Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 12, 2009 9:10:16 AM
Η ανθρώπινη κατοικία, ο οικισμός και γενικά ο δομημένος χώρος είναι μία ανθρώπινη επέμβαση στην φύση με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του σε στέγη, παραγωγή αγαθών και μετακίνηση. Τα οικοδομικά έργα πέραν της χρηστικής και της αισθητικής τους αξίας, υποκρύπτουν και άλλες έννοιες. Αποτυπώνουν τις κοινωνικές αντιλήψεις και τις οικονομικές παραμέτρους των κοινωνιών που δρουν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Αυτές τις υπολανθάνουσες αξίες που αποτυπώνονται από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο θα αποπειραθούμε να ερμηνεύσουμε στην παρούσα εργασία, με χρονικό ορίζοντα κυρίως τον 19ο αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου.
Κατ’ αρχήν, θα επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τις κοινωνικές και οικογενειακές αντιλήψεις της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας, όπως αποτυπώνονται στον τρόπο κατασκευής των κατοικιών και των άλλων κτισμάτων. Στη συνέχεια, σε μία δεύτερη ενότητα, θα αναφερθούμε στις αντιλήψεις για το φύλο που καταγράφονται στον δομημένο χώρο και θα ολοκληρώσουμε την εργασία με την αναφορά μας στον τρόπο που καταγράφονται σε αυτόν οι παραγωγικές δραστηριότητες και η σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι χωροθετημένα τα κτίρια των κατοικιών και η εμφάνισή τους μας φανερώνουν την κοινωνική θέση των ενοίκων. Πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ.Δ. Καραβίδας στα Αγροτικά του ότι: «οι συνοικισμοί των κολλήγων ήσαν χαμηλαί καλύβαι από χώμα συγκεντρωμέναι παρά τον διώροφον πύργον ή κονάκι του ιδιοκτήτου, συνεσπειρωμέναι εις έδαφος χαμηλότερον ώστε να είναι υποχείριαι υπό την εποπτείαν του τσιφλικούχου∙ ήσαν άθλιοι συνοικισμοί χωρίς ιδίας κλειστά αυλάς, χωρίς ορίζοντα, χωρίς αναπνοήν. (...) Αγορά δεν υπήρχε και αι σιωπηραί συγκεντρώσεις εγίνοντο μόνον εις τον περίβολον της εκκλησίας,...». Ο ίδιος, παρακάτω, συγκρίνει τα χωριά των κολλήγων με τα ελεύθερα χωριά του ελλαδικού χώρου, που είχαν και προνόμια αυτονομίας επί Τουρκοκρατίας, τα οποία διέθεταν μια κεντρική πλατεία, όπου ήταν η αγορά και ο χώρος συγκεντρώσεων για τις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις των κατοίκων, με τον οικισμό να αναπτύσσεται ακτινωτά γύρω από αυτήν[1].
Αλλά και οι οικογενειακές σχέσεις των κατοίκων των παραδοσιακών οικισμών αντανακλώνταν στην χωροθέτηση των κατοικιών της κοινότητος σε συνοικίες. Οι «μαχαλάδες» των χωριών αντιστοιχούν σε κατοικίες ομάδων συγγενών (σόγια, γένη, φάρες). Τα μανιάτικα και τα βλάχικα χωρά αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στα βλάχικα χωριά κάθε συνοικία αποτελούσε τόπο κατοικίας μιας συγγενείας καθορισμένης σύμφωνα με το πατροπλευρικό σύστημα ομαδοποιήσεως. Γι’ αυτό και οι αυστηρά οριοθετημένες αυτές συνοικίες λάμβαναν ως ονομασία το κοινό πατρώνυμο των μελών τους[2].
Παρόμοια χωροθεσία των κατοικιών παρατηρείται και στις καλύβες των Σαρακατσάνων. Η μεγαλύτερη και καλύτερη καλύβα ανήκε στον τσέλιγκα. Γύρω της μικρές ομάδες καλυβιών που ανήκαν σε μέλη εκτεταμένων οικογενειών, ενώ οι μεμονωμένες καλύβες ανήκαν στις συζυγικές-πυρηνικές οικογένειες του τσελιγκάτου[3].
Οι ψηλοί αυλότοιχοι και γενικώς η οχύρωση της κατοικίας, εάν δεν οφείλεται σε ορισμένες ιστορικές συγκυρίες, όπως αντιμετώπιση κινδύνων πολέμου, πειρατείας ή ληστών είναι δυνατόν να υποδηλώνει την ύπαρξη στον τόπο αυτό του εθίμου της αυτοδικίας. Αυτό συμβαίνει στην Κρήτη και στη Μάνη[4].
