Με την έναρξη του 20ου αιώνα υπήρχε ήδη στην Ελλάδα μακρόχρονη ποιητική παράδοση, διαμορφωμένη από τους Επτανήσιους ποιητές των προηγούμενων δεκαετιών και τους ποιητές της Α και Β Αθηναϊκής Σχολής, της οποίας τα διδάγματα και επιτεύγματα συνέχισαν οι ποιητές των τριών πρώτων δεκαετιών του νέου αιώνα, εμπλουτίζοντάς τα με επιδράσεις από σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, όπως ο συμβολισμός, ο νεορομαντισμός, ο παρακμισμός, ο κοσμοπολιτισμός και ο κοινωνιστικός ρεαλισμός στα πρώιμα στάδιά του. Μέσα στο πλαίσιο των ζυμώσεων αυτών οι ποιητές που δραστηριοποιήθηκαν στα χρόνια 1900-1940 μπορούν να ταξινομηθούν (με πολύ αδρά κριτήρια) στις εξής κατηγορίες:
Μια ομάδα σημαντικών ποιητών κληρονόμησε άμεσα τον μεγαλόστομο και ρητορικό ποιητικό λόγο που καθιέρωσαν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Κωστής Παλαμάς, μεταφέροντας το κλίμα της έμπνευσής τους σε περιοχές περισσότερο μυσταγωγικές.
α. Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)
Ο Άγγελος Σικελιανός (14 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951), ο συγγενικότερος με τον Παλαμά από τους διαδόχους του, έδωσε ένα έργο που διακρίνεται από έντονο λυρισμό και γλωσσικό πλούτο, με θρησκευτική συνείδηση της ελληνικότητας, γεμάτη από οπτασιασμό και μεταφυσική έξαρση, αναζητώντας τη λύτρωση με το ξαναγύρισμα στις αρχικές πηγές, με φλογερή καρδιά και ρωμαλέο αίσθημα της φύσης, και επιδιώκοντας ταυτόχρονα την ερμηνεία της φυλετικής συνέχειας των Ελλήνων και την εξιδανίκευση του κάλλους της ελληνικής υπαίθρου. Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Το 1902, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια. Σταθμός στη ζωή του ήταν η γνωριμία το 1905 με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, που σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία και την οποία νυμφεύτηκε το 1907 στο Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το επόμενο έτος στην Αθήνα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (1909) προκάλεσε αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους. Το ίδιο έτος γεννήθηκε και ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σικελιανός επιστρατεύτηκε και συμμετέσχε ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο της Ηπείρου. Ακολούθησε μια περίοδος αναζήτησης, που κατέληξε στην έκδοση των πέντε τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917) και αργότερα Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, είναι της περιόδου 1917 - 1920.
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, έδωσε πλήθος διαλέξεων και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργάνωσε τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο οδήγησε σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή. Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 1940 νυμφεύτηκε την Άννα Καραμάνη, με τη συγκατάθεση τόσο της Εύας Πάλμερ όσο και του πρώην συζύγου της Καραμάνη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του 1943. Tο 1943-1945 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1946, 47, 48, 49 και 50). Υποφέροντας από χρόνια ημιπληγία, πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951, σε ηλικία 65 ετών, μετά από πολυήμερη νοσηλεία και θάφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το Πνευματικό Εμβατήριο, από τα ωριμότερα έργα του, εμπνευσμένο από τον εμφύλιο πόλεμο, μελοποιημένο με ιεροπρεπή έμπνευση από τον Μίκη Θεοδωράκη, με την βυζαντινή εκφορά του Αντώνη Καλογιάννη και την σιβυλλική φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, είναι ένα από τα μνημεία του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
β. Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)
Ο Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης 18 Φεβρουαρίου 1883 - Φράιμπουργκ Γερμανίας 26 Οκτωβρίου 1957), κληρονόμησε από τον Παλαμά όχι μόνο τη ρητορική μεγαλοστομία, αλλά και το αξεδίψαστο πάθος για εξερεύνηση όλων των πτυχών της πνευματικής δραστηριότητας, που εκφράστηκε στο τιτάνιων διαστάσεων φιλοσοφικό ποίημα Οδύσσεια, στο οποίο η τραχιά γλώσσα του δοκιμάζεται μέσα από τις ρεαλιστικές εκδηλώσεις του πρωτόγονου μυστικισμού του. Γιος του εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 - 1932) και της Μαρίας Χριστοδουλάκη (1862-1932), γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του, μετά από σύντομη διαμονή στη Νάξο. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1906 πήρε πτυχίο Νομικής με άριστα. Το 1906 πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με πεζογραφήματα και θεατρικά έργα. Ένα απ’ αυτά, ο Πρωτομάστορας, βραβεύτηκε σε διαγωνισμό διασκευάστηκε σε λιμπρέτο και μελοποιήθηκε από τον Μανόλη Καλομοίρη. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά με τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης. Το 1907 άρχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν είχαν σημαντική επίδραση στην προσωπικότητά του. Το 1909 επέστρεψε στην Ελλάδα και εξέδωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 νυμφεύτηκε την Γαλάτεια Αλεξίου. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αλλά τελικά διορίστηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί περιηγήθηκαν πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας, αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Τέλη 1924 άρχισε να γράφει το έπος της ζωής του, την Οδύσσεια σε 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους χωρισμένους σε 24 ραψωδίες, με περίπου 7.500 αθησαύριστες λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό της Ελληνικής. Το έργο ολοκληρώθηκε σε τελική μορφή το 1938, οπότε και πρωτοτυπώθηκε.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στη ζωή του: Νάξος, Αθήνα, Παρίσι, Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία. Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόιντ και τις βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ακρόπολις, Ελεύθερος Λόγος, Ελεύθερος Τύπος, Η Καθημερινή. Με την Γαλάτεια πήρε διαζύγιο το 1926 και από το 1924 συζούσε με την Ελένη Σαμίου επί 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 γιατί με τον φίλο του, Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ. Το 1927 ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε το φιλοσοφικό του έργο Aσκητική. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης έφυγε για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Τον Απρίλιο 1928 ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου έγραψε ένα σενάριο για τον ρωσικό κινηματογράφο με θέμα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, όπου ολοκλήρωσε στα Γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba (μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crié) και Kapétan Élia. To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών που ονόμαζε κάντα, οι οποίες ενσωματώθηκαν αργότερα σ' έναν τόμο με τίτλο Τερτσίνες (1960). Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας. Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θ.Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ δυο φορές (1947 και 1950). Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, για να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου. Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Όταν ο Καζαντζάκης επέστρεψε από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία τον κατηγόρησε ως ιερόσυλο, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προχώρησε στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σ’ αυτό ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Πήγε για δεύτερη φορά στην Κίνα τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία και τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε πολυγραφότατος. Ασχολήθηκε σχεδόν με κάθε είδος λόγου: Ποίηση (δραματική, επική, λυρική), δοκίμιο, μυθιστόρημα (στα Ελληνικά και στα Γαλλικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλληλογραφία, παιδικό μυθιστόρημα, μετάφραση (από τα Αρχαία Ελληνικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Ισπανικά), κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία (διασκευή και μετάφραση), λεξικά (γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία. Το κύριο σώμα του έργου του αποτελείται από την Ασκητική, η οποία είναι ο σπόρος απ' όπου βλάστησε όλο του το έργο, την Οδύσσεια, δίπλα στην οποία όλα τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται ως «πάρεργα» - «οι 21 σωματοφύλακες της Οδύσσειας», τις Τερτσίνες, τις 14 τραγωδίες που περιέχονται στους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄, τα 9 μυθιστορήματα της όψιμης ηλικίας του, τις εντυπώσεις από τα ταξίδια του, τις μεταφράσεις του Δάντη και του Ομήρου και τέλος τις επιστολές του προς τη Γαλάτεια Αλεξίου και τον Παντελή Πρεβελάκη. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός. Από το 1945 ως το 1948 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
γ. Σωτήρης Σκίπης (1881-1952)
Ο Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), πολυγράφος και συχνά ευκολογράφος, που δεν απέφυγε τις μακρυγορίες και τον ρητορικό στόμφο, συνέχισε σε άλλο επίπεδο την παράδοση της μεγαλοστομίας, με ένα έργο νεορομαντικό, εμποτισμένο με συγκρατημένους τόνους και με εμπνεύσεις από την αρχαία ζωή και τη σύγχρονη συναισθηματική ευπάθεια. Γεννήθηκε στην Αθήνα και πέθανε στο Ρονιάκ της Γαλλίας, όπου υπάρχει ακόμα ο τάφος του. Ο πατέρας του Ευάγγελος ήταν αξιωματικός του στρατού. Τα παιδικά του χρόνια ως τα 14 του τα έζησε στη Λάρισα, όπου σώζεται η βαθμολογία του στο Γυμνάσιο όπου φοίτησε. Το 1897 γύρισε στην Αθήνα για τις σπουδές του. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και ανήκε στην Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Σπούδασε επίσης Αισθητική και Λογοτεχνία στο Παρίσι. Μεγάλο διάστημα της ζωής του το πέρασε στη Γαλλία. Φίλοι του εκεί ήταν ο Φρειδερίκος Μιστράλ και ο Ζαν Μορεάς. Από το γάμο του με την Σαρλότ Λεκλέρ απέκτησε το 1917 μία κόρη, την Μαργαρίτα Σκίπη-Παννέκ. Το 1922 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1924 διορίστηκε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1929 γραμματέας της. Το 1914 παρουσίασε το θεατρικό έργο «Ξεφαντώματα», αλλά ένας ποιητής με ψυχολογικά προβλήματα ονόματι Ηλίας Κουλουβάτος, θεώρησε το έργο προσβλητικό για το πρόσωπό του και, στις 4 Ιουνίου 1914, πυροβόλησε τον Σκίπη έξω από, τα γραφεία της εφημερίδας «Σκριπ» (όπου εργαζόταν τότε ο Σκίπης), που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Αρεταίειο σοβαρά τραυματισμένος. Η δίκη του Κουλουβάτου στο Κακουργιοδικείο, στην οποία ο δράστης αθωώθηκε λόγω ακαταλόγιστου, ήταν μια από τις σημαντικότερες φιλολογικού χαρακτήρα. Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά, την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 1943, ο Σκίπης ήταν ο δεύτερος μετά τον Άγγελο Σικελιανό που απάγγειλε ποίημα. Το 1946 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η εκλογή αυτή προκάλεσε ποικίλα σχόλια, αφού αντίπαλοί του ήταν ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα λογοτεχνικά. Την περίοδο 1904-1906 εξέδιδε μαζί με τον Άριστο Καμπάνη το φιλολογικό περιοδικό «Ακρίτας». Η Γαλλία τον τίμησε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και με το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για την «Ανθολογία» του, γραμμένη στα γαλλικά. Δύο ποιήματά του (Ήρθες εψές στον ύπνο μου και Άσπρα καράβια τα όνειρά μας) μελοποιημένα από τον Γιάννη Σπανό επανέφεραν το έργο του στο προσκήνιο.
Μια άλλη ομάδα ποιητών, οι ηδυπαθείς του έρωτα και του στίχου, λάτρεις της εκφραστικής καλαισθησίας, ακολούθησαν τον αισθησιακό χαρακτήρα της ποίησης του Ιωάννη Γρυπάρη, που εστιάζεται στην επίμονη, μέχρι βαθμό στιλπνότητας, επεξεργασία του στίχου και στην εξαιρετική μορφική και γλωσσική επιμέλεια, επιλέγοντας ταυτόχρονα θέματα που συχνά αποδίδουν τις λάγνες εμπειρίες του ερωτικού πάθους, που μεταφέρονται αυτούσιες στην ωραιοπάθεια της στιχουργίας τους. Σε αντίθεση με την πνευματικότητα των ποιητών της προηγούμενης ομάδας, οι «ερωτοπαθείς» ποιητές της ομάδας αυτής, έχουν κύριο θέμα το φλέγον ερωτικό πάθος, που εκφέρεται με πηγαιότητα και αυθορμητισμό στα όρια της παραφοράς.
α. Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
O Κώστας Βάρναλης (14 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν αισθησιακός ρωμαλέος διονυσιακός με σατιρική διάθεση και πνεύμα διαποτισμένο από την σοσιαλιστική ιδεολογία του, αντιμετωπίζοντας ρεαλιστικά, με διαλεκτική δεινότητα, τη ζωή, σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα και αποδίδοντας τους καημούς της φτωχολογιάς και των καταφρονεμένων με κύριο όπλο την καυστική ειρωνεία του. Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του πατέρα του ήταν Μπουμπούς, ενώ το καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά τον Β Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής». Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας. Τότε ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 νυμφεύθηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος Γ΄. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Το ταφικό μνημείο του, στο Α΄ Νεκροταφείο φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης Κοσμάς Ξενάκης, το 1975. Το έργο του έχει άψογα επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «ηδονισμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με το σκώμμα, και θεωρείται από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ποιήματά του μελοποίησαν οι Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Σπανός, Σταύρος Κουγιουμτζής και Νίκος Μαμαγκάκης.
β. Απόστολος Μελαχρινός (1880-1952)
Ο Απόστολος Μελαχρινός (Βραΐλα Ρουμανίας, 1880 - Αθήνα, 22 Ιουνίου 1952) επηρεασμένος από Γάλλους συμβολιστές, και κυρίως τους Στεφάν Μαλαρμέ και Πολ Βαλερί, και από τον Διονύσιο Σολωμό, και βασιζόμενος στη λογική του ονείρου και του ρεμβασμού δημιούργησε μια μυστική γοητεία ακουστικών συνηχήσεων και λεκτικών ακροβασιών, επιδιώκοντας να συλλάβει και να αποκρυσταλλώσει, με βυζαντινή ιεροπρέπεια, την άφατη ύπαρξη του απόλυτου. Χρησιμοποίησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κλήμης Πορφυρογέννητος και ήταν ο πρώτος γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934). Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1902 και εξέδωσε το βραχύβιο περιοδικό "Ζωή". Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1905 με τον τίτλο "Ο δρόμος φέρνει...". Ήταν παντρεμένος με τη δασκάλα Κλεοπάτρα Βουλγαρίδου και απέκτησαν 1 γιο. Μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στην Κηφισιά το 1922. Σε ηλικία 51 ετών εξέδωσε το περιοδικό "Ο Κύκλος". Από το μεταφραστικό του έργο ξεχωρίζει η μετάφραση της "Εκάβης" του Ευριπίδη που του είχε αναθέσει η Μαρίκα Κοτοπούλη για λογαριασμό παράστασης στην οποία η έπαιζε ίδια. Επίσης, μετέφρασε τις "Βάκχες", την "Ιφιγένεια εν Ταύροις" ,την "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", και τον "Ιππόλυτο" του Ευριπίδη, την "Ορέστεια" του Αισχύλου, την "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή, και την κωμωδία "Βάτραχοι" του Αριστοφάνη.
γ. Κωστής Βελμύρας (1898-1960)
Ο Κωστής Βελμύρας (Αθήνα, 1898 - 1960), εκπρόσωπος του μετασυμβολισμού, έγραψε στίχους άψογης μορφικής τελειότητας, αποδίδοντας τον βαθύτατο διονυσιασμό του με πυρετική ηδυπάθεια μέσα από μια χλιδή ονείρου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Ι. Βελιμέζης. Έκανε σπουδές θεατρικής σκηνοθεσίας στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Αργότερα ίδρυσε το Θίασο των Νέων (1925) και τρία χρόνια μετά το Πειραματικό Θέατρο. Από πολύ νέος ξεκίνησε τη συνεργασία του με διάφορα περιοδικά. Υπήρξε αρχισυντάκτης στα περιοδικά "Παρασκήνια" και "Πάνθεον". Επίσης, εξέδωσε το περιοδικό "Πυρσός" (1917, μαζί με τον Πάνο Ταγκόπουλο και την "Φιλολογική και Καλλιτεχνική Ζωή". Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Τα πρώτα ποιήματά του τα εξέδωσε στα γαλλικά κατά την παραμονή του στη Γαλλία.
δ. Ορέστης Λάσκος (1907-1992)
Ο Ορέστης Λάσκος (11 Νοεμβρίου 1907- 17 Οκτωβρίου 1992) ήταν ποιητής, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, αδελφός του ήρωα του Β' παγκοσμίου πολέμου Βασίλη Λάσκου. Γεννήθηκε στην Ελευσίνα και ακολούθησε αρχικά στρατιωτική καριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό την οποία αργότερα εγκατέλειψε. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους του ελληνικού βωβού κινηματογράφου. Η Δάφνις και Χλόη, μια από τις πρώτες ελληνικές ταινίες, ήταν πρωτοποριακή για τις γυμνές σκηνές της. Τη δεκαετία του 1960 σκηνοθέτησε με επιτυχία πολλές δημοφιλείς εμπορικές ταινίες. Έγραψε μεταξύ άλλων, τα έργα: Αγριόχηνες, Τάα - Ρόα, Φρεγάτα και Πλοίαρχος Λάσκος. Σύζυγος του η ελληνίδα ηθοποιός Μπεάτα Ασημακοπούλου, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Βασίλη. Τα εξαιρετικής μορφικής καλαισθησίας ποιήματά του αναδίνουν φλεγόμενο ερωτισμό και λάβρο πάθος.
ε. Αλέξανδρος Μάτσας (1911-1969)
Ο Αλέξανδρος Μάτσας (1910 - 1969) αναπήδησε μέσα από την παράδοση, ακολουθώντας την καβαφική αίρεση, με ποιητικό λόγο που πραγματοποιείται μέσα από αναμνήσεις, με κρυπτική εκφραστική που χαρακτηρίζεται από «οξφορδιανή» ελληνοπρέπεια. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Αντωνίου Μάτσα, μηχανικού και βουλευτή, και της Θεοδώρας Καμπά, της γνωστής οικογένειας των κτηματιών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ακολούθησε σταδιοδρομία στο διπλωματικό σώμα, εισερχόμενος σε αυτό το 1934. Υπηρέτησε ως υποπρόξενος στην Μανσούρα και την Αλεξάνδρεια, ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι καθώς και ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη Χάγη την περίοδο 1949 - 1953. Το 1953 μετατέθηκε στη Ρώμη με την ιδιότητα του συμβούλου και το 1957 επανήλθε στην Ελλάδα αναλαμβάνοντας την πολιτική διεύθυνση του υπουργείου εξωτερικών. Το 1959 ανέλαβε πρέσβης στην Άγκυρα και τον Φεβρουάριο του 1962 μετατέθηκε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1967, όταν παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα. Απεβίωσε αιφνίδια το 1969 στην Αθήνα. Έγραψε ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα. Το 1927 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με το ποιητικό του έργο «Le vieux jardin». Επτά χρόνια αργότερα, το 1934, παρουσίασε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα, 1930 - 1934. Ακολούθησαν άλλες δύο ποιητικές συλλογές το 1946 (Ποιήματα - Εκλογή) και το 1995 (Ποιήματα - ανθολογία). Παράλληλα έγραψε τρία θεατρικά έργα, εκ των οποίων η Κλυταιμνήστρα και ο Κροίσος παρουσιάστηκαν στο Εθνικό Θέατρο. Το 1960 τιμήθηκε με το Α΄ κρατικό βραβείο θεάτρου.
στ. Μυρτιώτισσα (1885-1968)
Η Θεώνη Δρακοπούλου (1885- 4 Αυγούστου 1968), γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα, υπήρξε η κατ’ εξοχήν ποιήτρια της αγάπης και του έρωτα, από την παρθενική συστολή μέχρι το βίαιο πάθος, εκφρασμένα με απόλυτο τρόπο με στοργή και πόνο, έξαρση και μελαγχολία, με περίλυπη ευαισθησία και φθινοπωρινή φαντασία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο προάστιο Μπεμπέκι. Ο πατέρας της, Αριστομένης Δρακόπουλος, ήταν γιος της Θεώνης Καλαμογδάρτη και εγγονός του Ανδρέα Καλαμογδάρτη, γόνου αρχοντικής Πατρινής οικογένειας. Υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη ως πρώτος διερμηνέας της Ελληνικής Πρεσβείας και είχε την καλλιέργεια, αλλά και όλα τα μέσα, για να προσφέρει στην κόρη του τη μόρφωση που απαιτούσε η πρώιμη καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία. Έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης, ο πατέρας της διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στην δραματική Σχολή Χιλλ της Πλάκας. Ως ηθοποιός εμφανίστηκε από τη "Νέα Σκηνή" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Το 1904 έλαβε μέρος στη παράσταση της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή κι έπαιξε επίσης στο Δημοτικό και το Εθνικό Θέατρο. Αναγκάστηκε ωστόσο να διακόψει τη θεατρική της σταδιοδρομία, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της. Παντρεύτηκε το Σπυρίδωνα Παππά, που ήταν ξάδελφός της, και εγκαταστάθηκε μαζί του στο Παρίσι όπου συνέχισε τις δραματικές σπουδές στην Κρατική Δραματική Σχολή. Από το γάμο της, απέκτησε ένα γιο, το Γιώργο Παππά, που έγινε διάσημος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου. Ο γάμος της όμως δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Μετά το χωρισμό, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, μετά τον δραματικό θάνατο του οποίου, στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η 27χρονη τότε Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της.
Το ποιητικό έργο της κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, με κύρια θέματα τη φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Εξέδωσε ποιητικά έργα από το 1919 και το 1953 κυκλοφόρησε ένα συγκεντρωτικό έργο με τίτλο «Ποιήματα». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, το 1958, έγραψε το χρονικό «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια» που εκδόθηκε το 1962. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα 'Δώρα της αγάπης' και το 1939 για τις 'Κραυγές'). Κυκλοφόρησε επίσης μια δίτομη παιδική ανθολογία το 1930 και μετέφρασε την «Μήδεια» του Σοφοκλή καθώς και ποιήματα της Άννας Ντε Νοάιγ (Anna, Comtesse Mathieu de Noailles). Η ποίηση της Μυρτιώτισσας αποτελεί σταθμό στον γυναικείο νεοελληνικό ποιητικό λόγο και συγκινεί με την γνησιότητα της λαϊκής ιδιοσυγκρασίας της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε από διαβήτη. Πέθανε μετά από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1968. Η ταφή της έγινε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δρακοπούλου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ποιήματά της μελοποίησαν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Κώστας Λειβαδάς, η Νένα Βενετσάνου και ο Σταμάτης Κραουνάκης.
ζ. Άλλοι αισθησιακοί ποιητές
- Ο Κλέων Παράσχος (Πύργος, Βόρεια Θράκη 1894 - Αθήνα 1964) μετουσιώνει στους στίχους του τις περιπέτειες ενός μεταφυσικού νόστου, με τόνο ελεγείας, ρεμβώδη διάθεση, φυσιολατρία και βαθύτατη ηδυπάθεια. Σπούδασε οικονομικά και λογιστικά στο πανεπιστήμιο της Ελβετίας από το 1913 έως το 1915. Διετέλεσε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας από το 1917. Υπήρξε δημοσιογράφος σε πολλές Αθηναϊκές εφημερίδες. Για ένα διάστημα εργάστηκε και στο Υπουργείο Τύπου. Έμεινε γνωστός κυρίως ως κριτικός τέχνης παρά το γεγονός ότι επεδίωξε συστηματικά μια θέση στην ποίηση. Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Κριτικής για το έργο του Μορφές και ιδέες και το 1956 το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου.
- Ο Κ. Ν. Κωνσταντινίδης (1890-;;;;), γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, στους αβρούς και λαξευτούς στίχους του αναδεικνύεται ελληνολάτρης με ανθρωπιστικά ιδεώδη, κυριαρχούμενος από λατρευτική διάθεση του αρχαίου κάλλους.
- Ο Μανόλης Κανελλής (1900-;;;;), γεννημένος στα Χανιά, επηρεασμένος από τον Μπωντλαίρ, με πυκνό και εκρηκτικό ύφος και ανυπότακτο τόνο έδωσε μια ποίηση «σεξουαλική», όπου αποδίδει τον έρωτα με ασελγή φιληδονία και λαγνεία.
- Ο Γ. Κ. Σταμπολής (1920-;;;;), γεννημένος στην Αθήνα, έγραψε μεταπαλαμικές ωδές σε ελληνικά τοπία και ηδονικά σονέτα, με κύρια έδρα έμπνευσης τα δειλινά στα ελληνικά ακρογιάλια.
- Ο Παύλος Κριναίος (1905-;;;;), καταγόμενος από την Κύπρο, αθλητικός δημοσιογράφος, έγραψε επιγράμματα επηρεασμένα από την κλασική αρχαιότητα.
- Η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη (1895-1979) μέσα στο φιλήδονο κλίμα του έργου της, επηρεασμένο από τον σύζυγό της, διατηρεί στοιχεία πνευματικότητας που συγκινεί με την απλότητα του λόγου της. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου γνώρισε τον Κώστα Βάρναλη. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλολογικών μαθημάτων σε γυμνάσια της Κρήτης και της Αθήνας ως το 1947. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στις 16 Μαρτίου 1979.
Μια τρίτη ομάδα ποιητών ήταν οι νεορομαντικοί κοσμοπολίτες, εραστές των ταξιδιών και των μακρινών εξωτικών τόπων, με επικεφαλής τον μεγάλο κοσμοπολίτη του ιστορικού βιώματος Κ. Π. Καβάφη, που μπορούσε με εκπληκτική άνεση να κινείται από την Οσροηνή στην Κομμαγηνή και από την Ασυηνή (Ασουάν) στην Ατροπατηνή (Αζερμπαϊτζάν) στα χρόνια των μεγάλων «στοχαστικών προσαρμογών», που το βαθύτερο νόημά τους μπορούσε να κατανοήσει καλύτερα εκείνος.
α. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 - Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1933) με μνήμη σοφού που δυναστεύεται από εναγώνια σκεπτικιστικά ερωτήματα, έδωσε ζωή στο παρόν φορτίζοντάς το με το παρελθόν και το αντίθετο. Γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Ήταν το ένατο παιδί του Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη (1814-1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού. Η μητέρα του, Xαρίκλεια Φωτιάδη, ανήκε σε παλιά Φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Και τα δυο αυτά στοιχεία, η εμπορική ιδιότητα του πατέρα και η αρχοντιά της μητέρας, συντέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ποιητή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του και την σταδιακή διάλυση της οικογενειακής επιχείρησης, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση, στην Πόλη (1882-84). Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 59 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων το 1922. Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισάχθηκε στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε ακριβώς 70 χρόνια ζωής.
Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς καμία επίδραση της γενιάς του 80. Τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του εμφανίστηκαν από το 1896, όταν έγραψε τα Τείχη. Ο Καβάφης είναι γνωστός για ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας, αλλά πολλοί από τους αλλόγλωσσους ομότεχνους και αναγνώστες του (Ώντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη. Το έργο του περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Ανέκδοτα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά. Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε.
Ο Καβάφης επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα. Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: Τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά (ή αισθησιακά). Στα αισθησιακά ή ερωτικά ποιήματα, που είναι πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός. Τα ποιήματα του ηδονικού κύκλου αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες. Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους «διδακτικά» και μπορούν να διακριθούν σε ποιήματα με "συμβουλές προς ομοτέχνους", δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, η έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας (Καισαρίων).
Τα ιστορικά του ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, και διαδραματίζονται σε πόλεις της ανατολικής Μεσογείου, με εξέχουσα την Αλεξάνδρεια, μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (π.χ. Τρώες). Ανάλογα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται ως ψευδοϊστορικά (ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες), ιστορικοφανή (ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή) και ιστοριογενή (ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ΄21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι εποχές παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι "ηττημένοι". Αρκετοί είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα, ενώ άλλοι γεννήματα της φαντασίας του. Στους χαρακτήρες που πλάθει αφηγείται, ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από το πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.
Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη είναι ιδιόρρυθμες. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι: Ιδιότυπη έκφραση, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης, εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα), ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής, που δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματα, εξαιρετικά σύντομα ποιήματα, ιαμβικός ρυθμός, αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί, ομοιοκαταληξία όχι σε όλα τα ποιήματα, ενίοτε χαλαρή και περιστασιακή, με ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης, που παίζουν ρόλο για το νόημα (π.χ. ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (π.χ. χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
Η ποίηση του Καβάφη λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στον λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα με τη συλλογική συνείδηση. Ιδιαίτερο στοιχείο της τεχνικής του είναι μία σπάνιας υφής σκηνοθετική ικανότητα αντίστοιχη με αυτήν που συναντάει κανείς στον πεζογραφικό ή και θεατρικό λόγο, αλλά και μία τάση μίμου, που τον ωθεί μέσω του λόγου του, να υποδύεται περσόνες. Δημιουργείται έτσι μια πολυεπίπεδη ποίηση, με σκόπιμη αινιγματικότητα, αφού είναι συχνά δυσδιάκριτο για τον αναγνώστη να αναγνωρίσει μέσω τίνος προσώπου μιλάει ο ίδιος ο ποιητής και με ποιο ταυτίζεται. Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία, συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και τον στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, πιθανώς αυτήν που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή. Ποιήματά του μελοποίησαν οι Μάνος Χατζιδάκις, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Γλέζος, Θάνος Μικρούτσικος, Σωκράτης Μάλαμας και Δημήτρης Παπαδημητρίου.
β. Κώστας Ουράνης (1890-1953)
O Κώστας Ουράνης (πραγματικό όνομα Κλέαρχος Νιάρχος, Κωνσταντινούπολη 12 Φεβρουαρίου 1890-Αθήνα 12 Ιουλίου 1953) ήταν τυπικά νεορομαντικός, με έμπνευση αντλημένη από την ρευστή ζωή του ρεμβασμού, της νοσταλγίας και του ονείρου, την ομορφιά της φύσης και της τέχνης, τους ακαθόριστους πόθους, τις αναίτιες θλίψεις και τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, με στίχους ασχημάτιστους και χασμωδικούς, αλλά με εσωτερική μουσική ποιότητα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Νικόλαου Νιάρχου από τα Πούλιθρα Κυνουρίας και της Αγγελικής Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας. Εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Φοίτησε στο γυμνάσιο του Ναυπλίου και αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηχρήστου και τη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Στα 1908 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και για κάποιο διάστημα έγραφε στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη. Στη συνέχεια σπούδασε πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας και του Βελγίου, αλλά και άρχισε να ταξιδεύει, όπως του άρεσε. Προσβλήθηκε όμως στο Παρίσι από φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο του Νταβός της Ελβετίας, όπου γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, την Πορτογαλέζα Μανουέλα Σαντιάγκο. Διορίστηκε στα 1920 και για τέσσερα χρόνια γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισσαβόνα. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά ως χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος πολλών εφημερίδων της Ελλάδας της Αμερικής και της Αιγύπτου. Στα 1930 χώρισε και παντρεύτηκε την συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας Ελένη Νεγρεπόντη, που είχε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η υγεία του επιδεινώθηκε. Πέθανε τελικά στα 1953 στο σανατόριο Παπανικολάου από καρδιακή προσβολή.
Από τη μαθητική του ακόμα ηλικία ο Ουράνης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό Ελλάς. Ως πρώτο του έργο ο ίδιος θεωρούσε τη συλλογή Spleen (1912) ο τίτλος της οποίας παραπέμπει στην γνωστή αγγλική λέξη για την έντονη διάθεση της φυγής και την ανεξήγητη μελαγχολία την οποία έκανε γνωστή ο Σαρλ Μπωντλαίρ με την συλλογή του «Le Spleen De Paris (Η μελαγχολία του Παρισιού)» το 1869. Από ποιήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες απαρτίστηκαν οι συλλογές Νοσταλγίες (1920) και Αποδημίες. Στο έργο του, επηρεασμένο εμφανώς από τον Μπωντλαίρ, κυριαρχούν ο συμβολισμός, ο νεορομαντισμός και ο κοσμοπολιτισμός ενώ τα ποιήματά του είναι διαποτισμένα με έντονη και διάχυτη μελαγχολία, νοσταλγία, πλήξη, διάθεση φυγής, αίσθημα αθυμίας και πίκρας καθώς και μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα και ταξιδιωτική λογοτεχνία, χρονογραφήματα, δοκίμια (κυρίως για θέματα εικαστικών τεχνών), ενώ ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνική κριτική και τη μετάφραση. Στα ταξιδιωτικά έργα του υπερτερεί η υποκειμενική, ρομαντική και αισθητική θεώρηση των πραγμάτων συνδυασμένη με την ευσυνείδητη πρόθεση του να μην αλλοιωθεί το φυσικό τοπίο ή το κοινωνικό περιβάλλον. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Γιάννη Γλέζο και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου.
γ. Νικήτας Ράντος (1907-1988)
Ο Νικήτας Ράντος (Ελβετία 27 Μαΐου 1907 - Η.Π.Α. 31 Δεκεμβρίου 1988, γνωστός και ως Νικόλας Κάλας, αφού το πραγματικό όνομα ήταν Νικόλαος Καλαμάρης), χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Ήταν ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30. Γεννήθηκε στην Λωζάνη της Ελβετίας το 1907 και ήταν γιος του Ιωάννη Καλαμάρη, εισοδηματία, και της Ρόζας Καρατζά. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλιά φαναριώτικη οικογένεια Καρατζά, ενώ ήταν απευθείας απόγονος του Γεώργιου Κουντουριώτη και του Μάρκου Μπότσαρη. Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία και σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο αυτή, μεταξύ 1924 με 1927, υπήρξε μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής. Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939, όταν έφυγε για την Λισσαβόνα, όπου έμεινε για έναν χρόνο, και μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη. Στην δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1988.
Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά, όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας. Υπήρξε ο πρώτος της γενιάς του που αναγνώρισε τη σημασία της ποίησης του Καβάφη, ενώ έχει χαρακτηριστεί ως μια μοναχική φωνή πρωτοπορίας και ως αμφισβητίας. Γενικότερα ο Ν.Ράντος διαφοροποιήθηκε από την γενιά του ’30, αμφισβητώντας την ελληνικότητα του ήθους και του ύφους της γενιάς αυτής.
δ. Νίκος Καββαδίας (1910-1975)
Ο Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975) ο πιστότερος διάδοχος των Νοσταλγιών του Κ.Ουράνη, γνώρισε την αγάπη του μεγάλου κοινού με τα εξωτικά ποιήματά του, η δραματικότητα και η οξύτητα της μελαγχολίας των οποίων θυμίζει κάποτε τον Γάλλο «καταραμένο ποιητή» Tristan Corbiere. Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλονίτες, τον Χαρίλαο Καββαδία και την Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου, διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια ήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επέστρεψε στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστράφηκε οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίστηκε. Γύρισε και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα. Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ο Ν.Καββαδίας πήγε στο Δημοτικό και ήταν συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη, διαβάζοντας Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίστηκε με τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πέθανε ο πατέρας του και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Το Νοέμβριο του 1928, ο Ν.Καββαδίας μπαρκάρισε ως "ναυτόπαις" στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".
Το 1934, η οικογένεια μετακόμισε από τον Πειραιά στην Αθήνα και το σπίτι της έγινε τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Ν.Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύτηκε και υπηρέτησε στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 πήρε το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 έφυγε για την Αλβανία, όπου υπηρέτησε αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητας που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιήθηκε στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ν.Καββαδίας πέρασε στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και έγινε μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Εντάχτηκε, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τρία βιβλία. Στις αρχές του 1945 έγινε επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχώρησε στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία".
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξίδευε διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας. Το 1954 με το καράβι του ταξίδεψε ο Γιώργος Σεφέρης, που δεν καταδέχτηκε καν να τον χαιρετίσει. Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», άφησε την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης. Στις επόμενες δεκαετίες το έργο του έγινε εξαιρετικά δημοφιλές, χάρη στις εμπνευσμένες μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Γιάννη Σπανό, την Μαρίζα Κωχ, τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μιχάλη Τερζή.
ε. Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)
Ο Αλέξανδρος Μπάρας (πραγματικό όνομα Μενέλαος Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντινούπολη, 1906 - Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1990), τυπικός εκπρόσωπος του νεορομαντισμού στην αισθητιστική εκδοχή του, με ευγενικά νωθρή διάθεση, καθρεφτισμένη στους επιτηδευμένα ελεύθερους και ομοιοκαταληκτικούς στίχους του, έδωσε ένα έργο διαποτισμένο με αριστοκρατική συγκατάβαση και επιείκεια. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο. Σπούδασε Νομικά στο πανεπιστήμιο των Αθηνών, χωρίς όμως να τελειώσει τη σχολή. Εργάστηκε στο διπλωματικό σώμα, ως υπάλληλος, επί 35 χρόνια στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία 60 ετών και πέθανε εκεί. Στο χώρο της λογοτεχνίας έκανε την πρώτη του εμφάνιση με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες στην Αίγυπτο και στην Πόλη. Σε ηλικία 23 ετών έγινε γνωστός με τη δημοσίευση στο περιοδικό "Αλεξανδρινά Γράμματα" του ποιήματος "Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα". Το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του "Συνθέσεις". Ήταν συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η "Νέα Εστία", τα "Νεοελληνικά Γράμματα", τα "Πειραϊκά Γράμματα", η "Ποιητική Τέχνη", η "Τέχνη", ο "Πυρσός".
