Η Δημόσια και η Ιδιωτική ζωή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 03, 2009 6:54:29 PM

Εισαγωγη

Ο ελληνικός πολιτισμός, η ρωμαϊκή παράδοση και η χριστιανική θρησκεία, αποτελούν τους τρεις παράγοντες που διαμόρφωσαν από κοινού αυτό που σήμερα αποκαλούμε «Βυζάντιο». Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό, τα τρία αυτά χαρακτηριστικά να ανιχνεύονται και στον βίο (δημόσιο και ιδιωτικό) του βυζαντινού Αυτοκράτορα.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των στοιχείων που απαρτίζουν είτε την ιδιωτική είτε την δημόσια ζωή του Αυτοκράτορα είναι η ιερότητα. Αυτό οφείλεται στην Ρωμαϊκή κληρονομιά από την εποχή του Διοκλητιανού, ο οποίος είχε προσδώσει θεϊκά χαρακτηριστικά στον εαυτό του και τους άλλους τετράρχες. Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ο «θεϊκός Αυτοκράτωρ», μεταβάλλεται σε «ελέω Θεού Αυτο­κρά­τορα»[1]. Το ιερό στοιχείο, με την επίδραση του χριστιανισμού, άλλαξε χαρακτήρα, αλλά παρέμεινε, γι' αυτό και η ονομασία «ιερόν παλάτιον», το φωτοστέφανο στις απεικονίσεις των Αυτοκρατόρων και για τον λόγο αυτό ο Αυτοκράτορας έπρεπε να είναι (ή να φαίνεται ότι είναι) δίκαιος, ελεήμων και φιλάνθρωπος[2]. Αυτά σε συνδυασμό με την αρχαία ελληνική αντίληψη περί διασφαλίσεως της προστασίας του ελεύθερου πολίτη συνετέλεσαν ώστε η εξουσία του Αυτοκράτορα να υπόκειται σε ηθικούς και δεοντολογικούς περιορισμούς. Αυτοί αντανακλώνται στα χαρακτηριστικά της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής του.

Στην πρώτη από τις δύο ενότητες που ακολουθούν, θα εξετάσουμε την δημόσια ζωή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα αρχίζοντας από την αναγόρευση κάποιου ως Αυτοκράτορα και εντεύθεν. Στην δεύτερη, θα ασχοληθούμε με τις πτυχές της ιδιωτικής του ζωής, αρχίζοντας από τον βασιλικό γάμο. Όμως, αυτό που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι ακόμη κι αυτά που θεωρούνται γεγονότα της ιδιωτικής ζωής του Αυτοκράτορα, έχουν μέσα τους και μεγάλη δόση δημοσίου χαρακτήρα με αυστηρό αυλικό τελετουργικό[3], με αποτέλεσμα ο απόλυτος διαχωρισμός του ιδιωτικού από τον δημόσιο βίο του να είναι δύσκολος.

Α. Ο Δημοσιος Βιοσ του Βυζαντινου Αυτοκρατορα

Α.1 Αναγόρευση/Εκλογή – Στέψη

Το πολίτευμα του Βυζαντίου ήταν αιρετή μοναρχία. Ο Αυτοκράτορας δεν κληρονομούσε το δικαίωμα της βασιλείας από τον πατέρα του αλλά έπρεπε να εκλεγεί. Η πορφυρογενεσία ήταν ένα δευτερεύον στοιχείο για την αναγόρευση κάποιου ως Αυτοκράτορα[4]. Έπρεπε –κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο- να εκλεγεί από τον στρατό, την σύγκλητο και τον λαό. Αργότερα στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγεται και η Εκκλησία. Η βαρύτης του κάθε παράγοντα ήταν διαφορετική, αναλόγως της εκάστοτε εποχής[5].

