Μ’ αυτά τα λόγια ο Κρέοντας μπαίνει στα ανάκτορα. Ο Χορός, αποδίδοντας τη συμπεριφορά του Αίμωνα στον έρωτά του για την Αντιγόνη, ψέλνει την παντοδυναμία του στο Γ’ Στάσιμο που ακολουθεί.
Στροφή α’ Ακαταμάχητε Έρωτα (39)
ανθρωποκράτορα Έρωτα,
εσύ που τη φωλιά σου
στης κόρης τη θωριά τη χτίζεις,
στεριά και θάλασσα αρμενίζεις 785
κι είναι λουλούδι η αγκαλιά σου.
Τα βέλη σου όλους τους καρφώνουν
ανθρώπους κι αθανάτους,
όλους τους φαρμακώνουν
και χάνουν τα μυαλά τους. 790
Αντιστροφή α’ Επλάνεψες δίκαιες ψυχές
και γίνηκαν πεισματικές.
Γονιός και γιος μαλώσαν
κι η έχθρα τους είν’ πολύ μεγάλη.
Της κοπελιάς τ’ αφράτα κάλλη 795
κι οι χάρες τους αναστατώσαν.
Ο πόθος σου άλλες πόλεις χτίζει
και κάνει άλλες κομμάτια.
Η Αφροδίτη ανθίζει
στα λαμπερά σου μάτια. 800
Οι δορυφόροι οδηγούν έξω από τα ανάκτορα την Αντιγόνη. Ο Χορός κλαίει την τραγική της μοίρα. Έτσι αρχίζει ο «Κομμός» (866-882), θρηνητικό τραγούδι που τραγουδιέται μαζί από την Αντιγόνη και το Χορό.
ΧΟΡ. Με τα μάτια όπως βλέπω το δράμα
πάω να σπάσω τους νόμους των θεών μας (40)
και το δάκρυ κυλάει σαν ποτάμι
γιατί βλέπω τη δόλια Αντιγόνη
να πηγαίνει στο αιώνιο παλάτι. 805
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στροφή α’ Γείτονες, φίλοι μου καλοί μου
αφήνω γεια και φεύγω, αλί μου.
Έχετε γεια του κάμπου κρίνα,
γεια και χαρά σου του ήλιου αχτίνα.
Του πικροχάρου μαύρο χέρι 810
Στην πύλη του Άδη θα με φέρει (41)
χωρίς να έχω πεθάνει.
Ποιος μ’ έντυσε νυφούλα εμένα
κι είπε τραγούδια ερωτευμένα. (42)
Χάρου φορώ στεφάνι. 815
ΧΟΡ. Πονεμένη μα τρισδοξασμένη
σε πηγαίνουν στον τάφο να μείνεις.
Την ψυχή σου δεν πήρε λεπίδι
ούτε σ’ έριξε κάτω η αρρώστια. 820
Και μονάχη στον κόσμο όλο θέλεις
ζωντανή για τον Άδη να σύρεις. (43)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αντιστροφή α’ Μα άκουσα στης Φρυγίας τα βάθη
πώς του Ταντάλου η κόρη εχάθη. (44)
Στου Σίπυλου τα βράχια μένει 825
καθώς εκείνα πετρωμένη,
σα φύκι στεριωμένη. Ω, Θάμα !
Κι ας λιώνει λένε αυτή στο κλάμα
στους βόγκους και στο θρήνο
την τρώει το αγιάζι και το χιόνι 830
τα ωραία της τα λαιμά λασπώνει.
Έτσι κι εγώ θα γίνω.
ΧΟΡ. Ήταν θεά αυτή και θεοί τη γεννήσαν
ενώ εμείς φτωχοί γόνοι ανθρώπων. 835
Και που ακούστηκε ότι έλαχες όμοια
με τους θεούς είν’ μεγάλο καμάρι
είτε ζεις είτε αργότερα αν σβήσεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στροφή β’ Ω! μέγα Δία γιατί,
τι με περιγελάς, γιατί 840
μου λες δεν πέθανα αλλά ζω;
Πατρίδα μου κι ω ξακουστό
αρχοντολόι !
Πηγή, βουερό μελισσολόι,
δάσος της Θήβας της τρανής 845
δέστε και τραγουδήστε εσείς
πώς χάνομαι έρημη στη χτίση.
Πετροταφί θα με ρουφήσει
φτωχή, ορφανή.
Δεν ζω, αλλά κι ούτε έχω ψοφήσει 850
ούτε νεκρή, ούτε ζωντανή.
ΧΟΡ. Το μυαλό σου είχε αγέρα παρμένο
και το δίκιο σε δέρνει παιδί μου.
Τη μεγάλη αμαρτία πληρώνεις 855
του γονιού σου του δόλιου η καημένη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αντιστροφή β’ Ω! Συμφορά κι αυτή
μαύρη κατάρα ξακουστή
και του γονιού μου ριζικό. 860
Ω! Γάμοι μαύροι
που η μάνα έψαχνε να ΄βρει
από τ’ αγόρι της φιλί
που απ’ την κοιλιά της είχε βγει. 865
Μ’ έχετε αφρατογεννημένη
κι έρχομαι να σας βρω κλαμένη.