στ. Άλλοι κοσμοπολίτες ποιητές
- Ο Καίσαρ Εμμανουήλ (1902-;;;;), γεννημένος στην Αθήνα, έδωσε μια σειρά στίχων με καθαρολογική και συμβολιστική βούληση, επικεντρωμένη στην λεκτική αναζήτηση, σε μία ποίηση διανοητική με ειδική μουσική τάση, γεμάτη από εικόνες μόνωσης, θλίψης, νοσταλγίας, αναπόλησης και ρεμβασμού.
- Ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου (1906-;;;;), από τους πιστότερους ακόλουθους του Γ.Σεφέρη, στα «Ποιήματά» του συγκέρασε την εξωτερική και περισσότερο εξωτική εικόνα με το όραμα, προσδίδοντας στον εσκεμμένα αποσπασματικό λόγο του μια μουσικότητα που δεν είναι μόνο εξωτερική.
Μια τέταρτη ομάδα ποιητών αφοσιώθηκε στην περιγραφή της αστικής ζωής στις μεγαλουπόλεις, που άρχισαν να δημιουργούνται και στην Ελλάδα από την εποχή εκείνη, επιλέγοντας μελαγχολικούς τόνους μέσα σε μια γενικότερα γκρίζα «φθινοπωρινή» διάθεση. Σε μια εποχή που η αντίθεση βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού είχε επικρατήσει και στη λογοτεχνία, αποθεώνοντας τον Κ.Παλαμά και, κοντά σ’ αυτόν, απογειώνοντας τους Ν.Καζαντζάκη και Α.Σικελιανό, ως λογοτεχνικούς φορείς του πνεύματος της βενιζελικής ανάτασης, οι ποιητές αυτοί επικρίθηκαν δριμύτατα ως «απολιτικοί» από τους λόγιους της φιλελεύθερης μεγαλοαστικής τάξης (όπως ο Κ.Θ.Δημαράς), που σχεδόν τους απέδωσαν (και ουσιαστικά τους φόρτωσαν) το κλίμα ηττοπάθειας που (κατά την άποψή τους) προκάλεσε την Μικρασιατική Καταστροφή. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποκατασταθεί η πραγματική ουσία του έργου τους, σε μια νέα θέαση, που ανέδειξε τον βαθύτατα τραγικό χαρακτήρα της έμπνευσής τους. Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι οι ποιητές αυτοί πέθαναν νέοι, δύο αυτοκτόνησαν, δύο έκαναν χρήση ναρκωτικών, δύο έπασχαν από αφροδίσιο νόσημα και ένας ήταν τρόφιμος ψυχιατρείου --- είχαν δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά των παρακμιακών Γάλλων «κολασμένων ποιητών» (poetes maudits) της ίδιας περίπου (ή λίγο προγενέστερης) εποχής.
α. Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)
Ο Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928), ένας εξόριστος της πραγματικότητας, ζώντας μέσα στο κλίμα των «κολασμένων» του γαλλικού συμβολισμού, αποτύπωσε μια μονήρη διάθεση και ένα πάθος ανίας και απελπισίας, με κύριο γνώρισμα τον ειρωνικό και σαρκαστικό κλαυσίγελο που αποδίδει το πεισιθάνατο άλγος του με σπαραγμό. Γεννήθηκε στην Τρίπολη, δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από την Καρυά (Κορινθιας) και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός. Το 1918 ο Καρυωτάκης επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε, αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Για ένα διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για να αποφύγει τις μεταθέσεις απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, με τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα.
Η Μ.Πολυδούρη γνώρισε τον Κ.Καρυωτάκη το 1920 σε δημόσια υπηρεσία της Αθήνας, όπου εργάζονταν και οι δύο προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε. Αναφέρεται ότι η Μ.Πολυδούρη του πρότεινε γάμο, αλλά αυτός αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι «πάσχει από ανίατο αφροδίσιο νόσημα και δεν θέλει να πάρει στο λαιμό του καμιά γυναίκα». Το ποίημά του «Ωχρά Σπειροχαίτη», που είναι το όνομα του μικροβίου που προκαλεί την σύφιλη, φαίνεται ότι δικαιώνει την στάση του. Ο Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Κ.Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο και υπάρχει εκεί αναμνηστική πλάκα. "Είχε τρία κουστούμια γαλλικά, που αγόρασε στο Παρίσι και ήταν πάντα άψογα ντυμένος με γραβάτα".
Ο Κώστας Καρυωτάκης προσπάθησε να αυτοκτονήσει με πνιγμό στη θάλασσα στις 21 Ιουλίου 1928. Τελικά την ίδια μέρα το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η φωτογραφία που δημοσίευσε η τότε χωροφυλακή τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι που κρατάει το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και μια πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης». Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματός του βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. ….. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο: Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ.
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες για τις αντιφάσεις της επιστολής αυτής. "Ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής δεν είναι δυνατόν να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του". Ένας λόγος που ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία ίσως είναι η σύφιλη από την οποία φαίνεται ότι έπασχε και ο φόβος ότι στο τελικό στάδιο της αρρώστιας θα τον έκλειναν σε φρενοκομείο, όπως συνηθιζόταν τότε. Ο ρόλος που ενδεχομένως έπαιξε η γυναίκα και ο έρωτας στην αυτοκτονία του δεν αναφέρεται ούτε ως υπαινιγμός στο τελευταίο του σημείωμα, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον είχε ερωτευθεί και αυτός φάνηκε να ανταποκρίνεται. Το ημερολόγιο της Πολυδούρη, δείχνει πως οι δυο τους δεν είχαν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, αν και εκείνος είχε ερωτικές επαφές με κοινές γυναίκες. Σήμερα ο Κ.Καρυωτάκης έχει αναγνωριστεί ως ο τραγικότερος από τους γνήσια και βαθιά λυρικούς ποιητές και το έργο του είναι αντικείμενο μελέτης σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Σπανό, τον Δήμο Μούτση, την Λένα Πλάτωνος και τον Νίκο Ξυδάκη.
β. Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944) κύριος εκπρόσωπος του παρακμισμού, έδωσε μία ποίηση λεπταίσθητη, διαποτισμένη από ψιθυριστή θλίψη, ρομαντική εγκαρτέρηση και μυστικό μελαγχολικό ρίγος, σε μία εσχατολογική εκμυστήρευση της φύσης με ήχους και εικόνες. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Λαπαθιώτης (1854-1942), κυπριακής καταγωγής, ήταν μαθηματικός και ανώτατος στρατιωτικός, που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και έγινε υπουργός των στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα του εκδόθηκε με φροντίδα του πατέρα του. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 πήρε δίπλωμα νομικής, αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδεψε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κ. Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921. Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. Αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, με το πιστόλι του πατέρα του, στρατιωτικού, ο οποίος πέθανε στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, περίπου τέσσερα χρόνια μετά την μητέρα του ποιητή, αφήνοντάς τον ορφανό, ηθικά και οικονομικά απροστάτευτο, φτωχό και καταπονημένο από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
Παρά τον ελευθεριάζοντα τρόπο διαβίωσής του και την ευφυΐα του, το ταλέντο του, τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά του, «ο Λαπαθιώτης δεν κατάφερε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του». Φιλοξενούσε στο σπίτι του, κατά τα φαινόμενα εν γνώσει του πατέρα του, νεαρούς άντρες του υποκόσμου, θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως μια φυσιολογική μορφή σεξουαλικότητας και έκανε χρήση ναρκωτικών. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής, στα πρώτα του ποιήματα επηρεάστηκε από τον αισθητισμό και τον αισθησιασμό, που κυριαρχούσε στις αρχές του εικοστού αιώνα (ιδιαίτερα από τον Όσκαρ Ουάιλντ), ενώ στα τελευταία του κατέληξε σε «τόνους απελπισμένους και μελαγχολικούς, όπου κυριαρχεί το αίσθημα του χαμένου ιδανικού και της νοσταλγίας». Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει πολλοί Έλληνες συνθέτες, όπως οι Γιάννης Σπανός, Σταύρος Κουγιουμτζής, Μιχάλης Τερζής, Χρήστος Νικολόπουλος, Νίκος Ξυδάκης. Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.
γ. Ρώμος Φιλύρας (1888-1942)
Ο Ρώμος Φιλύρας (1888 - 9 Σεπτεμβρίου 1942), έγραψε ποιήματα που τα χαρακτηρίζει η ερωτική ευγένεια, η συγκίνηση μπρος στο θαύμα της φύσης, η λικνιστική μελωδία, το φρίσσον αίσθημα της αγωνίας, η πικρόχολη σάτιρα, η ειρωνεία και ο σαρκασμός, εξωτερικευμένα με εκμυστηρευτική διάθεση. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Οικονομόπουλος. Γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας και πέθανε στην Αθήνα. Μορφώθηκε κατ' οίκον από τον πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός. Στα 14 του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Α Γυμνάσιο. Πέρασε πολλές περιπέτειες με αρκετές μεταπτώσεις σε όλο τον υγιή βίο του. Έπαθε κρυοπαγήματα στα χέρια στον Α Βαλκανικό Πόλεμο και υπηρέτησε στο Υπουργείο Στρατιωτικών ως γραφεύς. Παράλληλα εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος και έγραφε ποιήματα και μερικά πεζογραφήματα. Το 1920, συνεπεία αφροδισιακού νοσήματος, πέρασε τα σύνορα της ουτοπίας και του δράματος, για να υποκύψει στη τρέλα. Το 1927 κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο, και δεν βγήκε ποτέ από εκεί. Δε σταμάτησε να συνθέτει ποιήματα, άλλοτε καλά και στρωτά και άλλοτε εντελώς αλλοπρόσαλλα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε στους επισκέπτες. Στην ποίηση του, διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιεί νέες λυρικές φόρμες, αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπει η μουσικότητα και ο ρομαντισμός.
δ. Τέλλος Άγρας (1899-1944)
Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου, 1899- 12 Νοεμβρίου 1944), συμβολιστής, επηρεασμένος από τον Jules Laforgue, δεν αρκείται, όπως εκείνος, στην γλυκιά και ανάλαφρη μελαγχολία, αλλά κυνηγάει την οξύτατη ψυχική οδύνη, που προκαλεί η βαθύτατα βιωμένη, θανατερή και αβάσταχτη πλήξη. Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Το 1906 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1907 πρωτοεμφανίστηκε στη στήλη της αλληλογραφίας του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων και από το 1911 έγραφε τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Το 1916 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο του το 1923. Συνεργάστηκε και με άλλα περιοδικά, όπως η ‘‘Λύρα’‘, ο ‘‘Βωμός’‘, οι ‘‘Νέοι’‘. Το 1918 βραβεύτηκε στο Σεβαστοπούλειο διαγωνισμό, και κέρδισε βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εσπερία στο Λονδίνο. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου. Την ίδια χρονιά μετάφρασε τις ‘‘Στροφές’‘ του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas). Το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Έγραφε συχνά στο περιοδικό Νέα Εστία, της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα. Το 1934 κυκλοφόρησαν Τα βουκολικά και τα εγκώμια, η πρώτη ποιητική του συλλογή και το 1939 η δεύτερη με τίτλο Καθημερινές, που τιμήθηκε το 1940 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής χειροτέρεψε η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Το Νοέμβριο του 1944, χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου ξεψύχησε. Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού (Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire) και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας της εποχής του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, αλλά παράλληλα, χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια, αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Γιάννη Σπανό, την Νένα Βενετσάνου και τον Νότη Μαυρουδή.
ε. Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943)
Ο Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), εκπρόσωπος του παρακμισμού, ποιητής της ερημιάς με κύρια θέματα τη μνήμη και τη φυγή, έδωσε ένα έργο εξομολογητικό και συμβολιστικό με ελεγειακή διάθεση, τραγικά μελωδικούς τόνους και ειλικρινή συγκίνηση. Γεννήθηκε στην Ύδρα, από μικρός όμως εγκαταστάθηκε στον Πειραιά μαζί με την οικογένεια του. Τελειώνοντας το γυμνάσιο άρχισε να γράφει ποιήματα που δημοσίευε στο περιοδικό του Γρηγ. Ξενόπουλου Η διάπλασις των Παίδων. Έγινε δημοσιογράφος και σύντομα αρχισυντάκτης και διευθυντής στο περιοδικό Μπουκέττο. Το μεγάλο του πάθος ήταν οι μεταφράσεις. Διαβάζοντας ώρες ολόκληρες ξένη λογοτεχνία, μετέφρασε και κυριολεκτικά ζωντάνεψε στην ελληνική γλώσσα ποιήματα του Πωλ Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Βερλαίν και του Απολλιναίρ. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική και το δοκίμιο. Το ποιητικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα αλλά εξαιρετικό σε ποιότητα. Πρόκειται για 50 περίπου ποιήματα γεμάτα νοσταλγία για τη χαμένη πρώτη νιότη και γραμμένα με τη τεχνοτροπία του συμβολισμού. Τα ποιήματα αυτά εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε τόμο το 1966. Ο Μ. Παπανικολάου είχε, όπως ο φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτης, το πάθος των ναρκωτικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η Κατοχή και η φτώχεια, δε μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του αυτό. Έτσι ξεπούλησε σιγά σιγά όλα τα πολύτιμα βιβλία του και άλλα πράγματα, που τα φύλαγε για χρόνια και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά. Στο δωμάτιο αυτό ζούσε άθλια, γι' αυτό οι φίλοι του φρόντισαν να τον βάλουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε μετά από μια δυνατή δόση ναρκωτικών. Τα ποιήματά του 'Μέσα στη βουή του δρόμου', 'Καραβάκι (Βραδινοί Θάνατοι) [2002] , 'Χειμώνας' [2004] και 'Ώρες' [2007] έχουν μελοποιηθεί από το συγκρότημα Ντομένικα (Domenica).
στ. Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Η Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 - Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ο έτερος πόλος (μετά την Μυρτιώτισσα) της φλογερής γυναικείας ερωτικής ποίησης, διάσημη σε μυθιστορηματικό επίπεδο για τη θρυλική σχέση της με τον Κ.Καρυωτάκη, έδωσε ένα έργο κυριαρχούμενο από μελαγχολία, απαισιοδοξία, πόθο φυγής, ψυχικό σπαραγμό, εγκαρτέρηση και αδικαίωτο έρωτα για τον μεγάλο αγαπημένο της. Ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της. Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως τη Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα για να την εγκαταλείψει. Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925, αλλά αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική, αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χρηστομάνου. Τα Άπαντα της κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που ζούσε μέσα σε ένα κλίμα ανικανοποίητου και παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της, μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Νένα Βενετσάνου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκροτήματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο.
ζ. Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984)
Ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984), ρομαντικός κατά βάθος, όπως και οι ήρωες των μυθιστορημάτων του, μέσα από τις στιχουργικές, γλωσσικές και συντακτικές ακροβασίες του, που παρουσιάζονται σαν διακωμώδηση της ακαδημαϊκής τεχνικής, έδωσε ποιήματα τρυφερά και συγκινημένα και, παρά την ιδιοτυπία του, έμεινε βαθιά παραδοσιακός. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού, και, από την άποψη αυτή, μπορεί να ενταχθεί σε αυτή την ομάδα ποιητών, με την οποία δεν ταιριάζει στα υπόλοιπα σημεία του έργου του. Εισήγαγε υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία και θεωρείται από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Αγία Ευθυμία της Φωκίδας, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο σχολαρχείο του Αιγίου και τις ολοκλήρωσε στο Α' Γυμνάσιο Πατρών. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής. Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα. Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν από τους συγγενέστερους προς το κίνημα του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αφού τόσο το εικονοκλαστικό του ύφος όσο και ή ιδιόρρυθμη γλώσσα πού χρησιμοποίησε στα έργα του, προκάλεσαν αίσθηση στην εποχή του. Έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα, της οποίας έγινε «σήμα κατατεθέν», και ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και θάφτηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα. Το ποίημά του Σπασμένο καράβι μελοποιήθηκε έξοχα από τον Γιάννη Σπανό και το ποίημα Ουλαλούμ από τον Νικόλα Άσιμο.
Στον αντίποδα των πικρόχολων ποιητών της προηγούμενης ομάδας, ένα άλλο σύνολο των λεγόμενων «Ρουμελιωτών» ποιητών, πιστό στην μουσικοχορευτική και γλεντζέδικη παράδοση του Μιλτιάδη Μαλακάση (ιδιαίτερα από τα «Μεσολογγίτικα») και του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, ακολούθησε τόνους φωτεινούς, ευχάριστους και αισιόδοξους, εμπνευσμένους από τις ηλιόλουστες ημέρες της ελληνικής αγροτικής ζωής στην ύπαιθρο.
α. Νικόλαος Πετιμεζάς – Λαύρας 1872-1952)
Ο Νικόλαος Πετιμεζάς-Λαύρας (1872-1952) τραγούδησε τις χαρές και τις πίκρες της ελληνικής υπαίθρου, επηρεασμένος άμεσα από τον Μ.Μαλακάση, ενώ σε άλλα ποιήματά του, επηρεασμένος από τον Ζαν Μορεάς, εκδηλώνει μια παρόμοια φιλοσοφική εγκαρτέρηση χωρίς ρηχότητα. Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια αγωνιστών της επανάστασης του 1821. Αποφοίτησε από την σχολή Ευελπίδων και κατατάχθηκε στον στρατό. Το 1910 εξέδωσε για πρώτη φορά ποιήματα και πεζογραφήματα όπου υπόγραφε πάντα σαν "Λαύρας". Έγραψε τις ποιητικές συλλογές :"Εγκόλπια" το 1922, "Ένας Έρωτας" το 1940. Διετέλεσε νομάρχης της Αττικής και της Κέρκυρας και υπήρξε αρχισυντάκτης της "Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας". Γιος του ήταν ο Ηρακλής Πετιμεζάς συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός και αγωνιστής της εθνικής αντίστασης.
β. Ρήγας Γκόλφης (1886-1958)
Ο Ρήγας Γκόλφης (1886- 2 Ιανουαρίου 1958) με άψογη τεχνική και ποικιλία ρυθμών και μέτρων, με εξομολογητική διάθεση και ευγένεια αισθημάτων, δημιούργησε ένα έργο βασισμένο στη νεορομαντική υποβολή και στην τρυφερή μουσικότητα. Ήταν από τους πιο μαχητικούς δημοτικιστές της εποχής του χωρίς να μετατρέψει την ποίηση του σε πολιτική συνθηματολογία. Ο Δημήτρης Δημητριάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του, γεννήθηκε το 1886 στο Μεσολόγγι ενώ ο πατέρας του καταγόταν από το Καρπενήσι. Αφού σπούδασε νομικά στην Αθήνα έγινε συμβολαιογράφος όπως και ο πατέρας του. Το 1908 δημοσίευσε στον Νουμά το μονόπρακτο δράμα Ο Γήταυρος, το οποίο είχε έντονο κοινωνικό χαρακτήρα και εντάσσεται στην κοινωνική θεατρική ηθογραφία. Εξέδωσε και ένα βιβλίο με διηγήματα με τίτλο Η επιφάνεια και το βάθος (1954), ενώ αξιόλογα είναι και τα κριτικά κείμενά του που, αν και χαρακτηρίζονται από απλότητα, φανερώνουν την γενικότερη πνευματική καλλιέργειά του. Επίσης μετέφρασε τον Ύμνο της Διεθνούς και το καταστατικό του σοσιαλιστικού κόμματος στη δημοτική. Το 1909 αφιέρωσε ένα ποίημά του στον σοσιαλιστή Φερέρο που δολοφονήθηκε στην Ισπανία.
γ. Γεώργιος Αθάνας (1893-1987)
Ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας (Ναύπακτος, 9 Φεβρουαρίου 1893 - 10 Αυγούστου 1987), γνωστός ως Γεώργιος Αθάνας, ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος αυτής της ομάδας, μάστορας της παιχνιδιάρικης στιχουργίας, αναδείχτηκε ειδυλλιακός ψάλτης των θέλγητρων της γενέθλιας γης και νοσταλγός των αφελών τρόπων της αγροτικής ζωής, με ρουμελιώτικη ευρωστία και εύθυμο ερωτικό κυμάτισμα. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1893 και ήταν αδερφός του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη Νόβα. Η μητέρα του Ευδοκία ήταν γόνος της παλιάς ιστορικής και αρχοντικής οικογένειας Σισμάνη από τη Ναυπακτία. Τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Πατρών κι έπειτα σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη δικηγορία. Εργάστηκε επί 25 χρόνια ως δημοσιογράφος ανταποκριτής της εφημερίδας Ακρόπολις κατά τους Βαλκανικούς πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο και της εφημερίδας Πολιτεία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία, εφημερίδες στις οποίες ήταν συντάκτης, και συνεκδότης (1933-1936) της εφημερίδας Νέος Κόσμος.
Ως πολιτικός, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας το 1926, με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά. Συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής από το 1932 ως το 1964 με το Προοδευτικό Κόμμα του Γεωργίου Καφαντάρη, με το κόμμα των Φιλελευθέρων και με την Ένωση Κέντρου. Το 1936 εξελέγη αντιπρόεδρος της Βουλής. Από το 1945 διετέλεσε πολλές φορές υπουργός. Το 1964, ως βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής. Στις 15 Ιουλίου 1965, μεσούσης της πολιτειακής κρίσης που προέκυψε κατά την λεγόμενη Αποστασία, μετά τη διαμάχη του Γεωργίου Παπανδρέου και Βασιλιά Κωνσταντίνου Β για το υπουργείο εθνικής άμυνας, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση, διότι ήταν τότε πρόεδρος της Βουλής. Στιγματίστηκε τότε ως ο πρώτος «Πρωθυπουργός της Αποστασίας», παρότι η Κυβέρνησή του τελικά δεν πέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και παραιτήθηκε. Στην Κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου (1965-66), που τελικά έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας διετέλεσε αντιπρόεδρος. Πέθανε τα,ο 1987, σε μεγάλη ηλικία στη γενέτειρά του Ναύπακτο, στην οποία έκανε σημαντικές δωρεές. Όλα του τα έργα του είναι εμπνευσμένα από την επαρχία, τον τόπο καταγωγής του, τη φύση και την ελληνική παράδοση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών το 1926 και διετέλεσε Αντιπρόεδρός της. Έγινε ακόμη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1955 και πρόεδρος της Ακαδημίας το 1965. Το ποίημά του Στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια μελοποιήθηκε από τον Διονύσιο Λαυράγκα και το Στου τηλεφώνου το κοχύλι από τον Γιάννη Σπανό.
δ. Άλλοι αγροτικοί ποιητές
- Ο Αθανάσιος Κυριαζής (1888-1950), γεννημένος στο Αγρίνιο, ο «άλλος εαυτός» του Γ.Αθάνα, υπήρξε ανανεωτής της παράδοσης, με τον ηρωικό ρουμελιώτικο τόνο του, το νευρώδες ύφος, τον χορευτικό ρυθμό του και με τις καθαρές εικόνες του χωρίς φωτοσκιάσεις, που απαθανατίζουν, με συναισθηματική τρυφερότητα, θαλασσινά ειδύλλια και ερωτικές εκστάσεις, χωρίς να λείπει από το έργο του και η ανησυχία της κοινωνικής συνειδητοποίησης.
- Ο Φώτος Γιοφύλλης (1887-1978) γεννημένος στην Ιθάκη, κινείται στο ίδιο κλίμα της παιχνιδιάρικης, εύθυμης και γλυκόπικρης καθημερινότητας.
- Ο Κλέων Καρθαίος (1878-1955), γεννημένος στην Αθήνα, παρουσιάζει ένα τόνο ηρωικό με ευαίσθητο υπόστρωμα, αλλά και μια θλιβερή στωικότητα που αποκαλύπτουν ένα βαθύ αίσθημα ανθρωπιάς.
- Ο Γιάννης Κουγιούλης (1905-;;;;), γεννημένος στη Χίο, έγραψε μουσικούς στίχους με συμβολιστική διάθεση.
- Ο Γεράσιμος Αμπάτης (1906-1972), φιλολογικός κριτικός από τη Κεφαλονιά, στο έργο του Καπνοί μιας Φλόγας συνεχίζει την παλαμική παράδοση, με ήρεμους τόνους και κατανόηση των ανθρωπίνων.
- Ο Γιάννης Π. Κουτσοχέρας (1904-1994), γεννημένος στη Ζήρια Αχαΐας, γιος του Παναγιώτη, πιστός συνεχιστής των Γ.Αθάνα και Αθ.Κυριαζή, με τους κρυστάλλινους διαυγείς και καθαρούς στίχους του, που αναδίνουν ανθρωπιά, εξωτερικεύει με χάρη οράματα ψυχικής αβρότητας, αλλά και κοινωνικής συνειδητοποίησης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και λογοτεχνία, φιλοσοφία, θέατρο και κοινωνιολογία στη Σορβόννη. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1964 με την Ένωση Κέντρου και επανεκλέχτηκε ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1974, 1977 και 1981. Ως βουλευτής υπήρξε από τους πρωτεργάτες της προσπάθειας για τονική μεταρρύθμιση που οδήγησε στην καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος.
Στην ομάδα των γενικότερα θρησκευτικών ποιητών, όχι απαραίτητα από θεολογική άποψη, αλλά κυρίως με την έννοια ότι στο έργο τους εκδηλώνεται κάποιο είδος σεβασμού προς της ιερότητα της φύσης και της ζωής, εντάσσονται ποιητές που ακολουθούν το μυσταγωγικό παράδειγμα του Α.Σικελιανού και του Ν.Καζαντζάκη, αλλά με χαμηλότερους τόνους και με θέματα εσωτερικότερα και λιγότερο υψιπετή, που αναδιφούν τις ενδόμυχες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού.
α. Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962)
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (Ηράκλειο Κρήτης 8 Μαρτίου 1881 - Αθήνα 17 Νοεμβρίου 1962), γνωστή πεζογράφος έγραψε και ποιήματα στα οποία κυριαρχεί η μυστικοπάθεια και το θρησκευτικό συναίσθημα, που συνταιριάζονται όμως με μία νατουραλιστική θέαση του κόσμου, απόρροια των κοινωνιστικών αναζητήσεών της. Ήταν κόρη του λόγιου εκδότη Στυλιανού Αλεξίου, αδελφή της Έλλης Αλεξίου. Το 1911 παντρεύτηκε τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1926 χώρισε με τον Ν. Καζαντζάκη και το 1933 παντρεύτηκε τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη. Έγινε γνωστή με τη δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος, «Ρίντι Παλιάτσο», υπό μορφήν ημερολογίου, στο περιοδικό Νουμάς το 1910. Ακολούθησαν οι τόμοι: «Εγώ όλοι Εσείς», 1911, «Φωτεινή τ’ Ανεγνώστη», νουβέλλες, 1913, «Άρρωστη Πολιτεία», μυθιστόρημα, 1916, «11 π.μ.–1 μ.μ.», διηγήματα, 1930, «Γυναίκες», επιστολές, 1931, «Άντρες», επιστολές, 1933, «Κρίσιμες Στιγμές», διηγήματα, 1953, «Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι», μυθιστόρημα, 1957, «Βίλλα Βικτώρια», νουβέλλα, 1959, «Ο κόσμος που πεθαίνει κι ο κόσμος που έρχεται», διηγήματα, 1963. Παράλληλα ή Γαλάτεια Καζαντζάκη ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1925 ανεβάστηκε από το «Θέατρο Τέχνης» το τρίπραχτο έργο της «Πληγωμένα Πουλιά». Το 1931 από τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το τρίπραχτο: «Ενώ το πλοίο ταξιδεύει». Το 1959 κυκλοφόρησε ο τόμος «Αυλαία», όπου περιέχονται εννέα τρίπραχτα δράματα και οκτώ μονόπρακτα. Έγραψε και παιδικά διηγήματα και ποιήματα και βραβεύτηκε για τη συγγραφή αναγνωστικών βιβλίων για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1962 στην Αθήνα.
β. Τάκης Παπατσώνης (1895-1976)
Ο Τάκης Παπατσώνης (1895-26 Ιουλίου 1976) καθολικός επηρεασμένος από τον πλατειάζοντα ευσεβή λόγο του Πωλ Κλωντέλ, είναι ο κατ’ εξοχήν θρησκευτικός ποιητής που αντλεί έμπνευση από την πίστη και τον θρησκευτικό ιδεαλισμό, εξωτερικευμένη με μεταφυσική ανησυχία, λεπτή ειρωνεία και μυστική έξαρση με στίχους τελετουργικούς, που αποκαλύπτουν μια ψυχή ασκητική με φιλοσοφική αντίληψη. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Παπατσώνης, μητέρα του η Αικατερίνη Πρασσά και μαθήτευσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Στο Πανεπιστήμιο παρακολούθησε πολιτικές επιστήμες μέχρι το 1920. Το 1927 πήγε στην Γενεύη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Το 1938 αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου έζησε μοναχικό βίο για πολλούς μήνες. Νυμφεύτηκε το 1932 και έκανε ένα παιδί. Περιηγήθηκε το Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, Ιταλία, Πράγα, Ελβετία, Γαλλία, Βερολίνο, Δρέσδη, Αγγλία, Ισπανία, Βουκουρέστι, Βέρνη, Καρπάθια, Νέα Υόρκη, Κούβα, Σικάγο, και Σαν Ντιέγο. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Οικονομικών από το 1914 για σαράντα χρόνια και προβιβάστηκε στην θέση του Γενικού Γραμματέα και ύστερα του διευθυντή. Επίσης διετέλεσε σύμβουλος του ελεγκτικού συνεδρίου, ειδικός οικονομικός σύμβουλος και γενικός γραμματέας του υπουργείου τύπου, αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντίστοιχα). Βραβεύτηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920), ενώ του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η ποιητική του Παπατσώνη αποτελεί ιδιαίτερο μείγμα φαινομενικά ετερόκλιτων στοιχείων. Από την μία πλευρά υπάρχει μια θρησκευτικής υφής ατμόσφαιρα και από την άλλη ένας ευρύτερος στοχασμός πάνω στα ανθρώπινα που, υφολογικά, αντλεί δάνεια και από την καβαφική τεχνοτροπία. Ήταν από τους πρώτους που έκανε χρήση του ελεύθερου στίχου στην νεότερη ελληνική ποίηση και ένα μέρος από την θεματολογία του προέρχεται από την ευρύτερη σφαίρα της θρησκείας και κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ ανατολικής και δυτικής πολιτιστικής παράδοσης.
γ. Μελισσάνθη (1907-1990)
Η Μελισσάνθη (πραγματικό όνομα: Ήβη Κούγια - Σκανδαλάκη, 7 Απριλίου 1907 - 9 Νοεμβρίου 1990) έδωσε έργο με έντονη θρησκευτικότητα και πνευματικότητα, που απορρέουν από τον Λόγο, οριοθετημένο στα μέτρα των ανησυχιών και της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών. Ασχολήθηκε με την ποίηση και το 1930 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή (Φωνές εντόμου). Ακολούθησαν άλλες έξι. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη. Απεβίωσε στις 9 Νοεμβρίου 1990, ταλαιπωρημένη από καρκίνο, και ενταφιάστηκε στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν παντρεμένη από το 1932 με τον δικηγόρο και πολιτικό Ιωάννη Σκανδαλάκη.
δ. Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (1903-1996)
Ο Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (1903-1996), αρχικά ωραιολόγος και συμβολιστικός, μετά από πεζολογικούς και εγκεφαλικούς πειραματισμούς, πέρασε σε ένα πεδίο έκφρασης που κυριαρχείται από αισθηματικό ιδεαλισμό και δραματική πνευματικότητα, που επιτείνονται από την ιεροπρέπεια του λόγου του. Γεννήθηκε στη Γευγελή, δευτερότοκος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας, το γένος Δεμερτζή και είχε 5 αδέρφια. Αποφοίτησε από την αστική σχολή Γευγελής και μετά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, όταν η οικογένειά του εκπατρίστηκε, έζησε στην Έδεσσα, το Φανό Κιλκίς και τη Γουμένισσα. Το 1917, η οικογένειά του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο (1923). Τη χρονιά αυτή, μετέβη στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ. Χατζιδάκη. Τελικά, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του γιατί έπασχε από φυματίωση και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1924. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα (1923-1924) γνωρίστηκε με τον Kωστή Παλαμά και με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1932, όπου το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. Υπήρξε διευθυντής της έως το 1963. Στη Γερμανική κατοχή, αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Γιώργο Θέμελη, με τους οποίους συνδέθηκε στενά, όπως και με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Μετά από πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, το 1951, ταξίδευσε στην Αγγλία, για να μελετήσει τη λειτουργία των Βρετανικών βιβλιοθηκών. Διατέλεσε Γενικός Γραμματέας του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964-1967). Υπήρξε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1980), επίτιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1988), μέλος της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966) και μέλος της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973). Το 1924 γνωρίστηκε με την Ανθούλα Σταθοπούλου, την οποία νυμφεύτηκε το 1931, αλλά το 1935 η σύζυγός του πέθανε. Το 1938 ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, την οποία νυμφεύτηκε το 1946. Το 1957 ταξίδευσε στις Η.Π.Α.. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στην Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, το 1967. Τη χρονιά αυτή, καθώς και την επόμενη, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε όλη την Ελλάδα. Το 1968 ταξίδευσε σε Βέλγιο, Ολλανδία και Γερμανία, το 1969 στην Ιταλία, το 1970 στην Ισπανία και το 1973 στη Σκανδιναβία. Το 1974 επισκέφτηκε την Κύπρο. Την ίδια χρονιά έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή. Έχει τιμηθεί με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Αριστείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972). Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη, μετά από δίμηνη νοσηλεία σε κλινική της πόλης. Στο συγγραφικό και ποιητικό έργο του απεικονίζεται η ζωή της πόλης επί Tουρκοκρατίας και ως τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, με πάρα πολλά στοιχεία, και ιδιαίτερα στην τελευταία μελέτη του Tο παραμύθι της Θεσσαλονίκης (1993). Ξεκίνησε από το νεοσυμβολισμό και την ανανεωμένη παράδοση, με επιρροές από τον Παλαμά, τον Kαβάφη, τον Mποντλέρ και τον Kαρυωτάκη. Στράφηκε αργότερα με την Προσφορά, προς τους νέους εκφραστικούς τρόπους, σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα του υπερρεαλισμού, χωρίς να παρακολουθεί τα συνθήματά του. H ποιητική του φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου του το έδωσε μετά τον πόλεμο και την Kατοχή.
ε. Ζωή Καρέλλη (1901-1998)
Η Ζωή Καρέλλη (1901-1998), παραδοσιακή στα εκφραστικά καθέκαστα, με βυζαντινές καταβολές και γοητευμένη από τις λύσεις που έδωσε ο Καβάφης στα εκφραστικά προβλήματα, ήταν η κυριότερη εκπρόσωπος του θρησκευτικού υπαρξισμού στην Ελλάδα, μέσα από ένα έργο που ουσιαστικά είναι ένα είδος ημερολογίου υποστασιακού χρόνου, όπου εκτελείται ο άνθρωπος των καιρών μας. Το πραγματικό όνομά της ήταν Ζωή Αργυριάδου και ήταν αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Σπούδασε ξένες γλώσσες και μουσική και παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1982 ήταν η πρώτη γυναίκα που αναγορεύθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της απένειμε το Μετάλλιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ την αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα το 1988. Το έργο της, πολυσχιδές, πρωτοεμφανίστηκε το 1935 και συνεχίστηκε με την έκδοση δώδεκα ποιητικών συλλογών. Η ποίησή της είναι μια «διασταύρωση της θρησκευτικής ανησυχίας με τον πυρήνα του ερωτικού βιώματος», που οδηγεί σε μια λυτρωτική πνευματικότητα, μια ποίηση «εσωτερικού χώρου, πνευματικής και καλλιτεχνικής αγωνίας και υπαρξιακών ερωτημάτων», με κύρια θέματα τον χρόνο, τη μοναξιά, τη φθορά, τον έρωτα και τον θάνατο.
Μια άλλη πολυάριθμη ομάδα ποιητών, συνεχίζοντας την χαμηλόφωνη παράδοση των Γ.Δροσίνη, Ι.Πολέμη και Λ.Πορφύρα, αρκέστηκαν σε μία ποίηση χαμηλών τόνων, προσπαθώντας να αποδώσουν την πλέον οικεία καθημερινότητα με ήρεμο τρόπο και χωρίς άλλη φιλοδοξία.
α. Στέφανος Δάφνης (1882-1947)
Ο Στέφανος Δάφνης (Άργος, 1882 - Αθήνα, 14 Ιουλίου 1947) έγραψε στίχους αρμονικούς με λαγαρές εικόνες και αισθηματική ευγένεια, αποδίδοντας στο κλίμα του Δροσίνη και του Πολέμη, με στοχαστική διάθεση, μελαγχολικές στιγμές της αστικής ζωής. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Θρασύβουλος Ζωιόπουλος. Οι γονείς του ήταν φτωχοί γεωργοί. Ο πατέρας του ήταν από το Ναύπλιο και η μητέρα του από το Άργος. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην ελληνική πρωτεύουσα το 1907. Δίδαξε μαθηματικά σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εν συνεχεία διορίστηκε τμηματάρχης στην Εθνική Βιβλιοθήκη.. Συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως οι "Ακρόπολις", "Αθήναι", "Νέοι Καιροί". Η πρώτη του ποιητική συλλογή "Ο ανθισμένος δρόμος" δημοσιεύτηκε το 1911, ενώ από τις επόμενες ξεχωρίζουν τα 12 σονέτα του ("Ο κύκλος της χαράς και του πόνου"). Πολλά από τα διηγήματά του, όπως "Ο ονειροκρίτης", "Αίμα στον κάμπο", "Το αγρίμι", "Ο ξένος των Χριστουγέννων", "Φρυκτωρία", "Ο Αρχάγγελος" έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο της εποχής του. Έγραψε και θεατρικά έργα, όπως "Το Αγριογούρουνο", το μονόπρακτο "Της φυλακής" και το ερωτικό δράμα "Το τραγούδι της καρδιάς". Η σύζυγός του Αιμιλία Δάφνη το γένος Κούρτελη (1887-1941), ήταν επίσης ποιήτρια, που κινήθηκε στο ίδιο κλίμα με τον άντρα της. Το ποίημά της Τρεις φίλοι έγινε ευρύτερα γνωστό μετά την μελοποίηση του από τον Γιάννη Σπανό, με την ειδυλλιακή φωνή του Μιχάλη Βιολάρη.
