Απολλώνιος ο Ρόδιος και Φιλόστρατος Φλάβιος (Φιλολογικά Χαρακτηριστικά)

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 10, 2009 6:0:37 PM

Εισαγωγη

Το αντικείμενο της παρούσης εργασίας είναι τα φιλολογικά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού έργου δυο αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων: του Απολλωνίου του Ροδίου και του Φιλοστράτου Φλαβίου.

Ο πρώτος είναι αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της Ελληνιστικής περιόδου και επισημαίνουμε τα βασικά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν αυτήν την περίοδο μέσα από τρία αποσπάσματα του επικού έργου του Αργοναυτικά. Ο δεύτερος ανήκει στην επόμενη περίοδο, την λεγομένη αυτοκρατορική, και τα χαρακτηριστικά της φιλολογικής του δημιουργίας προσεγγίζονται μέσω τριών αποσπασμάτων τους από το βιογραφικό του έργο Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον.

Στα Αργοναυτικά θα ανιχνεύσουμε τις νεωτερικές τομές στον επικό κώδικα που επιχειρεί ο Απολλώνιος ο Ρόδιος. Στα εις τον Τυανέα Απολλώνιον αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αποκρούει ο Απολώνιος ο Τυανεύς την κατηγορία της μαγείας και πώς συνδέονται τα σχετικά με το υπερφυσικό και την ηθική στοιχεία με το πνευματικό κλίμα της εποχής εκείνης.

Α. Φιλολογικα Χαρακτηριστικα σε Αποσπασματα του Απολλωνιου του Ροδιου

Το έργο του γεννημένου στην Αλεξάνδρεια Απολλωνίου Αργοναυτικά, είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα του νεωτερικού έπους, αλλά και του ιδίου του ποιητή. Έγινε μάλιστα και η αιτία για να επονομασθεί Ρόδιος. Διότι, όταν το παρουσίασε για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, αντιμετώπισε την κατακραυγή των ακροατών και από την ντροπή του αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Ρόδο, όπου το επεξεργάσθηκε εξ υπαρχής, με αποτέλεσμα τελικώς να αποσπάσει επαίνους[1]. Προφανώς έγινε και επίτιμος πολίτης της Ρόδου[2].

Ασφαλώς η επιρροή του Ομήρου στο έργο αυτό είναι εμφανής. Όμως ο Απολλώνιος δεν μιμήθηκε απλώς τον πατέρα του έπους, αλλά εισήγαγε καινοτόμα στοιχεία στον επικό κώδικα. Χρησιμοποίησε τις ελληνιστικές αρχές της «αντιθέσεως μέσω της μιμήσεως» και του «ανταγωνισμού με την παράδοση» και δημιούργησε κάτι νέο[3]. Αυτά τα νεωτερικά στοιχεία μπορούν να αναγνωρισθούν στα σημεία των τριών αποσπασμάτων των Αργοναυτικών που εξετάζουμε.

Στο προοίμιο του έπους βλέπουμε την επίκληση του θείου: «Από σένα παίρνω έμπνευση, Φοίβε Απόλλωνα,...»[4]. Αυτό είναι μία ομοιότητα με την επίκληση της Μούσας στα προοίμια των ομηρικών επών. Υπάρχει όμως ένα καινοτόμο στοιχείο. Ο ποιητής δεν παρουσιάζει τον εαυτό του σαν ακούσιο όργανο του θείου. Δεν γίνεται ο γραμματέας μιας Μούσας ο οποίος συγγράφει καθ' υπαγόρευσιν αυτής. Δεν υπάρχει, δηλαδή, σχέση υποτελείας, όπως στα ομηρικά έπη, αλλά εδώ ο ποιητής είναι ο δημιουργός και η επίκληση του θείου (εδώ του Απόλλωνα) είναι υμνητική[5].

Στο ίδιο απόσπασμα (προοίμιο) διακρίνουμε μία ακόμη καινοτόμο διαφορά από την αρχαϊκή επική ποίηση. Ο ποιητής εδώ δεν αποπειράται να ανιστορήσει τα ένδοξα κατορθώματα κάποιου μεμονωμένου ήρωα (του Αχιλλέα ή του Οδυσσέα) όπως ο Όμηρος, αλλά τη συλλογική προσπάθεια μιας ομάδας ηρώων, των Αργοναυτών[6]: «...να θυμηθώ τις δόξες παλιών ανδρών, όταν ξεκίνησαν να πάνε στο ανοικτό πέλαγος του Πόντου...»[7]. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια η αναφορά του κεντρικού ήρωα περί του οποίου θα περιστραφεί η διήγηση του έπους, γίνεται από τον πρώτο στίχο. Στα Αργοναυτικά αυτή η θέση του «κεντρικού πρωταγωνιστή» καταλαμβάνεται από την ομάδα των Αργοναυτών. Ο Ιάσονας εμφανίζεται στην σκηνή λίγο αργότερα[8].

