1. Η Γεωγραφία των Βρετανικών Νήσων
Η γεωγραφική περιοχή στην οποία έζησαν ή ζουν οι ποιητές που παρουσιάζονται σ’ αυτή την εργασία αποτελείται από ένα νησιωτικό σύμπλεγμα που ονομάζεται Βρετανικές Νήσοι (British Islands) και ορίζεται προς Βορά και Ανατολή από την Βόρεια Θάλασσα, προς την Δύση από τον Ατλαντικό Ωκεανό και προς Νότο από τον πορθμό της Μάγχης (ολική έκταση 315.093 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.000 της Ελλάδας).
Τα δύο μεγαλύτερα νησιά ονομάζονται Βρετανία (Britain, το ανατολικό) και Ιρλανδία (Ireland, το δυτικό), υπάρχουν όμως άλλα 5000 μικρότερα νησιά από τα οποία κατοικούνται περίπου διακόσια. Από τα μικρά νησιά γνωστότερα είναι οι Δυτικές Εβρίδες (Western Hebrides, στον Ατλαντικό Ωκεανό στο Βορειοδυτικό άκρο της Βρετανίας) και οι Ορκάδες Νήσοι (Orkney Islands, στο Βόρειο άκρο της Βρετανίας). Μεταξύ των δύο μεγάλων νησιών σχηματίζεται η Ιρλανδική Θάλασσα.
Το Βορειοδυτικό τμήμα της Βρετανίας παρουσιάζεται ορεινό, ενώ το νοτιοανατολικό πεδινό. Τα κυριότερα βουνά, που έχουν γενικά μέτριο ύψος, είναι τα Βόρεια Χάιλαντς (Northern Highlands, μέγιστο ύψος 1182 μέτρα), τα Γκραμπιανά Όρη (Grampian Mountains, μέγιστο ύψος 1347 μέτρα), τα Νότια Άπλαντς (Southern Uplands, μέγιστο ύψος 843 μέτρα), η οροσειρά των Πεννίνων στον κεντρικό άξονα του νησιού (Pennines, μέγιστο ύψος 893 μέτρα) και τα Καμβριανά Όρη (Cambrian Mountains, μέγιστο ύψος 1085 μέτρα). Κυριότερα ποτάμια είναι ο Τάμεσης (Thames), ο Όουζ (Ouse), ο Τρεντ (Trent), ο Σέβερν (Severn) και ο Έιβον (Avon).
Η Ιρλανδία είναι μια μεγάλη πεδιάδα που περικλείεται από ένα δακτύλιο από βουνά μέτριου ύψους με μέγιστο υψόμετρο 1041 μέτρα στο όρος Κέρυ (Kerry) στο Νότιο άκρο του νησιού. Σημαντικότερο ποτάμι είναι ο Σάνον (Shannon).
Το κλίμα και των δύο νησιών, χάρη στους νοτιοδυτικούς άνεμους που πνέουν από το Μεξικό ακολουθώντας το θαλάσσιο «ρεύμα του κόλπου», είναι ήπιο, χωρίς υπερβολικό κρύο το χειμώνα ούτε καύσωνες το καλοκαίρι, αλλά υγρό, με πολλές ομίχλες, απότομες μεταβολές του καιρού και πολύ χαμηλό ποσοστό ηλιοφάνειας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Λονδίνο είναι 593 χιλιοστά (έναντι 402 της Αθήνας), ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 11 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 4 μέχρι 20) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30).
Σε αντιστοιχία με τους λαούς που κατοικούν εκεί (των οποίων ο ολικός πληθυσμός το 2000 ήταν 62.706.000 κάτοικοι), τα νησιά διαιρούνται διοικητικά σε τέσσερις χώρες. Η Αγγλία βρίσκεται στο κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα της Βρετανίας, η Ουαλία στο νοτιοδυτικό και η Σκοτία στο βόρειο. Η Ιρλανδία διαιρείται σε Βόρεια, που καταλαμβάνει το μέγιστο του γεωγραφικού διαμερίσματος του Ούλστερ (Ulster) και Νότια, που καταλαμβάνει τα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα του νησιού (Λένστερ - Leinster, Μούνστερ - Munster, Κόνωτ - Connaught και το υπόλοιπο του Ούλστερ - Ulster).
Το 1707 οι χώρες που βρίσκονται στο νησί της Βρετανίας συνενώθηκαν σε ενιαίο κράτος, στο οποίο δόθηκε το όνομα Μεγάλη Βρετανία. Το 1800 η Ιρλανδία ενώθηκε με την μεγάλη Βρετανία και δημιουργήθηκε νέο κράτος με τίτλο Ηνωμένο Βασίλειο (United Kingdom), το οποίο περιλάμβανε όλες τις χώρες των Βρετανικών Νήσων. Όμως το 1921 το Ηνωμένο Βασίλειο περιορίστηκε στην ένωση της Μεγάλης Βρετανίας με την Βόρεια Ιρλανδία μόνο, καθώς η Νότια Ιρλανδία εντάχθηκε ως Ελεύθερο Κράτος (Free State) σε ένα είδος ομοσπονδίας με δική της ξεχωριστή κυβέρνηση και κοινοβούλιο. Με το Σύνταγμα του 1922 το Ελεύθερο Κράτος ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Eire). Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός IRA (Irish Republican Army) συνεχίζει να πιέζει μέχρι τις μέρες μας, με μέσα συχνά βίαια, για την ενοποίηση του νησιού.
Η Αγγλία (πληθυσμός 49.150.000 κάτοικοι) διαιρείται διοικητικά σε 50 Κομητείες, που είναι αντίστοιχες με τους Ελληνικούς Νομούς και στα Αγγλικά ονομάζονται Counties. Οι μεγαλύτερες πόλεις είναι το Λονδίνο (London 6.767.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα της Αγγλίας, το Μπέρμινχαμ (Birmingham 1.007.000 κάτοικοι), το Λίβερπουλ (Liverpool 510.000 κάτοικοι), το Ληντς (Leeds 505.000 κάτοικοι), το Σέφιλντ (Sheffield 502.000 κάτοικοι), το Μάντσεστερ (Manchester 500.000 κάτοικοι), το Μπράντφορντ (Bradford 450.000 κάτοικοι), το Μπρίστολ (Bristol 430.000 κάτοικοι), το Κόβεντρυ (Coventry 335.000 κάτοικοι), το Νότινχαμ (Nottingham 305.000 κάτοικοι), το Χαλ (Hull 300.000 κάτοικοι), το Λέστερ (Leicester 280.000 κάτοικοι) και το Σαουθάμπτον (Southampton 220.000 κάτοικοι) .
Η Σκοτία (πληθυσμός 5.050.000 κάτοικοι) μπορεί να διακριθεί σε τέσσερα γεωγραφικά διαμερίσματα, Βόρεια, Ανατολικοκεντρική, Κεντρική και Νότια Σκοτία (Highlands, East Lowlands, Central Lowlands και Southern Uplands) και διαιρείται σε 10 Κομητείες. Κυριότερες πόλεις είναι η Γλασκόβη (Glasgow 734.000 κάτοικοι), το Εδιμβούργο (Edinburgh 450.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα της Σκοτίας, το Αμπερντήν (Aberdeen 200.000 κάτοικοι) και το Ντάντη (Dundee 182.000 κάτοικοι).
Η Ουαλία (πληθυσμός 2.930.000 κάτοικοι) διαιρείται σε 8 Κομητείες με κυριότερες πόλεις το Κάρντιφ (Cardiff 280.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα από το 1955, και το Σουανσή (Swansea 175.000 κάτοικοι).
Η Βόρεια Ιρλανδία (πληθυσμός 1.700.000 κάτοικοι) περιλαμβάνει έξι περιοχές που ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ούλστερ (Ulster) του νησιού της Ιρλανδίας (Άντριμ-Antrim, Ντάουν-Down, Άρμαγκ-Armagh, Λοντοντέρυ-Londonderry, Τυρόν-Tyrone και Φέρμαναγκ-Fermanagh), με σπουδαιότερες πόλεις το Μπέλφαστ (Belfast 360.000 κάτοικοι), το Λοντοντέρυ (Londonderry 50.000 κάτοικοι), το Λίσμπουρν (Lisburn 30.000 κάτοικοι) και το Κολερέιν (Coleraine 15.000 κάτοικοι).
Η Δημοκρατία της Ιρλανδίας (με πληθυσμό 3.917.000 κάτοικους στην Νότια Ιρλανδία), περιλαμβάνει όπως προαναφέρθηκε τα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα του νησιού (Λένστερ - Leinster, Μούνστερ - Munster, Κόνωτ - Connaught και το υπόλοιπο του Ούλστερ - Ulster). Κυριότερες πόλεις είναι το Δουβλίνο (Dublin με 650.000 κατοίκους στο Λένστερ), το Κορκ (Cork με 125.000 κατοίκους στο Μούνστερ) και το Λίμερικ (Limerick με 60.000 κατοίκους επίσης στο Μούνστερ). Μικρότερες πόλεις είναι οι Ουότερφορντ (Waterford στο Μούνστερ) και Γκαλουέι (Galway) και Άθλον (Athlone) στο Κόνωτ.
Η πυκνότητα πληθυσμού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 246 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 57 της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 92 % (έναντι 58 % της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 παθητικό 408 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 2708 και εξαγωγές 2300 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 513 δολαρίων της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 747 της Ελλάδας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών του Ηνωμένου Βασιλείου είχε σχέση με τις χώρες Γερμανία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Γαλλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Ελβετία, Σουηδία και Σαουδική Αραβία. Τέλος το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 30.900 δολάρια (έναντι 34.100 της Ιρλανδίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στο Ηνωμένο Βασίλειο παράγουν κυρίως σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, πατάτες, σακχαρότευτλα και λυκίσκο. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο και πρόβειο κρέας, πουλερικά και ψάρια καθώς και γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Μόνο 2 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 15 % της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 26 % της Ελλάδας). 62% του πληθυσμού απασχολείται σε παροχή υπηρεσιών, 26 % στην βιομηχανική παραγωγή, 7% στις μεταφορές και 3 % στα ορυχεία και στην παραγωγή ενέργειας. Τα ορυκτά προϊόντα εκτός από γαιάνθρακα, περιλαμβάνουν κυρίως σιδηρομετάλλευμα, μετάλλευμα καλίου, ασβεστολιθικά πετρώματα, φθοριούχα άλατα και μεταλλεύματα κασσιτέρου, μολύβδου και ψευδάργυρου.
Οι Βρετανικές Νήσοι κατοικήθηκαν από τα πρώτα χρόνια της Παλαιολιθικής εποχής (περίπου 35.000 π.Χ.) από ολιγάριθμους ανθρώπους της τροφοσυλλεκτικής περιόδου που εισέρχονταν στα εδάφη των νήσων από την Κεντρική Ευρώπη περπατώντας, καθώς η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλή, και τα στενά της Μάγχης μέχρι το 15.000 π.Χ. ήταν στεριά (ισθμός). Το πλήθος τους δεν ξεπέρασε επί πολλές χιλιετίες τις μερικές εκατοντάδες άτομα, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες.
Μετά την ανύψωση των υδάτων και την δημιουργία του στενού του Ντόβερ συνεχίστηκε, από την θάλασσα πλέον με χρήση κανό και πρωτόγονων πλοίων, η είσοδος νομαδικών ολιγάριθμων πληθυσμών από την Ευρώπη. Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που συνδυάστηκαν με την έναρξη της γεωργικής παραγωγής κυρίως καλαμποκιού, χρονολογούνται από το 3500 π.Χ.
Στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν κατά την πρώτη Νεολιθική περίοδο οι οποίοι είναι γνωστοί από τα κεραμικά προϊόντα τους και τα ξύλινα θρησκευτικά μνημεία τους (όπως του Woodhenge) δόθηκε το όνομα «Λαοί του Πήτερμπόροου και του Ρίνυο-Κλάκτον» (Peterborough and Rinyo-Clacton).
Ο «Λαός Μπέικερ» (Beaker Folk) που έζησε στο Νότιο μέρος της Βρετανίας περίπου από το 2000 μέχρι το 1400 π. Χ. εγκαινίασε την Χαλκολιθική Περίοδο καθώς χρησιμοποιούσε μερικά μπρούτζινα όπλα. Σ’ αυτούς οφείλονται τα μεγαλιθικά μνημεία του Avebury και του Stonehenge.
Περί το 1400 π.Χ. νέοι εισβολείς, που εγκαινίασαν την Ορειχάλκινη Περίοδο, και στους οποίους δόθηκε το όνομα «Λαός του Ουέσεξ» (Wessex Folk), εισήλθαν στα νότια Βρετανικά εδάφη και επέβαλαν στους «Μπέικερ» την στρατοκρατική αριστοκρατία τους. Ήταν γνωστοί στους Φοίνικες εμπόρους και πιθανόν στους Αχαιούς της Μυκηναϊκής περιόδου, στους οποίους προμήθευαν μέταλλα.
Νέο κύμα εισβολών σημειώθηκε περί το 1000 π.Χ. από ομάδα μέτοικων που ονομάστηκαν «Λαός του Ντέβερελ – Ρίμπουρυ» (Deverel – Rimbury Folk), οι οποίοι εισήγαγαν στην γεωργική καλλιέργεια την χρήση άροτρων.
Η έναρξη της Εποχής του Σιδήρου (και συγκεκριμένα η ονομαζόμενη Εποχή του Σιδήρου Α) ολοκληρώθηκε στην Βρετανία περί το 500 π.Χ. με τις εισβολές των πρώτων Κελτικών φυλών της δυναστείας Χάλστατ (Hallstatt), προερχόμενων από τα εδάφη της σημερινής Κεντρικής Γερμανία, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία σε μεγάλα αγροκτήματα ή ανοιχτά χωριά και έχτιζαν φρούρια σε κορυφές λόφων με τάφρο και προμαχώνες για καταφύγιο.
Περί το 300 π.Χ. ακολούθησε και δεύτερη εισβολή Κελτικών φυλών της δυναστείας Λα Τεν (La Tene, γνωστή και ως Εποχή του Σιδήρου Β), οι οποίες, χάρη στην επαφή τους με τους Μεσογειακούς λαούς της εποχής, είχαν εξελιχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Χάλστατ. Οι εισβολείς αυτοί εξαπλώθηκαν στην νοτιοανατολική και νοτιοδυτική Βρετανία και δημιούργησαν τον χαρακτηριστικά Βρετανικό «Πολιτισμό του Γκλαστονμπέρυ» (Glastonbury).
Τέλος περί το 100 π.Χ. σημειώθηκε η τρίτη εισβολή Κελτικών φυλών (γνωστή και ως Εποχή του Σιδήρου Γ) αποτελούμενη από Βέλγους μέτοικους, οι οποίοι εισήγαγαν την χρήση ενισχυμένου αρότρου για την καλλιέργεια σκληρών εδαφών, καθώς και μια προοδευμένη πολιτική οργάνωση βασισμένη σε βασίλεια και όχι σε φυλές. Την εποχή αυτή το Ρωμαϊκό εμπόριο εισέδυσε βαθιά στην ζωή των Βρετανών.
Μετά την ανεπιτυχή απόπειρα του Ιούλιου Καίσαρα το 55 π.Χ. η Βρετανία υποτάχθηκε στους Ρωμαίους μετά από εννεαετείς πολέμους, την εποχή του αυτοκράτορα Κλαύδιου (Claudius 10 – 54 μ.Χ. αυτοκράτορας από το 41 μ.Χ.), του οποίου οι λεγεώνες αποβιβάστηκαν στο Κεντ το 43 μ.Χ. υπό την ηγεσία του Άουλου Πλαύτιου (Aulus Plautius), με αρχικό στόχο την συντριβή ενός από τους τότε βασιλιάδες, του Κάραντοκ (Caradoc). Πλήρης έλεγχος όλης της περιοχής που αντιστοιχεί στην σημερινή Αγγλία επιτεύχθηκε το 70 μ.Χ., αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν από τους επόμενους Ρωμαίους διοικητές της Βρετανίας, ονομαστότερος από τους οποίους ήταν ο Αγκρίκολα (Agricola, διοικητής από το 78 μέχρι το 84 μ.Χ.).
Κατά τη συνηθισμένη πρακτική τους, οι Ρωμαίοι εργάστηκαν για τον εκπολιτισμό της περιοχής ιδρύοντας πόλεις και κάνοντας σημαντικά δημόσια έργα οδοποιίας, ύδρευσης και στρατιωτικής οχύρωσης. Μεταξύ αυτών κατασκευάστηκαν δύο μεγάλα οχυρωματικά έργα, το τείχος του Αδριανού που επισκέφτηκε την Βρετανία το 121 μ.Χ. στο ύψος περίπου των σημερινών συνόρων μεταξύ Αγγλίας και Σκοτίας και το τείχος του Αντωνίνου που χτίστηκε το 139 βορειότερα χωρίζοντας την νότια από την βόρεια σημερινή Σκοτία (την οποία οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Καληδονία).
Οι πόλεις (colonia) που ίδρυσαν οι Ρωμαίοι, όπως το Λονδίνο (Londinium), που ήταν από τότε πρωτεύουσα της Επαρχίας, το Κόλτσεστερ (Colchester), το Υόρκ (York), το Ντόρτσεστερ (Dorchester), το Γκλώστερ (Gloucester) και το Λίνκολν (Lincoln), είχαν σκοπό την εξασφάλιση διαμονής για τους παλαίμαχους στρατιώτες. Υπήρχαν όμως και πόλεις (civitas) που ήταν έδρες των αρχαίων Ρωμαϊκών φυλών, όπως το Έξετερ (Exeter) και το Τσίτσεστερ (Chichester), αλλά και πόλεις με απλούς Ρωμαίους πολίτες (municipia), όπως το Σαιντ Άλμπανς (St Albans), που είχαν πλήρη Ρωμαϊκή διοίκηση με σύγκλητο και δήμαρχο.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στις Βρετανικές νήσους από τον 4ο αλλά κυρίως τον 5ο αιώνα. Ήδη όμως από το 300 μ.Χ. άρχισαν εισβολές Σαξόνων (της Τευτονικής φυλετικής οικογένειας) από τα μέρη της σημερινής Βόρειας Γερμανίας, ενώ το 367 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε μια συνδυασμένη επίθεση από Σάξονες και ταυτόχρονα από τις Κελτικές φυλές που είχαν αποσυρθεί στην Βόρεια Σκοτία (ονομαζόταν ήδη Πίκτες επειδή έβαφαν τα πρόσωπά τους και Σκότοι ή Καλυδώνιοι όπως τους έλεγαν οι Ρωμαίοι). Η Ρώμη αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Βρετανία το 409 μ.Χ. την εποχή του αυτοκράτορα Ονώριου (Honorius Flavius 384 – 423, αυτοκράτορας από το 395).
Μετά την αποχώρηση του Ρωμαϊκού στρατού, και μέχρι το 600 μ.Χ. οι επιδρομές των βόρειων Κελτών (Πίκτες και Σκότοι) και οι εισβολές Τευτονικών πληθυσμών (Ιούτες, Σάξονες και Άγγλοι) πύκνωσαν σε βαθμό που ανάγκασε πολλούς Βρετανούς (πού ήταν επίσης Κέλτες στο μεγαλύτερο ποσοστό) να εγκαταλείψουν το νησί, βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στην σημερινή Βρετάνη της Βόρειας Γαλλίας, ή να αποσυρθούν στα ορεινά και άγονα μέρη της Σκοτίας και της Ουαλίας. Συγκεκριμένα:
- Οι Ιούτες, τευτονικός λαός της σαξονικής φυλής, προερχόμενοι από την Γιουτλάνδη της Δανίας, ίδρυσαν το Βασίλειο του Κεντ (Kent).
- Οι Σάξονες, τευτονικός λαός της σαξονικής φυλής, προερχόμενοι από την Βόρεια Γερμανία στα σύνορα με την Δανία (σημερινή Σαξονία), ίδρυσαν τα Βασίλεια του Σάσεξ (Sussex με έδρα το Chichester στην Νότια Αγγλία), Ουέσεξ (Wessex με επίκεντρο το σημερινό Wiltshire στην νοτιοδυτική Αγγλία) και Έσεξ (Essex με έδρα το Λονδίνο).
- Οι Άγγλοι, τευτονικός λαός προερχόμενοι από την σημερινή Δανία, ίδρυσαν τα Βασίλεια της Ανατολικής Αγγλίας (Ostageln, σημερινές περιοχές Suffolk, Norfolk), της Νορθούμπρια (Northumbria, σημερινό York και Durham) και της Μέρκια (Mercia με έδρα το σημερινό Chester στα σύνορα με την Ουαλία).
Το 787 μ.Χ. σημειώθηκαν στην Βρετανία οι πρώτες επιδρομές Βόρειων Λαών (Βίκινγκς - Vikings) από την σημερινή Δανία και Νορβηγία. Οι Βίκινγκς, λαός που ανήκε επίσης στην Τευτονική ομοφυλία, είχαν εγκατασταθεί στις Σκανδιναβικές χώρες τον 1ο μ.Χ. αιώνα και είχαν αναπτύξει μια αγροτική κοινωνία με έντονη κλίση προς το εμπόριο συνδυαζόμενο με την πειρατεία, χάρη στην μεγάλη ναυτική ικανότητά τους και στην πολεμοχαρή φύση τους, που εμπνεόταν από τις ηρωικές παραδόσεις τους.
Οι επιδρομές των Βίκινγκς, που έγιναν πυκνότερες από το 830 μ.Χ., ανάγκασαν τους Αγγλοσάξονες της Βρετανίας το 829 μ.Χ. να ενώσουν σταδιακά τα 7 βασίλειά τους σε ένα με αφετηρία από τον Βασιλιά Εγβέρτο του Ουέσεξ. Βίκινγκς από την Δανία πραγματοποίησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια διαδοχικές εισβολές αποβιβαζόμενοι κάθε φορά με μεγάλο στόλο στα ανατολικά παράλια. Το 865 μ.Χ. κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Αγγλίας, αλλά προσωρινά αποκρούστηκαν. Νέα ανεπιτυχής επίθεση πραγματοποιήθηκε το 875-876, η τρίτη όμως και τελευταία επίθεσή τους το 877-878 μ.Χ. προκάλεσε πανικό και γενική κατάρρευση της αντίστασης των Αγγλοσαξόνων που σώθηκαν χάρη στο Βασιλιά Αλφρέδο του Ουέσεξ (Alfred the Great 849 – 899, βασιλιάς από το 871) που νίκησε τελικά τους Βίκινγκς στο Τσίπεναμ (Chippenham) το 878 και υπόγραψε μαζί τους σύμφωνο ειρήνης, που απομάκρυνε τον κίνδυνο για αρκετά χρόνια.
Το 978 μ.Χ. ξανάρχισαν οι επιδρομές των Βίκινγκς από την Δανία που κατέληξαν το 1016 μ.Χ. στην συνένωση των τριών βασιλείων της Δανίας, της Νορβηγίας και της Αγγλίας υπό τον Δανό Κανούτο τον Μέγα (Cnut the Great 994 – 1035, βασιλιάς της Δανίας από το 1014), μετά τον θάνατό του οποίου αποκαταστάθηκε η Αγγλοσαξονική δυναστεία από τον Εδουάρδο τον Εξομολογητή (Edward the Confessor 1002 –1066, βασιλιάς από το 1042), του οποίου ο διάδοχος Χάρολντ Β (Harold II 1020 –1066, βασιλιάς το 1066) ήταν ο τελευταίος Αγγλοσάξονας βασιλιάς της Βρετανίας, αφού το 1066 νικήθηκε και σκοτώθηκε στην μάχη του Χάστινγκς (Hastings) στα νότια παράλια της Αγγλίας κατά την μεγάλη Νορμανδική εισβολή που πραγματοποίησε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής, δούκας της Νορμανδίας (William the Conqueror 1027 – 1087, δούκας από το 1035, βασιλιάς της Αγγλίας από το 1066).
Η εισβολή των Νορμανδών (δηλαδή των Βίκινγκς που είχαν μετοικήσει στην Νορμανδία της Γαλλίας) που επακολούθησε μετα την ήττα αυτή, ήταν η τελευταία μαζική είσοδος ξένων λαών στις Βρετανικές Νήσους, αλλά είχε αποφασιστική σημασία για την τελική διαμόρφωση του εθνικού χαρακτήρα και της γλώσσας των κατοίκων των νησιών. Η εν συνεχεία ιστορική πορεία της Μεγάλης Βρετανίας, κατά την οποία ο Βρετανικός λαός εξαπλώθηκε σε όλα τα πλάτη της Υφηλίου, παρουσιάζει εικόνα ακριβώς αντίστροφη από αυτήν που εξιστορήθηκε στο κεφάλαιο αυτό, καθώς οι Βρετανοί ήταν πλέον εκείνοι που πραγματοποιούσαν εξορμήσεις για κατοχή και μετοίκηση σε άλλες χώρες, από τις οποίες η είσοδος προς την Βρετανία ήταν σχετικά μικρή. Μόνο τα τελευταία μετά το 1960 χρόνια παρατηρείται και πάλι μια τάση μαζικής μετανάστευσης στην Βρετανία πληθυσμών από τις πρώην Βρετανικές κτήσεις και αποικίες, στους κάτοικους των οποίων χορηγήθηκε το δικαίωμα να έχουν Αγγλική υπηκοότητα.
Η μετά την Νορμανδική Κατάκτηση ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας σκιαγραφείται συνοπτικά στην Επισκόπηση της Αγγλικής Ποίησης που ακολουθεί, σε συνδυασμό με την παρουσίαση των αντίστοιχων ποιητικών ρευμάτων και τάσεων. Στο συνημμένο Πίνακα παρέχεται μια μνημοτεχνική παρουσίαση των βασιλιάδων της Αγγλίας με τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα της βασιλείας τους.
Συνοψίζοντας όσα εκτέθηκαν στις δύο προηγούμενες παραγράφους, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι Βρετανικές Νήσοι κατοικούνται από λαούς που έχουν προέλθει από επιμιξίες των εξής φυλετικών οικογενειών:
1. Αρχαίοι Βρετανοί: Είναι οι κάτοικοι που είχαν εγκατασταθεί στις Νήσους πριν από τις πρώτες Κελτικές εισβολές του 500 π.Χ. Πέρασαν στην Αγγλία από την Ευρώπη και ανήκαν στην Ινδοευρωπαϊκή διαίρεση της Καυκάσιας ομοφυλίας. Είχαν εμπορικές σχέσεις με τους Φοίνικες που ονόμαζαν τα νησιά «Κασσιτερίδες Νήσους», και με τους Αχαιούς της Μυκηναϊκής περιόδου, όπως προκύπτει από την ομοιότητα των έργων τέχνης των δύο λαών.
2. Κέλτες: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής διαίρεσης της Καυκάσιας ομοφυλίας. Αρχική κοιτίδα τους ήταν τα εδάφη της σημερινής κεντρικής Γερμανίας. Εκτός από την Βρετανία όπου εγκαταστάθηκαν μέχρι το 500 π.Χ. εξαπλώθηκαν και στην σημερινή Γαλλία (με το όνομα Γαλάτες). Οι Γαλάτες που κατέβηκαν το 279 π.Χ. στην Ελλάδα πέρασαν εν συνεχεία στην Μικρά Ασία όπου ίδρυσαν το βασίλειο της Γαλατίας. Οι Κέλτες που πήγαν στην Ισπανία (Κελτίβηρες) ίδρυσαν εκεί το βασίλειο της Γαλικίας. Οι Κελτολίγυες εγκαταστάθηκαν στην νότια Γαλλία και αναμίχθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς (Λίγυες). Οι Κελτοσκύθες τέλος εγκαταστάθηκαν στα Καρπάθια όπου ίδρυσαν το βασίλειο της Γαλατίας των Καρπαθίων. Στην Βρετανία, μετά την εισβολή των Αγγλοσαξόνων, οι Κέλτες αποσύρθηκαν στην Βόρεια Σκοτία, την Ιρλανδία και την Ουαλία, καθώς και στην Βρετάνη της Γαλλίας. Οι σημερινοί λαοί των περιοχών αυτών είναι οι φυλετικά συγγενέστεροι με τους αρχαίους Κέλτες.
3. Τεύτονες: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής διαίρεσης της Καυκάσιας ομοφυλίας, που εξαπλώθηκε σε όλη την Βόρεια Ευρώπη΄. Ουσιαστικά είναι ο κοινός πρόγονος των Γερμανών, των Σκανδιναβών, των Ολλανδών και των Βρετανών στον βαθμό που τους επηρέασαν φυλετικά με την ανάμιξη των πληθυσμών τους από το 300 μ.Χ. και μετά. Οι φυλετικές οικογένειες των Τευτόνων που εγκαταστάθηκαν στην Βρετανία είναι οι Ιούτες (από την Δανία), οι Σάξονες (από την Γερμανική και Δανική Σαξονία), οι Άγγλοι (από την Δανία), οι Βίκινγκς (από την Δανία και Νορβηγία) και τελικά οι Νορμανδοί (οι Βίκινγκς που είχαν εγκατασταθεί στην Βόρεια Γαλλία).
Απ’ αυτούς οι Βίκινγκς αποτελούν μια ιδιαίτερα σημαντική φυλετική ομάδα, διότι εξαπλώθηκαν διαδοχικά, από το 800 μέχρι το 1100 μ.Χ. εκτός από την Βρετανία και στην Γαλλία (Νορμανδία), Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Γροιλανδία, και σε μικρότερο βαθμό στην Εσθονία, Λετονία και Ουκρανία
Οι Βίκινγκς που εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Γαλλία ονομάστηκαν Νορμανδοί (κατά λέξη σημαίνει Βόρειοι Άνθρωποι --- North Men), και το όνομά τους συχνά συγχέεται με αυτό των Βίκινγκς (οι οποίοι λέγονται και Norsemen, που επίσης σημαίνει «Άνθρωποι του Βορά»). Οι Νορμανδοί όμως είχαν ήδη μείνει στην Γαλλία μερικούς αιώνες, όταν μετοίκησαν στην Αγγλία, και είχαν δεχθεί σημαντική επίδραση από το Γαλλικό πολιτισμό, είχαν υιοθετήσει τις Γαλλικές συνήθειες, την νοοτροπία και τους τρόπους συμπεριφοράς, τους οποίους μετέφεραν και στην νέα τους πατρίδα, γεγονός που τους έκανε να φαίνονται ανεπιθύμητοι κατακτητές στα μάτια των, κατά τα άλλα συγγενών τους, Αγγλοσαξόνων.
Τέλος σχετικά με την ονομασία των Βρετανικών Νήσων αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από το «Κασσιτερίδες Νήσοι» των Φοινίκων, υπήρχε στην αρχαιότητα και το όνομα «Αλβιών» για την Βρετανία και «Ιέρνη» για την Ιρλανδία, που αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή Πυθέα τον Μασσαλιώτη (που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ.). Ο ίδιος εξερευνητής αναφέρει για πρώτη φορά και το όνομα «Πρύτανη» που παραφθάρθηκε από του Λατίνους συγγραφείς σε «Britannia» όπως χρησιμοποιείται στα γραφτά του Ιούλιου Καίσαρα.
Η Αγγλική Ποίηση, ή ακριβέστερα η ποίηση που γράφτηκε σε Αγγλική γλώσσα στην Μεγάλη Βρετανία, είναι αναμφισβήτητα από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες του κόσμου. Η πολιτική και οικονομική θέση της Μ. Βρετανίας και η εδαφική της εξάπλωση, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα και κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 20ου, έφερε την λογοτεχνία της στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εξαρτημένων λαών, για τους οποίους το Λονδίνο υπήρξε η μητρόπολη των καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών αναζητήσεων τουλάχιστον μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε παραχώρησε την θέση του στην Νέα Υόρκη.
Η επισκόπηση που παρουσιάζεται στην μελέτη αυτή, αποβλέπει σε μία σύντομη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της Αγγλικής Ποίησης από τις απαρχές μέχρι τις μέρες μας.
Ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ταξινόμηση σε ενότητες και η διαίρεση σε χρονολογικές περιόδους που χρησιμοποιείται στο κείμενο που ακολουθεί, εξυπηρετεί καθαρά πρακτικές σκοπιμότητες παρουσίασης της ύλης και απλώς διευκολύνει την φιλολογική ανάλυση.
Η εθνική φυσιογνωμία του λαού της Μεγάλης Βρετανίας διαμορφώθηκε μετά την αποχώρηση των Ρωμαίων κατακτητών στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. από τους αυτόχθονες λαούς και τους μέτοικους Κελτικούς πληθυσμούς μετά την ανάμιξή τους με ξένους εισβολείς που έφτασαν στο Βρετανικό έδαφος σε τρία μαζικά κύματα: Οι Αγγλοσάξονες μέχρι το 600 μ.Χ. οι Βίκινγκς από το 787 μ.Χ. και οι Νορμανδοί από το 1066 μ.Χ.
Η οργάνωση της ζωής σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν τυπικά μεσαιωνική, όμοια με την ζωή των υπόλοιπων λαών της Δυτικής Ευρώπης και με κύρια χαρακτηριστικά την φεουδαρχική δομή της κοινωνίας, την οικογεωργική αγροτική οικονομία που βασιζόταν στην μεγάλη ιδιοκτησία της γης, την μεγάλη ενίσχυση της ρωμαϊκής εκκλησίας και την έντονη διαίρεση της κοινωνίας σε ευγενείς φεουδάρχες – γαιοκτήμονες, κληρικούς και απλό λαό (δουλοπάροικοι γεωργοί και μικροβιοτέχνες).
Ο ιπποτισμός ήταν το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής, καθώς το ιδανικό του γενναίου και ευγενικού ιππότη ήταν το όνειρο των περισσότερων ευγενών νέων, ενώ η σχολαστικιστική προσήλωση στην ερμηνεία των αρχαίων κειμένων και η δεισιδαιμονία δεν διευκόλυναν καθόλου την κοινωνική εξέλιξη.
1.1. Αγγλοσαξονική περίοδος (600 – 1066)
Οι απαρχές της Αγγλικής Ποίησης ανάγονται στην Αγγλοσαξονική περίοδο (600 – 1066 μ.Χ.) κατά την διάρκεια της οποίας η ποίηση διαδιδόταν κυρίως προφορικά με απαγγελίες σε διάφορες συγκεντρώσεις και εξυπηρετούσε κοινωνικούς σκοπούς. Τα θέματά της ήταν ηρωικά και θρησκευτικά και η μετρική μορφή της ήταν μόνο μία (ο ανομοιοκατάληκτος, ανισοσύλλαβος, τονικός στίχος).
Τα υπάρχοντα ποιητικά κείμενα της περιόδου αυτής κατατάσσονται σε Επικά (με προχριστιανικά και μη χριστιανικά ηρωικά θέματα), σε Ελεγειακά (σύντομοι θρήνοι και μελαγχολικά παράπονα), σε Πολεμικά (χρονικά και περιγραφές μαχών) και τέλος σε Χριστιανικά Ποιήματα (με θέματα από την Βίβλο).
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και η ποίηση του αρχαιότερου γνωστού επώνυμου Άγγλου ποιητή, του Κάιντμον (Caedmon ~650 μ.Χ.), που έγραψε μια παράφραση της Γένεσης όπου περιγράφει την αρχή των πραγμάτων και υμνεί τον Δημιουργό.
1.2. Αγγλονορμανδική περίοδος (1066 – 1399)
Κατά την διάρκεια της Αγγλονορμανδικής περιόδου (1066 – 1399 μ.Χ.) που ακολούθησε την εισβολή των Νορμανδών στο Βρετανικό έδαφος, η ζωή, οι συνήθεις, η συμπεριφορά και η νοοτροπία των ανθρώπων επηρεάστηκαν από τους κατακτητές. Παράλληλα από το 1095 και ύστερα, οι Σταυροφορίες έφεραν τον Βρετανικό λαό, όπως και όλους τους λαούς της Ευρώπης, σε επαφή με τον πολιτισμό της Ανατολής και εξασθένησαν την φεουδαρχία.
Με τον καιρό διαμορφώθηκε στην Αγγλία μια νέα γλωσσική διάλεκτος και η ποίηση που παραγόταν από διάφορους πλανόδιους τραγουδιστές είχε θέματα κυρίως ηθικά και θρησκευτικά (βίοι αγίων, παροιμίες, θρησκευτικές οδηγίες κλπ).
Παράλληλα η κοσμική ποίηση εξελίχθηκε κατά τα πρότυπα των γαλλικών ποιητικών μυθιστορημάτων της εποχής. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι το έργο του Λέιαμον (Layamon ~1200), το οποίο σε 16.000 στίχους διηγείται την ιστορία των Βρετανών και του Βασιλιά Αρθούρου με εθνικιστικό πνεύμα και αντινορμανδική διάθεση.
Προς το τέλος της περιόδου αυτής η Αγγλική Ποίηση ευτύχησε να αναδείξει μία σημαντική μορφή, της οποίας οι διαστάσεις συναγωνίζονται τους διάσημους Ιταλούς ποιητές της ίδιας εποχής: Ο Τζέφρυ Τσώσερ επηρεάστηκε πράγματι άμεσα και από τον Δάντη και από τον Βοκκάκιο, αλλά δημιούργησε ένα έργο με καθαρά αγγλικό ήθος, με το οποίο κατάφερε να δώσει έκφραση στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ζωγραφίζοντας χαρακτήρες και συγκινήσεις σε ηρωικά δίστιχα και βασιλικές στροφές, με ποικιλία ύφους και χιούμορ. Κύρια θέματά του είναι η επιδίωξη του ανθρώπου για συνετή ζωή και ο έρωτας, επίγειος και θείος. (Geoffrey Chaucer 1340 – 1400. Έζησε περιπετειώδη ζωή κυρίως στο Λονδίνο αλλά και στην Γαλλία όπου πολέμησε Διετέλεσε ελεγκτής τελωνείων και υπάλληλος της Βασιλικής Αυλής. «Τρωίλος και Χρυσηίδα» 1380, «Ιστορίες του Κάντερμπούρυ» 1386).
Ο συνομήλικός του Ουίλιαμ Λάνγκλαντ παρήγαγε έργο ισάξιο σε δύναμη στο οποίο καταπιάνεται με τα προβλήματα της αγροτικής ζωής με πάθος, ρεαλισμό και αλληγορική έκφραση και στιγματίζει την κοινωνική αδικία, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την πίστη του για την αναγκαιότητα της χριστιανικής θρησκείας. (William Langland 1332 – 1400. Κληρικός, έζησε στο Λονδίνο. «Ο Ζευγολάτης Πηρς» 1390).
1.3. Υστερομεσαιωνική περίοδος (1399 – 1516)
Κατά τον 15ο Αιώνα η εφεύρεση της πυξίδας και του πυροβόλου, σε συνδυασμό με την κατασκευή μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων, κατέστησαν δυνατές τις γεωγραφικές εξερευνήσεις που οδήγησαν στην ανακάλυψη της Αμερικής, ενώ η εφεύρεση της τυπογραφίας συνέβαλε αποφασιστικά στην διάδοση γνώσεων και ιδεών: Η Αναγέννηση των Γραμμάτων και των Τεχνών παρουσιάστηκε αυτή την εποχή στις Ιταλικές πόλεις – κράτη με τα έργα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Ντα Βίντσι, ο Ντονατέλλο, ο Μποτιτσέλι και ο Φρα Αντζέλικο, στην σκιά των μεγάλων λογοτεχνών που έζησαν τον προηγούμενο Αιώνα (Δάντης, Πετράρχης και Βοκκάκιος).
Στο πολιτικό πεδίο η Ισπανία, μετά την ένωση των Βασιλείων του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, φαίνεται πως ήταν το ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης της εποχής αυτής, την ώρα που οι ευγενείς της Γαλλίας και της Αγγλίας κατατρίβονταν σε έριδες για την κατάκτηση του Αγγλικού Θρόνου (Εκατονταετής Πόλεμος 1337 – 1453 και Εμφύλιος Πόλεμος των Δύο Ρόδων ανάμεσα στις οικογένειες των Υόρκ και Λάνκαστερ 1455 – 1482).
Η Αγγλική ποίηση της περιόδου αυτής (1399 – 1516) ήταν αναμφισβήτητα λιγότερο σημαντική απ’ αυτήν της προηγούμενης περιόδου, αλλά προετοίμασε το έδαφος για την Αναγέννηση που έφτασε στην Μ. Βρετανία τον επόμενο Αιώνα.
Στην αρχή της περιόδου αυτής ο Τόμας Χόκκληβ (Thomas Hoccleve 1370 – 1450) έγραψε μπαλάντες και θρησκευτικούς στίχους με έντονο διδακτικό χαρακτήρα, όπου καταγράφει διάφορα δεινά της εποχής του. Ταυτόχρονα ο πολυγράφος Τζον Λυντγκέιτ (John Lydgate 1370 – 1451) διασκεύαζε Γαλλικά ρομάντζα του Θηβαϊκού και Τρωικού Κύκλου σε 140.000 συνολικά στίχους που προσπαθούν να μιμηθούν το ύφος και την τεχνική του Τσώσερ.
Παράλληλα η λαϊκή ποίηση έδωσε κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής πολλές μπαλάντες, χριστουγεννιάτικους ύμνους και κάλαντα.
Ο τελευταίος χρονολογικά σημαντικός ποιητής του Αγγλικού Μεσαίωνα, ο Τζον Σκέλτον, έγραψε σάτιρες συχνά άσεμνες και υβριστικές, με τις οποίες καυτηριάζει τον κλήρο, τους ιππότες, τους αυλικούς και τους καρδινάλιους με λαϊκό ύφος αλλά και με εκκεντρική εκφραστική. (John Skelton 1460 – 1529. Κληρικός και δάσκαλος του Ερρίκου Η’. «Το Βιβλίο του Φίλιπ Σπάροου» 1545).
Ο 19ος Αιώνας χαρακτηρίζεται από την πάλη ανάμεσα στην αντίδραση που επικράτησε μετά την Γαλλική Επανάσταση και τον Φιλελευθερισμό που πήγασε από τον Διαφωτισμό. Όλοι οι λαοί της Ευρώπης επιδίωξαν στο διάστημα αυτό την εθνική και πολιτική τους ελευθερία. Παράλληλα η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε την κοινωνική και οικονομική συγκρότηση της Ευρώπης, κατάργησε τον μερκαντιλισμό και επέβαλε την ελεύθερη οικονομία, δημιουργώντας δύο νέες τάξεις, των κεφαλαιούχων και των εργατών. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και την Ασία, που οφειλόταν στην θλιβερή κατάσταση των εργατών, έγινε εντονότερο. Από τεχνική άποψη ο τηλέγραφος, ο σιδηρόδρομος και τα ατμόπλοια άνοιξαν νέους δρόμους επικοινωνίας και μεταφοράς, ενώ η πρόοδος της επιστήμης ήταν σημαντική σε όλους τους τομείς.
Για την Μεγάλη Βρετανία ο 19ος Αιώνας υπήρξε εποχή ολοκληρωτικής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας που διατηρήθηκε μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Προϋπόθεση για την επικράτηση αυτή ήταν η συντριβή του κύριου αντίπαλου που ήταν η Γαλλία. Ο στόχος αυτός πραγματοποιήθηκε με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό (1815). Στο διάστημα αυτό το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας σταθεροποιήθηκε. Βασίλισσα της Αγγλίας στο μεγαλύτερο μέρος του Αιώνα ήταν η Βικτορία (1819 – 1901, βασίλισσα από το 1837) που έδωσε το όνομά της στην αντίστοιχη περίοδο.
Σε αντιστοιχία με την πολιτική κατάσταση της χώρας, η ποίηση γνώρισε μια περίοδο μεγάλης ακμής και βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Ο όρος Ρομαντισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει το σύνολο της περιόδου αυτής που μπορεί να διαιρεθεί περαιτέρω σε υποπεριόδους. Η πρώτη υποπερίοδος μπορεί να θεωρηθεί ως Καθαρός Ρομαντισμός, η δεύτερη ως Ρομαντικός Ρεαλισμός και η τρίτη ως Νεορομαντισμός. Η πορεία αυτή είναι λίγο – πολύ τυπική και για τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες των οποίων η ποίηση παρουσίασε αντίστοιχη εξέλιξη.
5.1. Ο Καθαρός Ρομαντισμός (1798 – 1830)
Ο Ρομαντισμός, ως αντίδραση στην λογική ακαμψία του Ακαδημαϊσμού, είναι Γερμανικό προϊόν όπως και ο Νεοκλασικισμός είναι Γαλλικής προέλευσης. Η καταγωγή του βρίσκεται στο Γερμανικό κίνημα «Θύελλα και Ορμή» που αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο. Όπως όμως συνέβη και με τον Νεοκλασικισμό, ο Ρομαντισμός αναπτύχθηκε σε μέγιστο βαθμό στην Αγγλία όπου βρήκε έδαφος κατάλληλα προετοιμασμένο τον 18ο Αιώνα από τους Σκότους βάρδους και ιδίως μετά την δημοσίευση του «Οσσιανού» το 1760.
Η ουσία του Ρομαντισμού έγκειται στον υπερτονισμό της φαντασίας και του αισθήματος, στην δημιουργία υποβολής βασιζόμενης σε ονειρικές καταστάσεις με προεκτάσεις νοσταλγικές, στην πρωτόγονη και παγανιστική θέαση του κόσμου και της φύσης, στην ακραία έκφραση του πάθους σε όλες του τις μορφές και τέλος στην αναζήτηση του υπερφυσικού και του μαγικού μέσα στον κόσμο.
Στην πρώτη περίοδο του Ρομαντισμού (1798 – 1830) οι ποιητές είχαν πλήρη επίγνωση της κοινωνικής αποστολής τους και των δυνατοτήτων της τέχνης τους να επηρεάσει τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους σαν ένα είδος προφήτη ή κοινωνικού αρχηγού και η επικοινωνία τους με το ευρύ κοινό ήταν άμεση και μαζική σε βαθμό που δεν έχει παρουσιασθεί σε καμία άλλη περίπτωση από τότε.