β. Βασίλης Ρώτας (1889-1977)
Ο Βασίλης Ρώτας (23 Απριλίου 1889-30 Μαΐου 1977), ακολουθώντας την ελληνοπρεπή γραμμή των Κώστα Κρυστάλλη, Αλέξανδρου Πάλλη και Σπήλιου Πασαγιάννη, ζωντάνεψε το πνεύμα της δημοτικής παράδοσης με λαϊκή ψυχή και χορευτικούς ρυθμούς, απεικονίζοντας με θυμοσοφία τον πικρό στοχασμό του, την παγανιστική του διάθεση και τον ερωτισμό του, έχοντας πάντα κύριο γνώμονα τον κοινωνιστικό προσανατολισμό του. Γεννήθηκε στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κορίνθου και αποφοίτησε από το Α΄ Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός σε πολλές μάχες. Στη διάρκεια του Α Παγκοσμίου πολέμου, στα 1916, υπηρέτησε ως αξιωματικός στο Δ΄ Σώμα Στρατού, στην Καβάλα και μέχρι το 1919 ήταν αιχμάλωτος στο (Γκέρλιτς) της Πολωνίας. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και για δύο χρόνια (1921-1922) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1921 νυμφεύτηκε την παιδική του φίλη Κατερίνη Γιαννακοπούλου και απέκτησαν 3 παιδιά. Αποστρατεύτηκε στα 1926 με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, τη μετάφραση και το θέατρο. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Από το τέλος της δεκαετίας του 1940 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου, με την οποία έζησε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Πέθανε το 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.
Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό Νουμάς το 1908. Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα και ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές στα 1910 τη Φοιτητική Συντροφιά. Υπήρξε επίσης ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο με συνεργάτες τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Αντώνη Φωκά, τον Μάνο Κατράκη και διεύθυνε το Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και στο θεσσαλικό κάμπο (1944). Δίδαξε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Πειραιώς. Ευρέως γνωστές είναι οι μεταφράσεις του των έργων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και της κωμωδίας του Αριστοφάνη Όρνιθες για την παράσταση του 1961 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, με μελοποίηση του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Βασίλης Ρώτας δεν επηρεάστηκε τόσο από τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του, όσο από την λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και από τα λαϊκά παραμύθια και τον Καραγκιόζη, σύμφωνα με την άποψή του ότι "δημιουργός, καταλύτης και αποδέκτης των πάντων είναι ο λαός". Σε πολλά έργα του ο Ρώτας ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα Ελληνικά Νιάτα, 1946), των ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ (Ρήγας Βελεστινλής, 1936 - Κολοκοτρώνης, 1955) και του Θεάτρου των Σκιών (Καραγκιόζικα, 1955). Αξιομνημόνευτη είναι και η ενασχόλησή του με την παιδική λογοτεχνία, ιδιαίτερα στην έκδοση των «Κλασσικών Εικονογραφημένων» τις δεκαετίες 1950 και 1960. Ποιήματά του μελοποίησαν ο Γιάννης Σπανός και ο Μιχάλης Τερζής και μεταφράσεις του (εκτός από τον Μ.Χατζιδάκι) ο Μίκης Θεοδωράκης στο έργο Ένας Όμηρος (1966). Ο Ύμνος του ΕΑΜ, τονισμένος σε μουσική Matvey Blanter, γράφτηκε από τον Βασ. Ρώτα, που, μαζί με τους Μάρκο Αυγέρη και Κώστα Βάρναλη, έθεσαν τις βάσεις της «αριστερής» σοσιαλιστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
γ. Λέων Κουκούλας (1894-1967)
Ο Λέων Κουκούλας (1894 - 17 Οκτωβρίου 1967), επηρεασμένος από τον γερμανικό κλασικισμό, έγραψε νεοκλασικούς στίχους και σονέτα, αντισταθμίζοντας τον νεορομαντισμό με μια ισορροπία λόγου και στοχασμού. Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε θέατρο, φιλοσοφία και Καλές Τέχνες σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Γαλλίας. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα γράφοντας ποίηση στο περιοδικό Νουμάς, το 1917. Μετέφρασε πολλούς ξένους συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ο Ερρίκος Ίψεν και ο Μολιέρος. Από το 1937 ως το 1946 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Από το 1959 ως το θάνατό του ήταν πρόεδρος της αριστερών τάσεων Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1967. Ήταν νυμφευμένος και πατέρας 3 παιδιών. Το ποίημά του Θυμάμαι μελοποιήθηκε από τον Βασίλη Δημητρίου.
δ. Μιχαήλ Στασινόπουλος (1903-2002)
Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος (Μεσσήνη, 27 Ιουλίου 1903 - Αθήνα, 31 Οκτωβρίου 2002), επηρεασμένος από τους Μαίτερλινγκ και Ανρί ντε Ρενιέ, τήρησε στους στίχους του ήπιους αντιρητορικούς τόνους σε τρίτο πρόσωπο, με συγκρατημένο συναισθηματισμό, στωική διάθεση και γαλήνια πικρία. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1920 με ποιήματα και μεταφράσεις Γάλλων ποιητών. Το 1924 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή. Το 1929 έγινε εισηγητής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το 1934 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής Σχολής. Το 1943 έγινε σύμβουλος Επικρατείας. Από το 1951 έως και το 1958 διετέλεσε υφηγητής και τακτικός καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στην Πάντειο Σχολή. Το 1959 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων του Μπορντό και του Παρισιού. Το 1947 τοποθετήθηκε πολιτικός σύμβουλος της Στρατιωτικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου στο μεταβατικό στάδιο που μεσολάβησε έως την ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα. Το διάστημα 1948-1951 υπήρξε πρόεδρος της επιτροπής που συνέταξε τον υπαλληλικό κώδικα. Το 1952 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα, ως υπουργός Προεδρίας και Εργασίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου. Διετέλεσε επίσης υπηρεσιακός υπουργός προεδρίας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου το 1958, καθώς και υπουργός Εργασίας (1952) και Προεδρίας (1958). Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ιδρύματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας από το 1951 έως το 1953.Από το 1966-1969 ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, όμως απομακρύνθηκε το 1969 όταν εξέδωσε απορριπτική απόφαση για την νομιμότητα του δικτατορικού καθεστώτος. Το 1968 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην τάξη των ηθικών και πολιτικών επιστημών. Το 1974, στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, εξελέγη βουλευτής Επικρατείας, με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας. Μετά το Δημοψήφισμα του 1974 με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία, η νέα Βουλή τον εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με 206 ψήφους. Η προεδρική του θητεία διήρκεσε ως τις 20 Ιουνίου 1975, οπότε το αξίωμα ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Το 1968 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και το 1978 ήταν πρόεδρός της, το 1993 εξελέγη πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της (δεξιού προσανατολισμού) Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνέστησε το Ίδρυμα Διοικητικού Δικαίου Μ. Στασινοπούλου με έδρα το Ψυχικό, με σκοπό τη χορήγηση υποτροφιών στο Δημόσιο Δίκαιο.
ε. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-982)
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (Ιωάννης Μιχαήλ Παναγιωτόπουλος, 23 Οκτωβρίου 1901 – 17 Απριλίου 1982), κομψός, αβρός και «ντιλετάντης», έδωσε μια λυρική ποίηση, ερωτική και φυσιολατρική με συγκρατημένη λύπη, χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από τον μέσο όρο της μετριοπάθειας, της αποφυγής ακροτήτων και τους κανόνες της κόσμιας στάσης απέναντι σε όλα και σε όλους. Γεννήθηκε στο Αιτωλικό της Αιτωλοακαρνανίας. Το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε λόγω οικονομικών δυσχερειών στην Αθήνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1919 –1923) και παράλληλα ασχολήθηκε με περιοδικά όπως η «Διάπλασις των Παίδων» και η «Μούσα», είτε δημοσιεύοντας κείμενα είτε συμμετέχοντας στη διεύθυνσή τους. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα το 1924, με "Το βιβλίο της Μιράντας". Έγραψε λυρικούς στοχασμούς ,μυθιστορήματα, σύντομα αφηγήματα, πέντε τόμους κριτικών μελετών και δοκιμίων, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ιστοριογραφήματα. Ήταν μέλος της δεύτερης Επιτροπής απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1940). Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Δ. Ν. Μακρή», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον – Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου» (όνομα που διατηρεί έως και σήμερα) αναλαμβάνοντας την θέση του γενικού διευθυντή της δικής του σχολής. Διετέλεσε υπηρεσιακός Yπουργός Πολιτισμού και Επιστημών στην Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 1974, καθώς και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης. Ο Παναγιωτόπουλος πέθανε το Μεγάλο Σάββατο, στις 17 Απριλίου 1982 και κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Αμαρουσίου. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από το θέατρο. Τα έργα του διακρίνονται για το ανθρωπιστικό τους υπόβαθρο, την άψογη μορφή τους και την πνευματική καλλιέργεια του συγγραφέα, ενός εξαίρετου στυλίστα, για τον οποίο η θητεία στην τέχνη ήταν αποστολή, αλλά και υπεύθυνο λειτούργημα.
στ. Άλλοι αντιρητορικοί ποιητές
- Ο Γιοζέφ Ελιγιά (1892-1931), γεννημένος στα Ιωάννινα, έγραψε στίχους απλούς, μελωδικούς, εύρυθμους με θέματα από τη Βίβλο, αλλά και φυσιολατρικά και σε κάποιες περιπτώσεις «καρυωτακικά».
- Η Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου (1898-;;;;), γεννημένη στην Πρέβεζα, έγραψε στίχους με διάθεση αγωνίας και μεταφυσικής αναζήτησης «ανώνυμων παλμών» που προκαλούν «άπιαστα μάγια».
- Η Διαλεχτή Ζευγώλη – Γλέζου (1907-;;;;), αναζητώντας «ήχους κοιμισμένους στην ψυχή», διατήρησε όλη τη φρεσκάδα της νησιώτικης προέλευσής της σε μια σειρά ποιήματα με έντονα συγκινημένη τρυφερότητα, που θυμίζει τον Ερρίκο Χάινε.
- Ο Νίκος Χάγερ – Μπουφίδης (1899-1950), γεννημένος στο Κάιρο, προσπάθησε να απαλλάξει τον παραδοσιακό στίχο από τον παλαμικής επίδρασης στόμφο.
- Ο Μάρκος Αυγέρης (1884-1978), καταγόμενος από τα Ιωάννινα, δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πολυσύνθετος, με δραστηριότητα σε ένα ευρύτατο πνευματικό και κοινωνικοπολιτικό πεδίο, από τους θεμελιωτές της «αριστερής» θέασης των διανοητικών θεμάτων στην Ελλάδα, όπως και ο φίλος και ομοϊδεάτης του Βασ. Ρώτας, έδωσε μία ποίηση αρρενωπής έμπνευσης, αντλημένη από την λαϊκή παράδοση και τον Δ.Σολωμό.
Μια ομάδα ποιητών, με κύριο αίτημα την ανανέωση μορφής και περιεχομένου, υπό την άμεση επίδραση ευρωπαϊκών προτύπων, που σχετίζονταν με τα πρωτοποριακά κινήματα του υπερρεαλισμού, του εξπρεσιονισμού, του φουτουρισμού, του κυνισμού ή του ουλτραϊσμού, αναζήτησε καταφύγιο σε εξωλογικές λύσεις, απελευθερώνοντας το υποσυνείδητο και τις συνειρμικές του λειτουργίες. Ουσιώδες στοιχείο της τεχνοτροπίας που καλλιέργησαν ήταν η ταχύτατη εναλλαγή εικόνων, που συχνά εμφανίζονται να μην έχουν άμεση συγγένεια, σε ένα εκφραστικό ρεύμα, που επιδιώκει να επαγάγει με έμμεσο τρόπο (και όχι να παρουσιάσει) νοήματα, που είναι ελεύθερος να αναζητήσει ο αναγνώστης. Η χρήση ελεύθερου στίχου είναι το δεύτερο συστατικό της σημειολογίας τους ενώ το τρίτο βασίζεται σε μία νέα φιλελεύθερη εκδοχή εθνικισμού, που επιδιώκει τον εντοπισμό, την ανάλυση και την κατανόηση της ελληνικότητας σε όλες τις εκφάνσεις της. Σε μια εποχή που η αντιπαράθεση βενιζελισμού – αντιβενιζελσιμού άρχισε να δίνει τη θέση της στην αντίθεση εθνικιστών – κομμουνιστών, που σκίασε δραματικά τη μεταπολεμική ζωή της χώρας, μετεξελιγμένη στα επόμενα χρόνια σε αντιπαλότητα δεξιάς – αριστεράς, οι ποιητές αυτοί, σε αντιδιαστολή με τους σοσιαλιστές ποιητές της επόμενης παραγράφου, εντάσσονται στον γενικότερα «δεξιό συντηρητικό χώρο», που εκφράστηκε μεταπολεμικά από τα (σε τελευταία ανάλυση) «βενιζελογενή» κόμματα της Νέας Δημοκρατίας (πρώην ΕΡΕ) και της Ένωσης Κέντρου (μετέπειτα ΠΑΣΟΚ), από τα οποία και υποστηρίχτηκαν στην προβολή του έργου τους και στα (διαφόρων ειδών και σπουδαιότητας) βραβεία που τους δόθηκαν.
α. Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Ο Γιώργος Σεφέρης (Βουρλά, Σμύρνη 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1971) έδωσε ένα ποιητικό έργο που ο ίδιος χαρακτηρίζει «μυθιστόρημα», δίνοντάς του την έννοια της μυθιστορίας των κατάλοιπων της Μικρασιατικής Καταστροφής και της μόνιμης αναγκαστικής αποδημίας, που προκάλεσε η απώλεια της γενέθλιας γης, που εκκολάφτηκαν στα έγκατα του ψυχισμού του με τη μορφή ενός μόνιμου αισθήματος στέρησης και πικρίας, που οριακά μόνο βρίσκει αντίδοτο στην εγκαρτέρηση της ελπίδας και στην παρηγοριά της αγάπης, μέσα από ένα ιδιότυπο ιστορικό βίωμα με τη μορφή κάποιας οδυνηρής μνήμης, που πάνω της μετριέται το πενιχρό παρόν. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στυλιανού και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη. Το 1902 γεννήθηκε η αδελφή του Ιωάννα και το 1905 ο Άγγελος. Το 1906 άρχισε τη μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη. Το 1914, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα, όπου ο Σεφέρης γράφτηκε στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο του 1917 με μέσο όρο 8,35/10. Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) πήγε στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στυλιανός εργαζόταν ως δικηγόρος, επιθυμώντας ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει στη Γαλλική πρωτεύουσα. Ο Σεφέρης έμεινε στο Παρίσι μέχρι το καλοκαίρι του 1924, αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής τον Οκτώβριο του 1921. Τέλη Αυγούστου 1924 πήγε στο Λονδίνο για τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών. Τον Φεβρουάριο του 1925 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1927 διορίστηκε στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Στις 24 Αυγούστου 1926 πέθανε η μητέρα του από νεφρική ανεπάρκεια Τον Ιούλιο του 1928 δημοσίευσε στη Νέα Εστία, ως Γ. Σεφεριάδης, τη μετάφραση του "Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ", του Πωλ Βαλερί. Τον Μάιο του 1931 εξέδωσε ως Γ. Σεφέρης την "Στροφή" και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου παρέμεινε μέχρι και το 1934. Τον Μάιο του 1932 δημοσιεύθηκε το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον Οκτώβριο η Στέρνα. Το 1933 ο πατέρας του, Στυλιανός, εκλέχτηκε Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και γράφτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επέστρεψε στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 άρχισε τη συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα. Τον Οκτώβριο του 1936 διορίστηκε πρόξενος στη Κορυτσά, όπου παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1937, οπότε μετατέθηκε στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Στις 10 Απριλίου του 1941 ο Γ.Σεφέρης νυμφεύτηκε την Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση, στην Αίγυπτο όπου έμεινε στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο 1941 συνόδευσε την Πριγκίπισσα τότε Φρειδερίκη και τα δύο της παιδιά, Σοφία και Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στην Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία μέχρι το 1942. Τον Απρίλιο του 1942 επέστρεψαν στο Κάιρο, αλλά επειδή αποφασίστηκε το κλείσιμο της εκεί Ελληνικής Πρεσβείας και του Ελληνικού Προξενείου στην Αλεξάνδρεια, αναχώρησαν για την Ιερουσαλήμ. Επέστρεψε τον Ιούνιο του 1942 στο Κάιρο και στις 22 Σεπτεμβρίου διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Στις 10 Μαρτίου του 1943 έδωσε διάλεξη για τον Παλαμά και άλλες δύο με θέμα τον Μακρυγιάννη. Τέλη Μαρτίου του 1944 εξέδωσε στο Κάιρο τις Δοκιμές του Την ίδια περίοδο διορίστηκε Διευθυντής Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου τον Απρίλιο 1944, ο Σεφέρης παύτηκε από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Με την υπουργοποίηση του Καρτάλη ως Υπουργού Τύπου και Πληροφοριών, τον Ιούνιο του 1944, τοποθετήθηκε γραμματέας επί των ανατολικών θεμάτων.
Τον Μάιο του 1945 ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός του πρότεινε να γίνει διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του. Τον Σεπτέμβριο του 1945 συνόδευσε τον Δαμασκηνό σε επίσκεψή του στο Λονδίνο, και τον παρακίνησε να θέσει ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Την ίδια περίοδο τοποθετήθηκε στα διοικητικά συμβούλια του Εθνικού Θεάτρου και της Εθνικής Ραδιοφωνίας. Τον Σεπτέμβριο του 1946 αποχώρησε από την υπηρεσία της Αντιβασιλείας Στις 26 Φεβρουαρίου 1947 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του, με έπαθλο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Το καλοκαίρι του 1947 ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα, ζήτησε να μεταβεί εκεί ο Σεφέρης ως Σύμβουλος και αυτό έγινε, μετά από μια χειρουργική επέμβαση, τον Φεβρουάριο του 1948. Το καλοκαίρι του 1950 η εταιρία «Ίκαρος» εξέδωσε τα ποιητικά του Άπαντα. Στις 20 Απριλίου 1951 τοποθετήθηκε Σύμβουλος στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Τέλη Αυγούστου 1952 προάχθηκε σε Πληρεξούσιος Υπουργός Β' με άμεση μετάθεση για τη Βηρυτό, στην οποία έφθασε στα τέλη Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Τον Νοέμβριο του 1955 βρέθηκε στην Αθήνα για υπηρεσιακά ζητήματα και προσβλήθηκε από έλκος στομάχου, αρρώστια που επανεμφανίστηκε στο μέλλον. Τελικά ο Υπουργός Εξωτερικών της ΕΡΕ Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας τον τοποθέτησε στη Διεύθυνση του υπουργείου με αρμοδιότητα την Κύπρο τον Ιούνιο του 1956. Από τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς συμμετείχε στην αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθούσε να προωθήσει την αυτοδιάθεση της Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Στις 15 Ιουνίου 1957 έφτασε στη Βρετανική πρωτεύουσα και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρέσβης της Ελλάδος. Την άνοιξη του 1960 εξασφάλισε τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα των λειψάνων του Κάλβου. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους συνάντησε τον Μίκη Θεοδωράκη στο Λονδίνο, και σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε η πρώτη δημόσια εκτέλεση τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τον γενικότερο τίτλο Επιφάνεια. Στις 9 Ιουνίου 1960 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ενώ βρισκόταν ακόμη στη θέση του πρεσβευτή στο Λονδίνο. Στις 20 Αυγούστου 1962 εγκατέλειψε οριστικά την Ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο και τέθηκε στη διάθεση του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών. Το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 από τον Τόμας Στερνς Έλιοτ. Στην ομιλία του, κατά την επίσημη απονομή που έγινε στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη, ως "οδόσημα" της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης ανέφερε τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη.
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το φθινόπωρο του 1968 πήγε στις Η.Π.Α και διάβασε ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίστμπουργκ, Ουάσιγκτον και στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Δικτατορίας, λόγος που μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C., το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε. Τον Ιούλιο του 1970 στα Δεκαοχτώ κείμενα πρώτο ήταν το ποίημά του Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα. Στις 22 Ιουλίου 1971 εισάχθηκε στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας.
Κινούμενος σε υψηλές θέσεις στο περιβάλλον της βασιλικής αυλής, βαρύθυμος, πικρόχολος και ακατάδεκτος ως ανθρώπινος χαρακτήρας, ο Σεφέρης ήταν εκπρόσωπος των αριστοκρατικών ακαδημαϊκών κύκλων της Ελλάδας, αλλά και της Αγγλίας, από τη στιγμή που εργάστηκε για την προβολή του Τ.Σ.Έλιοτ στην Ελλάδα. Το ποιητικό έργο του αποτελείται από ένα σύνολο αναγνωριστικών σχέσεων με ξένα πρότυπα (που ο ίδιος ονομάζει «αντιγραφές»). Στα πρώτα ποιήματα της Στροφής είναι εμφανής η εξάρτησή του από τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Μήτσο Παπανικολάου και τους Γάλλους «φανταιζίστ». Ο Ερωτικός Λόγος είναι γραμμένος «κατ’ αναλογίαν» έργων του Πωλ Βαλερί και η Στέρνα βασίζεται στο Θαλασσινό Κοιμητήρι. Τα Ημερολόγια Καταστρώματος αντιγράφουν έργα του Τ.Σ. Έλιοτ, ενώ η Κίχλη είναι ουσιαστικά μια άλλη έκδοση της Έρημης Χώρας. Στα τελευταία του ποιήματα διακρίνεται επιπλέον επίδραση του Καβάφη. Η συμβολή του στο αμφιλεγόμενο για τα ελληνικά συμφέροντα «κλείσιμο» της υπόθεσης της Κύπρου και η υπηρεσία του στην πρεσβεία του Λονδίνου είναι αξιοσπούδαστα σημεία του πολιτικού βίου του, σε σχέση με την προβολή του έργου του από τους πανεπιστημιακούς μηχανισμούς των δυτικών χωρών και τις βραβεύσεις του. Ανεξάρτητα από τις μεθοδεύσεις αυτές, ο Σεφέρης ήταν αναμφισβήτητα σοβαρός μελετητής της ποιητικής έκφρασης. Η γλώσσα του, παρά την ερμητικότητά της, πυκνή και καίρια, έχει την ικανότητα να ασκεί γοητεία με τα καλά κρυμμένα αλλεπάλληλα και πολυεπίπεδα μυστικά της, συμπυκνώνοντας αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά "καημό της ρωμιοσύνης", και επιδιώκοντας μια συμπόρευση της ζωντανής, γηγενούς παράδοσης με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Εκτός από τον Μ.Θεοδωράκη, ποιήματά του έχουν μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Αργύρης Μπακιρτζής.
β. Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)
Ο Οδυσσέας Ελύτης (Ηράκλειο Κρήτης 2 Νοεμβρίου 1911 - Αθήνα 18 Μαρτίου 1996, πραγματικό ονοματεπώνυμο Οδυσσέας Αλεπουδέλλης -- το όνομα Ελύτης φαίνεται να προήλθε από τον Π.Ελυάρ), ένας «ένθους» της ποίησης, μέσα από έναν ξέφρενο χορό αισθήσεων που αποκαλύπτει το θαύμα του κόσμου, μοιάζει σαν να διαλύεται σε εικόνες έμψυχες και άψυχες, που είναι ταυτόχρονα πνευματική ζωή και νεκρή φύση. Μέσα σε ποικιλόχρωμους συνδυασμούς χρωμάτων από λιωμένα κύματα, κουρέλια σύννεφων, αιγαιοπελαγίτικες αυγινές ομίχλες και φωνές κοριτσιών που εξαφανίζονται μες στα χαμόγελα του ήλιου, οραματίστηκε το δρόμο που θα τον ένωνε με την ελληνική γη, που ταυτίζεται με την Παναγιά και τους παγανούς θεούς του, με ένα λόγο που δεν είναι απλώς παραλήρημα χαράς, αλλά μια ευφρόσυνη ζωή που βιώνεται με μια ενστικτώδη ζωική ορμή πάνω στη δράση της. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παπάδο της Λέσβου. Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης γράφτηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο μετά την πτώση του Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και τον αθλητισμό. Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα. Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με την αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του. Το 1930 παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Ι. Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από φοιτητές που συμμετείχαν στα "Συμπόσια του Σαββάτου". Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), τη συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, και τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους λογοτέχνες, όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός, έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30, προωθώντας όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία.
Τον Φεβρουάριο του 1935 γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, «μεγάλης αντοχής αθλητή της φαντασίας, με γήπεδο ολόκληρη την οικουμένη και διασκελισμό τον έρωτα». Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ. Το 1936 γνωρίστηκε με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, με τον οποίο παρέμειναν στενοί φίλοι σε όλη τη ζωή τους. Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρισκόταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του. Το 1939 εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές και τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί.
Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοίνωσε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου». Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, που φαίνεται ότι το έγραψε το 1941 ή το 1943 για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία ή συγκεκριμένα τον φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, που επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα. Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν τότε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού.
Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. και είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό, καθώς και τους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο. Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ., διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Το 1958, μετά από δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, και τιμήθηκε γι’ αυτό με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1960 "σημάδεψε" τον Οδυσσέα Ελύτη με βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του Κωνσταντίνο.
Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο, μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη, επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ. Το 1964 άρχισε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. To 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.
Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου και η τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Ακολούθησαν η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη" στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.
Εκπρόσωπος και εκλεκτός της αθηναϊκής αριστοκρατίας των διανοουμένων, ο Ελύτης είχε μία πορεία παρόμοια με του Σεφέρη. Είχε και αυτός μια έμμονη τάση να αναπτύσσει αναγνωριστικές σχέσεις με ξένα πρότυπα. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό, ιδιαίτερα του Πωλ Ελυάρ και του Φ.Γκ.Λόρκα διακρίνονται άμεσα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943), ενώ σαφής και μόνιμη ήταν η επίδραση του Ν.Γκάτσου στις αντιλήψεις του. Στο κορυφαίο έργο του Άξιον Εστί (1959), με το οποίο ο Ελύτης εντάχθηκε σε περίοπτη θέση στην εθνική λογοτεχνία, έδωσε ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «έργο πνοής», με επίκεντρο τη θρησκευτική πίστη στην θεοποιημένη ελληνική φύση (που δοξάζεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου) και την εξαγνιστική εμπειρία των άθλων του ’40, με γλώσσα βυζαντινή και αυστηρή δόμησή, που «δεν αφήνει να διαφανεί ο παραμικρός βιασμός του αυθορμητισμού της έκφρασης». Η μεταγενέστερη πορεία του υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός», «μιας τελικής διαφάνειας που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή». Εκτός από τον Μ.Θεοδωράκη, ποιήματά του έχουν μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νότης Μαυρουδής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Δημήτρης Λάγιος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Αργύρης Μπακιρτζής.
γ. Νίκος Γκάτσος (1911-1992)
Ο Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) υπήρξε από τους εισηγητές του εξωστρεφούς και ανοιχτόκαρδου γαλλικού υπερρεαλισμού, ιδιαίτερα στην εκδοχή που πήρε με το έργο του Πωλ Ελυάρ, στην Ελλάδα, συνδυάζοντάς την με επιδράσεις από την φορτισμένη με συμβολισμούς από την γήινη μυσταγωγία ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό. Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Όταν το 1930 πήγε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (όπου διέκοψε τις σπουδές του μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (1943), η οποία άσκησε επίδραση στους νεότερους ποιητές. Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Φ. Γκ. Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισοΰπνου» το 1990 εκδόθηκαν συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965). Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Η ενασχόλησή του με το τραγούδι ως στιχουργού, πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του ποιητικού έργου του. Με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», πολλά μεμονωμένα τραγούδια του κυκλοφορούσαν σε δίσκους 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι, μελοποιημένα από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999). Η, άψογης τεχνικής αρτιότητας, στιχοποιία του Γκάτσου κυριαρχείται από τρία μορφωτικά στοιχεία: Ο καθαρολογικός αισθητισμός υπερτερεί στα πρώτα κυρίως τραγούδια του, με τα σημάδια μιας καλαίσθητης και ωραιολατρικής συγκρατημένα υπερρεαλιστικής έκφρασης, που αποσκοπεί στον αιφνιδιασμό του ακροατή με τις αναπάντεχες εικόνες του (Μυθολογία 1965, Ένα μεσημέρι 1966, Επιστροφή 1969, Της γης το χρυσάφι 1971, Κόκκινη κλωστή 1972, Αντικατοπτρισμοί 1993). Η μυσταγωγική διάθεση με την οποία αναζητεί την επάνοδο στις αρχέγονες πηγές της ζωής, στη γήινη παγανιστική μορφή της, είναι εμφανέστερη στα χρονολογικά ενδιάμεσα έργα του (Δροσουλίτες 1975, Τα παράλογα 1976, Δρομολόγιο 1979, Η ενδεκάτη εντολή 1985, Σκοτεινή μητέρα 1986, Χειμωνιάτικος ήλιος 1986, Μύθοι μιας γυναίκας 1989). Το ιστορικό βίωμα τέλος υποφώσκει σε όλη τη διαδρομή του, αλλά εκδηλώνεται σαφέστερα, με μία ολοένα εντονότερη τάση προς την πολιτική ερμηνευτική προσέγγιση, κυρίως στα τελευταία τραγούδια του (Νυν και αεί 1974, Αθανασία 1976, Ρεμπέτικο 1983, Κατά Μάρκον 1991). Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
δ. Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)
Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη, 20 Απριλίου 1908 - Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 1941), έδωσε μερικές καθαρές ποιητικές στιγμές πριν χαθεί άδικα στον πόλεμο του ’40. Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων, με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και εξελιγμένο, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941. Ως ποιητής ήταν λάτρης της "καθαρής ποίησης" του Πωλ Βαλερύ, συνδυάζοντάς την με τον γαλλικό υπερρεαλισμό. Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών και αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση, το έργο του Ντοστογιέφσκι, από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά και από τον υπαρξισμό. Το έργο του επηρέασε την ελληνική ποίηση από τη στιγμή που η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος υιοθέτησε πολλές από τις συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του: Γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. «Θέλω -- γράφει ο Ελύτης -- να καταγγείλω απροκάλυπτα το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε ..... να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».
ε. Ανδρέας Εμπειρίκος (1902-1975)
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975), ο 3ος (μετά τον Σεφέρη και τον Ελύτη) πόλος της αριστοκρατικής λογοτεχνικής αθηναϊκής κοινωνίας, περνώντας από την απόλυτη εφαρμογή της υπερρεαλιστικής αυτόματης γραφής, σύμφωνα με τις συνταγές του Αντρέ Μπρετόν, απέδωσε στα μετέπειτα ποιήματά του, έναν χαρμόσυνο διονυσιακό παλμό που αιθριάζει και σπαρταρά στο ρυθμό και το ύφος του Ελύτη. Γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Ανδρ. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο, ο οποίος, την περίοδο 1917-18 υπήρξε βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Το 1902 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο 1912-17 φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά τον χωρισμό της από τον πατέρα του. Την περίοδο 1921-25 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. του Λονδίνου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926 ήρθε σε διάσταση με τον πατέρα του και ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση, κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ (René Laforgue), ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας Παρισίων. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για ένα διάστημα στα ναυπηγεία του πατέρα του, πριν παραιτηθεί έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου του 1935 έδωσε μία διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών που συνέβαλε στην εισαγωγή του υπερρεαλισμού στον ελληνικό χώρο. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφτηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935 άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση ως επάγγελμα.. Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν, ενώ έως και το 1939, πραγματοποιούσε τακτικά ταξίδια στη Γαλλία, για να διατηρεί τις επαφές του με τους Γάλλους υπερρεαλιστές. Το 1940 νυμφεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944. Στο διάστημα της κατοχής ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης. Κατά τα Δεκεμβριανά, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με τη Βιβίκα (Ευριδίκη) Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Οδ.Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», για να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1971 πέθανε η μητέρα του, ενώ ο ίδιος πέθανε στην Κηφισιά το 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε από τους πρώτους ψυχαναλυτές στην Ελλάδα την περίοδο 1935-50, αλλά διέκοψε την πρακτική της ψυχανάλυσης τον Απρίλιο του 1951 διότι δεν διέθετε άδεια ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος. Ασχολήθηκε επίσης συστηματικά με τη φωτογραφία και το 1955 οργάνωσε μία ατομική έκθεση με 210 ασπρόμαυρα έργα, τα περισσότερα από τα οποία προσφέρονταν προς πώληση.
Τον Μάρτιο του 1935 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, η οποία περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς και αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, που εκδόθηκε το 1947, έχει εμφανείς διαφορές από την Υψικάμινο, τόσο στη μορφή των ποιημάτων όσο και στη «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και τη συνακόλουθη θεματική της καθαρότητα. Στο έργο επιχειρείται σύζευξη του υπερρεαλισμού με την ελληνική λαϊκή παράδοση, αντικαθιστώντας τον μυθολογικό αρχαϊσμό του Σικελιανού με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού. Και οι δύο συλλογές άσκησαν επίδραση σε σύγχρονους λογοτέχνες, και κυρίως στον Οδυσσέα Ελύτη, στον Νικόλαο Κάλα (Νικήτα Ράντο), στον Νίκο Γκάτσο και στον Νίκο Εγγονόπουλο. Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, που ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, με εξιστορήσεις που επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα. Το 1964 ολοκλήρωσε το μακροσκελές επικό ποίημα Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville). Το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο Αργώ ή Πλους αεροστάτου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1964-5, στο περιοδικό Πάλι και εκδόθηκε με σημαντική καθυστέρηση το 1980. Το έργο πραγματεύεται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες και φέρει πιο καθαρά δείγματα της μεταγενέστερης πορείας που ακολούθησε ο Εμπειρίκος, σε ό,τι αφορά την διακήρυξη ενός κοσμικού και ιδεολογικού συστήματος για τη δημιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού και ερωτικά απελευθερωμένου κόσμου. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα και Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965) εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, τον θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου με τη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, εφαρμόζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία», με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης. Το 1984 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες, η μορφή και η θεματολογία της οποίας βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνες της Ενδοχώρας. Το οκτάτομο μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργαζόταν το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Θεωρείται ως το μείζον έργο του και προκάλεσε ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του. Το 1998 εκδόθηκε το πεζό Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, έργο που μαζί με την Αργώ θεωρείται «δορυφόρος» του Μεγάλου Ανατολικού, μεταφέροντας σε σμίκρυνση τη μεγάλη τοιχογραφία του τελευταίου. Η Ζεμφύρα πραγματεύεται τον έρωτα ενός λιονταριού και της θηριοδαμάστριάς του, ενώ ο μύθος της Πασιφάης, που υπήρξε βασίλισσα της Κρήτης και μητέρα του Μινώταυρου, είναι το κεντρικό θέμα της Ζεμφύρας.
Ο Εμπειρίκος τοποθετείται στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κλασική, φροϋδική προοπτική της ψυχαναλυτικής πρακτικής. Η στερεότητα και η σφριγηλότητα του ύφους του πλησιάζει τον δραστήριο και εικονοβριθή λυρισμό του Απολλιναίρ. Βασικό συστατικό της ποιητικής εκφοράς του είναι ο «γλωσσικός εξωτισμός» του και η λεξιπλαστική ικανότητά του, και ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες. Η επιλεκτική καθαρεύουσά του κατοχυρώνει τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς, έτσι ώστε ο ιδεολογικός οίστρος του να μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο. Οι πέντε συστατικοί-γραμματικοί χαρακτήρες της ποιητικής του είναι η χρήση της κλητικής προσφώνησης, η θριαμβική κατάληξη του ποιήματος, η διδακτική ή διατακτική προστακτική, το θαυμαστικό επίθετο και η επαναφορά της ίδιας λέξης ή έκφρασης.
στ. Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985), ρομαντικός και νατουραλιστής, δραματικός και αριστοφανικός, πότε σαν ευφραδής λόγιος και πότε σαν ευφάνταστος και ευρηματικός λαϊκός τραγουδιστής, επηρεασμένος από τον Φώτη Κόντογλου, τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και τις παραστάσεις του Καραγκιόζη, πέρασε χωρίς θυσίες μέσα από τη λογοκρατημένη αμετροέπεια του υπερρεαλισμού για να γίνει, στις καλύτερες στιγμές του, ένας γραφικός λαϊκός παραμυθάς που ιστορεί ηρωικά κατορθώματα και θρυλικές παραδόσεις. Γεννήθηκε στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων. Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές στο Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο.
Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνης της Νεοελληνικής Παραδόσεως. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγό. Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής, ενώ τον Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του ποιητή Νίκου Καλαμάρη (Νικήτα Ράντου). Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το κρατικό βραβείο ποίησης του απονεμήθηκε για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών στην οδό Αναγνωστοπούλου. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές. Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη.
ζ. Άλλοι εικονιστές ποιητές
- Ο Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942), συμβολιστής στην πρώτη συλλογή του Μικρές Ελεγείες (1931), προσχώρησε σε έναν υπερρεαλισμό χαμηλών τόνων με τη συλλογή Μια δέσμη αχτίδες στο νερό (1937), συλλαμβάνοντας χαροποιά σχήματα στην ερημική ξεφάντωση μιας ζωής φυματικής, που «ολοφύρεται σα στοργική μητέρα».
- Ο Θεόδωρος Ντόρος με το βιβλίο του Στου γλυτωμού το χάζι (1931) ήταν από τους πρώτους που άνοιξε το δρόμο του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, επιδιώκοντας να συλλάβει τα πιο ανύπαρκτα, με υποσχέσεις που ανοίγονται και ξεμακραίνουν.
- Ο Ζήσης Οικονόμου, ποιητής που το ένστικτό του βρίσκει ησυχία και ενότητα μέσα στη διάνοια, ακρίτας της πνευματικής επικράτειας, ελιοτικός πριν γίνει ο Τ.Σ.Έλιοτ γνωστός στην Ελλάδα, στις συλλογές του Η προσευχή της γης, Τοπία και Στο σταυροδρόμι του χρόνου, μίλησε μια δύσκολη γλώσσα για ιστορίες ξεριζωμού, με τρυφερή δύναμη, συγκρατημένο πάθος και χροιά αγνής αγριότητας, ευχαριστώντας για το καλό και το κακό του κόσμου.
Σε αντίθεση με τους «αριστοκράτες» εικονιστές, η ομάδα των συγχρόνων τους σοσιαλιστών ποιητών είχε τη θέληση να εκπροσωπήσει την ανερχόμενη τότε εργατική τάξη, προβάλλοντας τα κοινωνικά της αιτήματα και τους διεκδικητικούς αγώνες της, που συχνά έπαιρναν μορφή βίαιης πολιτικής ή ακόμη και πολεμικής (ή εμφυλιοπολεμικής) σύγκρουσης. Συνεχίζοντας την παράδοση της αριστερής κατεύθυνσης λογοτεχνίας, που έχει τις ρίζες της στη γενιά του 1880/90 με τον Κώστα Κρυστάλλη, τον Σπήλιο Πασαγιάννη, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλος και τον Αλέξανδρο Πάλλη και θεμελιώθηκε τον 20ο αιώνα με τους Κώστα Βάρναλη, Βασίλη Ρώτα, Μάρκο Αυγέρη και Νίκο Καββαδία, οι σοσιαλιστές ποιητές έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεσή τους με την ελληνική, παρά την ευρωπαϊκή, παράδοση και την προβολή της ελληνικότητας στα ουσιώδη αγωνιστικά και πατριδολατρικά γνωρίσματά της. Η τεχνοτροπία τους, αρχικά επηρεασμένη από τους προαναφερόμενους ποιητές και τον Κ.Παλαμά, ακολούθησε στη συνέχεια τα διδάγματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που άνθιζε την εποχή εκείνη στην ΕΣΣΔ και ειδικότερα την κατεύθυνση του φουτουρισμού που πήρε το ρεύμα αυτό με το έργο του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και του Αλέξανδρου Μπλοκ, συνδυάζοντάς την αναπόφευκτα και με τα σύγχρονά τους εικονιστικά και υπερρεαλιστικά κινήματα της δυτικής Ευρώπης. Στα πλαίσια αυτά η χρήση εναλλασσόμενων εικόνων με συνειρμική παράταξη ήταν ουσιώδες στοιχείο της ποιητικής τους, που από την άποψη αυτή δεν εμφανίζει σημαντική διαφορά από τους ποιητές της προηγούμενης ομάδας.
α. Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990), γνωστός στους φίλους του ως «κόμης της Μονεμβασιάς», κύριος όλων των φαντασμαγοριών, οπλισμένος με ακούραστη ποιητική ιδιοσυγκρασία, χειμαρρώδης, μεγαλόστομος, δυνατόφωνος, εξωστρεφικός, αλλά ταυτόχρονα πυκνός, χαμηλόφωνος και ενδοστρεφικός, κάτοχος των εκφραστικών του μέσων, μιλώντας τον πιο πειστικό πολυσύλλαβο ελεύθερο στίχο, χωρίς να γίνεται πεζολογικός, έδωσε μία στρατευμένη, εκλαϊκευτική ποίηση σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που αποτελείται από μια σειρά συνθήματα επιχρισμένα με ωραιολογικό λυρισμό, με μεγάλο εικονογραφικό πλούτο και ικανότητα ανανέωσης μοτίβων και σχημάτων, αποφθεγματικότητα, πηγαιότητα έμπνευσης και αυθόρμητα ατημέλητη έκφραση. Ο πατέρας του Ελευθέριος, κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων, μανιώδης χαρτοπαίχτης και γυναικάς, είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό. Η μητέρα του Ελευθερία Βουζαναρά, ήταν κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909. Ζούσαν στη Μονεμβασιά απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα και αργότερα εγκαταστάθηκαν, σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.
Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασία ήταν ανέμελη κοντά στη φύση και στη μητέρα του, που του έδειχνε πολλή αγάπη. Στο σχολείο προτιμούσε να παίζει παρά να παρακολουθεί τα μαθήματα. Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε οικονομικό πλήγμα, καθώς με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελ. Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τα τσιφλίκια τους και δόθηκαν σε ακτήμονες. Το 1921 πέθαναν από φυματίωση ο αδελφός και η μητέρα του, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή του Νίνα παντρεύτηκε. Η Λούλα και ο Γιάννης δέθηκαν πολύ μεταξύ τους και τον Σεπτέμβριο του 1925 μετακόμισαν στην Αθήνα, με οικονομική συνδρομή του θείου τους, που ζούσε στο Λονδίνο. Μέχρι το 1926, τα πράγμα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, μέχρι που διαπιστώθηκε ότι ο Γιάννης έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου έμεινε για τα επόμενα τρία χρόνια. Εκεί ο Ρίτσος ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και την Μ.Πολυδούρη, που έπασχε από την ίδια ασθένεια. Μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, τον μετέφεραν στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Τον Απρίλιο του 1931, η Λούλα παντρεύτηκε έναν μετανάστη από την Αμερική, που βοηθούσε οικονομικά και τον αδελφό της, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Το 1932 ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασία, τρελάθηκε και μεταφέρθηκε το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθούσε να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς.
Το 1934 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ άρχισε να δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936 μια μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών που καταπαύτηκε βίαια, με συνολικά 12 νεκρούς, έδωσε αφορμή για την συγγραφή του Επιτάφιου. Από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο έγραψε Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, για τον πρωτοφανέρωτο έρωτα. Το 1937 η αδελφή του Λούλα κλείστηκε και εκείνη στο Δαφνί, όπου στις 5 Νοεμβρίου 1938 πέθανε ο πατέρας τους. Τότε ο Ρίτσος εμπνεύστηκε το Τραγούδι της Αδελφής μου. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο, όπου γνώρισε τον Μάνο Κατράκη·σε μια φιλία που διατηρήθηκε ισόβια. Σε όλη την Κατοχή ο Ρίτσος ήταν καθηλωμένος από την ασθένειά του. Αρχικά συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στην Καλλιθέα και αργότερα με το ζεύγος Τάκη Φιλιακού και Μιράντας Βούλγαρη. Με τα Δεκεμβριανά του 1944, ο Ρίτσος διέφυγε από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του ΕΑΜ, που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επέστρεψε στην Αθήνα και έγραφε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη και τη μελλοντική του γυναίκα (1947). Μεταξύ του 1945 και 1947 έγραψε τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίστηκε στη Λήμνο, όπου ζωγράφιζε ακουαρέλες και προσωπογραφίες συγκρατουμένων, ενώ άρχισε αλληλογραφία με την ποιήτρια Καίτη Δρόσου, και με την αδελφή του Λούλα. Στη Λήμνο τον Φεβρουάριο του 1949 έγραψε το Καπνισμένο Τσουκάλι.
Τον Μάιο του 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, από όπου απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950 και μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη. Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελέστηκε ο Νίκος Μπελογιάννης για τον οποίο ο Ρίτσος έγραψε το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο. Τον Αύγουστο του 1952 ο Ρίτσος απολύθηκε οριστικά και έμενε στην Αθήνα με φίλους. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1954 νυμφεύτηκε την ιατρό Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου (ή Φαλίτσα), και τον Αύγουστο του 1955 γεννήθηκε η κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956 γνωρίστηκε με τον Νίκο και τη Νανά Καλλιανέση, που ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος», στον οποίο ο Ρίτσος εξέδωσε όλα τα έργα του. Με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος το 1956 τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1956 τον προσκάλεσαν στη Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής. Ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια, στη Ρουμανία, με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγγελο Τερζάκη και Μενέλαο Λουντέμη και στην Τσεχοσλοβακία. Εκείνη την περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε 6 ποιήματα από τον «Επιτάφιο», και λίγο αργότερα τη «Ρωμιοσύνη».
Με την εκδήλωση του κινήματος της 21ης Απριλίου 1967 οδηγήθηκε πάλι στην εξορία, με προορισμό τη Γυάρο, ενώ η γυναίκα του Φαλίτσα, κρατήθηκε για δύο εβδομάδες στο Βαθύ της Σάμου. Την 1η Ιουλίου 1967 μετέφεραν τον Ρίτσο στη Λέρο, όπου έγραψε την Τέταρτη Διάσταση, και άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική. Το 1968 έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ, και τον Αύγουστο τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Στις 16 Ιουνίου επιβεβαιώθηκε πως έχει καρκίνο στην ουροδόχο κύστη και χειρουργήθηκε για να επιστρέψει στη Λέρο, μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1968. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σάμο, όπου έμεινε σε κατ' οίκον περιορισμό. Οι τρεις συλλογές του Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, εκδόθηκαν το 1971 στη Γαλλία. Εκεί ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τα «Λιανοτράγουδα» το 1970.
Το 1970 πέθανε η αδελφή του Νίνα, για την οποία έγραψε το ποίημα Η Ελένη. Τον Δεκέμβριο του 1970 χειρουργήθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών και παρέμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα, αφού προηγουμένως, τον Οκτώβριο, είχε αρθεί ο κατ' οίκον περιορισμός. Το 1972 έγραψε το Κωδωνοστάσιο και την Γκραγκάντα, που εντάχθηκαν στη συλλογή Γίγνεσθαι. Στις 17 Νοεμβρίου 1973, ο Ρίτσος έζησε από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ακολούθησαν τα γεγονότα στην Κύπρο, με το πραξικόπημα του Σαμψών. Το καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία κατέρρευσε και άρχισε η μεταπολίτευση, που έφερε στον Ρίτσο καθολική αναγνώριση με πολλές βραβεύσεις και διακρίσεις. Το 1977 βραβεύτηκε με το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών, ενώ προτάθηκε δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ. Το 1980 πήγε στη Μόσχα για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, επίσημα προσκεκλημένος. Το 1984 πέθανε ο επιστήθιος φίλος του Μάνος Κατράκης και ακολούθησαν άλλοι θάνατοι φίλων του, όπως της Νανάς Καλλιανέση, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τάσσου και του Γιάννη Τσαρούχη. Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά.
Στο ογκώδες έργο του, που υποστηρίχτηκε από τους κομματικούς μηχανισμούς της αριστεράς, ο Γιάννης Ρίτσος αποτυπώνει τα προσωπικά βιώματά του, από τον εμφύλιο πόλεμο, τις εξορίες και από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα, καθώς και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. άλλοτε αγέρωχος ή υπεροπτικός, και άλλοτε λυρικός, σατιρικός, και σαρκαστικός. Με επιρροές από τον Κώστα Βάρναλη, τον Τάκη Μπαρλά, τον Ορέστη Λάσκο, τον Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Βλ.Μαγιακόφσκι, τον Αλ.Μπλοκ, τον Λ.Αραγκόν, ακόμη και τον Τ.Σ.Έλιοτ και τον Κ.Π.Καβάφη παρουσίασε στο έργο του όλες τις γωνιές της Ελλάδας με την ιστορία τους, καθώς η μούσα του διέσχισε τον τόπο και τον χρόνο και έγινε Παναγία, Μπουμπουλίνα, Περσεφόνη, και μάνα αγωνίστρια, προβάλλοντας την ανθρώπινη διάσταση του ηρωισμού και το δίλημμα του αγωνιστή να παραδοθεί ή να πεθάνει. Εκτός από τον Μ.Θεοδωράκη, ποιήματά του μελοποίησαν οι Νίκος Μαμαγκάκης, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Μίμης Πλέσσας, Θάνος Μικρούτσικος, Μιχάλης Τερζής και Μάριος Τόκας.
β. Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεές Λακωνίας 1 Ιανουαρίου 1912 – Πλουμίτσα 4 Αυγούστου 1991), εκπροσώπησε την ανθρωπιστική πλευρά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με μία μεταφυσική ποίηση συναισθηματικού νεορομαντικού πληθωρισμού, πιστή σε μια καθολική καλοσύνη, ανεξικακία και πηγαίο ιδεαλιστικό ουμανισμό, γεμάτη από τα δάκρυα των αδυνάτων και μια εξιδανικευμένη ομορφιά, με γλώσσα απλή, σαφή και μεταδοτική. Γεννήθηκε την 1 Ιανουαρίου 1912, στο χωριό Κροκεές, της Λακωνίας, δευτερότοκος υιός του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελάκη. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, Κροκεές, στην Πλουμίτσα και στο Γύθειο. Το 1929, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, με σκοπό να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές, που δεν ολοκλήρωσε, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης και στη συνέχεια, μέχρι το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές κυρίως, χειρωνακτικές εργασίες. Στο ενδιάμεσο, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές «Κάτω από σκιές και φώτα» το 1929 και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων», το 1933, οι οποίες κέντρισαν το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη. Υπηρέτησε όμως για τέσσερις μήνες, καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας. Ακολούθως, το 1934, στον Πειραιά, εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού. Εκεί γνωρίστηκε με τη γυναίκα του. Κατόπιν, το 1935, δούλεψε στα Μεταξουργεία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938, με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή, διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας.
Μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Όταν το σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε, διαλύθηκε, με την κατάρρευση του Μετώπου το 1941, κατευθύνθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΑΜ. Την περίοδο 1942 - 1944 ασχολήθηκε ενεργά με την Εθνική αντίσταση. Επίσης, γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε., ενώ λίγο αργότερα έχασε τον πατέρα του, ο οποίος θάφτηκε στην Πλουμίτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά. Το 1948 γνωρίστηκε με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίον υπήρξαν φίλοι, μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1949, Ο Βρεττάκος, εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» εξαιτίας της συγγραφής του οποίου, διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. και απομακρύνθηκε, γενικότερα, από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, όπου ήταν διευθυντής. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση - Μilliex και τον Roger Milliex, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά.
Το 1955 ο Βρεττάκος εκλέχτηκε στο Δήμο Πειραιά (1955-1959). Υπήρξε σημαντική η συμβολή του από τη θέση αυτή στην αναβάθμιση της πόλης κυρίως σε πολιτιστικό επίπεδο (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξίδεψε στη ΕΣΣΔ μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, όπου είχε προσκληθεί από σπουδαστές της Μόσχας. Το 1962 ο Βρεττάκος ήταν άνεργος μετά τη διάλυση του Συνεταιρισμού Εκτελωνιστών. Έτσι, το 1964 εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο μετά από παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα.
Μετά το πραξικόπημα τις 21 Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη: Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Μπέρμιγχαμ, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, το 1969. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, με το βραβείο Ουράνη και δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Επίσης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1991 επισκέφθηκε την Πλουμίτσα, με την οικογένειά του. Εκεί έμελλε να αφήσει και την τελευταία του πνοή. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 4 Αυγούστου 1991 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημόσια δαπάνη.
Το συγγραφικό έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου, μπορεί να χωριστεί σε 4 περιόδους. Μέχρι το 1940 εξέδωσε έξι συλλογές, τις οποίες συγκέντρωσε στον τόμο Γκριμάτσες του ανθρώπου. Πολλές ποιητικές συλλογές, ακολούθησαν, έως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη ως δεύτερο ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε τον δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του, με τίτλο Τα ποιήματα 1929-1951, με εμφανή μια στροφή από τον νεανικό λυρισμό, στην έντονα δραματική γραφή. Ακολούθησε η τρίτη και ωριμότερη περίοδος της δημιουργίας του, στην οποία επιχείρησε μια εξισορρόπηση του λυρικού και του δραματικού στοιχείου, θέτοντάς τα στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του, με έννοιες όπως φως, φύση, αγάπη και αγνότητα. Η τέταρτη ποιητική περίοδος (1975-1990) χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, που έχει διάρκεια. Στα ποιήματά του μιλά για μια πιο ανθρώπινη ζωή, καθώς και για μια διαρκή εγρήγορση και επανάσταση. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και τιμήθηκε τρεις φορές με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982). Από το 1986 ήταν Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
γ. Νίκος Παππάς (1906-;;;;)
Ο Νίκος Παππάς (1906-;;;;), καταγόμενος από τα Τρίκαλα, δικηγόρος το επάγγελμα, συμβολιστικός, καθαρολογικός, ρομαντικός και μεγαλόστομος έδωσε μια σειρά μικρά ποιήματα στις συλλογές Μάταια λόγια 1931, Τα παραμύθια του υπνοβάτη 1948, Οι αιχμάλωτοι άγγελοι και τα λυρικά 1957 και Δώδεκα και πέντε 1959, με ένα λόγο φαινομενικά ατημέλητο, στον οποίο κυριαρχεί ένας τόνος διαμαρτυρίας, που είναι το «σήμα κατατεθέν» του έργου του. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην γνωριμία με την νεότερη γραμματεία με τα έργο του Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 1971, καθώς και το πολύτομο Παγκόσμια Ανθολογία Ποίησης 1975 με ευρύτατα σχόλια για τους διασημότερους ποιητές του κόσμου.
δ. Ρίτα Μπούμη – Παππά (1906-1984)
Η Ρίτα Μπούμη - Παππά (Σύρος, 1906- Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1984), σύζυγος του λογοτέχνη Νίκου Παππά, επηρεασμένη από τον Άγγελο Σικελιανό, είναι περισσότερο αποτελεσματική και άμεση σε ποιήματα που απελευθερώνουν το πάθος, παρά σε διανοητικά έργα που την αναγκάζουν να χαμηλώνει την ένταση της φωνής της. Γεννήθηκε στη Σύρο και στα 20 της χρόνια εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες στη Σικελία. Στη διάρκεια της παραμονής της στην Ιταλία σπούδασε παιδαγωγικά και ειδικεύτηκε στη μοντεσοριανή μέθοδο. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εργάστηκε σε αρκετές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και στην "Αυγή". Στη λογοτεχνία έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1929 με το ποίημα "Μικρέ μου Αλήτη" που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία. Μετέφρασε έργα πολλών ξένων συγγραφέων, όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ και ο Βίκτορ Ουγκό. Τα ποιήματά της Τα τραγούδια στην αγάπη 1930, Οι σφυγμοί της σιγής μου 1935, Το πάθος των Σειρήνων 1938, Αθήνα Δεκέμβρης 1944 1945. Καινούρια χλόη 1949, Το ρόδο της Υπαπαντής 1960 μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Έγραψε ποιήματα και πεζά, ενώ ασχολήθηκε και με την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό "Κυκλάδες" και ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
ε. Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956)
Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909 - 1956) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, και μέλος της Εθνικής Αντίστασης. Γεννήθηκε στην Πλατανούσσα (Ραψίστα) της Ηπείρου. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρομικός διανομέας. Τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, και στη συνέχεια με πολύ κόπο και στερήσεις το Σχολαρχείο στο Καλέντζι Ιωαννίνων και το Γυμνάσιο στην Άρτα. Οι εμπειρίες του από την προσπάθεια να μορφωθεί μέσα σε συνθήκες έσχατης φτώχειας περιγράφονται στο αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα». Το 1926 πήγε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν ως διορθωτής και μεταφραστής σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Η σκληρή δουλειά, η ανέχεια και οι στερήσεις αδυνάτισαν τον οργανισμό του και το 1934 προσβλήθηκε από φυματίωση, που τον ταλαιπώρησε στην υπόλοιπη ζωή του. Τελικά πήρε το πτυχίο του το 1938. Το 1941 επέστρεψε στη γενέτειρά του. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της VIII Μεραρχίας ΕΛΑΣ Ηπείρου, του οποίου ήταν διευθυντής από το 1943 ως το 1945. Το 1944 ίδρυσε θεατρικό θίασο, τη «Λαϊκή Σκηνή», με τον οποίο περιόδευε στις ελεύθερες περιοχές της Ηπείρου, δημιουργώντας θέατρο στα βουνά. Το 1945 επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1950 παντρεύτηκε την Ευμορφία Κηπουρού και απέκτησε ένα γιο, τον Κώστα. Πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή το 1956.
Ο Κοτζιούλας, κρυσταλλοκαρυωτακικός ως ποιητής, συνεχίζει την παράδοση των νεοσυμβολιστών και των νεορομαντικών και διακρίνεται για την ευχέρεια στον μετρικό στίχο και τις εύστοχες ομοιοκαταληξίες του. Απέφυγε τον νεωτερικό στίχο και μάλιστα στο κριτικό του έργο συγκρούστηκε με τις νεωτερικές τάσεις στην ποίηση. Τα πεζά του είναι κυρίως βιωματικά και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ακολουθεί την παπαδιαμαντική παράδοση, ασχολούμενος με κοινωνικές ομάδες ταπεινών ανθρώπων και περιγράφοντας ρεαλιστικά, αλλά με αγάπη και τρυφερότητα, τους απόκληρους και τη ζωή τους. Υιοθετεί έτσι ένα είδος κοινωνικού νεορεαλισμού, επενδυμένου με λυρικότητα, φυσιολατρία και προσωπικό στοχασμό και συνδυάζοντας τη σοσιαλιστική ιδεολογία με την πρωτοχριστιανική "θεολογία". Πολύ αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο, απ’ όπου ξεχωρίζουν οι «Άθλιοι» του Βίκτορος Ουγκώ με ενδιαφέρουσα εισαγωγή. Μετά το θάνατό του τα «Άπαντά» του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Δίφρος σε τρεις τόμους. Το 1965 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "Θεμέλιο" ιστορικές αναμνήσεις του με το γενικό τίτλο "Όταν ήμουν με τον Άρη". Το 1976 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο το "Θέατρο στα βουνά", που περιέχει τα θεατρικά έργα που γράφτηκαν από τον Κοτζιούλα κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης.
στ. Φώτης Αγγουλές (1911-1964)
Ο Φώτης Αγγουλές (ψευδώνυμο του Φώτη Χονδρουλάκη, 1911−27 Μαρτίου 1964, «Αγγουλές» = παλικάρι) γεννήθηκε στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του υπήρξε εύπορη, όμως κατά τον διωγμό των χριστιανών από τη Σμύρνη, παράτησε όλο της το βίος και με ένα καΐκι μαζί με τρεις αδερφές του, Ευαγγελία, Αγγέλα και Κυριακούλα, πέρασαν απέναντι στη Χίο, που έγινε δεύτερή πατρίδα του. Εγκατέλειψε το σχολείο στη Β΄ δημοτικού, για να βοηθήσει σε στεριά και θάλασσα τον πατέρα του. Λίγο αργότερα (1928) άφησε την εργασία του πατέρα του και πήγε μαθητευόμενος τυπογράφος στην τοπική εφημερίδα της Χίου Ελευθερία. Η σύνδεσή του αυτή με τον γραπτό λόγο, με τον μαγικό κόσμο των λέξεων και των σκέψεων, μέσω της στοιχειοθεσίας, αλλά και η επαφή του με τους αρθρογράφους και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, τον έχρισαν ποιητή, δημοσιογράφο και εκδότη. Διάβαζε συνεχώς, αξιοποιώντας τον πλούτο της κεντρικής βιβλιοθήκης «Κοραής», στη Χίο. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών και πολιτικών αναταραχών της Ελλάδας, ο Αγγουλές άρχισε να δημοσιεύει τα δικά του ποιήματα. Στην Κατοχή βρέθηκε στη Μέση Ανατολή, σαλπιστής, ασυρματιστής και αποσπασμένος στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ. Εκεί, πέραν των ξένων αντιπάλων, υπήρξαν έντονες πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των προσφύγων, εξαιτίας των οποίων συνελήφθη μαζί με άλλους δημοκράτες αξιωματικούς και στρατιώτες, και οδηγήθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα και φυλακές, από όπου αποφυλακίστηκε το 1946. Με την επιστροφή του στη Χίο, το 1948, με συνεργάτες του τύπωναν κρυφά επαναστατικά φυλλάδια και συνελήφθηκαν. Οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν, ενώ εκείνος καταδικάστηκε σε 12 χρόνια ειρκτή. Αποφυλακίστηκε το 1956 από την Κέρκυρα και επέστρεψε στη Χίο, όπου εργάστηκε στην εφημερίδα Χιακός λαός. Πέθανε από οξύ πνευμονικό οίδημα, ταξιδεύοντας από τη Χίο στον Πειραιά, το 1964, σε ηλικία 53 ετών. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, την προπολεμική περίοδο: Την «Αμαβασιά» (η νύχτα, αμέσως μετά τη χάση του φεγγαριού, 1934), τις «Κραυγές στον ήλιο», και τους «Μενεξέδες» (1938) και έξι μεταπολεμικά «Φωνές» (1943), «Οπτασίες στην έρημο» (1943), «Εντελβάις» (1946), «Φλόγες του δάσους» (1946), «Πορεία μέσα στη νύχτα» (1958), «Φουτσιγιάμα» (1962). Παράλληλα επιμελήθηκε τη λαογραφική συλλογή «Ο λαός της πατρίδας μου», που την αποτελούσαν λαϊκά δίστιχα και τραγούδια από τον Τσεσμέ. Η καρυωτακική μελαγχολία, υπήρξε μια από τις σημαντικές επιρροές του, από τα πρώτα του διαβάσματα. Συνταιριασμένη με τις κοινωνικές ανησυχίες και την αριστερή ιδεολογία του, τον οδήγησε σε μία ποίηση διαμαρτυρίας, στην οποία ακροβατούσε ανάμεσα στην ευαισθησία, τον σαρκασμό και τη δυσφορία για τις κοινωνικές συνθήκες.
ζ. Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη (1906-;;;;)
Η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, εκπαιδευτικός το επάγγελμα, σύζυγος του ποιητή Κώστα Παπαδάκη, ερωτική στην πρώτη συλλογή της Ώρες αγάπης 1934, συνοδοιπόρησε με την Ρίτα Μπούμη και τον Βασίλη Ρώτα, σε μία ποίηση, επηρεασμένη από τον Α.Σικελιανό και το καρυωτακικό κλίμα της εποχής, γεμάτη συναισθηματισμό, κοινωνικές ανησυχίες, αλλά και ψυχογραφική παρατήρηση, που τροφοδοτείται από τα καθημερινά γεγονότα. Ο Ύμνος του ΕΛΑΣ (Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα) γράφτηκε με έμπνευση από την ίδια στα ζοφερά χρόνια της κατοχής και εμψύχωσε χιλιάδες πάσχοντες και αγωνιστές. Είχε σημαντική συμβολή στην ελληνική έκδοση των «Κλασσικών Εικονογραφημένων» στα μεταπολεμικά χρόνια.
Στην τελευταία χρονολογικά ομάδα ποιητών της γενιάς του 1930, εντάσσονται «εσωστρεφείς» ποιητές, επηρεασμένοι από τον Σικελινό, τον Σεφέρη και τον Καβάφη, αλλά και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα και ιδιαίτερα τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, εμπλουτίζοντας τα βιώματα αυτά με μία βαθύτερη φιλοσοφική διάθεση, στην οποία κυριαρχεί η υπαρξιακή αγωνία και η ψυχογραφική κοινωνικότητα.
α. Άρης Δικταίος (1919-1983)
Ο Άρης Δικταίος (πραγματικό όνομα: Κώστας Κωνσταντουράκης, 1919 – 8 Μαρτίου 1983), επηρεασμένος από τον Ρ.Μ.Ρίλκε, τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τον Κ.Π.Καβάφη, έδωσε μια, επικολυρικών διαστάσεων, ποίηση κοινωνικής ψυχογραφίας με θέμα την αγωνία του ανθρώπου, με υψηλές προδιαγραφές εύροιας και καλαισθησίας λόγου, αποτέλεσμα της εξαιρετικής αισθητικής του καλλιέργειας. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Φοίτησε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1938 ως το 1940, οπότε και διέκοψε τις σπουδές του λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της επιστράτευσης του. Μετά την ήττα της Ελλάδας, επέστρεψε στην πατρίδα του Κρήτη, όπου παρέμεινε σε όλη την διάρκεια της Κατοχής. Με τη λήξη της Κατοχής εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος και ως δημοσιογράφος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, από το 1946 ως το 1951. Το 1935 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες» και ακολούθησαν η Ελούσοβα 1945 και το ωριμότερο έργο του η Πολιτεία 1956, 58 και 65. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα, Νέοι Ρυθμοί, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Νέα Πορεία. Ιδιαίτερη ήταν η συνεισφορά του σε δοκίμια και μεταφράσεις, ενώ το έργο του μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες.
β. Μηνάς Δημάκης (1913-1980)
Ο Μηνάς Δημάκης, λογοτεχνικά «δίδυμος αδελφός» του συμπατριώτη του Άρη Δικταίου, αλλά περισσότερο ενδοστρεφής και ερμητικός από εκείνον, μετά την αρχική συμβολιστική και υπερρεαλιστική μαθητεία του, έδωσε μία ποίηση διεξόδων και αναζητήσεων, που κραδαίνεται από δραματική ένταση, στον αθέρα της θέσης και της αντίθεσης, με περιορισμένο τον ρόλο του συναισθήματος και με κύριο κίνητρο το ψυχικό άγχος, που συμπνέει με την εκφραστική του αποσπασματικότητα. Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1913 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν γιος του εμπόρου Γεωργίου Δημάκη και της Μαρίας το γένος Μεταξάκη. Την περίοδο 1919-1924 φοίτησε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο «Λύκειον Ο Κοραής». Το 1930 αποφοίτησε από το Α εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου. Συμμετείχε στην «Πνευματική Κοινότητα» (1930-1934), μια λογοτεχνική συντροφιά, τα μέλη της οποίας (Έλλη Αλεξίου, ο Γιάννης Σφακιανάκης, η Ριρή Μιγάδη μεταξύ άλλων), επιστήμονες αλλά και άτομα χωρίς τυπική μόρφωση, μαζεύονταν σε ένα πατάρι της οδού Μαρτύρων όπου κάθε Κυριακή γίνονταν λογοτεχνικές συζητήσεις, Από το 1934 έως το 1940 σύχναζε σε μια άλλη πνευματική συντροφιά μαζί με τον Άρη Δικταίο, τη Θάλεια Καλλιγιάννη από τα Χανιά, το «Στούντιο» που είχε εμψυχωτή τον Λευτέρη Αλεξίου, στο σπίτι του οποίου μαζεύονταν τα μέλη της. Εργάστηκε σε επιχείρηση σταφίδας που είχαν τα αδέλφια του πατέρα του έως το 1936 και κατόπιν στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Από το 1937 έως το 1959 εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος (μέχρι το 1943 στο Ηράκλειο, μετά στην Αθήνα). Πολέμησε στην Κρήτη, ενώ στην Κατοχή ήταν μέλος του ΕΑΜ. Στη λογοτεχνία παρουσιάστηκε το 1935 με το περιοδικό «Φύλλα Τέχνης», το οποίο κυκλοφόρησε σε 4 τεύχη με ποιήματά του. Η χαμένη γη (1939), Κάψαμε τα καράβια μας (1946), Στο τελευταίο σύνορο (1950) ήταν οι επόμενες συλλογές του. Διετέλεσε επί μακρόν αιρετό μέλος της διοικούσας επιτροπής της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών, καθώς και μέλος της Επιτροπής Βραβείων Μαρίας Π. Ράλλη. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, γερμανικά και σε άλλες γλώσσες. Του απονεμήθηκαν το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1957 («Σκοτεινό πέρασμα»), το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1961 («Το ταξίδι») και το 1ο Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1975 («Η ποίηση του Σεφέρη»). Αυτοκτόνησε στις 13 Ιουλίου 1980, πέφτοντας από το δώμα της πολυκατοικίας, όπου κατοικούσε από το 1960, επί της οδού Αναγνωστοπούλου 69.
γ. Γιώργος Θέμελης (1900-1976)
Ο Γιώργος Θέμελης (1900- 17 Απριλίου 1976) γεννήθηκε στη Σάμο και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομα του συνδέθηκε με τη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Θεωρείται η πνευματική του πατρίδα αφού εκεί διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα. Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρίσκοντας απήχηση σε πολλές γενιές μαθητών του, ειδικά στο μάθημα των νέων ελληνικών. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από την ίδρυσή του το 1961 έως το 1965. Η ώριμη ποιητική πορεία του Θέμελη άρχισε ουσιαστικά με τον πόλεμο και την κατοχή: «Γυμνό παράθυρο» 1945, «Άνθρωποι και πουλιά» 1947, «Ο Γυρισμός» 1948, «Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες» 1949. Τότε μυήθηκε στα νεότερα πολιτικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας», δίνοντας μία ποίηση θρησκευτικής διεισδυτικότητας ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, που συνταιριάζει τον καίριο λόγο με την ουσία, το πράγμα με το ψυχικό του αντίκρισμα. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Σταύρο Κουγιουμτζή (Το πρώτο περιστέρι, Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δυο, Πάσχα των Ελλήνων, Σαν ένα αστέρι) και τον Νίκο Μαμαγκάκη (Κρυστάλλινο φιλί, Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες).
δ. Παναγιώτης Μαυρέας (1897-1957)
Ο Παναγιώτης Μαυρέας (1897-1957) στις συλλογές του Άσκαυλος 1932, Αυλοδίκη 1933, Αυλητής 1934, Αυλητρίς 1935, Πύραυλος 1936, Αυλώπις 1937, Παρακλητική 1955, από τις ιδιάζουσες περιπτώσεις της ελληνικής ποίησης, ακόλουθος του Απόστολου Μελαχρινού, στο ύφος του Παλαμά και του Σικελιανού, απορρίπτοντας τις ξενικές μιμήσεις, έγραψε μυσταγωγικά σονέτα με σεξπηρικό δρασκελισμό, ευκαμψία και ικετήρια εξωτερική μουσικότητα, στα οποία κυριαρχεί η ελλαδολατρία του και οι διαρκείς πειραματισμοί του στην ελληνική γλώσσα.
ε. Φοίβος Δέλφης (1909-1988)
Ο Φοίβος Δέλφης (1909 - 15 Φεβρουαρίου 1988) γεννήθηκε στους Δελφούς και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κανέλλος. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε φιλικές σχέσεις με τον Αγγ.Σικελιανό, που επηρέασε το έργο του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε ηλικία 28 ετών με την ποιητική του συλλογή "Ειδύλλια". Για το συνολικό του έργο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με τον Α΄ έπαινο. Έγραψε πολλά ποιήματα και ποιητικές συλλογές, όπως τα "Βουκολικά" (1938), "Όργος Οργής" (1948), "Η μοναξιά του λιθαριού" (1948), "Αχαιοί" (1951), "Άνθρωπος της Γης" (1943), "Ρόδα του Απόλλωνα", "Θλιμμένο Πάσχα", "Ο γερο-Θωμάς", "Αγροτική συμφωνία", "Πεσταλότσι".
στ. Λιλή Ιακωβίδου (1902-1985)
Η Λιλή Ιακωβίδου (1902 - 1985), γένος Πατρικίου, γεννήθηκε στην Αθήνα και υπήρξε σύζυγος του ηθοποιού Μιχάλη Ιακωβίδη. Ανέπτυξε αξιομνημόνευτη πνευματική δραστηριότητα με ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, άρθρα, μελέτες και διαλέξεις. Αποφοίτησε από το Αρσάκειο. Στους λογοτεχνικούς κύκλους εμφανίστηκε το 1918 όταν ήταν φοιτήτρια της Νομικής και έγινε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Νουμάς". Υπηρέτησε ως υπάλληλος της Βουλής, από όπου αποχώρησε με το βαθμό του τμηματάρχη. Εξέδωσε τα έργα΄ "Φωτεινές ώρες" 1932, "Σαράντα τραγούδια", 1934, "Κορυδαλλοί" 1940, για την οποία έλαβε βραβείο από το Υπουργείο Παιδείας, "Εύκολα θύματα", (δράμα) 1937, για το οποίο και έλαβε βραβείο από το σύλλογο "Παρνασσός", "Κορίτσια" (δράμα) 1938, το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, "Αγγελίνα" (δράμα) 1940 και Άνυδρη γη (1968). Επίσης εξέδωσε μελέτες που αφορούσαν τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης" του Παλαμά (1929) και το ποιητικό έργο του Κλέωνα Καρθαίου (1936). Τα έργα της διακρίνονται για το ρεαλισμό και το συναισθηματισμό τους. Τιμήθηκε με το "Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως" και το "Χωρέμειο" βραβείο της Ακαδημίας.
