Οι τρόποι προβολής των διαφόρων θεοτήτων & οι παρεμβάσεις τους στη μοίρα των ηρώων στις τραγωδίες Αγαμέμνων του Αισχύλου και Οιδίπους Τύραννος & Φιλοκτήτης του Σοφοκλεους

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 13, 2009 4:54:36 PM

Εισαγωγη

Θεολογικό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το θέμα με το οποίο ασχολείται η παρούσα εργασία. Διότι αφορά το θεϊκό στοιχείο στην αρχαία ελληνική τραγωδία και ειδικότερα, τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται οι διάφορες θεότητες στις τραγωδίες Αγαμέμνων του Αισχύλου και Οιδίπους Τύραννος και Φιλοκτήτης του Σοφοκλέους. Η θρησκεία ήταν κάτι πολύ σημαντικό στην αρχαία Ελλάδα και η θεολογική συνιστώσα είναι παρούσα σε κάθε έκφανση της πνευματικής δημιουργίας των προγόνων μας. Πόσο μάλλον στην τραγωδία, στην οποία το μυθικό στοιχείο της θεματολογίας προσφέρεται ιδιαίτερα για την αναφορά στις θεϊκές δυνάμεις και στην επίδρασή τους στη ζωή των ανθρώπων. Εδώ αναλύουμε τον βαθμό κατά τον οποίο οι παρεμβάσεις τους καθορίζουν τη μοίρα των ηρώων των τραγωδιών που προαναφέραμε.

Δίδεται έμφαση στον σκηνικό και δραματικό χώρο και στη δράση των ηρώων κατά την πλοκή του μύθου. Καταβάλλεται προσπάθεια να ανιχνευθούν τα χαρακτηριστικά της υποταγής του ήρωα στη θεϊκή εξουσία, η ανθρώπινη αβεβαιότητα και η σύγκρουση των πρωταγωνιστών με τις υπέρτερες δυνάμεις, με βασικό άξονα μελέτης αυτόν που ορίζεται από τις έννοιες ενοχή και τιμωρία.

Το υλικό της μελέτης μας κατετάγη σε τρεις ενότητες κατ' αντιστοιχίαν με τα υπό εξέταση δραματικά έργα, στα οποία παρά την δυνατότητα της αυτενεργείας των τραγικών ηρώων, το τελικό αποτέλεσμα πάντοτε μπορεί να περιγραφεί με το αρχαίο ρητό: «καθù εἰμαρμένην τὰ πάντα γίνεσθαι».

Α. Το Θεϊκο Στοιχειο στον Αγαμεμνονα του Αισχυλου

Το Ανάκτορο των Μυκηνών είναι ο σκηνικός χώρος στον οποίο λαμβάνει χώρα το δράμα του Αγαμέμνονα. Βρισκόμαστε στην εστία της οικογενείας του Βασιλέα των Μυκηνών όπου πριν από χρόνια αντηχούσαν τα γέλια της μικρής Ιφιγενείας που ο ίδιος ο πατέρας της θυσίασε στον βωμό της εκστρατείας κατά της Τροίας. Στον οίκο των Ατρειδών που βαρυνόταν και με άλλα βαριά κρίματα, όπως τα θυέστεια δείπνα. Πώς λοιπόν να μη δει η μάντις Κασσάνδρα τις Ερινύες να χορεύουν και να αλαλάζουν χαρούμενα στην οροφή του παλατιού;[1] Τόπος μονίμου κατοικίας των θεοτήτων της εκδικήσεως είχε γίνει ο σκηνικός χώρος της τραγωδίας. Και όπως λέγει κάπου ο φρουρός, το πρώτο πρόσωπο που εμφανίζεται στην Τραγωδία: «Αυτό το σπίτι, αν έπαιρνε φωνή, πιο καθαρά (από εκείνον) θα μίλαγε» [2].

