά την δεύτερη εκστρατεία του στην Ιταλία και, αφού κέρδισε την υποστήριξη της αριστοκρατίας στην Τοσκάνη, κατέλαβε την Ρώμη στις 21 Φεβρουαρίου 896 ελευθερώνοντας τον πάπα. Στέφθηκε βασιλιάς και αυτοκράτορας την επόμενη μέρα. Τον διαδέχθηκε ο γιος του από την νόμιμη σύζυγο του, Ότα (που πέθανε το 903), Λουδοβίκος ο Παις. Ο νόθος γιος του, Ζβέντιμπολντ, που είχε τοποθετηθεί βασιλιάς της Λοθαριγγίας (895) συνέχισε να είναι βασιλιάς ως την επόμενη χρονιά (900).
στ. Λουδοβίκος Δ΄ ο Παις (899 – 911)
Ο Λουδοβίκος Δ ο Παις (Βαυαρία, Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος 893 - 20 ή 24 Σεπτεμβρίου 911) ήταν ο τελευταίος Καρολίδης βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων, ο μόνος νόμιμος γιος του αυτοκράτορα Αρνούλφου και της συζύγου του, Ότας, από την δυναστεία των Κονραδίνων. Διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία 6 ετών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του η χώρα του είχε λεηλατηθεί από επιδρομές των Μαγυάρων. Ασθενικής υγείας, συνεχώς άρρωστος, άφησε την διακυβέρνηση της χώρας στα χέρια των ευγενών και των επισκόπων ιδιαίτερα στους επισκόπους του Μάιντζ και της Κωνσταντίας. Οι δύο επίσκοποι ευνόησαν την άνοδο της δυναστείας των Κονραδίνων απέναντι σε αυτή της Βαβεμβέργης. Το 900 ορδές Μαγυάρων άρχισαν επιδρομές στην Βαυαρία, λεηλάτησαν την Καρινθία (901), την Σαξονία (906), το 907 συνέτριψαν τους Βαυαρούς και το 909 λεηλάτησαν την Αλαμανία. Ο μικρός Λουδοβίκος Δ ήταν ανίκανος να αναλάβει στρατιωτική δράση εναντίον τους και ο στρατός του καταστράφηκε (907) στο Πρέσμπουργκ. Πέθανε πρόωρα 18 ετών αφήνοντας κενό, αφού με τον θάνατο του εξέλιπε ο ανατολικός κλάδος της δυναστείας των Καρολιδών, επιτρέποντας την άνοδο στον θρόνο της Βαυαρίας του Ερρίκου του Ορνιθοθήρα, ξαδέλφου του Λουδοβίκου Δ, ιδρυτή της Σαξονικής Δυναστείας (ή Δυναστείας των Οθωνιδών).
Το 911 μ.Χ. οι Γερμανοί ευγενείς ανακήρυξαν βασιλιά τον Κονράδο της Φραγκονίας (Conrad 911-919), που όμως δεν κατόρθωσε να καταπραΰνει τις εσωτερικές εντάσεις. Ο διάδοχός του Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας (919 – 936) έγινε ιδρυτής της Σαξονικής Δυναστείας (γνωστής και ως Δυναστείας των Οθωνιδών, 919 – 1152), και μολονότι ο ίδιος δεν σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες, ο γιος του Όθων Α΄ (Otto I 936 – 973) κατάφερε να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα διακυβέρνησης της χώρας χρησιμοποιώντας κληρικούς, ενώ ταυτόχρονα απώθησε τους Μαγυάρους στις μάχες του Λεχ (Lech) και του Άουγκσμπουργκ (Augsburg) το 955, και τελικά το 962 πέτυχε με την υποστήριξη του Πάπα, να αποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό για τον εαυτό του την εξουσία του Καρλομάγνου και να αναγορευθεί αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ρωμαϊκού Έθνους, η οποία με διάφορες μορφές διατηρήθηκε μέχρι το 1806, με πρωτεύουσα το Άαχεν μέχρι το 1438 και στη συνέχεια την Βιέννη.
α. Κονράδος Α' της Φραγκονίας (911 – 919)
Ο Κονράδος Α' της Φραγκονίας (890 - 23 Δεκεμβρίου 918, <κοινός [>πρόθεμα con-] + ράδιος [=εύκολος, κατάλληλος] = προσφερόμενος για κοινή δράση {Conrad}), γιος και διάδοχος του Κονράδου του Πρεσβύτερου, δούκα της Θουριγγίας, ήταν δούκας της Φραγκονίας (906-918) και βασιλιάς των Γερμανών (911-919). Διαδέχθηκε τον Λουδοβίκο Δ το Παίδα. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον τίτλο του βασιλιά των Γερμανών, αλλά προτίμησε τον τίτλο του βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων. Οι Κονραδίνοι ήταν κόμητες στην περιοχή του Λαν, ενώ οι Μπάμπεμπεργκ στο Μαίν με φιλοδοξίες να κυριαρχήσουν στην Φραγκονία. Σε μάχη (906) στο Φρίτζλαρ ο πατέρας του Κονράδος ο πρεσβύτερος μαζί με δύο από τους τρεις αδελφούς του σκοτώθηκαν, ενώ ο τρίτος αδελφός εκτελέστηκε αμέσως μετά. Τότε ο Κονράδος διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία 16 ετών στην Φραγκονία.
Παντρεύτηκε, το 913, την Κουνιγκούντα, αδελφή του κόμητος της Σουηβίας Ερχάγκερ, χήρα του Λιουτπόλδου και μητέρα του Αρνούλφου της Βαυαρίας. Απέκτησε δύο δίδυμα παιδιά, την Κουνιγκούντα και τον Χέρμαν (913). Εξελέγη βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων στις 10 Νοεμβρίου/911 μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου Καρολίδη βασιλιά Λουδοβίκου του Παιδός. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από ασταμάτητες διαμάχες με τους δούκες της Σαξονίας της Βαυαρίας και της Σουηβίας. Οι στρατιωτικές του εκστρατείες ήταν όλες αποτυχημένες, όπως και οι προσπάθειες του να περιορίσει την δύναμη των επισκόπων.
Πέθανε σε ηλικία 28 ετών και στο νεκροκρέβατο του ζήτησε από τον αδελφό του μαγράβο Έμπερχαρντ της Σαξονίας να ορίσει σαν διάδοχο του τον Ερρίκο Α τον Ορνιθοθήρα, δούκα της Σαξονίας, που τον θεωρούσε ως τον πιο αξιόλογο από τους αντιπάλους του για το καλό της χώρας. Οι ανατολικοί Φράγκοι ευγενείς σεβάστηκαν την τελευταία επιθυμία του Κονράδου, εκλέγοντας βασιλιά τον Ερρίκο Α, ενώ ο αδελφός του, Έμπερχαρντ, διαδέχθηκε τον Κονράδο στην Φραγκονία.
β. Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας (919 – 936)
Ο Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας (876 - 2 Ιουλίου 936, <ερι- [=πολύ, δυνατός] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = δυνατός βασιλιάς {προδρομική μορφή Εριρίκος >Ερρίκος, γερμ. Heinrich, γαλλ. Henri, αγγλ. Henry}) υπήρξε δούκας της Σαξονίας (912 - 936) και βασιλιάς της Γερμανίας (919 - 936), ο πρώτος από την δυναστεία των Οθωνιδών. Ονομάστηκε ορνιθοθήρας γιατί ετοίμαζε τον κυνηγητικό του εξοπλισμό όταν έμαθε ότι ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Γιος του Όθωνα του Επιφανούς δούκα της Σαξονίας και της Εντβίγκας κόρης του Ερρίκου της Φραγκονίας και δισέγγονης του Καρλομάγνου. Με την πρώτη σύζυγο του Άθεμπουργκ απέκτησε τον Θανκμάρ (908 - 938) που σκοτώθηκε στο Μαζίνζο μετά την εξέγερση του απέναντι στον ετεροθαλή αδελφό του αυτοκράτορα Όθωνα. Με την δεύτερη σύζυγο του Αγία Ματθίλδη (895 - 968), κόρη του κόμητος της Βεστφαλίας, απέκτησε τους Χάντβιγκ της Σαξονίας (910 - 965) που παντρεύτηκε τον Ούγο τον μέγα, Όθωνα Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κερμπέργκα της Σαξονίας, Ερρίκο Α΄ της Βαυαρίας και Μπρούνο (τον Μέγα). Διαδέχθηκε στη Σαξονία τον πατέρα του (912) και συνέχισε την ίδια επιθετική πολιτική επέκτασης του δουκάτου του γι' αυτό ήρθε πολλές φορές σε διαμάχη με τους νότιους γείτονες του.
Το 918 πέθανε ο Κονράδος Α΄, βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων και δούκας της Φραγκονίας ορίζοντας ως διάδοχο του τον Ερρίκο Α. Τα δύο ενωμένα δουκάτα της Σαξονίας και της Φρανκονίας του έδωσαν τον τίτλο του βασιλιά. Ο αρχιεπίσκοπος του Μάιντς του πρότεινε να τον χρίσει, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να τον χρίσει εκπρόσωπος της εκκλησίας λέγοντας ότι είναι βασιλιάς όχι μόνο της εκκλησίας αλλά όλων των ανθρώπων. Αρχικά όλοι οι δούκες υποτάχθηκαν εκτός από τον Αρνούλφο της Βαυαρίας, που όμως αναγκάστηκε να το κάνει μετά την ήττα του το 921.
Στις 7 Νοεμβρίου/921 ο Ερρίκος Α και ο βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων Κάρολος Γ ο Ευήθης σύναψαν συνθήκη, αλλά με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στην Γαλλία ο Ερρίκος Α προσπάθησε να αποσπάσει την Λωρραίνη από το δυτικό βασίλειο, και το 923 διέσχισε τον Ρήνο καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της χώρας που την είχε στην κατοχή του ως το 924. Ο Ερρίκος Α επέτρεψε το βασίλειο του να γίνει ομοσπονδία ενωμένων δουκάτων στα οποία ο δούκας θα μπορούσε να έχει εσωτερική εξουσία σε αντίθεση με τον Καρλομάγνο που τα είχε πλήρως υποταγμένα. Το 925 ο Γκίζελμπερτ της Λωρραίνης εξεγέρθηκε ξανά, ο Ερρίκος επιτέθηκε και έγινε κάτοχος του μεγαλύτερου τμήματος της περιοχής αλλά επέτρεψε στον Γκίζελμπερτ να παραμείνει υποταγμένος δούκας αφού του έδωσε σύζυγο την κόρη του Γερβέργα (928).
Ο Ερρίκος Α ήταν ικανός στρατιωτικός ηγέτης. Το 921 οι Ούγγροι επιτέθηκαν στην Γερμανία και την Ιταλία ο Ερρίκος αναγκάστηκε να τους πληρώσει φόρο προκειμένου να εξασφαλίσει 10ετή περίοδο ειρήνης που θα του επέτρεπε να κτίσει φρούρια και να οργανώσει το ιππικό του. Κατά την διάρκεια της δεκαετούς περιόδου ανακωχής κατάφερε να υποτάξει όλες τις βόρειες Σλαβικές φυλές, το 928 κυρίευσε το Βραδεμβούργο και το 929 με την βοήθεια του δούκα της Βοημίας Άρνουλφ εισέβαλε στην Βοημία και δέχθηκε την υποταγή του Βενκεσλάου. Το 933, με την λήξη της δεκαετούς ειρήνης, αρνήθηκε να πληρώσει τον ετήσιο φόρο στους Μαγυάρους με αποτέλεσμα να αρχίσουν ξανά επιδρομές. Συγκέντρωσε μεγάλο στρατό από όλες τις Γερμανικές φυλές και τελικά τους νίκησε στην Μάχη του Ριάντ (933) σταματώντας οριστικά την επέλαση τους νοτιότερα. Κατόρθωσε να επεκτείνει την χώρα του βόρεια υποτάσσοντας ακόμα και τους Δανούς. Τελικά πέτυχε να ενώσει σε ένα κράτος όλες τις Γερμανικές φυλές και θεωρείται ο ιδρυτής του Γερμανικού κράτους και προδρομικός θεμελιωτής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους που ακολούθησε. Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 2 Ιουλίου 936. Ο μεγαλύτερος γιος του Όθων Α έγινε βασιλιάς των Γερμανών και στη συνέχεια αυτοκράτορας.
γ. Όθων Α΄ ο Μέγας (936 – 973)
Ο Όθων Α΄ ο επονομαζόμενος Μέγας (Otto I, 23 Νοεμβρίου 912 - 7 Μαΐου 973, <όθομαι = ανησυχώ, προσέχω, φροντίζω) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (936-962) και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (962-973). Ήταν γιος του Ερρίκου Α' και της Ματθίλδης του Ρίνγκελχεμ. Σύζυγοι του ήταν οι Έντιθ της Αγγλίας (930-946) και Αδελαΐδα της Ιταλίας (951-973) και παιδιά του με την Έντιθ της Αγγλίας οι Λιουτγκάρδη και Λιούντολφ, δούκας της Σουηβίας και με την Αδελαΐδα της Ιταλίας οι Ματθίλδη, ηγουμένη του Κβέντλινμπουρκ, και Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 936 διαδέχθηκε τον πατέρα του στην Σαξονία. Είχε ισχυρότατη υποστήριξη από την εκκλησία, που είχε μεγάλη δύναμη, με σκοπό να ιδρύσει ένα θεοκρατικό καθεστώς, με το οποίο θα μπορούσε να υποτάξει όλους τους ευγενείς. Το 938 μια πλούσια φλέβα χρυσού που ανακαλύφθηκε στην Σαξονία έφερε τεράστια οικονομικά κέρδη στην αυτοκρατορία για περισσότερο από δύο αιώνες.
Το 938 ο Όθωνας αντιμετώπισε με επιτυχία μια σειρά από εξεγέρσεις όπως του Έμπερχαρτ, νέου δούκα της Βαυαρίας, και του Θάνκμαρ που απαιτούσε να πάρει το δουκάτο του Μέρσεμπουργκ. Οι εξεγέρσεις συνεχίστηκαν από τον Γιλβέρτο, δούκα της Λωρραίνης, που ορκίστηκε πίστη στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Δ΄. Ο Όθωνας συμμάχησε με όλους τους εχθρούς του Λουδοβίκου Δ, όπως ο Ούγος ο Μέγας, ο Ερβέρ Β΄ του Βερμαντουά, ο Γουλιέλμος Α΄ της Νορμανδίας και ο Αρνούλφος Α΄ της Φλάνδρας. Ο Ερρίκος, μικρότερος αδελφός του Όθωνα, συμμάχησε με τον Γιλβέρτο. Ο Όθωνας τους πολιόρκησε στο κάστρο του Σεβρεμόν και στη συνέχεια κατάφερε να καταδιώξει τον Λουδοβίκο Δ΄ ως την πρωτεύουσά του στο Λαόν, ενώ πολιόρκησε και τον δούκα της Φραγκονίας στο κάστρο του στον Ρήνο. Ο Φρειδερίκος, αρχιεπίσκοπος του Μάιντς, συμμάχησε με τον Ερρίκο και τον Γιλβέρτο, αλλά ο Όθωνας κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση. O Γιλβέρτος πνίγηκε στον Ρήνο, ενώ ο Ερρίκος κατέφυγε στην Γαλλία όπου υποστήριξε τον Ούγο Καπέτο στη διαδοχή του Γαλλικού στέμματος.
Το 941, ο Όθωνας συμφιλιώθηκε με τον αδελφό του Ερρίκο μετά από προσπάθειες της μητέρας του και ο Όθων έφυγε από τη Γαλλία αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Λουδοβίκου στην Λωρραίνη. Αργότερα αντιμετώπισε εξέγερση σλαβικών φυλών, οπότε ο Ερρίκος συνωμότησε για άλλη μια φορά με τον Φρειδερίκο του Μάιντς για την δολοφονία του αδελφού του. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε αλλά ο Όθωνας τελικά του έδωσε για άλλη μια φορά συγχώρεση. Για να εξασφαλίσει τον εαυτό του από περισσότερες εξεγέρσεις ο Όθωνας στην συνέχεια τοποθέτησε επικεφαλής σε όλα τα δουκάτα συγγενικά του πρόσωπα. Ως το 950 αντιμετώπισε ασταμάτητες Ουγγρικές επιδρομές, αλλά τότε κατάφερε να τους νικήσει οριστικά. Επιτέθηκε άλλες δύο φορές στην Γαλλία (942, 946) εναντίον του Λουδοβίκου Δ χωρίς να έχει σημαντικές επιτυχίες, και μετά από μια αποτυχημένη επίθεση στην Νορμανδία επέστρεψε στην Γερμανία.
Την εποχή εκείνη η Ιταλία περιέπεσε σε μεγάλο πολιτικό χάος, μετά τον θάνατο από δηλητηρίαση του Λοθαρίου του Αρλ (950) και ο Ιταλικός θρόνος καταλήφθηκε από την Αδελαΐδα της Ιταλίας, κόρη, νύφη και χήρα των τριών τελευταίων βασιλέων. Ένας ευγενής, ο Βερεγγάριος της Ιρβέα, σφετερίστηκε εκείνη την εποχή τον Ιταλικό θρόνο, πιέζοντας την Αδελαΐδα να παντρευτεί τον γιό του Αδαλβέρτο. Η Αδελαΐδα δραπέτευσε στην Κανόσα αναζητώντας Γερμανική βοήθεια. Ο Λιούντολφ και ο Ερρίκος, γιος και αδελφός αντίστοιχα του αυτοκράτορα Όθωνα, επιτέθηκαν στην Νότια Ιταλία. Το 951 ο ίδιος προσωπικά ο Όθωνας εκστράτευσε στην Ιταλία. Δέχθηκε την υποταγή όλης της τοπικής αριστοκρατίας, αναγκάζοντας τον Βερεγγάριο και τον γιό του να του δηλώσουν υποτέλεια αναγνωρίζοντάς του τον τίτλο του «βασιλιά των Λομβαρδών» (952) και τους επέτρεψε να κυβερνήσουν την Ιταλία ως υποτελείς του.
Χήρος ο αυτοκράτορας από το 946, παντρεύτηκε την Αδελαΐδα, αλλά όταν έκανε γιό, ο Λιούντολφ φοβήθηκε την θέση του και εξεγέρθηκε κατά του πατέρα του (953) με την βοήθεια του Κονράδου, δούκα της Λωρραίνης. Αρχικά κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Όθωνα, αλλά αργότερα έκαναν το λάθος να συμμαχήσουν με τους Μαγυάρους, πράξη που συσπείρωσε εναντίον τους ολόκληρη την Γερμανική αριστοκρατία (954). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ηττηθούν και να καθαιρεθούν από τους τίτλους τους. Ο Όθωνας προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενισχύσει τις εκκλησιαστικές εξουσίες απέναντι στην εξουσία των ευγενών, μετά την αφαίρεση του δουκάτου της Λωρραίνης από τον Κονράδο τον Ερυθρό και διόρισε νέο δούκα τον νεότερο αδελφό του, Μπρούνο, ο οποίος διορίστηκε και αρχιεπίσκοπος Κολωνίας.
Η Ιταλία βρισκόταν πάλι σε πολιτικές αναταραχές όταν ο Βερεγγάριος ενοχλούσε τα βόρεια παπικά εδάφη, οπότε ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ κάλεσε τον Όθωνα για βοήθεια. Ο Όθωνας επέστρεψε στην Ιταλία στις 2 Φεβρουαρίου 962. Ο αυτοκρατορικός τίτλος είχε μείνει κενός για 40 περίπου χρόνια μετά την δολοφονία του Βερεγγάριου Β του Φρίουλι, εγγονού του Καρλομάγνου, το 924. Ο πάπας τον έδωσε τον τίτλο του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και παράλληλα τον έχρισε φύλακα της περιουσίας των εκκλησιαστικών εδαφών.Η τελετή στέψης του έγινε στην θρυλική πρωτεύουσα του Καρλομάγνου, Άαχεν, από τον Χιλδελβέρτο, αρχιεπίσκοπο του Μάιν με την παρουσία των δουκών της Φρανκονίας, Σουηβίας, Βαυαρίας και Λωρραίνης. Θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχο του Καρλομάγνου, του οποίου οι τελευταίοι διάδοχοι στην Δυτική Φραγκία είχαν πεθάνει από το 911, ενώ η Νευστρία βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Καρολιδών Όταν ο Όθων ανακατέλαβε τα παπικά εδάφη από τον Βερεγγάριο και εγκατέλειψε την Ρώμη ο πάπας φοβήθηκε την ισχύ του αυτοκράτορα και συνωμότησε εναντίον του με το Βυζάντιο και τους Ούγγρους. Ο Όθων επέστρεψε στην Ρώμη τον Νοέμβριο του 963 συγκάλεσε Σύνοδο με την οποία κήρυξε έκπτωτο τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄ τοποθετώντας στην θέση του τον Λέοντα Θ΄. Όταν ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την Ρώμη ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του και σε αυτούς του Ιωάννη. Ο Ιωάννης επέστρεψε στην Ρώμη εν μέσω αιματοχυσίας και άρχισε να αφορίζει όσους τον εκθρόνισαν αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να επανέλθει για τρίτη φορά. Τον Ιούλιο του 964 εκθρόνισε τον πάπα Βενέδικτο Ε΄, που τον είχε τοποθετήσει ο Ιωάννης, ο οποίος είχε πεθάνει δύο μήνες νωρίτερα, και πήρε υπόσχεση από τους κατοίκους της Ρώμης να μην εκλέξουν ποτέ νέο πάπα χωρίς την αυτοκρατορική έγκριση. Συνέχισε να κάνει εκστρατείες στην Ιταλία (966 - 972) και το 972 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής του αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο, ενώ συμφώνησε να δώσει την ανιψιά του, Θεοφανώ, ως σύζυγο στον γιο και διάδοχό του, Όθωνα Β΄
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους (962-1806) ιδρύθηκε από τον Όθωνα Α, ως εξέλιξη του Βασιλείου της Γερμανίας (911-962), που διαδέχτηκε το Βασίλειο της Ανατολικής Φραγκίας (843-911) το οποίο προέκυψε από τον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου με τη Συνθήκη του Βερντέν το 843. Στα χρόνια του γιου του, Όθωνα Β΄ (973 – 983), η Αυστρία, με το όνομα «Ανατολικά Σύνορα» περιήλθε το 976 στην κατοχή του Λεοπόλδου της Βαβενβέργης, του πρώτου χρονολογικά από τους δώδεκα μαρκήσιους οι οποίοι επί τρεις αιώνες εξουσίαζαν την περιοχή υποθάλποντας μια πολιτικά και πολιτιστικά ανεξάρτητη κοινωνία. Ο διάδοχός του Όθων Γ΄ (Otto III 983 – 1002), από τους πλέον χαρισματικούς Γερμανούς ηγέτες, διατήρησε σταθερή την εξουσία του στα εδάφη της Γερμανίας και της Ιταλίας, ενώ μέσω και της Βυζαντινής μητέρας του, έκανε όνειρα για μια ευρύτερη Μεσογειακή αυτοκρατορία. Οι διάδοχοί του όμως Ερρίκος Β΄ ο Άγιος (1002 – 1024) και Ερρίκος Γ΄ ο Μέλας (1039 – 1056) αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα αμφισβήτησης της ισχύος τους από τους κατά τόπους φεουδάρχες, ενώ παράλληλα τα προβλήματα της διατήρησης του ελέγχου των εδαφών της Ιταλίας και της εδαφικής επέκτασης προς την Πολωνία, απορροφούσαν μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς τους. Η ίδια κατάσταση διατηρήθηκε και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Δ΄ (1056 – 1106) και του Ερρίκου Ε΄ (1106 – 1125), με τελική κατάληξη την εξασθένιση της οικονομικής τους επιρροής και αντίθετα την ισχυροποίηση της θέσης των επισκόπων και των φεουδαρχών, σε μία χώρα που εξακολουθούσε να παρουσιάζει έντονα προβλήματα διακυβέρνησης.
α. Όθων Β΄ ο Ερυθρός (973 – 983)
Ο Όθων Β΄ (Otto II, 955 - 7 Δεκεμβρίου 983, <όθομαι = ανησυχώ, προσέχω, φροντίζω), αποκαλούμενος ο Ερυθρός, ήταν Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 973 έως το θάνατό του το 983. Ήταν γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Όθωνα Α' και της Αδελαΐδας της Ιταλίας. Σύζυγός του ήταν η βυζαντινή αριστοκράτισσα Θεοφανώ Σκλήραινα, ανεψιά του Ιωάννη Τσιμισκή (και όχι η συνώνυμη αδελφή του Βασίλειου Β Βουλγαροκτόνου, όπως αρχικά πιστευόταν). Παιδιά τους ήταν οι Σοφία Α', Ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ, Αδελαΐδα Α', Ηγουμένη του Κουέντλινμπουργκ, Ματίλδη της Γερμανίας και Όθων Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δέχθηκε λαμπρή εκπαίδευση από τον θείο του Μπρούνο αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας. Στις 25 Δεκεμβρίου 967 στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη από τον πάπα Ιωάννη ΙΓ'. Συνόδευσε τον πατέρα του στις εκστρατείες του στην Ιταλία και παρέμεινε μόνος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του πατέρα του τον Μάιο του 973. Συνέχισε την πολιτική του πατέρα του να εδραιώσει την αυτοκρατορική του ισχύ στην Γερμανία και να επεκταθεί περισσότερο στην Ιταλία.
Αρχικά συνάντησε δυσκολίες στην νότια Γερμανία λόγω της άρνησης του να παραχωρήσει το δουκάτο της Σουηβίας στον βασιλιά της Βαυαρίας Ερρίκο Β'. Το 974 η μητέρα του Ερρίκου Ιουδήθ έκανε συνωμοσία εναντίον του με την βοήθεια κλήρου και αριστοκρατίας που ήταν δυσαρεστημένοι από την πολιτική του, αλλά τα σχέδια αποκαλύφθηκαν αμέσως. Την επόμενη χρονιά αντιμετώπισε την στάση του βασιλιά Χάραλντ Α' της Δανίας, ενώ η πρώτη εκστρατεία του στην Βοημία απέτυχε λόγω της επιδημίας, αλλά σε δεύτερη εκστρατεία στην Βοημία (957) δέχθηκε την υποταγή του βασιλιά Βολεσλάου Β'.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λοθάριος (954-986) επιτέθηκε στην Λωρραίνη με 20.000 άνδρες και κατέλαβε την πρωτεύουσα Άαχεν επί πέντε ημέρες. Ο Όθων αποσύρθηκε στην Σαξονία και την Κολωνία, ενώ η μητέρα του Αδελαΐδα, γαλλικής καταγωγής έχοντας χαλάσει προσωρινά τις σχέσεις της με τον Όθωνα λόγω της βυζαντινής συζύγου του, συμμάχησε με τον Λοθάριο. Τον Σεπτέμβριο 978 ο Όθων με 30.000 άνδρες ανταπέδωσε με επίθεση στην Γαλλία, συνάντησε λίγη αντίσταση αλλά η αρρώστια που έπεσε στον στρατό του τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία του Παρισιού οπισθοχωρώντας. Ακολούθησε ειρήνη με την Γαλλία, σύμφωνα με την οποία ο Λοθάριος αποκήρυξε τα δικαιώματα του στην Λωρραίνη (980), ενώ ο Όθων αναγνώρισε τα δικαιώματα του γιου του Λοθαρίου Λουδοβίκου Ε Οκνηρού.
Στην συνέχεια ο Όθων Β ταξίδευσε στην Ιταλία με την σύζυγο του, τον μικρό γιο του, Όθωνα Γ, πολλούς αριστοκράτες και βαρόνους διασχίζοντας τις Άλπεις. Στην σημερινή Ελβετία συμφιλιώθηκε με την μητέρα του, γιόρτασε τα Χριστούγεννα του 980 στην Ραβέννα και την επόμενη χρονιά έφτασε στην Ρώμη. Δημιούργησε μια πλούσια αυλή με πρίγκιπες και ευγενείς από ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη. Ήθελε να πολεμήσει τους Σαρακηνούς, ιδιαίτερα τον εμίρη της Σικελίας για την επιθετική τους πολιτική. Το Σεπτέμβριο του 981 βάδισε προς την νότια Ιταλία. Πολιόρκησε ανεπιτυχώς τον Μάνσο Α' του Αμάλφι στο Σαλέρνο, αλλά πέτυχε την αναγνώριση του από όλους τους Λομβαρδούς πρίγκιπες. Τον Ιανουάριο του 982 τα γερμανικά στρατεύματα βάδισαν στην Βυζαντινή Απουλία προσαρτώντας την περιοχή στην δυτική αυτοκρατορία. Στην συνέχεια γνώρισε τον Ιούλιο του 982 οδυνηρή ήττα στο Στίλο. Επέστρεψε στην Ρώμη στις 12 Νοεμβρίου 982 ια μία Σύνοδο στην Βερόνα και προετοίμασε νέα εκστρατεία κατά των Σαρακηνών εξασφαλίζοντας την βοήθεια της δημοκρατίας της Βενετίας. Πέθανε στα ανάκτορα στις 7 Δεκεμβρίου 983, σε ηλικία 28 ετών, την ώρα που του έρχονταν τα νέα για γενική εξέγερση των Σλαβικών φυλών.
β. Όθων Γ΄ (983 – 1002)
Ο Όθων Γ΄ (Otto III, Ιούνιος/Ιούλιος 980 - 23 Ιανουαρίου 1002) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 983 έως τον πρόωρο θάνατό του το 1002. Ήταν γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Όθωνος Β΄ και μητέρα του ήταν η βυζαντινή αριστοκράτισσα Θεοφανώ Σκλήραινα. Εκλέχτηκε βασιλιάς της Γερμανίας στην Βερόνα τον Ιούνιο 983 και σε ηλικία τριών ετών στέφθηκε αυτοκράτορας στο Άαχεν στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις αρχές του 984 ο δούκας Ερρίκος που είχε εκθρονιστεί στην Βαυαρία από τον πατέρα του, Όθωνα Β΄, απαιτούσε την αντιβασιλεία ως μέλος του βασιλικού οίκου. Για να πετύχει τον σκοπό του έκανε συμμαχία με τον βασιλιά της Γαλλίας Λοθάριο. Ο Βίλιγκις, αρχιεπίσκοπος του Μάιντς, πίεσε τον Ερρίκο να απελευθερώσει τον αιχμάλωτο βασιλιά. Ο Όθων επέστρεψε στην μητέρα του και αντιβασίλισσα Θεοφανώ, που εγκατέλειψε την κατακτητική πολιτική του συζύγου της και αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στην εκκλησία. Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 991, η γιαγιά του, Αδελαΐδα της Ιταλίας, έγινε αντιβασιλέας για λογαριασμό του ανήλικου Όθωνα μέχρι την ενηλικίωση του το 994.
Ο μικρός Όθωνας μεγαλομανής προσπάθησε να επαναφέρει την δόξα της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με αυτοκράτορα τον εαυτό του. Εκμεταλλεύτηκε την βυζαντινή καταγωγή της μητέρας του για να κάνει σχέδια να ενώσει την δυτική Ρώμη με το Βυζάντιο σε ένα θεοκρατικό καθεστώς. Έφυγε για την Ρώμη το 996, για να βοηθήσει τον πάπα Ιωάννη ΙΕ΄ στην εξέγερση εναντίον του Ρωμαίου ευγενούς Κρεσέντιου Β', που είχε αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς της Λομβαρδίας, αλλά ο πάπας πέθανε πριν εκείνος φτάσει στην Ρώμη. Όρισε νέο πάπα τον ξάδελφο του, Μπρούνο της Καρινθίας, τον πρώτο Γερμανό πάπα με το όνομα Γρηγόριος Ε΄ και έφυγε σε έναν χρόνο, αλλά ο Κρεσέντιος όταν έφυγε ο αυτοκράτορας εκθρόνισε τον Γρηγόριο τοποθετώντας νέο πάπα τον Ιωάννη ΣΤ΄. O Όθωνας Γ επέστρεψε αστραπιαία στην Ρώμη τον Φεβρουάριο του 998. Ο Κρεσέντιος εκτελέστηκε στο κάστρο Σαντ Άντζελο και ο αντίπαπας τυφλώθηκε. Ο Όθωνας έκανε την Ρώμη διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας του με όλα τα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά έθιμα, με σκοπό να ενώσει τις δύο αυτοκρατορίες και να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας στα πρότυπα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Όταν ο πάπας Γρηγόριος Ε΄ πέθανε μυστηριωδώς (999) τοποθέτησε νέο πάπα τον Γερβέρτο με το όνομα Σιλβέστρος Β΄, που είχε ο πάπας την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Τα επόμενα χρόνια έγινε φανατικός χριστιανός και συμμετείχε σε πλήθος προσκυνήματα. Σε ένα ταξίδι του στην Νότια Ιταλία συνάντησε τον Άγιο Νείλο το νεότερο, σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα της εποχής του, ενώ ίδρυσε και την αρχιεπισκοπή της Πολωνίας. Επισκέφτηκε τον τάφο του Καρλομάγνου αφαιρώντας πολύτιμα κειμήλια, συνήθεια που είχε όταν πήγαινε και σε τάφους μεγάλων αγίων όπως του Αγίου Βαρθολομαίου που του αφαίρεσε το δέρμα.
