Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 12, 2009 9:7:57 AM
Στην παρούσα εργασία εξετάζουμε την διαμόρφωση του αντικειμένου της ελληνικής λαογραφίας, δηλαδή τις έννοιες του λαού, του έθνους και της παραδόσεως, όπως αυτό εξελίχθηκε στην πορεία του χρόνου, από την σύσταση του Ελληνικού κράτους μέχρι τη σημερινή εποχή.
Την ύλη, την διαιρέσαμε σε δύο ενότητες. Στην πρώτη, πραγματευόμαστε το θέμα μας σε σχέση με τις επιδράσεις των πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων του 19ου αιώνα (και ειδικότερα ο εξελικτισμός, ο διαφωτισμός και ο ρομαντισμός) επί της ελληνικής λαογραφίας μέχρι περίπου τα μέσα του 20ου αιώνα. Στην δεύτερη μας απασχολούν οι επ΄ αυτής επιδράσεις των κοινωνικών εξελίξεων του Β΄ μισού του 20ου αιώνα, με την αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Ο όρος λαογραφία εμφανίζεται το 1884 από τον Νικόλαο Πολίτη για να εκφράσει αυτό που παλαιότερα ονομαζόταν νεοελληνική εθιμολογία και μυθολογία[1]. Η ελληνική λαογραφία ήταν στρατευμένη επιστήμη. Ένα γεγονός προς τα τέλη του 19ου αιώνα θα σημάνει συναγερμό στον χώρο των ελληνικών επιστημών. Το 1830 ο –στον υπόλοιπο κόσμο όχι και τόσο γνωστός- Αυστριακός Φαλμεράιερ θα διατυπώσει την θεωρία ότι οι νεοέλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Έλληνες[2]. Ισχυρίσθηκε ότι η συνέχεια του Ελληνικού έθνους διακόπηκε κάπου πεντακόσια έτη μετά Χριστόν με τις σλαυϊκές και αλβανικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στον ελλαδικό χώρο, ένεκα των οποίων η Ελληνική φυλή έπαυσε να υφίσταται. Αυτός ο ισχυρισμός, κτύπησε το ευαίσθητο σημείο της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. Προσέβαλε την συλλογική ιστορική μνήμη και την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων που είχαν στηρίξει το δίκαιο της επαναστάσεως του 1821 και θεμελίωσαν το νεοελληνικό κράτος ακριβώς επάνω σε αυτό το στοιχείο της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους[3].
Αμέσως -λοιπόν- σήμανε συναγερμός και κηρύχθηκε γενική επιστράτευση των ανθρωπιστικών επιστημών για να υπερασπιστούν την θεμελιώδη αυτή αξία της νεοελληνικής συνειδήσεως. Η ιστορία και η λαογραφία σήκωσαν το κύριο βάρος αυτής της εθνικής επιστημονικής σταυροφορίας. Η ιστορία που εξετάζει τα επιτεύγματα των σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως κατεγράφησαν στις γραπτές πηγές, κλήθηκε να αποδείξει την συνέχεια του ελληνικού έθνους, τονίζοντας την ελληνικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποδεικνύοντάς την ως την ιστορική γέφυρα που ενώνει την αρχαία Ελλάδα με την νέα. Η λαογραφία ανέλαβε το καθήκον να στηρίξει αυτήν την θεωρία ανακαλύπτοντας ζωντανά μνημεία (επιβιώσεις ή –κατά τον Νικόλαο Πολίτη- εγκαταλείμματα[4]) του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού μέσα στις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του απλού λαού της υπαίθρου. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που παρουσιάζει η Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος παρομοιάζοντας τους Έλληνες λαογράφους αυτής της περιόδου με χρυσοθήρες που έσπευσαν να αναζητήσουν ως ψήγματα χρυσού αυτές τίς «επιβιώσεις» μέσα στον χρυσοφόρο ορίζοντα των παραδόσεων[5].
Στα πλαίσια της σταυροφορίας αυτής, η ελληνική λαογραφία δέχθηκε επιλεκτικά επιδράσεις από τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα της Ευρώπης του 19ου αιώνα, ανάλογα με το κατά πόσον εξυπηρετούσαν τον εθνικό σκοπό προς την επίτευξη του οποίου ήταν στρατευμένη. Τα πολιτικο-κοινωνικά αυτά ρεύματα ήταν ο εξελικτισμός, ο διαφωτισμός και ο ρομαντισμός.