Το δράμα αρχίζει με προσευχή. Ο φρουρός που παρατηρεί τις νύκτες να δει το φωτεινό σήμα που θα μετέδιδε από κορυφή σε κορυφή το χαρμόσυνο άγγελμα της πτώσεως της Τροίας, παρακαλεί τους θεούς να τον απαλλάξουν από τα βάσανα: «Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδù ἀπαλλαγὴν πόνων[3]». Δέκα έτη ανέμενε και ξαφνικά –εισακούσθηκαν οι προσευχές του- βλέπει το περιπόθητο σήμα. Περιχαρής ειδοποιεί την βασίλισσα[4]. Με την λέξη θεούς και με προσευχή αρχίζει αυτή η τραγωδία.

Στη συνέχεια τον λόγο λαμβάνει ο χορός από γέρους Αργείτες που διηγούνται την ιστορία: το ξεκίνημα του στόλου των Ελλήνων και η θυσία της Ιφιγενείας. Το ζεύγος των Ατρειδών βασιλέων που με την δύναμη του Δία βασίλευαν στην Σπάρτη (ο Μενέλαος) και στις Μυκήνες (ο Αγαμέμνων) προσβάλλονται από τον Πάρη που κλέβει την Ελένη. Αυτή η πράξη ήταν μία πράξη που θεοί βδελύττονται. Γιù αυτό: «ο παντοκράτορας ξένιος Ζευς/στέλνει τους Ατρείδες ενάντια στον Πάρη[5]».

Αυτό το πρώτο χορικό περιλαμβάνει όμως και ένα ύμνο στον Δία. Η ωδή προς τον Δία θέτει το πλαίσιο της θεολογίας και της φιλοσοφικής θεωρήσεως του Αισχύλου. Αναφέρεται στην ουσία ενός θεού που έχουν ήδη αναζητήσει οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και βρίσκεται υπεράνω ονομάτων και μυθολογικών συμφραζομένων[6]. Ο θεός περιγράφεται ως ο δίκαιος κυβερνήτης του κόσμου και σχεδόν αποφεύγεται η ονομασία του ως Δία[7]: «Υπάρχει θεός αιώνιος/ κι αν του αρέσει τù όνομα/ εγώ Δία τον ονομάζω (...) Αυτός ο Ζευς το δρόμο χάραξε/ της φρονιμάδας μέσα από τη νομοτέλεια/το πάθος μάθος[8]». Αυτό ο τελευταίος στίχος θεωρείται ότι αποτελεί τον κανόνα του τραγικού για τους αισχυλικούς ήρωες[9]. Σε αυτήν την ωδή κορυφώνεται το έσχατο νόημα της ανθρώπινης τύχης: κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το θέλημα των θεών[10]: «αυτός σταλάζει στην καρδιά/πικρό στον ύπνο μας τον πόνο και στανικά μας συνετίζει./ Είναι σκληρό και τέλειο το δώρημα/ που στέλνουν οι θεοί/ απù το σεμνό τους θρόνο[11]». Και στη ίδια ωδή ο χορός ψάλλει για την θυσία της Ιφιγενείας στην Αυλίδα κατά την επιταγή της Αρτέμιδας, προς την οποίαν είχαν κάποτε ασεβήσει οι Ατρείδες για να επαναλάβει το δίδαγμα προς το τέλος του άσματος: «όμως η Δίκη καθορίζει την οδό:/ όποιος παθαίνει να μαθαίνει[12]». Η θυσία της ίδιας του της θυγατέρας ήταν αυτό που σφράγισε και την τύχη του Αγαμέμνονα κατά την επιστροφή του. Η Κλυταιμνήστρα δεν του το συγχώρησε ποτέ.

