Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» ως προσδιορισμοί των ιδεολογικών τάσεων της πολιτικής σκηνής, παρακολουθούν τη διαλεκτική εξέλιξη των συντελεστών της παραγωγής, στα πλαίσια της οποίας η ερμηνεία τους δεν έχει σταθερό και αμετάβλητο νόημα. Ως δεξιά νοείται το σύνολο των ιδεολογικών ρευμάτων που τείνουν να ευνοούν την συντήρηση της εκάστοτε υπάρχουσας (διαλεκτικά μεταβλητής) κατάστασης της κοινωνίας. Τα δεξιά κόμματα εκπροσωπούν τα συμφέροντα των εκάστοτε κυρίαρχων τάξεων, που κατέχουν τη διαχείριση των μέσων παραγωγής, απολαμβάνουν τα αντίστοιχα πολιτικοοικονομικά οφέλη και επομένως δεν έχουν λόγο να επιθυμούν μεταβολές, από τις οποίες μπορεί να προκύψει κίνδυνος για την προνομιακή θέση τους. Αντίθετα αριστερά χαρακτηρίζεται το σύνολο των τάσεων που αποσκοπούν στην αλλαγή της επικρατούσας κατάστασης, από την οποία οι νέες ή αδύνατες κοινωνικές ομάδες μπορούν να ελπίζουν ότι θα προκύψει βελτίωση της θέσης τους. Συχνά οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί της (εκάστοτε) αριστεράς παρουσιάζουν τις ανατρεπτικές τάσεις της ως συντελεστικές θετικών εξελίξεων και επομένως τις χαρακτηρίζουν «προοδευτικές», εμφανίζοντας το πολιτικό παιχνίδι ως αντιπαράθεση προόδου και συντήρησης.
Σύμφωνα με τις διακρίσεις αυτές παλιότερα τη «συντήρηση» εκπροσωπούσαν οι φεουδάρχες, ενώ την «πρόοδο» οι αστοί, οι οποίοι, μετά την επικράτησή τους (στα μέσα του 19ου αιώνα) θεώρησαν δικαιολογημένη για την τάξη τους την άποψη ότι εκπροσώπησε (και κατά την άποψή τους συνεχίζει να εκπροσωπεί) το υγιές, σφριγηλό και προοδευτικό τμήμα της κοινωνίας. Μετά την πλήθυνση και την ισχυροποίηση της εργατοϋπαλληλικής τάξης (από τις αρχές του 20ου αιώνα) έγινε φανερό ότι τα δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν. Η εργατοϋπαλληλική τάξη έχει πλέον λόγους να εμφανίζει τον εαυτό της εκπρόσωπο της αλλαγής και της προόδου σε αντίθεση με τους αστούς κεφαλαιοκράτες που μετέπεσαν στη συντήρηση. Το πολιτικό φάσμα, που παλιότερα λειτουργούσε με τους χαρακτηρισμούς δεξιά – αριστερά πάνω στην αντίθεση φεουδαλισμού – καπιταλισμού, που συνόψιζε την αντιπαράθεση συμφερόντων των κυρίαρχων αρχικά μεγαλογαιοκτητών, έναντι των ανερχόμενων αστών εμπόρων, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρηματιών, με την άμβλυνση των διαφορών μετά τη σταδιακή απορρόφηση των γαιοκτητών από τους κεφαλαιοκράτες, άρχισε να σημειώνει μια μετατόπιση σε νέο ορίζοντα. Στο νέο πολιτικό τοπίο που σχηματίστηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου αριστερά έγινε πλέον ο κομμουνισμός, ως εκπρόσωπος της νέας εργατοϋπαλληλικής τάξης, ενώ ο καπιταλισμός άρχισε πλέον να θεωρείται δεξιά.
Επειδή όμως ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός προτάθηκε να εφαρμοστούν σε διάφορες παραλλαγές με εναλλακτικές μορφές διακυβέρνησης και οικονομικής πρακτικής, προέκυψαν στην πράξη διάφορες αποχρώσεις τους (φιλελευθερισμός, φασισμός, εθνικοσοσιαλισμός, σοσιαλδημοκρατία, σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός) η διάκριση των οποίων δεν είναι πάντα εμφανής, καθώς εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα λογική οι εκδοχές του Κομμουνισμού τοποθετούνται κατά κανόνα στην αριστερά, οι εκδοχές του Σοσιαλισμού στο κέντρο ενώ ο Φασισμός με τον Συντηρητισμό (ως κόμμα) στην δεξιά. Ο όρος Φιλελευθερισμός (liberalism), χρησιμοποιήθηκε ιστορικά με διάφορες σημασίες σε αντιστοιχία με την εκάστοτε θέση της αστικής επιχειρηματικής τάξης, την οποία εκπροσωπεί, και εμφανίζεται πλέον με πρόσθετους προσδιορισμούς ("κοινωνικός φιλελευθερισμός", "συντηρητικός φιλελευθερισμός", "νεοφιλελευθερισμός" κλπ), που καλύπτουν τον χώρο της κεντροδεξιάς. Τα κύρια χαρακτηριστικά των βασικών πολιτικών κατευθύνσεων συνοψίζονται μνημοτεχνικά στον παρακάτω πίνακα και εξηγούνται στις αμέσως επόμενες παραγράφους:
Στο κατωτέρω εποπτικό διάγραμμα, το πολιτικό φάσμα απεικονίζεται δισδιάστατα, με τον κάθετο άξονα που εκπροσωπεί την αντίθεση Ισότητα - Πλούτος, και τον οριζόντιο άξονα που εκπροσωπεί την αντίθεση Ασφάλεια - Ελευθερία. Διαγώνια βρίσκεται ο άξονας Αριστερά-Δεξιά.
0.1.1. Αντιπροσωπευτικός Κοινοβουλευτισμός
Η ονομαζόμενη κοινοβουλευτική “δημοκρατία” είναι τύπος αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που εφαρμόστηκε στην πράξη σε τρεις μορφές: Στην βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία (όπως στη Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Σουηδία) και στην προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία (όπως στην Ελλάδα, Ισραήλ, Ιταλία), το κοινοβούλιο έχει τη νομοθετική και, εμμέσως, την εκτελεστική εξουσία (αφού από αυτό εκλέγεται ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση). Η διαφορά τους είναι ότι ο αρχηγός του κράτους στη βασιλευόμενη δημοκρατία είναι κληρονομικός, ενώ στην προεδρευόμενη είναι αιρετός. Και στους δύο τύπους ο αρχηγός του κράτους έχει ελάχιστες αρμοδιότητες. Η προεδρική δημοκρατία είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία με εκλεγμένο κοινοβούλιο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Υπάρχουν χώρες με πολίτευμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με ένα νομοθετικό σώμα (όπως στην Ελλάδα η Βουλή) και άλλες με δύο νομοθετικά σώματα (ή με ένα διθάλαμο, όπως στη Μ.Βρετανία όπου το Κοινοβούλιο περιλαμβάνει Βουλή των Λόρδων και Βουλή των Κοινοτήτων και στις ΗΠΑ όπου το Κογκρέσο περιλαμβάνει Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων). Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να αποσαφηνιστεί η έννοια του όρου «Δημοκρατία» ως τύπου πολιτεύματος ή κρατικής οργάνωσης (με κεφαλαίο Δ, στα αγγλικά Republic, π.χ. Ελληνική Δημοκρατία, Ιταλική Δημοκρατία κλπ) σε αντίθεση με το «Βασίλειο» (π.χ. Βασίλειο της Ολλανδίας, του Βελγίου κλπ), σε αντιδιαστολή με τον όρο «δημοκρατία» (με πεζό δ) ως τρόπο λειτουργίας του συστήματος έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας (στα αγγλικά Democracy). Στα ελληνικά οι δύο έννοιες αποδίδονται με την ίδια λέξη με αποτέλεσμα να δημιουργείται συχνά σύγχυση, την οποία επιτείνει η ασαφής χρήση του όρου «δημοκρατικός» ή «δημοκράτης» (π.χ. δημοκρατική παράταξη, δημοκρατική συνεργασία, Νέα Δημοκρατία κλπ), ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρεται σε κάποιον που υποστηρίζει τον πολιτειακό θεσμό της Δημοκρατίας, απορρίπτοντας τον θεσμό της Βασιλείας, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτοδικαίως ότι εργάζεται ταυτόχρονα για την εμπέδωση της αρχής ότι η εξουσία πρέπει να πηγάζει από τον λαό (και όχι από άλλα υπερθετικά κέντρα εξουσίας, όπως οι ξένες δυνάμεις ή ο στρατός).
Εκτός όμως από τις τυπικές αυτές περιπτώσεις χρήσης του όρου «Δημοκρατία», έχει τονιστεί επανειλημμένα στο παρόν έργο το ουσιαστικό ζήτημα ότι αυτό που προβάλλεται και διαφημίζεται στις μέρες μας ως «Δημοκρατία», με κύριο γνώρισμα τις ανά τετραετία εκλογές αντιπροσώπων, είναι στην πραγματικότητα ένα αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό (τιμοκρατικό και όχι δημοκρατικό) πολιτειακό σύστημα, στο οποίο την πολιτική εξουσία έχουν αυτοί που έχουν και την οικονομική εξουσία. Η εξάρτηση αυτή από την πλουτοκρατική αριστοκρατία επιτυγχάνεται με διάφορους μηχανισμούς που αποσκοπούν:
- στην εξασφάλιση μιας και μόνο πολιτικής κατεύθυνσης (στην περίπτωσή μας του καπιταλισμού) με την ένταξη σε μεγάλα κρατικά σχήματα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση
- στην προεπιλογή, προβολή και επιβολή της πολιτικής ηγεσίας από αφανή κέντρα που εκπροσωπούν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας (Α.Μαυροκορδάτος, Ι.Καποδίστριας, Χ.Τρικούπης, Ελ.Βενιζέλος, Κ.Καραμανλής, Α.Παπανδρέου και όλοι οι επόμενοι)
- στον έλεγχο της βούλησης του λαού, ώστε να επικυρώνει κάθε φορά με εκλογές τους προεπιλεγμένους «εκλεκτούς» του συστήματος, με επικοινωνιακά τεχνάσματα (όπως κατευθυνόμενες δημοσκοπήσεις) ή/και με εκφοβισμό του εκλογικού σώματος (με διάφορους τρόπους από στρατιωτικούς βομβαρδισμούς μέχρι οικονομικούς αποκλεισμούς ή με συνθήματα του τύπου «ο Καραμανλής ή τα τανκς» και «Τσίπρας ή grexit»)
- στη χρήση εκλογικών συστημάτων που εκμαιεύουν αποτελέσματα αποκλείοντας ή πριμοδοτώντας κόμματα (εκπληκτική περίπτωση οι εκλογές του 1956, στις οποίες η ΕΡΕ σχημάτισε κυβέρνηση αν και είχε εκλογικό ποσοστό μικρότερο από τους αντιπάλους της)
- στην άμεση παρέμβαση για την αλλοίωση των εκλογικών αποτελεσμάτων (βία και νοθεία το 1961 και το 2000)
- στην εξαίρεση των άκυρων και λευκών ψηφοδελτίων από την αξιολόγηση του αποτελέσματος των εκλογών
- στην ανεξέλεγκτη από τον λαό «εφαρμογή» των «πολιτικών προγραμμάτων» ή των «προεκλογικών δεσμεύσεων» των κομμάτων, τα οποία μετεκλογικά μπορούν να εφαρμόζουν οποιοδήποτε μη προαναγγελθέν μέτρο, αποκλείοντας τους πολίτες από τις αποφάσεις
- στην απαγόρευση της λειτουργίας κομμάτων επικίνδυνων ή απλώς μη αρεστών στο σύστημα και στις διώξεις στελεχών τους
- στον αποκλεισμό των οικονομικά μη προνομιούχων από τη διαδικασία του εκλέγεσθαι, λόγω απαγορευτικού για τις δυνατότητές τους κόστους
- και βέβαια με την επιβολή δικτατοριών με τις οποίες οι εκλογικές διαδικασίες ούτως ή άλλως καταργούνται και φανερά.
Ο φιλελευθερισμός είναι πολιτικό σύστημα, κυρίαρχο σήμερα στις χώρες της Δύσης, θεμελιωμένο στις ιδέες της ατομικής ελευθερίας και ατομικής ιδιοκτησίας, με κύρια ιδεολογήματα αρχές όπως η διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, τα πολιτικά δικαιώματα, η ελευθερία του Τύπου, η θρησκευτική ελευθερία, το ελεύθερο εμπόριο και η ιδιοκτησία. Κατά τον 19ο αιώνα, αναδείχθηκαν και εγκαθιδρύθηκαν φιλελεύθερες κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και τη Βόρεια Αμερική, όταν κύριος ιδεολογικός αντίπαλος του φιλελευθερισμού ήταν ο κλασικός συντηρητισμός. Στον 20ο αιώνα, οι φιλελεύθερες ιδέες εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο, καθώς οι φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Ο φιλελευθερισμός επέζησε επίσης σημαντικών ιδεολογικών προκλήσεων από τους νέους του αντιπάλους, όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Στην εξελικτική του διαδρομή ο φιλελευθερισμός παρουσίασε τρεις φάσεις (κλασικός και κοινωνιστικός φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός). Στον οικονομικό τομέα ο φιλελευθερισμός συνεπάγεται ότι στην οικονομική σφαίρα δραστηριοτήτων προστατεύεται ή ενθαρρύνεται η ατομική πρωτοβουλία και έχει ταυτιστεί με μείωση του κρατισμού, περιορισμό των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τη γραφειοκρατία και τις διοικητικές ρυθμίσεις. Συνοψίζεται συνήθως στη φράση «laissez faire – laissez passer» («αφήστε να δράσουμε, αφήστε να περάσουμε»), που θεωρείται το βασικό σύνθημα του ελεύθερου εμπορίου.
α. Κλασικός φιλελευθερισμός (1700-1900)
Ο φιλελευθερισμός αναδείχτηκε κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, απορρίπτοντας καθιερωμένες έννοιες της εποχής, όπως τα κληρονομικά προνόμια που πήγαζαν από τίτλους ευγενείας, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία και την ελέω Θεού βασιλεία. Θεμελιωτής του θεωρείται ο Άγγλος θετικιστής φιλόσοφος Τζων Λοκ (1632-1704) που υποστήριζε ότι κάθε άνθρωπος έχει φυσικό δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία και, σύμφωνα με το κοινωνικό συμβόλαιο, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα αυτά, συμπεριλαμβάνοντας και το δικαίωμα της συναίνεσης των κυβερνωμένων, καθώς και την έννοια του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Ο Λοκ επηρεάστηκε από τις φιλελεύθερες ιδέες του Τζον Μίλτον (1608-1674), ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας σε όλες τις μορφές της και ιδιαίτερα την ελευθερία του λόγου. Η απήχηση αυτών των ιδεών αυξήθηκε σταθερά κατά το 17ο αιώνα στην Αγγλία, με αποκορύφωμα την Ένδοξη Επανάσταση του 1688 η οποία κατοχύρωσε την κοινοβουλευτική κυριαρχία και το δικαίωμα στην επανάσταση και οδήγησε στην εγκαθίδρυση του πρώτου σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων (Bill of Rights) καθιέρωσε επισήμως την υπεροχή του νόμου και του κοινοβουλίου έναντι του μονάρχη και καθόρισε βασικά δικαιώματα για όλους τους Άγγλους υπηκόους. Η Διακήρυξη κατέστησε παράνομη τη βασιλική ανάμιξη στο νόμο και στις κοινοβουλευτικές εκλογές, απαίτησε τη σύμφωνη γνώμη του κοινοβουλίου για τη θέσπιση νέων φόρων και θεώρησε ως παράνομη τη διατήρηση μόνιμου στρατού σε περίοδο ειρήνης χωρίς την άδεια του κοινοβουλίου.
Η ανάπτυξη του φιλελευθερισμού συνεχίστηκε και το 18ο αιώνα με τον Διαφωτισμό, που έθεσε σε αμφισβήτηση τις παραδόσεις και επηρέασε τις ευρωπαϊκές μοναρχίες. Σε αντίθεση με την Αγγλία, η κατάσταση στη Γαλλία κατά το 18ο αιώνα χαρακτηρίστηκε από τη συνέχιση του φεουδαλισμού και της απολυταρχίας. Ο Κάρολος Μοντεσκιέ (1689-1755) συνέγραψε σειρά εργασιών με μεγάλη απήχηση στις αρχές του 18ου αιώνα, στις οποίες περιλαμβάνονται «Οι Περσικές Επιστολές» (1717) και «Το Πνεύμα των Νόμων» (1748), τασσόμενος υπέρ ενός συστήματος συνταγματικής διακυβέρνησης, της διατήρησης των πολιτικών ελευθεριών και του νόμου, και της ιδέας ότι οι πολιτικοί θεσμοί όφειλαν να απηχούν τις κοινωνικές και γεωγραφικές πτυχές κάθε κοινότητας. Ο Βολταίρος (1694-1778), την ίδια εποχή αγωνίστηκε για τα πολιτικά δικαιώματα της δίκαιης δίκης και της θρησκευτικής ελευθερίας. Μετά την Αμερικανική Επανάσταση η Διάσκεψη της Φιλαδέλφειας (1787) υιοθέτησε το Σύνταγμα των ΗΠΑ, που εγκαθίδρυε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία με τρεις κλάδους διακυβέρνησης. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, που γράφτηκε από τον Τόμας Τζέφερσον, απηχούσε απόψεις του Τζον Λοκ. Το τελικό Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ένα σημαντικό έγγραφο που εγκαθίδρυσε κοινοβουλευτικό πολίτευμα με ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας.
Η Γαλλική Επανάσταση του 1789, με την Άλωση της Βαστίλης τον Ιούλιο, τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη τον Αύγουστο και μία επική διαδήλωση στις Βερσαλίες, η οποία ανάγκασε τη βασιλική οικογένεια να επιστρέψει στο Παρίσι τον Οκτώβριο, νοηματοδότησε την «αυγή της σύγχρονης εποχής» και αποτελεί «θρίαμβο του φιλελευθερισμού». Η άνοδος του Ναπολέοντα το 1799 και η «Μεγάλη Στρατιά» του προκάλεσε στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρο τη διάλυση του φεουδαρχικού συστήματος, τη φιλελευθεροποίηση των ιδιοκτησιακών νόμων, το τέλος των φεουδαρχικών φόρων, την κατάργηση των συντεχνιών, τη νομιμοποίηση του διαζυγίου, τη διάλυση των εβραϊκών γκέτο, την κατάρρευση της Ιεράς Εξέτασης, τη μόνιμη καταστροφή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την εξάλειψη των ιεροδικείων και του θρησκευτικού αυταρχισμού, την εγκαθίδρυση του μετρικού συστήματος και την ισονομία για όλους τους ανθρώπους ενώπιον του νόμου.
