(1) Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στην Αθήνα το 496 π.Χ. και πέθανε στην ίδια πόλη το 406 π.Χ. Σε ηλικία 16 ετών έπαιξε λύρα κατά τον εορτασμό της νίκης των Αθηναίων στη Σαλαμίνα. Πρώτη φορά κέρδισε βραβείο σε διαγωνισμό δράματος το 468 και αναδείχτηκε στρατηγός δύο φορές, το 440 και το 428 π.Χ. Είχε στενές φιλικές σχέσεις με πολλούς επιφανείς Αθηναίους, και ανάμεσά τους με τον Περικλή και τον Ηρόδοτο. Ως άνθρωπος υπήρξε προσηνής, ευσεβής, εύθυμος, ήρεμος και επιβλητικός.
Ήταν πολυγραφότατος. Λέγεται ότι έγραψε 120 δράματα από τα οποία σώζονται σήμερα πλήρη μόνο τα εξής επτά (7) κατά χρονολογική σειρά: Αίας, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, Τραχίνιαι, Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης και Οιδίπους επί Κολωνώ.
Στα έργα του οι κύριοι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν τραγικές καταστάσεις πέρα από τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, είτε ευθύνονται γι’ αυτό οι ίδιοι είτε όχι, αλλά διατηρούν την ευγένειά τους ακόμη και μέσα στον πόνο τους. Οι άνθρωποι παρουσιάζονται εξιδανικευμένοι «όπως θα έπρεπε να είναι», γι’ αυτό και συχνά χαρακτηρίζονται «Ομηρικοί», αλλά δεν είναι απόμακροι και ξένοι προς την καθημερινή εμπειρία σε βαθμό τέτοιο ώστε να μη μπορούν να μας συγκινήσουν.
Αξιοθαύμαστη είναι η δομή των έργων του, η εξέλιξη της πλοκής τους, η απεικόνιση των χαρακτήρων των ηρώων του, η παρεμβολή καλλιτεχνικά άρτιων χορικών ωδών για την ανάδειξη αισθημάτων ή κρίσιμων σημείων του μύθου και ο ανθρώπινος τρόπος με τον οποίο πραγματεύτηκε ακόμη και τα σημαντικότερα φιλοσοφικά προβλήματα.
Σε τεχνικό επίπεδο εισήγαγε αρκετές καινοτομίες, όπως η προσθήκη του τρίτου ηθοποιού, η αύξηση του αριθμού των μελών του χορού από 12 σε 15 και η εγκατάλειψη της παρουσίασης των έργων με μορφή τριλογίας.
Η «Αντιγόνη» παραστάθηκε την άνοιξη του 440 ή 441 π.Χ. στα μεγάλα Διονύσια στο θέατρο του Διονύσου, πήρε το πρώτο βραβείο και έκανε τέτοια εντύπωση στο κοινό, ώστε, καθώς μας πληροφορεί ο Στέφανος Βυζάντιος, τον επόμενο χρόνο ο Σοφοκλής αναδείχτηκε στρατηγός, πλάι στον Περικλή, που του ανάθεσε τη διπλωματική αποστολή σε δύο συμμαχικές πόλεις, τη Χίο και τη Μυτιλήνη, κατά το Σαμιακό Πόλεμο.
Θεματολογικά ο μύθος αυτός του Θηβαϊκού κύκλου απαντά και σε αρχαιότερες και σε νεότερες θεατρικές εργασίες. Παλιότερα εικοσιπέντε χρόνια πριν, τον ίδιο μύθο πραγματεύτηκε ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Επτά επί Θήβαις» της οποίας η «Αντιγόνη» αποτελεί την εννοιολογική συνέχεια. Ο Ευριπίδης αργότερα θα γράψει μια τραγωδία «Αντιγόνη» με το ίδιο θέμα, από την οποία σώζονται μόνο τριάντα στίχοι. Ο ίδιος μύθος βρίσκεται και σε δύο τραγωδίες του Σενέκα και στη «Θηβαίδα», το μεγάλο έπος του Στάτιου.