Οι πρώτοι εισηγητές του Ρομαντισμού στην Αγγλία ήταν ο Ουίλιαμ Ουόρντσουορθ και ο κατά δύο χρόνια νεότερός του Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, οι οποίοι το 1798 δημοσίευσαν από κοινού την συλλογή «Λυρικές Μπαλάντες» που είναι ένα ιστορικό ορόσημο της Αγγλόφωνης ποίησης.
Κύρια στοιχεία της ποίησης του Ουόρντσουορθ είναι η επαναστατική θέρμη και ο μυστικιστικός οραματισμός του ανθρώπου μέσα στην φύση. Η έμπνευσή του βασίζεται στην καθημερινή ζωή της υπαίθρου και στα αισθήματα του απλού λαού, ενώ αργότερα στράφηκε σε φιλοσοφικά θέματα σχετικά με την ηθική και το καθήκον. (William Wordsworth 1770 – 1830. Γιος συμβολαιογράφου, έζησε στο Υορκσάιρ, εκτός από μερικά ταξίδια του στην Γαλλία και Γερμανία, κυρίως χρησιμοποιώντας εισοδήματα και κληρονομιές. Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής από το 1843 ως τον θάνατό του. «Λυρικές Μπαλάντες» 1798, «Ποιήματα» 1807).
Ο Κόλεριτζ ήταν βαθύς οραματιστής και διερμηνευτής του Γερμανικού Ιδεαλισμού και αναζήτησε τις πηγές της έμπνευσής του στο υπερφυσικό και στον πανθεϊστικό επαναστατισμό. Η εκφραστική του χαρακτηρίζεται από τελειότητα ύφους και ρυθμού και από απαράμιλλο πλούτο. Με την πάροδο του χρόνου έγινε και αυτός περισσότερο ορθόδοξος και συντηρητικός. (Samuel Taylor Coleridge 1772 – 1834. Γιος κληρικού από το Ντέβον. Κριτικός της Λογοτεχνίας και δημοσιογράφος. «Λυρικές Μπαλάντες» 1798, «Κούμπλα Χαν» 1798, «Κρίσταμπελ» 1798).
Η τριάδα των μεγάλων ρομαντικών της πρώτης γενιάς συμπληρώνεται με τον Σκότο Ουόλτερ Σκοτ, ο οποίος εκπροσωπεί μια άλλη όψη του Ρομαντισμού με τα πολύστιχα ημιλυρικά και ημιεπικά ποιήματά του που είναι εμπνευσμένα από αντίστοιχες Σκοτικές Μπαλάντες και από το μεσαιωνικό σκοτσέζικο παρελθόν. Τα ποιήματά του διακρίνονται για την πολεμική χροιά τους στις περιγραφές μαχών και ηρωικών σκηνών, αλλά και για την λεπτή περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος. (Walter Scott 1771 – 1832. Σκότος μυθιστοριογράφος και εκδότης. «Μάρμιον» 1808, «Κυρά της Λίμνης» 1810, «Ο Άρχοντας των Νησιών» 1815).
Την ίδια περίπου εποχή ο Ιρλανδός Τόμας Μουρ στο έργο του «Ιρλανδικές Μπαλάντες» έκανε για την Ιρλανδία ό,τι έκανε ο Μπερνς για την Σκοτία: Είχε το χάρισμα να διηγείται ρομαντικές ιστορίες σε στίχους εναλλάσσοντας πατριωτικά και αισθηματικά θέματα, αλλά κάπως τεχνητά και χωρίς την γραφικότητα του Μπερνς. (Thomas Moore 1779 – 1852. Ιρλανδός, έζησε στο Λονδίνο και στο εξωτερικό ως κρατικός λειτουργός. «Επιστολές, Ωδές και άλλα Ποιήματα» 1806, «Ιρλανδικές Μελωδίες» 1809).
Η δεύτερη γενιά των ρομαντικών της δεκαετίας του 1810 είχε φιλελεύθερη πολιτική τοποθέτηση απέναντι σε όλα τα πολιτικά προβλήματα της εποχής, σε αντίθεση με την πρώτη γενιά που ήταν πολιτικά αδιάφορη ή είχε ήδη στραφεί προς τον συντηρητισμό.
Ο Τζορτζ Γκόρντον Λόρδος Μπάιρον υπερέβαλε στην περιγραφή της βιαιότητας των παθών και στις εκκεντρικότητες των χαρακτήρων του που ήταν υπερήφανοι και υπερόπτες, αλλά διατηρούσαν κάποια τρυφερότητα στα αισθήματά τους για κάποια γυναικεία ύπαρξη. Ζωντανότερο κομμάτι του έργου του είναι οι σάτιρες για την Ιερή Συμμαχία και για την Αγγλική υποκρισία. (George Gordon Lord Byron 1788 – 1824. Μετά από δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, κληρονόμησε την βαρονία του 5ου Βαρόνου Μπάιρον, από τα εισοδήματα της οποίας έζησε. Πέθανε από ελονοσία στην Ελλάδα. «Ώρες Ραθυμίας» 1807, «Τσάιλντ Χάρολντ» 1812, «Δον Ζουάν» 1818).
Ο Πέρσυ Μπάις Σέλλεϋ εμπνεύσθηκε από την αγάπη του για την ανθρωπότητα και την φύση και δόθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα κατά των αιτίων της ανθρώπινης δυστυχίας. Ουσία του έργου του είναι η περιπαθής μυστικιστική επικοινωνία με το Σύμπαν και η προφητεία μιας νέας εποχής. Το ύφος του είναι μίγμα από εκστασιασμό οπτικών εικόνων και αφαιρέσεων με μοναδικό αυθορμητισμό έκφρασης. (Percy Bysshe Shelley 1792 – 1822. Γόνος πλούσιας οικογένειας σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης από το οποίο αποβλήθηκε ως αθεϊστής. Ταξίδεψε στην Γαλλία και την Ιταλία όπου και πνίγηκε σε ναυάγιο. «Προμηθέας Λυόμενος» 1819, «Αδωναίς» 1821).
Στην τρίτη γενιά των ρομαντικών της δεκαετίας του 1820, εντάσσεται το έργο μιας μεγάλης δόξας της Αγγλικής Ποίησης: Ο Τζον Κητς κύριο θέμα του είχε την Ομορφιά στην φύση, στην κοινωνία και στην τέχνη, την Ομορφιά που είναι η μόνη υψηλή αλήθεια της ζωής και της οποίας τα υπολείμματα επιδίωξε να περισυλλέξει και να περισώσει στο έργο του, το οποίο, στο εξαιρετικά πυκνό ύφος του και στην ιδιαίτερη φόρτιση των λέξεων με χρήση και συνεταιρισμών από αντηχήσεις, συνδυάζει επιδράσεις από τον Σπένσερ, τον Σαίξπηρ και τον Μίλτον. (John Keats 1795 – 1821. Γιος ιδιοκτήτη στάβλου, σπούδασε ιατρική, ταξίδεψε στο εξωτερικό και πέθανε νέος στην Ιταλία. «Ποιήματα» 1817, «Λάμια, Ισαβέλλα και άλλα Ποιήματα» 1820).
Στην ίδια γενιά ανήκει και ο Τόμας Χουντ ο οποίος έγραψε σάτιρες που κρύβουν βαθύ αίσθημα κάτω από την κωμική εμφάνισή τους και που κατορθώνουν να αποτυπώσουν ποιητικά την ζωή των φτωχών, των παραμελημένων και των καταπιεσμένων. (Thomas Hood 1799 – 1845. Γιος βιβλιοπώλη εργάστηκε ως χαράκτης και αργότερα ως βοηθός εκδότη σε οίκο του Λονδίνου. Ασχολήθηκε και με τον πεζό λόγο. «Ωδές και Προσφωνήσεις σε Μεγάλους Ανθρώπους» 1825).
Ο Τζέημς Λέι Χαντ είχε λιγότερο ταλέντο και άφησε στην ποίησή του περισσότερο χώρο για τα οικεία και τα καθημερινά θέματα της οικογενειακής ζωής, χρησιμοποιώντας απλό και παιχνιδιάρικο ύφος και ξαναζωντανεύοντας το Ελισαβετιανό δίστιχο που κατάφερε να το απαλλάξει από την μονότονη συμμετρία του. (James Leigh Hunt 1784 – 1859. Δημοσιογράφος. «Νεανικά» 1801, «Ιστορία του Ρίμινι» 1816).
5.2. Ο Ρομαντικός Ρεαλισμός (1830 – 1880)
Οι Βικτοριανοί ποιητές της δεύτερης ρομαντικής περιόδου που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως Ρομαντικός Ρεαλισμός ή Ρεαλιστικός Ρομαντισμός, συνεχίζουν να γράφουν στο ίδιο κλίμα, αλλά δίνουν έμφαση στις νέες ηθικές ιδέες και δείχνουν περισσότερη φρόνηση και αυτοσυγκράτηση, εκπροσωπώντας ένα κόσμο αστικής ηθικής χωρίς ακρότητες, συμβιβαστικό και εκλεκτικό, οπλισμένο με κοινή λογική και καλούς τρόπους.
Στον εκφραστικό τομέα η ποίηση της περιόδου αυτής παρουσιάζει μια μερική επάνοδο στον ορθολογισμό, καθώς η αρχική ρομαντική ορμή προσγειώνεται και περιορίζει τις υπερβολές της εμπλουτιζόμενη με ρεαλιστικά στοιχεία.
Η περίοδος αυτή είναι εποχή μεγάλης ακμής του μυθιστορήματος. Οι ποιητές εξακολουθούν να κατέχουν υψηλή θέση στην κοινωνία, αλλά δεν ασκούν πλέον ισχυρή επίδραση στις μάζες.
Στο μεταίχμιο ακριβώς ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό βρίσκεται η ποίηση του τυπικότερου ίσως εκπρόσωπου της Βικτοριανής εποχής, του Άλφρεντ Τέννυσον. Η ποίησή του συνοψίζει όλες τις αρετές και τις ατέλειες της εποχής του: Υψηλοφροσύνη, ηθική σοβαρότητα, αίσθηση του μυστήριου της ζωής και αγάπη για τη φύση. Το έργο του αισθητοποιεί το μαρτύριο της αμφιβολίας και το σάστισμα από την αποκάλυψη της αντίθεσης ανάμεσα στην φύση και την θρησκεία. Κύρια νότα του είναι η ελεγειακή, με βιργιλική χάρη και με στίχους τέλειους στην μορφή, μελωδικούς και στιλβωμένους. (Alfred Tennyson 1809 – 1892. Γιος κληρικού, Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής από το 1850 ως τον θάνατό του. «Ποιήματα» 1842, «Πριγκίπισσα» 1847, «Εις Μνήμην» 1850, «Βασιλικά Ειδύλλια» 1859-1888).
Σε αντίθεση με τον Τέννυσον, ο κατά τρία χρόνια νεότερός του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ ασχολήθηκε περισσότερο με την μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και τα προβλήματα της ζωής και της συνείδησης. Στους πολύστιχους δραματικούς μονόλογούς του, που εκτείνονται από το τραγικό ως το κωμικό και το γκροτέσκο, διοχετεύει μια φιλοσοφία ενέργειας και δράσης και δίνει έμφαση στην ανάλυση της ψυχολογίας του ατόμου, με διεισδυτικότητα και ενδοσκοπική ενορατική δύναμη. (Robert Browning 1806 – 1889. Γιος τραπεζικού υπαλλήλου, έζησε με την σύζυγό του Ε. Μπάρετ επί 15 χρόνια στην Ιταλία. «Παράκελσος» 1835, «Άντρες και Γυναίκες» 1855, «Dramatis Personae” 1864).
Η σύζυγός του Ελίζαμπεθ Μπάρετ – Μπράουνινγκ, συνδυάζοντας επιδράσεις από την Βίβλο, τους Έλληνες λυρικούς, τον Μπάιρον, τον Σέλλεϋ και τον Κόλεριτζ, έγραψε λαμπρά σονέτα όπου περιγράφει τον έρωτά της για τον σύζυγό της με ένταση πάθους, ζωηρές εκφράσεις και δυνατές εικόνες. (Elizabeth Barrett – Browning 1806 – 1861. Σύζυγος του Ρ. Μπράουνινγκ, ανάπηρη από κάταγμα της σπονδυλικής στήλης σε ηλικία 15 ετών. «Πορτογαλικά Σονέτα» 1850).
Στην δεκαετία του 1850 ο Μάθιου Άρνολντ έδωσε το μέτρο των δυνατοτήτων του ρομαντικού ρεαλισμού παράγοντας ένα έργο που συνδύαζε την κλασική σοβαρότητα, βαρύτητα και ενότητα θέματος με την ρομαντική θλίψη, τον συναισθηματικό πεσιμισμό και την νοσταλγία. Έχοντας στενή συγγένεια με τον Ουόρντσουορθ, η ποίησή του αναζητεί ένα ενιαίο κανόνα ζωής και νόμο σκέψης, με στοχαστικότητα, κλασική ακρίβεια αντίληψης, διαύγεια ύφους, ελεγειακή διάθεση και ροπή προς την μελαγχολία, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την διακοσμητική τεχνική του Τέννυσον. (Matthew Arnold 1822 – 1888. Γιος εκπαιδευτικού, Καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και κριτικός. «Ο Εμπεδοκλής στην Αίτνα» 1852, «Ποιήματα» 1853, «Νέα Ποιήματα» 1867).
Στην ίδια δεκαετία ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, επικεφαλής των λεγόμενων «Προραφαηλιτικών» κηρύσσει με ευαγγελικό μυστικισμό την επιστροφή στην φύση, τον αποκλεισμό της φιλοσοφίας από την ποίηση και την υποστήριξη της «τέχνης για την τέχνη». Ο ίδιος έγραψε μπαλάντες και σονέτα σχετικά με τον έρωτά του για την γυναίκα του, που αποπνέουν ένα είδος μυστικού συμβολισμού αινιγματικού σε βαθμό σκοτεινότητας, με ιταλικό χρωματισμό, αισθησιακή θέρμη και τεχνική αφέλεια που δείχνουν επίδραση από τον Δάντη και τον Πετράρχη. (Dante Gabriel Rossetti 1828 – 1882. Γνωστός ζωγράφος. «Ποιήματα» 1870, ¨Μπαλάντες και Σονέτα» 1881).
Ένας άλλος προραφαηλιτικός, ο Τζορτζ Μέρεντιθ, διακατεχόμενος από την αντίληψη ότι η σκέψη υπερέχει της μορφής, έγραψε ποιήματα σχετικά με τον έρωτα, το μυστήριο του κόσμου και τα μαθήματα ζωής που εξάγονται απ’ αυτά, με σκοπό την διαπλάτυνση της πνευματικότητας του ανθρώπου, απευθυνόμενος όμως τελικά σε ένα κλειστό κύκλο διανοούμενων. (George Meredith 1828 – 1909. Γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ, αλλά σπούδασε στην Γερμανία. Δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος. «Σύγχρονος Έρωτας» 1862, «Διαλεγμένα Ποιήματα» 1960).
Στον ίδιο όμιλο ποιητών, η Χριστίνα Ροσέτι, αδελφή του Ντάντε Γκάμπριελ, παρήγαγε μία ποίηση θρησκευτική, με χαρακτήρα μεταφυσικό που θυμίζει τον Τζ. Χέρμπερτ, και με κύρια θέματα τον θάνατο, τον πόθο για αιώνια ανάπαυση και την ματαιότητα των γήινων. (Christina Rossetti 1830 – 1894. Έζησε μοναχική ζωή, αφοσιωμένη στην θρησκεία. «Ο Χρόνος Φεύγει» 1853).
Τα πρώτα φανερώματα του Νεορομαντισμού παρατηρούνται την δεκαετία του 1860 στο έργο του Άλγκερνον Τσαρλς Σουίνμπερν, η ουσία του οποίου έγκειται τελικά στην ρομαντική πανθεϊστική εξέγερση κατά της κοινωνίας και στον αγώνα κατά της ηθικής συμβατικότητας. Στα ερωτικά του τραγούδια αναλύει την ψυχολογία του σεξουαλικού πάθους με εύηχη γλώσσα, έντονους ρυθμούς και υποβλητικές εικόνες που δείχνουν επίδραση του Μπωντλέρ, ενώ οι ύμνοι του για τα ιδεώδη της ελευθερίας και του ουμανισμού έχουν διθυραμβική θέρμη και πλούτο περιγραφών που θυμίζουν Ουγκώ. Γενικά η εκφραστική του δεν έχει σαφές περίγραμμα, καθώς συχνά η σύνδεση των στίχων του μεταξύ τους γίνεται μόνο με βάση την ηχητικότητά τους. Η φήμη του ακολούθησε φθίνουσα πορεία μετά τον θάνατό του. (Algernon Charles Swinburne 1837 – 1909. Δραματικός συγγραφέας, φίλος του Ντ. Γκ. Ροσέτι, έζησε ελεύθερη ζωή. «Ποιήματα και Μπαλάντες» 1866, «Τραγούδι της Ιταλίας» 1867, «Τραγούδια πριν απ’ το Ηλιοβασίλεμα» 1871).
Στην δεκαετία του 1870 ο Ρόμπερτ Μπρίτζες ξεχωρίζει για τον σχολαστικό κλασικισμό του που αντλεί την έμπνευσή του από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, και για το πάθος του για τάξη και γαλήνη. Στους στιλπνούς και στρωτούς στίχους του εξυμνεί την ομορφιά της φύσης και τις τέρψεις της ζωής αξιοποιώντας τις αισθητικές αξίες της εποχής του. Η Αγγλική ποίηση του οφείλει ακόμη την επιμέλεια της έκδοσης των ποιημάτων του Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς το 1918. (Robert Bridges 1844 – 1930. Γιατρός, Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής από το 1913 ως τον θάνατό του. «Σύντομα Ποιήματα» 1873, «Η Διαθήκη του Κάλλους» 1929).
6.1.4. Η Γενιά του 1940
Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1940, υπό την επίδραση των πολεμικών γεγονότων, που διαμόρφωσαν ανάλογα την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, η ποίηση σημείωσε μια στροφή προς τον αποκαλυπτικό ρομαντισμό με προσμίξεις από τον Γαλλικό υπερρεαλισμό, ενώ παράλληλα συνεχίσθηκε σε χαμηλότερους τόνους η Γεωργιανή παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών.
6.1.4.1. Οι Υπερρεαλιστές της Γενιάς του 1940
Κυρίαρχες φωνές αυτής της περιόδου ήταν αυτές του Ντ. Τόμας και του Ου. Έμπσον.
Η ποίηση του Ουαλού Ντύλαν Τόμας αποτελεί έναν αγγλικό συνδυασμό του ρομαντισμού και του υπερρεαλισμού με αναβράζον ραψωδικό πάθος, ορμή και φαντασία, που δημιουργούν ένα όργιο από λαμπρές εικόνες και στροβιλιζόμενες λέξεις. Η έμπνευσή του οραματίζεται την ζωή και τον θάνατο χωρίς βάθος σκέψης, αλλά με εκπληκτική και εντελώς προσωπική χαοτική αίσθηση του ρυθμού και της ουσίας του λόγου και των φυσικών μορφών και με αξεπέραστη ρητορική δεινότητα που μπορεί να παραλληλισθεί μόνο με αυτήν του Σέλλεϋ. Τα θέματά του είναι παραδοσιακά εστιασμένα στον έρωτα, τον θάνατο και την αστάθεια της ζωής, ενώ με την πάροδο του χρόνου εμφανίζει μια διακριτική μετάβαση από την θρησκευτική αμφιβολία σε μία χαρμόσυνη υπερβατική πίστη στον Θεό. Ο πλούσιος εικαστικός διάκοσμος του λόγου του βασίζεται σε πολλές πηγές, όπως οι θρύλοι της Ουαλίας, ο Χριστιανικός συμβολισμός, η παγανιστική μαγεία, η αστρονομία και η Φροϋδική ψυχολογία, ενώ το θερμό χιούμορ του και η ακατάβλητη ζωτική ορμή του επιβάλλονται άμεσα και κατακτούν τους αναγνώστες του. (Dylan Thomas 1914 – 1953. Ουαλός, γεννήθηκε στο Σουανσή. Εγκατάλειψε το σχολείο και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος και με το BBC. Έγινε γνωστός από πολύ νωρίς. Πέθανε στην διάρκεια περιοδείας του στην Αμερική. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1952).
Ο Ουίλιαμ Έμπσον εξάλλου, επίσης πολιτικά αδιάφορος σε αντίθεση με το γενικό ρεύμα της προηγούμενης δεκαετίας, προέβη με το έργο του σε μια πεσιμιστική αποτίμηση της ανθρώπινης μοίρας, χρησιμοποιώντας ιδιόρρυθμη εκφραστική, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την συντακτική μορφή και την σημαντική των λέξεων και των συμβόλων, γεμάτη από λεκτικά τεχνάσματα και απρόοπτα ευρήματα. Η επίδραση που άσκησε στην διαμόρφωση του κλίματος και της τεχνικής της μεταπολεμικής ποίησης ήταν τεράστια. Το ποιητικό έργο του είναι ταυτόχρονα ευφυές, πολυμαθές, λιτό, αιθέριο και τεχνικά άρτιο, επηρεασμένο σε μεγάλο βαθμό από την μεταφυσική ποίηση του Τζον Ντόουν και την Βουδιστική σκέψη, με μία σαφή τάση προς την σάτιρα. (William Empson 1906 – 1984. Σπούδασε στο Κέιμπριτζ και εργάστηκε ως Πανεπιστημιακός Καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Σέφιλντ. Διάσημος κριτικός της λογοτεχνίας με ογκώδες έργο. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1949).
Την ίδια περίοδο ο Ντέιβιντ Γκάσκοϊν υπήρξε ο μόνος Άγγλος ποιητής που αφομοίωσε και αξιοποίησε σωστά, με σοβαρότητα, έμπνευση, πλαστική ικανότητα και οραματική ποιότητα την τεχνική του Γαλλικού Υπερρεαλισμού, παράγοντας αποτελέσματα τα οποία, μολονότι εξωτερικά παρουσιάζονται άτονα και χαλαρά, έχουν εσωτερική συνέπεια και συνοχή, με μία τάση προέκτασης προς χώρους μεταφυσικούς και θρησκευτικούς, που επηρέασε τις νεότερες γενιές ποιητών μετά το 1970. (David Gascoyne 1916 – 2001. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και έζησε για λίγο στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τους Νταλί, Μπρετόν και Ελϋάρ. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1965, «Ήλιος τα Μεσάνυχτα» 1970).
Από τον Υπερρεαλισμό επηρεάστηκε και ο Λόρενς Ντάρελ αναμιγνύοντας όμως τις επιδράσεις αυτές με επιρροές από την γνωριμία του με τον Χένρυ Μίλερ, την Αναίς Νιν, με τους Μεσογειακούς πολιτισμούς και ιδιαίτερα από τον Κ. Π. Καβάφη. Έγραψε ποιήματα ελαφριάς διάθεσης και ψυχαγωγικού χαρακτήρα με χαλαρή και ατημέλητη εκφραστική και πλούσια διακόσμηση, που μαρτυρούν μια ιδιαίτερη ιστορική αίσθηση του χώρου, καθώς εμπνέονται από εξωτικές τοποθεσίες, όπως η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και προσωπικότητες της ιστορίας τους, συχνά μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα ηθικής παρακμής και λανθάνουσας ερωτικής διάθεσης. (Lawrence Durell 1912 - 1990. Ιρλανδικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Ινδία και εργάστηκε ως διπλωμάτης σε διάφορες χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Ελλάδα, η Αργεντινή και η Γαλλία. Γνωστός μυθιστοριογράφος. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1960, «Οι Εικόνες» 1966).
6.1.4.2. Οι Ρομαντικοί της Γενιάς του 1940
Παράλληλα με τους προαναφερόμενους, μια ομάδα ποιητών της γενιάς του 1940 έδειξε να κατατρίβεται σε μια ρομαντική αισθηματολογία, δηλωτική κάποιας αρχόμενης κόπωσης και κάμψης, στην οποία αντέδρασαν οι ποιητές του νεορεαλιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1950.
Από την ομάδα αυτή ο Βέρνον Ουώτκινς υπήρξε στενός φίλος του Ντ. Τόμας και από τους πρώτους υποστηρικτές του Φ. Λάρκιν. Έγραψε μπαλάντες και ποιήματα ρομαντικής διάθεσης, επηρεασμένα από τα τοπία και τις παραδόσεις της Ουαλίας, με ευσυνειδησία, ιεροπρέπεια και σοβαρότητα και συνδυάζοντας φιλοσοφικές θεωρήσεις με μια εκστατική αποδοχή του κόσμου. (Vernon Watkins 1906 - 1967. Γεννήθηκε στο Γκλαμόργκαν της Ουαλίας, σπούδασε στο Κέιμπριτζ και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος στο Κάρντιφ και το Σουανσή. «Η Λάμπα και το Βέλος» 1945, «Η Κυρία με τον Μονόκερω» 1948, «Το Κουδούνι του Θανάτου» 1954, «Κυπαρίσσι και Ακακία» 1959, «Σχέσεις» 1962, «Πιστότητες» 1968).
Ο Τζορτζ Μπάρκερ κινήθηκε στο ίδιο κλίμα, αναδιφώντας συχνά θέματα πόνου και τύψεων συνείδησης, με κάποια αυξημένη δόση εκκεντρικότητας, και με μεγαλύτερη διάθεση για χρήση δραματικού αποκαλυπτικού λόγου, που καταφεύγει συχνά στην ρητορική αποστροφή και δεν αποφεύγει τις λεκτικές σχοινοβασίες και τα λογοπαίγνια. (George Barker 1913 – 1991. Γεννήθηκε στο Έσεξ και εργάστηκε ως καθηγητής στην Ιαπωνία, στην Αμερική και στην Αγγλία. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1987).
Ο Τζον Χηθ - Σταμπς, διαπνεόμενος από ρομαντική νοσταλγία για τον κλασικό πολιτισμό και τους μύθους της παράδοσης του Βασιλιά Αρθούρου, έδωσε μια ποίηση διανοητική, εργαστηριακή, ελάχιστα λαϊκή, αλλά με τέλεια γνώση του γλωσσικού υλικού του. (John Heath - Stubbs 1918 - . Γεννήθηκε στο Λονδίνο, σπούδασε στην Οξφόρδη και έζησε στην Κορνουάλη με προβλήματα όρασης από το 1960 και σχεδόν τυφλός από το 1978. «Διαλεγμένα Ποιήματα» 1966, «Σάτιρες και Επιγράμματα» 1968).
Ο Ου. Σ. Γκράχαμ, επηρεασμένος από ποιητές όπως ο Τζ. Μάνλεϋ Χόπκινς, ο Αρτϋρ Ρεμπώ και ο Χαρτ Κρέιν, έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από την ζωή στην θάλασσα, αλλά και από τον μποέμικο τρόπο ζωής της λογοτεχνικής σκηνής του Λονδίνου, με ύφος που δείχνει επίδραση από τον Ντ. Τόμας και τους νεωτεριστές του μεσοπολέμου, των οποίων αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την λογική συνέπεια. Σε άλλα ποιήματά του απομακρύνεται από την νεορομαντική τεχνοτροπία, εξετάζοντας φιλοσοφικά θέματα, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στην γλώσσα, το είναι και την αυτοσυνείδηση, που τον φέρνουν πιο κοντά στον Τ. Σ. Έλιοτ. (W. S. Graham 1917 - 1986. Σκότος, σπούδασε στην Γλασκόβη και έζησε στην Κορνουάλη. «Το Άσπρο Κατώφλι» 1949. «Νυχτερινό Ψάρεμα» 1955, «Η Χώρα του Μάλκολμ Μούνεϋ» 1970).
Τελευταίο μέσα στην ομάδα αυτή μπορεί κανείς να αναφέρει τον Σκότο Νόρμαν Μακ Κέηγκ ο οποίος, συγγενεύοντας με τις προσπάθειες των Άγγλων ρομαντικών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα με τους Μεταφυσικούς του 17ου αιώνα, αλλά επηρεασμένος και από τον Λούι ΜακΝής, αναζήτησε μια μυστικιστική ενόραση και επαφή με τις δυνάμεις της φύσης, χρησιμοποιώντας πνευματώδεις μεταφυσικές εικόνες τόσο σε παραδοσιακές όσο και σε ελεύθερες μορφές, διατηρώντας πάντα μια ζωηρή αίσθηση χιούμορ και μια εκφραστική ζωντάνια συνδυασμένη με γλωσσική απλότητα, που έκαναν το έργο του προσιτό και δημοφιλές. (Norman MacCaig 1910 - 1996. Σκότος. Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1990).
6.1.4.3. Οι Γεωργιανοί της Γενιάς του 1940
Από τους ποιητές που συνέχισαν την Γεωργιανή παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών ο Ρ. Σ. Τόμας αγγλικανός ιερέας, απέκτησε αξιόλογη φήμη χάρη στο στοχαστικό και πλούσιο σε μεταφορές ύφος του και στην επιδεξιότητα με την οποία επιδόθηκε στην περιγραφή των εμπειριών του από τη ενστικτώδη ζωή στην ύπαιθρο της Ουαλίας, σε αντιδιαστολή με την απειλή του πολιτισμού και της βιομηχανοποίησης, που θυμίζει τον συνονόματό του Γεωργιανό Έντουαρντ Τόμας. Σχεδόν όλα τα ποιήματά τους έχουν σχέση με τα τοπία και τον λαό της Ουαλίας και αναπτύσσονται πάντα μέσα σε ένα μόνιμα πολιτικό κλίμα, που αντανακλά τις λανθάνουσες εθνικιστικές πεποιθήσεις του για την ανεξαρτητοποίηση της Ουαλίας. Άλλα μεταγενέστερα ποιήματά του κινούνται σε χώρους μεταφυσικούς, αντικατοπτρίζοντας την πνευματικότητα και τα θρησκευτικά ενδιαφέροντά του. (R. S. Thomas 1913 – 2000. Ουαλός, πλήρες όνομα Ronald Stuart Thomas. Αγγλικανός ιερέας στην Ουαλία. To 1996 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, το οποίο απονεμήθηκε τελικά στον φίλο του Σέιμους Χήνεϋ. «Τραγούδια στο Γύρισμα του Χρόνου» 1956, «Ποίηση για Δείπνο» 1958, «Το Ψωμί της Αλήθειας» 1963, «Χμ» 1972).
Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το έργο του Λόρι Λη που εμπνέεται είτε από τις προσωπικές εμπειρίες του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε από τα φυσικά ή αστικά τοπία που επισκέφθηκε στην πολυκύμαντη ζωή του, χρησιμοποιώντας εντυπωσιακό λεκτικό διάκοσμο που θυμίζει τους Μεταφυσικούς Ποιητές του 17ου Αιώνα, με ζωηρό και σφικτό ύφος και ακριβολογική προδιάθεση. (Laurie Lee 1914 – 1997. Γόνος πολυμελούς οικογένειας, αρχικά έγινε εργάτης οικοδομών κι αργότερα παραγωγός της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Ήταν στην Ισπανία στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και για κάποιο διάστημα έμεινε στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Ινδία. «Ο Ήλιος Το Μνημείο μου» 1944, «Η Λάμψη των Κεριών» 1956, «Ο Άνθρωπός με τα Πολλά Παλτά» 1960).
Ιδιαίτερα εκτιμήθηκε επίσης το έργο του Νόρμαν Νίκολσον που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πόλη όπου γεννήθηκε στο Κάμπερλαντ της Βορειοδυτικής Αγγλίας, της οποίας το ήθος αποδίδει στο έργο του, περιγράφοντας τα φυσικά της τοπία (ποτάμια, λίμνες, λατομεία, ορυχεία, αγριόχορτα, μονοπάτια, παρεκκλήσια και παιχνίδια κρίκετ) αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια μιας βιομηχανικής κοινωνίας εξαρτημένης εξολοκλήρου από «το χώμα και τα βράχια». (Norman Nicholson 1914 – 1987. Γεννήθηκε και έζησε στο Κάμπερλαντ, περιοχή με πολλά ορυχεία στην Βορειοδυτική Αγγλία. «Πέντε Ποτάμια» 1945, «Το Πρόσωπο του Βράχου» 1954, «Γεράνι της Γλάστρας» 1960).
Στην ίδια ομάδα εντάσσεται και το έργο της Πατρίσια Μπήαρ που αντανακλά τις εμπειρίες της από την ζωή στην επαρχία Ντέβον με οριακό χιούμορ που αγγίζει τα σύνορα του γκροτέσκου, παραμερισμό των λυρικών στοιχείων και συχνά με προσφυγή στο παράλογο, παραμένοντας όμως πάντα μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής έκφρασης, της νεορομαντικής τεχνοτροπίας που κατά κάποιο τρόπο την παρουσιάζει συγγενή με τον Τζον Χηθ Σταμπς. (Patricia Beer 1924 - 1999. Κατάγεται από το Ντέβον. Εργάστηκε ως καθηγήτρια. «Οι Επιζώντες» 1963, «Ακριβώς όπως στην Ανάσταση» 1967).
6.1.4.4. Οι Νεορεαλιστές της Γενιάς του 1940
Από τους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του 1940, ο Ρόυ Φούλερ περισσότερο από κάθε άλλον προετοίμασε το έδαφος για τον νεορεαλισμό της επόμενης δεκαετίας, παίζοντας ένα ρόλο ενδιάμεσο ανάμεσα στον Ώντεν και τους ποιητές του «Κινήματος». Λιγότερο πολιτικός από τον Ώντεν κράτησε απ’ αυτόν στοιχεία από την ορθολογική και ευγενική πλευρά του, ενώ παράλληλα υπήρξε περισσότερο ρομαντικός από τους νεορεαλιστές του 1950, με πλατύτερο ορίζοντα και μεγαλύτερη τεχνική ευρύτητα. (Roy Fuller 1912 - 1991. Γεννήθηκε στο Λανκασάιρ και εργάστηκε ως συμβολαιογράφος και καθηγητής ποίησης στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1962, «Νέα Ποιήματα» 1968, «Είδα τον Παππού Πρόσφατα» 1972, «Διαθέσιμος για Όνειρα» 1989).
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Τσαρλς Κώσλεϋ έχει μορφή μπαλάντας και είναι εμπνευσμένο από τις εμπειρίες χωρισμού, αγάπης και θανάτου σε μακρινά και απόμακρα μέρη που απορρέουν από το Ναυτικό όπου υπηρέτησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι στίχοι του έχουν βήμα ρυθμικό, προσωπικό χρώμα και συχνά βίαιο ύφος, ενώ ο τόνος τους είναι άλλοτε εύθυμος και χιουμοριστικός θυμίζοντας σε κάποιο βαθμό τον Τζ. Μπέτζεμαν και άλλοτε αποκαλυπτικός. (Charles Causley 1917 – 2003. Γεννήθηκε στην Κορνουάλη και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο Ναυτικό. Μεγάλο μέρος του έργου απορρέει από τις εμπειρίες του πολέμου. «Οδός Ένωσης» 1957, «Τζόνυ Αλληλούια» 1961, «Κάτω απ’ το Νερό» 1967, «Το Σχήμα του Οκτώ» 1969).
Τελευταίο από την γενιά του 1940 μπορεί κανείς να μνημονεύσει τον Μπέρναρντ Σπένσερ, έναν ελάσσονα ποιητή, ακριβολόγο, μοναχικό, ταξιδευτή, με προσεκτική παρατήρηση, φαντασία και αλήθεια αισθήματος, που άντλησε την έμπνευσή του από την καθημερινή ζωή του μέσου ανθρώπου, σε μία κατεύθυνση που το παρουσιάζει συγγενικό με τον Λόρενς Ντάρελ. (Bernard Spencer 1909 – 1963. Γεννήθηκε στο Μαντράς της Ινδίας και σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου σχετίστηκε με τους Τζον Μπέτζεμαν. Ου. Χ. Ώντεν και Στήβεν Σπέντερ. Εργάστηκε ως καθηγητής και στέλεχος του Βρετανικού Συμβουλίου σε διάφορες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος, η Ιταλία και η Αυστρία. «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1965).
Στον πολιτικό στίβο η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ραγδαία παρακμή του Αγγλικού αυτοκρατορισμού και την πλήρη εκχώρηση όλων των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανέλαβαν τα σκήπτρα του Δυτικού Κόσμου.
Ο χωρισμός του κόσμου σε δύο σύνολα (δυτικό και ανατολικό) υπήρξε το κυρίαρχο στοιχείο της μεταπολεμικής ζωής που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων σε ολόκληρη την υφήλιο, καθώς συνοδεύτηκε από μια ψυχροπολεμική πολιτική και αργότερα από μια πολιτική συνύπαρξης στην σκιά του πυρηνικού ολέθρου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν διάφοροι τοπικοί συμβατικοί πόλεμοι, αρκετά δικτατορικά πραξικοπήματα και από τις δύο πλευρές, ο συναγωνισμός στην κατάκτηση του διαστήματος και ο συναγωνισμός στον πυρηνικό εξοπλισμό.
Στον τομέα της ποίησης του Αγγλόφωνου χώρου σημειώθηκαν επίσης σημαντικές αλλαγές: Σε αντιστοιχία με την μετατόπιση του πολιτικού κέντρου, το ποιητικό κέντρο μετακινήθηκε επίσης από το Λονδίνο στην Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, φέρνοντας την Αμερικάνικη ποίηση στην πρωτοπορία των εξελίξεων. Αρχικά η Εξομολογητική ποίηση του Ρόμπερτ Λόουελ (Robert Lowell 1917 – 1978) επιδόθηκε στην αποκάλυψη των εσωτερικών εικόνων και εμπειριών της υποκειμενικής ζωής συνδυάζοντας τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό με τον Γαλλικό και τον Νοτιοαμερικάνικο Υπερρεαλισμό. Έπειτα η ομάδα των ποιητών του Πανεπιστημίου «Μπλακ Μάουνταιν» (Black Mountain) της Βόρειας Καρολίνας με επικεφαλής του Τσαρλς Όλσον (Charles Olson 1910 – 1970) και Ρόμπερτ Κρήλεϋ (Robert Creeley 1924 - ) αναζήτησε νέες υφολογικές λύσεις σε μία ποίηση ασχολίαστων εμπειριών «ανοιχτού πεδίου». Την ίδια εποχή οι ποιητές της «Σχολής της Νέας Υόρκης» (Κένεθ Κοχ, Φρανκ Ο ‘Χάρα, Τζον Άσμπερυ), αξιοποιώντας την επαφή τους με την Γαλλική Ποίηση έκαναν την δική τους επίθεση εναντίον των καθιερωμένων αξιών και τεχνοτροπιών. Τέλος η γενιά των ποιητών «Μπιτ» (Beats Poets -- Άλεν Γκίνσμπεργκ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Γρέγκορυ Κόρσο κ.ά.) έδωσε έκφραση στην ζωή των αυτοκινητόδρομων και των στενοσόκακων της Αμερικής με αποκαλυπτικό και εκστατικό τόνο και χρησιμοποιώντας βίαιες και τολμηρές φράσεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα προαναφερθέντα ποιητικά ρεύματα δείχνουν μια τάση εγκατάλειψης της παράδοσης του Έζρα Πάουντ και μια προτίμηση προς τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς (William Carlos Williams 1883 – 1963) ο οποίος στην συλλογή του «Πάτερσον» (1941) επισήμανε τις περίπλοκες καταστάσεις και τις αλήθειες της σύγχρονης ζωή με συμπάθεια για τους ανθρώπους, μεγάλη οικονομία μέσων και ανεπιτήδευτο βάθος.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, και παρά το πλήθος των επιδράσεων από την Αμερική και την Ευρώπη, η Βρετανική Ποίηση κατόρθωσε να κρατήσει τον δικό της χαρακτήρα διατηρώντας το ιδιαίτερο χρώμα της, σε αντίθεση με την μετά το 1970 περίοδο, οπότε η υποταγή στο Αμερικάνικο ρεύμα φαίνεται πως τείνει να είναι σχεδόν πλήρης.
Κύριο γνώρισμα της πρώτης μεταπολεμικής εικοσαετίας στην Μ. Βρετανία είναι η νεορεαλιστική αντίδραση προς την ποίηση των προηγούμενων δεκαετιών, και ιδιαίτερα προς τον πολιτικό ενθουσιασμό της Γενιάς του 1930 και στην συναισθηματική υπερβολή της Γενιάς του 1940, παράλληλα με μία αντίθεση στον νεωτερισμό και τον διεθνισμό που είχαν εγκαινιασθεί από τον Τ. Σ. Έλιοτ. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι η δημιουργία ενός ποιητικού λόγο λιτού, με συγκρατημένη ευαισθησία και αντιρομαντική διάθεση που μεταφέρει το επίκεντρο της έμπνευσής του από τον εγκεφαλισμό της μεγαλούπολης στην φυσική ζωή της επαρχίας και που συνακόλουθα εγκαταλείπει τελείως την παράδοση των Έλιοτ και Πάουντ και επιστρέφει στην παράδοση του Τόμας Χάρντυ, αξιοποιώντας όλες τις τεχνικές και υφολογικές διδαχές του και επαναφέροντας τον μετρικό στίχο και την ομοιοκαταληξία.
6.3.1. Η Γενιά του 1970
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 την κυριότερη ομάδα συγκροτούν οι ποιητές που συνεχίζουν άμεσα την παράδοση του νεορεαλιστικού «Κινήματος» με επίκεντρο το Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Μια άλλη ομάδα ποιητών, με κύρια έδρα το Λίβερπουλ, στρέφεται προς την παράδοση των Αμερικανών ποιητών της κίνησης «Μπιτ» συνδυάζοντάς την με επιδράσεις από την μουσική «ποπ» της εποχής. Μια τρίτη ομάδα ποιητών δέχεται απρόσμενα όσο και καθυστερημένα την επίδραση του Γαλλικού Υπερρεαλισμού και καταλήγει σ μια «εξτρεμιστική» ριζοσπαστική έκφραση που έρχεται σε ανοιχτή αντίθεση με κάθε προηγούμενη Αγγλική ποιητική παράδοση. Τέλος υπάρχουν ποιητές που διατηρούν μια φωνή «ανεξάρτητη», διαμορφωμένη μέσα από ποικίλες διεργασίες αλληλεπιδράσεων με ποιητικά ρεύματα της Ευρώπης και της Αμερικής.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκαν δύο ακόμη ποιητικά ρεύματα. Μια ομάδα ποιητών που χαρακτηρίζονται ως «Αφηγηματικοί» ουσιαστικά βαδίζει πάνω στο ρεύμα που δημιούργησαν οι ποιητές του «Κινήματος» και του «Ομίλου» των προηγούμενων δεκαετιών και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην εξιστόρηση μισοτελειωμένων μυθιστοριών με μία τεχνική που βασίζεται στην χρήση πλήθους υπαινιγμών και αφαιρέσεων. Σε μια δεύτερη ομάδα, που συγγενεύει με τους «Βάρβαρους» Τόνυ Χάρισον και Ντάγκλας Νταν, δόθηκε το όνομα «Αρειανοί» από τον τίτλο αντίστοιχου ποιήματος του Κρέιγκ Ρέιν, στο οποίο απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής παρουσιάζονται με την φρεσκάδα της θέασής τους από έναν εξωγήινο.
6.3.1.1. Οι Συνεχιστές του Νεορεαλιστικού «Κινήματος»
Η διδασκαλία του Φίλιπ Χόμπσμπαουμ στο Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ και οι ποιητικές ημερίδες που οργάνωσε εκεί, είχαν σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ομάδας κυρίως Ιρλανδών ποιητών που εμφανώς έχουν ενστερνιστεί τις καλλιτεχνικές αρχές του νεορεαλιστικού «Κινήματος» για κοινή λογική, δεξιοτεχνική περιγραφή, και ορθολογική ανάλυση, και συνεχίζουν την παράδοσή του, προσδίδοντάς της και κάποια πρόσθετα Νεο-Γεωργιανά στοιχεία και ελάχιστα ίχνη από τον Γέιτς και τον Ιρλανδό ποιητή Πάτρικ Κάβανα (Patrick Kavanagh 1905 – 1967). Οι ποιητές αυτοί έθεσαν τις βάσεις για την άνθηση της Αγγλόφωνης Ιρλανδικής Ποίησης που ονομάστηκε «Ιρλανδική Αναγέννηση» και συνεχίστηκε με ένα πλήθος αξιόλογων ποιητών και την επόμενη δεκαετία, που έχουν το επιπρόσθετο χαρακτηριστικό της βαθιάς πολιτικοποίησης και του αμείωτου κοινού ενδιαφέροντός τους για τις τραυματικές εμπειρίες του πολιτικού προβλήματος της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ο Ιρλανδός Σέιμους Χήνεϋ συνδυάζοντας επιδράσεις από τον Φ. Λάρκιν, τον Τ. Χιουζ και τον Ρ. Σ. Τόμας, αλλά και ένα μεγάλο πλήθος άλλων ποιητών, όπως ο Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς, ο Ουίλιαμ Ουόρντσουορθ, ο Τόμας Χάρντυ, ο Ρόμπερτ Λόουελ, ο Ρόμπερτ Φροστ και ο Δάντης Αλιγκέρι, είναι ο αναγνωρισμένος αρχηγέτης αυτής της ομάδας. Η ποίησή του υμνεί με βαρδική πνοή και οίστρο, δεξιοτεχνία και ισχυρή δραματική αίσθηση τον έρωτα, την γέννηση και την ανανέωση της ζωής και διεκτραγωδεί τα σύμβολα και το μικρόκοσμό της, δημιουργώντας δυνατές εικόνες και μια ατμόσφαιρα που υποβάλλει. Ένα από τα κύρια θέματά του απορρέει από την εναίσθηση του παρόντος και της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της πατρικής του γης, μέσα από την σαγήνη του παρελθόντος της, όπως αναβιώνει μέσα από ένα σύνολο μεταφορικών αναπλάσεων του ταυτόχρονα οικείου και ξένου φυτικού, ζωικού και ανθρώπινου κόσμου της, και από ένα σύνολο απελευθερωτικών και ταυτόχρονα τρομακτικών αναμνήσεων από την παιδική ζωή του και από την έκθεσή του στα στοιχεία της φύσης και του «κόσμου», αλλά και από την αναγνώριση και αποδοχή της φθοράς και του θανάτου ως της μόνης δύναμης που μπορεί να αποκαλύψει αυτό που έχει να πει το σύμπαν. (Seamus Heaney 1939 - . Ιρλανδός, πρωτότοκος γιος εννεαμελούς αγροτικής οικογένειας, σπούδασε στο Μπέλφαστ, δίδαξε στο Χάρβαρντ και σήμερα ζει στο Δουβλίνο. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1995. «Θάνατος ενός Φυσιοδίφη» 1966, «Πόρτα στο Σκοτάδι» 1969, «Φανάρι από Ασπραγκαθιά» 1987).
Ο Ιρλανδός Ντέρεκ Μάον, ουσιαστικά «δίδυμος αδελφός» του Σέιμους Χήνεϋ, έχοντας δεχθεί ίδιες επιδράσεις έδωσε ένα έργο ανάλογο, πνευματώδες και σοβαρό, ταυτόχρονα ρομαντικό και σατιρικό, με κύρια χαρακτηριστικά την τεχνική τελειότητα και την δραματική ένταση των διαλογισμών και των οραμάτων του, που αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο κοσμοπολίτη από φυσική κλίση, αλλά εξόριστο και πρόσφυγα ως αποτέλεσμα της κοινωνικής και πολιτικής αλλοτρίωσης. Οι στίχοι του αντανακλούν τις εμπειρίες του από τις επιφυλάξεις του για την εθνική ταυτότητα και πολιτιστική του ρίζα, από τις επαφές του με το φυσικό κόσμο των αστικών ή αγροτικών περιοχών όπου έζησε, από ένα πλήθος ανθρώπινων χαρακτήρων που υποκίνησαν την διάθεσή του για μέθεξη στα ψυχογενετικά δρώμενά τους, από την εμπλοκή του στην σύγχρονη κοινωνικοπολιτική διαπάλη, αλλά και στις αντιθέσεις των προσωπικών η εσωτερικών ηθικών σχέσεών του, και τέλος από την θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι και της προοπτικής των μελλοντικών εξελίξεων. (Derek Mahon 1941 - . Ιρλανδός, σπούδασε στο Δουβλίνο και στην Σορβόννη των Παρισίων. Εργάστηκε ως καθηγητής στον Καναδά, στις ΗΠΑ και στην Αγγλία. Τώρα ζει στο Δουβλίνο. «Διαλεγμένα Ποιήματα» 1990).
O Μάικλ Λόνγκλεϋ, από τους πρωταγωνιστές της Ιρλανδικής Αναγέννησης, Ιρλανδός και αυτός, με καταγωγή ανάλογη με αυτή των Χήνεϋ και Μάον, συνδυάζοντας τις διδαχές του Κινήματος με προσωπικές επιδράσεις από τον Φίλιπ Λάρκιν, τον Τεντ Χιουζ, τον Ου. Χ. Ώντεν και τον Λούη Μακνής είναι περισσότερο λυρικός στην έκφραση, με δομική δημιουργικότητα και οξύτητα παρατήρησης, παραδοσιακών θεμάτων όπως η αγάπη για τη φύση της πατρίδας του σε όλη της την τελειότητα και ποικιλία, ο έρωτας, ο πόλεμος και ο θάνατος, με εικονιστικό καλλωπισμό, πλούσιο σε μεταφορές, υπαινιγμούς και παραδείγματα, επιστημονική ακρίβεια και δεξιοτεχνικό χειρισμό της γλώσσας. (Michael Longley 1939 - . Ιρλανδός. Γεννήθηκε στο Μπέλφαστ, Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου. Εργάστηκε ως Εκπαιδευτικός και Διευθυντής Τεχνών του Συμβουλίου Τεχνών της Βόρειας Ιρλανδίας. «Μη Συνεχόμενη Πόλη» 1969, «Μια Ανατιναγμένη Άποψη» 1973, «Άνθρωπος Ξαπλωμένος στον Τοίχο» 1976, «Η Πύλη του Αντίλαλου» 1979, «Ποιήματα 1963 –1983» 1985).
Ο επίσης Ιρλανδός Στιούαρτ Πάρκερ παρουσίασε ένα έργο κάπως ωμό και ακατέργαστο στο οποίο αποτυπώνει τα προσωπικά του βιώματα αμεταρσίωτα και ασχημάτιστα με ύφος υδαρές και χαλαρό, αλλά και με αναμφισβήτητη ειλικρίνεια και ευαισθησία. (Stewart Parker 1942 - . Ιρλανδός. Ζει στο Μπέλφαστ. «Σκέψη Θανάτου» 1970).
Από την ομάδα των ποιητών που ακολούθησαν προσωπική ανεξάρτητη πορεία ο Τόνυ Χάρισον αποτελεί, μετά τον Σέιμους Χήνεϋ, τον δεύτερο μεγάλο πυλώνα της Βρετανικής Ποίησης μετά το 1970, και κατά κάποιο τρόπο, από άποψη φήμης και επιρροής, «διασώζει το γόητρο της Αγγλίας» σε μια εποχή όπου η Αγγλόφωνη ποίηση στην Μ. Βρετανία κυριαρχείται από ποιητές άλλων εθνικοτήτων (κυρίως Ιρλανδούς και Σκότους). Ουσία και βάση του έργου του είναι τα ακροβατικά γλωσσολογικά παιχνίδια και οι επιμελημένοι λεκτικοί πειραματισμοί, με τους οποίους επιδιώκει να δημιουργήσει την αίσθηση Βαβυλωνιακής σύγχυσης, από την οποία ως τεκμαρτό συμπέρασμα μπορεί να προκύψει η παρακμή ιδεών και ιδεολογιών που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο, αντίληψη η οποία (όπως είναι γνωστό) είναι κεντρική και στο έργο του Τ. Σ. Έλιοτ. (Tony Harrison 1937 - . Γεννήθηκε στο Ληντς και σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως πανεπιστημιακός καθηγητής στην Αγγλία, Αμερική και Δυτική Αφρική. Υπήρξε συνεργάτης του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου και της Μητροπολιτικής Όπερας της Ν. Υόρκης. «Σχολή Ευγλωττίας» 1978, «Αδιάκοπος» 1982, «Το Σημειωματάριο του Δαφνοστεφανωμένου» 2000).
Τρίτος πυλώνας της μετά το 1970 Αγγλικής Ποίησης μπορεί να θεωρηθεί ο Σκότος Ντάγκλας Νταν, του οποίου το έργο «Βάρβαροι» συσχετίστηκε με το ποίημα «Σαχλοβάρβαροι» του Τόνυ Χάρισον και οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με τον κοινό χαρακτηρισμό «Οι Βάρβαροι». Αυτό που πράγματι είναι κοινό στο έργο τους είναι η συνεχής παρουσία ενός μαχητικού ενδιαφέροντος για την εργατική τάξη από την οποία κατάγονται και οι δύο, και η δημοκρατική απόχρωση που χαρακτηρίζει την πολιτική ιδεολογία που προβάλλεται στους στίχους τους. Ο Ντ. Νταν εμπνέεται από τον Φίλιπ Λάρκιν με τον οποίο είχε προσωπική φιλία και από τον οποίο διατηρεί την παραστατικότητα, την ζωηρότητα και τη λεπτότητα των περιγραφών και ένα αδιόρατα ειρωνικό πνεύμα με το οποίο αποδίδει το απομυθοποιημένο ήθος της ζωής στην Αγγλία της μετα-αυτοκρατορικής περιόδου. (Douglas Dunn, 1942 - . Σκότος. Γεννήθηκε στο Ρενφριουσάιρ και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χαλ. Εργάστηκε αρχικά ως βιβλιοθηκάριος και αργότερα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σαιντ Άντριου της Σκοτίας. «Οδός Τέρυ» 1969, «Πιο Ευτυχισμένη Ζωή» 1972, «Αγάπη ή Τίποτε» 1974, «Βάρβαροι» 1979, «Το Κοινοβούλιο της Σαιντ Κίλντα» 1981, «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 2002).
Στην ομάδα των ποιητών αυτών μπορεί να ενταχθεί και το έργο της Τζένης Τζόζεφ, που έγινε γνωστό ιδιαίτερα στην δεκαετία του 1980 για την απλότητα της δομής και των εκφραστικών μέσων αλλά και για την αμεσότητα προσέγγισης προβλημάτων της καθημερινής ζωής, με ήθος σατιρικό και συχνά χλευαστικό. (Jenny Joseph 1932 - . Γεννήθηκε στο Μπέρμινχαμ και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στην Οξφόρδη. Δημοσιογράφος στο Γκλώστερ. «Περσεφόνη» 1986, «Διαλεγμένα Ποιήματα» 1992).
Συγγενικό με της Τζ. Τζόζεφ είναι το έργο της Νεοζηλανδέζας Φλερ Άντκοκ, στο οποίο συνδυάζονται επιδράσεις από το Ου. Μ. Γέιτς, το Ου. Ώντεν και τον Ρ. Γκρέιβς και σκιαγραφείται η καθημερινότητα της αστικής οικογενειακής ζωής και οι ψυχολογικές προεκτάσεις της κοινωνικής συνάφειας και των ερωτικών σχέσεων με απλή και φυσική γλώσσα, φωνή συγκρατημένη και διαμορφωμένη σε ύφος νεοκλασικό και πνεύμα νεορεαλιστικό. (Fleur Adcock 1934 - . Γεννήθηκε στην Νέα Ζηλανδία και σπούδασε εκεί στο Πανεπιστήμιο του Ουέλινγκτον. Μετανάστευσε το 1963 στην Αγγλία όπου εργάσθηκε ως βιβλιοθηκάριος. «Το μάτι του Τυφώνα» 1964, «Τίγρεις» 1967, «Παλίρροια στον Κήπο» 1971, «Γραφικός Δρόμος» 1974 και «Εσωτερικό Λιμάνι» 1979).
Ο Ούγκο Ουίλιαμς εκπροσωπεί την μινιμαλιστική εκδοχή του ύστερου νεορεαλιστικού «Κινήματος», επιδιώκοντας μία ποίηση με ελάχιστη χρήση εκφραστικού διακόσμου και με αποφυγή των μεταφορών και των έντονων χρωματισμών των εικόνων και με κύριο στόχο την επεξεργασία ενός παραπλανητικά και περίτεχνα αφηγηματικού ύφους, που αποζητά την γοητεία και την σαγήνη και αναδεικνύει έναν ποιητικό λόγο αυθεντικά μετρημένο και ζυγισμένα αποκαλυπτικό, βασισμένο στην διαίσθηση, την οξυδερκή παρατήρηση και σε μια χαρακτηριστική διάθεση αμεριμνησίας. (Hugo Williams 1944 - . Γεννήθηκε στο Ουίντσορ. Εργάστηκε στο Λονδίνο ως ελεύθερος συγγραφέας και εκδότης. «Συμπτώματα Απώλειας» 1965, «Ζαχαρωτός Μπαμπάς» 1970, «Μια Γλυκιά Μέρα» 1975, «Ζωή Έρωτα» 1979).
Ο Σκότος Ντ. Μ. Μπλακ εμφανίζει κάποια ροπή για αφήγηση αλλόκοτων φανταστικών ιστοριών με αλληγορική σημασία που δίνουν την εντύπωση ότι περιγράφουν βιωμένα όνειρα ή εφιάλτες συχνά μακάβριας πλοκής με μεγάλη πρωτοτυπία σύλληψης και απόδοσης. (D. M. Black 1941 - . Σκότος. «Θεωρία Δίαιτας» 1966, «Μια Ντουζίνα Σύντομα Ποιήματα» 1968, «Οι Εκπαιδευτικοί» 1969).
Εντελώς διαφορετικός ο επίσης Σκότος Άλαν Μπολντ, αντίθετα σε κάθε είδος νεωτερισμού και εκκεντρικότητας και βασιζόμενος στην Μαρξιστική Διαλεκτική του Χιου Μακ Ντάιαρμιντ, έδωσε ένα έργο σοσιαλιστικής πνοής, προσγειωμένο, απλό, με καθαρή δομή και συμμετρία έκφρασης, χωρίς εκρήξεις και υπερτονισμούς. (Alan Bold 1942 - . Σκότος. «Μηχανή Αδιάκοπης Κίνησης» 1969).
6.3.1.2. Οι Εκπρόσωποι της Ποίησης «Ποπ»
Όπως προαναφέρθηκε, μια άλλη ομάδα ποιητών της Γενιάς του 1970, με έδρα κυρίως το Λίβερπουλ, έστρεψε το ενδιαφέρον της στην Αμερικανική Ποίηση της κίνησης «Μπιτ» (Γκίνσμπεργκ, Φερλιγκέτι, Κόρσο κλπ) υιοθετώντας τόσο τους θεματογραφικούς στόχους της, όσο και το βίαιο και επιθετικό ύφος της. Παράλληλα η ομάδα αυτή ενσωμάτωσε στην έμπνευσή της το πνεύμα της μουσικής «ποπ» που κυριαρχούσε τότε στην Αγγλία, συνδυάζοντάς το με επιδράσεις από την πρωτοποριακή σύγχρονη ζωγραφική. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αρκετοί από τους ποιητές της ομάδας αυτής είναι ταυτόχρονα και ζωγράφοι.
Κύριο μέλημα των ποιητών αυτών, που γράφουν ποιήματα στο ύφος και στον ρυθμό των τραγουδιών «ποπ» της εποχής, είναι η αντικομφορμιστική αντίδραση στην τετράγωνη λογική της παραδοσιακής κοινωνίας, όχι μόνο με το ίδιο το έργο τους, αλλά και με την δημόσια διαμαρτυρία εκφρασμένη μέσα από τον αμέριμνο, μποέμικο τρόπο της ζωής τους.
Θεωρητικός εκφραστής των καλλιτεχνικών τάσεων της ομάδας αυτής στα κριτικά του σημειώματα και χαρακτηριστικός εκπρόσωπός της, είναι ο Άντριαν Χένρι, ο οποίος μετέγραψε στο ποιητικό του έργο τις εμπειρίες από την ενασχόλησή του με την ζωγραφική, χρησιμοποιώντας έκφραση άκρως νεωτεριστική με άφθονα στοιχεία τέχνης «ποπ», της οποίας κύριο γνώρισμα είναι η χρήση του χιούμορ και της ειρωνείας σε ένα είδος στρεβλής περιγραφής της καθημερινής ζωής. (Adrian Henri 1932 - . Ζωγράφος, ζει στο Λίβερπουλ. «Το Μεσημέρι αυτή τη Νύχτα» 1968, «Πόλη» 1969, «Αυτοβιογραφία» 1971).
Ο Χένρυ Γκράχαμ, επίσης ζωγράφος και μουσικός της τζαζ, έγραψε ποιήματα αντιπροσωπευτικά του γενικού καλλιτεχνικού κλίματος που επικρατούσε στο Λίβερπουλ την εποχή εκείνη. Το έργο του είναι ένα καλειδοσκόπιο σημειώσεων και παρατηρήσεων που κινούνται στον ρυθμό της «ροκ» αναζητώντας το μέλλον μέσα από την αυταπάτη του παρελθόντος. (Henry Graham 1930 - . Ζωγράφος και μουσικός της τζαζ. Ζει στο Λίβερπουλ. «Καλή Τύχη Κάφκα / Αφεντικό θα το χρειαστείς» 1969).
Ο Ρότζερ ΜακΓκαφ μπορεί να θεωρηθεί τυπικός εκπρόσωπος της ποίησης «ποπ», με το σατιρικό ύφος του, την τάση του για λογοπαίγνια και αναγραμματισμούς που θυμίζουν τον Ε. Ε. Κάμμινγκς, την παραστατικότητα των εξιστορήσεών του, αλλά και την καθαρότητα και την κομψότητα του ύφους του. (Roger MacGough 1937 - . «Φρινκ» 1967, «Συνθήματα» 1969, «Μετά το Γλέντι» 1971).
Χαρακτηριστικό για την ποίηση «ποπ» είναι και το έργο του δεδηλωμένου ειρηνιστή Πήτε Μόργκαν, ο οποίος διοχέτευσε με μεγάλη επιτυχία την πληθωρική ρυθμική ενέργειά του σε αναγνώσεις μπροστά σε πλατύ κοινό των ποιημάτων του, που υλοποιούν τον άφθονο συγκινησιακά φορτισμένο ωμό ρεαλισμό του, με τον οποίο καταγράφει, σαν κινούμενη ζωντανή κινηματογραφική μηχανή, τις σπάνιες και ιδιόμορφες, καθόλου τουριστικές, εντυπώσεις του από πολλά μέρη που επισκέφθηκε σε όλο τον κόσμο. (Pete Morgan 1939 - . Γεννήθηκε στο Λανκασάιρ και μεγάλωσε στο Υορκσάιρ. Υπηρέτησε στην Δυτ. Γερμανία ως επικεφαλής διμοιρίας, παραιτήθηκε το 1964 και ασχολήθηκε με παραγωγές προγραμμάτων για την τηλεόραση, ταξιδεύοντας στην Αμερική, Γαλλία και Ισπανία. «Η Γκρίζα Φοράδα είναι το Καλύτερο Άλογο» 1973, «Η Συλλογή της Άνοιξης» 1979, «Ελληνικό Αλφάβητο» 1980, «Επισκέπτης του Χειμώνα»).
Ο Μπράιαν Πάτεν αντίθετα έδωσε μια καθαρά λυρική ποίηση με περισσότερο παραδοσιακούς σκοπούς και με μια σαφή τάση για αναβίωση της κλασικά ρομαντικής έμπνευσης. Οι στίχοι του, στοχαστικοί και ονειροπόλοι, έχουν αναμφισβήτητη χάρη και συγκίνηση, που ζωογονεί τα ορατά και αποκαλύπτει τα αόρατα, προσεγγίζοντας την σημασία τους μέσα από φανταχτερές εικόνες και μυστικά σύμβολα. (Brian Patten 1945 - . Ζει στο Λίβερπουλ. «Η Εξομολόγηση του Μικρού Γιάννη» 1967, «Σημειώσεις για τον Βιαστικό Άνθρωπο» 1969, «Το Άσχετο Τραγούδι» 1971).
Ο Μπάρυ Μακ Σουήνεϋ, ένας από τους ποιητές του Νιούκασλ που θαύμασαν και προέβαλαν την ποίηση του Μπέιζιλ Μπάντινγκ, συνδυάζει στο έργο του το στοιχείο «ποπ» με την παράδοση του Έζρα Πάουντ, στην οποία δίνει μια δημοκρατικότερη όψη, απομακρυνόμενος από τις ιδεαλιστικές, αριστοκρατικές ερμηνείες των φαινομένων και χρησιμοποιώντας συνεταιρισμούς ιδεών και μεταμορφώσεις εικόνων που δημιουργούν κάποιο άνοιγμα προς το όνειρο, την αγάπη και την γνωριμία. (Barry MacSweeney 1948 - . Ζει στο Νιούκασλ. «Το Παιδί του Πράσινου Καμπαρέ Μιλάει για την μητέρα του» 1968, «Η Κόκκινη Αμοιβαία Λεωφόρος μας» 1971).
6.3.1.3. Οι Εξτρεμιστές της Γενιάς του 1970
Μια άλλη ομάδα ποιητών της Γενιάς του 1970, που μπορεί να χαρακτηρισθεί «εξτρεμιστική», δεν αρκέστηκε στην ορμητική φωνή του Γκίνσμπεργκ και στον αντικομφορμισμό της ποίησης «ποπ», αλλά, επηρεασμένη κάπως καθυστερημένα από τον Γαλλικό Υπερρεαλισμό του Μεσοπολέμου, πειραματίστηκε σε ακόμη περισσότερο προχωρημένες μορφές έκφρασης, εξαρθρώνοντας και κατακερματίζοντας τον λόγο και διασπώντας την φυσική συνοχή των λέξεων, χωρίς να σέβεται τους κανόνες της σύνταξης και συχνά χωρίς να σχηματίζει πλήρεις φράσεις.
Από την ομάδα αυτή, ο Τζεφ Νάταλ συγγενεύει σε κάποιο βαθμό με την ομάδα των ποιητών του Λίβερπουλ, τουλάχιστον από την άποψη ότι είναι και αυτός ζωγράφος και πρώην μουσικός της τζαζ. Οι στίχοι του με τον γοργό ρυθμό και το συγκοπτόμενο ύφος τους αντιτάσσουν σε κάθε μορφή καταπίεσης και φενακισμού την ενέργεια της άρνησής του και την λυρική ώθησή του προς την φιλελεύθερη θέρμη της φαντασίας του. (Jeff Nuttall 1933 - . Ζωγράφος και μουσικός της τζαζ. «Ποιήματα που θέλω να Ξεχάσω» 1965, «Κομμάτια Ποίησης» 1966, «Εφημερίδες» 1968).
Ο Χάρυ Γκεστ, καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας σε Ιαπωνικό Πανεπιστήμιο, συνδυάζει στο έργο του την επίδραση των Γάλλων Υπερρεαλιστών με αυτήν του Ε. Πάουντ, παράγοντας ένα αποτέλεσμα που κυριαρχείται από έναν λεπτό, ρομαντικό αισθητισμό. (Harry Guest 1932 - . Πανεπιστημιακός Καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας. «Διευθετήσεις» 1968).
Ο Τομ Ρώουορθ έχει δεχθεί την επίδραση των Αμερικανών ποιητών της ομάδας «Μπλακ Μάουνταιν» και ιδιαίτερα της ομάδας γλωσσολογικού πειραματισμού L=A=N=G=U=A=G=E, αλλά την συνδυάζει στο έργο του με την ελλειπτική ποιότητα του ύφους του, που θυμίζει του Γάλλους Κυβιστές του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα τον Πιερ Ρεβερντύ (1889 – 1960). (Tom Raworth 1940 - . «Το Πλοίο των Σχέσεων» 1967, «Η Μεγάλη Πράσινη Μέρα» 1968, «Λιοντάρι Λιοντάρι» 1970).
Ο Λη Χάργουντ συνδυάζει την επίδραση των ριζοσπαστών Αμερικανών ποιητών της σχολής της Ν. Υόρκης με τον ρομαντικό υποκειμενισμό της Αγγλικής Ποίησης κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1940. Οι στίχοι του, γραμμένοι μέσα σε μια κατάσταση ονείρου, σεισμογραφούν την πραγματικότητα με προσωπική χαοτική αίσθηση του χρόνου και αγωνιώδη νοσταλγία. (Lee Harwood 1939 - . «Δυσανάγνωστος Τίτλος» 1965, «Ο Άνθρωπος με τα Γαλανά Μάτια» 1968, «Το Άσπρο Δωμάτιο» 1968, «Τοπία» 1969).
Η ποίηση του Πωλ Έβανς έχει επίσης ένα τόνο ονειρικό και μια ισχυρή κλίση υποβολής με την χρήση υπερρεαλιστικών εικόνων χαλαρής συνύφανσης που έρχονται και φεύγουν με μεγάλη ταχύτητα και επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες χάρη στο απροσδιόριστο περίγραμμά τους και στις νοηματικές διαλείψεις που συνεπάγονται. (Paul Evans 1945 - . «Φεβρουάριος» 1970).
Τελευταίο από την ομάδα αυτή μπορεί κανείς να αναφέρει έναν από τους περισσότερο ιδιόρρυθμους και ριζοσπαστικούς ποιητές της μεταπολεμικής Αγγλικής Ποίησης, τον Σπάικ Χώκινς, ο οποίος αναβιώνει στο έργο του τον Ντανταϊσμό του Τριστάν Τζαρά (1896 – 1963) και την ανοητολογική παράδοση του Έντουαρντ Ληρ (1812 – 1888), με τις λεκτικές ακροβασίες και την άκρα παραδοξότητα των στίχων του, όπου όμως συχνά συνυπάρχει γνωμική διάθεση και μαύρο χιούμορ. (Spike Hawkins 1943 - . «Η Τελευταία Πυροσβεστική Υπηρεσία» 1968).
6.3.1.4. Η Αφηγηματική Ποίηση του 1970
Κύριο μέλημα των ποιητών που ακολουθούν το αφηγηματικό ρεύμα της δεκαετίας του 1970, είναι η ασαφής εξιστόρηση γεγονότων με ακαθόριστο περίγραμμα, μέσα από ένα πλήθος νύξεων και απροσδιόριστων αναφορών, που προκαλούν την συνεχή συμμετοχή του αναγνώστη ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή απορία για το ποιος μιλάει και με ποια κίνητρα και για το αν αυτά που αφηγείται πρέπει ή μπορεί να γίνουν πιστευτά. Ουσιαστικά η Αφηγηματική Ποίηση της δεκαετίας του 1970 αποτελεί προέκταση και μετεξέλιξη της αισθητικής του «Κινήματος» της δεκαετίας του 1950, όπως παραδόθηκε στους νεότερους από τους ποιητές του «Ομίλου» και την ομάδα των ποιητών της Ιρλανδικής Αναγέννησης.
Η Αν Στήβενσον, Αμερικανικής καταγωγής, συνδύασε στο έργο της τα βιώματα της διπλής πολιτιστικής της ταυτότητας, και επηρεασμένη από την «εξομολογητική ποίηση» του Ρόμπερτ Λόουελ και της Σύλβια Πλαθ, από την μια μεριά και από την Στήβι Σμιθ και τον Τζον Μπέτζεμαν από την άλλη, έθεσε, ήδη από τις αρχές της δεκαετία του 1970, τις βάσεις της «αφηγηματικής» ποίησης με διάθεση κυρίως ψυχογραφική, που διαπλέκεται με σατιρική διεισδυτικότητα, και οξύ προβληματισμό για τις κοινωνικές συμβατικότητες της σύγχρονης ζωής που είναι ένα από τα κύρια θέματά της. (Anne Stevenson 1933 - . Γεννήθηκε στο Κέιμπριτζ από Αμερικανούς γονείς. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στην Αγγλία και την Αμερική. «Διαλεγμένα Ποιήματα» 1974, «Αλληλογραφίες» 1974, «Αρκετό Πράσινο» 1977).
Ο Τζέημς Φέντον είναι από τους βασικούς εισηγητές αυτής της μεθόδου, επιχειρώντας να αναδείξει στο έργο του τις αναρίθμητες μορφές της ζωής, από την ιδιοτροπία και το επιτηδευμένο χιούμορ μέχρι την φρίκη και τον τρόμο, καθοδηγώντας, με επινοητικότητα και πνεύμα, την προσοχή μας στην τεχνητότητα, την αυτονομία και την φαινομενικότητα του προβλήματος της επικοινωνίας μας με τον έξω κόσμο, και μετασχηματίζοντας, σε αντίθεση με τους «Αρειανούς» που επιδιώκουν το αντίστροφο, το «παράξενο» σε «οικείο». (James Fenton 1949 - . Γεννήθηκε στο Λίνκολν, σπούδασε στην Οξφόρδη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Αγγλία, το Βιετνάμ και την Γερμανία και ως Καθηγητής Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Τελευταίος Παγετώνας» 1972, «Ελεύθερη Κατοχή» 1978, «Γερμανικό Ρέκβιεμ» 1980, «Ανάμνηση του Πολέμου» 1982, «Φάκελος από Χαρτί Μανίλας» 1989).
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο συνομήλικός του Τομ Πώλιν, ο οποίος συνδύασε ταυτόχρονα στο έργο του και επιδράσεις από τις Ιρλανδικές καταβολές του (Σέιμους Χήνεϋ, Ντέρεκ Μάον), με αυτές του Κινήματος της δεκαετίας του 1950 (Τομ Γκαν), αλλά και παλιότερων ποιητών όπως ο Ντ. Η. Λόρενς, για να δώσει ένα έργο με πολιτική βάση που εστιάζεται στην ζοφερή κατάσταση της Ιρλανδίας και των Χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, με οπτικό πεδίο που κινείται περισσότερο στο χώρο της μυθοπλασίας και του φανταστικού, και με χρήση λεκτικού που ποικίλει από την καθομιλουμένη μέχρι την ιδιωματική εκφραστική. (Tom Paulin 1949 - . Γεννήθηκε στο Ληντς, αλλά μεγάλωσε στο Μπέλφαστ. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Χαλ και της Οξφόρδης. Καθηγητής Φιλολογίας σε διάφορα Πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αμερικής. «Κατάσταση Δικαιοσύνης» 1977, «Το Παράξενο Μουσείο» 1980, «Δέντρο Ελευθερίας» 1983, «Πόλη Πέντε Μιλίων» 1987, «Περπατώντας σε μια Γραμμή» 1994, «Το Εγκόλπιο της Εισβολής» 2002).
Σημαντική συμβολή στην διαμόρφωση της αισθητικής φυσιογνωμίας της Αφηγηματικής Ποίησης είχε και ο Άντριου Μόσιον, ένθερμος θαυμαστής του Έντουαρντ Τόμας, του Τόμας Χάρντυ και του Φίλιπ Λάρκιν, με τον οποίο είχε προσωπική φιλία. Η ποίησή του έχει σε πολλές περιπτώσεις μυθιστορηματική μυστικοπαθή πλοκή με αιφνίδιες διακοπές της αφήγησης βασισμένης σε αυτοβιογραφικό υλικό, συχνά από την μακρόχρονη περιπέτεια της ανάπηρης μετά από ατύχημα μητέρας του, που αποτελεί ένα από τα κύρια κίνητρα της έμπνευσής του. Ο λόγος του, έντονα δραματικός, όχι σπάνια ανακυκλώνεται με διαφορετική μορφή πάνω στο ίδιο θέμα, που κατά κανόνα έχει σχέση με εμπειρίες και βιώματα απώλειας, στέρησης, θλίψης, μοναξιάς και ερήμωσης, σε μια προσπάθεια να αναζητηθεί η πηγή των φαινομένων της ζωής. (Andrew Motion 1952 - . Γεννήθηκε στο Λονδίνο και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Πανεπιστημιακός Καθηγητής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια του Χαλ και της Ανατ. Αγγλίας. Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής από το 1998. «Τα Βαπόρια της Χαράς» 1978, «Μυστικές Αφηγήσεις» 1983, «Φυσικές Αιτίες» 1987, «Αλμυρό Νερό» 1997).
Ο Ιρλανδός Πωλ Μαλντούν, που ανήκει ταυτόχρονα και στην ομάδα των Συνεχιστών της Ιρλανδικής Αναγέννησης, εμπνεόμενος από το αγροτικό περιβάλλον αλλά και από την σύγχρονη πολιτική κατάσταση της Ιρλανδίας, είναι από τους περισσότερο εφευρετικούς και υπαινικτικούς ποιητές της σύγχρονης Αγγλικής Ποίησης, με αιθέρια και μαγική, παραπλανητικά γοητευτική, μυθοπλαστική ποιότητα αφήγησης ταξιδιωτικών περιπετειών με αλληγορική σημασία, και παράταιρο ζευγάρωμα φαινομενικά ασύνδετων γεγονότων, όπου το μεγάλο συγκρίνεται με το μικρό, το μπουρλέσκο με το φολκρόρ και το ψυχεδελικό με το παράδοξο. (Paul Muldoon 1951 - . Ιρλανδός. Γεννήθηκε στην κομητεία Άρμαχ της Βορ. Ιρλανδίας και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ. Εργάστηκε ως παραγωγός του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Δίδαξε σε διάφορα Πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αμερικής, ανάμεσα σ’ αυτά και στην Οξφόρδη. «Νέος Καιρός» 1973, «Μουλάρια» 1977, «Γιατί έφυγε ο Μπράουνλη» 1980, «Μάντοκ, ένα Μυστήριο» 1990, «Ποιήματα 1968 – 1998» 2001).
Ο Τζέφρυ Ουέινράιτ συγγενεύει τόσο με τους Τόνυ Χάρισον και Ντάγκλας Νταν, από την άποψη του ενδιαφέροντός του για τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και τα ζητήματα των ταξικών διαφορών, όσο και με την Αν Στήβενσον και τους ποιητές της «αφηγηματικής ποίησης» από την άποψη της ικανότητάς του για ανάπλαση ιστορικών μορφών και καταστάσεων. (Jeffrey Wainwright 1944 - . Γεννήθηκε στο Στόουκ του Τρεντ. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Ληντς. Εργάστηκε ως Καθηγητής Πανεπιστημίου στην Ουαλία, Νέα Υόρκη και Μάντσεστερ. «Ο Σημαντικός Άνθρωπος» 1970, «Πόθος Καρδιάς» 1978, «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1985).
Αντίθετα ο Πήτερ Σκάπαμ ακολουθεί και αναπτύσσει περισσότερο στο έργο του τα διδάγματα της λεπτεπίλεπτης και καλοδουλεμένης εκφραστικής των εξπρεσιονιστών των δύο προηγούμενων δεκαετιών Τεντ Χιουζ, Φράνσις Μπέρυ, Τζον Σίλκιν και Πήτερ Ρέντγκροουβ, με προδιάθεση φυσιολατρική και νατουραλιστική και με εικαστικά εντυπωσιακά αποτελέσματα. (Peter Scupham 1933 - . Γεννήθηκε στο Λίβερπουλ, σπούδασε στο Κέιμπριτζ και εργάστηκε ως καθηγητής στο Χερτφορντσάιρ. «Η Σφαίρα που Χιονίζει» 1972, «Προϊστορίες» 1975, «Ενδοχώρα» 1977, «Καλοκαιρινά Παλάτια» 1980).
Η Κάρολ Ρούμενς, μετέχει και στα τρία βασικά ρεύματα της δεκαετίας του 1970, με την εμμονή της σε μικροαστικά θέματα της οικιακής ζωής και των οικογενειακών και ερωτικών σχέσεων με ψυχογραφική διάθεση έντονα επηρεασμένη από τον Φίλιπ Λάρκιν, εμπλουτισμένη με την φρέσκια οπτική των «Αρειανών», ενώ η διαμονή της στην Βορ. Ιρλανδία, μετά το 1990, την έφερε σε στενή επαφή με την ισχυρή ποιητική παράδοση του Σέιμους Χήνεϋ και έδωσε στο έργο της μια νέα γεωπολιτική διάσταση, που συνδυάστηκε με τα ενδιαφέροντά της για την Ανατ. Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ρωσία. (Carol Rumens 1946 - . Γεννήθηκε στο Λονδίνο. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Εργάστηκε ως διαφημίστρια και εκδότρια. «Άπαιχτη μουσική» 1981, «Άμεση Επιλογή» 1985, «Διαλεγμένα Ποιήματα» 1987).
Η Πωλίν Στέινερ προώθησε ακόμη περισσότερο την αφηγηματική τεχνική σε περίπλοκες Ελιοτικές μορφές αφαίρεσης, υποταγμένες στο μεταφυσικό και το ιερό, που αποφεύγουν επιμελώς τις ουσιαστικές ομολογίες ή τις απροκάλυπτες αποκαλύψεις, εμπλουτίζοντας τη εικαστική της μέθοδο με ένα είδος επιστημονικού εμπειρισμού διαμορφωμένου μέσα από ένα κλίμα επιφυλακτικότητας, αβεβαιότητας και αστάθειας στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τα εκφραζόμενα. Νεότεροι ποιητές όπως ο W. N. Herbert, Robert Crawford, Jo Shapcott και Lavinia Greenlaw ακολούθησαν το παράδειγμά της. (Pauline Stainer 1941 - . Πριν σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, εργάστηκε ως νοσοκόμα, σερβιτόρα και βιβλιοθηκάριος. «Η Κηρήθρα» 1989, «Βλέποντας το Δουλικό Καράβι» 1992).
6.3.1.5. Η Ποίηση των «Αρειανών» του 1970
Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης των «Αρειανών» της δεκαετίας του 1970 είναι η ενσυνείδητη πρόθεσή τους να δώσουν στον αναγνώστη την εντύπωση ότι το πράγμα, το φαινόμενο ή η εμπειρία που περιγράφουν υποπίπτει στην αντίληψή τους για πρώτη φορά, όπως θα συνέβαινε σε έναν εξωγήινο, την πρώτη μέρα που θα πατούσε το πόδι του στην Γη. Το αποτέλεσμα είναι ένας τρόπος θέασης που ανακαλύπτει το θαυμάσιο και το εκπληκτικό ακόμα και στα πιο κοινότυπα θέματα της καθημερινότητας, ο οποίος πλούτισε τον ποιητικό λόγο με μια φρεσκάδα, μια αθωότητα, μια ζωντάνια και μια επιστράτευση φαντασίας αξιοσημείωτες και άνοιξε ένα καινούριο μονοπάτι για την Αγγλική Ποίηση.
Ο Κρέιγκ Ρέιν υπήρξε ο εισηγητής της τεχνοτροπίας των «Αρειανών» και ένας από τους ποιητές που άσκησαν σημαντική επιρροή στις εξελίξεις της νεότερης Αγγλικής Ποίησης, σε βαθμό που παραλληλίζεται συχνά με τον ηγετικό ρόλο του Έζρα Πάουντ και του Τ. Σ. Έλιοτ, με τους οποίους παρουσιάζει ομοιότητα, αν και η ποίησή του συγγενεύει περισσότερο με τις οπτικές συλλήψεις των εξπρεσιονιστών και νατουραλιστών της δεκαετίας του 1950, Τεντ Χιουζ, Πήτερ Ρέντγκροουβ και Τζον Σίλκιν. Η θέαση των πραγμάτων μέσα στον ποιητικό του κόσμο γίνεται με τα μάτια ενός παιδιού, μέσα από ένα σύνολο τολμηρών σε βαθμό πρόκλησης παρομοιώσεων και μεταφορών και συχνά με μία διαστροφή και στρεβλωτική ανάδευση της γλώσσας, που προσδίδουν στο ύφος του ένα τόνο αθωότητας και έκπληξης με την οποία επιδιώκεται η αναζωογόνηση του κοινότυπου. (Craig Raine 1944 - . Γεννήθηκε στο Ντέραμ και σπούδασε στην Οξφόρδη όπου εργάστηκε ως καθηγητής κολεγίων και εκδότης. Για δέκα χρόνια ήταν διευθυντής του εκδοτικού οίκου FABER & FABER, θέση που είχε παλιότερα και ο Τ. Σ. Έλιοτ. «Το Κρεμμύδι, Αναμνήσεις» 1978, «Ένας Αρειανός Στέλνει μια Κάρτα στην Πατρίδα του» 1979, «Ελεύθερη Μετάφραση» 1981, «Πλούσιος» 1984, «Ο Εξηλεκτρισμός της Σοβιετικής Ένωσης» 1986, «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1999).
Τις αισθητικές διδαχές του Κρέιγκ Ρέιν αξιοποίησε, άμεσα και γόνιμα, ο κατά πέντε χρόνια νεότερός του Κρίστοφερ Ρηντ, του οποίου το έργο παρουσιάζει παραπλήσια χαρακτηριστικά που βασίζονται στην χρήση ακραίων και εντυπωσιακών παρομοιώσεων, στην υιοθέτηση μιας επιτηδευμένα απλοϊκής και αφελούς εκφραστικής και στην εκμετάλλευση ενός οπτικού πεδίου που αποδίδει με απόλυτη ακρίβεια και λεπτομέρεια τον εμπράγματο κόσμο του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, συνδυάζοντας φαινομενικά ετερογενή στοιχεία και ετερόκλητες ιδέες, από τις οποίες δεν απουσιάζει η γνήσια συγκίνηση. (Christopher Reid 1949 - . Γεννήθηκε στο Χονγκ Κονγκ και σπούδασε στην Οξφόρδη. Εργάστηκε στο Λονδίνο ως εκδότης και ως ελεύθερος συγγραφέας. «Αρκαδία» 1979).
Αξιόλογο παράδειγμα «Αρειανής» Ποίησης προσφέρει και το έργο της Πηνελόπης Σατλ της οποίας κάθε ποίημα εντοπίζει και εικονίζει κάποια καινούρια ανακάλυψη ή αποκάλυψη συμβάντων της καθημερινής ζωής, άλλοτε με θάμβος, άλλοτε με στοχασμό και άλλοτε με περισυλλογή εντυπώσεων, ερεθισμάτων και βιωμάτων, που είναι όμως ικανά να μεταβιβάσουν ταυτόχρονα γνήσιο αίσθημα και αυθεντική συγκίνηση. (Penelope Shuttle 1947 - . Γεννήθηκε στο Μίντλεσεξ, εργάστηκε ως ελεύθερος συγγραφέας μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και μιας μελέτης για την εμμηνορρυσία. «Ο Δενδρόκηπος στο Πάνω Πάτωμα» 1980).
Χαλαρότερα «Αρειανά» χαρακτηριστικά παρουσιάζει και το έργο του Ντέιβιντ Σουήτμαν ο οποίος απομακρύνεται λιγότερο από το κλίμα και την θεματογραφία των ποιητών του «Κινήματος» και των Αφηγηματικών ποιητών της γενιάς του, καθώς πλουτίζει την τεχνική του με πολύπλοκες ασαφείς διηγήσεις, υπαινιγμούς και υπεκφυγές, που προκαλούν την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη. (David Sweetman 1943 - . Γεννήθηκε στο Νορθάμπερλαντ, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Ντέραμ και εργάστηκε ως εκδότης στο Παρίσι και ως παραγωγός του BBC στο Λονδίνο. «Ερευνώντας το Βυθό» 1981).
Η Ιρλανδέζα Μεντμπ ΜακΓκούκιαν συνδυάζει τις «Αρειανές» επιδράσεις με τις Ιρλανδικές καταβολές της, επιχειρώντας να αποτυπώσει την ασυναρτησία και τον φαινομενικό παραλογισμό του αδιεξόδου της σύγχρονης ζωής, επικοινωνώντας, διαγιγνώσκοντας και δίνοντας έκφραση σε πράγματα και καταστάσεις καταπιεσμένα και απωθημένα από τον βίαιο πολιτισμό της εποχής μας και ταυτόχρονα βρίσκοντας μια συγκινησιακή βαλβίδα που επιτρέπει την απελευθέρωση των βαθύτερων αισθημάτων χαράς και λύπης του ανθρώπου. (Medbh MacGuckian 1950 - . Ιρλανδέζα. Γεννήθηκε στο Μπέλφαστ και σπούδασε στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως καθηγήτρια σε κολέγια του Μπέλφαστ. «Το Πορτραίτο της Ιωάννας» 1980, «Ο Άρχοντας των Λουλουδιών» 1982, «Επιλεγμένα Ποιήματα» 1997).
6.3.2. Η Γενιά του 1980
Οι κύριες γραμμές στις οποίες κινήθηκε η Αγγλική Ποίηση στην διάρκεια των δεκαετιών του 1980 /1990 μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις γενικές κατευθύνσεις. Υπάρχει πρώτα ένα μεγάλο πλήθος ποιητών που δρουν και αναπτύσσονται στην περιφέρεια και κατά κάποιο τρόπο εκφράζουν στο έργο τους ένα είδος μικρότερης ή μεγαλύτερης Αντίδρασης προς το Κέντρο. Οι ποιητές αυτοί θα μπορούσαν να ταξινομηθούν περαιτέρω ανάλογα με την καταγωγή τους, σε Σκότους, Ιρλανδούς και Αφρο-Καρίβες. Μια άλλη ομάδα ποιητών, συγγενής με την προηγούμενη παράγει ένα έργο Κοινωνικοπολιτικού Προβληματισμού. Μια τρίτη ομάδα ποιητών συνεχίζει τις εκφραστικές προσπάθειες των Εξτρεμιστών της προηγούμενης δεκαετίας. Τέλος υπάρχει και πάλι μια ομάδα «Ανεξάρτητων» ποιητών που πειραματίζονται συνδυάζοντας ποικίλες φόρμες και επιδράσεις.
6.3.2.1. Η Ποίηση Αντίδρασης προς το Κέντρο του 1980
Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980 έγινε αισθητή η ανάγκη να εκφρασθεί ακριβέστερα και με σαφήνεια η φυσιογνωμία και η κοινωνικοπολιτική αλλά και εκφραστική ταυτότητα των ποιητών που ζουν και λειτουργούν στην περιφέρεια, σε αντιδιαστολή με το πολιτικό και πνευματικό Αγγλοσαξονικό «κέντρο» της Βρετανίας, το οποίο παραδοσιακά εκπροσωπείται κυρίως από το Λονδίνο, την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ. Στο πνεύμα αυτό παρατηρούνται ουσιαστικές ομοιότητες στρατηγικής, τόνου και στάσης, με χρώμα λιγότερο ή περισσότερο πολιτικό, και υπόβαθρο κοινωνικό, στο έργο και στην δράση ποιητών με διαφορετικές καταβολές και καταγωγή, όπως Σκότων, Ιρλανδών, Αφρικανών και Καρίβων. Κοινό σημείο των ποιητών αυτών είναι η αμφισβήτηση και η κριτική της πολιτιστικής ορθόδοξης εξουσίας, επίδρασης και εξάρτησης των τοπικών ή μειονοτικών κοινωνιών από την κεντρική κρατική αυθεντία.
6.3.2.1.1. Οι Σκότοι Ποιητές της Δεκαετίας του 1980
Η Σκοτική Ποίηση που, από την εποχή του Hugh MacDiarmid άρχισε να αυτοπροσδιορίζεται ως ένα σημαίνον ρεύμα με ιδιαίτερα τοπικιστικά χαρακτηριστικά μέσα στο σύνολο της Αγγλικής Ποίησης, ακολούθησε μια συνεχή ανοδική πορεία στην διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960, για να πορευτεί προς μία πραγματική άνθηση με τον Ντάγκλας Γκαν στην δεκαετία του 1970, που συνεχίστηκε και στα χρόνια του 1980 και 90.
