106. MARCEL THIRY, 1897 – 1977.
Μαρσέλ Τιρύ.
Βέλγος.
106.1. ΑΛΛΑΓΜΕΝΟΣ ΣΕ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΘΛΙΒΕΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Αλλαγμένος σ’ εργοστάσιο στοχασμού θλιβερών πραγμάτων
Παράγω όλες τις νύχτες από τη μία η ώρα
Όταν με ξυπνάει η υπερηχητική σειρήνα.
Τότε το μετάλλευμα της λύπης, σε τριμμένες
Χωμάτινες τούρτες, αρχίζει με μακριές σειρές ανυψωτήρων
Να τροφοδοτεί πιστά τις μαλακτικές συσκευές
Για να κάνουν σταθερές τις θλιβερές σκέψεις.
Οι σφόνδυλοι ζυγοσταθμισμένοι σωστά από γιγάντιες τύψεις
γυρίζουν σαν μυλόπετρες.
Το αρσενικό παράπονο αποτυπώνει την θηλυκή μεταμέλεια.
Ο εγκεφαλικός θάλαμος των καλά τροφοδοτημένων μηχανών,
Στο λευκαντικό πήγαινε έλα αυτών των καλολαδωμένων εμβόλων,
Μέσα στο γκρίζο φως του νέον των μηνιγγιών,
Χύνει με κανονικό ρυθμό την ύλη του.
Είναι μια χύτευση μηχανευμένη σε καλούπια
Απέραντα. Και το εργοστάσιο με τις πιστές λευκάνσεις
Με την κατάπληξη των ζώων που γεννιούνται,
Παρατηρεί την ερημιά του να εκδίδει με κόπο
Όλες τις παράδοξες μορφές αυτής της χύτευσης.
Ποιος με άλλαξε σε τούτο το εργοστάσιο; Δεν ήμουν κάποτε
Η ελαφριά κατάθεση των εποχών και των ονείρων,
Μια χώρα δέντρων μέσα στους ανέμους κάτω από τα σύννεφα;
Όμως χρειάστηκε να έλθει κάποιο αφεντικό ----
που ήρθε
Σαν κλέφτης;
---- μάλλον ο άγνωστος ιδιοκτήτης
Που αγοράζει από μακριά τις εκτάσεις, τις χώρες
Για ιερές βιομηχανοποιήσεις,
Και που το όνομά του έχει κακή φήμη στον κόσμο.
Ένα όνομα από νύχτα κι αριθμό, δε θυμάμαι
Καλά. Όμως τόσο καινούριο και αυστηρά ηχηρό
Που αναγνωρίζεται η μακρινή του δύναμή που προσκαλεί
Όταν ακούγεται αυτή η υπερηχητική σειρήνα.
Ποιος με άλλαξε έτσι σε έρημο εργάτη,
Σ΄ ένα εργοστάσιο ρομπότ με μοναδικό νυχτοφύλακα
Αυτό το εγώ που ήταν ελεύθερη πατρίδα, και που ήρθε να ελαττώσει
Το νέο αφεντικό με τ’ όνομα από νύχτα και εκατονταετία;
---- Από εκατονταετία .... Ξαναβρίσκω με κόπο
Αυτό το καινούργιο όνομα μέσα στην ανθρώπινη υπερηχητικότητα.
Ο νέος ιδιοκτήτης λέγεται Εξηκονταετία.
107. ROBERT GANZO, 1898 – 1995.
Ρομπέρ Γκανζό.
Βενεζουελανός.
107.1. ΟΡΓΗ
Κατηγορηματικός κι έχοντας φτάσει μέχρι τον χυμό των χόρτων,
καθώς μια τάξη ξετυλίγει στον ουρανό τους θορύβους της
σκορπισμένους κι ατελείωτους και, ξαφνικά, σκοτεινιασμένους
σαν μία μαύρη αταξία μες στο καινούργιο αίμα των χόρτων
και τα κλαδιά ορθώνουνε τα τρομαγμένα νεύματά τους
πάνω στη γη, ανάμεσα σ’ όλους τους τρόμους
όπου βρίσκονται τα βάσανα των ισημεριών, των παλιρροιών,
τα θλιμμένα νερά των λιμνών στην ανασηκωμένη αυγή,
οι βάλτοι πάντοτε καρτερικοί και τα ανθοδοχεία τους
για πυρετούς θειαφιού και φόβου, για πάντα.
Η τάξη αυτή έφτασε μέχρι τους τόπους σας, θυμοί,
και που γι’ αυτήν δεν ξέρει ούτε ο αιθέρας ούτε οι ατμοί,
όπου φτιαχνόταν το διάστημα σκάζοντας μέσα στο διάστημα
σαν να ‘θελε να χωρίσει, με μια σάρκα, ζωή και θάνατο,
ούτε οι ετοιμόρροποι κρότοι στα σύνορα των κόσμων
οι αδένες δίχως μέτρο που χύνουνε το δηλητήριό τους
σε γιγάντια ρήματα, στους σίφουνες, στους κυκλώνες,
σε αναπηδήματα για την άτακτη φυγή του γαλάζιου
στους πόνους, στον αφρό, στην παραφορά, στις περιπτύξεις,
στα χάη που βαραίνουν ακόμη στις σκληρές γροθιές μας.
Όταν όλα μας φαίνονταν χάρη και γλύκα διδαγμένες
στη γωνία και στο δακτύλιο πέθαινε η υπομονή.
Φωτιές που δεν έσβησαν ποτέ αγκάλιασαν το τοπίο τους
σαν τόπος που ξαφνικά μεταφέρθηκε αλλού.
Είναι πάλι ο χρόνος ξανασηκωμένος από τα ερείπια
που φυσάει πάνω μας τόσες χιλιετίες ταραχών.
Τι λοιπόν ασφυκτιούσε μέχρι ποιον ορίζοντα;
Τι έκανε ο κλονισμός αυτός, αυτή η τεράστια μεθυσμένη φτερούγα,
αυτή η χλομάδα που πετυχαίνει σχεδόν ποιο μυστικό σκοπό
κι αυτές οι στραγγαλισμένες φωνές των ζώων μες στη
φουσκοθαλασσιά;
Όμως πριν; Τίποτε εκτός από μια ενέργεια δίχως ηλικία,
σε αναμονή, ταυτόχρονα ποταμός και χείμαρρος μελλοντικός.
Ο δαμαστής και το θηρίο, ταυτόχρονα μαύρα, και άσπρα
ουσία και πείνα ή γέλιο και κλάμα, φλόγα και κρύος αέρας.
Σε αναμονή και πάντα τακτοποιώντας τη φύση
---- πόσο κενό συμπιεσμένο μέχρι τον κοχλασμό,
μέχρι το κύμα σε εκκρεμότητα, μέσα στο κύμα, μέχρι την άμμο; ----
τυφλή στο βάθος του ανοιχτού ματιού του διαμαντιού,
και κουφή στους θορύβους, καθώς ένα μοναδικό στοιχείο
συγκρούεται πια σε σώματα φθαρτά.
Στα καλέσματα των όπλων των μεσημεριών,
στο άνοιγμα των πανιών των πρώτων αιτιών,
αυτό έγινε για να συγκεντρωθούν καινούργια ευρήματα:
Η αμμωνία που αποπνέει ιδρώτες των δαιμόνων,
η ερεθισμένη φυτική γη, το δηλητήριο, το τρίξιμο,
κι οι κωδωνοκρουσίες του κινδύνου που σημαίνουν τρέλα στα
νεφρά,
το πλήθος που συνωθεί τους ιχνηλάτες του στο φίλντισι
και, καταπονημένο απ’ τα παιχνίδια του, στους κεραυνοβόλους
εγκεφάλους
στον κόσμο αυτό που μετατράπηκε σε αιώνια ερείπια,
μια αιτία που γυρίζει στους ίδιους της τους ίλιγγους.
Από πού έρχεσαι, από πού μιλάς, κουβαριασμένη μέρα;
Από ποιο λόφο χωρίς νερό, χωρίς αφρό, χωρίς φυλλώματα,
από ποια μακρινή συγκέντρωση έκπληκτων προσώπων,
από ποιο βυθό, από ποιο αγνώριστο ναυάγιο,
από ποιες απότομες ερήμους που προχωράνε μες στην άμμο τους,
από ποιο ύψιστο κακό που δραπετεύει απ’ τον ξεπερασμένο ίσκιο
του;
Από πού έρχεσαι, χτυπώντας τα ταμ-ταμ και τα ταμπούρλα σου;
Από πού μιλάς αυτή τη γλώσσα της εξορίας, οργή;
με ποια αγάπη δίχως άλλη ελπίδα, από ποια γη,
με ποια πρώτιστη ανησυχία κι από ποια μέρα;
Και πάλι, είναι ο χρόνος που σηκώνεται απ’ τα ερείπιά του
για ποια νεύματα χωρίς χέρια που ήδη αρνείται,
ή ποιο κύμα που κατακλύζει τις αγωνίες των υδροφρακτών;
Και ποιο κάλεσμα μολύβδου κάνει να κινείται ο ουρανός
που πλησιάζει, χτυπημένος από αδύνατες πτήσεις;
Οργή: Μια πύλη έτοιμη ν’ ανοίξει μέσα στο αίμα
διασχισμένη από ένα πύον από πέτρες και λυγμούς.
Ακόμα: Σκοτεινιά χαμένου μαργαριταριού που βγήκε
σε πλειστηριασμό ---- ένας φόβος έκπτωτου θαύματος ----
από συντριμμένες φωνές όπου κυλάνε κουδουνάκια.
Στο άνοιγμα των πανιών των πρώτων αιτιών,
αυτό έγινε για να συγκεντρωθούν καινούργια ευρήματα:
Τα νεύρα σε ανθοδέσμες δακρύων κάτω από το δέρμα,
δαγκώματα χωρίς δόντια σε καρδιά τίγρη που βρυχιέται
και, κατάπληκτοι, νεκροί κάτω απ’ την πολυτέλεια των δοντιών.
Τα φρούτα της σάρκας θρεμμένα με ποιο οργισμένο γάλα;
Τα πτερύγια της φωτιάς που καίει τα λουλούδια του νερού,
τα χρυσαφένια σκιάχτρα μέσα στα μάτια των πουλιών,
κι ο άνθρωπος τελικά μέσα στο χρόνο των οστών του,
με την ακραία απόγνωση του δυνατού αδύνατου.
Μια σιωπή από τα άκρα όπου έκλαιγε μια ιτιά,
σμίγει τους θορύβους των επαναστατημένων άστρων.
Πιο μακριά, κυριαρχικές επαναστάσεις που ο άνθρωπος
διεκδικεί, αν ξέρει πως οι ευτυχίες κινδυνεύουν.
Ακόμα: Συσσωρευμένες πιο μακριά οι παλιές σιωπές
σκασμένες, άλλοτε, σε μίση λάσπης
και αλλαγμένες σε οπισθοχωρήσεις περιεχόμενων όρκων.
Έπειτα, οι κατάδικοι άσχημα δεμένοι στους τροχούς τους,
οι υπναλέοι, άσχημα κοιμισμένοι, όλο σου το δράμα άσχημα
φιμωμένο,
οργή, κόμπος αίματος που μια σιωπή τον λύνει.
Χίλιες πορείες σάρκας που πρέπει να ξανακατέβουμε,
εμείς μάγοι με μορφασμούς που ήρθαν απ’ τη μνήμη
και που χτυπάνε τους πυρίτες που φτιάχτηκαν από παλιά φτύματα,
από ρετσίνες που στερεώνουν το σάλιο ποιων σκυλιών;
Για αξέχαστους βιασμούς στο γκρίζο της στάχτης,
για τα κοπάδια του λίβα και του βοριά που περιπλανιούνται,
οργή: Λέξεις του φουσκωμένου παγετού πάνω στους επιπλέοντες
πάγους
τυφλές, από παλιά, μέσα στη νάρκωση της νύχτας,
σαν ένας χρόνος κόκαλων που τρίζει παντού και σπάει
σ’ ένα διάστημα ανοιχτό σε αφανισμένα σήματα.
108. ROBERT GOFFIN, 1898 – 1984.
Ρομπέρ Γκοφέν.
Βέλγος.
108.1. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΟΥ
Δώσ’ μου το χέρι για να σου δείξω την επικίνδυνη διάβαση των
γυναικών - κατασκόπων
Οι πόλεμοι γυρίζουν γύρω τους σαν ξύλινα αλογάκια
Κρύβουν σαν κλοπιμαίο την ποίηση σε μελινίτιδα κατάλληλης δόσης
μέσα σε κουφέτα, (1)
Έχουν πρόσθετες τούφες στα μαλλιά, γλώσσα συνθηματική και
φοράνε στα δάχτυλά τους
Δαχτυλίδια με περίπλοκους σφραγιδόλιθους που χρησιμεύουν σαν
κωδικός αναγνώρισης.
Κατά βούληση, αλλάζουν φύλο, λαχανικά, έρωτα, ακόμα και φυλή
Και το βράδυ, επιχειρούν να ανοίξουν με αγκυλοβελόνες
τηλεγραφήματα διπλής σειράς
Κάνουνε πόλεμο, κάνουν ειρήνη, κάνουν έρωτα.
Οι στρατηγοί τις γνωρίζουν μόνο απ’ τον διακριτικό τους αριθμό
Παίζουνε στη ρουλέτα όλες τις μέρες των ημερολογίων τους,
Ξέρουν ότι στο τέλος πρέπει να πληρώσουν
Και υπογράφουν επιταγές χωρίς αντίκρισμα για έρωτες κάθε είδους.
.........................................................
Α! Να πούμε πως υπάρχουν μικρά κορίτσια που πηγαίνουν στην
κατήχηση,
Άλλα που συλλαβίζουν την αλφάβητο μπι, μπο, μπου, μπα
Ή που μαθαίνουν απέξω ωραία ονόματα ποταμών, νησιών ή
ισθμών
Ή που περπατάν στα δάση όταν ο λύκος δεν είναι εκεί
Και που θα είναι οι μοιραίες γυναίκες του επόμενου πόλεμου.
Ωστόσο είναι οι μόνες που γνωρίζουν ακόμα τη γλώσσα των
λουλουδιών:
Κρίνος, αγνότητα, βιολέτα ταπεινότητα και λουλούδι των χειλιών
σου, η ευτυχία
Και το δηλητηριώδες λουλούδι που δεν φυτρώνει παρά μόνο σε
κάμπους του Μαλντορόρ (2)
Και το λουλούδι σε σχήμα ιτιάς κλαίουσας των υποβρύχιων βυθών
Και το εξωτικό λουλούδι με γλοιώδη φύλλα που το λένε
εντομοβόρο
Και το κακοπαθημένο λουλούδι σαν ψίχα ψωμιού που φυτρώνει
στα υπερώα
Και το κίτρινο καναρινί λουλούδι που στολίζει τις όχθες των
ποταμιών.
..........................................................
Είναι η Ριρέτ Μαιτρζάν με καρδιά που τρέμει που μόλις μας
εμφανίστηκε.
Ετοίμαζε πολύ καλά το τσάι για την συμμορία του Μπονό, (3) (4)
Οι πόθοι κυλούσαν γύρω της και της γαργάλιζαν το δέρμα
Και τη μέρα της επίθεσης του Σαντιγύ κατόπτευε από ψηλά το
δρόμο. (5)
Ξαναβρήκε τους φίλους της με καπέλο – πεπόνι στο Κουλάνζ – λα –
Βινέζ (6)
Ανάμεσα σε δύο Γκραν Μαρνιέ, διάβαζε την εφημερίδα δυνατά, (7)
Ύστερα κολλημένη στον Ραϋμόν- Τον Επιστήμονα, στριφογύριζε σε
ρυθμό πόλκας (8)
Κι η ορχήστρα άναβε τους τσιγγάνους με τους παθιασμένους της
σκοπούς!
Σας ξαναβλέπω, σας ξαναβλέπω, ξανθές γυναίκες με οξυζενέ
μαλλιά
Με το αίμα της ζωής σας φιλτραρισμένο από είκοσι πέντε τρύπες.
Αγαπούσατε τον Τζακ Ντάιαμοντ για τα μυτερά μουστάκια του,
Αγαπιόσαστε κι οι δύο μ’ αυτό το αξιαγάπητο χαμίνι.
Σας έκανε σήμα με το αλμπατρός του μελαγχολικού μαντηλιού του
Και τα βλέμματά σας σαν γλάροι ακολουθούσαν το άσπρο
υπερωκεάνιο
Ω! Βιολέτα και Μπάρμπαρα μεγάλα ανδρείκελα με σάρκες
φλογερές,
Η αντίπαλη ομάδα σας έντυσε με μεγάλα χτυπήματα μυδραλιοβόλου
Και τώρα, ο Τζακ Ντάιαμοντ δεν είναι πια εκεί για να εκδικηθεί
για σας!
Ποιος θα φορέσει τα λουλούδια που αγαπήσατε τόσο στο
νεκροταφείο
Μετά το «κοκτέιλ – πάρτι» ενός πρωινού του Μάη;
Είναι η Τζένη – Η Κοκκινομάλα, η Κέτυ – Ο Βρυκόλακας ή η Ρουθ –
Η Φόνισσα
Ή η πιο μικρή αδελφή σας η μπλεγμένη με το φονικό του
σημαδεμένου με σπαθί στο πρόσωπο; .... (16)
Κατεβήκατε τον δωδέκατο δρόμο σ’ ένα φέρετρο χιλίων δολαρίων
Οι «χαμηλόφωνοι» τινάζονταν μέσα στο σεντόνι, οι πιστολάδες
ήταν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια.
Όλοι οι γκάνγκστερ που είχανε πληρώσει φόρο ακολουθούσανε τη
νεκροφόρα.
Ήταν εκεί ο υπαρχηγός του Αλ Καπόνε, ένας εκπρόσωπος του
δήμαρχου με άσπρα γάντια (9)
Κι ένας δικαστής που έκλαιγε καθώς διάβαζε ένα τηλεγράφημα της
Τέξας Γκίναν (10)
Έπειτα μέσα στο μεγάλο πλήθος φτάσανε μερικές καινούργιες
Η μαιτρέσα του Τζο Μπρενς, οι αδελφές Κίντερ και Τζίνα
Τζένκινς η μεγαλοπρεπής.
Τις ξαναβρίσκω μες στους δρόμους της Ιντιάνα με κλεμμένα
αυτοκίνητα,
Στο τιμόνι η Περλ Έλιοτ η γυναίκα η περισσότερο καταζητούμενη
της Αμερικής (11)
Φίλη γκαρδιακή του δημόσιου εχθρού νούμερο ένα, Τζον
Ντίλιγκερ! (12)
ΟΙ τράπεζες καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι, οι φυλακές είναι
διάφανες.
Ουόλτερ Ντίτριχ, Τζακ Χάμιλτον, Τζο Φοξ, Τζέημς Κλαρκ και όλη
η συμμορία (13)
Είναι στο Σάουθ Μπεντ όπου ληστεύουν το στρατιωτικό οπλοστάσιο.
(14)
Ζήτω! Η αστυνομία κακά οργανωμένη δεν ξαναβρίσκει τους ληστές
Και οι μοιραίες γυναίκες δεν ανοίγουν τα δηλητηριασμένα άνθη
τους παρά τη νύχτα.
Έχουν μεταξωτά φορέματα πιο σφιχτά από τα κορμιά τους και
χείλια φλογερά
Και μεγάλες βεντάλιες με σχήμα πεταλούδας που αναδίνουν άρωμα από
το Παρίσι
Και μεσοφόρια με πουλιά από τα νησιά παραγεμισμένα με
σμαράγδια
Πώς θέλετε οι τίμιοι άνθρωποι ν’ αντισταθούν σε τέτοιους
πειρασμούς;
Είναι η Λουισβίλ Λου που μοιράζει εισιτήρια για τη λιποθυμία (15)
Έχοντας βγει καρδαμωμένη και ερωτική από ένα παλιό
αποπληκτικό «μπλούζ».
Πως θέλετε ο Σημαδεμένος να αντισταθεί στην απίθανη ξανθιά με
το ντεκολτέ! (16)
Πώς θέλετε ο πάστορας να αντισταθεί στη Μέι Ουέστ και στην
συμμορία της; (17)
Πώς θέλετε ν’ αντισταθούμε σ’ αυτό το τραγούδι του θανάτου του
σημαδεμένου με σπαθί στο πρόσωπο;
Πώς θέλεις ν’ αντισταθώ στα χάδια σου με τις απαλές παλάμες
σου;
Είναι η ανελέητη καταδίωξη, πρέπει να βιαστείς,
Ο Τόνυ Καμοντέ έχει σωριαστεί στον εαυτό του χωρίς να πει μια
λέξη. (18)
Οι στέκες του μπιλιάρδου πέφτουν θερισμένες ανηλεώς σαν
δημητριακά,
Ο κόσμος μας ανήκει, κάναμε τους στρατηγούς να τρέμουνε,
Δεν υπάρχει Θεός, ούτε πατρίδα, έχουμε θεραπεύσει το κακό με το
κακό
Κι η αγάπη είναι ένα καινούριο άθλημα στο οποίο αφιερώνουμε το
δέρμα μας.
(1) Μελινίτιδα: Εκρηκτική ουσία που περιέχει κυρίως πικρικό οξύ, σε χρήση από το 1885.
(2) Μαλντορόρ: Φανταστικό πρόσωπο που χρησιμοποίησε στα πεζά ποιήματά του ο Ισιντόρ Ντϋκάς – Λωτρεαμόν.
(3) Ριρέτ Μαιτρζάν (Rirette Maitrejean): Ψευδώνυμο της Anna Estorges (1887-1968), Γαλλίδα αναρχική των αρχών του 20ου αιώνα.