Οι επιδράσεις του εξελικτισμού
Εξελικτισμός (evolutionism) είναι μία κατά κύριο λόγο εθνοκεντρική θεωρία που κυριάρχησε στην επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Κατ’ αυτήν, οι πολιτισμοί όλων των λαών κατατάσσονται σε μία εξελικτική κλίμακα τριών βαθμίδων. Στην κορυφαία βαθμίδα βρίσκεται ο ανώτερος πολιτισμός, ο μόνος που δικαιούται να αποκαλείται πολιτισμός κατά κυριολεξίαν, ο ευρωπαϊκός. Είναι αυτός που προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό τον κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικό. Στην μεσαία βαθμίδα τίθεται ο πολιτισμός των «βαρβάρων», των λαών δηλαδή που βρίσκονται σε μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ πολιτισμού και μη πολιτισμού. Ως τέτοιους λαούς, θεωρούσαν οι οπαδοί της εξελικτικής θεωρίας λ.χ. τους Ιάπωνες και τους Ινδούς. Στην βάση της κλίμακας τάσσεται η κατάσταση των –πάντοτε κατά τα κριτήρια των ευρωπαίων κοινωνικών ανθρωπολόγων της εποχής εκείνης- αγρίων λαών, αυτών τους οποίους χαρακτηρίζει η παντελής έλλειψη πολιτισμού και που ζουν «κατά φύσιν»[6].
Η εξελικτική θεωρία έχει την βάση της στην θεωρία της εξελίξεως των ειδών του Δαρβίνου, καταλλήλως προσαρμοσμένη για τον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Δεν αρκείται στην κατάταξη των πολιτισμικών καταστάσεων των λαών, αλλά εισηγείται και την προοδευτική εξέλιξή τους από την κατώτερη βαθμίδα στην ανώτερη. Και τα σημερινά πολιτισμένα –κατά την θεωρία αυτή- έθνη έχουν περάσει από τις κατώτερες βαθμίδες του πολιτισμού σε παλαιότερες εποχές. Συνεπώς όταν οι Ευρωπαίοι μελετούν τα ήθη των λαών των ευρισκομένων στις κατώτερες πολιτισμικές βαθμίδες, είναι σαν να βλέπουν το παρελθόν τους[7].
Ο Άγγλος ανθρωπολόγος E. Tylor διατύπωσε την θεωρία ότι στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του αγροτικού χώρου των ευρωπαϊκών κρατών έχουν διατηρηθεί στοιχεία των προγενέστερων πολιτισμικών σταδίων, οι λεγόμενες επιβιώσεις. Υιοθετεί δε την συγκριτική μέθοδο για την μελέτη αυτών των επιβιωμάτων συγκρίνοντάς τα με ανάλογες συνήθεις των πρωτόγονων ή βαρβαρικών λαών[8].
Την άποψη του Tylor θα υιοθετήσει και ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης και έκτοτε, μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η ελληνική λαογραφία θα θεωρεί ότι στον αγροτικό χώρο της Ελλάδας διασώζονται τέτοια επιβιώματα, ή εγκαταλείμματα, όπως τα αποκαλεί ο Πολίτης, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος υιοθετεί και την συγκριτική μέθοδο, αλλά δεν συγκρίνει τα ελληνικά έθιμα με τα ξένα, αλλά με τα αντίστοιχα των αρχαίων Ελλήνων, όπως μαρτυρούνται από τις γραπτές πηγές[9]. Και αυτό, διότι ο προσανατολισμός της ελληνικής λαογραφίας ήταν η αναζήτηση των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού που θα απεδείκνυαν την αρχαιοελληνική καταγωγή των νεοελλήνων.
Οι επιδράσεις του διαφωτισμού
Στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων έχει η λογική. Κάτι το γενικό και αντικειμενικό που δεν επηρεάζεται από τις εθνικές διαφορετικότητες. Δίνει σημασία στην ισότητα και την ομοιότητα, όχι στην διαφορετικότητα[10]. Ο γαλλικός διαφωτισμός είναι αυτός που επηρεάζει τον ελληνικό, μέσω κυρίως των Φαναριωτών. Γι’ αυτό και έλεγαν τότε ότι «τα φώτα ήλθαν στην Ελλάδα από την Γαλλία». Στην Ελλάδα όμως υπέστη μία μετάλλαξη για να προσαρμοσθεί στα τοπικά δεδομένα. Έτσι το υπερεθνικό υπόβαθρο του γαλλικού διαφωτισμού αντικαταστήθηκε από τον τονισμό της Ελληνικότητας. Το χαρακτηριστικό αυτό που βοήθησε τον Ελληνισμό να επιβιώσει κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η αίσθηση της εθνική υπεροχής χαρακτηριστικό της τάσεως του ρομαντισμού συνδυάστηκε με την εμπιστοσύνη στη δύναμη της λογικής, στοιχείο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού για να δημιουργήσει αυτόν τον υβριδικό ελληνικό διαφωτισμό[11].
