285. PHILIPPE BECK, 1963 - .
Φιλίπ Μπεκ
285.1. ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Οι μελετητές του παμψυχισμού ασχολούνται με ένα Φαινόμενο (1)
ευτυχές. Ευτυχές:
Που έχει ακριβή τρόπο.
Ευτυχές φαινόμενο στο στρατόπεδο
ή στη Μεγάλη Έκταση, στη Στέπα
όπου οι κραυγές αποκτούν ψυχή,
δηλαδή Τομέας μετασχηματισμού
των Αρνήσεων σε τραγουδισμένη Βιωσιμότητα.
Διαλύματα σε οξυγόνο, στο πράσινο και στο άσπρο.
Οι μελετητές του παμψυχισμού προσπαθούν
να χαράξουν το στατικό περίγραμμα
των «συνοριακών σταθμών» που πρέπει να εμποδίσουν
την ανισορροπία
και να απαντήσουν στην ανυποστήρικτη δυστυχία.
Ή, Ψυχρός Τομέας διαφορετικός απ’ το Μεγάλο Ασυνείδητο Ψυγείο
όπου τα μάτια ακίνητα
διαπερνούν την στέγη της οξιάς,
το ορατό νομισματικό δέντρο:
Τον πάσαλο των 10.000 ασπίδων που έγιναν εδώ πραγματικές.
Όταν ο αυχένας γέρνει προς τα πίσω
είναι το μανίκι του υποσχετικού ματιού.
Ψηλά, υπάρχουν τα κομμάτια φωτισμένα
όπως η περιγραφή.
(1) Παμψυχισμός: Αναφέρεται στον Σαμανισμό (Chamanisme), δηλαδή στις μαγικές πρακτικές που ασκούνται από φυλετικές κοινωνίες της Σιβηρίας και που βασίζονται στην πεποίθηση ότι η θεϊκή ουσία ενυπάρχει σε ό
289. CHARLES PENNEQUIN, 1965 - .
Σ΄αρλ Πενεκέν
289.1. ΤΟ ΕΓΩ ΣΕ ΦΑΣΗ
το εγώ είναι σε φάση μαζί μου
το μου είναι σε φάση με εκείνον
εκείνος είναι σε φάση με τον εαυτό του
ο εαυτός του είναι σε φάση με μας
εμείς είμαστε σε φάση με κάποιον
ο κάποιος είναι σε φάση με σας
εσείς είστε σε φάση με εσάς
εσείς είστε σε φάση με τους άλλους
οι άλλοι είναι σε φάση με όλους
όλοι είναι σε φάση με το τίποτε
το τίποτε είναι σε φάση με εμένα
εγώ είμαι σε φάση με εκείνον
εκείνος είναι σε φάση με τον εαυτό του
ο εαυτός του είναι σε φάση με μας
εμείς είμαστε σε φάση με κάποιον
ο κάποιος είναι σε φάση με σας
εσείς είστε σε φάση με εσάς
εσείς είστε σε φάση με τους άλλους
οι άλλοι είναι σε φάση με όλους
όλοι είναι σε φάση με το τίποτε
το τίποτε είναι σε φάση με εμένα
291. EMMANUEL LAUGIER, 1969 - .
Εμμανϋέλ Λοζιέ
291.1. ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ
επίσης δεν έχω
ένα χορό με κοστούμι πολύ μεγάλο
διασταυρωμένο --- αληθινά τόλμησα
να πάω
να πάω εκεί να πάω
με λεία πέλματα όταν εκείνος
χαλαρωμένος μέσα στις πτυχές του υφάσματος που κυματίζει
με άσπρα παπούτσια
με την αυγή όπου σκοτωνόμαστε
να λοιπόν
στεγνωμένος με τις κάλτσες της ζωής του
αιθιοπικής και γκρίζας
και στρωμένης σ’ ένα κρεβάτι στην πρασιά του κήπου
να ’τος λοιπόν --- μικρός πυγμάχος
και ζωντανή τρελή ξιφομαχία διασκορπισμός που ξαναγύρισαν
στη ζωή μου στην άδεια
θέση μου
θα ήταν χορός της Αφρικής όπου οι φούστες τρέμοντας
με τη μουσική ανυψώνουν
την μνήμη
για παράδειγμα
είναι μνήμη και έτσι
αποσπασμένη
ξαναγυρίζει στο μηδέν
σε τίποτε άλλο από
μια συνεχιζόμενη συγκίνηση
ανάμεσα στο κεφάλι και στο σώμα --- ανάμεσα
σε μια συγκίνηση και μια μορφή του σώματος
ένας χορός φάντασμα κάβουρα διακόπτεται
και έρχεται
και δίνει ψυχή
σ’ ένα χορό κάβουρα μακριά
όπου το να ξαναπαίρνεις
και να αποχωρίζεσαι
κάνουν ένα.
296. CHLOÉ DELAUME, 1973 - .
Κλοέ Ντελόμ
296.1. ΕΙΣΤΕ ΕΞΙ
Είστε έξι μέσα στο δωμάτιο. Ένα δωμάτιο σκοτεινό, με το μοναδικό παράθυρο σκεπασμένο με μια ομίχλη από κάγκελα. Είστε συνηθισμένοι σ’ αυτές τις αναιμικές σκιές, συνηθισμένοι σε τέτοιο σημείο που τα μάτια σας δεν αιμορραγούν πια όταν το βλέμμα σας προσκρούει πάνω στη σκουριά. Είστε έξι, είστε κατάκοποι, παραμορφωμένοι πρόσωπο με πρόσωπο τρεις τρεις σε σειρές κρεμμυδιών, μοναχικά λείψανα σε ένα φαγοπότι πτωμάτων. Θα πρέπει να νιώσετε μέσα απ΄ τα υφάσματά σας την ατσάλινη δομή που σχίζει το βερνικωμένο πανί. Ασφαλώς δεν είναι τίποτε. Ασφαλώς, προφανώς. Οι τροχιές σας κουβαριάζονται, οι κόρες των ματιών θέλουν να φεύγουν προς το μεγάλο σταχτοδοχείο. Πάντα γεμάτο μέχρι τα λεία άκρα του, το μεγάλο σταχτοδοχείο. Γόπες, φτυσίματα, μπισκότα, χαρτιά ακόμα λαδωμένα από τα τρίμματα των βλεφάρων, μικρό πιθάρι πολύσαρκα λείψανα των Δαναίδων. Είναι το μοναδικό, το εκλεκτό, το μεγάλο σταχτοδοχείο καστανό με πολλές καμπούρες. Το σημείο σύγκλισης των τριών τεντωμένων δαχτύλων σας, δεύτερες φάλαγγες μεγαλύτερος δείκτης με χρυσό κουμπί, αντίχειρας πυρετικός καταπέλτης, ξερή δόνηση, νύχια χωρίς δύναμη. Μένει το επίκεντρο αυτής της αίθουσας όπου αυτή τη μέρα, αυτήν την ώρα, είστε έξι.
278. OLIVIER LÉCRIVAIN, 1958 - .
Ολιβιέ Λεκριβαίν.
278.1. Η ΑΡΓΟΣΧΟΛΗ ΠΟΛΗ
Μέσα στην αργόσχολη πόλη
κατεδαφίζονται πολυέξοδα οι επιθυμίες,
έχοντας γι’ αφρό το σάλιο ενός μπουλντόγκ,
σιγοσφυρίζοντας έναν ίλιγγο
κι εγώ μόνος προσπέρασα την ανάμνηση
που κουβαλούσε το ρολόι της παραμάσχαλα σαν μια άρρωστη
καρδιά.
Οι δείκτες γυρίζουν στα αγγλικά
σγουραίνοντας την ώρα με λύπες.
Αλλά ένα κέρμα με απάλλαξε
απ’ αυτόν τον δακρυσμένο μέθυσο,
πήγε να σπάσει με την φωνή του σαν μαχαίρι με εγκοπή
πιασίματος
τα μπαλόνια ενός καφενείου.
Αυτοί που δεν είχαν φύγει ακόμη
έπιναν ηδονικά την ράθυμη μέντα τους
ή καρύκευαν τον χυμό ντομάτας τους
με την σκόνη του δρόμου.
Τα στόρια σαρώνουν την δροσιά,
ένας ελέφαντας κλωσάει κομμάτια πάγου
μες στο ψυγείο από παλιό ελεφαντοστό,
και τρέμει ο εξωτισμός του απογεύματος της Κυριακής
το αφέψημα της σοκολάτας όπου πνίγονται
οι Βορειο - αφρικανοί με γαλάζιες μπλούζες.
Πέρασα ακόμη μέσα από την πλούσια συνοικία
τα παιδιά λιώνουν μέσα στο άσπρο κρεβάτι τους
σαν βώλοι ναφθαλίνης
όπου αυτοκτονούν ορμώντας
πάνω στο κεφάλι
των κύβων του αλφαβήτου.
Όμως πιο μακριά, μες στα περίπτερα
η ζύμωση της σκιάς των θάμνων
μεθούσε άλλα παιδιά,
οι παππούδες τους χόρευαν βαλς πάνω στον πράσινο καναπέ
ένας κοιμισμένος κροκόδειλος.
Εξαφανίστηκα μπροστά σε εφτά μιγάδες
που περπατούσανε μπροστά μου,
έφευγαν για να κόψουν ουλές
μέσα στο βελούδο των κινηματογράφων.
Η στέρηση. Η κραιπάλη
και η σκηνή.
9
Κάτι σπάνιο που μας αγγίζει.
Ένα λείψανο ίσως.
Μια εξαφάνιση, ή μια ανοησία.
Ή ένα σταυροδρόμι.
277. PATRICK DUBOST, 1957 - .
Πατρίκ Ντϋμπόστ.
277.1. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Κοιτάζω «το μέλλον». Κάθομαι στο παρόν και κοιτάζω το «μέλλον». Προσπαθώ να δω πιο πέρα, αλλά το «μέλλον» είναι ένα αντικείμενο σκιερό. Σηκώνομαι και το περικυκλώνω. Ήρεμα. Παίρνει χρόνο να περικυκλώνεις το «μέλλον»; .... Και τώρα βλέπω «το μέλλον» από την πλάτη, βλέπω «νολλέμ οτ». Το «νολλέμ οτ» δεν είναι παρά μόνο ελαφρά σκιερό. Προσπαθώ, πέρα απ’ το «νολλέμ οτ», να διακρίνω το παρόν. Βλέπω την καρέκλα μου άδεια. Λέω στον εαυτό μου, καθώς εγώ είμαι μπηγμένος μπροστά απ’ το «νολλέμ οτ» και πιο μακριά η καρέκλα μου είναι άδεια, πως αν γυρίσω πάλι θα δω το μέλλον, θα δω το μέλλον χωρίς εισαγωγικά. Γυρίζω πολύ αργά και βλέπω «το μέλλον». Πίσω απ’ «το μέλλον» υπάρχει «το μέλλον». Ας μην υποχωρήσω πολύ γρήγορα. Γυρίζω πολύ αργά «το μέλλον» Νο 2, γυρίζω κι εγώ πολύ αργά και βλέπω το «νολλέμ οτ» Νο 2. Γυρίζω πολύ αργά και βλέπω «το μέλλον» Νο 3. Σημειώνω ένα χρονικό διάστημα στάσης. Βάζω στον εαυτό μου το ερώτημα του παρόντος. Το πρόβλημα της άδειας καρέκλας. Μετά από μια ορμητική διαδρομή οχτώ μέτρων, διασχίζω «το μέλλον» Νο 3, μετά «το μέλλον» Νο 4, και συνεχίζω να τρέχω και να πηδάω αλλά χωρίς πια να ενδιαφέρομαι για το παρόν ή για την άδεια καρέκλα. Μέχρι «το μέλλον» Νο 10. Κι εκεί: Τίποτε πια. Εκτός από μια «γραμμή άφιξης», στο ίδιο το έδαφος, σε καμιά δεκαπενταριά μέτρα. Διαβαίνω πολύ αργά την «γραμμή άφιξης». Πολύς θόρυβος στα σκαλοπάτια. (Οι πρόγονοί μου, οι απόγονοί μου). Φτιάχνουν ένα ακόνι για την κόλαση. Είμαι ακόμη στο παρόν. Γυρίζω μέσα σε φωνές και βλήματα. Βλέπω την προοπτική των «νολλέμ οτ» και, εντελώς στο βάθος, ατάραχα: Η καρέκλα μου είναι άδεια.
241. JEAN PIERRE VERHEGGEN, 1942 - .
Ζ΄αν Πιερ Βερεγκέν.
Βέλγος.
241.1. ΦΑΝΕΛΑ
« ---- Μαργαρίνη; Κοφτερό ατσάλι; Σμήγμα; (1)
Ο ώμος σφηνωμένος Πόρτα ψυγείου Μάρκα
Bic Αορτή Ξινισμένα ζαχαρωτά
Σαν χορεύτρια
μες στα Μαύρα ---- Φιάλες αναψυκτικών και πίπιζες από Άχυρο! ---
Όρθιος!