Στο πρώτο στάσιμο του χορού επισημαίνουμε τις αναφορές στην δικαιοκρισία του Δία που τιμωρεί όσους αδικούν: «Σε τρέμω, ω Δία ξένιε (...) έχεις να κρίνεις (...) το χέρι της Δικαιοσύνης (...) όποιος τολμήσει τον θείο της να πατήσει νόμο./ Αργά ή νωρίς θαρθεί μια μέρα,/ να πάθη ο γιος για τον πατέρα...[13]». Το ίδιο και στο δεύτερο στάσιμο, όπου γίνεται φανερό ότι ο ποιητής δεν συμμερίζεται τις απόψεις της εποχής του για τον φθόνο των θεών. Η θεϊκή τιμωρία δεν έρχεται ως αποτέλεσμα του φθόνου του θεού, αλλά της δικαιοκρισίας του όταν τιμωρεί το κακό[14]: το κρίμα φέρνει κρίμα «τόχει το κρίμα το παλιό/ καινούριο να γεννοβολάη κρίμα/ στους άδικους ανθρώπους[15]».

Στη συνέχεια καταφθάνει ο Αγαμέμνονας πάνω σε άρμα και η Κλυταιμνήστρα προσπαθεί να τον πείσει να περπατήσει πάνω σε πορφυρό πέπλο που έχει στρώσει στην είσοδο. Εκείνος διστάζει, μη τυχόν θεωρηθεί ύβρις προς τους θεούς μια τέτοια υπερήφανη πράξη. Στο τέλος πείθεται ευχόμενος να μην τον δουν οι θεοί εκείνη τη στιγμή και τον φθονήσουν[16]: «Καθώς θα περπατώ στο πορφυρό χαλί κανείς θεός ας μη μου ρίξει από ψηλά του φθόνου βλέμμα». Ακολουθεί η Τρωαδίτισσα σκλάβα του Αγαμέμνονα Κασσάνδρα η οποία πριν εισέλθει στο ανάκτορο την επιφοιτά ο Απόλλωνας μαντεύει τα προηγούμενα δεινά, προφητεύει αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν μαζί και το δικό της τέλος, ενώ παρατηρεί –όπως είπαμε στην αρχή- τις Ερινύες[17]». να χορεύουν στην στέγη του παλατιού. Προφητεύει ακόμη και το κακό τέλος αυτών που θα την φονεύσουν: «μα δε θα αφήσουν οι θεοί τον θάνατό μου απλήρωτο

Ακολουθεί η σφαγή του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας από την Κλυταιμνήστρα που θριαμβευτικά καυχάται για την απόδοση της δικαιοσύνης, σαν να έχει προσφέρει ανθρώπινη θυσία στον Δία: «...και τον κτυπώ Τρίτη φορά./ Ταμένη προσφορά στο Δία σωτήρα[18]».

Στο διάλογο χορού και Κλυταιμνήστρας που ακολουθεί πλούσιες είναι οι αναφορές στην Δίκη, την Άτη και γενικώς τους θεούς. Πλέον αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο ότι όλα γίνονται σύμφωνα με το θείο θέλημα: «ο Ζευς αιτία του παντός·/ ο Ζευς κινεί τα πάντα· τι γίνεται/ στù ανθρώπινα χωρίς τον Δία;/ τι γίνεται χωρίς του θεού το θέλημα;[19]» και ο νόμος της ανταποδόσεως: «Υπάρχει νόμος, όσο κρατεί καλά/ο θρόνος του Διός: θα πάθεις ότι πράξεις[20]».

Στο τέλος η Κλυταιμνήστρα, δίχως να αισθάνεται μεταμέλεια για την πράξη της, που την θεωρεί δίκαιη, συναισθάνεται ότι έχει εμπλακεί στον κύκλο του αίματος της κατάρας του οίκου των Ατρειδών, και εύχεται να φύγει αυτή η κατάρα από το σπίτι[21]. Αυτή η ευχή θα εκπληρωθεί μετά τον φόνο της ιδίας και του Αιγίσθου από τον Ορέστη. Ο κύκλος του αίματος θα παύσει με την παρέμβαση της θεάς Αθηνάς στον Άρειο Πάγο των Αθηνών.

