Πριν από τους άθλους
Είναι ο πιο γνωστός από τους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Πώς ήταν όμως τα πρώτα του χρόνια, πριν κάνει τους γνωστούς του άθλους;
Είναι ο πιο γνωστός από τους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Πώς ήταν όμως τα πρώτα του χρόνια, πριν κάνει τους γνωστούς του άθλους;
Η καταγωγή του Ηρακλή
Η οικογένειά του
Στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε στη Θήβα ένα αρχοντόπουλο, ο Αμφιτρύωνας. Ήταν ανιψιός του βασιλιά της Θήβας κι είχε γυναίκα του την όμορφη Αλκμήνη.
Ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη είχαν δύο παιδιά, που δεν έμοιαζαν όμως καθόλου.
Ποιος πίστευαν ότι είναι ο πατέρας του
Το ένα ήταν κλαψιάρικο, αδύνατο και δειλό και το ονόμαζαν Iφικλή. Το άλλο ήταν γερό, θαρραλέο και αδάκρυτο, λες και ήταν παιδί θεού, και το έλεγαν Ηρακλή.
Και πραγματικά ο Ηρακλής ήταν παιδί του θεού Δία.
Το μίσος της Ήρας
Το έμαθε όμως η θεά Ήρα, πως ο άντρας της είχε παιδί με μια θνητή και οργίστηκε πάρα πολύ. Και επειδή δεν μπορούσε να τα βάλει με το Δία, αποφάσισε να θανατώσει το μικρό Ηρακλή.
Μια νύχτα που τα δύο αδέρφια κοιμούνταν στο δωμάτιό τους έστειλε η Ήρα δύο φαρμακερά φίδια να πνίξουν τον Ηρακλή, που ήταν τότε οκτώ μηνών. Τα φίδια μπήκαν στο δωμάτιο σφυρίζοντας και ο Ιφικλής, που τα άκουσε πρώτος, έβαλε τα κλάματα. Ξύπνησε ο Ηρακλής, ανασηκώθηκε λίγο, κι όταν τα δύο φίδια έφτασαν στο κρεβάτι του, τα άρπαξε από το λαιμό.
Το κατόρθωμα του Ηρακλή
Τα κράτησε έτσι πολύ σφιχτά, ώσπου τα έπνιξε.
Άκουσε η Αλκμήνη το κλάμα του Ιφικλή και πήγε να δει, γιατί έκλαιγε. Όταν είδε τα φίδια στα χέρια του Ηρακλή, τρόμαξε κι έβγαλε μεγαλύτερες φωνές από τα κλάματα του Ιφικλή . Πετάχτηκε από τον ύπνο κι ο Αμφιτρύωνας, άρπαξε το σπαθί του και μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών. Είδε τα φίδια κι όρμησε να τα σκοτώσει. Ο Ηρακλής όμως γελώντας τα έριξε στα πόδια του πνιγμένα
Τι πίστεψαν οι άνθρωποι
Αυτό το κατόρθωμα του Ηρακλή το έμαθε όλος ο κόσμος κι όλοι έλεγαν, πως αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος άνθρωπος. Υπερηφανεύτηκε τότε ο Αμφιτρύωνας και θαύμασε το γιο του. Πίστεψε κι αυτός ότι ο Ηρακλής ήταν παιδί του, αλλά ήταν και γιος του Θεού Δία. Ήταν δηλαδή ημίθεος και θα γινόταν μεγάλος ήρωας.
Η εκπαίδευση του Ηρακλή
Κι οι γονείς του φρόντισαν το παιδί τους πολύ. Τον έστειλαν στους καλύτερους δασκάλους και έμαθε ένα σωρό πράγματα:Πώς να παλεύει, πώς να ρίχνει τις σαΐτες με το τόξο, πώς να χτυπά με το κοντάρι, πώς να κρατά την ασπίδα, πώς να πολεμά πάνω στο άλογο και πώς να γιατρεύει τις πληγές του με τα βότανα.
Το λιοντάρι του Κιθαίρωνα
Ο Ηρακλής θυμώνει
Σαν αρχοντόπουλο που ήταν ο Ηρακλής, έπρεπε να μάθει να παίζει και λύρα. Όμως δεν τα κατάφερνε και πολύ, γιατί τα δάκτυλά του ήταν μεγάλα και χοντρά. Τον παίδευαν λοιπόν οι δάσκαλοι κι αυτός στενοχωριόταν. Ώσπου μια μέρα θυμωμένος πέταξε τη λύρα κι έφυγε στον Κιθαιρώνα.
Το φοβερό λιοντάρι
Στο βουνό αυτό ήταν τα κοπάδια του πατέρα του, βόδια και γελάδες. Ήταν και πολλά άλλα κοπάδια και βοσκοί εκεί πάνω. Όμως όλοι τους, βοσκοί και ζώα, υπέφεραν από ένα μεγάλο λιοντάρι που έτρωγε τα βόδια. Κανένας δε σκέφτηκε να το σκοτώσει, γιατί τους έπιανε φόβος και τρόμος όταν άκουγαν το βρυχηθμό του
Η απόφαση του Ηρακλή
Ο Ηρακλής, που ήταν τότε δεκαπέντε χρονών, το αποφάσισε. Έκοψε ένα ξύλο χοντρό και γερό, το περίφημο ρόπαλό του, κι έστησε καρτέρι στο λιοντάρι. Όταν φάνηκε, πετάχτηκε μπροστά του με το ρόπαλο ψηλά. Τώρα όμως φοβήθηκε το λιοντάρι κι έφυγε μουγκρίζοντας.
Η πρώτη του λεοντή
Το κυνήγησε ο Ηρακλής, το πρόλαβε και το σκότωσε χτυπώντας το στο κεφάλι. Το πήρε ύστερα, το έγδαρε και το τομάρι του το φορούσε. Έτσι κατέβηκε στη Θήβα κι όλος ό κόσμος θαύμαζε το παλικάρι πού τούς γλύτωσε απ’ το μεγάλο εκείνο κακό.
Οι δύο δρόμοι
Το δίλημμα του Ηρακλή
Όταν ο Ηρακλής έγινε δεκαοκτώ χρονών, ήταν το δυνατότερο παλικάρι σε όλη την Ελλάδα. Τον βασάνιζε όμως ένα πρόβλημα. Δεν μπορούσε να πάρει απόφαση, πώς να χρησιμοποιήσει τη μεγάλη του δύναμη: Να ληστεύει τους ανθρώπους και να ζει πλούσια ή να τιμωρεί τους κακούς, να βοηθάει τους αδύνατους και να ζει τίμια;
Μια μέρα, εκεί που περπατούσε σιωπηλός και συλλογιζόταν, έφτασε σ’ ένα μέρος, όπου ο δρόμος άνοιγε στα δυο, σαν ψαλίδι. Ο ένας δρόμος ήταν στην αρχή πλατύς κι ωραίος κι όσο πήγαινε ανηφόριζε και στένευε. Ο άλλος στην αρχή ήταν στενός κι όσο πήγαινε κατηφόριζε σε μια πράσινη πεδιάδα και πλάταινε. Κάθισε ο Ηρακλής σε μια πέτρα, ακούμπησε το κεφάλι στα δυο του χέρια και σκεφτόταν.
Συνάντηση με δύο γυναίκες.
Όταν σήκωσε το κεφάλι, είδε μπροστά του δύο νέες γυναίκες. Η μία στεκόταν πιο κοντά στον Ηρακλή, είχε περήφανο πρόσωπο και φορούσε πολλά στολίδια. Η άλλη στεκόταν πιο πίσω. Φορούσε ένα απλό φόρεμα και το πρόσωπό της ήταν ευγενικό και σεμνό.
Η Κακία
Μίλησε η πρώτη και είπε:
— Ηρακλή, είσαι ο δυνατότερος άντρας επάνω στη γη. Άρπαξε ό,τι επιθυμείς και ζήσε ευτυχισμένος.
— Ποιο είναι τ’ όνομά σου; τη ρώτησε τότε ο Ηρακλής.
— Οι φίλοι μου με λένε Ευτυχία, οι εχθροί μου με λένε Κακία.
Η Αρετή
Μίλησε ύστερα η δεύτερη και είπε:
— Τη δύναμη, Ηρακλή, σου την έδωσαν οι θεοί, για να βοηθάς τους αδύνατους, να τιμωρείς τους κακούς και να κάνεις καλά έργα. Οι άνθρωποι τότε θα σε τιμούν και θα είσαι ευτυχισμένος.
— Ποιο είναι το δικό σου όνομα; τη ρώτησε ο Ηρακλής.
— Μόνο φίλους έχω και με λένε Αρετή.
Η απόφαση του Ηρακλή
Ακούμπησε πάλι ο Ηρακλής το κεφάλι στα χέρια του και σκεφτόταν. Οι δύο γυναίκες απομακρύνθηκαν. Η Κακία ακολούθησε τον δρόμο, που ήταν στην αρχή πλατύς. Η Αρετή ακολούθησε τον δρόμο, που ήταν στην αρχή στενός. Ο Ηρακλής τις έβλεπε ώσπου χάθηκαν.
— Θα ακολουθήσω τον δρόμο της Αρετής, είπε.
Η ψυχή του γέμισε χαρά. Είχε πάρει τη σωστή απόφαση.
Αμάρτημα και χρησμός
Ο γάμος
Ο Ηρακλής μεγάλωνε κάνοντας πάντα το καλό και υπερασπίζοντας το δίκιο. Με τη μεγάλη δύναμή του προστάτευε τους αδύνατους κι όλοι τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν για την καλοσύνη του και τη λεβεντιά του. Σαν έγινε άντρας, πήρε γυναίκα του μια βασιλοπούλα, απέκτησε τρία παιδιά και ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Το αμάρτημα
Μόνο η Ήρα δε χώνευε την ευτυχία του και γι’ αυτό του σάλεψε το λογικό και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό. Τότε, μέσα στην τρέλα του, ο Ηρακλής έκανε ένα μεγάλο κακό. Η Ήρα, για να τον τιμωρήσει πιο πολύ, του έδωσε πάλι το λογικό του. Όταν κατάλαβε ο Ηρακλής τι είχε κάνει, έκλαιγε και χτυπιόταν. Μερόνυχτα πολλά έμεινε νηστικός κι άγρυπνος και δεν ήθελε να ζήσει. Τέλος αποφάσισε να πάει στο μαντείο των Δελφών, για να ζητήσει χρησμό (συμβουλή) από το θεό Απόλλωνα.
Στο μαντείο των Δελφών
Όταν μπήκε στο ναό, η Πυθία δεν του έδινε χρησμό, γιατί ήταν λερωμένος κι απεριποίητος. Θύμωσε τότε ο Ηρακλής, πήρε στον ώμο του τον Ιερό τρίποδα της Πυθίας κι έφυγε για να πάει αλλού, να χτίσει άλλο μαντείο. Η Πυθία ειδοποίησε τον Απόλλωνα κι εκείνος πρόφτασε τον Ηρακλή κάτω στην Πελοπόννησο. Πιάστηκαν τότε στα χέρια. Τρεις μέρες πάλευαν και κανένας δε νικούσε τον άλλο. Τότε κατέβηκε ο Δίας και τους συμφιλίωσε. Ο Ηρακλής ξανάφερε τον Ιερό τρίποδα στο μαντείο και η Πυθία του έδωσε τον εξής χρησμό:
«Να πας στο θείο σου τον Ευρυσθέα, το βασιλιά των Μυκηνών και να εκτελέσεις δώδεκα διαταγές του. Τότε θα συγχωρεθεί το αμάρτημά σου».
Στον Ευρυσθέα
Πραγματικά, ο Ηρακλής ξεκίνησε και πήγε στις Μυκήνες. Μόλις τον είδε ο Ευρυσθέας, φοβήθηκε μην του πάρει το θρόνο και σκέφτηκε να του διατάξει να κάνει κάτι πολύ δύσκολο, μην και σκοτωθεί και γλυτώσει από αυτόν. Τον διέταξε λοιπόν να εκτελέσει δώδεκα δύσκολα έργα. Ο Ηρακλής κατάφερε να πετύχει και τα δώδεκα. Είναι τα μεγάλα του κατορθώματα που τα ονομάζουν άθλους τον Ηρακλή.