Κατέστειλε μια εξέγερση στην πόλη Τίβολι, το 1001, αλλά συγχώρησε τους κατοίκους της, γεγονός που, λόγω της εχθρότητας των δύο πόλεων, εξόργισε τους κατοίκους της Ρώμης που επαναστάτησαν. Αποσύρθηκε στην Ραβέννα. Στον δρόμο για την ανακατάληψη της Ρώμης πέθανε σε ηλικία 22 ετών στο κάστρο Πατέρνο. Οι αιτίες του πρόωρου θανάτου του, κατά μία εκδοχή, είναι η ελονοσία από τα έλη γύρω από την Ραβέννα, κατά άλλους όμως δηλητηριάστηκε από την Στεφανία, χήρα του Κρεσέντιου, που τον ερωτεύτηκε.
γ. Ερρίκος Β΄ ο Άγιος (1002 – 1024)
Ο Ερρίκος Β΄ (Βαυαρία, 6 Μαΐου 973[1] – Γκέττινγκεν, 13 Ιουλίου 1024), γνωστός επίσης ως Άγιος Ερρίκος (Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου), ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1002 μέχρι το θάνατό του το 1024, το τελευταίο μέλος της Δυναστείας των Οθωνιδών αυτοκρατόρων. Ο Ερρίκος Β΄ έγινε βασιλιάς της Γερμανίας μετά τον αιφνίδιο θάνατο του δεύτερου ξαδέλφου του αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄ το 1002 και στέφθηκε αυτοκράτορας το 1014. Γιος του δούκα της Βαυαρίας Ερρίκου Β΄, και της συζύγου του Γκιζέλας της Βουργουνδίας, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Β΄ ήταν δισέγγονος του βασιλιά της Γερμανίας Ερρίκου Α΄ του Ορνιθοθήρα και μέλος της βαυαρικής δυναστείας των Οθωνιδών. Δεδομένου ότι ο πατέρας του είχε εξεγερθεί εναντίον δύο προηγούμενων αυτοκρατόρων, ο Ερρίκος Β ο νεότερος ήταν συχνά στην εξορία. Αυτό τον οδήγησε να στραφεί προς την Εκκλησία σε νεαρή ηλικία, πρώτα βρίσκοντας καταφύγιο στην επίσκοπή του Φράιζινγκ και αργότερα εκπαιδευόμενος στη σχολή του καθεδρικού ναού του Χίλντεσχαϊμ. Διαδέχτηκε τον πατέρα του ως δούκας της Βαυαρίας το 995 (ως Ερρίκος Δ΄). Ως δούκας της Βαυαρίας, προσπάθησε να ενταχθεί στο πλευρό του δεύτερου ξαδέρφου του, Όθωνα Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην καταστολή μιας εξέγερσης κατά της αυτοκρατορικής κυριαρχίας στην Ιταλία το 1002. Πριν όμως ο Ερρίκος Β΄ φτάσει εκεί, ο Όθων Γ΄ πέθανε από πυρετό, χωρίς να αφήσει κάποιον κληρονόμο. Μετά από διαμάχη με πολλούς άλλους διεκδικητές του θρόνου, ο Ερρίκος Β΄ στέφθηκε βασιλιάς της Γερμανίας στις 9 Ιουλίου 1002, και Βασιλιάς της Ιταλίας στις 15 Μαΐου 1004 στην Παβία.
Ο Ερρίκος Β΄, το 1004, βοήθησε τον δούκα της Βοημίας, Γιαρομίρ, εναντίον των Πολωνών και έτσι το δουκάτο της Βοημίας ενσωματώθηκε οριστικά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο οποίος είχε επικεντρώσει την αυτοκρατορική προσοχή στην Ιταλία, ο Ερρίκος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του ασχολούμενος με την αυτοκρατορική επικράτεια βόρεια των Άλπεων. Κύριος στόχος του ήταν μια σειρά πολέμων κατά του πολωνού δούκα Μπολεσλάβ Α΄ του Μέγα (μετέπειτα πρώτου βασιλιά της Πολωνίας). Ο Ερρίκος Β΄, ωστόσο, οδήγησε τρεις εκστρατείες στην Ιταλία για να εξασφαλίσει την αυτοκρατορική εξουσία πάνω στη χερσόνησο. Δυο φορές για να καταστείλει τις αποσχιστικές εξεγέρσεις και μία φορά για να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Νότια Ιταλία. Στις 14 Φεβρουαρίου 1014, ο Πάπας Βενέδικτος Η΄ έστεψε τον Ερρίκο Β΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Εδραίωσε την εξουσία του με την καλλιέργεια προσωπικών και πολιτικών δεσμών με την Καθολική Εκκλησία. Έκανε χρήση σε μεγάλο βαθμό της συνήθειας των Οθωνιδών να χρησιμοποιούν κληρικούς ως αντίβαρο ενάντια στην κοσμική αριστοκρατία. Με τις δωρεές προς την Εκκλησία και τη δημιουργία νέων μητροπόλεων, ο Ερρίκος Β΄ ενίσχυσε τους πυλώνες της αυτοκρατορικής κυριαρχίας σε όλη την αυτοκρατορία και την αύξηση του αυτοκρατορικού ελέγχου πάνω στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Τόνισε την διακονία της Εκκλησίας και προώθησε μοναστική μεταρρύθμιση. Για τις προσπάθειές του στην υποστήριξη της εκκλησίας, ο Πάπας Ευγένιος Γ΄ τον ανακήρυξε άγιο το 1146. Ήταν ο μοναδικός στην ιστορία Γερμανός μονάρχης που αγιοποιήθηκε.
Ο Ερρίκος Β΄ νυμφεύτηκε την Κουνιγούνδη (Cunigunde) του Λουξεμβούργου. Δεδομένου ότι από τον γάμο του έμεινε χωρίς παιδιά, ο Ερρίκος Β΄ οι Γερμανοί ευγενείς εξέλεξαν τον Κονράδο Β΄, έναν δισέγγονο του αυτοκράτορα Όθωνα Α΄, για να διαδεχθεί τον Ερρίκο Β΄. Ο Κονράδος Β΄, Οθωνίδης και ο ίδιος, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας από την δυναστεία των Σάλιων Φράγκων (Salian).
α. Κονράδος Β΄ (1024 – 1039)
Ο Κονράδος Β΄ (Conrad II, Σπάιερ, περ. 990 – Ουτρέχτη, 4 Ιουνίου 1039, <κοινός [>πρόθεμα con-] + ράδιος [=εύκολος, κατάλληλος] = προσφερόμενος για κοινή δράση) γνωστός επίσης ως Κορράδος ο Πρεσβύτερος (Conrad the Elder), ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1024 μέχρι το θάνατό, βασιλιάς της Ιταλίας από το 1026 και βασιλιάς της Βουργουνδίας από το 1033. Ο Κονράδος Β ήταν γιος ευγενούς μεσαίας τάξης από την Φρανκονία, του κόμη Ερρίκου από την Σπάιερ και της Αδελαΐδας της Αλσατίας. Όταν ο πατέρας του πέθανε κληρονόμησε τους τίτλους του κόμη της Σπάιερ και της Βoρμς ενώ ήταν σε νηπιακή ακόμη ηλικία. Επέκτεινε την κυριαρχία του πέρα από τα εδάφη που κληρονόμησε, κερδίζοντας την εύνοια των πριγκήπων-εκλεκτόρων του Βασιλείου της Γερμανίας. Όταν η κατά βάση Σαξονική Δυναστεία των Οθωνιδών αυτοκρατόρων έχασε τη διαδοχή του θρόνου λόγω της ατεκνίας του αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄, ο Κονράδος Β εκλέχτηκε για να τον διαδεχθεί ως βασιλιάς το 1024 σε ηλικία 34 ετών. Ο Κορράδος, μολονότι Οθωνίδης ο ίδιος, ως δισέγγονος του αυτοκράτορα Όθωνα Α, θεωρείται ότι ίδρυσε ξεχωριστή δυναστεία ηγεμόνων, που είναι γνωστή ως Δυναστεία των Σάλιων Φράγκων (Salian) και η οποία κυβέρνησε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για περισσότερο από έναν αιώνα.
Ο Κονράδος συνέχισε τις πολιτικές και τα επιτεύγματα του Οθωνίδη Ερρίκου Β΄ στα ζητήματα της Καθολικής Εκκλησίας και της Ιταλίας. Συνέχισε να δομεί την Εκκλησία ως κέντρο της αυτοκρατορικής εξουσίας, προτιμώντας να διορίζει επισκόπους της εκκλησίας σε σημαντικές θέσεις σε όλη την αυτοκρατορία και πάνω από τους κοσμικούς άρχοντες. Όπως ο Ερρίκος Β΄ πριν από αυτόν, ο Κορράδος συνέχισε μια πολιτική "καλοήθους παραμέλησης" για την Ιταλία και ειδικά την πόλη της Ρώμης. Η βασιλεία του σηματοδότησε ένα σημαντικό ρόλο της αυτοκρατορικής μεσαιωνικής ηγεμονίας και μια σχετικά ειρηνική περίοδο για την αυτοκρατορία. Μετά το θάνατο του παιδαριώδη βασιλιά Ροδόλφου Γ΄ της Βουργουνδίας το 1032, ο Κονράδος διεκδίκησε την κυριαρχία πάνω στο Βασίλειο της Αρλ, το οποίο τελικά ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία. Τα τρία βασίλεια (Γερμανίας, Ιταλίας, και Βουργουνδίας) αποτέλεσαν τη βάση της αυτοκρατορίας ως «βασιλική τριάδα» (regna tria).
β. Ερρίκος Γ΄ ο Μέλας (1039 – 1056)
Ο Ερρίκος Γ΄ (28 Οκτωβρίου 1017 – Χαρζ, 5 Οκτωβρίου 1056), γνωστός επίσης και ως Μέλας ή Ευσεβής (Πίος), ήταν Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1039 μέχρι το θάνατό του το 1056, μέλος της δυναστείας των Σάλιων Φράγκων (Salian). Ο Ερρίκος Γ΄ ήταν πρωτότοκος γιος του Κονράδου Β΄ της Γερμανίας και της Γκιζέλας της Σουηβίας. Το 1026, μετά το θάνατο του δούκα Ερρίκου Ε΄, ο πατέρας του τον έκανε δούκα της Βαυαρίας (ως Ερρίκο Α΄). Το Πάσχα του 1028, αφού ο πατέρας του είχε στεφθεί αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Ερρίκος εκλέχτηκε και στέφθηκε βασιλιάς της Γερμανίας στον Καθεδρικό Ναό του Άαχεν από τον Αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας Πίλγκριμ. Το 1038, μετά το θάνατο του δούκα της Σουηβίας Χέρμαν Δ΄, ο πατέρας του τού έδωσε και αυτό το δουκάτο (ως Ερρίκο Α΄), καθώς και το βασίλειο της Βουργουνδίας, το οποίο είχε κληρονομήσει ο Κονράδος Β΄ το 1033. Μετά το θάνατο του πατέρα του, στις 4 Ιουνίου 1039, έγινε ο μοναδικός ηγεμόνας τους και το 1046 στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα Κλήμη Β΄ στην Ρώμη.