Σε κάποιες περιπτώσεις το σπίτι, αποτελεί την υλική έκφραση του θεσμού της οικογένειας, όπως στο Καστελλόριζο, όπου εάν το σπίτι χανόταν, τότε κινδύνευε να διαγραφεί και από τη συλλογική μνήμη και η οικογένεια. Στις περιπτώσεις που οι κάτοικοι μετανάστευσαν και το σπίτι γκρεμίστηκε, οι πρώην ένοικοι ή οι απόγονοί τους, έρχονται στο νησί και χαράζουν το όνομά τους στα ερείπια προκειμένου να διατηρηθεί η συλλογική τους μνήμη. Αλλά και στους τόπους που μετανάστευσαν οι Καστελλοριζιοί, το πρώτο τους μέλημα ήταν να αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία[5].
Ο χώρος του ενταφιασμού έχει συνάρτηση με την κοινωνική και οικογενειακή σχέση που είχε ο νεκρός όσο ζούσε. Πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα πάλι του Καστελλορίζου, όπου οι μεν ιερείς θάπτονται σε ειδικό νεκροταφείο, αυτό της Αγίας Παρασκευής και οι λοιποί στο κοινό κοιμητήριο. Παλαιότερα οι Τούρκοι είχαν το δικό τους νεκροταφείο και όσοι πέθαιναν από μολυσματική νόσο εθάπτοντο στα γειτονικά νησάκια. Μέσα στο κοινό κοιμητήριο υπάρχουν πάλι δύο ιδιαίτεροι τόποι ταφής. Ένας για τους εντοπίους και ένας για του ξένους. Ο χώρος των εντοπίων υποδιαιρείται στον χώρο των ιδιωτικών τάφων και σε αυτόν των κοινοτικών, σε κάπως χαμηλότερο επίπεδο. Στον ίδιο τάφο, μετά από εκταφή του προηγουμένου νεκρού –εάν έχει παρέλθει τριετία- τοποθετείται μόνον μέλος της ιδίας οικογενείας. Κατά την εκταφή αφαιρούνται τα οστά του προκεκοιμημένου και αφήνεται μόνο η κάρα του να συντροφεύει τον νέο συγγενή που θάπτεται[6].
Ο τόπος εκκλησιασμού ήταν επίσης συνάρτηση της κοινωνικής καταστάσεως κάποιου (κάποιας, όταν ομιλούμε για το Καστελλόριζο). Ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν για τις ύπανδρες γυναίκες. Οι ανύπανδρες έπρεπε να εκκλησιάζονται στις άλλες εκκλησίες και τα εξωκλήσια, ενώ οι χήρες σε συγκεκριμένο ναό, σε αυτόν της Παναγίας των Χωραφίων. Αλλά και η θέση που στέκονταν στην εκκλησία είναι και αυτή συνάρτηση του φύλου και της κοινωνικής θέσεως του κάθε ατόμου. Στο Καστελλόριζο η θέση στην Εκκλησία κληρονομείται από τους απογόνους κάποιου, όπως τα περιουσιακά στοιχεία. Η μεταβολή της κοινωνικής ή οικονομικής καταστάσεως των απογόνων δεν μεταβάλει τη θέση τους στην εκκλησία, γι’ αυτό λ.χ. η ταπεινής καταγωγής γυναίκα του Δημάρχου (του 1983) είχε θέση δίπλα στην είσοδο, ενώ μια πάμπτωχη, ορφανή και ανύπανδρη ηλικιωμένη γυναίκα που καταγόταν από ιερατική οικογένεια είχε θέση πλησίον του ιερού.[7]
Στην Όλυμπο (ή Έλυμπο) της Καρπάθου δόθηκε μία πιο πρακτική λύση σε αυτό το θέμα. Κάθε πλάκα του ναού (του πρόναου, κατ’ ακρίβειαν[8]) ήταν ιδιοκτησία και μιας γυναικός, η οποία ήταν η μόνη που είχε το δικαίωμα να στέκεται επάνω της. Το δικαίωμα ήταν κληρονομικό. Η πλάκα όμως μπορούσε να πουληθεί σε άλλη γυναίκα, και έτσι οι θέσεις των γυναικών στην εκκλησία αναπροσαρμόζονταν με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με τις μεταβολές της θέσεώς τους στην κοινωνία του χωριού, αρκεί βεβαίως, οι γυναίκες που φτώχαιναν να πουλούσαν την πλάκα τους στις γυναίκες που πλούτιζαν[9].
