Η Ευδαιμονία του Ανθρώπου και ο Σοφός κατά τον Πλωτίνο

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 12, 2009 6:51:25 PM

Η ευδαιμονια του ανθρωπου και ο Σοφοσ κατα τον Πλωτινο

Γιατί η Ευδαιμονία του ανθρώπου δεν μπορεί να αποδίδεται στα ζώα και τα φυτά, ποια είναι τα εξωτερικά εμπόδια για την επίτευξή της, πώς αυτά αντιμετωπίζονται και το πρότυπο του σοφού κατά τον Πλωτίνο.

Πριν προχωρήσουμε στην πραγμάτευση του θέματός μας, αναγκαία προϋπόθεση είναι να κατανοήσουμε τι φρονούσε ο Πλωτίνος για τον κόσμο και τον άνθρωπο, και την έννοια της ευδαιμονίας κατ' αυτόν.

Ο κόσμος κατά τον Πλωτίνο σχηματίζει μία ιεραρχημένη κλίμακα στρωμάτων την οποία διασχίζουν γραμμές ενεργείας[1]. Ο κόσμος των νοητών αποτελείται από τρία ιεραρχημένα επίπεδα του Ενός Αγαθού, του Νου και της Ψυχής[2]. Ο κόσμος των αισθητών αποτελείται από τα εμψυχωμένα σώματα (και την άψυχη ύλη).

Στην ανώτερη βαθμίδα είναι το Εν - αγαθόν: το Πρώτο, η αρχή του παντός, το άρρητο, το αγαθό και το διανοητικώς απρόσιτο. Είναι η κατ' εξοχήν ζωή και πηγή ζωής[3]. Βρίσκεται επέκεινα της ουσίας, είναι υπερούσιο[4]. Το Εν -αγαθόν είναι καρποφόρα ενέργεια, γεννά τις Ιδέες, οι οποίες είναι τα αιώνια γεννήματα του Ενός. Το Εν γεννά το Νου. Είναι η πηγή κάθε νοήσεως δίχως το ίδιο να είναι νόηση. Το Εν είναι προσιτό στον άνθρωπο μόνο έπειτα από μία νοητική προετοιμασία και εμφανίζεται ως μία εκστατική έλαμψη φωτός[5]. Στο αμέσως παρακάτω επίπεδο είναι ο Νους: ένα οργανικό σύστημα αλληλοπεριχωρουμένων νόων που βρίσκονται σε μία αδιάσπαστη ενότητα ουσίας, ζωής και νοήσεως. Αντιστοιχεί στον Πλατωνικό κόσμο των ιδεών[6]. Η τρίτη υπόσταση του θεϊκού σύμπαντος είναι η Ψυχή. Η Ψυχή γεννά τα αισθητά. Δεν είναι οι ψυχές των ανθρώπων αλλά η ψυχή του παντός[7].

Παρακάτω, βρίσκεται το εμψυχωμένο σώμα: η Ψυχή ως φύση επιβάλλει προς τα κάτω στον αισθητό κόσμο τις μορφές που λαμβάνει από τον κόσμο των ιδεών. Οι μορφές αυτές αποτελούν ένα φασματικό κόσμο[8], εικονίζονται όπως τα είδωλα στον καθρέπτη ενώ αυτός μένει ανέπαφος και ψυχρός, σαν ένα στολισμένο πτώμα[9]. Στην βάση αυτής της ιεραρχημένης δομής είναι η άψυχη ύλη: είναι η παντελής στέρηση της ζωής και της μορφής. Άμορφη και α-σχημη, είναι καθαρή ανυπαρξία και απόλυτη άρνηση[10].

Τα ζώα και φυτά είναι εμψυχωμένα σώματα. Έχουν και αυτά ζωή. Τα φυτά όμως δεν έχουν αίσθηση: «δεν θα ήταν υποχρεωμένος κάποιος να δεχθεί για τα φυτά ότι δέχεται για όλα τα ζώα, διότι αυτά δεν έχουν αίσθηση. (...) και αυτά έχουν ζωή»[11].

