Μετά την εισβολή Αγγλοσαξόνων και Ιούτων από την Δανία που άρχισε από το 500 μ.Χ., δημιουργήθηκε μία Επταρχία που διατηρήθηκε στην Βρετανία στα χρόνια 527-825, ως εξής: Ιούτες (βασίλειο του Κεντ - Kent ~500-871), Σάξονες (βασίλεια του Σάσσεξ - Sussex 477-825, του Ουέσσεξ - Wessex 519-1066, και του Έσσεξ - Essex 527-825), Άγγλοι (βασίλεια της Μερκίας - Mercia 527-918, της Νορθουμβρίας - Northumbria 653-954, και της Ανατολικής Αγγλίας - East Anglia ~600-918). Από τα κράτη αυτά, μακροβιότερο ήταν το βασίλειο του Ουέσεξ (Wessex, 519-1066), το οποίο, μετά το 825, ενσωμάτωσε τα υπόλοιπα έξι και παρέμεινε μοναδικό βασίλειο στην Αγγλία, μέχρι τα χρόνια της κατάκτησης από τους Νορμανδούς (1066), οπότε εξελίχθηκε στο σύγχρονο Βρετανικό κράτος. Κυριότερες πηγές για εκείνη την εποχή είναι τα Αγγλοσαξονικά χρονικά, που γράφτηκαν την εποχή του βασιλιά του Ουέσσεξ Αλφρέδου του Μέγα (890), περιλαμβάνοντας όλες τις προφορικές και γραπτές παραδόσεις που σώθηκαν από τους προηγούμενους αιώνες. Μία δεύτερη πηγή ήταν η λίστα των Δυτικών Σαξόνων βασιλέων, όπου βρίσκουμε το όνομα και το χρονικό διάστημα που βασίλεψε ο καθένας. Τέλος ο Άγγλος χρονικογράφος Βέδας έγραψε το 731 ένα έργο με τίτλο "Εκκλησιαστική ιστορία της Αγγλίας", όπου κάνει αναφορά για 7 βασιλείς της Νότιας Αγγλίας τους αποκαλούμενους «αυτοκρατορικούς». Για τους βασιλείς του βασιλείου του Ουέσεξ μπορούν συνοπτικά, σύμφωνα με τις πηγές αυτές, να αναφερθούν τα εξής:
α. Κέρντικ (519-534)
Ο Κέρντικ του Ουέσσεξ (Cerdic of Wessex, -534) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (519 - 534) και προπάτορας όλων των μεσαιωνικών βασιλιάδων του Ουέσσεξ που ακολούθησαν, όπως και γενάρχης των βασιλικών οίκων της Αγγλίας. Σύμφωνα με το Αγγλοσαξονικό χρονικό, αποβιβάστηκε το 495 στο Χάμπσαϊρ με τον γιο του, Κινρίκ, σε 3 πλοία, πολέμησε με έναν τοπικό Βρετανό βασιλιά, τον Νατανλέοντ, και τον σκότωσε (508). Το 519, ανακηρύχθηκε βασιλιάς του Ουέσσεξ και βασίλευσε 15 χρόνια ως τον θάνατο του, οπότε τον διαδέχθηκε ο γιος του, Κινρίκ. Για πολλούς είναι ημιμυθικό πρόσωπο. Το όνομα Κερντίκ προέρχεται από το Κέρετικ ή Κάραντογκ, γερμανική ρίζα που ίσως υιοθετήθηκε από τους Βρετανούς. Υπάρχουν υποθέσεις ότι η μητέρα του ήταν καθαρή Βρετανή και ότι η οικογένεια του είχε φτάσει στο νησί πριν την γέννησή του.
β. Κίνρικ του Ουέσσεξ (534-560)
O Κίνρικ (Cynric of Wessex 534-560) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ, γιος και διάδοχος του Κέρντικ. Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ήταν εγγονός του τελευταίου από τον γιο του, Κρεόντα του Ουέσσεξ. Χαρακτηριστικότερο γεγονός της βασιλείας του ήταν ότι ο ίδιος με τον γιο του Κιουλίν νίκησαν τους Βρετανούς στο κάστρο του Μπάρμπουρι (556). Το όνομά του έχει παλιά αγγλική ετυμολογία που σημαίνει "ευγενής βασιλιάς". Παρά τη γερμανική καταγωγή τα ονόματα, τόσο τα δικά του, όσο του πατέρα του και του γιου του, φαίνονται κελτικά.
γ. Κιούλιν του Ουέσσεξ (560-592)
Ο Κιούλιν του Ουέσσεξ (Ceawlin of Wessex 560-592) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (560 – 592), γιος του Κινρίκ, εγγονός του Κέρντικ. Ανήκαν στην πρώτη ομάδα των Σαξόνων που εισέβαλαν στην Αγγλία. Επί της βασιλείας του, το Ουέσσεξ έγινε ένα ισχυρό Αγγλοσαξονικό βασίλειο. Πέθανε έναν χρόνο μετά την εκθρόνιση του από τον ανιψιό του Κεόλ, ενώ αναφέρεται ότι είχε γιους τους Κάθα και Κάθγουιν. Από την μάχη του Μονς Μπαντόνικους (Βαδονικό όρος), όπου νίκησαν οι Σάξονες (550), οι γηγενείς Άγγλοι άρχισαν να χάνουν σταδιακά τον έλεγχο που είχαν στο νησί: σταδιακά τα επόμενα 25 χρόνια πέρασε υπό τον έλεγχο των Σαξόνων κατακτητών. Σύμφωνα με τα Αγγλοσαξονικά χρονικά, ο Κερντίκ με τον γιο του Κινρίκ αποβιβάστηκαν στην Αγγλία το 495. Ο Κιούλιν αναφέρεται ότι πολέμησε στην Μάχη του Μπεράν (556) μαζί με τον πατέρα του στο κάστρο του Μπάρμπουρι, ενώ ως βασιλιάς πολέμησε για πρώτη φορά στο Βίμπαντουν (568) κατά του βασιλιά του Κεντ Εθελμπέρχτ. Το 571 πολέμησε στο Μπέντκανφορντ μαζί με τον Κάθγουλφ, όπου κατέλαβε 4 φρούρια, ενώ το 577 είχε, σε συμμαχία με τον βασιλιά Κάθγουιν, την μεγαλύτερη νίκη του. Εκεί σκότωσε 3 βασιλείς και κατέλαβε 3 πόλεις, το Γκλόστερ, Σάιρενσεστερ και Μπαθ. Τελευταία νίκη του καταγράφεται το 584 με τον Κάθα.
δ. Κέολ του Ουέσσεξ (592-597)
Ο Κέολ του Ουέσσεξ (Ceol of Wessex 592-597) βασιλιάς του Ουέσσεξ (592 – 597) ήταν γιος του Κάθα, γιου του βασιλιά του Ουέσσεξ Κινρίκ. Πολέμησε εναντίον του θείου του, βασιλιά του Ουέσσεξ Κιουλίν στο Γουίλτσαϊρ, τον νίκησε και κατέλαβε τον θρόνο, στερώντας τον από τον νόμιμο κληρονόμο, τον γιο του Κιουλίν, Κάθγουιν. Μόλις πέθανε ο Κέολ (597), στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, Κεολγούλφ, γιατί ο γιος του, Κινεγκίλς, ήταν ακόμα ανήλικος. Αυτό ήταν ένα έθιμο των Σαξόνων εκείνη την εποχή.
ε. Κέολγουλφ του Ουέσσεξ (597-611)
Ο Κεολγούλφ του Ουέσσεξ (Ceolwulf of Wessex 597-611) ήταν μέλος του Οίκου του Ουέσσεξ και βασιλιάς του Ουέσσεξ (597 – 611), γιος του Κάθα, διάδοχος του αδελφού του, Κέολ του Ουέσσεξ. Έγινε βασιλιάς στην θέση του ανιψιού του, Κινεγκίλς, αφού ήταν ο ίδιος ανήλικος, ανίκανος ακόμα να κυβερνήσει. Δεν είναι γνωστό κανένα σημαντικό γεγονός στην βασιλεία του, πέθανε άτεκνος και ο θρόνος πέρασε στον ανιψιό του, Κινεγκίλς.
στ. Κινεγκίλς του Ουέσσεξ (611-643)
Ο Κινεγκίλς του Ουέσσεξ (Cynegils of Wessex 611-643) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (611 – 642), γιος του βασιλιά Κέολ, διάδοχος του θείου του Κεολγούλφου. Σύμφωνα με μερικές πηγές, ο Κινεγκίλς είχε έναν αδελφό, τον Κεολβάλδο, ο οποίος ήταν παππούς του μετέπειτα μεγάλου βασιλιά Ίνε του Ουέσσεξ. Την εποχή του το βασίλειο του Ουέσσεξ περιοριζόταν μόνο σε μια περιοχή βόρεια του Τάμεση. Το 614 πολέμησε στο πλευρό του Κουίκχελμ του Ουέσσεξ, σκοτώνοντας χιλιάδες Ουαλούς. Το 628 οι δύο βασιλείς πολέμησαν με τον βασιλιά Πέντα της Μερκίας (Mercia). Κατάφεραν τελικά να αιχμαλωτίσουν τον βασιλιά Έντουιν της Ντέιρα. Το 630, οι Κινεγκίλς και Κουίκχελμ βαπτίστηκαν χριστιανοί από τον επίσκοπο Βιρίνο με ανάδοχο τον βασιλιά της Βερνικίας Όσβαλντ, ενώ ο Όσβαλντ παντρεύτηκε μια κόρη του Κινεγκίλς. Τον Κινεγκίλς διαδέχθηκε στον θρόνο του Ουέσσεξ ο γιος του, Κένβαλ του Ουέσσεξ.
ζ. Κενβάλ του Ουέσσεξ (643-672)
Ο Κενβάλ του Ουέσσεξ (Cenwalh of Wessex 643-672) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ, γιος και διάδοχος του βασιλιά Κίνεγκιλς του Ουέσσεξ, ο οποίος σύμφωνα με τον Βέδα βαπτίσθηκε χριστιανός από τον αρχιεπίσκοπο Βιρίνο. Σύμφωνα με τα Αγγλοσαξονικά χρονικά, αρχικά αρνήθηκε την χριστιανική πίστη του πατέρα του, παραμένοντας πολυθεϊστής προσέγγισε τον πολυθεϊστή βασιλιά Πέντα της Μερκίας και παντρεύτηκε την αδελφή του. Αμέσως όμως μετά το διαζύγιο με την σύζυγο του, εξορίστηκε από τον βασιλιά Πέντα για 3 χρόνια, βρίσκοντας καταφύγιο στον βασιλιά Άννα της Ανατολικής Αγγλίας. Η τριετής εξορίας του είναι αμφισβητούμενης χρονολογίας, αλλά ξεκίνησε πριν το 651, αφού το 654 ο βασιλιάς Άννα σκοτώθηκε από τον Πέντα. Την επόμενη χρονιά σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Πέντα στις 15 Νοεμβρίου 655 στη Μάχη του Βίνβαεντ, γεγονός που επέτρεψε στον Κενβάλ να επανέλθει στον θρόνο του, βαπτιζόμενος αυτή την φορά χριστιανός. Όταν έγινε βασιλιάς, δεν γνώριζε καθόλου την Σαξονική γλώσσα, αφού μεγάλωσε σε χέρια Φράγκων, γι' αυτό έφερε έναν άλλον επίσκοπο, τον Βίνι, ιδρύοντας μια νέα αρχιεπισκοπή στην πόλη του Ουίντσεστερ. Ο νέος βασιλιάς της Μερκίας, γιος του Πέντα, Βουλφχέρ, επιτέθηκε νότια (661) και απέσπασε από τον Κεντβάλ την κοιλάδα του Μέον, αλλά οι ήττες του (674) από τον Εκγκφρίθ της Μερκίας τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα νότια εδάφη που κατέλαβε, τα οποία επανήλθαν στον Κενβάλ. Τα Αγγλοσαξονικά χρονικά αναφέρουν και μια μάχη του Κενβάλ με τους Βρετανούς (658), αλλά γενικά φρόντισε οι σχέσεις του μαζί τους να είναι καλές. Το (665 – 668) ήρθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Βίνι, γιατί πρόσφερε καταφύγιο στον εξορισθέντα βασιλιά της Μερκίας Βουλφχέρ.
η. Σιξμπερθ του Ουέσσεξ (672-673)
Η Σιξμπερθ του Ουέσσεξ (Seaxburh of Wessex 672-673) ήταν βασίλισσα του Ουέσσεξ, σύζυγος του προηγούμενου βασιλιά Κενβάλ. Κυβέρνησε μόνη της το βασίλειο μετά τον θάνατο του συζύγους της επί δύο έτη. Το γεγονός είναι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή της στην αγγλοσαξονική Βρετανία και είναι η μόνη γυναίκα, που αναφέρεται στην κατάσταση των βασιλέων. Σύμφωνα με τον Βέδα, μετά το θάνατο του Κενβάλ (Cenwalh) την κυβέρνηση του βασιλείου ανέλαβαν διάφοροι επιμέρους βασιλείς, πράγμα που σημαίνει ότι οι χρονικογράφοι μπορεί να τακτοποίησαν συμβατικά στο όνομα της Σίξμπερθ μια περίπλοκη πολιτική κατάσταση. Την διαδέχτηκε το 674 ο Αισκουίν.
θ. Αισκουίν του Ουέσσεξ (673-676)
Ο Αισκουίν (Æscwine of Wessex 674-676) ήταν βασιλιάς του Wessex από το 674 έως 676, αλλά μάλλον δεν ήταν ο μόνος βασιλιάς στο Wessex εκείνη την εποχή. Ο Βέδας γράφει ότι μετά το θάνατο του βασιλιά Κενβάλ (Cenwalh) το 672 το βασίλειο κυβερνήθηκε από επιμέρους βασιλείς που διαίρεσαν το κράτος μεταξύ τους, ενώ τα Αγγλοσαξονικά χρονικά αναφέρουν ως μόνη βασίλισσα την σύζυγο του Κενβάλ Σίξμπερθ, την οποία διαδέχτηκε ο Αισκουίν, πέμπτης γενιάς απόγονος του Κίνρικ (Cynric). Το 675, ο Αισκουίν απέκρουσε μια εισβολή στο Wessex από κατοίκους του βασιλείου της Μέρκια (Mercia) με επικεφαλής τον βασιλιά Wulfhere στο Biedanheafde, μια θέση που δεν έχει εντοπιστεί με ακρίβεια. Το Αισκουίν διαδέχθηκε ο Κεντουίν του Wessex.
ι. Κεντουίν του Ουέσσεξ (676-685)
Ο Κεντουίν (Centwine of Wessex 676-685) ήταν βασιλιάς του Wessex από το c. 676-685 ή 686, επανενώνοντας το βασίλειο που είχε διασπαστεί σε υποβασίλεια κατά τη διάρκεια της εξουσίας των προκατόχων του. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης, αλλά αργότερα ασπάστηκε και προστάτεψε τον χριστιανισμό. Μετά από τρεις μάχες απώθησε τους Βρετανούς στη θάλασσα. Ίσως ήταν γιος του βασιλιά Κινεγκίλς (Cynegils) και επομένως αδελφός των βασιλέων Κενβάλ (Cenwalh ) και Κουινχέλμ (Cwichelm). Νυμφεύτηκε την αδελφή της συζύγου του βασιλιά Έγκφριθ της Νορθουμβρίας. Η κόρη τους Μπούγκα (Bugga) ήταν καλόγρια και ιθανώς Ηγουμένη. Ο Κέντουίν φέρεται να παραιτήθηκε από το θρόνο και να έγινε μοναχός. Η ημερομηνία του θανάτου του είναι άγνωστη.
ιa. Καιντβάλλα του Ουέσσεξ (685-688)
Ο Καιντβάλλα (Cædwalla, 659 –689) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (Wessex) από το 685 μέχρι την παραίτησή του το 688. Εξορίστηκε από το Wessex όταν ήταν νέος και κατά τη διάρκεια της εξορίας του συγκέντρωσε δυνάμεις και επιτέθηκε στους ΝΔ Σάξονες (σημερινό Σάσσεξ - Sussex). To 685 έγινε βασιλιάς του Wessex και επέστρεψε στο Sussex όπου κατέκτησε πάλι την περιοχή, αναγκάζοντας τον πληθυσμό να αποκηρύξει την ειδωλολατρία και να ασπαστεί τον χριστιανισμό. Εξασφάλισε τον έλεγχο του Surrey και του Κεντ, και το 686 τοπποθέτησε τον αδελφό του, Μαλ (Mul), βασιλιά του Κεντ. Ο Μαλ κάηκε σε μια εξέγερση ένα χρόνο αργότερα, και ο Cædwalla αποφάσισε να διοικεί ο ίδιος το Κεντ. Ο Καιντβάλλα τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής επιχείρησης, και παραιτήθηκε από το θρόνο το 688. Ταξίδεψε στη Ρώμη τον Απρίλιο του 689, και βαφτίστηκε από τον πάπα Σέργιο Α το Σάββατο πριν από το Πάσχα, αλλά πέθανε δέκα ημέρες αργότερα, στις 20 Απριλίου 689. Τον διαδέχθηκε ο Ίνε.
ιβ. Ίνε του Ουέσσεξ (688-726)
Ο Ίνε (Ine of Wessex 688-726), βασιλιάς του Ουέσσεξ (688 – 726), γεννήθηκε στη Ρώμη, και ήταν ο πρώτος Αγγλοσάξονας βασιλιάς που καθιέρωσε γραπτούς νόμους, που διαφωτίζουν τον τρόπο ζωής στην αγγλοσαξονική κοινωνία της εποχής του. Ήταν γιος του Κένρεντ του Ουέσσεξ, γιου του Κεολβάλδου, που ήταν αδελφός του βασιλιά Κινεγκίλς του Ουέσσεξ, καταγόμενος απευθείας από τον Κέρντικ, πρόγονο όλων των Αγγλοσαξόνων βασιλέων. Διαδέχθηκε στο Ουέσσεξ τον Καιντβάλλα, που παραιτήθηκε, για να πάει στην Ρώμη να βαπτιστεί χριστιανός, πριν πεθάνει. Για ένα μεγάλο διάστημα, από τα 37 χρόνια που βασίλευσε, αναφέρεται ότι είχε και την βοήθεια του πατέρα του, ο οποίος τον βοήθησε στην τύπωση των νόμων. Είχε έναν αδελφό, τον Ίνγκιλδο, και αδελφές, δύο από τις οποίες ήταν η Κουθβούρχη και η Κουενβούργη. Η πρώτη, η Κουθβούρχη, παντρεύτηκε τον βασιλιά Άλντφριθ της Νορθουμβρίας. Ο προκάτοχός του, Καιντβάλλα, είχε χάσει όλα τα εδάφη βόρεια του Τάμεση στην περιοχή της Μερκίας, ενώ είχε κατακτήσει τα νοτιότερα.
Ο Ίνε έκλεισε ειρήνη με το Κεντ (694), όταν ο βασιλιάς Βιχτρέδος του Κεντ πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό ως αποζημίωση για τον θάνατο του αδελφού του βασιλιά Κεντβάλλα, Μαλ (Mul), σε μια εξέγερση (687). Το Σάσσεξ είχε ήδη κατακτηθεί από τον Καιντβάλλα (686), αλλά ο Ίνε κατάφερε να το κρατήσει, αφού σε ένα έγγραφο (710) ο βασιλιάς του αναφέρεται ως υποτελής του. Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν το Σάρρεϋ, που ήταν ένα ανεξάρτητο κρατίδιο, που περνούσε διαδοχικά υπό τον έλεγχο του Κεντ, της Μερκίας, του Έσσεξ και του Ουέσσεξ. Το Έσσεξ κατείχε το ίδιο το Λονδίνο, ενώ το Σάρρεϋ την αρχιεπισκοπή του Λονδίνου. Σε ένα έγγραφο τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αποδεικνύεται ότι το Σάρρεϋ ήταν υποτελές του, αφού ανέφερε ως δικό του τον αρχιεπίσκοπο του Λονδίνου. Σε ένα γράμμα (704) του αρχιεπίσκοπου του Λονδίνου στον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, αποδεικνύεται η διαμάχη που είχε ο Ίνε εκείνη την χρονιά με τους υποτελείς του βασιλείς, που κατέληξε στην εξορία τους. Ένας εξόριστος βασιλιάς, ο Έλντμπερχτ επιτέθηκε στο Σάρρεϋ(722), αλλά ο Ίνε τρία χρόνια αργότερα σε εκστρατεία του τον σκότωσε.
Χώρισε το Ουέσσεξ σε 5 κομητείες, επικεφαλής της κάθε μιας από τις οποίες ήταν κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Έκανε κύριο εμπορικό κέντρο της χώρας του το Χάμουικ, στην θέση του σημερινού Σάουθαμπτον, κάνοντας εξαγωγές υαλικών, υφασμάτων και προϊόντων από οστά ζώων. Ο συνολικός πληθυσμός του μεγάλου εμπορικού κέντρου της εποχής ήταν 5.000 άνθρωποι. Όπως αναφέρθηκε, ήταν ο πρώτος Αγγλοσάξονας βασιλιάς που θέσπισε νόμους μαζί με τον Βιχτρέδο του Κεντ (695), που δεν σώθηκαν ακέραιοι, αλλά είναι ενσωματωμένοι στους μεταγενέστερους νόμους του βασιλιά Αλφρέδου του Μεγάλου. Ο Αλφρέδος βασίστηκε στους νόμους του Ίνε, πολλούς από τους οποίους αποδέχθηκε, ενώ άλλους απέρριψε. Σύμφωνα με τους νόμους του Ίνε, η αγροτική γη μοιραζόταν σε γεωργούς με σαφή όρια ιδιοκτησίας, ώστε ο κάθε ιδιοκτήτης να είναι υπεύθυνος για την ζημιά που θα έκαναν τα αδέσποτα ζώα του στο κτήμα κάποιου άλλου. Σε θέματα φορολόγησης, ο χωρικός έδινε λόγο προσωπικά στον ίδιο τον βασιλιά και όχι στον φεουδάρχη του, ενώ είχε δικαιώματα στράτευσης. Αναφέρεται ότι τους νόμους τους συνέθεσε με τρεις συμβούλους του, ένας εκ των οποίων ήταν και ο πατέρας του. Ως χριστιανός, καθιέρωσε τον όρκο στις δίκες, ενώ στις κατηγορίες για φόνο χρειαζόταν και ο όρκος ενός ευγενούς, για να ενοχοποιηθεί αποδεδειγμένα ο δράστης.
Καθιέρωσε επίσημη θρησκεία τον χριστιανισμό, επιβάλλοντας τα χριστιανικά μυστήρια, όπως και την βάπτιση. Ο παραβάτης των χριστιανικών μυστηρίων πλήρωνε πρόστιμο. Οργάνωσε την δομή των επισκοπών, έκτισε νέες εκκλησίες, ενώ είναι ο πρώτος βασιλιάς που έκτισε και μοναστήρια καθιερώνοντας την μοναστηριακή ζωή. Παραιτήθηκε το 726, για να πάει στην Ρώμη για προσκύνημα, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Τον διαδέχθηκε ο Εθελάρδος του Ουέσσεξ, κατά μερικές πηγές γαμπρός του. Ήταν συνήθεια των πρώτων χριστιανών Σαξόνων βασιλέων τότε, όπως και του προκάτοχού του, Καιντβάλλα, να πηγαίνουν πριν τον θάνατο τους για προσκύνημα στην Ρώμη, πιστεύοντας ότι θα γίνουν έτσι αποδεκτοί στην μετά θάνατο ουράνια ζωή.
ιγ.Εθελάρδος του Ουέσσεξ (726-740)
Ο Εθελάρδος (Æthelheard ή Ethelheard of Wessex 726-740, <εθέλω [=θέλω] + καρδιά = άνδρας με ισχυρή θέληση), κατά μία εκδοχή γαμβρός του Ίνε, ήταν βασιλιάς του Wessex από το 726 έως το 740. Όταν ο Ίνε παραιτήθηκε και πήγε στη Ρώμη το 726, δεν άδησε κανέναν προφανή κληρονόμο, και φαίνεται πως άφησε το βασίλειό του «στους πιό νεαρούς άνδρες». Ο Εθελάρδος επικράτησε του ανταγωνιστή του Όσβαλντ, ίσως εξαιτίας και της υποστήριξης που του παρέσχε ο βασιλιάς της Μέρκιας Εθελβάλδος, του οποίου ήταν υποτελής τα επόμενα χρόνια, χωρίς να αποφύγει την κατάκτηση ορισμένων εδαφών του βασιλείου του από τον Εθελβάλδο. Η σύζυγος Φρίθουγυθ (Frithugyth) του Εθελάρδου φέρεται ότι πραγματοποίησε προσκύνημα στη Ρώμη το 737. Τον διαδέχτηκε ο Κούθρεντ (Cuthred), ίσως αδελφός του ή απλώς συγγενής του.
ιδ.Κούθρεντ του Ουέσσεξ (740-756)
Ο Κούθρεντ (Cuthred ή Cuþræd of Wessex 740-756) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (Wessex) από το 740 μέχρι το 756. Διαδέχτηκε τον Εθελάρδο (Æthelheard), που ήταν συγγενής του και ενδεχομένως αδελφός του. Ο Κούθρεντ κληρονόμησε το θρόνο σε εποχή μέγιστης ισχύος του βασιλείου της Μέρκιας, και φαίνεται ότι κυβέρνησε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά της Μέρκιας Εθελβάλδου, που τον υποχρέωσε να μετάσχει στον πόλεμο εναντίον των Ουαλλών, το 743. Τα χρόνια της βασιλείας του ήταν ταραγμένα, καθώς το 748 σκοτώθηκε ο γιος του Κύνρικ, ενώ το 750 εκδηλώθηκε ανεπιτυχής εξέγερση υπό τον κόμητα Έθελχαν. Το 752 ο Κούθρεντ εξεγέρθηκε κατά του Εθελβάλδου και μετά από νικηφόρα μάχη στο Μπάρφοντ (Burford) εξασφάλισε την ανεξαρτησία του κράτους του μέχρι το τέλος της βασιλείας του.
ιε.Σιγιβέρτος του Ουέσσεξ (756-757)
Ο Σιγιβέρτος (Sigeberht of Wessex 756-757 <σιγή + <φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος, άριστος] = αυτός που φέρνει σιγή στις μάχες νικώντας, γενναίος νικητής {Sigebert, μετεξελίχθηκε στα γερμ. σε Siegfried} ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ στα χρόνια 756 - 757. Διαδέχτηκε τον μακρινό συγγενή του Κούθρεντ, αλλά κατηγορήθηκε ότι ενεργούσε παράνομα. Καθαιρέθηκε με απόφαση ενός συμβουλίου ευγενών, αλλά του δόθηκε ο έλεγχος του Χάμσαϊρ (Hampshire). Εκεί καταδικάστηκε για φόνο, που ίσως προήλθε από εντολή του βασιλιά Εθελβάλδου της Μέρκιας, καθαιρέθηκε πάλι και τελικά εκτελέστηκε. Ο αδελφός του Κύνεχαρντ εκδιώχθηκε επίσης, αλλά το 786 επέστρεψε και δολοφόνησε τον διάδοχό του Σιγιβέρτου Κυνεγούλφο.
ιστ. Κυνεγούλφος του Ουέσσεξ (757-786)
Ο Κυνεγούλφος (Cynewulf of Wessex 757-786, όνομα που σημαίνει «λυκόσκυλο» ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ από το 757 μέχρι το 786. Ανήλθε στο θρόνο μετά την εκθρόνιση του Σιγιβέρτου, βασιζόμενος και στην υποστήριξη του βασιλιά της Μέρκιας Εθελβάλδου. Μετά το θάνατο του Εθελβάρδου, Μέρκια περιέπεσε σε κατάσταση ταραχών, και ο Κυνεγούλφος επωφελήθηκε για να κερδίσει την ανεξαρτησία του Ουέσσεξ, κατακτώντας ταυτόχρονα το Μπερκσάιρ. Το 779 ο Κυνεγούλφος νικήθηκε από τον βασιλιά Όφφα της Μέρκιας στη Μάχη του Μπένσιγκτον, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία του, αν και έχασε το Μπερκσάιρ και το Λονδίνο. Το 786 δολοφονήθηκε στο Ουίντσεστερ (Winchester) από τον Κύνεχαρντ, αδελφό του προηγούμενου βασιλιά Σιγιβέρτου.
ιζ. Βεορθρίχος του Ουέσσεξ (786-802)
Ο Βεορθρίχος (Beorhtric of Wessex 786-802, Μπέορθρικ <βει [=συμβεί, είναι] + ορθός + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = μεγαλοπρεπής βασιλιάς) έγινε βασιλιάς του Ουέσσεξ, από το 786, όταν ο προηγούμενος βασιλιάς Κυνεγούλφος δολοφονήθηκε από τον Κύνεχαρντ, αδελφό του Σιγιβέρτου. , βασιζόμενος και στην υποστήριξη του βασιλιά Όφφα της Μερκίας, στον οποίο ήταν υποτελής. Το 787 συγκάλεσε Σύνοδο στο Τσέλσι, μαζί με τον Όφφα και το 789 νυμφεύτηκε μια κόρη του Όφφα, ενώ οι υπήκοοί του χρησιμοποιούσαν τα νομίσματα του Όφφα. Το 789 έγιναν οι πρώτες επιδρομές Βίκινγκς στην Αγγλία, που εισέβαλαν από την ακτή του Ντόρσετ (Dorset). Το 796 πέθανε ο Όφφα και προσωρινά το βασίλειο του Ουέσσεξ ανεξαρτητοποιήθηκε, αλλά από το 799 ο διάδοχος του Όφφα Κοενγουλφ, αποκατέστησε πάλι την κυριαρχία του. Ο Βεορθρίχος πέθανε το 802, ίσως δολοφονημένος από τη σύζυγό του, που κατέφυγε σε μοναστήρι.
ιη. Εγβέρτος του Ουέσσεξ (802-839)
Ο Εγβέρτος (770 – 839, <έχω [=κρατώ] + φερτός [=φερόμενος, ικανός, γενναίος] = ικανός να κρατάει τη θέση του, γενναίος υπερασπιστής (Egbert}) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (802 – 839), γιος του βασιλιά Ίλμουντ του Κεντ. Παντρεύτηκε την Ρεντμπούργκα, αδελφή του βασιλιά των Φράγκων, ενώ δεν υπάρχουν πληροφορίες για άλλα παιδιά του, εκτός από τον βέβαιο γιο και διάδοχό του Έθελγουλφ. Την εποχή εκείνη (από το 2ο μισό του 8ου αιώνα) η Μερκία ήταν το ισχυρότερο βασίλειο στην Αγγλία , υπό τον βασιλιά Όφα (757 – 796), ενώ βασιλιάς στο Ουέσσεξ την ίδια περίοδο ήταν ο Κύνεγουλφ (757 – 786). Οι σχέσεις τους, όπως φαίνεται από τα διασωθέντα καταστατικά, δεν ήταν καλές, αλλά ο Κύνεγουλφ να είχε μερικη ανεξαρτησία από τον ισχυρότερο βασιλιά Όφφα. Ηττήθηκε από τον Όφφα (779) στη μάχη του Μπένσινγκτον, αλλά δεν είναι γνωστό αν στη συνέχεια τον αναγνώρισε επικυρίαρχο του. Πάντως από καταστατικά της εποχής φαίνεται ότι την περίοδο 776 – 784 οι βασιλείς του Κεντ είχαν υποταχθεί στον Όφφα. Το 784 εμφανίστηκε στο Κεντ νέος βασιλιάς, ο Ίλμουντ, πατέρας του Εγβέρτου, αλλά την ίδια χρονιά ανατράπηκε από τον Όφφα που πήρε για λογαριασμό του το Κεντ, οπότε ο νεαρός Εγβέρτος εξορίστηκε στο Ουέσσεξ. Ο Κύνεγουλφ του Ουέσσεξ δολοφονήθηκε το 786 και κατόπιν ο Όφφα τοποθέτησε στη θέση του τον Βεορθρίχο, τον οποίο πάντρεψε με την κόρη του, ενώ ο Εγβέρτος εξορίστηκε για 16 χρόνια στη χώρα των Φράγκων. Την εποχή της εξορίας του, βασιλιάς των Φράγκων ήταν ο Καρλομάγνος, ο οποίος τον είδε με συμπάθεια διότι αντιπαθούσε τον Όφφα.
Ο Βεορθρίχος πέθανε το 802 και ο Εγβέρτος επέστρεψε αμέσως στο Ουέσσεξ και αναδείχθηκε βασιλιάς χωρίς πολλές αντιστάσεις, παρότι δεν τον ήθελαν οι ευγενείς της περιοχής, αφού είχε την υποστήριξη του Καρλομάγνου και του Πάπα. Την εποχή της βασιλείας του έγινε η λεηλασία της Ντουμνονίας σε δύο εκστρατείες του υπό την ηγεσία του (815, 825). To 825 έγινε η Μάχη του Έλεντουν, η οποία σήμανε το τέλος της κυριαρχίας του βασιλείου της Μερκίας στην Αγγλία και την άνοδο του βασιλείου του Ουέσσεξ ως κυρίαρχης δύναμης. Η ήττα του βασιλιά Μπέορνγουλφ της Μερκίας από το στρατό του Εγβέρτου υπό την ηγεσία του γιου του, Έθελγουλφ, ήταν ολοκληρωτική. Ο Έθελγουλφ συγκέντρωσε τους βασιλείς του Έσσεξ, Κεντ και Σάρεϊ, αναγκάζοντάς τους να του δηλώσουν την υποταγή τους. Ο Μπέορνγουλφ επιτέθηκε την επόμενη χρονιά (826) στην Ανατολική Αγγλία με την ελπίδα να ανακτήσει την κυριαρχία του, αλλά σκοτώθηκε, οπότε η κυριαρχία του Εγβέρτου κατοχυρώθηκε, κερδίζοντας και την αναγνώριση του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι. Η ισχύς του Εγβέρτου αυξήθηκε σημαντικά ως το 830, καθώς το 829 επιτέθηκε πάλι στην Μερκία διαλύοντας οριστικά το βασίλειο και εξορίζοντας τον βασιλιά Ουίγκλαφ της Μερκίας, ενώ την ίδια χρονιά (830) κατέκτησε και την Νορθουμβρία και πέτυχε σημαντική νίκη επί των Ουαλών.
Μετά από όλες αυτές τις νίκες, την επόμενη δεκαετία άρχισε η παρακμή, καθώς ο βασιλιάς της Μερκίας Ουίγκλαφ κατάφερε να ανακάμψει και να κερδίσει το βασίλειο του. Σε ένα καταστατικό του 836 εμφανίζεται ο Ουίγκλαφ ως ανεξάρτητος βασιλιάς της Μερκίας με 11 δικούς του επισκόπους ανεξάρτητους από την αρχιεπισκοπή του Καντέρμπουρι, ενώ κατάφερε να κατακτήσει και το Έσσεξ. Η παρακμή του Εγβέρτου τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του οφείλεται, στην έλλειψη της εύνοιας από την πλευρά του βασιλείου των Φράγκων που ήταν ισχυρότατη την εποχή του Καρλομάγνου. Ο Καρολίγγειος βασιλιάς Λουδοβίκος ο Ευσεβής, λόγω πολλών ταραχών που ξέσπασαν στο βασίλειό του, αποφάσισε να υποστηρίξει τον Ουίγκλαφ, και αυτός ήταν ο βασικότερος παράγοντας παρακμής του Εγβέρτου. Ο Εγβέρτος όρισε διάδοχό του τον γιο του, Έθελγουλφ, ορίζοντας τη διαδοχή στο βασίλειο του Ουέσσεξ σύμφωνα με τον Σάλιο νόμο, απευθείας πάντα από αρσενικούς απογόνους και όχι από γαμπρούς. Εγγονός του ήταν ο ένδοξος Άγγλος βασιλιάς Αλφρέδος ο Μέγας.
ιθ. Έθελγουλφ του Ουέσσεξ (839-858)
Ο Έθελγουλφ (Æthelwulf of Wessex 795 – 858) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ και του Κεντ (839 – 858), μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Εγβέρτου του Ουέσσεξ. Το Κεντ το είχε κερδίσει το 825 σε εκστρατεία στο πλευρό του πατέρα του. Συμμετείχε σε πληθώρα μαχών. Η πιο σημαντική νίκη του Έθελγουλφ ήταν στο Όκλεϊ (851), όπου ο ίδιος με τον γιο του Έθελμπαλντ στο πλευρό του νίκησε τους μουσουλμάνους πειρατές. Αργότερα με τον γαμπρό του Μπούργκρεντ, βασιλιά της Μερκίας, υπέταξε την Ουαλία, ενώ τα χρονικά αναφέρουν πολλές μάχες κατά πειρατών, Δανών και μουσουλμάνων. Γενικά είχε μικρή ενασχόληση με την πολιτική, σε αντίθεση με τους φιλόδοξους γιους του, στους οποίους μοίρασε το βασίλειό του, δίνοντας στον μεγαλύτερο, τον Έθελσταν, το Κεντ, το Έσσεξ και το Σάρεϊ. Βαθιά θρησκευόμενος, ήθελε από τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του να πραγματοποιήσει ταξίδι στην Ρώμη, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει λόγω των πολέμων. Το 853 έστειλε τον 4χρονο μικρότερο γιο του Αλφρέδο, ενώ έναν χρόνο μετά το θάνατο της συζύγου του Οσμπούργκας (855), ακολούθησε και ο ίδιος. Το 856 επέστρεψε και, ενώ είχε ξεπεράσει τα 60, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την μόλις 12χρονη Ιουδήθ της Φλάνδρας, κόρη του Καρόλου του Φαλακρού, βασιλιά των Φράγκων της Δύσης, τρισέγγονη του Καρλομάγνου. Κατόπιν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, αφού ο μεγαλύτερος γιος του, Έθελμπαλντ, επαναστάτησε εναντίον του. Τελικά ο ίδιος κράτησε το Δυτικό Ουέσσεξ ως το θάνατό του και παραχώρησε στο γιο του το Ανατολικό. Με την πρώτη σύζυγό του Οσμπούργκα παιδιά του ήταν οι Έθελσταν του Ουέσσεξ, Έθελμπαλντ του Ουέσσεξ,, Έθελμπερτ του Ουέσσεξ, Έθελρεντ του Ουέσσεξ και Αλφρέδος ο Μέγας.
κ. Έθελμπαλντ του Ουέσσεξ (858-860)
Ο Έθελμπαλντ (Æthelbald of Wessex, ... – 20 Δεκεμβρίου 860) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (856 – 860), δεύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Έθελγουλφ του Ουέσσεξ και της Οσμπούργκας, από το 850 διάδοχος του θρόνου. Όταν ο πατέρας του επισκέφτηκε την Ρώμη το 855 μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Αλφρέδο, του είχε ανατεθεί η διοίκηση της κομητείας του Κεντ. Διαμαρτυρόμενος για το δεύτερο γάμο του πατέρα του με την μικρή Ιουδήθ της Φλάνδρας, κόρη του Καρολίγγειου βασιλιά των Δυτικών Φράγκων (Γαλλίας) Καρόλου του Φαλακρού, εξεγέρθηκε εναντίον του. Για να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο με τον γιο του, ο Έθελγουλφ επέτρεψε στον Έθελμπαλντ να βασιλέψει τυπικά στο Ουέσσεξ, κρατώντας για τον εαυτό του το Ανατολικό βασίλειο. Με το θάνατο του πατέρα του έγινε κυρίαρχος σε ολόκληρο το βασίλειο. Αφορίστηκε από την εκκλησία λόγω του γάμου του με την 16χρονη χήρα του πατέρα του, Ιουδήθ, ενώ ο εξοργισμένος πατέρας της Ιουδήθ, Κάρολος ο Φαλακρός των Φράγκων, ζήτησε την κόρη του πίσω. Τελικά απάχθηκε από τον Βαλδουίνο, κόμη της Φλάνδρας, και έτσι στους απογόνους της ανήκει και η Ματθίλδη της Φλάνδρας, σύζυγος του Γουλιέλμου του Κατακτητή. Ο Έθελμπαλντ ήταν βασιλιάς αυταρχικός και μισητός στο λαό. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Έθελμπερτ.
κα. Έθελμπερτ του Ουέσσεξ (860-865)
Ο Έθελμπερτ (835 – 866, Æthelberht of Wessex 860-865) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (860 – 865), τρίτος γιος του βασιλιά Έθελγουλφ και της Οσμπούργκας, διάδοχος του αδελφού του Έθελμπαλντ. Πήρε υπό την ηγεσία του το Κεντ το 855, την εποχή που ο πατέρας του βρισκόταν στη Ρώμη, και κληρονόμησε τον Έθελμπαλντ, γιατί οι δύο νεότεροι αδελφοί του, Έθελρεντ και Αλφρέδος ήταν πολύ μικροί και ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Δανών Βίκινγκς. Το διάστημα της βασιλείας του ήταν περίοδος ειρήνης και ευημερίας, χωρίς όμως να λείπουν οι συνεχείς επιθετικές απειλές των Βίκινγκς που ήταν πάντα η μεγαλύτερη απειλή για το Αγγλοσαξονικό βασίλειο της Αγγλίας. Παροδικά οι Βίκινγκς έφτασαν μέχρι το Ουίντσεστερ, λεηλατώντας μεγάλα τμήματα του Κεντ, το οποίο ο Έθελμπερτ κράτησε στην κατοχή του χωρίς να το δώσει σε κανέναν από τους μικρότερους αδελφούς του. Άφησε δύο ανήλικους γιους, τον Άντχελμ, που σκοτώθηκε ανύπαντρος από επίθεση των Βίκινγκς επί Αλφρέδου του Μέγα, και τον Έθελβαρντ, που διεκδίκησε τον θρόνο μετά τον θάνατο του Αλφρέδου (899), αλλά δολοφονήθηκε το επόμενο έτος.
κβ. Έθελρεντ του Ουέσσεξ και του Κεντ (865-871)
Ο Έθελρεντ (Æthelred of Wessex, 847 – 23 Απριλίου 871) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ από το 865 έως το 871. Ήταν ο τέταρτος γιος του βασιλιά Έθελγουλφ του Ουέσσεξ. Το 865 διαδέχτηκε τον αδελφό του, Έθελμπερτ, ως βασιλιάς του Ουέσσεξ και του Κεντ. Το 853 ο αδελφός του, Αλφρέδος του Ουέσσεξ, πήγε στη Ρώμη και, σύμφωνα με τις σύγχρονες αναφορές, ο Έθελρεντ τον συνόδευσε. Το 865, ο Έθελρεντ διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο. Ο Έθελρεντ απέκτησε δύο γιους, τον Έθελγουολντ και τον Έθελχελμ, που δεν είχαν την τύχη να τον διαδεχτούν. Την εποχή της βασιλείας του αντιμετώπισε έντονο πρόβλημα με τις επιδρομές των Δανών πειρατών Βίκινγκς, τους οποίους ο ίδιος στάθηκε αδύναμος να αντιμετωπίσει, αν και είχε πάντοτε τη συμπαράσταση του μικρού και ικανού αδελφού του, Αλφρέδου. Ηττήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 871 στη Μάχη του Ρίντινγκ, ενώ τις καταστροφικότερες ήττες τις γνώρισε στη Μάχη του Μπάσινγκ στις 22 Ιανουαρίου 871 και στη Μάχη του Μέρτον στις 22 Μαρτίου 871. Πέθανε στις 23 Απριλίου του ίδιου έτους. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, Αλφρέδος του Ουέσσεξ.
