Και τα χρυσά στολίδια του σκορπίστηκαν στα χόρτα».
2. GUILLAUME DUC D’ AQUITAINE. 1071 – 1127.
Γουλιέλμος, Δούκας της Ακουιτανίας και Κόμης του Πουατιέ.
2.1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Θα γράψω αυτούς τους στίχους που τίποτε δε λένε.
Δε θα ‘ναι ούτε για μένα ούτε για κάποιον άλλο
Δε θα ‘ν’ για την αγάπη ούτε και για τη νιότη
Ούτε για τίποτε άλλο:
Τους σκέφτηκα όταν ήμουν μισο-αποκαμωμένος
Καβάλα στ’ άλογό μου.
Δεν ξέρω ποια ώρα τάχα γεννήθηκα στον κόσμο
Δεν νιώθω ούτε γαλήνη ούτε θυμό μεγάλο
Δεν είμαι ούτε ένας ξένος ούτε απομονωμένος
Και δεν μπορώ να κάνω
Τίποτε αν κάποια νύχτα με δώσει μια νεράιδα
Δώρο σ’ ένα άρμα πάνω.
Δεν ξέρω μήπως είμαι βαθιά αποκοιμισμένος
Ούτε πότε ξυπνάω εκτός κι αν μου το πούνε.
Στο πουθενά η ψυχή μου έφυγε απ’ την καρδιά μου
Έχοντας μαύρο πένθος.
Κι εγώ φροντίζω για όσα ένα ποντίκι φτάνει
Στον Άγιο Μαρτιάλη.
Είμαι άρρωστος και νιώθω σα να ‘μαι πεθαμένος
Και τίποτε δεν ξέρω που δεν ακούω από άλλους.
Και να ο γιατρός πασχίζει για να μ’ ευχαριστήσει
Όμως δε βρίσκει τρόπο.
Καλό για μένα θα ‘ναι όταν με θεραπεύσει,
Κακό αν ξαναρρωστήσω.
Η φίλη μου δεν ξέρω ποια τάχα αλήθεια να ‘ναι,
Ποτέ μου δεν την είδα, τ’ ορκίζομαι στο Θεό μου!
Χαρά δεν μου ‘χει δώσει ούτε ποτέ της λύπη
Μα λίγο αυτό με νοιάζει.
Στον πύργο μου ποτέ μου δεν είχα ούτε Γαλλίδες
ή Νορμανδές ποτέ μου.
Ποτέ μου δεν την είδα κι ωστόσο τη λατρεύω,
Ποτέ δε μου ‘χει κάνει ζημιά ούτε καλοσύνη
Όσο όμως δεν τη βλέπω καμιά χαρά δε νιώθω
Και κόκορα θυμίζω.
Απ’ όλες όμως ξέρω μια τρισχαριτωμένη
Που αξίζει ως είκοσι άλλες.
Έγραψα αυτούς τους στίχους όμως γιατί δεν ξέρω
Και θα τους μάθω τώρα σε κάποιον άλλο φίλο
Κι αυτός σε κάποιο άλλο φίλο του θα τους μάθει
Μέχρι του Ανζού τα μέρη (1)
Κι αυτός με τη σειρά του, με το δικό του αφέντη,
Σ’ άλλους θα τους διδάξει.
(1) Ανζού: Περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας, ανατολικά της πόλης Ναντ.
3. CHRÉTIEN DE TROYES. 1135 – 1190.
Κρετιέν ντε Τρουά.
3.1. Από τον ΙΠΠΟΤΗ ΜΕ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ
Οι Υφάντρες
Είδε τριακόσιες νέες κοπέλες
Αφοσιωμένες στη δουλειά τους.
Κλώθανε νήμα από μετάξι
Και μάλαμα, άξια η καθεμιά τους.
Μα βουτηγμένες μες στη φτώχεια
Δεν είχαν ζώνη ούτε καπέλο
Κι ήταν τα ρούχα τους σχισμένα
Κι οι μπλούζες βρώμικες στους ώμους.
Απ’ τις αρρώστιες κι απ’ την πείνα
Ήταν ωχρές και κοκαλιάρες.
.............................................................
«Νήμα θα κλώθουμε για πάντα
Όμως δε θα ‘μαστε ντυμένες
Ποτέ καλά, γυμνές θα ζούμε
Και θα πεθαίνουμε απ’ την πείνα.
Ποτέ δεν θα κερδίζουμε όσα
Φτάνουν για να ‘χουμε να φάμε.
Ψωμί μας δίνουνε μονάχα
Λίγο το πρωί, λίγο το βράδυ.
Γιατί απ’ τον κόπο των χεριών μας
Κερδίζει καθεμιά μας μόνο
Πέντε δηνάρια στη λίβρα
Που ν’ αγοράσουμε δε φτάνουν
Ούτε ύφασμα ούτε κρέας να φάμε.
Γιατί όποιος είκοσι πεντάρες
Κερδίζει δεν τα βγάζει πέρα.
Γι’ αυτό κι εσείς ας ξέρετε όλοι
Ότι καμιά μας δεν κερδίζει
Πιο πάνω από είκοσι πεντάρες.
Μ’ αυτά ως κι οι δούκες θα ‘ταν πλούσιοι!
Η φτώχεια μας είναι μεγάλη
Μα από τους κόπους μας πλουτίζει
Εκείνος που γι’ αυτόν μοχθούμε.
Ώρες πολλές μέσα στη νύχτα
Δουλειά, δουλειά κι όλη τη μέρα».
..........................................................
4. MARIE DE FRANCE. ~1150 μ.Χ.
Μαρί ντε Φρανς.
4.2. ΚΟΡΑΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΠΟΥ
Έγινε κάποτε. Ίσως ξαναγίνει.
Φτερούγιζε ένας κόρακας στον αέρα.
Περνώντας μπρος από το παραθύρι
Κάποιας κουζίνας και κοιτώντας μέσα
Είδε τυριά με τάξη φυλαγμένα
Αραδιασμένα πάνω σ’ ένα πλέγμα
Κι ένα βουτώντας πέταξε να φύγει.
Κάποια αλεπού το πρόσεξε εκεί γύρω
Κι ένιωσε πόθο μέσα στην καρδιά της
Να φάει απ’ το τυρί κι εκείνη λίγο.
Σκέφτηκε πονηρά να δοκιμάσει
Να ξεγελάσει το κοράκι μ’ ένα κόλπο.
«Ω Θεέ, μεγαλοδύναμε!», φωνάζει,
«Πανέμορφο πουλί είναι αλήθεια τούτο.
Σ΄ όλο τον κόσμο τέτοιο δεν υπάρχει.
Ποτέ μου ωραίο όπως αυτό δεν είδα.
Αν ήταν κι η φωνή όπως το κορμί του
Θα άξιζε όσο το βάρος του χρυσάφι».
Ο κόρακας ακούγοντας επαίνους,
Πως ήταν ο ομορφότερος στον κόσμο,
Το πήρε απόφαση να τραγουδήσει.
Φήμη δε θα ‘χανε από το τραγούδι.
Ανοίγοντας το στόμα για να κρώξει
Του έφυγε το τυρί μέσα απ’ το ράμφος
Κι έπεσε κατευθείαν στο χώμα κάτω.
Η αλεπού έτρεξε για να το πιάσει
Και δεν την ένοιαζε άλλο το τραγούδι,
Αφού με το τυρί είχε πια χορτάσει.
Αυτό ταιριάζει για τους ξιπασμένους
Που κυνηγάνε τη μεγάλη δόξα.
Μπορούν με ψέματα και κολακείες
Να υπηρετήσουνε την όρεξή τους,
Όμως ξοδεύουν άστοχα ό,τι έχουν
Απ’ τους ανθρώπους για ν’ ακούν επαίνους.
5. ROMAN DE RENART ~ 1200 μ.Χ.
Ανώνυμου.
5.1. ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ ΤΩΝ ΧΕΛΙΩΝ
Κοντεύανε Χριστούγεννα τότε που αρχίζανε όλοι
Τα ψάρια να παστώνουνε. Ήταν γεμάτος άστρα
Ο ουρανός, το κρύο βαρύ και το ιχθυοτροφείο,
Όπου με τον κουμπάρο του πήγε ο Αλεπός, πνιγμένο
Μέσα στον πάγο κι έτσι εκεί δεν χόρευε κανένας.
Ένα πηγάδι μοναχά υπήρχε φροντισμένο
Απ’ τους κατοίκους του χωριού που είχαν αφήσει δίπλα
Ένα κουβά για να μπορούν νερό μ’ αυτόν ν’ αντλούνε.
Είπε λοιπόν κοιτάζοντας προς το ιχθυοτροφείο
Ο Αλεπός «Μπάρμπα Υσανγκρέν εκεί πολλά μπαρμπούνια
Ζούνε και χέλια κι ο κουβάς αυτός θα χρησιμεύσει
Για να τα πιάσουμε εύκολα. Αρκεί να τον κρατάμε
Μες στο νερό αρκετό καιρό κι έπειτα αφού γεμίσει
Με ψάρια θα το νιώσουμε απ’ το μεγάλο βάρος,
Κι αμέσως τότε βιαστικά θα τον τραβήξουμε έξω».
«Μπράβο ανιψιέ, κατάλαβα», είπε ο Υσανγκρέν, «και λέω
Πως πιο σωστά όλη αυτή η δουλειά θα γίνει αν στην ουρά μου
Κρατήσω τον κουβά. Ασφαλώς έτσι πρέπει να γίνει
Αν θέλουμε καλή ψαριά να πάμε για το σπίτι».
«Έτσι ακριβώς», είπε ο Αλεπός, «Πολύ καλά κι αμέσως
Κατάλαβες τη μέθοδο. Κι εγώ ό,τι πεις θα κάνω».
Έδεσε τότε τον κουβά με μαστοριά και τέχνη
Γερά με σπάγκο στην ουρά του Υσανγκρέν και του ‘πε:
«Και τώρα μόνο ακίνητος στάσου μπροστά στην όχθη
Κι εκεί περίμενε ένα δυο ώρες μέχρι να νιώσεις
Πως η παγίδα γέμισε με ψάρια μέχρι πάνω».
«Κατάλαβα πολύ καλά. Και σε διαβεβαιώνω
Πως θα ‘χω υπομονή πολλή ώστε η δουλειά να γίνει».
Τότε ο Αλεπός τραβήχτηκε πιο πέρα σ’ ένα θάμνο
Με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια και τα μάτια
Στημένα στον κουμπάρο του. Κι ο λύκος μπρος στην όχθη
Του πηγαδιού καθότανε με την ουρά βαλμένη
Μες στον κουβά που κρέμονταν. Μα ήταν πολύ το κρύο
Και το νερό δεν άργησε να πήξει και να γίνει
Πάγος σφιγμένος δυνατά τριγύρω στην ουρά του.
Ο λύκος τότε νιώθοντας πως κάτι τον βαραίνει
Νομίζοντας πως ήτανε ψάρια που μαζευόταν
Άρχισε να ονειρεύεται τα κέρδη που θα βγάλει
Απ’ τη μεγάλη αυτή ψαριά. Κάνει να τα τραβήξει
Κι αμέσως σταματάει γιατί γρήγορα συλλογιέται
Πως πιο πολλά θα μαζευτούν αν πιο πολύ αναμείνει.
Μα όταν αποφασίζει πια να σύρει την ουρά του
Βλέπει πως είναι αδύνατο γιατί εμποδίζει ο πάγος.
Κουνιέται αλαφιασμένος και στον Αλεπό φωνάζει:
«Δώσ’ μου ένα χέρι εδώ, ανιψιέ, υπάρχουν πολλά ψάρια.
Να τα σηκώσω δε μπορώ, έλα βοήθησέ με,
Κουράστηκα πολύ και να η μέρα πλησιάζει».
Κι εκείνος που παρίστανε τον κοιμισμένο λέει:
«Τι κάνεις μπάρμπα, ακόμα εκεί βρίσκεσαι; Βιάσου τώρα,
Πάρε τα ψάρια κι άντε μπρος να φύγουμε κι η μέρα
Βλέπεις πως δεν αργεί να ‘ρθει». Κι ο Υσανγκρέν φωνάζει:
«Μα δε μπορώ να κουνηθώ. Υπάρχουν τόσα ψάρια
που δε μου φτάνει η δύναμη όλα να τα σηκώσω».
«Α!», λέει γελώντας ο Αλεπός, «το βλέπω. Μα ποιος φταίει;
Θέλησες να ‘χεις πιο πολλά απ’ όσα πρέπει. Λένε
Πως όποιος τα πολλά ζητάει τα χάνει κάποτε όλα».
6. GUILLAUME DE LORRIS. – 1235.
Γκιγιόμ ντε Λορίς.
6.1. Από το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
Ο Κήπος του Έρωτα
Στα είκοσι χρόνια μου όταν ήμουν
Τότε που ο έρωτας αρχίζει
Το νου του ανθρώπου να πλανεύει
Μια νύχτα ατάραχα κοιμόμουν
Πολύ βαθιά μες στο σκοτάδι.
Τότε στον ύπνο μου όνειρο είδα
Που μου ‘δωσε χαρά μεγάλη.
Μες στ’ όνειρο όμως δεν υπήρχε
Τίποτε που να μη γινόταν
Όπως μες στ’ όνειρο φαινόταν.
Στ’ όνειρο αυτό θα βάλω στίχους
Για να χαρούνε κι οι καρδιές σας
Γιατί είναι η Αγάπη που μ’ εμπνέει.
Κι αν κάποιος κάποτε ρωτήσει
Πώς θέλω αυτό το παραμύθι
Να λέγεται θα του απαντήσω
«Το Μυθιστόρημα του Ρόδου»
με όλη την Τέχνη της Αγάπης,
θέμα πρωτότυπο κι ωραίο.
Μακάρι ο Θεός μας να ευλογήσει
Αυτήν που μ’ έκανε να γράψω
Αυτήν που είναι γεμάτη δώρα
Κι είναι άξια πάντα να αγαπιέται.
Αυτή για μένα είναι το «Ρόδο».
Έχουν περάσει πέντε χρόνια
Που ήμαστε μόνοι κάποιο Μάη,
Τον μήνα αυτό όπου χαίρονται όλα
Μήνα που είναι έρωτα γεμάτος.
Ούτε ένας θάμνος ούτε φράχτης
Δεν μένει αστόλιστος το Μάη
Και δε σκεπάζεται με φύλλα.
Πράσινα γίνονται τα δέντρα
Που τον χειμώνα είχαν ξεφτίσει
Κι η γη γεμάτη περηφάνια
Μουλιάζει απ’ τις δροσοσταλίδες
Και δεν θυμάται πια τη φτώχεια
Που το χειμώνα την τρυγούσε.
Κι αφού περήφανη έχει γίνει
Η γη ζητάει καινούρια ρούχα ---
Και ξέρει ρούχα ωραία να κάνει
Με χίλια χρώματα βαμμένα.
Άσπρα πολύχρωμα λουλούδια
Και χόρτα με αποχρώσεις χίλιες.
Η γη τα ρούχα αυτά φοράει
Και πάντα τέτοια αποζητάει.
Και τα πουλιά όλα που σωπαίναν
Τόσο καιρό μέσα στο κρύο
Και που πολύ κακοπερνούσαν
Το Μάη μες στη γαλήνια φύση
Χαρούμενα όλο τραγουδάνε
Γιατί είναι όλο χαρά η καρδιά τους
Και στο τραγούδι πια ξεσπάει.