Πάντα στα πετάλια των ποδιών Hissa και Forza
(και τα χοντρά νεφρά σαν αμυγδαλωτά σαύρας με πέτρινα μάτια)
Έντερα με πόρους και καρφιά .....
Όχι ποιητής!
Δρομέας ποδηλάτης ---- »
(1) Σκληρό ατσάλι (widia): Από τη Γερμανική έκφραση «wie diamante» (σαν διαμάντι) δημιουργήθηκε ο όρος «widia» που σημαίνει πολύ σκληρό μίγμα χάλυβα που χρησιμοποιείται για κοπτικά εργαλεία.
241.2. ΟΦΗΛΙΑ
Σε 16 ώρες, λύστε τις άγκυρες. Πιάστε επαφή.
Βάλτε την Νέα Νεκρή, εκεί μέσα, σαν χέλι.
Θα σταματήσει, μετά από μια ώρα πορείας, στο Θεωρείο των
Αγώνων.
Πίνοντας από τις φιάλες αυτές χυμούς νούφαρων.
Αλλάζοντας φύλο ταχύτητα. Γυαλιά. Άσπρο
Δέρμα. Το Chaparral της γυαλίζει σαν (1)
Δέρμα της Λίμνης.
Στις 17 και 15 η ώρα, αναποδογύρισε στο Κόκκινο Νερό,
σαν μάνγκο από Αίμα. Τα μαλλιά, (2)
έξω απ’ το κράνος από πλαστικό υλικό, επιπλέοντας
στο έδαφος. Κύκλωμα.
Οφηλία – Δρομέας – Αυτοκίνητο.
(1) Chaparral: Εταιρία που παράγει σκάφη αναψυχής από το 1965.
(2) Μάνγκο (mangue): Φρούτο με ευχάριστη γεύση και άρωμα που παράγεται στην Ινδία.
242. THIERI FOULC, 1943 - .
Τιερί Φουλκ.
242.1. ΣΤΗΝ ΤΑΤΑΟΥΪΝ (1)
Θα πάμε στην Ταταουίν κάτω απ’ τις μυρίκες (2)
Με το βαριεστημένο βήμα των μολυβένιων καμήλων μας
Και για να περάσουμε τον χρόνο του ταξιδιού
Θα περιμένουμε, κάθε βράδυ μες στην έρημο
Για να δούμε με την άκρη του ματιού μας
Τους αντικατοπτρισμούς όπου πηγαίνουν για να πιουν τα λιοντάρια.
Μετά από πολλές μέρες απομόνωσης
Συνοδευμένοι μόνο από τα λόγια των πετρών
Κάτω από έναν ήλιο δυνατό σαν κόκαλο
Ή μες στη νύχτα με δόντια τσακαλιού,
Θα ανακαλύψουμε στον ήδη μαύρο ορίζοντα
Όχι μιναρέδες, παλάτια και φοινικιές,
Αλλά σιδερένια ραβδιά με γυαλιστερά δίχτυα
Που το παιχνίδι τους θα φαίνεται πως αλλάζει
Μόλις ορατό
Καθώς πλησιάζουμε.
Αυτό το τελευταίο βράδυ θα μείνουμε σε λογική απόσταση:
Για να ετοιμάσουμε την είσοδό μας το πρωί
Θα ξαγρυπνήσουμε ολόκληρη τη νύχτα αν μπορούμε
Θ’ ανάψουμε μια φωτιά με τα παλιά μας πουκάμισα, με τις
λερωμένες κάλτσες μας
Για να βάψουμε μαύρα τα λουριά των πέδιλών μας.
Και για να λιώσουμε τις καμήλες μας
Που τα πόδια τους μας υπηρέτησαν τόσο καλά
Και που είναι πια μισοφθαρμένα
Κι η ουρά τους, σαν σκούπα με μαδημένα χερούλια,
Θα φανέρωνε το διάγραμμα της μοίρας μας,
Ακόμα και στο πιο συνηθισμένο κυνηγόσκυλο που η καλή
μυρωδιά της οικειότητάς μας θα τραβούσε την όσφρησή του Μέχρις αυτά τα μέρη.
Θα γδάρουμε προσεκτικά τα μάτια, που θα διατηρήσουμε
Και πάνω στο χλιαρό έδαφος θα απλώσουμε μια καινούργια
κελεμπία
Πλεγμένη με αμίαντο για να είναι καλά μονωμένη
Από τον πάγο της Μεγάλης Άρκτου κι από τ’ αλάτι της σελήνης
(Γιατί είναι σημαντικό αυτά τα αναμμένα κάρβουνα να επωάσουν
μες στην έρημο σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα τις υπόγειες
λάμπες)
Και θα μείνουμε μόνοι
Ευλαβικοί και γυμνοί
Με την μύτη μέσα στην αφαίμαξη των μυώνων των χεριών μας.
Όσο είναι νύχτα η Τατουίν θα πολλαπλασιάσει τις μορφές της:
Θα είναι μια σταγόνα από βιολετί γυαλί κρεμασμένο πάνω απ’ τον
ορίζοντα
Έπειτα μια μεγάλη λάμψη
Και μέσα στην καρδιά της θα γεννηθεί μια μαύρη αστραπή, που
θα την ανοίξει:
Δύο μισά αχλάδια θα πέσουν
Σαν κομπόστα, σαν απλωμένη λιμνούλα, σαν ραβδί από ιριδιωμένη
πλατίνα
Που το νήμα της θα τυλιχτεί, αυτό που τραβηγμένο στο άπειρο
ονομάζεται ορίζοντας
Αλλά από τόπο σε τόπο θα σπινθηροβολούν εκρήξεις, που ο
κόσμος ονομάζει δαγκωνιές του ουρανού και της γης:
Αφού οι ατσάλινοι κυνόδοντες θα έχουν καταβροχθίσει τα
αποκόμματα
Μια γκρίζα αυλαία θα τραβήξει τα κρόσσια της σηκώνοντας σκόνη
τακτοποιημένη σε έλικες δύσκολες για το μυαλό μας
Που όμως η πολυπλοκότητά τους θα ξεπέσει με διαδοχικά
αναπηδήματα σε ίσια καμπύλη
Και όταν όλα πια θα είναι επίπεδα
Θα δούμε την Ταταουίν κάτω απ’ τις μυρίκες.
Πρώτα θα μου ξυρίσεις εντελώς το κρανίο
Με την βοήθεια των γυαλιών των αποφλοιωμένων ρολογιών μας
Έπειτα θα σπάσουμε τους δείκτες, τα ψηφία που λάμπουν τη
νύχτα, τα γρανάζια, άξονες, στελέχη, ασφάλειες, βαρελάκια κι ελατήρια
αδειάζοντάς τα
Και θα πετάξουμε τη σκόνη πάνω από τον ώμο στην κελεμπία
Χωρίς να γυρίσουμε το κεφάλι (γιατί είναι αυτό, η σκόνη του
χρόνου).
Θα σηκώσουμε τους θώρακές μας και θα χαλαρώσουμε τα ακρώμιά
μας:
Το πίσω μέρος των κεφαλιών μας λαδωμένο γυρίζει γύρω στον
άξονά μας
Οι αυχένες μας νεύουν στα ταξί μας
Θα πάμε
Κι η τρυφερότητα των ακροδάχτυλών μου θα σβήσει πάνω από τον
ώμο σου την στεφάνη της κατακλείδας σου:
Οι γοφοί μας θα πετάξουν άκρη άκρη
Όταν ο διαβήτης των μηρών μας θα σηκώσει τους αστραγάλους
μας.
Παρατηρήσεις:
Τα χαλίκια θα φάνε τελικά τα υπόλοιπα καρατομημένα μαλλιά μου.
Θα μπούμε στην Ταταουίν
Από την πόρτα την χτισμένη με τούβλα από πηλό, τόσο γιγάντια
Που δεν υπάρχει τίποτε γύρω της.
Ο κορμός της συρματοποιημένης φοινικιάς που την κρατάει θα
κυματίσει τα φτερά του χαιρετώντας μας
Και θα ξαναπέσει στο γουργουρητό του.
Στ’ αριστερά της πίστας μπαίνοντας, το παζάρι των Αράβων θα
εκθέτει τα πλούτη του για πούλημα:
Ανταλλακτικά και ανεμιστήρες.
Θα προσπεράσουμε κι οι άνθρωποι θα μας ακολουθούνε με τα
μάτια.
Πρώτα απ’ όλα θα μετρήσουμε την επιφάνεια των δρόμων
Με λωρίδες μαλακού μετάλλου:
Αν αποκαλύψουμε τις αλυσίδες των μοτοσακό, που κείτονται στην
άκρη των μικρών λιμνών απ’ τ’ αδειασμένα λάδια,
Ή αν οι ακρίδες βουίζουν κατά σμήνη, βλέποντάς μας εχθρικά
Θα πρέπει απλώς να πούμε:
Η Ταταουίν δεν είναι ο Παράδεισος.
Στο κέντρο της πόλης, ένα κτίριο θα τραβήξει την προσοχή μας:
Θα το αναγνωρίσουμε γιατί το έχουμε μελετήσει στον Μπλε
Οδηγό,
Είναι αυτό που θα δούμε να λάμπει τη νύχτα.
Είναι χτισμένο με δοκάρια δεμένα με πατούσες από balacron (3)
Δεν έχει ούτε εσωτερικό ούτε εξωτερικό
Φτιάχνεται και χαλάει μόνο του
Άλλοτε εγκλωβίζοντας τον επισκέπτη σε ένα κυκεώνα τόσο σφικτό
που νομίζει πως βρίσκεται μέσα σε μία τσέπη από
μεταλλικό πανί
Άλλοτε σηκώνοντάς τον στο ένα ιλιγγιώδες άκρο του
Κι άλλοτε αφήνοντάς τον στη θέση του με σηκωμένη μύτη.
Παλάγκα απλώνονται σ΄ όλο το μήκος αέρινων γραμμών
Κεκλιμένα επίπεδα προσκαλούν για παιχνίδια με έλκηθρα
Οθόνες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν μέσα σε εγκοπές ολίσθησης
που κινιούνται με καλώδια από το πιο διαφανές νάιλον που
είδα ποτέ να μπαίνει σε τροχαλίες:
Τα υπόξινα χρώματά τους αποτυπώνουν συγκινήσεις μες στον
ψυχισμό μας.
Κάποτε το ασταμάτητο παιχνίδι των δοκαριών αποκαλύπτει βάθη
Όπου φαίνεται πως χτυπιούνται χέρια από πορσελάνη,
Πρόσωπα εκφωνητριών γεννιούνται και πεθαίνουν εκεί δέκα
χιλιάδες φορές το δευτερόλεπτο με ανέκδοτα χαμόγελα,
Η φωνή τους ψιθυρίζει στο βάθος σωλήνων από τσίγκινο βελούδο.
Άλλοτε είναι σβούρες
Ή αστραπές καθοδικών ακτίνων ωχροπράσινων
Τα οράματα αυτά κρύβονται γρήγορα από τις μηχανές που
ξαναρχίζουν την αναπνοή τους
Γερανοί κυκλοφορούν, καρφιά κατρακυλάνε,
Τα χαλιά της προσευχής λάμπουν ζωηρά.
Κάτω από αψίδες, στην άκρη ενός νήματος
Είναι κρεμασμένο ένα ξεφτισμένο αραβικό μπουρνούζι
Που ουρλιάζει τις ώρες σαν εκκρεμές:
Σ’ αυτές τις ώρες θα προσπαθήσουμε να είμαστε αλλού
Γιατί όταν το ακούμε, ιδρώνουμε.
(1) Ταταουίν (Tataouine): Πόλη στη νότια Τυνησία. Η Τυνησία, κράτος της βόρειας Αφρικής με πληθυσμός 9.924.000 κατοίκους, έχει πρωτεύουσα την Τύνιδα, στην περιοχή της Αρχαίας Καρχηδόνας.
(2) Μυρίκη (tamaris): Δέντρο με μικρά φύλλα, όμοια με των κωνοφόρων, που φυτρώνει στις Μεσογειακές χώρες, και που την άνοιξη βγάζει άσπρα ή ρόδινα λουλούδια.
(3) Balacron: Υλικό με επικάλυψη βινύλιου που χρησιμοποιείται κυρίως σε υλικά κάλυψης.
243. JEAN RISTAT, 1943 - .
Ζ΄αν Ριστά.
