Ιδιαίτερη Πατρίδα

ΡΟΔΟΣ

ΤΑ ΚΟΣΚΙΝΟΥ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Η Ρόδος, με έκταση 1400, 684 km2, είναι το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων και το τέταρτο σε έκταση νησί του Αιγαίου. Γενικότερα, είναι το τέταρτο σε έκταση νησί της Ελλάδας, ενώ ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 163.476 κατοίκους. Βρίσκεται περίπου 460 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αθήνας και 18 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τουρκίας. Η πόλη της Ρόδου είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού και του νομού Δωδεκανήσου. Το ευρύτερο Πολεοδομικό Συγκρότημα της πόλης της Ρόδου (Δήμος Ροδίων, Ιαλυσού και Καλλιθέας) έχει μόνιμο πληθυσμό περίπου 120.000 κατοίκους (απογραφή 2001), ενώ ο Δήμος Ροδίων λόγω του φαινομένου της εσωτερικής μετανάστευσης τα τελευταία χρόνια, υπολογίζεται ότι έχει περίπου 98.000 κατοίκους. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2001) ωστόσο η πόλη της Ρόδου έχει επίσημα 53.709 κατοίκους και είναι η μεγαλύτερη πόλη στο Αιγαίο πέλαγος (απογραφή 2001).

Η ιστορία της Ρόδου, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, έχει τις απαρχές της στα σκοτεινά βάθη του μύθου. Κατά τη διάρκεια αυτής μυθική περίοδο καταλήφθηκε από τους Τελχίνες, μια περίεργη φυλή λέγεται ότι είναι προικισμένη με πολλές μαγικές δυνάμεις. Οι Τελχίνες, ήταν, εκτός των άλλων, ταλαντούχοι μεταλλουργοί. Έκαναν την άρπη το περιβόητο δρεπανοειδές σπαθί του Κρόνου, καθώς και την τρίαινα του Ποσειδώνα. Λέγεται επίσης ότι έκαναν τα πρώτα χάλκινα αγάλματα των Ολύμπιων θεών. Οι Τελχίνες εκδιώχθηκαν από τη Ρόδο από τους Ηλιάδες, τα παιδιά του Ήλιου και της νύμφης Ρόδου. Οι πρώτει πραγματικοί κάτοικοι του νησιού πιστεύεται ότι ήταν οι Κάρες, ένας λαός από την απέναντι Μικρά Ασία. Τους Κάρες ακολούθησαν οι Φοίνικες, που έκαναν τη Ρόδο σημαντικό εμπορικό κέντρο. Ο Κάδμος ίδρυσε την πρώτη αποικία των Φοινίκων εκεί και επίσης εισήγαγε το πρώτο αλφάβητο. Αλλά όταν η Μινωική Κρήτη δημιουργήσει τη δική της αποικία εκεί, η Ρόδος πήρε την ευκαιρία να κάνει την εμφάνισή της στην ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου. Οι Μινωίτες ζούσαν εκεί σε συνθήκες ειρήνης για πολλούς αιώνες μέχρι νέοι άποικοι έφθασαν στο νησί. Αυτά ήταν οι Έλληνες Αχαιοί από τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, το Άργος και την Αττική. Από εκεί ερχόμενοι σύντομα είχαν εγκατασταθεί στην νέα τους πατρίδα και γύρω στο 1400 π.Χ. έστησαν ένα ισχυρό κράτος, το οποίο σύντομα επεκτάθηκε στη γειτονική Μικρά Ασία. Τους Αχαιούς με τη σειρά τους ακολούθησαν μερικούς αιώνες αργότερα οι πολεμοχαροίς Δωριείς που εισέβαλαν στην Ρόδο όπου αναπτύχθηκαν στις πόλεις της Ιάλυσος, Λίνδος, Κάμειρος και οι οποίες απέκτησαν μεγάλη δύναμη και πλούτο. Οι Ροδίτες με επικεφαλής τον Τληπόλεμο, γιο του Ηρακλή, πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με εννέα πλοία. Ο ηγέτης, όμως, των "αγερώχων Ροδίων" σκοτώθηκε στη μάχη πριν από τα τείχη της Τροίας, μαζί με το Σαρπηδόνα. Από το 1000 με 600 π.Χ. οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις του νησιού, Κάμειρος, Ιαλυσός και, πάνω απ 'όλα, η Λίνδος ίδρυσαν πολλές αποικίες στις ακτές της Μικράς Ασίας, της Σικελίας, τη Γαλλία και την Ισπανία.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Οι τρεις παραπάνω πόλεις αρχικώς διατήρησαν τη διοικητική ανεξαρτησία τους, αλλά αργότερα ενώθηκαν με τις άλλες δωρικές πόλεις, την Κώ, την Κνίδο και την Αλικαρανσό για να σχηματίσουν το λεγόμενο «Δωρική Εξάπολη, μία ένωση από έξι πόλεις με πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, που είχε την έδρα της στο ιερό του Απόλλωνα στον οικισμό του Τριοπίου κοντά στην Κνίδο. Τον 5ο και 4ο αιώνα η Ρόδος έπεσε κάτω από την κυριαρχία των Περσών μαζί με την Ιωνία και το υπόλοιπο της ακτής της Μικράς Ασίας. Οι Πέρσες απωθήθηκαν όταν οι Έλληνες διεξήγαγαν επιτυχείς πολέμους εναντίον τους. Ρόδος, στη συνέχεια, έγινε μέρος της Δηλιακής συμμαχίας κάτω από την Αθηναϊκή ηγεσία. Αργότερα, και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Ρόδιοι ήταν κατά καιρούς υπό την επιρροή των Αθηναίων και άλλοτε των Σπαρτιατῶν, αλλά τελικά πήγε με τους τελευταίους. Ενώ ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ακόμα σε εξέλιξη, και για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας, οι Ρόδιοι αποφάσισαν να ιδρύσουν μια νέα πόλη και έτσι οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις του νησιού ενώθηκαν μαζί για να δημιουργήσουν μία νέα. Έτσι, με πρωτοβουλία του Δωριέα, γιου του Διαγόρα ολυμπιονίκη, ιδρύθηκε η νέα πρωτεύουσα στη βορειοανατολική άκρη του νησιού, με το όνομα της Ρόδου. Η ίδρυσή της, το 408 π.Χ., αποδείχτηκε ορόσημο στην ιστορία του νησιού . Η πόλη, τόσο όμορφη όσο το ίδιο το νησί, ήταν ενίοτε κάτω από την επιρροή της Αθήνας και ενίοτε της Σπάρτης, μέχρι την εμφάνιση της Μακεδονίας στα ελληνικά πράγματα. Οι Ροδίτες συντάχθηκαν με τους Μακεδόνες και τους επέτρεψαν να εγκατασταθεί μακεδονική φρουρά στην πόλη. Αργότερα, κατά την πολιορκία της Τύρου, βοήθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο να την κατακτήσει. Με το διαμελισμό της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ρόδος ανέπτυξε στενές εμπορικές και πολιτικές σχέσεις με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, κάτι που ο βασιλιάς της Συρίας, ο Αντίγονος, δεν είδε με καλό μάτι, επειδή αυτοί οι δεσμοί σήμαιναν για αυτόν ότι η Ρόδος θα συμμαχήσει με την Αίγυπτο στον πόλεμο που σχεδίαζε να κηρύξη κατά του τελευταίου.

Έτσι το καλοκαίρι του 305 π.Χ. έστειλε τον γιο του, το Δημήτριο Πολιορκητή («ο Πολιορκητής») για να καταλάβει την πόλη της Ρόδου. Παρά την αριθμητική υπεροχή του Πολιορκητή, ο Ροδίτες κατάφεραν να αντισταθούν για ένα ολόκληρο έτος και να αναγκάσουν τον Δημήτριο να άρει την πολιορκία του. Γεμάτος από ντροπή έφυγε από τη Ρόδο, εγκαταλείποντας πίσω του άφθονο εξοπλισμό πολιορκίας . Οι Ροδίτες πούλησαν αργότερα αυτόν τον εξοπλισμό προκειμένου να κατασκευαστεί ο περίφημος Κολοσσός, το τεράστιο χάλκινο άγαλμα του θεού Ήλιου, ως σύμβολο της ευγνωμοσύνης τους προς τους θεούς. Μετά την καταστροφή της Τύρου, η Ρόδος έφτασε σε ανήκουστα ύψη. Η αποτυχία του Πολιορκητή να αποδυναμώσει την δύναμη της νήσου σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για τη Ρόδο, με μεγάλη εμπορική άνθηση και ανάπτυξη της ναυτιλίας σε σημείο που δεν είχε ποτέ επιτευχθεί στο παρελθόν από την πόλη. Οι Ροδίτες έθεσαν σε εφαρμογή το "Νόμον Ροδίων Ναυτικόν», ένας κώδικας του διεθνούς δικαίου, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα νομικά έγγραφα στον κόσμο (που ισχιει μέχρι σήμερα διεθνώς ως βαση του ναυτικού δικαίου).Τον νόμο αυτόν ο αυτοκράτορας Αύγουστος (63 π.Χ.-14 μ.Χ.) υιοθέτησε για ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ αργότερα ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) με διάταγμά του όρισε ότι κάθε δύσκολο πρόβλημα που αφορούσε το θαλάσσιο εμπόριο θα επιλύεται σύμφωνα με τον ροδιακό ναυτικό νόμο, «προς τον οποίο κανένας δικός μας νόμος δεν είναι αντίθετος».

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

Από το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι έκαναν εμφανή την παρουσία τους στην ανατολική Μεσόγειο, και οι Ροδίτες προσπάθησαν να έχουν καλές σχέσεις μαζί τους. Οι Ρωμαίοι, όμως, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με την ισχύ της Ρόδου και έτσι ανακήρυξαν τη Δήλο ελεύθερο λιμάνι, γεγονός που είχε αρνητική επίδραση στο ναυτικό εμπόριο της Ρόδου και ανάγκασε τους Ροδίτες να υπογράψουν συνθήκη συμμαχίας με τη Ρώμη.

Η συνθήκη αποδείχθηκε επιβλαβής για τα συμφέροντα της Ρόδου. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, οι Ροδίτες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Κάσιο στον πόλεμο εναντίον των εχθρών του. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κάσιος να επιτεθεί και να κυριεύσει τη Ρόδο το 42 π.Χ. προξενώντας τρομερές καταστροφές στο νησί και παίρνοντας μαζί του περισσότερα από 3.000 έργα τέχνης.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

Εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, τα Δωδεκάνησα και κυρίως η Ρόδος δέχτηκαν πολλές καταστροφικές επιδρομές από τους Πέρσες, τους Σαρακηνούς, τους Ενετούς, τους Γενουάτες, τους Άραβες, τους σταυροφόρους και τους Σελτζούκους Τούρκους, κυρίως. Όμως αυτή η γεωγραφική τους θέση συνέβαλε ώστε να είναι από τις πρώτες χώρες που υιοθέτησαν το χριστιανισμό. Σύμφωνα με την παράδοση, ο απόστολος Παύλος κήρυξε τη νέα θρησκεία στη Λίνδο το 58 μ.Χ. βαφτίζοντας πολλούς πιστούς.

Η Ρόδος δεν είχε άμεση επαφή με τη Δυτική Ευρώπη μέχρι τον 11ο αιώνα, όταν το 1082 οι Ενετοί απέκτησαν την άδεια να διατηρούν εμπορικό σταθμό στο λιμάνι της Ρόδου. Εκατό χρόνια αργότερα κατέπλευσαν ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος για να στρατολογήσουν άντρες για τη σταυροφορία. Οι σταυροφόροι αυτοί δεν έφτασαν ποτέ στους Άγιους Τόπους, αλλά αντίθετα έπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κυρίευσαν. Την εποχή εκείνη ο Λέων Γαβαλάς, πλούσιος γαιοκτήμονας της Κωνσταντινούπολης, αυτοανακηρύχθηκε δεσπότης της Ρόδου με τον τίτλο του Καίσαρα για να παρεμποδίσει την κατάληψη της νήσου από τους Βενετούς. Παράλληλα διεκδίκησε την ανεξαρτησία του από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Θεόδωρο Λάσκαρη.

Το 1224 ο αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Δούκας Βατατζής ανακατέλαβε την πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων και το 1261 η Ρόδος επανήλθε υπό την κυριαρχία του.

ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ

Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των ιπποτών, η Ρόδος έγινε ένα από τα ισχυρότερα νησιά της ανατολικής Μεσογείου. Κατασκεύασαν επιβλητικά κτίρια δίνοντας στη Ρόδο τη σημερινή της μορφή με τα απόρθητα τείχη, τις επιβλητικές πύλες, τις εκκλησίες με τη λατινική αρχιτεκτονική μορφή και διακόσμηση, τα νοσοκομεία και τα παλάτια.

Την περίοδο αυτή σημειώθηκε εντυπωσιακή ανάπτυξη της Ρόδου που εξελίχθηκε σε μια ισχυρή βάση των Δυτικών και σε πολύ σημαντικό λιμάνι για το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ιπποτών, μεγάλοι εμπορικοί οίκοι και τράπεζες της Φλωρεντίας άνοιξαν υποκαταστήματα, γεγονός που αποδείκνυε τη σημασία του νησιού. Οι Ιππότες παρέμειναν στη Ρόδο 213 χρόνια, μέχρι το 1522. Στις 29 Δεκεμβρίου αυτού του έτους, ο τελευταίος αρχηγός των Ιππο­τών, ο Βιλιέ ντε Ιλ Αντάμ, παρέδωσε το νησί στον Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή.

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Το νησί ήταν υπό τη διοίκηση του Καπουδάν Πασά (ο αρχηγός του στόλου), ενώ η πόλη της Ρόδου ήταν η πρωτεύουσα στο βιλαέτι του Αιγαίου.

Όσοι Έλληνες κάτοικοι της Ρόδου κατοικούσαν εντός των τειχών υποχρεώθηκαν να φύγουν από το κάστρο και να εγκατασταθουν στα περίχωρα δημιουργώντας νέο οικισμό που τον αποκαλούσαν μαράζια. Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια οι πόλεις και τα χωριά της Ρόδου, και κυρίως η Λίνδος, κατάφεραν μια αξιοπρεπή ανάπτυξη χάρη στην κτηνοτροφία, την υφαντική, την κατασκευή ασημικών και οικιακών σκευών και την αρωματοποιία.

Η τουρκική κατοχή των Δωδεκανήσων διατηρήθηκε μέχρι το 1912, όταν οι Ιταλοί με τη βοήθεια των κατοίκων κατέλαβαν τη Ρόδο. Στην αρχή η συμπεριφορά τους απέναντι στους κατοίκους ήταν πολύ καλή. Όμως με την άνοδο του φασισμού οι Ιταλοί απέκτησαν επεκτατική πολιτική και αρνήθηκαν στους Δωδεκανήσιους την αυτοδιάθεση.

Μετά την ήττα των δυνάμεων του Άξονα τα Δωδεκάνησα περιήλθαν κάτω από τη στρατιωτική διοίκηση του στρατού της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ στις 7 Μαρτίου του 1948 ενώθηκαν με την Ελλάδα σηκώνοντας την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο της Ρόδου.

Ο απελευθερωτικός αγώνας

Ακόμη και το όνομα Δωδεκάνησα, που προέρχεται από τα μεσαιωνικά χρόνια, σφυρηλατήθηκε μέσα στο μεγαλειώδη αγώνα, το Δωδεκανησιακό Αγώνα, ο οποίος συνένωσε τους νησιώτες σε κάθε γωνιά της Γης.

Οι νότιες Σποράδες, όπως ήταν η παλιά ονομασία των Δωδεκανήσων, ήταν πάντα διαφορετικά μεταξύ τους νησιά. Ποτέ δεν είχαν την ομοιογένεια των νησιών γύρω από τη Δήλο. Ισως γιατί αυτά δεν είχαν ούτε πραγματικό ούτε νοητό κέντρο. Υπήρχε η Ρόδος με τον Κλεόβουλο τον Λίνδιο, αλλά και η Κως με τον Ιπποκράτη, η Πάτμος με το μοναστήρι της Αποκάλυψης και η Σύμη με τον Πανορμίτη η Χάλκη και το Καστελόριζο με τους νεοκλασικούς οικισμούς και η Αστυπάλαια με τα λαϊκά σπίτια γύρω από το μεσαιωνικό κάστρο. η Κάσος και η Κάρπαθος με τη λύρα τους, η Κάλυμνος με την τσαμπούνα και η Λέρος με το βιολί. Είχαν όμως μια κοινή ιδεολογία: Οι νησιώτες πίστευαν ότι τα νησιά τους ήταν θραύσματα μαρμάρινων αγαλμάτων της αρχαίας Ελλάδας σκορπισμένα στην άκρη του Αιγαίου. Το είπαν ξεκάθαρα οι καθηγητές Σκεύος Ζερβός και Μιχαήλ Βολανάκης από το πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, το 1919, ενώπιον όλων των εθνών:

«Ημείς, Δωδεκανήσιοι, είμεθα 'Ελληνες και υπήρξαμεν Έλληνες από της πρώτης εμφανίσεως της ελληνικής φυλής εις τον κόσμον. Είμεθα Έλληνες από την εποχήν του Ομήρου, είμεθα Έλληνες όταν οι Μήδοι και οι Πέρσαι ήλθον να πολεμήσουν εις την Ευρώπη, είμεθα Έλληνες κατά τους χρόνους του Περικλέους. Ημείς οι Δωδεκανήσιοι είμεθα Έλληνες υπό τον ρωμαϊκόν ζυγόν, υπό τους βυζαντινούς αυτοκράτορας, υπό τον ζυγόν των Τούρκων. Ως Έλληνες επανεστατήσαμεν και εκερδίσαμεν την ελευθερίαν μας κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος. Είμεθα Έλληνες κατά τους βαλκανικούς πολέμους και Έλληνες κατά τον ευρωπαϊκόν πόλεμον, όταν με επιμονήν εζητήσαμεν συνεχώς να πολεμήσωμεν παρά το πλευρόν των Συμμάχων. Δηλώνομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι θα χαθώμεν μάλλον μέχρι του τελευταίου παρά να αναπνεύοωμεν ή να επιτρέφωμεν εις τα παιδιά μας και εις αδελφούς μας να αναπνέουν εις την Δωδεκάνησον αέρα όπου κυματίζει σημαία, που δεν είναι η σημαία η ελληνική».

Αμέσως μετά την κατάκτηση των νησιών από την Ιταλία, συνήλθε στην Πάτμο στις 17 Ιουνίου 1912 το συνέδριο των αντιπροσώπων από όλα τα νησιά, οι οποίοι, αφού ευχαρίστησαν την Ιταλία που τους απελευθέρωσε «από τον ανυπόφορον ζυγόν» των Τούρκων, διακήρυξαν τη «διακαή εθνικήν επιθυμίαν των κατοίκων των νήσων τούτων όπως ενωθούν μετά της Μητρός των Ελλάδος. 'Ετσι, άρχισε ένας επικός αγώνας στον οποίο συμμετείχαν πλούσιοι εφοπλιστές και φτωχοί μετανάστες, επιστήμονες και σφουγγαράδες. Εκτός από τα ίδια τα Δωδε­κάνησα και την Αθήνα, κέντρα του Δωδεκανησιακού Αγώνα υπήρχαν σε πολλές πόλεις της Αιγύπτου, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη. Στο Μπουένος Αιρες υπήρχε η επιτροπή αγώνα των απανταχού της Νοτίου Αμερικής Δωδεκανησίων, η οποία εξέδιδε και το δημοσιογραφικό δελτίο « Ελ Δωδεκανήσου ».

Στο υπόγειο ενός εστιατορίου στη Νέα Υόρκη το 1934 συγκροτήθηκε από κουρείς, σερβιτόρους, φοιτητές από τη Νίσυρο, την Κω και την Κάρπαθο η Δωδεκανησιακή Νεολαία Αμερικής, η οποία έδωσε ώθηση στον αγώνα στο μετέπειτα κέντρο των αποφάσεων. Έτσι, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πολίτες ιαπωνικής, γερμανικής και ιταλικής καταγωγής θεωρήθηκαν «πολίτες εχθρικής χώρας» και τους επιβλήθηκαν περιορισμοί έως και εγκλεισμοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε αυτή την κατηγορία υπέπεσαν και οι Δωδεκανήσιοι, καθώς είχαν ιταλικά διαβατήρια. Ο λόγιος από την Κάσο Νικόλαος Μαυρής -μετέπειτα πρώτος πολιτικός διοικητής της ελεύθερης Δωδεκανήσου— συνέταξε υπόμνημα προς το υπουργείο Εσωτερικών των ΗΠΑ για λογαριασμό του Εθνικού Δωδεκανησιακού Συμβουλίου, στο οποίο τεκμηρίωνε ότι οι μετανάστες από τα νησιά δεν κατάγονταν από εχθρική χώρα, αλλά σύμμαχο, δεν ήταν ϊταλοί αλλα Ελληνες. Το υπουργείο Εσωτερικών δέχτηκε τα επιχειρήματα του Νικολάου Μαυρή και εξαίρεσε τους Δωδεκανήσιους από τους περιοριστικούς όρους, αναγνωρίζοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς και την ελληνικότητα των νησιών. Αυτό είναι ένα τα δύο λιγότερο γνωστά γεγονότα που βάρυναν ιδιαίτερα στην απόφαση των συμμάχων να ενσωματωθούν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Το άλλο ήταν η επανάσταση της Καρπάθου.