Στο απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο των Αργοναυτικών (στ. 275-300) όπου ο Έρωτας σημαδεύει με το τόξο του την Μήδεια μπορούμε να διακρίνουμε διακρίνουμε τα ελληνιστικά χαρακτηριστικά σε πολλά σημεία, όπως στους στίχους: «Στο μεταξύ να σου και ο Έρωτας πετώντας, στον λαμπερό αιθέρα χωρίς να φαίνεται αγριωπός, έμοιαζε να πέφτει σαν την μύγα που αγριεύει τις νεαρές φοράδες...», «Έμοιαζε αυτό (σ.σ. η ενέργεια του έρωτος) με φλογερό δαυλί, όπου γύρω τριγύρω του ρίχνει μικρά ξυλαράκια μια φτωχή γυναίκα...», όπου η χρήση παρομοιώσεων (επικό χαρακτηριστικό) γίνεται με λεπτομερή περιγραφή και ζωηρότητα (νεωτερικό στοιχείο).

Ακόμη στο ίδιο απόσπασμα, έχουμε την παρουσία του θείου παράγοντα, του Έρωτα (επικό χαρακτηριστικό), αλλά με περιγραφή που ταιριάζει σε ένα μικρό παιχνιδιάρικο παιδί: «...με γρήγορο βηματισμό πέρασε από το κατώφλι, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά. Μαζώχτηκε μουλωχτά και ζάρωσε κάτω από τον Ιάσονα...», «Κι από την σκέπη του παλατιού εκείνος με γέλια δυνατά, πέταξε πάλι για να γυρίσει πίσω.»[9]. Η απόδοση τόσο ανθρωπίνων χαρακτηριστικών στο θείο αποτελεί μία ακόμη νεωτερική τομή στον επικό κώδικα[10].

Το τρίτο απόσπασμα (3, 947-972), είναι από το τρίτο βιβλίο των Αργοναυτικών που αρχίζει με νέα επίκληση στο θείο, (ο ποιητής επικαλείται τώρα την μούσα Ερατώ – που ετυμολογικώς παραπέμπει στην υπόθεση του έρωτα) αναφέρεται στην στιγμή της πρώτης συναντήσεως της Μήδειας με τον Ιάσονα και της αντιδράσεώς της: «έτσι εστάθη εμπρός της ο Αισονίδης, εξαίσιος να τον κοιτάζει,/ όμως ήρθε και ξύπνησε το μαρτύριο του ολέθριου πάθους./ Η καρδιά της πέταξε από τα στήθη της, τα μάτια της σκοτείνιασαν,/ στα μάγουλά της απλώθηκε ζεστή πορφύρα·/ δεν είχε δύναμη να σηκώσει τα γόνατά της...»[11]. Λίαν παραστατική και λεπτομερής περιγραφή της καταστάσεως ανθρώπου που έχει κυριευθεί από το πάθος τους έρωτος. Αυτό το θέμα (του έρωτος) είναι κυρίαρχο στοιχείο κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ στα αρχαϊκά έπη είναι κάτι που δεν προβάλλεται ευθέως[12]. Παραστατική και δηλωτική της δύναμης του πάθους του έρωτος είναι και η παρομοίωση των δύο πρωταγωνιστών της συγκεκριμένης σκηνής ως δύο ακίνητων και αμίλητων ριζω­μένων δένδρων: «Εκείνοι άφωνοι και αμίλητοι έστεκαν μόνοι, πρόσωπο με πρόσωπο·/ έμοιαζαν με δρυς ή έλατα πανύψηλα/ που ριζωμένα πάνω στα όρη, ασάλευτα...»[13].