Αχ! Ο αδερφός!
Παντρειά έχει κάνει πικραμένη. (45) 870
Με σκότωσε κι είναι νεκρός.
ΧΟΡ. Σεβασμό δείχνει η ευλάβεια παιδί μου.
Δεν μπορείς όμως να καταλύσεις
κείνον που έχει οριστεί κυβερνήτης.
Σ’ έχασε όμως τυφλή περηφάνια. 875
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Επωδός Δίχως κλάματα και φίλους
δίχως ταίρι πικραμένη
πάω στην αγκαλιά του Χάρου.
Ήλιε μου έκρυψες το φως σου.
Ποιος μ’ αγάπη θα με κλάψει; 880
Ο Κρέοντας βγαίνει από τα ανάκτορα και, βλέποντας έξω φρενών την Αντιγόνη ακόμη εκεί, παρακινεί τους δορυφόρους στο έργο τους.
ΚΡΕ. Ξέρετε πως δε σταματάει το κλάμα
όταν αρχίσει; Όμως ο χρόνος βιάζει.
Πάρτε την να την κλείστε στο μπουντρούμι 885
και καθώς είπα αφήστε τη μονάχη
κι ας ζει μέσα στον τάφο είτε ας πεθάνει.
Εκείνη φταίει για όποιο κακό της τύχει.
Μα τη γλυκιά ζωή της θα τη χάσει. 890
ΑΝΤ. Αχ! Γάμε μου. Αχ! Κρεβάτι νυφικό μου!
Αχ! Έρχομαι βαθύσκαφτό μου σπίτι
να βρω όλους τους δικούς μου που έχει μπάσει
στο μαύρο της παλάτι η Περσεφόνη. (46)
Κι εγώ στερνά η κακόσουρτη θα σύρω 895
πριν έρθει ο χρόνος που έχει ορίσει η μοίρα.
Φτάνω κοντά σας, ξέρω όμως πως θα ‘μαι
καλόδεχτη από μάνα και πατέρα.
Καλόδεχτη και σε θα ‘μαι αδερφέ μου.
Τούτα τα χέρια ως φύγατε σας λούσαν, 900
σας στόλισαν και χύσαν τις σπονδές σας.
Αλλά έτσι με πληρώνουν Πολυνείκη
γιατί έθαψα το μαύρο σου κουφάρι.
Όμως οι γνωστικοί θα με επαινέσουν.
Τέτοια έγνοια εγώ ποτέ δε θα την είχα 905
ζορίζοντας τους φίλους μου να θάψω
θες τα παιδιά ή τον άντρα κι ας σαπίζουν.
Γιατί έτσι λένε τα γραφτά της μοίρας:
Νέο ταίρι βρίσκω αν χάσω εκείνο που ‘χω
κι εκείνο νέο παιδί θα μου χαρίσει. 910
Μ’ αφού τα γονικά μου έχουν πεθάνει
άλλο αδερφό ποτέ δε θ’ αποκτήσω.
Μα κι ας σε τίμησα αδερφέ μου τόσο,
ο Κρέων με βρίζει και με λέει κακούργα
γιατί ηύρε απόκοτα όλα μου τα έργα. 915
Και τώρα με το ζόρι μ’ έχει αρπάξει
προτού νυφιάτικα χαρώ τραγούδια,
πριν με δροσίσει η γλύκα της μητέρας,
κακόσουρτη κι αποδιωγμένη απ’ όλους,
και ζωντανή με πάει στον πετροτάφο. 920
Ποιο νόμο τάχα πάτησα των θεών μας;
Μα κι απ’ αυτούς πια τι να περιμένω
πως ίσως κάποιος να με προστατέψει;
Με ακολουθεί η ντροπή της ξιπασμένης.
Έτσι το θέλησε η βουλή του Δία. 925
Τα λάθη μας τα δείχνουν τα δεινά μας.
Κι άμα τολμήσει ο Κρέοντας να με βλάψει
τετράδιπλες θα του συμβούν φουρτούνες
απ’ όσες άδικα έστειλε σε μένα.
ΧΟΡ. Μαύρη, δεν έβαλες ακόμη γνώση
κι οι ίδιες σε τυραννάν οι έγνοιες. 930
ΚΡΕ. Γι’ αυτό θα κλάψουνε αν αργήσουν
αυτοί που πήραν και την πάνε.
ΑΝΤ. Ω! Συμφορά! Πολύ κοντά στο Χάρο
η έρημη έχω τώρα φτάσει.
ΧΟΡ. Και θα ‘ναι ψέματα παιδί μου
αν πω πως ίσως θα γλιτώσεις. 935
ΑΝΤ. Ω! Θήβα ! Πατρική μου πολιτεία
Ω! Θεοί των πατεράδων μου!
Σε λίγο θα χαθώ.
Δέστε άρχοντες Θηβαίοι
το τελευταίο βασιλοπαίδι 940
πόσο πικρά το παίρνει ο Χάρος
γιατί σεβάστηκε των θεών το δίκιο.