Το ριζοσπαστικό φιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1790 στην Αγγλία και επικεντρώθηκε στην κοινοβουλευτική και εκλογική μεταρρύθμιση, δίνοντας έμφαση στα φυσικά δικαιώματα και τη λαϊκή κυριαρχία. Μέχρι το 1839 είχαν ανεπίσημα αρχίσει να αποκαλούνται «Φιλελεύθερο Κόμμα», με κυριότερο εκπρόσωπο τον πρωθυπουργό Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία του 19ου αιώνα. Ο κλασικός φιλελευθερισμός, ως απάντηση στη βιομηχανική επανάσταση και την αστικοποίηση του 19ου αιώνα, βασίστηκε στις αρχές: Κλασικά οικονομικά, ελεύθερο εμπόριο, κυβέρνηση με ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις (laissez-faire), ελάχιστη δυνατή φορολόγηση και ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Φιλοσοφικές επιρροές στην εξέλιξή του άσκησαν οι κλασικοί οικονομολόγοι Άνταμ Σμιθ και Τζέρεμι Μπένθαμ. Ο Άνταμ Σμιθ 1723-1790) ανέλυσε την υποκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, τα αίτια των τιμών και της διανομής του πλούτου, καθώς και τις πολιτικές που θα έπρεπε να ακολουθήσει το κράτος για να μεγιστοποιηθεί ο πλούτος, με σκοπό το κέρδος μέσω της εξειδίκευσης της παραγωγής. Επίσης, αντιτάχθηκε στους εμπορικούς περιορισμούς, στην παραχώρηση μονοπωλίων από το κράτος, στις εργατικές ενώσεις και τα εμπορικά σωματεία. Η κεντρική ιδέα του ωφελιμισμού αναπτύχθηκε από τον Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832), με το σκεπτικό ότι οι δημόσιες πολιτικές έπρεπε να στοχεύουν στην επίτευξη «της περισσότερης δυνατής ευτυχίας για τον περισσότερο δυνατό αριθμό ανθρώπων». Ενώ αυτό θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως δικαιολόγηση της κρατικής παρέμβασης για μείωση της φτώχειας, χρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς φιλελεύθερους για να δικαιολογήσουν τη μη κρατική παρέμβαση, με το επιχείρημα πως το γενικό όφελος για όλα τα άτομα θα ήταν μεγαλύτερο.
Στα επόμενα χρόνια, όταν κύριος ιδεολογικός αντίπαλος του φιλελευθερισμού ήταν ο κλασικός συντηρητισμός, η Γαλλία καθιέρωσε πολίτευμα διαρκούς Δημοκρατίας στη δεκαετία του 1870, ενώ ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος στις Ηνωμένες Πολιτείες εξασφάλισε την ακεραιότητα του έθνους και την κατάργηση της δουλείας στο Νότο. Εν τω μεταξύ, ένα μείγμα φιλελεύθερων και εθνικιστικών αισθημάτων στην Ιταλία και τη Γερμανία οδήγησε στην ίδρυση των δύο χωρών ως ενιαίων κρατών στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο φιλελεύθερος αγώνας στη Λατινική Αμερική οδήγησε στην ανεξαρτησία των νοτιοαμερικανιών κρατών από την αυτοκρατορική δύναμη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
β. Κοινωνιστικός Φιλελευθερισμός (1900-1980)
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, ως αντίδραση στις αλλαγές που εισήγαγε η εκβιομηχάνιση και ο καπιταλισμός, οι αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού άρχισαν να αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο εξαιτίας της ύφεσης, της αυξανόμενης κατανόησης των δεινών της φτώχειας, της ανεργίας και της στέρησης εντός των σύγχρονων βιομηχανικών πόλεων, και της αναταραχής από την παραγωγικά οργανωμένη εργασία. Το ιδανικό του αυτοδημιούργητου ατόμου, που μέσω σκληρής δουλειάς και ταλέντου θα μπορούσε να φτιάξει τη θέση του στον κόσμο, φαινόταν πλέον ανέφικτο. Κάποιοι Βικτοριανοί συγγραφείς, όπως ο Κάρολος Ντίκενς και ο Matthew Arnold επέκριναν την κοινωνική αδικία, ενώ ο Θωμάς Καρλάιλ (Thomas Carlyle 1793-1881), διαπνεόμενος από αντεπαναστατικό πνεύμα, αποδοκίμαζε τα κινήματα αμφιβολίας και άρνησης. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (1803-1873) αρχικά προώθησε την ιδέα της χρησιμοθηρίας ως δικαιολόγηση του κέρδους και του laissez-faire, ορίζοντας ταυτόχρονα την «κοινωνική ελευθερία» ως προστασία από «την τυραννία των πολιτικών αρχόντων», μέσα από την αναγνώριση των πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και με τη δημιουργία ενός συστήματος «συνταγματικών επιταγών». Αργότερα μετέβαλε τις απόψεις του προς μια πιο σοσιαλιστική προοπτική, υπερασπιζόμενος κάποιους κοινωνιστικούς σκοπούς, όπως η ριζοσπαστική πρόταση ότι όλο το μισθολογικό σύστημα πρέπει να καταργηθεί υπέρ ενός συνεταιριστικού συστήματος μισθών. Από τους πρώτους φιλελεύθερους που τάχθηκαν υπέρ της μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης ήταν ο εγελιανός νεοκριτικιστής Τόμας Χιλλ Γκρην (Thomas Hill Green, 1836-1882), που πίστευε ότι το κράτος πρέπει να προωθεί και να προστατεύει κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία τα άτομα θα έχουν καλύτερη ευκαιρία να ενεργήσουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους, επιδιώκοντας την ατομική αυτοπραγμάτωση.
Οι τάσεις αυτές άρχισαν να σχηματίζουν το κίνημα του σοσιαλφιλελευθερισμού στο γύρισμα του 20ου αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία, με διανοούμενους όπως ο Λ.Τ. Χόμπχαους (L.T. Hobhouse) και o Τζον Χόμπσον (J. Hobson), που έβλεπαν την ατομική ελευθερία ως επιτεύξιμη μόνο μέσα σε ευνοϊκές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και πίστευαν ότι οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να βελτιωθούν μόνο με συλλογική δράση συντονισμένη από ένα ισχυρό, παρεμβατικό κράτος πρόνοιας. Ο «Λαϊκός Προϋπολογισμός» του 1909, ο πρώτος προϋπολογισμός με την εκφρασμένη πρόθεση της αναδιανομής του πλούτου μεταξύ των πολιτών, υποστηριζόμενος από τον φιλελεύθερο Λόιντ Τζωρτζ και τον επίσης φιλελεύθερο (τότε) Ουίνστον Τσώρτσιλ, εισήγαγε πρωτοφανείς φόρους για τους πλούσιους της Βρετανίας και ριζοσπαστικά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στις πολιτικές της χώρας. Στα επόμενα χρόνια του 20ού αιώνα, ο φιλελευθερισμός ήταν σε ανοδική πορεία, καθώς ο Ρώσος τσάρος, προμαχώνας της απολυταρχίας, ανατράπηκε στη φιλελεύθερη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917 και η νίκη των Συμμάχων κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και η κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών φαινόταν να σηματοδοτεί το θρίαμβο του φιλελευθερισμού σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, όχι μόνο μεταξύ των νικηφόρων συμμάχων, αλλά και στη Γερμανία και τα νεοσύστατα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Οι φιλελεύθερες ιδέες ήταν σε άνοδο στον πολιτιστικό πλουραλισμό, τη θρησκευτική και εθνική ανοχή, την εθνική αυτοδιάθεση, την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, την αντιπροσωπευτική και υπεύθυνη κυβέρνηση, το ελεύθερο εμπόριο, τον συνδικαλισμό, και την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών μέσω ενός νέου οργάνου, της Κοινωνίας των Εθνών.
Όμως η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, ανάδειξε μια κομμουνιστική ομάδα με επικεφαλής τον Βλαντιμίρ Λένιν, οδηγώντας σε αρκετά χρόνια εμφυλίου πολέμου μεταξύ των κομμουνιστών και των συντηρητικών. Η παγκόσμια Μεγάλη Ύφεση, που ξεκίνησε το 1929, επιτάχυνε την απαξίωση των φιλελεύθερων οικονομιών και ενίσχυσε τις φωνές για κρατικό έλεγχο των οικονομικών υποθέσεων. Τα οικονομικά δεινά προκάλεσαν εκτεταμένες ταραχές στον ευρωπαϊκό πολιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα την άνοδο του Φασισμού, ως ιδεολογίας που τάχθηκε απέναντι τόσο στον φιλελευθερισμό όσο και στον κομμουνισμό, ιδιαίτερα στη Γερμανία και την Ιταλία. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ακολούθησε, οι φιλελεύθεροι «Σύμμαχοι» επικράτησαν το 1945, και η νίκη τους έστησε το σκηνικό για τον «Ψυχρό Πόλεμο» μεταξύ του κομμουνιστικού Ανατολικού Μπλοκ και της φιλελεύθερης Δυτικής Συμμαχίας.
Εν τω μεταξύ η φιλελεύθερη απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση δόθηκε από τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος είχε αρχίσει μια θεωρητική εργασία που εξέταζε τη σχέση μεταξύ ανεργίας, χρήματος και τιμών στη δεκαετία του 1920. Η εργασία του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος», που δημοσιεύτηκε το 1936, χρησιμοποιήθηκε ως θεωρητική αιτιολόγηση για τις παρεμβατικές πολιτικές που ο Κέυνς προέκρινε για την αντιμετώπιση της ύφεσης, καθώς αμφισβητούσε το νεοκλασικό πρότυπο, που πρέσβευε ότι, ανεπηρέαστη από κυβερνητικές παρεμβάσεις, η αγορά θα μπορούσε να αποκαταστήσει φυσικά την πλήρη ισορροπία της απασχόλησης. Το βιβλίο υποστήριξε μια δραστήρια οικονομική πολιτική από την κυβέρνηση, ώστε να τονωθεί η ζήτηση σε καιρούς με υψηλή ανεργία, με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και την επιστροφή των ανέργων στην εργασία μέσω δημοσίων προγραμμάτων, που θα εξασφάλιζαν την αναθέρμανση της οικονομίας, της οποία η διαχείριση στα πλαίσια αυτά είχε διευθυνόμενο χαρακτήρα.
Το κοινωνικό φιλελεύθερο πρόγραμμα που ξεκίνησε ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1933, μείωσε το ποσοστό ανεργίας από περίπου 25% στο 15% μέχρι το 1940, ενώ το γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσίων έργων που πυροδοτήθηκε από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο τελικά έβγαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Μεγάλη Ύφεση. Από το 1940 ως το 1941, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 59%, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν εκτινάχθηκε κατά 17%, και η ανεργία μειώθηκε κάτω του 10%, για πρώτη φορά από το 1929. Το κοινωνικό κράτος δημιουργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και, ενώ ολοκληρώθηκε από τους Εργατικούς, σχεδιάστηκε κυρίως από δυο φιλελεύθερους, τον Κέυνς που έβαλε τις οικονομικές του βάσεις και τον William Beveridge, που σχεδίασε το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Με τον τρόπο αυτό ο κοινωνιστικός φιλελευθερισμός κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου τον 20ό αιώνα.
γ. Νεοφιλελευθερισμός (1980-2010)
Ο Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένο ιδεολογικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση και περιφερειακές συγκρούσεις, αλλά ο φόβος ενός Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου δεν επαληθεύτηκε. Ενώ τα κομμουνιστικά κράτη και οι φιλελεύθερες Δημοκρατίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 ενέπνευσε τάσεις απομάκρυνσης από τα κεϋνσιανά οικονομικά, ιδιαίτερα στην περίοδο διακυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Ρόναλντ Ρήγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η φιλελεύθερη ανανέωση αυτής της περιόδου, που είναι γνωστή ως νεοφιλελευθερισμός, διάρκεσε περίπου τρεις δεκαετίες (1980, 1990 και 2000), μέχρι που η πρόσφατη οικονομική κρίση του 2008 οδήγησε σε αναβίωση της κεϋνσιανής οικονομικής σκέψης. Εν τω μεταξύ, από το 1990, τα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης κατέρρευσαν απότομα, αφήνοντας τον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό ως τη μοναδική μορφή διακυβέρνησης στη Δύση.
Κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αριθμός των φιλελεύθερων Δημοκρατιών σε όλο τον κόσμο ήταν περίπου ίδιος με αυτόν πριν από σαράντα χρόνια. Μετά το 1945, οι φιλελεύθερες Δημοκρατίες εξαπλώθηκαν πολύ γρήγορα. Το 1974 περίπου το 75% όλων των κρατών θεωρούνταν δικτατορικά, αλλά τώρα περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των χωρών είναι φιλελεύθερες Δημοκρατίες, μολονότι ο φιλελευθερισμός αντιμετωπίζει σήμερα αντιστάσεις από τον παρατεινόμενο συντηρητισμό και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό σε αρκετές περιοχές σε όλο τον κόσμο. Η άνοδος της Κίνας εξάλλου, με ένα συνδυασμό αυταρχικής κυβέρνησης και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που προηγούνται του εκδημοκρατισμού, αποτελεί μια επιπλέον πρόκληση για τον δυτικό φιλελευθερισμό.
δ. Συντηρητικός φιλελευθερισμός
Ο συντηρητικός φιλελευθερισμός, που αντιπροσωπεύει τη δεξιά πλευρά του φιλελεύθερου κινήματος, είναι μια εκδοχή του φιλελευθερισμού που συνδυάζει φιλελεύθερες αξίες και πολιτικές με συντηρητικές τάσεις. Τα συντηρητικά φιλελεύθερα κόμματα συνδυάζουν φιλελεύθερες πολιτικές (π.χ. διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας) με πιο παραδοσιακές στάσεις σε κοινωνικά και ηθικά θέματα. Υποστηρίζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό, αλλά ακολουθούν μια αυστηρότερη γραμμή απέναντι στο έγκλημα και την παρανομία. Ιστορικά αναπτύχθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα μεγάλα συντηρητικά κόμματα ήταν χριστιανοδημοκρατικά και δεν έθεταν πολιτικά το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας. Η χριστιανοδημοκρατία προσπαθεί να διασπείρει καθολικές κοινωνικές ιδέες και έχει αποκτήσει πολλούς οπαδούς σε κάποια ευρωπαϊκά κράτη. Οι ρίζες της βρίσκονται σε μια αντίδραση απέναντι στην εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση που σχετίζονται με τον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα.
Ο καπιταλισμός (κεφαλαιοκρατία ή κεφαλαιοκρατισμός, <κατά + επάνω >κατεπάνω >κατεπάνος >καπετάνος >capeta >capita {>κατπανή >κατφαλή> κεφαλή}) είναι ένα οικονομικό σύστημα όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, παραγωγή, κατανομή, εμπόριο και υπηρεσίες, κατέχονται από ιδιώτες, με κυρίαρχο κίνητρο και στόχο το κέρδος. Το κράτος στον καπιταλισμό μπορεί επίσης να αποτελεί τον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής (συλλογικός καπιταλιστής) ή διακίνησης των προϊόντων και των υπηρεσιών που στον καπιταλισμό νοούνται ως προϊόντα. Ουσιαστικά αποτελεί την οικονομική έκφανση του φιλελευθερισμού και αποσκοπεί στην εφαρμογή των αρχών του στο χρηματοοικονομικό πεδίο. Στο πεδίο της ταξικής διαστρωμάτωσης ηγεμονεύουσα/άρχουσα τάξη είναι η αστική τάξη των επιχειρηματιών και επιτηδευματιών και υποκείμενη τάξη είναι η εργατοϋπαλληλική. Ανάμεσά τους υπάρχουν κοινωνικές κατηγορίες, τα ονομαζόμενα "μεσαία στρώματα", που "προσεγγίζουν" από άποψη υλικών απολαβών και θέσης στην παραγωγή είτε την αστική τάξη είτε την εργατική. Η κυρίαρχη αστική τάξη επιδιώκει να παγιώνει την ηγεμονία και την εξουσία της, ενώ οι υποτελείς/κυριαρχούμενες τάξεις και στρώματα (εργατοϋπαλληλική τάξη και μεσαία στρώματα) αγωνίζονται για την καλυτέρευση των όρων ζωής και διαβίωσής τους, ή/και για την ανατροπή της κυριαρχίας της άρχουσας αστικής τάξης. Η σχέση αυτή αποτελεί τη σημερινή έκφραση της πάλης των τάξεων.
Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αστών θεωρητικών της ελεύθερης οικονομίας, ο φιλελευθερισμός θεωρείται το δικαιότερο οικονομικό σύστημα, σε αντιστοιχία με την δημοκρατία στα πολιτικά συστήματα. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγει μία κοινωνία, μπορεί να θεωρηθούν ανάλογο των "υποψήφιων" και το χρήμα ανάλογο της «ψήφου», οπότε ο καταναλωτής επιλέγει τα «προϊόντα/υποψηφίους» που πραγματικά θέλει (με την «ψήφο/χρήμα» του) και οι επενδυτές-επιχειρηματίες-εργαζόμενοι ανταμείβονται αντίστοιχα με περισσότερα κέρδη-μισθούς και δώρα. Από την άλλη, προϊόντα που δεν έχουν ζήτηση (κακή ποιότητα, ακριβή τιμή ή απλά δεν ενδιαφέρουν τους καταναλωτές) απορρίπτονται και καταργούνται. Σύμφωνα με τις ίδιες αντιλήψεις, μέσω του μηχανισμού τιμών (που περιέγραψε ο Άνταμ Σμιθ 1723-1790) η αγορά βρίσκει ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εφόσον υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις είναι να μην υπάρχει δύναμη αγοράς (επιχείρηση ή και καταναλωτής που να επηρεάζει την αγορά), οι καταναλωτές να είναι καλά ενημερωμένοι και να πράττουν ορθολογικά και σύμφωνα με το συμφέρον τους και να υπάρχει ελευθερία εισόδου και εξόδου σε επιχειρήσεις και επαγγέλματα (όχι μονοπώλια, κλειστά επαγγέλματα, περιοριστικοί νόμοι). Αποτέλεσμα μιας τέτοιου είδους φιλελεύθερης οικονομίας είναι ο καπιταλισμός, όπου η κοινωνία έχει μεγιστοποιήσει την οικονομική της δραστηριότητα και έχει συσσωρευτεί πλούτος. Ο πλούτος συνήθως συγκεντρώνεται προς όφελος των κεφαλαιοκρατών οι οποίοι είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία, γη). Επιχειρήσεις που έχουν προσφέρει οικονομικά, ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες και που αποσπούν το ενδιαφέρον τον καταναλωτών ανταμείβονται με μεγαλύτερο κέρδος. Το μεγάλο κέρδος βοηθάει την επιχείρηση ή ολόκληρο κλάδο επιχειρήσεων να αναπτυχθούν και να επεκταθούν έως το σημείο που θα καλυφθεί η ζήτηση, τόσο ώστε να αρχίσουν να μειώνονται τα κέρδη και να σταματήσει πλέον η ανάπτυξη.
