Ἡ Τουρκοκρατία θὰ ἐπιφέρει εἰς τοὺς Σέρβους παρόμοια δεινὰ μὲ τοὺς Ἕλληνας καὶ ἡ μάστιξ τῶν ἐξισλαμισμῶν θὰ δημιουργήσῃ τοὺς σημερινοὺς «Βοσνίους Μουσουλμάνους», οἵτινες οὐδὲν ἄλλον εἶναι παρὰ ἐξισλαμισμένοι Σέρβοι. Ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλοὺς Ἁγίους, ἀσκητὰς καὶ μάλιστα νεομάρτυρας τὴν περίοδον ταύτην. Το Πατριαρχεῖον Πεκίου (Σερβίας) καταργεῖται μετὰ τὴν κατάκτησιν[1], ἀπορροφούμενον ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀχρῖδος[2] (Γόνης, 2001 σ. 222-223).
Ἀνασυστήνεται πάλιν τὸ 1557 ἔπειτα ἀπὸ ἐνεργείας ἑνὸς ἐξισλαμισθένος Σέρβου Μεγάλου Βεζύρου (τοῦ Μεχμέτ-πασὰ Σοκόλοβιτς) καταστήσαντος τὸν χριστιανὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ (Ἱερομόναχον Μακάριον Σοκόλοβιτς)[3] Πατριάρχην[4] (αὐτόθι, σ. 224-224), καταργεῖται δὲ ἐκ νέου ὑπὸ τῶν Τούρκων μετὰ τὴν συμμετοχὴν δύο Σέρβων Πατριαρχῶν εἰς ἐπαναστάσεις κατὰ τῶν κατακτητῶν (1690[5] καὶ 1737[6] ἀντιστοίχως). Καὶ εἰς τὰς δύο αὐτὰς περιπτώσεις οἱ Πατριάρχαι μετὰ χιλιάδων Σέρβων[7] ἐπαναστατῶν διέφυγαν πρὸς τὴν Αὐστρίαν συστήσαντες τὴν Μητρόπολιν Καρλοβικίου (αὐτόθι, σ. 227-228).
Κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν, εἰς τὰς σλαυϊκὰς περιοχάς, ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρῖδος ἀρχικῶς, καὶ τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ἀργότερον, ἐνίοτε ἐχειροτόνουν καὶ Ἕλληνας εἰς τὴν καταγωγὴν Ἐπισκόπους, ἄν καὶ καὶ εἰς τὰς ἀμιγῶς Σλαυικὰς περιοχὰς ἐχειροτονοῦντο συνήθως Σλαῦοι Ἀρχιερεῖς (αὐτόθι, σ. 223), οἱ ὁποῖοι κατὰ τὰ ἔθιμα τῆς ἐποχῆς, ὅπως ἄλλωστε ἅπαντες οἱ Ἐπίσκοποι κατὰ τὴν Ὀθωμανικὴν περίοδον, εἰσέπραττον φόρους ἀπὸ τὸ ποίμνιον καὶ δὲν ἐνδιεφέροντο πάντοτε διὰ τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν τοῦ ποιμνίου. Τοῦτο τὸ φαινόμενον ἦτο γενικόν, ἀλλὰ ὅσον ἐπαρατηρεῖτο εἰς ἐπισκοπικὰς Ἐπαρχίας κατοίκων ὁμοεθνῶν τοῦ Ποιμένος, οἱ πιστοὶ δυσανεσχέτουν κατὰ τῶν συγκεκριμένων Ἱεραρχῶν ὡς προσώπων. Εἰς τὰς σλαυϊκὰς χώρας, ὅμως ἡ ἀντιπάθεια πρὸς τοὺς κακοὺς Ἕλληνας Ἱεράρχας, μετεδίδετο καὶ πρὸς τὴν ἐθνικότητὰ των, καθὼς τοὺς ἔβλεπον ὡς ξένους, ἀδυνατοῦντες νὰ κατανοήσουν τὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ὁποίαν ἐκήρυττον καὶ ἀπεσταλμένους ὑπὸ τοῦ Σουλτάνου, δραστηρίους μόνον εἰς τὴν εἴσπραξιν φόρων.
Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ εἴσπραξις φόρων ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων ἦτο γενικὸν χαρακτηριστικὸν τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας. Καὶ οἱ Σέρβοι Ἀρχιερεῖς εἰσέπραττον φόρους ἀπὸ τὰ ποίμνιὰ των, ὥστε νὰ δύνανται νὰ πληρώνουν ἐκτάκτους καὶ τακτικὰς δωροδοκίες πρὸς τὰς Ὀθωμανικὰς ἀρχάς. Ἡ κατάργησις τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας καὶ ὑπαγωγὴ του, αὐτὴν τὴν φορὰν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀλλὰ καὶ ἡ μετ’ ὀλίγου χρόνου κατάργησις τῆς Αὐτοκεφάλου Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρῖδος[8] ἐγένοντο κυρίως διὰ λόγους οἰκονομικοὺς (αὐτόθι, σ. 229). Ἀμφότεραι δὲν ἠδύναντο πλέον νὰ ἀνθέξουν οἰκονομικῶς τὴν πληρωμὴν δωροδοκιῶν εἰς τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι μόνον διὰ τὸν λόγον αὐτὸν συνετήρουν εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰς δύο ταύτας αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας εἰς τὴν Βαλκανικήν. Τὸ 1766 ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς Πατριάρχης Πεκίου Καλλίνικος Βʹ εὑρέθη εἰς ἀδυναμίαν πληρωμῆς τῶν χρηματων, τὰ ὁποῖα ὡς συνηθως ἀπήτουν οἱ Τοῦρκοι, λόγῳ καὶ τῆς σημαντικῆς μειώσεως τοῦ φορολογουμένου ποιμνίου ἀπὸ τὰς αὐτομολήσεις τοῦ Σερβικοῦ πληθυσμοῦ εἰς Αὐστρίαν, καὶ παρὰ τὴν θέλησὶν αὐτοῦ, κατηργήθη τὸ Πατριαρχεῖον ὡς συνέπεια τῆς οἰκονομικῆς χρεωκοπίας. Τὸ αἴτημα τῆς καταργήσεως τοῦ Πατριαρχείου ὑπέβαλον ἅπαντες οἱ λοιποὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Συνόδου του (πιθανὸν εὑρισκόμενοι πρὸ τοῦ ἀδιξόδου τῆς χρεωκοπίας) καὶ διὰ τοῦτο ὁ Πατριάρχης Καλλίνικος ὑπέβαλε τὴν παραίτησίν του, μὴ ἀποδεχόμενος ἀπὸ Πατριάρχης νὰ γίνει Μητροπολίτης (αὐτόθι).
Εἶναι ψευδέστατον ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον ἔστελνε Ἑλληνας Ἱερεῖς εἰς σλαβικοὺς πληθυσμούς[9]. Τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως κατ’ ἀρχὴν δὲν ἐφρόντιζε διὰ τὴν χειροτονίαν τῶν κατωτέρων κληρικῶν ἐκτὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τινὲς ἀρθρογράφοι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν ἐφαντάσθησαν ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ἐχειροτόνει Ἔλληνας Ἱερεῖς καὶ τοὺς ἀπέστελλε ὡς ἀλεξιπτωτιστὰς εἰς τὰ χωρία τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Σέρβων! Πρόκειται περὶ φαντασιοπληξίας. Ἡ ἐκλογὴ τῶν ἱερέων ἦτο ἁρμοδιότης τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων καὶ ὄχι τοῦ Πατριαρχείου. Καὶ κατὰ κανόνα οἱ Ἱερεῖς ἐπελέγοντο ἀπὸ τὸν τοπικὸν πληθυσμόν, ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς τοῦ κάθε χωρίου. Εἰς μεγάλας πόλεις ὅπου ὑπῆρχον καὶ Ἔλληνες κάτοικοι, βεβαίως ἐχειροτονοῦντο καὶ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἱερεῖς.
Οἱ Ἀρχιερεῖς ἐπελέγοντο ἀπὸ τοὺς πλέον μορφωμένους Ἱερομονάχους. Βεβαίως δὲν ἦτο ἀντικειμενικὰ συνήθως τὰ κριτήρια τῆς ἐπιλογῆς τῶν Ἀρχιερέων, διότι ἀς μὴ λησμονῶμεν ὅτι ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἡ σιμωνία δὲν ἦτο διόλου σπάνιον φαινόμενον. Καὶ μάλιστα αἱ παρεμβάσεις τῶν Ὀθωμανικῶν ἀρχῶν ἦσαν καταλυτικαὶ εἰς τὰς ἐπιλογὰς τῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καὶ Ἐπισκόπων. Ὅμως ἡ φυλετικὴ καταγωγὴ δὲν ἦτο σημαντικὸς παράγων τῆς ἐπιλογῆς τῶν Ἐπισκόπων. Διότι ἀκόμη καὶ οἱ σλαυϊκῆς καταγωγῆς ἱερομόναχοι εἶχον ἐκπαιδευθεῖ εἰς Ἑλληνικὰς σχολάς, καθὼς μόνον αὐτὴν τὴν δυνατότητα ἀνωτέρας ἐκπαιδεύσεως εἶχον εἰς τὰ Βαλκάνια καὶ ἐν γὲνει τὴν Ὸθωμανοκρατουμένην ἐπικράτειαν. Τοιοτρόπως ὁμίλουν ἀπταίστως τὴν ἑλληνικὴν γλῶσαν, εἶχον ἑλληνικὴν παιδείαν, συνεπῶς δὲν ὑπῆρχε κανένα πρόβλημα ὅταν Σλαῦοι Ἱερομόναχοι ἐχειροτονοῦντο Ἐπίσκοποι δι’ ἑλληνικὰ ποίμνια. Ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Συνέσιος, ἐπὶ παραδείγματι, ἦτο Βούλγαρος εἰς τὴν καταγωγήν, ὅστις συμμετεῖχε μάλιστα -ὁμοῦ μεθ’ ἑτέρων δύο Βουλγάρων εἰς τὴν καταγωγὴν Ἀρχιερέων- εἰς τὴν σύνοδον τὴν καταδικάσασα τοὺς ἀποσχισθέντας «Βουλγάρους»[10] τὸ 1861 (αὐτόθι, σ. 130). Ὑποθέτομεν ὅμως ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἴσχυε καὶ τὸ ἀντίθετον: οἱ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἱερομόναχοι ὅταν ἐχειροτονοῦντο Ἀρχιερεῖς διὰ σλαυϊκὰ ποίμνια δὲν ἦσαν συνήθως γνῶσται τῆς σλαυϊκῆς διαλέκτου.
Ἄς μὴ μᾶς διαφεύγει πάντως ὅτι αἱ ἐθνικαὶ διακρίσεις μεταξὺ τῶν χριστιανῶν, ἰδίως κατὰ τοὺς πρώτους αἰώνας τῆς Ὀθωμανικῆς κατακτήσεως δὲν ἦσαν καὶ τόσον ἔντονοι, ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι καὶ κατὰ τὴν περίοδον ἀπὸ τὴν ἀνασύστασιν τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας μέχρι τὴν ἐκ νέου κατάργησίν του (1557-1766), εἰς τὸν Πατριαρχικὸν καὶ εἰς ἄλλους ἐπισκοπικοὺς θρόνους τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀναδεικνύονται καὶ ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἱεράρχαι[11], ἀναδεικνυόμενοι ἀπὸ τὴν Σύνοδον τοῦ Σερβικοῦ Πατριαρχείου συμφώνως πρὸς τὰ προαναφερθέντα κριτήρια καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Τὸ ζήτημα, λοιπόν, τῆς καταργήσεως τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας εἶναι πολὺ περισσότερον πολύπλοκον, διὰ νὰ ἀντιμετωπίζηται ἁπλοϊκῶς ὡς ἀποτέλεσμα ἐθνικιστικῶν διενέξεων μεταξὺ Σέρβων καὶ Ἑλλήνων.
[1] Ἐγένετο σιωπηρῶς, ἔπειτα ἀπὸ κάθε ἐπέκτασιν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας εἰς βάρος τῶν σερβικῶν κρατιδίων τά ὁποῖα διεδέχθησαν τὸ βασίλειον τοῦ Δουσάν. Ἡ ἵδρυσις τοῦ Βασιλείου τῆς Σερβίας ἦτο ἡ άφορμὴ διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς Αὐτοκεφαλίας. Ἡ κατάργησις αὐτοῦ καὶ ἡ ἀπορρόφησις αὐτοῦ ἀπὸ την Ὀθωμανικὴν Αὐτοκρατορίαν ἐπεφερε καὶ τὴν κατάργησιν αὐτοῦ. Τὸ αὐτὸ ἔπραξαν καὶ οἱ Ρῶσοι, ὅταν ἐνεσωμάτωσαν εἰς τὴν Αὐτοκρατορίαν των τὴν Γεωργίαν τὸ 1801, κατήργησαν καὶ τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς ἀρχαίας ταύτης Ἐκκλησίας, τοποθετοῦντες μάλιστα Ἐξάρχους Ρωσικῆς καταγωγῆς διὰ τὴν διοίκησιν αὐτῆς.