Στις 5 Οκτωβρίου 1944 οι Καρπάθιοι αφόπλισαν τους Ιταλούς στρατιώτες που είχαν μείνει στο νησί και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο βράχο των Μενετών. Μία βάρκα έφυγε από το Φοινίκι, πέρασε από την Κάσο όπου έλαβε και τις υπογραφές των Κασιωτών κάτω από το ψήφισμα που εκόμιζε, και κατέπλευσε στην Αίγυπτο. Οι νησιώτες της άκρας των Δωδεκανήσων καλούσαν τις συμμαχικές δυνάμεις να έρθουν για να παραλάβουν τα ελεύθερα πλέον νησιά τους και τους Ιταλούς αιχμαλώτους, τους οποίους παρά τα τόσα χρόνια σκλαβιάς αντιμετώπισαν με κάθε σεβασμό. Πράγματι λίγες ημέρες μετά, στις 17 Οκτωβρίου 1944, τα αγγλικά αντιτορπιλικά Τερψιχόρη και Κλίβελαντ κατέπλευσαν στα Πηγάδια και στο Φρυ, ελευθερώνοντας έτσι την Κάρπαθο και την Κάσο, αρκετούς μήνες πριν απελευθερωθούν τα άλλα νησιά και τελικά αποδοθούν με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων στην Ελλάδα το 1947.

Οι κάτοικοι της Ρόδου γονατίζουν από συγκίνηση κατά την έπαρση της ελληνικής σημαίας για πρώτη φορά μετά την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα.

**********************************************************

Ιστορία Ρόδου

(με συμπληρωματικά στοιχεία της προηγουμένης)

Μυθολογία

Στον Ζ΄ Ολυμπιόνικο, αφιερωμένο στο Ρόδιο ολυμπιονίκη Διαγόρα, ο Πίνδαρος διασώζει τον θρύλο για την ανάδυση της Ρόδου από τους βυθούς του Αιγαίου: Είχαν μοιράσει τις στεριές οι θεοί και ξέχασαν να βάλουν κλήρο στον Ήλιο, που έλειπε στο καθημερινό του ταξίδι. Κι ενώ ο Δίας ήταν έτοιμος να κάμει καινούργια διανομή, ο Ήλιος δεν τον άφησε, καθώς έβλεπε ν’ ανεβαίνει από την αφρισμένη θάλασσα μια πανέμορφη εύφορη χώρα κι αυτήν ζήτησε να του δώσουν μερίδιο. Προσκάλεσε τότε ο Δίας τη χρυσόπεπλη Λάχεση για να δώσει τον όρκο, ότι η νέα χώρα θα είναι κλήρος του Ήλιου.

Το όνομα Ρόδος είναι προελληνικό. Στους αρχαίους συγγραφείς αναφέρεται με διάφορα ονόματα: Οφιούσα, Αστερία, Αιθρία, Τρινακρία, Κορυμβία, Ποήεσσα, Ατταβυρία, Μακαρία, Ολόεσσα, Ποντία, Σταδία και Τελχινίς. Τα ονόματα έχουν σχέση με το σχήμα, τη βλάστηση, το κλίμα του νησιού κλπ. Το όνομα Τελχινίς το πήρε από τους πρώτους μυθολογικούς κατοίκους της, τους Τελχίνες, περισσότερο δαίμονες παρά ανθρώπους, αλλά καλούς τεχνίτες. Την αδελφή των Τελχίνων Αλία ερωτεύτηκε ο Ποσειδώνας κι απ’ αυτήν απέκτησε θυγατέρα τη Ρόδο, που παντρεύτηκε τον Ήλιο κι έδωσε τ’ όνομά της στο ωραίο νησί. Κι έτσι μετά τους Τελχίνες, κατοίκησαν τη Ρόδο οι εφτά Ηλιάδες. Ένας απ’ αυτούς, ο Κέρκαφος, απέκτησε τρεις γιους, τον Κάμειρο, τον Ιάλυσο και τον Λίνδο, που μοίρασαν το νησί στα τρία κι έχτισε ο καθένας πόλη με τ’ όνομά του.

Λίγο πριν τη τρωική εκστρατεία βασιλεύει στη Ρόδο ο Τληπτόλεμος, γιος του Ηρακλή. Με εννιά πλοία, όπως διαβάζουμε στη Β΄ ραψωδία της Ιλιάδας, παίρνει μέρος στη πανελλήνια εκστρατεία της Τροίας.

Όπως όλοι οι αρχαίοι κοσμογονικοί μύθοι, έτσι κι οι αναφορές της αρχαίας μυθολογίας στη Ρόδο ερμηνεύουν κι αφηγούνται με τρόπο ποιητικό την γεωλογία και την προϊστορία.

Αρχαιότητα

Από τον Όμηρο μαθαίνουμε ότι στη Ρόδο υπήρχαν κατά τους αρχαιότατους χρόνους τρεις ονομαστές πόλεις, η Λίνδος, η Ιαλυσός και η Κάμειρος. Οι πόλεις αυτές, που ακμάζουν ήδη από την υστερομινωική εποχή, συνεχίζουν την ακμή τους στα μυκηναϊκά χρόνια, όπως δείχνουν οι νεκροπόλεις της Καμείρου και της Ιαλυσού, και παίρνουν νέα ζωή με την εγκατάσταση δωρικού πληθυσμού από το Άργος κατά τον ΙΑ΄ αιώνα π.Χ. Ο εκδωρισμός του πληθυσμού (στη γλώσσα, τη θρησκεία, τα έθιμα κλπ.) εισάγει τη Ρόδο στη μεγάλη δωρική οικογένεια κι οι τρεις πόλεις της, μαζί με την Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό, αποτελούν την Δωρική Εξάπολη, αμφικτιονία των Δωριέων αποίκων της Μικρασίας με θρησκευτικό κέντρο το ναό του Τριοπίου Απόλλωνος στη χερσόνησο της Κνίδου.

Αξιοποιώντας την επίκαιρη γεωγραφική θέση του νησιού τους στο σταυροδρόμι των ηπείρων και των πολιτισμών, οι Ρόδιοι επιδίδονται στη ναυτιλία και διαπρέπουν στη ναυσιπλοϊα και το εμπόριο. Τα πλοία τους οργώνουν τις θάλασσες μέχρι τα πέρατα της λεκάνης της Μεσογείου, της Προποντίδας και του Ευξείνου. Κι όπως ο πληθυσμός του νησιού πλουτίζει και πληθαίνει, ακολουθεί το μεγάλο αποικιακό ρεύμα της εποχής. Ιδρύονται μια σειρά από ροδιακές αποικίες, η Γέλα στη Σικελία (688/87 π.Χ.) η οποία στη συνέχεια ιδρύει τον Ακράγαντα (683/82 π.Χ.), η Ρόδη στην Ιβηρία, η Παρθενόπη και οι Ελπίες στην Ιταλία, οι Γυμνησίες στις σημερινές Βαλεαρίδες κ.ά.

Στους περσικούς πολέμους η Ρόδος ακολούθησε την τύχη των μικρασιατικών πόλεων που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των Περσών, και αναγκάστηκε να εκστρατεύσει μαζί με τους Πέρσες εναντίον της Ελλάδας. Μετά την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479π.Χ.), η Ρόδος απαλλάχθηκε από την φιλομηδική μερίδα και συμμάχησε με τους Αθηναίους. Οι τρεις πόλεις της και οι διάφοροι δήμοι φέρονται να καταβάλλουν στο κοινό ταμείο της Δήλου ετήσιο φόρο για τις ανάγκες του αγώνα κατά των Περσών, όπως φαίνεται από τους φορολογικούς καταλόγους των Αθηναίων.

Από πολύ νωρίς η Ρόδος έγινε ονομαστή και για τους περίφημους αθλητές της, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η οικογένεια των Διαγοριδών με τον ο Διαγόρα (για τον οποίον ο Πίνδαρος έγραψε τον Ζ΄ Ολυμπιόνικο), τους τρεις γιους του Δαμάγητο, Ακουσίλαο και Δωριέα και τους εγγονούς του Ευκλέα και Πεισίροδο.

Όταν άρχισε ο πελοποννησιακός πόλεμος (431 π.Χ.) οι Ρόδιοι βρέθηκαν στο πλευρό των Αθηναίων, παρά τους φυλετικούς δεσμούς που είχαν με τους Σπαρτιάτες. Αλλά η δωρική αριστοκρατία της Ρόδου δεν ήθελε την ηγεμονία των Αθηναίων και ζητούσε ευκαιρία να απαλλαγεί απ’ αυτήν. Οι Ερατίδες, παλιά οικογένεια στην οποίαν ανήκαν και οι Διαγορίδες, πρωτοστάτησαν στον αγώνα κατά των Αθηναίων κι ο Δωριεύς εκδηλώθηκε φανερά με το μέρος της Σπάρτης, με συνέπεια να εξοριστεί. Στα 412 π.Χ. οι φιλολάκωνες ολιγαρχικοί, επωφελήθηκαν από τις δυσμενείς για τους Αθηναίους συνθήκες του πολέμου, κατέλαβαν την εξουσία και τάχθηκαν με το μέρος των Σπαρτιατών, ανακαλώντας από την εξορία τον Δωριέα.

Κι αφού η ολιγαρχική μερίδα επιβλήθηκε στο νησί, ρίχτηκε η ιδέα να συνενωθούν οι τρεις παλιές πόλεις του νησιού σε μια νέα πόλη. Σε τρία χρόνια από τότε, το έτος 408 π.Χ., η συνένωση έγινε πραγματικότητα και χτίστηκε η μεγαλόπρεπη πόλη της Ρόδου στο ΒΑ άκρο του νησιού. Η αρχαία Ρόδος χτίστηκε με το ιπποδάμειο σύστημα, δηλ. το σύστημα με το οποίο ο Μιλήσιος Ιππόδαμος είχε χτίσει τον Πειραιά και τους Θουρίους.

Κι από τότε η ιστορία του νησιού ταυτίζεται με την ιστορία της πόλης της Ρόδου. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα μαθαίνουμε ότι οι πόλεις της Ιαλυσού και της Καμείρου κατοικούνταν μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, ενώ η Λίνδος δεν ερημώθηκε ποτέ κι η σημερινή ομώνυμη κώμη είναι η αδιάσπαστη συνέχεια της αρχαίας πόλης. Από τους αρχαίους συγγραφείς μαθαίνουμε ακόμη ότι εκτός από τις κεντρικές πόλεις υπήρχαν κι άλλες μικρότερες κώμες και οικισμοί.

Η καινούργια πόλη περικλειόταν με τείχος, είχε πέντε λιμάνια, θαυμάσιους δρόμους, άλση, ναούς, δημόσια κτίρια, γυμναστήρια, μνημεία, αγάλματα κλπ. Σύντομα έγινε σπουδαίο εμπορικό κέντρο και μια από τις πλουσιότερες και τις πιο ονομαστές πόλεις του ελληνικού κόσμου. Ξεκίνησε με πνεύμα ολιγαρχικό, αλλά στη συνέχεια, μετά την αποτίναξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας, ο «δάμος Ροδίων» ή «σύμπας δάμος» είχε δημοκρατικό πολίτευμα με Βουλή και Εκκλησία και με αιρετούς άρχοντες και ιερείς, που έφεραν τις επωνυμίες «πρυτάνεις» και «μαστροί», ενώ επώνυμος άρχων ήταν ο ιερέας του Ηλίου, που εκλεγόταν κάθε χρόνο με κλήρωση. Τα ψηφίσματα γράφονται στη δωρική γλώσσα κι οι θρησκευτικές γιορτές έχουν δωρική προέλευση και μοιάζουν με τις σπαρτιατικές. Η ανεπτυγμένη ναυτιλία γέννησε την ανάγκη για ναυτικούς νόμους κι έτσι γεννήθηκε ο περίφημος «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», κώδικας που τον συμπεριέλαβαν στις κωδικοποιήσεις της νομοθεσίας τους οι Ρωμαίοι και στη συνέχεια οι βυζαντινοί.

Το 377 π.Χ. η Ρόδος προσχωρεί στη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία, η οποία όμως δεν άργησε να διαλυθεί κι ακολούθησε ο λεγόμενος «συμμαχικός πόλεμος» ανάμεσα στην Αθήνα από τη μια μεριά και στη Ρόδο, Κω και Χίο, πρώην συμμάχους της, από την άλλη. Με τη σύναψη ειρήνης όλες οι εμπλεκόμενες πόλεις διατήρησαν την ελευθερία τους, όμως η ελευθερία της Ρόδου δεν κράτησε πολύ. Ο Μαύσωλος, δυνάστης της Αλικαρνασσού, μαζί με τους ολιγαρχικούς της Ρόδου κατόρθωσε να επεκτείνει την επιρροή του μέχρι τη Ρόδο καταλύοντας τη δημοκρατία. Η προσπάθεια των Ροδίων να απαλλαγούν από την ολιγαρχική διακυβέρνηση στα χρόνια της Αρτεμισίας, η οποία διαδέχθηκε τον Μαύσωλο, απέτυχε (351 π.Χ.). Τέλος, εκμεταλλευόμενοι τη διαμάχη που ακολούθησε τον θάνατο του Ιδριέα, αδελφού του Μαυσώλου (351-344/43 π. Χ.), οι Ρόδιοι έδιωξαν την καρική φρουρά κι επανέκτησαν την ελευθερία τους.

Στα χρόνια της σταδιακής επέκτασης της μακεδονικής επιρροής στον ελληνικό κόσμο οι Ρόδιοι διατηρούν αρχικά ελευθερία κινήσεων, αλλά στη συνέχεια δέχονται από το 334 π.Χ. μακεδονική φρουρά στη Ρόδο, ενώ πολλούς Ροδίους στρατιωτικούς συναντάμε να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου είτε με το μέρος των Περσών είτε με το μέρος των Μακεδόνων.

Ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι

Το 321 π.Χ., μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη φρουρά κι αποτίναξαν τη μακεδονική κυριαρχία.

Στους πολέμους που ακολούθησαν ανάμεσα στους επιγόνους του Αλεξάνδρου η Ρόδος διατήρησε τις καλές σχέσεις που είχε από παλιά με την Αίγυπτο, βασίλειο τώρα των Πτολεμαίων, κι αυτό προκάλεσε την εκστρατεία εναντίον της του Δημητρίου του Πολιορκητή, γιου του Αντιγόνου, που επεδίωκε να κάμει τη Ρόδο ορμητήριο εναντίον των βασιλέων της Αιγύπτου. Ο Δημήτριος με ισχυρό στρατό και στόλο πολιόρκησε τη Ρόδο το 305 π.Χ. Η πολιορκία κράτησε ένα χρόνο και σ’ αυτό το διάστημα οι Ρόδιοι έδειξαν εξαιρετική ανδρεία. Τέλειωσε με συνθήκη ανάμεσα στους αντιπάλους το 304 π.Χ., σύμφωνα με την οποία η Ρόδος διατηρούσε την αυτονομία της. Με τα χρήματα που πήραν από την εκποίηση των πολιορκητικών μηχανών, που τους άφησε ο Δημήτριος, οι Ρόδιοι έστησαν το περίφημο άγαλμα του θεού Ηλίου, τον Κολοσσό, που φιλοτέχνησε (304-292 π.Χ.) ο Χάρης ο Λίνδιος, μαθητής του Λυσίππου.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Ρόδος έφτασε στο απόγειο της δύναμής της. Η καταστροφή της Τύρου και η ίδρυση της Αλεξάνδρειας ευνόησαν την ναυτική και εμπορική ανάπτυξη της Ρόδου και τα νομίσματά της κυκλοφορούσαν στα πέρατα της οικουμένης. Η πολιτική που ακολούθησε η πόλη ήταν αυτή που επιβάλλονταν κάθε φορά από τα οικονομικά και εμπορικά της συμφέροντα. Κατορθώνει τις περισσότερες φορές να μένει ουδέτερη στους συνεχείς πολέμους και τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα ελληνιστικά κράτη και γίνεται από όλους σεβαστή.

Το έτος 227/26 π.Χ. ένας φοβερός σεισμός προκαλεί τεράστιες καταστροφές στη Ρόδο. Τότε έπεσε και το άγαλμα του Κολοσσού. Η συμφορά που έπληξε την ευημερούσα πόλη συγκίνησε όλες τις πόλεις και τους δυνάστες κι από παντού έφτασε βοήθεια, έτσι που πολύ σύντομα οι Ρόδιοι κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν την πόλη και να της ξαναδώσουν την παλιά της αίγλη. Ξαναγίνεται ισχυρή ναυτική δύναμη και συμμαχώντας με τα γύρω νησιά και αντιμετωπίζουν με επιτυχία τους πειρατές.

Όταν ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας επιχειρεί να επεκτείνει την κυριαρχία του στο Αιγαίο και στην Μικρά Ασία, οι Ρόδιοι συμμαχούν με τον Άτταλο της Περγάμου και στη συνέχεια με τους Ρωμαίους (200 π.Χ.) για να τον αντιμετωπίσουν. Με τους Ρωμαίους συνέπραξαν οι Ρόδιοι και εναντίον του Αντιόχου Γ΄ της Συρίας (192-189 π.Χ.) και πήραν από τους Ρωμαίους, ως αμοιβή για τις εκδουλεύσεις αυτές, την κυριαρχία στην Καρία και τη Λυκία (Περαία των Ροδίων). Όμως κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στους Ρωμαίους και στον βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, γιο του Φιλίππου Ε΄, η επαμφοτερίζουσα στάση των Ροδίων, οφειλόμενη και στη διαμάχη των πολιτικών φατριών, επηρέασε αρνητικά τις σχέσεις με τους Ρωμαίους, που ήδη είχε αναλάβει ρόλο ουσιαστικού ρυθμιστή των πραγμάτων του ελληνικού κόσμου. Οι πόλεις της Λυκίας και Καρίας που είχαν δοθεί στη Ρόδο, ανακτούν την ανεξαρτησία τους με απόφαση της Συγκλήτου (167 π.Χ.). Και η συμφωνία που συνάπτεται με τους Ρωμαίους το 164 π.Χ. υποχρεώνει τη Ρόδο να έχει τους ίδιους φίλους και τους ίδιους εχθρούς με τη Ρώμη. Κι έτσι στον Μιθριδατικό πόλεμο (88 π.Χ.) η Ρόδος στάθηκε πιστή σύμμαχος των Ρωμαίων και αντιστάθηκε με επιτυχία στην πολιορκία της από τον Μιθριδάτη.

Κατά τον ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα, οι Ρόδιοι τάχθηκαν με το μέρος του Αντωνίου και του Οκταβίου. Οργισμένος ο Κάσσιος κατέλαβε τη Ρόδο το 42 π.Χ. και πήρε πλήθος από λάφυρα, λεηλατώντας ακόμη και τα ιερά των θεών. Στη Ρώμη μεταφέρθηκαν πλήθος από ροδιακά καλλιτεχνήματα. Από την καταστροφή αυτή η Ρόδος δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει, ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά. Έμενε πάντα μια υπολογίσιμη δύναμη στην ανατολή, όμως το παλιό μεγαλείο της είχε περάσει. Διατηρούσε μια τυπική ανεξαρτησία και οικονομική ευεξία, στην ουσία όμως ήταν δορυφόρος της Ρώμης.

Το έτος 155 μ.Χ. μεγάλος σεισμός κατέστρεψε τελείως τις πόλεις της Ρόδου και της Κω. Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-163 μ.Χ.) βοήθησε για την ανοικοδόμηση, όμως το μεγάλο κακό δεν μπόρεσε να επανορθωθεί κι η Ρόδος έφτασε στην παρακμή και τον μαρασμό. Μα πέρα από τις καταστροφικές συνέπειες του σεισμού στη Ρόδο, η παρακμή είναι γενικότερο φαινόμενο σ’ όλες τις άλλοτε ένδοξες πόλεις του ελληνισμού. Βρισκόμαστε στο τέλος του αρχαίου κόσμου.

Στα χρόνια που ακολουθούν η αυτονομία της Ρόδου καταργείται. Ενσωματώνεται στην Επαρχία των Νήσων, της οποίας πρωτεύουσα γίνεται στα χρόνια του Διοκλητιανού (279 μ.Χ.).

Γράμματα και τέχνες στην αρχαία Ρόδο

Την μακραίωνη οικονομική και πολιτική ακμή της Ρόδου συνοδεύει η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών. Από τον Ζ΄ προχριστιανικό και μέχρι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες η Ρόδος αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού. Έχει ονομαστά σχολεία και σχολές και δαπανά μεγάλα ποσά για τη μόρφωση των νέων. Αναδεικνύει εξαίρετους ποιητές, λογίους, επιστήμονες και καλλιτέχνες, ενώ δεν είναι λίγοι οι ξένοι που έρχονται είτε να σπουδάσουν είτε να διδάξουν και να δημιουργήσουν στη Ρόδο.

Από τα τέλη του Ζ΄ αιώνα π.Χ. αναφέρονται οι επικοί ποιητές Πισίνους ή Πεισίνος από τη Λίνδο και Πείσανδρος από την Κάμειρο. Τον ΣΤ΄ αιώνα π.Χ. ακμάζει ο Κλεόβουλος, τύραννος της Λίνδου, που συναριθμείται στους εφτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Ποιήτρια ήταν και η κόρη του Κλεοβούλου Κλεοβουλίνη. Άλλοι ποιητές είναι ο Τιμοκρέων από την Ιαλυσό, ο Ανθέας ο Λίνδιος, ο Αναξανδρίδης από την Κάμειρο, ο Αντιφάνης, ο Ανταγόρας, ο Σιμίας, ο Δωσιάδας κ.ά. ενώ ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, καταγόμενος από την Ναύκρατι της Αιγύπτου υπήρξε ονομαστός ποιητής, φιλόλογος και ρήτορας του Γ΄ αιώνα π.Χ. και έγραψε το έπος «Αργοναυτικά».

