Ψυχαγωγία Vs. Διασκέδαση

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 02, 2009 7:35:18 PM

«Oι δύο έννοιες (διασκέδαση-ψυχαγωγία) διαφέρουν όσο η μέρα από τη νύχτα. Η διασκέδαση γίνεται στα στέκια της νύχτας, στα 'ελληνάδικα' και σκυλάδικα, με αλλοδαπές κυρίως αρτίστες. Η λέξη διασκέδαση παράγεται απ' το σκεδάννυμι που σημαίνει διασκορπίζω έγνοιες με το σκέπαρνον 'σκεπάρνι' . Σπάω πιάτα, (σ)κεάζω ('σχίζω'), καθώς ο (σ)και-άδας: Καιάδας, το 'σχισμένο βάραθρο' είναι το σκηνικό. Το ψυχαγωγώ, αντιθέτως, 'ευφραίνω, τέρπω, μορφώνω, διαπλάθω, καλλιεργώ' παράγεται από τις (λέξεις) ψυχή+άγω. Η αγωγή, η παίδευση αυτή του αθηναϊκού δήμου από τους τραγικούς, εθεωρείτο σημαντική για την πόλη και γι' αυτή την αιτία θεσμοθέτησαν τον θεωρικό μισθό που ανταγωνίζονταν σε ποσά ακόμας και τις στρατιωτικές δαπάνες. Η Δημοκρατία υποστήριζε το θέατρο, γιατί αυτό τη στήριζε. Η ολιγαρχία, αντιθέτως, το απαγόρευσε και το υποκατέστησε με 'άρτον και θεάματα', με τη ρωμαϊκή διασκέδαση της πολτομάζας του ιπποδρόμου».

Απόσπασμα άρθρου του Ν. Βαρδιάμπαση στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (Ιούλιος 2005)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο Ν. Βαρδιάμπασης στο δοθέν απόσπασμα άρθρου του πραγματεύεται τις έννοιες της ψυχαγωγίας και της διασκεδάσεως κατ' αντιδιαστολήν. Για να κάνει πιο ανάγλυφη την διαφορά μεταξύ τους μεταχειρίζεται ετυμολογικά επιχειρήματα. Με αυτή του την γλωσσολογική – κυρίως – παρέμβαση, ο αρθρογράφος θέλει να εξάρει την υπεροχή της έννοιας της ψυχαγωγίας έναντι της διασκεδάσεως. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να είμαστε τόσο απόλυτοι σ' αυτήν την διάκριση, ώστε ή διαφορά των δύο εννοιών να είναι του τύπου «άσπρο – μαύρο». Κατά την γνώμη μας υπάρχει ολόκληρο το φάσμα των αποχρώσεων του γκρίζου, όχι μόνο μεταξύ των δύο εννοιών, αλλά και μέσα στην κάθε μία από τις δύο έννοιες.

Στις δύο ενότητες που ακολουθούν θα εξετάσουμε, αφ' ενός μεν την αναλογία της αντιθέσεως ψυχαγωγίας – διασκεδάσεως του δοθέντος κειμένου με την αντίθεση υψηλής τέχνης – μαζικής κουλτούρας, αφ' ετέρου δε την κριτική που θα αντιμετώπιζαν οι θέσεις του αρθρογράφου κατά τους αιώνες 19ο και 20ο. Μέσα από την ανάπτυξη που θα ακολουθήσουμε, πιστεύουμε ότι θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα που θα επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα άποψή μας.

Α. Η ΘΕΩΡΗΣΗ: ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ vs. ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Η υψηλή τέχνη ή ποιοτική κουλτούρα αντιδιαστέλλεται από την μαζική κουλτούρα, σύμφωνα με την θεώρηση που εξετάζουμε, βάσει ενός ποσοτικού χαρακτηριστικού (ενδεικτικό του πλήθους του κοινού στο οποίο απευθύνονται), το οποίο όμως έχει προσλάβει μία ποιοτική διάσταση. Η μαζική κουλτούρα θεωρείται ως υποδεέστερη και υποβαθμισμένη σε σύγκριση με την υψηλή τέχνη η οποία μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από μία εκλεκτή μειοψηφία[1].