Η αστική αντίληψη ισχυρίζεται πως ακόμα και οι περιπτώσεις όπου φαίνεται να αποτυγχάνει η ελεύθερη αγορά, προκύπτουν όταν δεν ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Ακόμα και η υψηλή ανεργία θεωρείται για τους αστούς οικονομολόγους, μη κανονική ρύθμιση του μηχανισμού των τιμών. Ο εργαζόμενος προσφέρει την εργασία του έναντι αμοιβής και οι επιχειρήσεις είναι οι καταναλωτές της εργασίας, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν στην παραγωγική διαδικασία. Η ισορροπία, από την άλλη μεριά, επιτυγχάνεται από το κέρδος. Εφόσον οι προηγούμενες προϋποθέσεις ισχύουν, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι (νοικοκυριά), πράττουν σύμφωνα με το ατομικό τους συμφέρον-κέρδος. Αν ένα προϊόν - επάγγελμα - υπηρεσία - επιχείρηση έχει κέρδος (μεγάλη ζήτηση) η προσφορά θα στραφεί προς τα εκεί έως ότου κορεσθεί η ζήτηση (γίνει δηλαδή ίση με την προσφορά), οπότε τα κέρδη θα είναι μηδενικά, δηλαδή οι υπάρχουσες επιχειρήσεις θα είναι απλά βιώσιμες (τα έσοδα θα είναι ίσα με τις δαπάνες, που αποτελούνται από μισθούς εργαζομένων και επιχειρηματιών, απόσβεση κεφαλαίου και λειτουργικά έξοδα). Λόγω του τρόπου που δημιουργείται ο πλούτος (πλην περιπτώσεων απάτης) η κοινωνία μεγιστοποιεί την παραγωγικότητά της. Αν μια επιχείρηση, που είχε κέρδη παράγοντας ένα προϊόν, δεν βελτιώνεται συνεχώς προσφέροντας καλύτερη ποιότητα σε όλο και πιο προσιτές τιμές (βελτιώνοντας συνεχώς την παραγωγική της διαδικασία) θα απειληθεί με ζημιές ή κλείσιμο από άλλες που βελτιώνονται.
Σημαντικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι το μεγάλο μέγεθος επιχειρήσεων και επενδύσεων. Λόγω του μεγέθους αυτού μπορούν να παράγονται προϊόντα ολοένα και πιο πολύπλοκα σε πιο αποδοτικές παραγωγικές αλυσίδες και να διανέμονται σε όλο τον πλανήτη. Για παράδειγμα τα αυτοκίνητα θα ήταν αδύνατο να παραχθούν σε βιοτεχνίες ή βιομηχανίες μικρού μεγέθους αλλά μόνο σε τεράστιες (καπιταλιστικές) επιχειρήσεις που απασχολούν χιλιάδες υπαλλήλους από την παραγωγή έως την διανομή στον καταναλωτή. Με την τάση συνεχούς μεγέθυνσης των παραγωγικών μονάδων, δημιουργούνται όλο και μεγαλύτερες κοινοπραξίες επιχειρήσεων (τραστ), με τι οποίες η συσσώρευση κεφαλαίου και πλούτου αναπτύσσεται σε τεράστια κλίμακα, με αποτέλεσμα τον οικογενειοκρατικό καπιταλισμό, κατά τον οποίο το σύνολο της παραγωγής, σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, ελέγχεται από λίγες οικογένειες μεγιστάνων, που αποκτούν ταυτόχρονα επιρροή και στην πολιτική ζωή των κρατών. Η πρώτη περίοδος στη διαδρομή αυτή (από τον 16ο αι. έως τα μέσα του 18ου αιώνα) χαρακτηρίζεται από την διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης και μπορεί να ονομαστεί "καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού", στον οποίο κυριαρχεί η μικρή και μεσαία βιοτεχνία (μανιφατούρα). Από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει να κυριαρχεί η μεγάλη επιχείρηση ως αποτέλεσμα της αποικιοποίησης, η οποία όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμα τα χαρακτηριστικά του "μονοπωλίου". Από τα τέλη του 19ου αιώνα κυριαρχεί ο "μονοπωλιακός καπιταλισμός", διότι παρατηρείται πλέον συγκέντρωση του κεφαλαίου σε μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Είναι πλέον η εποχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου για τον καπιταλισμό.
Σε αντίθεση με την αστική αντίληψη της οικονομίας, κατά την θεωρία του Κάρολου Μαρξ (1818-1883) ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βασίζεται στην αντιπαράθεση της σχέσης "κεφάλαιο/εργασία", όπου το κεφάλαιο πρέπει να αντλεί συνεχώς υπεραξία από την εργασία προκειμένου να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Το κέρδος για τον ιδιώτη (ή το κράτος εάν λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια) στον καπιταλισμό παράγεται με την απόσπαση υπεραξίας από τον εργαζόμενο. Η απόσπαση αυτή πραγματοποιείται με δύο τρόπους ή με χρησιμοποίηση και των δύο. Είτε με επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και εντατικοποίηση της δουλειάς του εργαζόμενου (οπότε έχουμε την απόλυτη υπεραξία), είτε με σταθερό ωράριο, αλλά με εισαγωγή τεχνολογίας στην παραγωγή, οπότε έχουμε αύξηση της παραγωγικότητας του εργαζόμενου, και συνεπώς αύξηση και της υπεραξίας που παράγει (σχετική υπεραξία). Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται η εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους ιδιώτες ή τον συλλογικό καπιταλιστή (το κράτος). Η διαδικασία αυτή λαμβάνει χώρα κυρίως στην παραγωγή, αλλά συνδέεται και με την κατανάλωση μέσω του επιπέδου των τιμών των προϊόντων. Η μαρξιστική αντίληψη θεωρεί πως η οικονομική βάση του καπιταλισμού, διέπεται από ταξικές ανισότητες και αδικίες. Αυτό προκύπτει από το βασικό γνώρισμα κάθε ταξικού κοινωνικού συστήματος: Τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στον καπιταλισμό, βρίσκεται στα χέρια μιας μικρής κοινωνικής μειοψηφίας η οποία αποτελεί και την άρχουσα τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής, συνεπώς είναι αποκλεισμένη από την διεύθυνση της οικονομίας. Ο Μαρξ θεωρεί ότι η αστική αντίληψη είναι λαθεμένη γιατί προσεγγίζει τον καπιταλισμό και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ιδεαλιστικά. Ο αστός θεωρητικός πιστεύει λαθεμένα, πως στον καπιταλισμό είτε δεν υφίστανται τάξεις, είτε αν το σύστημα λειτουργήσει σωστά, μπορούν να αμβλυνθούν οι ταξικές ανισότητες μέχρι σημείο εξαφανίσεως.
Η ανάδυση του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος συνοδεύτηκε με την ανάδυση του φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας της αστικής τάξης, τον 18ο αιώνα. Για την τότε περίοδο η ιδεολογία του φιλελευθερισμού συνέβαλλε στο να ηττηθεί η θεοκρατική αντίληψη της φεουδαρχίας μέσω του αστικού Διαφωτισμού. Στην άνω των 300 χρόνων μετέπειτα πορεία του ο καπιταλισμός / φιλελευθερισμός σημάδεψε την ανθρώπινη ιστορία με μεγάλες τεχνολογικές προόδους, αλλά και με πολέμους, με εξάντληση των παραγωγικών πόρων του πλανήτη από την εκμετάλλευση της φύσης για την παραγωγή κέρδους και με ταυτόχρονη εκμετάλλευση του ανθρώπου ως παραγωγικής δύναμης. Η αντίδραση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό οδήγησε σε επαναστάσεις ήδη από το 1848, με κορυφαία την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Ταυτόχρονα συγκροτήθηκαν κινήματα ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα με στόχο την αλλαγή και βελτίωση των όρων ζωής. Οι εργάσιμες ώρες μειώθηκαν σε 8 αντί για 13 ημερησίως, οι ημέρες εργασίας σε 5 την εβδομάδα, και δημιουργήθηκε το κράτος πρόνοιας. Από τις αρχές της δεκαετίας του '70 ο καπιταλισμός πέρασε σε ένα νέο στάδιο, που ονομάζεται "ολοκληρωτικός καπιταλισμός", ενώ η ιδεολογία που αποδέχονται σήμερα οι υπερασπιστές του είναι κατά κύριο λόγο ο νεοφιλελευθερισμός.
Ο κομμουνισμός (<κοινός [>con] + μένω), ως πολιτικό και οικονομικό σύστημα, κατά τους θεμελιωτές του Κάρολο Μαρξ (1818-1883) και Φρειδερίκο Ένγκελς (1820-1895), σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας η οποία θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά και αποκεντρωμένα, χωρίς κράτος ή διακριτές κοινωνικές τάξεις, αφού η ύπαρξη κράτους ως μηχανισμού παγίωσης της εξουσίας της άρχουσας τάξης, όπως και οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις (κατά τους θεωρητικούς του) είναι πλέον περιττά, καθώς η κοινωνία οργανώνεται στην βάση των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Το χρήμα στην κομμουνιστική κοινωνία χάνει την ανταλλακτική του αξία και χρησιμοποιείται ως απλή λογιστική μονάδα ανταλλαγής αγαθών (και όχι πια προϊόντων), βάσει της αξίας χρήσης των αγαθών αυτών, δρώντας αποτρεπτικά ως προς την επανεμφάνιση ταξικών διαιρέσεων και ανισοτήτων. Στον κομμουνισμό τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική, ενώ υφίσταται συλλογική διαχείριση από τους εργαζόμενους/παραγωγούς, με στόχο την κάλυψη των υλικών αναγκών όλων των πολιτών, σύμφωνα με την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Ως πολιτικός χώρος, στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς, ο κομμουνισμός εκφράζει αυτήν την προσδοκώμενη κοινωνία μέσω ενός κινήματος που αντιτίθεται άμεσα στον καπιταλισμό. Κατά τον μαρξισμό, που αποτελεί το θεωρητικό θεμέλιο του κομμουνισμού, η μετάβαση από τον καπιταλισμό προς την κομμουνιστική κοινωνία περιλαμβάνει μια αρχική περίοδο ύπαρξης κράτους, στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του λαού, που θα τείνει προς τον μαρασμό και την εξαφάνιση. Η μεταβατική αυτή περίοδος είναι ο σοσιαλισμός, πρόδρομος του κομμουνισμού, στον οποίο η παραγωγή θα διανέμεται «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με την προσφορά του»
Η φύση και ο χαρακτήρας των καθεστώτων του λεγόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού" της Ανατολικής Ευρώπης τα οποία κατέρρευσαν κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1989 και το 1991, προκάλεσαν αναπόφευκτες συζητήσεις στους κόλπους του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια εκδοχή ερμηνείας κινείται στην κατεύθυνση ότι ο όρος κομμουνισμός, στην καθομιλουμένη εφαρμογή, με την οποία έγινε γνωστός μέχρι σήμερα, αναφέρεται σε λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με απολυταρχικές κυβερνήσεις και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος και με κρατική/κομματική άρχουσα τάξη, και όχι σε μία κατάσταση μετάβασης προς την κομμουνιστική κοινωνία, σύμφωνα με τα οράματα των εμπνευστών του κινήματος (τα οποία στις σημερινές αντίξοες συνθήκες παραμένουν δυσέφικτα).
α. Μαρξισμός
Ο Ιωσήφ Προυντόν (1809-1865), εισηγητής του μικροαστικού σοσιαλισμού, άσκησε πρώτος κριτική στο κίνητρο του κέρδους και στη μισθωτή εργασία, κηρύττοντας ταυτόχρονα ότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή και ότι το χρήμα και ο τόκος πρέπει να καταργηθούν, αλλά διατηρούσε την έννοια της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Ο Κάρολος Μαρξ (1818-1883) και ο Φρειδερίκος Ένγκελς (1820-1895) έθεσαν στερεή θεωρητική βάση για τον κομμουνισμό ως σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα, δημιουργώντας τον ευρύτερα γνωστό τύπο θεωρητικής και πολιτικής προσέγγισης της κομμουνιστικής κοινωνίας, που είναι ο μαρξισμός και τα διάφορα παράγωγά του (λενινισμός, συμβουλιακός κομμουνισμός). Ο μαρξισμός χρησιμοποιεί ως βασική μεθοδολογία για την ανάλυση των κοινωνιών και των τρόπων παραγωγής, την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, που βασίζεται στην αρχή ότι το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας και της κοινωνίας εξαρτάται μόνο από την ανθρώπινη δραστηριότητα, που αναπτύσσεται με βάση τις παραγωγικές σχέσεις, διακρίνοντας τέσσερις τρόπους παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: Δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός και, τελικά, κομμουνισμός. Κινητήρια δύναμη της ιστορίας και της εξέλιξης των κοινωνιών και των πολιτισμών είναι η πάλη των τάξεων. Στη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης τα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά συστήματα γεννιούνται, αναπτύσσονται, πεθαίνουν και αντικαθίστανται από νέα. Κατά τις απόψεις αυτές οι κοινωνικές τάξεις και το κράτος δημιουργήθηκαν με την εμφάνιση του αγροτικού πολιτισμού, όταν οι νομαδικές φυλές πρωτοεγκαταστάθηκαν και άρχισαν να εξασκούν τη γεωργία. Πριν από αυτό, οι άνθρωποι ζούσαν σε ένα είδος μη ταξικής κοινωνίας που μπορεί να περιγραφεί ως πρωτόγονος ή φυσικός κομμουνισμός. Ο πρωτόγονος κομμουνισμός τερματίστηκε όταν η γεωργία δημιούργησε τις συνθήκες για ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δηλαδή της καλλιεργούμενης γης. Αυτή η διαφοροποίηση των ανθρώπων σε γαιοκτήμονες και σε εκείνους που είχαν την ανάγκη να εργαστούν σε γη άλλων για να ζήσουν, είχε ως αποτέλεσμα το δουλοκτητικό σύστημα της αρχαιότητας, που άνοιξε τον δρόμο στον φεουδαλισμό του Μεσαίωνα, από την μετεξέλιξη του οποίου προέκυψε ο καπιταλισμός. Ο κομμουνισμός αποτελεί την ανώτατη εξελικτική βαθμίδα της κοινωνίας, στην οποία το κράτος μαραζώνει και τελικά εξαφανίζεται αφού πλέον δεν είναι αναγκαίο και δεν νοείται ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ή διακριτές κοινωνικές τάξεις. Στον κομμουνισμό η ιδιοκτησία είναι συλλογική και όλοι οι άνθρωποι έχουν ισότιμη κοινωνική θέση και δικαιώματα.
Στον τομέα της Οικονομίας ο μαρξισμός προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ιστορικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της πάλης των τάξεων. Η κοινωνία αποτελείται από διάφορες κοινωνικές τάξεις οι οποίες διαφοροποιούνται αντικειμενικά από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής. Η καπιταλιστική κοινωνία αποτελείται από την αστική τάξη των κεφαλαιοκρατών, στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής και την τάξη των εργατών (ή προλεταριάτο), οι οποίοι εργάζονται πουλώντας την εργατική τους δύναμη (διανοητική ή χειρωνακτική) έναντι μισθού για να κερδίσουν τα προς το ζην. Η διαστρωμάτωση της καπιταλιστικής κοινωνίας περιλαμβάνει και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα της πόλης ή της υπαίθρου (ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομαγαζάτορες, αγρότες) τα οποία σε κρίσιμες στιγμές για την ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών, κλίνουν είτε προς την εργατική, είτε προς την αστική τάξη. Η εκάστοτε άρχουσα τάξη κάθε κοινωνίας (αρχαίο ιερατείο, δουλοκτήτες γαιοκτήμονες, φεουδάρχες, κεφαλαιοκράτες), καρπώνεται με την βία τον παραγόμενο πλούτο και τον χρησιμοποιεί για να παγιώσει την δύναμή της με στόχο τη διαιώνιση της εξουσίας της εις βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων. Στον καπιταλισμό οι αστοί εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη κερδοσκοπώντας από την εργασία τους. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται απόσπαση της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος, προς όφελος του κεφαλαιοκράτη, αφού ο εργαζόμενος παράγει πολύ περισσότερα προϊόντα από αυτά που θα του έφταναν για να ζήσει αν δεν υπήρχε το κέρδος του κεφαλαιοκράτη και πληρώνεται λιγότερο από την αξία της εργασίας του. Το κέρδος αυτό, που το παράγει η ανθρώπινη εργασία, αλλά το καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης, ονομάστηκε από τον Μαρξ υπεραξία. Η εργασία στον κομμουνισμό είναι αντιληπτή ως ευκαιρία δημιουργικής εκδίπλωσης των ικανοτήτων του ατόμου και δεν διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο. Το φαινόμενο της φτώχειας θεωρείται πως θα εξαλειφθεί καθώς οι πόροι και τα παραγόμενα αγαθά κατανέμονται όπως απαιτείται, ενώ η οικονομική παραγωγικότητα είναι μεγιστοποιημένη αφού στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία, δεν εμφανίζονται οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.
Ο λαός με «πρωτοπόρα» την εργατική τάξη έχει απόλυτο συμφέρον κατά τους μαρξιστές, να ανατρέψει την άρχουσα τάξη και το υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα, για να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου που εκπροσωπεί την εργατική εξουσία. Η δημοκρατία στην περίοδο της εργατικής εξουσίας εννοείται ως μία εξουσία που ανήκει στο λαό, ασκείται από αυτόν μέσα από τα εργατικά συμβούλια και τις λαϊκές συνελεύσεις, ενώ το κράτος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και τα προστατεύει από την μειοψηφία της αστικής τάξης που ανατράπηκε.
β. Λενινισμός
Ο λενινισμός είναι η επαναστατική θεωρία και πρακτική που διατύπωσε και εφάρμοσε ο Βλαδίμηρος Λένιν, κατά την οποία η δικτατορία του προλεταριάτου καθοδηγείται από ένα επαναστατικό κόμμα «εμπροσθοφυλακής» ή «πρωτοπορίας». Οι λενινιστές διακρίνονται από μία συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του μαρξισμού στηριγμένη στις έννοιες της «πρωτοπορίας» και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ συνήθως οργανώνονται σε αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου πολιτικά κόμματα τα οποία ονομάζονται Κομμουνιστικά Κόμματα. Στη λενινιστική θεωρία και πρακτική η δικτατορία του προλεταριάτου ονομάζεται «σοσιαλιστικό κράτος» και ερμηνεύεται ως ένας πλήρης, συγκεντρωτικός κρατικός μηχανισμός κυβερνώμενος από το λενινιστικό πολιτικό κόμμα, το οποίο καθοδήγησε την εργατική τάξη προς την επανάσταση. Οι ελευθεριακοί μαρξιστές ερμηνεύουν ωστόσο διαφορετικά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου και συνήθως δεν δίνουν έμφαση στον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ενώ οι αναρχοκομμουνιστές απορρίπτουν τελείως μία τέτοια μεταβατική φάση για το πέρασμα στην αταξική και ακρατική κομμουνιστική κοινωνία και κάθε τύπο κοινοβουλευτικής κομματικής δραστηριοποίησης στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους.