Στα νεότερα χρόνια έχουμε την απομίμηση του Ρουσελαί «Ροζμόντ», την τραγωδία του Ιταλού Αλαμάνι στην οποία προσπαθεί να αποδώσει τις ομορφιές της «Αντιγόνης» στα ιταλικά και η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1533 στη Λυών. Την τραγωδία του Αλφιέρι (1749 – 1803), που διατηρεί μόνο τα απαραίτητα πρόσωπα του έργου, Κρέοντα και Αντιγόνη, και τραγωδίες του Γκαρνιέ (1581), του Ροτρού (1638), του Ρασίν (1664) και του Ανούϊγ (1942). Εξάλλου ο Τσιγκαρέλλι μελοποίησε την «Αντιγόνη» σε στίχους Μαρμοντέλ, ενώ τα χορικά της «Αντιγόνης» μελοποίησε ο Μέντελσον για την παρουσίασή της στο βασιλικό θέατρο του Πότσδαμ στα 1811 και κατά παράκληση του βασιλιά της Πρωσίας, καθώς και ο Γάλλος μουσουργός Σαιν Σανς (1835 – 1921).
(2) Ιστορικό της πρώτης παράστασης το 440 π.Χ.: Οι ηθοποιοί που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τρεις. Απ’ αυτούς ο πρωταγωνιστής είχε υποδυθεί την Αντιγόνη, τον Τειρεσία, τον Άγγελο και το Εξάγγελο. Ο δευτεραγωνιστής την Ισμήνη, τον Αίμωνα, την Ευρυδίκη και τον Φύλακα και ο τριταγωνιστής μόνο τον Κρέοντα.
(3) Οι συμφορές του Οιδίποδα είναι η πατροκτονία και η αιμομιξία.
(4) Ο θάνατος με λιθοβολισμό επιβαλλόταν από τους αρχαίους σε άτομα που είχαν τεθεί εκτός νόμου για προδοτική πράξη ή για προσβολή κοινού συμφέροντος ή για ιεροσυλία. Ήταν παράνομη πράξη και οφειλόταν σε στιγμιαία έξαψη του πλήθους που οδηγούσε τον κατάδικο στον τόπο της εκτέλεσης, όπου πρώτοι έριχναν πέτρες οι μάρτυρες και ακλουθούσαν όλοι οι άλλοι. Μ’ αυτό τον τρόπο τιμωρήθηκε ο Παλαμήδης στην Τροία, η αμαρτωλή του Ευαγγελίου και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος.
(5) Πρόκειται για τη Δίρκη. Η Δίρκη κατά τη μυθολογία ήταν κόρη του Ήλιου και γυναίκα του Λύκου, βασιλιά των Θηβών, που επειδή φάνηκε σκληρή στην πρώτη γυναίκα του Λύκου, την Αντιόπη, την έδεσαν οι γιοι της τελευταίας από τον Δία, ο Ζήθος και ο Αμφίονας, στα κέρατα ενός άγριου ταύρου, από τα οποία γκρεμίστηκε σε μια βρύση και της έδωσε το όνομά της. Ο ποιητής προτίμησε να αναφέρει τη βρύση αυτή και όχι τον Ισμηνό ποταμό, που κυλά ανατολικότερα, γιατί ήταν επισημότερη στους μύθους.
(6) Οι Αργείοι παραπάνω παραβάλλονται με Αετό. Οι Θηβαίοι τώρα παραβάλλονται με Δράκο και γιατί ο δράκος είναι εχθρός του αετού και γιατί, σύμφωνα με το μύθο, οι Θηβαίοι ήταν δρακοντογεννημένοι, δηλαδή γεννήθηκαν από τα δόντια δράκου, που έσπειρε ο ιδρυτής της πόλης Κάδμος, αφού σκότωσε το θηρίο.
(7) Πρόκειται για τον Καπανέα, τον πατέρα του Ομηρικού Σθένελου, που ήταν ένας από τους επτά ηγεμόνες που εκστράτευσαν κατά της Θήβας. Κεραυνοβολήθηκε γιατί καυχήθηκε πως θα κατασκάψει τη Θήβα, είτε το ήθελε ο Δίας είτε όχι.