Κι όλα τ’ αηδόνια ξεθαρρεύουν
Και κελαηδούν και τιτιβίζουν.
Τότε ευθυμώντας φτερουγίζουν
Κορυδαλλοί και καρδερίνες.
Κι οι νέοι παντού όλοι θέλουν να ‘ναι
Χαρούμενοι κι ερωτευμένοι
Στην πιο γλυκιά εποχή του χρόνου.
Μόνο οι σκληρόκαρδοι αψηφούνε
Του Μάη τον έρωτα όταν σ’ όλα
Τα κλώνια οι μελωδίες ηχούνε.
7. RUTEBEUF. 1230 – 1285.
Ρϋτεμπέφ.
7.1. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΡŸΤΕΜΠΕΦ
Οι φίλοι πού είναι πια οι παλιοί μου
Που ήτανε πάντοτε πιστοί μου
Και τους αγάπησα πολύ;
Θαρρώ πως όλοι έχουν σκορπίσει
Η συντροφιά μας έχει σβήσει
Και πια δεν είμαστε μαζί.
Οι φίλοι αυτοί μ΄ έχουν προδώσει
Κι αν μ’ έχει ο Θεός σκληρά πληρώσει
Κι αν με τιμώρησε βαριά
Δεν είναι ούτε ένας πια μαζί μου
Τους πήρε η μοίρα μου η κακή μου
Κι η αγάπη έχει πεθάνει πια.
Είναι παρέες που ο αγέρας φέρνει
Κι ύστερα πίσω μου τις παίρνει
Κι όλοι μας ζούμε χωριστά.
7.2. ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ
Αλήτες έχετε μονιάσει.
Τα φύλλα πέφτουν μες στα δάση
Μα εσείς δεν έχετε αλλαξιά.
Δε φτάνουν τα πουκάμισά σας
Για να ζεστάνουν τα πλευρά σας.
Το καλοκαίρι είναι καλά
Μα δύσκολα όταν πια περάσει.
Με τα παπούτσια δίχως σόλες
Οι φτέρνες σας έχουν ξυλιάσει.
Οι μαύρες μύγες σας τσιμπάνε
Και τώρα κι οι άσπρες θα σας φάνε.
7.3. Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΡŸΤΕΜΠΕΦ
Για τον Βασιλιά Λουδοβίκο Θ’ της Γαλλίας
Δεν ξέρω πια από πού ν’ αρχίσω,
Αν για τη φτώχεια μου μιλήσω
Υπάρχουν τόσα για να πω.
Παρακαλώ τον Βασιλιά μου
Να λυπηθεί την αφεντιά μου
Και να μου κάνει ένα καλό.
Με χρέη πολλά έχω ως τώρα ζήσει
Πολλοί πολλά μ’ έχουν δανείσει
Μα τώρα μ’ έχουν πια αρνηθεί.
Ξέρουν στα χρέη είμαι πνιγμένος
Μα, Βασιλιά, ξενιτεμένος,
Εσύ ‘σαι η ελπίδα μου η κρυφή.
8. JEAN DE MEUNG. – 1305.
Ζ΄αν ντε Μευνγκ.
8.1. Από το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
Η Αληθινή Ευγένεια
Οι πρίγκιπες καθόλου δεν αξίζουν
Τ’ άστρα στο θάνατό τους να δακρύζουν
Όσο δακρύζουν όταν χάνονται άλλοι.
Δεν έχουν παραπάνω από άλλους κάλλη,
Από το σώμα ενός αμαξηλάτη
Ή κληρικού ή σκαφτιά είτε άλλου εργάτη.
Είναι όμοιοι όταν τους βλέπω γυμνωμένους
Χοντρούς, λιγνούς, δειλούς είτε αντρειωμένους.
Χωρίς εξαίρεση όλοι φαίνονται ίσοι
Με τ’ αγαθά που τους χαρίζει η φύση.
Δίνει ευτυχία εκείνο που μας μένει
Και με τη μοίρα μας μαζί πηγαίνει.
Και ζει καλά όποιος όλα τα ξοδεύει
Χωρίς κανένα παραπάνω να παινεύει
Κι όλα κάποια στιγμή τα ξαναπαίρνει
Όταν η ώρα η καλή τα φέρνει.
Κι αν κάποιος όλα αυτά τ΄ αρνιέται
Και για το γένος του άστοχα καυχιέται
Λέγοντας πως κατάγεται από τζάκι
(περιφρονώντας το λαό λιγάκι)
Και πως αυτός απ’ όλους υπερέχει
Γιατί στις φλέβες του αίμα αριστοκράτη τρέχει
Κι είναι κατώτεροι όσοι μόνο ζούνε
Από το χώμα που καλλιεργούνε,
Εγώ απαντώ «η αξιοσύνη δε γεννιέται,
Μα στη ζωή με κόπο καταχτιέται».
Μας ασχημίζουν τα ελαττώματά μας
Που μας μωραίνουν, κι όχι το όνομά μας.
Η ευγένεια η αληθινή είναι στην καρδιά μας
Αφού όταν βγαίνει μόνο απ’ τη γενιά μας
Μπορεί ν’ αποδειχθεί και τιποτένια
Αν στην ψυχή μας δεν υπάρχει ευγένεια.
9. GUILLAUME DE MACHAULT. ~1305 – 1377.
Γκιγιόμ ντε Μασ΄ώ,
9.1. ΡΟΝΤΟ
Όπως το ρόδο ολόχρυση κι ολάσπρη όπως οι κρίνοι
Λαμπρή σαν της Ανατολής το αστραφτερό ρουμπίνι
Με ακαταμάχητη ομορφιά μοναδική στον κόσμο
Όπως το ρόδο ολόχρυση κι ολάσπρη όπως οι κρίνοι
Η ευτυχισμένη μου καρδιά πιστή αγρυπνά κι εκείνη
Να σ’ εξυμνεί στο διάβα σου με βάγια και με δυόσμο
Λαμπρή σαν της Ανατολής το αστραφτερό ρουμπίνι
Όπως το ρόδο ολόχρυση κι ολάσπρη όπως οι κρίνοι.
10. EUSTACHE DESCHAMPS, ~1340 – 1407
Ευστάθιος Ντεσ΄άν,
10.1. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Αφού σε γη και θάλασσα παντού έχω πια γυρίσει
Κι όλο τον κόσμο γνώρισα σ’ ανατολή και δύση
Αίγυπτο κι Ιερουσαλήμ κι όλη τη Γαλιλαία
Και Δαμασκό, Αλεξάνδρεια, Λίβανο και Συρία
Και Βαβυλώνα ως Κάιρο μέχρι την Ταρταρία, (1)
Και τα λιμάνια θαύμασα παράξενα κι ωραία
Δοκίμασα όλους τους καρπούς κι όλα τ’ αρώματά τους,
Τα χρυσαφένια υφάσματα και τα μεταξωτά τους,
Πως είναι όμως καλύτερα κανείς δε μ’ έχει πείσει,
Τίποτε δε συγκρίνεται με τ’ όμορφο Παρίσι.
Είναι μια πόλη απ’ όλους μας λαμπρά στεφανωμένη
Της σκέψης και της φρόνησης η βρύση η παινεμένη
Στο Σηκουάνα ποταμό περήφανα χτισμένη.
Λιβάδια, δάση, κήποι, αγροί κι αμπέλια τη στολίζουν
Που όμοια άλλες πόλεις σαν αυτά να ‘χουνε δεν ελπίζουν.
Κι οι ξένοι που τη βλέπουνε είναι όλοι θαμπωμένοι
Γιατί σε πόλη τακτική και τόσο φροντισμένη
Και καθαρή κι αστραφτερή ποτέ δεν έχουν ζήσει.
Τίποτε δε συγκρίνεται με τ’ όμορφο Παρίσι.
Όπως αυτή δε βρίσκεται μητρόπολη καμία
Γεμάτη πύργους μ’ ένδοξη προγονική ιστορία
Όπου περήφανοι άρχοντες κι έμποροι κατοικούνε,
Πολεμιστές και χρυσικοί πάντοτε εκεί δουλεύουν
Κι όλες οι τέχνες πάντα ανθούν εκεί και προοδεύουν
Κι απ’ όλα τα επαγγέλματα οι άνθρωποι καλοζούνε
Και χειρωνακτικές δουλειές άνετα βρίσκουν όλοι
Μα κι οι γραφιάδες κι οι ποιητές ποτέ δεν έχουν σχόλη
Κι είν’ όλοι τίμιοι στα έργα τους με τάξη και με κρίση.
Τίποτε δε συγκρίνεται με τ’ όμορφο Παρίσι.
(1) Ταρταρία: Παλιά ονομασία της περιοχής δυτικά των Ουραλίων, που ταυτίζεται περίπου με μέρος της σημερινής ανατολικής Ρωσίας.
11. CHRISTINE DE PISAN. ~1364 – 1430.
Κριστίν ντε Πιζάν,
11.1. ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ ΤΡΑΓΟΥΔΩ
Για να ξεχάσω τραγουδώ
Μα έχω τα μάτια δακρυσμένα
Κανείς δεν ξέρει τι τραβώ
Χρόνια πολλά βασανισμένα.
Κι αν τον καημό μου κρύβω εγώ
Δε βρίσκω πουθενά συμπόνια
Κι όσο βαρύτερα πενθώ
Γύρω μου βλέπω καταφρόνια.
Κι αν με παράπονο φρικτό
Τον πόνο προσπαθώ να σβήσω
Κι αν να γελάσω αποζητήσω
Χωρίς ρυθμό μέτρο ή σκοπό
Για να ξεχάσω τραγουδώ.
Φαίνομαι ανάξια και δειλή
Αν δείχνω πάντα λυπημένη
Στο τέλος καταντούν τρελοί
Όσοι είναι πάντα ευτυχισμένοι.
Γι’ αυτό καθόλου δεν ζητώ
Πως βρήκα θεραπεία να δείξω,
Αυτό που θέλω είναι να κρύψω
Τα εσώψυχά μου όσο μπορώ,
Για να ξεχάσω τραγουδώ.
12. ALAIN CHARTIER, ~1390 – 1440.
Αλαίν Σ΄αρτιέ,
12.1. ΡΟΝΤΟ
Βασανισμένη απόλαυση, χαρά δυστυχισμένη,
Γλύκα πικρή, παρηγοριά ολότελα θλιμμένη
Χαμόγελο με κλάματα και ξεχασιάρα μνήμη
Με συντροφεύουν σαν βρεθώ μόνος μου σαν αγρίμι.
Για να την βλέπω μέσα μου είναι βαθιά κρυμμένη
Μες στην καρδιά μου κρύβεται στον ίσκιο των ματιών μου
Βασανισμένη απόλαυση, χαρά δυστυχισμένη.
Είναι για μένα ο θησαυρός, μοίρα και ριζικό μου
Που οι κίνδυνοι μ’ αυτό συχνά με πνίγουν αγριεμένοι,
Να πετυχαίνω αν βλέπουνε κάποτε το σκοπό μου,
Κι όταν το μίσος με χτυπάει κι απ’ την αγάπη μένει
Βασανισμένη απόλαυση, χαρά δυστυχισμένη.
13. CHARLES D’ ORLÉANS, 1391 – 1465
Σ΄αρλ Ντ’ Ορλεάν
13.1. ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Βγάζει ο καιρός το πανωφόρι
από βροχή και ξεροβόρι
και βάζει φορεσιά που εγίνη
από ήλιο, φως και καλοσύνη.
Όλα, είτε ζώο ή πουλί είτε αγόρι,
χρησμοδοτούν μες στη γαλήνη.
Βγάζει ο καιρός το πανωφόρι.
Πέρα το ρυάκι σε μια κρήνη
τα πλουμιστά του κάλλη δίνει
και φτιάχνει χρυσαφένια κόρη
που λούζεται σ’ αιθρίας σαγήνη.
Βγάζει ο καιρός το πανωφόρι.
13.2 ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κλείσε κατάμουτρα την πόρτα
στη μαύρη απελπισιά, καρδιά,
φυλάξου μέσα μην περάσει
και μας χαλάσει τη σοδειά.
Σαν το σκυλί που έχει λυσσάξει
διώξ’ την, παρακαλώ, καρδιά,
κλείσε κατάμουτρα την πόρτα
στη μαυροφόρα απελπισιά.
Είναι ευεργέτημα μεγάλο
να ‘ναι μακριά από μας, καρδιά,
γιατί συνέχεια μας σουβλίζει
και μας παιδεύει η απελπισιά.
Κλείσ’ της κατάμουτρα την πόρτα.
14. FRANÇOIS VILLON, 1431 – 1463
Φρανσουά Βιγιόν
14.1. ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Πέστε μου πού είναι, σε ποια χώρα,
η ομορφονιά απ’ τη Ρώμη, η Φλώρα,
πού είν’ η Αλκιβιάδα, πού η Θαίδα
με την ξανθιά χρυσή πλεξίδα;
Η ηχώ μιλάει, ριγούν τα φύλλα
μες στη γαλάζια ανατριχίλα
με την ατέλειωτη ομορφιά.
Πού είναι η σεμνή, γλυκιά Ελοίδα,
που είχε παλιά γι’ αυτήν ελπίδα
ο Πέτρος Εσμπαγιάρ και εγίνη
καλόγερος μετά για κείνη.
Πού είναι η βασίλισσα η καλή μας,
που πέταξε τον κουρελή μας
τον Μπουριντάν μες στα νερά;
Πού είναι τα χρόνια τα παλιά;
Πού είναι η βασίλισσα η Λευκή
που τραγουδούσε ως την αυγή,
η Βέρθα, η Αλίς, η Μπεατρίς,
κι από το Μαιν η Αρεμβουργίς,
κι η Γιάννα Ντ’ Αρκ απ’ τη Λοραίν, (1) (3)
που οι Εγγλέζοι κάψανε στη Ρουέν; (2)
Πού τάχα βρίσκονται όλα αυτά,
πού είναι τα χρόνια τα παλιά;
Πρίγκιπα, αν τις ζητάτε τώρα
δεν θα τις βρείτε πουθενά,
σ’ όλη τη γη κι όλη τη χώρα.
Πάνε τα χρόνια τα παλιά.
(1) Ιωάννα Ντ’ Αρκ (Jeanne D’ Arc 1412 – 1431): Ηρωίδα της Γαλλίας που είχε αποφασιστική συμβολή στην εκδίωξη των Άγγλων κατά τον 100-ετή πόλεμο (1339 – 1453).
(2) Ρουέν (Rouen): Πόλη της Γαλλίας, πρωτεύουσα της Νορμανδίας, 125 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Παρισιού (πληθυσμός 106.000 κάτοικοι).
(3) Λοραίν (Lorraine): Επαρχία της ανατολικής Γαλλίας, με πρωτεύουσα τη Νανσύ (Nancy, πληθυσμός 260.000 κάτοικοι). Άλλες πόλεις το Μετς και το Βερντέν.
14.2. ΤΟ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΒΙΓΙΟΝ
Άνθρωποι, αδέρφια, που ύστερα θα ζείτε,
μην έχετε σκληρή καρδιά για μας,
γιατί, αν εμάς τους δόλιους λυπηθείτε,
συμπόνια ο Θεός θα δείξει και για σας.
