Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου

Ημερομηνία δημοσίευσης: May 27, 2013 1:34:47 PM

«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω!»

Αὐτὸ ἦταν τὸ παράπονο τοῦ παραλυτικοῦ τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς διηγήσεως. Ἂς τὴν ἐπαναλάβουμε γιὰ τὴν φέρουμε στὴ μνήμη μας:

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ, ἀνέβηκε ὁ Χριστός στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ, λοιπόν, κοντά στήν προβατική πύλη (τὴν πύλη τοῦ τείχους τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπ’ ὅπου εἰσήρχοντο τὰ πρόβατα ἐρχόμενα ἀπό τούς ἀγρούς γιὰ νὰ πουληθοῦν στὴν ἀγορά τῶν Ἱεροσολύμων), βρίσκεται μία κολυμβήθρα, δηλαδή μία δεξαμενή νεροῦ μέ βάθος ἰκανό ὥστε νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ κολυμβήσει, ὅπως οἱ σημερινές πισίνες. Ἡ κολυμβήθρα αὐτή εἶχε γύρω της πέντε στοές, δηλαδή πέντε ὑπόστεγα. Χῶροι ἀποτελούμενοι ἀπό κολῶνες πού στήριζαν μία στέγη, δίχως τοίχους. Τέτοιες κατασκευές πού προστάτευαν τό πλῆθος ἀπό τόν ἥλιο καί τή βροχή, ὑπῆρχαν συνήθως, κατά τὴν ἀρχαιότητα, στὰ μέρη πού σύχναζε πολύς λαός, ὅπως στίς ἀγορές. Καὶ ἐκεῖ, λοιπόν, στά ὑπόστεγα αὐτά, εἶχε μαζευτεῖ πολύ πλῆθος ἀπό ἀσθενεῖς διαφόρων εἰδῶν: τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, οἱ ὁποῖοι καραδοκοῦσαν πότε θά ταραχθεῖ τό νερό μέσα στήν κολυμβήθρα. Διότι, κατά καιρούς, ἕνας ἄγγελος, κατέβαινε στὴν κολυβήθρα καί τάραζε τὰ νερὰ καὶ ὁ πρῶτος ἄρρωστος πού πρόφθαινε νὰ μπεῖ στό νερό μετὰ ἀπό αὐτό θεραπευόταν ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια καὶ ἄν ἔπασχε.

Ἐδώ στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε ἕναν τῦπο τοῦ βαπτίσματος πού ἐξαλείφει κάθε ἁμαρτία.

Ἐκεῖ ἦταν καὶ ἕνας ἄνθρωπος ἀσθενής ἐπί 38 ἔτη. Τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ ξαπλωμένο καὶ γνωρίζοντας ὅτι ἔχει πολύ καιρό ἐκεῖ, τοῦ λέγει: «Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής»; Ὁ παράλυτος δέν κατάλαβε ὅτι ὁ Χριστός ἐπρόκειτο νά τόν θεραπεύσει μέ τήν δύναμή του ὡς Θεάνθρωπος. Νόμιζε προφανῶς ὅτι βρῆκε κάποιον καλόν ἄνθρωπο πού ἴσως τόν βοηθοῦσε νά μπεῖ στήν κολυμβήθρα τήν κατάλληλη στιγμή. Γι’ αὐτό, ἴσως, ἀπήντησε μὲ τὸ παράπονο πού ἀναφέραμε στὴν ἀρχή: Κύριε, δὲν ἔχω ἕναν ἄνθρωπο, νὰ μὲ βοηθήσει νά μπῶ στῆν κολυμβήθρα ὅταν ταραχθεῖ τό νερό. Καί ἐνῷ προσπαθῶ νά μπῶ (προφανῶς σερνόμενος στό ἔδαφος μέ τήν βοήθεια μόνον τῶν χεριῶν του), μέ προφθαίνει ἄλλος καί μπαίνει πρωτύτερα ἀπό ἐμένα.

Ἂς ἀντλήσουμε στὸ σημεῖο αὐτό παράδειγμα ὑπομονῆς ἀπό αὐτόν τόν ἀσθενή. Τριάντα ὀκτώ ἔτη παράλυτος! Περίπου σαράντα χρόνια! Πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ ὁ Χριστός, αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶχε κτυπηθεῖ ἀπό τήν ἀσθένεια. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ τόν θεράπευσε. Καὶ ἐμεῖς, ὅταν μᾶς βρίσκει κάποια δοκιμασία, ἄς κάνουμε ὑπομονή. Ἐπιπλέον, ἐμεῖς εἴμαστε σὲ πλεονεκτικώτερη θέση, διότι ἤδη γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί μποροῦμε νὰ προστρέξουμε με πίστη σὲ Ἐκεῖνον καί να θεραπευθοῦμε δίχως νά περιμένουμε τόσα χρόνια. Ὁ παράλυτος, ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν Τον εἶχε γνωρίσει πρωτύτερα. Τώρα Τὸν βλέπει γιὰ πρώτη φορά μπροστά του.

Τοῦ λέγει, τότε, ὁ Χριστός: «Σήκω ἐπάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτισε». Ἐδῶ εἶναι τό κρίσιμο σημεῖο. Ὁ παράλυτος πίστεψε στά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀγνοήσει τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ. Νὰ τὸ θεωρήσει ὡς ὠνειδισμό. Φανταστεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ταλαιπωρημένο ἀπό τὴν πολύχρονη ἀσθένεια καί κάποιος περαστικός νά τοῦ λέγει: «Σήκω και περπάτησε». Καί μάλιστα, «πάρε καί τὸ κρεββάτι σου μαζί»! Θὰ μποροῦσε, λοιπόν, νὰ ἀπαντήσει: «Ἀφησέ με ἄνθρωπέ μου! Δέν βλέπεις τόν πόνο μου καί τὴν κατάστασή μου; Τί μοῦ λές νὰ σηκωθῶ καί νά πάρω καί τό κρεββάτι μου; Ἐδώ δέν μπορῶ νὰ κινήσω τὰ πόδια μου»! Ἀλλά ὁ ἀσθενής δέν ἀντέδρασε ἔτσι. Ἔδωσε πίστη στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Φαίνεται εἶχε καλή προαίρεση μέσα του, καί τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί ὅλη ἡ παρουσία Του, τοῦ ἐνέπνευσαν ἐμπιστοσύνη. Ἔτσι πίστεψε στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καί δοκίμασε νὰ σηκωθεῖ. Καί πράγματι, εὐθύς, διαπίστωσε ὅτι εἶχε θεραπευθεῖ καὶ σήκωσε καί τό κρεββάτι του καί ἄρχισε νὰ περιπατεῖ.

Ἀλλά, δὲν εἶχε προσέξει ὅτι ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν Σάββατο! Αὐτό, φυσικά δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπαρατήρητο ἀπό τούς Ἰουδαίους, τούς σχολαστικούς τηρητές τοῦ γράμματος τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου («τοὺς διϋλίζοντας τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντας«). Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ τυπολάτρες Ἑβραῖοι, μέχρι σήμερα, τὰ Σάββατα δέν πατοῦν οὔτε τό κουμπί νά ἀνάψουν τό κλιματιστικό στά σπίτια τους καί καλοῦν γείτονες, μὴ Ἑβραίους, γιὰ πατήσουν τό κουμπί γιὰ αὐτούς, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ὁμογενεῖς μας στήν Ἀμερική και ἀλλαχοῦ. Μπορεῖτε νὰ φαντασθεῖτε, τί ἔγινε ὅταν κάτι τέτοιοι τυπολάτρες Ἰουδαῖοι, εἶδαν ἕναν ἄνθρωπο νὰ σηκώνει στούς ὤμους του ἕνα κρεββάτι καί νὰ περιπατεῖ στήν μέση τοῦ δρόμου; Ἔφριξαν: Ἀμέσως ἔλεγξαν τόν θεραπευμένο λέγοντας: «Σάββατο εἶναι. Τί κάνεις ἐκεῖ; Δέν ἐπιτρέπεται νὰ μεταφέρεις τὸ κρεββάτι σου!» Ἀποκρίθηκε ὁ θεραπευμένος: «Αὐτός ποὺ μέ ἔκανε ὑγιῆ, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, πάρε τό κραββάτι σου καί περιπάτει». Καὶ αὐτοί πάλι τόν ρώτησαν: «Καὶ ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού σοῦ εἶπε πάρε τὸ κρεββάτι σου καί περιπάτει;». Βλέπετε, δὲν ρώτησαν: «Ποιός εἶναι αὐτός πού σέ ἔκανε καλά;», ἀλλά «Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ σοῦ εἶπε νά σηκώσεις τό κρεββάτι σου καί νὰ περπατίσεις τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου»! Δὲν ἔδωσαν σημασία στό θαῦμα, ἀλλά στόν τύπο τῆς φαινομενικῆς παραβάσεως τοῦ νόμου. Οἱ κακοπροαίρετοι ἄνθρωποι, καί θαύματα νά δοῦν, ὄχι μόνο δέν πιστέυουν, ἀλλά ψάχνουν νὰ βροῦν κάτι γιὰ νά κατηγορήσουν.