γ. Κομμουνιστικά κόμματα
Σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι ενιαίο, αφού παρουσιάζει πολύμορφες εκδοχές, με έντονες τις συμφωνίες αλλά και τις διαφορετικές προσεγγίσεις στο εσωτερικό του. Στην Ελλάδα, εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, δρουν και άλλοι μικρότερης εμβέλειας και επιρροής μαρξιστικοί-λενινιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί. Ο κομμουνισμός συνήθως αντιπαρατίθεται στο κοινοβουλευτικό επίπεδο με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιχειρεί έναν πιο περιορισμένο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω διαρκών μεταρρυθμίσεων, που στοχεύουν μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Αντιθέτως ο επαναστατικός σοσιαλισμός, όπου συγκαταλέγεται ο λενινισμός, παρά τη συμμετοχή του στο κοινοβουλευτικό σύστημα της φιλελεύθερης “δημοκρατίας”, προσβλέπει στην πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και εστιάζει στη διεθνή εργατική τάξη ως κλειδί αυτής της επανάστασης.
Οι λενινιστές με τον καιρό διαφοροποιήθηκαν σε τροτσκιστές, σταλινιστές και μαοϊστές. Κύρια εστία των διαφωνιών τους ήταν η αντίληψή τους για τη σοσιαλιστική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λένιν ή του Στάλιν. Από την άλλη οι ελευθεριακοί μαρξιστές ανήκουν σε μία πλειάδα σχηματισμών, όπως οι συμβουλιακοί κομμουνιστές (γνωστότερη προσωπικότητα που συνδέεται με τον συμβουλιακό κομμουνισμό, αν και ανήκε σε λενινιστικό κόμμα, είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ). Στο λενινιστικό κίνημα σήμερα προβάλλεται από ορισμένα τμήματά του η αναγκαιότητα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, η οποία προκύπτει κυρίως από τον τραγικό εκφυλισμό των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την μετατροπή τους σε ταξικά / εκμεταλλευτικά καθεστώτα στο όνομα του κομμουνισμού, αλλά και από τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον καπιταλισμό.
δ. Ελευθεριακός σοσιαλισμός
Οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές δεν έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η ενεργός πάλη για την έλευση της κομμουνιστικής κοινωνίας, η άρνηση της οργάνωσης σε πολιτικά κόμματα αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου και η απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας (είτε συγκεκριμένων όψεών της, είτε όλης της μαρξιστικής ανάλυσης). Οι ελευθεριακοί μαρξιστές κατ' εξαίρεση δέχονται το έργο του Μαρξ, αλλά το ερμηνεύουν διαφορετικά από τους λενινιστές. Στην ευρύτερη κατηγορία μπορούν να ενταχθούν οι υποστηρικτές του κοινωνικού αναρχισμού, οι περισσότεροι αυτόνομοι, οι καταστασιακοί, οι νεομαρξιστές, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές. Λόγω της συσχέτισης του κομμουνισμού με τον λενινισμό από τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα, ορισμένες φορές δεν μιλούν για κομμουνιστική κοινωνία αλλά για σοσιαλιστική ή αυτόνομη κοινωνία. Κάθε ελευθεριακή ομάδα μπορεί να συνδέει το όραμα αυτό με διαφορετική πολιτική θεωρία, η οποία συνήθως απορρέει από κάποια κριτική στο μαρξιστικό ή στο μαρξιστικό-λενινιστικό μοντέλο. Όλοι ωστόσο απορρίπτουν τη μεταβατική φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου (τουλάχιστον στη λενινιστική εκδοχή της), ενώ κριτική έχουν δεχθεί επίσης ο θετικισμός, ο ιστορικός αντικειμενισμός και η σύνδεση της έλευσης του κομμουνισμού με τη μεγιστοποίηση της οικονομικής παραγωγής και ανάπτυξης, στοιχεία που ανιχνεύονται στο έργο του Μαρξ.
Η θεωρητική κριτική που ασκήθηκε στον κομμουνισμό μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κατηγορίες: Κριτική στην ίδια τη σύλληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας ως ανεπιθύμητης ή ουτοπικής, κριτική στη μεταβατική «δικτατορία του προλεταριάτου» όπως αυτή εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση και στο ανατολικό μπλοκ, όπου περιλαμβάνεται και η κριτική στον λενινιστικό κεντρικό σχεδιασμό ως οικονομικό σύστημα αυτής της «μεταβατικής» περιόδου, και κριτική στο ανατολικό μπλοκ μόνο μετά από κάποιο χρονικό σημείο (π.χ. μετά τον θάνατο του Λένιν). Αντικομμουνισμός ονομάζεται η πολιτική ιδεολογία που στηρίζεται στην αντιπαράθεση με τον κομμουνισμό. Η ιδεολογία αυτή αναπτύχθηκε κυρίως στις χώρες του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής ρητορικής της Δύσης εναντίον του ανατολικού μπλοκ (του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού»). Ως γεωστρατηγικό ιδεολογικό εργαλείο, στόχευε στην ανάσχεση της επιρροής των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Όπου επικράτησε ο αντικομμουνισμός (στις ΗΠΑ της μακαρθικής περιόδου, στην Ισπανία του Φράνκο και στη μετεμφυλιακή Ελλάδα,), πολλοί σοσιαλιστές ή συνοδοιπόροι του κομμουνισμού υπέστησαν διώξεις από το επίσημο κράτος λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες περιορίστηκαν.
Ο αντικομμουνισμός έχει συνήθως εθνικιστική ή φιλελεύθερη χροιά. Από τους εθνικιστές κριτική υφίσταται ο εγγενής διεθνισμός και υλισμός του σοσιαλισμού και η αντίθεσή του στα εθνικά κράτη και στις οργανωμένες θρησκείες, ενώ από τους φιλελεύθερους η απόρριψη του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Συνηθισμένη αντίληψη τόσο των συντηρητικών όσο και των φιλελεύθερων είναι ότι η κομμουνιστική κοινωνία αποτελεί μία ανέφικτη ουτοπία, καθώς προϋποθέτει εγγενώς την αρμονική συνύπαρξη και διαρκή συνεργασία όλων των μελών της κοινωνίας.
Οι διάφορες τάσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (τροτσκιστική, μαοϊκή, ευρωκομμουνιστική, κομμουνιστική επαναθεμελίωση) άσκησαν κριτική στα σοσιαλιστικά καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η κριτική αυτή αφορά τον χαρακτήρα του γιγαντιαίου αστυνομικού κράτους που οικοδομήθηκε, την ταξική/εκμεταλλευτική φύση αυτών των καθεστώτων που μιλούσαν στο όνομα του κομμουνισμού, την ταξική κοινωνική τους διάρθρωση, την καταστολή της εκεί εργατικής τάξης, και την έλλειψη εργατικής δημοκρατίας. Τα κυβερνητικά κομμουνιστικά κόμματα των κρατών αυτών, από κοινού με ορισμένα αντίστοιχα κόμματα της Δύσης, αντιμετώπισαν την κριτική αυτή ως αντικομμουνισμό, κατηγορία την οποία συνήθως απορρίπτουν οι σοσιαλιστές που δεν υποστηρίζουν τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Ο σοσιαλισμός (<σωσιετία [>society] <σώσις [=σωτηρία] + έχω [>έκτης, έτης = έχων]) είναι ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, (που αντικαθιστά σταδιακά την ατομική ιδιοκτησία) και τη συνεταιριστική διαχείριση της οικονομίας. Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών "ΕΣΣΔ", κατά τους ιδρυτές της, υπήρξε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στην παγκόσμια ιστορία. Κατά τον Μαρξ σοσιαλισμός είναι η μεταβατική περίοδος προς τον ολοκληρωτικό κομμουνισμό, που περιλαμβάνει μια περίοδο «μισού» κράτους που τείνει προς την εξαφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στην υπηρεσία της εργατικής τάξης. Ο όρος ιστορικά, αφορά ένα πολιτικό κίνημα του οποίου η γέννηση τοποθετείται στον 19ου αιώνα, ως συνέπεια των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της εποχής (βιομηχανική επανάσταση, μορφοποίηση του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος).
α. Βασικές αρχές
Βασικό χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού είναι η έναρξη μιας μακράς και δύσκολης διαδικασίας υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η διαδικασία αυτή ξεκινά από την στιγμή της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας και την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό. Στο σχεδιασμό αυτό, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (μεγάλα αγροκτήματα, μεγάλα εργοστάσια, βασικοί τομείς της παραγωγής) καταργείται και αρχίζει η δημιουργία νέων συλλογικών σχέσεων παραγωγής, διανομής των προϊόντων και κατανομής του κοινωνικού πλούτου που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Στο επίπεδο της δημοκρατίας, εφαρμόζεται η εξουσία του οργανωμένου λαού (εργατικά συμβούλια, λαϊκές συνελεύσεις). Οι νέες αυτές σχέσεις παραγωγής στηρίζονται στην αρχή ότι τα μέλη μιας κοινωνίας «θα προσφέρουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους και θα αμείβονται ανάλογα με την εργασία που προσφέρουν». Τη θέση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, θα πάρει σταδιακά, η συλλογική διαχείριση με αρχικές μορφές την συνεταιριστική ιδιοκτησία (οι λεγόμενες κολεκτίβες) και την κρατική ιδιοκτησία (στους βασικούς τομείς της οικονομίας όπως είναι η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, κλπ). Με την απονέκρωση του κράτους, των κοινωνικών τάξεων και των ταξικών διαφορών, η ανθρωπότητα θα μπορεί να περάσει στον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός (η κοινωνία στην οποία εξαφανίζονται οι κοινωνικές τάξεις, οι ταξικές διαφορές και το κράτος), είναι η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών.
Πολιτικά ο σοσιαλισμός έχει συσχετιστεί κατά καιρούς τόσο με συστήματα λήψης αποφάσεων βασισμένα στην άμεση δημοκρατία, όσο και στηριγμένα στο συνδυασμό της άμεσης με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Κομβικό ζήτημα στην ιστορία και στο μέλλον του σοσιαλισμού, είναι η μελέτη της φύσης και του χαρακτήρα των χωρών του λεγόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού" της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες αυτοδιαλύθηκαν εκ των έσω κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1989 και το 1991, εξέλιξη που προκαλεί σκέψεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά μία εκδοχή ερμηνείας ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός ουδέποτε λειτούργησαν στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, οπότε απαιτείται κομμουνιστική επαναθεμελίωση. Κάποια σύγχυση υπάρχει ακόμη σε ό,τι αφορά τη σχέση κοινωνικού φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, παρά το γεγονός ότι πολλές εκδοχές του σοσιαλισμού διαχωρίζουν έντονα τη θέση τους από το φιλελευθερισμό, καθώς αντιτίθενται στον καπιταλισμό, την ιεραρχία και την ιδιωτική περιουσία, ελπίζοντας να καταστρέψουν τόσο την ιδέα του κράτους, όσο και τη φιλελεύθερη διάκριση μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, με στόχο την ανατροπή της αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής τάξης.
β. Ιστορική εξέλιξη
Οι αντιλήψεις του σοσιαλισμού πρέπει να αναζητηθούν στις απαρχές της Γαλλικής Επανάστασης, στη παράταξη των Ιακωβίνων, και από μία άλλη σκοπιά στον «ουτοπικό κοινωνισμό» του Κλοντ Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν (1760-1825), του Καρόλου Φουριέ (1772-1837) και του Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858), ενώ η μαρξιστική θεωρία αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό ως κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού. Ο σοσιαλισμός διαμορφώθηκε ως μια ομάδα από συγγενείς αλλά αποκλίνουσες μεταξύ τους ιδεολογίες του 19ου αιώνα, όπως ο χριστιανικός σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός (με τα γραπτά του Καρλ Μαρξ 1818-1883), και ο κοινωνικός αναρχισμός (με τα γραπτά του Μιχαήλ Μπακούνιν, 1814-1876, που απορρίπτει κάθε μορφή εξουσίας).
Απόπειρα πραγμάτωσης των σοσιαλιστικών ιδεών αποτελεί η Παρισινή Κομμούνα του 1871, η οποία κράτησε μόνο δύο μήνες. Την ίδια περίοδο η Πρώτη Διεθνής, μία διεθνής σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση που ιδρύθηκε από τους Μαρξ και Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, διασπάστηκε σε αναρχικούς και μαρξιστές, με κύριο σημείο διαφωνίας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί προς τον κομμουνισμό. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν υποστήριξε την άμεση μετάβαση σε μία αταξική, ακρατική και αυτοδιευθυνόμενη κομμουνιστική κοινωνία μέσω λαϊκής επαναστατικής ρήξης με το αστικό καθεστώς, ενώ ο Μαρξ υποστήριξε πως μεταξύ της επανάστασης και της οικοδόμησης του κομμουνισμού πρέπει να μεσολαβήσει μία κρατικιστική, μεταβατική περίοδος όπου το κράτος θα είναι υπό τον έλεγχο της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, της εργατικής τάξης (δικτατορία του προλεταριάτου). Αυτή είναι η απαρχή της διαίρεσης των σοσιαλιστών σε ελευθεριακούς και κρατικιστές.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι περισσότεροι μαρξιστές οργανώνονταν πλέον σε αστικού τύπου πολιτικά κόμματα, τα οποία συμμετείχαν νόμιμα στις κοινοβουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις. Ορισμένα από αυτά τα κόμματα άρχισαν να απορρίπτουν την επαναστατική προοπτική και να υποστηρίζουν έναν σταδιακό μετασχηματισμό της αστικής κοινωνίας μέσω διαρκών μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων και κυβερνητικών μέτρων, στοχεύοντας μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Οι σοσιαλιστές αυτοί αργότερα ονομάστηκαν σοσιαλδημοκράτες και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε την αφορμή για την οριστική απόσχισή τους από τον επαναστατικό μαρξισμό. Αργότερα, μετά τη Μεγάλη Ύφεση, οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειψαν οριστικά τον μαρξισμό και την αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλισμού, υιοθετώντας αντίθετα τον κεϋνσιανισμό και το κράτος πρόνοιας ως κεντρικό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό τους μοντέλο.
Παράλληλα τα επαναστατικά μαρξιστικά κόμματα άρχισαν να συσπειρώνονται γύρω από τον λενινισμό, την πολιτική θεωρία και πρακτική του ρωσικού κόμματος των Μπολσεβίκων, οι οποίοι το 1917 κατάφεραν να ανατρέψουν τόσο την απολυταρχική τσαρική μοναρχία όσο και το φιλελεύθερο καθεστώς που είχε εμφανιστεί μετά από μία προηγούμενη εξέγερση, και να εγκαθιδρύσουν ένα νέο καθεστώς που όρισαν ως δικτατορία του προλεταριάτου. Εκείνη την περίοδο τα λενινιστικά κόμματα διεθνώς άρχισαν να ονομάζονται «Κομμουνιστικά»
Κατά τη δεκαετία του 1960, σε μία εποχή αμφισβήτησης του κατεστημένου στις χώρες της Δύσης και ανάδυσης μίας «αντεργκράουντ αντικουλτούρας», συνέβησαν σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές εξελίξεις στον ευρύτερο σοσιαλιστικό χώρο με τελικό αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών θεωριών, όπως η Νέα Αριστερά, το αφροαμερικανικό κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων, ο μεταμαρξισμός, οι καταστασιακοί, ο σύγχρονος φεμινισμός, η αυτονομία, η πολιτική οικολογία, η κοινωνική οικολογία. Με τέτοιες συνθήκες, στη συνέχεια αναδύθηκε ο ευρωκομμουνισμός με αφορμή την Άνοιξη της Πράγας, αλλά και ο σύγχρονος μετααριστερός και εξεγερσιακός αναρχισμός, ο οποίος άσκησε κριτική στον κλασικό σοσιαλισμό και στις ιστορικές, σοσιαλιστικές τάσεις του κοινωνικού αναρχισμού.
γ. Κριτική θεώρηση
Επειδή υπάρχουν πολλά πρότυπα σοσιαλισμού, έχει ασκηθεί κριτική από φιλελεύθερους και συντηρητικούς αναλυτές, ή και από σοσιαλιστές αντίθετους με τις ήδη εφαρμοσμένες, υπαρκτές εκδοχές σοσιαλισμού, η οποία μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες: Κριτική στον κομμουνισμό και κριτική στην κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία. Οι υπέρμαχοι του οικονομικού φιλελευθερισμού και οι δεξιοί ελευθεριακοί θεωρούν το ηθικό δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στις αγοραίες συναλλαγές ως κεντρικό πρόταγμα της θεωρίας τους περί ελευθερίας, και πιστεύουν ότι η οικονομική δυναμική του καπιταλισμού είναι αναλλοίωτη και απόλυτη. Γι’ αυτό αντιλαμβάνονται την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τις κολεκτίβες και τον κρατικό οικονομικό έλεγχο ως καταπατήσεις της ελευθερίας. Σύμφωνα με τις απόψεις τους, σε ένα οικονομικό σύστημα χωρίς νόμισμα και οικονομία της αγοράς δε θα υπάρχει τρόπος αξιολόγησης των κυριότερων αγαθών και συντονισμού της παραγωγής, συνεπώς αυτοί οι τύποι σοσιαλισμού είναι ανέφικτοι, ακριβώς επειδή δεν διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να κάνουν πολύπλοκους υπολογισμούς. Ένα ακόμα βασικό επιχείρημα ενάντια στα σοσιαλιστικά συστήματα, που βασίζονται στον οικονομικό σχεδιασμό, στηρίζεται στη χρήση σκόρπιων γνώσεων. Ο κρατικός σοσιαλισμός είναι αδύνατος κατ' αυτή την άποψη διότι η πληροφορία δεν μπορεί να συσσωρευτεί από ένα κεντρικό σώμα και να χρησιμοποιείται αποτελεσματικά για τη δημιουργία ενός σχεδίου για μια ολόκληρη οικονομία, διότι θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση ή την απουσία των μηνυμάτων σε ό,τι αφορά τις τιμές. Πολλές οικονομικές κριτικές του σοσιαλισμού εστιάζουν στις εμπειρίες των σχεδιασμένων οικονομιών σοβιετικού τύπου, και ισχυρίζονται ότι η έλλειψη περιορισμών στον προϋπολογισμό στις επιχειρήσεις που λειτουργούν σε μια σχεδιασμένη οικονομία μειώνει τα κίνητρα αποτελεσματικής επέμβασης στην πληροφορία, πράγμα που χαμηλώνει την συνολική ευημερία για την κοινωνία.