Οι δορυφόροι του Κρέοντα παίρνουν την Αντιγόνη από την αριστερή πάροδο, για να εκτελέσουν την προσταγή. Ενώ ο Κρέοντας μένει σκεπτικός κι αμίλητος στη σκηνή, ο Χορός στο Δ’ Στάσιμο φέρνει τρία παραδείγματα ανθρώπων που τους βρήκαν παραπλήσια παθήματα, παρηγορώντας έτσι από μακριά την Αντιγόνη.
Στροφή α’ Μα κι Δανάη καθώς εσύ (47)
έλιωσε μες στη φυλακή. 945
Τη βρήκε μοίρα χολωμένη
μες στο κλουβί της σφαλισμένη.
Κι ωστόσο ήταν χρυσή η γενιά της,
χρυσόβροχο τα σωθικά της 950
τα δρόσισε ο καρπός του θεού.
Φρικτά γραφτά του ριζικού.
Ούτε χρυσάφι ούτε πολέμοι
ούτε πυργιά ούτε μαύροι ανέμοι
αντέχουν τη γροθιά τους.
Αντιστροφή α’ Αυτά ‘ζεψαν το γιο του Δρυα 955
των Ηδωνών το βασιλιά. (48)
Ο Διόνυσος τον είχε ζώσει
με βράχους για να βάλει γνώση.
Σβήνει κι τρέλα αγάλι αγάλι.
Μ’ αργά αυτός άλλαξε κεφάλι 960
και με τα αγροίκα χωρατά
πείραζε τα νεραϊδικά (49)
όταν το θεό τους ετιμούσαν.
Μ’ αυτά το Διόνυσο εκεντούσαν
κι όλους τους αθανάτους. 965
Στροφή β’ Στης διπλοθάλασσας τα βράχια πάλι (48)
πλάι στου Βοσπόρου το ακρογιάλι
μνημείο υπάρχει του Άρη. (51) 970
Το πήρε ο θεός χαμπάρι
πώς του Φινέα τυφλώθηκαν (52)
οι γιοι και πώς ματώθηκαν
απ’ το ίδιο του το ταίρι (53)
με αιμόδιψο μαχαίρι 975
τι θέλαν γδικιωμό.
Αντιστροφή β’ Και μαυροκλαίγαν για το πάθημά τους
που άτυχη μάνα τύχαν δυστυχιά τους. 980
Κι αυτή από την αρχαία κρατά
του Ερέχθου τη γνωστή γενιά. (54)
Μες σε σπηλιές μεγάλωσε (55)
και στα βουνά σκαρφάλωσε.
Μα στο κελί η κορούλα 985
Του Ανέμου είν’ η ομορφούλα
κι οι μοίρες τη χτυπούν.
Από τη δεξιά πάροδο μπαίνει στη σκηνή ο Τειρεσίας, γέρος, τυφλός μάντης, που οδηγείται από ένα παιδί, κρατώντας σκήπτρο στο χέρι και ντυμένος με ιερατική στολή. Αρχίζει το Ε’ Επεισόδιο (988 – 1114).
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ (56)
Ήρθαμε δυο μαζί, άρχοντες Θηβαίοι,
δυο, μα του ενός τα μάτια μόνο βλέπουν,
Το ψυχοπαίδι του τυφλού ‘ναι η στράτα. 990
ΚΡΕ. Τι νέα μας φέρνεις γέρο Τειρεσία;
ΤΕΙ. Άκου παιδί μου το γεροπροφήτη.
ΚΡΕ. Ναι, γέρο, πάντα σ’ άκουγα. Ό,τι κρίνεις.
ΤΕΙ. Για κείνο είδε καλό κι η πολιτεία.
ΚΡΕ. Πάντα το λέω, ωφελήσαν οι ορμηνιές σου. 995
ΤΕΙ. Μα τώρα στέκεις στου σπαθιού την κόψη.
ΚΡΕ. Μου ‘ρθε ζαλάδα, τι κουβέντα που ‘πες;
ΤΕΙ. Σημαδιακά είν’ της τέχνης τα μαντάτα.
Καθόμουν στων πουλιών μου τα λημέρια. (57)
Εκεί κάθε λογής πουλιά κουρνιάζουν, 1000
κι άκουσα μια άγνωστη λαλιά από ορνίθια
σα σκούξιμο χτικιάρικο υπερκόσμιο,
σα να λιανίζονταν ανάμεσά τους,
με τ’ άγρια νύχια. Ηχούσαν οι φτερούγες.
Άναψα αμέσως τ φωτιά σκιασμένος 1005
στην ψησταριά για να σπιθομαντέψω. (58)
Μα πάνω στα σφαχτά έσβησαν οι φλόγες,
Εστάζανε τα ξίγκια μες στη στάχτη
λιώνανε τα μεριά καπνολογώντας
κι αγάλια αγάλια σκάζανε οι χολές τους. 1010
Το ψυχοπαίδι τα έλεγε όλα τούτα
πως χάλασαν τα μαντικά σημάδια.