Β. Το Θεϊκο Στοιχειο στον Οιδιποδα Τυραννο του Σοφοκλεουσ

Σε ανάκτορο διαδραματίζεται και η τραγωδία Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλέους. Ο Τραγικός ήρωας που δίχως να το γνωρίζει θανάτωσε τον πατέρα του και έλαβε για σύζυγο την μητέρα του βασίλισσα της Θήβας, θα μάθει την αλήθεια μέσα σε αυτό το σκηνικό. Μεγάλη κατάρα έχει πλήξει την πόλη των Θηβών και περιμένει απόκριση από το μαντείο των Δελφών για να μάθει τι συμβαίνει. Μέσω των χρησμών ο ποιητής οικοδομεί την πλοκή του δράματος. Η λειτουργία των χρησμών αποτελεί ουσιώδη δραματική τεχνική σε αυτήν την τραγωδία, διότι αυτοί καθορίζουν το δίχτυ μέσα στο οποίο ο τραγικός ήρωας θα διαπιστώσει ότι έχει παγιδευτεί[22].

Καλεί τον μάντη Τειρεσία ο οποίος πιεζόμενος του αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Όταν βεβαιώνεται γιù αυτό η μητέρα και σύζυγός του Ιοκάστη αυτοκτονεί και ο ίδιος αυτοτυφλώνεται. Ο Οιδίπους είναι ο τραγικός ήρωας που έρχεται αντιμέτωπος με την μοίρα του. Δεν περιμένει παθητικά το πεπρωμένο του, αλλά επιβλητικά πηγαίνει ο ίδιος να το συναντήσει[23]. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τον διάλογό του με τον δούλο εκείνο που του αποκαλύπτει το τρομερό μυστικό: «αλίμονό μου, τώρα ήλθε η στιγμή να το πω το φοβερό» όταν απαντά: «κι εγώ να το ακούσω» και όμως πρέπει να το ακούσω»[24].

Ο Οιδίπους Τύραννος εκφράζει κατù εξοχήν το θεϊκό στοιχείο. Στο τρίτο χορικό του δράματος ο Αισχύλος ομιλεί για τους αιωνίους θεϊκούς νόμους που γεννήθηκαν στα ύψη του ουρανού[25]:

«Είθε σù εμέ να είναι γραφτό/ οι λόγοι μου και τα έργα μου/ αγνά, σεμνά να είναι-/ότι, για ταύτα, υπάρχουνε/ νόμοι υψηλοί και υπέρτατοι,/ που στον ουρανό εγέννησε πατέρας τους ο Ολύμπιος./ Απù τους θνητούς δεν έγιναν/ δεν τους αποκοιμά η λήθη-/ Μεγάλη όσο και αγέραστη/ μέσα τους κατοικεί η θεότης[26]».

Το μεγάλο ερώτημα που γεννάται όσον αφορά αυτήν την τραγωδία είναι τι καό έπραξε ο Οιδίπους για να συμβεί σε αυτόν αυτό το κακό. Στα αισχύλια έργα ισχύουν νόμοι παρόμοιοι με τους μαθηματικούς. Ο δράστης πρέπει να πάθει: «ἡ ὕβρις ὁδηγεῖ στὴν Ἄτη»[27], όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. Εδώ όμως τι συμβαίνει; Και εδώ ισχύει παρόμοιος νόμος. Κάποια παράβαση της θεϊκής αρμονίας υπάρχει και εκ μέρους του Οιδίποδα, μόνο που δεν είναι εκ προθέσεως. Ο Kitto παρομοιάζει την περίπτωσή του με άνθρωπο που από απροσεξία προσβάλλεται από ηλεκτροπληξία[28].

Στην τραγωδία αυτή αναδεικνύεται η θρησκευτική αναγκαιότητα να επαληθευθούν οι χρησμοί, ώστε να αποτραπεί μία θεομηνία που μαστίζει μία πόλη. Οι άνθρωποι είναι αδύναμοι να παρέμβουν και ακολουθούν το πεπρωμένο τους μέχρι τον θάνατό τους, ενώ αισθάνονται ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να κατανοήσουν απολύτως[29]. Όμως μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος βρίσκεται συνεχώς σε διάλογο με την θεότητα. Η φωνή των θεών εκφράζεται μέσω των χρησμών ή από το στόμα των μάντεων[30]. Μεταξύ των σχεδίων των ανθρώπων και των θεϊκών σχεδίων (που αντανακλούν την αρμονία του σύμπαντος) παρουσιάζεται μία αβυσσαλέα αντίθεση[31], κατά την παροιμία: «ἄλλα ἄνθρωπος βούλεται, ἄλλα δὲ ὁ θεός κελεύει». Υπάρχει μία παγκόσμια τάξη στην οποία ο άνθρωπος πρέπει να προσαρμόζεται όσο και αν δεν μπορεί να την κατανοήσει.