α. Αλφρέδος ο Μέγας του Ουέσσεξ (871-899)
Ο Αλφρέδος ο Μέγας (Alfred the Great, 849 - 26 Οκτωβρίου 899) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (871 - 899), πέμπτος και μικρότερος γιος του βασιλιά Εθελγούλφ του Ουέσσεξ από την πρώτη σύζυγο του, Οσμπούργκα. Διαδέχθηκε τον τέταρτο αδελφό του, Έθελρεντ, που σκοτώθηκε στην μάχη του Μέρτον σε συνεχείς πολέμους κατά των Δανών Βίκινγκς. O Αλφρέδος ανακηρύψτηκε άγιος της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και θεωρείται ήρωας στην Αγγλικανική Εκκλησία. Εορτάζεται στις 26 Οκτωβρίου. Επισκέφτηκε σε ηλικία πέντε ετών την Ρώμη με τον πατέρα του, Εθελγούλφ, όπου ο πάπας Λέων Δ΄ τον έστεψε βασιλιά, παρά το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ζούσαν τέσσερις μεγαλύτεροι αδελφοί του. Η πράξη αυτή εξόργισε τον μεγαλύτερο αδελφό του, Εθελμπάλντ, ο οποίος, όταν επέστρεψε, εκθρόνισε τον πατέρα του (858) και έγινε βασιλιάς, υποβαθμίζοντας τον Αλφρέδο. Κατά την διάρκεια της βασιλείας των δύο μεγαλύτερων αδελφών του, Εθελμπάλντ και Έθελμπερτ, δεν είχε καμία εμπλοκή στα ζητήματα του κράτους. Με την άνοδο του τρίτου αδελφού του Εθελρέντ στον θρόνο (866), ανέλαβε σημαντικές θέσεις στην βασιλική αυλή. Ήταν άλλωστε συνήθεια στα Γερμανικά φύλα, στα οποία ανήκαν και οι Αγγλοσάξονες, ο διάδοχος του θρόνου να έχει την θέση αντιβασιλέα και ιδιαίτερα στρατιωτικού αρχηγού, γι' αυτό και ακολούθησε τον Εθελρέντ σε όλες τις εκστρατείες του. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε σημαντικές στρατιωτικές εκστρατείες κατά των Βίκινγκς. Μετά από κάποιες νίκες στην αρχή, στο τέλος υπέστησαν πανωλεθρίες στην Μάχη του Μπάσινγκ και τέλος στην Μάχη του Μέρτον στις 22 Μαρτίου 871.
Μετά το θάνατο του Έθελρεντ (23 Απριλίου871), τον διαδέχτηκε ο μικρός του αδελφός, Αλφρέδος, παρά το γεγονός ότι άφησε δύο μικρούς ανήλικους γιους. Ο Αλφρέδος έπεισε το Συμβούλιο εκλογής να γίνει αυτός βασιλιάς προσωρινά, προφασιζόμενος τον κίνδυνο των Βίκινγκς. Τα επόμενα χρόνια, οι Δανοί ενοχλούσαν συνεχώς το Ουέσσεξ με επιθέσεις που έγιναν εντονότερες (876), όταν ανέλαβε νέος αρχηγός τους ο Γκούθρουμ. Τον Ιανουάριο του 878, σε μια ξαφνική τους επίθεση έκαναν μεγάλη ζημιά στον στρατό του Αλφρέδου. Ο Αλφρέδος δραπέτευσε από την πανωλεθρία του στρατού του. Θρύλοι λένε ότι βρήκε καταφύγιο σε μια γυναίκα χωρική, άλλοι λένε ότι βρέθηκε κατάσκοπος στον στρατό του Γκούθρουμ. Έτσι έμαθε τα σχέδια τους, με αποτέλεσμα να έχει αποφασιστική νίκη στην Μάχη του Έντινγκτον. Ο Γκούθρουμ υποτάχθηκε, ενώ αυτός και 29 αρχηγοί του βαπτίστηκαν χριστιανοί (είναι γνωστός και με το χριστιανικό όνομα Έθελσταν). Η Αγγλία χωρίστηκε σε δύο βασίλεια: Στη νοτιοδυτική, στην οποία βρισκόταν το βασίλειο του Ουέσσεξ και η Μερκία υπό τους Σάξονες, και στη βορειοανατολική, συμπεριλαμβανομένου και του Λονδίνου υπό τους Δανούς Βίκινγκς. Οι Δανοί επιτέθηκαν πάλι (884 – 885). Τελικά κλείστηκε ειρήνη μεταξύ Αλφρέδου και Γκουθρούμ, αλλά τον χειμώνα του 892 οι Δανοί επιτέθηκαν ξανά περισσότερο αποφασισμένοι, παίρνοντας μαζί και τις οικογένειες τους. Χρησιμοποίησαν 330 πλοία, αφού πρώτα χωρίστηκαν σε δύο διευθύνσεις: το κύριο σώμα στο Άπλεντορ του Κεντ και οι υπόλοιποι, υπό τον Χάστειν, στο Μίλτον επίσης του Κεντ. Οι Δανοί του Απλεντόρ γνώρισαν την επίθεση του μεγάλου γιου του Αλφρέδου, Εδουάρδου, ηττήθηκαν στο Σάρεϊ, και αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο σε ένα νησί. Ο Αλφρέδος άφησε τον γιο του να ανακουφιστεί, όταν έμαθε ότι οι Ανατολικοί Δανοί άρχισαν να πολιορκούν το Έσσεξ με μια άγνωστη δύναμη Βίκινγκς που αποβιβάστηκε στην ακτή του βορείου Ντέβον. Ο Χάστειν βάδισε μέσω του Τάμεση, προκειμένου να ενωθεί μαζί τους, αλλά συνάντησε σκληρή αντίσταση από τους κόμητες της Μερκίας, του Γουίλτσαϊρ και του Σόμερσετ, ανακόπηκε και μάζεψε ενισχύσεις κάνοντας αιφνιδιαστική επίθεση στο Τσέστερ. Οι Σάξωνες προτίμησαν να αποκόψουν τις ενισχύσεις, ώστε να εξαντληθεί, παρά να κάνουν απευθείας επίθεση. Στις αρχές του 895, επιχείρησαν να επιτεθούν στο Λονδίνο, αλλά απέτυχαν. Τότε ο Αλφρέδος έφτασε με μεγάλο στρατό Σαξόνων και οι Δανοί τρομοκρατημένοι διασκορπίστηκαν. Ο Χάστειν εξαφανίστηκε από την ιστορία με άγνωστη από τότε τύχη.
Αφού εξέλιπε ο κίνδυνος των Βίκινγκς, ο Αλφρέδος αφοσιώθηκε στην εσωτερική οργάνωση της χώρας του και ιδιαίτερα στην δημιουργία ισχυρής ναυτικής δύναμης, που βρισκόταν σε πρωτόγονα επίπεδα μέχρι τότε. Τα πλοία που κατασκευάστηκαν από τον Αλφρέδο ήταν μεγάλα, ευκίνητα και γρήγορα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες οποιουδήποτε πολέμου με Δανούς πειρατές. Το Βασιλικό Ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας όπως και το εθνικό ναυτικό των Η.Π.Α τον έχουν δικαιολογημένα σαν σύμβολο τους. Αναδιοργάνωσε τα λιμάνια, τις πόλεις, δημιούργησε ισχυρό στρατό και οχύρωσε όλη την χώρα με χιλιάδες φρούρια. Κωδικοποίησε όλους τους παλιότερους νόμους των Κελτών και των Σαξόνων, δημιούργησε νέους για την προστασία των φτωχών και αδυνάτων, και ευνόησε την δικαιοσύνη και την οικονομική ανάπτυξη. Σημαντικό είναι το έργο του και στον πολιτιστικό τομέα, αφού ο ίδιος μετέφρασε εκκλησιαστικά και ιστορικά κείμενα. Ο Αλφρέδος πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 899. Νυμφεεύτηκε το 868 την Ίλσγουιθ, κόρη του κόμη του Γκέινι. Παιδιά τους ήταν οι Έθελφλεντ (869 – 918) που τον διαδέχθηκε στην Μερκία, Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος, και Έλφθριθ της Φλάνδρας.
β. Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος (899-924)
Ο Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος (Edward the Elder 899-924, <έθω [=κρατώ, συνηθίζω >έθιμο] + καρδιά [>-καρδος>-χαρδος>-αρδος] = αυτός που αμύνεται ψυχωμένα, γενναίος προστάτης) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (899 – 924), γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Αλφρέδου του μεγάλου και της βασίλισσας Ίλσγουιθ. Στην εποχή του, το βασίλειο του Ουέσσεξ ολοκλήρωσε τον μετασχηματισμό του σε Βασίλειο της Αγγλίας. Η διαδοχή του στον Αγγλικό θρόνο δεν έγινε ομαλά, αφού αντιμετώπισε την αντίδραση του ξαδέλφου του, Έθελβαλντ του Ουέσσεξ, που απαιτούσε το στέμμα για λογαριασμό του, λόγω του ότι είχε μεγαλύτερη τάξη μέσα στην οικογένεια στην σειρά διαδοχής. Ο Έθελβαλντ κυρίευσε το Γουίμπορν, την περιοχή όπου είχε ταφεί ο πατέρας του και, ότνα ο Εδουάρδος του ζήτησε να το εγκαταλείψει, αυτός αρνήθηκε. Στην συνέχεια δραπέτευσε και συμμάχησε με τους Δανούς στην Νορθουμβρία. Ο Έθελβαλντ επανήλθε (901) με συμμάχους τους Δανούς κατά του Εδουάρδου, αλλά στην Μάχη του Χολμ έπαθαν πανωλεθρία και σκοτώθηκαν τόσο ο ίδιος όσο και ο Δανός βασιλιάς. Οι Δανοί επιχείρησαν να ανακαταλάβουν τη Μερκία αλλά στη Μάχη του Τέτενχολ (910) έπαθαν νέα πανωλεθρία. Ο Εδουάρδος σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του κατασκεύασε πολλά φρούρια σε όλες τις πόλεις. Επέκτεινε τα σύνορα του βασιλείου του ενσωματώνοντας από την αδελφή του Έθελφλεντ (918) την Μερκία, την Ανατολική Αγγλία και το Έσσεξ, Επίσης ενσωμάτωσε το Λονδίνο και την Οξφόρδη (911). Αναγνωρίστηκε και από τους Σκωτσέζους ως ανώτατος άρχοντας του βασιλείου τους. Πέθανε στις 17 Ιουλίου 924 και τάφηκε στο νέο μοναστήρι στο Γουίντσεστερ. Είχε αποκτήσει 14 παιδιά από τρεις συζύγους, τρία από τα οποία έγιναν αργότερα βασιλείς της Αγγλίας (ή του Ουέσσεξ): Έθελσταν της Αγγλίας, Έλφγουιρντ της Αγγλίας, Εδμόνδος Α΄ της Αγγλίας. Δύο από τις κόρες του, η Έντιθ της Αγγλίας και η Ιντχίλντ, παντρεύτηκαν αντίστοιχα τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Α΄ και τον Ούγο τον Μέγα.
γ. Έλφγουιρντ της Αγγλίας (924)
Ο Έλφγουιρντ (902 – 924) διετέλεσε βασιλιάς της Αγγλίας και του Ουέσσεξ (924) για 15 περίπου μέρες. Δεύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά του Ουέσσεξ Εδουάρδου του Πρεσβύτερου διαδέχθηκε τον πατέρα του στο Ουέσσεξ στις 17 Ιουλίου 924 ενώ ο ετεροθαλής αδελφός του Εθελστάν διαδέχθηκε τον πατέρα του στην Μέρκια. Πέθανε πρόωρα, άτεκνος στις 2 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς οπότε ο αδελφός του Έθελσταν τον κληρονόμησε και στο Ουέσσεξ.
δ. Έθελσταν της Αγγλίας (924-939)
Ο Έθελσταν (Aethelstan 895 – 939) ο αποκαλούμενος Δοξασμένος, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 924 έως το 939, μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του πρεσβύτερου, εγγονός του μεγαλύτερου βασιλιά των Αγγλοσαξόνων Αλφρέδου του Μέγα. Όταν πέθανε ο Αλφρέδος, ο πατέρας του κληρονόμησε ολόκληρη την Αγγλία, εκτός από την Μερκία, που παραχωρήθηκε στην αδελφή του, Έθελφλεντ, μετά τον θάνατο της οποίας ο Eδουάρδος ο Πρεσβύτερος ενσωμάτωσε την Μερκία στο βασίλειό του, τοποθετώντας σε αυτήν αντιβασιλιά τον γιο του, Έθελσταν. Ο Έθελσταν κατάφερε να καθυποτάξει όλους τους τοπικούς βασιλείς στα Βρετανικά Νησιά συμπεριλαμβανομένου και του Κωνσταντίνου Β΄ της Σκωτίας, που τον αναγνώρισαν ως επικυρίαρχο τους. Το Ουέσσεξ κατοχυρώθηκε σε αυτόν 15 μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του με τον πρόωρο θάνατο του αδελφού του Έλφγουιρντ. Με την άνοδο του στον θρόνο, προσπάθησε να εξασφαλίσει πολιτική συμμαχία με τον Βίκινγκ βασιλιά Σίχτριθ Κεχ, νυμφευόμενος την αδελφή του. Την επόμενη χρονιά χώρισε την σύζυγο του, κάτι που εξόργισε τον Σίχτριθ, αλλά ο αιφνίδιος θάνατος του το 927 απέτρεψε τον πόλεμο που διαφαινόταν. Την ίδια στιγμή δέχθηκε την επίθεση ενός άλλου ευγενούς από την Ιρλανδία του Γκόθφριθ του Ίβαρ, που την εξουδετέρωσε εύκολα επεκτείνοντας την επιρροή του μέχρι την Σκωτία. Ο Γκόθφριθ και ο νεαρός γιος του Σίχτριθ, Όλαφ Κουαράν, κατέφυγαν στον βασιλιά της Σκωτίας Κωνσταντίνο Β΄, προετοιμάζοντας έναν συνασπισμό των δυνάμεων τους κατά του Έθελσταν. Ο Έθελσταν αντέδρασε ακαριαία συγκέντρωσε στρατό: από το Ουίντσεστερ στις 28 Μαΐου 927 έφτασε στο Νότιγχαμ στις 7 Ιουνίου, όπου ενώθηκε με πλοία και τους στρατηγούς του. Τελικά η ήττα του συνασπισμού στη Μάχη του Μπρούνανμπουρχ, που ακολούθησε οδήγησε στην υποταγή τους στον Έθελσταν που κατοχυρώθηκε με συμφωνία που υπέγραψαν στην γέφυρα του Ίμοντ στις 12 Ιουλίου 927, όπου του δήλωσαν την υποταγή τους. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Έθελσταν υπήρξε και πάλι ο μεγάλος θριαμβευτής. Ονομάστηκε βασιλιάς της Αγγλίας, Σκωτίας και Ουαλίας και έκανε μεγάλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις με γραπτούς νόμους. Πέθανε δύο χρόνια μετά τον τελευταίο του θρίαμβο, αφού έγινε γνωστός ως η μεγαλύτερη προσωπικότητα της εποχής του στην Δυτική Ευρώπη. Τον διαδέχθηκε ο 18χρονος μικρότερος αδελφός του, Εδμόνδος.
ε. Εδμόνδος Α΄ της Αγγλίας (939-946)
Ο Εδμόνδος Α΄ (Edmund I 922 – 946, <έθω [=κρατώ, συνηθίζω >έθιμο] + μόθος [{=μάχη} >μόδος >μόνδος] = αυτός που αμύνεται στις μάχες) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας κατά την περίοδο 939-946, γιος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Πρεσβύτερου, ετεροθαλής αδελφός και διάδοχος του Εθελστάν. Με την άνοδο του στο θρόνο αντιμετώπισε τη μεγάλη στρατιωτική απειλή της Ιρλανδίας, όταν ο βασιλιάς Όλαφ Γ΄ Γκούθφριθσον κατέλαβε την Νορθουμβρία. Όταν πέθανε ο Όλαφ, ο Εδμόνδος ανακατέλαβε τα εδάφη (942), έγινε νονός του νέου βασιλιά Όλαφ της Υόρκης και αποκαταστάθηκε η ειρήνη. Προσπάθησε να διατηρήσει ειρηνικές σχέσεις και με την Σκωτία. Επί της βασιλείας του άρχισε να αναβιώνει η μοναστηριακή ζωή στην Αγγλία. Δολοφονήθηκε από έναν εξόριστο ληστή στις 26 Μαΐου του 946. Παιδιά του ήταν οι μετέπειτα βασιλείς Έντουι της Αγγλίας και Έντγκαρ Α΄ ο Ειρηνικός. Τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του, Έντρεντ.
στ. Έντρεντ της Αγγλίας (946-955)
Ο Έντρεντ (Eadred, 923 - 23 Νοεμβρίου 955) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 946, όταν διαδέχθηκε τον μεγαλύτερο αδελφό του, Εδμόνδο Α', έως το θάνατό του το 955. Ήταν υιός του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Πρεσβύτερου από τον τρίτο γάμο του με την Εντγκίφου, κόρη του κόμητα του Κεντ. Διαδέχθηκε τον δολοφονημένο αδελφό του, Εδμόνδο Α΄. Ήταν άντρας βαθιά θρησκευόμενος, αλλά με πολύ ασθενική υγεία. Πέθανε άτεκνος και τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του, Έντουι, μεγαλύτερος γιος του Εδμόνδου
ζ. Έντουιγ της Αγγλίας (955-959)
Ο Έντουιγ (Eadwig, 941 - 1 Οκτωβρίου 959 <Εδβίγιος <έθω [=κρατώ] + βίος + γειος = αυτός που κρατιέται στη ζωή από τη γη) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 955 έως το θάνατό του τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά Εδμόνδου Α΄ και της Ελγκίφου του Σάφτσμπερι, διάδοχος του θείου του Έντρεντ. Το σύντομο διάστημα της βασιλείας του συνοδεύτηκε από οικογενειακές συγκρούσεις. Σύμφωνα με έναν θρύλο, ο επίσκοπος Ντούνσταν βρήκε στο κρεβάτι τον 15χρονο μονάρχη με μια νεαρή ευγενή, την Ελγκίφου, πράγμα που εξόργισε τον επίσκοπο, με αποτέλεσμα να φύγει από την Αγγλία και να επιστρέψει μόνο μετά τον θάνατο του Έντουιγ. Άλλοι λένε ότι συγκρούστηκαν για πολιτικούς λόγους, αφού ο επίσκοπος ήθελε να ασκήσει ολικό έλεγχο στο νεαρό βασιλιά. Κατά τρίτη εκδοχή, ήρθε σε διαμάχη με τον επίσκοπο, γιατί ήταν απών στην γιορτή της τρίτης ξαδέλφης του Ελγίβας, την οποία αργότερα παντρεύτηκε, προκαλώντας την οργή του αρχιεπισκόπου Όντο που την εξόρισε στην Ιρλανδία. Ταυτόχρονα ο Όντο έστρεψε τον Έντγκαρ, μικρότερο αδελφό του Έντουιγ, εναντίον του βασιλιά αδελφού του (957). Ο Έντουιγ νικήθηκε στην Μάχη του Γκλόστερ, οπότε ο Έντγκαρ κατέλαβε ολόκληρο τον βορρά πάνω από τον ποταμό Τάμεση, αφήνοντας στον Έντουιγ μόνο τον νότο με τα βασίλεια του Ουέσσεξ και του Κεντ. Επίσης κάλεσε τη σύζυγό του από την εξορία στην Ιρλανδία, αλλά αυτή δολοφονήθηκε στο δρόμο της επιστροφής. Αμέσως μετά την δολοφονία της, πέθανε και ο Έντουιγ πρόωρα σε ηλικία 18 ετών από άγνωστη αιτία, επιτρέποντας στον Έντγκαρ να ενώσει ξανά ολόκληρο το Αγγλικό βασίλειο.
η. Έντγκαρ Α΄ ο Ειρηνικός (959-975)
Ο Έντγκαρ Α΄ ο Ειρηνικός (Edgar the Peaceful, 943 - 8 Ιουλίου 975) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (959 - 975), νεότερος γιος του βασιλιά της Αγγλίας Εδμόνδου Α΄ και διάδοχος του αδελφού του, Έντουιγ. Αν και ονομάστηκε «ειρηνικός», αποδείχτηκε δεινός στρατιωτικός αρχηγός. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο, ανακάλεσε αμέσως από την εξορία τον επίσκοπο Ντάνσταν (Dunstan) για να πάρει την θέση του επισκόπου του Γουόστερ. Ο Ντάνσταν αρχικά αρνήθηκε να στέψει τον Έντγκαρ, επηρεασμένος από τις άσχημες φήμες που είχαν ακουστεί για την προσωπική του ζωή και τις μυστικές σχέσεις του με ερωμένες, αλλά παρέμεινε ο κύριος σύμβουλος του σε όλη του την ζωή. Επί της βασιλείας του, το Αγγλοσαξονικό βασίλειο έφτασε στην μέγιστη ακμή του. Πέτυχε την πολιτική ένωση της Αγγλίας, που ήταν επιδίωξη όλων των προκατόχων του, αλλά με τον θάνατο του άρχισε η παρακμή και τελικά η πτώση, με την κατάληψη της Αγγλίας από Δανούς και Νορμανδούς. Στον θρησκευτικό τομέα, ο Ντάνσταν δημιούργησε κοινότητες Βενεδικτίνων μοναχών. Τελικά, η στέψη του Έντγκαρ έγινε το 973 στο Μπαθ σε μια μεγαλοπρεπή τελετή, όπου οκτώ βασιλείς των Βρετανικών νησιών ήρθαν να του δηλώσουν την υποταγή τους. Ο Ντάνσταν απήγγειλε στον Έντγκαρ ένα Αγγλοσαξονικό ποίημα που χρησιμοποιήθηκε τους επόμενους αιώνες στην στέψη όλων των Άγγλων βασιλέων. Από την πρώτη σύζυγό του, Έθελφλεντ, γιος και διάδοχός του ήταν ο Εδουάρδος ο Μάρτυρας, ενώ με τη δεύτερη σύζυγό του, Έλφθριθ, γιος του ήταν ο μετέπειτα βασιλιάς Έθελρεντ ο Ανέτοιμος.
θ. Εδουάρδος ο Μάρτυρας (975-978)
Ο Εδουάρδος ο Μάρτυρας (Edward the Martyr, 962 – 18 Μαρτίου 978, <έθω [=κρατώ, συνηθίζω >έθιμο] + καρδιά [>-καρδος>-χαρδος>-αρδος] = αυτός που αμύνεται ψυχωμένα, γενναίος προστάτης) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 975 έως τη δολοφονία του το 978. Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά Έντγκαρ από την Έθελφλεντ. Η άνοδός του στο θρόνο αμφισβητήθηκε, και έγινε τελικά μετά την υποστήριξη του επισκόπου Ντάνσταν (Dunstan) του Γουόστερ. Αν και έγινε βασιλιάς ανήλικος, σε ηλικία 13 ετών, έδειξε φιλανθρωπική συμπεριφορά, που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και στον ίδιο τον Ντάνσταν. Έδειξε αγάπη στη θρησκεία, την εκκλησία, καθώς και ενδιαφέρον για φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Στα τρία χρόνια που βασίλεψε εκδηλώθηκε μεγάλη πείνα στην Αγγλία, με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά ληστρικές επιθέσεις σε μοναστήρια από ευγενείς που είχαν διαμαρτυρηθεί για τις μεγάλες εκτάσεις γης που είχε δωρίσει ο πατέρας του στους μοναχούς. Ονομάστηκε «μάρτυρας» εξαιτίας της άγριας δολοφονίας του στο κάστρο του Κόρφε από υποστηρικτές της θετής του μητέρας, Αλφθρίθ, που ήθελαν την άνοδο στον θρόνο του γιου της, Έθελρεντ του Ουέσσεξ. Ο θρύλος της δολοφονίας του ήταν αιτία να ονομαστεί Άγιος, όχι μόνο από την Αγγλικανική Εκκλησία, αλλά από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Η μνήμη του τιμάται μέχρι και σήμερα από την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία στις 18 Μαρτίου, ημέρα του θανάτου του.
ι. Έθελρεντ ο Ανέτοιμος (978-1016)
Ο Έθελρεντ ο Ανέτοιμος (Æthelred the Unready, 968–1016) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 978 μέχρι το 1013 και από το 1014 μέχρι το 1016, μικρότερος γιος του βασιλιά της Αγγλίας Έντγκαρ του Ειρηνικού, διάδοχος του μεγαλύτερου αδελφού του Εδουάρδου του Μάρτυρα μετά τον πρόωρο τραγικό θάνατο του. Ο Έθελρεντ, όπως και οι προκάτοχοι του, είχε να αντιμετωπίσει εισβολές των Δανών Βίκινγκς. Το 991 δεν κατάφερε να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και άρχισαν να καταλαμβάνουν σιγά σιγά όλο το βασίλειο, ωσότου ο Έθελρεντ συμφώνησε να τους καταβάλλει 16.000 λίβρες αργύρου σε ανάλογο ποσό κάθε χρόνο. Η πληρωμή αυτού του ποσού συνεχιζόταν για πολλά χρόνια και κάθε χρόνο μάλιστα αυξανόταν. Το 1002 όμως διέταξε τη σφαγή όλων των Δανών που ζούσαν στην Αγγλία. Το 1009, ναυπήγησε στόλο 300 πλοίων, με σκοπό να αντιμετωπίσει σε ναυμαχία τους Δανούς, αλλά η ναυμαχία αποδείχτηκε καταστροφική, καθώς χάθηκαν 80 πλοία. Το 1013, οι Βίκινγκς υπό τον βασιλιά της Δανίας Σβέν Α΄ και τον γιο του Κνούτο εισέβαλαν ξανά στο Ουέσσεξ και πολιόρκησαν το Λονδίνο, που την άμυνά του συντόνιζε ο ίδιος ο Έθελρεντ. Οι Άγγλοι, αν και αντιστάθηκαν σκληρά, κόβοντας τις γέφυρες του ποταμού Τάμεση και φέρνοντας σημαντικά πλήγματα στους Δανούς, αναγκάστηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν. Ο Έθελρεντ διέφυγε στη Νορμανδία, γυρνώντας στην Αγγλία το 1014, όταν οι Δανοί εκδιώχθηκαν όταν πέθανε ο βασιλιάς τους, Σβέν, ενώ ο Κνούτος δραπέτευσε πίσω στην Δανία. Ο Έθελρεντ πέθανε το 1016 στο Λονδίνο, την ώρα που ο Κνούτος ετοιμαζόταν να επανέλθει για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Αγγλίας. Στο θρόνο της Αγγλίας, που είχε κατακτηθεί από τον Κνούτο, τον διαδέχτηκε για λίγους μήνες ο γιος του, Έντμουντ ο Σιδηρόπλευρος, έχοντας στην κατοχή του μόνο το Ουέσσεξ στην Νότια Αγγλία, που περιήλθε και αυτό στον Κνούτο μετά τον πρόωρο θάνατο του Έντμουντ. Ο Έθελρεντ νυμφεύτηκε αρχικά την Ελφγκίφου της Υόρκης, κόρη του Θόρεντ της Νορθουμβρίας, περίπου το 985. Παιδιά τους ήταν οι Έθελσταν Έθελινγκ (πέθανε περίπου το 1012), Έκγκμπερτ Έθελινγκ (πέθανε περίπου το 1005), Έντμουντ ο Σιδηρόπλευρος (πέθανε το 1016), Έαντρεντ Έθελινγκ (πέθανε περίπου το 1012), Έντουιγκ Έθελινγκ (εκτελέστηκε από τον Κανούτο το 1017), Έντγκαρ Έθελινγκ ο πρεσβύτερος (πέθανε περίπου το 1008), Ίντιθ (παντρεύτηκε τον Έντρικ Στρέονα και πιθανότατα τον Θόρκελ τον Ψηλό), Ελφγκίφου (παντρεύτηκε τον Ούχτρεντ τον Ισχυρό, κόμη της Νορθουμβρίας), Γούλφχιλντ (παντρεύτηκε τον Ούλφκιτελ Σνίλινγκρ). Το 1002, ο Έθελρεντ την Έμμα της Νορμανδίας, αδερφή του Ριχάρδου Β΄ της Νορμανδίας. Παιδιά τους ήταν οι Εδουάρδος ο Εξομολογητής (πέθανε το 1066), Άλφρεντ Έθελινγκ (πέθανε το 1036-7), Γκόντα της Αγγλίας (παντρέυτηκε τον Ντρόγκο της Μαντ και τον Ευστάθιο της Βουλώνης).
ια. ΕδμόνδοςΒ ο Σιδηρόπλευρος (1016)
Ο Εδμόνδος ο Σιδηρόπλευρος (Edmund "Ironside", 988/993. – 30 Νοεμβρίου 1016) ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ και της Αγγλίας από τις 23 Απριλίου του 1016 έως τις 30 Νοεμβρίου 1016. Ονομάστηκε Σιδηρόπλευρος εξαιτίας των σκληρών προσπαθειών του να αντιμετωπίσει τη δανική εισβολή. Ήταν δεύτερος γιος του βασιλιά Έθελρεντ Β΄ από την πρώτη του σύζυγο, Ελφγκίφου της Υόρκης. Είχε τρεις αδελφούς, τον Έθελσταν που ήταν ο μεγαλύτερος και δύο μικρότερους, τον Έαντρεντ και τον Έγκμπερτ. Η μητέρα του πέθανε το 996 και ο πατέρας του παντρεύτηκε την Έμμα της Νορμανδίας. Είχε δύο παιδιά, τον Εδουάρδο και τον Έντμουντ, τα οποία μετά τον θάνατό του βρέφη στάλθηκαν στην Σουηδία, με την εντολή να δολοφονηθούν. Αλλά τα φυγάδευσαν στο Κίεβο, όπου τους χαρίστηκε η ζωή και κατέληξαν τελικά στην Ουγγαρία. Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Έθελρεντ αμέσως μετά τον θάνατό του στις 23 Απριλίου 1016. Την ίδια χρονιά αντιμετώπισε επιδρομή Δανών Βίκινγκς στο Άσιγκτον και υπέστη καταστροφική ήττα. Αναγκάστηκε να μοιραστεί το θρόνο με τον νικητή Κνούτο. Ο ίδιος κράτησε μόνο το Ουέσσεξ, ενώ ο Κνούτος ολόκληρη την υπόλοιπη Αγγλία πάνω από τον Τάμεση. Μετά τον θάνατό του ο Κνούτος κατέλαβε το Ουέσσεξ και έγινε βασιλιάς σχεδόν όλης της Αγγλίας. Στις 30 Νοεμβρίου 1016, ο Έντμουντ πέθανε στην Οξφόρδη ή το Λονδίνο, είτε από ασθένεια είτε επειδή τον μαχαίρωσε κάποιος στρατιώτης. Θάφτηκε στο αββαείο του Γκλάστονμπερι στο Σόμερσετ. Το μοναστήρι σήμερα είναι κατεστραμμένο και είναι άγνωστο πού βρίσκεται ο τάφος του.
ιβ. Κανούτος ο Μέγας (1016-1035)
Ο Κνούτος ή Κανούτος, ο αποκαλούμενος Μέγας, ήταν Δανός Βίκινγκ βασιλιάς της Αγγλίας (1016-1035), της Δανίας (1018 - 1035), της Νορβηγίας (1026 - 1035) και εν μέρει της Σουηδίας. Οι μεγάλες επιτυχίες του στον στρατιωτικό τομέα, η ασταμάτητη αύξηση της δύναμης του απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους ηγεμόνες, οι διπλωματικές επιτυχίες του με τον πάπα και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του έδωσαν τον τίτλο του αυτοκράτορα του βορρά. Ήταν γιος του βασιλιά της Δανίας Σβεν του Διχαλογένη από άγνωστη μητέρα, ίσως τη Σίγκριντ Στοράντα, η οποία εικάζεται ότι ήταν Σλάβα Πολωνή πριγκίπισσα. Η ημερομηνία γέννησης του άγνωστη εικάζεται ότι είναι μεταξύ 980 - 990. Αρχικά, εκστράτευσε στην Αγγλία στο πλευρό του πατέρα του, Σβεν του Διχαλογένη (1013). Μετά την κατάκτηση της χώρας, ο Σβεν στάθηκε ανίκανος να συγκροτήσει τον στρατό του και πέθανε αιφνίδια τον Φεβρουάριο του 1014. Με τον θάνατο του πατέρα του λόγω της αντιπάθειας των Άγγλων ευγενών, ο Κνούτος αναγκάστηκε να δραπετεύσει στην Δανία, όπου ο μεγαλύτερος αδελφός του, Χάρολντ, διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο, ενώ είχε στόχο να ανασυγκροτήσει τον στρατό του για να κατακτήσει οριστικά την Αγγλία.
Το καλοκαίρι του 1015, ο Κνούτος εκστράτευσε στην Αγγλία με ισχυρό στρατό 10.000 ανδρών σε 200 μεγάλα πλοία, με μεγαλύτερο σύμμαχο τον Πολωνό πρίγκηπα Βόλεσλαβ τον Γενναίο, του οποίου ο Κανούτος και ο Χάρολντ είχαν δεχτεί στην αυλή τους την μητέρα του, όταν την έδιωξε από την αυλή ο πατέρας του. Σύμμαχος των Δανών ήταν και ο βασιλιάς της Νορβηγίας Έρικ ο Νικητής. Ο αδελφός του ήρθε στο πλευρό του Κνούτου να τον υποστηρίξει, και σκοτώθηκε στην Μάχη του Νέσζαρ (1016). Ο Έντρικ Στρέονα, ένας ευγενής του βασιλιά της Αγγλίας Έθελρεντ του Ανέτοιμου, ήρθε να βοηθήσει τον Κνούτο με 40 πλοία. Μετά την Μάχη του Ότφορντ, ο δραπέτης ευγενής Έντρικ Στρέονα επέστρεψε με το μέρος του Εδμόνδου, αλλά στην αποφασιστική Μάχη του Άσιγκτον (1016), ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδμόνδος ο Σιδηρόπλευρος υπέστη πανωλεθρία, που οφείλεται περισσότερο στην προδοσία του επανελθόντος Στρέονα, ο οποίος βρισκόταν στην αιχμή του Αγγλικού στρατού. Μετά από συμφωνία, ο Κνούτος αναγνωρίστηκε βασιλιάς όλης της Αγγλίας, εκτός από το Ουέσσεξ που επέτρεψε στον Εδμόνδο να το διατηρήσει. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Εδμόνδου την ίδια χρονιά, ο Κνούτος ενσωμάτωσε και το Ουέσσεξ στο βασίλειο του.
Κατά την βασιλεία του, η χώρα γνώρισε σταθερότητα και ειρήνη. Τον Ιούλιο του 1017 νυμφεύτηκε την χήρα του Έθελρεντ, Έμμα της Νορμανδίας, κόρη του δούκα της Νορμανδίας Ριχάρδου Α΄, για να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με την Νορμανδία και να κερδίσει την υποστήριξη του Αγγλικού πληθυσμού. Τα παιδιά που απέκτησε με την Έμμα τα έστειλε από μικρά στην Δανία. Χώρισε την Αγγλική επικράτεια σε τέσσερις μεγάλες κομητείες: το Ουέσσεξ, που κράτησε για τον εαυτό του, την Μερκία, που παρέδωσε στον προδότη του βασιλιά Εδμόνδου του Σιδηρόπλευρου Έντρικ Στρέονα, την Ανατολική Αγγλία στον Θόρκελ και την Νορθουμβρία στον Έρικ. Σύντομα, αυτοί οι άντρες αποτελούσαν απειλή για τον ίδιο τον Κανούτο, και έχασαν την θέση τους. Ο Έντρικ Στρεόνα αποκεφαλίστηκε (1017).
Μετά τον θάνατο του αδελφού του Χάραλντ, το 1018, ο Κανούτος τον διαδέχθηκε και στον θρόνο της Δανίας. Τα δύο ενωμένα βασίλεια γνώρισαν χρυσή εποχή ανάπτυξης. Έφερε στην αυλή του στην Αγγλία πολλούς Σκανδιναβούς ευγενείς. Μελανό σημείο της βασιλείας του ήταν ο ακρωτηριασμός των ομήρων στο Σάντουιτς. Επανέφερε τους νόμους του Έντγκαρ, ενώ έκοψε νομίσματα με τα Δανέζικα πρότυπα. Η οικονομία της Αγγλίας βελτιώθηκε σημαντικά, ενώ εξήγγειλε και μια σειρά από μέτρα για την ανακούφιση του φτωχότερου πληθυσμού. Αντιμετώπισε προβλήματα με τις ταραχές του πληθυσμού στην Δανία (1019). Ο ίδιος προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα, με την τοποθέτηση στην θέση του κόμη της Δανίας του γαμπρού του, Ουλφ Γιαρλ, με την εντολή να έχει την φροντίδα του ανήλικου γιου του, Αρθακανούτου. Τα προβλήματα στην Δανία όμως επιδεινώθηκαν, ιδιαίτερα λόγω των επεμβάσεων του βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ, αλλά η κατάσταση δεν ήταν επικίνδυνη, όσο ήταν βασιλιάς της Σουηδίας ο σύμμαχος του, Όλαφ. Όταν ο Όλαφ πέθανε (1022) και ο γιος του, βασιλιάς Άνουντ Γιάκομπ της Σουηδίας, συμμάχησε με τον βασιλιά της Νορβηγίας εναντίον των Αγγλοδανών, η κατάσταση έγινε επικίνδυνη. Η Δανία δέχθηκε την επίθεση των βασιλέων Άνουντ Γιάκομπ της Σουηδίας και του Όλαφ Χάραλντσον της Νορβηγίας. Ο Ουλφ Γιαρλ βρέθηκε στην δύσκολη θέση, να τοποθετήσει τον Αρθακανούτο, αν και ανήλικο, στην θέση του βασιλιά. Όταν τα νέα έφτασαν στον Κανούτο (1026), εξεστράτευσε στην Σκανδιναβία νικώντας τους αντιπάλους του στην Μάχη του Ελγκέα με την βοήθεια του Ουλφ, που έκανε τον Κανούτο να τον συγχωρέσει για το προηγούμενο πραξικόπημα του. Παρόλα αυτά, τα Χριστούγεννα του 1026 στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας ένας ιππότης του Κανούτου δολοφόνησε τον Ουλφ με την σύμφωνη γνώμη του βασιλιά. Αμέσως μετά ο Κανούτος αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Ρώμη, για να παρευρεθεί στην στέψη του Κονράδου Β΄ ως Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις 26 Μαρτίου 1027. Μετά την επιστροφή του από την Ρώμη, πήγε στην Νορβηγία να ξεκαθαρίσει την κατάσταση (1028) με 50 πλοία. Ο βασιλιάς Όλαφ Χάραλντσον, εγκαταλελειμμένος από τους ευγενείς του, αναγκάστηκε να δηλώσει υποταγή, αναγνωρίζοντας τον Κανούτο και ως βασιλιά της Νορβηγίας.
Μετά τον θάνατό του το 1035 το βασίλειό του κατέρρευσε. Με την πρώτη σύζυγο του Έλφγκιφου του Νορθάμπτον παιδιά του ήταν : Σβεν Κνούτσον, αντιβασιλιάς της Νορβηγίας, Χάρολντ o Λαγοπόδαρος. Με την δεύτερη σύζυγο του Έμμα της Νορμανδίας παιδιά του ήταν : Αρθακανούτος, Γκουνχίλντα της Δανίας, πρώτη σύζυγος του Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Γ΄.
ιγ. Χάρολντ Α ο Λαγοπόδαρος (1035-1040)
Ο Χάρολντ Α ο Λαγοπόδαρος (Harold Harefoot 1015 - 1040) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1035 - 1040). Ονομάστηκε έτσι λόγω των ικανοτήτων του στο τρέξιμο. Ήταν γιος του Βίκινγκ Δανού βασιλιά της Αγγλίας, Δανίας και Νορβηγίας Κανούτου του Μέγα και της Έλφγκιφου του Νορθάμπτον. Όταν πέθανε ο Κανούτος (1035), αληθινός διάδοχος του ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του Χάρολντ Αρθακανούτος από την επίσημη σύζυγο του πατέρα του, Έμμα της Νορμανδίας, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Δανία και δεν μπορούσε να έρθει στην Αγγλία, γιατί βρισκόταν σε διαμάχη με τον βασιλιά Μάγκνους Α' της Νορβηγίας. Οι υποστηρικτές του του έδωσαν την ιδέα να σφετεριστεί τον θρόνο και να ανακηρυχτεί ο ίδιος βασιλιάς της Αγγλίας, όπως και έκανε. Πέθανε αιφνίδια, την ώρα που ο Αρθακανούτος ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει για να ανακαταλάβει τον θρόνο του. Ο εκδικητικός Αρθακανούτος ξέθαψε, αποκεφάλισε το σώμα του και το έριξε στον Τάμεση. Αργότερα οι υποστηρικτές του το βρήκαν και το έθαψαν.
ιδ. Αρθακανούτος (1040-1042)
Ο Aρθακανούτος (Harthacnut ή Hardeknud, 1018 - 8 Ιουνίου 1042) ήταν βασιλιάς της Δανίας (1035 - 1042) και της Αγγλίας (1040 - 1042), γιος του βασιλιά Κανούτου του Μεγάλου από την τελευταία σύζυγό του Έμμα της Νορμανδίας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο της Δανίας με το όνομα Κανούτος Γ΄, ξεκινώντας πόλεμο κατά του βασιλιά Μάγκνους Α΄ της Νορβηγίας. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα διεκδικούσε τα δικαιώματα του στο θρόνο της Αγγλίας. Συμφωνήθηκε στην συνέχεια να είναι ο νόθος ετεροθαλής αδελφός του, Χάρολντ o Λαγοπόδαρος, αντιβασιλιάς της Αγγλίας. Ο Χάρολντ πήρε για λογαριασμό του το αγγλικό στέμμα (1037), τη στιγμή που ο Αρθακανούτος είχε ξεχαστεί από τους Άγγλους, αφού βρισκόταν στην Δανία, ενώ η μητέρα του, Έμμα, έφυγε από το Γουίντσεστερ και εγκαταστάθηκε στη Φλάνδρα. Ο Αρθακανούτος ετοιμάστηκε να επιτεθεί στην Αγγλία, ώστε να τον ανατρέψει, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος του Χάρολντ στις 17 Ιουνίου του 1040. Ο εκδικητικός Αρθακανούτος σύμφωνα με φήμες ξέθαψε το νεκρό σώμα του Χάρολντ, το αποκεφάλισε και το έριξε στον Τάμεση. Ήταν σκληρός και λαομίσητος βασιλιάς, αυξάνοντας την φορολογία στα ύψη, κάτι που έκανε τον κόσμο να ξεσηκωθεί διαμαρτυρόμενος για τους τεράστιους φόρους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τη λαίδη Γκοντίβα, η οποία έτρεχε γυμνή στους δρόμους του Κόβεντρι, για να πιέσει τον κόμη της περιοχής να μειώσει τους φόρους του Αρθακανούτου. Σύμφωνα με τα Αγγλοσαξονικά χρονικά «δεν συμπεριφέρθηκε ευγενικά σε κανέναν όσο ζούσε». Το 1041 προσκάλεσε τον ετεροθαλή αδελφό του, Εδουάρδο τον Εξομολογητή (από τη μητέρα του Έμμα) από την εξορία του στη Νορμανδία, για να γίνει μέλος της αυλής του. Την επόμενη χρονιά πέθανε πρόωρα, ξαφνικά την ώρα που έπινε. Καθώς δεν είχε παιδιά, ο Εδουάρδος ο Εξομολογητής τον διαδέχθηκε στον θρόνο.