Β. Φιλολογικα Χαρακτηριστικα σε Αποσπασματα του Φιλοστρατου Φλαβιου

Ο Λήμνιος Φιλόστρατος Φλάβιος (170-249 μ.Χ.) καλλιέργησε το λογοτεχνικό είδος της βιογραφίας. Το έργο του τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον το οποίο εξετάζουμε πρόκειται περισσότερο για μυθιστόρημα παρά για βιογραφία. Μάλλον έχει γραφεί για να προβληθεί η μορφή ενός εθνικού αντίστοιχου προς τον Χριστό[14]. Στην Αυτοκρατορική περίοδο που δημιουργεί ο Φιλόστρατος, τόσο η ποίηση όσο και η πεζογραφία, επηρεάζονται από την φιλοσοφία και την ρητορική που διαμόρφωναν το μορφωτικό υπόστρωμα των λογοτεχνών[15]. Έτσι εδώ προβάλλεται ένας Πυθαγορισμός (φιλοστράτειος πυθαγορισμός[16]) σε αντιστάθμισμα του Χριστιανισμού. Γι' αυτό το λόγο ο Αυτοκράτορας Καρακάλλας αφιέρωσε ένα ιερό προς τιμήν του Απολλωνίου Τυανέως στην πόλη των Τυάνων το 215[17] και ο Ιεροκλής (Κυβερνήτης της Βιθυνίας, σοφιστής και δι΄κτης των χριστιανών κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. επί Διοκλητιανού [18]) διέδωσε το έργο αυτό του Φιλοστράτου.

Βέβαίως ο Απολλώνιος ο Τυανεύς υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο, έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και πρέπει να ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Τα πραγματικά στοιχεία του βίου του ουσιαστικώς τα αγνοούμε[19]. Πάντως πρέπει να ταξίδεψε μέχρι την Ινδία μαζί με την Δάμη από την Νινευΐ. Σώζονται μαρτυρίες στη σανσκριτική παράδοση για δύο ασκητές με τα ονόματα Apalanya και Damisa[20].

Στο πρώτο απόσπασμα από τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον (3, 15), βλέπουμε τον Απολλώνιο να περιγράφει (σε μία ομιλία του προς τους Αιγυπτίους) τρεις υπερφυσικές ιδιότητες των Ινδών σοφών: «να κατοικούν πάνω στη γη χωρίς να είναι πάνω της», «να είναι περιτειχισμένοι χωρίς να έχουν τείχη» και «χωρίς να έχουν τίποτε να έχουν τα πάντα»[21]. Αυτά τα λόγια υπονοούν κάτι βαθύτερο και όχι ασφαλώς τις απλοϊκές ερμηνείες που παρουσιάζεται να δίνει ο Δάμης. Αυτό το «βαθύτερο» είναι η προβολή του ασκητικού τρόπου ζωής. Δεν είναι τυχαίο αυτές οι εκφράσεις υπενθυμίζουν παρόμοιες της Καινής Διαθήκης: «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορινθ ΣΤ΄ 10) «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν» (Α΄ Κορινθ Δ΄ 11). Το πνευματικό κλίμα της εποχής μετά την διάδοση του Χριστιανισμού και την εξύψωση των αρετών της εγκρατείας και της ασκήσεως επέβαλε τον προβολή παρομοίων προτύπων και από την πλευρά των εθνικών.

Στο δεύτερο απόσπασμα των εις τον Τυανέα Απολλώνιον (5, 22) βλέπουμε την εξύμνηση τους αγαθού της γνώσεως έναντι του υλικού πλούτου. Παρουσιάζεται ο Απολλώνιος να ερωτά κάποιον νέο πού έκτισε μεγαλοπρεπές σπίτι στην Ρόδο: «πόσα χρήματα είχε ξοδέψει για δασκάλους και μόρφωση " ούτε δραχμή" απάντησε. "Και για το σπίτι πόσα;" "Δώδεκα τάλαντα", είπε (...) "Και για τα υπάρχοντα, νεαρέ, ποιος είναι πιο ικανός φύλακας ο πεπαιδευμένος ή ο απαίδευτος;" (...) "μού δίνεις την εντύπωση, νεαρέ, πως δεν ανήκει το σπίτι σε εσένα, αλλά εσύ στο σπίτι"»[22]. Και εδώ είναι φανερή προσπάθεια της προβολής της ανωτερότητας της εκπαιδεύσεως ως ηθικής αξίας έναντι των υλικών αγαθών. Και αυτό το σημείο μας υπενθυμίζει την Καινή Διαθήκη και μάλιστα την περίπτωση του πλουσίου νεανίσκου από τον οποίο Χριστός ζήτησε να αρνηθεί τα υπάρχοντά του και να τον ακολουθήσει, αλλά εκείνος απήλθε λυπούμενος διότι ήταν πολύ πλούσιος. Είναι εύστοχη η διαπίστωση ότι «το πορτρέτο του Απολλωνίου κατά τον Φιλόστρατο προσέδωσε στούς ειδωλολάτρες τον αντί-Χριστό τους»[23].

Στο τρίτο απόσπασμα του εξεταζομένου έργου (8, 7, 8) διακρίνουμε την προσπάθεια του Απολλωνίου του Τυανέα να συνδέσει το όνομά του με τους μεγάλους φιλοσόφους του παρελθόντος, και παραλληλίζει τις εναντίον του κατηγορίες της μαγείας με παρόμοιες κατηγορίες κατά των φιλοσόφων εκείνων: Ο Απολλώνιος παρουσιάζεται ότι βοήθησε την Έφεσο όπως «ο Δημόκριτος ελευθέρωσε από τον λοιμό κάποτε τους Αβδηρίτες» και επειδή «σκεφτόταν τον Σοφοκλή τον Αθηναίο, για τον οποίο λέγεται ότι μάγεψε και τους ανέμους που φύσαγαν εκτός εποχής» και «άκουγε για τον Εμπεδοκλή ότι σταμάτησε τα βαριά σύννεφα που θα ξέσπαγαν πάνω από τον Ακράγαντα» και αναρωτιέται «Τι θα πει λοιπόν εδώ ο Σωκράτης γι' αυτά που έλεγε ότι μάθαινε από το δαιμόνιο; Τι θα πουν ο Θαλής και ο Αναξαγόρας, οι Ίωνες, που προέβλεψαν ο ένας την πλούσια σοδειά των ελαιών και ο άλλος πολλά μετεωρολογικά φαινόμενα; Μήπως ότι τα προέβλεψαν αυτά με πρακτικές μαγείας;»

Αποκρούει, λοιπόν την κατηγορία περί μαγείας λέγοντας ότι δεν προέβλεψε τον λοιμό που έπληξε την Έφεσο με μαγείας αλλά με την σοφία του όπως και οι σοφοί άνδρες τους οποίους ανέφερε. Και εξακολουθεί λέγοντας ότι η λιτή του δίαιτα και η ασκητική του διαγωγή όξυνε το πνεύμα του και καθάρισε τις αισθήσεις ώστε να προβλέψει αυτό που ερχόταν: «...δεν έχω ίδιο τρόπο ζωής με τους άλλους και είπα και ο ίδιος στην αρχή ότι η διατροφή μου είναι ελαφριά αλλά πιο ευχάριστη από την πολυτελή των άλλων. Το στοιχείο αυτό, βασιλιά, διατηρεί τις αισθήσεις μου σε απερίγραπτη καθαρότητα και δεν τις αφήνει να έχουν τίποτε θολό. Και μου επιτρέπει να διακρίνω, όπως μέσα σε γυαλιστερό καθρέφτη, όλα όσα έγιναν και θα γίνουν(...) Γιατί οι θεοί αισθάνονται ό,τι θα συμβεί στο μέλλον, οι άνθρωποι ό,τι γίνεται τώρα και οι σοφοί ό,τι πλησιάζει.». Η δυνατότητα της προγνώσεως ορισμένων επερχομένων γεγονότων πριν από τους άλλους ανθρώπους την αποδίδει στην σοφία του και όχι σε κάποιες μαγικές ιδιότητες.

Συμπερασματα

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά του χρησιμοποιεί τις ελληνιστικές φιλολογικές καινοτομίες για να δημιουργήσει ένα έπος. Μιμείται τα χαρακτηριστικά του αρχαϊκού έπους, αλλά τα προσαρμόζει με επιτυχία στα νέα δεδομένα της ελληνιστικής περιόδου. Επικαλείται το θείο άλλα διατηρεί την δημιουργική αυτενέργεια. Υμνεί τα κατορθώματα, όχι όμως μεμονωμένων ηρώων αλλά μια ομάδος. Οι θεοί και οι ήρωες πρωταγωνιστούν, αλλά περιγράφονται με χαρακτηριστικά απλών ανθρώπων. Τα θέματα είναι καθημερινά και οικεία και οι παριγραφές διαθέτουν μια λεπτομερή παραστατικότητα.

Ο Φιλόστρατος Φλάβιος με το έργο του τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον προβάλει με σοφιστικό –θα λέγαμε – τρόπο το πρότυπο ενός σοφιστού και θαυματοποιού. Και αυτό σύμφωνα με τα δικά του –φιλοστράτεια- κριτήρια της λεγομένης Δεύτερης Σοφιστικής, κατά το όρο που ο ίδιος επινόησε. Διότι και αυτός προσέφερε με την διδασκαλία του το ελληνικό εκπαιδευτικό ιδεώδες, ήταν «στεγασμένος» σε κάποιο φιλοσοφικό ρεύμα και χρησιμοποίησε μεθόδους ρητορικής για να προαγάγει τις απόψεις του[24]. Ο βίος του Τυανέα Απολλωνίου ήταν μία υποδειγματική ρητορική σύνθεση[25]. Ήταν ένας τρόπος να προβληθεί ο φιλοστράτειος πυθαγορισμός και χρησιμοποιήθηκε ως προπαγάνδα υπέρ της εθνικής θρησκείας και κατά του Χριστιανισμού από τον Ιεροκλή.

