Στην αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν τρεις σημαντικές θεότητες που ονομάζονταν Μοίρες. Αυτές οι μυστηριώδεις αδελφές ήταν οι προστάτιδες της μοίρας και του πεπρωμένου. Ήταν κόρες του Δία, του βασιλιά των θεών, και της Θέμιδας, της θεάς της δικαιοσύνης.
Οι Μοίρες ζούσαν σε έναν μαγικό τόπο όπου υφαίνονταν οι ζωές των ανθρώπων και των θεών. Κάθε μία από τις Μοίρες είχε το δικό της σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του πεπρωμένου.
Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, ήταν η υφάντρα της ζωής. Κρατούσε μια ανέμη και γύριζε το νήμα της ζωής για κάθε άνθρωπο από τη γέννησή του. Ήταν εκείνη που ξεκινούσε το νήμα, δίνοντας αρχή σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η δεύτερη Μοίρα, η Λάχεσις, ήταν η μετρητής του μήκους του νήματος της ζωής. Με το μέτρο της, αποφάσιζε πόσο θα ζούσε κάθε άνθρωπος. Ήταν εκείνη που καθόριζε τις στιγμές της τύχης και της ατυχίας στη ζωή του καθενός.
Η τρίτη Μοίρα, η Άτροπος, ήταν η αδυσώπητη κόπτρια του νήματος της ζωής. Με τα ψαλίδια της, έκοβε το νήμα όταν ερχόταν η ώρα για κάθε άνθρωπο να φύγει από τον κόσμο. Ήταν εκείνη που τελείωνε το νήμα της ζωής, φέρνοντας το τέλος του πεπρωμένου.
Οι Μοίρες εργάζονταν ακούραστα, διασφαλίζοντας ότι η ισορροπία και η δικαιοσύνη διατηρούνταν στο σύμπαν. Αν και συχνά θεωρούνταν αυστηρές και ανελέητες, οι Μοίρες ήταν απαραίτητες για τη διατήρηση της τάξης και της φυσικής ροής της ζωής.
Ακόμα και οι θεοί σέβονταν τις Μοίρες και τα πεπρωμένα που καθόριζαν. Η επιρροή τους ήταν απόλυτη και αμετάβλητη, και όλοι, από τον απλό θνητό έως τον παντοδύναμο θεό, υπόκειντο στις αποφάσεις τους.