Μίδας
Ποιος ήταν ο Μίδας;
Γιατί ό,τι έπιανε γινόταν χρυσάφι;
Ποιος ήταν ο Μίδας;
Γιατί ό,τι έπιανε γινόταν χρυσάφι;
Μίδας
Ο Μίδας, ένας βασιλιάς που αγαπούσε πάρα πολύ το χρυσάφι, ζούσε σε ένα μεγάλο και λαμπερό παλάτι.
Σιληνός
Μια μέρα, οι υπηρέτες του βρήκαν στον κήπο του έναν γέροντα με άσπρα μαλλιά και μάτια γεμάτα σοφία. Ήταν ο Σιληνός, ο δάσκαλος και φίλος του θεού Διονύσου. Ο Σιληνός είχε χαθεί και ήταν εξαντλημένος.
Φιλοξενία
Ο Μίδας τον φιλοξένησε με καλοσύνη και φροντίδα για δέκα ημέρες και νύχτες, προσφέροντάς του τα καλύτερα φαγητά και ποτά του παλατιού του.
Ο Σιληνός ανακτούσε τις δυνάμεις του και οι δυο τους περνούσαν όμορφες στιγμές, συζητώντας και γελώντας.
Η ευχή
Όταν ο Διόνυσος έμαθε ότι ο Σιληνός ήταν ασφαλής και καλά, ήρθε στο παλάτι του Μίδα για να τον πάρει πίσω. Ο Διόνυσος, ευγνώμων για την καλοσύνη και τη φιλοξενία του Μίδα, του προσέφερε μια ευχή.
Ο Μίδας, με μάτια που έλαμπαν από χαρά, ζήτησε να έχει την ικανότητα να μετατρέπει ό,τι αγγίζει σε χρυσάφι. Ο Διόνυσος του χάρισε αυτή την ικανότητα, αλλά τον προειδοποίησε να είναι προσεκτικός με την ευχή του.
Χαρά
Στην αρχή, ο Μίδας ήταν ενθουσιασμένος. Άγγιζε τα λουλούδια, τις πέτρες, ακόμη και τα έπιπλα, και όλα γίνονταν χρυσά. Κάθε γωνιά του παλατιού του έλαμπε με το χρυσάφι που τόσο αγαπούσε.
Κατανόηση λάθους
Όμως, σύντομα κατάλαβε το λάθος του. Όταν προσπάθησε να φάει, το φαγητό μετατράπηκε σε χρυσάφι και δεν μπορούσε να το φάει. Οι πλούσιες λιχουδιές του βασιλικού τραπεζιού έγιναν άχρηστες, και η πείνα τον έσφιγγε.
Το χειρότερο ήρθε όταν η κόρη του, με τα μεγάλα, φωτεινά μάτια και τα γελαστά χείλη, έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Μόλις την άγγιξε, εκείνη έγινε ένα άγαλμα από χρυσό. Η θλίψη και η απελπισία κατέκλυσαν τον Μίδα. Ο πλούτος του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει πια.
Παράκληση
Με δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε τον Διόνυσο να πάρει πίσω το χάρισμα. Ο Διόνυσος, κατανοώντας τη δυσκολία του Μίδα, του είπε να λουστεί σε ένα συγκεκριμένο ποτάμι
Ο Μίδας ακολούθησε τις οδηγίες και όταν το έκανε, το ποτάμι ξέπλυνε το χρυσό άγγιγμα και όλα επανήλθαν στο φυσιολογικό τους.
Η κόρη του ξαναζωντάνεψε, και ο Μίδας την αγκάλιασε με αγάπη. Από εκείνη την ημέρα, έμαθε να εκτιμά τα απλά πράγματα στη ζωή και να μην ζητάει περισσότερο από ό,τι πραγματικά χρειάζεται. Το παλάτι του ήταν πλέον γεμάτο με γέλια και χαρές, αντί για άψυχο χρυσάφι.