Η Αργώ στην Κολχίδα
H Αργώ έφτασε στην Κολχίδα.
Τελείωσαν όμως οι περιπέτειές τους;
Θα δώσει ο Αιήτης το χρυσόμαλλο δέρας στον Ιάσονα;
H Αργώ έφτασε στην Κολχίδα.
Τελείωσαν όμως οι περιπέτειές τους;
Θα δώσει ο Αιήτης το χρυσόμαλλο δέρας στον Ιάσονα;
Η Αργώ στην Κολχίδα
Σε λίγες μέρες, η Αργώ άραξε περήφανη στο λιμάνι της Κολχίδας. Όλοι οι άλλοι έμειναν πάνω στο καράβι, μόνο ο Ιάσονας με τον Τελαμώνα και τον Αυγεία πήγαν στον Αιήτη, τον βασιλιά του τόπου.
Ιάσονας - Αιήτης
Όταν έφτασαν στο παλάτι, παρουσιάστηκαν μπροστά στον βασιλιά. Ο Ιάσονας του εξήγησε για ποιο σκοπό ήρθαν. Στην αρχή, ο Αιήτης σκέφτηκε να τιμωρήσει αυτούς τους αναιδείς. Όταν όμως έμαθε ότι είχαν έρθει οι ξακουστοί ήρωες της Ελλάδας, άλλαξε γνώμη και είπε στον Ιάσονα:
— Θα σας το δώσω με χαρά μου. Μόνο πρέπει να μου αποδείξεις ότι είσαι παλικάρι και το αξίζεις. Έχω δύο ταύρους που τα πόδια τους είναι χάλκινα και από τα ρουθούνια τους βγάζουν φλόγες. Εγώ τους ζεύω και σπέρνω το χωράφι μου με δόντια δράκου. Αμέσως ξεπετάγονται από τη γη πλήθος οπλισμένων, θεόρατων αντρών που με κυκλώνουν. Μα εγώ τους σκοτώνω όλους. Αν καταφέρεις κι εσύ τα ίδια, τότε θα πάρεις το χρυσόμαλλο δέρμα.
Η Συνάντηση με τη Μήδεια
Έτσι όπως έβγαινε σκεφτικός ο Ιάσονας από το παλάτι, συνάντησε μία κόρη. Τον σταμάτησε και του είπε:
— Ξένε, δύσκολα πράγματα δέχτηκες να κάνεις. Ωστόσο, εγώ θα σε βοηθήσω. Πάρε αυτή την αλοιφή και άλειψε το δέρμα σου και τα όπλα σου και μη φοβάσαι τίποτα. Δεν θα σε πιάσει τίποτα, ούτε νερό, ούτε φωτιά. Ούτε και τους άγριους ταύρους να φοβηθείς.
— Ποια είσαι σύ, κόρη; τη ρώτησε περίεργος ο Ιάσονας.
— Είμαι η Μήδεια, η κόρη του Αιήτη, απάντησε εκείνη.
— Αν τα τελειώσουν καλά, σου υπόσχομαι να σε πάρω γυναίκα μου, της είπε κι ο Ιάσονας.
Δάμασμα των Ταύρων
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Ιάσονας ετοιμάστηκε και άλειψε το κορμί του με τη μαγική αλοιφή. Ύστερα, τράβηξε για τους στάβλους, όπου ήταν οι άγριοι ταύροι. Μόλις τους είδαν, όρμησαν να τον ξεσκίσουν. Μάλιστα, ούτε τα κέρατά τους τον πείραξαν, ούτε κι οι φλόγες που τους έριχναν. Έτσι, ο Ιάσονας τους άρπαξε από τα κέρατα και τους έζεψε.
Σπορά των Δοντιών του Δράκου
Στη συνέχεια, τράβηξε στο χωράφι, το όργωσε και έσπειρε τα δόντια του δράκου. Δεν περίμενε πολύ και να άρχισαν να φυτρώνουν και να ανεβαίνουν μέσα από τα χώματα φοβεροί πολεμιστές, γίγαντες θεόρατοι και οπλισμένοι.
Εξόντωση των Γιγάντων
Τότε, ο Ιάσονας άρπαξε μια πέτρα και την ρίχνει ανάμεσά τους. Γυρίζει ο ένας και λέει στον άλλο: «Γιατί με χτύπησες;» Και του ρίχνεται. Σε λίγο, δεν έμεινε κανένας που να μη χτυπιέται με κάποιον. Έτσι, οι δρακογέννητοι γίγαντες σκοτώθηκαν συναμεταξύ τους.
Η στάση του Αιήτη
Όταν σκότωσε κι αυτούς που είχαν απομείνει, έφυγε και πήγε στον Αιήτη και του ζήτησε το χρυσόμαλλο δέρμα. Ο Αιήτης, όμως, είχε μετανιώσει κιόλας και δεν ήθελε να το του δώσει. Δεν ήθελε, όμως, να φανεί ότι δεν κρατάει και τον λόγο του. Γι' αυτό του είπε:
— Το δέρμα είναι κρεμασμένο μέσα στο δάσος, από μια ψηλή βελανιδιά. Πήγαινε πάρτο!
Η δεύτερη βοήθεια της Μήδειας
Γιατί τάχα έστειλε τον Ιάσονα στο δάσος ο Αιήτης; Γιατί πίστευε ότι δε θα μπορούσε να πάρει το χρυσόμαλλο δέρμα, μια και το φύλαγε ακοίμητος ένας φοβερός δράκος. Η Μήδεια όμως ήξερε. Γι’ αυτό ειδοποίησε τον Ιάσονα να πάει να ετοιμάσει το καράβι του για να φύγουν τη νύχτα από την Κολχίδα και ύστερα να γυρίσει πίσω. Τρέχει το παλικάρι και ειδοποιεί τους συντρόφους του να τα έχουν όλα έτοιμα για αναχώρηση, και γύρισε πίσω
Τον παίρνει η Μήδεια και τραβούν ίσια για το δάσος, παίρνοντας μαζί τους και τον Ορφέα. Μόλις όμως πλησίασαν και τους είδε ο Δράκος, μούγκρισε κι ανασηκώθηκε να αρπάξει τον Ιάσονα. Τότε μπαίνει μπροστά η Μήδεια, που έλεγε και ξανάλεγε συνέχεια ένα ξόρκι. Σιγά-σιγά ο δράκος ξεκουλουριάστηκε από το δέντρο και όπως σερνόταν κάτω, τον ράντισε η Μήδεια με ένα μαγικό υγρό.
Ο Ορφέας έπαιξε πολύ γλυκά τη λύρα του και ο δράκος αποκοιμήθηκε. Αμέσως ο Ιάσονας ξεκρεμάει το χρυσόμαλλο δέρμα, που αστραφτοκοπούσε, και όλοι μαζί τρέχουν για το καράβι. Στο δρόμο πήρε και το μικρό αδελφό της Μήδειας, τον Άψυρτο και σε λίγο βρίσκονταν στην ακρογιαλιά. Έτοιμο το καράβι, έτοιμοι κι’ οι σύντροφοι. Έφυγαν μες στη νύχτα κι όπως έσχιζαν τη θάλασσα, έλαμπε στο πέρασμά τους απ’ το χρυσόμαλλο δέρμα.