Η Λιζ Λόκχεντ τοποθετείται δικαιωματικά στην πρώτη γραμμή της ομάδας των πολυάριθμων Σκότων ποιητών της δεκαετίας του 1980, με ένα έργο που ουσιαστικά κινείται στην χαρακτηριστική γραμμή της μεταπολεμικής Αγγλικής Ποίησης όπως εκφράζεται από την αισθητική του «Κινήματος», συνεχίζοντας την παράδοση της ποίησης του γυναικείου βιορυθμού, που δημιούργησαν στην δεκαετία του 1970 ποιήτριες όπως η Φλερ Άντκοκ, η Τζένη Τζόζεφ και η Κάρολ Ρούμενς, με πρόσμιξη ισχυρών στοιχείων εναίσθησης του ιστορικού γίγνεσθαι και βιωματικής ώσμωσης με τις φυλετικές Σκοτσέζικες καταβολές της. (Liz Lochhead 1947 - . Σκοτσέζα. Γεννήθηκε στο Λαναρκσάιρ, σπούδασε Καλές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Καθηγήτρια Ζωγραφικής στην Γλασκόβη και στο Μπρίστολ. Συνεργάτιδα του BBC ως θεατρικός συγγραφέας. «Οι Αδελφές Γκριμ» 1981, «Συγκεντρωμένα Ποιήματα» 1982, «Μουσική Πίπιζας» 1991).
Ο Φρανκ Κούπνερ αναχωρώντας από αισθητικές αντιλήψεις που συγγενεύουν με του Τ. Σ. Έλιοτ, οδηγείται σε μία ποίηση που αναζητεί την παρωδία και την διακωμώδηση, μέσα από μηχανισμούς ρητορικής πυκνότητας και αναρχικού χιούμορ, με τους οποίους ο αναγνώστης υποκινείται να συνειδητοποιήσει ότι οι ιδέες του νοήματος, της αλήθειας και της κατανόησης είναι μύθοι που καθορίζονται από εκφραστικές μορφές και γλωσσολογικούς όρους που χρησιμοποιούνται για την διατύπωσή τους. (Frank Kuppner 1951 - . Σκότος. Γεννήθηκε και έζησε στην Γλασκόβη. «Μια Κακή Μέρα για την Δυναστεία των Σανγκ» 1984, «Η Ευφυής Παρατήρηση Γυμνών Γυναικών» 1987, «Γελοίο! Παράλογο! Απαίσιο!» 1989).
Ο Τζον Μπερνσάιντ, από τους πλέον πολυγράφους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου, αντλεί τροφή για την έμπνευσή του από την φύση, παραμένοντας μυστικιστής, περισσότερο συγγενικός και επηρεασμένος από Ευρωπαίους, και ιδιαίτερα Ισπανούς ποιητές (όπως ο Χιμένεθ, ο Λόρκα και ο Γκιγέν) σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Άγγλους ποιητές της γενιάς του, με εξαίρεση των Τζέφρυ Χιλ με τον οποίο συχνά παραλληλίζεται. Η ποίησή του αναζητεί την ουσία των ενδιάμεσων καταστάσεων της ύλης που δεν μπορεί να συλλάβει η επιστήμη, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά ένα κυρίαρχο θέμα που επανέρχεται διαρκώς στα ποιήματά του με διαφορετική αμφίεση. (John Burnside 1955 - . Σκότος. Γεννήθηκε στην κομητεία Φάιφ (Fife) στην δυτική Σκοτία. Σπούδασε φυσικοχημεία και έζησε στο Σάρεϋ της Αγγλίας. «Το Τσέρκι» 1988, «Κοινή Γνώση» 191, «Μέρες Πανηγυριού» 1992. «Κανονικό Δέρμα» 1997, «Υγρό Σπίτι» 1997, «Τα Παιδιά του Ελέους» 2000, «Ο Χορός του Ασύλου» 2000, «Η Παγίδα του Φωτός» 2001).
Η Κάρολ Αν Ντάφυ είναι η πιστότερη και συνεπέστερη συνεχίστρια της παράδοσης του Φίλιπ Λάρκιν, όπως κληροδοτήθηκε στους νεότερους από τον Ντάγκλας Νταν. Με εξαιρετική αίσθηση του ιδιωματικού και του σύγχρονου πολιτισμού των μεσαίων τάξεων, επαναφέρει στην ποίηση μια φεμινιστική δημόσια φωνή αριστερής ιδεολογίας και χρησιμοποιώντας δραματικούς μονολόγους με έξαψη και επιθετικότητα, αποδεικνύεται ικανή να συνδυάσει διαχρονικά θέματα με τις εμπειρίες της σύγχρονης ζωής, εκλαϊκεύοντας πολύπλοκες ιδέες για τις έννοιες και τον πολιτικό ρόλο της γλώσσας και του συντακτικού. Από το ύφος της που είναι συνήθως πολιορκητικό και αφοπλιστικό, δεν απουσιάζει σε ορισμένες περιπτώσεις μια δόση ελεγειακή και περισσότερο λυρική και προσωπική, τονισμένη με νότες νοσταλγίας και ξεριζωμού, που όμως δεν θίγουν την καθολικότητα των ανησυχιών και των αναζητήσεών της. (Carol Ann Duffy 1955 - . Σκοτσέζα. Γεννήθηκε στην Γλασκόβη, μεγάλωσε στο Σταφορντσάιρ και αργότερα στο Λίβερπουλ και τελικά εργάστηκε στο Λονδίνο ως συγγραφέας. «Όρθιο Γυμνό Θηλυκό» 1985, «Πουλώντας το Μανχάταν» 1987, «Η Άλλη Χώρα» 1990, «Ενδιάμεσος Χρόνος» 1993).
Πιο κοντά στον Ντάγκλας Νταν βρίσκεται το έργο του Ρόμπερτ Κρόφορντ, στενά συνυφασμένο με την ουσία, το ύφος και το ήθος της ζωής στην σύγχρονη Σκοτία, αλλά και με τις παραδόσεις της, με ένα τρόπο περισσότερο διανοητικό παρά εμπειρικό, και με μία σαφή τάση για επιστημονική εμβάθυνση σε θέματα που αναδιφούν και αξιολογούν τις επιπτώσεις της κοινωνικής πολιτικής και της τεχνολογίας στον άνθρωπο, και ταυτόχρονα με μία βαθιά αίσθηση του ρόλου της γλώσσας στην διαμόρφωση και στην εξέλιξη της σύγχρονης συνείδησης και ευαισθησίας, χρησιμοποιώντας τεχνικές παρακίνησης του ακροατή στις οποίες το καλοήθες χιούμορ, ο πνευματώδης αστεϊσμός, η άκακη ειρωνεία σε βαθμό αυτοσαρκασμού, και η διάθεση ιλαρότητας κατέχουν κεντρική θέση. (Robert Crawford 1959 - . Σκότος. Γεννήθηκε κοντά στην Γλασκόβη. Εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σαιντ Άντριους. «Σκοτσέζικη Συνάθροιση» 1990, «Ομιλούσες Ταινίες» 1992, «Αρρενωπότητα» 1996).
Η διαπνοή του Σκωτικού εθνικισμού, που έχει τις ρίζες της στον Χιου Μακ Ντάιαρμιντ, έχει διαποτίσει και το έργο του Ου. Ν. Χέρμπερτ που, σε απόλυτη συνάφεια με τον Ρόμπερτ Κρόφορντ, πειραματίζεται με γλωσσικούς ακκισμούς που ενσωματώνουν ιδέες ενός αταξικού γλωσσικού οργάνου που είναι ικανό να οδηγήσει στην απελευθέρωση από κάθε προσδοκία σχετικά με το ίδιο το αντικείμενο αλλά και το υποκείμενο της ποίησης, δηλώνοντας ταυτόχρονα μία πρόθεση πίστης στην δυνατότητα της ποίησης να πραγματώσει μια πράξη αντίστροφη από αυτήν που συνήθως θεωρείται ότι είναι --- όχι μια ιδέα που δίνει στο εαυτό της σχήμα με λόγια, αλλά μια ιδέα που πηγάζει και διαμορφώνεται κατευθείαν από τις λέξεις. Με τον τρόπο αυτό η ποίηση δεν αναδιαμορφώνεται απλώς με τόνους αισθητισμού, αλλά ταυτόχρονα επαναδιανοείται με όρους πολιτικούς που εμπεριέχουν και την ιστορική καταγραφή του ιδεολογικού υπόβαθρου που ενεργοποιεί το κοινωνικό γίγνεσθαι. (W. N. Herbert 1961 - . Σκότος. Γεννήθηκε στο Ντάντη. Σπούδασε στην Οξφόρδη και εργάστηκε ως καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Νιούκασλ, του Ντέραμ και του Λάνκαστερ. «Μια Άλλη Μουσική» 1991, «Η Διαθήκη του Αιδεσιμότατου Τόμας Ντικ» 1993, «Διχαλωτή Γλώσσα» 1994).
Η έμπνευση της Τζάκι Κέϋ εμφιλοχωρεί σε περιοχές παρόμοιες με αυτές της Κάρολ Αν Ντάφυ, επεκτείνοντας το πεδίο σύλληψης με χρήση νευρικών και ευκίνητων μονόλογων δραματικής πνοής, που κινούνται στα όρια ανάμεσα στον ειρωνικό κοινωνικό νατουραλισμό και τον θαρραλέο πολιτικό διαλογισμό, συνδυασμένους με μία εναγώνια και οδυνηρή εξομολογητική διάθεση που προσεγγίζει τον τόνο της Σύλβια Πλαθ. Η προσωπική εμπειρία της, ως Νέγρα που ανατράφηκε από οικογένεια λευκών Σκοτσέζων, αποτελεί μια έμπρακτη υλοποίηση του αιτήματος συνύπαρξης ποικίλλων πολιτισμών και φυλών στην σύγχρονη Βρετανία και ουσιαστικά κατασκευάζει ανάμεσά τους μια λεωφόρο ώσμωσης που δημιουργεί τις προϋποθέσεις διεύρυνσης του πλουραλισμού της ποιητικής φωνής. (Jackie Kay 1961 - . Νέγρα Σκοτσέζα. Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο από πατέρα Νιγηριανό και μητέρα Σκοτσέζα και υιοθετήθηκε αμέσως μετά την γέννησή της από ζευγάρι λευκών Σκότων. Εργάστηκε στο Λονδίνο ως συγγραφέας. «Τα Χαρτιά της Υιοθεσίας» 1991, «Άλλοι Εραστές» 1993, «Νέα και Επιλεγμένα Ποιήματα» 2004).
Τελευταία στην σειρά των Σκότων ποιητών της δεκαετίας τους 1980, η Κάθλην Τζέιμι γράφει ποιήματα που συνδυάζουν την γυναικεία φύση και την Σκοτική παράδοση και που χαρακτηρίζονται από έντονο ρυθμό και λυρική ευαισθησία, συνδυασμένη με δηκτικότητα, ατίθαση νευρικότητα και κοινωνική ανησυχία, με πολλές πλάγιες παρατηρήσεις, μονολόγους και ανατροπές και πάντα με το πολιτικό πρόβλημα της Σκοτίας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Τα ταξίδια της στην Ανατολή, και ιδιαίτερα στα Ιμαλάια, πλούτισαν τις εμπειρίες της με εξωτικά στοιχεία από τις επαφές της με νομάδες, προσκυνητές, μοναχούς και εμπόρους που αποτυπώνονται στο έργο της σε στίχους εντατικής ενέργειας και περιπλάνησης με ύφος κινηματογραφικής ταινίας και ατμόσφαιρα διάλεξης ταξιδιωτικού περιεχομένου, χωρίς να παραβλάπτουν την μόνιμη και σταθερή φυσιολατρική προδιάθεσή της, που εκδηλώνεται σε περιγραφές του φυσικού τοπίου οπουδήποτε και αν βρίσκεται, αλλά και την τάση της για απόδοση του τρόπου ζωής στα εμπορικά κέντρα, στα πολυκαταστήματα, και στα μεγάλα κτίρια κατοικιών και γραφείων των μεγαλουπόλεων. (Kathleen Jamie 1962 - . Σκοτσέζα. Γεννήθηκε στο Ρενφριουσάιρ και έζησε στο Φάιφ, όπου εργάστηκε ως συγγραφέας. Ταξίδεψε σε χώρες της Ανατολής. «Ο Τρόπος που Ζούμε» 1987, «Η Αυτόνομη Περιοχή» 1993, «Η Βασίλισσα του Σιβά» 1994, «Ανάμεσα στους Μουσουλμάνους» 2002, «Ο Κύριος και η Κυρία Σκοτία είναι Νεκροί» 2002).
Από την έκθεση που προηγήθηκε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Αγγλόφωνη Ποίηση της Μεγ. Βρετανίας παρουσιάζει μια αδιάσπαστη και μακρόχρονη συνέχεια από τις ρίζες της που ανάγονται στον 7ο Αιώνα μ.Χ. ως τις μέρες μας. Η άνοδός της στην παγκόσμια ποιητική σκηνή υπήρξε σταδιακή και σημειώθηκε μετά από συνεχή γόνιμη επικοινωνία με τον πολιτισμό των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών Χωρών: Η Ιταλική Ποίηση κατά την περίοδο της Αναγέννησης, η Γαλλική Ποίηση κατά την Νεοκλασική Περίοδο, η Γερμανική Ποίηση κατά την πρώτη Ρομαντική Περίοδο, η Γαλλική Ποίηση και πάλι κατά το δεύτερο μισό του 19ου Αιώνα, και η Αμερικανική Ποίηση κατά τον 20ο Αιώνα, υπήρξαν τα κύρια Πρότυπα που διαμόρφωσαν το ύφος και την φωνή του έμμετρου λόγου στην Μ. Βρετανία, αφού πρώτα υπέστησαν ευεργετική διεργασία ζύμωσης με το Αγγλικό ήθος.
Από λειτουργική άποψη η Αγγλική Ποίηση βρέθηκε στο απόγειο της απήχησης που είχε στις μάζες στον διεθνή χώρο κατά την εποχή των μεγάλων Ρομαντικών της πρώτης πεντηκονταετίας του 19ου Αιώνα, ενώ ξαναβρέθηκε στην πρωτοπορία των εξελίξεων κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου χάρη στο έργο των Γέιτς και Έλιοτ. Μεταπολεμικά η Αγγλική Ποίηση σε συνεχή και σταθερή σχέση και γόνιμη επικοινωνία με την Αμερικανική που κυριαρχεί στον σύγχρονο ποιητικό κόσμο, χάρη στην ευρύτερη διάσταση των θεμάτων της και τον πολιτικό προσανατολισμό των ποιητών της.
Καταλήγοντας μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η δήλωση του Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ ότι «ποίηση είναι το άνθος και η ευωδιά της ανθρώπινης γνώσης, της ανθρώπινης σκέψης, του ανθρώπινου πάθους, της συγκίνησης και της γλώσσας» (1), αντιπροσωπεύει πράγματι το κύριο ρεύμα της Αγγλικής ποιητικής παράδοσης, μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις τα στοιχεία αυτά διαποτίζονται και όχι σπάνια αναμιγνύονται με ενσταλάξεις πνεύματος, χιούμορ, σάτιρας, λεκτικών ευρημάτων και περίπλοκων υφολογικών αναζητήσεων.
(1) «poetry is the flower and the essence of human knowledge, of human thought, of human passion, emotion and language».
SAMUEL TAYLOR COLERIDGE (1772 – 1834)
Η γεωγραφική περιοχή στην οποία έζησαν ή ζουν οι ποιητές, που παρουσιάζονται σ’ αυτή την εργασία, ονομάζεται Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (United States of America) βρίσκεται στην Βόρεια Αμερική και ορίζεται προς Βορά από τον Καναδά, προς την Δύση από τον Ειρηνικό Ωκεανό, προς Νότο από το Μεξικό και προς την Ανατολή από τον Ατλαντικό Ωκεανό (ολική έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται και η Αλάσκα στο βορειοδυτικό άκρο της Αμερικανικής Ηπείρου, 9.631.418 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Το Δυτικό τμήμα των ΗΠΑ παρουσιάζεται ορεινό, καθώς μεγάλο μέρος καταλαμβάνεται από τα Βραχώδη Όρη (Rocky Mountains με μέγιστο ύψος 4.396 μέτρα και πολλές κορυφές ψηλότερες από 4.000 μέτρα) και πέρα από αυτά στην παραλιακή ζώνη του Ειρηνικού η Σιέρα Νεβάδα (Sierra Nevada με μέγιστο ύψος 4418 μέτρα) και η Περιοχή των Καταρρακτών (Cascade Range με μέγιστο ύψος 4392 μέτρα), ενώ στο Ανατολικό τμήμα απλώνονται τα Απαλάχια Όρη (Appalachian Mountains με μέγιστο ύψος 2037 μέτρα). Το ενδιάμεσο τμήμα ανάμεσα στα Απαλάχια και τα Βραχώδη Όρη είναι πεδινό και διασχίζεται από τον ποταμό Μισισιπή (Mississippi) και τους 55 παραποτάμους του, από τους οποίους σπουδαιότεροι είναι ο Μισούρι (Missouri), ο Αρκάνσας (Arkansas) και ο Οχάιο (Ohio), που εκβάλλει στον Κόλπο του Μεξικού. Άλλα σημαντικά ποτάμια είναι ο Κολούμπια (Columbia) με παραπόταμο τον Σνέικ (Snake) που εκβάλλει στον Ειρηνικό Ωκεανό, ο Κολοράντο (Colorado) που εκβάλλει στον κόλπο της Καλιφόρνιας, ο Ρίο Γκράντε (Rio Grande) και ο Αλαμπάμα (Alabama) που εκβάλλουν επίσης στον Κόλπο του Μεξικού και πολλοί άλλοι μικρότεροι, ανάμεσα στους οποίους ο Χάντσον (Hudson) που διασχίζει την Νέα Υόρκη και ο Πότομακ (Potomac) που διασχίζει την Ουάσινγκτον. Στο βορειοανατολικό τμήμα των ΗΠΑ που συνορεύει με τον Καναδά, βρίσκεται μια ομάδα από Μεγάλες Λίμνες (Great Lakes) γνωστότερες από τις οποίες είναι η λίμνη Μίσιγκαν (Michigan) και η λίμνη Έρι όπου βρίσκονται οι καταρράκτες του Νιαγάρα.
Το κλίμα των ΗΠΑ, όπως αναμένεται για μια τόσο μεγάλη εδαφική έκταση, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Το ωκεάνιο κλίμα της δυτικής ζώνης με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι, περιορίζεται σε μία στενή παραλιακή λωρίδα κοντά στον Ειρηνικό. Ανατολικά της Σιέρα Νεβάδα υπάρχει μια εκτεταμένη ξηρή και άνυδρη περιοχή που παραχωρεί την θέση της αρχικά σε βοσκότοπους και στην συνέχεια σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις όσο μετατοπιζόμαστε από το κεντρικό τμήμα των ΗΠΑ προς τα ανατολικά. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες δεν παρατηρείται σημαντική διαφορά θερμοκρασιών που κυμαίνονται κατά μέσο όρο από 27 μέχρι 32 βαθμούς Κέλσιου σε όλη την έκταση των ΗΠΑ. Κατά τους χειμερινούς όμως μήνες η διαφορά θερμοκρασιών από περιοχή σε περιοχή είναι σημαντική (8 βαθμοί Κελσίου στην Νέα Ορλεάνη έναντι -17 βαθμών Κελσίου στην Βόρεια Ντακότα). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Λος Άντζελες είναι 381 χιλιοστά (έναντι 1092 της Νέας Υόρκης και 402 της Αθήνας), ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 17 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 13 μέχρι 22) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30) και 8 βαθμών Κελσίου της Νέας Υόρκης (με διακύμανση από -1 μέχρι 23).
Οι ΗΠΑ είχαν το 2000 πληθυσμό 281.421.000 κατοίκους και περιλαμβάνουν 50 Πολιτείες (States), καθεμιά από τις οποίες έχει δικό της Σύνταγμα και Κοινοβούλιο, που λέγεται Κογκρέσο και αποτελείται από την Βουλή και την Γερουσία, και αιρετό Κυβερνήτη που ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Το Ομοσπονδιακό Κογκρέσο αποτελείται και αυτό από Βουλή (με 435 μέλη διετούς θητείας) και Γερουσία (με 100 μέλη εξαετούς θητείας). Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται από σώμα εκλεκτόρων κάθε 4 χρόνια. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ουάσινγκτον (Washington District of Columbia 3.563.000 κάτοικοι) που δεν ανήκει σε καμία πολιτεία και αποτελεί ιδιαίτερο δήμο, τον δήμο της Κολούμπια, του οποίου τον Δήμαρχο ορίζει η κυβέρνηση.
Σπουδαιότερες πολιτείες και πόλεις κατά ζώνες είναι οι εξής:
- Στην βορειοανατολική ζώνη (north-east):
Η Νέα Αγγλία (New England) περιλαμβάνει τις πολιτείες Κονέκτικατ (Connecticut), Μέιν (Main), Μασαχουσέτη (Massachusetts), Νιου Χαμσάιρ (New Hampshire), Ροντ Άιλαντ (Rhode Island) και Βερμόντ (Vermont). Κυριότερη πόλη η Βοστόνη (Boston 4.059.000 κάτοικοι)
Ο Μέσος Ατλαντικός (Middle Atlantic) περιλαμβάνει τις πολιτείες Ντελαγουέαρ (Delaware), Δήμος Κολούμπια (District of Columbia), Μέριλαντ (Maryland), Νιου Τζέρσεϋ (New Jersey), Νέα Υόρκη (New York), Πενσυλβανία (Pennsylvania), και Δυτική Βιργινία (West Virginia). Κυριότερες πόλεις είναι η Νέα Υόρκη (17.968.000 κάτοικοι), η Ουάσινγκτον DC (3.563.000 κάτοικοι), η Φιλαδέλφεια 5.833.000 κάτοικοι), το Πίτσμπουργκ (2.316.000 κάτοικοι) και το Μπάφαλο (1.187.000 κάτοικοι).
- Στην βόρεια ενδοχώρα (north-central):
Η Βορειοανατολική Ενδοχώρα (East north central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Ιλλινόι (Illinois), Ινδιάνα (Indiana), Μίτσιγκαν (Michigan), Οχάιο (Ohio), Ουισκόνσιν (Wisconsin). Κυριότερες πόλεις το Σικάγο (8.111.000 κάτοικοι), το Ντιτρόιτ (4.611.000 κάτοικοι), το Κλίβελαντ (2.766.000 κάτοικοι), το Σαιντ Λούι (2.438.000 κάτοικοι), το Κολόμπους (1.299.000 κάτοικοι), το Μιλγουόκι (1.552.000 κάτοικοι), η Ινδιανάπολη (1.213.000 κάτοικοι) και το Σινσινάτι (1.690.000 κάτοικοι).
Η Βορειοδυτική Ενδοχώρα (West north central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Άιοβα (Iowa), Κάνσας (Kansas), Μινεσότα (Minnesota), Μισούρι (Missouri), Νεμπράσκα (Nebraska), Βόρεια Ντακότα (North Dakota) και Νότια Ντακότα (South Dakota). Κυριότερες πόλεις η Μινεάπολη (2.295.000 κάτοικοι) και το Κάνσας Σίτυ (1.518.000 κάτοικοι).
- Στην νότια ζώνη (south):
Ο Νότιος Ατλαντικός (South Atlantic) περιλαμβάνει τις πολιτείες Φλόριντα (Florida), Γεωργία (Georgia), Βόρεια Καρολίνα (North Carolina), Νότια Καρολίνα (South Carolina) και Βιργινία (Virginia). Κυριότερες πόλεις το Μαϊάμι (2.912.000 κάτοικοι), η Ατλάντα (2.561.000 κάτοικοι), η Βαλτιμόρη (2.280.000 κάτοικοι, η Τάμπα (1.914.000 κάτοικοι, το Τσαρλότ (1.065.000 κάτοικοι) και το Νόρφολκ (1.309.000 κάτοικοι).
Η Νοτιοανατολική Ενδοχώρα (East south central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Αλαμπάμα (Alabama), Κεντάκι (Kentucky), Μισισιπή (Mississippi), Τεννεσή (Tennessee). Κυριότερες πόλεις το Μπέρμινχαμ, το Νάσβιλ και η Μέμφις..
Η Νοτιοδυτική Ενδοχώρα (West south central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Αρκάνσας (Arkansas), Λουϊζιάνα (Louisiana), Οκλαχόμα (Oklahoma) και Τέξας (Texas). Κυριότερες πόλεις η Νέα Ορλεάνη (1.334.000 κάτοικοι), το Ντάλας (3.655.000 κάτοικοι), το Χιούστον (3.635.000 κάτοικοι) και το Σαν Αντόνιο (1.275.000 κάτοικοι).
- Στην δυτική ζώνη:
Η Ορεινή περιοχή (Mountain) περιλαμβάνει τις πολιτείες Αριζόνα (Arizona), Κολοράντο (Colorado), Άινταχο (Idaho), Μοντάνα (Montana), Νεβάδα (Nevada), Νιου Μέξικο (New Mexico), Γιούτα (Utah )και Ουαϊόμινγκ (Wyoming). Κυριότερες πόλεις το Φοίνιξ (1.885.000 κάτοικοι) και το Ντένβερ (1.847.000 κάτοικοι).
Ο Ειρηνικός (Pacific) περιλαμβάνει τις πολιτείες Καλιφόρνια (California), Όρεγκον (Oregon) και Ουάσινγκτον (Washington). Κυριότερες πόλεις το Λος Άντζελες (13.075.000 κάτοικοι) το Σαν Φρανσίσκο (5.878.000 κάτοικοι), το Σήατλ (2.285.000 κάτοικοι), το Σαν Ντιέγκο (2.201.000 κάτοικοι), το Πόρτλαντ (1.364.000 κάτοικοι) και το Σακραμέντο (1.291.000 κάτοικοι).
- Σε απόμακρες περιοχές:
Οι πολιτείες της Χαβάης (Hawaii, πρωτεύουσα η Χονολουλού, 300.000 κάτοικοι) και της Αλάσκας (Alaska, πρωτεύουσα η Τζούνω, 6.000 κάτοικοι).
- Στις ΗΠΑ ανήκουν επίσης ορισμένα εξωτερικά εδάφη όπως το αυτοκυβέρνητο νησί του Πουέρτο Ρίκο (πρωτεύουσα το Σαν Χουάν 1.816.000 κάτοικοι), η Ζώνη της Διώρυγας του Παναμά, η Αμερικανική Σαμόα, η Μικρονησία και τα νησιά Γκουάμ, Καρολίνες και Μαριάνες στον Ειρηνικό Ωκεανό και τα νησιά Βίρτζιν στην Καραϊβική Θάλασσα.
Οι ΗΠΑ είναι μία από τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η βιομηχανική παραγωγή της αντιπροσωπεύει το 32 % της παγκόσμιας παραγωγής και τα αγροτικά προϊόντα της το 18 % της παγκόσμιας παραγωγής. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 32 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 245 Αγγλίας και 77 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 74 % (έναντι 92 % της Αγγλίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 παθητικό 691 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 1718 και εξαγωγές 1027 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 408 δολαρίων της Αγγλίας και 747 της Ελλάδας, αλλά αυτό αντιστοιχεί σε πολύ μικρό μέρος (μόλις 4 %) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το μέγιστο μέρος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ έχει σχέση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, τον Καναδά, και την Ιαπωνία. Τέλος το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 43.555 δολάρια (έναντι 30.900 δολάρια της Αγγλίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι εξαιρετικά προοδευμένες γεωργικές καλλιέργειες στις ΗΠΑ παράγουν κυρίως αραβόσιτο, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, πατάτες, σόγια, βαμβάκι, καπνό, ρύζι και σακχαρότευτλα. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο, πρόβειο και χοιρινό κρέας, πουλερικά και ψάρια καθώς και γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Μόνο 6 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας και 26 % της Ελλάδας). 25 % του πληθυσμού απασχολείται στο εμπόριο και τις μεταφορές, 19 % σε παροχή υπηρεσιών και 27 % στην βιομηχανική παραγωγή. Τα ορυκτά προϊόντα της περιλαμβάνουν κυρίως πετρέλαιο, άνθρακα, σιδηρομετάλλευμα και μεταλλεύματα χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου, μολυβδαινίου, υδραργύρου, αργύρου, καλίου και αλουμινίου, ενώ η δευτερογενής βιομηχανική παραγωγή της είναι εξαιρετικά αναπτυγμένη σε όλους τους κλάδους. Παράλληλα πολύ μεγάλη είναι και η χρηματιστηριακή της δύναμη που την έχει αναδείξει στην μεγαλύτερη πιστώτρια χώρα με διεθνείς επενδύσεις πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε όλο τον κόσμο
2.1. Προϊστορία
Μετά την Αλγκομική Ορογένεση που οδήγησε στον σχηματισμό των πρώτων ηπειρωτικών μαζών στον αρχέγονο ωκεανό στην διάρκεια της Ηωζωικής Εποχής, στην περίοδο από το 1.500.000.000 π.Χ. μέχρι το 600.000.000 π.Χ., η Βόρεια Αμερικανική Ήπειρος σχηματίσθηκε πάνω από την θάλασσα στην διάρκεια της Ορδοβίκιας Εποχής περί το 400.000.000 π.Χ., ως τμήμα της πρωταρχικής ηπείρου Λαυρεντίας που συνυπήρχε εκείνη την περίοδο μαζί με άλλες πρωταρχικές ηπείρους όπως η Γκοντβάνα, μέρος της οποίας ήταν η Νότια Αμερική. Στην διάρκεια της Λιθανθρακοφόρου Εποχής περί το 300.000.000 π.Χ. η Λαυρεντία ήταν ενωμένη με την Γκοντβάνα σε μία ενιαία ηπειρωτική μάζα, που συνυπήρχε πάνω από την θάλασσα μαζί με την Σιβηρία και την Κίνα. Την εποχή εκείνη άρχισε η ορογένεση των Απαλάχιων Ορέων και της Οροσειράς των Άνδεων. Στην διάρκεια της Τριαδικής Εποχής περί το 200.000.000 π.Χ. όλες οι πρωταρχικές ηπειρωτικές μάζες ήταν ενωμένες σε μία ήπειρο στην οποία δόθηκε το όνομα Πανγαία. Στην διάρκεια της Ιουρασικής Εποχής περί το 150.000.000 π.Χ. τμήμα της Πανγαίας που αντιστοιχεί στις σημερινές Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ασία αποσπάσθηκε και σχημάτισε την Λαυρασία, ενώ η Νότια Αμερική παρέμενε κολλημένη με την Αφρική που ήταν τμήμα της Γκοντβάνας. Στην Κρητιδική Εποχή περί το 90.000.000 π.Χ. οι ήπειροι είχαν πάρει περίπου την σημερινή θέση τους αλλά το μέγιστο μέρος της Ευρώπης και μέρος της Βόρειας Αμερικής βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας που ονομάστηκε Τηθύς. Στην διάρκεια της Ηώκαινης, Ολιγόκαινης και Μειόκαινης περιόδου της Τριτογενούς Εποχής από το 65.000.000 π.Χ. μέχρι το 6.000.000 π.Χ. συντελέσθηκε η ορογένεση των Βραχωδών Ορέων και της Σιέρα Νεβάδα και τα νερά άρχισαν να αποτραβιούνται από την Αμερικανική Ήπειρο και, σταδιακά στην διάρκεια της Πλειόκαινης περιόδου μέχρι το 1.000.000 π.Χ., και από την Ευρώπη λόγω της ορογένεσης των Άλπεων και των Ιμαλαίων που άρχισαν από το 50.000.000 π.Χ.
Στα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου που άρχισε το 1.000.000 π.Χ. η Παλαιολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από τέσσερις μακρόχρονες περιόδους παγετώνων που εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, με τρεις ενδιάμεσες ζεστές περιόδους κατά τις οποίες οι πάγοι έλιωναν. Από τα πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής η Ευρώπη κατοικήθηκε από ανθρώπους που ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Οι πρώτες όμως μεταναστεύσεις ανθρώπων στην Αμερική έγιναν πολύ αργότερα στην διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής που άρχισε το 10.000 π.Χ. μετά το λιώσιμο των πάγων της τελευταίας περιόδου των παγετώνων που κράτησε περίπου 90.000 χρόνια. Οι πρώτοι μετανάστες της Αμερικής ανήκαν στην Μογγολοειδή Φυλή και πέρασαν στα Αμερικανικά εδάφη από τον Βερίγγειο πορθμό προερχόμενοι από την βορειοανατολική Ασία.
Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), χρονολογούνται στο Μεξικό, το Περού και την υπόλοιπη Νότια Αμερική από το 3000 π.Χ. Καλλιεργούσαν βαμβάκι, αραβόσιτο, λαχανικά και καπνά και έφτιαχναν βαμβακερά και μάλλινα υφάσματα από μαλλί που έπαιρναν από λάμας. Η κεραμική άρχισε να αναπτύσσεται από το 2300 π.Χ.
2.2. Η προκολομβιανή περίοδος
Οι Ολμέκοι ανάπτυξαν τον πρώτο σημαντικό νεολιθικό πολιτισμό στο Μεξικό από το 1200 π.Χ. Δεν χρησιμοποιούσαν τροχούς ούτε μεταλλικά εργαλεία, αλλά η τέχνη τους στην κατασκευή αγαλματίων από νεφρίτη ή πηλό και κεραμικών προϊόντων ήταν αξιόλογη, ενώ οι ογκώδεις πλίθινοι ναοί που έκτιζαν είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, αν ληφθούν υπόψη τα τεχνικά μέσα που διέθεταν.
Νεολιθικός ήταν και ο πολιτισμός των Μάγια που έφτασε σε ωριμότητα την περίοδο από το 300 μέχρι το 1000 μ.Χ. Αγνοούσαν και αυτοί τον τροχό και την χρήση των μετάλλων, αλλά παράλληλα με τις γεωργικές καλλιέργειες και την κεραμική είχαν αναπτύξει ένα αυστηρά οργανωμένο θρησκευτικό σύστημα με ιερατείο που είχε ειδικές γνώσεις στα μαθηματικά και την αστρονομία.
Κατά την περίοδο από το 750 μέχρι το 990 μ.Χ. οι Τολτέκοι που ζούσαν επίσης στην περιοχή του Μεξικού δημιούργησαν μια στρατοκρατική αυτοκρατορία που σταδιακά κυριάρχησε στην περιοχή επιβάλλοντας νέες συνήθειες, ανάμεσα στις οποίες και τις ανθρωποθυσίες.
Από το 1100 μ.Χ. οι Αζτέκοι που ήρθαν στο Μεξικό από βορειότερες περιοχές κατάκτησαν όλη την περιοχή, υπέταξαν τους Τολτέκους και επέβαλαν την δική τους πολιτική κυριαρχία μέχρι το 1520 που έφτασαν εκεί από την Ευρώπη οι Ισπανοί κατακτητές, που διέλυσαν την αυτοκρατορία των Αζτέκων. Όπως και οι προηγούμενες φυλές αγνοούσαν και αυτοί την χρήση των μετάλλων, των αλόγων και του τροχού και χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία. Οι λέξεις ντομάτα, πατάτα και σοκολάτα, που διαδόθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονται σ’ αυτούς.
Σημαντική φυλετική ομάδα, που κυριάρχησε στην δυτική περιοχή της Νότιας Αμερικής με επίκεντρο το Περού, ήταν οι Ίνκας, οι οποίοι από τον 13ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκαν εδαφικά σε μεγάλη έκταση και δημιούργησαν μια ισχυρή και καλά οργανωμένη αυτοκρατορία, που διατηρήθηκε μέχρι το 1540 μ.Χ. όταν την διέλυσαν οι Ισπανοί κατακτητές.
Οι φυλές που ζούσαν στην Βόρεια Αμερική, είχαν συγκριτικά καθυστερημένη ανάπτυξη. Αρχικά ζούσαν ημινομαδική ζωή, τρέφονταν με σπόρους και μούρα και ακολουθούσαν τις αγέλες των άγριων ζώων. Άρχισαν να εγκαθίστανται σε μόνιμες κατοικίες και να ασχολούνται με αγροτικές εργασίες μετά το 500 π.Χ. Εξαπλώθηκαν σταδιακά σε πολλά σημεία της ηπείρου σε δάση, βουνά, πεδιάδες, ερήμους και ζούγκλες μέχρι τον παγωμένο βορά, όπου έγιναν γνωστοί ως Εσκιμώοι. Ζούσαν κυνηγώντας ζώα, ψαρεύοντας, μαζεύοντας τροφή και καλλιεργώντας την γη (κυρίως βαμβάκι, αραβόσιτο, λαχανικά και καπνά, αλλά και φασόλια, ντομάτες, πατάτες και άλλα κηπευτικά). Με τον τρόπο αυτό και με την πάροδο του χρόνου μέχρι την ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους, είχαν δημιουργηθεί σταδιακά εκατοντάδες διαφορετικές φυλές ιθαγενών (που αργότερα ονομάστηκαν Αμερινδοί) καθεμία από τις οποίες είχε δικά της ήθη και έθιμα, γλώσσα και τρόπο ζωής.
2.3. Από τον Κολόμβο μέχρι τον Εμφύλιο
Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους υπήρξε αναμφισβήτητα ένα από τα κοσμοϊστορικότερα γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ιταλός Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ο πρώτος που, σε μια προσπάθειά του να φτάσει στην Κίνα ταξιδεύοντας δυτικά, με την οικονομική υποστήριξη του Βασιλιά Φερδινάνδου και της Βασίλισσας Ισαβέλλας της Ισπανίας, το 1492, συνειδητοποίησε ότι είχε ανακαλύψει νέες εδαφικές εκτάσεις, που αρχικά ονομάστηκαν «Δυτικές Ινδίες», τις οποίες εξερεύνησε σε τρία ακόμη επόμενα ταξίδια του.
Μετά την ανακάλυψη του Κολόμβου, πραγματοποιήθηκαν πολλές ακόμη εξερευνητικές επιχειρήσεις, σε μια από τις οποίες ο Μαγγελάνος, το 1519, παρέπλευσε όλο το μήκος των παραλίων της Νότιας Αμερικής πέρασε στον Ειρηνικό Ωκεανό διασχίζοντας τον πορθμό της Γης του Πυρός και μέχρι το 1522 έκανε τον πρώτο γύρο του κόσμου, πεθαίνοντας και ο ίδιος στην διάρκεια του ταξιδιού. Το 1519 ο Φερνάντο Κορτές αποβιβάστηκε στο Μεξικό και μέχρι το 1521 το κατάκτησε ολόκληρο, διαλύοντας την αυτοκρατορία των Αζτέκων. Την ίδια τύχη είχε και η αυτοκρατορία των Ίνκας στο Περού που διαλύθηκε από τον Φρανσίσκο Πιθάρο από το 1531 μέχρι το 1533. Μέχρι το 1542 οι Ισπανοί «Κατακτητές» (conquistadors) είχαν καταλάβει τα νησιά της Καραϊβικής, την Φλόριντα, μεγάλο μέρος της περιοχής του Μισισιπή και όλη την ακτή του Ειρηνικού. Η συμπεριφορά τους απέναντι στους ντόπιους Αμερινδούς, που τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες στα ορυχεία αργύρου, ήταν πολύ σκληρή, ενώ παράλληλα έφερναν με καράβια από την Αφρική νέγρους δούλους που χρησιμοποιούσαν για τον ίδιο σκοπό. Αφρικανούς δούλους έφερε στην Αμερική και ο Άγγλος ναύαρχος Τζον Χώκινς στο διάστημα 1562 – 1568.
Οι Άγγλοι άρχισαν να έρχονται στην Αμερική από το τέλος του 16ου αιώνα σε εγκαταστάσεις που σταδιακά απλώθηκαν βορειότερα στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Βιργινίας το 1607 με πρώτο πρόεδρο τον επικεφαλής των αποίκων Τζον Σμιθ (1580 – 1631). Μια άλλη ομάδα Βρετανών, που έφτασε στην Αμερική το 1620 με το πλοίο «Mayflower», ήταν Πουριτανοί που αναζητούσαν ελεύθερο πεδίο για την λατρεία του Θεού με τον δικό τους τρόπο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που οι ίδιοι ονόμασαν «Νέα Αγγλία». Σταδιακά όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι μετανάστευαν στις ΗΠΑ αναζητώντας θρησκευτική ελευθερία ή με την ελπίδα να αποκτήσουν δική τους γη και να δημιουργήσουν μια καλύτερη ζωή ή απλώς για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην πατρίδα τους και με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε ένα σύνολο από 13 Βρετανικές αποικίες υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Μ. Βρετανίας, από το Μέιν μέχρι την Γεωργία, που απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα των ΗΠΑ μέχρι το 1750.
Παράλληλα οι Γάλλοι, που είχαν αρχίσει να εξερευνούν τον Καναδά από το 1523, ίδρυσαν την πρώτη αποικία τους στο Κεμπέκ το 1608 και στην Λουϊζιάνα το 1682, και απλώθηκαν ενδιάμεσα σε αποικίες που σχημάτιζαν ένα τόξο από το Κεμπέκ μέχρι την Λουϊζιάνα, όπου ζούσαν είτε ως αγρότες είτε ως αλιείς ή κυνηγοί ζώων για την εκμετάλλευση των γουναρικών τους.
Ο κίνδυνος αποκλεισμού των Άγγλων στην ανατολική ακτή, εξαιτίας του προαναφερόμενου Γαλλικού αποικιακού τόξου, που περιόριζε την διάβασή τους τόσο προς βορά όσο και προς την δύση, προκάλεσε τον νικηφόρο για τους Άγγλους Επταετή Αγγλογαλλικό Πόλεμο (1756 – 1763), αποτέλεσμα του οποίου ήταν η παραχώρηση του Καναδά στην Μ. Βρετανία.
Οι αυστηροί περιορισμοί και η βαριά δασμολόγηση που επέβαλε η Βρετανική κυβέρνηση στους αποίκους της Αμερικής, όπως και η απαγόρευση αποίκησης της Λουϊζιάνα, που αποφασίστηκε στο Λονδίνο, ήταν οι αιτίες της Αμερικανικής Επανάστασης (1775 – 1783) που κατέληξε στην αναγνώριση των ΗΠΑ ως ανεξάρτητου κράτους καθώς και στην εδαφική επέκταση των ΗΠΑ προς την δύση μέχρι τον ποταμό Μισισιπή, χάρη στην προσάρτηση αντίστοιχης ομάδας πολιτειών που παραχωρήθηκαν από τους Βρετανούς.
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ, ως προϊόν συμβιβασμού των απαιτήσεων για τα δικαιώματα των Πολιτειών και της κεντρικής εξουσίας, εγκρίθηκε μετά από σειρά συνελεύσεων που έγιναν στην Φιλαδέλφεια, η οποία ήταν τότε πολιτιστική πρωτεύουσα των ΗΠΑ, και ο Γεώργιος Ουάσινγκτον (1732 – 1799), στρατηγός των Αμερικανών κατά τους πολέμους της Ανεξαρτησίας, αναδείχτηκε πρώτος πρόεδρος της χώρας (1789 – 1797), που ανέλαβε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της σε μία περίοδο πιέσεων, τόσο από τους Βρετανούς όσο και από τους Γάλλους, στην διάρκεια των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης.
Το πρόβλημα αυτό κληρονομήθηκε στους διαδόχους του προέδρους της λεγόμενης «δυναστείας της Βιργινίας» Τζον Άνταμς (πρόεδρος 1797 – 1801), Τόμας Τζέφερσον (πρόεδρος 1801 – 1809) και Τζέημς Μάντισον (πρόεδρος 1809 – 1817) και οδήγησε σε δευτερογενή πόλεμο με την Μ. Βρετανία (1812 – 1814). Στην περίοδο αυτή η εσωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκε από την αντίθεση ανάμεσα στους Ομοσπονδιακούς (Federalists), που, με ηγέτη τον Αλεξάντερ Χάμιλτον (1755 – 1804), πίεζαν για μία ομοσπονδιακή ένωση με ισχυρότερη κεντρική κυβέρνηση, και τους Δημοκρατικούς Ρεπουμπλικάνους (Democratic Republicans), οι οποίοι, με ηγέτη τον Τόμας Τζέφερσον (1743 – 1826) υποστήριζαν τα δικαιώματα αυτονόμησης των πολιτειών. Ένα σημαντικό γεγονός της περιόδου αυτής είναι η νέα εδαφική επέκταση των ΗΠΑ προς την δύση μέχρι την γραμμή από την Μοντάνα μέχρι την Λουϊζιάνα, μετά την εξαγορά από την Γαλλία το 1803 εδαφικών εκτάσεων που αργότερα έγιναν πολιτείες .
Στην διάρκεια της προεδρίας του Τζέημς Μονρόε (1758 – 1831, πρόεδρος 1817 – 1825), εξαγοράστηκε και η Φλόριντα από τους Ισπανούς το 1819, ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος είναι γνωστός για το «δόγμα Μονρόε», με το οποίο εγκαινιάστηκε μια μακρόχρονη εξωτερική πολιτική απομονωτισμού, που τηρήθηκε για πολλές δεκαετίες μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με το οποίο αποκλείστηκε η αποικιακή εξάπλωση των Ευρωπαίων στην Αμερική, αλλά και η ανάμειξη της Αμερικής σε διεθνή πολιτικά προβλήματα.
Νέα εδαφική επέκταση πραγματοποιήθηκε στην διάρκεια της προεδρίας του Τζέημς Νοξ Πολκ (πρόεδρος 1845 – 1849) κατά την οποία αποκτήθηκαν, το 1848 ως αποτέλεσμα του πολέμου με το Μεξικό (1846 -1848), τα εδάφη των μετέπειτα νοτιοδυτικών πολιτειών από το Τέξας μέχρι την Καλιφόρνια, ενώ το ίδιο έτος οριοθετήθηκαν και τα βόρεια σύνορα προς τον Καναδά στον 49ο παράλληλο από τον Ατλαντικό μέχρι τις Μεγάλες Λίμνες, σε μια εποχή που το κύμα μετανάστευσης προς την Άπω Δύση (Φαρ Ουέστ) είχε ήδη ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό από την διάθεση αξιοποίησης των κοιτασμάτων χρυσού της περιοχής.
