Η περίοδος από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 μέχρι την ανάδειξη του Αλεξάνδρου Γ στο θρόνο του βασιλείου της Μακεδονίας το 336 π.Χ. ονομάζεται «Υστεροκλασική Περίοδος», με την έννοια ότι συνεχίζει επάξια τη μεγάλη πολιτιστική και καλλιτεχνική παράδοση της Κλασικής Περιόδου και, μετά την οριστική πτώση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, χαρακτηρίζεται από την αποκατάσταση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στην κλασική της μορφή και την αλληλοδιαδοχή, σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, τριών ηγεμονιών, της Σπαρτιατικής (404-371), της Θηβαϊκής (371-338) και της Μακεδονικής (338-30) που κυριάρχησε μέχρι τα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (30π.Χ. - 330 μ.Χ.).
Σύγχρονες ιστορικές πηγές για τον 4ο αιώνα είναι τα βιβλία του Ξενοφώντα «Αγησίλαος», «Κύρου Ανάβασις» (ήτοι η εκστρατεία του Κύρου του Νεότερου εναντίον του αδερφού του Αρταξέρξη Β΄) και τα «Ελληνικά» (για την περίοδο 411-394 π.Χ.). Ακόμη, πολιτικοί λόγοι ρητόρων, όπως ο Λυσίας, ο Ισοκράτης, ο Δημοσθένης, ο Αισχίνης, που αναφέρονται στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική κατάσταση της Αθήνας. Απ’ αυτούς ο Δημοσθένης (384-322 π.Χ.) ήταν φανατικός αντίπαλος του Φιλίππου Β΄ και υποστήριζε με σθένος τις θέσεις του, στους οξείς «Φιλιππικούς» και «Ολυνθιακούς» λόγους του, ενώ ο Ισοκράτης (436-338) υποστήριζε την αντίθετη άποψη.
Στις μεταγενέστερες πηγές ανήκει ο Διόδωρος Σικελιώτης (90-30 π.Χ.), στα βιβλία 15-17, και οι βίοι του νεοπλατωνικού Πλουτάρχου (46-127 μ.Χ.) «Πελοπίδας», «Λύσανδρος», «Δημοσθένης», «Αγησίλαος» και «Αρταξέρξης».
Η πληθυσμιακή εξέλιξη της Σπάρτης, που επηρέασε σημαντικά την στρατιωτική της ικανότητα είναι ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα γεγονότα της εποχής αυτής, καθώς ο αριθμός ελεύθερων πολιτών της εμφανίζει την ακόλουθη εικόνα πτωτικής μεταβολής:
9.000 άτομα το 750 π.Χ. (Λυκούργος)
8.000 άτομα το 480 π.Χ. (Ηρόδοτος)
3.500 άτομα το 418 π.Χ. (Θουκυδίδης)
2.500 άτομα το 394 π.Χ. (Ξενοφών)
1.500 άτομα το 371 π.Χ. (Ξενοφών)
700 άτομα στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. (Άγις Δ').
Το αίτιο της μείωσης του αριθμού των πολιτών κατά την κλασική εποχή, ίσως σχετίζεται με τον τρόπο μεταβίβασης της γης εκτός του πλαισίου του κληρονομικού νόμου. Φαίνεται ότι κάποια στιγμή η μεταβίβαση γης έγινε δυνατή και με άλλους τρόπους, πέραν του κληρονομικού, γεγονός που, σε συνδυασμό με την εισροή ξένων στη Σπάρτη, εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης των εξωτερικών σχέσεων, οδήγησε πολλούς πολίτες σε απώλεια γης που μεταβιβάστηκε σε νεοεισελθόντες μέτοικους, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να έχουν δικαιώματα ελεύθερου πολίτη, διότι δεν τροποποιήθηκε παράλληλα ο αντίστοιχος νόμος. Η απώλεια γης προκάλεσε μείωση αντίστοιχου εισοδήματος, με αποτέλεσμα την αδυναμία συμμετοχής στα συσσίτια και επομένως την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη για σημαντικό πλήθος πρώην πολιτών. Το 424 π.Χ., ο Βρασίδας είχε στη διάθεσή του 1000 μισθοφόρους και 700 είλωτες με οπλιτικό οπλισμό, γεγονός που έγινε για πρώτη φορά τότε. Όσοι από αυτούς τους είλωτες επέζησαν απελευθερώθηκαν το 421 π.Χ., με τη Νικίειο ειρήνη και είναι γνωστοί ως «βρασίδειοι». Το 421 π.Χ. για μερική αντιμετώπιση του προβλήματος χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά «νεοδαμώδεις» (=νεοδημότες), οι οποίοι ήταν είλωτες που απελευθερώθηκαν και συμπλήρωναν το στρατό σε μακρινές στρατιωτικές επιχειρήσεις ή σε φρουρές, εφόσον πληρούσαν τις ανάλογες φυσικές προϋποθέσεις, μετά από ταχεία στρατιωτική προετοιμασία. Το 400-395 λ.χ. ο στρατός της Σπάρτης στη Μικρά Ασία υπό τον Αγησίλαο Β περιλάμβανε νεοδαμώδεις. Η σημαντική μείωση του αριθμού των πολιτών εξηγεί τη σταδιακή εξασθένιση του σπαρτιατικού στρατού και την ήττα στα Λεύκτρα κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
Με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σπάρτη έγινε ηγέτιδα δύναμη του ελληνικού κόσμου. Τα έτη 400 π.Χ.-395 π.Χ. ο Σπαρτιάτης βασιλεύς Αγησίλαος Β΄ διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Ιωνία για την υπεράσπιση των ελληνικών πόλεων από την καταπίεση που ασκούσαν οι σατράπες των Σάρδεων Τισσαφέρνης, και του Δασκυλείου Φαρνάβαζος, που απαιτούσαν οι ελληνικές πόλεις της περιοχής να καταβάλλουν φόρο, γεγονός που θα σήμαινε υπαγωγή τους στην περσική διοίκηση.
Το 395 π.Χ. δημιουργήθηκε ένας αντισπαρτιατικός συνασπισμός με την οικονομική υποστήριξη της Περσίας, αποτελούμενος από το Άργος, την Κόρινθο, την Αθήνα και τη Θήβα, που οδηγήθηκε σε σύγκρουση, γνωστή ως Κορινθιακός Πόλεμος (395-387). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του στρατού του Αγησιλάου από την Ιωνία. Το 394 π.Χ. δόθηκε μία Ναυμαχία στην Κνίδο που οδήγησε στην ήττα του σπαρτιατικού από τον αθηναϊκό στόλο, με συνέπεια η Σπάρτη να μην ελέγχει πλέον το Αιγαίο. Το γεγονός αυτό έδωσε στην Αθήνα τη δυνατότητα να επανέλθει στο Αιγαίο και να ασκήσει πολιτική επιρροή στην περιοχή, αφού αποδεσμεύθηκε από τη συνθήκη του 404 π.Χ. και άρχισε να ανακτά την πολιτική της ισχύ. Το τέλος του πολέμου ήλθε με την Ανταλκίδειο Ειρήνη (φθινόπωρο του 387 π.Χ.), που συμφωνήθηκε μεταξύ του Αρταξέρξη Β’ και του Σπαρτιάτη ναυάρχου Ανταλκίδα και ανακοινώθηκε στους εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων από τον Τισσαφέρνη. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης: οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας μαζί με τις Κλαζομενές και η Κύπρος ανήκαν πλέον στον Αρταξέρξη οι υπόλοιπες πόλεις ήταν αυτόνομες, εκτός από τη Λήμνο, τη Σκύρο και την Ίμβρο, που αναγνωρίστηκαν ως αθηναϊκές κληρουχίες. Η Σπάρτη ανέλαβε την επίβλεψη της τήρησης των όρων.
Η αυτονομία κάθε πόλης δεν επέτρεπε πλέον τη δημιουργία ευρύτερων συνασπισμών. Έτσι, μετά την άνοιξη του 386 π.Χ. η Σπάρτη διέλυσε το Κοινό των Βοιωτών και εγκατέστησε ένα ολιγαρχικό καθεστώς και μία σπαρτιατική φρουρά στην Καδμεία, την ακρόπολη της Θήβας. Το 382 π.Χ. η Σπάρτη κινήθηκε εναντίον του Κοινού των Χαλκιδέων που είχε ως κέντρο την Όλυνθο. Ο Ολυνθιακός Πόλεμος (382-379) έληξε με τη διάλυση του κοινού των Χαλκιδέων. Η κατάσταση όμως άρχισε να αλλάζει, όταν το Δεκέμβριο του 379 π.Χ. δημοκρατικοί Θηβαίοι εκδίωξαν τη σπαρτιατική φρουρά από την Καδμεία, σε μια προσπάθεια που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση και της υπόλοιπης Βοιωτίας. Καθώς η Σπάρτη δεν αναγνώριζε τους Θηβαίους ως εκπρόσωπους του Κοινού των Βοιωτών, ακολούθησε πόλεμος ανάμεσα σε Βοιωτούς και Σπαρτιάτες, ο οποίος έληξε με τη συντριπτική ήττα της Σπάρτης στη Μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ., που σήμανε τη λήξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας.
Το 404 π.Χ., μετά την ήττα τους στη Ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, βάζοντας τέλος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Στις πρώην σύμμαχες πόλεις της Αθήνας τοποθετήθηκαν κυβερνήσεις από συμβούλια δέκα ατόμων (Δεκαρχίες) που συχνά υποστηρίζονταν από τοπικές φρουρές υπό Σπαρτιάτη διοικητή (που ονομαζόταν Αρμοστής), δημιουργώντας τις συνθήκες για την έναρξη της Σπαρτιατικής Ηγεμονίας. Στην Αθήνα ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος εγκατέστησε μια ολιγαρχική κυβέρνηση, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως οι Τριάκοντα Τύραννοι με άτυπο αρχηγό τον Κριτία, που περιλάμβανε και τον Θηραμένη ως ηγετικό μέλος.. Η κυβέρνηση αυτή εκτέλεσε έναν αριθμό πολιτών και αφαίρεσε από την πλειονότητα των πολιτών σημαντικά δικαιώματα, φτάνοντας σε τόσο ακραίο σημείο ώστε να εκτελέσει και ένα από τα δικά της μέλη, τον μετριοπαθή ολιγαρχικό Θηραμένη. Φοβούμενοι για τη ζωή τους, πολλοί πολίτες δραπέτευσαν από την πόλη και κατέφυγαν τη Θήβα.
Ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος ήταν από τους πρώτους που εναντιώθηκαν στην ολιγαρχία και εξορίστηκε στη Θήβα. Εκεί τον υποδέχτηκε θερμά και τον υποστήριξε ο Θηβαίος ηγέτης Ισμηνίας και οι οπαδοί του, που τον βοήθησαν να προετοιμάσει την επιστροφή του στην Αθήνα. Το 403 π.Χ., οδήγησε μια ομάδα 70 εξόριστων με την οποία κατέλαβε τη Φυλή, γνωστή και σήμερα οχυρή περιοχή στα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία. Μια καταιγίδα εμπόδισε τις δυνάμεις των Τριάκοντα να τον απομακρύνουν άμεσα, με αποτέλεσμα να προλάβουν να φτάσουν στο πλευρό του πολυάριθμοι εξόριστοι. Όταν η σπαρτιατική φρουρά της Αθήνας, υποστηριζόμενη από αθηναϊκό ιππικό, στάλθηκε εναντίον του, ο Θρασύβουλος οδήγησε το ξημέρωμα τους άνδρες του, που πλέον έφταναν τους 700, σε μια αιφνιδιαστική επιδρομή στο στρατόπεδο του εχθρού, θανατώνοντας στη Μάχη της Φυλής 120 Σπαρτιάτες και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να σκορπιστούν.
Πέντε ημέρες μετά, ο Θρασύβουλος οδήγησε στον Πειραιά την ομάδα του, που ήταν πλέον αρκετά μεγάλη ώστε να αφήσει 200 άτομα στη Φυλή και να πάρει μαζί του 1000. Εκεί, οχυρώθηκε στη Μουνιχία (σημερινή Καστέλα), ένα λόφο από όπου μπορούσε να επιβλέπει όλο το λιμάνι, και περίμενε την επίθεση των ολιγαρχικών. Οι δυνάμεις των Τριάκοντα, με τη συνδρομή των Σπαρτιατών, που υποστηρίζονταν και από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο, προέλασαν στον Πειραιά για να τον αντιμετωπίσουν. Ο Θρασύβουλος και οι άνδρες του ήταν κατά πολύ λιγότεροι αριθμητικά (5 προς 1), αλλά είχαν εγκατασταθεί σε καλύτερη θέση και ίσως επωφελήθηκαν και από τη σύγχυση ανάμεσα στις γραμμές των ολιγαρχικών. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Μουνιχίας, οι εξόριστοι έτρεψαν σε φυγή τους αντιπάλους τους, ενώ θανάτωσαν και τον Κριτία, ουσιαστικό αρχηγό των Τριάκοντα.
Μετά τη νίκη αυτή, οι υπόλοιποι από τους Τριάκοντα έφυγαν από την πόλη κατευθυνόμενοι στην Ελευσίνα, ενώ οι ολιγαρχικοί μέσα στην πόλη άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους. Εκλέχτηκαν νέοι αρχηγοί, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε ενάντια στο Θρασύβουλο και στράφηκαν στη Σπάρτη για βοήθεια. Από τη Σπάρτη ωστόσο, στάλθηκε ο συντηρητικός Αγιάδης βασιλεύς Παυσανίας, οι δυνάμεις του οποίου νίκησαν στην επακόλουθη Μάχη του Πειραιά τους άνδρες του Θρασύβουλου, αλλά μόνο μετά από μεγάλη προσπάθεια και με πολλές απώλειες. Παρά την αντίθετη γνώμη του Λύσανδρου, μετά τη μάχη ο Παυσανίας κανόνισε μια συμφωνία ανάμεσα στις δύο μαχόμενες παρατάξεις, με την οποία αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Αθήνα, ενώ οι ολιγαρχικοί που το επιθυμούσαν επιτράπηκε να φύγουν με ασφάλεια για την Ελευσίνα. Όντας πλέον σε θέση εξουσίας, ο Θρασύβουλος πέρασε ένα νόμο που παραχωρούσε αμνηστία σε όλους, εκτός από ελάχιστους εξτρεμιστές ολιγαρχικούς, αποτρέποντας μια αιματηρή εκδίκηση εκ μέρους των δημοκρατικών.
Το 401 ο Λύσανδρος εξακολουθούσε να έχει σημαντική επιρροή στη Σπάρτη, παρά τις αποτυχίες του στην Αθήνα. Μετά το θάνατο του Άγιδος Β, έπεισε τους Σπαρτιάτες να εκλέξουν τον Αγησίλαο Β νέο Ευρυποντίδη βασιλιά και τους παρακίνησε να υποστηρίξουν τον Κύρο το Νεότερο στο αποτυχημένο (όπως αποδείχτηκε) κίνημά του εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Β, του επονομαζόμενου Μνήμονος (404-358). Ο Κύρος άρχισε την επιχείρηση από τη Μικρά Ασία με 20.000 άνδρες, από τους οποίους 10.000 ήταν Έλληνες μισθοφόροι που περιλάμβαναν και Σπαρτιάτες, υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Κλέαρχου. Όταν έφτασε στον ποταμό Ευφράτη στη Θάψακο, ανάγγειλε ότι βαδίζει εναντίον του Αρταξέρξη και προχώρησε χωρίς αντίσταση στη Βαβυλώνα, αλλά ο Αρταξέρξης ειδοποιημένος την τελευταία στιγμή από τον Τισσαφέρνη, σατράπη της Καρίας και της Λυδίας, συγκέντρωσε βιαστικά στρατό και οι δύο δυνάμεις συναντήθηκαν σε Μάχη στα Κούναξα, βόρεια της Βαβυλώνας, όπου ο Κύρος σκοτώθηκε. Οι Έλληνες, μισθοφόροι εγκαταλειμμένοι στην τύχη τους, αγωνίστηκαν για να βρουν δίοδο προς το βορά, και περνώντας από αφιλόξενες περιοχές Περσών, Αρμένιων και Κούρδων, κατάφεραν να φτάσουν στην Τραπεζούντα, στη νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου, οδηγούμενοι από τον Αθηναίο Ξενοφώντα (τον μετέπειτα ιστορικό), ο οποίος έγινε αρχηγός τους, όταν ο Τισσαφέρνης συνέλαβε και εκτέλεσε τον Κλέαρχο.
Ο Ξενοφών επέστρεψε στην Ελλάδα επικεφαλής του μισθοφορικού στρατού, του οποίου η πλειοψηφία ήταν Σπαρτιάτες και η επιτυχημένη πορεία του μέσα από την αχανή αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, ενθάρρυνε όχι μόνο τους Σπαρτιάτες να αρχίσουν άμεσα μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Περσίας στη Μικρά Ασία, αλλά και 68 χρόνια αργότερα τον Αλέξανδρο να επαναλάβει την ίδια πορεία (αυτή τη φορά νικηφόρα).
Ελπίζοντας να αποκαταστήσει τους Αθηναίους ολιγαρχικούς φίλους του, ο Λύσανδρος κανόνισε να αναλάβει ο Ευρυποντίδης βασιλεύς Αγησίλαος Β την επιχείρηση εναντίον των Περσών το 396 π.Χ. με την ευκαιρία της βοήθειας που ζήτησαν οι Ιωνικές πόλεις εναντίον του Αρταξέρξη Β και προσδοκώντας να θέσει υπό τον έλεγχό του τις σπαρτιατικές δυνάμεις που δεν μετείχαν στην εκστρατεία. Ο Αγησίλαος όμως, αντιλαμβανόμενος την αυξημένη ισχύ και επιρροή του Λύσανδρου, ματαίωσε τα σχέδιά του, αφήνοντάς του τη διοίκηση των στρατευμάτων στον Ελλήσποντο, μακριά από τη Σπάρτη και την κυρίως Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στη Σπάρτη το 395 ο Λύσανδρος είχε ουσιαστική συμβολή στην κήρυξη πολέμου με τη συμμαχία που σχημάτισε η Θήβα αρχικά με την Αθήνα, που έγινε γνωστός με το αρχικό όνομα Βοιωτικός Πόλεμος (395), ο οποίος μετά την επέκτασή του, με την προσθήκη στη συμμαχία της Κορίνθου και του Άργους με την υποστήριξη των Περσών, ονομάστηκε Κορινθιακός Πόλεμος (395-387). Οι Σπαρτιάτες ετοιμάστηκαν να στείλουν στρατό εναντίον του νέου αυτού συνασπισμού και διέταξαν τον Αγησίλαο να επιστρέψει στην Ελλάδα, οπότε εκείνος πήρε το δρόμο του γυρισμού περνώντας από τον Ελλήσποντο και τη Θράκη.
Οι Σπαρτιάτες συγκρότησαν δύο στρατιές, μία υπό τον Λύσανδρο και μία υπό τον Παυσανία, για να συναντηθούν και να επιτεθούν στην πόλη της Αλιάρτου. Ο Λύσανδρος έφτασε πρώτος και έπεισε την πόλη του Ορχομενού να αποσκιρτήσει από την Βοιωτική Ομοσπονδία. Ύστερα βάδισε κατά της Αλιάρτου, αλλά στη Μάχη της Αλιάρτου που ακολούθησε, παρόλο που έφερε τις δυνάμεις του κοντά στα τείχη της πόλης, ο ίδιος σκοτώθηκε. Μετά τη μάχη αυτή ο Παυσανίας που δεν έκρινε σκόπιμο να συνεχίσει την επίθεση παύτηκε και εξορίστηκε στην Τεγέα και τον διαδέχτηκε ως Αγιάδης βασιλεύς της Σπάρτης ο γιος του Αγησίπολις Α (395-380) επιτροπευόμενος από τον θείο του Αριστόδημο.
Μετά το θάνατό του Λύσανδρου, ο Αγησίλαος αποκάλυψε ένα συνωμοτικό σχέδιό του, που αποσκοπούσε στην αύξηση της προσωπικής δύναμης και επιρροής του, μετατρέποντας τη βασιλική εξουσία σε συλλογική, με συνέπεια οι βασιλείς να μην έχουν πλέον αυτόματα την ηγεσία του στρατού. Ο Λύσανδρος ήταν μία ακόμη πολυσχιδής αλλά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του αρχαίου κόσμου. Ικανότατος στρατιωτικός, αλλά σκληρός, φιλόδοξος και αδίστακτα απρόβλεπτος, τιμήθηκε εν ζωή με βωμούς, χρυσούς στεφάνους, ανδριάντες και με λατρεία σχεδόν θρησκευτική όσο κανείς άλλος πριν από αυτόν.
Ο Θρασύβουλος (<θρασύς [=θαρραλέος] + βουλή [=θέληση] = αυτός που έχει ισχυρή θέληση) ήταν γιος του Λύκου και καταγόταν από εύπορη οικογένεια του Δήμου Στειρίας (το σημερινό Πόρτο Ράφτη). Γεννήθηκε πιθανώς κάπου ανάμεσα στο 455 και 441 π.Χ. και από το γάμο του απέκτησε δύο παιδιά. Μέχρι το 411 π.Χ., ο Θρασύβουλος είχε ήδη καταξιωθεί σε κάποιο βαθμό ως πολιτικός, συνηγορώντας υπέρ του αθηναϊκού επεκτατισμού, ενώ ήταν φανατικός υποστηρικτής της δημοκρατίας του Περικλή.
Στο πραξικόπημα των ολιγαρχικών του 411 ο Θρασύβουλος ήταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες της συνωμοσίας επιθυμώντας να υποστηρίξει μια μετριοπαθή ολιγαρχία, αλλά στην πορεία άλλαξε γνώμη εξαιτίας των ακραίων πράξεων των συντρόφων του, που με τον Πείσανδρο πέτυχαν την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, στην Αθήνα εγκαθιστώντας την ολιγαρχία των τετρακοσίων. Στη Σάμο όμως η ολιγαρχική στάση απέτυχε και ο στρατός της Σάμου εξέλεξε νέους στρατηγούς, που θεωρούνταν περισσότερο αποφασιστικοί στις πράξεις τους για την προάσπιση της δημοκρατίας, με το Θρασύβουλο και το Θράσυλλο ανάμεσά τους. Μια από τις πρώτες κινήσεις του Θρασύβουλου από τη θέση του στρατηγού ήταν να επιδιώξει την ανάκληση του Αλκιβιάδη, με στόχο να αποσπάσει την εύνοια των Περσών από τους Σπαρτιάτες, καθώς πιστευόταν πως ο Αλκιβιάδης είχε μεγάλη επιρροή στον Τισσαφέρνη. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση των τετρακοσίων στην Αθήνα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από μια ευρύτερη ολιγαρχία, που έδωσε τη θέση της στη δημοκρατία.
Κατά τους μήνες που ακολούθησαν τα γεγονότα αυτά, ο Θρασύβουλος ηγήθηκε στο πλευρό του Αλκιβιάδη του αθηναϊκού στόλου στις Ναυμαχίες στο Κυνός Σήμα (411), στην Άβυδο (411) και στην Κύζικο (410). Το 409 και το 408 π.Χ. παρέμεινε επικεφαλής του στόλου, και φαίνεται πως πέρασε αρκετό καιρό σε εκστρατεία στη Θράκη, ανακτώντας πόλεις για την Αθηναϊκή Ηγεμονία και αποκαθιστώντας τις εισροές φόρων από την περιοχή. Το 407 π.Χ. τέθηκε επικεφαλής ενός στόλου που πολιόρκησε τη Φώκαια, πόλη της Μικράς Ασίας, αλλά η πολιορκία αυτή έπρεπε να λυθεί αφού οι Σπαρτιάτες υπό το Λύσανδρο νίκησαν το κυρίως τμήμα του αθηναϊκού στόλου στο Νότιον, ήττα που οδήγησε στην πτώση και στην εξορία του Αλκιβιάδη. Στη Ναυμαχία των Αργινουσών το 406 π.Χ. ορίστηκε τριήραρχος του αθηναϊκού βοηθητικού στόλου που στάλθηκε για να υποστηρίξει το ναύαρχο Κόνωνα, που είχε αποκλειστεί στη Μυτιλήνη. Μετά τη νίκη ορίστηκε υπεύθυνος μαζί με τον Θηραμένη για την περισυλλογή των επιζώντων, αλλά στις διαμάχες μετά την ατυχή έκβαση της επιχείρησης, που κατέληξαν στην καταδίκη σε θάνατο έξι Αθηναίων ναυάρχων, ο Θρασύβουλος είχε μικρή ανάμιξη.
Ο Θρασύβουλος ήταν από τους πρώτους που εναντιώθηκαν στην ολιγαρχία των Τριάκοντα Τυράννων και ήταν ο βασικός πρωταγωνιστής σε όλες τις επιχειρήσεις που οδήγησαν στην πτώση τους το 403 και ειδικότερα στη Μάχη της Φυλής, στη Μάχη της Μουνιχίας, και στη Μάχη του Πειραιά μετά την οποία αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Αθήνα. Για τις πράξεις του, ο Θρασύβουλος στεφανώθηκε με στεφάνι ελιάς από τους συμπατριώτες του.
Στα πλαίσια της αναγεννημένης δημοκρατίας του 403 π.Χ., ο Θρασύβουλος εξελίχθηκε σε μείζονα και επιφανή ηγέτη, αν και σύντομα υποσκελίστηκε ως κεφαλή του κράτους από τον Αρχίνο. Ο Θρασύβουλος φαίνεται πως προώθησε μια ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική που ο λαός δεν ήταν έτοιμος να αποδεχτεί. Πρότεινε να επαναφέρουν το θεσμό της αμοιβής για όσους ασκούσαν πολιτική θητεία, και προσπάθησε να δώσει το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη στους μετοίκους και τους ξένους που πολέμησαν στο πλευρό του κατά των 30 Τυράννων. Αρχικά ήταν πολύ προσεκτικός ώστε να μην προσβάλλει τη Σπάρτη, αλλά, όταν κατά την αρχή του Κορινθιακού Πολέμου, η Αθήνα απέκτησε πρόσβαση στην περσική βοήθεια, εξελίχθηκε σε υπέρμαχο της επιθετικής πολιτικής, κερδίζοντας όπως φαίνεται και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή. Άρχισε την ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών, τα οποία είχαν καταστραφεί με τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, και ηγήθηκε των Αθηναίων στις Μάχες της Νεμέας και της Κορώνειας. Αυτές οι δύο ήττες του ωστόσο, τραυμάτισαν το πολιτικό του κύρος, και έτσι παραμερίστηκε από τον Κόνωνα, του οποίου η νίκη στην Κνίδο γκρέμισε τα όνειρα της Σπάρτης για μια υπερπόντια αυτοκρατορία.
Το 392 π.Χ. μετά την φυλάκιση του Κόνωνα από τους Πέρσες, ο Θρασύβουλος, οδηγώντας τη φατρία που ήταν αντίθετη στη σύναψη ειρήνης, κέρδισε και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο και το 389 π.Χ., οδήγησε ένα στόλο από τριήρεις που στάλθηκαν για να μαζέψουν φόρους από διάφορες παράκτιες πόλεις του Αιγαίου, καθώς και για να υποστηρίξει τη Ρόδο, όπου η δημοκρατική παράταξη κινδύνευε εξαιτίας των Σπαρτιατών. Με την εκστρατεία αυτή, ο Θρασύβουλος έθεσε εκ νέου τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας αθηναϊκής αυτοκρατορίας στα πρότυπα εκείνης του 5ου αιώνα π.Χ. Κατέλαβε το Βυζάντιο, επέβαλε διόδια στα πλοία που ήθελαν να διαπλεύσουν τον Ελλήσποντο, και μάζεψε φόρους υποτέλειας από πολλά νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Το 388 π.Χ., καθώς οδηγούσε το στόλο του νότια, οι στρατιώτες του λεηλάτησαν τα χωράφια της Ασπένδου και ως αντίποινα, οι κάτοικοι επιτέθηκαν τη νύχτα στο αθηναϊκό στρατόπεδο, όπου ο Θρασύβουλος βρήκε το θάνατο μέσα στη σκηνή του. Ό,τι είχε κερδίσει ο Θρασύβουλος με την εκστρατεία του, σύντομα χάθηκε εξαιτίας της παρέμβασης των Περσών, οι οποίοι αναστατωμένοι από την επανεμφάνιση μιας δύναμης που θύμιζε την αυτοκρατορία που τους έδιωξε κάποτε από το Αιγαίο, υποστήριξαν και πάλι τη Σπάρτη και έστειλαν ένα στόλο στον Ελλήσποντο απειλώντας τον εφοδιασμό των Αθηνών με σιτηρά, υποχρεώνοντας τους Αθηναίους να υπογράψουν βιαστικά ειρήνη με τους ίδιους όρους που είχαν απορρίψει το 392 π.Χ.
Ο Θρασύβουλος ήταν αναμφισβήτητα ικανός στρατηγός, με ιδιαίτερες επιτυχίες στο ναυτικό τομέα, και ικανός ομιλητής, αλλά συχνά η φήμη του επισκιαζόταν από πιο χαρισματικούς ηγέτες. Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών όπου πρωταγωνίστησε, παρέμεινε σταθερός υπερασπιστής της παραδοσιακής δημοκρατίας, και πέθανε αγωνιζόμενος για το ίδιο ιδεώδες που προάσπισε όταν εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή το 411.
Ο Κόνων (<κόνη [= φονικό {<κτείνω = φονεύω, θυσιάζω}] = φονεύς) ήταν γιος του Τιμόθεου, πλούσιου Αθηναίου από το δήμο Αναφλύστου (σημερινή Ανάβυσσος). Εκλέχτηκε στρατηγός το 414 και το 407 και πήρε την αρχηγία του ναυτικού της Αθήνας το 406 όταν προσπαθώντας να λύσει την πολιορκία της Μήθυμνας από τον Καλλικρατίδα, αποκλείστηκε στη Μυτιλήνη, για να απελευθερωθεί από τον Αθηναϊκό στόλο μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες. Το 405 ήταν αρχηγός του αθηναϊκού στόλου στην άτυχη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, όπου ο αθηναϊκός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς και ο Κόνων αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κύπρο, στην αυλή του Κύπριου βασιλιά Ευαγόρα. Εκεί μελετώντας τρόπους για να εκδικηθεί τους Σπαρτιάτες και να βοηθήσει την πατρίδα του να ξαναγίνει δυνατή, το 396 πΧ έγινε ναύαρχος των Περσών και, στα πλαίσια του Κορινθιακού Πολέμου, συγκρούστηκε με τους Σπαρτιάτες στο Αιγαίο. Στην αρχή είχε αποτυχίες μικρής σημασίας, αλλά μετά συμμάχησε και με τους Ρόδιους και, εξασφάλισε πλοία για ενίσχυση από τον βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα Α, καθώς και πλήρη υποστήριξη του περσικού στόλου υπό το σατράπη Φαρνάβαζο, ενώ από την άλλη μεριά ο σπαρτιατικός στόλος είχε αρχηγό τον Πείσανδρο το Λακεδαιμόνιο, που τον είχε τοποθετήσει ο βασιλεύς Αγησίλαος Β στη θέση του ναυάρχου.
Ο Πείσανδρος διέθετε 85 τριήρεις από παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου, ενώ ο Κόνων και ο Φαρνάβαζος διέθεταν περίπου 170 τριήρεις, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν φοινικικές και κυπριακές. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν το 394 π.Χ. στη Ναυμαχία της Κνίδου, μιας Δωρικής πόλης της νοτιοανατολικής Μ.Ασίας. Ο Κόνων παρατάχθηκε μπροστά και ο Φαρνάβαζος από πίσω του. Παρά την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων ο Πείσανδρος επιτέθηκε επιτυχώς, όμως η αριστερή πτέρυγα των Σπαρτιατών έπεσε όταν επιτέθηκε όλος ο περσικός στόλος. Ο Πείσανδρος πολεμώντας γενναία σκοτώθηκε πάνω στο πλοίο του και οι σύμμαχοι του κατέρρευσαν. Ο σπαρτιατικός στόλος έχασε 50 πλοία, ενώ ο αθηναϊκός με τον περσικό στόλο είχαν μικρές απώλειες. Η νίκη των Αθηναίων και των Περσών ήταν συντριπτική.