Τον 3ο και 4ο αιώνα, λ.χ. ο Αυτοκράτορας εκλεγόταν κυρίως από τον στρατό διότι ήταν στρατιώτης. Η πολεμική ικανότητα του Αυτοκράτορα ήταν πάντοτε αναγκαίο προσόν λόγω των συχνών πολεμικών συγκρούσεων της Αυτοκρατορίας με τους γείτονές της. Αρχικώς, λοιπόν, η τελετή της αναγορεύσεως του Αυτοκράτορα είχε περισσότερο στρατιωτικά στοιχεία. Ο αρχηγός των λογχοφόρων του στρατού προσέφερε στον αναγορευόμενο το μανιάκιον, ένα χρυσό περιδέραιο, και υψωνόταν επάνω σε ασπίδα ενώ ο στρατός τον ανεκήρυσσε αύγουστο. Στην συνέχεια, περιεβάλετο την πορφύρα και το διάδημα υπό τις επευφημίες του στρατεύματος[6]. Η τελετή λάμβανε χώρα συνήθως στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Εβδόμου (προαστίου της Κωνσταντινουπόλεως)[7].

Από τον 5ο αιώνα στην αναγόρευση μετέχουν εκτός του στρατού, η Σύγκλητος, οι δήμοι και ο Πατριάρχης, ο οποίος τελούσε την στέψη, δηλαδή την τοποθέτηση του βασιλικού διαδήματος στο κεφάλι του Αυτοκράτορα. Είναι πλέον σημαντικό να φαίνεται ότι ο Αυτοκράτορας είναι ο εκλεκτός του λαού, εκφραστές του οποίου είναι η Σύγκλητος και οι δήμοι που ενεργούσαν καθοδηγούμενοι από την θεϊκή φώτιση[8], γι' αυτό και η παρουσία του Πατριάρχη. Τον 6ο αιώνα η τελετή γίνεται στον ιππόδρομο[9].

Από τις αρχές του 7ου αιώνα η στέψη διαχωρίζεται από την αναγόρευση και η συμμετοχή του Πατριάρχη σ' αυτήν καθίσταται ουσιαστική. Η στέψη γίνεται πλέον στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας. Συνήθως κανόνιζαν να συμπέσει η τελετή της στέψεως με την εορτή του Πάσχα ή των Χριστουγέννων[10].

Μετά το 1204, επανέρχεται το τελετουργικό της υψώσεως του Αυτοκράτορα επάνω σε ασπίδα και υιοθετείται (κατά φραγκική επίδραση[11]) η επάλειψη της κεφαλής του ανακηρυσσομένου με Άγιο Μύρο πριν την τοποθέτηση του διαδήματος. Με την χρίση δια του Αγίου Μύρου, ο Πατριάρχης καθιστά τον ανακηρυσσόμενο «τοποτηρητήν τοῦ ὄντως Παντάνακτος καί μιμητήν τοῦ ἐπί τῆς γῆς καὶ τὸν ἐνισχύει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χαρίζων εἰς αὐτόν (...) χάριν εἰς τὸ νὰ ἀποκαθιστᾷ ἄρχοντας κατὰ τάξιν καὶ στρατηγούς»[12]. Με το χρίσμα ο ανακηρυσσόμενος δεν θεωρείται απλός λαϊκός[13]. Την εποχή των Παλαιολόγων εισάγεται, πριν την όλη τελετή, η υπό του ανακηρυσσομένου υπογραφή εγγράφου ομολογίας πίστεως στην ορθοδοξία[14].

Α.2 Ακρόαση

Η ακρόαση του Αυτοκράτορα γινόταν με σχολαστική τήρηση του προβλεπομένου τυπικού κατά το οποίο ο προσερχόμενος έπρεπε να φέρει κατάλληλο ένδυμα δηλωτικό του αξιώματός του, να έχει τα χέρια καλυμμένα (για λόγους ασφαλείας), να προχωρήσει σιωπηρά με την σειρά του προς τον Αυτοκράτορα και να τον προσκυνήσει τρεις φορές γονατίζοντας μπροστά στον θρόνο. Όταν έφευγαν, οπισθοχωρούσαν σιωπηρά με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο στραμμένο προς τον Αυτοκράτορα[15].