Πεντέξι εδώ κορμιά είναι κρεμασμένα
που τα ΄χαμε πολύ καλά θρεμμένα
μα τώρα φαγωθήκαν κι έχουν ρέψει
κι ο σκελετός μας στάχτη πια θα πέσει.
Όμως κανείς να μη μας κοροϊδέψει,
μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!»
Την ικεσία μου μην καταφρονείτε,
αδέρφια, κι αν μας δίκασαν σκληρά
οι δικαστές, γι’ αυτούς απλώς σκεφτείτε
πως στο μυαλό δεν στέκονταν καλά.
Παρακαλέστε με ήσυχη καρδιά
τον Γιο της Παναγιάς να μην στερέψει
την χάρη του για μας, να μη μας πέμψει
στην Κόλαση που πάνω μας θα πέσει
κι άλλος κανένας πια ας μη μας παιδέψει,
μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!»
Μας έδειρε η βροχή και το χαλάζι
μαυρίσαμε από του ήλιου τη φωτιά,
τα όρνια μας φάγαν όλους και το αγιάζι
μας έκαψε και φρύδια και μαλλιά.
Δεν βρίσκουμε άλλο ανάπαυση καμιά:
Εδώ κι εκεί, οπουδήποτε φυσήσει
ο αγέρας στα πλευρά θα μας κεντήσει
με τ’ άγριο ράμφος του. Έτσι να ξεπέσει
με μας κανένας πια ας μην καταντήσει,
μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!»
Η δύναμή σου, Ιησού, ας μας βοηθήσει,
η Κόλαση άλλο ας μη μας βασανίσει
και στη φωτιά η ψυχή μας ας μην πέσει.
Άνθρωποι, η τιμωρία ας σταματήσει,
μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!»
15. CLÉMENT MAROT 1496 – 1544
Κλεμάν Μαρό
15.1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ
Δεν είμαι πια όπως ήμουν πρώτα
ούτε ποτέ μου θα γενώ
το καλοκαίρι κι η άνοιξή μου
έχουν πετάξει στο βουνό.
Έρωτα, εσύ ήσουν δάσκαλός μου
και σε υπηρέτησα πιστά,
μα αν δυο φορές ξαναγεννιόμουν
για σένα θα έκανα διπλά.
15.2. ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Μες στο Παρίσι
Όμορφη πόλη
Μια μέρα φωτεινή και σχόλη
Γλυκό βραβείο είχα κερδίσει
Απ’ την πιο υπέροχη κυρία
Που υπάρχει εδώ ως την Ιταλία.
Είναι αξιολάτρευτη κι ωραία
Για μένα η πιο καλή παρέα
Και δεν υπάρχει όμοια στη φύση
Μες στο Παρίσι.
Δε θα σας πω όμως τ΄ όνομά της
Μόνο πως είμαι η συντροφιά της
Γιατί αρραβώνα μου έχει αφήσει
Μ’ ένα φιλί που μου ‘χει δώσει
Χωρίς ποτέ ντροπή να νιώσει
Μες στο Παρίσι.
16. MAURICE SCÈVE, 1500 – 1563
Μορίς Σεβ
16.1. ΑΦΕΣΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΥΨΗΛΗΣ ΑΡΕΤΗΣ
XLIX
Τόσο πολύ την λάτρεψα, που μέσα της ατόφιος ζω,
τόσο πολύ την έζησα, που αθέλητα την αγαπώ,
τόσο πολύ μαγεύτηκε το πνεύμα κι όλη μου η ψυχή
από την όψη, που η καρδιά έχασε πια την αντοχή.
Μπορεί να γίνει πιστευτό πως τάχα αγάπη σαν κι αυτή
θα πάψει να ‘ναι ταιριαστή σε τόσο υπέρτατο βαθμό;
Η φλόγα που μας ένωσε τόσο καυτή ήταν και στους δυο
που ανάβει μέσα μου η φωτιά όταν τη φλόγα νιώσω αυτής
κι όταν εκείνης σβήσει πια πνίγεται κι η δική μου ευθύς
κι έτσι αν αυτή ποτέ χαθεί μαζί της θα χαθώ κι εγώ.
CXLIV
Ζω μες σε σένα ακόμα κι όπου εσύ είσαι απούσα
μόνος πεθαίνω ακόμα κι όπου είμαι παρών
όσο μακριά κι αν είσαι πάντα είσαι παρούσα
κι όσο κοντά κι αν είμαι πάντοτε είμαι απών.
Κι αν τα στοιχειά του κόσμου νιώθουν θυμωμένα
γιατί είμαι πιο πολύ με σε παρά με μένα,
χωρίς οίκτο καθόλου η Υπέρτατη Εξουσία
βάζει στο ασήμαντο κορμί μου νέα ψυχή,
προβλέποντας να υπάρχει δίχως άλλη ουσία,
κι απλώνοντάς την μες σε σένα όσο μπορεί.
17. PONTUS DE THYARD. 1521 – 1605.
Ποντύ ντε Τυάρ.
17.1. ΕΛΑ ΥΠΝΕ
Ύπνε της θείας ανάπαυσης πατέρα και του ονείρου,
Τώρα που η νύχτα βιαστική τον κόσμο περονιάζει
Φτιάξε με τον αγέρα αυτό κάλυμμα υγρό του απείρου
Κι έλα, Ύπνε, μες στα μάτια μου βυθίσου όταν βραδιάζει.
Κάποτε η απουσία σου ώρες πολλές με πνίγει
Κι έτσι με κάνει, Ύπνε, βαθιά τον πόνο μου να νιώθω.
Έλα και νάρκωσέ με αβρά η πίκρα μου να φύγει
Κι η δυστυχία να νικηθεί από ένα ψεύτη πόθο.
Βαριά σιωπή γύρω οδηγεί φαντάσματα κρυμμένα
Καβάλα πάνω στ’ άλογα τη νύχτα αναστημένα
Μα ακόμα με περιφρονείς κι ας είμαι εγώ πιστός σου.
Έλα, Ύπνε, κύκλωσε γλυκά το χαύνο μου κεφάλι
Κι εγώ θα φτιάξω με μια ευχή ένα μπουκέτο πάλι
Να σου προσφέρω απ’ τ’ άνθη σου κι απ’ το βασιλικό σου.
18. JOACHIM DU BELLAY, 1522 – 1560
Ζοακίμ ντϋ Μπελαί
18.1. Από τις ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
I
Καλότυχοι όσοι κάνανε σαν Οδυσσέας ταξίδια
ή σαν εκείνον που έκλεψε το Χρυσαφένιο Δέρμα
κι έπειτα ξαναγύρισε γεμάτος φως και γνώση
κι άραξε πια στον τόπο του ως της ζωής το τέρμα.
Πότε θα ξαναδώ λοιπόν το αξέχαστο χωριό μου
να βγαίνει σύννεφο ο καπνός απ’ των σπιτιών τα τζάκια,
και πότε τάχα θα βρεθώ ξανά στο πατρικό μου
με τον μεγάλο αυλόγυρο και τ΄ άγρια λουλουδάκια;
Απ’ τα μεγάλα ανάκτορα με τους λαμπρούς πυλώνες,
μου αρέσει περισσότερο το φως του σπιτικού μου
και προτιμώ απ’ τα μάρμαρα τον φτωχικό σοβά του.
Αντί για Τίβερη αγαπώ της γης μου τους λειμώνες,
αντί για Ρώμη θέλω εγώ τους λόφους του χωριού μου,
κι από την αύρα προτιμώ τα ειρηνικά στενά του.
IΙ
Γαλλία, μάνα των τεχνών, των νόμων και των όπλων,
πολύ καιρό μ’ ανάθρεψες με γάλα απ’ τα βυζιά σου.
Τώρα, σαν πρόβατο μικρό που για τροφή βελάζει,
με τ’ όνομά σου αντιλαλώ στ’ άντρα και στα βουνά σου.
Αν κάποτε με δέχτηκες θερμά στην αγκαλιά σου,
γιατί, σκληρή, δεν απαντάς τώρα στο κάλεσμά μου;
Γαλλία, Γαλλία, απάντησε στην βροντερή φωνή μου!
Όμως κανείς, μονάχα η Ηχώ, μιλάει μες στην καρδιά μου.
Μέσα στους λύκους περπατώ και χάνομαι στα χιόνια,
νιώθω τη λύσσα του βοριά που παγερή με σκιάζει
και μ’ ένα ρίγος σουβλερό λογχίζει τα πλευρά μου.
Κοίταξε τα άλλα τέκνα σου που έχουν τροφή περίσσια
και δεν φοβούνται το βοριά, τους λύκους και το αγιάζι.
Κι όμως δεν είμαι εγώ απ’ αυτά χειρότερος, Κυρά μου.
19. PIERRE DE RONSARD, 1524 – 1585
Πιερ ντε Ρονσάρ
19.1. ΣΟΝΕΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ
XLIII
Κάποτε θα ‘σαι γριούλα πια, κι αφού θα ‘χεις καθίσει
στο τζάκι πλάι, τυλίγοντας και γνέθοντας μαλλί,
θα πεις, ψέλνοντας στίχους μου με θαυμασμό πολύ:
«Μ’ είχε στα νιάτα μου ο Ρονσάρ πανέμορφα εξυμνήσει».
Δούλα καμιά δεν θα μπορεί ποτέ να μην σαστίσει,
και μόνο ακούγοντας «Ρονσάρ» κοντά σου ευθύς θα ‘ρθει,
ακόμα κι αν κοιμόταν μες στον ύπνο τον βαθύ,
και τ’ όνομά σου μ΄ έπαινο αθάνατο θα ντύσει.
Κάτω απ’ τη γη θα κείτομαι, και σκιά, θα ξαποσταίνει
μαζί με σκιές η σκιά μου πια δίχως οστά, κι εσύ
θα κλαις για την αγάπη μου που θα ‘χει μαραθεί,
γριά πολύ, στην ανθρακιά κοντά ανακαθισμένη.
Αν τα πιστεύεις όλα αυτά, ζήσε, μην καρτερείς,
και μάζεψε όλα αχόρταγα τα ρόδα της ζωής.
19.2. ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΓΚΑΤΙΝ
Άκου, λοτόμε, πέταξε απ’ τα χέρια το τσεκούρι,
δεν είναι δέντρα όσα χτυπάς κι άγρια σωριάζεις κάτω.
Δεν βλέπεις το αίμα που κυλάει και χάνεται στο χώμα,
αίμα νυμφών που ζούσανε μες στους κορμούς των κλώνων;
Φονιά, ιερόσυλε, αν συχνά τον κλέφτη απαγχονίζουν
γιατί έκλεψε ένα λάφυρο με τιποτένια αξία,
πόση φωτιά και σίδερο και θάνατος ταιριάζει
για σένα, βάρβαρε, που εδώ σκοτώνεις τις θεές μας;
Δάσος, παλάτι των πουλιών που ζουν σ’ απόμερα άλση,
ούτε ζαρκάδια αερόποδα ούτε και γκρίζα ελάφια
στη σκιά σου δε θα βόσκουνε κι η πράσινή σου χαίτη
δεν θα εμποδίσει πια ποτέ τον ήλιο να φωτίσει.
Ούτε ο βοσκός σ’ ένα κορμό ακουμπώντας μαγεμένος,
παίζοντας τη φλογέρα του φτιαγμένη από καλάμι,
μ’ ένα σκυλί στα πόδια του και πλάι του την αγκλίτσα,
θα ψάλλει πια την άφταστη ομορφιά της διαλεχτής του.
Όλα θα βουβαθούν κι η Ηχώ κι αυτή άλαλη θα μείνει.
Θα γίνεις χερσοχώραφο κι όπου τα δέντρα σου ήταν
νωχελικά κουνώντας τα πυκνά φυλλώματά τους,
θα νιώσεις να σε σχίζουν πια τα άροτρα και τα υνία.
Θα χάσεις την ιερή σιωπή και κατατρομαγμένοι
πίσω δεν θα ‘ρθουν πια ποτέ οι Σάτυροι κι οι Πάνες.
Γεια σου λοιπόν, δάσος παλιό, παιχνίδι του Ζεφύρου,
κοντά σου πρωτοκούρντισα της λύρας μου τη γλώσσα,
εδώ άκουσα ν’ αντιλαλούν του Απόλλωνα οι σαγίτες
που μου τρυπούσαν την καρδιά σα νέφος χρυσαφένιο,
κι εδώ πρωτοθαυμάζοντας την όμορφη Καλλιόπη, (1)
έγινα ακόλουθος πιστός των θαυμαστών της τρόπων,
σαν μ’ έρανε το χέρι της με κρίνα και με ρόδα,
κι η Ευτέρπη από το στήθος της με θήλασε με γάλα. (2)
Γεια σου λοιπόν, δάσος παλιό, γεια σας ιερά κεφάλια
των δέντρων και των λουλουδιών σεπτά και τιμημένα,
που τώρα πια είστε αχρείαστα στους βιαστικούς διαβάτες,
καθώς περνούν ιδρώνοντας απ’ του ήλιου τις ακτίνες,
και πια δεν βρίσκουνε δροσιά στον ίσκιο σας και βρίζουν
τους δολοφόνους σας, βαριές προφέροντας κατάρες.
Γεια σας κι εσείς, βελανιδιές, στεφάνια των γενναίων,
δέντρα του Δία, γεννήματα των κάμπων της Δωδώνης, (3)
που για να φάνε δώσατε νάματα στους ανθρώπους,
σε λαούς αλήθεια αχάριστους που δεν αναγνωρίζουν
τα δώρα που τους δώσατε, σε λαούς αλήθεια αγροίκους
που σφάξαν τους προγόνους που τους έχουν αναθρέψει.
Κακότυχοι όσοι στη ζωή εμπιστεύονται τον κόσμο!
Ω Θεοί, είναι αληθινή λοιπόν αυτή η φιλοσοφία,
που λέει πως θα καταστραφούν τα πάντα κάποια μέρα
και πως θα αλλάξουνε μορφή φορώντας κάποιαν άλλη,
πως η κοιλάδα των Τεμπών ψηλό βουνό θα γίνει, (3)
πως η κορφή του Άθω πλατιά θα γίνει πεδιάδα (4)
κι ο Ποσειδώνας κάποτε πως θα ντυθεί με στάχυα:
Η ύλη μένει σταθερή και χάνεται η όψη μόνο.
(1) Καλλιόπη: Μία από τις εννέα μούσες, προστάτιδα της επικής ποίησης.
(2) Ευτέρπη: Μία από τις εννέα μούσες, προστάτιδα του λυρικού άσματος.
(3) Δωδώνη, Τέμπη, Άθως: Τοποθεσίες της Ελλάδας.
20. LOUISE LABÉ, 1526 – 1566.
Λουίζ Λαμπέ,
20.1. ΖΩ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΩ
Ζω και πεθαίνω, καίγομαι και νιώθω σαν πνιγμένη,
Μέσα στο κρύο αισθάνομαι βαθιά καψαλισμένη.
Ταυτόχρονα σκληρή κι αβρή είν’ η ζωή για μένα
Λύπη ή χαρά είναι μέσα μου όλα ανακατεμένα.