Μετά τη ναυμαχία της Κνίδου η κυριαρχία που είχε αποκτήσει η Σπάρτη μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο στο Αιγαίο και στη μικρασιατική παραλία κατέρρευσε, όπως και τα σχέδιά της για δημιουργία υπερπόντιας αυτοκρατορίας. Η Αθήνα ξαναπήρε για λίγο τα ηνία της θαλασσοκράτειρας και ο Κόνων έδωσε αυτονομία στις μικρασιατικές πόλεις, οι περισσότερες από τις οποίες προσχώρησαν στους Πέρσες, αποτέλεσμα για το οποίο αμείφθηκε από τον Πέρση μονάρχη Αρταξέρξη Β με 50 τάλαντα. Το 393 π.Χ, ο Κόνων και ο Φαρνάβαζος έπλευσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου επέδραμαν στην ακτή της Λακωνίας και κατέλαβαν τα Κύθηρα, όπου άφησαν στρατιωτικό τμήμα με Αθηναίο διοικητή. Στη συνέχεια, έπλευσαν στην Κόρινθο, όπου έπεισαν τα άλλα μέλη της Συμμαχίας πως ο Πέρσης βασιλεύς ήταν αξιόπιστος σύμμαχος. Τότε, ο Φαρνάβαζος έστειλε τον Κόνωνα στην Αττική με μεγάλος μέρος του περσικού στόλου, για να βοηθήσει τους Αθηναίους στην ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών. Χάρη στη βοήθεια των Περσών, η ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών τελείωσε γρήγορα. Η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα, και κατέλαβε την Σκύρο, την Ίμβρο και τη Λήμνο, όπου επέβαλε καθεστώς κληρουχίας. Το 392 π.Χ. οι Σπαρτιάτες, μετά από αποτυχημένη διάσκεψη για ειρήνη στις Σάρδεις, συμμάχησαν με τους Πέρσες και ο Πέρσης σατράπης Τιρίβαζος φυλάκισε τον Κόνωνα, που βρισκόταν επίσης στη διάσκεψη ως εκπρόσωπος των Αθηναίων, και μολονότι απελευθερώθηκε, πέθανε λίγο αργότερα στην Κύπρο, όπου κατέφυγε, χωρίς να επιστρέψει ποτέ στην Αθήνα.
Ο Ευρυποντίδης βασιλεύς της Σπάρτης Αγησίλαος Β (<άγω > άγησις [= οδήγηση] + λαός = ηγέτης του λαού), ήταν γιος του Αρχίδαμου Β, μικρότερος αδελφός του Άγιδος Β, για τον γιο Λεωτυχίδη του οποίου υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν νόθος γιος του Αλκιβιάδη. Εκμεταλλευόμενος τις φήμες αυτές ο Λύσανδρος προώθησε στο θρόνο της Σπάρτης, αντί του Λεωτυχίδη, τον Αγησίλαο με την προσδοκία να τον έχει υποχείριό του, διότι φαινόταν αφελής, προσηνής και ευπειθής και επιπλέον ισχνός, κοντός στο ανάστημα και χωλός στο ένα πόδι. Απατήθηκε όμως στις προβλέψεις του, διότι ο Αγησίλαος, όπως προαναφέρθηκε, εξουδετέρωσε με έξυπνο τρόπο τις συνωμοτικές του κινήσεις και αναδείχτηκε έξοχος στρατηγός, αφιλοχρήματος, φιλότιμος, αλλά και φιλόδοξος σε βαθμό που τον οδήγησε να αναλάβει δύο υπερπόντιες επιχειρήσεις κατά των Περσών, στη Μ.Ασία και στην Αίγυπτο.
Το 399 ο Αγησίλαος, με την παρακίνηση του Λύσανδρου και με την ευκαιρία της βοήθειας που ζήτησαν οι Ιωνικές πόλεις εναντίον του Αρταξέρξη Β, αποφάσισε μία αξιομνημόνευτη επιχείρηση κατά των Περσών στη Μ.Ασία, που μιμήθηκε τα βήματα του Κλέαρχου πέντε χρόνια νωρίτερα, αλλά και προετοίμασε την ιδέα για την εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου 63 χρόνια αργότερα. Η επιχείρηση άρχισε το 399 π.Χ. όταν ο Δερκυλίδας, Σπαρτιάτης στρατηγός που το 411 ορίστηκε Αρμοστής στην Άβυδο στις ακτές της Προποντίδας, οδήγησε τις σπαρτιατικές δυνάμεις, που πέρασαν από τη Θράκη στη δυτική ακτή της Μ.Ασίας, όπου κατέλαβαν την Βηθυνία και την Αιολία, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας εκστρατείας, η οποία συνεχίστηκε με επίθεση εναντίον του σατράπη της Φρυγίας Φαρνάβαζου, ύστερα από συμμαχία με τους γειτονικούς σατράπες Τισσαφέρνη και Μειδία. Το 396 π.X. ο Αγησίλαος, παροτρυνόμενος και πάλι από τον Λύσανδρο, αντικατάστησε τον Δερκυλίδα, και εκστράτευσε εναντίον των Περσών με σκοπό να απελευθερώσει τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Η πρώτη πόλη που κατέλαβε ήταν η Έφεσος, η οποία πέρασε υπό την κηδεμονία του. Ο σατράπης της Καρίας Τισσαφέρνης του ζήτησε να εγκαταλείψει την Ασία, αλλά ο Αγησίλαος, ξεγελώντας τον, βάδισε προς την Φρυγία, όπου σατράπης ήταν ο Φαρνάβαζος και μετά έφθασε στο Δασκύλειο, όπου όμως αναχαιτίσθηκε από το Περσικό ιππικό και επέστρεψε στην Έφεσο.
Λίγο αργότερα ξεγέλασε πάλι τον Τισσαφέρνη και έφτασε μέχρι τον Πακτωλό ποταμό, όπου νίκησε σε μάχη τους Πέρσες και προχώρησε μέχρι τις Σάρδεις. Ο σατράπης Τισσαφέρνης εκτελέστηκε για τις ήττες στις μάχες κατά του Αγησίλαου και ο διάδοχος του, Τιθραύστης, δωροδόκησε τους Σπαρτιάτες για να κινηθούν προς τα νότια, στη σατραπεία του Φαρνάβαζου. Ανίκανος να νικήσει το στρατό του Αγησίλαου, ο Φαρνάβαζος αποφάσισε πώς η μόνη λύση ήταν να προκαλέσει αναταραχές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ζήτησε από τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο να δωροδοκήσει άλλες πόλεις και να τις πείσει να αρχίσουν πόλεμο κατά της Σπάρτης, έτσι ώστε να αναγκάσει τον Αγησίλαο να επιστρέψει στη Σπάρτη. Ο νέος σατράπης της Καρίας Τιθραύστης έπεισε τον Αγησίλαο να εγκαταλείψει την Καρία, πληρώνοντάς τον με τριάντα τάλαντα. Το 394 π.Χ. ενώ ετοιμαζόταν για την εκστρατεία στα βάθη της Ασίας και είχε κατασκευάσει στόλο με επικεφαλής τον Πείσανδρο τον Λακεδαιμόνιο, του έστειλαν μήνυμα να επιστρέψει πίσω γιατί η Σπάρτη βρισκόταν σε κίνδυνο.
Ο Αγησίλαος, παρά τη θέλησή του να επεκταθεί στην Ασία, αποφάσισε να επιστρέψει και πέρασε μαζί με το στρατό του από τον Ελλήσποντο και συνέχισε την πορεία του δυτικά στη Θράκη. Στο διάστημα αυτό οι Αθηναίοι με τους Θηβαίους συνεργάσθηκαν, αφού πληρώθηκαν από τους Πέρσες, για να επιτεθούν στη Σπάρτη και να αναγκάσουν τον Αγησίλαο να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις στη Μ.Ασία. Επιστρέφοντας από τη Μικρά Ασία, ο Αγησίλαος έφτασε με το στρατό του στην πεδιάδα της Βοιωτίας, όπου τον Αύγουστο του 394 π.Χ. αντιμετώπισε στη Μάχη της Κορώνειας το συνασπισμένο στρατό Θηβαίων και Αθηναίων. Η μάχη ήταν σκληρή και, παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί νίκη των Σπαρτιατών, ήταν οριακή. Μετά τη νίκη στην Κορώνεια, ο Αγησίλαος επέστρεψε στη Σπάρτη.
Το 387 π.Χ. ο Αγησίλαος σύναψε συνθήκη με τους Πέρσες, ζητώντας τους οικονομική βοήθεια και επιτρέποντάς τους να έχουν λόγο στις ελληνικές υποθέσεις. Έστειλε για διαπραγματεύσεις στα Σούσα τον Ανταλκίδα και ο Αρταξέρξης δέχτηκε να βοηθήσει οικονομικά την Σπάρτη, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της περσικής κυριαρχίας στην Μικρά Ασία και Κύπρο, ενώ υποσχέθηκε επιπλέον ότι η Περσία θα κήρυττε πόλεμο στις ελληνικές πόλεις που δεν θα δέχονταν την ειρήνη. Με τη συνθήκη αυτή, επισημοποιήθηκε η υπαγωγή στην Περσία των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, η οποία ουσιαστικά είχε συμβεί οικειοθελώς για τις περισσότερες πόλεις μετά τη Ναυμαχία της Κνίδου το 394. Οι Σπαρτιάτες διατήρησαν την ηγεμονία τους στην κυρίως Ελλάδα, αλλά με τίμημα, από γενικότερη εθνική άποψη, βαρύ, για το οποίο επικρίθηκαν από τις άλλες πόλεις και ιδιαίτερα από τους Αθηναίους, που δεν έχαναν ευκαιρία να υπενθυμίζουν την ειρήνη του Καλλία που υπογράφτηκε 63 χρόνια νωρίτερα (το 450 π.Χ.), με την οποία είχε αντίθετα συμφωνηθεί η αυτονομία των Ιωνικών πόλεων. Στην παρατήρηση κάποιου ότι «οι Σπαρτιάτες μήδισαν», ο Αγησίλαος απάντησε : «πες καλύτερα ότι οι Μήδοι λακωνίζουν».
Μετά τις ήττες των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια, η Σπάρτη βρέθηκε σε δύσκολη θέση, καθώς έχασε τους Πελοποννήσιους συμμάχους της και σημαντικό μέρος της γης που είχε υπό τον έλεγχό της. Την εποχή εκείνη οι περισσότερες δυτικές σατραπείες είχαν επαναστατήσει κατά του μεγάλου βασιλιά και ο τοπικός βασιλεύς της Αιγύπτου Ταχώς υποστήριζε την επανάσταση αυτή. Ο Αγησίλαος έκρινε ότι μπορούσε να επωφεληθεί από τις διενέξεις αυτές και, μολονότι υπερήλικας, έφυγε σε εκστρατεία, επικεφαλής μισθοφορικού στρατού, στην Αίγυπτο. Εκεί ήρθε σε ρήξη με τον Ταχώ και όταν στασίασε ο ανεψιός του Ντεκτεναβός, ο Αγησίλαος τον βοήθησε να επικρατήσει, αλλά μετά αποφάσισε να επανέλθει στη Σπάρτη. Πέθανε σε ηλικία 84 ετών στην Κυρήνη, κατά το ταξίδι της επιστροφής και ο νεκρός του διακομίστηκε στην πατρίδα του από τους συμπολεμιστές του.
Ο Ιφικράτης (<ίφι, ίφιος [=ισχυρός, γενναίος] + κράτος [=δύναμη] = πολύ δυνατός) καταγόταν από πτωχή οικογένεια του δήμου Ραμνούντος. Διακρίθηκε αρχικά στις ναυμαχίες στο Αιγαίο που είχαν ως συνέπεια την μερική αποκατάσταση της αθηναϊκής ναυτικής ισχύος. Έπειτα, ως διοικητής μισθοφορικού σώματος, που οργάνωσε ο στρατηγός Κόνων με περσικά χρήματα (περί τα τέλη του 393 π.Χ.), στάλθηκε στη συμμαχική Κόρινθο για να ενισχύσει την άμυνα τής πόλης εναντίον ενδεχόμενης επίθεσης του λακωνικού συνασπισμού. Το σώμα αυτό ήταν συγκροτημένο κυρίως από ελαφρά οπλισμένους άνδρες, σε μια παραλλαγή των Θρακών πελταστών-ακοντιστών. Οργανώθηκε, εκπαιδεύτηκε και ενεργούσε σύμφωνα με τις ιδέες και απόψεις του διοικητή του. Σύντομα οι «ιφικράτειοι» πελταστές, όπως ονομάστηκαν, θα δικαίωναν τις επιλογές του νεαρού στρατηγού.
Το 392 π.Χ. μέρος των μακρών τειχών της Κορίνθου (που ένωναν την πόλη με το δυτικό λιμάνι της, Λέχαιο) καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες. Λόγω της αντίστασης του Ιφικράτη η Κόρινθος παρέμεινε στα χέρια των δημοκρατικών. Το 391 π.Χ. οι εξόριστοι Κορίνθιοι ολιγαρχικοί, που είχαν καταφύγει στο Λέχαιο, προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο αλλά ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του Ιφικράτη, που αργότερα το ίδιο έτος, κατέλαβε το ίδιο το Λέχαιο και με ορμητήριο την πόλη αυτή επέδραμε κατά των περιοχών της Φλειούντας, Σικυώνος και Αρκαδίας. Οι δύο πρώτες πόλεις που επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν τους πελταστές του Ιφικράτους υπέστησαν διαδοχικά συντριπτικές ήττες, με αποτέλεσμα οι φημισμένοι Αρκάδες πολεμιστές να μην τολμήσουν να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς τους που ανενόχλητοι λεηλάτησαν την χώρα τους. Οι πελταστές είχαν ήδη αρχίσει να αποκτούν φήμη, όπως και ο αρχηγός τους, τόσο λόγω των εντυπωσιακών νικών που πέτυχαν όσο και των ελάχιστων απωλειών τους.
Οι επιτυχίες αυτές αύξησαν την αθηναϊκή δύναμη και επιρροή και ανησύχησαν τους Σπαρτιάτες οι οποίοι αντέδρασαν πιο δυναμικά στέλνοντας τον βασιλιά τους Αγησίλαο Β΄ με στρατό και στόλο. Ο τελευταίος πραγματοποίησε δύο εκστρατείες στην περιοχή της Κορίνθου κατά τα έτη 391 και 390 π.Χ. καταλαμβάνοντας αρκετές θέσεις και οικισμούς γύρω από την Κόρινθο, μεταξύ των οποίων και το Λέχαιο. Η επικράτηση του Αγησίλαου φαινόταν αδιαμφισβήτητη και οι Βοιωτοί, σύμμαχοι των Αθηναίων, έσπευσαν να ζητήσουν ειρήνη. Όμως οι πελταστές του Ιφικράτη κατατρόπωσαν στη Μάχη του Λέχαιου (391 π.Χ.) μία σπαρτιατική μόρα 600 ανδρών προκαλώντας απώλειες 250 νεκρών και αγνώστου αριθμού τραυματιών. Η μόρα αυτή επέστρεφε από την Σικυώνα στο Λέχαιο αφού πρώτα είχε συνοδεύσει κάποιους κατοίκους των Αμυκλών, που πήγαιναν στην πατρίδα τους για να συμμετάσχουν σε μια τοπική γιορτή. Ο Ιφικράτης και ο Καλλίας παρατήρησαν ότι η μόρα δεν είχε «ψιλούς», ούτε επαρκή κάλυψη ιππικού και αποφάσισαν να την προσβάλουν με τους ευκίνητους πελταστές. Ο Καλλίας με τους οπλίτες του έμεινε κοντά στην Κόρινθο ως εφεδρεία που τελικά δεν χρειάστηκε. Οι πελταστές με αλλεπάλληλες προσβολές και υποχωρήσεις κατάφεραν να αποσυντονίσουν και να καταπονήσουν τους πιο δυσκίνητους αντιπάλους, που τελικά υποχώρησαν άτακτα προς το Λέχαιο.
Η αναπάντεχη ήττα αλλά και το μέγεθος της συμφοράς των μέχρι τότε αήττητων Σπαρτιατών προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην Ελλάδα και ιδιαίτερα μεταξύ των Λακεδαιμονίων βαθύ πένθος, κλονίζοντας σοβαρά το κύρος της σπαρτιατικής στρατιωτικής ισχύος. Μάλιστα, ο Αγησίλαος επιστρέφοντας στην Σπάρτη μετά το συμβάν, φρόντισε ώστε ο στρατός του να μπαίνει στις πόλεις, όπου επρόκειτο να διανυκτερεύσει, αφού νυχτώσει και να βγαίνει από αυτές όσο το δυνατόν νωρίτερα το πρωί, ενώ στην Μαντίνεια δεν διανυκτέρευσε καν, αλλά τη διέσχισε μέσα στη νύχτα για να μην δουν οι στρατιώτες του τους Μαντινείς να χαίρονται από την ήττα των Σπαρτιατών. Οι περισσότερες από τις θέσεις που είχε καταλάβει ο Αγησίλαος ανακαταλήφθηκαν από τον Ιφικράτη εκτός από το Λέχαιο, αλλά σύντομα ο Ιφικράτης ανακλήθηκε στην Αθήνα καθώς κάποιες πρωτοβουλίες του δεν άρεσαν στους συμμάχους και κυρίως στους Αργείους. Τη θέση του πήρε ο στρατηγός Χαβρίας επικεφαλής άλλου μισθοφορικού τμήματος.
Το 388 π.Χ. ο Ιφικράτης στάλθηκε με οχτώ τριήρεις και 1.200 πελταστές στον Ελλήσποντο εναντίον του σπαρτιατικού στόλου και των συμμάχων του. Οι περισσότεροι των πολεμιστών του ήταν παλαίμαχοι των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους κατατρόπωσε πάλι με τέχνασμα τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, Αβυδινούς υπό τον Αναξίβιο ο οποίος έπεσε στη μάχη. Με τις επόμενες επιχειρήσεις στον Ελλήσποντο, φάνηκε ότι η αθηναϊκή ισχύς θα μπορούσε να αποκατασταθεί πλήρως στην περιοχή, αλλά το επόμενο έτος ο Ιφικράτης και άλλοι τέσσερις Αθηναίοι στρατηγοί παραπλανήθηκαν από τον Σπαρτιάτη Ανταλκίδα και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν στα πλαίσια της Ανταλκίδειου Ειρήνης, 387 π.Χ.
Με την λήξη του Κορινθιακού Πολέμου, ο Ιφικράτης δεν επέστρεψε στην Αθήνα αλλά μετέβη με τους πελταστές του στη Θράκη όπου υπήρχαν πολλές ευκαιρίες πλουτισμού και διάκρισης για έναν έμπειρο στρατιωτικό ηγέτη, λόγω της αστάθειας που επικρατούσε στην περιοχή. Αρχικά πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Σεύθη Β΄, βασιλιά του ισχυρού φύλου των Οδρυσών Θρακών και έπειτα στον διάδοχό του, Εβρυζέλμη (390-384). Σύντομα όμως εγκατέλειψε τον τελευταίο και τάχθηκε με τον αντίπαλό του, Κότυ Α' (384 π.Χ.-359 π.Χ.). Με αρχιστράτηγο τον Ιφικράτη οι δυνάμεις του Κότυος νίκησαν τον Εβρυζέλμη (385 π.Χ.) και στη συνέχεια ένωσαν τους Οδρύσες Θράκες υπό το σκήπτρο του νέου βασιλιά τους, δημιουργώντας ένα ισχυρό κράτος από τον Έβρο ποταμό μέχρι την Οδησσό. Ως ανταμοιβή, ο Αθηναίος στρατηγός έλαβε μια κόρη του εργοδότη του ως σύζυγο και τις πόλεις Δρυ και Άντισσα του θρακικού βασιλείου (382 π.Χ.).
Ο Ιφικράτης δεν έμεινε πολύ στη Θράκη. Το χειμώνα του 380/379 π.Χ. ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου συνέπραξε με τους Πέρσες εναντίον των επαναστατημένων Αιγυπτίων. Αν και η Αθήνα αρχικά είχε ταχθεί με το μέρος των εξεγερθέντων, στην πορεία άλλαξε πολιτική, για να μην δυσαρεστήσει περισσότερο του Πέρσες και ανακάλεσε τον στρατηγό Χαβρία που βοηθούσε τους Αιγυπτίους. Επίσης ενέκρινε την απόφαση του Ιφικράτους και έτσι αυτός ενεργούσε πλέον ως εντολοδόχος της πατρίδας του. Μέχρι το 373 π.Χ. υπηρέτησε στο μέτωπο αυτό ως αρχηγός δύναμης μισθοφόρων 12.000 – 20.000 ανδρών, συμβάλλοντας σε σημαντικό βαθμό στον περιορισμό των επαναστατών. Όμως παρά τις επιτυχίες του, ήρθε σε ρήξη με τον Φαρνάβαζο, αρχηγό των περσικών στρατευμάτων, και για να μην χρεωθεί την αποτυχία των επιχειρήσεων, έφυγε κρυφά και επέστρεψε στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ στην μητροπολιτική Ελλάδα μαίνονταν οι εμφύλιες συγκρούσεις χωρίς κάποια παράταξη να μπορέσει να πάρει ουσιαστικό προβάδισμα. Η ισχύς της Σπάρτης, που μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη φαινόταν αδιαμφισβήτητη, δέχτηκε ανεπανόρθωτα πλήγματα με την ανεξαρτητοποίηση και την άνοδο της Θήβας (378 π.Χ.) και την ίδρυση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας (377 π.Χ.). Το 375 π.Χ. συνάφθηκε για πολλοστή φορά ειρήνη, η οποία σύντομα παραβιάστηκε και από τις δυο πλευρές. Το 373 ο αθηναϊκός δήμος ανέθεσε στον στρατηγό Τιμόθεο Κόνωνος την προστασία και ενίσχυση των συμμάχων τους στο Ιόνιο. Δεν διέθεσε όμως τα ανάλογα οικονομικά μέσα στον στρατηγό με συνέπεια αυτός να κωλυσιεργεί προσπαθώντας να βρει τους απαραίτητους πόρους. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Τιμοθέου, Ιφικράτης (που μόλις είχε επιστρέψει μετά την πολυετή απουσία του) και Καλλίστρατος εκμεταλλεύτηκαν την δυσφορία των Αθηναίων και πέτυχαν την καθαίρεση του Τιμοθέου αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την αρχηγία της εκστρατείας. Ο Ιφικράτης και ο Καλλίστρατος ήταν πλέον οι ισχυρότεροι άνδρες του «κλεινού άστεως» και έτσι ο Ιφικράτης επιδόθηκε με ζήλο στην οργάνωση της εκστρατείας στο Ιόνιο. Συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό πλοίων (70) και κατευθύνθηκε χωρίς καθυστέρηση προς την Κέρκυρα, η οποία πολιορκούνταν από τον Σπαρτιάτη Μνάσιππο. Κατά τη διάρκεια του περίπλου της Πελοποννήσου υπέβαλε τα πληρώματά του σε εντατικές ασκήσεις, όπως ελιγμούς, ασκήσεις ταχύτητας κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε την συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα αλλά και επιπλέον εκπαίδευση των ναυτών του χωρίς να καθυστερήσει. Εν τω μεταξύ ο Μνάσιππος σκοτώθηκε στις συγκρούσεις έξω από την πολιορκούμενη Κέρκυρα και ο στρατός του επιβιβάστηκε άτακτα στα πλοία και έφυγε. Όταν ο Ιφικράτης έφτασε στην Κέρκυρα έμαθε ότι πλησίαζε στόλος των Συρακούσιων για ενίσχυση των Σπαρτιατών. Αφού μελέτησε καλά την περιοχή ο Αθηναίος στρατηγός κατάφερε να αιχμαλωτίσει το σύνολο των εχθρικών πλοίων. Στα πλοία αυτά ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος είχε φορτώσει και πλούσια αναθήματα για τα ιερά των Δελφών και της Ολυμπίας. Ο Ιφικράτης αφαίρεσε τα αναθήματα και εισέπραξε 60 τάλαντα από την εκποίησή τους, με το οποίο πλήρωσε μέρος των εξόδων της εκστρατείας. Επίσης φορολόγησε τις πόλεις της Κεφαλονιάς, την οποία είχε κυριεύσει κατά τον πλου προς την Κέρκυρα, ενώ επέβαλε στους ναύτες του υποχρεωτική επ’ αμοιβή εργασία στους αγρούς των Κερκυραίων καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα για την καταβολή των μισθών. Παράλληλα, αποβιβάστηκε με τους πελταστές του στην Ακαρνανία και βοήθησε τις εκεί συμμαχικές πόλεις. Ο στόλος του τώρα αριθμούσε 90 πλοία αφού είχε ενωθεί μαζί του και ο στόλος των Κερκυραίων. Όμως τα έξοδα ήταν μεγάλα και ο Ιφικράτης έθεσε στην Εκκλησία του Δήμου το δίλημμα είτε να βρει πόρους για τη συνέχιση των επιχειρήσεων είτε να κλείσει ειρήνη με την Σπάρτη. Η Αθήνα επέλεξε την δεύτερη λύση. Ήθελε να διατηρήσει τα κέρδη που είχε αποκομίσει μέχρι στιγμής, ενώ ανησυχούσε για την αυξανόμενη δύναμη των Θηβαίων οι οποίοι συμμετέχοντας μόνον περιστασιακά στις συγκρούσεις ήταν οι ουσιαστικώς κερδισμένοι. Με την υπογραφή της ειρήνης, ο Ιφικράτης ανακλήθηκε από το Ιόνιο (371 π.Χ.).
Η Αθήνα και η Σπάρτη θεωρώντας πλέον ως κοινό κίνδυνο τη Θήβα ανέπτυξαν στενές σχέσεις. Το ίδιο έγινε στη Μάχη των Λεύκτρων στην οποία ο θηβαϊκός στρατός υπό τον Επαμεινώνδα συνέτριψε του Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους. Έπειτα εκστράτευσε στην Πελοπόννησο όπου αποδυνάμωσε περαιτέρω τους Σπαρτιάτες. Οι Αθηναίοι τότε ψήφισαν γενική επιστράτευση και έθεσαν τον Ιφικράτη επικεφαλής του στρατού. Ο τελευταίος κατέλαβε τα περάσματα του Ισθμού με σκοπό να αποκόψει την οδό επιστροφής των Θηβαίων. Ο Επαμεινώνδας όμως κατάφερε με τέχνασμα να αποφύγει τον αθηναϊκό στρατό και να επιστρέψει στην Θήβα χωρίς απώλειες.
Το 368 π.Χ. ο Ιφικράτης στάλθηκε στην Χαλκιδική, οι πόλεις της οποίας είχαν αποστατήσει από την Β Αθηναϊκή Συμμαχία και είχαν συμμαχήσει με την Αμφίπολη. Ο Ιφικράτης επέκτεινε την επιρροή της Αθήνας στο Μακεδονικό βασίλειο (ήταν προσωπικός φίλος της βασίλισσας Ευρυδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β) αλλά απέτυχε να καταλάβει την Αμφίπολη, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες. Έτσι το 365 π.Χ. καθαιρέθηκε και την θέση του έλαβε ο πολιτικός του αντίπαλος Τιμόθεος. Δυσαρεστημένος από αυτήν την εξέλιξη ο Ιφικράτης πήγε ξανά στην Θράκη όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον βασιλιά Κότυ εναντίον της πατρίδας του. Κυρίευσε την Σηστό στον Ελλήσποντο, αθηναϊκή κτήση, αλλά όταν ο Κότυς θέλησε να καταλάβει και τις υπόλοιπες αθηναϊκές κτήσεις της περιοχής, ο Ιφικράτης τον εγκατάλειψε και γύρισε στην Αθήνα, μη θέλοντας να προκαλέσει και άλλο κακό στην πατρίδα του.
Εκεί κατάφερε να ανακτήσει την προηγούμενη πολιτική του επιρροή και θέση, παρά τις ενέργειές του στην Θράκη. Μάλιστα συμφιλιώθηκε με τον παλιό αντίζηλό του, Τιμόθεο και μαζί κυριάρχησαν για κάποιο διάστημα στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Επόμενη ενέργεια του Ιφικράτους ήταν η εκστρατεία στο Βυζάντιο μαζί με τον γιο του και τον Τιμόθεο, προς ενίσχυση του στρατηγού Χάρητα, ο οποίος αγωνιζόταν εναντίον των αποστατών συμμάχων της Αθήνας. Όμως η εκστρατεία δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά τις μεγάλες δυνάμεις που κινητοποίησε η Αθήνα (120 τριήρεις, ο μεγαλύτερος στόλος μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών). Αφού επανέφεραν στη συμμαχία κάποιες πόλεις, ο στόλος των Ιφικράτους και Τιμοθέου ενώθηκε με τις δυνάμεις του Χάρητα, κοντά στην Χίο. Όμως λόγω θαλασσοταραχής στην περιοχή, οι Ιφικράτης και Τιμόθεος δίστασαν να εμπλακούν με τον αντίπαλο στόλο. Ο Χάρης τους κατηγόρησε ως προδότες και έσπευσε μόνος του να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους. Όπως ήταν αναμενόμενο, ηττήθηκε. Όταν επέστρεψαν στην Αθήνα, ο Χάρης κατηγόρησε τους συστράτηγούς του ως προδότες. Τελικά μετά από δίκη, ο Ιφικράτης και ο γιος του Μενεσθέας αθωώθηκαν, ενώ στον Τιμόθεο επιβλήθηκε πρόστιμο (355 π.Χ.). Με τα γεγονότα αυτά, ο Ιφικράτης έχασε την πολιτική του επιρροή και οι πηγές δεν ξανακάνουν λόγο γι’ αυτόν. Άγνωστος παραμένει και ο ακριβής χρόνος του θανάτου του. Συνήθως τοποθετείται περί το 350 π.Χ. ή λίγο αργότερα.
Αξιοποιώντας τα διδάγματα του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Ιφικράτης εισήγαγε σημαντικές καινοτομίες στον οπλισμό των στρατιωτών, την εκπαίδευση και τις τακτικές μάχης. Εισήγαγε έναν νέο τύπο πεζικού, τους πελταστές, που εξοπλίστηκαν με ακόντιο διπλάσιου μήκους και ξίφος μεγαλύτερο των αντίστοιχων κλασσικών, ελαφρύ θώρακα από λινό ή δέρμα, ενώ για ασπίδα υιοθετήθηκε η «πέλτη» των Θρακών, πολύ ελαφρύτερη της οπλιτικής, ενώ και οι χάλκινες περικνημίδες αντικαταστάθηκαν με δερμάτινα υποδήματα, που ήταν ελαφρύτερα, πρακτικά και πιο εύχρηστα. Σε τακτικό επίπεδο οι «ιφικράτειοι» πελταστές ακολουθούσαν τακτικές «καταδρομών» με διαδοχικές προσβολές και υπαναχωρήσεις, που συνήθως είχαν ως αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό και τελικά την καταστροφή της αντίπαλης παράταξης, ενώ η μείωση του βαρέως οπλισμού τους έδινε τη δυνατότητα μεταφοράς περισσότερων προμηθειών, και έτσι μπορούσαν να πραγματοποιούν μεγαλύτερες πορείες και σε δύσβατο έδαφος, γεγονός που πολλές φορές τούς έδινε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού..