Διάφορα τεχνάσματα (μηχανικά πουλιά που κελαηδούν, θρόνος που ανυψώνεται με ειδικό μηχανισμό) και άφθονη πολυτέλεια στην αίθουσα του θρόνου απέβλεπαν στον εντυπωσιασμό των ξένων επισκεπτών και μάλιστα των πρέσβεων των διαφόρων βαρβάρων, όπως περιγράφει ο Επίσκοπος Κρεμώνος Λιουτπράνδος [16].

Α.3 Δημόσιες εμφανίσεις

Εξιτήριον. Ήταν η τελετή αναχωρήσεως του Αυτοκράτορα από την Κωνσταντινούπολη. Εάν επρόκειτο για αναχώρηση για το πεδίο της μάχης, γινόταν Θεία Λειτουργία, ειδικές παρακλητικές δεήσεις κατά τις οποίες ευλογούσε ο Πατριάρχης τα όπλα[17], ελεημοσύνες, πομπές και λιτανείες. Εάν ο σκοπός του ταξιδιού ήταν ειρηνικός, το τυπικό περιελάμβανε, Θεία Λειτουργία, επευφημίες του λαού και ομιλίες. Ο λαός συνόδευε τον Αυτοκράτορα μέχρι την αναχώρησή του[18].

Απάντησις, λεγόταν η επίσημο υποδοχή του Αυτοκράτορα στην Βασιλεύουσα. Αντιπροσωπεία του λαού τον καλωσόριζε έξω από την πόλη και τον οδηγούσαν με πομπή στην Αγία Σοφία (ή σε κάποια άλλη εκκλησία) μέσα από τις επευφημίες του λαού, θυμιάματα και αναμμένα κεριά, εκφωνήσεις λόγων και ποιημάτων. Ενίοτε επακολουθούσε συμπόσιο[19].

Η επιστροφή του Αυτοκράτορα έπειτα από νικηφόρα εκστρατεία καλείτο θρίαμβος. Περιελάμβανε ό,τι και η απάντησις, αλλά με πολύ μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια. Στον Αυτοκράτορα κατά το καλωσόρισμα προσεφέρετο χρυσό στεφάνι. Στην πομπή προς την Αγία Σοφία, παρέλαυναν στην Μέση οδό προπορευομένων των αιχμαλώτων και των λαφύρων. Ακολουθούσε η θαυματουργός εικόνα της Θεοτόκου που είχαν στην εκστρατεία και ο Αυτοκράτορας έφιππος με την συνοδεία του. Ιαχές κυμβάλων και σαλπίγγων και επευφημίες του λαού συνόδευαν την εμφάνισή του. Στο τέλος της πομπής παρήλαυνε ο στρατός με τα νικηφόρα λάβαρα. Ο εορτασμός συνεχιζόταν και τις επόμενες ημέρες με αθλητικούς αγώνες και ταπείνωση των αιχμαλώτων στον ιππόδρομο[20].

Η συμμετοχή του Αυτοκράτορα στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές ήταν επίσης αυστηρώς προσδιορισμένη από το αυλικό πρωτόκολλο. Κατά τις Δεσποτικές εορτές έπρεπε να μεταβεί στην Αγία Σοφία ενώ κατά τις Θεομητορικές όφειλε να μεταβαίνει στην Παναγία των Βλαχερνών ή στην Παναγία των χαλκοπρατείων. Κατά τις ημέρες της Μ. Εβδομάδος και του Πάσχα εκτός από τον αυτονόητο εκκλησιασμό και την (προβλεπομένη και αυτή από το πρωτόκολλο) θεία μετάληψη[21], έπρεπε να επισκεφθεί ορφανοτροφεία πτωχοκομεία και γηροκομεία[22], να μοιράσει δώρα και χρήματα, να νίψει τους πόδας δώδεκα πενήτων την Μ. Πέμπτη[23], να υποδεχθεί αξιωματούχους στο παλάτι μετά το Πάσχα για να ανταλλάξει μαζί τους τον ασπασμό της αγάπης. Ο Αυτοκράτορας συμμετείχε και σε άλλες θρησκευτικές εορτές όπως λ.χ. λιτανείες. Στο παλάτι λάμβαναν χώρα και εκδηλώσεις μη θρησκευτικού χαρακτήρα όπως διάφορα εορταστικά δρώμενα (θεατρικές παραστάσεις, τραγούδια, απαγγελία ποιημάτων, κάποιες φορές με την συμμετοχή εκπροσώπων των δήμων)[24].