Κατά την κλασική αρχαιότητα στις Ελληνικές πόλεις δεν υπήρχε σημαντική πολιτισμική διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, με μόνη εξαίρεση αυτην μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής τέχνης. Όσο όμως αυξάνουν οι κοινωνικές ανισότητες στις μεγάλες πόλεις, αρχίζουν να εμφανίζονται και οι πολιτισμκές διακρίσεις. Η κατά τον Πλάτωνα μόνη επιτρεπτή τέχνη είναι εκείνη που διδάσκει την ευσέβεια, την αρετή και την φρόνηση. Γι'αυτό αποκλείει κατηγορηματικά την επική και λυρική ποίηση που χαίρουν «τον των πολλών έρωτα». Θεωρεί ότι δεν ανήκουν στο ιδεώδες του Ωραίου και του Αληθινού και ότι καλλιεργούν τις ψευδαισθήσεις, προάγουν την ασέβεια και ικανοποιούν τα ευτελή πάθη[2]. Αυτά τα δύο είδη τέχνης είναι, απ’ ότι φαίνεται η μαζική κουλτούρα της εποχής του...

Κατά την περίοδο του μεσαίωνα, το φεουδαρχικό καθεστώς εντείνει στο έπακρο τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ των ηγεμονικών τάξεων και του απλού λαού. Η ευρωπαϊκή αριστοκρατία θα διεκδικήσει το μονοπώλιο της civilite και θα θελήσει να υπογραμμίσει την κοινωνική της ανωτερότητα με την καλλιέργεια των τεχνών που γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη κατά την περίοδο της Αναγεννήσεως. Η τυπογραφία, με την ανάπτυξη της εκπαιδεύσεως στις αριστοκρατικές και αστικές τάξεις του πληθυσμού θα συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης κουλτούρας διαφορετικής από αυτήν του απλού λαού. Η πολιτισμική, λοιπόν διαφορά των αν διευρύνεται ακόμη περισσότερο και η αριστοκρατία του 18ου αιώνα θα υιοθετήσει την καλλιτεχνική τάση του ροκοκό, με κύρια χαρακτηριστικά την επιτήδευση, την επίδειξη και την λαμπρότητα[3].

Η υψηλή τέχνη όπως ονομάσθηκε για πρώτη φορά από την Royal Academy of Arts της Αγγλίας (τέλη του 18ου αιώνα), ήταν η πολιτιστική αντίδραση στον καλλιτεχνικό ρυθμό του ροκοκό, ο οποίος είχε συνταυτισθεί με την αριστοκρατία. Εξ αρχή λοιπόν συνδέθηκε με τον διαφωτισμό και την αστική αντι-απολυταρχική κίνηση και είχε ως βασικό χαρακτηριστικό, εκτός των άλλων, και το να αποσκοπεί στην πνευματική ανάταση και την ηθική διάπλαση του κοινού[4].

Μετά την εμπέδωση της αστικής κυριαρχίας στην Δυτική Ευρώπη στην έννοια της υψηλής τέχνης συμπεριελήφθη και «ό,τι το καλύτερο έχει σκεφθεί και πει ο άνθρωπος» (Matthew Arnold). Από τότε η εκφραστική και αισθητική αξία, η διαχρονικότητα, η ηθική και παιδευτική της λειτουργία αντιδιαστέλλεται από την κακογουστιά, χυδαιότητα, το εφήμερο και εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα της μαζικής κουλτούρας[5].

Η έννοια του «ψυχαγωγώ», κατά τον Ν. Βαρδιάμπαση, εξιδανικεύεται ταυτιζόμενη με τις έννοιες του «ευφραίνω», «τέρπω», «μορφώνω», «διαπλάθω», «καλλιεργώ», αναλύεται στα συστατικά της: ψυχή + άγω και συνδέεται με την αγωγή (παίδευση) που παρεχόταν δια των θεατρικών (τραγικών) παραστάσεων της αρχαίας Αθήνας και η οποία (αγωγή) στήριζε το δημοκρατικό πολίτευμα.