Ο Ιφικράτης, καταφέρνοντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις επαγγελματισμού που έθετε η ταραχώδης και ασταθής εποχή στην οποία έζησε, υπήρξε ένας από τους τρεις κορυφαίους και ευφυέστερους στρατιωτικούς του 4ου αιώνα π.Χ. ακολουθούμενος χρονολογικά από τον Επαμεινώνδα και τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Η προσωπικότητα και τα επιτεύγματά του ενέπνευσαν το σεβασμό και την αναγνώριση στους συμπολίτες του και σε μεταγενέστερους μελετητές της εποχής του.
Στον Κορινθιακό Πόλεμο που κράτησε από το 395 μέχρι το 387 π.Χ, αντίπαλοι ήταν η Σπάρτη και οι σύμμαχοι της από τη μια πλευρά, και η Αθήνα, το Άργος, η Κόρινθος, η Θήβα και η Περσία από την άλλη. Αιτία του πολέμου ήταν η εχθρότητα που δημιουργήθηκε απέναντι στη Σπάρτη, «μετά την επέκταση της ηγεμονίας της στη Μικρά Ασία, στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ακόμα και στη Δύση». Άμεση αφορμή του πολέμου ήταν μια τοπική σύγκρουση μεταξύ της Σπάρτης και της Θήβας στην Στερεά Ελλάδα. Ο πόλεμος διεξάχθηκε σε δύο μέτωπα, στην Κόρινθο και στη Θήβα (χερσαίο μέτωπο) και στο Αιγαίο Πέλαγος (θαλάσσιο μέτωπο).
Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και η Περσική Αυτοκρατορία έγιναν σύμμαχοι των Λακεδαιμόνιων, ενώ αρκετά νησιά του Αιγαίου Πέλαγους υποτάχθηκαν στη Σπάρτη. Η συνεργασία με τη Δηλιακή (ή Α΄Αθηναϊκή) Συμμαχία άρχισε να καταρρέει όταν, το 402 π.Χ, η Κόρινθος και η Θήβα αρνήθηκαν να βοηθήσουν τη Σπάρτη να καταλάβει την Ήλιδα και στη συνέχεια, η Θήβα, η Κόρινθος και η Αθήνα αρνήθηκαν να βοηθήσουν τη Σπάρτη στην εκστρατεία της κατά των Περσών στην Ιωνία το 398 π.Χ, ενώ οι Θηβαίοι έφτασαν στο σημείο να διαταράξουν μια θυσία του βασιλιά Αγησίλαου Β', πριν την αναχώρησή του. Παρά την απουσία των συμμάχων της, η Σπάρτη νίκησε τους Πέρσες στη Λυδία και έφτασε μέχρι τις Σάρδεις. Ο σατράπης Τισσαφέρνης εκτελέστηκε για τις ήττες στις μάχες κατά του Αγησίλαου και ο διάδοχος του, Τιθραύστης, δωροδόκησε τους Σπαρτιάτες για να κινηθούν προς τα νότια, στη σατραπεία του Φαρνάβαζου. Ανίκανος να νικήσει το στρατό του Αγησίλαου, ο Φαρνάβαζος αποφάσισε πώς η μόνη λύση ήταν να προκαλέσει αναταραχές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ζήτησε από τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο να δωροδοκήσει άλλες πόλεις και να τις πείσει να αρχίσουν πόλεμο κατά της Σπάρτης, έτσι ώστε να αναγκάσει τον Αγησίλαο να επιστρέψει στη Σπάρτη. Ο Τιμοκράτης επισκέφθηκε την Αθήνα, τη Θήβα, την Κόρινθο και το Άργος και έπεισε τους τοπικούς άρχοντες να δημιουργήσουν αντι-σπαρτιατική συμμαχία.
Απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν άμεσα τους Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι έπεισαν του Οπούντιους Λοκρούς να συλλέξουν φόρους από μια περιοχή που διεκδικούσαν μαζί με τη Φωκίδα, ώστε να προκαλέσουν την αντίδραση των Φωκέων. Ως απάντηση, οι Φωκαείς εισέβαλλαν στη Λοκρίδα και κατέλαβαν τα εδάφη της. Οι Λοκροί ζήτησαν τη βοήθεια της Θήβας, η οποία εισέβαλλε στη Φωκίδα, που ζήτησε βοήθεια από την Σπάρτη, η οποία διέταξε γενική κινητοποίηση, ενώ οι Θηβαίοι έστειλαν πρεσβεία στους Αθηναίους, ζητώντας βοήθεια, αίτημα που έγινε δεκτό. Έτσι συστάθηκε συμμαχία μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών.
Οι Σπαρτιάτες σχεδίαζαν να επιτεθούν στην Αλίαρτο, με 2 στρατούς, έναν υπό την ηγεσία του Λύσανδρου και έναν υπό την ηγεσία του Παυσανία. Ο Λύσανδρος, ο οποίος έφθασε νωρίτερα από τον Παυσανία, κατέλαβε τον Ορχομενό, και κατευθύνθηκε στην Αλίαρτο. Εκεί, στη Μάχη της Αλιάρτου σκοτώθηκε, αφού με το άλογό του έφθασε ως τα τείχη της πόλης. Στην ίδια μάχη, αρχικά οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν, αλλά αργότερα νίκησαν ένα τμήμα στρατού των Θηβαίων. Ο Παυσανίας, ο οποίος έφθασε την επόμενη της μάχης, συνέλεξε τους νεκρούς και γύρισε στη Σπάρτη. Εκεί καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί δεν πρόλαβε να βοηθήσει εγκαίρως τον Λύσανδρο, αλλά πρόλαβε να διαφύγει στην Τεγέα, πριν εκτελεστεί η ποινή του.
Μετά από αυτές τις συγκρούσεις, οι Σπαρτιάτες και οι αντίπαλοί τους άρχισαν την προετοιμασία για τις αναμενόμενες σκληρές μάχες. Στα τέλη του 395 π.Χ, η Κόρινθος και το Άργος αποφάσισαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο ως σύμμαχοι των Αθηνών και των Θηβαίων. Οι σύμμαχοι συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο, και αργότερα έστειλαν απεσταλμένους σε άλλες πόλεις-κράτη, ζητώντας την υποστήριξή τους. Ανήσυχοι από αυτές τις εξελίξεις, οι Σπαρτιάτες ετοίμαζαν να στείλουν το στρατό τους στις περιοχές των νέων συμμάχων της Αθήνας, και διέταξαν τον Αγησίλαο να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα.
Μετά τη νίκη της Θήβας κατά της Φωκίδας, οι σύμμαχοι της Αθήνας μετέφεραν μεγάλο μέρος του στρατού τους στην Κόρινθο. Μια μεγάλη ομάδα ανδρών στάλθηκε από την Σπάρτη για να σταματήσει τον αντίπαλο στρατό και οι δύο πλευρές συναντήθηκαν στον ποταμό Νεμέα, στην Κόρινθο. Μετά από σκληρή μάχη, στην οποία σκοτώθηκαν 2800 στρατιώτες των συμμάχων και 1100 Λακεδαιμόνιοι, οι Σπαρτιάτες αναδείχτηκαν νικητές..
Η επόμενη σημαντική σύγκρουση του πολέμου διεξάχθηκε στη θάλασσα, με αντίπαλους τους Πέρσες και τους Σπαρτιάτες. Αφού έλαβε και πλοία από νησιά του Αιγαίου, ο Αγησίλαος είχε στη διάθεση του 120 τριήρεις, υπό τον γαμπρό του, Πείσανδρο, ο οποίος πρώτη φορά αναλάμβανε τέτοιου είδους διοίκηση. Οι Πέρσες είχαν τη στήριξη του στόλου των Φοίνικων, της Κιλικίας και της Κύπρου, υπό την ηγεσία του Αθηναίου ναύαρχου Κόνωνα, ο οποίος είχε καταλάβει τη Ρόδο το 396 π.Χ. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στην Κνίδο. Η ναυμαχία είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη των Περσών και την κατάληψη της Ιωνίας. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Πέρσες δεν κατάφεραν να καταλάβουν την Άβυδο και την Σηστό.
Παράλληλα, ο στρατός του Αγησίλαου, μετά την απόκρουση της επίθεσης από τους Θεσσαλούς, έφθασε στη Βοιωτία, όπου συνάντησε το στρατό των αντιπάλων του. Ο στρατός του Αγησίλαου που ερχόταν από την Ασία αποτελείτο κυρίως από νεοδαμώδεις είλωτες και από το στρατό των Μυρίων. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην Κορώνεια, η οποία ήταν στην κατοχή της Θήβας. Παρά την αντίσταση των Θηβαίων, οι σύμμαχοί τους ηττήθηκαν και η μάχη έληξε με νικητές τους Σπαρτιάτες. Μετά τη νίκη στην Κορώνεια, ο Αγησίλαος επέστρεψε στη Σπάρτη.
Με τα γεγονότα μέχρι το 394 π.Χ, οι Σπαρτιάτες, παρά τις αποτυχίες στο θαλάσσιο τομέα, είχαν την υπεροχή στο χερσαίο μέτωπο. Οι σύμμαχοι της Αθήνας είχαν δεχτεί πολλές ήττες στο χερσαίο μέτωπο, αλλά οι Σπαρτιάτες δεν κατάφεραν να επεκταθούν μέχρι την κεντρική Ελλάδα. Τα επόμενα χρόνια, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο ή το Άργος. Παράλληλα οι σύμμαχοι της Αθήνας ενώθηκαν και συνέχισαν τον πόλεμο κατά της Σπάρτης, ενώ η Αθήνα και η Θήβα κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν κάποια εδάφη τους από τη Σπάρτη.
Το 393 π.Χ, ο Κόνων και ο Φαρνάβαζος έπλευσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου επέδραμαν στην ακτή της Λακωνίας και κατέλαβαν τα Κύθηρα, όπου άφησαν στρατιωτικό τμήμα με Αθηναίο διοικητή. Στη συνέχεια, έπλευσαν στην Κόρινθο, όπου έπεισαν τα άλλα μέλη της Συμμαχίας πως ο Πέρσης βασιλεύς ήταν αξιόπιστος σύμμαχος. Τότε, ο Φαρνάβαζος έστειλε τον Κόνωνα στην Αττική με μεγάλος μέρος του περσικού στόλου, για να βοηθήσει τους Αθηναίους στην ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών. Χάρη στη βοήθεια των Περσών, η ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών τελείωσε γρήγορα. Η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα, και κατέλαβε την Σκύρο, την Ίμβρο και τη Λήμνο, όπου επέβαλε καθεστώς κληρουχίας.
Την ίδια ώρα, στην Κόρινθο διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του δημοκρατικού και του ολιγαρχικού κόμματος. Οι δημοκρατικοί, οι οποίοι έλαβαν στήριξη από το Άργος, επιτέθηκαν στους αντιπάλους τους και τους έδιωξαν από την πόλη. Οι ολιγαρχικοί ζήτησαν την προστασία των Σπαρτιατών, ενώ οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί συμμάχησαν με τους δημοκρατικούς. Σε μια νυχτερινή επίθεση, οι Σπαρτιάτες και οι ολιγαρχικοί κατέλαβαν το Λέχαιο, το λιμάνι της πόλης στον Κορινθιακό Κόλπο. Την επόμενη, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το Λέχαιο, αλλά αναχαιτίστηκαν και αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή.
Το 392 π.Χ, οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Ανταλκίδα στον σατράπη Τιρίβαζο, με την ελπίδα ότι οι Πέρσες θα διακόψουν την ανοικοδόμηση της Αθήνας και θα σταματήσουν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά των Ελλήνων. Οι Αθηναίοι, όταν έμαθαν για την αποστολή του Ανταλκίδα στην Περσία, έστειλαν τον Κόνωνα μαζί με άλλους στρατιωτικούς για να παρουσιάσουν τις προτάσεις των Αθηναίων στους Πέρσες, κάτι που έπραξαν και οι σύμμαχοί τους. Στη διάσκεψη, οι Σπαρτιάτες πρότειναν ειρήνη με τον όρο να γίνουν όλες οι πόλεις-κράτη ανεξάρτητες. Αυτό όμως δεν έγινε αποδεκτό από τους συμμάχους της Αθήνας καθώς οι Αθηναίοι ήθελαν τον έλεγχο του Αιγαίου, οι Θηβαίοι ήθελαν να ηγεμονεύουν στη Βοιωτία, ενώ το Άργος ήθελε να ενωθεί με την Κόρινθο και να αναλάβει τη διοίκηση της πόλης. Η προσπάθεια για ειρήνη απέτυχε. Ο Κόνων συνελήφθη καθώς ταυτόχρονα ο Τιρίβαζος με μυστικό τρόπο εφοδίαζε τους Σπαρτιάτες με όπλα. Τελικά ο Κόνων κατάφερε να δραπετεύσει στην Κύπρο, αλλά πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Τον ίδιο χρόνο, διεξήχθη ακόμα μια διάσκεψη στη Σπάρτη, αλλά οι όροι των Σπαρτιατών δεν έγιναν δεκτοί από τους Αθηναίους.
Μετά την αποτυχημένη διάσκεψη στην Περσία, ο Τιρίβαζος επέστρεψε στα Σούσα, και ο στρατηγός Στρούθας ανέλαβε τη διοίκηση. Ο Στρούθας άσκησε αντισπαρτιατική πολιτική και ανάγκασε τον αρχηγό τους, Θίβρωνα, να του επιτεθεί. Παρά την αρχική του επιτυχία, ο Θίβρων και αρκετοί στρατιώτες του σκοτώθηκαν αργότερα από τους στρατιώτες του Στρούθα. Τη διοίκηση των Σπαρτιατών στην Ασία ανέλαβε ο Διφρίδας, ο οποίος σημείωσε αρκετές επιτυχίες και αιχμαλώτισε τον γαμπρό του Στρούθα, χωρίς όμως σημαντική επιδραση στο αποτέλεσμα του πολέμου.
Στην Κόρινθο, οι δημοκρατικοί συνέχιζαν να ελέγχουν την πόλη, όταν οι ολιγαρχικοί και οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν το Λέχαιο, και από εκεί επιτέθηκαν στην ύπαιθρο της Κορίνθου. Το 391 π.Χ, ο Αγησίλαος επιτέθηκε στην πόλη. Η επίθεση του τελείωσε επιτυχώς, αφού κατέλαβε αρκετές αμυντικές θέσεις των αντιπάλων, καθώς επίσης αιχμαλώτισε αρκετούς στρατιώτες και ψαράδες. Όσο ο Αγησίλαος μαζί με το στρατό του βρισκόταν στο στρατόπεδο, ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης, μαζί με ένα σώμα πελταστών, κατευθύνθηκε στο Λέχαιο, όπου σε μια μάχη νίκησε τους Σπαρτιάτες. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Ιφικράτης μαζί με τους πελταστές του αποδεκάτισε τη σπαρτιατική φάλαγγα και ανάγκασε τους Σπαρτιάτες που απέμειναν να υποχωρήσουν. Μετά τη μάχη, ο Αγησίλαος επέστρεψε στη Σπάρτη, ενώ ο Ιφικράτης συνέχισε την επίθεση κατά των θέσεων των Σπαρτιατών στην Κόρινθο και ανακατέλαβε τις περιοχές, τις οποίες εκείνοι είχαν καταλάβει. Επιτέθηκε επίσης στον Φλειούντα τον οποίο κατέλαβε και δήωσε την Αρκαδία της οποίας οι κάτοικοι αρνήθηκαν να συμμαχήσουν μαζί του. Μετά από αυτή τη νίκη, στρατός από το Άργος ήρθε στην Κόρινθο και κατέλαβε την ακρόπολή της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική ένωση των δύο πόλεων.
Μετά τις νίκες του Ιφικράτη στην Κόρινθο, δεν διεξάχθηκαν άλλες σημαντικές μάχες στην περιοχή, αφού ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ο Αγησίλαος έκανε επιτυχείς επιδρομές σε περιοχές του Άργους, το 391 π.Χ, και διεξήγαγε δύο σημαντικές εκστρατείες πριν το τέλος του πολέμου. Στην πρώτη εκστρατεία, το 389 π.Χ, οι Σπαρτιάτες πέρασαν τον Κορινθιακό Κόλπο για να επιτεθούν στην Ακαρνανία, σύμμαχο της Αθήνας. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να νικήσουν τους Ακαρνάνες, οι οποίοι σε μια μάχη έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους. Τον επόμενο χρόνο, οι Ακαρνάνες υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης με τους Σπαρτιάτες, για να αποφύγουν μελλοντικές επιθέσεις.
Το 388 π.Χ, ο Αγησίπολις Α΄, γιος και διάδοχος του Παυσανία, επιτέθηκε στο Άργος, όπου αφού δεν συνάντησε αντίσταση, κατέλαβε την περιοχή, αλλά αργότερα αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Σπάρτη.
Μετά την ήττα στην Κνίδο, οι Σπαρτιάτες άρχισαν την επανασύσταση του στόλου τους και, σε μια σύγκρουση με τον κορινθιακό στόλο, νίκησαν και πήραν υπό την κατοχή τους τον Κόλπο της Κορίνθου, το 392 π.Χ. Μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής προσπάθειας του 392 π.Χ., οι Σπαρτιάτες έστειλαν ένα μικρό σώμα στρατού υπό την ηγεσία του ναύαρχου Εκδίκου στο Αιγαίο με διαταγή να βοηθήσει τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι εξορίστηκαν από τη Ρόδο. Ο Έκδικος έφθασε στη Ρόδο, όπου είδε πώς οι δημοκρατικοί διέθεταν μεγαλύτερο στόλο από τον δικό του. Τότε οι Σπαρτιάτες έφεραν ως ενισχύσεις στόλο από τον Κορινθιακό Κόλπο, υπό την ηγεσία του Τελευτία. Αφού παρέλαβε και άλλο στόλο στη Σάμο, ο Τελευτίας ανέλαβε τη διοίκηση στην Κνίδο και άρχισε τις επιθέσεις κατά της Ρόδου.
Θορυβημένοι από τις επιτυχίες των Σπαρτιατών στο θαλάσσιο μέτωπο, οι Αθηναίοι έστειλαν ένα στόλο από 40 τριήρεις, υπό την ηγεσία του Θρασύβουλου. Εκείνος, κρίνοντας ότι θα κέρδιζε περισσότερα αν αντιμετώπιζε το σπαρτιατικό στόλο εκεί όπου δεν θα είχε πλεονέκτημα, έπλευσε στον Ελλήσποντο. Εκεί, νίκησε σε πολλές μάχες και κατέλαβε αρκετά σημαντικές, για την Αθήνα, περιοχές, συμπεριλαμβανομένου και του Βυζαντίου. Αργότερα, κατευθύνθηκε στη Λέσβο, όπου χάρη στη βοήθεια του στρατού της Μυτιλήνης, νίκησε το σπαρτιατικό στρατό και κατέλαβε αρκετές πόλεις. Αλλά ο Θρασύβουλος πέθανε, καθώς βρισκόταν στη Λέσβο.
Μετά από αυτό, οι Σπαρτιάτες έστειλαν νέο διοικητή, τον Αναξίβιο, στην Άβυδο, ο οποίος αρχικά νίκησε τον Φαρνάβαζο σε αρκετές συγκρούσεις και κατέστρεψε μεγάλο αριθμό εμπορικών πλοίων. Μετά από αυτές τις ήττες, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Ιφικράτη στην περιοχή, για να αντιμετωπίσει τον Αναξίβιο. Για αρκετό διάστημα, οι δύο στρατοί έκαναν επιθέσεις σε περιοχές που κατείχε ο αντίπαλος, αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιφικράτης μάντεψε την πορεία του Αναξίβιου, και του έστησε ενέδρα. Καθώς ο Αναξίβιος και οι άνδρες του περνούσαν το βουνό, όπου ο Ιφικράτης έστησε την ενέδρα του, δέχθηκαν επίθεση από τους Αθηναίους και κατατροπώθηκαν. Στη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Σπαρτιάτες, συμπεριλαμβανομένου και του Αναξίβιου.
Το 389 π.Χ, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν κατά της Αίγινας. Οι Σπαρτιάτες κατατρόπωσαν τον αθηναϊκό στόλο, ωστόσο το αθηναϊκό πεζικό συνέχισε την επιχείρηση. Οι Σπαρτιάτες έπλευσαν στα ανατολικά της Ρόδου, αλλά κατατροπώθηκαν στην Άβυδο από τους Αθηναίους διοικητές της περιοχής. Παράλληλα, οι Αθηναίοι βρέθηκαν περικυκλωμένοι και εγκατέλειψαν την Αίγινα, λίγους μήνες αργότερα.
Μετά τη νίκη τους στην Αίγινα, οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον Γοργώπα, επιτέθηκαν στον αθηναϊκό στόλο και κατέστρεψαν αρκετά πλοία. Οι Αθηναίοι απάντησαν με αρχηγό τον Χαβρία. Στον δρόμο του για την Κύπρο, ο Χαβρίας σταμάτησε στην Αίγινα, έστησε ενέδρα στους Σπαρτιάτες και τους κατατρόπωσε. Στη μάχη σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Γοργώπας.
Μετά από αυτή την ήττα, διοικητής του σπαρτιατικού στόλου στην Αίγινα έγινε ο Τελευτίας. Αντιλαμβανόμενος το γεγονός ότι οι Αθηναίοι χαλάρωσαν τις αμυντικές τους γραμμές μετά τις νίκες του Χαβρία, επιτέθηκε με το στόλο του στον Πειραιά και κατέστρεψε αρκετά πλοία.
Εν τω μεταξύ, ο Ανταλκίδας διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με τον Τιρίβαζο, που κατέληξαν σε συμφωνία, βάσει της οποίας οι Πέρσες έπρεπε να πάρουν το μέρος των Σπαρτιατών σε περίπτωση που οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους αρνηθούν να υπογράψουν ειρήνη. Φαίνεται πώς οι Πέρσες δεν ήταν ευχαριστημένοι με τις ενέργειες της Αθήνας, ιδιαίτερα μετά την υποστήριξη που έδωσαν στον βασιλιά της Κύπρου, Ευαγόρα, και στον βασιλιά Άκορη της Αιγύπτου, που βρισκόταν σε πόλεμο με την Περσία, οπότε, κρίνοντας ότι δεν τους εξυπηρετούσε πια να βοηθούν την Αθήνα, πήραν το μέρος της Σπάρτης. Μετά την ήττα στην Άβυδο, ο Ανταλκίδας επιτέθηκε και κατέστρεψε μερικά σώματα στρατού των Αθηναίων, και ένωσε το στόλο του με στόλο από τις Συρακούσες. Αυτό το ναυτικό σώμα, που είχε και τη στήριξη των σατραπών της Περσίας, έφτασε στον Ελλήσποντο και έκλεισε όλους τους δρόμους προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, που είχαν ηττηθεί με παρόμοιο τρόπο στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αποφάσισαν να συνάψουν συμφωνία ειρήνης.
Το 387 π.Χ, ο Τιρίβαζος συγκάλεσε σύσκεψη για συμφωνία ειρήνης, με όλες τις μαχόμενες πλευρές για να συζητήσουν τους όρους. Ο βασικός όρος της συνθήκης που επιβλήθηκε από τον βασιλιά της Περσίας, Αρταξέρξη, προέβλεπε ότι όλες οι πόλεις της Ασίας πρέπει να του ανήκουν, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου και των Κλαζομενών, ότι όλες οι πόλεις της Ελλάδας, πρέπει να γίνουν ανεξάρτητες, εκτός της Λήμνου, της Ίμβρου και της Σκύρου, τις οποίες θα έλεγχε η Αθήνα και ότι θα κήρυττε πόλεμο σε όποια από τις δύο πλευρές (Αθήνα ή Σπάρτη) δεν δεχθεί τη συμφωνία.
Σε μια γενική σύσκεψη στη Σπάρτη, οι Σπαρτιάτες, φοβούμενοι την απειλή της περσικής επίθεσης, εξασφάλισαν τη συναίνεση όλων των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας με τους όρους της ειρήνης. Η συμφωνία ειρήνης έγινε παντού γνωστή με το όνομα «Ανταλκίδειος ή Βασίλειος Ειρήνη», έδειξε την ικανότητα της Περσίας να παρεμβαίνει με επιτυχία στην ελληνική πολιτική και επιβεβαίωσε την ηγεμονία της Σπάρτης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Υπό την απειλή της σπαρτιατικής επίθεσης, η Θήβα σταμάτησε τον πόλεμο, όπως το Άργος και η Κόρινθος, η οποία, αφού στερήθηκε τον ισχυρό της σύμμαχο, αναγκάστηκε να ξαναγίνει μέλος της Σπαρτιατικής Συμμαχίας. Μετά από 8 χρόνια μαχών, ο Κορινθιακός Πόλεμος είχε λήξει.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την υπογραφή της ειρήνης, η Σπάρτη και η Περσία εκμεταλλεύτηκαν τα κέρδη που απέκτησαν χάρη στη συμφωνία αυτή. Η Περσία εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι και η Αθήνα και η Σπάρτη δεν είχαν δικαίωμα να επιτεθούν στην Ασία, και κατέλαβε, το 380 π.Χ, την Αίγυπτο και την Κύπρο. Η Σπάρτη, παράλληλα, εκμεταλλεύτηκε τη δυνατότητα, την οποία έλαβε ως προστάτιδα της ειρήνης, να καταστρέφει όποιες συμμαχίες έβρισκε απειλητικές για την κατάρρευση της συμφωνίας. Με τον Αγησίλαο στην ηγεσία της πόλης, οι Σπαρτιάτες επεκτάθηκαν από την Πελοπόννησο μέχρι τη Χαλκιδική, κυριαρχώντας στην πολιτική σκηνή για 16 χρόνια ακόμη, μέχρι τη Μάχη των Λεύκτρων.
Σημαντική απόρροια του πολέμου ήταν η εκ νέου ανάδειξη της Αθήνας σε πανελλήνια δύναμη. Το 377 π.Χ. οι Αθηναίοι δημιούργησαν μια νέα συμμαχία, η οποία έγινε γνωστή ως Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία, η οποία ανακατέλαβε όλα τα εδάφη που είχε χάσει το 404 π.Χ. Η απελευθέρωση της Ιωνίας που αποτελούσε στόχο των Ελλήνων, δεν κατέστη δυνατή παρά μόνο μετά 54 χρόνια στις μέρες του Μ. Αλέξανδρου.
Η Όλυνθος, πόλη της Χαλκιδικής στη βορειοδυτική πλευρά του Τορωνικού κόλπου, μεταξύ Παλλήνης και Σιθωνίας, επωφελούμενη από τις έριδες που συνέβησαν στη Μακεδονία μετά το θάνατο του βασιλιά Περδίκκα Β (448-413) και από τους περισπασμούς που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά τα τέλη της 5ης π.Χ. εκατονταετηρίδας, κατόρθωσε να συγκροτήσει ισχυρή ομοσπονδία, στην οποία μετείχαν πολλές πόλεις της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Πέλλας, στα χρόνια που βασίλευε ο Αμύντας Γ (393-369) πατέρας του Φιλίππου Β. Μερικές όμως πόλεις, όπως η Άκανθος και η Απολλωνία, επιθυμώντας «τοις πατρίοις χρήσθαι και αυτοπολίται είναι» αντιστάθηκαν στους Ολυνθίους και το 382 ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης.
Η Σπάρτη έστειλε τότε στη Χαλκιδική τον στρατηγό Ευδαμίδα με 2000 άνδρες και επικουρικά εν συνεχεία τον αδελφό του Αγησιλάου Τελευτία με 10.000 άνδρες, με σκοπό να διαλύσουν την Ολυνθιακή Ομοσπονδία. Οι Ολύνθιοι πολέμησαν γενναία και νίκησαν τους Σπαρτιάτες σε μάχη στην οποία σκοτώθηκε και ο Τελευτίας, οπότε οι Σπαρτιάτες έστειλε νέα πολυαριθμότερη δύναμη υπό τον Αγιάδη βασιλιά Αγησίπολι Α, που όμως πέθανε από νόσο κατά τη διάρκεια της επιχείρησης και αντικαταστάθηκε από τον Πολυβιάδη, ο οποίος τελικά το 379 υποχρέωσε τους Ολύνθιους να ζητήσουν ειρήνη, να διαλύσουν την Ομοσπονδία και να ενταχθούν μαζί με τους συμμάχους τους στη σπαρτιατική συμμαχία. Με τον τρόπο αυτό η Σπάρτη επέβαλε την κυριαρχία της δια ροπάλου σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Ο Επαμεινώνδας (<επί + αμείνων [=καλύτερος] + οίδα = αυτός που ξέρει να γίνεται καλύτερος) ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Θήβας, αλλά ο πατέρας του, Πολύμνις, αποκληρώθηκε από τους προγόνους του. Δάσκαλος του Επαμεινώνδα ήταν ο τελευταίος γνωστός Πυθαγόρειος φιλόσοφος Λύσις του Ταράντα. Όταν ήταν νέος, συμμετείχε στη μάχη που έγινε το 385 π.Χ. κατά την επίθεση των Σπαρτιατών εναντίον της Μαντινείας, κατά τη διάρκεια της οποίας έσωσε τη ζωή του Πελοπίδα, ο οποίος έγινε άμεσος βοηθός του για τα επόμενα 20 χρόνια.
Μετά τη λήξη του Κορινθιακού Πολέμου. η Θήβα αναγκάστηκε να συνάψει και πάλι συμμαχία με τη Σπάρτη. Το 382 π.Χ, ωστόσο, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Φοιβίδας, διερχόμενος από τη Βοιωτία για να μεταβεί στη Χαλκιδική, με σκοπό να διαλύσει την Ολυνθιακή Ομοσπονδία, προσκλήθηκε από τον φιλολάκωνα Λεοντιάδη, πολέμαρχο των Θηβαίων, και μπήκε στη Θήβα, όπου κατέλαβε τη Καδμεία (ακρόπολη της Θήβας), και έδιωξε από την πόλη το αντισπαρτιατικό κόμμα, του οποίου ηγέτης ήταν ο Ισμηνίας, που θανατώθηκε ενώ ο Επαμεινώνδας, παρόλο που ανήκε στην ίδια παράταξη, έμεινε στη Θήβα. Η Σπάρτη επικύρωσε τις ενέργειες του Φοιβίδα, διόρισε φιλική κυβέρνηση στη Θήβα, και ζήτησε από την Καδμεία να εγγυηθεί για τη συμπεριφορά της Θήβας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη σπαρτιατική κατοχή, οι εξορισμένοι Θηβαίοι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και, με προτροπή του Πελοπίδα, ετοιμάστηκαν να ελευθερώσουν την πόλη τους. Εν τω μεταξύ, στη Θήβα, ο Επαμεινώνδας, ετοίμαζε τους νεαρούς Θηβαίους για να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες. Το χειμώνα του 379 π.Χ, μια μικρή ομάδα από εξορισμένους, με αρχηγό τον Πελοπίδα, έφθασε στην πόλη. Αυτή η ομάδα εξασφάλισε την υποστήριξη του αντισπαρτιατικού κόμματος, του Επαμεινώνδα και του Γοργίδα, ο οποίος διοικούσε μια ομάδα από νεαρούς άνδρες, και ενός σώματος Αθηναίων οπλιτών, και περικύκλωσαν τους Σπαρτιάτες στην Καδμεία. Την επόμενη μέρα, ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίδας έφεραν τον Πελοπίδα και τους άνδρες του κοντά στην πόλη και τους προέτρεψαν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Η Καδμεία περικυκλώθηκε και οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν επίθεση, αφού ο Πελοπίδας κατάλαβε πως, πριν να φθάσουν ενισχύσεις από τη Σπάρτη, έπρεπε να νικήσει τη σπαρτιατική φρουρά, η οποία παραδόθηκε με τον όρο ότι θα μπορούσε να φύγει χωρίς να δεχθεί επίθεση.