γ. Ερρίκος Δ΄ (1056 – 1106)
Ο Ερρίκος Δ΄ (γερμανικά Heinrich IV, διεθνώς Henry IV, 11 Νοεμβρίου 1050 – 7 Αυγούστου 1106, <ερι- [=πολύ, δυνατός] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = δυνατός βασιλιάς {προδρομική μορφή Εριρίκος >Ερρίκος) γεννήθηκε στην ιστορική πόλη Γκόσλαρ, της ορεινής περιοχής Χαρζ της Κάτω Σαξονίας, και το 1056, έγινε βασιλιάς των Γερμανών σε ηλικία μόλις έξι ετών. Ήταν ο τρίτος αυτοκράτορας της δυναστείας των Σαλίων Φράγκων και (λαμβανομένης υπόψη της πενηντάχρονης βασιλείας του) μία από τις πιο ισχυρές και σημαντικές προσωπικότητες του 11ου αιώνα. Η βασιλεία του Ερρίκου Δ΄ σημαδεύτηκε από αμφισβήτηση και διαμάχη με τον παπισμό, καθώς και αρκετούς εμφύλιους πολέμους για το θρόνο του, τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία. Πέθανε από ασθένεια, αμέσως μετά την ήττα του στρατού του γιου του, κοντά στο Βισέ της Λωραίνης.
Για τους Γερμανούς βασιλείς μετά τον Ερρίκο Δ γίνεται αναφορά στο επόμενο κεφάλαιο, όπου ανήκουν χρονικά.
Μετά το 476 μ.Χ. που αναγνωρίζεται συμβατικά ως έτος πτώσης του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, η Ιταλία πέρασε μια μακραίωνη περίοδο πολιτικής παρακμής, κατά την οποία το κύριο κέντρο εξουσίας βρισκόταν έξω από τη χώρα ή στα χέρια δυνάμεων, που αρχικά ήταν ξένες, αλλά με την πάροδο του χρόνου και με τις επιμιξίες που δημιουργήθηκαν, αποτέλεσαν την φυλετική βάση του σύγχρονου Ιταλικού έθνους, που απέκτησε μορφή ανεξάρτητου κράτους το 1861: Οστρογότθοι (476-553), Βυζαντινοί (476-568), Λογγοβάρδοι (568-774), Φράγκοι (774-962), Γερμανοί (962-1559), Ισπανοί (1559-1714), Αυστριακοί (1714-1861). Για τις περιόδους αυτές της ιστορικής εξέλιξης της Ιταλίας, μπορούν (ανά κεφάλαιο) να αναφερθούν, συνοπτικά, τα εξής:
Το 488 μ.Χ. ο Ζήνωνας, με σκοπό να απομακρύνει τον κίνδυνο των «βαρβάρων» από το ανατολικό κράτος, ανέθεσε στον βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο να επιβάλει την τάξη στην Ιταλία, και αυτός το 493 σκότωσε τον Οδόακρο και ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση της χώρας, χρησιμοποιώντας Ρωμαίους υπαλλήλους. Όπως και ο προκάτοχός του, ο Θεοδώριχος ήταν φαινομενικά βασιλικός αντιπρόσωπος της Κωνσταντινούπολης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Βυζαντινοί δεν είχαν κανένα τρόπο να τον ελέγξουν και οι κάθε λογής διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών γίνονταν ως ίσος προς ίσο. Ο Θεοδώριχος, παρόλα αυτά, σεβάστηκε την επιθυμία του Ζήνωνα και επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες να συνεχίζουν να υπάγονται στο ρωμαϊκό δίκαιο παρά το γεγονός ότι οι Γότθοι κάτοικοι του βορρά ζούσαν με τους δικούς τους νόμους. Αργότερα ο Ιουστινιανός ανέθεσε στους στρατηγούς Βελισάριο και Ναρσή να απομακρύνουν τις Γερμανικές φυλές από την Ιταλία, πράγμα που επετεύχθη μετά από πολλές προσπάθειες από το 539 μέχρι το 553 όταν κατανικήθηκε ο τελευταίος Γότθος βασιλιάς της Ιταλίας Τεΐας. Η χώρα τότε τέθηκε υπό την διοίκηση Ελλήνων δουκών, με επικεφαλής τον «έξαρχο» που έδρευε στην Ραβέννα, που διοικούσε εν ονόματι του αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Οι Λογγοβάρδοι ή Λομβαρδοί (<λόγγος [=δάσος] + βάω [=πάω] + άρδην [=εκ θεμελίων] = ικανοί να ζουν στα δάση --- κατά άλλη εκδοχή ετυμολογίας το όνομα που σημαίνει «μακρυγένηδες» και τους δόθηκε επειδή είχαν μακριές γενειάδες) ήταν λαός Γερμανικής (Τευτονικής ή Γοτθικής) καταγωγής που από το 100 π.Χ. άρχισε να μετακινείται, στις χώρες γύρω από τον ποταμό Έλβα, όπου ήλθε αμέσως σε ρήξη με τους Βάνδαλους. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. μετανάστευσαν στις παραδουνάβιες περιοχές και ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, ενώ περί το 548 μ.Χ. εγκαταστάθηκαν, μετά από έγκριση του Ιουστινιανού, στην Παννονία (σημερινή Ουγγαρία και Σερβία) της Κεντρικής Ευρώπης και ο πρώτος γνωστός βασιλιάς τους λεγόταν Αλβουίνος. Μετά από σκληρούς αγώνες με τους Γέπιδες και τους Οστρογότθους, το 568 μ.Χ. υπό την ηγεσία του Αλβουίνους, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Βόρεια Ιταλία, όπου ίδρυσαν ισχυρό κράτος με πρωτεύουσα την Παβία. Κατόπιν, προχώρησαν στην κεντρική και νότια Ιταλία, εκτός από την Πεντάπολη, τις Παπικές Κτήσεις και τα νότια παράλια, που παρέμειναν βυζαντινά. Μετά το θάνατο του Αλβοΐνου (περ. 570) και την βραχύβια βασιλεία του Κλέφου, η χώρα χωρίστηκε σε 36 δουκάτα. Τα δουκάτα του Σπολέτο και του Μπενεβέντο στη νότια Ιταλία ανεξαρτητοποιήθηκαν. Το 584 οι Λομβαρδοί ευγενείς εξέλεξαν βασιλιά τον Αυθάριο, γιο του Κλέφου. Ο βασιλιάς Λιουτπράνδος (712-744), σε εποχή μέγιστης ακμής του βασιλείου, ενίσχυσε το κράτος με νόμους ενώ κατέκτησε και πάλι το Σπολέτο και το Μπενεβέντο.
Την ίδια εποχή στην Ραβέννα εξακολουθούσε να εδρεύει ο αντιπρόσωπος του Βυζαντίου και στην Ρώμη είχε αρχίσει η επανασύσταση του αρχαίου κράτους υπό την αρχηγία της Εκκλησίας. Το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος απαγόρευσε την λατρεία των εικόνων, ο πάπας Γρηγόριος Β΄ βρήκε την ευκαιρία να διακόψει κάθε εξάρτηση από το Βυζάντιο και να κηρύξει την Ρώμη αυτόνομη. Ο Πάπας Στέφανος Β΄ ζήτησε βοήθεια από τον Φράγκο βασιλιά Πιπίνο τον Βραχύ, ο οποίος διάβηκε δύο φορές τις Άλπεις, απελευθέρωσε πολλές πόλεις που είχαν καταλάβει οι Λομβαρδοί και τις πρόσφερε στον πάπα Ο διάδοχος του Πιπίνου Κάρολος Α΄ ο Μέγας (Καρλομάγνος), βοηθώντας και πάλι τον πάπα, επικύρωσε την δωρεά του προκατόχου του προς αυτόν και κατάλυσε το κράτος των Λομβαρδών, στεφόμενος βασιλιάς των Λομβαρδών στην Παβία το 774 μ.Χ. .
Οι Λομβαρδοί έδωσαν το όνομά τους στην ομώνυμη βορειοδυτική περιοχή της Ιταλίας. Πολλοί γνωστοί Ιταλοί έμποροι του 14ου αιώνα ήταν γνωστοί ως «Λομβαρδοί» και οι οποίοι διέθεταν αντιπροσωπείες σε βασικά εμπορικά κέντρα της εποχής (όπως Λονδίνο και Παρίσι). Κεντρικοί δρόμοι των πόλεων αυτών έχουν πάρει την ονομασία τους από γνωστούς "Λομβαρδούς" εμπόρους.
Όταν ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη το 800 μ.Χ., ουσιαστικά έγινε κυρίαρχος της Ιταλικής χερσονήσου, η οποία παρόλα αυτά παρέμεινε χωρισμένη σε μικρά βασίλεια υπό εντόπιους ή αλλοδαπούς βασιλιάδες, πρίγκιπες ή δούκες, και η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 962, όταν ο βασιλιάς των Γερμανών Όθων Α΄ ο Μέγας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.
Για τους Φράγκους ηγεμόνες του Βασιλείου της Ιταλίας που δημιουργήθηκε μετά τη Συνθήκη του Βερντέν (843), στα πλαίσια της διανομής της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Λοθάριος Α’(843-855)
Ο Λοθάριος Α’ (795 – 855) ήταν βασιλιάς της Ιταλίας από το 818 μέχρι το 855, μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Ευσεβούς από την πρώτη σύζυγο του, Ερμενγάνδη του Εσμπάγ. Ξεσήκωσε τους δύο μικρότερους αδελφούς του, Πεπίνο Α’ της Ακουιτανίας και Λουδοβίκο τον Γερμανικό, στην προσπάθεια του πατέρα τους να παραχωρήσει την Γαλατία στον ετεροθαλή αδελφό τους, Κάρολο Β τον Φαλακρό. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, ο Κάρολος Β συμμάχησε με τον ανεψιό του, Πεπίνο Β’ της Ακουιτανίας, εναντίον της συμμαχίας του Καρόλου του Φαλακρού με τον Λουδοβίκο τον Γερμανικό. Ο τριετής εμφύλιος πόλεμος (840 – 843) εξασθένησε σημαντικά την ενιαία αυτοκρατορία του Καρλομάγνου. Ο Λοθάριος με τον Πεπίνο ηττήθηκαν από τον Κάρολο και τον Λουδοβίκο στην μάχη του Φοντεναί στις 25 Ιουνίου 841. Με την Συνθήκη του Βερντέν που ακολούθησε, το 843, ο Λοθάριος κράτησε το βασίλειο της Ιταλίας, ενώ συνυπήρχαν και οι προδρομικές μορφές των σύγχρονων κρατών της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το 855, πάσχοντας από ανίατη ασθένεια, μοίρασε το βασίλειο στους γιους του: Στον μεγαλύτερο, Λουδοβίκο Β’, έδωσε την Ιταλία, στον Λοθάριο Β’ έδωσε την Λοθαριγγία και στον νεώτερο, Κάρολο, την Προβηγκία. Μπήκε σε μοναστήρι, όπου πέθανε 6 μέρες αργότερα στις 29 Σεπτεμβρίου 855.