(4) Συμμορία του Μπονό (Jules Bonnot 1876- 1912): Γάλλος αναρχικός των αρχών του 20ου αιώνα, επικεφαλής ομώνυμης ομάδας.
(5) Σαντιγύ (Chantilly): Πόλη της Γαλλίας 40 χιλιόμετρα από το Παρίσι (11.200 κάτοικοι).
(6) Κουλάνζ – λα – Βινέζ (Coulange – La – Vineuse): Πόλη της Βουργουνδίας στην Κεντροανατολική Γαλλία.
(7) Γκραν Μαρνιέ (Grand Marnier): Είδος Γαλλικού κονιάκ με άρωμα πορτοκαλιού.
(8) Ραϋμόν- Ο Επιστήμονας (Raymond Callemin - La Science, 1890 - ;): Βέλγος αναρχικός.
(9) Αλ Καπόνε (Alfonso Capone 1899 – 1947): Αμερικανός γκάνγκστερ που έδρασε στο Σικάγο.
(10) Τέξας Γκίναν (Texas Guinan 1884 – 1933, ψευδώνυμο της Mary Louise Cecilia Guinan): Αμερικανίδα ηθοποιός και ιδιοκτήτρια κέντρων διασκέδασης.
(11) Περλ Έλιοτ (Pearl Elliott ; - 1935, πατρικό όνομα McDonald): Ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής στην Ινδιάνα των ΗΠΑ, συμμέτοχος σε ληστείες τραπεζών με τη συμμορία του Τζον Ντίλιγκερ.
(12) Τζον Ντίλιγκερ (John Dillinger 1903–1934): Διάσημος Αμερικανός ληστής τραπεζών.
(13) Ουόλτερ Ντίτριχ (Walter Dietrich 1904 – 1979): Αμερικανός ληστής τραπεζών.
(14) Σάουθ Μπεντ (South Bend): Πόλη της πολιτείας της Ιντιάνα των ΗΠΑ.
(15) Λουισβίλ Λου (Louisville Lou) γνωστή ως «μοιραία γυναίκα» (vamping lady).
(16) Σημαδεμένος (Scarface): Προσωνύμιο του Αλ Καπόνε.
(17) Μέι Ουέστ (Mae West 1893 – 1980): Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου.
(18) Τόνυ Καμοντέ (Tony Camonté): Ήρωας της κινηματογραφικής ταινίας «Σημαδεμένος» (Scarface 1932) του Χάουαρντ Χοκς, πλασμένος κατά το πρότυπο του Αλ Καπόνε, που ενσαρκώθηκε στην οθόνη από τον Πωλ Μιούνι (Paul Muni 1895 – 1967).
109. GÉO NORGE, 1898 – 1990.
Ζ΄εό Νορζ΄
Βέλγος
109.1. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
Ι
Είναι μια χώρα με βουνά
βάλτε τα βήματά σας στα δικά μου,
καλοί μου φίλοι, να είστε καθαροί
να είστε αγνοί όπως το χιόνι ----
ακούμε που σφυρίζει κιόλας
η σκιά ενός μελλοντικού χειμώνα:
Είναι πολύ ψηλότερα απ’ όσο νομίζουμε
δεν είστε μόνοι, ακολουθήστε,
ακολουθήστε με, πού είστε;
(Πέφτανε στα γόνατα)
Είναι πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε,
(Γιατί δεν προχωράνε πια;)
Είναι μια χώρα της σιωπής.
Όποιος μιλάει χάθηκε.
ΙV
Άμμος καθαρή και άκαρπη
τσουκνίδες που τρίζετε
γίνετε το φτερό μου!
Οι σκληρές μου φιλίες
οι ασβεστοποιημένες πέτρες,
οι πτυχές των χρόνων σας
μου κάνουν σήμα δίχως νεύματα
και μου μιλούν χωρίς χείλια.
Αγαπημένοι σύντροφοι του κόσμου,
τα ποτήρια σας είναι πολύ βαριά
πίνω απ’ το ίδιο το κύμα.
VΙ
Μεγάλες ή καθησυχασμένες
ανθοδέσμες της υπομονής,
χαϊδεμένες, χαϊδεμένες
από ομαλά χρόνια,
από τις γερασμένες πέτρες,
τα στοχαστικά νερά.
Κι εσύ, άγονη φύση
με το ευγενικό κεφάλι φευγάτο
στην πλούσια γεύση του κενού,
τις κόχες των ματιών δοσμένες
στο γαλάζιο ταξιδιώτη,
το στόμα τέλος, το στόμα
ανοιχτό σ’ όλους τους ανέμους
Όμως η επιθυμητή ψυχή
σταματάει πάνω στο κατώφλι.
Δεν τολμάει να κατοικήσει
σ’ αυτό το άχαρο σπίτι.
Τι χάσιμο η απουσία
κι οι άνεμοι χωρίς αιτία
κι η κραυγή των εποχών ----
---- Ω έρημα σπίτια! ----
110. HENRI MICHAUX, 1899 – 1984.
Ανρί Μισ΄ώ.
Βέλγος.
110.1. ΕΝΑΝΤΙΑ
Θα σας χτίσω μια πόλη με κουρέλια, εγώ!
Θα σας χτίσω χωρίς σχέδιο και χωρίς τσιμέντο
Ένα οικοδόμημα που δεν θα το κατεδαφίσετε.
Και που ένα είδος αφρισμένης σαφήνειας θα το κρατάει
Και θα το φουσκώνει και που θα ‘ρθει να γκαρίσει κάτω από τη μύτη
σας,
Και κάτω απ’ την κατεψυγμένη μύτη όλων των Παρθενώνων σας
Των αραβουργημάτων σας και των Μινγκ σας.
Με καπνιά, με διάλυση ομίχλης
Και με ήχο πέτσινου ταμπούρλου
Θα στήσω θαυμαστά και καταθλιπτικά φρούρια
Φρούρια καμωμένα αποκλειστικά από σαλέματα και ταρακουνήματα,
Που απέναντί τους η χιλιόχρονη τάξη κι η γεωμετρία σας
Θα πέσουν στην αφάνεια και στη μικρολογία και σε παράλογη
αμμόσκονη.
Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ σε όλους σας, ανυπαρξία στους ζωντανούς!
Ναι, πιστεύω στο Θεό! Βέβαια αυτός δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτό!
Πίστη, άφθαρτο πέλμα για όποιον δεν προχωρεί.
Ω κόσμε, κόσμε στραγγαλισμένε, παγωμένη κοιλιά!
Ούτε καν σύμβολο, αλλά κενό, πηγαίνω αντίθετα, αντίθετα,
Πηγαίνω αντίθετα και σε μπουκώνω με ψόφια σκυλιά,
Με τόνους, μ’ ακούτε, με τόνους θα σας αποσπάσω ό,τι μου
αρνηθήκατε σε γραμμάρια.
Το δηλητήριο του φιδιού είναι ο πιστός του σύντροφος,
Πιστός και το εκτιμάει όσο του αξίζει.
Αδελφοί, κολασμένοι αδελφοί μου, ακολουθήστε με μ’ εμπιστοσύνη.
Τα δόντια του λύκου δεν αφήνουν το λύκο.
Είναι του αρνιού η σάρκα που αφήνει.
Μες στο σκοτάδι θα δούμε καθαρά αδελφοί μου,
Μες στο λαβύρινθο θα βρούμε το σωστό δρόμο.
Κουφάρι, ενοχλητικό, κατρούλικο σπασμένο βάζο πού είν’ η θέση σου
εδώ;
Τροχαλία γοερή, πώς θα αισθανθείς τα τεντωμένα σχοινιά των
τεσσάρων κόσμων!
Πώς θα σε διαμελίσω!
110.2. ΤΟ ΚΕΝΟ
Φυσάει ένας φοβερός άνεμος.
Δεν είναι παρά μια μικρή τρύπα στο στήθος μου,
Αλλά φυσάει εκεί ένας άνεμος φοβερός.
Μέσα στην τρύπα υπάρχει μίσος (πάντα), κι ακόμη φρίκη και
αδυναμία,
Υπάρχει αδυναμία κι ο άνεμος είναι πυκνός,
Δυνατός σαν ανεμοστρόβιλος,
Θα έσπαγε μιαν ατσάλινη βελόνα,
Και δεν είναι παρά αέρας, κενό.
Αν χαθεί για λίγο, ψάχνομαι, τρελαίνομαι.
Τι θα έλεγε ο Χριστός αν είχε γίνει έτσι;
Τα ρίγη μου δημιουργούνται από το κρύο, πάντα έτοιμο.
Το κενό μου είναι ένας μεγάλος αδηφάγος, μεγάλος εκμηδενιστής.
Είναι βαμβάκι και σιωπή,
Μια σιωπή από άστρα.
Και μ’ όλο που η τρύπα αυτή είναι βαθιά, δεν έχει κανένα σχήμα ....
110.3. ΟΜΩΣ ΕΣΥ, ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ;
Όμως Εσύ, πότε θα έρθεις;
Μια μέρα, απλώνοντας το χέρι Σου,
πάνω στη συνοικία όπου κατοικώ,
την ώριμη στιγμή που είμαι πραγματικά απελπισμένος,
μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο βροντής,
που με ξεριζώνει με τρόμο και με κυριαρχία
από το κορμί μου κι από τα κορμιά που έκαναν κρούστα
των σκέψεων – εικόνων μου, γελοίο σύμπαν.
Χαλαρώνοντας μέσα μου τη φοβερή σου βολίδα,
την τρομακτική φρέζα της παρουσίας Σου,
σηκώνοντας σε μια στιγμή πάνω στη διάρροιά μου
τον ίσιο και ανυπέρβλητο καθεδρικό ναό Σου,
προβάλλοντάς με, όχι σαν άνθρωπο,
αλλά σαν οβίδα σε κατακόρυφη τροχιά,
ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ,
θα έρθεις, αν υπάρχεις,
δελεασμένο απ’ τη λάσπη μου,
την μισητή μου αυτονομία,
βγαίνοντας από τον Αιθέρα, αδιάφορο από πού, ίσως κάτω από μένα αναποδογυρισμένο,
ρίχνοντας το σπίρτο μου μες στη δική Σου υπέρβαση των ορίων,
κι αντίο, Μισώ.
Ή καλύτερα, τι;
Ποτέ; Όχι;
Πες, Μεγάλη Κλήρωση, πού θες να πέσεις;
111. FRANCIS PONGE, 1899 – 1988.
Φρανσίς Πονζ.
111.1. Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Όταν η ζάχαρη αφομοιωμένη στους βλαστούς πρόβαλλε στο βάθος των λουλουδιών, σαν κύπελλα κακοπλυμένα --- μια μεγάλη κίνηση αναδείχτηκε στο χώμα απ’ όπου οι πεταλούδες ξαφνικά άρχισαν να πετάνε.
Όμως όπως κάθε κάμπια είχε το κεφάλι τυφλωμένο και αφημένο μαύρο, κι ο κορμός αδυνάτισε από την αληθινή έκρηξη απ’ όπου τα συμμετρικά φτερά φλογίστηκαν,
Από τότε η περιπλανώμενη πεταλούδα δεν στέκεται στην πορεία της παρά στην τύχη, ή όπως όλα.
Φτερωτό σπίρτο, η φλόγα της δεν είναι μεταδοτική. Κι άλλωστε φτάνει πολύ αργά και δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει τα ανοιγμένα λουλούδια. Αδιάφορο: Φτάνοντας στον πωλητή λύχνων βεβαιώνει την προμήθεια λαδιού όλων. Βάζει στην κορυφή των λουλουδιών τα ατροφικά κουρέλια που κουβαλάει και εκδικιέται έτσι τη μακρόχρονη άμορφη ταπείνωσή της σε κάμπια στη βάση των βλαστών. Μικροσκοπικό ιστιοφόρο των αιθέρων, κακομεταχειρισμένο από τον άνεμο σε περιττά πέταλα, αλητεύει στον κήπο.
111.2. ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΛΟΥΒΙ
Στα μισά του δρόμου από την κλούβα στο κελί η Γαλλική γλώσσα έχει κλουβάκι απλό κουτάκι δικτυωτό αφιερωμένο στη μεταφορά αυτών των φρούτων που με τον παραμικρό πνιγμό προκαλούν αναμφισβήτητα μια αρρώστια.
Συναρμοσμένο με τρόπο που μέσα στα πλαίσια της χρήσης του μπορεί να σπάσει εύκολα, δεν χρησιμοποιείται δυο φορές. Έτσι διαρκεί λιγότερο ακόμα κι από τα ευπαθή ή νεφελώδη τρόφιμα που περιέχει.
Σ’ όλες τις γωνιές του δρόμου που καταλήγουν στην αγορά, φέγγει λοιπόν με την χωρίς ματαιοδοξία λάμψη ενός άσπρου ξύλου. Εντελώς καινούργιο ακόμη, ελαφρά ταραγμένο που είναι σε μια θέση αδέξια ριγμένο στο βόθρο χωρίς επιστροφή, αυτό το αντικείμενο είναι τελικά από τα πιο συμπαθητικά --- που είναι σκόπιμο πάντως να μη στηριζόμαστε για πολύ στην τύχη του.
112. JACQUES AUDIBERTI. 1899 – 1965.
Ζ΄ακ Ωντιμπερτί.
112.1. ΑΝ ΠΕΘΑΝΩ
Όταν πεθάνω θέλω η χήρα μου να πάει
Ως τη Ζαβέλ που ο Σιτροέν εκεί έχει βιος (1)
Όπου μπορεί συχνά να συναντάει
Στο καφενείο «Ο Ωραίος Μελαχρινός»
Τρεις μουζικάντες με μεγάλη αξία
Που θα της παίζουν λάγνα --- μι ρε μι ----
Της Ταν την όμορφη τη μελωδία
Που ίσως με μένα θα ‘χε τσιμπηθεί
Αφού έριχνε τη σκιά της μόνο, Θεέ μου,
Πάνω στων βιολιτζήδων τα ραβδιά.
Γυναίκα μου, Ω Νοέμβρη μου καλέ μου
Οι μέρες μες στη γη περνούν αργά.
(1) Ζαβέλ (Javel): Περιοχή του Παρισιού και ομώνυμος σταθμός του μετρό στον οποίο έχει δοθεί παράλληλα και το όνομα του Γάλλου κατασκευαστή αυτοκινήτων Αντρέ Σιτροέν (André Citroen 1878 – 1935).
112.2. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
Το τρένο κάπνιζε έχοντας όψη έτοιμου να φύγει
μέσα στη νύχτα, σε ώρα που οι συγγενείς πληθαίνουν.
Μέσα από δάσος πέρασε. Απέναντι από κόλπους
όγκους κρεμούσε κορυφών που φτιάχνανε καμπύλες,
μοιάζοντας σκοτεινό χαλί σε τυλιγάδια πάνω.
Γύρω μου ελάφια και πηγές, δρόμοι και μανιτάρια,
μα εγώ ήξερα μετά τριών μερόνυχτων πορεία
μόνο ένα δέντρο που ποτέ καλό δε μου είχε φέρει!
Στον πένθιμό του τον κορμό είχε ένα κομπολόι
με μάσκες που είχαν λαξευτεί με χτύπους πιστολέτου
από ένα νέγρο όλο σχισμές και μέθυσο λοτόμο.
Πήγα λοιπόν σε αποστολή, αφού πρέπει να ζήσω,
ως το Μελέν που θαυμαστός τόπος δεν λεν πως είναι. (1)
Εκεί στην άκρη του αυλακιού κάτω από κάποιο τείχος
κάτι θαρρώ πως έγινε, μα άραγε αυτό τι να ‘ταν;
Τη μέρα αυτή, θαύμα φτωχό, αντί δουλειά να κάνω,
λογάριασα, φρούτο ξερό του πλήθους και του ονείρου,
πόσα διαβάσματα μπορούν να με κρατούν στο στρώμα
χωρίς στα λάμα που βογκούν ποτέ να καταρρεύσω.
Ως το Μελέν πήγα λοιπόν κι ευθύς με συνεπήρε
η βάτος του μυστήριου παντού στη γη κλεισμένου.
...................................................
(1) Μελέν (Melun): Πόλη της Γαλλίας, 40 χιλιόμετρα νότια από το Παρίσι.
113. BENJAMIN PÉRET, 1899 – 1959.
Μπενζαμέν Περέ.
113.1. ΕΜΠΡΟΣ
Το αεροπλάνο μου φλέγεται ο πύργος μου πλημμύρισε από κρασί του
Ρήνου
το γκέτο μου από μαύρη ίριδα το αυτί μου από κρύσταλλο
ο βράχος μου κατεβαίνει στην ακτή για να συντρίψει τον
αγροφύλακα
ο σαλίγκαρός μου από οπάλιο το κουνούπι μου από αέρα
το χνούδι μου από παραδείσια πουλιά η κόμη μου από μαύρο
αφρό
ο τάφος μου σκασμένος η βροχή μου από κόκκινες ακρίδες
το ιπτάμενο νησί μου το σταφύλι μου από τουρκουάζ
η σύγκρουση των τρελών και συνετών αυτοκινήτων μου η άγρια πρασιά
μου
ο ύπερός μου από αγριόχορτα προβάλλοντας μέσα στα μάτια μου
ο βολβός της τουλίπας μου μες στο μυαλό μου
η δορκάδα μου χαμένη μέσα σ΄ ένα κινηματογράφο των
βουλεβάρτων
η κασετίνα του ήλιου μου το φρούτο μου από ηφαίστειο
το γέλιο μου από κρυμμένο βάλτο όπου πηγαίνουν οι απρόσεκτοι
προφήτες να πνιγούν
η πλημμύρα μου από φραγκοστάφυλα η πεταλούδα μου από
μανιτάρια
ο καταρράκτης μου γαλάζιος σαν βαθύ κύμα που φέρνει την
άνοιξη
το περίστροφό μου από κοράλλι που το στόμα του με τραβάει σαν
μάτι πηγαδιού που σπινθηροβολεί
παγωμένο σαν καθρέφτης όπου βλέπεις τη φυγή των κολιβριών του
βλέμματός σου
χαμένος σε μια έκθεση άσπρου με κορνίζες από μούμιες
σ΄ αγαπώ.
113.2. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΠΕΡΕ
Μια αρκούδα έτρωγε στήθια
Όταν φαγώθηκε κι ο καναπές η αρκούδα έφτυσε τα στήθια
Από τα στήθια βγήκε μια αγελάδα
Η αγελάδα ούρησε γάτες
Οι γάτες φτιάξανε μια σκάλα
Η αγελάδα ανέβηκε στη σκάλα
Οι γάτες ανέβηκαν στη σκάλα
Όταν ήταν ψηλά η σκάλα κόπηκε
Η σκάλα έγινε χοντρός ταχυδρόμος
Η αγελάδα έπεσε στο κακουργιοδικείο
Οι γάτες έπαιξαν τη Μαντελόν (1)
και τα υπόλοιπα ήταν ημερολόγιο για τις έγκυες δεσποινίδες.
(1) Μαντελόν (Madelon): Μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Εδμόνδου Αμπού (Edmond About 1828 – 1885).
114. ROBERT DESNOS, 1900 – 1945.
Ρομπέρ Ντενό.
114.1. Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ
Η καμηλοπάρδαλη και το ανεμούρι
Με λεβάντε και νοτιά
Στον κορυδαλλό γυρνούν τη μούρη
Με πουνέντε και βοριά.
Κάτοικοι κι οι δυο των ουρανών
Με λεβάντε και νοτιά
Μέχρι το ύψος των χελιδονιών
Με πουνέντε και βοριά.
Ω τα χελιδόνια ηχούν τις νύχτες
Με λεβάντε και νοτιά
Γύρω απ’ τους ανεμοδείχτες
Με πουνέντε και βοριά!
Γύρους να το χελιδόνι κάνει
Με λεβάντε και νοτιά
Κι η καμηλοπάρδαλη τα χάνει
Με πουνέντε και βοριά.
114.2. ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΩΡΙΣ ΛΑΙΜΟ
Υπήρχαν τέσσερις που πια δεν είχανε κεφάλι
Τέσσερις που τους είχανε κομμένο το λαιμό
Και που τους λέγαν τέσσερις άντρες χωρίς λαιμό.
Όταν στου βουλεβάρτου ή της πλατείας τα εντευκτήρια
Να πιουν μαζί πηγαίνανε κάμποσα εκεί ποτήρια
Τ’ αγόρια δεν ξεχνούσανε να φέρουν χωνευτήρια.
Κάθε φορά που τρώγανε ήταν ματοβαμμένοι
Κι όλοι όταν τραγουδούσανε φωνάζαν λυπημένοι
Κι αν κάποτε αγαπούσανε στο αίμα έμοιαζαν πνιγμένοι.
Οι τέσσερις σαν τρέχανε ήτανε σαν αγέρας
Οι τέσσερις σαν κλαίγανε ήταν ζωηροί σαν τέρας
Οι τέσσερις σαν δίνανε ήταν στο φως της μέρας.
Όταν μαζί δουλεύανε ήταν θαρρείς κακό
Όταν περιπλανιότανε ήταν τρομακτικό
Όταν παιχνίδια παίζανε ήταν ξεχωριστό.
Όταν παιχνίδια παίζανε φαινότανε όπως όλοι
Όπως εσείς κι εγώ κι εσείς κι εμείς και τόσοι άλλοι
Όταν παιχνίδια παίζανε έμοιαζε παραζάλη.
Γι’ αγάπη κάτι λέγανε πάντοτε όταν μιλούσαν
Για να έπαιρναν ένα φιλί θα έδιναν αν μπορούσαν
Όσο αίμα τους απόμενε με τη ζωή που ζούσαν.
