Οι περιορισμοί στην Ιδιοκτησία και στο Δικαίωμα της Δικαστικής Προστασίας από τα άρθρα 34 και 22 παρ. 3 του ν. 3900/2010 και υποπαράγραφος Α.5 του πολυνομοσχεδίου που έγινε πρόσφατα νόμος του κράτους (ν. 4152/2013)

Ημερομηνία δημοσίευσης: Aug 05, 2013 5:28:19 PM

 * του Θανάση Αλαμπάση , δικηγόρου του ΔΣΑ

Με το πολυνομοσχέδιο που έγινε νόμος του κράτους (4152/2013) προστέθηκε νέο άρθρο 70 Β (Ειδική Διοικητική Διαδικασία -Ενδικοφανής προσφυγή), με το οποίο καταργείται από τα τέλη Ιουλίου 2013 η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών. Πλέον από την 1η Αυγούστου οι φορολογικές διαφορές θα επιλύονται με συνοπτικό τρόπο, με την αρμοδιότητα να περνά στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών. Με την νέα αυτή  διαδικασία η οποία όπως παρακάτω αναλύω οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του δικαιώματος σε έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του Δικαστή,  εκτιμάται από την κυβέρνηση πως με διαδικασίες εξπρές θα εισρεύσουν έως τον Φεβρουάριο του 2014 στα κρατικά ταμεία βεβαιωμένοι φόροι ύψους 1,25 δισ. ευρώ…

Το υπουργείο Οικονομικών με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίσθηκε στην Βουλή αναθεώρησε πλήρως της διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών, μεταφέροντας από την 1η Αυγούστου 2013 τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Έτσι, από την 1η Αυγούστου ο φορολογούμενος που αμφισβητεί την καταλογιστική πράξη φόρου, δασμού, προστίμου κτλ, που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.

Η αίτηση θα υποβάλλεται στην Εφορία, στο Τελωνείο ή στην φορολογική αρχή (ΣΔΟΕ) που εξέδωσε την πράξη και θα αναφέρει τους λόγους στους οποίους ο φορολογούμενος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον φορολογούμενο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν. Περαιτέρω, με την άσκηση της ενδικοφανής προσφυγής θα βεβαιώνεται άμεσα από τη φορολογική αρχή και καταβάλλεται ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης (παρ. 3). Αυτό σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου, συνεπάγεται ότι με την ενεργοποίηση της νέας διαδικασίας και το αργότερο έως τον Φεβρουάριο 2014 θα εισπραχθούν 1,25 δισ. ευρώ από τα 2,5 δισ. ευρώ των εκκρεμών υποθέσεων που λιμνάζουν σήμερα στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (η καταβολή του 50% δεν ίσχυε στην περίπτωση προσφυγής στην επιτροπή).

Οι πιο ενδιαφέρουσες διατάξεις του πρόδηλης και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας νόμου 4152/2013 που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο, που σε οποιοδήποτε κράτος δικαίου που θεωρείται ως κράτος δημοκρατικό και ευνομούμενο και αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα ως μια ευνομούμενη πολιτεία θα είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τον νομικό, πολιτικό και πνευματικό κόσμο, είναι η διάταξη που κάνει λόγο για «σαφή, ειδική και πλήρη αιτιολογία» της  απόφασης της Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης επί της προσφυγής του φορολογουμένου με «νομικούς ή/και πραγματικούς ισχυρισμούς», όταν ως εισηγητές ορίζονται… «υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Οικονομικών ή υπάλληλοι με δεκαετή τουλάχιστον εμπειρία σε φορολογικούς ελέγχους»!!!) [παρ 6 αρθρ. 70Β και παράγραφος 4 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε. όπως αντικαταστάθηκε με την υποπαράγραφο Α.5 αρ. 1.6 αρ. 3.β.β  ]. Επίσης,  η διάταξη  που  προβλέπει  τη δυνατότητα προσφυγής στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης για την αναστολή (!!!!!!!)  της βεβαίωσης του 50% σε περιπτώσεις πρόκλησης “ανεπανόρθωτης βλάβης”  του φορολογουμένου [άρθρο 70 Β παρ. 4  «Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την κοινοποίηση της απόφασής της στον υπόχρεο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο»]. 

Τέλος  αξιομνημόνευτο είναι το τεκμήριο όχι απλώς απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής και της αίτησης αναστολής από την εν λογω Επιτροπή, αλλά και της λήψης γνώσης της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το φορολογούμενο, με τις άγνωστες  στο δικαιϊκό μας σύστημα προβλέψεις της παρ. 4 του άρθρου 70Β για την απόρριψη της αίτησης αναστολής  [«Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη φορολογική αρχή, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί»] και της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου για την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής [«Εάν, εντός της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, δεν εκδοθεί απόφαση ή δεν κοινοποιηθεί απόφαση στον υπόχρεο, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας»]. Αντί δηλαδή να ενισχύεται  η υποχρέωση της Διοίκησης να  λαμβάνει μέριμνα για τη λήψη γνώσης των δυσμενών διοικητικών πράξεων από το φορολογούμενο  με βέβαιο και ασφαλή τρόπο, οι ανωτέρω διατάξεις εισάγουν ανεπίτρεπτο τεκμήριο «γνώσης» του απορριπτικού περιεχομένου της  απόφασης, που  λαμβάνει υποτίθεται χώρα από  την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ της απόφασης εντος της προβλεπόμενης προθεσμίας (20 ημέρες για την απόφαση επί της αίτησης αναστολής και 60 ημέρες από την απόφαση επί προσφυγής)!!!

Η κατάσταση που δημιουργείται από τη θέσπιση και ακώλυτη εφαρμογή των άρθρων 34 και 22 παρ. 3 του  ν. 3900/2010 και της υποπαραγράφου Α.5  του ν. 4152/2013  με υποχρέωση καταβολής ποσοστού 100% της οφειλής, για την αμφισβήτηση μιας φορολογικής πράξης, τέλους ή προστίμου, το οποίο δύναται, όχι απλώς να είναι εσφαλμένο, αλλά και καταφανώς παράνομο ή και σκόπιμο, ήτοι του ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ μέχρι και το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης επί τυχόν προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια [50% άμεσα κατά την έκδοση της δυσμενούς πράξης κατά του φορολογούμενου + 50% με την δημοσίευση της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου αν ασκηθεί προσφυγή] και μάλιστα α) ΔΙΧΩΣ να διασφαλίζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, β) ΔΙΧΩΣ καμία πρακτικά πιθανότητα χορήγησης αναστολής [αφού η «εκδίκαση» της σχετικής αίτησης  δεν ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα των  Διοικητικών  Δικαστηρίων αλλά στην…  Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης στην οποία ως εισηγητές ορίζονται υπάλληλοι του ΥΠΟΙΚ που ΔΕΝ διαθέτουν νομικές γνώσεις], γ) ΔΙΧΩΣ τη δυνατότητα αναστολής της απόφασης που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και άρα στέρηση του δικαιώματος του φορολογούμενου να εκθέσει τα παράπονά του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αν αδυνατεί -που αδυνατεί- να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, έχοντας ήδη καταβάλει το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που βεβαιώθηκε  και καταβλήθηκε στη φορολογική αρχή ΑΜΕΣΑ κατά την έκδοση της πράξης), λόγω έλλειψης σήμερα «πάγιας νομολογίας» την οποία το ΣτΕ έθεσε ως βασική προϋπόθεση για την πιθανολόγηση τυχόν  ευδοκίμησης της προσφυγής, έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, πρόσθετα δε,  του  άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς  και του άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

Ολόκληρο το κείμενο της ανάλυσης θα το βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση

https://docs.google.com/viewer?a=v&pid=sites&srcid=ZGVmYXVsdGRvbWFpbnxkaWthc3Rpc3RoZXNpdGV8Z3g6NTIzMzY4OGIxMzlkMjEzYQ