(8) Ο Δίας πιστευόταν ότι χάριζε τη νίκη («τροπαίος»). Τρόπαιο ήταν το σύμβολο της φυγής του εχθρού, το μνημείο της νίκης, και σχηματιζόταν από ασπίδες, κράνη και άλλα όπλα των νικημένων.
(9) Η Νίκη ήταν θεά με φτερά και στεφάνι ή κλαδί νίκης. Θαυμάσιο είναι το άγαλμα της Νίκης του Παιωνίου.
(10) Ο Βάκχος, γιος του Δία και της Σεμέλης, γεννήθηκε στη Θήβα, όπου και λατρευόταν ιδιαίτερα. Πίστευαν πως χόρευε κι αυτός και διεύθυνε τους χορούς.
(11) Αναχρονισμός. Πρόκειται για την έκτακτη συνέλευση της εκκλησίας, που γινόταν στους ιστορικούς χρόνους. Οι εκκλησίες του Αθηναϊκού Δήμου χωριζόταν στις τακτικές (κάθε μήνα) που λέγονταν «κύριαι» και σε έκτακτες για επείγουσες ανάγκες.
(12) Παράβαλε τη γνώμη του Βίαντος του Πριηνέως «αρχή άνδρα δείκνυσι» (η άσκηση εξουσίας δείχνει την πραγματική ποιότητα των ανθρώπων).
(13) Παράβαλε τους λόγους του Περικλή (Θουκυδίδη ΙΙ, 60) «εγώ γαρ ηγούμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ορθουμένην ωφελείν τους ιδιώτας, ή καθ’ έκαστον των πολιτών ευπραγούσαν, αθρόαν δε σφαλλομένην ....» (πιστεύω ότι είναι περισσότερο ωφέλιμο για τους πολίτες όλη η πόλη να πηγαίνει καλά, παρά κάθε πολίτης ξεχωριστά να πηγαίνει καλά αλλά η πόλη στο σύνολο της να δυστυχεί).
(14) Το πτώμα πασαλείφτηκε μόνο με σκόνη. Αυτό σε έσχατη ανάγκη αντικαθιστούσε στους αρχαίους την κανονική ταφή.
(15) Ο πρώτος σκοπός ανάλαβε πολύ πρωί τη φρούρηση, γιατί πρώτη φορά την ημέρα εκείνη έπιαναν δουλειά οι φύλακες. Έτσι ή δεν είδαν την Αντιγόνη την πρώτη φορά που ήρθε μέσα στο σκοτάδι ή έφτασαν αργά.
(16) Πρόκειται για ένα είδος θεοκρισιών και θεοδικιών, που υπήρχαν πολύ πριν από την εποχή του Σοφοκλή. Όποιος λογιζόταν ένοχος, αλλά υπήρχαν γι’ αυτό αμφιβολίες, κρατούσε στα χέρια του κοκκινισμένο σίδερο ή περνούσε πάνω από αναμμένα κάρβουνα. Αν ήταν αθώος έπρεπε να βγει απείραχτος.
(17) Η κλήρωση γινόταν ως εξής: Έβαζαν τους κλήρους μέσα σε «κυνή» (δερμάτινο καπέλο) ή αγγείο και τους ανακάτευαν, χτυπώντας μέχρι που ένας κλήρος πηδούσε έξω.
(18) Συνηθισμένη τιμωρία των δούλων κατά την αρχαιότητα ήταν να τους κρεμούν ανάποδα. Κάθε μαρτυρία τους που δινόταν μετά από τέτοια βάσανα λογιζόταν έγκυρη.
(19) «Αλλ’ εστ’ εμόν θούρμαιον» (είναι δικό μου το εύρημα). Έρμαιον λεγόταν ευτυχές εύρημα που αποδιδόταν στην εύνοια ου θεού Ερμή και γι’ αυτό όταν οι αρχαίοι εύρισκαν κατά τύχη τέτοιο αντικείμενο φώναζαν «κοινός Ερμής».