Κατά τον Πλάτωνα ο άνθρωπος είναι κυρίως ψυχή (άυλη πραγματικότητα)[12]. Κατά τους Στωικούς ο άνθρωπος είναι κυρίως ψυχή/λογικότητα, δηλαδή μια υλική πραγματικότητα. Η ουσία της ψυχής είναι Λόγος, ο οποίος είναι υλική πραγματικότης, πυρ. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι μέρη του πυρός, του Λόγου[13]. Κατά τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Είναι εντελέχεια σώματος[14]. Δηλαδή έχει δύο ουσίες[15]. Ο πλατωνικός Πλωτίνος δέχεται ασφαλώς την εκδοχή του ότι ο άνθρωπος είναι κυρίως άυλη ψυχή. Διακρίνει τον άνθρωπο στον εαυτό και στα εαυτού. Πραγματικός εαυτός είναι η νοητική ψυχή του ανθρώπου, ο νοερός εαυτός, ο «εσωτερικός άνθρωπος», αυτός που επικοινωνεί με τις υπερκείμενες πραγματικότητες[16]. Ανώτερη λειτουργία του είναι η εγκόλπωση των υπερκειμένων και κατώτερη λειτουργία του η μέριμνα για τις βιοτικές ανάγκες. Η ψυχή του ανθρώπου έχει δύο μέρη/δυνάμεις[17]. Το ανώτερο είναι η νοητική ψυχή του και το κατώτερο αυτό που μεριμνά για τα βιοτικά. Εαυτός, λοιπόν, είναι η ανώτερη/νοητική ψυχή του ανθρώπου. Τα αυτού είναι το σώμα με την κατώτερη (φυτική-αισθητική) ψυχή του[18].

Εφόσον ο άνθρωπος είναι κυρίως η νοητική ψυχή του, τότε για την ευδαιμονία του δεν χρειάζονται υλικά αγαθά αλλά αρκεί η αρετή. Στην ψυχή του ευδαίμονος είναι παρόν το Αγαθόν. Ο ευδαίμων έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του Ενός-Αγαθού[19].

Όσοι πιστεύουν ότι η ουσία του ανθρώπου είναι μία θεωρούν ότι για την ευδαιμονία αρκεί η αρετή. Δεν υπάρχουν υλικές προϋποθέσεις. Όσοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες θεωρούν ότι είναι μεν αναγκαία η αρετή, αλλά για την πλήρη ευδαιμονία χρειάζεται και ένα ελάχιστο όριο υλικών αγαθών. Για τους Στωικούς, λοιπόν, η ευδαιμονία δεν έχει υλικές προϋποθέσεις. Μπορεί κανείς να είναι ευδαίμων και μέσα στην απόλυτη δυστυχία. Επιπλέον θεωρούν ότι είναι μία στατική κατάσταση[20]. Η ευδαιμονία κατά τον Αριστοτέλη, εκτός από την αρετή έχει και υλικές προϋποθέσεις (μία μέτρια υλική ευημερία και λίγους φίλους), όμως δεν είναι μία στατική κατάσταση, αλλά ενεργητική. Είναι άσκηση νοήσεως-διανοήσεως, θεωρία[21]. Για τους Επικουρείους η ευδαιμονία ταυτίζεται με την ηδονή υπό την προϋπόθεση της αταραξίας, της αδιατάρακτης γαλήνης[22]. Για τον Πλωτίνο η ευδαιμονία δεν έχει υλικές προϋποθέσεις, αρκεί η αρετή, αλλά θεωρεί ότι είναι ενεργητική κατάσταση. Είναι «η θεωρία η οποία μας οδηγεί στην ευτυχία»[23]. Μία συνεχής άντληση και τροφοδότηση από τις υπερκείμενες πραγματικότητες. Τελικό στόχο έχει την ένωση με τον υπέρτατο θεό, το Εν[24].

Έχοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα είναι πολύ εύλογο ο Πλωτίνος να απορρίπτει την δυνατότητα αποκτήσεως της ευδαιμονίας από τα ζώα. Λέγει ότι αν ορίσουμε την ευδαιμονία ως την ευζωία, τότε ίσως μπορούν και αυτά να αποκτήσουν την ευδαιμονία διότι και αυτά έχουν ζωή. Μπορούν λοιπόν και αυτά να είναι ευτυχισμένα με τη ζωή τους και να τραγουδούν κιόλας, όπως τα ωδικά πτηνά[25].

