Οι αγωνιστές της Εθνεγερσίας ήταν πολυάριθμοι και οι περισσότεροι από αυτούς παρέμειναν ανώνυμοι και αφανείς. Η απήχηση του εγερτήριου σαλπίσματος ήταν τόσο μεγάλη σε όλες τις τάξεις του ελληνικού πληθυσμού, που ακόμη και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί αναζητούσαν τίτλους τιμής για την οικογένειά τους, αναφερόμενοι στη συμμετοχή προγόνων τους στην Επανάσταση του 1821. Αναπόφευκτα στις επόμενες σελίδες γίνεται λόγος μόνο για τους επιφανέστερους από αυτούς, των οποίων το όνομα, με την πάροδο των χρόνων, εξωραΐστηκε από την ιστορική μνήμη και απέκτησε αξία εθνικού συμβόλου.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828), ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας. Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης, (27 Αυγούστου 1813 ν.ημ.), έχασε το δεξί του χέρι. Το 1814-1815 συμμετείχε και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστράτηγου.
Η φυσιογνωμία του είχε τον τύπο της Κωνσταντινουπολίτικης ανδρικής ομορφιάς, με έντονα χαρακτηριστικά μάτια. Ήταν αγαθός και ευγενής, μελαγχολικός και ονειροπόλος, ευσυγκίνητος και ενθουσιώδης. Κληρονόμος των μεγάλων παραδόσεων και προσπαθειών της οικογένειας των Υψηλάντηδων, είχε θέσει ως μεγάλο σκοπό και όνειρο της ζωής του την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Απ’ αυτό προέκυψε ο φλογερός ενθουσιασμός του και η μεγάλη φαντασία του, που εύκολα μπορούσαν να τον παρασύρουν σε παράτολμα εγχειρήματα. Στο Συνέδριο της Βιέννης, εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα των Ελλήνων είναι υπόθεση του χριστιανισμού και του ανθρωπισμού, που θα πρέπει να αναχθεί σε υπόθεση όλων των Βασιλικών Αυλών της Ευρώπης. Οι Φιλικοί είχαν σαφείς πληροφορίες για τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία εκδήλωσε σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων, δηλώνοντας πως οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του. Με τη μεσολάβηση του Φιλικού Κωνσταντίνου Καντιώτη, που ήταν υπάλληλος βοηθός του Καποδίστρια, μετά την άρνηση του τελευταίου να αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, ο Εμμανουήλ Ξάνθος προσέτρεξε στον ξάδελφο των Υψηλάντηδων, Ιωάννη Μάνο, για να τον φέρει σε επαφή με τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη. Στη συνάντηση εκείνη (Πετρούπολη, 11 Απριλίου 1820) ο Υψηλάντης τον δέχθηκε με ευγένεια και ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απάντησε ότι οι Τούρκοι τους τυραννούν παντού και η τυραννία τους αυτή έχει γίνει πλέον αφόρητη. Ο Υψηλάντης ενθουσιώδης πατριώτης, αλλά ακατατόπιστος στα τότε ελληνικά και διεθνή ζητήματα, δεν άργησε να κυριευθεί από το δραματικό τόνο της φωνής του Ξάνθου, καθώς και από το δικό του ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη του στα όνειρα του ελληνικού έθνους. Την επόμενη ημέρα ο Ξάνθος επισκέφθηκε απευθείας πλέον τον πρίγκιπα, του φανέρωσε τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και εκείνος με συγκίνηση και ενθουσιασμό δέχθηκε να υπηρετήσει τη μεγάλη υπόθεση. Στη συνέχεια, την ίδια μέρα ορκίστηκε κατά το τυπικό της εταιρείας, Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «α.ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του.
Με την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας έστειλε εγκυκλίους στις εφορείες και έντυπα γραμμάτια για τις εκούσιες συνεισφορές των ομογενών. Τα γραμμάτια εκείνα επείχαν θέση σύγχρονων εθνικών ομολόγων, που ήταν υπογεγραμμένα από τον ίδιο τον Υψηλάντη ή από τους αντιπροσώπους του. Παράλληλα, απαγόρευσε τη χρήση των δημοσίων χρημάτων χωρίς τη διαταγή του, ενώ άνοιξε αλληλογραφία με τα επιφανέστερα μέλη, για τη δημιουργία νέων εφορειών και τη συγκέντρωση εισφορών. Περί τα τέλη του 1820, ο αδελφός του Αλέξανδρου, Νικόλαος Υψηλάντης συνέταξε και υπέβαλε προς έγκριση στρατιωτικό οργανισμό για τον υπό οργάνωση εθελοντικό στρατό. Ο εφοδιασμός όμως των Ελλήνων με τα αναγκαία πολεμοφόδια, και τρόφιμα ήταν γενικά ανεπαρκής, αφού η συμβολή της Φιλικής σ΄ αυτόν τον τομέα υπήρξε μικρή.
Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τότε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς και του Αλή Πασά. Υπήρχε επίσης η βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές, χάρη στις ήδη πραγματοποιημένες μυστικές ενέργειες του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών, όπως του Γιωργάκη Νικολάου, από τον Όλυμπο, του Σάββα Καμινάρη, από την Πάτμο, του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι. Πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη ανεξαρτησίας, πέρασε τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας οφείλεται στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες. Συγκροτήθηκε ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές και στις 4 Μαρτίου Έλληνες ναυτικοί κυρίευσαν και εξόπλισαν 15 πλοία, ενώ στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης ύψωσε τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο (Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης). Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη Μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', μετά από πιέσεις της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Μετά την απελευθέρωσή του, αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στις 31 Ιανουαρίου 1828. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη και τώρα βρίσκεται στο Αμαλίειο στην Αθήνα. Η ζωή του και οι τρόποι του υποδεικνύουν ότι είχε μυοτονική δυστροφία, μια κληρονομική διαταραχή πολλαπλών συστημάτων, η οποία μειώνει τη διάρκεια της ζωής. Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου (Sankt Marxer Friedhof) της Βιέννης και, τον Αύγουστο του 1964, μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843), γνωστός και ως Γέρος του Μοριά, ήταν αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, πολιτικός, πληρεξούσιος και σύμβουλος της Επικράτειας. Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια, που καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και της οποίας το επώνυμο αρχικά ήταν Τσεργίνης. Ο παππούς του, Γιάννης Τσεργίνης (γνωστός και ως Μπότσικας), υιοθέτησε ως οικογενειακό όνομα το «Κολοκοτρώνης» (<κολόνα [=υποστύλωμα] + κοτρώνα [<κότρος=μεγάλη πέτρα] = βράχος στήριξης). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας, που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη. Ο πατέρας του Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλοφικών που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους. Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του σε διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία 15 ετών έγινε αρματολός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου. Η δράση του σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ' όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, που αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα θανατώνονταν οι ίδιοι. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο εκδόθηκε διάταγμα δίωξής του, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, από μια περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου, περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη, όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25 Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας (ή Μεγαλόπολης). Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη, ενώ ο Νικηταράς στα "πίσω χωριά" ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου όλοι οι οπλαρχηγοί να βρίσκονται στις επαρχίες τους, ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η στρατηγική ευφυΐα και η τόλμη του. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο. Όταν ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διάρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του βασιλιά Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Του αποδόθηκε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα. Παιδιά του ήταν ο Γενναίος (Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, ο μετέπειτα συνονόματος Πάνος και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου.
Ηγετική φυσιογνωμία με ιδιοφυείς στρατιωτικές ικανότητες προσαρμοσμένες στον κλεφτοπόλεμο, τον τύπο πολεμικών επιχειρήσεων που προσφερόταν για τις συνθήκες της εποχής σε σχέση και με τα διαθέσιμα μέσα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναδείχτηκε σε καθολικά αναγνωρισμένο σύμβολο του Αγώνα της Εθνεγερσίας, στον οποίο ήταν ολόψυχα αφοσιωμένος με ανυποχώρητη και χαλύβδινη αποφασιστικότητα και ακατάβλητο θάρρος που εμψύχωναν τους συμπολεμιστές του. Σύμφωνα με τα λόγια του «....Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, .... ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας (<παπάς + φλέσσας {<πλέσσας <πλεύσας = προσωνύμιο όσων μετανάστευσαν πλέοντας στην Αμερική τον 18ο και 19ο αιώνα) γνωστός ως «Μπουρλοτιέρης των ψυχών», ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Eλληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788,και ήταν υστερότοκος γιος από δεύτερο γάμο του Δημήτριου Δικαίου (με προσωνύμιο Φλέσσας), ο οποίος είχε συνολικά 28 παιδιά. Το κοσμικό όνομά του ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, την οποία δεν τελείωσε και μόνασε, το 1816, στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος. Εξαιτίας του επαναστατικού χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς, έφυγε από τη μονή του και πήγε σε άλλο μοναστήρι, της Ρεκίτσας. Νέα σύγκρουσή του με Τούρκο αξιωματούχο για τα περουσιακά της μονής τον παρώθησε να αφήσει την Πελοπόννησο περνώντας στη Ζάκυνθο, όπου γνώρισε τον Κολοκοτρώνη και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αναγνωσταρά ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου 1818. Στα έγγραφα της Εταιρείας υπέγραφε με το όνομα Αρμόδιος και ως διακριτικά έβαζε τα αρχικά Α.Μ. υποστηρίζοντας την άποψη για επίσπευση της έναρξης της Επαναστάσεως, και παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα που εμφάνιζαν την Πελοπόννησο πανέτοιμη για επανάσταση. Τελικά αποφασίστηκε η αποστολή του στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπου του Αρχηγού. Περί τα τέλη Νοεμβρίου του 1820 ο Παπαφλέσσας αγόρασε καράβι από την Κωνσταντινούπολη στο όνομα του Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή και αφού πήρε ποσό 90.000 γροσίων από την τοπική Εφορία της Εταιρείας, αναχώρησε για την Πελοπόννησο, περνώντας από την Ύδρα, όπου οι Φιλικοί Οικονόμου, Γκίκας, Κυριαζής ενθουσιάστηκαν μαζί του, ενώ ο Κουντουριώτης και άλλοι προύχοντες ήταν επιφυλακτικοί. Στις εργασίας της Συνέλευσης της Βοστίτσας ο Παπαφλέσσας παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης στο Μοριά, αλλά αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη κυρίως από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Ανδρέα Ζαΐμη. Στη συνέχεια κινήθηκε στην Γορτυνία και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου για να έλθει σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα (προύχοντες και οπλαρχηγούς). Στα Λαγκάδια στις 2/14 Φεβρουαρίου συναντήθηκε με τους Δεληγιανναίους, οι οποίοι ήταν δύσπιστοι σε όσα έλεγε, διότι έβλεπαν στο πρόσωπο του τον εκπρόσωπο μιας κατώτερης κοινωνικής τάξης, που επιδίωκε εκτός από την εκδίωξη των Τούρκων, την ανατροπή της προεπαναστατικής κοινωνικής και πολιτικής πυραμίδας. Έπειτα συνάντησε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κυτριές και, για να κάμψει τους δισταγμούς του, του υποσχέθηκε μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Στη συνέχεια ήλθε σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, μοιράζοντας μικρούς και μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους με εντολή να μαζέψουν και να εξοπλίσουν χωρικούς.
Στις 23 Μαρτίου 1821 εισήλθε με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Μετά κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα , στην Καρύταινα, στα Βέρβαινα, στο Άργος, όπου πήγε προς ενίσχυση των πολιορκημένων Ελλήνων του κάστρου με 15 άνδρες και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί. Τον Ιούλιο του 1821 βρέθηκε στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος για να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη και τον Δεκέμβριο στην Κορινθία, όταν παραδόθηκε το κάστρο της Ακροκορίνθου στους Έλληνες. Όταν, το καλοκαίρι του 1821, εκδηλώθηκε ρήξη ανάμεσα στον Δημήτριο Υψηλάντη και τους προκρίτους, ως αποτέλεσμα της πρότασης που έκανε ο πρώτος στους δεύτερους σχετικά με την κατάργηση κάθε πολιτικής αρχής που δεν είχε διοριστεί από τον ίδιο, ο Παπαφλέσσας ήταν ένας από αυτούς που διαφώνησαν με τους προκρίτους και υποκίνησε στάση των στρατιωτών απέναντί των συγκεντρωμένων προκρίτων στα Βέρβαινα. Στην Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος του 1821) συμμετείχε ως πληρεξούσιος και ονομάστηκε γερουσιαστής.
Τον Ιούνιο του 1822 συμμετείχε σε επιτροπή για την εφαρμογή της συνθήκης παράδοσης του Ναυπλίου. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς προσπάθησαν να αποκλείσουν τον Δράμαλη στην Κορινθία με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων και τη συμμετοχή του στη μάχη του Αγιονορίου.
Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας τον εξέλεξε Υπουργό των Εσωτερικών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο αρχικά τάχθηκε με την παράταξη του Κολοκοτρώνη και αποδείχθηκε «αμφίρροπος εις τας κομματικάς του πεποιθήσεις». Την ίδια χρονιά, όταν η κυβέρνηση Κουντουριώτη διέταξε την εκλογή παραστατών για την τρίτη περίοδο της διοίκησης, προκλήθηκαν αντιθέσεις σχετικά με την εκλογή παραστάτη της επαρχίας Λεονταρίου, όταν οι ντόπιοι ήθελαν τον Πέτρο Σαλαμονό, ενώ οι κυβερνητικοί, μεταξύ των οποίων και ο Παπαφλέσσας, ήθελαν τον Νικόλαο Μιλιάνη.
Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος, αφού διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στις 27 Απριλίου 1825. Περιήλθε από την επόμενη μέρα την κεντρική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο με σκοπό τη στρατολόγηση ανδρών, ζητώντας με συνεχείς εκκλήσεις την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα. Στις 19 Μαΐου, όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, πολλοί από τους άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με 300 (ή κατά άλλους 600) πολεμιστές. Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, βρήκε τον θάνατο προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει. Μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του και να το στήσουν σε μια βελανιδιά. Τότε ο Ιμπραήμ πλησίασε τον νεκρό Παπαφλέσσα και τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Ο Παπαφλέσσας ήταν ένας από τους εθνομάρτυρες του Αγώνα της Εθνεγερσίας, του οποίου η μορφή έγινε σύμβολο αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, που ενέπνευσε τις νεότερες γενιές. Ορμητικός και φλογερός πατριώτης, δεν απέφευγε ακόμα και τις ψευδολογίες και άλλα τεχνάσματα για να επιτύχει τους στόχους του, σε βαθμό που επέτρεψε σε ορισμένους συγχρόνους του (όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός) να τον χαρακτηρίσουν επιπόλαιο και επικίνδυνα τολμηρό.
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές, ήρωες οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821, που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Μασσαβέτας. Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, γεννήθηκε είτε στην Αρτοτίνα Φωκίδας είτε στο χωριό Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (σήμερα Αθανάσιος Διάκος). Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή. Είχε έφεση στη θρησκεία και σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιο της Κοντογιάννενας, που ήταν από μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας (ενός γειτονικού χωριού της Αρτοτίνας). Ο ακούσιος φόνος καταλογίστηκε στον Διάκο, μολονότι δεν ήταν βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα, γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό. Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Ο Διάκος κατάφερε να αποδράσει και να φύγει στα βουνά.
Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίθηκε σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Αργότερα οι Κλέφτες, κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων, χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, μία από τις οποίες σχηματίστηκε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Εκείνο τον καιρό ο Διάκος έμαθε ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος που τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιο, επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (Υπάτη), όπου βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει Τουρκικό απόσπασμα και το αποδεκάτιζε με τα παλικάρια του. Από τότε άρχισαν να επιδιώκουν να τους αποδοθεί το αρματολίκι της περιοχής και το πέτυχαν απάγοντας την κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας, από τον οποίο ζήτησαν μετά να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι. Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς. Ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο (ως αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου). Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του, ο οποίος υπηρέτησε ως αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολούθησαν και κατέληξαν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος έφτιαξε τη δική του ομάδα κλεφτών και, όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών, έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Την 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού) και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε στους Έλληνες. Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου στο κάστρο και την θέση Ώρα. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη. Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους από τους οποίους είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: Ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκομάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη. Στη συνέχεια οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν. Σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Βακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις να τον σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας "Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω". Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ζήτησε την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του.
Ο Αθανάσιος Διάκος βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο με ανασκολοπισμό. Η φοβερή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Οι Τούρκοι τον παλούκωσαν ζωντανό. Ένας Τούρκος παραγγέλθηκε για να του περάσει το σουβλί μέσα από το σώμα του. Χωρίς να πειράξει τα ζωτικά εσωτερικά όργανα, και μόνον τρυπώντας του το έντερο και το διάφραγμα, του πέρασε το σουβλί ανάμεσα από τα σπλάχνα και το πνευμόνι, μέχρι που το έβγαλε επάνω από τον ώμο. Ο Διάκος στήθηκε όρθιος στραμμένος προς τη Δύση για να τον καίει ο ήλιος. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα ακρωτηριασμένα κεφάλια των παλικαριών του, να τον κοιτάνε. Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Το παράπονο που βγήκε απ' τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Έθνους μετατράπηκε σε νικητήριο σάλπισμα όλων των Ελλήνων: "Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι". Άντεξε για πολύ το φρικτό βασανιστήριό του, ζητούσε όμως νερό να πιει και κανείς δεν του έδινε. Ένας από τους συντρόφους του προσπάθησε να τον απαλλάξει από το μαρτύριό του, και τον πυροβόλησε από μακριά, αλλά αστόχησε, και αντί να τον σκοτώσει, η σφαίρα του τρύπησε τον ώμο, επιδεινώνοντας το μαρτύριό του. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα.
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων αρχικά τρομοκράτησε το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες τον ανέδειξε σε εθνομάρτυρα του απελευθερωτικού σκοπού. Η μνήμη του πέρασε στο τραγούδι και έγινε θρύλος, συναντώντας μέσα στην συλλογική εθνική συνείδηση τον Λεωνίδα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Παπαφλέσσα:
"Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε".
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.
Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
- "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστι σου ν΄ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄ αφήσεις":
Κ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:
- "Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστις σας μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄ αποθάνω....
Μόνον πέντ΄ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.
Όσον να φθάσ΄ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας"
Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επιδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873. Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας στο Σπερχειό, το σημείο της τελικής μάχης του. Προς τιμήν του, η Άνω Μουσουνίτσα (το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ο πατέρας του) μετονομάστηκε σε "Αθανάσιος Διάκος" στις 15/12/1958.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (Πρέβεζα ή Ιθάκη, μεταξύ 1788-1790 — Αθήνα, 5 Ιουνίου 1825) ήταν επιφανής αγωνιστής οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε από τον γάμο του Ανδρέα (Ανδρίτσου) Μουτσανά με την Πρεβεζιάνα Ακριβή Τσαρλαμπά κατά μία άποψη στην Πρέβεζα, και κατά δεύτερη άποψη στην Ιθάκη εξ ού και το όνομα Οδυσσέας. Νονοί του ήταν η Μαρία Σοφιανού, σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη, κόρη προύχοντα από την Κέα, και ο Ιωάννης Ζαβός άρχοντας της Ιθάκης. Ο πατέρας του, γνωστός ως Ανδρίτσος, είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1797 στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας, να μείνει ορφανός σε ηλικία 7 ετών. Η χήρα μητέρα του Οδυσσέα Ακριβή Τσαρλαμπά μετακόμισε το έτος 1797 στη Λευκάδα και μεταξύ των ετών 1798-1800 ο μικρός Οδυσσέας Ανδρούτσος έκανε παρέα με το γνωστό μετέπειτα ποιητή Ιωάννη Ζαμπέλιο. Τον επόμενο χρόνο 1798 έγινε η Μάχη της Νικόπολης και ο Χαλασμός της Πρέβεζας από τον Αλή Πασά Τεπελενλή, αλλά ο μικρός Οδυσσέας και η μητέρα του διασώθηκαν γιατί είχαν καταφύγει στη Λευκάδα. Αργότερα επέστρεψαν στην Πρέβεζα όπου έζησε μέχρι το 1806.
Το έτος 1806 ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα, ή κατά δεύτερη εκδοχή τον πήγε εκεί με αίτημα η μητέρα του. Εκεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή Πασάς του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του και σύντομα κατάφερε να γίνει αρχηγός της προσωπικής φρουράς του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά. Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και ο Αλή Πασάς του έδωσε την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς. Το 1820, όταν επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχοβα, όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες, που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε, καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα (τότε Αγία Μαύρα). Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Στη σύσκεψη που έγινε στην αγγλοκρατούμενη Αγία Μαύρα στα τέλη του Ιανουαρίου του έτους αυτού, συμμετείχε και ο Ανδρούτσος. Το θέμα της ήταν οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για να ξεσηκωθεί η Στερεά Ελλάδα. Αποφασίστηκε η ανάθεση της εξέγερσης της Ανατολικής Στερεάς στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά. Οι αποφάσεις της σύσκεψης μπήκαν αμέσως σε εφαρμογή: Ο Ανδρούτσος επιτέθηκε με ομάδα ανδρών του στη γέφυρα της Τατάρνας, μαζί με τον ηγούμενο της εκεί μονής Κυπριανό, σε 60 Τούρκους, οι οποίοι με αρχηγό τον Δερβέναγα Χασάν Μπέη Γκέκα, συνόδευαν μεγάλη χρηματαποστολή. Μετά την επιτυχή επιχείρηση έφυγαν αφήνοντας άθικτα τα χρήματα για να φανεί έτσι πως η επίθεση ήταν καθαρά επαναστατική πράξη.
Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, και σε συνεννόηση με αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με δύναμη 2.000 ανδρών, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών με αποκορύφωμα την ηρωική Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαίου 1821), όπου μόνο 118 Έλληνες αντιμετώπισαν επιτυχώς 8.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη, παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Μέσα σε αυτούς τους 118 ήρωες Έλληνες ήταν και οι μετέπειτα δολοφόνοι του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τότε γράφτηκε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα». Στη μάχη αυτή η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά επηρέασε την τύχη της επανάστασης στην ανατολική Στερεά, κατά τα επόμενα έτη. Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822. Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824. Στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του ανάθεσε τη Διοίκηση της Αθήνας, όπου εισήλθε θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες. Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική.
Οι προστριβές του Ανδρούτσου με τους πολιτικούς και οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση του Εκτελεστικού να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, τον απογοήτευσαν. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η σύλληψη του Κολοκοτρώνη και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον ανάγκασαν στις αρχές Αυγούστου 1824 να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς, με στόχο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας. Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του, διόρισε στις 20 Φεβρουαρίου 1825 το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας εναντίον του στην ανατολική Ελλάδα. Στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου- 7 Απριλίου 1825, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα. Μόλις έφθασε εκεί, τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού πύργου Γουλά, που υψωνόταν τότε δεξιά από την είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Ενώ αναμενόταν να δικαστεί, στις 5 Ιουνίου 1825, μετά τα μεσάνυχτα, ο οπλαρχηγός Ιωάννης Μαμούρης, ο Παπακώστας Τζαμάλας, ο Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι, ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν. Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε. Ο γιος του Λεωνίδας Ανδρούτσος από τον γάμο του με την Ελένη Καρέλλη, κόρη εύπορου εμπόρου από τα Ιωάννινα, πέθανε από επιδημία χολέρας το 1836 σε ηλικία 12 ετών. Στις 15 Ιουλίου 1967 ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, τέως Διοικητής της Ελληνικής Ταξιαρχίας του Ρίμινι και επικεφαλής του στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο του 1947-1949, μετέφερε με πολεμικό σκάφος από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών στην Πρέβεζα μεταλλικό κουτί με τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που τοποθετήθηκαν στη βάση του αγάλματος που υπάρχει στην ομώνυμη πλατεία.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης (1794 – 5 Αυγούστου 1832) ήταν στρατιωτικός και αγωνιστής της επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, δραγουμάνου του Τουρκικού στόλου και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας. Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Στάλθηκε στην Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Με την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδελφό του, Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Αρχής στην Πελοπόννησο. Στις 20 Ιουνίου του 1821 ανέλαβε την αρχιστρατηγία των επαναστατών και προσπάθησε να οργανώσει τακτικό στρατό. Η προσπάθειά του όμως να περιορίσει την ισχύ των κοτζαμπάσηδων είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του. Ο λαός όμως απαίτησε την αποκατάσταση του και ύστερα από προσπάθειες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη επανήλθε στην αρχική του θέση. Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 άρχισε τις εργασίες της η A' Εθνική Συνέλευση και στις 15 Ιανουαρίου 1822 εκλέχθηκε πρόεδρος του Bουλευτικού. Ο Υψηλάντης εκπροσώπησε κυρίως την πλευρά των δημοκρατικών και ήρθε σε σύγκρουση με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και του Άργους, στην εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, στη μάχη των Δερβενακίων, στη μάχη στους Μύλους της Λέρνης και στην μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας. Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ο Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης και ανέλαβε την οργάνωσή του στρατού και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Απεβίωσε στο Ναύπλιο. Η πόλη Υψηλάντη (Ypsilanti) στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ πήρε το όνομά του. Ο Δημήτριος Υψηλάντης είχε σκοπό να νυμφευθεί την Μαντώ Μαυρογένους όμως ο Ιωάννης Κωλέττης την συκοφάντησε και ο Υψηλάντης αθέτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (γεννημένη ως Λασκαρίνα Πινότση, γνωστή και ως Καπετάνισσα, 11 Μαΐου 1771 - 22 Μαΐου 1825) ήταν θρυλική Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μια από τις καταπληκτικότερες γυναικείες μορφές της ιστορίας. Καταγόταν από την 'Ύδρα και γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της ο εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Ύδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. Η ίδια παντρεύτηκε δυο φορές, σε ηλικία δεκαεπτά ετών τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και σε ηλικία τριάντα ετών τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και καπετάνιο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. Όταν η Μπουμπουλίνα χήρεψε για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Γιάννη, τον Γιώργο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της, την Σκεύω, την Ελένη και τον Νίκο. Επίσης είχε τεράστια περιουσία την οποία κληρονόμησε από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.
Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία, ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική κληρονομιά, ενώ είναι φανερός και ο συμβολισμός του ονόματος του πλοίου της.
Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδίωξε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της «Κανάκης», όπου συνάντησε τον Ρώσο, φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάσει της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης, αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή της ναυαρχίδας της «Αγαμέμνων», η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του «Αγαμέμνονα» καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια περίοδο ήλθε σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο, τον Παντελή και τον Γιάννη Μπούμπουλη, που διεκδήκησαν μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν στην μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά, για μεγαλύτερο κύρος, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που εξέδωσε επιτίμιο εις βάρος της Μπουμπουλίνας. Στη συνέχεια τα δύο αδέλφια κατέφυγαν στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίστηκαν σε καταγραφή της περιουσίας της, χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων τα δύο αδέλφια απευθύνθηκαν στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, η Μπουμπουλίνα είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Ανέλαβε να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της, όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους. Αυτό συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, στο Ναύπλιο και στην Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης ξόδεψε όλη της την περιουσία.
Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υπέφερε από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών) υπερίσχυσε του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε γι’ αυτόν. Τότε η ίδια κρίθηκε επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συνελήφθη δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες, χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.
Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες. Τότε όμως ήλθε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύθηκε την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες. Οι Κουτσαίοι ήταν πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών, διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Οι δύο νέοι όμως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου συζύγου της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα. Η Μπουμπουλίνα έμαθε το γεγονός και πήγε και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται. Λίγο αργότερα κατέφθασαν και οι Κουτσαίοι εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης την πυροβόλησε, την πέτυχε στο μέτωπο και την άφησε αμέσως νεκρή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες μετατράπηκε το 1991 από τον ιδιοκτήτη και απόγονο της ηρωίδας, Φίλιππο Δεμερτζή-Μπούμπουλη, σε μουσείο στο οποίο εκτίθενται συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα, διακρίσεις που τις είχαν απονείμει ξένες κυβερνήσεις και πολλά άλλα εκθέματα. Το 1959 γυρίστηκε ταινία βασισμένη στη ζωή της ηρωίδας με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (αρχικό επίθετο Καραΐσκος, <κάρα [=κεφαλή, εντελώς] + ίσκος [=μικρός] = πολύ μικρός) ήταν Έλληνας αρματoλός και στη συνέχεια στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο Καραϊσκάκι, υποκοριστικό του Καραΐσκος, εξαιτίας της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος, όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σύμφωνα με άλλες πηγές σε ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της Ιωάννη Μαυρομματιώτη, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού, αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του, με αποτέλεσμα να γίνει εριστικός, βλάσφημος και βωμολόχος. Από την παιδική του ηλικία έκανε τα πρώτα βήματά του ως Κλέφτης, αλλά έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και λίγα γράμματα. Αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του Πασβάνογλου, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη. Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά παντρεύτηκε τη Εγκολπία Σκυλοδήμου, από γνωστή οικογένεια αρματολών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο, την φύλαξη των οποίων, όταν πέθανε, άφησε στον ανεψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά σχετιζόταν με γιατροσόφους, αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ανεπιβεβαίωτα ερωμένη του.
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο, που τότε λογιζόταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος, όπου συμμετείχε ο ίδιος στις συμπλοκές.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι τους στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος και από τις τουρκικές αρχές της Λάρισας. Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο για να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1822, ο Καραϊσκάκης ήλθε σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου και κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Ιθάκη για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε.
Ο Καραϊσκάκης επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Συνέβησαν τότε κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών, όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη και διόρισε επιτροπή για να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας". Η επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης και ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να φύγει από το Αιτωλικό. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο, όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, και ο Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας". Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους Ρουμελιώτες στον Β Εμφύλιο Πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Στις αρχές Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανήλθε στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρέθηκε σε πλήρη δράση διορισμένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον χρόνο που εξελισσόταν η πολιορκία της πόλης από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλα κατέστρωσε ένα σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 και επέφερε προσωρινή διακοπή της πολιορκίας με βαριές απώλειες των Τούρκων. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα, όπου αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Κραβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημερινός Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826, όταν έπεσε το Μεσολόγγι, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Στις 17 Ιουνίου, μαζί με πολλούς από τους μαχητές του Μεσολογγίου, έφτασε στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Ο Ανδρέας Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό και τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο. Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγω της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπέδευσε στη Δαύλεια δίπλα στην Μονή της Ιερουσαλήμ για να διανυκτερεύσει, ώστε την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης μαθαίνοντας τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου 1826, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που έχασαν 1700 άνδρες και τέσσερις αρχηγούς σωμάτων. Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Στις αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο κατέλαβε, ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας, που είχε σπεύσει εναντίον του, να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του. Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός από το Μεσολόγγι, τη Βόνιτσα και τη Ναύπακτο.
Όταν ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι, στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, τον Σισίνη και άλλους οπλαρχηγούς έφτασαν για υποστήριξη του Αρχιστρατήγου. Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Κυβέρνηση μετά την Συνέλευση της Τροιζήνας, Κόχραν "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" για να συνδράμουν στον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνίες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Η ανάμιξή τους στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές παρέλυσαν τις εντολές του Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να παρατήσουν τα σχέδια περί λύσης της πολιορκίας της Ακρόπολης και να δράσουν στα νώτα του Κιουταχή από τις Θερμοπύλες ή τον Ωρωπό, ώστε να αποκόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού και να τους αναγκάσουν σε λιμοκτονία. Σκόπευε να περικυκλώσει τον εχθρό με ταμπούρια και επιδρομές, διότι, γνωρίζοντας ότι το έδαφος από την παραλία ως την Ακρόπολη ήταν άδενδρο και ομαλό, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια βιαστική ενέργεια θα άφηνε το στράτευμα εκτεθειμένο στο τουρκικό πυροβολικό και ιππικό, για πάνω από οχτώ χιλιόμετρα και μια πανωλεθρία τέτοιου μεγέθους θα ήταν το τέλος της Ακρόπολης, αλλά και της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Ο Άγγλος αρχιστράτηγος όμως ζητούσε κατά μέτωπο επίθεση και επέμενε απειλώντας με αποχώρηση από την Ελλάδα. Αυτό ανάγκασε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες. Αυτό το αντελήφθη και ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι", τονίζοντας ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα".
Ο Καραϊσκάκης όμως, έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του, αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Η επιχείρηση κίνησης του στρατεύματος από την παραλία προς την πεδιάδα των Ελαιώνων και το λόφο των Μουσών ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, με την εντολή να μην ξεκινήσει κανείς άκαιρα τους πυροβολισμούς, πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και, καθώς εκείνοι απαντούσαν, οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν;». Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και, αφού μετάλαβε, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που υπέγραψε ιδιόχειρα. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα". Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, όπου θάφτηκε και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως, όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσωρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή από τον Άγιο Σώστη μέχρι το Φλοίσβο Φαλήρου, όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης, η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Ο Ανδρέας Μιαούλης - Βώκος (Ύδρα 20 Μαΐου 1769 – 11 Ιουνίου 1835 Πειραιάς) ήταν Έλληνας καραβοκύρης (πλοιοκτήτης), ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση του 1821, ως διοικητής ναύαρχος του ελληνικού στόλου, αλλά και στη μετέπειτα πολιτική ζωή του τόπου, με αποκορύφωμα την ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια, που είχε ως αποτέλεσμα την πυρπόληση του εθνικού στόλου στον Πόρο. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και κοτζαμπάση Δημήτριου Βώκου, γόνου αρχοντικής Υδραίικης οικογένειας, η οποία προερχόταν από τα Φύλλα, κοντά στη Χαλκίδα και ήταν εγκαταστημένη στην Ύδρα από το 1668. Η μητέρα του λεγόταν Ανδριανή και ήταν χήρα του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου. Ο πατέρας του προσπάθησε ανεπιτυχώς να του μάθει γράμματα, αλλά ο νεαρός τότε Ανδρέας στράφηκε στη ναυτιλία, στην οποία είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση από τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία μόλις 16 ετών και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό πλοίο. Ανέλαβε να παραδώσει σιτάρι στη Νίκαια, παραλιακή πόλη της Γαλλίας. Το κέρδος ήταν τεράστιο για την εποχή. Αμέσως μετά πούλησε το πλοίο της οικογένειας και αγόρασε από έναν Οθωμανό της Χίου το εμπορικό πλοίο «Μιαούλ», από το οποίο πήρε το επώνυμο Μιαούλης.
Με το ξέσπασμα του Αγγλογαλλικού πολέμου ο Ανδρέας Μιαούλης απέκτησε τεράστια περιουσία διασπώντας τους αγγλικούς αποκλεισμούς. Σε ένα ταξίδι όμως, περίπου το 1802, κοντά στο Κάδιξ συνελήφθη το πλοίο του από περιπολικό και ρυμουλκήθηκε στη ναυαρχίδα του Άγγλου ναύαρχου Νέλσωνα. Ο Ναύαρχος, ύστερα από την ειλικρινή ομολογία του και θαυμάζοντας τη τόλμη του τον άφησε ελεύθερο. Είχε όμως την ατυχία λίγους μήνες αργότερα το πλοίο του να χτυπήσει σε ύφαλο κοντά στο Γιβραλτάρ και να βουλιάξει. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γένοβα και να ναυπηγήσει νέο πλοίο, χάνοντας όμως την πρωτιά μεταξύ των Υδραίων πλοιοκτητών. Ο Μιαούλης λόγω της γενναιότητας του, αλλά και της ισχυρογνωμοσύνης του, ενεπλάκη σε πολλές διαμάχες. Η πιο διάσημη ήταν αυτή με ένα γαλλικό πλοίο λίγο έξω από τις ακτές της Ιταλίας. Η ναυμαχία διάρκεσε τρεις ολόκληρες μέρες και τελικά είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του γαλλικού πλοίου. Το 1807 αναγκάστηκε να μείνει στην Αθήνα για θεραπεία λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και του υπερβολικού καπνίσματος. Από τότε σταμάτησε να πίνει και να καπνίζει. Το ίδιο έτος πρωταγωνίστησε στην εμφύλια διαμάχη, που παραλίγο να ξεσπάσει στην Ύδρα. Αιτία ήταν η πρόσκληση των Ρώσων στους Υδραίους να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων, την οποία απέρριψε μεγάλη μερίδα των κοτζαμπάσηδων και των πλοιοκτητών. Ο Γεώργιος Βούλγαρης, διοικητής του νησιού, κατέφυγε στην Αθήνα και έδωσε εντολή στον Μιαούλη να συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα και να ανακαταλάβει την εξουσία. Ο Μιαούλης, όντας άνθρωπος με επιρροή, κατάφερε μυστικά να συγκεντρώσει Υδραίους στρατιώτες και να παραδώσει πάλι την εξουσία στον Βούλγαρη. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα ο Μιαούλης από το 1816 έπαψε να ταξιδεύει και αποσύρθηκε στην Ύδρα, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο παραδίδοντας ουσιαστικά τη ναυτιλιακή επιχείρηση στον γιο του, Δημήτριο.
Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση, γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον τούρκικο στρατό. Φοβόταν ότι μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία ήταν ημιαυτόνομη, αλλά είδε με ευχαρίστηση την εκλογή του γιου του στη θέση του μοίραρχου - αρχηγού των υδραίικων πλοίων. Στις 27 Μαρτίου του 1821 ο Αντώνιος Οικονόμου ξεσήκωσε τους Υδραίους, κήρυξε την επανάσταση στο νησί και ουσιαστικά ανάγκασε, υπό την πίεση του λαού, τους κοτζαμπάσηδες, μεταξύ αυτών και τον Μιαούλη, να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Δεν φαίνεται να ενεπλάκη στη δολοφονία του Οικονόμου, ενώ τον πρώτο χρόνο δεν πήρε μέρος σε καμία ναυμαχία σε αντίθεση με τον γιο του, Δημήτριο Μιαούλη (1794-1836), ο οποίος ήταν πλοίαρχος και συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες στον Κορινθιακό κόλπο και στις Σπέτσες. Στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Μιαούλης, μαζί με τους Φραγκίσκο Βούλγαρη, Μανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβώτο, έθεσαν με έγγραφο τους τα πλοία τους και τους εαυτούς τους στη διάθεση της πατρίδας. Στις 19 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής 21 υδραϊκών πλοίων να συναντηθεί με 9 σπετσιώτικα για να κατευθυνθούν όλα μαζί στο Νιόκαστρο. Πράγματι στις 28 Σεπτεμβρίου έφτασαν και δύο μέρες αργότερα συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στόλο. Όμως ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού τα τουρκικά πλοία ήταν καλύτερα, ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη της Αγγλίας, η οποία τα τροφοδοτούσε από τα Ιόνια νησιά. Μετά από αυτή τη ναυμαχία επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου στην Ύδρα.
Τον Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε, μετά την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας. Στις 8 Φεβρουαρίου, ως ναύαρχος πια, ξεκίνησε για τη Ζάκυνθο. Εκεί συναντήθηκε με τα ψαριανά και τα σπετσιώτικα και στις 20 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η ναυμαχία των Πατρών, όπου ο τουρκικός στόλος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, και αφού έλαβε μέρος σε μερικές αψιμαχίες στη Χίο, βρέθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία το στόλο του Καπιτάν πασά. Ο Μιαούλης σε συνεργασία και με τους άλλους πλοιάρχους, και κυρίως με τον Υδραίο Αντώνη Κριεζή, κατάφερε να τρέψει σε φυγή τον τουρκικό στόλο και να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό του τουρκικού φρουρίου του Ναυπλίου, το οποίο πολιορκούνταν από τους Έλληνες. Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Στάικος Σταϊκόπουλος κατέλαβε το κάστρο του Ναυπλίου και ο Μιαούλης παρέλαβε τον τουρκικό πληθυσμό για να τον μεταφέρει στη Μικρά Ασία, απ' όπου επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1823. Στις 11 Ιανουαρίου ανακηρύχτηκε αρχηγός των Υδραίων με τη σύμφωνη γνώμη προκρίτων και λαού. Στη συνέχεια απέπλευσε για τη Σαμοθράκη, όπου απλώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Επιστρέφοντας, τα πλοία του δέχθηκαν επίθεση στο Άγιο Όρος, ενώ στις 20 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε ναυμαχία στη Σκιάθο. Εκεί ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή, προκαλώντας όμως στον εχθρικό στόλο μεγάλες ζημιές. Στις 4 Ιουλίου του 1824 ο Μιαούλης έσπευσε καθυστερημένα στα Ψαρά, όπου βρήκε μια μικρή μοίρα του τούρκικου στόλου, την οποία κατέστρεψε. Στις 24 Αυγούστου του 1824 ενεπλάκη με τον ενωμένο Τουρκοαιγυπτιακό στόλο, τον οποίο παρέσυρε στον κόλπο του Γέροντα. Στις 29 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία του Γέροντα, στην οποία ο εχθρικός στόλος έχασε 27 πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης επιτέθηκε στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αριθμούσε 101 πλοία και 50.000 ναύτες, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει, εμποδίζοντας τους Τούρκους να αποβιβαστούν στη Σάμο. Επί 20 ημέρες ο ελληνικός στόλος παρενοχλούσε τον εχθρικό με αποτέλεσμα ο τουρκικός να αποχωρήσει για τον Ελλήσποντο και ο Αιγυπτιακός να καθυστερήσει να αποβιβάσει στρατιωτικά σώματα στην Πελοπόννησο.
Τους επόμενους μήνες πραγματοποιήθηκαν διάφορες ναυμαχίες ήσσονος σημασίας κοντά στη Χίο και στην Ικαρία. Την 1η Νοεμβρίου του 1824 ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον Αιγυπτιακό κοντά στην Κρήτη. Η σφοδρότητα της μάχης ήταν μεγάλη και ο Αιγυπτιακός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει έχοντας τεράστιες απώλειες. Τους πρώτους μήνες του 1825 ο Μιαούλης βρισκόταν μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης ανήμπορος να εμποδίσει την απόβαση στρατιωτικών σωμάτων από τον Αιγυπτιακό στόλο. Στις 2 Απριλίου βρέθηκε στο Ναυαρίνο, ενώ λίγες μέρες αργότερα, ο ελληνικός στρατός κατατροπώθηκε στη Σφακτηρία, εξαιτίας της αδυναμίας του ελληνικού στόλου να τον ενισχύσει. Τις επόμενες ημέρες όμως ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη αιφνιδίασε τον Αιγυπτιακό στη Μεθώνη. Οι καταστροφές που προκάλεσε ήταν μεγάλες και καθυστέρησαν αρκετά τον Ιμπραήμ. Η σημασία της νίκης ήταν τεράστια για τους Έλληνες, αφού ανυψώθηκε το ηθικό τους και παράλληλα κέρδισαν χρόνο για να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ. Στις 31 Μαΐου 1825 συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο στη Σούδα και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την Ύδρα. Στις 14 και 25 Νοεμβρίου συναντήθηκε με τον τουρκικό στόλο στη Γλαρέντζα και στο Μεσολόγγι αντίστοιχα, στον οποίο προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Σημαντική ήταν και η προσφορά του στην ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου. Ο Μιαούλης κατά την πρώτη πολιορκία κατάφερνε συνεχώς να διασπά τον ναυτικό αποκλεισμό. Τον Ιανουάριο του 1826 βρέθηκε στην πόλη την οποία ανεφοδίασε. Σε γράμμα προς την κυβέρνηση ανέφερε ότι το Μεσολόγγι δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό ακόμα. Λόγω έλλειψης τροφίμων αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου. Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου ο Μιαούλης αναχώρησε για το Αιγαίο, όπου στις 28-30 Αυγούστου, κοντά στη Μυτιλήνη συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο. Στη συγκεκριμένη ναυμαχία και οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες.
Από πολιτική άποψη ο Μιαούλης υποστήριζε ανοιχτά από το 1825 την Αγγλία. Ήταν ο πρώτος, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, που υπέγραψε την αίτηση αγγλικής προστασίας, την οποία στη συνέχεια υπέγραψαν όλοι οι Έλληνες ηγέτες. Η αγγλική επιρροή, εκφρασμένη από τον Αλ. Μαυροκορδάτο, ενίσχυσε τους Υδραίους στην αντιπολίτευσή τους κατά του Καποδίστρια και οδήγησε στην ανταρσία της Ύδρας. Ενδεικτικό της σχέσης του με το αγγλικό κόμμα είναι ότι την επιστολή της κυβέρνησης προς τον Άγγλο υπουργό εξωτερικών ανέλαβε να την παραδώσει ο Δημήτριος Μιαούλης. Σε τοπικό επίπεδο ο Μιαούλης είχε εναντιωθεί στην οικογένεια Κουντουριώτη. Η αντίθεση μεταξύ των δύο οικογενειών ανάγκασε τον Μιαούλη στις 22 Νοεμβρίου του 1826 να εγκαταλείψει την Ύδρα, ενώ παράλληλα το σπίτι του δεχόταν επίθεση από τον λαό, ο οποίος είχε υποκινηθεί από τους Κουντουριώτηδες.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης διαδραματίζονταν σε παρασκηνιακό επίπεδο διπλωματικά παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδας, αλλά και εις βάρος διαφόρων αγωνιστών. Ένα από αυτά είχε σχέση και με τον διορισμό του Κόχραν στη θέση του αντιναυάρχου του ελληνικού στόλου. Η Αγγλία εκβιάζοντας την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα του δανείου, την ανάγκασε να διορίσει τον Κόχραν αντιναύαρχο του ελληνικού στόλου, διορισμός που επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου του 1827 από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Κόχραν ήδη από τις αρχές Μαρτίου είχε φθάσει στην Ελλάδα ως αρχηγός του στόλου, με αποτέλεσμα ο Μιαούλης, προβλέποντας την απομάκρυνση του, να υποβάλλει την παραίτησή του, χωρίς όμως να αφήσει τον παραμικρό υπαινιγμό για την πράξη της κυβέρνησης. Μετά την παραίτησή του περιορίστηκε στη διοίκηση του πολεμικού πλοίου «Ελλάς».
Με τον ερχομό του Καποδίστρια, ο Μιαούλης αντικατέστησε τον Κόχραν, ο οποίος έφυγε κρυφά για το Λονδίνο. Η κύρια αποστολή που του ανατέθηκε ήταν η πάταξη της πειρατείας, η οποία βασάνιζε την ελληνική κυβέρνηση, αφού η Ελλάδα γι' αυτό το θέμα γινόταν συχνά στόχος των εφημερίδων στο εξωτερικό. Μέσα σε λίγους μήνες κατάφερε να καταστήσει ασφαλή τα ελληνικά χωρικά ύδατα, πατάσσοντας την πειρατεία. Αρχικά ο Μιαούλης κατάφερε να πείσει τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου να σταματήσουν την πειρατεία και να υπακούσουν στην ανώτατη αρχή. Στη συνέχεια, αφού συνέλαβε μερικά πειρατικά, αναχώρησε για τη Χίο με σκοπό να βοηθήσει στην υπεράσπισή της. Τον Ιανουάριο του 1828 έφτασε στη Χίο όπου η κατάσταση ήταν τραγική. Λόγω του περιορισμένου αριθμού πολεμικών, που είχε υπό τη διοίκηση του, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον τουρκικό στόλο. Τελικά στις 5 Μαρτίου ο Φαβιέρος και οι στρατιώτες του επιβιβάστηκαν στο πλοίο του Μιαούλη και μεταφέρθηκαν στα Ψαρά και στη Σύρο. Στα τέλη Μαΐου 1828 ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη συγκρούστηκε στη Μυτιλήνη με τον τουρκικό. Ο τουρκικός στόλος νικήθηκε και τράπηκε σε φυγή αφήνοντας αφύλαχτα μερικά τουρκικά εμπορικά πλοία, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Αίγινα. Η νίκη όμως αυτή ήταν σημαντική, γιατί έτσι αποτράπηκε η απόβαση 8.000 Τούρκων στρατιωτών στη Σάμο. Ύστερα και από αυτή τη νίκη ο Καποδίστριας για να τον τιμήσει όρισε να του δοθούν 2.000 γρόσια για να καλύψει τις τυχόν ανάγκες του. Τον Ιανουάριο του 1829 συνάντησε τον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν για να του επιδώσει ευχαριστήρια επιστολή. Τον Μάρτιο 1829 απέπλευσε για τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι αποκλείοντάς τα. Μετά από λίγες μέρες και τα δύο φρούρια παραδόθηκαν με συνθήκη. Ο Μιαούλης φρόντισε να τηρηθεί η συνθήκη και όλοι οι Τούρκοι να φτάσουν ασφαλείς στις Τουρκικές ακτές.
Στις 14 Αυγούστου 1829 εκλέχθηκε γερουσιαστής πρώτου τμήματος, θέση όμως από την οποία παραιτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Από τότε ουσιαστικά άρχισε η αντίθεση με τον Καποδίστρια, αφού ο Μιαούλης πέρασε στην αντιπολίτευση διαμαρτυρόμενος για την πολιτική του κυβερνήτη απέναντι στους Υδραίους πλοιοκτήτες. Στις 18 Μαρτίου του 1830 παραχωρήθηκε στον Δημήτριο Μιαούλη, ύστερα από απαίτηση του Ανδρέα και παρέμβαση του Καποδίστρια, εθνική γη στη Γλυκεία του Ναυπλίου. Η προσπάθεια του Καποδίστρια να παραγκωνίσει από τις θέσεις εξουσίας προσωπικότητες της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία χάσματος μεταξύ των μεγάλων πολιτικών οικογενειών και του Καποδίστρια. Στις μεταρρυθμίσεις και στον τρόπο διακυβέρνησης του κράτους αντιτάχθηκαν κυρίως οι οικογένειες των Μαυρομιχαλέων και των Κουντουριωτέων, καθώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έχοντας την ηθική συμπαράσταση του Κοραή. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, αντιπροσώπευε τη γαλλική παράταξη, ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Λάζαρος Κουντουριώτης την αγγλική. Και οι δύο όμως παρατάξεις συνεργάστηκαν γιανα διώξουν τον Ρωσόφιλο, όπως τον χαρακτήριζαν, Ιωάννη Καποδίστρια. Γρήγορα λοιπόν η Μάνη, προπύργιο της οικογενείας Μαυρομιχάλη, και η Ύδρα, προπύργιο της οικογένειας Κουντουριώτη, εξελίχτηκαν σε αντικαποδιστριακά κέντρα. Στην Ύδρα και στη Μάνη οι πρόκριτοι άρχισαν τις επαφές και με προκρίτους άλλων περιοχών για την προετοιμασία εξέγερσης. Ο Μιαούλης, παρόλο που είχε ευεργετηθεί από τον Καποδίστρια, προσχώρησε στην ομάδα των Υδραίων προκρίτων.
Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη αναγκάζοντας τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά σώματα για να την καταστείλει. Τη 14η Ιουλίου οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο, επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας. Η φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει, αφού δεν υπήρξε στήριξη από το ναυτικό. Ο Μιαούλης μαζί με τον Μαυροκορδάτο προσπάθησαν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Κανάρη να συνταχθεί μαζί τους χωρίς όμως επιτυχία. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων για να διαπραγματευθούν. Ο Μιαούλης στις συναντήσεις αυτές, ως διοικητής του ναύσταθμου του Πόρου πια, είχε βαρύνουσα γνώμη. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους, τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι οι Αγγλικοί, Γαλλικοί και Ρωσικοί στόλοι είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας, ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία του Μιαούλη, ενώ μια μικρή μοίρα ήταν υπο την αρχηγία του Κανάρη, που δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες. Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στην ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα» το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ. Η πράξη του Μιαούλη ξεσήκωσε την γενική κατακραυγή όλων, εκτός της Μάνης και της Ύδρας. Το αν ο Μιαούλης έγινε όργανο του Αλ. Μαυροκορδάτου (και μέσω αυτού της βρετανικής διπλωματίας) δεν έχει εξακριβωθεί. Στις 13 Αυγούστου παραπέμφθηκαν σε δίκη, αν και δεν είχαν συλληφθεί και τελικά όλα έληξαν με τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Τον Μάιο του 1832 αρνήθηκε τη θέση του στολάρχου του ελληνικού στόλου, ίσως λόγω τύψεων που τον βασάνιζαν για την πυρπόληση του στόλου. Τον Οκτώβριο του 1832, επιλέχθηκε από τη Βαυαρική αυλή ως μέλος της τριμελούς επιτροπής (αποτελούμενης από τους Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη) που θα παρέδιδαν το στέμμα στον νεαρό τότε Όθωνα. Το 1833 με βασιλικό διάταγμα διορίστηκε αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της επανάστασης, του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και εθνική γη, περιλήφθηκε στους ναυτικούς ανωτέρας τάξης, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και τέλος δόθηκε το όνομα του σε πολεμικό πλοίο. Με νέο βασιλικό διάταγμα του 1835 διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος επικρατείας και προβιβάσθηκε και σε αντιναύαρχο. Απεβίωσε, λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε μέρες, το απόγευμα της Κυριακής της 11ης Ιουνίου του 1835 στην οδό Αιόλου 9, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στον Πειραιά. Λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο Όθωνας τον είχε επισκεφθεί δύο φορές και μάλιστα την πρώτη του είχε επιδώσει τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Ενταφιάστηκε σε ακτή του Πειραιά, η οποία από τότε ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Ο τόπος ταφής δεν ήταν τυχαίος, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί βρισκόταν και ο τάφος του Θεμιστοκλή. Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας, ενώ προς τιμήν του κόπηκαν αναμνηστικά μετάλλια που δόθηκαν τιμητικά σε αγωνιστές του 1821. Ο μετέπειτα ναύαρχος και πρωθυπουργός Αθανάσιος Μιαούλης ήταν γιος του.
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (πραγματικό όνομα Κωνσταντής Νικολάου Σπηλιωτέας , Ψαρά 1793 – Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1877) ήταν σημαντική προσωπικότητα του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για 2 χρόνια και 3 μήνες αθροιστικά σε ένα συνολικό διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877). Ήταν το μικρότερο παιδί του Ψαριανού δημογέροντα Νικολάου Σπηλιωτέα - Κανάριου και της Μαρώς (το γένος Μπουρέκα). Ως προπάππος του φέρεται ο Νικόλαος Σπηλιωτέας, παππούς του ο Θεμιστοκλής Σπηλιωτέας. Αρχικά το προσωνύμιό του ήταν "Κανάριος" [από το καναρίνι] και τελικά έγινε Κανάρης. Έμεινε πολύ μικρός ορφανός από πατέρα και έτσι άρχισε να δουλεύει σε πλοία συγγενών του, κυρίως σ' αυτό του θείου του Μπουρέκα. Όταν πέθανε ο θείος του, στου οποίου το μικρό εμπορικό πλοίο εργαζόταν, ανέλαβε καπετάνιος ο ίδιος σε ηλικία 20 ετών. Πήγε στην Οδησσό για πρώτη φορά το 1820. Ήξερε για τη Φιλική Εταιρεία αλλά δεν είχε γίνει μέλος της. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδαβία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, έσπευσε αυθόρμητα να πάρει μέρος στον πρώτο "πολεμικό στόλο" των Ψαριανών υπό τον Ν. Αποστόλη. Από τους πρώτους μήνες ο Κανάρης ξεχώρισε για το θάρρος του και την αποφασιστικότητά του, κάνοντας επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια ενώ κατόπιν εντάχθηκε στα πυρπολικά. Η ανατίναξη ενός τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Δημήτριο Παπανικολή τον παρακίνησε σε ανάλογο εγχείρημα.
Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από την τουρκική σφαγή, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, επικεφαλής του στρατού που έσφαξε τους κατοίκους και έκαψε το νησί. Την επιχείρηση ανέλαβαν να εκτελέσουν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Ανδρέα Πιπίνου. Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: Αφενός η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι περίπου 2.000 Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Τα θύματα ήταν πολλά και μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές. Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας ήταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα, και έκανε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Τόσο μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων, ο Κανάρης πλέον ήταν ήρωας.
Η δράση του συνεχίσθηκε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στο υπόλοιπο διάστημα του αγώνα. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ τοποθετήθηκε νέος ναύαρχος στη θέση του Καρά Αλή. Τον Οκτώβριο του 1822 βγήκε με το στόλο του στο Αιγαίο για να ανεφοδιάσει τα τουρκικά φρούρια στην Πελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση στα νησιά. Αγκυροβόλησε στην Τένεδο. Αλλά στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Δημήτριο Βρατσάνο, πέρασε ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο και μην μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, την «καπουδάνα», κόλλησε το πυρπολικό του στην αντιναυαρχίδα "Ρίαλα-Γεμισί" και την τίναξε στον αέρα. Έχασαν τη ζωή τους 800 μέλη του πληρώματος. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου στον Ελλήσποντο.
Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέτα στη Μυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα, αλλά μέσα στο καθεστώς αναρχίας, παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα. Τότε ο Κανάρης εισηγήθηκε στη Διοίκηση ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια περίπου 60 μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία. Μ' αυτά προετοίμαζε το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα (ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην άλωση του Μεσολογγίου). Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε κάποια ελληνικά πλοία να πάνε στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη. Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης και ο Αντώνιος Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Ανδρέα Μιαούλη, του Μανώλη Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι. Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που με τον άνεμο που φυσούσε, θα πάθαιναν πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο, αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό. Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό "Μέλισσα", κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ' το λιμάνι. Το πλήρωμα της "Μέλισσας" άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιγόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά. Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία. Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα. Μολονότι ο στόχος δεν επετεύχθη το εγχείρημα ήταν πράξη τόλμης και πατριωτισμού.
Το 1827 ο Κανάρης εξελέγη πληρεξούσιος των Ψαρών στη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένα από τα λίγα πρόσωπα στα οποία είχε εμπιστοσύνη ο Ιωάννης Καποδίστριας, που τον διόρισε αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που αντιμετώπισε τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος δραπέτευσε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κανάρης αποσύρθηκε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο Γ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Επειδή οι ιδέες του γίνονταν όλο και περισσότερο αντιμοναρχικές, το 1861 αρνήθηκε τη σύνταξη που του χορήγησε η Κυβέρνηση.
Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση και μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος της υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη τριανδρίας (μαζί και με τον Μπενιζέλο Ρούφο) που σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Ο ίδιος πήγε ως επικεφαλής επιτροπής στη Δανία για να προσφέρει το θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Α'. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου. Κατόπιν το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην οδό Κυψέλης, στην Αθήνα, (προς τιμήν του οποίου η πλατεία Κυψέλης ονομάστηκε αργότερα "πλατεία Κανάρη"), συνέρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 τέθηκε επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 ο Κωνσταντίνος Κανάρης πέθανε, ενώ ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του Α' Νεκροταφείου, ενώ αρκετά χρόνια έζησε και στην περιοχή της Κυψέλης. Είχε παντρευτεί την Δέσποινα Μανιάτη, γυναίκα από πλούσια ψαριανή οικογένεια. Μέσα σε 18 χρόνια ο Κανάρης έχασε σε νεότατες ηλικίες (19 έως 39) τα 5 από τα 7 παιδιά του (3 από τους γιους του σκοτώθηκαν σε πολέμους ή ταραχές). Ο γιος του Μιλτιάδης χρημάτισε 3 φορές υπουργός ναυτικών και πέθανε το 1899 σε ηλικία 77 ετών. Κατά το ημερολόγιο του γιου του, πυρπολητή Αριστείδη Κ. Κανάρη, «…απεκλήθη ο πατήρ μου Κανάρης, λόγω του μειλιχίου και σώφρονος χαρακτήρος του, διότι αν και ριψοκίνδυνος, πολεμικός και αποφασιστικός, ενήργει πάντοτε κατόπιν περισκέψεως…».
Ο Δημήτριος Παπανικολής ήταν διάσημος ναυμάχος και πυρπολητής κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1790. Ο πατέρας του λεγόταν Γεώργιος Παπανικολής. Από πολύ μικρή ηλικία μπήκε στο ναυτικό επάγγελμα και παρακολούθησε μαθήματα σε κάποιο υποτυπώδες ελληνικό σχολείο. Στη συνέχεια ακολούθησε τον πατέρα του σε αγώνες που έκανε τότε με τους Βέρβερους και Αλγερινούς πειρατές. Όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση πλοιάρχησε μόλις 19 ετών στο πλοίο του Αποστόλη Αποστόλη. Κατά τη ναυμαχία της Ερεσού ως κυβερνήτης του, μετά την μετατροπή του σε πυρπολικό από τον Πάργιο Ιωάννη Δημολίτσα, επέπεσε κατά τουρκικού δίκροτου το οποίο πυρπόλησε με ελάχιστους διασωθέντες. Το ίδιο έκανε και στη ναυμαχία του Γέροντα προκαλώντας με τους συντρόφους του πυρπολητές τρόμο στον οθωμανικό στόλο. Αλλά και σε πολλές άλλες καταδρομικές και αποβατικές επιχειρήσεις έλαβε μέρος, με επιτυχίες που άφηναν κατάπληκτους τους άλλους ναυμάχους.
Με τη λήξη του Αγώνα, τον Ιανουάριο του 1829 αγόρασε το 1/3 του μεριδίου του βρικίου «Νέλσων» και επιδόθηκε στο παλιό γνώριμο εμπόριο, μέχρι το 1833, όταν ο Όθωνας και η κυβέρνησή του αγόρασε τον «Νέλσωνα» και τον ενέταξε στο βασιλικό στόλο του Βασιλείου της Ελλάδος, διατηρώντας όμως τον Παπανικολή κυβερνήτη του πλοίου. Τη νύκτα όμως της 20ης Νοεμβρίου του 1836 μεταφέροντας στην Τεργέστη 129 παλιννοστούντες Βαυαρούς στρατιώτες ναυάγησε στο δίαυλο Ζακύνθου – Ηλείας, μετά από προσάραξη "εξ αμελείας της φυλακής", όπου και διαλύθηκε ολοσχερώς το πλοίο, ενώ το πλήρωμα και όλοι οι επιβαίνοντες διασώθηκαν. Αργότερα λόγω του ναυαγίου, αλλά και άλλων διαβολών, ο Παπανικολής τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι το 1841, όπότε ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία, μετά από παρέμβαση κάποιου υπασπιστή του Όθωνα, και τοποθετήθηκε κυβερνήτης της Κορβέτας «Αμαλία».
Το 1843 εκλέχθηκε πληρεξούσιος των Ψαρών. Το 1845 στάλθηκε ως κυβερνήτης πλοίου στο Γύθειο για να εξομαλύνει μανιάτικες έριδες, που είχαν ξεσπάσει στη περιοχή και κατόρθωσε να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία. Ένα χρόνο αργότερα, το 1846, έληξε η ναυτική του σταδιοδρομία, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Ναυτοδικείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του το 1855. Το όνομά του δόθηκε τιμητικά στα υποβρύχια «Παπανικολής Ι» και «Παπανικολής ΙΙ» του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Ο Ανδρέας Πιπίνος ήταν Υδραίος αγωνιστής του 1821.. Το έτος 1822 κατόρθωσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Κανάρη να μπει νύχτα στο στενό μεταξύ Χίου και Τσεσμέ, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο εχθρικός στόλος και πέτυχαν ο μεν Κανάρης να πυρπολήσει το πρώτο δίκροτο, ο δε Πιπίνος να προσκολλήσει το πυρπολικό του σε ένα δεύτερο πλοίο. Το εχθρικό πλοίο αποσπάστηκε από τον στόλο, καταστράφηκε και έχασε όλο του το πλήρωμα. Η επιτυχία αυτή ήταν ιστορική και προκάλεσε τρόμο στον εχθρικό στόλο, ο οποίος αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Στη ναυμαχία στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 νίκησε και καταδίωξε τον τουρκικό στόλο, ενώ το 1824 στη Ναυμαχία του Γέροντα ο Πιπίνος κατέκαψε εχθρικό πλοίο, αλλά τραυματίστηκε βαριά. Ανάρρωσε όμως και συνέχισε να πολεμάει. Διορίστηκε από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος αρχηγός της ανατολικής μοίρας, και αποστρατεύτηκε το 1836. Ο Πιπίνος τιμήθηκε από την Ύδρα με θρησκευτικές εκδηλώσεις και στεφάνια. Στο κέντρο της Αθήνας και στην Νέα Σμύρνη το όνομά του δόθηκε τιμητικά στην «οδό Πιπίνου».
Ο Αναγνωσταράς (πραγματικό όνομα Χρήστος "Αναγνώστης" Παπαγεωργίου) γεννήθηκε το 1760 στην Πολιανή της επαρχίας Μονεμβασίας και πέθανε το 1825. Ονομαζόταν Χρήστος, αλλά επειδή ήταν μεγάλου αναστήματος και «αναγνώστης» στην εκκλησία, τον ονόμαζαν Αναγνωσταρά. Ο ίδιος υπέγραφε σαν Αναγνώστης Παπαγεωργίου. Ασχολήθηκε με το εμπόριο, επειδή όμως σκότωσε σε καυγά με τον προεστό Κ. Δικαίο έφυγε στα βουνά και έγινε κλέφτης. Υπήρξε παλαιός κλέφτης και σημαντικός οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821. Συνεργάστηκε με τους Ρώσους, τους Γάλλους και τους Άγγλους και χρημάτισε ως ταγματάρχης στα Επτάνησα. Ήταν περίφημος για τους τρόπους του και την ικανότητά του να πείθει και να ραδιουργεί επιτήδεια. Πριν από την επανάσταση πήγε στην Ρωσία, μετά τον πνιγμό των δύο γιων του, για να ανταμώσει τον Καποδίστρια και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πραγματοποίησε περιοδείες στη Μακεδονία για τη μύηση νέων μελών και την προετοιμασία του αγώνα. Η εκεί μετάβασή του ωφέλησε πολύ την κατάσταση των πραγμάτων της Πελοποννήσου και την δύναμη της, χάρη στον διαφωτισμό και την εμψύχωση των εκεί Ελλήνων. Γύρισε στην νότια Ελλάδα και μύησε πολλούς Έλληνες, ανάμεσά στους οποίους ήταν και ο Νίκος Παναγιωταράς, ο Παπαφλέσσας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Πήγε ακόμα και στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες για να διαδώσει τις ιδέες της επανάστασης.
Αργότερα έγινε αρχηγός και συνεργάστηκε με τον Πετμεζά, τον Κολοκοτρώνη, τον Ζαχαριά, τον Κεφάλα και τον Παπατσώνη. Τους συγκέντρωσε όλους και πολιόρκησαν από κοινού με 2500 στρατιώτες την Καρύταινα. Η πολιορκία αυτή διαλύθηκε όταν οι Τούρκοι έλαβαν ενίσχυση από την Τριπολιτσά. Από εκεί ο Αναγνωσταράς πήγε στην Στεμνίτσα μαζί με άλλους καπεταναίους και από εκεί πάλι τράβηξε για το Λεοντάρι. Έπειτα συναντήθηκε μαζί με πολλούς άλλους στο Βαλτέτσι, όπου οι Έλληνες βρήκαν αντίσταση των Τούρκων και σκορπίστηκαν πάλι. Ο Αναγνωσταράς από εκεί αναχώρησε για τα Μεσσηνιακά Φρούρια και προετοίμασε την πολιορκία. Ο εκεί ευρισκόμενος Δημήτριος Υψηλάντης, όταν το έμαθε, πήγε στο Άργος για να τον υποδεχτεί και να τον πάρει μαζί του, όπως και έγινε, για την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Η απελευθέρωση της Καλαμάτας οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό σ’ αυτόν. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και παρακίνησε τους κατοίκους γενικεύοντας την επανάσταση στις επαρχίες Τριφυλίας και Ολυμπίας. Αργότερα αναμείχτηκε στα πολιτικά πράγματα. Επί κυβερνήσεως του Γ. Κουντουριώτη έγινε Υπουργός Πολέμου και με αυτό το αξίωμα εκστράτευσε εναντίον του Ιμπραήμ Πασά. Εναντιώθηκε στον Κολοκοτρώνη και γι’ αυτό, όταν οι κοτζαμπάσηδες τον διόρισαν υπουργό πολέμου, αρνήθηκε να τον αποφυλακίσει. Σκοτώθηκε σε ηλικία 65 ετών υπερασπίζοντας την Σφακτηρία στο Ναυαρίνο, όταν οι Άραβες έκαναν εισβολή από ξηρά και θάλασσα για την πολιορκία του Νεοκάστρου.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος (γνωστός ως Νικηταράς ή Τουρκοφάγος 1782-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα), ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας. Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης. Ήταν ανεψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Υπέγραφε και με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης και μ΄ αυτό αναφέρεται σε μερικά δημοτικά τραγούδια. Τελικά όμως επικράτησε το επώνυμο Σταματελόπουλος από το βαπτιστικό όνομα του πατέρα του (Σταματέλος). Το 1805, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12 - 13 Μαΐου 1821 (μετά από συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που πραγματοποιούσαν επίθεση με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ' εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο». Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με τον θείο του, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης. Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, κατέλαβε την χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ' όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι και τους προκάλεσε μεγάλη καταστροφή. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία. Στη μάχη αυτή καθιερώθηκε το όνομα τουρκοφάγος, καθώς, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε τρεις πάλες με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε. Στο τέλος της μάχης το χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα.(26 - 28 Ιουλίου 1822).
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε τον Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Όταν αποφυλακίστηκε, ή υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Έπασχε από ζάχαρο χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας, η οποία του αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη, ώστε να ζει αυτός και η οικογένειά του ευπρεπώς και, αντί αυτού, του χορηγήθηκε "άδεια επαιτείας" στον ναό της Ευαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Το 1843, όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου με πενιχρή σύνταξη. Πέθανε το 1849 σε ηλικία 67 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να θαφτεί δίπλα στον Κολοκοτρώνη, όπως κι έγινε. Με τη συμμετοχή του στις μάχες Βαλτετσίου, Δολιανών, στην Πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη Μάχη των Δερβενακίων στην Πολιορκία του Μεσολογγίου και στη Μάχη της Αράχοβας αναδείχτηκε σε σύμβολο του ακατάβλητου και ατρόμητου πολεμιστή, του οποίου το όνομα πέρασε στο τραγούδι: «Νικηταρά, Νικηταρά, πού 'χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά σου ατσάλι».
Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 - 21 Αυγούστου 1823 Κεφαλόβρυσο) ήταν στρατηγός, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες, όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Μαζί με τον θείο του Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών, εξοργίζοντας τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον εχθρό", πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη Μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου, παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες, έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.
Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν προς την δυτική Ρούμελη. Τη νύχτα της 21ης Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τούρκων του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικά ελαφρύ τραυματισμό, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τον Μουσταφά πασά. Όμως μια τουρκική σφαίρα τον άφησε νεκρό. Τότε οι Σουλιώτες, αν και νίκησαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον αρχηγό τους και τα λάφυρα. Μεταφέροντας τον νεκρό προς το Μεσολόγγι όπου τελικά τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω". Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή, στην οποία προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών. Η κηδεία ξεκίνησε το απομεσήμερο, από το οίκημα του Έπαρχου Κωνσταντίνου Μεταξά, για να δειχθεί ότι τον κηδεύει το Έθνος. Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων. Μετά την Έξοδο και τη κατάληψη του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς, οι Τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του, την αγνότητά του και την ανιδιοτελή συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια έχει καταταχθεί ανάμεσα στους μεγάλους εθνικούς ήρωες. Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα (όπως από τον Αμερικανό Fitz-Greene Halleck και τον Ελβετό Juste Olivier) και δημοτικά τραγούδια. Μεταξύ των άλλων ο Δ. Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα. Ένας σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris) έχει ονομαστεί προς τιμήν του. Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης (1814-1871), έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Η κόρη του, Κατερίνα "Ρόζα" Μπότσαρη, γεννημένη στο Σούλι το 1818, ήταν στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρον από πολλές απόψεις είναι ένα ελληνο-αλβανικό γλωσσάριο (από τα πρώτα ελληνο-αλβανικά λεξικά) που συνέγραψε ο Μάρκος Μπότσαρης σε ηλικία 19 ετών, ενώ ζούσε στην Κέρκυρα, κατά παραγγελία του Γάλλου φιλόλογου Πουκεβίλ και με τη βοήθεια μεγαλυτέρων του. Σύμφωνα με σημείωση του Πουκεβίλ, ο Μ. Μπότσαρης έγραψε το λεξικό καθ' υπαγόρευση του πατέρα του Κίτσου, του θείου του Νότη και του πεθερού του Χρηστάκη Καλογήρου. Ο ίδιος επιγράφει το έργο αυτό "Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής". Το ίδιο χειρόγραφο περιλαμβάνει και ένα είδος ελληνο-αλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου και ελληνο-αλβανικούς διάλογους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα, μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και φαίνεται πως τα είχε επινοήσει ο ίδιος ο Μπότσαρης, του οποίου η μητρική γλώσσα, όπως και των συνεργατών του, ήταν η ελληνική. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανώς είχε διδαχθεί από τον καλόγερο Σαμουήλ ή στη Μονή του Προφήτου Ηλιού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι συχνά ο Μπότσαρης και οι συνεργάτες του αποδίδουν τις ελληνικές φράσεις στα αλβανικά σκεπτόμενοι "ελληνικά", μεταφέροντας δηλαδή την ελληνική σύνταξη στην αλβανική. Το ίδιο συμβαίνει και με σύνθετες ελληνικές λέξεις.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797 - 1864) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στρατιωτικός και πολιτικός μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, καθώς και αυτοδίδακτος και οψιμαθής συγγραφέας απομνημονευμάτων. Γεννήθηκε στην Αβορίτη του Κροκυλείου Δωρίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριαντάφυλλος. Ο πατέρας του Δημήτρης φονεύθηκε, σε συμπλοκή με τους Τούρκους, όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Ο σκοτωμός του πατέρα του αποδίδεται στις συνέπειες της εμπλοκής του σε λεηλατικές δραστηριότητες των κλέφτικων σωμάτων του Καλλιακούδα. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, ο Ιωάννης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτι μαζί με την μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λιβαδειά. Το 1811, η οικογένειά του τον έστειλε στην Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή Παναγιώτη Λιδωρίκη, ο οποίος εκτελούσε χρέη χωροφύλακα στην Δεσφίνα. Το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο. Ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο ευεργέτης του, του είχε αναθέσει τη διαχείριση δικών του υποθέσεων και στηριζόμενος ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο δίκτυο και την επιρροή του Λιδωρίκη, ανέπτυξε και δική του εμπορική δραστηριότητα. Μέχρι το 1819 είχε αποκτήσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία στην Άρτα.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία με την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου. Τον Σεπτέμβριο του 1820 ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς συνέλαβε τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστό του Μακρυγιάννη, αλλά κατόρθωσαν να απελευθερωθούν. Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα, με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι, αλλά και να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις Τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρήκε προσωρινό καταφύγιο στο Ρωσικό προξενείο και μετά από ανθρωποκυνηγητό διέφυγε επιστρέφοντας στην Άρτα, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε ως ύποπτος στάσης, αλλά και πάλι απελευθερώθηκε.
Τον Αύγουστο του 1821, με 18 άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή, και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα . Συμμετείχε στη μάχη του Πέτα, όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι, και στην πολιορκία της Άρτας και την εκπόρθησή της. Μετέβη στο Σερνικάκι Σαλώνων, όπου ανάρρωσε μετά από ασθένεια. Επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Με τον τελευταίο πολέμησε στην κατάληψη της Αθήνας. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών του, του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Έτσι ερχόταν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες που υπέφεραν από διάφορες αυθαιρεσίες από τον φρούραρχο της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα. O Μακρυγιάννης εγκατέλειψε το Κάστρο της Αθήνας και πήγε στη Σαλαμίνα όπου συνάντησε τον Νικηταρά, ο οποίος τον παρότρυνε να επιστρέψει στην Ρούμελη. Πήγε στην Βελίτσα, όπου συνάντησε τον Ανδρούτσο, ο οποίος προσπάθησε να τον προσεταιριστεί για να πάρουν από τον Γκούρα το κάστρο της Ακρόπολης. Το 1823, συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά, συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, όπου, το 1825, διακρίθηκε στη μάχη των Μύλων της Λέρνης, με την οποία διασώθηκε το Ναύπλιο από την απειλή του Ιμπραήμ.
Τον Απρίλιο του 1828 ο πεντακοσίαρχος Μακρυγιάννης διορίστηκε από τη διοίκηση του Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Άργος. Ο διορισμός του δυσαρέστησε τους Πελοποννήσιους, διότι ήταν γνωστός ως κυβερνητικός κατά τον εμφύλιο πόλεμο και εχθρός του Κολοκοτρώνη και των άλλων Πελοποννησίων ανταρτών. Ζήτησε οικονομική βοήθεια, λόγω της δεινής οικονομικής του κατάστασης, στην οποία είχε περιέλθει, αφού τα οικονομικά του αποθέματα είχαν ελαττωθεί, λόγω των μισθών που είχε καταβάλει στο στράτευμά του και λόγω των αγορών γης σε Αθήνα και Πειραιά μεταξύ 1828-1829. Επίσης ζήτησε παραχωρητήρια εθνικών γαιών στην Αττική έναντι όσων του όφειλαν οι Εθνικές Διοικήσεις από την περίοδο της Επανάστασης. Στα 1829 άρχισε τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του. Επηρεασμένος από την αντιπολιτευτική φημολογία, ότι ο Κυβερνήτης είχε συμβιβαστεί με την προοπτική περιορισμού του νέου κράτους στην Πελοπόννησο, φημολογία που αποσκοπούσε στο να ανακτήσουν οι ρουμελιώτες στρατιωτικοί την εξουσία στους απελευθερωμένους τόπους, διαφωνώντας με τον Κυβερνήτη, ήρθε σταδιακά σε ρήξη με τον Καποδίστρια. Τον Μάιο του 1830 αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης. Του προτάθηκε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου, αλλά αρνήθηκε μη θέλοντας να υφαρπάξει την δουλειά των εκεί αγωνιστών. Τελικά του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου και ορίστηκε μέλος του στρατιωτικού δικαστηρίου στο Άργος. Τον Αύγουστο του 1831 αποκαλύφθηκε η δράση της μυστικής αντικαποδιστριακής οργάνωσης Δύναμη, αλλά ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να δώσει τον όρκο πίστης που ήθελε η κυβέρνηση και του ανακοινώθηκε πως τέθηκε εκτός υπηρεσίας. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πήγε στην Κόρινθο μαζί με τους Κωλέττη, Κουντουριώτη, Ζαΐμη, και διατάχθηκε να περάσει με τους άνδρες του στην Περαχώρα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι συνταγματικοί πληρεξούσιοι με τη νέα κυβέρνηση και μετά κινήθηκε δυτικά προς την Ιτέα με σκοπό την ενίσχυση του Στάθη Κατζικογιάννη.
