Η Οικονομία στο Νέο Ελληνικό Κράτος Μέχρι το 1909

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 02, 2009 11:12:26 PM

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ελληνική οικονομία κατά την πρώτη περίοδο ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους στηριζόταν στον πρωτογενή τομέα, δηλαδή την αγροτική παραγωγή. Βιομηχανία δεν υπήρχε, μόνο οικοτεχνία. Οι προσπάθειες των Κυβερνήσεων επί της βασιλείας του Όθωνος για την δημιουργία βιομηχανίας δεν είχε επιτυχία. Στον τομέα παροχής υπηρεσιών ανάπτυξη γνώρισε η ναυτιλία και το εμπόριο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της οικονομίας του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους ήταν ο μικρός βαθμός ενσωμάτωσης στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Δεν παρακολουθεί τόσο, όσο, ίσως θα έπρεπε τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Τα στοιχεία αυτά θα τα εξετάσουμε αναλυτικά στην πρώτη ενότητα που ακολουθεί και η οποία έχει διαιρεθεί σε τέσσερις υποενότητες. Τρεις για να καλύψει όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων, δηλαδή τον πρωτογενή, τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα της οικονομίας και μία τέταρτη στην οποία εξετάζουμε την σχέση της Ελληνικής οικονομίας με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Την ίδια διαίρεση ακολουθούμε και στην δεύτερη ενότητα, στην οποία επισημαίνουμε τις μεταβολές που συνέβησαν σε κάθε μία από τις εξεταζόμενες πτυχές της οικονομίας κατά την περίοδο μετά την δεκαετία του 1870 και μέχρι το 1909. Εκεί βλέπουμε την ποσοτική ανάπτυξη μεν της αγροτικής παραγωγής, δίχως όμως να υπάρχει κάποιος κεντρικός σχεδιασμός και να δοθούν κατευθύνσεις για καλύτερη επιλογή καλλιεργειών. Στον δευτερογενή τομέα, βλέπουμε να συντελείται καθυστερημένα η ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ώθηση στον τομέα δίνουν τα δημόσια έργα. Η δημιουργία υποδομών στον τομείς των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών είναι μία σημαντική επίσης μεταβολή που συντελείται σε αυτή τη χρονική περίοδο. Ταυτόχρονα, βλέπουμε να γίνεται μία προσπάθεια για ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στο παγκόσμιο σύστημα.

Η περίοδος που εξετάζουμε καλύπτει συνολικώς την διακυβέρνηση του Καποδίστρια και τις Κυβερνήσεις επί Όθωνος και Γεωργίου Α΄. Οι προσπάθειες των Κυβερνήσεων αυτών αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση της χαώδους καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η κατεστραμμένη από την δεκαετή πόλεμο και τις εμφύλιες διαμάχες χώρα. Η δημιουργία του κρατικού μηχανισμού, των βασικών θεσμών και νόμων και η επίτευξη της ευταξίας και κλίματος ασφαλείας ήταν απολύτως αναγκαίες για την επιβίωση του Ελληνικού κράτους και για την οικονομική του ανάπτυξη μέσα στο διεθνές περιβάλλον.

Α.

Τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής Οικονομίας πριν το 1880

Α1. Στον πρωτογενή τομέα

Όπως είπαμε Οικονομία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους το 1930 ήταν κατά βάση αγροτική. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζούσε στα χωριά, μέσα στα πλαίσια μιας μικρής και αυτάρκου οικονομίας παράγοντας οι ίδιοι το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων που είχαν ανάγκη[1].

Οι καλλιεργητές ήταν ιδιοκτήτες των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν, ή απλοί νομείς (ενοικιαστές ή μορτίτες[2]) αυτής. Η καλλιέργεια γινόταν με πρωτόγονα μέσα και κατέβαλαν μεγάλο κόπο για να έχουν μικρή γεωργική ή κτηνοτροφική παραγωγή[3]. Οι καλλιέργειες ήταν κυρίως δημητριακών και υπήρχαν αρκετές εκτάσεις με ελαιώνες και αμπέλια. Επί Γεωργίου Α΄αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η αμπελουργία λόγω της αυξημένης ζήτησης της σταφίδας[4].

Μεγάλο ζήτημα από την σύσταση του Ελληνικού Κράτους ήταν η διανομή των «εθνικών γαιών», των κτημάτων δηλαδή που ανήκαν σε Οθωμανούς (μουσουλμάνους) που έφυγαν ή θανατώθηκαν κατά την διάρκεια της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο. (Τα κτήματα των Οθωμανών στην Ανατολική Στερεά πρόφθασαν οι ιδιοκτήτες τους να τα πουλήσουν σε Έλληνες -Χριστιανούς πριν την αποχώρησή τους). Ο Καποδίστριας και ο Όθων ήθελαν να τα διανείμουν σε ακτήμονες. Τελικώς το έργο αυτό συνετέλεσε η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου το 1871. Έτσι στην Πελοπόννησο έχουμε αύξηση των μικροϊδιοκτητών[5]. Αυτή ήταν η πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση.

Α.2. Στον δευτερογενή τομέα

Ο τομέας της μεταποιήσεως, δηλαδή η δευτερογενής παραγωγή συνήθως δεν ξεπερνούσε τα πλαίσια του αγροτικού νοικοκυριού, όπου τα μέλη της οικογενείας μεταποιούσαν τα προϊόντα που παρήγαγαν για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε άλλα αγαθά (ρούχα, εργαλεία, κ.λπ.). Κάποιες φορές κάποιοι πλανόδιοι εποχιακοί τεχνίτες, ασκούσαν την τέχνη τους παράλληλα, όμως και συμπληρωματικά με τις αγροτικές τους ασχολίες[6]. Το Οθωνικό καθεστώς προσπάθησε να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της χώρας, δίχως όμως αποτέλεσμα όπως απεδείχθη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα είκοσι δύο σχέδια που είχαν υποβληθεί στις Κυβερνήσεις επί Όθωνος, μόνο τέσσερα απερρίφθησαν. Τα υπόλοιπα εγκρίθηκαν, αλλά δεν τελεσφόρησαν. Τα επιχειρηματικά αυτά σχέδια υπεβλήθησαν στην Κυβέρνηση προκειμένου να ζητήσουν κάθε είδους παροχές (ακόμη και οικονομικές), διευκολύνσεις και προνόμια ώστε να επιτύχει ο ευεργετικός για την χώρα (όπως δεν παρέλειπαν να αναφέρουν) σκοπός τους. Και σχεδόν όλα (εκτός από χρηματικές παροχές) όσα ζητούσαν παρεχωρήθησαν από το κράτος στους επίδοξους βιομηχάνους, από οικόπεδα μέχρι ατέλεια στην εισαγωγή εξοπλισμού και φορολογικές διευκολύνσεις[7].

Όμως η προσπάθεια απέτυχε, διότι η δομή της κοινωνίας δεν ευνοούσε την μορφή συγκεντρωμένων εργαστηρίων. Στην Ελλάδα δεν είχε σχηματισθεί οικονομία της αγοράς, ούτε η κοινωνική διαφοροποίηση είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να ευνοεί τον σαφέστερο καταμερισμό εργασίας. Γι' αυτό μόνο τρεις με τέσσερις τέτοιες επιχειρήσεις επέζησαν, και αυτό επειδή προσαρμόστηκαν στις ειδικές συνθήκες της Ελληνικής Οικονομίας[8].Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας βιομηχανικού εγχειρήματος είναι η περίπτωση του μεταξουργείου του Δουρούτη στην Σπάρτη. Εκεί, αφού οι εργάτες έμαθαν τις νέες τεχνικές κλώσεως της μετάξης στο εργοστάσιο, επέστρεψαν στα σπίτια τους και αφού βελτίωσαν τα παραδοσιακά τους εργαλεία, άρχισαν να παράγουν στις οικοτεχνίες τους μεταξωτό νήμα της ίδιας ποιότητας με αυτό του εργοστασίου[9]. Ένα ακόμη παράδειγμα, αποτελεί η περίπτωση της αποτυχίας του «Βασιλικού Ζαχαροποιίου» στο Καινούριο, το οποίο απετέλεσε και το τέλος των προσπαθειών για την εκβιομηχάνιση της χώρας με την προστασία του κράτους. Το θέμα της κρατικής προστασίας θα επανέλθει στην επόμενη χρονική περίοδο που εξετάζουμε στην ενότητα Β΄. Οι προηγούμενες αποτυχίες έδωσαν επιχειρήματα στους οπαδούς του λεγομένου φιλελεύθερου πνεύματος της οικονομίας να εκθειάζουν τα προτερήματα του ανταγωνισμού και της ελευθερίας των συναλλαγών[10].

Μετά το 1850 εξελίξεις στον τομέα της μεταξουργίας δίνουν νέα τροπή. Συγκεκριμένα, η άνοδος της τιμής του ακατέργαστου κουκουλιού λόγω μιας επιδημία που είχε πλήξει την σηροτροφία της Γαλλίας και ταυτόχρονα η όχι καλή ποιότητα του μεταξονήματος που παρήγαγαν τα οικιακά εργαστήρια, έστρεψε την ελληνική σηροτροφία στην παραγωγή και εξαγωγή ακατεργάστων κουκουλιών. Έτσι τα οικιακά εργαστήρια μεταξουργίας οδηγούνται σε κλείσιμο. Αυτό είχε ως συνέπεια την συγκέντρωση της επεξεργασίας μετάξης σε εργοστάσια[11]. Έτσι λοιπόν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1850 έχουμε την εμφάνιση της πρώτης βιομηχανίας στον Ελλαδικό χώρο, της μεταξουργίας. Μέχρι το1860 δημιουργούνται πέντε μεταξουργία και μέσα στην επόμενη δεκαετία άλλα επτά[12].

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1870 κάνουν την εμφάνισή τους και άλλες βιομηχανίες (πάντως όχι πάνω από τριάντα συνολικώς) που δραστηριοποιούνταν στους τομείς της κλωστοϋφαντουργίας και των τροφίμων[13].

Α3. Στον τριτογενή τομέα

Με την επικράτηση της ειρήνης, αρχίζει να αναπτύσσεται η ναυτιλία και το εμπόριο. Για την άνθηση του εμπορίου σημαντικό ρόλο έπαιξε η πολιτική του κράτους που από το 1835 καθιέρωσε την πλήρη ελευθερία του εμπορίου, η ανάπτυξη των συγκοινωνιών στην Ανατολική Μεσόγειο κυρίως με την διάδοση της ατμοπλοΐας (αν και όχι ακόμη στα ελληνικά πλοία) και η εξάπλωση των τηλεγραφικών δικτύων μετά το 1860.[14]

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η δημιουργία υποδομών στον συγκοινωνιακό τομέα δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητες των Κυβερνήσεων επί Όθωνος. Μέχρι το 1860 το οδικό δίκτυο της χώρας ήταν μόλις συνολικού μήκους εκατόν πενήντα χιλιομέτρων, ενώ έπειτα άρχισε να επεκτείνεται με γοργούς ρυθμούς. Η χώρα δεν είχε ακόμη οργανωμένα λιμάνια. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας είναι γεγονός, αλλά η χρήση της ατμοπλοΐας από τα ελληνικά πλοία ήταν περιορισμένη κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Η Ερμούπολη της Σύρου έγινε η ναυτική πρωτεύουσα της χώρας ενώ αξιόλογα ναυτικά κέντρα ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και το Γαλαξίδι.[15] Ο σιδηρόδρομος κάνει την εμφάνισή του με την γραμμή Αθηνών Πειραιώς κατά το 1869[16] (είναι η σημερινή γραμμή του ΗΣΑΠ).

Το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος: κατά την περίοδο αυτή βασιζόταν στις εξαγωγές: βάμβακος, μολύβδου, θείου, σταφίδας, κουκουλιών, οίνου, κατεργασμένων δερμάτων κ.ά, ενώ οι εισαγωγές αφορούσαν υφάσματα, δημητριακά, ακατέργαστα δέρματα, ζάχαρη, ξυλεία, νήματα, ζώα και καφέ[17].

Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχουμε την ίδρυση της Εθνικής Τραπέζης το 1841 με σκοπό αρχικώς να παρέχει χαμηλότοκα δάνεια κυρίως στους εμπόρους, οι οποίοι μέχρι τότε αναγκάζονταν να προσφεύγουν στους τοκογλύφους. Μέχρι τότε ο δανεισμός κεφαλαίων ήταν μονοπώλιο των τοκογλύφων. Το 1843 όμως η ΕΤΕ άρχισε να δανείζει με χαμηλό επιτόκιο στους ίδιους τους τοκογλύφους οι οποίοι με την σειρά τους παρείχαν δάνεια με τοκογλυφικό επιτόκιο στους αγρότες και καλλιεργητές με αρνητικές για την οικονομία συνέπειες. Μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα έχουμε και την δραστηριοποίηση στον Ελλαδικό χώρο της Ιονικής Τραπέζης[18].

Α.4. Η σχέση με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα

Οι δύο πρώτες δεκαετίες από την έκρηξη της ελληνικής επαναστάσεως ήταν κρίσιμες και καθοριστικές για τον τρόπο της εντάξεως της Ελλάδος στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Οι γεωπολιτικές συνθήκες ήταν ιδανικές, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις, και κυρίως η Αγγλία αντιμετώπιζαν σοβαρά ενδεχόμενες προοπτικές διαδοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από μία άλλη κρατική οντότητα, προσαρμοσμένη στα δυτικά πρότυπα. Αυτή θα μπορούσε να είναι ένα Ελληνικό Κράτος το οποίο θα επεκτεινόταν σε μεγάλο μέρος της Οθωμανικής επικρατείας[19]. Δυστυχώς, όμως, οι επαναστατημένοι Έλληνες και έπειτα το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος δεν ενέπνευσαν την εμπιστοσύνη ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτόν το ρόλο. Τούτο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις καταστροφές του αγώνα, που έχουν τη ρίζα τους στις εμφύλιες διαμάχες που απέτρεψαν την γρήγορη επικράτηση της επαναστάσεως. Απεναντίας η χώρα παραδόθηκε σε μία δεκαετή περίοδο συνεχών πολέμων, καταστροφών και εμφυλίων ερίδων. Ο πολύτιμος χρόνος δεν χάθηκε απλώς, αλλά επενδύθηκε στη οπισθοδρόμηση και την αποδυνάμωση της χώρας. Ο Καποδίστριας και οι κυβερνήσεις του Όθωνα δεν κατόρθωσαν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος[20].

Στη συνέχεια η Αγγλία προσανατολίστηκε στη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον εκσυγχρονισμό της, οπότε, όταν άρχισε η Ελλάδα να εκσυγχρονίζεται ήταν πλέον αργά. Οι διεθνείς συγκυρίες δεν ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα. Έχασε την ευκαιρία να προλάβει το τρένο της δεύτερης φάσης της βιομηχανικής επανάστασης (1830-1870)[21], τότε που δεν είχε αναπτύξει ακόμη ιλιγγιώδη ταχύτητα. Έτσι δεν κατάφερε να ενταχθεί στο διεθνές οικονομικό σύστημα κάτω από συνθήκες μικρότερης, τουλάχιστον, εξάρτησης, κατά το παράδειγμα χωρών όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία, η Πρωσσία η Βαυαρία κ.ά.[22].

Β.

Οι αλλαγές που συνέβησαν από το 1880 έως το 1909

Β.1. Στον πρωτογενή τομέα

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 σήμαινε ότι το Ελληνικό Κράτος είχε στην επικράτειά του μεγάλες εύφορες πεδινές εκτάσεις που θα μπορούσαν να καταστήσουν αυτάρκη την Ελληνική αγορά σε σιτηρά. Αυτό δεν έγινε διότι ο θεσσαλικός κάμπος ανήκε σε λίγους μεγαλοϊδιοκτήτες γης, Έλληνες που αγόρασαν τις εκτάσεις αυτές (τα λεγόμενα «τσιφλίκια») από τους Τούρκους τις παραμονές της ενσωματώσεως, οι οποίοι δεν έδιναν ενδιαφέρον για την αύξηση της παραγωγής. Προτιμούσαν να έχουν περιορισμένη παραγωγή για να επιτυγχάνουν ακριβή τιμή πωλήσεως των σιτηρών. Αυτό είχε δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. (Οι ακτήμονες καλλιεργητές αργότερα, το 1910, ξεσηκώθηκαν και εξανάγκασαν την Κυβέρνηση να διανείμει τα τσιφλίκια)[23].