Όταν η είδηση για την εξέγερση στη Θήβα έφθασε στη Σπάρτη, μια στρατιά με αρχηγό τον Αγιάδη βασιλιά Κλεόμβροτο Α Παυσανία (380-371) στάλθηκε για να ανακαταλάβει την πόλη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μια άλλη στρατιά με αρχηγό τον Αγησίλαο Β' στάλθηκε για να επιτεθεί στους Θηβαίους. Ωστόσο, οι Θηβαίοι απέφυγαν να αναμετρηθούν σε μάχη με τους Σπαρτιάτες, αντιθέτως έστησαν μια τάφρο έξω από την πόλη, για να τους σταματήσουν. Οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν την ύπαιθρο αλλά υποχώρησαν, αφήνοντας τους Θηβαίους ανεξάρτητους. Αυτή η νίκη ενθάρρυνε τους Θηβαίους, οι οποίοι επιτέθηκαν στους γείτονες τους και σύντομα η Θήβα εξασφάλισε τον έλεγχο της Βοιωτίας, της οποίας οι πόλεις ενώθηκαν σε Ομοσπονδία (Κοινό των Βοιωτών) με αρχηγούς επτά στρατηγούς (Βοιωτάρχες), έναν από κάθε πόλη.
Προσπαθώντας να υποτάξουν τους Θηβαίους, οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν τρεις φορές στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια των προσεχών χρόνων. Στην πρώτη προσπάθεια, οι Θηβαίοι φοβήθηκαν να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους Σπαρτιάτες, αλλά από αυτή τη σύγκρουση απέκτησαν σημαντική πολεμική εμπειρία. Παρά το γεγονός ότι η Σπάρτη παρέμενε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας, οι Βοιωτοί έδειξαν πώς και αυτοί είχαν αξιόλογη ισχύ, την ώρα που ο αντιλάκωνας Πελοπίδας έγινε ένας από τους πολιτικούς αρχηγούς της Θήβας.
α. Σύνοδος ειρήνης (371 π.Χ)
Τα χρόνια που ακολούθησαν τη θηβαϊκή εξέγερση είδαν διαμάχες μεταξύ Θήβας και Σπάρτης, με τη συμμετοχή της Αθήνας. Έγινε μια προσπάθεια για συμφωνία ειρήνης το 375 π.Χ, αλλά απέτυχε καθώς η Αθήνα και η Σπάρτη άρχισαν να συγκρούονται το 373 π.Χ. Το 371, η Αθήνα και η Σπάρτη συνέχιζαν τις συγκρούσεις, και τότε, στη Σπάρτη, συγκεντρώθηκαν οι απεσταλμένοι των πόλεων για να συνάψουν ειρήνη.
Ο Επαμεινώνδας ως Βοιωτάρχης το 371 π.Χ, εκπροσώπησε τη Βοιωτία στη σύνοδο όπου προτάθηκαν όροι ειρήνης που οι Θηβαίοι τους δέχθηκαν. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ο Επαμεινώνδας προκάλεσε δραστική ρήξη με τη Σπάρτη, καθώς επέμεινε να υπογράψουν όχι μόνο οι Θηβαίοι, αλλά και όλοι οι Βοιωτοί τους όρους. Ο Αγησίλαος αρνήθηκε, καθώς θεωρούσε πώς όλες οι πόλεις της Βοιωτίας έπρεπε να είναι ανεξάρτητες. Ο Επαμεινώνδας τότε επέστρεψε στη Θήβα, όπου προετοιμάστηκε για πόλεμο με τη Σπάρτη.
β. Μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ)
Αμέσως μετά την αποτυχία στη συμφωνία ειρήνης, στάλθηκαν από τη Σπάρτη μονάδες στρατού στον βασιλιά Κλεόμβροτο Α, ο οποίος ήταν αρχηγός του στρατού στη Φωκίδα, με διαταγή να κατευθυνθεί στη Βοιωτία. Ο Κλεόμβροτος απέφυγε τις ορεινές περιοχές, όπου οι Βοιωτοί του είχαν στήσει ενέδρα, και κατέλαβε ένα οχυρό υποστηριζόμενος από 12 τριήρεις. Βαδίζοντας στη Θήβα, σταμάτησε στα Λεύκτρα, περιοχή κοντά στις Θεσπιές, όπου έφθασε για να τον αντιμετωπίσει ο στρατός των Βοιωτών. Οι Σπαρτιάτες διέθεταν 10.000 οπλίτες, συμπεριλαμβανομένων και 700 Ομοίων. Οι Βοιωτοί είχαν στη δύναμη τους 6.000 οπλίτες, αλλά είχαν καλύτερο ιππικό. Ο Επαμεινώνδας ανέλαβε, μαζί με τους υπόλοιπους έξι Βοιωτάρχες, τη διοίκηση του βοιωτικού στρατού, ενώ ο Πελοπίδας ανέλαβε τη διοίκηση του θηβαϊκού στρατού. Πριν τη μάχη, υπήρξαν διαφωνίες αν έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες ή όχι, αλλά ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας αποφάσισαν να δεχθούν τη μάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας, ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε νέα τακτική πολέμου που ονομάστηκε Λοξή Φάλαγγα.
Στο συνηθισμένο μέχρι τότε σχηματισμό της φάλαγγας κάθε οπλίτης καλυπτόταν από την ασπίδα του οπλίτη στα δεξιά του, ενώ ο τελευταίος έμενε ακάλυπτος. Παραδοσιακά, οι στρατοί έβαζαν τους καλύτερους στρατιώτες τους στα δεξιά, για να κρατούν την ισορροπία. Η σπαρτιατική φάλαγγα παρέταξε και στα Λεύκτρα τους καλύτερους Σπαρτιάτες στα δεξιά και τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους στα αριστερά. Για να αντιμετωπίσει την αριθμητική υπεροχή των Σπαρτιατών, ο Επαμεινώνδας μετέφερε το καλύτερο του στράτευμα στα αριστερά, πίσω από το στράτευμα του Πελοπίδα και ταυτόχρονα τοποθέτησε τους χειρότερους στρατιώτες του στα δεξιά, διατάζοντας τους να αποσύρονται σταδιακά κατά τη διάρκεια της επίθεσης των αντιπάλων. Αυτή η τακτική είχε χρησιμοποιηθεί στη μάχη του Δηλίου, από τον στρατηγό Παγώνδα, αλλά η πλάγια θέση των στρατιωτών αποτελούσε, τότε, καινοτομία.
Η μάχη στα Λεύκτρα άρχισε με σύγκρουση των δύο ιππικών, όπου οι Θηβαίοι κατατρόπωσαν τους Σπαρτιάτες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Τότε, η μάχη γενικεύτηκε και το αριστερό πλευρό των Θηβαίων επιτέθηκε ενώ το δεξί αποσύρθηκε. Μετά από σκληρή μάχη, οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν και ο Κλεόμβροτος σκοτώθηκε. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας πώς οι Σπαρτιάτες ήταν ανίκανοι να συνεχίσουν τη μάχη και υποχωρούσαν, αποφάσισαν να υποχωρήσουν και αυτοί. Στη μάχη σκοτώθηκαν 1.000 Σπαρτιάτες, ενώ οι Βοιωτοί έχασαν μόνο 300 άνδρες. Μετά τη μάχη, οι Σπαρτιάτες και οι Πελοποννήσιοι ζήτησαν να μεταφέρουν τους νεκρούς στην πατρίδα τους, και τότε ο Επαμεινώνδας τους ζήτησε να δεχθούν πώς οι Θηβαίοι ήταν πιο δυνατοί από αυτούς.
Η νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα κλόνισε τη σπαρτιατική κυριαρχία στην Ελλάδα, διότι, μετά την ήττα αυτή οι Πελοποννήσιοι δεν προσφέρονταν πλέον να παρέχουν στρατό για ενίσχυση των λιγοστών οπλιτών της Σπάρτης.
Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να εδραιώσει τη Βοιωτική Ομοσπονδία (Κοινό των Βοιωτών), αναγκάζοντας την παλιά σύμμαχο της Σπάρτης πόλη του Ορχομενού, να δεχθεί να γίνει μέλος της ομοσπονδίας και επικεντρώθηκε σε διπλωματικές σχέσεις με την Κεντρική Ελλάδα όπου απέκτησε πολλούς συμμάχους. Ήδη από το 370 π.Χ. όλη η κεντρική Ελλάδα από τη Βοιωτία στο νότο ως την Ακαρνανία στα δυτικά (Εύβοια, Φωκίς, Λοκρίς, Μαλίς, Αιτωλία, Ακαρνανία) ήταν σύμμαχος της Θήβας
α. Πρώτη εισβολή στην Πελοπόννησο (370 π.Χ)
Αμέσως μετά τη μάχη των Λεύκτρων, οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στην Αθήνα για να μάθουν οι Αθηναίοι τη νίκη των Θηβαίων στη μάχη. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να λάβουν την υπεροχή και να καταστρέψουν τη ηγεμονία της Σπάρτης. Αποφάσισαν, όπως και το 371 π.Χ, πώς όλες οι πόλεις της Πελοποννήσου, οι οποίες ήταν υπό την κατοχή της Σπάρτης, θα κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους. Αξιοποιώντας το γεγονός, οι κάτοικοι της Μαντινείας αποφάσισαν να ενώσουν τους οικισμούς τους σε μια ενιαία πόλη και να τους ενισχύσουν, γεγονός που δεν άρεσε στον Αγησίλαο. Επιπλέον, η Τεγέα, χάρη στη στήριξη της Μαντινείας, αποφάσισε να ιδρύσει μια αρκαδική συμμαχία. Αυτό ανάγκασε τους Σπαρτιάτες να κηρύξουν πόλεμο στη Μαντινεία και οι υπόλοιπες αρκαδικές πόλεις συγκεντρώθηκαν για να αντισταθούν στους Σπαρτιάτες και ζήτησαν τη βοήθεια της Θήβας. Ο θηβαϊκός στρατός έφθασε στα τέλη του 370 π.Χ, με αρχηγούς τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα. Καθώς κατευθύνονταν στην Αρκαδία, οι Θηβαίοι έλαβαν στρατό από πρώην συμμάχους της Σπάρτης (50-70 χιλιάδες άνδρες). Στην Αρκαδία, ο Επαμεινώνδας ενθάρρυνε τους Αρκάδες να χτίσουν μια νέα πόλη, τη Μεγαλόπολη.
Ο Επαμεινώνδας, με υποστήριξη του Πελοπίδα και των Αρκάδων, πίεσε τους υπόλοιπους Βοιωτάρχες να εισβάλλουν στη Λακωνία. Αφού κινήθηκαν νότια, διέσχισαν τον ποταμό Ευρώτα, στα σύνορα της Σπάρτης, όπου δεν συνάντησαν στρατό. Οι Σπαρτιάτες, απρόθυμοι να στείλουν μεγάλο στρατό σε μάχη, υπερασπίστηκαν την πόλη τους, την οποία οι Θηβαίοι δεν σκόπευαν να καταλάβουν. Οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους κατέστρεψαν τη Λακωνία, φθάνοντας μέχρι το Γύθειο και απελευθερώνοντας κάποιες πόλεις από τη σπαρτιατική κατοχή. Ο Επαμεινώνδας το 369 επέστρεψε στην Αρκαδία, πριν να κινηθεί και πάλι νότια, αυτή τη φορά στη Μεσσηνία, μια περιοχή την οποία οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν 200 χρόνια πριν. Ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους είλωτες της Μεσσηνίας, και ξανάχτισε την αρχαία πόλη της Μεσσήνης στην κορυφή της Ιθώμης. Η απώλεια της Μεσσηνίας αποδείχθηκε καταστροφική για τους Σπαρτιάτες, καθώς στην περιοχή ζούσε το 1/3 των ειλώτων της Σπάρτης.
Οι εκστρατείες του Επαμεινώνδα, τα έτη 370/369, περιγράφονται ως «μεγάλη στρατηγική έμμεσης προσέγγισης», η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των οικονομικών ριζών της σπαρτιατικής στρατιωτικής υπεροχής. Σε λίγους μήνες, ο Επαμεινώνδας δημιούργησε δύο κράτη (το Κοινό των Αρκάδων και το ανεξάρτητο Μεσσηνιακό Κράτος) τα οποία ήταν εχθρικά της Σπάρτης, κατάφερε να καταστρέψει το γόητρο της Σπάρτης και την περιόρισε στη Λακωνία, εντός των ορίων που είχε πριν από την κατάκτηση της Μεσσηνίας.
β. Δίκη του Επαμεινώνδα
Για να πετύχει τους στόχους του στην Πελοπόννησο, ο Επαμεινώνδας ανάγκασε τους Βοιωτάρχες να παραμείνουν στη θέση τους για αρκετούς μήνες μετά το τέλος της θητείας τους. Όταν επέστρεψε στη Θήβα, ο Επαμεινώνδας δεν έγινε δεκτός ως ήρωας, αλλά δικάστηκε από τους πολιτικούς εχθρούς του. Κατάφερε όμως να αθωωθεί και έγινε πάλι Βοιωτάρχης τον επόμενο χρόνο.
γ. Δεύτερη εισβολή στην Πελοπόννησο (369 π.Χ)
Το 369 π.Χ, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Αρκάδες, πρόθυμοι να συνεχίσουν τον πόλεμο με τη Σπάρτη, ξανακάλεσαν τη Θήβα για να τους βοηθήσει. Ο Επαμεινώνδας άρχισε νέα εκστρατεία. Φθάνοντας στον Ισθμό της Κορίνθου, οι Θηβαίοι τον βρήκαν γεμάτο από Σπαρτιάτες και Αθηναίους. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί στο πιο αδύνατο σημείο, όπου βρισκόταν οι Λακεδαιμόνιοι. Οι Θηβαίοι κέρδισαν μια εύκολη νίκη και διέσχισαν τον Ισθμό. Ωστόσο, η εκστρατεία δεν είχε καλό αποτέλεσμα: Η Σικυώνα και η Πελλήνη έγιναν σύμμαχοι της Θήβας, η ύπαιθρος της Τροιζήνας και της Επιδαύρου καταστράφηκαν, αλλά οι πόλεις δεν καταλήφθηκαν. Οι Θηβαίοι απέτυχαν να καταλάβουν την Κόρινθο, και όταν ο Διονύσιος των Συρακουσών έστειλε βοήθεια στη Σπάρτη, οι Θηβαίοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
δ. Εκστρατεία στη Θεσσαλία (368 π.Χ)
Όταν ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στη Θήβα, οι πολιτικοί αντίπαλοί του τον εδίωξαν για δεύτερη φορά, οπότε το 368 π.Χ, δεν έλαβε το αξίωμα του Βοιωτάρχη, για πρώτη και μοναδική φορά από τη μάχη των Λεύκτρων μέχρι το θάνατο του. Το 368, ο θηβαϊκός στρατός βάδισε στη Θεσσαλία για να απελευθερώσει τον Πελοπίδα και τον Ισμηνία, τους οποίους είχε φυλακίσει ο Αλέξανδρος των Φερών. Ο θηβαϊκός στρατός δεν κατάφερε να νικήσει το στρατό του Αλέξανδρου και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Στις αρχές του 367 π.Χ, ο Επαμεινώνδας οδήγησε ένα νέο σώμα Θηβαίων για να απελευθερώσει τον Πελοπίδα και τον Ισμηνία, και το κατάφερε χωρίς να κάνει μάχη.
ε. Τρίτη εισβολή στην Πελοπόννησο (367 π.Χ)
Την άνοιξη του 367 π.Χ, ο Επαμεινώνδας εισέβαλε πάλι στην Πελοπόννησο. Ένας στρατός από Αργείους κατέλαβε ένα μέρος του Ισθμού μετά από διαταγή του Επαμεινώνδα, επιτρέποντας στους Θηβαίους να εισέλθουν στην Πελοπόννησο. Με την ευκαιρία αυτή, ο Επαμεινώνδας βάδισε προς την Αχαΐα, ώστε να εξασφαλίσει την υποταγή της στη Θήβα. Η υποδοχή που του έγινε από τους Αχαιούς ολιγαρχικούς προκάλεσε διαμαρτυρίες μεταξύ των Αρκάδων και των πολιτικών εχθρών του Επαμεινώνδα, όπου οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και οι ολιγαρχικοί εξορίστηκαν. Τα νέα δημοκρατικά καθεστώτα όμως δεν έζησαν πολύ καιρό, καθώς οι προσπαρτιατικές αριστοκρατικές τάξεις κατέλαβαν τις πόλεις και επανέφεραν την ολιγαρχία. Οι νέες ολιγαρχικές κυβερνήσεις πήραν το μέρος της Σπάρτης και έγιναν εχθροί της Θήβας.
στ. Αντίσταση στη Θήβα (366-362)
Το 366/365 π.Χ έγινε προσπάθεια για ειρήνη, με τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β' ως εγγυητή. Η Θήβα οργάνωσε συνέδριο για να συζητηθούν οι όροι της ειρήνης, αλλά το συνέδριο απέτυχε, διότι υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ της Θήβας και άλλων πόλεων-κρατών.
Σε όλη τη δεκαετία μετά τη μάχη των Λεύκτρων, πολλοί από τους πρώην συμμάχους της Θήβας έγιναν σύμμαχοι της Σπάρτης ή άλλων εχθρικών κρατών. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας, ως και οι Αρκάδες (τους οποίους ο Επαμεινώνδας βοήθησε το 369 π.Χ) είχαν γυρίσει εναντίον της Θήβας. Παρόλα αυτά, ο Επαμεινώνδας κατάφερε να διαλύσει την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Το 365 π.Χ, η Κόρινθος, η Επίδαυρος και ο Φλειούς υπέγραψαν ειρήνη με τη Θήβα και το Άργος, και η Μεσσηνία παρέμεινε ανεξάρτητη και έγινε σύμμαχος της Θήβας.
Οι στρατοί της Βοιωτίας είχαν εκστρατεύσει σε όλη την Ελλάδα και απέκτησαν πολλούς εχθρούς. Ο δήμος της Θήβας ζήτησε από τον Επαμεινώνδα να καταλάβει την Ρόδο, τη Χίο και το Βυζάντιο. Ο στόλος απέπλευσε τελικά το 364 π.Χ, αλλά μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως ο Επαμεινώνδας δεν είχε σκοπό να αποσπάσει διαρκή οφέλη από αυτή την εκστρατεία. Το ίδιο έτος, ο Πελοπίδας σκοτώθηκε σε εκστρατεία κατά του Αλέξανδρου των Φερών.
ζ. Μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.)
Το 362 π.Χ, ο Επαμεινώνδας άρχισε την τελική του εκστρατεία στην Πελοπόννησο, με κύριο στόχο την υποταγή της Μαντινείας, η οποία αντιστεκόταν στη θηβαϊκή επιρροή στη γύρω περιοχή. Ο Επαμεινώνδας μάζεψε στρατό από τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και την Εύβοια και δέχθηκε βοήθεια από τη Τεγέα, το Άργος, τη Μεσσηνία καθώς και από κάποιους Αρκάδες. Η Μαντίνεια, από την άλλη πλευρά, έλαβε βοήθεια από τη Σπάρτη, την Αθήνα, την Αχαΐα, καθώς και από ένα μέρος της Αρκαδίας. Όλη η υπόλοιπη Ελλάδα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: Το ένα βοηθούσε τη Θήβα ενώ το υπόλοιπο τη Μαντίνεια.
Ο Επαμεινώνδας έμαθε πως οι Σπαρτιάτες έστειλαν στρατό στη Μαντίνεια και πως η Σπάρτη ήταν απροστάτευτη. Για αυτό και αποφάσισε να επιτεθεί στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια μιας νύχτας. Ωστόσο, ο Ευρυποντίδης βασιλεύς της Σπάρτης, Αρχίδαμος Γ Αγησιλάου (360-338), έμαθε το σχέδιο του Επαμεινώνδα από ένα πληροφοριοδότη, πιθανόν Κρητικό δρομέα, και κατάφερε να φέρει τους στρατιώτες του στη Σπάρτη. Μόλις έφθασε στη Σπάρτη, ο Επαμεινώνδας τη βρήκε καλά προστατευμένη. Αν και επιτέθηκε στην πόλη, ο Επαμεινώνδας κατάλαβε πως η επίθεση δεν αποτελούσε έκπληξη για τους Σπαρτιάτες. Επιπλέον, στρατεύματα των Λακεδαιμόνιων και της Μαντινείας έφυγαν από τη Μαντίνεια με κατεύθυνση τη Σπάρτη, ώστε να αποτρέψουν τον Επαμεινώνδα να επιτεθεί στη Σπάρτη. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στη Μαντίνεια, αλλά το σχέδιο του απέτυχε καθώς συνάντησε αντίσταση από το αθηναϊκό ιππικό στα τείχη της πόλης. Συνειδητοποιώντας ότι χρόνος για εκστρατείες δεν είχε απομείνει, και πως αν δεν νικήσει τους εχθρούς της Τεγέας, η Θήβα θα χάσει την επιρροή της στην Πελοπόννησο, αποφάσισε να δώσει μια αποφασιστική μάχη.
Στη Μαντίνεια διεξάχθηκε η μεγαλύτερη μάχη οπλιτών στην ελληνική ιστορία. Ο Επαμεινώνδας κατείχε τον μεγαλύτερο στρατού, 30.000 βαρύ πεζικό και 3.000 ιππικό, ενώ οι αντίπαλοι διέθεταν 20.000 πεζικό και 2.000 ιππικό. Ο Επαμεινώνδας, ο οποίος ήταν αρχηγός του στρατού (στο αριστερό πλευρό του), μετέφερε κάποιες μονάδες πεζικού από τη δεξιά πλευρά στην αριστερή, ενώ στα πλευρά μετέφερε δυνάμεις ιππικού, επαναλαμβάνοντας κάπως το μοντέλο της μάχης των Λεύκτρων.
Ο Επαμεινώνδας έδωσε διαταγή στο στρατό του να επιτεθεί, προκαλώντας αναστάτωση στο στρατόπεδο της Μαντινείας. Η μάχη άρχισε όπως το σχεδίαζε ο Επαμεινώνδας. Το θηβαϊκό ιππικό, το οποίοι βρισκόταν στα άκρα, ανάγκασε το αθηναϊκό ιππικό στη δεξιά πλευρά να υποχωρήσει, ενώ παράλληλα, το θηβαϊκό πεζικό συνέχιζε να επεκτείνεται. Όπως και στα Λεύκτρα, η δεξιά πλευρά του στρατού υποχώρησε και απέφευγε συγκρούσεις. Η μάχη των πεζικών ήταν σκληρή, αλλά η αριστερή πλευρά του θηβαϊκού στρατού έσπασε το μέτωπο των Σπαρτιατών.
Καθώς προχωρούσε εμπρός στη μάχη, ο Επαμεινώνδας χτυπήθηκε από ένα δόρυ. Το δόρυ έσπασε, αλλά το σίδερό του έμεινε στο σώμα του Επαμεινώνδα, ο οποίος έπεσε. Ακολούθησε σκληρή μάχη γύρω από το σώμα του, καθώς οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να σταματήσουν τους Σπαρτιάτες να το πάρουν. Όταν επέστρεψαν στο στρατόπεδο, ο Επαμεινώνδας ρώτησε ποια πλευρά νίκησε στη μάχη. Όταν του είπαν «οι Βοιωτοί», ο Επαμεινώνδας δήλωσε πως είναι ώρα να πεθάνει. Σε ένα φίλο του που έκλαιγε λέγοντας του πως έμεινε άκληρος, ο Επαμεινώνδας απάντησε πως είχε αφήσει δύο κόρες, τα Λεύκτρα και τη Μαντινεία, τις νίκες του. Ο ίδιος ζήτησε να του βγάλουν το σίδερο από το σώμα του και μόλις το έβγαλαν πέθανε αμέσως σε ηλικία 56 ετών. Σύμφωνα με την ελληνική νεκρική παράδοση, το σώμα του κάηκε στο πεδίο της μάχης.
Ο Επαμεινώνδας ήταν ανεπίληπτος, αδέκαστος και αφιλοχρήματος, φίλος της απλής και ασκητικής ζωής, πιστός στην πυθαγόρεια παράδοση, από την οποία γαλουχήθηκε. Υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πιο προικισμένους Έλληνες στρατηγούς, του οποίου τις τακτικές καινοτομίες χρησιμοποίησε και ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας, ο οποίος στα νιάτα του βρισκόταν στη Θήβα, και πιθανολογείται ότι εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο τον Επαμεινώνδα. Κατά κάποιο τρόπο ο Επαμεινώνδας άλλαξε θεαματικά την Ελλάδα, αφού κατά τη διάρκεια της δεκαετούς εξουσίας του η Σπάρτη ταπεινώθηκε, η Μεσσηνία ελευθερώθηκε και η Πελοπόννησος αναδιοργανώθηκε τελείως, ενώ η Θήβα έγινε κυρίαρχη δύναμη της Ελλάδος. Μετά το θάνατό του, η Θήβα επέστρεψε στην παραδοσιακή της αμυντική πολιτική, και η Αθήνα ξαναπήρε την κυριαρχία στην Ελλάδα μέχρι τη Μάχη της Χαιρωνείας το 338 π.Χ.
Ο Πελοπίδας (<Πέλοψ + είδος = όμοιος με τον Πέλοπα, απόγονος του Πέλοπα) ήταν γιος ενός πλούσιου Θηβαίου, του Ιπποκλέους. Το 382 π.Χ. τρεις Θηβαίοι ολιγαρχικοί, ο Αρχίας, ο Λεοντίδας και ο Φίλιππος ζήτησαν την βοήθεια της Σπάρτης για να καταλάβουν την εξουσία. Με επέμβαση του Σπαρτιάτη στρατηγού Φοιβίδα, ο οποίος κατέλαβε την Καδμεία, επιβλήθηκε στην Θήβα φιλολακωνικό ολιγαρχικό πολίτευμα. Τότε ο Πελοπίδας έφυγε για την Αθήνα για να επιστρέψει το 379 π.Χ. Η συνωμοσία που οργάνωσε οδήγησε στην δολοφονία των τριών ολιγαρχικών και στην αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το 378 π.Χ. ανέλαβε το αξίωμα του Βοιωτάρχη και παράλληλα του ανατέθηκε και η διοίκηση του Ιερού Λόχου. Συμμετείχε στη νικηφόρα μάχη της Τεγύρας το 375 π.Χ. και στην μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ όπου επικράτησαν οι Θηβαίοι.
Το 369 π.Χ. εκστράτευσε μαζί με τον Επαμεινώνδα, στην Πελοπόννησο για να ενισχύσουν το Κοινό των Αρκάδων. Με την εκστρατεία αυτή απέσπασαν την Μεσσηνία από την Σπάρτη και επαναδημιουργήθηκε το κράτος των Μεσσηνίων μετά από τέσσερις αιώνες. Την επόμενη χρονιά ο Πελοπίδας εκστράτευσε στη Θεσσαλία εναντίον του τυράννου των Φερών Αλέξανδρου. Στόχος των επιχειρήσεων του Πελοπίδα ήταν ο περιορισμός της ισχύος του τυράννου των Φερών Αλέξανδρου και η ανασύσταση του Κοινού των Θεσσαλών. Στην εκστρατεία αυτή αιχμαλωτίστηκε, σε ηλικία 14 ετών, ο μετέπειτα βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος Β, ο οποίος μεταφέρθηκε και κρατήθηκε ως όμηρος στην Θήβα. Σε επόμενη εκστρατεία του στην Θεσσαλία αιχμαλωτίστηκε ο ίδιος ο Πελοπίδας, αλλά απελευθερώθηκε μετά από εκστρατεία του Επαμεινώνδα στην περιοχή. Το 365 π.Χ. πήγε ως αντιπρόσωπος της Θήβας στον Πέρση βασιλιά όπου εξασφάλισε χρηματοδότηση της πόλης του από τους Πέρσες. Με τα χρήματα των Περσών οι Θηβαίοι δημιούργησαν αξιόλογο στόλο με τον οποίο άρχισαν να αποσπούν περιοχές που άνηκαν στην δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία. Το 364 π.Χ. εκστράτευσε για δεύτερη φορά κατά του τυράννου των Φερών Αλέξανδρου και ακολούθησε σύγκρουση των Θηβαίων με το στρατό του Αλέξανδρου στην περιοχή Κυνός Κεφαλές όπου ο Πελοπίδας σκοτώθηκε, αλλά οι Θηβαίοι τελικά επικράτησαν και έθαψαν με μεγάλες τιμές τον Πελοπίδα και έστησαν μεγάλο ανδριάντα προς τιμήν του στους Δελφούς.
Μετά τη μάχη της Κνίδου η Σπάρτη απώλεσε τον έλεγχο του Αιγαίου, γεγονός που διευκόλυνε την επάνοδο των Αθηναίων μετά από προσπάθειες αποκατάστασης των φιλικών σχέσεων με τις πόλεις και τα νησιά που ήταν μέλη της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Από το 384 π.Χ. άρχισαν να πραγματοποιούνται διμερείς συμφωνίες. Η πρώτη συμφωνία έγινε με τη Χίο και σώζεται η επιγραφή της, η οποία περιέχει και τον όρο της αυτονομίας και της ελευθερίας. Ο αρχικός πυρήνας της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας ήταν οι πόλεις που υπόγραψαν διμερή συνθήκη με την Αθήνα (Χίος, Μυτιλήνη, Μήθυμνα, Ρόδος, Βυζάντιο, Θήβα). Καθορίστηκαν οι αρχές λειτουργίας της συμμαχίας και η Αθήνα κάλεσε και τα άλλα ελληνικά κράτη να συμμετάσχουν.
Σε αντίθεση με την Α’ στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία λειτουργούσε πάντα το συνέδριο των συμμάχων και παράλληλα η εκκλησία του αθηναϊκού δήμου, αντί για ετήσιο τακτικό φόρο υπήρχε η «σύνταξις» και δεν επιτρεπόταν σε Αθηναίους η κατοχή γης ή η παραμονή στρατού στις χώρες των συμμάχων. Η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία, είχε επομένως συγκροτηθεί στη βάση της ισοτιμίας, αν και οι αρχές αυτές δεν τηρήθηκαν στη συνέχεια, με αποτέλεσμα πολλοί σύμμαχοι να επιχειρούν να αποστατήσουν. Σε μαρμάρινη στήλη αναγραφόταν οι όροι της συμμαχίας και στη συνέχεια τα ονόματα των κρατών που την αποτελούσαν. Χαρακτηριστικό είναι ότι περιλαμβανόταν και ο όρος για την ελευθερία και την αυτονομία κάθε πόλης, που αναφερόταν στην εξωτερική πολιτική και στην εσωτερική διοίκηση, για να μη προσκρούει στους όρους της Ανταλκιδείου ειρήνης. Η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία εκτεινόταν στον ίδιο σχεδόν χώρο με την πρώτη, δεν περιλάμβανε, όμως, τις πόλεις που μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη υπάγονταν στην περσική διοίκηση.
Η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία συρρικνώθηκε στο 1/3 του χώρου που κατείχε μετά το Β’ Συμμαχικό Πόλεμο, που κηρύχτηκε λόγω της αποστασίας της Ρόδου της Χίου και του Βυζαντίου (357-355 π.Χ.). Ό, τι απέμεινε απωλέσθηκε με την συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε την ανεπιτυχή για τους Αθηναίους έκβαση της Μάχης στη Χαιρώνεια (338), οπότε η συμμαχία καταλύθηκε και η Αθήνα διατήρησε μόνο τις κληρουχίες της.