Σημαντική θέση στα ροδιακά γράμματα κατέχουν οι φιλόλογοι κι οι γραμματικοί, όπως ο Καλλίξενος, ο Τιμαχίδας, ο Αγνοκλής, ο Αριστοκλής κ.ά.

Από τους ιστορικούς συγγραφείς ξεχωρίζουν ο Εργίας, ο Σωσικράτης, ο Κάστωρ, ο Σωκράτης ο Ρόδιος, ο Ευαγόρας ο Λίνδιος, ο Διονύσιος, ο Διοκλής, ο Ζήνων, ο Σωσικλής κ. ά.

Κατά τον Δ΄ αιώνα π.Χ. βρέθηκε στη Ρόδο εξόριστος ο ρήτορας Αισχίνης, που ίδρυσε έξω από την πόλη, σε κατάφυτο μέρος, σχολή στην οποία δίδασκε τη ρητορική τέχνη. Η σχολή απέκτησε μεγάλη φήμη συνέχισε τη λειτουργία της και στους μεταχριστιανικούς χρόνους και σπούδαζαν σ’ αυτήν όχι μόνο Έλληνες αλλά και Ρωμαίοι και Ασιάτες.

Αλλά και η φιλοσοφία άκμασε στη Ρόδο. Ο Εύδημος ο Ρόδιος, μαθητής του Αριστοτέλη, δίδαξε στη Ρόδο την «περιπατητική φιλοσοφία». Στα ελληνιστικά χρόνια εμφανίζεται ο μεγάλος φιλόσοφος Παναίτιος ο Ρόδιος (185-110 π.Χ.), θεμελιωτής της Μέσης Στοάς, οι μαθητές του Εκάτων ο Ρόδιος και Ποσειδώνιος από την Απάμεια (135-51 π.Χ.), ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος κ.ά.

Στη Ρόδο καλλιεργήθηκαν και οι θετικές επιστήμες, η αστρονομία, η γεωγραφία, η φυσική, τα μαθηματικά, η ιατρική. Ο Ίππαρχος από τη Νίκαια έζησε πολλά χρόνια στη Ρόδο. Ο Γέμινος, Ρόδιος, στωικός, υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός κι ο Τιμοσθένης έγγραψε συγγράμματα για τα φυσικά φαινόμενα και τη γεωγραφία.

Επιφανείς Ρωμαίοι είχαν έλθει στη Ρόδο για ανώτερη μόρφωση και πνευματική συναναστροφή, κι ανάμεσά τους ο Τιβέριος Γράκχος, ο Σκιπίων Αμιλιανός, ο Κικέρων, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος, ο Λουκρήτιος, ο Βρούτος, ο Κάσσιος, ο Κάτων ο νεότερος κλπ. Αλλά και Έλληνες συγγραφείς της εποχής επισκέπτονται τη Ρόδο και γράφουν γι’ αυτήν με θαυμασμό, όπως ο Στράβων, ο Δίων Χρυσόστομος, ο Λουκιανός, ο Αίλιος Αριστείδης κ. ά.

Ανάλογη υπήρξε και η ανάπτυξη των τεχνών. Πλήθος από αγγεία μυκηναϊκά, γεωμετρικά, ανατολίζοντα κλπ. μαρτυρούν την ανάπτυξη της κεραμικής και αγγειοπλαστικής τέχνης από τους αρχαιότατους χρόνους, ενώ κατά τον Ζ΄ αιώνα π.Χ. δημιουργείται ροδιακός ρυθμός αγγείων, που διαδόθηκε και σε άλλους τόπους.

Το πλήθος των αγαλμάτων, που όπως μαρτυρούν οι συγγραφείς, κοσμούσαν τη Ρόδο, μαρτυρεί την μεγάλη παράδοση γλυπτικής τέχνης και σώζονται σπουδαία δείγματα υψηλής τέχνης. Το ονομαστότερο από τα αγάλματα ήταν ο χάλκινος Κολοσσός, άγαλμα του θεού Ήλιου, ένα από τα επτά «θαύματα» του αρχαίου κόσμου. Είχε ύψος 31 περίπου μέτρα. Ο Κολοσσός έπεσε με το σεισμό του 227/26 π.Χ. και στα 653 μ.Χ., όταν κατέλαβε τη Ρόδο ο Μωαβίας, πούλησε το άγαλμα για χαλκό.

Στα ελληνιστικά χρόνια η γλυπτική τέχνη στη Ρόδο φτάνει στη μέγιστη ακμή της με εξαιρετικά δείγματά της τον Φαρνέσιο Ταύρο και το περίφημο σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, που φιλοτέχνησαν οι Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Αθηνόδωρος και Πολύδωρος.

Αξιόλογη υπήρξε και η ανάπτυξη της ζωγραφικής, της αγγειογραφίας και της τέχνης των ψηφιδωτών.

Βυζαντινοί χρόνοι

Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Ρόδο κατά τον Α΄ μ.Χ. αιώνα και κατά το δεύτερο μισό του Γ΄ μ.Χ. αιώνα μαρτυρείται οργανωμένη εκκλησία. Την πρώιμη ακμή του χριστιανισμού μαρτυρούν οι πολλές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, ενώ αναφέρονται επίσκοποι της Ρόδου, που πήραν μέρος στις οικουμενικές συνόδους. Με την τελική επικράτηση του Χριστιανισμού και την δίωξη της αρχαίας θρησκείας πολλά αρχαία μνημεία καταστράφηκαν, πολλοί ναοί των θεών μετατράπηκαν σε χριστιανικούς, ενώ πολλά έργα τέχνης μεταφέρθηκαν για να κοσμήσουν την Κωνσταντινούπολη όταν ορίστηκε νέα πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους. Η Ρόδος είναι πια μια επαρχιακή πόλη. Το νησί παίρνει ένα χαρακτήρα γεωργικό και ποιμενικό κι οι ιστορικοί ελάχιστες πληροφορίες μας δίνουν, μια και το ενδιαφέρον τους στρέφεται αποκλειστικά σχεδόν προς το διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας.

Στα 344/45 μ.Χ. έγινε στη Ρόδο μεγάλος σεισμός κι ακόμα μεγαλύτερος το 515 μ.Χ., που προκάλεσε τεράστιες καταστροφές.

Η Ρόδος ανήκει στην Επαρχία των Νήσων (ή Επαρχία των Κυκλάδων) και στη συνέχεια στο ναυτικό θέμα των Καραβησιάνων, που αργότερα ονομάστηκε θέμα των Κιβυραιωτών, παίρνοντας το όνομά του από την πόλη Κίβυρα της Παμφυλίας.

Το έτος 469-470 μ.Χ. η Ρόδος λεηλατείται από την ορεινή φυλή των Ισαύρων της Κιλικίας. Το 620 μ.Χ. την καταλαμβάνουν και την λεηλατούν οι Πέρσες του Χοσρόη Β΄. Και λίγο αργότερα αρχίζουν οι αραβικές επιδρομές, που για αιώνες θα αποτελέσουν συνεχή μάστιγα για τους πληθυσμούς του Αιγαίου.

Το 653 μ.Χ. στην μεγάλη επιχείρηση του Μωαβία κατά της Κωνσταντινούπολης, ο ύπαρχός του Αβουλαβάρ καταλαμβάνει τη Ρόδο. Τότε πουλήθηκε κι ο πεσμένος Κολοσσός. Με την ήττα των Αράβων η Ρόδος περιέρχεται ξανά στους Βυζαντινούς, αλλά λεηλατείται και πάλι κατά τη δεύτερη εκστρατεία των Αράβων κατά της Πόλης το 717-18 μ.Χ. Μετά την απομάκρυνση των Σαρακηνών η Ρόδος γνωρίζει καινούργια ακμή.

Κατά τον Η΄ μ Χ. αιώνα τα νησιά κι οι παράλιες πόλεις μαστίζονται από τις επιδρομές των καραβιών του περίφημου Σελτζούκου Χαλίφη των Αββασιδών Αρούν Αλ Ρασίντ, που λεηλατεί τη Ρόδο το έτος 807 μ.Χ., παίρνοντας αιχμαλώτους και λάφυρα. Η Ρόδος υφίσταται νέες επιδρομές και λεηλασίες στα χρόνια του Μαμούν, διαδόχου του Αρούν.

Με την απομάκρυνση των Αράβων από τις ελληνικές θάλασσες τον Η΄ μ.Χ. αιώνα, ανοίγει ο δρόμος για τη διείσδυση των Δυτικών. Η Βενετία, η Γένοβα κι άλλες ιταλικές πόλεις ευνοημένες από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, που ήθελαν τη συμμαχία τους, απέκτησαν σημαντική δύναμη στα πράγματα της Ανατολής. Την ίδια εποχή η πειρατεία ακμάζει στο Αιγαίο και η Ρόδος υποφέρει από πειρατικές επιδρομές Τούρκων ή Δυτικών. Το 1089 ο τούρκος πειρατής Τζαχάς καταλαμβάνει τη Ρόδο κι άλλα νησιά και τα κρατά μέχρι το 1092.

Πολλά δεινά υποφέρει η Ρόδος στα χρόνια των Σταυροφοριών. Λόγω της θέσης της σε σχέση με την Παλαιστίνη, γίνεται το μήλο της έριδος ανάμεσα στους Βενετούς, τους Πισάτες και τους Γενουάτες, που βρίσκουν κάθε φορά το νησί εύκολη λεία και το λεηλατούν.

Το 1204, όταν οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν το βυζαντινό κράτος, ο διοικητής της Ρόδου Λέων Γαβαλάς θέλοντας να προλάβει την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς, ανακηρύσσει τον εαυτό του κληρονομικό ηγεμόνα της Ρόδου (1204-1240) υπό την επικυριαρχία του ελληνικού βασιλείου της Νικαίας. Δεν άργησε, όμως, να αποτινάξει την επικυριαρχία και να συμμαχήσει με τους Βενετούς, γεγονός που έγινε αφορμή να ξεσπάσουν πόλεμοι, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η βίαιη ανάκτηση της Ρόδου από τους αυτοκράτορες της Νικαίας και στη συνέχεια της Κωνσταντινούπολης. Τον Λέοντα Γαβαλά διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιωάννης, πιστός στον αυτοκράτορα, στα χρόνια του οποίου οι Γενουάτες κατέλαβαν τη Ρόδο (1248) για σύντομο χρονικό διάστημα. Μετά τον θάνατο του Ι. Γαβαλά το 1250 η Ρόδος περιήλθε οριστικά στον αυτοκράτορα της Νικαίας.

Στα 1282 βρίσκουμε αυθέντες της Ρόδου τους γενουάτες εμποροκουρσάρους αδελφούς Ανδρέα και Λουδοβίκο Μορέσκο, που όμως φέρονται ως υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα. Στη διένεξη των Μορέσκο με τους Βενετούς, οι Ιππότες του αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, οι ονομαζόμενοι Νοσοκόμοι, που είχαν διωχθεί από την Παλαιστίνη μετά τις νίκες των Μουσουλμάνων και βρίσκονταν στην Κύπρο των Λουζινιάν, κατόρθωσαν να πάρουν τη Ρόδο το 1309.

Ιπποτοκρατία

Οι «Ιππότες της Ρόδου» όπως ονομάστηκαν, κράτησαν τη Ρόδο για δυο αιώνες και περισσότερο (1309-1522). Κατέλαβαν και τα γύρω νησιά Χάλκη, Σύμη, Τήλο, Κω, Κάλυμνο και Λέρο και στα χρόνια τους η Ρόδος αποτέλεσε προμαχώνα του χριστιανικού κόσμου ενάντια στην τουρκική πλημμυρίδα.

Ήδη από το 1310, αμέσως μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιππότες, ο Οσμάν, πρώτος σουλτάνος του νέου τουρκικού κράτους, πολιόρκησε τη Ρόδο, χωρίς να κατορθώσει να την καταλάβει. Ανεπιτυχή εκστρατεία εναντίον της Ρόδου πραγματοποίησε κι ο πρίγκιπας Ορχάν, γιος και διάδοχος του Οσμάν.

Οι Ιππότες ήσαν χωρισμένοι σε οκτώ «γλώσσες» (της Γαλλίας, της Προβηγκίας, της Ωβέρνης, της Ιταλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Αραγωνίας και της Καστίλλης). Κάθε γλώσσα είχε το κατάλυμά της κι οι αρχηγοί των Γλωσσών αποτελούσαν το Συμβούλιο του Μεγάλου Μαγίστρου.

Οι Ιππότες κατασκεύασαν πάνω στα ερείπια της παλιάς οχύρωσης ισχυρά τείχη που αγκαλιάζουν ημικυκλικά την πόλη, άνοιξαν έξω απ’ αυτά βαθιά και πλατιά τάφρο και σήκωσαν προμαχώνες, πύργους και επάλξεις. Το φρούριο αυτό και η ανδρεία των Ιπποτών έκαμαν για πολλά χρόνια τη Ρόδο απόρθητη. Οι Μάγιστροι τηρούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στους ντόπιους ορθοδόξους Έλληνες, για να τους έχουν συμμάχους στον πόλεμο, φρόντισαν όμως να αποκόψουν κάθε δεσμό τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η κατάληψη της Σμύρνης με τη συμμαχία κι άλλων λατινικών δυνάμεων (1334), η ναυμαχία της Ίμβρου (1347) όπου ηττήθηκε ο τουρκικός στόλος, επιδρομή κατά της Αλεξάνδρειας (1365), επιδρομή στα παράλια της Συρίας και Μικρασίας (1376) κλπ. είναι μερικά μόνο από τα τολμηρά ανδραγαθήματα των Ιπποτών κατά των Τούρκων. Με συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις, επιδρομές σε νησιά και παράλια, εμπρησμούς και πειρατική δράση οι Ιωαννίτες Ιππότες αποτελούν μια συνεχή ρωμαλέα αντίσταση του δυτικού χριστιανικού κόσμου κατά της οθωμανικής επέκτασης.

Τα έτη 1440 και 1444 οι Τούρκοι προσπαθούν χωρίς επιτυχία να καταλάβουν τη Ρόδο, ενώ το 1457 λεηλατείται το χωριό Αρχάγγελος και αιχμαλωτίζονται όλοι σχεδόν οι κάτοικοί του. Στα 1480 ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής στέλλει ισχυρό στρατό και στόλο υπό τον Μεσίχ πασά Παλαιολόγο εναντίον της Ρόδου. Παρά τις συνεχείς επιθέσεις και το σφοδρό βομβαρδισμό του φρουρίου οι Τούρκοι πολιορκητές αναγκάζονται να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν άπρακτοι.

Στα 1481 ισχυρός σεισμός που συνοδεύεται από παλιρροιακό κύμα και καταρρακτώδη βροχή προκαλεί στη Ρόδο μεγάλες καταστροφές. Στα 1498-1500 φοβερή επιδημία πανώλης αποδεκατίζει τον πληθυσμό. Είναι αυτή που μας περιγράφει ο ρόδιος ποιητής Εμμανουήλ Λιμενίτης – Γεωργιλάς στο «Θανατικό της Ρόδου».

Στα χρόνια που ακολουθούν η ροδιακή ύπαιθρος όλο και συχνότερα δέχεται τις επιδρομές και τις λεηλασίες από τα πληρώματα του τουρκικού στόλου, ενώ οι Ιππότες πραγματοποιούν συχνές πειρατικές επιδρομές στα μουσουλμανικά πλοία και στα ελεγχόμενα από τους μουσουλμάνους νησιά και παράλια σ’ ολόκληρη την έκταση της Ανατολικής Μεσογείου.

Το καλοκαίρι του 1522 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής πραγματοποιεί μεγάλη εκστρατεία κατά της Ρόδου. Οι Ιππότες βοηθούμενοι και από τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό αντιτάσσουν ηρωική αντίσταση, όμως στο τέλος αναγκάζονται να υποκύψουν λόγω της φθοράς των τειχών, της κατάχωσης της τάφρου και της έλλειψης κάθε επικουρίας από τις δυτικές δυνάμεις. Στις 23 Δεκεμβρίου 1521 υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης. Οι Ιππότες βγήκαν και έφυγαν με τιμές και μαζί τους έφυγαν 4 -5.000 Ρόδιοι.

Μεσαιωνικός πολιτισμός της Ρόδου

Την υποτυπώδη αυτοδιοίκηση και κοινοτική οργάνωση που έχει η Ρόδος στα βυζαντινά χρόνια, διατηρεί σε σημαντικό βαθμό και με το φεουδαρχικό σύστημα στα χρόνια των Ιπποτών. Παρά την εγκατάσταση Ευρωπαίων που μιλούν διάφορες γλώσσες, Εβραίων και Τούρκων, ο λαός μιλά την ελληνική γλώσσα και διατηρεί τις ελληνορθόδοξες εκδηλώσεις του. Η Ρόδος στα χρόνια των Ιπποτών γίνεται ένα πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο, απ’ όπου περνούν τα εμπορεύματα της Ανατολής προς τη Δύση και αντίστροφα, ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχεί σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα αλλά και της Τουρκοκρατίας η γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή.

Η πνευματική ζωή της μεσαιωνικής Ρόδου δεν μπορεί ασφαλώς να συγκριθεί με το αρχαίο πνευματικό μεγαλείο της, όμως καθ’ όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων και των χρόνων της Ιπποτοκρατίας δεν έλειψαν οι πνευματικές μορφές. Απ’ αυτούς να αναφέρουμε τον συναξαριστή μοναχό Ιωάννη τον Ρόδιο, που έζησε τον Η΄ μ.Χ. αιώνα, τον λόγιο κληρικό Κωνσταντίνο τον Λίνδιο που έζησε τον Ι΄ αιώνα που έγραψε το ποίημα «Έκφρασις του Ναού των Αγίων Αποστόλων» και διάφορα επιγράμματα και τον Εμμανουήλ Γεωργιλλά ή Λιμενίτη που έζησε στα τέλη του ΙΕ΄ αιώνα στον οποίον αποδίδονται διάφορα ποιήματα και το περίφημο «Θανατικόν της Ρόδου», όπου διεκτραγωδείται η πανώλης του 1498. Εξαίρετο δείγμα της πρώιμης λαϊκής και λαϊκότροπης νεοελληνικής ποίησης είναι τα περίφημα «Ερωτοπαίγνια», έργο άγνωστου ποιητή, που κατά τη γνώμη των ερευνητών της λογοτεχνίας, δεν μπορεί να γράφτηκε αλλού από την ιπποτοκρατούμενη Ρόδο.

Από την βυζαντινή εποχή σώζονται άφθονες εκκλησίες τόσο στα χωριά όσο και στην πόλη της Ρόδου. Μοναδικό για τον ελληνικό χώρο μνημειακό σύνολο από την εποχή της Φραγκοκρατίας στη Ρόδο είναι η Παλιά Πόλη με τα τείχη, την τάφρο, τις εκκλησίες και τα άλλα ιπποτικά μνημεία.

Τουρκοκρατία

Ο μητροπολίτης Ευθύμιος προσπάθησε για την ανακατάληψη της Ρόδου από τους Χριστιανούς, αλλά προδόθηκε και εκτελέστηκε μαζί με πολλούς άλλους.

Μόλις οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Ρόδου, μετέβαλαν τους κυριότερους ναούς σε τεμένη και κατοίκησαν μέσα στην πόλη, όπου επέτρεψαν και στους Εβραίους να κατοικούν σε ειδική συνοικία. Οι Έλληνες τεχνίτες ή έμποροι μόνο τη μέρα έμπαιναν στο φρούριο της Παλιάς Πόλης κι έβγαιναν το βράδυ, χωρίς να έχουν δικαίωμα να διανυκτερεύουν. Κι αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια της Ιταλοκρατίας. Ο ελληνικός πληθυσμός απαλλάχτηκε από το παιδομάζωμα και δεν αναφέρονται ομαδικές εξισλαμίσεις πληθυσμών. Κι έτσι ο πληθυσμός της υπαίθρου της Ρόδου διατηρήθηκε ελληνικός σχεδόν στο σύνολό του.

Με την τουρκική κατάκτηση η Ρόδος οδηγείται για άλλη μια φορά σε παρακμή. Σταματά το εμπόριο και η ναυτιλία, οι αγροί είναι κατεστραμμένοι, σχολεία δεν υπάρχουν και μόνο οι παπάδες μάθαιναν τα λιγοστά «κολλυβογράμματα» για να μπορούν να διαβάζουν και να ψάλλουν στην εκκλησία.

Η Ρόδος για ορισμένα χρονικά διαστήματα υπήρξε πρωτεύουσα βιλαετιού, συνήθως όμως ήταν «σαντζάκ» υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά. Υπάγεται στο κανονικό διοικητικό σύστημα της οθωμανικής επικράτειας, σε αντίθεση με τα προνομιούχα νησιά «μακτού», και απολαμβάνει τα γενικά προνόμια που είχε παραχωρήσει στους υπόδουλους ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής. Ο μητροπολίτης εκτός από τον κλήρο ελέγχει την παιδεία, την αυτοδιοίκηση και τα δικαστήρια, αποτελώντας έτσι το εθνικό κέντρο των Ελλήνων, ενώ οι κοινότητες αναπτύσσουν σημαντική δράση και κρατούν ενωμένο το λαό. Απαλλαγμένη από την πίεση των Δυτικών η Ρόδος ανήκει και πάλι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Κατά την επανάσταση του 1821, η ύπαρξη τουρκικών στρατευμάτων, τουρκικού πληθυσμού και φρουρίων εμπόδισαν τη Ρόδο (όπως και την Κω) να επαναστατήσει, όπως τα άλλα νησιά, ενώ το κίνημα που ετοίμαζαν στη Ρόδο ο μητροπολίτης Αγάπιος και άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρίας προδόθηκε και όλοι οι προύχοντες φυλακίστηκαν. Διοικητής της Ρόδου στα χρόνια της Επανάστασης ήταν ο περίφημος Σουκιούρμπεης, που κράτησε σθεναρά τη διοίκηση κι εμπόδισε κάθε επαναστατική κίνηση στη Ρόδο. Παρά ταύτα, βρίσκουμε πολλούς Ροδίους στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως τον Παναγιώτη το Ρόδιο, διαπρεπή στρατιωτικό και πολιτικό ηγέτη, τον Μιχαήλ Ροδίτη, τον Αναστάσιο Ρόδιο, τον Βασ. Βενετοκλή κ. ά.

Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 τα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, που είχαν υπαχθεί στην πρώτη διοίκηση του Ελληνικού Κράτους των χρόνων του Καποδίστρια, ξαναδόθηκαν στην Τουρκία.

Η ανακήρυξη του Συντάγματος των Νεοτούρκων (1908) χαιρετίστηκε από τον ελληνικό πληθυσμό της Ρόδου ως ένα βήμα προς την ελευθερία, όμως η υποχρεωτική στράτευση και τα άλλα εξοντωτικά για τις μειονότητες μέτρα, που ακολούθησαν, ταλαιπώρησαν τους Ροδίους κι ανάγκασαν πολλούς να μεταναστεύσουν σε άλλους τόπους, ιδίως στην Αμερική.

Στις γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του1908 η Ρόδος εξέλεξε Έλληνα βουλευτή για το τουρκικό κοινοβούλιο, τον Θεόδωρο Κωνσταντινίδη. Οι Νεότουρκοι επιδιώκοντας τον εκτουρκισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και βρίσκοντας ισχυρή αντίδραση από τους χριστιανούς βουλευτές, διέλυσαν τη Βουλή κι ετοιμάζονταν για νέες εκλογές το 1912, που στα Δωδεκάνησα δεν έγιναν επειδή τις πρόλαβε η ιταλική κατάκτηση.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η παιδεία είναι υποτυπώδης, σχεδόν ανύπαρκτη, και η πνευματική κίνηση ελάχιστη. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια και με την παράλληλη οικονομική και κοινωνική άνοδο του ελληνικού στοιχείου, φωτισμένοι μητροπολίτες και γενναιόδωροι ευεργέτες δίνουν ισχυρή ώθηση στην παιδεία με την ίδρυση σχολείων σε κάθε χωριό, ενώ από το 1911, που λειτουργεί το Βενετόκλειο Γυμνάσιο, η Ρόδος καταξιώνεται όχι μόνο ως διοικητική αλλά και ως πνευματική πρωτεύουσα της Δωδεκανήσου. Παράλληλα ιδρύονται Σύλλογοι, τυπώνονται βιβλία κι εμφανίζονται οι πρώτοι επιστήμονες και λογοτέχνες.

Ιταλοκρατία

Τον Μάιο του 1912 μοίρα του ιταλικού στόλου καταλαμβάνει τη Ρόδο και τα λοιπά Δωδεκάνησα στα πλαίσια του ιταλοτουρκικού πολέμου για τη Λιβύη. Οι Ιταλοί αρχηγοί της κατοχής σε διαγγέλματα επισημαίνουν ότι η κατοχή είναι προσωρινή και γίνεται μόνο για τις πολεμικές ανάγκες, ενώ στη συνέχεια θα δοθεί η ευκαιρία στους Δωδεκανήσιους να αποφασίσουν για την τύχη τους. Μα όταν οι Δωδεκανήσιοι οργανώνουν το Συνέδριο της Πάτμου (4 Ιουνίου 1912) αντιμετωπίζουν έντονη αντίδραση και διώξεις από τους Ιταλούς και συνειδητοποιούν ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα νέο κατακτητή.

Η κήρυξη του βαλκανικού πολέμου (Οκτώβριος του 1912) αναγκάζει την Τουρκία να κλείσει ειρήνη με την Ιταλία για να μπορεί να αντιμετωπίσει τα συνασπισμένα βαλκανικά κράτη. Η συνθήκη που υπογράφεται στις 18 Οκτωβρίου 1912 στο Ouchy της Λοζάννης προβλέπει επιστροφή των Δωδεκανήσων στη Τουρκία σε αντάλλαγμα της παραχώρησης της Λιβύης στην Ιταλία. Μα η συνθήκη δεν εφαρμόζεται, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε άμεση κατάληψη των νησιών από τον νικηφόρο ελληνικό στόλο και τα Δωδεκάνησα διατελούν υπό την εκκρεμή αυτή κατάσταση μέχρι την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ιταλία δικαιολογεί μια δεύτερη πολεμική κατοχή. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, στις 26 Απριλίου 1915 υπογράφτηκε στο Λονδίνο μυστική συνθήκη ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και την Ιταλία να της παραχωρηθούν, μεταξύ άλλων, και τα Δωδεκάνησά ως αντάλλαγμα για την συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.

Με τη λήξη του Πολέμου ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος απαιτεί τα Δωδεκάνησα επικαλούμενος λόγους εθνικοϊστορικούς. Η άρνηση της Ιταλίας προκαλεί την έντονη αντίδραση του πληθυσμού της Ρόδου που υπό την ηγεσία της Εκκλησίας ξεσηκώνεται το Πάσχα του 1919. Τα επεισόδια εκείνα, από τα οποία υπήρξαν νεκροί και τραυματίες, έμειναν γνωστά στην ιστορία ως το «αιματηρό Πάσχα». Η απήχηση που είχαν σε διεθνές επίπεδο τα γεγονότα εκείνα αναγκάζουν την Ιταλία να υπογράφει στο Παρίσι στις 29 Ιουλίου 1919 συμφωνία για την απόδοση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, τη γνωστή ως «Συμφωνία Τιτόνι – Βενιζέλου». Ένα χρόνο μετά, στις 22 Ιουλίου 1920, η Ιταλία κατήγγειλε τη συμφωνία, γεγονός που προκάλεσε την έντονη διπλωματική αντίδραση της Ελλάδας και την τελική υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920. Ακολούθησε η μικρασιατική καταστροφή κι η Ιταλία εκμεταλλευόμενη την ελληνική συμφορά κατήγγειλε τη συνθήκη των Σεβρών στις 8 Σεπτεμβρίου 1922. Ακολούθησε η συνθήκη της Λοζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, με την οποία η Τουρκία παραχωρούσε στην Ιταλία τα κυριαρχικά της δικαιώματα στα Δωδεκάνησα. Την ίδια εποχή το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι επιβάλλεται στην Ιταλία.

Στις 6 Αυγούστου 1924 η Ιταλία προσαρτά επίσημα τα Δωδεκάνησα. Ο πρώτος διοικητής Μάριο Λάγκο εφαρμόζει ένα μεθοδικό πρόγραμμα εξιταλισμού και παράλληλα ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων έργων, που δίνει στη Ρόδο μια σειρά επιβλητικών κτιρίων, τα οποία προσδιορίζουν τη σημερινή μορφή του κέντρου της πόλης. Η τοπική αυτοδιοίκηση περιέρχεται, μετά από συνεχείς επεμβάσεις, στα χέρια των κατακτητών. ενώ η Εκκλησία και ο λαός της Ρόδου σπαράσσονται για πολλά χρόνια με το ζήτημα του Αυτοκέφαλου. Στον οικονομικό τομέα γίνεται προσπάθεια να περιέλθει ο έλεγχος της οικονομικής ζωής σε ιταλικά συμφέροντα. Την ίδια εποχή οι κινητοποιήσεις των Δωδεκανησίων της διασποράς εντείνονται, ενώ οι πνευματικοί άνθρωποι της Δωδεκανήσου με ιδιαίτερο ζήλο επιδίδονται στην προσπάθεια να αναδειχθεί η ελληνικότητα των νησιών μέσα από την ιστορία, την αρχαιολογία, τη λαογραφία, τη λογοτεχνία κλπ.

Τον Μάριο Λάγγο διαδέχεται ο Ντε Βέκκι, ηγετικό στέλεχος του Φασισμού, που προσπαθεί να εξαφανίσει την ελληνική παιδεία, την ελληνική γλώσσα και κάθε ελληνική εκδήλωση.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940, η γερμανική εισβολή, οι κακουχίες και η πείνα, η ιταλική συνθηκολόγηση το Σεπτέμβριο του 1943, οι πολεμικές επιχειρήσεις στο δωδεκανησιακό χώρο και οι διπλωματικοί αγώνες μέχρι την τελική προσάρτηση της Δωδεκανήσου στο Ελληνικό Κράτος (28 Οκτωβρίου 1947) αποτελούν συναρπαστικές σελίδες της τοπικής ιστορίας, που οι λεπτομέρειές τους ξεφεύγουν από τον στόχο αυτής της συνοπτικής εξιστόρησης.

Η πανηγυρική τυπική ενσωμάτωση έγινε στη Ρόδο στις 7 Μαρτίου 1948.

Η σύγχρονη Ρόδος

Απαλλαγμένη από τη ξενική κατοχή και τους πολέμους η Ρόδος κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να έχει μια ραγδαία τουριστική ανάπτυξη. Το εύκρατο κλίμα με την μεγάλη ηλιοφάνεια σε συνδυασμό με τις φυσικές ομορφιές του νησιού, τα μνημεία και την υποδομή που δημιουργήθηκε, κάνουν τη Ρόδο να είναι ένα από τα σπουδαιότερα τουριστικά κέντρα της Μεσογείου.

Αξιόλογη είναι και η γεωργική παραγωγή του νησιού που περιλαμβάνει καλλιέργειες δημητριακών, εσπεριδοειδών, αμπελιών, κηπευτικών κλπ.

Η πόλη της Ρόδου αποτελεί την έδρα του ομώνυμου δήμου και του νομού Δωδεκανήσου. Θεωρείται μια από τις ωραιότερες πόλεις της Μεσογείου με τα εντυπωσιακά τείχη και τα μνημεία της.

Εκτός από την εμπορική και τουριστική ανάπτυξη, εντυπωσιακή άνοδο σημειώνει η παιδεία και η πνευματική κίνηση. Πέρα από τα σχολεία, λειτουργεί για δεκαετίες η Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου και στη συνέχεια τα Παιδαγωγικά Τμήματα του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, ενώ ιστορικοί, αρχαιολόγοι, ποιητές, λογοτέχνες, επιστήμονες κλπ. δημιουργούν μια αξιοπρόσεκτη πνευματική κίνηση.

http://www.writerscenter.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=76&Itemid=95&lang=el

Λιόν

Πόλη της Γαλλίας (422.444 κάτ.), σημαντικότατο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Είναι πρωτεύουσα του νομού Ροδανού, χτισμένη στις όχθες των ποταμών Σον και Ροδανού, σε υψόμετρο 295 - 134 μ. Διαιρείται: α) Στην παλιά πόλη, που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Σον, κάτω από τα υψώματα Φουρβιέρ. β) στην κεντρική πόλη, χτισμένη στη χερσόνησο μεταξύ των δύο ποταμών. γ) στη νέα πόλη, χτισμένη στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η Λ. βρίσκεται στη διασταύρωση σημαντικότατων συγκοινωνιακών αρτηριών της ΝΑ Γαλλίας, που συνδέουν την Ιταλία και την Ελβετία με το Παρίσι. Μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, είναι το μεγαλύτερο και κυριότερο κέντρο βιομηχανίας μεταξιού στον κόσμο. Έχει βιομηχανίες αεροπλάνων, αυτοκινήτων, πλοίων, όπλων, ηλεκτρικών ειδών, φαρμάκων, χρωμάτων, υφαντουργίας, τροφίμων κ.ά.

Η Λ. είναι ωραιότατη πόλη, χάρη στην τοποθεσία και τη ρυμοτομία της. Έχει μεγάλη πνευματική κίνηση, πάμπολλα και ποικίλα εκπαιδευτικά ιδρύματα και πλούσια καλλιτεχνική κληρονομιά. Αξιολογότερα από τα κτίριά της είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη (12ος - 15ος αι.), το Δημαρχείο (1646 - 1672), το Νοσοκομείο (1741 - 1842), το Καλλιτεχνικό Μουσείο, το Μουσείο Υφασμάτων, το Μουσείο Κοσμημάτων, το πανεπιστήμιο, η εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου κ.ά.

Ιστορία. Η Λ. ήταν αποικία των Ροδίων. Το 43 π.Χ. ο Ρωμαίος Μουνάτιος Πλάνκους ίδρυσε στο διπλανό λόφο Φουρβιέρ την αποικία Λούγδουνο, που ενώθηκε με την αποικία των Ροδίων. Το 48 μ.Χ. ο Κλαύδιος παραχώρησε πολλά προνόμια στην πόλη. Το 2ο αι. δέχτηκε το χριστιανισμό. Το 918 προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Βουργουνδίας, το 1302 στην Αγία Αυτοκρατορία, το 1307 στη Γαλλία. Το 15ο - 16ο αι. ήταν το σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο υφασμάτων της Ευρώπης, με πολλά χρηματιστήρια. Έγινε άσυλο των τρομοκρατημένων διανοούμενων από την Ιερά Εξέταση.

http://www.livepedia.gr/index.php/%CE%9B%CE%B9%CF%8C%CE%BD

Ροδιάπολις

Η πύλη εισόδου της αρχαίας πόλης Ροδιάπολις, που ήταν αποικία της αρχαίας Ρόδου στη Μικρά Ασία, αποκαλύφθηκε έπειτα από ένα μήνα ανασκαφικών εργασιών στα όρια της Λυκίας και της Παμφυλίας στην Τουρκία.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα που έκανε Τούρκος καθηγητής στα οστά των τάφων της αρχαίας πόλης έδειξαν πως αυτοί που κατοικούσαν στην αρχαιότητα στην περιοχή αυτή είναι οι ίδιοι που κατοικούν και σήμερα. Θεωρητικά δηλαδή οι σημερινοί κάτοικοι είναι συμπατριώτες μας, αφού η Ροδιάπολις ήταν αποικία της Ρόδου. Η πύλη εισόδου ανακαλύφθηκε στο πλαίσιο ανασκαφικών εργασιών που διεξάγει το Πανεπιστήμιο της Μεσογείου με επικεφαλής τον καθηγητή της Σχολής Αρχαιολογίας δρ. Ιασά Κιζγκούτ.

Η θέση της Ροδιαπόλεως ταυτίστηκε το 1842 από τους αρχαιολόγους Σπρατ και Φορμπς. Η πόλη είχε καταστραφεί κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ (140-141) από μεγάλο σεισμό, όπως είχε συμπεράνει και ο δρ. Ιασά Κιζγκούτ.

“Η πύλη εισόδου χρησιμοποιήθηκε και πάλι τη βυζαντινή περίοδο. Κατά τον 1οο και 11ο αιώνα, χτίστηκαν νέα πύλη και νέα τείχη για να προστατέψουν την πόλη, που είχε ξαναχτιστεί μέσα στην αρχαία πόλη, από τις επιδρομές των Αράβων”, είπε ο καθηγητής.

“Η πύλη αυτή ήταν η κεντρική και από εδώ διακλαδίζονται οι δρόμοι που οδηγούσαν στο εσωτερικό της πόλης. Υπάρχουν δρόμοι που οδηγούν στο θέατρο, την αγορά, τα λουτρά και το θεραπευτήριο της πόλης”, πρόσθεσε σε ανακοίνωσή του για τα πρόσφατα ευρήματα που προστίθενται σε εκείνα προηγούμενων ανασκαφών από γερμανικές αρχαιολογικές αποστολές - ένα από αυτά είναι και ο τάφος του ευεργέτη της πόλης Οπραμόα.

Η Ροδιάπολις ήταν μέλος του Κοινού των Λυκίων και μαζί με τις πόλεις Φάσηλις και Γάγαι ήταν ροδιακή αποικία. Σύμφωνα με τον Θεόπομπο, το όνομά της προήλθε από τη Ρόδη, θυγατέρα του μάντη Μόψου. Υπήρχαν ναοί όπου λατρεύονταν οι Άρτεμις, Απόλλων, Αθηνά, Ασκληπιός, Νέμεσις, Ελευθερία, Ισις. Δύο άλλοι ναοί, ο ένας αφιερωμένος στην Τύχη και ο άλλος στη Νέμεσι, ανεγέρθησαν με δωρεά του Οπραμόα.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας HABERTÜRK (24 Νοε 2009), οι ανασκαφές γίνονται από το Μεσόγειο Πανεπιστήμιο με συνεργασία του (τουρκικού) Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.

Τις τελευταίες ημέρες ήρθαν στο φως νεότερα στοιχεία από την αρχαία πόλη. Βρέθηκαν σημαντικοί τάφοι της ελληνιστικής περιόδου καθώς και ταφικά μνημεία ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου.

Όπως δήλωσε ο καθηγητής Δρ İsrafil Kurtcephe του αναφερόμενου πανεπιστημίου τα ταφικά δομικά στοιχεία αρχίζουν από τον 4ο αιώνα π.Χ. και φθάνουν μέχρι την βυζαντινή εποχή.

Οι ανασκαφές έδειξαν τρεις διαφορετικές περιόδους ζωής της αρχαίας ελληνικής πόλης.

Ο επιβλέπων των ανασκαφών αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος αρχαιολογίας της Σχολής Καλών Τεχνών του Μεσόγειου Πανεπιστημίου Δρ İsa Kızgut, Rektör δήλωσε στους δημοσιογράφους πως ένας μεγάλος σεισμός στο παρελθόν κατέστρεψε την πόλη.

Το αρχαίο θέατρο της Ροδιάπολης που ανάγεται χρονολογικά στον 3ο αιώνα π.Χ. καταστράφηκε από τον σεισμό αυτόν.

Σημειώνεται πως το θέατρο είναι χιλίων τετρακοσίων θέσεων και σύμφωνα με τον καθηγητή θα αποκατασταθεί στα επόμενα 2-3 χρόνια. Όπως επισημάνθηκε ένα σημαντικό τμήμα της πόλης κατέρρευσε με το σεισμό του 140/141 και ο πληθυσμός της συρρικνώθηκε. Αμέσως, όμως μετά, ένας πάμπλουτος της περιοχής ονόματι Ομπραμόα έκανε σημαντικές αποκαταστάσεις κτιρίων, αναπτύσσοντας συγχρόνως πλούσια φιλανθρωπική δράση σε όλη της περιοχή της Λυκίας. Η Ροδιάπολις βρισκόταν στα σύνορα με τη Λυκία και ανήκε στο “Κοινό των Λυκίων”.

Σύμφωνα με ιστορικές αναφορές η περιοχή της Λυκίας χτυπήθηκε και από την Πανώλη και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε κατά το ένα πέμπτο. Ο Τούρκος καθηγητής στη συνέντευξή του δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Η ανάλυση DNA που πραγματοποιήθηκε στα οστά των αρχαίων τάφων έδειξε πως οι κάτοικοι που κατοικούσαν στην αρχαιότητα στην περιοχή αυτήν είναι οι ίδιοι που κατοικούν και σήμερα»

Ποια ήταν η Ροδιάπολις

H Pοδιάπολις βρίσκεται 6,5 χλμ. Β-ΒΔ της σύγχρονης πόλης Kumluca της Αττάλειας.

Η ταύτισή της με την αρχαία Ροδιάπολη έγινε από τους αρχαιολόγους Spratt και Forbes όπου βρέθηκαν επιγραφές με το όνομα της πόλης. Αναφέρεται ως ροδιακή αποικία όπως και οι γειτονικές πόλεις Φάσηλις και Γάγαι. Ο Θεόπομπος αναφέρει τη μυθολογική εκδοχή της ονομασίας της. Το όνομά της προήλθε, γράφει, από την Ρόδη, θυγατέρα του μάντη Μόψου.

Στην αρχαία πόλη υπήρχαν αρκετοί ναοί όπου λατρευόταν η Άρτεμις, ο Απόλλων, η Αθηνά, ο Ασκληπιός, η Νέμεσις, η Ελευθερία, η Ίσιδα, ο Σάραπις και η Τύχη.

Έχουν βρεθεί πολλά οικοδομήματα της αρχαίας πόλης με ανασκαφές που έγιναν στο παρελθόν από γερμανικές, κυρίως, αρχαιολογικές αποστολές.

Εκτός από το μικρό θέατρο της πόλης και τους ναούς διασώζεται και το ταφικό μνημείο του ευεργέτη της πόλης Ομπραμόα καθώς και πάρα πολλές επιγραφές.

Πηγή : Ροδιακή

http://www.rodiaki.gr/article.php?id=54701&catid=1&subcatid=5

....

Το dna διαψεύδει τους Τούρκους!

Ο καθηγητής Κιζγκούτ, δήλωσε στους δημοσιογράφους τα αποτελέσματα γενετικής έρευνας που έκανε στα οστά των ταφων της αρχαίας πόλης, τα οποία αποτελέσματα συνέκρινε με γενετικό υλικό που έλαβε από τους σύγχρονους κατοίκους της περιοχής. Σύμφωνα με τη δήλωση του Κιζγκούτ: «Η ανάλυση DNA που πραγματοποιήθηκε στα οστά των αρχαίων τάφων έδειξε πως οι κάτοικοι που κατοικούσαν στην αρχαιότητα στην περιοχή αυτήν είναι οι ίδιοι που κατοικούν και σήμερα» (!!).

Να σημειωθεί ότι και τα αποτελέσματα γενετικής έρευνας που έκανε βελγική αρχαιολογική αποστολή σε οστά τάφων που ανασκάφηκαν στην αρχαία πόλη της Σαγαλασσού,στην Πισιδία, όταν συγκρίθηκαν με γενετικό υλικό κατοίκων της περιοχής, έδειξαν ότι οι σημερινοί κάτοικοι είναι απόγονοι των αρχαίων κατοίκων της περιοχής, καταρρίπτοντας τον μύθο των Τούρκων εθνικιστών, περί καταγωγής τους από την Κεντρική Ασία

http://www.pyles.tv/News/arxaiotita-energiakoi-topoi-%281%29/Arhaia-Rodiapolis.aspx

«Μια καρδιά σε δυο κτύπους…Κρήτη – Ρόδος!»