β. Λουδοβίκος Β΄ (855-875)
O Λουδοβίκος Β΄ (825 – 875) ήταν βασιλιάς της Ιταλίας (855 – 875) μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Λοθαρίου Α’ και της Ερμενγάρδης του Τουρ. Αφού στέφθηκε συμβασιλιάς του πατέρα του το 850 στην Ρώμη από τον πάπα Λέοντα Δ’, βάδισε στα νότια της Ιταλίας, υποχρεώνοντας τους δούκες Ράντελχις Α' του Μπενεβέντο και Σίκονουλφ του Σαλέρνο να κλείσουν ειρήνη. Με την μεσολάβηση του, το Λομβαρδικό δουκάτο διασπάστηκε στα δύο: Ο Ράντελχις πήρε το μερίδιο του με πρωτεύουσα το Μπενεβέντο, ενώ ο Σίκονουλφ πήρε το άλλο μερίδιο με πρωτεύουσα το Σαλέρνο. Με τον θάνατο του πατέρα του το 855, ο Λουδοβίκος παρέμεινε μόνος αυτοκράτορας. Δυσαρεστημένος που δεν πήρε από την αυτοκρατορία του πατέρα του τίποτε άλλο εκτός από την Ιταλία, συμμάχησε με τον θείο του, Λουδοβίκο τον Γερμανικό, εναντίον των αδελφών του, Λοθάριου της Λοθαριγγίας και Καρόλου. Αλλά αργότερα, όταν ο Λουδοβίκος Β εξασφάλισε την εκλογή του πάπα Νικόλαου Α’ (858), συμφιλιώθηκε με τον Λοθάριο. Προσπαθώντας να επαναφέρει την ισχύ του στην Ιταλία απέναντι στους ταραγμένους πρίγκιπες και τους Σαρακηνούς που λεηλατούσαν την νότια Ιταλία, εξουδετέρωσε μερικούς επιδρομείς, το 866, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις επιτυχίες του λόγω της απώλειας του στόλου του. Έστειλε πλοία για να βοηθήσει τον αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Βασίλειο Α’ (869) στην πολιορκία του Μπάρι, πρωτεύουσα του τοπικού Ισλαμικού εμιράτου, που τελικά υποτάχθηκε το 871. Ο αδελφός του Λοθάριος της Λοθαριγγίας πέθανε το 869, αλλά ο Λουδοβίκος Β απέτυχε να πάρει μερίδιο στην διαδοχή της Λοθαριγγίας. Η αντιζηλία που ξέσπασε με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ μετά την νίκη στο Μπάρι τον έκανε να αποσυρθεί στο Μπενεβέντο, για να προετοιμάσει μια μεγάλη εκστρατεία, αλλά τον Αύγουστο του 871 μετά από προδοσία αιχμαλωτίστηκε από τον Άντελχις του Μπενεβέντο. Η στρατοπέδευση Σαρακηνών ανάγκασε τον πρίγκιπα Άντελχις να τον ελευθερώσει έναν μήνα αργότερα, αφού τον υποχρέωσε να ορκιστεί ότι δεν θα πάρει εκδίκηση. Επιστρέφοντας στην Ρώμη, απελευθερώθηκε από τον όρκο του και στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτορας στις 18 Μαΐου 872 από τον πάπα Αδριανό Β’. Οι προσπάθειες του να τιμωρήσει τον Άντελχις απέτυχαν και πέθανε στην Μπρέσια στις 12 Αυγούστου 875. Τον διαδέχθηκε ο πρωτοξάδελφος του, Καρλομάνος της Βαυαρίας, γιος του Λουδοβίκου του Γερμανικού.
γ. Καρλομάνος της Βαυαρίας (876-879)
Ο Καρλομάνος της Βαυαρίας (γερμ: Karlmann, 830 - 22 Σεπτεμβρίου 880) μεγαλύτερος γιος του Λουδοβίκου Β του Γερμανικού βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων (Γερμανία) και της Έμμας κόρης του κόμητος Βελφ, ήταν βασιλιάς της Βαυαρίας (876 - 880) και της Ιταλίας (877 - 880). Εξεγέρθηκε πρώτος ενάντια στον πατέρα του, το 861, και δύο χρόνια μετά τον ακολούθησε ο δεύτερος αδελφός του Λουδοβίκος Γ ο νεότερος (γνωστός και ως Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας), ενώ αργότερα ενώθηκε μαζί και ο μικρότερος αδελφός τους Κάρολος Γ ο Παχύς. Ο Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός υποχρεώθηκε, το 965, να μοιράσει τα εδάφη του στους γιούς του. Ο Καρλομάνος πήρε μερίδιο την Βαυαρία, ο Λουδοβίκος Γ ο νεότερος την Σαξονία, Φραγγονία, Θουριγγία και ο μικρότερος Κάρολος Γ ο Παχύς την Σουηβία με την Ραετία. Μία ψευδής αναφορά ότι ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Β΄ Γερμανικός είχε πεθάνει αποκατέστησε προσωρινά τις σχέσεις του με τους γιούς τους. Ο πατέρας πέθανε το 876 και κάθε αδελφός βασίλευσε στο μερίδιο που κληρονόμησε. Οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές με καλή συνεργασία σε αντίθεση με τις σχέσεις που είχαν με τον πατέρα τους. Με τον θάνατο του Καρόλου Β του Φαλακρού (877) βασιλιά των Δυτικών Φράγκων, ο Καρλομάνος έγινε βασιλιάς της Ιταλίας. Το 879 ο Καρλομάνος έμεινε ανάπηρος από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και αναγκάστηκε να μοιράσει το βασίλειο του στα αδέλφια του. Ο Λουδοβίκος Γ ο νεότερος έλαβε την Βαυαρία και ο Κάρολος Γ ο Παχύς την Ιταλία. Πέθανε την επόμενη χρονιά. Είχε και έναν νόθο γιό από μια παλλακίδα τον Αρνούλφο που του παραχωρήθηκε το δουκάτο της Καρινθίας. Αργότερα ο Αρνούλφος της Καρινθίας έγινε βασιλιάς της Γερμανίας, βασιλιάς της Ιταλίας και αυτοκράτορας.
δ. Κάρολος Γ΄ ο Παχύς ( 879 – 887)
Ο Κάρολος Γ ο Παχύς (Charles III le Gros, 839 – 13 Ιανουαρίου 888, <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + λαός = αρχηγός, επικεφαλής του λαού {>κάρανος >κοίρανος >τύραννος}, η αρίθμηση Γ αναφέρεται στη σειρά των βασιλέων της Ανατολικής Φραγκίας) ήταν βασιλιάς της Αλαμανίας (876–888), βασιλιάς της Ιταλίας (879–888), βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων (882-888) και των Δυτικών Φράγκων (884–888), ενώνοντας για λίγα χρόνια τα δύο Φραγκικά βασίλεια. Διαδέχθηκε στην Αλαμανία τον πατέρα του, στην Ιταλία τον μεγάλο του αδελφό Καρλομάνο της Βαυαρίας, που έμεινε ανάπηρος ύστερα από ένα χτύπημα, και στέφθηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (881) από τον πάπα Ιωάννη Η΄. Διαδέχθηκε τον επόμενο χρόνο και τον αδελφό του, Λουδοβίκο Γ τον Σάξονα, ενώνοντας ολόκληρο το κράτος των Ανατολικών Φράγκων στην μετέπειτα ισχυρή Γερμανία. Με τον θάνατο και του ξαδέλφου του, Καρλομάνου Β΄, τον διαδέχθηκε και στην χώρα των Δυτικών Φράγκων, ενώνοντας προσωρινά ολόκληρη την αυτοκρατορία του προπάππου του, Καρλομάγνου. Ο ίδιος ο Κάρολος ο Παχύς αναφέρεται από πηγές ότι ήταν τεμπέλης και ανίκανος, ενώ ήταν άρρωστος πάσχοντας από επιληψία.
Ο Κάρολος Γ ήταν ο νεότερος από τους τρεις γιους του Λουδοβίκου του Γερμανικού, βασιλιά των Ανατολικών Φράγκων, και της Έμμας του Άλτντορφ. Ένα δαιμονικό περιστατικό περιγράφεται στην παιδική του ηλικία: έβγαζε αφρούς από το στόμα πριν εισέλθει στο ιερό της εκκλησίας. Αυτό θεωρήθηκε από τον πατέρα του σαν θεόσταλτο σημάδι για τον μικρότερο γιο του. Το 863 ο μεγαλύτερος αδελφός του Καρλομάνος εξεγέρθηκε εναντίον του πατέρα του. Την εξέγερση ακολούθησε ο επόμενος αδελφός Λουδοβίκος Γ ο Σάξονας και τέλος ενώθηκε μαζί τους και ο Κάρολος Γ. Το 865 ο Λουδοβίκος Γ πιέστηκε να μοιράσει τα εδάφη στους διαδόχους του: Η Βαυαρία δόθηκε στον Καρλομάνο, η Σαξονία στον Λουδοβίκο Γ και η Αλαμανία με την Σουηβία στον μικρότερο Κάρολο Γ, ενώ η Λοθαριγγία μοιράστηκε ανάμεσα στους δύο μικρότερους. Όταν, το 875, πέθανε ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Β΄ που ήταν ταυτόχρονα και βασιλιάς της Ιταλίας την παραχώρησε στον μεγαλύτερο αδελφό του Καρλομάνο της Βαυαρίας, αλλά ο βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων, Κάρολος ο Φαλακρός, επιτέθηκε στην Ιταλία στεφόμενος ο ίδιος βασιλιάς. Ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός έστειλε τους μικρότερους γιους του να τον αντιμετωπίσουν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε σημαντικό. Οι περιπέτειες έληξαν με τον θάνατο του Καρόλου του Φαλακρού ο 877, ενώ εν τω μεταξύ είχε πεθάνει και ο πατέρας του Καρόλου Γ, Λουδοβίκος Β ο Γερμανικός (876). Τα τρία αδέλφια συνεργάστηκαν το καθένα στο μερίδιο του αρμονικά, φαινόμενο σπάνιο την σκοτεινή εκείνη εποχή. Το 877, ο Καρλομάνος της Βαυαρίας πήρε και την Ιταλία οριστικά από τον θείο τους, Κάρολο τον Φαλακρό. Το 879, ο Καρλομάνος της Βαυρίας έμεινε ανάπηρος από ατύχημα μοιράζοντας το μερίδιο του στα αδέλφια του: Έδωσε την Βαυαρία στον Λουδοβίκο Γ και την Ιταλία στον Κάρολο Γ. Από τότε ως το 886, ο Κάρολος Γ αφιέρωνεε τον περισσότερο χρόνο του στην Ιταλία.