Σα να ΄χαν αναρίθμητες στα χέρια τους γραμμές
Που χάνονταν ανάμεσα στης μέρας τις σκιές
Όπως ο σιδηρόδρομος μέσα στις φυλλωσιές.
Όταν καθόταν μοιάζανε μεγάλοι βασιλιάδες
Κι οι αγάπες τους κρυβότανε πίσω από τους σταυρούς τους
Όταν μπροστά τους πέρναγαν ίσιοι με τους βοηθούς τους.
Ωστόσο τα κεφάλια τους τα ΄χανε ξαναφέρει
Πολλές φορές οι φίλοι τους μέσα σ΄ ένα πανέρι
Αφού τα βρήκαν σε γιορτές, κυνήγια κι άλλα μέρη,
Όμως ποτέ δεν θέλησαν να τα δεχτούνε πάλι
Κεφάλια όπου γυαλίζανε τα μάτια σαν οπάλι
Κι όπου κοιμόνταν θύμησες μες στου μυαλού την πάλη.
Κι αυτό καμιά δεν έδινε δουλειά σ’ όλους αυτούς
Τους πωλητές καπέλων και τους οδοντογιατρούς.
Όταν οι πρώτοι έχουν χαρές οι άλλοι έχουν στεναγμούς.
Ακόμα ζούνε οι τέσσερις βέβαια χωρίς λαιμό
Έναν τουλάχιστον μπορώ να πω ότι ξέρω εγώ
Αλλά ίσως και τους άλλους τρεις τους είδα κάπου εδώ.
Ο πρώτος είναι ο Ανατόλ
Ο δεύτερος ο Κροκινιόλ
Ο τρίτος είναι ο Μπαρμπεμόλ
Κι ο τέταρτος ξανά ο Ανατόλ.
Τους βλέπω πια λιγότερο όσο ο καιρός περνά,
Γιατί είναι υποτιμητικό, να ξέρεις, τελικά,
Με ανθρώπους που είναι πονηροί να κάνεις συντροφιά.
115. JACQUES PRÉVERT, 1900 – 1977.
Ζ΄ακ Πρεβέρ.
115.1. Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Μπροστά στην πόρτα του εργοστασίου
ο εργάτης σταματάει ξαφνικά
ο καλός καιρός τον τράβηξε απ’ τη φόρμα
και καθώς γυρίζει
και κοιτάζει τον ήλιο
ολοκόκκινο και ολοστρόγγυλο
χαμογελώντας στον μολυβένιο ουρανό του
κλείνει το μάτι
φιλικά
Πες λοιπόν σύντροφε Ήλιε
δεν νομίζεις
ότι είναι μάλλον ανόητο
να χαρίσουμε μια τέτοια μέρα
στο αφεντικό;
115.2. ΟΝΕΙΡΟ ΠΑΙΔΙΟΥ
Βγαίνοντας απ’ το σχολείο
Συναντήσαμε
Ένα μεγάλο σιδηρόδρομο
Που μας πήγε
Γύρω σ’ όλη τη γη,
Μέσα σ’ ένα επίχρυσο βαγόνι
Γύρω σ’ όλη τη γη,
Συναντήσαμε
Τη θάλασσα που περπατούσε
Με όλα της τα κοχύλια
Τα ευωδιαστά νησιά της
Και ύστερα τα όμορφα ναυάγιά της
Και τους καπνισμένους σολομούς της.
Πάνω απ’ τη θάλασσα
Συναντήσαμε
Το φεγγάρι και τ’ άστρα
Σ’ ένα καράβι με πανιά
Που έφευγε για την Ιαπωνία.
Ξαναγυρίζοντας στη γη
Συναντήσαμε
Πάνω στις γραμμές του σιδηρόδρομου
Ένα σπίτι που έφευγε
Έφευγε γύρω απ’ όλη τη γη
Έφευγε γύρω απ’ όλη τη θάλασσα,
Έφευγε μπροστά στο χειμώνα,
Που ήθελε να το πιάσει,
Κι όλα τα λουλούδια όλης της γης,
Ξαφνικά, βάλθηκαν να σπρώχνουν,
Να σπρώχνουν απερίσκεπτα,
Πάνω στις γραμμές του σιδηρόδρομου
Που δεν ήθελε πια να προχωρήσει
Από φόβο μην τους ρίξει στο γκρεμό.
Γυρίσαμε λοιπόν πίσω με τα πόδια,
Με τα πόδια,
Γύρω απ’ όλη τη γη,
Με τα πόδια
Γύρω απ’ όλη τη θάλασσα,
Γύρω απ’ όλο τον ήλιο
Το φεγγάρι και τ’ άστρα,
Με τα πόδια, με άλογο, με αμάξι και με καράβι με πανιά.
115.16. ΣΤΟ ΑΝΘΟΠΩΛΕΙΟ
Ένας άντρας μπαίνει σ’ ένα ανθοπωλείο
και διαλέγει λουλούδια
η ανθοπώλις τυλίγει τα λουλούδια
ο άντρας βάζει το χέρι στην τσέπη
για να βρει τα λεφτά
τα λεφτά για να πληρώσει τα λουλούδια
αλλά ταυτόχρονα βάζει
αιφνίδια
το χέρι στην καρδιά του
και πέφτει.
Ενώ πέφτει
τα νομίσματα κυλούν στη γη
κι ύστερα πέφτουν και τα άνθη
ταυτόχρονα με τον άνδρα
ταυτόχρονα με τα χρήματα
κι η ανθοπώλις μένει εκεί
με τα νομίσματα που κυλούν
με τα άνθη που καταστρέφονται
με τον άντρα που πεθαίνει
ασφαλώς όλα αυτά είναι πολύ λυπηρά
και πρέπει κάτι να κάνει
η ανθοπώλις
αλλά δεν ξέρει πώς να φερθεί
δεν ξέρει από ποια άκρη ν’ αρχίσει.
Υπάρχουν τόσα να κάνει
με τον άντρα αυτό που πεθαίνει
με τα άνθη αυτά που καταστρέφονται
με τα χρήματα αυτά
τα χρήματα αυτά που κυλούν
και δε σταματούν να κυλάνε.
116. ALAIN GRANDBOIS, 1900 – 1975.
Αλαίν Γκρανμπουά.
Καναδός.
116.1. Α! ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Α! όλοι αυτοί οι δρόμοι που περπατήθηκαν μέσα στην αγωνία της
βροχής
Καθώς τα βήματά μου καταδίωκαν τη χίμαιρα της ασφάλτου που
έλαμπε ατελείωτη
Το φωτοστέφανο των φαναριών πολιορκούσε τα βήματά μου μέσα
σε μια νύχτα θαυμαστά κλειστή
Ήμουν το λαχανιασμένο ζώο μέσα σε χίλια κορμιά κι οι πόλεις
διαδέχονταν η μια την άλλη
Οι δρόμοι χίλιων πόλεων διαδέχονταν ο ένας τον άλλο
πανομοιότυποι με το ίδιο ανώνυμο σημάδι της
βροχής
Η ηλικία των φαναριών φαινόταν στο ξεθώριασμα των
φωτοστέφανων
Τα βήματά μου στη βροχή ακολουθούσαν τη φθορά μιας λάμψης
μυστηριακά χιμαιρικής
Και ξαφνικά η αγωνία σκιρτούσε μέσα μου κι η καρδιά μου
σταματούσε να χτυπάει.
Και ξαφνικά η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που έτρεμα από
πάνω ως κάτω σαν καράβι στην καρδιά του τυφώνα
Ένα παράδοξο μεθύσι κυλούσε μέσα από τα ρίγη μου και τα
βήματά μου φαντάζονταν το μέτρο μιας ακινησίας
μοιραία γελοίας
Ήμουν η ίδια η βροχή κι η ίδια η νύχτα
Αυτό το φωτοστέφανο εισχωρούσε μέσα μου με μια ολέθρια γλύκα
Ήμουν ολόκληρος ο κόσμος της νύχτας κι οδηγούσα το παιχνίδι
της αγωνίας και της μαύρης μαγείας
Καθώς η άσφαλτος γλιστρούσε κάτω από τα πόδια μου σαν χιόνι
σκληρό και μαλακό
Πάνω απ’ τις στέγες τις πνιγμένες στη σκιά ένα μόνο άστρο μ’
ακολουθούσε βήμα βήμα
Κι η νύχτα με τύλιγε σαν γλυκό πανωφόρι.
Η νύχτα κι η βροχή με σκέπαζαν σαν τρυφερά ρούχα
Α! Ήμουν μέσα στα χέρια τους σαν άσπρη γκλίτσα των βοσκών
Αλλά γιατί, γιατί η αυγή ποτέ δεν χάραζε για μένα
Γιατί ποτέ αυτό το κεφάλι των λόφων τυλιγμένο γλυκά με το
φωτοστέφανο μιας θαυμαστής ασπράδας
Γιατί ποτέ η αργή μετριοφροσύνη του φωτός.
Βυθιζόμουνα στη νύχτα και στη βροχή και μέχρι το βάθος ενός
σκοτεινού εαυτού όπως ο δύτης βιάζει τη θάλασσα
με μια ορμή επίμονα ίσια
Βυθιζόμουνα μέσα στο σκοτάδι με μάτια καθαρά εκούσια τυφλά με
μια γλώσσα πεισματικά βουβή
Η νύχτα ήταν λιγότερο πυκνή από τη σιωπή μου και την τύφλα
μου.
Ξέρω πως έψαχνα χωρίς να θέλω να βρω
Και έβρισκα κι ακολουθούσα άλλες απατηλές αναζητήσεις
Καθώς, τυφλός πια, τα επιδέξια χέρια μου προσπαθούσαν να χωρίσουν αυτά τα στρώματα της ομίχλης με το άσπρο ραβδί που δεν το είχα πια.
Άγγιζα με μικρά βήματα αυτή την ακόρεστη άσφαλτο κάτω απ΄ το
βλέμμα του ειρωνικού αστεριού
Ήξερα ότι κάπου στο λιμάνι ένα πρωί που θα έρχονταν οι γλάροι
θα απάγγελναν τη Βίβλο με αργά χτυπήματα φτερών
Ήμουνα κάτω απ΄ τη βροχή μέσα στη νύχτα κι ακολουθούσα την
ίδια μου την πνιγηρότητα
Ακολουθούσα χωρίς μάσκα την ώθηση προς υπόγειους διαδρόμους
Έσκαβα κάτω απ’ τις ρίζες των δέντρων και κάτω απ’ το βάρος
των βράχων ο δρόμος μου χάθηκε.
Περπατούσα με το μέτωπο ψηλά κάτω απ’ τα μεταλλικά στρώματα και τα πόδια μου φλέγονταν από ένα κεντρικό σιδηρουργείο
Ο αυχένας μου δεχόταν την προσβολή του είλωτα
Ήμουν η απέραντη έρημος της βροχής και της νύχτας που
ξανάρχιζε ατελείωτα σε περιοχές πάντοτε
αδιαπέραστες.
Μολυβένια βλέφαρα
Βάρη στις κοιλότητες των αγριοδαμάσκηνων
Σιδερένια κλείθρα πόρτας βρεγμένα απ΄ τη φωτιά
Εσωτερική πόρτα κλεισμένη για πάντα.
Α! Περπατούσα ασταμάτητα μέσα στις νύχτες της βροχής και το
νερό δόλια σημάδευε τα βήματά μου
Είχα βουτήξει μέχρι τη μέση σε μια φανταστική θάλασσα και είχα
βουτήξει με μάτια νεκρά μέσα στη βροχή της
νύχτας
Στη μόνη επαγρύπνηση αυτού του μοιραίου και τέλειου αστεριού
Και εκκόκκιζα τη μοναξιά μου όπως ο ευσεβής το κομπολόι του
Με βήματα τόσο κουρασμένα που κόβανε το φως των φαναριών
Μέσα σ’ αυτούς τους ωχρούς κύκλους μια αφάνταστης νωχέλειας
Με τα μάτια μου νεκρά
Με το βλέμμα μου πεθαμένο.
Α! Ήμουν ακόμη ζωντανός
Το σώμα μου παλλόταν και ξαφνικά η σάρκα μου τεντωνόταν
Φώναζα χρησμολογικές λέξεις κι εκείνη ερχόταν
Εκείνη ερχόταν απ’ το βάθος του ονείρου μου
Απ’ το βάθος του ονείρου της νύχτας μου.
Την αγαπούσα κι εκείνη δεν μ’ αγαπούσε
Περπατούσα περπατούσα και προσπαθούσα να φτάσω το βάθος της
νύχτας μου
Προσπαθούσα να φτάσω αυτό το φοβερό μυστικό του τέλους της
νύχτας
Κι αυτή τη μυθική αυγή των άλλων
Κι αυτή την κραυγή που ετοιμάσθηκε για όλους τους ανθρώπους.
Καθώς εγώ γύρευα ένα αδελφικό ώμο για όλους τους ανθρώπους
Εκείνοι ήταν κυρτωμένοι κάτω από τη βροχή μέσα στη νύχτα
Είχαν τον αυχένα σκυφτό από φόβο και φορτίο
Μετρούσαν ήδη τα δάχτυλά τους για απίθανα χάδια επιθυμώντας
ήδη να ξεχαστεί το αίσχος που ετοιμάζανε
Είχαν το μέτωπο των ήσυχων δολοφόνων που κάπνιζαν το τσιγάρο
τους στο κατώφλι της πόρτας μπροστά στο ποτάμι
στην εξοχή μ’ ένα άκακο χαμόγελο
Σιωπηλά με τα χαρακτηριστικά του επόμενου θύματος στη
φαντασία.
Α! Έψαχνα στους ανθρώπους μέσα στη σκιά το στήριγμα μιας ίσης
αδελφότητας
Οι κακίες τους μου ξέφευγαν αφού δεν μου άρεσε η κακία
Όμως είχαν κάτι άλλο πέρα απ΄ την κακία
Αλλά δεν ανταποκρίνονταν
Έφευγαν κάτω απ’ τη βροχή μέσα στη νύχτα
Τους έβλεπα ζωντανούς για ένα δευτερόλεπτο κάτω απ’ τον ωχρό
κύκλο του φαναριού
Έπεφταν νεκροί πέρα απ΄ τον κύκλο
Έβλεπα αυτά τα πτώματα να λιώνουν μέσα στη βροχή της νύχτας.
Ω! Ξέρω προσπάθησα να τους μιλήσω μου απαντούσαν σε μια
γλώσσα ξένη
Με κοιτούσαν με μια παράξενη κατάπληξη
Κάποτε γελούσαν κι ήμουν ο τρελός της νύχτας
Αγνοούσαν ότι ήταν νεκροί μέσα εντελώς στο φέρετρο και άκαμπτοι με
τη γραβάτα πολύ καλά δεμένη για να θαυμάζουν οι
ανιψιοί
κι οι ανιψιές της οικογένειας καθένας λέγοντας στον
εαυτό του αυτό δε θα μου συμβεί ποτέ
Α! Ακολουθούσα τον ατέλειωτο δρόμο
Οι πόλεις πίσω μου κι οι άνθρωποι κάτω απ΄ τη βροχή
Οι κύκλοι των φαναριών συνέχιζαν την ανιαρή γεωμετρία τους
Α! Δεν γύρευα πια ούτε τη νύχτα ούτε τους αληθινούς ανθρώπους
ούτε τις πρώτες λάμψεις
Περπατούσα στους ανερμήνευτους δρόμους κάτω απ’ τη βροχή και
μέσα στην απερίφραστη νύχτα.
Α! Ξέρω
Όμως η ψυχή της ήταν παγωμένη.
117. MICHEL LEIRIS, 1901 – 1990.
Μισέλ Λειρίς.
117.1. ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ
Τα ελάχιστα πηξίματα που σαρώνονται στις τέσσερις γωνιές του κορμιού
απ’ τον άνεμο
καθώς μοιράζει ραπίσματα στα παραθυρόφυλλα του κεφαλιού που έχουν
λόξιγκα
συνθέτουν την πλοκή της καρδιάς
κεντημένη με μαρμαρυγία
τέτοιο είναι το ρόδο της ερήμου
ο κρυστάλλινος κάλυκας
με πλευρές σχεδιασμένες από τις γωνίες της οδύνης τους
το κομπολόι της πεδιάδας
ο ρόδακας των κουρνιαχτών
ενωμένων από ένα αόρατο γατάκι
η μέδουσα της άμμου
που έγινε βότσαλο και πέτρα μπροστά στον ίδιο της καθρέφτη
ο απάνθρωπος πόνος που τον λαχταρώ
ο αρπακτικός αστερισμός μου
με εικονική γεύση
αλλά με αρνητική λάμψη αλυσίδων χωρομετρίας και στιγμογραφίας
των συνόρων.
118. MALCOLM DE CHAZAL, 1902 – 1981.
Μαλκόλμ ντε Σ΄αζάλ.
Γάλλος γεννημένος στο νησί του Μαυρίκιου.
118.1. Από την ΠΛΑΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ
Το ηλίθιο βέλασμα του βλέμματος.
Τα καρυκεύματα κάνουν τη γλώσσα να χορεύει φοξ-τροτ και το παλάτι
βαλς.
Καρυκεύματα: Χορός των δάχτυλων του ποδιού της όσφρησης.
Οι κοιλάδες είναι ο στηθόδεσμος του ανέμου.
Η κόρη του ματιού είναι πολυεδρική και το άσπρο του ματιού έχει γωνιάσματα, που απέναντί τους ρέουν και χύνονται οι φλόγες της ψυχής, κάνοντας το πήγαινε – έλα πάνω στην ροκανισμένη επιφάνεια της ίριδας --- σαν το διαμάντι, λιθόδετο ανάμεσα στους πλατινιένους κάλυκές του, που κάνει τα εκατό βήματα ανάμεσα στους φωτεινούς τοίχους της φυλακής του.
Το γαλάζιο συναχώνεται μέσα στο γαλαζοπράσινο, και φτερνίζεται μέσα στο γκρίζο.
Το πιάνο είναι οι κοπτήρες και τα χάλκινα είναι οι τραπεζίτες της ορχήστρας ---- το πιάνο κόβοντας τους ήχους που ύστερα μασάνε οι τραπεζίτες. Απαλή μονωδία του αυλού μες στην ορχήστρα: Η συμφωνία τρώει με τα μπροστινά της δόντια.
Το γκρίζο είναι το τεφροδοχείο του ήλιου.
Η λάμψη είναι οι γοφοί του φωτός και το σπινθηροβόλημα τα
στήθη.
Η ηδονή είναι ο αμοιβαίος τοκετός ανάμεσα σε δύο σαρκικούς τάφους μες στο ερημικό κοιμητήρι του πνεύματος.
Μες στον πίδακα του νερού, το νερό θηλάζει τον αντίχειρά του, περνώντας προοδευτικά στα άλλα δάχτυλα αφού έτσι θα στενέψει τον πίδακα, για να πιπιλίσει τελικά το μικρό δάχτυλό του μέσα στο υδάτινο δίχτυ του τέλους.
Η βροχή είναι μια καρφίτσα από νερό και μια βελόνα από φως μέσα στο ζάρι του ανέμου.
Το ρόδο είναι τα παιδικά δόντια του ήλιου.
Η ανθρώπινη φωνή είναι το μεσημέρι των ήχων.
Το γυναικείο στήθος είναι ένα μήλο μέσα σ’ ένα αχλάδι, όπου βλασταίνει μια ρώγα σταφύλι. Το στήθος είναι το μέγιστο της συγχώνευσης: Όλα τα φρούτα σ΄ ένα.
Η ηδονή κάνει ένα μόνο δάχτυλο από νωτιαίο μυελό, σα για να αγγίξει και να χαϊδέψει το μυαλό του εσωτερικού.
Σαν μια μπάλα από νερό που σχίζει τον άνεμο και τον κάνει να ρίξει κραυγές, τα σώματα ντουφεκίζονται μες στην ηδονή με ανάσα, με τη στρογγυλή αναπνοή τους.
Το χρώμα είναι το υποδετήριο του ματιού, ανάμεσα στα σχήματα των πραγμάτων. Γκρίζα και ξεπλυμένη φύση των τοπίων του χειμώνα: Το μάτι παρμένο λοξά ανάμεσα στα σχήματα των πραγμάτων δεν αγγίζει πια το πέλμα του διαστήματος.
Τα χρώματα είναι οι αρθρώσεις του Φωτός. Μέσα στη λάμψη, ο ήλιος σχηματίζει έναν αγκώνα. Και μες στη λάμψη ο ήλιος λυγίζει τα γόνατα, σα να πρόκειται να βαδίζει στα τέσσερα πάνω στα πράγματα.
Φιλί: Δυο πεταλούδες από σάρκα είναι πιασμένες αμοιβαία από μυγοφάγους μέσα στο πορφυρόχρωμο γαλάζιο των πελώριων φτερών τους --- δυο άπειρα μέσα στον ίδιο ουρανό του έρωτα, ψάχνοντας φρενιτικά να μπερδευτούν, όπως το φως και το χρώμα που αγκαλιάζονται μέσα στη λάμψη.
Όπως ένα νήμα που αυτο – ράβεται, σαν ένα κέντημα που πλέκεται μόνο του, η σάρκα – κορίτσι η σάρκα μέσα στις ταλαντεύσεις της δεξαμενής, φτιαγμένη από σάρκα – γυναίκα της γυναίκας, παιδί αυτής της ίδιας. Οι γυναίκες «λικνίζουν» τους γοφούς τους περπατώντας. Υπάρχει έτσι λεπτό παιδί στην ώριμη γυναίκα --- και οι γυναίκες «γεννούν» από τα στήθια τους σε κάθε νεύμα του κορμιού της. Ο γοφός είναι το πρώτο λίκνο όπου, από την εποχή της επιγαμίας, οι γυναίκες «παίζουν με τις κούκλες» με τον εαυτό τους. Γυναίκα σε κυοφορία, λίκνισε τους γοφούς σου απαλά και ώρα πολλή, αν θέλεις το παιδί μέσα στο στήθος σου να μην ξυπνήσει πολύ νωρίς στη ζωή, ή να μην είναι σ΄ όλη τη ζωή του «άσχημα ξυπνημένο».