Αυτός δικός μου κι άλλων ‘γω μπροστάρης.
Σε τούτο το κακόν εσύ ‘σαι αιτία
που γέμισες τις ψησταριές, τις σχάρες 1015
με νεκροκόμματα του Πολυνείκη.
Τον ελιανίσαν τα σκυλιά κι οι αγιούπες.
Για κείνο οι θεοί αψηφούν τις προσευχές μας
και τις θυσίες και τις φωτιές και τα μεριά μας
και τα πουλιά μπερδέψαν τη λαλιά τους. 1020
Έφαγαν αίμα σάπιο πεθαμένου.
Λοιπόν για απείκασ’ το παιδί μου τούτο.
Όλοι μας, όλοι κάνουμε και λάθη.
Μα αυτός που παρευθύς μεταγνωμήσει 1025
κι ό,τι έκανε κακό το σιάξει αμέσως,
δειλός δεν είναι μήτε βλάκας είναι.
Η στενοκεφαλιά ‘ναι η ανοησία.
Μη βασανίζεις το νεκρό, παιδί μου
και ποια ‘ναι η αντρειά να τον ξανασκοτώνεις; 1030
Για το δικό σου το καλό μιλάω.
Άκου τους άλλους όταν σ’ ορμηνεύουν.
ΚΡΕ. Γέρο, με πήρατε με τις σαγίτες
σαν τοξευτές με πήρατε σημάδι.
Αλλά την τέχνη σας την έχω μάθει. 1035
Καθώς τα ζώα με πούλησε η γενιά σας. (59)
Τρέξτε να ανοίξτε μαγαζί στις Σάρδεις,
έχει ήλεκτρο, έχει ινδιάνικο χρυσάφι. (60)
Ποτέ όμως δε θα ανοίξτε τάφο εκείνου.
Μήτε αν τον θεν οι αετοί του Δία φαγί τους (61) 1040
και τον αρπάξουν και τον παν στα γνέφια
πάλι δεν θα άφηνα να τον κηδέψουν.
Δεν θέλω να ντροπιάσω τους θεούς μας,
αυτό κανείς θνητός δεν το τολμάει.
Πέφτουνε γέρο σαν ντροπής κουφάρια 1045
κι οι πιο παράξιοι ανθρώποι όταν στολίζουν
ντροπής προτάσεις για να βγάλουν χρήμα.
ΤΕΙ. Αχ! Να ‘χανε οι άνθρωποι μυαλό και κρίση!
ΚΡΕ. Τι ‘πες; Σαν κάτι να ‘πες για την κρίση.
ΤΕΙ. Λέω πόσο ζηλευτή ‘ναι η φρονιμάδα. 1050
ΚΡΕ. Όσο κακή πληγή είναι η αμυαλοσύνη.
ΤΕΙ. Αμ τούτη δα σε πλήγιασε και σένα.
ΚΡΕ. Σώπα, γιατί δε θέλω να σε βρίσω.
ΤΕΙ. Πώς δε με βρίζεις σα μου λες πως κλέβω.
ΚΡΕ. Η φάρα σου λατρεύει το χρυσάφι. 1055
ΤΕΙ. Κι οι τύραννοι είν’ τομάρια σαν εσένα.
ΚΡΕ. Τον άρχοντά σου βρίζεις. Το κατέχεις;
ΤΕΙ. Πώς δεν κατέχω; Εγώ σ’ έκανα αφέντη.
ΚΡΕ. Είσαι σοφός μα συμφορών προφήτης.
ΤΕΙ. Είν’ κι άλλες, μα στις έχω φυλαγμένες. 1060
ΚΡΕ. Πάλι στο νου σου θα ‘χεις το χρυσάφι.
ΤΕΙ. Τέτοιο λοιπόν φιλάργυρο με κρίνεις;
ΚΡΕ. Πληρώθηκες, μα δε μου αλλάζεις γνώμη.
ΤΕΙ. Καλά λοιπόν. Ο ήλιος θα γυρίσει (62)
ακόμη τρεις φορές στα ουράνια ατλάζια 1065
κι ύστερα θα πληρώσεις για το Χάρο
με το παιδί καρπό των σωθικών σου,
γιατί μια ζωντανή ψυχή να χάσεις
βιάστηκες, στο μπουντρούμι κλείνοντάς την,
κι ένα κουφάρι στέρησες του Χάρου 1070
και το ‘χεις ασαβάνωτο εδώ πάνω.
Μα αυτά στο χέρι θεού δεν είν’ ή ανθρώπου
κι εσύ με το έτσι θέλω όλα τα κάνεις.
Γι’ αυτό οι Σεμνές που στέλνει Δίας κι ο Χάρος,
χέρι εκδικητικό, καταποτήρι, 1075
παραφυλάνε να σε ξολοθρέψουν.
Λοιπόν, τι λες; Χρυσάφι περιμένω;
Ο γεροχρόνος σπίτι σου περνώντας
θα αντιλαλεί των γυναικών το κλάμα.
