Ο δικαστής σε μια καταρρέουσα πολιτεία.

Ημερομηνία δημοσίευσης: Dec 08, 2012 4:11:32 PM

ΚΥΡΙΑΚΉ, 4 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2012

http://dikastis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_233.html

Το δικαστικό λειτούργημα είναι, αναμφιβόλως, το υψηλότερο και ευγενέστερο τοιούτο σε μια δημοκρατική κοινωνία, καθώς στον δικαστή έχει ανατεθεί η διαφύλαξη αγαθών  μεγάλης κοινωνικής σημασίας, εν οις πρώτιστη θέση κατέχουν η αξία του ανθρώπου και η προσωπική ελευθερία. Άνευ αυτών και αυτή ακόμη η ανθρώπινη ζωή απονοηματοδοτείται, γίνεται γράμμα κενό.

Ο δικαστής καλείται να υπερβεί τις ανθρώπινες αδυναμίες του, για να επιτελέσει το αληθινά τιτάνιο έργο της κρίσης των συνανθρώπων του και μάλιστα με δυνατότητα επιβολής  κυρώσεων. Πρέπει να είναι αυστηρός με τον εαυτό του και την ίδια στιγμή να επιδεικνύει κατανόηση και συγκατάβαση στις αδυναμίες και τα πάθη των άλλων.

Παράλληλα, ο δικαστής είναι ο λειτουργός εκείνος που ενσαρκώνει και υλοποιεί την επιταγή του κράτους δικαίου για δέσμευση αρχόντων και αρχομένων από τους νόμους. Είναι εν ταυτώ η δικαστική λειτουργία εξουσία αλλά και ανάχωμα στην αυθαιρεσία των άλλων εξουσιών και του ίδιου της του εαυτού. Έτσι, σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, με οξύτατο πρόβλημα διαφθοράς οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να δίνουν πρώτοι το καλό παράδειγμα, υλοποιώντας -με γνώμονα πάντοτε την αρχή της αυτοδιοίκησης της Δικαιοσύνης- την αυτοκάθαρση του Σώματος διά της απομακρύνσεως των επίορκων συναδέλφων τους. Μη έχοντες δημόσιο λόγο δι’ άλλου τρόπου οφείλουν επίσης να «μιλούν» διά των αποφάσεων τους, όπως πρέπει και στον χρόνο που πρέπει, μη υποκύπτοντας στα θέλγητρα της όποιας εξουσίας και  υπακούοντας στην φωνή της συνειδήσεως.

Ο δικαστής εκείνος που έχει επίγνωση της αποστολής του υποβάλλει τον εαυτό του σε περιορισμούς δυσβάσταχτους για τον μέσο κοινωνό. Πρέπει να αποτελεί κοινωνικό και ηθικό πρότυπο, να αποφεύγει καθετί που μπορεί να παρεξηγηθεί, ακόμη και από τους κακόπιστους. Η δυναμή του είναι η εμπιστοσύνη που εμπνέει και η οποία δεν κατακτάται μόνο με την ποιότητα των δικαιοδοτικών του κρίσεων, αλλά πρωτίστως με το παράδειγμα του καθ’ ημέραν βίου του.

 Η ορθή ενάσκηση του δικαστικού λειτουργήματος προϋποθέτει ψυχική ηρεμία. Η γαλήνη αυτή απόλλυται, εάν ο δικαστής κατατρύχεται από την αγωνία της επιβίωσης. Έτσι, οι κατά το Σύνταγμα διακεκριμένες απολαβές των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 88 παρ. 2 Σ) δεν αποτελούν προσωπικό προνόμιο, αλλά εγγύηση ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, ως όρος προσωπικής ανεξαρτησίας. Μάλιστα, μιλώντας αυστηρώς νομικά σημειωτέον ότι από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 26 παρ. 3 και 88 παρ. 2 Σ προκύπτουν οι ακόλουθες  δύο παραδοχές: Πρώτον, ότι δεν είναι νοητή μείωση αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, παρά μόνο διά της αναστολής χορήγησης αυξήσεως. Η επίκληση της δημοσιονομικής συγκυρίας δεν είναι συνταγματικά ανεκτός λόγος, διότι στην προκειμένη περίπτωση το δημόσιο συμφέρον εξειδικεύεται - προσδιορίζεται αυθεντικά από το ίδιο το Σύνταγμα. Και δεύτερον ότι, με γνώμονα την αρχή της ισοτιμίας των κρατικών λειτουργιών, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσες με αυτές των φορέων των άλλων κρατικών λειτουργιών (νομοθετικής  και εκτελεστικής). Για τον προσδιορισμό τους πρέπει να συνυπολογίζονται οι κάθε είδους χορηγίες, ατέλειες και προνομίες που λαμβάνουν οι υπηρετούντες τις δύο έτερες εξουσίες.

Σε μια περίοδο οξύτατης κοινωνικοοικονομικής και θεσμικής κρίσης και υπό καθεστώς εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας οι εξαγγελθείσες περικοπές στις απολαβές των δικαστικών λειτουργών βάλλουν ευθέως κατά του κράτους δικαίου. Εάν υιοθετήσουμε την -όχι στερούμενη αντικειμενικού ερείσματος- εκδοχή ότι την τελευταία τριετία εκτυλίσσεται κάποιο σχέδιο από ξένα συμφέροντα και τα ντόπια οργανά τους κατά της χώρας μας, τότε είναι σαφές ότι το σχεδιαζόμενο πλήγμα εναντίον της Δικαιοσύνης είναι «χτύπημα στην καρδιά», αφού όταν βάλλεται το τελευταίο οχυρό της Δημοκρατίας μετά βεβαιότητος σύμπασα η κρατική υπόσταση καταρρέει.

Χωρίς να υπονοώ ότι η επίδειξη έντιμης συμπεριφοράς πρέπει να συναρτάται με το ύψος των αποδοχών -κάθε άλλο μάλιστα, αφού ο δικαστης ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες πρέπει να στέκει όρθιος και άκαμπτος- είναι σαφές ότι δεν είναι σώφρον μια δημοκρατική πολιτεία να υποβάλλει τους λειτουργούς της σε «δοκιμασία αρετής».

Προ αυτής της καταστάσεως οι δικαστικοί λειτουργοί και μαζί τους όλοι οι πολίτες οφείλουν να αντισταθούν σε μία ακόμη επιχειρούμενη συνταγματική εκτροπή όχι μόνον από φιλοπατρία (άρθρο 120 παρ. 4 Σ), αλλά ωθούμενοι έστω και από το ένστικτο της αυτοπροστασίας.

Και κάτι τελευταίο: Ακόμη και αυτοί που βραχυπρόθεσμα στο εσωτερικό της χώρας ωφελούνται από την υπάρχουσα κατάσταση ας γνωρίζουν ότι από την κατάρρευση κανείς τελικά δεν γλιτώνει και ότι η ιστορία διδάσκει ότι την κάθαρση σε μια εθνική τραγωδία φέρνουν με τις αποφάσεις τους -κατά λαϊκή απαίτηση- οι δικαστές.

Σάββας  Ε. Ιωακειμίδης

Νομικός - Μ.Δ. Ποινικού Δικαίου - Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών