Στο νησί των Φαιάκων
Σε ποιο νησί θα βρεθεί ο ήρωάς μας;
Φτάνει στο τέλος των περιπέτειών του;
Σε ποιο νησί θα βρεθεί ο ήρωάς μας;
Φτάνει στο τέλος των περιπέτειών του;
Ο Οδυσσέας ξυπνάει
Ξύπνησε από γέλια και φωνές, που άκουσε μες στον ύπνο του, και ανασηκώθηκε να δει ποιος ήταν. Τότε είδε πολλά κορίτσια στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά, να παίζουν, να τρέχουν και να γελάνε.
Ήταν η Ναυσικά, η κόρη του βασιλιά, που είχε έρθει με τις δούλες της να πλύνουν τα ρούχα. Σαν τέλειωσαν λοιπόν το πλύσιμο κι άπλωσαν τα ρούχα να στεγνώσουν, λούστηκαν όλες και κάθισαν να φάνε. Ύστερα σηκώθηκαν κι άρχισαν να παίζουν με ένα τόπι.
Οδυσσέας και Ναυσικά
Για μια στιγμή, όμως, τους έφυγε το τόπι κι έπεσε στο ποτάμι. Τότε ξεφώνισαν όλα μαζί τα κορίτσια κι ξύπνησαν τον Οδυσσέα.
Σηκώθηκε ο ήρωας, μα είδε πως ήταν ολόγυμνος. Πήρε τότε ένα φουντωτό κλαδί, σκεπάστηκε και προχώρησε προς τα κορίτσια. Τον είδαν οι άλλες και έφυγαν όλες τρομαγμένες. Η Ναυσικά, όμως, στάθηκε χωρίς να φοβηθεί και τον κοίταξε.
Πλησίασε ο Οδυσσέας και την παρακάλεσε λέγοντάς της:
— Κόρη πανέμορφη, αν είσαι θεά, λέω πως θα είσαι η Άρτεμις. Αν είσαι θνητή, τότε θα είσαι βασίλισσα. Καλότυχοι οι γονείς και τ’ αδέρφια που σε καμαρώνουν, τόσο όμορφη που είσαι. Είκοσι μέρες βασανίζομαι μες στη θάλασσα κι είμαι γυμνός και πεινασμένος. Παρακαλώ σε, κόρη, δώσε μου ένα ρούχο να ντυθώ και δείξε μου το δρόμο για την πολιτεία
Κι η Ναυσικά του απάντησε:
— Ξένε, είμαι η Ναυσικά, η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου. Βρίσκεσαι στο νησί των Φαιάκων και θα σε βοηθήσουμε καθώς το προστάζουν οι θεοί.
Φώναξε ύστερα τις δούλες που του έδωσαν ρούχα. Ο Οδυσσέας πήγε στο ποτάμι, λούστηκε, πλύθηκε, ντύθηκε και κάθισε να φάει στο τραπέζι που του στρώσανε.
Και το απόγευμα, σαν στεγνώσανε τα ρούχα, τα μαζέψανε και ξεκίνησαν για την πολιτεία. Μπροστά πάνω στο αμάξι, πήγαινε η Ναυσικά, πίσω έρχονταν οι άλλες και τελευταίος ο Οδυσσέας, καθαρός και ξεκούραστος.
Όταν έφτασαν στο παλάτι, ο Οδυσσέας απόμεινε να θαυμάζει την ομορφιά του. Όλο ήταν από άσπρο μάρμαρο, οι πόρτες ήταν χρυσές και οι κολόνες ασημένιες.
Οδυσσέας και βασίλισσα Αρήτη
Προχώρησε μέσα και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Ένα μεγάλο τραπέζι ήταν στη μέση και γύρω-γύρω ωραίες πολυθρόνες με μαλακό βελούδο. Εκεί κάθονταν κι έτρωγαν οι άρχοντες του τόπου.
Τότε ο Οδυσσέας πάει και γονατίζει κοντά στη βασίλισσα Αρήτη και τη θερμοπαρακαλεί να τον βοηθήσει να γυρίσει στην πατρίδα του, τη γυναίκα του και το παιδί του, που τον νομίζουν πεθαμένο τόσα χρόνια που λείπει μακριά τους.
Ο ραψωδώς
Ευγενική η βασίλισσα τον προσκαλεί, μα κι ο βασιλιάς που είδε το περήφανο ανάστημα του Οδυσσέα, τον κάλεσε στο τραπέζι τους. Κάθισε ο Οδυσσέας κι έφαγε μαζί τους σιωπηλός και λυπημένος. Σαν απόφαγαν, ήρθε ο ραψωδός με τη λύρα του κι άρχισε να τραγουδάει ηρωικά τραγούδια. Κι ανάμεσα στ’ άλλα, τραγούδησε κι ένα για τον Τρωικό πόλεμο και για τους ήρωές του.
Ο Οδυσσέας αποκαλύπτει ποιος είναι
Τότε ο Οδυσσέας δάκρυσε κι όλοι τον ρωτούσαν το γιατί.
— Γιατί είμαι ο Οδυσσέας, τους λέει, και βασανίζομαι τώρα τόσα χρόνια να γυρίσω στην πατρίδα μου, μα ακόμα δεν τα κατάφερα.
Όλοι τότε τον ρωτούσαν για τον Τρωικό πόλεμο. Κι αυτός τους διηγήθηκε ως αργά τη νύχτα, τα βάσανα που τράβηξε ώσπου να φτάσει ως το νησί τους.
Η υπόσχεση του βασιλιά
Τον άκουγαν με θαυμασμό και τον συμπονούσαν τον γενναίο Οδυσσέα οι άρχοντες των Φαιάκων. Κι όταν, αργά πια, τέλειωσε τη διήγησή του, ο βασιλιάς Αλκίνοος του υποσχέθηκε να τον στείλει στην πατρίδα του.
Πρόσταξε ύστερα τις δούλες να στρώσουν μαλακό κρεβάτι για τον ξένο και να τον περιποιηθούν όσο μπορούσαν καλύτερα.