Το μαργαριτάρι με τα νοήματά του που ανυψώνονται, είναι το απόλυτο των ρούχων του σπιτιού, μοιάζοντας ασταμάτητα με την αναζήτηση του φορέματός του που δεν το βρίσκει πουθενά, και του εσώρουχού του που είναι αιώνια απόν. Το μαργαριτάρι, είναι το γυμνό που γυρεύει να ντυθεί. Απ’ όπου προκύπτει το αποτέλεσμα της ένδυσης του δέρματος που σκεπάζει, ξεριζώνοντας λίγο από το γυμνό του. Το μαργαριτάρι αφανίζει το φύλο της επιδερμίδας. Μαργαριτάρια κοσμώντας με ταινίες το στήθος βάζουν στη σεξουαλικότητά τους ένα διάταγμα σύλληψης.
118.2. Από την ΜΑΓΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ
1
Το νερό λέει στο κύμα:
«Με πίνεις.»
---- «Πώς θα μπορούσα;»
Απάντησε το κύμα,
Είμαι το στόμα σου».
2
Το πράσινο
Πέρασε το χέρι του
Πάνω στον ώμο του κίτρινου
Που είχε ένα μοβ τρεμούλιασμα.
3
Η πέτρα
Δεν ακούει
Την καρδιά της να χτυπάει
Παρά μόνο μέσα στη βροχή.
4
Το κλαδί
Πήρε
Τα πόδια του
Στον λαιμό του
Και σώθηκε
Μέσα στην κληματίδα.
5
Ο θόρυβος
Τραγανίστηκε
Και
Άφησε
Τα δόντια του
Πάνω
Στα πλήκτρα
Του πιάνου.
6
Το καρότο
Φούσκωσε
Το στόμα
Του αλόγου
Που
Του έφαγε
Τη μύτη του.
7
Οι τοίχοι
Περπατούσαν
Στις μύτες
Για να μην ξυπνήσουν
Τον δρόμο.
8
Το αυτοκίνητο
Δεν έφτασε
Ποτέ
Την ταχύτητα
Του δρόμου.
119. LOUISE DE VILMORIN, 1902 – 1969.
Λουίζ ντε Βιλμορέν.
119.1. ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΡΥΦΕΡΟ ΣΑΝ ΓΑΝΤΙ
Το πτώμα μου είναι τρυφερό σαν γάντι
Σαν γάντι με το δέρμα παγερό
Κι οι κόρες των ματιών μου μαραμένες
Από χαλίκι μοιάζουν να ‘ν’ λευκό.
Δυο άσπρα χαλίκια μες στο πρόσωπό μου
Μες στη σιωπή κι αυτά τα δυο βουβά
Στον ίσκιο κάποιου μυστικού κρυμμένα
Κι απ’ το φορτίο νεκρών εικόνων σκυθρωπά.
Πολλές φορές τα δάχτυλά μου πλανημένα
Ενώνονται σε μια ιερή στάση μεμιάς
Στηρίζονται στις κόχες των λυγμών μου,
Στον κόμπο της σταματημένης μου καρδιάς.
Κι είναι σαν τα βουνά τα δυο μου πόδια,
Τα τελευταία βουνά που εδώ έχω δει,
Στο δευτερόλεπτο που εγώ έχω χάσει
Σε αγώνα που έχει από τα χρόνια κερδισθεί.
Οι αναμνήσεις μου όλες μοιάζουν μεταξύ τους,
Παιδιά, με βήμα κουβαλήστε τις γοργό,
Εμπρός λοιπόν, προγράφτηκε η ζωή μου
Το πτώμα μου είναι σαν το γάντι τρυφερό.
120. JEAN FOLLAIN, 1903 – 1971.
Ζ΄αν Φολλαίν.
120.1. ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
Μελαψοί άνθρωποι δουλεύουν
σε ορυχεία θειαφιού ή αργύρου
για να κοιμηθούν το βράδυ σε σπίτια
με ορατά δοκάρια
τα ζώα τους μπαίνουν στο λιτό δωμάτιο
από την πόρτα που είναι επίτηδες ορθάνοιχτη
πηγαίνουν κοντά στη φωτιά που σβήνει
ενώ τα κρεμμύδια στο ταβάνι
τρέμουνε λίγο σε κόκκινες πλεξούδες
καθώς τα παιδιά ενός άλλου κόσμου
τρέχουν με τους γονείς τους μες στη μπόρα
για να προφτάσουν ένα καταφύγιο
και να γεράσουν λίγο περιμένοντας.
120.2. Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ
Οι μαθητές για παιχνίδι σπάνε το τζάμι
σ’ ένα δρομάκι
κοντά στο σιδηρόδρομο
τους έχουν ντυμένους βαριά
με παλιά σκούρα μάλλινα
και με ζώνες από δουλεμένο δέρμα
ο σκύλος που τους ακολουθεί
δεν έχει πια πιατέλα για να φάει αργά αργά
είναι γέρος
αφού έχει τα ίδια χρόνια με τα παιδιά.
120.3. ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ
Κοιτάζοντας το σημάδι απ’ την οπλή
του αλόγου του από καλή ράτσα
ο καβαλάρης σ’ αυτά τα καμπύλα αποτυπώματα
όπου ήδη τα έντομα ετοιμάζανε το εργαστήριό τους
πρόβλεψε τη μελλοντική τυπογραφία
κι έπειτα για να πάρει πληροφορίες για το δρόμο
πλησίασε τον ξυλουργό
που δίπλα σε μια τριανταφυλλιά
ξεκουραζόταν κοιτάζοντας τον κάμπο
και δεν διάβαζε ποτέ βιβλία.
120.4. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα παιδιά παίζουν θέατρο
μέχρι την ώρα
του δείπνου μες στη νύχτα που έρχεται
τότε οι μεγάλοι τα φωνάζουν
το αγόρι έχει μάτια τόσο φωτεινά
μετά να εκείνη που θα πεθάνει νέα
κι εκείνη που το σώμα της θα μείνει μόνο
όλα πλένουν τα χέρια τους μες στη σκιά
δίπλα σε φυτά που λάμπουν
και βρίσκονται ακόμη στην εποχή
που ζούνε μες στην αιωνιότητα.
121. RAYMOND QUENEAU, 1903 – 1976.
Ραϊμόν Κενώ.
121.1. ΑΝ ΕΧΟΥΝΕ ΚΑΛΑ ΒΑΛΘΕΙ
Αν έχουνε καλά βαλθεί κι αν έχουν όλες διαλεχτεί
φτιάχνουνε ποίημα πολλές λέξεις μαζί
αρκεί τις λέξεις να τις αγαπάμε
στίχους μ’ αυτές σαν τραγουδάμε
τι λέμε δεν το ξέρουμε ποτέ καλά
ποιήματα όταν γράφουμε σειρά σειρά
πρέπει μετά το θέμα μας να βρούμε
και τίτλο για το ποίημα να πούμε
μ’ άλλες φορές κλαίμε ή γελάμε
γράφοντας ποιήματα όπου πάμε
κάτι έχει πάντοτε εξαιρετικό
ένα ποίημα πραγματικό.
121.2. ΕΙΠΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Κάποτε είπε ένα παιδί
ξέρω ποιήματα πολλά
κάποτε είπε ένα παιδί
ποίματα ξέρ’ αρκετά
κάποτε είπε ένα παιδί
ποιήματα έχω στην καρδιά
κάποτε είπε ένα παιδί
τα ‘χω απέξω μάθει πια
κάποτε είπε ένα παιδί
λένε πράγματα πολλά
κάποτε είπε ένα παιδί
και γραμμένα όλα καλά
αν μπορούσε ο ποιητής
να φτερούγιζε μακριά
να ‘φευγαν κι αυτά μαζί
θα ‘θελαν και τα παιδιά.
121.3. ΒΡΕΧΕΙ
Μπόρα μπόρα μπόρα μπόρα μπόρα μπόρα
βροχή Ω βροχή Ω βροχή! Ω βροχή Ω βροχή Ω βροχή!
στάλες νερού στάλες νερού στάλες νερού στάλες νερού
ομπρέλα Ω ομπρέλα αλεξιβρόχιο Ω!
αλεξιστάγονο αλεξιστάγονο του νερού της βροχής
κουκούλες, περιώμια και αδιάβροχα
πόσο είναι υγρή η βροχή και πόσο το νερό ποτίζει και ποτίζει!
ποτίζει το νερό ποτίζει το νερό ποτίζει το νερό ποτίζει το νερό
και πόσο αυτό είναι ευχάριστο ευχάριστο ευχάριστο
να ‘χεις τα πόδια μουσκεμένα και τα μαλλιά βρεγμένα
βρεγμένα από τη μπόρα και τη βροχή και τις σταγόνες
από νερό της βροχής και της μπόρας χωρίς αλεξιστάγονο
για να προφυλάξεις τα πόδια σου και τα βρεγμένα μαλλιά
που πια δεν είναι κατσαρά που πια δεν είναι κατσαρά
εξαιτίας της μπόρας εξαιτίας της βροχής
εξαιτίας της μπόρας και των σταγόνων της βροχής
των σταγόνων του νερού της βροχής και των σταγόνων της μπόρας
μαλλιά ανακατεμένα μαλλιά χωρίς ομπρέλα.
122. RAYMOND RADIGUET, 1903 - 1923.
Ραϊμόν Ραντιγκέ.
122.1. ΑΜΕΛΙ
Ω κύματα γοητευτικά, ίσως η συντροφιά σας
Μουσκεύει ειρωνικών πουλιών τη γέρικη λαλιά
Που μας χλευάζει αφού η καρδιά μας χάθηκε στη σκιά σας
Καρδιά χρυσή που ο ωκεανός στα στήθια του κρατά.
Η λογική μες σε ψυχές παρόμοια λυπημένες
Άδικα κελαρύζετε στ’ αυτιά για ν’ ακουστεί,
Φίλε Ρενέ, ας μην κάνουμε πράξεις απελπισμένες
Σαν το μακρύ ταξίδι αυτό με αιτία την Αμελί.
Θερίζοντας τα χέρια μας στον πάγο μαραμένα
Οι αφροί μέσα στο βλέμμα μας πνιγότανε βαθιά
Κοντά στους ναύτες η σιωπή δεν ωφελεί κανένα,
Λάθος, δεν πέθανε από ανία κανείς καμιά φορά.
Λαίλαπα στο κατάστρωμα όπου η σαμπάνια αφρίζει
Ας ρίξουμε της φαντασίας ποτό μες στον αφρό
Που ανταποδίδοντας αυτό το δώρο συλλαβίζει
Για μας της ερωμένης του τ΄ όνομα με καημό.
123. JEAN TARDIEU, 1903 – 1995.
Ζ΄αν Ταρντιεύ.
123.1. ΑΝΡΙ ΡΟΥΣΣΩ, Ο ΕΚΤΕΛΩΝΙΣΤΗΣ (1)
Είναι η αρχή, ο κόσμος πρέπει να ξαναζωγραφιστεί,
τα χόρτα θέλουν να ΄ναι πράσινα, χρειάζονται το βλέμμα μας,
τα σπίτια όπου ζούμε, οι δρόμοι όπου περπατάμε,
οι κήποι, τα καράβια, οι φράχτες
με περιμένουν να μπω στον αληθινό τους παράδεισο.
Δεν είμαι εδώ για να περιπαίζω τα πράγματα.
Μέσα στα μάτια μου που τα συλλέγουν κάνουν όμορφα όνειρα
και μες στα μάτια μου κι έπειτα μες στα χέρια μου γίνονται
φρόνιμα,
σταθερά και λεία σαν εικόνες.
Θα ήθελα να είμαι η απόλυτη φωτογραφία του ουρανού
και να οριστικοποιήσω για την αιωνιότητα τον γάμο του Ιουλίου,
την αφράτη παντρεμένη και τη γιαγιά που καλοκάθεται
και το μαύρο κανίς και τους καλεσμένους με μουστάκι
που είναι απ’ την ίδια οικογένεια.
Θα εμποδίσω για πάντα να κινιούνται
τα άσπρα πανιά που ανεβαίνουν τον ποταμό Ουάζ, (2)
τα κλαδιά με τα πολυάριθμα φύλλα
στις βελανιδιές, στις λεύκες και κυρίως στις ακακίες
και τα βουνίσια σύννεφα και το νερό του Σηκουάνα
για να γίνει ομαλός σαν κανάλι.
Θα εμποδίσω ακόμη να φύγουν απ’ τη μνήμη
οι αναμνήσεις της στρατιωτικής μου υπηρεσίας
στις άξεστες χώρες των Αποικιών
κι αφού τις μαζέψω σαν σε όνειρο
θα βάλω στην εταζέρα του κόσμου,
με όλα τους τα πραγματικά χρώματα που έγιναν ακίνδυνα,
το αμάξι του γείτονα και το ολοκαίνουριο άλογό του
στη λεωφόρο των περιχώρων με τα στρογγυλά δέντρα
και τις χουρμαδιές τους μεγάλους λωτούς και τους μικρούς
φοίνικες,
το χοντρό αποπληκτικό παιδί και το νευρόσπαστό του
και τον κακό τίγρη και την πεθαμένη γυναίκα μου
και τους πίθηκους που βυζαίνουν πορτοκάλι από μεγάλους ήλιους.
Κι εγώ ο ίδιος φορώντας σακάκι με την παλέτα στο χέρι
στις πόρτες της δημοτικής εφορίας κάτω από τη σημαία της μέρας,
μπροστά στη γέφυρα όπου βλέπω όλα τα φανάρια
και τα σπίτια που τις καμινάδες τους τις χώρισα για τα καλά
για να γυρίζει γύρω τους ο άνεμος,
θα μείνω όρθιος πολύ ψηλός μπροστά στο νομαρχιακό ουρανό,
και θα σταματήσω για σας τις ώρες του σήμερα.
(1) Ντουανιέ Ρουσσώ (Henri Le Douanier Rousseau 1844 – 1910): Γάλλος πριμιτιβιστής ζωγράφος, του οποίου το προσωνύμιο «Le Douanier» (Ο Εκτελωνιστής) οφείλεται στο κύριο βιοποριστικό του επάγγελμα. Οι πίνακες του εικονίζουν με έντονους χρωματισμούς παραδείσιους εξωτικούς κήπους με άγρια ζώα.
(2) Ουάζ (Oise): Ποταμός στον ομώνυμο Νομό της Περιφέρειας του Πικαρντί (Picardie) στη βόρεια Γαλλία, του οποίου πρωτεύουσα είναι το Μπωβαί (Beauvais).
124..ACHILLE CHAVÉE, 1906 – 1969.
Ασ΄ίλ Σ΄αβέ.
124.1. Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΜΕ ΤΑ ΤΕΛΕΙΑ ΧΕΡΙΑ
Όλα είναι σπασμένα
με τις μεταναστεύσεις
που ήρθαν απ’ τα κλίματα χωρίς τοτέμ.
Αποκαλύπτομαι ξανά
πιο ελεύθερος
πιο παρατημένος
απ’ όσο αν δεν είχε συμβεί τίποτε απατηλό
από την εποχή των πρώτων νεκροταφείων από άσπρη άμμο
από την εποχή των μοβ μπουκέτων των ασβεστοποιημένων νυχτών
από την χρυσή εποχή της πρώτης απεργίας πείνας
Ω ας ήταν η κοπέλα με τα εσώρουχα από φως
το χαμίνι με τα νέα χείλια
η πιο άδολη τυχοδιώκτρια
η γυναίκα η πλυμένη με χιόνια
ας ήταν να ξαπλώσουν μέσα στη ζωή
του πιο δειλού
του πιο φτωχού
του πιο αδέξιου
του περισσότερο αποκληρωμένου
κι η φόνισσα αν αυτό την εξυμνεί.
124.2. ΑΣΠΡΗ ΝΥΧΤΑ
Το φυτικό βασίλειο
το ζωικό βασίλειο
το βασίλειο του τρόμου
Στέρηση παιχνιδιών
στέρηση τύχης
στέρηση μέχρι όπου φτάνει το μάτι
Καμιά εικόνα για μαχαίρωμα
καμιά αλήθεια για ξεγύμνωμα
κανένα φάντασμα για εξιχνίαση
Δεν είμαι περιστοιχισμένος
από κανένα λυπημένο νεκρό
Είμαι χωρίς ηλικία
χωρίς ψέμα
σαν την κουζίνα με χρυσά σκεύη
προφυλαγμένος από καταλύματα προμαχώνες της μοναξιάς
Είμαι μόνος
με το μαχαίρι
το ψωμί
και το νερό
125. MAURICE FOMBEURE, 1906 – 1981.
Μωρίς Φομπεύρ.
125.1. ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΘΟΡΥΒΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Αχ και να ‘χαμε χαθεί παντοτινά
κάτω από τους άνεμους της γης
κάτω από ένα γαλανό δαυλό
που σκλήρυνε από αρχαίο παγετό
Αχ και να ‘χαμε χαθεί παντοτινά
σαν το αμάξι κάποιας γαλατούς
στην ακτή ενός πέλαγου σταχτιού
κάτω εκεί στις όχθες του αλατιού
Αχ και να ‘χαμε χαθεί παντοτινά
κάτω απ’ το αστέρι του γαλέου
Μ’ ένα βλέφαρο ο αέρας οδηγεί
τη στεγνή και μισοπεθαμένη γη
Αχ και να ‘χαμε χαθεί παντοτινά
όταν όλα θα ταράζονται σφοδρά
Και θ’ ανάβει στης σκιάς την απλωσιά
των αμαξάδων ο φανός πέρα βαθιά.
Αχ και να ‘χαμε χαθεί παντοτινά
μέσα στη γαλήνη των μικρών χωριών
που μέντορα έχουν τον Ιουστίνο τον Τιμπώ
στο βάθος σαν στου εμβόλου το πλευρό
Αχ και να ‘χαμε χαθεί παντοτινά
χωρίς φεγγάρι ούτε εικασία καμιά
όταν ο κόσμος θα κοιμάται πια
για να ξεχνάει το χρόνο που περνά.
125.2. ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ
Ροδαλός και μαγουλάς και κοιλαράς
Καθισμένος στα βαριά οπίσθιά του
Μολονότι από την κίρρωση υπναράς
Συνεχίζει κάθε μέρα τη δουλειά του.
Τέτοιος. Στο μαχαίρι του το κοφτερό
βλέπουμε γραμμένο (στη δεξιά μεριά του)
«Πέτρος Μαξ – Αδριανός Αλλαντοποιός
στην αυλή του Βασιλιά» το λέει η καρδιά του.
126. PIERRE SEGHERS, 1906 – 1987.
Πιερ Σεγκέρ.
126.1. Η ΟΜΟΡΦΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
Τραγούδησα τους έρωτές μου πάνω σε μεγάλα μαύρα άλογα.
Η μεταρρύθμιση πέρασε και μου πήρανε τις αγάπες μου
περιπλανούνται κάπου εκεί κάτω
σ΄ ένα κόσμο μακρινό και δεν ξέρω πια γι’ αυτές
τίποτε. Φαίνεται πως βρέχει, ότι κρυώνουν.
Τραγούδησα τους φίλους μου ανοίγοντας τα μπράτσα μου.
Το αμάξι πέρασε κι οι φίλοι μου βρίσκονται στο στάβλο
τους έχουν βάλει σ΄ ένα πύργο εδώ κι εκεί,
σαν τα σκυλιά ή τι άλλο. Είχανε τη μανία ν’ αγαπούν τους
αδελφούς τους.
Τραγούδησα τη δουλειά μου γαντζωμένος πάνω της.
Η αστυνομία μου είπε: Ένας ποιητής, μια υπόθεση,
χρειαζόμαστε απ’ αυτούς στα ορυχεία. Είμαι εκεί.
Όμως τα μαύρα μου άλογα μ΄ έχουν ακολουθήσει
τα μπράτσα μου χτυπημένα ακόμα ανοίγουν
κι η δουλειά μου δεν τέλειωσε.
126.2. ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Διάλεγε τις γυναίκες του όπως τους κινηματογράφους
Του άρεσαν οι ταινίες με πυγμαχίες
Οι γκάνγκστερ, οι εύκολοι έρωτες, η απόλαυση
Η λησμονιά μέσα σε μια κυλιόμενη πολυθρόνα, ήταν η ζωή του
Ζούσε μόνος ανάμεσα σε κοράλλια, μέδουσες
Μέσα στο ενυδρείο του χρόνου που κυλούσε ολόγυρά του
Γλιστρούσε μέσα στα χέρια του όπως γλιστράει μια πέστροφα
Ή ένας σολομός, θα ‘λεγε κανείς σαν ψάρι
Ή σαν πουλί ή σαν τον πατέρα μέσα στο κοφίνι στον ώμο
Είχε παιχνίδια να προσφέρει, ήταν αυτός
Μερικές φορές πετούσε μες στη νύχτα
Ή γλιστρούσε κι έπλεε ήσυχα μες στα νερά της λήθης
Συνάντησα συχνά αυτό το δυστυχισμένο πρόσωπο
Περνούσε πάνω στα μάτια του ένα χέρι κουρασμένο
Και έβλεπε μέσα σε καθρέφτες ν΄ αλλάζει το κεφάλι του
Είχε μάτια καθαρά που κάθε μέρα τα γυάλιζε
Πήγαινε αλλού όπως οι αίθουσες σιδηροδρομικών σταθμών
Φορτωμένος με πιεσμένο χρόνο, εφημερίδες και τίποτε
Φώναζε μόνος μέσα σ’ ένα αγωνιστικό αμάξι
Μπερδευόταν μέσα στα μαλλιά και τα ονόματα
Προσπαθούσε μάταια να είναι η συντροφιά του
Το κρασί τον παρηγορούσε και τον έκανε να τραγουδάει
Απ’ το αίμα του δάνειζε την εξωπραγματική ζεστασιά
Σκεφτόταν ένα θάνατο που δεν όφειλε να πεθάνει.
127. LÉOPOLD SEDAR SENGHOR. 1906 – 2001.
Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ.
Σενεγαλέζος.
127.1. ΣΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ (1)
V
Μητέρα, ας είσαι ευλογημένη.
Ακούω τη φωνή σου την ώρα που είμαι παραδομένος στην ύπουλη
σιωπή αυτής της νύχτας στην Ευρώπη
Φυλακισμένος στα καλοστρωμένα σεντόνια μου, άσπρα και κρύα,
σε όλες τις λύπες που μου φράζουν αλάνθαστα το
δρόμο,
Την ώρα που χτυπάει πάνω μου, σαν ξαφνικό γεράκι, ο στυφός
πανικός των κίτρινων φύλλων,
Ή ο πανικός των μαύρων πολεμιστών στη μπούκα του κυκλώνα
των τεθωρακισμένων,
Και ο αρχηγός τους πέφτει με μια δυνατή φωνή, με μια κυκλική
κίνηση όλου του κορμιού.
Μητέρα, Ω ακούω την αγανακτισμένη φωνή σου!
Να τα μάτια σου οργισμένα και κόκκινα που πυρπολούν τη νύχτα και
τους μαύρους θάμνους όπως τις παλιές μέρες της
φυγής μου.
Δεν μπορούσα να μείνω αδιάφορος στην αθωότητα των κοχυλιών,
των πηγών και των αντικατοπτρισμών πάνω στις
λίμνες,
Και το πηγούνι σου έτρεμε κάτω από τα πρησμένα και στριμμένα χείλια
σου.
VΙ
Μητέρα, ας είσαι ευλογημένη.
Αναγνώρισε τον γιο σου ανάμεσα στους συντρόφους του όπως
άλλοτε αναγνώρισες τον πρωταθλητή σου Κορ Σανού,
ανάμεσα στους συναθλητές του (2)
Από τη γερή μύτη του και από τη ευγένεια των μελών του.
Εμπρός! Κι ας μην είναι ο παρακινημένος αγροίκος,
Ω Πίνδαρε, αλλά η κραυγή του αγροίκου πολέμου και τα
χτυπήματα της ξιφομαχίας (3)
Αλλά, βγαλμένη απ’ το χαλκό των στομάτων μας, η Μασσαλιώτιδα του Βαλμύ πιο επίμονη από το φορτίο των ελεφάντων των μεγάλων τεθωρακισμένων που τα οδηγούν οι αιματοβαμμένες σκιές, (4)
Η καθολική Μασσαλιώτιδα,
Γιατί είμαστε εκεί, συγκεντρωμένοι, με διαφορετικά χρώματα. Υπάρχουν μερικοί που έχουν χρώμα καβουρντισμένου καφέ, άλλοι
χρώμα χρυσό μπανάνας κι άλλοι χρώμα της γης των
ορυζώνων,
Διαφορετικά χαρακτηριστικά, ρούχα, έθιμα, γλώσσα, όμως στο
βάθος των ματιών υπάρχει η ίδια μουσική του
πόνου στη σκιά των μακριών πυρετικών βλεφαρίδων:
Ο Κάφρος, ο Καβύλος, ο Σομαλός, ο Μαυριτανός, ο Φαν, ο Φον, ο
Μπαμπαρά, ο Μπομπό, ο Μοντιαγκό,
Ο νομάδας, ο ανθρακωρύχος, ο φορολογούμενος, ο αγρότης και ο
τεχνίτης, ο υπότροφος κι ο ακροβολιστής
Κι όλοι οι άσπροι εργάτες στον αδελφικό αγώνα.
Να ο ανθρακωρύχος της Αστουρίας, ο λιμενεργάτης του Λίβερπουλ, ο κυνηγημένος Εβραίος της Γερμανίας, και οι Ντυπόν και Ντυπυί κι
όλα τα παιδιά του Σαιν – Ντενί.
VΙI
Μητέρα, ας είσαι ευλογημένη,
Αναγνώρισε το γιο σου από την αυθεντικότητα της ματιάς του που
είναι αυθεντικότητα της καρδιάς και της γενιάς του,
Αναγνώρισε τους συντρόφους του, αναγνώρισε τους συναγωνιστές,
και χαιρέτισε στο κόκκινο βράδυ των γερατειών σου
ΤΗΝ ΔΙΑΦΑΝΗ ΑΥΓΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΜΕΡΑΣ. (5)
(1) Η Βασίλισσα του Σαββά που, σύμφωνα με τον θρύλο, επισκέφθηκε τον βασιλιά του Ισραήλ Σολομώντα (βασιλιάς από το 973 μέχρι το 933 π.Χ.), καταγόταν από τη βασιλική γενιά της Αιθιοπίας.
(2) Κορ Σανού (Kor Sanou): Αφρικανός αθλητής της προπολεμικής περιόδου.
(3) Πίνδαρος (522 – 442 π.Χ.): Έλληνας ποιητής από τη Βοιωτία του οποίου οι ωδές εξυμνούν τους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων.
(4) Μασσαλιώτιδα: Ο Εθνικός Ύμνος της Γαλλίας συντέθηκε το 1792 στο Στρασβούργο από τον Ρουζέ ντε Λιλ. Στη μάχη του Βαλμύ (20 Σεπτεμβρίου 1792) οι στρατιώτες της Γαλλικής Δημοκρατίας νίκησαν τους ενωμένους στρατούς της Πρωσίας και της Αυστρίας.
(5) Ο Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ μετείχε στις μάχες του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, τον οποίο θεωρεί στο ποίημα ως αφετηρία για μια νέα εποχή για την ιστορία της πατρίδας του.
128. RENÉ CHAR, 1907 – 1988.
Ρενέ Σ΄αρ.
128.1. ΗΘΕΛΑ ΝΑ ’ΜΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ
Ήθελα να ’μαι γεγονός. Φανταζόμουν πως είμαι συναυλία. Ήμουν αδέξιος. Το κεφάλι του νεκρού που, άθελά μου, αντικαθιστούσε το μήλο που κρατούσα συχνά στο στόμα, δεν διακρινόταν παρά μόνο από εμένα. Στεκόμουν κατά μέρος για να δαγκώνω σωστά το πράγμα αυτό. Όπως δεν περιπλανιόμαστε, όπως δεν αντιστεκόμαστε στον έρωτα με ένα τέτοιο φρούτο στα δόντια, αποφάσισα, όταν πεινούσα, να το ονομάσω μήλο. Δεν ήμουν πια ανήσυχος. Αργότερα μόνο, το αντικείμενο της αμηχανίας μου παρουσιάστηκε με τα κελαρυστά και διφορούμενα χαρακτηριστικά του ποιήματος.
128.2. ΠΟΙΗΤΕΣ
Την θλίψη των απαίδευτων μες στα σκοτάδια των μπουκαλιών
Την αδιόρατη ανησυχία των αμαξοποιών
Τα νομίσματα μέσα στο βαθύ βάζο
Μέσα στα ακάτια του αμονιού
Ζει ο μοναχικός ποιητής
Μεγάλη χειράμαξα των βάλτων.
128.3. Ο ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Τρία πρόσωπα αποδειγμένης χυδαιότητας πλησιάζουν διάφορους ποιητικούς τίτλους (φωτιά παρακαλώ, τι ώρα είναι, μετά από πόσα μέρη η επόμενη πόλη;) σε ένα τοπίο αδιάφορο και αρχίζουν μια συζήτηση που οι αντίλαλοί της δεν θα φτάσουν ποτέ σε σας. Μπροστά σας, ο κάμπος των δέκα εκταρίων που εγώ είμαι ο γεωργός τους, το μυστικό αίμα και η καταστροφική πέτρα. Δεν σας αφήνω τίποτε για να σκεφτείτε.
128.4. ΚΡΟΙΣΟΣ
Να σας εισπνεύσει
Η σήψη
Στα έσχατα όρια του ράδιου
Με τα μιμητικά μέρη της παράστασης
Στήθος που προχωράει προς την ανυπαρξία του
Ελπίδα πως μια λεπίδα τροχού θα αντιστραφεί
Στόμα ενός αέρα φαντασίας
Ευκίνητα παιδιά του μπούμερανγκ
Χρόνιοι εραστές με αποσυρμένους πόθους
Αδιόρατος καπνός που φεύγει ήσυχα
Με σάρκες μεγαλωμένες για τη διάρκεια του αίματος
Με πολυσύχναστες διαδοχές
Με σχισμένο μέλλον
Είστε το ευγενικό προϊόν των ολοκληρωτικών λιποθυμιών σας
Ονειροπόλοι απόρθητοι δεξιοτέχνες του ενθουσιασμού
Κοιμηθείτε την οδύσσεια του έρωτα
Τα κομμάτια των καταπραϋμένων πόνων σας
Το δυσδιάκριτο σιτάρι των κρατήρων
Πληθαίνει καθώς καταναλώνεται
Απολίθωμα χτυπημένο μες στο αισθηματικό αργιλόχωμα
Ας περιγράψουμε την έκταση του έρωτα με όλες τις αποδείξεις
Μια γυναίκα ακολουθεί με τα μάτια τον ζωντανό άντρα που αγαπάει
Βυθισμένο στον ύπνο που πλένει τα χρυσοφόρα στρώματα της γης
Εγκαταλείποντάς τον
Του ρίχνει μια ελαφριά ανησυχία
Χα όπως κλείνει τα βλέφαρα
Ο συμβατικός πεισματάρης
Άδειο πιάτο προσφερμένο στον αέρα
Στο εδώλιο όσων τρώνε σκόνη
Οι λέξεις ενδυναμώνουν το Αυτόματο
Οι λέξεις με δυνατές πλάτες συμπλέκονται πάνω στην ελαστική γέφυρα
Που οδηγεί στο μοναστήρι του Καρκίνου
Χέρια σκοτεινά χέρια τόσο τρομερά
Κόρες αφορισμένων
Που αναγκάστηκαν να σφάξουν τα σεμνά κεφάλια
Πίσω απ’ τους καταχνιασμένους ουρανούς ονόμασαν το αίμα
Την παντοδύναμη αναζωογονημένη σάρκα μες στα όνειρα
Τροφοί του φοίνικα
Ελάχιστος θάνατος του καλοκαιριού
Αποδέσμευσέ με φωτεινέ θάνατε
Για την ώρα θέλω να ζήσω.
129. GABRIEL DHEUR. 1907 – 1965.
Γκαμπριέλ Ντεύρ.
129.1. Από τον ΔΙΑΦΑΝΟ ΚΟΣΜΟ
τώρα δεν μένει πια παρά να περιμένουμε την ατέλειωτη λειτουργία της μυστήριας μηχανής όπου έβαλες ένα ολοκαίνουργιο κέρμα και πρέπει να πατήσεις το κουμπί που δεν ξέρεις ακριβώς ποιο τα πλούτη οι τιμές όλα όσα εκτιμούν οι άνθρωποι αδικώντας τα υπόλοιπα όλα αυτά βρίσκονται μες στη μηχανή αλλά τίποτε δεν βγαίνει φωνάζεις έναν υπάλληλο κι αρχίζει να ταρακουνάει τη συσκευή δεξιά αριστερά και πίσω μπρος κάνεις κι εσύ το ίδιο χωρίς αποτέλεσμα φωνάζεις έναν περαστικό δυο περαστικούς όλους τους δυνατούς περαστικούς όλος ο κόσμος αρχίζει να κουνάει αυτή την απαραβίαστη μηχανή αλλά καθώς αυτό γίνεται εξακολουθεί να μη βγαίνει τίποτε ένα τράνταγμα και προσοχή η μηχανή καταρρέει θα μας λιώσει όλους
...................................................................................................
αυτή είναι η διαθήκη μου άγνωστε αναγνώστη θα ζήσεις ίσως μετά από μένα σου κληροδοτώ το φως άνοιξε καλά τα μάτια της καρδιάς σου κληροδοτώ τη μουσική άκουσέ την είναι αυτή που φτιάχνει απ’ τη ζωή μια απόλαυση θα ήθελα επίσης να σου κληροδοτήσω το θάρρος δεν ξέρω αν έχω αρκετό έργο να σου προμηθεύσω όπου θα μπορείς να βρεις επειδή ο κόσμος είναι σκληρός φρόντισε αυτό το βιβλίο θα το ξεχάσεις μέσα σε μια ντουλάπα θα το ξαναβρείς μια μέρα θα το έχεις ανάγκη ίσως δεν πρέπει ν’ αφήσεις να χάσεις ένα χέρι από φως μέσα σ’ αυτή την αγωνία που σημαίνει μάχη όχι μόνο ενάντια στις δυνάμεις της σάρκας βοηθιόμαστε από τους αγγέλους χωρίς αυτούς θα είχαμε νικηθεί αποκομισμένοι απ’ την πλευρά των σκοταδιών τα πράγματα του κόσμου είναι διφορούμενα δεν ξέρουμε ποτέ αν είναι υπέρ μας ή εναντίον μας η περίφημη φύση των ρομαντικών γεμάτη με διαβόλους ένας ερημίτης τους έβρισκε στην έρημο όπως τους φοβερούς σκορπιούς το βλέπουμε στην τελειότητά του αυτό στους πίνακες των πριμιτιβιστών ζωγράφων ο άνθρωπος του Θεού πωγωνοφόρος είναι εκεί και προσεύχεται με τα πόδια γυμνά ή ίσως με σαντάλια όμοια με τα δικά μου με τα δάχτυλα του ποδιού ολόκληρα τριγύρω του ο ζωγράφος παράστησε όλα όσα περνούσαν από το μυαλό του μικρά τοπία απρόβλεπτα αντικείμενα μεθυσμένος από την προσπάθεια να εκφράσει κάτι
......................................................................................................
έτσι κάθε ποίημα που γράφω με ανυψώνει μια μέρα ζωής πλησιάζει τον θάνατο εξαιτίας της κόπωσης μέσα στην καρδιά μου που χτυπάει μέσα στο κεφάλι μου όπου γυρίζει όπως το εσωτερικό ενός εκκρεμούς ας μην σκεφτόμαστε πολύ μέχρι τη μέρα της λήξης της προθεσμίας Κύριε εσύ που βασιλεύεις στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία άδειασε όλα μου τα ποιήματα που φτιάχτηκαν για να μην έχουν υπάρξει ποτέ δώσε μου για αντάλλαγμα όλες αυτές τις μέρες που μου λείπουν όμως παιδί μου δεν το σκέφτεσαι πρέπει να καταλάβεις να είσαι λίγο λογικός επιτέλους βάλε το κεφάλι στο προσκέφαλο απαλά να κοίταξε αυτό θα τελειώσει γρήγορα κάνουμε μ’ αυτό ένα ολόκληρο κόσμο που προοδεύει είναι τόσο απλό ένας λαμπρός άγγελος θα έρθει με πρόσωπο από μαύρο φως θα πάρει τη ζωή σου στα τόσο τρυφερά χέρια του έχετε γεια πράγματα του κόσμου τόσο αγαπημένα φεύγω
130. ANDRÉ FRÉNAUD, 1907 – 1993.
Αντρέ Φρενώ.
130.1. ΒΡΑΝΔΕΜΒΟΥΡΓΟ (1)
Ο Μαρκήσιος του Βρανδεμβούργου μ’ έβαλε να διαλέξω άμμο
στα πεύκα για την καρδιά της Μπετονιέρας,
και το αίμα μου από τσιμέντο χτυπούσε μέχρι μέσα στα όνειρά μου.
Τα μεγάλα τείχη φωτίζονταν στο χάραμα της μέρας
και το βράδυ οι σημύδες περπατούσαν σαν φοινικόπτεροι.
Ο πελαργός έφυγε από το καμπαναριό του Κουίτζομπελ,
και θα περάσει πάνω από τη ρημαγμένη χώρα μου,
σαν πανοπλία πεθαμένων αλόγων και δακρύων
που δεν σταμάτησαν να ωριμάζουν
για να γίνουν το μαργαριτάρι που θα μας εξαγοράσει,
πάνω από τη ζωή μου που με περιμένει
και που είναι νεκρή
στη Βουργουνδία και στο Παρίσι.
Κι η Παναγία που είναι η πρεσβύτερη απ’ τις αρραβωνιαστικιές μας.
γύρισε προς εμένα και μου χαμογελάει,
Είμαι πάνω στο φτυάρι μου απλωμένος προς τη δύση
κι η άμμος κυλάει από το πρόσωπό μου.
(1) Βρανδεμβούργο (Brandenburg): Πόλη (με πληθυσμό 75.000 κατοίκους) και ομώνυμη επαρχία (και παλιότερα κράτος) της Γερμανίας, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται το Βερολίνο.
(2) Κουίτζομπελ (Quitzoebel): Περιοχή του Βρανδεμβούργου.
(3) Το ποίημα, όπως και το επόμενο, γράφτηκε το 1940-43, όταν ο ποιητής ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο στη Γερμανία.
130.2. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Χείλια του μέλλοντος, ανοιχτά μες στο φθινόπωρο,
θα ήθελα να σας πιέσω για ν’ ακούσετε τη μοίρα μου,
από το τρίξιμο των σκουριασμένων δέντρων, το κάλεσμα των
ελαφιών,
μέσα στο λαχάνιασμα της μεγάλης Γερμανίας.
Η χώρα χωρίς μαυρόχωμα δεν τα έχει ξανασκεπάσει όλα,
παρόλη την άμμο, παρόλα τα πεύκα όπου ξανθοί άνθρωποι
στριφογυρίζουν
και παρουσιάζουν τα όπλα μες στους στρατώνες του λοχία βασιλιά.
Μια οσμή από μουσκεμένα χείλια αναποδογυρίζει το αμμώδες σώμα μου
που σχηματίστηκε με τις αμμουδιές και τα τραγούδια από τσιμέντο.
Σπάσιμο των λυμένων κλαδιών, γονιμοποίηση της γης,
ο άνεμος κουβαλάει πορφύρα μες στα δάση.
Υποφέρεις, φτύνεις φλόγες, Γερμανία μες στους ατμούς.
Γεννάς, Ω μητέρα γη, κόρη του φθινόπωρου που σαπίζει.
Θερμαίνοντας την καταχνιά, μάγεψες
το μεγάλο σώμα σου που εξογκώνεται, το σώμα σου από κλαδιά
αέρα.
Πού πας, ποιος κρατάει τον κόσμο μες στον αναβρασμό σου;
Και γλιστράω μέσα στις πνοές του ρόδου που παραληρεί
και παραληρώ μέσα στο έργο της βλάστησής σου.
Στο τέλος θα ξεπηδήσει ο άνθρωπος από καθαρό φως
από μαύρο νερό, από την περιστρεφόμενη αφθονία του προσώπου μου.
Όπως εδώ όλα είναι σκοτεινά, όλα είναι κορεσμένα, δεν βλέπω πια.
Με κακομεταχειριζόσουν. Θριαμβεύεις με το χωρισμένο κομμάτι σου.
Ήδη πληγώνομαι με την κρανοφόρα άνοιξή σου.
Στο πρόσωπό σου δεν αναγνωρίζω πια το αβέβαιο σημάδι
που μ’ έκανε να προχωράω σαν μέσα στο πρόσωπό μου.
Θα υπερασπιζόμουνα τα χρώματα του χαμένου οικόσημού μου,
τα βλέμματα που βυθίστηκαν και είναι δικά μου.
Η σειρήνα ακούστηκε, φεύγουν οι άγριες χήνες,
ο Έλβας σπρώχνει τα ρυμουλκά.
Μες στον αρχαίο ψίθυρο που εξαντλείται στις φλέβες μου
νιώθω να σκιρτάει το κάλεσμα των αγνοούμενων νεκρών μου.
Όμως δεν ξέρω ποιοι είν’ αυτοί, ανάμεσα σ΄ όλα τα πρόσωπα
αυτών που περπατούσαν δίπλα μου μέσα στο σκοτεινό δρόμο,
οι λάμψεις τους με φώτιζαν στην αλλαγή της νύχτας ....
Σήμερα ο ήλιος έδυσε δυο φορές.
Μέσα στο πλήθος από δέντρα και ανθρώπους που χάσκουν
δεν έχουν αντηχήσει για μένα οι λάμψεις του φθινόπωρου.
Είμαι μόνος. Δεν ακούω τίποτε εκτός από προσποιητούς θορύβους,
φυλακισμένος στη μονότονη κίνηση της άμμου και των πεύκων.
131. EUGÈNE GUILLEVIC. 1907 – 1997.
Ευζέν Γκιλεβίκ.
131.1. Η ΖΩΗ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ
Όταν μας λένε:
Η ζωή μεγαλώνει, αυτό δεν σημαίνει
Ότι το σώμα των γυναικών
Γίνεται μεγαλύτερο, ότι τα δέντρα
Βάλθηκαν να ανεβούν
Πάνω απ’ τα σύννεφα,
Ότι μπορούμε να ταξιδεύουμε
Μέσα και στο πιο μικρό λουλούδι,
Ότι οι εραστές
Μπορούν να περιμένουν να παντρευτούν μέρες ολόκληρες.