Και η ελληνική λαογραφία κλήθηκε να υπεραμυνθεί ακριβώς το στοιχείο της ελληνικότητας με την βοήθεια των όπλων της ορθής λογικής και της επιστήμης.
Οι επιδράσεις του ρομαντισμού
Στον ρομαντισμό –σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό- τονίζεται το ιδιαίτερο, το χαρακτηριστικό, το υποκειμενικό. Συνεπώς τονίζεται και η εθνική διαφορετικότητα, δηλαδή σε τι διαφέρουμε εμείς από τους άλλους. Ιδίως ο γερμανικός ρομαντισμός που τόνισε ιδιαίτερα το χαρακτηριστικό της ανωτερότητας του γερμανικού έθνους, της γερμανικής γλώσσας κ.λπ.. Το κίνημα του ρομαντισμού δίνει περισσότερη βαρύτητα στο συναίσθημα παρά στη λογική, στο ειδικό παρά στο γενικό, στην διαφορετικότητα παρά στην ομοιότητα[12].
Από τον ρομαντισμό προήλθε ο εθνικισμός. Κατά τον γερμανικό ρομαντισμό η έννοια του έθνους είναι υπερβατική. Το έθνος είναι κάτι το αυθύπαρκτο. Δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο, αλλά βιολογική οντότητα. Έχει ψυχή, Volksgeist, δηλαδή ψυχή του λαού. Γι’ αυτό και η λαογραφία έχει ως αντικείμενο ερεύνης ακριβώς αυτήν την ψυχή του λαού. Και αποβλέπει όχι μόνον στο να την ανακαλύψει. Αλλά στο να την εκπαιδεύσει. Η λαογραφία –κατά την γερμανική της εκδοχή- καλείται να διαπιστώσει τον εθνικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα να τον διαπλάσει[13].
Αυτό καλείται να επιτελέσει και η ελληνική λαογραφία που σε μεγάλο βαθμό επηρεάσθηκε από την γερμανική: να αναγνωρίσει και να διαπλάσει την εθνική συνείδηση των νεοελλήνων. Υπάρχουν, βέβαια, και διαφορές. Ο τονισμός της ιδιαιτερότητας και της διαφορετικότητας του έθνους μας δεν συντελείται με την διαπίστωση της διαφοράς μας από κάποιους άλλους ξένους, αλλά με την διαπίστωση της ομοιότητάς μας με τους αρχαίους μας προγόνους. Όμως, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στην Ελλάδα ο ρομαντισμός δεν συγκρούσθηκε με τον ορθολογισμό. Απεναντίας συνδυάσθηκαν για να διαμορφώσουν τον ελληνικό διαφωτισμό όπως προαναφέραμε[14]. Άλλη μία διαφορά είναι ότι ο γερμανικός ρομαντισμός είναι προσανατολισμένος στο μέλλον, καθώς προβάλλει μία μεσσιανική εξιδανικευμένη μελλοντική αποστολή του γερμανικού έθνους. Ο ελληνικός είναι στραμμένος στο ένδοξο παρελθόν, στην εξιδανικευμένη κλασική αρχαιότητα την οποία θεωρεί ως το τελειότερο υπόδειγμα του Ελληνισμού[15].
Αντίστοιχη της έννοιας της ψυχής του λαού των Γερμανών λαογράφων είναι η έννοια της εθνικής ψυχής την οποία χρησιμοποιεί ο Στίλπων Κυριακίδης, αλλά και η επιλογή του να χρησιμοποιεί περισσότερο την ιστορική μέθοδο αντί της συγκριτικής φανερώνει τις έντονες επιδράσεις του γερμανικού ρομαντισμού στο γνωστικό αντικείμενο της ελληνικής λαογραφίας[16].
Οι κοινωνικές μεταβολές που συνέβησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη επηρέασαν –όπως ήταν φυσικό- και την Ελλάδα. Το φαινόμενο της αστικοποιήσεως του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού περιόρισε σε μεγάλο βαθμό το προπολεμικό πεδίο δράσεώς της λαογραφίας, τον αγροτικό λαό που εθεωρείτο ο θεματοφύλακας των παραδόσεων που χαρακτήριζαν την εθνική ψυχή[17]. Βεβαίως, το αντικείμενο της λαογραφίας παρέμεινε η μελέτη των εκδηλώσεων του απλού λαού, δηλαδή των φτωχών και κοινών ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Αυτός όμως έπαυσε κατά βάσιν να είναι αγροτικός, αλλά μεταβλήθηκε στο εργατικό δυναμικό των αστικών κέντρων[18].