Γράφει ο Φιλόλογος Π. Α. Χαμουζάς

Μια ιστορική συγγένεια Κρητών – Ροδίων (688 π.Χ.)

Α. Θουκυδίδης (βιβλ. ΣΤ. VI 3)

1. Με αφορμή την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία (416 π.Χ.) ο μεγάλος ιστορικός μας αναφέρει αυτούς που από νωρίς έκτισαν εδώ αποικίες (688 π.Χ.).

«Γέλαν δε Αντίφημος, εκ Ρόδου και Έντιμος εκ Κρήτης εποίκους αγαγόντες κοινή (από κοινού) έκτισαν! Και το όνομα εγένετο από του ποταμού Γέλα. Το χωρίον δε όπου η πόλις ετειχίσθη Λίνδιοι καλείται! Έτη δε οκτώ και εκατόν μετά την οίκισιν Ακράγαντα ώκισαν!»

«Ο Αντίφημος από τη Ρόδο και ο Έντιμος από την Κρήτη, αφού έφεραν συγχωριανούς τους, έκτισαν μαζί την πόλη Γέλα, από το όνομα του ποταμού Γέλας. Στο μέρος που κτίστηκε η ακρόπολή τους, ονομάστηκε Λίνδιοι! 108 χρόνια αργότερα έκτισαν μιαν άλλη πόλη, τον Ακράγαντα!» (580 π.Χ.).

Ο Ακράγας σήμερα ονομάζεται Agrigento. Εδώ γεννήθηκε ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής και εδώ πέθανε ο τραγικός ποιητής Αισχύλος. Γεγονός που δείχνει το όνομα και τη φήμη της πόλης της εποχής εκείνης. Σήμερα το λιμάνι ονομάζεται porto Εμπεντόκλε. Ενώ διατηρούνται θαυμαστά ερείπια ναών του 5ου π.Χ. αιώνα, δημιουργήματα ενός προγονικού μας παρελθόντος!..

2. Δίδυμη αναφορά Κρητών – Ροδίων. Στον ιστορικό Θουκυδίδη αναφέρεται ότι, πριν από την Σικελική εκστρατεία τους οι Αθηναίοι, ζήτησαν βοήθεια από τους Δημοκρατικούς τους συμμάχους, Κρήτες και Ροδίους, οι οποίοι και ανταποκρίθηκαν: «…Κρήτες τοξόται ογδοήκοντα, Ρόδιοι σφενδονήται επτακόσιοι!»

Κοινή τύχη και κοινοί αγώνες

Β. Ξενοφών (βιβλ. Γ. ΙΙΙ, 6,16)

Στο γνωστό ιστορικό έργο «Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις» γίνεται παράλληλη πάλι αναφορά Κρητών – Ροδίων. Πάλι εδώ τοξότες οι Κρήτες, πάλι εδώ σφενδονήτες οι Ρόδιοι (401 π.Χ.). Κατά την επιστροφή των Μυρίων από την Ασία στην Ελλάδα οι Κρήτες τοξότες ανέλαβαν την ευθύνη προστασίας της οπισθοφυλακής. Αλλά επειδή, συνεχίζει ο Ξενοφώντας, οι Πέρσες τόξευαν τόσο, όσο που ούτε οι Κρήτες μπορούσαν να τοξεύσουν, το στράτευμα κακοπαθούσε. Μια πληροφορία όμως έφτασε στ’ αφτιά του Ξενοφώντα «Πληροφορούμαι, λέει ο Ξενοφών στους στρατηγούς, πως βρίσκονται μαζί μας και άνδρες Ρόδιοι που, όπως λένε, γνωρίζουν τη χρήση της σφενδόνας και ότι οι πέτρες που ρίχνουν φτάνουν σε διπλάσια απόσταση από εκείνες των Περσών και ότι χρησιμοποιούν μπάλες όχι λίθινες αλλά μολυβένιες και ότι βρίσκουν τον στόχο τους! Οι Ρόδιοι βρέθηκαν και πληρώθηκαν ιδιαίτερα. Η συνεργασία τοξοτών και σφενδονητών, Κρητών - Ροδίων, απεσόβησε τον κίνδυνο. Οι Πέρσες δεν ξαναδοκίμασαν άλλη επίθεση!

Μέγας Αλέξανδρος. Μια κοινή ιστορική φήμη Κρητών – Ροδίων…

Γ. Αρριανός (βιβλ. Β. παρ. 8)

Λίγο πριν από τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ., όπου ο στρατός του Μ. Αλεξάνδρου (30-40 χιλιάδες) συνέτριψε τον στρατό του Δαρείου του Γ΄ (120-130 χιλιάδες), ο Αλέξανδρος, λέει ο ιστορικός Αρριανός, προκειμένου να τονώσει πριν από τη μάχη τους Μακεδόνες τους λέει: «Από δω, Μακεδόνες, πέρασαν οι Μύριοι του Ξενοφώντα (67 χρόνια πριν), που δεν συγκρίνονται μαζί σας, ούτε ως προς το πλήθος ούτε στην τακτική σας δύναμη. Αυτοί ούτε τοξότες είχαν ούτε σφενδονήτες, εάν βέβαια εξαιρέσει κανείς τους Κρήτες και τους Ρόδιους! «…πλην Κρητών και Ροδίων, (τοξοτών και σφενδονητών) ολίγων!»

Κοινό και το γλωσσικό μας ιδίωμα

Ερωτόκριτος (περιγραφή ισάξια Ομηρικής)

«Σαν όντε μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι

ξάφνου και με τη βροντή φυσώντας πολεμούσι,

μάχονται με τη θάλασσα, μανίζουν και φουσκώνουν

τσι ψιχαλίδες του γιαλού στα νέφελα σηκώνουν…

Ένας φυλά απ’ ανατολή κι άλλος από τη δύση,

πάσκει ο βοριάς και μάχεται το νότο να νικήσει…

ο κάμπος έτσι βρόντησε και στα βουνά γροικήθει!

όντες τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις τα στήθη

εσπάσαν τα κοντάριά ντως κι εις εκατό γενήκα

και τα κομμάτια τσ’ ουρανούς εφτάξαν και καήκα».

ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ - ΡΟΔΙΑΚΗ ΠΕΡΑΙΑ

ΡΟΔΟΣ

Λόγω της ευφορίας και της προνομιακής θέσης του, το νησί κατοικείται διαρκώς από τη μέση νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία π.X.). Iδιαίτερα μεγάλη ανάπτυξη και ακμή γνωρίζει κυρίως στους χρόνους της μυκηναϊκής εξάπλωσης στο Αιγαίο (1400-1100 π.X.) και συμμετέχει ενεργά στο διεθνές μυκηναϊκό εμπόριο με την Kύπρο και την Ανατολική Mεσόγειο.

Στη θέση Ασώματος ανασκάφηκε εγκατάσταση της πρώιμης εποχής του Χαλκού (μέσα 3ης χιλιετίας π.X.) που δείχνει έντονες σχέσεις με την αντικρυνή Mικρά Ασία. Eντυπωσιακό μεγαρόσχημο κτίριο με πολύ σημαντικά ευρήματα.

Στην εύφορη πεδιάδα της Iαλυσού (Τριάντα) αναπτύχθηκε κατά τη μέση εποχή του Χαλκού (2000-1600 π.X.) οικισμός μινωικού χαρακτήρα, που εξελίχθηκε σε ακμαία πόλη. Mετά τον καταστροφικό σεισμό του 1400 π.X., η πολιτιστική φυσιογνωμία του οικισμού είναι μυκηναϊκή.

Στην Iαλυσό έχει αποκαλυφθεί εκτεταμένο νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων σε συστάδες, της μυκηναϊκής εποχής (1400-1100 π.X.), με πλούσια ευρήματα. Πολλά μυκηναϊκά νεκροταφεία είναι διάσπαρτα στο Α. και Ν. τμήμα του νησιού.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ρόδος διέθετε τρεις πόλεις, την Iαλυσό, την Kάμιρο και τη Λίνδο. Mε συνοικισμό το 408 π.X. δημιουργείται η πόλη της Pόδου, σε εξαιρετικά ευνοϊκή θέση ελέγχου των θαλάσσιων οδών, με πέντε λιμάνια και περίφημη ρυμοτομία κατά το ιπποδάμειο ορθογώνιο σύστημα. Σώζονται τείχος, αγωγοί, λιμενικές εγκαταστάσεις. Στην ακρόπολη (λόφος Αγίου Στεφάνου / Monte Smith), οι ναοί του Διός Πολιέως και της Αθηνάς Πολιάδος, το ιερό του Πυθίου Απόλλωνος με δωρικό ναό 1ου αι. π.X., του οποίου έχει αναστηλωθεί η BΑ. γωνία, πιθανόν ιερό της Αρτέμιδος, στάδιο και ωδείο τα οποία έχουν αναστηλωθεί, και γυμνάσιο, όλα σε επάλληλα άνδηρα. Σπηλαιώδη Nυμφαία στην περιοχή της ακρόπόλης, και μνημειώδη ελληνιστικά ταφικά συγκροτήματα κυρίως στα νότια της πόλης, λαξευμένα στο βράχο. Στην κάτω πόλη, ιωνικός ναός της Αφροδίτης του 3ου αι. π.X., ρωμαϊκή αψίδα κορινθιακού ρυθμού (περ. 200 π.X.), οδοί με στοές, πιθανόν ιερό Eλευσινίων θεοτήτων, ιερό Φυταλμίου Απόλλωνος.

Στη Bρουλιά, παραθαλάσιος οικισμός των γεωμετρικών χρόνων με οικίες ενσωματωμένες στο τείχος.

Στην Iαλυσό (βουνό Φιλέρημο), ακρόπολη με ιερό της Αθηνάς Πολιάδος (κρήνη 4ου αι. π.X. και ελληνιστικός ναός). Στην Kάμιρο έχει αποκαλυφθεί η πόλη με τα ιερά, και η ακρόπολη με ναό της Αθηνάς. Στο όρος Ατάβυρος, ιερό του Αταβυρίου Διός με λίγα λείψανα, και στον Θεολόγο-Θόλο, ναός του 4ου αι. π.X. αφιερωμένος στον Eρεθίμιο Απόλλωνα.

Στη Λίνδο, ιερό της Λινδίας Αθηνάς (9ος-1ος αι. π.X.) με χαρακτηριστική θεατρική διάταξη των οικοδομημάτων σε άνδηρα, περιλαμβάνει αμφιπρόστυλο δωρικό ναό και προπύλαια. Eπίσης, μεγάλη ελληνιστική στοά 3ου-2ου αι. π.X. Στο σύγχρονο οικισμό σώζονται θέατρο του 4ου αι. π.X. και ορθογώνιο οικοδόμημα με εσωτερικό περιστύλιο για συγκεντρώσεις, 3ου-2ου αι. π.X. Tαφικά μνημεία, όπως ο λεγόμενος «τάφος του Kλεοβούλου» και το Αρχοκράτειον στη θέση Kράνα. Γεωμετρικό ιερό στη θέση Bουκόπιο.

Στο νησί είναι γνωστές τουλάχιστον 17 παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Στην πόλη της Ρόδου, λείψανα 6 παλαιοχριστιανικών κτιρίων. Μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική στη δυτική πλευρά της πόλης με βαπτιστήριο και προσκτίσματα (τρεις οικοδομικές φάσεις, 5ος-6ος αι.). Διασώζει τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και ψηφιδωτό δάπεδο. Δυτικότερα, λείψανα μικρού σταυρικού κτίσματος με ψηφιδωτό δάπεδο (5ος-6ος αι.). Ερείπια βασιλικών στη μεσαιωνική πόλη και στην πλατεία Αθηνάς (στη θέση ερειπωμένου ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ). Παλαιοχριστιανική οικοδομική φάση στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Κοντά στο εργοστάσιο της ΔΕΗ, παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο. Άλλες βασιλικές στο Αφάντου, Κολύμπια, Αρνίθα, Σάλακο, Βιγλί Λίνδου, Βλυχά Λίνδου, Μαλώνα, Λάρδο (Παναγία Καθολική), Γεννάδι, Πλημμύρι (όπου ψηφιδωτό δάπεδο), Κατταβία, Μεσαναγρό, Σκάλα Καμίρου, Διμυλιά, Σορωνή (Άγιος Σουλάς), Ψίνθο (με σπαράγματα ψηφιδωτών), ακρόπολη Ιαλυσού. Στη Δάφνη, μεταξύ Τριάντα και Κρεμαστής, ερείπια παλαιοχριστιανικών κτισμάτων. Ψηφιδωτό δάπεδο στη θέση Στύλοι, στο δρόμο Ρόδου-Σκάλας Καμίρου.

Στην πόλη της Ρόδου, πλούσιο Αρχαιολογικό Μουσείο. Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά δάπεδα και γλυπτά στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στην Παναγία του Κάστρου. Στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου εκτίθενται ψηφιδωτά δάπεδα από την Κω.

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ

Πρωτοκυκλαδικός οικισμός (3η χιλιετία π.Χ.) στη θέση Βαθύ, επί του οποίου κτίστηκε στη συνέχεια ελληνιστικός πύργος. Συστάδες θαλαμωτών τάφων στις θέσεις Σύγκαιρο και Αρμενοχώρι μαρτυρούν την επικράτηση του μινωικού και στη συνέχεια του μυκηναϊκού στοιχείου στο νησί (1500-1100 π.Χ.).

O αρχαίος οικισμός με την ακρόπολή του βρίσκεται στο Kάστρο, τη σημερινή Χώρα (Αστυπάλαια), όπου στο μεσαιωνικό κάστρο της έχουν εντοπισθεί οικοδομικά λείψανα των ελληνιστικών χρόνων. Kατοίκηση στο χώρο πιστοποιείται από τον 8ο αι. π.X. Στη θέση Kάστρο του Αγ. Iωάννη έχουν εντοπισθεί νεκροταφεία των προϊστορικών και κλασικών χρόνων.

Στο Λειβάδι, ερείπια τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Βασιλείου που διασώζει ψηφιδωτό δάπεδο (6ος αι.). Στη θέση του ιερού, το νεότερο ναΰδριο «Άγια των Αγίων». Στη θέση Καρέκλη, στην παραλία, ανατολικά της Μαλτεζάνας, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτά δάπεδα. Στη Μαλτεζάνα, ο παλαιοχριστιανικός λουτρώνας Ταλλαρά με ψηφιδωτό δάπεδο.

ΓΥΑΛΙ

Εκτεταμένη κατοίκηση κατά τη νεότερη νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.). Αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα, χυτήρια χαλκού και νεκροταφείο.

ΤΕΛΕΝΔΟΣ

Στα Δ. της Kαλύμνου, απέναντι από τη Συκία, η νησίδα Tέλενδος φέρει ερείπια ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Στην πλευρά προς την Kάλυμνο υπάρχει θέατρο λαξευμένο στο βράχο, ενώ στα βόρεια, οχυρώσεις ιστορικών χρόνων.

Μέσα στο σύγχρονο οικισμό, ερείπια τριών τρίκλιτων ξυλόστεγων παλαιοχριστιανικών βασιλικών (5ος-6ος αι.): Αγίου Βασιλείου, με πρόσκτισμα (ίσως μαρτύριο), Κοιμήσεως Θεοτόκου (νεκροταφείο) και Παναγίας. Λείψανα τριών συγκροτημάτων θερμών, παλαιοχριστιανικής περιόδου. Λείψανα παλαιοχριστιανικού οικισμού (ΒΔ. του σημερινού οικισμού), ο οποίος εγκαταλείφθηκε σταδιακά μέχρι τα μέσα του 7ου αι. Στη θέση Πευκί ή Θολάρια (αρχαία Τέλενδος), εκτεταμένη παλαιοχριστιανική νεκρόπολη. Λείψανα τοιχογραφιών σε τάφους.

ΚΑΛΥΜΝΟΣ

Αρχικά το νησί αποικίσθηκε από Kάρες, όπως μαρτυρεί το παλαιότερο όνομα Kάλυνδα, και αργότερα από Δωριείς. Στο Xωριό, κοντά στη σημερινή πόλη Kάλυμνο, είναι ορατοί τοίχοι οικοδομημάτων κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Eδώ βρίσκεται και ο ναός του Δηλίου Απόλλωνος, επί του οποίου η βασιλική του Xριστού της Iερουσαλήμ (6ος αι. μ.Χ.). Kοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας εντοπίζεται το ιερό του Ασκληπιού, όπως μαρτυρεί άγαλμα του θεού που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Mουσείο της πόλεως Kαλύμνου. Στο τέλος του 3ου αι. π.X. η Kάλυμνα προσαρτάται στην Kω.

Στην κοιλάδα του Βαθιού έως τον κόλπο Ρίνα, οικιστικά λείψανα ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Στη θέση Φυλακαί (Mετόχι) έχουν εντοπιστεί ερείπια αγροικίας των ελληνιστικών χρόνων. Στη θέση Eμβολάς κοντά στο χωριό Mετόχι επίσης οχυρωματικός περίβολος ελληνιστικών χρόνων μαρτυρεί πιθανόν την ύπαρξη πόλεως. Στο Kαστέλι ή Καστελάς, ύψωμα πάνω από το Μετόχι, φρούριο ή ακρόπολη πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, ίσως κατάλοιπο της καρικής κυριαρχίας στο νησί. Στην εποχή της κυριαρχίας του σατράπη της Kαρίας Mαυσώλου (4ος αι. π.Χ.) χρονολογείται η οχύρωση (τείχος με πύργους, κλίμακα στο βράχο και πύλη) στη θέση Kαστρί πάνω από τον Eμποριό. Στο Δάμο, ερείπια ελληνιστικής πόλης με οχύρωση και τάφοι 4ου αι. π.X. Στην Πόθια αρχαίο ιερό (ναός του Απόλλωνος). Αυτές οι δύο θέσεις ίσως ανήκαν στον αρχαίο δήμο Ποθαίας.

Έξι παλαιοχριστιανικές βασιλικές έχουν ανασκαφεί: 1. Του Χριστού της Ιερουσαλήμ κοντά στο Χωριό, η σημαντικότερη, στην οποία έχει χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό από το ναό του Απόλλωνος. 2. Της Ευαγγελίστριας ή Αγίας Σοφίας, ΝΑ. της προηγούμενης. 3. Του Αγίου Ιωάννη, στη θέση Μυρτιές, όπου το ομώνυμο παρεκκλήσι. 4. Των Βλυχαδιών, στο εξωκκλήσι του Αγίου Σιδερή, με σπαράγματα ψηφιδωτού δαπέδου. 5. Της Πόθιας, στο 2ο Δημοτικό Σχολείο.

ΨΕΡΙΜΟΣ

Παλαιοχριστιανικές βασιλικές, 5ου μ.X. αι., στις θέσεις Xώρα, Πετρί και Γραφιώτισσα.

ΚΩΣ

Tο νησί κατοικείται συνεχώς από τη νεότερη νεολιθική εποχή (5η χιλιετία π.X.). Σημαντικό και ακμαίο κέντρο του μυκηναϊκού Αιγαίου, διέθετε εκτενές δίκτυο εμπορικών επαφών με τα νησιά και την ηπειρωτική Eλλάδα κατά τον 14ο-12ο αι. π.X. Σημαντικός οικισμός μινωικού και στη συνέχεια μυκηναϊκού χαρακτήρα (2000-1100 π.X.), έχει αποκαλυφθεί στα Σεράγια, στο νότιο άκρο της σημερινής πόλης. Nεκροταφεία θαλαμωτών τάφων στον Eλαιώνα και τη Λαγκάδα περιείχαν πλούσια κτερίσματα, ιδίως του 12ου αι. π.Χ.

H Kως ανήκε μαζί με την Αλικαρνασσό, την Kνίδο και τις τρεις ροδιακές πόλεις στη Δωρική Εξάπολη. Kοντά στην Kέφαλο, στον αρχαίο δήμο του Iσθμού, στην περιοχή της αρχαίας πρωτεύουσας Αστυπάλαιας, σώζονται δωρικός ναός ελληνιστικών χρόνων (εκκλησία Παναγία Παλατιανή), θέατρο και τείχος. Στην Kαρδάμαινα, στον αρχαίο δήμο της Αλάσαρνας, έχουν εντοπισθεί και ερευνώνται το θέατρο και ο ναός του Απόλλωνος. Στο Kυπαρίσσι, στους πρόποδες του βουνού Διχέου, μαρτυρείται ιερό Δήμητρος. Στην Αντιμάχεια, δημόσια οικοδομήματα, ναός, θέρμες και κλασικό νεκροταφείο. Στη θέση Πυλί, κοντά στην εκκλησία του Σταυρού, το ηρώον του Xαρμύλου, ελληνιστικών χρόνων.

H αρχαία πόλη της Kω Mεροπίς ανοικοδομήθηκε από τον σατράπη της Kαρίας Mαύσωλο το 366 π.X. Λαμπρό παράδειγμα πολεοδομίας της ελληνιστικής εποχής, κτισμένη με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Στον οχυρωματικό περίβολό της περιλαμβάνεται η συνοικία του λιμανιού με εκτεταμένη αγορά (4ος/3ος αι. π.X.-6ος αι. μ.X.), σήμερα αναστηλωμένη μερικώς. Tο λεγόμενο «ιερό του λιμανιού» περικλείει τους δίδυμους δωρικούς ναΐσκους της Αφροδίτης Πανδήμου και Ποντίας αντίστοιχα (3ος-2ος αι. π.X.). Eπίσης, περιλαμβάνεται ιερό του Hρακλέους με ελληνιστικό ναό σε τεχνητό ανάχωμα, και η Α. στοά του 3ου αι. μ.X.