Α.4 Συμπόσια

Παρόμοια δρώμενα με τα προαναφερθέντα, κατάλοιπο της ελληνορωμαϊκής (εθνικής) παραδόσεως της Αυτοκρατορίας[25], γίνονταν και κατά την διάρκεια των επισήμων γευμάτων. Ένα τέτοιο αυτοκρατορικό συμπόσιο λάμβανε χώρα κατά την 2α Ιανουαρίου εκάστου έτους οπόταν ετελείτο ένα θεατρικό δρώμενο καλούμενο Γοτθικόν παίγνιον[26].

Εκτός των όσων προανεφέραμε, ο Αυτοκράτορας συμμετείχε και σε άλλες δημόσιες εκδηλώσεις, επετειακού ή ευκαιριακού χαρακτήρα, πάντοτε όμως με την αυστηρή εθιμοτυπία της αυλής, την παρουσία του Πατριάρχη (για την θρησκευτική πλευρά της εκδηλώσεως) και των εκπροσώπων των πρασίνων και των βενέτων (για την κοσμική της πλευρά)[27].

Β. Ο Ιδιωτικοσ Βιοσ του Βυζαντινου Αυτοκρατορα

Β.1 Γάμος

Ο Αυτοκράτορας, εάν ήταν άγαμος έπρεπε να συνάψει γάμο, ώστε να εξασφαλίσει πιθανό διάδοχο. Η διαδοχή του βέβαια από δικό του γιο δεν ήταν εξασφαλισμένη (διότι το πρόσωπο του Αυτοκράτορα έπρεπε να έχει την έγκριση του στρατού, της Συγκλήτου των δήμων και της Εκκλησίας, όπως προανεφέραμε), αλλά οι εκάστοτε Αυτοκράτορες το επεδίωκαν. Γι' αυτό οι ευνούχοι αποκλείονταν αυτομάτως από το Αυτοκρατορικό αξίωμα. Το ίδιο και οι Μοναχοί[28]. Ο γάμος του Αυτοκράτορα ήταν αφορμή λαμπρών εορτασμών και είχε μεγάλη σημασία για το κράτος. Ώστε δεν ήταν προσωπική του μόνον υπόθεση. Η επιλογή της νύφης γινόταν πολλές φο­ρές με πολιτικά κριτήρια. Πολλοί ξένοι ηγεμόνες ήθελαν να συνδεθούν με δεσμούς συγγενείας/επιγαμίας με τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων[29] και έστελναν γράμματα προσφέροντας σ' αυτόν τις θυγατέρες τους για σύζυγο. Η επιλογή γινόταν τότε με πολιτικά κριτήρια. Γενικά η μέλλουσα Αυτοκράτειρα έπρεπε να είναι ευγε­νικής καταγωγής και να κοσμείται από παρθενία και φυσική ομορφιά. Απεσταλμένοι του Αυτο­κράτορα περιόδευαν την Αυτοκρατορία αναζητώντας υποψήφιες νύφες με τα χαρακτηριστικά αυτά και τις έστελναν στην Κωνσταντινούπολη. Η επιλογή γινόταν από τον Αυτοκράτορα με μία διαδικασία (κατά το 8ο και 9ο αιώνα) που θυμίζει τα σημερινά καλλιστεία. Συχνά το κριτήριο της φυσικής ομορφιάς βάρυνε περισσότερο από την ευγενική καταγωγή της νύφης[30].