Με την άφιξη του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης στα τέλη Μαρτίου 1833 διορίστηκε ταγματάρχης στο πρώτο από τα δέκα τάγματα ακροβολιστών που συστήθηκαν. Με δεδομένη την μέχρι τότε επιτυχία του σε θέσεις αστυνομικών καθηκόντων, του ζητήθηκε να συμμετάσχει σε μια από τις επιτελικές θέσεις της υπό σύσταση χωροφυλακής αλλά αρνήθηκε. Στις αρχές του 1840 συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλομακεδονίας και της Κρήτης. Τα επόμενα χρόνια εντάχθηκε στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων. Κατηγορούμενος για προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα, τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση από τις αρχές. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1841 εκλέχτηκε σύμβουλος με την μερίδα του Καλλιφρονά και δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη.
Μετά το κίνημα του 1843, στο οποίο πρωταγωνίστησε, το καλοκαίρι του 1844 συμμετείχε στις εκλογές για την πρώτη Βουλή αλλά δεν εκλέχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις βουλευτές της εκλογικής του περιφέρειας. Κέρδισε όμως το 48% των ψήφων στην Αθήνα. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς συμμετείχε στην έκδοση μιας εφημερίδος, της «Εθνοκρατίας» και ως μέλος της εκδοτικής εταιρείας ανέλαβε το ταμείο. Τον Ιούνιο του 1845 προέβη στην αποκάλυψη μιας αντισυνταγματικής μυστικής εταιρείας στον Υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλλα και προειδοποιήθηκε για απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, η οποία έγινε από δύο άγνωστους άνδρες στις 22 Ιουνίου. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος κατηγόρησε τον Μακρυγιάννη για επινοημένη από τον ίδιο απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του και για σύμπραξη με την αντιπολίτευση του Μαυροκορδάτου.
Γύρω στα 1851 υπήρχε φήμη πως ο Μακρυγιάννης βρισκόταν στο επίκεντρο συνωμοσιών εναντίον του Όθωνα και της Αμαλίας με συνέπεια το 1852 να διατυπωθεί ανοικτά εις βάρος του σχετική κατηγορία. Το Μάρτιο του 1853 δικάστηκε σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και κατόπιν σε δεκαετή κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με παρέμβαση του Δημήτριου Καλλέργη. Το 1864 ονομάστηκε αντιστράτηγος και πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα.
Ο Μακρυγιάννης ήταν νυμφευμένος με την Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ, κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, από την οποία απέκτησε συνολικά 12 παιδιά (10 αγόρια και 2 κορίτσια). Οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που άφησε πίσω του κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: α) Τα Απομνημονεύματα, το πρώτο Ιστορικό έργο, β) Τα Ιστορικά Έγγραφα, που περιλαμβάνουν εκθέσεις του Μακρυγιάννη προς τη διοίκηση και τις εφημερίδες της εποχής, επιστολές, όρκους κλπ., αλλά και τεκμήρια των εμπορικών και λοιπών του δραστηριοτήτων στην Άρτα, πριν την επανάσταση. γ) Τα «κάδρα του πολέμου» και η περιγραφή του λιθόστρωτου της αυλής του Μακρυγιάννη, που περιγράφονται στο πρώτο Ιστορικό δ) Τα Οράματα και θάματα, το δεύτερο Ιστορικό έργο. Ατρόμητος και ακατάβλητος πολεμιστής με αντιφατική φυσιογνωμία, ήρθε σε ρήξη με συναγωνιστές του για καθαρά οικονομικούς λόγους για τη διανομή οικοπέδων στην αθηναϊκή γη και χαρακτηρίστηκε φιλοχρήματος, καθώς φαίνεται πως σχετίστηκε με τις ενδοοικογενειακές αναλώσεις των δανείων που συνήψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Ο αυθορμητισμός και η θυμοσοφία του ύφους και του ήθους του, που τον ανέδειξαν σε σύμβολο της λαϊκής ψυχής, εικονίζεται στα κείμενά του, που μελετήθηκαν με ιερό φανατισμό και θρυλοποιήθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: «… αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.»
Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τον οπλαρχηγό Δημήτριο Μακρή. Η σημασία της θέσης έγινε γρήγορα αντιληπτή από την τοπική ηγεσία της επανάστασης. Στην πόλη πραγματοποιήθηκε η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας και στη συνέχεια έγινε έδρα της διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας που έφερε την ονομασία Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας. Το 1822, μετά την ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι και πολιόρκησαν την πόλη. Η Πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου διάρκεσε δύο μήνες και έληξε με αποτυχία των τουρκικών δυνάμεων να κυριεύσουν την πόλη. Στα μέσα του 1823 οι τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα εκστρατεία που περιλάμβανε πολιορκία και κατάληψη του Μεσολογγίου. Μετά από σκληρές μάχες που δόθηκαν στην περιοχή της Ευρυτανίας τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι. Οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάστηκαν για πολιορκία, όμως τα τουρκικά στρατεύματα προτίμησαν να πολιορκήσουν το Αιτωλικό. Το γεγονός αυτό αναφέρεται συχνά ως Δεύτερη Πολιορκία του Μεσολογγίου.
Μετά από προετοιμασία τρεισήμισι μηνών στις 15 Απριλίου 1825 έφτασαν και στρατοπέδευσαν μπροστά στο Μεσολόγγι 30.000 Τούρκοι με αρχηγό τον Ρεσίτ Πασά, ενώ την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της πόλης βρίσκονταν περίπου 4.000 άνδρες (από τους οποίους χίλιοι βρίσκονταν σε προχωρημένη ηλικία) και 12.000 γυναικόπαιδα. Οι λεπτομέρειες αυτής της Τρίτης Πολιορκίας του Μεσολογγίου έγιναν γνωστές από τις ειδήσεις της εφημερίδας του Μάγερ που εκδίδονταν εκείνη την περίοδο. Το 1825 ο Κιουταχής συγκέντρωσε μεγάλο στρατό στη Λάρισα και κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι. Στα τέλη Απριλίου 1825 στρατοπέδευσε στην περιοχή και ξεκίνησε την πολιορκία του Μεσολογγίου. Λίγο πριν ξεκινήσει τον βομβαρδισμό της πόλης ο Κιουταχής πρότεινε με διαπραγματεύσεις την παράδοσή της. Αφού όμως οι τουρκικές προτάσεις απορρίφθηκαν, το Μεσολόγγι αποκλείστηκε δια θαλάσσης από τον στόλο του Μεχμέτ Χιουρέφ πασά και του Γιουσούφ πασά, που κατόρθωσε να προσπελάσει και τη λιμνοθάλασσα. Οι πολιορκητές άρχισαν τις εφόδους, αλλά οι πολιορκούμενοι αμύνονταν με επιτυχία επιδιορθώνοντας τους προμαχώνες και διενεργώντας αλλεπάλληλες εξόδους. Στις 3 Ιουλίου 1825 η δύναμη του στόλου αυξήθηκε με την άφιξη 40 ελληνικών πλοίων, υπό την αρχηγία των Μιαούλη και Σαχτούρη. Για μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διακόπηκε ο ναυτικός αποκλεισμός (ο ελληνικός στόλος ασχολήθηκε με την καταδίωξη του τουρκικού μέχρι τη Μάνη), η πόλη ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα και στρατιωτικό υλικό, ενώ το ηθικό των πολιορκημένων ανέκαμψε. Στο μεταξύ εισήλθαν στην πόλη (7 Αυγούστου 1825) ενισχύσεις Σουλιωτών υπό τον Κίτσο Τζαβέλα, πλαισιώνοντας την αποδεκατισμένη φρουρά. Στο τουρκικό στρατόπεδο, μολονότι και εκεί οι απώλειες ήταν σημαντικές, ο Κιουταχής αποφάσισε τη συνέχιση της πολιορκίας.
Προς ενίσχυση του Κιουταχή, έσπευσε στα τέλη του 1825 ο Ιμπραήμ, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο, με αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις πάνω από 15.000 Αιγυπτίους. Με την άφιξη του νέου ισχυρού στρατεύματος η πολιορκία ξανάρχισε σφοδρότερη. Παρόλα αυτά μέχρι τον Φεβρουάριο του 1826 οι Τούρκοι δεν είχαν σημειώσει καμία επιτυχία. Ο Μεχμέτ Χιουρέφ επανέλαβε τον αποκλεισμό, αλλά ο Μιαούλης κατάφερε να ανεφοδιάσει το Μεσολόγγι με όπλα και τρόφιμα. Η πίεση έγινε αφόρητη, μετά την αποχώρηση του ελληνικού στόλου και τον συστηματικό κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου από το πυροβολικό του Ιμπραήμ (2.000 βόμβες το εικοσιτετράωρο). Στις 15 Φεβρουαρίου 1826 οι πολιορκητές διενήργησαν δύο εφόδους, οι οποίες, αν και κατέληξαν σε αποτυχία, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες και στις δύο πλευρές. Οι Τούρκοι κυρίευσαν το Βασιλάδι, οι κάτοικοι του οποίου κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, επιτείνοντας με τη μετακίνησή τους το επισιτιστικό πρόβλημα της πόλης. Έπειτα από μερικές ανεπιτυχείς επιχειρήσεις των Οθωμανών εναντίον της Κλείσοβας, ο Ιμπραήμ επεδίωξε να εξαντλήσει τους πολιορκημένους με αποκοπή όλων των οδών επικοινωνίας και εφοδιασμού. Ο Μιαούλης πλέον δεν κατάφερε να λύσει και αυτή τη φορά τον αποκλεισμό και η φρουρά εξαναγκάστηκε να σιτίζεται με σκυλιά, γάτες και ποντίκια, για να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα. Οι δυσβάστακτες πλέον συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων (λιμός, αρρώστιες), καθώς και η νέα αποτυχία του Μιαούλη να προσεγγίσει το Μεσολόγγι, προκάλεσαν απελπιστική κατάσταση μεταξύ των πολιορκημένων, που περιγράφεται στους συγκλονιστικούς στίχους του Δ.Σολωμού:
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την Έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων, μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου. Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι Τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Τη νύχτα της 10ηςΑπριλίου 1826 οι πολιορκημένοι οργάνωσαν τις δυνάμεις τους σε τρία σώματα, υπό την αρχηγία των Νότη Μπότσαρη, Δημήτριου Μακρή και Κίτσου Τζαβέλα.·Στο μέσο του τριγώνου που θα σχημάτιζαν αυτές οι δυνάμεις, τοποθετήθηκαν τα γυναικόπαιδα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αν και ανέλαβε να επιτεθεί από τις πλαγιές του Ζυγού, ελπίζοντας να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους πολιορκητές, τελικά δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του, αφού ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε τα σχέδια των πολιορκημένων. Επομένως, όταν η ογκώδης μάζα των Ελλήνων ξεκίνησε στις δύο τα μεσάνυχτα την Έξοδο, με αρχηγό τον Αθανάσιο Ραζή- Κότσικα οι άνδρες του Ιμπραήμ και του Κιουταχή ήταν προετοιμασμένοι και οι ντάπιες ( προμαχώνες) που είχαν οριστεί ως περάσματα των Μεσολογγιτών είχαν αποκλειστεί. Ο αιφνιδιασμός του Ιμπραήμ προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στην ελληνική πλευρά και ο άνισος αγώνας που επακολούθησε απέβη συντριπτικός για τους Έλληνες. Η πρωτοπορία ωστόσο του σώματος της Εξόδου προχώρησε, διασχίζοντας τις τουρκικές τάξεις και φθάνοντας αποδεκατισμένη στις πλαγιές του Ζυγού και από εκεί στην Άμφισσα. Όσοι έμειναν πίσω αναγκάστηκαν να αγωνιστούν σε φονικές οδομαχίες. Μεταξύ εκείνων που ξέφυγαν (1.300 μαχητές και περίπου εκατό γυναικόπαιδα) ήταν οι Νότης Μπότσαρης, Δημήτριος Μακρής, Κίτσoς Τζαβέλας, Χρήστος Φωτομάρας. Ανάμεσα στο πλήθος που επέστρεψε και σφαγιάστηκε μέσα στην πόλη βρίσκονταν ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ (ο εκκλησιαστικός ηγέτης των πολιορκημένων), ο Γιάκομ Μάγερ, ο Μιχαήλ Κοκκίνης (τειχοποιός-αρχιτέκτων) και όσοι ανατινάχθηκαν μαζί με τον Χρήστο Καψάλη στις πυριτιδαποθήκες. Υπολογίζεται ότι εκείνη την ημέρα- Κυριακή των Βαΐων- πυρπολήθηκαν 2.000, άλλοι 3.000 σκοτώθηκαν από τους Τούρκους και άλλοι χίλιοι αιχμαλωτίσθηκαν.
Η Έξοδος του Μεσολογγίου (γνωστή και ως Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου) συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε διάλυση της τρίτης εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου του 1826 και στην παραίτηση της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Στο εξωτερικό αναθέρμανε το φιλελληνικό κίνημα και επιτάχυνε τις διαδικασίες για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης (1821-1832) στον κόλπο της Πύλου (που τότε ονομαζόταν και Ναυαρίνο), στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Πελοποννήσου στο Ιόνιο Πέλαγος. Ο κύριος παράγοντας που καθόρισε την επέμβαση των τριών ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων στην ελληνική σύγκρουση ήταν οι φιλοδοξίες της Ρωσίας να επεκταθεί στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η συναισθηματική υποστήριξή της για τους συντρόφους ορθόδοξους χριστιανούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας το 1821. Αφού οι προθέσεις της Ρωσίας θεωρήθηκαν σημαντική γεωστρατηγική απειλή από τις άλλες δυνάμεις, και ειδικά από τη Μεγάλη Βρετανία, η βρετανική και αυστριακή διπλωματία στόχευαν στην παρεμπόδιση της ρωσικής επέμβασης, με την ελπίδα ότι η οθωμανική κυβέρνηση θα πετύχαινε την καταστολή της εξέγερσης. Αλλά το 1825, η ενθρόνιση του τσάρου Νικόλαου B΄ στο ρωσικό θρόνο, σημάδεψε την υιοθέτηση μιας επιθετικότερης "ελληνικής" πολιτικής, και υποχρέωσε τη Μεγάλη Βρετανία να επέμβει, με το φόβο ότι μια ασυγκράτητη Ρωσία θα αποσυνέθετε ολοκληρωτικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαλλία συμμάχησε με τις άλλες δύο δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις για να αποκατασταθεί ο ηγετικός ρόλος της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις μετά από την ήττα της στους Ναπολεόντειους πολέμους. Οι κυβερνήσεις και των τριών δυνάμεων δέχονταν επίσης έντονη πίεση από την εγχώρια κοινής γνώμη των χωρών τους, ώστε να ενισχυθούν οι Έλληνες, ειδικά μετά από την εισβολή στην Πελοποννήσου, το 1825, του υποτελή στους Οθωμανούς Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου και τις αγριότητες του στρατού του εις βάρος του γηγενούς πληθυσμού.
Οι μεγάλες δυνάμεις συμφώνησαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1827), περί τα τέλη Ιουνίου, να αναγκάσουν την οθωμανική κυβέρνηση να παραχωρήσει αυτονομία στους Έλληνες και απέστειλαν ναυτικές μοίρες στην ανατολική Μεσόγειο για να επιβάλουν την πολιτική τους, αλλά και να καταστείλουν την πειρατεία που έβλαπτε το βρετανικό εμπόριο στην Αν. Μεσόγειο. Η Ελληνική πλευρά με πράξη της 21 Ιουνίου (παλαιό ημερολόγιο) δέχθηκε αμέσως την συμφωνία, αλλά ο Ιμπραήμ, που στο μεταξύ έλεγχε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, ζήτησε προθεσμία, έως ότου λάβει εντολές από την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι ο στόλος του δεν θα βγει από την Πύλο, πριν έλθουν οι διαταγές που περίμενε. Διοικητής του συμμαχικού στόλου ανέλαβε ο αντιναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον (Sir Edward Codrington) ο οποίος από το 1826 είχε τοποθετηθεί ανώτατος διοικητής του βρετανικού στόλου της Μεσογείου.
Την 6η Σεπτεμβρίου συνέβη ναυτικό επεισόδιο μεταξύ βρετανικών και τουρκοαιγυπτιακών πλοίων στα παράλια της Δωρίδας, όπου τα πλοία "Άστιγξ" και "Καρτερία" κατέστρεψαν 6 μικρά τουρκικά σκάφη και ένα αλγερινό. Μετά από αυτό, την 19 Σεπτεμβρίου, σημαντική μοίρα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου παραβίασε την υπόσχεση και απέπλευσε από την Πύλο για να τιμωρήσει τα βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Κόδριγκτον ορμώμενος από τη Ζάκυνθο με δύο μόνο πλοία (μέρος του στόλου του είχε σταλεί στη Μάλτα για επισκευές) ανάγκασε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα να επιστρέψει στο λιμάνι αλλά ο Ιμπραήμ έστειλε στρατό στην ξηρά, που προέβη σε εμπρησμούς και καταστροφές των καλλιεργειών ως αντίποινα. Ο καπετάνιος Χάμιλτον που αποβιβάστηκε στη ξηρά μαζί με Ρώσο αξιωματικό, σε αναφορά του προς τον Κόδριγκτον ανέφερε ότι πυκνοί καπνοί αναδύονταν, και γυναίκες και παιδιά πέθαιναν από την πείνα μη έχοντας για τροφή τίποτα περισσότερο από χόρτα. Κάποιοι είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά, όπου ο Χάμιλτον υποσχέθηκε να στείλει λίγο ψωμί. Κατέληγε με την εκτίμηση ότι "αν ο Ιμπραήμ παραμείνει στην Ελλάδα, περισσότερο από το ένα τρίτο των κατοίκων θα λιμοκτονήσει". Μετά από αυτή την αναφορά οι τρεις ναύαρχοι έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Ιμπραήμ, αλλά έλαβαν την απάντηση ότι αυτός ήταν άφαντος.
Οι τρεις επικεφαλής, αντιναύαρχος Κόδριγκτον, υποναύαρχος Δεριγνύ (ιππότης De Rigny) και υποναύαρχος Χέιδεν την 18η Οκτωβρίου (νέο ημερολόγιο) έκριναν ότι δεν θα έπρεπε να παραμείνουν θεατές των βιαιοπραγιών των Οθωμανών. Προηγουμένως ο Στράτφορντ Κάννινγκ είχε δώσει στον Κόδριγκτον την δική του ερμηνεία της Συνθήκης του Λονδίνου: "Αν δεν εισακουσθεί ο λόγος σας, μεταχειριστείτε τα πυροβόλα". Μετά από αυτό οι ναύαρχοι συμφώνησαν ότι ο Ιμπραήμ παραβίαζε τις συμφωνίες και απαίτησαν από αυτόν να αποπλεύσουν τα πλοία του προς Αίγυπτο ή Κωνσταντινούπολη αλλιώς θα του επιτεθούν. Ο συμμαχικός στόλος εισήλθε στην Πύλο την 8/20 Οκτωβρίου και άρχισε να παίρνει θέσεις μάχης. Ο Κόδριγκτον, πάνω στο πλοίο του "Ασία" (με 84 πυροβόλα), έλαβε μήνυμα ότι "ο Ιμπραήμ δεν είχε δώσει την άδεια για να εισέλθει ο συμμαχικός στόλος στο λιμάνι", στο οποίο απάντησε ότι "δεν ήλθε για να λάβει διαταγές αλλά για να δώσει" και ότι "αν ριχτεί πυροβολισμός κατά του συμμαχικού στόλου θα καταστρέψει τον τουρκικό, και δεν θα λυπηθεί αν του δοθεί αυτή η ευκαιρία.»
Μια βρετανική λέμβος με σημαία κήρυκα προσέγγισε ένα αιγυπτιακό πυρπολικό με σκοπό να του ζητήσει να απομακρυνθεί. Οι Αιγύπτιοι πυροβόλησαν πρώτοι και σκότωσαν αξιωματικό που επέβαινε στην λέμβο. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι ναυτικοί μέσα στην λέμβο. Παρόμοιο επεισόδιο έγινε και σε άλλο σημείο. Από τον οθωμανικό στόλο ρίχτηκαν πυροβολισμοί και προς το πλοίο Sirene του Γάλλου ναυάρχου. Ο Κόδριγκτον έστειλε τον Έλληνα πρωρέα Μιχαήλ να ζητήσει από τον Αιγύπτιο ναύαρχο να παραμείνει ουδέτερος. Αφού ο Μιχαήλ παρέδωσε το μήνυμα, ενώ επέστρεφε στη λέμβο δέχθηκε εν ψυχρώ πυροβολισμό από Τούρκο ναυτικό, ο οποίος διέκρινε ότι ο απεσταλμένος του Άγγλου ναυάρχου ήταν Έλληνας. Ο Δεριγνί από την πλευρά του ζήτησε επίσης από την πλησίον του Αιγυπτιακή φρεγάτα να μην ανοίξει πυρ. Ωστόσο, η ένταση δεν ήταν δυνατόν πλέον να ελεγχθεί. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, κρίνοντας ότι έχει υπεροχή άνοιξε πυρ κατά συμμαχικών πλοίων και η ναυμαχία άρχισε σε όλη τη διάταξη των πλοίων. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά και ταυτόχρονα υποστηριζόταν από πυροβόλα των γύρω φρουρίων.
Σε κρίσιμη στιγμή της ναυμαχίας μπήκε στο λιμάνι ο Ρωσικός στόλος από οκτώ πλοία. Λεπτομερείς περιγραφές της μάχης αναφέρουν ότι τα πλοία ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε εμπλέκονταν τα ξάρτια τους οι δε ναύτες έβαλαν ακόμα και με πιστόλια. Μέχρι ώρα 5 το απόγευμα τα πλείστα των τουρκοαιγυπτιακών πλοίων είχαν καταστραφεί ή παραδοθεί. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν σε 6.000 ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν περίπου 1.000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654 άνδρες εκ των οποίων 272 Βρετανοί, 184 Γάλλοι και 198 Ρώσοι. Ο Δεριγνί ανέφερε ότι "στην ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου". Στη διάρκεια της μάχης το "Ασία" δέχτηκε πάνω από 170 βολές και έπαθει ζημιές στην εξάρτησή του. Ο Κόδριγκτον δέχτηκε μια βολή μουσκέτου που του τρύπησε το μανίκι στο ύψος του καρπού, ενώ το ρολόι και το πανωφόρι του καταστράφηκαν από θραύσματα ξύλου.
Ήταν η τελευταία σημαντική ναυμαχία στην ιστορία που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα σκάφη. Επίσης ποτέ στην ιστορία του πολέμου των κανονιοφόρων ιστιοφόρων δεν βρέθηκαν τόσα πολλά πλοία, με τόσο μεγάλη δύναμη πυρός, συγκεντρωμένα σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο. Οι συγκεντρωμένοι στόλοι των τριών μεγάλων δυνάμεων συνιστούσαν ισχυρή ναυτική δύναμη. Αν και υστερούσαν αριθμητικά του συνδυασμένου οθωμανοαιγυπτιακού στόλου, τόσο σε αριθμό πλοίων όσο και σε μεγάλα πλοία και σε αριθμό πυροβόλων, η τριμερής πλευρά υπερτερούσε σε πειθαρχία, εκπαίδευση και ιδίως σε πείρα στον θαλάσσιο πόλεμο, κυρίως από ναυμαχίες εναντίον αλλήλων, τουλάχιστον όσον αφορά τους Βρετανούς και τους Γάλλους. Επιπλέον τα πυροβόλα τους, αν και λιγότερα (1324 έναντι 2240 των Τουρκοαιγύπτιων) ήταν μεγαλύτερα και επομένως ισχυρότερα σε δύναμη πυρός. Την επομένη ημέρα οι σύμμαχοι απαίτησαν από τον Ιμπραήμ, που στο μεταξύ είχε καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας, να υψώσει λευκή σημαία σε όλα τα φρούρια με την απειλή ότι αν ριχτεί έστω και ένας πυροβολισμός θα θεωρηθεί κήρυξη πολέμου. Οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν και υπογράφτηκε ανακωχή πάνω στην ναυαρχίδα του Κόδριγκτον. Αυτός την επομένη της ναυμαχίας έστειλε επιστολή στο Ναυαρχείο, όπου περιέγραφε με λεπτομέρειες τη ναυμαχία και τις απώλειες. Ανέφερε ότι η μάχη ήταν απαραίτητη για να τηρηθούν οι όροι που είχαν προβλεφθεί από τη συνθήκη και για να σταματήσει η άγρια εξολόθρευση που διεξήγαγε ο Ιμπραήμ.
Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, που επί χρόνια παρακολουθούσε την αιματοχυσία του ελληνικού λαού και την απάθεια των ηγετών των μεγάλων κρατών, δέχθηκε με μεγάλη χαρά το αποτέλεσμα της ναυμαχίας και το θεώρησε νίκη των λαών σε πείσμα των αποφάσεων των πολιτικών ηγεσιών. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Πιέρ Αντουάν Λεμπρίν (1785-1873) έγραψε: « Η μάχη του Ναυαρίνου ήταν κατόρθωμα των λαών...Τα πυροβόλα του Ναυαρίνου έγιναν η αρχή νέας περιόδου και ανήγγειλαν θριαμβευτικά την άνοδο της κοινής γνώμης και την ύψωσή της πάνω από τους θρόνους ...». Η Γαλλική κυβέρνηση και ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ι΄ ένιωσαν βαθιά ικανοποίηση. Απευθυνόμενος ο τελευταίος στην εθνοσυνέλευση, είπε: «Η απρόοπτη ναυμαχία στο Ναβαρίνο απέβη ημέρα δόξας για το ναυτικό μας». Στη Βρετανία πολλοί κατέκριναν την απόφαση του Κόδριγκτον ως βιαστική, άχρηστη, αντιπολιτική, και εκτίμησαν ότι βοηθούσε στην επέκταση της ισχύος της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. Οι διάδοχοι του πρωθυπουργού Τζωρτζ Κάννινγκ, η κυβέρνηση Γουέλινγκτον, θεωρώντας την πολιτική του προκατόχου τους υπερβολικά αντιοθωμανική και αποσκοπώντας στην ενίσχυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ανάχωμα σε πιθανή κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, χαρακτήρισαν τη ναυμαχία και το αποτέλεσμά της ως απρόοπτο συμβάν (untoward event). Το 1828 ο Κόδριγκτον απηλλάγη από τα καθήκοντά του με το αιτιολογικό ότι επέτρεψε τη μεταφορά Ελλήνων σκλάβων από την Πελοπόννησο στην Αλεξάνδρεια μέσα στα πλοία του Ιμπραήμ που αποχωρούσαν. Στον αντίποδα αυτής της επίσημης στάσης της κυβέρνησης και του βρετανικού τύπου κινήθηκε το αγγλικό θέατρο, το οποίο με παραστάσεις του τίμησε την νίκη των τριών συμμαχικών στόλων για μια μακρά περίοδο, από τον Νοέμβριο του 1827 και για όλη τη διάρκεια του 1828. Η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε με οργή και απειλές χωρίς να καταφύγει σε ακρότητες. Αυτό οφειλόταν στο ότι θεωρούσε πως η ναυμαχία δεν θα είχε συνέπειες και ότι, αν προέβαινε σε θηριωδίες, θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη μισή Ευρώπη.
Πολύ σημαντική ήταν και η ήττα που υπέστησαν οι Τούρκοι στη Ναυμαχία της Αγκάλης (νωρίτερα την ίδια χρονιά, στον κόλπο της Ιτέας) από τον βρετανό πλοίαρχο Χέιστινγκς (ελληνοποιημένη απόδοση "Άστιγξ"). Η καταβύθιση του οθωμανικού μεσογειακού στόλου έσωσε την Ελληνική Επανάσταση από την κατάρρευση προς την οποία έβαινε μετά από 6 και πλέον χρόνια άνισου αγώνα. Αργότερα απαιτήθηκαν δύο πρόσθετες στρατιωτικές παρεμβάσεις, από τη Ρωσία με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-29) και από μια γαλλική εκστρατευτική μονάδα στην Πελοπόννησο υπό τον στρατηγό Μαιζόν (γνωστή ως Εκστρατεία του Μοριά), για να επιτευχθεί η απόσυρση των οθωμανικών δυνάμεων από την κεντρική και νότια Ελλάδα και να εξασφαλιστεί η ελληνική ανεξαρτησία.
Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων (George Gordon Byron, 6th Baron Byron, 22 Ιανουαρίου 1788 - 19 Απριλίου 1824), ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους ονομαστότερους φιλέλληνες. Ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον και της δεύτερης συζύγου του, Κάθριν Γκόρντον. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, από την πλευρά της μητέρας του, που ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ', πριν όμως γεννηθεί, οι γονείς του είχαν ήδη χωρίσει. Γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια τα πέρασε με την μητέρα του στην περιοχή Αμπερντήν (Aberdeen) της Σκωτίας, μάλλον φτωχικά. Το 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του, από τον πατέρα του, ο δεκαετής νεαρός κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρώνου Μπάιρον και η ζωή του από τότε άλλαξε. Σπούδασε στο Κολέγιο Τρίνιτυ (Τριάδα) του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αποκτώντας πολύ καλή μόρφωση. Ήταν χαρακτήρας ανήσυχος, παρορμητικός και τυχοδιωκτικός.
Η πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα, μέσω Λισαβόνας και Μάλτας, έγινε το 1809. Αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα και επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά, μετέβη στα Ιωάννινα και από εκεί στο Τεπελένι, όπου έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας, τις αποτύπωσε στο φημισμένο ποίημά του "Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ" (Childe Harold'sPilgrimage,1812). Από εκεί, μέσω Ιωαννίνων, Πρέβεζας, Μεσολογγίου, Πάτρας, Βοστίτσας (Αιγίου), Ιτέας, Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα, ο Βύρων επισκέφθηκε τις ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε την μόλις 12χρονη Τερέζα Μακρή, κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε το ποίημά του «Η Κόρη των Αθηνών» (Maid of Athens, 1809). Από την Αθήνα ο Βύρων πήγε στη Σμύρνη, παραμένοντας εκεί λίγες ημέρες και τελικά έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε για δύο μήνες. Κατά την επιστροφή, επέστρεψε στην Αθήνα και κατέλυσε στην τότε Μονή των Φραγκισκανών (Μονή Καπουτσίνων των Αθηνών), δίπλα στο Μνημείο του Λυσικράτη. Κατά την υπόλοιπη δεκάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα ο Βύρων επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως της Πελοποννήσου. Στην Πάτρα προσβλήθηκε από ελονοσία και επιβιβάστηκε για τη Μάλτα, σε ένα πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο λόρδος Έλγιν, για τον οποίο έγραψε το ποίημα "Η Κατάρα της Αθηνάς" (The Curse of Minerva), κατηγορώντας τον για τις πράξεις του. Στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία, και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική, αλλά και με την έκδοση των ποιημάτων του που τον έκαναν διάσημο ("Ο Γκιαούρης", The Giaour 1813, "Η Νύμφη της Αβύδου", The Bride of Abydos 1813, "Ο Κουρσάρος", The Corsair 1814, "Ο Λάρα", Lara, A Tale 1814, "Η Παριζίνα", Parisina 1816, "Η Πολιορκία της Κορίνθου", The Siege of Corinth 1816).
Ευπατρίδης πλέον στο Λονδίνο, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της κρατούσας κοινωνικής ηθικής, με μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, έζησε πλούσια ζωή, δημιουργώντας μεγάλα χρέη, για την αντιμετώπιση των οποίων νυμφεύθηκε την Άννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ, διανοούμενη και άκαμπτα ευπρεπή, με την οποία απέκτησε κόρη. Τα οικονομικά του όμως δεν βελτιώθηκαν και ακολούθησε ο χωρισμός, με πιθανή επιπλέον αιτία τις παράνομες σχέσεις του Βύρωνα με την ετεροθαλή αδελφή του. Η δημοτικότητα του Βύρωνα άρχισε να μειώνεται και η παραμονή του στην Αγγλία κατέστη αδύνατη. Το 1816 εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη, όπου διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley), με τον οποίο ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία. Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών πατριωτών.
Το 1823, ύστερα από παρότρυνση των Άγγλων κεφαλαιούχων, που ενδιαφέρονταν για σύναψη δανείων με την ελληνική κυβέρνηση, επανήλθε στην Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, όπου ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο υποστήριζε οικονομικά. Εν τω μεταξύ, είχε σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Απεβίωσε σε ηλικία 37 ετών στις 19 Απριλίου του 1824 στο Μεσολόγγι, ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό και ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του. Η καρδιά του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. O θείος του William 5th Lord Byron, από τον οποίο κληρονόμησε τον τίτλο, υπήρξε «διδάσκαλος» της μασονικής «Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας». O ίδιος Βύρων ήταν συστρατευμένος με τους καρμπονάρους της Ιταλίας και διετελεσε «διδάσκαλος» της μασονικής στοάς «Cacciatori Americani Vendita», καθώς και μέλος ιταλικής στοάς υπό την δικαιοδοσία της «Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας». Ένας από τους στενούς φίλους του στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης μασόνος «φιλέλληνας» Αμερικανός ιατρός από τη Βοστόνη Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (SamuelGridley Howe, 1801-1878), ο οποίος για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά ιατρικές υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές. Οι σχέσεις αυτές, καθώς και το γεγονός ότι η υπογραφή του Βύρωνα ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τις εκταμιεύσεις των δόσεων του αγγλικού δανείου, είναι διαφωτιστικές για την πραγματική αποστολή του Βύρωνα και του Χάου στην Ελλάδα.
Ο Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν, ένας ακόμη γνωστός μασόνος, από τους θεωρούμενους «φιλέλληνες» της ελληνικής επανάστασης του 1821, έγινε αρχηγός του ελληνικού στόλου στη θέση του ναύαρχου Ανδρέα Μιαούλη, όταν του ζητήθηκε με κυβερνητική απόφαση να βοηθήσει τον αγώνα, λόγω της καλής του φήμης στα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα. Γεννήθηκε στο Annsfield, κοντά στο Χάμιλτον, SouthLanarkshire, της Σκοτίας το 1775 και απεβίωσε σε ηλικία 85 ετών το 1860. Το 1793 κατατάχτηκε στο βρετανικό ναυτικό, αναδείχτηκε κυβερνήτης καταδρομικών πλοίων και έδρασε με επιτυχία στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Το 1806 εκλέχτηκε αντιπρόσωπος στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά λόγω της ανάμειξής του σε χρηματιστηριακή απάτη διαγράφτηκε από το ναυτικό και έχασε τη βουλευτική του ιδιότητα. Το 1807 εκλέχτηκε μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, ως ριζοσπάστης. Το 1818 ανέλαβε την αρχηγία του Χιλιανού στόλου στους αγώνες του εναντίον των Ισπανών αποικιοκρατών. Το 1820 πέρασε στην υπηρεσία του Περού και το 1823 τέθηκε επικεφαλής του στόλου στη Βραζιλία. Η συμβολή του στους απελευθερωτικούς αγώνες των χωρών αυτών εδραίωσε τη φήμη του ως ικανού ναυάρχου. Το 1823 αναδιοργάνωσε τον βραζιλιάνικο στόλο και πέτυχε τον συμβιβασμό μεταξύ Βραζιλίας - Πορτογαλίας. Το 1825 υπέγραψε συμφωνητικό με την ελληνική επιτροπή, που τότε διαπραγματευόταν στο Λονδίνο τη σύναψη δανείου για να αναλάβει την αρχηγία του ελληνικού στόλου.
Η χρηματιστηριακή απάτη του Τόμας Κόχραν αποτελεί μια από τις χειρότερες σελίδες στην επιτυχημένη σταδιοδρομία του. Ο Τόμας, μαζί με τον θείο του Andrew Cochrane-Johnstone , ο οποίος ήταν Βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια του Grampound, τον Richard Gathorne Butt, που ήταν κερδοσκόπος χρηματιστής, τον Charles Random de Berenger και τον John Peter Holloway είχαν αγοράσει κρατικά χρεόγραφα ‘’Omniun’’ αξίας 1.100.000 λιρών και μέσω ψευδών φημών που διέδωσαν, είχαν σκοπό να ανεβάσουν τις τιμές τους στο χρηματιστήριο, ώστε να τα πουλήσουν σε μεγαλύτερη τιμή. Το συνωμοτικό τους σχέδιο όμως ανακαλύφθηκε και τα κέρδη από το τέχνασμά τους δόθηκαν σε δωρεές από το χρηματιστήριο.
Ο Τόμας Κόχραν υπήρξε υποστηρικτής νέων τεχνολογικών μέσων και μεθόδων, που αφορούσαν κυρίως την ναυτιλία. Μεταξύ αυτών ήταν η κατασκευή ενός εξειδικευμένου και προηγμένου φαναριού με στόχο την αποφυγή του διασκορπισμού των πλοίων κατά τις νυχτερινές ώρες, η χρήση βομβαρδιστικών, εκρηκτικών πλοίων και εκτοξεύσεων χημικών αερίων και το προπέτασμα καπνού. Το 1818 μαζί με τον μηχανικό Marc Isambard Brunel ανέλαβαν την ενίσχυση της σήραγγας στο Blackwall κάτω από τον ποταμό Τάμεση. Το 1851 έλαβε την πατέντα ατμόπλοιων με καύσιμο την άσφαλτο. Επινόησε το Mosquito Fleet, το οποίο συνδύαζε μία πρώιμη μορφή των μελλοντικών ταχέων τορπιλοβόλων και κανονιοφόρων. Μερικές από τις ιδέες του υλοποιήθηκαν από κάποιους άλλους, ακόμη και δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Ένα γνωστό σε όλους παράδειγμα είναι η χρήση πεπιεσμένου αέρος στα σημερινά κομπρεσέρ, η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη διάνοιξη της σήραγγας κάτω από τον ποταμό Hudson στη Νέα Υόρκη.
Ο Τόμας Κόχραν είχε ανάμειξη στα δυο εξωτερικά δάνεια που συνάφθηκαν επί κυβερνήσεως Γεωργίου Κουντουριώτη, το πρώτο με επιτόκιο 59% και το δεύτερο με 55%. Από τα δάνεια αυτά, το κράτος βρέθηκε χρεωμένο με 2.400.000 λίρες στερλίνες, η Αμερική πήρε 700.000 ισπανικά πιάστρα για μια μοναδική φρεγάτα, για ένα ατμόπλοιο ξοδεύτηκαν 150.000 λίρες στερλίνες ενώ 36.000 λίρες στερλίνες πήρε ο λόρδος Κόχραν, ο οποίος πήρε 37.000 λίρες άφησε σ' ένα ναυπηγείο έξι βραδυκίνητα ατμόπλοια, που τα είχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξαιτίας της κακής κατασκευής τους. Οι τιμές που συμφωνήθηκαν ήταν 130.000 λίρες, με τον όρο να βρίσκονται στην Ελλάδα στα τέλη του 1825. Ένα, η «Καρτερία», κατέπλευσε το φθινόπωρο του 1826, άλλα δυο έφτασαν στα 1827 και τα τρία υπόλοιπα, διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου. Εκτός τούτου παραγγέλθηκαν στην Αμερική δυο φρεγάτες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβερνήσεως. Αν και η τιμή τους ορίστηκε σε 160.000 λίρες, οι οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν τα διπλά. Επειδή όμως ο ένας οίκος κινδύνευε να χρεοκοπήσει παραλήφθηκε μόνο μία φρεγάτα, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα στα τέλη του 1826.
Ο Τόμας Κόχραν διορίστηκε από την Γ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, με διάταγμά της την 3η Απριλίου 1827, αρχιναύαρχος του ελληνικού στόλου στη θέση του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, με αμοιβή 57.000 λιρών, στα πλαίσια των ανοιχτών πλέον επεμβάσεων της βρετανικής κυβέρνησης στα ελληνικά ζητήματα. Αρχιστράτηγος, για τον στρατό της ξηράς, ορίστηκε ο Άγγλος στρατηγός Ρίτσαρντ Τσωρτς στη θέση του Καραϊσκάκη. Το 1827 ο Κόχραν κατέπλευσε στον Πόρο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Η συμπεριφορά του προς την ελληνική κυβέρνηση υπήρξε ανάρμοστη και αλαζονική, αφού δεν συμμορφωνόταν με τις διαταγές της και δε λάμβανε υπόψη του τη γνώμη των άλλων ναυάρχων. Επιπλέον, έφυγε τελείως απρόοπτα από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1827 και επέστρεψε έπειτα από έξι μήνες, για να τακτοποιήσει τις οικονομικές υποθέσεις του.
Το ενδιαφέρον της νέας κυβέρνησης απορρόφησε η δοκιμαζόμενη Αττική. Η νικηφόρα έκβαση των τελευταίων μαχών του Καραϊσκάκη είχε εμπνεύσει εμπιστοσύνη δημιουργώντας ελπίδες για την απελευθέρωση της Ακρόπολης. Η συνέλευση διακήρυξε ότι όλες οι επαρχίες που σήκωσαν τα όπλα επρόκειτο να αποτελέσουν το αδιαίρετο ελληνικό κράτος. Ο Κόχραν και ο Τσωρτς πρότειναν αμέσως μεγάλη εκστρατεία για τη λύση της πολιορκίας της Ακρόπολης. Ωστόσο, μεγάλη έριδα είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Έλληνες αρχηγούς και στους δύο ανώτατους φιλέλληνες ως προς το σχέδιο της εκστρατείας. Η φιλονικία οδήγησε στον απροσδόκητο θάνατο (αν όχι δολοφονία) του Καραϊσκάκη, που έφερε γενικό πένθος στο στρατό, μετά τον οποίο ο Κόχραν κάλεσε συμβούλιο με τους παρευρισκόμενους να μην επιθυμούν την επίθεση. Ο Κόχραν θύμωσε και απείλησε ότι θα έφευγε με το στόλο, αν δεν αποτολμούσαν την επίθεση και έτσι η επιχείρηση ορίστηκε τελικά στις 23 Απριλίου/6 Μαΐου. Το βράδυ της 5ης Μαΐου άρχισε η επιβίβαση στο Φάληρο των σωμάτων των Νοταρά, Μακρυγιάννη και Βάσου, ενώ ο Τζαβέλας θα βάδιζε από τον ελαιώνα στην Αθήνα. Περί την ανατολή του ηλίου, το σώμα της προφυλακής των Ελλήνων έφτασε μπροστά στον λόφο του Μουσείου, ενώ οι γραμμές του έφτασαν ως το Φάληρο σε έκταση 8 χιλιομέτρων. Επακολούθησε φοβερή καταστροφή στον Ανάλατο (24 Απριλίου/7 Μαΐου) και οι έλληνες τράπηκαν σε φυγή διωκόμενοι από το εχθρικό ιππικό. Ο Κόχραν και ο Τσωρτς μόλις πρόλαβαν να πηδήξουν στις βάρκες, ενώ το πλήθος του στρατού συνωθούνταν στην παραλία και μόλις μετά βίας κατορθώθηκε, με την προστασία των πυροβόλων, να το επιβιβάσουν στα πλοία. Η ήττα αυτή ήταν από τις πιο αιματηρές απ’ όσες υπέστησαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του αγώνα, δεδομένου ότι χάθηκαν 1500 μαχητές, μεταξύ των οποίων οι Νοταράς, Βέικος, Τζαβέλας, Φωτομάρας και Ιγγλέσης. Αποτέλεσμα της ήττας στη Μάχη του Ανάλατου-Φαλήρου ήταν η εκκένωση της Αττικής από τα επαναστατικά στρατεύματα και η τελική παράδοση της Ακρόπολης, παρά τη 10μηνη άμυνα και τις σημαντικές απώλειες πολεμιστών.
Ενώ ο πόλεμος του Κολοκοτρώνη μαινόταν στον Μοριά, ο Κόχραν θέλησε να εξαλείψει την αποτυχία του στην Αττική μ’ ένα τολμηρό κατόρθωμα. Αποφάσισε να πλεύσει στην Αλεξάνδρεια και να χτυπήσει το ναύσταθμο του Μεχμέτ Αλή, πιστεύοντας ότι θα δημιουργούσε δυσεπίλυτα προβλήματα στον Ιμπραήμ, που είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Πελοπόννησο. Συγκέντρωσε 22 πλοία και 8 πυρπολικά και με ναυαρχίδα την «Ελλάδα» ανοίχτηκε στις 10 Ιουνίου. Το βράδυ της 16ης έφτασε στην Αλεξάνδρεια και ύψωσε την αυστριακή σημαία για να ξεγελάσει τη φρουρά της βάσης. Στην αρχή το τέχνασμα πέτυχε, αλλά μόλις μπήκε πια στο λιμάνι και είδε ότι δεν τον ακολουθούσαν τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία, δείλιασε και ανέκρουσε πρύμη για τον Πόρο, καταδιωκόμενος από τον αιγυπτιακό στόλο. Ύστερα από την αποτυχία του αυτή, ο Κόχραν έχασε «και το τελευταίο ίχνος υπόληψης και οι βραζιλιάνικες δάφνες του φυλλορρόησαν εντελώς.
Μετά από δεκάμηνη παραμονή στην Ελλάδα, οκτώ ημέρες πριν έρθει ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τέλος Δεκεμβρίου 1827, αποφάσισε να φύγει, χωρίς να ειδοποιήσει την Κυβέρνηση, αφού είχε λάβει 37.000 λίρες. "Έσπασε" το συμβόλαιο και προσποιήθηκε ότι παραιτείται από τις υπόλοιπες 20.000 λίρες. Ο Καποδίστριας χειρίστηκε διπλωματικά το θέμα, ώστε να αποφύγει τη διηνεκή ανάμειξη του Κόχραν στα ναυτικά ζητήματα της Ελλάδας και ανακοίνωσε στους αξιωματικούς του Ελληνικού Ναυτικού ότι ο Κόχραν «εγκατέλειψε την Ελλάδα άνευ διαταγής ή αδείας της Κυβερνήσεως, αυτός ό άδρώς μισθωθείς και τους μισθούς λαβών εκ προκαταβολής...». Ο Δήμος Αθηναίων αφιέρωσε τιμητικά δρόμο με το όνομα του στη μνήμη του, όπως και του Τσωρτς.
Ο Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church, Κορκ Ιρλανδίας 1784 - Αθήνα, Μάρτιος 1873), θεωρούμενος φιλέλληνας, μικρόσωμος, καλοφτιαγμένος, με ευχάριστους τρόπους, ήταν Βρετανός στρατιωτικός από την Ιρλανδία, με στρατιωτική και πολιτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, που διάρκεσε και μετά τα χρόνια της Επανάστασης. Η οικογένειά του ανήκε στην αίρεση των Κουάκερων και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε ιδιαίτερο θρησκευτικό περιβάλλον. Έφυγε από το σπίτι του για να καταταγεί στο στρατό το 1800, σε ηλικία 16 ετών και η τυπική εκπαίδευσή του ήταν μόνο αυτή που έλαβε μέχρι τότε. Μιλούσε εκτός από αγγλικά, που ήταν η μητρική του γλώσσα, γαλλικά, ιταλικά και κάποια ελληνικά, στα οποία ποτέ δεν είχε μεγάλη άνεση. Πολέμησε από το 1805 στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στην Ισπανία, στην Αίγυπτο, στη Σικελία, στην Κορσική και στα Ιόνια νησιά, όπου συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες μέχρι το 1813. Το 1817 μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάρδου του Α΄ των Δυο Σικελιών.
Το τέλος της καριέρας του στην Ιταλία υπαγορεύθηκε από τις πολιτικές αναταραχές. Επέστρεψε στην Αγγλία το 1821, όπου έμεινε μέχρι το 1826, νυμφεύτηκε τον Αύγουστο και μετά από πρόσκληση των Ελλήνων, τον Φεβρουάριο του 1827 αποβιβάστηκε στην Ερμιόνη, όπου βρισκόταν ο πλοίαρχος Χάμιλτον, μαζί με τον οποίο συντέλεσε σημαντικά στη συνεννόηση των κομμάτων και την αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ των οπλαρχηγών. Δυο μήνες αργότερα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, τον έχρισε Αρχιστράτηγο των κατά Ξηράν Δυνάμεων μετά από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (27-31 Μαρτίου 1827), ενώ έχρισε τον Λόρδο Κόχραν Πρώτον Στόλαρχον Όλων των Ναυτικών Δυνάμεων. Πρώτη τους αποστολή ήταν η ενίσχυση του Καραϊσκάκη, που μαχόταν στο Φάληρο και το Κερατσίνι για να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης, όπου απέτυχαν, με σημαντικές απώλειες για τους Έλληνες. Μετά τον χαμό του Καραϊσκάκη και την διάλυση του στρατού, ο Τσωρτς έδειξε ευτολμία και σύνεση, έσωσε τους άνδρες που ήταν σκορπισμένοι στα παράλια, φρόντισε για την επιβίβασή τους σε πλοία και τη συγκέντρωσή τους στο Φάληρο και στον Πειραιά και στη συνέχεια στη Σαλαμίνα. Στη συνέχεια η Αντικυβερνητική Επιτροπή του ανέθεσε το φρούριο του Ναυπλίου. Μετά από μερικούς μήνες πήγε στο φρούριο της Κορίνθου και από εκεί στο Διακοπτό της Βοστίτσας και μετά στην Ανατολική Ελλάδα, όπου έμεινε μέχρι που ήλθε ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια στάλθηκε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, όπου το 1829, επικεφαλής των στρατευμάτων της Δυτικής Ελλάδος και με τη βοήθεια στολίσκου στον οποίο συμμετείχε ο Άστιγξ (Hastings) με την «Καρτερία» και άλλα πέντε πολεμικά με σκοπό τον αποκλεισμό του Αμβρακικού Κόλπου, κατάφερε να κυριεύσει τη Βόνιτσα, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, σε μια από τις τελευταίες πράξεις του πολέμου της απελευθέρωσης που όρισαν τα σύνορα της Ελλάδας, εκτός της Πελοποννήσου, στη Στερεά Ελλάδα.
Μετά τον Ιούλιο του 1829, ο Τσωρτς παραιτήθηκε από τη θέση του, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του στην επιλογή του Καποδίστρια να διορίσει τον αδελφό του Αυγουστίνο πληρεξούσιο τοποτηρητή στη Δυτική Ελλάδα, αλλά και για την παραμέληση των στρατιωτών του από την Κυβέρνηση Καποδίστρια. Με την έλευση του Όθωνα, η Κυβέρνηση Σπυρίδωνα Τρικούπη πρόσφερε στον Τσωρτς τη θέση του πρέσβη στη Ρωσία, που όμως δεν αποδέχθηκε ο Ρώσος αυτοκράτορας. Στη συνέχεια διορίστηκε Σύμβουλος της Επικράτειας και το 1836, κατά τη διάρκεια της Κυβέρνησης Άρμανσπεργκ, διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του Στρατού.
Στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ο Τσωρτς επιλέχθηκε από τους Συμβούλους της Επικράτειας που ήταν επαναστάτες για να έχει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ αυτών και του Όθωνα και συνυπέγραψε την επόμενη ημέρα την προκήρυξη του Συμβουλίου της Επικράτειας που ευχαριστούσε τον λαό και τη φρουρά των Αθηνών για τη συμπεριφορά τους και ανακήρυσσε την 3η Σεπτεμβρίου εθνική εορτή. Ήταν ο τέταρτος υπογράφων μετά τον Μαυρομιχάλη, τον Κουντουριώτη και τον Νοταρά. Ένα μήνα μετά εκλέχθηκε πληρεξούσιος Ζυγού Αιτωλίας στην εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση, αντιπροσωπεύοντας μια περιοχή από τα μέρη της Δυτικής Ελλάδας που απελευθέρωσε το 1828-1829 και επιλέχθηκε στη Γερουσία. Ως μέλος της Εθνοσυνέλευσης τάχθηκε με την πλευρά των ετεροχθόνων. Τον ίδιο χρόνο, το 1844, ο Όθωνας αποφάσισε την απομάκρυνση του Τσωρτς από τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή του στρατού, οπότε τελείωσε η στρατιωτική του καριέρα σε ηλικία 60 ετών (παρέμεινε όμως στη Γερουσία).
Όταν το 1854, δέκα χρόνια αργότερα, ο Όθωνας του πρόσφερε την τιμητική θέση του στρατηγού, ο Τσωρτς τη δέχθηκε με επιφύλαξη, χωρίς όμως να αναλάβει ενεργό στρατιωτικό ή πολιτικό ρόλο. Ήταν μέλος της Γερουσίας μέχρι την κατάργησή της το 1864. Έμενε στην Αθήνα μέχρι το θάνατό του το 1873. Χαρακτηριστικό της εκτίμησης που έχαιρε μέχρι το τέλος της ζωής του είναι οι επισκέψεις του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, όταν ήταν άρρωστος, λίγες ημέρες πριν το θάνατό του. Η πόλη των Αθηνών τον τίμησε, δίνοντας το όνομά του σε κεντρική οδό κάθετη στην πλατεία Κάνιγγος (με λανθασμένη ορθογραφία «Τζωρτζ» αντί «Τσωρτς»).
Ο όρος «πρωθυπουργός» δεν είχε καθιερωθεί ακόμη στα χρόνια της Επανάστασης. Από τα δύο πολιτικά «Σώματα» που θεσπίστηκαν από την Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1/1922) το «Εκτελεστικό» αντιστοιχούσε στη σημερινή «Κυβέρνηση» και το «Νομοθετικό» στη σημερινή «Βουλή». Επομένως οι πρόεδροι του Εκτελεστικού εκτελούσαν χρέη ανάλογα με τον σημερινό πρωθυπουργό, ενώ και ο Ι.Καποδίστριας, ως «Κυβερνήτης της Ελλάδος» ασκούσε ανάλογα καθήκοντα.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 - Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865) ήταν κυρίαρχη προσωπικότητα στις τάξεις των εκσυγχρονιστών, αγωνιστής του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου κατά την Επανάσταση και στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες, διατελώντας τέσσερις φορές πρωθυπουργός (1/1822-10/1823, 10/1833-6/1834, 6/1841-8/1841, 3/1844-8/1844). Γεννήθηκε στο Μέγα Ρεύμα (σημερινό Αρναούτκιοϊ), προάστιο της Κωνσταντινούπολης, και ήταν γιος του λογίου και αξιωματούχου στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου (1744 - 1818) και της Σμαράγδας Καρατζά. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την σημαντική οικογένεια Μαυροκορδάτου, και ήταν τρισέγγονος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του «Εξ Απορρήτων». Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα από οικοδιδάσκαλο και έμαθε από νωρίς να μιλά στην εντέλεια την τουρκική και τη γαλλική. Την περίοδο 1807-1811 σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1812 ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανήλθε στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας και τον προσέλαβε γραμματέα του. Σύντομα όμως ο Μαυροκορδάτος διακρίθηκε και προάχθηκε στο αξίωμα του ποστέλνικου. Το 1818 ο Ιωάννης Καρατζάς, φοβούμενος για τη ζωή του, αναχώρησε από το Βουκουρέστι συνοδευόμενος από την οικογένειά του και διαφόρους αυλικούς, μεταξύ των οποίων και ο Μαυροκορδάτος.
Πρώτος σταθμός των φυγάδων ήταν η Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμειναν για ένα εξάμηνο. Εκεί ο Μαυροκορδάτος πήρε μαθήματα οχυρωματικής, τα οποία εφάρμοσε αργότερα στο Μεσολόγγι. Έπειτα αναχώρησαν για την Πίζα της Ιταλίας, όπου συνάντησαν τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, στου οποίου το σπίτι διέμεναν. Εκεί δημιουργήθηκε ο γνωστός «Κύκλος της Πίζας», ο οποίος διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του '21. Το 1819 ο Μαυροκορδάτος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στην Πίζα μαζί με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο «κύκλος της Πίζας» θεωρούσε ότι η επανάσταση απαιτούσε περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη προετοιμασία, και ήταν αντίθετος με την τοποθέτηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Στην Πίζα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήρθε ακόμα σε επαφή με τον Άγγλο ποιητή Πέρσυ Μπίσι Σέλλεϋ αλλά και με άλλους διανοούμενους. Παράλληλα σπούδασε ιατρική στο τοπικό πανεπιστήμιο. Την περίοδο της παραμονής του στην ιταλική χερσόνησο έγραψε στα γαλλικά το έργο «Συνοπτικά περί Τουρκίας» (Coup d’ oeil sur la Turquie), το οποίο δεν εξέδωσε λόγω των φιλελεύθερων ιδεών που εξέφραζε, έστειλε όμως αντίγραφα σε διάφορες προσωπικότητες.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης του '21 ο Μαυροκορδάτος εξόπλισε ένα πλοίο, έπλευσε από το Λιβόρνο στην Μασσαλία, πήρε μαζί του Έλληνες της Ευρώπης και φιλέλληνες και αναχώρησε για την Πάτρα πιστεύοντας ότι είχε ελευθερωθεί. Στην πορεία όμως έμαθε ότι βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Οθωμανών, γι' αυτό εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί άρχισε αμέσως τις ενέργειες για τοπική πολιτική οργάνωση. Συναντήθηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη τον Αύγουστο του '21, ορίστηκε πληρεξούσιός του και συγκάλεσε την «Συνέλευσιν της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» της οποίας εκλέχτηκε πρόεδρος. Η διαφωνία του με τον Δημήτριο Υψηλάντη και η επακόλουθη συμμαχία του με τους προεστούς του έδωσαν την ευκαιρία αλματώδους προώθησης. Εκλέχτηκε πρόεδρος της Α Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (που την 1ην Ιανουαρίου 1822 ψήφισε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» και στις 15 Ιανουαρίου εξέδωσε την περίφημη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους»), πρόεδρος την ίδια μέρα του Εκτελεστικού Σώματος και αργότερα του Βουλευτικού. Η σύντομη Διακήρυξη που προτάσσεται στο «Προσωρινό Πολίτευμα» («πεμπτουσία της αρχής των εθνοτήτων») συντάχθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον στενό του συνεργάτη Αναστάσιο Πολυζωίδη.
Η επιτυχία στον στρατιωτικό τομέα δεν ήταν ανάλογη με αυτήν στον πολιτικό. Είναι πάντως ο μόνος πρωθυπουργός που έλαβε προσωπικά ενεργό μέρος σε (τρεις) πολεμικές επιχειρήσεις, πιστεύοντας ότι, αν πετύχαινε μια περιφανή νίκη εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων, θα κατάφερνε να επισκιάσει τους οπλαρχηγούς και να αποκτήσει ακόμα περισσότερο κύρος. Την άνοιξη του 1822 ο Χουρσίτ Πασάς ύστερα από διαταγή της Πύλης αναχώρησε για την Πελοπόννησο και την Ήπειρο. Αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων διορίστηκε ο Ομέρ Βρυώνης με εντολή να πολιορκήσει το Σούλι. Πολύ πριν από την εκδήλωση της τουρκικής επίθεσης εναντίον των Σουλιωτών, η κυβέρνηση λάμβανε εκκλήσεις από την Ήπειρο για αποστολή ενισχύσεων. Επικεφαλής της εκστρατείας ήταν ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος συγκέντρωσε στρατό 3.000 ατόμων καθώς και σώμα Φιλελλήνων, η αρχηγία των οποίων ανατέθηκε στον Γερμανό αξιωματικό Κάρολο Νόρμαν. Η πρώτη νικηφόρα μάχη δόθηκε στο Κομπότι της Άρτας στις 10 Ιουνίου 1822. Τρεις εβδομάδες αργότερα στα υψώματα του Πέτα τα δύο στρατεύματα ήρθαν σε αποφασιστική σύγκρουση, αλλά στην κρίσιμη στιγμή της μάχης ο οπλαρχηγός Γώγος Μπακόλας, όπως κατηγορήθηκε αργότερα, άφησε τους Τούρκους να περάσουν και οι Έλληνες βρέθηκαν σε δεινή θέση. Ο Μαυροκορδάτος, ευρισκόμενος 6 ώρες μακριά από τον τόπο της μάχης, δεν μπορούσε να δώσει οδηγίες για οργανωμένη υποχώρηση (αλλά κι αυτές που είχε δώσει δεν εισακούστηκαν) με αποτέλεσμα Έλληνες και Φιλέλληνες να υποστούν πανωλεθρία. Εξοντώθηκαν τα δύο τρίτα των φιλελλήνων, οι μισοί επτανήσιοι και το ένα τρίτο του στρατού, που ήταν ο πρώτος τακτικός ελληνικός στρατός. Τα λάθη του Μαυροκορδάτου, σε συνδυασμό με την προδοσία του Γώγου, οδήγησαν όχι μόνο στην ήττα των Ελλήνων, αλλά και στην διάλυση των οργανωμένων ελληνικών δυνάμεων της περιοχής, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προελάσουν μέχρι το Μεσολόγγι το οποίο πολιόρκησαν.
Η πόλη είχε άθλια οχύρωση και όχι περισσότερους από 460 υπερασπιστές, ανάμεσά στους οποίους ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Δημήτριος Μακρής. Εκεί κατέφυγε και ο Μαυροκορδάτος. Οργάνωσε την άμυνα, χρησιμοποίησε όλες τις μεθόδους της οχυρωματικής τέχνης και τα τεχνάσματα που μπόρεσε να επινοήσει, ανέθεσε στον Μάρκο Μπότσαρη συνομιλίες περί παράδοσης με τους πολιορκητές για να κερδίσει χρόνο, προκάλεσε την αντιζηλία μεταξύ των πασάδων και τελικά με τη βοήθεια των αφιχθέντων πελοποννησιακών στρατευμάτων οι Τούρκοι αποκρούστηκαν την ένδοξη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822 και έλυσαν με βαριές απώλειες την Πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου. Ήταν μια προσωπική επιτυχία του Μαυροκορδάτου που αντιστάθμιζε την ήττα του Πέτα, και αναγνωρίστηκε ακόμα κι από τους εχθρούς του.
Στα πλαίσια των ενεργειών του Μαυροκορδάτου για ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και κατάργηση της αυτοτέλειας των οπλαρχηγών προέκυψαν οι συγκρούσεις του το 1822 με τον Βαρνακιώτη, που κατέφυγε τελικά στον Ομέρ Βρυώνη και αργότερα, το 1824, επίσης στο Μεσολόγγι, με τον Καραϊσκάκη. Τον Απρίλιο του 1823 ο Μαυροκορδάτος εκλέχθηκε από την Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους γραμματέας του Εκτελεστικού και στη συνέχεια πρόεδρος του Βουλευτικού με 41 ψήφους, υπερισχύοντας του προεστού Αναγνώστη Δεληγιάννη. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους εκδηλώθηκε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Βουλευτικού, που έλεγχαν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι νησιώτες, και Εκτελεστικού, που έλεγχαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι στρατιωτικοί και οι Πελοποννήσιοι. Ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα συνεργαζόμενος στενότατα με τους Κουντουριώτες. Στη συνέλευση του Άστρους εκδηλώθηκε για πρώτη φορά διαμάχη μεταξύ ετεροχθόνων και αυτοχθόνων, με πρωταγωνιστές την ομάδα των εκσυγχρονιστών από τη μία, στην οποία ανήκε και ο Μαυροκορδάτος, και των προεστών από την άλλη.
Τον Δεκέμβριο του 1823 ο Μαυροκορδάτος πήγε πάλι στο Μεσολόγγι ως Διευθυντής, τακτοποίησε τα πράγματα, έβαλε τις βάσεις για την ένδοξη άμυνα της δεύτερης πολιορκίας και προσείλκυσε τον Μπάιρον καθώς και τα βλέμματα όλης της Ευρώπης στον τόπο, όπου η τραγωδία θα κορυφωνόταν με την Έξοδο. Ο ηρωικός θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη και ο ξαφνικός του Μπάιρον στέρησαν τον Μαυροκορδάτο από δύο πολύτιμα στηρίγματα. Την περίοδο αυτή μαίνονταν στην Πελοπόννησο οι εμφύλιοι πόλεμοι. Ο Μαυροκορδάτος ανήκε στην κυβερνητική παράταξη, η οποία επικράτησε τελικά, έμεινε όμως αμέτοχος και μάλιστα προστάτεψε τους αντικυβερνητικούς Ανδρέα Ζαΐμη, Λόντο και Νικηταρά που κατέφυγαν στο Μεσολόγγι.
Τον Μάρτιο του 1825 ο Μαυροκορδάτος συνόδευσε τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη στην κακά οργανωμένη και χειρότερα εκτελεσμένη εκστρατεία κατά του Ιμπραήμ στην Μεσσηνία. Μετά την αναπόφευκτη ήττα στο Κρεμμύδι ο Μαυροκορδάτος πήγε στο θέατρο των επιχειρήσεων του κόλπου της Πύλου (Απρίλιος 1825), σταλμένος από τον Κουντουριώτη, για να συντονίσει τις δραστηριότητες και να σώσει τα φρούρια και την Σφακτηρία. Όταν λοιπόν οι Αιγύπτιοι κατέκλυσαν το νησί, ο Μαυροκορδάτος μόλις διέφυγε τον θάνατο και μπόρεσε να διασωθεί στον «Άρη» του Τσαμαδού. Στη Τρίτη Εθνοσυνέλευση παραγκωνίστηκε εντελώς.
Ήταν ο μόνος, μαζί με τον Μέττερνιχ, που κατάλαβε πως κάτι άλλαξε, όταν ανέλαβε υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας ο Τζωρτζ Κάννινγκ. Από το χρονικό εκείνο σημείο ο Μαυροκορδάτος έγινε αγγλόφιλος. Φρόντισε για την σύναψη του αγγλικού δανείου για το οποίο κατηγορήθηκε σφοδρότατα. Μολονότι, λόγω της αρπακτικότητας των δανειστών και της προβληματικής διαχείρισης, το δάνειο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και θεωρήθηκε από πολλούς αιτία του εμφυλίου πολέμου, ο κύριος σκοπός επετεύχθη «να ενοχοποιήσει, ούτως ειπείν, την Αγγλίαν εν τη εκβάσει της ελληνικής επαναστάσεως» και να δώσει αφορμή «εις την έναρξιν αμοιβαίων σχέσεων» μεταξύ Ελλάδος και Αγγλίας, όπως έλεγε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος στις οδηγίες του.
Ο Μαυροκορδάτος ήταν πεπεισμένος ότι για την απελευθέρωση της Ελλάδος ήταν απαραίτητη η εξωτερική βοήθεια. Το 1818 ζήτησε από τους Ρώσους να εισβάλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αφού αυτό δεν έγινε, στράφηκε προς την Αγγλία χρησιμοποιώντας την Ρωσία ως φόβητρο. Ο Κάννινγκ εννόησε την απειλή: Η Αγγλία κινδύνευε ν’ αποκλειστεί από την ανατολική Μεσόγειο και ν’ αποκοπεί ο δρόμος της προς τις Ινδίες. Ο Μέττερνιχ επίσης είδε με τρόμο το ενδεχόμενο να καταπιεί η όμορος τότε της Αυστρίας Ρωσία όλη τη Βαλκανική και στην απόγνωσή του, μεταξύ δύο κακών, διάλεξε το μικρότερο και πρότεινε την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδος. Τον Ιούλιο του 1825, μετά την απόβαση του Ιμπραήμ και τις καταστροφές στη Σφακτηρία και στο Μανιάκι, οι Έλληνες υπέγραψαν την πράξη με την οποία ζητούσαν να τεθούν υπό την αγγλική προστασία. Αυτή είναι μια από τις σοβαρότερες κατηγορίες κατά του Μαυροκορδάτου, ότι προσπάθησε δηλαδή να κάνει την Ελλάδα αγγλικό προτεκτοράτο. Η αίτηση αυτή είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ενέπλεξε δηλαδή ακόμη περισσότερο την Αγγλία στη δίνη του Ελληνικού ζητήματος και την οδήγησε, μαζί με την ανησυχία για το δάνειο και τον φόβο των περιπλοκών, στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Με την έλευση του Καποδίστρια (με απόφαση της Γ' Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας) το 1828, ο Μαυροκορδάτος διορίστηκε μέλος του Πανελληνίου και τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου, με αρμοδιότητα στα ναυτικά. Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους δεν συμμετείχε, και δεν αποδέχτηκε τον διορισμό του στη Γερουσία. Παραιτήθηκε από όλες τις θέσεις του και αποσύρθηκε στην Ύδρα, όπου διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανταρσία της Ύδρας, η οποία κορυφώθηκε με την πυρπόληση του ελληνικού στόλου στον ναύσταθμο του Πόρου. Την 14η Ιουλίου του 1831 οι Ανδρέας Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο, όπου κατέφθασε αμέσως ο Μαυροκορδάτος για να συντονίσει τις ενέργειες ως πολιτικός σύμβουλος του πρώτου. Στις άκαρπες διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση και τους αντιπρέσβεις πήραν μέρος οι Μιαούλης και Μαυροκορδάτος ως αντιπρόσωποι των επαναστατών. Για να εξουδετερώσει την ανταρσία ο Καποδίστριας σχεδίασε αποκλεισμό της Ύδρας (ως κέντρου των αντιπολιτευομένων) με τα πλοία του στόλου, που βρίσκονταν στον Πόρο, αλλά ο Μιαούλης πρόλαβε και τα κατέλαβε. Ο Καποδίστριας ζήτησε τη βοήθεια του αρχηγού της ρωσικής μοίρας ναυάρχου Ricord που επιχείρησε ν’ ανακαταλάβει τον στόλο. Την 1η Αυγούστου του 1831 ο Μιαούλης τίναξε στον αέρα την φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».Ο Μαυροκορδάτος, θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός της καταστροφής.
Το 1833 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία υπουργός Οικονομικών (25 Ιανουαρίου) και Στρατιωτικών (3 Απριλίου). Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου. Διαφώνησε με την καταδίκη σε θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα και στάλθηκε πρεσβευτής στο Μόναχο σε τιμητική εξορία. Το 1841, ενώ ήταν πρεσβευτής στο Λονδίνο, τον κάλεσε ο Όθων να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Μαυροκορδάτος έθεσε όρους για ριζικές καθεστωτικές, οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις και για την απομάκρυνση των Βαυαρών. Ο Όθων δυστρόπησε, μετά δέχτηκε κατ’αρχήν και ο πρωθυπουργός πλέον Μαυροκορδάτος υπέβαλε έκθεση για τις εφαρμοστέες μεταρρυθμίσεις που απορρίφθηκε σιωπηρά, και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Μετά την Επανάσταση του 1843 έγινε αντιπρόεδρος της συντακτικής συνέλευσης και τον Μάρτιο του 1844 πρωθυπουργός. Τον Αύγουστο όμως παραιτήθηκε για ν’ αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος στον οποίο έσυρε τη χώρα το κόμμα Κωλέττη. Το Μάιο του 1854 σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση και πέτυχε ν’απαλύνει τις συνέπειες της αγγλογαλλικής κατοχής που επιβλήθηκε στα πλαίσια του Κριμαϊκού πολέμου, όταν η Ελλάδα με επικεφαλής τον Όθωνα επιχείρησε να πραγματοποιήσει την Μεγάλη Ιδέα, πολεμώντας στο πλευρό της Ρωσίας κατά της Τουρκίας και των Αγγλογάλλων. Τελικά το λαϊκό αίσθημα, που πρώτη φορά εκδηλώθηκε υπέρ του Όθωνος, και οι Αγγλογάλλοι τον ανάγκασαν να παραιτηθεί τον Σεπτέμβριο του 1855, αφού αντιτάχθηκε στη απαίτηση του Όθωνα για την απόλυση του υπουργού των Στρατιωτικών Δημητρίου Καλλέργη. Επί της κυβερνήσεως αυτής του Μαυροκορδάτου δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε ο εκτίων ποινήν ισοβίων δεσμών (κατά μετατροπήν της θανατικής) Ι.Μακρυγιάννης. To 1863 εξελέγη πρόεδρος της Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου του Συντάγματος. Αποσύρθηκε στη Αίγινα όπου και πέθανε, τυφλός και φτωχός το 1865, σε ηλικία 74 ετών.
Επί της πρωθυπουργίας του αγοράστηκαν τα πρώτα ελληνικά επιβατηγά ατμόπλοια. Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος πήγε στο Λονδίνο, όπου παρήγγειλε τρία πλοία έναντι 24.000 λιρών. Τα πλοία βαπτίστηκαν "Βασίλισσα της Ελλάδος", "Ύδρα" και "Πανελλήνιον" και αποτέλεσαν τον πυρήνα της "Ελληνικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας" με έδρα τη Σύρο. Ήταν νυμφευμένος με την Χαρίκλεια Αργυροπούλου (1808 - 1884), κόρη του μεγάλου διερμηνέα της Υψηλής Πύλης Ιακώβου Αργυρόπουλου και απέκτησαν μαζί 6 παιδιά (4 αγόρια και 2 κορίτσια). Κατά την τριετία 1835-1837 έχασε 4 παιδιά του, ένα στο Μόναχο το 1835 και τρία μαζί στη Τεργέστη το Δεκέμβριο του 1837. Η αδελφή του Αικατερίνη παντρεύτηκε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και γιoς τους ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης.
Ο Μαυροκορδάτος ήταν μια από τις περισσότερο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Επανάστασης. «Δουλευτής … των τυράγνων», κατά τον Ι.Μακρυγιάννη, «σαν ξένο παραμύθι» κατά τον Θ.Κολοκοτρώνη, «ολέθριος της Ελλάδος δαίμων» κατά τον Δ.Βερναρδάκη, «ο εξοχώτερος πολιτικός ανήρ ον παρήγαγεν η επανάστασις» κατά τον Κ.Παπαρρηγόπουλο, πρέπει να του αναγνωριστεί ότι διέθετε «και οξύτητα νου και εμπειρίαν πραγμάτων και πυρετόν ενεργείας ακοίμητον» (κατά τον Νικόλαο Δραγούμη). Ως ένας από τους πρώτους εκφραστές των συμφερόντων της βρετανικής τάξης πραγμάτων, στην οποία κυρίαρχη θέση κατείχαν οι μεγάλοι Αγγλοεβραίοι κεφαλαιοκράτες χρηματιστές, ενοχοποιήθηκε για τις περισσότερες από τις παρασκηνιακές ενέργειες, που αποδίδονται (χωρίς τεκμηριωμένη βεβαιότητα) στις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, με τις οποίες, όπως φαίνεται, συνεργαζόταν. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκε ότι με αφανείς διαδικασίες παραγκώνισε τον Δ. Υψηλάντη, συμμάχησε με τους κοτζαμπάσηδες (προκρίτους), εξώθησε στην προδοσία τον Γώγο Μπακόλα και τον Βαρνακιώτη, καταδίωξε τον Καραϊσκάκη, χάλκευσε τις κατηγορίες για προδοσία και απεργάστηκε τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ενήργησε για το αγγλικό δάνειο με όρους απροκάλυπτα συμφέροντες για τους δανειστές, πρότεινε την ιδέα για την αίτηση αγγλικής προστασίας που μετέτρεψαν άτυπα το νεοσύστατο ελληνικό κράτος σε προτεκτοράτο, παραπλάνησε τον Κολοκοτρώνη να υπογράψει, έπεισε τον Μιαούλη να κάψει τον στόλο, αντιτάχθηκε στην έλευση του Καποδίστρια, και συμμετείχε στην μεθόδευση της δολοφονίας του Καραϊσκάκη και του Καποδίστρια.
Ο Πέτρος "Πετρόμπεης" Μαυρομιχάλης (1765 - 17 Ιανουαρίου 1848) ήταν γόνος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, τελευταίος Μπέης της Μάνης, οπλαρχηγός του 1821, αναδειχθείς "αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών δυνάμεων" και πρωθυπουργός της Ελλάδας από την θέση του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος του ελληνικού κράτους. Γεννήθηκε στη Μάνη (Αρεόπολη Λακωνίας) και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη. Μητέρα του ήταν η Κατερίνη, θυγατέρα του ιατρού και ηγεμόνα της Λακωνίας Κουτσογρηγοράκου. Κατά την περίοδο του διωγμού των κλεφτών, φυγάδευσε πολλούς προς τα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα. Συνδέθηκε συναισθηματικά με την Γαλλία, καθώς πίστευε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους υποδουλωμένους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Γι' αυτό τον λόγο σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Ναπολέοντα, χωρίς όμως να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το 1814 διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη Μπέης της Μάνης.
Στις 2 Αυγούστου 1818, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που ήταν τότε 53 χρονών, μυήθηκε στη φιλική Εταιρεία, από τον Ηλία Χρυσοσπάθη στις Κιτριές, αλλά σύμφωνα με τον κατάλογο των Φιλικών που συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης, από τον Κυριάκο Καμαρινό. Στις 17 Μαρτίου του 1821, υψώνοντας το λάβαρο του Αγώνα στην Αρεόπολη και τεθείς επικεφαλής πέντε χιλιάδων Μανιατών, προχώρησε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στην απελευθέρωση της Καλαμάτας. Αμέσως μετά στις 23/24 Μαρτίου συγκρότησε την Μεσσηνιακή Γερουσία, με πρόεδρο τον ίδιο και εξέδωσε την ιστορική διακήρυξη (Προειδοποίηση) προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές, την οποία υπέγραψαν ο ίδιος ως αρχιστράτηγος, και όλα τα μέλη της Γερουσίας. Δύο μήνες αργότερα, συμμετέχοντας στη Συνέλευση των Καλτεζών που έλαβε χώρα στην ομώνυμη μονή, εκλέχτηκε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, στην οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές, χωρίς να αποφύγει τις κατηγορίες για ιδιοτέλεια και προδοσία.
Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης χρημάτισε πρόεδρος της Β' Εθνοσυνέλευσης (1823), πρόεδρος του Βουλευτικού (1823), πρόεδρος του Εκτελεστικού (1823), μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος και μέλος του νομοτελεστικού στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Αλλά και στον στρατιωτικό τομέα η δράση του ήταν αξιόλογη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς, της Καλαμάτας και του Άργους καθώς και στην άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην άμυνα της Μάνης από την επίθεση των Τουρκοαιγύπτιων και συγκεκριμένα του Ιμπραήμ. Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα δύο γιοι του σκοτώθηκαν σε μάχες, οι Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλης.
Στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (το 1827) ο Πετρόμπεης αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Με τον ερχομό του Καποδίστρια, διορίστηκε μέλος στο «Πανελλήνιον» και στη Γερουσία. Η πολιτική του Καποδίστρια όμως σκόπευε στον περιορισμό των προκρίτων της Πελοποννήσου, γεγονός που επηρέαζε και την οικογένεια Μαυρομιχάλη, η οποία επιθυμούσε να υπάρχει ξεχωριστό τελωνείο για τη Μάνη. Η αντίθεση δεν άργησε να ξεσπάσει. Το Πάσχα του 1830 ο αδερφός του Πετρόμπεη, Τζανής, ξεσήκωσε όλη τη Μάνη σε στάση κατά του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης προσπάθησε να διαφύγει στη Ζάκυνθο, αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε για 9 μήνες στην Ακροναυπλία. Αποκορύφωμα της σύγκρουσης του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831, για την οποία ο γιος του Γεώργιος Μαυρομιχάλης και ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης φέρονται ως αυτουργοί, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι έγινε από το χέρι μυστικού πράκτορα της Μ.Βρετανίας. Τον επόμενο χρόνο, ύστερα από διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε.
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο Πετρόμπεης τιμήθηκε ιδιαίτερα από την Αντιβασιλεία. Διορίστηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Συμβουλίου της Επικρατείας και, μετά την αντιπολίτευση, γερουσιαστής. Επίσης τιμήθηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Ως ευγνωμοσύνη του έθνους, δωρίστηκε στην οικογένειά του ένα κτήμα στην Πελοπόννησο, το ονομαζόμενο «Λυκοβούνιο». Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 1848. Στην κηδεία του εκφώνησαν λόγους ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Παναγιώτης Σούτσος. Παιδιά του ήταν οι Ηλίας, Παναγιωτίτσα (σύζυγος Δημητρίου Σαχίνη), Αναστάσιος, Γεώργιος, Ιωάννης, και Δημήτρης Μαυρομιχάλης.
Ο Γεώργιος Κουντουριώτης (1782 - 13 Μαρτίου 1858, αρχικό όνομα Ζέρβας με καταγωγή από το Κρανίδι) ήταν καραβοκύρης και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (12/1823-4/1826, 3/1848-10/1848). Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1782 και ήταν αδελφός του Λάζαρου Κουντουριώτη. Με την έκρηξη της Επανάστασης η οικογένειά του υποστήριξε τον αγώνα με γενναιόδωρες προσφορές και με καράβια. Διετέλεσε πρόεδρος του Εκτελεστικού από τον Δεκέμβριο του 1823 μέχρι τον Απρίλιο του 1826, κατά την κρίσιμη περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Το 1824 εκλέχτηκε πρόεδρος του Νομοτελεστικού στο Μεσολόγγι. Επί Καποδίστρια διετέλεσε μέλος του Πανελληνίου, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε γερουσιαστής, σύμβουλος Επικρατείας και υπουργός Ναυτικών. Έλαβε μέρος στη Δ' Εθνοσυνέλευση και στην Εθνοσυνέλευση του 1843. Ήταν ημιανεξάρτητος υποστηρικτής του Γαλλικού Κόμματος, κυρίως εξαιτίας της αντιπαλότητάς του με τους σύγχρονούς του Υδραίους καπετάνιους που υποστήριζαν το Αγγλικό Κόμμα. Το 1848, σε μία περίοδο ανοδικής πορείας του Γαλλικού Κόμματος επί βασιλείας Όθωνα, διορίστηκε στη θέση του πρωθυπουργού. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1858. Παιδιά του ήταν οι Θεόδωρος και Ανδρέας Κουντουριώτης, καθώς και η Μαρία Κουντουριώτη, χήρα Μέξη, σύζυγος του Μπενιζέλου Ρούφου. Εγγονός του ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης, μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, και δισέγγονός του ήταν ο Θεόδωρος Κουντουριώτης.
Ο κατά 13 έτη πρεσβύτερος αδελφός του Λάζαρος Κουντουριώτης (Ύδρα 1769-6 Ιουνίου 1852) ήταν Έλληνας γερουσιαστής και παράγοντας της επανάστασης του 1821. Σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών, ο Λάζαρος αναμείχθηκε στις εμπορικές υποθέσεις του πατέρα του, αντιπροσωπεύοντάς τον στην Ύδρα, ενώ αυτός ήταν στη Γένοβα. Ο Λάζαρος, συνεχίζοντας τις εμπορικές εργασίες του πατέρα του, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1799, αύξησε κατά πολύ την περιουσία που κληρονόμησε και, λόγω και των λοιπών αρετών του, έγινε ένα από τα πιο ισχυρά στοιχεία του τόπου του. Αν και δεν ήταν από τους υποκινητές της Επανάστασης, την οποία θεωρούσε πρόωρη, την ενστερνίσθηκε μετά το ξέσπασμά της και την υποστήριξε. Η περιουσία της οικογένειας Κουντουριώτη εκείνα τα χρόνια υπολογίζεται σε 800.000 τουλάχιστον δίστηλα και δαπανήθηκε κατά τα τρία τέταρτά της υπέρ της Επανάστασης, με διαχειριστή τον Λάζαρο, ως αρχηγό της οικογένειας. Διατελώντας γερουσιαστής και τιμώμενος από όλους, ως ο πρώτος πολίτης της Ελλάδος, απεβίωσε την 6 Ιουνίου 1852, και τον θάνατό του ακολούθησε πενθήμερο εθνικό πένθος. Δισέγγονός του ήταν ο Παντελής Χορν.
Ο Ανδρέας Ζαΐμης (1791 - 4 Μαΐου 1840) ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821, γόνος της ιστορικής οικογένειας των Ζαΐμηδων, που διετέλεσε αργότερα πρωθυπουργός της νεοσύστατης Ελλάδας (4/1826-4/1827). Γεννήθηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων, γιος του προεστού των Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη, που πρώτος σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 18 Μαρτίου 1821. Νέος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Ιταλία και πήρε μέρος στην Επανάσταση, μαχόμενος στην πολιορκία της Πάτρας και στο Μεσολόγγι. Χρημάτισε πληρεξούσιος στη συνέλευση της Επιδαύρου το 1822. Το 1826, μετά τα δραματικά γεγονότα του Μεσολογγίου, ανέλαβε με απόφαση της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης (που διέκοψε τις εργασίες της) πρόεδρος της «Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος», αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διακυβέρνησης και της συνέχισης του Αγώνα. Επί Καποδίστρια διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου» και το 1837 σύμβουλος επικρατείας μέχρι το θάνατό του το 1840 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε την Ελένη Δεληγιάννη, κόρη του προεστού των Λαγκαδιών, Ιωάννη Δεληγιάννη. Ο γιος του Θρασύβουλος και ο εγγονός του Αλέξανδρος διετέλεσαν επίσης πρωθυπουργοί.
Αντικυβερνητική επιτροπή ονομάστηκε η τριμελής επιτροπή που εκλέχτηκε στις 2 Απριλίου 1827 από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας για την προσωρινή διοίκηση της Ελλάδας μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1828, αντικαθιστώντας την Διοικητική επιτροπή του 1826. Η λέξη «αντικυβερνητική» είχε την έννοια της αντικατάστασης (δηλαδή διοικούσε αντί του Καποδίστρια). Την επιτροπή αποτελούσαν οι Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Γιαννούλης Νάκος και Ιωάννης Μ. Μιλαήτης. Η επιτροπή αυτή δεν είχε πόρους και πιθανότατα είχε λιγότερη δύναμη και από την Διοικητική επιτροπή που είχε αναλάβει την κυβέρνηση το 1826. Η έδρα της ήταν αρχικά στο Ναύπλιο, στη συνέχεια στον Θαλασσόπυργο και από τα μέσα Αυγούστου 1827 στην Αίγινα. Κατά την άφιξη του Καποδίστρια στην Αίγινα, ανέφεραν σε αυτόν την κατάσταση ως γραμματείς των υπουργείων οι: Α. Λόντος, γραμματεύς του τμήματος των εσωτερικών και της αστυνομίας, Π.Ν. Λιδωρίκης, γραμματεύς του τμήματος των οικονομικών, Α. Βλαχόπουλος, γραμματεύς των στρατιωτικών, Γ. Γλαράκης, γραμματεύς των ναυτικών και των εξωτερικών, Μ. Σούτσος, γραμματεύς της Δικαιοσύνης. Η θητεία της κυβέρνησης έληξε με την άφιξη του Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1828 και το έργο της συνεχίστηκε από τον ίδιο τον Καποδίστρια που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης (1800 - 1831), πρόεδρος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, αγωνιστής του 1821 και ένας από τους φερόμενους ως δολοφόνους του Ιωάννη Καποδίστρια, γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν ο τριτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλο διάστημα, καθώς είχε σταλεί εκεί όμηρος, ως εγγύηση πίστης του πατέρα του προς το Σουλτάνο, όμως λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης δραπέτευσε στη Μάνη. Από το 1818 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες με κυριότερη τη μάχη των Δερβενακίων. Το 1822, ταξίδεψε μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Βερόνα της Ιταλίας. Το 1825 αιχμαλωτίστηκε στο Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος υποσχόμενος την υποταγή της Μάνης, υπόσχεση την οποία δεν τήρησε. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Καποδίστρια για να μεταβεί στο Ναύπλιο ο θείος του Κατσής Μαυρομιχάλης, ο οποίος με την άφιξή του εκεί, φυλακίστηκε. Μετά από αυτό, αλλά και επειδή ο Καποδίστριας επιδίωκε να ελέγξει τα προνόμια των προυχόντων, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και όλη η σημαντική οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων τάχτηκε δημόσια εναντίον του, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αστυνομική επιτήρηση. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 μαζί με τον θείο του Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και με την ανοχή των αστυνομικών που τον επιτηρούσαν, του αποδόθηκε η κατηγορία ότι αυτός δολοφόνησε τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, καρφώνοντάς του ένα μακρυμάνικο μαχαίρι στην καρδιά, ενώ ο θείος του πυροβόλησε τον Κυβερνήτη στο πίσω μέρος της κεφαλής του. Έπειτα κατέφυγε στην γαλλική πρεσβεία, η οποία τον προστάτεψε από τον όχλο που τον καταδίωκε, αλλά στη συνέχεια τον παρέδωσε στις Αρχές για να δικαστεί. Καταδικάστηκε για την πράξη του και εκτελέστηκε στις 9 Οκτωβρίου στο Ιτς-Καλέ, παρουσία του πατέρα του, Πετρόμπεη, που ήταν εκεί φυλακισμένος από τον Καποδίστρια.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας (Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 – Ναύπλιο 9 Οκτωβρίου 1831, όνομα από τον τίτλο του Τζοβάνι ντι Κάπο ντ΄ Ίστρια = Ιωάννης [κόμης] του Ακρωτηρίου της Ιστρίας) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και αργότερα πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας κατά τη μεταβατική περίοδο (1/1828-10/1831) και ενώ τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776 και ήταν το έκτο παιδί του Αντωνίου - Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου στο επάγγελμα, και της Διαμαντίνας Γονέμη, κόρης αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο. Η καταγωγή των Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d'Istria), ενώ κατ' άλλους από τη Βενετία. Το αρχικό όνομά τους ήταν Βιττόρι, και ο Βίκτωρ Βιττόρι ήταν ο πρώτος που ονομάστηκε Καποδίστριας, όταν κατέφυγε το 1373 στην Κέρκυρα για πολιτικούς λόγους. Όλοι οι απόγονοι του Νικολάου και Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμη, τίτλος που φημολογήθηκε ότι τους είχε απονείμει το 1689 ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας και βασιλιάς της Κύπρου (ο οποίος όμως πέθανε το 1675, οπότε η χρονολογία απονομής του τίτλου το 1689 είναι αμφισβητούμενη). Η αναγνώριση του τίτλου από την Δημοκρατία της Βενετίας πραγματοποιήθηκε μόλις την 1η Ιουλίου 1796. Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Βενετία. Την περίοδο 1795–1797 σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε αμέσως στην Κέρκυρα, όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα αφιλοκερδώς. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε από τον ναύαρχο Καντίρ διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου. Κατά την περίοδο 1798 έως 1800 φαίνεται πως εντάχθηκε σε κάποια Τεκτονική Στοά, όπως αυτή του Φοίνικος στην Κέρκυρα, ή του Αστέρος της Ανατολής της Ζακύνθου (η υπογραφή του είχε τα χαρακτηριστικά μασονικής υπογραφής).
α. Συμμετοχή στη διοίκηση της Ιονίου Πολιτείας(1801-1808)
Η πρώτη εμπλοκή του Ιωάννη Καποδίστρια με τα κοινά της Ιονίου Πολιτείας έγινε μέσω του πατέρα του, όταν κλήθηκε να τον αντικαταστήσει. Ο Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο να αποκαταστήσει την τάξη στα νησιά του Ιονίου και να εφαρμόσει το σύνταγμα. Λόγω όμως προσωπικού κωλύματος του πρώτου, αντικαταστάθηκε από τον γιο του, Ιωάννη Καποδίστρια. Στις 27 Απριλίου 1801 έφτασε με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά, όπου η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο, λόγω της διαμάχης των τοπικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας. Αφού κατάργησαν την τοπική κυβέρνηση, ως αυτοκρατορικοί επίτροποι, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωπικά την εξουσία του νησιού. Μέχρι το τέλος Ιουνίου, ο Καποδίστριας και ο Σιγούρος είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την τάξη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους στασιαστές. Η παραμονή τους παρατάθηκε μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε επέστρεψαν στην Κέρκυρα. Τον Ιούνιο του 1802 ίδρυσε μαζί με άλλους τον Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο, στον οποίο εξελέγη γραμματέας. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στάλθηκε από τους Ρώσους, που είχαν πια την εξουσία στα Επτάνησα, στην Κεφαλονιά για να επιβάλει για ακόμη μια φορά την τάξη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κέρκυρα για να διοριστεί τον Απρίλιο του 1803 Γραμματέας του Κράτους, μαζί με τους Φιλικούς Γεροστάθη και Κόντε Ιωάννη Κεφαλά, στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, η αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Τον Μάιο του 1805, μετά από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η γερουσία εξέλεξε 10μελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, για να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέας του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε τη διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.
Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Μοτσενίγου, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος. Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος, με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγου θα μπορούσε να εγκριθεί από την ρωσική αυλή. Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων, συνεργάστηκε με τους αρματολούς, οργανώνοντας την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφταρματολών, όπου συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης). Στη συνέλευση αυτή, ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Η συνθήκη όμως του Τιλσίτ μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν, παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη γερουσία, με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από την Λευκάδα.
β. Διπλωμάτης της Ρωσίας (1808-1816)
Η πρόταση που περίμενε από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808, όταν ο Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία, αφού του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β' Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος. Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι, όπου διορίστηκε ως αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ, του οποίου έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου. Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε, λόγω δυσμένειας, από τον στρατηγό Μπαρκλάυ ντε Τόλλυ (Barclay de Tolly) χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ' Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Τον Οκτώβριο του 1813 παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο με τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας.
Η άνοδος του Καποδίστρια στη ρωσική αυτοκρατορική αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του από τον Τσάρο Αλέξανδρο ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστεί την φιλικά προσκείμενη προς την Γαλλία κυβέρνηση, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φιλική κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια. Το αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων του Καποδίστρια ήταν οι Αυστριακοί να χάσουν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της. Οι διπλωματικές εξελίξεις στη Ζυρίχη συνεχίζονταν χωρίς κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αφού τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ο Τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από τη θέση αυτή συνεισέφερε στο ελβετικό σύνταγμα, που προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως μέλη της Ελβετικής ομοσπονδίας, με προσωπικά προσχέδια. Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, για να συνομιλήσει με τον Τσάρο για το θέμα των Επτανήσων, δίχως όμως να λάβει κάποια διαβεβαίωση. Κατά την παραμονή του παρασημοφορήθηκε με τον σταυρό β΄ τάξεως, του Αγίου Βλαδίμηρου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1814 πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας. Στα τέλη του 1814 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της επιτροπής των πέντε, ενώ τιμήθηκε με τον μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και τον μεγαλόσταυρο του Ερυθρού Αετού από τον βασιλιά της Αυστρίας και της Πρωσίας αντίστοιχα. Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη πρέπει να θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον Τσάρο. Κατά τον ιππότη φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέττερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815 ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου.
Το 1815 μαζί με τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Άνθιμο Γαζή και τον συνεργάτη του Αλέξανδρο Στούρτζα, ίδρυσε τη Φιλόμουσο εταιρεία που σκοπός της ήταν να βοηθήσει νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν. Τα μέλη της ήταν με τη μεριά των Ρώσων, γι΄ αυτό και η αυστριακή αστυνομία παρακολουθούσε τις δραστηριότητές της. Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι, μετά την μάχη του Βατερλώ, ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στην ομώνυμη συνδιάσκεψη, όπου προσπάθησε να επιβάλει τις ρωσικές απόψεις, πετυχαίνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση πέτυχε οι Ηνωμένες Πολιτείες των Ιόνιων Νήσων να αποκτήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους, δηλαδή σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια.
γ. Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822)
Μετά τη συνδιάσκεψη των Παρισίων του 1815 ο Τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια γραμματέα επί των εξωτερικών υποθέσεων (που αντιστοιχούσε με αυτή του υπουργού εξωτερικών – αν και επίσημα ο Καποδίστριας δεν είχε αυτό τον τίτλο). Ήδη από το 1814 ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αφήσει κενή τη θέση του υπουργού εξωτερικών και να χειριστεί μόνος του την εξωτερική πολιτική, διορίζοντας ως γραμματέα του επί των εξωτερικών υποθέσεων τον Νέσελροντ. Τον επόμενο χρόνο διόρισε και δεύτερο γραμματέα, αυτή τη φορά τον Καποδίστρια. Ο Νέσελροντ είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια από καιρό, οπότε ουσιαστικός διαχειριστής των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος συμβούλευε τον Τσάρο για όλα τα θέματα. Ως γραμματέας πλέον επί των εξωτερικών, ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε και έλαβε άδεια για να ταξιδέψει στην πατρίδα του, την Κέρκυρα. Μετά από παραμονή δύο μηνών αναχώρησε για την Ιταλία και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου του έγινε ψυχρή υποδοχή. Στις συζητήσεις του με τους Άγγλους αξιωματούχους σχετικά με το ζήτημα των Ιονίων νήσων δεν βρήκε ανταπόκριση με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη. Το 1820 και 1821 συμμετείχε στα συνέδρια του Τροππάου και του Λάιμπαχ. Στα δύο αυτά συνέδρια ο Τσάρος Αλέξανδρος επηρεασμένος από τον Μέττερνιχ ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον Καποδίστρια. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήρθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Υψηλάντης μάλιστα απέστειλε επιστολή στον Τσάρο ζητώντας του τη βοήθειά του. Η απάντηση του Τσάρου ήταν η επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Αλ.Υψηλάντη και η άδεια εισόδου του Τουρκικού στρατού στις Ηγεμονίες, μέτρα που στον Υψηλάντη ειδικά ανακοινώθηκαν με επιστολή γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Καποδίστρια.. Παρ' όλα αυτά, ο Καποδίστριας μυστικά πίεζε τον Τσάρο να ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Στο συνέδριο έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ξένες δυνάμεις να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στο Σουλτάνο, ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων. Η διαφωνία μεταξύ Τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν μόνο για τη στάση του Λονδίνου. Από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας έχασε την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο Τσάρος αποφάσισε να αφαιρέσει τη διαχείριση του ανατολικού ζητήματος από τον Καποδίστρια. Το Φεβρουάριο του 1822 ο Τσάρος απέστειλε στη Βιέννη, εν αγνοία του Καποδίστρια, τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέττερνιχ να διαπραγματευθεί για λογαριασμό της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη. Λίγες μέρες πριν ο Αυστριακός πρεσβευτής είχε παραπονεθεί στον Τσάρο ότι ο Καποδίστριας επίτηδες συκοφαντούσε τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας στον Τσάρο για να επιτύχει τους σκοπούς του σχετικά με το ανατολικό ζήτημα.
Ο παραγκωνισμός του στην αυλή από τον Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον Τσάρο τον ανάγκασαν να ζητήσει ιδιαίτερη ακρόαση από τον τελευταίο. Σε αυτή του ανακοίνωσε τη διαφωνία του σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Απότοκος της συζήτησης αυτής ήταν η παραχώρηση άδειας για λόγους υγείας στον Καποδίστρια. Ο Τσάρος απέφυγε να τον απομακρύνει από την θέση του υπουργού εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία τους. Στις 19 Αυγούστου 1822 αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στην Γενεύη. Εκεί συναναστρεφόταν με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο και προσπάθησε να βοηθήσει την επαναστατημένη Ελλάδα ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα, πραγματοποιούσε επαφές με διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως ο Στράτφορντ Κάννινγκ (Stratford Canning), ξάδερφος του μετέπειτα πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιου Κάννινγκ και πρεσβευτής της στην Κωνσταντινούπολη.
δ. Ο Καποδίστριας και η Επανάσταση
Ο Καποδίστριας, τυπικά και επισήμως, πίστευε ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Η άρνησή του να αναλάβει την αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπορεί ν’ αποδοθεί στο ότι δεν του ενέπνευσαν εμπιστοσύνη τα άτομα που τον προσέγγισαν (Νικόλαος Γαλάτης και Εμμανουήλ Ξάνθος). Προσπάθησε επίσης να συγκρατήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, λέγοντάς του τη γνώμη του για τους Εταιριστές: «ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον… ελεεινοί…αφαιρούντες νυν το χρήμα των αφελών ψυχών …προφυλαχθήτε από τοιούτους άνδρας». Και όταν ο Υψηλάντης προχώρησε στην κήρυξη της Επανάστασης, ο Καποδίστριας τον κατηγόρησε ότι με τις «ανόητες προκηρύξεις του» ενίσχυε τις κατηγορίες περί ιακωβινισμού που εκτοξεύονταν από Μέττερνιχ και άλλους. Αργότερα βέβαια προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο για άμεση πολεμική παρέμβαση.
ε. Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας (1828–1831)
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος διατύπωσε πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824. Με το ψήφισμα της Τρίτης Εθνικής Συνέλευσης της Τροιζήνας στις 14 Απριλίου 1827 ο Καποδίστριας εκλέχτηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως επρόκειτο να αναθεωρηθεί από την συνέλευση. Σημαντικό ρόλο στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του. Άλλαξε όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που υφάρπαξε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάννινγκ. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε, επισκέφθηκε την Πετρούπολη για να αποδεσμευτεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία, δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάννινγκ. Η υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν ψυχρή. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός, αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο, επί του αγγλικού πολεμικού Warspite, όπου του έγινε ενθουσιώδης υποδοχή και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
στ. Εσωτερική πολιτική
Στο εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», ένα γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή τους, λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξάχθηκαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες, γεγονός που προκάλεσε την οργή των συνεργατών του, ένας από τους οποίους, ο Σπυρίδων Τρικούπης, παραιτήθηκε για τον λόγο αυτό από πληρεξούσιος και αναχώρησε για την Ύδρα. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για τη δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα, προχώρησε στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μετατρέποντας βαθμιαία τα άτακτα στρατεύματα σε τακτικό στρατό, και υπάγοντας τον στόλο στην ουσιαστική δικαιοδοσία της κυβέρνησης, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκυραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να προστατέψει τα σύνορα και να μειώσει την επιρροή των μέχρι τότε τοπαρχών. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι. Στον τομέα της εκπαίδευσης κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση κι έτσι εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους μεγαλοϊδιοκτήτες (κοτζαμπάσηδες και Εκκλησία). Μερίμνησε επίσης για την ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα.
Στον τομέα της ελληνικής οικονομίας, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και ενθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας, για την οποία είχαν ήδη γίνει κάποιες ενέργειες τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την κίνηση κεφαλαίων, ο Καποδίστριας ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα», η οποία όμως απέτυχε είτε γιατί, κατά μία άποψη, το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό.
Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του Τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων Ανεξάρτητος, Ηώς και Απόλλων, που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες τους διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική έγινε και για την τοποθέτηση των δύο αδερφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου, στις δύο κορυφαίες θέσεις του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία, και οι δύο θεωρούνταν ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη.
ζ. Εξωτερική πολιτική
Με την άφιξή του στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθετε τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό, συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αναφερόμενος στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Σαξ-Κόμπουργκ (Saxe-Coburg), ο οποίος όμως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου, λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Φαίνεται ότι ο Καποδίστριας έντεχνα απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, αφού όσοι ζητούσαν να έλθει ο Λεοπόλδος αντιμετώπισαν έντονη κυβερνητική δυσμένεια. Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν, καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στη συνοριακή γραμμή Άρτας - Βόλου. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου (σε τέσσερις διαδοχικές εκδόσεις Νοεμβρίου 1828, Μαρτίου 1829, Ιανουαρίου 1830 και τελικά 1832), με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία εκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας, λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους, επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Όμως η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος, αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.