Αυτά που προαναφέραμε μας δίδουν το δικαίωμα να αντιστοιχίσουμε αυτήν[6] την έννοια της ψυχαγωγίας, στην έννοια της υψηλής τέχνης.

Η έννοια της μαζικής κουλτούρας (mass culture) συνδέεται με την καλλιτεχνική παραγωγή «κατώτερης ποιότητας υπεράφθονη και φθηνότερη» (Alexis de Tocqueville)[7], η οποία είναι πλήρως εμπορευματοποιημένη και οι δημιουργικοί συντελεστές της είναι δέσμιοι αυτής της εμπορευματοποιήσεως (σχολή της Φραγκφούρτης)[8]. Κατά τους θεωρητικούς της ίδιας σχολής «διασκεδάζω» σημαίνει «λέω ναι, είμαι σύμφωνος ... δεν σκέφτομαι τίποτε, ξεχνώ τον πόνο ακόμα και όταν δείχνεται»[9]. Η μαζική κουλτούρα θεωρείται μία εφήμερη και ρηχή κουλτούρα που με τρόπο λανθάνοντα και υποσυνείδητο ενεργεί αποπροσανατολιστικά και αποχαυνωτικά προς το ευρύ κοινό[10]. Αποκαλούμενη από κάποιους και βάναυση κουλτούρα[11] συμπεριλαμβάνει στο φάσμα της όχι μόνο στοιχεία της καλλιτεχνικής έκφρασης αλλά και παιχνίδια και θεάματα.

Η έννοια του «διασκεδάζω» ετυμολογείται από το σκεδάννυμι που, κατά τον Ν. Βαρδιάμπαση, σημαίνει «διασκορπίζω έγνοιες με το σκέπαρνον "σκεπάρνι"». Αντιστοιχίζεται με την νεότερη συνήθεια των Ελλήνων να σπάνε πιάτα στα νυκτερινά «κέντρα διασκεδάσεως» («σκυλάδικα» και «Ελληνάδικα») και συσχετίζεται με τον Καιάδα, το σκηνικό του σχισμένου βαράθρου, ενώ διασυνδέεται με τον «"άρτον και θεάματα", την ρωμαϊκή διασκέδαση της πολτομάζας του ιπποδρόμου». Δηλαδή, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στην έννοια της «μαζικής κουλτούρας».

Β. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΥΤΗ

Κατά τον 19ο αιώνα η ηγεμονική αστική τάξη ανταγωνίζεται τα εξαστισμένα λαϊκά στρώματα και στο πεδίο του πολιτισμού. Η πρώτη τάσσεται με την υψηλή τέχνη, η οποία ανηγορεύθη δημόσιο πρότυπο αισθητικής αγωγής και δημιουργίας θεωρώντας τον εαυτό της νόμιμο κληρονόμο μια μακραίωνης καλλιτεχνικής παράδοσης και καταδικάζει τις πολιτισμικές μορφές (μαζικής κουλτούρας) που απευθύνονται στα εξαστισμένα λαϊκά στρώματα[12]. Αυτό όμως μπορεί να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστο με το δημοκρατικό ιδεώδες που θα έπρεπε να υπερασπίζεται η υψηλή τέχνη και έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του κ. Βαρδιάμπαση ότι (η υψηλή τέχνη) στηρίζει και στηρίζεται από την δημοκρατία.

Ο Alexis de Tocqueville στο έργο του «Η δημοκρατία στην Αμερική 1835-1840» παρότι, όπως είδαμε προηγουμένως, συμφωνεί με τον κ. Βαρδιάμπαση στην απαξίωση της μαζικής κουλτούρας, έρχεται σε αντίθεση μαζί του αντιστοιχίζοντάς την με την δημοκρατία ενώ αντίθετα θεωρεί ότι η υψηλή τέχνη είναι «εκλεκτή, υψηλόφρων και εκλεπτυσμένη τέχνη της αριστοκρατικής κοινωνίας»[13]. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί γενικώς για την κατά τον 19ο αιώνα συντηρητική κριτική της μαζική κουλτούρας.