ιε. Εδουάρδος ο Εξομολογητής (1042-1066)
Ο Εδουάρδος ο Εξομολογητής (Edward the Confessor, 1003 – 5 Ιανουαρίου 1066), ήταν ένας από τους τελευταίους Αγγλοσάξονες βασιλιάδες της Αγγλίας και θεωρείται ως ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου του Ουέσσεξ, κυβερνώντας από το 1042 έως το 1066. Ήταν γιος του Έθελρεντ του Ανέτοιμου, ο οποίος είχε χάσει το βασίλειο του από τον Κνούτο, αρχηγό των Βίκινγκς. Το 1013 λόγω της Δανέζικης εισβολής στην Αγγλία, δραπέτευσε στην Νορμανδία με τον αδελφό του Άλφρεντ Έθελινγκ και την μητέρα του Έμμα, που ήταν αδελφή του δούκα της Νορμανδίας Ριχάρδου Β΄. Παρά την υπερβολική του ευσέβεια, αποδείχτηκε πολύ μαχητικός στο πεδίο της μάχης: περιγράφονται στο Λονδίνο επικές εικόνες του κατά του βασιλιά Κανούτου, όπου τον ρίχνει από το άλογο του και το σκοτώνει. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια μαζί με τον αδελφό του Αλφρέδο να εκθρονίσει τον Κανούτο το 1036, ο Εδουάρδος δραπέτευσε στην Νορμανδία, ενώ ο αδελφός του Αλφρέδος συνελήφθη αιχμάλωτος του Γκόντουιν, κόμη του Ουέσσεξ, ο οποίος τον τύφλωσε και στην συνέχεια τον θανάτωσε με βασανιστήρια. Ο συγκεκριμένος φόνος έφερε μεγάλο δικαιολογημένο μίσος του Εδουάρδου απέναντι στον Γκόντουιν, τον οποίο εξόρισε οριστικά από την χώρα το 1051, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι θα τον συγχωρέσει μόνο εάν επαναφέρει στην ζωή τον αδελφό του. Πέρασε ένα διάστημα στη Νορμανδία, όπου ανέπτυξε σχέσεις με τους εκεί ευγενείς. Η περίοδος όπου έζησε εξόριστος στην Νορμανδία επηρέασε σημαντικά τον χαρακτήρα του. Ο Εδουάρδος έγινε εξαιρετικά δημοφιλής, αγαπητός σε κλήρο και λαό. Προσκλήθηκε στην Αγγλία το 1041, έγινε μέλος της αυλής του ετεροθαλούς αδελφού του, βασιλιά Αρθακανούτου (γιου του Κανούτου και τη Έμμας), και τον διαδέχθηκε μετά τον θάνατο του στις 8 Ιουνίου 1042, κατ' απαίτηση λαού και ευγενών. Στέφθηκε στον Καθεδρικό ναό του Ουίντσεστερ στις 3 Απριλίου 1043.
Η περίοδος της βασιλείας του ήταν αρκετά ειρηνική και από οικονομική άποψη σταθερή. Αρχικά ήρθε σε συμφωνία με τους τρεις ισχυρότατους κόμητες τον Γκόντουιν, τον κόμη του Ουέσσεξ και τον κόμη της Μέρκιας. Η συνεχιζόμενη όμως εύνοιά του στους Νορμανδούς ευγενείς τον έφερε σε απευθείας σύγκρουση με τους Άγγλους, που σχημάτισαν ισχυρό αντινορμανδικό συνασπισμό με σκοπό να τον ανατρέψουν. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο κόμης του Γκόντουιν που είχε γίνει πεθερός του βασιλιά το 1045. Αιτία ήταν ότι ο βασιλιάς δεν έβαλε επίσκοπο του Καντέρμπουρι της αρεσκείας του, αλλά έναν Νορμανδό. Έγινε αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος και στον ευνοούμενο του Εδουάρδου, Ευστάθιο κόμη της Βουλώνης. Ο Γκόντουιν αρνήθηκε να τους τιμωρήσει, με αποτέλεσμα να εξοριστεί αυτός και ολόκληρη η οικογένεια του το 1051. Επέστρεψε τον επόμενο χρόνο, απαιτώντας από τον βασιλιά να τον αποκαταστήσει στα αξιώματα του διώχνοντας τους Νορμανδούς. O Γκόντουιν πέθανε το 1053 και ο Εδουάρδος όρισε ως διαδόχους του τους Νορμανδούς Ράλφ και Τιμίντ, αλλά σύντομα ο γιος του Γκόντουιν Χάρολντ Β απέκτησε ισχυρή δύναμη, ανακαταλαμβάνοντας ως το 1057 όλα τα εδάφη του εκτός από την Μερκία. Συνθηκολόγησε με όλους τους ευγενείς που του δήλωσαν υποταγή και μετά τον θάνατο του Εδουάρδου ανακηρύχθηκε βασιλιάς.
Η βασιλεία του Εδουάρδου Εξομολογητή είναι αξιοσημείωτη για τη διάλυση της βασιλικής εξουσίας στην Αγγλία και την προώθηση της οικογένειας Γκόντουιν στην εξουσία. Ανακηρύχτηκε άγιος από την Αγγλικανική Εκκλησία, ενώ από την εποχή της βασιλείας του Ερρίκου Β΄(1348) καθιερώθηκε ως άγιος - προστάτης της Αγγλικής βασιλικής οικογένειας. Εκνορμανδίζοντας την αγγλική κοινωνία της εποχής του, άνοιξε τον δρόμο στην μετέπειτα βασιλεία του ανεψιού του, Γουλιέλμου του Κατακτητή, με την ολοκληρωτική πλέον κατάληψη της Αγγλίας από τους Νορμανδούς. Ο ίδιος ο δούκας Ροβέρτος όταν πήγε σε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους τον όρισε φρουρό του μικρού του γιου Γουλιέλμου. Ο θάνατός του το 1066 οδήγησε σε κρίση, που προκάλεσε την εισβολή των Νορμανδών στην Αγγλία.
ιστ. Χάρολντ Β΄ της Αγγλίας (1066)
Ο Χάρολντ Β Γκόντουινσον (Harold Godwinson ή Harold II, 1022 - 14 Οκτωβρίου 1066), ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από τις 5 Ιανουαρίου 1066 ως το θάνατό του στη Μάχη του Χάστινγκς πολεμώντας τους Νορμανδούς υπό τον μεγάλο δούκα Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Ήταν γιος του Γκόντουιν, ισχυρού κόμη του Ουέσσεξ. Ο πατέρας του παντρεύτηκε δύο φορές με ισχυρές συζύγους Δανέζικης καταγωγής: πρώτη σύζυγος του η Θύρα Σβένσντοτιρ, κόρη του βασιλιά Σβεν Α΄ της Δανίας και της Νορβηγίας. Στον δεύτερο γάμο του παντρεύτηκε την Γκύθα Θόρκελσντοτιρ, αδελφή ή ξαδέλφη του Ουλφ Τζαρλ, γαμπρού του βασιλιά Σβεν Α΄ και πατέρα του βασιλιά Σβεν Β΄ της Δανίας, που ήταν απόγονοι θρυλικών ηρώων των Βίκινγκς. Με την δεύτερη σύζυγο του, ο πατέρας του απέκτησε, εκτός από τον ίδιο, τον αδελφό του, Τόστιγκ Γκόντουινσον και την Έντιθ του Ουέσσεξ (1020 - 1075), σύζυγο του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Εξομολογητή.
Ο πατέρας του πέθανε (1053) και ο Χάρολντ κατέκτησε τον τίτλο του κόμη του Ουέσσεξ, του ισχυρότερου άντρα στην χώρα μετά τον βασιλιά, ενώ η δυναμικότητα του εξέπληξε τον ηλικιωμένο βασιλιά Εδουάρδο τον Εξομολογητή, που τον ονόμασε διάδοχο στον θρόνο, ενώ επιθυμούσε ως τότε για διάδοχο του τον Γουλιέλμο, δούκα της Νορμανδίας. Ο Εδουάρδος πέθανε στις 5 Ιανουαρίου 1066, ενώ ο ίδιος ο Χάρολντ είχε κερδίσει μεγάλη δόξα σε μια σειρά από εκστρατείες (1062 - 1063) εναντίον του αντιπάλου του, Γκρίφιντ απ Λιούελιν, που ολοκληρώθηκε με τον θάνατο του Γκρίφιντ σε μάχη (1063). Το 1064 ο Χάρολντ δραπέτευσε στο Πονθιέ, για να παραδώσει στον δούκα της Νορμανδίας Γουλιέλμο την επιθυμία του Άγγλου βασιλιά να τον ορίσει διάδοχο του. Αργότερα, βρέθηκε να πολεμάει στο πλευρό του δούκα της Νορμανδίας Γουλιέλμου ενάντια στον εχθρό του Γουλιέλμου, Κόναν Β΄ της Βρεττάνης. Τελικά κατατρόπωσαν τον Κόναν και ο Γουλιέλμος τον έστεψε ιππότη χαρίζοντας του δώρα. Τότε ο Χάρολντ φαίνεται πως έδωσε όρκο στον Γουλιέλμο ότι θα τον αναγνωρίσει βασιλιά της Αγγλίας μετά τον θάνατο του άτεκνου Εδουάρδου. Αργότερα υποστήριξε επανάσταση δυσαρεστημένων ευγενών κατά του αδελφού του, Τόστιγκ, κάτι που έφερε σε εμφύλια διαμάχη την οικογένεια, αναγκάζοντας τον Τόστιγκ να συμμαχήσει με τον βασιλιά Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας. Ήταν παντρεμένος με την Έντιθ Σβάνεκ για 20 χρόνια, με την οποία απέκτησε 6 παιδιά, ανάμεσα τους η Γκύθα του Ουέσσεξ, που παντρεύτηκε τον Ρώσο πρίγκηπα Βλαδίμηρο Μονομάχο. Τον Ιανουάριο του 1066, παντρεύτηκε την Έντιθ της Μερκίας, χήρα του Ουαλού πρίγκηπα Γκριφίντ, από την οποία το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου γεννήθηκαν δύο δίδυμοι γιοι με άγνωστη τύχη στην συνέχεια. Η σύζυγος του μετά την μάχη του Χάστινγκς κατέφυγε στα αδέλφια της στην Μερκία. Έκλεισαν ειρήνη με τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή πριν επαναστατήσουν και χάσουν τη γη και τις ζωές τους.
Με τον θάνατο του Εδουάρδου του Εξομολογητή, ο μικρανεψιός του, Έντγκαρ, ήταν πολύ μικρός για να κυβερνήσει, γι' αυτό κάλεσε τον Χάρολντ Β στο νεκροκρέβατο του, για να τον ορίσει κηδεμόνα. Ήταν ο πρώτος Άγγλος βασιλιάς που η στέψη του έλαβε χώρα στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Αμέσως μετά, η χώρα του δέχτηκε συγχρονισμένη επίθεση από τον δούκα της Νορμανδίας Γουλιέλμο από την μία και τον Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας από την άλλη, που είχε συμμαχήσει με τον αδελφό του, Τόστιγκ, διεκδικώντας και οι δύο για λογαριασμό τους το αγγλικό στέμμα. Αρχικά δέχτηκε επίθεση από τον Χάραλντ και τον αδελφό του, που νίκησαν τους κόμητες της Μερκίας στην Μάχη του Φούλφορντ κοντά στην Υόρκη στις 20 Σεπτεμβρίου, αλλά πέντε μέρες αργότερα ο Χάρολντ επιστρέφοντας στη μάχη της γέφυρας Στάμφορντ τους αιφνιδίασε και τους σκότωσε, οπότε μοναδικός του αντίπαλος έμεινε ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας. O Γουλιέλμος στρατοπέδευσε με 7.000 άντρες στο νοτιότερο άκρο της Αγγλίας στις 28 Σεπτεμβρίου. Στην Μάχη του Χάστινγκς που επακολούθησε στις 14 Οκτωβρίου ύστερα από κάποιες αρχικές επιτυχίες των Άγγλων, οι Νορμανδοί στην οριστική τελική αντεπίθεση τους νίκησαν ολοκληρωτικά. Ο ίδιος ο Χάρολντ φονεύθηκε από ένα βέλος ανάμεσα στα μάτια, ενώ την ίδια τύχη είχαν και οι δύο αδελφοί του.
ιζ. Έντγκαρ Έθελινγκ (1066)
Ο Έντγκαρ Έθελινγκ (Ουγγαρία 1051 – 1126, <Εθελίνγιος <εθέλω [=θέλω, αξιώνω]+εν + γη = βασίζω τις αξιώσεις μου για εξουσία στη γη, γαιοκτήτης άρχοντας) γνωστός και ως Έντγκαρ ο Εξόριστος, ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Αγγλίας από την δυναστεία των Σαξόνων (1066). Ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αλλά δεν στέφθηκε ποτέ, αφού η Αγγλία είχε ήδη κατακτηθεί από τους Νορμανδούς υπό τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Ήταν μοναδικός γιος του Εδουάρδου του εξορίστου, εγγονός του βασιλιά Εδμόνδου Β΄ της Αγγλίας και μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1057, έγινε διάδοχος του αγγλικού θρόνου ως μικρανεψιός του βασιλιά Εδουάρδου του Εξομολογητή. Είχε δύο αδελφές, την Μαργαρίτα (αργότερα Αγία Μαργαρίτα της Σκωτίας) και την Χριστίνα. Τον Ιανουάριο 1066, όταν πέθανε ο Εδουάρδος Εξομολογητής, ήταν ανήλικος και ανίκανος να αντιμετωπίσει την επερχόμενη Νορμανδική επίθεση και το συμβούλιο εξέλεξε βασιλιά τον Χάρολντ Γκόντουϊνσον, κουνιάδο του βασιλιά Εδουάρδου, ως Χάρολντ Β΄ της Αγγλίας. Μετά την ήττα και τον θάνατο του βασιλιά Χάρολντ Β΄ στην Μάχη του Χάστινγκς στις 14 Οκτωβρίου 1066 ανακηρύχθηκε βασιλιάς στο Λονδίνο ως Έντγκαρ Β΄ χωρίς να στεφτεί, αφού σε δύο μήνες σε ηλικία 15 ετών τον Δεκέμβριο του 1066 παρέδωσε τον θρόνο στον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, κάνοντας δήλωση υποταγής στον νέο Νορμανδό βασιλιά. Ο Γουλιέλμος συμπεριφέρθηκε καλά στον Έντγκαρ, τον είχε στην συνοδεία του, αλλά λίγο αργότερα εκείνος συμμετέσχε σε εξέγερση κατά του βασιλιά (1068). Μετά την καταστολή της δραπέτευσε στην Σκωτία στην αυλή του βασιλιά Μάλκολμ Γ΄, ο οποίος παντρεύτηκε την αδελφή του και του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να διεκδικήσει τα δικαιώματα του στον θρόνο της Αγγλίας. Αποφάσισαν εκστρατεία μαζί με τον βασιλιά της Δανίας Σβεν Έστριντσον, ανεψιό του Κανούτου του Μεγάλου, έναν άλλον διεκδικητή του Αγγλικού θρόνου.
Οι συνδυασμένες δυνάμεις τους επιτέθηκαν στην Αγγλία το 1069, και κατέλαβαν την Υόρκη, αλλά ο Γουλιέλμος βάδισε ταχύτατα βόρεια, τους απέκρουσε και πλήρωσε τους Δανούς να φύγουν, ενώ ο Μάλκολμ με τον Έντγκαρ δραπέτευσαν πίσω στην Σκωτία. Αργότερα το 1072, ο Μάλκολμ έκλεισε ειρήνη με τον Γουλιέλμο, στην οποία ένας από τους όρους ήταν η επιστροφή του Έντγκαρ στην Αγγλία, όπου έζησε ειρηνικά χωρίς να κάνει καμιά νέα προσπάθεια ανάκτησης του θρόνου έως το 1087, οπότε ο Γουλιέλμος πέθανε.
Υποστήριξε στην διαδοχή του Αγγλικού θρόνου τον μεγαλύτερο από τους γιους του Γουλιέλμου, Ροβέρτο Β΄ δούκα της Νορμανδίας. Με την επικράτηση του Γουλιέλμου Β΄ Ρούφου δραπέτευσε ξανά στην Σκωτία (1091), όπου υποστήριξε τον ανεψιό του, Έντγκαρ, να κερδίσει τον θρόνο της Σκωτίας, ανατρέποντας (1097) τον θείο του Ντόναλντ Γ΄. Το 1098 βρέθηκε στην Συρία για να υποστηρίξει την Α΄ Σταυροφορία συμμετέχοντας στην πολιορκία της Αντιόχειας. Αργότερα βρέθηκε στην Ευρώπη όπου συνελήφθη αιχμάλωτος στην μάχη του Τινσεμπραί (1106), πολεμώντας στο πλευρό του δούκα Ροβέρτου εναντίον του νεότερου αδελφού του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Α΄. Αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία, αφού ο βασιλιάς Ερρίκος Α΄ τον συγχώρεσε. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία, ενώ αναφέρεται ότι είχε γιο ονομαζόμενο Γκέραλντ, από μια ξαδέλφη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.
α. Γουλιέλμος Α΄ ο Κατακτητής (1066-1087)
Ο Γουλιέλμος Α΄ ο Κατακτητής (William the Conqueror 1028 – 9 Σεπτεμβρίου 1087, <βουλή + έλμος [<έλμα <φέρμα [<φέρω] > φέλμα >χέλμα = φερόμενος, ισχυρός] = αυτός που έχει ισχυρή θέληση, αποφασιστικός [γερμ. Wilhelm]) ήταν δούκας της Νορμανδίας από το 1035 έως το 1087) ως Γουλιέλμος Β΄, και βασιλιάς της Αγγλίας από το 1066 έως το 1087. Ήταν νόθος γιος του Ροβέρτου Β΄, δούκα της Νορμανδίας, και της Ερλέβας, που απέκτησε αργότερα άλλα δύο παιδιά με άλλον σύζυγο. Ήταν μικρανεψιός της Έμμας της Νορμανδίας, συζύγου των βασιλέων Έθελρεντ και Κανούτου του Μεγάλου. Ήταν γεροδεμένος, ευφυής, μαχητικός με πολύ καλή υγεία, αλλά παχύσαρκος. Η παχυσαρκία του αυξανόταν συνέχεια όσο μεγάλωνε σε ηλικία, τόσο που ο βασιλιάς Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας τον χλεύαζε λέγοντας ότι μοιάζει με έγκυο γυναίκα. Από τη μητέρα του επίσης είχε κληρονομήσει εκ γενετής δυσοσμία του δέρματος. Σύμφωνα με τις επιθυμίες του πατέρα του, τον διαδέχθηκε το 1035 σε ηλικία επτά ετών ως Γουλιέλμος Β΄ της Νορμανδίας, ενώ συνάντησε αμέσως αντιδράσεις από βαρόνους χωρίς αποτέλεσμα, αφού είχε την υποστήριξη του βασιλιά Ερρίκου Α΄ της Γαλλίας. Στέφθηκε από τον Ερρίκο δούκας σε ηλικία 15 ετών, ενώ στα 19 του χρόνια συνάντησε πάλι ισχυρές αντιδράσεις από επαναστατημένους βαρόνους. Με τη βοήθεια ξανά του Ερρίκου Α΄ της Γαλλίας υπέταξε οριστικά την Νορμανδία στην Μάχη του Βαλ-ες-ντιν, αλλά ακόμα ήταν πολιτικά ανίσχυρος. Παρά τις αντιδράσεις του πάπα Λέοντα Θ΄, παντρεύτηκε σε ηλικία 26 ετών την 22χρονη ξαδέλφη του, Ματθίλδη της Φλάνδρας. Παρά τις αντίθετες προβλέψεις, στάθηκε πιστός σύζυγος απέναντι της και απέκτησαν τέσσερις γιους και έξι κόρες. Ο Ερρίκος Α΄ της Γαλλίας ενοχλήθηκε από την συνεχώς αυξανόμενη δύναμη του νεαρού δούκα, άλλαξε τακτική και επιτέθηκε δύο φορές για να κατακτήσει την Νορμανδία το 1054 και το 1057, αλλά αποκρούστηκε.
Ο Γουλιέλμος πίστευε ότι ήταν ο νόμιμος διάδοχος του άτεκνου βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Εξομολογητή λόγω της γιαγιάς του Έμμας, ενώ ο Εδουάρδος που ήταν ξάδελφος του πατέρα του τού είχε υποσχεθεί τον θρόνο, σε μια επίσκεψη του στο Λονδίνο το 1052. Είναι γνωστό επίσης ότι το 1064 ο ισχυρός κόμης του Ουέσσεξ Χάρολντ Γκοντουίνσον, ένας καθαρόαιμος Αγγλοσάξονας και ένας από τους ισχυρότερους άντρες στην Αγγλία στην εποχή του και διεκδικητής του θρόνου, του δήλωσε την συμπαράσταση του. Ο Γουλιέλμος είχε απελευθερώσει τον Χάρολντ και είχαν νικήσει μαζί τον κόμη Κόναν Β΄ της Βρεττάνης. Μετά τον θάνατο του Εδουάρδου του Εξομολογητή, κατέλαβε τον Αγγλικό θρόνο ως Χάρολντ Β΄ τον Ιανουάριο του 1066, ισχυριζόμενος ότι ο Εδουάρδος τον είχε ορίσει διάδοχο. Αμέσως ετοίμασε στρατό προκειμένου να επιτεθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ο αδελφός του, Τόστιγκ Γκόντουινσον, ηττήθηκε από τον Έντουιν, κόμητα της Μερκίας. Ο Γουλιέλμος εξέθεσε τα δικαιώματα του στον Αγγλικό θρόνο στον πάπα Αλέξανδρο Β΄ και άρχισε να ετοιμάζει στόλο για να επιτεθεί στην Αγγλία. Κέρδισε την υποστήριξη των περισσότερων Γάλλων ευγενών, καθώς τους υποσχέθηκε πολλές εκτάσεις εδαφών και φεουδαρχικά αξιώματα. Τελικά κατόρθωσε να συγκεντρώσει τεράστιο στρατό με 600 πλοία και 7.000 άντρες. Όταν ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Χάρολντ Β αποσύρθηκε στην ενδοχώρα αφήνοντας αφύλακτες τις ακτές. Τότε ήρθε και ο βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας, που συμμάχησε με τον Τόστιγκ αναγκάζοντας τον Χάρολντ Β με τον στρατό του να μετακινηθούν βόρεια. Ηττήθηκαν όμως στις 25 Σεπτεμβρίου από τον Χάρολντ στην Μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ. Στις 28 Σεπτεμβρίου με το άκουσμα ότι ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας έφτασε με τεράστιο στόλο στις Αγγλικές ακτές, ο Χάρολντ Β μετακινήθηκε στο Χάστινγκς, όπου έκτισε ξύλινο φρούριο για να το χρησιμοποιήσει ως βάση των επιχειρήσεων του.
Στις 13 Οκτωβρίου έφθασαν νέα στον Γουλιέλμο ότι ο εξασθενημένος στρατός του Χάρολντ είχε εγκαταλείψει το Λονδίνο και είχε καταφύγει στο Χάστινγκς, αφού ενώθηκε με πολλούς άλλους Άγγλους στρατιώτες που συνάντησε στον δρόμο του. Οι στρατοί ήταν ισάριθμοι, αλλά ο στρατός του Γουλιέλμου ήταν εξασθενημένος και η νίκη για τον Χάρολντ φαινόταν αρχικά εύκολη. Οι υπερόπτες Αγγλοσάξονες στρατιώτες, όμως, προκειμένου να καταδιώξουν τους Νορμανδούς, έσπασαν άτακτα τις γραμμές τους, πράγμα που κατάλαβαν οι Νορμανδοί ευγενείς που ανασυντάχθηκαν και επανήλθαν στο πεδίο της μάχης. Με μια καταιγίδα από βέλη αντιστράφηκε η τύχη για τους Νορμανδούς και ακολούθησε η συντριβή των Αγγλοσαξόνων. Ο Χάρολντ Β με δύο από τους αδελφούς του σκοτώθηκαν και τα υπολείμματα των Αγγλοσαξόνων στρατιωτών οδηγήθηκαν στην πυρά.
Ο επόμενος στόχος του Γουλιέλμου ήταν το Λονδίνο, όπου ο νεαρός ευγενής Έντγκαρ Έθελινγκ ήθελε να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς. Προσέγγισε το Λονδίνο μέσω του Κεντ εμπνέοντας τρόμο στις Αγγλικές περιοχές, αλλά δέχτηκε πλήγμα στη γέφυρα του Λονδίνου και αποφάσισε να κυριεύσει την πόλη από τα βορειοδυτικά. Αφού δέχθηκε πολλές ενισχύσεις, διέσχισε τον Τάμεση και ο αρχιεπίσκοπος Στίγκαντ, ένας από τους κυριότερους υποστηρικτές του Έντγκαρ, παραδόθηκε, ενώ ο Έντγκαρ εγκατέλειψε την πόλη αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον Γουλιέλμο. Ο Γουλιέλμος στέφθηκε επίσημα βασιλιάς της Αγγλίας ως Γουλιέλμος Α΄ τα Χριστούγεννα του 1066.
Ενώ ο Νότος υποτάχθηκε πλήρως στον Γουλιέλμο, ο βορράς συνέχισε για έξι χρόνια ακόμα ως το 1072 να προβάλλει σοβαρή αντίσταση. Το 1068 οι νόθοι γιοί του Χάρολντ Β επιχείρησαν ανεπιτυχή κατάληψη της ΝΔ Αγγλικής χερσονήσου, ενώ την ίδια χρονιά με την υποστήριξη του Έθελινγκ η Μερκία και η Νορθουμβρία επαναστάτησαν. Ο Έθελινγκ πραγματοποίησε συμμαχία με τον βασιλιά Μάλκολμ Γ΄ της Σκωτίας, που παντρεύτηκε την αδελφή του Μαργαρίτα και κυρίευσε την Υόρκη. Ο Έθελινγκ απευθύνθηκε στους Δανούς, που αποβιβάστηκαν με μεγάλο στόλο στην Νορθουμβρία, απαιτώντας το Αγγλικό στέμμα για λογαριασμό του βασιλιά τους, Σβεν Β΄ της Δανίας. Ο Γουλιέλμος, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες, πέτυχε αποφασιστική νίκη στη Μάχη του ποταμού Άιρ, ενώ οι Δανοί είχαν ήδη αποχωρήσει. Τότε ο Γουλιέλμος κατέστρεψε τη Νορθουμβρία, που έχασε οριστικά την αυτονομία που είχε, ενώ ο Δανός βασιλιάς αποφάσισε για άλλη μια φορά να εκστρατεύσει εναντίον του. Ο Γουλιέλμος κατάφερε να τον συγκρατήσει προσφέροντας του χρυσάφι, επιτέθηκε στην Σκωτία νικώντας τον Μάλκολμ το 1072 και εξουδετερώνοντας κάθε εστία αντίστασης εναντίον του, ενώ ο Έθελινγκ υποτάχθηκε οριστικά το 1074. Ο Πάπας επενέβη για να προστατέψει τους επαναστάτες από τις ωμότητες των νικητών Νορμανδών.
Όπως όλοι οι Νορμανδοί ηγεμόνες, πέρασε τον περισσότερο χρόνο (11 χρόνια) της βασιλείας του στην πατρίδα του την Νορμανδία, παρά στην Αγγλία. Ουσιαστικά ήταν ηγεμόνας της Νορμανδίας, υποτελής του βασιλιά της Γαλλίας, ενώ η Αγγλία φαινόταν απλώς σαν επαρχία του συγκεκριμένου δουκάτου. Κλήθηκε ως δούκας της Νορμανδίας από τον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο Α΄ να κατακτήσει την Βρετάνη. Επιτέθηκε στον δούκα της Άλαν Δ΄ της Βρετάνης, αλλά έκλεισε ειρήνη μαζί του, αφού αρραβωνιάστηκε με την κόρη του, Κωνσταντία, που δηλητηριάστηκε σύντομα απ' αυτόν. Ακολούθησαν μερικές προστριβές με τον μεγαλύτερο γιο του, Ροβέρτο, αφού οι αδελφοί του Γουλιέλμος και Ερρίκος που τον μισούσαν έκαναν κακόγουστο αστείο εναντίον του, λούζοντάς τον με βρώμικο νερό. Ο Ροβέρτος στρατοπέδευσε στην Φλάνδρα και ο Γουλιέλμος μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον γιο του μόνο χάρη στη βοήθεια του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου. Στην μάχη που ακολούθησε το 1079, ο Ροβέρτος αναγνώρισε την τελευταία στιγμή τον πατέρα του και του χάρισε την ζωή. Απογοητευμένος ο Γουλιέλμος Α΄ αποχώρησε από την μάχη, ενώ αργότερα με την επέμβαση της συζύγου του Ματθίλδης το 1080 συμφιλιώθηκε με τον γιο του και τον κήρυξε διάδοχο του στην Νορμανδία. Το 1083 πέθανε η Ματθίλδη και ο Γουλιέλμος έγινε περισσότερο αυταρχικός από ποτέ.
Ο Γουλιέλμος Α΄ έκανε μεγάλες αλλαγές στην τοπική αγγλική κοινωνία, αντικαθιστώντας την παλιά αριστοκρατία των Αγγλοσαξώνων με αριστοκράτες που προέρχονταν από την πατρίδα του, τη Νορμανδία. Οι αδικημένοι Αγγλοσάξονες που εξέπεσαν από την εξουσία που είχαν πρωτύτερα κατέφυγαν στην Φλάνδρα και την Σκωτία. Το 1086, έστειλε τους απεσταλμένους του να πραγματοποιήσουν λεπτομερή απογραφή του Αγγλικού πληθυσμού, που δεν διέφερε σε τίποτα σε σχέση με τις σύγχρονες. Χώρισε την Αγγλία σε περιφέρειες και πραγματοποίησε ισχυρές οχυρές κατασκευές, μεταξύ των οποίων και ο Πύργος του Λονδίνου, για να προστατεύσει το στέμμα του από τους επαναστάτες. Ο Αγγλικός λαός δεν μπορούσε να αποβάλλει τις Αγγλοσαξονικές συνήθειες και έτσι δημιουργήθηκε ένα πολιτισμικό κράμα από Αγγλοσαξονικά και Νορμανδικά έθιμα. Ο τρόπος διακυβέρνησης του, που εξασφάλιζε ότι κάθε ευγενής που θα ερχόταν σε αντιπαράθεση μαζί του θα έχανε τα εδάφη του, ήταν αιτία ώστε να αυξήσει την προσωπική του εξουσία.
Άλλαξε τις συνήθειες, τα έθιμα, και τη γλώσσα των Άγγλοσαξόνων κατοίκων της Αγγλίας, μεταφέροντας στα Βρετανικά Νησιά τον πολιτισμό της ηπειρωτικής Ευρώπης. Εισήγαγε την Αγγλία το φεουδαρχικό σύστημα που πέρασε σε όλα τα ευρωπαϊκά βασίλεια. Σε ένα κυνήγι σε ηλικία 59 ετών έπεσε από το άλογο του και πέθανε λόγω των τραυμάτων του. Πριν ξεψυχήσει πρόλαβε να μοιράσει τα εδάφη του ανάμεσα στους γιους του. Θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο Αββαείο των Ανδρών (Abbaye-aux-Hommes) στην Καν, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Παιδιά του από το γάμο του με τη Ματθίλδη της Φλάνδρας ήταν οι Ροβέρτος Γ΄ της Νορμανδίας, Σεσίλ (1056 – 1126) μοναχή, Γουλιέλμος Β΄ της Αγγλίας, Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας, Κωνσταντία της Νορμανδίας (1099 – 1090) που παντρεύτηκε τον Άλαν Δ΄ της Βρεττάνης, και δηλητηριάστηκε απ' αυτόν, Αδέλα της Νορμανδίας (1067 – 1137) που παντρεύτηκε τον Στέφανο Β΄ του Μπλουά.
Οι Σλάβοι είναι ομάδα εθνών με κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Ζουν κυρίως στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη, καθώς και στα Βαλκάνια, ενώ η αρχική τους κοιτίδα ήταν η βορειοανατολική Ευρώπη από την οποία εξαπλώθηκαν νοτιότερα από τον 6ο αιώνα. Κατά το μεσαίωνα υπήρχαν δεκάδες σλάβικα φύλα. Από τότε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από αλλεπάλληλες ενοποιήσεις, ενσωματώσεις και διασπάσεις, διαμορφώθηκε η εικόνα του σλαβικού κόσμου που υπάρχει στις μέρες μας, αποτελώντας μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Σήμερα αποτελούν τον κυρίως πληθυσμό σε δεκατρία ευρωπαϊκά κράτη: Ρωσία,Ουκρανία, Λευκορωσία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ΠΓΔΜ και Βουλγαρία. Βάσει γλωσσικών και ιστορικών κριτηρίων, η σλαβική ομάδα λαών μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις κύριες υποομάδες:
• Ανατολική - Ρώσοι, Λευκορώσοι, Ουκρανοί.
• Δυτική - Τσέχοι, Πολωνοί, Σλοβάκοι.
• Νότια - Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βόσνιοι, Σλοβένοι, Κροάτες,
Σκοπιανοί, Βούλγαροι.
Η ονομασία τους εμφανίστηκε για πρώτη φόρα στις βυζαντινές ιστοριογραφίες του 6ου αιώνα μ.Χ. με τις παραλλαγές σλάβοι, σκλάβοι, σκαλβηνοί, σθλάβοι, σθλαβηνοί, άντες και στις δυτικές ιστοριογραφίες του 7ου αιώνα με τις μορφές sclaveni και sclavi. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν Σλοβένοι, ενώ οι γείτονές τους γερμανοί τους ονόμαζαν Βενδούς (Wenden ή Winden). Η ετυμολογία της ονομασίας τους δεν είναι βέβαιοι και οι ερμηνείες ποικίλουν: Ενδεικτική της δυτικής οπτικής είναι η εκδοχή που την ανάγει στην ελληνικής καταγωγής λέξη σκλάβος (λατινικά sclavus = δούλος <σκάλ-μη ( = ξίφος, αλ>λα) + βάω [ = βαίνω], ο διάγων υπό το ξίφος). Πιθανότερη είναι η εκδοχή που συνδέει το όνομα με την επίσης ελληνική λέξη σάλος (<σάλος (αλ>λα) + βάω ( = βαίνω), διότι επέφεραν μεγάλη ταραχή με τον ερχομό τους).
Η ιστορική καταγωγή τους δεν είναι βέβαιη δίότι δεν υπάρχουν γενεαλογικοί μύθοι που να διασώζουν κάποιον ιστορικό πυρήνα. Επίσης οι μετακινήσεις τους δεν άφησαν γραπτά ή άλλα κατάλειπα, ώστε να μπορούν να δώσουν στοιχεία της ταυτότητάς τους. Για τους άλλους λαούς που διέθεταν γραφή στην εποχή τους οι περιοχές της βορειοανατολικής Ευρώπης και βόρεια των στεπών ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες κατοικημένες από ανθρώπους χαμένους στους μύθους χωρίς επαφές με τον νοτιότερο κόσμο. Η κυριότερη εκδοχή για την καταγωγή τους, θεμελιωμένη στα πορίσματα της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας και της παλαιοδημογραφίας, τοποθετεί την κοιτίδα τους στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Βιστούλα στα δυτικά και στον μέσο ρου του Δνείπερου στα ανατολικά, στη σημερινή ανατολική Πολωνία, δυτική Ουκρανία, και νοτιοδυτική Λευκορωσία. Γειτνίαζαν με τους βαλτικούς λαούς στα βόρρεια, τους Ιλλυριούς και τους Κέλτες στα δυτικά, με τους Θράκες στα νότια και με τους ιρανικούς πληθυσμούς στα ανατολικά. Η πρωτοσλαβική εθνότητα δεν ήταν χωρισμένη σε έθνη και μιλούσε μια ενιαία γλώσσα, την κοινή σλαβική.
Κατά την εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων (5ος-6ος αιώνες μ.Χ.) τα σλαβικά φύλα άρχισαν να διεκδικούν τον ανατολικό ευρωπαϊκό χώρο. Οι μετακινήσεις τους ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ. Οι λόγοι στους οποίους αποδίδονται οι μετακινήσεις αυτές είναι: (α) μεγάλη δημογραφική αύξηση, (β) προώθηση ιρανικών και μογγολικών φύλων προς την Ευρώπη (Ούνων στο 1ο μισό 5ου αιώνα και Άβαρων τον 6ο αιώνα) δια μέσου των στεπών βορείως του Ευξείνου Πόντου (γ) ανάγκη εύρεσης χώρων επιβίωσης.
Γενικά δικαρίνονται τρία μεταναστευτικά ρεύματα που σημειώθηκαν ως εξής:
(α) Το πρώτο πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα. Εξαιτίας της δημογραφικής αύξησης μετακινήθηκαν ανατολικά και βορειοανατολικά, κατά ομάδες, εγκαθιστάμένοι σταθερά και ειρηνικά ανάμεσα στους ντόπιους πληθυσμούς, λόγω επάρκειας εδαφών και απουσίας θεσμού εδαφικής κυριαρχίας.
(β)Το δεύτερο μεγάλο κύμα συνδέεται με την εισβολή των Αβάρων κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. Οι Σλάβοι προωθηθηκαν στα δυτικά και στην Κεντρική Ευρώπη από τις Άλπεις έως τη Βαλτική Θάλασσα παίρνοντας τη θέση άλλων γερμανικών φύλων.
(γ)Το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα κινήθηκε νότια στα βαλκανικά εδάφη και στο Βυζάντιο. Αρχικά οι επιδρομές ήταν προσωρινές και οι εισβολείς επέστρεφαν βόρεια του Δούναβη. Από τα τέλη του 6ου αιώνα οι εγκαταστάσεις τους έγιναν μονιμότερες σε κάποιες περιπτώσεις μετά από έγκριση των Βυζαντινών κυβερνητών.
Οι Σλάβοι δεν ήταν νομαδικός λαός αλλά ζούσαν σε μόνιμες εγκαταστάσεις. Ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Το εμπόριο δεν ήταν ανεπτυγμένο. Η πολιτική τους οργάνωση ήταν στοιχειώδης. Κέντρο της κοινωνίας τους ηταν η πατριαρχική οικογένεια, γνωστή στις σλαβικές πηγές ως zadrouga. Mια ομάδα οικογενειών είχε τον δικό της αρχηγό και πολλές ομάδες οικογενειών μια μικρή φυλή με έναν ρήγα. Για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων συνερχόταν συνέλευση γερόντων. Ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος γράφει, «Ο λαός αυτός δεν διοικείται από έναν άνθρωπο, αλλά πάντοτε ζει δημοκρατικά. Γι΄αυτό, όλα όσα είναι ωφέλιμα ή βλαβερά γι΄αυτούς, τα συζητούν όλοι μαζί». Στη συνέλευση γερόντων συμμετείχαν τα άρρενα μέλη της φυλής τα ικανά να φέρουν οπλισμό. Οι ομάδες αυτές ζούσαν χωριστά αφού απουσίαζε κάθε έννοια κρατικής οργάνωσης. Τα πορίσματα της αρχαιολογίας συνεπικουρούν σε μία τέτοια διαπίστωση: το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν κατοικίες που να ξεχωρίζουν από τις υπόλλοιπες ως προς το μέγεθός τους ή τα υλικά κατασκευής τους, πιστοποιεί την έλλειψη μιας ηγεσίας και μάλιστα σταθερής. Και η πρωτόγονη οικονομία τους δεν συνεπαγόταν συγκέντρωση αγαθών.
Πριν από τον 6ο αιώνα δεν είχε αποκρυσταλωθεί ένας καθαρά σλαβικός υλικός πολιτισμός επειδή ακόμα βρίσκονταν σε διαδικάσία ανάμειξης με άλλους λαούς. Ο σλαβικός υλικός πολιτισμός έγινε περισσότερο αισθητός τον 9ο με 10ο αιώνα μ.Χ. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του ήταν η καύση των νεκρών, η χειροποίητη κεραμική και η κατοικία. Οι εθιμικοί τρόποι ενταφιασμού είχαν ποικίλες μορφές (τοποθέτηση των πτωμάτων ή καύση τους). Η ταφή γινόταν σε μεγάλους τάφους χωρίς τύμβους. Στην καύση, η τέφρα αποθηκευόταν μέσα σε τεφροδόχες υδρίες οι οποίες ενταφιάζονταν κι αυτές. Τα αγγειοπλαστικά σκεύη ήταν χειροποίητα και κατασκευάχονταν χωρίς χρήση τροχού. Την χρήση του την έμαθαν από τον βυζαντινό κόσμο. Οι τόποι εγκατάστασής τους ήταν δίπλα σε ποτάμια ή κοντά σε έλη, όχι όμως μέσα σε δάση ή ανοιχτές πεδιάδες. Οι οικισμοί τους βρίσκονταν σε πλαγιές λόφων, και υψωμένα επίπεδα κοιλάδων. Τα σπίτια τους ήταν καλύβες ημιυπόγειες με βάθος έως ένα μέτρο. Επρόκειτο κυρίως για έναν ενιαίο χώρο, ορθωγόνιο οι διαστάσεις του οποίου έφταναν τα 3Χ4 μέτρα, με την είσοδο στα νότια και τον φούρνο στο εσωτερικό σε μία γωνία της οικίας. Ξύλινα δοκάρια αποτελούσαν το σπίτι και η στέγη ήταν σαμαρωτή. Καλυπτόταν από χώμα για την προστασία από τις χαμηλές θερμοκρασίες και την πυρκαγιά. Την μοναδική επίπλωση αποτελούσε ένας χαμηλός πάγκος για τραπέζι.
Από τους σλαβικούς λαούς ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις επόμενες δύο παραγράφους για τους Βούλγαρους και τους Ρώσους που απασχόλησαν ιδιαίτερα τον ελληνικό κόσμο στα βυζαντινά χρόνια που εξετάζουμε στον τόμο αυτό.
