Αχιλλέας - Έκτορας
Ποια ήταν η στάση του Αχιλλέα μετά τον χαμό του φίλου του;
Πού θα έβρισκε νέα όπλα; Ποιος θα νικήσει στην μονομαχία των δύο ηρώων; Ο Αχιλλέας ή ο Έκτορας;
Ποια ήταν η στάση του Αχιλλέα μετά τον χαμό του φίλου του;
Πού θα έβρισκε νέα όπλα; Ποιος θα νικήσει στην μονομαχία των δύο ηρώων; Ο Αχιλλέας ή ο Έκτορας;
Η λύπη του Αχιλλέα
Έκλαψε πολύ ο Αχιλλέας τον φίλο του. Κι όταν του πέρασε η πρώτη λύπη, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τον θυμό του με τον Αγαμέμνονα τον είχε ξεχάσει. Πήγε στην ακρογιαλιά και φώναξε τη μάνα του.
Τα νέα όπλα του Αχιλλέα
Βγήκε η Θέτιδα μέσα από τα κύματα και τότε εκείνος την παρακάλεσε να πάει στον θεό Ήφαιστο, να του φτιάξει μια καινούργια πανοπλία. Πέταξε η θεά στον Όλυμπο και πριν καλά βραδιάσει, του έφερε μια πανοπλία, που όμοια δεν υπήρχε. Επάνω στην ασπίδα του είχε σχεδιάσει ο θείος τεχνίτης ό,τι υπάρχει επάνω στη γη και στον ουρανό.
Ο Αχιλλέας στην μάχη
Την άλλη μέρα, έζεψε ο Αχιλλέας τ' αθάνατα άλογα του πατέρα του στο άρμα και χύμηξε στη μάχη. Έμοιαζε σαν λιοντάρι, που πέφτει σε κοπάδι ελάφια. Η μάχη αυτή ήταν η πιο φοβερή. Σε λίγο, ο κάμπος γέμισε κορμιά. Ο Αχιλλέας με τους Μυρμιδόνες του θέριζε τους Τρώες σαν στάχυα. Κι εκείνοι, τρομαγμένοι, έτρεξαν και κρύφτηκαν στα τείχη της Τροίας.
Ο Έκτορας υποχωρεί
Μόνο ο Έκτορας, σαν παλικάρι που ήταν, ντράπηκε να κλειστεί μέσα και περίμενε τον Αχιλλέα να πολεμήσει. Όταν είδε ο Αχιλλέας τον φονιά του φίλου του, χύθηκε επάνω του σαν αστραπή, να πάρει εκδίκηση. Τα έχασε ο Έκτορας και άρχισε να τρέχει. Τρεις φορές γύρισε τα τείχη της Τροίας κι ο Αχιλλέας τον κυνηγούσε.
Μονομαχία Αχιλλέα - Έκτορα
Από τα τείχη έβλεπαν οι Τρώες. Τον έπιασε τέλος το φιλότιμο και η ντροπή και σταμάτησε να πολεμήσει τον Αχιλλέα. Η μονομαχία ήταν άγρια κι ο Έκτορας χτυπούσε σαν παλικάρι. Όμως ο Αχιλλέας με μια γερή κονταριά τρύπησε το λαιμό του και το γενναίο παλικάρι της Τροίας έπεσε νεκρό.
Θρήνος
Ψηλά στα τείχη θρηνούσε η Εκάβη κι ο Πρίαμος και πιο πολύ η γυναίκα του, η σεμνή Ανδρομάχη. Έκλαιγε κι ο λαός των Τρώων. Τι θα απογίνει η Τροία χωρίς τον Έκτορα, έλεγαν.
Ο φοβερός Αχιλλέας έδεσε τότε από τα πόδια τον Έκτορα στο άρμα του και σέρνοντάς τον τον έφερε και τον έριξε πλάι στον νεκρό φίλο του.
— Είσαι τώρα ευχαριστημένος, Πάτροκλε; έλεγε κι έκλαιγε πικρά.
Ταφή Πάτροκλου
Την άλλη μέρα οι Έλληνες άναψαν μεγάλη φωτιά κι έκαψαν τον νεκρό Πάτροκλο. Και για να τιμήσουν το καλόκαρδο παλικάρι, έκαναν αγώνες κι έδωσαν βραβεία στους νικητές.
Η ικεσία του Πρίαμου
Μια από τις επόμενες μέρες ήρθε στη σκηνή του Αχιλλέα ο γερο-Πρίαμος, με πλούσια δώρα. Έπεσε στα πόδια του ήρωα και τον παρακάλεσε να του δώσει το σώμα του γιου του, για να το θάψει.
— Θυμήσου, Αχιλλέα, πως έχεις κι εσύ πατέρα γέροντα, που σε περιμένει να γυρίσεις πίσω, και σεβάσου τον πόνο μου, έλεγε και κλαίγοντας φιλούσε τα χέρια, που σκότωσαν τον Έκτορα.
Η συγκίνηση του Αχιλλέα
Συγκινήθηκε κι ο Αχιλλέας από τα λόγια και τα δάκρυα του γερο-Πρίαμου, τον σήκωσε και τον έβαλε να καθίσει. Θυμήθηκε κι αυτός τον δικό του πατέρα, θυμήθηκε τον αγαπημένο του Πάτροκλο και πλημμύρισαν τα μάτια του δάκρυα.
Ανακωχή
Κι αφού χόρτασε το κλάμα, διέταξε να πλύνουν και να νεκροστολίσουν το σώμα του Έκτορα κι ο ίδιος το σήκωσε στα χέρια του και το έβαλε στο νεκρικό κρεβάτι. Κι έτσι το έδωσε στον δυστυχισμένο πατέρα, λέγοντας:
— Βασιλιά Πρίαμε, πόσες μέρες θέλεις να θρηνήσεις τον γιο σου;
— Έντεκα μέρες, απάντησε ο Πρίαμος.
Έτσι συμφώνησαν να σταματήσει ο πόλεμος, για έντεκα μέρες. Ο Πρίαμος και οι Τρώες θρήνησαν, όπως έπρεπε, τον μεγάλο τους ήρωα. Την ενδέκατη μέρα άναψαν μεγάλη φωτιά κι έκαψαν το σώμα του. Ύστερα στρώθηκε στο παλάτι το μεγάλο τραπέζι της παρηγοριάς, όπως ήταν συνήθεια.