Αν το 1453 θεωρηθεί ιστορικό ορόσημο που σηματοδοτεί την έναρξη της Αναγέννησης και των Νεότερων Χρόνων, ο ελληνικός κόσμος διέβη αυτό το κρίσιμο μεσοτοίχι του χρόνου χωρίς να εκπροσωπείται με τη μορφή αυτόνομου και ανεξάρτητου κράτους, όπως συνέβαινε σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενη ιστορικής διαδρομής του. Το γεγονός αυτό είχε ανεπανόρθωτα καταστροφικές επιπτώσεις για έναν από τους λαμπρότερους, ευγενέστερους, αλλά και μακροβιότερους, πολιτισμούς της ανθρωπότητας, του οποίου τα επιτεύγματα, μέχρι τη στιγμή εκείνη, όχι μόνο είχαν κοσμογονική απήχηση στον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, αλλά παραμένουν μέχρι σήμερα αξεπέραστα, σε πολλούς τομείς, όπως ιδιαίτερα στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική έκφραση, στη φιλοσοφία, στους πολιτικούς θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας (που ουδέποτε παρουσιάστηκε έκτοτε στον κόσμο) και στους ηθικούς κώδικες, που πρότυπο είχαν την σοφία (και όχι τον πλούτο), την παιδεία (και όχι την επιτυχία) και τον «καλό κ’αγαθό» άνθρωπο, σε αντιδιαστολή με το σημερινό κερδοσκοπικό πρότυπο.
Η έλλειψη κρατικής εκπροσώπησης είναι φανερό ότι παρεμπόδισε, σε οικτρό βαθμό, τη μελέτη και καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών στον ελλαδικό χώρο (σε αντίθεση με τη δυτική Ευρώπη, όπου η μεταλαμπάδευση της ελληνικής παιδείας είχε ευεργετική ζωογόνο επίδραση), και ανέκοψε απότομα την πολιτιστική πρόοδο της Ελληνικής Αναγέννησης, η οποία ανθοφόρησε αδιάλειπτα ήδη από τα χρόνια του Μιχαήλ Ψελλού, μέχρι τα χρόνια των λόγιων της Άλωσης (Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, Βασίλειος Βησσαρίων, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Μανουήλ Χρυσολωράς, Δημήτριος και Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και Κωνσταντίνος Λάσκαρης), με όλα τα χαρακτηριστικά της στροφής από τον Αριστοτελισμό στον Πλατωνισμό και από τον Ιπποτισμό στον Ουμανισμό, που σημάδεψαν και την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση που βάδισε πάνω στα ίχνη της ελληνικής.
Η καταστροφή αυτή, μολονότι για τον ελληνικό κόσμο έχει τη μοναδικότητα ότι ήταν και παραμένει βαθύτατη αιτία συλλογικού πένθους, που βύθισε την εθνική συνείδηση σε αδιάλυτα συμπλέγματα ηθικής πτόησης, δεν είναι φαινόμενο πρωτοφανές στην παγκόσμια ιστορία, αφού μπορούν να απαριθμηθούν αρκετές περιπτώσεις ακμής και παρακμής αυτοκρατοριών (και αντίστοιχων πολιτισμών) από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα, όπως οι εξής (για τις οποίες γίνεται λόγος και στο παρόν έργο):
- Η αυτοκρατορία των Σουμερίων (5000-1740)
- Η αυτοκρατορία των Αιγυπτίων (3200-1069)
- Η αυτοκρατορία των Ασσυροβαβυλωνίων (2025-538)
- Η Περσική αυτοκρατορία (625-331)
- Τα Μακεδονικά κράτη (323-30)
- Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (27 π.Χ. -476 μ.Χ)
- Η Αραβική αυτοκρατορία (632-1055)
- Η Βυζαντινή αυτοκρατορία (330-1453)
- Η Οθωμανική αυτοκρατορία (1299-1922)
- Η Γαλλική αυτοκρατορία (1804-1870)
- Η Αυστρογερμανική αυτοκρατορία (936-1918)
- Η Ρωσική αυτοκρατορία (1613-1917)
- Η Βρετανική αυτοκρατορία (1815-1960)
- Η Σοβιετική αυτοκρατορία. (1917-1990).