Η θεωρία των αναλλοίωτων πολιτισμικών επιβιώσεων άρχισε να εγκαταλείπεται. Τα πολιτισμικά στοιχεία θεωρούνται πλέον ότι διαμορφώνονται και μεταλλάσσονται σε συνάρτηση με τις κοινωνικές εξελίξεις. Ο λαός δεν είναι μια υπεριστορική κατηγορία όπως το έθνος, αλλά μάλλον «αναλυτική κοινωνικο-πολιτισμική κατηγορία»[19].
Το αντικείμενο της λαογραφίας δεν είναι πλέον η υπερβατική Volksgeist, η ψυχή του λαού, που είχε τροφοδοτήσει τον εθνικισμό της Γερμανίας που έγινε αιτία της καταστροφής της, αλλά εδράζεται στο κοινωνικό στοιχείο, στις κοινές πολιτισμικές αξίες της κοινωνίας, στην cultur[20]. Έτσι, λοιπόν, οδηγηθήκαμε από την παραδοσιακή στην αστική λαογραφία. Ο λαός της λαογραφίας δεν είναι ο αγροτικός πληθυσμός, αλλά μπορεί να ορισθεί σαν οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που διαθέτουν κάποιο κοινό στοιχείο[21].
Μία σημαντική εξέλιξη στην μεταπολεμική κοινωνία είναι η –εν πολλοίς- πραγμάτωση ενός από τους στόχους του διαφωτισμού: η διάδοση της μορφώσεως και προς τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Η στοιχειώδης μόρφωση θεωρείται πλέον κάτι το δεδομένο για την πλειονότητα του πληθυσμού, ακόμη και για τους αγρότες, οι οποίοι άρχισαν να μιμούνται τον αστικό τρόπο ζωής. Συνεπώς ήταν αναπόφευκτη η μετατόπιση του γνωστικού αντικειμένου της λαογραφίας από την μελέτη των ηθών και εθίμων του αγροτικού πληθυσμού στην αντίστοιχη έρευνα με διευρυμένο ορίζοντα, τώρα, ώστε να συμπεριλάβει και την αστική τάξη[22].
Στον Ελλαδικό χώρο, ο Στίλπων Κυριακίδης μετά τον πόλεμο θα αναφερθεί στον λαό –αντικείμενο της μελέτης της λαογραφίας- όχι ως όχλου, αλλά ως «ολόκληρον το ανθρώπινον πλήθος μορφωμένον και αμόρφωτον, το οποίον συνδέει η συναίσθησις της κοινής καταγωγής, ομότροπα ήθη, κοινή παράδοσις και κοινός τρόπος του σκέπτεσθαι»[23].
Ο Γεώργιος Μέγας, πάλι, με την σειρά του προσανατολίζεται και αυτός μετά τον πόλεμο στην «αυτεπίγνωσιν του εθνικού είναι» και στην μελετη του παρόντος ανθρώπου και ζώσες πολιτιστικές του δυνάμεις, παρά στην αναζήτηση κάποιων πολιτισμικών απολιθωμάτων που θεωρούνται ότι επεβίωσαν στον αγροτικό χώρο από παλαιότερες εποχές[24].
Ως προς τον τρόπο μελέτης, ο Δ. Λουκάτος εισηγείται τον εθνογραφικό τρόπο μελέτης με βάση την επιτόπια έρευνα, η οποία επεκτείνεται βέβαια και στον αστικό χώρο. Ο Στ. Ήμελλος, μεταθέτει το λαογραφικό ερώτημα από το πότε στο πού, δηλαδή από την διακρίβωση της καταγωγής των εθίμων, στην καταγραφή του τόπου στον οποίον αυτά εμφανίζονται (χαρτογραφική μέθοδος)[25].
Την στροφή προς την διακρίβωση των πολιτισμικών εκδηλώσεων με τις κοινωνικές δομές εγκαινιάζει η Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, αλλά και ο Μιχάλης Μερακλής προς παρόμοια κατεύθυνση προσανατολίζεται δίνοντας έμφαση στον κοινωνικό χαρακτήρα των πολιτισμικών στοιχείων[26].
Η ελληνική λαογραφία είναι μία στρατευμένη επιστήμη. Καλείται να υπερασπισθεί την αρχαιοελληνική καταγωγή των νεοελλήνων, αναζητώντας επιβιώσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μέσα στις παραδόσεις του πληθυσμού της ελληνικής υπαίθρου.