(20) Οι τρεις σπονδές ήταν η μία μελίκρατο (γάλα και μέλι) η άλλη από κρασί και η Τρίτη από μέλι και νερό. Οι αρχαίοι στρέφονταν προς τη δύση και έχυναν χωριστά καθεμία ή όλες μαζί τις σταλιές, όπως η Αντιγόνη, με μία κανάτα. Και στη χριστιανική λατρεία ο ιερέας χύνει πάνω στο νεκρό μέσα στον τάφο τρεις σταλιές λάδι και νερό.
(21) Η Δίκη ήταν κόρη του Δία και της Θέμιδας. Ήταν σύνεδρη με τον Δία και παρακολουθώντας άγρυπνα όσα γίνονταν στη Γη και στον Άδη τα ανέφερε σ’ αυτόν.
(22) «Τα σκληρ’ άγαν φρονήματα» (τα πολύ σκληρά φρονήματα, «τα αγύριστα κεφάλια»). Τραγική ειρωνεία για τον Κρέοντα ο οποίος πραγματικά θα τσακιστεί αργότερα.
(23) Οι αρχαίοι πίστευαν πως υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον ελεύθερο και στον δούλο. Πάντως οι Αθηναίοι φέρνονταν ηπιότερα στους δούλους τους που τους προστάτευαν ειδικοί νόμοι.
(24) Υπήρχε η ιδέα πως τα ψυχικά πάθη κρατούσαν και μετά το θάνατο. Γι’ αυτό η ψυχή του Αίαντα δεν θέλησε να συνομιλήσει με τον Οδυσσέα, όταν αυτός κατέβηκε στον Άδη --- Οδύσσεια Α 553:
.... μήτε νεκρός δεν μου έμελλες το χόλιασμα ν’ αφήσεις ....
μετάφραση Αργ. Εφταλιώτη.
(25) Το παράπονο αυτό είχε διπλό καλό αποτέλεσμα για την Ισμήνη: Και η Αντιγόνη μαλακώνει αμέσως και σώζεται εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής της Αντιγόνης.
(26) Το φιλελεύθερο πνεύμα του Σοφοκλή δεν ανέχεται την καταδυνάστευση των γυναικών στους ιστορικούς χρόνους, για τους οποίους μιλάει εδώ αναχρονιστικά. Στους Αθηναίους κυρίως, οι γυναίκες ήταν απολύτως υποταγμένες υπάρξεις με μοναδικό προορισμό να γεννούν παιδιά και να φυλάνε το σπίτι. Παρ’ όλα αυτά και τότε ακόμη η γυναίκα δεν ταπεινώθηκε μπροστά στον άντρα, όπως στους βάρβαρους της Ασίας. Όπως βλέπουμε και στα Ομηρικά ποιήματα η θέση της πολλές φορές ήταν ισοδύναμη με την αντρική.
(27) Επειδή από το Βοριά κυρίως φυσάνε ισχυροί άνεμοι, οι Έλληνες θεωρούσαν πατρίδα τους τη Θράκη. Οι Αθηναίοι μάλιστα τιμούσαν ιδιαίτερα το Βοριά και είχαν γι’ αυτόν βωμό κοντά στον Ιλισό, όπου υπήρχε μύθος ότι άρπαξε την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα Ωρείθυια και την πήγε στη Θράκη.
(28) Ο Λάβδακος ήταν πατέρας του Λάιου και γιος του Πολύδωρου, που πατέρα είχε τον Κάδμο. Οι συμφορές άρχισαν από τον Λάιο κι έπειτα.
(29) Ο ύπνος καταλαμβάνει όλα τα έμψυχα και γι’ αυτό τον έλεγαν «πανδαμάτορα» και τον θεωρούσαν αδελφό του θανάτου.
(30) Παράβαλε το χριστιανικό «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι» (ο Κύριος καθιστά ανόητους όσους θέλει να καταστρέψει).