Σημαίνει πολύ απλά
Ότι γίνεται δύσκολο
Να ζούμε απλά.
131.2. ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΟΣ
Το ότι ήδη σηκώνομαι αυτό το πρωινό του καλοκαιριού
Χωρίς να με απασχολεί για πολύ η νύχτα κι η ξεκούραση,
Το ότι ήδη σηκώνομαι
Και έχω αυτή την επιθυμία για κρύο νερό
Για το λαιμό μου και το πρόσωπό μου,
Το ότι κοιτάζω με ζήλια
Τη μέλισσα που δουλεύει εντατικά
Και το ότι την καταλαβαίνω,
Το ότι ήδη σηκώνομαι και βλέπω το θάμνο
Που ίσως δουλεύει το ίδιο σκληρά με τη μέλισσα,
Και το ότι είμαι γι’ αυτό ευχαριστημένος,
Το ότι έχω ξυπνήσει μπροστά στο φως
Κι ότι το ξέρω: Η μέρα πρόκειται ν’ αρχίσει,
Αυτό είναι ήδη μια νίκη.
132. PIERRE MATHIAS. 1907 – 1990;.
Πιερ Ματιά.
132.1. Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Είμαι αυτός ο γυμνός άντρας που περπατάει μέσα στη νύχτα
Πεισματάρης σχοινοβάτης, ανάμνηση της γης,
Βαδίζω σε σχοινιά τεντωμένα ανάμεσα στα αστέρια,
Ποίημα που οι λέξεις του ανασυνθέτουν ένα σώμα,
Από τον άνθρωπο δεν έχω πια παρά την αιτία να ζω
Η νύχτα είναι η ακαταμάχητη μουσική της ψυχής
Είναι η σκιά ενός πουλιού που ψάχνει πού να κάτσει
Κι είναι ακόμη κι η μέρα, αν υπήρχε ποτέ μέρα,
Τραγουδάω πάνω στις στέγες του έρωτα που φύγανε πετώντας
Τα έχασα όλα, τον άνεμο και το χρυσάφι της χλόης
Τη σάρκα και τα σπαθόχορτά της, τη χλόη των σχέσεων
Τη φιλοφροσύνη και το χαμόγελο των ποταμιών
Το ψωμί, το κρασί, τα γαλάζια φρούτα της ονειροπόλησης
Τον κήπο των παιδικών χορών που είχα ξαναβρεί
Τα έχασα όλα, την ασυλλόγιστη αλαζονεία της επιστήμης
Όταν η γη έσκασε σαν φρούτο από ανυπομονησία
Από τους ανθρώπους που έγιναν πυώδης σκόνη
Τι μένει; Εκτός απ’ αυτό το τραγούδι που κανένας δεν ακούει
Στον χαμένο δρόμο μου έσπειρα τόσα ψίχουλα
Που θα μπορούσα να θρέψω όλα τα πουλιά του κόσμου.
133. MARCEL BÉALU, 1908 – 1993
Μαρσέλ Μπεαλΰ.
133.1. ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ
Τα δέντρα δειλά και δυνατά
Μιλάνε με έντονη φωνή τη νύχτα
Όμως η γλώσσα τους είναι τόσο απλή
Που δεν τρομάζει τα πουλιά
Κοντά στο κοιμητήρι όπου οι νεκροί
Σαλεύουνε τα σταχτιά χείλια τους
Η άνοιξη με κόκκινες τουλίπες
Γελάει σαν μικρό κορίτσι
Και κάποτε σαν την καρδιά
Τη φυλακισμένη από έναν παλιό έρωτα
Το δάσος βγάζει μια μακρόσυρτη κραυγή
Τραντάζοντας τα κάγκελά του.
133.2. ΧΑΡΑΜΑ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ 1945
Ένας θόρυβος από πουλιά
Θριάμβευσε μες στη σκιά
Είναι η γαλήνη του πρωινού
Κι είναι η ειρήνη του κόσμου
Τόσα σώματα κατάπληκτα
Μπήκαν μέσα στο χώμα
Που ξέρουμε ξαφνικά
Για ποιο λόγο είμαστε εκεί
Ανάμεσα στο κόκκινο τριαντάφυλλο
Και το γαλανό μάτι του παιδιού
Ποτέ δεν ήταν τόσο άσπρη
Η σελίδα του ποιήματος.
133.3. ΘΡΥΛΟΣ
Δυο εραστές έγιναν δέντρα
Γιατί ξεχάσανε τον χρόνο
Τα πόδια τους ρίζωσαν μέσα στη γη
Τα μπράτσα τους έγιναν κλαδιά
Όλοι αυτοί οι σπόροι που φεύγουν πετώντας
Είναι οι μπλεγμένες σκέψεις τους
Ούτε η βροχή ούτε ο άνεμος ούτε ο πάγος
Δεν θα μπορέσουν να τους χωρίσουν
Δεν φτιάχνουν πια παρά ένα μόνο κορμό
Σκληρό και γεμάτο φλέβες σαν μάρμαρο
Και στα ενωμένα στόματά τους
Το αγιόκλημα έφτιαξε τη φωλιά του.
134. RENÉ DAUMAL, 1908 - 1944.
Ρενέ Ντωμάλ.
134.1. ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΟΣ
Είμαι νεκρός γιατί δεν έχω επιθυμίες
Δεν έχω επιθυμίες γιατί πιστεύω ότι τα έχω όλα
Πιστεύω ότι τα έχω όλα γιατί δεν προσπαθώ να δώσω
Προσπαθώντας να δώσω βλέπω πως δεν έχω τίποτε
Βλέποντας πως δεν έχω τίποτε προσπαθώ να δώσω τον εαυτό μου
Προσπαθώντας να δώσω τον εαυτό μου βλέπω πως δεν είμαι
τίποτε
Βλέποντας πως δεν είμαι τίποτε θέλω να γίνω κάτι
Θέλοντας να γίνω κάτι, ζω.
135. ANDRÉ PIEYRE DE MANDIARGUES, 1909–1991.
Αντρέ Πιέρ ντε Μαντιάργκ.
135.1. ΕΝΑΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Είσαι δεμένη πάνω σ΄ ένα νησί στη μέση της θάλασσας
Σε τρέφει ένας λεπρός με τα σάπια χέρια του
Στα πλευρά σου είναι δεμένη μια αρκούδα κι ένα ελάφι
Είσαι δεμένη ανάμεσα στο ελάφι και την αρκούδα
Κι η αρκούδα και το ελάφι για να σε παρηγορήσουν
Σου είπαν ότι εδώ είναι απλώς ένας σταθμός.
135.2. ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ
Ένα δάκρυ Ισπανού στρατηγού
Που μαζεύτηκε σε μια ημερήσια συγκίνηση
Ένα δάκρυ Πορτογάλου στρατηγού
Που μαζεύτηκε σε μια νυχτερινή συγκίνηση
Τρέμουν μέσα σ’ αυτή τη στάμνα με μορφή μύξας
Που θα την κρεμάσουν στο λαιμό ενός σκελετού αγελάδας
Στις ερήμους του μέλλοντος.
135.3. ΕΝΑ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ
Ένα οικοτροφείο με όψη ταπεινή
Κρύβει στην όχθη της λίμνης του Λοκάρνο (1)
Το μόνο γνωστό δείγμα πιάνου με γλώσσες
Επαινούν πολύ τη γλύκα αυτής της ηχηρής ύπαρξης
Λίγο ισχνής εντούτοις στην έρημη χρονιά
Γιατί δεν τρέφεται παρά με σπόρους διπλωμάτη
Αλλά είναι ένα λιτό πουλί που μπορεί να νηστεύει για πολύ
καιρό
Που η Μερέ Οπενχαίμ το βγάζει περίπατο με το λουρί (2)
Σαν ένα μαύρο κύκνο που έπεσε απ’ τα μαλλιά του
Για να χορτάσει την πείνα του με υπομονή
Μέχρι το συνέδριο της επόμενης ειρήνης.
(1) Λοκάρνο (Locarno): Θέρετρο στο καντόνι Τιτσίνο της νότιας Ελβετίας στη λίμνη Ματζόρε (πληθυσμός 13.000 κάτοικοι).
(2) Μερέ Οπενχαίμ (Meret Oppenheim 1913 - 1985): Γερμανο – Ελβετίδα υπερρεαλίστρια ζωγράφος και γλύπτης.
136. JULIEN GRACQ, 1910 –
Ζ΄ϋλιέν Γκράκ. Ψευδώνυμο του Louis Poirier.
136.1. Ο ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Έζησα λίγα πράγματα τόσο όσο αυτά τα άδεια και ορθάνοιχτα δρομάκια που αγρίευαν το καταμεσήμερο χωρίς θόρυβο μέσα σ’ ένα άρωμα χυμού κι ελεύθερου ζώου, με τα σπίτια τους άδεια σαν ρεύμα παλίρροιας κάτω από τον αφρό των φύλλων. Όμοιες μ’ αυτόν τον λόφο της έκρηξης μιας πυριτιδαποθήκης που ξεφουσκώνει ολόκληρη πόλη, μεγάλες μάζες καταιγιστικής πρασινάδας κυλούσαν έναν σκοτεινό ουρανό πάνω από σπασμένες στέγες. Το απόγευμα με ξαναβρίσκει μπροστά σ΄ ένα ψηλό τοίχο ενός τυφλού πάρκου, με τεντωμένο αυτί, όπως πιάνει κανείς απροειδοποίητα ένα βόμβο φύλλων πίσω από μια πόρτα. Στον ελεύθερο αέρα που υγράνθηκε ξαφνικά από έναν περιστρεφόμενο ήλιο όπως από ένα στρατιωτικό σάλπισμα, τα πόδια μου αναζωογονώντας ερωτικά τη μυστική πλαγιά ενός λόφου μακρουλού σαν μάγουλο, ξανακατέβαινα κάθε βράδυ στους ήσυχους κάμπους, με τα χέρια γεμάτα όπως αυτού που αγγίζει μια γυναίκα, στηρίζοντας ακόμη το μέτωπο, με τα μάτια κλειστά, έτσι ώστε η καρδιά ν’ αποτυγχάνει και να βαδίζουμε κοιμισμένοι, με ευωδιαστά όνειρα και στο κενό κάτω απ’ τον ήλιο αυτού του χωριού που ακουμπάει στο δάσος σαν ένα απόγευμα καλοκαιριού στο μπαλκόνι της άγριας νύχτας του.
137. GASTON CHAISSAC, 1910 – 1965.
Γκαστόν Σ΄αισάκ.
137.1. ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΛΙΜΑΝΙ
Έπεσε για να μην ξανασηκωθεί και κλαίγοντας απελπισμένη πέθανε δεύτερη φορά καλύτερα κι από σφαγείο.
Η άλλη τραγουδούσε γι’ αυτό, ήταν ο κανόνας, φτιάχνοντας μια επωδό μ’ έναν υπέρμετρο σκοπό, με τα μάγουλα φουσκωμένα και με μια χειρονομία αλαζονική, πώς λοιπόν να παραπατήσει;
Όμως στην καραντίνα
Μια κόκκινη παιωνία
Νιώθει τη σύλληψή της
Δεν κλαίει ψυχή καμία
Όσο για τη δόξα, μπλέχτηκε μαζί της ένας πανούργος γέρος όμως αλλάζοντας γνώμη προτίμησε να την βάλει σε μια τρύπα τυφλοπόντικα, κι αφήνοντάς την εκεί για να τρέξει αλλού, φώναξε: «Δεν έχω παρά να κάνω αυτό».
Ο αρουραίος δεν είδε
Την ένιωσε μονάχα
Την έφερε με αγάπη
Ως τη φωλιά του τάχα.
Μια καταιγίδα ξέσπασε σαν μια λαμπάδα με τη θέληση κάποιου που χρειάζεται φως και ένας τραπεζίτης σε πτώχευση την αναδαύλισε με την ελπίδα να επιπλεύσει.
Χόρεψε γι’ αυτό τον πεντοζάλη.
139. ADRIAN MIATLEV, 1910 – 1964.
Αντριάν Μιατλέφ.
139.1. ΑΧΥΡΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΟΚΑΡΙ
Αν η ποίηση για σας είναι χαμόγελο
Που σας τέρπει και σας συγκινεί
Μπροστά σ’ ένα τέτοιο παλιάτσο εξαιρετικά συμπαθητικό
Που σας εκφράζει θαυμάσια ----
Σας λέω ότι θα αφήσω τον εαυτό μου να ψοφήσει ειρηνικά.
Αν ένα τέτοιο συναπάντημα δεν πρέπει να σημαίνει
Παρά μια οποιαδήποτε ευτυχία
Που την ακολουθεί μια πελώρια έκκριση λόγων
Και μια μεγάλη πλημμύρα σκέψεων ----
Σας λέω πως θα άξιζε καλύτερα να περάσετε το δρόμο σας.
Και λέω πως αν για σας η ποίηση
Βρίσκεται μόνο στην περιγραφή των αισθημάτων σας
Μπροστά σ’ ένα λουλούδι ή σε μια πέτρα
Ή μπροστά στο κενό όλων των πραγμάτων άσχημα κατανοημένο
Λέω πως η δική σας η χαρά της ζωής βρωμίζει τον κόσμο
Με επιτυχία. Και πως η απλότητα
Δεν είναι, Ω έντομα που γεννηθήκατε χτες,
Αυτή η παγίδα που σας κάνει κολλαριστούς
Μέχρι το τέλος ---- το φοβάμαι.
140. GEORGES SCHEHADÉ, 1910 – 1989.
Ζ΄ορζ Σ΄εχαντέ.
Λιβανέζικης καταγωγής
140.1. ΣΑΣ ΑΝΑΓΓΕΙΛΑ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΥΛΙ ΠΟΝΟΥ
Σας ανάγγειλα ένα μεγάλο πουλί του πόνου
Στον χρυσαφένιο ήλιο των τιμωρημένων μηνών
Στον ήλιο των γερασμένων αργιλοχωμάτων
Ένα τραγούδι θα σας κάνει να λυπηθείτε από τη μια αυγή στην
άλλη
Ω όμορφη σαν το χάδι των πλατάνων
Δεν είδατε το σταυρό των χελιδονιών
Φτέρες της μνήμης
Το αλατισμένο χιόνι των φύλλων στα πηγάδια
Της στάχτης πάνω στα μάτια σας
Όταν έχετε αμαρτήσει σαν μεγάλη πρασινάδα.
140.2. ΘΑ ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΩ ΠΡΟΘΥΜΑ ΚΟΠΕΛΑ
Θα αποκοιμηθώ πρόθυμα κοπέλα
Μην θαμπώσεις το πουλί που με κοιτάζει
Τα χρώματα γεννιούνται μες στον ύπνο
Αυτή την εβδομάδα τα λουλούδια είναι αποπνικτικά
Κι είναι μια προσπάθεια προς το στόμα σου που χάνω
Τώρα που είμαι στην διάφανη κατάσταση της πέτρας
Έξω απ’ τις εποχές σαν ένα απόσταγμα
Με το στόμα άσχημα διατηρημένο όπως τα κάγκελα του δρόμου
Η νύχτα πετάει τις λάμπες μας στα δέντρα.
142. PATRICE DE LA TOUR DU PIN, 1911 – 1976.
Πατρίς ντε Λα Τουρ ντϋ Πεν.
142.1. ΨΑΛΜΟΣ Χ
Και φοβόμουν πως αυτή η ανθρωπότητα δεν τάραξε την αληθινή
μοναξιά της ψυχής μου --- δεν ήρθε να ρυτιδώσει το
ερημικό νήμα της ψυχής μου.
Πώς θα μπορούσα να παραδεχτώ ότι ο άνεμος φύσηξε ανθρώπους; ---
Κύριε, θα απελπιζόμουν από την κατάσταση της ποίησης.
Τους έλεγα: Είμαι μόνος, σας έχω ανάγκη --- αλλά θα έπρεπε να είχα
ομολογήσει: Είμαι μόνος και σας φοβάμαι.
Κρατώ το ανθοδοχείο μου κλειστό με κατάνυξη --- αφήνω να ζουν εκεί
διάφορα πλάσματα.
Αφού δεν αναπαράγουμε παρά μόνο τη φυλή μας --- κι η αληθινή
ποίηση δεν είναι τόσο μακριά από το αίμα.
Και το αίμα ανακατεύεται με όλα που το κάνουν να σκιρτάει ---
κι αντιλαμβανόμαστε όντα που δεν είναι πια εντελώς
ο εαυτός τους.
Δημιούργησα άγιους σαν να ήταν ένα μέρος του εαυτού μου ---
προφήτες σαν να είχα δεχθεί τη δωρεά τους.
Γέννησα παιδιά που σε μισούσαν --- αλλά Κύριε, ήτανε μέρη μου
σχεδόν φανταστικά.
Παρόλο που χρειάστηκε να βρω λέξεις για να βάλω στο στόμα
τους --- κι αυτό δεν ήταν τόσο δύσκολο ....
Όμως ο άνεμος φυσούσε ανθρώπους, άλλους ανθρώπους! ---
φέρνοντάς μου σπόρους άγνωστους στη γη μου.
Αν με έκανε να πω τα λόγια τους, θα μπορούσα λοιπόν να τους
φέρω στην ποίηση --- μπορώ άραγε να προσποιηθώ ότι δεν
ήμουν ο πατέρας τους;
Το ξέρω καλά πότε θα πεθάνουν αλλού --- σε κάποιο αλλού
σχεδόν για Σένα.
143. CLÉMENT MAGLOIRE-SAINT-AUDE. 1912–1971.
Κλεμάν Μαγκλουάρ – Σαιν Ωντ.
Από την Αϊτή.
143.1. ΣΙΩΠΗ
Ο πωρόλιθος των δοντιών με πιθανότητες στις μάχες πυρόξανθος
Σε εννιά πόλεις.
Μαγδαληνές με δαντέλες από οινάνθη.
Τίποτε ο ποιητής, αργός θρηνητικός
Πεθαίνει στη Γκουανταλαχάρα. (1)
(1) Γκουανταλαχάρα (Guadalajara): Η δεύτερη σε πληθυσμό και οικονομική σπουδαιότητα πόλη του Μεξικού (πληθυσμός 1.700.000 κάτοικοι).
143.2. ΚΥΡΙΑΚΗ
Στον ορίζοντα των πυρετών
Για τη φωνή στο χορό του ποιητή.
Ο ποιητής, πένθιμη γάτα, με γέλιο γάτας.
Η καρδιά, γλυμμένη, ραγισμένη απ’ τις αγρύπνιες.
Λέχθηκε στις ελευθερωμένες λιτανείες Έντιθ
Ο τόπος ο θώρακας στη βούληση της σκέψης μου.
Καρφωμένος, έχοντας έλλειψη από βεντάλιες
Μέσα στη μαυριτανική γλύκα μου.
Νάρκωση μέσα στο αίμα μου χωρίς γάντια και χωρίς έρωτα.
Απόγευμα απογυμνωμένο αστραπιαία.
Κατεβαίνω αναποφάσιστος χωρίς ενδείξεις
Παραγεμισμένος, ντυμένος με βάτα, στην επιφάνεια των πόλων ....
145. AIMÉ CÉSAIRE, 1913 - .
Αιμέ Σεζαίρ.
Μαρτινικανός.
145.1. ΑΠΩΛΕΙΑ
θα χτυπήσουμε τον καινούργιο αέρα με τα θωρακισμένα κεφάλια μας
θα χτυπήσουμε τον ήλιο με τις ορθάνοιχτες παλάμες μας
θα χτυπήσουμε το έδαφος με το γυμνό πόδι των φωνών μας
τα αρρενωπά λουλούδια θα κοιμηθούν στους όρμους των
καθρεφτών κι ακόμη και η πανοπλία των τριλοβιτών (1)
θα χαμηλώσει μέσα στη μισή μέρα του πάντοτε
πάνω σε τρυφερά λαρύγκια παραγεμισμένα με ορυχεία γάλατος
και δεν θα ξεπεράσουμε το νάρθηκα
το νάρθηκα των απωλειών;
ένας ρωμαλέος δρόμος με κιτρινίσματα σαν φλέβες
χλιαρός
όπου αναπηδάνε τα βουβάλια των ανυπότακτων θυμών
τρέχει
καταπίνοντας το χαλινάρι των ώριμων κυκλώνων
με Ινδικά καλάμια που ηχούνε πλούσια σούρουπα.
(1) Τριλοβίτες: Είδος πρωτόγονων θαλάσσιων αρθρόποδων που εξαφανίστηκε πριν από 270 εκατομμύρια χρόνια.
147. JEAN MARCENAC, 1913 - .
Ζ΄αν Μαρσενάκ.