Από το ρεύμα του εξελικτισμού υιοθετεί την ιεράρχηση των πολιτισμών που θέτει στην κορυφή τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό, και την προοδευτική εξέλιξη των πολιτισμών από τις κατώτερες βαθμίδες στις ανώτερες. Ακόμη παραδέχεται την δυνατότητα υπάρξεως πολιτισμικών επιβιώσεων «εγκαταλειμμάτων» από παλαιότερες εποχές μεταξύ των εθίμων του αγροτικού πληθυσμού και χρησιμοποιεί την συγκριτική μέθοδο για να τα αποκαλύψει.
Από τον διαφωτισμό η ελληνική λαογραφία υιοθετεί τον επιστημονισμό και την χρήση του ορθού λόγου, δίχως όμως να υιοθετεί και τον υπερεθνικό του χαρακτήρα. Απεναντίας, εγκολπώνεται πλήρως τον εθνοκεντρισμό του γερμανικού ρομαντισμού, καθώς είναι επιστρατευμένη στην απόδειξη της ελληνικότητας των νεοελλήνων με την μελέτη της «εθνική ψυχής».
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η ευρεία αστικοποίηση και η πτώση του γερμανικού εθνικισμού οδηγούν την λαογραφία να στραφεί προς την ανα-νοηματοδότηση της έννοιας του λαού που αποτελεί το αντικείμενο της ώστε να συμπεριλάβει και τους αστούς. Ακόμη, αντί να ερευνά κάποια υπερβατική «ψυχή του λαού», μέσω της αναζητήσεως πολιτισμικών επιβιώσεων με κάποια νοητή παλαιοντολογική σκαπάνη, προσανατολίζεται στην έρευνα της κοινωνικής διαστάσεως των πνευματικών εκδηλώσεων του λαού.
1. Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, «Η ρομαντική έννοια του έθνους και η Λαογραφία» στο Δρ. Κωνσταντίνος Γκότσης, Δρ. Ελένη Σπαθάρη - Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για τον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 15-40.
2. Διονύσης Τζάκης, «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 21-40.
3. Ευαγγελία Ντάτση, «Ο "λαός" της λαογραφίας» στο Δρ. Κωνσταντίνος Γκότσης, Δρ. Ελένη Σπαθάρη - Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για τον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 41-55.
4. Μιχαήλ Μερακλής, «Οι θεωρητικές κατευθύνσεις της Λαογραφίας μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», περ. Λαογραφία ΚΖ΄ (1971), σελ. 3-23.
[1] Διονύσης Τζάκης, «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 23.
[2] Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, «Η ρομαντική έννοια του έθνους και η Λαογραφία» στο Δρ. Κωνσταντίνος Γκότσης, Δρ. Ελένη Σπαθάρη - Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για τον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 21.
[3] Στο ίδιο και στο: Διονύσης Τζάκης, ό.π., σελ. 35.
[4] Διονύσης Τζάκης, ό.π., σελ. 24, 37.
[5] Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, ό.π., σελ. 21.
[6] Στό ίδιο, σελ. 18.
[7] Διονύσης Τζάκης, ό.π., σελ. 32-33.
[8] Στο ίδιο.
[9] Στο ίδιο.
[10] Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, ό.π., σελ. 22.
[11] Στο ίδιο, σελ. 28-29.
[12] Στο ίδιο, σελ. 22.
[13] Στο ίδιο.
[14] Στο ίδιο, σελ. 26-33.
[15] Στο ίδιο, σελ. 36.
[16] Διονύσης Τζάκης, ό.π., σελ. 37-38.
[17] Ευαγγελία Ντάτση, «Ο "λαός" της λαογραφίας» στο Δρ. Κωνσταντίνος Γκότσης, Δρ. Ελένη Σπαθάρη - Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για τον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 41.
[18] Στο ίδιο, σελ. 42.
[19] Διονύσης Τζάκης, ό.π., σελ. 24-25.
[20] Ευαγγελία Ντάτση, ό.π., σελ. 46.
[21] Στο ίδιο, σελ. 48, 50.
[22] Μιχαήλ Μερακλής, «Οι θεωρητικές κατευθύνσεις της Λαογραφίας μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», περ. Λαογραφία ΚΖ΄ (1971), σελ. 9.
[23] Στο ίδιο, ό.π., σελ. 17.
[24] Στο ίδιο.
[25] Διονύσης Τζάκης, ό.π., σελ. 39.
[26] Στο ίδιο, σελ. 40.