Στη χώρα των Κυκλώπων
Ποιοι ήταν οι Κύκλωπες; Ποιος ήταν ο Πολύφημος; Τι περιπέτειες περιμένουν τον ήρωά μας σε αυτή τη μυστηριώδη χώρα;
Ποιοι ήταν οι Κύκλωπες; Ποιος ήταν ο Πολύφημος; Τι περιπέτειες περιμένουν τον ήρωά μας σε αυτή τη μυστηριώδη χώρα;
Σε ένα ακατοίκητο νησί
Ταξίδευαν μέρες, χωρίς να ξέρουν πού βρίσκονται. Μια σκοτεινή νύχτα, η θάλασσα τους έβγαλε σ’ ένα ήσυχο ακρογιάλι. Άραξαν τα πλοία τους και κοιμήθηκαν. Ξύπνησαν σ’ ένα καταπράσινο, ακατοίκητο νησί, όπου μόνο άγριες κατσίκες έβοσκαν στα λιβάδια του. Κυνήγησαν μερικές, τις έψησαν κι έφαγαν.
Έβαλαν πάλι πλώρη και ταξίδευαν μέρες. Όμως άδικα κοίταξαν παντού να δουν σημάδια πώς φτάνουν στην Ιθάκη. Πουθενά οι γνώριμες θάλασσες, πουθενά η γνώριμη γη.
Στη χώρα των Κυκλώπων
Και μια αυγή βρέθηκαν κοντά σε ένα νησί, στη χώρα των Κυκλώπων. Το νησί το λένε σήμερα Σικελία και είναι στα νότια της Ιταλίας. Άραξαν λοιπόν σε ένα λιμάνι και είπαν να βγουν για να βρουν τρόφιμα και νερό. Βγήκε λοιπόν ο Οδυσσέας με δώδεκα συντρόφους του και προχώρησε στο εσωτερικό του νησιού, μα ανθρώπους δεν έβλεπαν. Πήραν μαζί τους μόνον ένα ασκί με γλυκό κρασί σαν νέκταρ.
Μέσα σε μια σπηλιά
Όπως λοιπόν προχωρούσαν, βρίσκουν μια σπηλιά. Μπήκαν μέσα και τι να δουν! Μόνο αρνάκια και κατσικάκια ήταν μέσα στις μάντρες τους, ενώ γύρω ήταν πλήθος καλάθια με τυριά, καρδάρες γεμάτες γάλα, τομάρια πολλά και μαλλιά. Είπαν οι σύντροφοι να πάρουν τυρί και αρνιά και να φύγουν. Μα εκείνος, με κανένα τρόπο δεν ήθελε να φύγει, πριν δει τους ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτά τα μέρη.
Ποιοι ήταν οι Κύκλωπες
Σ’ αυτό το νησί, λοιπόν, δε ζούσαν άνθρωποι συνηθισμένοι. Ήταν γιγαντόσωμοι, θηρία σωστά, με ένα μεγάλο μάτι στο μέτωπο και άγριοι. Ο καθένας είχε τη σπηλιά του και τα κοπάδια του που τα έβοσκε όλη μέρα και το βράδυ γύριζε, τ’ άρμεγε έπηζε τυρί, έτρωγε και κοιμόταν. Κανέναν δεν λογάριαζαν οι Κύκλωπες, γιατί ήταν παιδιά του Θεού Ποσειδώνα και της θαλασσινής νεράιδας Αμφιτρίτης. Κι όποιος ξένος ξέπεφτε στα μέρη τους, έβρισκε φοβερό θάνατο: τον σκότωναν και τον έτρωγαν.
Έρχεται ο Κύκλωπας
Σα βράδιασε λοιπόν, άκουσαν από μακριά βελάσματα και κουδούνια και σε λίγο γέμισε η σπηλιά απ’ τα κοπάδια. Στο τέλος, στην είσοδο, φάνηκε ένας γίγαντας, μονόματος και άγριος, που έσυρε ένα πελώριο βράχο σαν να ήταν πετραδάκι, και έκλεισε τη σπηλιά. Ύστερα, έριξε χάμω ένα σωρό ξύλα που κρατούσε με το άλλο του χέρι και σείστηκε η σπηλιά.
Ο Πολύφημος
Αυτός ήταν ο Κύκλωπας Πολύφημος, ο δυνατότερος και ο αγριότερος απ’ όλους. Άναψε ύστερα φωτιά, άρμεξε τις προβατίνες, έπηξε το μισό γάλα τυρί, και το άλλο το άφησε να το πιει. Όταν τελείωσε και ήταν έτοιμος να φάει, τότε είδε τους συντρόφους του του Οδυσσέα, που ήταν ζαρωμένοι σε μια γωνιά και κατατρομαγμένοι. Τους κοίταξε παραξενευμένος στην αρχή, και ύστερα τους ρώτησε με τη βροντερή φωνή του:
Οι πρώτοι νεκροί
— Ποιοι είστε εσείς και τι θέλετε εδώ μέσα;
— Είμαστε Έλληνες, του απάντησε ο Οδυσσέας. Γυρίζουμε από την Τροία και σας παρακαλούμε, στο όνομα του Δία, να μας φιλοξενήσετε και να μας βοηθήσετε να γυρίσουμε στην πατρίδα μας.
Ο γίγαντας γέλασε δυνατά και τους είπε:
— Εγώ δε φοβάμαι κανέναν, ούτε θεό, ούτε άνθρωπο, ούτε θα σας βοηθήσω. Απλώστε κιόλας τη χερούκλα του, άρπαξε δύο συντρόφους του Οδυσσέα, τους χτύπησε κάτω, τους σκότωσε και άρχισε να τους τρώει.
Το πρόβλημα
Οι άλλοι μαρμάρωσαν, μα τι να κάνουν; Όταν ο Κύκλωπας έφαγε, πήρε και μια μεγάλη καρδάρα γάλα, και την ήπιε να χορτάσει. Μετά, ξαπλώθηκε ανάσκελα και κοιμήθηκε.
Τότε σκέφτηκε ο Οδυσσέας, να τον σκοτώσει με το δικό του σπαθί. Μα πώς θα έβγαιναν από τη σπηλιά, που την έκλεινε ο θεόρατος βράχος; Έγεραν λοιπόν κι αυτοί απελπισμένοι τα κεφάλια τους και σε λίγο αποκοιμήθηκαν, κουρασμένοι όπως ήταν.
Ο Οδυσσέας σκέφτεται
Την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησε ο γίγαντας, άρμεξε πάλι τις προβατίνες του και έφαγε άλλους δύο συντρόφους του Οδυσσέα. Ύστερα έβγαλε τα πρόβατά του έξω, έκλεισε πάλι την πόρτα με το θεόρατο βράχο και έφυγε. Όλη τη μέρα σκέφτονταν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του πώς θα γλυτώσουν.
Ο Οδυσσέας καταστρώνει ένα σχέδιο
Σκεφτόταν λοιπόν, ο πολυμήχανος Οδυσσέας, τι να κάνει για να γλυτώσουν. Όπως γύριζε μέσα στη σπηλιά, βλέπει σε μια γωνιά ένα χλωρό, μακρύ ξύλο από αγριελιά. Φωνάζει τους συντρόφους του να το πελεκάνε καλά στην άκρη για να γίνει μυτερό και το πυρώνει στη φωτιά να είναι σκληρό. Έπειτα το κρύβει μέσα στην κοπριά.
Το βράδυ, γύρισε πάλι ο Πολύφημος. Αφού έκαμε τις δουλειές του, πήρε πάλι δύο συντρόφους του Οδυσσέα και τους έφαγε. Τότε ο Οδυσσέας πλησίασε με μια κούπα κρασί και του λέει:
Η υλοποίηση του σχεδίου
— Πάρε, Κύκλωπα, και πιες αυτό το γλυκό κρασί να ευχαριστηθείς και να μας αφήσεις να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα μας. Ο γίγαντας παίρνει το κρασί, το πίνει και χτυπάει τη γλώσσα του ευχαριστημένος.
— Δώσε μου κι άλλο, λέει. Αυτό δεν είναι κρασί, είναι νέκταρ των θεών…
Τού φέρνει κι άλλο και άλλο, και ο γίγαντας αρχίζει να ζαλίζεται. Σε μια στιγμή τον ρωτά:
— Πώς σε λένε, ξένε, με το γλυκό κρασί;
— Κανένα, με λένε, απαντά ο Οδυσσέας, και έτσι με φωνάζουν όλοι.
— Ε, λοιπόν, εσένα Κανένα, θα σε φάω τελευταίο, του λέει ο γίγαντας.
Ο Οδυσσέας τυφλώνει τον Κύκλωπα
Κι έπινε συνέχεια, ώσπου άδειασε το ασκί και αυτός έπεσε πίσω μεθυσμένος και αποκοιμήθηκε. Τότε άρπαξαν όλοι το μυτερό ξύλο, το έβαλαν στη φωτιά, ώσπου πυρώθηκε καλά, και ύστερα με δύναμη το έχωσαν στο μάτι του Κύκλωπα και το στριφογύρισαν. Βόγκηξε βαριά το θηρίο και πετάχτηκε πάνω, τρελός από τον πόνο. Φώναξε δυνατά, τόσο που τρανταζόταν η σπηλιά και οι φωνές του ακούγονταν σε όλο το νησί. Τον άκουσαν και οι άλλοι Κύκλωπες, σηκώθηκαν από τον ύπνο τους και άρχισαν να τρέχουν προς τη σπηλιά του Πολύφημου.
Έφτασαν λοιπόν οι άλλοι έξω από τη σπηλιά και φώναζαν, ρωτώντας τον τι έπαθε. Κι αυτός τους έλεγε:
— Ο Κανένας με τύφλωσε, ο Κανένας.
Η υλοποίηση του σχεδίου
— Αφού κανένας δε σε πειράζει, τι έβαλες τις φωνές και μας ξύπνησες; Φαίνεται πως άρρωστος θα είσαι για να κάνεις έτσι. Κι έφυγαν οι άλλοι γελώντας, του απάντησαν.
Ο τυφλός Πολύφημος, και τρελός από τον πόνο, άρχισε να ψάχνει γύρω-γύρω στη σπηλιά, τρικλίζοντας. Μα τώρα του ξέφευγαν και τον κορόιδευαν. Σε λίγο, ησύχασε. Σκέφτηκε πως το πρωί, θα θέλουν να βγουν κι εκείνοι με τα πρόβατα, και τότε θα τους πιάσει.
Ωστόσο, σκεφτόταν και ο Οδυσσέας πώς θα βγούνε να γλυτώσουν. Όταν λοιπόν πλησίαζε να ξημερώσει, πήρε τα πιο μεγαλόσωμα κριάρια και τα έδεσε τρία τρία με βούρλα, και στο μεσιανό από κάτω, έδεσε κι ένα σύντροφό του.
Η φυγή από τη σπηλιά
Σαν ξημέρωσε, λοιπόν, άνοιξε ο Κύκλωπας την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί σε μια μεγάλη πέτρα. Όπως λοιπόν έβγαιναν τα πρόβατα, έψαχνε τις ράχες του, αλλά δεν έβρισκε κανένα. Τελευταία βγήκε ο Οδυσσέας, αφού πιάστηκε από τα μαλλιά της κοιλιάς του πιο μεγάλου κριαριού.”
“Όπως λοιπόν έβγαινε σιγά-σιγά, τον γνώρισε ο Κύκλωπας και του λέει:
— Γιατί, καλό μου κριάρι, βγήκες σήμερα τελευταίο και πας τόσο σιγά; Είσαι και συ λυπημένος για το κακό που μου έκαμε ο Κανένας; Πού θα μου πάει δηλαδή, δε θα με γλυτώσει.”
Η φυγή από το νησί των Κυκλώπων.
Στο μεταξύ βγήκε ο Οδυσσέας, έλυσε τους συντρόφους του και με τα κριάρια μπροστά, φτάσανε στα καράβια, μπήκαν μέσα και άνοιξαν τα πανιά να φύγουν. Όταν ξεμάκρυναν αρκετά, τότε ο Οδυσσέας φώναξε δυνατά: — Κύκλωπα, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να τους πεις ότι ο Οδυσσέας, ο βασιλιάς της Ιθάκης, που πήρε την Τροία. Μάνιασε τότε ο Κύκλωπας, και ξεριζώνοντας ένα θεόρατο βράχο, τον πέταξε κατά κει που ακούστηκε η φωνή. Ο βράχος έπεσε τόσο κοντά στο πλοίο, που παρ’ ολίγο να το χτυπήσει. Μα οι σύντροφοι του Οδυσσέα, τράβαγαν γερό κουπί, και σε λίγο ήταν μακριά.
Η παράκληση του Πολύφημου
Τότε παρακάλεσε ο Κύκλωπας τον πατέρα του τον Ποσειδώνα, να πνίξει τα καράβια και τους συντρόφους τού Οδυσσέα-, κι’ αν φτάσει ποτέ στην πατρίδα του, να φτάσει μόνος του και με ξένο καράβι.