Παράλληλα με την πρόκληση για την υποταγή και αξιοποίηση των προσφερόμενων μεγάλων εκτάσεων γης και το πρόβλημα των σχέσεων με τους ιθαγενείς Αμερινδούς, το σημαντικότερο πρόβλημα για τους άποικους της Αμερικής στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν οι βαθιές διαφορές της Αμερικανικής κοινωνίας ανάμεσα στους μικρούς κτηματίες, τους εμπόρους και τους βιοτέχνες του βορά και τους μεγαλοκτηματίες του νότου και το σχετιζόμενο με αυτές ζήτημα της δουλείας, καθώς οι ιδιοκτήτες των μεγάλων φυτειών του Νότου ήδη από τον 17ο αιώνα χρησιμοποιούσαν στις καλλιέργειές τους δούλους που αγόραζαν από την Αφρική, σε αντίθεση με τους επιτηδευματίες του Βορά που δεν χρειάζονταν δούλους. Η αυξανόμενη ένταση που προκλήθηκε οδήγησε στην δημιουργία του Κόμματος των Ρεπουμπλικάνων το 1854, ενώ κατά την διάρκεια της προεδρίας του Δημοκρατικού Τζέημς Μπουκάναν (πρόεδρος 1857 – 1861) η χώρα φαινόταν ότι οδηγείται αναπόφευκτα σε εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι Νότιοι, που έβλεπαν ότι με την εισδοχή νέων πολιτειών στις ΗΠΑ, αντίθετων με το καθεστώς της δουλείας, κινδύνευαν να απομείνουν μειοψηφία στο Κοινοβούλιο, επεδίωκαν την απόσχισή τους από την ένωση.
Ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε το 1861, επί προεδρίας Αβραάμ Λίνκολν (πρόεδρος 1861 – 1865), όταν οι Νότιοι ανακήρυξαν την αυτονόμηση της «Ομοσπονδίας» τους, εκλέγοντας δικό τους πρόεδρο. Η δουλεία ήταν ένα από τα κύρια προβαλλόμενα ιδεολογήματα του πολέμου, αλλά η βαθύτερη ουσία του αφορούσε το ερώτημα αν μία Πολιτεία είχε το δικαίωμα να αποχωρήσει από την Ένωση. Η επικράτηση των Βόρειων μετά από 4 χρόνια πολέμου, που κόστισε την ζωή σε 635.000 ανθρώπους, έδωσε απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
2.4. Από τον Εμφύλιο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι βιομηχανίες του Βορά, και ιδίως στον τομέα του άνθρακα και του σιδήρου, σημείωσαν σταθερή πρόοδο, η οποία, σε συνδυασμό με την περιορισμένη κρατική παρέμβαση και την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων, ιδίως μετά την ολοκλήρωση του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου το 1869, δημιούργησαν εξαιρετικές ευκαιρίες απασχόλησης, \αλλά και πλουτισμού, που είχαν ως αποτέλεσμα προς το τέλος του 19ου αιώνα την διαμόρφωση μιας πλουτοκρατικής κοινωνίας, και την ανάδειξη των πρώτων Αμερικανών μεγιστάνων με υπέρμετρη οικονομική και πολιτική επιρροή, που κατέληξε να είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής στις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες.
Νέες ευκαιρίες πλουτισμού προσέφερε στην αρχή του 20ου αιώνα η ανακάλυψη και αξιοποίηση του πετρελαίου, που έγινε αιτία για την ανάδειξη νέας σειράς μεγαλοεπιχειρηματιών, που προστέθηκαν στον ήδη μεγάλο αριθμό των «βασιλιάδων» του σιδήρου και του άνθρακα. Στον διεθνή χώρο τα μόνα αξιόλογα την περίοδο αυτή, γεγονότα ήταν ο σύντομος αλλά αποφασιστικός πόλεμος με την Ισπανία για την Κούβα το 1898, επί προεδρίας Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϋ (πρόεδρος 1897 – 1901), καθώς και η, χάρη στο ενδιαφέρον των ΗΠΑ, διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά το 1915, επί προεδρίας Γούντροου Ουίλσον (πρόεδρος 1913 – 1921).
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918) έδωσε την αφορμή για μια προσωρινή διακοπή της πολιτικής του απομονωτισμού των ΗΠΑ, που αναμίχθηκαν για πρώτη φορά στα πολιτικά ζητήματα της Ευρώπης, μετέχοντας στον πόλεμο από το 1917, υπό την πίεση μιας αυξανόμενης αντίθεσης με τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και με αφορμή ορισμένα ναυτικά επεισόδια.
Στην διάρκεια του Μεσοπολέμου, η μαζική παραγωγή και η εντατική εκβιομηχάνιση κατά τα πρότυπα της Βρετανίας, οδήγησε την Αμερικανική οικονομία σε μια περίοδο εξαιρετικής άνθησης που επέτρεψε στην Νέα Υόρκη να συναγωνίζεται το Λονδίνο στην χρηματιστηριακή αγορά, ενώ ταυτόχρονα ο πολιτισμός των ΗΠΑ άρχισε να έχει βαθιά επίδραση στην ζωή της Δυτικής Κοινωνίας, χάρη στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας του κινηματογράφου, της διοίκησης επιχειρήσεων, της λογοτεχνίας και της βιομηχανικής παραγωγής της, σε συνδυασμό με την τεχνολογική της ανάπτυξη σε όλους τους τομείς.
Η παραδοσιακή πολιτική αντίληψη που έδειξε ο πρόεδρος Χέρμπερτ Κλαρκ Χούβερ (πρόεδρος 1929 – 1933) οδήγησε σύντομα στο μεγάλο κραχ του Χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης και στην οικονομική κατάρρευση του 1929, στην οποία ο Χούβερ αντέδρασε με ανορθόδοξο τρόπο περιορίζοντας τις δημόσιες δαπάνες. Η κρίση ξεπεράστηκε σύντομα στην διάρκεια της προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ (πρόεδρος 1933 – 1945), ο οποίος εφάρμοσε αποτελεσματικά τις ιδέες του Βρετανού οικονομολόγου Τζ. Μέϋναρντ Κέϋνς για μια πολιτική οικονομικής αναθέρμανσης βασιζόμενης στην αύξηση (και όχι στην μείωση) των δημόσιων δαπανών.
Η συμμετοχή των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ το 1941, σήμανε το οριστικό τέλος του απομονωτισμού των ΗΠΑ, καθώς η οικονομική καταστροφή των χωρών της Δυτ. Ευρώπης υποχρέωσε τις ΗΠΑ να αναλάβουν τον ρόλο του ηγέτη του Δυτ. Κόσμου, αφενός μεν υπό την πίεση των συζητήσεων για τις ατομικές βόμβες που τερμάτισαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία με απόφαση του πρόεδρου Χάρυ Τρούμαν (πρόεδρος 1945 – 1953), αλλά και της απειλής που διαφαινόταν να προέρχεται από τον συνασπισμό των Ανατολικών χωρών υπό την ηγεσία της ΕΣΣΔ.
2.5. Τα μεταπολεμικά χρόνια
Στα πλαίσια του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια παρασχέθηκε οικονομική βοήθεια στις χώρες της Δυτ. Ευρώπης με το σχέδιο Μάρσαλ, ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization) το 1949, και πραγματοποιήθηκε ο πόλεμος στην Κορέα (1950 – 1953), που προκλήθηκε από την εισβολή της Κομμουνιστικής Βόρειας Κορέας στην Νότια, οδήγησε σε αντιπαράθεση με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Κίνας και δημιούργησε αναπόφευκτα όξυνση στις σχέσεις με τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού. Με την προεδρία του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (πρόεδρος 1953 – 1961) συνεχίστηκε η περίοδος του «ψυχρού πολέμου» με ένα σύνολο από ανταγωνισμούς ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό κόσμο σε πολλά πεδία και ιδίως στους εξοπλισμούς και στην μάχη για την κυριαρχία στο διάστημα. Παρά την στροφή προς μια πολιτική «ειρηνικής συνύπαρξης» με τα κομμουνιστικά κράτη, η ίδια πολιτική συνεχίστηκε ουσιαστικά και κατά την προεδρία του Τζον Κένεντυ (πρόεδρος 1961 – 1963) που απέβλεπε στην ισοτιμία των νέγρων και στην «συμμαχία για την πρόοδο» με τα κράτη της Δυτ. Ευρώπης, αλλά χαρακτηρίστηκε από την κρίση της Κούβας, το 1962, που κατέληξε στην απομάκρυνση των Ρωσικών βάσεων από το νησί, ενώ επιτυχία σημειώθηκε και στο διαστημικό πρόγραμμα με την εκτόξευση του πρώτου Αμερικανού αστροναύτη Τζον Γκλεν σε τροχιά γύρω από την γη το 1962.
Με την προεδρία του Λύντον Τζόνσον (πρόεδρος 1963 – 1969) ο ψυχρός πόλεμος άρχισε να παραχωρεί την θέση του στην πολιτική της «ισότιμης ανάπτυξης των κρατών», αλλά δύο σημαντικών προβλήματα, το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων των νέγρων και ο πόλεμος του Βιετνάμ, βάραιναν με την σκιά τους την ατμόσφαιρα. Ο αδήλωτος πόλεμος στο Βιετνάμ άρχισε με την εκ μέρους των Αμερικανών υποστήριξη του κράτους – μαριονέτας του Νότιου Βιετνάμ στις αντιθέσεις του με το κομμουνιστικό Βόρειο Βιετνάμ. Ο πόλεμος άρχισε το 1965, αλλά η αντιπαράθεση του εκπαιδευμένου επαγγελματικού στρατού των ΗΠΑ με τους κομμουνιστές αντάρτες αποδείχτηκε αναποτελεσματική όσο και δαπανηρή. Στο εσωτερικό μετά την δολοφονία του πρόεδρου Κένεντυ το 1963, η κατάσταση σημαδεύτηκε από μια σειρά πολιτικών δολοφονιών, πρώτα του ίδιου του δολοφόνου του την ίδια χρονιά, και στην συνέχεια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ηγέτη των νέγρων και του Ρόμπερτ Κένεντυ το 1968.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον (πρόεδρος 1969 – 1973) κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες να δώσει τέλος στον πόλεμο του Βιετνάμ, που κατέληξαν στην απόσυρση των Αμερικανικών δυνάμεων από εκεί το 1975 με την επικράτηση των βορειοβιετναμέζων. Οι επισκέψεις του προέδρου Νίξον στην Κίνα και την Ρωσία το 1973, ήταν μια έμπρακτη απόδειξη της διάθεσής του για βελτίωση των σχέσεων με τον ανατολικό κόσμο, όμως η αστάθεια του εμπορίου και μια σειρά από κρίσεις στην τιμή του χρυσού και του πετρελαίου, οδήγησαν στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ που τον εξανάγκασε να παραιτηθεί.
Ο Ρεπουμπλικάνος Τζον Φορντ (πρόεδρος 1973 – 1977) και ο Δημοκρατικός Τζίμυ Κάρτερ (πρόεδρος 1977 – 1981) που τον διαδέχτηκαν, προσπάθησαν να ακολουθήσουν στον διεθνή χώρο μια πιο φιλελεύθερη πολιτική ιδιαίτερα στις σχέσεις με τα κράτη της Δυτ. Ευρώπης, όπου καταλύθηκαν μια σειρά από ανελεύθερα καθεστώτα, όπως οι δικτατορίες στην Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, και υποστηρίχθηκε η ενδυνάμωση της ΕΟΚ, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, 15 χώρες (ανάμεσα στις οποίες και το Ηνωμένο Βασίλειο) και αναδείχτηκε έτσι σε σημαντική παγκόσμια δύναμη.
Η προεδρία του Ρεπουμπλικάνου Ρόναλντ Ρέιγκαν (πρόεδρος 1981 – 1988) ξεκίνησε μέσα σε μία ατμόσφαιρα έντασης στις σχέσεις με την ΕΣΣΔ, εξαιτίας της εισβολής των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979, αλλά σύντομα η ένταση χαλάρωσε, καθώς το 1987 υπογράφτηκε, από κοινού με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μία συνθήκη περιορισμού των εξοπλισμών και ο Σοβιετικός στρατός άρχισε να αποσύρεται από το Αφγανιστάν.
Δύο κοσμοϊστορικά γεγονότα, πρώτα η διάλυση της ΕΣΣΔ και η συνακόλουθη φιλελευθεροποίηση των χωρών του Ανατολικού Συνασπισμού, και ύστερα η επανένωση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία, συνέβησαν στην διάρκεια της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου (πρόεδρος 1988 – 1992), ο οποίος το 1991, αντιδρώντας στην εισβολή των Ιρακινών στο Κουβέιτ, προχώρησε σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράκ, κατά τον λεγόμενο «Πόλεμο του Κόλπου».
Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Δημοκρατικού Μπιλ Κλίντον (πρόεδρος 1992 – 2000) οι ΗΠΑ κατείχαν ήδη την αδιαφιλονίκητη θέση της απόλυτης υπερδύναμης που κυριαρχούσε οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν την κυβέρνησή του ήταν η διευθέτηση των πολιτικών θεμάτων που προέκυψαν μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στις χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού και κυρίως στα Βαλκάνια, όπου το 1999 αναλήφθηκε και μία πολεμική επιχείρηση στην Γιουγκοσλαβία εναντίον του καθεστώτος του Μιλόσεβιτς.
«Πλανητάρχης» με την ίδια έννοια ήταν και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος (πρόεδρος από το 2000) ο οποίος πραγματοποίησε μία ακόμη πολεμική επιχείρηση, αποφασιστική αυτή την φορά στο Ιράκ, για να κατοχυρώσει οριστικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή αυτή. Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα που αντιμετώπισε η κυβέρνησή του ήταν η διεθνής μαζική τρομοκρατία, η οποία είχε αναδειχθεί σε πολιτικό φαινόμενο στην διάρκεια όλης της τριακονταετίας που προηγήθηκε, ως απόρροια των αντιθέσεων που προέκυψαν από το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, του οποίου επίκεντρο ήταν το πολιτικό πρόβλημα της Παλαιστίνης.
Η Αμερικανική Ποίηση, γνώρισε σταδιακή άνοδο στον διεθνή χώρο, με ρυθμό που ήταν ανάλογος με την πολιτική και οικονομική θέση των ΗΠΑ. Ήδη από τον 19ο αιώνα ο Αμερικανικός πολιτισμός άρχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, αλλά κατά την διάρκεια του 20ου , πραγματοποίησε θεαματική ανάπτυξη, ιδίως χάρη στην εξαιρετική άνθηση της βιομηχανίας του κινηματογράφου και των καλλιτεχνικών ρευμάτων που είχαν σχέση με την μουσική τύπου τζαζ και «ροκ εν ρολ» , που ανέδειξαν τον Αμερικανικό τρόπο ζωής και τις Αμερικανικές συνήθειες, σε πρότυπα που επηρέασαν όλους τους λαούς του κόσμου και έφεραν παράλληλα και την λογοτεχνία της σε περίοπτη θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Προπολεμικά η Νέα Υόρκη είχε αποκτήσει την φήμη ότι είναι μία από τις οικονομικές πρωτεύουσες του κόσμου, αλλά μετά τον πόλεμο η αίγλη της και ως κέντρου καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών αναζητήσεων απέκτησε εντυπωσιακές διαστάσεις, ενώ παράλληλα το Λος Άντζελες, αναδείχτηκε σε σημαντική πολιτιστική περιοχή της υφηλίου.
Η επισκόπηση που παρουσιάζεται στην μελέτη αυτή, αποβλέπει σε μία σύντομη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της αγγλόφωνης ποίησης που γράφτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τις απαρχές μέχρι τις μέρες μας. Η εξέλιξή της αντανακλά την ανάπτυξη της εθνικής αυτοσυνείδησης του Αμερικανικού λαού και τις προσπάθειες του για δημιουργία μιας γνήσια Αμερικανικής λογοτεχνίας ικανής να απεικονίσει την γέννηση και την πρόοδο του Αμερικανικού έθνους.
Ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ταξινόμηση σε ενότητες και η διαίρεση σε χρονολογικές περιόδους που χρησιμοποιείται στο κείμενο που ακολουθεί, εξυπηρετεί καθαρά πρακτικές σκοπιμότητες παρουσίασης της ύλης και απλώς διευκολύνει την φιλολογική ανάλυση.
Οι σημερινές γνώσεις για την λογοτεχνία των πολιτισμών που υπήρχαν πριν από την έλευση των Ευρωπαίων στην Αμερική είναι πολύ περιορισμένες, κυρίως εξαιτίας των καταστροφών που προκάλεσαν οι «κατακτητές» σε οτιδήποτε δεν ήταν δικό τους.
Έχουν καταγραφεί κυνηγετικά τραγούδια, θρύλοι και μύθοι των Αμερινδών και των Εσκιμώων του Καναδά και της Αλάσκας της προκολομβιανής περιόδου, που, παράλληλα με κάποια λογοτεχνική αξία, παρουσιάζουν τα ήθη και έθιμα και τις θρησκευτικές δοξασίες των λαών αυτών.
Από τους πολιτισμούς της Κεντρικής Αμερικής έφτασαν μέχρι την σύγχρονη εποχή ορισμένα έργα των Μάγια, των Αζτέκων και των Ίνκας. Από τα έργα αυτά, γραμμένα σε διάφορες τοπικές διαλέκτους, άλλα έχουν σχέση με παραδόσεις για την δημιουργία του κόσμου και με χρονικά από την εποχή της κατάκτησης, και άλλα είναι τελετουργικά και πολεμικά τραγούδια, ύμνοι και θρήνοι.
Κατά τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης των Ευρωπαίων αποίκων, δύο σημαντικοί παράγοντες επενεργούσαν ανασταλτικά έως απαγορευτικά στην παραγωγή και ανάπτυξη δημιουργικής λογοτεχνίας στην Αμερικανική ήπειρο. Ο πρώτος ήταν οι εξαιρετικά δύσκολες και σκληρές συνθήκες της ζωής των αποίκων της πρώτης περιόδου και οι συνεχείς κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν και ο δεύτερος ο ασυμβίβαστος πουριτανισμός τους, που ήταν άλλωστε μια από τις βασικές αιτίες της μετοίκησής τους στην Αμερική.
Η πενιχρή ποιητική παραγωγή των χρόνων εκείνων άρχισε να εμφανίζεται από τον 17ο αιώνα, και στα αρχικά της στάδια, φανερώνει την αμφιταλάντευση και την αμφίθυμη στάση των Αμερικανών ποιητών απέναντι στις Ευρωπαϊκές λογοτεχνικές παραδόσεις και την εξάρτησή τους από αυτές, αλλά και την προσπάθειά τους για αξιοποίηση σε κάποιο βαθμό των καλύτερων στοιχείων τους εξισορροπημένων από τις εμπειρίες του νέου κόσμου.
Τα πρώτα ποιητικά κείμενα σε αγγλική γλώσσα, γράφτηκαν στην Αμερικανική ήπειρο κατά σύμπτωση, από μία γυναίκα, την Αν Μπράντστρητ (Anne Bradstreet 1612 – 1672) που μετακόμισε από το Νόρθαμπτον της Αγγλίας στην Μασαχουσέτη σε ηλικία 18 ετών, μαζί με μια ολόκληρη ομάδα άλλων πουριτανών. Το έργο της, στο οποίο καταγράφονται παραστάσεις από την οικογενειακή ζωή και την αγάπη της για τον σύζυγό της, είναι ελκυστικό και χαρακτηρίζεται από τρυφερό ουμανισμό, που απηχεί την Ελισαβετιανή λογοτεχνική παράδοση, και κυρίως την επίδραση του Έντμουντ Σπένσερ (1552 – 1599) και του Φίλιπ Σίντνεϋ (1554 – 1586), αλλά και του Γάλλου ποιητή Γκιγιόμ ντϋ Μπαρτά (1544 – 1590). Τα ποιήματά της πρώτης περιόδου έχουν μια τάση απομίμησης των προτύπων τους τόσο στην μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Η μεταγενέστερη όμως παραγωγή της παρουσιάζει πρωτοτυπία και προσωπικότητα που αναγνωρίστηκε τον 20ο αιώνα, από κριτικούς και ποιητές όπως ο Τζον Μπέρυμαν που της αφιέρωσε ένα μακροσκελές ποίημά του, στο οποίο έχει ενσωματώσει φράσεις από το έργο της.
Την ίδια εποχή ο Μάικλ Ουίγκλσουορθ (Michael Wigglesworth 1631 – 1705), που μετανάστευσε στην Αμερική σε ηλικία 7 ετών, στο εξαιρετικά δημοφιλές έργο του «Η Ημέρα της Κρίσεως» (The Day of the Doom - 1662) επιδεικνύει τον φλογερό Καλβινισμό του, δραματοποιώντας τις αφηρημένες έννοιες που αποτελούν την ιδεολογία των ορθόδοξων πουριτανών και αποκαλύπτοντας την ψυχοσύνθεση και τα δόγματά τους, με γλώσσα όμως που δεν διακρίνεται για την ποιητικότητά της.
Στο έργο του Έντουαρντ Τέιλορ (Edward Taylor 1642 – 1729), που μετακόμισε επίσης από την Αγγλία για να γίνει πουριτανός κληρικός στην Μασαχουσέτη, τα συμβατικά θρησκευτικά αισθήματα διαποτίζονται από απροσδόκητες μεταφυσικές εικόνες, απόρροια συνεχούς πνευματικής εμπειρίας και αφοσίωσης που προκύπτει από την μυστικιστική επικοινωνία με την χριστιανική ιδεολογία, με γλωσσικό πλούτο και ειλικρινή ευσέβεια, αλλά και εξεζητημένη επιτήδευση που φανερώνει επίδραση του Τζον Ντόουν (1573 – 1631) και του Τζον Ντράιντεν (1631 – 1700).
Στην Ευρώπη ο 18ος Αιώνας ήταν περίοδος ωρίμανσης όλων των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών τάσεων που άρχισαν να διαφαίνονται από την Αναγέννηση. Η επιστήμη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό, καθώς πολλές ανακαλύψεις και θεωρίες στην Φυσική, την Χημεία, τα Μαθηματικά και την Ιατρική έθεσαν τις βάσεις για την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο της σύγχρονης εποχής.
Όμως ο 18ος Αιώνας ήταν για την Ευρώπη κυρίως εποχή του Διαφωτισμού που, αποτελώντας συνέχεια του Ανθρωπισμού, εμπνεύσθηκε επίσης από την μελέτη της αρχαιότητας, εξετάζοντας τον άνθρωπο ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, στις σχέσεις του με την κρατική εξουσία, και προβάλλοντας το δικαίωμά του για πολιτική και εθνική ελευθερία.
Στις αρχές του 18ου αιώνα ο κυρίαρχος τόνος της Αμερικανικής λογοτεχνίας είχε ήδη γίνει πιο ήπιος, καθώς οι άποικοι είχαν αρχίσει να ξεπερνούν τις πρώτες αντιξοότητες της ζωής στην νέα ήπειρο που τους ανάγκαζαν να αποδύονται καθημερινά σε σκληρό αγώνα για να μπορέσουν να επιβιώσουν και είχαν ήδη αφήσει το δικό τους στίγμα στο Αμερικανικό φυσικό τοπίο, επαληθεύοντας με αδιάκοπη προσπάθεια τον στίχο «τάφο στο τάφο εκπολιτίζουμε το έδαφος» ενός νέου Αμερικανού ποιητή της εποχής εκείνης.
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην Αμερική ήταν στραμμένο προς την πολιτική, καθώς στην συνείδηση όλων ωρίμαζε διστακτικά η ιδέα της ανεξαρτησίας. Το πεζογραφικό φιλοσοφικό έργο του Βενιαμίν Φραγκλίνου (1706 – 1790), βασισμένο σταθερά στην κοινή λογική, είναι από την άποψη αυτή χαρακτηριστικό των αναζητήσεων μιας εποχής της οποίας κατάληξη ήταν η επανάσταση.
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και το σατιρικό πεζογραφικό έργο του ημερολογιογράφου Ουίλιαμ Μπερντ (William Byrd of Westover 1674 – 1744), που απεικονίζει την αποικιακή ζωή στις μεγάλες φυτείες της Βιρτζίνια, όπου και ο ίδιος κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης, παρουσιάζοντας οξύτητα πνεύματος και θέρμη φωνής που τον απομακρύνουν ουσιωδώς από τον αυστηρό πουριτανικό τόνο της Νέας Αγγλίας της προηγούμενης περιόδου.
Στον χώρο της ποίησης ο Τζον Τράμπαλ (John Trumbull 1750 – 1831), ένας από τους λεγόμενους «Πνευματώδεις άνδρες του Κονέκτικατ» (Connecticut Wits), όσο ήταν φοιτητής στο Γέιλ, έγραψε το σατιρικό ποίημα «Η πρόοδος της βλακείας» (The progress of dullness - 1773) όπου διακωμωδεί τις εκπαιδευτικές απερισκεψίες. Αργότερα τον συνεπήρε η πολιτική θέρμη του καιρού του και έγραψε την στομφώδη «Ελεγεία για τους Καιρούς» και το μπουρλέσκο σατιρικό έπος «M’Fingal», όπου μεταχειρίζεται δηκτικά τους ηγέτες της Αμερικανικής επανάστασης και την πολιτική των «Τόρυδων» και ειρωνεύεται τις αποτυχίες των Άγγλων, παραμένοντας φλογερός οπαδός της Ομοσπονδίας.
Ο Φιλίπ Φρενώ (Philip Freneau 1752 – 1832), δημοσιογράφος και πολυταξιδεμένος, θεωρείται ο κατ’ εξοχήν «ποιητής της επανάστασης» και για πολλούς «πατέρας της Αμερικανικής Ποίησης». Στο έργο του εμφανίζεται για πρώτη φορά μια ενσυνείδητη επίγνωση της «Αμερικανικότητας», που βρήκε διέξοδο στο θαρραλέο, σε βαθμό σωβινισμού, συμπέρασμα, ότι η Αμερική οφείλει να προχωρήσει βασισμένη στις δικές της δυνάμεις, χωρίς να μιμείται τα προϊόντα «αυτού του καταραμένου τόπου», όπως ονόμαζε την Αγγλία. Έγραψε ποιήματα επαναστατικά και λυρικά στο ύφος του Αλεξάντερ Πόουπ (Alexander Pope 1688 – 1744) και του Τζον Γκέυ (John Gay 1685 – 1732), που ταυτόχρονα όμως παρουσιάζουν μια ειλικρινή αγάπη για την φύση και ένα θερμό αίσθημα συμπάθειας για τον «μαύρο άνθρωπο» των Αμερικανικών δασών, που τον φέρνουν κοντά στους Ρομαντικούς της επόμενης περιόδου.
Ο Τζόελ Μπάρλοου (Joel Barlow 1754 – 1812), που συγκαταλέγεται και αυτός στους «Πνευματώδεις άνδρες του Κονέκτικατ» (Connecticut Wits), παρουσίασε σε όλη την διάρκεια της ζωής του ενδιαφέροντα φιλοσοφικά, ντεϊστικά, δημοκρατικά, επιστημονικά και προπαγανδιστικά. Το έργο του «Πουτίγκα της στιγμής» (The hasty pudding) εμφανίζει σαφή επίδραση του Αλεξάντερ Πόουπ, έχει όμως επιπλέον μια εύρωστη και δροσερή ποιότητα που το φέρνουν σε αντίθεση με την κακοθυμία του Πόουπ.
Η Φίλλις Γουίτλεϋ (Phillis Wheatley 1753 – 1784) ήταν χρονολογικά η πρώτη νέγρα ποιήτρια της Αμερικής. Γεννήθηκε στην Δυτική Αφρική και ήρθε στην Νέα Αγγλία σε ηλικία 8 ετών, ως υπηρέτρια μιας οικογένειας της Βοστόνης, που ενδιαφέρθηκε για την μόρφωσή της. Έμαθε Αγγλικά, Λατινικά και Ελληνικά και έγραψε τα πρώτα ποιήματά της ακολουθώντας τα πρότυπα των Τζον Μίλτον (Thomas Milton 1608 – 1674), Τόμας Γκρέυ (Thomas Gray 1716 – 1771), Τζον Ντράιντεν (John Dryden (1631 – 1700) και Αλεξάντερ Πόουπ. Κύρια θέματά των ελεγειών της ήταν η ελευθερία και η χριστιανική θρησκεία, η εξύμνηση των ηγετών της Αγγλίας και των αποικιών, καθώς και τα προβλήματα της φυλής των νέγρων στην Αμερική. Πέθανε σε ηλικία 31 χρόνων, χωρίς να κατορθώσει να εκδώσει το δεύτερο μέρος του έργου της που χάθηκε οριστικά.
Ο Φράνσις Σκοτ Κέϋ (Francis Scott Key 1779 – 1843) γεννήθηκε στο Μέριλαντ, σπούδασε στην Αννάπολη και εργάστηκε ως δικηγόρος στην Ουάσινγκτον, αναλαμβάνοντας υποθέσεις με τις οποίες προωθούσε τις ιδέες του εναντίον της δουλείας. Το ποιητικό έργο του, μέσα από το οποίο εκφράζονται τα θερμά πατριωτικά του αισθήματα, μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ακαδημαϊκή εποχή που τελείωνε και την ρομαντική περίοδο που άρχισε στις μέρες του.
Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες του 18ου Αιώνα ήταν η εποχή των μεγάλων επαναστατικών κινημάτων στην Αμερική και στην Γαλλία, που με τον ενθουσιασμό τους παρέσυραν σε πτώση τις αξίες της φεουδαρχικής κοινωνίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο ο 19ος Αιώνας χαρακτηρίζεται από την πάλη ανάμεσα στην αντίδραση που επικράτησε μετά την Γαλλική Επανάσταση και τον Φιλελευθερισμό που πήγασε από τον Διαφωτισμό. Όλοι οι λαοί της Ευρώπης επιδίωξαν στο διάστημα αυτό την εθνική και πολιτική τους ελευθερία. Παράλληλα η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε την κοινωνική και οικονομική συγκρότηση της Ευρώπης, κατάργησε τον μερκαντιλισμό και επέβαλε την ελεύθερη οικονομία, δημιουργώντας δύο νέες τάξεις, των κεφαλαιούχων και των εργατών. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και την Ασία, που οφειλόταν στην θλιβερή κατάσταση των εργατών, έγινε εντονότερο. Από τεχνική άποψη ο τηλέγραφος, ο σιδηρόδρομος και τα ατμόπλοια άνοιξαν νέους δρόμους επικοινωνίας και μεταφοράς, ενώ η πρόοδος της επιστήμης ήταν σημαντική σε όλους τους τομείς.
Για τις ΗΠΑ ο 19ος αιώνας ήταν η εποχή κατά την οποία ολοκληρώθηκε, μέχρι το 1890 η εδαφική εξάπλωση και διαμόρφωση της χώρας στην σημερινή της μορφή, και παράλληλα εποχή επίλυσης των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων που προετοίμασε και επέτρεψε την οικονομική και πολιτική άνοδο που σημειώθηκε τον επόμενο αιώνα.
Στο ξεκίνημα της περιόδου αυτής το κίνημα «Θύελλα και Ορμή» στην Γερμανία, με επικεφαλής τους Γκαίτε και Σίλλερ, εκφράζοντας την αναπτυσσόμενη εθνική συνείδηση του Γερμανόφωνου κόσμου, δημιούργησε ένα νέο ποιητικό ήθος που συνδύασε την κλασική ισορροπία και γαλήνη με τον οραματισμό και το μυστικιστικό ονειροπόλημα. Ο όρος Ρομαντισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει το σύνολο της ποιητικής παραγωγής του 19ου αιώνα, που μπορεί να διαιρεθεί περαιτέρω σε υποπεριόδους. Η πρώτη υποπερίοδος μπορεί να θεωρηθεί ως Καθαρός Ρομαντισμός, η δεύτερη ως Ρομαντικός Ρεαλισμός και η τρίτη ως Νεορομαντισμός. Η πορεία αυτή είναι λίγο – πολύ τυπική τόσο για την ποίηση των Ευρωπαϊκών χωρών όσο και για την ποίηση των ΗΠΑ, η οποία σε όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής, ακολουθούσε την πορεία και τις εξελίξεις της πρώτης.
4.1. Ο Καθαρός Ρομαντισμός (1820 – 1865)
Η ουσία του Ρομαντισμού έγκειται στον υπερτονισμό της φαντασίας και του αισθήματος, στην δημιουργία υποβολής βασιζόμενης σε ονειρικές καταστάσεις με προεκτάσεις νοσταλγικές, στην πρωτόγονη και παγανιστική θέαση του κόσμου και της φύσης, στην ακραία έκφραση του πάθους σε όλες του τις μορφές και τέλος στην αναζήτηση του υπερφυσικού και του μαγικού μέσα στον κόσμο.
Στις ΗΠΑ ο Ρομαντισμός έφτασε σχετικά καθυστερημένα, περί το 1820, είκοσι χρόνια μετά την δημοσίευση των «Λυρικών Μπαλάντων» των Ουίλιαμ Ουόρντσουορθ (William Wordsworth 1770 – 1850) και Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ (Samuel Taylor Coleridge 1772 – 1834). Η διάδοσή του στην Αμερική συνέπεσε με την περίοδο της εθνικής ανάπτυξης και της ανακάλυψης της ιδιάζουσας ξεχωριστής Αμερικανικής φωνής που σταθεροποίησαν, στον εκφραστικό τομέα, την δημιουργία μιας πραγματικά «εθνικής ταυτότητας».
Το ρομαντικό πνεύμα αποδείχτηκε ιδιαίτερα ταιριαστό με την Αμερικανική ψυχοσύνθεση που οδήγησε στην δημιουργία της πρώτης χρονολογικά νεότερης Δημοκρατίας, καθώς τόνιζε ιδιαίτερα την ατομικότητα, επιβεβαίωνε την σπουδαιότητα της ανεξαρτησίας του ανθρώπου και αναζητούσε τις αισθητικές και ηθικές αξίες του στην εμπνευσμένη φαντασία, της οποίας ύστατη πηγή ήταν το «εγώ» συνειδητοποιημένο μέσα από την φύση, που είναι το θεμέλιο του ατομισμού στον οποίο βασίστηκε η οικονομική δραστηριότητα στην νέα ήπειρο.
4.1.1. Η Πρώτη Γενιά των Ρομαντικών του 1820
Οι πρώτοι Αμερικανοί Ρομαντικοί ποιητές, συχνά ονομάζονται και Ποιητές του «Τζακιού» («Fireside» Poets) ή ποιητές των «Σχολείων» και των «Οικογενειών» («Schoolroom» ή «Household» poets), γιατί τα ποιήματά τους είναι κατάλληλα για αποστήθιση και απαγγελία σε σχολικές αίθουσες ή σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, τόσο εξαιτίας του συναισθηματικού τόνου και του ηθικοδιδακτικού περιεχομένου τους, όσο και εξαιτίας της ελαστικότητας και της συμβατικής μορφής των στίχων τους που προσφέρονται για απομνημόνευση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι γνωστοί σήμερα για τα πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματά τους που αξιοποιούν Αμερικανικούς θρύλους και σκηνές της σπιτικής ζωής και των σύγχρονών τους πολιτικών γεγονότων, αλλά στην εποχή τους η δημοτικότητά τους ήταν μεγάλη και συναγωνιζόταν την φήμη των συνομήλικών τους Άγγλων ποιητών. Δεν δίσταζαν να πραγματεύονται θέματα πολλές φορές διχαστικά και αμφισβητούμενα στις μέρες τους, όπως το θέμα της κατάργησης της δουλείας, και στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσαν το συναισθηματικό ύφος τους για να ενθαρρύνουν το ακροατήριό τους να προσεγγίσει τα θέματα αυτά με όρους λιγότερο αφηρημένους και περισσότερο προσωπικούς.
Ορισμένοι απ’ αυτούς, όπως ο Λονγκφέλοου, ο Χολμς και ο Λόουελ, που ονομάζονται και «Βραχμάνοι της Βοστόνης» (Boston Brahmins), αν και δημοκρατικών αρχών, ανήκαν στην υψηλή κοινωνία της εποχής, σπούδασαν στην Ευρώπη, ήταν εξοικειωμένοι με τα πολιτιστικά ρεύματα και τα ιδεολογικά κινήματα της Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας, και συχνά Ιταλίας και Ισπανίας και έγιναν καθηγητές σε γνωστά πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ. Στα έργα τους γίνεται συγκερασμός των Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών παραδόσεων και εμπειριών και υπάρχει μια εμφανής τάση να εμποτιστεί η Αμερικανική λογοτεχνία με Ευρωπαϊκές διαστάσεις. Το συντηρητικό υπόβαθρό τους δεν τους επέτρεψε να εκτιμήσουν την ανανεωτική και αναζωογονητική δύναμη των Θόρω, Ουίτμαν και Πόε, που αρνιόνταν ακόμη και να συναντήσουν, και παρέμειναν μέχρι τέλους «πυλώνες» της αριστοκρατικής παράδοσης, με την οποία χρειάστηκε να αντιπαλέψουν οι ποιητές των επόμενων δεκαετιών.
Ο πρώτος Αμερικανός ποιητής του 19ου αιώνα Ουίλιαμ Κάλεν Μπράιαντ (William Cullen Bryant 1794 – 1878), δικηγόρος και εκδότης εφημερίδας στην Νέα Υόρκη, και αργότερα φίλος και υποστηρικτής του Αβραάμ Λίνκολν, δημοσίευσε το ποίημά του «Θανάτοψις» το 1817 και μια σειρά από συλλογές ποιημάτων από το 1821 μέχρι το 1875, που τον ανέδειξαν σε εισηγητή του Ρομαντισμού στην Αμερική. Επηρεασμένος από τον Τζον Μίλτον και από τον ρομαντικό εμπειρισμό του Ουίλιαμ Ουόρντσουορθ αναζήτησε τα θέματά του στην Αμερικανική φύση, και ειδικότερα στα τοπία της Νέας Αγγλίας, υμνώντας το μεγαλείο των δασών και των λιβαδιών της σε στίχους που εμφανίζουν έντονη αίσθηση της φυσικής ομορφιάς και της ιδέας του θανάτου, αλλά ταυτόχρονα και μία συγκινησιακή ψυχρότητα και μία έλλειψη ζωντάνιας που ήταν κοινό γνώρισμα της Αμερικανικής ποίησης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο.
Ο Χένρυ Ουόντσουορθ Λονγκφέλοου (Henry Wadsworth Longfellow 1807 – 1882), ο σημαντικότερος από τους Βραχμάνους της Βοστόνης, καθηγητής ξένων γλωσσών στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ήταν ο γνωστότερος Αμερικανός ποιητής της εποχής του. Με τα πολύστιχα αφηγηματικά, αισθηματικά και επικολυρικά έργα του «Ευαγγελίνη» (1847), «Το Τραγούδι του Χιαγουάθα» (1855) και «Οι Ερωτοτροπίες της Μάιλς Στάντις» (1858) έγινε ο δημιουργός μιας θολής, ανιστόρητης και μυθολογικής αίσθησης του παρελθόντος αιμοδοτημένου με ανάμιξη Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών παραδόσεων και μέτρων και ιδιαίτερα στοιχείων από το Φινλανδικό επικό ποίημα «Καλεβάλα», που διάλεξε εσκεμμένα για να αποφύγει τα Αγγλικά πρότυπα. Τα σύντομα λυρικά ποιήματά του παρουσιάζουν μεγαλύτερη ζωντάνια και συγκινούν περισσότερο τον σύγχρονο αναγνώστη, μολονότι εξακολουθούν να παρουσιάζουν ένα έλλειμμα έντασης και ζεστασιάς, παρά την καλαισθησία, την καλή πρόθεση, την ευρυμάθεια και την εκφραστική ικανότητα του δημιουργού τους
Αντίθετα με τον Λονγκφέλοου, ο Τζον Γκρήνληφ Ουίτιε (John Greenleaf Whittier 1807 – 1892), γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια φτωχική φάρμα της Μασαχουσέτης, έκανε μέτριες τυπικές σπουδές και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Υπήρξε φλογερός υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας και αρκετά ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από αυτό τον αγώνα του. Οι αιχμηρές εικόνες του και η απλή κατασκευή των ποιημάτων του σε μορφή μπαλάντας, που συχνά απηχούν μιαν ήρεμη απλοϊκή αγροτική γαλήνη, έχουν την απλή γήινη υφή των ποιημάτων του Ρόμπερτ Μπερνς. Το γνωστότερο ποίημά του, «Αιχμάλωτοι του Χιονιού» (Snow Bound 1866), επιχειρεί, με γνήσιο ελεγειακό τόνο, να αναστήσει τα μέλη της οικογένειάς του που σκοτώθηκαν στην διάρκεια μιας χιονοθύελλας, επιβεβαιώνοντας την αιωνιότητα του πνεύματος, την απεριόριστη δύναμη της αγάπης στην μνήμη και την αμείωτη ομορφιά της φύσης, σε αντιπαραβολή με την βιαιότητα των εξωτερικών πολιτικών καταιγίδων, που μαίνονταν στην διάρκεια του μακρόχρονου εφιάλτη του εμφύλιου πολέμου.
Ένας άλλος Βραχμάνος της Βοστόνης, ο Όλιβερ Ουέντελ Χολμς (Oliver Wendell Holmes 1809 – 1894), απόγονος από την μεριά της μητέρας του της Αν Μπράντστρητ, διάσημος γιατρός και καθηγητής ανατομίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, παρουσιάζει στο έργο του περισσότερη ευστροφία και προσαρμοστικότητα, καθώς εκτείνει τις προσπάθειές του σε χιουμοριστικά δοκίμια, νουβέλες, βιογραφίες και ποιήματα εύθυμα, θυμοσοφικά, φιλοσοφικά ή θερμά πατριωτικά με πολιτισμένη χάρη. Ως δημιουργός εκτιμάται σήμερα για το πνεύμα του, την ευφυΐα του και την γοητεία του ως υποδειγματικός διερμηνευτής της κοινωνίας, της γλώσσας και της ανθρώπινης φύσης.
Ο συνομήλικός του Έντγκαρ Άλαν Πόε (Edgar Allan Poe 1809 – 1849), εκδότης στην Φιλαδέλφεια και την Νέα Υόρκη, ήταν ένας εσωστρεφής και ενδοσκοπικός ποιητής, που κόμισε στην Αμερικανική λογοτεχνία ένα καλλιτεχνικό περισσότερο παρά κοινωνικό ενδιαφέρον, που προετοίμασε το έδαφος για την αρχή «η τέχνη για την τέχνη», με αποτέλεσμα να θαυμάζεται σε βαθμό αγιοποίησης, που σήμερα φαίνεται αδικαιολόγητος, από όλους τους Γάλλους ποιητές από τον Μπωντλέρ μέχρι τον Βαλερύ, ενώ υπήρξε επίσης ένας από τους πρωτοπόρους του Αμερικανικού διηγήματος. Το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από μια πλούσια και ταραγμένη από ψυχώσεις φαντασία και μια δαιμονισμένη μυστικοπάθεια που αιωρείται μέσα σε μια υπερφυσική ατμόσφαιρα. Είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει τις «ανταποκρίσεις», τις αλληλοεπιδράσεις των αισθήσεων με το πνεύμα που ήταν τόσο αναγκαίες σε ποιητές όπως ο Ρεμπώ και ο Μαλλαρμέ, και ταυτόχρονα είχε την ευχέρεια να διεισδύει με αναλαμπές στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, ανακαλύπτοντας την σκοτεινή, βίαια και εξωλογική πλευρά της.
Ο τελευταίος χρονολογικά από τους γνωστότερους Βραχμάνους της Βοστόνης, Τζέημς Ράσελ Λόουελ (James Russell Lowell 1819 – 1891), που διαδέχθηκε τον Λονγκφέλοου στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ως καθηγητής ξένων γλωσσών, θεωρείται ο Μάθιου Άρνολντ της Αμερικής. Ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά σταδιακά έγινε κριτικός και εκπαιδευτικός και, υπό την επίδραση της συζύγου του, φιλελεύθερος αναμορφωτής, υποστηρικτής του φεμινιστικού κινήματος της εποχής και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας και της νομοθεσίας που προστατεύει την άμβλωση. Τα γραφτά του συνδέουν την αποικιακή παράδοση με τον επερχόμενο ρεαλισμό, σε μία διάλεκτο που έφτασε σε μέγιστη ακμή με τον Μαρκ Τουέιν.
4.1.2. Οι Ποιητές της Υπερβατικής Ρομαντικής Σχολής
Μια ομάδα Ρομαντικών ποιητών στις ΗΠΑ είναι συνδεδεμένη με το κίνημα του Υπερβατισμού (Transcendentalism), συνυφασμένο με το χωριό Κόνκορντ (Concord) 32 χιλιόμετρα δυτικά της Βοστόνης, όπου έζησαν οι κύριοι εμπνευστές του, από τους οποίους σημαντικότερος ήταν ο Ραλφ Ουόλντο Έμερσον, το οποίο βασιζόταν στην πίστη για την ενότητα του κόσμου και του Θεού, θεωρώντας ότι η ψυχή κάθε ατόμου είναι ταυτόσημη με τον κόσμο, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο μια μικρογραφία του. Οι πρώτες ιδέες για την αυτοσυνείδηση, την αυτοπραγμάτωση, την αυτοέκφραση και την αυτοπεποίθηση αναπτύχθηκαν από το κίνημα αυτό, στα πλαίσια μιας προσπάθειας για την τόνωση της ιδεαλιστικής αντίδρασης στην λογικοκρατία του 18ου αιώνα και της ανθρωπιστικής ψυχολογικής τάσης του 19ου, προωθώντας τον μεταφυσικό ριζοσπαστικό ατομισμό στις ακραίες συνέπειές του.