Οι Βούλγαροι (<Βόλγαρος <Βόλγαρ [<βώλος + γαία + ρόος [=ροή <ρέω] = ποτάμι που ρέει μέσα από όγκους γης ανακατεύοντάς τους >Βόλγας] διότι αρχικά εγκαταστάθηκαν ανατολικά του ποταμού Βόλγα) είναι ένα σλαβικό έθνος της νότιας Βαλκανικής που ομιλεί τη βουλγαρική γλώσσα. Για τους προγόνους των Βουλγάρων, τους «πρωτοβουλγάρους», στοιχεία προκύπτουν από τη συγκριτική μελέτη βυζαντινών, αραβικών, περσικών, ινδικών και ρωσικών κειμένων της εποχής ή από ανασκαφές. Κατά την κυρίαρχη θεωρία πρόκειται για τουρκικό νομαδικό φύλο καταγόμενο από την κεντρική Ασία, το οποίο μιλούσε μία αρχαία τουρκική γλώσσα, πρόγονο της σημερινής τσουβασικής, και σταδιακά μεταξύ 2ου - 4ου αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκε στη στέπα βορείως της Αζοφικής Θάλασσας. Η τουρανική καταγωγή των πρωτοβουλγάρων επιβεβαιώνεται από τους τίτλους της ιεραρχίας τους (όπως διασώζονται σε ελάχιστες επιγραφές), τη θρησκεία τους (σαμανιστική με ανώτατο ον τον Τένγκρι), το ημερολόγιό τους (δωδεκαετές), που είναι ίδια με αυτά των άλλων τουρκικών και μογγολικών φύλων της εποχής.
Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τα αζοφικά παράλια (τη Μεγάλη Αρχαία Βουλγαρία των βυζαντινών) γύρω στο 668 υπό την απειλή των Χαζάρων, οι οποίοι είχαν ήδη εξαναγκάσει σε παράδοση τον ηγεμόνα τους (Χαν, εξελληνισμένο σε Χάνος, στα βυζαντινά κείμενα κῦρις, ἄρχων, ἀρχηγός) Μπατ Μπαγιάν. Χωρισμένοι σε τέσσερις βασικές ορδές υπό την ηγεσία των πριγκίπων τους, κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις:
• Ο χάνος Κοτράγκ κινήθηκε προς τα ΒΑ, μέχρι που έφθασε στα νότια Ουράλια. Εκεί οι Βούλγαροι αναμίχθηκαν με ντόπιους πληθυσμούς και στα τέλη του 9ου αι. δημιούργησαν τη Βουλγαρία του Βόλγα, ένα κράτος που δέσποσε στο Μέσο Βόλγα ως το 1236. Σε αντίθεση με τους βαλκάνιους συγγενείς τους, οι Βούλγαροι του Βόλγα διατήρησαν τα τουρανικά χαρακτηριστικά τους. Απόγονοί τους είναι σήμερα ένα τμήμα των τατάρων. Η οριστική ηγεμονία των Βουλγάρων στην περιοχή φαίνεται πως εγκαθιδρύθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα, όταν έπαυσε η επεκτατικότητα του Χαζαρικού Χαγανάτου από τα νότια (είχε μπει σε φάση παρακμής, εμπλεκόμενο σε σειρά πολέμων με τους Ρως). Την ίδια περίοδο ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους Μπολγάρ στις όχθες του Βόλγα και θεμελίωσαν μια σειρά φρουρίων κατά μήκος του ποταμού που εξελίχθηκαν σε ιστορικές πόλεις, όπως το Καζάν. Λίγες δεκαετίες αργότερα (922/3) ασπάσθηκαν τον ισλαμισμό μέσω του πέρση λόγιου Αχμάντ Ιμπν Φαντλάν. Το τέλος της Βουλγαρίας του Βόλγα ήλθε στο ξεκίνημα του 13ου αι. όταν μια νέα υπερδύναμη, η Μογγολική Αυτοκρατορία του Τζένγκις Χαν, πέρασε τις στέπες του Καζακστάν και ξεχύθηκε στην ανατολική Ευρώπη. Η πρώτη απόπειρα των Μογγόλων έγινε το 1223 και αποκρούσθηκε - ήταν ίσως η πρώτη ήττα του Τζένγκις Χαν. Οι διάδοχοί του όμως επέστρεψαν το 1236 και μέσα σε μια πενταετία κατέκτησαν ολόκληρη τη χώρα, διαμοιράζοντας τα εδάφη της σε διάφορα ημιαυτόνομα χανάτα υπαγόμενα στη Χρυσή Ορδή.
Η ανάμιξη των Βουλγάρων με τους Τουρκομογγόλους της Χρυσής Ορδής δημιούργησε ένα νέο έθνος, τους Τατάρους, οι οποίοι έως και σήμερα είναι το δεύτερο πολυπληθέστερο έθνος της Ρωσίας μετά τους σλάβους.
• Ο χάνος Ασπαρούχ (ή Ισπερίχ) πέρασε το Δούναβη, κατέλαβε τη ΒΑ Βαλκανική και ίδρυσε το «Πρώτο Βουλγάρικο Βασίλειο» (681).
• Ο χάνος Κουμπέρ μετά από περιπλανήσεις κατέληξε στην Πελαγονία (οι σημερινές περιοχές της Φλώρινας, του Περλεπέ και της Μπίτολα). Οι απόγονοί του ενσωματώθηκαν στο Πρώτο Βουλγάρικο Βασίλειο τον 9ο αιώνα.
• Ο χάνος Αλτσέκ (ή Αλτσικούρς) είχε εγκαταλείψει νωρίτερα τη στέπα για τη Βαυαρία. Αρχικά ο φράγκος ηγεμόνας Δαγοβέρτος του παραχώρησε γη για να εγκατασταθεί με το λαό του, αλλά στη συνέχεια διέταξε τη σφαγή τους. Από τα 9.000 άτομα επιβίωσαν μόνο 700 που διέφυγαν στην Ιταλία, όπου έλαβαν άδεια να εγκατασταθούν στην περιοχή της Ραβένας.
Οι σύγχρονοι βούλγαροι προέκυψαν από την ανάμιξη της ορδής του Ασπαρούχ (και δευτερευόντως του Κουμπέρ) με σλαβικές φυλές που είχαν εγκατασταθεί στα ανατολικά Βαλκάνια έναν αιώνα νωρίτερα. Οι λαοί αυτοί, απορροφώντας και διάφορα άλλα αυτόχθονα φύλα της περιοχής (Θράκες, Δάκες, Γέτες), διαμόρφωσαν το βουλγαρικό έθνος, το οποίο απέκτησε σλαβικά χαρακτηριστικά, αφού οι Σλάβοι ήταν περισσότεροι και αυξήθηκαν δυσανάλογα, αφομοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό γλωσσικά και πολιτιστικά τους Βουλγάρους. Στο νέο βουλγαρικό έθνος αφομοιώθηκαν και άλλα φύλα της περιοχής (Κουμάνοι, Πετσενέγοι, Βλάχοι και Άβαροι), με εξαίρεση έναν αριθμό Βλάχων που διατηρούν την ιδιαίτερη κουλτούρα τους. Οι Βούλγαροι ήρθαν σε σύγκρουση πολλές φορές με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας εξαπλώθηκαν μαζί με άλλους γειτονικούς σλαβικούς λαούς και σε γύρω περιοχές όπως στην Μακεδονία και την Θράκη, αφήνοντας αρκετά σλαβικά τοπωνύμια.
Σήμερα (2015) οι πόλεις με το μεγαλύτερο βουλγαρικό πληθυσμό είναι η Σόφια (1.124.240), η Φιλιππούπολη (621.338) και η Βάρνα (393.884), ενώ το σύνολο των Βουλγάρων όλου του κόσμου ανέρχεται στα 7,5 εκατομμύρια περίπου. Η βουλγαρική γλώσσα γράφεται στο κυριλλικό αλφάβητο. Ανήκει στις νοτιοσλαβικές γλώσσες και συγγενεύει με τη σερβοκροατική και τη σλαβομακεδονική (την οποία μερικοί γλωσσολόγοι, Βούλγαροι αλλά και άλλοι, θεωρούν διάλεκτο της βουλγαρικής), και επίσης είναι συγγενής με τη ρωσική λόγω της επίδρασης τόσο της ρωσικής στη σύγχρονη βουλγαρική, όσο και της παλαιάς βουλγαρικής στη διαμόρφωση της παλαιάς ρωσικής. Αν και γενικότερα συγγενική με τις ανατολικές και δυτικές σλαβικές γλώσσες, η βουλγαρική διακρίνεται από σχέση αμοιβαίας κατανόησης μόνο με τη σερβοκροατική. Επιπλέον ως μέλος του βαλκανικού γλωσσικού δεσμού έχει δεχθεί σημαντική επίδραση από την ελληνική γλώσσα (τη μεσαιωνική και την νέα ελληνική) και σε μικρότερο βαθμό από την αλβανική, τη ρουμανική και την τουρκική. Τέλος έχει δανειστεί λέξεις από τη γαλλική και τη γερμανική. Η συντριπτική πλειονότητα των Βουλγάρων (82,6%) είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, πιστοί στην Εκκλησία της Βουλγαρίας. Υπάρχει ένα μικρό ποσοστό καθολικών που αριθμεί περίπου 50.000. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πολλοί Βούλγαροι ασπάστηκαν το μουσουλμανισμό με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα στο βουλγαρικό έθνος, η οποία φτάνει τις 131.000 μέσα στην Βουλγαρία. Τέλος υπάρχει μικρός αριθμός προτεσταντών, περίπου 25.000 σύμφωνα με την βουλγαρική απογραφή του 2001.
(α) Το Πρώτο Βουλγαρικό Βασίλειο (681-1018)
Η πρώτη επιδρομή των ανατολικών Ούννων και των Βουλγάρων κατά του βυζαντινού κράτους έγινε το 493, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Αναστάσιος Α'. Από τον 6ο αιώνα οι ανατολικότεροι Νότιοι Σλάβοι, στους οποίους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Τιβέριος Β' παραχώρησε εδάφη στα νότια του Δούναβη, εγκαταστάθηκαν σταδιακά στην περιοχή, αφομοιώνοντας τους εξελληνισμένους ή εκρωμαϊσμένους Θράκες. Τον 7ο αιώνα Βουλγαρικά φύλα (κεντροασιατικής Τουρκικής προέλευσης) μετανάστευσαν στην κάτω ροη των ποταμών Δούναβη, Δνείστερου και Δνείπερου υπό την ηγεσία του χάνου Ασπαρούχ (681-701), ο οποίος, μετά το 670 πέρασε από το Δούναβη στη Βαλκανική Χερσόνησο με ορδές 50.000 Βουλγάρων και το 680 απέσπασε τη Μικρή Σκυθία από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μία συνθήκη ειρήνης με το Βυζάντιο και η ίδρυση μόνιμης πρωτεύουσας στην Πλίσκα, νότια του Δούναβη, σηματοδότησαν την αρχή της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, της οποίας η σειρά των βασιλέων έχει ως εξής: Ασπαρούχ 681-701, Τερβέλ 701-721, Κορμέσιγ 721-738, Τέλετς 762-765, Τελέριγος 768-777, Καρδάμ 877-803, (792 Μάχη των Μαρκελλών, νίκη κατά Βυζαντινών), Κρούμος 803-814, Ομουρτάγ 814-831 (το 814 έκλεισε 30ετή ειρήνη με Βυζαντινούς), Μαλάμιρος 831-836, Πρεσιανός 836-852, Βόρις Α (βαπτίστηκε Μιχαήλ) 852-889, Βλαδίμηρος 889-893, Συμεών ο Μέγας 893-927, Πέτρος 927-969, Μπόρις Β 968-977, Ρωμανός 977-991, Σαμουήλ 997-1014 (κατάλυση του κράτους), Γαβριήλ Ρωμανός 1014-1015, Ιβάν Βλαντισλάβ 1015-1018 και Πρεσιανός Β 1018.
Οι Βούλγαροι αναμείχθηκαν σταδιακά με τον ντόπιο πληθυσμό, υιοθετώντας κοινή γλώσσα στη βάση της Σλαβονικής. Οι μετά τον Ασπαρούχ χάνοι ισχυροποίησαν το Βουλγαρικό κράτος καθ' όλο τον 8ο και 9ο αιώνα. Ο χάνος Τέρβελ (701-721), έχοντας ήδη τιμηθεί με τον τίτλο "καίσαρ", καθιέρωσε τη Βουλγαρία ως μεγάλη στρατιωτική δύναμη νικώντας το 717 έναν Αραβικό στρατό δύναμης 26.000 ανδρών κατά τη Δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες βοηθώντας τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (717-741). Μετά από μία μεταβατική περίοδο συγκρότησης του κράτους στα τέλη του 8ου αιώνα η Βουλγαρία διαμορφώθηκε ως ισχυρό ομοσπονδιακό βουλγαρο-σλαβικό κράτος, επικεφαλής του οποίου ήταν ο "χάνος". Μετά τη Μάχη των Μαρκελλών (792) άρχισε για τη Βουλγαρία μία περίοδος πολιτικής και στρατιωτικής ανόδου. Ο χάνος Κρούμος (803 - 814) διπλασίασε την έκταση της χώρας, σκότωσε το Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄ (802 - 811) στη Μάχη της Πλίσκας (811) και εισήγαγε τον πρώτο γραπτό νομικό κώδικα. Οι Βούλγαροι ήταν ένας από τους πρώτους εκχριστιανισμένους Σλαβικούς λαούς (το 863 ο χάνος Βόρις βαπτίστηκε και πήρε το όνομα του νονού του, αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄). Κατά την 34χρονη βασιλεία του Συμεών του Μεγάλου (893-927), η Βουλγαρία γνώρισε τη μεγαλύτερη εδαφική της επέκταση μαζί με μια χρυσή εποχή του Βουλγαρικού πολιτισμού. Μεταφράστηκε στα αρχαία βουλγαρικά η Αγία Γραφή, καθώς και πολλά θεολογικά και κοσμικά κείμενα.
Πόλεμοι με τους Κροάτες, τους Μαγυάρους, τους Πετσενέγους και τους Σέρβους και η διάδοση της αίρεσης των Βογομίλων εξασθένησαν τη Βουλγαρία μετά το θάνατο του Συμεών. Μετά από πολλές στρατιωτικές συγκρούσεις σύμφωνα με τη συνθήκη του 927 ο γιος του Συμεών Πέτρος (927-969) αναγνωρίστηκε από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α΄ Λακαπηνό ως "βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων" (στα Βουλγαρικά - "τσάρος", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "caesar" και το ελληνικό "καίσαρ"). Δύο διαδοχικές εισβολές των Ρως και των Βυζαντινών είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη της πρωτεύουσας Πρεσλάβας από το Βυζαντινό στρατό το 971. Υπό τον Σαμουήλ (997-1014) η Βουλγαρία ανέκαμψε κάπως από αυτές τις επιθέσεις και κατόρθωσε να καταλάβει τη Σερβία και την Αλβανία, αλλά αυτή η άνοδος τερματίστηκε όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ νίκησε το Βουλγαρικό στρατό στο Κλιούτς το 1014. Ο Σαμουήλ πέθανε λίγο μετά τη μάχη και το 1018 οι Βυζαντινοί κατέλυσαν την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.
(β) Το Δεύτερο Βουλγαρικό Βασίλειο (1185-1394)
Μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας ο Βασίλειος Β΄ απέτρεψε εξεγέρσεις και δυσαρέσκεια διατηρώντας τη διοίκηση των τοπικών ευγενών και αναγνωρίζοντας την αυτοκεφαλία της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας. Μετά το θάνατό του οι τοπικές πολιτικές των Βυζαντινών άλλαξαν και ξέσπασε μια σειρά αποτυχημένων εξεγέρσεων, η μεγαλύτερη υπό τον Πέτερ Ντέλιαν. Το 1185 οι ευγενείς (από τη δυναστεία των Ασάν) Ιβάν Ασάν Α΄ και Πέτρος Δ΄ οργάνωσαν μια μεγάλη εξέγερση με αποτέλεσμα την επανίδρυση του Βουλγαρικού κράτους. Ο Ιβάν Ασάν και ο Πέτρος έθεσαν τα θεμέλια της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα το Τάρνοβο.
Ο Καλογιάν, ο τρίτος μονάρχης των Ασάν, επεξέτεινε την κυριαρχία του στο Βελιγράδι και την Οχρίδα. Αναγνώρισε την πνευματική κυριαρχία του Πάπα και στέφθηκε βασιλιάς από παπικό αντιπρόσωπο. Η αυτοκρατορία έφτασε στο ζενίθ της υπό τον Ιβάν Ασάν Β΄ (1218 – 1241), όταν άκμασαν το εμπόριο και ο πολιτισμός. Η ισχυρή οικονομική και θρησκευτική επιρροή του Τάρνοβο το κατέστησαν μια "Τρίτη Ρώμη", σε αντίθεση με την ήδη παρακμάζουσα Κωνσταντινούπολη. Η στρατιωτική και οικονομική ισχύς της χώρας υποχώρησε μετά το τέλος της δυναστείας των Ασάν το 1257, αντιμετωπίζοντας εσωτερικές διαμάχες, συνεχείς Βυζαντινές και Ουγγρικές επιθέσεις και τη Μογγολική κυριαρχία. Στο τέλος του 14ου αιώνα οι φατριαστικές διαιρέσεις μεταξύ των φεουδαρχών και η διάδοση του Βογομιλισμού είχαν προκαλέσει τη διάσπαση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας σε τρία βασίλεια - Βίντιν, Τάρνοβο και Κάρβουνα - και αρκετά ημιανεξάρτητα πριγκιπάτα που πολεμούσαν μεταξύ τους και με τους Βυζαντινούς, Ούγγρους, Σέρβους, Βενετούς και Γενοβέζους. Στα τέλη του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν την κατάκτηση της Βουλγαρίας και κυρίευσαν τις περισσότερες πόλεις και φρούρια νότια του Αίμου.
Το μεσαιωνικό κράτος των Ρως ή Κιεβινή Ρωσία (<ρουσίζω ροδίζω, ο>ου, δ>σ - είμαι κοκκινωπός) ήταν η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα κρατικής οργάνωσης στον ανατολικό σλαβικό κόσμο. Άκμασε τον 9ο μέχρι τον 12ο αιώνα με πρωτεύουσα το Κίεβο, ενώ το 1150 κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητες ηγεμονίες, που μετεξελίχθηκαν σε τρεις σημερινές χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία). Πυρήνας του κράτους ήταν οι περιοχές πέριξ του Κιέβου και του Νόβγκοροντ. Στην εποχή της μέγιστης εξάπλωσής του εκτεινόταν από τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα έως τη Βαλτική και από τα Καρπάθια μέχρι τα Ουράλια Όρη. Η πληθυσμιακή του σύνθεση ήταν κυρίως σλαβική και δευτερευόντως στο βορρά φιννική όμως την εξουσία (διοικητική και στρατιωτική) κρατούσαν οι Βάραγγοι Ρως. «Βάραγγοι» είναι το όνομα που δόθηκε από τους Βυζαντινούς στον λαό των Βίκινγκ που κατευθύνθηκε ανατολικά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας αφού μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα δημιούργησαν και εξουσίαζαν το πρώτο μεσαιωνικό κράτος των Ρως και συγκρότησαν τη βυζαντινή αυτοκρατορική φρουρά με σημαντική ισχύ μέχρι τον 13ο αιώνα. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο. Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίστηκαν κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα. Οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες. Το Χαγανάτο των Ρως μιας συνομοσπονδίας πόλεων - κρατών υπό βαραγγική ηγεμονία που εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία. Ο όρος «χαγανάτο» δόθηκε καταχρηστικά ως ονομασία λόγω επηρεασμού από το νότιο χανάτο των Χαζάρων, αφού ως όρος εφαρμοζόταν στις τουρκομογγολικές φυλές και όχι στις σλαβικές. Ακολούθως οι Ρως απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο (Β-Ν) και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα (Δ-Α), εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο, ως διάδοχη μορφή του Χαγανάτου των Ρως.
Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου, οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 859 μΧ εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα φιννικά και σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους! Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ (862-879) και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της βαραγγικής φυλής Ρως, και τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ.
Γύρω στο 880 ο ηγεμόνας του Χαγανάτουτων Ρως Όλεγκ (σκανδ. Helgi, 879-919), διάδοχος του Ρούρικ, έδιωξε από το Δνείπερο τους Χαζάρους (νομαδικός λαός τουρκικής καταγωγής που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους κατοίκους) και ανακήρυξε τον εαυτό του πρίγκιπα του Κιέβου. Στις τέσσερεις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Όλεγκ υπέταξε κάθε αντίδραση των τοπικών πληθυσμών. Οι Βάραγγοι αποκτησαν έτσι ένα δυνατό προπύργιο στην περιοχή, απαραίτητο για το εμπόριό τους με την Κωνσταντινούπολη, αλλά και μια νέα πρωτεύουσα, το Κίεβο. Το 907 ο Όλεγκ επιτέθηκε κατά του Βυζαντίου και δοκίμασε να πολιορκήσει την Πόλη. Στρατιωτικά απέτυχε, αλλά η εν γένει τακτική του έπεισε τους Βυζαντινούς ότι δεν ήταν τυχάρπαστος ηγεμόνας. Έτσι στη διμερή εμπορική συνθήκη του 911 αντιμετωπίστηκε ως ισότιμος εταίρος και πέτυχε όρους που εξασφάλισαν τη βιωσιμότητα και ευημερία του νεοπαγούς κράτους του.
Ίδια αποτελέσματα (πολεμικές ήττες αλλά ευνοϊκές συνθήκες ειρήνης) είχαν οι δύο εκστρατείες του Ιγκόρ (919-945), διαδόχου του Όλεγκ. Ο Ιγκόρ όμως απέτυχε να ελέγξει στην ανατολή τους Χαζάρους, οι οποίοι ξανάρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο, και στη δύση τους Δρεβλιανούς (σλαβικό φύλο) που αρνήθηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο Κίεβο. Οι τελευταίοι μάλιστα τον δολοφόνησαν το 945. Ενώ γίνονταν αυτά, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, είχε ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία εκσλαβισμού' της αριστοκρατίας που διοικούσε το κράτος. Μολονότι η βαραγγική καταγωγή εξακολουθούσε να αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη ανωτέρων δημοσίων αξιωμάτων, φαίνεται ότι πολιτισμικά οι Βάραγγοι απορροφήθηκαν από το υπέρτερο σλαβικό στοιχείο και σταδιακά υιοθέτησαν τη σλαβική γλώσσα και συνήθειες (και για λόγους όμως πολιτικούς, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης και διαιώνισης μιας ξενικής αριστοκρατίας).
Toν Ιγκόρ διαδέχτηκε ο τριετής γιος του, πρίγκιπας Σβιατοσλάβος (962-972). Μέχρι όμως να ενηλικιωθεί, την πραγματική εξουσία ασκούσε η χριστιανή μητέρα του Χέλγκα (μετέπειτα Αγία Όλγα, 945-961). Το 962 ο Σβιατοσλάβος A' ανέλαβε την πλήρη ηγεσία και σε μία δεκαετία υπερδιπλασίασε την έκταση του κράτους του, συμμαχώντας με τους Πετσενέγους και υποτάσσοντας όλους τους γειτονικούς λαούς: τους Βουλγάρους του Βόλγα και τους Μορδβίνους (φιννικό φύλο) στην ανατολή, τους Χαζάρους στο νότο και Βουλγάρους του Δούναβη στα Βαλκάνια. Βέβαιος ότι θα σταθεροποιήσει τον έλεγχο στα νέα εδάφη, μετακίνησε την πρωτεύουσα στη βουλγαρική πόλη Περεγιασλάβετς (στο Δέλτα του Δούναβη) το 969 ελπίζοντας να την κάνει κέντρο του ευρωπαϊκού εμπορίου. Το όραμά του όμως απέτυχε, καθώς οι Βυζαντινοί στράφηκαν εναντίον του, θεωρώντας ότι μπαίνει στα χωράφια τους, και έως το 971 κατάλυσανν όλες τις βαλκανικές κτήσεις του, μεταξύ των οποίων και το Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα υποκινησαν τους Πετσενέγους να επιτεθούν στο Κίεβο, ενώ και οι ανατολικοί υποτελείς των Ρως εξεγέρθηκαν και ανάκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ο Σβιατοσλάβος Α αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να αποσυρθεί στα προ δεκαετίας σύνορα, αλλά καθώς επέστρφε στο Κίεβο δολοφονήθηκε ύπουλα (972) από Πετσενέγους, κατ' εντολή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή που ήθελε να ξεμπερδεύσει οριστικά μαζί του.
Αν και τα επιτεύγματα του Σβιατοσλάβου Α διάρκεσαν μόλις λίγα χρόνια, αύξησαν σημαντικά το διεθνές κύρος του κράτους του και συνετέλεσαν στο να εγκαθιδρυθεί η κυριαρχία του Κιέβου σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ευρώπη για τους επόμενους δύο αιώνες. Ο Μέγας Πρίγκηψ του Κιέβου ήλεγχε τις περιοχές γύρω από την πόλη, και οι (θεωρητικά κατώτεροι) συγγενείς του τις άλλες πόλεις της επικράτειας. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις της μέγιστης ακμής του κράτους των Ρως, στην οποία έφθασε στα επόμενα χρόνια. Ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος ο Μέγας (σκανδ. Valdamarr, 980-1015) ήταν γιος του Σβιατοσλάβου Α και πήρε το θρόνο το 980, αφού είχε προηγηθεί εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτόν και τον ετεροθαλή αδελφό του (και νόμιμο διάδοχο) Γιαροπόλκ. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν ο εκχριστιανισμός των Ρως το 988. Σύμφωνα με την «ποιητική» περιγραφή του Πρώτου Χρονικού, όταν ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ρωσικό παγανισμό με μια άλλη θρησκεία, έστειλε τους καλύτερους αυλικούς σε όλη την Ευρώπη. Αφού πήγαν στους καθολικούς, τους ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί θαμπώθηκαν από την ομορφιά του ναού της Αγίας Σοφίας και της λειτουργίας που γινόταν εκεί. Γυρνώντας στο Κίεβο, έπεισαν το Βλαδίμηρο να υιοθετήσει τη θρησκεία των Ελλήνων. Τότε ο Βλαδίμηρος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β' και ζήτησε την αδελφή του Άννα για γυναίκα του. Στην πραγματικότητα η ευλαβής χριστιανική ζωή δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα το Βλαδίμηρο, που είχε δεκάδες συζύγους (εκ των οποίων τέσσερις γαλαζοαίματες) και κάποιες εκατοντάδες παλλακίδες. Αυτό που τον καθοδηγούσε ήταν η επίγνωση ότι η ευημερία του κράτους του περνούσε μέσα από τις καλές σχέσεις με το Βυζάντιο, αφού οι Βυζαντινοί αφενός ήταν οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων του, αφετέρου έλεγχαν τη Μαύρη Θάλασσα, δηλαδή την κίνηση των πλοίων από και προς το Δνείπερο, που ήταν ο κύριος εμπορικός δίαυλος μεταξύ των Ρως και του έξω κόσμου. Επιπλέον η Ορθόδοξη Εκκλησία διέθετε ήδη λειτουργικά κείμενα γραμμένα στο Κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και ένα πλήθος μεταφράσεων Ελλήνων συγγραφέων στα σλαβικά. Η ύπαρξη αυτών των μεταφράσεων έφερε σε επαφή τους Ρώσους με την ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, χωρίς να χρειασθεί να μάθουν ελληνικά. Αποκτησαν έτσι το υπόβαθρο για να δημιουργήσουν τη δική τους λογοτεχνία, τέχνη και επιστήμη.
Ο Βλαδίμηρος πέθανε το 1015. Ακολουθησαν διαμάχες μεταξύ των πολλών γιων του, από τις οποίες νικητής βγήκε ο Γιαροσλάβος Β (σλαβ. Ярослав, σκανδ. Jarizleifr), τοπικός κυβερνήτης του Νόβγκοροντ, εξολοθρεύοντας τους υπόλοιπους. Ο Γιαροσλάβος στέφθηκε Μέγας Πρίγκηψ Κιέβου και Νόβγκοροντ στο Κίεβο το 1019 και κατά τη βασιλεία του το κράτος των Ρως έφτασε στο ζενίθ του. Ο Γιαροσλάβος σύνταξε τον πρώτο νομικό κώδικα, τη Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська). Ενδυνάμωσε τις σχέσεις του με τη Δύση χρησιμοποιώντας ως μέσον τους βασιλικούς γάμους: πάντρεψε την εγγονή του Ευπραξία με τον Ερρίκο Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την αδερφή του με το βασιλιά της Πολωνίας, τις τρεις κόρες του με τους βασιλείς της Γαλλίας, της Ουγγαρίας και της Νορβηγίας. Έδειξε επίσης ενεργό ενδιαφέρον για την εδραίωση του χριστιανισμού, χρηματοδοτώντας τον κλήρο και ανεγείροντας τον πρώτο μεγάλο ναό στο Κίεβο και κατόπιν δύο καθεδρικούς αφιερωμένους στην Αγία του Θεού Σοφία, στο Κίεβο και στο Νόβγκοροντ. Για όλα αυτά του δόθηκε το προσωνύμιο Σοφός.
Από τα χρόνια του Ολέγκ, η δομή της εξουσίας ήταν σαφής: Ο Πρίγκιπας του Κιέβου ήταν στην κορυφή και κάτω από αυτόν ένα διορισμένο επιτελείο ευγενών - τοπικών πριγκίπων, οι οποίοι είχαν την πολιτική/στρατιωτική ευθύνη των περιφερειών. Κάθε φορά που στο κράτος εντάσσονταν νέες περιφέρειες ή οι υπάρχουσες αναπτύσσονταν τόσο που χρειαζόταν κατάτμησή τους για να διοικηθούν σωστά, μεγάλωνε και το επιτελείο. Οι ευγενείς φρόντιζαν να κυβερνούν σύμφωνα με τις εντολές που έρχονταν από το Κίεβο, ώστε να παίρνουν προαγωγή σε μεγαλύτερες και πλουσιότερες περιφέρειες και να έχουν πλεονεκτική θέση στον αγώνα της διαδοχής όταν θα ερχόταν η ώρα. Αυτό το σχήμα διοίκησης ήταν αποτελεσματικό στην αρχή, όταν το επιτελείο ήταν μικρό, όπως και αργότερα, όταν βασίλευαν μεγάλες φυσιογνωμίες που επέβαλαν με στιβαρό χέρι την ενότητα. Μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ του Σοφού, η σύμπνοια των ευγενών τέθηκε σε αμφιβολία. Τα πολυάριθμα μέλη του επιτελείου ταυτίζονταν περισσότερο με τα συμφέροντα της περιοχής τους παρά με τις επιδιώξεις της κεντρικής διοίκησης. Την κατάσταση αυτή επέτεινε ο θεσμός των τοπικών συμβουλίων, όπου συμμετείχαν όλοι οι άνδρες της πόλης και μπορούσαν να εκδιώξουν τον πρίγκιπα, ζητώντας το διορισμό άλλου. Πλήθυναν έτσι τα περιστατικά συναλλαγής μεταξύ πριγκίπων - τοπικών συμβουλίων, όπως και ομάδων πριγκίπων εναντίον άλλων ομοβάθμων τους, πάντα εις βάρος της κεντρικής διοίκησης που σταδιακά αποδυναμώθηκε. Την αποσύνθεση του κράτους των Ρως επιτάχυναν με έμμεσο τρόπο οι Σταυροφορίες. Με τις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο το 12ο αιώνα, οι Βυζαντινοί δε μπορούσαν πια να αγοράζουν αφειδώς τα προϊόντα των βορείων γειτόνων τους. Έτσι ατόνησε η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων και συνακόλουθα η ανάγκη για μια ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία θα έλεγχε τις ποτάμιες οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να μένει η ζωτική εμπορική οδός ανοικτή.
Συνολικά, στα μόλις 170 χρόνια από το 1054 έως το 1224 καταγράφονται 64 αυτοανακηρύξεις περιφερειών σε αυτόνομα πριγκιπάτα (τα περισσότερα βραχύβια) με αξιώσεις στο θρόνο, 83 εμφύλιοι πόλεμοι, ενίοτε με τη συμμετοχή και ξένων δυνάμεων, 293 ηγεμόνες που αυτοαναγορεύονταν νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου του Κιέβου, 35 ηγεμόνες που πήραν το θρόνο. Είναι σαφές ότι μετά το θάνατο του Γιαροσλάβου Α' του Σοφού, οι Μεγάλοι Πρίγκιπες του Κιέβου ήταν μόνο τυπικά αρχηγοί του κράτους των Ρως, που είχε πια θρυμματισθεί σε διάφορα πριγκιπάτα στις αρχές του 13ου αιώνα. H Μογγολική Εισβολή που ακολούθησε, έδωσε τη χαριστική βολή σε ένα κράτος που ήταν ήδη ετοιμοθάνατο. Με το πέρασμα του χρόνου κάθε πριγκιπάτο ακολούθησε διαφορετική πορεία, πράγμα που οδήγησε μακροπρόθεσμα στις τρεις εθνικές διαφοροποιήσεις του ανατολικού σλαβικού κόσμου που συναντάμε σήμερα: Ουκρανοί στα νότια και νοτιοδυτικά, Λευκορώσοι στα βορειοδυτικά, Ρώσοι στα βόρεια και βορειοανατολικά.
Το κράτος των Ρως, αν και εκτεινόταν σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της εποχής του αλλά και ένα από τα πιο εξελιγμένα, εν μέρει χάρη και στο συγχρωτισμό του με το Βυζάντιο. Σε μια εποχή που στη Δυτική Ευρώπη μόνο οι ευγενείς ήξεραν να γράφουν το όνομά τους, τα περισσότερα παιδιά του Κιέβου, του Νόβγκοροντ και των άλλων μεγάλων πόλεων ήταν εγγράμματα - έχουν διασωθεί μέχρι και «σκονάκια» για το σχολείο ή ερωτικά σημειώματα προς τους συμμαθητές τους. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα άλλα μεσαιωνικά κράτη, ο νομικός κώδικας του Γιαροσλάβου του Σοφού έθετε φραγμούς στα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης, δεν περιελάμβανε τη θανατική ποινή και μετέτρεπε τις περισσότερες ποινές από φυλάκιση σε πρόστιμο. Παρείχε επίσης στις γυναίκες αστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά, καθώς και συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν η Κιεβινή Άννα Γιαροσλάβνα παντρεύθηκε το Γάλλο βασιλιά Ερρίκο και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ρεμς, οι Γάλλοι θεωρούσαν απίστευτο για μια γυναίκα να είναι τόσο μορφωμένη. Η οικονομική ανάπτυξη αντικατοπτρίζεται και στα δημογραφικά στοιχεία, που δείχνουν ότι στα τέλη του 12ου αι, ενώ είχε ήδη αρχίσει η παρακμή, το Κίεβο είχε 50.000 κατοίκους, το Νόβγκοροντ 30.000 και το Τσερνίγκοφ επίσης 30.000. Την ίδια εποχή το Λονδίνο είχε 12.000 κατοίκους και η δεύτερη μεγαλύτερη αγγλική πόλη, το Ουίντσεστερ, είχε πληθυσμό 5.000. Το κράτος των Ρως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ενοποίησε διοικητικά και πολιτισμικά μία αναρχούμενη περιφέρεια και τη μετέτρεψε σε ένα δυναμικό βασίλειο. Η εισαγωγή του χριστιανισμού δημιούργησε ένα βυζαντινό - σλαβικό κράμα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πολιτισμό και τις τέχνες. Αυτός ο πολιτισμός ήταν το υλικό πάνω στο οποίο χτίσθηκε αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία.
Οι Άραβες (<αραβέω=βροντώ <άραβος=κτύπος # επειδή έχουν βροντώδη φωνή) ήταν νομαδικοί - ημινομαδικοί σημιτικοί λαοί της αραβικής χερσονήσου και του δυτικού τμήματος της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής, στα σύνορα με άλλους πολιτισμούς. Στο μεγαλύτερο μέρος της 1ης χιλιετίας π.Χ. εμφανίζονταν ως επιδρομείς με συνεχείς διαρροές ομάδων σε μόνιμη εγκατάσταση κατοικημένων. Κατά τον 3ο π.Χ. αι. μια ομάδα τους, οι Ναβαταίοι, ανέπτυξαν ανθηρό πολιτισμό με κύρια δραστηριότητα το εμπόριο και επίκεντρο την Πέτρα. Άλλες ομάδες ήταν οι Σαβαίοι (ή Σαββά) με βασίλισσά τους την Μπαλκίς ή Βαλκίς, οι Μηναίοι (ή Μιναίοι ή Μειναίοι ή Μαΐν), οι Χιμιαρίτες, οι Κατταβανοί, οι Χατραμώτες ή Χατραμωτίτες ή Χατραμούτ και οι Χαυλοταίοι αποκαλούμενοι όλοι και Ομηρείτες ή Ομηρίτες. Σε όλη την περίοδο από την αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση του Μωάμεθ η σύγχυση με αρχαίες ελληνικές παραδόσεις, εβραϊκές και χριστιανικές είναι έκδηλη, όπως π.χ. στο όνομα Αβραάμ –Ιμπραήμ, που τιμάται ως ιδρυτής του Μωαμεθανισμού ("Χαλίλ ουλλάχ" = φίλος του θεού).
Από τους Έλληνες πρώτος ο γεωγράφος Αγαθαρχίδης στο έργο του "Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης" περιγράφει τους αραβικούς λαούς όπως τους είδε, ενώ από τους ιστορικούς ο Στράβων αναφέρει κάποια εκστρατεία των Ρωμαίων υπό τον Αίλιο Γάλλο το 26 π.Χ. που παρακολούθησε ο ίδιος από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Συήνη (σημ. Ασσουάν). Στην εποχή της Καινής Διαθήκης η κυριαρχία των Αράβων Ναβαταίων εκτεινόταν και ανατολικά της Δαμασκού. Ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό και το 300 εκδίωξαν τους Χιμιαρίτες αποκτώντας έτσι εθνική συνείδηση. Οι αρχηγοί τους έλαβαν το τίτλο Βασιλείς του Σαβά, Ραϊδαέ, Χαντμούτ και Υεμέν. Αντίθετα οι Χιμιαρίτες δεχόμενοι το Μωϋσιακό θρήσκευμα κατόρθωσαν να δημιουργήσουν νότια της Αραβίας εβραϊκό χιμιαριτικό βασίλειο. Έτσι άρχισαν σφοδροί αγώνες μεταξύ αυτών και των απέναντι χριστιανών της Αβυσσηνίας (Αιθιοπίας), των Αξωμιτών. Για τη σύρραξη αυτή αναφέρουν οι βυζαντινοί συγγραφείς και κυρίως ο Μαλάλας και ο εξ Αλεξανδρείας διάσημος τότε Έλληνας θαλασσοπόρος Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης που παραθέτει σχετική επιγραφή που βρέθηκε στην Ανδούλη της Αξώμης ότι: ο βασιλιάς της χώρας εξεστράτευσε κατά ξηρά και θάλασσα εναντίον των πέραν της Ερυθράς λαών (δηλ. της Αραβίας) των λεγομένων Αραβιτών ή Κιναιδοκολπιστών (κατά Μαλάλα) των οποίων τους βασιλείς κατέστησε φόρου υποτελείς. Το όνομα Κιναιδοκολπιστές αφορά τους λεγόμενους Κινανά ή Κινδάν, κάτοικους της σημερινής Χοντέϊντα.
Στη μετέπειτα εποχή τον 6ο αι. συνεχίστηκαν οι συμπλοκές όπου Βασιλιάς των Αξωμιτών (αραβοχριστιανών) ήταν ο Αρετάς που σε συμπλοκή υπέστη μαρτυρικό θάνατο, κατά το 5ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστίνου το 523. Αυτό είχε ως συνέπεια εκστρατεία των Βυζαντινών κατά των Ιουδαϊζόντων Αράβων με 70 πλοία που διαπόρθμευσαν στην Αραβία 120.000 άνδρες που είχε συγκεντρώσει ο νέος βασιλιάς των Αξωμιτών Ελεσβάς υπό την αρχηγία του χριστιανού ηγεμόνα της Μέκκας Νταούς-Ντου Τσαλμπάν. Η καταστροφή των Χιμιαριτών ήταν ολοκληρωτική και ο βασιλιάς τους Ντους Νουβά συνελήφθη και φονεύθηκε, ενώ ο Αρετάς ανακηρύχθηκε Άγιος. Μετά την επιτυχία αυτή ο Ελεσβάς ίδρυσε πολλές εκκλησίες κυρίως στη Σαάνα της Υεμένης. Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε τότε μέχρι την Σοκοτόρα (σημ. Σρι Λάνκα, πρώην Κεϋλάνη) ή Νήσο του Διόσκουρου όπως την αποκαλούσαν οι από Πτολεμαϊκής Αιγύπτου Έλληνες άποικοι.
Αργότερα κάποιος διοικητής φρουράς των Αξωμιτών στην Αραβία ο Αβράχα ή Άβραμος σχεδιάζοντας να ιδρύσει κράτος αυτόνομο ήρθε σε ρήξη με τους Κουραϊσίτες στη Μέκκα (οικογένεια από την οποία προέρχεται ο Μωάμεθ). Οι Άραβες ζήτησαν την βοήθεια των Βυζαντινών κατά των Αξωμιτών στέλνοντας πρεσβεία με κάποιο Σέιφ-Μπεν-Ντι-Γιασάν. Απέτυχαν όμως αφού οι Αξωμίτες ήταν οι βασικοί σύμμαχοι των Βυζαντινών κατά των Ιουδαίων της Αραβίας. Ο Γιασάν τότε στράφηκε στους Πέρσες μέσω του βασιλέως του Χίρα (ενός άλλου αραβικού κράτους που γειτόνευε με την Περσία, στο σημερινό Ιράκ). Ο ηγεμόνας αυτός ήταν υποτελής του Σασανίδη βασιλιά Χοσρόη των Περσών. Έτσι οι Πέρσες άρχισαν να διεισδύουν βαθμιαία στην Αραβία διαδίδοντας και την θρησκεία τους την πυρολατρεία ή Ζαρατουστραϊσμό ή Ζωροαστρισμό, ενώ οι Βυζαντινοί άρχισαν φοβερούς αγώνες κατά των Περσών. Στους αγώνες αυτούς νίκησαν οι Πέρσες αφού κατέλαβαν όλη την Ανατολή, και κατέκτησαν την Υεμένη και το Ασίρ, όλα τα παράλια της Ερυθράς και εσωτερικά εδάφη της Αραβίας.