147.1. ΣΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Not lost in loss itself
(Όχι χαμένοι στον ίδιο το χαμό)
JOHN MILTON (1)
Οι γιοι του Λοένγκριν τραγουδούσαν μες στο δάσος (2)
Πολεμάνε όπως χορεύουν
Οι στρατιώτες μας γερασμένοι κουρασμένοι
Τους περίμεναν στις παρυφές των δασών
Ο ύπνος κι ο θάνατος μάλωναν για την τύχη τους
Έκλεβαν το αίμα τους
Όταν τους είδαμε να έρχονται
Οι πιο θλιμμένοι πέθαναν με τα όπλα στα χέρια
Με το κεφάλι σκοτεινό σαν αυγό
Για να έχουν το δικαίωμα να κοιμούνται και να ζουν
Άλλοι υψώσανε το αίσχος σαν σημαία στον ουρανό
Ένας ουρανός που συγχωρεί εκ των προτέρων
Ουρανός τυφλός για τους τυφλούς
Με το φόβο σαν τρελό σ’ ένα νησί
Ένας ουρανός που κοροϊδεύει τους ανθρώπους
Δεν απαντάει πια στα βλέμματα
Μέσα στο μαύρο μεσημέρι που μοιάζει με κεραυνό
Σύντροφοι έλεγαν Σύντροφοι Γερμανοί
Έδιναν το χρυσάφι τους για ένα χαμόγελο
Πουλούσαν τα παιδιά τους
Είδα μερικούς που έκλαιγαν για να τους κοροϊδεύουν
Οι γιοι του Λοένγκριν τραγουδούσαν μες στο δάσος
Ήταν ένα τραγούδι από πέτρα ένα τραγούδι από αφρό
Ήταν ένα τραγούδι που έσπαγε τα λόγια
Ένα τραγούδι μες στο δάσος των λέξεων σαν τσεκούρι
Οι καλύτεροι πετάξανε τα όπλα τους
Δεν παραδόθηκαν σε σας πράσινοι Στρατιώτες
Αλλά στο αυταπόδεικτο
Οι γιοι του Λοένγκριν τραγουδούσαν μες στο δάσος
Λοχαγέ στο μέτωπο της άμμου
Λοχαγέ φώναζαν Δώσε εντολή ν’ αφήσουν τα όπλα
Ο άνεμος θα ρυτιδώσει τα πρόσωπά μας
Το αίμα σας δεν θα βαραίνει
Στην καρδιά της μάχης το χαμένο αίμα κερδίσθηκε από τις καρδιές μας
Οι φωνές τους έβγαιναν από ένα τοίχο που δεν μπορούσε να
αφαιρεθεί
Που τον γνωρίζουν οι δίκαιοι
Και που δεν ήξεραν να τον κάψουν
Ένας τοίχος φτιαγμένος από πέτρες μίσους
Πέτρες φυλακής πέτρες στρατώνα
Ένας τοίχος που ένα μόνο ευτυχισμένο βλέμμα θα τον γκρέμιζε
Ας μη γελιόμαστε Αυτός ο τοίχος βρισκόταν στη Γαλλία
Ο εχθρός είναι στο σπίτι μας Ω τοίχε των Ομόσπονδων
Οι γιοι του Λοένγκριν τραγουδούσαν μες στο δάσος
Ένας απ’ αυτούς μας το είπε χάσανε τη σκιά τους
Κρυμμένοι μες στη νύχτα των αρρώστων
Το αγαπημένο δέντρο τους ήταν το Μανσενιλιέ (3)
Άδεια τα χέρια στον αέρα που είχε το χρώμα του άδειου
Άδεια η καρδιά μέσα στην καρδιά την γεμάτη άδειο
Τα όνειρα δεν βρίσκουν τον βυθό της θάλασσας
Η μέρα η νύχτα βρίσκονται στα όρια της αβύσσου
Αλλά κι εμείς το ίδιο
Μετρητές της νύχτας μετρητές της αβύσσου
Εξερευνητές.
Μια μέρα θα αποθέσουμε τη δυστυχία στο χώμα
Μια δυστυχία πολύ πιο βαριά από τη δική μας
Καθώς είμαστε φυλακισμένοι
Μια δυστυχία φτιαγμένη από στερημένα μάτια και σταυρωμένα
χέρια
Και τα στόματα λένε Ευχαριστώ
Μια μέρα θα μιλήσουμε για τη ζωή με δυνατή φωνή
Θα πούμε Αντίο στη δυστυχία
Για την ώρα ας είμαστε στις διαταγές της
Μας πολεμάει απροκάλυπτα δεν είναι ούτε ο θάνατος ούτε η ζωή
Μας βάζει μια σκληρή πέτρα μες στα χέρια σαν τον κεραυνό
Κρεμάει την καρδιά μας στο μαύρο άστρο της
Δυστυχία που συμφιλιώνεται με την ελπίδα
Δυστυχία που συμφιλιώνεται με μας τους ίδιους
Σ’ αυτό το άδειο τα μάτια κατοικούν
Ωραία μάτια ανοιχτά σ’ όλο τον κόσμο
Ωραία μάτια ανοιχτά στον ουρανό
Στον μαύρο παράδεισο του πολέμου
Το βλέμμα που δίνει τον κόσμο
Μας το παράδωσαν αυτοί που δεν έχουν τίποτε.
(1) Τζον Μίλτον (John Milton 1608 – 1674): Άγγλος ποιητής της Μεταφυσικής Σχολής, «Χαμένος Παράδεισος» 1667, «Σαμψών Αγωνιστής» 1671.
(2) Λοένγκριν (Lohengrin): Γερμανικό μεσαιωνικό έπος γραμμένο το 1290 από ανώνυμο συγγραφέα που το αποδίδει στον Wolfram von Eschenbach. Περιγράφει τις περιπέτειες του ιππότη Λοένγκριν, γιου του Πάρσιφαλ, ο οποίος ανακαλύπτει τελικά ότι πατρίδα του είναι ο Ναός του Άγιου Δισκοπότηρου.
(3) Μανσενιλιέ (Mancenillier): Τοξικό και επικίνδυνο δέντρο που φυτρώνει στην Αμερική, με δηλητηριώδη καρπό όμοιο με μικρό πράσινο μήλο.
148. JEAN ROUSSELOT, 1913 - .
Ζ΄αν Ρουσλό.
148.1. ΟΠΟΙΟΣ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ
Όποιος με βλέπει δεν καταλαβαίνει
Πως είμαι μόνο
Ένα χοντροκομμένο ρούχο
Που κρυώνει στη θέση σου
Και που γερνάει για σένα
Όποιος με βλέπει δεν καταλαβαίνει
Πως αν με ξέσχιζε
Θ’ άκουγε εσένα μέσα μου
Να τραγουδάς μες στην οδύνη σου.
148.2. ΕΓΩ ΠΟΥ ΜΠΟΡΩ ΑΝ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΟΥΝ
Εγώ που μπορώ αν μου ζητήσουν
Να απαγγείλω ποίηση του Νερβάλ
Να ζωγραφίσω ένα άλογο
Να τρεμουλιάζω σαν τη λεύκα
Δεν θα ήξερα να περιγράψω
Το χρώμα των ματιών σου
Μετά από χίλια χρόνια κιόλας
Που βρίσκεσαι στην αγκαλιά μου.
150. HENRY BAUCHAU, 1913 – .
Ανρί Μπωσώ.
150.1. ΦΥΛΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ
Δαμαστές άγριων λέξεων και επαναστατικών σκέψεων, άνθρωποι με
καθαρά χέρια στο στόμα των φοράδων και στην κοιλιά των
γυναικών.
Στο μεγάλο σώμα στρατού σας, σκληροί γεωμέτρες του πνεύματος
που κρατάτε το στιλπνό στόμιο των κανονιών
Οραματιστές σχεδιαγραμμάτων, μεταφορείς λέξεων, κάτοικοι του
μπετόν κάτω απ’ το χιόνι,
Αναλφάβητοι που χαράζετε στους ουρανούς την τρομερή λέξη
Θύτες με σιδερικά που καπνίζουν που κάνετε έρωτα με μέταλλα
και με γυναίκες
Αμπελουργοί, αμπελουργοί που συντρίβετε τις γάγγραινες
Σκυθρωπά παιδιά, Παιδιά της Πολεμίστριας Μητέρας που ο θεός
ανακατεύει στην εικόνα του μέσα σ’ ένα μεγάλο ερωτικό
θόρυβο, από εντόσθια και σπασμένα κόκαλα
Άνδρες με σφιγμένες γροθιές που λέτε: Τίποτε για τίποτε. Και που
δεν δίνετε, παρά μόνο το τελευταίο αίμα, παρά μόνο το
τελευταίο ροχαλητό.
Φεύγουν, χτυπάνε. Άραγε όμως ξέρουν, Ω πρίγκιπα της πίκρας, πως
όλα είναι μάταια και κυνηγημένα από τον άνεμο;
Το ξέρουν. Περνάει ο άνεμος των άμμων, κυλάνε τα ασπρισμένα
κόκαλα, φεύγουν, φωνάζουν για τη σιωπή τους: Οφθαλμόν
αντί οφθαλμού!
Φωνάζουν στον σκληρό και μαύρο θεό που τους κοιτάζει:
Οφθαλμόν αντί οφθαλμού! Και σιωπή, σιωπή, Ω καρδιά
μου.
Ποιος μπορεί να ξέρει; Ποιος μπορεί να βυθομετρήσει; Άβυσσος
του χρόνου, άβυσσος των άμμων. Άβυσσος, πιο βαθιά, της
ελπίδας.
151. ANDRÉ DALMAS, 1914 - .
Αντρέ Νταλμά.
151.1. ΚΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Ι
1
Ο αδελφός μου έγινε δεκτός στο σπίτι μου σαν άσωτος υιός
Δεν τον άφησα από τότε, ζητώντας του να μου διηγηθεί
τα ταξίδια του και θέλοντας να γνωρίσω την αλμυρή γεύση του
άγριου φρούτου.
Κλείστηκα μετά στην κάμαρά μου για πολλά χρόνια.
Έγινα αυτός που είμαι τώρα όταν βγήκα
κι όλη η οικογένεια άκουσε την αφήγηση του ταξιδιού.
2
Τον ακολούθησα: Απόφευγε προσεκτικά τους δρόμους
που ήτανε φωτισμένοι και πολυσύχναστοι.
Πηδώντας πάνω απ’ τον φράχτη ενός κήπου, πλησίασε
το σπίτι και μπήκε μέσα σ’ ένα σκυλόσπιτο: Τη μέρα
γινόταν σκύλος.
3
Υπάρχουν εδώ πολλές μαζί γυναίκες κλεισμένες
σ’ ένα στενό δωμάτιο, προσεκτικές και έτοιμες στο παραμικρό
σημάδι.
Το φύλλο που αποσπάται, το χαρτί που πέφτει,
ο αντίλαλος ενός βήματος τις κάνουν να κινιούνται:
Κυματίζουν.
Το βήμα απομακρύνεται κι όλα επανέρχονται στην τάξη.
4
Απ’ αυτή την πλευρά παρατηρώ τα χαραγμένα σημάδια
πάνω στον τοίχο, στην άλλη όχθη αφού ένα ποτάμι
με χωρίζει στα δύο. Είμαι άγονες ακτές.
Δεν με ακολούθησαν σ’ αυτές τις πεδιάδες,
Δεν πέτυχα αυτή την πυκνότητα που επιτρέπει
τη ροή, μόλις άντεξα
το να μην μπορώ να ανασαίνω.
Πολύ αργότερα μόνο θυμήθηκα
τη σύγκρουση.
5
Μέσα στο σπίτι, αναπαύεται μια ήσυχη και νέα
γυναίκα. Κάθε τόσο, εισπνέει ένα
πολυτελές φιαλίδιο όπου είναι κλεισμένα μικρά ανθρωπάκια:
Το πρόσωπο του μικρού ανθρώπου συστέλλεται
μετά ο ίδιος μόνος χαλαρώνει και κατακάθεται στο βάθος του
φιαλιδίου.
6
Ανακάλυψα στο υπόγειο του σπιτιού
ένα αυλάκι που βυθίζεται βαθιά:
Εκεί κυκλοφορούν καραβάκια με αναδιπλωμένα πανιά.
Εξηγώ γιατί κοιμόμουν άσχημα
όταν ήμουνα παιδί.
7
Για να τους ξεφύγει αφηνόταν να χυθεί
και κυλούσε στο χώμα σαν υγρή σταγόνα.
Κάποιοι άλλοι είχαν προηγηθεί: Άγρυπνοι
και καθαροί, καιροφυλακτώντας πάνω σ’ ένα φύλλο, γλιστρώντας
πάνω στο τζάμι, στη χούφτα ενός χεριού στη σκιά ενός εφηβαίου.
Δίνω το μέσο αυτό γι’ αυτό που αξίζει: Μια
συμβουλή, εισχωρείτε σ’ ένα κόσμο με
υπερβολική ρευστότητα, να είστε προσεκτικοί.
8
Πίστεψα για πολύ καιρό σε μία έκθεση των ανθρώπων.
Οι επισκέπτες δεν γίνονταν δεκτοί παρά μόνο ένας ένας,
άκουγα μετά την είσοδό τους ένα θρήνο
που τον ακολουθούσε μια πτώση στο χώμα.
Αφού έγινε ησυχία, βγήκα και προσπάθησα μάταια
να ξανασυναντήσω τη σιλουέτα που έτρεχε στο φράγμα προς τη
θάλασσα.
Δεν θα ξαναμπώ παρά μόνο με μεγάλο φόβο.
152. LUC BÉRIMONT, 1915 - 1983 .
Λϋκ Μπεριμόν.
152.1. Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Είναι μέσα στο σπίτι μου σαν της ελιάς το λάδι
Γλυκιά --- σαν το ροκάνισμα που κάνουν τα ποντίκια.
Είναι μέσα στο σπίτι μου σαν λάμπα στις τσουκνίδες
Πίσω απ’ το φράχτη. Σαν βροχής ανάσα όταν κοιμούνται
Τα καλοκαίρια πάνω στους κυπρίνους στα βαρέλια.
Είναι σαν το γλυκό ψωμί που θόρυβο δεν κάνει
Μέσα στο αίμα μοσχαριών και φρούτων σαν γεμίζει
Του τραπεζιού το κάλυμμα κόκαλα και κουκούτσια.
Είναι σαν στριφογύρισμα του κόσμου αυτού που τρέφει
Σφίγγοντας στου νωπού ίλιγγου το στήθος το μαρούλι.
Είναι φωνή που σώθηκε από όλεθρο μεγάλο
Ανθίζοντας με ερείπια στα παιδικά μου χρόνια,
Είναι το χέρι που βαρύ πλένει το καλοκαίρι
Στο πρόσωπο νεκρών και στο γαμήλιο σεντόνι
Είναι ο μεγάλος καύσωνας που σκάει όλες τις φλούδες
Τ’ άχυρα των κληματαριών σ’ ένα ουρανό από λεύκες
Μια αυγή που πάνω απ’ την κορφή των σιταριών χαράζει.
154. JEAN MALRIEU, 1915 - .
Ζ΄αν Μαρλιεύ.
154.1. Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ
Αν μπορούσε να κάνει καιρό κατάλληλο για να βγάλω έξω το
σκύλο
Αν μπορούσα να έχω καρδιά που να σχίζει τις πέτρες
Αν η αγάπη γινόταν πιο άνανδρη απ’ το θάνατο
Αν ήμαστε νεκροί για να μιλάμε για τη ζωή
Αν ήμαστε ευτυχισμένοι για να μη λέμε πια τίποτε στον εαυτό μας
Αν ήμαστε ζωντανοί για να μπορούμε να αγαπάμε τον εαυτό μας
Αν ο κόσμος δεν είχε φτιαχτεί για να ξαναφτιαχτεί
Αν δεν υπήρχες για να μπορώ να σε ανακαλύψω.
154.2. ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑΝΟ ΜΑΣ
Δεν θα κοιμηθούμε πια αφού ανοίξαμε τα μάτια.
Μπορεί να υπάρχει άραγε ακόμη ένα σπίτι και μια αγάπη;
Η φωνή μου σκεπάζεται με φύλλα
Μέσα στη μνήμη μου έχουν αναπνεύσει τόσοι ήλιοι
Που χαιρέτησα το τραπέζι μου και την πολυθρόνα μου σαν ξένους
που ήρθαν από τους δρόμους των χρόνων του
φωτός.
Δεν ξέρω πια ποια αγάπησα αλλά είσαι εσύ.
Έχω την παραφορά μέσα στα χέρια.
Δεν είμαστε πια μόνοι. Ο χρόνος ήρθε ανάμεσά μας.
Άκουσέ τον στις σχισμές του ρολογιού,
Μιλάει για ήλιους και για πεπρωμένα.
Θα τον χαιρετίσουμε με πέτρες και με βλαστάρια χόρτων.
Θα θυμόμαστε το χρόνο της γης μας.
155. JACQUES PRÉVEL, 1915 – 1951.
Ζ΄ακ Πρεβέλ.
155.1. ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ
Τη στιγμή που γράφω έχω κιόλας χάσει από το δισταγμό τη μέθη
του οράματος
Και μ’ εγκαταλείπει αυτή η γη όπου ήρθα να συντριφτώ
Ήξερα ξυπνώντας
Αυτό που δεν θα μπορούσα να σας επαναλάβω χωρίς να
προδώσω
Ήταν ο τρόμος όλης της μηχανικής του πνεύματος
Ο τρόμος των ξεπατικωμένων έργων στον εγκεφαλικό αυτοματισμό
της σκλήρυνσης
Πέτρες γυαλισμένες και ξεγυαλισμένες από τη ροή και την
παλίρροια αυτού που δεν μπορούσε να επαναληφθεί
Και καταγγέλλω την παρανοϊκή λογική των μοναχών υπερτιμημένη
απ’ την αποτυχία της μνήμης
Πως όλα τα οράματα δεν είναι παρά ανάβρυσμα του
παραληρήματος στη φουσκοθαλασσιά
Όπου θα καταπλεύσουν μόνο εκείνοι που δεν ξέρουν τίποτε
Αυτοί που δεν ξέρουν τίποτε
Γιατί πιστεύω ότι όλα χάθηκαν μέσα στη φρίκη των γενιών χωρίς
γνωστή γενεαλογία
Κι ότι δεν υπάρχει ένας άνθρωπος που να υπάρχει αν δεν είναι
ήδη από τη γέννα του μεταδοτικός και μη μεταδοτικός
Ακόμα κι η επανάσταση μπορεί να χαθεί καταγγέλλοντας τη
πτώχευση
Εφόσον δεν υπάρχει δύναμη καταστροφής
Εκτός από το βλέμμα ριγμένο κάποια νύχτα δίχως ύπνο
Στον αμείλικτο κόσμο των σημάτων και της βίας.
156. CLAUDE ROY, 1915 - 1997.
Κλωντ Ρουά.
156.1. ΜΙΚΡΟ ΠΡΩΙ
Θα σε γνωρίσω απ’ τα πολλά φύκια του αρχιπελάγους
Από το αλάτι των μαλλιών κι απ’ των χεριών τη χλόη
Θα σε γνωρίσω απ’ το μαβί των βλέφαρών σου βάθος
Τα μάτια μου όταν κλείνοντας θα μου κρατάς το χέρι.
Θα σε γνωρίσω όταν θα ‘ρθεις ξυπόλητη να με ‘βρεις
Στα μονοπάτια τα καυτά από ευωδιές κι από ήλιο
Με τα μαλλιά τα ξέπλεκα στους δυο γυμνούς σου ώμους
Με τα υπνωμένα στήθια σου στου λήθαργου τα βάγια.
Τότε θ’ αφήσω τα πουλιά στα αιθέρια να πετάξουν
Τα ταχυδρομικά πουλιά που σχίζουν τα πελάγη
Τ’ αστέρια θα λυγίσουνε στους άνεμους τ’ αδράχτια
Και βιαστικά στον ουρανό θα φύγουν τα σπουργίτια.
Θα σε προσμένω πάνω εκεί στον πιο ψηλό τον πύργο
Όπου όσους λείπουν κλαίει η νυχτιά στους άνεμους κι η μέρα
Κι όταν θα φύγουν τα πουλιά θα ξέρω πως η αιθρία
Σημάδια έχει απ’ τα βήματα εκείνης που προσμένω.
Του ήλιου εκλεκτός αισθάνομαι και το κορμί ωριμάζει
Με την τυφλή γαλατερή υπομονή των φρούτων
Καθώς τα χέρια της ξανά προβάλλουν ξυλιασμένα
Μέσα στο ανάλαφρο πρωινό που από τη νύχτα βγαίνει.
157. PIERRE EMMANUEL, 1916 - 1984.
Πιερ Εμμανϋέλ.
157.1. Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
1
Ω μαχαιρωμένο τραγούδι
Όπου γυαλίζουν τα στιλέτα
Υπάρχει άραγε καλύτερος μίσχος
Από ένα ξίφος στην καρδιά;
Τον Μάιο η πέτρα ανθίζει
Για ν’ ανοίξει η καρδιά σου
Της έδωσα για μίσχο
Το ατσάλι που δε λυγίζει
Άνθισε κάτασπρη
Κοντά σε μία λίμνη της σελήνης
Νάρκισσος η μυρωδιά σου
Μου γέμισε την καρδιά με νύχτα.
2
Με τη θέληση
Του κύματος
Κυλάν οι λύπες
Με τη θέληση
Του αγέρα
Στραγγίζονται τα δάκρυα
Ένα κουβάρι
Μοναξιά.
3
Την τέχνη του θανάτου
Μας τη μαθαίνουν τα πουλιά
Πέφτουν
Με τα φύλλα
Τα μέσπιλα διαρκούν
Περισσότερο απ’ αυτά
Κανένας θόρυβος ή σχεδόν κανένας
Από τότε που ωρίμασαν
Γρήγορα χάνονται
Μέσα στην τάφρο
Είναι οι αγνότεροι
νεκροί
157.2. ΑΛΛΑ Ο ΒΟΣΚΟΣ ΜΕ ΤΗ ΦΛΟΓΕΡΑ ….
Αλλά ο βοσκός με τη φλογέρα --- οι σοφοί έψαχναν πολύ καιρό να βρουν αιτία για να τον κάψουν. Δεν βρήκαν, παρ’ όλους τους κόπους τους. Η φλογέρα του μάζευε το κοπάδι: Ήταν λοιπόν ωφέλιμη. Ωφέλιμη είναι η καθαρότερη λέξη.