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις πολλές φορές αφήνουν τη σφραγίδα τους στον χώρο με τον τρόπο διαμόρφωσης των κατοικιών. Διότι αν και η μονόχωρη κατοικία (με ένα μόνο δωμάτιο) είναι η πιο απλή και συνεπώς η πιο συχνή κατοικία των φτωχών πληθυσμών της ελληνικής υπαίθρου, εν τούτοις δεν συναντάται στους μουσουλμάνους της Θράκης, καθώς τα θρησκευτικά τους ήθη απαιτούν ξεχωριστά δωμάτια για τα παιδιά και το ζευγάρι[10]. Ομοίως, τα μουσουλμανικά σπίτια ξεχωρίζουν και από τον ψηλό λευκό αυλόγυρο που εξασφαλίζει την απομόνωση της οικογενείας από τα εξωτερικά βλέμματα. Ειδικότερα οι Πομάκοι της Θράκης, παλαιότερα δεν άφηναν κανένα άνοιγμα στους εξωτερικούς τοίχους μέχρι, που η κυβέρνηση τους το επέβαλε για λόγους υγιεινής[11].
Ψηλούς τοίχους για την απομόνωση της οικογένειας (και μάλιστα των γυναικών) είχαν και οι Αρβανίτες κάτοικοι της Ύδρας. Απεναντίας στα υπόλοιπα νησιά δεν παρατηρείται κάτι τέτοιο. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της Σίφνου, όπου οι μανδρότοιχοι είναι χαμηλοί ακριβώς για να επιτρέπουν την επικοινωνία των κατοίκων. Οι άνδρες, ενώ εργάζονται στα κτήματα, συχνά διακόπτουν για να συνομιλήσουν με τους περαστικούς και τους γείτονες πάνω από τον χαμηλό τοίχο, όπου κλείνονται ακόμα και εμπορικές συμφωνίες ή συνοικέσια. Οι γυναίκες πάλι κάθονται στις ειδικά προς τούτο κτισμένες πεζούλες έξω από τα σπίτια τους και συνομιλούν με τις γειτόνισσες, συζητώντας όλα τα νέα του χωριού και του νησιού. Αντίθετα με την απομόνωση και τους ψηλούς τοίχους της Ύδρας, εδώ έχουμε χαμηλούς τοίχους και τις πεζούλες[12].
Στο Καστελλόριζο ο οικισμός είναι οριοθετημένος σε ζώνες ανδρικές και γυναικείες. Ο χαρακτηρισμός ενός χώρου ως ανδρικού ή γυναικείου εξαρτάται από το κατά πόσον ιδιωτικός ή δημόσιος χώρος μπορεί να θεωρηθεί. Κατεξοχήν γυναικείος χώρος είναι το σπίτι. Το σπίτι ανήκει στην γυναίκα. Παραδίδεται συμβολικά από την μητέρα στην πρωτοκόρη την ημέρα του γάμου της δεύτερης. Ο άνδρας θεωρείται φιλοξενούμενος στο σπίτι του, γι’ αυτό και έχει την τιμητική θέση. Υπάρχουν χώροι εντός της οικίας που είναι «άβατοι» για τους άνδρες: η κουζίνα, η εσωτερική «αυλή» με την στέρνα, το πλυσταριό, ο φούρνος και το «ταυλάτσι», το δωμάτιο της πρωτοκόρης[13].
Ανδρικοί χώροι θεωρούνται οι κυρίως δημόσιοι χώροι: το δημαρχείο, το λιμάνι και το καφενείο. Στο λιμάνι, λ.χ., όταν πήγαιναν κάποιες φορές οι γυναίκες έπρεπε να κάθονται παράμερα και ομαδοποιημένες. Στους ανδρικούς χώρους οι γυναίκες μπορούσαν να πηγαίνουν, όταν υπήρχε ανάγκη, μόνον συνοδευόμενες από πατέρα, σύζυγο ή αδελφό[14]. Αυτό που φαίνεται κάπως περίεργο είναι ότι η εκκλησία, παρά το ότι είναι δημόσιος χώρος, στο Καστελλόριζο θεωρείται γυναικείος. Οι άνδρες του νησιού σπανίως εκκλησιάζονται και συνήθως αυτό γίνεται σε γάμους, βαπτίσεις κ.ά. κοινωνικές περιστάσεις, οπότε πάλι περνούν τον περισσότερο χρόνο εκτός του ναού στο προαύλιο. Όταν είναι εντός του ναού οι άνδρες στέκονται στο δεξιό κλίτος, ενώ οι γυναίκες στο αριστερό (όπως άλλωστε ισχύει γενικότερα και όχι μόνον στο Καστελλόριζο, ή τουλάχιστον ίσχυε στα παλαιότερα χρόνια). Ομοίως γυναικείος χώρος θεωρείται και το νεκροταφείο[15].
