Στη χώρα των Λαιστρυγόνων
Πού θα τους οδηγήσουν οι άνεμοι; Ποιοι είναι οι Λαιστρυγόνες;
Τι περιπέτειες περιμένουν τους ήρωές μας;
Πού θα τους οδηγήσουν οι άνεμοι; Ποιοι είναι οι Λαιστρυγόνες;
Τι περιπέτειες περιμένουν τους ήρωές μας;
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων
Έξι μερόνυχτα πάλευαν και θαλασσοπνίγονταν, ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του, ώσπου είδαν από μακριά ένα νησί. Τσακισμένοι όπως ήταν, δόξασαν τους θεούς, γιατί θα γλίτωναν και πάλι, και τράβηξαν για το άγνωστό τους νησί.
Ο Οδυσσέας στέλνει για εξερεύνηση
Όλα τα καράβια μπήκαν στο λιμάνι που βρήκαν μπροστά τους, μόνο ο Οδυσσέας έδεσε το δικό του στην είσοδο. Έστειλε ύστερα τρεις συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζουν στο νησί και να πάρουν, αν μπορέσουν, τρόφιμα και νερό
Στην πόλη των Λαιστρυγόνων
Προχώρησαν οι τρεις μέσα από την παραλία, μα ανθρώπους δεν έβλεπαν, ώσπου πλησίασαν σε μια πόλη. Μπήκαν μέσα και τότε ανατρόμαξαν. Τι άγριοι άνθρωποι ήταν εκείνοι που τους κύκλωναν! Θεόρατοι, γίγαντες σωστοί, τους άρπαξαν σαν πούπουλα και τους κουβάλησαν στο παλάτι του βασιλιά τους. Τους έβαλαν σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου δεν ήταν κανένας.
Μπροστά στον βασιλιά
Σε λίγο ήρθε ο βασιλιάς τους, ένας θεόρατος άγριος άνθρωπος και κάθισε στο θρόνο του. Τους ρώτησε ποιοι ήταν και τι θέλουν. Άρχισε ένας να του λέει την ιστορία και τα βάσανά τους, μήπως και τους λυπηθεί. Μα αυτός, πριν τελειώσει, άρπαξε τον ένα, τον χτύπησε κάτω, τον σκότωσε κι άρχισε να τον τρώει.
Οι δύο γυρίζουν στα καράβια
Κατατρομαγμένοι οι άλλοι δύο άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί. Ούτε κι αυτοί δεν κατάλαβαν πώς έφτασαν ως τα καράβια. Μα κι ο βασιλιάς των Λαιστρυγόνων δεν κάθισε να περιμένει με σταυρωμένα χέρια. Έβαλε κάτι αγριοφωνάρες που μαζεύτηκαν στη στιγμή όλοι οι Λαιστρυγόνες κι έτρεξαν στο λιμάνι.
Ο Οδυσσέας χάνει πολλούς συντρόφους
Εκεί αρπάζουν τις θεόρατες κοτρώνες που βρίσκονταν στην ακρογιαλιά κι άρχισαν να σπάζουν τα καράβια και να σκοτώνουν τους συντρόφους του Οδυσσέα. Μόλις και γλύτωσε το καράβι του Οδυσσέα, που ήταν κάπως μακριά. Σε αυτό μπήκαν όσοι απόμειναν και τραβώντας γρήγορα κουπί, απομακρύνθηκαν και γλύτωσαν.
Έτσι έμεινε μόνο ένα καράβι, κι ο Οδυσσέας με λίγους συντρόφους του.