Ο Ραλφ Ουόλντο Έμερσον (Ralph Waldo Emerson 1803 – 1882), ιερέας, φιλόσοφος και εκδότης εφημερίδας στην Βοστόνη, κάτοικος του Κόνκορντ από το 1834, επηρεάστηκε άμεσα από τον Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ και τον Τόμας Καρλάιλ (Thomas Carlyle 1795 – 1881), με τους οποίους τον συνέδεε προσωπική φιλία, αλλά και από τον Πλωτίνο (204 – 270), τον Μισέλ Μονταίν (Michel Montaigne 1533 – 1592) και τον Φρειδερίκο Σέλλινγκ (Friedrich Schelling 1775 – 1854), καθώς και από θρησκείες της Ανατολής όπως ο Ινδουισμός και ο Κομφουκιανισμός, και σχημάτισε μια ιδεαλιστική φιλοσοφική αντίληψη, αντίθετη με την υποκρισία και τον ματεριαλισμό, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης στην δημοκρατία και άκρως ρομαντική πίστη στην δύναμη του ατόμου. Αντιδρώντας στον επιστημονικό ρασιοναλισμό της εποχής του, διαμόρφωσε έτσι την βάση της ιδεολογίας του Αμερικανικού φιλοσοφικού και λογοτεχνικού κινήματος του Υπερβατισμού, διατυπώνοντας την άποψη ότι καθετί στον κόσμο, ακόμη και μία σταγόνα δροσιάς, είναι ένας μικρόκοσμος του σύμπαντος και ότι κάθε άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, μετέχει σε μία Υπερ-ψυχή, έναν Υπέρτατο Νου, που του δίνει το δικαίωμα να απορρίπτει κάθε εξωτερική εξουσία, ακολουθώντας μόνο την άμεση εσωτερική εμπειρία και την διαίσθησή του. Η φράση «βασίσου στον εαυτό σου» έγινε το σύνθημα και ο κωδικός ταυτότητας για όλη την ομάδα των ακόλουθων του Υπερβατισμού στην Αμερική, στους οποίους συγκαταλέγονταν ο ποιητής Χένρυ Ντέιβιντ Θόρω, η φεμινίστρια συγγραφέας Μάργκαρετ Φούλερ (1810 – 1850), ο εκπαιδευτικός Μπρόνσον Άλκοτ και ο ποιητής Ουίλιαμ Έλερυ Τσάνινγκ. Η φιλοσοφική ιδεολογία του Έμερσον μεταμοσχεύτηκε και στο ποιητικό του έργο που διαπνέεται από την ανάγκη για ένα νέο εθνικό όραμα, την χρήση της προσωπικής εμπειρίας και ενόρασης, την αφοριστική έκφραση πνευματικών ενδοσκοπήσεων και την επιδίωξη του μεταφυσικού αυτοπροσδιορισμού, δημιουργώντας ένα εκφραστικό σύνολο που επηρέασε άμεσα πολλούς κατοπινούς Αμερικανούς ποιητές όπως ο Ουόλτ Ουίτμαν, η Έμιλυ Ντίκινσον, ο Έντουϊν Άρλινγκτον Ρόμπινσον, ο Ουάλας Στήβενς, ο Χαρτ Κρέιν και ο Ρόμπερτ Φροστ, αλλά και πολλούς στοχαστές από τους υποστηρικτές των φιλοσοφιών της δράσης όπως ο Τζον Ντιούι (1859 – 1952), ο Τζορτζ Σανταγιάνα (1863 – 1952), ο Φρειδερίκος Νίτσε (1844 – 1900) και ο Ουίλιαμ Τζέημς (1842 – 1910).
Άμεσος συνεχιστής του έργου του Έμερσον ήταν ο Τζόουνς Βέρυ (Jones Very 1813 – 1880), μέλος της λέσχης Υπερβατικών, υπερβατικός των άκρων και ο ίδιος, ο οποίος το 1938 βίωσε μια περίοδο εκστατικού μυστικισμού τόσο έντονη, που θεωρήθηκε παράφρονας. Στην διάρκεια της περιόδου αυτής έγραψε το ένα τρίτο από τα 900 περίπου ποιήματά του, που πίστευε ότι του τα υπαγόρευσε το Άγιο Πνεύμα απευθείας, χρησιμοποιώντας ένα βιβλικό ύφος με εβραϊκό λεκτικό και προσπαθώντας να προσδώσει στον εαυτό του και στους στίχους ένα τόνο ιερότητας και βαθιάς στοχαστικότητας.
Στην γραμμή του Έμερσον κινείται και το έργο του Χένρυ Ντέιβιντ Θόρω (Henry David Thoreau 1817 – 1862), που γεννήθηκε στο χωριό Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, σπούδασε στο Χάρβαρντ και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ζώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό την άμεση επίδραση του Έμερσον. Ακούραστος υπερασπιστής του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στον ματεριαλισμό, επαναστατικός απέναντι στις συμβατικότητες που κυριαρχούσαν στον Αμερικανικό πολιτισμό και λεπτός παρατηρητής των μικρών πραγμάτων της φύσης διαμόρφωσε ένα Αμερικανικό μίγμα μυστικισμού, ρομαντισμού και πρακτικότητας που αναζητεί την απλότητα της ζωής. Παρά την θέλησή του να είναι κυρίως ποιητής, διακρίθηκε περισσότερο ως πεζογράφος, δοκιμιογράφος και φιλόσοφος, ιδιαίτερα με το πεζογράφημά του «Η Ζωή στα Δάση» (1854) και το δοκίμιο «Πολιτική ανυπακοή» (1849), στα οποία προάγει τον υπερβατισμό του ενεργοποιώντας τις Αμερικανικές εμπειρίες του ανοικτού μετώπου της αυτοανακάλυψης και αναπτύσσει την θεωρία του για παθητική αντίσταση βασισμένη στην ηθική ανάγκη του δίκαιου ατόμου να παρακούει άδικους νόμους.
Κορύφωση των λογοτεχνικών προσπαθειών της Υπερβατικής Σχολής στον τομέα της ποίησης σημειώθηκε με το έργο του Ουόλτ Ουίτμαν (Walt Whitman 1819 – 1892), που γεννήθηκε και έζησε στην Νέα Υόρκη, όπου άσκησε διάφορα επαγγέλματα, από τυπογράφος και ξυλουργός μέχρι δάσκαλος, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδας. Τα ποιήματά του με τίτλο «Φύλλα Χλόης» εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1855 προκαλώντας θερμά επαινετικά σχόλια του Έμερσον, και από τότε μέχρι τον θάνατο του ποιητή γνώρισαν αρκετές επανεκδόσεις αναθεωρημένες και εμπλουτισμένες κάθε φορά με νέα ποιήματα. Η ποίηση του Ουίτμαν, γραμμένη σε ελεύθερο στίχο και χωρίς ομοιοκαταληξία με μορφή άκρως ανανεωτική για την εποχή της, βασισμένη στην μετρική απόδοση της Βίβλου από τον Βασιλιά Ιάκωβο της Αγγλίας, είναι μυστικιστική και οραματική στην έκφραση του δημοκρατικού πνεύματος της χώρας με ταυτόχρονη δοξολογία όλης της δημιουργίας, της οποίας υμνεί την ενότητα και την ζωική δύναμη με βροντερή φωνή βάρδου που ηλεκτρίζει τον αναγνώστη. Ο πανθεϊστικός οραματισμός του ήταν αφιερωμένος στην προβολή του καθημερινού ανθρώπου και της ζωής του, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη των θαυμάτων της γης και της θάλασσας και των στοιχείων της ζωής «με κεφαλαίο Ζ». Μολονότι ο οπτιμισμός του είναι συχνά αφελής και εύκολος, αναδείχτηκε αυτοδικαίως ποιητής «του ανοικτού δρόμου» και βάρδος της Αμερικής, που την ανακάλυψε εκ νέου, ελεύθερη για κάθε φαντασία και κατοικημένη από τα περισσότερο πρωτοπόρα πνεύματα όλων των λαών, διακηρύσσοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ουσιαστικά το μεγαλύτερο ποίημα». Παρά το γεγονός ότι ο σύγχρονός του πνευματικός κόσμος της Αμερικής, πλην του Έμερσον, τον αγνόησε, το έργο του μοιάζει σήμερα να έχει γραφτεί σαν κανείς πριν απ’ αυτόν να μην έχει γράψει ποτέ ποίηση. Η στεντόρεια ρητορική του, οι ασυμφωνίες και οι ανισότητές του, ο αυθορμητισμός του, η φρεσκάδα του, η ειλικρίνειά του και ο ακατάβλητος ιδεαλισμός του παραμένουν μέχρι σήμερα ασυναγώνιστα σε ορμή και δύναμη, προάγοντας το έργο του σε ένα από τα μνημεία της παγκόσμιας ποιητικής τέχνης.
Τελευταίο στην γραμμή των Υπερβατικών χωρίς να είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτούς, μπορεί να αναφερθεί το έργο της Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson 1830 – 1886), που βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του έργου του Ουίτμαν, καθώς περιλαμβάνει μικρά, έντονα προσωπικά ποιήματα σε τραχιά και συμπιεσμένη γλώσσα, που όμως, παρά την εκκεντρικότητά τους αποπνέουν, μια άμεση και ακαταμάχητη μαγεία. Γεννημένη σε ένα μικρό Καλβινιστικό χωριό της Μασαχουσέτης, δεν παντρεύτηκε ποτέ και έζησε σχεδόν απομονωμένη στον στενό οικογενειακό κύκλο της, με μία συντηρητική προσήλωση στον Χριστιανισμό, επηρεασμένη από τον Πουριτανισμό της Νέας Αγγλίας. Τα ποιήματά της, επηρεασμένα από την Βίβλο, τον Σαίξπηρ, την κλασική μυθολογία, τους Άγγλους Μεταφυσικούς ποιητές του 17ου αιώνα, τον Ρόμπερτ και την Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ και τον Τζον Κητς, δημοσιεύτηκαν το 1890, μετά τον θάνατό της και εκτιμήθηκαν ουσιαστικά μετά το 1950. Στους στίχους της, που είναι γραμμένοι όλοι στο ίδιο μετρικό καλούπι, που ακολουθεί την μετρική των Προτεσταντικών ύμνων, κυριαρχεί η ιδέα του θανάτου, μια τρομακτική υπαρξιστική συνειδητοποίηση, μια γνωμική σκοτεινότητα και ειρωνεία και μια στοχαστική βαθιά μελαγχολία, με την οποία συνδυάζονται, με εικονιστική συγκρότηση, συγκεκριμένα πράγματα και αφηρημένες ιδέες, με ένα σχεδόν παροιμιακό, συνεπτυγμένο ύφος. Εξερευνά την σκοτεινή και κρυμμένη πλευρά του πνεύματος, δραματοποιώντας, όπως ο Πόε, την θνητότητα του ανθρώπου και τον τάφο, διατηρώντας όμως μια εξαιρετική αίσθηση χιούμορ, με την οποία μεταχειρίζεται και υμνεί απλά πράγματα, όπως ένα λουλούδι ή μια μέλισσα, σε μία ποίηση που συνδυάζει μυστική γοητεία, ευαισθησία απέναντι στην φύση και εξωτική μαγεία, οι οποίες την ανέδειξαν, πλάι στον Ουίτμαν σε μία από τις μεγάλες δημιουργούς μιας μοναδικά και αυθεντικά Αμερικανικής ποιητικής φωνής.
Ο 20ος Αιώνας ήταν εποχή αλματικής ανάπτυξης της τεχνολογίας που διαφοροποίησε την ζωή των ανθρώπων με ραγδαίο ρυθμό. Οι τεχνικές ευκολίες διαδέχονταν η μία την άλλη με καταιγιστική ταχύτητα: Ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο στο πρώτο μισό του Αιώνα και οι διάφορες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, οι πύραυλοι και δορυφόροι, η τηλεόραση, τα γραμμόφωνα, τα φορητά ραδιόφωνα, τα κασετόφωνα, τα βίντεο και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές στο δεύτερο μισό του Αιώνα, με τις διάφορες παραλλαγές, τις τελειοποιήσεις και την αυξανόμενη διάδοσή τους, δημιούργησαν μια εκπληκτική και πρωτοφανή τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε την μορφή του κόσμου.
Η επανάσταση αυτή δεν ήταν η μοναδική του 20ου Αιώνα. Η Οκτωβριανή επανάσταση στην Ρωσία, τελική κατάληξη της τεράστιας βιομηχανικής επανάστασης του προηγούμενου αιώνα που συνεχίστηκε με ιδιαίτερη ένταση και στον 20ο, άλλαξε πράγματι το ρεύμα της ιστορίας δημιουργώντας την ελπίδα για μια κοινωνία βασισμένη σε διαφορετικό οικονομικό καθεστώς και προκαλώντας στο δεύτερο μισό του Αιώνα διαίρεση του κόσμου σε δύο ανταγωνιζόμενα στρατόπεδα. Η φεμινιστική επανάσταση των δεκαετιών του 1940 – 50 διαφοροποίησε ριζικά την θέση της γυναίκας στον κόσμο, ενώ η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1970 που την ακολούθησε απελευθέρωσε την δυτική κοινωνία από τις τελευταίες προκαταλήψεις της. Παράλληλα διάφορα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό των υπαρξιστών, των μπήτνικς και των χίπις κλόνισαν σοβαρά τις ηθικές αξίες του προηγούμενου Αιώνα, που είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν θεαματικά μετά τις φοβερές καταστροφές σε έμψυχο και άψυχο υλικό που προκάλεσαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι στο πρώτο μισό του Αιώνα, και τις δραματικές επιπτώσεις που είχαν στην ψυχολογία των ανθρώπων.
Η ζωή έμοιαζε να γίνεται φαινομενικά ολοένα και περισσότερο άνετη, στην πραγματικότητα όμως η εντατικοποίηση της παραγωγής με τους εξοντωτικούς ρυθμούς της, σε συνδυασμό με την συσσώρευση του πληθυσμού σε μεγαλουπόλεις με νέο πολεοδομικό σχεδιασμό, φόρτισε τον ψυχισμό των ατόμων με άγχος και καταναλωτικό πνεύμα και δημιούργησε νέα δυσεπίλυτα δομικά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικά, οικολογικά, πολιτικά, οικογενειακά, εργασιακά, υγιεινολογικά κλπ).
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση η ποίηση αναζήτησε καταφύγιο σε εξωλογικές λύσεις απελευθερώνοντας το υποσυνείδητο και τις συνειρμικές του λειτουργίες. Αποτέλεσμα των λύσεων αυτών ήταν να διαμορφωθεί ένα ιδιαίτερο εκφραστικό ποιητικό ιδίωμα λίγο – πολύ κοινό σε όλες τις χώρες του κόσμου, το οποίο είναι πλήρως καταληπτό μόνο από την κλειστή μειονότητα των ανθρώπων που ασχολούνται με την ποίηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αλματώδη ανάπτυξη νέων μορφών μαζικής επικοινωνίας όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, έκανε την ποίηση να φαίνεται απομονωμένη και ερμητική περισσότερο από όσο φαινόταν προς το τέλος του περασμένου Αιώνα.
Στα πρώτα χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ευρωπαϊκή Ποίηση κυριαρχήθηκε από ένα γενικό αίτημα ανανέωσης της μορφής και της ουσίας της, που βρισκόταν σε πλήρη ανταπόκριση με την ανάγκη για αναθεώρηση των βασικών αρχών του δυτικού πολιτισμού που φαινόταν αναπόφευκτη μετά την κατακρήμνιση των αξιών και την γενική ανασφάλεια που προκάλεσε ο πόλεμος.
Αποτέλεσμα της ανανεωτικής αυτής τάσης ήταν η εμφάνιση σε όλο τον δυτικό κόσμο μιας πληθώρας από ριζοσπαστικά ποιητικά κινήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο και των οποίων κύριο διακηρυγμένο δόγμα ήταν η αντίθεση προς την παραδοσιακή ποίηση του προηγούμενου αιώνα και η ανατροπή των αισθητικών θεωριών της.
Με αυτή την προοπτική παρουσιάστηκαν ο Ντανταϊσμός, ο Κυβισμός, ο Γαλλικός Υπερρεαλισμός, ο Ρωσικός και ο Ιταλικός Φουτουρισμός, ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο Νοτιοαμερικάνικος Ουλτραϊσμός και ο Βραζιλιάνικος Μοντερνισμός. Το αντίστοιχο κίνημα στην Αγγλόφωνη Ποίηση και Αμερικανική ποίηση χαρακτηρίζεται με δύο πρακτικά ταυτόσημους όρους, Εικονισμός (Imagism) ή Νεωτερισμός (Modernism), και βασικούς πρωτεργάτες είχε μια ομάδα Άγγλων και Αμερικανών ποιητών με επικεφαλής τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Έζρα Πάουντ, τον Ντ. Χ. Λόρενς, τον Τζέημς Τζόυς, την Χίλντα Ντούλιτλ, τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, τον Ε.Ε. Κάμινγκς και την Μάριαν Μουρ.
Κοινή βάση όλων αυτών των κινημάτων ήταν η απελευθέρωση της ποίησης από κάθε μορφικό και συντακτικό σχήμα και η αναζήτηση της έμπνευσης σε εξωλογικές περιοχές. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η διαμόρφωση μιας ποιητικής τεχνικής της οποίας κυρίαρχο δομικό στοιχείο ήταν οι αιχμηρές και αιφνιδιαστικές εικόνες και τα στιγμιότυπα που συνδέονταν μεταξύ τους με συνειρμό και με υποσυνείδητες αιτιατές σχέσεις, ενώ από μορφική άποψη επικράτησε πλήρως ο ελεύθερος στίχος.
5.1. Ο Εικονισμός της Γενιάς του 1914
Στην πρώτη γραμμή των Νεωτεριστών του Μεσοπολέμου βρίσκονται δύο Αμερικανοί ποιητές που κατά ένα ποσοστό διεκδικούνται και από την Αγγλική Ποίηση, αφού και οι δύο έζησαν για αρκετό καιρό στο Λονδίνο.
Κυρίαρχη φυσιογνωμία που δέσποσε στην Αγγλόφωνη Ποίηση επί αρκετές δεκαετίες, ήταν ο Τόμας Στηρνς Έλιοτ, που γεννήθηκε στο Σαιντ Λούι του Μισούρι και εγκαταστάθηκε από το 1914 στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως καθηγητής και αργότερα ως διευθυντής εκδοτικού οίκου. Έχοντας αποκτήσει ευρύτατη ακαδημαϊκή παιδεία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ο Έλιοτ συνδύασε στο έργο του επιδράσεις από τους Γάλλους Ιμπρεσιονιστές (Ζϋλ Λαφόργκ, Τριστάν Κορμπιέρ, Σαρλ Μπωντλέρ), από τους Γάλλους Συμβολιστές (Ρεμπώ, Μαλλαρμέ), από τους Άγγλους Μεταφυσικούς του 17ου Αιώνα (Τζον Ντόουν), από τους Άγγλους Ρομαντικούς (Μπλέικ και Κητς), από τον Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς και από τον Ου. Μπ. Γέιτς. Η ποίησή του χρησιμοποιεί έντονα συμβολική γλώσσα καθημερινής φυσικής ομιλίας, γεμάτη από υπαινιγμούς και αμφιλογίες, για να αποδώσει το χάος και την αθλιότητα της σύγχρονης ζωής και την κενότητα της παρακμάζουσας κοινωνίας της εποχής μας, με επιγραμματικό ύφος που καταφεύγει συχνά στην σάτιρα και την ειρωνεία. Οι εικόνες του, δραματικές, ζωηρές και διαπεραστικές, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, είναι συμπαραταγμένες με βαθυστόχαστη αλληλουχία που οικοδομείται γύρω από ένα κεντρικό νόημα και φορτισμένες με ένα πλήθος από επιγραμματικές φράσεις, στίχους και παραπομπές που μεταφέρουν στο ποίημα την επώδυνη πολυμάθεια του ποιητή. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιήθηκε σε ολοκληρωμένη μορφή στην «Έρημη Χώρα» (1922) που άσκησε τεράστια επίδραση στην Αγγλόφωνη ποίηση του 20ου Αιώνα. Σε ένα άλλο σημαντικό έργο του, τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» (1943), επιδιώκει να δώσει λύση στα ίδια προβλήματα με μουσικό και θρησκευτικό τόνο και μέσα από τις διεργασίες της εσωτερικής του εμπειρίας. (Thomas Stearns Eliot 1888 – 1965. Γεννήθηκε στην Αμερική. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, της Σορβόννης και της Οξφόρδης και έγινε διευθυντής γνωστού εκδοτικού οίκου στην Αγγλία. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1948. «Έρημη Χώρα» 1922, «Τέσσερα Κουαρτέτα» 1943 και πολλά θεατρικά έργα).
Ο δεύτερος μεγάλος πυλώνας του Εικονισμού, ο Έζρα Λούμις Πάουντ, γεννήθηκε στο Αίνταχο των Η.Π.Α, σπούδασε στην Πενσυλβανία και εργάστηκε εκεί ως καθηγητής για δύο χρόνια. Από το 1908 μέχρι το 1921 έζησε στο Λονδίνο, όπου σχετίστηκε στενά με ονομαστούς λογοτέχνες όπως ο Ου. Μπ. Γέιτς, ο Τ. Σ. Ελιοτ και Φορντ Μάντοξ Φορντ, και παρουσίασε λογοτεχνική ενεργητικότητα τόσο έντονη και παραγωγική, ώστε δικαιολογημένα μπορεί να ενταχθεί, ως κορυφαίο εξελικτικό ορόσημο, στην ιστορία της Βρετανικής Ποίησης. Από το 1921 μέχρι το 1925 έζησε στο Παρίσι και από το 1925 μέχρι το 1945 στην Ιταλία. Το 1945 φυλακίστηκε στις ΗΠΑ γιατί κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υποστήριξε την φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, αλλά απελευθερώθηκε το 1958 μετά από πίεση λογοτεχνικών κύκλων για να επιστρέψει στην Βενετία όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Στο ποιητικό έργο του ο Πάουντ υποκινήθηκε από την βαθιά προδιάθεσή του να επαναφέρει στην ποίηση την φρεσκάδα των αρχικών καταβολών της. Εμπνεύστηκε από την Λατινική, την Κινέζικη και την Ιαπωνική Ποίηση, από την πρώιμη μεσαιωνική ποίηση των Άγγλων και Ευρωπαίων τροβαδούρων, από τους Ιταλούς ποιητές της Αναγέννησης και ιδιαίτερα τον Δάντη καθώς και από τους Γάλλους συμβολιστές της εποχής του και ιδιαίτερα τον Ζϋλ Λαφόργκ και τον Τριστάν Κορμπιέρ. Το αριστουργηματικό επικό έργο του «Κάντος», που άρχισε να δημοσιεύεται από το 1919, είχε καταλυτική επίδραση στην παγκόσμια ποιητική σκηνή και άλλαξε σε σημαντικό βαθμό την μορφή της, χάρη στην βαθιά πολυμάθεια, τον μεγάλο όγκο, την διορατικότητα και την οξυδέρκεια των ιστορικών υπαινικτικών αναφορών, την δεξιοτεχνική και ερεθιστική χρήση της γλώσσας, το σκληροτράχηλο ύφος και την διεισδυτική παρατήρηση των ύστατων αρχών της ζωής, που το κάνουν να φαντάζει ως «ιστορία της ανθρώπινης φυλής». (Ezra Loomis Pound 1885 – 1972. Αμερικανός, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, όπου για λίγο διάστημα εργάστηκε ως καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας. Έζησε στο Λονδίνο από το 1908 μέχρι το 1921, στο Παρίσι μέχρι το 1925 και εν συνεχεία στην Ιταλία. Φυλακίστηκε από το 1945 μέχρι το 1958 ως υποστηρικτής του Μουσολίνι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Επιλεγμένα Ποιήματα» 1949, «Κάντος» 1975).
Στην αρχική ομάδα των εικονιστών μετείχε ένας ακόμη σημαντικός Αμερικανός ποιητής, ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς (William Carlos Williams 1883 – 1963), ο οποίος γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϋ, σπούδασε στην Πενσυλβανία, όπου γνωρίστηκε με τον Πάουντ και εργάστηκε ως γιατρός στην ιδιαίτερη πατρίδα στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η επίδραση του Πάουντ προς την κατεύθυνση των νεωτεριστικών ρευμάτων του Μεσοπολέμου, υπήρξε καταλυτική στο ξεκίνημά του, αλλά βαθμιαία άρχισε να αισθάνεται αποστασιοποιημένος από τις αξίες των κινημάτων αυτών, που θεωρούσε ότι ήταν υπερβολικά συνυφασμένα με τις Ευρωπαϊκές πολιτιστικές παραδόσεις. Πειραματιζόμενος με νέες τεχνικές αναζήτησε μια εντελώς καινούργια και καθαρά Αμερικανική ποιητική, της οποίας το ενδιαφέρον θα ήταν εστιασμένο στα καθημερινά γεγονότα της ζωής των απλών ανθρώπων. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του είχε ιδιαίτερη απήχηση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σε ποιητές όπως ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και η ομάδα των Μπήτνικς, και δημιούργησε το υπόβαθρο για την ανάπτυξη των Νεορεαλιστικών κινημάτων των δεκαετιών του 1950 και 1960. Το ποιητικό έργο του, που αποτελεί το αποκορύφωμα της προσπάθειας αυτής, είναι συγκεντρωμένο στο τρίτομο έπος «Πάτερσον» που πρωτοεκδόθηκε το 1946, στο οποίο ο Ουίλιαμς αποκαλύπτει την ζωή μιας ολόκληρης πόλης αναδεικνύοντάς την σε μικρόκοσμο της Αμερικής και της περίπλοκης κατάστασης του σύγχρονου ανθρώπου, με οξεία παρατήρηση, μεγάλη οικονομία μέσων και ανεπιτήδευτο βάθος, που επισημαίνουν τις αλήθειες της σύγχρονης ζωής με ειλικρινή συμπάθεια για τους ανθρώπους, και γράφοντας πάντα με ένα τρόπο που θα χρησιμοποιούσε και ο μέσος καθημερινός άνθρωπος αν μπορούσε να γράψει. Εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ το 1952 και το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ.
Ο Λούι Ουντερμάγερ (Louis Untermeyer 1885 – 1977) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη και εργάστηκε ως χρυσοχόος μαζί με τον πατέρα του, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε μαρξιστική εφημερίδα της εποχής του, υποστηρίζοντας την αποχή των ΗΠΑ από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διώχθηκε για την αριστερή ιδεολογία του την εποχή του Μακαρθισμού, αλλά αργότερα έγινε επίτιμος καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια και είχε συμμετοχή σε προγράμματα της τηλεόρασης. Το έργο του, ως ποιητή, ανθολόγου, κριτικού και μελετητή, είναι ογκώδες. Τα ποιήματά του έχουν πολιτική βάση και διακρίνονται για τον ρεαλιστικό, τραχύ, παρωδικό και γελοιογραφικό τόνο τους, αλλά και για την προβολή θεμάτων της ζωής και των κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης. Εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ για την διετία 1961 – 63.
Ένα από τα πιο δραστήρια και συνεπή μέλη του κινήματος του Εικονισμού ήταν η Χίλντα Ντούλιτλ (Hilda Doolittle 1886 – 1961, γνωστή με τα αρχικά H. D.), που γεννήθηκε στην Πενσυλβανία όπου σπούδασε μαζί με την Μάριαν Μουρ. Σχετίστηκε με τον Έζρα Πάουντ και τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς και το 1911 ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου παρέμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Το έργο της, που προβλήθηκε επίσης από το περιοδικό της Χάριετ Μονρόε στο Σικάγο, χαρακτηρίζεται από έντονη δύναμη εικόνων και οικονομία γλώσσας, καθώς και από την χρήση της κλασικής μυθολογίας στα θέματά της. Η σύνδεση του ονόματός της με τα πρωτοποριακά λογοτεχνικά και φεμινιστικά κινήματα της εποχής της και η απουσία της από τις ΗΠΑ δεν βοήθησαν στην προβολή του έργου της στο ευρύ κοινό, παρά την έντονη προσωπικότητα των στίχων της.
Η Μάριαν Μουρ (Marianne Moore 1887 – 1972) ήταν ένας ακόμη σημαντικός πόλος του εικονιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στο Σαιντ Λιούις στο Μισούρι, σπούδασε στην Πενσυλβανία και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, ζώντας μαζί με την μητέρα της μέχρι τον θάνατό της. Έγραφε ποιήματα με την ελευθερία που χαρακτήριζε όλη την ομάδα των Εικονιστών ποιητών με τους οποίους σχετίστηκε, ενσωματώνοντας στους στίχους της φράσεις από άλλες πηγές και χρησιμοποιώντας γλώσσα πυκνή και ακριβή, ικανή να υποβάλει μεγάλη ποικιλία από ιδέες και συσχετισμούς μέσα από μία μοναδική συμπυκνωμένη εικόνα, η οποία προβάλλοντας φαινομενικά ασήμαντα αντικείμενα έχει την δύναμη να δίνει αφορμές για συναντίληψη μεγάλων γεγονότων. Είχε αδυναμία στον φυσικό κόσμο και ιδιαίτερα στα ζώα, από τα οποία προέρχονται οι περισσότερες εικόνες της. Εμπνεύστηκε επίσης από τον κόσμο του μπέιζμπολ του οποίου ήταν φανατική οπαδός, όπως ήταν επίσης θαυμάστρια του πυγμάχου Μοχάμεντ Άλι, στον οποίο αναφέρονται διάφορα γραπτά της. Το 1952 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ.
Ταλαντούχος αλλά αντιφατικός και αμφιλεγόμενος όπως ο Πάουντ ήταν και ο Ρόμπινσον Τζέφερς (Robinson Jeffers 1887 – 1962) που γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ, έζησε στις ακτές της Καλιφόρνιας και έκανε ποικίλες σπουδές λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ιατρικής και δασολογίας σε διάφορα πανεπιστήμια της Ελβετίας και των ΗΠΑ. Το έργο του, επηρεασμένο από τις μελέτες του για την αρχαία Αγγλική και Γαλλική φιλολογία, τον Δάντη, την Ισπανική ρομαντική ποίηση, την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή ιστορία και τον ατομισμό του Νίτσε, προσκόμισε στην λογοτεχνία ένα ευρύ φόρτο πολυμάθειας από την φιλοσοφία, την θρησκεία, την γλωσσολογία, την μυθολογία και τις επιστήμες. Κύριο θέμα του είναι η εξύμνηση των παραλιακών λόφων και των φαραγγιών στις ακτές του Ειρηνικού και της ομορφιάς των πραγμάτων, τονίζοντας την απαίτηση της τραγωδίας που ενεδρεύει στο μεγαλείο τους, σε αντίθεση με την υποβαθμισμένη και εσωστρεφή κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου. Ήταν πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος έχει αναπτύξει μια νοσηρά επικεντρωμένη στον εαυτό του άποψη για τον κόσμο και πίστευε ακράδαντα ότι πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε περισσότερο την υπόλοιπη δημιουργία. Η απέχθειά του για τον τεχνολογικό πολιτισμό της εποχής μας είναι φανερή στους, συνήθως χαλαρούς και μακριούς αφηγηματικούς στίχους του, όπως και η δυσπιστία του για τον άνθρωπο, την πρόοδό του και τις φιλελεύθερες αξίες του, που χαρακτηρίζει ως «ανοησίες» που επιδιώκει να βρει σύστημα για να τις αντικαταστήσει, εκπέμποντας ταυτόχρονα μηνύματα ηθικής απόγνωσης.
Ο Κόνραντ Έικεν (Conrad Aiken 1889 – 1973) γεννήθηκε στην Γεωργία και σπούδασε στο Χάρβαρντ μαζί με τον Τ. Σ. Έλιοτ και τον Ε. Ε. Κάμινγκς, και ταξίδεψε πολύ στην Αγγλία και την Βόρεια Αμερική, ενώ ήταν φίλος με ποιητές όπως ο Έζρα Πάουντ και ο Ουάλας Στήβενς και με την Χάριετ Μονρόε. Το έργο του επηρεασμένο από το κίνημα των εικονιστών, αλλά και από τα γραφτά του Φρόιντ, του Ουίλιαμ Τζέημς, του Έντγκαρ Άλαν Πόε και των Γάλλων Συμβολιστών, αντανακλά ένα βαθύ και συνεχές ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση και την εξέλιξη της ταυτότητας του ανθρώπου, μέσα από ποιητικά σχήματα άκρως ενδοσκοπικά, εμποτισμένα με μουσικούς ήχους και μορφές που αναζητούν την «μελωδία του χάους» μέσα από δεξιοτεχνικά σχεδιασμένους εσωτερικούς μονολόγους. Το 1930 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ και εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ για την διετία 1950 – 52.
5.4. Η Γενιά του 1940
Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1940, υπό την επίδραση των πολεμικών γεγονότων, που διαμόρφωσαν ανάλογα την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, η ποίηση σημείωσε μια στροφή προς τον αποκαλυπτικό ρομαντισμό με προσμίξεις από τον Γαλλικό υπερρεαλισμό, ενώ παράλληλα συνεχίσθηκε σε χαμηλότερους τόνους η παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών. Σημαντική επίδραση στην διαμόρφωση του ποιητικού λόγου στην Αμερική κατά την περίοδο αυτή είχε το έργο του Ουάλας Στήβενς.
5.4.1. Η Νεωτεριστική Ποίηση της Δεκαετίας του 1940
Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop 1911 – 1979) γεννήθηκε στην Μασαχουσέτη και μεγάλωσε στην Νέα Σκοτία. Ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, πράγμα που της επέτρεψε να ταξιδέψει από το 1935 μέχρι το 1937 στην Γαλλία, Ισπανία, Βόρεια Αφρική, Ιρλανδία και Ιταλία και να εγκατασταθεί στην Φλόριντα και τελικά στην Βραζιλία. Επηρεασμένη από την φίλη της Μάριαν Μουρ, που ήταν ταυτόχρονα μέντοράς της και σταθεροποιητική δύναμη της ζωής της, δημιούργησε ένα ποιητικό έργο στο οποίο διοχέτευσε τις εμπειρίες της από τα πολυποίκιλα ταξίδια της, αποφεύγοντας εξομολογητικές αναφορές στην προσωπική της ζωή και εστιάζοντας την προσοχή της με μεγάλη λεπτότητα παρατήρησης στις εντυπώσεις της από τον φυσικό κόσμο και τις σχέσεις του με τον άνθρωπο. Οι εικόνες της έχουν εκπληκτική ακρίβεια και αλήθεια ταυτισμένη με την ζωή και αντανακλούν το οξύ πνεύμα της και την ηθική αίσθησή της, με τεχνική λαμπρότητα και μορφική ποικιλία που εντυπωσιάζουν. Με την πάροδο των χρόνων καθιερώθηκε ως «ποιήτρια των ποιητών», χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας Αμερικανών Ποιητών από το 1966 μέχρι το 1979 και απέκτησε συνεχώς αυξανόμενη φήμη ως μία από τις σημαντικότερες ποιητικές δυνάμεις της σύγχρονης λογοτεχνίας, χάρη στην εξαιρετικά μεγάλη εκτίμηση που εξακολουθούν να τρέφουν για το έργο της οι νεότερες γενιές των ποιητών της Αμερικής και της Ευρώπης. Εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένη Ποιήτρια των ΗΠΑ για την διετία 1949 – 50 και το 1956 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ.
Ο Ντέλμορ Σβαρτζ (Delmore Schwartz 1913 – 1966) γεννήθηκε στο Μπρούκλυν από γονείς Ρουμάνους Εβραϊκής καταγωγής και έζησε ζωή ταραγμένη, με πολλά προβλήματα στις σχέσεις του με τις γυναίκες που τον οδήγησαν στον αλκοολισμό, την χρήση βαρβιτουρικών και αμφεταμινών και την συνεχή μάχη με ψυχικές ασθένειες. Παρόλα αυτά σπούδασε φιλοσοφία στην Νέα Υόρκη και στο Χάρβαρντ και έγινε καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια και κολέγια. Τα διηγήματά του θεωρήθηκαν από πολλούς εφάμιλλα και ανάλογα με του Σταντάλ και του Άντον Τσέχοφ, ενώ τα ποιήματά του, που αναζητούν «την γέννηση των ονείρων μέσα από τις ευθύνες και των ευθυνών μέσα από τα όνειρα», επαινέθηκαν από ποιητές όπως ο Τ. Σ. Έλιοτ, ο Έζρα Πάουντ και ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, καθώς και από τους φίλους του μυθιστοριογράφους Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Σωλ Μπέλοου.
Ο Ουέλντον Κης (Weldon Kees 1914 – 1955), μια από τις αινιγματικές φυσιογνωμίες της Αμερικανικής ποίησης, γεννήθηκε και σπούδασε στην Νεμπράσκα και μετακινήθηκε σε διάφορες πολιτείες, Κολοράντο, Ν. Υόρκη και Καλιφόρνια, εργαζόμενος ως ζωγράφος, πιανίστας της τζαζ, σεναριογράφος και συνεργάτης περιοδικών, ραδιοφώνου και εφημερίδων. Υποφέροντας από αυξανόμενη κατάθλιψη εξαφανίστηκε ξαφνικά το 1955 δημιουργώντας την υπόνοια ότι αυτοκτόνησε. Η μεταθανάτια δημοσίευση των Απάντων του με πρόλογο του Ντόναλντ Τζάστις, ήταν η αφετηρία για μια ραγδαία αύξηση της φήμης του. Το έργο του είναι διαποτισμένο με ένα μόνιμα πικρό τόνο και ένα δημοσιογραφικό ρυθμό, μέσα από τους οποίους ενσωματώνεται στις εικόνες του μία αίσθηση πολιτιστικής ξηρότητας και προσωπικής απόγνωσης, που δηλώνουν μια εσωτερική βίωση της παρακμής των καιρών μας και άρνηση κάθε αποδεκτής αξίας. Ο απελπισμένος εμπειρισμός του, συνδυασμένος με έναν ιδιότυπο μυστικισμό, υπογραμμίζει την έλλειψη επαφής ανάμεσα στα πράγματα και τον παρατηρητή με ένα τρόπο που προχωράει πέρα από τον υπερρεαλισμό σε μία μέθοδο ενδοσκόπησης που θυμίζει περισσότερο τον Σαρτρ παρά τον Έλιοτ.
Ο Ουίλιαμ Στάφορντ (William Stafford 1914 – 1993) γεννήθηκε στο Κάνσας, σπούδασε στην Άιοβα και εργάστηκε ως καθηγητής σε κολέγια του Όρεγκον, ενώ το 1970 εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ για την διετία 1970 - 71. Το ογκώδες ποιητικό έργο του παρουσιάζεται, όπως του Ρόμπερτ Φροστ, απατηλά απλό, αλλά με σχολαστικότερη μελέτη αποκαλύπτει μια σύνθετη και διακριτική θέαση του κόσμου, χρησιμοποιώντας ένα λεπτό τρόπο φυσικής ομιλίας και μια μυστικιστική, άλλοτε εμπαικτική και άλλοτε εντελώς προσωπική, ονειροπόληση που φανερώνει την αγάπη του για τις δυτικές πολιτείες της Αμερικής.
5.4.2. Η Νέγρικη Ποίηση της Δεκαετίας του 1940
Ο Ρόμπερτ Χέιντεν (Robert Hayden 1913 – 1980) γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ και πέρασε ταραγμένα παιδικά χρόνια. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν μαζί με τον Ου. Χ. Ώντεν, που είχε σημαντική επίδραση στην διαμόρφωση της ποιητικής προσωπικότητάς του, όπως και η Έντνα Σαιντ Βίνσεντ Μίλεϋ, ο Καρλ Σάντμπουργκ, ο Χαρτ Κρέιν και οι νέγροι ποιητές της Αναγέννησης του Χάρλεμ Λάνγκστον Χιουζ, Κάουντη Κάλλεν και Ζαν Τούμερ. Στο ποιητικό έργο του βρίσκει διέξοδο το ενδιαφέρον του για την Αφροαμερικανική ιστορία και για τα φυλετικά προβλήματα του καιρού του. Η φήμη του αυξήθηκε κατακόρυφα μετά το 1960 και ήταν ο πρώτος νέγρος ποιητής που εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ το 1976.
Ο Ντάντλεϋ Ράνταλ (Dudley Randall 1914 – 2000) γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον και έζησε στο Ντιτρόιτ ασκώντας διάφορα επαγγέλματα όπως ταχυδρομικός υπάλληλος, βιβλιοπώλης και εκδότης. Επηρεάστηκε από τους Ζαν Τούμερ και Κάουντη Κάλλεν και δημιούργησε ένα έργο που απεικονίζει τις καθημερινές εμπειρίες του από την ζωή και τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του, με ευρύ φάσμα θεμάτων, ενώ υπάρχουν και ποιήματά του εμπνευσμένα από την συμμετοχή του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά ποιήματά του έχουν μορφή χαϊκού, σονέτων ή δραματικών μονολόγων, άλλα πειραματίζονται με τους ρυθμούς των μπλουζ, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στην εικονογραφία και στην φρασεολογία τους με πρωτοτυπία, ελευθερία και βάθος αισθημάτων, ενώ κάποια δείχνουν να επιστρέφουν σε παραδοσιακές μορφές.
Η Γκουέντολυν Μπρουκς (Gwendolyn Brooks 1917 - 2000) γεννήθηκε στο Κάνσας και έζησε στο Σικάγο. Το 1950 τιμήθηκε με βραβείο Πούλιτζερ και το 1985 εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένη Ποιήτρια των ΗΠΑ. Έχοντας δεχτεί επιδράσεις από τους Άγγλους Μεταφυσικούς και ιδιαίτερα τον Τζον Ντόουν, από τους Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα Έμιλυ Ντίκινσον, Ουόλτ Ουίτμαν και Πωλ Λόρενς Ντάνμπαρ και από ποιητές του 20ου αιώνα, όπως οι Τ. Σ. Έλιοτ, Λάνγκστον Χιουζ και Κάουντη Κάλλεν, αλλά ιδιαίτερα από τους ποιητές της «Αναγέννησης του Σικάγου», δημιούργησε ένα ποιητικό έργο που συνδυάζει παραδοσιακές μορφές όπως μπαλάντες και σονέτα με τους ρυθμούς των μπλουζ και τον πιο ακραίο ελεύθερο στίχο, αντιπαραθέτοντας λυρικές, αφηγηματικές και δραματικές ποιητικές φόρμες και του οποίου το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η διαμαρτυρία για τις συνθήκες διαβίωσης στην σύγχρονη Αμερική, που εκδηλώνεται περισσότερο με υποδείξεις παρά με πολεμική διάθεση. Κύριος στόχος της είναι να περιγράψει στιγμές από την ζωή καθημερινών ανθρώπων των οποίων μοναδικός σκοπός είναι να επιβιώνουν μέρα με την μέρα, καθώς αισθάνονται ασήμαντοι μέσα στο χαοτικό αστικό περιβάλλον τους, χωρίς νατουραλιστική αίσθηση του κατατρεγμού τους και χωρίς ελπίδα σωτηρίας ή καλύτερου μέλλοντος. Με το έργο της και κυρίως με την παρουσία και την δράση της έγινε πρόδρομος και για κάποιο χρονικό διάστημα αρχηγέτης του «Κινήματος των Μαύρων Τεχνών» της Νέγρικής Ποίησης που αναπτύχθηκε κυρίως κατά τις δεκαετίες 1960 – 70.
5.4.3. Άλλοι Ποιητές της Δεκαετίας του 1940
Ο Τζ. Β. Κάνινγκαμ (J. V. Cunningham 1911 – 1985), γεννήθηκε στο Μέριλαντ από εργατική οικογένεια Ιρλανδών και αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών του, χάρη και στην υποστήριξη του ποιητή Άιβορ Ουίντερς. Τελικά έγινε καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, παράγοντας ένα επιγραμματικό ποιητικό έργο, παραδοσιακής μορφής και ύφους, πιστό στις αρχές της κλασικής ποίησης και αντίθετο με τα λαϊκά πρωτοποριακά ποιητικά ρεύματα της εποχής του, με αποτέλεσμα να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα δημοτικότητας.
Ανάλογο είναι το έργο του Κένεθ Πάτσεν (Kenneth Patchen 1911 – 1972), ο οποίος γεννήθηκε στο Οχάιο και εργάστηκε ως πλανόδιος εργάτης, υποφέροντας από χρόνιο πρόβλημα της σπονδυλικής στήλης. Στα ποιήματά του εμφανίζει μια ευαισθησία για ευρύτερα θέματα της ανθρωπότητας, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην προώθηση της αντιπολεμικής ιδεολογίας και επιδιώκοντας να δημιουργήσει για τον αναγνώστη μέσω της ποίησης ένα είδος ιδεατού άσυλου διαφυγής από την πραγματικότητα, όπου γενναιόδωροι και συγκαταβατικοί χαρακτήρες ανθρώπων παρουσιάζονται πρόθυμοι για συμπαράσταση, παρακινούμενοι μόνο από τα φιλάνθρωπα αισθήματά τους.
Η Τζοζεφίν Μάιλς (Josephine Miles 1911 – 1985) γεννήθηκε στο Σικάγο και σπούδασε στην Καλιφόρνια όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ. Εξέδωσε πολλά γραμματολογικά και γλωσσολογικά βιβλία και δοκίμια για την ποίηση. Το ποιητικό έργο της προκύπτει μέσα από μια αναζήτηση λεκτικού, τόνων και εικονογραφίας, σύμφωνων με όλα τα φαινόμενα και τις συνήθειες του καιρού της, προχωρώντας από την ύπαρξη της συμβατικής πραγματικότητας σε μια βαθιά πλατωνική θεώρηση του αποσβεσμένου φάσματος της εμπειρίας.