(31) Τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σαν παροιμία, όταν ήθελαν να δηλώσουν πως ήξεραν κάτι γιατί το είδαν με τα μάτια τους και όχι με στοχασμούς όπως οι μάντεις.
(32) Η αντίληψη να καταδιώκουμε τον εχθρό και να ωφελούμε τον φίλο επικρατούσε στην αρχαιότητα μέχρι που ο Σωκράτης δίδαξε: «Ει αιροίμην αδικείσθαι ή αδικείν, ελοίμην αν αδικείσθαι ή αδικείν» (αν ήταν να διαλέξω ανάμεσα στο να αδικούμαι και στο να αδικώ, θα διάλεγα να αδικούμαι παρά να αδικώ).
(33) Οι βασιλιάδες ορίζονταν τον καιρό του δράματος (στους ηρωικούς χρόνους) με κληρονομικό δικαίωμα. Αναχρονιστικά ο Σοφοκλής μιλάει για εκλογή αρχόντων που γινόταν στους ιστορικούς χρόνους.
(34) Αυτό προϋποθέτει λαό δουλοπρεπή και τυφλά υποταγμένο.
(35) Παράβαλε το ρητό του Σόλωνα «Γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος».
(36) Οι απόψεις του Κρέοντα εκπροσωπούν τις αντιλήψεις των ηρωικών χρόνων, ενώ του Αίμωνα των ιστορικών που ήταν περισσότερο φιλελεύθερες.
(37) «πετρώδει κατώρυχι» . Υπόγειος θολωτός τάφος, όπως οι λεγόμενοι θησαυροί στις Μυκήνες.
(38) Ήταν αρχαία συνήθεια να παραθέτουν λίγη τροφή στον καταδικασμένο για να ην πεθάνει από την πείνα, πράγμα μιαρό για την πόλη και όχι θεάρεστο.
(39) Ο Έρωτας ήταν γιος της Αφροδίτης και του Άρη, ή του Δία ή του Ερμή σε άλλους μύθους. Στην τέχνη παριστανόταν σαν ένας χαριτωμένος έφηβος και ύστερα σαν ωραίο και μικρό φτερωτό παιδί με τόξο και βέλη σε φαρέτρα ή δάδα και έτσι εικονιζόταν πάντα σαν τοξότης, πυγμάχος ή γενικά μαχητής.
(40) Εννοεί πως ξεπερνάει την κανονισμένη τάξη πραγμάτων γιατί με τα δάκρυά του δείχνει συμπάθεια στην Αντιγόνη.
(41) Εννοεί τον Αχέροντα, ποταμό στη Θεσπρωτία Ηπείρου, που πηγάζει από τα βουνά του Σουλίου, διαρρέει την Αχερουσία λίμνη, βυθίζεται κάτω από τη γη και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγο. Η αγριάδα και η τραχύτητα του τόπου, τα σκοτεινά και λασπώδη νερά της λίμνης, οι εξαφανίσεις και επανεμφανίσεις του, έδωσαν αφορμή σε παλιούς μύθους που τον έπλασαν ποταμό του Άδη, όπως και τους ποταμούς Κώκυτο και Πυριφλεγέθωνα.
(42) Πρόκειται για τους «υμέναιους». Οι υμέναιοι ήταν τραγούδια της πομπής του γάμου με συνοδεία αυλού. Ο «επιθαλάμιος ύμνος» ψελνόταν από παρθένες για τη νύφη έξω από το νυφικό θάλαμο.
(43) Ο Χορός βρίσκει αυτή την πρόχειρη δικαιολογία για να παρηγορήσει την Αντιγόνη.