Πολλές φορές σε μια στιγμή κλαίω και μαζί γελάω
Κι ενώ όλα μοιάζουν χαρωπά ξάφνου βαρυγκωμάω
Συχνά νιώθω πως χάνομαι μα ακόμα πάντα αντέχω
Κι αν λέω πως πια μαράθηκα λουλούδια πάντοτε έχω.
Έτσι στον έρωτα άστατη είναι η παραφορά μου
Κι όταν με πνίγουν ποταμός καυτά τα δάκρυά μου
Χωρίς να το πολυσκεφτώ ξεχνώ συχνά τον πόνο.
Μα πάλι όταν χαρούμενη θαρρώ πως είμαι μόνο
Κι αισθάνομαι πως πια έχω βρει απόλυτη ευτυχία
Βυθίζομαι όλη πιο βαθιά σε μαύρη δυστυχία.
20.2. ΟΣΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΔΥΟ
Όσο τα μάτια μου τα δυο δάκρυα μπορούν να χύνουν
Θρηνώντας για την ευτυχία που χάθηκε μαζί σου
Κι όσο η φωνή μου θα μπορεί να σμίγει τη δική σου
Αντέχοντας τους στεναγμούς που την ψυχή μου γδύνουν,
Όσο το χέρι μου μπορεί τη λύρα να χτυπάει
Κι όλες τις χάρες σου γλυκά να υμνεί και να δοξάζει,
Κι η σκέψη μου όσο νοσταλγεί να σβήσει το μαράζι
Και πάντα τη δική σου ευχή μέσα της να νογάει
Δε νιώθω πως είν’ η ώρα μου ακόμα να πεθάνω.
Μα όταν τα δάκρυα μου αισθανθώ πως έχουν γαληνέψει
Βουβή η φωνή μου κι ο καιρός βαθιά μου έχει στερέψει
Κι ο νους μου αδυνατεί να πει τι πρέπει πια να κάνω
Και του έρωτά μου δε μπορεί σημάδια πια να δείξει
Τότε στο Χάρο πια θα πω στη γη να με ρουφήξει.
21. REMY BELLEAU, 1528 – 1577.
Ρεμύ Μπελώ.
21.1. Ο ΠΟΘΟΣ
Όποιος δεν έχει ό,τι ποθεί δεν είναι ευτυχισμένος
Μακάριος όμως είναι αυτός που τίποτε δε θέλει.
Ο πρώτος βασανίζεται κι ας λέει πως δεν τον μέλλει
Κι ο δεύτερος βρίσκει χαρές και ζει ευχαριστημένος.
Ο πόθος είναι τύραννος που καίει και μας αλλάζει
Και μας γεμίζει συμφορές, όμως να μην ποθούμε
Ό,τι ποτέ δε θα ΄χουμε, να ζούμε όπως μπορούμε,
Είναι κατόρθωμα λαμπρό που ο κόσμος το θαυμάζει.
Ο πόθος το σεντούκι μας να ΄ν’ λάφυρα γεμάτο
Σαν του κουρσάρου που μοχθεί μες στην ανεμοζάλη,
Ο πόθος όσοι είναι μικροί να γίνουνε μεγάλοι
Με πράξεις ακατόρθωτες, συχνά μας ρίχνει κάτω.
Ένας κινείται από τιμή κι από φιλοδοξία
Και θέλει να ΄ναι πιο πολλά πάντα τα υπάρχοντά του,
Κι άλλος που βλέπει λιγοστό πως είν’ το εισόδημά του
Για να επιζήσει δεν αργεί να κάνει προδοσία.
Κάποιος του πόθου αιχμάλωτος, μοναδική αμοιβή του
Ψεύτικη ικανοποίηση γυρεύει ν’ αποκτήσει,
Μα κάποτε άχρηστη χαρά στο τέλος θα κερδίσει
Χάνοντας χρόνο και τιμή και που και που τη ζωή του.
Αυτός για ν’ ανεβεί ψηλά κι έτσι χρυσή να κάνει
Τη μαύρη μοίρα του απ’ αυτό χάνεται τον αγώνα
Και σβήνει μες στον άνεμο και πάει μες στο χειμώνα
Γιατί είναι ο πόθος θύελλα που αργεί να ξεθυμάνει.
Άλλος σκλάβος του έρωτα ποθώντας να κερδίσει
Ό,τι έλπιζε όταν άνεμους είχε στην αγκαλιά του,
Για πληρωμή του μια άρνηση παίρνει κατάμουτρά του
Ή καταφρόνια που πικρά θα τον στενοχωρήσει.
Κι άλλος γεμάτος έπαρση, για να ‘ναι όπως ποθούσε
Ο διαλεχτός του βασιλιά, ψάχνοντας ευτυχία
Και λίγη τύχη πιο καλή, φτάνει στη δυστυχία
Γιατί έμαθε όλα τα κρυφά αυτού που υπηρετούσε.
Ο πόθος είναι ένα κακό που μάταια μας γοητεύει,
Ώρα να απολαμβάνουμε κι όχι να προσδοκούμε.
Το αβέβαιο ν’ αγκαλιάζουμε και πάντα να ποθούμε
Είναι ένα πάθος που συχνά το νου τον εκπαιδεύει.
Έτσι είναι ο πόθος μια σκιά σαν το άγνωστο του απείρου
Που οπλίζει τις αισθήσεις μας με μάγια και γοητεία,
Και ντύνοντας το ψεύτικο με αληθινό μανδύα
Μας ξεγελάει σαν φάντασμα απατηλού ονείρου.
22. ETIENNE JODELLE, 1532 – 1573.
Ετιέν Ζ΄οντέλ,
22.1. ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΛΗ ΕΚΑΤΗ (1)
Σαν κάποιος που μες στο πυκνό το δάσος έχει μπλέξει
Και που έχασε το δρόμο του μακριά από τους ανθρώπους,
Σαν κάποιος θαλασσόδαρτος μόνος σε ξένους τόπους
Που βλέπει πια πως δεν μπορεί τα κύματα να αντέξει,
Σαν κάποιος που πλανήθηκε τη νύχτα στα λιβάδια,
Έτσι έχασα το δρόμο μου, το νου μου και τη γνώση
Και δίχως φως απόμεινα κι η νύχτα μ’ έχει ζώσει,
Και δε θα βρω ό,τι γύρευα θαμμένο στα σκοτάδια.
Μα πια όταν όλη η συμφορά αυτή θα ΄χει περάσει
Στα πέλαγα και στα βουνά, στα βράχια και στα δάση
Φαίνεται περισσότερα καλά πως έχει φέρει.
Κι εγώ που υπόφερα όσο εσύ βρισκόσουν μακριά μου
Ξεχνώ τον πόνο όταν σε δω να ‘σαι ξανά κοντά μου
Και δε θυμάμαι τα δεινά απ’ τ’ άγρια εκείνα μέρη.
(1) Εκάτη: Κόρη του Περσέα και της Αστερίας, θεά της σελήνης, των φαντασμάτων και της μαγείας.
23. JEAN ANTOINE DE BAÏF, 1532 – 1589.
Ζ΄αν Αντουάν ντε Μπαΐφ.
23.1. ΕΠΙΤΑΦΙΟ
Φτωχά κορμιά όπου μένανε πνεύματα ταραγμένα,
Τους βασιλιάδες κάποτε φρικτά τρομοκρατούσαν
Καθώς και μόνοι τους συχνά να πολεμούν τολμούσαν
Άγρια και πεισματάρικα, σκληρά δαιμονισμένα.
Μα τώρα πια τ΄ αρπακτικά πουλιά όλους θα τους φάνε
Και τα σκουλήκια, όμως κι αυτούς θα θρέψουνε τους στίχους
Που λένε για τη βρώμα αυτή και για της γης τους ήχους
Που χάνονται στους ποταμούς και στους γιαλούς κυλάνε.
Φτωχά κορμιά, ξαπλώστε εκεί, γιατί τα κόκαλά σας
Ν’ αναπαυτούν αξίζουνε μαζί με την καρδιά σας
Αφού να βρουν δε μπόρεσαν γαλήνη στη Γαλλία.
Ψυχές που κάθε νύχτα εκεί στα σταυροδρόμια κλαίτε
Γιατί καταλαβαίνετε τα λάθη σας, πως φταίτε
Και πως δε θα γλιτώσετε τη δίκαια τιμωρία.
23.2. ΙΠΠΟΚΡΗΝΗ
Μούσα, της μνήμης ρήγισσα, θεά Ελικωνιάδα
Ω των ποιητών προστάτιδα, δώσ’ μου της τέχνης δάδα
Μ’ αυτή να φτιάξω πύρινο ποίημα για τους Γάλλους
Που να ταιριάζει στους σκοπούς της λύρας τους μεγάλους,
Κάνε τα λόγια ν’ ακουστούν ευχάριστα στ΄ αυτιά τους
Να ξεσηκώσουν μέσα τους τα μύρια θαύματά τους
Γιατί ένα δρόμο νέο γι’ αυτούς θέλω ένδοξο ν’ ανοίξω
Που θα με πάει στα δάση σου, με τα έργα σου να σμίξω,
Κι εκεί να σβήσει η δίψα μου από τις θείες πηγές σου
Που από τη γη αναβλύζουνε στις ξακουστές πλαγιές σου,
Εκεί που οι οπλές του Πήγασου σκιρτήσανε μια μέρα
Που απ’ το κορμί της Μέδουσας ξεπήδησε στον αέρα.
24. GUILLAUME DE SALLUSTE DU BARTAS, 1544 – 1590.
Γκιγιόμ ντϋ Μπαρτά.
24.1. Ω ΓΗ ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΩ
Ω Γη, σε χαιρετώ γιατί καρπούς είσαι γεμάτη
Κι ακούγονται άνθρωπου φωνές σ’ όλα σου, Ω Γη, τα πλάτη,
Σε κάστρα ατέλειωτα κι εσύ είσαι άφθαστη κι ωραία
Καρτερική, ανεξάντλητη, γόνιμη και μοιραία,
Ντυμένη μ’ ένδυμα βαρύ λουλούδια στολισμένο
Με ρίγες από ποταμούς και αρώματα σπαρμένο.
Σε χαιρετώ, Ω Καρδιά της ζωής, η βάση είσαι κι οι θόλοι
Όπου ακουμπάει το ζώο αυτό που Κόσμο το λεν όλοι.
Τίμιο ζευγάρι του ουρανού που έχεις θεμελιωμένα
Μύρια πατώματα γερά πολύ ψηλά χτισμένα.
Σε χαιρετώ, μάνα, αδελφή, δέσποινα και γιατρέσα
Του βασιλιά των ζώων που ζει από σένα, πριγκιπέσα.
Χίλιοι ουρανοί για χάρη σου τριγύρω σου γυρίζουν
Κι ανάβουν όλοι τ’ άστρα τους και σένα όλοι φωτίζουν.
Και για να σε ζεσταίνουνε του ήλιου οι χρυσαχτίδες
Φέρνουν τις φλόγες τους εδώ με απέραντες αψίδες,
Κι ο αγέρας με τραντάγματα ζητάει να σε δροσίσει
Στέλνοντας άλλοτε Βοριά ή Ζέφυρο απ’ τη δύση
Και το νερό στις θάλασσες, στις λίμνες, στα ποτάμια
Σα φλέβες μες στο σώμα σου απλώνει υγρά πλοκάμια.
………………………
Κι εσύ, Πατέρα αθάνατε, που απλώς και μόνο αν γνέψεις
Τ’ αγριεμένα κύματα μπορείς να γαληνέψεις,
Εσύ παύεις τους άνεμους τα στήθια τους πατώντας
Το στόμα τους μπουκώνοντας και τα φτερά μαδώντας.
Εσύ, Ρήγα της θάλασσας, εσύ με τ’ άγκιστρά σου
Απ’ την κοιλιά άγριων ψαριών σώζεις τα πλάσματά σου.
Ένα καράβι δώσε μου μ’ έλικα και πιλότο
Στα πέλαγα όλα να γυρνώ από βοριά ως το νότο
Ή κάνε ακόμα, Βασιλιά, με μια βουτιά μεγάλη
Να πάω να βρω όσους κατοικούν μες στου βυθού τα κάλλη
Κι έτσι κατάδικος βαριά κι εξιλεωμένος πάλι
Να τραγουδώ τη δόξα σου σε κάθε γυρογιάλι.
25. PHILIPPE DESPORTES, 1546 – 1606.
Φιλίπ Ντεπόρτ,
25.1. ΕΔΩ ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΕ Ο ΙΚΑΡΟΣ
Εδώ γκρεμίστηκε ο Ίκαρος, το άφοβο παλικάρι,
Που να πετάξει το ‘λεγε στον ουρανό η καρδιά του.
Εδώ το σώμα του έπεσε χάνοντας τα φτερά του
Κι όλοι οι γενναίοι ζηλεύουνε της τύχης του τη χάρη.
Έργο μεγάλο και λαμπρό και πνεύμα φημισμένο
Που κέρδισε τόσο πολλά ενώ είχε λίγα δώσει.
Ευτυχισμένη δυστυχία γεμάτη δόξα τόση
Που αναδεικνύει νικητή τον δήθεν νικημένο.
Για τέτοιο αγνό κατόρθωμα δεν ήταν φοβισμένος
Ίσως να φάνηκε άτυχος μα όχι αποκαρδιωμένος
Γιατί είχε ένα άστρο να τον καίει ακοίμητα υπερούσιο.
Πέθανε αφού έζησε έντονα στη σκιά του οράματός του
Ήταν τα ουράνια ο πόθος του κι η θάλασσα ο χαμός του.
Υπάρχει τέλος πιο όμορφο και τάμα άλλο πιο πλούσιο;
25.2. ΥΠΝΕ ΗΣΥΧΕ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΓΙΕ
Ύπνε, ήσυχε της Νύχτας γιε, που ειρήνη πάντα σπέρνεις,
Πατέρα, που τα ζώα εσύ με δύναμη τα οπλίζεις
Μάγε, που εσύ έχεις εξουσία τις πίκρες ν’ αφορίζεις
Και για τις δύστυχες ψυχές λύτρωση πάντα φέρνεις.
Θεέ, φίλε όλων μας, γιατί μ’ εχθρεύεσαι όμως τώρα;
Γιατί είμαι τώρα μοναχός στα βάσανα πνιγμένος
Τώρα που η νύχτα απλώνεται κι εγώ απομένω ξένος
Κι ας χαίρονται όλοι γύρω μου τα πλάνα σου τα δώρα;
Πού είν’ η σιωπή, η γαλήνη σου κι η ανάπαυση που δίνεις
Και τα όνειρα σαν σύννεφα που εσύ τα αναβοσβήνεις
Και που σαν λήθης κύματα πλένουν το νου του ανθρώπου;
Ω, εσύ αδερφέ του θάνατου, γιατί είσαι τώρα εχθρός μου;
Εγώ βοήθεια αποζητώ μα εσύ δεν είσαι εμπρός μου
Και καίγομαι έτσι ξάγρυπνος στη φρίκη αυτού του τόπου.
26. AGRIPPA D’ AUBIGNÉ, 1552 – 1630.
Αγκριπά ντ’ Ωμπινιέ.
26.1. Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΜΑΡΑ
Εσείς λοιπόν οι μέτοχοι σ΄ όλες τις κοινωνίες
Ω γιοι του Αδάμ, που παίζετε με ζωές και περιουσίες
Πέστε αν στ’ αλήθεια στο Θεό τέλος απολογιέστε
Αν δίκαια όλα τα κάνετε ή δίκαια ξεπουλιέστε.
Μα είστε ψυχές παράνομες, επίορκες και πανούργες,
Με ζυγαριές που είν’ άδικες, δόλιες και κακούργες
Τη γη την καταστρέφετε και γύρω σας σκορπάτε
Ερείπια, βία και συμφορά παντού όπου εσείς περνάτε.
Οι μάνες σας γεννήσανε μες στην ακαθαρσία
Κι έπειτα σας πετάξανε στου κόσμου την κακία,
Το ψέμα που ήτανε για σας γάλα στο θήλαστρό σας
Σας έθρεψε στη νιότη σας μέχρι το θάνατό σας.
Μοιάζετε φίδια κολοβά με δέρμα σπιλωμένο
Με γκρίζο δηλητήριο βαθιά στιγματισμένο
Σαν την οχιά που καρτεράει άγρυπνα νυσταγμένη
Με το φαρμάκι της κρυφό, μες στα σπαρτά κρυμμένη.
Με ύπουλη οχιά μοιάζει συχνά η συμμορία εκείνη
Την ώρα που με την ουρά δόλια τ’ αυτιά της κλείνει
Άλλοι ποθούν ν’ αντισταθούν σε πλάνα λόγια ωραία
Κι άλλοι ποθούν να νιώσουνε του Θεού την άγια ιδέα.
Κύριε, για τα κοπάδια αυτά που κλείνουνε τ’ αυτιά τους
Σπάσε τα δόντια τους βαθιά στα πυώδη στόματά τους
Πάρε μια βέργα σίδερο και σπάσε τα σαγόνια
Με το φρικτό μαστίγιο σου να σε θυμούνται χρόνια.
Όπως ρουφιέται το νερό κι οι αχρείοι αυτοί να λιώσουν
Κι οι εχθροί τους στα στρατόπεδα όλους να τους σκοτώσουν
Κι αν πιάνουνε τα τόξα τους άχρηστα να τα βρούνε
Συντρίμμια όλα τα μέλη τους μακριά να σκορπιστούνε.
Κι ο θάνατος όλες αυτές τις κάμπιες να τις πνίξει
Σαν σαλιγκάρι που βαθιά στο καύκαλο έχει πήξει
Σαν έκτρωμα που απότομα γεννιέται πεθαμένο
Κι ο θάνατος το δέχεται στα χέρια του πνιγμένο.
Κάψε βαθιά ως τις ρίζες τους με πυρωμένο αγέρα
Τα κλώνια από τα δέντρα αυτά ν’ ανάψουν πέρα ως πέρα
Κι όλα για πάντα να χαθούν να μην ξαναφυτρώσουν
Και τα ξερά τα ξύλα τους φωτιά σ’ όλους να δώσουν.
27. FRANÇOIS DE MALHERBE, 1555 – 1628.
Φρανσουά ντε Μαλέρμπ,
27.1. ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΣΤΟΝ ΝΤΥ ΠΕΡΙΕ
Άραγε ο πόνος, Ντϋ Περιέ, θα ‘ναι για σένα αιώνιος
Κι η θλίψη σου βαριά,
Και θα την κάνει οδυνηρή η αγάπη η πατρική σου
Που καίει μες στην καρδιά;
Η δυστυχία που η κόρη σου βρίσκεται πια στον τάφο
Με θάνατο σκληρό
Είναι άραγε λαβύρινθος όπου πλανιέται ο νους σου
Και χάνεται από δω;
Ξέρω πως ήταν όμορφα μαζί σας όταν ζούσε
Κι αλήθεια δε μπορώ
Καθόλου, άτυχε φίλε μου, να σε παρηγορήσω
Με κάποιο γιατρικό.
Στον κόσμο όπου είχε γεννηθεί τα πράγματα τα ωραία
Τέλος έχουν κακό
Τριαντάφυλλο ήταν κι έζησε σαν τα τριαντάφυλλα όλα
Μονάχα ένα πρωινό.
Κι αν πράγματι όπως ήθελες κατάφερνε να φτάσει
Σε γερατειά βαθιά
Κι αν τη ζωή της τέλειωνε με κάτασπρο κεφάλι
Ποια θα ΄τανε η χαρά;
Νομίζεις πως στα δώματα τα ουράνια μια γριούλα
Καλή έχει υποδοχή
Ή πως θα ΄χε στο φέρετρο τη σκόνη του θανάτου
Λιγότερο αισθανθεί;
Όχι, καλέ μου Ντϋ Περιέ, όταν μας πάρει η Μοίρα
Τη δόλια μας ψυχή
Η ηλικία μας χάνεται και πια στον άλλο κόσμο
Δε μας ακολουθεί.
........................................
Όταν λοιπόν ο θάνατος χωρίσει αυτό που η φύση
Ένωσε δυνατά
Όποιος μένει ασυγκίνητος έχει ή καρδιά βαρβάρου
Ή δεν έχει καρδιά.
............................................
Ο θάνατος είναι σκληρός, τίποτε δε του μοιάζει
Κι αν τον παρακαλάς
Αυτός τ’ αυτιά του αναίσθητος κλείνει κι εκεί σ’ αφήνει
Για να βαρυγκωμάς.
Βαθιά μες στην καλύβα του, κρυμμένος στα καλάμια
Δε σώζεται ο φτωχός
Κι όσοι σκοποί κι αν τον φρουρούν τον ρήγα στο παλάτι
Μια μέρα πάει κι αυτός.
Γι’ αυτό να μουρμουρίζουμε ή και να αγανακτούμε
Είναι άχρηστος σκοπός
Το μόνο που ανακούφιση μας δίνει είναι να ζούμε
Όπως ζητά ο Θεός.
27.2. ΣΧΕΔΙΟ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ
Καλή φροντίδα μου, Όμορφη, που η αβέβαιη ψυχή μου
Φουρτούνα έχει εξαιτίας σου σαν τον ωκεανό,
Μόνο όταν κάποτε σωθείς θα με παρηγορήσεις
Αλλιώς για να μη θλίβομαι εγώ θα διαλυθώ.
Τα μάτια σου έχουν θέλγητρα που μ’ έχουνε μαγέψει
Και που φλογίζουν πάντοτε τη δόλια μου καρδιά,
Μα για να με κρατήσουνε, αν θέλουνε να μ’ έχουν
Πρέπει κι αγάπη να ‘χουνε, δε φτάνει η ομορφιά.
Και μόλις φτάσω πια να πω αυτό πως έχει γίνει
Κάτι εμποδίζει να χαρώ τη νίκη τελικά,
Της Πηνελόπης το ύφασμα θαρρείς που δεν τελειώνει
Γιατί ό,τι υφαίνει αποβραδίς τη μέρα το χαλά.
Κυρά μου, σκέψου γιατί πια τη δόξα σου θα χάσεις
Μου το ΄χες τάξει όμως ξανά με γέλασες πικρά,
Αν δε θυμάσαι, τότε πια θα πω δεν έχεις μνήμη
Μα αν το θυμάσαι, είσαι άπιστη θα πω με απελπισιά.
Από παλιά το ΄λεγα αυτό γιατί σ’ είχα αγαπήσει
Πως μόνο με το θάνατο θα σ’ αποχωριστώ,
Μ’ αν γίνει αλλιώς θα οφείλεται σε φταίξιμο δικό σου
Στους όρκους σου που δε μπορώ σ’ αυτούς να βασιστώ.
28. JEAN DE SPONDE, 1557 – 1595.
Ζ΄αν ντε Σποντ.
28.1. ΕΡΩΤΕΣ
V
Πεθαίνω κι όλες οι έννοιες μου κι όλα τα βάσανά μου
Που είσαι μακριά, κι οι νύχτες μου κι οι μέρες που υποφέρω
Με τυραννούν και κάποτε ποιος είμαι πια δεν ξέρω,
Αν ανασαίνω ή αν πιο πολλά γίνανε τα δεινά μου.
Όταν μια λύπη εμφανισθεί λύπες πολλές με δέρνουν
Κι αντί βοήθεια πια να βρω, βλάπτω τον εαυτό μου.
Οι θύελλες οι ακατάπαυστες απ’ το παράπονό μου
Με πνίγουν, τις αισθάνομαι και στο χαμό με σέρνουν.
Είμαι ο Ακταίων που οι σκύλοι μου μ’ είχαν κατασπαράξει: (1)
Και της ψυχής μου η έκρηξη τόσο όλα τα ‘χει αλλάξει
Που με σκοτώνει αυτή που ζωή έπρεπε να μου δίνει.
Δυο θεές υφάνανε μαζί τη μοίρα και των δυο μας
Μα γι’ άλλους λόγους φτάσαμε κι οι δυο στο θάνατό μας:
Εγώ γιατί δεν είδα αυτή κι αυτός γιατί είδε εκείνη.
(1) Ακταίων: Μυθικός ήρωας, γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του Κάδμου. Τον κατασπάραξαν τα κυνηγετικά σκυλιά του, επειδή είδε τη θεά Άρτεμη γυμνή στο ποτάμι την ώρα που λουζόταν.
29. MATHURIN RÉGNIER, 1574 – 1613.
Ματϋρέν Ρενιέ.
29.1. ΣΑΤΙΡΑ
Στο πόδι και στο χέρι μου παραλυμένος
Είμαι σ΄ ένα σεντόνι πάντα διπλωμένος
Κι η γλώσσα είναι το μόνο πια που μου ‘χει μείνει
Για να σας πω τις σκέψεις τούτες κι ό,τι γίνει.
................................................
Αφού όλη μέρα στο κρεβάτι είμαι χωμένος
Με μάτια κούφια κι ως τ’ αυτιά μου μπουκωμένος
Με χρώμα κατακίτρινο σα να ‘μαι στάχυ
Κι αφού όμως το μυαλό μου τετρακόσια τα ΄χει
Και πράγματα πολλά έχω κέφι για να κάνω
Και τον καιρό ποτέ δε θέλω να τον χάνω,
Κάθομαι και συχνά μετράω τα λεφτά μου
Έχω εκατό χιλιάδες σκούδα στον ντορβά μου
Και μ’ όλα αυτά μια κι έχω εγώ περιουσία
Φτιάχνω καινούργια μέγαρα στην Ισπανία.
Χτίζω παντού και πάντοτε κερδίζω
Όμως χωρίς περιστροφές ξεκαθαρίζω
Πως όλους μου τους φόρους πάντα τους πληρώνω
Κι όλες τις οφειλές μου αμέσως ξεχρεώνω,
Τις δόσεις όλες προγραμματισμένα δίνω
Στην τύχη δεν μ’ αρέσει τίποτε ν’ αφήνω.
Εμένα η σκέψη μου είναι ανώτερη στ’ αλήθεια
Γι’ αυτό την αντιγράφουν τ’ άλλα κουτορνίθια
Και θα την εφαρμόσει και στο προξενείο
Ο Λϋά ο φιλόσοφος με μύτη σα λοφίο.
Κι αν το Συμβούλιο αντίθετη δεν έχει γνώμη
Πολλά θα δείτε που δεν είδατε ακόμη.
Όμως και τούτα κατά μέρος αν αφήσω
Έχω πολλά άλλα σχέδια που μπορώ ν’ αρχίσω
Γιατί τα ενδιαφέροντά μου πάντα αλλάζουν
Με πράξεις συναρπαστικές που όλοι θαυμάζουν.
Μιλώ για τους παλιούς και τρομερούς χιονιάδες
Και ξέρω να φυλάγομαι από τους νοτιάδες.
Για να τρομάζω τις βροντές βροντοφωνάζω
Και κυνηγώντας πεταλούδες διασκεδάζω.
Φτιάχνω δικά μου νέα ημερολόγια
Κατασκευάζω χαλινάρια για τα βόδια
Τον Άγιο Γιάννη επισκέπτομαι πετώντας
Και σπέρνω με μπιζέλια τους αγρούς περνώντας.
Το μαγικό ραβδάκι μου άλογα γεννάει
Και βλέπω το Σηκουάνα πέρα να κυλάει.
Κι άλλα πολλά μπορώ να κάνω, Βασιλιά μου,
Που δεν τολμάει να περιγράψει η αφεντιά μου.
Είναι φορές που ζωγραφίζω όπου πηγαίνω
Και τους γαϊδάρους να πετάνε τους μαθαίνω.
Γράφω για τις αρλούμπες ιστορία
Τους σκύλους τους διδάσκω ρητορεία
Γιατί κι ο Πλούταρχος μπορεί να κάνει λάθος (1)
Ίσως κι εκείνοι να ‘χουν λογική στο βάθος.
Κι ακόμη πού και πού με πιάνει φλυαρία
Και λέω τραγούδια που μιλάνε με σοφία
Και λένε πως στ’ αλήθεια με προσπάθεια
Η φύση, ναι, υποφέρει μες στ’ αγκάθια.
Κι εγώ κάνω εμετό όταν είμαι φαγωμένος
Κι είναι ο λαιμός λίγο τεντωμένος
Και τότε σαν πυροκροτίδα σκάω μαζί του
Και λένε ο «διάολος ήταν μέσα στην ψυχή του».
(1) Πλούταρχος (50 – 120 μ.Χ.): Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας.
30. HONORAT DE BUEIL, MARQUIS DE RACAN, 1589–1670.
Ονορά ντε Ρακάν.
30.1. ΣΤΡΟΦΕΣ
Θύρση, να αποχωρήσουμε οι δυο μας πια ας σκεφτούμε
Αφού η μισή μας η ζωή σχεδόν έχει περάσει
Κι ο χρόνος προς το θάνατο μας οδηγεί με βιάση.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μας στον κόσμο αυτό που ζούμε
Στα κύματα πλανήθηκε η αλήτικη καρδιά μας
Καιρός να κατεβάσουμε για πάντα τα πανιά μας.
Όσα καλά μας έφερε η τύχη δεν κρατάνε
Στην άμμο χτίστηκε ό,τι εμείς μ’ αυτήν έχουμε χτίσει
Και πια όσο μεγαλώνουμε το τέλος έχει αρχίσει.
Όπως τα πεύκα τα ψηλά οι θύελλες μας χτυπάνε
Αφού η μανία των άνεμων τις στέγες προτιμάει
Στου βασιλιά τα μέγαρα, μα τους φτωχούς ξεχνάει.
Ω, ευτυχισμένος είναι αυτός που απ’ όλα όσα θυμάται
Να σβήσει ολότελα μπορεί της δόξας την ελπίδα
Που ανώφελα συχνά γι’ αυτή κρυφή έχουμε φροντίδα.
Μ’ αυτός που μες στο σπίτι του ήσυχα πια κοιμάται
Έχοντας αποτραβηχτεί απ’ της ζωής τα πάθη
Αυτός πόθους και δύναμη ζύγισε δίχως λάθη.
Οργώνει του πατέρα του χωράφια αυγατισμένα
Και διόλου πια δε νοιάζεται γι’ αναίτιες συζητήσεις
Μες σ’ άχρηστα συμβούλια κι άχαρες ανακρίσεις,
Βλέπει χωρίς καμιά απειλή μπουρίνια μανιασμένα
Κι απ’ τους ανέμους πια ποτέ δε λαχταράει η καρδιά του
Παρά μονάχα αν χρειάζεται να σώσει τη σοδειά του.