243.1. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
(Από το «Πραξικόπημα στη Λογοτεχνία
με παραδείγματα από την Βίβλο
και από Αρχαίους Συγγραφείς»)
Έρωτα σε ποια κατάσταση με έχεις καταντήσει σε ποιο γλυ-
Κό ξεπεσμό ποιος είναι περισσότερο στερημένος από μένα
Από τα τεχνάσματά σου ποιος μονάρχης ανάμεσα
Στους υπηρέτες σου πιο ένδοξος και γεμάτος τιμές
Πιο υποταγμένος Ω σκληρέ που κανένας δεν λυπάται
Τον δύσμοιρο άκληρο Γιάννη και δεν γελάει με την
Έπαρσή του που με κατοικεί με κυριαρχική Από-
Φαση ποιο όνειρο μου δίνει συνοδεία και δόξα
Να αναπαυτώ σ’ αυτό τον κήπο Ω σε παρακαλώ
Γδαρμένο να με αφήσουν και να μην μηχανευτεί
Ο Θεός να ειδοποιήσει το πουλί που φέρνει τον άνεμο
Τώρα θέλω να είμαι μόνος κι αφοσιωμένος
Κι ο άρπαγάς μου να κρατήσει τις υπο-
Θέσεις του κόσμου όπως αυτή πηγαίνει ν’ ακονίσει τη χλόη
Τον ουρανό και το αίμα μου να κοκκινίσει την θέση όπου
Με στεφανώνει δες πως απ΄ τη ζήλια
Πεθαίνει ο γέρο - Δίας τελικά κατάκοπος από τον πό-
Λεμο μόνος πάνω στο σύννεφό του ή ίσως έχει βαλθεί να με
Κατακεραυνώσει περίμενε τουλάχιστον
Να ολοκληρωθεί με τη σελήνη η πορεία μου
Άφησε τον έρωτα να μας κάνει αθάνατους δάνεισέ
Μου την αστραπή που σχίζει και πήγαινε να κοιμηθείς όπως άλ-
Λοτε αθώος κι ελαφρύς αλλιώς να δεις
Πώς παίζουμε σ΄ αυτό τον κήπο κάτω από τις μαρα-
Μένες φτέρες προς ποιο βάλτο
Ανοίγουν οι κλειδαριές τους θα σωπάσω τις νύχτες μου
Έλεγες είναι μακριά η Ελλάδα καλύτερα να πεθάνω
Παρά να επιβιώσω καλύτερα να χαθώ και χωρίς δάκρυα
Το γέλιο του Θεού που κοιμάται όσο
Σκυμμένος στο κρεβάτι σου κατασκοπεύω τ’ όνειρό σου κι αν
Μιλάει για μένα ζηλεύοντας που δεν είναι εκεί οι
Ποιητές μιλάνε για τη λησμονιά Ω χρόνε μου χωρίς μνή-
Μη ποια είναι η διαμονή μου τι θα κά-
Νω τον καιρό που μου μένει να ζήσω η διακόσμηση
Είναι η ίδια οι θεοί στην ατμομηχα-
Νή τρεις χιλιάδες σαράντα τέσσερις οι σκιές
Φυλακισμένες σ’ ένα φανάρι αυτό
Το μεγάλο όνειρο να θέλεις και να μην περιμέ-
Νεις πια
Οι φτέρες αφήνουν να πέσουν οι φτερούγες τους Ό-
Πως το κουρασμένο πουλί θα έχεις φορέσει
Τις μπότες σου και στον ώμο σου σαν πυργί-
σκος συνθλίβω το κρύο μέσα στην παλάμη των
Σφιγμένων χεριών μου ο ταξιδιώτης στην πόρτα
Του κήπου διστάζει αντιστρέφει το δρόμο του τρία
Κομμάτια νερού στέλνουν τον κεραυνό όπως μία
Μπάλα στρώνει το έδαφος με λουλούδια αστραπών μπήγει
Τη φλόγα σχίζει τα μέλη λάμπει γαλανή και
Μερικές φορές βλέπουμε αναμμένα κάρβουνα μες στον καθρέφτη
Να αντανακλούν την εικόνα ενός δάσους και
Πάνω στο αναρριχημένο δέντρο δοκιμάζεις το κλαδί
Ω κύριε κηπουρέ με το ποτιστήρι σου
Που κάνεις να πέφτει η βροχή τι θα κάνω
Με τον χρόνο που μου μένει να ζήσω αγαπάς
Τα τριαντάφυλλα και το βράδυ γέρνεις για πολύ καιρό
Τα πέταλά τους στα χέρια σου σαν ένα ρού-
Χο για να υποδεχτεί το πρωί τον αφρό
Του ανυπόμονου ουρανού μέσα στο φως της μέρας Ω
Κύριε κηπουρέ που κρατάς τον ήλιο
Στους δύο ώμους σου θάψε με ολοζώντανο
Θάψε με ολόγυμνο εκεί θα είναι η κατοι-
Κία μου όπου θα πάς κι ο θόρυβος των βημάτων σου στον αντί-
Λαλο μιας ερωτευμένης ψυχής θα κουβαλήσει την εί-
Δηση στους ουράνιους εραστές στον Όλυμπο και
Θα ταράξει την ευτυχία του Δία μουσκε-
Μένου απ’ τη δροσιά Ω ας μας συγχωρήσουν οι Θεοί
Καλοί και ελεήμονες που κυβερνάνε το σύμ-
Παν χωρίς κανένα αμάρτημα κάνε να μοιραστεί η
Κλίνη σου και να δοθεί τελικά στους θνητούς δικαι-
Οσύνη κι εσύ κόρη του ήλιου η ίδια πατρίδα
Μας είδε να γεννιόμαστε κι η ίδια καταγωγή μας ενώ-
Νει δώσε μας διαμονή που κανένας άνεμος δεν θα την σκοτεινιάσει
Δεν αρέσει στον κόσμο να σ’ αγαπάει στον χρόνο που
Πρέπει και τελικά όπως σ’ αγαπώ εγώ Θα
Ήταν ωραίο να έβλεπα τις κοόρτες τους να πολιορκούν
Τα τείχη των απογόνων πολυάριθμα αλλά ταραγμέ-
Να καθώς μας μιμούνται θα φύγουν αλλά αφού
Θα έχουμε απαγχονιστεί μ’ αυτό που έχουν ονομάσει
Νύχτα θα χαθούμε Ω αφήστε να έρθουν σε μένα οι
Θεοί είναι σαν μικρά παιδιά.
244. SERGE SAUTREAU, 1943 - και ANDRÉ VELTER, 1945 -
Σερζ Σωτρώ και Αντρέ Βελτέρ.
244.1. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ
(Απόσπασμα)
Αυτό το μακρύ ταξίδι κι εντούτοις τόσο σύντομο τόσο σύντομο
Μέσα από κάθε λόγο των μηνών
Μέσα από όλους τους τρόπους του έρωτα
Που μας έστηνε αυτά τα τοπία από την εποχή των κρεμασμένων
κήπων
Στην καρδιά της ειρωνείας
Στις βελόνες των σαρκασμών
Κήποι στο ξύπνημά μας όπου καταποντίζονταν οι γενιές μας
Ξεφεύγει προς το παρόν
Στο παρόν
Γιατί εκεί ούτε το αίμα
Δεν στεγνώνει τόσο γρήγορα στην περιπέτεια
Την περιπέτεια
Που οι κόκκινοι και άσπροι σπόροι της μένουν σε εκκρεμότητα
Μέσα στο αντίστροφο κύκλωμα των εποχών
Παρά τη φυγή παρά την συνέχεια
Στο ρήγμα των διαισθητικών κατανοήσεων
Αυτό το μακρύ ταξίδι με βιοχημική εξάτμιση που γράφω Αϊσά
Μετακινώντας τη νύχτα κομμένη απ’ το κορμί
Μέχρι την καταγωγή της
Ένα κόψιμο πυρίτη στην κοιλιά
Μάταια
Προσπαθώ να αποκαλύψω την τοιχογραφία των συναντήσεων
Όλα αυτά τα πρόσωπα απλωμένα προς αυτό που θα συμβεί στα
μάγουλά τους
Αφήνω αυτά τα δάση στους χερσότοπους
Σ’ αυτή την κορυφή του ανέμου όπου φυτρώνουν οι φτέρες κι οι
υποσχέσεις τους για φρεγάτες γεμισμένες μέχρι την κοιλιά
με νιτρικό χαλκό
Μια λεπτομέρεια πάντα στοιβαγμένη στην πτήση που καρφώνει
τούτο το χρυσάφι στο λιμάνι
Μέσα στα αόριστα ξημερώματα
Μέσα στα ανακατεμένα χείλια
Στη σκοτεινιά μιας τυχοδιωκτικής ειλικρίνειας
Το μάρμαρο των συναντήσεων δεν ξανακόβεται
Όταν έγινε η συνάντηση
Αυτό
Δεν μπορεί να γίνει ποίημα
Θα ήταν ανακάτεμα αυτός ο μεγάλος κανονικός μύθος Αϊσά τόσο
φθαρμένη σε κάθε ανατροπή των αξιών που ανακατεύονται
με ένα βήμα σαν χαμόγελο στα γνωστά πεζοδρόμια τελείως
πέρα από τις λέξεις στις αλέες της έκπληξης
Μάταια θα ζωγραφίζαμε αυτό το ανάποδο του καραβιού καθώς θα
της τύχαιναν ποιητικά παραπατήματα που θα έπεφταν στα
μάτια της με μια μετάβαση σε άλλη κατάσταση που ήμουν
εγώ
Αυτό τον ζήλο που είναι αδύνατο να χαλαρώσει με την αφήγηση τον
αγνοώ πάντα όπως τότε αγνοούσα την ανερμήνευτη
διασταύρωση των πόθων μου
Κι όταν ο αφηγητής εφορμά έτσι στη μέρα πρόκειται για μια
αποτυχημένη αυτοκτονία ακυρωμένη πριν να γίνει παρελθόν
γι’ αυτόν αλλά του χρειάζεται ν’ ακολουθήσει αυτή τη
νύχτα μου να τη ζήσει μες στον κίνδυνο και το ατελείωτο
Αν έχω μια φορά κατακτήσει τον μακρινό προορισμό του πλούτου
ο θησαυρός για να ξαναβρώ καράβι στο λιμάνι μετά από
πολλές ναυτικές καταστροφές πολλές ψεύτικες και
πρόσκαιρες ναυτικές καταστροφές
Δεν θα χαράξω στο νήμα μας τον χάρτη Αισά το ξέρεις πλέω σε
βάθος ναυπηγείου.
Η πτώση μας στη σιωπή είναι αυτό το ίδιο καράβι τρυπημένο
πάνω στα κοράλλια
Στις πρωινές αδυναμίες της αναχώρησης και των λεπίδων
Στην εκούσια αδεξιότητα του ποιητή
Χτίζοντας ένα μεσημέρι φοίνικες στη θάλασσα ήσυχη μες στο λάδι
ήρεμη και μειλίχια με έξαλα μέρη κίβδηλων αντανακλάσεων
στην προδότρια της βοήθειας
Δεν θα εκτόξευα τα κουπιά μου στα απόντα ονόματά μου
Ανήλιαγες νύχτες τηλεσκοπική συναρμογή των μοναξιών στη
στροφή των κυμάτων μου
Έχω πολλά άχρηστα πυρρόχρωμα ζώα πίσω μας
Πολλές μαρίνες για να βοσκήσω στη στερεά γη των στίχων μου
Αυτό που υπήρξαμε στον ωκεανό μας με τα τέσσερα πατώματα μες
στο Παρίσι
Χρυσάφι και σκόνη σκόνη και χρυσάφι
Όταν ακόμα κι εγώ θα φωνάξω το νόμιμο σπίτι μας από πόλεμο
κι από γυαλί
Θα άφηνε τα όπλα του και τα ναυάγιά του μόνο για τη μοναξιά
μας.
Θα προσπαθήσω να στιλβώσω τα μακριά αρχαία μέλλοντά μας
Να ξαναβρώ
Την έννοια της ταχύτητας όπου ξάπλωναν
Οι φωτιές και οι ρουκέτες τα ούλα της πάχνης μας
Τα βέλη τα πιο σίγουρα των πόθων μας
Από δω και πέρα
Ήταν ένα μακρύ ταξίδι κι εντούτοις τόσο σύντομο
Ένα καράβι ξεκοιλιασμένο
Η απάτη η σκόνη στα μάτια των άλλων η σκόνη των άλλων στα
μάτια
Ξεχειλίζουν από σιωπή τ’ αμπάρια τους στα ψέματα.
Η σιωπή σου η σιωπή σου Α ξανακλεισμένες οι ρωμαϊκές πόρτες
της ελπίδας στην αρχιτεκτονική της φωνής
Η σιωπή σου η σιωπή σου που είναι το κλειδί αυτής της σιωπής.