Οι δρόμοι του Καστελλορίζου είναι και αυτοί χαρακτηρισμένοι ως ανδρικοί ή γυναικείοι. Στις γυναίκες ανήκει το δίκτυο των μικρών δρομίσκων δια των οποίων είναι δυνατόν να μετακινούνται -πάντοτε βιαστικά- δίχως να γίνονται αντιληπτές, για να μεταβαίνουν σε άλλους γυναικείους χώρους. Και οι άνδρες στους δικούς τους δρόμους κινούνται βιαστικά, διότι πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι επιδιώκουν κρυφή συνάντηση με γυναίκα. Η κίνηση στους δρόμους επιτηρείται συνεχώς, όχι από κάμερες ασφαλείας, αλλά από το άγρυπνο βλέμμα ηλικιωμένων –συνήθως- γυναικών που περνούν την ημέρα τους μισοκρυμμένες πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών τους[16].
Επιστρέφοντας πάλι στο Βορρά, στα μουσουλμανικά σπίτια της Θράκης τα παράθυρα είναι καφασωτά για να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη θέα από μέσα προς τα έξω των μουσουλμανίδων, δίχως αυτές να γίνονται ορατές από έξω[17], ώστε να μην είναι υποχρεωμένες να κρύβονται στο πλάι όπως οι Καστελλοριζιές.
Η νομαδική-ποιμενική παραγωγική δραστηριότητα αποτυπώνεται πλήρως στον τύπο κατοικίας των Σαρακατσάνων, που είναι αναγκασμένοι να μετακινούνται και να μένουν πολύ συχνά μακριά από τον οικισμό, στην καλύβα[18]. Έπρεπε να μετακινούνται στα διάφορα βοσκοτόπια και εκεί να διαμορφώσουν τον χώρο για την προσωρινή διαμονή αυτών και των ζώων τους. Εκτός από την ύπαρξη χόρτου για την βοσκή των ζώων, η κλίση του εδάφους για την απορροή των ομβρίων υδάτων, η προστασία από κρύους ανέμους και άλλα στοιχεία διαμορφώσεως του εδάφους, καθόριζαν ακριβώς την τοποθεσία της προσωρινής εγκαταστάσεως[19].
Οι καλύβες των Σαρακατσάνων κατασκευάζονταν από φυσικά υλικά, τα οποία οι νομάδες-ποιμένες εύρισκαν επί τόπου. Ήταν –δηλαδή- κατασκευασμένες από κορμούς δένδρων, κλαδιά και φυλλώματα, αλλά και άργιλο. Δεν χρησιμοποιούσαν τίποτε μεταφερμένο από αλλού, ούτε καν καρφιά. Οι συνδέσεις γίνονταν με φυτικά δεσίματα[20]. Καμία κατασκευή δεν θα μπορούσε να είναι πιο «οικολογική», όπως θα λέγαμε σήμερα, και πιο αρμονικά εντεταγμένη στο φυσικό περιβάλλον.
Βλέπουμε ακόμη ότι οι πύργοι της Λέσβου, είχαν κτιστεί, όχι μόνον ως θερινές κατοικίες, αλλά και για την επίβλεψη του λιομαζώματος τον χειμώνα. Τα οικοδομήματα αυτά είχαν σχέση με την συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα. Ήταν όμως κτισμένα ως αμυντικά οχυρά. Αυτό οφείλεται στο ότι σε παλαιότερες εποχές ο τόπος της Λέσβου (όπως γενικότερα του Αιγαίου) μαστιζόταν από την πειρατεία. Εφόσον οι ελαιώνες βρίσκονταν μακριά από τα προστατευμένα αστικά κέντρα, έπρεπε τα εκεί οικοδομήματα να κτιστούν ως οχυρωμένοι πύργοι για την προστασία των ιδιοκτητών και των εργατών, αλλά και της περιουσίας τους[21].