Ὅμως ὁ ἰαθεὶς δὲν γνώριζε ποιός ἦταν αὐτός ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε θεραπεύσει. Διότι ὁ Χριστός εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἐξαφανιζόμενος ἀνάμεσα στόν ὄχλο πού βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀργότερα ὁ Χριστός τόν συνάντησε στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος καὶ τοῦ εἶπε: «Πρόσεξε, μὴν ἁμαρτάνεις πλέον, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο». Αὐτό εἶναι ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι ἡ αἰτία γιὰ ὅλα τὰ δεινά πού μᾶς βρίσκουν. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐκδικεῖται. Ἄλλά ὅσο πιό πολύ ἁμαρτάνουμε, τόσο πιό μεγάλη δύναμη ἀποκτᾶ ἐπάνω μας ὁ πειρασμός καὶ μᾶς βλάπτει. Ἡ δική μας ἁμαρτία τοῦ ἀνοίγει τήν πόρτα γιὰ νὰ μᾶς κακοποιήσει. Ὅσες φορές ἀντιστεκόμαστε στὴν ἁμαρτία, τοῦ κλείνουμε τήν πόρτα καί δέν μπορεῖ νὰ μας βλάψει. γι’ αὐτό ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση ἔχουν μεγάλη δύναμη.

Τότε ὁ πρώην παράλυτος πῆγε καὶ ἀνήγγειλε στούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Χριστός ἦταν αὐτός ὁποῖος τὸν εἶχε θεραπεύσει. Αὐτό, ὁ πρώην ἀσθενής, τό ἔκανε ἀπό εὐγνωμοσύνη, γιὰ νὰ φανερώσει σέ ὅλους ποιός ἦταν αὐτός πού εἶχε τή δύναμη νὰ κάνει ἕνα τέτοιο θαῦμα. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐνδιαφέρονταν γι’ αὐτό, ἀλλά γιά τό ὅτι δὲν τηροῦσε τό Σάββατο. Καί μάλιστα ἀπό αὐτόν τόν λόγο ἤθελαν νὰ θανατώσουν τόν Χριστό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στὸν ἀμέσως ἑπόμενο στίχο, ὡς παραβαίνοντα τήν ἐντολή τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.

Ἐμεῖς, ὅμως, μιμούμενοι τόν πρώην παραλυτικό, ἂς δοξάζουμε τόν ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί ἂς φροντίζουμε νὰ μήν ἁμαρτάνουμε, γιὰ νά μή δίνουμε δικαίωμα στόν πειρασμό νὰ μᾶς βλάπτει. Ἀλλά καὶ ὅταν τύχει νά πέσουμε σέ κάποια ἁμαρτία, νὰ σπεύδουμε νὰ τήν ἐξαλείφουμε διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, ὥστε νὰ παραμένουμε πάντοτε ὀχυρωμένοι καί προστατευμένοι πνευματικά. Ἀμήν.