Όμως ας σφυρηλατηθούν οι κυκλώνες μου
Οι παραφροσύνες μου με τα γκρεμισμένα τείχη
Που τροφοδοτούν τις τορπίλες μου τις χειροβομβίδες μου με μια
άλλη σκόνη
Και θα ανακατέψω τον οκλαδόν του χρόνου πάνω στις ψεύτικες
φιλίες
Και θα μετακινήσω μέχρι τη λάσπη το μαλακό βάζο των
παραιτήσεων
Και δεν θα θολώσεις την κραυγή μου
Η ειρωνεία ανεβάζει μες στο βράδυ
Γυαλιστερά στιλέτα της μνήμης
Θα γελοιοποιήσω τη μέρα και τις φιλοσοφίζουσες μαριονέτες ενός
στροβιλισμού
Ταξίδι
Για να κάνω φωλιά τον άνεμο μες στα μπετόν αρμέ του
Για να κόψω τα φιλιά μέσα στο φίλντισι των στηθών κυρτωμένων
μες στην ήττα και μες στις γλώσσες τους από ατσάλι
Δεν θα μπορέσουμε καν να σωπάσουμε ούτε να υποταχθούμε στα
μιάσματα των γνώσεων
Σήμερα
Άχρηστος χρήσιμος γίνομαι αυτός ο χτίστης λυσσασμένος να γκρεμίσω
τα απαγορευμένα τείχη
Η ειρωνεία είναι να πεθαίνεις κι η ζωή σου
Αξίζει περισσότερο από όλες τις αγωνίες τους
Ξέρω τις σκαπάνες τις αμμοκονίες
Ξέρω όλα τα μονοπάτια των ερειπίων και των μπάζων
Βόσκησα μες στο χέρι σου όλους τους δρόμους του κόσμου
Φεύγω αναζητώντας σε
Πριν η αυγή ανεβεί στα δώματά της
Θα έχω ενωθεί με τη γύμνια σου.
245. PIERRE TILMAN, 1944 - .
Πιερ Τιλμάν.
245.1. Η ΖΩΗ ΣΕ ΑΡΓΗ ΚΙΝΗΣΗ
Ι
νιάτα μου
θα έχουμε άραγε συναναστραφεί αρκετά με τη λύπη
α τα νεκρά νερά κάτω από τη βροχή
με τις μαύρες πλωτές γέφυρες
και μορφές ανθρώπων κι αηδία
και θα έχουμε άραγε περάσει ώρες χωρίς να λέμε τίποτε
κοιτάζοντας να βαθαίνει η τάφρος
διασχίζω τις ερήμους παίζοντας σαξόφωνο
ή μάλλον αφήνω να πέσουν τα δάχτυλά μου πάνω
ήδη μισός αυτόχειρας
μέσα σ’ ένα τοπίο άδειες κονσέρβες
το κορμί μου είναι τόσο κυρτωμένο
που ήμουν υποχρεωμένος να κάθομαι
μένω έτσι τα απογεύματα χωρίς να κινιέμαι
απαρηγόρητος
περιμένω
τι περιμένω
ΙΙ
ωστόσο βρυχιέται ακόμη το ζώο
που προξενεί θλίψη
ξεκουρντισμένο
κι ούτε ένας ώμος για να ακουμπήσεις το χέρι
αν έχω έρθει εκεί
είναι γιατί η εσωτερική ζωή μου
και τόση πονηριά
είναι γιατί μπροστά στα κύματα που ανεβαίνουν
και στη μύτη που πάλλει
φοβάμαι
μαζεύομαι
σαν ένα ερεθισμένο κύτταρο
μέσα σε υπόγειες προσωπικές στοές
με το όργανό μου γελοίο ανάμεσα στα σκέλια
είμαι μέσα στη γύμνια της απόγνωσης
από πάντα και για πάντα
και κανένας δεν έχει τίποτε να πει.
246. TAHAR BEN JELLOUN, 1944 - .
Ταχάρ Μπεν Ζελλούν
Μαροκινός.
246.1. ΤΑΓΓΕΡΗ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ (1)
Σε απόσταση μερικών δάχτυλων από την Ευρώπη
ανοιχτή
δοσμένη
με κάποιο χρώμα μόλις εξωτικό
ένα μεγάλο αχυρένιο καπέλο και ένας κομιστής νερού με όλα τα
σημεία ποικιλόχρωμα ένα μικρό μουσείο ένα ντιρχάμ το
χαμόγελο και το χρυσό δόντι γυαλίζει (2)
στηρίζεται
στηρίζεται για την καθορισμένη ανάμνηση
η Μεγάλη Αγορά (3)
κυριευμένη από μικρές φέτες μέσα στον ανεμοστρόβιλο των
υποσχέσεων και την ταριχευμένη αυταπάτη μια ακρόπολη για
κάθε σπίτι
κήποι /
πλούσιοι
η φαντασία σας
τόποι/
κυλάει το παραλήρημά σας
διακόσμηση τα σώματά μας παραταγμένα στη σειρά τα σώματά μας
εύφορη Σαχάρα
το θαύμα το δέρμα μας σε έκθεση για πούλημα στα παζάρια
τρομερή η μνήμη μας που ξανάρχεται από μακριά
η οδός
πενηντάρηδες σέρνουν τα πτώματά τους
μαλάκια και φωνή γλοιώδης
μερικά δολάρια καρφιτσωμένα στο μέτωπο
το μάτι στον κρόταφο
το μάτι στον λαιμό
ο αυχένας μετατοπισμένος
έφηβοι σαν μικρά ψωμιά
με υπέρμετρα γεννητικά όργανα έρχονται να σκάψουν στην πλάτη
να ξεριζώσουν τα δόντια και /
πάνε να κοιμηθούν στην άμμο του πόθου τους
περιμένουν
Όχι
Γιατί να λυντσάρουν τη σκιά και να ξαναδώσουν τον καρκίνο του
σάλιου σας
ανοίξτε το στήθος τους /
διαμελίστε την κοιλιά τους
και βγάλτε τους ποντικούς που σαπίζουν εκεί
Απόπλυση με αλκοόλ
μέσα στα χέρια μας ένα άστρο
μέσα στο στόμα μας ένας μύδρος
ΑΣ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
από τους τοίχους μας θα ξεπηδήσει
το αίμα μας
από το άνοιγμα
θα μελανιάσει τους ουρανούς σας /
επτά
η αποθέωση είναι η θάλασσα
μια φορά η άμμος κινιέται
κατακλύζει τις νύχτες σας που πάλλονται
νύχτες ανατολίτικες νύχτες ανδαλουσιάνικες
νύχτες αγρύπνιας νύχτες με αναποδογυρισμένο τον χρόνο
μέσα στα υπόγεια τις πλατείες
όλα για ένα δολάριο
εγκέφαλος σε σκόνη
χασίσι σε μερίδες
μια νύχτα με ένα κορίτσι
μια ζωή με ένα αγόρι
Κυκλοφορήστε ανάμεσα στα τείχη
θα δείτε κρεμασμένα χέρια
μάτια κολλημένα
σώματα ανορθώνονται
σας ρωτάνε
Περπατάω
τα βήματά μου αφήνουν σβησμένα ηφαίστεια
περπατάω
και παίρνω κλεφτά τα ανώνυμα μηνύματα
δεν ακούω παρά επαίνους
πιάνω κλεφτά ένα αφοπλισμένο βλέμμα
και σταματάω
η πόλη είναι ένα δάσος που γκρεμίζουν τα τείχη του
μετά την Μεσόγειο που τυλίγει τους παραθεριστές της
μέσα στη νύχτα με τις πέτρες
και τον μαρμαρυγία που καταβροχθίζουμε
Πόλη
Ω μανιακά γέλια
στο κατώφλι σου αποθέτω την πληγή
που συντρίβει την σιγή
ο ουρανός μπερδεύεται με τα φλεγόμενα μάτια σου
πάνω στον σωρό μιας ζωής που ξαναγίνεται
η πρόκληση των παιδιών σου
που αποκαλύπτονται
μέσα στις ασκήσεις φαντασίας της κοιλιάς σου
το δέντρο διπλώνεται κάτω από το μπράτσο
δεν έχεις πια παρά να συρθείς πάνω στην ακμή των σιωπών σου
πάνω στην ακμή των βλεμμάτων σου
αδιανόητη η απουσία των πελαργών και των ακρίδων
πόση δυστυχία για μία άχρηστη απαγωγή
Σπρώξε την ελπίδα σου πάνω στα βουλεβάρτα
θα ονομάσεις την γη και την στιγμή στάχτη
η πόλη θ’ ανοίξει
βαθιά πληγή.
(1) Ταγγέρη (Tanger): Πόλη και λιμάνι του Μαρόκου στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Το Μαρόκο, κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής με πληθυσμό 24 εκατομμύρια κατοίκους, έχει πρωτεύουσα το Ραμπάτ.
(2) Ντιρχάμ (dirham): Νόμισμα του Μαρόκου, τμήμα του δηναρίου. Η λέξη είναι παραφθορά της λέξης «δραχμή» που μεταδόθηκε στον Αραβικό κόσμο από το Βυζάντιο.
(3) Μεγάλη Αγορά (Grand Socco): Η Αγορά της Ταγγέρης βρίσκεται βορειοανατολικά του κέντρου της πόλης και σήμερα λειτουργεί απλώς ως πλατεία με κεντρικό σταθμό ταξί.
247. CHRISTIAN PRIGENT, 1945 - .
Κριστιάν Πριζ΄άν.
247.1. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΣ’ ΤΟ ΧΙΟΝΙ
(Αποσπάσματα)
1
Με τη γυναίκα που λιμοκτονεί, παραδομένη στα κλαδιά των
δέντρων
γραμμένα για να τεμαχίζεται στις κραυγές των τοίχων για
να αλείφεται με το κερί μιας ζωηρής επιθυμίας ---- είναι αυτό το
ποίημα ανακατεμένο ----
έρχεται ---- με άλλες πλοκές στο βάδισμά του, για να
διαλέξει: Τον νάρδο, το κόκκινο τρίχωμα
μαζί με την γυναίκα της γραφής: Η φωλιά των αγριογούρουνων, το
λαμπρό μυθιστόρημα,
κι είναι αυτή η σκάφη που χάσκει: Λέγοντας.
Ένα βιβλίο: Η άλλη σελίδα, χιόνι, ο τίτλος
άλλων σαγονιών που θα διά(λεγε) σαν βελούδο γι’ αυτόν
κι αυτή κάτω από την βιολετιά ντάλια
βιασμός κι απαγωγή γι’ αυτήν: Καμένο βιβλίο,
κλαδιά του ρυακιού που δεν υπάρχει
σε μια τέτοια σελίδα.
4
Και σκέψου πάλι το διαβατό, τις διαιρετές υφάνσεις,
το κείμενο με κακή στίξη. Σπάνιες θέσεις των επιγονατίδων του
σκοτωμένες (οι γυναίκες σκοτωμένες, το αγριογούρουνο δεμένο
μέσα στα ούρα που λάμπουν. Στάχτες και
αίμα μέχρι τις παρυφές που μας διηγείται).
Και στήνει τους κορμούς των δέντρων σαν ένα μαχαίρι (μια πινακίδα) Αυτό
που λέω: Το κορμί του κόβει, βράζει στο τσουκάλι, τυπώνει
το ανεξήγητο βουνό.
Το κορμί του: Η σκιερή πλαγιά περπατημένη κάτω από γεντιανές /
αίμα
μιας όμορφης κληματίδας πριν από τη γλώσσα. Λεξιλόγια.
Διαλυμένες φυσαλίδες ποιήματος, βάρκες χιονιού
για να διαλέξει πάνω στο φύλλο από μαύρο νερό.
Έχοντας έρθει από την άσπρη αρκούδα γεμάτη αρσενικό
και πάνω στο χιόνι βρωμοκοπώντας από κρύο αίμα
το πρώτο σήμα, μετά την γυναίκα
της γραφής.
249. ROGER RENAUD, 1947 - .
Ροζ΄έ Ρενώ.
249.1. ΚΥΚΛΟ - ΣΑΥΡΑ
Σπέρμα γλυκού ψωμιού της έκρηξης μες στις ρωγμές των βράχων και κάτω απ’ τα φτερά των πουλιών: Κούφιο κόκαλο άναυδου αυτιού, βγαλμένα γυαλιά, γελάει ανισόπεδη πεδιάδα με κουρτίνες τραβηγμένες σ’ ένα άδειο όστρακο χελώνας.
Μέσα στον ζωντανό σωρό των μαγικών φύλλων, η καπνιά χειροτονεί ακόμη τα γόνατα που τρίζουν στον αέρα των καπνοδόχων πάνω στους κύκλους, γένια στο ρήγμα των τεσσάρων χρόνων του λόγου.
Η θάλασσα στα δάχτυλα του πάγου φλέγεται στην τσέπη των πετρών που πολιορκούν το πελώριο ανάστημα του εκκρεμούς πιασμένου από το μέτωπό μου.