Γ. Το Θεϊκο Στοιχειο στον Φιλοκτητη του Σοφοκλεουσ

Ο χώρος της δράσεως αυτού του έργου είναι μία «εσχατιά»[32], δηλαδή ένας τόπος στην άκρη του ελλαδικού χώρου, η Λήμνος. Εδώ στήνει το σκηνικό του ο Σοφοκλής για να μας παρουσιάσει τον εξόριστο Φιλοκτήτη ο οποίος με την αθεράπευτη δυσώδη πληγή του και τις φωνές και κατάρες που ξεστόμιζε εξαιτίας της, κατά την δικαιολογία που προβάλλει ο Οδυσσέας, εμπόδιζε τους στρατιώτες να εξασκήσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα[33]: «Σπονδές να κάνωμε δεν ήτον/ δυνατό, γιατί γέμιζεν απù τις κατάρες/ τις άγριες το στρατόπεδο καθώς βοούσε/ κù εστέναζε»[34]. Γιù αυτό οι Έλληνες με την προτροπή του Οδυσσέα τον εγκατέλειψαν στο νησί πηγαίνοντας για την Τροία. Από την εισαγωγή, λοιπόν του έργου, έχουμε την προβολή ενός θεϊκού στοιχείου, δηλαδή την παρακώλυση της λατρείας των θεών, για την αιτιολόγηση της εξορίας του τραγικού ήρωα και την πλοκή της υποθέσεως.

Ο Φιλοκτήτης είχε μαζί του το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Ο χρησμός που έδωσε ο Έλενος απεκάλυψε ότι η Τροία θα πέσει μόνον αν έλθει στο στρατόπεδο των Ελλήνων ο Φιλοκτήτης με τα όπλα του Ηρακλή[35]. Γιù αυτό ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος (ο έφηβος γιος του Αχιλλέα) έρχονται για να πείσουν τον Φιλοκτήτη να τους ακολουθήσει στην Τροία. Ο Οδυσσέας καθοδηγεί τον Νεοπτόλεμο πώς να ξεγελάσει τον Φιλοκτήτη και να τον πείσει να τους ακολουθήσει: «πρέπει να ξεγελάσεις/με τα λόγια σου την ψυχή του Φιλοκτήτη[36]», «Δίκαιοι ξανά θε νάμαστε κατόπι/ τώρα για λίγες ώρες της ημέρας/ δος μοι θυσία τη συνείδησή σου /κι όλος ο επίλοιπος καιρός δικός σου/ τον πιο ευσεβή του κόσμου να σε λένε[37]». Τον καλεί να αναστείλει τις ηθικές του αξίες και μετά να ξαναγίνει ευσεβής. Ο ευγενής Νεοπτόλεμος έφηβος καλείται να ακολουθήσει ως νεοσύλλεκτος στρατιώτης εντολές[38]. Καλείται να παραβιάσει τις αρχές του και να προδώσει την εμπιστοσύνη που θα του έδειχνε ο Φιλοκτήτης[39].

