Το ταξίδι
Πώς θα πήγαινε όμως ο Θησέας στην Αθήνα;
Από την ξηρά ή από τη θάλασσα;
Πώς θα πήγαινε όμως ο Θησέας στην Αθήνα;
Από την ξηρά ή από τη θάλασσα;
Ο παππούς και η μητέρα του τον συμβούλευσαν να πάει από τη θάλασσα, που ήταν ασφαλισμένος. Γιατί στο δρόμο της ξηράς θα συναντούσε πολλούς ληστές και κακούργους.
Ο Θησέας, όμως, προτίμησε να πάει από την ξηρά, γιατί έτσι θα μπορούσε κι αυτός να κάνει κάτι μεγάλο και να δοξαστεί σαν τον Ηρακλή. Οι δικοί του δεν επέμειναν. Τον άφησαν να αποφασίσει μόνος του.
Κι αυτός ξεκίνησε από την ξηρά, γεμάτος λαχτάρα για μεγάλα κατορθώματα.
Ο ΛΗΣΤΗΣ ΠΕΡΙΦΗΤΗΣ
Περπατώντας ο Θησέας πλησίαζε την Επίδαυρο. Εκεί κοντά ήταν ένας πελώριος ληστής που είχε ένα μεγάλο ρόπαλο, ο Περιφήτης. Καθόταν κοντά στο δρόμο και όταν έβλεπε κανένα διαβάτη, τον σκότωνε χτυπώντας τον με το ρόπαλο και τον λήστευε. Όταν είδε λοιπόν και τον Θησέα, σηκώθηκε έτοιμος να τον χτυπήσει. Ο Θησέας όμως δεν περίμενε, αλλά όρμησε πάνω του και αρπάχτηκαν στα χέρια. Πάλεψαν πολλή ώρα, ώσπου τον πήρε το ρόπαλο. Και τότε τον σκότωσε, όπως σκότωνε και ο ίδιος τους άλλους. Το ρόπαλο από τότε το κρατούσε πάντα μαζί του.
ΣΙΝΗΣ Ο ΠΙΤΥΟΚΑΜΠΤΗΣ
Την άλλη μέρα ο Θησέας έφτασε στην Κόρινθο, αλλά δεν σταμάτησε. Προχώρησε για τον Ισθμό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένας άλλος ληστής. Τον έλεγαν Σίνη, ήταν θεόρατος και σκότωνε τους διαβάτες με άγριο τρόπο. Παραφύλαγε στην άκρη από το δάσος και μόλις έβλεπε άνθρωπο, πεταγόταν μπροστά του και τον έπιανε. Αφού τον έγδυνε και του έπαιρνε ό,τι είχε και δεν είχε, τον έφερνε μέσα στο δάσος. Εκεί λύγιζε την κορφή ενός πεύκου και έδενε το ένα πόδι του, ύστερα λύγιζε το πλαϊνό πεύκο και έδενε το άλλο πόδι του δυστυχούς ανθρώπου. Κατόπιν άφηνε τα πεύκα και διπλώνονταν ψηλά έσχιζαν στα δύο τον διαβάτη.
Τα ίδια, λοιπόν, θέλησε να κάνει και στον Θησέα. Μα ο ήρωας δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Πάλεψε μαζί του, τον έφερε κοντά στα δύο πεύκα, τον έδεσε και τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο.
Ο ΣΚΙΡΩΝΑΣ
Αφού ξεκουράστηκε ο Θησέας την ημέρα εκείνη, πήρε πάλι το δρόμο. Πέρασε τον Ισθμό και μπήκε στην Αττική. Πριν φτάσει στα Μέγαρα, έπρεπε να περάσει από ένα μέρος που και σήμερα το λέμε Κακή σκάλα. Ήταν ένας ψηλός και απότομος βράχος και εκεί ψηλά ζούσε ένας άλλος γίγαντας κακούργος, ο Σκίρωνας. Αυτός ο κακούργος λοιπόν αφού λήστευε τους διαβάτες, τους ανάγκαζε να του πλύνουν τα πόδια. Και όπως ήταν σκυμμένοι, τους έδινε μια κλωτσιά και τους έριχνε από το βράχο ψηλά στο γκρεμό. Έπεφταν οι δύστυχοι και τσακίζονταν κυλώντας ως τη θάλασσα, όπου τους έτρωγε μια τεράστια χελώνα.
Δοκίμασε λοιπόν να κάνει το ίδιο και στον Θησέα, ο ήρωας δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Πάλεψε μαζί του και τον γκρέμισε από ψηλά στη θάλασσα. Το μέρος αυτό το λέγανε οι παλιοί Σκιρωνίδες πέτρες. Ο Θησέας σκότωσε και τη χελώνα κι έκανε με το όστρακό της μια κιθάρα.
Ο ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ
Πήρε πάλι το δρόμο ο Θησέας. Πλησίαζε στην Ελευσίνα, όταν συνάντησε έναν άλλο φοβερό κακούργο, τον Προκρούστη. Αυτός πάλι είχε δικό του τρόπο να σκοτώνει βασανίζοντας τους διαβάτες.
Αφού τους λήστευε πρώτα, τους ξάπλωνε ύστερα σε ένα κρεβάτι που είχε. Αν ο άνθρωπος ήταν πιο μακρύς, του έκοβε τα πόδια. Αν ήταν πιο κοντός, τα τραβούσε να μακρύνουν, ώσπου ξεκολλούσαν. Έτσι πέθαιναν με φρικτούς πόνους.
Έφτασε κι ο Θησέας κοντά του και άρχισαν να παλεύουν. Ώρα πολλή πάλευαν, ώσπου ο ληστής λύγισε και έπεσε. Τότε τον ξάπλωσε ο Θησέας στο ίδιο εκείνο το κρεβάτι και τον σκότωσε. Πάει και ο τελευταίος ληστής. Έτσι ο Θησέας καθάρισε τον δρόμο από τους φοβερούς κακούργους και οι άνθρωποι ταξίδευαν πια ελεύθεροι και ήσυχοι.