Βιβλιογραφια

1. Βερτουδάκης Β. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Β΄ (Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

2. Στεφανόπουλος Θ. Κ., Τσιτσιρίδης Στ., Αντζούλη, Λ. Κριτσελή Γ. (επιμ.) Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τ. Γ΄, έκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002.

3. Dzielska Maria, Απολλώνιος ο Τυανεύς. Στον Μύθο και στην Ιστορία. Μετάφραση Γιώργος Κουσουνέλος, Εκδόσεις Ενάλιος, 2000.

4. Easterling P.- Knox B.M.N., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ν. Κονομής - Χ. Γρίμπα - Μ. Κονομή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1990.

5. Fantuzzi Marco - Hunter Richard, Ο Ελικώνας και το μουσείο: Η ελληνιστική ποίηση από την εποχή του μεγάλου Αλεξάνδρου έως την εποχή του Αυγούστου· επιμέλεια Θεόδωρος Παπαγγελής , Αντώνης Ρεγκάκος · μτφρ. Δήμητρα Κουκουζίκα , Μαρία Νούσια. - 1η έκδ. – Αθήνα, Πατάκη, 2005.

6. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.

[1] Φλώρα Μανακίδου, «Αφηγηματικός έπος και Επύλλιον» στο Βερτουδάκης Β. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Β΄ (Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ.37.

[2] Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 1005.

[3] Φλώρα Μανακίδου, ό.π., σελ. 38.

[4] Στο ίδιο, σελ. 42.

[5] Στο ίδιο, σελ. 50.

[6] Στο ίδιο.

[7] Στο ίδιο, σελ. 42.

[8] Marco Fantuzzi - Richard Hunter, Ο Ελικώνας και το μουσείο: Η ελληνιστική ποίηση από την εποχή του μεγάλου Αλεξάνδρου έως την εποχή του Αυγούστου· επιμέλεια Θεόδωρος Παπαγγελής , Αντώνης Ρεγκάκος · μτφρ. Δήμητρα Κουκουζίκα , Μαρία Νούσια. - 1η έκδ. – Αθήνα, Πατάκη, 2005, σελ. 171-172.

[9] Φλώρα Μανακίδου, ό.π., σελ. 43.

[10] Στο ίδιο, σελ. 42.

[11] Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Στ. Τσιτσιρίδης, Λ. Αντζούλη, Γ. Κριτσελή (επιμ.) Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τ. Γ΄, έκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002, σελ. 145.

[12] Στο ίδιο, σελ. 143.

[13] Στο ίδιο, σελ. 145.

[14] Μενέλαος Χριστόπουλος, «Βιογραφία» στο Βερτουδάκης Β. κ.ά., ό.π., σελ.239-240.

[15] Μενέλαος Χριστόπουλος, «Αυτοκρατορικοί Χρόνοι» στο Βερτουδάκης Β. κ.ά., ό.π., σελ.154.

[16] Maria Dzielska, Απολλώνιος ο Τυανεύς. Στον Μύθο και στην Ιστορία. Μετάφραση Γιώργος Κουσουνέλος, Εκδόσεις Ενάλιος, 2000, σελ. 194-195.

[17] P. Easterling - B.M.N. Knox, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ν. Κονομής - Χ. Γρίμπα - Μ. Κονομή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1990, σελ. 858.

[18] Maria Dzielska, ό.π., σελ. 17.

[19] Θ. Κ. Στεφανόπουλος κ.ά., ό.π., σελ. 316.

[20] P. Easterling - B.M.N. Knox, όπ., σελ. 859.

[21] Θ. Κ. Στεφανόπουλος κ.ά., ό.π., σελ. 317.

[22] Στο ίδιο, σελ. 321.

[23] P. Easterling - B.M.N. Knox, όπ., σελ. 859.

[24] Μενέλαος Χριστόπουλος, «Αυτοκρατορικοί Χρόνοι» στο Βερτουδάκης Β. κ.ά., ό.π., σελ.155.

[25] Maria Dzielska, ό.π., σελ. 195.