Τα χρόνια εκείνα που έζησαν ο Ηρακλής και ο Θησέας, βασιλιάς στην Ιωλκό, μια πόλη της Θεσσαλίας, ήταν ο Πελίας. Αυτός είχε μια κόρη ξακουστή για την ομορφιά, την καλοσύνη και τη νοικοκυροσύνη της, που την έλεγαν Άλκηστη.
Πολλά βασιλόπουλα ζητούσαν να την παντρευτούν κι’ ανάμεσά τους ήταν ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερρών, μιας γειτονικής πολιτείας. Πήγε λοιπόν κι’ αυτός να τη ζητήσει σε γάμο. Όμως ο περήφανος βασιλιάς Πελίας του είπε:
— Θα σου δώσω την κόρη μου γυναίκα σου, αν έρθεις να την πάρεις με μία άμαξα που θα το τραβούν ένα λιοντάρι κι’ ένα αγριογούρουνο.
Έφυγε λυπημένος ο Άδμητος. Γιατί όσο όμορφο και γερό παλικάρι κι αν ήταν, πώς μπορούσε να ζέψει μαζί αυτά τα δύο θηρία;
Περνούσαν οι μέρες και δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε θυμήθηκε ότι κάποτε είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του για έναν χρόνο τον θεό Απόλλωνα, γιατί τον είχε τιμωρήσει ο Δίας. Έτσι τώρα θα ζητούσε την προστασία του.
Με τη βοήθεια λοιπόν του θεού πήγε στο δάσος κι’ έζεψε τα δύο θηρία στο αμάξι του και ύστερα ήρθε στο παλάτι του Πελία. Ξαφνιάστηκε βέβαια ο βασιλιάς μα τι να κάνει;
Κράτησε το λόγο του κι ο Άδμητος παντρεύτηκε την Άλκηστη.
Στο γάμο ήρθε κι ο Απόλλωνας, που έφερε στον Άδμητο τούτο το δώρο: Αν ποτέ κινδύνευε να πεθάνει, θα σωζόταν αν δεχόταν να πεθάνει γι’ αυτόν ένας άλλος από τους δικούς του.
Κάποτε όμως αρρώστησε βαριά ο Άδμητος. Μέρα με τη μέρα έλυωνε και γιατρικό δεν έβρισκαν. Τότε οι δικοί του θυμήθηκαν το δώρο του Απόλλωνα και τρέχουν στους γονείς του. Μα κανένας τους δε δέχτηκε να πεθάνει για το παιδί τους. Απελπισμένοι γύρισαν πάλι στο παλάτι και θρηνούσαν.
Τότε η Άλκηστη δήλωσε πως δέχεται αυτή να πεθάνει. Τι να την κάνω τη ζωή, σκέφτηκε, χωρίς τον άντρα μου· ας ζήσει αυτός να μεγαλώσει τα παιδιά μας. Πήγε κοντά στον άντρα της τον φίλησε, αποχαιρέτησε και τα παιδιά της κι’ ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι της και πέθανε.
Αμέσως ο Άδμητος αισθάνθηκε ότι έγινε καλά.
Γρήγορα όμως κατάλαβε τι έγινε κι’ ο καημός του για το θάνατο της γυναίκας του ήταν ασήκωτος. Ετοίμασαν τη νεκρή που την έκλαιγε όλος ο κόσμος, γιατί τόσο νέα κι’ όμορφη πέθανε για χάρη του άντρα της.
Καί τ’ απόγευμα θα πήγαιναν να τη θάψουν. Ο Άδμητος κλεισμένος στο δωμάτιό του ήταν απαρηγόρητος και δεν ήθελε να δει κανένα.
Και οι ώρες περνούσαν ...
Εκείνη τη μέρα για καλή του τύχη, έφτασε στις Φερρές ο Ηρακλής. Ήταν τότε που πήγαινε να φέρει τ’ άλογα του Διομήδη. Τράβηξε λοιπόν για το παλάτι αμέσως, για να χαιρετήσει το φίλο του τον Άδμητο. Ο βασιλιάς βέβαια τον καλοδέχτηκε και πρόσταξε τους δούλους να τον περιποιηθούν. Γιατί τότε η φιλοξενία ήταν μια ιερή συνήθεια. Μάλιστα δεν είπε τίποτα στον Ηρακλή και τον άφησε να φάει.
Όπως όμως έτρωγε κι’ έπινε ο ήρωας κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει. Έβλεπε τους δούλους να είναι πολύ λυπημένοι και τους ρώτησε, μα δεν ήθελαν να του πούνε. Με τα πολλά όμως έμαθε πως είχε πεθάνει η Άλκηστη.
Σηκώθηκε τότε απ’ το τραπέζι κι’ έφυγε τρέχοντας να προλάβει το Χάρο.
Τον πρόφτασε κοντά στον Αχέροντα ποταμό. Εκεί πάλεψαν ώρες και στο τέλος ο Ηρακλής τον νίκησε και πήρε μαζί του την ψυχή της Άλκηστης.
Σαν γύρισαν πίσω η Άλκηστη ζωντάνεψε. Καί τότε οι χαρές κι’ οι γιορτές που έγιναν δεν περιγράφονται.
Ο Άδμητος κι’ η Άλκηστη έζησαν πολλά, πάρα πολλά χρόνια, αγαπημένοι κι’ ευτυχισμένοι