Μιλιούνια τα μυρμήγκια τρων τις πόλεις 1080
που σάπιες σάρκες των νεκρών τους φάγαν
πουλιά, σκυλιά και λύκοι κουβαλώντας
τη βρώμα αυτή στην πόλη, στους βωμούς της.
Τέτοιες σαγίτες καλοζυγισμένες
σ’ απόλυσα, τοξότης χολιασμένος 1085
και το φαρμάκι τους ταχιά θα νοιώσεις.
Άιντε παιδί μου, οδήγα με στο σπίτι
κι άσ’ τον να ξεθυμάνει όπου σηκώνει,
να μάθει να μη βγάζει τέτοια γλώσσα
και το μυαλό τόσο ας μην ψηλώνει.
Φεύγει.
ΧΟΡ. Αφέντη, είπε φρικτή κουβέντα ο γέρος, 1090
κι ο Τειρεσίας δε γέλασε κανέναν
όσο θυμάμαι αφότου τα μαλλιά μου
που ήτανε μαύρα σαν την πίσσα ασπρίσαν.
ΚΡΕ. Το ξέρω ο έρμος κι έχω πρασινίσει 1095
γιατί δε γίνεται να κάνω πίσω
κι αν προχωρήσω θα το μετανιώσω.
ΧΟΡ. Σκέψου καλά του Μενοικέα λεβέντη.
ΚΡΕ. Θεέ, τι να κάνω; Μίλα, θα σ’ ακούσω.
ΧΟΡ. Λευτέρωσε την κόρη απ’ το μπουντρούμι 1100
και θάψε αυτό το δύστυχο κουφάρι.
ΚΡΕ. Καλά το ΄πες αυτό. Λες να σ’ ακούσω;
ΧΟΡ. Αφέντη, βιάσου όσο μπορείς και τρέξε.
Οι θεοί να τιμωρήσουν δεν αργούνε.
ΚΡΕ. Ω! Συμφορά! Μετάνιωσα σκιασμένος. 1105
Του κάκου την ανάγκη να παλεύεις.
ΧΟΡ. Μόνος, όχι άλλοι, καν’ τα τούτα. Τρέχα.
ΚΡΕ. Γρήγορα, τρέχω. Τρέξτε, τρέξτε δούλοι (63)
όσοι είστε εδώ με τα τσαπιά στο χέρι.
Εμπρός βιαστείτε για τον τόπο εκείνο, 1110
μονάχος καθώς έδεσα να λύσω
γιατί άλλο δρόμο πήρε η συλλογή μου.
Φοβάμαι μήπως είν’ καλά να κάνεις
κατά πως λέει του θεού η βουλή στη ζωή σου.
Ο Κρέοντας φεύγει από την αριστερή πάροδο, προς το μέρος όπου βρισκόταν ο Πολυνείκης. Ο Χορός νομίζοντας ότι το κακό τελείωσε, γεμάτος χαρά, επικαλείται στο Ε’ Στάσιμο τη βοήθεια του Διόνυσου. Χορεύει ζωηρό και πρόσχαρο τραγούδι, που λέγεται «υπόρχημα» και που ταίριαζε και την εορτή όπου πρωτοδιδάχτηκε η τραγωδία αυτή, γιατί είναι ένας αληθινός διθύραμβος.
Στροφή α’ Βάκχε, καμάρι των θεών 1115
πολυτραγουδισμένο
του Δία παιδί και των Θηβών
που έστησες ξακουσμένο
θρόνο στη Σικελία και ζεις (64)
στης Δήμητρας τα μέρη (65)
και μες στη Θήβα ό,τι ποθείς 1120
κάνεις κι έχεις στο χέρι
τον Ισμηνό όπου Δράκοντα (66)
τα δόντια είν’ φυτεμένα
από τον Κάδμο εκεί σπαρμένα.
Αντιστροφή α’ Πάνω απ’ το δίκορφο βουνό (67) 1125
που οι νύφες τραγουδάνε (68)
βλέπεις φεγγόβολο καπνό
και βρύσες που γελάνε (69) 1130
κι όταν μιλάς σε χαιρετούν
οι κισσοφορεμένες
ραχούλες που για σένα ανθούν
μ’ αμπέλια φορτωμένες.
Όπου κι αν πας σ’ ακολουθούν 1135
χαρούμενα τραγούδια
κι ευωδιαστά γιορτής λουλούδια.
Στροφή β΄ Κι εσύ κι η μάνα σου αγαπάτε
τη Θήβα κι όλο τη βοηθάτε.
Μα τώρα που ‘πεσε βαριά 1140
κακοτυχία και συμφορά
έλα ψηλά απ’ τον Παρνασσό
Σωτήρα ή πάνω απ’ τον Πορθμό 1145
Αντιστροφή β’ Τ’ αστέρια σ’ έχουνε μπροστάρη
κι είσαι της νύχτας το φανάρι.
Πρόβαλε αφέντη πρώτα εσύ 1150
με τη στολή σου τη χρυσή
και πίσω οι Θυάδες σαν τρελές
Βάκχε, ας σε τραγουδούν κι αυτές.