Τα Ομοσπονδιακά Κράτη ήταν μία μορφή κρατικής οργάνωσης που εμφανίστηκε για πρώτη φορά αυτή την περίοδο και την οποία οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν με τους όρους «έθνος», «κοινόν», «συμπολιτεία» ή χρησιμοποιώντας το εθνικό όνομα της περιοχής. Οι οργανώσεις αυτές προέκυψαν με βαθμιαίες εξελίξεις που κράτησαν αρκετά χρόνια.
Στο γενικό σχήμα της οργάνωσης ενός Κοινού υπήρχε μία κεντρική κυβέρνηση από τους αντιπροσώπους των πόλεων και τα εδάφη του ομοσπονδιακού κράτους διαιρούνταν σε επιμέρους γεωγραφικές ενότητες, ενώ βάση των ομοσπονδιακών κρατών ήταν οι πόλεις που το αποτελούσαν. Κάθε πόλη είχε τους δικούς της θεσμούς που συνυπήρχαν με αυτούς της κεντρικής κυβέρνησης. Ο σημαντικότερος θεσμός του κεντρικού κράτους ήταν ένα αξίωμα με πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες, που συνήθως ονομαζόταν στρατηγός, αλλά χρησιμοποιήθηκαν και άλλες ονομασίες (π.χ. οι βοιωτάρχαι του βοιωτικού κοινού). Υπήρχαν επίσης ένας ίππαρχος, ένας ναύαρχος και ένας γραμματεύς. Κατά κανόνα υπήρχε μία βουλή με προβλεπτικές αρμοδιότητες και μία πρωτοβάθμια συνέλευση. Ακόμη, υπήρχαν ομοσπονδιακοί νομογράφοι, που κατάρτιζαν και αναθεωρούσαν τους νόμους, ομοσπονδιακό δικαστήριο, ομοσπονδιακός στρατός, ομοσπονδιακό ταμείο, και ομοσπονδιακό νόμισμα που έφερε επιγραφή του εθνικού ονόματος. Κέντρο κάθε κοινού ήταν η έδρα της κεντρικής κυβέρνησης πού, συνήθως, ήταν και θρησκευτικό κέντρο. Γνώρισμα των κοινών ήταν η ύπαρξη διπλού πολιτικού δικαιώματος, π.χ. Αιτωλός εκ Καλυδώνος.
Παλαιότερο όλων ήταν το Κοινό των Βοιωτών, που δημιουργήθηκε περί το 520 π.Χ., καταλύθηκε το 386 π.Χ. και ανασυστάθηκε το 378 π.Χ. Μέχρι το 386 π.Χ. είχε μία ομοσπονδιακή βουλή αλλά όχι πρωτοβάθμια συνέλευση, με επικεφαλής έντεκα Βοιωτάρχες, δικαστήριο και μετά την ανασύστασή του το 378 π.Χ. υπήρχε πρωτοβάθμια συνέλευση αλλά όχι βουλή και ο αριθμός των Βοιωταρχών μειώθηκε σε επτά. Την ίδια περίπου περίοδο δημιουργήθηκαν επίσης τα Κοινά των Αρκάδων, των Θεσσαλών, των Αιτωλών και των Αχαιών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα επόμενα χρόνια.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο σημείο αυτό για την Ηλεία, που από τα πανάρχαια χρόνια ήταν η έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων. Πριν από την Κάθοδο των Δωριέων το 1100 π.Χ., η περιοχή του ιερού ανήκε στην πόλη Πίσα, ανατολικά της Ολυμπίας. Oι κάτοικοί της ήταν αχαϊκής καταγωγής, όπως και οι Eπειοί, που κατείχαν τον κάμπο που διαρρέει βορειότερα ο Πηνειός. Ωστόσο, όταν οι Hλείοι με τη δωρική εισβολή πέρασαν στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα η οποία πήρε το όνομά τους και υποχρέωσαν κάποιους από τους παλιούς κατοίκους να καταφύγουν πέρα από τον Αλφειό ποταμό, στην Τριφυλία και στα βουνά της Αρκαδίας.
Tο ιερό, πλάι στον Αλφειό και πάνω στα σύνορα Ήλιδας και Πισάτιδας, έμεινε στα χέρια των Hλείων. Όμως, οι ιδρυτές του δεν έπαψαν να μάχονται με πάθος για να ανακτήσουν τον τόπο τους. Mάλιστα, το 748, το 644 και το 364 κατόρθωσαν να οργανώσουν και τους Ολυμπιακούς αγώνες, παρ' ότι τους είχαν καθυποτάξει σκληρά οι Ηλείοι, που προσπάθησαν με κάθε τρόπο να κατοχυρώσουν την κυριαρχία τους. Eπέβαλαν το δικό τους θεό, τον Δία, αφιερώνοντας σ' αυτόν το παλιό μαντείο της Γαίας. Παράλληλα, με σκοπό πάντα τον πλήρη έλεγχο του ιερού, οι Ηλείοι άρχισαν να προπαγανδίζουν έξω από τα σύνορα της χώρας τους τους ανδρικούς Ολυμπιακούς Αγώνες (οι οποίοι είχαν αρχίσει να διεξάγονται πολύ πριν από το 776, που αναφέρει η παράδοση ως αρχή τους). Ωστόσο, μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια ο χώρος περιήλθε πάλι στα χέρια των παλιών κατοίκων, οι οποίοι διασώζοντας τη θηλυκή λατρεία, ίδρυσαν εκεί τον πρώτο ναό προς τιμήν της Ήρας.
Οι συγκρούσεις όμως δεν έπαψαν. Mεταξύ των ετών 472-468 οι Ηλείοι υπέταξαν οριστικά τις προδωρικές κοινότητες της Πισάτιδας και της Tριφυλίας κι εξασφάλισαν την απόλυτη κυριότητα της Oλυμπίας. Mε τα λάφυρα του πολέμου έδωσαν μεγαλοπρεπέστερη μορφή στο στάδιο και ίδρυσαν το ναό του Δία, ο οποίος παλιότερα δεχόταν τιμές δίπλα στην κύρια θεότητα, την Ήρα, στο δικό της λατρευτικό χώρο.
Παρ' όλα αυτά, τον επόμενο αιώνα οι Πισάτες επιχείρησαν και πάλι να ανακτήσουν το προγονικό τους ιερό, με τη βοήθεια των Aρκάδων. Tο 364 έγινε φονική μάχη, την οποία κέρδισαν οι Hλείοι. Όμως, η παρουσία της Ήρας δεν εξαφανίστηκε, καθώς μέσα στον ίδιο αιώνα χτίστηκε το Mητρώον, ο τρίτος ναός, προς τιμήν της Mητέρας των Θεών.
Μετά την ίδρυσή του από τον Τημενίδη Κάρανο το 808 και την αρχική διαμόρφωσή του κατά την προκλασική περίοδο, το Βασίλειο της Μακεδονίας κινήθηκε στο περιθώριο των εξελίξεων τον 5ο αιώνα π.Χ. για να εισέλθει αναφανδόν στο προσκήνιο από τα μέσα του 4ου αιώνα, τέταρτο χρονολογικά μετά τη Σπάρτη, την Αθήνα και τη Θήβα. Η άνοδός του στην πολιτική κονίστρα είχε δύο συνέπειες κοσμοϊστορικής σημασίας για τον ελληνικό κόσμο. Πρώτα εξασφάλισε την πολιτική ενότητα που έλειπε από την μέχρι τότε ελληνική ιστορία, με απολυταρχική όμως διοίκηση επιβαλλόμενη με τα όπλα και ύστερα έδωσε στον ελληνικό κόσμο μια επεκτατική ώθηση σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν καν να διανοηθούν παλιότεροι πολιτικοί όπως ο Κίμων και ο Αγησίλαος 100 και 50 χρόνια πρωτύτερα, στα χρόνια της Αθηναϊκής και Σπαρτιατικής Ηγεμονίας. Η σταδιακή πορεία προς την ανάδειξη αυτή επιτεύχθηκε από μια σειρά βασιλέων, των οποίων η δραστηριότητα μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:
O Αλέξανδρος Α (<αλέξω [=αποκρούω] + άνδρας, = αυτός που υπερασπίζεται τους άνδρες, προστάτης των ανθρώπων),, ο επικαλούμενος «Φιλέλληνας», ήταν γιος του βασιλιά Αμύντα Α'. Σε νεαρή ακόμη ηλικία το 513 π.Χ. επέδειξε τον οξύθυμο χαρακτήρα του, όταν, σε συμπόσιο που παράθεσε ο πατέρας του προς τιμή Περσών απεσταλμένων του Μεγάβαζου, σκότωσε όσους παρεκτράπηκαν και πρόσβαλαν τις γυναίκες του Μακεδονικού Οίκου. Όταν όμως ανήλθε στο θρόνο, μετά το θάνατο του πατέρα του, αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει την Περσική κυριαρχία και ακολούθησε τον Ξέρξη στην εκστρατεία του κατά των Ελλαδικών πόλεων-κρατών, κατά την οποία όμως έδειξε ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα απέναντί τους στη μάχη των Θερμοπυλών, στη μάχη των Πλαταιών όσο και κατά τη φυγή των περσικών στρατιωτικών λειψάνων από τη Μακεδονία, όπου ο ίδιος συμπλήρωσε τη καταστροφή τους.
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, ο Αλέξανδρος Α' επέκτεινε το κράτος της Μακεδονίας δυτικά με την υποταγή των ορεινών Λυγκηστών (σημερινή περιοχή Φλώρινας), των Ορεστών και των Ελιμιωτών (σημερινή περιοχή δυτικά της Κοζάνης) φθάνοντας μέχρι την Πύδνα και τη Θέρμη (στο Θερμαϊκό).
Έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 504 π.Χ. αφου οι Ελλανοδίκες εξακρίβωσαν, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ότι είναι Έλληνας, καταγόμενος από τους Τημενίδες του Άργους.
Για τα ευγενικά και πατριωτικά του αισθήματα προς τους υπολοίπους Έλληνες, εκτός της επωνυμίας «Φιλέλληνας» (που σήμαινε στην αρχαιότητα "πατριώτης"), ανακηρύχθηκε από τους Αθηναίους επίσημος Πρόξενος, και από τους Αργείους επίσημος απόγονος των Τημενιδών. Επίσης, στόλισε τους Δελφούς και την Ολυμπία με λαμπρά αναθήματα. Βασίλευσε 33 ή 34 χρόνια. Το 450 τον διαδέχτηκε ο γιος Αλκέτας Β Αλεξάνδρου (454-448) και στη συνέχεια ο δεύτερος γιος του Περδίκκας Β΄.
Ο Περδίκκας Β' ήταν αδελφός του Αλκέτα Β´, του Φιλίππου και της Στρατονίκης. Μετά το θάνατο του αδελφού του, το Μακεδονικό κράτος άρχισε να αποσυντίθεται. Τα διάφορα μακεδονικά φύλα αυτονομήθηκαν σχεδόν πλήρως και υπήρχε μόνο μια χαλαρή συμμαχία γύρω από τον βασιλιά.
Το 434, ο αδελφός του Περδίκκα, Φίλιππος, διεκδίκησε το θρόνο και ζήτησε τη συνδρομή των Αθηναίων και του βασιλιά των Ελιμών, Δέρδα, για να πετύχει το σκοπό του. Ο Περδίκκας αντέδρασε προκαλώντας εξεγέρσεις σε μερικές υποτελείς πόλεις των Αθηνών, όπως η Ποτίδαια. Η Αθήνα αμέσως έστειλε 1000 οπλίτες και 30 πλοία και κατέλαβαν τη Θέρμη. Προχώρησαν και στην πολιορκία της Πύδνας, όπου βρήκαν ενισχύσεις από άλλους 2000 οπλίτες και 40 πλοία. Οι Αθηναίοι έλυσαν την πολιορκία όταν πληροφορήθηκαν την άφιξη 1600 Κορίνθιων οπλιτών και 400 ψιλών με σκοπό να ενισχύσουν τους εξεγερμένους της Ποτίδαιας. Οι Αθηναίοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το νέο κίνδυνο, τάχθηκαν με τον Περδίκκα και ξεκίνησαν για την Ποτίδαια. Ο Περδίκκας στη συνέχεια, αφού είχε αφαιρέσει το κυριότερο στήριγμα του Φίλιππου, βοήθησε τους Αθηναίους στη νίκη και καταστολή της εξέγερσης. Το 432 π.Χ., στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, έπεισε τους κατοίκους των πόλεων της Χαλκιδικής να αποστατήσουν από την Δηλιακή Συμμαχία και να καταφύγουν στην Όλυνθο.
Ο Περδίκκας δεν παρέμεινε πιστός για πολύ στη συμμαχία με τους Αθηναίους και το 429 π.Χ. έστειλε 1000 άνδρες για να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες σε μια επίθεση των τελευταίων κατά της Ακαρνανίας, αλλά έφτασε πολύ αργά για να φανεί χρήσιμος. Σε απάντηση, ο Σιτάλκης, βασιλεύς της Θράκης και σύμμαχος των Αθηναίων, εισέβαλε στη Μακεδονία με την υπόσχεση βοήθειας από τους Αθηναίους, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε και ο Περδίκκας, με διπλωματία, έσωσε το βασίλειό του από τον κίνδυνο (έταξε την αδελφή του Στρατονίκη για σύζυγο στον Σεύθη, ανιψιό του Σιτάλκη και ο τελευταίος αποσύρθηκε).
Το 424 π.Χ. βοήθησε το Σπαρτιάτη Βρασίδα να καταλάβει την Αμφίπολη, μια από τις σπουδαιότερες αποικίες των Αθηναίων, λόγω της ξυλείας που προμήθευε στον Αθηναϊκό στόλο. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για τους Αθηναίους, οι οποίοι για χρόνια θα εξαρτιόνταν από τη Μακεδονική ξυλεία, μεγάλο διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια του Μακεδόνα βασιλιά. Για να ανταμείψουν τους Μακεδόνες, οι Σπαρτιάτες βοήθησαν τον Περδίκκα να διασφαλίσει τα σύνορά του, ηγούμενοι μίας επίθεσης κατά του βασιλιά Αρραβαίου των Λυγκηστών, με την υπόσχεση βοήθειας και από τους Ιλλυριούς. Οι Ιλλυριοί όμως άλλαξαν στρατόπεδο και επιτέθηκαν στον Περδίκκα και τους Σπαρτιάτες. Οι ελλιπώς εκπαιδευμένοι Μακεδόνες τράπηκαν σε φυγή και κατ' ανάγκη οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν, μάλιστα από την αγανάκτησή τους επιτέθηκαν στις αποσκευές των Μακεδόνων. Το τελευταίο περιστατικό ψύχρανε τις σχέσεις Μακεδόνων και Πελοποννησίων και έκαναν τον Περδίκκα να προσεγγίσει πάλι την Αθήνα και τελικά να συμμαχήσει εκ νέου μαζί της το 423 π.Χ.
Το 417 ο Περδίκκας εγκατέλειψε για ακόμη μια φορά τους Αθηναίους και εντάχθηκε στη συμμαχία Σπάρτης-Άργους. Τέσσερα χρόνια αργότερα υπέκυψε στις αθηναϊκές πιέσεις, διέκοψε τις σχέσεις του με τους Πελοποννήσιους και βοήθησε την Αθήνα στην επίθεσή της κατά της Αμφίπολης. Πέθανε το 413 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρχέλαος.
Ο Αρχέλαος Α΄ (<αρχή + λαός = αρχηγός του λαού) αναδείχθηκε ικανός και ευεργετικός ηγεμόνας, γνωστός για τις ριζικές αλλαγές που επέβαλε στη δημόσια διοίκηση, το στρατό και το εμπόριο. Το 413 π.Χ., διαδέχθηκε τον πατέρα του Περδίκκα Β΄ στο θρόνο της Μακεδονίας, εξολοθρεύοντας τους νόμιμους διαδόχους. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η Αθήνα είχε απόλυτη ανάγκη ξυλείας (λόγω της καταστροφικής Σικελικής εκστρατείας) και γενναιόδωρα προμήθευσε στους Αθηναίους ξυλεία, πετυχαίνοντας έτσι να αντιστρέψει το κλίμα αντιπαλότητας που υπήρχε μεταξύ των δύο πόλεων-κρατών. Οι Αθηναίοι, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, έδωσαν στον Αρχέλαο, και στα παιδιά του, τον τίτλο του πρόξενου και του ευεργέτη του λαού.
Ο Αρχέλαος προχώρησε σε πολλές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Έκοψε νόμισμα καλής ποιότητας σε ικανή ποσότητα, έκτισε οχυρά, χάραξε ευθείς δρόμους και βελτίωσε τη στρατιωτική οργάνωση, κυρίως το ιππικό και την οπλιτική φάλαγγα. Ήταν επίσης γνωστός για το ενδιαφέρον του προς την τέχνη. Φιλοξένησε διάσημους καλλιτέχνες της εποχής στο νέο του παλάτι στην Πέλλα, που μεταφέρθηκε εκεί από την παλαιά πρωτεύουσα, τις Αιγές. Τα βασιλικά ανάκτορα διακοσμήθηκαν από τον ζωγράφο Ζεύξη και στην αυλή τους φιλοξενήθηκαν ο χορικός ποιητής Τιμόθεος, ο επικός Χοιρίλος από την Σάμο και οι Αθηναίοι τραγικοί ποητές Αγάθων και Ευριπίδης που έγραψε στην αυλή τους τις τραγωδίες Αρχέλαος και Βάκχαι. Επίσης ο Αρχέλαος διοργάνωσε Ολύμπια πανελλήνιας εμβέλειας στο Δίον, με αθλητικούς και μουσικούς αγώνες.
Σύμφωνα με τον Αιλιανό, ο Αρχέλαος σκοτώθηκε το 399 π.Χ. κατά τη διάρκεια κυνηγιού από ένα «βασιλικό παίδα», Κρατεύα ή Κρατερό, επειδή αρνήθηκε να του δώσει το χέρι μιας κόρης του, όπως του είχε αρχικά υποσχεθεί. Ο Θουκυδίδης λέει για τον Αρχέλαο ότι πέτυχε για το βασίλειό του όσα είχαν πετύχει όλοι οι προκάτοχοί του μαζί. Μετά το θάνατό του σε μια πολυτάραχη περίοδο πολιτικής αστάθειας βασίλεψαν διαδοχικά οι Κρατερός (399), Ορέστης (399-396), Αρχέλαος Β (396-393) και Παυσανίας (393).
Ο Αργαίος Β' ήταν βασιλεύς της Μακεδονίας από το 393 μέχρι το 392 π.Χ.), καταλαμβάνοντας το αξίωμα αφού εξόρισε τον νόμιμο βασιλιά Αμύντα Β' με την βοήθεια των Ιλλυριών. Δύο χρόνια αργότερα ο Αμύντας Β επανήλθε στο θρόνο της Μακεδονίας με την υποστήριξη των Θεσσαλών και ο Αργαίος εξορίστηκε.
Ο Αμύντας Γ’ (που συγχέεται με τον Αμύντα Β που βασίλεψε από το 392 μέχρι το 391) ήταν βασιλεύς στην Μακεδονία για 24 ταραγμένα έτη, από το 391 μέχρι και 369 π.Χ. Ο Αμύντας Γ’ ανήκε στον βασιλικό οίκο και υπήρξε υπηρέτης του Αέροπου. Για να ανέβει στο θρόνο δολοφόνησε τον Παυσανία που ήταν γιος του Αέροπου ένα χρόνο αφότου είχε λάβει τα καθήκοντά του ως βασιλεύς. Τα χρόνια που ο Αμύντας Γ ήταν στην εξουσία ήταν πολυτάραχα και καταστροφικά τόσο για την Μακεδονία όσο και για τον ίδιο τον βασιλιά. Το κράτος οδηγούνταν σταδιακά στην διάσπαση και μόνο μια στιβαρή εξουσία θα μπορούσε να το κρατήσει ενωμένο.
Το πρώτο έτος βασιλείας του Αμύντα Γ’ οι Ιλλυριοί επιτέθηκαν στην Μακεδονία εκμεταλλευόμενοι την αστάθεια που επικρατούσε στο κράτος. Ο Αμύντας Γ’ υποχρεώθηκε να φύγει από την Πέλλα και για να μην αφήσει ολόκληρη την χώρα στα χέρια των βαρβάρων αναγκάστηκε να παραχωρήσει τα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, συμπεριλαμβανομένης και της Πέλλας, στην Ολυνθιακή Ομοσπονδία. Ωστόσο μερικά χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να διαλύσουν την Ολυνθιακή Ομοσπονδία και παρέδωσαν τις περιοχές αυτές και πάλι στον Αμύντα Γ’.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αμύντας Γ’ ήταν πατέρας του Φιλίππου Β' και παππούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος Β' ήταν γιος του Αμύντα Γ’, μεγαλύτερος αδελφός του Φιλίππου Β και θείος του Μ.Αλεξάνδρου. Ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του το 369 π.Χ.. Κατά το χρόνο που βρισκόταν στη Θεσσαλία προς βοήθεια των Θεσσαλών κατά του Αλέξανδρου του Φεραίου, ο Πτολεμαίος ο Αλωρίτης, υποστηριζόμενος από την επίβουλη μητέρα του Αλέξανδρου Ευρυδίκη, της οποίας υπήρξε εραστής, επαναστάτησε εναντίον του διεκδικώντας το θρόνο. Τότε ερχόμενος ο Πελοπίδας στη Μακεδονία συμβίβασε τους δύο ανταγωνιστές και συμφώνησαν ο μεν Αλέξανδρος να λάβει το θρόνο της Πέλλας, ο δε Πτολεμαίος να γίνει Ηγεμόνας της Βοττιαίας. Ο συμβιβασμός όμως αυτός είχε μικρή διάρκεια και σε λίγο χρόνο ο Πτολεμαίος Αλωρίτης, δολοφονώντας τον Αλέξανδρο με τη βοήθεια της μητέρας του Ευρυδίκης, κατέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας (368-365). Μετά το θάνατό του το θρόνο πήρε ο Περδίκκας Γ (365-359), γιος του Αμύντα Γ και αδελφός επίσης του Φιλίππου Β, που τον διαδέχτηκε ο γιος τους Αμύντας Δ.
Ο Αμύντας Δ΄ ήταν γιος του βασιλιά Περδίκκα Γ΄, εγγονός του Αμύντα Γ΄ και επομένως ανεψιός του Φιλίππου Β. Ο πατέρας του, Περδίκκας Γ, σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Ιλλυριών μαζί με 3,000 Μακεδόνες ενώ ο ίδιος ήταν νήπιο και την βασιλεία στην Μακεδονία ουσιαστικά άσκησε ως αντιβασιλέας ο θείος του Φίλιππος Β΄, πατέρας του Μ. Αλέξανδρου. Στην συνέχεια ανέλαβε την βασιλεία ο ίδιος ο Φίλιππος και για να στερεώσει την εξουσία του, έδωσε λίγο αργότερα την κόρη του Κυνάνη ως σύζυγο στον Αμύντα Δ, με την οποία απέκτησε μία κόρη την Ευρυδίκη, μετέπειτα βασίλισσα της Μακεδονίας, ως σύζυγος του Φίλιππου Γ Αρριδαίου, γιου του Φιλίππου Β. Μετά την δολοφονία του Φιλίππου Β και την ανάληψη της εξουσίας από τον γιό του Αλέξανδρο, ο Αμύντας Δ κατηγορήθηκε για συνωμοσία ενάντια στον βασιλιά και θανατώθηκε το 336 π.Χ.
Ο Φίλιππος Β΄ o Μακεδών <φιλώ + ίππος = αυτός που αγαπάει τα άλογα), γεννήθηκε το 382 π.Χ. στην Πέλλα και ήταν τριτότοκος γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης Α, η οποία είχε σημαντική ανάμιξη στα γεγονότα μετά το θάνατο του συζύγου της. Ήταν ο βασιλεύς που έκανε τη Μακεδονία ισχυρό κράτος, ένωσε υπό την ηγεμονία του τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη, έγινε ο ισχυρότερος και επιφανέστερος Έλληνας της εποχής του και προετοίμασε την κατάκτηση της Περσίας από τον γιό του Μέγα Αλέξανδρο. Mε μία σειρά θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων στο σύνολο της δομής του βασιλείου του κατάφερε να εισέλθει δυναμικά στο προσκήνιο των ελληνικών υποθέσεων στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Τα κύρια χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής του Φιλίππου ήταν η ανασυγκρότηση του κράτους, η βελτίωση των οικονομικών, η αναδιοργάνωση του στρατού, η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, που όλα είχαν ως αποτέλεσμα η Μακεδονία να γίνει σύντομα η ισχυρότερη δύναμη στην Ελλάδα.
α. Υποταγή των βόρειων γειτόνων
Αφού αναδιοργάνωσε ριζικά το στρατό του, εισάγοντας μεταξύ άλλων τη σάρισα και επινοώντας καινούργιες τακτικές παραλάσσοντας τη λοξή φάλαγγα των οπλιτών του Επαμεινώνδα, προχώρησε σε κεραυνοβόλες επιθετικές ενέργειες εναντίον των βόρειων, δυτικών και ανατολικών γειτόνων του. Ο αναγεννημένος στρατός πέτυχε τότε τις πρώτες του νίκες, εξουδετερώνοντας οριστικά τις ληστρικές επιδρομές των βαλκανικών λαών που περιέβαλλαν τη Μακεδονία.
Το 358 π.Χ. εκστράτευσε βορειοδυτικά, στην Παιονία, δηλαδή την περιοχή εκατέρωθεν του άνω ρου του Αξιού ποταμού (που κατά το μεγαλύτερο μέρος ανήκει σήμερα στη ΠΓΔΜ) και νίκησε τον βασιλιά των Παιόνων. Το 355 π.Χ. εκστράτευσε πάλι εναντίον των Παιόνων και κατέστησε υποτελή τον βασιλιά τους Λύκκειο. Το θέρος του 338 π.Χ. νίκησε τους Ιλλυριούς που είχαν εισβάλει στην Άνω (Δυτική) Μακεδονία.
Ανατολικά του Στρυμώνα έπληξε ζωτικά συμφέροντα των Αθηναίων διότι το βόρειο Αιγαίο (από τη Μεθώνη και την Πύδνα μέχρι τον Ελλήσποντο) ήταν πεδίο επιρροής της Αθήνας, αφού οι πόλεις-κράτη της περιοχής του βορείου Αιγαίου ήταν μέλη της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Μια απ’ αυτές η Όλυνθος, στη βορειοδυτική πλευρά του Τορωναίου κόλπου, αρχικά ήταν σύμμαχός του Φιλίππου, που για αντάλλαγμα της παραχώρησε δυο πόλεις, την Ποτίδαια και τον Ανθεμούντα. Όταν όμως ο Φίλιπποε υπέταξε τη Θεσσαλία, προχώρησε προς τη Θράκη και νίκησε τους Φωκείς, οι Ολύνθιοι αντιλήφθηκαν ότι δεν είναι ασφαλείς και το 352 π.Χ επιδίωξαν ειρήνη με τους Αθηναίους. Όταν το 349 π.Χ. ο Φίλιππος τους επιτέθηκε, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση το γεγονός ότι οι Ολύνθιοι αρνήθηκαν να του παραδώσουν τον αδελφό του Αρριδαίο που είχε καταφύγει στην πόλη τους, εκείνοι ζήτησαν με πρέσβεις βοήθεια από τους Αθηναίους. Στη συνέλευση που έγινε στην Αθήνα για τη λήψη σχετικής απόφασης, ο Δημοσθένης εκφώνησε τρεις διάσημους Ολυνθιακούς λόγους, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την καταστροφή της Ολύνθου.
Έτσι ο Φίλιππος δημιούργησε στη χερσόνησο του Αίμου ένα μεγάλο κράτος με σχέσεις συμμαχίας, υποτέλειας ή υποταγής με λαούς όπως οι Ιλλυριοί, Παίονες, Τριβαλλοί, Θράκες, Γέτες και Σκύθες.
β. Τρίτος Ιερός Πόλεμος (356-346)
Στη νότια Ελλάδα, σταδιακά έθεσε υπό την επιρροή του τους Θεσσαλούς και αναμίχθηκε με επιδέξιο τρόπο στα πολιτικά πράγματα των πόλεων της Στερεάς Ελλάδας, μέσω της Δελφικής Αμφικτυονίας. Κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ιερού Πολέμου, που έγινε, όπως και οι δύο προηγούμενοι, με στόχο τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών, ο Φίλιππος συγκρούστηκε με την ανερχόμενη δύναμη της Φωκίδας και τον τύραννο των Φερών. Το 362 π.Χ. οι Φωκείς, σύμμαχοι τότε των Θηβαίων, αθέτησαν να ενισχύσουν το θηβαϊκό στρατό στην εκστρατεία του στην Πελοπόννησο. Την στάση τους αυτή αποφάσισαν να τιμωρήσουν οι Θηβαίοι, κατηγορώντας τους στο Αμφικτυονικό συνέδριο για ιεροσυλία επειδή είχαν καλλιεργήσει μέρος των ιερών κτημάτων των Δελφών. Το Αμφικτυονικό συνέδριο αποφάσισε να τους επιβάλλει βαρύ πρόστιμο το οποίο οι Φωκείς αδυνατούσαν να πληρώσουν. Σε συνέλευση που συγκάλεσαν οι Φωκείς ο Φιλόμηλος από την πόλη Λέδων μίλησε για την αδυναμία της χώρας του να πληρώσει αυτό το ποσό και έπεισε τους Φωκείς ότι η μόνη τους επιλογή ήταν να αντισταθούν και να καταλάβουν τους Δελφούς. Με τον τρόπο αυτό θα πετύχαιναν να ακυρώσουν την απόφαση εναντίον τους. Στο συνέδριο αυτό οι Φωκείς εξέλεξαν τον Φιλόμηλο στρατηγό ο οποίος στην συνέχεια αναζήτησε εξωτερική βοήθεια στους εχθρούς των Θηβαίων, Σπαρτιάτες, οι οποίοι θα είχαν ωφέλεια από την ενίσχυση των Φωκέων, αφού η Θήβα θα αποκτούσε έναν ισχυρό αντίπαλο στην περιοχή της. Έτσι πρόσφεραν στους Φωκείς ποσό 15 ταλάντων για να φτιάξουν στρατό. Οι Φωκείς κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα στρατό 5.000 αντρών με τον οποίο κατέλαβαν το μαντείο των Δελφών. Ο Φιλόμηλος τότε οχύρωσε τους Δελφούς και κατάστρεψε την πέτρα στην οποία ήταν καταγραμμένη η απόφαση για την τιμωρία τους.
Τότε τα μέλη της Δελφικής Αμφικτυονίας υπό την ηγεσία της Θήβας κήρυξαν στον πόλεμο στους Φωκείς, με τους οποίους συμμάχησαν οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες και οι τύραννοι των Φερών της Θεσσαλίας. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου οι Λοκροί της Άμφισσας προσπάθησαν να καταλάβουν το μαντείο αλλά απωθήθηκαν από τις δυνάμεις του Φιλόμηλου. Ένα χρόνο μετά ο Φιλόμηλος σκοτώθηκε στην μάχη που διεξάχθηκε στην πόλη Νέον της Φωκίδας, κοντά στην Τιθορέα σε μία σύγκρουση εναντίον των Βοιωτών. Τον διαδέχτηκε στην ηγεσία των Φωκέων ο Ονόμαρχος. Ο Ονόμαρχος δαπανώντας χρήματα από τους θησαυρούς των Δελφών έφτιαξε έναν ισχυρό μισθοφορικό στρατό 20.000 πολεμιστών και 1000 ιππέων ενώ την ίδια περίοδο άρχισε να οχυρώνει τις Φωκικές πόλεις. Με το στρατό αυτό εκστράτευσε κατά των γειτονικών Επικνημίδιων Λοκρών καταλαμβάνοντας το Θρόνιο. Επίσης εκστράτευσε κατά της Δωρίδας αλλά και της Βοιωτίας καταλαμβάνοντας τον Ορχομενό. Στην συνέχεια στράφηκε εναντίον της Θεσσαλίας προκαλώντας για πρώτη φορά την παρέμβαση των Μακεδόνων.