Ο βασιλιάς τότε είναι αυτός των επιθυμιών του
Και τα εύφορα χωράφια του είν’ το βασίλειό του,
Το σπίτι του είν’ το Λούβρο του και το Φοντενεμπλό του (1)
Κι ο κήπος του είναι σύνοψη όλων των επαρχιών του.
Και δίχως φθόνο να ‘χει πια για όλους τους πρίγκιπές του
Τους βλέπει πάντα ευχάριστα μέσα στους πίνακές του.
(1) Λούβρο (Louvre): Το αρχαιότερο παλάτι των Γάλλων βασιλιάδων, από την εποχή του Κάρολου Ε’ (1364 – 1380) μέχρι το 1678, οπότε αντικαταστάθηκε από τις Βερσαλλίες. Σήμερα είναι ονομαστό μουσείο.
(2) Φοντενεμπλό (Fontainebleau): Πόλη της Γαλλίας 60 χιλιόμετρα, νοτιοανατολικά του Παρισιού, έδρα παλατιού των Γάλλων βασιλιάδων από την εποχή του Φραγκίσκου Α’ (1515 – 1547).
31. THÉOPHILE DE VIAU, 1590 – 1626.
Τεοφίλ ντε Βιώ.
31.1. ΩΔΗ
……………………………….…………..
Ένα κοράκι εδώ μπροστά μου κράζει
Και μια σκιά το βλέμμα μου σκεπάζει
Μαζί αλεπούδες δυο και δυο νυφίτσες
Στο μέρος που ‘μαι κάνουνε βολτίτσες
Ξάφνου παραπατάει τ’ άλογό μου
Και να γκρεμοτσακίζει τον βοηθό μου.
Ακούω ψηλά ένα κεραυνό που τρίζει
Και κάποιο πνεύμα εκεί με χαιρετίζει.
Ακούω το Χάροντα που με φωνάζει
Κι από τη γης το κέντρο με κοιτάζει.
Τούτο το ρυάκι ανάποδα κυλάει
Και κάποιο βόδι στο καμπαναριό πηδάει
Το αίμα απ’ τους βράχους μέσα απλώνει
Κι η οχιά με την αρκούδα ζευγαρώνει
Ψηλά σ’ ένα οχυρό που ξεθωριάζει
Το φίδι κάποιο γύπα κομματιάζει
Καίει η φωτιά βαθιά στους παγετώνες
Κι ο ήλιος είναι μαύρος τους χειμώνες
Και το φεγγάρι πάει να πέσει κάτω
Κι εκεί ένα δέντρο κυνηγά ένα γάτο.
32. MARC ANTOINE SAINT-AMANT, 1594 – 1661.
Μαρκ Αντουάν Σαιν Αμάν.
32.1. Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Πόσο μ’ αρέσει η μοναξιά
Στα μέρη τούτα τ΄ αγιασμένα
Μακριά απ’ της πόλης το βραχνά
Ήσυχα και γαληνεμένα.
Ω Θεέ μου, πώς μ’ ευχαριστούν
Τα δάση αυτά που εδώ βρεθήκαν
Από του Χρόνου την αρχή
Κι αιώνες πολλοί μ’ αυτά διαβήκαν.
Είναι όμορφα και φρέσκα ως τώρα
Όσο στου κόσμου την πρώτη ώρα.
Μόνο ένας ζέφυρος περνά
Στα φύλλα τους κι αβρά τ’ αγγίζει
Και το ότι τόσο είναι ψηλά
Την ηλικία τους εμφανίζει.
Κάποτε ημίθεοι, θεοί κι ο Παν
Κρησφύγετο εδώ μέσα βρήκαν
Όταν ο Δίας κατακλυσμό
Έριξε κι όλα αφανιστήκαν.
Πιάστηκαν πάνω στα κλαδιά τους
Και σώθηκε όλη εδώ η γενιά τους.
Σε κάποιο θάμνο ολάνθιστο
Που έχει την Άνοιξη ερωμένη
Η Φιλομήλα τραγουδά
Κι η σκέψη μου είναι μαγεμένη.
Πόσο μ’ αρέσει να κοιτώ
Τα βάραθρα στα κορφοβούνια
Που για τους δύστυχους συχνά
Είναι γεμάτα από συμπόνια
Όταν το δόλιο ριζικό τους
Τους σπρώχνει προς το θάνατό τους.
Πόσο μου φαίνονται ομαλοί
Οι χείμαρροι οι άγριοι εκείνοι αλήτες
Που χύνονται με βία κι ορμή
Στις ράχες και στους ψηλορείτες.
Μετά στα ισιώματα γλιστρούν
Όπως τα φίδια στο χορτάρι
Και γίνονται αίθριοι ποταμοί
Που μιας Νεράιδας έχουν χάρη
Που εκεί έχει γη και σπιτικό της
Κι εκεί ‘ναι το βασίλειό της.
Θαυμάζω το έλος πάλι αυτό
Που με σουρβιές είναι γεμάτο
Με σκλήθρες, λεύκες και με ιτιές
Που απλώνονται ως την όχθη κάτω.
Οι Νύμφες ψάχνοντας δροσιά
Εκεί όλες γνέθουν το μαλλί τους
Χαμένες μες στις καλαμιές
Κι οι βάτραχοι λαλούν μαζί τους
Και τρέχουν κάπου να κρυφτούνε
Όταν φωνές ξάφνου ακουστούνε.
.....................................................
33. TRISTAN L’ HERMITE, 1601 – 1655.
Τριστάν Λ΄ Ερμίτ.
33.1. ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ
Ήμουν φυτό επιβλητικό μα πια έγινα καράβι
Κι αν φύτρωνα σ’ ένα βουνό τώρα άλλη ‘ναι η δουλειά μου
Να κουβαλάω στρατό πολύ με βλέπουν πάντα οι κάβοι
Ενώ παλιά τάγμα πουλιών κούρνιαζε στα κλαδιά μου.
Οι κλώνοι μου όλοι σε κουπιά την όψη έχουν αλλάξει
Και τα φυλλώματά μου πια πανιών μορφή έχουν πάρει
Αντί για την Κυβέλη εδώ η Θέτις μ’ έχει αρπάξει (1) (2)
Στα πλάτη όλου του ορίζοντα κι ως πάνω στο φεγγάρι.
Όμως η τύχη είναι τυφλή περίεργα τα γραφτά της
Σαν παιχνιδάκι με κρατά μέσα στα δάχτυλά της
Κι έτσι τα τέσσερα στοιχεία πάντα με πολεμάνε.
Συχνά ο Αγέρας άγριος χτυπά την κουπαστή μου
Το Κύμα αδέσποτο βαριά ξεπλένει το σκαρί μου
Πολύ φοβάμαι τη Φωτιά μα οι Βράχοι θα με φάνε.
(1) Κυβέλη: Φρυγική θεότητα της γονιμότητας, της οποίας η λατρεία διαδόθηκε και στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο.
(2) Θέτις: Μια από τις Νηρηίδες, σύζυγος του Πηλέα και μητέρα του Αχιλλέα.
33.2. ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΥΛΙΚΟΥ
Από το φως του κόσμου τούτου θαμπωμένος
Κι από μια μάταια ελπίδα πάντα μαγεμένος
Σαν σκύλος ήμουν πάντα πλάι στο αφεντικό μου.
΅
Έζησα μόνος φτωχικά πλούτη ποθώντας
Μες στις στερήσεις ευτυχία προσδοκώντας
Όμως στην ψάθα αντάμωσα το θάνατό μου.
34. PIERRE CORNEILLE, 1606 – 1684.
Πιερ Κορνέιγ.
34.1. Από τον ΣΙΝΤ
Μονόλογος του Ροντρίγκου, Πράξη Α’, Σκηνή 6
Η σκηνή διαδραματίζεται τον 11ο αιώνα στη Σεβίλλη. Ο Ροντρίγκος, γιος του Δον Ντιέγκο, και η Σιμέν, κόρη του κόμη Δον Γκορμά, είναι αρραβωνιασμένοι. Ο βασιλιάς, έχοντας προτιμήσει για παιδαγωγό του γιου του τον Δον Ντιέγκο και όχι τον ανταγωνιστή του Δον Γκορμά, προκάλεσε την οργή του τελευταίου, που εξύβρισε τον Δον Ντιέγκο. Εκείνος όμως είναι αρκετά ηλικιωμένος για να αποκαταστήσει την τιμή του με τα όπλα, γι’ αυτό ζητάει από τον Ροντρίγκο να πάρει εκδίκηση και μετά τον αφήνει μόνο.
Μέχρι τα βάθη της καρδιάς διαπερασμένος
Από μια απρόοπτη προσβολή θανατηφόρα
Εκδικητής ελεεινός δίκαια οργισμένος
Γιατί είμαι στόχος άδικης μανίας τώρα
Μένω άπρακτος κι η δύστυχη καρδιά μου
Λυγίζει απ’ τα χτυπήματα που με σκοτώνουν.
Σχεδόν σβησμένο βλέπω πια τον έρωτά μου.
Ω Θεέ μου, οι στενοχώριες με κυκλώνουν.
Είναι ο πατέρας ο δικός μου ατιμασμένος
Κι απ’ τον πατέρα της Σιμέν ταπεινωμένος.
Άκαρδες μάχες η ψυχή μου πια αντικρίζει
Αντίπαλος είν’ ο έρωτάς μου στην τιμή μου
Να πάρω πίσω το αίμα μου η να χάσω την καλή μου!
Το ένα φλογίζει την καρδιά μου το άλλο με στηρίζει.
Σ’ αυτή τη θλιβερή εκλογή είμαι υποταγμένος
Προδότης της αγάπης ή άτιμος να ζήσω!
Κι από τις δυο μεριές φρικτά είμαι αποκλεισμένος.
Ω, τόσοι πόνοι, Θεέ μου, πια που ν’ ακουμπήσω!
Η προσβολή που μου ‘γινε ατιμώρητη να μείνει
Ή του πατέρα της Σιμέν η τιμωρία να γίνει;
Τιμή, πατέρας, έρωτας κι αγαπημένη
Αυτό είναι δυστυχία και βάσανο μεγάλο
Όλη η χαρά μου χάθηκε κι η δόξα θαμπωμένη
Το ένα με κάνει δύστυχο κι ανάξιο το άλλο.
Σκληρή κι αγαπημένη ελπίδα σωτηρίας
Γενναίας ψυχής που αγνά είναι ερωτευμένη
Εχθρέ της πιο μεγάλης μου ευτυχίας
Ξίφος, που αιτία του πόνου μου είσαι θεοσταλμένη,
Είσαι όπλο για να πάρω πίσω την τιμή μου
Ή μήπως σκεύος για να χάσω την καλή μου;
Ίσως ν’ αξίζω πια στο θάνατο να πάω
Ίσα αγαθά σε φίλη και γονιό χρωστάω
Αν πάρω εκδίκηση θα με μισήσει εκείνη
Κι αν όχι, αυτός για μένα εχθρός θα γίνει.
Άπιστο το ένα στο γονιό θα με αποδείξει
Κι ανάξιο εκείνης θα με κάνει το άλλο
Ο πόνος μου πολύ βαρύς πάει να με πνίξει
Το βάσανό μου είναι αθεράπευτα μεγάλο.
Εμπρός ψυχή μου, εφόσον πρέπει να πεθάνω
Εμπρός ας φύγω το καθήκον μου αφού κάνω.
Μα να πεθάνω δίχως να βρω δικαιοσύνη
Να ‘χω ένα θάνατο σκληρό για την τιμή μου
Ν’ αποδεχτώ ότι η φήμη πάντα θα μου μένει
Ότι δεν αγωνίστηκα για την υπόληψή μου
Να σεβαστώ έναν έρωτα που πια η ψυχή μου
Βλέπει πως πια γι’ αυτόν άλλη εκλογή δε μένει!
Ας μην ακούω τη σκέψη αυτή που ‘ναι η θανή μου
Που μόνο στο γκρεμό της θλίψης με πηγαίνει.
Χέρι μου, εμπρός τουλάχιστον ας σώσω την τιμή μου,
Αφού για μένα πια χαμένη είναι η καλή μου.
Ναι, το μυαλό μου ήταν για λίγο σκοτισμένο,
Ό,τι έχω στον πατέρα μου όλα εγώ τα οφείλω
Είτε από μάχη είτε από θλίψη θάνατο προσμένω
Μα αίμα όπως πήρα καθαρό στο Θεό θα στείλω.
Άργησα και γι’ αυτό κατηγορώ τον εαυτό μου
Εμπρός εκδίκηση ζητώ, είναι το γραφτό μου,
Και ντρέπομαι που καθυστέρησε η απόφασή μου.
Δε νιώθει αμφιταλάντευση καμιά η ψυχή μου
Αφού ο πατέρας μου είναι ο ατιμασμένος
Απ’ τον πατέρα της Σιμέν ταπεινωμένος.
35. JEAN DE LA FONTAINE. 1621 – 1695.
Ζ΄αν ντε Λα Φονταίν.
35.1. Η ΝΕΑΡΗ ΧΗΡΑ
Όταν ο σύζυγος χαθεί η χήρα αναστενάζει
Όλη τη μέρα κλαίγοντας δέρνεται και χτυπιέται
Μα με το διάβα του Καιρού η θλίψη πια ησυχάζει
Καθώς οι μέρες φεύγουνε η λύπη λησμονιέται.
Αυτή που χήρα απόμεινε τον περασμένο χρόνο
Κι αυτή που χήρεψε προχτές δεν έχουν ίδιο πόνο.
Είναι μεγάλη η διαφορά τόσο που δεν πιστεύεις
Πως ένα πρόσωπο είν’ αυτές που πάντα τις μπερδεύεις.
Η μια τους άντρες απωθεί, μα η άλλη μοιάζει ωραία
Η μια στενάζει, μα καλή είν’ η άλλη για παρέα.
Πάντα για κείνες γίνονται παρόμοιες συζητήσεις
Λένε είναι απαρηγόρητη του πρώτου χρόνου η χήρα
Το λένε μα είναι αδύνατο να το πιστοποιήσεις
Το λέει το παραμύθι αυτό μα και του κόσμου η πείρα.
Ο σύζυγος μιας όμορφης γυναίκας κάποιο βράδυ
Στον άλλο κόσμο διάβηκε κι εκείνη στο σκοτάδι
Του φώναζε: «Περίμενε κι εγώ έρχομαι μαζί σου
Είναι η ψυχή μου εκεί να ’ρθει μαζί με τη δική σου».
Μα ο άντρας μόνος έφυγε για το ταξίδι εκείνο
Κι αυτή είχε τον πατέρα της άντρα έξυπνο και φίνο.
Άφησε πρώτα ο χείμαρρος εκείνος να περάσει
Στο τέλος όμως είπε αυτά χωρίς καιρό να χάσει:
«Κόρη, το μακαρίτη πια να τον θρηνείς σταμάτα
Πάψε να λιώνεις και να καις τα αφράτα σου τα νιάτα.
Τους ζωντανούς να σκέφτεσαι ξέχασ’ τους πεθαμένους
Δε λέω πως ήρθε πια ο καιρός για γάμους ταιριασμένους
Όμως σε λίγο θα ‘πρεπε γάμων ν’ ακούς προτάσεις
Γι’ άντρα λεβέντη κι όμορφο, τον άλλο να ξεχάσεις»
«Αχ, είπε αυτή, δεν είμαι εγώ για παντρειές στη χώρα
Στο μοναστήρι πρέπει πια να ‘μαι κλεισμένη τώρα».