(44) Πρόκειται για τη Νιόβη, την κόρη του περιβόητου Τάνταλου, γιου του Δία και βασιλιά της Φρυγίας. Η Νιόβη, σύζυγος του Αμφίονα, βασιλιά της Θήβας, γέννησε 7 αρσενικά και 7 θηλυκά παιδιά, γι’ αυτό καυχήθηκε και πρόσβαλε τη Λητώ, που είχε μόνο δυο παιδιά, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, που την τιμώρησαν γι’ αυτό σκοτώνοντας με το τόξο όλα της τα παιδιά. Την ίδια τη Νιόβη τη λυπήθηκε ο Δίας και την έκανε λιθάρι στο Σίπυλο, βουνό της Μ. Ασίας, όπου υπήρχε ανάγλυφη φυσική από πέτρα γυναικεία μορφή, δημιούργημα της φύσης, αλλά και διασκευασμένη από την τέχνη. Δάκρυά της ήταν τα λιωμένα χιόνια του βουνού. Στην αρχή ήταν αφιερωμένη στην Ασιανή θεά Κυβέλη και αναφέρει ότι την είχε δει και ο περιηγητής Παυσανίας.
(45) Ο Πολυνείκης είχε παντρευτεί την Αργεία, κόρη του Αδράστου, βασιλιά του Άργους. Ο γάμος αυτός έγινε η αφορμή για την εκστρατεία των 7 στη Θήβα.
(46) «Φερσέφασσα». Η Περσεφόνη λέγεται και Περσεφόνεια, Περσέφασσα κλπ. Ήταν κόρη της Δήμητρας και του Δία και σύζυγος του Πλούτωνα, θεού του Άδη. Ζούσε έξι μήνες στον κάτω κόσμο με τον άντρα της και έξι μήνες στη γη με τη μητέρα της. Πρόκειται για συμβολική αναπαράσταση της σποράς του σταριού που χάνεται στη γη και φυτρώνει πάλι.
(47) Η Δανάη ήταν κόρη του Βασιλιά του Άργους Ακρίσιου, που είχε πάρει χρησμό πως το παιδί της κόρης του θα τον σκοτώσει. Για να αποφύγει το γάμο, ο Ακρίσιος την έκλεισε σε υπόγειο χαλκόχτιστο θάλαμο. Αλλά ο Δίας σαν χρυσή βροχή γέννησε μαζί της τον Περσέα. Τότε ο Ακρίσιος έβαλε τη Δανάη και τον Περσέα σε μια σκάφη και τους έριξε στη θάλασσα.
(48) Πρόκειται για τον Λυκούργο, το γιο του βασιλιά Δρύαντα, βασιλιά των Ηδωνών στο Στρυμόνα της Θράκης. Αυτός κυνήγησε το Διόνυσο με τις συντρόφισσές του τις Μαινάδες και γι’ αυτό δέθηκε και σπαράχτηκε από το θεό στο Παγγαίο μέσα σε μια σπηλιά.
(49) Νεοελληνική απόδοση των Μουσών. Οι Μούσες ήταν κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, λέγονταν ακόμη Πιερίδες ή Ελικωνιάδες και ήταν οι εξής εννιά: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη. Ακολουθούσαν στην αρχή τον Απόλλωνα, που λεγόταν «μουσηγέτης», ύστερα όμως έγιναν ακόλουθες του Διόνυσου και έπαιζαν αυλούς,
(50) «Κυανέων πελαγέων διδύμας αλός» (της δίδυμης θάλασσας των γαλανών πελάγων). Έτσι λέγονται τα πέλαγα από τις Κυανές Πέτρες, δυο νησάκια στο στόμιο του Βόσπορου. Κατά το μύθο κινούνταν και συγκρούονταν και λέγονταν γι’ αυτό Συμπληγάδες Πέτρες. Από τότε όμως που πέρασαν οι Αργοναύτες έμειναν ακίνητες.
(51) «Αγχίπολις Άρης». Ο Άρης πίστευαν πως κατοικούσε στη Θράκη, όπου τον τιμούσαν πολύ, και σαν θεός του πολέμου ευχαριστιόταν να βλέπει αιματοχυσίες.