Απεναντίας ο κ. Βαρδιάμπασης συμφωνεί με την αριστερή κριτική στην μαζική κουλτούρα καθώς την θεωρεί χαρακτηριστικό στοιχείο υποτελείας στην ολιγαρχία κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα του «άρτου και θεαμάτων». Ομοίως και η σχολή της Φραγκφούρτης θεωρεί ότι η μαζική κουλτούρα «είναι μια καταφατική κουλτούρα που προπαγανδίζει την υπακοή και την προσαρμογή στην υφιστάμενη κοινωνική τάξη» και ότι η διασκέδαση προσφέρει μία φυγή από την πραγματικότητα, μια απελευθέρωση που ουσιαστικά είναι «φυγή από την τελευταία θέληση για αντίσταση ... είναι απελευθέρωση από τη σκέψη και από την άρνηση»[14].

Η ίδια σχολή, θεωρεί ότι το βασικό αποτέλεσμα της πολιτισμικής βιομηχανίας, δηλαδή της βιομηχανίας της διασκεδάσεως, είναι ένας αντι-διαφωτισμός, ο οποίος προάγει την μαζική εξαπάτηση και «εμποδίζει τη διαμόρφωση αυτόνομων, αυτοτελών συνειδητά κρινόντων και αποφασιζόντων ατόμων» δηλαδή πολιτών οι οποίοι στηρίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς[15].

Γενικώς η μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα η αριστερή κριτική στην μαζική κουλτούρα[16] συμφωνεί σε γενικές γραμμές με τις θέσεις που καταθέτει ο Ν. Βαρδιάμπασης στο συγκεκριμένο απόσπασμα άρθρου του. Όμως από τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα άρχισε να αναπτύσσεται μια αναθεώρηση στην κριτική προς την μαζική κουλτούρα (πλουραλιστικές θεωρίες). Στα πλαίσια αυτά η τάση που απεκλήθη προοδευτικός εκλεκτισμός, θα συνδεθεί η έννοια της μαζικής κουλτούρας με τον γενικότερο εκδημοκρατισμό και πλουραλισμό της σύγχρονης κοινωνίας της οποίας αποτελεί μία από τις εκφράσεις[17].

Κατά τον Edward Shils η δια των μέσων επικοινωνίας ευρεία διάδοση της μέσης και βάναυσης κουλτούρας δεν συνιστά κατάσταση πολιτιστικής παρακμής, διότι αφ' ενός οι λαϊκές τάξεις δεν είναι παθητικοί αποδέκτες αυτής, αφ' ετέρου η καλλιτεχνική έκφραση των διανοουμένων έχει επίσης ευρύτερα πλαίσια δημιουργίας και δυνατότητες διαδόσεως[18].

Ο Herbert Gans εισηγείται την αντικατάσταση του όρου μαζική κουλτούρα με αυτόν της δημοφιλούς κουλτούρας η οποία αποτελείται από ένα φάσμα τεσσάρων βασικών αποχρώσεων με άκρα την υψηλή – μεσαία και την δημώδη – χαμηλή κουλτούρα. Αυτές μαζί με την υψηλή κουλτούρα συναποτελούν τα πέντε είδη κουλτούρας γούστου (taste culture). Το κοινό μπορεί να επιλέγει την μορφή κουλτούρας που επιθυμεί στα πλαίσια της σύγχρονης πλουραλιστική κοινωνίας. Η άποψη αυτή (όπως και όλες οι πλουραλιστικές θεωρίες) αν και την απαλύνει δεν καταργεί την αξιολογική διάκριση μεταξύ υψηλής και δημοφιλούς κουλτούρας[19].

Ο Umberto Eco εστιάζει την δυσπιστία στην έννοια της μαζικής κουλτούρας στην δυσκολία της προσαρμογής της κοινωνίας στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η εμφάνιση των mass media[20]. Αντί να επικρίνονται πρέπει να μελετηθούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κουλτούρα τους. Δεν υπάρχουν μηνύματα που μαζικοποιούν ή μαζική κουλτούρα, αλλά μαζικές επικοινωνίες (massmedia). Κατά τον ίδιο, «δεν υπάρχει μια a priori διαφορά αξίας, αλλά μια διαφορά στη σχέση πρόσληψης που εδραιώνεται κάθε φορά με τον καθένα μας» και θεωρεί ότι οι διανοούμενοι θα πρέπει να παρέμβουν στον κόσμο παραγωγής της μαζικής ή δημοφιλούς κουλτούρας[21].