Η ετοιμασία για τον αυτοκρατορικό γάμο ακολουθούσε αυστηρή εθιμοτυπία. Μόλις η αυτοκρατορική νύφη αναχωρούσε από την πατρίδα της (εάν δεν ήταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη) ειδικός αγγελιαφόρος, ο συγχαριάριος, μετέφερε την είδηση στην Βασιλεύουσα. Την υποδέχονταν στην Κωνσταντινούπολη με τυπικό παρό­μοιο της απαντήσεως[31] παρισταμένου και του Αυτοκράτορα. Κατά την πομπή προς το παλάτι (το νυμφαγώγιον) με συνοδεία έφιππης φρουράς, «μετά μουσικής και ύμνων επιβατηρίων», τα πλήθη επευφημούσαν και την έραιναν με μύρα και ροδοπέταλα. Στο παλάτι συνεχιζόταν ο εορτασμός. Κατά τις επόμενες ημέρες, αν ή νύφη δεν ήταν χριστιανή, γινόταν η βάπτισή της και εν συνεχεία τα μνήστρα (σπόντζα)[32].

Το στεφάνωμα γινόταν συνήθως στην Αγία Σοφία με απόλυτη μεγαλο­πρέ­πεια. Οι μελλόνυμφοι έφεραν χρυσοκέντητα και διάλιθα[33] φορέματα, ο γαμπρός Αυτοκράτορας ήταν με το στέμμα του. Τα στέφανα ήταν επίσης διάλιθα. Τον γάμο τον τελούσε ο Πατριάρχης. Μετά την στέψη το ζεύγος των νεονύμφων υποδεχόταν τους προ­σκεκλημένους στην αίθουσα του ανακτόρου ονοπόδιον, όπου δέχονταν τις ευχές τους και στη συνέχεια ακολουθούσε το γαμήλιο αυτοκρατορικό συμπόσιο στην αίθου­σα των δεκαεννέα ακουβιτών. Τέλος το ζεύγος απεσύρετο στο δωμάτιο του παστού[34].

Τρεις ημέρες αργότερα γινόταν το επίσημο λουτρό της νύφης με μεγαλοπρεπή πομπή της νύφης από τον παστό στον λουτρώνα και αντιστρόφως, συνοδεία μουσικών οργάνων. Εξ αφορμής του Αυτοκρατορικού γάμου δίνονταν «φιλοτιμίες» στους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς έχοντες, οργανώνονταν πλούσια γεύματα για τον λαό σε διάφορα μέρη της Βασιλευούσης, ελευθερώνονταν κρατούμενοι, εξαγοράζονταν αιχμάλωτοι, οργανώνονταν αθλητικοί αγώνες, χοροί και παραστάσεις δρωμένων με μίμους και θαυματοποιούς[35].

Β.2 Γέννηση-Βάπτιση τέκνου

Η Αυτοκράτειρα γεννούσε τα παιδιά της στο διαμέρισμα των ανακτόρων που λεγόταν πορφύρα (διότι ήταν διακοσμημένο με πορφυρά μάρμαρα) γι' αυτό και οι πρίγκιπες που είχαν γεννηθεί εκεί λέγονταν πορφυρογέννητοι. Η αναγγελία της γεννήσεως αγοριού (και άρα πιθανού διαδόχου) γνωστοποιόταν με αγγελιαφόρους σε πολλές πόλεις της Αυτοκρατορίας. Οργανώνονταν αυτοκρατορικά συμπόσια ιπ­πικοί αγώνες. Ο Πατριάρχης επισκεπτόταν το νεογέννητο την πρώτη ημέρα διαβάζοντας τις σχετικές ευχές της Εκκλησίας, ενώ το βρέφος μεταφερόταν στην Εκκλησία την ογδόη ημέρα για την ευχή της ονοματοδοσίας[36]. Η Αυτοκράτειρα και το νεογέννητο μετέβαιναν την τεσσαρακοστή ημέρα στην Εκκλησία μαζί για την τέλεση της αντίστοιχης ακολουθίας. Η ημέρα της βαπτίσεως του βρέφους δεν ήταν προκαθορισμένη. Μπορούσε να γίνει από λίγες ημέρες μετά την βάπτιση, αλλά συνήθως -κατά την συνηθισμένη εκκλησιαστική πρακτική- μετά την τεσσαρακοστή ημέρα για να μπορεί να παρίσταται και η μητέρα του παιδιού[37].