(52) Οι δύο γιοι του Φινέα, βασιλιά της Σαλμυδησσού, και της Κλεοπάτρας κόρης του πτερωτού ανέμου Βορέου. Ο μύθος της Κλεοπάτρας που αναφέρει ο χορός είναι ο ακόλουθος: Ο πτερωτός θεός Βορέας απήγαγε κάποτε από την Αθήνα αρπάζοντάς την κοντά στον Ιλισό, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα, την Ωρείθυια, και την οδήγησε στη Σαρπηδόνα πέτρα του Αίμου, όπου γέννησε μαζί της τους πτερωτούς γιους Ζήτη και Κάλαϊ και την Κλεοπάτρα. Αυτήν την παντρεύτηκε ο Φινέας και γέννησε δυο παιδιά, τον Πλήξιππο και τον Πανδίονα. Αλλά ο Φινέας χώρισε την Κλεοπάτρα, την έβαλε στη φυλακή και παντρεύτηκε την Ειδοθέα, αδερφή του Κάδμου, που μίσησε τους γιους της Κλεοπάτρας, τους τύφλωσε και τους έβαλε στην ίδια φυλακή με τη μητέρα τους.
(53) Πρόκειται για την Ειδοθέα. Δες παραπάνω.
(54) Ο Ερεχθεύς ήταν γιος της Γης, και ανατράφηκε κατά τον μύθο από την Αθηνά, μαζί με την οποία λατρευόταν στο Ερεχθείο.
(55) «Τηλέπορα άντρα». Οι σπηλιές αυτές βρίσκονταν στη Σαρπηδόνα πέτρα της Θράκης.
(56) Ο Τειρεσίας ήταν περίφημος μάντης της αρχαιότητας, Θηβαίος και τυφλός από τα εφτά του χρόνια, γιατί ανάγγειλε στους ανθρώπους τη βουλή του θεού. Ο Δίας όμως για να τον παρηγορήσει του έδωσε το χάρισμα της μαντικής και την ιδιότητα να καταλαβαίνει τη φωνή των πουλιών και να προλέγει τα μέλλοντα. Του χάρισε ακόμη μακροβιότητα. Έζησε εφτά ή εννιά γενιές.
(57) Υπήρχαν πολλοί τρόποι μαντικής. Η οιωνοσκοπία ή ορνεοσκοπία γινόταν με παρατήρηση του φτερουγίσματος ή της λαλιάς και των άλλων κινήσεων των πουλιών. Οι ορνιθοσκόποι κάθονταν στο οιωνιστήριο ή ορνιθοσκοπείο, που λεγόταν ακόμη θώκος ή θάκος ορνιθοσκόπος και ήταν ντυμένοι με λευκά ιμάτια. Είχαν στα κεφάλια στέφανα και πίνακες στο χέρι, όπου έγραφαν τις παρατηρήσεις τους.
(58) Εμπυρομαντεία ήταν η πρόγνωση με παρατηρήσεις της φωτιάς, πώς άναβε, τι λογής φλόγα είχε, αν περικύκλωνε το θύμα κλπ.
(59) Οι αρχαίοι θεωρούσαν τους μάντεις κερδοσκόπους. Στον «Οιδίποδα Τύραννο» λ.χ., στίχος 387, ο Οιδίπους ονομάζει τον Τειρεσία «δόλιον αγύρτην όστις εν τοις κέρδεσιν μόνον δέδορκε ...».
(60) Το ήλεκτρο ήταν φυσικό ή επίτηδες φτιαγμένο κράμα χρυσού ¾ και αργύρου ¼. Το μάζευαν πολύ στις Σάρδεις και από την Ινδία, που έδινε φόρο στο Δαρείο 360 τάλαντα ψήγματος (σκόνης) χρυσού.
(61) Ο αετός, επειδή πετούσε ψηλά και στον Όλυμπο, λογιζόταν ιερό πουλί του Δία. Ο Κρέοντας εδώ από το θυμό του παραφέρεται και ασεβεί προς το Δία, γι’ αυτό προσπαθεί να διορθώσει το λάθος του στο στίχο 1044.
(62) Πίστευαν πως ο ήλιος καβαλούσε άρμα με τέσσερα άλογα.
(63) Παρατηρείται ασάφεια στις προσταγές του Κρέοντα, εξαιτίας της σύγχυσης και της βιασύνης του.