ζ. Κώστας Καλαντζής (1908-1980)
Ο Κώστας Καλαντζής (1908 - Δεκέμβριος 1980) ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στα Πλατάνια Τριφυλίας. Σπούδασε στην Κέρκυρα. Εργάστηκε ως ανώτερος υπάλληλος στην ΑΤΕ. Έγραψε ποιήματα, όπως τα «Ηλιοτρόπια», «Ο Επιτάφιος Θρήνος» και «Ο λαός της Ραχήλ», πεζά όπως το «Πυρπόλημα της Δύσης» και ιστορικά έργα όπως «Η σφαγή των Καλαβρύτων», «Ιστορία της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως», «Πετιμεζάδες», «Ο Αμβρόσιος Φραντζής», το έμμετρο «Φραγκιάδα», «Ο Μεθώνης Γρηγόριος». Πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 1980 σε ηλικία 72 ετών.
Η πεζογραφία σημείωσε σημαντική πρόοδο και από τη δεκαετία του 1920 κατέκτησε δεσπόζουσα θέση στον πολιτιστικό βίο της χώρας, περνώντας από την ηθογραφία, στον ψυχογραφικό ρεαλισμό και στην συνέχεια στον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό των χρόνων της βιομηχανικής ανάπτυξης.
α. Πηνελόπη Δέλτα (1874 -1941)
Η Πηνελόπη Δέλτα (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 1874 - Αθήνα, 2 Μαΐου 1941) ήταν τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, τον γνωστό «Τρελαντώνη» του ομώνυμου βιβλίου της και τρία μικρότερα. Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα το 1895. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα και γιαγιά του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας, που παρέμεινε πλατωνικός μέχρι το 1908, όταν αυτός συνδέθηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η Δέλτα που είχε μετακομίσει στη Φρανκφούρτη το 1906 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Για την Πατρίδα» το 1909, που εκτυλίσσεται στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύντομα ακολούθησε το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου». Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 της ενέπνευσε το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1911).
Το 1913 η οικογένεια Δέλτα επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά. Το 1925 εκδόθηκε «Η ζωή του Χριστού», ενώ την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας, ασθένειας που την ταλαιπώρησε μέχρι τον θάνατό της. Το 1929 ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας «Ρωμιοπούλες», η οποία τελείωσε το 1939 και είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται σε τρεις τόμους τη ζωή της Δέσποινας Κρινά-Δαπέργολα, μιας δραστήριας γυναίκας που η κοινωνία της εποχής της την περιόριζε σε ένα χρυσό κλουβί. Το πρώτο βιβλίο, «Το Ξύπνημα», καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η «Λάβρα» καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το «Σούρουπο» τα έτη 1914-1920. Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο «Τρελαντώνης» (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες του αδερφού της, όταν όλα τα αδέρφια ήρθαν από την Αίγυπτο να περάσουν το καλοκαίρι με τη θεία τους στον Πειραιά, ο «Μάγκας» (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και τα «Μυστικά του Βάλτου» (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
β. Τίμος Μωραϊτίνης (1875-1952)
Ο Τίμος Μωραϊτίνης (1875 - 22 Σεπτεμβρίου 1952) πολύπλευρη και θρυλική προσωπικότητα των γραμμάτων, καλλιέργησε με το πληθωρικό του ταλέντο τα κυριότερα είδη του γραπτού λόγου κατά το πρώτο ήμισυ του 20ο αιώνα, με έργα που διακρίνονται για το λεπτό χιούμορ, την πρωτοτυπία, το στοχασμό, το λυρισμό και ένα αστείρευτο κέφι μαζί με ρομαντική διάθεση. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1876. Εγκαταλείποντας τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Υπήρξε χρονογράφος για μεγάλο διάστημα στην εφημερίδα «Εμπρός», αλλά και σε πολλές άλλες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, κατά τον οποίο τραυματίστηκε. Το 1910 διετέλεσε γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων. Τον Σεπτέμβριο του 1912 εξέδωσε την καθημερινή πολιτική εφημερίδα "Ημερήσια Νέα". Το 1938 ανέλαβε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών. Το 1947 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων. Πέθανε στην Αθήνα το 1952.
Ως Θεατρικός συγγραφέας χαρακτηρίστηκε «πατέρας και δημιουργός της νεοελληνικής κωμωδίας», με δεκάδες θεατρικά και με αποκορύφωμα της προσφοράς του την Αιωνία Ζωή 1929 και τον Άρχοντα του Κόσμου, τις δύο φιλοσοφικές κωμωδίες του, που καταγράφονται σαν εφάμιλλα ή και καλύτερα αντίστοιχων του ξένου ρεπερτορίου. Τα θεατρικά του έργα σημείωναν τεράστια επιτυχία και αποτελούσαν θεατρικό, κοσμικό και εισπρακτικό γεγονός, διανύοντας μακρά σειρά παραστάσεων. Άλλα θεατρικά έργα του ήταν: «Μαραθώνιος δρόμος» (1906), «Πρωθυπουργίνα» (1908), «Πανόραμα» (επιθεώρηση του 1908), «Εύθυμος χήρος» (1909), «Το τσάι της Νίτσας» (1912), «Βαμπίρ» (1917), «Το παλιοκόριτσο» (1921), «Η επιστροφή των θεών» (1923), «Ένα ταξιδάκι στη Σελήνη» (1924), «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν» (1925), «Μοντέρνο σπίτι» (1926), «Μπερλίνα» (επιθεώρηση), και «Ιστορία της Αθήνας» (1931). Ως Χρονογράφος, «επέβαλε» το χρονογράφημα ως λογοτεχνικό είδος και του αποδόθηκε ο τίτλος του κορυφαίου. Ως Αθηναιογράφος αποτελεί μοναδική πρωτογενή πηγή αναφοράς στην Παληά Αθήνα (τέλη 19ου- αρχές 20ου αιώνα), αποκαλύπτοντας τις άγνωστες πλευρές εκείνης της Αθήνας. Ο χαρακτηρισμός του Αθηναιολάτρη τον συνόδευε σε όλες τις άλλες λογοτεχνικές του εκφράσεις,. Αποκορύφωμα της αθηναιολατρίας του είναι το τραγούδι «Στης Πλάκας της ανηφοριές» σε στίχους και μουσική Τίμου Μωραϊτίνη. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τις ανάγκες του θεατρικού του έργου «Η Μπερλίνα». Στη δεκαετία του 1930 και ειδικότερα στα χρόνια πριν τον Β' Π.Π. υπήρξε η ψυχή της αθηναϊκής αποκριάς, φροντίζοντας διάφορες αποκριάτικες εκδηλώσεις. Ως Επιθεωρησιογράφος ο Τίμος Μωραϊτίνης διακρινόταν για το σπινθηροβόλο, αλλά και δροσερό πνεύμα του, με μια ρομαντική διάθεση επιστροφής στο παρελθόν, θεωρώντας το ωραιότερο και αγνότερο. Στα διάφορα επιθεωρησιακά σκετς καυτηρίαζε τακτικά τις ξένες εκφράσεις, κυρίως γαλλικές, που χρησιμοποιούσαν οι νεόπλουτοι, πολλές φορές αγνοώντας την ακριβή σημασία τους, πλέκοντας παρεμφερείς ή ελαφρά παραποιώντας τις. Σημαντικότερες επιθεωρήσεις του εκείνης της εποχής ήταν: «Όνειρο αποκριάτικης βραδιάς», «Τζιτζίκι», «Ξιφίρ Βαλέρ, «Α-μπε-σε-ντέ». Ως Ποιητής με την ποιητική συλλογή «Φθινοπωρινά φύλλα», ο Μωραϊτίνης αναδεικνύεται αυθόρμητος τραγουδιστής που βαδίζει αμέριμνος ανάμεσα στους μετρικούς κανόνες με ευσυγκίνητη μελωδία, λυρικός τροβαδούρος με μουσικό οίστρο. Παράλληλα ο Τ. Μωραϊτίνης ασχολήθηκε και με το μυθιστόρημα γράφοντας το «Ολόκληρη ζωή», ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ασχολήθηκε περισσότερο με την ιστορική λαογραφία της Αθήνας αποδίδοντάς τη επίσης σε ποίηση.
γ. Κώστας Παρορίτης (1878-1931)
Με το φιλολογικό ψευδώνυμο Κώστας Παρορίτης έγινε γνωστός ο Λεωνίδας Σουρέας, Έλληνας λογοτέχνης ο οποίος γεννήθηκε στο Παρόρειο της Λακωνίας το 1878 και πέθανε στην Αθήνα το 1931. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο των Αθηνών το 1896 και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του πανεπιστημίου των Αθηνών το 1898. Έπειτα εργάστηκε ως σχολάρχης στην Ύδρα. Ήταν οπαδός του κινήματος του δημοτικισμού του Γιάννη Ψυχάρη με σοσιαλιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, τον οποίο και δεν δίστασε να περάσει στα έργα του από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση. Δημοσίευσε δύο σειρές διηγημάτων, με τον τίτλο «Από την ζωή ενός δειλινού» και «Οι Νεκροί της Ζωής». Έργο του ήταν επίσης το κοινωνικό ρομάντζο «Στο άλμπουρο».
δ. Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915)
Ο Στέφανος Γρανίτσας (1880 – 13 Σεπτεμβρίου 1915) ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας από τη Γρανίτσα Ευρυτανίας. Μετέφερε, μέσα από τα κείμενα του σε εφημερίδες της εποχής, μύθους και παραδόσεις από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Χρόνος, Εστία και Πατρίς προσφέροντας διηγήσεις για το λαό της υπαίθρου. Εκλέχτηκε βουλευτής το 1911. Πολέμησε ως ανθυπολοχαγός το 1912 και 1913. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1915. Στην εργογραφία του συμπεριλαμβάνονται πολλά ποιήματα, το θεατρικό έργο Μητρούσης καθώς και το Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου, το οποίο περιέχει μύθους από τη λαϊκή παράδοση της περιοχής του σχετικούς με ζώα.
ε. Παντελής Χορν (1881-1941)
Ο Παντελής Χορν (1 Ιανουαρίου 1881 - 1 Νοεμβρίου 1941) γεννήθηκε στην Τεργέστη και ήταν γιος του Αυστριακού Δημητρίου Χορν και της Ματίνας Κουντουριώτη, κόρης του Παντελή Κουντουριώτη, δισέγγονος του Λάζαρου Κουντουριώτη. Το 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, συμμετείχε στη σύσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου και ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Λιμενικού Σώματος, αποκτώντας τον βαθμό του επιλιμενάρχη β΄. Αποστρατεύθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1926 με τον βαθμό του υποναυάρχου. Σε νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει θεατρικά έργα. Ενώ ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού έγραψε το έργο Ανεχτίμητο, το οποίο δημιούργησε σκάνδαλο λόγω μερικών τολμηρών εκφράσεων που χρησιμοποιούσε. Με την κατηγορία ότι προσβάλλει τα ήθη παραπέμφθηκε από τον υπουργό Ναυτικών στο ναυτοδικείο, όπου αθωώθηκε. Στη συνέχεια έγραψε περισσότερα από 30 έργα, κωμωδίες, μονόπρακτα, πολύπρακτα και δράματα, που παίχτηκαν από ηθοποιούς όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής: ο Ξένος (1906), οι Πετροχάρηδες (1908), Το τίμιο σπίτι (1908), Μελάχρα (1909), η Παναγία η Κατηφορίτισα (1915), Το Μαύρο Καράβι (1917), το Φιντανάκι (1921), η Νταλμανοπούλα (1923), ο Σέντζας (1925), Φλαντρώ (1925), Ψωροκώσταινα (1927), Το Μελτεμάκι (1927), Σταθμός (1929), Σιγανοπαπαδιές (1929), ο Πρόξενος (1931) και Ζωή και παραμύθι (1937). Πιστός στην ελληνική παράδοση, ο Χορν προσέδωσε στα έργα του έναν πολύμορφο χαρακτήρα, καθώς συνδύασε και ευρωπαϊκές επιδράσεις από τον ρεαλισμό, τον νατουραλισμό, αλλά και το σύγχρονο ψυχολογικό δράμα και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό θέατρο. Για πολλά χρόνια αρθρογραφούσε σε εφημερίδες της Αθήνας. Ήταν μέλος της δεύτερης επιτροπής απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων(1940). Απεβίωσε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 1941. Είχε δύο γιους, τον Γιάννη και τον γνωστό ηθοποιό Δημήτρη Χορν.
στ. Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1920)
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης (1883 – 1920) γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Χιώτες πρόγονοι του, ενώ ήταν συγγενής εξ αίματος του Kάλβου. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, καθώς προοριζόταν για κληρικός. Μεταστράφηκε όμως προς τη δημοσιογραφία, την οποία εξάσκησε αρχικά στη Σμύρνη και μετά στην Αθήνα, εργαζόμενος στις εφημερίδες Ακρόπολις και Εστία, κυρίως ως χρονογράφος. Ωραιοπαθής και αισθησιακός, ρομαντικός και ταυτόχρονα παρνασσικός, συνοδοιπόρος του καβαφικού αισθητισμού και κατά μία άποψη, πρόδρομος των υπερρεαλιστών, έγραψε σε κομψό ύφος ποιήματα, πεζά ( όπως «De profundis» (1908), «Το φλογισμένο ράσο» (1911, αυτοβιογραφικό αφήγημα), «Το βυσσινί τριαντάφυλλο» (1912, αφηγήματα), ιστορικές μελέτες («Βυζαντινά πολύπτυχα» 1916, «H βασίλισσα και αι βυζαντιναί αρχόντισσαι» 1920), καθώς και το ποιητικό δράμα «Άγιος Δημήτριος», που παίχτηκε από τον θίασο της Mαρίκας Kοτοπούλη το 1917. Στη σκηνή ανεβάστηκαν και τα μονόπρακτά του «H θεατρίνα», «O πιερόττος» και «Tο τσακάλι» (1912), καθώς και το ιστορικό δράμα «H Kλυταιμνήστρα». Διετέλεσε επίσης έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών.
ζ. Σπύρος Μελάς (1882-1966)
Ο Σπύρος Μελάς (13 Ιανουαρίου 1882 - 2 Απριλίου 1966) γεννήθηκε στη Ναύπακτο και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον χώρο της δημοσιογραφίας μέσα από τις εφημερίδες «Άστυ» και «Ακρόπολις», ενώ σύντομα διακρίθηκε ως χρονογράφος και ως πολεμικός ανταποκριτής στους βαλκανικούς πολέμους, όπου πήρε μέρος ως λοχίας του πυροβολικού, αλλά και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Διετέλεσε αρχισυντάκτης των εφημερίδων «Χρόνος», «Νέα Ημέρα», «Πατρίς», διευθυντής της εφημερίδας «Δημοκρατία» (1924) και συνεργάτης πολλών άλλων («Εμπρός», «Η Καθημερινή», «Ελευθερία», «Εστία», «Το Βήμα»), ενώ το 1948 εξέδωσε το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία». Ανέπτυξε επίσης σημαντική δραστηριότητα στον χώρο του θεάτρου, ιδρύοντας το 1925 το βραχύβιο Θέατρο Τέχνης και συμμετέχοντας το 1929 στην ίδρυση του θιάσου «Ελευθέρα Σκηνή», μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Δημήτρη Μυράτ. Στους θιάσους αυτούς ανέλαβε τον ρόλο του σκηνοθέτη. Το 1935 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 1959. Έγραψε τα θεατρικά έργα «Ο γιος του ίσκιου», «Το χαλασμένο σπίτι», «Το κόκκινο πουκάμισο», «Το άσπρο και το μαύρο», «Παπαφλέσσας», «Ιούδας», «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», «Η μέθοδος των τριών», «Αργυροί γάμοι», «Βουβές αγάπες», «Ρήγας Βελεστινλής». Εξέδωσε επίσης τα βιβλία «Από τα ταξίδια μου» (1916), «Το Εικοσιένα και η Κρήτη» (1930), «Ο Γέρος του Μωριά» (1931), «Ο Ναύαρχος Μιαούλης» (1932), «Ματωμένα ράσα» (1933), «Κουβέντες του Φορτούνιο» (1936), «Φλογισμένα πέλαγα» (1947), «Για ένα καινούριο θέατρο» (1956), «Η επανάσταση του 1909» (1957), «50 χρόνια θέατρο» (1960), «Νεοελληνική λογοτεχνία» (1963), «Ελληνική γενική ανθολογία» (1964).
η. Αθηνά Ταρσούλη (1884-1975)
Η Αθηνά Ταρσούλη (1884 – 1975) γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν θυγατέρα του δικαστικού Αλεξάνδρου Πιττακού. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τα γράμματα. Το 1901 παντρεύτηκε τον Νίκο Ταρσούλη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με τον σύζυγό της στο Παρίσι. Απέκτησαν μία κόρη, ο πρόωρος θάνατος της οποίας στάθηκε η έμπνευση για την εμφάνισή της στα γράμματα. Η ίδια η Αθηνά απεβίωσε στην Αθήνα από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία 91 ετών. Τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο της Κύπρος, αλλά και δεκαετίες ενωρίτερα (το 1935) με τον Α΄ έπαινο της Ακαδημίας. Έργα της ήταν Ψυχής στεναγμός (1916), Στα βρόχια της αγάπης (συλλογή διηγημάτων με πρόλογο του Γ. Ξενόπουλου, 1925), Σπίθες και τέφρες (ποιητική συλλογή, 1928), Μαντώ Μαυρογένους (1931), Ο καπετάν Μοναχός (1932), Ελένη Αλταμούρα (1934), Κάστρα και πολιτείες του Μοριά (εικονογραφημένο από την ίδια με 200 σχέδια και εικόνες 1934), Μαργαρίτα Αλβάνα Μηνιάτη (1935), `Άσπρα νησιά (1939), Ελληνικές φορεσιές (λεύκωμα με 65 έγχρωμες εικόνες ελληνικών ενδυμασιών, έργα της ίδιας, 1941), Καταπολιανή (1941), Δωδεκάνησα (3 τόμοι, 1947-1948), Κύπρος (2 τόμοι, που εκδόθηκαν το 1955 και το 1964).
θ. Στράτης Μυριβήλης (1892-1969)
Ο Στράτης Μυριβήλης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Ευστράτιος Σταματόπουλος, Συκαμιά Λέσβου 30 Ιουνίου 1892 - Αθήνα 19 Ιουλίου 1969) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, η οποία εκείνη την εποχή γνώριζε πνευματική άνθηση με τη λεγόμενη Αιολική σχολή. Ο Μυριβήλης εργαζόταν ως δάσκαλος και ήρθε σε επαφή με την πνευματική κίνηση του νησιού. Το 1912 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως συντάκτης σε διάφορες εφημερίδες. Την ίδια χρονιά κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επέστρεψε στη Λέσβο, όπου παρέμεινε ως το 1932. Εκεί ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Το 1932 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνέχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες ("Η Καθημερινή", "Ακρόπολις", "Η Πρωία", "Δημοκρατία" του Αλέξανδρου Παπαναστασίου), περιοδικά ("Νέα Εστία", "Το Ναυτικό μας", "Στρατιωτικά Νέα") και τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Παράλληλα, από το 1938 ως το 1955 εργαζόταν στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1940 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο για το έργο του Το γαλάζιο βιβλίο και το 1958 έγινε Ακαδημαϊκός. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τάχθηκε με ζήλο εναντίον των κομμουνιστών. Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969, από βρογχοπνευμονία.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1915, με τα διηγήματα Κόκκινες ιστορίες. Η πρώτη περίοδος του έργου του είναι εμπνευσμένη από το παρόν ή το άμεσο παρελθόν, τη ζωή στη Μυτιλήνη και κυρίως τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Αποκορύφωση της έκφρασης του αντιπολεμικού πνεύματος είναι το μυθιστόρημα Η ζωή εν τάφω (1924). Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται το 1932 με το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια. Κατά τη δεύτερη περίοδο στράφηκε στο παρελθόν και τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Τα έργα της περιόδου είναι οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), Τα παγανά (1945), Ο Παν (1946), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και οι συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959).
ι. Ηλίας Βενέζης (1904-1973)
Ο Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα Ηλίας Μέλλος, Αϊβαλί, 4 Μαρτίου 1904 -Αθήνα, 3 Αυγούστου 1973 ) καταγόταν από την Κεφαλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά της μητέρας του. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Παρακολούθησε το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, αλλά αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυδωνιών. Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο, καθώς αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα (υπήρξε υπάλληλος στην τράπεζα το διάστημα 1930-1957). Δυο χρόνια πριν από την αποχώρησή του το 1955, κατόπιν παροτρύνσεως του τότε διοικητή Ξενοφώντα Ζολώτα, συνέγραψε το Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος, μια εξιστόρηση της πρώτης 25ετίας της Τράπεζας. Το 1939 ο Βενέζης μοιράστηκε μαζί με τον Μυριβήλη το πρώτο στην ιστορία Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Φυλακίστηκε στο "Μπλοκ C" των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου. Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής λογοτέχνης, με εκπομπή στο ραδιόφωνο και ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα που με το ομώνυμο βραβείο της ανέδειξε το μεταπολεμικό μυθιστόρημα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του (1971-1973) υπέφερε από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα. Κηδεύτηκε και θάφτηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου απέναντι από τη μικρασιατική του πατρίδα. Σύμφωνα με τη θέλησή του, ο τάφος του είναι ανώνυμος με μόνη επιγραφή τη λέξη ΓΑΛΗΝΗ. Έργα του ήταν Το νούμερο 31328 (1931), Γαλήνη (1939), Αιολική Γη (1943), Ωκεανός (1956), Εμανουήλ Λεύκας (συλλογή, 1939), Αιγαίο (συλλογή, 1941), Ακήφ (διήγημα, 1944), Άνεμοι (συλλογή, 1944), Ώρα Πολέμου (συλλογή, 1946), Οι νικημένοι (συλλογή, 1954), Αρχιπέλαγος (συλλογή, 1969).
ια. Μ. Καραγάτσης (1908-1960)
Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960, πραγματικό όνομα Δημήτριος Ροδόπουλος, αδελφός του πολιτευτή της ΕΡΕ, προέδρου της Βουλής, Κωνσταντίνου Ροδόπουλου) πήρε το ψευδώνυμο Καραγάτσης από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι, που υπήρχε στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του (λογικά Μήτσος) δεν εξηγήθηκε ποτέ από τον ίδιο όσο ζούσε. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε ένα γωνιακό σπίτι των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος, νομικός και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα, και ως διευθυντής τράπεζας δούλεψε στα Τρίκαλα, Πύργο, Αίγιο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη. Η μητέρα του, Ανθή Μουλούλη καταγόταν από τον Τίρναβο. Το Δημοτικό σχολείο το παρακολούθησε στο Αρσάκειο της Λάρισας, ενώ τα γυμνασιακά του χρόνια, από το 1922 έως το 1924, στη Θεσσαλονίκη. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1930 χωρίς όμως να δικηγορήσει ποτέ. Μετά το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών που πήρε από το Πανεπιστήμιο, έπιασε δουλειά ως υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 νυμφεύτηκε τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη και απέκτησαν μία κόρη. Το 1937 πέθανε η μεγαλύτερη αδερφή του, που υπέφερε από ψυχασθένεια από τη νεανική της ηλικία, και το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής έζησε ήσυχα στο σπίτι του. Από το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή. Τότε εμφανίστηκε και στον κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας Καταδρομή. Το 1946 πέθανε και η μητέρα του,. Το 1949 στάλθηκε ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, στα οποία ο εμφύλιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, ενώ παράλληλα έγραφε εκλαϊκευμένα την Ιστορία των Ελλήνων και το 1953 ταξίδεψε στην Ανατολική Αφρική. Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Στις 8 Νοεμβρίου του 1958 έπαθε καρδιακή προσβολή, που τον οδήγησε σε σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους. Πέθανε τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1960 μετά από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας. Κηδεύτηκε την ίδια μέρα και στον τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Δημιουργός μακρόπνοων έργων, με αφηγηματική ευχέρεια και δημιουργική φαντασία, ο Μ.Καραγάτσης διακρίνεται για την ικανότητά του να δημιουργεί πρωτότυπους αφηγηματικούς χαρακτήρες και πλοκές που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν. Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο (ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ), ο οποίος μετά τη Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή. Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα της Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να «εγκλιματιστούν» και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Επόμενος σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το έργο Χαμένο νησί, που ο ίδιος χαρακτήρισε «φανταστική νουβέλα». Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Γερόλυμος Αβαράτος, δεύτερος πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε στην Τήλο. Ο ήρωας αναγκάστηκε να μείνει στο νησί για καιρό εξαιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά οι κάτοικοι του νησιού παρατήρησαν περίεργα κλιματικά φαινόμενα, διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες έδιναν λανθασμένες συντεταγμένες και τέλος αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την υφαλοκρηπίδα και έπειτα από ταξίδι στη θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό με το όνομα Ταϊλί.
Στη συνέχεια ο Καραγάτσης επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Η σειρά θα περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας οικογένειας από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο τρία: Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Τα στερνά του Μίχαλου. Ο ήρωας του πρώτου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν Έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αλλαξοπίστησε, για να σώσει τη ζωή του. Συνέχισε να ενδιαφέρεται για ιστορικά θέματα και έκανε την απόπειρα να γράψει ένα τρίτομο ιστορικό έργο, την Ιστορία των Ελλήνων, από το οποίο έγραψε τελικά μόνο τον πρώτο τόμο για την Αρχαία Ελλάδα. Έγραψε τη μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος, για τον πλοίαρχο του υποβρυχίου «Κατσώνης». Το τελευταίο έργο του σχετικό με την ιστορία, το Σέργιος και Βάκχος, είναι σατιρική και καυστική κριτική με στόχο την απομυθοποίηση της Ιστορίας. Προς το τέλος της ζωής του σχεδίαζε άλλη μια ενότητα τεσσάρων έργων, από την οποία πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο Το 10, έργο που διαδραματίζεται σε μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά, όπου ο συγγραφέας κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι και παρατηρούσε την κίνηση και τη ζωή για να αντλήσει υλικό.
ιβ. Στρατής Δούκας (1895-1983)
Ο Στρατής Δούκας (Μοσχονήσια Μικράς Ασίας, 6 Μαΐου 1895 – Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 1983) θεωρείται από τους σημαντικούς εκπροσώπους της Αιολικής Σχολής, στο ευρύτερο πλαίσιο της Γενιάς του 1930. Γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά από τα γυμνασιακά χρόνια. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Το 1913 οργάνωσε λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη από κοινού με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τρία χρόνια αργότερα κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρασία και τραυματίστηκε. Αποστρατεύτηκε το 1923 και στράφηκε στην προσπάθεια διάδοσης της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης και βιοτεχνίας (αγγειοπλαστική και ταπητουργία) στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής με έργα των Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά. Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 και ανάρρωσή του στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική. Από το 1929 άρχισε να συνεργάζεται με τις αθηναϊκές εφημερίδες Πρωία, Πολιτεία και Νέος Κόσμος ως δημοσιογράφος και παράλληλα δημοσίευσε λυρικά κείμενα στο περιοδικό Κύκλος. Το 1931 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίστηκε με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Συνεργάστηκε στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού Το τρίτο μάτι μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο - Γκίκα και Καραντινό (1935-1937) και το περιοδικό Νεολαία (1939-1940). Από το 1937 ως το 1939 εργάστηκε ως γραμματέας της τουριστικής επιτροπής Θεσσαλονίκης και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως αξιωματικός. Το 1942 επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Δήμητρα Δούκα που ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στα ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και συνεργάστηκε με περιοδικά της εποχής. Υπήρξε σύμβουλος (1949-1953) και γενικός γραμματέας (1953-1960) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1962 έφυγε για να υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη στη Μόσχα. Η εγχείρηση δεν έγινε τελικά και ο Δούκας πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος στο σπίτι του στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε σε γηροκομεία. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλληλη στήριξή του τόσο στην παράδοση, όσο και στα ανανεωτικά ρεύματα του καιρού του, η αξιοποίηση της λαϊκής γλώσσας και το βιωματικό στοιχείο. Έργα του ήταν: Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929, 1932, 1958, 1962, 1969, 1977, 1980), Εις εαυτόν (1930, 1981), Το εικονογραφικό έπος της Ανατολικής Εκκλησίας (1948), Γιαννούλης Χαλεπάς, νέα βιογραφικά (1952), Γιαννούλης Χαλεπάς, κατάλογος των έργων του (1962), Γράμματα και συνομιλίες (1965, 1975), Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966), Ο βίος ενός αγίου, Γιαννούλης Χαλεπάς (1967), Οδοιπόρος (1968, 1975, 1981), Υποθέσεις και λύσεις (1970), Δεσμός (1970, 1978), Ο μικρός αδελφός (1972, 1975), Μαρτυρίες και κρίσεις (1972, 1977), Ενώτια (1974, 1978, 1981), Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976), Γιαννούλης Χαλεπάς (1978), Οι δώδεκα μήνες (1982), Θερμοκήπιο (1982).
ιγ. Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966)
Ο Γιώργος Θεοτοκάς (27 Αυγούστου 1905-30 Οκτωβρίου 1966) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Μιχαήλ Θεοτοκάς (1872-1924) μετά από σπουδές νομικής στην Αθήνα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί παντρεύτηκε την Ανδρονίκη Νομικού, κόρη εμπόρου από τα Νένητα της Χίου. Ο Γ.Θεοτοκάς φοίτησε στο Ελληνογαλλικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1927. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου σπούδασε νομικά, ιστορία, φιλοσοφία. Επέστρεψε λίγο αργότερα στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: Το 1929 εξέδωσε το δοκίμιό του Ελεύθερο Πνεύμα, που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε ως "μανιφέστο" της Γενιάς του '30, καθώς απορρίπτει τον δογματισμό και τον φανατισμό στην κριτική και καταθέτει τις απόψεις του για την ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1933 κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ. Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Bραβείο πεζογραφίας το 1939 για το μυθιστόρημά του Το Δαιμόνιο. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Λεωνής 1940. Το έργο του διακόπηκε προσωρινά λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, όμως δεν πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, παρά τις πολλές προσπάθειές του να σταλεί στην πρώτη γραμμή. Βραβεύτηκε με το κρατικό λογοτεχνικό Bραβείο για το δοκίμιο το 1957 για το έργο του "Τα Προβλήματα του καιρού μας". Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τις περιόδους 1945-1947 και 1952-1953. Ακόμη, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1961. Ο Γ. Θεοτοκάς ασχολήθηκε και με την πολιτική. Υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του Νομού Χίου το 1955, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει την εκλογή του. Μετά από δεκαετή συζυγικό βίο με τη Ναυσικά Στεργίου, χήρεψε το 1959. Το 1966 νυμφεύτηκε, την Κοραλία Ανδρειάδη. Πέθανε το 1966 στην Αθήνα.
Πολυταξιδεμένος και καλλιεργημένος ο Γιώργος Θεοτοκάς άφησε ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο με πολυάριθμα δοκίμια, θεατρικά έργα, κριτικές, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά, που μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Υπήρξε ένθερμος οπαδός του δημοτικισμού. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια ήρθε σε επαφή με τις προσωπικότητες του δημοτικισμού, όπως ο Γιάννης Ψυχάρης. Είχε αντικομμουνιστικές, φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις. Τα μυθιστορήματά του είναι χαρακτηριστικά δείγματα του αστικού μυθιστορήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αι. και επιδιώκουν να αποδώσουν τη σύνθετη εικόνα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θεατρική του παραγωγή. Τα έργα του βασίζονται στην ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα μέχρι την πρόσφατη ιστορία. Εμπνέονται από θρύλους, δημοτικά τραγούδια ή ιστορικά γεγονότα. Το 1945 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας
ιδ. Κοσμάς Πολίτης (1888-1974)
Ο Κοσμάς Πολίτης (16 Μαρτίου 1888 - 23 Φεβρουαρίου 1974, πραγματικό όνομα Παρασκευάς Ταβελούδης) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν έμπορος και καταγόταν από τη Μυτιλήνη ενώ η μητέρα του, Καλλιόπη Χατζημάρκου, από το Αϊβαλί. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1890, μετά από οικονομική καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ευχάριστα. Ο πατέρας του ήταν αυταρχικός και η φιλάσθενη μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Τη φροντίδα του ανέλαβε μια Γαλλίδα δασκάλα και η κατά 18 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Μαρία. Ως γόνος μεσοαστικής οικογένειας, φοίτησε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή (1900-1904) και στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Σμύρνης (1904-1905), χωρίς ποτέ να πάρει απολυτήριο. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και στη συνέχεια, 1911-1919, στην "Wiener Bank". Το 1918 ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και νυμφεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι, ευγενή αυστροουγγρικής καταγωγής. Ένα χρόνο μετά απέκτησαν μια κόρη, τη Φοίβη (Κνούλη). Από το 1919 ως το 1922 εργαζόταν στην "Crédit Foncier d' Algérie et de Tunisie" της Σμύρνης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψε τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι (1922-1923, έπειτα στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο εκεί υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας, και τελικά το 1924 στην Αθήνα, όπου έγινε και υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένα χρόνο μετά.
Στα γράμματα εμφανίστηκε αιφνίδια, το 1930, σε ηλικία 42 ετών, με το μυθιστόρημα Λεμονοδάσος. Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε την υποδιεύθυνση του υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά την παραμονή του στην Πάτρα έγραψε την Eroica, που εκδόθηκε το 1938 και τιμήθηκε με το Κρατικό Bραβείο πεζογραφίας, και δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νέα Γράμματα την Κυρία Ελεονώρα (1935) και το 1939, στο ίδιο περιοδικό, τη Μαρίνα. Το 1942 πέθανε η κόρη του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. Εν τω μεταξύ, επειδή κατά τη διάρκεια της ασθένειας της κόρης του είχε παρατείνει αδικαιολόγητα την άδειά του, σύμφωνα με την κρίση της υπηρεσίας του, απολύθηκε. Η Τράπεζα αργότερα τροποποίησε τα επίσημα στοιχεία, ώστε να φαίνεται ότι δεν απολύθηκε, αλλά παραιτήθηκε οικειοθελώς. Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του έδινε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο.
Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. και το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το Γυρί, που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. Το 1960 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για την Κορομηλιά (που είχε δημοσιευτεί το 1946). Την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης μετέφερε την Eroica στον κινηματογράφο. Το 1961 εξελέγη επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου", ένα βιβλίο αναμνήσεων αφιερωμένο στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη της εποχής, όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο πριν από την καταστροφή της το 1922 και για το οποίο πήρε το Α' Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1964. Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος μετά από παρέμβαση της Τατιάνας Γκρίτση - Μιλιέξ. Το 1973 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Το 1974 νοσηλεύτηκε ξανά στον Ευαγγελισμό όπου απεβίωσε, στις 23 Φεβρουαρίου.
Η εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στην νεοελληνική πεζογραφία ήταν αιφνίδια και εντυπωσιακή. Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, Λεμονοδάσος, Εκάτη και Εroïca έχουν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Το κεντρικό θέμα τους είναι η αναζήτηση της "αυθεντικής ζωής". Στα δύο πρώτα έργα οι ήρωες είναι ενήλικοι, ενώ στην Eroïca ο συγγραφέας στράφηκε στον κόσμο της εφηβικής ηλικίας για να αναζητήσει εκεί την αυθεντικότητα. Από το μυθιστόρημα Το Γυρί (1944), παράλληλα με την ιδεολογική μεταστροφή του συγγραφέα στην αριστερά, σημειώνεται θεματική μεταβολή και στην πεζογραφία του, αφού το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται πλέον στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις και τους λαϊκούς ανθρώπους και εστιάζει στο καθημερινό και το συνηθισμένο, αντί για το απόλυτο και το ιδανικό. Από την ίδια οπτική γωνία περιγράφει και την Σμύρνη στο τελευταίο του ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου (1962), όπου πρωταγωνίστρια του έργου είναι η ίδια η Σμύρνη, και συγκεκριμένα η λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου. Όλο το έργο διαδραματίζεται στα 1902, με εξαίρεση ένα εμβόλιμο τμήμα στο μέσον του βιβλίου, την "Πάροδο", όπου ένα από τα παιδιά της λαϊκής συνοικίας και πρόσφυγας πια στην Αθήνα του 1962 αφηγείται την καταστροφή της πόλης το 1922. Αξιόλογο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη ήταν η "ποιητικότητα", ο "λυρισμός", και η "συγκινησιακή φόρτιση" στην περιγραφή του τοπίου, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η ικανότητά του για συνεχή ανανέωση, όχι μόνο θεματολογικά, αλλά και μορφολογικά.
ιε. Άγγελος Τερζάκης (1907-1979)
O Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979) γεννήθηκε στο Ναύπλιο και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου το (1950-1971) και γενικός διευθυντής της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου (1950-1975). Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιία 1940-41". Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα, αρθρογραφώντας για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967). Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός. Τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1938 και 1939), με το κρατικό βραβείο θεάτρου (1957) και το πρώτο κρατικό βραβείο της ομάδας των δώδεκα καλύτερων ποιητών και πεζογράφων (1963). Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.
Τα έργα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, καθώς οι ήρωες είναι δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων, και η απαισιοδοξία. Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημά του. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και στον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό. Το 1975 παρουσιάστηκε στην ελληνική κρατική τηλεόραση το μυθιστόρημα του Μενεξέδενια Πολιτεία, με πρωταγωνιστή τον Θάνο Κωτσόπουλο. Έργα του ήταν Δεσμώτες (1932), Η παρακμή των Σκληρών (1933), Η μενεξεδένια πολιτεία (1937), Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945), Ταξίδι με τον Έσπερο (1946), Το λυκόφως των ανθρώπων (1947), Δίχως θεό (1951), Η μυστική ζωή (1957).
ιστ. Παντελής Πρεβελάκης (1909-1986)
Ο Παντελής Πρεβελάκης (Ρέθυμνο, 18 Φεβρουαρίου 1909 - Αθήνα, 15 Μαρτίου 1986) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Εκεί έζησε μέχρι 17 ετών. Το 1926 μετακόμισε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1928 μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και το 1930 αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Εκεί φοίτησε στη Σχολή Γραμμάτων της Σορβόννης και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας. Μετά της επιστροφή του στην Ελλάδα το 1932 ασχολήθηκε με τη διδακτορική διατριβή του, που υποβλήθηκε το 1935 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1937 διορίστηκε Διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, με γενικό διευθυντή τον Κωστή Μπαστιά, το 1938 άρχισε να διδάσκει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και το 1939 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1939 έγινε μέλος της πρώτης Επιτροπής απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων. Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ακαδημαϊκή διδασκαλία και την πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα. Το 1977 βραβεύθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και την ίδια χρονιά έγινε ακαδημαϊκός. Πέθανε στην Αθήνα το 1986.
Ο Π.Πρεβελάκης πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία ως ποιητής, το 1928, με το επύλλιο Στρατιώτες, που αναφέρεται στους κρητικούς στρατιώτες που πολέμησαν στην Μικρασιατική εκστρατεία. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε και το δεύτερο έργο του, θεατρικό αυτή τη φορά, το μονόπρακτο Ο μίμος. Τα επόμενα χρόνια ως το 1937 διέκοψε προσωρινά τη λογοτεχνική του δράση. Όσο σπούδαζε στο Παρίσι (1930-1932), εκπονούσε τη διδακτορική διατριβή του και προσπαθούσε να αποκατασταθεί επαγγελματικά στο Πανεπιστήμιο. Κατά το διάστημα εκείνο εξέδωσε τις μελέτες Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1930) και Δοκίμιο γενικής εισαγωγής στην ιστορία της τέχνης (1934). Το 1937 πραγματοποίησε συγγραφική στροφή προς την πεζογραφία, με Το χρονικό μιας Πολιτείας. Έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με τον πεζό λόγο και έγραψε συνολικά 11 μυθιστορήματα, δεν εγκατέλειψε όμως ούτε την ποίηση ούτε το θέατρο: Δημοσίευσε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές, την ποιητική σύνθεση Νέος Ερωτόκριτος και 9 θεατρικά έργα.
Το πρώτο έργο του Πρεβελάκη ήταν η μυθιστορία Το χρονικό μιας Πολιτείας, ένα οδοιπορικό στο Ρέθυμνο των ετών 1898-1924, με κύριο χαρακτηριστικό τη νοσταλγία για μια γοητεία που δεν υπάρχει πια. Το επόμενο μυθιστόρημά του, Ο θάνατος του Μέδικου (1939), είναι το μόνο έργο του που δεν διαδραματίζεται στην Κρήτη. Τοποθετείται στην Φλωρεντία την εποχή της Αναγέννησης και πραγματεύεται το θέμα του θανάτου ως προσωπικής επιλογής και πράξης εκδήλωσης της ατομικής ελευθερίας. Η Παντέρμη Κρήτη (δημοσίευση το 1945) είναι, όπως αναφέρει και ο υπότιτλος, χρονικό της κρητικής εξέγερσης του 1866, που επιχειρεί λογοτεχνική ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων. Η τριλογία Ο Κρητικός (1948-1950) μπορεί να θεωρηθεί ως οργανική συνέχεια της Παντέρμης Κρήτης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας, Το δέντρο, παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα, τον Κωνσταντή, από τη γέννησή του ως την ενηλικίωσή του. Το δεύτερο μέρος, Η πρώτη λευτεριά, αναφέρεται στα γεγονότα των χρόνων 1895-1898, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος αυτονομίας της νήσου (αυτό συμβολίζει και ο τίτλος). Το τρίτο μέρος, Η πολιτεία, παρουσιάζει τις προσπάθειες των Κρητών να οργανώσουν τη διακυβέρνηση και να διευρύνουν και τα γεγονότα τα σχετικά με το Κίνημα του Θερίσου.
Η επόμενη τριλογία του, Δρόμοι της δημιουργίας, είναι απεικόνιση της πνευματικής πορείας του ίδιου του συγγραφέα. Στο πρώτο μέρος, Ο Ήλιος του Θανάτου, ο ήρωας Γιωργάκης μεγαλώνει μαζί με τη θεία του, τη θειά-Ρουσάκη και η προσωπικότητά του διαμορφώνεται υπό την επίδραση της θείας αλλά και ενός διανοούμενου, του Λοΐζου Νταμολίνου. Τα δύο αυτά άτομα εκπροσωπούν δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Η θεια-Ρουσάκη, που είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του Πρεβελάκη, είναι η αυθεντική έκφραση της λαϊκής σοφίας, ενώ ο μηδενιστής Νταμολίνος εκπροσωπεί την εγγράμματη σοφία, η οποία δεν έχει πάντα θετικές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Η κεφαλή της Μέδουσας, παρουσιάζει τον ήρωα στην Αθήνα, αντιμέτωπο με την ιδεολογική κρίση του μεσοπολέμου (που παρουσιάζεται συμβολικά ως «κεφαλή της Μέδουσας»). Ο ήρωας αντιμετωπίζει την κρίση με μόνο όπλο την καλλιτεχνική δημιουργία. Το τρίτο μέρος, Ο άρτος των Αγγέλων, με τον υπότιτλο «Περιπέτεια στην Ιθάκη», αφηγείται την επιστροφή του ήρωα στη γενέθλια γη (Ρέθυμνο, η προσωπική του «Ιθάκη») και την εσωτερική του κρίση.
Η τελευταία ημιτελής τριλογία Ερημίτες και αποσυνάγωγοι δεν παρουσιάζει την οργανική συνοχή των δύο προηγούμενων. Το πρώτο μέρος, Ο Άγγελος στο πηγάδι, ασχολείται με μεταφυσικά ζητήματα. Ο ήρωας, ένας δόκιμος μοναχός, δοκιμάζεται από την εσωτερική του κρίση και τον προβληματισμό του για την σχέση του με τους ανθρώπους, τον κόσμο και τον Θεό. Το έργο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας και οι δοκιμασίες του ήρωα αντιστοιχούν με τα Άγια Πάθη. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Αντίστροφη μέτρηση, δημοσιεύτηκε και κυκλοφόρησε ιδιωτικά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το 1974. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, που την επομένη ημέρα του πραξικοπήματος ορκίζεται μπροστά στους φοιτητές του ότι, αν σε έναν χρόνο δεν αποκατασταθεί η δημοκρατία, θα αυτοκτονήσει. Ένα χρόνο μετά πραγματοποιεί την υπόσχεσή του, παρ’ όλο που βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στον έρωτα για μια φοιτήτριά του και την ηθική του δέσμευση. Κάποια από τα προβλήματα που θίγονται στο έργο είναι ο ρόλος του διανοούμενου και ο θάνατος, ως προσωπική επιλογή και ως πράξη διαμαρτυρίας.
ιζ. Πέτρος Χάρης (1902-1998)
Ο Πέτρος Χάρης (1902-1998) γεννήθηκε στην Αθήνα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Μαρμαριάδης, γιος του Νικόλαου Μαρμαριάδη με καταγωγή από το χωριό Καμηλάρι της Κάτω Μεσσαράς στην Κρήτη. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1924. Άρχισε να συνεργάζεται με αθηναϊκές εφημερίδες και το περιοδικό «Νουμάς» ως συντάκτης και φιλολογικός συνεργάτης. Το 1924 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Η τελευταία νύχτα της γης». Τα πρώτα του έργα εντάσσονται στο κλίμα του συμβολισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στην Ελλάδα μέσω του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από δοκιμιακό ύφος με χαμηλούς τόνους και επιμελημένη φόρμα. Το λογοτεχνικό είδος που καλλιέργησε ήταν κυρίως το διήγημα, ενώ έγραψε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και δύο μυθιστορήματα, τις «Ημέρες Οργής» το 1979 και τον «Ανεμοστρόβιλο» το 1992. Εργάστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών (Γραμματέας και στη συνέχεια Γενικός Γραμματέας με βαθμό Γενικού Γραμματέα Υπουργείου), από όπου αποχώρησε το 1964 με το βαθμό του Επίτιμου Γενικού Γραμματέα. Το 1930 εκλέχθηκε μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηναϊκών Εφημερίδων, (Ε.Σ.Α.Ε.) και τον Ιανουάριο του 1933 ανέλαβε από κοινού με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο τη διεύθυνση του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Νέα Εστία» έως το Δεκέμβριο του 1934. Τον Ιανουάριο του 1935 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποχώρησε και ο Πέτρος Χάρης ανέλαβε την θέση του διευθυντή όπου και παρέμεινε έως το Δεκέμβριο του 1987. Το 1946, υπό τη διεύθυνσή του, η «Νέα Εστία» τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Από το 1947 διετέλεσε μέλος της επιτροπής επάθλου Παλαμά και από το 1951 μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου και μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός στην κριτική επιτροπή των λογοτεχνικών και θεατρικών Κρατικών Βραβείων, καθώς και μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Το 1973 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην Τάξη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών και το 1977 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Διετέλεσε πρόεδρος της «Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών κριτικών», αντιπρόεδρος στην «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» από την οποία αποχώρησε ιδρύοντας την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών». Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας για το έργο του «Πολιτείες και θάλασσες», το βραβείο του ταξιάρχη του τάγματος του Γεωργίου Α’, το χρυσό σταυρό της Αγιορείτικης Χιλιετηρίδας και τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Μάρκου.
ιη. Θράσος Καστανάκης (1901-1967)
Ο Θράσος Καστανάκης (Ταταύλα Κωνσταντινούπολης 23 Δεκεμβρίου 1901 − Παρίσι 17 Μαρτίου 1967) γεννήθηκε στα Ταταύλα της Πόλης. Αφού αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική Σχολή της Κωνσταντινούπολης (Lycée National Francohellénique), πήγε στο Παρίσι και γράφτηκε στη «Σχολή των Ζωντανών Ανατολικών Γλωσσών», στη Σορβόννη (1919). Πήρε το πτυχίο του με τον (πρωτοφανή για τη συγκεκριμένη σχολή μέχρι τότε) βαθμό άριστα 10 (1921) και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Το 1921 πήρε τη θέση του επιμελητή στο τμήμα της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας της σχολής με διευθυντή τον (παλαιότερα δάσκαλό του) Ψυχάρη και το 1929 νυμφεύτηκε τη φιλόλογο Αγγέλα Βαλιάδου. Πήρε διαζύγιο τρία χρόνια αργότερα για να νυμφευτεί σχεδόν αμέσως τη μαθήτρια της πρώην γυναίκας του, Ελπίδα Μαυροειδή. Διέμεινε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της κατοχής και επέστρεψε στο Παρίσι μετά την απελευθέρωση. Πέθανε από κίρρωση ήπατος λόγω προβλήματος αλκοολισμού και θάφτηκε στο Παρίσι.
Την εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας την έκανε το 1921 με το διήγημα «Ο καθένας μονάχος» στο περιοδικό ο Λόγος και μέσα στην ίδια χρονιά εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη την ποιητική συλλογή Οι ερημιές του Ηλιόχαρου. Έγινε γνωστός στα ελληνικά γράμματα λίγο αργότερα (1924) όταν βραβεύτηκε σε διαγωνισμό μυθιστορήματος του εκδοτικού οίκου Ζηκάκη για το μυθιστόρημά του Οι πρίγκιπες. Το πλατύ κοινό τον ξέρει όμως κυρίως χάρη στην τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματός του Χατζημανουήλ σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή (1984). Μυθιστορήματα: Οι πρίγκηπες, 1924, Στο χορό της Ευρώπης, 1929, Η φυλή των ανθρώπων, 1932, Ελληνικά χώματα Α΄ Μυστήρια της Ρωμιοσύνης, 1933, Ελληνικά χώματα Β’ Μεγάλοι αστοί, 1935, Ελληνικά χώματα. Τον καιρό της ειρήνης, 1942, Ο Χατζη Μανουήλ, 1956, Η παγίδα, 1962, Το κόκκινο άστρο, 1985.
ιθ. Κωστής Μπαστιάς (1901-1972)
Ο Κωστής Μπαστιάς (Αιμίλιος Κωνσταντίνος Μπαστουνόπουλος, 5 Φεβρουαρίου 1901- 25 Δεκεμβρίου 1972), δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, του γενικότερα «δεξιού» κοινωνικοπολιτικού χώρου, γεννήθηκε στην Ερμούπολη Σύρου και μαθήτευσε σε καθολικά σχολεία και στο ιστορικό Γυμνάσιο της Ερμούπολης, με βραχυχρόνια προσωρινή εγκατάσταση το 1914 στο Ναύπλιο λόγω μεταθέσεως του πατέρα, που ήταν αξιωματικός. Το καλοκαίρι του 1919, πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά και προσελήφθη στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη. To 1920 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Τα κόκκινα σημάδια. Το καλοκαίρι του 1920 επιστρατεύτηκε και πήγε στη "Ζώνη Σμύρνης", όπως την είχε οριοθετήσει η Συνθήκη των Σεβρών. Μετά την επιστροφή του από το Μικρασιατικό μέτωπο, το 1922, μελέτησε τα έργα του Ερρίκου Ίψεν (Henrik Ibsen, 1828-1906) και τις ιδέες του κατά της κοινωνικής εξαθλίωσης. To 1923 ο θίασος της Κυβέλης ανέβασε το ιψενικό θεατρικό έργο του, Πέτρα Σκανδάλου, με θέμα τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Παρθεναγωγείο Βόλου. Το 1924, η Μαρίκα Κοτοπούλη ανέβασε το έργο του Το Πουλί της Νύχτας, για την εκμετάλλευση των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά στο κλίμα της "νατουραλιστικής σχολής του Ζολά". Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι Αθηναϊκές εφημερίδες άρχισαν να χρησιμοποιούν για πρώτη φορά θεατρικούς κριτικούς, όπως οι Φ. Πολίτης, Ά. Θρύλος, Λ. Κουκούλας μεταξύ των οποίων και τον Κ. Μπαστιά. Το 1927, ο Μπαστιάς συνδέθηκε ιδεολογικά με τον σκηνοθέτη, λόγιο και κριτικό θεάτρου Φώτο Πολίτη και εξέδιδε το περιοδικό Ελληνικά Γράμματα. Το 1925 ανέλαβε αρχισυντάκτης και διευθυντής των εφημερίδων Δημοκρατία και Εσπέρα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, έως τις αρχές του 1926, που η έκδοσή τους διακόπηκε από τη δικτατορία του Πάγκαλου. Εργαζόταν επίσης ως κριτικός βιβλίου στον βενιζελικό Ελεύθερο Τύπο, και ταξίδεψε ως ανταποκριτής στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ερχόμενος σε επαφή με τον πνευματικό κόσμο των Βαλκανίων. Με την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου στα τέλη Αυγούστου 1926, ο Μπαστιάς άρχισε μία σειρά συνεντεύξεων για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στον Ελεύθερο Τύπο μεταξύ των οποίων και με τον σοσιαλιστή εκπαιδευτικό Δημήτρη Γληνό. Από το 1929, συνεργάστηκε για τέσσερα χρόνια με την αντιβενιζελική Πρωΐα των αδελφών Πεσμαζόγλου παίρνοντας συνεντεύξεις από σχεδόν όλους τους Έλληνες πολιτικούς, και από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Από τα τέλη του 1930 έως το 1932, ο Μπαστιάς συνεργάστηκε με το περιοδικό Εβδομάς δημοσιεύοντας τους "Φιλολογικούς Περιπάτους" του, συνεντεύξεις με ογδόντα πρόσωπα όλων των ηλικιών, που κάλυπταν όλο το πολιτικό φάσμα και όλες τις τάσεις της ποίησης και της πεζογραφίας. Το 1932 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων και εντυπώσεων Στεριές και θάλασσες. Το 1935, κυκλοφόρησε η ανεξάρτητη εφημερίδα του Κωστή Μπαστιά, η Ηχώ της Ελλάδος, με αρχισυντάκτη τον ανθολόγο της ελληνικής ποίησης Ηρακλή Αποστολίδη. Στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του '30 ο Μπαστιάς συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Πειθαρχία και Θεατής και με τις εφημερίδες Η Πρώτη, ο Ημερήσιος Κήρυξ, η Εστία και Η Καθημερινή.
Στις 5 Μαΐου 1930 ιδρύθηκε το Εθνικό Θέατρο με γενικό διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη, σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη, γενικό γραμματέα τον Κωστή Μπαστιά και ξεκίνησε τη λειτουργία του με την τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων και ένα μονόπρακτο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ακολούθησαν έργα των Σοφοκλή, Μολιέρου, Σαίξπηρ, Δημ. Βυζάντιου, Ίψεν, Σω, Ο'Νήλ , Ξενόπουλου και Μελά. Το 1934 ο Φ.Πολίτης πέθανε από καρδιά στα 44 χρόνια του και ο βασιλόφρων Γεώργιος Α. Βλάχος ανέλαβε γενικός διευθυντής. Τον Ιούλιο του 1937, το "Βασιλικόν" πλέον θέατρο, όπως μετονομάσθηκε με την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄, αποφάσισε το ανέβασμα του Ιππόλυτου στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Μινωτή. Το καλοκαίρι του 1937 ο Μεταξάς κατέληξε στην απόφαση να αναλάβει αμέσως ο Μπαστιάς τη διεύθυνση Γραμμάτων και Καλών Τεχνών στο Υπουργείο Παιδείας και ο Γ. Α. Βλάχος παραιτήθηκε αμέσως από το Βασιλικό Θέατρο. Από τις πρώτες ενέργειες του Μπαστιά ήταν να επαναπροσλάβει τον πρώτο σκηνοθέτη του Βασιλικού Θεάτρου Δημήτρη Ροντήρη και να τοποθετήσει δύο νέους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του σε θέσεις κλειδιά, τον εικοσιοκτάχρονο, γαλλοσπουδαγμένο ιστορικό της τέχνης Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986), ως διευθυντή Καλών Τεχνών στο υπουργείο Παιδείας και τον τριαντάχρονο λογοτέχνη Άγγελο Τερζάκη (1907-1978), ως γενικό γραμματέα και αργότερα Εισηγητή Δραματολογίου στο Βασιλικό Θέατρο. Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά από την αρχαιότητα το θέατρο της Επιδαύρου και ανεγέρθηκε το "Βασιλικό Θέατρο" Θεσσαλονίκης, δίπλα στον Λευκό Πύργο, από τον νέο αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Δοξιάδη. Για την υπόλοιπη Ελλάδα, ο Μπαστιάς δημιούργησε το "Άρμα Θέσπιδος" (1939), ένα θέατρο χωρητικότητας 1000 θέσεων, που μεταφερόταν με 16 φορτηγά και δύο λεωφορεία και μπορούσε να στηθεί σε λίγες ώρες οπουδήποτε, πάλι σε σχέδια Κ.Δοξιάδη. Διευθυντή και σκηνοθέτη τοποθέτησε τον γερμανοσπουδαγμένο σκηνοθέτη Πέλο Κατσέλη.
Σε διεθνή περιοδεία του Εθνικού Θεάτρου το 1939 ο Δημήτρης Ροντήρης σκηνοθέτησε όλα τα έργα με πρωταγωνιστές τους Αιμίλιο Βεάκη, Κατίνα Παξινού, Ελένη Παπαδάκη, Αλέξη Μινωτή, Νίκο Δενδραμή, Βάσω Μανωλίδου. Μετά από μεγάλη επιτυχία στην Αιγύπτου, ο θίασος πήγε στην Αγγλία, όπου το Βασιλικό Θέατρο τοποθετήθηκε στο ίδιο επίπεδο με τα σημαντικότερα θέατρα της εποχής, όπως η Comédie Française και το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στη Γερμανία η υποδοχή του θιάσου στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο υπήρξε εντυπωσιακή. Οι γερμανικές εφημερίδες υπερέβησαν τις αγγλικές στις ενθουσιώδεις κριτικές, υπογραμμίζοντας την ελληνική λιτότητα και το ρυθμό των παραστάσεων. Εκ μέρους του Αδόλφου Χίτλερ επιδόθηκε στον Μπαστιά και στον Ροντήρη το παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχη του Γερμανικού Αετού. Ακολούθως ίδρυσε τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, όπου συγκέντρωσε όλα τα καλλιτεχνικά σωματεία —ζωγράφους, γλύπτες, λογοτέχνες και μουσουργούς. Εγκαινίασε επίσης, τον θεσμό της Πανελληνίου Καλλιτεχνικής Εκθέσεως στο Ζάππειο (1938), και των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1938), που διακόπηκαν λόγω του πολέμου, και συνεχίστηκαν το 1956, πάλι με τον Μπαστιά στην επιτροπή, για να φανεί η συνέχεια με τα προπολεμικά βραβεία. Ένα από τα θέματα που απασχόλησαν τον Μπαστιά ήταν και η μουσική, την εποχή που υπήρχε μόνο η Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών με μαέστρο τον Δημήτρη Μητρόπουλο και διευθυντή του Ωδείου τον μαέστρο Φιλοκτήτη Οικονομίδη (1889-1957). Ο Μπαστιάς άρχισε τη δημιουργία της πρώτης Κρατικής Λυρικής Σκηνής αποφασίζοντας να τη στεγάσει στο Βασιλικό Θέατρο και προσέλαβε ως καλλιτεχνική σύμβουλο τη διευθύντρια χορωδίας Έλλη Νικολαΐδη (1914-1994). Το επιτελείο συμπληρώθηκε με 120 άτομα —σολίστ, χορωδία, μπαλέτο και σχολή μπαλέτου. Τον Ιανουάριο του 1941, ενώ μαινόταν ο πόλεμος στο Αλβανικό μέτωπο, ο Μπαστιάς έδωσε την ευκαιρία στην Μαρία Κάλλας να εμφανιστεί για πρώτη φορά επαγγελματικά σε μία απογευματινή παράσταση στον Βοκκάκιο του Φραντς φον Σουπέ.
Με την είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, ο Μπαστιάς αποχώρησε από τη Γενική Διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών και από το Βασιλικό Θέατρο, που αμέσως μετονομάσθηκε Εθνικό Θέατρο. Συνεργάστηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη ως σκηνοθέτης και δημιούργησε το "Θέατρον Αθηνών", όπου τον ακολούθησαν αρκετοί ηθοποιοί του Εθνικού, όπως οι Ελένη Παπαδάκη, Θάνος Κωτσόπουλος, Χρήστος Ευθυμίου, Μαρία Αλκαίου, Κρινιώ Παπά, από το ελεύθερο θέατρο ο Γιώργος Παππάς, και από το χώρο του λυρικού θεάτρου η υψίφωνος Ζωή Βλαχοπούλου, η Μαίρη Ταμπάση, ο Ευάγγελος Μαγκλιβέρας, η Μιρέιγ Φλερύ, ο Μάνος Φιλιππίδης, καθώς και οι μαέστροι Τότης Καραλίβανος, Αντίοχος Ευαγγελάτος και Σπ. Βαλτετσιώτης, οι σκηνοθέτες Πέλος Κατσέλης, Ντίνος Γιαννόπουλος και Σωκράτης Καραντινός, οι σκηνογράφοι Γιώργος Βακαλό, Μάριος Αγγελόπουλος και Σπύρος Παπαλουκάς, και ως ενδυματολόγος, ηθοποιός και μεταφραστής ο μετέπειτα σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός. Το Θέατρον Αθηνών λειτούργησε από τις 10 Οκτωβρίου 1942 έως τις 6 Ιανουαρίου 1943, όταν ο χρηματοδότης του χρεοκόπησε. Καταστραμμένος οικονομικά, χωρίς εργασία, έχοντας εκδιωχθεί από τους Γερμανούς, που είχαν επιτάξει το διαμέρισμα που νοίκιαζε στην οδό Αμερικής, χωρισμένος από τη δεύτερη σύζυγό του, τη φιλόλογο και ιστορικό της τέχνης Έφη Φερεντίνου, βρήκε ένα διαμέρισμα στην οδό Μαυρομματαίων, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με τον επτάχρονο γιό του, Γιάννη. Τον Αύγουστο 1943 ανέλαβε τη στήλη κριτικής βιβλίου στην εφημερίδα Η Βραδυνή και τον Οκτώβριο 1943 ανέλαβε σκηνοθέτης στο θίασο Βασίλη Αργυρόπουλου στην Ιπποκράτους.
Με την Απελευθέρωση στις 12 Οκτωβρίου 1944, ο Μπαστιάς άρχισε μία γενικότερη συνεργασία με τη Βραδυνή και το καλοκαίρι του 1945 συμφώνησε με τον εκδότη της φιλοβασιλικής εφημερίδας Ελληνικόν Αίμα να φύγει, ως ανταποκριτής του διαπιστευμένος στα Ηνωμένα Έθνη, για τη Νέα Υόρκη, όπου έμεινε μαζί με τον γιο του Γιάννη επί 8 έτη (1946-1954). Σύντομα κινιόταν άνετα με συνεντεύξεις, ανάμεσα στους κορυφαίους της αμερικανικής πολιτικής, προέδρους των πανίσχυρων Επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας,. Προσέγγισε επίσης τους εξόριστους ηγέτες ανατολικών κρατών, που είχαν βρει άσυλο στις Η.Π.Α., όπως ο Αλέξανδρος Κερένσκι, η κόμισσα Αλεξάνδρα Τολστόι, κόρη του Λέοντος Τολστόι, κ.ά. Συναντιόταν επίσης με όλους τους εξ Αθηνών σημαίνοντες, που έφθαναν στην Νέα Υόρκη, όπως ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, οι πολιτικοί αρχηγοί Γεώργιος Παπανδρέου και Σοφοκλής Βενιζέλος, ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης, ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, οι λογοτέχνες Μ. Καραγάτσης και Γιώργος Θεοτοκάς, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαθάς. Στον μικρό Ελληνικό κύκλο του Μπαστιά στην Νέα Υόρκη συμμετείχαν επίσης ο μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος, ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Λιδωρίκης, ο ιατρός-ερευνητής Γιώργος Παπανικολάου (Dr. Pap), οι εφοπλιστές Γιάννης Θεοδωρακόπουλος και Μιχάλης Περατικός, ο μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Αθανάσιος Τσαλδάρης και ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός. Η Βραδυνή προσέλαβε τον Μπαστιά την άνοιξη του 1949, και την ίδια εποχή συμφώνησε με την πρώην σύζυγο του, την Έφη Φερεντίνου, να επανασυνδεθούν και να ξαναπαντρευτούν. Στη Νέα Υόρκη ο Μπαστιάς έγραψε το κλασικό του ιστορικό μυθιστόρημα, Ο Παπουλάκος, για τον καλόγερο, που ξεσήκωσε το Μοριά την εποχή του Βασιλιά Όθωνα με τα κηρύγματά του.
Το Σεπτέμβριο του 1954, ο Κωστής Μπαστιάς επέστρεψε στην Αθήνα μετά από οκτώ χρόνια απουσίας, έχοντας ξαναχωρίσει με τη σύζυγό του Έφη Φερεντίνου και έχοντας αφήσει τον δεκαοκτάχρονο γιο του στην Αμερική για τις πανεπιστημιακές σπουδές του. Συνέχισε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Η Βραδυνή, γράφοντας επιφυλλίδες, πολιτικά σχόλια και μόνιμες εβδομαδιαίες στήλες. Με το θάνατο του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου στις 4 Οκτωβρίου 1954 και την άνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία, ο Μπαστιάς, συμμετείχε τακτικά στο μικρό όμιλο των συνδαιτυμόνων του νέου πρωθυπουργού, μαζί με τον υπουργό Προεδρίας Κωνσταντίνο Τσάτσο. Τελικά στις 18 Νοεμβρίου 1959, με πρόταση του Κ.Καραμανλή, ανέλαβε γενικός διευθυντής και πρόεδρος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε μια νέα περίοδο (1959-1964) υψηλών στόχων με αποκορύφωση τις εμφανίσεις της Μαρίας Κάλλας στην Επίδαυρο. Η πρεμιέρα της Νόρμα στις 24 Αυγούστου 1960 υπήρξε η πιο λαμπρή στιγμή στην εικοσαετή ιστορία της Λυρικής Σκηνής και για πρώτη φορά έγινε είδηση στον παγκόσμιο τύπο. Τον Απρίλιο του 1961 ο Καραμανλής αποφάσισε να αναθέσει το Ραδιόφωνο στον Μπαστιά παράλληλα με την Λυρική, με την εντολή να ξεκινήσουν αμέσως οι διαδικασίες για την δημιουργία τηλεόρασης και στην Ελλάδα Ο Μπαστιάς άρχισε αμέσως τη μελέτη με την ιταλική κρατική Ραδιοτηλεόραση (RAI), αγόρασε το οικόπεδο της Αγίας Παρασκευής, ανέθεσε τη μελέτη του κτιρίου και παρήγγειλε τα πρώτα μηχανήματα. Δέκα μήνες μετά την εκλογική νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1963, ο Μπαστιάς τελικά αντικαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 1964 στην Λυρική Σκηνή από τον συνθέτη Μενέλαο Παλλάντιο, ενώ στο Ε.Ι.Ρ. είχε ήδη αντικατασταθεί αμέσως μετά τις εκλογές. Αφοσιώθηκε στην έκδοση του νέου του περιοδικού, του δεκαπενθήμερου Άλφα, που κυκλοφόρησε στις 12 Νοεμβρίου 1964, και αργότερα μετατράπηκε σε εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό. Με την εγκαθίδρυση της Δικτατορίας το 1967, ελλείψει αξιόλογων και αξιόπιστων ειδήσεων λόγω λογοκρισίας, το περιοδικό άρχισε να μαραζώνει και το επόμενο έτος διέκοψε την κυκλοφορία του. Από το 1969, ανέλαβε για την Εκδοτική Αθηνών την οργάνωση της δωδεκάτομης στην αρχή Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, συγκροτώντας Εποπτική Επιτροπή διακεκριμένων επιστημόνων που θα εξασφάλιζαν τα υψηλά κριτήρια του έργου, όπως ο καθηγητής της Φιλοσοφίας και Ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου και Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Ακαδημαϊκός Ανδρέας Ξυγγόπουλος, ο καθηγητής της Ιστορίας της Νεοτέρας Ελλάδας Απόστολος Βακαλόπουλος και ο ίδιος ο Μπαστιάς, ως Εντεταλμένος Σύμβουλος. Οι πρώτοι τόμοι εκδόθηκαν το 1971. Ο Κωστής Μπαστιάς πέθανε τα Χριστούγεννα του 1972. Είχε κάνει τέσσερις γάμους με τις Κατίνα Μπαστουνοπούλου (1924 - 1934), Έφη Φερεντίνου (1935-1941 και 1949 - 1954) και Ελένη Χριστοπούλου (1954 - 1972) και είχε ένα γιο, τον συγγραφέα Γιάννη Κ. Μπαστιά.
κ. Έλλη Αλεξίου (1894-1988)
Η Έλλη Αλεξίου, του Στυλιανού, (Ηράκλειο Κρήτης 22 Μαΐου 1894 - Αθήνα 28 Σεπτεμβρίου 1988) γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν κόρη του λόγιου και εκδότη εφημερίδων, Στυλιανού Αλεξίου. Αδέλφια της ήταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη (Γαλάτεια Αλεξίου) και ο φιλόλογος Λευτέρης Αλεξίου. Ήταν παντρεμένη με τον Βασίλη Δασκαλάκη, ενώ αργότερα συζούσε για πολλά χρόνια με τον ποιητή Μάρκο Αυγέρη. Ανεψιός της ήταν ο τραγουδιστής Παύλος Σιδηρόπουλος. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και για έξι χρόνια υπηρέτησε ως δασκάλα στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο και στη "Στέγη Μικρών Αδελφών". Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη Δασκαλάκη. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας, και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας επί 19 χρόνια. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από το ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόνη, απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής γλώσσας, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίας. Από το 1949 αυτοεξορίστηκε από την Ελλάδα και μέχρι το 1962 εργαζόταν ως εκπαιδευτικός σύμβουλος των ελληνικών σχολείων των σοσιαλιστικών χωρών.Το 1962 της επετράπη να επιστρέψει στην Ελλάδα για να μπορέσει να παρευρεθεί στην κηδεία της αδελφής της, Γαλάτειας Καζαντζάκη, αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966, οπότε επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988, αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Επιλεγμένα έργα: Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή (1931), Άνθρωποι (1938), Ο Χοντρούλης και η Πηδηχτή (1939), Λούμπεν (1943), Ήθελε να την λένε κυρία (1956), Με τη λύρα (1958), Αναχωρήσεις και μεταλλαγές (1962) 3 τόμοι, Προσοχή! Συνάνθρωποι (1978). Τα έργα της διακρίνονται για την ζεστή περιγραφή, την τολμηρή προβολή προσώπων και περιστατικών, τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους, καθώς και για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους.
κα. Λιλίκα Νάκου (1904-1989)
Η Λιλίκα Νάκου (πραγματικό όνομα Ιουλία Νάκου, 24 Φεβρουαρίου 1904-16 Ιουλίου 1989) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904, όπου και πέθανε το 1989. Ήταν κόρη του δικηγόρου και υπουργού επί κυβερνήσεων Βενιζέλου Λουκά Νάκου και της Ελένης Παπαδοπούλου, αδελφής της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Στη Γενεύη, όπου εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της μετά το χωρισμό των γονιών της, τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του ομώνυμου Πανεπιστημίου. Στο Παρίσι σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδοτικούς οίκους. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής για βιοποριστικούς λόγους, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία στις εφημερίδες Ακρόπολις και Έθνος. Γνωρίστηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη και τους λογοτέχνες της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης). Πέρασε δύσκολα χρόνια στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν έχασε τη μητέρα της από την πείνα, ενώ η ίδια σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό. Σ' αυτό το διάστημα εργάστηκε εθελοντικά στο Νοσοκομείο Παίδων της Ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση ταξίδεψε στο εξωτερικό για αρκετά χρόνια. Τη δεκαετία του '60 εμφάνισε προβλήματα υγείας, τα οποία την συνόδευσαν μέχρι το τέλος της ζωής της. Πηγή των έργων της ήταν τα προσωπικά της βιώματα, ενώ είχε έντονες επιρροές από το φεμινιστικό κίνημα. Δύο από τα ιδιαίτερα γνωστά μυθιστορήματα της είναι η Κυρία Ντορεμί (1955) και Για μια καινούργια ζωή (1960). Διασκευάστηκαν τηλεοπτικά και προβλήθηκαν από την κρατική τηλεόραση στη δεκαετία του '80. Άλλα έργα της είναι Η ξεπάρθενη, 1932, Παραστρατημένοι, 1935, Ναυσικά, 1953, Τα ανθρώπινα πεπρωμένα, 1955, Οι οραματιστές της Ικαρίας, 1963.
κβ. Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989)
Η Μαρία Κριεζή-Ιορδανίδου (1897 - 6 Νοεμβρίου 1989) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897, κόρη του Υδραίου Νικολάκη Κριεζή, μηχανικού του εμπορικού ναυτικού και της πολίτισσας Ευφροσύνης Μάγκου. Ήλθε για λίγο στον Πειραιά για να επιστρέψει πάλι στην Κωνσταντινούπολη, όπου και φοίτησε στο Αμερικάνικο Κολέγιο. Το 1914 βρέθηκε στο Βατούμ της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας καλεσμένη από ένα θείο της για διακοπές, αλλά αποκλείστηκε εκεί με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την Οκτωβριανή Επανάσταση. Έμεινε στην Κριμαία για πέντε χρόνια και σ΄αυτό το διάστημα φοίτησε στο γυμνάσιο της Σεβαστουπόλεως. Το 1919 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε σε αμερικανική εμπορική εταιρεία. Το 1920 πήρε μετάθεση για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Αιγύπτου και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη, καθηγητή στο «Βικτόρια Κόλετζ». Μετά το γάμο της εγκαταστάθηκε με τον σύζυγο και την μητέρα της στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1931 χώρισε από τον Ιορδανίδη, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο παιδιά. Το 1939 απολύθηκε από την πρεσβεία και ξανάρχισε να ασχολείται με τα μαθήματα ξένων γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκε το σπίτι της και η ίδια διώχτηκε και κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα. Εξαιτίας των συνθηκών της ζωής της η Ιορδανίδου απέκτησε μεγάλη γλωσσομάθεια και εργάστηκε ως ιδιωτική υπάλληλος. Έγινε γνωστή στον λογοτεχνικό χώρο με το έργο Λωξάντρα, που έγραψε σε ηλικία 65 χρονών, το 1962, και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Η Λωξάντρα περιγράφει με ζωντάνια και χιούμορ τα έθιμα και τη ζωή των Ελλήνων της Πόλης και βασίζεται στις αναμνήσεις της Ιορδανίδου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ουσιαστικά η ιστορία της γιαγιάς της. Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει η Ιορδανίδου στο βιβλίο της Διακοπές στον Καύκασο (1965), ενώ στο έργο της Σαν τα τρελά πουλιά (1978) μιλά για τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα κατά το Μεσοπόλεμο. Τελευταίο της έργο είναι Η αυλή μας (1981). Στα έργα της υπάρχει αμεσότητα, απλό ύφος, ζωντανοί διάλογοι και νοσταλγική διάθεση. Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 1989 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης.