Έχοντας επίγνωση της δυναμικής του ιστορικού γίγνεσθαι, από την οποία προέκυψε η κοινή αυτή εξέλιξη σε ένα πλήθος λαών με εμφανώς ανόμοια συλλογικά χαρακτηριστικά, θα ήταν εξαιρετικά αφελές να αποδώσει κανείς την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα του (ελληνικού στην περίπτωση αυτή) λαού, που είχε την ευθύνη για την δημιουργία και τη διοίκησή της επί 1124 χρόνια, όπως το απείθαρχο της φυλής, η τάση για διχογνωμίες, η πολυαρχία και η έλλειψη πρακτικού πνεύματος σε θέματα μεθόδευσης και οργάνωσης. Είναι σαφές ότι οι παράγοντες που ορίζουν τις προϋποθέσεις γέννησης, ανάπτυξης, ωρίμανσης, ακμής, παρακμής και πτώσης μιας αυτοκρατορίας εξαρτώνται από συνθήκες των οποίων η φύση απαιτεί συστηματική διαλεκτική μελέτη και κατανόηση, η οποία δεν θα επιχειρηθεί σε πλήρη έκταση στο σημείο αυτό. Αν σε αδρές μόνο γραμμές τα ποιητικά αίτια των παραγόντων αυτών αναζητηθούν σε εξωγενή και ενδογενή κατηγορήματα, στην πρώτη περίπτωση κύρια θέση έχει η δραστηριότητα (με δυναμικά μέσα ή όχι) αλλότριων πληθυσμών και στην δεύτερη οι ποικίλες κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις.
Σχετικά με τον πρώτο από τους παράγοντες αυτούς (τα εξωγενή αίτια παρακμής), δεν είναι δυνατό να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της, βρέθηκε αδιάλειπτα στην ανάγκη να αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα που δημιουργούσε η έλευση ή εισροή ξένων πληθυσμών στα εδάφη της, από λαούς που προέρχονταν και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι Ούννοι (από τον 3ο αιώνα) οι Πέρσες (από τον 4ο αιώνα), οι Χάζαροι (από τον 5ο αιώνα), οι Βούλγαροι (από τον 6ο αιώνα), οι Άβαροι (από τον 6ο αιώνα), οι Πετσενέγκοι από τον 7ο αιώνα, οι Σελτσούκοι (από τον 11ο αιώνα) και οι Οθωμανοί (από τον 13ο αιώνα) προέρχονταν από την ανατολή. Οι Άραβες (από τον 7ο αιώνα) κινήθηκαν προς τα βυζαντινά μέρη από το νότο. Οι Σλάβοι (από τον 6ο αιώνα) και οι Ρώσοι (από τον 10ο αιώνα) εισέδυσαν σε περιοχές της αυτοκρατορίας από το βορά. Τέλος οι Φράγκοι και οι Ενετοί (από τον 12ο αιώνα) έδειξαν ιδιαίτερη βουλιμία για τον βυζαντινό πλούτο, κινούμενοι από τη δύση. Οι διαθέσεις των λαών αυτών δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ειρηνικές και η εγκατάστασή τους σε βυζαντινά εδάφη (ή γύρω τους) δεν έγινε στα πλαίσια κάποιας στοιχειώδους συνεννόησης για καλύτερη αξιοποίηση διαθέσιμων πόρων. Αντίθετα οι λεηλασίες και οι αρπαγές με χρήση όπλων και με ληστρική ή φιλοπόλεμη διάθεση ήταν ο γενικός κανόνας σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις. Με εξαίρεση κάποια σλαβικά φύλα και τους Ρώσους (μετά το 944), στα οποία η βυζαντινή διπλωματία βρήκε τρόπο να εισχωρήσει και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ειρηνικής συνύπαρξης, χρησιμοποιώντας ως μέσο προσέλκυσης και την Εκκλησία, το Βυζάντιο ήταν υποχρεωμένο επί 1124 χρόνια να αμύνεται με τα όπλα εναντίον επιτιθέμενων και πολλές φορές απειλητικά φανατισμένων πληθυσμών (που, με τους όρους αντίληψης των πραγμάτων της εποχής εκείνης, δεν θα μπορούσε κανείς να μην θεωρήσει εχθρούς), σε πολέμους, που αναπόφευκτα προκάλεσαν μεγάλη φθορά έμψυχου δυναμικού και άψυχου υλικού.