Μέσα στον μοναδικό σπόνδυλο, τελευταία αυλάκια κάτω από τους θόλους και τα τόξα. Ποτέ σκέψη εξουσίας. Κι η νύχτα ζεσταίνει ολόκληρες τις πλευρές των συγκεντρώσεων ανάμεσα στα ερπετά προσκεφάλια και τα αυγά του σκιάχτρου.
250. JEAN – MARIE LE SIDANER. 1947 - .
Ζ΄αν Μαρί Λε Σιντανέ.
250.1. ΘΟΥΛΗ (1)
1
η τελειότητα των γραμμών που πολιορκούν την Θούλη κάνει
το νησί αυτό σφαίρα αρκετά σπάνια μέσα στους
βάλτους αυτού του τόπου
για να διατηρήσει αυτές τις γραμμές που είναι τόσοι
δρόμοι πηγαδιών σε λιβάδια οροθετημένα
με επιμέλεια, εδώ οδηγούν τα κοπάδια σε ακριβή
τμήματα που δεν έρχονται να αντιπαρατεθούν στην διευθέτηση
του τόπου
μεταχειρίζονται τις ιδέες της ανυπαρξίας και σκέπτονται
σοβαρά πως χρειάζονται άξονες σε κάθε βλέμμα
που υψώνεται από το νησί προς τα στερεοποιημένα περίχωρα
σε μια γεωμετρία που οδηγεί σε ένα είδος ακρίβειας
σιωπής
πρέπει να νιώσουμε ενδόμυχα την πέτρα και τη χρήση
των φωνών σαν τόσες βάσεις προς την μνησίκακη
γαλήνη κάποιων άστρων.
2
όποιος περνάει από την Θούλη δεν θα δει ποτέ
τον ωκεανό και θα συμφωνήσει εντούτοις
να πιει από την ελπίδα αυτή, αν τουλάχιστον έχει
πάρει κατά λάθος δρόμους έρημους για
διάφορες ιερές κινήσεις σε τόπους
όπου κοπάδια χτυπημένα
άνοιξαν ένα απίθανο πέρασμα μέχρις αυτό
τον περιττωματικό φλοιό που η σφαίρα του λάμπει
τούτο το νησί
ή αν δεν έχει δει ποτέ προηγουμένως να πεθαίνουν
ακριβώς οι φωνές μες στα πηγάδια και τη χρήση
λέξεων που διαβάζοντας στερεοποιημένος κάθε γενναιοδωρία
θα δώσει ένα είδος καρπού που έρχεται
στην ώρα του να προσθέσει στην ομοιότητά του ένα είδος
σημείου προορισμού για να διατηρήσει όχι χωρίς φθορά
την αόριστη τελειοποιησιμότητά του.
(1) Εσχάτη Θούλη (Ultima Thule): Ο Έλληνας εξερευνητής Πυθέας ο Μασσαλιώτης που είχε επισκεφτεί την Αγγλία περί το 330 π.Χ. κάνει λόγο για την «Εσχάτη Θούλη», που από τους νεότερους επιστήμονες ταυτίστηκε με την Ισλανδία. Ο Νορβηγός καθηγητής και εξερευνητής Φρειδερίκος Νάνσεν (1861 – 1930), στο βιβλίο του «Προς τον Πόλο» αναφέρεται στην Ultima Thule και την ταυτίζει με τη Νορβηγία. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται σήμερα μια μεγάλη τούντρα της Γροιλανδίας.
251. MICHEL STAVAUX, 1948 - .
Μισέλ Σταβώ.
251.1. ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
Μόνος ο δρόμος προχωρούσε όπως οι φωνόγραφοι,
Χιονίζει στο σταυροδρόμι των φύλλων του ημερολογίου
Και των λεπιών του τροχιόδρομου ανάμεσα στα παράλληλα ποτάμια
των σπιτιών.
Το χρώμα των ματιών αλλάζει όπως οι εποχές,
Μεθυσμένοι ναυτικοί πυροβολούν στα φανάρια της όπερας.
Και πέφτει μες στη διακόσμηση ένας πελαργός βασανισμένος.
Ένα άστρο κομμένο στα δυο σχεδιάζει ένα νεκρό ανάμεσα στις
προσόψεις,
Μοναξιές από καουτσούκ μέσα στα χέρια μας αποκληρωμένα απ’
τα πουλιά.
Οι κοιλίες της καρδιάς χαράζουν έναν άτλαντα από δρομάκια,
Άκουσε την σειρήνα των καραβιών να βρυχιέται μια κραυγή
περίστροφου,
Το ακορντεόν κουβαλημένο από τον Μισισιπή των παραθύρων.
Ένα λεωφορείο κυλάει στα κόκκινα ψάρια του ήλιου που γέρνει,
Πάνω στις πορσελάνινες βάρκες και τα πεθαμένα φύλλα που είναι
τόσα κομμένα κεφάλια.
Οι θαλασσινοί κάθονται μερικές φορές στους πάγκους των
λεωφόρων,
Αφήνουν τα χέρια τους να πέσουν στα παράθυρα
Κι οι έγχρωμές κιμωλίες παρατημένες στα σταυροδρόμια
Μοιάζουν πουλιά κατακεραυνωμένα απ’ τη βροχή.
Δεν είμαι συνηθισμένος σ’ αυτά τα λιμάνια του Οκτωβρίου και του
Δεκεμβρίου,
Σ’ αυτό το πικρό πορτοκάλι της ανάμνησης.
Αιμορραγεί πάνω στην πόλη ένας γαλάζιος ήλιος του τελώνη
Όπως ένα ξημέρωμα υγραερίου διαλυμένου στο βάθος των
δεξαμενών.
Ο ναυτικός που δεν είχε πια μαλλιά
Έτρεχε με μια μηχανική κούκλα στην αγκαλιά.
Μόνος ο δρόμος προχωρούσε όπως οι φωνόγραφοι,
Χιονίζει στο σταυροδρόμι των φύλλων του ημερολογίου,
Και των λεπιών του τροχιόδρομου στους ποταμούς της ισημερίας.
Να εσύ πάλι στις ηλιακές ακτές,
Είναι ο χειμώνας που ξαναρχίζει χρώμα φαρμακείου.
Ένας ήλιος πράσινος σκουπίζει τα νεκρά φύλλα των λεωφόρων,
Αυτό το τέθριππο άρμα πολύ επιδέξιο στην αντιγραφή εικόνων.
Τα καθιερωμένα σήματα είναι γραμμένα μες στο χέρι σου
Και στις εκλείψεις του τροπικού του καρκίνου.
Γνώρισες πολλές πόλεις από χαρτόνι
Και μερικές άλλες. Πόλεις καταβροχθισμένες.
Άκουσε τους μηχανικούς κόκορες των γραμμοφώνων
Και φλόγισε τα αυτοκίνητα με μαλλιά από φύκια.
Το βράδυ αυτό ο πυρετός ανεβαίνει στα πράσινα χέρια των
δωματίων των ξενοδοχείων,
Καράβια περνάνε μες στα μάτια σου με σφυγμούς παλίρροιας.
Δεν σου μένει πια παρά το ηλεκτρικό κοράλλι των ωρών
Κι ο λαός των πληγωμένων ματιών στα σταυροδρόμια.
Είναι ο χειμώνας που ξαναρχίζει, χρώμα φαρμακείου,
Τα καθιερωμένα σήματα είναι γραμμένα μες στο χέρι σου.
252. DANIEL BIGA, 1948 - .
Ντανιέλ Μπιγκά.
252.1. 12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1965
!2 Αυγούστου 1965 μετά την αναδρομική έκθεση του Κάλντερ (1)
κατά τις 1 η ώρα και κάτι το μεσημέρι αφού περπάτησα πολύ
είμαι καθισμένος
στον κήπο του Τροκαντερό μπροστά στην είσοδο του ενυδρείου (2)
με ένα σάντουιτς με σαλάμι
κι ένα παγωτό με γεύση φραγκοστάφυλου.
(1) Κάλντερ (Alexander Calder 1898 – 1976): Αμερικανός γλύπτης.
(2) Τροκαντερό (Trocadero): Κήπος του Παρισιού στην όχθη του Σηκουάνα, που πήρε το όνομά του από την νίκη των Γάλλων στο Τροκαντερό της Ισπανίας το 1823. Η λέξη σημαίνει «εμπορικό κέντρο».
252.2. ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ (1)
Εγώ Γάλλος ποιητής του 20ου αιώνα και μισός
από γενιά της εργατικής τάξης
παίρνοντας το Φλυβεφίσκεν (2)
στις 7 η ώρα ένα πρωί του χειμώνα στην Κοπενχάγη (3)
για να πάρω θάρρος
απάγγελνα αυτούς τους στίχους
Ερημικό σπουργίτι στην εξοχή
Τραγουδώντας πηγαίνεις μέχρι που τελειώνει η μέρα
Και υπήρχε αρμονία στην κοιλάδα τούτη ….
Τραγούδια και τόσοι καημοί
Της χρονιάς και η ζωή σου το πιο όμορφο λουλούδι (4)
του αριστοκράτη Λεοπάρντι
Ιταλού ποιητή που άνθισε τον 19ο αιώνα
αφού έζησε, υπόφερε και πέθανε στο Ρεκανάτι (5)
ένα μικρό χωριό της περιφέρειας Μαρτς
κι η θάλασσα της Ορεσούντ στη Βαλτική (6)
κουβαλούσε πάγους.
(1) Λεοπάρντι (Giacomo Leopardi 1798 – 1837): Ιταλός ποιητής της Ρομαντικής Περιόδου.
(2) Φλυβεφίσκεν (Flyvefisken): Είδος πλοίου που χρησιμοποιείται στη Δανία.
(3) Κοπενχάγη: Πρωτεύουσα της Δανίας (πόλη με πληθυσμό 502.000 κατοίκους, μητροπολιτική περιοχή με 1.116.000 κατοίκους).
(4) Στο πρωτότυπο στα Ιταλικά (Passero solitario alla campagna / Cantando vai finche non more il giorno; / Ed erra l’ armonia per questa valle …. / Canti e cosi trapassi / Dell’ anno e di tua vita il piu bel fiore)
(5) Ρεκανάτι (Recanati): Μικρό χωριό στην Περιφέρεια Μαρτς (Marche) της κεντρικής Ιταλίας, όπου γεννήθηκε ο Λεοπάρντι.
(6) Ορεσούντ (Oresund): Περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας ανάμεσα στην Σουηδία και την Δανία.
252.3. ΟΤΑΝ ΤΑΞΙΔΕΥΩ
Όταν ταξιδεύω λογαριάζω
υπάρχει τόση γη κτίρια και άνθρωποι
οι εφημερίδες τα βιβλία λένε ψέματα
ή λένε λίγα πράγματα
γιατί ποιος μπορεί να απαιτήσει απ’ το αδιάτμητο;
(αυτό που δεν μπορεί να μειωθεί)
Απ’ όλα αυτά που έμαθα τι μου μένει;
Τίποτε δεν είναι σαφές Η ζωή είναι μεγάλη
και δεν θα μπορούσε κανείς να κουβαλάει τις αναμνήσεις του
Η ζωή είναι μεγάλη και αμφίβολη
Τα χρόνια μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο
συσσωρεύονται ανακατεμένα
Εγώ ο Κόσμος αδιαφορώ
Τι ευτυχία!
Θα κατέβαινα τον Μισισιπή
για να συναντήσω τον Τεκουμσέχ την Πούμα. (1)
(1) Τεκουμσέχ η Πούμα (Tecumseh le Puma 1768 - 1813): Ινδιάνος αρχηγός που θεωρείται εθνικός ήρωας του Καναδά.
253. ANDRÉ GACHE, 1948 - .
Αντρέ Γκας΄
253.1. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΚΙΑΧΤΡΟΥ
(Αποσπάσματα)
1
Το χέρι μου είναι μυστρί, μήπως είμαι κινητήρας;
2
Τα πόδια μου είναι σαμπρέλες. Καπνίζουν. Το έδαφος τα γδέρνει. Στενάζει. Διασχίζει το δάπεδο. Αγκύλια. Λασπωμένοι δρόμοι. Εξατμίζουν καουτσούκ. Μήπως είναι πήγαινε έλα;
Η σαμπρέλα μονώνει. Μήπως είναι μονωτήρας; Προσθέστε έναν μικρό πάσσαλο ηλεκτρικού φράχτη με αιχμές. Ταπώστε (πρέπει να το κάνει κάποιος). Ο μικρός πάσσαλος φυλάει ένα κοπάδι. Με πολλές σαμπρέλες. Βοηθάνε να πάει η φωτιά στο μουσκεμένο δάσος. Απαγορεύεται. Καλή πορεία.
Έχουνε κόμπους. Κάλους. Ρόζους. Είναι δάσος στο ξεκίνημα. Καουτσουκόδεντρο αισθησιακής σχέσης. (1) Η σχέση σσσς --- παράγει άσπρο γαλακτώδη χυμό.
Συχνά τοξικό. Κάνει μπαλάκια. Κάποτε η σαμπρέλα σκάει. Άραγε επισκευάζεται; Πρέπει να παράγεται γαλακτώδης χυμός. Γυρίζουμε σε κύκλο. Είναι η προέλευση του τροχού. Λέμε πως πεθαίνουμε πάνω στον τροχό από τα χτυπήματα.
3
Η ψυχή μου έχει παραμορφωθεί. Άχαρη όψη φυσαλίδας. Μήπως είμαι σαπούνι; Θέλω να το πάρω. Γλιστράει απ’ τα χέρια μου. Κάνει έλκηθρο μέσα στη μπανιέρα. Γεμάτο δάχτυλα. Τα πλένω λοιπόν. Μένει στο χέρι. Αλλά δεν τρίβεται. Μουλιάζει. Μήπως το κύμα στην ψυχή είναι υπόθεση του νερού; Λοιπόν κρύο, ή ζεστό; Απάντηση: Βρύση.
4
Οι τρίχες μου κάνουν κουβάρι. Οργανικά μακαρόνια. (Πέντε λεπτά ανασυγκροτημένου νερού). Πριν από το βράσιμο, βρέχονται. Πολύ γρήγορα συγκρατημένα και με ακαταμάχητη επιθυμία. Συνδέονται. Περιτυλίγονται. Απαλά νήματα υπέρ - ελαστικά. Ξεκρεμώντας το φεγγάρι. Το κουκουλώνουν. Μαύρο φουλάρι με χίλιες ζύμες. Μετάξι. Μήπως είμαι βεντούζα;
Στερεωμένη μέσα στο κεφάλι μου.
Στην πραγματικότητα, συχνά κολλητική. Λέμε ζυμαρικά. Προσθέστε παρθένο λάδι. (από μηρούς). Γλιστράνε καλύτερα κυματίζοντας. Βάζουνε λίγο από παντού. Λέμε καρμπονάρα. (2) Τρόμος των πουκαμισάδων. Πουκαμισάδων γιατί; Μαντήλι από χαρτί. Αγγίζοντας ψηλαφητά. Πέφτουν μέσα. Με μορφές εργονομικές. Ζεσταίνονται. Κυλάνε γύρω από τις φάλαινες. Γιατί τόσος θυμός; Απάντηση: οικονομικό μενού. Δεν κοστίζουν πολύ μέσα στον κάμπο μου. Μήπως γίνομαι φλιτζάνι; Ή γαϊδουράγκαθο. Αφού παρόλα αυτά ανθίζει. Ξανατυλίγεται κουβάρι. Ταλιατέλες (3) με χόρτα. Άχρηστες πρασιές. Αν κανείς. Περιμένει. Μήπως μπορούν να μη μ’ εξαπατήσουν; Τελικά υγρόμετρα πόθου. Με ελάχιστη φθορά. Και πρακτικά νέα στο μέγιστο δυνατό. Μήπως είμαι μια καλή ευκαιρία;
(1) Καουτσουκόδεντρο: Επίσημη ονομασία Hebea brasiliensis.
(2) Καρμπονάρα (carbonara): Ιταλική λέξη που σημαίνει «παρασκευαζόμενο στα κάρβουνα». Προσδιορίζει ζυμαρικά ψημένα μαζί με πρόσθετα υλικά όπως αυγά, μπέικον και τυρί (μακαρόνια καρμπονάρα ή πίτσα καρμπονάρα).
(3) Ταλιατέλες (tagliatelles): Είδος ζυμαρικών Ιταλικής επινόησης.
254. MICHEL BULTEAU, 1949 - .
Μισέλ Μπϋλτώ.
254.1. ΓΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
γη της βροχής
σάλτσα του ήλιου …
που έχεις αρθρώσεις παγίδες
το πένθος γίνεται φρούτα
προστατευτικός ύπνος, τούτο το πρωί
κόμματα γάτας που τσιρίζει
η εκτύπωση στομωμένη επέβαλε
νότιο μέλι
τα νησιά συντομευμένα από άλλον
αλεύρι εξορίας
ολόκληρο, το μέλι φάντασμα
τα ασπρόρουχα του γέλιου
με τις γκριμάτσες των μέτρων
της επιστροφής στην κοιλιά
οι καρχαρίες των πασχαλιών (φεγγίτες)
υπέρμετρα σαν σε πνιγμό
εξωραϊσμένα εμφυτεύονται
γλυκίσματα – παράμετροι
συγκεντρώνοντας (κλικ) στις κληματίδες
και στο λουτρό του πολύ νωρίς
τιμωρώντας τις νεράιδες
σαν κοριτσάκια στη σειρά
με συγγράμματα των χεριών
τελική πυρηνική των πάντων
το εσωτερικό της λάβας ή της σκουριάς
οι φωτισμένοι χάρτες της ομίχλης
μετατρέποντας τα απευθυσμένα ζωντανά
ο μη – πουκαμισάς των παιωνιών
τα μεταξωτά των μασχαλών
το άγκιστρο των αντανακλάσεων
μουσκέτο ακόμα και στην εκτύπωση
χωρίς γλώσσα Κατεπείγοντος
ας προσανατολίσουμε / ας αποκαλύψουμε:
κράνος από πορτοκάλια κομμένα λοξά.
πιρόγες κύβοι για πολύ καιρό
η πηγή γερνάει ολόκληρη στον οχετό
με στενές καπνιές βοήθειας
κωπηλάτες Θεοφανίων
μπήγουν το κλίμα
το σκιάχτρο κέντρο του σφένδαμνου
ο ήλιος είναι εξόριστος
μια ομοβροντία λιποθυμιών
μου μαθαίνει περισσότερη σύλληψη
διευκολύνει να εμβολιάσω τη δική μου
ντόμινο θορύβων
τατουάζ ήχων
κάνοντας ψυχρολουσία με αινίγματα αποσκευών.
255. ALAIN DUAULT, 1949 - .
Αλαίν Ντϋώ.
255.1. ΑΣΠΡΟΡΟΥΧΑ
(Αποσπάσματα)
κατακλυσμός λοιπόν όταν σε σκάβω όπως σκάβουν τις σκουριασμένες πληγές μας δέρμα στο ξεστράτισμα του ανέμου οι σπασμένοι ώμοι σου τα πηγμένα μάτια σου
τι θα κάνω για να μην πεθάνει
Ωραία βουβή νομάδα και πιο
άρρωστη ακόμα τι θα κάνω
τιναγμένη από άσπρες πνοές όταν
περνάει ανάμεσα στα δάχτυλά μου
αναδυόμενη κι αυτός ο γέρος στο
δρόμο μου κολλημένος δίπλα μου
όπως οι Μοίρες όταν αυτή μαζεύεται
και αγρυπνάει στο σώμα του πυκνού
ποταμού όπως ένα χέρι όπως η ρωγμή
η πεθαμένη όπως η φρίκη όπως η
σελήνη όπως το δικό μου το φως το
δέρμα ράπτης της βροχής ψαράς του
ανέμου όπως έλεγε κάποιος
πως σου γράφω όταν πλαγιάζω όταν κάτω απ’ την αψίδα των φωνών χαιρετάω όποιον χαιρετάει όταν τα δίχτυα της νύχτας όταν ονειρεύομαι και σου γράφω δεν σε κοιτάζω Μπορούμε ποτέ να μιλήσουμε όταν δύο είναι πρόσωπο με πρόσωπο
Κι αυτός ο γέρος ναι αυτό το πρωί
όμορφο σαν καστανιά που παραπλέω το
μακρύ στόμα σου που πέφτω ακόμα και στη γλώσσα σου. Τρέλα ξέρεις πως το στόμα ξέρεις πως ο θάνατος πως τα βαθιά μοιρολόγια που το ψέμα που γράφω έτσι σαν χώμα --- υπάρχει αυτό
που γράφω εδώ και χίλια χρόνια χωρίς να σε αμφισβητώ λέγοντας ίσως ένα παιδί τον σπρώχνει στους ώμους ένα παιδί του χτυπάει τα βλέφαρα δεν υπάρχει παρά μια γυναίκα από αλάτι από επιγλωττίδα από νεφρίτη λίθο με φράζει τόσο δυνατά και λιώνει που μιλάει και χρώμα υπάρχει μόνο πόθος με τοποθετεί και με ρωτάει τρύπα άκρη με σχίζει ποικιλόχρωμο με γλώσσα ονείρου νυμφεύεται ήλιο με το κείται κείτεται η γραφή
θέλησα με ίριδες με την οσμή πεθαίνοντας ξαπλωμένος πάνω στη γούνα και τα λουλούδια γκρίζα από τον τρελό άνεμο φυσούσα στον άνεμο
σαν να ήμουν ξέρεις κατακλυσμός στο έμβλημα σαν να ήμουν χαμένος μέσα στα γράμματα του ονόματός μου
όλα ξανάρχονται με σιρίτι με δέρμα
επενδυμένο με μάρμαρο με δύσοσμη καταιγίδα σφήνες ενωμένες στις άκρες στην άβυσσο όλα τα όνειρα και το όνομά σου μακιγιαρισμένο και το αίμα σου μουσικό τα στήθια σου ανακατεμένα ο πυθμένας σου το γάλα σου τα ουρλιαχτά σου όμοια με λύκαινας και το χαλαρό βελούδο σου περνούσες όπως οι χοηφόρες ανάμεσα σε ανοιχτές νεκρικές υδρίες έσφιγγες την άσπρη λάμψη του αίματος διαχώριζες γλώσσα πιεσμένη κατοικούσες το ξεχείλισμα των χείμαρρων το λαχάνιασμα την άνοιξη ζωγραφισμένη χλωρίδα ο χορός η υδροφόρα το κατακεραυνωμένο νερό ο θόρυβος βάδισμα και γέλιο
πένθος του ίδιου του εαυτού μου πρόσωπο με πρόσωπο όπως κάποιος που αγωνίζεται με τον ποντικό που φουσκώνει και πέφτει θα έχει στάχτη όταν θα πεθάνεις μέσα στα δάχτυλά μου χωρίζοντας το όνομά σου απ’ το κορμί μου όταν σε συλλαβίζω μες στον τρόμο Μαρία – Φτιασίδι το σώμα είναι άσπρο βασανισμένο τα άνθη σου η σκοτεινιά σου Μαρία – Μέδουσα πνιγμένος ήλιος
στον ίσκιο σου παλίρροια στον σκοτεινό
σου ήλιο βροχή καμπύλη το νόημα
πέφτει όπου τα στήθια σου κάτω από τον λυγισμένο ποάνθρακα μου φράζουν τη σιωπή
η αναδιπλωμένη άμμος η θάλασσα με τις μεγάλες άσπρες εκρήξεις τα λερωμένα δόντια το γεμάτο στόμα όπου μετριέται η πνοή η θάλασσα που ήρθε στα χείλια σαν μια άγρια γριά όπως ένας αρχαίος νόμος όπως μια γυναίκα που γράφει πάνω στο δέρμα της φανταστικά ονόματα όπως ένας τάφος από μετάξι τρεις χάριτες τρία βλέμματα σαν σχήμα κρατημένο σαν ένα σαν
ήλιος σηκωμένος χρόνος όπως αναρωτιόμαστε ποια γιορτή γέλιου ποιος ρυθμός φθαρτός ακόμα ποια ακοή ποια γλώσσα τουλάχιστον ξαναπήρε την έρημο
ποιος ρυθμός όταν ίσως με έπαιρνες στους ώμους για να πεθάνω όταν λίγο λίγο περνούσαμε τους καμένους κάμπους για να μετρήσουμε τα παπούτσια και τις λέξεις να συναναστραφούμε τα δαμάσκηνα και τα όνειρα και τα όνειρα και τα όνειρα εσύ ή ίδια
ποιο γέλιο ποιο κρεβάτι γλώσσας σκαμμένο στον εαυτό του ποια πυθική μήτρα ποιος ενδοκρινής αδένας ποια έκρηξη ποια θύελλα ποιο θέατρο Μαρία – Ήλιε ποια μνήμη ποια απόγνωση ποιο σκέψη ποιο πτώμα ποιο όνειρο.
256. THIERRY LAMARRE, 1949 - .
Τιερί Λαμάρ.