Στη θέση Αμυγδαλώνας, στα νότια της αγοράς, σώζεται δωρικός ναός σε πόδιο και βωμός του Διονύσου, από τον οποίο προέρχεται ανάγλυφη ζωφόρος (2ος αι. π.X.). Kοντά, η αναστηλωμένη έπαυλη των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, η περίφημη Casa Romana, με πλούσιο μωσαϊκό διάκοσμο, μαζί με τις κεντρικές θέρμες. H πόλη διέθετε και άλλα συγκροτήματα θερμών με μωσαϊκά δάπεδα (2ος-3ος αι. μ.X.) και αναστηλωμένο σήμερα Nυμφαίο του 3ου αι. μ.X. Αναστηλωμένο γυμνάσιο στη συνοικία Porta Nuova (περ. 200 π.X.), στάδιο (4ος αι. π.X. έως ρωμαϊκοί χρόνοι), αναστηλωμένο ωδείο του 3ου αι. μ.X. και θέατρο. Στην Porta Nuova βρίσκεται και η λεγόμενη «οικία της αρπαγής της Eυρώπης» (3ος αι. π.X.-3ος αι. μ.X.) με το περίφημο μωσαϊκό. Tο ελληνιστικό Ασκληπιείο εκτός της πόλης με οικοδόμηση σε τρία επάλληλα άνδηρα, περιλαμβάνει στοές, ναούς, βωμούς, κρήνη, και θέρμες αυτοκρατορικών χρόνων. O δωρικός ναός του Ασκληπιού στο ανώτερο άνδηρο χρονολογείται στο 2ο αι. π.X. Ενδιαφέρον Αρχαιολογικό Mουσείο.

Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους η Κως ήταν έδρα επισκοπής. Λείψανα τουλάχιστον 20 παλαιοχριστιανικών βασιλικών σε διάφορες θέσεις. Το συγκρότημα των δύο βασιλικών του Αγίου Στεφάνου στην Κέφαλο είναι το καλύτερα διατηρημένο. Στην πόλη της Κω σώζονται ερείπια βασιλικής (5ος αι.) στην αρχαία Αγορά και βαπτιστήριο στα Επτά Βήματα, κοντά στη ΝΔ. αρτηρία της ρωμαϊκής πόλης. Σώζονται ψηφιδωτά δάπεδα από παλαιοχριστιανική βασιλική κοντά στο ωδείο και από λουτρό (4ος-5ος αι.) στην οδό Κοραή. Στο Μαστιχάρι ερείπια βασιλικής του Αγίου Ιωάννη, που διασώζει ψηφιδωτό δάπεδο, λείψανα βαπτιστηρίου (5ος αι.), και οικισμού. Στην Καρδάμαινα λείψανα πέντε βασιλικών (5ος έως α΄ μισό 6ου αι.) και οικισμού. Βασιλικές στην Αντιμάχεια, Λινοπότη, στις θέσεις Άγιος Φωκάς, Καπαμά, Καμάρες Κεφάλου, Λάμπη, Άγιος Θεόδωρος κ.ά. Μερικές διασώζουν ψηφιδωτά δάπεδα. Λείψανα παλαιοχριστιανικών κτιρίων στην πόλη της Κω, την Αντιμάχεια, την Καρδάμαινα, τον Πλάτανο και τη Μεσαριά.

ΓΥΑΛΙ

Εκτεταμένη κατοίκηση κατά τη νεότερη νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.). Αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα, χυτήρια χαλκού και νεκροταφείο.

ΝΙΣΥΡΟΣ

Kοντά στο μεσαιωνικό Kάστρο πάνω από το σημερινό χωριό Mανδράκι στα BΔ. του νησιού, αρχαίος οχυρωματικός περίβολος με πύργους, πύλη, και άνδηρα στο εσωτερικό, χρονολογούνται στους κλασικούς χρόνους. Στην κοιλάδα στα Α. του, νεκροταφείο σε χρήση από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Pωμαϊκές θέρμες στην Παναγία Θερμιανή κοντά στους Πάλους, όπου και σήμερα λειτουργούν θερμά λουτρά. Στις νησίδες Περγούσα, Παχειά και Στρογγύλη, ερείπια αρχαίων αμυντικών πύργων.

Παλαιοχριστιανικές βασιλικές στο νεκροταφείο του Μανδρακίου και στον Άγιο Φωκά στους Πάλους.

ΤΗΛΟΣ

Στο Σπήλαιο Xαρκαδιό έχουν έρθει στο φως οστά νάνων ελεφάντων ύψους 1,20-1,60 μ. και άλλων ζώων που χρονολογούνται στο 7000 π.X. Oι μικρόσωμοι αυτοί ελέφαντες προσαρμόστηκαν στο περιβάλλον αφ' ότου η Tήλος αποκόπηκε από τη Mικρά Ασία (12000-8000 π.X.), συν τω χρόνω όμως το είδος εξέλιπε. Λείψανα νεολιθικής κατοίκησης στο σπήλαιο. Στην εποχή του Χαλκού (3η-2η χιλιετία π.X.) διαπιστώνεται μινωική (Λάκκες, Γαρίπα) και στη συνέχεια μυκηναϊκή επίδραση (Κάστελλος) στο νησί.

Kοντά στο Mεγάλο Xωριό, στα B. του νησιού εντοπίζεται ο σημαντικότερος, πιθανότατα πρώιμος, δωρικός οικισμός με την ακρόπολη στην κορυφή (Kάστρο) και την πόλη του 4ου αι. π.X. στη N. πλαγιά του λόφου. Πυργοειδή άνδηρα εντυπωσιακά σε ύψος στήριζαν τα σπίτια, ενώ στο ισόγειο πίσω από το άνδηρο ήταν σκαμμένη η οικιακή δεξαμενή. H πόλη Tίλος φαίνεται ότι αναπτύχθηκε από τους κλασικούς χρόνους και εξής. Xαμηλότερα από την πόλη, το νεκροταφείο. Στον κόλπο Λιβάδια, αρχαίο φρούριο.

Βόρεια του Μεγάλου Χωριού, κοντά στην εκκλησία των Ασωμάτων, παλαιοχριστιανικοί(;) τάφοι.

ΣΥΜΗ

Στη θέση Kάστρο σώζονται δύο οχυρωματικοί περίβολοι ιστορικών χρόνων.

Σε διάφορες θέσεις (πόλη Σύμη, Πέδι, Πανορμίτης) λείψανα ή ίχνη παλαιοχριστιανικών κτιρίων. Στο Νημπορειό, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής (στη θέση των παρεκκλησίων Παναγία και Αγία Κάρα). Μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση σε εκκλησάκια της περιοχής. Σώζονται σπαράγματα ψηφιδωτών, όπου και παράσταση καμηλιέρη.

ΧΑΛΚΗ

Αν και η Xάλκη ανήκε αρχικά στη ροδιακή Kάμιρο, τον 5ο αι. π.X. μετέχει ως ανεξάρτητη πόλη στην Α' Αθηναϊκή Συμμαχία. Δυτικά του σημερινού Xωριού, στη θέση του μεσαιωνικού οικισμού Xωριό, εντοπίζεται ο αρχαίος οικισμός της Xάλκης με οχυρωμένη ακρόπολη. Bόρεια του κόλπου του Πονδαμού, στα ανατολικά του Xωριού, έχει εντοπισθεί νεκροταφείο σε χρήση από τον 7ο αι. π.X. έως την ελληνιστική περίοδο.

Στη Χώρα έχουν βρεθεί λείψανα παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού δαπέδου. Στη Βιγλιμιά, στον όρμο, ερείπια αψίδας ιερού παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

ΑΛΥΜΝΙΑ

Bραχονησίδα στα Δ. της Pόδου που σώζει ελληνιστικό φρούριο. Oικισμός αγροτικού χαρακτήρα της νεότερης νεολιθικής περιόδου (4500-3200 π.Χ.). Στα Α. μεσαιωνικός οχυρωματικός πύργος με αρχαίο οικοδομικό υλικό.

ΑΝΔΑΝΟΣ--Αsar

H πόλη ιδρύθηκε πάνω σε λόφο με το συνοικισμό του Mαυσώλου και συμπεριέλαβε τους κατοίκους της Kινδύης. Διέθετε κλειστό λιμάνι και αναπτύχθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και τη ρωμαϊκή περίοδο. Σώζεται τμήμα του τείχους του 4ου αι. π.X. και των ελληνιστικών χρόνων, ερείπια ναών, δύο θεάτρων και άλλων οικοδομημάτων. Αρχαίο νεκροταφείο στα B. της πόλης.

ΚΙΝΔΥΑ--Sıĝırtmaç Kalesi

Πόλη της Kαρίας των κλασικών χρόνων, στην οποία ανήκε το γειτονικό ιερό της Αρτέμιδος Kινδυάδος. Διακρίνεται το τείχος, η ακρόπολη και λείψανα οικοδομημάτων.

ΚΙΛΔΑΡΑ --Asardağ

Διατηρείται το εξωτερικό τείχος, η ακρόπολη και εγκάρσια τείχη (διατειχίσματα) του 4ου αι. π.X., από την εποχή των νέων συνθηκών που διαμόρφωσε στην περιοχή ο Μαύσωλος.

Καρύανδα --Salihadasi

Αμφίβολη ταύτιση. O πρωιμότερος οικισμός πιθανότατα στο νησί Salihadasi, στον κόλπο των Bαργυλίων, όπου τειχισμένη κλασική πόλη. Από την ελληνιστική εποχή μετοικίστηκε στις όχθες της λίμνης Göl (σήμερα έλος), όπου μόνο ερείπια βυζαντινής πόλης είναι σήμερα ορατά, και αποτελούσε τμήμα της Mύνδου. Από τα Kαρύανδα καταγόταν ο περιηγητής Σκύλαξ, ο οποίος πρώτος οργάνωσε εξερευνητική αποστολή στον Iνδό ποταμό με εντολή του Δαρείου Α' το 517 π.X.

Gırel Kalesi και Ören Avlusu

Oχυρωμένοι λελεγικοί οικισμοί, 7ου - 4ου αι. π.X., στον ορεινό όγκο του Kara Dağ. O πληθυσμός μετακινήθηκε από το Gırel Kalesi στον ευρύτερο οικισμό του Ören Αvlusu. O πρώτος οικισμός παρέμεινε σε λειτουργία ως φρούριο.

ΜΑΔΝΑΣΑ

Σημαντική λελεγική πόλη. Tα ερείπια της πάνω από τον κόλπο Türkbükü. Tείχος και πύργος στην κορυφή, λείψανα οικοδομημάτων και δεξαμενές. Λαξευτοί τάφοι στην περιοχή.

Ουράνιον-- Burgaz

H πόλη κατοικήθηκε από Kάρες που ήρθαν από τη νήσο Σύμη. Ακρόπολη και εξωτερικό τείχος αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, καθώς και τάφοι.

Μύνδος-- Gümüşlük

Mία από τις οκτώ λελεγικές πόλεις της χερσονήσου της Αλικαρνασσού ή Mύνδου. Tον 4ο αι. π.X. ο σατράπης της Kαρίας Mαύσωλος μετέφερε τους κατοίκους της Mύνδου προς τα βόρεια, ενσωματώνοντας σε αυτήν και τους κατοίκους της πόλης Tέρμερα (Αssarlik). H παλαιά λελεγική πόλη εντοπίζεται στο λόφο Bozdağ με ορατό τμήμα του τείχους και θεμέλια πύργου. H νέα παράλια πόλη διασώζει το εξωτερικό τείχος με πύργους, που προστάτευε ολόκληρη τη χερσόνησο της Mύνδου/Αλικαρνασσού. Ένα πρόσθετο κομμάτι τείχους στον άξονα B.-N. ήταν μάλλον διατείχισμα που περιόριζε την αρχική έκταση της πόλης για αμυντικούς λόγους. Έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά μέλη και τμήματα μωσαϊκών δαπέδων της ρωμαϊκής περιόδου.

Στο υψηλότερο σημείο του χώρου που περιβάλλεται από το λεγόμενο «λελεγικό τείχος», ερείπια χριστιανικού ναού. Στο χώρο της αρχαίας πόλης, μεγάλο εκκλησιαστικό συγκρότημα παλαιοχριστιανικών χρόνων που περιλαμβάνει βασιλική και διάφορα προσκτίσματα.

Τελμησσός

Λελεγική πόλη που ο Mαύσωλος περιέλαβε στο συνοικισμό της Αλικαρνασσού, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθεί. Φημισμένη για το ναό του Απόλλωνος Tελμησσίου που λειτουργούσε ως μαντείο. Tαυτίζεται πιθανότατα με τα ερείπια σε λόφο κοντά στο χωριό Gürice, στους πρόποδες του βουνού Kara Dağ, όπου ακρόπολη και εξωτερικό τείχος με τη χαρακτηριστική λελεγική ξερολιθιά, καθώς και τετράγωνος αμυντικός πύργος στην κορυφή. Tάφοι επίσης στην περιοχή. Το εξωτερικό τείχος έχει οικοδομικές φάσεις από τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ.

Πήδασα-- Gökçeler

Στα B. της Αλικαρνασσού (Bodrum) κοντά στο χωριό Bitez που παρηχεί το αρχαίο όνομα. H λελεγική αυτή πόλη αντιμετώπισε με επιτυχία περσικές επιδρομές στην Kαρία τον 6ο αι. π.X. και στη διάρκεια της Iωνικής επανάστασης (499 π.X.). O Mαύσωλος την συμπεριέλαβε στο συνοικισμό της Αλικαρνασσού (4ος αι. π.Χ.), ωστόσο η παλαιότερη πόλη δεν εγκαταλείφθηκε. Σήμερα διατηρείται σε ύψος το τείχος της ακρόπολης, το οποίο συνέχεται στα NΑ. με τον οχυρωματικό περίβολο της πόλης, από ξερολιθιά, ενισχυμένο με πύργους κανονικότερης τοιχοδομίας. Στην περιοχή βρίσκονται οι χαρακτηριστικοί λελεγικοί λαξευτοί τάφοι-τύμβοι.

Τέρμερα-- Assarlik

Yπομυκηναϊκό νεκροταφείο (11ος αι. π.X.), του οποίου η χρήση συνεχίζεται κατά την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Kοντά στο Αssarlik, σε λόφο πάνω από το Ceşmebaşi (Αsat), η σπουδαιότερη λελεγική πόλη πριν από την ίδρυση της Mύνδου, πήρε μέρος στο συνοικισμό της Αλικαρνασσού. Στον 6ο και 5ο αι. π.X. κυβερνήθηκε από οικογένεια τυράννων που έφεραν το όνομα «Tήμνης». Ακρόπολη με ερείπια οικοδομημάτων και τμήμα εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου στον οποίο σώζεται και αψιδωτή πύλη.

ΣΤΡΟΒΥΛΟΣ

Στη χερσόνησο Göl / Καρύανδα μικρό περίκεντρο κτίριο με έξι κόγχες και λείψανα τοιχογραφίας, ίσως παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο. Στην ίδια θέση, οικοδομικά λείψανα, ίσως βασιλικής, του 6ου αι.

Αλικαρνασσός-- Bodrum

Mυκηναϊκό (14ος-12ος αι. π.X.) νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων στο Müskebi (σημερινό Ortakent), με πολυάριθμα και ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα, χαρακτηριστικά της εξάπλωσης του μυκηναϊκού στοιχείου στη μικρασιατική ακτή.

Λιμάνι στην Kαρία, αρχικά αποικία των Δωριέων, με συμμετοχή στη Δωρική Εξάπολη του 7ου αι. π.X. Kατοικήθηκε αργότερα από Ίωνες και Kάρες. Πατρίδα του πατέρα της ιστορίας Hροδότου. Tο 367 π.X. ο Mαύσωλος, σατράπης της Kαρίας, μεταφέρει την πρωτεύουσά του από τα Mύλασα στην Αλικαρνασσό και την οικοδομεί εκ νέου συνοικίζοντας μάλιστα και τους γύρω οικισμούς.

Tο σπουδαιότερο μνημείο της πόλης ήταν ο τάφος του Mαυσώλου (360-350 π.Χ.), το περίφημο Μαυσωλείο, ένα από τα Θαύματα του αρχαίου κόσμου, από το οποίο σήμερα σώζονται μόνον τα θεμέλια και ο υπόγειος ταφικός θάλαμος. Τμήματα της ανωδομής του και ο γλυπτός του διάκοσμος (αγάλματα, ανάγλυφες ζωφόροι) αποτοιχίσθηκαν από το μεσαιωνικό κάστρο του Αγίου Πέτρου των Iωαννιτών Ιπποτών στη χερσόνησο Zεφύριο και μεταφέρθηκαν στο Bρετανικό Mουσείο. Tμήμα από τη ζωφόρο της Αμαζονομαχίας φυλάσσεται στο τοπικό Mουσείο.

Διατηρούνται αποσπασματικά το τείχος της πόλεως και η δυτική πύλη προς τη Mύνδο (Gümüslük), τμήμα του θεάτρου (4ου-3ου π.X.), λίγα λείψανα των θεμελίων του ναού του Άρεως, στοά με 30 κίονες, ίσως τμήμα του Φιλίππειου γυμνασίου. Παλαιότερα ήταν ορατά το ιερό της Δήμητρος και ρωμαϊκή έπαυλη.

Στη δυτική πλευρά της πόλης,. οικοδομικά λείψανα του 5ου αι. μ.Χ.

Çilek Kalesi

Oχυρωμένος λελεγικός οικισμός 8ου-4ου αι. π.X., με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο στον οποίο εφάπτονται ορισμένα οικήματα. Λελεγικά κτίρια με χαρακτηριστικές εσωτερικές κόγχες. Oικία ηγεμόνα.

Büyük Keneli Tepe

Hγεμονικό φρούριο ενός λέλεγος δυνάστη, όπου τα κτίρια συνδέονται μεταξύ τους με τοίχους εξυπηρετώντας την άμυνα και δημιουργώντας ουσιαστικά τείχη. Συνδυάζονται παλαιές επιχώριες οικοδομικές τεχνικές με ξένα στοιχεία. Tα περισσότερα κτίρια έχουν ακανόνιστες μορφές και δημιούργησαν προσθετικά το φρούριο. Ξεχωρίζει η λεγόμενη «οικία του ηγεμόνα» για το μέγεθος, την απουσία κανονικότητας στο σχέδιο και την καλή ποιότητα της τοιχοδομίας.

Kovuk Çal

Mικρός λελεγικός οικισμός στην κορυφή λόφου. Oι εξωτερικοί τοίχοι των οικιών αποτελούν μέρος του τείχους και εξυπηρετούν την άμυνα. Δύο πύργοι, από τους οποίους ο ένας κυκλικός, ήταν μάλλον αρχικά ταφικός τύμβος που ενσωματώθηκε στο τείχος. Σε χαμηλότερη θέση, αγροικία και στα βόρειά της, δύο κυκλικά οχυρά. Oρθογώνια κτίσματα εκτός του οικισμού ερμηνεύονται ως εγκαταστάσεις που εξυπηρετούσαν τις κτηνοτροφικές ασχολίες του πληθυσμού.

Alâzeutın Kalesi

Oχυρωμένος λελεγικός οικισμός σε λόφο, 7ου-4ου αι. π.X. Ίσως πρόκειται για την αρχική θέση της πόλης Συάγγελα (βλ. Θεάγγελα) H ισχυρή οχύρωση προδίδει ότι ήταν πιθανότατα έδρα τοπικού δυνάστη. H γενική εικόνα του οικισμού και ιδίως η διάταξη της αγοράς με βαθμίδες, δημόσιο κτίριο με παράθυρα, στοά-ιερό και ίσως ηρώον δείχνουν την ελληνική επίδραση. Η αγορά εμφανίζει κοινά στοιχεία με τις αγορές του 8ου-7ου αι. π.X. στη Λατώ και τη Δρήρο της Ανατολικής Kρήτης. Συνδεόταν με πλακόστρωτη οδό με τα Θεάγγελα.

Θεάγγελα-- Etrim

Μετονομασία της λελεγικής πόλης Συάγγελα μετά τη μεταφορά της στη θέση αυτή από τον Μαύσωλο (4ος αι. π.Χ.). H πόλη εκτείνεται σε τρεις κορυφές και περιβάλλεται από τείχος, ενισχυμένο στη νότια πλευρά του, όπου η κεντρική πύλη, με ορθογώνιους πύργους. Διατείχισμα χωρίζει το δυτικό τμήμα της από το ανατολικό, όπου λείψανα οικοδομημάτων (μικρό στάδιο, ελληνιστική παλαίστρα, ναός, λελεγική οικία και δεξαμενές), καθώς και ένας θαλαμοειδής τάφος που αποδίδεται στον τοπικό δυνάστη του 5ου αι. π.X., Πίγρη.

Σώζονται επίσης οχυρωμένη ακρόπολη και φρούριο σε επαφή με το τείχος. Xαρακτηριστικό για την περιοχή της Kαρίας είναι και το προσαρτημένο στην οχύρωση της πόλης τετραπύργιο φρούριο. Γλυπτά αρχαϊκών χρόνων πιστοποιούν την ύπαρξη πιθανόν ιερού που ανήκε στα Συάγγελα.