Αν πάλι ορίσουμε την ευδαιμονία ως την επίτευξη ενός τελικού σκοπού, και αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι εφικτό και από τα ζώα, που φθάνουν στο τέρμα της ζωής τους έχοντας εκπληρώσει τον βιολογικό τους προορισμό[26]. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα φυτά, τα οποία και αυτά ζουν, αν και δεν έχουν αίσθηση. Μπορούν να καρποφορήσουν ή όχι αναλόγως με το κατά πόσον η φυτική τους ζωή είναι καλή ή όχι και με το αν εκπληρώνουν τον σκοπό τους ή όχι[27].

Το ίδιο ισχύει και αν ορίσουμε ως ευδαιμονία την αταραξία. Μπορούν να την έχουν εξίσου με εμάς και τα φυτά και τα ζώα[28]. Με αυτόν τον τρόπο ο Πλωτίνος απορρίπτει τις θεωρίες περί ευδαιμονίας των αριστοτελικών και επικουρείων τις οποίες εκθέσαμε προηγουμένως.

Αν ορίσουμε ως ευδαιμονία όχι απλώς την ευζωία, αλλά την λογική ζωή, τότε τί ορίζουμε ως λογικό; Την επιτηδειότητα να αποκτά κανείς «τα κατά φύσιν πρώτα», δηλαδή τα «προς το ζειν» αναγκαία[29]; Αυτό όμως το κάνουν και πολλά ζώα. Με αυτό το επιχείρημα απαντά στους Στωικούς.

Στη συνέχεια εκθέτει την δική του άποψη: Θεωρεί ευδαιμονία ούτε την απλή ευζωία, ούτε απλώς την λογική ζωή αλλά την αληθινή και πραγματική ζωή που βρίσκεται στη νοητή φύση και όχι στον αισθητό κόσμο. Οι άλλες ζωές του αισθητού κόσμου είναι σκιές και απεικάσματα ζωής[30]. Τα φυτά και τα ζώα δεν μετέχουν του νοητού κόσμου όπως ο άνθρωπος. Γιαυτό δεν μπορούν να αποκτήσουν την ευδαιμονία.

Ο άνθρωπος που θέλει να αποκτήσει αυτήν την αληθινή ευδαιμονία πρέπει πρώτα απù όλα να συνειδητοποιήσει ότι δεν ταυτίζεται με την άλογη ψυχή, δηλαδή το κατώτερο τμήμα της (διότι όπως είπαμε, άνθρωπος θεωρείται από τον Πλωτίνο κυρίως η έλλογη ψυχή, δηλαδή το ανώτερο τμήμα της): «όποιος κατέχει το υπέρτατο αγαθό θέλει να έχει αυτό και μόνο, χωρίς τίποτε άλλο μαζί του[31]» . Αυτή η άλογος ψυχή με το να είναι ενωμένη με το σώμα αναστατώνεται από τους περισπασμούς, τις απολαύσεις και τις ταλαιπωρίες που προέρχονται από την ζωή μέσα στο σώμα[32]. Η υπερβάλλουσα προσκόλληση της ψυχής στις άλογες ορέξεις του σώματος συνιστά αλλοτρίωσή της και αποτελεί εμπόδιο στην αληθινή ευδαιμονία.

Οι δυσκολίες για την επίτευξη της ευδαιμονίας που μόλις προανεφέραμε, παραμερίζονται όταν η ψυχή, το ανώτερο μέρος της, θέσει υπό συνεχή έλεγχο και αυστηρή προστασία το σύμπλεγμα του κατώτερου μέρους της με το σώμα[33]. Αυτό γίνεται με την ασκητική μέθοδο (παραπλήσια με αυτήν που εφήρμοζαν οι χριστιανοί ασκητές) η οποία συνίσταται στην αποδέσμευση του ανθρώπου από τις αισθήσεις, τη φαντασία και τα πάθη, αποδίδοντας στο σώμα μόνον τα απολύτως αναγκαία και απομακρυνόμενος από τις ταραχές και τους θορύβους του όχλου.[34] Η ασκητική αυτή μέθοδος αποσκοπεί στο να στρέψει όλο το είναι του ανθρώπου προς τα ανώτερα και πνευματικά. Είναι μία πειθαρχία προσοχής. Αυτήν την πρακτική εφήρμοζε και ο ίδιος ο Πλωτίνος, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Πορφύριος[35].