256.1. ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ
περπατούσα με βρασμένο σιρόπι κωδεΐνης μαύρο για πολύ καιρό
κι η νύχτα ώρες πολλές με έφτασα
στη γέφυρα
τα γόνατα
με τον Κώδικα των Μάγια άναψα ένα τσιγάρο το βιβλίο (1)
δεν έπαυε να είναι ανοιχτό στη Νέα Ορλεάνη
τα φώτα του νερού έπειτα ήταν όταν είμαστε πεθαμένοι
είμαστε πεθαμένοι ολομόναχοι αυτό είναι όλο το βάθος
συναρμολόγηση αλυσίδων και βάλθηκα να τρέχω
να ενταφιάζω
ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος με ένα ακόμη τσιγάρο
μέχρι τον σταθμό
ο αποχαιρετισμός πυρπολημένος απ’ τα φώτα
(λασπωμένοι αυτοκινητόδρομοι)
οργισμένοι άνθρωποι στα εμπορικά γραφεία
ρόδινα γαλάζια της βροχερής σκοτεινιάς
όταν όλα ανακατεύονται από ηχοσυγκοπή
το ατέλειωτο κομπολόι των δρόμων της αντι – περιστροφής
η ζωή καταπατημένη
στο ρήγμα του διωστήρα
το κιγκλίδωμα ηλεκτρικής προστασίας
οι νύχτες
του ρήγματος
τότε
η γραμμή ισορροπίας γίνεται σημείο
του απείρου
(ΕΞΑΓΡΑΜΜΟ)
άστρο της πεδιάδας (2)
έπαρση του βορά ο αδελφός μου στη δύση
του ήλιου ατζέκος νιρβάνα μη σε νοιάζει για τον θάνατο (3)
αυτοκτονία βρίσκω εγώ ο ίδιος τα μάτια της βελόνας
πόλη ανταπόδοσης (4)
πόλη του Μεξικού bop (5)
slippity bop pow Mexico (6)
Αφρική ηλεκτρική αυτοκτονία (7)
ονειρευόταν έγραφε μπλουζ
δρόμε της δυστυχίας σ’ αγαπώ (8)
η πλευρική πίστη
στην ανατολή πύλες της κρίσης
τραγούδα ένα τραγούδι (9)
μεσάνυχτα παθαίνει έκλειψη ο άγγελος
μέσα στο πρόσωπο
και κοιμάται
ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ ΣΙΔΕΡΟ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Η ΕΝΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΥΞΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΣΤΟΥΣ ΙΛΙΓΓΟΥΣ
ΑΣΤΕΡΩΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΗΓΗΘΕΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ
ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΝΑ ΑΔΙΑΦΟΡΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΑ
ΓΕΦΥΡΕΣ ΟΛΩΝ ΤΟ ΠΡΩΙ
ΚΑΘΩΣ Η ΜΕΡΑ ΣΧΙΖΕΙ ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΗΣ ΙΔΡΩΜΕΝΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ
ΝΥΧΤΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΒΑΘΡΩΝ
ΣΤΟΝ ΑΣΠΡΟ ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΩΡΑΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
ΠΟΥ ΘΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
ΚΑΙ Μ’ ΕΝΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΕΜΟΠΑΙΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ
ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΚΥΜΑΤΑ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
ΠΟΛΕΙΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΑΠΑΛΑ
ΜΕ ΟΣΑ ΕΙΔΕΣ
(1) Κώδικας των Μάγια: Ο πολιτισμός των Μάγια στο Μεξικό έφτασε σε μεγάλη ακμή στην περίοδο 300 – 900 μ.Χ. Ο Κώδικάς τους περιείχε μελέτες που είχαν σχέση με την πρόβλεψη των εκλείψεων της σελήνης.
(2) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «field star»
(3) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «don’t worry about death»
(4) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «reward city»
(5) Bop: Μεταπολεμική τεχνοτροπία της μουσικής τζαζ που παρέχει ελευθερία ρυθμικού αυτοσχεδιασμού
(6) Slippity bop pow Mexico
(7) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «Africa electric suicide»
(8) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «woe street I love you»
(9) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «sing a song»
257. MATTHIEU MESSAGIER, 1949 - .
Ματιεύ Μεσαζ΄ιέ.
257.1. ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ
1
όσο κρατούσε η γυάλινη βλεφαρίδα του μαχαιρωμένου στόματος
της σιωπής
οι αιμάτινοι γοφοί την επισκίασαν
αφού έγινε αιματοβαμμένη άμμος μάτια καταιγίδας
2
το άστρο μες στο σπέρμα της πληγωμένης παλάμης μου
3
αυτός ο καθρέφτης – αρκούδα της φωτιάς
ίδρωνε ξαφνικά το χέρι των ξεψυχισμένων αστεριών
το μάτι μια κηλίδα αέρα σκιάζεται με μια κουρτίνα
4
το δωμάτιο ρίχνει ουλές
5
η ανατιναγμένη αυγή βέβαια έφηβη της ακοής
με σώμα ξερασμένο ταλαντεύεται
φασματική πληγή οι κροκόδειλοί μας παράλληλοι απ’ τις λάμψεις
το δάκρυ έχει αυτό το καθαρό σούρουπο των παιδιών των
βλεφαρίδων
τα αρπακτικά νύχια της σκόνης είναι γάλα χυμένο απ’ τον πρωκτό
χτυπημένος κάδος άμμου οι ιεροτελεστίες ο ιδρώτας του άστρου
6
τώρα ο Λύκος είναι ένα δοχείο αποτυπωμάτων
7
γράφεται ο τόπος γεμισμένος με μυρωδιά μελανοδοχείου συχνάζει
στις γλυκόριζες η αιωνιότητα ανοίγεται στον νου της φωνής
σάλιο καρφίδων ζάχαρης από το χρυσοφόρο στόμα
αυτό το δαχτυλίδι η όχθη η οδοντική σκιά παραδίνει τις πληγές της
8
πλανημένος θα έβγαινε από έναν ώμο ενός ηφαίστειου από νωτιαίο
μυελό
ανατιναγμένος θα άδειαζε το μωλωπισμένο μάγουλο των παγωμένων
παιχνιδιών
σπασμένος θα έκαιγε το γράμμα των κρυφών κεραυνών
9
αδελφή του στήθους το χρυσάφι τα χείλια στις στερεωμένες ρίζες των οστών όπου προσκρούοντας το ερπετό μας από αμίαντο
διάσπαρτη σελήνη
10
κυψελίδα αυτιού – κύμβαλο γεωγραφία απομακρυνόταν το στιλέτο
του ρολογιού
αίγαγρος ανάλογα με τα δάκρυα της αυγής
μια βραδιά μεταφέρω θαμπωμένους θαλάσσιους ελέφαντες
τα παιχνίδια η Νουμιδία δίνοντας χώρες πουλιών περίστροφα
είναι αναπνοές κραυγών η πέτρα στέγνωσε
11
το δαχτυλίδι των νεύρων πνίγει
τα γάντια των ματιών που τα έχαψε μια λάμπα μες στα γάντια
του στόματος
259. JEAN LOUIS GIOVANNONI, 1950 - .
Ζ΄αν Λουί Τζιοβανονί.
259.1. ΦΡΟΝΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΕΚΡΟ
(Αποσπάσματα)
1
Φαντάζομαι ότι σίγουρα
ο θάνατος
αρχίζει απ’ τον πρωκτό
Είναι μια περιοχή
αρκετά βρώμικη
2
Θέλουμε να ξέρουμε
από πού
θα μας πιάσει
Συστέλλουμε
τα πιο ευαίσθητα μέρη
αυτό δεν χρησιμεύει σε τίποτε
το να τινάζουμε τα πόδια μας ψυχορραγώντας
3
Πεθαίνουμε
από διάρρηξη
Με τα κόκαλα
προς τα έξω
4
Έχουμε επιθυμία να κάνουμε εμετό
Κρατιόμαστε
Φοβόμαστε
μήπως φύγουν όλα μαζί
5
Ξεχνάμε πάντα
πως μεγαλώνει
μερικά εκατοστά
την τελευταία στιγμή
Περνάμε τη ζωή μας
τόσο κουβαριασμένοι
6
Δεν πρέπει να περιμένουμε πολύ
για να τον ντύσουμε
Αν τον πήρε το κρύο
εδώ και πολύ καιρό
διακινδυνεύουμε να του σπάσουμε τα μέλη
7
Το σώμα
βαθουλώνει το κρεβάτι
Χρειάζονται σανίδες
για να το σταματήσουν
8
Τον βάζουμε
μέσα στα πιο δροσερά
δωμάτια
Κλειστά παραθυρόφυλλα
για τις μύγες
Ακόμα και τον χειμώνα
δεν διατηρείται για πολύ καιρό
9
Δεν τον αφήνουμε
πάνω στο κρεβάτι
Το στρώμα
διαποτίζεται πολύ
Πρέπει να σκεφτούμε
αυτόν που θα ξαπλώσει εκεί μετά
10
Πετάμε
την βούρτσα των δοντιών
τα βρώμικα μαντήλια
τα γάντια που χρησίμευαν στο νίψιμο
εσωτερικά
Κανείς δεν τα θέλει
Το ίδιο και τα εσώρουχα
11
Όταν θα τον έχουμε κλείσει
κλειδώσει
θα μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε
12
Όσο για αυτά που γίνονται μέσα στη γη
δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό σοβαρά
Αν αυτό γίνεται κάθε τόσο
όταν τον ξεθάψουμε
Μπορούμε να δούμε
πού βρίσκεται
13
Θα πεθάνουμε
χωρίς να καταλάβουμε τίποτε
Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά
Δεν θέλαμε σώμα
14
Όλα τα νερά
θα κάνουν άγονη την γη
ακόμα και το δικό μας.
260. ADELINE. 1950 - .
Αντελίν.
260.1. ΙΕΡΟΦΑΝΕΙΑ
(Αποσπάσματα)
Για τον Μισέλ Μπϋλτώ
ΙΙΙ
Μέσα σε γαλακτόχρωμα κελαηδήματα, μια κυκλική
εξασθένηση, λύνει την ανθισμένη σχάρα
των φόβων,
όπου χύνεται το φάντασμα
της γοητείας γεμάτης πύον.
ωχρή ευωδιά και ακολουθία του βασιλιά
όνειρο εκτύπωση των γραφικών
νεκροταφείων
IV
Με δηλωμένο χέρι, το έμφραγμα με νύχια όρνιου,
μιμείται αυτή την δύσοσμη εκπνοή.
Γραμμές άστρων διαχυμένες
από μιάσματα. Οι αγωνίες
μεταγγίζονται, και ένα αγέρωχο βάσανο,
άστρο του ύπνου των λευκωμάτων,
αλχημεία με απόστημα ατμοποίησης ---
αναιμική.
Επικήδεια καρφιά όπου οι σπόροι των οστεοθηκών
υπερθέτουν τις αμυχές τους ---
στραγγαλιστικές σκιές ---
XVII
Έτσι λιθοκολλημένοι οι βιολετιοί χυμοί
γεμίζουν άμμο τον αέρα.
Δίτροχα φορτηγά αυλακωμένα, περισσότερο αίμα παρά
μαλλί, και ο ορίζοντας γίνεται ωχρός /
η ανύψωση ---
νεκροί κόκκοι καλλώπισαν ηθοποιούς
λείψανα αφρού --- Λευκοκύτταρα / αυγοτάραχα.
Προεξέχοντας Διαφαινόμενη σε σχήμα αυγού. Το κλειστό
γήπεδο.
260.2. Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ
η σκιά που έγινε από σκιές
αφήνιασε ξαφνικά
αλλάζοντας το τρίχωμα του εκφοβισμένου φόνου
με περιλαίμια βασκανιών διακοσμημένων με καρφιά,
χαράζοντας τις νοσηρές περιοχές
αυτές τις παρυφές του πάγου,
όπου το Φως δεν πέφτει πια σαν καταρράκτης
με μαγικά φτερά,
κείτεται ο άφωνος σχιστόλιθος, χαράδρα
του ωχρού και του αίματος.
Ο πετρωμένος περίβολος των αφρών,
πνίγει διαπλάθει καθαρίζει
γεμίζει με αγωνία τις στιγμές και τα συντρίμμια.
Το μάρμαρο δεκαπλασιάζεται, ξεδιπλώνει
τα άγρια νύχια του και την κοιλότητά του, στραγγαλίζει,
φωνάζει το ράπισμά του, Δυσπιστούν
κύβοι τόσο θολοί, γκρίζα γης
και θανάτου. Κατάλογοι γκρεμών ---
Τα δολοφονικά πόδια, τυλίγονται
τρυπώντας τα Κενά,
Οι πρησμένοι βώλοι της γης διπλώνονται,
τρομακτικός λυγμός.
Ζει, διασχίζει σε όλα τα διαλείμματα ----
Οι ηλίθιες αρχιτεκτονικές του χρόνου
μουρμουρίζουν οργισμένες. ΑΕΡΑΣ ----
Το στηθοσκοπημένο Δηλητήριο μένει στη
διάστασή του, βουβή προδοσία
των υπόγειων σφαιρών.
Τα κερματισμένα χτες υπάρχουν.
Οι οπτικοί διασκευάζουν φτύνουν
την Πνοή.
261. DOMINIQUE TRON, 1950 - .
Ντομινίκ Τρον.