Η Μέι Σάρτον (May Sarton 1912 – 1995) γεννήθηκε στο Βέλγιο και εγκαταστάθηκε από μικρή ηλικία στην Βοστόνη. Αρχικά επιδίωξε να γίνει ηθοποιός, αλλά τελικά εργάστηκε ως καθηγήτρια σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και στο Χάρβαρντ. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές με κυμαινόμενη υποδοχή από το κοινό και τους κριτικούς, ενώ έγραψε και αρκετά αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα στα οποία αποκαλύπτονται οι ομοφυλόφιλες τάσεις της. Το ποιητικό της έργο εμφανίζει μια τάση για αναζήτηση σταθερών σημείων αναφοράς, στις ανθρώπινες σχέσεις και στο φυσικό περιβάλλον, που μπορούν να καταστήσουν γόνιμη την διαδικασία των αλλαγών και την αναζωογονητική επίδραση του πάθους, που αναδεικνύεται μέσα στους στίχους ως βασική ενεργοποιός δύναμη της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η Εβραϊκής καταγωγής Μύριελ Ρουκάιζερ (Muriel Rukeyser 1913 – 1980) γεννήθηκε και σπούδασε στην Νέα Υόρκη και υπήρξε εκδότρια περιοδικών. Η βία και η αδικία που βίωσε στις ΗΠΑ και στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, έδωσαν το κύριο έναυσμα και τον προσανατολισμό της έμπνευσής της σε θέματα κοινωνικής διαμαρτυρίας και σχολίων για την κατάσταση των ανθρώπων και ιδιαίτερα για την ανισότητα των φύλων, των τάξεων και φυλών. Συχνά τα ποιήματά της λειτουργούν ως μαρτυρία προσωπικών συγκινησιακών εμπειριών στα πλαίσια ενός ευρύτερης σημασίας πολιτικού ή κοινωνικού γεγονότος, μέσα από έναν ισχυρό οραματισμό που αντανακλά την επιθυμία για μια παγκόσμια κοινότητα ενωμένη από την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Πειραματίστηκε με την γλώσσα και τα μορφικά σχήματα του ποιητικού λόγου, δίνοντάς του μορφή άλλοτε λυρική και άλλοτε αφηγηματική, με τρόπο που επηρέασε αρκετούς μεταγενέστερους ποιητές και ιδιαίτερα αυτούς της Εξομολογητικής σχολής, όπως η Αν Σέξτον.
Ο Τζον Φρέντερικ Νιμς (John Frederick Nims 1913 – 1999) γεννήθηκε στο Μίτσιγκαν, σπούδασε στο Σικάγο και έγινε καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα υπήρξε εκδότης περιοδικών και φιλοτέχνησε αξιόλογες μεταφράσεις ποιημάτων από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τον Βαλερύ. Το ποιητικό έργο του συνδυάζει δυναμισμό και ειδυλλιακή χάρη, αναζητώντας την γνώση μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις σχέσεις με το φυσικό περιβάλλον, που προβάλλεται το έργο του με ακρίβεια και παρατηρητικότητα.
Ο Ντέιβιντ Ιγκνάτοφ (David Ignatow 1914 – 1997) γεννήθηκε στο Μπρούκλυν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Νέα Υόρκη. Εργάστηκε ως καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ και ως επιμελητής εκδόσεων ποίησης. Τα ποιητικά βιβλία που εξέδωσε ήταν πολυάριθμα και τον αναδεικνύουν σε μάστορα του φυσικού, μη ακαδημαϊκού τρόπου ποιητικής ομιλίας, κατά το πρότυπο του Ουόλτ Ουίτμαν και του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, παρουσιάζοντας μια τραχιά αντίληψη της πραγματικότητας και μια αυτοσυνείδηση που αποκαλύπτουν αλήθειες «τόσο πικρές που φαίνονται γλυκές».
Η Ρουθ Στόουν (Ruth Stone 1915 - ) γεννήθηκε στην Βιργινία και εργάστηκε ως καθηγήτρια πανεπιστημίου στο Βερμόντ. Το έργο της κινείται στην παράδοση του Αμερικανικού νατουραλισμού με φεμινιστική απόχρωση, γεμάτο ζωντάνια και χιούμορ, αλλά και μια στρεβλή αίσθηση απώλειας, και χρησιμοποιώντας κωμικά μέσα για να αποδώσει αφηγήσεις τραγικών γεγονότων. Επιτυγχάνει έτσι ένα αποτέλεσμα που συνδυάζει το μυστηριώδες με το κωμικοτραγικό και το σαρδόνια ιλαρό, με κρυφή ειρωνεία αλλά και εσωτερική μελωδικότητα, που αποτυπώνουν μια υπερβατική αίσθηση της κοινωνικής ζωής και πολιτική αντίληψη της ιστορικότητας.
Η Ιβ Μέριαμ (Eve Merriam 1916 – 1992) γεννήθηκε στην Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας και έγινε καθηγήτρια σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Πολύ γνωστά είναι τα ποιήματά της που προορίζονται για παιδιά. Οι στίχοι, γραμμένοι με κέφι και μεγάλη συνθετική ευχέρεια, υμνούν τις απλές χαρές της καθημερινής ζωής, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα μια ισχυρή κοινωνική συνείδηση, που είναι φανερή στην ανάπτυξη θεμάτων όπως ο φεμινισμός, η φυλετική ισότητα, η σωτηρία του περιβάλλοντος και η αντιπολεμική διαμαρτυρία.
Ο Τζον Κιαρντί (John Ciardi 1916 – 1986) γεννήθηκε στην Βοστόνη από γονείς Ιταλούς μετανάστες και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν για να γίνει αργότερα καθηγητής στα πανεπιστήμια του Κάνσας και του Χάρβαρντ. Το βιβλίο του «Τι εννοεί ένα ποίημα» (1959) έγινε κλασικό για την διδασκαλία ποιητικών κειμένων στα σχολεία. Εργάστηκε για την διάδοση τις ποίησης σε πλατιές λαϊκές μάζες με εκπομπές στην τηλεόραση και κάνοντας παρουσιάσεις σε μαζικές εκδηλώσεις. Το έργο του αποφεύγει τα σύγχρονα πρωτοποριακά ποιητικά ρεύματα και προβάλλει αντίθετα θέματα ηθικής ανάτασης με ρομαντική ευαισθησία και συναισθηματισμό.
Ο Ουίλιαμ Τζέυ Σμιθ (William Jay Smith 1918 - ) γεννήθηκε στην Λουϊζιάνα, σπούδασε στην Ουάσινγκτον και στην Οξφόρδη και υπήρξε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ κατά την διετία 1968 -70. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το πλουσιότατο μεταφραστικό έργο του που περιλαμβάνει μεταφράσεις Γάλλων, Ρώσων, Ούγγρων, Σουηδών και άλλων ποιητών Ευρωπαϊκών χωρών. Μεγάλο μέρος του ποιητικού έργου του, που αποτελείται από σύντομα λυρικά ποιήματα με μορφή επιγράμματος, επηρεασμένα από τις μεταφράσεις του, έχει μια γαλατική χάρη, ευγένεια, καθαρότητα και ανοικτή μουσικότητα που απορρέουν από επιδράσεις των Γάλλων Συμβολιστών ποιητών και ιδιαίτερα του Πωλ Βαλερύ.
6.1.4. Οι Ποιητές της Ομάδας των «Μπήτνικς»
Μια σημαντική ομάδα ποιητών της δεκαετίας του 1950, οι «ποιητές Μπήτνικς» (Beatniks), που ονομάσθηκαν σύμφωνα με τον νεόκοπο όρο που εφευρέθηκε από τον Τζακ Κέρουακ το 1948, επηρεασμένοι από την κουλτούρα της μουσικής τζαζ, από τον Γαλλικό Υπερρεαλισμό και τον υπαρξισμό των Πωλ Σαρτρ και Αλμπέρ Καμύ, αλλά και από την οραματική και ηρωική παράδοση του Ουόλτ Ουίτμαν και του Χέρμαν Μελβίλ, έχοντας κύριο αίτημα την ανατροπή των κατεστημένων αξιών και την αμφισβήτηση της καθιερωμένης τάξης πραγμάτων, δημιούργησαν μια ανοικτή ποίηση, με τόνο αποκαλυπτικό και εκστατικό, αντίθετη στην τάση αυθεντίας και τον φορμαλισμό άλλων σχολών, με σαφή προτίμηση προς την τεχνική του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς παρά του Έζρα Πάουντ, και με υιοθέτηση τολμηρών εκφράσεων που είχαν σκοπό να σοκάρουν το κοινό, ενώ, σε μια ενσυνείδητη προσπάθεια απόκτησης πνευματικότητας ανώτερης μορφής, η χρήση ναρκωτικών ουσιών ήταν συνηθισμένη πρακτική για τους περισσότερους απ’ αυτούς, όπως και η μελέτη ανατολικών θρησκειών και ιδιαίτερα του Βουδισμού. Το κίνημα των Μπήτνικς άρχισε ήδη από την δεκαετία του 1940 ταυτόχρονα στην Νέα Υόρκη και στην δυτική ακτή, αλλά το επίκεντρό του βρέθηκε κατά την δεκαετία του 1950 τελικά στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ποιητές όπως οι Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γκάρυ Σνάιντερ, Λόρενς Φερλινγκέτι και Γκρέγκορυ Κόρσο έθεσαν υπό αμφισβήτηση το κύριο ρεύμα της Αμερικανικής πολιτικής και κουλτούρας και έδειξαν έντονο ενδιαφέρον στην μεταστροφή της κοινωνικής συνείδησης, στην καταπολέμηση της κοινωνικής συμβατικότητας και στην ανανέωση της λογοτεχνικής παράδοσης.
Ο Λόρενς Φερλινγκέτι (Lawrence Ferlinghetti 1919 - ) ήταν ένας από τους αρχηγέτες του κινήματος των Μπήτνικς. Γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη και σπούδασε στα πανεπιστήμια της Βόρειας Καρολίνας, της Κολούμπια και της Σορβόννης του Παρισιού. Το 1953 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Τα Φώτα της Πόλης» (City Lights) και ταυτόχρονα ίδρυσε ομώνυμο εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο στο Σαν Φρανσίσκο που έγιναν η εστία κινητοποίησης όλων των ποιητών του κινήματος. Ο ίδιος εξέδωσε περισσότερα από τριάντα βιβλία ποίησης, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και μεταφράσεις του Νικάνορ Πάρα, του Ζακ Πρεβέρ και του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 1994 μια κεντρική οδός του Σαν Φρανσίσκο μετονομάσθηκε προς τιμήν του και το 1998 εκλέχτηκε πρώτος Δαφνοστεφανωμένος ποιητής της πολιτείας του Σαν Φρανσίσκο. Το ποιητικό έργο του, διαποτισμένο με ένα απλό αλλά μαχητικά στρατευμένο τόνο, αντανακλά τις απόψεις του για τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα της εποχής του, ανάμικτες με τις φυσιολατρικές τάσεις του και την φιλελεύθερη πνευματικότητά του, και αναθεωρεί τις κρατούσες απόψεις για τον ρόλο του καλλιτέχνη στον κόσμο. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αναρχικό στην καρδιά», που όμως διαπιστώνοντας ότι η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για τον ηθικό αναρχισμό που ονειρευόταν, υιοθέτησε ηπιότερες πολιτικές θέσεις, περισσότερο σύμφωνες με την «κοινωνική δημοκρατία» που εφαρμόζεται στις Σκανδιναβικές χώρες.
Κατά ένα τρόπο, συγγενής με την ομάδα των Μπήτνικς, τουλάχιστον από την άποψη της αντικομφορμιστικής λογοτεχνικής στάσης του, αν και όχι άμεσα συσχετιζόμενος με αυτήν, είναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι (Charles Bukowski 1920 – 1994) που γεννήθηκε στην Γερμανία, αλλά μεγάλωσε στο Λος Άντζελες και αργότερα μετακόμισε στην Νέα Υόρκη, όπου μετά από περίοδο αλκοολισμού, για να ζήσει εργάστηκε σε διάφορες περιστασιακές και αντιφατικές δουλειές, από οδηγός φορτηγών μέχρι αφισοκολλητής στον υπόγειο της Νέας Υόρκης. Εξέδωσε περισσότερα από σαράντα πεζογραφήματα και βιβλία ποίησης, που θεωρούνται χαρακτηριστικά της αισθητικής του «αντεργκράουντ», καθώς απεικονίζουν το εξαχρειωμένο μητροπολιτικό περιβάλλον και την ζωή των καταδυναστευόμενων και εξαθλιωμένων πληθυσμών της Αμερικανικής κοινωνίας, με άμεση γλώσσα, βιαιότητα, άγριο ερωτισμό και με επίκεντρο μια τραχιά αυτοβιογραφική προσωπικότητα με το φανταστικό όνομα Χένρυ Τσινάσκι, που αντιπροσωπεύει τις απόκρυφες απαγορευμένες φαντασιώσεις ενός αδιάντροπου, αγροίκου, αντικοινωνικού και εντελώς απελευθερωμένου εργένη που κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί ως μεταπολεμική μετεξέλιξη των «μποέμικων» τύπων και των δανδήδων της προπολεμικής περιόδου.
Ο νέγρος Μπομπ Κάουφμαν (Bob Kaufman 1925 – 1986) ήταν μια από τις σχεδόν μυθικές φυσιογνωμίες του κινήματος των ποιητών «μπητ». Γεννήθηκε στην Νέα Ορλεάνη της Λουϊζιάνας από μητέρα Αφρικανή και πατέρα Γερμανό με Αφρικανικές και Εβραϊκές ρίζες και αρχικά εργάστηκε στο εμπορικό ναυτικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 γνωρίστηκε στην Νέα Υόρκη με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ και Ουίλιαμ Μπάροους και πήγε μαζί τους στο Σαν Φρανσίσκο όπου συνάντησαν τους Γκρέγκορυ Κόρσο, Τζακ Κέρουακ και Λόρενς Φερλινγκέτι στην καρδιά του κινήματος της μουσικής τζαζ και των ποιητών «μπητ». Ο Κάουφμαν άρχισε να απαγγέλλει αυτοσχέδιες αυθόρμητες ποιητικές συνθέσεις σε μπαρ, καφενεία και στους δρόμους, ζώντας μια ζωή ηθελημένα ατημέλητη και μποέμικη. Το 1959 άρχισε να εκδίδει μαζί με τον Γκίνσμπεργκ το περιοδικό «Beatitude» (Μακαριότητα) και το 1960 αποδέχτηκε πρόσκληση να διαβάσει ποιήματά του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Από τον επόμενο χρόνο άρχισαν τα προβλήματα εθισμού του στα ναρκωτικά που οδήγησαν στην φυλάκισή του, ενώ μετά την δολοφονία του Τζον Κένεντυ το 1963, έδωσε βουδιστικό όρκο σιωπής και εξαφανίστηκε από την κοινωνία μέχρι το 1975 όταν έληξε ο πόλεμος του Βιετνάμ, ενώ ακολούθησε και δεύτερη περίοδος απομόνωσης από το 1978 μέχρι τον θάνατό του, όταν δήλωσε ότι «επιθυμεί να είναι ανώνυμος» και «φιλοδοξεί να είναι εντελώς ξεχασμένος». Το έργο του βοήθησε στην εκλαΐκευση της στάσης και της φιλοσοφίας των ποιητών «μπητ» στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Γαλλία, όπου είναι γνωστός ως ο «Αμερικανός Ρεμπώ». Συνδυάζοντας τον αναρχισμό του Ντανταϊσμού με τον ιρασιοναλισμό του υπερρεαλισμού και τον κωμικοτραγικό τρόπο της ζωής του, και εφευρίσκοντας τον όρο «Αμπομουνισμός» (Abomunism = Communism + Bob Kaufman + Abomination = σίχαμα) σε αντιπαράθεση με τον Μακαρθισμό της εποχής του, άσκησε, με χιούμορ και πάθος, βίαια επίθεση σε όλες τις καθιερωμένες αστικές αξίες της Αμερικής που είχαν σχέση με τις διακρίσεις σε φυλές, τάξεις και φύλα, και ήταν συνυφασμένες με την σεξουαλικότητα και με την «ορθή» σκέψη, παρουσιάζοντας μια εκλεκτική αισθητική που συνταιριάζει το ηρωικό ήθος ποιητών όπως ο Μελβίλ, ο Ουίτμαν, ο Ρεμπώ, ο Απολλιναίρ, ο Λόρκα, ο Χαρτ Κρέιν και ο Αιμέ Σεζαίρ, με την επαναστατικότητα του Γαλλικού Υπερρεαλισμού, την αναζήτηση του παράλογου του Αλμπέρ Καμύ και την ποίηση τζαζ του Λάνγκστον Χιουζ.
Ο Εβραϊκής καταγωγής Άλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg 1926 – 1997) γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϋ. Η μητέρα του, που ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, έπασχε από επιληπτική παράνοια, νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρεία και έκανε πολύχρονη θεραπεία με ηλεκτροσόκ και τελικά με λοβοτομή πριν πεθάνει το 1956, γεγονότα που είχαν τραυματική επίδραση στον ψυχισμό του ποιητή. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια στην Νέα Υόρκη, όπου γνωρίστηκε με άλλους λογοτέχνες του κινήματος «μπητ», όπως ο Τζακ Κέρουακ, ο Ουίλιαμ Μπάροους και ο Νηλ Κάσαντυ που έγινε εραστής του (σχέση που περιγράφεται στην νουβέλα «Στον Δρόμο» - 1957 του Τζακ Κέρουακ). Από το 1948 άρχισε να πειραματίζεται με ναρκωτικά σε μια προσπάθεια να επιτύχει ανώτερη διανοητική κατάσταση ικανή για βαθύτερους εκστατικούς οραματισμούς και τελικά κατέληξε να νοσηλεύεται στο ψυχιατρικό ίδρυμα της Κολούμπια για να αποφύγει φυλάκιση λόγω συνενοχής σε κλοπές που έγιναν από φίλους του. Το 1953 μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου γνωρίστηκε με τον Πήτερ Ορλόφσκυ που έγινε σύντροφος και εραστής του για τα επόμενα σαράντα χρόνια, όπως και με τους ποιητές Κένεθ Ρέξροθ, Γκάρυ Σνάιντερ, Μπομπ Κάουφμαν και Λόρενς Φερλινγκέτι που έγιναν οι δημιουργοί της λεγόμενης «Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο». Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε στην Νότια Αμερική, στην Ευρώπη, στο Μαρόκο, στην Ινδία, όπου μυήθηκε στον Βουδισμό, και στην Ιαπωνία για να επανέλθει στις ΗΠΑ όπου πρωτοστάτησε στον αγώνα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Οι ανθρωπιστικές πολιτικές ιδέες του, η δηλωμένη ομοφυλοφιλία του, η εμπλοκή του σε εφαρμογές ασκητικών μυστικιστικών τεχνικών των ανατολικών θρησκειών και η χαρισματική του προσωπικότητα τον έκαναν ίνδαλμα της γενιάς των «χίπις» (hippies) της δεκαετίας του 1970, οπότε η φιγούρα του με τα μακριά γένια και τα χοντρά μυωπικά γυαλιά έγινε μια από τις αγαπημένες αφίσες των νέων της εποχής. Από το 1974 ίδρυσε μια σχολή δημιουργικής ποιητικής τέχνης στην οποία δίδαξε μέχρι τον θάνατό του. Ως ποιητής ο Γκίνσμπεργκ υπήρξε ο συνεπέστερος και αυθεντικότερος διερμηνευτής του ραψωδικού πάθους του Ουόλτ Ουίτμαν και του Ουίλιαμ Μπλέικ, το οποίο μετέφερε στην σημερινή εποχή, αποτυπώνοντας το ύφος και το ήθος των αυτοκινητόδρομων της Αμερικής και των στενοσόκακων της Νέας Υόρκης, σε μία ποίηση που έμεινε σταθερά και ριζοσπαστικά προσηλωμένη στον αγώνα εναντίον του συμβιβασμού και της υποκρισίας και υπέρ των ιδεωδών της ατομικής ελευθερίας, του αντικομφορμισμού και της αναζήτησης ενός σύγχρονου διαφωτισμού ικανού, κατά την έκφρασή του, να αντιπαλέψει το «στρατιωτικο – βιομηχανικό σύμπλεγμα που σταθεροποιείται μέσα από το σύστημα της πολιτικο – αστυνομικής γραφειοκρατίας» της σύγχρονης Αμερικής.
Ο νεότερος από τους ποιητές της γενιάς των «μπήτνικς», ο Γκρέγκορυ Κόρσο (Gregory Corso 1930 - 2001), γεννήθηκε στην Ν. Υόρκη και έζησε δύσκολη παιδική και εφηβική ζωή, κατά την διάρκεια των οποίων δραπέτευσε επανειλημμένα από την πατρική στέγη, επιτηρήθηκε σε αναμορφωτήρια και φυλακίστηκε για διάφορες κλοπές επί τρία έτη. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ναυτικός και έκανε πολλά ταξίδια κυρίως στο Μεξικό, στην Ανατολική Ευρώπη και στο Παρίσι όπου έζησε δύο χρόνια. Θεωρείται ο «Ντ’ Αρτανιάν» της ομάδας των «Τριών Σωματοφυλάκων» της λογοτεχνίας των «μπήτνικς» (Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Μπάροους). Στην ποίησή του επηρεάστηκε από τις νεανικές μελέτες του έργων συγγραφέων όπως οι Ντοστογιέφσκι, Σταντάλ, Σέλλεϋ, Τόμας Τσάτερτον και Κρίστοφερ Μάρλοου, τις οποίες συνδύασε με επιρροές από το ύφος ιδιαίτερα του Ουίτμαν και του Έλιοτ και από το ελεγειακό ήθος της μουσικής τζαζ. Με λόγο εύρωστο, άφθονο και ζωντανό, οι στίχοι του πραγματεύονται, άλλοτε με μελαγχολία και άλλοτε με χιουμοριστική και παρωδική διάθεση, θέματα όπως ο θάνατος, η απειλή της πυρηνικής καταστροφής και η ανάγκη ανασκευής των αξιών του Αμερικανικού τρόπου ζωής, που εικονίζεται σε πολλά ποιήματά του με πνεύμα αυτοσαρκασμού και ειρωνείας.
Ο Γκάρυ Σνάιντερ (Gary Snyder 1930 - ) επονομάστηκε «Χένρυ Ντέιβιντ Θόρω της σύγχρονης εποχής» εξαιτίας της οικολογικής μητρικής βάσης της ποίησής του και του περιβαλλοντολογικού ακτιβισμού του. Γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, σπούδασε ανθρωπολογία στο Πόρτλαντ, ανατολικές γλώσσες στο Μπέρκλεϋ και έζησε 12 χρόνια στην Ιαπωνία όπου μυήθηκε στα μυστικά του Βουδισμού που επηρέασαν σημαντικά την σκέψη και την έμπνευσή του. Αργότερα έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ενώ το 1975 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Το έργο του, που συσχετίζεται όχι μόνο με την ποίηση των Μπήτνικς, με τους οποίους γνωρίστηκε κατά την διάρκεια των σπουδών του, αλλά ταυτόχρονα και με την ποίηση της ομάδας του Πανεπιστημίου Μπλακ Μάουνταιν, χαρακτηρίζεται από διαύγεια, απλότητα, ακρίβεια και καθαρότητα όρασης και από μια τάση αποκρυστάλλωσης της διαδοχής του χρόνου σε μια προσπάθεια σύλληψης και απόδοσης της φυσικής ατμόσφαιρας των γεγονότων. Κύριο θέμα του είναι η συνδυασμένη παρουσίαση του ιθαγενούς παρελθόντος της Αμερικής και του μεγαλείου της φύσης της με όλες τις λεπτομέρειές του φιλτραρισμένες και επεξεργασμένες μέσα από τις πνευματικές αρχές του Βουδισμού, αποφεύγοντας τις υπερβολές της φαντασίας και εικονίζοντας τον εξωτερικό κόσμο με χρήση λέξεων που δεν τον ανακαλύπτουν αλλά απλώς τον εκφράζουν όπως είναι.
6.2. Η Γενιά του 1960
Οι ποιητές που παρουσιάστηκαν στις ΗΠΑ στο διάστημα της δεκαετίας του 1960, κινήθηκαν στα πλαίσια που είχαν καθορισθεί κατά την δεκαετία του 1950, αξιοποιώντας τα πλούσια επιτεύγματα των ποιητικών κατευθύνσεων που καλλιεργήθηκαν σ΄ αυτά τα χρόνια από τα Νεωτεριστικά και Νεορεαλιστικά κινήματα, που πήραν τώρα περισσότερο εξελιγμένες μορφές, καθώς προσμίχθηκαν με κάποιες νέες τάσεις άλλοτε νατουραλιστικές και άλλοτε ρομαντικές. Κατά την διάρκεια και αυτής της δεκαετίας συνεχίστηκε η άνθηση της Νέγρικης Ποίησης που είχε ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες δημιουργήσει τον καλλιτεχνικό χώρο της δικής της παράδοσης, ενώ εμφανίστηκαν και ποιητές που εκπροσωπούν τις διεθνικές τάσεις της Αμερικανικής Ποίησης και τις επιδράσεις από το εξωτερικό.
6.2.1. Οι Νεωτεριστές Ποιητές της Δεκαετίας του 1960
Ο Τζον Χολάντερ (John Hollander 1929 - ) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια και της Ιντιάνα και έγινε καθηγητής σε διάφορα κολέγια και στο πανεπιστήμιο Γέιλ. Στο έργο του παρουσιάζεται κατά την δεκαετία του 1960, ως ο κυριότερος συνεχιστής της νεωτεριστικής παράδοσης που δημιούργησαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου ο Έζρα Πάουντ και ο Ε. Ε. Κάμινγκς. Στα πρώτα του έργα εμφανίζονται ελεγχόμενες αντανακλάσεις από μυθολογικά θέματα, όπως οι αφηγήσεις για τον Ίκαρο, την Σαπφώ, την Αθηνά, την Αράχνη και τις ηρωίδες του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, νοσταλγικές αναδρομές σε περιστατικά της νεότητάς του, συγκινησιακές εμπειρίες και πνευματώδη σχόλια για την σύγχρονη ζωή και καλλιτεχνική κίνηση, με χρήση μιας άμεσης ποιητικής φωνής που αποκαλύπτει την λυτρωτική φύση των παραισθήσεων και επιδιώκει να συνδυάζει χρωματικές εντυπώσεις μέσα στο «άσπρο φως της αλήθειας». Στην ιδιαίτερα σημαντική συλλογή του «Τύποι Σχημάτων» (1969) πειραματίστηκε σε ένα είδος «συγκεκριμένης ποίησης» όπου τα ποιήματα αποκτούν αναγνωρίσιμα σχήματα, μέσα από τα οποία το νόημα συντήκεται με την επαγόμενη οπτική εντύπωση δημιουργώντας αλληγορίες και υπαινιγμούς αφηρημένης απόδοσης ουσιαστικών εμπειρικών περιγραμμάτων.
Ο Εβραϊκής καταγωγής Μαρκ Στραντ (Mark Strand 1934 - ) γεννήθηκε στον Καναδά, αλλά σπούδασε στα πανεπιστήμια του Γέιλ και της Άιοβα και αργότερα εργάστηκε ως καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως της Κολούμπια, του Πρίνστον, του Χάρβαρντ και της Γιούτα. Εκλέχτηκε Δαφνοστεφανωμένος Ποιητής των ΗΠΑ για την περίοδο 1990 -91 και το 1999 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών. Επηρεασμένος από την φιλική σχέση του με τον Ντόναλντ Τζάστις, από τον υπερρεαλισμό Νοτιαμερικανών ποιητών όπως ο Χιλιανός Πάμπλο Νερούδα και ο Βραζιλιάνος Κάρλος Ντράμοντ ντε Αντράντε, αλλά και από τους Ευρωπαίους εξπρεσιονιστές όπως ο Γκέοργκ Τρακλ, έδωσε ένα έργο που χαρακτηρίζεται από διαύγεια όρασης και βαθιά εσωτερική αίσθηση του γλωσσικού εκφραστικού μέσου. Πολλά από τα ποιήματά του αναβλύζουν μέσα από μία κατάσταση ονείρου ή συχνά εφιάλτη, και είναι κατάφορτα από εικόνες με εντυπωσιακή ζωντάνια, που παρουσιάζουν την αγωνιώδη πορεία του ποιητή καθώς αμφιταλαντεύεται στο χείλος του γκρεμού της αυτοσυνείδησης αναζητώντας εσωτερική δικαίωση. Αρκετά έργα του, που εμφανίζουν ένα βαθιά ελεγειακό τόνο ή διάθεση αυτοσαρκασμού, έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, καθώς περιλαμβάνουν σημειώσεις, παρατηρήσεις, οδηγίες, συνομιλίες και εκμυστηρεύσεις που συχνά αποδίδονται με μια απλότητα που θυμίζει τους τρόπους της αρχαίας Κινέζικης ποίησης.
Η Τζιν Βαλεντάιν (Jean Valentine 1934 - ) γεννήθηκε και σπούδασε στο Σικάγο αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Νέα Υόρκη, όπου δίδαξε στο τοπικό πανεπιστήμιο. Το έργο της, του οποίου η μητρική βάση έχει πολιτικό υπόβαθρο, χαρακτηρίζεται από την συμπυκνωμένη παρουσία επιλεγμένων απογυμνωμένων έντονων αναπαραστάσεων προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών σε μια σειρά από ζωηρές εικόνες που αναζητούν τρόπους να αισθητοποιήσουν το αόρατο και το ασυνείδητο και να το εκφράσουν μέσα από τους ήχους των λέξεων, απορρίπτοντας ό,τι δεν είναι ζωντανό και βάζοντας τάξη στο ανοργάνωτο σύνολο των πρωτογενών εντυπώσεων.
Ο Τσαρλς Ράιτ (Charles Wright 1935 - ) γεννήθηκε στο Τεννεσή, σπούδασε στην Άιοβα και εργάστηκε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Το 1998 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ και το 1999 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών. Το έργο του είναι άμεσα επηρεασμένο από τον Τ. Σ. Έλιοτ και το Έζρα Πάουντ, καθώς αναζητεί την ουσία και το μεδούλι των φαινομένων μέσα από λυρικές εκλάμψεις, που η Βιρτζίνια Γουλφ θα μπορούσε να αποκαλέσει «στιγμές ύπαρξης», παραταγμένες συνειρμικά παρά αφηγηματικά, με στόχο την χαλάρωση των δεσμών της συνέχειας και της συνέπειας. Χρησιμοποιώντας την αφήγηση μόνο για πρόσδοση χρωματισμού στις επιφάνειες των γεγονότων, δημιούργησε έτσι μια ποίηση αποτελούμενη από αναλαμπές και αναπηδήματα, χρησιμοποιώντας ένα χαρακτηριστικό εκκλησιαστικό ιδίωμα που δίνει στα ποιήματά του εμφάνιση ύμνου ή προσευχής, που παρακινούν για μια βαθιά νεοπλατωνική θεώρηση της ανθρώπινης μοίρας.
Ο Τσ. Κ. Ουίλιαμς (C. K. Williams 1936 - ) γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϋ και είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον (πλήρες όνομα Charles Kenneth Williams), ενώ ταυτόχρονα ζει κατά ένα μέρος του χρόνου του και στο Παρίσι. Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για την ποίηση. Το έργο του, που ξεχωρίζει για την παγκοσμιότητά του, ακολουθεί ένα ορισμένο πρότυπο γραφής, που αποτελείται από λίγους και πυκνογραμμένους αλλά μακροσκελείς στίχους, όμοιους στον ρυθμό με αυτούς του Ουόλτ Ουίτμαν και στο ύφος με αυτούς του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς. Η επίδρασή τους βασίζεται όχι τόσο στις εικόνες τους όσο κυρίως στην ρητορική τους, που πραγματεύεται θέματα όπως η αξιοπρέπεια, η δύναμη της θέλησης, οι γνώσεις, η αυτοκτονία, ο έρωτας, ο θάνατος, η βία, η στενή φιλιά και η «καλή μητέρα», ενώ δεν απουσιάζει και η λεπτή παρατήρηση του φυσικού κόσμου, η προσπάθεια για εξερεύνηση της Αμερικανικής ευαισθησίας, η διαμαρτυρία για τοπικά προβλήματα, η αναδίφηση του ρόλου του ποιητή, κυρίως σε σχέση με τις δυνατότητές του να επιδράσει στο περιβάλλον του, και η ανάδειξη της ποιητικής λειτουργίας ως λυτρωτικού χαρακτηριστικού της ζωής. Η φήμη του μετά το 1990 σημειώνει συνεχόμενη άνοδο.
Ο Φρανκ Μπιντάρ (Frank Bidart 1939 - ) γεννήθηκε στην Καλιφόρνια, σπούδασε στο Χάρβαρντ και εργάστηκε ως καθηγητής κολεγίου στην Μασαχουσέτη. Υπήρξε μαθητής και φίλος του Ρόμπερτ Λόουελ και της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, ενώ το έργο του συγκρίνεται με αυτό του Έζρα Πάουντ, από τον οποίο έχει δανειστεί την τάση να χρησιμοποιεί αποσπάσματα, αναφορές και παρεμβολές από την παγκόσμια λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες ή σε μεταφράσεις. Σε πολλά ποιήματά του αναδεικνύεται δεξιοτέχνης του δραματικού μονόλογου, δημιουργώντας ανθρώπινους χαρακτήρες απόλυτα προσιτούς και κατανοητούς, ενώ σε άλλα ποιήματα πραγματεύεται κοινωνικά και ψυχολογικά θέματα, όπως η ενοχή και οι επιπτώσεις των πολεμικών γεγονότων.
Οι μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν στην διεθνή πολιτική σκηνή στην διάρκεια της τριακονταετίας 1970 – 2000 ήταν θεαματικές και σε κάποιο βαθμό δυσπρόβλεπτες ακόμα και από έμπειρους πολιτικούς. Στα πρώτα χρόνια του 1970 η πετρελαϊκή κρίση συγκλόνισε τις οικονομίες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας και προκάλεσε κλυδωνισμούς, που κατέληξαν στην άνοδο των Σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Η σεξουαλική επανάσταση της ίδιας δεκαετίας ήταν ένα εξίσου εντυπωσιακό φαινόμενο που είχε ουσιαστική επίδραση στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων του Δυτικού Κόσμου.
Η δεκαετία του 1980 ξεκίνησε με την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν, όμως η ένταση μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού Κόσμου χαλάρωσε σύντομα και κατέληξε στο τέλος της δεκαετίας σε πλήρη αναμόρφωση του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την ανεξαρτητοποίηση ενός πλήθους χωρών που την αποτελούσαν μέχρι τότε ή ανήκαν στην σφαίρα επιρροής της και την επανένωση της Ανατολικής με την Δυτική Γερμανία.
Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σε μοναδική ηγέτιδα δύναμη ολόκληρου του πλανήτη με παράλληλη καθολική υποχώρηση των σοσιαλιστικών πολιτικών ρευμάτων και ισχυροποίηση σε υπέρτατο βαθμό των πολιτικών αντιλήψεων που προωθούσαν την ελεύθερη οικονομία, η επικράτηση της οποίας ήταν ολοκληρωτική στην διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Κατά την δεκαετία αυτή παρατηρήθηκε έξαρση των εθνικιστικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών με φυλετική βάση σε ένα σύνολο από χώρες των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής που οδήγησαν σε τοπικούς πολέμους και ανταγωνισμούς σε τρεις από τους οποίους (στο Ιράκ το 1990 και το 2003 και στην Γιουγκοσλαβία το 1999) είχαν άμεση εμπλοκή και οι ΗΠΑ με τις συμμαχικές τους δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα το φαινόμενο της τρομοκρατίας σημείωσε έξαρση που το ανέδειξε σε ένα από τα κύρια προβλήματα του σύγχρονου κόσμου.
Στο ιδεολογικό επίπεδο η ανάπτυξη της πλανητικής σκέψης και των τάσεων παγκοσμιοποίησης της οικονομικής, πολιτικής, εμπορικής και πολιτιστικής δραστηριότητας, συνακόλουθη της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ, συγκρούστηκε με το εθνικιστικό και φυλετικό πνεύμα, αλλά και τον πλούτο και την ποικιλία των παραδόσεων των επιμέρους κρατών. Όμως η ολοένα και πλατύτερα συνειδητοποιούμενη αντίληψη της υφηλίου ως ενός «πλανητικού χωριού», ενισχύθηκε στο έπακρο, χάρη στην εκπληκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας πληροφόρησης, η οποία, μετά την μεγάλη διάδοση των βίντεο, της δορυφορικής τηλεόρασης, των προσωπικών υπολογιστών, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και την υπερτροφική ανάπτυξη της βιομηχανίας των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, κατέληξε στην δημιουργία του Διαδικτύου που εγκαθίδρυσε νέες επαναστατικές συνθήκες πληροφόρησης, που ακόμα εξελίσσονται.
Στην διάρκεια της τριακονταετίας αυτής η Αμερικανική Ποίηση παρουσίασε μια πληθώρα από ποιητικές τάσεις με κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Υπερρεαλισμό, που καλλιεργήθηκε από τους συνεχιστές της παράδοσης της Σχολής της Νέας Υόρκης, αλλά και από μια ομάδα ποιητών που έστρεψε την προσπάθειά της προς την κατεύθυνση των γλωσσολογικών πειραματισμών, εξοστρακίζοντας τον λόγο από την βάση της ποιητικής έκφρασης και αμφισβητώντας την σημασία της φράσης ως δομικού λίθου της σύνταξης της ποιητικής φωνής. Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό των Αμερικανών ποιητών που εκπροσωπούν την ακαδημαϊκή κοινότητα, αφού με διάφορες μορφές και ιδιότητες μεγάλο πλήθος από αυτούς υπήρξαν καθηγητές σε διάφορα πανεπιστήμια και κολέγια, διδάσκοντας όχι απλώς φιλολογία, αλλά ποιητική σύνθεση και δημιουργική λογοτεχνία σε εκπαιδευτικά προγράμματα που διευρύνουν όλο και περισσότερο το πλήθος των θέσεων για καθηγητές που είναι ποιητές και οι ίδιοι, οδηγώντας έτσι όχι μόνο σε ένα είδος «επαγγελματικοποίησης» της ποίησης με πανεπιστημιακό «πτυχίο», αλλά και στην καλλιέργεια του ποιητικού λόγου με βάση οδηγίες και κανόνες που παρέχονται από ένα στενό κύκλο λογίων. Οι μακροπρόθεσμες πιθανές επιπτώσεις του φαινομένου αυτού στην Αμερικανική Ποίηση του μέλλοντος είναι δυσπρόβλεπτες και η αποτελεσματικότητά του στην ουσιαστική ανάπτυξη της ποιητικής λειτουργίας στις ΗΠΑ δικαιολογημένα αμφισβητούμενη.
7.1. Η Γενιά του 1970
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η Αμερικανική Ποίηση προώθησε νέες αξίες προσιτότητας, δημοκρατικής επικοινωνίας και ανταπόκρισης σε ολοένα ευρύτερα κοινωνικά αιτήματα, οι οποίες ανέδειξαν σε κυριαρχικό βαθμό την φυσιογνωμία της ως τέχνης ικανής να προσφέρει τρόπο έκφρασης στην ανάγκη της κοινωνίας για «έναρθρο λόγο». Οι κύριες γραμμές πάνω στις οποίες κινήθηκε ο ποιητικός λόγος αξιοποιούν τις εμπειρίες από τις εκφραστικές προσπάθειες των προηγούμενων δεκαετιών και ουσιαστικά διαμορφώθηκαν τελικά σε ένα κράμα Εξομολογητικής και Νεορεαλιστικής Ποίησης με εντυπωσιακές προσμίξεις Υπερρεαλισμού που παρουσιάστηκε κατά την περίοδο αυτή ανανεωμένος και ιδιαίτερα δυναμικός.
7.1.1. Ο Νέος Υπερρεαλισμός της Δεκαετίας του 1970
Η αναβίωση του Υπερρεαλισμού κατά την δεκαετία του 1970 εκφράστηκε κατά τρόπο άμεσο στις ΗΠΑ από ποιητές όπως ο Αντρέι Κοντρέσκου (Andrei Codrescu 1946 - ), ο Ράσελ Έντσον (Russell Edson 1935 - ) και η Μαξίν Τσέρνοφ (Maxine Chernoff 1952 - ) οι οποίοι αναθέρμαναν το ενδιαφέρον για ποιητικές τεχνικές σύνδεσης ανόμοιων και απόμακρων εννοιών και γεγονότων, με μεθόδους βασισμένες στον συνειρμό κατά το πρότυπο των Γάλλων ποιητών της δεκαετίας του 1920 – 30, όπως μεταφέρθηκε ειδικότερα στις ΗΠΑ από την Σχολή της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1950 -60.
Τον νέο υπερρεαλισμό εκπροσωπεί κατά τον επισημότερο τρόπο το έργο του Τζέημς Τέιτ (James Tate 1943 - ), ο οποίος γεννήθηκε στο Κάνσας, σπούδασε στην Άιοβα και εργάστηκε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης. Το 1992 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ ενώ διετέλεσε και Πρόεδρος της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Χαμένος Πιλότος» είχε σχέση με τον θάνατο του πατέρα του, που είχε χαθεί στην Γερμανία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις επόμενες συλλογές του αναδείχτηκε η ποιητική φυσιογνωμία του φλογερή, ανθρώπινη, τραγική και μυστηριώδης, αλλά πάντα έτοιμη να προσφέρει εκπλήξεις και πνευματικές απολαύσεις, χάρη στο ευρηματικό ύφος του που προς στιγμήν παραπλανά τον αναγνώστη με οικεία, κάποτε κωμικά, θέματα, για να τον οδηγήσει τελικά σε άλλους κόσμους όπου αποκαλύπτονται οι φωτεινές ποιότητες της καθημερινής εμπειρίας.
Κατά τρόπο περισσότερο έμμεσο ο Υπερρεαλισμός, απέκτησε νέα μορφή και διαστάσεις σε ένα από τα πρωτοποριακά κινήματα των δεκαετιών 1970 – 80 που πήρε το όνομα «Ποίηση Γλωσσικού Πειραματισμού» (L=A=N=G=U=A=G=E Poetry) η οποία ουσιαστικά συνέχισε σε νέα βάση τις νεωτεριστικές προσπάθειες των προηγούμενων δεκαετιών.
Αρχικός πυρήνας του κινήματος ήταν το περιοδικό «Αυτό» (This) που εξέδιδαν οι Ρόμπερτ Γκρενιέ (Robert Grenier) και Μπάρεττ Ουότεν (Barrett Watten) το 1971 και αργότερα και άλλα περιοδικά με σημαντικότερο το «L=A=N=G=U=A=G=E» που εξέδιδαν από το 1978 μέχρι το 1980 οι Μπρους Άντριους (Bruce Andrews) και Τσαρλς Μπερνστάιν (Charles Bernstein). Το κίνημα ακολούθησαν αρκετοί σημαντικοί ποιητές της περιόδου όπως οι Ρον Σίλιμαν, Λυν Χεζινιάν, Μπομπ Πέρελμαν, Μάικλ Πάλμερ, Ρέι Άρμαντρουτ, Κάρλα Χάρυμαν, Κλαρκ Κούλιτζ, Χάνα Βάινερ, Σούζαν Χάου, Τίνα Ντάρα και Φάνυ Χάου.
Κύρια στάση αυτής της ομάδας των ποιητών ήταν η αντιπαράθεσή τους με τους ποιητές του πανεπιστημίου «Μπλακ Μάουνταιν» αλλά και τους Μπήτνικς, σε ό,τι αφορά την αναφορική λειτουργία του λόγου και της γλώσσας, για την οποία οι νεότεροι ποιητές αμφισβητούσαν ότι η υποτιθέμενη από τους παλιότερους ποιητές φυσικότητα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την ποίηση. Για να υποστηρίξουν αυτή την αντίθεσή τους, οι ποιητές της ομάδας LANGUAGE κατέφυγαν και προέβαλαν ως πρότυπο το παράδειγμα των ποιητών της Αντικειμενικής Σχολής Λούι Ζουκόφσκυ και Τζον Κέιτζ, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν στο έργο τους διαδικαστικές μεθόδους σχηματισμού του ποιητικού λόγου, βασισμένες σε μαθηματικές ακολουθίες και άλλους οργανωτικούς λογικούς μηχανισμούς. Η εφαρμογή των μεθόδων αυτών, κυρίως σε επίπεδο φράσης, έγινε ένα από τα βασικά δόγματα της ομάδας LANGUAGE, η οποία επηρεάστηκε επίσης και από το έργο της Γερτρούδης Στάιν η οποία χρησιμοποιούσε στα γραπτά της γλωσσικό υλικό αποσυσχετισμένο από οποιαδήποτε φυσική αναφορά. Σημαντική επίδραση στο έργο της ομάδας αυτής είχαν και οι ιδέες του Λουδοβίκου Βιτγκενστάιν (Ludwig Wittgenstein) και ιδιαίτερα η άποψή του ότι η γλώσσα είναι «παιχνίδι».
Κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990, πολλοί από τους ποιητές της ομάδας κατέλαβαν θέσεις καθηγητών σε διάσημα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η λογοτεχνική τάση της ομάδας LANGUAGE (με την συντετμημένη πλέον ονομασία «langpo») να θεωρείται ότι αποτελεί την αιχμή του δόρατος της ποιητικής πρωτοπορίας στην Αμερική, ενώ άρχισε, προς στιγμήν, να έχει επίδραση και στην Αγγλία με ποιητές όπως ο Τομ Ρώουορθ (Tom Raworth), o Άλεν Φίσερ (Allen Fisher) και ο Κεν Έντουαρντς (Ken Edwards).