Ωστόσο τη νύχτα, όταν ξανάφερνε τα πρόβατα από τα μονοπάτια που φιδοσέρνονται στα βοσκοτόπια, το ελικοειδές τραγούδι που ακολουθούν τα ζώα άφηνε ν’ ακούγεται κάτι άλλο: Κανένας δεν τολμούσε να ρωτήσει τι. ….
Η ώρα είναι ακόμα στις ευρύχωρες σκέψεις στις πεδιάδες
Κι ο βοσκός που οδηγεί τα άστρα προς τη θάλασσα
Σταματάει μες στον αέρα για να δοκιμάσει τη δύναμή του
Και δεν υποχωρεί ούτε ένα βήμα, με το στήθος χορτασμένο. Το
τραγούδι του
Αφήνει τους θνητούς κατάπληκτους μες στην πεδιάδα,
Που τρέμει μήπως δεν σπάσει ο βράχος, μήπως η σκιά
Δεν αποσφραγιστεί, κλειδί του εξοργισμένου θόλου.
Είναι σπάνιοι αυτοί που πηγαίνουν μόνοι στις κορυφές! Οι
άνθρωποι
Ζουν στη σκιά των λόγων τους, υπερήφανοι
Για τις λέξεις που μ’ αυτές φτιάχνουν βουνά, αλλά τόσο αδύνατοι
Που δεν διακινδυνεύουν ούτε ένα βήμα έξω απ’ αυτές.
Σε μια πλαγιά όπου βόσκει ζάλη, ο βοσκός
Με μεγάλη φωνή και δίχως προσπάθεια γεμίζει τον ουρανό.
Η σκιά του είναι οικεία στα σύννεφα, η ανάσα του
Είναι από λινό πιο μαλακό από φτερούγα αγγέλου, σαν τον αέρα
Που ελαφρός στολίζει το μυστικό σου, Ω μοναξιά.
Σ’ αυτά τα χείλη οι λέξεις έχουν τη γεύση των πηγών \
Γιατί τις στηρίζει η ανεξάντλητη σιωπή
Σαν ρεύμα πράσινο κάτω απ’ τα χόρτα. Οι απλές λέξεις
Το εκλεκτό σιτάρι του λόγου. Μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα
Το φύτρωμα των ωριμασμένων σιταριών κάνει σ΄ όλο το διάστημα
να σηκώνονται
Ρίζες ζωντανού νερού στα φύλλα του ήλιου.
Το σπέρμα είναι η κεντρική φωτιά που προστατεύει το νερό
Σαν τον πολτό γύρω απ’ το σπόρο. Το στάχυ
Θ’ ανοίξει και θα σπαρθεί στον αιθέρα των άστρων:
Ο μίσχος είναι ένα κορμί ανθρώπου εντελώς όρθιο. Εγώ
Είμαι το μέτρο των υψών, τραγουδάει ο βοσκός ….
161. OBALDIA RENÉ DE. 1918 - .
Ρενέ ντε Ομπαλντιά.
161.1. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
--- Στο σπίτι μου είπε κάποιο κοριτσάκι
Έναν ελέφαντα έχουμε μαζί μας.
Το μάτι του τις Κυριακές γυαλίζει
Όταν τον βάφει κάτασπρο ο μπαμπάς μου.
--- Στο σπίτι μου είπε τότε ένα αγοράκι
Μαζί μας έχουμε μια χελωνίτσα.
Όλη τη μέρα τραγουδάει τραγούδια
Μες στα λατινικά και στα μαρούλια.
--- Στο σπίτι μου είπε το κορίτσι πάλι
Χρυσά είναι τα μαχαιροπήρουνά μας.
Γι’ αυτό όταν τρώμε κάθε μεσημέρι
Πως τρώμε κάποιο θησαυρό θαρρούμε.
--- Στο σπίτι μου είπε τότε το αγοράκι
Έχουμε μια παλιά βαθιά σουπιέρα
Απ’ την Σουασόν της εποχής του Κλόβη (1)
Όταν εκεί ήταν συμβολαιογράφος.
--- Στο σπίτι μου είπε το κορίτσι πάλι
Είναι χιλιάδων χρόνων η γιαγιά μου
Και παίζει ακόμα ως σήμερα μπιλιάρδο
Την ώρα που τα δόντια καθαρίζει.
--- Στο σπίτι μου είπε τότε το αγοράκι
Έχει ο παππούς μου μια μακριά γενειάδα
Γεμάτη μ’ ένα σμήνος από σπίνους
Που τα ραβέντια γύρω της μολύνει. (2)
--- Στο σπίτι μου είπε το κορίτσι πάλι
Υπάρχουν τρεις μεγάλες καμινάδες
Κι όταν η φλόγα ανάβει και σπιθίζει
Νιώθουμε ζέστη από τις τρεις γωνίες.
--- Στο σπίτι μου είπε τότε το αγοράκι
Περνάει πάντα μεσάνυχτα το τρένο
Τα ρούχα μου το πρωί μόλις ξυπνήσω
Απ’ την πολλή καπνιά είναι μαυρισμένα.
--- Στο σπίτι μου είπε το κορίτσι πάλι
Για εξομολόγηση έρχεται ο Πάπας
Πίνει το χαμομήλι του μαζί μας
Αφού όμως του τις βρέξουμε λιγάκι.
--- Στο σπίτι μου είπε τότε το αγοράκι
Ζει ένας Αυτοκράτορας Κινέζος
Κοιμάται στο υποπόδιο της πόρτας
Όπως οι Ινδιάνοι της φυλής Ιρόκι. (3)
--- Ιρόκι! Είπε τότε το κορίτσι
Θαρρώ πως θέλεις να με κοροϊδέψεις!
Αν κάπου τώρα βρω κάποια βελόνα
Θα σου τρυπήσω δυνατά τα χέρια!
--- Αυτό λοιπόν θα πει να ‘σαι κορίτσι!
Απάντησε και πάλι το αγοράκι
Είσαι κουτή σαν μια ψιλή βελόνα
Σαν το χοντρό λουκάνικο χαζούλα.
Εγώ είμαι αυτός που πήρα τη Βαστίλη (4)
Όταν εσύ κοιμόσουν με κρεμμύδια.
Μα σ’ ένα κουτορνίθι σαν εσένα
Δεν θα ξαναμιλήσω πια καθόλου!
(1) Σουασόν (Soissons): Παλιά πόλη του Νομού Aisne της Περιφέρειας Picardie, 60 μίλια βορειοανατολικά του Παρισιού, με σημερινό πληθυσμό 30.000 κατοίκους.
(2) Ραβέντι (rhubarbe): Ιαματικό φυτό με τονωτικές και καθαρτικές ιδιότητες, που φυτρώνει στην περιοχή του Βόλγα και στην Κίνα.
(3) Ιρόκι (Iroquois): Φυλή Ινδιάνων της Αμερικής που ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Ν. Υόρκης.
(4) Βαστίλη (Bastille): Ονομαστή φυλακή πολιτικών κρατούμενων στο Παρίσι, που βρέθηκε στο επίκεντρο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Η λέξη «bastille» σημαίνει ακριβώς «φρούριο».
162. JEAN L’ ANSELME, 1919 - .
Ζ΄αν Λ’ Ανσέλμ.
162.1. ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΕΚΕΙΝΟ
1
Τον καιρό εκείνο υπήρχε ένας πολύ καλός κύριος
που έλεγε στους παριζιάνους
μην μένετε καθισμένοι όταν υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα όρθια
και στους κακούς υπαλλήλους της Σαμαριταίν (1)
δεν πρέπει να φεύγετε παίρνοντας κλεμμένα κομμάτια υφάσματος
τυλιγμένα γύρω σας σαν φανελένια ζώνη
ούτε να κρύβετε πράγματα στο στηθόδεσμο ή στα τακούνια σας
βρήκαν λοιπόν μια απόδειξη για να τον σταματήσουν από ανάγκη
λέγοντας ότι δεν τον απασχολούσαν παρά μόνο οι δικές του
υποθέσεις
2
παρ’ όλο που ήταν καλός όπως τα δεμάτια του σταριού
κι ο ήλιος του απογεύματος που δύει πάνω απ’ τα βουνά του
χιονιού ή πάνω στην ήσυχη θάλασσα
και όπως το χνούδι των νεογέννητων κοτόπουλων
και όπως τα μάτια των σκυλιών ηλικίας μερικών εβδομάδων
και όπως τα κουβάρια του μαλλιού Αγκύρας
και καλός όπως όλα αυτά μαζί
τελικά δεν ήταν δύσκολο να του περάσουν μυτερά αγκάθια στα
μαλλιά
γιατί δεν αντιστεκόταν καθόλου
είχε γνώση χωρίς να έχει πάει σε σχολεία
τον βρίσκανε παντού ταυτόχρονα
θεράπευε κάνοντας το σημείο του σταυρού
και μιλούσε καθαρά σαν τις πηγές
3
λοιπόν καθώς τους θεράπευε όλους έτσι
πράγμα που οι ειδικευμένοι γιατροί το καταδίκαζαν γιατί οι
θεραπείες πολλαπλασιάζονταν καλπάζοντας
του έφτιαξαν ένα μεγάλο σταυρό από ξύλο
που ήταν πιο βαρύς από το σώμα του
για να τον κουβαλήσει με γυμνά και ματωμένα πόδια πάνω στις
κοφτερές πέτρες
ήταν σκληρό
σ’ έκανε να σκέφτεσαι τα παιδιά με σκούφο γαϊδουριού
και γι’ αυτόν ήταν το ίδιο γιατί μας έπιανε η συμπόνια
κυρίως τις μητέρες που έχουν παιδιά στο στήθος
και κάνουν πάντα συγκρίσεις μέσα στο μυαλό τους
163. ALAIN BOSQUET, 1919 - 1998.
Αλαίν Μποσκέ.
163.1. ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ
Λίγα παιδικά χρόνια που περιφρονούμε
πολύ καταφρόνια σε κάθε λέξη,
στο βάθος της καρδιάς μια λησμονιά:
από πότε χρονολογείται το τέλος του κόσμου;
ένας πλανήτης γύρω στο λαιμό,
ένα παλιό ποίημα που σωπαίνει
ένας πόνος που θέλει να ΄ναι μαλακός,
όλα τα πράγματα πολύ ευχαριστημένα
κι αρκετά όντα σχεδόν ευτυχισμένα,
κάποιος χτυπάει κάτω απ’ το τραπέζι:
είναι άραγε ακόμη η μεγάλη αμφιβολία;
η ζωή, η ζωή τόσο απλή
που δεν τολμάμε να την πλησιάσουμε.
163.2. ΓΙΑ ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
1
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό:
ότι αγαπώ τη γη, ότι αγαπώ τον απατηλό ουρανό,
ότι αγαπώ την καταιγίδα, ότι αγαπώ τη νέα σάρκα
περισσότερο βατή από ένα αστέρι, ότι αγαπώ.
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό:
ότι μισώ μια ζαρκάδα που τρέμει από το κρύο,
ότι μισώ σαν μάγος τον αρχαίο ήλιο
που αποκληρώνει τον ισημερινό, ότι μισώ.
Αγαπώ, μισώ, είναι λόγια των ανθρώπων,
κι εγώ είμαι ένα ον που διάλεξαν οι θεοί:
ηλιοτρόπιο το πρωί, άμμος το μεσημέρι
και, το βράδυ, μια ευτυχισμένη αράχνη.
164. RENÉ GUY CADOU, 1920 – 1951.
Ρενέ Γκυ Καντού. «
164.1. ΑΓΡΙΟΙ ΦΙΛΟΙ
Μιλάω για ζώα που δεν έχουνε γονείς
Για αναίσθητα σκιρτήματα άγνωστα στα στήθια
Ωραίοι άνθρωποι αγριογούρουνα
Που τιθασεύω μ΄ ένα δάχτυλο
Η φωλιά των ματιών μου
Είναι γεμάτη κληματίδες
Σηκώστε τα δάση
Και φέρτε τα σε μένα
Έρχομαι σ’ εσάς λύκοι
Φίλοι των άσπρων πεδιάδων
Αλεπούδες μακρουλές σαν κάποια μέρα
Του φθινοπώρου λίγο σκεπασμένη
Ελαφίνες που οι πυρσοί σας
Φωτίζουν τον χειμώνα
Έρχομαι σ’ εσάς περαστικές
Του άτρωτου κόσμου
Πέρδικες με τα γαλάζια όνειρα
Που αφήνετε ρεμβάζοντας
Να πέσουν τα χωράφια του σιταριού
Πάνω στο τραπέζι μου
Έρχομαι σε σένα κυρίως
Φύλακα των τραγουδιών
Θησαυρέ της κοιλάδας
Κόρη της γλυκιάς φασκομηλιάς
Που βρίσκεις για να μ’ αγαπάς
Τη ζεστασιά των θερισμών.
164.2. ΔΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Από τα δωμάτια όπου έχω ζήσει
Το πιο όμορφο ήταν το βιολί
Το κάλυμμα της καμινάδας
Έκρυβε μια χαμένη ψυχή.
Κάτω απ’ τον παλιό κέδρο της λάμπας
Μετά από μια μεγάλη μέρα
Καθυστερούσα και φοβόμουν
Αν θα τα βγάλω τώρα πέρα.
Όμως το φως ξάφνου έχει σβήσει
Πού οφείλεται όλη αυτή η χαρά
Σαν κάποιο φρούτο κολοκύθας
Που έξαφνα σκάει μες στη νυχτιά;
Είναι παιδί που με μαστίγια
Κάποιος στο δρόμο κυνηγάει;
Φάντασμα τσίρκου μες στους βάλτους
Που παίζει μουσική και πάει;
Είναι η χορδή καρδιάς που σπάει
Κι ό,τι μετά απ’ αυτό συμβαίνει
Είναι παράπονο μονάχα
Κάποιας αγάπης που πεθαίνει.
164.3. ΑΥΓΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΦΡΑΧΤΗ
Αυγά πάνω στο φράχτη
ανθίζουν τ’ ασπραγκάθια
γυρίζουν πάλι πίσω
όλοι οι πραματευτάδες
κι ο ήλιος ευτυχισμένος
ντυμένος στο χρυσάφι
ξυπνάει όλα τα δάση
σ’ όλες τις χώρες γύρω!
Η άνοιξη είναι τάχα
που τη φωλιά της ψάχνει
στον πιο μεγάλο κλώνο
όπου φωλιάζει η κίσσα;
Είναι η καρδιά μου που έχει
σημάδια καταιγίδων
κι η αργή της συνοδεία
της μέρας πάει μαζί της.
165. BORIS VIAN, 1920 – 1959.
Μπορίς Βιάν.
165.1. ΔΕΝ ΘΑ ‘ΘΕΛΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
.... Δεν θα ‘θελα να πεθάνω
Προτού ανακαλυφθούν
Τα αιώνια τριαντάφυλλα
Το ωράριο με τις δυο ώρες
Η θάλασσα στο βουνό
Το βουνό στη θάλασσα
Το τέλος του πόνου
Οι έγχρωμες εφημερίδες
Όλα τα παιδιά ευχαριστημένα
Κι άλλα πολλά κόλπα
Που κοιμούνται στο κρανίο
Των έξυπνων μηχανικών
Των εύθυμων γεωπόνων
Των μαχητικών σοσιαλιστών
Των καλομαθημένων αστών
Και των βαθυστόχαστων στοχαστών
Τόσα πράγματα να δω
Να δω και ν’ ακούσω
Τόσο καιρό να περιμένω
Να ψάξω μέσα στο σκοτάδι ....
165.2. ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ένας ποιητής
Είναι ένα πλάσμα μοναδικό
Έχει πολλά αντίτυπα
Που σκέπτονται με στίχους
Και γράφουν με μουσική
Για διάφορα ζητήματα
Για κόκκινα και για σκουλήκια
Μα πάντοτε υπέροχα.
165.3. ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕ ΜΟΡΦΗ ΑΓΚΑΘΙΟΥ ΑΠΟ ΨΑΡΙ
Θέλω μια ζωή με μορφή αγκαθιού από ψάρι
Πάνω σ’ ένα γαλάζιο πιάτο
Θέλω μια ζωή με μορφή πράγματος
Στο βάθος ενός μοναχικού οργανισμού
Θέλω μια ζωή με μορφή άμμου των χεριών
Με μορφή πράσινου ψωμιού ή στάμνας
Με μορφή μαλακού παλιοπάπουτσου
Με μορφή κρασοτράγουδου (1)
Καπνοδοχοκαθαριστή ή πασχαλιάς
Γης γεμάτης με χαλίκια
Άγριου κομμωτή ή τρελού ιπποκόμου
Θέλω μια ζωή με τη δική σου μορφή
Και την έχω, αλλά αυτό δεν μου είναι ακόμη αρκετό
Ποτέ δεν είμαι ευχαριστημένος.
(1) Κρασοτράγουδο (faridondaine): Η γαλλική λέξη «farindondaine» που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία από το πρόθεμα far- (που σημαίνει κίνηση του σώματος), τη λέξη dondaine (που σημαίνει πίπιζα) και το ρήμα redonder (που σημαίνει περιττολογώ). Χρησιμοποιήθηκε ως επωδός σε λαϊκά άσματα βακχικής διάθεσης που έχουν σχέση με το κρασί και κατέληξε να σημαίνει γενικά κρασοτράγουδο.
166. GEORGES JEAN, 1920 - .
Ζ΄ορζ Ζ΄αν.
166.1. ΑΝΕΜΟΣ
Η μεγάλη γιορτή όπου περνάνε τ’ άλογα
Της θάλασσας και του δάσους
Ακούω λοιπόν στις παρυφές της πόλης
Τον ταξιδιώτη που σέρνει μακριά τον θάνατό του
Με τον αυχένα τεντωμένο πάνω στον τοίχο του ανέμου
Τα χέρια αυτά που έμειναν στην παγωνιά της νύχτας
Κουλουριασμένα πάνω μου εδώ και πολλές μέρες
Για να συλλάβουν τα μεταφερμένα λόγια
Φυσάνε λέξεις στη λίμνη της σιωπής
Ίχνη φωτιάς που υποδαυλίστηκε απ’ το διάστημα
Ο κλειστός ουρανός υποδέχεται τις τρικυμίες μας
Όρθιος σημειώνω το σημάδι του κύματος
Το ξίφος της κραυγής που κόβει την καταιγίδα
Μπροστά στο ανοιχτό στόμα του ποιήματος.
166.2. ΔΡΟΜΟΙ
Οι δρόμοι είναι άδειοι Τα παράθυρα
Ανοίγουν επιτέλους μες στη νύχτα
Βλέπουμε ακόμα τους διαβάτες
Και τις γάτες που βγαίνουν απ’ τους τοίχους
Οδηγούν πολύ μακριά
Τους δρόμους που πήραμε
Μέχρι τις παρυφές των δασών
Μέχρι το χαμηλό φύσημα της θάλασσας
Οι δρόμοι που καταρρέουν αυτό το βράδυ
Μαζί με τις σκονισμένες πόλεις
Οι δρόμοι των ανθρώπων Οι δρόμοι των λέξεων
Μέσα στους λαβύρινθους του ποιήματος.
167. ANDRÉ MIGUEL, 1920 - .
Αντρέ Μιγκέλ.
Βέλγος.
167.1. ΣΤΟ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙ
Χτύπημα της ουράς ενός ψαριού
Μικρό δεμάτι
Τα καλάμια παραμονεύουνε τη γέννηση
Φυσαλίδων φωτιάς
Μια κάμπια διάστικτη
Είναι μια λέξη με χίλια πόδια ζώων
Τα αναρριχητικά φυτά απολαμβάνουν τα πανιά
Που παίρνουν τον αέρα
Χιλιάδες άστρα
Λαφυραγωγούν το μέλι του νερού
Γεύομαι τα μάτια σου.
167.2. ΑΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ
Νεράιδες με ασημένια ρουθούνια
Ξαναβρίσκονται και μιλάνε μεταξύ τους
Στο βάθος του νερού
Ο άνεμος αρχίζει να χτίζει σπίτια με τα χόρτα
Που λάμπουν
Πάνω στα διψασμένα λαγόνια του ουρανού.
167.3. ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ Ή ΕΔΩ
Ένα δέντρο κίτρινο είναι ένας ήλιος
Ένας καπνός κλαίει την χαμένη εποχή
Βαδίζουμε μ’ ελαφρύ βήμα
Στην πίσω πλευρά των φύλλων
Σπίτια γυαλίζουν στην ομίχλη
Ο δρόμος στρέφει
Ο ουρανός και το παρόν αλλάζουν
Τα γεράνια του πηγμένου αίματος
Φωνάζουνε από χαρά
Κάπου ένας ήλιος φθείρεται
Κάπου ένας ήλιος λάμπει.
105. GEORGES BATAILLE, 1897 – 1962.
Ζ΄ορζ Μπατάιγ.
105.1. ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ
Εγκληματική απεραντοσύνη
ραγισμένο ανθοδοχείο του απείρου
καταστροφή χωρίς όρια
απεραντοσύνη που με καταβάλλει απαλή
είμαι νωθρός
το σύμπαν είναι ένοχο
η φτερωτή παραφροσύνη η τρέλα μου
σχίζει την απεραντοσύνη
κι η απεραντοσύνη με θλίβει
είμαι μόνος
τυφλοί θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές
σε ατέλειωτες σήραγγες
πέφτω μέσα στην απεραντοσύνη
που πέφτει στον εαυτό της
είναι πιο μαύρη από το θάνατό μου
ο ήλιος είναι μαύρος
η ομορφιά ενός όντος είναι το βάθος των υπόγειων
μια οριστική κραυγή της νύχτας
αυτό που αγαπάει μέσα στο φως
το ρίγος που την πάγωσε
είναι η επιθυμία της νύχτας