261.1. ΑΣΤΡΑ
Απαιτώ ζωή αιώνια για τους καταδιωγμένους όλων των κατηγοριών
Για κείνους που ξέρασαν το ξημέρωμα γιατί οι πόρνες δεν ήθελαν
το κορμί τους
Για κείνους που είχαν καταλάβει πως ήταν ατελείς
Απαιτώ ζωή αιώνια μέσα στ’ αρώματα και την ηδονή του σώματος
του απαλλαγμένου απ’ τις δονήσεις του και απ’ το
σεξ
Ή ακόμα, αν δεν μπορούμε να χτίσουμε παρά μια κόλαση γι’ αυτή
την αιώνια ζωή
Να πιπιλίζω μέχρι το τέλος του χρόνου το γαλακτοφόρο αιδοίο
όλων των θηλυκών όντων φυτών και γυναικών
Απαιτώ ζωή αιώνια για το ανολοκλήρωτο κορμί μου
Και για μένα
Γιατί θα πρέπει μια μέρα που θα σταματήσω να τρέχω
Και θα φοβάμαι πως θα καταρρεύσω μες στο βάραθρο
(---- Άγγελος!)
Χωλός και γιγάντιος
(Είμαι ίσως γλοιώδης στο εσωτερικό!)
Εγώ που από άγγελος θα γίνω Θεός
Θα σε κάνω θεά, θα σε κάνω βασίλισσα
του σύμπαντος που συστέλλεται σε μία σφαίρα απέραντης ύλης
Στο φτάρνισμα αόρατων δυνάμεων
Στη συντριβή
Απαιτώ έναν ύπνο που με καίει όπως ο ήλιος, γυμνό
Διαδίδοντας το κάψιμο σ’ ολόκληρα τα δυο κορμιά μας
Φρίκη
Λέγεσαι Ελίζαμπεθ αλλά τι με νοιάζει τ’ όνομά σου: Είσαι το μοναδικό στόμα που δεν έχω ανάγκη να ονομάσω Ω ελαφρό
φρούτο που γλιστράς παγωμένο μανιασμένο φίλημα
Που είναι στο κέντρο, στο βάθος, στο βάθος
Της μοναξιάς μας
Η ΝΥΧΤΑ ΜΙΛΑΕΙ
Η αιώνια ζωή είναι ένα από τα βλέμματά μας από καυτό πάγο
όταν οι σκορπιοί σταματάνε να γυρίζουν
Γύρω απ’ τον αφαλό των εταίρων
Και καίγονται
Με μια φλόγα σιωπηλή ξεπερασμένης αυγής
Κι η νύχτα γίνεται τότε πολύ μαύρη
Με βιολιά στην άκρη των δαχτύλων μας
Που περπατάνε πάνω στο δέρμα μας
Τα μυρμήγκια του Θεού Έρωτα
Όπως ένα φτερό του πουλιού Έρωτας
---- Οι Θεοί γίνονται πουλιά
Θα πάμε στα νησιά Γκαλάπαγκος (εκεί βρίσκεται ο ναός του Θεού
Έρωτα) (1)
Όμως τι είναι αυτό το αίμα που ξύνει τον λαιμό μου με φυσαλίδες
σαπουνιού, γλιστρώντας σαν χλιαρή βροχή
Όσο θέλω περισσότερο από ποτέ να ζήσω
Περισσότερο από ποτέ θέλω να φύγω
Περισσότερο από ποτέ θέλω να δηλητηριαστώ με ένα όνειρο ....
Θα σου δώσω όλα όσα σου υποσχέθηκα
Όμως φοβάμαι πως σε μια γωνιά του δρόμου
Δεν θα με κατεβάσουν με μια χαμένη μπάλα
Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΠΙΑ
Απαιτώ ζωή αιώνια για τα αντικείμενα και τα δέντρα κι αυτούς
που θα είχαν μπορέσει να είναι μεγάλοι ποιητές κι
αυτές που θα μπορούσαν να είναι μεγάλες ερωμένες
Εύθραυστες
Θα αποκρυπτογραφήσω για σένα τα ψηφία του μάγου Μέρλιν
Θα αποκρυπτογραφήσω για σένα τη μουσική και το χρώμα ενός
δάσους από αιωνιότητα και πάχνη, από ήλιο και
φτέρες, ΦΤΕΡΕΣ ΓΙΓΑΝΤΙΕΣ!
Αυτό λοιπόν θα είναι ο παράδεισος
Ο Πα–ρά–δει-σος
Χωρίς τη νύχτα, τίποτε εκτός από ένα πρωί πολύ φρέσκο, συνεχώς
Με τα ρυάκια για κρεβάτι και ανάπαυση, και για ρούχα
Τον έρωτα
Απαιτώ ζωή αιώνια γι’ αυτούς που αφιέρωσαν την ζωή τους στο
να ζουν πάνω στη γη την αιωνιότητα, τους άγιους
Σε λατρεύω μέσα στο λιβάνι και τον ηλεκτρισμό
Των δαχτύλων μου κι της γλώσσας μου που κλονίζεται πάνω στα
λαδωμένα πόδια σου.
(1) Νησιά Γκαλάπαγκος (Galapagos): Σύμπλεγμα 13 νησιών στον Ειρηνικό Ωκεανό, στο ύψος του ισημερινού, σε απόσταση 1000 χιλιομέτρων από την ακτή της Νότιας Αμερικής.
262. MARC CHOLODENKO, 1950 - .
Μαρκ Σ’ολοντενκό.
262.1. ΠΟΛΥΚΑΤΕΥΘΥΝΤΙΚΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
1
Ο αρχηγός της γαλάζιας ερήμου
προχωράει με ψηλές βαμμένες μπότες
έχει πίστη στα μάτια του
το βλέμμα του μπορεί να πεθάνει.
Ο άμυαλος γελάει με τον άνθρωπο
πιασμένος απ’ το απέραντο
και περιορισμένος απ’ τα σύνορα.
Η τρομαγμένη σελίδα κλαίει
βλέποντας τα νεύρα της κομμάτια.
Ο πίθηκος μένει έκπληκτος μπρος στον καθρέφτη.
2
Φτάνοντας νύχτα στην ευνοϊκή λευκότητα
ο βοσκός τελικά κατάστρεψε το παιχνίδι του μαργαριταριού
και με τον πάγο στολισμένο για την διαφάνεια
παράτησε τον χώρο των αρχαίων αντίλαλων:
γυμνός από ήχους
γυμνός από πάγο
για να ξαναγυρίσει κάποιο πράγμα σε κάτι που δεν ήταν.
Μόνο το λείο μιας διαφάνειας που καταργείται
επειδή βρίσκεται μέσα σ’ ένα άσπρο τόσο βαθύ που
δεν πνίγεται κανείς ποτέ.
267. DIDIER ARNAUDET, 1951 - .
Ντιντιέ Αρνωντέ.
267.1. Η ΟΜΟΡΦΗ ΑΓΑΠΗ
Η όμορφη αγάπη (ζούγκλα από μαύρο βελούδο
το περίπτερο με μουσική
το απομεσήμερο
- μόνο) που ο χρόνος
μου έχει κλέψει
ΚΥΝΗΓΙ ΤΩΝ ΦΕΝΤΑΓΙΝ (1)
ζωντανή πληγή
κάθε λεπτομέρεια έχει
την σημασία της
ΟΝΕΙΡΟ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕ ΔΥΟ ΚΕΦΑΛΙΑ
χαρτομάντιλο (ξαφνική
σκουριά).
(1) Φενταγίν (fedayin): Ομάδες Αράβων κομάντος ένοπλης αντίστασης κατά του Ισραήλ, που σχηματίστηκαν μετά τον πόλεμο του 1967.
267.2. ΜΙΑ ΚΑΡΤΑ
μια κάρτα της Φρανσουάζ (ΠΑΡΙΣΙ
24 Η 7-5) ΠΫΒΙ ΝΤΕ ΣΆΒΑΝ (1)
Νέα κορίτσια στην παραλία (2)
λίγο θλιβερή
η γραφή σαν ρόδινο ζαχαρωτό σαλπάρει
λιγάκι μες σ’ αυτή τη μέρα που ανοίγει τις φλέβες της
κι έπειτα έχω πολλά άλλα πράγματα να πω στον εαυτό μου
χωρίς να τον βλέπω λόγω συγγενείας
ΣΤΑΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
η ζωή που φεύγει
....
κι εσύ τι κάνεις όταν έχεις
μυρμήγκια μέσα στην καρδιά;
(1) Πϋβί ντε Σ΄αβάν (Pierre Puvis de Chavannes 1824 – 1898): Γάλλος συμβολιστής ζωγράφος.
(2) Στο πρωτότυπο στα Αγγλικά «Young girls at the seaside», πίνακα του Πϋβί ντε Σ΄αβάν.
269. JEAN JACQUES FAUSSOT, 1953 - .
Ζ΄αν Ζ΄ακ Φωσό.
269.1. ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΕΧΟΥΝ ΤΡΙΒΕΛΙΣΕΙ ….
Κεραμικά έχουν τριβελίσει το κρανίο μου πως τα μαργαριτοφόρα
μύδια ντροπιάζουνε την στάχτη τους.
Πόνος ζυμαρικό των δρόμων,
Αυτών των δρόμων με λαιμό βατράχου, επώδυνων ηφαίστειων του
χτες.
Ληστεία του ανέμου σαν σωληνουργείο των θρήνων.
Το τζαμωτό με χάβει με τους γερανούς των ματιών μου.
Η λάμπα που αφαιρεί την κόμη της είναι άραγε κάποιου
οργισμένου με φτερά;
Η περικεφαλαία των σύννεφων δίδυμων εντελώς πάνω στην
ωμοπλάτη.
Ο πυρετός της γεύσης είναι γκιλοτίνα όπου ο αριστοκράτης
εκθρονίζει το πρωί μέσα στην αναπελμάτωση του βάσανού
του.
Πολύ Ουράνιος όντας καμάκι, πολύ Υποστάθμη όντας Βαστίλη
στεναγμών την αυγή.
Οι θώρακες από άκρη σε άκρη της δροσιάς, σκαμνί του σκοτεινού
μηδέν,
οι χορογραφίες του δηλητηρίου.
Τα όνειρα είναι σχαστηρίες όπλου γύρω από τα καραβόσχοινα των
φρικιάσεων,
Ζωολογία των αιμάτων ξαναζωγραφισμένων στο θρόισμα των
ραγδαίων βροχών
Το κουδούνισμα συναγερμού σαν μια διάλεκτος ροκανιδιών.
269.2. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΑΝ ΚΑΡΠΟΣ ΧΕΡΙΟΥ
Άνθρωποι σαν καρπός χεριού από κουκούτσια,
Σφαιρίδια που λυγίζουν στο στάδιο των αρκεύθων,
Από τα κύματα εδώ στο υφαντό των νησιών
Τα διαμάντια στον βολοκόπο.
Δεμένος με σχοινί από τον όχλο,
Άμεσα η χώρα ακουμπιστήρι
Στο ρύζι της έπαρσης χτενιού.
Αυχένες στην ανάγνωση,
Οι χώρες με άσπρα πουκάμισα
Στα χιονισμένα χειρουργεία τους στα κοιλώματα των τοίχων,
Μυστικά εκμυστηρεύονται τον φιδίσιο πυρήνα του σκυλιού,
Μαργαριτοφόρο μύδι τιμάριο ευχών για τον εαυτό του.
Κύπελλα παραπτώματος
Που πλέκουν το έπιπλο της παραστάδας
Στολισμένα με καρφιά απ’ την αρκούδα ως τον άγριο τάρανδο.
Απ’ τον μονόκερω στην πλευρική στοά του ναού των βιολετών:
Απολιθωμένο στον αυχένα ό,τι λέχθηκε,
Η δήλωση στην πινακίδα,
Που περιέχεται στην αναπήδηση της πέτρας στο νερό.
Πορτοκαλιά των Φαραώ θ’ ανοίξει πάνω στη γη
Έκλεψαν την επιστροφή από Ινδικό λουλάκι.
275. EUGÈNE SAVITZKAYA, 1955 - .
Ευζ΄έν Σαβιτσκαγιά.
275.1. ΕΙΜΑΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
1
Είμαι ταξιδιώτης στην άκρη ενός κρεβατιού, δεν έχω τρόφιμα.
Το ταξίδι μου αρχίζει από την σειρά των πάσαλων, σφετεριστών καλυμμένων με ομίχλη, περνάει (εξουσιάζοντας τις στέγες) στα θηλυκά μάγουλα των τζαμιών.
Είμαι ταξιδιώτης, δεν έχω πια τρόφιμα.
2
Το φιλάσθενο ποτάμι εξοκέλλει σε μαλακά χώματα
Άνεμοι φωτιά αλάτι νερό ξερός αέρας. Η φωνή βρέχεται και γεννιέται
Το τρυπημένο κοχύλι ήταν απλώς αυτί
Το φιλάσθενο ποτάμι Είμαστε το πτώμα του.