Το τέλος των μνηστήρων
Ποιος θα είναι το τέλος αυτής της συναρπαστικής περιπέτειας. Θα ζήσει πλέον ευτυχισμένος ο ήρωάς μας ή θα τον περιμένουν νέες περιπέτειες;
Ποιος θα είναι το τέλος αυτής της συναρπαστικής περιπέτειας. Θα ζήσει πλέον ευτυχισμένος ο ήρωάς μας ή θα τον περιμένουν νέες περιπέτειες;
Ο άθλος του Οδυσσέα
Μαζεύτηκαν όλοι στη μεγάλη αίθουσα και έστησαν τα δώδεκα τσεκούρια το ένα κοντά στο άλλο, κι άρχισε ο αγώνας. Όμως προσπαθούσαν οι καλοφαγάδες μνηστήρες να τεντώσουν το μεγάλο τόξο του Οδυσσέα. Τότε ζήτησε να δοκιμάσει κι ο ζητιάνος.
Όλοι γέλασαν και τον άφησαν. Αρπάζει ο Οδυσσέας το τόξο, το τεντώνει σαν να ήταν παιχνιδάκι και αφήνει τη σαΐτα που σφυρίζοντας πέρασε μέσα, κι από τα δώδεκα τσεκούρια. Απομείναν όλοι να τον κοιτάζουν σαν χαμένοι.
Το τέλος των μνηστήρων
Τότε πέταξε τα κουρέλια, φώναξε τον Τηλέμαχο, κι άρχισαν να σκοτώνουν τους μνηστήρες. Φώναζαν, παρακαλούσαν, έτρεχαν να κρυφτούν, μα δεν τους λυπόταν. Μερικοί θέλησαν να παλέψουν για τη ζωή τους και δεν άργησαν να τους σκοτώσουν κι αυτούς.
Έτσι, ως το απόγευμα, δεν είχε μείνει κανένας.
Ο Οδυσσέας φανερώνεται στην Πηνελόπη
Σαν τελείωσαν, ανέβηκε ο Οδυσσέας στο δώμα να δει την Πηνελόπη. Μα η πιστή γυναίκα του δεν ήθελε να πιστέψει ότι αυτός ήταν ο Οδυσσέας. Και μόνο όταν της είπε συγκεκριμένα σημάδια που μόνο αυτοί δυο ήξεραν, τότε έπεσε, τρισευτυχισμένη, στην αγκαλιά του.
Με τις ώρες ο Οδυσσέας της διηγούνταν τα βάσανά του κι αυτή δεν ήξερε τι να του πρωτοκάνει για να τον ευχαριστήσει.
Η πιο ευτυχισμένη μέρα
Κατέβηκαν ύστερα στη μεγάλη αίθουσα, που την είχαν καθαρίσει οι δούλες, κι εκεί ο βασιλιάς φανερώθηκε σε όλους και τους μίλησε σαν πατέρας. Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι κι έφαγαν όλοι μαζί, ύστερα από είκοσι χρόνια που έλειπε ο κύριος του σπιτιού.
Αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του Οδυσσέα, η μέρα που γύρισε στο σπίτι του και στους δικούς του.
Οδυσσέας και Λαέρτης
Πρωί - πρωί, την άλλη μέρα, σηκώθηκε ο Οδυσσέας και έφυγε για τα κτήματά του. Εκεί ζούσε ο πατέρας του, ο γερο-πατέρας, με μια υπηρέτρια γιατί δεν μπορούσε να βλέπει τους μνηστήρες να τρώνε το βιος του παιδιού του. Τριγύριζε πικραμένος στα χωράφια, ανέβαινε καμιά φορά πάνω σ’ ένα λόφο, στο καλύτερο αμπέλι του. Κι ύστερα, κουρασμένος, γύριζε στο μικρό σπιτάκι. Εκεί τον περιποιόταν η γριά υπηρέτρια, πριν του ετοίμαζε το φαγητό του.
Σαν έφτασε ο Οδυσσέας, τον βρήκε να σκαλίζει τον κήπο. Τον πλησίασε και τον χαιρέτησε, με σεβασμό. Καιγόταν η καρδιά του που έβλεπε τον πατέρα του απεριποίητο και αδύνατο, μα δεν του είπε ποιος είναι, μην πάθει τίποτα τόσο γέρος που ήταν.
Σιγά-σιγά, λοιπόν, με την κουβέντα, του μίλησε για τα ένα και τα άλλο, για το περιβόλι, και τα χωράφια και τα παιδικά του χρόνια, και τότε κατάλαβε ο Λαέρτης. Σηκώθηκε δε, γερός Λαέρτης, αγκάλιασε το γιό του και τον φίλησε τρέμοντας απ’ τη χαρά του. Μα βάσταξε η γέρικη καρδιά του τη μεγάλη χαρά. Κι ύστερα, μαζί, πατέρας και γιός, γύρισαν στο παλάτι..
Το τέλος της ιστορίας
Έτσι ο Οδυσσέας ξαναπήρε το θρόνο του. Μα πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι για το φονικό των μνηστήρων, και διαμαρτύρονταν κι έκαναν ταραχές. Μα ο Οδυσσέας, πότε με το καλό και πότε με το άγριο, έβαλε τάξη και όλοι ησύχασαν.