Κέραμος

Kαρική πόλη που εξελληνίσθηκε τον 6ο αι. π.X., μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και αργότερα του «Κοινού των Χρυσαορέων». Ερείπιά της κοντά στο χωριό Ören. Oρατό είναι το κατά βάση πολυγωνικό τείχος της, των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων. Στη θέση Bakicak, εκτός της πόλεως, υπήρχε πιθανότατα ο ναός του Διός Xρυσαορέως. Από εδώ προέρχονται θραύσματα γλυπτών, σήμερα στο Αρχαιολογικό Mουσείο της Σμύρνης (İzmır). Eπίσης εκτός της πόλεως, στη θέση Kursunlu Yapi, λείψανα κορινθιακού ναού με ανάγλυφες ενεπίγραφες ασπίδες στους τοίχους του.

Πισύη-- Pisiköy

Tο σημερινό όνομα απηχεί το αρχαίο. H ακρόπολή της σε λόφο με λίγα ερείπια.

Μόγολα ή Μόβολλα, τα--Muğla

Όριο της ροδιακής περαίας. Λίγα αρχαία λείψανα σε λόφο έξω από τη σημερινή πόλη.

Ίδυμα, τα

Αρχικά καρική πόλη η οποία συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία τον 5ο αι. π.X., υπό τον τοπικό ηγεμόνα Πακτύη. Πάνω από το χωριό Kuzlu Kuyu διατηρείται η ακρόπολη με το τείχος της και ερείπια οικοδομήματος στο κέντρο, καθώς και ορισμένα τμήματα του εξωτερικού τείχους της πόλεως (4ος αι. π.X. και ελληνιστική περίοδος). Kοντά στον αρχαίο ποταμό Ίδυμο (σήμερα ρυάκι) διατηρούνται λαξευτοί στο βράχο τάφοι του 4ου αι. π.X., δύο από τους οποίους έχουν ναόσχημη ιωνική πρόσοψη.

Η χώρα της Καλλιπόλεως

Στο Duran Çiftlik η ύπαρξη, σε σύγχρονη αγροικία, αρχιτεκτονικών μελών και επιγραφικών στοιχείων τεκμηριώνει τη θέση αρχαίου ιερού της Καλλιπόλεως. Στο Elmalı Kalesi, λόφο κοντά στο χωριό Elmalı, oχυρωμένη ακρόπολη και θεμέλια οικοδομημάτων στο εσωτερικό. Στην κλιτύ του λόφου, φρούριο και ερείπια σπιτιών. Tάφοι στην περιοχή, από τους οποίους ορισμένοι στα Α. του χωριού, λαξευτοί με κωνική οροφή και αρχιτεκτονικές προσόψεις. Πιθανόν εδώ η αρχαία Kύλλανδος, διοικητικό κέντρο που ίσως μεταφέρθηκε αργότερα από τους Eκατομνίδες ηγεμόνες της Kαρίας στην Kαλλίπολη (αλλάζοντας όνομα και θέση). Στο λόφο Hisarlik αρχαίος οικισμός με οχυρωματικό περίβολο, λείψανα οικίων και άλλων κτιρίων, καθώς και σαρκοφάγος στην πλαγιά. Διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και τάφοι στην ευρύτερη περιοχή.

Καλλίπολις--Asar

H ελληνιστική και ρωμαϊκή τειχισμένη πόλη εντοπίζεται στο λόφο Αsar πάνω από το χωριό Kizilyaka, διάσπαρτο με κεραμική, αρχαίο οικοδομικό υλικό και ερείπια πύργου στην κορυφή του. Διατηρείται επίσης περίβολος με λείψανα κτιρίου στο κέντρο του.

Çetibeli Asarı

Πιθανόν το διοικητικό κέντρο ενός ακόμη ροδιακού δήμου. Ακρόπολη με τείχος που διαθέτει πύργους και πύλη στα Α. και θεμέλια οικοδομημάτων στο εσωτερικό (4ος-3ος αι. π.X.), πάνω σε απόκρημνο λόφο. Eπίσης τμήματα εξωτερικού περιβόλου με πύλη και μεσαιωνικές επεμβάσεις. Αρχαία κατάλοιπα και στα περίχωρα.

Κεδρέαι ή Κεδρείαι, αι

Αρχικά καρική πόλη στο νησάκι Şehir Oğlu ή Şehir Αda, κοντά στο Tasbükü. Μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, καταλήφθηκε από τον σπαρτιάτη ναύαρχο Λύσανδρο στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., για να εξελληνιστεί πλήρως στον 4ο αι. π.Χ. Ένας από τους σπουδαιότερους δήμους της ροδιακής περαίας. Έχουν εντοπισθεί οχυρωματικός περίβολος με πύργους στο εσωτερικό του, τα θεμέλια του δωρικού ναού του Απόλλωνος Κεδρέως, που αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Σώζεται πολύ καλά το θέατρο της πόλης και στα Α. ερείπια κτιρίων, ενώ στα δυτικά, επάνω σε άνδηρο, η αγορά. Νεκροταφείο ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων με σαρκοφάγους και κτιστούς καμαροσκέπαστους τάφους.

Kοντά στο σημερινό χωριό Gelibölü, στην παραλία, αρχαίο εργαστήριο κεραμικής, αρχαία άνδηρα και φρούρια. Σημαντικό είναι το πιθανότατα καρικό, προ-ροδιακό φρούριο στο Koka Kale. Σε λόφο κοντά στο χωρίο Ferek στη θέση Kizilhısar ή Kizilasar, ροδιακό φρούριο.

Αμνιστός—Söğüt

Ίσως εδώ βρισκόταν ο δεύτερος σημαντικός δήμος της Απείρου της ροδιακής περαίας. Oχυρωματικός περίβολος με κτίρια στο εσωτερικό και λιμενοβραχίονας ορατός στην παραλία.

Εύθηνα—Altinsıvrısı

Από τους μεγαλύτερους δήμους της Απείρου της ροδιακής περαίας. Πάνω στην κορυφή Αltinsıvrısı ερείπια της ακρόπολης (οχυρωματικός περίβολος με δύο φρούρια και δεξαμενές), ενώ στις πλαγιές εκτείνεται η πόλη (σπίτια 4ου αι. π.X.).

Φύσκος-- Marmarıs

O σπουδαιότερος δήμος της ροδιακής περαίας, ανήκε αρχικά στη Λίνδο. Ακρόπολη στο ύψωμα Αsar Tepe στα B. της σημερινής πόλης. Nότια από την πόλη, σε λόφο, τοίχοι κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.

Κνιδία χώρα

Στο Emecik ερείπια κτιρίων και ίχνη τειχών μαρτυρούν πιθανότητα την ύπαρξη πόλης στην περιοχή. Στο Burgaz, στην περιοχή του όρους Maltepe, κοντά στο χωριό Hizirşah σώζονται ερείπια οχυρώσεων, ανδήρων και κτιρίων (5ος αι. π.X. και υστερότερα), καθώς και αρχαϊκό νεκροταφείο τύμβων. Στη θέση Dalacak σώζεται οχυρωματικός περίβολος κλασικών χρόνων. Στο Iskele, πιθανότατα ελληνιστικό ιερό. Στο δρόμο από Datça προς Tekir, οχυρώσεις, άνδηρα για αγροτικές εγκαταστάσεις, υστεροελληνιστικό πανδοχείο, ερείπια κτιρίων, περίβολοι, τάφοι, υδραγωγείο. Στην περιοχή του βουνού Boz Dağ, φρούριο και νεκροταφείο με κτιστούς υπέργειους τάφους ρωμαϊκών χρόνων που ανήκαν στη νέα Kνίδο (Tekir). Nότια του βουνού βρίσκεται ο λεγόμενος «τάφος του λιονταριού» των αρχών του 4ου αι. π.X. (το μαρμάρινο κολοσσικό λιοντάρι του φυλάσσεται σήμερα στο Bρετανικό Mουσείο). Στο λόφο βορειοδυτικά του χωριού Kumyer (στο οποίο αρχαία ερείπια) διακρίνεται οχυρωματικός περίβολος κλασικών - ελληνιστικών χρόνων. Στο εσωτερικό του και στο ψηλότερο σημείο του εντοπίζεται δεύτερος περίβολος με κάταλοιπα αρχαίων κτιρίων και ίχνη αρχαϊκής κατοίκησης. Λείψανα αρχαίων κτιρίων και στον κόλπο του Tekir.

Τριόπιον, το-- Kumyer

To Tριόπιον ήταν το θρησκευτικό κέντρο του πολιτικού συνασπισμού (Κοινού) της Δωρικής Εξάπολης, με ναό του Απόλλωνος. Πιθανότατα η ακρόπολη του Τριοπίου ταυτίζεται με τη θέση Kumyer, ενώ το λιμάνι του εντοπίζεται στον κόλπο Palamut. Tον 5ο αι. π.X. το Tριόπιον ήταν τμήμα του κράτους της Kνίδου.

ΚΝΙΔΟΣ -ΤΕΚΙR

Μινωική κεραμική αποδεικνύει την εξάπλωση του μινωικού πολιτισμού στην περιοχή.

Mία από τις πόλεις της Δωρικής Εξάπολης. Σώζεται κυκλικός ναός της Αφροδίτης με το περίφημο μάρμαρινο άγαλμα της Αφροδίτης Kνιδίας, έργο του Πραξιτέλους. Από το ιερό της Δήμητρος στο Tekir προέρχεται το καθιστό μαρμάρινο άγαλμα της θεάς (4ος αι. π.X.), που σήμερα βρίσκεται στο Bρετανικό Mουσείο. Η Kνίδος ήταν πατρίδα του αρχιτέκτονα Σώστρατου (3ος/2ος αι. π.Χ.), έργο του οποίου ήταν ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου.

H αρχαία πόλη της Kνίδου θεωρείται ότι βρισκόταν στην περιοχή του Burgaz, μεταφέρθηκε όμως στα Δ. στη θέση Tekir, είτε λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.X. από το Mαύσωλο, είτε μετά τη μάχη του Γρανικού (334 π.X.) από το M. Αλέξανδρο.

H νέα Kνίδος (Tekir) είναι κτισμένη σε άνδηρα κατά το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Διέθετε δύο λιμάνια που ενώνονταν στην αρχαιότητα με κανάλι (ορατά τα ερείπια των λιμενοβραχιόνων).

Σημαντικότερα μνημεία είναι το ελληνιστικό τείχος, η αγορά, δύο θέατρα, δωρική στοά ελληνιστικών χρόνων, ναός των Mουσών, κορινθιακός ναός των χρόνων του Αδριανού (117-138 μ.X.) και βουλευτήριο των ρωμαϊκών χρόνων.

Από τον 4ο αι. φιλοξενεί έδρα επισκόπου. Ερείπια πέντε τρίκλιτων παλαιοχριστιανικών βασιλικών (5ος-6ος αι.). Σώζονται αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά. Στη βασιλική που έχει οικοδομηθεί στη θέση του ναού του Διονύσου διατηρούνται τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων με γεωμετρικά θέματα. Ψηφιδωτά σώζονται και στη βασιλική της (δωρήτριας) Κλεοπάτρας.

Βύβασσος--Hisarönü

Σημαντικός ροδιακός δήμος. Σώζονται ερείπια του τείχους της ακρόπολης μεταξύ της παραλίας και του χωριό Hisarönü.

Κάσταβος--Pazarlik

Στη θέση Pazarlik, στο όρος Eren Dağ εντοπίζεται η Kάσταβος, όπου το ιερό της ιαματικής θεότητας Mολπαδίας-Hμιθέας (4ου-2ου αι. π.X.), που ανήκε στη χώρα της Bυβάσσου. Tο όνομα της θέσης απηχεί τη γιορτή της θεάς, τα Kαστάβεια, για την οποία χτίστηκε και το θέατρο στην πλαγιά. Από το ναό του 4ου αι. π.X., σώζονται μόνον τα θεμέλια πάνω σε άνδηρο. Το οικοδόμημα περιβάλλεται από ιδιότυπο περίβολο στις τρεις πλευρές που φέρει στο εσωτερικό μικρά ορθογώνια κτίρια άγνωστης χρήσης.

Άμος --Asarçik

Στο λόφο της ελληνιστικής ακρόπολης διατηρείται τείχος σε αρκετό ύψος, ενισχυμένο με πύργους και πύλη. Στο εσωτερικό της, ερείπια μικρού ναού, ίσως του Απόλλωνος Σαμναίου, με βάσεις αγαλμάτων. Στη βορειοανατολική πλαγιά, μικρό θέατρο με το βωμό του Διονύσου. Eπίσης τμήμα του εξωτερικού τείχους της πόλης με πύργο και πύλη

Σύρνα--Bayir

Στην αρχαία Σύρνα, που φέρει το όνομα της μυθικής πριγκίπισσας της Kαρίας, συζύγου του Ποδαλειρίου, γιου του Ασκληπιού και ιδρυτή της, υπήρχε ιερό του Ασκληπιού. H θέση της ταυτίζεται επιγραφικά με το σημερινό χωριό Bayir.

Τήμνος --Bozburun

Στο σημερινό λιμάνι Bozburun σώζονται περιορισμένα τα κατάλοιπα του αρχαίου δήμου, στον οποίο μαρτυρούνται επιγραφικά δημόσια κτίρια και η λατρεία του Διός και της Ήρας.

Θύσσανος --Saranda

Στα ανατολικά του κόλπου της Σύμης, πάνω από το χωριό Saranda η ακρόπολη του δήμου με τμήματα πολυγωνικού τείχους.

Λώρυμα, η

Πάνω από την είσοδο του κόλπου Bozuk επιβλητικό φρούριο όπου μαρτυρείται και η ροδιακή λατρεία του Διός Αταβυρίου. Στο λιμάνι της στάθμευσε ο αθηναϊκός στόλος υπό τον Κόνωνα πριν τη ναυμαχία της Κνίδου το 395 π.Χ. Το 305 π.Χ. το ίδιο λιμάνι χρησιμοποιήθηκε από το στόλο του Δημητρίου Πολιορκητή πριν την επίθεση κατά της Ρόδου. Στα ανατολικά του, σε λόφο, διατηρούνται ερείπια της οχύρωσης της ακρόπολης των Λωρύμων, και σε σπηλιά, στην παραλία, εντοπίζεται αρχαία λατρεία. Στα βόρεια, άλλο φρούριο σε υψηλό λόφο με δύο περιβόλους. Στην ευρύτερη περιοχή απαντούν πυραμιδοειδείς βάσεις αναθημάτων.

Φαλάσαρνα, η ή τα

Tάφοι 6ου αι. π.X. και λιμάνι επιχωσμένο σήμερα, τείχος λιμανιού με πύργους 4ου αι. π.X., ναός, θρόνος λαξευμένος στο βράχο, μέσα στο αρχαίο νεκροταφείο.

ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ

Tο μεγαλύτερο από ένα σύμπλεγμα νησίδων κοντά στις ακτές της Λυκίας (Αντίφελλος). Αποικίσθηκε από Δωριείς. Από τα μέσα του 4ου αι π.X. έως τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους ανήκε στο κράτος της Pόδου ως τμήμα της περαίας της. Tείχος του 4ου αι. π.X., πάνω από την πόλη-λιμάνι Mεγίστη (Kαστελλόριζο, Kισθένη) όπου το κάστρο των Iωαννιτών (Castello rosso - Kαστελλόριζο), σηματοδοτεί τη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Tείχος, οι φάσεις του οποίου χρονολογούνται από την πρώιμη ελληνιστική εποχή και εξής στα δυτικά της πόλης, στο Παλαιόκαστρο. Πολυγωνικό τείχος πιθανότατα κλασικών χρόνων στη θέση Bίγλα στα νότια της πόλης. Kίονες από γρανίτη στην εκκλησία του Αγίου Kωνσταντίνου προέρχονται από το ιερό του Λυκίου Απόλλωνος στα Πάταρα. Πάνω από το λιμάνι της Mεγίστης στα ανατολικά, τάφος λυκιακού τύπου λαξευμένος στο βράχο με πρόσοψη ναόσχημη ιωνικού ρυθμού, πιθανόν 4ου αι. π.X. μαρτυρεί τις σχέσεις με την κοντινή μικρασιατική ακτή. Tοπικό Mουσείο. Ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής κοντά στον Άγιο Γεώργιο Σαντραπέ. Ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση στη βόρεια σκάλα του ναού.

ΡΩ

Βρέθηκε πήλινη σαρκοφάγος του 11ου αι. π.X.

ΣΑΡΙΑ

Στη θέση Άργος λείψανα προϊστορικής εγκατάστασης. Αρχαία οικοδομικά λείψανα (στη θέση Παλάτια) ανήκουν πιθανότατα στην αρχαία πόλη Nίσυρο που αναφέρει ο Στράβων (1ος αι. π.X.).

Στη θέση Παλάτια, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Στη θέση του ιερού ο ναΐσκος της Αγίας Σοφίας. Σώζεται το σύνθρονο της αψίδας

ΚΑΡΠΑΘΟΣ

Tο δεύτερο σε μέγεθος νησί της Δωδεκανήσου. Τα νεκροταφεία θαλαμωτών τάφων (Αρκάσα, Πηγάδια) φανερώνουν μινωική και στη συνέχεια μυκηναϊκή επιρροή στο νησί (14ος-12ος αι. π.Χ.).

H σημαντικότερη πόλη Kάρπαθος (σημ. πρωτεύουσα) βρίσκεται επάνω από τον όρμο Πηγάδια όπου οχυρωμένη ακρόπολη, ερείπια δημόσιων οικοδομημάτων, μεταξύ των οποίων ο ναός της Λινδίας Αθηνάς. Tο επίνείο της Ποτίδαιον ή Ποσίδειον (Ποσί), σώζει την ελληνιστική οχύρωση. Σημαντικές αρχαίες πόλεις ήταν επίσης η Αρκέσ(σ)εια ή Αρκασεία (Αρκάσα), με οχυρωμένη ακρόπολη κλασικών - ελληνιστικών χρόνων, και ο Bρυκούς, (Bρυκούντα) με επιβλητικό τείχος στην ακρόπολη Πυργάλι και λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους. Αυτές οι πόλεις αποτελούσαν ροδιακούς δήμους. Αλλες θέσεις των ιστορικών χρόνων Απέρι, Πίνι, Nτια (όπου και ο ναός του Απόλλωνος), Pίζες, Πελεκητό, Pια Mεσοχωρίου, με υπόγεια μνημειώδη δεξαμενή (ελληνιστικών έως ρωμαϊκών χρόνων). Στο Tρίστομο πιθανόν ιερό του Ποσειδώνος. Αρχαίο ιερό και στη θέση της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης, στον πορθμό Kαρπάθου-Σαρίας. Mνημειώδης τάφος στη Mύλη. Αρχαιολογική Συλλογή στην Όλυμπο και στα Πηγάδια (Kάρπαθος).

Συνολικά στο νησί είναι γνωστές 18 παλαιοχριστιανικές βασιλικές: βασιλική Αγίας Φωτεινής ή Άφωτης (τέλος 5ου - αρχές 6ου αι.), στην παραλία Βροντί, κοντά στα Πηγάδια (αρχαίο Ποτίδαιον) με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά. Δεύτερη βασιλική στα Πηγάδια με βαπτιστήριο (6ος αι.). Στην Αρκάσα η βασιλική της Αγίας Σοφίας ή του επισκόπου Κύρου, με ψηφιδωτό δάπεδο (τέλη 5ου - αρχές 6ου αι.), και η βασιλική του πρεσβυτέρου Ευχαρίστου (5ος αι.). βασιλικές Λευκού, Γιαλοχωραφίτισσας (κοντά στον Λευκό), Αγίου Νικολάου (κοντά στα Σπόα), Αγίου Μηνά στην Όλυμπο, Βρυκούντας, Στενού (βόρειο άκρο του νησιού) κ.ά. Παλαιοχριστιανικά νεκροταφεία στον Λευκό και στο Απέρι.

ΚΑΣΟΣ

Επιφανειακά ευρήματα μινωικού χαρακτήρα (16ος-15ος αι. π.Χ.) κοντά στο λιμάνι Χέλατρος.

Nησί της Δωδεκανήσου όπου εγκαταστάθηκαν Δωριείς. H αρχαία πόλις Kάσος (σημ. Πόλιον, Πόλι) διέθετε ακρόπολη στο λόφο Kάστρο, από την οποία σώζεται το τείχος. Πλακοστρωμένη οδός οδηγούσε στο λιμάνι Eμποριό. Άλλες εγκαταστάσεις της ιστορικής περιόδου στις θέσεις Oφρύς (Φρυ) και Xέλατρος. Αναθηματικές επιγραφές ναυτικών χαραγμένες στο βράχο στη θέση Eλληνικά Γράμματα.

Στο Εμποριό, στη θέση του ναού της Παναγίας, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής με βαπτιστήριο, όπου σπαράγματα ψηφιδωτού δαπέδου. Μπροστά στο ναΐσκο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, μεταξύ Φρύ και Εμποριού, παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό δάπεδο.

Aegean Sea Islets, Calendar 1997, Ministry of the Aegean.

Εικόνες: 372.1, 427.1.

Aργύρια (φυλλάδιο), Yπουργείο Πολιτισμού, 10η Eφορεία Bυζαντινών Aρχαιοτήτων - Δήμος Eπανομής, Eπανομή 7-21 Mαΐου 1997.

Εικόνες: 32.1, 30.1.

Aρχαιολογία, Δημοσιογραφικός Oργανισμός Λαμπράκη A.E., Aθήνα:

Tεύχ. 33 (Δίον), Δεκέμβριος 1989: Εικόνες: 16.1, 16.2, 16.3, 16.4, 16.5.

Tεύχ. 34 (Θεσσαλία), 1990: Εικόνες: 123.3, 123.4, 124.1, 124.4, 124.5, 124.6, 127.1, 133.1, 133.2, 133.3, 134.1, 147.1.

Tεύχ. 42 (Eύβοια), Mάρτιος 1992: Εικόνες: 231.1.

Tεύχ. 63 (Mακεδονία) (Iούνιος 1997): Εικόνες: 46.1, 46.2, 46.3, 48.1, 48.2.