Από την αριστερή πάροδο μπαίνει στην ορχήστρα, ερχόμενος από τα χωράφια, ο Άγγελος. Αρχίζει η Έξοδος (1155 - 1352).
ΑΓΓΕΛΟΣ
Έ σεις των βασιλιάδων μας γειτόνοι 1155
είναι βαρύ πολύ τη ζωή του ανθρώπου
πες να παινέσω, πες να ψεγαδιάσω.
Όπως υψώνει, έτσι γκρεμίζει η μοίρα (70)
ευτυχισμένους και δυστυχισμένους.
Κανείς δεν ξέρει τα γραφτά του ανθρώπου. 1160
Να, ο Κρέοντας ήταν ζηλευτός πριν λίγο.
Έσωσε την πατρίδα απ΄ τους εχθρούς της,
πήρε στον ώμο τον τρανό της θρόνο,
όριζε και καλά παιδιά είχε κάνει.
Μα τώρα όλα χαθήκαν κι όποιος χάσει 1165
του κόσμου τούτου τις χαρές εχάθη,
δεν είναι ζωντανός, νεκρό τον λέω.
Γιατί όσα θες πολλά μάζεψε πλούτη
κι ας ζεις σαν βασιλιάς. Η χαρά λείπει;
Τ’ άλλα δεν τ’ αγοράζω εγώ ποτέ μου, 1170
μήτε για σκιά καπνού. Η χαρά ‘ναι η πρώτη.
ΧΟΡ. Τι νέα γι’ αυτό το σπιτικό μας φέρνεις;
ΑΓΓ. Πέθανε. Οι ζωντανοί του χάρου οι φταίχτες.
ΧΟΡ. Ποιος πέθανε; Ποιος ο φονιάς του μαύρου;
ΑΓΓ. Ο Αίμωνας, τον εσκότωσε το χέρι .... 1175
ΧΟΡ. Ποιο χέρι; Του πατέρα ή το δικό του;
ΑΓΓ. Το χέρι του όλο οργή για τον πατέρα.
ΧΟΡ. Αχ Τειρεσία! Σωστά το ‘χες μαντέψει!
ΑΓΓ. Τώρα το λες που βγήκανε οι μαντείες.
ΧΟΡ. Ε! Την κακότυχη Ευρυδίκη βλέπω 1180
του Κρέοντα ταίρι. Βγαίνει απ’ το παλάτι.
Μην άκουσε για το παιδί της κάτι;
Όταν ο Άγγελος έλεγε το στίχο 1175 είχε ανοιχτεί λίγο η πύλη των ανακτόρων. Η βασίλισσα Ευρυδίκη, σύζυγος του Κρέοντα, με τη συνοδεία της, φάνηκε μερικές στιγμές, αλλά ακούγοντας τα φρικτά λόγια λιποθυμάει και βαστάζεται από τις υπηρέτριές της. Ύστερα συνέρχεται και μπαίνει στην ορχήστρα με τα τελευταία λόγια του χορού.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Τα λόγια φίλοι μου άρπαξε το αυτί μου
σαν βγήκα να κινήσω για την πόλη
στη θεά Αθηνά ικετεύτρα ευχή να κάνω. (71) 1185
Κι ως γύριζα της πόρτας το χερούλι (72)
τυχαία ακούω γι’ αυτή τη συμφορά μας.
Μου ‘πιασε σύγκρυο το κορμί και πέφτω
ίσα στην αγκαλιά των κοριτσιών μου.
Με τύλιξε λιγοθυμιάς σκοτάδι. 1190
Μα όποια κι αν είναι, πέστε την κουβέντα,
θα την βαστάξω το ‘χω συνηθίσει. (73)
ΑΓΓ. Καλή μου αρχόντισσα να στα εξηγήσω
όλα όπως τα ‘δα με μεγάλη ακρίβεια.
Γιατί να σε παρηγορώ με λόγια 1195
που θα με βγάλουν ψεύτη; Φέγγει η αλήθεια.
Πήγαινα μπρος στον Κρέοντα για οδηγός του
κατά την απλωσιά όπου πεταμένο
ήταν του Πολυνείκη το κουφάρι.
Κάναμε ευχή σε Πλούτωνα κι Εκάτη (74)
κρατώντας το θυμό να μας ελεήσουν. 1200
Τον πλύναμε με κρύο νερό, καθάριο,
κάψαμε πάνω στη φωτιά του αγρίμια
φτιάξαμε τάφο με το ντόπιο χώμα (75)
και ξεκινήσαμε για το μπουντρούμι
που μες στους βράχους πλάκωνε την κόρη. 1205
Ολόγυρα σκουξίματα και βόγκοι
πήραν τα αυτιά μας. Βγαίνανε απ’ τον τάφο.
Τρέξαμε στον αφέντη να το πούμε.
Ζυγώνει αυτός κι αμέσως τον χτυπάει
κείνη η φωνή κι οι βόγκοι οι καταχθόνιοι. 1210
Κλάμα τον πήρε: «Συμφορά μου ο μαύρος.