(64) Και σε όλη τη νότια Ιταλία, όπου φυτρώνουν πολλά σταφύλια. Η Ιταλία αποκαλείται ένδοξη, γιατί τότε άκμαζε η λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα, όπου από το 443 π.Χ. είχαν αποικίσει και οι Αθηναίοι.
(65) Η Δήμητρα χαρακτηρίζεται εδώ «Δηώ», όπως στα Ελευσίνια Μυστήρια. Το ίδιο και ο Ίακχος, που οι Αθηναίοι ταυτίζανε με το Διόνυσο, και έκαναν πομπή από τον Κεραμικό στην Ελευσίνα μεταφέροντας το άγαλμά του.
(66) Εννοεί τον τόπο όπου σπάρθηκαν από τον Κάδμο τα δόντια του δράκοντα.
(67) «δίλοφος πέτρα» ονομάζεται Παρνασσός, γιατί κοντά στις άλλες έχει δύο υψηλές κορυφές, την Λυκώρεια και την Υάμπεια.
(68) Είναι οι Κωρύκιες νύμφες, μιας ιερής σπηλιάς, της Κωρύκιας, όπου από κάθε μέρος έσταζε καθαρό, γάργαρο νερό.
(69) Αναφέρεται στο νερό της Κασταλίας, της περίφημης πηγής του Μαντείου των Δελφών, στους πρόποδες του Παρνασσού.
(70) Ο άγγελος μιλάει σαν πιστός οπαδός της ιδέας για την άστατη τύχη των ανθρώπων και των ηδονικών δογμάτων της Κυρηναϊκής σχολής.
(71) Ο Σοφοκλής αναφέρει και εδώ την Παλλάδα Αθηνά για να περιποιηθεί τους Αθηναίους.
(72) «κλείθρα». Τα κλείθρα ήταν δύο μοχλοί στο εσωτερικό της πόρτας, ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά. Για να ανοίξει η πόρτα έπρεπε να αποσυρθούν οι μοχλοί.
(73) Εννοεί τη θυσία του Μεγαρέα, του πρωτότοκου παιδιού της.
(74) Η Εκάτη χαρακτηρίζεται εδώ «ευοδία», γιατί σύχναζε στους δρόμους. Άλλες ονομασίες της ήταν «τριοδίτις» και «τυμβιδία» γιατί σύχναζε στις τριόδους και στους τάφους.
(75) Πόθος κάθε Έλληνα ήταν να θαφτεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο Πολυνείκης έτσι παύει να είναι φυγάς και εχθρός της Θήβας.
(76) «αρμός λιθοσπαδής». Οι τάφοι αυτοί ήταν λιθόστρωτοι, αλλά είχαν σκεπαστεί με χώμα και έμοιαζαν εξωτερικά με λόφους. Η πόρτα τω τάφων αυτών κλεινόταν με πέτρες, ίσως μάλιστα οι τελευταίες ήταν έτσι τοποθετημένες, ώστε να αποτελούν τον αρμό, που λέει ο Σοφοκλής. Τέτοιοι τάφοι είναι οι Μυκηναϊκοί.
(77) «βρόχω μιτώδει σινδόνος». Η θηλιά ήταν καμωμένη από το λινό ύφασμα που χρησιμοποιούσε η Αντιγόνη ή σαν ζώνη ή σαν κρήδεμνο, δηλαδή μαντήλι του κεφαλιού, ή σαν κάλυμμα του κεφαλιύ μέχρι τους ώμους.
(78) Λογιζόταν άπρεπο να θρηνούν οι γυναίκες δημόσια. Μοιρολογούσαν με τις υπηρέτριες μέσα στο σπίτι.
(79) Λέγεται έτσι γιατί ο Άδης από τη φουρτουνιασμένη ζωή μας δέχεται όλους σαν γαλήνιο λιμάνι.
(80) Τα πτώματα των νεκρών παρουσιάζονταν πάνω σε κατάλληλο μηχάνημα, το «εκκύκλημα».