Οι πύργοι της Μάνης είχαν παρόμοια λειτουργική αξία, καθώς ήταν σε συνεχή εμπόλεμη κατάσταση είτε με τους Τούρκους, ή με τους πειρατές, είτε μεταξύ τους και έπρεπε δια των οχυρώσεων να προστατευτεί η αγροτική παραγωγή και κάθε παραγωγική δραστηριότητα[22].
Κτίσματα για την αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής, οι λεγόμενες αγροικιές, αγροικίες, κελιά, καμάρες ή αχούρια, βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την ελληνική ύπαιθρο και είναι συνήθως απλά μικρά πέτρινα δωμάτια για την φύλαξη των εργαλείων, τη συγκέντρωση της σοδειάς ή το προσωρινό στάβλισμα των ζώων[23].
Ειδική περίπτωση οικοδόμησης χώρων για την αξιοποίηση ζωικού κεφαλαίου αποτελούν οι περιστεριώνες της Τήνου, της Σίφνου και της Άνδρου, που συνιστούν περίτεχνα καλλιτεχνικά έργα, με τους ποικίλους συνδυασμούς σχημάτων από σχιστολιθικές πλάκες προς διαμόρφωση των ανοιγμάτων για τα περιστέρια[24].
Η αγγειοπλαστική ήταν μία εποχιακή δραστηριότητα στην οποία οι αγγειοπλάστες επιδίδονταν κατά τους θερινούς μήνες ενώ κατά τους χειμερινούς ασχολούνταν με τις συνηθισμένες αγροτικές ασχολίες. Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου, λ.χ. το καλοκαίρι μετέβαιναν από την αγροτική κατοικία, την αγροικιά στο τσικαλαριό, δηλαδή το αγγειοπλαστείο. Κάτι ανάλογο γινόταν και στη Λέσβο, όπου οι αγγειοπλάστες από το Μανταμάδο μετέβαιναν οικογενειακώς στα μαγαζιά του Αγίου Στεφάνου κατά τους θερινούς μήνες[25]. Η μετακίνηση ήταν αναγκαία για να βρίσκονται κοντά στην πρώτη ύλη, δηλαδή εκεί όπου υπήρχε καλής ποιότητας άργιλος και άφθονο νερό. Γι' αυτό και όταν οι Σίφνιοι αγγειοπλάστες άρχισαν δια της εσωτερικής μεταναστεύσεως να έρχονται στην περιοχή της Αττικής προτίμησαν να κατοικήσουν την περιοχή του Αμαρουσίου όπου υπήρχαν αμφότερα, αλλά ήταν και κοντά στην Αθήνα για να πωλούν τα κεραμικά τους[26].
Η οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα, όμως, απαιτεί μετακίνηση από και προς τους χώρους εργασίας, αλλά και χώρους συναλλαγών. Ο χώρος διαμορφώνεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί αυτές τις ανάγκες: πλατείες για τις συναλλαγές, δρόμοι και γεφύρια για τις μετακινήσεις, φάροι για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας και της αλιείας[27].
Η χωροθεσία των κατοικιών στη παραδοσιακή ελληνική κοινότητα φανερώνει την κοινωνική θέση των ενοίκων και συχνά την οικογενειακή σχέση των γειτόνων μεταξύ τους. Το σπίτι στο Καστελλόριζο αποτελεί την υλική έκφραση της έννοιας της οικογένειας. Ακόμη και η θέση των τάφων στο νεκροταφείο φανερώνει την κοινωνική θέση του ενταφιασθέντος. Το ίδιο και η θέση που στεκόταν κάποιος στην εκκλησία. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η θέση μπορούσε να γίνει αντικείμενο κληρονομιάς ή και αγοραπωλησίας. Οι ψηλοί αυλότοιχοι φανέρωναν την τάση προστασίας της οικογενείας από τα εξωτερικά βλέματα στις κοινωνίες των μουσουλμάνων της Θράκης και των Αρβανιτών. Στα νησιά του αιγαίου πελάγους, όπως η Σίφνος, οι μανδρότοιχοι ήταν χαμηλοί για να επιτρέπουν την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους. Έξω από τα σπίτια υπήρχαν πεζούλες για να κάθονται οι γυναίκες και να συζητούν.