Αυτή η πορεία, η κατά το Πνεύμα ζωή, αρχίζει από την φωτισμένη από τον Νου έλλογη ψυχή με ενασχόληση με τους φιλοσοφικούς συλλογισμούς και την άσκηση των αρετών κάτω από την καθοδήγηση του λόγου[36]. Οι λύπες και οι δυστυχίες του βίου αυτού από οδύνες, καταστροφές και θανάτους προσφιλών προσώπων δεν την κλονίζουν[37]. Στη συνέχεια η ψυχή οδηγείται με τον φιλοσοφικό στοχασμό στο Νου, και τότε διαπιστώνει ότι οι τρόποι προσεγγίσεως αυτής της πραγματικότητας είναι δύο: είτε μέσω του φιλοσοφικού λόγου, είτε μέσω της εσωτερικής εμπειρίας[38].

Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής κάθε ανθρώπου, να συνειδητοποιήσει και να εντείνει την προσοχή του για να ακολουθήσει αυτήν την πορεία. Ο Πλωτίνος φέρνει το παράδειγμα του ανθρώπου που προσπαθεί να ξεχωρίσει μία φωνή ανάμεσα στις άλλες και που τεντώνει το αυτί του και καταβάλει κάθε προσπάθεια να προσέξει την φωνή που επιθυμεί. Έτσι πρέπει να παραμερίσουμε τους θορύβους αισθητού κόσμου ώστε να ακούσουμε την φωνή που μας καλεί από ψηλά[39].

Ο νους που καταφέρνει να επικεντρωθεί σε αυτόν τον σκοπό, περιστείλει τους βιοτικούς περισπασμούς και συγκεντρωθεί μέσα του, δίχως να βλέπει τίποτε, κάποτε αντικρίζει ένα φως «όχι μέσα σε κάτι άλλο, αλλά αυτό καθù αυτό, μόνο, καθαρό ανεξάρτητο, να φανερώνεται ξαφνικά, έτσι που να προκαλεί απορία από πού εμφανίσθηκε, από έξω ή από μέσα, και που όταν θα φύγει πάλι, θα πει "'Ήταν λοιπόν μέσα, αλλά και όχι μέσα"», λέγει ο Πλωτίνος. Ο μαθητής του Πορφύριος διαβεβαιώνει ότι ο διδάσκαλός του είχε γνωρίσει αρκετές φορές αυτήν την εμπειρία[40].

Σοφός είναι ο κατ' εξοχή ευδαίμων. Όσο καλύτερα δεξιώνεται κανείς το Εν τόσο σοφότερος είναι, διότι η γνώση του Ενός και η κοινωνία με αυτό είναι το μέγιστο αγαθό[41]. Καθήκον της φιλοσοφίας είναι να ξεπεράσει και αυτήν την ίδια την γνώση, και να επανασυνδέσει το θεϊκό στοιχείο του ανθρώπου (την έλλογη ψυχή του) με το Εν – Αγαθόν[42].

Ο άνθρωπος (η ψυχή) που φθάνει σε ένα επίπεδο αγνότητας, αποδεσμεύσεως και ελευθερίας από αυτή τη ζωή, ενόσω βρίσκεται μαζί με το σώμα βρίσκεται ενωμένος με το υπέρτατο αγαθό δίχως να επηρεάζεται από κάθε γήινο κακό[43], που έχει απαλλαγεί εντελώς από τις ψευδαισθήσεις για τα γήινα πράγματα[44] και για τον οποίο ο θάνατος είναι απλώς η αποδέσμευση από το βάρος του σώματος[45]: αυτό είναι το πρότυπο του Σοφού.