Τρεις άλλες αραβικές ηγεμονίες την ίδια προμωαμεθανική περίοδο ήταν (α) η προαναφερόμενη της Χίρα με τους περισσότερους των υπηκόων της χριστιανούς, που αναφέρονται κατά τον 5ο αι. ως Νεστοριανοί με τελευταία βασιλική οικογένεια την Δυναστεία Λαχμιδών υποτελή των Περσών μέχρι το 602, (β) η ηγεμονία των Γασσανιδών τον 5ο-7ο αι. για την οποία ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος και ο Μαλάλας λέγουν ότι οι Γασσανίδες ("οι εξ αραβίου γένους χριστιανοί") χρησιμοποιήθηκαν ως ακρίτες και (γ)το κράτος των Κίνδα που εμφανίστηκε τον 5ο αι.
Στην εποχή που εμφανίστηκε ο Μωάμεθ η Αραβία ήταν χωρισμένη σε φυλές των οποίων τα μέλη ήταν "ειδωλολάτρες". Η βόρεια Αραβία - στα σύνορα με τη Συρία είχε εκχριστιανισθεί, ενώ υπήρχαν, κυρίως στη περιοχή γύρω απο τη Μεδίνα, και εβραϊκές φυλές. Κάθε φυλή κατάντησε να έχει το δικό της θεό. Το 610 άρχισε την διδασκαλία του ο Μωάμεθ (571-632) ως «ο έσχατος των Προφητών» (Χατίμ-ουλ-ινμπίγια) και «απεσταλμένος του Θεού» (ρεσούλ-ουλ-λλαχ) όπως πιστεύουν οι Άραβες. Με τον προσηλυτισμό όμως αυτό άρχισε σιγά σιγά να αφυπνίζεται η ψυχή του αραβικού έθνους. Οι Εβραίοι στην αρχή δέχθηκαν τον Μωάμεθ ως τον αναμενόμενο Μεσσία και συμφώνησαν σε σύμπραξη. Οι πρώτοι προσήλυτοι με εθνική αραβική συνείδηση ήταν οι πρόσφυγες από τη Μέκκα, οι Μοχατζιρούν και οι προσήλυτοι της Μεδίνας οι Άνσαρ. Με αυτούς ο Μωάμεθ στράφηκε πρώτα εναντίον των Βυζαντινών που τα σύνορά τους άγγιζαν την Αραβία. Έτσι οι Άραβες στη συνάντηση με το τακτικό στρατό των Βυζαντινών υπό το Θεόδωρο, αδελφό του αυτοκράτορα Ηράκλειου νικήθηκαν και διασκορπίστηκαν, ενώ ο τόπος αυτής της συμπλοκής τιμάται σήμερα από τους Άραβες ως τόπος μαρτυρίου. Στη συνέχεια ο Μωάμεθ κυρίευσε τη Μέκκα. Όταν πέθανε ο Μωάμεθ το 632 ολόκληρη η Αραβική χερσόνησος, μέχρι τα σύνορα της Συρίας, της Αιγύπτου και του σημερινού Ιράκ είχαν προσηλυτιστθεί στο Ισλάμ. Η προσδοκία των απολαύσεων στο παράδεισο με άφθονα φαγητά και παρθένες (ουρί) που έδινε το Κοράνιο στους υπέρ πίστεως μάρτυρες σε σχέση με τις πλούσιες λείες των επιδρομών υποδαύλιζαν την επιθετική ορμή των προσήλυτων Αράβων.
Τον Μωάμεθ διαδέχθηκαν οι χαλίφες (= αναπληρωτές του Προφήτη). Το 632` ο πρώτος χαλίφης Αμπού Μπακρ (632-634) ίδρυσε το Πατριαρχικό Χαλιφάτο (632-661). Ο δεύτερος χαλίφης Ομάρ (ή Ουμάρ 634-644) καταλαμβάνοντας τη Συρία το 636 νίκησε κατά κράτος τους Πέρσες το 637, κατέλαβε την πρωτεύουσά τους Κτησιφώντα και η Περσία έπαψε να υπάρχει πλέον. Στη συνέχεια άρχισαν οι επιδρομές κατά της Κύπρου, της Ρόδου και των ακτών της Μικράς Ασίας με κίνδυνο και για την Κωνσταντινούπολη, που αποφεύχθηκε, χάρη στην καταστροφή του αραβικού στόλου από τρικυμία στις ακτές της Χαλκηδόνας το 653. Στο μεταξύ το 643 ο Ουμάρ με 16.000 άνδρες κατέλαβε την Αλεξάνδρεια και η Αίγυπτος από βυζαντινή επαρχία έγινε επαρχία των Χαλιφώνν, μέχρι το 968. Το 644 ο Ουμάρ δολοφονήθηκε από ένα σκλάβο του και τον διαδέχτηκε ο Οθμάν (644-656) που δολοφονήθηκε στο ανάκτορό του στη Μεδίνα. Αυτόν τον διαδέχτηκε ο Αλής (656-661), που δολοφονήθηκε και αυτός το 661 την ώρα που έβγαινε από το Τέμενος της Κούφας, πρωτεύουσας του χαλιφάτου του. Και ενώ αυτόν τον διαδεχόταν ο Μωαβίας Α' (661-680), γιος του Αλή, το 661 ίδρυσε το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών .(661-750) στην Περσία με πρωτεύουσα τη Δαμασκό.
Στα χρόνια του χαλίφη Ουαλίντ Α' (ή Βαλίντ 705-715) ο νόμιμα διεκδικών τον ισπανικό θρόνο Ακύλλας κάλεσε τους Άραβες για να τον βοηθήσουν εναντίον του σφετεριστή βασιλέως των Βησιγότθων του Ροδρίγου (ή Ροδερίχου). Έτσι οι Άραβες εισέβαλαν στην Ισπανία καταλαμβάνοντας το Γιβραλτάρ. Αφού νίκησαν τους Βησιγότθους έγιναν κύριοι πολλών περιοχών (716). Συνέχισαν όμως τις εκστρατείες τους και εντός των Γαλλικών εδαφών φθάνοντας μέχρι τη Ναρμπόν (720). Γρήγορα όμως εκδιώχθηκαν μετά την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη του Πουατιέ (732) από τον μεγάλο αυλάρχη των Φράγκων Κάρολο Μαρτέλλο. Παρά ταύτα στην Ισπανία εδραιώθηκαν πολύ καιρό, επηρεάζοντας τον τοπικό πολιτισμό και τη τέχνη με την ίδρυση του Χαλιφάτου της Κόρντοβας (756-1236). Όλα τα μνημεία αυτής της περιόδου σήμερα στη Ισπανία αποτελούν πόλο έλξης ιδιαίτερου θαυμασμού. Μέσω των Αράβων έφτασε στην Ευρώπη το σκάκι.
Παράλληλα το 750 ιδρύθηκε το Χαλιφάτο των Αββασιδών (750-1258) με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη, στα χρόνια του οποίου εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οπότε το απέραντο κράτος των Αράβων άρχισε σιγά σιγά να φθίνει μέχρι την ολική κατάλυσή του το 1258. από τους Μογγόλους του Ουλεγκού Χαν. Ακολούθησε η μεταφορά της έδρας των χαλιφών στην Αίγυπτο, όπου ιδρύθηκε το Χαλιφάτο των Αββασιδών του Καΐρου (1258-1517), το οποίο το 1517 καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους και ακολουθούθησε η περίοδος της τουρκικής κατοχής και των εθνικών ανεξαρτησιών στα νεότερα χρόνια.
Στην αραβική κοινωνία της Μέκκας πριν τον Ισλαμισμό, η αξία των αντρών αναγνωριζόταν από τα πλούτη τους, από το μεγάλο αριθμό παιδιών που έκαναν, από τον αριθμό των αδερφών που είχαν και από τη πατριά στην οποία ανήκαν. Για τους ηγεμόνες των Αράβων αυτής της περιόδου μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά τα εξής:
Ο Μωάμεθ (ή Μουχάμαντ 571 - 8 Ιουνίου 632) ήταν Άραβας ηγέτης από τη Μέκκα (ή Μακκά) στην περιοχή Χετζάζ της σημερινής Σαουδικής Αραβίας., ο οποίος ένωσε την Αραβία σε ένα ενιαίο θρησκευτικό κράτος. Ανήκε στην πατριά Χασίμ, της φυλής Κουραΐς (Quraysh). Οι οπαδοί του πίστευαν ότι υπήρξε ο τελευταίος προφήτης ο οποίος στάλθηκε για να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα με το άγγελμα του Ισλάμ. Ο Μωάμεθ καθόρισε με το θρησκευτικό του μήνυμα και τις πολιτικές-κοινωνικές πρωτοβουλίες του την εξέλιξη του αραβικού κόσμου και επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με το Ιερό Κοράνιο, ο Μωάμεθ είναι «Προφήτης» και «Απόστολος του Θεού», «ο τελευταίος αγγελιοφόρος» του Θεού ο οποίος στάλθηκε για να αποσαφηνίσει τις Γραφές στους πιστούς. Κατά γράμμα, «Μωάμεθ» στην αραβική γλώσσα σημαίνει «ιδιαίτερα αξιέπαινος, άξιος για εξύμνηση».
Περισσότερο αξιόπιστη πηγή για τη ζωή του Μωάμεθ θεωρείται το Κοράνιο, που είναι ωστόσο και η πλέον δύσκολη σε ό,τι αφορά τη χρήση της για την άντληση ιστορικών στοιχείων. Ο πατέρας του, Αμπντ Αλλάχ, πέθανε λίγους μήνες πριν τη γέννησή του, ενώ η μητέρα του, Αμίνα, πέθανε όταν ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών. Την ανατροφή του ανέλαβε τότε ο παππούς του και ο θείος του. Κατά την παράδοση, η Αμίνα έστειλε το βρέφος στην έρημο, τηρώντας έτσι το έθιμο επιφανών οικογενειών της εποχής, μέσα από το οποίο κάποιος διδασκόταν την αυτοπειθαρχία και ερχόταν σε επαφή με τις αραβικές παραδόσεις. Στην έρημο πέρασε αρκετά χρόνια και τέθηκε υπό την φροντίδα της φτωχής Χαλιμά, από την φυλή των Μπανού Σαντ. Σε νεαρή ηλικία ταξίδεψε στη Συρία συνοδεύοντας για εμπορικούς σκοπούς τον θείο του, Αμπού Ταλίμπ. Σε ηλικία 25 ετών νυμφεύτηκε την πλούσια χήρα Χαντίτζα, η οποία εικάζεται πως τον είχε προσλάβει στην υπηρεσία της για να χειρίζεται τις εμπορικές υποθέσεις της. Εκείνη ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη (σε ηλικία περίπου 28 ετών) και ο γάμος τους υπήρξε ευτυχισμένος. Έζησε με την Χαντίτζα περίπου 25 χρόνια, αποκτώντας τέσσερις κόρες και αρκετούς γιους, οι οποίοι ωστόσο πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο διάστημα αυτό δεν παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, παρά το γεγονός πως η πολυγαμία ήταν επιτρεπτή και συνήθης. Τόσο η Χαντιτζά, που ανήκει στις αγίες κατά το Ισλάμ, όσο και η κόρη του Φάτιμα αντιμετωπίζονται με μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια.
Ανήσυχη θρησκευτική φύση ο Μωάμεθ, φιλοσοφούσε πάνω σε προβλήματα της ζωής, της κοινωνίας, της αδικίας, της τελικής παγκόσμιας κρίσης και συχνά αποζητούσε τη μοναξιά των πολλών σπηλαίων στα όρη κοντά στην πόλη του, όπου καθόταν βυθισμένος σε περισυλλογή. Στο σπήλαιο του Χίρα κοντά στη Μέκκα, ο Μωάμεθ, σε ηλικία περίπου 40 ετών (610 μ.Χ.) και κατά το μήνα του Ραμαντάν, οραματίστηκε τον Γαβριήλ στη μορφή ενός άνδρα, που τον βεβαίωσε ότι θα ήταν «ο απεσταλμένος του Θεού». Σύμφωνα με την παράδοση, μεσολάβησαν τρία χρόνια μεταξύ της πρώτης αποκάλυψης και του δημόσιου κηρύγματος του Μωάμεθ. Η Χαντιτζά ήταν η πρώτη που ασπάστηκε το μήνυμα του Μωάμεθ και τον πίστεψε ως προφήτη[20]. Μεταξύ των πρώτων υπήρξαν ακόμα ο φίλος του Αμπού Μπακρ, καθώς και ο εξάδελφός του, Αλί, πριν ο κύκλος των ακολούθων του μεγαλώσει περισσότερο περιλαμβάνοντας επίσης τον θείο του, Χαμζάζ, αλλά και γνωστές προσωπικότητες της Μέκκας. Παράλληλα, ο Μωάμεθ γνώρισε και σκληρή εναντίωση. Μέρος αυτής πήγαζε από την αντίληψη πως η νέα θρησκεία που κήρυττε την πίστη σε έναν Θεό και ήταν αντίθετη στην ειδωλολατρεία και τον πολυθεϊσμό θα έθετε σε κίνδυνο την προνομιούχο θέση της Κάαμπας, που ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο διαφορετικών φυλών και συνεπώς θα επηρέαζε τις εμπορικές δραστηριότητες που συνόδευαν τις μετακινήσεις πιστών στη Μέκκα. Κεντρικά θέματα στο πρώιμο κήρυγμά του ήταν η ηθική του ανθρώπου, η ευθύνη του απέναντι στο δημιουργό του, η τελική κρίση και η ανάσταση των νεκρών, με ζωντανές περιγραφές των απολαύσεων που θα ακολουθούσαν τους πιστούς στον παράδεισο και των μαρτυρίων όσων κατέληγαν στην κόλαση. Οι νέες θρησκευτικές ιδέες του σχετίζονται στο Κοράνιο με όλους τους «λαούς του Βιβλίου», στους οποίους ανήκουν ακόμα οι χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες.
Το 619, ο θάνατος της Χαντιτζά και του θείου του Αμπού Ταλίμπ επηρέασαν βαθιά τον Μωάμεθ, την ίδια εποχή που η προσπάθεια διάδοσης του μηνύματός του αποτύγχανε. Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής του έγιναν το «Νυχτερινό Ταξίδι» (Ισράα) του Μωάμεθ από τη Μέκκα στο τέμενος Αλ-Ακσά των Ιεροσολύμων πάνω σε φτερωτό άλογο (Μπουράκ) μέσα σε μια νύχτα, και η «Ανάληψη» (Μιιράτζ). Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωάμεθ ανέβηκε στους επτά ουρανούς, όπου τον καλωσόρισαν όλοι οι προφήτες του παρελθόντος, μεταξύ αυτών ο Ιησούς και ο Μωυσής. Επιπλέον, ο Θεός του αποκάλυψε την τελική μορφή και αριθμό των καθημερινών προσευχών, δίνοτας ακόμα μια σειρά από εντολές που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τις Δέκα εντολές του Μωυσή. Μετά από μία καθοριστική συνάντηση στην πόλη Αλ-Ακαμπάχ το 622, επισημοποιήθηκε συμφωνία με τους κατοίκους της Γιαθρίμπ ώστε ο Μωάμεθ και οι ακόλουθοί του να μετεγκατασταθούν στην πόλη, όπου θα απολάμβαναν προστασία. Τότε, ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στους πιστούς να εγκαταλείψουν τη Μέκκα διακριτικά, σε μικρές ομάδες. Ο ίδιος αναχώρησε για τη Γιαθρίμπ συνοδευόμενος από τον Αμπού Μπακρ. Η φυγή του Μωάμεθ, γνωστή ως Εγίρα ή Χιτζρά (Hijra) ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 622 και σηματοδοτεί την έναρξη του ισλαμικού ημερολογίου (έτος Εγίρας). Με την άφιξή του στη Γιαθρίμπ, η πόλη μετονομάστηκε «Μαντινάτ αλ Ναμπί», δηλαδή «πόλη του Προφήτη», ή Μεδίνα.
Όταν εγκαταστάθηκε τελικά στη Μεδίνα, διαμορφώθηκε εκεί η πρώτη ισλαμική κοινότητα, αποτελούμενη αρχικά από τους εξόριστους της Μέκκας και τους κατοίκους της Μεδίνας που ασπάστηκαν το Ισλάμ. Από τις αραβικές φυλές, ο Μωάμεθ συνάντησε εναντίωση μόνο από λίγες οικογένειες. Εν τέλει, ο Μωάμεθ κατέστη ο απόλυτος άρχων της κοινότητας, ως διοικητής, δικαστής, στρατιωτικός ηγέτης και προφήτης ταυτόχρονα. Για τους μουσουλμάνους, αυτή υπήρξε η πρώτη ιδανική ισλαμική κοινωνία, όπου η ενσωμάτωση των διαφόρων φυλών, οικονομικών και κοινωνικών ομάδων, βασιζόταν στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έξι μήνες μετά την άφιξη του Μωάμεθ στη Μεδίνα η κοινότητα αριθμούσε περίπου 1500 μέλη.
Το Μάρτιο του 624 πραγματοποιήθηκε μια από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορία του Ισλάμ. Όταν το καραβάνι του Αμπού Σουφιάν, αντίπαλου του Μωάμεθ, γύριζε φορτωμένο εμπορεύματα και χρήματα από τη Συρία, ο Μωάμεθ διέταξε να επιδράμουν εναντίον του, και στην περιοχή Μπαντρ της δυτικής Αραβίας (σημ. Σαουδική Αραβία) έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ Μουσουλμάνων και Κουραϊσιτών, η Μάχη του Μπαντρ.,. Αντιμέτωποι ήταν περίπου 1000 Κουραϊσίτες και περίπου 300 μουσουλμάνοι.. Αν και με τα σύγχρονα δεδομένα η νίκη στη μάχη αυτή φαίνεται μικρής σημασίας, αποτέλεσε σημαντικό στρατιωτικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία, καθώς θεωρείται αρκετά πιθανό πως σε περίπτωση ήττας η πρώιμη μουσουλμανική κοινότητα θα κατέρρεε. Μετά τη μάχη του Μπαντρ συνεχίστηκαν οι επιδρομές σε καραβάνια που προέρχονταν από τη Μέκκα, γεγονός που οδήγησε στην απόφαση των Κουραϊσιτών να λάβουν πιο δραστικά μέτρα. Το 624 με στρατό περίπου 3.000 ανδρών υπό τις οδηγίες του Αμπού Σουφιάν, κινήθηκαν προς τη Μεδίνα. Ο Μωάμεθ επέλεξε να μεταφέρει το στρατό του, αλλά στη Μάχη του όρους Ουχούντ, οι μουσουλμάνοι τελικά ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, με τέχνασμα όμως αποτράπηκε ο στρατός της Μέκκας από το να εισβάλλει στη Μεδίνα. Κατά το Νοέμβριο του 626, ήταν ήδη γνωστό πως ο Αμπού Σουφιάν ετοίμαζε μια μεγάλη στρατιωτική επιδρομή στη Μεδίνα. Σε αντίθεση με τη μάχη του Ουχούντ, οι μουσουλμάνοι δεν αντιμετώπισαν τον αντίπαλο στρατό σε ανοικτό πεδίο. Ο στρατός της Μέκκας έφτασε στη Μεδίνα το Μάρτιο του 627 και στρατοπέδευσε στα βόρεια της πόλης.. Καθώς η πολιορκία συνεχιζόταν, κατά τη λεγόμενη Μάχη της Τάφρου, η έλλειψη φαγητού και η κόπωση άρχισε να πλήττει το στρατό της Μέκκας. Μια ισχυρή κακοκαιρία που ξέσπασε προκαλώντας φθορές και απώλεια εξοπλισμού οδήγησε τελικά τον Αμπού Σουφιάν στην απόφαση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού και τη λήξη της πολιορκίας. Τελικά, το 630 και πριν ο Μωάμεθ κατακτήσει τη Μέκκα ο Αμπού Σουφυάν δήλωσε μουσουλμάνος, παραδεχόμενος τη μοναδικότητα του Θεού και την προφητική ιδιότητα του Μωάμεθ. Μετά από μία ακόμη Μάχη στη Χαϋμπάρ, ο Μωάμεθ πέτυχε την κατάκτηση της Μέκκας, όπου εισήλθε θριαμβευτικά και μετά από αυτό πέθανε σε ηλικία 61 ετών στις 8 Ιουνίου 632 μ.Χ. στη Μεδίνα.
Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ οι μουσουλμάνοι διχάστηκαν εξαιτίας του ζητήματος της διαδοχής του. Η βασική αντίρρηση προήλθε από όσους πίστευαν ότι χαλίφης μπορεί να γίνει μόνο κάποιος άνθρωπος που κατάγεται από την οικογένεια του προφήτη. Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης ονομάστηκαν Σιίτες, («σίατ Αλή» = «παράταξη του Αλή», ο οποίος ήταν εξάδελφος του Μωάμεθ και είχε νυμφευτεί την κόρη Φάτιμα). Οι υποστηρικτές της άλλης άποψης, που αναγνωρίζουν ως πρώτο διάδοχο του Προφήτη Μωάμεθ τον χαλίφη Αμπού Μπακρ, ονομάζονται Σουνίτες.
α. Αμπού Μπακρ (632-634)
Ο Αμπού Μπακρ (Αμπντουλλάχ ιμπν Αμπί Κουχάφα , Οκτώβριος 573 - 23 Αυγούστου 634, γνωστός στα βυζαντινά κείμενα ως Αβουβάχαρος και Αποκάπρης, προσωνύμιο που σημαίνει ο «πατέρας της καμήλας», επειδή αγαπούσε ιδιαίτερα τις καμήλες, και μάλιστα είχε αρκετές), ήταν Άραβας χαλίφης, σύντροφος (σαχάμπι) και πεθερός του προφήτη του Ισλάμ, Μωάμεθ. Μετά τον θάνατο του Προφήτη, κυβέρνησε το Πατριαρχικό Χαλιφάτο ως ο πρώτος μουσουλμάνος χαλίφης, από το 632 έως το 634 μ.Χ. Ως χαλίφης, διαχειρίστηκε επιτυχώς τις πολιτικές και διοικητικές εξουσίες που είχε προηγουμένως ασκήσει ο Μωάμεθ. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μέκκας, και από τη κυρίαρχη φυλή των Κουραϊσιτών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Οθμάν, και η μητέρα του Σάλμα. Ο Μπακρ νυμφεύτηκε τέσσερεις γυναίκες και έκανε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια, όλα τους πιστοί μουσουλμάνοι. Ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, το εμπόριο, και σύντομα απέκτησε δική του περιουσία. Συχνά συνόδευε και τα καραβάνια στα ταξίδια τους προς βορρά και νότο, βρίσκοντας ευκαιρία να διευρύνει τις γνώσεις του με τις συναναστροφές ανθρώπων άλλων χωρών.Η μουσουλμανική παράδοση τον περιγράφει θεοσεβούμενο, έντιμο, ελεήμονα, ειλικρινή, λιτοδίαιτο και εγκρατή ακόμα και πριν την μεταστροφή του στον ισλαμισμό. Ήταν γνωστή στη κοινωνία της Μέκκας η απέχθεια του για το αλκοόλ, ακόμα και πριν την απαγόρευση από το Ισλάμ. Στην επιστροφή του από ένα επιχειρηματικό ταξίδι στην Υεμένη, πληροφορήθηκε ότι κατά την απουσία του ο Μωάμεθ είχε διακηρύξει ανοιχτά την προφητική αποστολή του. Αμέσως, ο Αμπού Μπακρ προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και ήταν ο πρώτος ενήλικας αρσενικού γένους που έγινε μουσουλμάνος. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στον προσηλυτισμό πολλών ανθρώπων στην ισλαμική πίστη ενώ στις αρχές του 623 η κόρη του Αΐσά παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ισχυροποιώντας έτσι τους δεσμούς μεταξύ των δύο αντρών.
Ο Αμπού Μπακρ υπήρξε έμπιστος σύμβουλος και στενός φίλος του Μωάμεθ. Κατά τη διάρκεια της ζωής του Μωάμεθ, έλαβε μέρος σε αρκετές πολεμικές συγκρούσεις, όπως στη μάχη στις πλαγιές του όρους Ουχούντ, στη μάχη της Τάφρου, στη μάχη της Χαϋμπάρ, την κατάκτηση της Μέκκας, τη μάχη της Χουναΰν, την πολιορκία της Ταΐφ και τη μάχη του Ταμπούκ, όπου αναφέρεται ότι έδωσε όλο τον πλούτο του για την προετοιμασία της αποστολής. Η περίοδος χαλιφείας του Αμπού Μπακρ διάρκεσε για περίπου δύο χρόνια (27 μήνες), τελειώνοντας με τον θάνατό του από ασθένεια. Αν δεν ήταν μακρόχρονη, περιλάμβανε επιτυχείς εισβολές στις δύο πιο ισχυρές αυτοκρατορίες του καιρού εκείνου (Βυζαντινή Αυτοκρατορία και Αυτοκρατορία των Σασσανιδών), θέτοντας σε κίνηση και ακαταπόνητη αγωνιστικότητα έναν ολόκληρο κόσμο, κίνηση που θα οδηγούσε ύστερα από λίγες δεκαετίες στη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία.
Το πρώτο «Χατζ» του Ισλάμ, (θρησκευτικό προσκύνημα στη Μέκκα) πραγματοποιήθηκε εννέα χρόνια μετά την Εγίρα,(τη μετανάστευση των μουσουλμάνων από τη Μέκκα στη Μεδίνα) με τον Αμπού Μπακρ να ηγείται της συνοδείας των προσκυνητών μια που τα καθήκοντα του στη Μεδίνα δεν επέτρεπαν στο προφήτη να το κάνει. Μετά την αρρώστια του Μωάμεθ, ο Αμπού Μπακρ ήταν αυτός που επιλέχτηκε από τον Προφήτη, για να τον αντικαταστήσει στα καθήκοντά του, ως καθοδηγητής της κοινής προσευχής. Η πρώτη του απόφαση ήταν να συνεχίσει μια εκστρατεία εναντίον του Shaam (όπως ονόμαζαν οι Άραβες τότε, τις σημερινές περιοχές της Συρίας, της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης) με σκοπό να εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του, Ζαγίντ, που είχε σκοτωθεί από τους Βυζαντινούς στη μάχη του Μουτάχ. Η εκστρατεία ήταν νικηφόρα και σε 40 μέρες ο στρατός γύρισε στη Μεδίνα. Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Μωάμεθ, πολλές φυλές που είχαν ασπαστεί τον Ισλαμισμό λίγο ή πολύ με τη βία, αποστάτησαν, και επιτέθηκαν στη Μεδίνα, αλλά ύστερα από νυχτερινές αψιμαχίες και με τη ευφυή στρατιωτική καθοδήγηση του Αμπού Μπακρ, οι εισβολείς απωθήθηκαν από τη πόλη και κυνηγήθηκαν. Τότε προέκυψε το ζήτημα αν θα συνέχιζαν τη πολιτική και τη θέληση του Μωάμεθ, ή θα εγκατέλειπαν. Ο Αμπου Μπακρ αποφάσισε ότι θα συνέχιζε την επιθυμία του Μωάμεθ με οποιοδήποτε κόστος. Έτσι άρχισε να οργανώνει το στρατό του. Aυτή η κοσμοιστορική απόφαση του Αμπού Μπακρ διαμόρφωσε τον ρου της ιστορίας, αφού θεμελίωσε την αραβική εθνική και θρησκευτική ενότητα, και την εξώθησε στην κατακτητική της επέκταση. Αιχμή του δόρατος στη στρατιωτική προσπάθεια ήταν ο ιδιοφυής στρατηγός Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, (Khalid ibn al-Walled) ο επονομαζόμενος και «ρομφαία του Ισλάμ» που έδωσε αρκετές δύσκολες και πολύνεκρες μάχες μέχρι να ολοκληρώσει τη κατάκτηση της Αραβικής χερσονήσου.
Μετά ο Χαλίντ πήρε διαταγή από τον Αμπού Μπακρ να πάει στο Ιράκ που ήταν κομβικό σημείο των δρόμων που οδηγούσαν ανατολικά και δυτικά της Περσίας. Στη Μάχη της Χαφείρα όπου οι δυο στρατοί –Περσών και Αράβων συναντήθηκαν, οι Πέρσες νικήθηκαν κατά κράτος. Οι επόμενες τρεις μάχες – της Μαντχάαρ (Madhaar), της Γουαλάγια(Walajahh) και της Ουλάις (Ulays), άνοιξαν το δρόμο για την Περσία και συγκεκριμένα για τη Χίρα (Al-Heera), η οποία κατακτήθηκε χωρίς μάχη αφού οι υπερασπιστές της, την παρέδωσαν τρομοκρατημένοι, από την είδηση του θανάτου του Πέρση βασιλιά Αρντασίρ. Η πόλη της Ανμπάαρ (Anbaar) ήταν ο επόμενος στόχος, στη δυτική πλευρά της όχθης του Ευφράτη, μια ευημερούσα από το εμπόριο πόλη, όπου συναντιόνταν τα καραβάνια από την Παλαιστίνη και τη Συρία. Ακολούθησε η πόλη Αϊν Ατ-Ταμρ (‘Ayn At-Tamr), μια μεγάλη οχυρωμένη πόλη περικυκλωμένη από φοινικιές, φρουρούμενη από περσικές και αραβοχριστιανικές φρουρές, που παραδόθηκε μετά από μεγάλη μάχη. Στην επόμενη Μάχη του Φιραάντ, οι ενωμένες δυνάμεις των Αραβοχριστιανών, των Βυζαντινών και των Περσών συναντήθηκαν με τους Άραβες του Χαλίντ δίπλα στον Ευφράτη και ηττήθηκαν επίσης. Δίπλα στον ποταμό Γιαρμούκ έγινε η μάχη που έδωσε τέλος στη βυζαντινή κυριαρχία στη περιοχή. Τη πρώτη μέρα της μάχης ήρθε και η είδηση του θανάτου του Αμπού Μπακρ και της εκλογής του Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ ως επόμενου χαλίφη. Ο Αμπού Μπακρ ήταν τότε 63 χρονών και ήταν χαλίφης για δυο χρόνια και τρεις μήνες. Θάφτηκε μαζί με τον προφήτη, στο δωμάτιο της Αϊσά.
β. Ομάρ (634-644)
O Ομάρ (Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ ή Ουμάρ Α΄ ή Ούμαρος κατά τον βυζαντινό χρονικογράφο Θεοφάνη Ομολογητή, 586 - 7 Νοεμβρίου 644) υπήρξε ένας από τους πιο ισχυρούς και σημαίνοντες μουσουλμάνους χαλίφηδες. Ήταν "σαχάμπι" (σύντροφος) του Προφήτη Μωάμεθ. Διαδέχθηκε τον χαλίφη Αμπού Μπακρ (632-634) ως δεύτερος κατά σειρά χαλίφης του Πατριαρχικού Χαλιφάτου στις 23 Αυγούστου 634. Ήταν ειδικός στη νομολογία του Ισλάμ και περισσότερο γνωστός για την ευσεβή και δίκαιη φύση του χαρακτήρος του, που του έδωσε τον τίτλο Αλ-Φαρούκ (αυτός που διακρίνει ανάμεσα στο σωστό και το λάθος). Γεννήθηκε μεταξύ του 586 και του 590 και ανήκε στην ελίτ της φυλής των Κουραϊσιτών. Εκλεκτό μέλος, αντιπροσώπευε τη φυλή σε ‘’διπλωματικές αποστολές’’ που γίνονταν με άλλες φυλές για να διαπραγματευθεί εξ ονόματος των Κουραϊσιτών. Ήταν ο 40ος άνθρωπος που ακολούθησε τον προφήτη. Ήταν από τους πρώτους που μετανάστευσαν στην Μεδίνα, ακολουθούμενος από 20 μέλη της οικογένειάς του. Μοιράστηκε και αυτός τη μοίρα του Μωάμεθ και των μουσουλμάνων στη μάχη του Μπαντρ, της πλαγιάς Ουχούντ, τη μάχη της Τάφρου, τη συμφωνία με τους Κουραϊσίτες και την θριαμβευτική είσοδο στη Μέκκα.
Μετά το θάνατο του Μωάμεθ, ο Ομάρ συμφώνησε και παρότρυνε και άλλους να συμφωνήσουν μαζί του, ότι ο καταλληλότερος να οριστεί διάδοχος του Προφήτη ήταν ο Αμπού Μπακρ και χωρίς ίχνος φθόνου, τον στήριξε τα δυο χρόνια που κράτησε η χαλιφεία του. Ο Αμπού Μπακρ πεθαίνοντας όρισε τον Ομάρ διάδοχό του. Δεκατρία χρόνια μετά την Εγίρα ο Ομάρ έγινε ο δεύτερος χαλίφης και του δόθηκε ο τίτλος «ηγέτης των πιστών» (Amir al Mu’mineen), ένας τίτλος που συνόδευε την εξουσία όλων των χαλιφών από αυτόν και μετά.
Το 639 αποφάσισε τη μεταρρύθμιση του μουσουλμανικού ημερολογίου, θέτοντας το έτος 623 - το έτος της Εγίρας- ως πρώτο έτος χρονολόγησης, της «καινούριας» ζωής των Μουσουλμάνων και όρισε τον Μουχαρράμ σαν τον πρώτο μήνα του έτους. Το ντιράμ έγινε το πρώτο νόμισμα της ενιαίας Αραβίας. Το 642 συζήτησε με το συμβούλιό του την καταγραφή όλων των διοικητικών πράξεων της Βυζαντινής γραφειοκρατίας, και αποφάσισε την εφαρμογή της και στο δικό του κράτους. Έτσι άρχισαν κατ’αρχήν να εγγράφονται σε καταλόγους (Divans) όλες οι οικονομικές συναλλαγές και μετά άρχισε να τηρείται αρχείο των στρατιωτών και των στρατολογήσεων. Μετά, άρχισαν να καταγράφονται όλοι οι πολίτες της Μεδίνας και των γύρω περιοχών ανά οικογένεια. Ο σκοπός αυτής της καταγραφής ήταν να δοθούν οι επιδοτήσεις των 5000 ντιράμ το χρόνο,-από τα λάφυρα των πολέμων -σε όλους τους Μουσουλμάνους πολίτες που είχαν ακολουθήσει τον Προφήτη από τη μάχη του Μπαντρ και μετά. Με το ίδιο επίσης ποσό, επιδότησε και τους Μουσουλμάνους των άλλων φυλών και των άλλων περιοχών της Αραβίας. Έδωσε επίδομα βοήθειας, 100 ντιράμ για κάθε βρέφος που γεννιόταν, ενώ το επίδομα γινόταν 200 ντιράμ το χρόνο όταν το παιδί μεγάλωνε..Φρόντισε για τη τύχη των φτωχών, των ορφανών και των άπορων, μοιράζοντας τους το φόρο ελεημοσύνης (zakat), που πλήρωναν όλοι οι μουσουλμάνοι, και έχτισε αποθήκες με τρόφιμα σε κάθε πόλη, από όπου οι φτωχοί μπορούσαν να πάρουν δωρεάν ότι είχαν ανάγκη. Επιδότησε με σημαντικό ποσό όλους τους μουσουλμάνους που έφυγαν από την Αραβία για να εποικίσουν τις καινούριες μουσουλμανικές πόλεις που δημιουργήθηκαν. Επίσης, δημιουργήθηκε δημόσιο θησαυροφυλάκιο που εμπλουτιζόταν από τους φόρους υποτέλειας, τα λάφυρα, τους διάφορους φόρους του εμπορίου, και τα λύτρα για την απελευθέρωση κρατουμένων.
Χώρισε την κατακτημένη γη σε επαρχίες: στη περιοχή της Κούφας, της Βασόρας, της Αραβικής χερσόνησου, της Συρίας, της Αιγύπτου και της Μοσούλης. Διόρισε διοικητές και τους υποχρέωνε σε συχνές αναφορές ώστε να έχει πάντα πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Εφάρμοσε τη διοικητική δομή που υπήρχε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τα ικανά στελέχη της προηγούμενης γραφειοκρατικής τάξης για να βοηθήσουν στη στερέωση της καινούριας διοικητικής και γραφειοκρατικής τάξης. Διόρισε δικαστές (Qadis) για να επιλύουν τα προβλήματα σύμφωνα με το δίκαιο του Κορανίου. Οι δικαστές υπήρχαν σε κάθε πόλη, σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα καλοπληρωμένοι, άτομα υψηλής μόρφωσης και υψηλής κοινωνικής εκτίμησης. Επίσης οργάνωσε τα στρατεύματα με πιο επαγγελματικό τρόπο αντιγράφοντας και εδώ με επιτυχία τις δοκιμασμένες στρατιωτικές δομές και της Βυζαντινής αλλά και της Περσικής αυτοκρατορίας. Καθιέρωσε επαγγελματίες στρατιωτικούς που μισθοδοτούνταν και αυτοί πλουσιοπάροχα από το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Δημιούργησε ένα πολύ καλά οργανωμένο σώμα «κατασκόπων», διασπαρμένο σε όλες τις περιοχές που ενδιέφεραν τους Άραβες, όχι μόνο για τους εχθρούς αλλά και για τους φίλους, και τους δικούς του αξιωματικούς. Κυβερνούσε το στράτευμα –αν και από μακριά- με σιδερένια πυγμή και ήθελε να είναι πάντα ενήμερος για όλες τις κινήσεις των στρατιωτικών του. Αντάλλασσε συνεχώς μηνύματα με τους στρατηγούς του και τους υπαγόρευε τις επόμενες κινήσεις, τις επόμενες πόλεις που έπρεπε να κατακτηθούν, ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έπρεπε να γίνει. Δημιούργησε αστυνομικές υπηρεσίες, φυλακές, εγκατέστησε στρατιωτικά φυλάκια σε κρίσιμα σημεία. Οργάνωσε και «υπουργείο οικονομικών», που καταχώρισε τους ιδιοκτήτες γης, και τους φορολόγησε με διάφορους έγγειους φόρους (Κharatj). Έχτισε ξενοδοχεία και σταθμούς καραβανιών στην Αραβία, άνοιξε αρδευτικά κανάλια, δημιούργησε σχολεία για αγόρια και κορίτσια επιβάλλοντας τη μισθοδότηση των δασκάλων από τους διδασκόμενους, ενίσχυσε το εμπόριο καλώντας και ξένους εμπόρους να εμπορευτούν στη χώρα του, εγκατέστησε τελωνεία και διόδια, καθιέρωσε μέτρα και σταθμά καθώς και αγορανομικούς ελέγχους, και προσπάθησε να περιορίσει τα μονοπώλια.
Η πρώτη εντολή του Ομάρ ήταν η κατάκτηση της Δαμασκού. Οι τρεις ικανοί στρατηγοί του, ο Αμπού Ουμπάιντα ιμπν αλ-Τζάρραχ, ο Αμρ ιμν Αλ-Ας και ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, βρέθηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης, την οποία και πολιόρκησαν για 70 μέρες. Η πόλη τελικά έπεσε τον Σεπτέμβρη του 634. Η επόμενη μεγάλη μάχη ήταν αυτή που δόθηκε στη Fahl, «η μάχη της λάσπης» όπως την ονόμασαν οι Άραβες τον Γενάρη του 635. Η νίκη αυτή άνοιξε τις πύλες της κατάκτησης ολόκληρης της Ιορδανίας. Στα υψίπεδα του Γκολάν στη Συρία, στις όχθες του ποταμού Γιαρμούκ δόθηκε η ομώνυμη μάχη, που κράτησε 6 ολόκληρες μέρες, τον Αύγουστο του 636. Και οι δυο πλευρές έδωσαν τις καλύτερες δυνάμεις τους, σε μια μάχη που ο νικητής της, θα τα έπαιρνε όλα. Νίκησαν οι Άραβες. Η Βυζαντινή κυριαρχία στη Συρία έληξε για πάντα, ο Ηράκλειος γύρισε στη Κωνσταντινούπολη, αποδεχόμενος την ήττα του. Στη συνε΄χεια κατακτήθηκε η Ιερουσαλήμ μετά από τετράμηνη πολιορκία. Ο Ομάρ επισκέφθηκε την πόλη επέστρεψε στη Μεδίνα. Ο στρατός του Αμπού Ομπάιντα και του Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, τράβηξαν για το Χαλέπι, που παραδόθηκε ύστερα από 4μηνη πολιορκία, τον Οκτώβρη του 637, αφού μάταια οι κάτοικοί της περίμεναν τη βοήθεια του Ηράκλειου, που δεν μπορούσε πια να προσφέρει τίποτα. Μετά ο αραβικός στρατός του Αμπού Ομπέιντα έστριψε δυτικά και βάδισε για την Αντιόχεια, η οποία στις 30 του Οκτώβρη του 637 άνοιξε τις πύλες της, στους Άραβες.
Ο Ουμάρ διόρισε τον Αλ-Μουθάννα αρχιστράτηγο των αραβικών στρατευμάτων με σκοπό να ολοκληρώσει τη κατάκτηση του Ιράκ που είχε αρχίσει ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ. Μετά την πρώτη τους ήττα στη Μάχη της Γέφυρας, τον Οκτώβρη του 634, οι Μουσουλμάνοι πήραν το αίμα τους πίσω, νικώντας στη Μάχη του Αλ-Μπουέιμπ, ενός παραπόταμου του Ευφράτη. Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν για δεύτερη φορά στη περιοχή της Αλ-Καντισίγια, κοντά στη Χίρα, για να δώσουν τη πιο πολύνεκρη, σκληρή αλλά και σημαντικότερη μάχη για την κατάκτηση της Περσίας. Οι Άραβες νίκησαν και το Μάρτη του 637, έφτασαν στην Κτησιφώντα, την πρωτεύουσα της Περσικής αυτοκρατορίας που μόλις λίγο πριν είχε εγκαταλείψει ο Πέρσης βασιλιάς, Ιστοδέρδης Γ (Γιαζνταγκίρντ). Μετά καταλήφθηκαν το Τακρίτ και η Μοσούλη και από εκεί κατευθύνθηκαν για τη κατάκτηση της Κιργισίας. Το 638 οι Μουσουλμάνοι εγκαταστάθηκαν στη Βασόρα. Το 641 δόθηκε ακόμα μια σημαντική μάχη στη Ναβαχάντ, μια πόλη κοντά στο Χαμαντάν, την οποία κέρδισαν και πάλι οι Άραβες, διώχνοντας τα περσικά στρατεύματα ακόμα πιο ανατολικά και προχώρησαν στη κατάκτηση και του Ισπαχάν. Έτσι, κυνηγώντας τον Γιαζνταγκίρντ, όλο και πιο βαθιά στην Περσία, συμπλήρωναν τις κατακτήσεις τους, μέχρι που ο φυγάδας βασιλιάς πέρασε τα περσικά εδάφη και κατέφυγε στο Τουρκεστάν. Όταν ο Ομάρ επισκέφτηκε την Παλαιστίνη για δεύτερη φορά μετά την πανώλη του 639, για να ανακατατάξει τους στρατηγούς και να διευθετήσει στρατιωτικά και διοικητικά ζητήματα ο Αμρ ιμπν Αλ-Ας του ζήτησε την άδεια να επιτεθεί και να κατακτήσει την Αίγυπτο. Βάδισε κατά του Πηλούσιου (το σημερινό Πορτ Σάιντ) το οποίο και κατέκτησε στις 20 Γενάρη του 640. Σην Ηλιούπολη, δόθηκε η περίφημη νικηφόρα για τους Άραβες μάχη τον Ιούλη του 640 (15.000 μουσουλμάνοι εναντίον 20.000 Βυζαντινών). Ο τελευταίος στόχος ήταν η Αλεξάνδρεια. Η πόλη παραδόθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 641.
Ο Ομάρ πέθανε στη Μεδίνα μαχαιρωμένος από ένα Πέρση αιχμάλωτο στις 7 Νοεμβρίου του 644. Στα χρόνια του η Ισλαμική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε σε πρωτόγνωρο βαθμό διαφεντεύοντας ολόκληρη την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών Περσών και περισσότερα από τα δύο τρίτα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι επιθέσεις του εναντίον της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών κατέληξαν στην κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας σε λιγότερο από δύο χρόνια.
γ. Οσμάν (644-656)
Ο Οσμάν (Οθμάν ιμπν Αφφάν 577 - 656) ήταν ένας από τους συντρόφους του προφήτη Μωάμεθ. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρώιμη ιστορία του Ισλάμ όντας ο τρίτος στη σειρά χαλίφης (644-656) του Πατριαρχικού Χαλιφάτου. Γεννήθηκε το 577, μέλος της εκλεκτής ανάμεσα στους Κουραϊσίτες, πατριάς των Ομεϋάδων (Ουμαγιάδων), και ήταν ένας επιτυχημένος και εύπορος έμπορος. Προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ μέσω του φίλου του, Αμπού Μπακρ, σε ηλικία 34 ετών. Οι μουσουλμανικές παραδόσεις τον παρουσιάζουν ως άνθρωπο ειλικρινή, ήπιο, γενναιόδωρο, φιλικό, και σεμνό Ήτανε επίσης μορφωμένος (ήξερε να διαβάζει και να γράφει), βαθύτατα ευσεβής, γνώριζε όλο το Κοράνι από μνήμης, προσευχόταν ώρες ολόκληρες τη νύχτα, νήστευε μέρα παρά μέρα και δεν παρέλειπε ποτέ το ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα. Ιδιαίτερα πλούσιος, βοηθούσε συχνά τους άπορους συμπολίτες του.Παρόλα τα πλούτη του ζούσε απλά και λιτά, όπως και όλοι οι σύντροφοι του Μωάμεθ. Νυμφεύτηκε 8 γυναίκες και έκανε 8 γιούς και 8 κόρες. Ανάμεσά τους δύο από τις κόρες του Μωάμεθ, τη Ρουκαγιά (Ruqayyh) και μετά το θάνατο εκείνης, την Ουμ Καλθούμ. Γι’ αυτό και πήρε και το προσωνύμιο «Ο Άνθρωπος των Δύο Φώτων». Μετά τη δολοφονία του Ομάρ ο Οθμάν υπερίσχυσε και ανακηρύχτηκε, το 644, σε ηλικία 67 ετών. Συνολικά βασίλεψε 12 χρόνια. Τον σκότωσαν Άραβες εξεγερμένοι, μπαίνοντας στο σπίτι του στη Μεδίνα την Παρασκευή 17 Ιουνίου του 656.
Στο ξεκίνημά του η μοίρα όλων των οπαδών του Μωάμεθ εκείνα τα πρώτα χρόνια έγινε και δική του. Γνώρισε τις αποδοκιμασίες και τους χλευασμούς των Κουραϊσιτών και έφυγε μαζί με άλλους για την Αβησσυνία. Παρέμειναν στη Μέκκα, μέχρι τη δεύτερη μετανάστευση στη Μεδίνα. Εξαιτίας του όμορφου γραφικού χαρακτήρα του, έγινε γραμματέας του Προφήτη και ήταν αυτός που έγραφε τις Αποκαλύψεις του Θεού προς τον Μωάμεθ. Ο Οθμάν ήταν σπουδαίος ερμηνευτής του Κορανίου, και το ήξερε όλο από μνήμης. Εξαιτίας του πλούτου του, ήταν μεγάλος ευεργέτης της νέας κοινωνίας των μουσουλμάνων. Η εκλογή του στη θέση του Χαλίφη έγινε μετά από αντιπαράθεση δύο μεγάλωνξ οικογνειών, των Χαμασιτών και των Ομεϋάδων.
Ο Οθμάν εισέπραξε όλα τα καλά της οικονομικής πολιτικής του Ομάρ αλλά κυρίως της στρατιωτικής του πολιτικής, αφού η επέκταση του ισλαμικού κράτους, κάνοντας φόρου υποτελείς τόσους λαού, αύξησε τα πλούτη και την ευμάρεια των μουσουλμάνων. Χάρισε με απλοχεριά, τη γη που εγκατέλειπαν οι κατακτημένοι, σε μουσουλμάνους με σκοπό να καλλιεργηθεί και έτσι αύξησε και τα έσοδα του κράτους, από τη πληρωμή του φόρου επί της παραγωγικότητας. Τα έσοδα πενταπλασιάστηκαν, αλλά έτσι δημιούργησε μεγαλογαιοκτήμονες κυρίως από τη πατριά του, τους Ουμαγιάδες, δημιουργώντας έναν επιπλέον λόγο δυσαρεσκειών απέναντί του. Χρησιμοποίησε τα λεφτά του δημόσιου θησαυροφυλάκιου για να φτιάξει ναυτικό, να κατασκευάσει τεμένη του Αλλάχ σε πολλές πόλεις, να φιλοξενήσει δωρεάν τους προσκυνητές της Μέκκας κατά τη περίοδο του χατζ, στην διάνοιξη πολλών πηγαδιών. Τα λάφυρα των πολέμων ήταν τόσο πολλά ώστε χτίστηκαν αποθήκες στη Μεδίνα για να τα φυλάξουν. Η κυριότερη προσφορά του Ουθμάν όμως ήταν η διάσωση και η διατήρηση της Κορανικής θρησκείας.
Το 652 περιοχές της Περσίας, κατακτημένες την εποχή του Ομάρ, επαναστάτησαν όταν έμαθαν το θάνατό του.. Οι κατακτήσεις συμπληρώθηκαν φτάνοντας μέχρι τη Χεράτ, τη Καμπούλ και τη Γάζνα, οι οποίες τα επόμενα χρόνια, ήταν εστίες συνεχών εξεγέρσεων. Το 652, δολοφονήθηκε, ο Πέρσης βασιλιάς Γιαζιγκέρτ, που εξουδετερωμένος ούτως ή άλλως ζούσε στο Τουρκεστάν. Το 653 οι Άραβες πολέμησαν εναντίον ορδών Τούρκων και Χαζάρων, στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν, που επαναστάτησαν και με πολύ κόπο και αιματοχυσία τους κατέβαλαν. Την ίδια περίοδο ο στρατιωτικός διοικητής της Συρίας, και μεθεπόμενος χαλίφης Μωαβίας Α', το 645, έστειλε στρατεύματα στην Αρμενία να πολεμήσουν τους Βυζαντινούς. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κώνστας Β’, διάδοχος του Ηρακλείου, έστειλε 80.000 στρατό να υπερασπιστούν τις κτήσεις του στην Αρμενία. Σύντομα όμως οι Άραβες νίκησαν τους Βυζαντινούς και κατέκτησαν ολόκληρη την περιοχή. Επίσης κατέκτησαν και κάποιες περιοχές στη Μικρά Ασία. Το 647 ο κυβερνήτης της Αιγύπτου Αμπνταλλάχ ιμπν Σαάμπ, βάδισε κατά της Τρίπολης της σημερινής Λιβύης και προχώρησε μέχρι τη Βάρκα αλλά και την ίδια την Καρχηδόνα, που έγινε φόρου υποτελής. Ολοκληρώθηκε επίσης η κατάκτηση της Νουβίας και έκτοτε η χώρα άνοιξε για το μουσουλμανικό εμπόριο και πολλοί Νούβιοι ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό. Το 652 οι Βυζαντινοί με στόλο 500 πλοίων, πού σύμφωνα με τον χρονικογράφο Θεοφάνη, καθοδηγούσε ο ίδιος ο αυτοκράτορας ο Κώνστας Β’, συγκρούστηκαν με τον αραβικό στόλο των 200 πλοίων στον θαλάσσιο χώρο της Φοινίκης στη Λυκία (στη σημερινή νότια Τουρκία). Η ναυμαχία ήταν σκληρή, ο βυζαντινός στόλος καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά και ο αραβικός υπέστη βαρύτατες απώλειες. Την κατάκτηση της Κύπρου οργάνωσε Μωαβίας που με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να πάρει την έγκριση του Ουθμάν.
Όταν τέλειωσαν οι κατακτήσεις, οι Βεδουίνοι άρχισαν να αναρωτιούνται που ήταν η γη που τους είχαν υποσχεθεί. Οι φήμες έλεγαν ότι ο Οθμάν την είχε χαρίσει στους συγγενείς του. Πολλοί επιτήδειοι βρέθηκαν που άρχισαν να ξεσηκώνουν τους Άραβες. Μικρές εξεγέρσεις άρχισαν να γίνονται και όλες αυτές κορυφώνονταν ζητώντας την έκπτωση του κυρίου υπευθύνου, του Χαλίφη. Οι διαδηλώσεις, οι διαμαρτυρίες, οι εξεγέρσεις πλήθαιναν. Ακόμα και μέσα στη Μεδίνα, ο Οθμάν και το περιβάλλον του γίνονταν δεκτοί με αποστροφή. Οι στασιαστές ξεσηκώθηκαν και αμέσως πολιόρκησαν το σπίτι του. Σύντομα περικυκλώθηκε από τους εισβολείς και έπειτα από πολλές σπαθιές έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Ήταν 82 χρόνων. Στα χρόνια τουη αυτοκρατορία επεκτάθηκε μέχρι τη Φαρς (επαρχία του σημερινού Ιράν), και το Χορασάν (τμήμα του σημερινού Αφγανιστάν) ενώ προστέθηκε στις κατακτήσεις και η Αρμενία, η Κύπρος, και η Ρόδος. Οι κατακτήσεις τους στη Βόρεια Αφρική επεκτάθηκαν μέχρι την Καρχηδόνα, που αφαίρεσαν από τα βυζαντινά εδάφη. Στις 23 Ιουνίου του 656, εκλέχτηκε χαλίφης ο Αλής.
δ. Αλής (656-661)
Ο Αλής (Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, 17 Μαρτίου 599 - 27 Ιανουαρίου 661) ήταν, για τους Σουνίτες, ο τέταρτος και τελευταίος από τους Χαλίφες «Ρασιντούν» («ορθά καθοδηγούμενους»), ενώ για τους Σιίτες, ήταν ο πρώτος Ιμάμης, ανιψιός του προφήτη Μωάμεθ, που κυβέρνησε μόνο για 4 χρόνια, από το 656 έως το 661 όταν δολοφονήθηκε. Ήταν το δεύτερο άτομο, μετά τη γυναίκα του Προφήτη Χατιτζά, που δέχτηκε την προφητική ιδιότητα του Μωάμεθ, και στάθηκε όλη τη ζωή του, πιστός στον Προφήτη και και στα διδάγματά του. Νυμφεύτηκε τη κόρη του Μωάμεθ Φάτιμα, και έκανε μαζί της δυο γιούς και δυο κόρες. Συνολικά, απέκτησε γύρω στα 35 παιδιά, αφού εκτός από τις 10 συνολικά γυναίκες που είχε συζύγους, έκανε παιδιά και με 18 ακόμα σκλάβες. Ο Αλής συμπαραστάθηκε στον Μωάμεθ σε όλες τις στιγμές της ζωής του, διακινδυνεύοντας μάλιστα τη ζωή του, για τη ζωή του Προφήτη. Το ίδιο έγινε και όταν στη Μεδίνα πλέον, ο Προφήτης έβαζε τα θεμέλια του καινούριου μουσουλμανικού κράτους. Πήρε μέρος σε όλες τις μάχες που έδωσε ο Μωάμεθ μέχρι να υποτάξει τους Κουραϊσίτες και να κατακτήσει τη Μέκκα. Έγινε εκλεκτό μέλος του άτυπου συμβουλίου διακυβέρνησης του Αμπού Μπακρ αλλά και του Ουμάρ, ο οποίος τον χρησιμοποίησε στη θέση του δικαστή, εξαιτίας της ευγενικής φύσης του αλλά και της πλήρους γνώσης του Κορανίου και των νόμων που απορρέουν από αυτό. Ο Αλί αποδέχτηκε την εκλογή του Οθμάν μετά τη δολοφονία του οποίου επικράτησε αναρχία για μερικές μέρες στη Μεδίνα.
Στις 23 Ιουνίου του 656, ο Αλής εκλέχτηκε χαλίφης, κυρίως από την πίεση που άσκησαν οι Αιγύπτιοι στον πληθυσμό. Η πρώτη απαίτηση των ανθρώπων της Μεδίνας ήταν να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι του Οθμάν. Ο Άλι το υποσχέθηκε αλλά δεν έκανε τίποτα προς αυτή τη κατεύθυνση. Το δεύτερο έργο ήταν να αντικαταστήσει τους κυβερνήτες των επαρχιών που προκάλεσαν αρκετές δυσαρέσκειες επί χαλιφείας του Οθμάν. Αντικαταστάθηκαν οι κυβερνήτες της Αιγύπτου, της Κούφας, της Βασόρας και της Υεμένης και ο κυβερνήτης της Συρίας Μωαβίας. Ο Μωαβίας όμως και οι άρχοντες της Συρίας, στη συντριπτική πλειοψηφία Ομαγιάδες αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν χαλίφη. Ο Αλί αποφάσισε ότι έπρεπε να διεκδικήσει την αναγνώριση από τους Άραβες της Συρίας ακόμα και με τα όπλα και ετοίμασε στρατό γι’ αυτόν το σκοπό.Όμως η αντίδραση της Αϊσά, της τελευταίας γυναίκας του Προφήτη και αδελφής του Οσμάν, τον πρόλαβε. Η Αϊσά διαφώνησε με την εκλογή, και έμεινε στη Μέκκα αρνούμενη και αυτή να αναγνωρίσει το νέο χαλίφη. Εκεί κατέφυγαν έπειτα από 4 μήνες μετά τη δολοφονία του Οθμάν και οι σύντροφοί του Προφήτη, Αζ-Ζουμπαϊρ και Ταλάτ με το πρόσχημα του προσκυνήματος, αποχωρώντας διακριτικά από τη Μεδίνα, διαφωνώντας με την απόφαση του Αλή να αντιμετωπίσει τον Μωαβία με τα όπλα. Σε λίγο διάστημα οι δυο πόλεις είχαν χωριστεί. Η Μέκκα με τους Ουμαγιάδες και την Αϊσά και η Μεδίνα με τον Αλή και τους ανσάρ. Η Αϊσά και οι σύντροφοί της έφτασαν στη Βασόρα, τη πολιόρκησαν και τη κατέλαβαν τη νύχτα της 19ης Οκτωβρίου του 656. Βρήκαν τους εμπλεκόμενους στη δολοφονία του Οθμάν και τους σκότωσαν όλους, Εκεί έγινε η πρώτη μουσουλμανική εμφύλια σύρραξη που πήρε το όνομά «η μάχη της καμήλας», από τη καμήλα στην οποία καθόταν η Αϊσά και διεύθυνε τους στρατιώτες της. Ο Αλής τελικά νίκησε, διόρισε τον ανιψιό τον Αμπνταλλάχ ιμπν αλ Αμπάς κυβερνήτη της πόλης και επέστρεψε στη Κούφα. Η Αϊσά διατάχτηκε να επιστρέψει και να παραμείνει στη Μέκκα.
Τον Ιανουάριο του 657 ο Αλής μπήκε στην Κούφα και την ονόμασε πρωτεύουσα του χαλιφάτου του. Το καλοκαίρι του 657 συγκρούστηκε με τον Μωαβία στην περιοχή του Σιφφίν δίπλα στον Ευφράτη. Κανένας δεν φαινόταν ικανός να νικήσει και συμφωνήθηκε να οριστεί διαιτησία για να λύσει το ζήτημα. Αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Οι αντιπρόσωποι του Μωαβία με αρχηγό τον διάσημο στρατηγό Αμπρ ιμπν αλ-Ας επέστρεψαν στη Συρία και ανακήρυξαν χαλίφη τον διοικητή της Συρίας ενώ οι αντιπρόσωποι του Αλή ξαναγύρισαν στη Κούφα, φλογερότεροι υπέρ του Αλή, παρά ποτέ. Ο Αλής ετοίμασε τα στρατεύματά του για να εισβάλλει στη Συρία αλλά οι στρατιώτες του άρχισαν να αδειάζουν το στρατόπεδο και να επιστρέφουν στα σπίτια τους. Έτσι η εκστρατεία για τη Συρία έληξε άδοξα, τον Απρίλη, του 658. Οι Βυζαντινοί, εκμεταλλευόμενοι την εμφύλια σύρραξη, εισέβαλλαν ξανά στα βόρεια σύνορα της Συρίας. Ο Μωαβίας αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης μαζί τους, και να τους πληρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό για να εξασφαλίσει την αναβολή των εχθροπραξιών. Ο Μωαβίας, το 660, για να λήξει η διένεξη, πρότεινε να κρατήσει τις ανατολικές περιοχές ο Άλι (Ιράκ) και τις δυτικές ο Μωαβίας (Συρία), κάτι που τελικά έγινε δεκτό. Όμως, τον ίδιο χρόνο, ο Μωαβίας ανακηρύχτηκε χαλίφης, στην Ιερουσαλήμ. Ο Αλής δολοφονήθηκε όταν έβγαινε έξω από το σπίτι του για να πάει στο τζαμί για την εσπερινή προσευχή. Μετά το θάνατο του Αλή οι μουσουλμάνοι του Ιράκ ανακήρυξαν χαλίφη το γιο του, Χασάν ιμπν Αλί, ο οποίος ήρθε σε συμφωνία με τον Μωαβία, και τον αναγνώρισε μοναδικό χαλίφη.
α. Μωαβίας Α΄ (661-680)
Ο Μωαβίας Α' (εξελληνισμένη απόδοση του Μαουίγια ιμπν Αμπί Σουφυάν, 602 - 6 Μαΐου 680), ήταν ο πρώτος χαλίφης της δυναστείας των Ομεϋάδων ή Ομαγιάδων. Διακρίθηκε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έγινε στρατηγός του αραβικού στρατού, κατακτητής και κυβερνήτης της επαρχίας της Συρίας, ο πρώτος ναύαρχος των Αράβων και τέλος χαλίφης και ιδρυτής της δυναστείας που είχε την εξουσία μέχρι το 750 μ.Χ. Μητέρα του ήταν η Χιντ μπιντ Ούτμπα, φανατική εχθρός του Μωάμεθ. Ο πατέρας του, ο Αμπού Σουφυάν ήταν ξάδερφος του Προφήτη καθώς και θετός αδελφός του, καθώς και οι δυο ανατράφηκαν στην έρημο από την ίδια γυναίκα, τη Χαλιμά, με διαφορά μερικών ετών, αλλά η πορεία του Μωάμεθ, τους έκανε να ψυχρανθούν και στο τέλος να γίνουν εχθροί. Όταν το καραβάνι του Αμπού Σουφυάν γύριζε φορτωμένο εμπορεύματα και χρήματα από τη Συρία, ο Μωάμεθ διέταξε να επιδράμουν εναντίον του, και στην περιοχή αυτή έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ Μουσουλμάνων και Κουραϊσιτών, η Μάχη του Μπαντρ. Στην επόμενη μάχη που δόθηκε ο Αμπού Σουφυάν ως αρχηγός του στρατού των Κουραϊσιτών, οι γιοί του και η γυναίκα του η Χιντ βρέθηκαν στο πεδίο της Μάχης στο Ουχούντ, και αργότερα και στην ανεπιτυχή πολιορκία της Μεδίνας κατά τη λεγόμενη Μάχη της Τάφρου. Τελικά, το 630 και πριν ο Μωάμεθ κατακτήσει τη Μέκκα ο Αμπού Σουφυάν δήλωσε μουσουλμάνος, παραδεχόμενος δηλαδή τη μοναδικότητα του Θεού και την προφητική ιδιότητα του Μωάμεθ.
Ο Μωαβίας έγινε γαμπρός του προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος νυμφεύτηκε την αδερφή του, Ουμ Χαμπίμπαχ μπιν Σουφυάν, και όσο ζούσε ο προφήτης υπήρξε γραμματέας του (κατέγραφε τις «αποκαλύψεις» του Θεού). Στα χρόνια του Αμπού Μπακρ συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Συρο –Παλαιστίνης, υπό την αρχηγία του μεγαλύτερου αδερφού του, Γιαζίντ ιμπν Αμπού Σουφυάν, στρατηγού του Αμπού Μπακρ. Μετά το θάνατο του αδερφού του Γιαζίντ από τη πανώλη του 640,ο Μωαβίας διορίστηκε κυβερνήτης της Δαμασκού, από τον Ομάρ. Όταν ο Οθμάν έγινε χαλίφης, ο Μωαβίας αναγνωρίστηκε και επίσημα κυβερνήτης της Συρίας το 645 καθώς και της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας από τον συγγενή του, που πολλές κατηγορήθηκε για ευνοιοκρατία. Επηρεασμένος από τον Βυζαντινό πολιτισμό της περιοχής, υιοθέτησε αρκετά στοιχεία του στο ντύσιμο, στις συνήθειές του και στο σπίτι του, κάτι που ήρθε σε έντονη αντίθεση με το σπαρτιάτικο στυλ ζωής των υπόλοιπων Αράβων. Ζούσε στο παλάτι που χτίστηκε ειδικά για αυτόν, το Κασρ αλ Χάντρα, το οποίο το περιστοίχισε φρουρούς και το γέμισε με σκλάβους και σκλάβες. Χρησιμοποίησε πολλούς χριστιανούς σε ανώτερα κυβερνητικά αξιώματα, όπως φοροεισπράκτορες, γραμματείς και γιατρούς.
Μετά τη δολοφονία του Οθμάν, η θέση του Μωαβία ισχυροποιήθηκε. Οι Κουραϊσίτες και οι υποστηρικτές τους, του ανέθεσαν να εκδικηθεί το θάνατο του συγγενή του χαλίφη αναλαμβάνοντας την εξουσία μετά τον Οθμάν. Όταν ο Αλής, ανακήρυξε τον εαυτό του χαλίφη, και ζήτησε τη δήλωση υποταγής του Μωαβία σε αυτόν, ο Μωαβίας αρνήθηκε να το κάνει. Ο Άλι ετοίμασε στρατό για να εισβάλλει στη Συρία και να αναγκάσει με τη δύναμη των όπλων, τον Μωαβία να υποταχθεί. Οι δυο στρατοί τελικά συναντήθηκαν στο Σιφφίν, δίπλα στο ποταμό Ευφράτη αλλά κανείς δεν κατάφερε να νικήσει τον άλλο. Τελικά υπήρχε ένας άτυπος συμβιβασμός αφού στον Μωαβία κατοχυρώθηκε η Συρία, η Αίγυπτος και το δυτικό κομμμάτι της σημερινής Σαουδικής Αραβίας ενώ στον Άλι το Ιράκ και το ανατολικό κομμάτι της Σαουδικής Αραβίας. .Μόλις ο Μωαβίας έμαθε για το δολοφονία του Αλή, υιοθέτησε τον χαλιφικό τίτλο του ‘’Αρχηγού των Πιστών’’ και ζήτησε και πήρε όρκο υποταγής από τους Άραβες της Συρίας. Α. Ο γιος του Αλή Χασάν το 663 δήλωσε υποταγή στον Μωαβία. Το 664 τελικά, ο Μωαβίας αναγνωρίστηκε χαλίφης από όλους τους Άραβες. Διαχειρίστηκε την εξουσία συνολικά 40 χρόνια, από τα οποία τα 20 τελευταία ως χαλίφης.
Το 647 εμφανίστηκε και πάλι ο βυζαντινός στρατός στην Μικρά Ασία. Οι Άραβες νίκησαν και έδιωξαν τον βυζαντινό στρατό και μάλιστα κατάφεραν να φτάσουν στην Αρμενία μέχρι το Ταμπαριστάν και ένωσαν αυτά τα εδάφη, με αυτά των ομοφύλων τους που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά- τη δυτική-της Κασπίας θάλασσας. Ένα σώμα στρατού, κατευθύνθηκε βόρεια, έφτασε μέχρι την Τιφλίδα και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί έγιναν για πολύ καιρό εχθροπραξίες με τους Βυζαντινούς αλλά οι Άραβες του Μωαβία με τη συνδρομή και του νεότευκτου στόλου τους, απώθησαν τους Βυζαντινούς μέχρι το Βόσπορο. Το 648 πρωτοεισέβαλλε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη πόλη της Σαλαμίνας, το 649 λεηλάτησε τα νησιά της Ρόδου και της Κω και το 650 κατέλαβε το συριακό νησί της Αράδου. Ο Μωαβίας μάλιστα έφτασε μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 674 όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς να την κατακτήσει (Β Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης 674-678, 1η από τους Άραβες). Επιστρέφοντας πέρασε από το Αμόριο, και κατέστρεψε πολλές στρατιωτικές βάσεις των Βυζαντινών. Το 678 υπέγραψε με τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ', 30ετή ανακωχή. Στην Αφρική, οι Βέρβεροι στασίαζαν συχνά και το 663 οι Άραβες ανέλαβαν εκστρατεία εναντίον τους. To 672 ο στρατηγός του Αμρ, Οκμπα, ίδρυσε τη πόλη Καϊρουάν στα νότια της Τυνησίας, και την έκανε πρωτεύουσα της βόρειας Αφρικής. Κατά τα πρώτα χρόνια της χαλιφείας του η Χεράτ και η Καμπούλ στασίασαν καθώς και η Γάζνα, η Μπαλκ, η Κανταχάρ και άλλες. Καταπολέμησε αποφασιστικά τις εξεγέρσεις και μάλιστα ένας από τους ανιψιούς του, γιος του Ζιγιάντ, το 676 πέρασε τον Ωξο ποταμό και κατέκτησε τη Μπουχάρα. Το 678 ένας από τους γιούς του χαλίφη Οθμάν ιμπν Αφφάν απώθησε τις ορδές των Τούρκων που άρχισαν να εμφανίζονται στη περιοχή και κατέκτησε τη Σαμαρκάνδη.
Στη καινούρια του πρωτεύουσα, τη Δαμασκό έχτισε πολλά τζαμιά, δημόσια οικήματα και το πρώτο ανάκτορο των χαλιφών. Επίσης, δημιούργησε την κληρονομική μοναρχία - για πρώτη φορά στην αραβική αυτοκρατορία - φροντίζοντας να ορίσει διάδοχό του, το γιό του Γιαζίντ Α' και να ζητήσει από τους αξιωματούχους του, να δηλώσουν από πριν την υποταγή τους στον μελλοντικό μονάρχη. Επί της χαλιφείας του και με τη δική του επιμονή, δημιουργήθηκε ο πρώτος αραβικός στόλος και αυτός ανακηρύχθηκε ο πρώτος διοικητής του. Πέθανε το 680 και στο θρόνο ανέβηκε ο πρωτότοκος γιος του, Γιαζίντ Α'.
β. Γιαζίντ Α΄ (680-683)
Ο Γιαζίντ Α (Γιαζίντ Α' ιμπν Μαουίγια ιμπν Αμπού Σουφυάν, Yazīd ibn Mu‘āwiya ibn Abī Sufyān, 20 Ιουλίου 647 - 14 Νοέμβρη 683) ήταν γιος και διάδοχος του πρώτου χαλίφη της Δυναστείας των Ομεϋάδων Μωαβία Α' και κυβέρνησε από το 680 μέχρι το 683. Ο Γιαζίντ συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των οπαδών του Αλή, που τώρα τους διοικούσε ο δευτερότοκος γιος του Αλή, Χουσεϊν ιμπν Άλι. Οι μουσουλμάνοι του Ιράκ, με την ευκαιρία του θανάτου του Μωαβία, ανακήρυξαν τον Χουσεϊνσε χαλίφη, και τον κάλεσαν να διοικήσει το χαλιφάτο από τη καινούρια πρωτεύουσά του, τη Κούφα. Ο Χουσεϊν έφυγε από τη Μέκκα με την οικογένειά του και 70 ακόμα συγγενείς του για να πάει στην Κούφα. Σαράντα χιλιόμετρα έξω από τη πόλη, συνάντησε ένα απόσπασμα του Γιαζίντ, υπό την αρχηγία του στρατηγού του Ομπντάλλαχ.Στη μάχη που έγινε σκοτώθηκαν όλοι, ένας προς έναν και έτσι ο Γιαζίντ στερέωσε την ολιγόχρονη κυριαρχία του. Ο Γιαζίντ πέθανε πρόωρα το 683, σε ηλικία 36 χρονών, πέφτοντας από το άλογό του, αλλά το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Μωαβίας Β'.
γ. Μωαβίας Β΄ (683-684)
Ο Μωαβίας Β (Mu'āwiya ibn Yazīd, 28 Μαρτίου 661 – Φεβρουάριος 684) ήταν χαλίφης της Δυναστείας των Ομεϋάδων επί τέσσερις μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του Γιαζίντ Α. Οι μουσουλμάνοι αρχικά τον αντιμετώπισαν με αδιαφορία, αλλά, όταν ανακοίνωσε τη λήξη του πολέμου στους Αγίους Τόπους της Μέκκας και της Μεδίνας, η ευαρέσκεια για το πρόσωπό του ήταν καθολική, παρά τις προσπάθειες κάποιων να επαναλάβουν τις εχθροπραξίες στη Μέκκα. Ως χαλίφης ο Μωαβίας Β περιγράφεται ως άνθρωπος καλής θέλησης αλλά πιθανώς αδύνατου χαρακτήρα και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πολιτικά ζητήματα. Με νόμο προστάτευσε τα δικαιώματα των γυναικών και απαγόρευσε την ποινή του θανάτου. Παραιτήθηκε από την εξουσία υπό την πίεση των εναντίον του αντιδράσεων και πέθανε λίγο αργότερα άτεκνος σε ηλικία 23ετών..
δ.Μαρβάν Α΄ (684-685)
Ο Μαρβάν Α (Marwan ibn al-Hakam ibn Abu al-'As ibn Umayyah, 623 – 7 Μαΐου 685) ήταν ο 4ος χαλίφης τηε Δυναστείας των Ομεϋάδων, εξάδελφος του Οσμάν, που ανέλαβε την εξουσία μετά την παραίτηση του Μωαβία Β το 684. Με την άνοδό του στο θρόνο σημειώθηκε μετάθεση της δυναστειακής γραμμής των Ομεϋάδων από τους απογόνους του Αμπού Σουφιάν (γνωστούς ως Σουφιανίδες) στους απογόνους του Χακάμ (γνωστούς ως Μαρβανίδες). Και οι δύο κλάδοι ήταν απόγονοι του Ομεϋά Ιμπν Αφφάν (Umayya ibn Affan) στον οποίο οφείλεται το όνομα Ομεϋάδες. Κατά τη «Μάχη της Καμήλας» της Αϊσά εναντίον του Αλή, ο Μαρβάν εκδικούμενος τον θάνατο του χαλίφη Οσμάν σκότωσε τον στρατηγό του, με συνέπεια να καθαιρεθεί από το αξίωμά του από τον Αλή. Επανατοποθετήθηκε από τον Μωαβία Α και κατά τη διάρκεια των ταραχών εναντίον του Γιαζίντ Α πήγε στη Δαμασκό, όπου εκλέχτηκε χαλίφης όταν παραιτήθηκε ο Μωαβίας Β. Η σύντομη βασιλεία του σημαδεύτηκε από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Αράβων της Συρίας, καθώς και από πόλεμο εναντίον του Αμπτουλάχ Ιμπν Ζουμπαΐρ, που είχε τον έλεγχο του Ιράκ, της Αιγύπτου και μέρους της Συρίας. Ο Μαρβάν επικράτησε στη Συρία και την Αίγυπτο, μετά τη Μάχη της Μαρζ Ραχίτ, αλλά δεν μπόρεσε να εξουδετερώσει πλήρως τον Αμπτουλάχ.
ε.Αλ Μαλίκ (685-705)
Ο Αλ Μαλίκ (Abd al-Malik ibn Marwan, 646 – 8 Οκτωβρίου 705), γος του προηγούμενου χαλίφη Μαρβάν, ήταν ο 5ος χαλίφης της Δυναστείας των Ομεϋάδων, γεννημένος στη Μεδίνα, μορφωμένος και ικανός κυβερνήτης, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Με την άνοδό του στο θρόνο ο Αλ Μαλίκ επιδίωξε να αποκαταστήσει τον έλεγχο σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας του, που ταρασσόταν από εξεγέρσεις των Χαριζιτών (οπαδών του πρώην χαλίφη Αλή), των Σιιτών και των οπαδών του αντιχαλίφη Αμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ Ζουμπαΐρ. Εναντίον του τελευταίου έστειλε τον ικανότερο στρατηγό του Αλ Χαζάζ Μπιν Γιουσέφ, ο οποίος μετά από δύο αρχικές αποτυχίες πολιόρκησε επί 7 μήνες τη Μέκκα, με τελικό αποτέλεσμα τον θάνατο του Αλ Ζουμπαϊρ και πολλών οπαδών του το 692. Στη συνέχεια μέχρι το 697 ο Αλ Χαζάζ εξουδετέρωσε οριστικά τις αντιδράσεις των Χαριζιτών. Ο Αλ Χαζάζ κατέπνιξε επίσης εξεγέρσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν από το 699 μέχρι το 704. Στη βορεοδυτική Αφρική ο στρατηγός Ζουχαΐρ Ιμπν Καΐς νίκησε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Τιβέριο Γ στη Μάχη της Καρχηδόνας, καταλύοντας την βυζαντινή κυριαρχία στην Αφρική. Το 692 ο Αλ Μαλίκ επανέλαβε χωρίς επιτυχία κάποιες πολεμικές επιχειρήσεις στη Μ.Ασία.
Στον διοικητικό τομέα οι μεταρυθμίσεις του Αλ Μαλίκ ήταν σημαντικές. Καθιέρωσε στην αραβική ως επίσημη γλώσσα σε όλη την έκταση του κράτους του. Για πρώτη φορά καθιερώθηκε ένα ενιαίο νόμισμα για τον Μουσουλμανικό κόσμο, γεγονός που οδήγησε σε πόλεμο με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία υπό τον Ιουστινιανό Β. Οι Βυζαντινοί οδηγούμενοι από τον στρατηγό Λεόντιο ηττήθηκαν στη Μάχη της Σεβαστουπόλεως της Μ.Ασίας το 692 και μετά από αυτό η χρήση του Μουσουλμανικού νομίσματος ενισχύθηκε. Επέκτεινε και αναδιοργάνωσε τις ταχυδρομικές υπηρεσίες της χώρας και επισκεύασε τις ζημιές του ιερού κύβου της Κάαμπα στη Μέκκα. Το 692 κατασκεύασε τον Θόλο του Βράχου, μουσουλμανικό ιερό στην Ιερουσαλήμ, από τα παλαιότερα δείγματα ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του όλα τα σημαντικά κείμενα μεταφράστηκαν στα αραβικά. Αρκετές μεταρυθμίσεις έγιναν επίσης στον τομέα της γεωργίας και του εμπορίου. Ο Αλ Μαλίκ πέθανε ειρηνικά το 705 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Βαλίντ Α.
στ.Αλ Βαλίντ (705-715)
Ο Αλ Βαλίντ (Al-Walid ibn Abd al-Malik 668 – 23 Φεβρουαρίου 715), γιος του Αλ Μαλίκ, ήταν χαλίφης της Δυναστείας των Ομεϋάδων από το 705 μέχρι το 715.Στα χρόνια το χαλιφάτο γνώρισε τη μέγιστη ισχύ και εδαφική επέκταση της ιστορίας του, μετά από επιτυχείς εκστρατείες στην Ισπανία και εναντίον των Βυζαντινών. Συνέχισε την επεκτατική πολιτική του πατέρα του περνώντας τα στενά του Γιβραλτάρ και εισβάλλοντας στην Ιβηρική Χερσόνησο το 711, την οποία κατέκτησε μέχρι το 716 υποτάσσοντας τους Βησιγότθους. Στην ανατολή οι Ισλαμικές στρατιές με επικεφαλής και πάλι τον στρατηγό Αλ Χαζάζ έφτασαν μέχρι τον Ινδό ποταμό. Άλλοι στρατηγοί του, όπως ο αδελφός του Μασλαμάς, εκστράτευσαν εναντίον του Βυζαντίου και του Αζερμπαϊτζάν. Μεγάλη πρόοδος σημειώθηκε και στην οικοδομική δραστηριότητα με την κατασκευή μνημειωδών αρχιτεκτονικών έργων (όπως το τέμενος Αλ Ακσά και η βασιλική του Άγιου Ιωάννη του Βαπτιστή, που θεωρείται προφήτης και του Ισλάμ) και την διάνοιξη δρόμων, ορεινών διαβάσεων και πηγαδιών. Στην αυλή του καλλιεργήθηκαν παράλληλα οι τέχνες και τα γράμματα, οδηγώντας σε μια αξιοσημείωτη ακμή του αραβικού πολιτισμού. Για να αποφύγει τον κίνδυνο αποαραβοποίησης του Ισλαμικού ποολιτισμού, εξαιτίας της συνεχιζόμενης πλήθυνσης των μη αραβικών μουσουλμανικών λαών, ο Αλ Βαλίντ καθιέρωσε την αραβική ως την μοναδική επίσημη γλώσσα του κράτους.
ζ.Σουλεϊμάν (715-717)
Ο Σουλεϊμάν (Sulayman Αl-Malik 674 – 22 Σεπτεμβρίου 717), νεότερος αδελφός του προηγούμενου χαλίφη Αλ Βαλίντ και γιος του Αλ Μαλίκ, ήταν ο 7ος χαλίφης της Δυναστείας των Ομεϋάδων (715-717). Διετέλεσε κυβερνήτης της Παλαιστίνης. Με την άνοδό του στον θρόνο διέταξε την εξόντωση του στρατηγού Αλ Χαζάζ, που υποστήριξε τον ανταγωνιστή του Γιαζίντ, γιο του Αλ Βαλίντ. Εξουδετερώθηκε επίσης η εξέγερση ενός άλλου αντιπάλου του, του στρατηγού διοικητή του Χουρασάν Κιουταϊμπάχ που θανατώθηκε από τους στρατιώτες του. Το 717-718 ο αδελφός του στρατηγός Μασλαμάς πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη (3η Πολιορκία της Κων/λης, 2η από τους Άραβες). Το 717 ο Σουλεϊμάν πέθανε ορίζοντας διάδοχό του τον Ομάρ Β, ένα από τους πιο ικανούς, συνετούς και ευσεβείς ανθρώπους της εποχής του, παραβιάζοντας έτσι τον κανόνα της κληρονομικής διαδοχής.
η.Ομάρ Β (717-720)
Ο Ομάρ Β (Umar ibn Abd al-Aziz 682 – 31 Ιανουαρίου 720), εξάδελφος του προηγούμενου χαλίφη Σουλεϊμάν, γιος του αδελφού του Αλ Μαλίκ Αλ Αζίζ, και δισέγγονος από τη γραμμή της μητέρας του του 2ου χαλίφη Ομάρ Α, ήταν ο 8ος χαλίφης της Δυναστείας των Ομεϋάδων (717 – 720). Στα χρόνια του Αλ Βαλίντ Α διετέλεσε κυβερνήτης της Μεδίνας, έχοντας νυμφευθεί την κόρη του χαλίφη Αλ Μαλίκ Φατιμά, αλλά καθαιρέθηκε από τη θέση του, μετά από πίεση του στρατηγού Αλ Χαζάζ. Όταν ανέλαβε την εξουσία, μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν, συγκέντρωσε γύρω του ένα κύκλο λογίων και ενθάρρυνε την εκπαίδευση. Έλαβε μέτρα εναντίον της οινοποσίας, της δημοσίας γυμνότητας και φρόντισε για την ηθική ανόρθωση του πληθυσμού. Υλοποίησε πολλά δημόσια έργα στην Περσία, το Χοραζάν και την Β.Αφρική, με διάνοιξη διαύλων, δρόμων και ξενοδοχείων για τους ταξιδιώτες. Απαγόρευσε την μη αμειβόμενη εργασία και την διπλοαπασχόληση των δημόσιων λειτουργών, τους οποίους υποχρέωσε να εξετάζουν προσεκτικά τα παράπονα των πολιτών. Απέκρουσε εισβολή των Τούρκων στο Αζερμπαϊστάν. Το 718 ανακάλεσε τον στρατό που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη από το 717. Μείωσε τους φόρους για τους Μουσουλμάνους, απολύοντας καταπιεστικούς κυβερνήτες, τακτική που προκάλεσε περιορισμό των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά, σε συνδυασμό με αποτελεσματικότερη δικαιοσύνη, επέτρεψε την ανάπτυξη της οικονομίας. Η εισδοχή μη αραβικού πληθυσμού στον Ισλαμικό κόσμο έκανε εμφανή στα χρόνια του τη μετάθεση του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας από τη Μεδίνα και τη Δαμασκό στην Περσία και την Αίγυπτο. Οι φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις του προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια της αριστοκρατίας των Ομεϋάδων, που δωροδόκησαν ένα υπηρέτη που, το 720, δολοφόνησε τον Ομάρ Β. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Γιαζίντ Β.
θ.Γιαζίντ Β (720-724)
Ο Γιαζίντ Β (Yazid ibn Abd al-Malik, 687 – 26 Ιανουαρίου 724), εξάδελφος του προηγούμενου χαλίφη Ομάρ Β και γιος του χαλίφη Αλ Μαλίκ, ήταν ο 9ος Ομεϋάδης χαλίφης της Δαμασκού (720-724). Ανέλαβε την εξουσία μετά από σύγκρουση με τους ανταγωνιστές του Χαριζίτες, την οποία ακολούθησε εξέγερση στο Ιράκ που καταπνίχτηκε από τον στρατηγό Μασλαμά. Στη συνέχεια ξέσπασαν πολυάριθμοι εμφύλιοι πόλεμοι σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα στην Ιβηρική χερσόνησο, στη βόρεια Αφρική και στην ανατολή. Εξέδωσε ένα εικονοκλαστικό διάταγμα για τους χριστιανούς του κράτους του, αλλά πέθανε λίγο αργότερα από φυματίωση. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Χισάμ.
ι. Χισάμ (724-743)
Ο Χισάμ (Hisham ibn Abd al-Malik 691 – 6 Φεβουαρίου 743), αδελφός του προηγούμενου χαλίφη Γιαζίντ Β, γιος και αυτός του χαλίφη Αλ Μαλίκ, ήταν ο 10ος Ομεϋάδης χαλίφης της Δαμασκού. Βρέθηκε αντιμέτωπος με αρκετά προβλήματα, αλλά τα επίλυσε αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια της 19ετούς βασιλείας του, εξασφαλίζοντας την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Ο τρόπος ζωής του ήταν απλός, λιτός και τίμιος. Επανέφερε σε ισχύ τις μεταρρυθμίσεις του Ομάρ Β και, όπως ο αδελφός του Αλ Βαλίντ Α υποστήριξε την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. Προώθησε την παιδεία ιδρύοντας πολλά σχολεία και έδωσε εντολή για μετάφραση στην αραβική των σημαντικότερων επιστημονικών και λογοτεχνικών ελληνορωμαϊκών κειμένων, επιτυγχάνοντας την μεταλαμπάδευση του ελληνικού πολιτισμού στον αραβικό κόσμο.
Στο πολεμικό πεδίο είχε μερικές αποτυχίες στον Καύκασο απέναντι στους Χαζάρους και στην Υπερωξιανή (Σογδιανή, σημερινό Ουζμπεκιστάν) απέναντι σε Τουρκικές φυλές. Οι εισβολές σε Βυζαντινά εδάφη συνεχίστηκαν με επικεφαλής και πάλι τον ετεροθαλή αδελφό του Χισάμ στρατηγό Μασλαμά, αλλά και τον γιο του Χισάμ Μωαβία (731-737). Άλλος γιος του Χισάμ, ο Σουλεϊμάν, επανέλαβε τις εισβολές το 741-742 επωφελοιύμενος από τη διένεξη του Κωνσταντίνου Ε Κοπρώνυμου με τον σφετεριστή Αρτάβασδο. Στη βόρεια Αφρική καταπνίγηκε με δυσκολία εξέγερση των Βερβέρων το 741-742 και αποκαταστάθηκε η κυριαρχία των Ομεϋάδων. Στην Ισπανία ο Άραβας διοικητής Αβδουραχμάν (Abd ar Rahman ibn Abdallah) εισέβαλε στη Γαλλία με πολυπληθή στρατό και πολιόρκησε την πόλη Μπορντώ, τελικά όμως αποκρούστηκε από τον μεγάλο αυλάρχη των Φράγκων Κάρολο Μαρτέλο το 732 στη Μάχη του Πουατιέ. Στο εσωτερικό μέτωπο, παρά τις επιτυχίες του Χισάμ, η αντίπαλη οικογένεια των Αββασιδών άρχισε να αποκτά σημαντική δύναμη, ιδιαίτερα στο Χουρασάν και στο Ιράκ, χωρίς να είναι ακόμη σε θέση να απειλήσει σοβαρά την κυριαρχία των Ομεϋάδων. Ο Χισάμ πέθανε από διφθερίτιδα σε ηλικία 52 ετών. Τον διαδέχτηκε ο ανεψιός του Αλ Βαλίντ Β.
ια. Αλ Βαλίντ Β (743-744)
Ο Αλ Βαλίντ Β (Walid ibn Yazid 706 – 17 Απριλίου 744), ανεψιός του Χισάμ, ήταν ο 11ος Ομεϋάδης χαλίφης της Δαμασκού (743-744). Πριν αναλάβει εξουσία ήταν γνωστός για την οινοποσία και την άσωτη ζωή του. Ήταν επίσης λάτρης της ποίησης και ποιητής ο ίδιος, ενώ του άρεσαν πολύ και οι ιπποδρομίες. Ως χαλίφης έλαβε μέτρα για τους ανάπηρους και τους τυφλούς, αυξάνοντας την επιχορήγησή τους. Φυλάκισε τον Σουλεϊμάν, γιο του Χισάμ προκαλώντας αντιδράσεις, από μία ομάδα αριστοκρατών που σχεδίασαν την δολοφονία του. Πολλοί οπλισμένοι άνδρες εισήλθαν στη Δαμασκό και πολιόρκησαν ένα φρούριο έξω από την πόλη, όπου βρισκόταν ο χαλίφης, ο οποίος αντιστάθηκε γενναία, αλλά τελικά σκοτώθηκε από τις δυνάμεις του Σουλεϊμάν, γιου του Χισάμ. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Γιαζίντ Γ.
ιβ. Γιαζίντ Γ (744)
Ο Γιαζίντ Γ (Yazid ibn al-Walid ibn 'Abd al-Malik 701 – 25 Σεπτεμβρίου 744), γιος μιας Περσίδας πριγκίπισσας που είχε δοθεί ως παλλακίδα στον χαλίφη Αλ Βαλίντ Α, ήταν ο 12ος Ομεϋάδης χαλίφης της Δαμασκού, που βασίλεψε για 6 μήνες. Ήταν ένας από αυτούς που καθαίρεσαν με πραξικόπημα τον προηγούμενο χαλίφη .Αλ Βαλίντ Β, φυλακίζοντας ταυτόχρονα τους γιους του, που είχαν οριστεί διάδοχοί του. Υποσχέθηκε συνετή και φειδωλή διαχείριση και μείωσε τις επιχορηγήσεις των στρατιωτικών κατά 10%, προκαλώντας αντιδράσεις. Πέθανε από εγκεφαλικό όγκο σε ηλικία 43 ετών και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Ιμπραήμ.
ιγ. Ιμπραήμ (744)
Ο Ιμπραήμ (Ibrahim ibn Al-Walid, ;;;– 25 Ιανουαρίου 750), γιος του χαλίφη Αλ Βαλίντ Α (705-715) ήταν ο 13ος Ομεϋάδης χαλίφης της Δαμασκού, για λίγους μήνες το 744, πριν παραιτηθεί και δραπετεύσει για να αποφύγει τους πολιτικούς αντιπάλους του. Η ανάρρησή του στο θρόνο συνάντησε την αντίδραση του Ομεϋάδη Μαρβάν Β, που είχε εναντιωθεί και στον προκάτοχό του Γιαζίντ Γ. Όπως πολλά μέλη της οικογένειας των Ομεϋάδων ο Ιμπραήμ εκτελέστηκε από τους Αββασίδες το 750.
ιδ. Μαρβάν Β (744-750)
Ο Μαρβάν Β (Marwan ibn Muhammad ibn Marwan688 – 6 Αυγούστου 750) ήταν ο 14ος και τελευταίος Ομεϋάδης χαλίφης της Δαμασκού (744-750). Διετέλεσε κυβερνήτης της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, όταν χαλίφης ήταν ο Χισάμ. Εναντιώθηκε στην εκθρόνιση του συγγενούς του Αλ Βαλίντ Β, επιθυμώντας την σταθεροποίηση της Δυναστείας των Ομεϋάδων. Με τον θάνατο όμως του Γιαζίντ Γ οι φιλοδοξίες του αναζωπυρώθηκαν και ο Μαρβάν Β έγινε χαλίφης, παρακάμπτοντας τον Ιμπραήμ. Όρισε τους δύο γιους του διαδόχους του, αλλά το γενικότερο αίσθημα ήταν εναντίον των Ομεϋάδων, καθώς η οικογένεια των Αββασιδών αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη επιρροή, ιδιαίτερα στο Ιράν και Ιράκ. Αρχικά εξουδετέρωσε ορισμένες αντιδράσεις των Χαριζιτών στη Μοσούλη. Επικρατούσε όμως ήδη ένα πνεύμα μεσσιανικής προσδοκίας για την άνοδο των Αββασιδών. Οι διαμάχες συνεχίστηκαν στο Χουρασάν. Ο Μαρβάν Β υπέστη αποφασιστική ήττα στη Μάχη του Ζαμπ, όπου, πολεμώντας εναντίον του Αββασίδη Αλ Σαφάχ (Abu al-'Abbas al-Saffah) σκοτώθηκαν 300 μέλη της οικογένειας των Ομεϋάδων. Ο Μαρβάν διέφυγε στην Αίγυπτο, όπου συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 6 Αυγούστου 750. Ο θάνατός του σηματοδότησε το τέλος της Δυναστείας των Ομεϋάδων στη Δαμασκό, αφού όλα τα μέλη της οικογένειας εκτελέστηκαν από τους Αββασίδες, εκτός από τον χαρισματικό πρίγκηπα Αμπντ Αρ Ραχμάν (Abd ar-Rahman), που διέφυγε στην Ισπανία, όπου ίδρυσε στην Ανδαλουσία ιδιαίτερη δυναστεία των Ομεϋάδων, δυτικά του εμιράτου της Κόρδοβας.
a. Αλ Σαφάχ (750-754)
Ο Αλ Σαφάχ (Abu al-`Abbās `al-Saffaḥ 721 – 9 Ιουνίου 754, το όνομα στα αραβικά σημαίνει «γενναιόδωρος») ήταν ο 1ος χαλίφης της Δυναστείας των Αββασιδών στη Βαγδάτη. Ήταν αρχηγός ενός κλάδου της οικογένειας Χασίμ της περίφημης φυλής Κουρέις (Quraysh), η οποία έφτασε τη γραμμή της μέχρι τον Χασίμ, προπάππο του Μωάμεθ, μέσω του Αββάς, ενός θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο προέκυψε η ονομασία «Αββασίδες». Η έμμεση σχέση της οικογένειας με τον Μωάμεθ δικαιολογεί σε κάποιο βαθμό την αξίωσή του Αλ Σαφάχ για τον τίτλο του χαλίφη. Στα χρόνια του Ομεϋάδη χαλίφη Χισάμ η αποσταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης προκάλεσε αποτυχημένη εξέγερση των Σιιτών στο νότιο Ιράκ. Τότε ο Αλ Σαφάχ άρχισε τη δική του εξέγερση στο Χουρασάν (μια περιοχή που περιλάμβανε μέρη του σημερινού ανατολικού Ιράν, του Τουρκμενιστάν, του Ουζμπεκιστάνκ και του βόρειου Αφγανιστάν). Τον Οκτώβριο του 749 ο επαναστατικός στρατός του Αλ Σαφάχ εισήλθε στην Κούφα, ένα σημαντικό μουσουλμανικό κέντρο στο νότιο Ιράκ, και ο Αλ Σαφάχ ανακηρύχθηκε χαλίφης. Τον Φεβρουάριο του 750 νίκησε τον τελευταίο Ομεϋάδη χαλίφη Μαρβάν Β στη Μάχη του Ζαμπ, βόρεια της Βαγδάτης και έθεσε τέλος στη Δυναστεία των Ομεϋάδων της Δαμασκού. Νέα πρωτεύουσα έγινε η Κούφα και το Ιράκ έγινε το κέντρο της αραβικής αυτοκρατορίας για πολλούς αιώνες. Η τετραετής βασιλεία του χαρακτηρίζεται από προσπάθειες αναδόμησης του χαλιφάτου, στο οποίο Εβραίοι, Νεστοριανοί, Χριστιανοί και Πέρσες αντιμετωπίστηκαν με μετριοπάθεια και αντιπροσωπεύονταν στη διοίκης του κράτους σε όλη τη διάρκεια της δυναστείας των Αββασιδών. Η παιδεία ενθαρύνθηκε και ο στρατός αναμορφώθηκε περιλαμβάνοντας και στρατιωτικούς από μη αραβικούς πληθυσμούς. Ο Αλ Σαφάχ πέθανε από ευλογιά, μόλις 4 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, σε ηλικία 33 ετών. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Αλ Μανσούρ.
β. Αλ Μανσούρ (754-775)
Ο Αλ Μανσούρ (Abu Ja'far Abdallah ibn Muhammad al-Mansur 714 – 775), αδελφός του προηγούμενου χαλίφη Αλ Σαφάχ, ήταν ο 2ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης (754-755). Κύριο ενδιαφέρον του ήταν η σταθεροποίηση και η ενότητα του βασιλείου του, στόχος που τον οδήγησε στην εξουδετέρωση των ανταγωνιστών του, ακόμη και με δολοφονίες. Στα χρόνια του η Ισλαμική λογοτεχνία και παιδεία άρχισαν να αναπτύσσονται, ενσωματώνοντας και αξιοποιώντας και την Περσική ευρυμάθεια. Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η μεταστροφή πολλών μη αραβικών πληθυσμών στον Ισλαμισμό, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από 8% σε 15%. Πέθανε σε ηλικία 61 ετών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Μέκκα για προσκύνημα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Μαχντί.
γ. Αλ Μαχντί (755-785)
Ο Αλ Μαχντί (Abu Abdallah Muhammad ibn Abdallah al-Mansur 745 – 785), όνομα ποιυ σημαίνει «καθοδηγούμενος από τον θεό», γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μανσούρ, ήταν ο 3ος Άββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης (775-785). Συνέχισε την ειρηνική πολιτική του πατέρα του. Ήταν λάτρης της ποίησης και της μουσικής, που καλλιεργήθηκαν σε αξιόλογο βαθμό στα χρόνια του, σε όλη την επικράτεια του βασιλείου του. Η ήδη ισχυρή οικογένεια των Βαρμακιδών, μέλη της οποίας υπήρξαν σύμβουλοι (βεζίρηδες) των προγούμενων χαλιφών, απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη ισχύ και εργάστηκε στο πλευρό του χαλίφη για την πρόοδο του κράτους. Το 778 κατέπνιξε μια επανάσταση των τελευταίων Ομεϋάδων στη Συρία. Η πρωτεύουσά του Βαγδάτη αναπτύχθηκε, προσελκύοντας πληθυσμούς από την Αραβία, το Ιράκ, τη Συρία την Περσία, το Αφγανιστάν, ακόμη και την Ισπανία και έγινε η πολυπληθέστερη πόλη του κόσμου, έδρα όχι μόνο μουσουλμάνων, αλλά και χριστιανών, εβραίων, ινδουϊστών και ζωροαστριανών. Η εισαγωγή του χαρτιού από την Κίνα, το 751, ενός μέσου γραφής φτηνού και ανθεκτικού, επηρέασε βαθιά τις πολιτιστικές σχέσεις, καθώς μέχρι τότε οι Άραβες και Πέρσες χρησιμοποιούσαν πάπυρο και οι Ευρωπαίοι περγαμηνές. Ένας μεγάλος δρόμος της Βαγδάτης ήταν αφιερωμένος στην κατασκευή και πώληση χαρτιού και βιβλίων. Ο Αλ Μαχντί δηλητηριάστηκε από μία παλλακίδα του το 785 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Χαντί.
δ. Αλ Χαντί (785-786)
Ο Αλ Χαντί (Abu Muhammad Musa ibn Mahdi al-Hadi 764 - 786), μεγαλύτερος γιος του Αλ Μαχντί, ήταν ο 4ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης (785-785). Συνέχισε την προοδευτική πολιτική του πατέρα του και θεωρείται και αυτός φωτισμένος ηγεμόνας. Η σύντομη βασιλεία του βρέθηκε αντιμέτωπη με διάφορες στρατιωτικές διαμάχες, που προκλήθηκαν από την επανάσταση ενός ανταγωνιστή του στη Μεδίνα, η ποία καταπνίχτηκε, αλλά από την εξέγερση των Χαριζιτών και την εισβολή των Βυζαντινών που αποκρούστηκαν. Πέθανε το 786, πιθανώς δολοφονημένος από τη μητριά του. Τον διαδέχτηκε ο νεότερος αδελφός του Χαρούν Αλ Ρασίντ.
ε. Χαρούν Αλ Ρασίντ (789-809)
Ο Χαρούν Αλ Ρασίντ (Ααρών ο Δίκαιος, 763 – 809), ήταν ο 5ος και διασημότερος Αββασίδης χαλίφης. Γεννήθηκε στην πόλη Ρέυ, κοντά στην Τεχεράνη, και μεγάλωσε στη Βαγδάτη, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έζησε στην πόλη Ράκα στο μέσο του ποταμού Ευφράτη. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του σημειώθηκε άνθιση των επιστημών και πολιτιστική και θρησκευτική ακμή. Οι τέχνες έφτασαν στο μέγιστο σημείο ανάπτυξής τους στον Ισλαμικό κόσμο. Έχτισε επίσης την περίφημη βιβλιοθήκη Μπαγίτ αλ-Χίκμα. Ο Χαρούν ήταν άνθρωπος προικισμένος και η ζωή του στο παλάτι έγινε η αφορμή για τη δημιουργία μύθων. Μερικοί από αυτούς βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα αλλά οι περισσότεροι ήταν αποκυήματα της φαντασίας των συγγραφέων. Ένα παράδειγμα πραγματικής ιστορίας είναι το ρολόι που έστειλε ο Χαρούν ανάμεσα σε άλλα δώρα στον αυτοκράτορα Καρλομάγνο. Ανάμεσα στις φανταστικές ιστορίες βρίσκεται το πασίγνωστο έργο Χίλιες και μία Νύχτες, που περιγράφει φανταστικά γεγονότα σχετικά με τους αυλικούς του Χαρούν αρ-Ρασίντ ή ακόμα και τον ίδιο. Ήταν γιος του Αλ-Μαχντί, 3ου Αββασίδη χαλίφη, και της Αλ-Χαϋζουράν, σκλάβας απο την Υεμένη που διέθετε πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Το 786 ο Αλ-Χαντί, χαλίφης μετά το θάνατο του Αλ-Μαχντί και αδελφός του Χαρούν, προσπάθησε να τον εξολοθρεύσει και να τοποθετήσει τον γιο του Τζαφάρ ως διάδοχο. Την ίδια χρονιά όμως, ο Αλ-Χαντί πέθανε από δηλητηρίαση, την οποία οργάνωσε ο Χαρούν με το βεζίρη του αδελφού του. Τη νύχτα του θανάτου του Αλ-Χαντί, ο Χαρούν έγινε χαλίφης και επίσης γεννήθηκε ο γιος του Αλ-Μαμούν, μετέπειτα χαλίφης το έτος 818 μ.Χ. Ο Χαρούν αργότερα απέκτησε και δεύτερο γιο από τη Ζουμπάιντα, που ήταν εγγονή του Αλ-Μανσούρ (ιδρυτή της Βαγδάτης), ο οποίος και απέκτησε τα πρωτοτόκια από τον Αλ-Μαμούν, που ήταν υιός σκλάβας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χαρούν η Βαγδάτη εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες και ομορφότερες πόλεις στον τότε γνωστό κόσμο. Από τους φόρους υποτελείας που εισέπραττε από διάφορα βασίλεια μπορούσε να προαγάγει την αρχιτεκτονική και τις τέχνες. Ο Χαρούν επηρεαζόταν στις αποφάσεις του από τη γνώμη της μητέρας του, έως το θάνατό της το 789. Ο βεζίρης Γιαχία ο Βαρμακίδης, οι υιοί του, καθώς και άλλοι Βαρμακίδες έλεγχαν τη διοίκηση. Ο Χαρούν διοικούσε το Χαλιφάτο απο την πόλη Ράκα. Μόνο μια φορά ξαναγύρισε στη Βαγδάτη κι αυτή ως επισκέπτης. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να μεταφέρει το κέντρο του Χαλιφάτου στη Ράκα ήταν ότι ήταν κοντά στα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αποτελώντας έτσι σταυροδρόμι οδικών και ποταμίσιων δικτύων που ένωναν τη Δαμασκό με τη Ράκα και τη Ράκα με τη Βαγδάτη, ενώ η αγροτική παραγωγή της περιοχής ικανοποιούσε τις ανάγκες του παλατιού και το στρατηγικό σημείο της περιοχής επέτρεπε στον Χαρούν να ελέγχει τυχόν επαναστάσεις.
Οι ιστορίες από τις Χίλιες και μία Νύχτες δημιούργησαν μια μυθική υπόσταση για τον Χαρούν και συσκότισαν την ιστορική πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκε σταδιακή διάλυση του κράτους των Αββασιδών. Οι Ομεϋάδες κατέλαβαν τη διοίκηση της Ισπανίας το 755, οι Ιντρισίδες το Μαγκρέμπ το 788 και οι Αγλαβίδες την Τυνησία το 800. Εκτός από αυτά, στην Υεμένη υπήρξαν αναταραχές, ενώ και οι Χαριζίτες εξεγέρθηκαν στην Περσία. Ο Αλ-Ρασίντ προσπάθησε να ισχυροποιήσει την εξουσία των Αββασιδών στην επαρχία Χορασάν. Οι εξεγέρσεις όμως στην περιοχή αυτή τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Σαμαρκάνδη. Στην περιοχή αυτή, κοντά σε ένα χωριό, άφησε την τελευταία του πνοή και θάφτηκε στο παλάτι του τοπικού κυβερνήτη του Χορασάν.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οδήγησε το Χαλιφάτο σε πολέμους με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Χαρακτηριστική είναι η πολεμική του επιτυχία εναντίον του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α' που αρνήθηκε να πληρώσει τον φόρο υποτέλειας που πλήρωνε η αυτοκράτειρα Ειρήνη, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το ποσό του φόρου. ¨Ανοιξε επίσης μέτωπο εναντίον των Σιιτών και προσπάθησε να τους εξαλείψει. Επέβαλε δυσβάσταχτους φόρους στους αγρότες, τους εμπόρους και τους τεχνίτες ενώ ο ίδιος συντηρούσε περίπου 4.000 σκλάβες και ερωμένες στο παλάτι του. Ο Χαρούν κληροδότησε το Χαλιφάτο στους γιους του και μετά το θάνατο του ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι που επέσπευσαν την τελική διάλυση του Χαλιφάτου.
Το Χρονολόγιο της ζωής μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:
• 763: Γέννηση.
• 780: Οδηγεί τον αραβικό στρατό στην πρώτη του εκστρατεία εναντίον του Βυζαντίου.
• 782: Φτάνει με τα στρατεύματα του έως το Βόσπορο. Αποκτά την ονομασία αρ-Ρασίντ ("ο Δίκαιος") και ονομάζεται 2ος διάδοχος μετά τον αδερφό του, αλ-Χαντί.
• 786: Ο Χαρούν γίνεται χαλίφης μετά το μυστηριώδη θάνατο του αδερφού του.
• 791: Επανέναρξη του πολέμου εναντίον των Βυζαντινών.
• 795: Προς αποφυγή εξεγέρσεων φυλακίζει τον σιίτη Ιμάμη.
• 796: Μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Βαγδάτη στη Ράκα.
• 800: Διορίζει τον Ιμπραήμ ιμπν αλ-Αγλάμπ κυβερνήτη της Τυνησίας, μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε αυτόνομο κράτος.
• 802: Κάνει δώρο δύο ελέφαντες στον Καρλομάγνο.
• 803: Θάνατος του βεζίρη Γιαχία.
• 805: Ο Χαρούν συντρίβει τον στρατό του Νικηφόρου Α' στη μάχη του Κράσου.
• 806: Ο Χαρούν εξαπολύει τη μεγαλύτερη εκστρατεία στην ιστορία του Χαλιφάτου των Αββασιδών, εναντίον του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α'. Ο αραβικός στρατός λεηλατεί την Καππαδοκία και αποχωρεί μετά από σύναψη ειρήνης που υποχρεώνει το Βυζάντιο σε καταβολή ετήσιου φόρου.
• 807: Ο αραβικός στρατός εισβάλλει στην Κύπρο.
• 809: Πεθαίνει λόγω ενός τραύματος στο μάτι καθ' οδόν προς το Χορασάν.
στ. Αλ Αμίν (809-813)
Ο Αλ Αμίν (Muhammad ibn Harun al-Rashid, 787 –25 Σεπτεμβρίου 813), γιος του Χαρούν Αλ Ρασίντ, ήταν ο 6ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης, από το 809 μέχρι το 813, όταν σκοτώθηκε μετά από διαμάχη για το θρόνο με τον ετεροθαλή αδελφό του Αλ Μαμούν. Ο Αλ Μαμούν έδειξε εχθρικές διαθέσεις αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα τους, έχοντας ισχυρή υποστήριξη στην Περσία, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Τον Μάρτιο του 811 ο Αλ Αμίν έστειλε στρατό εναντίον του υπό τον στρατηγό Αλή, ο οποίος όμως νικήθηκε και σκοτώθηκε σε μάχη από τον στρατηγό του Αλ Μαμούν Ταχίρ. Ακολούθησαν ταραχές στη Συρία, όπου σκοτώθηκε και δεύτερος στρατηγός του Αλ Αμίν, ενώ άλλοι δύο στρατηγοί του, ποιυ στάλθηκαν στην ανατολή, έστρεψαν τα όπλα τους σε πόλεμο μεταξύ τους. Στη συνέχεια ο Αλ Αμίν αντιμετώπισε με επιτυχία ταραχές στη Βαγδάτη, αλλά ο Ταχίρ κατέκτησε το Μπαχρέιν και περιοχές της Αραβίας και βάδισε εναντίον της Βαγδάτης, όπου νίκησε τον στρατό που στάλθηκε για να τον αποκρούσει και πολιόρκησε την πόλη επί 2ετία (812-813). Τελικά ο Ταχίρ επικράτησε, εισήλθε νικηφόρος στην Βαγδάτη το 813, καταδίωξε τον Αλ Αμίν, ποιυ προσπάθησε να διαφύγει, τον συνέλαβε και τον εκτέλεσε. Ο Αλ Μαμούν δεν αποδέχτηκε την διαδοχή του Αλ Αμίν από τον γιο του Μουσά και έγινε χαλίφης ο ίδιος.
ζ. Αλ Μαμούν (813-833)
Ο Αλ Μαμούν (Abū Ja’far Abdullāh al-Ma’mūn ibn Harūn Σεπτέμβριος 786 – 9 Αυγούστου 833), γιος του Χαρούν Αλ Ρασίντ από Περσίδα μητέρα και ετεροθαλής αδελφός του προηγούμενου χαλίφη Αλ Αμίν, ήταν ο 7ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης, επί μία 20ετία (813-833). Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αντιμετώπισε ταραχές στο Ιράκ και στη Μέκκα, από άλλους διεκδικητές του θρόνου και για πολιτικούς λόγους αναγκάστηκε να ορίσει διάδοχό του τον ιμάμη Αλ Ρεζά, όγδοο απόγονο του Μωάμεθ. Η αυξανόμενη όμως δημοτικότητα του ιμάμη, καθώς οι προδοτικές ενέργειες του βαζίρη Φαζλ Ιμπν Σαχλ, τον ανάγκασαν να οργανώσει τη δολοφονία και των δύο, γεγονόις που προκάλεσε εξέγερση στο Χουραζάν της Περσίας. Μολονότι η κατάσταση στη Βαγδάτη ήταν υπό έλεγχο, σε άλλες περιοχές, όπως η Αίγυπτος. σημειώθηκαν επίσης ταραχές που καταπνίγηκαν από τον στρατηγό Ταχίρ (825-826). Το 827-829 σημειώθηκε εξέγερση στην Υεμένη και το 831-832 νέα εξέγερση στην Αίγυπτο, που αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία. Στα χρόνια του οι διαμάχες με το Βυζάντιο είχαν περιοριστεί σε ασήμαντες συνοριακές αψιμαχίες. Την εποχή όμως του Μιχαήλ Β Τραυλού, οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη (824-828) και ίδρυσαν εμιράτο στον Χάνδακα υπό τον Αμπού Χαφς. Το 827 ο τουρμάρχης της Σικελίας Ευφήμιος παρέδωσε επίσης τη Σικελία στους Άραβες, οι οποίοι επί βασιλείας Θεόφιλου, το 830 κατέλαβαν το Παλέρμο. Το 830 επίσης οι Άραβες εισέβαλαν στη στη Μ.Ασία και το 832 κατέλαβαν το φρούριο Λούλον, ενώ είχαν εκεί και κάποιες άλλες λιγότερο σημαντικές επιτυχίες, νικώντας τους Βυζαντινούς δύο φορές στην Καππαδοκία και καταλαμβάνοντας 30 φρούρια της περιοχής. Ο Αλ Μαμούν έκανε ετοιμασίες για μγαλύτερη εκστρατεία, αλλά πέθανε στο δρόμο για τις Σάρδεις το 833. Τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Αλ Μουτασίμ και όχι ο γιος του Αλ Αββάς. .
Ιδιαίτερη σπουδαιότητα είχε η προσπάθεια που κατέβαλε ο Αλ Μαμούν για την συστηματική συγκέντρωση και μετάφραση στα αραβικά πολλών κειμένων της ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης, προσελκύοντας λόγιους διαφορετικών θρησκειών στη Βαγδάτη. Για το σκοπό αυτό έστειλε αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη που υπέγραψε συμφωνία ειρήνης, βάσει της οποίας ο Αλ Μαμούν παραλάμβανε κάθε χρόνο σημαντικό αριθμό ελληνικών χειρογράφων που μεταφράστηκαν στα αραβικά, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την έναρξη της Ισλαμικής Αναγέννησης, βασισμένης στη μελέτη του Ελληνικού Πολιτισμού. Μεταξύ των χειρογράφων αυτών ήταν και η Μαθηματική Σύνταξις του Κλαύδιου Πτολεμαίου, που πήρε στα αραβικά τον τίτλο Η Μεγίστη (Αλμαγέστη, Almagest) και επηρέασε για πολλούς αιώνες τις έρευνες των Αράβων, αλλά και των Ευρωπαίων αστρονόμων. Μεγάλη πρόοδο σημείωσε στα χρόνια του και η χημεία και φαρμακευτική και η νομική που κύριο σκοπό είχε την κατοχύρωση της θρησκευτικής ορθοδοξίας, καθώς ο δογματικός διαχωρισμός μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών άρχισε να γίνεται εντονότερος.
η. Αλ Μουτασίμ (833-842)
Ο Αλ Μουτασίμ (Abū Isḥāq Muḥammad ibn Hārūn al-Rashīd 796 – 5 Ιανουαρίου 842, όνομα που σημαίνει «αυτός που αναζητεί καταφύγιο στο θεό»), γιος και αυτός του Χαρούν Αλ Ρασίντ και ετεροθαλής αδελφός του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μαμούν, ήταν ο 8ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης (833-842). Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την έναρξη χρήσης υπόδουλωμένων Τούρκων αιχμάλωτων πολέμου (Μαμελούκοι) σε στρατιωτικές υπηρεσίες του κράτους των Αββασιδών, για τους οποίους ιδρύθηκε μια νέα πρωτεύουσα του κράτους στη Σαμάρα, 125 χιλιόμετρα βόρεια της Βαγδάτης. Η παρουσία τους ήταν ένα ιδιαίτερο σημείο στην ιστορία του χαλιφάτου, αφού οι Μαμελούκοι σύντομα απέκτησαν πολιτική εξουσία και σταδιακά εκτόπισαν την αραβική και ιρανική αριστοκρατία από τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τα άλλα ο Αλ Μουτασίμ συνέχισε την θρησκευτική πολιτική του πατέρα του υποστηρίζοντας τον Μουταζιλισμό των «Απομονωτιστών» που τόνιζαν ιδιαίτερα τη δικαιοσύνη του Θεού και την απόλυτη ενότητα και μοναδικότητά του, διαφορποιώντας τον εαυτό τους από τους Σουνιστές σε βαθμό αίρεσης. Ενίσχυσε επίσης την κεντρικοποιημένη διοίκηση, περιορίζοντας την ισχύ των περιφερειακών κυβερνητών, προς όφελος μιας μικρής ομάδας αξιωματούχων της Σαμάρας. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από συνεχείς πολέμους εναντίον εσωτερικών στασιαστών, αλλά και εναντίον του Βυζαντίου, όπου τότε βασίλευε ο Θεόφιλος. Το 838 ο Αλ Μουτασίμ κατάστρεψε το Αμόριο (πόλη της Φρυγίας κοντά στο Σαγγάριο) που υπερασπιζόταν ο στρατηγός Αέτιος, προσφέροντας ιστορικό υλικό για λαϊκά έπη όπως Το Άσμα του Αρμούρη και Το Κάστρο της Ωριάς, που εξασφάλισαν τη φήμη του ως στρατιωτικού ηγέτη. Πέθανε από ασθένεια σε ηλικία 46 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Βαθίκ.
θ. Αλ Βαθίκ (842-847)
Ο Αλ Βαθίκ (Abu Ja'far Harun ibn Muhammad al-Mu'tasim 816 – 10 Αυγούστου 847, όνομα που σημαίνει «αυτός που εμπιστεύεται το θεό»), γιος του Αλ Μουτασίμ από μία Βυζαντινή Ελληνίδα παλλακίδα του, ήταν ο 9ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Προσπάθησε να περιορίσει την ισχύ της οικογένειας των Βαρμακίδων, συλλαμβάνοντας και βασανίζοντας αρκετά μέλη της. Το 844 ο στρατός νίκησε τους Βυζαντινούς, όπου τότε βασίλευε ο Μιχαήλ Γ Μέθυσος, υπό την επιτροπεία της μητέρας του Θεοδώρας Καματερής, στο Μαυροπόταμο, και ακολούθησε ανταλλαγή σημαντικού αριθμού αιχμαλώτων. Το 846 ξέσπασε επανάσταση στη Βαγδάτη, που καταπνίγηκε εύκολα. Τον ίδιο χρόνο σημειώθηκε κλοπή σημαντικών χρηματικών ποσών από το θησαυροφυλάκιο του παλατιού της Σαμάρας, από ληστές που συνελήφθησαν μετά από προσπάθεια της αστυνομίας. Αποτυχημένες επαναστάσεις ξέσπασαν και στη Συρία και Παλαιστίνη, οφειλόμενες κυρίως στις αυξανόμενες διαφορές ανάμεσα στους αραβικούς πληθυσμούς και τους Μαμελούκους Τούρκους, που άρχισε να χρησιμοποιεί στο στρατό ο Αλ Μουτασίμ. Ο Αλ Βαθίκ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες και ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη μουσική, συνθέτοντας πολλά τραγούδια. Πέθανε από υψηλό πυρετό το 847 σε ηλικία 31 ετών και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Αλ Μουταβακίλ.
ι. Αλ Μουταβακίλ (847-861)
Ο Αλ Μουταβακίλ (Ja’far ibn Muhammad al-Mu’tasim bi'llah 822 –861, όνομα που σημαίνει «αυτός που βασίζεται στο θεό»), γιος του Αλ Μουτασίμ και αδελφός του Αλ Βαθίκ, ήταν ο 10ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Είναι γνωστός κυρίως διότι έθεσε τέλος στην Ιερά Εξέταση (Mihna) με την οποία οι προκάτοχοί του προσπάθησαν να επιβάλουν την Μουταζιλική εκδοχή του Ισλάμ. Αντιμετώπισε με επιτυχία αρκετές εξεγέρσεις στη Βαγδάτη, στην Αρμενία και την άνω Αίγυπτο και πραγματοποίησε διοικητικές μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν το κράτος των Αββασιδών στο απόγειο της ακμής του. Θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος Αββασίδης χαλίφης, αφού μετά από αυτόν άρχισε η παρακμή. Συνατήθηκε με τον γνωστό Βυζαντινό θεολόγο ιεραπόστολο Κύριλλο, που ανέλαβε τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο Βυζάντιο και το χαλιφάτο, στα πλαίσια της διπλωματικής πολιτικής του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ Μέθυσου. Η εμπιστοσύνη που έδειξε στους Μαμελούκους Τούρκους στρατιωτικούς και η δυσμενής μεταχείριση των Σιιτών προκάλεσαν δυσαρέσκειες που οδήγησαν στη δολοφονία του από την Τουρκική φρουρά του το 861, πιθανώς μετά από παρακίνηση από τον γιο του Αλ Μουντασίρ, που φοβόταν ότι ο πατέρας του θα τον παρακάμψει. Ο θάνατός του οδήγησε τη χώρα σε μία 9ετή περίοδο ταραχών, γνωστή ως «Αναρχία της Σαμάρας». Από τους άλλους γιους του ο Αλ Μουτάζ βασίλεψε από το 866 μέχρι το 869 και ο Αλ Μουταμίντ από το 870 μέχρι το 892, ενώ ο Αλ Μουβαφάκ ήταν αντιβασιλιάς μέχρι το 891.
ια. Αλ Μουντασίρ (861-862)
Ο Αλ Μουντασίρ (Abu Ja'far Muhammad 837 –862, όνομα που σημαίνει «αυτός που θριαμβεύει χάρη στο θεό»), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουταβακίλ, ήταν ο 11ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Διαδέχτηκε τον δολοφονηθέντα πατέρα του με την υποστήριξη της Τουρκικής φρουράς του, εξαναγκάζοντας τους δύο αδελφούς του να παραιτηθούν από το δικαίωμα της διαδοχής. Η βασιλεία του διάρκεσε λιγότερο από 6 μήνες, αφού τερματίστηκε με το θάνατό του, από άγνωστη αιτία (πιθανώς δολοφονημένος από δηλητηριασμένη λεπίδα) τον Ιούνιο του 862.
ιβ. Αλ Μουσταίν (862-866)
Ο Αλ Μουσταίν (Ahmad ibn Muhammad 836 –866, όνομα που σημαίνει «αυτός που ζητάει βοήθεια από το θεό»), εγγονός του 8ου χαλίφη Αλ Μουτασίμ, ήταν ο 12ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Τον εξέλεξε η Τουρκική φρουρά του παλατιού, προτιμώντας τον από τους γιους του Αλ Μουντασίρ. Η εκλογή προκάλεσε δυναμική αντίδραση του στρατού της Βαγδάτης, που όμως αποκρούστηκε και αναγκάστηκε να αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει την κατάσταση. Το 863 στη Μάχη στον ποταμό Λαλακάοντα, οι Βυζαντινοί υπό τον στρατηγό Πετρωνά νίκησαν τους Άραβες και τους απώθησαν οριστικά από την Αυτοκρατορία. Η ήττα προκάλεσε ταραχές στη Βαγδάτη, με επικλήσεις για νέο ιερό πόλεμο. Το 864 οι ταραχές καταπνίγηκαν, αλλά οι διαμάχες μεταξύ των Τούρκων αρχηγών έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του Αλ Μουσταίν, που αναγκάστηκε να δραπετεύσει από τη Σαμάρα στη Βαγδάτη. Η Τουρκική φρουρά τότε ανακήρυξε χαλίφη τον Αλ Μουτάζ, γιο του Αλ Μουντασίρ, ο οποίος, το 866, διέταξε την θανάτωση του Αλ Μουσταίν.
ιγ. Αλ Μουτάζ (866-869)
Ο Αλ Μουτάζ (Al-Mu'tazz 847 –869), γιος του 10ου χαλίφη Αλ Μουταβακίλ, ήταν ο 13ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Εκλέχτηκε χαλίφης από την Τουρκική φρουρά σε ηλικία 19 ετών και βρέθηκε ανάμεσα σε αντιμαχόμενες μερίδες Μαμελούκων Τούρκων με τους «δυτικούς» Βερβέρους και Μαυριτανούς, ενώ οι Άραβες και οι Πέρσες της Βαγδάτης, που υποστήριξαν τον Αλ Μουσταίν, αντιπαθούσαν και τις δύο πλευρές. Αφού θανάτωσε τον προηγούμενο χαλίφη Αλ Μουσταίν, σκότωσε και τους δικούς του αδελφούς Αλ Μουεϊάντ και Αμπού Αχμέντ, υποψήφιους διεκδικητές του θρόνου. Δεν κατάφερε να κατασιγάσει τις αντιδράσεις των στρατιωτών που διαμαρτύρονταν για καθυστερημένες πληρωμές τους και αυτό προκάλεσε γενικευμένη εξέγερση που κατέληξε στη θανάτωσή του, από ασιτία μετά τη σύλληψή του, σε ηλικία 24 ετών.
ιδ. Αλ Μουχταντί (869-870)
Ο Αλ Μουχταντί (Al-Muhtadi ;;; –870), γιος του 9ου χαλίφη Αλ Βαθίκ από αιχμάλωτη Ελληνίδα μητέρα, εξάδελφος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουτάζ, ήταν ο 14ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Εκλέχτηκε από την Τουρκική φρουρά του παλατιού, αλλά, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, αποδείχτηκε αποφασισμένος να διοικήσει με την προσωπική του δύναμη. Άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας της Αυλής του παλατιού, καταργώντας τις παραστάσεις με τραγουδίστριες και μουσικούς, οι δίκες γίνονταν καθημερινά με ανοικτή ακρόαση και η οινοποσία και τα τυχερά παιχνίδια απαγορεύτηκαν. Παρά το γεγονός ότι επαινέθηκε για την τιμιότητα και τη δικαιοσύνη του, η βασιλεία του κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο, αφού, μετά από μερικές διαφωνίες, εξυφάνθηκαν συνωμοσίες που κατέληξαν στη θανάτωσή του από την Τουρκική φρουρά του, σε ηλικία 38 ετών.
ιε. Αλ Μουταμίντ (870-892)
Ο Αλ Μουταμίντ (Al-Mu'tamid 844 – 892), γιος του 10ου χαλίφη Αλ Μουταβακίλ, ήταν ο 15ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν τότε η Σαμάρα. Όταν βασίλευε ο προκάτοχός του Αλ Μουχταντί, ο Αλ Μουταμίντ ήταν φυλακισμένος στη Σαμάρα. Ο αδελφός του Αλ Μουβαφάκ είχε αξιώσεις για το θρόνο, αλλά ο Αλ Μουταμίντ τον κάλεσε για βοήθεια και ο Αλ Μουβαφάκ ουσιαστικά κυβέρνησε σαν αντιβασιλέας μέχρι το θάνατό του, το 891, μετά τον οποίο ο γιος του Αλ Μουταντίντ ανακηρύχθηκε διάδοχος, εκτοπίζοντας τον γιο του Αλ Μουταμίντ Αλ Μουφαβάντ. Κύριο επίτευγμα της βασιλείας του Αλ Μουταμίντ ήταν η συνέχιση της ευημερίας που άρχισε στα χρόνια του Αλ Μουχταντί. Σημαντικό γεγονός που συντέλεσε στην οικονομική άνθιση ήταν η επιστροφή του παλατιού στη Βαγδάτη το 892, που συγκράτησε την ισχύ των Μαμελούκων Τούρκων της βασιλικής φρουράς. Ο Αλ Μουταμίντ πέθανε σε ηλικία 50 ετών από υπερβολική οινοποσία.
ιστ. Αλ Μουταντίντ (892-902)
Ο Αλ Μουταντίντ (Abu'l-Abbas Ahmad ibn Talha al-Muwaffaq 854 – 902, όνομα που σημαίνει «αυτός που αναζητεί υποστήριξη από τον θεό»), γιος από αιχμάλωτη Ελληνίδα μητέρα του Αλ Μουβαφάκ, που συμβασίλευσε μαζί με τον 15ο χαλίφη Αλ Μουταμίντ, ήταν ο 16ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα έγινε τότε πάλι η Βαγδάτη. Το 891 διαδέχτηκε τον πατέρα του στη θέση του αντιβασιλέα και σύντομα παραγκώνισε τον εξάδελφό του διάδοχο του θρόνου Αλ Μουφαβάντ. Η δύναμή του, όπως και του πατέρα του, βασιζόταν στις στενές σχέσεις με το στρατό, καθώς αποδείχτηκε ότι ήταν ο πλέον ενεργός στρατιωτικά Αββασίδης χαλίφης. Με μια σειρά από εκστρατείες κατόρθωσε να ανακτήσει ορισμένα από τα εδάφη που χάθηκαν από τους προκατόχους του, όπως η Ζαζίρα στην Άνω Μεσοποταμία, η Τουγκούρ και η Ζιμπάλ, ενώ στην ανατολή και τη δύση κατάφερε να προσεγγίσει τις οικογένειες των Σαφαρίδων και των Τουλουνίδων, που ήταν πρόξενοι εξεγέρσεων. Οι επιτυχίες αυτές έγιναν με στροφή της οικονομίας προς τις στρατιωτικές ανάγκες και παράλληλη ανάδειξη της κεντρικής γραφειοκρατίας, που ενισχύθηκε με τη μόνιμη πλέον μεταφορά της πρωτεύουσας στη Βαγδάτη. Η «αναβίωση» των Αββασιδών που άρχισε στις μέρες του δεν ήταν τελικά ικανή να διατηρήσει ακέραια την ισχύ του κράτους τους, το οποίο σταδιακά τις επόμενες δεκαετίες κυριαρχήθηκε από δυναμικούς στρατιωτικούς ηγέτες, με αποκορύφωμα την κατάκτηση της Βαγδάτης από του Βουγίδες το 946. Ο Αλ Μουταντίντ πέθανε, ίσως δηλητηριασμένος, σε ηλικία 47 ετών.