Στον χώρο ακόμη αποτυπώνονται και οι αντιλήψεις των τοπικών κοινωνιών ως προς το φύλο. Στο Καστελλόριζο ο οικισμός ήταν χωρισμένος σε ανδρικούς και γυναικείους χώρους. Το σπίτι, η εκκλησία και το νεκροταφείο ήταν γυναικείοι χώροι. Το λιμάνι, το Δημαρχείο και το καφενείο ήταν ανδρικοί χώροι. Στις μουσουλμανικές κατοικίες της Θράκης τα παράθυρα ήταν καφασωτά για να μή φαίνονται από έξω οι γυναίκες.
Οι άνθρωποι της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας διαμόρφωναν τους χώρους καταλλήλως για τις παραγωγικές τους ανάγκες, ανάλογα και με το φυσικό περιβάλλον. Οι Σαρακατσάνοι ποιμένες έφτιαχναν καλύβες και μαντριά από κλαδιά και χόρτα για την προσωρινή διαμονή αυτών και των ζώων τους. Οι αστοί της Λέσβου οικοδομούσαν πύργους για να πηγαίνουν με ασφάλεια να παραθερίζουν και να συλλέγουν τους καρπούς των δένδρων προστατευμένοι από ληστές και πειρατές. Οι αγγειοπλάστες έστηναν τα εργαστήρια τους όπου υπήρχε αφθονία πρώτης ύλης. Δρόμοι, γέφυρες και φάροι διεκόλυναν τους ανθρώπους στις μετακινήσεις τους για όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες.
1. Βοστάνη-Κουμπά Ειρήνη, «Λέσβος», στο Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τ. 1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1982, σελ. 80-84.
2. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ελένη, «Αγγειοπλαστική» στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Άννα-Ιωάννα, Ολυμπίτου Ευδοκία, Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Β, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 161-192.
3. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ελένη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική» στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Άννα-Ιωάννα, Ολυμπίτου Ευδοκία, Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Β, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 111-158.
4. Καββαδίας Γ. Β., Σαρακατσάνοι. Μια ελληνική ποιμενική κοινωνία, Αθήνα, Εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη, 3η έκδοση 1996.
5. Νιτσιάκος Βασίλης, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1991.
6. Τσενόγλου Ελένη, «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία, τ.2, Αθήνα, 1993, σελ. 59-90.
7. Φιλιππίδης Δημήτρης, «Ιστορική Αναδρομή», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ.1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1982, σελ. 33-49.
[1] Βασίλης Νιτσιάκος, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1991, σελ. 27.
[2] Στο ίδιο, σελ. 28.
[3] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική» στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Άννα-Ιωάννα, Ολυμπίτου Ευδοκία, Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Β, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 116-117.
[4] Στο ίδιο, σελ. 32.
[5] Ελένη Τσενόγλου, «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία, τ.2, Αθήνα, 1993, σελ. 62, 70 και 73.
[6] Στο ίδιο, σελ. 80-81.
[7] Στο ίδιο, σελ. 83.
[8] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική...», ό.π., σελ. 113.
[9] Δημήτρης Φιλιππίδης, «Ιστορική Αναδρομή», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ.1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1982, σελ. 34.
[10] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική...», ό.π., σελ. 121.
[11] Στο ίδιο, σελ. 125.
[12] Στο ίδιο, σελ. 126.
[13] Ελένη Τσενόγλου, «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία, τ.2, Αθήνα, 1993, σελ. 62-64 και 66.
[14] Στο ίδιο, σελ. 70.
[15] Στο ίδιο, σελ. 71 και 79.
[16] Στο ίδιο, σελ. 71.
[17] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική...», ό.π., σελ. 127
[18] Γ. Β. Καββαδίας, Σαρακατσάνοι. Μια ελληνική ποιμενική κοινωνία, Αθήνα, Εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη, 3η έκδοση 1996, σελ. 72.
[19] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική...», ό.π., σελ. 115.
[20] Γ. Β. Καββαδίας, ό.π., σελ. 63 και 66.
[21] Ειρήνη Βοστάνη-Κουμπά, «Λέσβος», στο Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τ. 1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1982, σελ. 80-83.
[22] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική...», ό.π., σελ. 124.
[23] Στο ίδιο, σελ. 118.
[24] Στο ίδιο, σελ. 119.
[25] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αγγειοπλαστική» στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Άννα-Ιωάννα, Ολυμπίτου Ευδοκία, Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Β, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 166.
[26] Στο ίδιο, σελ. 183.
[27] Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική...», ό.π., σελ. 144-148.