[2] Ὑπενθυμίζομεν ὅτι ὁ Ἀχρῖδος ἂν καὶ ἐξηκολούθη νὰ φέρῃ εἰς τὸν τῖτλον αὐτοῦ τὸ «καὶ πάσης Βουλγαρίας», ἦτο πάντοτε (μέχρι τὴν κατάργησίν του λόγω χρεωκοπίας) Ἕλλην καὶ ...«ἄνευ Βουλγαρίας», ἢτοι δίχως τὰς ἀμιγῶς Βουλγαρικὰς ἐπαρχίας.
[3] Αἱ διαδικασίαι εἶναι λίαν ἀμφιλεγόμεναι.
[4] Ὠνομάσθη «Ἀρχιεπίσκοπος Πατριάρχης Σέρβων καὶ Βουλγάρων», δίχως βεβαίως νὰ ἐρωτήσῃ κανεὶς τοὺς Βουλγάρους... Ἀλλά καὶ μετά τὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀνασύστασιν τοῦ Πατριαρχείου ὁ Πατριάρχης δὲν ἦτο πάντοτε Σέρβος. Ἀναφέρεται, ἐπὶ παραδείγματι τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχου Πεκίου Ἰωάννου Καντούλη (1592-1614), ὅστις ἐξεκίνησε τἠν ἀντιπαράθεσιν πρὸς τοὺς Τούρκους συνεργαζόμενος μὲ τὰς δυτικὰς δυνάμεις διὰ τὴν τῶν Σέρβων ἀπελευθέρωσιν.
[5] Πατριάρχης Ἀρσένιος Γ΄ (1683-1690). Μετά τοῦτο Πατριάρχης Πεκίου ἐγένετο ὁ Ἕλλην Καλλίνικος Α΄ (1693-1710).
[6] Πατριάρχης Ἀρσένιος Δ΄ (1725-1737). Ἔκτοτε οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεπον τὴν ἀναβίβασιν εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον Πεκίου μόνον Ἐλλήνων Ἀρχιερέων μὲ πρῶτον τὸν Ἰωαννίκιον Καρατζᾶν (1737-1746).
[7] Ἔπειτα ἀπὸ τὴν πρώτην ἀποτυχημένην σερβικὴν ἐπανάστασιν τῆν Πατριάρχην Ἀρσένιον Γ ἠκολούθησον 60.00 ἐπαναστατῶν.
[8] Ἡ ὁποία ἦτο πλήρως Ἐλληνική, ἀσχέτως ἐὰν ἐξηκολούθη μέχρι τέλους νὰ φέρῃ εἰς τὸν τῖτλον ἐπὶ κεφαλῆς Ἀρχιεπισκόπου της τὸ «καὶ πάσης Βουλγαρίας», πάντοτε ὅμως ...«ἄνευ Βουλγαρίας»!
[9] Ὡς ἀδόκιμοι τινες κάλαμοι ἀρθρογράφησαν προσπαθοῦντες νὰ στηλιτεύσουν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος διὰ τὴν παρουσίαν αὐτῆς εἰς τὴν Σερβίαν παρομοιάζοντας αὐτὴν μετὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὅταν ὑπήγετο εἰς αὐτὸ ἡ Σερβία.
[10] Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχον καὶ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἱεράρχαι ὅπως ὁ Φιλιππουπόλεως Παΐσιος (Γόνης, σ. 129-130). Τὸ ζήτημα τοῦ Βουλγαρικοῦ σχίσματος εἶχε κυρίως γεωπολιτικά καὶ δευτερευόντως ἐθνικά αἴτια.
[11] Προηγουμένως ἀνεφέρθησαν οἱ Ἕλληνες Πατριάρχαι Πεκίου Ἰωάννης Καντούλης, Καλλίνικος Α, Ἰωαννίκιος Καρατζᾶς καὶ Καλλίνικος Β.