Η νέα γενεά των κριτικών, ιδίως όπως εκφράζεται από το Center for Contemporary Cultural Studies του Πανεπιστημίου του Birmingham (προσέγγιση των Πολιτισμικών Σπουδών), το κοινό της μαζικής κουλτούρας δεν είναι ένας παθητικός δέκτης, αλλά προσλαμβάνει ποικιλοτρόπως τα μηνύματα που αποδέχεται: με κυρίαρχο (απόλυτο), αντιπολιτευτικό, η συνδιαλλακτικό τρόπο[22].

Κατά την προσέγγιση η οποία απεκλήθη πολιτισμικός λαϊκισμός (cultural populism) το κοινό έχει ακόμη περισσότερη δύναμη. Όχι μόνο δεν χειραγωγείται από την μαζική κουλτούρα, αλλά έχει την δυνατότητα να την διαμορφώνει και να χειραγωγεί τα μηνύματά της για τους δικούς του σκοπούς[23].

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στον 20ο αιώνα η αντίθεση της υψηλής τέχνης προς την μαζική κουλτούρα συνεχώς ξεθωριάζει. Ξεκίνησε στις αρχές του αιώνα ως ισχυρή αντίθεση, τροφοδοτούμενη από την βούληση της αστικής τάξης να διατηρήσει την πολιτιστική της διαφοροποίηση από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αλλά και από την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στον τομέα των μαζικών επικοινωνιών. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες καταγγέλθηκε ο ρόλος της υψηλής τέχνης ως μέσο κοινωνικής διαφοροποίησης και διακρίσεων. Θεωρήθηκε εκφραστής ιδεολογιών όπως η πατριαρχία, ο ρατσισμός, και ο ευρωκεντρισμός. Απο­μυθο­ποιήθηκε και άρχισε να γίνεται μία μεταστροφή στην θεώρηση αυτής της αντίθεσης. Οι καλλιτέχνες στράφηκαν στον χώρο της μαζικής κουλτούρας όπου ανοίγεται ένα ευρύ πεδίο δράσης γι’ αυτούς. Αυτή η μεταστροφή κρίνεται θετικά και αρνητικά. Μερικοί την θεωρούν ήττα του ουμανιστικού ιδεώδους της υψηλής τέχνης. Άλλοι θεωρούν αυτό ως ένδειξη του προοδευτικού εκδημοκρατισμού και του πλουραλισμού της σύγχρονης κοινωνίας[24].

Συνεπώς η κριτική των θέσεων που εκφράζει ο Ν. Βαρδιάμπασης στο εν λόγω άρθρο του, κατά τον 20ο αιώνα θα ήταν εντονότερη καθώς η ψυχαγωγία υπό την έννοια της υψηλής τέχνης, απεδείχθη ως στήριγμα της διαιρέσεως, της διακρίσεως και του ρατσισμού και όχι τόσο της δημοκρατίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μαζική κουλτούρα ευνόησε πάντοτε την δημοκρατία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ψυχαγωγία, ως αγωγή της ψυχής, δεν σημαίνει κατ' ανάγκην και καλή αγωγή της ψυχής. Ομοίως και η διασκέδαση, ετυμολογικώς εξεταζόμενη, δεν είναι κατ' ανάγκην κάτι το αρνητικό. Το ρήμα διασκεδάζω < δια + σκεδάννυμι σημαίνει διασκορπίζω στους ανέμους, διώχνω[25]. Ομολογουμένως την ερμηνεία «διασκορπίζω έγνοιες με το σκέπαρνον "σκεπάρνι"» συσχετιζόμενη μάλιστα με την συνήθεια πολλών Νεοελλήνων να σπάνε πιάτα στα νυκτερινά κέντρα, δεν την έχουμε ξανασυναντήσει, και είναι μάλλον υπερβολική. «Διασκεδάζω», μπορεί να σημαίνει διασκορπίζω τις δυσάρεστες έγνοιες με κάτι ωφέλιμο, ευχάριστο και υψηλό.