η. Αντιπολίτευση και Δολοφονία
Πέραν των πιεστικότατων οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: (α) Την εχθρότητα Γαλλίας και Αγγλίας, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους ή, χειρότερα, υπό την επιρροή της Ρωσίας, (β) Τους φατριασμούς και τα τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των προκρίτων γαιοκτητών (κοτζαμπάσηδων), Φαναριωτών και πλοιοκτητών, οι οποίοι επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας. Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στις 9 Οκτωβρίου 1831 (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
Για να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας πρόκρινε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, ώστε να διατηρεί άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Την αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες. Ο συγκεντρωτισμός που επέδειξε ο Καποδίστριας, παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων. Κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των πλοιοκτητών και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη που είχε με το μέρος της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες. Βασικός λόγος για την αντίδραση των Υδραίων πλοιοκτητών ήταν η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Αναγνωρίζοντας αμέσως το δίκαιο αίτημα, ο Καποδίστριας υποσχέθηκε ότι μόλις θα βελτιώνονταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι, όμως, απαιτούσαν την άμεση καταβολή αυτών των αποζημιώσεων, πράγμα που ήταν αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους. Στην Ύδρα, επιπλέον, κατέφυγαν ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Αδ. Κοραή. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα Απόλλων του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.
Την 14η Ιουλίου 1831, οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο, επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων για να διαπραγματευθούν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους, τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι, ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος απέκλεισαν τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας, ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία πλέον του Μιαούλη, ενώ μια μικρή μοίρα, υπό την αρχηγία του Κανάρη, δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες. Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος, κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα την «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο «Μεγαλουργόν έγκλημα». Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε δύο από τα πιο σύγχρονα τότε πλοία του ελληνικού ναυτικού, την φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Ο Καποδίστριας γνώριζε τους σχεδιασμούς των δύο ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, ανέφερε: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους...». Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι πρίγκηπα Αλ. Σούτσο επιστολή, με την οποία, με εθνική αγανάκτηση, διαμαρτυρόταν και του ζητούσε να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.
Ήδη, από το προηγούμενο έτος, 1830, είχε ξεσπάσει ανταρσία στη Μάνη υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη, ο οποίος ετέθη σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή του αρχηγού της οικογενείας τους, και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, φέρεται ότι εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο (δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1831), έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος φέρεται ότι πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακάς του Γεώργιος Κοζώνης, που πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τον οποίο αποτελείωσε ο όχλος, και το πτώμα του πετάχτηκε στο λιμάνι. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβη της Γαλλίας βαρόνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας», από όπου παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους, που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία. Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό, ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.
Υποστηρίζεται ότι καταλυτικό ρόλο (με υπόνοια και φυσικής αυτουργίας) στην δολοφονία του Καποδίστρια διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό, ότι παρά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του στα βρετανικά αρχεία παραμένει ακόμη απόρρητος. Στο σχεδιασμό της συνομωσίας φαίνεται πως πρωτοστάτησε παρασκηνιακά ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού που επιχείρησε να οργανώσει ο ίδιος ο Καποδίστριας. Από τους φερόμενους δολοφόνους, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει από την πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια, ζητώντας έλεος είπε στους αστυνομικούς: «Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν». Οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας συνέχισαν να τους παρέχουν υποστήριξη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε. Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του πρέσβη της Αγγλίας, ο οποίος αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με τη χρήση όπλων, απειλώντας με αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων.
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής (που απαρτιζόταν από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη) που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του στην Κέρκυρα, όπου και ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας. Είχε τιμηθεί επανειλημμένα από τον Τσάρο Αλέξανδρο και είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης του καντονιού Βω με πρωτεύουσα την Λωζάνη, όπου το 2009 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Σήμερα πολλοί δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του, ο Κρατικός Αερολιμένας Κερκύρας ονομάζεται «Ιωάννης Καποδίστριας», ενώ από το 1911, κατόπιν επιθυμίας του ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη, το πανεπιστήμιο των Αθηνών μετονομάστηκε σε «Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών» και στα Προπύλαια υπάρχει ανδριάντας του. Ανδριάντας του υπάρχει επίσης στην κεντρική πλατεία της πόλης Capo d' Istria της Σλοβενίας. Η Ρωξάνδρα Στούρτζα (1786 - 1844), κυρία επι των τιμών στην τσαρική αυλή και αδερφή του Αλέξανδρου Στούρτζα, διπλωμάτη και στενού συνεργάτη του Καποδίστρια, συνδέθηκε με αυτόν ερωτικά, αλλά δεν δέχτηκε πρόταση γάμου που της έκανε το 1814, με την αιτιολογία ότι η μητέρα της τον προόριζε για την αδερφή της Ελένη. Η μεταξύ τους αλληλογραφία συνεχίστηκε μέχρι και τη δολοφονία του.
Για την προσωπικότητα του Καποδίστρια έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις. Η φιλοπατρία του, η αγαθή του πρόθεση και η φιλότιμη εργατικότητά του, σε ένα έργο που αναμενόταν να είναι (και ήταν) εξαιρετικά δυσχερές, αναγνωρίζονται καθολικά, όπως και η επιδεξιότητά του ως διπλωμάτη, στο επίπεδο του Μέττερνιχ και του Ταλλεϋράνδου. Ταυτόχρονα ήταν θιασώτης της πεφωτισμένης δεσποτείας σε βαθμό βοναπαρτισμού και εφάρμοσε τις αρχές της στην Ελλάδα, θέλοντας να καταργήσει τις οπισθοδρομικές τοπικές εξουσίες υπέρ μιας κεντρικής εθνικής εξουσίας με αυταρχική διακυβέρνηση, που οδήγησε στην κατάλυση του συντάγματος. Η βίαιη έκπτωση από το αξίωμά του, με την ουσιαστικά ανεξιχνίαστη δολοφονία του, έγινε στα πλαίσια μιας παρατεταμένης ασυμβατότητας των νέων κοινωνικών σχέσεων και προέκυψε από νεότερες επιλογές της «βρετανικής τάξης πραγμάτων» για διακυβέρνηση της Ελλάδας, σύμφωνα με τα, μοναρχικά τότε, πρότυπα διοίκησης, δικής της έμπνευσης και καθοδήγησης.
Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας (1778- Μάιος 1857, πλήρες όνομα Αυγουστίνος Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας) ήταν ο μικρότερος αδερφός του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Διετέλεσε συγκυβερνήτης και έπειτα κυβερνήτης της Ελλάδας για μικρό χρονικό διάστημα κατά την περίοδο 8 Δεκεμβρίου 1831 – 26 Μαρτίου 1832. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ήταν γιος του διπλωμάτη Αντώνιου Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας, κόρης του Χριστόδουλου Γονέμη. Έλαβε γενική μόρφωση παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας και γεωπονίας. Αρχικά υπήρξε γραμματέας της πρεσβείας της Ιονίου Πολιτείας στην Κωνσταντινούπολη και από το 1800 γραμματέας των αυτοκρατορικών Επιτρόπων για τη διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Όταν ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, έγινε αρχικά μέλος και στη συνέχεια έφορός της.
Τον Μάρτιο του 1828, μετά από πρόσκληση του αδελφού του και κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, ενώ λίγο καιρό αργότερα πολιτογραφήθηκε κάτοικος Ύδρας. Το 1829 ανέλαβε κατ' εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια, την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Δυτικής Ελλάδας, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για την ανακατάληψη των φρουρίων που βρίσκονταν ακόμη υπό τουρκικό έλεγχο. Αρχικά πολιόρκησε και κατέλαβε τη Ναύπακτο, απελευθέρωσε το Αντίρριο, ενώ στη συνέχεια, παραδόθηκαν αμαχητί οι φρουρές του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Παράλληλα, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Τσωρτς για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή του Μακρυνόρους. Αργότερα, τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του Βιάρος, αναδείχτηκαν υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη, γεγονός που στηλιτεύτηκε από την αντιπολίτευση ως δείγμα νεποτισμού.
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, η Γερουσία ανέθεσε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, το σχηματισμό κυβέρνησης σε τριμελή επιτροπή υπό την ονομασία Διοικητική Επιτροπή. Ο Αυγουστίνος ορίστηκε πρόεδρός της, και συμμετείχαν ως συγκυβερνήτες οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Κωλέττης. Η συγκεκριμένη επιτροπή επρόκειτο να έχει μεταβατικό χαρακτήρα ενόψει της εθνοσυνέλευσης που ήταν προγραμματισμένη από την περίοδο κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας από την αρχή κράτησε δυναμική στάση απέναντι στην αντιπολίτευση, καθώς στις αρχές Οκτωβρίου απέπεμψε από το Ναύπλιο αντιπροσωπία προερχόμενη από την Ύδρα και αποτελούμενη από τους Μιαούλη, Ζαΐμη και Τρικούπη. Παράλληλα, ενώ κατά την εκλογή των πληρεξουσίων ενόψει της εθνοσυνέλευσης, αρκετές επαρχίες έστειλαν στο Άργος τόσο καποδιστριακούς όσο και αντικυβερνητικούς εκπροσώπους, ελάχιστοι από τους αντικυβερνητικούς πληρεξούσιους κατάφεραν να μεταβούν στην πελοποννησιακή πόλη. Οι Υδραίοι εμποδίστηκαν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την πελοποννησιακή ακτή με αποτέλεσμα να ζητούν τις εγγυήσεις του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, αρκετοί από τους πληρεξούσιους της Μάνης συνελήφθησαν και άλλοι αναγκάστηκαν να επιτρέψουν στις εστίες τους, ενώ οι υποστηρικτές του Κωλέττη από την Στερεά ( Γρίβας, Μπότσαρης, Ίσκος, Δυοβουνιώτης) έφτασαν στο Άργος συνοδευόμενοι από ένοπλους. Και εκεί όμως, η επιτροπή που συντάχτηκε από τη Γερουσία, απέκλεισε τους περισσότερους από τους αντικαποδιστριακούς πληρεξούσιους.
Στις 5/17 Ιανουαρίου 1832, άρχισαν οι εργασίες της εθνοσυνέλευσης, με τις δύο αντίπαλες παρατάξεις να συνεδριάζουν σε διαφορετικούς χώρους. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Α.Καποδίστριας εξελέγη από την προσκείμενη σε αυτόν εθνοσυνέλευση πρόεδρος της κυβέρνησης έπειτα από πρόταση του Θ.Κολοκοτρώνη, με επακόλουθο την αντίδραση της αντιπολίτευσης και την έναρξη τριήμερων εμφύλιων συγκρούσεων μέσα στο Άργος ανάμεσα στις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις (που τις αποτελούσαν οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Τζαβέλας, Καλλέργης ) και τους αντικαποδιστριακούς οπλαρχηγούς της Στερεάς. Στις 12/24 Ιανουαρίου 1832, ο Α.Καποδίστριας ήρθε σε προσωρινό συμβιβασμό με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Ι.Κωλέττη, με επακόλουθο την εκκένωση της περιοχής από τα αντίπαλα στρατεύματα, τα οποία υπό τον Κωλέττη κατέφυγαν βόρεια του Λουτρακίου, στην Περαχώρα Κορινθίας. Με αυτό τον τρόπο, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, διατήρησε υπό τον έλεγχό του το Ναύπλιο στηριζόμενος στην στρατιωτική δύναμη του Κολοκοτρώνη και στην ναυτική υποστήριξη του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, παρέμεναν όμως εκτός της δικαιοδοσίας του η Μάνη, η Ύδρα και σημαντικό μέρος της Στερεάς.
Μετά από προτροπή του Βρετανού απεσταλμένου, Στράτφορντ Κάννινγκ και με αρκετή επιφυλακτικότητα, άρχισε προσπάθεια διαπραγματεύσεων με τις αντιπολιτευόμενες περιοχές μέσω των διορισμένων αντιπρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων, χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα, καθώς απέρριψε τα αιτήματα για ριζικές αλλαγές, που έφταναν μέχρι και στην απομάκρυνσή του από την εξουσία. Λίγο καιρό αργότερα, κοινοποιήθηκε και στην Ελλάδα η απόφαση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 7ης Ιανουαρίου 1832, σύμφωνα με την οποία, αναγνωριζόταν προκαταβολικά ως κυβέρνηση, αυτή που θα προέκυπτε από την Ε' Εθνοσυνέλευση, η οποία στο ενδιάμεσο είχε ολοκληρωθεί με απουσία της αντιπολίτευσης. Παράλληλα, μερικοί παράγοντες της αντιπολίτευσης όπως οι Ζαΐμης και Σπ.Τρικούπης, έκαναν χρήση της χορηγούμενης αμνηστίας, ενώ και οι Μανιάτες, ανέστειλαν την προετοιμαζόμενη εκστρατεία τους κατά της κυβέρνησης, καθώς, έπειτα από μεσολάβηση του Γάλλου προέδρου Θείρσιου, αποφυλακίστηκαν οι Πετρόμπεης και Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Εξαιτίας όμως της αμοιβαίας καχυποψίας και αδιαλλαξίας δεν επιτεύχθηκε ομαλοποίηση στις σχέσεις με την πλευρά του Κωλέττη.
Παρά το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος έδωσε στον Κολοκοτρώνη εντολή για το σχηματισμό δέκα ταγμάτων, που θα αναλάμβαναν το βάρος της αντιμετώπισης μιας επερχόμενης εισβολής των δυνάμεων του Κωλέττη, τα οικονομικά προβλήματα, αλλά και άλλοι παράγοντες (όπως η αίσθηση των άτακτων στρατευμάτων πως αδικούνται σε σχέση με τα αντίστοιχα τακτικά ) οδήγησαν αρκετούς οπλαρχηγούς ( Χατζή Χρήστος, Γενναίος Κολοκοτρώνης) να ταχθούν εναντίον του και πλήθος στρατιωτών να αποσκιρτήσουν προς τους αντικυβερνητικούς. Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, ο Α. Καποδίστριας απέρριψε την πρόταση του Θείρσιου που τον καλούσε να παραιτηθεί. Ακολούθησε στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου εισβολή των ρουμελιώτικων δυνάμεων του Κωλέττη στην Πελοπόννησο, τα οποία ανέτρεψαν τις ισχνές δυνάμεις του Α.Καποδίστρια στον Ισθμό και έφτασαν στα πρόθυρα του Ναυπλίου. Υπό το βάρος των εξελίξεων, και παρά το ότι λίγες ημέρες νωρίτερα η, ελεγχόμενη από αυτόν, εθνοσυνέλευση τον είχε ανακηρύξει κυβερνήτη, ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Ανακοίνωσε επίσημα την παραίτησή του στην Γερουσία στις 28 Μαρτίου/9 Απριλίου 1832 και αμέσως, παρέλαβε τη ταριχευμένη σορό του αδελφού του, την αλληλογραφία του και κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα και επιβιβαζόμενος σε ρωσική φρεγάτα έφυγε για την Κέρκυρα και από εκεί μετέβη στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε. Μέχρι το θάνατό του έπαιρνε σύνταξη από τη ρωσική κυβέρνηση, ενώ η Ιόνιος Πολιτεία στις 16 Ιουλίου 1840, όσο ήταν ακόμη υπό αγγλική επικυριαρχία, του αναγνώρισε τον τίτλο του κόμη. Απεβίωσε τον Μάιο του 1857 δίχως να αφήσει απογόνους. Σήμερα, ο τάφος του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα μαζί με αυτούς του αδελφού του Ιωάννη και του πατέρα του Αντώνιου - Μαρία. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, μολονότι προσπάθησε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του ώστε να γίνει δικτάτορας, δεν διέθετε ούτε το κύρος ούτε την πολιτική πείρα του αδελφού του Ιωάννη, δεν είχε ευρεία αντίληψη των θεμάτων και ήταν υπερόπτης, πολυέξοδος, επιρρεπής στις κολακείες και αυταρχικός.
Η Διοικητική Επιτροπή του 1831 ήταν η επιτροπή που ανέλαβε την προσωρινή διοίκηση στην θέση του Κυβερνήτη και της Κυβέρνησής του μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Αυγουστίνος Καποδίστριας από τη θέση του προέδρου της επιτροπής, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Ιωάννης Κωλέττης. H τριανδρία σχηματίστηκε τον Δεκέμβριο 1831 από τη Γερουσία και διαλύθηκε μετά τους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου. Τον Μάρτιο του 1832 ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εγκατέλειψε την πολιτική και έφυγε για την Κέρκυρα. Μετά τη διάλυση της επιτροπής αυτής, κατά τη διάρκεια του 1832, δημιουργήθηκε η Διοικητική Επιτροπή του 1832 με περιορισμένη γεωγραφική επιρροή.
Το όνομα Διοικητική Επιτροπή χρησιμοποίησαν αλληλοσυγκρουόμενες διοικήσεις κατά το 1832, που είχαν την προσωρινή διοίκηση μέρους της Ελλάδας μετά την διάλυση της Διοικητικής Επιτροπής του 1831 των Αυγουστίνου Καποδίστρια, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη.
Ο Ιωάννης Κωλέττης, ονομάζοντας το κόμμα του Συνταγματικό διοργάνωσε στρατόπεδο στην Περαχώρα πάνω από το Λουτράκι και σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση, την οποία αποτελούσαν οι Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Γεώργιος Κουντουριώτης (αλλού αναφέρεται και ο Μαυροκορδάτος) με κέντρο τα Μέγαρα, όπου συνήλθε η Δ (κατ' επανάληψιν) Εθνοσυνέλευση, η οποία δεν αναγνώριζε αυτήν που είχε γίνει στο Άργος (Ε' Εθνοσυνέλευση) και νομιμοποίησε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη. Η κυβέρνηση αυτή είχε δυο γραμματείς (υπουργούς): Γραμματέας της Επικράτειας, με καθήκοντα επί των Εξωτερικών, των Εσωτερικών, της Αστυνομίας, της Οικονομίας, των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως (θέση που κατείχε ο Δημήτριος Χρηστίδης) και Γραμματέας των Στρατιωτικών, με καθήκοντα επί των Στρατιωτικών και των Ναυτικών.
Αναφέρεται επίσης μια άλλη επιτροπή με μέλη τους: Γ. Κουντουριώτη πρόεδρο της επιτροπής, Δ. Υψηλάντη, Α.Ζαΐμη, Κ.Μπότσαρη, Σπ.Τρικούπη. Τον Απρίλιο του 1832, στο πρώτο φύλλο της Εθνικής Εφημερίδας υπογράφτηκε διακήρυξη της Διοικητικής Επιτροπής από τους: Γ. Κουντουριώτη, Δ. Υψηλάντη, Α. Ζαΐμη, Ι. Κωλέττη, Α. Μεταξά και Δ. Πλαπούτα, με γραμματέα της επικράτειας τον Δ. Χρηστίδη. Μία από τις ενέργειες Διοικητικής Επιτροπής ήταν η ανάθεση στους Σταμάτιο Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ να φτιάξουν πολεοδομικό σχέδιο για την Αθήνα.
Τον Μάιο 1832, υπογράφτηκε στο Λονδίνο η συνθήκη για την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας, για να τεθεί τέρμα στην αναρχία. Η Ε' Εθνοσυνέλευση τον Ιούλιο του 1832 ενέκρινε την απόφαση της επιλογής του Όθωνα. Τον Ιανουάριο του 1833 αφίχθηκε ο Όθωνας και η εξουσία πέρασε στην Αντιβασιλεία, η οποία διατήρησε την κυβέρνηση που μέχρι τότε διοικούσε τη χώρα και αποτελούσαν οι:
Σπυρίδων Τρικούπης, πρόεδρος, υπουργός Εξωτερικών και Εμπορικού Ναυτικού
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Υπουργός Οικονομικών
Χ. Κλωνάρης, Υπουργός Δικαιοσύνης
Ι. Ρίζος, Υπουργός Εσωτερικών
Κ. Ζωγράφος, υπουργός Στρατιωτικών
Δημήτριος Βούλγαρης, Υπουργός Ναυτικών
Οι παραπάνω αποτέλεσαν την πρώτη κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδας (Κυβέρνηση Σπυρίδωνα Τρικούπη Ιανουαρίου 1833).
Κατά την Τουρκοκρατία, οι «Ρωμιοί», όπως και οι άλλοι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξασκούσαν τα επαγγέλματα τους, λειτουργούσαν τις βιοτεχνίες τους και εμπορεύονταν, αν και σε κάποιες περιόδους έγιναν δημεύσεις περιουσιών και διώξεις πληθυσμών. Πριν την ελληνική επανάσταση το εμπόριο των Ελλήνων υποστηριζόταν από τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και οι Έλληνες πλοιοκτήτες εξασκούσαν το επάγγελμά τους χρησιμοποιώντας Ρωσική σημαία στα καράβια τους. Στις 12 Απριλίου του 1823, στη Β' Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας, αποφασίστηκε η σύναψη εξωτερικού δανείου, η οποία θα άλλαξε ριζικά την ελληνική ιστορία. Εκτός από την αναθεώρηση του Συντάγματος, έγινε και ένας πρόχειρος προϋπολογισμός του επαναστατημένου ελληνικού Έθνους, ο οποίος δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Τα ταμεία ήταν άδεια και παρά τη φορολογία, τους τελωνειακούς δασμούς, τις λείες, τα λάφυρα, τα λύτρα, τον εσωτερικό δανεισμό, και τις εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων, τα έξοδα ήταν 38 εκατ. γρόσια και τα έσοδα μόλις 12 εκατ. γρόσια. Η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν πλέον μονόδρομος. Ετσι στις 2 Ιουνίου 1823, το Εκτελεστικό εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλλήρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στο Λονδίνο και μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, εγκρίθηκε ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα. Το δάνειο αμέσως μειώθηκε στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και αμέσως μετά αφαιρέθηκαν προμήθειες, χρεολύσια, η προκαταβολή των τόκων δύο ετών συνολικής αξίας 98.000 λιρών, και έτσι μόλις 298.000 λίρες έφτασαν τελικά στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη σπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος του στην εμφύλια διαμάχη, διαψεύδοντας οικτρά τις προσδοκίες για ανάπτυξη.
Σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο και έτσι στις 31 Ιουλίου του 1824 το Βουλευτικό αποφάσισε τη σύναψη νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών και ενώ η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο, με την ίδια ομάδα των Ορλάνδου και Λουριώτη εξουσιοδοτημένη και πάλι να κάνει τις διαπραγματεύσεις. Σύντομα εγκρίθηκε δάνειο ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών και όπως και στο πρώτο δάνειο, το ποσό μειώθηκε στις 816.000 λίρες, αφού το δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες. Το δάνειο αυτή τη φορά το διαχειρίστηκαν Άγγλοι τραπεζίτες, οι οποίοι απευθείας αφαίρεσαν 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία ελάχιστα ήρθαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα («Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής») και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών στην Νέα Υόρκη, από τις οποίες μόνο η φρεγάτα «Ελλάς» ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο ποσό 232.558 στερλινών, μικρότερο από εκείνο που εισπράχθηκε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος. Τα δύο δάνεια, τα οποία χαιρετίστηκαν ως «σωτήρια» από το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, όχι μόνο δεν βοήθησαν τον Ελληνικό Αγώνα, αλλά έφεραν πιο πολλές διαμάχες, ενώ έθεσαν επίσης τη χώρα σε τροχιά εξάρτησης από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», η οποία συνεχίζεται μέχρι τώρα.
Σε γενικές γραμμές, η χρηματοδότηση της ελληνικής επανάστασης έγινε από τις Σπέτσες, τα Ψαρά και την Ύδρα, όπως αυτό αναγνωρίστηκε από τις εθνοσυνελεύσεις, από Έλληνες του εξωτερικού που στήριξαν χρηματικά την επανάσταση και φυσικά από τους ίδιους τους επαναστατημένους Έλληνες. Μιά άλλη πηγή χρηματοδότησης ήταν τα λάφυρα από τις επιδρομές και τίς μάχες. Οι επιδρομές του Οδυσσέα Ανδρούτσου σε καραβάνια εφοδίων των Οθωμανών εξασφάλισαν υλικά, τρόφιμα, όπλα και πολεμοφόφια γιά μιά ολόκληρη πόλη. Είναι δεδομένο ότι οι Σουλιώτες είχαν Ρωσσική χρηματοδότηση γιά αγορά όπλων από την Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, καταναλώθηκε πλούτος και οικονομικές δομές που υπήρχαν καταστράφηκαν εξαιτίας του πολέμου. Επιπλέον, εμφανίστηκε το φαινόμενο της πειρατείας και ληστείας.
Το Ελληνικό κράτος αναγνωρίστηκε ως αυτοτελές κράτος με το όνομα «Βασίλειον της Ελλάδος» το έτος 1828 με τη Συνθήκη του Λονδίνου (περιλάμβανε τις Κυκλάδες, την Πελοπόννησο, και μέρος της Στερεάς Ελλάδας). Το έτος 1826 η κυβέρνηση κήρυξε την πρώτη πτώχευση - χρεοκοπία. Τον Απρίλιο του 1826, όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Α. Ζαΐμη, στο ταμείο υπήρχαν 16 γρόσια, ούτε μία λίρα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας εστίασε στην ίδρυση θεσμών νομικών, διοικητικών, οικονομικών. Ίδρυσε Νομισματοκοπείο στην Αίγινα και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι. Μετά την επανάσταση και τις λοιπές προσαρτήσεις η μισή γη άνηκε στο ελληνικό κράτος χωρίς να καλλιεργείται. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση και έτσι παρέμειναν εκατομμύρια στρέμματα δεσμευμένα. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και κατασκευάζοντας ναυπηγεία στον Πόρο και το Ναύπλιο. Ίδρυσε και το εμποροδικείο της Ερμούπολης, και διέταξε τη συγγραφή κωδίκων δικονομίας και δημοσιονομίας. Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και έγινε η πρώτη απόπειρα για την καλλιέργεια πατάτας. Προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα το 1828, η οποία διαλύθηκε το 1834 από την Αντιβασιλεία.