κγ. Ιφιγένεια Χρυσοχόου (1909-2008)
Η Ιφιγένεια Χρυσοχόου (1909 - 2008) γεννήθηκε το 1909 στη Μαινεμένη της Μικρασίας. Μετά την τραγωδία του 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έκανε σπουδές σε ξένες γλώσσες παράλληλα με μουσικές. Πρωτοεμφανίσθηκε στα Γράμματα το 1938 με το αφήγημά της "Ο Ήλιος βασιλεύει". Από το 1945 συνεργαζόταν τακτικά με τον καθημερινό και περιοδικό Τύπο της Θεσσαλονίκης, ενώ τον επόμενο χρόνο μαζί με άλλες γυναίκες εξέδιδε την "Εφημερίδα της Γυναίκας". Το 1947 άρχισε τη συνεργασία της με τον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό της Ελλάδας, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και από το 1955 με το Ε.Ι.Ρ. Τιμήθηκε με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη το 1979 και με Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2008. Στο 1ο Γυμνάσιο Μαινεμένης στη Θεσσαλονίκη, έχει δοθεί το όνομά της. Γνωστότερα έργα της Πυρπολημένη γη (1973), Μαρτυρική πορεία. Το χρονικό της ομηρίας 1922-1924 (1974), Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη (1977), Εδώ Σμύρνη…Εδώ Σμύρνη (1985), Επάγγελμα οικιακά (1988), Θα διώξουμε τη μοναξιά (1990), Ο θάνατός σου, θάνατός μου (1991), Ντροπή (1992), Η μάνα (1993). Στην πεζογραφία της δίνει έμφαση στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη θέση της γυναίκας. Το γράψιμό της χαρακτηρίζεται από ρεαλιστικές εικόνες και αφηγηματική ζωντάνια.
κδ. Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου (1904-1992)
Η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου (14 Ιανουαρίου 1904 – 21 Μαρτίου 1992) γεννήθηκε στο Κάιρο, αλλά μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της Γεωργίου (φιλολόγου και διευθυντή της ελληνοαιγυπτιακής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μαζί με την εκπαιδευτικό μητέρα της Ελένη και την αδελφή της Ιόλη. Στην Αθήνα η Ιωάννα διδάχθηκε ξένες γλώσσες και πιάνο, ενώ στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία και μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (Γερμανία), όπου ταυτόχρονα συμπλήρωσε τις σπουδές της στο πιάνο, στο Ωδείο της ίδιας πόλης. Μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, εργαζόμενη πλέον ως καθηγήτρια του πιάνου, παντρεύτηκε τον δικηγόρο και αξιωματικό Κλεάνθη Αναγνώστου, με τον οποίο απέκτησαν μια κόρη. Συνεργάσθηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, και με τη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια («Χάρη Πάτση») επί μουσικών θεμάτων. Ίδρυσε τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά» και υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής των διαγωνισμών της. Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών. Εξαιρετικά πολυγράφος, συνέγραψε 225 πρωτότυπα έργα, που εκτείνονται σε όλα τα είδη του λόγου: Μυθιστορήματα, βιογραφίες μουσουργών, παιδικό θέατρο, ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελέτες και άλλα. Χαρακτηριστικά έργα της: Το άνθος του Μορέως, Ασπασία, Ειρήνη η Αθηναία, Ο έφηβος με τ' αθάνατα μάτια, Η θυσία της μάνας (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1956 σε σκηνοθεσία Γιάννη Αλιφέρη), Κατέστρεψα μια νύχτα τη ζωή μου (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1951 σε σκηνοθεσία Μαυρίκιου Νόβακ), Μια μοναδική αγάπη (Θεαγένης και Χαρίκλεια), Μνησαρέτη, Μυρτώ (μεταφέρθηκε στην τηλεόραση ως δραματική σειρά), Το μυστικό της κατηγορουμένης (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1958 σε σκηνοθεσία Μαυρίκιου Νόβακ), Το παραστράτημα μιας αθώας (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1959 σε σκηνοθεσία Κώστα Ανδρίτσου). Ως πεζογράφος θεωρείται μαθήτρια του Ξενόπουλου για την ευκολία της στη σύνθεση ευκολοδιάβαστων αναγνωσμάτων με ευρεία κυκλοφορία για την τέρψη του αναγνωστικού κοινού.
κε. Εύα Βλάμη (1910-1976)
Η Εύα Βλάμη (1910 - 1976) γεννήθηκε στον Πειραιά καταγόμενη από παλιά οικογένεια ναυτικών του Γαλαξιδιού. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα πιάνου. Ήταν σύζυγος του ιστορικού, εθνολόγου και μεταφραστή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας Παναγή Λεκατσά. Κεντρική θέση στα δυο πρώτα βιβλία της (Γαλαξείδι, 1947 και Σκελετόβραχος, 1949), που επαινέθηκαν από την Ακαδημία Αθηνών, έχει η ιδιαίτερη πατρίδα της, το Γαλαξείδι, μια ναυτική πόλη που η ακμή και η παρακμή της σημαδεύτηκαν κατά τον 19ο αι. από την κυριαρχία αρχικά και τον παροπλισμό στη συνέχεια των ιστιοφόρων που διενεργούσαν τις θαλάσσιες μεταφορές. Άλλα έργα: Τα όνειρα της Αγγέλικα, 1958, Στον αργαλειό του φεγγαριού, 1963, Νεράϊδες του βυθού για παιδιά έως 9 ετών, Μότσαρτ: Τα παιδικά του χρόνια. Ανήκει στους τελευταίους εκπροσώπους της λεγόμενης ηθογραφίας, καθώς επικεντρώνεται στην περιγραφή των ηθών και εθίμων του παραδοσιακού κόσμου της ελληνικής υπαίθρου. Η γραφή της ξεχωρίζει για τη γλαφυρότητα του ύφους, την υψηλή αίσθηση του δημοτικού λόγου με έντονη λεξιπλαστική ικανότητα και χρήση ιδιωματισμών.
Η νεότερη ζωγραφική, που διαδέχτηκε τον ακαδημαϊσμό της προηγούμενης περιόδου, άρχισε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου με την δραστηριότητα του Κωνσταντίνου Παρθένη, που υποστηρίχτηκε από το κόμμα των Φιλελευθέρων και προσωπικά από τον Ελ.Βενιζέλο. Τα πρωτοποριακά ευρωπαϊκά ρεύματα (κυβισμός, εξπρεσιονισμός, υπερρεαλισμός) εισήλθαν στον ελληνικό χώρο με την γενιά του 1930 (Φ.Κόντογλου, Ν.Εγγονόπουλος, Γ.Τσαρούχης, Δ.Πικιώνης, Σπ.Παπαλουκάς), της οποίας βασικός προσανατολισμός ήταν κατανόηση της ελληνικότητας στην τέχνη.
α. Κωνσταντίνος Παρθένης 1878-1967)
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 10 Μαΐου 1878 – Αθήνα, 25 Ιουλίου 1967) με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δεδομένα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα. Από το 1895 έως το 1903, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ (Karl Wilhelm Diefenbach) και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στην Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899, ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα. Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα, στην Κωνσταντινούπολη και στον Πόρο όπου αγιογράφησε την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο. Από το 1909 έως το 1914, έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (πίνακες Η πλαγιά, 1910·και Ο Ευαγγελισμός, 1911). Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κ. Μαλέα, τον Θεόφρ. Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους, ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή.
Το 1919 του ανατέθηκε η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά βραβεύθηκε με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών για την έκθεση που είχε κάνει στο Ζάππειο δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακά του με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και έτσι, με παρέμβαση του Βενιζέλου, το 1929 ο Παρθένης διορίσθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Παρότι κοντά του σπούδασαν σπουδαίοι μετέπειτα έλληνες ζωγράφοι (Γ. Τσαρούχης, Ν. Εγγονόπουλος, Δ. Διαμαντόπουλος, Ρέα Λεονταρίτου), τελικά το 1947, παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής. Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Πέθανε το 1967, ενώ η κόρη του Σοφία και ο γιος του Νίκος είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους. Ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στην Βιέννη και η μουσική του παιδεία, τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη και στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων.
β. Φώτης Κόντογλου (1895-1965)
Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30», αναζήτησε την «ελληνικότητα», επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη, ναυτικού το επάγγελμα, και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 8 Νοεμβρίου το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία των τεσσάρων παιδιών ανέλαβε ο θείος τους, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912, όπου ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913. Το 1913-1914 έμενε με τον Στρατή Δούκα στη Νεάπολη και στην Κυψέλη και μετά με τον Παπαλουκά στην Κολοκυνθού. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία.
Μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε στο Αϊβαλί το 1919, και διορίστηκε καθηγητής στο Παρθεναγωγείο της πόλης, όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος με πρόθεση να καλογερέψει. Το 1923, επίσης, πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη και τον ίδιο χρόνο μετέφερε την έκθεση στην Αθήνα. Το 1926 νυμφεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία. Το 1927 γεννήθηκε η μοναχοκόρη του Δέσποινα. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό του Κωστή Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα. Το 1933 έλαβε τελικά το πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών για να διδάξει, στο Κολλέγιο Αθηνών, ζωγραφική και ιστορία της τέχνης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Στην γερμανική κατοχή αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του (Βιζυηνού 16 στα Πατήσια) για ένα σακί αλεύρι. Τα επόμενα χρόνια μετακόμιζε διαρκώς, για να καταλήξει σε ένα γκαράζ. Από το 1948 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Ελευθερία μέχρι τον θάνατό του. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1963 τραυματίστηκε με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Βούλα. Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, από μετεγχειρητική μόλυνση.
Το ζωγραφικό έργο του Κόντογλου παρουσιάζει μια περίοδο μονοχρωμίας 1910-1925 με τεχνοτροπία ασπρόμαυρη, που ακολουθήθηκε από την περίοδο της βυζαντινής χρωματουργίας (1926- ) με την τεχνοτροπία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης και με κοσμικά θέματα. Η δημιουργική δεκαετία του ήταν στα χρόνια 1930-1940, σε επαφή με τη ρωμαϊκή ζωγραφική εμπλουτίζοντας τη θεματολογία του τόσο στους φορητούς πίνακες όσο και στο μνημειακό έργο του και οργανώνοντας τις τοιχογραφίες κατά τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών. Την περίοδο αυτή το ταξίδι του στην Αίγυπτο τον έφερε σε επαφή με τα Fayum κι αυτό αποτυπώθηκε μορφολογικά σε σειρά γυναικείων πορτρέτων, αλλά και σε προσωπογραφίες αγίων σε στηθάρια. Ακολούθησαν τα χρόνια της μεγάλης παραγωγής στην εκκλησιαστική ζωγραφική 1950-1960, σε ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων. Κατά την τελευταία πενταετία της ζωής του (1960-1965) συνέχισε την ιστόρηση του Αγίου Νικολάου Αχαρνών και ζωγράφισε ιδιωτικά παρεκκλήσια.
Το πνευματικό δρομολόγιό του, όπως και άλλων εκπροσώπων της Γενιάς του ’30 ήταν Τουρκία-Γαλλία-Ελλάδα. Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας. Κουβαλούσε, από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι, την αγάπη των εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ο Κόντογλου μεταχειρίστηκε ένα ιδιότυπο λαϊκοβυζαντινό ύφος ελεύθερα. Η τέχνη του χαρακτηρίζεται από εικονιστική παραμόρφωση, έλλειψη προοπτικής, αντιρρεαλιστικά χρώματα και αφαιρετικότητα. Μορφολογικά, αλλά και ως προς την εσωτερική έκφραση, τα έργα του θυμίζουν πίνακες του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού. Είναι ίσως από τους νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος είναι οι κορυφαίοι μαθητές του. Άλλοι άμεσοι μαθητές του είναι οι Κ. Γεωργακόπουλος, Σπ. Παπανικολάου, Π. Βαμπούλης, ο Γ. Χοχλιδάκης. Πολυάριθμοι είναι και οι έμμεσοι μαθητές του όπως οι Ράλλης Κοψίδης και Κ. Ξυνόπουλος. Στη νεώτερη γενιά των έμμεσων μαθητών του ανήκουν οι Γιάννης Μητράκας, ο πατήρ Σταμάτιος Σκλήρης και ο Γιάννης Κόρδης.
Με ανάλογο πείσμα αναζήτησε την ελληνική ιθαγένεια και στο πεζογραφικό του έργο, «αγγίζοντας τον βυζαντινό αντιφραγκισμό». Συνδύασε στοιχεία από τον κόσμο των παραισθήσεων του Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τον κόσμο των βίων των αγίων, την αφηγηματική απλότητα του Ντάνιελ Ντεφόε και τις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συνθέτοντας ένα απλοϊκό ύφος με προσωπικό περιεχόμενο. Επιδίωξε μια επιστροφή στην αγνότητα, που δεν είναι καθόλου άσχετη με την γενικότερη απώλεια εμπιστοσύνης στο δυτικό πολιτισμό, εξαιτίας του μηχανοποιημένου πολέμου του 1914-1918. Η λογοτεχνία του συνιστά μια «ποιητική ουτοπία», «μια εκτός τόπου και χρόνου λειτουργία της νοσταλγίας». Το ύφος του είναι ιδιότυπο, απλοϊκό και αφελές, «ένα ύφος ανατολίτη παραμυθά».Υπερέχει ο παρατακτικός λόγος, με ρυθμό που θυμίζει λαϊκές αφηγήσεις, παραμύθια και αινίγματα. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες των έργων του παρουσιάζονται στατικοί: στην ακμή της ζωής τους, με διαμορφωμένη την προσωπικότητά τους, έχοντας χαράξει πορεία, από την οποία δεν παρεκκλίνουν.
γ. Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959)
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα, 8 Νοεμβρίου 1885 - Αθήνα, 23 Οκτωβρίου 1959) γεννήθηκε το 1885 και μεγάλωσε στην γειτονιά της Νεάπολης της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών και δημητριακών με καταγωγή από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης και η μητέρα του Χρυσάνθη, το γένος Προκοπίου, ήταν αθηναϊκής καταγωγής. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) από το 1897 μέχρι το 1906 με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Όττο Ζάιτζ (Otto Seitz). Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής,κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Οι Γερμανοί τεχνοκριτικοί δέχθηκαν θετικά τα νέα έργα του και το 1924 έκλεισε συμβόλαιο με την γκαλερί Μπάρχφελντ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932. Λόγω της οικονομικής κρίσης που είχε χτυπήσει την Ευρώπη, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Μόναχο. Όμως, με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τη Γερμανία, για να επιστρέψει τελικά το 1934 στην Ελλάδα. Ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος τον αντιμετώπισε αρχικά με αδιαφορία. Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για αυτόν. Μόνο το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το ύφος και την τεχνοτροπία του. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005. Ο Μπουζιάνης θεωρείται ως ο σημαντικότερος Έλληνας εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στην κοιτίδα του εξπρεσιονισμού, Γερμανία, γνώρισε από κοντά όλες τις μεταλλάξεις του κινήματος δημιουργώντας ένα δικό του προσωπικό ύφος, στο οποίο κυριαρχούν ο ανθρωποκεντρισμός και η απόλυτη ελευθερία του υποκείμενου.
δ. Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968)
Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός, με πλούσιο ζωγραφικό, ποιητικό και συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 από Χιώτες γονείς, και ήταν πρώτος εξάδελφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα. Το 1906 έγινε ο πρώτος (χρονολογικά) μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενώ παράλληλα σπούδαζε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, απ' όπου το 1908 πήρε το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού. Συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη συνέχεια στο Παρίσι. Η πραγματική του επιθυμία, ήταν να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, και όχι με την αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του σημαντική ήταν και η επίδραση του Αναστάσιου Ορλάνδου, του Giorgio de Chirico, του Περικλή Γιαννόπουλου και του Γιώργου Μπουζιάνη.
Το 1912, την περίοδο των επιστρατεύσεων Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψε στην Ελλάδα. Συνέχισε να ζωγραφίζει και ξεκίνησε τις πρώτες μελέτες για την αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης,· σχεδιάζοντας πολλά σπίτια από τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Αίγινας. Το 1921 διορίστηκε επιμελητής του καθηγητή Α. Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας όπου παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1923. Νυμφεύτηκε την Αλεξάνδρα Αναστασίου (1925) με την οποία στη συνέχεια απέκτησε πέντε παιδιά. Την ίδια χρονιά ονομάστηκε έκτακτος Καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής και μονιμοποιήθηκε το 1930. Μεταξύ 1935 και 1937 εξέδωσε μαζί με τον ζωγράφο και φίλο του, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, το περιοδικό 3ο Μάτι, στο οποίο δημοσίευσε ο ίδιος αρκετά κείμενά του. Το περιοδικό χαρακτηριζόταν ως καλλιτεχνικό και συνεργαζόταν με ονόματα όπως οι συγγραφείς Στρατής Δούκας και Τάκης Παπατσώνης, ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς, ο θεατρικός σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος και ο χαράκτης Άγγελος Θεοδωρόπουλος.
Το έργο του ως αρχιτέκτονα ξεκίνησε με την οικία Μωραΐτου στις Τζιτζιφιές (1921-1923), ένα οικοδόμημα με χαρακτήρα αττικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το 1932, με την ολοκλήρωση του Δημοτικού Σχολείου στα Πευκάκια Λυκαβηττού, διαπίστωσε πως έπρεπε να αλλάξει τις αισθητικές του αντιλήψεις. Στοχάστηκε πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας. Όλα του τα επόμενα αρχιτεκτονικά έργα βασίστηκαν σ' αυτή την αντίληψη. Ανάμεσά τους η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο Φιλοπάππου, ίσως το σημαντικότερο έργο του. Το ζωγραφικό του έργο ο Δημήτρης Πικιώνης το διαχωρίζει στις ενότητες: Από την Φύση (1904-1905), Αναμνήσεις από το Παρίσι (1910-1925) Αρχαία (1910-1920), Βυζαντινά (1915-1946), Της Φαντασίας (1930-1940) και Λαϊκά (1940-1950). Οι ονομασίες που έδωσε σ' αυτές τις ενότητες μαρτυρούν τη στενή σχέση της ζωγραφικής του, της αρχιτεκτονικής του και των στοχαστικών του αναζητήσεων. Το έργο του διατηρεί ίχνη της ιστορίας και της λαϊκής παράδοσης που συντίθενται με το πνεύμα της νεωτερικότητας, χρησιμοποιώντας την οπτική αντίληψη ως συνθετικό εργαλείο. Στις 28 Αυγούστου του 1968 πέθανε στην Αθήνα.
ε. Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957)
Ο Σπύρος Παπαλουκάς (Δεσφίνα Φωκίδας, 1892–Αθήνα, 3 Ιουνίου 1957), πρόδρομος της γενιάς του 1930, έμαθε την τέχνη της αγιογραφίας κοντά σ' έναν τοπικό αγιογράφο. Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Την περίοδο της φοίτησής του ζωγράφισε εικόνες για το τέμπλο του ναού του Αγίου Δημητρίου της Δεσφίνας. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην AcadémieJulien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών. Το 1921 επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως επίσημος εικονογράφος της εκστρατείας. Τα έργα του από αυτήν την περίοδο χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Το 1923, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου, με τον φίλο του Στρατή Δούκα, έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο (Νοέμβριος 1923 – Νοέμβριος 1924) ζωγραφίζοντας το τοπίο, μελετώντας την βυζαντινή ζωγραφική και κάνοντας αντίγραφα από πολλά έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Ένα μέρος από την παραγωγή αυτή εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε μία διαμορφωμένη αίθουσα του καφενείου του Λευκού Πύργου. Την ίδια χρονιά, πήγε στην Λέσβο, για να δημιουργήσει μία σειρά από τοπιογραφίες. Το 1927, κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής που την αποτελούσαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Το 1932 ολοκλήρωσε την εικονογράφηση του ναού παραδίδοντας στην Άμφισσα ένα μεγάλης αξίας καλλιτεχνικό έργο. Κατά την δεκαετία 1930–1940 εξέθεσε έργα του μαζί με άλλους ζωγράφους της Ομάδας «Τέχνη». Σχεδίασε επίσης σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο, και ζωγράφισε τοιχογραφίες στις προσόψεις ιδιωτικών οικιών και δημοσίων κτιρίων. Το 1940 διορίσθηκε σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων σε θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας, καθώς και διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης. Από το 1945 έως το 1951 δίδαξε μαθήματα σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Εκλέχθηκε καθηγητής του ίδιου ιδρύματος το 1956. Πέθανε στην Αθήνα το 1957, αναγνωρισμένος ανάμεσα στους κορυφαίους νεοέλληνες ζωγράφους. Ο Σπύρος Παπαλουκάς ήταν γνώστης των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του, αλλά εξίσου κάτοχος της βυζαντινής τέχνης. Τα έργα του συνδυάζουν τον ιμπρεσιονισμό των Σεζάν, Ματίς και Βαν Γκογκ με την πνευματικότητα των βυζαντινών αγιογραφιών, επηρεασμένων από την επίσκεψή του και η διαμονή του στο Άγιο Όρος. Από τα πορτρέτα του χαρακτηριστικό είναι Το παιδί με τις τιράντες (1925). Η επίδραση του Παπαλουκά στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους Έλληνες ζωγράφους ήταν καταλυτική, αφού με το έργο του έδειξε πως μοντέρνα τέχνη και ελληνικότητα δεν είναι έννοιες ασύμβατες.
στ. Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975)
Ο Αλέκος Κοντόπουλος (Λαμία,1904-Αθήνα,1975), εκπρόσωπος της αφηρημένης τέχνης γεννήθηκε στην Λαμία. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε από τα μαθητικά του χρόνια, ενώ το 1921 παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας κοντά στον Γ. Σαραφιανό, του οποίου υπήρξε βοηθός για μια διετία. Το 1923, αφού πρώτα είχε πραγματοποιήσει την πρώτη του έκθεση σε κατάστημα της γενέτειράς του, ήρθε στην Αθήνα και μετά από εξετάσεις έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε δίπλα σε καθηγητές όπως οι Γερανιώτης, Ιακωβίδης, Λύτρας και Μαθιόπουλος. Αποφοίτησε από τη σχολή το 1929 και παρακολούθησε μαθήματα στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία ταξίδεψε για εκπαιδευτικούς σκοπούς στο Βέλγιο, με σκοπό τη μελέτη της φλαμανδικής ζωγραφικής σχολής. Το 1933 νυμφεύτηκε την Μαρσέλ-Ραχήλ Μπουσσάρ και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνδέθηκε με τους «Νέους Πρωτοπόρους», ενώ το 1934 υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών». Το επόμενο έτος μετέβη εκ νέου στο Παρίσι πραγματοποιώντας μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Κολαρόσι και Γκραν Σωμιέρ. Επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1939 και το 1941 διορίστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο παρέμεινε ως το 1969. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, ενώ το 1944 ήταν ένα από τα πρόσωπα που συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας των «Ακραίων» παρουσιάζοντας για πρώτη φορά έργα ανεικονικής τέχνης στην Ελλάδα και το επόμενο έτος προτάθηκε από το εγχώριο τμήμα της AICA ως υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim. Τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε σε αρκετές εκθέσεις του εξωτερικού, με πιο σημαντικές εκείνες της Μπιεννάλε του Σάο Πάολο τα έτη 1953 και 1955 (μάλιστα στη δεύτερη τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο), της Αλεξάνδρειας το 1959 και της Βενετίας το 1960. Το 1973 κέρδισε το Α' Κρατικό Βραβείο, αρνήθηκε όμως την παραλαβή του διαμαρόμενος ενάντια στο καθεστώς της 21ης Απριλίου. Πέθανε στην Αθήνα το 1975. Αν και αρχικά ήταν οπαδός της ρεαλιστικής απεικόνισης, έχοντας στο ενεργητικό του έργα που απεικόνιζαν τοπία, προσωπογραφίες, γυμνά, αλλά και συνθέσεις κοινωνικού περιεχομένου, με αφετηρία το 1947 στράφηκε προς την ανεικονική ζωγραφική, εισάγοντας την αφηρημένη τέχνη στην Ελλάδα. Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται και τέσσερα βιβλία: Η σημερινή ζωγραφική (1951), Εγκώμιον της σιωπής (1970), Αισθητικά δοκίμια (1971) και Η πνευματική ευθύνη (1973).
Η επίδραση της εθνικής μουσικής σχολής βρέθηκε στο αποκορύφωμά της με την έναρξη του Μεσοπολέμου, ενώ από τη δεκαετία του 1920 η ευρωπαϊκή επίδραση είχε απτά αποτελέσματα στην ευρύτερη αποδοχή της οπερέτας ως δημοφιλούς μουσικού είδους. Νέο κεφάλαιο άνοιξε στην ελληνική μουσική τη δεκαετία του 1930 με τα πρωτοποριακά έργα του Νίκου Σκαλκώτα και του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Ο δημιουργός που εδραίωσε οριστικά την νεοελληνική μουσική, προσανατολίζοντας την στα πρότυπα των εθνικών σχολών της Ευρώπης, ήταν ο Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962), ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεότερης Ελλάδας, όπως χαρακτηρίστηκε. Γεννημένος στη Σμύρνη και με σπουδές στη Βιέννη ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια αληθινά εθνική μουσική βασισμένη στα δημοτικά τραγούδια και στολισμένη με τα τεχνικά μέσα των λαών της Ευρώπης και κυρίως των Γερμανών, Γάλλων, Ρώσων και Νορβηγών. Η πλούσια συνθετική δημιουργία του είναι έντονα επηρεασμένη από τους θρύλους, την ποίηση και τον έντεχνο νεοελληνικό λόγο (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Παλαμάς, Χατζόπουλος). Αν και πνευματικό τέκνο του βαγκνερικού μουσικού δράματος και της ρωσικής εθνικής «σχολής των Πέντε», η δημιουργία του είναι βαθύτατα προσωπική, θεμελιωμένη κυρίως στο δημοτικό τραγούδι. Συνέθεσε πολλά έργα, μεταξύ αυτών πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, ένα κοντσέρτο για πιάνο, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα ή για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά. Υπήρξε ακόμη συγγραφέας παιδαγωγικών βιβλίων για την θεωρία της μουσικής. Το 1919 ίδρυσε το «Ελληνικό Ωδείο», που διεύθυνε μέχρι το 1926, οπότε και ίδρυσε το «Εθνικό Ωδείο», το οποίο διηύθυνε ως το 1948. Επίσης το 1919 διορίσθηκε γενικός Επιθεωρητής, αρχιμουσικός, σε όλες τις στρατιωτικές μπάντες Αθηνών. Από τότε όμως, παράλληλα με τη συνθετική του εργασία, ανέπτυξε τεράστιο παιδαγωγικό έργο, σφραγίζοντας κάθε πτυχή της μουσικής ζωής του τόπου. Το 1945 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εκτός των άλλων τιμήθηκε και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1919) αλλά και με πολλά ελληνικά παράσημα.
Εξίσου σημαντική μουσική παρουσία είχε ο Μάριος Βάρβογλης (1885-1967), συνδημιουργός της Εθνικής Μουσικής Σχολής με τον Μανώλη Καλομοίρη. Επηρεασμένο κυρίως από τη Γαλλική μουσική κυρίως λόγω σπουδών, το έργο του χαρακτηρίζεται από κομψότητα, μέτρο και απλότητα. Στη συνέχεια ο Αιμίλιος Ριάδης (1886-1935) διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη δημιουργία και εδραίωση της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Με σπουδές σε διάφορα μέρη του κόσμου, με συνέπεια την επαφή του με διαφορετικά μουσικά πρότυπα, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό, εντελώς προσωπικό ύφος. Σε διαφορετική κατεύθυνση το έργο του συνθέτη Δημήτρη Λεβίδη (1886-1951) χαρακτηρίζεται από συστηματική μελέτη των αρχαίων ελληνικών και ανατολικών κλιμάκων, δημιουργώντας μια ιδιόρρυθμη αρμονική γλώσσα, με έξοχες αντιστικτικές επινοήσεις και ηχοχρώματα. Ο Γεώργιος Σκλάβος (1888-1976) έγραψε κυρίως όπερες και σκηνική μουσική και χρημάτισε διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1946 έως το 1949. Τη Σχολή πλούτισαν με το έργο τους πολλοί ακόμη αξιόλογοι καλλιτέχνες όπως ο Πέτρος Πετρίδης, ο Γεώργιος Πονηρίδης, ο Ανδρέας Νεζερίτης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Θεόδωρος Καρυωτάκης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο Νίκος Αστρινίδης και ο Σόλων Μιχαηλίδης.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900, παράλληλα με την εμφάνιση της Εθνικής Μουσικής Σχολής, δημιουργήθηκε και η ελληνική οπερέτα. Το κοινό της Αθήνας είχε ήδη γνωρίσει την γαλλική οπερέτα από το 1871 από περιοδεύοντα γαλλικό θίασο. Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο θιασάρχης Αντώνιος Νίκας αποφάσισε να ανεβάσει μία οπερέτα με Έλληνες εκτελεστές. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1908, έπειτα από σύντομες αλλά εντατικές πρόβες, ανέβηκε σε ελληνική μετάφραση η οπερέτα "Μαμζέλ Νιτούς" (Mam'zelle Nitouche) του Hervé με πρωταγωνίστρια την Ροζαλία Νίκα, και αρχιμουσικό τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη και σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις ορισμένων. Γρήγορα ο ηθοποιός και θιασάρχης Ιωάννης Παπαϊωάννου (1875-1931) με την χρηματική ενίσχυση του Φώτη Σαμαρτζή, Πατρινού δερματέμπορου, δημιούργησε τον πρώτο αποκλειστικά οπερετικό θίασο, που αφού ανέβασε με επιτυχία πολλές γαλλικές και αυστριακές οπερέτες, στην πορεία ανέβασε ελληνικές, αρχίζοντας με το "Σία κι αράξαμε" (1909) του Θ.Σακελλαρίδη, που είναι η πρώτη ελληνική οπερἐτα. Η οπερέτα κέρδισε αμέσως την αγάπη του κοινού, εξαιτίας του εύθυμου περιεχομένου της, της ωραίας μουσικής και της χρήσης δημοτικής γλώσσας. Ακολούθησαν σύντομα ο ένας μετά τον άλλον οι θίασοι "Αφεντάκη", "Αθηναϊκή Οπερέττα", "Λαγκαδά", "Νίκα" και άλλοι.
Το δρόμο που άνοιξε ο Σακελλαρίδης ακολούθησαν ο Διονύσιος Λαυράγκας ("Λήδα" 1909), ο Σπυρίδων Σαμάρας "Πόλεμος εν πολέμω" (1914), "Πριγκήπισσα της Σασσώνος" (1915), "Κρητικοπούλα" (1916), ο Νίκος Χατζηαποστόλου "Μοντέρνα καμαριέρα" (η πρώτη του οπερέτα, 1916) και άλλοι συνθέτες όπως οι: Ιωσήφ Ριτσιάρδης, Μάρκος Μαστρεκίνης, Ανδρέας Μαστρεκίνης, Σπυρίδων Καίσαρης, Αττίκ, Γιάννης Κομνηνός, Θεόδωρος Σπάθης, Χρήστος Χαιρόπουλος, Μίμης Κατριβάνος, Άγγελος Μαρτίνος, Γιάννης Κωσταντινίδης. Η οπερέτα άρχισε να παρακμάζει μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Διάσημοι έγιναν οι πρωταγωνιστές της ελληνικής οπερέτας Μελπομένη Κολλυβά, Ροζαλία Νίκα, Έλσα Ένγκελ, Αφροδίτη Λαουτάρη, Άγγελος Χρυσομάλης,Γιάννης Στυλιανόπουλος, Ζαζά Μπριλλάντη, Μάνος Φιλιππίδης, Γιάννης Πρινέας,Κυριάκος Μαυρέας, Ζωζώ Νταλμάς, Ηρώ Χαντά, Πέτρος Κυριακός, Μιχάλης Κοφινιώτης, Ολυμπία Καντιώτου-Ριτσιάρδη, Σπύρος Μηλιάδης, Παρασκευάς Οικονόμου, Σωτηρία Ιατρίδου, Νίτσα Φιλοσόφου, Άγγελος Μαυρόπουλος, Άννα Καλουτά, Μαρία Καλουτά, Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Κρεβατά, Λέλα Πατρικίου, Σπύρος Πατρίκιος, Μαρίκα Νέζερ, Πέτρος Επιτροπάκης, Αριστείδης Πανταζινάκος και Ανθή Ζαχαράτου.
(α) Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950)
Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (Αθήνα 1883-Αθήνα 1950), από του πρωτεργάτες της Ελληνικής Οπερέτας, γεννήθηκε στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα μουσικής πήρε από τον πατέρα του Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), διαπρεπή μουσικοδιδάσκαλο, μεταρρυθμιστή της βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτη, φιλόλογο και μελουργό. Η μητέρα του καταγόταν από την Ύδρα. Σπούδασε στην Αθήνα, τη Γερμανία και την Ιταλία. Στα τέλη του 1902 έδωσε μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του Άρη, που ήταν βαρύτονος, επιτυχημένες συναυλίες με δικές του συνθέσεις και εναρμονισμένα ελληνικά δημοτικά τραγούδια στο Βασιλικό Ωδείο του Μονάχου. Στα 1903, έγραψε την πρώτη του όπερα «Ο Υμέναιος» σε κείμενο του Ιωάννη Φραγκιά, της οποίας «η σκηνή συμβαίνει εις την Ελευσίνα κατά την μυθολογικήν εποχήν της Ελλάδος». Το 1904 συνέθεσε την σκηνική όρχηση (μπαλέτο) «Υπό τον ουρανόν της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά συνέθεσε και τη μουσική για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (σε μετάφραση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου) που παρουσιάστηκαν στη Νέα Σκηνή του Κ. Χρηστομάνου. Επίσης, από το 1907 έως 1913, διασκεύαζε ξένη μουσική για τις επιθεωρήσεις «Τα Παναθήναια». Μεγάλη επιτυχία γνώρισε η όπερα «Περουζέ» (σε λιμπρέτο του Γ. Τσοκόπουλου), που πρωτοπαίχτηκε στις 9 Αυγούστου 1911 στο θέατρο Ολύμπια (Εθνική Λυρική Σκηνή) με μαέστρο τον Στέφανο Βαλτετσιώτη και πρωταγωνιστές τη μεσόφωνο Ρεβέκα στο ρόλο της τσιγγάνας Περουζέ, τον τενόρο Νίκο Μωραΐτη, και τον μπάσο Μιχάλη Βλαχόπουλο. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια. Από το συγκεκριμένο έργο προέρχεται η γνωστή άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά». Ακολούθησαν οι όπερες «Πειρατής» (1907), βασισμένη στο βραβευμένο στο Βουτσιναίο Διαγωνισμό έμμετρο θεατρικό έργο του Πολύβιου Δημητρακόπουλου «Ο Κουρσάρος», το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» (1912) και το «Κάστρο της Ωριάς» (1917) σε λιμπρέτα Γεωργίου Τσοκόπουλου.