Η βάπτιση γινόταν από τον Πατριάρχη στην Αγία Σοφία. Η μετάβαση από και προς το παλάτι γινόταν με επίσημη πομπή υπό τις επευφημίες του πλήθους ενώ μοιραζόταν υπατεία (ρίψη νομισμάτων από την ακολουθία στο λαό). Την επομένη οι δήμοι οργάνωναν ιππικούς αγώνες[38].

Β.3 Γενέθλια

Για τον εορτασμό της επετείου των γενεθλίων του Αυτοκράτορα γινόταν συμπόσιο στο παλάτι με χορούς και τραγούδια. Έχουμε περιγραφή ενός τέτοιου συμποσίου εξ αφορμής των γενεθλίων του Ιουστινιανού όπου οι προσκεκλημένοι χόρευαν γύρω από το τραπέζι τραγουδώντας εναλλάξ τα βασιλίκια, δηλαδή τραγούδια με ευχές προς τον Αυτοκράτορα.[39].

Β.4 Θάνατος

Μετά την εκδημία του Αυτοκράτορα, το κλείσιμο των ματιών, το πλύσιμο του σώματος και το σαβάνωμά του γινόταν σε στενό κύκλο, ακολουθώντας τα ίδια έθιμα που ακολουθούσε και ο απλός λαός. Το σώμα ενδυόταν με πολύτιμα ενδύματα και έφερε το διάδημα. Έπειτα η σορός μεταφερόταν σε μία λαμπρή αίθουσα του ανα­κτόρου, συνήθως στην των δεκαεννέα ακουβιτών. Εκεί κατέφθανε ο Πατριάρχης και τελούσε την ακολουθία του νεκρωσίμου τρισαγίου. Πριν σηκώσουν την σορό και ξεκινήσει η νεκρώσιμη πομπή, ένας άρχοντας (ο επί της καταστάσεως) εκφωνούσε: «Ἔξελθε, βασιλεῦ, καλεῖ σε ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος των κυριευόντων». Οι Βασιλικοί Πρωτοσπαθάριοι σήκωναν το πολύτιμο φέρετρο με την σορό και το μετέφεραν στην Χαλκή πύλη. Εκεί και ψάλλονταν δεήσεις και διδόταν ο τελευταίος ασπασμός από τον λαό. Στη συνέχεια ο επί της κατα­στάσεως εκφωνούσε πάλι: «Ἔξελθε, βασιλεῦ, κ.λπ» και η πομπή κατευθυνόταν στον ναό των Αγίων Αποστόλων για την ταφή. Ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία και ο ίδιος άρχοντας εκφωνούσε πάλι: «Ἔξελθε, βασιλεῦ, καλεῖ σε ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων. Ἀπόθου τὸ διάδημα ἀπό τῆς κεφαλῆς σου.». Τότε αφαιρούσαν το στέμμα από την κεφαλή του νεκρού τοποθετώντας στη θέση του μία πορφυρή μεταξωτή ταινία, και απέθεταν την σορό στη τελευταία της κατοικία.

Συμπερασματα

Ο εκάστοτε Αυτοκράτορας όφειλε να καταδεικνύει μέσα από όλες τις εκφάνσεις του δημοσίου ή του ιδιωτικού του βίου ότι ήταν πράγματι ο εκλεκτός της Αγίας Τριάδος για το αξίωμα αυτό. Από την αναγόρευσή του μέχρι και τον θάνατό του έπρεπε να εμπνέει στους υπηκόους του την εντύπωση ότι όπως ο Θεός κυβερνά το σύμπαν, έτσι και αυτός βασιλεύει στην οικουμένη, με δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, γενναιοδωρία, ευνομία και ευσέβεια[40]. Όλες οι τελετές που είχαν σχέση με τον Αυτοκράτορα, ακολουθούσαν ένα αυστηρό τυπικό το οποίο ετηρείτο με θρησκευτική ευλάβεια, ως απαύγασμα της ευταξίας και της αρμονίας που κυριαρχεί στο σύμπαν. Γι' αυτό και το τυπικό αυτό είχε την επωνυμία «βασίλειος τάξις» [41].

