Δούρειος ίππος και η καταστροφή της Τροίας
Πώς θα κατάφερναν οι Έλληνες να πάρουν την Τροία;
Πώς θα ολοκληρωθεί αυτή η περιπέτεια;
Πώς θα κατάφερναν οι Έλληνες να πάρουν την Τροία;
Πώς θα ολοκληρωθεί αυτή η περιπέτεια;
Οι μάχες συνεχίζονται
Ο πόλεμος ξανάρχισε και ο καιρός περνούσε. Τώρα κι οι Τρώες δεν έβγαιναν και πολύ στον κάμπο, μα δεν ωφελούσε. Γιατί τα τείχη της Τροίας ήταν ψηλά και γερά, και οι Έλληνες δεν κατάφερναν να ανεβούν και να την πάρουν. Είχαν κλείσει πια δέκα χρόνια στην Τροία και η απελπισία τους ήταν μεγάλη. Ήθελαν να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα. Μα πώς να γυρίσουν έτσι ντροπιασμένοι;
Το σχέδιο του Οδυσσέα
Τότε ο Οδυσσέας, ο εξυπνότερος απ’ όλους, σκέφτηκε, σκέφτηκε και μια μέρα κάλεσε τους άλλους και τους είπε: "Βλέπετε πώς πολεμούμε δέκα χρόνια τώρα και την Τροία δεν την πήραμε. Σκοτώθηκαν τα καλύτερα παλικάρια μας και ακόμη τίποτα. Θαρρώ λοιπόν πως με τον πόλεμο δεν παίρνεται η Τροία. Λέω να βάλουμε μπροστά αυτό το σχέδιο: να φτιάξουμε ένα μεγάλο άλογο που να χωράει μέσα έως δέκα πολεμιστές. Θα το αφιερώσουμε στην Αθηνά και ύστερα θα κάνουμε πώς φεύγουμε.
Όλος ο στρατός, δηλαδή, θα μαζέψει τα πράγματά του και θα μπει στα καράβια που θα φύγουν. Δε θα φύγουμε όμως, μα θα κρυφτούμε κι από κει θα περιμένουμε. Ελπίζω πως οι Τρώες θα βγουν και θα πάρουν το ξύλινο άλογο μέσα στην πόλη. Τότε τη νύκτα, ξαναγυρίζουμε εμείς.
Βγαίνουν κι οι δέκα από την κοιλιά του άλογου. μας ανοίγουν τις πόρτες και μπαίνουμε μέσα στην Τροία.
Όλοι δέχτηκαν το σχέδιο του Οδυσσέα του "πολυμήχανου". Κι’ από την άλλη μέρα, άρχισαν να φτιάνουν το μεγάλο ξύλινο άλογο, τον «Δούρειο ίππο» όπως το είπαν.
Οι Έλληνες κρύβονται στην Τένεδο
Και σαν τέλειωσαν, μπήκαν μέσα οι δέκα πολεμιστές. Οι άλλοι Έλληνες μάζεψαν τις σκηνές κι ό,τι άλλο είχαν, τα έβαλαν στα καράβια και σε λίγο έφευγαν.
Δεν έφυγαν βέβαια, μα πήγαν και κρύφτηκαν πίσω απ’ το μικρό νησί, την Τένεδο, και περίμεναν.
Οι Τρώες βλέπουν την έρημη ακτή
Έβλεπαν κι οι Τρώες ψηλά από τα τείχη και δεν πίστευαν τα μάτια τους. Δέκα χρόνια συνήθισαν να βλέπουν τους Έλληνες στην ακρογιαλιά, και τώρα ο τόπος ήταν έρημος. Βγήκαν οι πιο τολμηροί έξω, πήγαν ως τη θάλασσα, κοιτάνε από δω, κοιτάνε από κει. Ψυχή δεν έβλεπαν. Γυρίζουν τρέχοντας στην πόλη και φέρνουν τα νέα στους άλλους. Τότε όλοι οι Τρώες κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, ελεύθεροι πια από το φόβο. Το μόνο που έβλεπαν στο έρημο ακρογιάλι ήταν ένα γιγάντιο Δούρειο ίππο.
Τρώες και Δούρειος Ίππος
Τρελοί από τη χαρά τους, οι Τρώες βλέπουν και το άλογο που έγραφε πάνω ότι ήταν τάμα στην Αθηνά, και όλοι μαζί θέλουν να το πάρουν μέσα στην πόλη. Τότε βγαίνει στη μέση ο Λαοκόοντας, ιερέας του Απόλλωνα, και τους λέει: Προσέξετε: Να φοβάστε τους Έλληνες, και όταν σας φέρνουν δώρα, και με το κοντάρι του χτύπησε τα πλευρά του άλογου.
Ο θάνατος του Λαοκόοντα
Εκείνη τη στιγμή, όμως, έγινε κάτι παράξενο. Άρχισαν να βγαίνουν σφυρίζοντας δύο τεράστια φίδια, που προχωρούσαν χωρίς να πειράζουν κανένα. Μόνο όταν έφτασαν κοντά στον Λαοκόοντα και τα δύο παιδιά του, χύμηξαν μανιασμένα, τους τύλιξαν και τους έπνιξαν.
Οι Τρώες βάζουν τον Δούρειο Ίππο στην πόλη
Είδαν οι Τρώες το θαύμα και άμεσα αποφάσισαν να πάρουν το Δούρειο ίππο μέσα στην πόλη. Άρχισαν λοιπόν να τον σπρώχνουν πολλοί μαζί, ώσπου έφτασαν στις καστρόπορτες.
Ωστόσο, δε χωρούσε το τεράστιο άλογο να μπει από τις πόρτες. Έτσι γκρέμισαν ένα μέρος του τείχους και το πήραν μέσα.
Οι Τρώες γλεντούν
Όταν ήρθε η νύχτα, τότε το έριξαν οι Τρώες στο γλέντι. Χαίρονταν που γλύτωσαν πια από τον πόλεμο και τα βάσανα. Έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν ξένοιαστοι και χαρούμενοι.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τότε βγήκαν οι πολεμιστές από την κοιλιά του άλογου, ανέβηκαν ψηλά στα τείχη, άναψαν φωτιές, άνοιξαν τις πόρτες και περίμεναν. Βλέποντας τις φωτιές, οι Έλληνες, που είχαν ξαναγυρίσει μόλις νύχτωσε στο λιμάνι, βγήκαν από τα καράβια και όρμησαν στον κάμπο. Σε λίγο, μπήκαν μέσα στην πόλη από τις ανοιχτές πόρτες.
Μέσα στη νύχτα ακούγονταν θρήνοι, βογκητά, παιδιά που έκλαιγαν, μανάδες που ξεφώνιζαν, φωνές παρακλητικές, φωνές άγριες, φωνές που σταματούσαν απότομα. Και στις κόκκινες αναλαμπές της φωτιάς, που έκαιγε την Τροία, έβλεπες ανθρώπους να τρέχουν, ανθρώπους να πέφτουν, χέρια να παρακαλούν, σπαθιά να γυαλίζουν. Θλιβερά ποτάμια κυλούσαν το αίμα και τα δάκρυα όλη τη νύχτα. Όσα έφτιαξαν οι άνθρωποι χρόνια και χρόνια, καταστράφηκαν μέσα σε λίγες ώρες.
Ολική καταστροφή
Όταν βγήκε ο ήλιος, έκαιγαν ακόμη στην Τροία οι φωτιές. Ως κι οι ναοί είχαν καεί. Κι ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν και το άψυχο σώμα του γερο-Πρίαμου. Ο δεκάχρονος πόλεμος μόνο κακά έφερε. Γέμισε τις ψυχές των Ελλήνων μίσος και την Τροία ερείπια.
Αινείας
Μέσα στην αναπάντεχη καταστροφή, ένα ευγενικό παλικάρι των Τρώων, ο Αινείας, πετάχτηκε απ’ το γλυκό ύπνο, πήρε τα όπλα του και πολεμώντας γενναία, κατόρθωσε να φτάσει ως το παλάτι. Βρήκε όμως τον Πρίαμο νεκρό και κατάλαβε ότι η πατρίδα του δεν είχε σωτηρία.
Γύρισε τότε στο σπίτι του, περνώντας πάνω από νεκρούς κι ανάμεσα από εξαγριωμένους Έλληνες. Οι φλόγες έτρωγαν από παντού την Τροία.
Πήρε στους ώμους του τ’ αγάλματα των Έρκείων θεών και τον πατέρα του, και κρατώντας από το χέρι το μικρό γιο του, προσπάθησε να βγει από την Τροία. Πέρασε ανάμεσα από τους Έλληνες και κανένας δεν τον πείραξε, από σεβασμό για όσα προσπαθούσε να σώσει.
Τέλος ο Αινείας κατάφερε, με μερικούς άλλους Τρώες να πάρουν είκοσι καράβια και να φύγουν. Οι θεοί τους οδήγησαν στην Ιταλία, ύστερα από ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι στις θάλασσες. Εκεί ο Αινείας ίδρυσε ένα καινούριο κράτος κι ο ίδιος έγινε βασιλιάς.
Οι Έλληνες, όταν ήθελαν να πουν ότι πιο πάνω απ’ όλα είναι οι θεοί, η πατρίδα και η οικογένεια, έφερναν για παράδειγμα τον Αινεία.
Η χαρά των Ελλήνων
Οι Έλληνες άρχισαν τότε να κουβαλούν στα καράβια τους θησαυρούς, δούλους, τροφές και πράγματα. Ο Μενέλαος συγκινημένος ανέβασε στο πλοίο την ωραία Ελένη και τους θησαυρούς του.
Οι Έλληνες ήταν χαρούμενοι και υπερήφανοι για τη νίκη τους και για τα λάφυρα που άρπαξαν. Βιάζονταν να γυρίσουν στην πατρίδα τους δοξασμένοι, να διηγούνται τις περιπέτειες, τα βάσανα και τα κατορθώματα του πολέμου, αλλά και να ζήσουν ειρηνικές μέρες.
Οργή των Θεών
Όμως οι θεοί οργίστηκαν, γιατί οι Έλληνες δεν σεβάστηκαν τους ναούς, τους ιερείς, ακόμα και τα μικρά, αθώα παιδιά, και τους έριξαν σε πολλές περιπέτειες κατά το ταξίδι του γυρισμού. Πολλά καράβια βούλιαξαν και πολλοί Έλληνες πέθαναν σε άγνωστους τόπους.
Έτσι τελείωσε ο δεκάχρονος Τρωικός πόλεμος.