Η θυσία της Ιφιγένειας
Ποια ήταν η Ιφιγένεια και γιατί έπρεπε να θυσιαστεί;
Ποια ήταν η Ιφιγένεια και γιατί έπρεπε να θυσιαστεί;
Ο στόλος μένει ακίνητος
Πέρασαν εβδομάδες από την ημέρα που οι Έλληνες είχαν συγκεντρωθεί στην Αυλίδα. Οι σημαίες και τα πανιά των πλοίων κρέμονταν ασάλευτα. Ο αέρας δεν έλεγε να φυσήξει. «Κάτι συμβαίνει», άρχισαν να λένε οι πολεμιστές και οι βασιλιάδες.
Μάντης Κάλχας
Κι όπως είχανε τότε συνήθεια να ρωτούν το μάντη για κάθε ζήτημα σοβαρό, πήγαν και ρώτησαν τον Κάλχα, τον αλάθευτο μάντη. Ήξερε ο μάντης την αιτία, αλλά πώς να την πει, που ήταν τόσο πικρή! Όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Και μπροστά σ’ όλους τους βασιλιάδες, άνοιξε το στόμα του κι είπε:
Η αιτία
— Δοξασμένοι βασιλιάδες, η θεά Άρτεμη πρόσταξε τον Αίολο να κλείσει στη σπηλιά του όλους τους ανέμους. Η θεά είναι θυμωμένη με σένα, μεγάλε Αγαμέμνονα, γιατί κάποτε κυνήγησες και σκότωσες το ιερό της ελάφι. Θα φυσήξουν πάλι οι άνεμοι, αν θυσιάσεις την κόρη σου σ’ αυτήν.
Η απελπισία του Αγαμέμνονα
— Όχι την Ιφιγένεια, μεγάλη θεά, φώναξε ο Αγαμέμνονας, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά και μπήκε καταλυπημένος στη σκηνή του. Λένε πως έκλαιγε εκεί μέσα και δεν ήθελε να δει κανένα. Πατέρας ήταν και πονούσε την κόρη του. Όμως ήταν και βασιλιάς, πώς να πει όχι στην πατρίδα; Πέρασαν μία-δύο μέρες κι ο Αγαμέμνονας δεν μπορούσε να πάρει απόφαση.
Η απόφαση του Αγαμέμνονα
Έξω από τη σκηνή του, οι άλλοι βασιλιάδες ανυπομονούσαν κι αναρωτιόνταν τι πρόκειται να γίνει.
Κάποτε βγήκε απ’ τη σκηνή του ο Αγαμέμνονας κι είπε:
— Έλληνες βασιλιάδες, για το καλό της πατρίδας αποφάσισα να θυσιάσω την κόρη μου Ιφιγένεια.
Η Ιφιγένεια έρχεται
Παράγγειλε τότε στην Κλυταιμνήστρα να στείλει γρήγορα την Ιφιγένεια στην Αυλίδα, για να την παντρέψει, τάχα, με τον Αχιλλέα.
Όταν έφερε η Κλυταιμνήστρα την κόρη της, στολισμένη για νύφη, βρήκε τον Αγαμέμνονα πολύ λυπημένο. Τον ρώτησε γιατί, κι εκείνος της είπε την πικρή αλήθεια.
Η γενναιότητα της Ιφιγένειας
Πέφτει στα πόδια του η μάνα και κλαίει και δέρνεται και τον παρακαλεί. Δάκρυσε κι η Ιφιγένεια, μα δεν μιλάει. Είναι συγκινημένος κι ο Αγαμέμνονας, λυπάται κατάκαρδα, όμως η πατρίδα είναι πιο πάνω από το παιδί του. Γυρίζει τότε η Ιφιγένεια στη μάνα της και της λέει:
— Κάνε καρδιά, μάνα μου, βασίλισσα των Μυκηνών. Κι εγώ σαν άξια βασιλοπούλα θα κάνω το χρέος μου.
Θαυμασμός
Όλα ήταν έτοιμα για τη θυσία. Στολισμένη σαν νύφη προχώρησε η Ιφιγένεια προς το βωμό. Εκεί περίμενε ο Κάλχας.
— Κάνε γρήγορα, μάντη, ό,τι προστάζει η πατρίδα, είπε θαρρετά η ντροπαλή κόρη. Κάποιος από τους βασιλιάδες είπε σιγανά: «Μπράβο, γενναία Ελληνοπούλα!» Λένε πως ήταν ο Αχιλλέας.
Η σωτηρία
Σήκωσε ο μάντης το μαχαίρι, αλλά τότε η Άρτεμη, σαν σύννεφο κατέβηκε και πήρε την Ιφιγένεια ψηλά και χάθηκε. Στο βωμό άφησε ένα ελάφι κι ο μάντης το θυσίασε.
Η αρχή της εκστρατείας
Γύρισαν όλοι προς τα πλοία, οι σημαίες ανέμιζαν και τα πανιά είχαν φουσκώσει. Έτσι ξεκίνησαν οι Έλληνες για την Τροία.