Για να διασκεδάσει τους ηθικούς ενδοιασμούς του Νεοπτολέμου, ο Οδυσσέας επικαλείται θεούς: «ο Ερμής ο δόλιος ας μας οδηγήσει/κι η Νίκη Αθηνά που πάντοτε με σώζει[40]». Ο Νεοπτόλεμος κατορθώνει και πείθει με τέχνασμα τον Φιλοκτήτη να του δώσει τα όπλα, αλλά δεν κατορθώνει να τον πείσει να τον ακολουθήσει και μετανιώνει για τον δόλο που μεταχειρίσθηκε. Θέλει να επιστρέψει και τα όπλα. Ο Οδυσσέας πηγαίνει μαζί με τον Νεοπτόλεμο πίσω στον Φιλοκτήτη και αποπειράται να πείσει ο ίδιος πλέον την πληγωμένο ήρωα να τους ακολουθήσει. Οι δύο ήρωες όμως αδυνατούν να συνεννοηθούν[41]. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όταν ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος προσπαθούν να τον πείσουν να μπει στο πλοίο ο Φιλοκτήτης, θα επαναλάβει το ίδιο θεολογικό επιχείρημα που είδαμε προηγουμένως: «Πως θα μπορείτε, όταν μπαρκάρω, να καίετε προσφορές στους θεούς, να κάνετε σπονδές;» [42].

Το πρόβλημα καλείται να λύσει τελικά ο από μηχανής θεός. Ο ίδιος ο Ηρακλής εμφανίζεται και πείθει τον Φιλοκτήτη να μεταβεί στην Τροία. Φέρνει τον εαυτό του ως παράδειγμα ανυψώσεως ενός ανθρώπου δια του πάθους[43]: «Πρώτα απù όλα θα πω για τη δική μου τύχη,/ τι μόχθους πέρασα και υπόφερα, ώσπου/ να λάβω δόξα αθάνατη.[44]» και ότι και παρομοίως και ο ίδιος θα κερδίσει δοξασμένη ζωή μετά από τα βάσανα: «Να ξέρεις και για σένα γράφει η μοίρα/ πως ύστερα απù τα βάσανά σου ετούτα/ θα ζήσεις δοξασμένος». Ακόμη υπόσχεται σù αυτόν θεϊκή ίαση από την πληγή του: «Τον Ασκληπιό εγώ στην Τροία θα στείλω για να σε γιατρέψει[45]».

Και φυσικά, η κατάληξη είναι ο Φιλοκτήτης να υπακούσει στο θεϊκό θέλημα: «Ω! Εσύ που τη φωνή σου μου έστειλες... θα ακολουθήσω τις συμβουλές σου[46]» και «στείλε με καλοτάξιδον εκεί/ όπου η Μεγάλη Μοίρα με οδηγεί/ και η γνώμη των φίλων κι ο θεός/ ο παντοδύναμος το στέργει, αυτός που τελείωσε όλα αυτά[47]», και να ακολουθήσει το πεπρωμένο του: «ἔνθù ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει[48]».

Συμπερασματα

Τα έργα του Αισχύλου αποτελούν φιλοσοφικο-θρησκευτικά πρότυπα. Σε αυτά αποτυπώνεται η κυρίαρχη έννοια της άτης και διαπιστώνεται η φιλοσοφική αποτύπωση της διαλεκτικής συγκρούσεως των κοσμικών δυνάμεων. Μέσα σε αυτήν την σύγκρουση οι ήρωες δρουν καθοριζόμενοι από διπλά κίνητρα: την ατομική τους βούληση και την υπαγωγή τους στην συμπαντική αναγκαιότητα. Καταλήγουν στο αισιόδοξα αποτέλεσμα της συμφιλιώσεως των κοσμικών δυνάμεων[49]. Στον Αγαμέμνονα, η Κλυταιμνήστρα θεωρεί ότι καθοδηγείται από το θεϊκό καθήκον της αποδόσεως της δικαιοσύνης εκδικούμενη όχι μόνο τον θάνατο της Ιφιγενείας, αλλά και τα προηγούμενα εγκλήματα του οίκου των Ατρειδών. Στον Αίγισθο προσωποποιείται αυτή η αιματηρή κληρονομιά. Η Κλυταιμνήστρα –στο τέλος της τραγωδίας- θέλει να την διακοπή του αιμάτινου κύκλου[50]. Αυτή η διακοπή δεν θα συμβεί όμως τώρα. Η αιματοχυσία, όπως γνωρίζουμε, συνεχίσθηκε με την αντεκδίκηση του Ορέστη στις Χοηφόρες, αλλά τελικά θα κλείσει ο κύκλος των αντεκδικήσεων στις ΕυμενίδεςΕυμενίδες εκπληρώνεται η επιθυμία της Κλυταιμνήστρας. και όπου εξευμενίζονται οι Ερινύες που κατατρέχουν τον Ορέστη και αυτό είναι το αίσιο τέλος. Μπορούμε να θεωρήσουμε, ότι στις

Στον Οιδίποδα Τύραννο, έργο της ωριμότητας του Σοφοκλέους, ο τραγικός ήρωας αποδεικνύεται ως το θύμα ενός περίεργου σχεδίου στο οποίο τον ενέπλεξαν οι θεοί[51], και οι οποίοι κινούν τα νήματα «αφ' υψηλού». Απεναντίας, στον Φιλοκτήτη -όψιμο έργο του ιδίου δραματουργού- έχουμε μία πιο άμεση θεϊκή παρέμβαση στην υπόθεση. Ο Ηρακλής εμφανίζεται αυτοπροσώπως (από μηχανής θεός) στο τέλος του έργου για να δώσει την λύση του δράματος[52]. Αυτό θεωρείται ως ευριπιδική επίδραση[53].

Σε όλες τις περιπτώσεις –κατά τους τραγικούς ποιητές- η θεϊκή τάξη υπερισχύει και ότι και αν κάνουν οι άνθρωποι το αποτέλεσμα είναι ότι: «τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον».

Βιβλιογραφια

1. Αισχύλος, Αγαμέμνων, μτφρ. Ι. Ν. Γρυπάρης, στο Άπαντα Αισχύλου, τ. Β΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 9-57.

2. Ανδριανού Έλσα, «Ο Αισχύλος και η μετάβαση της τραγωδίας από την αρχαϊκή στην κλασική φάση της» και «Ο Σοφοκλής και η κλασική φάση της τραγωδίας» στο Ανδριανού Έ., Ξιφαρά Π., Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σσ. 47-82.

3. Κωνσταντοπούλου Δέσποινα (επιμ.), Ανθολόγιο αποσπασμάτων δραματικού λόγου και ποιητικής τέχνης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

4. Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, μτφρ. Αρ. Καμπάνης, στο Άπαντα Σοφοκλή, τ. Α΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 7-61.

5. Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, μτφρ. Αρ. Καμπάνης, στο Άπαντα Σοφοκλή, τ. Α΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 65-113.

6. Dawe R. D., Σοφοκλής: Οιδίπους Τύραννος, μτγρ. Γ.Α. Χριστοδούλου (Εισαγωγή – Κείμενο –Σχόλια), εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.

7. Kitto H.D. F., Η αρχαία ελληνική τραγωδία, μτφρ. Λ. Ζενάκος, εκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1989.

8. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.

9. Thomson George, Το αειθαλές δένδρο. Διαλέξεις και άρθρα για τον ελληνικό πολιτισμό, εισαγωγή-επιμέλεια: Χρ. Αλεξίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, ε΄ έκδοση, σσ. 86-98.

10. Vernant Jean-Pierre – Vidal-Naquet Pierre, Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, τ. Α΄, μτφρ. Στέλλα Γεωργούδη, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988, σσ. 191-206.

Τα αρχαία κείμενα είναι από την ηλεκτρονική βάση δεδομένων: Thesaurus Linguae Grecae (T.L.G.) του Πανεπιστημίου της California στο Irvine, σε οπτικό δίσκο (cd-rom) εκδ. 1994.

[1] Thomson George, Το αειθαλές δένδρο. Διαλέξεις και άρθρα για τον ελληνικό πολιτισμό, εισαγωγή-επιμέλεια: Χρ. Αλεξίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, ε΄ έκδοση, σελ. 88.

[2] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου (επιμ.), Ανθολογιο αποσπασμάτων δραματικού λόγου και ποιητικής τέχνης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 36.