ιζ. Αλ Μουκταφί (902-908)
Ο Αλ Μουκταφί (Abû Ahmad Alî ibn Ahmad al-Mu’tamid 877 – 908, όνομα που σημαίνει «ευχαριστημένος μόνο με τον θεό»), γιος από αιχμάλωτη Τουρκάλα μητέρα του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουταντίντ, ήταν ο 17ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Βαγδάτη. Ως χαλίφης αντιμετώπισε με επιτυχία κινδύνους που απείλησαν το κράτος και κυρίως την εισβολή των Καρμάθιων, μιας φυλής φανατικών που εξαπλώθηκε στα χρόνια των προκατόχων του. Εχθροπραξίες σημειώθηκαν και με τους Βυζαντινούς, των οποίων ένας στόλος 3000 ανδρών κάηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς το 898. Αργότερα όμως καταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς η Ταρσός και λεηλατήθηκαν τα παράλια της Μεσογείου, ενώ το 902 οι Σαρακηνοί κατέστρεψαν τη Δημητριάδα της Μαγνησίας και το Ταυρομένιον της Σικελίας. Μετά από 6 χρόνια επιτυχημένης βασιλείας ο Μουκταφί πέθανε, μετά από αμκρόχρονη ασθένεια, σε ηλικία 33 ετών
ιη. Αλ Μουκταντίρ (908-932)
Ο Αλ Μουκταντίρ (Abu 'l-Fadl Ja'far ibn Ahmad al-Mu'tadid 895 – 932), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουκταφί, ήταν ο 18ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Βαγδάτη. Εκλέχτηκε χαλίφης σε ηλικία 13 ετών από τον βεζίρη Αλ Ζαρζαράι (al-Abbas ibn al-Hasan al-Jarjara'i), με σκοπό να είναι υποχείριο των ανώτερων αξιωματούχων. Στα χρόνια του εκμηδενίστηκαν όλες οι επιτυχίες των τριών προηγούμενων χαλιφών και άρχισε η παρακμή του κράτους των Αββασιδών. Η βασιλεία του έφερε το κράτος στο χειρότερο σημείο κατάπτωσης, αφού χάθηκαν εδάφη στη βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο και τη Μοσούλη. Στις σχέσεις με το Βυζάντιο σημειώθηκαν αρκετές στρατιωτικές αποτυχίες των Αράβων, όπως το 908 (νίκη του λογοθέτη του δρόμου Ιμέριου κατά Αράβων στο Αιγαίο), το 910 (Βυζαντινός στρατός κατέλαβε την Κύπρο), το 924 (ολοκληρωτική καταστροφή στόλου Σαρακηνών υπό τον εξωμότη Λέοντα Τριπολίτη και οριστική εξάλειψη του αραβικού κινδύνου από τους Βυζαντινούς υπό τον ναύαρχο Ιμέριο) και το 934 (οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το φρούριο της Μελιτηνής). Παρόλα αυτά την εποχή εκείνη έζησαν και έδρασαν πολλές διάσημες προσωπικότητες της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι Ισάκ Ιμπν Χουναίν (Ishaq ibn Hunayn -911), φυσικός και μεταφραστής Ελλήνων φιλοσόφων; Ιμπν Φαντλάν (ibn Fadlan), εξερευνητής; Αλ Μπατανί (al Battani - 923), αστρονόμος; Αλ Ταμπαρί (Tabari - 923), ιστορικός και θεολόγος; Αλ Ραζί (al-Razi - 930), φιλόσοφος με σημαντική συνεισφορά στην ιατρική; Αλ Φαραμπί (al-Farabi - 950), χημικός και φιλόσοφος; Αμπού Νασρ Μανσούρ (Abu Nasr Mansur - 1036), μαθηματικός; Αλχαζέν (Alhazen - 1040), μαθηματικός; Αλ Μπουρουνί (al-Biruni - 1048), μαθηματικός, αστρονόμος, φυσικός, Ομάρ Καγιάμ (Omar Khayyám - 1123), ποιητής, μαθηματικός και αστρονόμος; και Μανσούρ Αλ Χαλάζ (Mansur Al-Hallaj), συγγραφέας και διδάσκαλος του Σουφισμού. Μετά από μια μακρά περίοδο δυσαρέσκειας για τις στρατιωτικές αποτυχίες και για την κακοδιοίκηση, το 932 ο Αλ Μουκταντίρ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και εκτελέστηκε στην πύλη της Βαγδάτης. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Αλ Καχίρ.
ιθ. Αλ Καχίρ (932-934)
Ο Αλ Καχίρ (Abu Mansur Muhammad al-Qahir bi'llah 899 – 950, όνομα που σημαίνει «νικητής με τη θέληση του θεού»), αδελφος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Μουκταντίρ, ήταν ο 19ος Αββασίδης χαλίφης του μεσαιωνικού αραβικού κράτους, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Βαγδάτη. Προτιμήθηκε από τους αυτλικούς ως χαλίφης, έναντι του γιου του Αλ Μουκταντίρ, που πιθανώς θα επιζητούσε εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα του, αλλά τελικά υπερέβη κάθε όριο σκληρότητας, καταδιώκοντας μέχρι θανάτου όλους τους ανταγωνιστές του. Η τυραννική διακυβέρνησή του οδήγησε σε συνωμοσία που κατέληξε στην τύφλωση, εκθρόνιση και φυλάκισή του το 934. Απελευθερώθηκε 11 χρόνια αργότερα και έζησε ζητιανεύοντας μέχρι το 950.
κ. Αλ Ραντί (934-940)
Ο Αλ Ραντί (Abu 'l-Abbas Muhammad ibn Ja'far al-Muqtadir 907 – 940, όνομα που σημαίνει «ευχαριστημένος με το θεό»), γιος του 18ου χαλίφη Αλ Μουκταντίρ, ήταν ο 20ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Η επτάχρονη βασιλεία του ήταν αιτία δυστυχίας για τους υπηκόους του. Διαφημίστηκε για την ευσέβειά του, αλλά ήταν τυφλό όργανο στα χέρια εφήμερων αυλικών. Τα όρια του κράτους ήταν δραματικά περιορισμένα, αφού η ανατολή, η Αφρική, η Αίγυπτος και η Συρία είχαν χαθεί, η Αραβία ήταν στα χέρια των Καρμάθιων Σιιτών και η Μοσούλη είχε ανεξαρτητοποιηθεί. Παράλληλα η Σουνιτική αίρεση των Χανμπάλις, εκφράζοντας και το λαϊκό αίσθημα, είχε δημιουργήσει ένα είδος ιερής εξέτασης για να ελέγξει τα ήθη και τις συνήθεις των πολιτών, σύμφωνα με τα δικά της δόγματα. Ο Αλ Ραντί θεωρείται ο τελευταίος χαλίφης που είχε ενεργή συμμετοχή στη διοίκηση του κράτους, με την παρουσία του σε συσκέψεις για τη λήψη αποφάσεων και με την παρέμβασή του σε περίπτωση αυθαιρεσιών των αξιωματούχων.
κα. Αλ Μουτακί (940-944)
Ο Αλ Μουτακί (Al-Muttaqi 908 – 968), αδελφός του προηγούμενου χαλίφη Αλ Ραντί, τον οποίο διαδέχτηκε μετά το θάνατό του, ήταν ο 21ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Το κράτος είχε ήδη ξεπέσει σε μεγάλο βαθμό ανυποληψίας και εδαφικής σμίκρυνσης και η πρωτεύουσα είχε μεταβληθεί σε πεδίο αναρχίας, στη διάρκεια της οποίας αρκετοί αξιωματούχοι δολοφονήθηκαν. Παράλληλα η σιιτική οικογένεια των Χαμδανίδων είχε αυτονομηθεί στη Μοσούλη και προσπαθούσε να ελέγγχει τις εξελίξεις στη Βαγδάτη, όπου ένας Τούρκος στρατηγός ονόματι Τουζούν, είχε εισέλθει θριαμβευτικά παίρνοντας το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη. Ο Αλ Μουτακί αποζήτησε τη στήριξη του Τουζούν, αλλά τελικά εκείνος, παρά τις αρχικές υποσχέσεις του για υποταγή, τον τύφλωσε και τον καθαίρεσε, ανακηρύσσοντας χαλίφη τον εξάδελφό του Αλ Μουστακφί.
κβ. Αλ Μουστακφί (944-946)
Ο Αλ Μουστακφί (Abdallah ibn al-Muktafi 905 – 946, όνομα που σημαίνει «αυτός για τον οποίο φροντίζει ο θεός»), γιος του 17ου χαλίφη Αλ Μουκταφί, ήταν ο 22ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Υποστηρίχθηκε από τον Τούρκο βεζίρη Τουζούν, που καθαίρεσε τον προηγούμενο χαλίφη, με τη βοήθεια του οποίου εξουδετέρωσε προσωρινά την οικογένεια των Βουγίδων (ή Βουβεϊχίδων) που απειλούσαν την πρωτεύουσα. Μετά το θάνατο του Τουζούν το κράτος περιέπεσε σε δεινή θέση, τα αγαθά δεν έφταναν στην αγορά και ο κόσμος λιμοκτονούσε, φτάνοντας στο σημείο να τρώει σκύλους και γάτες. Ο αρχηγός των Βουγίδων (Βουβεϊχίδων) Μουίζ Αλ Νταουλά εισήλθε τότε δυναμικά στη Βαγδάτη και ανακηρύχθηκε βεζίρης, αναγκάζοντας τον Αλ Μουστακφί να τον αποδεχτεί ως συνδιοικητή. Τελικά ο Μουίζ Αλ Νταουλά, σε μία απελπιστική κατάσταση χάους τύφλωσε τον Αλ Μουστακφί και τον εκθρόνισε, ενώ το παλάτι λαφυραγωγήθηκε.
κγ. Αλ Μουτί (946-974)
Ο Αλ Μουτί (Abū ΄l-Qāsim al-Faḍl ibn al-Muqtadir 914 – 974, όνομα που σημαίνει «υπάκουος στο θεό»), γιος του 18ου χαλίφη Αλ Μουκταντίρ, ήταν ο 23ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Είχε μακροχρόνια αντιζηλία με τον προηγούμενο χαλίφη, εξαιτίας της οποίας είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Επανήλθε με την πτώση του Αλ Μουστακφί σε μία περίοδο μέγιστης ανυποληψίας του χαλιφάτου. Η οικογένεια των Βουγίδων (Βουβεϊχίδων) κυριαρχούσε στη Βαγδάτη για τα επόμενα 100 χρόνια και οι χαλίφηδες ήταν απλά υποχείριά τους. Η οικογένεια των Φατιμίδων εξάλλου κυριαρχούσε στην Αίγυπτο και τη Συρία, ενώ στην ανατολή οι Τούρκοι ήταν αφοσιωμένοι Σουνίτες
κδ. Αλ Ταΐ (974-991)
Ο Αλ Ταΐ (Al-Ta'i 932 – 991,), ήταν ο 24ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Ως χαλίφης ήταν ανίσχυρο υποχείριο των Βουγίδων. Η προστασία των συνόρων είχε ανατεθεί σε οικογένειες που κυριαρχούσαν σε μικρές κωμοπόλεις στα όρια του κράτους. Στα χρόνια του η Συρία ήταν διχασμένη στις αντιμαχόμενες παρατάξεις των Φατιμίδων, Τούρκων και Καρμάθιων Σιιτών, ενώ και η οικογένεια των Βουγίδων στη Βαγδάτη σπαρασσόταν από διαμάχες. Παράλληλα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής κατέλαβε την ανατολή με μία νικηφόρα εκστρατεία το 975. Ο Αλ Ταΐ καθαιρέθηκε μετά από βασιλεία 17 ετών.
κε. Αλ Καδίρ (991-1031)
Ο Αλ Καδίρ (Al-Qadir 947 – 1031,), εγγονός του 18ου χαλίφη Αλ Μουκταντίρ, εξάδελφος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Ταΐ, ήταν ο 25ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Εξασφάλισε κάποιο βαθμός σταθερότητας για το κράτος του, βασιλεύοντας επί 40 έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων αναδείχτηκε ο Μαχμούτ του Γκαζνί, ο οποίος από το 997 μέχρι το 1030 κατέκτησε τις περιοχές του ανατολικού Ιράν, του Αφγανιστάν και του Πακιστάν και μολονότι ομολογούσε υποτέλεια στους Αββασίδες, ήταν απειλή για το κράτος τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανήλθε σε ποσοστό 5%, έναντι 10% του χριστιανικού πληθυσμού (αντίστοιχα σημερινά ποσοστά 21% έναντι 33%). Τέθηκε επικεφαλής του αγώνα των Σουνιτών εναντίον των Ισμαηλιτών Σιιτών. Πέθανε σε ηλικία 87 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλ Καΐμ.
κστ. Αλ Καΐμ (1031-1075)
Ο Αλ Καΐμ (Al-Qa'im bi-amri 'llah 1001 –1075, όνομα που σημαίνει «αυτός που φέρνει την εντολή του θεού»), γιος του προηγούμενου χαλίφη Αλ Καδίρ, ήταν ο 26ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Η μακρά (44ετής) βασιλεία του σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλες ταραχές. Οι Σελτσούκοι Τούρκοι αναπτύχθηκαν σημαντικά υπό τον Τογρούλ Μπεγκ, ο οποίος, έχοντας βλέψεις και για την Βαγδάτη, εισήλθε στην πόλη ως επισκέπτης και αναγνωρίστηκε σουλτάνος από τον χαλίφη. Η λογοτεχνία, και ιδιαίτερα η περσική, γνώρισε αξοσημείωτη άνθιση, με την υποστήριξη των Βουγιδών. Την εποχή εκείνη έζησαν ο Τούρκος φιλόσοφος Αλ Φαραμπί (-950), ο μέγιστος των Αράβων ποιητών Αλ Μουταναμπί (-965) και ο μέγιστος των Αράβων φιλοσόφων Αβικέννας (Abu Ali Husayn ibn Abdallah ibn Sina -1037). Το 1067, μετά από τοπική επανάσταση, σημειώθηκε η τελική κατάρρευση του κράτους των Καρματιανών Σιιτών, που αναπτύχθηκε στο Μπαχρέιν από το 899.
κζ. Αλ Μουκταντί (1075-1094)
Ο Αλ Μουκταντί (Al-Muqtadi 1056 – 1094), γιος του Μουχαμάντ, γιου του προηγούμενου χαλίφη Αλ Καΐμ, ήταν ο 27ος Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης. Τιμήθηκε από τον Σελτσούκο σουλτάνο Μαλίκ Σαχ, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οποίου το χαλιφάτο αναγνωρίστηκε σε όλη την έκταση των τουρκικών κτήσεων, ενώ και η Αραβία με τις ιερές πόλεις περιήλθε πάλι στην πνευματική δικαιοδοσία των Αββασιδών. Ο σουλτάνος κανόνισε το γάμο της κόρης του με τον Αλ Μουκταντί, αποσκοπώντας στη γέννηση ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα σουλτάνος και χαλίφης. Μετά τη γέννηση όμως του παιδιού, η μητέρα μαζί με τον γιο της, δραπέτευσε στην αυλή του Ισφαχάν. Ο σουλτάνος τότε έστειλε διαταγή στον Αλ Μοκταντί να αποσυρθεί από τα δημόσια πράγματα, αλλά ο θάνατος του Μαλίκ Σαχ το 1092 κατέστησε τη διαταγή ανενεργή. .
Η υπόλοιπη σειρά των Αράβων χαλιφών παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο, όπου ανήκει χρονικά.
Για άλλους λαούς που απασχόλησαν τον ελληνικό κόσμο κατά τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής Περιόδου, μπορούν να λεχθούν συνοπτικά τα εξής:
Οι Άβαροι ήταν νομαδικός λαός της Ευρασίας, που εμφανίστηκε στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη κατά τον 6ο αιώνα. Κυριάρχησαν στην πεδιάδα της Παννονίας μέχρι τον 9ο αιώνα. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Ούννους αλλά είχαν μακριά μαλλιά, στολισμένα με κορδέλες σε δύο πλεξούδες, μία συνήθεια που υιοθέτησαν από τους Τούρκους. Ο τόπος προέλευσης των Αβάρων γενικά προσδιορίζεται στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Οι σκελετοί που βρέθηκαν σε αβαρικούς τάφους στην Ευρώπη παρουσιάζουν ποικιλία ανθρωπολογικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων μογγολικών χαρακτηριστικών, ενώ περιέχουν αντικείμενα που μαρτυρούν εβραϊκές επιρροές, οι οποίες αποδίδονται στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου, όπου και οι Χάζαροι φαίνεται πως κάποτε υιοθέτησαν τον ιουδαϊσμό, για να παραμείνουν ουδέτεροι ανάμεσα στη Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Μουσουλμανικό Χαλιφάτο.
Κατά τη δεκαετία του 550 μ.Χ. οι λεγόμενοι Εφθαλίτες (ή Εφταλίτες) εισήλθαν στην Ευρώπη υποτάσσοντας διάφορα ουννικά φύλα καθ' οδόν. Αφού ο Ιουστινιανός εξαγόρασε την ειρήνη μαζί τους, κινήθηκαν βόρεια προς τη Γερμανία, όπως είχε κάνει και ο Αττίλας έναν αιώνα νωρίτερα, φτάνοντας τελικά μέχρι τη Βαλτική θάλασσα. Καθώς η χώρα εκείνη ήταν ακατάλληλη για το νομαδικό τρόπο ζωής τους και οι Φράγκοι αποδείχθηκαν επικίνδυνος αντίπαλος, εγκαταστάθηκαν τελικά στην πεδιάδα της Παννονίας, που τότε ελεγχόταν από δύο γερμανικά φύλα, τους Λομβαρδούς και τους Γέπιδες. Συμμαχώντας με τους Λομβαρδούς, κατέστρεψαν τους Γέπιδες και σχημάτισαν ένα κράτος στην κοιλάδα του Δούναβη. Γύρω στα 568 ανάγκασαν και τους Λομβαρδούς να φύγουν και να δοκιμάσουν την τύχη τους στη Βόρεια Ιταλία, μια εισβολή που σημάδεψε την τελευταία φάση της Μεγάλης Μετανάστευσης των Λαών στην Ευρώπη. Το 568 κατέλαβαν και τη Δαλματία, κόβοντας τη χερσαία οδό επικοινωνίας του Βυζαντίου με τη Βόρεια Ιταλία και τη Δύση. Όταν το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος δεν μπορούσε πια να εξαγοράσει τους Αβάρους, εκείνοι άρχισαν τις επιδρομές και στα Βαλκάνια. Οι Βυζαντινοί αρχικά αντιστάθηκαν με επιτυχία, καταδιώκοντας τον αντίπαλο ακόμη και πέρα από το Δούναβη, στην καρδιά της χώρας του, αλλά η εξέγερση του στρατού στα 602, η περσική εισβολή και ένας εμφύλιος πόλεμος, επί αυτοκράτορα Φωκά, έδωσε στους Αβάρους ελευθερία κινήσεων στα ανυπεράσπιστα Βαλκάνια. Το 610 οι Άβαροι δοκίμασαν και μια εισβολή στη Βόρεια Ιταλία.
Το 626, οι Άβαροι και οι Πέρσες, επί αυτοκράτορα Ηρακλείου, πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Μετά την αποτυχία αυτή, οι Άβαροι αποσύρθηκαν στην Παννονία, αφήνοντας τη Βαλκανική στα χέρια σλαβικών φυλών, τις οποίες ούτε οι ίδιοι, ούτε οι Βυζαντινοί μπορούσαν πια να ελέγξουν. Οι περισσότεροι υποτελείς των Αβάρων λαοί ανεξαρτητοποιήθηκαν και μόνο η Παννονία παρέμεινε υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Στις αρχές του 9ου αιώνα, εσωτερικές έριδες και εξωτερικές πιέσεις άρχισαν να υπονομεύουν το κράτος των Αβάρων. Τελικά, στη δεκαετία του 810, μοιράστηκε ανάμεσα στους Φράγκους υπό τον Καρλομάγνο και την πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία υπό τον Κρούμο. Η παρουσία τους στην Παννονία επιβεβαιώνεται μέχρι και το 871, αλλά κατόπιν το όνομά τους εξαφανίζεται από τα χρονικά. Κατά πάσα πιθανότητα οι Άβαροι αναμίχθηκαν με τους Σλάβους που δημιούργησαν νέα κράτη στην περιοχή. Οι υποτιθέμενοι απόγονοί τους, οι Στσέκελι (που λέγεται ότι διατήρησαν το αβαρικό τοτέμ του δράκοντα μέχρι και τον 15ο αιώνα), μετεγκαταστάθηκαν στην Τρανσυλβανία κατά τον 12ο αιώνα.
Oι Αλανοί ήταν μία ομάδα σαρματικών φυλών περσικής καταγωγής και νομάδων βοσκών της 1ης χιλιετίας μ.Χ., που μιλούσαν μία ανατολικοπερσική γλώσσα που προήλθε από μία σκυθοσαρματική διάλεκτο, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σύχρονη οσετική. Η προέλευσή τους εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ του βόρειου σημείου του Ευξείνου Πόντου και των βορειοανατολικών παρυφών του Καυκάσου. Πρόκειται για σαρματοϊρανικό λαό που εμφανίστηκε σε αυτές τις περιοχές τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Ασχολούνταν κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία με απροσδιόριστες θρησκευτικές αντιλήψεις ειδωλολατρικού και πολεμικού χαρακτήρα, που έμοιαζαν με αυτές των Σκυθών. Οι πρώτες επίσημες και σοβαρές αναφορές για αυτούς έρχονται περί το 62 με 67 π.Χ. από τους Ρωμαίους, με τους οποίους συγκρούστηκαν μετά την μεγάλη εκστρατεία που οργάνωσε εναντίον τους ο ύπατος Γναίος Πομπήιος, για την αντιμετώπιση των εκτεταμένων επιδρομών τους στην Αρμενία, Καππαδοκία και Μικρά Ασία χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα.
Πολύ αργότερα μετανάστευσαν με τους Ούννους και τους Βανδάλους στην Κεντρική Ευρώπη, όπου, αφού λεηλάτησαν πολλά μέρη στην Γαλλία και την Ιβηρική χερσόνησο, πολλοί εγκαταστάθηκαν εκεί σε μόνιμη βάση (406-409). Οι Αλανοί ασπάστηκαν γρήγορα τον Χριστιανισμό και ιδιαίτερα την αίρεση του Αρείου, που διαδόθηκε από βυζαντινούς μοναχούς.
Γενικά η Βυζαντινή διπλωματία τους χρησιμοποίησε σε ευρεία κλίμακα για στρατιωτικούς σκοπούς αλλά και με πολιτική σκοπιμότητα να ελέγχει πολιτικά και στρατιωτικά άλλους βαρβαρικούς λαούς που εισέρχονταν βίαια ή ειρηνικά στα βορειοανατολικά σύνορα του τεράστιου για την εποχή βυζαντινού κράτους. Ιδιαίτερα κατά τις περιόδους της βασιλείας των Ιουστινιανού, Θεοδοσίου Β΄ και Λέοντος Ισαύρου, οι Αλανοί αξιωματούχοι της Βυζαντινής αυλής έφτασαν να επηρεάζουν σημαντικά τις εξελίξεις του κράτους.
Το τέλος των Αλανών ως οργανωμένου και συγκροτημένου έθνους ξεκινάει λίγο μετά το 1204, όταν τα αλανικά φύλα υποτάχθηκαν στους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής. Κάποιοι παρέμειναν στις μογγολικές Αυλές, άλλοι έμειναν στη Μικρά Ασία, και άλλοι, πολύ αργότερα, βρέθηκαν στη Βεσσαραβία, όπου σύμφωνα με ρουμανικές ιστορικές πηγές, δημιούργησαν τη φυλετική βάση του έθνους των Βλάχων.
Οι Πετσενέγκοι (αναφερόμενοι στα βυζαντινά κείμενα και ως Πατζινάκοι και Πατζινακίται) ήταν ένας μεσαιωνικός ημινομαδικός λαός της ανατολικής Ευρώπης που εξαφανίσθηκε το 12ο αιώνα. Είχαν τουρανική καταγωγή και μιλούσαν μία αρχαία τουρκική γλώσσα που επίσης έχει εξαφανισθεί. Δεν είχαν συγκροτήσει ενιαίο κράτος, αλλά ήταν οργανωμένοι σε τοπικά χανάτα. Η πρώτη αναφορά στους Πετσενέγους γίνεται τον 7ο αιώνα, όταν και περιγράφονται ως λαός που ζούσε στα νότια Ουράλια και στον Κάτω Βόλγα. Στη συνέχεια, πιεζόμενοι από άλλα τουρανικά φύλα, μετακινήθηκαν δυτικότερα και τον 9ο αι. εγκαταστάθηκαν στον Κάτω Δνείπερο (σημερινή νότια Ουκρανία) που τότε κατοικούταν κυρίως από τους Μαγυάρους. Οι σχέσεις τους με την υπερδύναμη της εποχής, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν επαμφοτερίζουσα. Συνήθως οι Βυζαντινοί τους χρησιμοποιούσαν ως ασπίδα προστασίας ενάντια στην κάθοδο των Ρως στη Μαύρη Θάλασσα . Το 971, όταν ο Ρως ηγεμόνας Σβιάτοσλαβ Α' έγινε επικίνδυνος για το Βυζάντιο φθάνοντας μέχρι τον Δούναβη, οι Πετσενέγοι αποχώρησαν από το στρατό του και πολιόρκησαν το Κίεβο, ενώ την επόμενη χρονιά τον δολοφόνησαν. Υπήρξαν όμως και φορές που συμμετείχαν σε εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης (όπως π.χ. η επίθεση του Ιγκόρ το 943). Γενικά ήταν παρόντες σε όλες τις διενέξεις της περιοχής, με χαρακτηριστικότερη την εκδίωξη των Μαγυάρων στην κεντρική Ευρώπη καθ' υπόδειξιν της βραχύβιας Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.
Τον 11ο αι. οι Ρως κατάφεραν να τους ελέγξουν οριστικά, περιορίζοντας κατά πολύ τη δύναμή τους. Ταυτόχρονα ένα άλλο τουρανικό φύλο, οι Κουμάνοι, είχε φθάσει στην περιοχή τους και διεκδικούσε τα εδάφη τους. Ενθαρρυμένοι από την αποσύνθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά τη ήττα στο Ματζικέρτ, ογδόντα χιλιάδες άνδρες πέρασαν το Δούναβη και εισέβαλαν στα βυζαντινά εδάφη αναζητώντας νέα επικράτεια το 1087, ενώ το 1090 έφθασαν έξω από την Πόλη. Η απειλή έληξε στις 29 Απριλίου 1091, όταν ο Αλέξιος Α' επικεφαλής 20.000 Βυζαντινών και 40.000 Κουμάνων τούς κατανίκησε στη Μάχη του Λεβουνίου (κοντά στον Έβρο). Το τελειωτικό χτύπημα τους το έδωσε ο Ιωάννης Β' στη Μάχη της Βερόης (ή Βέροιας στη σημερινή Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας) το 1122. Από τότε οι Πετσενέγοι έπαυσαν να υπάρχουν ως οντότητα και όσοι γλίτωσαν αφομοιώθηκαν από τους Βουλγάρους και τους Ούγγρους.
Οι Χάζαροι (ή Χαζάροι) ήταν ένας ημινομαδικός τουρκικός λαός, που δημιούργησε την ισχυρή αυτοκρατορία της Χαζαρίας στη δυτική στέπα, από τα τέλη του 7ου μέχρι τον 10ο αιώνα μ.Χ.. Ελέγχοντας τις σημαντικότερες εμπορικές αρτηρίες μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Νοτιοδυτικής Ασία, η Χαζαρία έγινε ένα από τα κύρια κέντρα εμπορίου του μεσαιωνικού κόσμου, κυριαρχώντας στο δυτικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού και έπαιξε αξιόλογο ρόλο ως σταυροδρόμι μεταξύ Κίνας, Μέσης Ανατολής και Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Επί τρεις περίπου αιώνες (650-965) οι Χάζαροι κυριαρχούσαν στην τεράστια έκταση που εκτείνεται από τις στέπες του Βόλγα και του Ντον μέχρι την ανατολική Κριμαία και το βόρειο Καύκασο. Βρίσκονταν συγκεντρωμένοι δυτικά και βόρεια της Κασπίας Θάλασσας, κυρίως στο βόρειο Καύκασο και την ευρασιατική στέπα. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, προήλθαν από την ανάμιξη κάποιων τουρκομογγολικών φύλων με απομεινάρια των Ούννων και τοπικά φύλα της βορειοδυτικής Κασπίας. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία τουρκική ρίζα «qaz-» που σημαίνει «περιπλανώμαι». Στις αρχές του 8ου αιώνα οι Χάζαροι βασιλιάδες και σημαντικό τμήμα της αριστοκρατίας προσηλυτίστηκαν στον Ιουδαϊσμό, ενώ ο λαός ήταν πολυθρησκευτικός και πολυεθνικός, ένα μωσαϊκό ειδωλολατρών, Μουσουλμάνων, Εβραίων και Χριστιανών.
Οι τουρκικής καταγωγής φυλές που αποτελούσαν την ένωση των Χαζάρων, εμφανίζονται να προήλθαν από τη Μογγολία και τη Νότια Σιβηρία στον απόηχο της διάλυσης των νομαδικών κοινοτήτων των Ούννων (Χιονγκ-νου). Κατέβαλαν το Ρουρανικό Χαγανάτο των Αβάρων της κεντρικής Ασίας το 552 και μετακινήθηκαν προς τα δυτικά, συμπαρασύροντας άλλους νομάδες της στέπας και λαούς από το Σογδιανό βασίλειο. Το χρονικό της περαιτέρω εξέλιξης του κράτους που σχημάτισαν συνοπτικά έχει ως εξής:
630: Το εμβρυακό κράτος της Χαζαρίας άρχισε να σχηματίζεται μετά την κατάρρευση του μεγαλύτερου χαγανάτου των Γκεκτούρκων. Χαγάνος των Χαζάρων την εποχή εκείνη ήταν ο Τονγκ Γιαγκμπού.
652: Α Αραβοχαζαρικός πόλεμος: Οι αραβικές δυνάμεις προχώρησαν μέχρι τη Χαζαρική πρωτεύουσα Μπαλανιάρ, αλλά ηττήθηκαν.
670: Το Χαζαρικό Χαγανάτο απέκτησε διοικητική οργάνωση κράτους.
704: Χαγάνος Μπουσίρ Γκλαβάν (Ἰβουζήρος Γλιαβάνος). Η κόρη του Θεοδώρα έγινε σύζυγος του Ιουστινιανού Β.
713-722: Β Αραβοχαζαρικός πόλεμος, νίκη των Αράβων όχι όμως καθοριστικής σημασίας.
741: Χάζαρος χαγάνος Μπιχάρ.Η κόρη του Τζιτζάκ έγινε σύζυγος του Κωνσταντίνου Ε (με το όνομα Ειρήνη).
762-64: Ο Χάζαρος στρατηγός Ρας Ταρκάν εισέβαλε νότια του Καυκάσου, καταστρέφοντας την Αρμενία και τις καυκασικές Αλβανία και Ιβηρία (σημερινή Γεωργία).
880-890: Χάζαρος βασιλιάς ο Βενιαμίν.
900: Οι Βυζαντινοί άρχισαν να ενθαρρύνουν τους Αλανούς να επιτεθούν στη Χαζαρία.
960: Χάζαρος ηγέτης ο Ιωσήφ.
969: Ο ηγεμόνας των Ρως Σβιάτοσλαβ Α΄ του Κιέβου κατέλαβε την πρωτεύουσα Ατίλ και κατέλυσε το κράτος των Χαζάρων,
Η Χαζαρία λειτούργησε επί πολύ χρόνο ως ουδέτερη ζώνη μεταξύ αφ' ενός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφ' ετέρου τόσο των νομάδων των βόρειων στεπών, όσο και της αυτοκρατορίας των Ομεϋαδών. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τη Χαζαρία ΄Τουρκία΄ και από τον 9ο αιώνα αναφέρονται στους Χαζάρους ως ΄Τούρκους΄. Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 (από Αβάρους, Σλάβους και Πέρσες) ο Ηράκλειος ζήτησε βοήθεια, μέσω απεσταλμένων και τελικά προσωπικά, από το Χαγάνο Τονγκ Γιαγκμπού, στην Τιφλίδα, δελεάζοντάς τον με δώρα και την υπόσχεση γάμου με την κόρη του Επιφανία. Ο Τονγκ Γιαγκμπού ανταποκρίθηκε στέλνοντας μια μεγάλη δύναμη να λεηλατήσει την Περσική αυτοκρατορία. Η Περσία των Σασσανιδών δεν συνήλθε ποτέ από την καταστροφική ήττα από αυτή την εισβολή. Από τη στιγμή που εμφανίσθηκαν οι Χάζαροι ως κράτος, οι Βυζαντινοί άρχισαν επίσης να σχηματίζουν και με αυτούς συμμαχίες, δυναστικές και στρατιωτικές. Το 695 ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Ηράκλειου, Ιουστινιανός Β΄, ο επονομαζόμενος Ρινότμητος, αφού ακρωτηριάσθηκε και εκθρονίστηκε, εξορίσθηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας, όπου διοικούσε ένας Χάζαρος κυβερνήτης. Διέφυγε στο Χαζαρικό έδαφος το 704 ή 705 και του δόθηκε άσυλο από το χαγάνο Μπουσίρ Γκλαβάν (Ἰβουζήρος Γλιαβάνος), που του έδωσε την αδελφή του σε γάμο, αποδεχόμενος ίσως πρόταση του Ιουστινιανού, που μπορεί να σκέφτηκε ότι ένας δυναστικός γάμος θα σφράγιζε με συγγένεια μια ισχυρή φυλετική στήριξη στις προσπάθειές του να ανακτήσει το θρόνο. Στη συνέχεια η Χαζάρα σύζυγος άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Ο Βυζαντινός σφετεριστής Τιβέριος Γ΄ δωροδόκησε τον Μπουσίρ για να σκοτώσει τον Ιουστινιανό. Προειδοποιημένος από την Θεοδώρα ο Ιουστινιανός διέφυγε, δολοφονώντας δύο Χαζάρους αξιωματούχους. Κατέφυγε στη Βουλγαρία της οποίας ο Χαν Τέρβελ τον βοήθησε να ανακτήσει το θρόνο. Μετά την παλινόρθωσή του, και παρά την προδοσία του Μπουσίρ κατά την εξορία του, έστειλε να φέρουν τη Θεοδώρα. Ο Μπουσίρ συμμορφώθηκε και εκείνη στέφθηκε Αυγούστα. Μετά από δεκαετίες ο Λέων Γ΄ (βασίλεψε 717-741) έκανε μια παρόμοια συμμαχία εναντίον ενός κοινού εχθρού, των Μουσουλμάνων Αράβων. Εστειλε πρεσβεία στο Χάζαρο χαγάνο Μπιχάρ και, το 732, πάντρεψε τον γιο του, το μέλλοντα Κωνσταντίνο Ε΄ Κοπρώνυμο (βασίλεψε 741-775), με την κόρη του Μπιχάρ, πριγκίπισσα Τζιτζάκ, η οποία, αφού προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό πήρε το όνομα Ειρήνη. Ο Κωνσταντίνος Ε και η Ειρήνη είχαν ένα γιο, το μέλλοντα Λέοντα Δ΄ (775-780), τον επιλεγόμενο Χάζαρος Ο Λέων Δ πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες μετά τη γέννηση, από την σύζυγό του Ειρήνη Αθηναία, του γιου του, Κωνσταντίνου ΣΤ΄, που το μεγαλύτερο διάστημα συμβασίλεψε με τη χήρα μητέρα του. Ο θάνατός του τερμάτισε το δυναστικό δεσμό των Χαζάρων με το Βυζαντινό θρόνο. Η Τζιτζάκ, η Χαζάρα σύζυγος του Κωνσταντίνου Ε, εισήγαγε στη Βυζαντινή αυλή τη συνήθεια της ιππασίας των νομαδικών Χαζάρων και το χαρακτηριστικό καφτάνι, το τζιτζάκιον, που υιοθετήθηκε ως επίσημο στοιχείο της αυτοκρατορικής ενδυμασίας.
Οι Χαζάροι ανέπτυξαν δύο αξιοσημείωτους θεσμούς: Τη δυαδική βασιλεία, αποτελούμενη από ένα κατώτερο και ένα ανώτερο βασιλιά΄ και το ιερό Χαγανάτο. Ο κατώτερος βασιλιάς ονομαζόταν ΄ίσα΄ (από την ελληνική λέξη «ισάχης = ισάξιος του βασιλιά») και ο ανώτερος ΄χαγάν΄, με τον πρώτο να διαχειρίζεται τόσο τις κρατικές και κοινωνικές υποθέσεις, όσο και τη διοίκηση του στρατού, ενώ ο ρόλος του ανώτερου βασιλιά ήταν τιμητικός, μην επιβάλλοντας υπακοή. Επιλεγόταν από το Χαζαρικό οίκο των ευγενών σε μια ιεροτελεστία στραγγαλισμού, όπου ο υποψήφιος σχεδόν στραγγαλιζόταν μέχρι να δηλώσει τον αριθμό των ετών, που επιθυμούσε να βασιλεύσει, μετά την παρέλευση των οποίων εκτελείτο. Στην ακμή της αυτοκρατορίας τους διέθεταν μια συγκεντρωτική φορολογική διοίκηση με ένα μόνιμο στρατό κάπου 7-12.000 ανδρών, που εν ανάγκη μπορούσε να διπλασιαστεί η τριπλασιαστεί. Οι οικισμοί κυβερνιόνταν από διοικητικά στελέχη, γνωστά ως ΄τουντούν΄. Η κυβερνώσα αριστοκρατία φαίνεται ότι περιλάμβανε εννέα φυλές, εθνικά ετερογενείς, απλωμένες σε εννέα επαρχίες ή πριγκιπάτα, που καθένα τους αντιστοιχούσε σε μια φυλή. Με όρους κάστας ή τάξης φαίνεται ότι, όπως συνεβαινε και με τους Ούγγρους, υπήρχε μια διάκριση, ανάμεσα στους ΄Λευκούς Χαζάρους΄ (ακ-Χαζάρ) και ΄Μαύρους Χαζάρους΄ (καρά-Χαζάρ). Οι Χάζαροι περιγράφονται γενικά από τις πρώτες Αραβικές πηγές ότι είχαν λευκή επιδερμίδα, μπλε μάτια και κοκκινωπά μαλλιά. Μεταγενέστερα Ρωσικά χρονικά, σχολιάζοντας το ρόλο των Χαζάρων στη δημιουργία της Ουγγαρίας, αναφέρονται σε αυτούς ως ΄΄Λευκούς Ογούρους΄΄ και στους Μαγυάρους ως ΄΄Μαύρους Ογούρους΄΄ (<Ούγουρος <ουχ [=όχι] + ώρα {>ούχωρος >ούχουρος} = όχι ώριμος, άγριος >Ούγγρος).
Η εισαγωγή και εξαγωγή ξένων εμπορευμάτων και τα εισοδήματα που προέρχονταν από τη φορολόγηση της διέλευσής τους ήταν βασικό γνώρισμα της οικονομίας των Χαζάρων, που ανάπτυξαν μια αυτάρκη εγχώρια οικονομία, συνδυασμό παραδοσιακής κτηνοτροφίας, που επέτρεπε την εξαγωγή προβάτων και βοοειδών, εκτεταμένης γεωργίας, άφθονης χρήσης των αλιευτικών αποθεμάτων του Βόλγα, με παράλληλη βιοτεχνική επεξεργασία. Οι Χάζαροι αποτελούσαν τον ένα από τους δύο βασικούς προμηθευτές σκλάβων στη Μουσουλμανική αγορά (ο άλλος ήταν οι Ιρανοί Σαμανίδες εμίρηδες) εφοδιάζοντάς τη με αιχμαλωτισμένους Σλάβους και ιθαγενείς της Βόρειας Ευρασίας. H πρωτεύουσα Ατίλ αντανακλούσε την κοινωνική διαίρεση, αφού στη δυτική όχθη ζούσε ο βασιλιάς και η αριστοκξρατία, με μια ακολουθία 4000 περίπου ανδρών, και στα ανατολικά το κυρίως Ατίλ, κατοικούσαν Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και σκλάβοι. Η βασιλική ή κυβερνώσα αριστοκρατία μιλούσε μια ποικιλία της Κοινής Τουρκικής, ενώ οι υποτελείς φυλές μιλούσαν ποικιλίες της Λιρ Τουρκικής, όπως η Ογουρική, μια γλώσσα που ανήκει στην ίδια ποικιλία με την Πρωτοβουλγαρική, την Τσουβασιανή και την Ουγγρική. Θρησκεία των Χαζάρων ήταν μια παραδοσιακή Τουρκική μορφή λατρευτικών πρακτικών, γνωστές ως Τεγκρισμός, που εστιάζονταν στο θεό του ουρανού Τέγκρι. Ο προσηλυτισμός των Χαζάρων στον Ιουδαϊσμό, αν και ασυνήθης, δεν ήταν μοναδικός. Στα νότια των Χαζάρων τόσο το Ισλάμ όσο και ο Βυζαντινός Χριστιανισμός προσηλύτιζαν μεγάλες δυνάμεις.. Είναι γνωστό ότι Εβραίοι τόσο από τον Ισλαμικό κόσμο όσο και από το Βυζάντιο είχαν μεταναστεύσει στη Χαζαρία σε περιόδους διωγμών επί Ηράκλειου, Ιουστινιανού Β´, Λέοντος Γ΄ και Ρωμανού Λεκαπηνού. Κάποια στιγμή μεταξύ 740 και 920 οι Χάζαροι βασιλείς και ευγενείς φαίνεται πως είχαν προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό. Ο προσηλυτισμός φαίνεται να είχε συμβεί σε ένα περιβάλλον προστριβών, που απέρρεαν από την εντατικοποίηση της Βυζαντινής ιεραποστολικής δραστηριότητας από την Κριμαία μέχρι τον Καύκασο. Η επίλυση των διαφορών στη Χαζαρία εκδικαζόταν από δικαστές, προερχόμενους ο καθένας από την κοινότητά του, Χριστιανική, Εβραϊκή, Μουσουλμανική ή Ειδωλολατρική.