Η Σούζαν Χάου (Susan Howe 1937 - ) γεννήθηκε στην Βοστόνη, ζει στο Κονέκτικατ και εργάστηκε ως καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Το 2000 εκλέχτηκε πρόεδρος της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών. Το έργο της ουσιαστικά προετοίμασε τον δρόμο για την ποίηση των γλωσσολογικών ενδιαφερόντων (L=A=N=G=U=A=G=E). Έχοντας βαθιά συνείδηση των λέξεων ως μουσικών ενεργειών, η ποίησή της κινείται σε πολλά εννοιολογικά επίπεδα, περιορίζοντας την χρήση αφηρημένων εννοιών προς ένα χώρο κατασκευασμένο από λέξεις οι οποίες δεν δίνουν απλώς ουσία, αλλά είναι η ουσία των σχημάτων και των ήχων της ανθρώπινης γεωγραφίας. Η τεχνική της βασίζεται στην διάταξη και αναδιάταξη λέξεων και ήχων στο κενό διάστημα, με στόχο να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο κάθε λέξη μπορεί να αποκτήσει στόχο ή χρώμα, εξετασμένη από όλες τις πλευρές της και από κάθε δυνατή απόσταση. Αποκτά έτσι το δικαίωμα να δημιουργεί νοήματα και ποιητικές διαθέσεις που ενσωματώνουν παρουσίες ή απουσίες και προοπτικές μέσα από μορφές οξύμωρων, ελλειπτικότητας και διαζευκτικότητας, δίνοντας υπόσταση και φωνή στο ακατανόητο, στο ασυνάρτητο και στο ρευστό, με μια ιδιόμορφη ζωή που μετασχηματίζει τις απόψεις των πραγμάτων.
Η Φάνυ Χάου (Fanny Howe 1940 - ), αδελφή της Σούζαν Χάου, γεννήθηκε επίσης στην Βοστόνη και εργάστηκε ως καθηγήτρια Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια και σε άλλα πανεπιστήμια. Όπως και η αδελφή της υπήρξε ένα από τα επιφανέστερα μέλη της πειραματικής ποίησης αυτής της περιόδου.
Η Λυν Χεζινιάν (Lyn Hejinian 1941 - ) γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο και εργάστηκε ως εκδότρια λογοτεχνικών περιοδικών και αργότερα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, έχοντας ταυτόχρονα αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα συνεργασίας με ζωγράφους, μουσικούς και κινηματογραφικούς παραγωγούς. Το έργο της είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα των καλλιτεχνικών τάσεων της ομάδας του Γλωσσικού Πειραματισμού LANGUAGE καθώς προχωρεί με τόλμη σε πρωτότυπα συντακτικά εφευρήματα που προσελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, χάρη στην απροσδόκητη άρθρωση του λόγου της με χρήση σχημάτων που μεταχειρίζονται ποικίλα εκφραστικά στοιχεία από την απλή μεταφορά και την αλληγορία μέχρι την συνηχητική ή παρηχητική ροή των λέξεων και τελικά την σύνθεση της φράσης με κανόνες που ακολουθούν εντελώς ελεύθερα τους κανόνες της τυχαιότητας.
Ο Μάικλ Πάλμερ (Michael Palmer 1943 - ) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη και έζησε στο Σαν Φρανσίσκο. Το 1999 εκλέχτηκε πρόεδρος της Ακαδημίας των Αμερικανών Ποιητών. Το έργο του, επηρεασμένο από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Βιτγκενστάιν και τις εκφραστικές απόπειρες των υπερρεαλιστών και των συμβολιστών, είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα της ομάδας LANGUAGE, χάρη στην γλωσσολογική και αποκαλυπτική ενέργεια και ενάργειά του. Η διαλεκτική του, εμφανίζοντας επίγνωση της ψυχωτικής μήτρας των πολιτικών και προσωπικών φαινομένων, εκδηλώνεται με σωματικούς όρους και υλοποιείται με μέσα φαινομενολογικής σημαντικής. Η εκφραστική του δεν βασίζεται σε αφηγηματικές τεχνικές, αλλά στην ισχύ της μουσικότητάς του, που, αξιοποιώντας στοιχεία και φαντάσματα της σύγχρονης ιστορίας, δείχνει να αποσκοπεί στο να καταστήσει τον κόσμο παράξενο, θέτοντας ριζοσπαστικές τομές ανάμεσα στο λογικό και το αισθησιακό υλικό του έπους της ανθρώπινης ζωής.
Ο Ρον Σίλιμαν (Ron Silliman 1946 - ), σημαντικό μέλος της ομάδας LANGUAGE έδωσε ένα έργο ταυτόχρονα ιλιγγιωδώς μεθυστικό και υπόγεια μελαγχολικό, καθώς κινείται με συνεχείς μορφολογικούς πειραματισμούς και δομικές διαδικασίες, μέσα από εμπειρίες χρόνου και μνήμης, με αλλεπάλληλα ερωτήματα που αφαιρούν από το ποίημα όχι μόνο το πρόσωπο της αφήγησης, αλλά και την ίδια την αφήγηση ή το λογικό επιχείρημα που θα μπορούσε, από συντακτική άποψη, να έχει επακόλουθο μια επόμενη σημαντική φράση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια δημιουργική ευφορία που μετασχηματίζει άμεσα τις μορφές σε πραγματικότητα και το αντίστροφο. Ο αναγνώστης ωθείται έτσι να εξετάσει τα προτεινόμενα θέματα με τα δικά του υποκειμενικά κριτήρια, υπνωτισμένος από την διάλυση της χρονικότητας και της αιτιότητας των φαινομένων και από την ψευδαίσθηση της ενότητας των πραγμάτων, αναζητώντας τον κόσμο με υποθέσεις που δημιουργούν μιαν ιδιαίτερη οντολογία αρχιτεκτονημένη με συνθετικές προσεγγίσεις ακαθόριστων προσδιορισμών.
Ο πρόωρα χαμένος Φρανκ Στάνφορντ (Frank Stanford 1948 – 1978) γεννήθηκε στην πολιτεία του Μισισιπή, μεγάλωσε στο Αρκάνσας, σπούδασε και εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός, παντρεύτηκε δύο φορές, μετά το 1975 έζησε μαζί με την ποιήτρια Σ. Ντ. Ράιτ και τελικά αυτοκτόνησε πυροβολώντας τον εαυτό του. Το μεγάλο σε όγκο έργο του επαινέθηκε από πολλούς ποιητές, όπως ο Τόμας Λουξ και ο Τζέημς Ντίκεϋ και η φήμη του έφτασε σε μυθικά ύψη. Τα επικών διαστάσεων ποιήματά του, που αριθμούν μέχρι και 542 σελίδες το καθένα, αποκαλύπτουν μια χαρισματική φωνή, με πλήρη κατοχή του δραματικού και μυστικιστικού στοιχείου και πλούσια φαντασία που αξιοποιεί όλα τα διδάγματα του υπερρεαλισμού, όπως τον γνώρισε ο ποιητής μέσα από τα έργα των Βαλέχο, Μπερτολούτσι, Παζολίνι, Φολλαίν και Πάρα, αλλά και με σαφή επίδραση από τον Ουίτμαν, τον Μπλέικ και τα άσματα της Βίβλου. Οι αφηγήσεις του είναι γεμάτες από τρελά επεισόδια εκκαθάρισης λογαριασμών και σεξουαλικών δεινοπαθημάτων, που εξωτερικεύουν ένα πλήθος από έμμονες ιδέες και φαντασιώσεις του με ένα σύνολο από παράδοξους και αντιφατικούς ήρωες, όπως ο Κόμης Πανταγκρουέλ, ο μικρότερος άνθρωπος στον κόσμο, ο Βίκο ο κωφάλαλος που υπέγραφε στον ύπνο του, ο Συλβέστερ ο Μαύρος Άγγελος και η γυναίκα που αυτοϊκανοποιείται χρησιμοποιώντας μια ηλεκτρική οδοντόβουρτσα.
Η Αν Λάουτερμπαχ (Ann Lauterbach 1949 - ) εργάστηκε ως καθηγήτρια σε κολέγια. Το έργο της εντάσσεται στην κατηγορία της πειραματικής ποίησης, κινούμενο στα όρια των σχέσεων ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την ανανέωση, την αποδοχή της μορφής και στην ιδέα του μετασχηματισμού, αναζητώντας τις εικονοστοιχίες της στην δομική αλληλεξάρτηση των πραγμάτων και εγκαταλείποντας την κλασική σύνταξη και την τήρηση των κανόνων της αιτιότητας και της συνάφειας του υποκειμένου με το αντικείμενο. Επιδίωξή της είναι να παρουσιάσει τα χάσματα της λογικής μέσα από κινητές μορφές αιωρούμενες στον χώρο και στον χρόνο, δημιουργώντας δικές της ιδιαίτερες περιοχές νοημάτων σε ένα είδος αφηρημένης τέχνης, που αναζητεί ζωτικότητα και ποικιλία αξιοποιώντας τις πολλαπλές προοπτικές που οδηγούν σε συστάδες μοριακών εκφραστικών δομών, που η ίδια αποκαλεί «αποσπάσματα», με την έννοια των χρονικών στιγμών πραγματικότητας, που συσσωρεύουν τις λεπτομέρειες των γεγονότων, ανεξάρτητα από την αλληλουχία της εμφάνισής τους.
Ο Ντέιβιντ Σαιντ Τζον (David St John 1949 - ) γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και είναι καθηγητής πανεπιστημίου στο Λος Άντζελες. Στο έργο του η ποίηση εφευρίσκεται ως πράξη αποκάλυψης, εμπλουτισμένη ταυτόχρονα με ένα χρώμα αισθητικής πειθαρχίας και μουσικής αίσθησης του λόγου, καθώς παράγεται μέσα από ένα αίσθημα ελευθερίας που αποδεσμεύει την έμπνευση από μορφικούς περιορισμούς και από πιέσεις συμμόρφωσης με εκφραστικούς ή ηθικούς κανόνες. Ένα είδος αδιόρατου χιούμορ, ειρωνείας και αυτοσυνείδησης, παράλληλα με μια επίγνωση των αντιθέσεων, των ενστικτωδών τάσεων και των ηθικοκοινωνικών απαιτήσεων της εποχής μας, διαμορφώνει το εκφραστικό ήθος του πάνω σε μια γραμμή που ακολουθεί την αισθητική της τζαζ αλλά και της κλασικής μουσικής, στο πνεύμα της εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής, της συμβολιστικής ποίησης του 19ου αιώνα και της υπερρεαλιστικής ποίησης των αρχών του 20ου αιώνα
Ο Εβραϊκής καταγωγής Τσαρλς Μπερνστάιν (Charles Bernstein 1950 - ) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη, σπούδασε στο Χάρβαρντ και έγινε καθηγητής Αγγλικών στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και της Πενσυλβανίας. Είναι ένα από τα επιφανέστερα μέλη της ομάδας L=A=N=G=U=A=G=E και ταυτόχρονα ο επισημότερος θεωρητικός της, καθώς σε μια σειρά από δοκίμιά του συνδέει τις αισθητικές αρχές του κινήματος με την φιλοσοφία του Καρλ Μαρξ, του Γκράουτσο Μαρξ και του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και με κείμενα των Λούι Ζουκόφσκυ, Γερτρούδης Στάιν και Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς. Από το 1978 μέχρι το 1980 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό, που έγινε σημαντική εστία συγκέντρωσης και προβολής του έργου των περισσότερων μελών της ομάδας, τα οποία, υπό την επίδραση των απόψεών του, οδηγήθηκαν σε μία ποίηση της οποίας βασικό μέλημα είναι ο γλωσσικός και συντακτικός πειραματισμός που προσφέρει όχι απλώς μια αισθητική άσκηση, αλλά και μια βαθύτερα βίαιη κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού, αποδεικνύοντας την χρεοκοπία του ίδιου του λεξιλογίου του.
7.2. Η Γενιά του 1980
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 έγινε αισθητή η ανάγκη να διατυπωθεί ακριβέστερα και με σαφήνεια η φυσιογνωμία και η κοινωνικοπολιτική αλλά και εκφραστική ταυτότητα των κοινωνικών στρωμάτων που ζουν και λειτουργούν στις παρυφές των πολιτιστικών και οικονομικών εξελίξεων, σε αντιδιαστολή με αυτό που ο Τσαρλς Μπερνστάιν ονόμασε «επίσημο ποιητικό» και συνακόλουθα πολιτικό και πνευματικό κέντρο. Στο πνεύμα αυτό παρατηρούνται ουσιαστικές ομοιότητες στρατηγικής, τόνου και στάσης, με χρώμα λιγότερο ή περισσότερο πολιτικό, και υπόβαθρο κοινωνικό, στο έργο και στην δράση ποιητών με διαφορετικές καταβολές και καταγωγή, με κοινό σημείο την αμφισβήτηση και την κριτική της πολιτιστικής ορθόδοξης εξουσίας, επίδρασης και εξάρτησης των τοπικών ή μειονοτικών κοινωνιών από την κεντρική κρατική αυθεντία.
Από μορφολογική και τεχνοτροπική άποψη η Αμερικανική Ποίηση παρουσιάζεται κατά την περίοδο αυτή ως ένας συγκερασμός πολλών τάσεων και κατευθύνσεων που έχουν την θέληση να είναι πρωτότυπες, χωρίς όμως καμιά απ’ αυτές να είναι σε βαθμό εντυπωσιακό πρωτοποριακή. Ανάμεσα σ’ αυτές σημαντική θέση κατέχουν η «Ποίηση LANGUAGE», o «Νέος Φορμαλισμός», η «Ποίηση της Κριτικής Θεωρίας», η «Πολυπολιτιστική ποίηση», η «Νέα Αφηγηματική Ποίηση», η «Ποιητική της Ταυτότητας» και η «Εκφραστική Ποίηση», ενώ και η «Νέγρικη Ποίηση» εξακολουθεί να διατηρεί την ζωτικότητα που είχε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Κοινή όμως βάση όλων αυτών των ποιητικών κινημάτων πρέπει να αναγνωρισθεί πως είναι ένα ιδιότυπο κράμα νεορεαλισμού, υπερρεαλισμού και εξομολογητικής ποίησης, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί από την δεκαετία του 1970.
7.2.1. Οι Νεορεαλιστές Ποιητές της γενιάς του 1980
Κύριο γνώρισμα των Νεορεαλιστών και κατά την περίοδο αυτή παραμένει η χρήση γραμμικής, αντικειμενικής και ορθολογικής παράταξης του λόγου και η εμμονή στην παρουσίαση των λεπτομερειών της καθημερινής ζωής.
Η Καρολάιν Φορσέ (Carolyn Forché 1950 - ) γεννήθηκε και σπούδασε στο Ντιτρόιτ του Μίτσιγκαν και έγινε καθηγήτρια πανεπιστημίου στην Βιρτζίνια. Το έργο της έχει χαρακτήρα βαθύτατα πολιτικό, καθώς είναι εστιασμένο στην καταγγελία της τυραννίας, της κοινωνικής αδικίας και όλων των φρικαλεοτήτων του 20ου αιώνα, αρχίζοντας από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί και προχωρώντας στις αγριότητες του Ελ Σαλβαντόρ και φτάνοντας μέχρι τις πολιτικές ταραχές στην Νότια Αφρική, ενώ δεν της διαφεύγουν και λιγότερο σύνθετα θέματα όπως η πυρηνική καταστροφή στο Τσερνομπίλ. Παρουσιάζοντας κάποια ομοιότητα με ποιήτριες όπως η Γερτρούδη Στάιν και η Μάριελ Ρουκάιζερ, η φωνή της αποσκοπεί στην δημιουργία μιας «ποίησης μαρτυριών», που επιδιώκει να καταγράψει, με ελεγειακή πνοή που διατηρεί τα υπολείμματα του οπτιμισμού της, τα εγκλήματα και τις φαυλότητες της εποχής μας, δείχνοντας ταυτόχρονα πώς η ανθρωπότητα μπορεί να επιβιώσει μέσα από τα ερείπια του σύγχρονου πολιτισμού και διεκδικώντας πάντα το δικαίωμα της ακτιβιστικής υποχρέωσης για υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε όλα τα πλάτη της γης.
Η Τσέιζ Τουίτσελ (Chase Twichell 1950 - ) γεννήθηκε στο Κονέκτικατ, σπούδασε στην Άιοβα έχοντας καθηγητές ποιητές όπως ο Ρίτσαρντ Ουίλμπουρ, ο Ντόναλντ Τζάστις και ο Μάρβιν Μπελ, και έγινε καθηγήτρια σε διάφορα πανεπιστήμια και κολέγια των ΗΠΑ. Το έργο της αρχικά παρουσιάζεται επηρεασμένο από τα άγρια τοπία της βορειοανατολικής Αμερικής όπου περνούσε από μικρή τα καλοκαίρια της μαζί με την οικογένειά της, ενώ σημαντική επίδραση στην ψυχοσύνθεση και νοοτροπία της είχαν οι αυστηρές μέθοδοι με τις οποίες ανατράφηκε σε οικοτροφεία του Μέριλαντ. Στα επόμενα χρόνια η έμπνευσή της στράφηκε στην απόδοση εντυπώσεων από τα ταξίδια στο Νότο και ειδικά από την διαμονή της στα νησιά της Καραϊβικής, ενώ αργότερα η πνευματική πορεία της σημείωσε μια στροφή προς τον Βουδισμό τον οποίο μελέτησε από τα νεανικά της χρόνια, και ταυτόχρονα μια θεαματική εμπλοκή με πολιτικά, καθώς ήταν από τις πρώτες που υιοθέτησε την στάση του Σαμ Χάμιλ για μια ποίηση ενάντια στον πόλεμο και στην πολιτική του πρόεδρου Μπους.
Η Λίντα Γκρέγκερσον (Linda Gregerson 1950 - ) σπούδασε στην Άιοβα και στο Στάνφορντ και έγινε καθηγήτρια ποίησης και λογοτεχνίας της Αναγέννησης στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν. Η φωνή της παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δύναμη, μουσικότητα και πρωτοτυπία, καθώς εκτείνεται, με συλλογισμούς με μικρές φράσεις, απλή σύνταξη και λαμπρά μεταφορικά σχήματα, σε δημόσιες ομιλίες που προσελκύουν τον αναγνώστη σε διερευνήσεις που υποσκάπτουν το μυστήριο του ίδιου του νοήματός τους, καθώς ο ομιλητής ανακαλεί στην επιφάνεια τις προσωπικές αναμνήσεις του και ξαναγυρίζει σ’ αυτές με συνεχή ερωτήματα.
Ο Έντουαρτν Χιρς (Edward Hirsch 1950 - ) γεννήθηκε στο Σικάγο, σπούδασε στην Πενσυλβανία και έγινε καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια όπως το Χιούστον. Το έργο του παρουσιάζει μια ιδιαίτερη εκφραστική ενεργητικότητα, που προωθείται στην επεξεργασία αυτοβιογραφικών θεμάτων, καταλήγοντας σε ένα επίπεδο απαιτητικής αισθητικής καλλιέργειας, που αποτελεί αναγνωριστικό χαρακτηριστικό της ποίησής του. Ο τόνος του είναι προσωπικός και άμεσος, διαποτισμένος με μια ελεγειακή απόχρωση, που δημιουργεί συγκίνηση αναπαράγοντας στιγμές θλίψης και αναμνήσεων και εμπειριών από την παιδική ηλικία, χρησιμοποιώντας απλές μεθόδους σύγχρονης ραψωδίας για να περιγράψει αισθήματα και ψυχικές καταστάσεις απέναντι στον θάνατο, την ανθρώπινη μοίρα και τον θεό, με αναδρομές που λειτουργούν σε προκαθορισμένους κύκλους, όχι απαραίτητα ξεκάθαρους, μέσα από τους οποίους προβάλλεται η θέλησή του με δυνατή εξεικόνιση και εκφράσεις που προκαλούν την συμμετοχή.
Ο Ραλφ Έιντζελ (Ralph Angel 1951 - ) γεννήθηκε στο Σήατλ της πολιτείας Ουάσινγκτον και έγινε καθηγητής πανεπιστημίου στο Λος Άντζελες. Το έργο του αποτελείται από λεπτομερειακά διυλισμένα ποιήματα που δημιουργούν τοπία διαθέσεων, τοποθετημένα συνήθως σε αστικό περιβάλλον, διαποτισμένα με αίσθημα. μέσα σε ένα αμφισήμαντο κλίμα μοναξιάς, αλλά απαλλαγμένα από συγκεκριμένο θέμα, ικανό να αποτελέσει συνδετικό κρίκο των αφηγήσεών του. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει έναν αφηγηματικό ρυθμό στον οποίο μια σειρά από γεγονότα, με διαφορετικούς χαρακτήρες κάθε φορά, συμβαίνουν κατά την διάρκεια μιας σειράς από στιγμές σε μία γραμμική αλληλουχία χωρίς αιτιότητα και με υποκείμενο όχι την ίδια την μνήμη, αλλά το αίσθημα που ακολουθεί την μνήμη. Τα γραφτά του διατηρούν έτσι την ευαισθησία και το πάθος για τα πράγματα και τον κόσμο, καθώς και ένα λεπτό πνεύμα που αποκαλύπτεται μέσα από εναλλασσόμενες άγριες εικόνες, και έμμεσες παρομοιώσεις και μεταφορές συγκροτώντας μια οργανική αίσθηση τραγουδιού.
Ο Άντριου Χάτζινς (Andrew Hudgins 1951 - ) γεννήθηκε στο Τέξας από οικογένεια στρατιωτικών, σπούδασε στην Αλαμπάμα και έγινε καθηγητής πανεπιστημίου στο Οχάιο. Παρά τις συνεχείς μετακινήσεις της οικογένειάς του, ο ίδιος παρέμεινε σταθερά πιστός στις παραδόσεις του Νότου, από τον οποίο άντλησε το περισσότερο υλικό των ποιημάτων του, αξιοποιώντας τις εικόνες, τα ιδιωματικά στοιχεία και τις λαϊκές συνήθειες της ζωής στα μέρη του. Επηρεασμένος ιδιαίτερα από τον Τ. Σ. Έλιοτ, ανάπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, εξερευνώντας, με ελεγειακή πνοή, τις συνέπειες από τις απώλειες ανθρώπων κατά τους πολέμους και ανακαλώντας στην μνήμη στιγμές του παρελθόντος που αναμιγνύονται με το παρόν, με ένα μακρόσυρτο ύφος που θυμίζουν τον προφήτη Νεεμία και τις μεταφράσεις της Βίβλου από τον βασιλιά Ιάκωβο. Το κεντρικό θέμα του έργου του εστιάζεται στην αίσθηση, που προβάλλεται συνέχεια στους στίχους του, ότι ο κόσμος είναι πατρίδα μας, με τρόπο όμως που μας αναγκάζει να μην τον αισθανόμαστε ποτέ ως πατρίδα μας. Τον απασχολεί ιδιαίτερα το πρόβλημα του κακού στο σύμπαν και οι επιπλοκές από τον αγώνα του ανθρώπου να οδηγηθεί προς το πνευματικό αγαθό σε έναν έκπτωτο κόσμο. Η ειρωνεία, το χιούμορ, το πάθος, η τραγική έκφραση, το αισθησιακό και το συγκεκριμένο είναι χαρακτηριστικά της ποίησής του που ακολουθεί τους παραδοσιακούς μετρικούς κανόνες.
Ο Τζέημς Γκάλβιν (James Galvin 1951 - ) γεννήθηκε στο Σικάγο, μεγάλωσε στο Κολοράντο και έγινε καθηγητής στην Άιοβα και στο Ουαϊόμινγκ. Το έργο του είναι γεμάτο από αναφορές πίστης και ελπίδας που δικαιολογούν την μυστηριώδη αιτία που μας παρακινεί να ζούμε στην γη, αλλά και από μια διάθεση να γίνει αισθητό το θαύμα της διατήρησης στην ζωή, της διαδοχής των εποχών, των αλλαγών του χρόνου, της μεταβατικής φύσης της ύπαρξης όπως την γνωρίζουμε και της ανάπτυξης και μετεξέλιξης όλων των δημιουργημάτων του Θεού.
Η Εβραϊκής καταγωγής Ρόμπιν Μπέκερ (Robin Becker 1951- ) γεννήθηκε στην Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, σπούδασε στην Βοστόνη και έγινε καθηγήτρια σε διάφορα πανεπιστήμια ανάμεσα στα οποία και στο Μ.Ι.Τ. Κύρια θέματα του έργου της είναι οι καθημερινές χαρές της ζωής που προκύπτουν από απλά γεγονότα όπως τα ταξίδια σε όλη την Αμερική, συχνά με ποδήλατο, μέχρι την Αϊτή, την Ιταλία, την Ιερουσαλήμ και το Κατμαντού, από πεζοπορίες και νυχτερινές κολυμβήσεις, από απλές γαστρονομικές απολαύσεις ή από την μελέτη της μουσικής τζαζ και της σύγχρονης τέχνης. Οι αφηγήσεις της είναι κατάφορτες από αναμνήσεις από την παιδική ηλικία της και από τις εμπειρίες της σχετικά με τις οικογενειακές σχέσεις, την Εβραϊκή κληρονομιά της και τον ομοφυλόφιλο έρωτα μεταξύ γυναικών. Με ακάματη ενεργητικότητα και αισθησιακή παρατηρητικότητα, και συχνά με ειρωνεία και χιούμορ, περιγράφει περιστατικά που αναδεικνύουν ένα φωτεινό πρόσωπο συγκίνησης και ειλικρίνειας, από το οποίο δεν απουσιάζει και μια αδιόρατη και φευγαλέα δόση θλίψης, από δυσάρεστα συμβάντα όπως η αυτοκτονία της μικρής αδελφής της και τα προβλήματα από τον συνεχή αδικαίωτο αγώνα για τα δικαιώματα των ανθρώπων.
Η Μαίρη Ρουφλ (Mary Ruefle 1952 - ) ζει στην Μασαχουσέτη και είναι καθηγήτρια στο Κολέγιο του Βερμόντ. Το έργο της μιλάει για την ζωντάνια της ζωής με υψηλή ένταση φωνής και ανυποχώρητο ενθουσιασμό, με εντυπωσιακή, κεφάτη και πρωτότυπη χρήση της φαντασίας και με λεπτομερειακή παρατηρητικότητα που συλλαμβάνει όχι μόνο τις φυσικές αλλά και τις μεταφυσικές ιδιότητες των πραγμάτων. Αξιοποιώντας τις πρωτεϊκές δεξιότητες του εκφραστικού της οργάνου, αναδεικνύεται δεξιοτέχνης στην δημιουργία ατμόσφαιρας χάους και με μεταβαλλόμενη ευαισθησία, άλλοτε μπαρόκ σε βαθμό πολυτέλειας, πλούσια σε διακοσμητικά σχήματα, και άλλοτε λιτή, χρησιμοποιώντας μόνο τα απόλυτα αναγκαία, δημιουργεί μια απονευρωτική αλλά πάντα φρέσκια και ιαματική αντίληψη για τον κόσμο.
Η Ντοριάν Λω (Dorianne Laux 1952 - ) γεννήθηκε στο Μέιν και έγινε καθηγήτρια δημιουργικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον, αφού κατά την διάρκεια των σπουδών της έκανε πολλές άλλες δουλειές όπως καμαριέρα, μαγείρισσα και γκαρσόνα. Τα ποιήματά της, ταυτόχρονα θαρραλέα, σφριγηλά και λυρικά, χαρακτηρίζονται από την άκρως αισθησιακή φωνή της που φορτίζει τους στίχους της με φυσικές λεπτομέρειες, που προσθέτουν ακρίβεια στις παρατηρήσεις της, τηρώντας μια ηρωική στάση απέναντι στα συνηθισμένα γεγονότα της ζωής. Βυθισμένη χωρίς προκατάληψη στον υλικό κόσμο που την περιστοιχίζει, πιστή ακόλουθος των επιθυμιών της, αναζητεί, άλλοτε παθιασμένα και άλλοτε με τρυφερότητα, τρόπους να αποκρυπτογραφήσει τις ιεροτελεστίες της ζωής, την μητρότητα, τις εργασιακές και τις αδελφικές σχέσεις και ιδιαίτερα τον σαρκικό έρωτα, με τόνο υμνητικό που δημιουργεί την υποχρέωση για συνέχιση της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ο Άντριου Σέλλινγκ (Andrew Schelling 1953 - ) γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον DC, το 1973 εγκαταστάθηκε στην Βόρεια Καλιφόρνια και σπούδασε Σανσκριτικά και Ασιατική λογοτεχνία στο Μπέρκλεϋ, για να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Οικολόγος, νατουραλιστής, εξερευνητής των έρημων περιοχών, ταξιδευτής στην Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Ινδία και τα Ιμαλάια, ορειβάτης και μεταφραστής της Ινδικής κλασικής ποίησης, μετέφερε στο έργο του τις πλούσιες εμπειρίες από τις ποικίλες συναρπαστικές δραστηριότητές του. Ιδιαίτερη επίδραση είχαν στο έργο του τα σανσκριτικά Βουδιστικά και Ινδουιστικά κείμενα που μελέτησε, τα οποία καλλιέργησαν και διαμόρφωσαν την τάση του για επεξεργασμένη και λειασμένη ποιητική γλώσσα γεμάτη από σταθερές συγκινήσεις, χιούμορ, πάθος, φόβο, έκπληξη, με διάχυτο πάντα το ερωτικό στοιχείο, σε λυτρωτικά ποιήματα που αποτελούν ταυτόχρονα μεταφυσικές πραγματείες που εκτείνονται σε οικολογικές θεωρήσεις, τις οποίες συσχετίζουν με γλωσσολογικές και γραμματολογικές παρατηρήσεις, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο εκφραστικό σύστημα, με έντονη πνευματικότητα που συνδυάζει την Υπερβατική παράδοση της Νέας Αγγλίας με τις μυστικιστικές και αποκρυφικές φιλοσοφίες της άπω Ανατολής.
Ο Τόνυ Χόγκλαντ (Tony Hoagland 1953 - ) γεννήθηκε στην Βόρεια Καρολίνα και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. Τα ποιήματά του εξερευνούν την πνευματική ένδεια της Αμερικανικής αυταρέσκειας, δημιουργώντας μία ποίηση καυστική, πλούσια, φρέσκια και διασκεδαστική, και συλλαμβάνοντας τις ποικίλες απόψεις της ατομικότητας και της συλλογικότητας, αναδιφώντας τα μυστήρια της εθνικής ταυτότητας των Αμερικανών, που διαμορφώνεται μέσα από μια ιδιότυπη ανάμιξη κοινωνικού και προσωπικού προβληματισμού. Γεμάτο πνεύμα και ειρωνεία, το έργο του αποδελτιώνει τα συστατικά της δυστυχίας, του θανάτου, του φθόνου, της υποκρισίας και της ματαιοδοξίας της σύγχρονης κοινωνίας, χρησιμοποιώντας ένα πικρό και θλιμμένο τόνο ανθρωπισμού που αποκωδικοποιεί, με συγκλονιστικό τρόπο, τρόπους συμπεριφοράς, ήθη, σεξουαλικές πρακτικές, παιδικές αναμνήσεις με αυθόρμητα λυρικό ύφος, άλλοτε φιλικό και άλλοτε άγριο, πάντα ευκίνητο, αποφασισμένο, φιλόδοξο και συχνά βλάσφημο.
Ο Μαρκ Ντότυ (Mark Doty 1953 - ) είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Χιούστον. Το έργο του αποκαλύπτει μια ποίηση επιθυμιών και απωλειών, των μνημείων και των ερειπίων του σύγχρονου πολιτισμού, που νοείται, με Καβαφικό τρόπο, ως πολυεπίπεδο και μυστηριακό επίστρωμα του αρχαίου κόσμου, φανταστικού ή πραγματικού, που αποκαλύπτεται με πολλαπλές αναδρομές και ραψωδική περιεκτικότητα που επιδιώκουν να θεραπεύσουν τα τραύματα της μνήμης. Οι αφηγήσεις του είναι πνευματώδεις και στοχαστικές σε βαθμό δοκιμιακής πραγματείας, επικαλυμμένες όμως με αισθησιακή μεμβράνη που τους προσδίδει δραματικότητα και κραδασμούς ενεργητικότητας. Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα ποιήματά του που αναφέρονται στο AIDS, επιδιώκοντας να τονώσουν το ηθικό όσων πάσχουν από την ασθένεια αυτή, αναλύοντας ταυτόχρονα τους μύθους και τις πολιτικές που ευνόησαν την ανάπτυξη της επιδημίας και εικονίζοντας συγκεκριμένες πράξεις που αντιστέκονται στην πίεση που ασκούν στην κοινωνία οι πρακτικές αυτές.
Η Τζέιν Χίρσφιλντ (Jane Hirshfield 1953 - ) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον και έγινε καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας. Το έργο της αναδιφεί σημαντικά θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η επιθυμία και η στέρηση, η προσωρινότητα και η ομορφιά και οι ποικίλες διαστάσεις των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους και με άλλα δημιουργήματα και αντικείμενα με τα οποία μοιράζονται την ζωή τους, νοούμενα μέσα από μια βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης μοίρας. Η έμπνευσή της, ενδοσκοπική, ηθικά αυτάρκης και συχνά φλογερή, μεταφέρει μια περιεκτική αντίληψη για τα πράγματα και τις καταστάσεις, παρουσιάζοντας διακύμανση από το μεταφυσικό μέχρι το πολιτικό και το επιστημονικό και καταλήγοντας στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, που επιβεβαιώνεται με την δύναμη της γλώσσας. Οι στίχοι της αφήνουν πίσω της ένα πλεόνασμα ομορφιάς και νοήματος, βασιζόμενοι πολλές φορές σε απλά και καθόλου αινιγματικά πράγματα, όπως ένα άλογο, ένας βράχος ή ένα φλιτζάνι του τσαγιού, από τα οποία απομυζώνται κάθε φορά διαφορετικά διδάγματα σιωπής ή επικοινωνίας.
Η Κέϋ Ράιαν (Kay Ryan 1953 - ) γεννήθηκε και εργάστηκε ως καθηγήτρια Αγγλικών στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας. Η ίδια περιγράφει την συγγραφική διαδικασία ως μια «αυτοεπιβαλλόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που την εξαναγκάζει να αποκτά ικανότητες που δεν θα πίστευε ότι διαθέτει σε κανονικές συνθήκες. Τα ποιήματά της, σύντομα και συμπυκνωμένα σε όγκο και τεχνικά ακριβή, χαρακτηρίζονται από πνεύμα, ευφυΐα, χιούμορ, μια μικρή υπόνοια ειρωνείας και υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής συνειδητοποίησης, που καθιστά δυνατή την σύλληψη ρευμάτων που βρίσκονται κάτω από την απλή επιφάνεια των γεγονότων, γονιμοποιώντας και τα πλέον κοινότυπα θέματα. Επηρεασμένη από τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα, αλλά κυρίως από τον Ρόμπερτ Φροστ και τον Φίλιπ Λάρκιν, αποφεύγει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και δεν περιγράφει τον φυσικό κόσμο όπως τον βιώνουμε καθημερινά, αλλά αφού του προσδώσει πρώτα περισσότερο οξυγόνο που κάνει ευκολότερη την αναπνοή και πάντα με ένα τρόπο που αποφεύγει την ανάμιξη προσωπικών εμπειριών και συγκινήσεων, προβάλλοντας περισσότερο φιλοσοφικά ζητήματα, που δίνουν στον λόγο της βάθος, βαρύτητα, μια γεύση θλίψης, απόσταση και οικειότητα που καθιστούν το πνεύμα της ακόμη περισσότερο δηκτικό και πικάντικο.
Ο Ντέιβιντ Ρίβαρντ (David Rivard 1953 - ) γεννήθηκε στην Μασαχουσέτη και έγινε καθηγητής σε κολέγιο του Βερμόντ. Τα ποιήματά του μοιάζουν να ξετυλίγονται με ταχύτητα και βιασύνη, καταγράφοντας με λεπτομέρεια μια Αμερική στην οποία η πληροφόρηση και η εμπορευματοποίηση ισοπεδώνουν τους ανθρώπους τοποθετώντας τους σε μια καταναλωτική αλυσίδα συνεχούς κυκλοφορίας. Ο λυρισμός του συνιστά μια άγρια επιδρομή στον χώρο της φαντασίας, που δοκιμάζεται καθημερινά από τις διαφημίσεις των προϊόντων, τις ακόρεστες επιθυμίες, τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες και την δίνη που δημιουργούν οι φωνές απόγνωσης και τα όνειρα.
Η Έρικα Φανκχάουζερ (Erica Funkhouser 1953 - ) ζει στην Μασαχουσέτη, όπου εργάζεται ως θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Στο έργο της παρουσιάζεται το ενδιαφέρον της για επικές εξερευνήσεις και αναζητήσεις που χάνονται μέσα στο παρελθόν, σε μια προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης της γης όπου κατοικούμε. Στην προσπάθειά της αυτή εξετάζει την δυναμική της διαδρομής των ανθρώπων μέσα στην ιστορία, που συλλαμβάνεται με φανταστικά άλματα και συγκινησιακό σθένος μέσα από μια αποκαλυπτική διαδικασία που εστιάζεται και κινητοποιείται από την πρόκληση για καταγραφή της ιδιαιτερότητας των πολιτιστικών τάσεων που ερμηνεύουν και εξηγούν το παρόν της σύγχρονης Αμερικής.
Η Κιμ Αντονίτζιο (Kim Addonizio 1954 - ) γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον DC και διδάσκει σε κολέγιο του Σαν Φρανσίσκο. Επηρεασμένη από την Σύλβια Πλαθ και τον Τσ. Κ. Ουίλιαμς, αλλά και παλιότερους ποιητές όπως οι Κητς, Ουίτμαν, Έμιλυ Ντίκινσον και Ελίζαμπεθ Μπίσοπ και από τους Κινέζους και Γιαπωνέζους ποιητές της κλασικής περιόδου, το έργο της συνδυάζει τον αυθορμητισμό της εξομολογητικής ποίησης με την απλότητα, την καθαρότητα και την ειλικρίνεια του νεορεαλισμού. Ο έρωτας, ο θάνατος, η δυστυχία και οι επιθυμίες είναι τα κύρια θέματά της, που αναπτύσσονται μέσα από εξιστορήσεις που αναδεικνύουν τις απολαύσεις του σεξ, τον πόνο του πένθους, τις δυσκολίες της ανατροφής των παιδιών και τις καθημερινές χαρές και λύπες της ζωής, με έντονα αυτοβιογραφική, αυτοεξεταστική και συχνά κωμική διάθεση, αλλά πάντα με λαμπρό και ζωηρό ύφος, που συνδυάζει τον τόνο της ελεγείας με την λαϊκή μπαλάντα, δημιουργώντας εντάσεις ανάμεσα στην ελπίδα και την απόγνωση ή ανάμεσα στην αίσθηση του ανέφικτου και στην επιθυμία για κάτι υπαρκτό.
Η Ζαν Χέλερ Λιβάι (Jan Heller Levi 1954 - ) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στην Βαλτιμόρη. Ζει στην Νέα Υόρκη και στην Ελβετία. Το έργο της έχει χαρακτήρα εξομολογητικό που επεκτείνεται πέρα από την απλή εκμυστήρευση, φτάνοντας μέχρι την συνομιλία και τον διάλογο με τους αναγνώστες. Οι πρωταγωνιστές των στίχων της είναι πρόσωπα που αντιμετωπίζονται με συγκατάβαση και κατανόηση, σε βαθμό που τελικά με συνεχείς ερωταποκρίσεις δύσκολοι πατέρες και αποτυχημένες μητέρες συγχωρούνται, παλιοί εραστές μακαρίζονται, ένα ποτήρι καφέ σε ένα Ελληνικό καφενείο της Νέας Υόρκης γίνεται αφορμή για διαλογισμούς σχετικά με την αλήθεια και το πάθος, μια σειρά από ελεγείες για την μητέρα της μας μεταφέρει από τον διάδρομο ενός νοσοκομείου στο στούντιο της τηλεόρασης για μια ζωντανή εκπομπή, καθώς το αεικίνητο και ακαταπόνητο βλέμμα της ποιήτριας αναζητεί το θαύμα μέσα και έξω από τον υποκειμενικό κόσμο, διαφωτίζοντας την παράλογη δομή της ύπαρξης στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Ο Φόρεστ Γκάντερ (Forrest Gander 1956 - ) γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και σπούδασε γεωλογία και Αγγλική φιλολογία στο Σαν Φρανσίσκο για να γίνει αργότερα καθηγητής πανεπιστημίου στο Ροντ Άιλαντ. Το έργο του είναι εμπνευσμένο μόνιμα και σταθερά από τον Αμερικανικό Νότο, που αποδίδεται στους στίχους με πιστότητα, ακρίβεια, νοσταλγική διάθεση και βαθιά αγάπη για τα τοπία του, ως ευρύχωρος, αμμώδης, πολυποίκιλος και ευωδιαστός τόπος ακροτήτων, όπου βρίσκουν θέση οι μελωδίες των μπλουζ συνδυασμένες με διαβολικές επιθυμίες κάθε είδους. Διατυπωμένα σε μακρόσυρτους λικνιστικούς στίχους που θυμίζουν τον Ουόλτ Ουίτμαν και τον Τζέημς Ντίκεϋ, τα ποιήματά του είναι, τόσο μέσα από την εκφραστική τους, όσο και μέσα από την ιδεολογία τους, μία πρόσκληση και ταυτόχρονα μία πρόκληση για μέθεξη στους έντονους ρυθμούς και τους χυμούς της ζωής στην Λουϊζιάνα, την Βιρτζίνια και τον Μισισιπή, αναδεικνύοντας την ειδυλλιακή και ονειρική ατμόσφαιρα της περιοχής που υμνήθηκε από παλιούς βάρδους όπως ο Ουίλιαμ Γκίλμορ Σιμς και η Μπίλι Χολιντέι.
Η Λούσι Μπροκ – Μπρόιντο (Lucie Brock – Broido 1958 - ) γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ και σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Ζει στην Νέα Υόρκη και στην Μασαχουσέτη διδάσκοντας σε διάφορα πανεπιστήμια, ένα από τα οποία είναι και το Χάρβαρντ. Το έργο της, επηρεασμένο από την Έμιλυ Ντίκινσον, χαρακτηρίζεται από λεκτική και οραματική διαύγεια και καθαρότητα, παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι στίχοι της χρησιμοποιούν πολύπλοκες και ομιχλώδεις εκφράσεις, σε μια προσπάθεια να αποδοθούν μυστηριώδεις και μυστηριακοί πνευματικοί σχηματισμοί, που εσκεμμένα δημιουργούν την επίπλαστη εντύπωση της «Ψυχικής Σύγχυσης» (Trouble in Mind – 2004).
Από την έκθεση που προηγήθηκε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Αγγλόφωνη Ποίηση της Αμερικανικής Ηπείρου παρακολούθησε πιστά και σταθερά την ιστορική εξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, από τις μέρες των πρώτων αποικισμών του 17ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Η εξέλιξή της, κατά τους δύο πρώτους αιώνες, πραγματοποιήθηκε με αργά νηπιακά βήματα απόλυτα εξαρτημένα από τα πολιτιστικά ρεύματα της Μεγάλης Βρετανίας. Η εν συνεχεία άνοδός της στην παγκόσμια ποιητική σκηνή υπήρξε σταδιακή και σημειώθηκε μετά από συνεχή γόνιμη επικοινωνία με τον πολιτισμό των Ευρωπαϊκών Χωρών και ιδιαίτερα του Ηνωμένου Βασιλείου στα χρόνια του Ρομαντισμού και της Γαλλίας, στα χρόνια του Συμβολισμού και του Υπερρεαλισμού. Κατά τον 20ο Αιώνα, η παρουσία της Αμερικανικής ποίησης στον διεθνή χώρο είναι εντυπωσιακά επιβλητική, τόσο στην διάρκεια του Μεσοπολέμου, χάρη στο έργο των Έλιοτ και Πάουντ, όσο ιδιαίτερα και κατά την Μεταπολεμική Περίοδο, όπου η κυριαρχία της σε παγκόσμιο επίπεδο είναι απόλυτη, χάρη σε μια σειρά από ποιητικά κινήματα, όπως των «Μπήτνικς», της Εξομολογητικής Ποίησης και της Σχολής της νέας Υόρκης, που υπήρξαν τα κύρια πρότυπα που διαμόρφωσαν το ύφος και την φωνή του έμμετρου λόγου σε πολλές χώρες του πλανήτη.
Καταλήγοντας μπορεί κανείς να θυμηθεί την ακόλουθη φράση του Ραλφ Ουόλντο Έμερσον, από το δοκίμιό του «Ο Ποιητής» (The Poet 1844), που φαίνεται ότι αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της ποιητικής λειτουργίας και δημιουργίας στις ΗΠΑ μέχρι τις μέρες μας:
…«Όλοι οι άνθρωποι ζουν με την αλήθεια, και νιώθουν πάντοτε την ανάγκη της έκφρασης. Στον έρωτα, στην τέχνη, στην οικονομική δραστηριότητα, στην πολιτική, στην εργασία, στα παιχνίδια, χρειαζόμαστε να εξωτερικεύουμε τα οδυνηρά μυστικά μας. Ο άνθρωπος είναι μόνο κατά το ήμισυ ο εαυτός του, το άλλο μισό είναι η έκφρασή του» (1).
(1) …«All men live by truth, and stand in need of expression. In love, in art, in avarice, in politics, in labor, in games, we study to utter our painful secret. The man is only half himself, the other half is his expression».
RALPH WALDO EMERSON (1803 – 1882)