θεϊκό κακό. Περνάω το μονοπάτι
που απ’ όλα πιο θα μου χαρίσει πίκρα.
Το κλάμα του παιδιού μου. Τρέξτε δούλοι,
τρέξτε, στον τάφο μπείτε από την τρύπα (76) 1215
και δέστε τι φωνή είναι αυτή που ακούω.
Ας είναι οι θεοί να με περιγελάνε».
Βιαστήκαμε να κάνουμε όπως είπε.
Σκύβουμε, βλέπουμε τη δόλια κόρη
στον πάτο με θηλιά να ‘ν φουρκισμένη (77) 1220
κι ο Αίμωνας πλάι της έσφιγγε τη μέση
κλαίγοντας το χαμό της δόλιας κόρης,
το άπονο κρίμα του γονιού, το γάμο. 1225
Τον βλέπει ο Κρέοντας και βογκάει με πόνο,
μπαίνει στον τάφο, πάει κατά το γιο του.
«Φτωχέ μου», κράζει, «Τι έχεις στο μυαλό σου;
ποια άσπλαχνη μοίρα σ’ έχασε, ποια τρέλα;
Βγες γιε μου, σου το λέω σαν προσευχή μου». 1230
Τον βλέπει ο γιος του, αστράψανε τα μάτια,
δεν του ‘πε λέξη, του ‘φτυσε τη μούρη.
Τραβάει στιλέτο, πάει να του το μπήξει.
Το σκάει εκείνος, ο Αίμων μετανιώνει
και με όση δύναμη είχε το καρφώνει 1235
ως τα μισά βαθιά μες στα πλευρά του.
Το νεκρό μπράτσο νιώθοντας ακόμη
σφιχταγκαλιάζει το γλυκό του ταίρι.
Κι ως η βροχή χτυπάει τη γη, ξερνάει
στ’ άσπρα της μάγουλα κατάμαυρο αίμα.
Στέκεται εκεί νεκρός πλάι στην καλή του. 1240
Γαμπριάτικα τραγούδια πια θ’ ακούσει
στου κακοχάρου κάτω ο παλάτι.
Φανέρωσε ότι η ισχυρογνωμοσύνη
φέρνει μεγάλες συμφορές του ανθρώπου.
Η Ευρυδίκη αμίλητη μπαίνει στα ανάκτορα από τη μεσαία πύλη.
ΧΟΡ. Τι λες για τούτο; Μπήκε στο παλάτι
αμίλητη και σιωπηλή η Ευρυδίκη. 1245
ΑΓΓ. Πολύ παράξενο. Όμως συλλογιέμαι
μην το ‘χει για άπρεπο να κλαίει μπροστά μας
και μέσα στο παλάτι θέλει οι δούλες (78)
να κλάψουν το θανατικό του γιου της.
Έχει μυαλό η Ευρυδίκη, δε λαθεύει. 1250
ΧΟΡ. Δεν ξέρω, είναι κακιά η πολλή φουρτούνα
μα κι η μεγάλη είναι κακή γαλήνη.
ΑΓΓ. Θα μπω στο αρχοντικό για να το μάθω,
μην έχει λογισμό κακό κρυμμένο
στη ραγισμένη της καρδιά. Έχεις δίκιο. 1255
Είναι κακή η σιωπή σε τέτοιες ώρες.
Μ’ αυτά τα λόγια ο Άγγελος μπαίνει στα ανάκτορα. Από την αριστερή πάροδο μπαίνουν ο Κρέοντας και η ακολουθία του μαζί με το πτώμα του Αίμωνα που κρατάει ο Κρέοντας, ο οποίος θα αρχίσει τον «Κομμό».
ΧΟΡ. Ο Κρέοντας! Έφτασες αφέντη
κρατώντας συμφορά στο χέρι.
Κακό που σκέφτηκες να κάνεις!
Γιατί στο λέω εσύ ‘σαι ο φταίχτης. 1260
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στροφή α΄ Συμφορά. Αγύριστο κεφάλι
τώρα τα λάθη σου φανήκαν.
Ω! Για κοιτάξτε αυτό το χάλι.
Κείνοι πικρότατα χαθήκαν
Δείχνει το πτώμα του Αίμωνα
Κείνοι άθελά τους τους σκοτώσαν. 1265
Δείχνει τον εαυτό του
Ω! Οι προσταγές μου με πλακώσαν.
Παιδί μου,
Πικροχαμένο παλικάρι!
Αλί μου!
Έχεις σκεπή σου το χορτάρι.
ΧΟΡ. Πόσο άργησες να βρεις ποιο ‘ναι το δίκιο! 1270
ΚΡΕ. Αλίμονο άργησα πολύ!
Μα τότε οι θεοί με τύφλωσαν το μαύρο.
Χτυπώντας μου το αγύριστο κεφάλι
βάλανε αγροίκες σκέψεις στο μυαλό μου
και με κλωτσιές εδιώξαν τη χαρά μου. 1275
Αβάσταχτοι, φριχτοί καημοί του ανθρώπου!