Στις 18 Ιουλίου 880 ο πάπας Ιωάννης Η΄ έστειλε γράμμα στον Γκυ Β΄ του Σπολέτο ζητώντας ειρήνη, αλλά ο Γκυ αγνοώντας το γράμμα επιτέθηκε στα παπικά εδάφη. Ο πάπας ζήτησε την βοήθεια του Καρόλου Γ, τον οποίο έστεψε αυτοκράτορα στις 12 Φεβρουαρίου 881, αλλά οι υπηρεσίες που του πρόσφερε ήταν πολύ λίγες. Σαν αυτοκράτορας ο Κάρολος Γ ο Παχύς άρχισε την κατασκευή νέου ανακτόρου στο Σλέσταντ στην Αλσατία στα πρότυπα των ανακτόρων του Καρλομάγνου στην προηγούμενη πρωτεύουσα Άαχεν. Το Άαχεν δεν μπορούσε να το κρατήσει σαν πρωτεύουσα, αφού ανήκε στο βασίλειο του αδελφού του, ενώ το Σελέστατ ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη εκείνη την εποχή στην Γερμανία. Τον Φεβρουάριο του 882, ο Κάρολος Γ συγκάλεσε σύνοδο στην Ραβέννα, όπου έκλεισε ειρήνη με τον Γκυ και τον θείο του, Γκυ του Καμαρίνο, υπό την προϋπόθεση να επιστρέψει πίσω τα παπικά εδάφη. Τον Μάρτιο, ήρθε γράμμα από τον πάπα στον Κάρολο Γ ότι ο Γκυ δεν εκπληρώνει τους όρους της συμφωνίας. Το 883, ο Γκυ που είχε γίνει δούκας του Σπολέτο κατηγορήθηκε για προδοσία.
Τον Φεβρουάριο του 882, ο Κάρολος Γ συγκάλεσε σύνοδο στην Ραβέννα, όπου ο Γκυ, ο Γκυ του Καμερίνο, ο πάπας και ο αυτοκράτορας συμφώνησαν ο Γκυ να επιστρέψει τα παπικά εδάφη. Το 883, ο Γκυ, που είχε γίνει δούκας του Σπολέτο, κατηγορήθηκε για προδοσία, συμμάχησε με τους Σαρακηνούς και ο Κάρολος Γ έστειλε εναντίον του τον Βερεγγάριο. Ο Βερεγγάριος, αν και είχε αρχικά μερικές επιτυχίες, στην συνέχεια η επιδημία πανώλης στον στρατό του τον ανάγκασε να επιστρέψει. Περί τα τέλη της δεκαετίας, υπολείμματα του μεγάλου στρατού που είχε ηττηθεί από τον Αγγλοσάξονα Αλφρέδο τον Μέγα στην μάχη του Ίθανταν (878) άρχισαν την εγκατάσταση στις Κάτω Χώρες. Επιτέθηκαν στον αδελφό του, Λουδοβίκο Γ τον Σάξονα, αλλά αυτός πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 882 και ο Κάρολος Γ κληρονόμησε ολόκληρο το βασίλειο των Ανατολικών Φράγκων αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Βίκινγκς Γοδεφρείδο και Σίγκφριντ. Ο Γοδεφρείδος δέχθηκε να βαπτιστεί χριστιανός, έγινε υποτελής του Καρόλου Γ και παντρεύτηκε την Γκιζέλα, κόρη του Λοθαρίου Β΄.
Δεν αποκτήσει παιδιά από τον γάμο του με την Ριχάρδη, και προσπάθησε να αποκτήσει από μια άγνωστη αυλική νόθο γιο, τον Βερνάρδο, πυ τον αναγνώρισε διάδοχο του (885). Είχε την υποστήριξη του πάπα Αδριανού Β΄, τον οποίο προσκάλεσε, αλλά εκείνος πέθανε στο ταξίδι τον Οκτώβριο του 885, μετά την πρώτη αποτυχημένη του απόπειρα να κάνει τον Βερνάρδο βασιλιά της Λοθαριγγίας. Μετά, επιχείρησε να προσεγγίσει στις αρχές του 886 τον νέο πάπα Στέφανο Ε΄, πετυχαίνοντας αρχικά την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίσει την νομιμοποίηση στην διαδοχή του Βερνάρδου, αλλά ακύρωσε την απόφαση του στις 30 Απριλίου 887. Βλέποντας ο Κάρολος Γ ότι όλες οι προσπάθειες του για την νομιμοποίηση του Βερνάρδου ήταν μάταιες, υιοθέτησε τον Λουδοβίκο της Προβηγκίας, ώστε να του εξασφαλίσει την διαδοχή σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του.
Όταν ο Καρλομάνος Β΄, βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 884, οι ευγενείς του βασιλείου προσκάλεσαν τον Κάρολο Γ τον Παχύ να ενώσει το βασίλειο τους στο στέμμα του. Έτσι "ανέστησε", ολόκληρο το βασίλειο του Καρλομάγνου, με εξαίρεση την Βρετάνη, αλλά στην Γαλλία συνάντησε αμέσως προβλήματα με τους Βίκινγκς. Το 885, Νορμανδικός στρατός με επικεφαλής τον Σίγκφριντ πολιόρκησε το Παρίσι, απαιτώντας για άλλη μια φορά νύφη για τον εαυτό του, αλλά ο Κάρολος αρνήθηκε να του δώσει. Ο κόμης Όντο των Παρισίων πήγε στον Κάρολο αναζητώντας την βοήθεια του, αλλά ο Κάρολος δεν είχε διάθεση να τους πολεμήσει παρά μόνο να τους δωροδοκήσει για να φύγουν.
Η μοναδική πολεμική του επιχείρηση ήταν η καταστολή της εξέγερσης στη Βουργουνδία. Η δημοτικότητα του ιδιαίτερα στην Γαλλία είχε μειωθεί σημαντικά. Ενώ στις 11 Νοεμβρίου 887 συγκάλεσε συμβούλιο στην Φραγκφούρτη για να ορίσει διάδοχο του τον Λουδοβίκο της Προβηγκίας, ο φιλόδοξος ανεψιός του, Αρνούλφος της Καρινθίας, προετοίμασε γενική εξέγερση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Σε λίγο καιρό έχασε όλη την δύναμη και τους υποστηρικτές του, άρρωστος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και πέθανε λίγο αργότερα στις 13 Ιανουαρίου 888.
ε. Βερεγγάριος Α΄ (887-924)
Ο Βερεγγάριος Α΄ (Berengar I, Φρίουλι, 845 – Βερόνα, 7 Απριλίου 924) ήταν βασιλιάς της Ιταλίας από το 887. Είναι ακόμα γνωστός ως Βερεγγάριος της Φρίουλι (Berengar of Friuli), λόγω του ότι κυβερνούσε την περιοχή Φρίουλι από το 874 μέχρι τουλάχιστον το 890, αλλά σίγουρα έχασε τον έλεγχο των εδαφών της περιοχής από το 896. Ο Βερεγγάριος Α΄ αναδείχθηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς λαϊκούς της αυτοκρατορίας του Καρόλου Γ του Παχύ, και εκλέχτηκε για να αντικαταστήσει τον Καρόλο Γ στην Ιταλία μετά την καθαίρεση του τελευταίου το Νοέμβριο του 887. Η μακρά βασιλεία του των 36 ετών τον έφερε σε αντιπαράθεση με τουλάχιστον επτά άλλους διεκδικητές του ιταλικού θρόνου. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται συνήθως ως «προβληματική» λόγω των πολλών ανταγωνιστών για το στέμμα και λόγω της άφιξης των Ούγγρων επιδρομέων στη Δυτική Ευρώπη. Ένας από τους άνδρες του τον δολοφόνησε στις 7 Απριλίου 924 στη Βερόνα.
στ. Ροδόλφος Β της Βουργουνδίας (924-926)
Ο Ροδόλφος Β (Ρούντολφ ΙΙ 880 -. 11 Ιουλίου 937) ήταν βασιλιάς της Άνω Βουργουνδίας (912-937), της Κάτω Βουργουνδίας (Προβηγκία, 933-937), και της Ιταλίας (924-926). Ήταν γιος του Ρούντολφ Α', βασιλιά της Άνω Βουργουνδίας, και εικάζεται ότι η μητέρα του ήταν κάποια γνωστή του πατέρα του (η Guilla της Προβηγκίας). Παντρεύτηκε την Βέρθα της Σουηβίας το 922. Μετά την άνοδό του στο θρόνο, της Βουργουνδίας, το 912, του ζητήθηκε από διάφορους ιταλούς ευγενείς να παρέμβει στην Ιταλία για λογαριασμό τους ενάντια στον αυτοκράτορα Βερεφγγάριο Α το 922. Αφού εισήλθε στην Ιταλία, στέφθηκε βασιλιάς των Λομβαρδών στην Παβία. Το 923 νίκησε στην Piacenza τον Βερεγγάριο, ο οποίος δολοφονήθηκε το επόμενο έτος, ενδεχομένως, με την προτροπή του Ρούντολφ. Ωστόσο, το 926, η ιταλική αριστοκρατία στράφηκε εναντίον του και ζήτησε από τον Ούγο (Hugh) της Αρλ, κυβερνήτη της Προβηγκίας (ή Κάτω Βουργουνδίας), να τους κυβερνήσει, αντί για. τον Ρούντολφ, ο οποίος επέστρεψε στην Άνω Βουργουνδία για να προστατεύσει τον εαυτό του, επιτρέποντας τη στέψη του Ούγου. Ο Ρούντολφ παρέμεινε κυβερνήτης της Βουργουνδίας μέχρι το θάνατό του το 937. Μετά το θάνατο του Ροντολφ το 937, η κόρη του Αδελαΐδα παντρεύτγκε τον γιο του Ούγου Λοθάριο, ενώ ο Ούγος παντρεύτηκε τη χήρα του Ρούντολφ Βέρθα. Η Αδελαΐδα αργότερα έγινε η δεύτερη σύζυγος του Όθωνα Α του Μέγας, και μητέρα του Όθωνα Β της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.
ζ. Ούγος της Προβηγκίας (926-948)
Ο Ούγος της Αρλ ή Ούγος της Προβηγκίας (887 – 948) ήταν βασιλιάς της Ιταλίας (924 – 948) από την δυναστεία των Μποσονιδών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθησε να δημιουργήσει σχέσεις με το Βυζάντιο. Είχε πολλές επιτυχίες με τους εξωτερικούς εχθρούς του, αλλά οι πολιτικές του δημιούργησαν πολλούς εσωτερικούς εχθρούς, που αποδυνάμωσαν τις εξουσίες του ως τον θάνατο του. Ήταν γιος του Θεοβάλδου της Αρλ και της Μπέρθας, θυγατέρας του Λοθαρίου Β΄, βασιλιά της Λοθαριγγίας. Κληρονομώντας τις κομητείες της Αρλ και της Βιέννης, έγινε ένας από τους ισχυρότερους ευγενείς του βασιλείου της Προβηγκίας. Μετά την αιχμαλωσία και εξορία του αυτοκράτορα Λουδοβίκου Δ΄ του Παιδός, που ήταν επίσης βασιλιάς της Προβηγκίας (905), έγινε αντιβασιλιάς και το 911 πήρε τον τίτλο του δούκα της Προβηγκίας. Μετακίνησε την πρωτεύουσα του στην Αρλ και νυμφεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Λουδοβίκου Δ Γουίλλα, κόρη του Μπόσο της Προβηγκίας. Το 923 επιτέθηκε με προβηγκιανό στρατό στην Λομβαρδία (923). Το 922 ευγενείς εξεγέρθηκαν κατά του βασιλιά Βερεγκάριου Α, ορίζοντας τον Ροδόλφο Β΄ της Βουργουνδίας βασιλιά της Ιταλίας. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε τερματίστηκε με την δολοφονία του Βερεγκάριου το 924.