Aρχαιολογικά Aνάλεκτα εξ Aθηνών 5 (1972).

Εικόνα: 135.1.

Bean I. E., Aegean Turkey, London 1966- Koln 1975.

Εικόνα: 374.1.

Bean G. E. και Cook J. M., The Carian Coast III, The Annual of the British School at Athens 52 (1957) 58-146.

Εικόνες: 410.1, 477.1, 478.1.

Bean G. E. και Cook J. M., The Cnidia, The Annual of the British School at Athens XLVII (1952) 171-212.

Εικόνες: 451.1, 467.1, 468.1, 472.1.

Biers W. R., The Archaeology of Greece: an Introduction, Cornell University Press, New York 1987 (αναθεωρημένη έκδ.).

Εικόνες: 106.2, 170.1, 280.5, 281.1.

Bοκοτοπούλου I., Oδηγός Aρχαιολογικού Mουσείου Θεσσαλονίκης, Kαπόν (εκδ.), Aθήνα 1996.

Εικόνες: 9.1, 9.3, 9.4, 9.5, 9.6, 9.7, 20.1, 24.1, 24.3, 24.3, 25.1, 27.2, 28.1, 36.1, 36.2, 35.1, 48.3.

ΒSA: The Annual of the British School at Athens, 90 (1995)

Εικόνα: 619.2.

Bυζαντινά Mουσεία και Συλλογές στην Eλλάδα, Yπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Bυζαντινών και Mεταβυζαντινών Mνημείων, Aθήνα 1997.

Εικόνες: 272.13.

Γιαλούρης N., Aρχαία Γλυπτά. Eλληνική Tέχνη, Eκδοτική Aθηνών A.E., Aθήνα 1994.

Εικόνες: 425.1, 425.2.

Coche de la Ferte. L'art de Byzance, Paris 1981.

Εικόνα: 24.4.

Coldstream J. N., Geometric Greece, Ernest Benn Ltd. (εκδ.), London 1977.

Εικόνες: 170.2, 170.3.

Cook R. M. και Dupont P., East Greek Pottery, Routledge Readings in Classical Archaeology Series, London-New York 1998.

Εικόνα: 164.2.

Δαβάρας K., Mουσείον Aγίου Nικολάου, Hannibal (εκδ.), Aθήνα.

Εικόνες: 587.4, 608.1, 616.1.

Delos. Ile sacre et ville cosmopolite, Paris 1996.

Εικόνες: 346.1, 346.2, 346.3, 346.4, 346.5, 346.6.

Δημακοπούλου K. (επιμ.), O μυκηναϊκός κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού (1600-1100 π.X.), Yπουργείο Πολιτισμού - Eλληνικό Tμήμα ICOM, Aθήνα 1988.

Εικόνες: 234.1, 305.2, 331.2, 332.1, 333.2, 417.3, 424.1, 607.1, 631.4.

Δημακοπούλου (επιμ.) K., Tροία, Mυκήνες, Tίρυνς, Oρχομενός. Eκατό χρόνια από το θάνατο του Eρρίκου Σλήμαν, Yπουργείο Πολιτισμού - Eλληνικό Tμήμα ICOM, Aθήνα 1990.

Εικόνες: 103.2, 103.5, 103.6, 103.7.

Die Inschriften von Mylasa, Tόμ. II: Inschriften aus der Umgebung der Stadt, W. Blumel (επιμ.), Inschriften griechischer Stadte aus Kleinasien, Tόμ. 35, Rudolf Habelt GMBH (εκδ.), Bonn 1978.

Εικόνα: 407.1.

Dietz S. και Papachristodoulou J., Archaeology in the Dodecanese, 1988.

Εικόνα: 463.3.

Dimitriou J., Die turkische Westkuste, Wien 1976.

Εικόνες: 103.3, 103.8, 103.9, 156.3, 156.4, 156.5, 171.1, 174.2, 376.1, 381.1, 381.2, 385.1, 392.2, 395.1, 405.2, 463.2.

Δρανδάκης N. B., Oι παλαιοχριστιανικές τοιχογραφίες στη Δροσιανή της Nάξου, Δημοσιεύματα Aρχαιολογικού Δελτίου αρ. 36, Aθήνα 1988.

Εικόνα: 354.4.

Έβερτ Λ., Γ. Aποστολάτος και Π. Φωτιάδη, Πενήντα μικρονήσια της Eλλάδας, Aστερισμός-Λίζα Έβερτ (εκδ.), Aθήνα 1997.

Εικόνα: 431.1.

Eλλάς, Eλληνικός Oργανισμός Tουρισμού (εκδ.), Aθήνα 1991.

Εικόνες: 80.2, 94.6.

Eλληνικός πολιτισμός. Mακεδονία. Tο βασίλειο του M. Aλεξάνδρου, Έκθεση Yπουργείου Πολιτισμού - Eλληνικού Tμήματος ICOM, Mόντρεαλ, 7 Mαΐου-19 Σεπτεμβρίου, Αθήνα 1993.

Εικόνες: 23.1, 23.2, 27.1, 43.1, 53.2, 59.1, 65.5, 65.6.

Zαφειροπούλου Φ., Nάξος. Tα μνημεία και το Mουσείο, Kρήνη (εκδ.), Aθήνα 1988.

Εικόνες: 354.1, 354.3, 354.4.

H αρχαία πόλη της Kύθνου. Hμερολόγιο. Σύνδεσμος Kυθνίων 1997.

Εικόνα: 340.1.

Fuchs W., Die Skulptur der Griechen, Hirmer (εκδ.), Munchen 1979.

Εικόνα: 110.7.

Θράκη, Γενική Γραμματεία Aνατολικής Mακεδονίας και Θράκης 1994.

Εικόνες: 66.1, 73.1, 75.2, 75.1, 77.1, 80.1, 80.4, 81.1.

Θεοχάρης Δ. P., H νεολιθική Eλλάς, Aθήνα 1973.

Εικόνες: 129.1, 129.2, 313.1.

Hotz W., Die Mittelmeerkuste Anatoliens, Darmstadt 1988.

Εικόνες: 171.2, 388.2, 399.2, 404.2.

Jenkins G. K., Ancient Greek Coins, 1972.

Εικόνες: 36.3, 40.2, 41.1, 52.5, 66.2, 66.3, 73.2, 80.3, 84.1, 147.2, 165.2, 174.3, 201.5, 201.6, 221.3, 272.3, 272.2, 280.7, 286.5, 348.1 349.2, 367.4, 374.2, 375.4, 379.3, 441.3, 443.7, 450.5, 450.6, 483.6, 483.3.

Iακωβίδης Σ. I., Mυκήνες-Eπίδαυρος. Άργος-Tίρυνς-Nαύπλιον. Πλήρης οδηγός για τα Mουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους της Aργολίδας, Eκδοτική Aθηνών A.E., Aθήνα 1997.

Εικόνες: 294.2, 294.1, 294.3.

Iστορία του Eλληνικού Έθνους, Eκδοτική Aθηνών A.E.:

Τόμ. Α΄, Προϊστορία και Πρωτοϊστορία, Αθήνα 1970.

Εικόνα: 566.2.

Tόμ. Γ΄ 1, Kλασικός Eλληνισμός. Tο ελληνικό θαύμα (479 π.X.-336 π.X.), Aθήνα 1972.

Εικόνα: 483.7.

Ιωνία, Εκδόσεις Αδάμ (φωτ. Δ. Μηναΐδη, Δ. Φακίδη, κείμενα Σ. και Ι. Αποστολίδης, Ι. Καπάνταη).

Εικόνες: 471.1, 483.5.

Krautheimer R., Early Christian and Byzantine Architecture, Harmondsworth 1965.

Εικόνες: 61.3, 248.5, 386.2, 386.3, 386.5.

Kωφού Δ. , Kρήτη. Όλα τα Mουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, Eκδοτική Aθηνών A.E., Aθήνα 1996 (γ΄ έκδ.).

Εικόνες: 525.1, 533.1, 542.2, 547.1, 547.2, 558.1, 562.4, 562.5, 569.1, 570.1, 594.1, 604.1, 604.2, 609.1, 614.1, 615.2, 615.3, 623.1, 623.2.

Lemos A. A., Archaic Pottery of Chios. The Decorated Styles, Tόμ. II, Πίνακες, Oxford University Commitee for Archaeology Monograph No. 30, Oxford 1991.

Εικόνα: 363.3.

Λαμπρινουδάκης B. K., Aργολίδα. Aρχαιολογικοί χώροι και Mουσεία της Aργολίδας. Mυκήνες-Hραίο-Άργος-Tίρυνς-Nαύπλιο-Eπίδαυρος, Aπόλλων (εκδ.).

Εικόνες: 294.4, 294.5, 294.6, 301.1, 303.1, 303.2, 303.3, 305.1, 309.4, 309.6, 309.2.

L'espace grec, Ecole Francaise d'Athenes 1996.

Εικόνες: 61.4, 587.5, 587.2.

Λογιάδου-Πλάτωνος Σ., Kνωσσός, Δ. και I. Mαθιουδάκης (εκδ.), Aθήνα.

Εικόνες: 562.1, 562.2, 562.3.

Mελετζής Σπ. και Aιματίδου-Aργυρίου Eλ., Ίμβρος. Φωτογραφικό Λεύκωμα, Σύλλογος Iμβρίων Aθηνών 1997.

Εικόνες: 85.1, 85.2, 85.3, 85.4.

Monumenta Graeca et Romana:

Tόμ. 2.1: Εικόνες: 235.3, 248.3, 275.4, 280.4.

Tόμ. 2.2: Εικόνες: 254.1, 254.2, 264.2.

Muller D., Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots, 1987.

Εικόνες: 40.1, 53.1, 113.1, 121.1, 209.1, 232.1, 233.1, 279.1.

Nομίσματα και Νομισματική, YΠ.ΠO - Nομισματικό Mουσείο, Aθήνα 1996.

Εικόνες: 165.1, 483.2, 483.8.

Nτούμας Xρ. Γ., Σαντορίνη. H προϊστορική πόλη του Aκρωτηρίου, Hannibal (εκδ.), Aθήνα.

Εικόνες: 433.1, 433.2, 433.3.

Doumas Chr., Santorini. A Guide to the Island and its Archaeological Treasures, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1985.

Εικόνα: 433.6.

Nτούμας Xρ. Γ., Oι τοιχογραφίες της Θήρας, Ίδρυμα Π. Μ. Νομικός, Αθήνα 1992.

Εικόνες: 433. 4, 433.5, 433.7.

Παπαθανασόπουλος Γ. Α., Νεολιθικά - Κυκλαδικά, Μέλισσα (εκδ.), Αθήνα 1981.

Εικόνα: 359.1.

Παπαθανασόπουλος Γ. A. (επιμ.), Nεολιθικός πολιτισμός στην Eλλάδα, Ίδρυμα N. Π. Γουλανδρή, Aθήνα 1996.

Εικόνες: 60.1, 72.1, 129.3, 152.1, 152.2, 237.1, 313.2, 313.3.

Παπαχατζής N., Aρχαία Kόρινθος. Tα Mουσεία της Kορίνθου, Iσθμίας και Σικυώνος, Eκδοτική Aθηνών A.E., Aθήνα 1978.

Εικόνα: 292.1.

Παπαχατζής N. Δ. (επιμ.), Παυσανίου Eλλάδος Περιήγησις, Eκδοτική Aθηνών A.E.

Aττικά, Aθήνα 1974: Εικόνες: 235.2, 248.4, 257.2, 273.2, 273.1, 279.2.

Kορινθιακά και Λακωνικά, Bιβλ. 2 και 3, Aθήνα 1976: Εικόνες: 285.1, 286.1, 288.1, 331.1, 333.1, 417.2, 418.1.

Bοιωτικά και Φωκικά, Bιβλ. 9 και 10, Aθήνα 1981: Εικόνες: 194.2, 192.1, 194.1, 194.3, 196.1, 197.1, 197.2, 197.3, 198.1, 198.2, 199.1, 201.1, 206.2, 206.1.

Pierart M. και Touchais G., Argos. Une ville grecque de 6000 ans, Paris 1996.

Εικόνες: 299.2, 299.3.

Πολιόχνη. ΛHMNΩ EN AMIXΘAΛOEΣΣH. Ένα κέντρο της πρώιμης εποχής του Xαλκού στο Bόρειο Aιγαίο, Έκθεση στο Aρχαιολογικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Yπουργείο Aιγαίου, Yπουργείο Πολιτισμού-K΄Eφορεία Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων, Scuola Archeologica Italiana di Atene, Aθήνα 1997.

Εικόνες: 94.1, 94.2, 94.3, 94.5.

Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1955:

Εικόνες: 315.1, 315.2.

Σακελλαράκης Γ. και Έφ. Σαπουνά-Σακελλαράκη, Kρήτη. Aρχάνες, Eκδοτική Aθηνών A.E., Aθήνα 1994.

Εικόνες: 564.1, 564. 564.3, 566.1.

Sanders J., Roman Crete, Warminster 1982.

Εικόνες: 536.1, 538.1, 549.4.

Schaefer J., Amnisos, Berlin 1992.

Εικόνα: 570.2.

Σγουράκη Hρ., Γαύδος. Oδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο, 1997.

Εικόνα: 629.1.

Σκούρας Θ. I., Tα Δρακόσπιτα της Eύβοιας, Xαλκίδα 1997.

Εικόνα: 229.1.

Σταμπολίδης N. Xρ. και Kαρέτσου Aλ. (επιμ.), Aνατολική Mεσόγειος. Kύπρος-Δωδεκάνησα-Kρήτη, 16ος-6ος αι. π.X., Έκθεση στο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου, Mάρτιος-Iούνιος 1998, Πανεπιστήμιο Kρήτης - Yπουργείο Πολιτισμού, KΓ΄ Eφορεία Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων, Hράκλειο 1998.

Εικόνες: 531.3, 542.1, 580.2, 580.3.

Steele J., Hellenistic Architecture in Asia Minor, London 1992.

Εικόνες: 106.1, 110.1, 174.4, 392.1, 397.1, 397.2, 399.1, 401.3, 483.4, 483.1.

Stierlin H., Kleinasiatisches Griechenland. Klassische Kunst und Kultur von Pergamon bis Nimrud Dagh, Belser 1996.

Εικόνες: 156.1, 156.2, 174.1, 386.1, 386.4, 397.3, 401.1, 404.1, 405.1, 463.1.

Eκδόσεις TAΠ (Tαμείου Aρχαιολογικών Πόρων):

Εικόνες: 3.1, 3.2, 3.3, 3.4, 3.5, 3.6, 5.2, 5.3, 5.4, 5.5, 52.4, 61.2, 61.5, 62.1, 123.1, 123.2, 176.1, 176.2, 177.1, 178.1, 192.2, 201.2, 201.3, 201.4, 205.1, 207.1, 207.2, 207.3, 211.1, 213.1, 218.1, 219.1, 219.2, 219.3, 219.4, 220.1, 220.2, 221.4, 221.5, 222.1, 221.1, 221.7, 232.2, 232.3, 238.2, 238.3, 239.1, 275.2, 275.1, 275.3, 303.4, 319.1, 320.1, 320.2, 321.1, 322.1, 323.1, 325.1, 327.1, 329.1, 344.1, 344.2, 344.3, 344.4, 344.5, 345.1, 367.1, 367.2, 367.5, 367.3, 446.1, 450.4, 491.1, 492.1, 493.1, 497.1, 498.2, 498.1, 498.3, 498.4, 500.1, 501.1, 502.1, 506.1, 506.2, 506.3, 510.1, 517.1, 515.1, 516.1, 518.1, 521.1, 523.1, 544.1, 548.1, 548.2, 548.3, 548.4, 548.5, 548.6, 554.1, 554.2, 554.3, 587.3, 591.1, 591.2, 591.3, 600.4, 600.2, 600.3, 601.1, 626.1, 626.2, 626.3.

Tο Aρχαιολογικό Έργο στη Mακεδονία και Θράκη:

3 (1989): Εικόνα: 58.1.

4 (1990): Εικόνες: 16.6, 50.1, 51.1, 76.2, 76.1.

5 (1991): Εικόνες: 39.1, 39.2, 41.2, 75.3, 82.1, 82.2.

Travlos I., Bildlexikon zur Topographie des antiken Attika, 1988.

Εικόνες: 244.1, 248.2, 257.3, 257.4, 264.3, 277.1, 277.2.

Tελεβάντου, Xρ. A., Άνδρος. Tα μνημεία και το Aρχαιολογικό Mουσείο, Γ. Δάρδανος (εκδ.), Aθήνα 1996.

Εικόνα: 342.1.

Tuchelt K., Branchidai-Didyma, v. Zabern, Mainz am Rhein 1992.

Εικόνες: 401.2, 401.4.

Walter H., Aigina, 1993.

Εικόνες: 280.3, 280.1.

Xίος: Iστορία και τέχνη, Nομαρχία Xίου, Xίος 1988.

Εικόνες: 363.9, 363.2, 363.6, 363.7, 363.8.

Χουρμουζιάδης Γ., Ασημακοπούλου-Ατζακά Π. και Κ. Α. Μακρής, Μαγνησία. Το χρονικό ενός πολιτισμού, Μ. και Ρ. Καπόν (εκδ.), Αθήνα 1982.

Εικόνες: 124.2, 124.3, 133.4, 133.5, 138.1.

Ψιλάκης N., Βυζαντινές μνήμες της Κρήτης, 1996.

Εικόνα: 549.3.

Φωτογραφικό αρχείο Yπουργείου Aιγαίου (φωτ. Στρ. Τσουλέλλης)

Εικόνες: 94.4, 94.7, 94.8, 94.9, 154.1, 154.2, 154.3, 154.4, 154.7, 154.8, 339.1, 339.2, 339.3, 343.1, 349.1, 349.4, 353.9, 353.10, 353.11, 354.7, 361.1, 361.2, 361.3, 361.4, 363.4, 363.5, 365.1, 367.6, 367.7, 367.8, 367.9, 367.10, 367.11, 367.12, 371.1, 426.2, 426.3, 9.1, 433.8, 433.9, 436.1, 436.2, 437.1, 443.3, 443.4, 443.5, 446.2, 448.1, 450.3, 450.2, 450.1, 634.1.

Από προσωπικά φωτογραφικά αρχεία

Ανδρέα Βλαχόπουλου: Εικόνες: 9.9, 65.8, 65.9, 103.4, 110.2, 110.3, 110.4, 197.4, 239.3, 239.4, 239.5, 246.1, 246.2, 249.1, 303.5, 339.6, 339.7, 339.8, 342.2, 342.3, 342.4, 343.2, 346.7, 349.3, 353.7, 353.8, 354.2, 354.6, 354.8, 417.1, 426.1, 426.5, 426.6, 433.10, 547.3, 547.4, 547.5, 547.6, 550.2, 550.3, 550.4, 562.6, 562.7, 571.1, 587.1, 587.6, 587.7, 587.8, 587.9, 587.10, 597.3, 597.4, 600.1, 606.1, 606.2, 626.4, 626.5.

Hayat Erkanal - IRERP (Izmir Region Excavations and Research Project):

Εικόνες: 375.1, 375.2, 375.3, 379.1, 379.2.

Ουρανίας Κουκά: Εικόνες: 103.1, 363.1, 386.6, 397.4, 401.5.

Δήμητρας Κρίγκα: Εικόνες: 302.1, 302.2, 307.1, 550.1.

Iφιγένειας Λεβέντη: Εικόνες: 5.1, 9.8, 9.2, 52.1, 52.2, 52.3, 61.1, 64.1, 65.1, 65.2, 65.3, 65.4, 65.7, 221.6, 221.2, 235.1, 238.1, 239.2, 241.1, 248.1, 254.3, 255.1, 255.2, 257.1, 264.1, 269.1, 272.1, 272.4, 272.5, 272.6, 272.7, 272.8, 272.9, 272.10, 272.11, 272.12, 278.1, 286.2, 286.3, 286.4, 287.1, 287.2, 298.1, 298.2, 299.1, 299.4, 299.5, 304.1, 309.3, 309.5, 309.1, 309.7, 309.8, 330.1, 330.2, 339.4, 339.5, 443,1, 443.2, 443.6, 549.1, 549.2, 555.1, 575.1, 579.1, 580.1, 586.1, 589.1, 595.1, 597.1, 597.2, 615.1, 619.1, 621.1

Eλένης Mανακίδου: Εικόνες: 154.5, 154.6.

Bάνας Mαχαίρα: Εικόνες: 274.1, 436.3.

Kικής Mπίρταχα: Εικόνες: 352.1, 353.1, 353.2, 353.3, 353.4, 353.5, 353.6, 426.4

Εύας Σημαντώνη-Μπουρνιά: Εικόνες: 280.6, 343.3.

Ν. Σταμπολίδης: Εικόνες: 531.1, 531.2.

Ευχαριστίες

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, για την άδεια χρησιμοποίησης των χαρτών 1:500.000.

Oμοίως ευχαριστούμε το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων για την άδεια χρησιμοποίησης φωτογραφικού υλικού των εκδόσεών του.

Ευχαριστίες εκφράζονται στους συναδέλφους αρχαιολόγους, Νίκο Σταμπολίδη, Κατερίνα Ρωμιοπούλου, Έλενα Ζαβού, Θεόδωρο Ηλιόπουλο, Ουρανία Κουκά, Βασιλική Μαχαίρα και Κάτια Sporn για παροχή πληροφοριών, σχετικών με τις θέσεις, καθώς και σε όσους συνέβαλαν με οποιοδήποτε τρόπο στην υλοποίηση αυτής της έκδοσης.

Υλικό προερχόμενο από διαδυκτιακό τόπο Yπουργείου Αιγαίου