Σωστά ο πατέρας άφησε τη θλίψη της να σβήσει
Κι έτσι ένας μήνας πέρασε χωρίς να βρίσκει λύση,
Τον άλλο ωστόσο γίνηκαν μεταβολές μεγάλες
Στης κόρης του το φέρσιμο και σε συνήθειες άλλες
Μέχρι που σκέτο κόσμημα το πένθος πια φαινόταν
Κι οι χάρες πάλι της ζωής πίσω όλες ξαναρχόταν
Γέλια, παιχνίδια και χοροί στο σπίτι βρήκαν θέση
Κι ο κόσμος άρχισε ξανά στην κόρη του ν’ αρέσει
Κι έτσι ο πατέρας το νεκρό καθόλου δε φοβόταν.
Αλλά καθώς για γάμο πια τίποτε δε λεγόταν
«Πού είναι λοιπόν ο σύζυγος που μου ‘ταξες πατέρα
Ο νέος κι ωραίος;» η κόρη του τον ρώτησε μια μέρα.
35.2. Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΝΙ
Το δίκιο του πιο δυνατού είναι του κόσμου ο νόμος
Θα δείξουμε πως είν’ αυτός της ζωής ο μόνος δρόμος.
Κάποτε δροσιζότανε μόνο του κάποιο αρνάκι
Πίνοντας πεντακάθαρο νερό απ’ το ποταμάκι.
Εκεί ένας λύκος διάβαινε βαρύς και πεινασμένος
Ψάχνοντας κάτι για να φάει με απόγνωση ο καημένος.
«Ποιος σου ‘δωσε άδεια, εσένα εκεί να πίνεις το νερό μου;»
Φώναξε ο λύκος αγριωπός με ύφος αστυνόμου.
Γι’ αυτό το θράσος σου βαριά θα είναι η τιμωρία.
«Κύριε» του απάντησε το αρνί «δώσε μου διορία
Για να εξηγήσω καθαρά στη Μεγαλειότητά σου
Και μη θυμώνεις σου ζητώ, μα πιο καλά στοχάσου
Πως ήσυχα στου ποταμού το ρέμα μόνο πίνω
Πολύ μακριά από σένα εδώ κι έτσι τη δίψα σβήνω
Χωρίς καθόλου να ενοχλώ σε τίποτε άλλο εσένα
Που μόνος σου ανεμπόδιστα πίνεις μακριά από μένα».
Του λέει ο λύκος «Μ’ ενοχλείς και μάλιστα θα μπλέξεις
Γιατί είχες πέρσι πει πολλές κακές για μένα λέξεις».
«Πώς θα μπορούσα να τις πω, δεν μ’ είχαν γεννημένο»
είπε τ’ αρνί «ως τα σήμερα τη μάνα μου βυζαίνω».
«Αν πράγματι δεν ήσουνα θα ήταν ο αδερφός σου».
«Δεν έχω αδέρφι», «Άλλος κανείς τότε θα ‘ταν δικός σου
Ξέρω πως δε με σέβεστε καθόλου εκεί στη στάνη
Τ’ αρνιά, τα τσοπανόσκυλα, οι τράγοι κι οι τσοπάνοι.
Μου το ‘παν άλλοι και γι’ αυτό εκδίκηση θα πάρω».
Κι έτσι στο δάσος τράβηξε το αρνάκι μέσα ο λύκος
Κι εκεί όλο αμέσως το ‘φαγε και το ‘στειλε στο Χάρο
Χωρίς καμιά άλλα εξήγηση να δώσει πρωτοδίκως..
36. NICOLAS BOILEAU, 1636 – 1711.
Νικολά Μπουαλώ.
36.1. Από την ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ - Άσμα Πρώτο
Ήρθε επιτέλους ο Μαλέρμπ και πρώτος στη Γαλλία
Έβαλε μες στους στίχους του αληθινή αρμονία.
Με λέξεις πάντα ταιριαστές έφτιαξε νέες εικόνες
Και δίδαξε της Μούσας του τους ποιητικούς κανόνες.
Με τούτο τον σοφό ποιητή η γλώσσα βελτιωμένη
Προσφέρει πάντα ένα όραμα που στην καρδιά μας μπαίνει.
Τα μέτρα με πολλή ομορφιά κάνουν ακροβασίες
Κι οι στίχοι πια δεν έχουνε καθόλου χασμωδίες.
......................................................................................
Αν η μορφή των στίχων σας σκοπό δε φανερώνει
Τότε κι ο νους του ακροατή γρήγορα χαλαρώνει
Και πια δεν είναι πρόθυμος τα λόγια σας ν’ ακούσει
Ούτε τη σκέψη σας ποτέ να παρακολουθήσει.
Υπάρχουν κάποτε άνθρωποι με σκέψεις σκοτισμένες
Που πίσω από τα σύννεφα είναι συχνά κρυμμένες.
Η αιθρία της λογικής εκεί ποτέ δεν θα εισχωρήσει
Γι’ αυτό πριν απ’ το γράψιμο η σκέψη ας καθαρίσει
Γιατί όταν είναι οι ιδέες μας σωστά διευκρινισμένες
Κι οι εκφράσεις τότε ανάλογα είναι εναρμονισμένες
Ό,τι σωστά σκεφτόμαστε ξεκάθαρα έξω βγαίνει
Κι ο λόγος τότε ελεύθερος και ξάστερος προβαίνει.
Προσέξτε λέξεις σοβαρές να ‘χουνε τα γραφτά σας
Έτσι ώστε πάντα σεβαστή να ‘ναι η προσπάθειά σας.
Είναι άχρηστο μελωδικούς να ‘χει το ποίημα ήχους
Αν είν’ τα θέματα άνοστα κι ανούσια μες στους στίχους.
Καθόλου δε μ’ ευχαριστούν βαρβαρισμοί πομπώδεις
Ούτε όμως και σολοικισμοί που πάντα είναι δυσώδεις.
Όταν λοιπόν η γλώσσα της δεν είναι εκλεπτυσμένη
Κι η πιο μεγάλη ποίηση μοιάζει ναυαγισμένη.
..........................................................................................
Βιαστείτε αργά χωρίς ποτέ ν’ απογοητευτείτε
Πολλές φορές το έργο σας να το επεξεργαστείτε
Στιλβώστε το ασταμάτητα κι ατέλειωτα γυαλίστε
Προσθέστε κάτι κάποτε συχνότερα όμως σβήστε.
Λίγες φορές σ’ ένα γραφτό που ‘ναι γεμάτο λάθη
Τρόποι καλοί αναβλύζουνε απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Πρέπει όλα εκεί να ‘ν’ ταιριαστά και στη σωστή τη θέση
Τέλος κι αρχή να δένουνε τριγύρω από τη μέση.
Κι όταν η τέχνη είναι κομψή είναι όλα ορθά χτισμένα
Και φτιάχνουν ένα σύνολο μέρη όμορφα δεμένα.
Κι από το θέμα η έκφραση ποτέ δεν ξεμακραίνει
Και δεν ξεφεύγει απ’ το σκοπό για να ‘ν’ καλά στημένη.
37. JEAN RACINE, 1639 – 1699.
Ζ΄αν Ρασίν.
37.1. Από την ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Μετά την άλωση της Τροίας η χήρα του Έκτορα, Ανδρομάχη, βρέθηκε στα χέρια του Πύρου, γιου του Αχιλλέα και βασιλιά της Ηπείρου. Αυτός υποσχέθηκε στην Ανδρομάχη να σώσει τη ζωή του γιου της Αστυάνακτα, αν δεχτεί να τον παντρευτεί. Στην επομένη σκηνή η Ανδρομάχη, μιλώντας στην βοηθό της Κηφίσα, βασανίζεται από το δίλημμα να μείνει πιστή στη μνήμη του συζύγου της ή να σώσει τη ζωή του γιου της. (1)
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ν’ αφήσω πια τον Έκτορα νεκρό χωρίς κηδεία
Αφού έτσι σύρθηκε άδοξα τριγύρω από την Τροία;
Ν’ αφήσω τον πατέρα του στα πόδια μου πεσμένο
Να βρέχει μ’ αίμα το βωμό που κράταγε σφιγμένο;
Σκέψου Κηφίσα, τώρα εσύ, αυτή τη μαύρη νύχτα
Κι μέσα σου όλου του λαού τα δάκρυα τώρα πνίχ’ τα.
Τον Πύρο για θυμήσου τον με αστραποβόλα μάτια
Να μπαίνει μες στα λαμπερά φλεγόμενα παλάτια,
Άνοιγε δρόμο ανάμεσα σ’ αδέρφια πεθαμένα
Και τη σφαγή συνέχιζε με χέρια ματωμένα.
Σκέψου κραυγές των νικητές, κι άλλες των νικημένων
Να πνίγονται μες στις φωτιές και στο αίμα των σφαγμένων.
Θυμήσου μες στη φρίκη αυτή κάπου την Ανδρομάχη
Τότε που εμπρός της πρόβαλε ο Πύρος απ’ τη μάχη.
Κοίτα λοιπόν με ποιες τιμές ήταν στεφανωμένος
Και δες ποιος είναι ο σύζυγος, για μένα πια ταγμένος.
Όχι, δεν θα ‘μαι συνεργός σ’ αυτά τα κρίματά του
Μαζί του ας είμαστε κι εμείς με τ’ άλλα θύματά του,
Κι όλο το μίσος μέσα μου θα μένει έτσι κρυμμένο.
ΚΗΦΙΣΑ
Τότε λοιπόν θα δούμε οι δυο το γιο σου σκοτωμένο!
Εσένα περιμένουνε ........ Όμως τρέμεις Κυρά μου!
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αχ! Μ’ αναμνήσεις φοβερές γεμίζεις την καρδιά μου!
Κηφίσα, τι λοιπόν θα δω να μου πεθαίνει ακόμα;
Ο γιος μου, η μόνη μου χαρά, που του Έκτορα είναι σώμα,
Ο γιος αυτός, που μου άφησε μια φλόγα απ’ την ψυχή του.
Αλίμονο, θυμάμαι εγώ τη μέρα αυτή που η ορμή του
Τον έφερε ως τον Αχιλλέα, μάχη φριχτή να κάνει,
Τον γιο του ζήτησε να δει λίγο προτού πεθάνει.
«Γλυκιά γυναίκα!» μου είχε πει φιλώντας μου τα δάκρυα
«Δεν ξέρω ποια είναι η τύχη μου στου κόσμου αυτή την άκρια.
Σου αφήνω όμως το γιο μου αυτό με την ψυχή μου μαύρη,
Σ’ εσένα αν τύχει και χαθώ θέλω να με ξανά ‘βρει.
Αν απ’ το γάμο μας αυτό είσαι ευχαριστημένη
Να δείξεις πόσο μ’ αγαπάς ο γιος μας περιμένει».
Μπορώ ν’ αφήσω το αίμα του να τρέξει στη θανή του
Και να χαθούν μαζί μ’ αυτόν κι όλοι οι άξιοι πρόγονοί του;
Ο βάρβαρος ο βασιλιάς, θα νιώσει το έγκλημά του;
Αν τον μισήσω είν’ ένοχος για τα παθήματά του.
Παιδί μου, είν’ έτοιμος αυτός τώρα να σε σκοτώσει
Πόσο κακό μας έκανε ποτέ δεν το έχει νιώσει.
Όμως, παιδί μου, θα χαθείς αν δεν τον σταματήσω
Κι αν το σπαθί που σήκωσε πάνω σου δεν κρατήσω.
Μπορώ όλα να τ’ αλλάξω εγώ, όμως σ’ αυτόν όμως σε δίνω.
Όχι, δεν πρέπει να χαθείς, να σβήσεις δε σ’ αφήνω.
Πάμε στον Πύρο τώρα οι δυο. Κηφίσα όμως καλή μου
Πήγαινε μόνη να τον βρεις.
ΚΗΦΙΣΑ
Και τι να πω, Ω ψυχή μου!
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πες του πως είν’ η αγάπη μου για το παιδί μεγάλη.
Νομίζεις πως ορκίστηκε απ’ τη μέση να το βγάλει;
Η αγάπη αυτή έσπρωξε ως εκεί τη βαρβαρότητά του;
ΚΗΦΙΣΑ
Κυρά μου, σύντομα θα βρει ξανά τη μάνητά του.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πήγαινε πες του
ΚΗΦΙΣΑ
Τι να πω; Πως θα ‘σαι εσύ η πιστή του;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονο να τη δεχτώ πρέπει την πρότασή του.
Ω, στάχτες του άντρα μου, κι εσείς Ω Τρώες κι εσύ πατέρα,
Ω γιε μου, πόσο δύστυχη και δόλια είμαι μητέρα.
Πάμε.
ΚΗΦΙΣΑ
Μα που; Ποια απόφαση πήρες λοιπόν Κυρά μου;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πάμε στον τάφο του Έκτορα, είναι το στήριγμά μου.
(1) Σύμφωνα με την Αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία, η Ανδρομάχη, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, έγινε σύζυγος του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα και πορθητή της Τροίας, και απέκτησε μαζί του τρεις γιους. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς, παντρεύτηκε σύμφωνα με την τελευταία θέλησή του, τον γιο του Πριάμου Έλενο, και απ’ αυτόν απέκτησε ένα γιο. Μαζί με τον Έλενο έχτισε στην Ήπειρο τη Νέα Τροία.
38. FRANÇOIS MARIE AROUET-VOLTAIRE, 1694–1778.
Φρανσουά Μαρί Αρουέ - Βολταίρος
38.1. ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΣΑΤΕΛΕ
«Αν θες να σ’ αγαπάω ακόμα
Δώσ’ μου τα χρόνια του έρωτα ξανά,
Στων ημερών μου το λυκόφως
Βρες την αυγή στ’ αβρά πρωινά.
Απ΄ όμορφα χωριά όπου κράτος έχουν
Ο Έρωτας με του κρασιού το θεό,
Ο Χρόνος που με παίρνει από το χέρι
Μ’ ειδοποιεί για ν’ αποτραβηχτώ.
Απ’ την ατέλειωτη αυστηρότητά του
Κάτι ας κερδίσουμε λοιπόν μαζί,
Όποιος των χρόνων του δεν έχει γνώση
Στη δυστυχία των χρόνων του θα ζει.
Στα υπέροχα ας αφήσουμε τα νιάτα
Την παιχνιδιάρικη παραφορά
Δεν ζούμε παρά δυο φορές μονάχα
Ας έχουμε για τη σοφία τη μια.
Μα τι! Θα μου ξεφεύγετε όπως πάντα
Τρέλα, αυταπάτη, αβρότητα, στοργή,
Ουράνια δώρα που μου δίνετε κουράγιο
Για όλη την πίκρα που μου δίνει η ζωή!
Το βλέπω, δυο φορές πεθαίνουμε, όταν
Παύουμε ν’ αγαπάμε ή να μας αγαπάνε πια
Κι είναι ένας θάνατος που δύσκολα όλοι αντέχουν:
Δεν είναι τίποτε όταν η ζωή μας σταματά».
Έτσι τον όλεθρό μου ελεεινολογούσα
Για όλα τα λάθη που έκανα παλιά
Κι ορθάνοιχτη η ψυχή μου στις λαχτάρες
Λυπόταν για της πλάνης τη σοδειά.