Οι υποστηριχτές του Βερεγκάριου όρισαν βασιλιά της Ιταλίας τον Ούγο (925), ενώ ο Ροδόλφος Β διώχθηκε από την Ιταλία (926). Το 928 κατάφερε να ενσωματώσει στο βασίλειο της Ιταλίας τμήματα της Προβηγκίας. Εφάρμοσε σωστή κεντρική διοίκηση, και αντιμετώπισε επιτυχώς τις επιδρομές των Μαγυάρων επιδρομέων. Ήλθε σε σύγκρουση με τον Ροδόλφο της Βουργουνδίας, ελπίζοντας να έχει την υποστήριξη του Γάλλου μονάρχη Ροδόλφου (923-936), ο οποίος κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της Βιέννης και της Λυών, ενώ ο Ούγος επέστρεψε στην Ιταλία και δέχθηκε το αυτοκρατορικό στέμμα. Κατάφερε μετά από πίεση να πείσει τους ευγενείς να αναγνωρίσουν ως διάδοχο του τον γιο του, Λοθάριο, ο οποίος στέφθηκε μαζί του τον Απρίλιο του 931. Την ίδια χρονιά κατηγόρησε τον ετεροθαλή αδελφό του, Λαμβέρτο της Τοσκάνης, για προδοσία και τον εξόρισε, αλλά ο πραγματικός λόγος εξορίας ήταν ότι ο Λαμβέρτος του στάθηκε εμπόδιο στην πραγματοποίηση του δεύτερου γάμου του. Το 936, ο Ούγος αντικατέστησε τον Μπόσο της Τοσκάνης με τον γιο του, Ουμβέρτο. Οι προσπάθειες του Ούγου να επεκτείνει τις κτήσεις του με έναν δεύτερο γάμο απέτυχαν. Για να επεκτείνει την εξουσία του στο Μιλάνο, έστειλε μοναχό τον νόθο γιο του, Θεβάλδο, τοποθετώντας τον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου στην θέση του Αρδέριχου. Συνέχισε την άμυνα του κράτους του εναντίον των Μαγυάρων και των Ανδαλουσιανών πειρατών και έκανε συνθήκη με τον Ροδόλφο της Γαλλίας (933), σύμφωνα με την οποία εγκατέλειψε τα δικαιώματα του στην Ιταλία παραμένοντας στην Προβηγκία. Διατήρησε φιλικές σχέσεις με το Βυζάντιο, και συνέχιζε την τακτική να παραχωρεί περιοχές και αξιώματα σε ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του, προκαλώντας την αντίδραση της αριστοκρατίας. Ο Βερεγγάριος Β΄ της Ιταλίας επαναστάτησε και εξορίστηκε το 941. Το 945 ο Βερεγκάριος επέστρεψε από την εξορία του στην Γερμανία, νίκησε σε μάχη τον Ούγο και τον Ούγος, ο οποίος κατέφυγε στην Προβηγκία, αλλά εξακολουθούσε να διατηρεί τον βασιλικό τίτλο.
η. Λοθάριος Β΄ της Ιταλίας (948-950)
Ο Λοθάριος Β΄ της Ιταλίας (926 – 22 Νοεμβρίου 950) ήταν βασιλιάς της Ιταλίας (948 – 950) από την δυναστεία των Μποσονιδών, που καταγόταν από τον Μπόσο της Προβηγκίας, υιός και διάδοχος του Ούγου της Προβηγκίας και της Γερμανίδας Άλδας. Νυμφεύτηκε στις 12 Δεκεμβρίου 947 την Αδελαΐδα της Ιταλίας, κόρη του Ροδόλφου Β΄ της Βουργουνδίας και της Βέρθας της Σουηβίας, γάμος που έγινε για πολιτικούς λόγους. Απέκτησαν μια κόρη, την Έμμα (948), που έγινε αργότερα βασίλισσα της Γαλλίας με τον γάμο της με τον Καρολίδη βασιλιά της Γαλλίας Λοθάριο. Αλλά ο Λοθάριος Β ήταν ανίσχυρος στην Ιταλία, αφού την πραγματική εξουσία είχε ο Βερεγγάριος Β΄ της Ιταλίας, ο οποίος πιθανότατα τον δηλητηρίασε ζητώντας να νυμφευτεί την χήρα του, Αδελαΐδα. Η Αδελαΐδα αρνήθηκε, πραγματοποιώντας δεύτερο γάμο με τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Α΄.
θ. Βερεγγάριος Β΄ της Ιταλίας (950-963)
Ο Βερεγγάριος Β (Berengar ΙΙ 900 -. 966) ήταν βασιλιάς της Ιταλίας από το 950 μέχρι την εξθρόνισή του σε 961. Γιος του μαρκήσιου Αδαλβέρτου Α (Adalbert Ι) της Ιβρέας και της συζύγου του Γκιζέλας του Φρίουλι, κόρης του βασιλιά Βερεγγάριου Α της Ιταλίας, ήταν γόνος των δυναστειών Anscarid και Unruoching, και είχε το όνομα του παππού του Βερεγγάριο Α. Το 923 νυμφεύτηκε την Βίλλα (Willa), κόρη του μαρκήσιου Μπόσο (Boso) της Τοσκάνης και ανεψιά του βασιλιά Ούγου της Ιταλίας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του ως μαρκήσιο της Ιβρέας το 923 και μετά το 940 τέθηκε επικεφαλής της αριστοκρατικής αντιπολίτευσης ενάντια στους βασιλείς Ούγο και Λοθάριο Β της Λοθαριγγίας. Το 950 διαδέχθηκε τον Λοθάριο Β και είχε το γιο του, Αδαλβέρτο (Adalbert) ως συνκυβερνήτη του. Προσπάθησε να νομιμοποιήσει τη βασιλεία του νυμφευόμενος τη χήρα του Λοθάριου Β Αδελαΐδα, αλλά εκείνη αρνήθηκε και ζήτησε την προστασία του Όθωνα Α της Γερμανίας, ο οποίος το 951 εισέβαλε στην Ιταλία, νυμφεύτηκε την Αδελαΐδα ο ίδιος και έλαβε τον τίτλο του βασιλιά των Λομβαρδών. Ο ίδιος επέστρεψε στη Γερμανία ορίζοντας το γιο του Κονράδο αντιβασιλιά του στην Παβία. Ο Βερεγγάριος Β το 952 αναγνώρισε την επικυριαρχία του Όθωνα Α της Γερμανίας, παραμένοντας βασιλιάς της Ιταλίας υποτελής στον Όθωνα, αλλά αργότερα μετείχε σε εξέγερση εναντίον του. Το 960 ο Βερεγγάριος Β εισέβαλε στα παπικά κράτη, και την επόμενη χρονιά το βασίλειό του κατακτήθηκε από τον Όθωνα Α, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας το 962. Ο Βερεγγάριος Β παρέμεινε πολιορκημένος στο Σαν Λεό μέχρι την παράδοσή του το 964. Πέθανε στη φυλακή στη Γερμανία δύο χρόνια αργότερα. Η σύζυγός του Βίλλα πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε ένα γερμανικό γυναικείο μοναστήρι.
Μετά τον Βερεγγάριο Β η Ιταλία υπάχθηκε στις κτήσεις των Γερμανών Αυτοκρατόρων για 597 χρόνια, χάνοντας την πολιτική αυτονομία της ως ενιαίο ανεξάρτητο κράτος, αφού οι Γερμανοί αυτοκράτορες ήταν κατά κανόνα οι ίδιοι και βασιλείς της Ιταλίας. Μετά τον θάνατο του Όθωνα Γ΄ το 1002, μέρος της Ιταλίας υπάχθηκε στον Αρδουίνο της Ιβρέας που στέφθηκε βασιλιάς στην Παβία, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της υπάχθηκε στον διάδοχο του Όθωνα, Ερρίκο Β΄ τον Άγιο. Ο ανταγωνισμός των δύο αυτών βασιλιάδων και η ανάμιξη σ’ αυτόν των φιλοδοξούντων να καταλάβουν τον παπικό θρόνο, οδήγησαν σε μακροχρόνιο πόλεμο, που συνεχίστηκε με την Έριδα της Περιβολής που ξέσπασε το 1075, όταν αυτοκράτορας των Γερμανών ήταν ο Ερρίκος Δ΄. Οι συνεχείς πόλεμοι και η έλλειψη ενιαίας ισχυρής εξουσίας οδήγησαν στην ίδρυση του κράτους των Νορμανδών τον 11ο αιώνα, ενώ αργότερα ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α΄ Μπαρμπαρόσα δεν κατάφερε να κατακτήσει όλη την Ιταλία και αναγκάστηκε να υπογράψει την ειρήνη της Κωνσταντίας το 1183, που έδωσε την ευκαιρία στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ να ανασυστήσει την κοσμική παπική εξουσία στην Ρώμη, σε μια εποχή κατά την οποία οι Σταυροφορίες επέτρεψαν την στενή επαφή της Δύσης με την Ανατολή, εξαιτίας της οποίας πολλές Ιταλικές πόλεις, όπως η Πίζα, η Γένοβα, η Βενετία, το Μιλάνο, η Φλωρεντία, η Σικελία και η Νάπολη, γνώρισαν περίοδο εξαιρετικής ακμής και οικονομικής δύναμης, αρκετές απ’ αυτές χάρη και στην διοίκηση που ασκούσαν συγκεκριμένες οικογένειες ή άτομα, όπως οι Μέδικοι στην Φλωρεντία ή οι Βισκόντι στο Μιλάνο.
Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ το 1250, το βασίλειο της Σικελίας περιήλθε στον Κάρολο τον Ανδεγαυϊκό που συμπεριφέρθηκε τυραννικά στους υπηκόους του και το 1282 προκάλεσε φοβερή σφαγή των Γάλλων, που είναι γνωστή με το όνομα «Σικελικός Εσπερινός», μετά την οποία το κράτος διαιρέθηκε σε δύο αλληλομαχόμενα τμήματα, μέχρις ότου ο Ισπανικός οίκος της Αραγονίας εγκαθιδρύθηκε στην Σικελία το 1409 και σε όλη την νότια Ιταλία το 1448. Το 1494 ο Γάλλος βασιλιάς Κάρολος Η΄ των Βαλουά εισέβαλε στην Ιταλία, η οποία έγινε έτσι πεδίο σύγκρουσης Ισπανών, Γάλλων και Γερμανών, με τελικό αποτέλεσμα ύστερα από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο ανάμεσα στον Ερρίκο Β΄ των Βαλουά και τον Κάρολο Ε΄ Κουίντο των Αψβούργων, που κράτησε από το 1521 μέχρι το 1559, η Ιταλία, με εξαίρεση την Βενετία, να περιέλθει στην κατοχή των Ισπανών, που διατηρήθηκε επί 150 χρόνια.