Το 354 π.Χ. κινήθηκαν εναντίον τους οι Μακεδόνες του Φιλίππου, γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη εμπλοκή των Μακεδόνων στα γεγονότα της νότιας Ελλάδας. Αρχικά οι Μακεδόνες ηττήθηκαν σε δύο μάχες από τους Φωκείς. Θεωρείται πως σημαντικό ρόλο στην νίκη των Φωκέων έπαιξε η χρήση καταπελτών που χτυπούσαν την Μακεδονική φάλαγγα. Ο Φίλιππος κατάφερε αν επιβληθεί των Φωκέων ένα χρόνο μετά το 353 π.Χ. στην Μάχη του Κρόκιου Πεδίου κοντά στον Παγασητικό κόλπο. Στην μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Ονόμαρχος και τον διαδέχτηκε στην συνέχεια ο Φάυλλος. Στην συνέχεια ο Φίλιππος κινήθηκε κατά της Φωκίδας. Η κάθοδος των Μακεδόνων στην νότια Ελλάδα ανησύχησε τους Αθηναίους οι οποίοι έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες στις Θερμοπύλες και κατάφεραν να τους σταματήσουν. Την επόμενη χρονιά πέθανε ο Φάυλλος και στρατηγός των Φωκέων έγινε ο Φάλαιρος, γιος του Ονόμαρχου. Τα επόμενα χρόνια οι Φωκείς εκστράτευσαν κατά της Βοιωτίας αλλά χωρίς επιτυχία. Κατόρθωσαν όμως στο διάστημα αυτό να διατηρήσουν τις κτήσεις τους. Η Φιλοκράτειος Ειρήνη που υπογράφτηκε μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων απομόνωσε τους Φωκείς που έμειναν χωρίς συμμάχους. Τελικά το 346 π.Χ. οι Φωκείς αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν πολύ σκληρή, καθώς υποχρεώθηκαν να πληρώνουν 60 τάλαντα ετησίως για να ξεπληρώσουν τους θησαυρούς που αφαίρεσαν από τους Δελφούς, ενώ τους αφαιρέθηκαν και οι δύο ψήφοι που είχαν στο Αμφικτυονικό συνέδριο οι οποίοι δόθηκαν στους Μακεδόνες.
γ. Επικράτηση στη Νότια Ελλάδα
Στο νότο, μετά τη νίκη στη Μάχη του Κρόκιου Πεδίου το 353, ήδη από το 346 π.Χ. ο Φίλιππος πέτυχε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς να εγκαταστήσει παρατάξεις φιλικά προσκείμενες προς το πρόσωπό του, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα να επεμβαίνει και να αναμειγνύεται στα πολιτικά τεκταινόμενα των υπόλοιπων Ελλήνων, με στόχο την ένωσή τους για κοινή εκστρατεία κατά των Περσών. Κυριότερο σύμμαχο ως το 338 π.Χ. είχε τη Θήβα, με υπολογίσιμους αντιπάλους την Αθήνα και τη Σπάρτη, αλλά στο διάστημα αυτό πέτυχε παράλληλα άλλες δύο νίκες στο στρατιωτικό και το διπλωματικό πεδίο: Την υποταγή της Θεσσαλίας στη Μακεδονία και τον προσεταιρισμό της άρχουσας τάξης της (άρα και την ένταξη του περίφημου θεσσαλικού ιππικού στο στρατό του) και, με το πέρας του Γ' Ιερού Πολέμου, την αποδοχή της Μακεδονίας ως μέλους του Αμφικτυονικού Συνεδρίου των Δελφών, προβάλλοντας έτσι την Μακεδονία ως πρωταγωνιστική δύναμη σταθερότητας στα ελληνικά πράγματα.
Παρόλα αυτά, η άλλοτε κραταιά δύναμη της Αθήνας εξακολουθούσε να αψηφά την ολοένα αυξανόμενη ισχύ της Μακεδονίας και έθετε εμπόδια στην περαιτέρω επέκτασή της. Το 340 π.Χ. η Αθήνα πρόσφερε με πλοία βοήθεια στο Βυζάντιο τον καιρό που πολιορκούταν στενά από τις δυνάμεις του Φιλίππου, ο οποίος, δύο χρόνια αργότερα, αποφάσισε να βάλει τέλος στην αμφισβήτηση της ισχύος του από τους Αθηναίους. Ο μακεδονικός στρατός συγκεντρώθηκε και το φθινόπωρο του 339 π.Χ. κατέλαβε αιφνιδιαστικά την πρωτεύουσα πόλη Ελάτεια της Φωκίδας (σήμερα στο νομό Φθιώτιδας). Οι πολίτες της Αθήνας, έστειλαν πρέσβη στη Θήβα τον ρήτορα Δημοσθένη με αίτημα να αντιμετωπίσουν μαζί τη μακεδονική εισβολή. Οι Βοιωτοί, παρόλο που είχαν συνάψει σύμφωνο συμμαχίας με το Φίλιππο, δεν άργησαν να μεταστρέψουν τη στάση τους. Ο Φίλιππος αποπειράθηκε να τους μεταπείσει, αποστέλλοντας τον ονομαστό πρέσβη του Πύθωνα το Βυζάντιο, αλλά η Αθήνα και Κοινό των Βοιωτών, με τη συμπαράταξη της Κορίνθου, της Κέρκυρας, της Λευκάδας, της Αχαΐας, των Μεγάρων, της Ακαρνανίας και της Εύβοιας συμφώνησαν να ξεκινήσουν άμεσα πολεμικές προπαρασκευές. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν άργησαν να βρεθούν στην πεδιάδα της Χαιρώνειας (13 χιλιόμετρα βόρεια της Λειβαδιάς), όπου έλαβε χώρα η συμπλοκή.
δ. Η Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.)
Ο Φίλιππος τοποθέτησε τους επιφανείς Εταίρους στο αριστερό κέρας της παράταξης, αναθέτοντας την διοίκησή του στο δεκαοκταετή τότε γιο του Αλέξανδρο, ο οποίος είχε ήδη πολεμική εμπειρία από τις επιχειρήσεις εναντίον του θρακικού φύλου των Μαίδων, το οποίο και συνέτριψε το 340 π.Χ., ενώ ο Φίλιππος πολιορκούσε την Πέρινθο και το Βυζάντιο. Οι τάξεις της μακεδονικής φάλαγγας έλαβαν θέση στο κέντρο της παράταξης, συνεπικουρούμενες από μονάδες ελαφρύτερου πεζικού και ψιλών. Ο βασιλεύς κατέλαβε τη δεξιά πτέρυγα, όπως όριζαν τα μακεδονικά στρατιωτικά ήθη, ηγούμενος των Υπασπιστών, επίλεκτου τμήματος του πεζικού.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι Αθηναίοι παρέταξαν τα τμήματα της φάλαγγάς τους κατά φυλή, όπως συνήθιζαν, στην αριστερή πτέρυγα και το κέντρο, μαζί με τους οπλίτες των υπόλοιπων συμμάχων. Οι στρατηγοί Χάρης και Λυσικλής είχαν το γενικό πρόσταγμα του αθηναϊκού στρατού ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ρήτορας Δημοσθένης εντάχθηκε στις τάξεις των οπλιτών. Διοικητής του Κοινού των Βοιωτών ήταν ο Θηβαίος στρατηγός Θεαγένης, ο οποίος τοποθέτησε τα στρατεύματα του στο δεξιό άκρο του κέντρου και το δεξιό κέρας όλου του σχηματισμού, αντίκρυ από τις δυνάμεις του Αλέξανδρου. Στη μάχη έλαβε μέρος και ο Ιερός Λόχος, μονάδα που αποτελούταν από 300 επίλεκτους και άριστα εκπαιδευμένους άνδρες της θηβαϊκής κοινωνίας. Συνολικά, η δύναμη του μακεδονικού στρατού ανερχόταν σε τουλάχιστον 2.000 ιππείς και πάνω από 30.000 πεζούς, ενώ οι συνδυασμένες δυνάμεις των συμμάχων υστερούσαν λίγο αριθμητικά.
Επακολούθησε μία πολύνεκρη μάχη, που χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη σκληρότητα και ανδρεία. Ύστερα από την πάροδο αρκετού χρόνου, ο Φίλιππος οπισθοχώρησε εκτελώντας παραπλανητικούς ελιγμούς που καταπόνησαν και παρέσυραν τους Αθηναίους αντιπάλους του. Οι φάλαγγες οπλιτών που είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο αμφότερων των πλευρών συνεπλάκησαν. Πολλοί άνδρες έπεφταν νεκροί και τραυματίες, πράγμα που καθιστούσε αμφίρροπο τον αγώνα μεταξύ τους. Στο μεταξύ, αρκετοί Βοιωτοί και άλλοι συμμαχικοί οπλίτες έσπευσαν να συμβάλλουν στην καταδίωξη του αντίπαλου δεξιού άκρου. Άμεσο αποτέλεσμα της κίνησης αυτής ήταν να δημιουργηθεί ένα ακάλυπτο κενό στη συμμαχική διάταξη, που εξέθετε επικίνδυνα του μαχητές του Ιερού Λόχου. Καθοριστική για την έκβαση της μάχης θεωρείται η συμβολή του ίδιου του Αλέξανδρου ο οποίος σε αυτή την κρίσιμη χρονική στιγμή, περιστοιχιζόμενος από ρωμαλέους μαχητές, επιχείρησε μία παράτολμη επίθεση με το απόσπασμά του εναντίον του αποκομμένου Ιερού Λόχου και κατάφερε να φονεύσει πολλούς, ενώ αρκετοί άλλοι τράπηκαν σε φυγή, όταν αντιλήφθηκαν τον ελιγμό πλαγιοκόπησής τους. Οι άριστα εκπαιδευμένοι Μακεδόνες Υπασπιστές είχαν επιτύχει να συμπτυχθούν πειθαρχημένα, ώσπου ξαφνικά ο βασιλεύς τους διέταξε να πραγματοποιήσουν μεταβολή και να στραφούν εναντίον του εχθρού. Η ήδη χαλαρή συνοχή των συμμαχικών δυνάμεων δέχθηκε ένα αποφασιστικό χτύπημα και άρχισε να διαλύεται. Οι άνδρες του συμμαχικού στρατού άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν άτακτα, αλλά ο Φίλιππος δεν επέτρεψε στο ιππικό του να καταδιώξει τους ηττημένους, αποτρέποντας έτσι τη γενικευμένη σφαγή. Ο ρήτορας Δημοσθένης κατόρθωσε να διαφύγει, ο στρατηγός Λυσικλής, αφού λοιδορήθηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και ο Χάρης κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που τον βάραιναν.
ε. Το Κοινό των Ελλήνων
Ο θριαμβευτής Φίλιππος έστησε τρόπαιο για ανάμνηση της σπουδαίας νίκης και παρέδωσε τους νεκρούς για ταφή. Το αποτέλεσμα της μάχης ανέδειξε το μακεδονικό βασίλειο ως πρωτεύουσα δύναμη και επισφράγισε τις πολυετείς προσπάθειες του Φιλίππου για ένωση του ελληνικού κόσμου. Μετά από την ήττα των Αθηναίων ο Αλέξανδρος πήγε στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις, ως αντιπρόσωπος του πατέρα του, μαζί με τον Αντίπατρο. Το 338 π.Χ. αμέσως μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια, ο Φίλιππος κάλεσε όλα τα ελληνικά κράτη να στείλουν αντιπροσώπους στην Κόρινθο για να συζητήσουν και να διαμορφώσουν τους όρους μιας γενικής ειρήνης για την Ελλάδα, που αποσκοπούσαν:
(1) Στην ειρήνευση της Ελλάδας, την επικράτηση ασφάλειας και σταθερότητας και
(2) Στη συνένωση της Ελλάδας υπό την ηγεμονία του Φιλίππου, με τρόπο ώστε αφ’ ενός να υπάρχει ένας θεσμός που να αντιμετωπίζει κάθε ενδεχόμενη μορφή διατάραξης (συνέδριο) και αφ’ ετέρου να ενοποιηθούν οι στρατιωτικές δυνάμεις του ελληνικού κόσμου, μ έναν απώτερο στόχο, που δεν είχε διατυπωθεί με σαφήνεια.
Το συνέδριο συγκλήθηκε για δεύτερη φορά το Φεβρουάριο του 337 π.Χ. στην Κόρινθο και αποφασίστηκε η διεξαγωγή πολέμου εναντίον της περσικής αυτοκρατορίας και η ανάθεση στο Φίλιππο του τίτλου του «στρατηγού αυτοκράτορα της Ελλάδος», τίτλος που απονεμόταν σε στρατηγούς ελληνικών πόλεων, συχνά στην Αθήνα, και σήμαινε πλήρη εξουσιοδότηση για ενέργειες κατά την κρίση τους χωρίς να απευθύνεται στο δήμο. Δημιουργήθηκε έτσι το Κοινό των Ελλήνων, με το οποίο, παρά το γεγονός ότι τυπικά αφορούσε μία στρατιωτική συμμαχία, ενώθηκαν ουσιαστικά και πολιτικά όλοι οι Έλληνες, εκτός από την ουδέτερη Κρήτη και τη Σπάρτη, που επέλεξε την απομόνωση και τη συνεχή αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες.
στ. Αντιπαράθεση Φίλιππου και Αλεξάνδρου
Ο Φίλιππος (σε αντίθεση με τους νότιους Έλληνες που, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επίσημη σύζυγο, ήταν μονογαμικοί), είχε συνολικά 7 συζύγους και απέκτησε 7 παιδιά με την εξής σειρά:
-Αυδάτη, κόρη του Ιλλυριού βασιλιά Βάρδυλλι, μητέρα της Κυνάνης.
-Φίλα από την Ελιμειώτιδα (σημερινή Κοζάνη), αδελφή του Δέρδα και του Μαχάτα, πατέρα του Άρπαλου, παιδικού φίλου του Αλεξάνδρου, χωρίς παιδιά.
-Νικησίπολις από τις Φερές της Θεσσαλίας, μητέρα της Θεσσαλονίκης.
-Ολυμπιάς, κόρη του βασιλιά Νεοπτόλεμου της Ηπείρου, αρχικό όνομα Πολυξένη και δεύτερο όνομα Μυρτάλη, μητέρα του Αλέξανδρου και της Κλεοπάτρας.
-Φίλιννα (ή Φιλίνη) χορεύτρια από τη Λάρισα, μητέρα του πνευματικά καθυστερημένου Αρριδαίου, που αργότερα ονομάστηκε Φίλιππος Γ Αρριδαίος, και έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας μετά τον Αλέξανδρο.
-Μήδα από την Οδησσό, κόρη του βασιλιά Κοθήλα της Θράκης, χωρίς παιδιά.
-Κλεοπάτρα, κόρη του Ιππόστρατου και ανεψιά του στρατηγού Αττάλου, που από τον Φίλιππο ονομάστηκε Κλεοπάτρα Ευρυδίκη, μητέρα της Ευρώπης και του Κάρανου.
Το 337 π.Χ. σε ηλικία 48 ετών, ο Φίλιππος, νυμφεύτηκε την έβδομη ως άνω σύζυγό του, όμορφη Μακεδόνισσα από ευγενή οικογένεια Κλεοπάτρα (που ο ίδιος ονόμασε Κλεοπάτρα Ευρυδίκη), ανεψιά του στρατηγού Αττάλου. Στο γαμήλιο γλέντι ο Άτταλος ευχήθηκε στο ζευγάρι να αποκτήσει γρήγορα ένα νόμιμο διάδοχο, υπαινισσόμενος έμμεσα ότι ο Αλέξανδρος ήταν νόθος. Ο Αλέξανδρος αντέδρασε βίαια αδειάζοντας το ποτήρι του στο πρόσωπο του Αττάλου και ξέσπασε φοβερή φιλονικία. Ο Φίλιππος, μεθυσμένος, τράβηξε το ξίφος του για να επιβάλει την τάξη, αλλά, προδομένος και από το κουτσό πόδι του, σκόνταψε και έπεσε κάτω, προκαλώντας τα ειρωνικά σχόλια του Αλεξάνδρου («δείτε τον άνθρωπο που θέλει να περάσει στην Ασία και δεν μπορεί να περάσει πάνω από ένα τραπέζι»). Μετά απ’ αυτό ο Αλέξανδρος και η Ολυμπιάδα κατέφυγαν στο σπίτι του πατέρα της στην Ήπειρο, δυσκολεύοντας τα σχέδια του Φιλίππου, που δεν θα μπορούσε να εκστρατεύσει χωρίς αντιβασιλέα. Ο Αλέξανδρος αργότερα γύρισε στην πατρική εστία και ο Φίλιππος άρχισε πάλι τα σχέδιά του στέλνοντας τον Ιούνιο του 336 π.Χ. στον Ελλήσποντο τον Άτταλο και τον Παρμενίωνα με 10.000 στρατό, για να προετοιμάσουν την εκστρατεία.
Το 336 ο Φίλιππος οργάνωσε στο θέατρο των Αιγών εορτασμό για τους γάμους της κόρης του (και κόρης της Ολυμπιάδας) Κλεοπάτρας με τον βασιλιά των Μολοσσών, Αλέξανδρο Α΄, αδελφό της Ολυμπιάδας, και κάνοντας επίδειξη δύναμης έκανε την είσοδό του στο θέατρο χωρίς την φρουρά του. Τότε όμως δολοφονήθηκε από έναν από τους πιο έμπιστους σωματοφύλακές του, τον Παυσανία, που θανατώθηκε λίγα λεπτά αργότερα από τους σωματοφύλακες του Φιλίππου. Ο Αλέξανδρος, εξουδετερώνοντας πιθανούς διαδόχους, όπως κυρίως ο εξάδελφός του (γιος του αδελφού του Φιλίππου) Αμύντας Δ Περδίκκα, σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του Κυνάνης, με την υποστήριξη του Αντίπατρου, που εκτελούσε χρέη "πρωθυπουργού" ανακηρύχθηκε από το στρατό νέος βασιλεύς. Οι λόγοι και οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας δεν έγιναν επίσημα γνωστοί, αλλά φαίνεται ότι υπήρχαν συνεργοί, γεγονός που στρέφει τις υποψίες στους Πέρσες, οι οποίοι, επιδιώκοντας να αποτρέψουν την εισβολή στο κράτος τους, πιθανότατα συνεργάστηκαν με την φιλόδοξη και εκδικητική Ολυμπιάδα, που αισθανόταν παραμερισμένη, και κυρίως επειγόταν να ανοίξει το δρόμο για τη βασιλεία στο γιο της.
Ο Φίλιππος υπήρξε αναντίρρητα μία από τις κοσμοϊστορικής σημασίας προσωπικότητες της ελληνικής και της παγκόσμιας ιστορίας. Θεμελιωτής της ενότητας των Ελλήνων στο αποκορύφωμα της εθνικής ανέλιξής τους, έθεσε ταυτόχρονα το όραμα αλλά και τις βάσεις για το μεγαλειώδες εγχείρημα που υλοποίησε ο γιος του, με το οποίο ο ελληνικός κόσμος εξασφάλισε για τους επόμενους 17 αιώνες γεωπολιτικό έδαφος για την ανάπτυξη της «ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών», που συνιστούν τον ιδιοφυή χαρακτήρα του.
Ο Δημοσθένης (<δήμος + σθένος = ο έχων τη δύναμη του λαού), μαθητής του Ισοκράτη και του Ισαίου, ήταν γιος του επίσης Δημοσθένη μαχαιροποιού το επάγγελμα από το δήμο Παιανίας, και της Κλεόβουλης. Από μικρός συνάντησε δυσκολίες, γιατί, με το θάνατο του πατέρα του, οι κηδεμόνες του καταχράστηκαν την πατρική περιουσία. Έτσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ρητορική για να μπορέσει ο ίδιος να διεκδικήσει το χαμένο του δίκιο. Αν και κατάφερε να κερδίσει τη δίκη, δεν μπόρεσε να πάρει την περιουσία του και αναγκάστηκε να γράφει λόγους επί πληρωμή για να ζήσει. Στην εκκλησία του δήμου όπου προσπάθησε δυο φορές να μιλήσει δεν τα κατάφερε, γιατί τον εμπόδιζαν η νευρικότητά του και η δυσκολία να προφέρει το λ και το ρ. Με την πίστη και την επιμονή του, πότε ανεβαίνοντας στο Λυκαβηττό και πότε κατεβαίνοντας στο Φάληρο για να ασκηθεί στην απαγγελία με διάφορους τρόπους, μπόρεσε να νικήσει τις δυσκολίες στην άρθρωση, και την δειλία του και να πετύχει την κυριαρχία στις κινήσεις του.
Οι τέσσερις φιλιππικοί και οι τρεις ολυνθιακοί φλογεροί λόγοι του, που τους δούλευε κοπιαστικά ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια, τον καταξίωσαν στους επόμενους αιώνες ως ρήτορα απαράμιλλης δύναμης και καλλιέπειας. Κατόρθωσε να παρασύρει τους Αθηναίους να πολεμήσουν εναντίον του Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, στη Χαιρώνεια, όπου πολέμησε και ο ίδιος ως απλός στρατιώτης. Μετά το θάνατο του Φιλίππου, ο Δημοσθένης συνέχισε τον αγώνα του και εναντίον του Αλεξάνδρου, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το 324 π.Χ. έφυγε εξόριστος από την Αθήνα, γιατί αποδείχτηκε ότι είχε δωροδοκηθεί, για να βοηθήσει τον μεγαλύτερο καταχραστή της αρχαιότητας, τον Άρπαλο, να δραπετεύσει. Μετά το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι με ψήφισμά τους τον ανακάλεσαν πανηγυρικά από την εξορία, η ελευθερία του όμως αυτή δεν κράτησε για πολύ, γιατί αναγκάστηκε να φύγει πάλι ύστερα από την εμπλοκή του στην αποτυχημένη επανάσταση που έγινε τότε κατά των Μακεδόνων, η οποία οδήγησε στον Λαμιακό Πόλεμο (323-322), στον οποίο οι Αθηναίοι, υπό τους Λεωσθένη και Υπερείδη, ηττήθηκαν στην Κραννώνα της Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς στη Μουνιχία (Καστέλα). Οι στρατιώτες του Αντίπατρου τον κυνήγησαν και τον βρήκαν στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαβρία, το πίσω ορεινό τμήμα του Πόρου. Για να μην τον πιάσουν, ήπιε δηλητήριο και πέθανε στις 12 Οκτωβρίου του 322 π.Χ. Ύστερα από 42 χρόνια η Αθηναϊκή Δημοκρατία, τον τίμησε στήνοντας χάλκινο ανδριάντα και ψηφίζοντας να τρέφεται στο πρυτανείο ο μεγαλύτερος εν ζωή απόγονός του. Στη βάση του ανδριάντα του χαράχτηκε το περίφημο επίγραμμα: «Είπερ ίση γνώμη ρώμην είχες, ω Δημόσθενες, ουκ αν ήρξατο Ελλήνων Άρης Μακεδών --- Αν, Δημοσθένη, είχες δύναμη όση οι προθέσεις σου, δε θα επικρατούσε στην Ελλάδα η Μακεδονική ισχύς».
Έγραψε περίπου 60 λόγους, 42 δικανικούς, 17 πολιτικούς, 1 πανηγυρικό, καθώς και διάφορες επιστολές. Σώθηκαν 56 προοίμια λόγων και 9 λόγοι χάθηκαν. Οι λόγοι «Κατά Ανδροτίωνος» (355), «Περί ατελείας προς Λεπτίνην» (354), «Κατά Τιμοκράτους» (353), «Κατ' Άριστοκράτους» (352) είχαν σκοπό την πάταξη της διαφθοράς που ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας την εποχή εκείνη. Ο λόγος «Υπέρ των Μεγαλοπολιτών» (352) υποδεικνύει την εξωτερική πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν οι Αθηναίοι στις σχέσεις τους με τη Σπάρτη και τη Θήβα. Στο λόγο του «Υπέρ της Ροδίων ελευθερίας» ο Δημοσθένης αποδεικνύεται ένθερμος υποστηρικτής των δημοκρατικών θεσμών. Στους 4 «Φιλιππικούς» (351, 344, 341) ο Δημοσθένης υπογραμμίζει τον κίνδυνο από την επιδρομή του Φιλίππου, και επιδιώκει να εξεγείρει το λαό κατά του κινδύνου που διέρχεται η Ελλάδα, ενώ οι 3 «Ολυνθιακοί» λόγοι (349) είχαν θέμα την επίθεση του Φιλίππου κατά της Ολύνθου που κατέληξε στην καταστροφή της.
Ως πολιτικός ο Δημοσθένης θαυμάζεται για το ακατάβλητο πάθος με το οποίο υπερασπίστηκε την Αθηναϊκή Δημοκρατία, σε μια εποχή όμως που η πολιτική ισχύς της Αθήνας, παρά την τεράστια πολιτιστική αίγλη της, έβαινε αναπότρεπτα προς τη δύση. Ορθά ο Δημοσθένης διέβλεψε τον κίνδυνο της υποταγής όλου του ελληνικού κόσμου σε απολυταρχικά και δεσποτικά καθεστώτα, που πράγματι επικράτησαν στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό επί δύο σχεδόν χιλιετίες μετά το θάνατό του. Ο αξιοθαύμαστος όμως αγώνας του, εγκλωβισμένος από τη διαλεκτική των κοινωνικών εξελίξεων της εποχής, παρά το «ιερόν πυρ» που υποδαύλιζε τις προσπάθειές του, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να έχει την ευτυχή κατάληξη που τόσο διακαώς επιθυμούσε.
Ο Φωκίων, γιος φτωχής οικογένειας της Αθήνας, ήταν ένας από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς, που διακρίθηκαν για τη φρόνηση και χρηστότητά τους. Ανδρείος, γενναίος και ικανός στρατηγός και σώφρων πολιτικός με σπινθηροβόλο πνεύμα, επονομάστηκε «Φωκίων ο Χρηστός». Το 339 ως στρατηγός στάλθηκε στο Βυζάντιο και κατόρθωσε να απελευθερώσει προσωρινά ορισμένες πόλεις της περιοχής που είχε κατακτήσει ο Φίλιππος. Ήταν αντίπαλος της πολιτικής του Δημοσθένη και υποστήριζε την ειρήνη ανάμεσα στους Αθηναίους και τον Φίλιππο. Παρόλη την προσπάθειά του να αποτρέψει τον πόλεμο ανάμεσά τους, όταν ο Φίλιππος βάδισε εναντίον των Αθηναίων, ο Φωκίων ως αρχηγός του στόλου τον ανάγκασε να ενδώσει, και μετά την ήττα της Χαιρωνείας, προσπάθησε να επιβραδύνει την αναπόφευκτη εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς στην Αθήνα.
Μετά τον άτυχο για τους Αθηναίους Λαμιακό Πόλεμο (323-322), αφού κατάφερε με συνδιαλλαγή να αποσοβήσει την απόβαση του μακεδονικού στόλου υπό τον Κλείτο τον Λευκό στην Αττική, ο Φωκίων στάλθηκε για διαπραγματεύσεις στον Αντίπατρο και πέτυχε να τον πείσει να αρκεσθεί μόνο σε μια σχετικά ανώδυνη συνθήκη ειρήνης, χωρίς άλλες καταστροφές της Αθήνας. Όταν, μετά το θάνατο του Αντίπατρου το 319, οι Αθηναίοι ζήτησαν από τους Μακεδόνες, που στην εποχή του Αντίπατρου είχαν εγκατασταθεί στον Πειραιά, να φύγουν, αυτοί, με τη βοήθεια του Κάσσανδρου, κατέλαβαν τον Πειραιά. Γι' αυτό θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Φωκίων, που σε ηλικία 84 ετών καταδικάστηκε να πιει το κώνειο, το 318 π.Χ.. Λίγο αργότερα, όμως, οι Αθηναίοι μετάνιωσαν για την άδικη καταδίκη του συνετού Φωκίωνος και του έστησαν ανδριάντα, ενώ καταδίκασαν σε θάνατο εκείνον που τον είχε κατηγορήσει.
Μετά τις κατακτήσεις των Μεγάλων Βασιλέων Κύρου Β (559-529) και Δαρείου Α (521-586), σε όλη τη διάρκεια των κλασικών χρόνων, όταν βασίλευαν οι Αχαιμενίδες διάδοχοι του Δαρείου Α, η Περσία ήταν το μεγαλύτερο κράτος του τότε γνωστού κόσμου, ελέγχοντας μια τεράστια έκταση που περιλάμβανε, τη Μ.Ασία, τη δυτική Θράκη, τη Συρία και Φοινίκη, την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία μέχρι την Ινδία. Βασιλείς της περιόδου αυτής ήταν οι ακόλουθοι:
Ο Ξέρξης Α΄ ήταν βασιλεύς (Σάχης <ισάχης {<ίσα+έχω} = αυτός που έχει εξουσίες ίσες με του βασιλιά, βασιλεύς) της Περσίας και Φαραώ της Αιγύπτου, ένας από τους κορυφαίους βασιλείς από την δυναστεία των Αχαιμενιδών. Το όνομά του είναι παραφθορά του αρχαίου περσικού Κσαγιαρσά (Xšayāršā) που σημαίνει Κυρίαρχος Ηρώων. Ήταν γιος του βασιλιά Δαρείου του A' του Υστάσπη και της Άτοσσας, κόρης του Κύρου του πρεσβυτέρου. Διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του το 486 π.Χ. και έγινε Βασιλεύς των Περσών και Μήδων και Φαραώ της Αιγύπτου στα 35 χρόνια του ενώ προηγουμένως, όσο βασίλευε ο πατέρας του, ήταν σατράπης της Βαβυλώνας. Κανονικά δεν ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, καθώς ο Δαρείος είχε μεγαλύτερο γιο από τη πρώτη στου σύζυγο, τον Αρτοβαζάνη. Όμως ο Ξέρξης κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να παραγκωνίσει τον νόμιμο διάδοχο και να ανακηρύξει αυτόν ως διάδοχο πρίγκιπα, ενώ ο Αρτοβαρζάνης πιθανώς δολοφονήθηκε για να μην υπάρξει εμπόδιο στον Ξέρξη.
Ένα χρόνο μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Ξέρξης κατέλαβε την Αίγυπτο που είχε επαναστατήσει και λεηλάτησε τα ιερά που βρίσκονταν στο Δέλτα του Νείλου. Ακολούθως υπέταξε την Βαβυλώνα, που είχε επίσης επαναστατήσει, ενώ δεν σεβάστηκε το ιερό του προστάτη θεού της πόλης, Μαρδούκ. Έκλεψε το χρυσό άγαλμα του θεού των Βαβυλωνίων και σκότωσε τους ιερείς του ναού του.