Η δημιουργία Εργοστασίου λιπασμάτων στις αρχές του 20ου αιώνος έκανε εφικτή την αύξηση της παραγωγής[24].

Η υπερανάπτυξη της μονοκαλλιέργειας του αμπελιού χάριν της σταφίδας σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής της κατά την δεκαετία του 1890 προκάλεσε κρίση στην αγροτική οικονομία της χώρας[25]. Ως διέξοδος βρέθηκε αργότερα η διοχέτευση της υπερπαραγωγής της σταφίδας στην βιομηχανία παρασκευής ηδυπότων «κονιάκ»[26].

Β.2. Στον δευτερογενή τομέα

Στον τομέα της βιομηχανίας έχουμε την εμφάνιση περίπου 120 βιομηχανιών κατά την δεκαετία του 1880, με την αξιοποίηση εγχωρίων κυρίως επενδυτικών κεφαλαίων και αξιοποιώντας το εργατικό δυναμικό εργατριών που είχαν λιγότερες αποδοχές από τους άνδρες και περισσότερη σταθερότητα στην εργασία[27].

Ύφεση επήλθε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1890 και μάλιστα κατά την πτώχευση του 1893, λόγω ελλείψεως κεφαλαίων για επενδύσεις. Προς το τέλος του αιώνος επήλθε ανάκαμψη λόγω της εξυγιάνσεως του νομισματικού συστήματος, της υποτιμήσεως του εθνικού νομίσματος και της προσφοράς εργασίας εκ μέρους πάλι των γυναικών που αναζητούσαν συμπληρωματικό εισόδημα, λόγω ακριβώς της οικονομικής κρίσεως. Το πλεόνασμα της σταφίδας αξιοποιήθηκε για την βιομηχανική παραγωγή του «κονιάκ». Ταυτοχρόνως έχουμε ανάπτυξη των μηχανουργείων του Πειραιά, του Βόλου και της Σύρου για την κάλυψη των αναγκών της ατμοπλοΐας, των σιδηροδρόμων και του εξοπλισμού των ορυχείων. Στις αρχές του 20ου αιώνος εμφανίζονται και τα εργοστάσια παραγωγής Ηλεκτρισμού, σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, καθώς και βιομηχανίες παραγωγής τσιμέντου και λιπασμάτων[28].

Β.3. Στον τριτογενή τομέα

Η μεταβολή που έχουμε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η προς το τέλος του 19ου αιώνα ίδρυση και άλλων τραπεζών στην Ελλάδα, όπως της Τραπέζης των Αθηνών, της Τραπέζης της Ανατολής, της Λαϊκής Τραπέζης και της Εμπορικής Τραπέζης[29].

Σημαντική είναι η ανάπτυξη του τομέα των μεταφορών. Στη ναυτιλία έχουμε την ραγδαία διάδοση της ατμοπλοΐας, κυρίως με την πρωτοβουλία εφοπλιστών από την Χίο, την Ιθάκη και την Κεφαλληνία. Σημαντική πρόοδο έχουμε στην επέκταση του οδικού δικτύου που μέχρι την δεκαετία του 1880 σχεδόν δεκαπλασιάζεται για να φθάσει τα χίλια τριακόσια χιλιόμετρα. Το σιδηροδρομικό δίκτυο επεκτείνεται ταχύτατα και το 1892 φθάνει τα εννιακόσια χιλιόμετρα, για να ολοκληρωθεί μέχρι το 1909 φθάνοντας περίπου τα χίλια εξακόσια[30] (και σχεδόν να παραμείνει εκεί «άχρι της σήμερον»!). Ένα άλλο σημαντικό έργο με ευεργετικές συνέπειες για την οικονομία ήταν η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, ένα όνειρο χιλιετηρίδων, η οποία διήρκεσε από το 1882 έως το 1893[31].