Οι συνεχείς αυτές πολεμικές επιχειρήσεις, για όσους έβλεπαν τα πράγματα με απλοϊκά μάτια, οδήγησαν σε ένα λανθάνοντα χωρισμό της οικουμένης σε «ευσεβείς» και «ξένους», που αδιάκριτα χαρακτηρίζονταν, με το προσφιλές στους Έλληνες, όνομα «βάρβαροι». είτε αυτοί ήταν «ασεβείς», όπως οι μουσουλμάνοι», είτε «χριστιανοί» μιας άλλης όμως εκκλησίας, με την οποία οι διαφορές (σε βαθμό φανατικής εχθρότητας) ήταν αβυσσαλέες (και όχι μόνο για λόγους θεολογικούς ή απλά θρησκευτικούς). Η κατά των «Λατίνων» αποστροφή, οφειλόμενη, όχι μόνο στην αγριότητα της συμπεριφοράς των Σταυροφόρων, αλλά και στην τάση των δυτικών να εμφανίζουν τους εαυτούς τους υπέρτερους των Ελλήνων (τους οποίους υπεροπτικά αποκαλούσαν, με το κατά την άποψή τους υποτιμητικό όνομα «Γραικοί»), για να δικαιολογήσουν την (από τα χρόνια του Καρλομάγνου), επιδίωξή τους να δημιουργήσουν δυτική αυτοκρατορία ικανή να αντιπαρατεθεί κυριαρχικά στο Βυζάντιο, αντικατοπτρίζεται στην πασίγνωστη ρήση του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, λίγες μέρες πριν από την Άλωση της Πόλης «κρειτότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν». Η πραγματικότητα για τα χριστιανικά κράτη της ανατολής και της δύσης, βρίσκεται στη διαπίστωση ότι επί σειρά αιώνων το Βυζάντιο ήταν το πλέον αναπτυγμένο, από πολιτιστική και οικονομική άποψη, κράτος του γνωστού κόσμου. Η πολυτέλεια και ο πλούτος που είχε σωρευτεί στην Κωνσταντινούπολη ήταν εντυπωσιακός. Ακόμη και σε εποχή σχετικής παρακμής, πού ήταν η περίοδος της άλωσης από τούς Σταυροφόρους, η Κωνσταντινούπολη, η «χαρά πάντων των Ελλήνων», σύμφωνα με τα λόγια του πολυθρύλητου Κωνσταντίνου ΙΑ Παλαιολόγου, είχε συγκεντρώσει τά δύο τρίτα του παγκόσμιου πλούτου. Ο πλούτος αυτός ήταν για τους δυτικούς αιτία φθόνου και επιβουλής, που εξωτερικεύτηκαν με τη συστηματική δυσφήμιση του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους, που αποσκοπούσε στην δικαίωση της εναντίον του εχθρότητας που επέδειξαν οι δυτικοί, η οποία συνεχίστηκε απροκάλυπτα μέχρι και τον 20ο αιώνα. Η εχθρότητα αυτή, τυπικό δείγμα της οποίας είναι τα κείμενα του επίσκοπου Λιουτπράνδου από τον 10ο αιώνα, κατέληξε στην εξίσου συστηματική προσπάθεια διάλυσής του, με στόχο οι πλουτοφόροι πόροι του να περάσουν (όπως και έγινε) σε δυτικά χέρια.
Σχετικά με τους ενδογενείς παράγοντες ακμής και παρακμής του Βυζαντίου, ασφαλώς η βαθιά διαίρεση της κοινωνίας σε αντιμαχόμενους μεγαλογαιοκτήμονες, με οικονομική και πολιτική εξουσία, και σε ανίσχυρους δουλοπάροικους, ήταν μία διαλεκτική κατάσταση που μακροχρόνια δημιουργούσε αιτίες τριβών και αποσταθεροποίησης της βυζαντινής κυριαρχίας. Ακόμη όμως κι αν παραδεχτούμε κάποιο βαθμό ισορροπίας της έτσι διευθετημένης κοινωνικής διάρθρωσης, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι εκτεταμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπως οι ευρύτερες περιοχές της Αιγύπτου και της Συρίας, που βρίσκονταν σε άμεση και, κατά τα φαινόμενα, γόνιμη επαφή με τον ελληνικό κόσμο επί μακρά σειρά αιώνων (από τα χρόνια του Μ.Αλεξάνδρου), αμέσως μετά την εμφάνιση του ισλαμικού κινήματος, αποσκίρτησαν από την ελληνική συνάφεια, την οποία όπως φαίνεται ποτέ δεν είχαν κατά βάθος αφομοιώσει, προσχώρησαν μαζικά στον μουσουλμανισμό και αποδέχτηκαν σε σύντομο χρόνο την υπαγωγή τους στον ευρύτερο αραβικό κόσμο, στον οποίο εξακολουθούν να ανήκουν μέχρι σήμερα. Μεγάλο μέρος επίσης των στενότερα συνδεδεμένων με τους Έλληνες πληθυσμών της Μ.Ασίας, σε διάστημα μερικών δεκαετιών, συνέδεσε τα συμφέροντά του με τον μουσουλμανικό (τουρκικό ιδιαίτερα) κόσμο, εγκατέλειψε με ραγδαίο ρυθμό τις σχέσεις του με την ελληνική εθνική ταυτότητα και παραμένει μέχρι σήμερα αφομοιωμένο (σε βαθμό που δεν επιτρέπει την αναγνώριση εμφανούς διαφοράς) με τον υπόλοιπο τουρκικό πληθυσμό. Και είναι βέβαια εύλογο να σημειωθεί ότι οι τρεις αυτές μεγάλες εδαφικές απώλειες, οφειλόμενες κατά τα φαινόμενα, στον αναποτελεσματικό τρόπο διοίκησης των περιοχών αυτών και στην επικράτηση δυσμενών προϋποθέσεων δημιουργίας κλίματος ενδιαφέροντος των πληθυσμών τους για το βυζαντινό κράτος, αποδυνάμωσαν σε αποφασιστικό βαθμό τα θεμέλια της αυτοκρατορίας και προετοίμασαν την πτώση της.