H σοσιαλδημοκρατία είναι πολιτικό και οικονομικό σύστημα που υποστηρίζει την προοδευτική αναμόρφωση του καπιταλισμού, με την δημιουργία κοινωνικά ελεγχόμενης οικονομίας, μετά από πολιτικές μεταρρυθμίσεις που επιδιώκεται να επιτευχθούν με την ταξική πάλη. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μια σειρά σοσιαλιστικών κομμάτων απέρριψε την επανάσταση και άλλες παραδοσιακές ιδέες του μαρξισμού, όπως η ταξική πάλη, και έλαβε πιο μετριοπαθείς θέσεις. Αυτές οι μετριοπαθείς θέσεις περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι ο αναθεωρητισμός (ρεφορμισμός, όπως ονομάστηκε από τους ορθόδοξους μαρξιστές) είναι ένας πιθανός δρόμος για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Η σοσιαλδημοκρατία, αναδύθηκε τον 20ό αιώνα επηρεασμένη από το σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα με το σοσιαλισμό, δεν είναι ούτε κολεκτιβιστική ούτε αντικαπιταλιστική, παραμένοντας ένα εγχείρημα με στόχο τη διόρθωση αυτών που η ίδια θεωρεί ως εγγενείς παθογένειες του καπιταλισμού, με κύριο στόχο την μείωση των ανισοτήτων μέσω του κυβερνητικού ρεφορμισμού. Η σοσιαλδημοκρατία δεν τοποθετείται ενάντια στο κράτος, δίνοντας αφορμή για επισήμανση αρκετών ομοιοτήτων με τον κοινωνιστικό φιλελευθερισμό.
Κατά τη διακήρυξη της Φρανκφούρτης της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, στις 3 Ιουλίου του 1951, πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από όλο τον κόσμο δεσμεύτηκαν για την αντικατάσταση του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό, αντιτασσόμενα στον μπολσεβίκικο κομμουνισμό και τον σταλινισμό. Ειδοποιός διαφορά της σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση με τον επαναστατικό ή ριζοσπαστικό μαρξισμό είναι ότι στη θέση της «πάλης των τάξεων» τοποθετείται κάποιου είδους «διαπραγμάτευση μεταξύ των τάξεων». Η σημασία της ταξικής οργάνωσης και των εργατικών σωματείων είναι κεντρική στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα αλλά χαρακτηρίζεται από τον ταξικό συμβιβασμό και όχι την ταξική σύγκρουση. Θεωρείται ότι, στο «μέτωπο» μεταξύ εργασίας-κεφαλαίου, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις υπό συνθήκες εργασιακής ειρήνης και συνεργασίας είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων και όχι η εχθρότητα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι ταξικές ανισότητες υφίστανται, αλλά δεν μπορούν να ξεπεραστούν με άλλο τρόπο παρά μόνο με τη σταδιακή εξέλιξη και μεταρρύθμιση του καπιταλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η επαναστατική κατάλυση του κράτους δικαίου, υπό τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή του, δεν θεωρείται επιθυμητή ούτε σκόπιμη. Αντίθετα η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου είναι η μόνη αποδεκτή συνταγματική μορφή πολιτεύματος. Η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι ο κύριος άμεσος στόχος, αφού προηγείται η κατάργηση των οικονομικών ανισοτήτων. Κατά την άποψή τους η αντικατάσταση της καπιταλιστικής παραγωγής με κεντρικά σχεδιασμένη δεν έχει νόημα, αν εξακολουθούν να υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των πλουτοκρατών και της μάζας των βιομηχανικών εργατών ή αν το γενικό επίπεδο ευημερίας είναι χαμηλό.
Η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για το σοσιαλισμό είναι απόρροια ενός συνόλου πολιτικών και ηθικών αξιών, όπως η αλληλεγγύη, η ισότητα και η άνευ όρων υποστήριξη για τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, όχι όμως στα πλαίσια μιας προκαθορισμένης, συγκεκριμένης μορφής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Υποστηρίζει την ανάπτυξη μικτού οικονομικού συστήματος και είναι πλήρως συμβατή με την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, εφόσον αυτή είναι οικονομικά αποδοτική, όσο αυξάνει το γενικό επίπεδο της ευημερίας και όσο η παραγόμενη υπεραξία κατανέμεται με εύλογο τρόπο στους παραγωγικούς συντελεστές, δηλαδή την επιχειρηματικότητα, την εργασία και το κεφάλαιο. Η σοσιαλδημοκρατία, επομένως, υποστηρίζει την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, δημιουργεί όμως θεσμούς ελέγχου της αγοράς. Στόχος της είναι η εξομάλυνση των ανισοτήτων που δημιουργούνται από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Στην υλοποίηση αυτού του στόχου συμβάλει το κράτος που ασκεί ρυθμιστικό και ελεγκτικό ρόλο. Ταυτόχρονα όμως, η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία απορρίπτει τον κρατισμό και σε μεγάλο βαθμό απορρίπτει την ενεργό ανάμιξη του κράτους στη βιομηχανική παραγωγή, θεωρώντας ότι η διόγκωση του κράτους συμπιέζει την ελεύθερη οικονομία σε βαθμό που αποβαίνει εναντίον των συμφερόντων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, και υπέρ μόνο μιας προνομιούχας τάξης γραφειοκρατών και κρατικών υπαλλήλων. Στους κεντρικούς στόχους της σοσιαλδημοκρατίας περιλαμβάνονται η πλήρης απασχόληση, η κοινωνική ενσωμάτωση και το κράτος πρόνοιας.
Ο φασισμός είναι πολιτική ιδεολογία που εμπνέεται από την ιδέα του έθνους, οριοθετούμενου βάσει βιολογικών, πολιτισμικών και ιστορικών γνωρισμάτων, με στόχο την προαγωγή μιας κινητοποιημένης εθνικής κοινότητας. Η έννοια της λέξης "φασισμός" χρησιμοποιείται συχνά για να χαρακτηρίσει πρόσωπα, θεσμούς ή καταστάσεις που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με την αρχική έννοια του όρου, σε μια ευρύτερη, ιστορικά αβάσιμη σημασία, προσδιορίζοντας ως "φασισμό" γενικά κάθε άδικη, αντιδημοκρατική και βίαιη πράξη, ιδεολογία, συναίσθημα, συνήθεια στο χώρο της πολιτικής, της κοινωνίας, της οικογένειας και των σχέσεων. Η υπερβολική χρήση αυτού του δεύτερου ορισμού τείνει να υποκαταστήσει τον αρχικό ορισμό.
Ο όρος φασισμός ετυμολογείται από την λατινική «fasces» («φάσκες», ενικός fascis, ιταλικά fascio - φάσιο, καταγόμενη από την ελληνική λέξη «φάσις» (<παιφάσσω = σείω βιαίως {όπως κουνάμε ραβδιά για να απειλήσουμε κάποιον}) που σήμαινε συγκεκριμένο αρχαίο ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας, που απεικόνιζε «ράβδους δεμένες γύρω από έναν πέλεκυ». Οι fasces ήταν στην αρχαία Ρώμη σύμβολο της εξουσίας των δικαστών και συμβόλιζαν την «ισχύ δια της ενώσεως» (μια μόνο ράβδος σπάζει εύκολα, ενώ μια δέσμη πολύ δύσκολα). Ο φασισμός γεννήθηκε μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ίδρυσε την οργάνωση Fasci di Compattimento στο Μιλάνο στις 13 Μαρτίου 1919 και αρχικά, τα πρώτα λίγα μέλη ήταν πρώην στρατιώτες δυσαρεστημένοι από την έκβαση του πολέμου. Το 1921 ιδρύθηκε το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα και εκλέχθηκε στην βουλή των Αντιπροσώπων. Όταν οι αρχηγοί του σοσιαλιστικού κόμματος κήρυξαν απεργία, ο Μουσολίνι απαίτησε από την κυβέρνηση να την διακόψει απειλώντας ότι οι οπαδοί του θα έκαναν πορεία προς την Ρώμη. Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ φοβούμενος την αναταραχή και τον εμφύλιο πόλεμο παρέδωσε την εξουσία στον Μουσολίνι η οποία επισκιάστηκε από την Πορεία στην Ρώμη, που πραγματοποιήθηκε τελικά το 1922. Το 1926 το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα έγινε το μοναδικό νόμιμο πολιτικό κόμμα και το κοινοβούλιο αντικαταστάθηκε από την Βουλή των Συντεχνιών σύμφωνα με το σωματειοκρατικό (κορπορατιστικό) σύστημα.
Κύρια χαρακτηριστικά του φασισμού, όπως πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία, είναι η πίστη στην υποχρέωση υπηρέτησης του Κράτους, ο εθνικισμός, ως ιδεολογία που αντλεί από το παρελθόν αξίες, διδάγματα και δυνάμεις για το παρόν και το μέλλον, ο εθελοντισμός, η επιδίωξη προαγωγής της διεθνούς επιρροής του έθνους, η οργανική ενότητα, ο φουτουρισμός και μοντερνισμός στην τέχνη, ο «κορπορατισμός» (σωματειοκρατία), η αποικιακή επέκταση, ο μιλιταρισμός και ο αντικομμουνισμός, που συνοδεύεται από την άρνηση της πάλης των τάξεων.
Ουσιαστικό χαρακτηριστικό του φασισμού είναι η ιδέα της σωματειοκρατίας (κορπορατισμού), την οποία ο Μουσολίνι διαφήμισε ως τρίτο δρόμο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, σκέψη που υιοθετήθηκε από τον Όσβαλντ Μόσλι στην Μεγάλη Βρετανία και τον Περόν στην Αργεντινή. Ο κορπορατισμός αντιτίθεται στην ελεύθερη αγορά και στην απεριόριστη επιδίωξη κέρδους από ιδιώτες, ενώ βασίζεται σε συγκεκριμένη γραμμή που θέτει τους επιχειρηματίες και το εργατικό δυναμικό σε ένα οργανικό ενοποιημένο σύνολο. Ως μορφή οικονομίας χαρακτηρίζεται από την επέκταση του άμεσου πολιτικού και παρεμβατικού σχεδιασμού και ελέγχου στην βιομηχανία και την οργανωμένη εργατική τάξη για το κοινό συμφέρον. Στην πράξη όμως, όπως εφαρμόστηκε στην Ιταλία και Γερμανία, είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην εργατική συνεταιριστικότητα (σωματεία, συνδικάτα, κόμματα), περιόρισε τις απεργίες των εργαζομένων και τελικά απέβη υπέρ της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Ταυτισμένος με τη νεωτερικότητα του μεσοπολέμου, με την υποστήριξη του εισηγητή της διαλεκτικής της δράσης και του ιρασιοναλιστικού μυστικισμού Τζιοβάνι Τζεντίλε (1875-1944 Φασισμός και νεωτερικότητα), από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου ο φασισμός τέθηκε στο περιθώριο και πολύ λίγες πολιτικές ομάδες τολμούν πλέον να ταυτιστούν ανοιχτά μαζί του. Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, δεν ανέπτυξε πλήρες δόγμα ή πολιτική θεωρία και, κυρίως, δεν γράφτηκαν σημαντικά πολιτικά κείμενα από φασιστική σκοπιά μετά το 1945. Η λέξη "φασίστας" χρησιμοποιείται σήμερα ως ετικέτα με αρνητική σημασία, υποδηλώνοντας απολυταρχισμό, αντιδημοκρατική αντίληψη και απόψεις που στρέφονται ενάντια στον ανθρωπισμό της διεθνικής κοινωνίας.
Ο Εθνικοσοσιαλισμός (Nationalsozialismus - η συντόμευση Nazi, Ναζισμός έγινε από τους Άγγλους) είναι εξέλιξη του φασισμού που ενσωματώνει φυλετιστικές απόψεις. Ήταν η ιδεολογία του κόμματος που επιβλήθηκε ως καθεστώς στη Γερμανία το 1933 μέχρι το 1945, και συναφών κινημάτων σε άλλες χώρες. Αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1920 μετά από επιδράσεις του παγγερμανισμού και της αντικομμουνιστικής κουλτούρας στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Κύριος σκοπός ήταν η αντικατάσταση του δημοκρατικού συστήματος με ένα σύστημα που θα βασιζόταν στην αρχή της «κοινότητας», με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας, με επικεφαλής τον αρχηγό (Φύρερ, Χίτλερ).
Ο όρος «εθνικοσοσιαλισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Μωρίς Μπαρρέ το 1898, και, ενώ τα πρώτα εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα ήταν το τσέχικο και το γαλλικό, βρέθηκε στη βάση προγράμματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) από το 1920. Ο Χίτλερ οραματίστηκε την οργάνωση μιας νέας κοινωνίας θεμελιωμένης στην εθνική και φυλετική ενότητα, στις ακατέργαστες αρετές του αγρότη, του τεχνίτη, του στρατιώτη, στην αυστηρή πειθαρχία και την αυτοθυσία του ατόμου για χάρη της κοινότητας, αρετές οι οποίες, κατά την άποψή του, πηγάζουν από την ελληνική αρχαιότητα και συγκεκριμένα από τη δόξα της στρατοκρατικής Σπάρτης. Ως φιλόσοφοι του εθνικοσοσιαλισμού προβάλλονται ο Νίτσε και ο Πλάτων, ενώ αντίθετα οι θεωρίες των Στωικών θεωρούνται εκφυλισμένες. Κύρια χαρακτηριστικά του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού είναι:
- Σεβασμός στο κράτος ως όχημα της εθνικής ιδέας.
- Αντίθεση με τον μαρξισμό, τον κομμουνισμό, τον μπολσεβικισμό και τον καπιταλισμό.
- Αμφισβήτηση του αγγλοσαξονικού κοινοβουλευτισμού με διαφορετική θέαση του τρόπου λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων
- Λειτουργία των εργατικών συνδικάτων με το σύστημα του κορπορατισμού που εισάχθηκε στην Ιταλία την ίδια περίοδο.
- Συγκέντρωση της εξουσίας σε μια κεντρική ηγετική προσωπικότητα, και ιεραρχική πυραμίδα προς τα κάτω.
- Ιδεολογία εθνικής και βιολογικής ενότητας (Volksgemeinschaft) με οικειοθελή περιορισμό των κοινωνικών αντιθέσεων.
- Πολιτική επέκτασης του ζωτικού χώρου για τις γερμανικές επιχειρήσεις (Lebensraum), κυρίως στην ανατολή.
- Πίστη στις πρωσικές αρετές και το φιλοσοφικό κίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού.
- Θαυμασμός της Ελληνικής αρχαιότητας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως θεμελιωτών του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
- Φυλετικός και κοινωνικός Δαρβινισμός.
- Πίστη στις δυνατότητες της άριας και ειδικότερα της γερμανικής φυλής.
- Ευγονική και «φυλετική υγιεινή», για τη διατήρηση της εθνικής σφριγηλότητας.
- Ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής.
- Ενδιαφέρον για την οικολογία.
- Στρατιωτική ισχυροποίηση.
Οι εθνικοσοσιαλιστές υποστηρίχθηκαν οικονομικά από Γερμανούς και ξένους επιχειρηματίες ως ανάχωμα εναντίον του μπολσεβικισμού. Ο οικονομικός εθνικοσοσιαλισμός συνδυάζει το κεφάλαιο και την εργασία, με κρατικό έλεγχο, αποσκοπώντας στην ανάπτυξη της παραγωγής για την ευημερία της εργατικής και αγροτικής τάξης και κατά προέκταση του έθνους και της φυλής, χωρίς να καταργεί την ιδιωτική πρωτοβουλία και την ιδιοκτησία. Επιτρέπει τη χρήση των ιδιωτικών κεφαλαίων για παραγωγικούς σκοπούς, που θεωρητικά εξασφαλίζουν την οικονομική ανάπτυξη του κράτους, και την ευημερία της εργατικής τάξης, θεσπίζοντας αυστηρούς κανόνες και όρους σε συνεργασία των εργατών και κρατικών λειτουργών στα διοικητικά συμβούλια των ιδιωτικών εταιρειών. Μέρος των κερδών θεωρητικά αναδιανέμεται από τους κεφαλαιούχους στους εργάτες, ενώ τιμωρούνται με φυλάκιση όσοι κερδοσκοπούν. Με αυτόν το τρόπο ο εθνικοσοσιαλισμός προσπαθεί να εξασφαλίσει την πλήρη και άμεση συνεργασία των τάξεων (καπιταλιστές-εργάτες) και επιδιώκει να αμβλύνει την πάλη των τάξεων, εξομαλύνοντας τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Οι Εβραίοι, κάτοχοι ισχυρών διεθνών χρηματιστικών επιχειρήσεων με δυνατότητα πολιτικής επιρροής, θεωρήθηκαν από τους εθνικοσοσιαλιστές συμμέτοχοι στην εμφάνιση δυσμενών οικονομικών φαινομένων όπως κρίσεις, ανεργία, αστικοποίηση, ερήμωση της επαρχίας, ενώ με τη σημαντική συμβολή τους στη χρηματοδότηση του σοβιετικού μπολσεβικισμού και την ταυτόχρονη συνταύτισή τους με την αγγλοαμερικανική κεφαλαιοκρατία, εμφανίζονταν υπαίτιοι αποσυνθετικών τάσεων της γερμανικής κοινωνίας. Τα μεσαία εβραϊκά αστικά στρώματα από την άλλη μεριά, κατείχαν μεσαίες επιχειρήσεις (πολυκαταστήματα, κοσμηματοπωλεία) και ανέκοπταν την κίνηση κεφαλαίου προς τα γερμανικά μεγαλοαστικά στρώματα. Ως ύποπτοι υποκίνησης συνωμοσιών κατά τη περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι, όπως και μειονότητες άλλων εθνοτήτων, στα πλαίσια προγραμμάτων εσωτερικής άμυνας, αντιμετώπισαν περιορισμούς, εκτοπίσεις και διώξεις.
Οι ιδέες που ανέπτυξε ο Κάρολος Δαρβίνος στο έργο του Περί της καταγωγής των ειδών είχαν προφανή επίδραση όχι μόνο στις φυσικές επιστήμες, αλλά και στα πολιτικά καθεστώτα, ενώ ο κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Σπένσερ (1820-1903), εισηγητής της χρησιμοθηρικής εξελιξιαρχίας, ανέπτυξε τη θεωρία της επιβίωσης του καταλληλότερου, συμβάλλοντας στη δημιουργία της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού, ο οποίος επηρέασε τις φασιστικές ιδεολογίες, οι οποίες πρέσβευαν ότι ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση που οδηγεί στην επικράτηση του δυνατότερου επί των αδυνάτων εγγυάται την ανθρώπινη πρόοδο. Ο όρος της φυλής αποτελούσε κεντρική έννοια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Για τη συντήρηση της αποκαλούμενης «αγνότητας του αίματος» απαγορεύτηκε ο γάμος μεταξύ Γερμανών και «διαφορετικής φυλής» ξένων. Η εφαρμογή ευθανασίας αναπήρων, ψυχικά ασθενών και εγκληματιών (Πρόγραμμα Ευγονικής T-4), είχε στόχο τον περιορισμό της μετάδοσης "ανεπαρκών" γονιδίων στις επόμενες γενεές.
Στον τομέα της θρησκείας ο εθνικοσοσιαλισμός παρείχε στην Εκκλησία τη δυνατότητα εθελούσιας θρησκευτικής δράσης και δεν ήρθε σε αντίθεση με αυτήν. Η Καθολική Εκκλησία υπέγραψε συμφωνία (Ραϊχσκονκορδάτο), στις 20 Ιουλίου 1933, με την οποία οι Γερμανοί καθολικοί έπρεπε να δηλώσουν πίστη στο καθεστώς σε αντάλλαγμα της αποδοχής της Καθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία.
Στην Γερμανία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τον Χίτλερ αναβίωσε η οικολογία, καθώς ο ίδιος ήταν υπέρμαχος της φυσιολατρίας και της ακρεοφαγίας. Δημιουργήθηκε έτσι η Πράσινη Πτέρυγα με άξονα την οικολογία και το περιβάλλον για την προστασία της Πατρώας γης. Δημιουργήθηκε μια ιδεολογική οικολογική συνείδηση αντιδρώντας στον αστικό τρόπο ζωής, στην αστυφιλία υπέρ της υπαίθρου. Ο ίδιος ο Χίτλερ μιλούσε συχνά για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τονίζοντας ότι πρέπει να προχωρήσει σε υδροηλεκτρικά έργα και να αξιοποιήσει τον άνεμο. Διασφάλισε ακόμη με νόμους την προστασία των μικρών καλλιεργητών, ενώ απαγορευόταν η υποθήκευση της γης και η πώληση σε τρίτους πλην του οικογενειακού περιβάλλοντος. Παράλληλα με άλλες διατάξεις απαγορεύτηκε η κακομεταχείριση των ζώων και το τσίρκο και θεσπίστηκαν νόμοι για την υγιεινή τους, ενώ τέθηκαν απαγορεύσεις στην ανεξέλεγκτη δράση των κυνηγών και στην λαθροϋλοτομία τονίζοντας την ιερότητα του δάσους.
Συγχρόνως, αναπτύχθηκε πολεμική βιομηχανία, πρώτα κρυφά, λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών και αργότερα, όταν ο Χίτλερ αποφάσισε να αγνοήσει την Συνθήκη, φανερά, με κύριο στόχο την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης και της δυτικής ΕΣΣΔ μέχρι την γραμμή Αρχαγκέλσκ - Καύκασος - Ουράλια και την ενίσχυση του εποικισμού με γερμανικούς πληθυσμούς.
Ως πρόεδρος του ισχυρότερου κόμματος της βουλής, ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, στις 30 Ιανουαρίου 1933, διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας. Στις εκλογές της 5 Μαρτίου 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα απέτυχε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, και ο Χίτλερ ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει τον συνασπισμό με το Εθνικό Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP). Πλήρη κατοχή της εξουσίας πέτυχε με τον «Εξουσιοδοτικό νόμο» (Ermächtigungsgesetz) στις 23 Μαρτίου 1933, ο οποίος ψηφίστηκε από τα δυο τρίτα της βουλής (με τη βοήθεια του συντηρητικού κόμματος Zentrum και του εθνικιστικού DNVP), και παραχώρησε όλη τη νομοθετική εξουσία στην Κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το Κοινοβούλιο και τον Πρόεδρο, των οποίων η ισχύς ατόνησε. Με την απόφαση αυτή άρχισε στη Γερμανία η περίοδος του «Τρίτου Ράιχ».
Σε μια πολύ γενική θεώρηση τα γεγονότα που διασχημάτισαν το ιστορικό γίγνεσθαι της εκτεταμένης αυτής χρονικής περιόδου, θα μπορούσαν να σκιαγραφηθούν ως εξής:
Η τεχνολογία, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της θεωρητικής επιστημονικής γνώσης με στόχο τη δημιουργία αντικειμένων με πρακτική αξία, με αξιοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και της μηχανολογίας, παρουσίασε εκπληκτική ανάπτυξη τον 20ο αιώνα. Η τεχνολογία σήμερα εκτείνεται σε ευρύ πεδίο που αφορά υλικά αντικείμενα μεγάλης χρησιμότητας, όπως μηχανές, λογισμικό ή σκεύη, αλλά και σε ευρύτερα θέματα, όπως μέθοδοι οργάνωσης και τεχνικές. Η πρόοδος αυτή έχει επηρεάσει την κοινωνία και το περιβάλλον της με διάφορους τρόπους. Σε κάποιες κοινωνίες η τεχνολογία έχει βοηθήσει να αναπτυχθούν πιο προηγμένες οικονομίες και έχει κάνει δυνατή την άνοδο κοινωνικών τάξεων που διαθέτουν ελεύθερο χρόνο. Ποικίλες εφαρμογές της τεχνολογίας επηρεάζουν τις αξίες μιας κοινωνίας και η νέα τεχνολογία συχνά θέτει νέες ηθικές ερωτήσεις, όπως η αντίληψη της αποτελεσματικότητας στα πλαίσια της ανθρώπινης παραγωγικότητας, ενός όρου που αρχικά είχε εφαρμοστεί μόνο σε μηχανές, και η αμφισβήτηση των παραδοσιακών προτύπων.
Η τεχνολογία χρησιμοποιεί πλέον όλες τις μορφές γνώσης (επιστήμη, μηχανική, μαθηματικά, γλωσσολογία, ιστορία), και μπορεί να κατανεμηθεί στους εξής κύριους τομείς:
(α) Βιομηχανία
Πληροφορική επιχειρήσεων • Κατασκευές • Μηχανική οικονομικών • Επεξεργασία • Βιομηχανική τεχνολογία • Μηχανήματα • Εξόρυξη
(β) Εφαρμοσμένες επιστήμες
Αρχαιολογία • Τεχνητή νοημοσύνη • Μηχανική κεραμικής • Τεχνολογία υπολογιστών • Ηλεκτρονικά • Ενέργεια • Αποθήκευση ενέργειας • Φυσική μηχανική • Τεχνολογία περιβάλλοντος • Μηχανική γεωλογίας •Επιστήμη αλιείας • Μικροτεχνολογία • Νανοτεχνολογία • Πυρηνική τεχνολογία • Οπτική μηχανική
(γ) Μεταφορές
Αεροδιάστημα • Αεροδιαστημική • Θαλάσσια μηχανική • Μηχανοκίνητα οχήματα • Τεχνολογία διαστήματος • Συγκοινωνίες
(δ) Μηχανική
Αεροδιαστημική • Γεωργική • Αρχιτεκτονική • Μηχανική ήχου• Βιομηχανική • Βιοχημική μηχανική • Βιοϊατρική • Κεραμική • Χημική μηχανική • Πολιτική μηχανική • Μηχανική υπολογιστών • Κατασκευαστική μηχανική • Κρυογενετική • Ηλεκτρική μηχανική • Ηλεκτρονική μηχανική • Μηχανική περιβάλλοντος • Μηχανική τροφίμων • Βιομηχανική • Μηχανική υλικών • Μηχανολογία • Μηχανοτρονική • Μεταλλουργία • Εξόρυξη • Ναυπηγική • Πυρηνική μηχανική • Τεχνολογία λογισμικού • Δομική μηχανική • Μηχανική συστημάτων • Υφαντουργία • Ιστολογική
(ε) Οικιακή τεχνολογία
Οικιακές συσκευές • Οικιακή τεχνολογία • Εκπαιδευτική τεχνολογία • Τεχνολογία τροφίμων
(στ) Πληροφορία και Επικοινωνία
Τεχνολογία επικοινωνιών • Γραφικά • Τεχνολογία πληροφορίας • Μουσική τεχνολογία • Αναγνώριση ομιλίας • Οπτική τεχνολογία
(ζ) Στρατιωτική τεχνολογία
Βόμβες • Όπλα • Πυρομαχικά • Στρατιωτικός εξοπλισμός και τεχνολογία • Στρατιωτικές επικοινωνίες• Ναυτική μηχανική
Υγεία και Ασφάλεια
(η) Βιοφαρμακευτική μηχανική • Βιοπληροφορική • Βιοτεχνολογία • Χημειοπληροφορική • Μηχανική πυροπροστασίας • Τεχνολογίες Υγείας • Φαρμακολογία • Μηχανική συστημάτων ασφάλειας • Μηχανική υγείας
Για τρία από τα εντυπωσιακότερα επιτεύγματα της τεχνολογίας, κατά την μεταπολεμική περίοδο, που εξετάζεται σ’ αυτό τον τόμο, μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά τα εξής:
α. Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές
Με την πρόοδο των μαθηματικών, μετά το 17ο αιώνα, έγινε προσπάθεια να κατασκευαστούν μηχανές υπολογισμών:
- Ο Τζον Νάπιερ (John Napier) το 1614 επινόησε μηχανή για υπολογισμό λογαρίθμων.
- Ο Γουίλιαμ Ότρεντ (William Oughtred) το 1625 επινόησε τον λογαριθμικό κανόνα.
- Ο Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal) το 1642 κατασκεύασε μηχανή για προσθαφαιρέσεις.
- Ο Ζοζέφ Μαρί Ζακάρ (Josheph Marie Jackard), Γάλλος μηχανικός, επινόησε το 1801 μια υφαντική μηχανή με διάτρητες μεταλλικές κάρτες, που καθοδηγούσαν την μηχανή να πλέκει διάφορα σχέδια. Με αλλαγή των μεταλλικών καρτών άλλαζε το σχέδιο της πλέξης.
- Το 1848 ο Τζορτζ Μπουλ (George Boole) επινόησε την άλγεβρα που φέρει το όνομά του. Εφαρμογές της έγιναν στα ψηφιακά κυκλώματα, στους λογικούς συλλογισμούς και πρακτικά σε κάθε πρόγραμμα Η/Υ.
- Ο Βρετανός μαθηματικός Τσαρλς Μπάμπατζ (Charles Babbage) το 1871 σχεδίασε μια αναλυτική μηχανή που αποδείχτηκε μεγάλης αξίας αργότερα.
- Το 1890 ο Αμερικανός μηχανικός Χέρμαν Χόλεριθ (Herman Hollerith) σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει χάρτινες διάτρητες κάρτες, χρησιμοποιώντας την ιδέα του Ζακάρ, με διατρήσεις που συμβόλιζαν γράμματα και αριθμούς, για να επιτύχει μικρότερους χρόνους επεξεργασίας της κρατικής απογραφής των Η.Π.Α., με επιτυχία.
- Ο Βάνεβαρ Μπους (Vannevar Bush) το 1930 έφτιαξε τον διαφορικό αναλυτή που χρησιμοποιήθηκε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
- Η μηχανή Z3, που έφτιαξε ο Γερμανός μηχανικός Κόνραντ Τσούζε (Konrad Zuse) το 1941, ήταν η πρώτη που χρησιμοποιούσε το δυαδικό σύστημα αρίθμησης.
Το επόμενο βήμα ήταν η επινόηση μιας μηχανής γενικού σκοπού που θα μπορούσε να λύνει προβλήματα διαφόρων ειδών. Ο Ούγγρος μαθηματικός Τζον φον Νόιμαν, δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1945 μια εργασία με τίτλο Προσχέδιο έκθεσης για τον EDVAC, όπου περιέγραφε τη λογική λειτουργία μιας υπολογιστικής μηχανής, που χρησιμοποιούσε το δυαδικό σύστημα και αποθήκευε στην μνήμη της το πρόγραμμά της, με την εξής δομή:
- μια (τουλάχιστον) Μονάδα Εισόδου, από την οποία πληροφορείται η ΚΜΕ (CPU) ποιο είναι το πρόγραμμα και τα δεδομένα του,
- μια Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας (ΚΜΕ) του προγράμματος και των δεδομένων, η οποία ρυθμίζει και την γενικότερη λειτουργία του Η/Υ,
- μια Κεντρική Μνήμη, όπου η ΚΜΕ αποθηκεύει τα εισαγόμενα, τα ενδιάμεσα στοιχεία και τα δημιουργούμενα αποτελέσματα,
- μια (τουλάχιστον) Μονάδα Εξόδου στην οποία εξάγονται τα αποτελέσματα που η ΚΜΕ σχημάτισε στην Κεντρική Μνήμη.
Το 1946 κατασκευάστηκε σε ένα πανεπιστήμιο της Πενσιλβανίας ο πρώτος αριθμητικός ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ) με το όνομα ENIAC. Είχε μεγάλο όγκο, περίπου 18.000 λυχνίες που καίγονταν πολύ συχνά, δούλευε με ρωστήρες που έκαναν θόρυβο, και κατανάλωνε πολλή ενέργεια. Σημαντική ήταν περαιτέρω η ανακάλυψη του τρανζίστορ το 1947, που κατάργησε τις λυχνίες κενού που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε για την υλοποίηση λογικών πυλών και κυκλωμάτων, και οδήγησε έτσι στη θεαματική μείωση του μεγέθους των κυκλωμάτων και κατά συνέπεια των υπολογιστών. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1958 παρουσιάστηκε το πρώτο δείγμα ολοκληρωμένου κυκλώματος σε μορφή μικροτσίπ (microchip) από τους Ρόμπερτ Νόις (Robert Noyce) και Τζακ Κίλμπι (Jack Kilby). Με τα νέα υλικά οι Η/Υ έγιναν μικρότεροι, οικονομικότεροι και ταχύτεροι. Χρησιμοποιήθηκαν για μετεωρολογικές μελέτες και πρόβλεψη καιρού, για επιχειρησιακές εργασίες, για έρευνα φυσικής υψηλών ενεργειών, για αναζήτηση κοιτασμάτων πετρελαίου, για ιατρικές εφαρμογές και για πάμπολλες άλλες χρήσεις.
Στην εποχή μας οι υπολογιστές είναι μικροσκοπικοί, πολύ ισχυροί, δεν καταναλώνουν πολλή ενέργεια και, εκτός από τη χρήση τους σε γραφειακές και επιστημονικές εργασίες, βρίσκονται στα κινητά τηλέφωνα, στα ψηφιακά ρολόγια, στα αυτοκίνητα, στις τηλεοράσεις και σε άλλες οικιακές συσκευές.
β. Διαδίκτυο
Το Διαδίκτυο (Internet) είναι παγκόσμιο σύστημα διασυνδεδεμένων δικτύων υπολογιστών, οι οποίοι χρησιμοποιούν καθιερωμένη ομάδα πρωτοκόλλων επικοινωνίας (τυποποιημένοι κανόνες ανταλλαγής πληροφοριών, π.χ. "TCP/IP") για να ανταλλάσσουν μηνύματα (πακέτα) και να εξυπηρετούν εκατομμύρια χρηστών σε ολόκληρο τον κόσμο, με επικοινωνία άμεση και αμφίδρομη. Κατά μία άποψη το Διαδίκτυο, δίνοντας δυνατότητα σε κάθε χρήστη ηλεκτρονικού υπολογιστή συνδεδεμένου στο Διαδίκτυο, να πληροφορηθεί αλλά και να πληροφορήσει ανταλλάσσοντας απόψεις, μέσω ενός πιο συμμετοχικού και λιγότερο ελεγχομένου διαύλου επικοινωνίας, αποδιαμεσολαβεί την επικοινωνία και καθιστά ισχυρότερο τον μέσο άνθρωπο, που μπορεί πλέον να διατυπώνει και να δημοσιοποιεί άμεσα τις απόψεις του για οποιοδήποτε θέμα. Η βασική θέση της προσέγγισης αυτής είναι ότι το Διαδίκτυο μπορεί να εκδημοκρατίσει την κοινωνία απελευθερώνοντας τις δυνατότητες έκφρασης ιδεών, ένας εκδημοκρατισμός όμως που θα είναι επίπλαστος, αφού, πέρα από τη διαμόρφωση ενός δημοσκοπικού τύπου ρεύματος απόψεων, δεν συνεπάγεται δυνατότητα συμμετοχής ή ουσιαστικής επιρροής στη λήψη αποφάσεων.
Οι πρώτες απόπειρες για την δημιουργία ενός διαδικτύου ξεκίνησαν στις ΗΠΑ κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Η Ρωσία είχε ήδη στείλει στο διάστημα τον δορυφόρο Σπούτνικ 1 κάνοντας τους Αμερικανούς να φοβούνται όλο και περισσότερο για την ασφάλεια της χώρας τους. Θέλοντας να προστατευτούν από μια πιθανή πυρηνική επίθεση των Ρώσων δημιούργησαν την υπηρεσία προηγμένων αμυντικών ερευνών ARPA (Advanced Research Project Agency) γνωστή σήμερα ως DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency). Το αρχικό θεωρητικό υπόβαθρο δόθηκε από τον Τζ. Λικλάιντερ (J.C.R. Licklider) που υποστήριζε την ύπαρξη ενός δικτύου υπολογιστών που θα ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους και θα μπορούσαν να ανταλλάσσουν γρήγορα πληροφορίες και προγράμματα. Το επόμενο θέμα που προέκυπτε ήταν ότι το δίκτυο αυτό θα έπρεπε να ήταν αποκεντρωμένο, έτσι ώστε ακόμα κι αν κάποιος κόμβος του δεχόταν επίθεση να υπήρχε δίοδος επικοινωνίας για τους υπόλοιπους υπολογιστές. Τη λύση σε αυτό έδωσε ο Πολ Μπάραν (Paul Baran) με τον σχεδιασμό ενός κατανεμημένου δικτύου επικοινωνίας που χρησιμοποιούσε την ψηφιακή τεχνολογία. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η θεωρία ανταλλαγής πακέτων του Λέοναρντ Κλάινροκ (Leonard Kleinrock), που υποστήριζε ότι πακέτα πληροφοριών που θα περιείχαν την προέλευση και τον προορισμό τους μπορούσαν να σταλούν από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο.
Με τις τρεις αυτές θεωρίες δημιουργήθηκε το πρώτο είδος διαδικτύου γνωστό ως ARPANET που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1969 με 4 κόμβους μέσω των οποίων συνδέονταν 4 μίνι υπολογιστές του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στην Σάντα Μπάρμπαρα, του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, του SRI στο Στάνφορντ και του πανεπιστήμιο της Γιούτα. Η ταχύτητα του δικτύου έφθανε τα 50 kbps και έτσι επιτεύχθηκε η πρώτη σύνδεση μέσω γραμμών τηλεφώνου. Μέχρι το 1972 οι συνδεδεμένοι στο ARPANET υπολογιστές έφτασαν τους 23, και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το σύστημα διαχείρισης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail). Παράλληλα δημιουργήθηκαν και άλλα δίκτυα, τα οποία χρησιμοποιούσαν διαφορετικά πρωτόκολλα. Το 1974 προέκυψε το πρωτόκολλο TCP (Transmission Control Protocol) που αργότερα το 1978 έγινε TCP/IP, με προσθήκη του Internet Protocol (IP), που το 1983 έγινε το μοναδικό πρωτόκολλο που ακολουθούσε το ARPANET.
Σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη του Διαδικτύου έκανε το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation, NSF) των ΗΠΑ, το οποίο δημιούργησε την πρώτη διαδικτυακή πανεπιστημιακή ραχοκοκκαλιά (backbone), το NSFNet, το 1986. Ο όρος Διαδίκτυο/Ίντερνετ άρχισε να χρησιμοποιείται την εποχή που συνδέθηκε το ARPANET με το NSFNet. Η μεγάλη άνθιση του Διαδικτύου όμως, άρχισε με την εφαρμογή της υπηρεσίας του Παγκόσμιου Ιστού από τον Τιμ Μπέρνερς-Λι στο ερευνητικό ίδρυμα CERN το 1989, ο οποίος είναι "πλατφόρμα", που κάνει εύκολη την πρόσβαση στο Ίντερνετ στη μορφή που είναι γνωστό σήμερα.
Το Διαδίκτυο, σε συνδυασμό με την ολοένα αναπτυσσόμενη ψηφιακή τεχνολογία, έχει δημιουργήσει μία τεράστια αγορά γνώσεων/πληροφοριών. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει πλέον είναι "ποιος θα διοικήσει και ποιος θα ελέγξει την γνώση αυτή", καθώς δεν υπάρχει άμεσος έλεγχος των πληροφοριών που "ανεβαίνουν" στο Διαδίκτυο από κάποιον ιεραρχικά ανώτερο χρήστη ή οργανισμό. Στα ιστολόγια (blogs), μπορεί κανείς να εκφέρει απόψεις και να σχολιάσει γεγονότα πάσης φύσεως (δημοσιογραφία των πολιτών). Αυτό οδηγεί στην ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοσιογραφίας. Η παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, η πορνογραφία, η ψευδοπροσωπία και η προσφορά παρανόμων προϊόντων είναι επίσης φαινόμενα υπαρκτά στο Ίντερνετ που ο περιορισμός τους είναι δύσκολος. Παρόλα αυτά είναι εμφανής η ιεράρχηση του περιεχομένου από μηχανές αναζήτησης και η προτίμηση προβολής ιστότοπων με υψηλότερη επισκεψιμότητα. Δημόσιοι χώροι για χρήση του Διαδικτύου περιλαμβάνουν τις βιβλιοθήκες και τα Internet cafés, όπου υπάρχουν διαθέσιμοι υπολογιστές με σύνδεση στο Διαδίκτυο ή τα «δημόσια περίπτερα Διαδικτύου» και τα «ιστοτηλέφωνα», ενώ και η δικτύωση μέσω Wi-Fi παρέχει ασύρματη πρόσβαση στο Διαδίκτυο σε ειδικά σημεία πρόσβασης (hotspot) με χρήση φορητών προσωπικών συσκευών που ανήκουν στους χρήστες.
γ. Τηλεφωνία
Η τηλεφωνία, ως τεχνολογία μεταφοράς πληροφοριών (φωνής, εικόνας και δεδομένων) με χρήση ιδιοτήτων του ηλεκτρισμού, παρουσίασε συναρπαστική εξέλιξη, ιδίως μετά την εισαγωγή της κινητής τηλεφωνίας (στην Ελλάδα από το 1992), σε συνδυασμό με τη χρήση ασύρματου Διαδικτύου. Ο πρώτος που πέτυχε να μεταβιβάσει φωνή μέσω ηλεκτρισμού, για ομιλίες σε κοντινή απόσταση, ήταν ο Αμερικανός φυσικός Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ το 1876. Μετά την εφεύρεση του μικροφώνου από τον Αμερικανό Ντέιβιντ Χιουζ (David Edward Hughes) το 1877, το τηλέφωνο άρχισε να εξελίσσεται και να χρησιμοποιείται για τη σύνδεση μακρινών αποστάσεων. Στην εξελικτική διαδρομή της η τεχνολογία της σταθερής τηλεφωνίας πέρασε από την χειροκίνητη φάση στην οποία ο συνδρομητής για να καλέσει την τηλεφωνήτρια έστρεφε μια μαγνητοηλεκτρική μηχανή που είχε το τηλέφωνό του και η τηλεφωνήτρια ρωτούσε τον συνδρομητή με ποιον αριθμό θέλει να μιλήσει. Στα ημιαυτόματα τηλεφωνικά κέντρα ο συνδρομητής συνδεόταν με την τηλεφωνήτρια αμέσως μόλις σήκωνε το ακουστικό. Στα αυτόματα τηλεφωνικά κέντρα, στα οποία ο συνδρομητής, χωρίς να έχει καμιά επαφή με τηλεφωνήτρια, μπορεί να μιλήσει απευθείας με τον αριθμό που ζητάει, η εξέλιξη σημειώθηκε σε δύο φάσεις, αρχικά με τα αναλογικά κέντρα (στην Ελλάδα μέχρι το 1990) και στη συνέχεια με τα ψηφιακά κέντρα, στα οποία η φωνή μεταδίδεται μετά τη μετατροπή της σε ένα σύστημα δυαδικών δεδομένων. Στα ψηφιακά κέντρα VoIP η φωνή ταξιδεύει σε μορφή δεδομένων μέσω δικτύων υπολογιστών και του Διαδικτύου. Η χρήση τοπικών ασύρματων φορητών συσκευών, μέσω ραδιοφωνικού σήματος χαμηλής συχνότητας, ήταν μια περαιτέρω διευκόλυνση. Τέλος η κινητή τηλεφωνία είναι μια σημαντική περαιτέρω εξέλιξη κατά την οποία η επικοινωνία επιτυγχάνεται, χωρίς φυσική καλωδιακή σύνδεση ή τοπική φορητή συσκευή, με ραδιοεπικοινωνία υψηλών συχνοτήτων και χρήση τεχνολογίας κυψελοειδούς ασύρματου δικτύου (cells) για την σύνδεση με τον κινητό συνδρομητή, μετά από ψηφιακή κωδικοποίηση της φωνής και με χρήση αρκετής ισχύος, ώστε να συνδεθεί το κινητό με τις «πλησιέστερες» κυψέλες που καλύπτουν μια περιοχή, χωρίς να προκαλείται παρεμβολή στα τηλέφωνα που χρησιμοποιούν τις ίδιες συχνότητες σε μια άλλη περιοχή.
Ο καταναλωτισμός είναι όρος, συνδεόμενος συνήθως με τον καπιταλισμό και τον δυτικό κόσμο, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τάση επιδίωξης προσωπικής ευτυχίας με την απόκτηση υλικών αγαθών, ιδιαίτερα με την έννοια της κατανάλωσης προϊόντων πέρα από τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων. Αν και ο καταναλωτισμός δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, επεκτάθηκε ευρέως τον 20ό αιώνα και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, υπό την επίδραση του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Ιδιαίτερα επικρίνεται η πλευρά του καταναλωτισμού που υποκινεί την τάση των ανθρώπων να δείχνουν προτίμηση σε προϊόντα παραγόμενα από διάσημες φίρμες, ή είδη που αποτελούν εμφανή σύμβολα υψηλής κοινωνικής θέσης (π.χ. ακριβό αυτοκίνητο, ακριβά κοσμήματα, ακριβά ρούχα), ή είδη που διαφημίζονται έντονα και γίνονται μόδα επειδή χρησιμοποιούνται από διασημότητες. Η κοινωνία που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ονομάζεται καταναλωτική κοινωνία και οι παρορμητικοί αγοραστές που δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό της αγοράς ονομάζονται ωνιομανείς. Επικριτές του καταναλωτισμού υποστηρίζουν ότι οι περιττές πολυτέλειες και τα αχρείαστα καταναλωτικά αγαθά είναι κοινωνικά σύμβολα που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν άτομα παρόμοιας νοοτροπίας μέσω της κατανάλωσης και επίδειξης σχετικών προϊόντων, οπότε ο καταναλωτισμός βασίζεται σε μια παράλογη πεποίθηση που φέρνει τον συνειρμό της θρησκευτικής έννοιας της ειδωλολατρίας. Μερικοί πιστεύουν ότι οι σχέσεις με ένα προϊόν ή μια μάρκα είναι υποκατάστατα των υγιών ανθρώπινων σχέσεων, που απουσιάζουν από τη δυσλειτουργική σύγχρονη κοινωνία και αποτελούν μέρος της γενικής διαδικασίας κοινωνικού ελέγχου και πολιτισμικής ηγεμονίας στη σύγχρονη κοινωνία. Άλλοι επικριτές τονίζουν ότι ο καπιταλισμός σήμερα κυβερνιέται όχι από την παραγωγή, αλλά από την κατανάλωση, και ότι οι διαφημιστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της καταναλωτικής συμπεριφοράς οδηγούν στην καταστροφή της ψυχικής και συλλογικής ατομοποίησης. Ιδιαίτερα η εκτροπή της σεξουαλικής ενέργειας προς την απόκτηση αγαθών, έχει ως αποτέλεσμα τον εθιστικό κύκλο της κατανάλωσης, ο οποίος οδηγεί σε υπερκατανάλωση, η οποία δημιουργείται από την εκτεταμένη διαφήμιση και την επίδραση των ΜΜΕ, και όχι από τις φυσικές ιδέες των ανθρώπων για το τι χρειάζονται. Η φιλελεύθερη αντεπίθεση στο αντικαταναλωτικό κίνημα βασίζεται, από την άλλη πλευρά, στην αντίληψη ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει για άλλους ποια αγαθά είναι απαραίτητα στη ζωή και ποια όχι, ή ότι οι πολυτέλειες είναι οπωσδήποτε σπατάλη, και έτσι υποστηρίζουν ότι ο αντικαταναλωτισμός είναι πρόδρομος της ελεγχόμενης οικονομίας ή της απολυταρχικής κοινωνίας και ο μόνος τρόπος να εξαλειφθεί είναι με τεχνητές κοινωνικές πιέσεις.
Η Μητρόπολη είναι μια διευρυμένη πόλη, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις στεγάζει τουλάχιστον πάνω από ένα εκατομμύριο συνολικούς κατοίκους. Η μητρόπολη συχνά αποτελεί σημαντικό οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο μιας χώρας ή συγκεκριμένης περιοχής, καθώς και κόμβο τοπικών ή διεθνών διασυνδέσεων και μεταφορών. Στο παρελθόν, η μητρόπολη ήταν ο χαρακτηρισμός μιας πόλης ή κράτους που είχε αποικίες εκτός της άμεσης γεωγραφικής του επικράτειας. Πολλές μεγάλες πόλεις που ιδρύθηκαν από αρχαίους πολιτισμούς θεωρούνται σημαντικές μητροπόλεις της εποχής τους, εξαιτίας του μεγάλου τους πληθυσμού και της θέσης τους. Παραδείγματα μπορούν να θεωρηθούν οι Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Αθήνα, Βαβυλώνα, Βηρυτός, Βύβλος, Καρχηδόνα, Κωνσταντινούπολη, Κόρινθος, Δαμασκός, Έφεσος, Ιερουσαλήμ, Λέπτις Μάγκνα, Νινευή, Ρώμη, Συρακούσες, Τύρος, Ουρ. Ορισμένες από αυτές τις μητροπόλεις επιβίωσαν μέχρι σήμερα και συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των αρχαιοτέρων διηνεκών κατοικημένων πόλεων.
Εξέλιξη της έννοιας της μητρόπολης οδήγησε στις μέρες μας στον όρο Παγκόσμια πόλη (global city), μητρόπολη που έχει άμεση επίδραση σε παγκόσμια γεγονότα κοινωνικών, οικονομικών, και πολιτικών διαστάσεων, που έγινε γνωστός παράλληλα με την παγκοσμιοποίηση. Μια πόλη χαρακτηρίζεται παγκόσμια όταν έχει τα περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
- Διεθνής προτεραιότητα στην αναφορά του ονόματος, όπως απλώς «Παρίσι», και όχι απαραίτητα «Παρίσι, Γαλλία».
- Ενεργή επιρροή και συμμετοχή στα διεθνή γεγονότα και τις παγκόσμιες υποθέσεις, όπως η πόλη της Νέας Υόρκης που είναι η έδρα των Ηνωμένων Εθνών.
- Αρκετά μεγάλος πληθυσμός (τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου, μέχρι συνήθως αρκετά εκατομμύρια).
- Σημαντικός διεθνής αερολιμένας που χρησιμοποιείται από πολλές διεθνείς αεροπορικές εταιρίες για ανταποκρίσεις πτήσεων, όπως το διεθνές αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου.
- Προηγμένο σύστημα μεταφορών που περιλαμβάνει διάφορους αυτοκινητόδρομους ή μεγάλο δίκτυο με πολλαπλούς τρόπους μεταφοράς (μετρό, ελαφρύς σιδηρόδρομος, προαστιακός σιδηρόδρομος, φέρυ μπόουτ ή λεωφορείο).
- Ύπαρξη διεθνών κοινοτήτων με ευδιάκριτη παρουσία (όπως η Chinatown), ή μεγάλων ξένων επιχειρήσεων, όπως Σιγκαπούρη, Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ, Τόκιο, και Μόσχα.
- Διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, κεντρικά γραφεία πολυεθνικών εταιριών και χρηματιστήρια (όπως το Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου, το Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης ή το Χρηματιστήριο Αξιών του Τόκιο) που έχουν επιρροή στην παγκόσμια οικονομία.
- Προηγμένη υποδομή επικοινωνίας στην οποία στηρίζονται οι σύγχρονες πολυεθνικές εταιρίες, όπως δίκτυο WI-FI, κινητή τηλεφωνία, ευρυζωνικό ίντερνετ και άλλης μορφής σύγχρονες επικοινωνίες.
- Παγκόσμιας επιρροής πολιτιστικοί οργανισμοί, όπως μουσεία και πανεπιστήμια.
- Ζωηρή πολιτιστική σκηνή, που μπορεί να περιλαμβάνει φεστιβάλ ταινιών (όπως το διεθνές φεστιβάλ ταινιών του Τορόντο), πρεμιέρες, αναπτυγμένη μουσική σκηνή, θεατρική σκηνή (όπως το West End στο Λονδίνο και το Broadway στη Νέα Υόρκη), ορχήστρες και όπερα, πινακοθήκες, καθώς και ερμηνευτές δρόμου.
- Διάφορα ισχυρά ΜΜΕ παγκόσμιας εμβέλειας , όπως BBC, Reuters, New York Times, The Times και Agence France-Presse.
- Ισχυρή αθλητική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών αθλητικών εγκαταστάσεων, ομάδων που αγωνίζονται στο ανώτερο εθνικό επίπεδο, και της δυνατότητας να φιλοξενήσει διεθνή αθλητικά γεγονότα όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου.
Προσπάθεια να καθοριστούν και να ταξινομηθούν οι παγκόσμιες πόλεις έγινε το 1999 από την GaWC (Globalization and World Cities Study Group and Network), που εδρεύει στο πανεπιστήμιο Loughborough, Leicestershire, Αγγλία. Ο κατάλογος GaWC προσδιορίζει τρία επίπεδα παγκόσμιων πόλεων ως εξής:
(α) Παγκόσμιες πόλεις κλάσης Α:
- 12 πόντοι: Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Τόκιο
- 10 πόντοι: Χονγκ Κονγκ, Φρανκφούρτη, Σικάγο, Λος Άντζελες, Μιλάνο, Σιγκαπούρη
(β) Παγκόσμιες πόλεις κλάσης Β:
- 9 πόντοι: Σαν Φρανσίσκο, Σύδνεϋ, Τορόντο, Ζυρίχη
- 8 πόντοι: Βρυξέλλες, Μαδρίτη, Πόλη του Μεξικού, Σάο Πάολο
- 7 πόντοι: Μόσχα, Σεούλ
(γ) Παγκόσμιες πόλεις κλάσης Γ:
- 6 πόντοι: Άμστερνταμ, Βοστώνη, Καράκας, Ντάλλας, Ντίσελντορφ, Γενεύη, Χιούστον, Τζακάρτα, Γιοχάνεσμπουργκ, Μελβούρνη, Οσάκα, Πράγα, Σαντιάγο, Ταϊπέι, Ουάσιγκτον
- 5 πόντοι: Μπανγκόκ, Πεκίνο, Μόντρεαλ, Ρώμη, Στοκχόλμη, Βαρσοβία
- 4 πόντοι: Ατλάντα, Βαρκελώνη, Βερολίνο, Βουδαπέστη, Μπουένος Άιρες, Κοπεγχάγη, Αμβούργο, Κωνσταντινούπολη, Κουάλα Λουμπούρ, Μανίλα, Μαϊάμι, Μινεάπολις, Μόναχο, Σαγκάη
(δ) Πόλεις που διαθέτουν χαρακτηριστικά παγκόσμιων πόλεων
- 3 πόντοι: Αθήνα, Ώκλαντ, Δουβλίνο, Ελσίνκι, Λουξεμβούργο, Λυών, Μουμπάι, Νέο Δελχί, Φιλαδέλφεια, Ρίο ντε Τζανέιρο, Τελ Αβίβ, Βιέννη
- 2 πόντοι: Άμπου Ντάμπι, Αλμάτι, Μπέρμιγχαμ, Μπογοτά, Μπρατισλάβα, Μπρισμπέιν, Βουκουρέστι, Κάιρο, Κλίβελαντ, Κολωνία, Ντιτρόιτ, Ντουμπάι, Χο Τσι Μιν, Κίεβο, Λίμα, Λισαβόνα, Μάντσεστερ, Μοντεβιδέο, Όσλο, Ριάντ, Ρότερνταμ, Σηάτλ, Στουτγάρδη, Χάγη, Βανκούβερ
- 1 σημείο: Αδελαΐδα, Αμβέρσα, Ώρχους, Βαλτιμόρη, Μπανγκαλόρ, Μπολόνια, Μπραζίλια, Κάλγκαρι, Κέιπ Τάουν, Κολόμπο, Κολόμπους, Δρέσδη, Εδιμβούργο, Γένοβα, Γλασκώβη, Γκέτεμποργκ, Καντόνα (Κουάνγκ Τσόου), Ανόι, Κάνσας, Ληντς, Λιλ, Μασσαλία, Ρίτσμοντ, Αγία Πετρούπολη, Τασκένδη, Τεχεράνη, Τιχουάνα, Τορίνο, Ουτρέχτη, Ουέλλινγκτον.