Το 1908, μετά το ιστορικό ανέβασμα της οπερέτας "Μαμζέλ Νιτούς" του Ερβέ στην Αθήνα υπό τη δική του διδασκαλία και διεύθυνση ορχήστρας, έγραψε την πρώτη ελληνική οπερέτα το «Σία κι αράξαμε» (σε λιμπρέτο Πολύβιου Δημητρακόπουλου και Στέφανου Γρανίτσα) που ανεβάστηκε στις 8/5/1909. Από το 1914, που παρουσιάστηκε η οπερέτα «Στα Παραπήγματα», (η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στην οπερέτα), έγραψε ως το θάνατό του γύρω στις 80 οπερέτες (ή και μουσικές κωμωδίες) κυρίως τρίπρακτες, πολλές σε δικό του λιμπρέτο. Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε «Ο Βαφτιστικός», ο οποίος εξακολουθεί να παίζεται τακτικά μέχρι και σήμερα. Πρωτοανέβηκε στις 18 Ιουλίου 1918 από τον θίασο Παπαϊωάννου. Το εμβατήριο «Ψηλά στο μέτωπο» τραγουδήθηκε πολύ και από τους στρατιώτες του '40. Άλλες γνωστές μελωδίες τού έργου είναι: «Συ μου πήρες», «Η καρδιά μου πονεί για σας», «Τον καιρό εκείνο τον παλιό», «Στ' άγριο το δάσος». Ο «Βαφτιστικός» έγινε και ταινία το 1952 από την Μαρία Πλυτά, με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη (του οποίου η φωνή ήταν ντουμπλαρισμένη από τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη), την Ανθή Ζαχαράτου και τον Μίμη Φωτόπουλο. Την περίοδο 1937-1945 έγραφε μουσική για επιθεωρήσεις του Αλέκου Σακελλάριου και του Δημήτρη Γιαννουκάκη. Τα δημοτικοφανή πατριωτικά τραγούδια που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1940: «Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή του» (επίκαιροι στίχοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του "Πλέκει η Βάσω το προικιό της"), «Το τραγούδι του Μωριά» ("Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί") και η «Χωριάτα» ("Στο χωριό παλιά γενιά μου..."), όπως και το «Ντούτσε-Ντούτσε» που ερμήνευσε ο Νίκος Γούναρης (στίχοι επίκαιροι γραμμένοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του «Μάρω, Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα») είναι δικές του συνθέσεις. Επίσης εναρμόνισε και εξέδωσε περίπου 10 δημοτικά τραγούδια. Έφυγε από τη ζωή πικραμένος και πάμπτωχος στις 2 Ιανουαρίου 1950 από καρκίνο του ήπατος, κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και θάφτηκε στο Α' Κοιμητήριο Αθηνών. Στα τέλη της ζωής του υποχρεωνόταν να παίζει πιάνο σε λαϊκά θέατρα και στα αναψυκτήρια της εποχής για να εξασφαλίζει τον επιούσιο.
Ο Σακελλαρίδης ήταν μουσικός παραγωγικός, άρτια καταρτισμένος, και με καλή σκηνική πείρα. Η μουσική του, μελωδική και ζωηρή, γεμάτη από οίστρο, δροσιά, αβίαστο αίσθημα και χάρη, είναι άλλοτε επηρεασμένη από την αυστριακή ή τη γαλλική οπερέτα και άλλοτε καθαρά ελληνική, στολισμένη με κάποια ανατολίτικα μοτίβα, αφομοιώνοντας και στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, της καντάδας, της ιταλικής όπερας, του ναπολιτάνικου τραγουδιού, της τσιγγάνικης μουσικής, με ένα λεπτό μουσικό άρωμα γεμάτο από την Αττική φύση και την Αττική ομορφιά. Ως συνθέτης έκανε στην οπερέττα ό,τι ο Ξενόπουλος στην πρόζα και πολλοί τον ονόμαζαν "Λέχαρ της Ελλάδος" για την πολύπλευρη έμπνευσή του και τη μελωδική του εφευρετικότητα...
(β) Νίκος Χατζηαποστόλου (1884-1941)
Ο Νίκος Χατζηαποστόλου (1884 - 9 Αυγούστου 1941), βασικός εκπρόσωπος της ελληνικής οπερέτας, γεννήθηκε στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία τραγουδούσε καντάδες παρέα με τον μετέπειτα διάσημο βαρύτονο Γιάννη Αγγελόπουλο στους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Συστηματικά μουσική σπούδασε στο Ωδείο Λόττνερ. Αρχικά συνεργάστηκε ως χορωδός στο Ελληνικό Μελόδραμα του Διονυσίου Λαυράγκα. Παράλληλα όμως συνέθετε και τραγούδια. Πασίγνωστα είναι τα «Κοραλλένια χείλη σου» (σε στίχους Αντ. Χατζηαποστόλου) και το «Θα κόψω ρόδα μυρωμένα» (σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη). Ως αρχιμουσικός της ελληνικής οπερέτας περιόδευσε σε διάφορες γειτονικές χώρες. Από το 1912 ως το 1922, υπήρξε διευθυντής της χορωδίας του ναού της Αγίας Ειρήνης των Αθηνών. Τότε συνέθεσε και την τετράφωνη εκκλησιαστική μουσική (λειτουργίες, χερουβικά, ακολουθίες γάμου). Το 1916, ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Σακελλαρίδης και έγραψε την πρώτη του οπερέτα την «Μοντέρνα Καμαριέρα». Συνολικά συνέθεσε γύρω στις 40 τρίπρακτες οπερέτες. Κορυφαία θέση κατέχουν Οι Απάχηδες των Αθηνών. Πρωτοανεβάστηκαν με μεγάλη επιτυχία στις 17 Αυγούστου 1921 στο θέατρο Αλάμπρα. Το λιμπρέτο ήταν του Γιάννη Πρινέα. Παίζονταν επί 3 συνεχόμενα χρόνια και παίζοται ακόμη από την Εθνική Λυρική Σκηνή τακτικά, ενώ έγιναν και ταινία. Το 1928, μαζί με άλλους, ταξίδεψε στη Βιέννη και διευθύνοντας την εκεί ορχήστρα, ηχογράφησε δίσκους. Σύζυγός του υπήρξε η σοπράνο Μίνα Κυριακού και γιος τους ο Ανδρέας Χατζηαποστόλου, επίσης συνθέτης τραγουδιών. Η διαφορά της μουσικής του σε σχέση με αυτήν του Σακελλαρίδη, είναι το συνήθως λαϊκότερο ύφος του, ενώ η υπόθεση των οπερετών του είναι λιγότερο κωμική. Ο Χατζηαποστόλου θεωρείται ως ο συνεχιστής του Νίκου Κόκκινου, παλιού συνθέτη αθηναϊκής καντάδας και καντσονέτας. Τραγούδια του Νίκου Χατζηαποστόλου, που δεν ανήκουν σε οπερέτες και αγαπήθηκαν πολύ είναι ο «Αγωγιάτης», «Σαν παραμύθι», ο «Κατάδικος» (Αγάπησα ιδού το έγκλημά μου), «Καινούργια αγάπη» (Το αιώνιο το παράπονο), Μια μαργαρίτα, «Στις εκκλησιάς τα σκαλοπάτια», η «Καρδιά της μάνας», το «Μαντήλι», «Το νερωμένο κρασί», «Ο Προδωμένος», «Στον Αργαλειό». Τα έργα του, ερμηνεύτηκαν μεταξύ άλλων από τους: Γιάννη Αγγελόπουλο, Τίτο Ξηρέλλη, Πέτρο Επιτροπάκη, Οδυσσέα Λάππα. Στην Πλάκα έχει στηθεί η προτομή του.
Νέοι δρόμοι όμως ανοίχτηκαν τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα με το συνθετικό έργο του πιανίστα, συνθέτη και μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου, που διαφέρει ριζικά από το έργο των συνθετών της Εθνικής Μουσικής Σχολής, αφού είναι κύρια επηρεασμένο από τον Κλωντ Ντεμπυσύ και τις νεότερες μουσικές τάσεις. Τελικά, καθιερώθηκε ως διευθυντής ορχήστρας και διηύθυνε κατά καιρούς τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες του κόσμου, προωθώντας σημαντικά τα έργα Ελλήνων συνθετών στο εξωτερικό. Το καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική ιστορία άνοιξε με τον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), το έργο του οποίου αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα της μουσικής δημιουργίας του 20ού αιώνα. Το έργο του μεταφέρει στην ελληνική μουσική τις σύγχρονες μουσικές τάσεις. Αν και το δημοφιλέστερό του έργο στο ελληνικό κοινό είναι οι 36 Ελληνικοί Χοροί, οι περισσότερες συνθέσεις του ακολουθούν το δωδεκάφθογγο σύστημα, αλλά με ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος, το οποίο δημιούργησε ένα απροσδόκητο ενδιαφέρον σε όλους τους πρωτοποριακούς μουσικούς κύκλους της Ευρώπης (και αργότερα της Ελλάδας), δυστυχώς μετά τον πρόωρο θάνατό του (1949).
Άλλοι συνθέτες που ακολουθούν στο έργο τους τις σύγχρονες μουσικές τάσεις είναι: ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Σισιλιάνος, ο Δημήτρης Δραγατάκης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (γνωστός και με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης ως συνθέτης ελαφράς μουσικής), ο Μιχάλης Αδάμης, ο Δημήτρης Τερζάκης, ο Θόδωρος Αντωνίου, ο Κυριάκος Σφέτσας, ο Χρήστος Χατζής, ο Χάρης Ξανθουδάκης και ο Γιώργος Ζερβός.
(α) Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949)
Ο Νίκος Σκαλκώτας (Χαλκίδα, 8 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 19 Σεπτεμβρίου 1949), μέλος της Δεύτερης Βιεννέζικης Σχολής με επιρροές από την κλασική μουσική όσο και από την Ελληνική παραδοσιακή μουσική, γεννήθηκε στη Χαλκίδα, καταγόμενος από την Τήνο. Ο πατέρας του Αλέκος, ήταν φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας. Από ηλικία πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει βιολί με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς». Το 1921 πήρε υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές στο Βερολίνο, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον «πάπα της πρωτοπορίας» Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg), ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μαζί του έμεινε ως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία, που του προσέφερε ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του παραλλαγή. Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με την γερμανίδα σύντροφό του, βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Ακολούθησε μια δημιουργική κρίση, που κράτησε έως το 1935. Τον Μάιο του 1933 επέστρεψε στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ πήρε τον δρόμο της εξορίας για τις ΗΠΑ. Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν τότε άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν έβλεπαν με συμπάθεια τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. Για να ζήσει έπαιζε βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς: Από το 1935 και ως το 1945 έγραψε πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.
Το 1946 νυμφεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε παραμελημένη κήλη. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, γνωστός πρωταθλητής στο σκάκι.
Ο Σκαλκώτας επιβλήθηκε ως συνθέτης μετά τον θάνατό του, οπότε ιδρύθηκε η «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα». Το έργο του διακρίνεται σε τρεις περιόδους: 1η περίοδος δωδεκαφθογγική 1927-1938, 2η περίοδος επική και ηρωική 1938-1945, 3η περίοδος δραματική και σκυθρωπή 1946-1949. Περιλαμβάνει συνολικά πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια) και ακολουθεί συνήθως ένα δικής του επινόησης δωδεκαφθογγικό σύστημα, ή άλλα, «ελεύθερα» συστήματα σύνθεσης. Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα, όπως οι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Η Θάλασσα», που ενσωματώνουν στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής με ένα τρόπο τελείως προσωπικό και πρωτοποριακό. Σήμερα, ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα, μαζί με τους Σένμπεργκ, Στραβίνσκι και Σοστακόβιτς.
β. Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960)
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος (Αθήνα, 1 Μαρτίου 1896 - Μιλάνο 2 Νοεμβρίου 1960) σπούδασε διεύθυνση χορωδίας και σύνθεση, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών και αργότερα στο Βερολίνο. Πήρε χρυσό μετάλλιο για την ικανότητά του στο πιάνο από το Ωδείο Αθηνών, διάκριση που δόθηκε μόνο πέντε φορές στην ιστορία του Ωδείου. Οι πρώτες του συνθέσεις είναι γραμμένες στο τονικό σύστημα, αλλά με ενδιαφέροντες αρμονικούς πειραματισμούς, οι οποίοι γύρω στα 1915 έγιναν περισσότερο τολμηροί φτάνοντας στην ατονικότητα γύρω στα 1920. Είναι ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που χρησιμοποίησε στο έργο του αυστηρά δωδεκαφθογγική τεχνική. Περί το 1930 σταμάτησε ουσιαστικά τη σύνθεση και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη διεύθυνση ορχήστρας, πρώτα στην Αθήνα και μετά το 1937 στις ΗΠΑ. Ως μαέστρος γνώρισε διεθνή φήμη κατακτώντας, μάλιστα, τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1958, για να παραμείνει σ' αυτήν ως μαέστρος. Στις συνθέσεις του περιλαμβάνονται περίπου 40 έργα, μεταξύ των οποίων μια όπερα (Αδελφή Βεατρίκη), μουσική για ορχήστρα, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, για φωνή κ.ά. Ορισμένα από τα έργα που συνέθεσε αποτελούν σταθμό στη σύγχρονη ελληνική μουσική. Στις 2 Νοεμβρίου του 1960, ο Δημήτρης Μητρόπουλος υπέστη καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια δοκιμής της Τρίτης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ με την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου. Πέθανε σε ηλικία 64 ετών με την μπαγκέτα στο χέρι και οι εκδηλώσεις πένθους συντηρήθηκαν πολλές ημέρες μετά τον θάνατό του.
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, από σφαγές και εκτοπισμούς Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου, που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923, εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 326.000-382.000 Ελλήνων. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο. Η γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι.
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: Η πρώτη φάση από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ολοκληρώθηκε ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τέλειωσε με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώθηκε με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923). Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων, μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικείων πληθυσμών. Μετά την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση άτακτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Στις 29 Μαΐου ο περιβόητος τσέτης, Τοπάλ Οσμάν, ανέλαβε την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων εξόντωσης του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% εξοντώθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα λεγόμενα "Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας" στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές τους, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Το Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, με ψήφισμα που αναφέρει: «ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας». Η τουρκική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τα γεγονότα ως γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου, σε λοιμό και σε ασθένειες. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου. Στις 20 Μαρτίου 1922 εξάλλου, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 κι έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου αναφέρεται: «Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό ... ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν...». Αλλά βέβαια σε μια Ελλάδα, όπου ο μισός σχεδόν πληθυσμός, με τις εν τω μεταξύ επιμιξίες, έχει σήμερα συγγενική σχέση με τον μικρασιατικό ελληνισμό, για τα τραγικά αυτά συμβάντα υπάρχουν άμεσες αδιαμφισβήτητες ζωντανές μαρτυρίες από τους παππούδες και προπαππούδες των σημερινών Ελλήνων, που έζησαν οι ίδιοι τα γεγονότα εκείνα. Η απάντηση στο ερώτημα αν τα γεγονότα αυτά έγιναν μετά από επίσημη εντολή Τούρκων αξιωματούχων ή προέκυψαν αυθόρμητα από Τούρκους εξτρεμιστές δεν θα είναι εύκολο να συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα έγιναν καταιγιστικές βελτιώσεις στα χρησιμοποιούμενα τεχνολογικά μέσα, που άλλαξαν θεαματικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η ζωή του Μεσοπολέμου, με τα αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, τα αεροπλάνα, τον ηλεκτρισμό, τα τηλέφωνα, τον κινηματογράφο, τον φωνόγραφο και το ραδιόφωνο αργότερα, τις ατμομηχανές και τους πετρελαιοκινητήρες στα πλοία, τους ηλεκτρικούς κινητήρες στα εργοστάσια και τη χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στις κατασκυεές δεν έμοιαζε σε τίποτε με τη ζωή πριν από τέσσερις αιώνες με την έναρξη της Αναγέννησης στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα οι επιπτώσεις των μεταβολών ήταν επίσης άμεσες και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες είχε αντίκτυπο στις αντιλήψεις, τη νοοτροπία και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων.
Μια απλή εξέταση των δημογραφικών εξελίξεων μπορεί να δώσει μια ιδέα της κατάστασης:
Δυσμενείς εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες είχε να αντιμετωπίσει η Ελληνική Δημοκρατία του Μεσοπολέμου, παράλληλα με την έντονη συσσώρευση κεφαλαίων και την αλματώδη εκβιομηχάνιση. Τρεις ήταν οι κύριοι παράγοντες που συντέλεσαν στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη: Η προσπάθεια της προηγούμενης 10ετίας, η άφιξη των προσφύγων και οι διεθνείς οικονομικές συγκυρίες. Την προηγούμενη 10ετία και ιδίως την τετραετία 1916 – 20 ο καταστροφικός για το διεθνές εμπόριο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και ο αποκλεισμός της Ελλάδας στα 1916 από την Αντάντ, που δυσκόλευε τον εφοδιασμό της χώρας με καταναλώσιμα είδη, ώθησαν τις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις να αναπληρώσουν οι ίδιες την έλλειψη των εισαγομένων ειδών. Αναπτύχθηκαν μικρές βιομηχανικές μονάδες, που αξιοποιούσαν ντόπιες πρώτες ύλες και έδιναν στην εγχώρια αγορά είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης (είδη ρουχισμού και διατροφής, επεξεργασία γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων).
Η άφιξη των Μικρασιατών προσφυγών, μετά το 1922, στην Ελλάδα τόνωσε την προσπάθεια βιομηχανικής ανάπτυξης, καθώς αυτοί εξασφάλισαν φτηνό εργατικό δυναμικό. Εξάλλου, επειδή στα μέρη τους ήταν σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες (επιχειρηματίες, εμποροβιομήχανοι), μετέφεραν στην Ελλάδα την εμπειρία και την ικανότητά τους για να δώσουν και αυτοί την αναγκαία ώθηση για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, καθώς οι 1.500.000 περίπου πρόσφυγες μαζί με την πείρα τους έφεραν και κεφάλαια, που φρόντισαν να επενδύσουν. Οι προσπάθειες για αποκατάσταση των προσφύγων δημιούργησαν πρόσφορο κλίμα για κερδοφόρες επενδύσεις, την ώρα που οι τραπεζικές πιστώσεις που τους δίδονταν για την αποκατάστασή τους τόνωσαν την εσωτερική αγορά, που είχε διευρυνθεί με την παρουσία τους.
Η οικονομική ύφεση στη δυτική Ευρώπη τα χρόνια 1920 – 30, καθώς δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις στις χώρες αυτές, έστρεψε τα ξένα κεφάλαια προς την Ελλάδα, που προσπαθούσε να συνέλθει από τη Μικρασιατική Καταστροφή και είχε πασίδηλη ανάγκη οικονομικής βοήθειας. Η αποκατάσταση των προσφύγων και η μη κορεσμένη ελληνική αγορά «προσέλκυσαν» τα ξένα κεφάλαια στην Ελλάδα (δάνεια για λύση του προσφυγικού, χρηματοδότηση δημοσίων έργων, δανεισμός σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημιουργία αυτοτελών παραγωγικών επιχειρήσεων), οι χορηγοί των οποίων, βέβαια, επωφελήθηκαν και από τα υψηλά επιτόκια που πρόσφεραν, με αποφάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, οι τράπεζες της Ελλάδας. Η Εθνική Τράπεζα, στα χρόνια αυτά διπλασίασε τα κεφάλαιά της και κυριάρχησε στη χρηματαγορά. Δεν πρέπει να παραβλεφθούν και τα πλεονεκτήματα που αποκόμισε η ελληνική βιομηχανία από τον κρατικό παρεμβατισμό, ο οποίος εκδηλώθηκε είτε με τις θεσπισμένες φοροαπαλλαγές για τη βιομηχανία, είτε με τη δασμολογική ατέλεια στην εισαγωγή μηχανημάτων. Αλλά και επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα ξενόφερτα προϊόντα οι ελληνικές κυβερνήσεις προστάτεψαν τα ελληνικά προϊόντα και μειώθηκε η εξαγωγή συναλλάγματος.
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας από το 1924 μέχρι το 1936 υπήρξε αλματώδης, σε σχέση με το παρελθόν. Ήταν, όμως, ελαφριά βιομηχανία, όπου οι μηχανοκατασκευές και η μεταλλουργία ήταν μικρό μέρος της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε σε μια περίοδο στασιμότητας ή κάμψης της διεθνούς παραγωγής και έτσι πέτυχε να εκτοπίσει από την ελληνική αγορά, την οποία και κυρίως εξυπηρετούσε, τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας στα μετά το 1924 χρόνια δημιούργησε την ανάγκη προβολής των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων και – αρχής γενομένης από την 1η διεθνή έκθεση της Θεσσαλονίκης το 1926 – καθιερώθηκε ο θεσμός των ετησίων εμπορικών εκθέσεων στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Αλλά η εξάρτηση της ελληνικής βιομηχανίας από το ξένο κεφάλαιο και το κράτος ήταν δύο βασικά μειονεκτήματά της την ίδια περίοδο. Σε ό,τι αφορά τη σχέση με το ξένο κεφάλαιο, πρέπει να προσεχτεί ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις χρεώνονταν στις ξένες χρηματαγορές, όσο και το ότι ο ξένος παράγοντας επηρέαζε σημαντικά τις επενδύσεις των ντόπιων επιχειρηματιών και – δρώντας ανταγωνιστικά στην Ελλάδα – τους ωθούσε να αποφεύγουν υψηλούς παραγωγικούς τομείς (βαριά βιομηχανία). Σε ό,τι σχετίζεται με την κρατική «προστασία», βιομήχανοι και κράτος είχαν μια αμφίδρομη σχέση: Το μεν κράτος είχε ανάγκη τη βιομηχανική παραγωγή, γιατί οι έμμεσοι φόροι επί βιομηχανικών προϊόντων ήσαν σημαντικότατη πηγή κρατικών εσόδων, οι δε βιομήχανοι είχαν ανάγκη την προστασία του κράτους από τους ξένους ανταγωνιστές και, συνάμα, για να έχουν εγγυημένες δανειοδοτήσεις.
Έτσι, η ελληνική βιομηχανία δεν μπόρεσε να αυτονομηθεί και να γίνει δυναμικά ανταγωνιστική των ξένων στις παγκόσμιες αγορές, και, αφού τα προϊόντα της προστατεύονταν μέσα στην εγχώρια αγορά, δεν προέκυψε μεγάλο ενδιαφέρον για ανανέωση ή και προσαρμογή των μεθόδων παραγωγής.
Η αγροτική μεταρρύθμιση, που νομοθετήθηκε το 1917, έγινε αναγκαία μετά το 1922 και επιταχύνθηκε υπό την πίεση των προσφύγων. Οι περιορισμοί στις εισαγωγές κατά τη διάρκεια των πολέμων και έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή για να εξοικονομηθεί συνάλλαγμα, έδωσαν τη δυνατότητα στους βορειοελλαδίτες μεγαλογαιοκτήμονες να υψώνουν σημαντικά τις τιμές των εγχωρίων γεωργικών προϊόντων, δημιουργώντας προβλήματα στην αγορά. Για τη λύση του προσφυγικού, αλλά και σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των μεθόδων παραγωγής και κατανάλωσης, ενώ το 1917 υπήρχαν πανελλαδικά (στην παλαιά Ελλάδα και τις νέες χώρες) 2259 τσιφλίκια, από το 1922 μέχρι το 1938 απαλλοτριώθηκε η μεγάλη γαιοκτησία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρισκόταν στη βόρεια Ελλάδα, για να επικρατήσει σταδιακά σε ολόκληρη τη χώρα η μικρή και μεσαία οικογενειακή ιδιοκτησία.
Παράλληλα έγιναν προσπάθειες ίδρυσης αγροτικών συνεταιρισμών και ιδρύθηκε το 1931 επί Βενιζέλου η Αγροτική Τράπεζα, για να χρηματοδοτεί την αγροτική παραγωγή, που κύριο εξαγώγιμο προϊόν της ήταν αρχικά ο καπνός. Μετά, όμως, από την κρίση του 1929 – 1932 και τη μείωση των εξαγωγών καπνού, προέκυψαν νέες καλλιέργειες (νωπά λαχανικά, ρύζι, βαμβάκι) και αυξήθηκε η παραγωγή σιτηρών για τις ανάγκες διατροφής του ελληνικού πληθυσμού. Παρά την αγροτική μεταρρύθμιση, τη δημιουργία σοβαρών εγγειοβελτιωτικών έργων και την αύξηση των αγροτικών πιστώσεων, το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα παρέμενε χαμηλό, εξαιτίας της χαμηλής τιμής των αγροτικών προϊόντων, η οποία οφειλόταν στην πρόθεση των βιομηχανιών να αγοράζουν φτηνά το βαμβάκι και τις άλλες γεωργικές πρώτες ύλες και να έχουν μεγαλύτερα κέρδη. Αυτό προκάλεσε την προσπάθεια των αγροτών να αυξήσουν την παραγωγή τους βελτιώνοντας τις μέχρι τότε μεθόδους τους, με τη χρήση είτε τελειότερου τεχνολογικού εξοπλισμού, είτε λιπασμάτων. Για να αντεπεξέλθουν όμως στα έξοδα αυτά, οι αγρότες δανείζονταν από τράπεζες ή συνεταιρισμούς, χωρίς να είναι σε θέση να εξοφλούν πλήρως τα χρέη τους.
Η βιομηχανική ανάπτυξη κaι η αγροτική μεταρρύθμιση δεν μείωσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία παρέμεναν οξύτατα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο και η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, αφού για να λύσει το προσφυγικό και άλλα τρέχοντα οικονομικά της προβλήματα η Ελλάδα ζήτησε τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών και προσέφευγε συνεχώς σε εξωτερικά δάνεια. Για την οικονομική πτώχευση του 1932 κύριος υπαίτιος ήταν ο εξωτερικός δανεισμός με τους δυσβάσταχτους – καταθλιπτικούς για την Ελλάδα - όρους, αφού πάνω από 80% του συναλλάγματος που έμπαινε στη χώρα με τις εξαγωγές το απορροφούσε το εξωτερικό χρέος.
Για να αυξήσει τα έσοδά του, το κράτος επέβαλλε βαρείς έμμεσους φόρους, εις βάρος κυρίως των εργατοϋπαλλήλων, καθώς οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι απορροφούσαν το 15% – 26% του εργατικού εισοδήματος. Όσο η έλλειψη οργανωμένου φοροτεχνικού συστήματος και το αφορολόγητο των ανωνύμων εταιρειών ευνοούσαν τις εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις, η νομισματική αστάθεια, ο έντονος πληθωρισμός και η συνεχής άνοδος του τιμαρίθμου «έπνιγαν» την ελληνική οικονομία. Έτσι, η κατάσταση των εργατοϋπαλλήλων από το 1924 έως το 1936 ήταν άσχημη. Ανεργία (από 75.000 το 1928 σε 237.000 το 1932) και χαμηλά ημερομίσθια μάστιζαν τις εργατικές τάξεις. Η αύξηση της ανεργίας οφειλόταν και στην απαγόρευση από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το 1921 της μετανάστευσης προς τη χώρα εκείνη, λόγω της οικονομικής ύφεσης, κίνηση που είχε ως συνέπεια το πλεονάζον εγχώριο εργατικό δυναμικό να μην μπορεί να βρει αλλού εργασία.
Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες, δημιουργήθηκε στην ελληνική αγορά εργασίας υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού και τα ημερομίσθια συμπιέστηκαν προς τα κάτω, βοηθώντας τους βιομηχάνους, διατηρώντας χαμηλό το κόστος εργατικού δυναμικού, να έχουν υψηλά κέρδη και να προαγάγουν τη βιομηχανική ανάπτυξη εκείνης της εποχής. Ενώ οι ώρες εργασίας κυμαίνονταν από 10 έως 12 ημερησίως, όταν τριπλασιάστηκε ο τιμάριθμος τα μεροκάματα κάλυπταν μόνο το 33% των οικογενειακών αναγκών των εργατών. Από το 1923 η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε με διεθνή σύμβαση να εφαρμόσει την 8ωρη εργασία, δίχως να τη ρυθμίσει νομοθετικά, ενώ οι εργασιακές συνθήκες ήσαν ανθυγιεινές και δύσκολες για άντρες, γυναίκες, ακόμη και για ανήλικα παιδιά. Ο μισθός καθοριζόταν με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, και δεν υπήρχε σύστημα ασφάλισης για υγεία και σύνταξη. Λιγοστά ασφαλιστικά ταμεία δημιουργήθηκαν μετά το 1925, αλλά ήταν ανήμπορα χωρίς κρατική βοήθεια.
Μετά το 1930 το 73% των εργατικών οικογενειών είχε εισόδημα κατώτερο από το θεωρούμενο γενικά ως ελάχιστο όριο για τη διαβίωση και συντήρηση. Μέσα σε τέτοιο κλίμα, εντάθηκαν οι κοινωνικοί αγώνες με απεργίες και άλλα μέσα. Από το 1932, το κράτος, υπό την πίεση των εργαζομένων, αναγκάστηκε να παίρνει μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η βραχύβια κυβέρνηση του 1932 (26/5 – 5/6) υπό τον Αλεξ. Παπαναστασίου σχεδίαζε να ενοποιήσει όλα τα επιμέρους ασφαλιστικά ταμεία σε ένα ευρύτερο και αποτελεσματικότερο για όλους τους εργαζομένους, αλλά δεν πρόλαβε. Η ιδέα του Παπαναστασίου υλοποιήθηκε αργότερα όταν ιδρύθηκε το ΙΚΑ (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων), από την κυβέρνηση Ι.Μεταξά. Τέλος, η 8ωρη εργασία επιβλήθηκε με νόμο το 1935 και άρχισαν να εφαρμόζονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κατώτατο όριο ημερομισθίου.
Με τα χρήματα των δανείων και με απαλλοτριώσεις γεωργικών εκτάσεων οι ελληνικές κυβερνήσεις κατόρθωσαν να βοηθήσουν αρχικά στοιχειωδώς τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Την ευθύνη αποκατάστασης των προσφύγων στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο, στην αρχή, ανέλαβε ιδιωτικός φορέας, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ).
Οι περισσότεροι πρόσφυγες έμεναν με άσχημε συνθήκες στις παρυφές των μεγαλουπόλεων, δημιούργησαν νέους, καθαρά προσφυγικούς συνοικισμούς σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσ/νικη και όφειλαν να ξεπληρώσουν μέσα σε 5 – 25 χρόνια τα έξοδα για την εγκατάστασή τους. Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός μετά το 1930, ασχολήθηκε με το προσφυγικό και, με τη δημιουργία του υπουργείου Πρόνοιας, η κυβέρνησή του ανέλαβε οργανωμένη πολιτική υποστήριξης των προσφύγων. Καταβλήθηκε προσπάθεια να δημιουργηθούν νέοι πρότυποι συνοικισμοί (Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια) και για πρώτη φορά στην Ελλάδα καθιερώθηκε η πολυκατοικία ως τρόπος στέγασης, για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη επέκταση των ορίων της πόλης.
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε πολλές ελληνικές πόλεις, οι πρόσφυγες συντέλεσαν στην έντονη αστικοποίηση της χώρας, ενώ στη διόγκωση των αστικών κέντρων έπαιξε βασικό ρόλο και η βιομηχανική ανάπτυξη, που βρήκε στους πρόσφυγες φτηνό εργατικό δυναμικό σε Αθήνα, Θεσ/νικη, Πειραιά. Έτσι άρχισαν να μαραζώνουν οι μικροβιομηχανίες της επαρχίας και να παρατηρείται έντονο ρεύμα αστυφιλίας προς την Αθήνα ή άλλα αστικά κέντρα εκ μέρους των εργατών, που έψαχναν δουλειά. Καθώς η ύπαιθρος έχανε εργατικά χέρια, αποδυναμωνόταν διαρκώς και οι επόμενες γενιές έζησαν τις ολέθριες συνέπειες στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων.
Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ιδίως πριν το 1930, ήταν άσχημη, χωρίς πρόνοια για τα αναγκαία έργα υποδομής (ηλεκτροφωτισμός, ύδρευση) και καμιά χωροταξική μελέτη εντός και εκτός σχεδίου πόλεως, αλλά ούτε και στοιχειώδη μελέτη των όρων διαβίωσης. Η στέγαση των προσφύγων έγινε αντικείμενο μικροκομματικής εκμετάλλευσης και η κατοικία είδος εμπορικής συναλλαγής, ενώ τα ίδια «προβλήματα» αντιμετώπιζαν και όσοι άνεργοι και άστεγοι είχαν κατακλύσει την Αθήνα. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί έγιναν κυψέλες εργατικής συνειδητοποίησης και αμφισβήτησης του κρατούντος κοινωνικού συστήματος της περιόδου αυτής (1924 – 36) και όσων το ακολουθούσαν, αλλά συγχρόνως συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής. Επίσης, οι πρόσφυγες πρωταγωνίστησαν στην πολιτική, οικονομική, πνευματική, αθλητική, πολιτιστική ζωή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, και, εγκατασταθέντες στα εδάφη που η Ελλάδα προσάρτησε από τους ενδοβαλκανικούς πολέμους του 1912 – 13, ενίσχυσαν την ελληνικότητα των περιοχών αυτών (Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη). Έτσι, μετά το 1924, ο ελληνικός κόσμος εισήλθε σε ένα νέο κεφάλαιο της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας του.
Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος «γεννήθηκε» στις στάχτες της Σμύρνης και στις μαύρες σελίδες της Μικρασιατικής Καταστροφής και τελείωσε στις 28 Οκτωβρίου με την διάσημη άρνηση διόδου των Ιταλών. Η περίοδος άρχισε για την Ελλάδα αρκετά καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς, ενώ είχε τελειώσει ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνισμός συνέχιζε να δοκιμάζεται στο «μέτωπο» του αλυτρωτισμού. Η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε στην χώρα ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα, το πολιτικό σκηνικό κλονίστηκε από πραξικοπήματα, δημοψηφίσματα και σκάνδαλα και η μεγάλη κρίση του 1929 σφράγισε το ασταθές σκηνικό. Στα χρόνια αυτά διαμορφώθηκε ο κορμός του σύγχρονου ελληνισμού.
Στον Μεσοπόλεμο ανάγεται η απαρχή κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν τη ζωή στην Ελλάδα μέχρι σήμερα. Οι μετανάστες ήταν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες και για αυτούς αλλά και για τα μεσαία στρώματα που πλήττονταν από την φορολογία. Μετά από μία μακρά περίοδο επικράτησης δύο παρατάξεων και αλληλοδιαδοχής τους στην εξουσία, το πολιτικό σκηνικό διαρθρώθηκε στην αντιπαράθεση ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους φιλοβασιλικούς, που προξένησε ασταθή πολιτική κατάσταση και έντονες λαϊκές κινητοποιήσεις. Οι καπνοπαραγωγοί απεργούσαν σε όλη την βόρεια Ελλάδα, ενώ η κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν η τελευταία του Μεσοπολέμου που διάνυσε ολόκληρη την τετραετία της (’28-’32), πέφτοντας τελικά υπό το βάρος ενός σκανδάλου περί συμβάσεως του δημοσίου με την εταιρία ηλεκτρισμού Power. Στο δημοψήφισμα στις 13/4/1924, με θέμα την «κατάργηση ή όχι της βασιλευόμενης δημοκρατίας», η ζυγαριά έκλινε προς την κατάργηση, ο Βασιλιάς αποχώρησε, αλλά τελικά, μία δεκαετία αργότερα, μέσα στην αστάθεια των εξελίξεων, ο Γεώργιος Β’ επέστρεψε στον θρόνο.
Καθρέφτης της κοινωνικής κατάστασης, η καλλιτεχνική δημιουργία αντικατοπτρίζει τις σκέψεις, τα προβλήματα και την καθημερινότητα της εποχής. Η Μάνδρα του Αττίκ βρισκόταν στις δόξες της με νοσταλγικές μελωδίες, παρουσιάζοντας σε Αθήνα και επαρχία τραγουδιστές, αυτοσχεδιαστικούς καλλιτέχνες και μίμους. Ταυτόχρονα, το ρεμπέτικο διαποτισμένο με τον προσφυγικό «πόνο» περνούσε τότε την «σμυρναίικη» περίοδό του, για να ακολουθήσει η περίοδος του «Καφέ Αμάν», η πιο κλασική στιγμή του ρεμπέτικου είδους. Φοξ τροτ και τσάρλεστον ακούγονταν στα καλύτερα σαλόνια. Κυρίες περνούσαν επιδεικνύοντας την φιλαρέσκειά τους στα καπέλα, ενώ τα καλοκαίρια οι παραλίες φιλοξενούσαν τα πρώτα μικτά μπάνια (τα προκλητικά για την εποχή «μπεν-μιξτ»). Στην Αθήνα κατέφθαναν οι ευρωπαϊκές μόδες της φυσιολατρίας, της Κοκό Σανέλ και των καζίνο.
Στην λογοτεχνία ο Κώστας Καρυωτάκης έδωσε το στίγμα της ματαιότητας και της γενικευμένης απαισιοδοξίας της εποχής, σφραγίζοντάς την με μια αυτοκτονία. Αργότερα, ταυτόχρονα με τις εικαστικές τέχνες, αναδύθηκε η «Γενιά του ‘30», με εκπροσώπους όπως οι Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Εμπειρικός και Κων/νος Παρθένης, με κύριο χαρακτηριστικό τον ανθρωποκεντρισμό και τον μοντερνισμό τους, αλλά σε μία μόνιμα αμφίδρομη σχέση με την ελληνική παράδοση. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά όχι μόνον πολλαπλασιάστηκαν απρόσμενα, αλλά έπαψαν να είναι κτήμα κάποιου λόγιου και της παρέας του και εξελίχθηκαν σε σοβαρές επιχειρήσεις με πλούσιο συντακτικό προσωπικό και αρκετά κεφάλαια. Πολλές συνεχίζουν να εκδίδονται ακόμη και σήμερα, όπως Η Καθημερινή, Το Βήμα, Ελεύθερος Τύπος, Έθνος, Ριζοσπάστης, Νέα Εστία. Οι εκδότες αντλούσαν από την πλούσια δεξαμενή των λογίων, πεζογράφων και ποιητών της εποχής, που βρήκαν επαγγελματική διέξοδο για να μπορέσουν να συνεχίσουν και το λογοτεχνικό τους έργο.