Τέλος επειδή στις αμέσως προηγούμενες παραγράφους, γίνεται απροκάλυπτη χρήση του όρου «Έλληνες» για τον προσδιορισμό των κατοίκων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι αναγκαίο, καταλήγοντας, να υπενθυμίσουμε δύο από τα σωζόμενα τεκμήρια της μυθολογίας της. Το 532, πριν ξεσπάσει η Στάση του Νίκα οι δυσανασχετούντες δημότες των ιπποδρομικών φατριών είχαν ένα διάλογο με τον Ιουστινιανό (527-565), όπου εξηγούσαν τα αδικήματα που θεωρούσαν ότι τους έγιναν. Το χρονικό της συνδιάλεξης σώθηκε στο επαρχείο της πόλης, από όπου το παρέλαβε ο ιστορικός Θεοφάνης (760-815) και το απομνημόνευσε στο σύγγραμμά του Χρονογραφία. Κάποια στιγμή οι Πράσινοι παραπονούμενοι είπαν στον αυτοκράτορα: «Και ει τι αν είπωμεν θλιβόμενοι, μη αγανακτήσοι το κράτος σου. Το γαρ θείον πάντων ανέχεται. Λόγον έχοντες, αυτοκράτωρ, ονομάζομεν άρτι πάντα. Πού εστί ουκ οίδαμεν ουδέ το παλάτιον, Τρισαύγουστε, ουδέ πολιτείας κατάστασις». Και ο Ιουστινιανός, δια στόματος του δημόσιου κήρυκος απάντησε «Έκαστος ελεύθερος, όπου εθέλει, ακινδύνως δημοσιεύσει». Το 1041, σχεδόν 500 χρόνια αργότερα, όταν ο Μιχαήλ Ε Καλαφάτης (1041-1042) προσπαθούσε να δικαιολογήσει στο λαό τους λόγους της καταδίκης της θετής μητέρας του αυτοκράτειρας Ζωής Πορφυρογέννητης, ακούστηκε κραυγή από το συγκεντρωμένο πλήθος: «Ημείς σταυροπάτην και καλαφάτην Βασιλέα ού θέλομεν αλλά την αρχέγονον και ημετέραν μητέρα Ζωήν» (καλαφάτης = επιδιορθωτής διαρροών με στουπί, στην περίπτωση αυτή μεταφορικά επιβήτωρ γυναικών). Τους ανθρώπους που συνδιαλέγονταν, χρησιμοποιώντας στην καθημερινή τους ζωή επί 1124 χρόνια αυτό το εκφραστικό υλικό, δεν μπορεί κανείς παρά να ονομάζει «Έλληνες», διαισθανόμενος ότι, όχι μόνο αυτοί υπήρξαν, επειδή είχε προϋπάρξει ο Θουκυδίδης και ο Πλάτωνας, αλλά και ότι, αν εκείνοι δεν είχαν υπάρξει, δεν θα είχε γραφτεί ποτέ ο Ερωτόκριτος, και χωρίς τον Ερωτόκριτο δεν θα είχε υπάρξει Σολωμός, Σικελιανός, Σεφέρης και οι νεότερες γενιές, με το σεβασμό που αισθάνονται ότι οφείλουν να επιδεικνύουν σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με την ελληνικότητα στην εκδήλωση του κοινωνικού ψυχισμού, σεβασμό που ομολογείται από την ακατάλυτη διατύπωση του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη Βατάτζη (1222- 1258): «Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος».