Στο νησί του Αιόλου
Θυμάστε ποιος είναι ο Αίολος;
Πώς θα δεχτεί τον Οδυσσέα και τι δώρο θα του κάνει;
Θυμάστε ποιος είναι ο Αίολος;
Πώς θα δεχτεί τον Οδυσσέα και τι δώρο θα του κάνει;
Ήρεμο ταξίδι
Με φουσκωμένα τα πανιά από το γλυκό αεράκι, πηδούσαν πάνω από τα μικρά κύματα τα καράβια του Οδυσσέα, κι έσκιζαν τη θάλασσα σαν τα δελφίνια.
Αρμένιζαν μεσοπέλαγα, χαρούμενοι που γλύτωσαν και γύριζαν στην πατρίδα. Στο δρόμο τους λοιπόν βρέθηκε ένα νησί, που ζούσε ο Αίολος, ο θεός των ανέμων.
Στο νησί του Αιόλου
Άραξαν στο ήσυχο λιμάνι κι ο θεός τους καλοδέχτηκε. Τους πρόσφερε όλα τα καλά στα τραπέζια του κι αυτός άκουγε τις ιστορίες που του διηγούνταν ο Οδυσσέας από τον Τρωικό πόλεμο.
Έτσι πέρασε ένας μήνας κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι
Το δώρο του Αιόλου
Όταν πια είπαν να φύγουν, τότε ο Αίολος, που του διηγήθηκε ο Οδυσσέας τα βάσανα που είχαν τραβήξει, σκέφτηκε να τους βοηθήσει να φτάσουν ήσυχα στην Ιθάκη. Έπιασε λοιπόν κι έκλεισε σ' ένα μεγάλο βοδινό τομάρι όλους τους ανέμους εκτός από τον ζέφυρο, και το έδεσε γερά στο μεσιανό κατάρτι του καραβιού.
Ο Ποσειδώνας εκδικείται
Ξεκίνησαν λοιπόν κι ο ζέφυρος τους ταξίδευε ήσυχα πάνω στη γαληνεμένη θάλασσα. Εννιά μερόνυχτα αρμένιζαν ήσυχα, και τη δέκατη μέρα φάνηκαν από μακριά τα βουνά της Ιθάκης.
Τότε, κουρασμένος, ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε ήσυχος, πια, ότι φτάσανε. Μα ο Ποσειδώνας αγρυπνούσε κι έβαλε στο μυαλό των συντρόφων του Οδυσσέα τούτη τη σκέψη: «Τώρα φτάσαμε πια. Ας δούμε λοιπόν τι δώρα έβαλε ο Αίολος μέσα στο ασκί».
Οι σύντροφοι ανοίγουν το ασκί
Το λύνουν από το κατάρτι κι ύστερα τ’ ανοίγουν. Τι κακό ήταν εκείνο που έγινε! Όρμησαν έξω σφυρίζοντας οι άνεμοι, σηκώθηκε η θάλασσα αγριεμένη κι άρχισε να τους σπρώχνει πάλι προς το νησί του Αιόλου.
Νέα προβλήματα
Σαν τους είδε πίσω ο θεός, θυμωμένος που τον παράκουσαν, τους έδιωξε.
Ανοίχτηκαν πάλι οι δυστυχισμένοι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, παλεύοντας με τα κύματα να γλυτώσουν.