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι τα περισσότερα χαρακτηριστικά της δημόσιας και ιδιωτική ζωής του βυζαντινού Αυτοκράτορα διατηρήθηκαν σχεδόν αναλλοίωτα μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα από τους Τσάρους της Ρωσίας.

Βιβλιογραφια

1. Ευχολόγιον το Μέγα, εκδ. «Αστήρ» Αθήναι 1986

2. Πέννα Βασιλική, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών» στο Ευθυμιάδης Σ, Κυρκίνη-Κούτουλα Α, Νικολούδης Ν, Πέννα Βασιλική, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Απ΄την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμ. Β΄ (Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σσ. 17-270.

3. Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα άπαντα, εκδ. Βας. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2001.

4. Beck Hans-Georg, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.

5. Gouillou Andre, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Paolo Odorico, Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.

[1] Βασιλική Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών» στο Ευθυμιάδης Σ., Κυρκίνη-Κούτουλα Αν., Νικολούδης Ν., Πέννα Βασιλική, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Απ΄την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμ. Β΄ (Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σελ. 22.

[2] Στο ίδιο, σελ. 31.

[3] Στο ίδιο, σελ. 46.

[4] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 92-93.

[5] Στο ίδιο, σελ. 87.

[6] Βασιλική Πέννα, ό.π., σελ. 40.

[7] Στο ίδιο.

[8] Andre Gouillou, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Paolo Odorico, Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, , εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ.147.

[9] Βασιλική Πέννα, ό.π. , σελ. 40.

[10] Στο ίδιο, σελ. 41.

[11] Και Ιουδαϊκή, χάριν απομίμισης της χρίσεως του Σαούλ και του Δαυΐδ από τον Προφήτη Σαμουήλ που περιγράφει η Π. Διαθήκη. Μετά το χρίσμα ο Βασιλεύς εθεωρείτο «Χριστός Κυρίου» και ουδείς είχε δικαίωμα να υψώσει χέρι εναντίον του (πρβλ. Β΄Βασιλειών Α΄14).

[12] Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα άπαντα, εκδ. Βας. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2001, σελ.152.

[13] Andre Gouillou, όπ., σελ.147

[14] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 41.

[15] Στο ίδιο, σελ. 42.

[16] Στο ίδιο, σελ. 37.

[17] Ευχολόγιον το Μέγα, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1986, σελ. 378.

[18] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 42-43.

[19] Στο ίδιο, σελ. 43.

[20] Στο ίδιο.

[21] Εντός του Αγίου Βήματος όπως οι ιερείς (βλ. Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ό.π., σελ.153).

[22] Παράδοση που εξακολουθούν να τηρούν μέχρι σήμερα οι πολιτικοί μας άρχοντες.

[23] Τελετή του νιπτήρος.

[24] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 44-45.

[25] Η εκκλησία δεν τα ενέκρινε.

[26] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 45.

[27] Στο ίδιο.

[28] Γι' αυτό μία προσφιλής μέθοδος των σφετεριστών του θρόνου ήταν, εάν ήθελαν να φανούν ευσπλαγχνικοί στους νομίμους διαδόχους του θρόνου και να μη τους θανατώσουν (ή τους τυφλώσουν), να τους ευνουχίζουν ή να τους κείρουν δια της βίας Μοναχούς..

[29] Αυτός ήταν μέχρι την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως ο επίσημος τίτλος τους.

[30] [30] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 48-49.

[31] Βλ. Α.3 της παρούσης.

[32] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 50.

[33] Διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους

[34] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 51.

[35] Στο ίδιο.

[36] Ευχολόγιον το Μέγα, ό.π., σελ 221.

[37] Κατά την εκκλησιαστική πρακτική μέχρι την τεσσαρακοστή ημέρα η λεχώνα δεν μπορεί να εισέλθει στην εκκλησία.

[38] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ.47-48.

[39] Στο ίδιο σελ. 47.

[40] Βασιλική Πέννα, ό.π. σελ. 31.

[41] Στο ίδιο, σελ. 39-40.