Μετανάστευση (immigration) είναι η μετακίνηση ανθρώπων σε μία χώρα της οποίας δεν έχουν την ιθαγένεια, για να εγκατασταθούν εκεί, ιδιαίτερα ως μόνιμοι κάτοικοι ή μελλοντικοί πολίτες της χώρας. Ο παγκόσμιος πληθυσμός των μεταναστών έχει αυξηθεί από το 1990 αλλά, ως ποσοστό, παρέμεινε γύρω στο 3% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τύποι μετανάστευσης είναι "εσωτερική" (internal) ή "εξωτερική" (external), "εκούσια" (voluntary) ή "ακούσια" (involuntary), "πρωτογενής" (primary) ή "δευτερογενής" (secondary), "προσωρινή" ή "μόνιμη" (permanent) και τέλος η "ηπειρωτική" (όταν γίνεται προς τις χώρες της ίδιας ηπείρου) και η "υπερπόντια" (όταν γίνεται από τη μια ήπειρο στην άλλη (συνήθως Αμερική ή Αυστραλία). Οι λόγοι που γεννούν το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι ποικίλοι κι εξαρτώνται από τις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στους τόπους προέλευσης και αποδημίας και ακριβέστερα μπορούν να αναλυθούν ως εξής:
Παράγοντες απώθησης:
- Έλλειψη απασχόλησης ή επιχειρηματικών ευκαιριών
- Έλλειψη πολιτικών ή θρησκευτικών δικαιωμάτων
- Απειλή σύλληψης ή τιμωρίας
- Διώξεις ή μισαλλοδοξία με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό
- Έλλειψη ελευθερίας στην επιλογή θρησκείας, ή της επιλογής καμίας θρησκείας
- Έλλειψη καλλιεργήσιμης γης. Δυσκολία δημιουργίας νέων αγροκτημάτων (ιστορικά)
- Καταπιεστικές νομικές ή πολιτικές συνθήκες
- Ταλαιπωρημένη ή αποτυχημένη οικονομία
- Επιστράτευση, πόλεμος ή τρομοκρατία
- Λιμός ή ανομβρία
- Πολιτιστικές διαμάχες με άλλες πολιτισμικές ομάδες
- Απέλαση με ένοπλη βία ή εξαναγκασμό
- Υπερπληθυσμός.
Παράγοντες έλξης:
- Ευνοϊκές πληροφορίες από συγγενείς ή πληροφοριοδότες που έχουν ήδη μετακινηθεί- μετανάστευση αλυσίδα
- Καλύτερες ευκαιρίες για την απόκτηση γεωργικών εκμεταλλεύσεων για τους αυτοαπασχολούμενους και τα παιδιά
- Φτηνές αγορά γεωργικών γαιών
- Γρήγορος πλούτος (όπως σε ένα πυρετό χρυσού)
- Περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης
- Υπόσχεση υψηλότερων αποδοχών
- Προπληρωμένα ταξίδια (από τους συγγενείς)
- Καλύτερα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας
- Καλύτερα σχολεία
- Συνένωση με συγγενείς που έχουν ήδη μετακινηθεί - μετανάστευση αλυσίδα
- Δημιουργία ενός νέου έθνους (ιστορικά)
- Δημιουργία συγκεκριμένων πολιτισμικών ή θρησκευτικών κοινοτήτων
- Πολιτική ελευθερία
- Πολιτιστικές ευκαιρίες.
Μεγάλη ήταν η μετανάστευση των Ευρωπαίων προς την Αμερική, Αφρική και Ασία, με την ανακάλυψη αυτών των ηπείρων λόγω και του φυσικού πλούτου που διάθεταν, που συνεχίστηκε για αρκετούς αιώνες και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, αφού ουσιαστικά οι μετανάστες μετέτρεψαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς σε δούλους τους. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετανάστευση πήρε καινούριες μορφές. Ο πόλεμος αυτός έριξε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης σε οικονομική κρίση, τις συνέπειες της οποίας προσπάθησε να αποφύγει σημαντικός αριθμός κατοίκων τους, μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ, που δεν είχαν θιγεί άμεσα από την παγκόσμια σύρραξη και βάδιζαν σταθερά και ανοδικά προς την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη η Γερμανία και στην Αμερική οι ΗΠΑ και ο Καναδάς άρχισαν να γίνονται οι παγκόσμιες αγορές εργατικής δύναμης, που εξασφαλίζονταν από τα φτωχά και οικονομικά καθυστερημένα κράτη. Η δυνατότητα υποδοχής μεταναστών στις παραπάνω χώρες οφείλεται στην τεράστια οικονομικοτεχνική ανάπτυξη που σημείωσαν τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι ΗΠΑ βγήκαν οικονομικά ενισχυμένες από τον πόλεμο, όπως και η Γερμανία, η οποία παρότι νικήθηκε, κατόρθωσε μέσα σε λίγο διάστημα να γίνει μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης. Το όφελος, από μεν την πλευρά του κράτους που στέλνει τους μετανάστες, είναι ότι λύνει κατά ένα μέρος το ζήτημα της ανεργίας, ενώ από την πλευρά αυτού που δέχεται τους μετανάστες, ότι μπορεί να ελέγχει καλύτερα πληθωριστικές τάσεις της εσωτερικής αγοράς.
Στο διάστημα των δεκαετιών 1950-1960 η Ελλάδα σημείωνε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης του Α.Ε.Π. της εποχής και αναφερόταν ως υπόδειγμα από τον Ο.Ο.Σ.Α., παρά όμως τις μεγάλες προσδοκίες, η χώρα βρισκόταν εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο των νέων προβλημάτων που δημιούργησε η προσπάθεια να δοθεί λύση στα παλιά. Οι αδυναμίες στην υποδομή (δρόμοι, συγκοινωνίες, λιμάνια, επικοινωνίες), που άρχισαν να θεραπεύονται με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων έργων, περιόριζαν την ανάπτυξη στην περιφέρεια των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδιαίτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Με τη σταδιακή συρρίκνωση του γεωργικού τομέα, εκεί κατέφυγε αργότερα και μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της υπαίθρου χωρίς εναλλακτική λύση απασχόλησης. Ούτε η εκβιομηχάνιση ούτε τα αναπτυξιακά προγράμματα (1953-1956, 1959-1963, 1960-1964) κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τις συνέπειες αυτής της άτακτης φυγής από την ύπαιθρο και η νεαρή ελληνική βιομηχανία αδυνατούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με τους γρήγορους ρυθμούς που απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής. Ακόμη, η επιλογή να δεσμευθούν στη στέγαση πόροι, που σε άλλη περίπτωση θα είχαν διοχετευθεί σε επενδύσεις με ευρύτερη προοπτική, έφερε μέσα της τα "σπέρματα" άλλων προβλημάτων που αναδείχτηκαν αργότερα.
Στο διάστημα αυτό η μετανάστευση στην Ελλάδα πήρε σημαντικές διαστάσεις και έγινε χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής, είτε ως πολυπόθητη λύση στα μεταπολεμικά αδιέξοδα ή ως αβάστακτη πραγματικότητα της "ξενιτιάς", και εμφανίζεται στα λογοτεχνικά έργα της εποχής, αλλά κυρίως στα λαϊκά τραγούδια και στον κινηματογράφο της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας. Στο αποκορύφωμα της εξόδου, το 1965, περίπου 117.000 Έλληνες αναχώρησαν προς διάφορες ευρωπαϊκές ή υπερπόντιες χώρες, ενώ το μέγιστο ετήσιο ύψος της μετανάστευσης για την προπολεμική περίοδο, που σημειώθηκε το 1914, ήταν 37.000 άτομα. Συνολικά, στο διάστημα 1960-1969 εγκατέλειψαν τη χώρα περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι, δηλαδή περίπου το 1/3 του συνόλου των μεταναστών κατά την 30ετία 1946-1977. Μέχρι την προπολεμική περίοδο, οι μετανάστες από την Ελλάδα στρέφονταν κυρίως προς τις υπερπόντιες περιοχές (Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία) σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών και είχαν ως στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση. Αντίθετα το 60% των μεταπολεμικών Ελλήνων μεταναστών διοχετεύθηκε σε περιορισμένο αριθμό χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Ο κύριος όγκος του μεταναστευτικού ρεύματος ήταν η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Ολλανδία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι οι αριθμοί για τη Γερμανία, η οποία δέχθηκε στο διάστημα 1960-1976 περισσότερους από 623.300 Έλληνες "φιλοξενούμενους εργάτες" (Gastarbeiter), δηλαδή περίπου το 84% του συνολικού μεγέθους της ελληνικής μεταπολεμικής μετανάστευσης στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η αύξηση της ζήτησης εργασίας βελτίωσε βραχυπρόθεσμα τους εργασιακούς και μισθολογικούς όρους, αλλά παράλληλα αποστέρησε τη χώρα από πολύτιμο εργατικό δυναμικό και μάλιστα σε μία φάση έντονα αναπτυξιακή. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε κατά την προπολεμική περίοδο κατά την οποία οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό αφορούσαν την Πελοπόννησο, στη δεκαετία του 1960, το 45-50% των μεταναστών προήλθαν από τη Βόρεια Ελλάδα. Παράλληλα σημειώθηκε αύξηση του ποσοστού της γυναικείας συμμετοχής στην μετανάστευση, το οποίο έφτασε το 42%.
Από τη δεκαετία του 1980 (και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1990 – 2011) η Ελλάδα για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της άρχισε να μετατρέπεται από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών (το 1970 Φιλιππινέζοι, το 1980 Βορειοηπειρώτες, το 1990 Αλβανοί, το 2000 άλλοι Βαλκάνιοι, Πακιστανοί και Αφρικανοί). Σε αντίθεση με την απερχόμενη μετανάστευση Ελλήνων σε άλλες χώρες, που έγινε οργανωμένα, η αντίστροφη εισερχόμενη μετανάστευση έγινε ανοργάνωτα, χωρίς μελέτη των αναγκών της χώρας και χωρίς στοιχειώδη σχεδιασμό της αξιοποίησης των αφικνούμενων μεταναστών και μάλιστα σε μια εποχή, που η ελληνική οικονομία παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα, λαμβάνονταν (ήδη από την εποχή της υποτίμησης του νομίσματος το 1985) αυστηρά μέτρα λιτότητας και επιβολής φόρων και η ανεργία ήταν απαγορευτικά μεγάλη (και έγινε ακόμη μεγαλύτερη στα χρόνια της κρίσης 2010-2016, μολονότι η λαθρομετανάστευση δεν μειώθηκε). Στις περισσότερες περιπτώσεις η είσοδος αλλοδαπών στην Ελλάδα γινόταν παράνομα ή παράτυπα και κυρίως χωρίς να έχει υπάρξει αίτημα της χώρας για ενίσχυση σε εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα οι αφικνούμενοι λαθρομετανάστες να ζουν σε δυσμενείς συνθήκες και πολλοί απ’ αυτούς να καταφεύγουν στην επαιτεία ή ακόμη και σε κακοπραγίες (κλοπές, διαρρήξεις και ληστείες) για να επιβιώσουν. Όταν, από το 1995, η οφειλόμενη στους λαθρομετανάστες, εγκληματικότητα στην Ελλάδα άρχισε να παρουσιάζει αισθητή αύξηση, αφού ο αριθμός τους ξεπερνούσε πλέον τα 1.500.000 άτομα, η δυσαρέσκεια των ιθαγενών κατοίκων έφτασε σε όρια οξύτητας, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένοι για δυσφημίσουν τον ελληνικό λαό, αποδίδοντάς του ρατσιστικές διαθέσεις (επίκριση που είναι απολύτως αναληθής).
Πληθώρα ειδικών παραγόντων διαμόρφωσαν τα μεταναστευτικά ρεύματα εισροής στην Ελλάδα. Η γεωγραφική θέση της χώρας, με χερσαία και θαλάσσια σύνορα που φυλάγονται δύσκολα, δημιουργεί προϋποθέσεις ευκολότερης πρόσβασης πληθυσμών από γειτονικές χώρες ενώ παράλληλα, ως σταυροδρόμι ανάμεσα σε δύο ηπείρους, αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό αρκετών μεταναστών. Η ύπαρξη εκτεταμένου αγροτικού τομέα και μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων συντελούν στην ευκολότερη απορρόφηση άδηλης μεταναστευτικής εργασίας, συχνά εποχικής ή περιοδικής, κυρίως στους τομείς των κατασκευών, του αγροτικού τομέα, της παροχής υπηρεσιών και της βιοτεχνίας. Επιπλέον, η διαμόρφωση ενός εν γένει χαλαρού θεσμικού πλαισίου εκτιμάται πως ευνόησαν ή ενθάρρυναν την είσοδο μεταναστών. Η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε κύρια είσοδος μετανάστευσης στην Ευρώπη για την περίοδο το διάστημα 2005 - 2010 (και μάλιστα ονομάστηκε «πύλη της Ευρώπης για την παράνομη μετανάστευση»). Σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, επιχειρείται περιορισμός της μετανάστευσης μέσω συμφωνιών με τις γειτονικές χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε, αλλά στην Ελλάδα αυτό δεν είχε αποτέλεσμα. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Λιβύη και την Τυνησία το 2011 (Αραβική Άνοιξη), επανέφεραν την μετανάστευση προς την Ευρώπη μέσω της Ιταλίας, που έγινε επίσης μια από τις κύριες πύλες εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη. Το 2011, παρά την οξεία οικονομική κρίση, αυξήθηκε περαιτέρω η μετανάστευση, αφού τους πρώτους 9 μήνες πέρασαν τα ελληνικά σύνορα 112.844 μετανάστες έναντι 76.697 την αντίστοιχη περίοδο του 2010.
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή του Β Τόμου του παρόντος έργου, ήδη από το 1000 μ.Χ., άρχισε να διαφαίνεται ένα είδος ταξινόμησης των λαών σε πολιτιστικές ενότητες, που αντιστοιχούν στην φυλετική διάταξη των πληθυσμών, που συμβαδίζει, με την κατανομή των θρησκειών στον γεωπολιτικό χάρτη ως εξής: `
Α- Ζώνη των Διαμαρτυρόμενων Χριστιανών, της αγγλοσαξονικής και παγγερμανικής πολυεθνίας.
Β- Ζώνη των Καθολικών Χριστιανών, της λατινόφωνης πολυεθνίας.
Γ- Ζώνη των Ορθόδοξων Χριστιανών, της πανσλαβικής πολυεθνίας.
Δ- Ελληνική και Εβραϊκή Ζώνη, όπου διατηρείται το ιδιοφυές στίγμα της ιστορικής καταγωγής και ταυτότητάς των αντίστοιχων εθνών.
Ε- Ζώνη της Ισλαμικών Εθνών, της παναραβικής πολυεθνίας.
ΣΤ- Ζώνη της Άπω Ανατολής, της ινδουιστικής και σινοϊαπωνικής πολυεθνίας, με κύρια θρησκεία τον Βουδισμό.
Ζ- Αφρικανική Ζώνη, της παναφρικανικής πολυεθνίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι από τις ομάδες αυτές οι τέσσερις πρώτες (Α, Β, Γ και Δ), που αποτελούν την ευρύτερη πολυεθνία του λεγόμενου Δυτικού Κόσμου, βρίσκονταν, από τα χρόνια των αρχαίων Ελλήνων, σε θέση πολιτικοκοινωνικής προτεραιότητας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες πολυεθνίες, φανερή όχι μόνο στις συνθήκες διεθνούς πολιτικής εξάρτησης, αλλά και από την βαθιά επίδραση που είχε και εξακολουθεί να έχει ο Δυτικός Κόσμος στους υπόλοιπους λαούς, ακόμη και στα ιδιαίτερα σημεία του καθημερινού βίου, όπως οι βασικοί κανόνες κοινωνικής συνύπαρξης, οι τρόποι συμπεριφοράς και οι συνήθειες της καθημερινότητας, όπως η διατροφή και η ενδυμασία. Αξιοσπούδαστη είναι επίσης η διαπίστωση ότι, μετά από μια μακρά σειρά διαδοχής της πολιτικής ισχύος μέσα στον Δυτικό Κόσμο (Ετεοκρήτες, Αχαιοί, Δωριείς, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Θηβαίοι, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ενετοί, Ισπανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Αμερικανοί), αλλά και ύστερα από μακρόχρονο ανταγωνισμό ιδιαίτερα με την Ισλαμική Πολυεθνία (που σε κάποιο βαθμό συνεχίζεται και σήμερα) η πολιτική, οικονομική και πολιτιστική κυριαρχία σε παγκόσμιο επίπεδο ανήκει σήμερα στην πολυεθνία των Διαμαρτυρόμενων Χριστιανών (με κύριο εκπρόσωπο τις ΗΠΑ), που εμφανίζεται ότι έχουν την πρωτοκαθεδρία έναντι των Καθολικών και Ορθόδοξων Χριστιανών, όσο και έναντι των μη χριστιανικών πολυεθνιών (Ζώνες Ε, ΣΤ και Ζ).
Για την ερμηνεία αυτού του ιστορικού αποτελέσματος, εκτός από την θεωρία υπεροχής της ινδοευρωπαϊκής φυλής, που ήταν ο γνώμονας των αντιλήψεων των δύο αιώνων της μεγάλης αποικιοκρατικής εξάπλωσης των Δυτικοευρωπαίων, προτείνονται σήμερα και άλλες απόψεις, που βασίζονται στην επισήμανση κάποιων ιδιαίτερων γενεσιουργών παραγόντων, που αποτελούν πλέον γνωρίσματα της κυρίαρχης πολυεθνίας των Διαμαρτυρόμενων Χριστιανών, όπως:
(1) Η ιδιωτική πρωτοβουλία και ο ελεύθερος ανταγωνισμός που οδήγησαν στην οικονομία της αγοράς, έχοντας κύριο γνώμονα το κέρδος και θεοποιώντας το χρήμα και την κεφαλαιοκρατική επιτυχία, σε αντίθεση με την πολιτική του κρατικού μονοπωλίου που εφαρμοζόταν στις ανατολικές χώρες.
(2) Η επιστημονική έρευνα και η τεχνολογική εξέλιξη, της οποίας τις καινοτομίες δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν άλλες χώρες, μένοντας έτσι πίσω ιδιαίτερα στον κρίσιμο τομέα των στρατιωτικών εξοπλισμών και της πολεμικής ικανότητας.
(3) Η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και ο σεβασμός της ιδιοκτησίας των πολιτών, ως θεμέλιου λίθου για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας.
(4) Η πρόοδος της ιατρικής που, αυξάνοντας διεθνώς την μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής, ιδιαίτερα στις υπό ανάπτυξη χώρες, υποστήριξε την πρόοδο του ιμπεριαλισμού και τη δημιουργία των νεότερων δυτικών αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών (Βρετανική, Γαλλική, Βελγική, Γερμανική, Ολλανδική, Αυστριακή, Ιταλική, Πορτογαλική, Ισπανική, και Ρωσική ή Σοβιετική).
(5) Η δημιουργία καταναλωτικού πνεύματος σε διαρκώς μεγαλύτερο (και διεθνή πλέον) χώρο, που προωθείται από ευφυείς τεχνικές εμπορίας και διαφήμισης, που δημιούργησαν μια ομοιογενή παγκόσμια αγορά ομοιόμορφων προϊόντων, που μπορούν κατά συνέπεια να παράγονται με μικρό κόστος και να πουλιούνται μαζικά σε ευρύτατο γεωγραφικό χώρο.
(6) Η Χριστιανική Θρησκεία στην φιλελεύθερη Διαμαρτυρόμενη εκδοχή, που, χάρη στην ανεκτικότητα και την διαλλακτικότητά της, προώθησε το πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κοινωνικοπολιτικού πλουραλισμού, διευκόλυνε τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών δικτύων και συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιδιαίτερης ηθικής της εντατικοποιημένης εργασίας, που χαρακτηρίζει τις δυτικές χώρες.