Β.4. Η σχέση με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα

Όπως είδαμε, κατά την προηγούμενη χρονική περίοδο η Ελλάδα είχε χάσει την ευκαιρία να συμμετάσχει στη δεύτερη φάση της βιομηχανικής επαναστάσεως. Η Ελλάδα της περιόδου αυτής καλείται να ενσωματωθεί σε ένα διεθνές οικονομικό σύστημα που κυριαρχείται από εμπορικά και τραπεζικά δίκτυα με κέντρο το Λονδίνο, άλλα ταυτόχρονα διακλαδίζονται και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Αμερική και η Γερμανία. Χαρακτηρίζεται από την επιταχυνόμενη ανάπτυξη του καπιταλισμού και της τεχνολογίας[32].

Η Ελλάδα εκσυγχρονίσθηκε μεν αλλά με τόσο βραδείς ρυθμούς που εν τέλει υποσκελίστηκε από τους γρηγορότερους ρυθμούς του Δυτικού καπιταλισμού. Η αιτία γι' αυτό είναι η ύπαρξη αντίρροπων δυνάμεων που επέδρασαν επιβραδυντικά στην πρόοδο του εκσυγχρονισμού της χώρας[33].Στην Ελλάδα δεν κατάφερε να δημιουργηθεί η κυριαρχία του βιομηχανικού καπιταλισμού με διεθνείς ανταγωνιστικές δυνατότητες[34]. Αυτό ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών βιομηχανικών επενδύσεων[35]. Ακόμη η μετανάστευση είχε σαν αποτέλεσμα την αιμορραγία του εργατικού δυναμικού της χώρας. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας, αν και ήταν σημαντική, διευκόλυνε την επένδυση των πλεονασματικών κεφαλαίων στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα. Γενικώς ο δυσμενής τρόπος ενσωματώσεως της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές σύστημα, μπορεί να αποδοθεί στην ανεπάρκεια τόσο της διαθέσιμης εργασίας, όσο και των επενδυτικών κεφαλαίων[36].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όταν Καποδίστριας ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ελλάδας, υπήρχε ένα χάος. Το Ελληνικό κράτος νομικώς δεν υφίστατο. Ήταν επαναστατημένες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μάλιστα με ακαθόριστα σύνορα. Ο Ιμπραήμ ακό­μη ήταν παρών στην Πελοπόννησο, ενώ μάχες με τους Τούρκους μαίνονταν ακόμη στην Στερεά. Οι Έλληνες μάχονταν μεταξύ τους. Στην ξηρά κυριαρχούσε η ληστεία και στην θάλασσα η πειρατεία. Κρατικός μηχανισμός δεν υπήρχε, ούτε νόμοι, ούτε υποδομές ούτε καν νόμισμα. Πώς να υπάρξει ανάπτυξη της οικονομίας κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ασφαλώς προείχε η δημιουργία κλίματος ασφαλείας και η αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων που αναφέραμε. Είναι πράγματι θαύμα το πόσα πολλά μπόρεσε να κάνει σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα ο δολοφονηθείς Κυβερνήτης. Με τις ενέργειές του εκδίωξε τους εχθρούς, πέτυχε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας, την επιτυχή χάραξη των συνόρων, την καταστολή της πειρατείας και την περιστολή της ληστείας, έθεσε τα θεμέλια του κρατικού μηχανισμού και τους πρώτους νόμους το πρώτο νόμισμα και άλλα πολλά[37]. Οι Κυβερνήσεις επί Όθωνος οικοδόμησαν πάνω στα θεμέλια του Καποδίστρια και οργάνωσαν τον στρατό και το Ελληνικό κράτος με συστηματικό τρόπο. Προσπάθησαν να εμπεδώσουν κλίμα ασφαλείας και συμφιλιώσεως[38]. Δεν κατάφεραν -όμως- να επιτύχουν την εκβιομηχάνιση της χώρας. Αυτό έγινε κατορθωτό αργότερα και ίσως όχι στον βαθμό που θα μπορούσε να γίνει. Ας μη λησμονούμε τις αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις. Το μεγα­λύ­τερο μέρος των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού διετίθετο για εξοπλισμούς, και όχι για δημιουργία υποδομών[39]. Αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που κληρονομήσαμε μέχρι σήμερα.

Δεν πρέπει να παραθεωρούμε τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρώτες Κυβερνήσεις του Ελληνικού κράτους και ας μην κρίνουμε εκ του ασφαλούς και με σύγχρονα κριτήρια την εποχή εκείνη. Ασφαλώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Θα μπορούσαν όμως να είναι και χειρότερα. Ο μεγαλύτερος ένοχος για τις αποτυχίες που είχαμε ήταν η έλλειψη ομοψυχίας στις κρίσιμες στιγμές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας, 1986.

  2. Δερτιλής Γ., Ελληνική οικονομία (1830-1910) και βιομηχανική επανάσταση, Αθήνα, Σάκκουλας, 1984.

  3. Μαρκέτος Σπ., «Από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο: πολιτική Ιστορία» «Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους τον 19ο αιώνα», στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζάκος Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Γ΄ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 139-167 & 171 -188.

  4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. IΓ και τ. ΙΔ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1974-1975, σσ. 16-21, 94-105, 171-165, 310-314 (τ. ΙΓ΄) και 8-14, 50-52, 54-56, 60-87, 192-197 (τ. ΙΔ΄).

[1] Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας, 1986, σελ. 15.

[2] Μισθωτές εκκλησιαστικών ή άλλων κτημάτων με ειδικούς όρους.

[3] Μαρκέτος Σπ., «Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους τον 19ο αιώνα», στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζάκος Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Γ΄ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 182.

[4] Στο ίδιο.

[5] Στο ίδιο σελ. 144 & 183.

[6] Αγριαντώνη Χρ., ό.π., σελ.15.

[7] Στο ίδιο. σελ. 16.

[8] Στο ίδιο σελ. 17.

[9] Στο ίδιο σελ. 38

[10] Στο ίδιο σελ. 50-51.

[11] Στο ίδιο σελ. 54-56.

[12] Στο ίδιο σελ. 58-60.

[13] Μαρκέτος Σπ., ό.π., σελ. 185.

[14] Στο ίδιο, σελ. 178.

[15] Στο ίδιο, σελ. 181.

[16] Στο ίδιο.

[17] Ιστορία του ελληνικού Έθνους, τ. IΓ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1974, σελ. 182.

[18] Μαρκέτος Σπ., ό.π., σελ. 179-180

[19] Στο ίδιο, σελ. 173

[20] Αν και είναι επικίνδυνο να κάνουμε υποθέσεις στον χώρο της Ιστορίας, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η επανάσταση είχε επικρατήσει κατά τα πρώτα έτη από την έκρηξή της και η οικοδόμηση του Ελληνικού Κράτους άρχιζε λ.χ. το 1823 με περισσότερο ενεργό πληθυσμό, λιγότερες καταστροφές και εντός ευνοϊκότερου διεθνούς περιβάλλοντος. Και αυτό δεν θα ήταν δύσκολο να γίνει αν δεν ανεφύοντο έριδες μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων.

[21] Μαρκέτος Σπ., ό.π. σελ. 174

[22] Δερτιλής Γ., Ελληνική οικονομία (1830-1910) και βιομηχανική επανάσταση, Αθήνα, Σάκκουλας, 1984, σελ. 25.

[23] Μαρκέτος Σπ., ό.π., σελ. 184.

[24] Στο ίδιο, σελ. 186.

[25] Δερτιλής Γ., ό.π., σελ. 80.

[26] Μαρκέτος Σπ., ό.π., σελ. 186

[27] Στο ίδιο, σελ. 185.

[28] Στο ίδιο, σελ. 185-186.

[29] Στο ίδιο, σελ. 180.

[30] Στο ίδιο, σελ. 181.

[31] Ιστορία του ελληνικού Έθνους, τ. IΔ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, σελ. 55.

[32] Δερτιλής Γ., ό.π., σελ. 27

[33] Στο ίδιο σελ. 26.

[34] Στο ίδιο σελ. 39.

[35] Στο ίδιο σελ. 40.

[36] Μαρκέτος Σπ., ό.π., σελ. 175.

[37] Μαρκέτος Σπ., «Από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο: πολιτική Ιστορία», στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζάκος Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Γ΄ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ.141-143.

[38] Στο ίδιο σελ. 145, 151.

[39] Στο ίδιο σελ. 161, 167.