[3] Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1.

[4] Thomson George, ό.π. σελ. 86.

[5] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου, ό.π. σελ. 37.

[6] Έλσα Ανδριανού, «Ο Αισχύλος και η μετάβαση της τραγωδίας από την αρχαϊκή στην κλασική φάση της» και «Ο Σοφοκλής και η κλασική φάση της τραγωδίας» στο Ανδριανού Έ., Ξιφαρά Π., Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 59.

[7] Albin Lesky, Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 358.

[8] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου, ό.π. σελ. 39.

[9] Έλσα Ανδριανού, ό.π..

[10] Albin Lesky, ό.π., σελ. 356.

[11] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου, ό.π..

[12] Στο ίδο, σελ. 41.

[13] Αισχύλος, Αγαμέμνων, μτφρ. Ι. Ν. Γρυπάρης, στο Άπαντα Ασχύλου, τ. Β΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 19.

[14] Albin Lesky, ό.π., σελ. 373.

[15] Αισχύλος, Αγαμέμνων, ό.π., σελ 31.

[16] Οι σημερινοί ηγέτες που διεθνώς, απù ότι φαίνεται, υιοθέτησαν την ιδέα της Κλυταιμνήστρας, δεν έχουν παρόμοιους ενδοιασμούς!

[17] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου, ό.π., σελ. 48.

[18] Στο ίδιο.

[19] Στο ίδιο σελ. 51.

[20] Στο ίδιο σελ. 53.

[21] Albin Lesky, ό.π., σελ. 375.

[22] Έλσα Ανδριανού, ό.π. σελ. 75.

[23] Albin Lesky, ό.π., σελ. 409.

[24] Στο ίδιο, σελ. 410.

[25] Στο ίδιο.

[26] Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, μτφρ. Αρ. Καμπάνης, στο Άπαντα Σοφοκλή, τ. Α΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 39.

[27] H. D. F. Kitto, Η αρχαία ελληνική τραγωδία, μτφρ. Λ. Ζενάκος, εκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1989, σελ. 191.

[28] Στο ίδιο.

[29] R. D. Dawe, Σοφοκλής: Οιδίπους Τύραννος, μτγρ. Γ.Α. Χριστοδούλου (Εισαγωγή – Κείμενο –Σχόλια), εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991, σελ. 22.

[30] Albin Lesky, ό.π., σελ. 414.

[31] Στο ίδιο.

[32] «Νῦν μὲν γὰρ ἴσως τόπον ἐσχατιαῖς/ προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται...» Φιλοκτήτης 144-145.

[33] Jean-Pierre Vernant – Pierre Vidal-Naquet, Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, τ. Α΄, μτφρ. Στέλλα Γεωργούδη, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988, σελ. 193.

[34] Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, μτφρ. Αρ. Καμπάνης, στο Άπαντα Σοφοκλή, τ. Α΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 67.

[35] Jean-Pierre Vernant – Pierre Vidal-Naquet, ό.π., σελ. 200.

[36] Στο ίδιο, σελ. 199.

[37] Στό ίδιο.

[38] Jean-Pierre Vernant – Pierre Vidal-Naquet, ό.π., σελ. 197.

[39] Έλσα Ανδριανού, ό.π. σελ. 79.

[40] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου, ό.π. σελ. 113.

[41] Jean-Pierre Vernant – Pierre Vidal-Naquet, ό.π., σελ. 201.

[42] Στο ίδιο σελ. 193.

[43] Έλσα Ανδριανού, ό.π. σελ. 79.

[44] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου, ό.π. σελ. 118.

[45] Στο ίδιο.

[46] Στο ίδιο.

[47] Στο ίδιο, σελ. 119.

[48] Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, στιχ. 1466.

[49] Έλσα Ανδριανού, ό.π. σελ. 67.

[50] Στο ίδιο, σελ. 61.

[51] Στο ίδιο, σελ. 81.

[52] Στο ίδιο σελ. 72.

[53] Στο ίδιο, σελ. 71.