[1] M. Vegetti, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Π. Τραυλός, 2003, σελ. 388.

[2] Π. Καλλιγάς, Σ. Ράγκος, «Πλωτίνος, ο ιδρυτής του νεοπλατωνισμού», στο Σ. Βιρβιδάκης κλπ., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη από την Αρχαιότητα έως τον 20ό αι., τόμος Α΄, Πάτρα, Ε.Α.Π., 2000, σελ. 274.

[3] Γ.Α. Λέκκας, «Πλωτίνος. Από την οντολογία της ουσίας σε μια οντολογία του τρόπου», στο Αθ. Γλυκοφρύδη - Λεοντσίνη (επιμ.), Vita Contemplativa. Βίος Θεωρητικός, Αφιερωματικός Τόμος εις τον καθηγ. Δημήτριο Ν. Κούτρα, Αθήνα, 2006, σελ. 264.

[4] Π. Καλλιγάς, Σ. Ράγκος, ό.π., σελ. 282

[5] M. Vegetti, ό.π., σελ. 388.

[6] Π. Καλλιγάς, ό.π., σελ. 280.

[7] M. Vegetti, ό.π., σελ. 390.

[8] Στο ίδιο, σελ. 390.

[9] Π. Καλλιγάς, ό.π., σελ. 275

[10] M. Vegetti, ό.π., σελ. 391.

[11] Πλωτίνου, Εννεάς Πρώτη, Αρχ. Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια Παύλου Καλλιγά, Κέντρον Εκδόσεως Έργων Ελλήνων Συγγραφέων Ακαδημίας Αθηνών, 1994, σελ. 61.

[12] Π. Δήμας, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα» στο Βισβιδάκης Σ., κ.ά, Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2000, σελ. 150.

[13] Κ. Ιεροδιακόνου, «Η Ελληνιστική φιλοσοφία», στο Σ. Βιρβιδάκης κλπ., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη από την Αρχαιότητα έως τον 20ό αι., τόμος Α΄, Πάτρα, Ε.Α.Π., 2000, σελ. 241.

[14] Γ.Α. Λέκκας, ό.π., σελ. 273.

[15] M. Vegetti, ό.π., σελ. 244.

[16] A.H. Armstrong, Πλωτίνος, Αθήνα, Εκδόσεις Ενάλιος, 2006, σελ. 74.

[17] Π. Καλλιγάς, ό.π., σελ. 279.

[18] Στο ίδιο, σελ. 277.

[19] M. Vegetti, ό.π., σελ. 293.

[20] Κ. Ιεροδιακόνου, ό.π., σελ. 243.

[21] M. Vegetti, ό.π., σελ. 251.

[22] Κ. Ιεροδιακόνου, ό.π., σελ. 232.

[23] P. Hadot, Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Α. Κλαμπατσέα, Αθήνα, 2002, Ίνδικτος, σελ. 217.

[24] Στο ίδιο, σελ. 220.

[25] Πλωτίνου, ό.π., σελ. 61.

[26] Στο ίδιο.

[27] Στο ίδιο, σελ. 61-63.

[28] Στο ίδιο.

[29] Στο ίδιο, σελ. 65

[30] Στο ίδιο σελ. 69.

[31] Στο ίδιο σελ. 73

[32] P. Hadot, ό.π., σελ. 225

[33] A.H. Armstrong, ό.π., σελ. 82.

[34] P. Hadot, ό.π., σελ. 219

[35] Στο ίδιο.

[36] Στο ίδιο σελ. 226.

[37] Πλωτίνου, ό.π., σελ. 73-75.

[38] P. Hadot, ό.π., σελ. 226.

[39] Στο ίδιο σελ. 227.

[40] Π. Καλλιγάς, Σ. Ράγκος, ό.π., σελ. 283.

[41] Στο ίδιο, σελ. 282.

[42] M. Vegetti, ό.π., σελ. 292.

[43] Πλωτίνου, ό.π., σελ. 73.

[44] Στο ίδιο, σελ. 85.

[45] A.H. Armstrong, ό.π., σελ. 83