Ακόμη, η μαζικοποίηση δεν συνιστά παράγοντα απαξίωσης. Ούτε η σπάνις συνιστά την αξία. Η σπάνις μπορεί να προσδίδει κάποια υποκειμενική αξία, αλλά αυτή οφείλεται μάλλον στη εγωιστική διάθεση που υπάρχει στους ανθρώπους να είναι κάτοχοι πραγμάτων που δεν έχουν οι άλλοι, ή έχουν μόνο λίγοι. Ο πολλαπλασιασμός του εκλεκτού δεν υποβαθμίζει αντικειμενικά την ποιότητά του. Το φως ενός κεριού είναι ευχάριστο και ωραίο. Σε τίποτα δεν χάνει την λάμψη του αν το κερί αυτό μεταδώσει το φως του σε όσα άλλα κεριά επιθυμούμε.

Ώστε λοιπόν, υπάρχει μεγάλο φάσμα αποχρώσεων από το θετικό ως το αρνητικό, τόσο μέσα στην έννοια της διασκεδάσεως ή μαζικής κουλτούρας, όσο και στην έννοια της ψυχαγωγίας ή υψηλή τέχνης. Καθ' ημάς, συμφωνούντες με τον Umberto Eco, ο ιδανικότερος συνδυασμός είναι αυτός της ευρύτερης διαδόσεως της ποιοτικής τέχνης[26], ώστε δι' αυτής να διασκεδάζουμε / διασκορπίζουμε τις έγνοιες της καθημερινότητας[27], ψυχαγωγούμενοι θετικά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Πασχαλίδης, Γρηγόριος, «Εισαγωγή στην έννοια του πολιτισμού», στο Ι. Βούρτσης κ.λπ. Η Έννοια του Πολιτισμού – Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

2. Eco, U., Κήνσορες και Θεράποντες, μτφ. Ε. Καλλιφατίδη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1987.

3. Κοντέος, Γεώργιος, Μέγα Λεξικόν Ρημάτων, Θεσσαλονίκη 1971.

[1] Πασχαλίδης, 1999: 49

[2] Στο ίδιο: 78

[3] Στο ίδιο: 78¨- 80

[4] Στο ίδιο: 81-82

[5] Στο ίδιο: 84

[6] Λέγομε αυτήν διότι η ψυχαγωγία θα μπορούσε να εννοηθεί και με την έννοια της διασκεδάσεως. Όμως ο κ. Βαρδιάμπασης εξειδικεύει τον όρο ώστε να περιλαμβάνει μόνον την υψηλή τέχνη.

[7] Πασχαλίδης, 1999: 53

[8] Στο ίδιο: 56-57

[9] Στο ίδιο: 58

[10] Στο ίδιο: 62-63

[11] Στο ίδιο: 65

[12] Στο ίδιο: 85

[13] Στο ίδιο: 53

[14] Στο ίδιο: 58

[15] Στο ίδιο: 59

[16] Στο ίδιο: 62-63

[17] Στο ίδιο: 64

[18] Στο ίδιο: 65-66

[19] Στο ίδιο: 67

[20] Eco, 1987: 58-59

[21] Πασχαλίδης, 1999: 69

[22] Στο ίδιο: 71

[23] Στο ίδιο: 72

[24] Στο ίδιο: 95

[25] Κοντέος, 1971: 1219

[26] Μπορεί να αποκληθεί μαζικοποίηση της ποιοτικής κουλτούρας, δηλαδή μία ιδανική μορφή μαζικής κουλτούρας.

[27] Δεν είναι άσχετο το ότι και στην θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας η τέχνη στις διάφορες μορφές της χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, δηλαδή την προσήλωσή μας στο θείο αφήνοντας κατά μέρος τις έγνοιες της καθημερινότητας: «πάσαν νυν βιωτικήν απωθώμενοι μέριμναν».