Ο πατέρας του Ξέρξη του άφησε πριν πεθάνει μια διαταγή: να τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους υπόλοιπους Έλληνες για τη ντροπή που προξένησαν στην μεγάλη τους αυτοκρατορία. Ο Ξέρξης βέβαια δεν χρειαζόταν να δεσμευτεί από αυτή την υπόσχεση για να επιτεθεί στην Ελλάδα. Στο τρίτο έτος της βασιλείας του, συγκάλεσε συνέδριο με τη συμμετοχή των αρχόντων και των ευγενών όλων των επαρχιών της χώρας αλλά και των ξένων ευγενών, που είχαν δηλώσει υποταγή στη Περσία. Στο συνέδριο ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις. Ο θείος του αυτοκράτορα, αδερφός του Δαρείου, Αρτάβανος, δεν επιθυμούσε την επίθεση στην Ελλάδα και εκπροσωπούσε τους ευγενείς που δεν επιθυμούσαν άλλη ήττα μετά τον Μαραθώνα. Από την άλλη πλευρά, τη μερίδα των στρατηγών, εκπρόσωπος ήταν ο στρατηγός Μαρδόνιος, ξάδερφος και γαμπρός του αυτοκράτορα. Ακόμα στην αυτοκρατορική αυλή του Ξέρξη υπήρχαν και ορισμένοι ευγενείς από την Ελλάδα που έχασαν τους θρόνους τους και έλπιζαν ότι αν βοηθούσαν τον Πέρση αυτοκράτορα στην εισβολή του, θα κέρδιζαν το θρόνο τους πάλι. Μερικοί από αυτούς ήταν: ο Δημάρατος έκπτωτος βασιλεύς της Σπάρτης, ο Αιαντίδης, γαμπρός του έκπτωτου τυράννου της Αθήνας Ιππία, η οικογένεια των Αλευάδων, έκπτωτη δυναστεία του Κοινού των Θεσσαλών, και ο μάντης Ονομάκριτος, ο οποίος είχε πληρωθεί από οικογένειες έκπτωτων ευγενών για να δίνει ευνοϊκούς χρησμούς στον Ξέρξη ώστε να πειστεί να εκστρατεύσει στην Ελλάδα. Το συνέδριο κράτησε έξι μήνες και αποφασίστηκε τελικά η επίθεση κατά της Ελλάδας ενώ στο τέλος του συνεδρίου παρατέθηκε συμπόσιο επτά ημερών. Ο Ξέρξης διέταξε την τότε σύζυγό του Αστίν να εμφανιστεί στο συμπόσιο για επίδειξη σύμφωνα με τα έθιμά τους. Η Αστίν όμως αρνήθηκε και ο Ξέρξης την έδιωξε από το παλάτι. Μετά νυμφεύτηκε την Εσθήρ, μια από τις ομορφότερες κοπέλες του χαρεμιού του, ανεψιά τού Ιουδαίου Μαρδοχαίου.
Η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε το 481-480, όπως ιστορείται στο οικείο κεφάλαιο. Μετά τη νίκη του στις Θερμοπύλες έφτασε στην Αθήνα και την κατέλαβε. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει πρόσφυγες στα γύρω νησιά. Ο τεράστιος στόλος του Ξέρξη, που στο μεταξύ είχε πάθει μεγάλες καταστροφές από τρικυμίες και από τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο με τους Αθηναίους, κατανικήθηκε στην περίφημη ναυμαχία της Σαλαμίνας στα 480 π.Χ. Αφήνοντας το γαμπρό του Μαρδόνιο στην Ελλάδα, που νικήθηκε κι αυτός στη μάχη των Πλαταιών στα 479 π.Χ., ο Ξέρξης γύρισε στις Σάρδεις. Η μάχη της Μυκάλης το 479 π.Χ., ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την εκστρατεία του Ξέρξη, καθώς ύστερα από αυτή οι δυνάμεις του αποσύρθηκαν στην Περσία και οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν απελευθερωτικό αγώνα στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Μετά την ήττα στη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Βαβυλώνα για να καταπνίξει νέα επανάσταση που υποκινούσαν οι ιερείς του Μαρδούκ. Ύστερα από την καταστολή της επανάστασης σκότωσε τους αυλικούς του που, όσο έλειπε, έκλεψαν το βασιλικό θησαυρό του. Τα νέα για τις ήττες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη τον συντάραξαν ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό του και να περνάει ώρες μελετώντας πολεοδομικά σχέδια καθώς είχε στο μυαλό του την ανοικοδόμηση της Περσέπολης. Όμως καθώς ήταν κλειστός στον εαυτό του και εύκολος στόχος των ραδιούργων εμφανίστηκαν πολλοί επίδοξοι διάδοχοί του. Αυτός αγανακτισμένος και στα όρια της παράνοιας δολοφόνησε όλους τους επίδοξους διαδόχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και αρκετοί στενοί συγγενείς του. Τελικά έπεσε ο ίδιος θύμα μιας αυλικής συνωμοσίας το 465 π.Χ.. Μετά από εικοσάχρονη βασιλεία, δολοφονήθηκε από τον Αρτάβανο που φιλοδοξούσε να ανέβει στο θρόνο της Περσίας.
Ο Αρτάβανος ο Υρκανός διετέλεσε γενικός βεζίρης της Περσίας την εποχή του Ξέρξη Α’ και στην συνέχεια βασιλεύς της Περσίας για λίγους μήνες μεταξύ του 465 και του 464 π.χ. αν και δεν ανήκε στην δυναστεία των Αχαιμενιδών. Την εποχή του Ξέρξη Α’ ήταν γενικός πρωθυπουργός και σωματοφύλακας του βασιλιά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν υπεύθυνος για το θάνατο του διαδόχου Δαρείου, μεγαλύτερου γιου του βασιλιά, φοβήθηκε την οργή του Ξέρξη Α’ και γι’ αυτό στην συνέχεια δολοφόνησε τον ίδιο τον βασιλιά. Ο Αρτάβανος παρέμεινε βασιλεύς μερικούς μήνες και στην συνέχεια δολοφονήθηκε από τον Αρταξέρξη Α, δεύτερο γιο του Ξέρξη Α, ο οποίος κατάλαβε την απάτη, και η δυναστεία των Αχαιμενιδών συνεχίστηκε κανονικά με τον Αρταξέρξη Α’.
Ο Αρταξέρξης Α’ ο Μακρόχειρ ήταν ο 5ος βασιλεύς της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών από το 465 ως το 424 π.χ. δεύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Ξέρξη Α’ και της Αμάστρις κόρης του Οτάνη. Στις Ελληνικές πηγές ονομάζεται «μακρόχειρας» επειδή το ένα του χέρι, το αριστερό, ήταν μακρύτερο από το δεξί. Το 465 π.Χ. ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τον βασιλικό σωματοφύλακα Αρτάβανο, που προηγουμένως είχε σκοτώσει και τον διάδοχο Δαρείο, αδελφό του Αρταξέρξη, ο οποίος στην συνέχεια ανακάλυψε την συνωμοσία δολοφονώντας τον Αρτάβανο και τους γιους του.
Μετά την ήττα των Περσών στον Ευρυμέδοντα το 467, ακολούθησε διαρκής ειρήνη στις σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών και ο Αρταξέρξης Α’ άρχισε μια νέα τακτική με προτεραιότητα την ενίσχυση των αντιπάλων των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι αναγνώρισαν το τέχνασμα, μετέφεραν το κέντρο της Αθηναϊκής Συμμαχίας από την Δήλο στην Ακρόπολη των Αθηνών και ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες εναντίον των Περσών στην μάχη της Κύπρου το 450 π.χ. Μετά την αποτυχία των εχθροπραξιών συμφωνήθηκε το 449 π.Χ. η Καλλίειος ειρήνη ανάμεσα στους Αθηναίους, τους Πέρσες και τους Αργείτες. Την ίδια εποχή ο Αθηναίος ναύαρχος Θεμιστοκλής ο θριαμβευτής των Αθηναίων στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.χ. εξοστρακίστηκε από τους Αθηναίους, και ο Αρταξέρξης Α’ του πρόσφερε άσυλο.
Ο Αρταξέρξης Α’ έστειλε στα Ιεροσόλυμα τον 7ο χρόνο της βασιλείας του το 458 π.χ. έναν Ιουδαίο ιερέα τον Έσδρα να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να οργανώσει την θρησκεία του Ιουδαϊκού λαού ο οποίος περιελάμβανε ιερείς και Λευίτες. Η δημιουργία της Ιουδαϊκής κοινότητας των Ιεροσολύμων είχε αρχίσει το 538 π.χ. από τον προπάππου του Αρταξέρξη Κύρο Β τον Μέγα, ο οποίος είχε επιτρέψει σε μεγάλο αριθμό Ιουδαίων να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να ανοικοδομήσουν το ναό του Σολομώντα. Τον 20ο χρόνο της βασιλείας του το 444 π.χ. ο Αρταξέρξης έστειλε στα Ιεροσόλυμα τον ίδιο τον οινοχόο του Νεεμία να βοηθήσει τον Έσδρα και να οργανώσει την Ιουδαϊκή κοινότητα.
Ο Ξέρξης Β’ της Περσίας ήταν βασιλεύς της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών, μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Α’ του Μακρόχειρα. Ήταν μια μυστηριώδης ιστορική προσωπικότητα για την οποία πληροφορίες έδωσε μόνο ο Κτισίας. Ήταν διάδοχος του θρόνου, ταυτόχρονα με δυο άλλους διεκδικητές του θρόνου, που ήταν ο αδελφός του Σογδιανός και ο μικρότερος αδελφός του Δαρείος Β’ ο Νόθος ο οποίος είχε παντρευτεί την ετεροθαλή αδελφή τους Παρυσάτιδα. Μετά το θάνατο του πατέρα τους ο ίδιος έγινε κληρονόμος του στο θρόνο της Περσίας, ο Σογδιανός βασιλεύς του Ελάμ και ο Δαρείος Β’ έγινε σατράπης της Υρκανίας αλλά σύντομα αναγνωρίστηκε σατράπης στην Μηδία, την Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο. Ο Ξέρξης Β’ βασίλευσε μόνο 45 μέρες και στην συνέχεια δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Σογδιανό, αλλά και εκείνος δολοφονήθηκε την επόμενη χρονιά από τον μικρότερο αδελφό τους Δαρείο Β’ που παρέμεινε μόνος βασιλεύς ως το θάνατο του το 404.
Ο Σογδιανός ήταν βασιλεύς της Περσίας από το 424 ως το 423 π.Χ. ένας από τους γιους του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Α’ του Μακρόχειρα και της παλλακίδας του Αλογύνης της Βαβυλώνας, αδελφός των βασιλέων της Περσίας Ξέρξη Β’ και Δαρείου Β’ του Νόθου. Ήταν ένας από τους διεκδικητές του θρόνου μαζί με τους άλλους δυο αδελφούς του. Μετά την δολοφονία του αδελφού του Ξέρξη Β’ από άνθρωπο του, ο Σογδιανός βασίλευσε 6 μήνες και 15 μέρες αλλά και αυτός στην συνέχεια δολοφονήθηκε από τον Αρβάριο αρχηγό του ιππικού που βρισκόταν υπό τις διαταγές του μικρότερου αδελφού του Δαρείου Β’ που παρέμεινε στην συνέχεια μοναδικός βασιλεύς.
Ο Δαρείος Β΄ ο Νόθος γεννήθηκε το 445 π.Χ. και ήταν γιος του Αρταξέρξη Α΄ του Μακρόχειρα και μιας παλλακίδας με το όνομα Στατείρα. Το 424 π.Χ. όταν πέθανε ο πατέρας του εξορίστηκε από τον αδερφό και αυτοκράτορα Ξέρξη Β΄. Μετά από λίγες μέρες ο Ξέρξης Β΄ έβαλε συναυτοκράτορα τον άλλο αδερφό του Σογδιανό, τον επόμενο χρόνο (423 π.Χ.), ο μεγαλύτερος αδερφός του Ξέρξης Β΄ δολοφονήθηκε από τον δεύτερο αδερφό του Σογδιανό. Τότε ο Δαρείος Β΄ κατάφερε να αποδράσει και να σκοτώσει τον αδερφό του Σογδιανό, ενώ στην εξορία νυμφεύτηκε την ετεροθαλή του αδελφή Παρυσάτιδα με την οποία απέκτησε τον μεγαλύτερο γιο τους Αρσάκη (Αρταξέρξη Β'). Το 423 την εποχή που ο Δαρείος και η Παραστάτιδα ήταν αυτοκράτορες της Περσίας, γεννήθηκε ο πορφυρογέννητος γιος του Κύρος ο Νεότερος. Το 415 έστειλε στους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου 5.000 στρατιώτες Μήδους, το 407 διόρισε τον γιο του Κύρο, σατράπη της Βαβυλώνας. Το 405 έστειλε 300 καράβια πάλι στους Σπαρτιάτες, και λίγο μετά από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 - 404) πέθανε σε ηλικία 41 ετών.
Ο Αρταξέρξης Β΄ (γνωστός και ως Μνήμων ή Αρσάκης) διαδέχθηκε τον πατέρα του Δαρείο Β΄ Νόθο. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, ο Αρταξέρξης και ο αδελφός του Κύρος συγκρούσθηκαν για το θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας. Η μητέρα τους, Παρυσάτιδα ευνοούσε την ανάδειξη του Κύρου λόγω του ό,τι ενώ ήταν νεότερος του Αρταξέρξη είχε γεννηθεί όταν ο Δαρείος ήταν βασιλεύς, σε αντίθεση με τον Αρταξέρξη που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ακόμη πρίγκιπας. Μετά από μία αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Αρταξέρξη, ο Κύρος φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά απελευθερώθηκε μετά τη μεσολάβηση της μητέρας τους. Πήγε στις Σάρδεις όπου άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια του για τον περσικό θρόνο. Ο Αρταξέρξης που ήταν ενήμερος για τους σκοπούς του αδελφού του, έμαθε για αποστολή 10.000 Σπαρτιατών υπό τον Κλέαρχο, που κατέφθασαν για να ενισχύσουν τη δύναμη του Κύρου, με τη δικαιολογία της διαμάχης του Κύρου με τον σατράπη της Ιωνίας, Τισσαφέρνη. Το καλοκαίρι του 401 π.Χ. στην περιοχή Κούναξα, 15 χιλιόμετρα από την σημερινή πόλη της Βαγδάτης, δόθηκε η μάχη για τον περσικό θρόνο. Η δύναμη του Αρταξέρξη ανερχόταν στις 400.000 άνδρες, υπερτριπλάσια της δύναμης του Κύρου. Η τελική επικράτηση του Αρταξέρξη συνδυάστηκε με το θάνατο του αδελφού του.
Μετά τη νίκη του στη μάχη για τον περσικό θρόνο, ο Αρταξέρξης πέτυχε να απαλλαγεί από τους 10.000 Σπαρτιάτες (Μύριους), οι οποίοι υπό την ηγεσία του Κλέαρχου πραγματοποιούσαν την «κάθοδό» τους διαμέσου της Περσικής Αυτοκρατορίας, συνεργαζόμενος με τις εχθρικές πόλεις-κράτη της Σπάρτης κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, ο οποίος κράτησε από το 395 π.Χ. μέχρι το 387 π.Χ. και ξέσπασε ανάμεσα στη Σπαρτιατική Συμμαχία και την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Θήβα, το Άργος και την Περσική Αυτοκρατορία. Το τέλος του πολέμου ήρθε με την Ανταλκίδειο Ειρήνη, το βασικό όρο της οποίας υπέδειξε ο Αρταξέρξης και προϋπόθετε ότι όλες οι πόλεις της Μικράς Ασίας και η Κύπρος θα ανήκαν στην Περσία, ενώ όλες οι πόλεις του ελληνικού ηπειρωτικού χώρου θα γίνονταν ανεξάρτητες εκτός των Ίμβρου, Λήμνου και Σκύρου οι οποίες θα ελέγχονταν από την Αθήνα. Η Ανταλκίδειος Ειρήνη υπογράφηκε το 386 π.Χ. αφού πρώτα ο Αρταξέρξης, προδίνοντας τους συμμάχους του, από φόβο για τις συνεχώς αυξανόμενες επιτυχίες των Αθηναίων, είχε συμμαχήσει με τους Σπαρτιάτες.
Εκτός της διαμάχης του με τις ελληνικές πόλεις, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αντιμετώπισε την επανάσταση των Αιγυπτίων, οι οποίοι στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του κατέλαβαν την ηγεσία της χώρας τους. Το 383 π.Χ., ο Αρταξέρξης με στρατηγούς τον Φαρνάβαζο και τον Τιθραύστη, πραγματοποίησε μια προσπάθεια ανακατάληψης της Αιγύπτου, αλλά ο Αιγύπτιος βασιλεύς Άχωρις κατάφερε να αναχαιτίσει την επίθεση, ενώ το 373 π.Χ. έκανε άλλη μία προσπάθεια και πάλι χωρίς επιτυχία.
Το 367 π.Χ. αντιμετώπισε την επανάσταση των σατραπών η οποία έληξε με τη δολοφονία του Δατάμη το 362 π.Χ. Ο Αρταξέρξης πέθανε την άνοιξη του 358 π.Χ.. Φημολογείται ότι είχε πάνω από 300 συζύγους με πιο γνωστή τη Στάτειρα, η οποία δολοφονήθηκε από την μητέρα του Παρυσάτιδα.
Ο Αρταξέρξης Γ’ ήταν μέγας βασιλεύς της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών μεταξύ 359 και 338 π.Χ. και ο 3ος Φαραώ της 31ης δυναστείας της Αιγύπτου, γιος και διάδοχος του μεγάλου βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Β’ του Μνήμονος. Γεννήθηκε το 425 π.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Περσίας σε ηλικία 66 ετών και παρέμεινε στο θρόνο ως το θάνατο του το 338, οπότε σε ηλικία 87 ετών πιθανώς δηλητηριάστηκε, Ήταν γνωστός για την μεγάλη του βιαιότητα. Την ίδια εποχή που ο ίδιος ήταν μέγας βασιλεύς της Περσίας βασιλεύς της Μακεδονίας ήταν ο Φίλιππος Β’ πατέρας του Μ.Αλεξάνδρου και Φαραώ της Αιγύπτου πριν καταλάβει ο ίδιος την χώρα ήταν ο Νεκτανεβώ Β’. Πριν την άνοδο του στο θρόνο ο Αρταξέρξης Γ’ ήταν σατράπης και αρχηγός του στρατού του πατέρα του, ενώ ο ίδιος ορίστηκε διάδοχος αφού οι υπόλοιποι αδελφοί του εκτελέστηκαν ή αυτοκτόνησαν. Λίγο πριν διαδεχτεί τον πατέρα του ήταν αρχηγός στρατού σε εκστρατεία των Περσών στην Αίγυπτο το 359 π.χ. Όταν ανέβηκε στο θρόνο έδειξε αμέσως την βιαιότητα του εκτελώντας 80 συγγενείς του της δυναστείας των Αχαιμενιδών από φόβο μήπως σφετεριστούν το θρόνο του.
Το 355 π.χ. ο Αρταξέρξης Γ’ πίεσε την Αθήνα να υπογράψει συνθήκη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των συμμάχων της που εξεγέρθηκαν στην Μικρά Ασία. Σε μια εκστρατεία στις αρχές της βασιλείας του εναντίον των Καδουσιανών φάνηκαν οι μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες του μελλοντικού βασιλιά της Περσίας Δαρείου Γ’ του Κοδομμανού ανιψιού του Αρταξέρξη Γ’ και τελευταίου βασιλιά των Αχαιμενιδών της Περσίας. Ακολούθησε η εξέγερση του σατράπη της Λυδίας Αρτάβαζου με την βοήθεια της Αθήνας, ενώ μαζί του ενώθηκε ο σατράπης της Μυσίας Ορόντης το 354. Ο Αρταξέρξης Γ’ νίκησε τους εξεγερμένους σατράπες, ο Ορόντης συγχωρέθηκε από τον «μεγάλο βασιλέα», ενώ ο Αρτάβαζος κατέφυγε στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’. Το 354 ο Περσικός στρατός εκστράτευσε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο πρώην αποικία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών η οποία είχε χαθεί ύστερα από εξέγερση την εποχή του Αρταξέρξη Β’, αλλά δύο εκστρατείες το 354 και το 351 απέτυχαν.
Από το 343 άρχισαν οι εξεγέρσεις των Φοινικικών πόλεων αντιδρώντας στην σκληρή Περσική καταπίεση. Πρώτη επαναστάτησε η Σιδώνα με τον βασιλιά Τεννέ Β’ ο οποίος είχε τοποθετηθεί από τον ίδιο τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Γ’ ως υποτελής του. Ακολούθησαν οι εξεγέρσεις των υπόλοιπων Φοινικικών πόλεων και της Κύπρου. Ο Τεννές Β’ κατέστρεψε τις Περσικές προμήθειες για τον πόλεμο με τους Αιγυπτίους και ζήτησε την βοήθεια του ίδιου του Αιγύπτιου Φαραώ Νεκταναβώ Β’. Ο Αρταξέρξης Γ’ αποφάσισε να τιμωρήσει την Σιδώνα εκστρατεύοντας ο ίδιος επικεφαλής τεράστιου στρατού 330.000 ανδρών, ο Τεννές Β’ τρομοκρατημένος δραπέτευσε, ενώ 600 Σιδώνιοι παραδόθηκαν στον Αρταξέρξη και σφαγιάστηκαν. Η Σιδώνα κάηκε εκ θεμελίων από τον Αρταξέρξη, ενώ απο τους κατοίκους της 40.000 κάηκαν από φωτιά που άναψαν οι ίδιοι για να μην πέσουν στα χέρια των Περσών. Μετά την καταστροφή της Σιδώνας όλες οι πόλεις που επαναστάτησαν δήλωσαν υποταγή.
Αμέσως μετά την καταστροφή της Σιδώνας ο Αρταξέρξης Γ’ αφοσιώθηκε στην ολοκληρωτική κατάκτηση της Αιγύπτου. Το 342 με 330.000 στρατό αποτελούμενο από Ασιάτες συνέτριψε τις δυνάμεις του Φαραώ Νεκτανεβώ Β’ από 100.000 άνδρες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και 20.000 Έλληνες μηχανικοί. Ο Νεκταναβώ δραπέτευσε στην Μέμφιδα και στην συνέχεια στην Αιθιοπία, ενώ ο Αρταξέρξης Γ’ ξεκίνησε ένα όργιο από λεηλασίες σε όλες τις Αιγυπτιακές πόλεις καταστρέφοντας τις οχυρώσεις και λεηλατώντας τους ναούς. Κυβέρνησε με αυταρχισμό επιβάλλοντας βαριά φορολογία και καταδιώκοντας τους πιστούς της Αιγυπτιακής θρησκείας και, πριν επιστρέψει στην Περσία, διόρισε τον Φερενδάρη σατράπη της Αιγύπτου.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Αρταξέρξης Γ, υπέργηρος κυβέρνησε στην Περσία με πυγμή ισχυροποιώντας την χώρα του και την βασιλική εξουσία, αλλά με μεγάλη αυταρχικότητα. Δηλητηριάστηκε από τον σατράπη Βαγώα τον ισχυρότερο άντρα στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών μετά τον βασιλιά. Ο Βαγώας τοποθέτησε διάδοχο του Αρταξέρξη Γ' τον μικρότερο γιο του Άρση, τον οποίο ο πατέρας του είχε εκτός των σχεδίων του για την διαδοχή.
Ο Αρταξέρξης Δ’ Άρσης ήταν ο προτελευταίος βασιλεύς της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών μεταξύ 338 και 336 π.Χ. μικρότερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Γ΄. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Άρσης. Ως μικρότερος γιος δεν βρισκόταν στα σχέδια του πατέρα του για τη διαδοχή, ωστόσο τοποθετήθηκε βασιλεύς από τον ισχυρό άντρα της αυτοκρατορίας Βαγώα που δηλητηρίασε τον πατέρα του. Στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του ήταν άβουλο όργανο στα χέρια του Βαγώα, ενώ καταγράφονται μόνο μερικές εχθροπραξίες στα δυτικά με τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’. Οι ευγενείς έντονα δυσαρεστημένοι με τον Βαγώα έπεισαν τον Αρταξέρξη Δ’ να τον δολοφονήσει. Ο Βαγώας έμαθε τα σχέδια και πρόλαβε να δηλητηριάσει ο ίδιος τον Αρταξέρξη. Ο ισχυρός Βαγώας τοποθέτησε στη συνέχεια βασιλιά της Περσίας τον ξάδελφο του Άρση, τον ικανό Δαρείο Γ’ Κοδομανό, γνωστό αντίπαλο του Μ.Αλεξάνδρου και τελευταίο βασιλιά της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών.
Ο Δαρείος Γ΄ Κοδομανός ήταν ο τελευταίος βασιλεύς της Περσικής αυτοκρατορίας από τη δυναστεία των Αχαιμενιδών, πριν την κατάκτηση της από τους Έλληνες Μακεδόνες του Μ.Αλεξάνδρου. Ο Κοδομανός ήταν γιος του Αρσάμη του Οστάνη, εγγονός του Οστάνη της Περσίας τρίτου γιου του Δαρείου Β' και της Παρυσάτιδος, τρίτου αδελφού του Αρταξέρξη Β' και του Κύρου του Νεότερου. Ο ευνούχος Βαγώας, που είχε δολοφονήσει τον Αρταξέρξη Γ΄ το 338 π.Χ. και το γιο του Άρση το 336 π.Χ., ανέβασε στο θρόνο τον Δαρείο Γ' δεύτερο ξάδελφο του Άρση απόμακρο συγγενή του βασιλικού οίκου. Το όνομα του ήταν Κοδομανός, και είχε διαπρέψει σε ένα πόλεμο ενάντια στους Καδουσιανούς. Ο νέος βασιλεύς, που υιοθέτησε το όνομα Δαρείος, ακολούθησε την προειδοποίηση από τη μοίρα των προκατόχων του, και σώθηκε από αυτήν με τον καταναγκασμό του Βαγώα να πιει ο ίδιος το ποτήρι με το δηλητήριο που του πρόσφερε. Ήδη το 336 ο Φίλιππος Β΄ ο Μακεδόνας είχε στείλει στρατό στη Μικρά Ασία, και την άνοιξη 334 π.Χ. άρχισε η εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου. Το επόμενο έτος ο Δαρείος ανέλαβε ο ίδιος δράση ενάντια στον Μακεδόνα βασιλιά, αλλά ηττήθηκε στην μάχη της Ισσού και το 331 στην μάχη των Γαυγαμήλων. Κατά την φυγή του στην ανατολή καθαιρέθηκε και σκοτώθηκε από τον σατράπη Βήσσο (Ιούλιος 330 π.Χ.).
Η Ρώμη ιδρύθηκε 55 χρόνια μετά τις Αιγές και ακολούθησε μια εξίσου ενδιαφέρουσα ανοδική πορεία προς την αυτοκρατορική ισχύ, και μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλαβε τη σκυτάλη από τη μακεδονική ηγεμονία, στο ίδιο περίπου ήδη εδραιωμένο σε ελληνικές βάσεις γεωπολιτικό έδαφος, 168 χρόνια μετά το θάνατο του Φιλίππου, ύστερα από τη μάχη της Πνύκας το 168 π.Χ. Συγκρινόμενη με τη Μακεδονία μπορεί να πει κανείς ότι η ιστορική διαδρομή της ήταν βραδύτερη, αλλά είχε μεγαλύτερη διάρκεια, αφού η ακμή της διάρκεσε σχεδόν 500 χρόνια (έναντι 1000 της βυζαντινής αυτοκρατορίας που την διαδέχτηκε).
Μετά την κατάλυση της βασιλείας το 509 π.Χ. η Ρώμη επί μισό αιώνα αγωνίσθηκε να διατηρήσει την υπεροχή ανάμεσα στις λατινικές πόλεις και να αποκρούσει τις συνεχείς επιθέσεις των γειτόνων Σαβίνων, Αικούων, Ερνίκων, Βόλσκων και προς βορρά των ισχυρών Τυρρηνών. Οι περισσότεροι από τους λαούς αυτούς είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας της χώρας που κατείχαν, είτε από την πίεση ισχυρότερων γειτόνων, που κατέβαιναν από τα Απέννινα, αναζητούσαν στις πεδιάδες του Λατίου και γύρω στον Τίβερη έδαφος ευφορότερο και ασφαλέστερο για εποικισμό. Αυτό ανάγκασε τους Λατίνους, επί υπατείας Σπούριου Κάσσιου το 493, να συσπειρωθούν πολιτικά περί την Ρώμη, σχηματίζοντας την Λατινορωμαϊκή Ομοσπονδιακή Πολιτεία, και να μετατρέψουν τον αγώνα εναντίον των εχθρών από αμυντικό σε επιθετικό. Πρώτα υπέκυψαν οι Έρνικες, που προσχώρησαν στην Λατινορωμαϊκή Ομοσπονδία το 486 και έπειτα μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα, με μεγάλες προσπάθειες επιφανών στρατηγών, όπως ο Λεύκιος Κουίντιος Κιγκινάτος, ο Άππιος Κλαύδιος και ο Σπούριος Μαίλιος, υποτάχθηκαν οι Αίκουοι (418-392), οι Βόλσκοι (406-393) και εξασφαλίστηκε η δεξιά όχθη του Τίβερη, μετά από μακρόχρονους και πεισματώδεις αγώνες με τους Τυρρηνούς, των οποίων οι πρωτεύουσα Βήιοι υποτάχθηκε το 405-396, και με την πτώση της όλη η νότια Τυρρηνία παραδόθηκε στην εξουσία της Ρώμης. Οι κατακτήσεις αυτές επιτεύχθηκαν υπό την αρχηγία του στρατηγού και 5 φορές δικτάτορα Μάρκου Φούριου Κάμιλλου (446 - 365) και την κατάκτηση ακολούθησε η εγκατάσταση ρωμαϊκών αποικιών στην καταληφθείσα χώρα, για εξασφάλιση των νέων συνόρων προς βορρά και για οικονομική εκμετάλλευση της πλούσιας πεδινής χώρας.
Παρά τις επιτυχίες αυτές όμως, οι Ρωμαίοι βρέθηκαν ενώπιον νέων εχθρών και αναγκάστηκαν να αναλάβουν νέους αγώνες, αρχικά αμυντικούς και έπειτα επιθετικούς για επικράτηση σε όλη τη μέση Ιταλία. Προς βορά προσέκρουσαν στους Γαλάτες Κέλτες, οι οποίοι περί το τέλος του 5ου αιώνα, πέρασαν τις Άλπεις και κατέλαβαν την χώρα περί τον Πάδο, διώχνοντας ή υποτάσσοντας τους εγκατεστημένους εκεί Ούμβρους και Τυρρηνούς. Το 391 μεγάλη ομάδα Γαλατών κατέβηκε δια μέσου των κεντρικών Απεννίνων στην τυρρηνική πεδιάδα περί το Κλαύσιο (Κλαύδιο), αναζητώντας εγκατάσταση εκεί. Οι Κλαυσιανοί επικαλέστηκαν τη φιλική παρέμβαση της Ρώμης, αλλά η αδεξιότητα των Ρωμαίων πρέσβεων εξόργισε τους επιδρομείς, οι οποίοι, λύνοντας την πολιορκία του Κλαύσιου, βάδισαν ορμητικοί προς τον Τίβερη το 386 π.Χ. Η άμυνα των Ρωμαίων στον παραπόταμο Αλία του Τίβερη έσπασε, ο στρατός τους διασκορπίστηκε και οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη, που καταλήφθηκε εύκολα από τους Γαλάτες και πυρπολήθηκε όλη εκτός από το λόφο του Καπιτωλίου, που αντιστάθηκε για αρκετό χρόνο, αλλά τελικά παραδόθηκε. Οι Γαλάτες, είτε διότι απειλήθηκαν από τον ανασυνταγμένο ρωμαϊκό στρατό, είτε διότι δοκίμασαν τα δεινά της ελονοσίας, είτε διότι οι Βενετοί εισέβαλαν στις κτήσεις τους περί τον Πάδο, αποχώρησαν από τη Ρώμη, αρκούμενοι σε χρηματική αποζημίωση από τους ηττημένους.