Τότε απ’ τον ουρανό κατέβηκε η Φιλία
Κι ήρθε για να μου κάνει συντροφιά
Ήτανε τρυφερή, γεμάτη καλοσύνη,
Μα είχε απ΄’ τον Έρωτα λιγότερη δροσιά.
Συγκινημένος απ’ την ομορφιά της
Κι από το φως της το συντροφικό,
Την ακολούθησα, όμως έκλαιγα με πόνο
Γιατί μονάχα αυτή μπορούσα πια ν’ ακολουθώ.
39. JEAN PIERRE CLARIS DE FLORIAN, 1755 – 1794.
Ζ΄αν Πιερ Φλοριάν.
39.1. ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΨΑΡΙ
Ένα ψάρι φτερωτό που ήταν παραπονεμένο
Στη γριά του τη γιαγιά μίλαγε δυστυχισμένο:
«Πια δεν ξέρω τι να κάνω
Πρόωρα για να μην πεθάνω.
Των θαλασσινών αετών τ’ άγρια νύχια με φοβίζουν
Όταν τα φτερά μου αργά στον αέρα φτερουγίζουν
Κι όταν πάλι στα βαθιά του ωκεανού νερά βουτάω
Φτάνουν πάντα οι καρχαρίες και βουτιές πια δεν τολμάω»
Και του απάντησε η γιαγιά του «Μες στον κόσμο τούτο, γιε μου
Όταν δεν είσαι ούτε αετός ούτε καρχαρίας όντας
Πρέπει φρόνιμα πολύ να περνάς στην πνοή του ανέμου
Κολυμπώντας στα ρηχά και στο κύμα πλάι πετώντας».
39.2. Η ΚΑΜΠΙΑ
Κάποια μέρα μεταξύ τους κάποια ζώα όταν μιλούσαν
Το μεταξοσκώληκα όλα θαρρετά τον επαινούσαν.
«Τι ταλέντο» λέγανε όλα «έχει αυτό το έντομο αλήθεια
Φτιάχνει υπέροχες κλωστές με πολλά κι ωραία ψιμύθια
Που για τους ανθρώπους είναι πράγματι μεγάλος πλούτος»
Κι όλα λέγανε συνέχεια «τι επιδέξιος που είναι τούτος».
Μία κάμπια εκεί μονάχα βρήκε κάμποσα ψεγάδια
Κι άρχισε μπρος στ’ άλλα ζώα να μιλάει κι αυτή μ’ αυθάδεια
Κι έκπληκτα άκουγαν εκείνα «αν» κι «αλλά» πολλά να λέει.
Είπε τότε μια αλεπού «Φίλοι, αυτό εύκολα εξηγείται
Διότι κι η Κυρία αυτή νήμα κλώθει όταν κινείται».
40. ANDRÉ DE CHÉNIER. 1762 – 1794.
Αντρέ ντε Σ΄ενιέ.
40.1. Η ΜΙΚΡΗ ΤΑΡΑΝΤΙΝΑ
Κλάψτε γλυκές αλκυόνες μου, εσείς πουλιά αγιασμένα,
Της Θέτιδας πετούμενα, κλάψτε όλες πικραμένα.
Κάποτε εδώ έζησε η Μυρτώ, η όμορφη Ταραντίνα.
Την πήγε ένα καράβι εκεί μέχρι την Καμαρίνα.
Εκεί φλογέρες και χοροί και γάμου πανηγύρι
Την συνοδεύαν στου άντρα της την αγκαλιά να γείρει.
Σ’ ένα σεντούκι κέδρινο ήτανε φυλαγμένο
Το νυφικό φουστάνι της το χρυσοκεντημένο,
Και τα βραχιόλια που μ’ αυτά θα ασημοστολιζόταν
Και αρώματα στα ολόξανθα μαλλιά να μυρωνόταν.
Μα ενώ στην πρύμνη μοναχή τ’ άστρα παρακαλούσε
Ο φρενιασμένος άνεμος που ατίθασος φυσούσε
Την άρπαξε και απότομα οι ναύτες πριν προλάβουν
Την πέταξε στα κύματα που τις φωνές της θάβουν.
Κι η Ταραντίνα βρέθηκε στου Χάρου την αγκάλη
Το ωραίο κορμί της κύλησε στης θάλασσας τη ζάλη,
Και στην κουφάλα μιας σπηλιάς η Θέτιδα όλο θλίψη
Απ’ τα θηρία του πέλαγου φρόντισε να το κρύψει.
Νεράιδες όμορφες εκεί ακούγοντάς την πέρα
Πάνω απ’ τα σπήλαια των νερών ανέγγιχτη την φέραν
Και στην ακρογιαλιά απαλά ξαπλώσαν το κορμί της
Κοντά στο ναό του Ζέφυρου που πήρε την πνοή της.
Φωνάζοντας μετά πικρά και με φωνές μεγάλες
Νύμφες απ’ τα ψηλά βουνά κι αμαδρυάδες άλλες
Βαριά τα στήθια χτύπαγαν για το πικρό χαμό της
Κι όλες μοιρολογούσανε γύρω απ’ το λείψανό της!
«Αλίμονο! Δεν έφτασες ποτέ σου στον καλό σου!
Ποτέ σου εσύ δε φόρεσες τ’ ωραίο το νυφικό σου!»
Καθόλου στα χεράκια σου βραχιόλια δε δεθήκαν
Και μύρα στα χρυσά μαλλιά καθόλου δε χυθήκαν!»
40.2. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ
Οίτη, βουνό από μια νυχτιά τόσο φριχτά αγιασμένο
Όταν γυναίκας άμυαλης ο σύζυγος με δόλο
Πήρε από την αγάπη της δώρο καταραμένο
Θύμα του Κένταυρου κι αυτός άδικα εδώ χαμένο.
Φθείρει τα δάση σου, ψηλά η σκοτεινή κορφή σου
Σε σύδεντρα αναρίθμητα πυκνά έχει φυτρωμένα
Έλατα που τα μπράτσα του κρατούσαν κυρτωμένα.
Φέρναν τη φλόγα κι ήρεμα στις ράχες σκαρφαλώναν
Και τη δορά του λιονταριού στα πόδια κάτω απλώναν
Με βλέμματα στον ουρανό και ρόπαλο στο χέρι
Προσμένοντας την ώρα που στα ουράνια θα τον φέρει.
Μουγκρίζει ο αγέρας τα έλατα τώρα φωτιά έχουν πιάσει
Γύρω απ’ τον ήρωα κι η φωτιά απλώνεται με βιάση
Και στα ψηλά παλάτια πια τον ήρωα έχει ανεβάσει.
41. PIERRE JEAN BÉRANGER, 1780 – 1857.
Βερανζέρος.
41.1. Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΙΟΥΑΡΤ
Γεια σου, όμορφη πατρίδα της Γαλλίας
Που τόσο εγώ σ’ αγάπησα πολύ
Λίκνο της παιδικής μου ηλικίας
Σ’ αφήνω μ’ ένα πένθος στην ψυχή.
Εσύ που για πατρίδα έχω γνωρίσει
Κι από όπου μ’ εξορίζουνε θαρρώ
Τώρα που η ζωή μου θα σε χαιρετίσει
Κράτα για ανάμνηση το χαίρε αυτό.
Φεύγει το πλοίο, ο άνεμος σφυρίζει
Μα δεν ακούει που κλαίω πια ο Θεός
Να φτάσω στο γιαλό σου μ΄ εμποδίζει
Το κύμα αυτό κι ο αντίθετος καιρός.
Όταν στον κόσμο μπρος που μ’ αγαπούσε
Κρίνα που ανοίγαν πότιζα στο φως
Αριστοκράτες μόνο εκεί χειροκροτούσε
Κι αδιάφορος για μένα ήταν αυτός.
Άδικα τα βασιλικά τα μεγαλεία
Με περιμένουν στη Σκοτία τη σκοτεινή
Εγώ ήθελα μονάχα στη Γαλλία
Να ‘μαι βασίλισσα παντοτινή.
Εγώ η ευγενική σου θυγατέρα
Γαλλία μέσα στις τόσες ταραχές
Γεμάτη δάκρυα τώρα αυτή τη μέρα
Σε σένα στρέφω πάλι τις ματιές.
Γρήγορα φεύγει το καράβι Θεέ μου
Ήδη έχει φτάσει σ’ άλλους ουρανούς
Κι η νύχτα μ’ ένα πέπλο πάνωθέ μου
Κλέβει από μπρος μου τους δικούς σου τους γυαλούς.
(1) Μαρία Στιούαρτ (1542 – 1587): Βασίλισσα (1542 – 1567) της Σκοτίας. Από το 1548 μέχρι το 1561 έζησε στη Γαλλία όπου παντρεύτηκε τον Γάλλο βασιλιά Φραγκίσκο Α’ που πέθανε το 1560.
42. MARCELINE DESBORDES–VALMORE, 1786–1859.
Μαρσελίν Ντεμπόρντ – Βαλμόρ
42.1. ΤΙ ΤΑ ‘ΧΕΙΣ ΚΑΝΕΙ ΠΕΣ ΜΟΥ
Εσύ είχες την καρδιά μου
Κι εγώ είχα τη δική σου
Καρδιά μες στην καρδιά μου
Κι όλη η ευτυχία δική σου.
Όλη η καρδιά δική σου
Δική σου ακόμα μένει
Όλη η καρδιά δική σου
Μα εμένα είναι χαμένη.
Το φύλλο και το ρόδο
Μ’ όλα τα πέταλά του
Το φύλλο και το ρόδο
Το χρώμα, τ’ άρωμά του
Τι τα ‘χεις κάνει πες μου
Μεγάλε μου έρωτά μου
Τι τα ‘χεις κάνει πες μου
Αυτά όλα τ’ αγαθά μου;
Σαν το φτωχό παιδάκι
Που το άφησε η μητέρα
Σαν το φτωχό παιδάκι
Που χάθηκε μια μέρα
Μ’ αφήνεις εκεί πέρα
Στη θλιβερή ζωή μου
Μ’ αφήνεις εκεί πέρα
Κι ο Θεός θρηνεί μαζί μου.
Το ξέρεις πως μια μέρα
Θα ‘σαι στον κόσμο μόνος;
Το ξέρεις πως μια μέρα
Θα σ’ έχει φάει ο πόνος;
Τότε θα με φωνάζεις
Μα πια δε θα σ’ ακούω
Τότε θα με φωνάζεις
Θα λες αν σ’ αγαπάω.
Με όνειρα τότε θα ‘ρθεις
Την πόρτα να χτυπήσεις
Με όνειρα τότε θα ‘ρθεις
Και κάποιους θα ρωτήσεις
Κι οι γείτονες θα πούνε
«Δεν είναι ..... έχει πεθάνει»
Οι γείτονες θα πούνε
Μα ποιος πια θα σε γιάνει.
42.2. ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΣΑΑΝΤΙ (1)
Θέλησα τούτο το πρωί ρόδα να σου χαρίσω
Τόσο πολλά όμως μάζεψα που γέμισε η ποδιά μου
Και δε χωρούσαν άλλα πια μέσα στην αγκαλιά μου.
Σπάσανε τότε τα κουμπιά και πριν να στα δωρίσω
Τα σκόρπισε όλα ο άνεμος, στη θάλασσα χυθήκαν
Πέσανε μέσα στα νερά κι ολότελα χαθήκαν.
Τα κύματα κοκκίνισαν φωτιά σαν να ‘χαν πάρει
Κι όλη τη νύχτα η αγκάλη μου ευώδιαζε θυμάρι
Γείρε κι εσύ να μοιραστείς της μυρωδιάς τη χάρη.
(1) Σααντί (Saadi
1215 – 1292): Πέρσης ποιητής που συνδυάζει στο έργο τον ηθικολογικό ουμανισμό με τον μυστικισμό, τον διδακτισμό, τον ήρεμο ατομισμό και τον εύθυμο σκεπτικισμό.
1. CHANSON DE ROLAND ~ 1080 μ.Χ.
Ανώνυμου.
1.1. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΔΡΑΓΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΡΟΛΑΝΔΟΥ
(Στροφές 168, 169 και 170)
Τώρα ο Ρολάνδος νιώθει πια πως τον ζυγώνει ο Χάρος
Καθώς από τ΄ αυτιά κυλάει και βγαίνει το μυαλό του.
Να πάρει τους συντρόφους του το Θεό παρακαλάει
Και τον Αρχάγγελο Γαβριήλ να πάρει τον εαυτό του.
Σφίγγει το ρόπαλο ξανά δειλό να μην τον πούνε
Και στο άλλο χέρι το σπαθί, το Ντϋρεντάλ, αρπάζει
Και πιο μακριά απ’ όσο ενός τόξου το βέλος φτάνει
Σ’ ένα χερσότοπο τραβάει στης Ισπανίας τα μέρη.
Ψηλά σ’ ένα ύψωμα με δυο δέντρα όμορφα ανεβαίνει
Εκεί όπου υπάρχουν τέσσερα πεζούλια μαρμαρένια.
Πάνω στα χόρτα πέφτοντας ανάσκελα ξαπλώνει
Κι εκεί λιποθυμάει καθώς ο θάνατος πλησιάζει.
Γύρω του βρίσκονται βουνά κι είναι ψηλά τα δέντρα,
Των πεζουλιών τα μάρμαρα λάμπουν μέσα στον ήλιο
Κι εκεί στα χόρτα αναίσθητος κείτεται πια ο Ρολάνδος.
Ένας Σαρακηνός πιο κει κρυφά όλα αυτά τα βλέπει
Που κάνοντας πως είν’ νεκρός κρυβόταν μες στο πλήθος.
Μ’ αίμα βαμμένος στο κορμί κι όλο το πρόσωπό του
Σηκώνεται όρθιος και γοργά τρέχει κοντά σ’ εκείνον.
Είναι γερός και δυνατός κι έχει μεγάλο θάρρος
Και μια θανάσιμη έπαρση φλογίζει την ψυχή του.
«Του Καρλομάγνου ο ανιψιός κείτεται εδώ», φωνάζει,
«Στην Αραβία το ξίφος του θα πάρω για βραβείο».
Κι όπως το τράβηξε θαρρείς ζωντάνεψε ο Ρολάνδος.
Κατάλαβε πως το σπαθί του παίρνουν ο Ρολάνδος
Κι ανοίγοντας τα μάτια του αυτά τα λόγια του ΄πε:
«Δεν είσαι εσύ Σαρακηνέ, το ξέρω, απ’ τους δικούς μας»
Κι αμέσως με το ρόπαλο που κράταγε στο χέρι
Τον χτύπησε στο κράνος του το χρυσοστολισμένο
Και του έσπασε τα κόκαλα το σίδερο τρυπώντας.
Κι απ’ το κρανίο του χύθηκαν έξω τα δυο του μάτια
Κι εκεί μπροστά στα πόδια του τον σώριασε στο χώμα.
Μετά του φώναξε: «Άπιστε, είχες μεγάλη αναίδεια
Σαν άγγιζες το ξίφος μου, είτε άδικα είτε δίκια.
Όποιος τ’ ακούσει αυτό τρελός θα πει πως ήσουν πάντα.
Και κοίτα που εξαιτίας σου το ρόπαλο έχει σπάσει