Ενώ ο Κρέοντας κλαίει ακόμα το γιο του, βγαίνει από τα ανάκτορα ο Εξάγγελος και αναγγέλλει την αυτοκτονία της Ευρυδίκης.
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Αφέντη, φαίνεται πώς ήρθες να ‘βρεις
κι άλλα δεινά κοντά σ’ αυτά που φέρνεις.
Κι άλλες στ’ ανάκτορα θα βρεις φουρτούνες. 1280
ΚΡΕ. Τι; Ποιο χειρότερο κακό με βρήκε;
ΕΞΑ. Πάει η γυναίκα σου η λεβεντομάνα.
Πριν λίγο αιματοβάφτηκε η καημένη.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αντιστροφή α’ Αραξοβόλι μαύρο του Άδη (79)
γιατί με βούλιαξες στον πάτο; 1285
Συ που έφερες και νέο σκοτάδι
παιδί, Ω! Φρικτό μαντάτο,
νεκρό μου στήνεις νέο καρτέρι.
Τι λες παιδί μου; Ποιο μαχαίρι 1290
κακό
το ταίρι μου έχει αρπάξει;
Ω! Ω!
Η μοίρα έχει λυσσάξει.
Ανοίγει η πόρτα των ανακτόρων και φαίνεται το πτώμα της Ευρυδίκης. (80)
ΕΞΑ. Δες της αρχόντισσας να το κουφάρι.
ΚΡΕ. Αλίμονο!
Νέα συμφορά ο καταραμένος βλέπω. 1295
Ποιο ριζικό με καρτεράει, ποια μοίρα;
Βάσταγα του παιδιού μου το κουφάρι
και τώρα ξάφνου βλέπω κι άλλο χάρο.
Δύστυχη μάνα κι άτυχο παιδί μου. 1300
ΕΞΑ. Στιλέτο κοφτερό στο βωμό επάνω
της σφάλιξε τα μάτια με σκοτάδι.
Πρωτύτερα έκλαψε τα παλικάρια
κι είπε για σένα φοβερές κατάρες,
να πάθεις γιατί εσύ ‘σαι ο μόνος φταίχτης. 1305
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στροφή β’ Κακό που μ’ ηύρε τρέμω από τη φρίκη.
Γιατί να ζω; Σκοτώστε με συντρόφοι.
Άναντρο, αδιάντροπο τομάρι
κι άναντρη βρήκα τύχη.
ΕΞΑ Σε καταριόταν που έστειλες στον τάφο
τους γιους της Αίμωνα και Μεγαρέα.
ΚΡΕ. Και πώς ματοκυλίστηκε κι εχάθη;
ΕΞΑ. Τρυπήθηκε μονάχη στο συκώτι 1315
σαν έμαθε κι αφού έκλαψε το Χάρο.
ΚΡΕ. Πόσο το φταίξιμο είν’ δικό μου!
Κανείς δε θα μου το ελαφρώσει.
Ναι, εγώ σε σκότωσα καημένη,
εγώ ο κακόσουρτος. Παιδιά μου 1320
πάμε μακριά απ’ αυτό το μέρος.
Όπως υπάρχει ένα μηδέν
κι εγώ άλλο τόσο υπάρχω. 1325
ΧΟΡ. Φύγε όσο γρήγορα μπορείς αφέντη.
Αν τα κακά που σ’ ηύρανε περάσουν
είναι μικρά και γρήγορα ξεχνιούνται.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αντιστροφή β’ Ας έρθει, ας έρθει η τελευταία μου μοίρα
που τη στερνή, γλυκιά θα φέρει μέρα. 1330
Ναι, ας έρθει, ας έρθει η στερνή μοίρα
κι άλλη ας μη σώσω μέρα.
ΧΟΡ. Με τον καιρό κάποτε αυτά θα γίνουν.
Μα τώρα δα γι’ αυτά ο καιρός μας βιάζει.
Ετούτα ας κάνουμε έτσι λέει το χρέος. 1335
ΚΡΕ. Άλλα δεν έχω να ευχηθώ από τούτα.
ΧΟΡ. Μην εύχεσαι. Ό,τι είν’ να σε βρει, θα σ’ εύρει.
Να λυτρωθούμε ανήμπορο απ’ τη μοίρα.
ΚΡΕ. Ω! Το θεομπαίχτη πάρετε άντρα
που άθελα σ’ έχασα παιδί μου 1340
και σε ο βαριόμοιρος γυναίκα.
Ποιου το χαμό να πρωτοκλάψω;
Πού να πατήσω; Γκρεμιστήκαν
όσα στα χέρια μου κρατούσα.
Με πλάκωσε η άπονή μου τύχη. 1345
Ο Κρέοντας οδηγείται από τους υπηρέτες έξω από τα ανάκτορα.
ΧΟΡ. Της ευτυχίας μητέρα η φρονιμάδα.
Πάντα ας ακούμε τους θεούς μας.
Κουβέντες καυχησιάρικες γεμίζουν 1350
τους φαντασμένους με κατάρες
κι ας είναι αργά διδάσκουν πάντα
σύνεση και μετριοφροσύνη. 1352