Αφού συνήλθαν από την πρώτη απογοήτευση οι σκορπισμένοι στις γύρω πόλεις Ρωμαίοι, επιδόθηκαν στην ανοικοδόμηση της καταστραμμένης πόλης και, έχοντας υπόψη τα πρόσφατα συμβάντα, την οχύρωσαν με τείχος και ύστερα ενίσχυσαν τον οπλισμό τους και προσάρμοσαν τις τακτικές μάχης στις ανάγκες του πολέμου προς τους νέους εχθρούς. Εισηγητής της εσπευσμένης αλλά αναγκαίας αποκατάστασης της Ρώμης ήταν ο Μάρκος Φούριος Κάμιλλος, τον οποίο οι ευγνώμονες συμπολίτες του ανακήρυξαν αργότερα δεύτερο οικιστή μετά τον Ρωμύλο.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές κατέστησαν την Ρώμη ικανή να αποτρέψει το μεγάλο κίνδυνο που απείλησε σε λίγο την ίδια την ύπαρξή της. Διότι οι αποχωρήσαντες Γαλάτες επανήλθαν επανειλημμένα εναντίον της το 367, 361, 360, 358, 350, και 349, αλλά αποκρούστηκαν από τους Ρωμαίους σε όλες τις περιπτώσεις, και μόλις το 331 υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης για λίγο χρόνο. Από την άλλη μεριά οι σύμμαχοί της Λατίνοι και Έρνικες έλυσαν τη συμμαχία τους και βοηθούμενοι από μισθοφόρους Γαλάτες, επιδίωξαν να περιορίσουν την ηγεμονία της Ρώμης, η οποία όμως οδηγούμενη από στρατηγούς, όπως ο Τίτος Μάνλιος Τορκουάτος και ο Μάρκος Βαλέριος Κόρβος, επικράτησε του συνασπισμού των Λατίνων και το 358 επέβαλε εκ νέου την επί Σπούρου Κάσσιου Ομοσπονδιακή Πολιτεία, και συγχρόνως ανάγκασε τους Έρνικες να αναγνωρίσουν την ηγεμονία της και να ακολουθούν την πολιτική της.
Με τον τρόπο αυτό η Ρώμη έλεγχε πλέον τριπλάσιο έδαφος σε σχέση με το παρελθόν, συνασπίζοντας γύρω της το Λάτιο και του; λαούς ανατολικά των Απεννίνων και περί τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. έγινε το ισχυρότερο κράτος της κεντρική Ιταλίας, με το οποίο σύναψαν συνθήκες συνεργασίας οι γειτονικοί Σαμνίτες (το 354) και η θαλασσοκράτειρα της δυτικής Μεσογείου Καρχηδόνα (το 348). Στο διάστημα αυτό οι Τυρρηνοί που είχαν συντριβεί από το 396 ήταν πλέον ακίνδυνοι, ενώ οι Έλληνες της νότιας Ιταλίας, δεχόμενοι πιέσεις από τους Σαμνίτες, που επεκτείνονταν συστηματικά προς τα νότια και τα πεδινά, άρχισαν να περιορίζονται στην παραλία, ενώ τα ισχυρά κέντρα τους έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Η Κύμη καταλήφθηκε από τους Σαμνίτες το 420 και λίγο αργότερα η Δικαιαρχία, ενώ η Νεάπολις αναγκάστηκε να παραχωρήσει ισοπολιτεία σε πολυπληθή αποικία Σαμνιτών. Μετά από τραχύ αγώνα η Ποσειδωνία, η Πυξούς και η Σκίδρος υποτάχθηκαν στους Λευκανούς (Λουκανούς), στους οποίους το 390 υποτάχθηκε και η αθηναϊκή αποικία Θούριοι που ιδρύθηκε το 444. Οι Λευκανοί κατάστρεψαν και το Μεταπόντιο, την ώρα που το Ρήγιον, οι Επιζεφύριοι Λοκροί, ο Κρότων και ο Τάραντας με δυσκολία αντιστέκονταν στις επιθέσεις των εγχωρίων.
Από το τέλος του 5ου αιώνα οι Σαμνίτες, πιεζόμενοι από τους Όμβριους, αλλά και λόγω της ανεπάρκειας του ορεινού εδάφους τους στις πλαγιές των Απεννίνων, άρχισαν να διεισδύουν στην Καμπανία και το Λάτιο, είτε ιδρύοντας γεωργικές αποικίες είτε με τη βία των όπλων. Παρά τη συνθήκη που τους συνέδεε με τη Ρώμη από τα 354, σε μία από τις επιδρομές τους στην Καπύη, στον ονομαζόμενο Α΄ Σαμνιτικό Πόλεμο (343-341) παρενέβησαν οι Ρωμαίοι, που για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς, βοήθησαν τους Καμπανούς και ανάγκασαν τους Σαμνίτες να αποχωρήσουν από την Καμπανία, η οποία περιήλθε στην άμεση επιρροή της Ρώμης εξασφαλίζοντάς την από πιθανές επιχειρήσεις των Λατίνων από το νότο. Στη συνέχεια οι Ρωμαίοι αρνήθηκαν το δικαίωμα της ισοπολιτείας που ζήτησαν οι Λατίνοι και μετά από βραχύ πόλεμο, το 338, τους μετέτρεψαν σε υπηκόους τους.
Με αφορμή την ίδρυση ρωμαϊκής στρατιωτικής αποικίας που τους απέκλειε την έξοδο προς τη θάλασσα, οι Σαμνίτες κήρυξαν εναντίον των Ρωμαίων υπέρ της ανεξαρτησίας της Ιταλίας τον Β΄ Σαμνιτικό Πόλεμο (327-312). Στον πόλεμο αυτό, που διεξάχθηκε ορμητικά και από τις δύο πλευρές και ήταν καταστρεπτικός, οι Σαμνίτες είχαν αρκετές επιτυχίες και πλησίασαν συχνά τη Ρώμη, και μάλιστα το 321 νίκησαν μεγάλη ρωμαϊκή στρατιά στα Κλαυδιανά Στενά μεταξύ Βενεβεντού και Καπύης. Οι Ρωμαίοι αντέδρασαν με τους στρατηγούς υπάτους Λεύκιο Παπίριο Κούρσορα και Κόιντο Ποπίλιο Φίλωνα, εφαρμόζοντας την τακτική του αντιπερισπασμού του εχθρού και τελικά ανάγκασαν τους Σαμνίτες να αποσυρθούν από την Καμπανία και την Απουλία, που έγιναν ρωμαϊκές κτήσεις.
Οι επιτυχίες αυτές της Ρώμης θορύβησαν τους Τυρρηνούς, τους Όμβριους, τους Γαλάτες, τους Έρνικες και τις ελληνικές αποικίες και ιδιαίτερα τον Τάραντα, που η θέση του έγινε επισφαλής μετά την εγκατάσταση Ρωμαίων στην Απουλία. Οι λαοί συμμάχησαν με τους Σαμνίτες, υποστηριζόμενοι οικονομικά από τους πλούσιους Ταραντίνους και κήρυξαν τον Γ΄ Σαμνιτικό Πόλεμο (312-290) υπέρ της ιταλικής ανεξαρτησίας. Ο πόλεμος ήταν και πάλι εξαιρετικά σκληρός, με λεηλασίες και σφαγές σε ευρεία κλίμακα, αλλά η Ρώμη με επωφελείς συνθήκες εξασφάλισε την ουδετερότητα πολλών φιλοπόλεμων φυλών της κεντρικής και ανατολικής Ιταλίας (Μάρσοι, Πελιγνοί, Βεστίνοι, Φρεντανοί και πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας) και συνδυάζοντας άμυνα και επίθεση με ταχεία μετακίνηση εφεδρειών σε διάφορα μέτωπα πέτυχε την τελική νίκη, Στις πολυάριθμες μάχες που κράτησαν 22 χρόνια δοξάστηκαν οι Ρωμαίοι ύπατοι στρατηγοί Πόπλιος Δέκιος Μυς, Μάρκος Κούριος Δεντάτος, Κούϊντος Φάβιος Ρουλλιανός και Λεύκιος Παπίριος Κούρσωρ (5 φορές ύπατος και 2 φορές δικτάτωρ), αλλά και ο τιμητής Γάιος Άππιος Κλαύδιος, που φορολόγησε για εξεύρεση πόρων και το κεφάλαιο και την κινητή περιουσία των πολιτών. Πρώτοι υπέκυψαν και αποσύρθηκαν οι Σαμνίτες μετά τη Μάχη του Σεντίνου (295) και την πολυετή δήωση της χώρας τους. Στη συνέχεια νικήθηκαν και υποτάχθηκαν οι Τυρρηνοί (283), οι Σένονες και Βόϊοι Γαλάτες και τέλος οι Λευκανοί (282). Αποτέλεσμα του πολέμου αυτού ήταν η κατάκτηση (με ποικίλες μορφές εξάρτησης) από τη Ρώμη του πλείστου της Ιταλικής χερσονήσου, από τον Πάδο μέχρι την Απουλία, εκτός από τις ελληνικές αποικίες, σε έκταση 83.000 τετρ.χιλιομέτρων (περίπου τα ¾ της σημερινής Ιταλίας).
Στην κλασική εποχή γνώρισαν πρωτοφανή ακμή τα γράμματα και οι τέχνες. Η φιλοσοφία και η ρητορική, η ποίηση, το δράμα και η ιστοριογραφία, αλλά και οι επιστήμες, όπως τα μαθηματικά, αναπτύχθηκαν σε βαθμό που προκαλεί ως σήμερα γενικό θαυμασμό. Η δύναμη και ο πλούτος που συγκέντρωσε η Αθήνα, τα μεγάλα έργα και η ανάπτυξη της δημοκρατίας, έφεραν στην πόλη επιστήμονες και ανθρώπους του πνεύματος από όλα τα μέρη. Η Αθήνα έγινε το πνευματικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, ή όπως έλεγαν «σχολείο όλης της Ελλάδας».
Η φιλοσοφία που είχε γνωρίσει ιδιαίτερη ανάπτυξη ήδη από τα προκλασικά χρόνια, έφτασε πλέον σε ανυπέρβλητα επίπεδα ακμής, θέτοντας το πλαίσιο όχι μόνο για τον τρόπο που μπορούν να σκέπτονται οι άνθρωποι, αλλά και για τη μέθοδο με την οποία μπορούν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από θεμελιώδη κατηγορήματα της νόησης, όπως οι δυαδικές σχέσεις είναι/γίγνεσθαι, εν/παν, ουσία/απουσία, περιέχον/περιεχόμενο, ον/φαινόμενο, αίτιο/αιτιατό, γνωστό/άγνωστο. Η γενική κατεύθυνση της φιλοσοφίας την εποχή αυτή παρουσιάζει μια στροφή από τα κοσμολογικά θέματα της προηγούμενης περιόδου σε ενδιαφέροντα ηθικολογικά, με τις εξής επιμέρους σχολές:
(1) Οι συνεχιστές της Στατικής Σχολής του Παρμενίδη: Ζήνων ο Ελεάτης (~450) και Μέλισσος ο Σάμιος (~450) υπερασπίστηκαν με λογικά παράδοξα τις δοξασίες περί μονιμότητας και μοναδικότητας του αιώνιου και άχρονου κόσμου που εισήγαγε η σχολή τους.
(2) Οι φιλόσοφοι της Ατομολογικής Σχολής Λεύκιππος Αβδηρίτης (500-430) και Δημόκριτος Αβδηρίτης (460-370), διατυπώνοντας την άποψη ότι η ύλη αποτελείται από κινούμενα άτομα και κενό, θεμελίωσαν το συνεπή υλισμό, που διέπεται από αυστηρή νομοτέλεια χωρίς σκοπιμότητα.
(3) Οι φιλόσοφοι της Συνδυαστικής Σχολής Εμπεδοκλής Ακραγαντίνος (490-430) και Αναξαγόρας Κλαζομένιος (499-428) είναι οι πρώτοι εισηγητές του δυϊσμού πνεύματος-ύλης, καθώς ο πρώτος αποδέχεται τη συνύπαρξη τυχαιότητας και αναγκαιότητας, ενώ ο δεύτερος απορρίπτει και τα δύο και θεωρεί ότι πρωταρχική αιτία των σωματικών μεταβολών είναι ο Νους. Ο Εμπεδοκλής είναι ταυτόχρονα ο πρώτος εμπνευστής της εξελικτικής θεωρίας των έμβιων όντων, που επηρέασε άμεσα τον Αριστοτέλη.
(4) Οι Σοφιστές Πρωταγόρας Αβδηρίτης (480-410), Πρόδικος Κείος (470-400), Γοργίας Λεοντίνος (483-375), Ιππίας Ηλείος (~450), με τη δυσπιστία τους απέναντι στη δυνατότητα απόλυτης και αντικειμενικής αλήθειας, είναι οι εισηγητές του γνωσιολογικού σχετικισμού και του ιδεολογικού σκεπτικισμού.
(5) Ο Σωκράτης (470-399) συστηματοποίησε τη διαλεκτική μέθοδο που βασίζεται στην ερώτηση, την απάντηση και τη λογική διαίρεση και έγινε ο κήρυκας του αγνωστικισμού, του ηθικού ορθολογισμού και της ανάγκης αυτεπίγνωσης.
(6) Οι Μεγαρικοί Ευκλείδης (450-380), Ευβουλίδης (~350), Στίλπων (~320), διεύρυναν τη διαλεκτική μέθοδο του Σωκράτη, διερευνώντας τις λογικές συνέπειές της, και διατυπώνοντας παράλληλα μια μονιστική αντίληψη περί αγαθού, ισχυριζόμενοι ότι το αγαθό είναι ένα με πολλά ονόματα.
(7) Οι Κυνικοί Αντισθένης Αθηναίος (450-370) και Διογένης Σινωπεύς (413-323) υπήρξαν οι πρώτοι κήρυκες της φιλοσοφίας της αμφισβήτησης, περιφρονώντας κάθε άνεση και κοινωνική συμβατικότητα και αρνούμενοι την αναγκαιότητα, αλλά και τη εγκυρότητα των νόμων.
(8) Οι φιλόσοφοι της Κυρηναϊκής Σχολής Αρίστιππος Κυρηναίος (435-355) και Εύδοξος ο Κνίδιος (408-356), εισηγήθηκαν το χρησιμοθηρικό τρόπο σκέψης, διακηρύσσοντας ότι ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή, που τη διευθύνει η σύνεση και την εξευγενίζει η παιδεία και υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία και την ελευθερία του ατόμου.
(9) Η Ακαδημαϊκή Σχολή: Πλάτων ο Αθηναίος (428-347), Σπεύσιππος Αθηναίος (407-339), Ξενοκράτης Χαλκηδόνιος (396-314), Πολέμων Αθηναίος (~270), Κράτης Αθηναίος (~265) ανέπτυξε πλήρες φιλοσοφικό σύστημα που κάλυψε όλες τις περιοχές του στοχασμού (οντολογία, γνωσιολογία, ηθική, αισθητική και πολιτειολογία) ιδρύοντας ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο του κόσμου. Με την θεωρία των ιδεών, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι αντίτυπο ενός αιώνιου αρχέτυπου, ο Πλάτων θεμελίωσε τον ιδεαλιστικό δυϊσμό, που διαχωρίζει τον υλικό από τον πνευματικό κόσμο και καταλήγει στην ανώτατη ιδέα, το υπέρτατο αγαθό που είναι ο θεός. Στο γνωσιολογικό τομέα εισήγαγε την υπερβατική λογικοκρατία, υποστηρίζοντας ότι η πραγματική γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, αλλά από την κατανόηση των εννοιών (όπως ενότης, ομοιότης, ταυτότης, ύπαρξη) για τις οποίες δεν υπάρχουν αισθητήρια. Πίστευε ακόμη στην αθανασία της ψυχής που τη θεωρούσε αόρατη, άχρονη και αυτοκίνητη, ενώ η πολιτειολογία του είναι ένα κράμα κοινοκρατίας και διευθυνόμενης οργάνωσης των κοινωνικών δραστηριοτήτων.
(10 Η Περιπατητική Σχολή που ίδρυσε ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης (384-322) με διασημότερο μαθητή τον Θεόφραστο τον Λέσβιο (372-287) προσγείωσε τη θεωρία ιδεών του Πλάτωνα μελετώντας τα είδη (μορφές) που είναι η επίγεια έκφανση της πραγματικότητας και ταυτόχρονα η δύναμη που δίνει σχήμα στην ύλη με ορισμένο σκοπό, που ονόμασε εντελέχεια. Περαιτέρω ο Αριστοτέλης υπέδειξε τέσσερις αρχές (αίτια) που δημιουργούν το μηχανισμό παραγωγής ειδών: τυπικόν, υλικόν, ποιητικόν και τελικόν αίτιον, που είναι ο θεός (το ακίνητον κινούν, χωρίς ύλη είδος) και δέκα θεμελιώδεις κατηγορίες αντίληψης των φαινομένων (ουσία, ποσότης, ποιότης, σχέση, τόπος, χρόνος, θέση, κατάσταση, δράση, πάθος). Θεωρώντας την ψυχή είδος του σώματος, έθεσε ως σκοπό της ζωής την ευτυχία και ήταν υπέρμαχος της αποφυγής ακροτήτων για την απόκτησή της. Εφαρμόζοντας το μέσο δρόμο και στην πολιτειολογία θεωρούσε καλύτερα πολιτεύματα τη μοναρχία, την αριστοκρατία και την συνταγματική πολιτεία και χειρότερα την τυραννία, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία. Θεμελίωσε την τυπική λογική ως επιστήμη των κανόνων της νόησης που οδηγούν στη γνώση, αλλά κυρίως ειδικότητά του ήταν η βιολογία, όπου με υποδειγματική μεθοδικότητα καθόρισε τους κανόνες συστηματικής μελέτης και κατάταξης των έμβιων όντων.
Η στερέωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν ύστερα από συζήτηση, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της ρητορικής, δηλαδή της ικανότητας να μιλάει κάποιος με τρόπο που να πείθει τους ακροατές του. Την εποχή αυτή έζησαν σπουδαίοι ρήτορες, όπως οι: Λυσίας Κεφάλου Συρακούσιος στην Αθήνα 459-377), Ανδοκίδης Κυδαθηνεύς (440-385), Ισοκράτης Αθηναίος (436-338), Ισαίος Αθηναίος λογογράφος (420-350), Λυκούργος Λυκόφρονος πολιτικός (390-324), Αισχίνης Ατρομήτου πολιτικός (390-314), Υπερείδης πολιτικός και στρατηγός (389-322), Δημοσθένης Δημοσθένους πολιτικός (384-322) και Δείναρχος Κορίνθιος στην Αθήνα (361-291).
Οι ποιητές ύμνησαν με πολλούς τρόπους τους αγώνες των Ελλήνων και τις αρετές που έδειξαν στους αγώνες της εποχής τους. Ιδιαίτερη ακμή γνώρισε η χορική ποίηση που, χρησιμοποιώντας διθύραμβους, παιάνες και επίνικους, απηχώντας τα αισθήματα του πλήθους, εξύμνησε θεούς, ήρωες και πολιτικούς σε διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις. Διασημότεροι από τους λυρικούς ποιητές της ευρύτερης κλασικής περιόδου είναι ο Σιμωνίδης ο Κείος (556-468), ο πρώτος εθνικός ποιητής των Ελλήνων που ύμνησε τα ηρωικά κατορθώματα των Περσικών πολέμων, ο Πίνδαρος από τις Κυνός Κεφαλές Βοιωτίας (522-446) που θαυμάζεται για το μεγαλόπρεπο, επινοητικό και εύπλαστο ύφος των ωδών με τις οποίες ύμνησε νικητές αγώνων και τις πατρίδες τους, ο περισσότερο κομψός και εκλεπτυσμένος Βακχυλίδης ο Κείος (518-450), ο Φιλόξενος από τα Κύθηρα (435-380) που δραματοποίησε την ερωτική ιστορία του κύκλωπα Πολύφημου με τη Γαλάτεια, ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος (451-375) που περιέγραψε τη νίκη στη Σαλαμίνα, ο Φρύνις ο Μυτιληναίος (5ος αι.), ο Αρίφρων ο Σικυώνιος (~420) γνωστός για τον ύμνο του στην Υγεία, ο ελεγειακός φιλόσοφος Κριτίας ο Αθηναίος (450-403) και ο Εύηνος ο Πάριος (460-390), γνωστός για τους ρωμαλέους αφορισμούς του.
Στην Αθήνα έζησαν τότε και μεγάλοι ιστοριογράφοι, όπως ο Ηρόδοτος, που έγραψε την ιστορία των Περσικών πολέμων, ο Θουκυδίδης, που εξιστόρησε τον Πελοποννησιακό πόλεμο και ο Ξενοφών που συνέχισε την εξιστόρηση του Θουκυδίδη.
Το θέατρο γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα από εκδηλώσεις για τη λατρεία του θεού Διονύσου (<Διός + νύσος {<νύσσω [= κεντώ, ωθώ]}). Στις γιορτές του Διονύσου σχηματίζονταν μεγάλες ομάδες, που έψαλαν ύμνους στο θεό και χόρευαν. Αργότερα κάποιος από τους χορευτές ξεχώριζε και μιλούσε για την υπόθεση του ύμνου. Κάποτε έκανε σχετικό διάλογο με τους χορευτές. Έτσι από το χορό και το διάλογο άρχισαν να συγκροτούνται στοιχειώδεις παραστάσεις και αναπτύχθηκε σιγά σιγά το αρχαίο θέατρο, του οποίου πρώτος δημιουργός θεωρείται ο Θέσπις Αθηναίος (~535).
Την άνοιξη, όταν γιόρταζαν τα Μεγάλα Διονύσια, οι Αθηναίοι συγκεντρώνονταν από το πρωί στο θέατρο του Διονύσου, κάτω από την Ακρόπολη. Εκεί παρακολουθούσαν την παράσταση θεατρικών έργων όλη την ημέρα, γι’ αυτό έπαιρναν μαζί τους και φαγητό. Όλοι οι Αθηναίοι είχαν δικαίωμα να παρακολουθούν τις παραστάσεις. Το ίδιο δικαίωμα είχαν και οι μέτοικοι (ξένοι που ζούσαν μόνιμα στην Αθήνα) αν αγόραζαν εισιτήρια μέσω κάποιου Αθηναίου πολίτη. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν άνδρες και γυναίκες. Ως προς τις θέσεις, γνωρίζουμε ότι άντρες και γυναίκες κάθονταν μαζί κατά οικογένειες, μολονότι κάποτε υπήρξε πρόταση να κάθονται χωριστά κατά φύλο. Ωστόσο, οι θεατές δεν μπορούσαν να καθίσουν όπου ήθελαν, επειδή υπήρχαν διακρίσεις. Υπήρχε κατ’ αρχάς η προεδρία, τιμητικές θέσεις στους ξένους πρεσβευτές, στους ιερείς, στους εννέα άρχοντες, στους δέκα στρατηγούς, στους κριτές των θεατρικών παραστάσεων, στα παιδιά όσων έπεσαν στους πολέμους για την πατρίδα και σε εξαίρετους πολίτες. Οι υπόλοιπες θέσεις ήσαν πάλι χωρισμένες ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις, το φύλο, την καταγωγή (ντόπιοι, ξένοι κ.τ.λ.). Οι βουλευτές, οι μέτοικοι, οι έφηβοι είχαν τις δικές τους θέσεις στις κερκίδες του θεάτρου. Ο ιερέας του Διονύσου καθόταν στο κέντρο της πρώτης σειράς απέναντι από το βωμό του θεού. Οι ραβδούχοι, ένα είδος αστυνομίας του θεάτρου, τακτοποιούσαν τους θεατές στις θέσεις τους.
Τα έργα που παίζονταν είχαν θέματα κυρίως από τη μυθολογία και κάποιες φορές από την ιστορία, αλλά και από σύγχρονες καταστάσεις. Οι θεατές ικανοποιούνταν βλέποντας στις τραγωδίες να επικρατεί η δικαιοσύνη και διασκέδαζαν με τις κωμωδίες, όπου σατιρίζονταν επίκαιρα γεγονότα. Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις η υπόθεση του έργου ήταν γνωστή στους θεατές, το αρχαίο θέατρο, σε αντίθεση με το σύγχρονο, δεν βασιζόταν τόσο στη δράση επί σκηνής, όσο ιδιαίτερα στο λόγο, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αποδιδόταν η υπόθεση με διαλόγους, μονολόγους, περιγραφές και τραγούδια (χορικά), καθώς και στην πλοκή, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο συνάπτονταν και δραματοποιούνταν («δι’ ελέου και φόβου») τα διάφορα μέρη της υπόθεσης, ώστε να προσελκύουν το ενδιαφέρον του θεατή.
Οι Αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στα όργανα της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα, εντός του θεάτρου, βίωναν τη συλλογικότητα της δραματουργίας καθώς ασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών, στο διάλογο και την επικοινωνία. Η ίδια η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνώριζε τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αι. επειδή δεν ήταν περιθωριακή ή τυχαία κοινωνική δραστηριότητα προς τέρψιν εξίσου τυχαίων θεατών. Κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας, για την οποία αποτελούσε βασικό θεσμό, που συνέδεε το τραγικό είδος με την πολιτική άνθηση. Γι’ αυτό στις ελληνικές τραγωδίες σημαντική θέση κατέχουν τα μεγάλα εθνικά προβλήματα του πολέμου, της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας αλλά και οι διαμάχες γύρω απ’ τα πολιτικά προβλήματα.
Οι αρχαίοι είχαν καταλάβει πως το θέατρο ήταν ένα μεγάλο σχολείο για τους πολίτες, γι’ αυτό η πολιτεία πλήρωνε τα εισιτήρια στους φτωχούς, ώστε όλοι να μπορούν να παρακολουθούν τις παραστάσεις, όπου παίζονταν οι τραγωδίες των μεγάλων δραματουργών Αισχύλου (525-456), Σοφοκλή (497-406) και Ευριπίδη (480-406) και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (446-385), παράλληλα με τα έργα άλλων λιγότερο διάσημων τραγικών ποιητών όπως ο Φρύνιχος ο Αθηναίος και ο Ίων ο Χίος και κωμωδιογράφων όπως οι Αθηναίοι Κρατίνος, Κράτης και Εύπολις και ο Μεγαρίτης Φόρμις, εκπρόσωπων της Αρχαίας Αττικής Κωμωδίας (470-400) με θεματογραφία πολιτικής σάτιρας των δημόσιων πραγμάτων. Από τη Μέση Αττική Κωμωδία της περιόδου (400-338) κυριότεροι εκπρόσωποι είναι ο Αντιφάνης, ο Άλεξις από τους Θούριους της Ν.Ιταλίας και ο Εύβουλος, που έγραψαν παρωδίες αναφερόμενες σε κοινωνικά ζητήματα.
Τα 7 σωζόμενα έργα του Αισχύλου είναι: Πέρσαι, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες (Δαναΐδες), Προμηθέας Δεσμώτης, Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες. Από τον Σοφοκλή σώζονται επίσης 7 έργα: Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι (Ηρακλής και Δηιάνειρα), Οιδίπους Τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Αίας και Φιλοκτήτης. Από τον Ευριπίδη σώζονται 19 έργα: Άλκηστις, Μήδεια, Ηρακλείδες, Ιππόλυτος, Ανδρομάχη, Εκάβη, Ικέτιδες (Επτά επί Θήβας), Ηλέκτρα, Ηρακλής μαινόμενος, Τρωάδες, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ίων, Ελένη, Φοίνισσαι (Επτά επί Θήβας), Ορέστης, Βάκχες, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ρήσσος και Κύκλωπες. Οι σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι: Αχαρνής, Ιππείς, Νεφέλαι, Σφήκες, Ειρήνη, Όρνιθες, Λυσιστράτη, Θεσμοφοριάζουσαι, Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσαι και Πλούτος.
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων οι Έλληνες στράφηκαν στην ανοικοδόμηση των ιερών, που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες. Μεγάλοι και ωραίοι ναοί, στολισμένοι με αγάλματα, χτίστηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Οι Έλληνες ήθελαν να εκφράσουν έτσι την ευγνωμοσύνη τους προς τους θεούς, που τους βοήθησαν να νικήσουν, αλλά και την ανωτερότητα και τη δύναμη που ένιωθαν μετά τη νίκη τους.
Η Αθήνα, παρόλο που είχε πάθει τη μεγαλύτερη καταστροφή, απέκτησε μεγάλη στρατιωτική και οικονομική δύναμη. Στην Αθήνα έγιναν τα περισσότερα και σπουδαιότερα έργα. Όλα τα έργα που κατασκευάστηκαν την εποχή εκείνη παρουσιάζουν τέλια αρμονία και χάρη και θεωρούνται αξεπέραστα. Γι’ αυτό ονομάστηκαν «κλασικά» (που σημαίνει πρότυπα για τους μεταγενέστερους).
Οι σημαντικότεροι γλύπτες της κλασικής περιόδου ήταν ο Αγελάδας ο Αργείος (~500, «Δίας Ιθωμάτας»), ο Ονήτας (~480), ο Μύρων από τις Ελευθερές Αττικής (~460, «Δισκοβόλος», «Περσεύς»), ο Φειδίας Χαρμίδου Αθηναίος (490-430) γενικός επιμελητής των γλυπτών της Ακρόπολης των Αθηνών και δημιουργός ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία ύψους 12 μέτρων, ο Κάλαμις (~460), ο Αλκαμένης (~450), ο Παιώνιος από τη Μένδη της Χαλκιδικής (~425), διάσημος για το άγαλμα της «Πτερωτής Νίκης», ο Πολύκλειτος ο Αργείος (~425), που έθεσε τους κανόνες των αρμονικών αναλογιών του ανδρικού σώματος με τον «Διαδούμενο», τον «Δισκοφόρο» και τον «Δορυφόρο» και στα επόμενα χρόνια ο Πραξιτέλης ο Αθηναίος (~350, «Ερμής και Διόνυσος», «Αφροδίτη της Κνίδου», «Απόλλων Σαυροκτόνος»), ο πρώτος που παρουσίασε το γυναικείο σώμα γυμνό σε φυσικές διαστάσεις και ο Σκόπας ο Πάριος (385-330, «Αναπαυόμενος Άρης». «Κιθαρωδός Απόλλων»).
Κορυφαίο δημιούργημα της κλασικής αρχιτεκτονικής θεωρείται ο Παρθενώνας, έργο των Αθηναίων Ικτίνου και Καλλικράτη, ενώ τα προπύλαια κατασκευάστηκαν από τον Μνησικλή. Μέσα στο ναό ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, αριστούργημα της τέχνης του Φειδία. Το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας καθρεφτιζόταν στην παράσταση της πομπής των Παναθηναίων, που αποτελούσε το θέμα της «ζωφόρου» του Παρθενώνα. Δύο ακόμη από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου χρονολογούνται από την εποχή αυτή: Ο Ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο ολοκληρώθηκε το 356 π.Χ. (με αρχικό αρχιτέκτονα τον Χερσίφρονα από την Κνωσό από τον 6ο αιώνα) και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, τάφος του Πέρση σατράπη Μαύσωλου, ύψους 45 μέτρων, που κατασκεύασαν οι Έλληνες Σάτυρος και Πύθεος, τελείωσε το 351 π.Χ.
Σημαντική ανάπτυξη παρουσίασε και η ζωγραφική. Ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους ήταν ο Πολύγνωτος από τη Θάσο (~460), ενώ διάσημοι ήταν και οι Μύκων (~450), Παρράσιος ο Εφέσιος (~400), Απελλής ο Κολοφώνιος (~340) και Νικίας (~340). Από τη ζωγραφική αυτή δεν σώθηκαν έργα, αλλά βλέπουμε την επίδρασή τους στις παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων.
Πρόοδος επίσης σημειώθηκε και στην πολεοδομία. Οι νέες πόλεις χτίζονταν με σχέδια Μια τέτοια πόλη ήταν ο Πειραιάς που χτίστηκε με σχέδια του Ιππόδαμου από τη Μίλητο (~450).