Ο Οδυσσέας γυρίζει στην Ιθάκη
Ο Οδυσσέας επιστρέφει επιτέλους στην αγαπημένη του πατρίδα.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει επιτέλους στην αγαπημένη του πατρίδα.
Ο Αλκίνοος κρατά την υπόσχεσή του
Την άλλη μέρα, πρόσταξε ο Αλκίνοος και του ετοίμασαν ένα ωραίο καράβι που το φόρτωσε με πλούσια δώρα. Ύστερα ετοιμάστηκε κι ο Οδυσσέας, αποχαιρέτησε τους φιλόξενους Φαίακες κι ανέβηκε στο καράβι. Φαινόταν πως τα βάσανά του θα τελείωναν.
Ήρεμο ταξίδι
Αρμένιζαν ήσυχα κι όμορφα στο Ιόνιο Πέλαγος και τραβούσαν κατά το νότο, για την Ιθάκη. Κοίταζε ο Οδυσσέας το γνώριμο πέλαγος, αναγνώριζε τα νησιά που περνούσαν και δάκρυζε τρισευτυχισμένος.
Ο Οδυσσέας στην Ιθάκη
Κι έτσι, όπως κάθονταν στην πλώρη, αποκοιμήθηκε. Σε λίγο όμως, έφτασαν στην Ιθάκη. Οι ναύτες τότε, τον πήραν σιγά-σιγά και τον έφεραν στην ακρογιαλιά. Ύστερα έβγαλαν όλα τα δώρα κι έφυγαν πάλι για το νησί τους.
Οδυσσέας και Αθηνά
Σαν ξύπνησε ο Οδυσσέας, ανατρόμαξε. Ποιος ξέρει πάλι, σκέφτηκε, πού μ’ έριξαν οι θεοί. Κοίταξε γύρω του, μα δεν μπορούσε να δει, γιατί είχε πέσει καταχνιά.
Τότε βλέπει να έρχεται προς το μέρος του ένα βοσκόπουλο, που ήταν η θεά Αθηνά μεταμορφωμένη και να του λέει:
— Μη θλίβεσαι, Οδυσσέα. Έφτασες πια στην Ιθάκη. Μα εδώ που ήρθες, άλλα βάσανα σε περιμένουν. Βέβαια, ο πατέρας σου, η γυναίκα σου κι ο γιος σου είναι καλά και σε περιμένουν με λαχτάρα. Όμως στο παλάτι σου έχουν μαζευτεί όλα τ’ αρχοντόπουλα του τόπου και των γύρω νησιών και ζητάνε να παντρευτούν την Πηνελόπη. Μα αυτή σου είναι πιστή και τους ξεγελάει. Τους λέει πως άμα τελειώσει το υφαντό της, τότε θα παντρευτεί.
Τον συμβούλεψε ύστερα, να πάει να βρει τον Εύμαιο, το βοσκό του, πώς να φανερωθεί εκεί στο γιο του και πώς θα καθαρίσουν το σπίτι του από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Έτσι ονόμαζαν αυτούς που ήθελαν να την παντρευτούν.
Οδυσσέας και Εύμαιος
Ντύθηκε ο Οδυσσέας σαν γέρο-ζητιάνος και τράβηξε να βρει τον Εύμαιο στο βουνό, όπου ήταν τα κοπάδια του. Τον καλοδέχτηκε ο γερο-βοσκός, τον κάλεσε μες στην καλύβα του και του έβαλε να φάει.
Ύστερα άρχισε να τον ρωτάει ποιος είναι κι από πού έρχεται. Με την κουβέντα, του διηγήθηκε και για το βασιλιά του τόπου, τον Οδυσσέα, που λείπει είκοσι χρόνια και κανένας δεν ξέρει αν ζει ή πέθανε.
Του είπε και για τους δικούς του και για τους μνηστήρες, που ήρθαν και καλοστρώθηκαν στο σπίτι του και τρώνε τα καλά του
Συγκινήθηκε ο Οδυσσέας, μα δε φανερώθηκε. Μόνο του είπε πως άκουσε ότι ο βασιλιάς τους ζει και θα γυρίσει. Χαρούμενος ο Εύμαιος περιποιήθηκε πιο πολύ τον ξένο για την καλή είδηση κι ύστερα του στρώσε να κοιμηθεί.
Οδυσσέας και Τηλέμαχος
Την άλλη μέρα, έφτασε στα μαντριά και ο Τηλέμαχος, που είχε γυρίσει από το ταξίδι του στη Σπάρτη, όπου είχε πάει να ρωτήσει για τον πατέρα του. Έστειλε τον Εύμαιο στην πόλη να πει στη μητέρα του πως γύρισε. Έτσι, ο Οδυσσέας κι ο γιος του έμειναν μόνοι. Και σε μια στιγμή, όπως κουβέντιαζαν, πέταξε το ραβδί και τα ρούχα του ζητιάνου και φανερώνεται στο γιο του.
Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι ώρα πολλή ο πατέρας χάιδευε το παιδί του που τ’ άφησε μωρό κι ο γιος τον πατέρα, που δεν τον είχε δει ποτέ του. Σαν πέρασε η πρώτη συγκίνηση, κάθισαν πατέρας και γιος και έκαναν το σχέδιό τους πώς να τιμωρήσουν τους αδιάντροπους μνηστήρες. Μόνο ζήτησε ο Οδυσσέας να μην πει ο Τηλέμαχος σε κανέναν πως γύρισε, ούτε στη μάνα του ούτε στον παππού του τον Λαέρτη, ούτε και στον Εύμαιο. Καλύτερα θα είναι να μην το ξέρει κανένας, γιατί οι θεοί θα τους βοηθήσουν να πετύχει το σχέδιό τους.
Τηλέμαχος και Πηνελόπη
Την άλλη μέρα, γύρισε στο παλάτι κι ανέβηκε στο δώμα να δει τη μητέρα του. Της είπε πώς πέρασε στο ταξίδι του και πώς έμαθε σίγουρα ότι ο πατέρας του ζει και θα γυρίσει σε λίγο. Χάρηκε η Πηνελόπη και φίλησε το γιο της για να τον ευχαριστήσει για την καλή είδηση.
Ο Οδυσσέας στο παλάτι
Στο μεταξύ, ήρθε κι ο Οδυσσέας ντυμένος ζητιάνος, μαζί με τον Εύμαιο. Όταν πλησίασε στην πόρτα του παλατιού, είδε το αγαπημένο του σκυλί τον Άργο, γέρικο κι αδύνατο να κείτεται σε μια άκρη. Μόλις τον είδε, το πιστό σκυλί τον αναγνώρισε, ανασηκώθηκε, κούνησε την ουρά του και ξεψύχησε από τη χαρά του. Λυπήθηκε ο Οδυσσέας κατάκαρδα τον παλιό σύντροφό του. Δεν ήταν όμως ώρα για αργοπορίες.
Μπήκε στο παλάτι και προχώρησε στη μεγάλη αίθουσα. Εκεί οι μνηστήρες, καλοστρωμένοι, έτρωγαν κι έπιναν. Τους πλησίασε ο Οδυσσέας κι άρχισε να τους ζητάει ελεημοσύνη, λίγο φαΐ. Κι αυτοί τον κορόιδευαν κι άλλος του έδινε ένα κόκκαλο, άλλοι τον έσπρωχναν, κι ένας του πέταξε ένα σκαμνί που τον χτύπησε στον ώμο. Μα αυτός δε μίλησε.
Οδυσσέας και Πηνελόπη
Το βράδυ ξαναπήγε στη μεγάλη αίθουσα. Η Πηνελόπη τον καλοδέχτηκε και τον ρωτούσε αν ξέρει τίποτα για τον Οδυσσέα. Κι αυτός της είπε ότι ο άντρας της ζει και θα γυρίσει σύντομα. Ευχαριστημένη τότε εκείνη, πρόσταξε τις δούλες να τον πλύνουν, να του δώσουν καθαρά ρούχα και καλό φαΐ και να του στρώσουν ένα μαλακό κρεβάτι.
Οδυσσέας και Ευρύκλεια
Όταν όμως η γριά υπηρέτρια Ευρύκλεια τού έπλενε τα πόδια, τον γνώρισε. Γιατί είχε στο πόδι ένα σημάδι από μια πληγή που του είχε κάμει ένα αγριογούρουνο κι έκανε να φωνάξει. Μα αυτός της έκλεισε το στόμα και την παρακάλεσε να μην πει τίποτα.
Η απόφαση της Πηνελόπης
Την άλλη μέρα, η Πηνελόπη, μετά από την παρέμβαση της θεάς Αθηνάς που την είδε σε όνειρο, κάλεσε τους μνηστήρες και τους είπε:
—Αποφάσισα να παντρευτώ. Θα πάρω όμως εκείνον που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το τόξο του Οδυσσέα και να το περάσει σαΐτα μέσα από τις τρύπες δώδεκα τσεκουριών στη γραμμή. Χαρούμενοι εκείνοι ετοιμάζονταν τότε κι ο καθένας πίστευε πως θα είναι ο τυχερός.